κατά Λουκάν

πηγή Μητρόπολη Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως κ Πολυκάστρου (σημ. όπου η μετάφραση της μητρόπολης έχει δια της πολυλογίας αλλοιώσει την ουσία της μετάφρασης τότε το κείμενο της μετάφρασης έχει -ή θα- αντικατασταθεί από την μετάφραση του agiooros.org)

κεφ 1

Λουκ 1.1Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων,Επειδή, πράγματι, πολλοί επιχείρησαν να συντάξουν μια διήγηση για τα πράγματα που συνέβηκαν μεταξύ μας με απόλυτη βεβαιότητα,
Λουκ 1.2καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου,καθώς μας τα παράδωσαν όσοι από την αρχή έγιναν αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες του θείου λόγου,
Λουκ 1.3ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε,γι’ αυτό φάνηκε καλό και σ’ εμένα, που τα παρακολούθησα όλα από την αρχή ακριβώς, να σου τα γράψω με τη σειρά, εξοχότατε Θεόφιλε,
Λουκ 1.4ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν.για να γνωρίσεις καλά με ασφάλεια την αλήθεια για όσα λόγια κατηχήθηκες.
Λουκ 1.5Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας Ἀβιά, καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἐκ τῶν θυγατέρων Ἀαρών, καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς Ἐλισάβετ.Υπήρξε κατά τις ημέρες του Ηρώδη, του βασιλιά της Ιουδαίας, κάποιος ιερέας με το όνομα Ζαχαρίας από την ιερατική τάξη του Αβιά, και είχε γυναίκα από τις θυγατέρες του Ααρών και το όνομά της ήταν Ελισάβετ.
Λουκ 1.6ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι.Ήταν μάλιστα δίκαιοι και οι δύο απέναντι στο Θεό, και πορεύονταν άμεμπτοι σε όλες τις εντολές και τις δίκαιες διατάξεις του Κυρίου.
Λουκ 1.7καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ Ἐλισάβετ ἦν στεῖρα, καὶ ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν.Δεν υπήρχε όμως εις αυτούς τέκνον, διότι η Ελισάβετ ήτο στείρα και οι δύο ήσαν αρκετά προχωρημένοι εις τας ημέρας της ζωής των.
Λουκ 1.8Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἱερατεύειν αὐτὸν ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ,Καθώς δε ο Ζαχαρίας υπηρετούσε ως ιερεύς ενώπιον του Θεού στον ναόν, όταν είχε έλθει η σειρά της ιερατικής τάξεως εις την οποίαν ανήκε,
Λουκ 1.9κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἱερατείας ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι εἰσελθὼν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου·του έλαχε με κλήρον, σύμφωνα με την κρατούσα συνήθειαν μεταξύ των ιερέων, να εισέλθη στον ναόν, δηλαδή εις τα άγια και να προσφέρη την θυσίαν του θυμιάματος.
Λουκ 1.10καὶ πᾶν τὸ πλῆθος ἦν τοῦ λαοῦ προσευχόμενον ἔξω τῇ ὥρᾳ τοῦ θυμιάματος.Και όλον το πλήθος του λαού ήτο κατά την ώραν της προσφοράς του θυμιάματος έξω εις την αυλήν του ναού και προσηύχετο.
Λουκ 1.11ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος.Παρουσιάσθη δε εις αυτόν άγγελος Κυρίου, όρθιος εις τα δεξιά του θυσιαστηρίου, επάνω στο οποίον έκαιε το θυμίαμα.
Λουκ 1.12καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτόν.Και εταράχθη ο Ζαχαρίας όταν τον είδε και φόβος έπεσε επάνω του.
Λουκ 1.13εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην·Είπε δε προς αυτόν ο άγγελος· “μη φοβήσαι, Ζαχαρία· διότι η δέησίς σου έγινε ακουστή από τον Θεόν και η γυναίκα σου Ελισάβετ θα σου γεννήση παιδί και θα καλέσης το όνομά του Ιωάννην.
Λουκ 1.14καὶ ἔσται χαρά σοι καὶ ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται.Και θα είναι αυτό το γεγονός χαρά και αγαλλίασις δια σε, και πολλοί, όταν αργότερα ακούσουν το κήρυγμα του, θα χαρούν δια την γέννησίν του.
Λουκ 1.15ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ καὶ Πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ,Διότι αυτός θα αναδειχθή μέγας ενώπιον του Κυρίου και δεν θα πιή ποτέ οίνον η άλλο οινοπνευματώδες ποτόν. Και από τον καιρόν ακόμη, που θα ευρίσκεται εις την κοιλίαν της μητρός του, θα λάβη πλούσια τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Λουκ 1.16καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν·Και πολλούς από τους απογόνους του Ισραήλ θα επαναφέρη μετανοημένους στον Κυριον και Θεόν των.
Λουκ 1.17καὶ αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλιού, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον.Και αυτός θα προηγηθή ολίγον χρόνον ενωρίτερον εμπρός από τον Μεσσίαν, με το προφητικόν πνεύμα και την δύναμιν του Ηλιού. Δια να ξαναγυρίση τις σκληρυμμένες καρδιές των πατέρων, γεμάτες τώρα στοργήν, προς τα τέκνα των, και τους απειθείς να τους επαναφέρη εις την σύνεσιν και τα φρονήματα των δικαίων και να ετοιμάση έτσι στον Κυριον λαόν προπαρασκευασμένον δια να υποδεχθή τον Σωτήρα.
Λουκ 1.18καὶ εἶπε Ζαχαρίας πρὸς τὸν ἄγγελον· κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο; ἐγὼ γάρ εἰμι πρεσβύτης καὶ ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς.Και είπεν ο Ζαχαρίας προς τον άγγελον· “κατά ποίον τρόπον θα γνωρίσω με βεβαιότητα αυτό, που μου λέγεις; Διότι εγώ είμαι γέρων και η γυναίκα μου έχει προχωρήσει πλέον εις την ηλικίαν της”.
Λουκ 1.19καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπεστάλην λαλῆσαι πρός σε καὶ εὐαγγελίσασθαί σοι ταῦτα.Και αποκριθείς ο άγγελος του είπεν· “εγώ είμαι ο Γαβριήλ που παρίσταμαι ενώπιον του Θεού και απεστάλην από αυτόν να σου ομιλήσω και να σου αναγγείλω τας χαρμοσύνους ταύτας ειδήσεις.
Λουκ 1.20καὶ ἰδοὺ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ δυνάμενος λαλῆσαι ἄχρι ἧς ἡμέρας γένηται ταῦτα, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου, οἵτινες πληρωθήσονται εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν.Και εφ’ όσον ζητείς σημείον, δια να πιστεύσης, ιδού θα είσαι βωβός και δεν θα ημπορής να ομιλήσης μέχρι την ημέραν, που θα πραγματοποιηθούν αυτά. Και τούτο, διότι δεν επίστευσες στους λόγους μου, οι οποίοι οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθούν στον καιρόν των”.
Λουκ 1.21καὶ ἦν ὁ λαὸς προσδοκῶν τὸν Ζαχαρίαν, καὶ ἐθαύμαζον ἐν τῷ χρονίζειν αὐτὸν ἐν τῷ ναῷ.Ο δε λαός εξακολουθούσε να περιμένη τον Ζαχαρίαν και απορούσαν όλοι δια την αργοπορίαν μέσα στον ναόν.
Λουκ 1.22ἐξελθὼν δὲ οὐκ ἠδύνατο λαλῆσαι αὐτοῖς, καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι ὀπτασίαν ἑώρακεν ἐν τῷ ναῷ· καὶ αὐτὸς ἦν διανεύων αὐτοῖς, καὶ διέμενε κωφός.Οταν δε αυτός εβγήκε, δεν ημπορούσε να ομιλήση προς αυτούς και εκατάλαβαν ότι είχεν ιδεί κάποιαν οπτασίαν μέσα στον ναόν. Και αυτός έκανε συνεχώς νοήματα προς αυτούς και έμενε κωφός και άλαλος.
Λουκ 1.23καὶ ἐγένετο ὡς ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας αὐτοῦ, ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.Και όταν ετελείωσαν αι ημέραι της υπηρεσίας του στον ναόν ανεχώρησε και ήλθεν στο σπίτι του.
Λουκ 1.24Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ἡμέρας συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε,Επειτα δε από τας ημέρας αυτάς έμεινεν έγκυος η γυναίκα του η Ελισάβετ και έκρυπτε επιμελώς τον εαυτόν της επί πέντε μήνας.
Λουκ 1.25λέγουσα ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τὸ ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις.Και όταν το γεγονός έγινε πλέον φανερόν, έλεγεν η Ελισάβετ ότι “έτσι μου έχει κάμει το καλό αυτό ο Κυριος εις τας ημέρας της γεροντικής μου ηλικίας, κατά τας οποίας επέβλεψε με καλωσύνην και ευδόκησε να μου αφαιρέση την εντροπήν της ατεκνίας μου μεταξύ των ανθρώπων”.
Λουκ 1.26Ἐν δὲ τῷ μηνὶ τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ,Κατά δε τον έκτον μήνα από τότε που είχε μείνει έγκυος η Ελισάβετ, εστάλη από τον Θεόν ο άγγελος Γαβριήλ εις μίαν πόλιν της Γαλιλαίας, ονόματι Ναζαρέτ,
Λουκ 1.27πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαυΐδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ.προς μίαν παρθένον, μνηστευομένην με άνδρα ονόματι Ιωσήφ, η οποία κατήγετο από το γένος Δαυίδ. Και η παρθένος ωνομάζετο Μαριάμ.
Λουκ 1.28καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν.Αφού δε ο άγγελος εισήλθεν στο σπίτι, είπε προς αυτήν· “χαίρε συ, που έλαβες μεγάλας και εξαιρετικάς χάριτας από τον Θεόν· ο Κυριος είναι μαζή σου. Είσαι συ ευλογημένη όσον καμμία άλλη μεταξύ των γυναικών”.
Λουκ 1.29ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος.Αυτή δε, όταν είδε τον άγγελον, εταράχθη πολύ από τα λόγια του και εσκέπτετο μέσα της τι σημαίνει και ποίον σκοπόν έχει αυτός ο χαιρετισμός.
Λουκ 1.30καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· μὴ φοβοῦ, Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ.Και είπεν ο άγγελος προς αυτήν· “μη φοβάσαι, Μαριάμ, διότι ευρήκες εξαιρετικήν εύνοιαν και ευλογίαν εκ μέρους του Θεού.
Λουκ 1.31καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν.Και ιδού θα συλλάβης και θα γεννήσης υιόν και θα καλέσης το όνομα αυτού Ιησούν.
Λουκ 1.32οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυΐδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ,Αυτός θα είναι μέγας δια την αγιότητα και το έργον του. Και θα ονομασθή ο κατ’ εχοχήν Υιός του υψίστου. Και θα δώση εις αυτόν Κυριος ο Θεός τον θρόνον του προπάτορός του Δαυίδ.
Λουκ 1.33καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος.Και θα βασιλεύση στους αιώνας ως αιώνιος βασιλεύς εις όλας τας γενεάς των πιστών, που θα αποτελούν την νέαν πνευματικήν οικογένειαν του Ιακώβ. Και η βασιλεία του δεν θα λάβη τέλος”.
Λουκ 1.34εἶπε δὲ Μαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγελον· πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;Είπε δε η Μαριάμ προς τον άγγελον· “πως θα γίνη το πρωτάκουστον τούτο, να γεννήσω υιόν, αφού δεν γνωρίζω άνδρα;
Λουκ 1.35καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ.Και απεκρίθη ο άγγελος και της είπε· “το Πνεύμα το Αγιον που θα σε απαλλάξη από το προπατορικόν αμάρτημα και θα σε εξαγιάση, θα έλθη εις σε και η δημιουργική δύναμις του Υψίστου θα σε περικαλύψη και θα σε διαποτίση. Δι’ αυτό και το απολύτως άγιον και αναμάρτητον βρέφος, το οποίον κατά τον υπερφυσικόν αυτόν τρόπον θα γεννηθή από σε, θα κληθή, διότι θα είναι, ο Υιός του Θεού.
Λουκ 1.36καὶ ἰδοὺ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου καὶ αὐτὴ συνειληφυῖα υἱὸν ἐν γήρει αὐτῆς, καὶ οὗτος μὴν ἕκτος ἐστὶν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ·Ιδού δε ότι και η Ελισάβετ η συγγενής σου έχει συλλάβει και αυτήν υιόν εις την γεροντικήν της ηλικίαν. Και ο μήνας αυτός είναι ο έκτος της εγκυμοσύνης εις αυτήν, την οποίαν έως τώρα έλεγαν στείραν.
Λουκ 1.37ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα.Διότι δεν είναι αδύνατον στον Θεόν κάθε τι θαυμαστόν και υπερφυσικόν”.
Λουκ 1.38εἶπε δὲ Μαριάμ· ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος.Είπε δε η Μαριάμ· “ιδού η δούλη του Κυρίου πρόθυμος να υποταχθώ εις την θείαν βουλήν. Ας γίνη σύμφωνα με τον λόγον σου”. Και ανεχώρησεν από αυτήν ο άγγελος.
Λουκ 1.39Ἀναστᾶσα δὲ Μαριὰμ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐπορεύθη εἰς τὴν ὀρεινὴν μετὰ σπουδῆς εἰς πόλιν Ἰούδα,Ανεχώρησε δε η Μαριάμ κατά τας ημέρας αυτάς, αμέσως μετά τον ευαγγελισμόν της, και επήγε γρήγορα εις την ορεινήν περιοχήν της Ιουδαίας, εις κάποιαν πόλιν της φυλής Ιούδα.
Λουκ 1.40καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον Ζαχαρίου καὶ ἠσπάσατο τὴν Ἐλισάβετ.Και εισήλθε στο σπίτι του Ζαχαρίου και εχαιρέτησε την Ελισάβετ.
Λουκ 1.41καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ἡ Ἐλισάβετ τὸν ἀσπασμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς· καὶ ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ ἘλισάβετΚαι αμέσως μόλις ήκουσεν η Ελισάβετ τον χαιρετισμόν της Μαρίας, συνέβη τούτο το Θαυμαστόν· εσκίρτησε το βρέφος εις την κοιλίαν της. Και εγέμισε από Πνεύμα Αγιον η Ελισάβετ.
Λουκ 1.42καὶ ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καὶ εἶπεν· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου.Και από την πολλήν χαράν της εφώναξε με μεγάλην φωνήν και με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος είπε· “συ είσαι από τον Θεόν η ασυγκρίτως περισσότερον ευλογημένη μεταξύ όλων των γυναικών και ευλογημένος είναι ο καρπός της κοιλίας σου.
Λουκ 1.43καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;Και πως μου έγινε η μεγάλη αυτή τιμή να έλθη εις επίσκεψίν μου η μητέρα του Κυρίου μου;
Λουκ 1.44ἰδοὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου.Εκατάλαβα ότι είσαι μητέρα του Κυρίου μου, διότι ιδού μόλις έφθασεν εις τα αυτιά μου η φωνή του χαιρετισμού σου, εσκίρτησε με αγαλλίασιν το βρέφος μέσα εις την κοιλίαν μου.
Λουκ 1.45καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου.Και μακαρία είσαι συ, η οποία επίστευσες, ότι θα λάβουν πλήρη και τελείαν πραγματοποίησιν όσα δια του αγγέλου σου έχει είπει ο Κυριος”.
Λουκ 1.46Καὶ εἶπε Μαριάμ. Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν ΚύριονΚαι είπεν η Μαριάμ· “Υμνεί και δοξάζει η ψυχή μου τον Κυριον.
Λουκ 1.47καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου,Και εγέμισε από αγαλλίασιν το πνεύμα μου δια τον Θεόν, τον Σωτήρα εμού και όλου του ανθρωπίνου γένους.
Λουκ 1.48ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί.Υμνολογεί η ψυχή μου τον Κυριον, διότι έρριψε το στοργικόν του βλέμμα εις την ταπεινήν και άσημον δούλην του. Και ιδού ότι από τώρα θα με μακαρίζουν όλαι αι γενεαί.
Λουκ 1.49ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατὸς καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτοῦ,Διότι έκαμε μεγάλα και θαυμαστά έργα εις εμέ ο παντοδύναμος Κυριος, του οποίου το όνομα είναι άγιον.
Λουκ 1.50καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεὰς γενεῶν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν.Το δε έλεος και η αγάπη του ξεχύνονται εις γενεάς γενεών προς όλους εκείνους, που τον φοβούνται και τον σέβονται.
Λουκ 1.51Ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ, διεσκόρπισεν ὑπερηφάνους διανοίᾳ καρδίας αὐτῶν·Εκαμεν στο παρελθόν, και ιδίως τώρα, έργα κραταιά και επέβαλε το θέλημά του με την παντοδύναμον δεξιάν του, κατενίκησε και διεσκόρπισεν αυτούς που υπερηφανεύονται με την επηρμένην διάνοιαν και καρδίαν των.
Λουκ 1.52καθεῖλε δυνάστας ἀπὸ θρόνων καὶ ὕψωσε ταπεινούς,Εκρήμνισε άρχοντας ισχυρούς από θρόνους και ύψωσε ταπεινούς και αδυνάτους.
Λουκ 1.53πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν καὶ πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενούς.Εχόρτασε με πλούσια αγαθά πεινασμένους, και ανθρώπους με πολλά πλούτη τους έδιωξε με αδειανά τα χέρια των.
Λουκ 1.54ἀντελάβετο Ἰσραὴλ παιδὸς αὐτοῦ μνησθῆναι ἐλέους,Επροστάτευσε με τον παντοδύναμό του χέρι τον Ισραηλιτικόν λαόν, τον δούλον του, διότι εθυμήθηκε το έλεος και την ευσπλαγχνίαν του,
Λουκ 1.55καθὼς ἐλάλησε πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν, τῷ Ἀβραὰμ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα.όπως άλλωστε είχεν είπει προς τους πατέρας μας, ότι θα εχάριζε πλούσιον και αιώνιον το έλεός του στον Αβραάμ και τους απογόνους του”.
Λουκ 1.56Ἔμεινε δὲ Μαριὰμ σὺν αὐτῇ ὡσεὶ μῆνας τρεῖς καὶ ὑπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.Εμεινε δε η Μαριάμ μαζή με την Ελισάβετ τρεις περίπου μήνας και επέστρεψε κατόπιν εις την οικίαν της.
Λουκ 1.57Τῇ δὲ Ἐλισάβετ ἐπλήσθη ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἐγέννησεν υἱόν.Εις δε την Ελισάβετ συνεπληρώθη ο χρόνος να γεννήση και εγέννησε υιόν.
Λουκ 1.58καὶ ἤκουσαν οἱ περίοικοι καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτῆς ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ μετ᾿ αὐτῆς, καὶ συνέχαιρον αὐτῇ.Και ήκουσαν οι γείτονες και οι συγγενείς της ότι έδειξε μέγα και θαυμαστόν το έλεός του ο Κυριος εις αυτήν, με το να της χαρίση εις τέτοιαν ηλικίαν υιόν, και όλοι έχαιρον μαζή της.
Λουκ 1.59Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ ἦλθον περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκάλουν αὐτὸ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίαν.Και κατά την ογδόην ημέραν ήλθαν πάλιν οι συγγενείς και οι γείτονες, δια να κάμουν περιτομήν στο παιδίον. Και ωνόμαζαν αυτό Ζαχαρίαν, με το όνομα του πατρός του.
Λουκ 1.60καὶ ἀποκριθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν· οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται Ἰωάννης.Η μητέρα όμως του παιδιού, φωτισμένη από το Πνεύμα του Θεού, είπεν· “όχι Ζαχαρίας, αλλά Ιωάννης θα ωνομασθή”.
Λουκ 1.61καὶ εἶπον πρὸς αὐτὴν ὅτι οὐδείς ἐστιν ἐν τῇ συγγενείᾳ σου ὃς καλεῖται τῷ ὀνόματι τούτῳ·Και είπαν εκείνοι εις αυτήν ότι κανείς μεταξύ των συγγενών σου δεν ονομάζεται με το όνομα αυτό.
Λουκ 1.62ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν.Ερωτούσαν δε με νεύματα τον πατέρα του, τι όνομα θέλει να δώσουν εις αυτό.
Λουκ 1.63καὶ αἰτήσας πινακίδιον ἔγραψε λέγων· Ἰωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐθαύμασαν πάντες.Και Εκείνος, αφού εζήτησε μίαν μικράν πλάκαν, έγραψε τας λέξεις· “Ιωάννης είναι το όνομά του”. Και όλοι εθαύμασαν.
Λουκ 1.64ἀνεῴχθη δὲ τὸ στόμα αὐτοῦ παραχρῆμα καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει εὐλογῶν τὸν Θεόν.Αμέσως δε ήνοιξε το στόμα του Ζαχαρίου και ελύθη η γλώσσα του και ωμιλούσε ελεύθερα, δοξολογών τον Θεόν.
Λουκ 1.65καὶ ἐγένετο ἐπὶ πάντας φόβος τοὺς περιοικοῦντας αὐτούς, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ὀρεινῇ τῆς Ἰουδαίας διελαλεῖτο πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα,Και έπεσεν φόβος εις όλους αυτούς, που κατοικούσαν γύρω και διεδόθησαν όλα αυτά τα θαυμαστά γεγονότα εις όλην την ορεινήν εκείνην περιοχήν της Ιουδαίας.
Λουκ 1.66καὶ ἔθεντο πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν λέγοντες· τί ἄρα τὸ παιδίον τοῦτο ἔσται; καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν μετ᾿ αὐτοῦ.Και όσοι τα ήκουσαν, τα έβαλαν μέσα εις την καρδιά των και έλεγαν· “τι άραγε θα γίνη το παιδί αυτό;” Η δε προστατευτική και παντοδύναμον χειρ του Κυρίου ήτο μαζή του.
Λουκ 1.67Καὶ Ζαχαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου καὶ προεφήτευσε λέγων·Και ο Ζαχαρίας, ο πατέρας αυτού, εγέμισε με Πνεύμα Αγιον και επροφήτευσε, λέγων·
Λουκ 1.68Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ,“Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο αληθινός Θεός και προστάτης του Ισραήλ, διότι επεσκέφθη τον λαόν του και επραγματοποίησε την απελευθέρωσιν αυτού από τους διαφόρους εχθρούς του.
Λουκ 1.69καὶ ἤγειρε κέρας σωτηρίας ἡμῖν ἐν τῷ οἴκῳ Δαυΐδ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ,Και προς χάριν ημών ύψωσε δύναμιν ακαταγώνιστον δια την σωτηρίαν μας διότι ηυδόκησε να γεννηθή ο Σωτήρ του κόσμου εις την οικογένειαν του Δαυίδ του δούλου του.
Λουκ 1.70καθὼς ἐλάλησε διὰ στόματος τῶν ἁγίων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος προφητῶν αὐτοῦ,Οπως ακριβώς είχε λαλήσει και υποσχεθή με το στόμα των αγίων, των δια μέσου των αιώνων προφητών του,
Λουκ 1.71σωτηρίαν ἐξ ἐχθρῶν ἡμῶν καὶ ἐκ χειρὸς πάντων τῶν μισούντων ἡμᾶς,πραγματοποιεί σωτηρίαν από τους εχθρούς μας και από το χέρι όλων των ορατών και αοράτων εχθρών, που μας μισούν,
Λουκ 1.72ποιῆσαι ἔλεος μετὰ τῶν πατέρων ἡμῶν καὶ μνησθῆναι διαθήκης ἁγίας αὐτοῦ,δια να ελεήση έτσι τους πατέρας μας που περιμένουν κάτω εις στον Αδην τον Λυτρωτήν και δια να ενθυμηθή και εκπληρώση την αγίαν διαθήκην του,
Λουκ 1.73ὅρκον ὃν ὤμοσε πρὸς Ἀβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν, τοῦ δοῦναι ἡμῖντην ένορκον δηλαδή διαβεβαίωσιν, την οποίαν έκαμεν στον πατέρα μας τον Αβραάμ· να μας δώση και μας αξιώση,
Λουκ 1.74ἀφόβως, ἐκ χειρὸς τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν ῥυσθέντας, λατρεύειν αὐτῷχωρίς φόβον και λυτρωμένοι από τους εχθρούς μας, να τον λατρεύωμεν και να τον προσκυνούμεν
Λουκ 1.75ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ ἐνώπιον αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν.όλας τας ημέρας της ζωής μας με αγιότητα καρδίας και με ενάρετον βίον.
Λουκ 1.76Καὶ σύ, παιδίον, προφήτης ὑψίστου κληθήσῃ· προπορεύσῃ γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου ἑτοιμάσαι ὁδοὺς αὐτοῦ,Και συ, παιδίον, θα αναδειχθής και θα ονομασθής προφήτης του Υψίστου. Διότι θα προηγηθής από τον Θεάνθρωπον Λυτρωτήν, δια να προετοιμάσης τους δρόμους του έργου του, δηλαδή να προπαρασκευάσης τας καρδίας των ανθρώπων δια την υποδοχήν του,
Λουκ 1.77τοῦ δοῦναι γνῶσιν σωτηρίας τῷ λαῷ αὐτοῦ, ἐν ἀφέσει ἁμαρτιῶν αὐτῶνκαι να γνωστοποιήσης στον λαόν αυτού την σωτηρίαν, την οποίαν θα τους προσφέρη συγχωρώντας τας αμαρτίας των.
Λουκ 1.78διὰ σπλάγχνα ἐλέους Θεοῦ ἡμῶν, ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψουςΚαι τούτο όχι δια τα ενάρετα έργα μας, αλλά δια τα γεμάτα άπειρον έλεος και συμπάθειαν σπλάγχνα του Θεού ημών. Και ένεκα ακριβώς αυτής της εσπλαγχνίας μας επεσκέφθη θεία ανατολή από τον ουρανόν, ο ήλιος της δικαιοσύνης, δηλαδή ο Χριστός,
Λουκ 1.79ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης.δια να φωτίση εκείνους, που απηλπισμένοι δούλοι είναι βυθισμένοι στο σκότος της πλάνης και την σκιαν του πνευματικού θανάτου, να κατευθύνη και να ενισχύη τους πόδας ημών, δια να βαδίσωμεν τον δρόμον, που οδηγεί εις την ειρήνην του Θεού και την αιωνίαν σωτηρίαν”.
Λουκ 1.80Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ.Το δε παιδίον εμεγάλωνε σωματικώς και εδυνάμωνε ηθικώς και διανοητικώς με τον φωτισμόν και την ενίσχυσιν του Αγίου Πνεύματος. Και έμενεν εις τας ερήμους μέχρι της ημέρας που, σύμφωνα με το θείον σχέδιον, θα ανεδεικνύετο προφήτης και απεσταλμένος του Θεού στον Ισραηλιτικόν λαόν.

κεφ 2

Λουκ 2.1Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην.Κατά τας ημέρας εκείνας, μετά την γέννησιν του Ιωάννου, εξεδόθη ένα διάταγμα από τον Αύγουστον Καίσαρα, να γίνη απογραφή όλων των κατοίκων του κόσμου, που ευρίσκετο υπό την κυριαρχίαν της Ρωμης.
Λουκ 2.2αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου.Αυτή η απογραφή ήτο η πρώτη που έγινεν, όταν ηγεμών της Συρίας ήτο ο Κυρήνιος.
Λουκ 2.3καὶ ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.Και επήγαιναν όλοι να απογραφούν, ο καθένας εις την πόλιν από την οποίαν κατήγετο.
Λουκ 2.4ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυΐδ,Ανέβηκε δε και ο Ιωσήφ από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας εις την Ιουδαίαν, εις την πόλιν τον Δαυΐδ, η οποία ωνομάζετο Βηθλεέμ, επειδή κατήγετο από το γένος και την οικογένειαν του Δαυΐδ.
Λουκ 2.5ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ.Επήγε δε να απογραφή μαζή με την Μαριάμ, την μνηστευομένην με αυτόν γυναίκα, η οποία ήτο έγκυος.
Λουκ 2.6ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν,Συνέβη δε όταν αυτοί ήσαν εκεί, συνεπληρώθησαν αι ημέραι, δια να γεννήση αυτή.
Λουκ 2.7καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι.Και εγέννησε τον πρώτον και μόνον υιόν της και τον εσπαργάνωσε και τον έβαλεν εις φάτνην, διότι δεν υπήρχε δι’ αυτούς τόπος στο πανδοχείον να παραμείνουν (επειδή τούτο είχε καταληφθή ενωρίτερα από τους Ιουδαίους, που κατήγοντο από την Βηθλεέμ και είχαν έλθει εκεί να απογραφούν. Και έτσι από αυτήν ακόμη την νηπιακήν του ηλικίαν ο Κυριος δεν είχέ που να κλίνη την κεφαλήν).
Λουκ 2.8Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν.Και ήσαν μερικοί ποιμένες εις την περιοχήν αυτήν, που έμεναν στους αγρούς και με την σειράν των κατά το διάστημα της νυκτός εφύλατταν άγρυπνοι το ποίμνιον των.
Λουκ 2.9καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτούς, καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν.Και ιδού ένας άγγελος Κυρίου παρουσιάσθη έξαφνα εις αυτούς και φως ολόλαμπρον, θείον και υπερφυσικόν, τους περιεκύκλωσε και εφοβήθησαν παρά πολύ δι’ αυτά, που αντίκρυσαν.
Λουκ 2.10καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ,Και είπεν εις αυτούς ο άγγελος· “μη φοβείσθε, διότι σας αναγγέλλω χαρμόσυνον είδησιν, χαράν μεγάλην, η οποία θα είναι χαρά δι’ όλον τον λαόν του Θεού.
Λουκ 2.11ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ.Σας αναγγέλω, ότι εγεννήθη σήμερον για σας Σωτήρ, ο οποίος είναι ο Μεσσίας, ο Κυριος και Θεός. Και εγεννήθη εις την πόλιν του Δαυίδ την Βηθλεέμ, σύμφωνα με τας προφητείας της Γραφής.
Λουκ 2.12καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον· εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ.Και αυτό θα είναι για σας σημείον, με το οποίον θα αναγνωρίσετε τον γεννηθέντα Σωτήρα· θα βρήτε ένα βρέφος απλοϊκά σπαργανωμένον, βαλμένο εις την φάτνην.
Λουκ 2.13καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων·Και έξαφνα πλήθος στρατιάς αγγέλων από τον ουρανόν ενώθηκε με τον άγγελον και όλοι μαζή εδοξολογούσαν τον Θεόν και έλεγαν·
Λουκ 2.14δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.“Δοξα ας είναι στον Θεόν στους ουρανούς και εις ολόκληρον την γην ειρήνη, θεία εύνοια και ευλογία στους ανθρώπους”.
Λουκ 2.15καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους· διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ῥῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν.Οταν δε οι άγγελοι έφυγαν από αυτούς στον ουρανόν, τότε οι ποιμένες είπαν μεταξύ των· “ας περάσωμεν λοιπόν έως εις την Βηθλεέμ, δια να ίδωμεν αυτό που έγινε και το οποίον μας εγνωστοποίησε δια του αγγέλου ο Κυριος”.
Λουκ 2.16καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον τήν τε Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ.Και ήλθαν όσον ημπορούσαν γρηγορώτερα και αφού έψαξαν ευρήκαν και την Μαρίαν και τον Ιωσήφ και το βρέφος τοποθετημένο εις την φάτνην.
Λουκ 2.17ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ῥήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου·Οταν δε είδον αυτά, εγνωστοποίησαν τότε με λεπτομέρειαν όλα όσα είχεν είπει εις αυτούς ο άγγελος δια το παιδίον αυτό. (Οι απλοϊκοί και πιστοί ποιμένες, ως εάν ήσαν πνευματικοί ποιμένες και απόστολοι, ηξιώθησαν να γίνουν μεταξύ των ανθρώπων οι πρώτοι κήρυκες του Χριστού).
Λουκ 2.18καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπὸ τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς.Και όλοι όσοι ήκουσαν, εθαύμασαν δι’ όσα τους είχον είπει οι ποιμένες.
Λουκ 2.19ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς.Η δε Μαριάμ έβαλεν εις την καρδίαν της και εκρατούσε εις την μνήμην της όλους αυτούς τους λόγους και τους συνέκρινε με εκείνα, τα οποία κατά την ώρα του ευαγγελισμού της είχεν είπει ο άγγελος.
Λουκ 2.20καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς.Και επέστρεψαν οι ποιμένες στο ποίμνιόν των, δοξάζοντες και υμνούντες τον Θεόν δι’ όλα όσα ήκουσαν και είδαν και τα οποία ήσαν ακριβώς όπως τους τα είπε ο άγγελος.
Λουκ 2.21Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλία.Και όταν συνεπληρώθησαν οκτώ ημέραι, δια να γίνη η περιτομή του παιδίου, έκαμαν την περιτομήν και εδόθη στο παιδίον το όνομα Ιησούς, όπως είχεν είπει ο άγγελος πριν ακόμη συλληφθή αυτό εις την κοιλίαν της μητέρας του.
Λουκ 2.22Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ,Και όταν, σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως, συνεπληρώθησαν αι ημέραι του καθαρισμού της μητέρας του παιδίου και του μνηστήρος της, ανέβασαν αυτό εις τα Ιεροσόλυμα, δια να το παρουσιάσουν και το αφιερώσουν στον Κυριον.
Λουκ 2.23καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται,Αυτό δε έγινε σύμφωνα με το γραμμένον στον νόμον του Κυρίου, ότι κάθε πρωτότοκον αρσενικόν, που διανοίγει την μήτραν της μητέρας του, θα θεωρηθή αφιερωμένον στον Κυριον.
Λουκ 2.24καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμῳ Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν.Ανέβησαν ακόμη στον ναόν να προσφέρουν την θυσίαν δια τον καθαρισμόν των, όπως ήτο πάλιν γραμμένον στον νόμον Κυρίου, δηλαδή ένα ζεύγος τρυγόνες η δύο μικρά περιστέρια, σαν πτωχοί που ήσαν.
Λουκ 2.25Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν Ἱεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτόν·Και ιδού εζούσε εις την Ιερουσαλήμ ένας άνθρωπος, ονόματι Συμεών. Και ο άνθρωπος αυτός ήτο δίκαιος και ευλαβής και επερίμενε να έλθη λύτρωσις και παρηγορία στον λαόν του Ισραήλ με την έλευσιν του Χριστού, όπως είχαν προείπει αι Γραφαί, και Πνεύμα Αγιον ήτο εις αυτόν·
Λουκ 2.26καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου.και του είχεν αποκαλυφθή από το Αγιον Πνεύμα ότι δεν θα απέθνησκεν, πριν ίδη εκείνον, τον οποίον ο Θεός θα έχριε Σωτήρα και βασιλέα του κόσμου.
Λουκ 2.27καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ,Και κατά παρακίνησιν του Αγίου Πνεύματος ήλθεν στον ναόν. Και όταν οι γονείς έφεραν το παιδίον Ιησούν στον ναόν να κάμουν δι’ αυτό ο,τι ώριζεν ο νόμος δια τα πρωτότοκα,
Λουκ 2.28καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε·τότε και αυτός ο Συμεών εδέχθη εις τας αγκάλας του το παιδίον, εδοξολόγησε τον Θεόν και είπε·
Λουκ 2.29νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ,“τώρα πλέον με απολύεις εμέ τον δούλον σου να φύγω από τον κόσμον αυτόν, Δεσπότα, ειρηνικός και χαρούμενος, σύμφωνα με τον λόγον που μου είπες,
Λουκ 2.30ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου,διότι είδαν τα μάτια μου τον Χριστόν, ο οποίος θα φέρη την σωτηρίαν,
Λουκ 2.31ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν.την οποίαν συ έχεις ετοιμάσει, δια να την ίδουν όλοι οι λαοί της γης.
Λουκ 2.32φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ.Φως πνευματικόν, που θα φανερώση εις τα έθνη τον αληθινόν Θεόν και την δόξαν του λαού σου Ισραήλ, αφού από αυτόν τον λαόν κατά το ανθρώπινον προέρχεται ο Χριστός”.
Λουκ 2.33καὶ ἦν Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ.Και ο Ιωσήφ και η μητέρα του παιδίου συνεχώς εθαύμαζαν δι’ όσα ελέγοντο περί του παιδίου.
Λουκ 2.34καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον.Και ευλόγησεν αυτούς ο Συμεών και είπε προς την Μαρίαν την μητέρα του παιδίου· “ιδού αυτός θα γίνη αιτία να πέσουν και να αναστηθούν πολλοί στον Ισραήλ, (θα πέσουν εκείνοι που δεν θα πιστεύσουν, θα αναστηθούν και θα λυτρωθούν εκείνοι που θα πιστεύσουν). Και θα γίνη αυτός σημείον αντιλογίας μεταξύ των ανθρώπων.
Λουκ 2.35καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί.Και την ιδικήν σου μητρικήν καρδίαν θα διαπεράση η ρομφαία του πόνου, όταν ίδης τον υιόν σου να πάσχη δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Ολα δε αυτά θα γίνουν, δια να φανερωθούν οι μυστικοί διαλογισμοί και απόκρυφοι πόθοι πολλών καρδιών”.
Λουκ 2.36Καὶ ἦν Ἄννα προφῆτις, θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς Ἀσήρ· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα ἔτη μετὰ ἀνδρὸς ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς,Υπήρχε δε εις τα Ιεροσόλυμα και κάποια προφήτις, ονόματι Αννα, θυγάτηρ του Φανουήλ, από την φυλήν Ασήρ· αυτή ήτο πολύ προχωρημένη εις την ηλικίαν της και είχε ζήσει επτά έτη μετά του ανδρός της, από την ημέρα που ως παρθένος είχεν υπανδρευθή αυτόν.
Λουκ 2.37καὶ αὐτὴ χήρα ὡς ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν·Και αυτή ήτο χήρα, ογδοήκοντα τεσσάρων περίπου ετών, η οποία δεν απεμακρύνετο από τον Ιερόν περίβολον του ναού, λατρεύουσα νύκτα και ημέραν τον Θεόν με νηστείας και προσευχάς.
Λουκ 2.38καὶ αὕτη αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν ἐν Ἱερουσαλήμ.Και αυτή εκείνη την ώραν, αφού είδε το παιδίον, εδοξολογούσε τον Κυριον και έλεγε περί αυτού εις όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, που επερίμεναν την λύτρωσίν των από τα δεινά και την καταδίκην της αμαρτίας.
Λουκ 2.39Καὶ ὡς ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ.Και αμέσως, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία εξετέλεσαν όλα όσα ο νόμος του Κυρίου ώριζε, επέστρεψαν εις την Γαλιλαίαν, εις την πατρίδα των την Ναζαρέτ.
Λουκ 2.40Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ αὐτό.Το δε παιδίον ηύξανε κατά το σώμα και ισχυροποιείτο πολύ κατά το πνεύμα και επληρούτο από σοφίαν, την οποίαν εις αυτό μετέδιδεν, καθόσον επροχωρούσε η ηλικία του, η ενωμένη με αυτό θεία του φύσις. Και χάρις Θεού ήτο εις αυτό, η οποία το επροφύλασσε αμόλυντο από κάθε αμαρτίαν, το καθωδηγούσε δε και το ενίσχυε προς κάθε αρετήν.
Λουκ 2.41Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ κατ᾿ ἔτος εἰς Ἱερουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα.Και επήγαιναν οι γονείς του κάθε έτος εις την Ιερουσαλήμ, δια την εορτήν του πάσχα.
Λουκ 2.42καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβάντων αὐτῶν εἰς Ἱεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆςΚαι όταν το παιδίον έγινε δώδεκα ετών, ανέβησαν μαζή με αυτό εις τα Ιεροσόλυμα, σύμφωνα με την συνήθειαν που είχε καθιερώσει ο νόμος δια την εορτήν.
Λουκ 2.43καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν Ἰησοῦς ὁ παῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ.Οταν δε ετελείωσαν αι ημέραι της εκεί παραμονής των, καθώς εγύριζαν προς την Ναζαρέτ, απέμεινε το παιδίον Ιησούς εις την Ιερουσαλήμ και δεν αντελήφθησαν τούτο ο Ιωσήφ και η μητέρα αυτού.
Λουκ 2.44νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ συνοδείᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν τοῖς γνωστοῖς·Επειδή δε ενόμισαν ότι ήτο εις την συνοδείαν των προσκυνητών, επροχώρησαν μιας ημέρας δρόμον μεταξύ των συγγενών και των γνωστών.
Λουκ 2.45καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν.Επειδή δε τον ευρήκαν, επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ, αναζητούντες αυτόν καθ’ οδόν, μήπως ήτο μεταξύ των ερχομένων προσκυνητών.
Λουκ 2.46καὶ ἐγένετο μεθ᾿ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς·Και όταν επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ, ευρήκαν αυτόν έπειτα από τρεις ημέρας να κάθεται εις την αυλήν του ναού, εν μέσω των διδασκάλων, να τους ακούη και να τους ερωτά δια σπουδαία και υψηλά ζητήματα, ασυνήθη δια την παιδικήν του ηλικίαν.
Λουκ 2.47ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ.Και όλοι όσοι τον ήκουαν, εθαύμαζαν δια την μοναδικήν νοημοσύνην και τας απαντήσστου.
Λουκ 2.48καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε.Και όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία τον είδαν, κατελήφθησαν από έκπληξιν και η μητέρα του είπε προς αυτόν· “παιδί μου,τι είναι αυτό που μας έκαμες και έμεινες οπίσω; Ιδού ο πατέρας σου και εγώ με πόνον και μεγάλην ανησυχίαν σε αναζητούσαμε”.
Λουκ 2.49καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με;Και είπε προς αυτούς· “διατί με εζητούσατε; Δεν εγνωρίζατε ότι στον οίκον του Πατρός μου πρέπει να είμαι;” (Υπενθύμισε εις αυτούς ότι πατήρ του δεν ήτο ο Ιωσήφ, αλλ’ ο Θεός, του οποίου ο ναός ήτο ο οίκος του).
Λουκ 2.50καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ῥῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς.Και αυτοί δεν ενόησαν τον λόγον, που τους είπε, διότι δεν ημπορούσαν να εισχωρήσουν στο μέγα μυστήριον της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού.
Λουκ 2.51καὶ κατέβη μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς.Και ο Ιησούς κατέβηκε μαζή των από τα Ιεροσόλυμα εις την Ναζαρέτ και υπήκουεν εις αυτούς κατά πάντα. Και η μητέρα του διατηρούσε όλα τα λόγια και τα συμβάντα αυτά εις την καρδίαν της και εις την μνήμην της.
Λουκ 2.52Καὶ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.Και ο Ιησούς προώδευε συνεχώς κατά την σοφίαν και κατά την αύξησιν του σώματος και κατά την χάριν, που ελάμβανε ολονέν και πλουσιωτέραν από τον Θεόν και κατά την εκτίμησιν και τον θαυμασμόν, που απελάμβανε εκ μέρους των ανθρώπων δια τα πολλά και θεία χαρτίσματά του.

κεφ 3

Λουκ 3.1Ἐν ἔτει δὲ πεντεκαιδεκάτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ἡγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τῆς Ἰουδαίας, καὶ τετραρχοῦντος τῆς Γαλιλαίας Ἡρῴδου, Φιλίππου δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας, καὶ Λυσανίου τῆς Ἀβιληνῆς τετραρχοῦντος,Κατά δε το δέκατον πέμπτον έτος της αυτοκρατορίας του Τιβερίου Καίσαρος, όταν ηγεμών της Ιουδαίας ήτο ο Ποντιος Πιλάτος, και τετράρχης της Γαλιλαίας ο Ηρώδης Αντίπας, ο δε Φιλιππος, ο αδελφός αυτού, τετράρχης της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας και ο Λυσανίας τετράρχης της Αβιληνής,
Λουκ 3.2ἐπ᾿ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ,όταν αρχιερείς εις Ιεροσόλυμα ήσαν ο Αννας και ο Καϊάφας, διέταξεν ο Θεός τον Ιωάννην τον υιόν του Ζαχαρίου, που έμενεν εις την έρημον,
Λουκ 3.3καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν,και ήλθεν εις όλην την περιοχήν του Ιορδάνου, κηρύσσων προς τον λαόν του Ισραήλ και προτρέπων αυτούς να βαπτισθούν βάπτισμα μετανοίας, δια να πάρουν άφεσιν αμαρτιών που θα τους έδιδεν εντός ολίγου ο Μεσσίας.
Λουκ 3.4ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ λόγων Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ·Αυτό δε το έργο του Ιωάννου είχε προαναγγελθή τα θεόπνευστα λόγια του Ησαΐου, ο οποίος είχε προφητεύσει “θα ακουσθή φωνή ανθρώπου, ο οποίος κράζει εις την έρημον και λέγει, ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου, κάμετε ίσους και ομαλούς του δρόμους του, από τους οποίους θα περάση (προπαρασκευάσατε δηλαδή τας καρδίας σας, διά να σας επισκεφθή ο Λυτρωτής)
Λουκ 3.5πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας,Καθε φάραγγι θα γεμίση (θα σκεπασθούν δηλαδή τα χάσματα, που η έλλειψις της αρετής δημιουργεί εις τας ψυχάς) και κάθε όρος και βουνό θα χαμηλώση και θα ισοπεδωθή (κάθε δηλαδή εγωϊσμός και υψηλοφροσύνη, που εμποδίζει την λυτρωτική χάριν του Θεού, θα εξαλειφθή και θα σβήση από τας ψυχάς) τα στραβά και ανώμαλα μονοπάτια θα γίνουν ευθεία οδός και οι πετρώδεις δρόμοι ομαλοί.(Ανωμαλίαι και τραχύτητες και ιδιοτροπίαι που δημιουργούν τα πάθη, θα φύγουν από τας ψυχάς, δια να υποδεχθούν αυταί τον Σωτήρα).
Λουκ 3.6καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ.Και όταν θα πραγματοποιηθή αυτή η ηθική προπαρασκευή, τότε κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος θα ιδή και θα απολαύση την σωτηρίαν που στέλνει ο Θεός”.
Λουκ 3.7Ἔλεγεν οὖν τοῖς ἐκπορευομένοις ὄχλοις βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ· γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;Ελεγε δε ο Ιωάννης εις τα πλήθη του λαού, που έβγαιναν από τας πόλεις και ήρχοντο να βαπτισθούν από αυτόν· “κακοί απόγονοι από φαρμακερές οχιές, σεις που έχετε κληρονομήσει την κακίαν των προγόνων σας, ποιός σας υπέδειξε τον τρόπον, δια να αποφύγετε την οργήν της θείας δικαιοσύνης, που πρόκειτε έντος ολίγου να ξεσπάση;
Λουκ 3.8ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, καὶ μὴ ἄρξησθε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ.Εάν με την καρδιά σας δέχεσθε ειλικρινώς το βάπτισμα της μετανοίας και θέλετε να σωθήτε από την οργήν, κάμετε έργα αγαθά, άξια και σύμφωνα με την μετάνοιάν σας. Και μην αρχίσετε να λέγετε μεταξύ σας με αλαζονείαν· Εχομεν πατέρα τον Αβραάμ. Διότι σας λέγω τούτο, ότι ημπορεί ο Θεός και από τους λίθους αυτούς να αναδείξη τέκνα στον Αβραάμ.
Λουκ 3.9ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται.Τωρα δε και ο πέλεκυς της θείας κρίσεως ευρίσκεται κοντά εις την ρίζαν των δένδρων· κάθε λοιπόν δένδρον, που δεν παράγει καρπόν καλόν, κόβεται και ξερριζώνεται και ρίπτεται εις την φωτιά”.
Λουκ 3.10Καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ ὄχλοι λέγοντες· τί οὖν ποιήσομεν;Και τον ερωτούσαν τα πλήθη· “τι λοιπόν να κάμωμεν, δια να σωθώμεν από την οργήν του Θεού;”
Λουκ 3.11ἀποκριθεὶς δὲ λέγει αὐτοῖς· ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι, καὶ ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιείτω.Απήντησε δε και τους είπε· “αυτός που έχει δύο χιτώνας, ας δώση τον ένα εις εκείνον που δεν έχει, και Εκείνος που έχει τροφάς, ας κάμη το ίδιο”.
Λουκ 3.12ἦλθον δὲ καὶ τελῶναι βαπτισθῆναι, καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, τί ποιήσομεν;Ηλθαν δε και τελώναι να βαπτισθούν και είπαν προς αυτόν· “διδάσκαλε τι να κάμωμεν;”
Λουκ 3.13ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε.Εκείνος δε τους είπε· “μη εισπράττετε τίποτε παραπάνω από εκείνο, που έχει ορισθή από τον νόμον”.
Λουκ 3.14ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν καὶ στρατευόμενοι λέγοντες· καὶ ἡμεῖς τί ποιήσομεν; καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδένα συκοφαντήσητε μηδὲ διασείσητε, καὶ ἀρκεῖσθε τοῖς ὀψωνίοις ὑμῶν.Ερωτούσαν δε αυτόν και οι υπηρετούντες ως στρατιώται, λέγοντες· “και ημείς τι να κάμωμεν;” Και είπε προς αυτούς· “κανένα να μη συκοφαντήσετε, κανένα να μη εκφοβήσετε με απειλάς, δια να του αποσπάσετε χρήματα, και να αρκήσθε στον μισθόν σας”.
Λουκ 3.15Προσδοκῶντος δὲ τοῦ λαοῦ καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν περὶ τοῦ Ἰωάννου, μήποτε αὐτὸς εἴη ὁ Χριστός,Ενώ δε ο λαός επερίμενε τον Μεσσίαν και εσκέπτοντο μέσα των δια τον Ιωάννην, μήπως αυτός είναι ο Χριστός,
Λουκ 3.16ἀπεκρίνατο ὁ Ἰωάννης ἅπασι λέγων· ἐγὼ μὲν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς· ἔρχεται δὲ ὁ ἰσχυρότερός μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί.απεκρίθη ο Ιωάννης εις όλους, λέγων· “εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό, έρχεται όμως ο ισχυρότερός μου, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το λωρί των υποδημάτων του· αυτός θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον και με το αγιαστικόν πυρ της χάριτος.
Λουκ 3.17οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον εἰς τὴν ἀποθήκην αὐτοῦ, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ.Αυτός κρατεί το φτυάρι στο χέρι του και θα ξεκαθαρίση το αλώνι του και θα συγκεντρώση το σιτάρι εις την αποθήκην του (τους δικαίους δηλαδή εις την βασιλείαν των ουρανών), το δε άχυρον (τους αμετανοήτους δηλαδή αμαρτωλούς), θα τους κατακαύση με φωτιά, που δεν σβήνει ποτέ”.
Λουκ 3.18πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἕτερα παρακαλῶν εὐηγγελίζετο τὸν λαόν.Πολλά μεν λοιπόν και άλλα εδίδασκε προτρέπων εις μετάνοιαν και παρηγορών τους θλιβομένους από την αμαρτίαν και εκήρυττε προς τον λαόν το χαρμόσυνον μήνυμα της ελεύσεως του Χριστού.
Λουκ 3.19Ὁ δὲ Ἡρῴδης ὁ τετράρχης, ἐλεγχόμενος ὑπ᾿ αὐτοῦ περὶ Ἡρῳδιάδος τῆς γυναικὸς τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ περὶ πάντων ὧν ἐποίησε πονηρῶν ὁ Ἡρῴδης,Ο δε Ηρώδης ο τετράρχης, επειδή ηλέγχετο από τον Ιωάννην, διότι συζούσε παρανόμως με την Ηρωδιάδα, την γυναίκα του αδελφού του, όπως και δι’ όλα τα πονηρά έργα, που είχε κάμει,
Λουκ 3.20προσέθηκε καὶ τοῦτο ἐπὶ πᾶσι καὶ κατέκλεισε τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ.επρόσθεσε και τούτο το έγκλημα εις όλα όσα είχε διαπράξει και έκλεισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν (δια να θέση τέρμα στους δικαίους ελέγχους του).
Λουκ 3.21Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τὸν λαὸν καὶ Ἰησοῦ βαπτισθέντος καὶ προσευχομένου ἀνεῳχθῆναι τὸν οὐρανὸνΠριν όμως φυλακισθή ο Ιωάννης και αφού εβαπτίσθη όλος ο λαός, που είχεν έλθει στον Ιορδάνην, και όταν ο Ιησούς εβαπτίσθη και προσηύχετο, ηνοίχθη ο ουρανός
Λουκ 3.22καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ περιστερὰν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ γενέσθαι λέγουσαν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα.και κατέβηκε το Πνεύμα το Αγιον με μορφήν εξωτερικήν και σωματικήν που εμοιαζε προς περιστεράν και ήλθε φωνή από τον ουρανόν, που έλεγε· “συ είσαι ο υιός μου ο αγαπητός, εις σε έχω ευαρεστηθή, διότι και ως άνθρωπος ετήρησες όλα όσα είναι αρεστά εις εμέ”.
Λουκ 3.23Καὶ αὐτὸς ἦν ὁ Ἰησοῦς ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα ἀρχόμενος, ὤν, ὡς ἐνομίζετο, υἱὸς Ἰωσήφ, τοῦ Ἡλί,Και αυτός ο Ιησούς, δια τον οποίον ελέχθησαν τα ανωτέρω, ήτο, όταν ήρχισε το δημόσιον έργον του, περίπου τριάκοντα ετών, υιός, όπως ενομίζετο από τους Εβραίους, του Ιωσήφ, ο οποίος ήτο υιός του Ηλί,
Λουκ 3.24τοῦ Ματθάν, τοῦ Λευΐ, τοῦ Μελχί, τοῦ Ἰωαννᾶ, τοῦ Ἰωσήφ,ο οποίος ήτο υιός του Ματθάν, υιός του Λευϊ, υιού του Μελχί, υιού του Ιωννά, υιού του Ιωσήφ,
Λουκ 3.25τοῦ Ματταθίου, τοῦ Ἀμώς, τοῦ Ναούμ, τοῦ Ἐσλίμ, τοῦ Ναγγαί,υιού του Ματταθίου, υιού του Αμώς, υιού του Ναούμ, υιού του Εσλίμ, υιού του Ναγγαί,
Λουκ 3.26τοῦ Μαάθ, τοῦ Ματταθίου, τοῦ Σεμεΰ, τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Ἰωδᾶ,υιού του Μαάθ, υιού του Ματταθίου, υιού του Σεμεΰ, υιού του Ιωσήφ, υιού του Ιωδά,
Λουκ 3.27τοῦ Ἰωαννάν, τοῦ Ῥησᾶ, τοῦ Ζοροβάβελ, τοῦ Σαλαθιήλ, τοῦ Νηρί,υιού του Ιωαννάν, υιού του Ρησά, υιού του Ζοροβάβελ, υιού του Σαλαθιήλ, υιού του Νηρί,
Λουκ 3.28τοῦ Μελχί, τοῦ Ἀδδί, τοῦ Κωσάμ, τοῦ Ἐλμωδάμ, τοῦ Ἤρ,υιού του Μελχί, υιού του Αδδί, υιού του Κωσάμ, υιού του Ελμωδάμ, υιού του Ηρ,
Λουκ 3.29τοῦ Ἰωσῆ, τοῦ Ἐλιέζερ, τοῦ Ἰωρείμ, τοῦ Ματθάτ, τοῦ Λευΐ,υιού του Ιωσή, υιού του Ελιέζερ, υιού του Ιωρείμ, υιού του Ματθάτ, υιού του Λευϊ,
Λουκ 3.30τοῦ Συμεών, τοῦ Ἰούδα, τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Ἰωνᾶ, τοῦ Ἐλιακείμ,υιού του Συμεών, υιού του Ιούδα, υιού του Ιωσήφ, υιού του Ιωνά, υιού του Ελιακείμ,
Λουκ 3.31τοῦ Μελεᾶ, τοῦ Μαϊνάν, τοῦ Ματταθᾶ, τοῦ Νάθαν, τοῦ Δαυΐδ,υιού του Μελεά, υιού του Μαϊνάν, υιού του Ματταθά, υιού του Ναθαν, υιού του Δαυΐδ,
Λουκ 3.32τοῦ Ἰεσσαί, τοῦ Ὠβήδ, τοῦ Βοόζ, τοῦ Σαλμών, τοῦ Ναασσών,υιού του Ιεσσαί, υιού του Ωβήδ, υιού του Βοόζ, υιού του Σαλμών, υιού του Ναασσών,
Λουκ 3.33τοῦ Ἀμιναδάβ, τοῦ Ἀράμ, τοῦ Ἰωράμ, τοῦ Ἐσρώμ, τοῦ Φαρές, τοῦ Ἰούδα,υιού του Αμιναδάβ, υιού του Αράμ, υιού του Ιωράμ, υιού του Εσρώμ, υιού του Φαρές, υιού του Ιούδα,
Λουκ 3.34τοῦ Ἰακώβ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Θάρα, τοῦ Ναχώρ,υιού του Ιακώβ, υιού του Ισαάκ, υιού του Αβραάμ, υιού του Θαρα, υιού του Ναχώρ,
Λουκ 3.35τοῦ Σερούχ, τοῦ Ῥαγαῦ, τοῦ Φάλεκ, τοῦ Ἔβερ, τοῦ Σαλᾶ,υιού του Σερούχ, υιού του Ραγαύ, υιού του Φαλεκ, υιού του Εβερ, υιού του Σαλά,
Λουκ 3.36τοῦ Καϊνάν, τοῦ Ἀρφαξάδ, τοῦ Σήμ, τοῦ Νῶε, τοῦ Λάμεχ,υιού του Καϊνάν, υιού του Αρφαξάδ, υιού του Σημ, υιού του Νώε, υιού του Λαμεχ,
Λουκ 3.37τοῦ Μαθουσάλα, τοῦ Ἐνώχ, τοῦ Ἰάρεδ, τοῦ Μαλελεήλ, τοῦ Καϊνάν,υιού του Μαθουσάλα, υιού του Ενώχ, υιού του Ιάρεδ, υιού του Μαλελεήλ, υιού του Καϊνάν,
Λουκ 3.38τοῦ Ἐνώς, τοῦ Σήθ, τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Θεοῦ.υιού του Ενώς, υιού του Σηθ, υιού του Αδάμ. τον οποίον ως τέκνον του έπλασε κατ’ ευθείαν ο Θεός. (Ο ίδιος ο Θεός δια της δημιουργικής του δυνάμεως έπλασεν εν τη Παρθένω τον Ιησούν, τον νέον Αδάμ).

κεφ 4

Λουκ 4.1Ἰησοῦς δὲ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου ὑπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἤγετο ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὴν ἔρημονΟ δε Ιησούς, γεμάτος από Αγιον Πνεύμα, επέστρεψε από τον Ιορδάνην και ωδηγείτο με την παρακίνησιν του Αγίου Πνεύματος εις την έρημον,
Λουκ 4.2ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου, καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις· καὶ συντελεσθεισῶν αὐτῶν ὕστερον ἐπείνασε.εις την οποίαν σαράντα ημέρας επειράζετο από τον διάβολον. Και δεν έφαγε τίποτε τας ημέρας εκείνας. Και αφού ετελείωσαν αυταί, έπειτα επείνασε.
Λουκ 4.3καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ τῷ λίθῳ τούτῳ ἵνα γένηται ἄρτος.Και είπεν εις αυτόν ο διάβολος· “εάν είσαι Υιός του Θεού (όπως είπεν η φωνή που ηκούσθη στον Ιορδάνην, και έχεις δύναμιν από τον Θεόν) ειπέ στον λίθον αυτόν να γίνη άρτος”.
Λουκ 4.4καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτὸν λέγων· γέγραπται ὅτι οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ.Και απεκρίθη ο Ιησούς προς αυτόν και είπεν· “είναι γραμμένο εις την Αγίαν Γραφή, ότι δεν θα ζήση ο άνθρωπος μόνον με άρτον, αλλά και με κάθε λόγον, που βγαίνει από το στόμα του Θεού. Εάν ο Θεός δώση διαταγήν, ημπορεί να ζήση ο άνθρωπος και χωρίς άρτον”.
Λουκ 4.5Καὶ ἀναγαγὼν αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν ἔδειξεν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τῆς οἰκουμένης ἐν στιγμῇ χρόνου,Και αφού τον ανέβασεν ο διάβολος εις όρος υψηλόν, του έδειξεν εις στιγμήν χρόνου πανοραματικώς όλας τας βασιλείας του κόσμου, την δύναμίν των, τα πλούτη των την μεγαλοπρέπειάν των.
Λουκ 4.6καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος· σοὶ δώσω τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἅπασαν καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν, ὅτι ἐμοὶ παραδέδοται, καὶ ᾧ ἐὰν θέλω δίδωμι αὐτήν.Και είπεν εις αυτόν ο διάβολος· “θα δώσω εις σε όλην αυτήν την εξουσίαν επάνω εις τα κράτη και όλην την δόξαν των. Θα σου τα δώσω, διότι έχουν παραδοθή και υποταχθή, εξ αιτίας των αμαρτιών των, εις εμέ και εγώ τα δίδω εις όποιον θέλω.
Λουκ 4.7σὺ οὖν ἐὰν προσκυνήσῃς ἐνώπιόν μου, ἔσται σου πᾶσα.Συ λοιπόν, εάν πέσης εμπρός μου και με προσκυνήσης ως κύριόν σου, θα έχης ως ιδικήν σου όλη αυτήν την εξουσία και μεγαλοπρέπειαν”.
Λουκ 4.8καὶ ἀποκριθεὶς αὐτῷ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις.Και αποκριθείς ο Ιησούς του είπεν· “φύγε απ’ εμπρός μου, σατανά (δεν θέλω με κανέναν τρόπον να ακούσω την πονηράν σου πρότασιν), διότι είναι γραμμένον· Κυριον τον Θεόν σου θα προσκυνήσης και αυτόν μόνον θα λατρεύσης”.
Λουκ 4.9Καὶ ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν ἐντεῦθεν κάτω·Και έφερεν αυτόν εις τα Ιεροσόλυμα και τον έστησεν όρθιον στο υψηλόν άκρον της στέγης του Ναού και του είπε· “εάν είσαι υιός του Θεού, ρίψε τον εαυτόν σου από εδώ κάτω και δεν θα πάθης τίποτε,
Λουκ 4.10γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε,διότι είναι γραμμένον εις την Αγ. Γραφήν, ότι ο Θεός θα δώση εντολήν δια σε στους αγγέλους του, να σε διαφυλάξουν.
Λουκ 4.11καὶ ὅτι ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου.Και έχει γραφή ακόμη, ότι θα σε σηκώσουν εις τα χέρια των, ώστε να μη κτυπήση ούτε το πόδι σου στον λίθον. (Ετσι δε και οι άνθρωποι που είναι συγκεντρωμένοι εις την αυλήν του ναού, όταν ίδουν το θαύμα αυτό, θα πιστεύσουν εις σε).
Λουκ 4.12καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι εἴρηται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου.Απεκρίθη δε ο Ιησούς και του είπεν ότι “έχει λεχθή· δεν θα εκθέσης τον ευατόν σου εις κίνδυνον, δια να δοκιμάσης Κυριον τον Θεόν σου, αν θα σε προφυλάξη”.
Λουκ 4.13Καὶ συντελέσας πάντα πειρασμὸν ὁ διάβολος ἀπέστη ἀπ᾿ αὐτοῦ ἄχρι καιροῦ.Και αφού ετελείωσεν ο διάβολος κάθε πειρασμόν, απεμακρύνθη από τον Ιησούν μέχρι καιρού, περιμένων άλλην κατάλληλον ευκαιρίαν να τον πειράξη.
Λουκ 4.14Καὶ ὑπέστρεψεν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ φήμη ἐξῆλθε καθ᾿ ὅλης τῆς περιχώρου περὶ αὐτοῦΚαι επέστρεψεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν γεμάτος με την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος και η φήμη του δια τα θαύματα, τα οποία έκαμνε, εκυκλοφόρησεν εις όλα τα περίχωρα.
Λουκ 4.15καὶ αὐτὸς ἐδίδασκεν ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν δοξαζόμενος ὑπὸ πάντων.Και αυτός εδίδασκε εις τας συναγωγάς των Ιουδαίων, θαυμαζόμενος και επαινούμενος από όλους.
Λουκ 4.16Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθε κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι.Και ήλθεν εις την Ναζαρέτ όπου είχε ανατραφή και εισήλθε, όπως εσυνήθιζε, κατά την ημέραν του Σαββάτου εις την συναγωγήν, και εσηκώθη από την θέσιν του, δια να αναγνώση περικοπήν από την Βιβλον.
Λουκ 4.17καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον Ἡσαΐου τοῦ προφήτου, καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρε τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον·Και εδόθη εις τα χέρια του το βιβλίον του προφήτου Ησαΐου και αφού εξεδίπλωσε το βιβλίον, ευρήκε το μέρος εκείνο, που ήσαν γραμμένα τα εξής·
Λουκ 4.18Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν,“Πνεύμα Κυρίου μένει εις εμέ, διότι με αυτό με έχρισεν ο Κυριος ως άνθρωπον και με έστειλε να κηρύξω στους πτωχούς και γυμνούς από πίστιν ανθρώπους το χαρμόσυνον μήνυμα της λυτρώσεως, να θεραπεύσω αυτούς των οποίων η καρδία έχει συντριβή από το βάρος της αμαρτίας.
Λουκ 4.19κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν.Να κηρύξω στους δούλους της αμαρτίας την άφεσιν και την απελευθέρωσιν, να χαρίσω ανάβλεψιν εις εκείνους που έχουν σκοτισμένον και τυφλωμένον τον νου από τα πάθη της αμαρτίας, να στείλω υγιείς και ελευθέρους από κάθε ενοχήν εκείνους, που έχουν καταπληγωθή και συντριβή από την αμαρτίαν· με έστειλε να κηρύξω στους ανθρώπους την αρχήν νέας εποχής, η οποία θα είναι ευχαρίστως δεκτή από τον Θεόν, ποθητή δε και χαρμόσυνος δια τους ανθρώπους”.
Λουκ 4.20καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισε· καὶ πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ.Και αφού ετύλιξεν το βιβλίον εις σχήμα κυλίνδρου, το παρέδωσε στον υπηρέτην και εκάθισε. Τα βλέματα δε όλων αυτών, που ευρίσκοντο εις την συναγωγήν, ήσαν προσηλωμένα με μεγάλην προσοχήν εις αυτόν.
Λουκ 4.21ἤρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν.Ηρχισεν δε να λέγη εις αυτούς ότι “σήμερον, με όσα την στιγμήν αυτήν ακούουν τα αυτιά σας, έχει εκπληρωθή και επαληθεύσει αυτή η προφητεία”.
Λουκ 4.22καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσήφ;Και όλοι επεβεβαίωναν δι’ αυτόν, ότι εκήρυττε με πολλήν δύναμιν και εθαύμαζαν δια τα λόγια τα γεμάτα χάριν, που έβγαιναν από το στόμα του και έλεγαν· “δεν είναι αυτός ο υιός του γνωστού μας Ιωσήφ, ο μαραγκός;”
Λουκ 4.23καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πάντως ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν ταύτην· ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· ὅσα ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναούμ, ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι σου.Και είπε προς αυτούς· “ασφαλώς θα μου πήτε την γνωστήν παροιμίαν· ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτόν σου· δείξε την δύναμίν σου εδώ εις την πατρίδα σου, κάμε και εδώ τα θαύματα, που ηκούσαμεν ότι έκαμες εις την Καπερναούμ”.
Λουκ 4.24εἶπε δέ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ.Αλλά ο Ιησούς τους είπε· “αλήθεια σας λέγω, ότι κανείς προφήτης δεν έγινε δεκτός με την πρέπουσαν τιμήν εις την πατρίδα του.
Λουκ 4.25ἐπ᾿ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλιοὺ ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν,Σας υπενθυμίζω δε και αυτήν την αλήθειαν, ότι πολλαί χήραι εζούσαν μεταξύ του Ισραηλιτικού λαού κατά την εποχήν του Ηλιού, όταν εκλείσθη ο ουρανός και δεν έβρεξε επί τρία έτη και εξ μήνας, τότε που απλώθηκε μεγάλη πείνα εις όλην την χώραν της Παλαιστίνης.
Λουκ 4.26καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν.Και εις καμμίαν από τας πτωχάς χήρας των Ιουδαίων δεν εστάλη από τον Θεόν ο Ηλίας, ει μη μόνον εις τα Σαρεπτα της Σιδωνίας προς κάποιαν άγνωστον και άσημον χήραν γυναίκα.
Λουκ 4.27καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ Ἐλισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ Σύρος.Και πολλοί λεπροί ήσαν κατά την εποχήν του προφήτου Ελισαίου στο ισραηλιτικόν έθνος και κανείς από αυτούς δεν εθεραπεύθη, ει μη μόνον ο Νεεμάν, που κατήγετο από την Συρίαν”.
Λουκ 4.28καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες ταῦτα,Και όλοι μέσα εις την συναγωγήν, όταν ήκουσα αυτά, κατελήφθησαν από ασυγκράτητον οργήν (διότι ενόμισαν ότι ο Κυριος τους θέτει εις κατωτέραν θέσιν από τους ειδωλολάτρας).
Λουκ 4.29καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἐφ᾿ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο, εἰς τὸ κατακρημνίσαι αὐτόν.Εσηκώθησαν, τον ήρπασαν και τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, τον έφεραν έως το χείλος ενός κρημνού του όρους, επάνω στο οποίον είχεν οικοδομηθή η πόλις των, με τον σκοπόν να τον κρημνίσουν κάτω.
Λουκ 4.30αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν ἐπορεύετο.Αυτός όμως επέρασε ανάμεσα από αυτούς κατά ένα τρόπον θαυμαστόν και έφυγε.
Λουκ 4.31Καὶ κατῆλθεν εἰς Καπερναοὺμ πόλιν τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἦν διδάσκων αὐτοὺς ἐν τοῖς σάββασι·Και κατέβηκε εις την Καπερναούμ, πόλιν της Γαλιλαίας και εκεί εδίδασκε κατά τα Σαββατα τους κατοίκους της.
Λουκ 4.32καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ, ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ ἦν ὁ λόγος αὐτοῦ.Εθαύμαζαν δε και απορούσαν με την διδασκαλίαν του, διότι ο λόγος του έχε δύναμιν, ώστε να συναρπάζη όλους και να πείθη.
Λουκ 4.33Καὶ ἐν τῇ συναγωγῇ ἦν ἄνθρωπος ἔχων πνεῦμα δαιμονίου ἀκαθάρτου, καὶ ἀνέκραξε φωνῇ μεγάλῃΚαι εις την συναγωγήν ήτο ένας άνθρωπος, που είχε δαιμονικόν ακάθαρτον πνεύμα και εκραυγασε με φωνήν μεγάλην
Λουκ 4.34λέγων· ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ.λέγων· “άφησέ μας· ποία σχέσις ημπορεί να υπάρχη μεταξύ ημών των δαιμονίων και σου, Ιησού Ναζαρηνέ; Ηλθες να μας διώξης από αυτόν, στον οποίον έχομεν εγκατασταθή και να μας κρημνίσης εις την άβυσσον της απωλείας; Σε γνωρίζω ποίος είσαι· είσαι ο κατ’ εξοχήν άγιος του Θεού, ο Μεσσίας, τον οποίον ο ίδιος ο Θεός καθιέρωσεν στο έργον του”.
Λουκ 4.35καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς λέγων· φιμώθητι καὶ ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ. καὶ ῥῖψαν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον εἰς τὸ μέσον ἐξῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ, μηδὲν βλάψαν αὐτόν.Και τον επέπληξεν ο Ιησούς λέγων· “φιμώσου, κλείσε το στόμα σου, και έβγα από τον άνθρωπον αυτόν”. Και τότε το δαιμόνιον έρριξε αυτόν στο μέσον της συναγωγής και εβγήκεν από αυτόν, χωρίς να τον βλάψη καθόλου.
Λουκ 4.36καὶ ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας, καὶ συνελάλουν πρὸς ἀλλήλους λέγοντες· τίς ὁ λόγος οὗτος, ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ καὶ δυνάμει ἐπιτάσσει τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασι, καὶ ἐξέρχονται;Και απλώθηκε εις όλους μεγάλη έκπληξις και συνωμιλούσαν μεταξύ των λέγοντες· “τι φοβερός και δυνατός είναι ο λόγος του ανθρώπου αυτού; Διότι με εξουσίαν και με δύναμιν διατάσσει τα ακάθαρτα πνεύματα και εκείνα φεύγουν αμέσως”.
Λουκ 4.37καὶ ἐξεπορεύετο ἦχος περὶ αὐτοῦ εἰς πάντα τόπον τῆς περιχώρου.Και διεδίδετο η φήμη αυτού εις κάθε τόπον της περιοχής της Γαλιλαίας.
Λουκ 4.38Ἀναστὰς δὲ ἐκ τῆς συναγωγῆς εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος. ἡ πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος ἦν συνεχομένη πυρετῷ μεγάλῳ, καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν περὶ αὐτῆς.Επειτα δε από την θεραπείαν του δαιμονιώντος εξεκίνησε και ανεχώρησε από την συναγωγήν και επήγε στο σπίτι του Σιμωνος. Η δε πενθερά του Σιμωνος είχε μεγάλον πυρετόν και τον παρεκάλεσαν να την θεραπεύση.
Λουκ 4.39καὶ ἐπιστὰς ἐπάνω αὐτῆς ἐπετίμησε τῷ πυρετῷ, καὶ ἀφῆκεν αὐτήν· παραχρῆμα δὲ ἀναστᾶσα διηκόνει αὐτοῖς.Και αφού επλησίασε και εστάθη από επάνω της, διέταξε τον πυρετόν και την αφήκεν αμέσως. Αυτή δε αμέσως εσηκώθη και χωρίς να αισθάνεται καμμίαν αδυναμίαν από την ασθένειάν της, τους υπηρετούσε.
Λουκ 4.40Δύνοντος δὲ τοῦ ἡλίου πάντες ὅσοι εἶχον ἀσθενοῦντας νόσοις ποικίλαις ἤγαγον αὐτοὺς πρὸς αὐτόν· ὁ δὲ ἑνὶ ἑκάστῳ αὐτῶν τὰς χεῖρας ἐπιτιθεὶς ἐθεράπευσεν αὐτούς.Κατά δε την δύσιν του ηλίου, όλοι όσοι είχον ασθενείς από διαφόρους νόσους, τους έφεραν προς αυτόν. Αυτός δε, αφού έθετε τα χέρια του στον καθένα από αυτούς, τους εθεράπευσε.
Λουκ 4.41ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλῶν κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἐπιτιμῶν οὐκ εἴα αὐτὰ λαλεῖν, ὅτι ᾔδεισαν τὸν Χριστὸν αὐτὸν εἶναι.Εφευγαν δε και δαιμόνια από πολλούς, τα οποία εκραύγαζαν δυνατά και έλεγαν ότι· “συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού”. Ο δε Ιησούς τα επέπλητε και δεν τα άφινε να ομιλούν, διότι εγνώριζαν ότι αυτός είναι ο Χριστός. (Δεν ήθελε την δολίαν μαρτυρίαν των πονηρών πνευμάτων).
Λουκ 4.42Γενομένης δὲ ἡμέρας ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἔρημον τόπον· καὶ οἱ ὄχλοι ἐπεζήτουν αὐτόν, καὶ ἦλθον ἕως αὐτοῦ καὶ κατεῖχον αὐτὸν τοῦ μὴ πορεύεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν.Οταν δε έγινε ημέρα ο Ιησούς ανεχώρησε και επήγεν εις έρημον τόπον και τα πλήθη τον αναζητούσαν. Και ήλθον έως εκεί, που ήτο, και προσπαθούσαν με τα λόγια των να τον κρατήσουν, να μη φύγη από την πόλιν των.
Λουκ 4.43ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὅτι καὶ ταῖς ἑτέραις πόλεσιν εὐαγγελίσασθαί με δεῖ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ· ὅτι εἰς τοῦτο ἀπέσταλμαι.Εκείνος όμως τους είπεν, ότι “πρέπει να κηρύξω το χαρμόσυνον μήνυμα της βασιλείας του Θεού και εις άλλας πόλεις, διότι δι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπόν έχω σταλή από τον πατέρα μου”.
Λουκ 4.44καὶ ἦν κηρύσσων εἰς τὰς συναγωγὰς τῆς Γαλιλαίας.Και εκήρυσσε το Ευαγγέλιον εις τας συναγωγάς της Γαλιλαίας.

κεφ 5

Λουκ 5.1Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ,Ενώ δε τα πλήθη τον περιτριγύριζαν εις πυκνάς μάζας και τον εστρίμωχναν, δια να ακούουν τον λόγον του Θεού, αυτός εστέκετο πλησίον της λίμνης Γεννησαρέτ.
Λουκ 5.2καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα.Και είδε δύο πλοία αραγμένα και ακίνητα εκεί κοντά εις την λίμνην· οι ψαράδες είχαν βγη από αυτά και έπλυναν τα δίκτυα εις την παραλίαν.
Λουκ 5.3ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους.Και αφού εμπήκε εις ένα από αυτά, που ανήκε στον Σιμωνα, τον παρεκάλεσε να προχωρήση εις μικράν απόστασιν από την ξηράν. Και καθίσας εδίδασκε από το πλοίον τα πλήθη του λαού.
Λουκ 5.4ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν.Οταν δε έπαυσε να ομιλή, είπε στον Σιμωνα· “ξαναφέρε το πλοίον πάλιν εις τα ανοικτά της λίμνης και ρίξτε τα δίκτυά σας για ψάρεμα”.
Λουκ 5.5καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον.Και αποκριθείς ο Σιμων του είπε· “διδάσκαλε, όλην την νύκτα, που είναι κατάλληλες οι ώρες για ψάρεμα, εκοπιάσαμε ρίχνοντες τα δίκτυα και δεν επιάσαμε τίποτε. Αλλά, θα υπακούσω στον λόγον σου και θα ρίξω το δίκτυ”.
Λουκ 5.6καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διεῤῥήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν.Και αφού έκαμαν τούτο, έκλεισαν πολύ πλήθος ιχθύων· ήρχισε δε να σχίζεται το δίκτυον από το πολύ βάρος.
Λουκ 5.7καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά.Και επροσκάλεσαν με νεύματα τους συνεταίρους των, που ήσαν στο αλλο πλοίον, να έλθουν, δια να πιάσουν μαζή με αυτούς τα δίκτυα με τα ψάρια. Και εκείνοι ήλθαν και εγέμισαν και τα δύο πλοία τόσον πολύ, ώστε εκινδύνευσαν να βυθισθούν.
Λουκ 5.8ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε·Οταν δε ο Σιμων είδε το θαυμαστόν αυτό γεγονός, έπεσε κάτω εμπρός εις τα γόνατα του Ιησού και είπε· “Κυριε, έβγα από το πλοίον μου, διότι εγώ είμαι ένας άνθρωπος αμαρτωλός και δεν μου αξίζει να ευρίσκομαι τόσον κοντά σου”.
Λουκ 5.9θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον,Τα είπε δε αυτά, διότι κατέλαβε αυτόν και όλους εκείνους, που ήσαν μαζή του, μεγάλη έκπληξις, δια το πλήθος των ψαριών, που είχαν κλείσει εις τα δίκτυα.
Λουκ 5.10ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν.Η ίδια δε έκπληξις κατέλαβε τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, που ήσαν συνεταίροι του Σιμωνος. Και είπεν ο Ιησούς προς τον Σιμωνα· “μη φοβάσαι· από τώρα θα πιάνης με τα δίκτυα του κηρύγματός σου ζωντανούς ανθρώπους και θα τους οδηγής εις την βασιλείαν των ουρανών”.
Λουκ 5.11καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.Και αφού έφεραν πάλιν εις την ξηράν τα πλοία, αφήκαν ολα, και ψάρια και δίκτυα και πλοία, και ηκολούθησαν ως πιστοί μαθηταί τον Χριστόν.
Λουκ 5.12Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν μιᾷ τῶν πόλεων καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ πλήρης λέπρας· καὶ ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν, πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον ἐδεήθη αὐτοῦ λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι.Συνέβη δε, όταν ευρίσκετο ο Ιησούς εις μίαν από τας πόλεις και ιδού ένας άνθρωπος γεμάτος λέπρα. Αυτός, όταν είδε τον Ιησούν, έπεσεν πρηνής με το πρόσωπον εις την γην και τον παρεκάλεσε λέγων· “Κυριε, πιστεύω ότι, εάν θέλης, ημπορείς να με καθαρίσης από την λέπραν”.
Λουκ 5.13καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ εἰπών· θέλω, καθαρίσθητι. καὶ εὐθέως ἡ λέπρα ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ.Και ο Κυριος, αφού άπλωσε το χέρι και τον ήγγισε, είπε· “θέλω. Καθαρίσου από την λέπραν”. Και αμέσως εξηφανίσθη από αυτόν η λέπρα.
Λουκ 5.14καὶ αὐτὸς παρήγγειλεν αὐτῷ μηδενὶ εἰπεῖν, ἀλλὰ ἀπελθὼν δεῖξον σεαυτὸν τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου καθὼς προσέταξε Μωϋσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς.Και ο Ιησούς του έδωσεν εντολήν να μη είπη εις κανένα τίποτε· “αλλά πήγαινε, είπε, δείξε τον εαυτόν σου στον ιερέα και πρόσφερε την θυσίαν δια την θεραπείαν σου, όπως έχει διατάξει ο Μωϋσής, δια να είναι αυτό επιβεβαίωσις και μαρτυρία στον ιερέα και στους άλλους ανθρώπους, ότι πράγματι εθεραπεύθης”.
Λουκ 5.15διήρχετο δὲ μᾶλλον ὁ λόγος περὶ αὐτοῦ, καὶ συνήρχοντο ὄχλοι πολλοὶ ἀκούειν καὶ θεραπεύεσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν·Διεδίδετο δε και εκυκλοφορούσε ακόμη περισότερον η φήμη δι’ αυτόν και πλήθη λαού εμαζεύοντο από διάφορα μέρη, δια να ακούουν την διδασκαλίαν του και να θεραπεύωνται υπ’ αυτού από τας ασθενείας των.
Λουκ 5.16αὐτὸς δὲ ἦν ὑποχωρῶν ἐν ταῖς ἐρήμοις καὶ προσευχόμενος.Αυτός δε έφευγε και απεσύρετο εις ερημικούς τόπους και προσηύχετο.
Λουκ 5.17Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἦν διδάσκων, καὶ ἦσαν καθήμενοι Φαρισαῖοι καὶ νομοδιδάσκαλοι, οἳ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καὶ Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλήμ· καὶ δύναμις Κυρίου ἦν εἰς τὸ ἰᾶσθαι αὐτούς.Συνέβη δε μίαν από τας ημέρας εκείνας, και αυτός εδίδασκε. Και εκάθηντο εκεί κοντά Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι, οι οποίοι είχαν έλθει από κάθε χωρίον της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας και από την Ιερουσαλήμ. Και δύναμις Κυρίου υπήρχε πάντοτε στον Ιησούν, ώστε να θεραπεύη τους ασθενείς.
Λουκ 5.18καὶ ἰδοὺ ἄνδρες φέροντες ἐπὶ κλίνης ἄνθρωπον ὃς ἦν παραλελυμένος καὶ ἐζήτουν αὐτὸν εἰσενεγκεῖν καὶ θεῖναι ἐνώπιον αὐτοῦ.Και ιδού μερικοί άνδρες έφεραν επάνω εις κρεββάτι κάποιον άνθρωπον, που ήτο παράλυτος, και προσπαθούσαν να τον μπάσουν μέσα στο σπίτι και να τον θέσουν εμπρός του.
Λουκ 5.19καὶ μὴ εὑρόντες ποίας εἰσενέγκωσιν αὐτὸν διὰ τὸν ὄχλον, ἀναβάντες ἐπὶ τὸ δῶμα διὰ τῶν κεράμων καθῆκαν αὐτὸν σὺν τῷ κλινιδίῳ εἰς τὸ μέσον ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ.Επειδή όμως, λόγω του συνωστισμού του πλήθους, δεν ευρήκαν από ποίαν είσοδον να τον βάλουν, ανέβηκαν εις την στέγην και από τα κεραμίδια τον κατέβασαν μαζή με το μικρό του κρεββάτι στο μέσον της αιθούσης, εμπρός στον Ιησούν.
Λουκ 5.20καὶ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπε, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.Και ο Κυριος, όταν είδε την πίστιν αυτών, είπεν στον παραλυτικόν· “άνθρωπε, σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι, αι οποίαι είναι και η αιτία της ασθενείας σου”.
Λουκ 5.21καὶ ἤρξαντο διαλογίζεσθαι οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι λέγοντες· τίς ἐστιν οὗτος ὃς λαλεῖ βλασφημίας· τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ μόνος ὁ Θεός;Και ήρχισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι να σκέπτωνται μέσα των και να λέγουν· “ποιός είναι αυτός που εκστομίζει τέτοιες βλασφημίες; Ποιός άλλος ημπορεί να συγχωρή αμαρτίας ει μη μόνον ο Θεός; Πως αυτός αρπάζει θεία δικαιώματα;”
Λουκ 5.22ἐπιγνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν ἀποκριθεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· τί διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;Ο δε Ιησούς αντελήφθη με την θείαν του παντογνωσίαν ολοκάθαρα τους διαλογισμούς των και αποκριθείς τους είπε· “τι συλλογίζεσθε μέσα εις τας καρδίας σας;
Λουκ 5.23τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει;Τι είναι ευκολώτερον να είπη κανείς, σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι η να του είπη, σήκω επάνω υγιής και περιεπάτει; (Του πρώτου το αποτέλεσμα δεν φένεται, του δευτέρου φαίνεται).
Λουκ 5.24ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας -εἶπε τῷ παραλελυμένῳ· σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἄρας τὸ κλινίδιόν σου πορεύου εἰς τὸν οἶκόν σου.Δια να μάθετε λοιπόν και σεις, ότι ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, έχει εξουσίαν εδώ εις την γην να συγχωρή αμαρτίας, θα κάμω και την θαυμαστήν θεραπείαν, η οποία, καθ’ ο θαύμα, θα επικυρώνη την αλήθειαν των λόγων μου-είπε στον παραλυτικόν· εις σε λέγω, σήκω όρθιος και υγιής, πάρε το μικρό κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου”.
Λουκ 5.25καὶ παραχρῆμα ἀναστὰς ἐνώπιον αὐτῶν, ἄρας ἐφ᾿ ὃ κατέκειτο ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ δοξάζων τὸν Θεόν.Και αμέσως εσηκώθη τελείως υγιής εμπρός εις τα μάτια των, επήρε το κρεββάτι, επάνω στο οποίον ήτο έως τότε κατάκοιτος και έφυγε δια το σπίτι του δοξάζων τον Θεόν.
Λουκ 5.26καὶ ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, καὶ ἐπλήσθησαν φόβου λέγοντες ὅτι εἴδομεν παράδοξα σήμερον.Και κατέλαβεν όλους μεγάλην έκπληξις και βαθύς θαυμασμός και εδόξασαν τον Θεόν, και εκυριεύθησαν από φόβον λέγοντες ότι· “παράδοξα και πρωτοφανή γεγονότα είδομεν σήμερον”.
Λουκ 5.27Καὶ μετὰ ταῦτα ἐξῆλθε καὶ ἐθεάσατο τελώνην ὀνόματι Λευΐν, καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀκολούθει μοι.Και έπειτα από αυτά εβγήκεν από το σπίτι ο Ιησούς και είδε τον τελώνην Λευίν να κάθεται στο γραφείον εισπράξεως φόρων, και είπε προς αυτόν· “ηκολούθησέ με ως πιστός και παντοτεινός μαθητής μου”.
Λουκ 5.28καὶ καταλιπὼν ἅπαντα ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ.Και εκείνος αφήκε όλα, εσηκώθηκε αμέσως και τον ηκολούθησε.
Λουκ 5.29καὶ ἐποίησε δοχὴν μεγάλην Λευΐς αὐτῷ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἦν ὄχλος τελωνῶν πολὺς καὶ ἄλλων οἳ ἦσαν μετ᾿ αὐτῶν κατακείμενοι.Και έκαμε τότε ο Λευίς μεγάλην υποδοχήν στο σπίτι του προς χάριν του Ιησού. Και πλήθος πολύ από τελώνας και άλλους, οι οποίοι είχαν παρακαθήσει μαζή των στο φάγητον.
Λουκ 5.30καὶ ἐγόγγυζον οἱ γραμματεῖς αὐτῶν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγοντες· διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίετε καὶ πίνετε;Και εγόγγυζον στους μαθητάς του Χριστού οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι λέγοντες· “διατί τρώγετε και πίνετε με τους τελώνας και αμαρτωλούς;”
Λουκ 5.31καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτούς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες·Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “δεν έχουν ανάγκην από ιατρόν οι υγιείς, αλλά οι πάσχοντες από ασθενείας.
Λουκ 5.32οὐκ ἐλήλυθα καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν.Δεν έχω έλθει να καλέσω δικαίους η εκείνους που θεωρούν τον εαυτόν των δίκαιον, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν”.
Λουκ 5.33Οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· διατί οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου νηστεύουσι πυκνὰ καὶ δεήσεις ποιοῦνται, ὁμοίως καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων, οἱ δὲ σοὶ ἐσθίουσι καὶ πίνουσιν;—Τοτε εκείνοι απηύθηναν άλλην ερώτησιν εις αυτόν· “διατί οι μαθηταί του Ιωάννου νηστεύουν συχνά και προσεύχονται, όπως επίσης και οι μαθηταί των Φαρισαίων, οι δε ιδικοί σου μαθηταί και τρώγουν και πίνουν;”
Λουκ 5.34ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· μὴ δύνασθε τοὺς υἱοὺς τοῦ νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ᾿ αὐτῶν ἐστι, ποιῆσαι νηστεύειν;Αυτός δε τους είπε· “μήπως ημπορείτε να επιβάλετε νηστείαν στους φίλους του νυμφίου, τους προσκεκλημένους στον γάμον, καθ’ ον χρόνον ο νυμφίος είναι μαζή των; (Εις την χαράν δεν νηστεύουν οι άνθρωποι. Εφ’ όσον δε εγώ ο νυμφίος της Εκκλησίας είμαι τώρα μαζή με τους μαθητάς μου δεν είναι νοητόν να πενθούν και να νηστεύουν).
Λουκ 5.35ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι, καὶ ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις.Θα έλθουν όμως ημέραι, όταν θα αποσπάσουν βιαίως εκ μέσου αυτών τον νυμφίον και τότε κατά τας ημέρας εκείνας θα νηστεύσουν και θα πενθήσουν”. (Εννοούσε την σταύρωσίν του, η οποία θα εγέμιζε από βαρύ πένθος και ισχυράν θλίψιν τους μαθητάς όπως και τας άλλας θλίψεις, τας οποίας κατόπιν θα εδοκίμαζαν αυτοί).
Λουκ 5.36ἔλεγε δὲ καὶ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς ὅτι οὐδεὶς ἐπίβλημα ἱματίου καινοῦ ἐπιβάλλει ἐπὶ ἱμάτιον παλαιόν· εἰ δὲ μήγε, καὶ τὸ καινὸν σχίσει καὶ τῷ παλαιῷ οὐ συμφωνεῖ τὸ ἐπίβλημα τὸ ἀπὸ τοῦ καινοῦ.Ελεγε δε προς αυτούς και μίαν παραβολήν, ότι “κανείς δεν βάζει μπάλωμα καινούργιο εις ρούχο παλαιόν, εάν όμως και κάμη κάτι τέτοιο και το καινούργιο ύφασμα θα το σχίση ανωφελώς, δια να βγάλη το μπάλωμα, αλλά και προς το παλαιόν ένδυμα δεν θα ταιριάζη το καινούργιο μπάλωμα.
Λουκ 5.37καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μήγε, ῥήξει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ αὐτὸς ἐκχυθήσεται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται·Και κανένας δεν βάζει μούστον εις παλαιούς ασκούς. Εάν όμως και το κάμη, τότε ο μούστος επάνω εις την βράσιν του θα σπάση τους ασκούς, οπότε και αυτός θα χυθή και οι ασκοί θα χαθούν.
Λουκ 5.38ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται.Αλλά πρέπει να βάζουν τον νέον οίνον εις νέους ασκούς. (Οι Φαρισαίοι και οι μαθηταί των είναι τα φθαρμένα ενδύματα, είναι οι παλαιοί ασκοί, έχουν παλαιάν νοοτροπίαν και απηρχαιωμένους τρόπους λατρείας και ζωής και δεν ημπορούν να δεχθούν την νέαν διδασκαλίαν. Οι μαθηταί μου, αγνοί, νέοι άνθρωποι, θα την δεχθούν ευχαρίστως).
Λουκ 5.39καὶ οὐδεὶς πιὼν παλαιὸν εὐθέως θέλει νέον· λέγει γάρ· ὁ παλαιὸς χρηστότερός ἐστιν.Και κανείς, αφού πίη παλαιόν οίνον, δεν θέλει αμέσως τον νέον. Διότι λέγει· ο παλαιός είναι καλύτερος. (Ετσι και οι συνιθισμένοι στους απηρχαιωμένους τύπους του παλαιού Νομου, δεν ημπορούν να ευχαριστηθούν στο νέον πνεύμα της ιδικής μου διδασκαλίας)”.

κεφ 6

Λουκ 6.1Ἐγένετο δὲ ἐν σαββάτῳ δευτεροπρώτῳ διαπορεύεσθαι αὐτὸν διὰ τῶν σπορίμων· καὶ ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες ταῖς χερσί.Κατά το δεύτερον Σαββατον, έπειτα από το πρώτον Σαββατον της εορτής του Πασχα, επερνούσε ο Ιησούς δια μέσου των σπαρμένων αγρών και οι μαθηταί έκοβαν τα στάχυα, τα έτριβον με τα χέρια των και έτρωγαν τους κόκκους.
Λουκ 6.2τινὲς δὲ τῶν Φαρισαίων εἶπον αὐτοῖς· τί ποιεῖτε ὃ οὐκ ἔξεστι ποιεῖν ἐν τοῖς σάββασι;Μερικοί δε από τους Φαρισαίους τους είπαν· “διατί κάνετε αυτό το οποίον, ως εργασία που είναι, δεν επιτρέπεται να το κάνετε κατά την ημέραν του Σαββάτου;”
Λουκ 6.3καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· οὐδὲ τοῦτο ἀνέγνωτε ὃ ἐποίησε Δαυΐδ ὁπότε ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ὄντες;Και αποκριθείς προς αυτούς ο Ιησούς είπεν· “δεν έχετε αναγνώσει ούτε καν και τούτο, που είχε κάμει ο Δαυΐδ, όταν επείνασε αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζή του;
Λουκ 6.4ὡς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔλαβε καὶ ἔφαγε, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ μόνους τοὺς ἱερεῖς;Οτι δηλαδή εισήλθε στον οίκον του Θεού, επήρε τους άρτους της προθέσεως, έφαγε και αυτός και έδωκε και εις εκείνους που είχε μαζή του; Αυτούς δε τους άρτους, όπως γνωρίζετε, δεν επιτρέπεται να τους φάγη κανείς άλλος, ει μη μόνο οι ιερείς. (Και όμως την πράξιν αυτήν του Δαυΐδ, βαρυτέραν από αυτήν που κάνουν τώρα οι μαθηταί μου, ούτε ο Θεός ούτε και σεις βέβαια την καταδικάζετε)”.
Λουκ 6.5καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου.Και έλεγεν εν συμπεράσματι εις αυτούς, ότι “ο υιός του ανθρώπου είναι Κυριος και του Σαββάτου και με την θείαν του εξουσίαν έχει το δικαίωμα να τροποποιή και να λαμπρύνη τον δεσμόν αυτόν”.
Λουκ 6.6Ἐγένετο δὲ καὶ ἐν ἑτέρῳ σαββάτῳ εἰσελθεῖν αὐτὸν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ διδάσκειν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἡ δεξιὰ ἦν ξηρά.Συνέβη δε και κάποιο άλλο Σαββατον να εισέλθη αυτός εις την συναγωγήν και να διδάσκη. Ευρίσκετο δε εκεί και ένας άνθρωπος, του οποίου το δέξι χέρι ήτο ακίνητον και ξηρόν.
Λουκ 6.7παρετήρουν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύσει, ἵνα εὕρωσι κατηγορίαν αὐτοῦ.Τον κατεσκόπευον δε οι γραμματείς και Φαρισαίοι, εάν κατά το Σαββατον θα θεραπεύση αυτόν, δια να εύρουν αφορμή κατηγορίας ενάντιον του.
Λουκ 6.8αὐτὸς δὲ ᾔδει τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν, καὶ εἶπε τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ξηρὰν ἔχοντι τὴν χεῖρα· ἔγειρε καὶ στῆθι εἰς τὸ μέσον· ὁ δὲ ἀναστὰς ἔστη.Αυτός δε ως παντογνώστης εγνώριζε πολύ καλά τους διαλογισμούς των και είπε στον άνθρωπον, που είχε το ξηρόν χέρι· “σήκω ορθός και στάσου στο μέσον της συναγωγής”. Εκείνος δε εσηκώθη και εστάθη.
Λουκ 6.9εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτούς· ἐπερωτήσω ὑμᾶς τί ἔξεστι τοῖς σάββασιν, ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι, ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι;Είπε τότε προς τους Φαρισαίους ο Ιησούς· “θα σας ερωτήσω, τι επιτρέπεται να κάμη κανείς τας ημέρας του Σαββάτου· να κάμη το καλόν η να κάμη το κακόν; Να σώση μίαν ζωήν που κινδυνεύει η να αδιαφορήση και να γίνη αιτία του θανάτου ενός ανθρώπου;”
Λουκ 6.10καὶ περιβλεψάμενος πάντας αὐτοὺς εἶπεν αὐτῷ· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. ὁ δὲ ἐποίησε, καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὡς ἡ ἄλλη.Και αφού περιέφερε γύρω το βλέμμα του προς όλους (μήπως τυχόν και κανείς απαντήση) είπεν στον άνθρωπον εκείνον· άπλωσε το χέρι σου”. Εκείνος έκαμε ο,τι του είπε ο Κυριος και αμέσως το χέρι του έγινε εντελώς υγιές, όπως και το άλλο.
Λουκ 6.11αὐτοὶ δὲ ἐπλήσθησαν ἀνοίας, καὶ διελάλουν πρὸς ἀλλήλους τί ἂν ποιήσειαν τῷ Ἰησοῦ.Αυτοί δε εκυριεύθησαν από σκοτισμόν του νου και πώρωσιν της καρδίας και συζητούσαν εντόνως μεταξύ τους, τι θα μπορούσαν να κάνουν ενάντιον του Ιησού.
Λουκ 6.12Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι καὶ ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ.Κατά τας ημέρας δε αυτάς εβγήκεν ο Κυριος στο όρος να προσευχηθή και διενυκτέρευσε προσευχόμενος προς τον Θεόν.
Λουκ 6.13καὶ ὅτε ἐγένετο ἡμέρα, προσεφώνησε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, καὶ ἐκλεξάμενος ἀπ᾿ αὐτῶν δώδεκα, οὓς καὶ ἀποστόλους ὠνόμασε,Και όταν έγινε ημέρα εκάλεσε κοντά του τους μαθητάς του και εξέλεξε από αυτούς δώδεκα, τους οποίους ωνόμασε και Αποστόλους.
Λουκ 6.14Σίμωνα, ὃν καὶ ὠνόμασε Πέτρον, καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον,Δηλαδή τον Σιμωνα, τον οποίον ωνόμασε Πετρον, και τον Ανδρέα τον αδελφόν αυτού, τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τον Φιλιππον και τον Βαρθολομαίον,
Λουκ 6.15Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἀλφαίου καὶ Σίμωνα τὸν καλούμενον Ζηλωτήν,τον Ματθαίον και τον Θωμάν, τον Ιάκωβον, τον υιόν του Αλφαίου και Σιμωνα τον ονομαζόμενον Ζηλωτήν,
Λουκ 6.16Ἰούδαν Ἰακώβου καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ ἐγένετο προδότης,Ιούδαν τον υιόν του Ιακώβου και Ιούδαν τον Ισκαριώτην, ο οποίος κατόπιν έγινε προδότης.
Λουκ 6.17καὶ καταβὰς μετ᾿ αὐτῶν ἔστη ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν,Και όταν κατέβηκε μαζή με αυτούς από το όρος εστάθηκε εις τας υπωρείας του όρους, όπου ήρχιζε η πεδιάς. Και εκεί είχε συγκεντρωθή πλήθος από μαθητάς και λαός πολύς από όλην την Ιουδαίαν και την Ιερουσαλήμ και από τα παράλια Τυρου και Σιδώνος, οι οποίοι ήλθαν να τον ακούσουν και να θεραπευθούν από τας ασθενείας των.
Λουκ 6.18καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο·Είχαν έλθει δε εκεί και πολλοί, που εταλαιπωρούντο από ακάθαρτα πνεύματα και οι οποίοι με την δύναμιν του Χριστού εθεραπεύοντο.
Λουκ 6.19καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ᾿ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας.Και όλος ο λαός εζητούσε να τον εγγίση, διότι θεία δύναμις έβγαινε από αυτόν και εθεράπευεν όλους, όσοι είχαν πίστιν εις αυτόν.
Λουκ 6.20Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγε· μακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.Και αυτός, αφού εσήκωσε τα μάτια του προς τους μαθητάς, έλεγε· “μακάριοι είσθε σεις οι πτωχοί, που δεν έχετε δώσει την καρδία σας εις τα πλούτη, αλλά στηρίζετε τας ελπίδας σας στον Θεόν, διότι ιδική σας είναι η βασιλεία του Θεού.
Λουκ 6.21μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε.Μακάριοι είσθε σεις, που πεινάτε και στερείσθε, χωρίς να γογγύζετε, διότι θα χορτασθήτε με τας ανεκτιμήτους δωρεάς της βασιλείας των ουρανών. Μακάριοι είσθε σεις, που κλαίετε δια τας αμαρτήματά σας και δια τας άλλας θλίψεις, τας οποίας υπομένετε, διότι θα χαρήτε και θα γελάσετε.
Λουκ 6.22μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.Μακάριοι είσθε όταν σας μισήσουν οι άνθρωποι και όταν διακόψουν κάθε σχέσιν με σας και σας απομονώσουν και σας υβρίσουν και διαβάλουν το όνομά σας ως πονηρόν και κακόν, κάμουν δε όλα αυτά, διότι είσθε πιστοί μαθηταί του υιού του ανθρώπου.
Λουκ 6.23χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ· κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς προφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν.Χαρήτε κατά την ημέραν εκείνην, που θα υφίστασθε αυτά και σκιρτήσατε από την μεγάλην χαράν. Διότι ιδού, η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη και ανεκτίμητος στον ουρανόν. Διότι τα ίδια έκαναν οι πατέρες αυτών και στους προφήτας, οι οποίοι σήμερον τιμώνται και δοξάζονται στον ουρανόν.
Λουκ 6.24πλὴν οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν.Πλην αλλοίμονον εις σας τους πλουσίους, που χρησιμοποιείτε τον πλούτον αποκλειστικά και μόνον δια την ιδικήν σας καλοπέρασιν και απόλαυσιν, διότι έχετε πλέον πάρει την παρηγορίαν και την χαράν από τον πλούτον και συνεπώς δεν έχετε το δικαίωμα να περιμένετε αμοιβήν από τον Θεόν.
Λουκ 6.25οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε.Αλλοίμονον εις σας, που είσθε χορτασμένοι από τα υλικά αγαθά και τας απολαύσεις, διότι θα στερηθήτε από τα ανεκτίμητα πνευματικά αγαθά και θα πεινάσετε αιωνίαν πείναν. Αλλοίμονον εις σας, που γελάτε και διασκεδάζετε με τας αμαρτωλάς απολαύσεις σας, διότι εις την μέλλουσαν ζωήν θα πενθήσετε και θα κλαύσετε πικρά.
Λουκ 6.26οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι· κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν.Αλλοίμονον, όταν σας επαινέσουν όλοι οι άνθρωποι, επειδή όλους θα τους κολακεύετε, εις όλους θάλετε να αρέσετε, με όλους θέλετε να τα έχετε καλά, καταπατούντες τον νόμον του Θεού. Τα ίδια έκαναν (τέτοιους επαίνους δηλαδή απέδιδαν) στους ψευδοπροφήτας και οι πρόγονοι των σημερινών Εβραίων.
Λουκ 6.27Ἀλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν· ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς,Αλλά εις σας, που με ακούτε με καλήν διάθεσιν, λέγω και τα εξής· Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν,
Λουκ 6.28εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς.ευλογείτε εκείνους, που σας καταρώνται, προσεύχεσθε στον Θεόν δι’ εκείνους, που σας δυσφημούν και σας προβάλλουν και σας βλάπτουν.
Λουκ 6.29τῷ τύπτοντί σε ἐπὶ τὴν σιαγόνα πάρεχε καὶ τὴν ἄλλην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντός σου τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν χιτῶνα μὴ κωλύσῃς.Εις εκείνον που σε κτυπά εις την μίαν παρειάν, πρόσφερε και την άλλην να κτυπήση· και εκείνον που θέλει να σου αρπάση το επανωφόρι, μη τον εμποδίσης να σου πάρη και τον χιτώνα.
Λουκ 6.30παντὶ δὲ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντος τὰ σὰ μὴ ἀπαίτει.Σε καθένα που σου ζητεί δίδε του με ειλικρινή αγάπην και διάκρισιν και από εκείνον που δια της βίας σου αρπάζει τα ιδικά σου, μη απαιτείς και μη ανοίγεις δικαστικούς αγώνας δια να τα ξαναπάρης.
Λουκ 6.31καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως.Και όπως θέλετε να κάνουν και να συμπεριφέρωνται απέναντι σας οι άνθρωποι, έτσι και σεις να πράττετε και να συμπεριφέρεσθε προς αυτούς.
Λουκ 6.32καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι.Εάν αγαπάτε μόνον αυτούς που σας αγαπούν, ποία χάρις του Θεού και αμοιβή σας αξίζει; Διότι και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν.
Λουκ 6.33καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι.Και εάν κάνετε το καλόν εις εκείνους μόνον που σας ευεργετούν, ποία ανταμοιβή εκ μέρους του Θεού σας ανήκει; Διότι και οι αμαρτωλοί το ίδιον κάμνουν.
Λουκ 6.34καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα.Και εάν δανείζετε εις εκείνους, από τους οποίους περιμένετε να πάρετε πίσω τα δανεικά, ποία ευμένεια και ανταπόδοσις από τον Θεόν σας αρμόζει; Διότι και οι αμαρτωλοί δανείζουν τους αμαρτωλούς, δια να λάβουν από αυτούς ομοίας εξυπηρετήσεις εις την ανάγκην των.
Λουκ 6.35πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς.Αλλά σεις να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να ευργετήτε και να δανείζετε, χωρίς να αποβλέπετε εις καμμίαν ανταπόδοσιν και θα είναι ο μισθός σας πολύς και θα είσθε εις την βασιλείαν των ουρανών παιδιά του Υψίστου, διότι και αυτός είναι αγαθός και ευργετικός και προς αυτούς ακόμη τους αχαρίστους και πονηρούς.
Λουκ 6.36Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.Γινεσθε λοιπόν εύσπλαχνοι στους γύρω σας ανθρώπους, όπως και ο Πατήρ σας είναι πολυεύσπλαγχνος προς όλους.
Λουκ 6.37Καὶ μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε· μὴ καταδικάζετε, καὶ οὐ μὴ καταδικασθῆτε· ἀπολύετε, καὶ ἀπολυθήσεσθε·Και μη κατακρίνετε και δεν θα κατακριθήτε· μη καταδικάζετε τον πλησίον και δεν θα καταδικασθήτε· συγχωρείτε τους άλλους και θα συγχωρηθήτε.
Λουκ 6.38δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑμῶν· τῷ γὰρ αὐτῷ μέτρῳ ᾧ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν.Διδετε με προθυμίαν εις εκείνους που έχουν ανάγκην, και θα δοθή εις σας εκ μέρους του Θεού. Δοχείον καλόν που το χρησιμοποιούν ως μέτρον, γεμάτον έως επάνω, στοιβαγμένον δοχείον από το οποίον θα ξεχειλίζη το καλόν περιεχόμενόν του, θα δώσουν εις σας. Διότι με το μέτρον και την διάθεσίν που προσφέρετε τας ευργεσίας σας στους άλλους, με το ίδιον μέτρον θα ανταποδοθή και εις σας από τον Θεόν”.
Λουκ 6.39Εἶπε δὲ παραβολὴν αὐτοῖς· μήτι δύναται τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγεῖν; οὐχὶ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται;Είπε δε και μίαν παραβολήν εις αυτούς· “μήπως ημπορεί ένας τυφλός να οδηγή άλλον τυφλόν; Δεν θα πέσουν και οι δύο εις λάκκον; Πως είναι δυνατόν σεις, αμαρτωλοί και αδύνατοι καθώς είσθε, να κρίνετε άλλους και να καθοδηγήτε άλλους;
Λουκ 6.40οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ· κατηρτισμένος δὲ πᾶς ἔσται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ.Δεν υπάρχει μαθητής ανώτερος από τον διδάσκαλόν του, εφ’ όσον θα εξακολουθή να είναι μαθητής αυτού. Εκείνος δε που θα ακούση όλα όσα έχει να τον διδάξη ο διδάσκαλος, θα καταρτισθή το πολύ τόσον όσον και ο διδάσκαλος αυτού. Εάν δε ο διδάσκαλος είναι αμόρφωτος και τυφλός, όμοιόν του θα αναδείξη και τον μαθητήν.
Λουκ 6.41Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ ἰδίῳ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς;Διατί βλέπεις με προσοχήν το αχυράκι, που είναι στον οφθαλμόν του αδελφού σου, ενώ το δοκάρι που είναι στο μάτι σου, δεν το αντιλαμβάνεσαι;
Λουκ 6.42ἢ πῶς δύνασαι λέγειν τῷ ἀδελφῷ σου, ἀδελφέ, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου, αὐτὸς τὴν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου δοκὸν οὐ βλέπων; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου.Η πως ημπορείς να λέγης στον αδελφόν σου· αδελφέ, άφησε να βγάλω από το μάτι σου το αχυράκι καθ’ ον χρόνον συ δεν βλέπστο δοκάρι, που είναι στο μάτι σου; (Πως τολμάς να κάμης ελέγχους και υποδείξεις, τάχα προς διώρθωσιν, στον αδελφόν σου, ενώ συ παρουσιάζεις βαρύτερα σφάλματα και ελαττώματα;)
Λουκ 6.43οὐ γάρ ἐστι δένδρον καλὸν ποιοῦν καρπὸν σαπρόν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν·Διότι δεν υπάρχει δένδρον καλόν, που να κάνη αχρήστους και επιβλαβείς καρπούς ούτε δένδρον σάπιο, που να κάνη καρπόν καλόν. (Ανθρωπος του οποίου τα έργα είναι κακά, δεν είναι δυνατόν να επιδιώξη με αγαθήν διάθεσιν και να προσφέρη καλόν στους άλλους).
Λουκ 6.44ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται. οὐ γὰρ ἐξ ἀκανθῶν συλλέγουσι σῦκα, οὐδὲ ἐκ βάτου τρυγῶσι σταφυλήν.Καθε δένδρον, αν είναι καλόν η κακόν, γνωρίζεται από τον καρπόν του. Διότι δεν μαζεύουν από αγκάθια σύκα, ούτε και τρυγούν από βάτον σταφύλι.
Λουκ 6.45ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ ἀγαθόν, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ πονηρόν· ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα αὐτοῦ.Ο αγαθός άνθρωπος βγάζει από τον αγαθόν θησαυρόν της καρδίας του πάντοτε το αγαθόν, και ο πονηρός άνθρωπος από τον κακόν θησαυρόν της καρδίας του βγάζει τον κακόν και φαύλον. Διότι το στόμα λαλεί από το περίσσευμα, που ξεχύνεται από την καρδίαν (Μονον ο αγαθός άνθρωπος ημπορεί να υποδεικνύη το αγαθόν και να γίνη ο καλός οδηγός των πλανωμένων).
Λουκ 6.46Τί δέ με καλεῖτε, Κύριε Κύριε, καὶ οὐ ποιεῖτε ἃ λέγω;Διατί δε με καλείτε, Κυριε, Κυριε, και δεν πράττετε αυτά που λέγω; Διατί άλλα ομολογείτε με το στόμα, και άλλα παρουσιάζεται με τα έργα σας;
Λουκ 6.47πᾶς ὁ ἐρχόμενος πρός με καὶ ἀκούων μου τῶν λόγων καὶ ποιῶν αὐτούς, ὑποδείξω ὑμῖν τίνι ἐστὶν ὅμοιος·Καθένας που έρχεται κοντά μου και ακούει το λόγιά μου και τηρεί αυτά, θα σας δείξω εγώ με τι είναι όμοιος.
Λουκ 6.48ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδομοῦντι οἰκίαν, ὃς καὶ ἔσκαψε καὶ ἐβάθυνε καὶ ἔθηκε θεμέλιον ἐπὶ τὴν πέτραν· πλημμύρας δὲ γενομένης προσέῤῥηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἴσχυσε σαλεῦσαι αὐτήν· τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν.Είναι όμοιος με συνέτον άνθρωπον, που κτίζει σπίτι και ο οποίος έσκαψε και επροχώρησε βαθειά και έβαλε θεμέλιον εις βράχον. Οταν δε έγινε πλημμύρα, έπεσε ορμητικά το ποτάμι στο σπίτι εκείνο και δεν ημπόρεσε να το κλονίση, διότι είχε θεμελιωθή επάνω στον ασάλευτον βράχον.
Λουκ 6.49ὁ δὲ ἀκούσας καὶ μὴ ποιήσας ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδομήσαντι οἰκίαν ἐπὶ τὴν γῆν χωρὶς θεμελίου· ᾗ προσέῤῥηξεν ὁ ποταμός, καὶ εὐθὺς ἔπεσε, καὶ ἐγένετο τὸ ῥῆγμα τῆς οἰκίας ἐκείνης μέγα.Αυτός δε που ήκουσε τα λόγια μου και δεν τα εφήρμοσε, είναι όμοιος με ασύνετον άνθρωπον, που οικοδόμησε το σπίτι του στο χώμα, χωρίς θεμέλιον. Εις αυτό εχτύπησε ορμητικά το ποτάμι και αμέσως εκρημνίσθη και έγινε ρήγμα μεγάλο και ανεπανώρθοτον στο σπίτι εκείνο. (Ο πιστός αντιμετωπίζει με σταθερότητα τους πειρασμούς και μένει ακλόνητος. Ο ολιγόπιστος παρασύρεται.

κεφ 7

Λουκ 7.1Ἐπεὶ δὲ ἐπλήρωσε πάντα τὰ ῥήματα αὐτοῦ εἰς τὰς ἀκοὰς τοῦ λαοῦ, εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ.Οταν δε ετελείωσε ο Κυριος όλα τα λόγια αυτά προς το πλήθος, που με προσοχήν τον ήκουε, εισήλθε εις την Καπερναούμ.
Λουκ 7.2Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος.Καποιου δε εκατοντάρχου ο δούλος ήτο ασθενής πολύ βαρειά και επρόκειτο να αποθάνη. Και ο δούλος αυτός ήτο δια την τιμιότητα και υπακοήν του πολύ αγαπητός στον εκατόνταρχον.
Λουκ 7.3ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ.Οταν δε ο εκατόνταρχος επληροφορήθηκε περί του Ιησού, έστειλε προς αυτόν μερικούς πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, παρακαλών αυτόν να έλθη και σώση τον δούλον του.
Λουκ 7.4οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν σπουδαίως, λέγοντες ὅτι ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο.Αυτοί δε, αφού ήλθαν στον Ιησούν, τον παρακαλούσαν με θερμόν ενδιαφέρον και επιμονήν λέγοντες, ότι αξίζει ο εκατόνταρχος να του κάμης αυτήν την χάριν,
Λουκ 7.5ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν.διότι αγαπά το έθνος μας και με ιδικά του χρήματα έκτισε την συναγωγήν.
Λουκ 7.6ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γάρ εἰμι ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς·Ο δε Ιησούς επήγαινε μαζή με αυτούς. Και όταν επλησίαζε στο σπίτι, έστειλε προς αυτόν ο εκατόνταρχος μερικούς φίλους του και του είπε· “Κυριε, μη ενοχλείσαι· διότι δεν είμαι εγώ άξιος να εισέλθης κάτω από την στέγην μου.
Λουκ 7.7διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα πρός σε ἐλθεῖν· ἀλλ᾿ εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου.Δι’ αυτό και ούτε τον ευατόν μου έκρινα άξιον να έλθω προς σε. Αλλά πες μόνον λόγον, δώσε προσταγήν και θα θεραπευθή αμέσως ο υπηρέτης μου.
Λουκ 7.8καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ.Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος, που θέτω τον ευατόν μου κάτω από την εξουσίαν των ανωτέρων μου, έχω όμως και εγώ υπό την εξουσίαν μου στρατιώτας και λέγω στούτον, πήγαινε και πηγαίνει και στον άλλον, έλα και έρχεται και στον υπηρέτην μου, κάμε τούτο και το κάμνει. Πολύ περισσότερον ο ιδικός σου λόγος θα γίνη αμέσως έργον”.
Λουκ 7.9ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ εἶπε· λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον.Οταν ήκουσε αυτά ο Ιησούς, εθαύμασε τον εκατόνταρχον, και αφού εγύρισε προς τον λαόν, που ακολουθούσε, είπε· “σας λέγω ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών, που είναι παρασκευασμένοι από τον νόμον και τους προφήτας, δεν ευρήκα τόσον μεγάλην πίστιν”. (Αμέσως δε την στιγμήν εκείνην εθεράπευσε με την άπειρόν του δύναμιν τον δούλον, χωρίς να τον επισκεφθή στο σπίτι”.
Λουκ 7.10καὶ ὑποστρέψαντες οἱ πεμφθέντες εἰς τὸν οἶκον εὗρον τὸν ἀσθενοῦντα δοῦλον ὑγιαίνοντα.Και όταν οι απεσταλμένοι του εκατοντάρχου επέστρεψαν στο σπίτι, ευρήκαν τον ασθενή δούλον εντελώς υγιή.
Λουκ 7.11Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.Επειτα από αυτά, επήγαινε ο Ιησούς προς την πόλιν Ναΐν. Και μαζή του επήγαιναν αρκετοί μαθηταί του και λαός πολύς.
Λουκ 7.12ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ.Μολις δε επλησίασε εις την πύλην της πόλεως και ιδού εγίνετο η εκφορά ενός νεκρού, ο οποίος ήτο μονογενής υιός εις μητέρα χήραν και αποστράτευτον και πολύς λαός με πολλήν συμπάθειαν προς αυτήν παρακολουθούσε μαζή της την κηδείαν.
Λουκ 7.13καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε·Και όταν την είδε ο Κυριος, την ευσπλαγχνίσθη και της είπε· “μη κλαίεις”.
Λουκ 7.14καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.Και αφού επλησίασε, ήγγισε το φέρετρον, ενώ εκείνοι που το εκρατούσαν εσταμάτησαν, και είπε· “νεανίσκε, εις σε λέγω· Σηκω”.
Λουκ 7.15καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.Και αμέσως εσηκώθη και εκάθισε ο νεκρός και ήρχισε να ομιλή. Ο δε Ιησούς έδωκε αυτόν εις την μητέρα του.
Λουκ 7.16ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.Και κατέλαβε φόβος όλους και εδόξαζαν τον Θεόν λέγοντες ότι “προφήτης μέγας παρουσιάσθη μεταξύ μας και ότι ο πανάγαθος Θεός επεσκέφθηκε τον λαόν του”.
Λουκ 7.17καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ περὶ αὐτοῦ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ.Και διεδόθη το γεγονός της αναστάσεως του νεκρού εκ μέρους του Χριστού εις όλην την Ιουδαίαν και εις τας πλησίον γειτονικάς χώρας. (Οτι δηλαδή ο Ιησούς με ένα λόγον, χωρίς καμμίαν δυσκολίαν και χρονοτριβή ανέστησε τον νεκρόν).
Λουκ 7.18Καὶ ἀπήγγειλαν Ἰωάννῃ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ πάντων τούτων.Και οι μαθηταί του Ιωάννου ανέφεραν στον Ιωάννην, τον φυλακισμένον, όλα αυτά τα καταπληκτικά θαύματα, που έκανε ο Ιησούς.
Λουκ 7.19καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ὁ Ἰωάννης ἔπεμψε πρὸς τὸν Ἰησοῦν λέγων· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;Και ο Ιωάννης, αφού εκάλεσε δύο από τους μαθητάς του, τους έστειλε προς τον Ιησούν λέγων· “συ είσαι ο Μεσσίας, που τώρα έρχεται, η πρέπει να περιμένωμεν κανέναν άλλον; (Και έκαμε αυτό ο Ιωάννης δια να θέση εις επαφήν τους μαθητάς του με τον Κυριον και τους στηρίξη έτσι εις την πίστιν).
Λουκ 7.20παραγενόμενοι δὲ πρὸς αὐτὸν οἱ ἄνδρες εἶπον· Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ἀπέσταλκεν ἡμᾶς πρός σε λέγων· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;Αφού δε ήλθαν προς αυτόν οι άνθρωποι αυτοί του είπον· “ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μας έστειλε εις σε, λέγων· Συ είσαι ο Μεσσίας που έρχεται η πρέπει να περιμένωμεν άλλον;”
Λουκ 7.21ἐν αὐτῇ δὲ τῇ ὥρᾳ ἐθεράπευσε πολλοὺς ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν καὶ τυφλοῖς πολλοῖς ἐχαρίσατο τὸ βλέπειν.Κατά την ώραν δε εκείνην ο Ιησούς εθεράπευσε πολλούς από ασθενείας και από βασανιστικάς παθήσεις και από πονηρά πνεύματα. Και εις πολλούς τυφλούς εχάρισε το φως των.
Λουκ 7.22καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἃ εἴδετε καὶ ἠκούσατε· τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφοὶ ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται, πτωχοὶ εὐαγγελίζονται·Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε· “πηγαίνετε και αναφέρετε στον Ιωάννην αυτά, που είδατε και ηκούσατε· ότι δηλαδή τυφλοί ξαναβλέπουν, χωλοί περιπατούν, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουν, νεκροί ανασταίνονται, πτωχοί και ταπεινοί άνθρωποι ακούουν και δέχονται το χαροποιόν μήνυμα της βασιλείας των ουρανών.
Λουκ 7.23καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί.Και μακάριος είναι εκείνος, ο οποίος δεν θα κλονισθή εις την πίστιν του εξ αιτίας της πτωχής και ταπεινής εμφανίσεώς μου”.
Λουκ 7.24ἀπελθόντων δὲ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς ὄχλους περὶ Ἰωάννου· τί ἐξεληλύθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον;Οταν δε ανεχώρησαν οι μαθηταί του Ιωάννου, ήρχισεν να λέγη ο Κυριος εις τα πλήθη του λαού δια τον Ιωάννην· “τι εβγήκατε εις την έρημον να ιδήτε; Καλάμι που το σαλεύει εδώ κι’ εκεί ο άνεμος; Μηπως εβγήκατε να ιδήτε κανένα άνθρωπον άστατον, που παρασύρεται από τας γνώμας του ενός και του άλλου και προσπαθεί να συμφωνή με όλους; Οχι βέβαια.
Λουκ 7.25ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ ἐν ἱματισμῷ ἐνδόξῳ καὶ τρυφῇ ὑπάρχοντες ἐν τοῖς βασιλείοις εἰσίν.Αλλά τι εξήλθατε να ιδήτε; Ανθρωπον κοσμικόν και μαλθακόν, ενδεδυμένον μαλακά και ακριβά φορέματα; Ιδού, αυτοί που φορούν τα πολύτιμα και φανταχτερά ενδύματα και ζουν μίαν τρυφηλήν και αμαρτωλήν ζωήν, μένουν εις τα βασιλικά ανάκτορα.
Λουκ 7.26ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; προφήτην; ναὶ λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον προφήτου.Αλλά τι εβγήκατε να ιδήτε; Προφήτην; Βεβαίως, ναι· σας λέγω ότι αυτός είναι πολύ περισσότερον από προφήτης.
Λουκ 7.27οὗτός ἐστι περὶ οὗ γέγραπται, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου·Αυτός είναι, δια τον οποίον έχει γραφή από τον προφήτην Μαλαχίαν· Ιδού εγώ, λέγει ο Θεός, αποστέλλω τον αγγελιοφόρον μου, ολίγον ενωρίτερα από σε, ο οποίος θα προετοιμάση έμπροσθέν σου τον δρόμον, θα προπαρασκευάση δηλαδή τας καρδίας των ανθρώπων να σε δεχθούν.
Λουκ 7.28λέγω γὰρ ὑμῖν, μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν προφήτης Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ οὐδείς ἐστιν· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ μείζων αὐτοῦ ἐστι.Διότι σας λέγω, ότι μεταξύ των ανθρώπων τους οποίους έως τώρα εγέννησαν αι γυναίκες, κανείς δεν υπάρχει μεγαλύτερος από τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν. Αλλά πρέπει να ξέρετε και τούτο, ότι ο πλέον ταπεινός και άσημος πολίτης της βασιλείας του Θεού, το ελάχιστον μέλος της Εκκλησίας μου, είναι, ως προς την σωτηρίαν και τα θεία χαρίσματα, που θα παίρνη μέσα εις την Εκκλησίαν, ανώτερος από τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν, ο οποίος δεν επήρε ακόμη τας ανεκτιμήτους αυτάς δωρεάς”.
Λουκ 7.29καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα Ἰωάννου·Και όλος ο λαός και αυτοί ακόμη οι τελώναι, που είχαν ακούσει τον Ιωάννην, με το να βαπτισθούν το βάπτισμα του Ιωάννου και να μετανοήσουν, όπως εκείνος είπεν, απέδειξαν ότι σαφώς και δικαίως ενήργησε ο Θεός.
Λουκ 7.30οἱ δὲ Φαρισαῖοι καὶ οἱ νομικοὶ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ ἠθέτησαν εἰς ἑαυτούς, μὴ βαπτισθέντες ὑπ᾿ αὐτοῦ.Αντιθέτως δε οι Φαρισαίοι και οι νομικοί, που εθεωρούντο ενάρετοι και γνώσται της Αγίας Γραφής, απέδειξαν δια τον εαυτόν των μάταιον και ανωφελές το σχέδιον του Θεού προς σωτηρίαν του ανθρώπου. Εθεώρησαν ματαίαν την αποστολήν του Προδρόμου, αφού ούτε το κήρυγμα ούτε το βάπτισμά του εδέχθησαν.
Λουκ 7.31Τίνι οὖν ὁμοιώσω τοὺς ἀνθρώπους τῆς γενεᾶς ταύτης, καὶ τίνι εἰσὶν ὅμοιοι;“Με τι λοιπόν να παρομοιάσω τους ανθρώπους της γενεάς αυτής; Με ποιόν είναι όμοιοι;
Λουκ 7.32ὅμοιοί εἰσι παιδίοις τοῖς ἐν ἀγορᾷ καθημένοις καὶ προσφωνοῦσιν ἀλλήλοις καὶ λέγουσιν· ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ἐκλαύσατε.Ομοιάζουν με άτακτα αργόσχολα παιδιά, που κάθονται εις την αγοράν και φωνάζουν μεταξύ των και λέγουν· Σας επαίξαμεν με τον αυλόν χαρούμενους σκοπούς και δεν εχορέψατε, σας ετραγουδήσαμε μοιρολόγια και δεν εκλάψατε. Ούτε με το ένα ούτε με το άλλο δεν σας ικανοποιήσαμεν.
Λουκ 7.33ἐλήλυθε γὰρ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς μήτε ἄρτον ἐσθίων μήτε οἶνον πίνων, καὶ λέγετε· δαιμόνιον ἔχει.Ετσι και σεις που δεν πιστεύετε. Διότι ήλθεν ο Ιωάννης ο βαπτιστής, ο οποίος, νηστευτής και ασκητής καθώς ήτο, ούτε ψωμί έτρωγε ούτε κρασί έπινε, και λέγετε· Εχει δαιμόνιον.
Λουκ 7.34ἐλήλυθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγετε· ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν.Ηλθεν ο υιός του ανθρώπου, ο οποίος τρώγει και πίνει, όπως κάθε κοινωνικός και συνετός άνθρωπος, και λέγετε· Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών.
Λουκ 7.35καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς πάντων.Και έτσι η θεία σοφία εθαυμάσθη από τα τέκνα της ως δικαία, διότι ορθώς εις κάθε περίστασιν ενεργεί, χρησιμοποιούσα τας αρίστας και δικαιοτάτας μεθόδους δια την σωτηρίαν των ανθρώπων”.
Λουκ 7.36Ἠρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη.Τον παρακαλούσε δε κάποιος από τους Φαρισαίους να φάγη μαζή του. Και αφού εισήλθεν στο σπίτι του Φαρισαίου, εξηπλώθη, κατά συνήθειαν που επικρατούσε τότε, πλησίον της τραπέζης του φαγητού.
Λουκ 7.37καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρουΚαι ιδού μία γυναίκα της πόλεως αυτής, η οποία ήτο αμαρτωλή, όταν επληροφορήθη ότι ο Ιησούς τρώγει εις την οικίαν του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον.
Λουκ 7.38καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ.Και αφού εστάθη πίσω, πλησίον στους πόδας του Ιησού, ανελύθη εις δάκρυα και ήρχισεν να βρέχη τους πόδας του με τα δάκρυά της, και να τους σπογγίζη με τας τρίχας της κεφαλής της. Συγρόνως δε εφιλούσε συνεχώς με βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τους ήλειφε με μύρον.
Λουκ 7.39ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι.Οταν δε ο Φαρισαίος, που τον είχε καλέσει στο γεύμα, είδε το γεγονός αυτό, είπε μέσα του· Εάν αυτός ήτο προφήτης, θα εγνώριζε ποίας διαγωγής είναι η γυναίκα αυτή που τον εγγίζει, θα εγνώριζε δηλαδή ότι είναι αμαρτωλή.
Λουκ 7.40καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν, ὁ δέ φησι· διδάσκαλε, εἰπέ.Και ο Ιησούς απαντών στους διαλογισμούς αυτούς του Σιμωνος είπε· “Σιμων, έχω κάτι να σου πω”. Εκείνος δε είπε· “διδάσκαλε, λέγε”.
Λουκ 7.41δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι. ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα.“Ησαν δύο χρεωφειλέται προς κάποιον δανειστήν. Ο ένας του εχρεωστούσε πεντακόσια δηνάρια ο δε άλλος πενήντα.
Λουκ 7.42μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο· τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον αὐτὸν ἀγαπήσει;Επειδή δε δεν είχαν αυτοί να εξοφλήσουν το χρέος των, ο δανειστής το εχάρισε και στους δύο. Πες μου. ποιός από τους δύο θα τον αγαπήση περισσότερον;”
Λουκ 7.43ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ὀρθῶς ἔκρινας.Απεκρίθη δε ο Σιμων και είπε· νομίζω, ότι εκείνος στον οποίον εχάρισε το μεγαλύτερον χρέος”. Ο δε Ιησούς του είπε· “ορθή είναι η κρίσις σου”.
Λουκ 7.44καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε.Και αφού εγύρισε προς την γυναίκα, είπε στον Σιμωνα· “βλέπεις αυτήν την γυναίκα; Ηλθα στο σπίτι σου και δεν μου έδωσες νερό να δια το πλύσιμο των ποδιών μου. Αυτή όμως έβρεξε τα πόδια μου με τα δάκρυα της και τα εσπόγγισε με τας τρίχας της κεφαλής της.
Λουκ 7.45φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ᾿ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας.Συ δεν μου έδωσες φίλημα, όπως συνηθίζουν δια τον κάθε φιλοξενούμενον· αυτή δε από την ώραν που εμπήκε στο σπίτι, δεν έπαυσε με πολλήν ευλάβειαν να καταφιλή τους πόδας μου.
Λουκ 7.46ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας.Συ δεν μου άλειψες την κεφαλήν ούτε με απλό λάδι. Αυτή δε μου άλειψε τους πόδας με πανάκριβο μύρον.
Λουκ 7.47οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ.Ενεκα δε τούτου ακριβώς σου λέγω ότι είναι συγχωρημέναι αι πολλαί αυτής αμαρτίαι, διότι ηγάπησε πολύ εμέ τον Λυτρωτήν, και επόθησε βαθύτατα την λύτρωσίν της. Εκείνος δε που νομίζει ότι ολίγον χρέος έχει απέναντι του Θεού, ολίγον αγαπά”.
Λουκ 7.48εἶπε δὲ αὐτῇ· ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι.Είπε δε προς αυτήν ο Ιησούς· “είναι συγχωρημέναι αι αμαρτίαι σου”
Λουκ 7.49καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν;Και αυτοί, που παρεκάθηντο μαζή του στο τραπέζι ήρχισαν να σκέπτωνται και να λέγουν από μέσα των· “ποιός είναι αυτός, ο οποίος και αμαρτίας ακόμη συγχωρεί;”
Λουκ 7.50εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.Είπε δε προς την γυναίκα ο Ιησούς· “η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρηνική και καθαράν την καρδίαν σου στον δρόμον της ειρήνης”.

κεφ 8

Λουκ 8.1Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ καθεξῆς καὶ αὐτὸς διώδευε κατὰ πόλιν καὶ κώμην κηρύσσων καὶ εὐαγγελιζόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ δώδεκα σὺν αὐτῷ,Κατά τον χρόνον που ακολούθησε, επερνούσε ο Κυριος την μίαν μετά την άλλην, κάθε πόλιν και χωρίον και εκήρυττε και εδίδασκε το χαρμόσυνον άγγελμα της βασιλείας του Θεού. Μαζή δε με αυτόν ήσαν και οι δώδεκα μαθηταί,
Λουκ 8.2καὶ γυναῖκές τινες αἳ ἦσαν τεθεραπευμέναι ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν καὶ ἀσθενειῶν, Μαρία ἡ καλουμένη Μαγδαληνή, ἀφ᾿ ἧς δαιμόνια ἑπτὰ ἐξεληλύθει,και μερικαί γυναίκες αι οποίαι είχαν θεραπευθή υπ’ αυτού από νόσους και βασανιστικές παθήσεις και από πνεύματα πονηρά και από ασθενείας η Μαρία, η οποία ελέγετο Μαγδαληνή και από την οποίαν είχαν εκδιωχθή με την δύναμιν του Κυρίου επτά δαιμόνια
Λουκ 8.3καὶ Ἰωάννα γυνὴ Χουζᾶ ἐπιτρόπου Ἡρῴδου, καὶ Σουσάννα καὶ ἕτεραι πολλαί, αἵτινες διηκόνουν αὐτῷ ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς.και η Ιωάννα, σύζυγος του Χουζά, ο οποίος ήτο οικονομικός διαχειριστής του Ηρώδου και η Σουσάννα και άλλαι πολλαί, αι οποίαι υπηρετούσαν αυτόν και προσέφεραν δια την συντήρησιν αυτού και των Αποστόλων από τα υπάρχοντά των.
Λουκ 8.4Συνιόντος δὲ ὄχλου πολλοῦ καὶ τῶν κατὰ πόλιν ἐπιπορευομένων πρὸς αὐτὸν εἶπε διὰ παραβολῆς·Ενώ δε εμαζεύετο πολύς λαός και από κάθε πόλιν ήρχοντο προς αυτόν, είπεν ο Κυριος διδασκαλίαν με παραβολήν.
Λουκ 8.5ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό·“Εβγήκε ο σπορεύς στο χωράφι, δια να σπείρη τον σπόρον του. Και καθώς αυτός έσπερνε, άλλο μεν μέρος του σπόρου έπεσε κοντά στον δρόμον, κατεπατήθη από τους διαβάτας και τα πτηνά του ουρανού το κατέφαγαν.
Λουκ 8.6καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα·Και άλλο έπεσε εις την πετρώδη γην και αφού εφύτρωσε, εξηράνθη, διότι δεν είχε υγρασίαν.
Λουκ 8.7καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό.Και άλλο έπεσε ανάμεσα εις αγκάθια και καθώς εβλάστησαν και εμεγάλωσαν τα αγκάθια, το έπνιξαν εντελώς.
Λουκ 8.8καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.Και άλλο έπεσεν εις την εύφορον και καλήν γην και αφού εφύτρωσε, έκαμε καρπόν εκατονταπλάσιον”. Ενώ δε έλεγε αυτά, είπε με φωνήν μεγάλην· “Εκείνος που έχει αυτιά πνευματικά, δια να ακούη την αλήθειαν του Θεού, ας ακούη αυτά που εγώ διδάσκω”.
Λουκ 8.9Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη;Τον ερωτούσαν δε οι μαθηταί του λέγοντες· “ποιό είναι το νόημα αυτής της παραβολής;”
Λουκ 8.10ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν.Αυτός δε είπεν· “εις σας που έχετε αγαθήν διάθεσιν, εδόθη από τον Θεόν το προνόμιον και η χάρις να γνωρίζετε τας μυστηριώδεις αληθείας της βασιλείας του Θεού. Τους άλλους δε (επειδή δεν έχουν αγαθήν διάθεσιν και ενδιαφέρον να ακούσουν και δεχθούν την αλήθειαν και δια να τους προφυλάξω από την μεγάλη ευθύνην, που θα είχαν ενώπιον του Θεού, αν εκαταλάβαιναν και περιφρονούσαν τας θείας αληθείας) τους διδάσκω με παραβολάς, ώστε, ενώ βλέπουν να μη ημπορούν να εισχωρήσουν στο βαθύτερον νόημα, και ενώ ακούουν να μη ημπορούν να ενοήσουν την αλήθειαν.
Λουκ 8.11ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ·Το νόημα δε της παραβολής αυτής είναι το εξής· Ο σπόρος συμβολίζει τον λόγον του Θεού.
Λουκ 8.12οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν.Εκείνοι δε που ομοιάζουν προς το έδαφος κοντά στον δρόμον, είναι όσοι ήκουσαν και δεν επρόσεξαν τον λόγον του Θεού. Επειτα έρχεται ο διάβολος και παίρνει τον λόγον από την καρδία των, δια να μην πιστεύσουν και σωθούν.
Λουκ 8.13οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται.Εκείνοι δε που συμβολίζονται με την πετρώδη γην, είναι όσοι όταν ακούσουν δέχονται με χαράν τον λόγον του Θεού, δεν έχουν όμως βαθειές ρίζες εις την καρδία των και δι’ αυτό ολίγον καιρόν πιστεύουν και εις εποχήν πειρασμού απομακρύνονται από την πίστιν.
Λουκ 8.14τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι.Το δε μέρος του σπόρου, που έπεσε εις τα αγκάθια, συμβολίζει εκείνους οι οποίοι, όταν ήκουσαν τον λόγον του Θεού, τον εδέχθησαν και επροσπάθησαν να τον τηρήσουν με κάποιαν προθυμίαν, αλλά πνίγονται από αγωνιώδεις φροντίδας δια την απόκτησιν πλούτου και από τας υλιστικάς απολαύσεις της ζωής αυτής, και έτσι δεν προχωρούν μέχρι τέλους, ώστε να έχουν καλούς και μονίμους καρπούς.
Λουκ 8.15τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ.Το δε μέρος του σπόρου, που εσπάρθηκε εις την εύφορον γην, συμβολίζει τους καλοπροαιρέτους ανθρώπους, οι οποίοι με καλήν και αγαθήν καρδίαν, αφού ήκουσαν τον λόγον του Θεού, τον κρατούν με προσοχήν και ευλάβειαν μέσα των και έχουν ως καρπούς τα έργα της αρετής μαζή με την υπομονήν, την οποίαν θα δεικνύουν εις διαφόρους θλίψεις και περιπετείας.
Λουκ 8.16Οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει ἢ ὑποκάτω κλίνης τίθησιν, ἀλλ᾿ ἐπὶ λυχνίας ἐπιτίθησιν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι βλέπωσι τὸ φῶς.Κανείς δε, όταν ανάψη λύχνον, δεν τον σκεπάζει με δοχείον ούτε τον βάζει κάτω από το κρεββάτι, αλλά επάνω στον λυχνοστάτην, ώστε όσοι εισέρχονται να βλέπουν το φως. Και η διδασκαλία μου είναι φως επί την λυχνίαν, ώστε όσοι θέλουν να βλέπουν που και πως να προχωρούν.
Λουκ 8.17οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ.Δεν υπάρχει κρυπτόν, το οποίον δε θα γίνη φανερόν και μυστικόν, το οποίον δε θα γίνη γνωστόν και δε θα φανερωθή. Αυτό συμβαίνει και με την διδασκαλία μου, η οποία οπωσδήποτε θα γίνη γνωστή εις όλον τον κόσμον.
Λουκ 8.18βλέπετε οὖν πῶς ἀκούετε· ὃς γὰρ ἐὰν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ, καὶ ὃς ἐὰν μὴ ἔχῃ, καὶ ὃ δοκεῖ ἔχειν ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.Λοιπόν σεις, που σαν Απόστολοι της οικουμένης θα την διαδώσετε, προσέχετε πως την ακούετε. (Να την ακούετε με ακλόνητον πίστιν, δια να την κάμετε κτήμα σας). Διότι εις εκείνον που κατέχει την αλήθειαν, θα του δοθή πλουσιωτέρα και καθαρωτέρα. Ενώ από εκείνον που από αδιαφορίαν δεν κατέχει την αλήθειαν, θα του αφαιρεθή και αυτό που νομίζει ότι έχει”.
Λουκ 8.19Παρεγένοντο δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον.Ενώ δε εδίδασκε, ήλθον προς αυτόν η μητέρα του και οι νομιζόμενοι αδελφοί του και δεν ημπορούσαν να τον πλησιάσουν, ένεκα του λαού, που τον περιεστοίχιζε.
Λουκ 8.20καὶ ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων· ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντες.Και μερικοί ανήγγειλαν εις αυτόν ότι “η μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκονται έξω και θέλουν να σε ιδούν”.
Λουκ 8.21ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν.Αυτός δε απεκρίθη και τους είπε· “μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί, οι οποίοι ακούουν τον λόγον του Θεού και τον τηρούν εις την ζωήν των”.
Λουκ 8.22Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἐνέβη εἰς πλοῖον καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν τῆς λίμνης· καὶ ἀνήχθησαν.Μιαν δε από τας ημέρας αυτάς, εμπήκε ο Ιησούς εις κάποιο πλοίον μαζή με τους μαθητάς του και είπε εις αυτούς· “ας περάσωμεν στο απέναντι μέρος της λίμνης”. Και ανοίχθησας εις την λίμνην.
Λουκ 8.23πλεόντων δὲ αὐτῶν ἀφύπνωσε. καὶ κατέβη λαῖλαψ ἀνέμου εἰς τὴν λίμνην, καὶ συνεπληροῦντο καὶ ἐκινδύνευον.Ενώ δε αυτοί έπλεαν, απεκοιμήθη· και κατέβη αιφνιδίως από τα γύρω βουνά άνεμος σφοδρός, θύελλα μεγάλη εις την λίμνην. Κυματα δε μεγάλα έσπαζαν στο πλοίον και νερά ολοένα περισσότερα εισωρμούσαν εις αυτό, ώστε εκινδύνευαν να πνιγούν.
Λουκ 8.24προσελθόντες δὲ διήγειραν αὐτὸν λέγοντες· ἐπιστάτα ἐπιστάτα, ἀπολλύμεθα! ὁ δὲ ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ τῷ κλύδωνι τοῦ ὕδατος, καὶ ἐπαύσαντο, καὶ ἐγένετο γαλήνη.Οι δε μαθηταί προσήλθον στον Ιησούν, τον εξύπνησαν και του είπαν· “διδάσκαλε διδάσκαλε, χανόμαστε!” Αυτός δε εσηκώθηκε, διέταξε τον άνεμον και την θαλασσοταραχήν, και έπαυσαν, και έγινε αμέσως γαλήνη.
Λουκ 8.25εἶπε δὲ αὐτοῖς· ποῦ ἐστιν ἡ πίστις ὑμῶν; φοβηθέντες δὲ ἐθαύμασαν λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ τοῖς ἀνέμοις ἐπιτάσσει καὶ τῷ ὕδατι, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ;Είπε δε εις αυτούς· “που είναι η πίστις σας; Τοσα και τόσα θαύματα με είδατε να κάμνω και ακόμα δεν επιστέψατε με όλην σας την καρδιά εις εμέ;” Αυτοί κατ’ αρχάς εκυριεύθησαν από φόβον και δέος εμπρός εις την δύναμιν του Κυρίου, έπειτα δε από μεγάλον θαυμασμόν και έλεγαν μεταξύ των, “ποιός άρά γε είναι αυτός; Διότι διατάσσει τους ανέμους και τα κύματα και υπακούουν εις αυτόν”!
Λουκ 8.26Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας.Επειτα από αυτά έπλευσαν και αγκυροβόλησαν εις την χώραν των Γαδαρηνών, η οποία είναι αντίπερα από την Γαλιλαίαν.
Λουκ 8.27ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν.Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν εις την ξηράν, τον συνάντησεν ένας άνθρωπος της πόλεως εκείνης, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια και δεν εφορούσε ένδυμα και δεν έμενε σε σπίτι, αλλά μέσα εις τα μνήματα.
Λουκ 8.28ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς.Οταν όμως είδε τον Ιησούν εκραύγασε δυνατά, έπεσεν εις τα πόδια του και με φωνήν μεγάλην είπε· “ποία σχέσις υπάρχει ανάμεσα εις εμέ και σε, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσης και μη με κλείσης από τώρα στον φρικτόν Αδην”.
Λουκ 8.29παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαῤῥήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους.Είπε δε αυτά ο δαιμονιζόμενος, διότι ο Χριστός διέταξε το ακάθαρτον πνεύμα να βγη και να φύγη από τον άνθρωπον, επειδή από πολλά χρόνια τον είχεν αρπάξει και κυριεύσει. Οι δε άλλοι άνθρωποι, ένεκα της αγριότητος αυτού, τον έδεναν με αλυσίδες και με ισχυρά δεσμά εις τα πόδια, δια να τον φυλάσσουν, ώστε να μη επιτίθεται και κακοποιή τους άλλους. Αλλά αυτός έσπαζε τα δεσμά και ωδηγείτο βιαίως από τον δαίμονα εις ερημικούς τόπους.
Λουκ 8.30ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν·Τον ερώτησε δε ο Ιησούς, λέγων· “ποιό είναι το όνομά σου;” Εκείνος δε απήντησε· “λεγεών”. Διότι πολλά δαιμόνια είχαν εισέλθει στον άνθρωπον αυτόν.
Λουκ 8.31καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.Και παρακαλούσαν τα δαιμόνια αυτόν, να μη τα διατάξη και πάνε εις τα τρίσβαθα του Αδου.
Λουκ 8.32ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς.Ητο δε εκεί μία αγέλη με πολλούς χοίρους, που έβοσκαν στο βουνό· και τον παρακαλούσαν τα δαιμόνια να τους δώση την άδειαν να μπουν εις εκείνους τους χοίρους. Και τους το επέτρεψεν ο Κυριος (διότι κατά λόγον δικαιοσύνης έπρεπε να τιμωρηθούν με την απώλειαν των χοίρων οι ιδιοκτήται των, επειδή τους έτρεφαν, μολονότι αυτό απηγορεύετο από τον μωσαϊκόν νόμον).
Λουκ 8.33ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.Αφού δε εξήλθον τα δαιμόνια από τον άνθρωπον, εμπήκαν στους χοίρους και ώρμησε ασυγκράτητο όλο το καπάδι επάνω στον κρυμνόν, ερρίφθη από εκεί εις την θάλασσαν και επνίγησαν οι χοίροι.
Λουκ 8.34ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς.Οταν δε οι βοσκοί είδαν το γεγονός αυτό, έφυγαν και το ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις όσους συναντούσαν, από αυτούς που έμεναν στους αγρούς.
Λουκ 8.35ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν.Εβγήκαν δε από την πόλιν οι άνθρωποι, δια να ίδουν αυτό που έγινε. Ηλθαν στον Ιησούν και είδαν τον άνθρωπον, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ντυμένος, ήρεμος και φρόνιμος, και εφοβήθησαν.
Λουκ 8.36ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς.Είχαν δε διηγηθή εις αυτούς εκείνοι που είδαν το γεγονός, πως ελευθερώθηκε ο δαιμονιζόμενος.
Λουκ 8.37καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν.Και όλον το πλήθος της περιοχής των Γαδαρηνών τον παρεκάλεσαν να φύγη από αυτούς, διότι είχαν κυριευθή από μεγάλον φόβον, δια την τιμωρίαν που τους επεβλήθη. Ενοχοι δε και δι’ άλλα καθώς ήσαν, εφοβούντο πολύ και άλλας τιμωρίας. Ο δε Ιησούς εμπήκε στο πλοίον και επέστρεψε.
Λουκ 8.38ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων·Παρακαλούσε δε αυτόν ο άνθρωπος, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να μένη μαζή του. Ο Ιησούς όμως τον έστειλε ειρηνικά εις την πόλιν του, λέγων·
Λουκ 8.39ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.“γύρισε στο σπίτι σου και να διηγήσαι όσα έκαμε εις σε ο Θεός”. Και εκείνος έφυγε και διαλαλούσε εις όλην την πόλιν, όσα ο Ιησούς έκαμε εις αυτόν.
Λουκ 8.40Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ὑποστρέψαι τὸν Ἰησοῦν ἀπεδέξατο αὐτὸν ὁ ὄχλος· ἦσαν γὰρ πάντες προσδοκῶντες αὐτόν.Οταν δε επέστρεψε ο Ιησούς, τον υπεδέχθη με ενθουσιασμόν ο λαός, διότι όλοι τον επερίμεναν.
Λουκ 8.41καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ,Και ιδού, ήλθε κάποιος άνθρωπος, ονόματι Ιάρειος, ο οποίος ήτο και άρχων της συναγωγής. Και αφού έπεσεν εις τα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε να μεταβή στο σπίτι του,
Λουκ 8.42ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.διότι η μονογενής κόρη, την οποίαν είχε, δώδεκα περίπου ετών, ήτο ετοιμοθάνατος. Καθώς δε ο Ιησούς επήγαινεν στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη τον επίεζαν με τον συνωστισμόν των.
Λουκ 8.43καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,Και μια γυναίκα, που από δώδεκα έτη υπέφερε από αιμοραγίαν και η οποία είχε εξοδέψει όλην την περιουσίαν της εις ιατρούς, χωρίς να μπορέση να θεραπευθή από κανένα,
Λουκ 8.44προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.επλησίασε πίσω από τον Ιησούν, ήγγισε την άκρη από το ιμάτιόν του και αμέσως εσταμάτησε η αιμοραγία της.
Λουκ 8.45καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;Και είπεν ο Ιησούς· “ποιός είναι αυτός, που με ήγγισε;” Επειδή δε όλοι ηρνούντο, είπεν ο Πετρος και οι μαθηταί που ήσαν μαζή του· “διδάσκαλε, τα πλήθη σε στενοχωρούν και σε πιέζουν ολόγυρα και συ λέγεις ποιός με ήγγισε;”
Λουκ 8.46ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.Ο δε Ιησούς είπε· “κάποιος με ήγγισε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι δύναμις θαυματουργική εβγήκε από εμέ”.
Λουκ 8.47ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.Η δε γυναίκα, όταν είδε ότι δεν εξέφυγε από την προσοχήν του Ιησού, τρέμουσα από φόβον και ευλάβειαν ήλθε, έπεσε γονατιστή εμπρός του και διηγήθηκε εις αυτόν και εμπρός εις όλον το πλήθος την αιτίαν, δια την οποίαν τον ήγγισεν, όπως επίσης και το γεγονός, ότι εθεραπεύθηκε αμέσως.
Λουκ 8.48ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.Ο δε Ιησούς της είπε· “θάρρος, κόρη μου, η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε ειρηνική και χαρούμενη, χωρίς την ανησυχίαν και την θλίψιν που είχες προηγουμένως από την ασθένειάν σου”.
Λουκ 8.49Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον.Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου λέγων εις αυτόν, ότι “πέθανε η κόρη σου, μη ενοχλείς και μη βάζεις εις κόπον τον διδάσκαλον”.
Λουκ 8.50ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.Ο Ιησούς όμως, όταν ήκουσε την είδησιν, είπεν στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνον πίστευε και θα σωθή η κόρη σου”.
Λουκ 8.51ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.Οταν δε ήλθε στο σπίτι, δεν αφήκε κανένα να μπη, ει μη μόνον τον Πετρον και τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και τον πατέρα της κόρης και την μητέρα.
Λουκ 8.52ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει.Εκλαιαν δε όλοι και οδυρόμενοι εκτυπούσαν τας κεφαλάς και τα στήθη των δια την νεκράν. Ο δε Ιησούς είπε· “μη κλαίετε· δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”.
Λουκ 8.53καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.Και τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν καλά, ότι η κόρη είχε πεθάνει.
Λουκ 8.54αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου.Αυτός όμως έβγαλε όλους έξω, επιασε το χέρι της και εφώναξε λέγων· “Κορη, σήκω επάνω”.
Λουκ 8.55καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν.Και αμέσως η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε· και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάγη, δια να αναλάβη τελείως από την εξάντλησιν της ασθενείας που την οδήγησε στον θάνατον.
Λουκ 8.56καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.Και έμειναν εκστατικοί και κατάπληκτοι οι γονείς αυτής. Ο δε Ιησούς παρήγγειλε εις αυτούς, να μη είπουν εις κανένα το γεγονός.

κεφ 9

Λουκ 9.1Συγκαλεσάμενος δὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δύναμιν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ πάντα τὰ δαιμόνια καὶ νόσους θεραπεύειν·Αφού δε εκάλεσε τους δώδεκα μαθητάς του, έδωσεν εις αυτούς δύναμιν και εξουσίαν επί όλων των δαιμονίων, καθώς επίσης και να θεραπεύουν ασθενείας.
Λουκ 9.2καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς κηρύσσειν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἰᾶσθαι τοὺς ἀσθενοῦντας,Και έστειλε αυτούς να κηρύσσουν την διδασκαλίαν περί της βασιλείας του Θεού και να θεραπεύουν τους ασθενείς, δια να επιβεβαιώνεται έτσι με τα θαύματα η διδασκαλία των.
Λουκ 9.3καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδὲν αἴρετε εἰς τὴν ὁδόν, μήτε ῥάβδους μήτε πήραν μήτε ἄρτον μήτε ἀργύριον μήτε ἀνὰ δύο χιτῶνας ἔχειν.Και είπεν εις αυτούς· “μη παίρνετε τίποτε στον δρόμον ούτε ράβδους ούτε σάκκον ούτε ψωμί ούτε χρήματα ούτε να έχετε από δύο χιτώνας.
Λουκ 9.4καὶ εἰς ἣν ἂν οἰκίαν εἰσέλθητε, ἐκεῖ μένετε καὶ ἐκεῖθεν ἐξέρχεσθε.Και εις όποιο σπίτι μπήτε δια να φιλοξενηθήτε, εκεί να μένετε όλον το διάστημα της παραμονής σας και από εκεί να αναχωρήτε, όταν θα ξεκινάτε δι’ άλλην πόλιν.
Λουκ 9.5καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται ὑμᾶς, ἐξερχόμενοι ἀπὸ τῆς πόλεως ἐκείνης καὶ τὸν κονιορτὸν ἀπὸ τῶν ποδῶν ὑμῶν ἀποτινάξατε εἰς μαρτύριον ἐπ᾿ αὐτούς.Και εάν τυχόν μερικοί δεν σας δεχθούν, όταν φεύγετε από την πόλιν εκείνην, τινάξτε καλά και την σκόνην από τα πόδια σας, ως διαμαρτυρίαν εναντίον των και ως έλεγχον αυτών ενώπιον του Θεού”.
Λουκ 9.6ἐξερχόμενοι δὲ διήρχοντο κατὰ τὰς κώμας εὐαγγελιζόμενοι καὶ θεραπεύοντες πανταχοῦ.Αφού δε εξεκίνησαν οι Απόστολοι, διήρχοντο το ένα μετά το άλλο τα χωριά, κηρύττοντες το Ευαγγέλιον και θεραπεύοντες παντού τους ασθενείς.
Λουκ 9.7Ἤκουσε δὲ Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὰ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτοῦ πάντα, καὶ διηπόρει διὰ τὸ λέγεσθαι ὑπό τινων ὅτι Ἰωάννης ἐγήγερται ἐκ τῶν νεκρῶν,Επληροφορήθη δε τότε ο Ηρώδης ο τετράρχης, όλα αυτά που εγίνοντο εκ μέρους του Ιησού και ευρίσκετο εις μεγάλην απορίαν, επειδή ελέγετο από μερικούς, ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής αναστήθηκε εκ των νεκρών και κάμνει αυτά τα θαύματα.
Λουκ 9.8ὑπό τινων δὲ ὅτι Ἠλίας ἐφάνη, ἄλλων δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη.Από μερικούς δε ελέγετο, ότι ο Ηλίας εφάνηκε πάλιν εις την γην, από άλλους δε, ότι κάποιος μεγάλος προφήτης από τους αρχαίους ανεστήθη.
Λουκ 9.9καὶ εἶπεν ὁ Ἡρῴδης· Ἰωάννην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα· τίς δέ ἐστιν οὗτος περὶ οὗ ἐγὼ ἀκούω τοιαῦτα; καὶ ἐζήτει ἰδεῖν αὐτόν.Και είπεν ο Ηρώδης· “τον Ιωάννην εγώ τον αποκεφάλισα και επομένως δεν ζη πλέον. Αλλά ποιός είναι αυτός, δια τον οποίον εγώ ακούω ότι πράττει τόσον πολλά και τόσον παράδοξα έργα;” Και εζητούσε να ίδη τον Ιησούν.
Λουκ 9.10Καὶ ὑποστρέψαντες οἱ ἀπόστολοι διηγήσαντο αὐτῷ ὅσα ἐποίησαν. καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ὑπεχώρησε κατ᾿ ἰδίαν εἰς τόπον ἔρημον πόλεως καλουμένης Βηθσαϊδά.Και όταν επέστρεψαν από την περιοδείαν οι Απόστολοι, διηγήθηκαν εις αυτόν όσα έκαμαν. Και ο Ιησούς τους επήρε μαζή του και ανεχώρησε ιδιετέρως με αυτούς εις ένα έρημον τόπον, πλησίον μιας πόλεως που εκαλείτο Βηθσαϊδά.
Λουκ 9.11οἱ δὲ ὄχλοι γνόντες ἠκολούθησαν αὐτῷ, καὶ δεξάμενος αὐτοὺς ἐλάλει αὐτοῖς περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς χρείαν ἔχοντας θεραπείας ἰάσατο.Τα πλήθη όμως, μόλις επληροφορήθησαν, τον ηκολούθησα και αυτός τους εδέχθη και εκύρηττε προς αυτούς περί της βασιλείας το Θεού, και ιάτρευε όσους είχαν ανάγκην θεραπείας.
Λουκ 9.12Ἡ δὲ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν· προσελθόντες δὲ οἱ δώδεκα εἶπον αὐτῷ· ἀπόλυσον τὸν ὄχλον, ἵνα πορευθέντες εἰς τὰς κύκλῳ κώμας καὶ τοὺς ἀγροὺς καταλύσωσι καὶ εὕρωσιν ἐπισιτισμόν, ὅτι ὧδε ἐν ἐρήμῳ τόπῳ ἐσμέν.Αλλ’ η ημέρα ήρχισε να κλίνη προς την δύσιν. Τον επλησίασαν τότε οι δώδεκα και του είπαν· διάλυσε τα πλήθη του λαού, δια να πάνε εις τα γύρω χωριά και τις αγροτικές κατοικίες να καταλύσουν και να εύρουν τροφάς, δια να φάγουν, διότι εδώ ευρισκόμεθα εις έρημον τόπον”.
Λουκ 9.13εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. οἱ δὲ εἶπον· οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον ἢ πέντε ἄρτοι καὶ ἰχθύες δύο, εἰ μήτι πορευθέντες ἡμεῖς ἀγοράσωμεν εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον βρώματα·Είπε δε προς αυτούς ο Ιησούς· “δώστε τους σεις να φάγουν”. Αυτοί δε είπαν· “δεν μας βρίσκονται παρά πάνω από πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, εκτός εάν πάμε ημείς και κυττάξωμεν να αγοράσωμε δι’ όλον αυτόν τον λαόν τροφάς”.
Λουκ 9.14ἦσαν γὰρ ὡσεὶ ἄνδρες πεντακισχίλιοι. εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα.Διότι οι άνδρες μόνον ήσαν περίπου πέντε χιλιάδες. Είπε δε προς τους μαθητάς του ο Κυριος· “βάλτε τους να καθίσουν καθ’ ομάδας από πενήντα, πενήντα”.
Λουκ 9.15καὶ ἐποίησαν οὕτω καὶ ἀνέκλιναν ἅπαντας.Και έκαμαν έτσι οι μαθηταί και έβαλαν όλους να καθίσουν.
Λουκ 9.16λαβὼν δὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ κατέκλασε, καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς παραθεῖναι τῷ ὄχλῳ.Επήρε τότε ο Ιησούς τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, ύψωσε τα μάτια στον ουρανόν, δια να ευχαριστήση τον Πατέρα, και ευλόγησε τους άρτους. Επειτα τους έκοψε κομμάτια και έδιδε συνεχώς στους μαθητάς, δια να παραθέσουν στον λαόν να φάγη.
Λουκ 9.17καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν πάντες, καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν αὐτοῖς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα.Και έφαγαν και εχόρτασαν όλοι και εσήκωσαν έπειτα, από ο,τι τους είχε περισσεύσει, δώδεκα κοφίνια γεμάτα.
Λουκ 9.18Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν προσευχόμενον καταμόνας, συνῆσαν αὐτῷ οἱ μαθηταί, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς λέγων· τίνα με λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι;Και ενώ προσηύχετο απομονωμένος από το πλήθος, ήσαν μαζή του οι μαθηταί και τους ηρώτησε, λέγων· “ποίος λένε τα πλήθη ότι είμαι;”
Λουκ 9.19οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον· Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἄλλοι δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη.Εκείνοι δε αποκριθέντες είπαν· “λέγουν, ότι είσαι Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι δε ότι είσαι ο Ηλίας, άλλοι δε ότι είσαι κάποιος προφήτης από τους παλαιούς που αναστήθηκε”.
Λουκ 9.20εἶπε δὲ αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε· τὸν Χριστὸν τοῦ Θεοῦ.Είπε δε εις αυτούς· “σεις, ποιός λέτε ότι είμαι;” Αποκριθείς δε ο Πετρος είπε· “ημείς λέμε, ότι είσαι ο Μεσσίας, τον οποίον ο Θεός έχρισε και έστειλε σωτήρα του κόσμου”.
Λουκ 9.21ὁ δὲ ἐπιτιμήσας αὐτοῖς παρήγγειλε μηδενὶ λέγειν τοῦτο,Αυτός δε τότε εντόνως και αυστηρώς τους παρήγγειλε, να μη λέγουν τούτο εις κανένα.
Λουκ 9.22εἰπὼν ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων, καὶ ἀποκτανθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι.Επρόσθεσε δε ότι σύμφωνα με την βουλήν του Θεού πρέπει αυτός, ο υιός του ανθρώπου, να πάθη πολλά και να αποδοκιμασθή από τους πρεσβυτέρους και τους αρχιερείς και τους γραμματείς, και να θανατωθή και την τρίτη ημέρα να αναστηθή.
Λουκ 9.23Ἔλεγε δὲ πρὸς πάντας· εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι.Ελεγε δε εις όλους· “εάν κανείς θέλη να με ακολουθή ως οπαδός μου, πρέπει να απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του, να πάρη την απόφασιν, την οποίαν κάθε ημέραν θα ανανεώνη να υποστή δι’ εμέ θλίψεις και αυτόν ακόμη τον σταυρικόν θάνατον και ας με ακολουθή, ας σκέπτεται, ας ζη και ας πράττη έχων εμέ ως υπόδειγμα.
Λουκ 9.24ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, οὗτος σώσει αὐτήν.Διότι, όποιος θέλει, αρνούμενος εμέ, να σώση την πρόσκαιρον ζωήν του, θα χάση την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν πλησίον του Θεού. Εκείνος δε που θα θυσιάση την ζωήν του προς χάριν εμού, θα σώση την ψυχήν του εις την αιωνίαν ζωήν.
Λουκ 9.25τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος κερδήσας τὸν κόσμον ὅλον, ἑαυτὸν δὲ ἀπολέσας ἢ ζημιωθείς;Διότι, τι ωφελείται ο άνθρωπος, εάν κερδήση όλον τον κόσμον, χάση δε την ψυχήν του και ζημιωθή με την αιωνίαν καταδίκην και κόλασιν;
Λουκ 9.26ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους, τοῦτον ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ τοῦ πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων.Διότι, όποιος εντραπή εμέ και τους λόγους μου, φοβούμενος εμπαιγμούς και περιφρονήσεις εκ μέρους των ανθρώπων, αυτόν θα εντραπή και ο υιός του ανθρώπου να τον ονομάση ιδικόν του και θα τον αποκυρύξη, όταν με όλην του την δόξαν και με την δόξαν του Πατρός και των αγίων αγγέλων έλθη ως κριτής όλων.
Λουκ 9.27λέγω δὲ ὑμῖν ἀληθῶς, εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἳ οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.Σας λέγω δε αληθινά και τούτο· υπάρχουν μερικοί από αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα δοκιμάσουν θάνατον, έως ότου ίδουν να εγκαθιδρύεται στον κόσμον η βασιλείαν του Θεού”. (Να ιδρύεται η Εκκλησία κατά την ημέραν της Πεντηκοστής δια της επιφοιτήσεως του Αγ. Πνεύματος με δύναμιν πολλήν και να εξαπλώνεται εις όλον τον γνωστόν τότε κόσμον).
Λουκ 9.28Ἐγένετο δὲ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ὡσεὶ ἡμέραι ὀκτὼ καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι.Υστερα από τους λόγους αυτούς, έπειτα από οκτώ περίπου ημέρας, παρέλαβε ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και ανέβηκε εις ένα όρος δια να προσευχηθή.
Λουκ 9.29καὶ ἐγένετο ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτὸν τὸ εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον καὶ ὁ ἱματισμὸς αὐτοῦ λευκὸς ἐξαστράπτων.Και ενώ προσηύχετο, έγινε η εξωτερική του μορφή του προσώπου του διαφορετική και η ενδυμασία του ολόλευκη και απαστράπτουσα.
Λουκ 9.30καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο συνελάλουν αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας,Και ιδού δύο άνδρες συνωμιλούσαν μαζή του. Και αυτοί ήσαν ο Μωϋσής και ο Ηλίας,
Λουκ 9.31οἳ ὀφθέντες ἐν δόξῃ ἔλεγον τὴν ἔξοδον αὐτοῦ ἣν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ.οι οποίοι παρουσιάσθησαν με δόξαν και έλεγαν δια την έξοδόν του, δια την αναχώρησίν του από τον κόσμον αυτόν, την οποίαν σύμφωνα με τας προφητείας έμελλε να εκπληρώση εις την Ιερουσαλήμ.
Λουκ 9.32ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἦσαν βεβαρημένοι ὕπνῳ· διαγρηγορήσαντες δὲ εἶδον τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ τοὺς δύο ἄνδρας τοὺς συνεστῶτας αὐτῷ.Ο δε Πετρος και οι δύο άλλοι μαθηταί είχαν καταληφθή από βαρύν ύπνον. Οταν όμως εξύπνησαν, είδαν την δόξαν του και τους δύο άνδρας, που εστέκοντο μαζή του.
Λουκ 9.33καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαχωρίζεσθαι αὐτοὺς ἀπ᾿ αὐτοῦ εἶπεν ὁ Πέτρος πρὸς τὸν Ἰησοῦν· ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωϋσεῖ καὶ μίαν Ἠλίᾳ, μὴ εἰδὼς ὃ λέγει.Και συνέβη, όταν οι δύο άνδρες ετοιμαζάζοντο να χωρισθούν από τον Ιησούν, είπεν ο Πετρος προς αυτόν· “διδάσκαλε, είναι καλά να μένωμεν εδώ· ας κάμωμεν τρεις σκηνάς, μίαν δια σε, μίαν δια τον Μωϋσέα και μίαν δια τον Ηλίαν”. Και τα έλεγεν αυτά, χωρίς να καταλαβαίνη καλά-καλά, τι είναι αυτό που έλεγε.
Λουκ 9.34ταῦτα δὲ αὐτοῦ λέγοντος ἐγένετο νεφέλη καὶ ἐπεσκίασεν αὐτούς· ἐφοβήθησαν δὲ ἐν τῷ εἰσελθεῖν ἐκείνους εἰς τὴν νεφέλην·Ενώ δε ο Πετρος έλεγε αυτά, ήλθε ένα σύννεφο και τους εκέπασε. Εφοβήθησαν δε ο Πετρος και οι δύο άλλοι μαθηταί, όταν ο Ιησούς και οι δύο προφήται εισήλθον εις την παράδοξον εκείνην νεφέλην, η οποία ήτο σημείον της παρουσίας του Θεού, όπως και άλλοτε στο όρος Σινά.
Λουκ 9.35καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε.Και ηκούσθη φωνή από την νεφέλην, η οποία έλεγεν· “αυτός είναι ο μονογενής Υιός μου, ο κατ’εξοχήν αγαπητός, που τον έστειλα Σωτήρα του κόσμου. Αυτόν να ακούετε”.
Λουκ 9.36καὶ ἐν τῷ γενέσθαι τὴν φωνὴν εὑρέθη ὁ Ἰησοῦς μόνος. καὶ αὐτοὶ ἐσίγησαν καὶ οὐδενὶ ἀπήγγειλαν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις οὐδὲν ὧν ἑωράκασιν.Και αφού έγινε αυτή η φωνή, ευρέθηκε ο Ιησούς μόνος· και οι τρεις μαθηταί εκράτησαν σιγήν δια το γεγονός και εις κανέναν κατά τας ημέρας εκείνας δεν ανεκοίνωσαν τίποτε από όσα είδαν.
Λουκ 9.37Ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἑξῆς ἡμέρᾳ κατελθόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους συνήντησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς.Κατά δε την επομένην ημέραν, όταν κατέβηκαν από το όρος, συνήντησε τον Ιησούν πολύς λαός.
Λουκ 9.38καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ὄχλου ἀνεβόησε λέγων· διδάσκαλε, δέομαί σου, ἐπίβλεψον ἐπὶ τὸν υἱόν μου, ὅτι μονογενής μοί ἐστι·Και ιδού, ένας άνθρωπος από το πλήθος εφώναξε και είπε· “διδάσκαλε, θερμώς παρακαλώ, ρίξε ένα βλέμμα ευσπλαγχνίας στον υιόν μου, διότι μου είναι μονογενής.
Λουκ 9.39καὶ ἰδοὺ πνεῦμα λαμβάνει αὐτόν, καὶ ἐξαίφνης κράζει καὶ σπαράσσει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ, καὶ μόγις ἀποχωρεῖ ἀπ᾿ αὐτοῦ συντρίβον αὐτόν·Και ιδού τον κυριεύει από καιρού εις καιρόν πονηρόν πνεύμα και έξαφνα κραυγάζει και τον συγκλονίζει με σπασμούς εις όλον το σώμα και με αφρούς στο στόμα και με δυσκολίαν φεύγει από αυτόν, αφού προηγουμένως τον συντρίψη.
Λουκ 9.40καὶ ἐδεήθην τῶν μαθητῶν σου ἵνα ἐκβάλωσιν αὐτό, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν.Και παρεκάλεσα τους μαθητάς σου, να το διώξουν και δεν ημπόρεσαν”.
Λουκ 9.41ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι πρὸς ὑμᾶς καὶ ἀνέξομαι ὑμῶν; προσάγαγε τὸν υἱόν σου ὧδε.Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπεν· “ω γενεά, που παρ’ όλα τα θαύματα τα οποία είδες, είσαι ακόμη άπιστος και από την κακκίαν σου διεστραμμένη, έως πότε θα είμαι μαζή σας και θα σας ανέχωμαι; Φερε το παιδί σου εδώ”.
Λουκ 9.42ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔῤῥηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν· ἐπετίμησε δὲ ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ, καὶ ἰάσατο τὸν παῖδα καὶ ἀπέδωκεν αὐτὸν τῷ πατρὶ αὐτοῦ.Ενώ δε ο νέος προσήρχετο στον Ιησούν, τον επέταξεν κάτω με ορμήν το δαιμόνιον και τον συνεκλόνισε με σπασμούς. Ο Ιησούς όμως επέπληξε και έδιωξε το ακάθαρτον πνεύμα, εθεράπευσε το παιδί και το παρέδωσε στον πατέρα του εντελώς υγιές.
Λουκ 9.43ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι τοῦ Θεοῦ. Πάντων δὲ θαυμαζόντων ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, εἶπε πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ·Και κατελαμβάνοντο όλοι από μεγάλην έκπληξιν και θαυμασμόν, δια την μεγαλειότητα του Θεού, όπως εφαίνετο με τα καταπληκτικά αυτά θαύματα. Ενώ δε όλοι εθαύμαζαν με όλα όσα έκαμεν ο Ιησούς, είπε προς τους μαθητάς του,
Λουκ 9.44θέσθε ὑμεῖς εἰς τὰ ὦτα ὑμῶν τοὺς λόγους τούτους· ὁ γὰρ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων.“σεις μη επηρεάζεσθε από τον ψευδή αυτόν ενθουσιασμόν και σχηματίζετε εσφαλμένην γνώμην δι’ εμέ. Βαλετε εις τ’ αυτιά σας και προσέξτε πολύ τα λόγια αυτά, που θα σας πω· ότι ο υιός του ανθρώπου έντος ολίγου παραδίδεται, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού, εις χείρας ανθρώπων οι οποίοι θα τον βασανίσουν και θα τον θανατώσουν”.
Λουκ 9.45οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ῥῆμα τοῦτο, καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ᾿ αὐτῶν ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτό, καὶ ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι αὐτὸν περὶ τοῦ ῥήματος τούτου.Αυτοί δε δεν εκαταλάβαιναν το νόημα του λόγου αυτού· και έμεινε κρυμμένος από αυτούς ο λόγος, ώστε να μην ημπορούν να τον εννοήσουν και τον αισθανθούν. Επειδή δεν είχον λάβει ακόμη τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος. Λογω δε ευλαβείας και συστολής εφοβούντο να τον ερωτήσουν δια το νόημα του λόγου τούτου.
Λουκ 9.46Εἰσῆλθε δὲ διαλογισμὸς ἐν αὐτοῖς, τὸ τίς ἂν εἴη μείζων αὐτῶν.Εν τούτοις εισεχώρησεν εις αυτούς ένας κακός διαλογισμός, ποίος από αυτούς θα ήτο μεγαλύτερος και επισημότερος εις την βασιλείαν του Χριστού.
Λουκ 9.47ὁ δὲ Ἰησοῦς ἰδὼν τὸν διαλογισμὸν τῆς καρδίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενος παιδίου ἔστησεν αὐτὸ παρ᾿ ἑαυτῷ.Ο δε Ιησούς με την θείαν αυτού παγγνωσίαν είδε καθαρά τον εγωϊστικόν αυτόν διαλογισμόν της καρδίας των, επήρε ένα παιδί, το έβαλε να σταθή όρθιον πλησίον του
Λουκ 9.48καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὃς ἐὰν δέξηται τοῦτο τὸ παιδίον ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται, καὶ ὅς ἐὰν ἐμὲ δέξηται, δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με. ὁ γὰρ μικρότερος ἐν πᾶσιν ὑμῖν ὑπάρχων, οὗτός ἐστι μέγας.και είπε εις αυτούς· “όποιος θα δεχθή δια το όνομά μου το παιδί τούτο η ένα από τους ταπεινούς και απλοϊκούς ανθρώπους που μοιάζουν με αυτό το παιδί, δέχεται εμέ. Και οποίος θα δεχθή εμέ, δέχεται τον Πατέρα, που με έστειλε στον κόσμον. Και φυσικά θα είναι ταπεινός και θα δείξη αγάπην εκείνος που θα δεχθή ένα τέτοιον μικρόν, αλλά και θα δοξασθή δια τούτο· διότι εκείνος που ταπεινώνεται και φέρεται ως μικρότερος μεταξύ όλων σας, αυτός θα είναι μεγάλος εις την βασιλείαν των ουρανών”.
Λουκ 9.49Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰωάννης εἶπεν· ἐπιστάτα, εἴδομέν τινα ἐπὶ τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ μεθ᾿ ἡμῶν.Ελαβε δε τότε τον λόγον ο Ιωάννης και είπε· “διδάσκαλε, είδαμε κάποιον να διώχνη δαιμόνια επικαλούμενος το όνομά σου και τον εμποδίσαμε, επειδή δεν σε ακολουθεί μαζή με ημάς”.
Λουκ 9.50καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· μὴ κωλύετε· οὐ γάρ ἐστι καθ᾿ ὑμῶν· ὃς γὰρ οὐκ ἔστι καθ᾿ ὑμῶν, ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν.Και είπε προς αυτόν ο Ιησούς· “μη τον εμποδίζετε· διότι δεν είναι εναντίον σας, κάθε ένας που δεν είναι εναντίον σας, είναι μαζή σας”.
Λουκ 9.51Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὰς ἡμέρας τῆς ἀναλήψεως αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἐστήριξε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ πορεύεσθαι εἰς Ἱερουσαλήμ,Οταν δε επλησίαζε πλέον να συμπληρωθούν αι ημέραι, έπειτα από τας οποίας θα εγίνετο η ανάληψίς του στους ουρανούς, αυτός έστρεψε το πρόσωπόν του και προσήλωσε τα βλέμματά του με απόφασιν σταθεράν να πορευθή εις Ιεροσόλυμα, όπου θα υφίστατο το φρικτό πάθος.
Λουκ 9.52καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸ προσώπου αὐτοῦ. καὶ πορευθέντες εἰσῆλθον εἰς κώμην Σαμαρειτῶν, ὥστε ἑτοιμάσαι αὐτῷ·Και έστειλε αγγελιοφόρους προ αυτού εις τα διάφορα χωρία και τας πόλεις· και αυτοί επορεύθησαν και επήγαν εις ένα χωριό των Σαμαρειτών, δια να ετοιμάσουν εις αυτόν και τους μαθητάς του τόπον να μείνουν.
Λουκ 9.53καὶ οὐκ ἐδέξαντο αὐτόν, ὅτι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἦν πορευόμενον εἰς Ἱερουσαλήμ.Αλλά οι κάτοικοι δεν τον εδέχθησαν, διότι αυτός επήγαινε εις την Ιερουσαλήμ, πόλιν εχθρικήν εις αυτούς.
Λουκ 9.54ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης εἶπον· Κύριε, θέλεις εἴπωμεν πῦρ καταβῆναι ἀπὸ οὐρανοῦ καὶ ἀναλῶσαι αὐτούς, ὡς καὶ Ἠλίας ἐποίησε;Οταν δε οι μαθηταί του, Ιάκωβος και Ιωάννης, είδαν τους απεσταλμένους να γυρίζουν διωγμένοι και επληροφορήθησαν το γεγονός, είπαν με αγανάκτησιν· “Κυριε, θέλεις να πούμε να κατεβή φωτιά από τον ουρανόν και να τους εξολοθρεύση, όπως έκαμε άλλοτε ο Ηλίας;”
Λουκ 9.55στραφεὶς δὲ ἐπετίμησεν αὐτοῖς καὶ εἶπεν· οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς·Ο Ιησούς όμως εστράφη προς αυτούς, τους επέπληξε και είπε· “δεν ξέρετε ακόμη ποίων διαθέσεων και ποίας πνευματικής καταστάσεως είσθε εσείς. Δεν είσθε άνθρωποι του πνεύματος της οργής και της τιμωρίας, που εκυριαρχούσε εις εποχήν της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά του πνεύματος της αγάπης και της συγνώμης, που σώζει.
Λουκ 9.56ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε ψυχὰς ἀνθρώπων ἀπολέσαι, ἀλλὰ σῶσαι. καὶ ἐπορεύθησαν εἰς ἑτέραν κώμην.Διότι ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να καταδικάση ψυχάς εις απώλειαν, αλλά να τας σώση”. Και επήγαν τότε εις άλλο χωρίον.
Λουκ 9.57Ἐγένετο δὲ πορευομένων αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ εἶπέ τις πρὸς αὐτόν· ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ, Κύριε.Καθώς δε εβάδιζαν στον δρόμον, είπε κάποιος προς αυτόν· “Κυριε, θα σε ακολουθήσω, όπου και αν πηγαίνης”.
Λουκ 9.58καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ.Και είπεν εις αυτόν ο Ιησούς· “οι αλώπεκες έχουν τας φωλεάς των και τα πτηνά του ουρανού τις κούρνιες των, ο δε υιός του ανθρώπου δεν έχει που να κλίνη την κεφαλήν, και κάθε ένας που με ακολουθεί θα υποβληθή, όπως και εγώ, εις στερήσεις και θυσίας”.
Λουκ 9.59Εἶπε δὲ πρὸς ἕτερον· ἀκολούθει μοι· ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι ἀπελθόντι πρῶτον θάψαι τὸν πατέρα μου.Είπε δε προς κάποιον άλλον· “έλα μαζή μου”. Εκείνος δε είπε· “Κυριε, δος μου την άδεια να πάω πρώτον να θάψω τον πατέρα μου και έπειτα να σε ακολουθήσω”.
Λουκ 9.60εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς· σὺ δὲ ἀπελθὼν διάγγελε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.Ο δε Ιησούς (διότι ήθελε να τον προφυλάξη από τας συνήθεις κληρονομικάς διαφοράς που επακολουθούν τον θάνατον του πατρός) του είπε· “άφησε τους πνευματικώς νεκρούς, τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν εις εμέ, να θάψουν τους νεκρούς των. Συ δε μαζή με τους άλλους μαθητάς μου, πήγαινε και κήρυττε στους ανθρώπους την βασιλείαν του Θεού”.
Λουκ 9.61Εἶπε δὲ καὶ ἕτερος· ἀκολουθήσω σοι, Κύριε· πρῶτον δὲ ἐπίτρεψόν μοι ἀποτάξασθαι τοῖς εἰς τὸν οἶκόν μου.Είπε δε και ένας άλλος· “Κυριε, θα σε ακολουθήσω, αλλά δος μου την άδειαν να αποχαιρετήσω τους οικείους μου”.
Λουκ 9.62εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτόν· οὐδεὶς ἐπιβαλὼν τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ᾿ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετός ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “κανένας γεωργός, που έχει βάλει το χέρι στο αλέτρι και βλέπει εις τα οπίσω, δεν ημπορεί να οργώση το χωράφι. Ετσι και καθένας που αναλαμβάνει να εργασθή ως μαθητής και απόστολός μου και γυρίζει πίσω προς τους ιδικούς του και τους ανθρώπους του κόσμου, δεν είναι άξιος δια την βασιλείαν των ουρανών”.

κεφ 10

Λουκ 10.1Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα, καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι.Μετά ταύτα ανέδειξε ο Κυριος και άλλους εβδομήκοντα μαθητάς και τους έστειλε δύο-δύο μαζή, να μεταβούν ενωρίτερα από αυτόν εις κάθε πόλιν και τόπον, όπου επρόκειτο και αυτός να έλθη.
Λουκ 10.2ἔλεγεν οὖν πρὸς αὐτούς· ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ.Ελεγε δε εις αυτούς· “ο μεν θερισμός είναι πολύς, οι δε εργάται ολίγοι.(Πολλοί δηλαδή είναι εκείνοι, που έχουν την αγαθή διάθεσιν να ακούσουν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ολίγοι όμως είναι οι εργάται του Ευαγγελίου). Παρακαλέσατε, λοιπόν, τον Κυριον του θερισμού, τον Θεόν, να στείλη εργάτας στον θερισμόν του.
Λουκ 10.3ὑπάγετε· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας ἐν μέσῳ λύκων.Σεις πηγαίνετε τώρα ως εργάται του Ευαγγελίου. Θα συναντήσετε όμως δυσκολίας και εμπόδια. Ιδού εγώ σας στέλνω ως αρνία ανάμεσα εις λύκους.
Λουκ 10.4μὴ βαστάζετε βαλάντιον, μὴ πήραν, μηδὲ ὑποδήματα, καὶ μηδένα κατὰ τὴν ὁδὸν ἀσπάσησθε.Μη κρατείτε επάνω σας βαλάντιον, ούτε ταξιδιωτικόν σακκίδιο ούτε υποδήματα, εκτός από αυτά που φορείτε· και στον δρόμον να μη σταθήτε να χαιρετήσετε κανένα με τους μακρούς χαιρετισμούς, που συνηθίζουν οι Εβραίοι.
Λουκ 10.5εἰς ἣν δ᾿ ἂν οἰκίαν εἰσέρχησθε, πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ.Εις όποιο δε σπίτι εισέρχεσθε, πρώτα-πρώτα να λέτε· Ας έλθη η ειρήνη του Θεού εις όλον αυτόν τον οίκον.
Λουκ 10.6καὶ ἐὰν ᾖ ἐκεῖ υἱὸς εἰρήνης, ἐπαναπαύσεται ἐπ᾿ αὐτὸν ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δὲ μήγε, ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐπανακάμψει.Και αν μεν υπάρχη εκεί άνθρωπος ειρηνικός και αγαθός, θα μείνη εις αυτόν η ειρήνη που ευχηθήκατε, ει δ’ άλλως θα γυρίση πάλιν εις σας και θα απολαύσετε σεις την ειρήνην, που ευχηθήκατε.
Λουκ 10.7ἐν αὐτῇ δὲ τῇ οἰκίᾳ μένετε ἐσθίοντες καὶ πίνοντες τὰ παρ᾿ αὐτῶν· ἄξιος γὰρ ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ ἐστι· μὴ μεταβαίνετε ἐξ οἰκίας εἰς οἰκίαν.Εις το σπίτι δε που εμπήκατε και σας εδέχθησαν, εκεί να μένετε και με πάσαν απλότητα να τρώγετε και να πίνετε αυτά, που σας προσφέρουν. Διότι σεις είσθε πνευματικοί εργάται και είναι δίκαιον ως μισθόν της εργασίας σας να λαμβάνετε τουλάχιστον την τροφήν σας. Διότι ο εργάτης είναι δίκαιον να παίρνη τον μισθόν του. Μη πηγαίνετε δε από το ένα σπίτι στο άλλο (δια να μη δώσετε την εντύπωσιν, ότι με την συνεχή αυτήν αλλαγήν επιδιώκετε περισσοτέρας περιποιήσεις).
Λουκ 10.8καὶ εἰς ἣν ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ δέχωνται ὑμᾶς, ἐσθίετε τὰ παρατιθέμενα ὑμῖν,Εις όποιαν πόλιν πηγαίνετε και σας δέχονται οι κάτοικοι, να τρώγετε αυτά που σας παραθέτουν, χωρίς να ζητήτε τίποτε το ιδιαίτερον και καλύτερον.
Λουκ 10.9καὶ θεραπεύετε τοὺς ἐν αὐτῇ ἀσθενεῖς, καὶ λέγετε αὐτοῖς· ἤγγικεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.Να θεραπεύετε τους ασθενείς, που υπάρχουν εις την πόλιν αυτήν και να λέγετε εις αυτούς· Εχει πλησιάσει πλέον εις σας η βασιλεία του Θεού, την οποίαν ο Μεσσίας, που ήλθε, θα ιδρύση εις την οικουμένην.
Λουκ 10.10εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ μὴ δέχωνται ὑμᾶς, ἐξελθόντες εἰς τὰς πλατείας αὐτῆς εἴπατε·Εις οποίαν όμως πόλιν εισέρχεσθε και δεν σας δέχονται, εβγάτε εις τας πλατείας της και πέστε στον κόσμον, που θα είναι εκεί συγκεντρωμένος·
Λουκ 10.11καὶ τὸν κονιορτὸν τὸν κολληθέντα ἡμῖν ἀπὸ τῆς πόλεως ὑμῶν εἰς τοὺς πόδας ἡμῶν ἀπομασσόμεθα ὑμῖν· πλὴν τοῦτο γινώσκετε, ὅτι ἤγγικεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.Και την σκόνη που έχει κολλήσει εις τα πόδια μας από την πόλιν αυτήν, την τινάσσομεν και σας την αφίνομεν. (Εφ’ όσον δεν μας εδεχθήκατε, τίποτε απολύτως δεν θέλομεν να έχωμεν από σας) αλλά μάθετε τούτο, ότι η βασιλεία του Θεού έφθασε και αλλοίμονον εις εκείνους, που δεν την δέχονται.
Λουκ 10.12λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Σοδόμοις ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀνεκτότερον ἔσται ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ.Σας λέγω δε τούτο, ότι κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως, περισσότερον υποφερτή θα είναι η τιμωρία των Σοδόμων από την τιμωρίαν της πόλεως εκείνης.
Λουκ 10.13οὐαί σοι, Χοραζίν, οὐαί σοι, Βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἐγένοντο αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν, πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ καθήμενοι μετενόησαν.Αλλοίμονό σου, Χοραζίν, αλλοίμονό σου, Βηθσαϊδά! Διότι, εάν εις τας ειδωλολατρικάς και αμαρτωλάς πόλεις Τύρον και Σιδώνα, είχαν γίνει τα θαύματα, που έγιναν ανάμεσά σας, θα είχαν προ πολλού οι κάτοικοί τους μετανοήσει και εις εκδήλωσιν της μετανείας των θα είχαν καθίσει καταγής και θα φορούσαν αντί ενδύματος σάκκον και θα είχαν αντί μύρου στο κεφάλι των στάκτην.
Λουκ 10.14πλὴν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν τῇ κρίσει ἢ ὑμῖν.Αλλά θα είναι περισσότερον υποφερτή η θέσις της Τυρου και Σιδώνος και ελαφροτέρα η τιμωρία που θα τους επιβληθή κατά την ημέραν της κρίσεως παρά εις σας.
Λουκ 10.15καὶ σύ, Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου καταβιβασθήσῃ.Και συ, Καπερναούμ, που εδοξάσθης και υψώθηκες έως τον ουρανόν, εκ του γεγονότος ότι υπήρξες κατοικία του Μεσσίου και αξιώθηκες να απολαύσης τόσα και τόσα θαύματα, θα καταπέσης βαθειά στον Αδην.
Λουκ 10.16Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με.Εκείνος που υπακούει εις σας, υπακούει εις εμέ και εκείνος που παρακούει σας, παρακούει εμέ· εκείνος δε που παρακούει εμέ, παρακούει τον Θεόν, που με έστειλε σωτήρα στον κόσμον”.
Λουκ 10.17Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς λέγοντες· Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου.Εγύρισαν από την περιοδείαν των οι εβδομήκοντα με χαράν μεγάλην και έλεγαν· “Κυριε, και τα δαιμόνια υποτάσσονται εις ημάς, μόλις επικαλεσθούμε το όνομά σου”.
Λουκ 10.18Εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα.Είπε δε εις αυτούς· “από τότε που ήρχισα το έργον μου έβλαπα τον σατανάν να απογυμνώνεται από την τυραννικήν του εξουσίαν και να κρυμνίζεται συντετριμμένος με ταχύτητα αστραπής από τα ύψη της κυριαρχίας του.
Λουκ 10.19ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ.Ιδού εγώ τώρα σας δίδω την εξουσίαν να πατήτε επάνω εις φίδια και σκορπιούς, να ποδοπατήτε και να εξουθενώνετε όλην την δύναμιν του εχθρού, δηλαδή του διαβόλου, και τίποτε από όσα αυτός ενάντιον σας πανουργεύεται και εφευρίσκει δεν θα σας αδικήση η βλάψη.
Λουκ 10.20πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε, ὅτι τὰ πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται· χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς.Πλην, μη χαίρετε στούτο μόνον, στο ότι δηλαδή και τα πονηρά πνεύματα υποτάσσονται εις σας, κυρίως πρέπει να χαίρετε και να ευφραίνεσθε, διότι τα ονόματα σας έχουν γραφή στους ουρανούς, εις την βασιλείαν του Θεού”.
Λουκ 10.21Ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου.Αυτήν δε την ώραν ησθάνθη ο Ιησούς βαθυτάτην και ζωηροτάτην χαράν εις την ψυχήν και την καρδίαν του και είπε· “Σε ευχαριστώ και σε δοξολογώ, Πατερ, Κυριε του ουρανού και της γης, διότι με δικαιοσύνην και αγαθότητα ενεργών, έκρυψες τας υψηλάς αυτάς αληθείας της πίστεως από εκείνους που θεωρούνται σοφοί και συνετοί, και εφανέρωσες αυτάς εις απλοϊκούς και αφελείς ανθρώπους τους μαθητάς μου, που φαίνονται σαν νήπια εμπρός στους σοφούς του κόσμου. Ναι Πατερ, διότι αυτή ήτο η αγαθή και δικαίας θέλησίς σου”.
Λουκ 10.22καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶπε· πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τίς ἐστιν ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ, καὶ τίς ἐστιν ὁ πατήρ, εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι.Και αφού εστράφη προς τους μαθητάς είπε· “όλα μου έχουν παραδοθή από τον Πατέρα μου. Επήρα και ως άνθρωπος από αυτόν κάθε εξουσίαν. Επειδή δε είμαι και Θεός, ίσος με τον Πατέρα, κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς και τελείως ποίος είναι ο Υιός, παρά μόνον ο Πατήρ. Και κανείς δεν γνωρίζει πλήρως και τελείως τον Πατέρα, παρά μόνον ο Υιός, εν μέρει δε τον γνωρίζει και εκείνος, στον οποίον ο Υιός ήθελε τον αποκαλύψει”.
Λουκ 10.23Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς κατ᾿ ἰδίαν εἶπε· μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ βλέποντες ἃ βλέπετε.Και εστράφη τότε προς τους μαθητάς και τους είπε ιδιαιτέρως· “Τρισευτυχισμένα τα μάτια σας που βλέπουν αυτά τα οποία βλέπετε.
Λουκ 10.24λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς ἠθέλησαν ἰδεῖν ἃ ὑμεῖς βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν.Σας διαβεβαιώνω, ότι πολλοί προφήται και βασιλείς ηθέλησαν να ιδούν αυτά, που σεις βλέπετε, και δεν είδαν και να ακούσουν αυτά, που ακούτε, και δεν ήκουσαν”.
Λουκ 10.25Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;Και ιδού, κάποιος νομοδιδάσκαλος εσηκώθηκε και με τον σκοπόν να πειράξη τον Χριστόν και να αποδείξη εις αυτόν ότι δεν γνωρίζει τον νόμον του είπε· “διδάσκαλε, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιωνίαν ζωήν;”
Λουκ 10.26ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;Ο Κυριος δε του είπε· “στον νόμον τι είναι γραμμένον; Πως αντιλαμβάνεσαι αυτό που διαβάζεις στον νόμον;”
Λουκ 10.27ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·Ο νομικός δε αποκριθείς είπε· “στον νόμον είναι γραμμένον, να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην σου την δύναμιν και με όλον σου τον νουν. (Ολος δε ο ευατός σου, ο νους, η καρδία, η θέλησις, η δραστηριότης σου, το πνεύμα και το σώμα, να πλημμυρίζουν από την αγάπην προς τον Θεόν). Να αγαπάς δε και τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”.
Λουκ 10.28εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· “πολύ ορθά απήντησες· έτσι να κάνης και θα κληρονομήσης την αιώνιον ζωήν”.
Λουκ 10.29ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;Εντροπιασμένος ο νομικός διότι εφάνηκε εις τα μάτια των άλλων ότι δια ζήτημα πολύ γνωστόν ηρώτησεν τον Χριστόν, ηθέλησε να δικαιολογηθή και είπε προς τον Ιησούν· “και ποιός είναι ο πλησίον μου, που πρέπει να αγαπώ σαν τον ευατόν μου;”
Λουκ 10.30ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.Επήρε δε ο Ιησούς, εξ αφορμής αυτής της ερωτήσεως, πάλιν τον λόγον και είπε την παραβολήν· “Ενας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ και έπεσε εις τα χέρια ληστών, οι οποίοι, αφού του επήραν τα χρήματα, τον εγύμνωσαν, τον επλήγωσαν και έφυγαν, αφήσαντες αυτόν μισοπεθαμένον.
Λουκ 10.31κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.Κατά σύμπτωσιν ένας ιερεύς κατέβαινε στον δρόμον εκείνον και, μολονότι είδε τον τραυματίαν, τον επροσπέρασε, χωρίς να του δώση καμμίαν βοήθειαν.
Λουκ 10.32ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε.Το ίδιο και κάποιος Λευΐτης, όταν έφθασε στο μέρος εκείνο, επλησίασε τον πληγωμένον, τον είδε, αλλά τον επροσπέρασε ασυγκίνητος.
Λουκ 10.33Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη,Ενας όμως Σαμαρείτης, ο όποιος περνούσε από τον δρόμον εκείνον, ήλθε στο μέρος, όπου κατέκειτο μισοπεθαμένος ο τραυματίας, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθηκε.
Λουκ 10.34καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ·Επλησίασε κοντά του, έδεσε με προσοχήν πολλήν τα τραύματά του, αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε μα λάδι και κρασί, τον ανέβασεν στο ζώον του, τον επήγε εις κάποιο πανδοχείον και τον επεριποιήθηκε ο ίδιος.
Λουκ 10.35καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.Την άλλην δε ημέρα εβγήκεν από το δωμάτιον του τραυματίου, όπου είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχον και του είπε· Περιποιήσου τον, με όσην επιμέλειαν ημπορείς. Και ο,τι εξοδέψεις παραπάνω, εγώ, όταν επιστρέψω από την πατρίδα μου, θα σου το πληρώσω σαν προσωπικόν μου χρέος.
Λουκ 10.36τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;Λοιπόν, ηρώτησε τότε ο Κυριος τον νομοδιδάσκαλον, ποιός από τους τρεις αυτούς νομίζεις, ότι εφάνηκε πραγματικός πλησίον και αδελφός δια τον άνθρωπον αυτόν, που είχε πέσει στα χέρια των ληστών;”
Λουκ 10.37ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.Εκείνος δε είπε· “αυτός που έκαμε πράξιν ευσπλαγχνίας και αγάπης προς εκείνον”. Είπε λοιπόν εις αυτόν ο Ιησούς· “πήγαινε και συ και πράττε όμοια με αυτόν. (Κανε το καλόν με αγάπην προς όλους, είτε Ιουδαίοι είναι είτε Σαμαρείται είτε φίλοι είτε εχθροί”).
Λουκ 10.38Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.Καθώς δε ο Κυριος με τους μαθητάς του επήγαιναν προς την Ιερουσαλήμ, εμπήκε ο Ιησούς εις ένα χωριό. Καποια δε γυναίκα, ονόματι Μαρθα, τον υπεδέχθη στο σπίτι της.
Λουκ 10.39καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ.Είχε δε αυτή και αδελφήν, ονόματι Μαρίαν, η οποία εκάθισε κοντά εις τα πόδια του Ιησού και ήκουε την διδασκαλίαν του.
Λουκ 10.40ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.Η δε Μαρθα, από την μεγάλην της επιθυμίαν και προθυμίαν να περιποιηθή αξίως τον διδάσκαλον, απερροφάτο από τας πολλάς ασχολίας. Εις κάποιαν στιγμήν εστάθη κοντά στον Ιησούν και είπε· “Κυριε, δεν σε μέλει που η αδελφή μου με αφήκε μονήν να ετοιμάσω τα του φαγητού δια σε και τους μαθητάς σου; Πες της λοιπόν να με βοηθήση”.
Λουκ 10.41ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά·Απήντησε δε ο Ιησούς και είπε· “Μαρθα, Μαρθα, εφορτώθηκες πολλές φροντίδες, ταλαιπωρείσαι και κουράζεσαι δια να ετοιμάσης πολλά.
Λουκ 10.42ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς.Ενα όμως είναι το χρησιμώτερον και απαραίτητον, η πνευματική τροφή, την οποίαν προσφέρω εγώ. Η δε Μαρία εδιάλεξε την καλήν μερίδα, την πνευματικήν, η οποία και δεν θα της αφαιρεθή ποτέ από κανένα. Διότι αι ωφέλειαι από την πνευματικήν τροφήν είναι αιώνιαι και αναφαίρετοι”.

κεφ 11

Λουκ 11.1Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τόπῳ τινὶ προσευχόμενον, ὡς ἐπαύσατο, εἶπέ τις τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς αὐτόν· Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι, καθὼς καὶ Ἰωάννης ἐδίδαξε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ.Οταν ο Ιησούς εις κάποιον τόπον έκανε την προσευχήν του, μόλις έπαυσεν, είπε ένας από τους μαθητάς του προς αυτόν· “Κυριε, δίδαξε μας να προσευχώμεθα, όπως και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής εδίδαξε τους μαθητάς του”.
Λουκ 11.2εἶπε δὲ αὐτοῖς· ὅταν προσεύχησθε, λέγετε· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·Είπε δε εις αυτούς· “όταν προσεύχεσθε να λέγετε· Πατέρα μας, που είσαι πανταχού παρών, αλλά εξαιρετικά στους ουρανούς κάνεις αισθητήν την άπειρη παρουσία σου, δώσε να αναγνωρισθή από όλους η αγιότης σου και να δοξάζεται το όνομά σου. Ας έλθη και ας απλωθή η βασιλεία σου εις όλον τον κόσμον, ώστε πρόθυμα οι άνθρωποι, αφωσιωμένοι εις σε, να σε αναγνωρίζουν βασιλέα των· ας τηρήται το θέλημά σου εδώ εις την γην από τους ανθρώπους, με όσην προθυμία και χαράν εκτελείται από τους αγγέλους στον ουρανόν.
Λουκ 11.3τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δίδου ἡμῖν τὸ καθ᾿ ἡμέραν·Τον άρτον μας, τον απαραίτητον δια την συντήρησίν μας, δίδε τον εις ημάς κάθε ημέραν.
Λουκ 11.4καὶ ἄφες ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν· καὶ γὰρ αὐτοὶ ἀφίεμεν παντὶ τῷ ὀφείλοντι ἡμῖν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.Και συγχώρησε τας αμαρτίας μας, διότι και ημείς συγχωρούμεν κάθε ένα, που έφταιξε απέναντί μας, μας αδίκησε και μας είναι χρεώστης. Και μη επιτρέψης να πέσωμεν εις πειρασμόν, αλλά φύλαξέ μας από τον πονηρόν”.
Λουκ 11.5Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τίς ἐξ ὑμῶν ἕξει φίλον, καὶ πορεύσεται πρὸς αὐτὸν μεσονυκτίου καὶ ἐρεῖ αὐτῷ· φίλε, χρῆσόν μοι τρεῖς ἄρτους,Και είπε προς αυτούς την διδακτικήν παρομοίωσιν· “ποιός από σας θα έχη φίλον και θα υπάγη εις αυτόν κατά τα μεσάνυκτα και θα του πη· Φιλε, δάνεισέ μου τρία ψωμιά,
Λουκ 11.6ἐπειδὴ φίλος μου παρεγένετο ἐξ ὁδοῦ πρός με καὶ οὐκ ἔχω ὃ παραθήσω αὐτῷ·επειδή κάποιος φίλος μου ήλθε από ταξίδι στον σπίτι μου και δεν έχω τι να του βάλω να φάγη.
Λουκ 11.7κἀκεῖνος ἔσωθεν ἀποκριθεὶς εἴπῃ· μή μοι κόπους πάρεχε· ἤδη ἡ θύρα κέκλεισται καὶ τὰ παιδία μου μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὴν κοίτην εἰσίν· οὐ δύναμαι ἀναστὰς δοῦναί σοι;Και εκείνος θα του αποκριθή από μέσα και θα πη· Μη με βάζης σε κόπους· τώρα πλέον η πόρτα έχει κλεισθή και τα παιδιά μου είναι μαζή μου στο στρώμα και κοιμούνται· δεν ημπορώ να σηκωθώ και να σου δώσω;
Λουκ 11.8λέγω ὑμῖν, εἰ καὶ οὐ δώσει αὐτῷ ἀναστὰς διὰ τὸ εἶναι αὐτοῦ φίλον, διά γε τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ ἐγερθεὶς δώσει αὐτῷ ὅσων χρῄζει.Σας διαβεβαιώνω ότι και αν ακόμη δεν θελήση να σηκωθή να του δώση, μολονότι τον είχε φίλον, πάντως δια την αδιακρισίαν του ότι εις τέτοιαν νυκτερινήν ώραν τον ανησυχεί, θα σηκωθή και θα του δώση όσα του χρειάζονται.
Λουκ 11.9κἀγὼ ὑμῖν λέγω, αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν·Δια τούτο και εγώ σας λέγω· να ζητήτε από τον πανάγαθον Θεόν και θα σας δοθή, να γυρεύετε και θα βρήτε, να κτυπάτε την θύραν της θείας αγάπης και θα σας ανοιχθή.
Λουκ 11.10πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιχθήσεται.Διότι καθένας που ζητεί από τον Θεόν λαμβάνει και καθένας που γυρεύει ευρίσκει και εις εκείνον που κτυπά την θύραν του Θεού, θα του ανοιχθή αυτή.
Λουκ 11.11τίνα δὲ ἐξ ὑμῶν τὸν πατέρα αἰτήσει ὁ υἱὸς ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; ἢ καὶ ἰχθύν, μὴ ἀντὶ ἰχθύος ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ;Ποιός δε πατέρας από σας, όταν το παιδί του ζητήση ψωμί, θα του δώση λιθάρι η όταν θα του ζητήση ψάρι, μήπως αντί ψάρι του δώση φίδι;
Λουκ 11.12ἢ καὶ ἐὰν αἰτήσῃ ᾠόν, μὴ ἐπιδώσει αὐτῷ σκορπίον;Η αν του ζητήση αυγό, μήπως θα του δώση αντί αυγού σκορπιόν;
Λουκ 11.13εἰ οὖν ὑμεῖς, ὑπάρχοντες πονηροί, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ δώσει πνεῦμα ἀγαθὸν τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;Εάν, λοιπόν, σεις μολονότι είσθε πονηροί, ξέρετε να δίνετε ωφέλιμα δώρα εις τα παιδιά σας, πόσο μάλλον ο Πατήρ ο ουράνιος, θα δώση το πανάγαθον Πνεύμα εις όσους το ζητούν;” (Και αφού θα δώση το μέγιστον και ύψιστον, δεν είναι λογικόν και ορθόν να σκεφθώμεν ότι πολύ περισσότερον θα δώση τα υλικά αγαθά, που είναι ασυγκρίτως μικροτέρας αξίας;).
Λουκ 11.14Καὶ ἦν ἐκβάλλων δαιμόνιον, καὶ αὐτὸ ἦν κωφόν· ἐγένετο δὲ τοῦ δαιμονίου ἐξελθόντος ἐλάλησεν ὁ κωφός, καὶ ἐθαύμαζον οἱ ὄχλοι·Και συνέβη, την ώραν που ο Κυριος εδιωχνε ένα δαιμόνιον, το οποίον είχε κάμει κωφόν και άλλαλον τον πάσχοντα, όταν εβγήκε το δαιμόνιον, ωμίλησεν ο κωφάλαλος και τα πλήθη του λαού εθαύμαζαν.
Λουκ 11.15τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· ἐν Βεελζεβοὺλ τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια.Μερικοί όμως από αυτούς, γραμματείς και Φαρισαίοι, έλεγαν ότι με την συνεργασίαν του βελζεβούλ, του άρχοντος των δαιμονίων, διώχνει τα δαιμόνια.
Λουκ 11.16ἕτεροι δὲ πειράζοντες σημεῖον παρ᾿ αὐτοῦ ἐζήτουν ἐξ οὐρανοῦ.Αλλοι δε, με τον σκοπόν να τον πειράξουν και να τον παρουσιάσουν στον λαόν ότι τάχα δεν ημπορεί να κάμη μεγάλα θαύματα, του εζητούσαν σημείον μεγάλο από τον ουρανόν, (σαν το πυρ που κατέβασεν ο Ηλίας από τον ουρανόν και σαν το μάννα, που με την προσευχή του Μωϋσέως έπεσε από τον ουρανόν στους πεινασμένους Ισραηλίτας).
Λουκ 11.17αὐτὸς δὲ εἰδὼς αὐτῶν τὰ διανοήματα εἶπεν αὐτοῖς· πᾶσα βασιλεία ἐφ᾿ ἑαυτὴν διαμερισθεῖσα, ἐρημοῦται, καὶ οἶκος ἐπὶ οἶκον, πίπτει.Αυτός όμως, γνωρίζων πολύ καλά τας εσωτερικάς των σκέψεις και διαθέσεις, τους είπε· “κάθε βασίλειον, όταν χωρισθή εις εχθρικάς παρατάξεις, που θα μάχωνται η μία την άλλην, θα καταλήξη εις καταστροφήν και ερήμωσιν, και όταν μία οικογένεια διαιρεθή με εχθρικότητα εναντίον του ευατού της πίπτει και διαλύεται.
Λουκ 11.18εἰ δὲ καὶ ὁ σατανᾶς ἐφ᾿ ἑαυτὸν διεμερίσθη, πῶς σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ, ὅτι λέγετε ἐν Βεελζεβούλ με ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια;Εάν δε ο σατανάς έχη διαιρεθή εις παρατάξεις εναντίον του ευατού του, πως είναι δυνατόν να σταθή και να μη εξαφανισθή η βασιλεία του; Σας τα λέγω αυτά, δια να δειχθή πόσον παράλογος είναι ο ισχυρισμός σας ότι εγώ με την δύναμιν του βελζεβούλ διώχνω τα δαιμόνια.
Λουκ 11.19εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβάλλουσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ὑμῶν ἔσονται.Εάν δε εγώ με την συνεργασίαν του βελζεβούλ διώχνω τα δαιμόνια, τα πνευματικά σας τέκνα που εξορκίζουν τα δαιμόνια, με την δύναμιν ποίου τα βγάζουν; Δια τούτο αυτοί που δεν τους κατηγορείτε δι’ αυτό το έργον τους, θα είναι δικασταί σας και θα σας καταδικάσουν δια την διπροσωπίαν σας.
Λουκ 11.20εἰ δὲ ἐν δακτύλῳ Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.Εάν όμως εγώ με τον δάκτυλον και την δύναμιν του Θεού διώχνω τα δαιμόνια, αυτό αποδικνύει ότι έφθασε επάνω σας η βασιλεία του Θεού. Αλλοίμονό σας δε, εάν δεν την δεχθήτε.
Λουκ 11.21ὅταν ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν, ἐν εἰρήνῃ ἐστὶ τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ·Ακούσατε δε και τούτο το παράδειγμα· όταν ο ισχυρός εξωπλισμένος τέλεια φυλάσση την αυλήν του, μένουν ασφαλισμένα και ήσυχα τα υπάρχοντά του.
Λουκ 11.22ἐπὰν δὲ ὁ ἰσχυρότερος αὐτοῦ ἐπελθὼν νικήσῃ αὐτόν, τὴν πανοπλίαν αὐτοῦ αἴρει, ἐφ᾿ ᾗ ἐπεποίθει, καὶ τὰ σκῦλα αὐτοῦ διαδίδωσιν.Οταν όμως έλθη εναντίον του ο ισχυρός και τον νικήση, του παίρνει τα όπλα, εις τα οποία είχε στηρίξη την πεποίθησίν του, και διαμοιράζει σαν λάφυρα τα υπάρχοντά του. (Ετσι και εγώ, σαν απόλυτα δυνατώτερος από τον σατανάν τον κατανικώ, ελευθερώνω αυτούς που σαν ιδικά του κτήματα τους κρατούσε φυλακισμένους εις την αυλήν του και επί πλέον δίνω εξουσίαν στους μαθητάς μου να κάνουν το ίδιο).
Λουκ 11.23ὁ μὴ ὢν μετ᾿ ἐμοῦ κατ᾿ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ σκορπίζει.Κανονίσατε την θέσιν σας· διότι εκείνος που δεν είναι με όλη του την καρδιά μαζή μου, είναι εναντίον μου. Και εκείνος, που δεν μαζεύει μαζή με εμέ και δεν οδηγεί εις τα λιβάδια της πνευματικής τροφής τα πρόβατά μου, αυτός σαν αιμοβόρος λύκος τα διασκορπίζει.
Λουκ 11.24Ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι᾿ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ μὴ εὑρίσκον λέγει· ὑποστρέψω εἰς τὸν οἶκόν μου ὅθεν ἐξῆλθον·Οταν το ακάθαρτον πνεύμα φύγη από τον άνθρωπον, ομοιάζει προς εκείνον, που περνάει ανάμεσα από κατάξηρους, χωρίς νερό τόπους και μάταια ζητεί ανάπαυσιν. Και επειδή δεν την ευρίσκει, λέγει· θα ξαναγυρίσω στο σπίτι μου απ’ όπου έφυγα, θα επιστρέψω δηλαδή στον άνθρωπον, από τον οποίον με έδιωξαν.
Λουκ 11.25καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον.Και όταν έλθη, ευρίσκει το σπίτι σαρωμένο και στολισμένο, δηλαδή, ευρίσκει τον άνθρωπον σχολάζοντα και ράθυμον, χωρίς πνευματικήν φροντίδα και εργασίαν.
Λουκ 11.26τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων.Τοτε πηγαίνει και παίρνει άλλα επτά δαιμόνια, πονηρότερα από τον ευατόν του και, αφού εισέλθουν, εγκαθίστανται μονίμως πλέον εκεί και γίνονται τα τελευταία του ανθρώπου εκείνου, χειρότερα από τα πρώτα”. (Οσοι ελευθερώθηκαν από δαιμόνια η όσοι με την χάριν του Θεού επήραν άφεσιν αμαρτιών και εμπήκαν στον δρόμον της σωτηρίας, ας προσέξουν να μη αφήσουν την νέαν ζωήν της χάριτος, διότι τότε θα γίνουν πολύ χειρότεροι απ’ ο,τι ήσαν προηγουμένως).
Λουκ 11.27Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας.Ενώ δε έλεγε αυτά, κάποια γυναίκα από το πλήθος ενθουσιασμένη από την διδασκαλίαν του, έβγαλε φωνήν μεγάλην και είπε· “μακαρία η κοιλία που σε εβάσταξε και οι μαστοί, τους οποίους εθήλασες. Μακαρία η μητέρα, που σε εγέννησε και σε έθρεψε”.
Λουκ 11.28αὐτὸς δὲ εἶπε· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.Και αυτός είπε· “βεβαίως μακαρία είναι η μητέρα μου, αλλά επίσης μακάριοι είναι όλοι όσοι ακούουν τον λόγον του Θεού και τον φυλάσσουν”.
Λουκ 11.29Τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων ἤρξατο λέγειν· ἡ γενεὰ αὕτη γενεὰ πονηρά ἐστι· σημεῖον ζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου.Και καθώς τα πλήθη του λαού εμαζεύοντο πυκνά γύρω του, αυτός ήρχισε να λέγη· “αυτή η γενεά, είναι γενεά πονηρά· ζητεί σημείον από τον ουρανόν, τάχα δια να πιστεύση, και δεν θα της δοθή άλλο, εκτός από το θαύμα Ιωνά του προφήτου.
Λουκ 11.30καθὼς γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς σημεῖον τοῖς Νινευΐταις, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τῇ γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον.Διότι όπως ο Ιωνάς με το να βγη σώος από την κοιλίαν του κήτους, έγινε στους Νινευΐτας υπερφυσικόν σημείον, δια να μετανοήσουν έτσι θα γίνη και δια την γενεάν αυτήν σημείον μοναδικόν και μέγιστον ο υιός του ανθρώπου με την εκ νεκρών ανάστασίν του, η οποία θα επιβεβαιώση ότι αυτός πράγματι είναι ο λυτρωτής των ανθρώπων.
Λουκ 11.31βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῶν ἀνδρῶν τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτούς, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶντος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε.Η δε ειδωλολάτρις βασίλισσα της Αραβίας θα αναστηθή κατά την ημέραν της μεγάλης εκείνης κρίσεως μαζή με τους ανθρώπους της γενεάς αυτής και θα τους καταδικάση· διότι αυτή, η ειδωλολάτρις, εξεκίνησε από τα πέρατα της γης, δια να ακούση την σοφίαν του Σολομώντος· και ιδού, εδώ υπάρχει ασυγκρίτως περισσότερον από τον Σολομώντα, αφού εγώ δεν είμαι απλώς θεόπνευστος η σοφός, όπως εκείνος, αλλά αυτή αύτη η ενσάρκωσις της θείας Σοφίας.
Λουκ 11.32ἄνδρες Νινευΐ ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε.Ανδρες της Νινευΐ θα αναστηθούν κατά την μεγάλην εκείνην κρίσιν μαζή με την γενεάν αυτήν και θα την καταδικάσουν, διότι εκείνοι μεν μετενόησαν με το κήρυγμα ενός απλού προφήτου, του Ιωνά. Και ιδού, υπάρχει εδώ κάτι ασυγκρίτως ανώτερον από τον Ιωνά, εγώ,ο σαρκωθείς Υιός και Λογος του Θεού. Και όμως η γενεά αυτή δεν μετανοεί στον κήρυγμά μου.
Λουκ 11.33Οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας εἰς κρυπτὴν τίθησιν οὐδὲ ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι τὸ φέγγος βλέπωσιν.Εγώ σκορπίζω το φως της αληθείας παντού. Κανείς δε, αφού ανάψη τον λύχνον δεν τον βάζει κάτω από τον κάδον, αλλά επάνω στον λυχνοστάτην, δια να βλέπουν το φως όσοι εισέρχονται στο σπίτι.
Λουκ 11.34ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ὅταν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἐστιν· ἐπὰν δὲ πονηρὸς ᾖ, καὶ τὸ σῶμά σου σκοτεινόν.Ο λύχνος, που φωτίζει το σώμα, είναι το μάτι· όταν λοιπόν το μάτι είναι γερό και καθαρό, όλον το σώμα θα είναι μέσα στο φως. Οταν όμως είναι άρρωστο και βλαμμένο και το σώμα θα είναι μέσα στο σκοτάδι.
Λουκ 11.35σκόπει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστίν.Πρόσεχε λοιπόν, μήπως το φως, που έχει βάλει ο Θεός μέσα σου, δηλαδή το λογικόν και η συνείδησις, είναι σκοτάδι. (Διότι τότε όσον φως και αν υπάρχη έξω, όσας υψηλάς διδασκαλίας και αν ακούσης, δεν θα φωτισθής).
Λουκ 11.36εἰ οὖν τὸ σῶμά σου ὅλον φωτεινόν, μὴ ἔχον τι μέρος σκοτεινόν, ἔσται φωτεινὸν ὅλον ὡς ὅταν ὁ λύχνος τῇ ἀστραπῇ φωτίζῃ σε.Εάν λοιπόν το σώμα σου είναι φωτεινόν, χωρίς να έχη κανένα απόκρυφον και σκοτεινόν μέρος, θα είναι όλο φως, όπως όταν ο λύχνος με την λάμψιν του σε φωτίζη”. (Οταν η ψυχή και η συνείδησις δεν σκοτίζεται από τα πάθη, τότε θα είναι γεμάτη φως Χριστού).
Λουκ 11.37Ἐν δὲ τῷ λαλῆσαι αὐτὸν ταῦτα ἠρώτα αὐτὸν Φαρισαῖός τις ὅπως ἀριστήσῃ παρ᾿ αὐτῷ· εἰσελθὼν δὲ ἀνέπεσεν.Ενώ δε είπε αυτά ο Ιησούς, κάποιος Φαρισαίος τον παρακαλούσε να γευματίση στο σπίτι του. Και ο Κυριος, όταν εμπήκε στο σπίτι εκάθισεν εις την τράπεζαν του φαγητού, χωρίς προηγουμένως να πλυθή, όπως εσυνήθιζαν, δια λόγους τάχα θρησκευτικούς, οι Φαρισαίοι.
Λουκ 11.38ὁ δὲ Φαρισαῖος ἰδὼν ἐθαύμασεν ὅτι οὐ πρῶτον ἐβαπτίσθη πρὸ τοῦ ἀρίστου.Ο Φαρισαίος όμως, όταν είδεν αυτό, εξεπλάγη, διότι ο Ιησούς δεν έπλυνε τα χέρια του προ του φαγητού.
Λουκ 11.39εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς αὐτόν· νῦν ὑμεῖς οἱ Φαρισαῖοι τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τοῦ πίνακος καθαρίζετε, τὸ δὲ ἔσωθεν ὑμῶν γέμει ἁρπαγῆς καὶ πονηρίας.Είπε δε ο Κυριος προς αυτόν· “σεις οι Φαρισαίοι καθαρίζετε τώρα την εξωτερικήν επιφάνειαν του ποτηρίου και του πιάτου, το δε εσωτερικόν σας είναι γεμάτο από αρπαγήν και κακίαν. Τηρείτε τους εξωτερικούς μόνον τύπους, δια να φαίνεσθε ευσεβείς, πλύνετε το σώμα σας και τα χέρια σας, αλλά αφίνετε την ψυχήν σας εμπαθή και ακάθαρτον.
Λουκ 11.40ἄφρονες! οὐχ ὁ ποιήσας τὸ ἔξωθεν καὶ τὸ ἔσωθεν ἐποίησε;Ανόητοι! Ο Θεός που έκαμε το απ’ έξω, δηλαδή το σώμα, ο ίδιος δεν έκαμε και το από μέσα, δηλαδή την ψυχήν; Πως το μεν σώμα προσπαθείτε να το κρατήτε καθαρόν, το δε σπουδαιότερον, την ψυχήν σας, την αφίνετε ακάθαρτον, αφού και το ένα και το άλλο είναι έργα του Θεού;
Λουκ 11.41πλὴν τὰ ἐνόντα δότε ἐλεημοσύνην, καὶ ἰδοὺ ἅπαντα καθαρὰ ὑμῖν ἔσται.Πλην όμως δώστε τα υπάρχοντά σας ελεημοσύνην και ιδού όλα θα σας γίνουν καθαρά και το φάγητον, το οποίον θα τρώγετε, έστω και αν προηγουμένως δεν πλυθήτε.
Λουκ 11.42ἀλλ᾿ οὐαὶ ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ πήγανον καὶ πᾶν λάχανον, καὶ παρέρχεσθε τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι, κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι.Αλλά αλλοίμονον εις σας τους Φαρισαίους, διότι δίδετε στον ναόν το δέκατον, από τον δυόσμο και από το απήγανο και από κάθε λάχανο, τηρείτε δηλαδή επουσιώδεις λεπτομερείας και προσπερνάτε με αδιαφορίαν την δικαιοσύνην και την αγάπην προς τον Θεόν. Αυτά έπρεπε προ παντός να εφαρμόσετε και εκείνα τα άλλα να μη τα αφίνετε.
Λουκ 11.43οὐαὶ ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις, ὅτι ἀγαπᾶτε τὴν πρωτοκαθεδρίαν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς.Αλλοίμονο εις σας τους Φαρισαίους, διότι αγαπάτε και επιδιώκετε τα πρώτα καθίσματα εις τας συναγωγάς και τους χαιρετισμούς και τον σεβασμόν των ανθρώπων εις τας αγοράς.
Λουκ 11.44οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἐστὲ ὡς τὰ μνημεῖα τὰ ἄδηλα. καὶ οἱ ἄνθρωποι περιπατοῦντες ἐπάνω οὐκ οἴδασιν.Αλλοίμονό σας γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι είσθε σαν τα μνημεία, που δεν φαίνονται, και οι άνθρωποι που περιπατούν επάνω εις αυτά δεν γνωρίζουν τούτο και χωρίς να το θέλουν μολύνονται, σύμφωνα με εκείνα που γράφει ο νόμος. Ετσι και σεις κρύπτετε με την υποκρισίαν την κακίαν σας, και εκείνοι που ανύποπτοι σας πλησιάζουν μολύνονται και βλάπτονται”.
Λουκ 11.45Ἀποκριθεὶς δέ τις τῶν νομικῶν λέγει αὐτῷ· διδάσκαλε, ταῦτα λέγων καὶ ἡμᾶς ὑβρίζεις.Ελαβε τότε τον λόγον κάποιος από τους νομικούς, τους γνώστας του Μωσαϊκού Νομου και του είπε· “διδάσκαλε, με αυτά που λέγεις, υβρίζεις και ημάς τους νομικούς”.
Λουκ 11.46ὁ δὲ εἶπε· καὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς οὐαί, ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα, καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις.Εκείνος δε είπε· “και εις σας τους νομικούς αλλοίμομον, διότι φορτώνετε τους ανθρώπους με βαρειά και δυσκολοβάστακτα φορτία, ενώ σεις οι ίδιοι ούτε με ένα από τα δάκτυλα σας δεν εγγίζετε τα φορτία αυτά.(Εχετε δηλαδή επινοήσει βαρειές εντολές δια τους άλλους, που δεν τις λέγει ο νόμος του Θεού και σεις βρίσκετε τρόπους να μη τις τηρήτε).
Λουκ 11.47οὐαὶ ὑμῖν, ὅτι οἰκοδομεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν προφητῶν, οἱ δὲ πατέρες ὑμῶν ἀπέκτειναν αὐτούς.Αλλοίμονό σας, διότι κτίζετε τα μνημεία των προφητών, τάχα από σεβασμόν δι’ αυτούς, ενώ κατά βάθος έχετε τας ιδίας φονικάς διαθέσεις, που είχαν οι πρόγονοι σας, οι οποίοι εφόνευσαν τους προφήτας.
Λουκ 11.48ἄρα μαρτυρεῖτε καὶ συνευδοκεῖτε τοῖς ἔργοις τῶν πατέρων ὑμῶν, ὅτι αὐτοὶ μὲν ἀπέκτειναν αὐτούς, ὑμεῖς δὲ οἰκοδομεῖτε αὐτῶν τὰ μνημεῖα.Επομένως από το ένα μέρος μαρτυρείτε και εβιβεβαιώνετε ότι οι προφήται, καθό απεσταλμένοι του Θεού, είναι άξιοι παντός σεβασμού, από το άλλο μέρος με την διάθεσιν και τας πράξεις σας συμφωνείτε και εγκρίνετε τα έργα των πατέρων σας. Διότι αυτοί μεν εφόνευσαν τους προφήτας σεις δε κτίζετε τιμητικώς τα μνημεία των.
Λουκ 11.49διὰ τοῦτο καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶπεν· ἀποστελῶ εἰς αὐτοὺς προφήτας καὶ ἀποστόλους, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενοῦσι καὶ ἐκδιώξουσιν,Επειδή όμως έχετε τας ιδίας πονηράς διαθέσεις με τους πατέρας σας, δια τούτο είπεν η σοφία του Θεού, δηλαδή εγώ· θα στείλω εις αυτούς προφήτας και αποστόλους, να ακούσουν δια μίαν ακόμη φοράν την αλήθειαν, μήπως και μετανοήσουν. Αλλά αυτοί αμετανόητοι και εσκληρυμμένοι εις την κακίαν των, άλλους μεν από αυτούς θα φονεύσουν και άλλους θα καταδιώξουν,
Λουκ 11.50ἵνα ἐκζητηθῇ τὸ αἷμα πάντων τῶν προφητῶν τὸ ἐκχυνόμενον ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτηςδια να ζητηθή από την γενεάν αυτήν ευθήνη και να επιβληθή τιμωρία δια το αίμα όλων των προφητών, που χύνεται από καταβολής κόσμου μέχρι σήμερα.
Λουκ 11.51ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου τοῦ ἀπολομένου μεταξὺ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τοῦ οἴκου· ναί, λέγω ὑμῖν, ἐκζητηθήσεται ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης.Από το αίμα δηλαδή του αθώου Αβελ έως το αίμα του Ζαχαρίου που εφονεύθη μεταξύ του θυσιαστηρίου και του ναού. Ναι, σας βεβαιώνω, ότι δι’ όλα αυτά τα εγκλήματα θα ζητηθή ευθύνη από την γενεάν αυτήν.
Λουκ 11.52οὐαὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς ὅτι ἤρατε τὴν κλεῖδα τῆς γνώσεως· αὐτοὶ οὐκ εἰσήλθετε, καὶ τοὺς εἰσερχομένους ἐκωλύσατε.Αλλοίμονον εις σας τους νομικούς, διότι αφαιρέσατε από τους ανθρώπους το κλειδί της γνώσεως, τους εσκοτίσατε δηλαδή τον νουν με τας ψευδείς διδασκαλίας σας και τους επήρατε το μέσον, με το οποίον θα εγνώριζαν την αλήθειαν και θα επροχωρούσαν τον δρόμον της σωτηρίας. Ετσι και σεις δεν εισήλθατε εις την βασιλείαν του Χριστού και εκείνους που ήθελαν να εισέλθουν τους εμποδίσατε”.
Λουκ 11.53λέγοντος δὲ αὐτοῦ πρὸς αὐτοὺς ταῦτα ἤρξαντο οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι δεινῶς ἐνέχειν καὶ ἀποστοματίζειν αὐτὸν περὶ πλειόνων,Ενώ δε ο Ιησούς τους έλεγε αυτά, ήρχισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι να κυριεύωνται εσωτερικώς από πικράν οργήν και εμπάθειαν εναντίον του και να ζητούν όλοι μαζή από αυτόν αμέσως και εκ του προχείρου απαντήσεις δια πολλά ζητήματα του νόμου.
Λουκ 11.54ἐνεδρεύοντες αὐτόν, ζητοῦντες θηρεῦσαί τι ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ.Και του έστηναν έτσι παγίδα και τον παραμόνευαν προσπαθούντες κάτι με δόλιον τρόπον να αρπάξουν από το στόμα του, που δεν θα ήτο σύμφωνο με τον νόμον, δια να έχουν κατόπιν αφορμή να τον κατηγορήσουν.

κεφ 12

Λουκ 12.1Ἐν οἷς ἐπισυναχθεισῶν τῶν μυριάδων τοῦ ὄχλου ὡς καταπατεῖν ἀλλήλους, ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ πρῶτον· προσέχετε ἑαυτοῖς ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων, ἥτις ἐστὶν ὑπόκρισις.Εν τω μεταξύ πολλά πλήθη λαού είχαν συγκεντρωθή εκεί, τόσον πύκνα, ώστε να πατούν ο ένας τον άλλον. Ηρχισε τότε ο Ιησούς να ομιλή προς τους μαθητάς του πρώτον και να τους λέγη· “προσέχετε τον ευατόν σας από το προζύμι των Φαρισαίων, που είναι η υποκρισία των.
Λουκ 12.2οὐδὲν δὲ συγκεκαλυμμένον ἐστὶν ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται·Αλλά δεν υπάρχει τίποτε το σκεπασμένο, που δεν θα ξεσκεπασθή και τίποτε το κρυφό, που δεν θα γίνη φανερόν και γνωστόν.
Λουκ 12.3ἀνθ᾿ ὧν ὅσα ἐν τῇ σκοτίᾳ εἴπατε, ἐν τῷ φωτὶ ἀκουσθήσεται, καὶ ὃ πρὸς τὸ οὖς ἐλαλήσατε ἐν τοῖς ταμείοις, κηρυχθήσεται ἐπὶ τῶν δωμάτων.Ολα θα φανερωθούν· δι’ αυτό όσα σεις λέγετε μυστικά μεταξύ σας και προς τους ακροατάς της εμπιστοσύνης σας, θα ακουσθούν στο φως της δημοσιότητος. Και εκείνο που ωμιλήσατε στο αυτί, μέσα εις τα ιδιαίτερα δωμάτια, θα κηρυχθή από τις ταράτσες, (Η αλήθεια του Ευαγγελίου, που εις ολίγους τώρα και σαν με κάποια μυστικότητα λέγεται, θα κηρυχθή φανερά εις όλην την οικουμένην).
Λουκ 12.4Λέγω δὲ ὑμῖν τοῖς φίλοις μου· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, καὶ μετὰ ταῦτα μὴ ἐχόντων περισσότερόν τι ποιῆσαι.Λεγω δε εις σας τους φίλους μου· μη φοβηθήτε από εκείνους που θανατώνουν το σώμα και ύστερα δεν έχουν την δύναμιν τίποτε περισσότερον να κάμουν.
Λουκ 12.5ὑποδείξω δὲ ὑμῖν τίνα φοβηθῆτε· φοβήθητε τὸν μετὰ τὸ ἀποκτεῖναι ἔχοντα ἐξουσίαν ἐμβαλεῖν εἰς τὴν γέενναν· ναί, λέγω ὑμῖν, τοῦτον φοβήθητε.Θα σας υποδείξω όμως ποίον να φοβηθήτε· να φοβηθήτε εκείνον, ο όποιος αφού σας αφαιρέση την παρούσαν ζωήν, έχει την εξουσίαν να σας ρίψη στο αιώνιον πυρ της κολάσεως. Ναι σας λέγω, αυτόν πρέπει να φοβηθήτε.
Λουκ 12.6οὐχὶ πέντε στρουθία πωλεῖται ἀσσαρίων δύο; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐκ ἔστιν ἐπιλελησμένον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ·Τους διώκτας σας μη τους λογαριάζετε, διότι ο Θεός θα είναι προστάτης σας. Πεντε σπουργίτια δεν πωλούνται δύο ασσάρια; (δηλαδή δέκα πέντε περίπου λεπτά). Και όμως ούτε ένα από αυτά δεν είναι λησμονημένο και παραπεταμένο εμπρός εις τα μάτια του Θεού.
Λουκ 12.7ἀλλὰ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν πᾶσαι ἠρίθμηνται. μὴ οὖν φοβεῖσθε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε.Οσον δε για σας, και οι τρίχες της κεφαλής σας έχουν μετρηθή από τον Θεόν, ο όποιος παρακολουθεί και τας πλέον ασημάντους λεπτομερείας της ζωής σας. Μη λοιπόν φοβείσθε· σεις είσθε ασυγκρίτως ανώτεροι από πολλά σπουργίτια.
Λουκ 12.8Λέγω δὲ ὑμῖν· πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ·Σας λέγω δε τούτο· καθένας, ο οποίος με θάρρος και χωρίς να πτοηθή κανένα, θα με ομολογήση εμπρός στους ανθρώπους σωτήρα και Θεόν, και ο υιός του ανθρώπου, ο Θεάνθρωπος λυτρωτής, θα τον ομολογήση και θα το διακηρύξη ως πιστόν οπαδόν του εμπρός στους αγγέλους του Θεού.
Λουκ 12.9ὁ δὲ ἀρνησάμενός με ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ.Εκείνον δε που, είτε από φόβον είτε από εντροπήν, θα με αρνηθή εμπρός στους ανθρώπους και εγώ θα τον αρνηθώ εντελώς εμπρός στους αγγέλους του Θεού.
Λουκ 12.10καὶ πᾶς ὃς ἐρεῖ λόγον εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· τῷ δὲ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα βλασφημήσαντι οὐκ ἀφεθήσεται.Μεγάλο αμάρτημα το να αρνηθή κανείς, αλλά καθένας που θα εκστομίση λόγον ενάντιον του υιού του ανθρώπου, σκανδαλιζόμενος από την φαινομενικήν αδυναμίαν της ανθρωπίνης φύσεώς του, θα λάβη συγχώρησιν δια την αμαρτίαν του αυτήν, εάν ειλικρινώς μετανοήση. Εκείνος όμως που θα εκστομίση βλάσφημον λόγον εναντίον του Αγίου Πνεύματος και με επίγνωσιν θα διαβάλη τας λυτρωτικάς του ενεργείας, δεν θα συγχωρηθή ποτέ (διότι το βαρύτατον αυτό αμάρτημά του φανερώνει ότι αυτός έχει πλέον σκληρυνθή ανεπανορθώτως εις την κακότητά του και δεν υπάρχει ελπίς να μετανοήση).
Λουκ 12.11ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε·Οταν δε σας οδηγούν υποδίκους εμπρός εις τας συναγωγάς και εις τας αρχάς και τας εξουσίας, μη ταράσσεσθε από ανησυχητικάς φροντίδας πως η τι θα απολογηθήτε η τι θα πήτε.
Λουκ 12.12τὸ γὰρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν.Διότι το Αγιον Πνεύμα θα σας διδάξη εκείνη την ώρα αυτά που πρέπει να πήτε”.
Λουκ 12.13Εἶπε δέ τις αὐτῷ ἐκ τοῦ ὄχλου· διδάσκαλε, εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι τὴν κληρονομίαν μετ᾿ ἐμοῦ.Καποιος δε από τον λαόν του είπε· “διδάσκαλε, πες στον αδελφόν μου να μοιρασθή με εμέ την κληρονομίαν”.
Λουκ 12.14ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπε, τίς με κατέστησε δικαστὴν ἢ μεριστὴν ἐφ᾿ ὑμᾶς;Ο Ιησούς όμως του είπε· “άνθρωπε, ποιός με έκαμε δικαστήν μεταξύ σας η μοιραστήν;”
Λουκ 12.15εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ.Είπε δε τότε ο Κυριος προς αυτούς, που τον ήκουσαν· “προσέχετε και προφυλάσσεσθε από κάθε πλεονεξίαν, διότι η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται και δεν διατηρείται από τα πολλά πλούτη και τα υπάρχοντα αυτού”.
Λουκ 12.16Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα·Είπε δε προς αυτούς και την εξής παραβολήν· “κάποιου πλουσίου ανθρώπου εσημείωσαν εξαιρετικήν ευφορίαν τα χωράφια του.
Λουκ 12.17καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;Και αυτός έπεσεν αμέσως εις αγωνιώδην συλλογήν και μέριμναν, λέγων· Τι να κάμω, διότι δεν έχω που να συγκεντρώσω και αποθηκεύσω τους καρπούς των χωραφιών μου;
Λουκ 12.18καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου,Και ύστερα από μεγάλην σκέψιν είπε· τούτο θα κάμω· Θα κρημνίσω τας αποθήκας μου και θα οικοδομήσω άλλας μεγαλυτέρας, και θα συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου.
Λουκ 12.19καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.Και θα πω εις την ψυχήν μου· Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα για έτη πολλά· απόλαυσε την ζωήν, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου.
Λουκ 12.20εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;Αφού δε ετοίμασε όλα και πριν προλάβη τίποτε από αυτά να απολαύση, του είπεν ο Θεός· ανόητε από την κακίαν σου άνθρωπε και απερίσκεπτε, αυτήν την νύκτα, που επίστευσες ότι θα αρχίση η απολαυστική ζωη σου, απαιτούν να πάρουν από σε χωρίς αναβολήν την ψυχήν σου· αυτά δε που έχεις ετοιμάσει, εις ποίον τώρα ανήκουν;
Λουκ 12.21οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.Ετσι παθαίνει και αυτό το τέλος έχει εκείνος, που εγωϊστικά θησαυαρίζει δια τον ευατόν του και δεν προσπαθεί να αποκτήση τον πλούτον των καλών έργων, εις τα οποία ευχαριστείται ο Θεός”.
Λουκ 12.22Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε.Είπε δε προς τους μαθητάς του· “δια τούτο σας λέγω, μη ταλαιπωρείσθε από βασανιστικές φροντίδες δια την ζωήν σας, μη μεριμνάτε τι θα φάτε ούτε και δια το σώμα σας τι θα ενδυθήτε.
Λουκ 12.23οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;Η ζωή δεν είναι ανωτέρα από την τροφήν και το σώμα από το ένδυμα; Ο Θεός που σας έδωσε το ανώτερον, δεν θα σας δώση και το κατώτερον;
Λουκ 12.24κατανοήσατε τοὺς κόρακας, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν, οἷς οὐκ ἔστι ταμεῖον οὐδὲ ἀποθήκη, καὶ ὁ Θεὸς τρέφει αὐτούς· πόσῳ μᾶλλον ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πετεινῶν;Παρατηρήστε με προσοχή και καταλάβετε, τι συμβαίνει με τους κόρακας ότι δηλαδή αυτοί ούτε σπείρουν ούτε θερίζουν και δεν έχουν ούτε κελλάρι ούτε αποθήκην· και όμως ο Θεός τους τρέφει. Ποσω μάλλον θα θρέψη σας, οι οποίοι είσθε ασυγκρίτως ανώτεροι από τα πτηνά;
Λουκ 12.25τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;Ποιός δε από σας ημπορεί, έστω και αν καταβάλη πολλάς και μεγάλας φροντίδας, να προσθέση στο ανάστημά του έναν πήχυν;
Λουκ 12.26εἰ οὖν οὔτε ἐλάχιστον δύνασθε, τί περὶ τῶν λοιπῶν μεριμνᾶτε;Εάν λοιπόν ούτε κάτι το ελάχιστον δεν ημπορείτε να κάμετε, διατί ταλαιπωρείσθε με καταθλιπτικές φροντίδες δια τα άλλα, επί των οποίων μηδαμινήν η και καμμίαν εξουσίαν έχετε;
Λουκ 12.27κατανοήσατε τὰ κρίνα πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν, οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.Προσέξτε και διδαχθήτε από τα κρίνα, πως μεγαλώνουν.Δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν και όμως, σας διαβεβαιώνω ότι ούτε ο σοφός Σολομών με όλην αυτού την δόξαν και μεγαλοπρέπειαν δεν εφόρεσε ποτέ ένα τόσον λαμπρόν ένδυμα, ώσαν αυτό που φορεί ένα από τα κρίνα του αγρού.
Λουκ 12.28εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;Εάν δε το χορτάρι του χωραφιού, που σήμερα υπάρχει και αύριο ρίπτεται στον φούρνο, ο Θεός τόσον ωραία το ενδύη, πόσω μάλλον θα ενδύση σας, ολιγόπιστοι;
Λουκ 12.29καὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε τί φάγητε καὶ τί πίητε, καὶ μὴ μετεωρίζεσθε·Και σεις μη ζητάτε με ανήσυχον φροντίδα, τι θα φάτε και τι θα πιήτε και μη περισπάσθε εδώ και εκεί με τις ανήσυχες αυτές φροντίδες.
Λουκ 12.30ταῦτα γὰρ πάντα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἐπιζητεῖ· ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων·Διότι όλα αυτά τα ζητούν και αγωνίζονται να τα αποκτήσουν οι ειδωλολάτραι εθνικοί, που δεν έχουν γνωρίσει τον αληθινόν και πανάγαθον Θεόν, αλλά έχουν ως θεούς προστάτας τα είδωλα. Ο ιδικός σας όμως Πατήρ γνωρίζει πολύ καλά, ότι έχετε ανάγκην από αυτά και θα σας τα δώση.
Λουκ 12.31πλὴν ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.Μονον σεις να ζητήτε προ παντός την βασιλείαν του Θεού, και τότε όλα τα επίγεια αγαθά θα σας δοθούν μαζή με τα πνευματικά και ουράνια.
Λουκ 12.32Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν.Μη φοβείσθε σεις, που είσθε μικρόν ποίμνιον, εν συγκρίσει προς το πολύ πλήθος των απίστων, διότι ο Πατήρ σας ευδόκησε να δώση εις σας την βασιλείαν των ουρανών. (Πολύ δε περισσότερον θα σας δώση τα πρόσκαιρα υλικά αγαθά).
Λουκ 12.33πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην. ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει·Εάν βλέπετε ότι τα υλικά αγαθά σας γίνονται εμπόδιον δια την βασιλείαν των ουρανών, πωλήσατε τα υπάρχοντα σας και δώστε ελεημοσύνην. Και κάμετε έτσι τον ευατόν σας θησαυροφυλάκια που δεν παλαιώνουν ποτέ, θησαυρόν στους ουρανούς που δεν χάνεται, εκεί όπου ο κλέπτης δεν πλησιάζει και ούτε ο σκόρος καταστρέφει.
Λουκ 12.34ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται.Διότι, όπου είναι ο θυσαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδία σας.
Λουκ 12.35Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι·Ας είναι ζωσμένη η μέση σας και τα λυχνάρια σας πάντοτε αναμμένα· να είσθε δηλαδή έτοιμοι και άγρυπνοι να εκτελήτε το θέλημα του Κυρίου, δια να αποκτήσετε έτσι θησαυρούς στον ουρανόν.
Λουκ 12.36καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις προσδεχομένοις τὸν κύριον ἑαυτῶν, πότε ἀναλύσει ἐκ τῶν γάμων, ἵνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὐθέως ἀνοίξωσιν αὐτῷ.Και σεις είσθε όμοιοι με ανθρώπους, οι οποίοι περιμένουν τον κύριόν των, πότε θα επιστρέψη από τους γάμους, ώστε, όταν έλθη και κτυπήση την θύραν, να του ανοίξουν αμέσως.
Λουκ 12.37μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντας. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ αὐτούς, καὶ παρελθὼν διακονήσει αὐτοῖς.Μακάριοι είναι οι δούλοι εκείνοι, τους οποίους, όταν έλθη ο Κυριος, θα τους εύρη να αγρυπνούν. Σας διαβεβαιώνω ότι αυτός θα γίνη διάκονός των, θα ζώση την μέσην του, δια να μη εμποδίζεται εις τας κινήσστου από τα ενδύματά του, θα τους βάλη να καθίσουν εις την τράπεζαν του φαγητού και αυτός ο ίδιος θα έλθη κοντά τους και θα τους υπηρετήση.
Λουκ 12.38καὶ ἐὰν ἔλθῃ ἐν τῇ δευτέρᾳ φυλακῇ καὶ ἐν τῇ τρίτῃ φυλακῇ ἔλθῃ καὶ εὕρῃ οὕτω, μακάριοί εἰσιν οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι.Και αν έλθη στο δεύτερον τετράωρον της νυκτός και στο τρίτον τετράωρον, κατά τα εξημερώματα, και τους εύρη έτσι, δηλαδή να τον περιμένουν άγρυπνοι, σας λέγω, ότι είναι μακάριοι οι δούλοι εκείνοι.
Λουκ 12.39τοῦτο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ ὥρᾳ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν ἀφῆκε διορυγῆναι τὸν οἶκον αὐτοῦ.Τούτο δε το ξεύρετε και σεις, ότι εάν εγνώριζε ο νοικοκύρης ποια ώρα έρχεται ο κλέπτης, θα έμενε άγρυπνος και δεν θα άφινε να ανοιχθή τρύπα στο σπίτι του, δια να μπη μέσα ο κλέπτης και να κλέψη.
Λουκ 12.40καὶ ὑμεῖς οὖν γίνεσθε ἕτοιμοι· ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.Και σεις λοιπόν να είσθε πάντοτε έτοιμοι, διότι εις ώραν κατά την οποίαν δεν γνωρίζετε, έρχεται ο υιός του ανθρώπου” (είτε δια του θανάτου ενός εκάστου, είτε κατά την δευτέραν παρουσίαν).
Λουκ 12.41εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κύριε, πρὸς ἡμᾶς τὴν παραβολὴν ταύτην λέγεις ἢ καὶ πρὸς πάντας;Είπε δε εις αυτόν ο Πετρος· “Κυριε, αυτήν την παραβολήν δι’ ημάς μόνον την λέγεις η δι’ όλους;
Λουκ 12.42εἶπε δὲ ὁ Κύριος· τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς οἰκονόμος καὶ φρόνιμος, ὃν καταστήσει ὁ κύριος ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι ἐν καιρῷ τὸ σιτομέτριον;Είπε δε ο Κυριος· “ποιός άράγε είναι ο πιστός και συνετός οικονόμος, τον οποίον θα εγκαταστήση ο κύριος προϊστάμενον στο υπηρετικόν προσωπικόν του, δια να δίδη προς αυτούς εις την κατάλληλον ώραν την κανονικήν μερίδα της τροφής;
Λουκ 12.43μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ὃν ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει οὕτω ποιοῦντα.Μακάριος είναι ο δούλος εκείνος, τον οποίον, όταν έλθη ο Κυριος, θα τον εύρη να ενεργή με τέτοιαν σύνεσιν και αξιοπιστίαν.
Λουκ 12.44ἀληθῶς λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν.Αληθινά σας λέγω, ότι θα του δώση εξουσίαν επάνω εις όλα τα υπάρχοντα του.
Λουκ 12.45ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, χρονίζει ὁ κύριός μου ἔρχεσθαι, καὶ ἄρξηται τύπτειν τοὺς παῖδας καὶ τὰς παιδίσκας, ἐσθίειν τε καὶ πίνειν καὶ μεθύσκεσθαι,Εάν όμως ο δούλος εκείνος πη από μέσα του· Αργεί να έρθη ο κύριός μου· και αρχίση να κτυπά τους υπηρέτας και τας υπηρετρίας και να τρώγη και να πίνη και να μεθά,
Λουκ 12.46ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει, καὶ διχοτομήσει αὐτόν, καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀπίστων θήσει.θα έλθη ο κύριος του δούλου εκείνου εις ημέραν που δεν περιμένει και εις ώραν που δεν γνωρίζει και θα τον κόψη εις τα δύο, θα τον τιμωρήση δηλαδή με σκληρόν θάνατον, και θα ορίση την θέσιν του μεταξύ εκείνων που υπήρξαν αξιόπιστοι και καταχρασταί. (Οι ποιμένες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας θα είναι μακάριοι, εάν καλώς διαχειρίζωνται την πνευματικήν εξουσίαν και τα χαρίσματα, που τους ενεπιστεύθη ο Χριστός και εξυπηρετούν με σύνεσιν και προθυμίαν τους πιστούς. Σκληροτάτη όμως τιμωρία τους περιμένει, εάν αποδειχθούν αναξιόπιστοι και καταχρασταί).
Λουκ 12.47ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς·Εκείνος δε ο δούλος, που εγνώρισε το θέλημα του κυρίου του, και δεν ετοίμασε ούτε και έπραξε σύμφωνα προς το θέλημα του Κυρίου του, θα τιμωρηθή με πολλάς μαστιγώσεις, θα τιμωρηθή πολύ, διότι εν γνώσει παρέβη το θέλημα του Κυρίου.
Λουκ 12.48ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας. παντὶ δὲ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν.Εκείνος δε που δεν εγνώρισε το θέλημα του Κυρίου, έκαμε δε πράξεις αξίας τιμωρίας, θα τιμωρηθή με ολίγας μαστιγώσεις. Εις εκείνον που εδόθη πολύ, θα του ζητηθή και πολύ, και εις εκείνον που του παρέδωσαν πολλά χαρίσματα, θα ζητηθούν περισσότερα καλά έργα, παρ’ όσα θα ζητήσουν από εκείνους που έλαβαν ολιγώτερα.
Λουκ 12.49Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!Ηρθα να βάλω φωτιά εις την γην, φλογερόν ζήλον και ενθουσιασμόν εις τας καρδίας των καλοπροαιρέτων, ο οποίος όμως ζήλος θα ανάψη στους κακοπροαιρέτους πυρκαϊάν μίσους εναντίον εμού και των οπαδών μου. Και τι άλλο θέλω, εάν τώρα έχη πλέον ανάψει αυτή η φωτιά!
Λουκ 12.50βάπτισμα δὲ ἔχω βαπτισθῆναι, καὶ πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ!Εγώ έχω το βάπτισμα του μαρτυρίου, δια να βαπτισθώ εις αυτό, και πόσον κατέχομαι από τον πόθον και ανυπομονώ πότε να πραγματοποιηθή και απλωθή έτσι εις όλον τον κόσμον το πυρ της πίστεως και του θείου ζήλου!
Λουκ 12.51δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἢ διαμερισμόν.Νομίζετε ότι ήλθα εις την γην να δώσω υποκριτικήν και ψευδή ειρήνην, όπως την φαντάζονται οι Εβραίοι; Οχι σας λέγω, αλλά έχω έλθει, δια να προκαλέσω διαίρεσιν μεταξύ των ανθρώπων, δια την οποίαν όμως διαίρεσιν υπεύθυνοι θα είναι οι πονηροί και αμετανόητοι άνθρωποι.
Λουκ 12.52ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν οἴκῳ ἑνὶ διαμεμερισμένοι, τρεῖς ἐπὶ δυσὶ καὶ δύο ἐπὶ τρισί·Διότι από τώρα θα είναι εις ένα σπίτι πέντε χωρισμένοι, τρεις εναντίον δύο και δύο εναντίων τριών.
Λουκ 12.53διαμερισθήσονται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ ἐπὶ θυγατρὶ καὶ θυγάτηρ ἐπὶ μητρί, πενθερὰ ἐπὶ τὴν νύμφην αὐτῆς καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν πενθερὰν αὐτῆς.Και θα χωρισθή ο πατέρας ο άπιστος εναντίον του πιστού υιού του, και ο άπιστος υιός εναντίον του πιστού πατρός του,η μητέρα εναντίον της κόρης της και η κόρη ενάντιον της μητρός· η πενθερά εναντίον της νύμφης και η νύμφη ενάντιον της πενθεράς· τα άπιστα μέλη της οικογενείας εναντίον των πιστών”.
Λουκ 12.54Ἔλεγε δὲ καὶ τοῖς ὄχλοις· ὅταν ἴδητε τὴν νεφέλην ἀνατέλλουσαν ἀπὸ δυσμῶν, εὐθέως λέγετε, ὄμβρος ἔρχεται, καὶ γίνεται οὕτω·Ελεγε δε εις τα πλήθη· “όταν ίδετε το σύνεφο να ανεβαίνη από την δύσιν, αμέσως λέγετε· Βροχή έρχεται· και γίνεται έτσι.
Λουκ 12.55καὶ ὅταν νότον πνέοντα, λέγετε ὅτι καύσων ἔσται, καὶ γίνεται.Και όταν ίδετε νότιον άνεμον να φυσά, λέγεται ότι θα γίνη ζέστη· και γίνεται έτσι.
Λουκ 12.56ὑποκριταί, τὸ πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς οἴδατε δοκιμάζειν, τὸν δὲ καιρὸν τοῦτον πῶς οὐ δοκιμάζετε;Υποκριταί! Τα σημεία του ουρανού και της γης, που προαναγγέλους τον καιρόν, ξέρετε να τα διακρίνετε. Τον καιρόν όμως τούτον, που όλα τα σημεία τον παρουσιάζουν ως εποχήν της ελεύσεως του Μεσσίου, πως δεν τον διακρίνετε;
Λουκ 12.57τί δὲ καὶ ἀφ᾿ ἑαυτῶν οὐ κρίνετε τὸ δίκαιον;Διατί δε και από μόνον τον εαυτόν σας, με οδηγόν το λογικόν και την συνείδησίν σας, δεν κρίνετε το ορθόν και δίκαιον, ότι δηλαδή είναι καιρός πλέον να μετανοήσετε, δια να εύρετε σωτηρίαν;
Λουκ 12.58ὡς γὰρ ὑπάγεις μετὰ τοῦ ἀντιδίκου σου ἐπ᾿ ἄρχοντα, ἐν τῇ ὁδῷ δὸς ἐργασίαν ἀπηλλάχθαι ἀπ᾿ αὐτοῦ, μήποτε κατασύρῃ σε πρὸς τὸν κριτήν, καὶ ὁ κριτής σε παραδῷ τῷ πράκτορι, καὶ ὁ πράκτωρ σε βαλεῖ εἰς φυλακήν.Εφ’ όσον είναι καιρός συμφιλιωθήτε με τον Θεόν, διότι όταν πηγαίνης με τον αντίδικόν σου στον άρχοντα να δικασθής, προσπάθησε να απαλλαγής από αυτόν και να συμβιβασθής μαζή του, μήπως σε τραβήξη εμπρός στον δικαστήν και ο δικαστής σε παραδώση στον εισπράκτορα και ο εισπράκτωρ σε βάλη εις την φυλακήν.
Λουκ 12.59λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως οὗ καὶ τὸ ἔσχατον λεπτὸν ἀποδῷς.Σου λέγω ότι δεν θα βγης από εκεί, έως ότου εξοφλήσης και το τελευταίον λεπτόν. Συμφιλιωθήτε με τον Θεόν δια της μετανοίας σας, πριν εκδοθή από αυτόν η καταδικαστική για σας απόφασίς του.

κεφ 13

Λουκ 13.1Παρῆσαν δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ τῶν θυσιῶν αὐτῶν.Κατά την ώραν δε που ωμιλούσε ο Κυριος, παρουσιάσθησαν μερικοί και του ανήγγειλαν δια τους Γαλιλαίους, των οποίων το αίμα ο Πιλάτος, όταν με τους στρατιώτας του τους έσφαξε μέσα εις την αυλήν του ναού, το ανέμιξε με τας θυσίας, που εκείνοι προσέφεραν την ώραν αυτήν.
Λουκ 13.2καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· δοκεῖτε ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι οὗτοι ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας τοὺς Γαλιλαίους ἐγένοντο, ὅτι τοιαῦτα πεπόνθασιν;Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “εκ του γεγονότος ότι έπαθαν αυτά, βγάζετε σστο συμπέρασμα ότι οι Γαλιλαίοι αυτοί υπήρξαν αμαρτωλοί περισσότερον από όλους τους Γαλιλαίους;
Λουκ 13.3οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε.Οχι σας λέγω· διότι και οι άλλοι Γαλιλαίοι είναι επίσης αμαρτωλοί. Εάν δε δεν μετανοήσετε και σεις όλοι, κατά τον ίδιο τρόπον θα χαθήτε.(Τα ρωμαϊκά στρατεύματα είναι έτοιμα να ορμήσουν και να σας κατασφάξουν).
Λουκ 13.4ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα καὶ ὀκτώ, ἐφ᾿ οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ;Η νομίζετε ότι οι δέκα οκτώ, επάνω στους οποίους έπεσε ο πύργος του Σιλωάμ και τους εθανάτωσεν, αυτοί υπήρξαν ενώπιον του Θεού αμαρτωλοί και χρεώσται περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ;
Λουκ 13.5οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε.Οχι σας λέγω· αλλ’ έπαθαν εκείνοι, δια να συνέλθετε σεις. Εάν όμως δεν μετανοήσετε, όλοι κατά τον ίδιον τρόπον θα χαθήτε, διότι θα ταφήτε κάτω από τα ερείπια των πόλεών σας”.
Λουκ 13.6Ἔλεγε δὲ ταύτην τὴν παραβολήν· συκῆν εἶχέ τις ἐν τῷ ἀμπελῶνι αὐτοῦ πεφυτευμένην, καὶ ἦλθε ζητῶν καρπὸν ἐν αὐτῇ, καὶ οὐχ εὗρεν.Ελεγε δε αυτήν την παραβολήν· “κάποιος είχε μια συκιά, φυτευμένη στο αμπέλι του και ήλθε ζητών καρπόν εις αυτήν και δεν ευρήκε.
Λουκ 13.7εἶπε δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν· ἰδοὺ τρία ἔτη ἔρχομαι ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ, καὶ οὐχ εὑρίσκω· ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν γῆν καταργεῖ;Είπε δε στον αμπελουργόν· Ιδού, τρία χρόνια έρχομαι και ζητώ καρπόν εις την συκιάν αυτήν και δεν ευρίσκω. Κοψε την και ξερρίζωσέ την. Διατί να αχρηστεύη την γην;
Λουκ 13.8ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κόπρια.Εκείνος όμως απεκρίθη και είπε· Κυριε, άφησέ την και τούτο το έτος, έως ότου σκάψω γύρω από αυτήν και ρίψω λίπασμα.
Λουκ 13.9κἂν μὲν ποιήσῃ καρπόν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν.Και εάν μεν κάμη καρπόν, την αφίνομεν, εάν όμως δεν κάμη, τότε θα την κόψης στο μέλλον”. (Ο Θεός δεχόμενος παράκλησιν του Υιού του παριμένει την μετάνοιαν του αμαρτωλού και τα καλά του έργα ως πνευματικήν καρποφορίαν. Εάν όμως ο αμαρτωλός μείνη σκληρυμμένος και αμετανόητος, τότε ο Θεός θα τον τιμωρήση. Αυτό συνέβη με τους αμετανοήτους Εβραίους, τους οποίους εσυμβόλιζε η άκαρπος συκή).
Λουκ 13.10Ἦν δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.Καποιο Σαββατο εδίδασκε εις μίαν από τας συναγωγάς.
Λουκ 13.11καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές.Και ιδού είχε έλθει εκεί μία γυναίκα, η οποία ένεκα μοχθηράς επιδράσεως πονηρού πνεύματος, ήτο ασθενής δέκα οκτώ χρόνια, σκυμμένη συνεχώς, χωρίς καθόλου να ημπορή να σηκώση όρθιον το σώμα και την κεφαλήν της.
Λουκ 13.12ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου·Οταν την είδε ο Ιησούς, της εφώναξε και της είπε· “γυναίκα, ελευθερώνεσαι από την ασθένειάν σου”.
Λουκ 13.13καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.Και έβαλεν επάνω της τας χείρας του. Και αμέσως εστάθηκε όρθια αυτή, απέκτησε δηλαδή την υγείαν της και εδόξαζε τον Θεόν.
Λουκ 13.14ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.Ο δε αρχισυνάγωγος αγανακτών, διότι ο Ιησούς εις ημέραν Σαββάτου εθεράπευσε, έλαβε τον λόγον και είπε στον λαόν· “εξ ημέραι είναι εκείναι, κατά τας οποίας πρέπει να εργαζώμεθα· εις αυτάς δε τας εργασίμους ημέρας να έρχεσθε και να θεραπεύεσθε και όχι κατά την ημέραν του Σαββάτου”.
Λουκ 13.15ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει;Απεκρίθη τότε εις αυτούς ο Κυριος και είπε· υποκριτά, καθένας από σας κατά την ημέραν του Σαββάτου δεν λύει το βώδι του η τον όνον από την φάτνην του και πηγαίνει να το ποτίση; Αυτό δεν το θεωρείτε παράβασιν της αργίας του Σαββάτου, και πολύ ορθώς.
Λουκ 13.16ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;Αυτή δε, που είναι θυγάτηρ και απόγονος το Αβραάμ, την οποίαν ο σατανάς έδεσε δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν έπρεπε να λυθή από τον βαρύν και καταθλιπτικόν αυτόν δεσμόν κατά την ημέραν του Σαββάτου;”
Λουκ 13.17καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.Και ενώ ο Κυριος έλεγε αυτά, κατεντροπιάζοντο όλοι οι εχθροί του· αντιθέτως δε όλος ο λαός έχαιρε δι’ όλα τα θαυμαστά έργα που εγίνοντο απ’ αυτόν (διότι είχε ακόμη ο λαός άδολον την καρδίαν και ανεπηρέαστον από τας συκοφαντίας των Φαρισαίων).
Λουκ 13.18Ἔλεγε δέ· τίνι ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ τίνι ὁμοιώσω αὐτήν;Ελεγε δε ο Κυριος εις τα πλήθη· “με τι είναι ομοία η βασιλεία του Θεού; Με τι να την παρομοιάσω;
Λουκ 13.19ὁμοία ἐστὶ κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔβαλεν εἰς κῆπον ἑαυτοῦ· καὶ ηὔξησε καὶ ἐγένετο εἰς δένδρον μέγα, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ.Είναι ομοία με ένα κόκκον σιναπιού, τον οποίον ένας άνθρωπος επήρε και τον έσπειρεν στον κήπον του· και εμεγάλωσε και έγινε δένδρον μεγάλον και τα πτηνά του ουρανού εφώλιασαν εις τα κλωνάρια του”.(Μικρά και ασήμαντος φαίνεται η Εκκλησία του Χριστού. Θα γιγαντωθή όμως, θα απλωθή εις όλην την οικουμένην και θα περιλάβη αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων).
Λουκ 13.20Πάλιν εἶπε· τίνι ὁμοιώσω τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ;Παλιν είπε· “με τι να παρομοιάσω την βασιλείαν του Θεού;
Λουκ 13.21ὁμοία ἐστὶ ζύμῃ, ἣν λαβοῦσα γυνὴ ἔκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία, ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον.Είναι ομοία με προζύμι, που το επήρε μία γυναίκα και το ανακάτεψε εις τριάντα και πλέον κιλά αλεύρι, έως ότου όλο το ζυμάρι εζυμώθη και έγινε κατάλληλο για ψωμί.(Η βασιλεία του Θεού φαίνεται μικρά, αλλά έχει τεραστίαν δύναμιν, δια να ζυμώση σιγά-σιγά και μεταβάλη στο καλύτερον την ανθρωπότητα).
Λουκ 13.22Καὶ διεπορεύετο κατὰ πόλεις καὶ κώμας διδάσκων καὶ πορείαν ποιούμενος εἰς Ἱερουσαλήμ.Και επερνούσε μέσα από πόλεις και χωριά διδάσκων το ευαγγέλιον, ενώ συγχρόνως εξακολουθούσε να κατευθύνεται εις την Ιερουσαλήμ.
Λουκ 13.23εἶπε δέ τις αὐτῷ· Κύριε, εἰ ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς·Τον ερώτησε δε κάποιος· “Κυριε, ολίγοι τάχα είναι εκείνοι, που σώζωνται;” Εκείνος δε είπε προς αυτούς, που τον ακολουθούσαν·
Λουκ 13.24ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πολλοί, λέγω ὑμῖν, ζητήσουσιν εἰσελθεῖν καὶ οὐκ ἰσχύσουσιν.“αγωνίζεσθε να εισέλθετε εις την βασιλείαν του Θεού, δια της στενής πύλης, από την θύραν και τον δρόμον που απαιτούν κόπους και θυσίας. Σας λέγω δε, ότι πολλοί θα ζητήσουν να μπουν, αλλά επειδή δεν έχουν σταθεράν την απόφασιν να αγωνισθούν, δεν θα ημπορέσουν να το επιτύχουν.
Λουκ 13.25ἀφ᾿ οὗ ἂν ἐγερθῇ ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἀποκλείσῃ τὴν θύραν, καὶ ἄρξησθε ἔξω ἑστάναι καὶ κρούειν τὴν θύραν λέγοντες· Κύριε Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν· καὶ ἀποκριθεὶς ἐρεῖ ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ.Οταν δε κάποτε σηκωθή ο οικοδεσπότης και κλείση καλά την θύραν και αρχίσετε σεις να στέκεσθε έξω και να κτυπάτε λέγοντες· Κυριε, Κυριε άνοιξέ μας, τότε θα αποκριθή και θα σας πη· Δεν ξέρω από που είσθε. Δεν σας γνωρίζω καθόλου, (Ανοικτή θύρα, δια να εισέλθωμεν εις την βασιλείαν του Θεού, είναι η παρούσα ζωη. Οταν όμως την κλείση ο θάνατος, μάλιστα δε η δευτέρα παρουσία, τότε ποτέ πλέον δεν θα ξανανοίξη δια τους αμετανοήτους αμαρτωλούς).
Λουκ 13.26τότε ἄρξεσθε λέγειν· ἐφάγομεν ἐνώπιόν σου καὶ ἐπίομεν, καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας·Τοτε θα αρχίσετε να λέγετε. Εφάγαμε και επιαμε εμπρός σου. Και εις τας πλατείας μας, όπου ήμεθα συγκεντρωμένοι, εδίδαξες και σε ηκολουθήσαμεν.
Λουκ 13.27καὶ ἐρεῖ· λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ· ἀπόστητε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας.Και θα πη τότε ο οικοδεσπότης· Σας λέγω τούτο, δεν ξεύρω από που είσθε, φύγετε μακρυά από εμέ όλοι όσοι επράξατε αδικίας και εμείνατε αμετανόητοι.
Λουκ 13.28ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ὅταν ὄψησθε Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ πάντας τοὺς προφήτας ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, ὑμᾶς δὲ ἐκβαλλομένους ἔξω,Εκεί, μακρυά από την βασιλείαν του Θεού, εις την αιωνίαν καταδίκην, θα είναι ο θρήνος και τα δάκρυα, το τρίξιμο των δοντιών από τον ανυπόφορον πόνον, όταν θα ίδετε τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ και όλους τους προφήτας εις την βασιλείαν του Θεού, σας δε να διώχνουν έξω.
Λουκ 13.29καὶ ἥξουσιν ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ ἀπὸ βοῤῥᾶ καὶ νότου, καὶ ἀνακλιθήσονται ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.Και θα έρθουν πλήθος άνθρωποι από τα διάφορα σημεία της οικουμένης, από την Ανατολήν και την Δυσιν, από τον Βορράν και το Νοτον, και θα παρακαθίσουν ολόχαροι στο τρισμέγιστο τραπέζι της βασιλείας του Θεού.
Λουκ 13.30καὶ ἰδοὺ εἰσὶν ἔσχατοι οἳ ἔσονται πρῶτοι, καὶ εἰσὶ πρῶτοι οἳ ἔσονται ἔσχατοι.Και ιδού ότι κάτι το απροσδόκητον και παράδοξον θα γίνη τότε. Υπάρχουν εδώ εις την γην και μεταξύ σας μερικοί που θεωρούνται μικροί και άσημοι, οι οποίοι εν τούτοις δια την πίστιν και την αρετήν αυτών θα είναι εις την βασιλείαν του Θεού πρώτοι. Και αντιθέτως μερικοί που θεωρούνται πρώτοι, θα είναι τελευταίοι”.(Οι αμαρτωλοί που θα μετανοήσουν και οι ειδωλολάτραι που θα πιστεύσουν, θα καταλάβουν μεγάλα αξιώματα εις την βασιλείαν του Θεού. Ενώ πολλοί από τον ιουδαϊκόν λαόν, που εθεωρείτο ως ο εκλεκτός λαός του Θεού, θα είναι τελευταίοι).
Λουκ 13.31Ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθόν τινες Φαρισαῖοι λέγοντες αὐτῷ· ἔξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν, ὅτι Ἡρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι.Κατά την ημέραν εκείνην ήλθαν προς αυτόν μερικοί Φαρισαίοι, οι οποίοι δια να τον αναγκάσουν να φύγη από την Γαλιλαίαν, του είπαν· “έβγα από τα όρια της χώρας αυτής και φύγε από εδώ, διότι ο Ηρώδης θέλει να σε θανατώση”.
Λουκ 13.32καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῃ· ἰδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια καὶ ἰάσεις ἐπιτελῶ σήμερον καὶ αὔριον, καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι·Και είπε εις αυτούς· “πηγαίνετε και πέστε στον άνθρωπον αυτόν, που είναι πονηρός και δόλιος σαν την αλεπού, ότι ολίγον καιρόν θα μείνω ακόμη εδώ, επειδή εγώ έχω κανονίσει έτσι και όχι διότι φοβούμε αυτόν. Ιδού σήμερον και αύριον, ολίγας ακόμη ημέρας, διώχνω δαιμόνια και κάνω θεραπείας και έπειτα φθάνω στο τέλος της ζωής και του έργου μου.
Λουκ 13.33πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι, ὅτι οὐκ ἐνδέχεται προφήτην ἀπολέσθαι ἔξω Ἱερουσαλήμ.Αλλά αυτές τις ημέρες πρέπει να μείνω και θα μείνω εδώ και κατόπιν θα προχωρήσω προς την Ιερουσαλήμ, όπου θα σταυρωθώ. Δεν θα με φονεύση εδώ ο Ηρώδης, διότι δεν είναι πιθανόν προφήτης να θανατωθή έξω από την Ιερουσαλήμ.
Λουκ 13.34Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε!Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ, πόλις αμαρτωλή και αμετανοήτη, που φονεύστους προφήτας και λιθοβολείς εκείνους που σου έστειλεν ο Θεός! Ποσες φορές ηθέλησα να περιμαζέψω με στοργήν τα τέκνα σου, όπως μαζεύει κάτω από τις φτερούγες της η όρνις τα μικρά πουλιά της, και δεν ηθελήσατε.
Λουκ 13.35ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐ μή με ἴδητε ἕως ἂν ἥξῃ ὅτε εἴπητε· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.Ιδού αφίνεται προς τιμωρίαν σας έρημη από τον Θεόν και απροστάτευτη η πόλις σας με τον ναόν της. Σας διαβεβαιώνω δε ότι δεν θα με ίδετε, έως ότου έλθη καιρός και πήτε με μετάνοιαν και συντριβήν· Ευλογημένος είναι αυτός που έρχεται εν ονόματι Κυρίου και ως αντιπρόσωπος του Κυρίου”.

κεφ 14

Λουκ 14.1Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων τῶν Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν ἄρτον, καὶ αὐτοὶ ἦσαν παρατηρούμενοι αὐτόν.Οταν ο Κυριος εις ημέραν Σαββάτου ήλθεν στο σπίτι ενός από τους άρχοντας των Φαρισαίων να φάγη άρτον, αυτοί τον παρατηρούσαν με προσοχήν, μήπως πη η πράξη κάτι το παράνομον.
Λουκ 14.2καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπός τις ἦν ὑδρωπικὸς ἔμπροσθεν αὐτοῦ.Και ιδού ένας υδρωπικός άνθρωπος εστέκετο εμπρός του.
Λουκ 14.3καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς τοὺς νομικοὺς καὶ Φαρισαίους λέγων· εἰ ἔξεστι τῷ σαββάτῳ θεραπεύειν; οἱ δὲ ἡσύχασαν.Ελαβε ο Ιησούς τον λόγον και είπε στους νομικούς και Φαρισαίους· “επιτρέπεται άρά γε κατά την ημέραν του Σαββάτου να θεραπεύη κανείς αρρώστους;” Εκείνοι εσίγησαν και δεν ετόλμησαν να απαντήσουν τίποτε.
Λουκ 14.4καὶ ἐπιλαβόμενος ἰάσατο αὐτὸν καὶ ἀπέλυσε.Και ο Ιησούς αφού επιασε τον υδρωπικόν, τον εθεράπευσε και τον αφήκε ελεύθερον να φύγη.
Λουκ 14.5καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς εἶπε· τίνος ὑμῶν υἱὸς ἢ βοῦς εἰς φρέαρ ἐμπεσεῖται, καὶ οὐκ εὐθέως ἀνασπάσει αὐτὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;Βλεπών δε τους πονηρούς διαλογισμούς των Φαρισαίων απήντησε και είπε εις αυτούς· “ποιός από σας, όταν το παιδί του η το βώδι του πέση εις πηγάδι, δεν θα καταβάλη κάθε προσπάθειαν να το ανασύρη αμέσως, έστω και αν είναι ημέρα Σαββάτου;”
Λουκ 14.6καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι αὐτῷ πρὸς ταῦτα.Και δεν ημπόρεσαν να του δώσουν καμμίαν απάντησιν, διότι καταλάβαιναν πολύ καλά, ότι το άδικον ήτο με το μέρος των.
Λουκ 14.7Ἔλεγε δὲ πρὸς τοὺς κεκλημένους παραβολήν, ἐπέχων πῶς τὰς πρωτοκλισίας ἐξελέγοντο, λέγων πρὸς αὐτούς·Ελεγε δε προς τους καλεσμένους και μίαν παραβολήν, δια να τους κάμη να προσέξουν τον εγωϊσμόν των, με τον οποίον αυτοί εδιάλεγαν τας πρώτας θέσεις στο τραπέζι. Και τους είπε·
Λουκ 14.8ὅταν κληθῇς ὑπό τινος εἰς γάμους, μὴ κατακλιθῇς εἰς τὴν πρωτοκλισίαν, μήποτε ἐντιμότερός σου ᾖ κεκλημένος ὑπ᾿ αὐτοῦ,“όταν προσκληθής από κάποιον εις γάμον, μη καθίσεις μόνος σου εις την πρώτην θέσιν, μήπως κάποιος άλλος, προσκεκλημένος από τον οικοδεσπότην, είναι ανώτερος από σε.
Λουκ 14.9καὶ ἐλθὼν ὁ σὲ καὶ αὐτὸν καλέσας ἐρεῖ σοι· δὸς τούτῳ τόπον· καὶ τότε ἄρξῃ μετ᾿ αἰσχύνης τὸν ἔσχατον τόπον κατέχειν.Και θα έλθη αυτός που εκάλεσε σε και αυτόν και θα σου πη· Δώσε την θέσιν αυτήν, διότι δεν ανήκει εις σε. Και τότε θα αρχίσης με εντροπήν να ζητής άλλην θέσιν. Και έπειδή όλοι θα έχουν καθίσει και κανείς δεν θα προθυμοποιήται να σηκωθή προς χάριν σου, θα αναγκασθής τότε να καταλάβης την τελευταία θέσιν.
Λουκ 14.10ἀλλ᾿ ὅταν κληθῇς, πορευθεὶς ἀνάπεσε εἰς τὸν ἔσχατον τόπον, ἵνα ὅταν ἔλθῃ ὁ κεκληκώς σε εἴπῃ σοι· φίλε, προσανάβηθι ἀνώτερον· τότε ἔσται σοι δόξα ἐνώπιον τῶν συνανακειμένων σοι.Αλλά όταν προσκληθής, πήγαινε και κάθισε εις την τελευταίαν θέσιν, ώστε όταν έλθη αυτός που σε εκάλεσε να σου πη· Φιλε, ανέβα παραπάνω εις θέσιν τιμητικωτέραν. Και τότε θα είναι για σένα μεγάλη τιμή εμπρός εις όσους παρακάθηνται μαζή με σε στο τραπέζι.
Λουκ 14.11ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.Διότι εκείνος που υψώνει τον εαυτόν του και ζητεί τιμάς και πρωτοκαθεδρίας θα ταπεινωθή. Και καθένας που ταπεινώνει τον ευατόν του, θα υψωθή”.
Λουκ 14.12Ἔλεγε δὲ καὶ τῷ κεκληκότι αὐτόν· ὅταν ποιῇς ἄριστον ἢ δεῖπνον, μὴ φώνει τοὺς φίλους σου μηδὲ τοὺς ἀδελφούς σου μηδὲ τοὺς συγγενεῖς σου μηδὲ γείτονας πλουσίους, μήποτε καὶ αὐτοί σε ἀντικαλέσωσι, καὶ γενήσεταί σοι ἀνταπόδομα.Ελεγε δε και προς εκείνον ο οποίος τον είχε προσκαλέσει· “όταν παραθέτης γεύμα η δείπνον μη προσκαλείς τους φίλους σου ούτε τους αδελφούς σου ούτε τους συγγενείς σου ούτε τους πλουσίους γείτονάς σου, μήπως και αυτοί με την σειρά των σε καλέσουν και γίνει έτσι ανταπόδοσις, όχι από τον Θεόν, αλλά από τους ανθρώπους.(Και οι κακοί κάνουν το ίδιο, αποβλέποντες εις ανταπόδομα εκ μέρους των ανθρώπων).
Λουκ 14.13ἀλλ᾿ ὅταν ποιῇς δοχήν, κάλει πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς,Αλλά όταν κάνης τραπέζι και υποδέχεσαι φιλοξενουμένους, προσκάλεσε πτωχούς, αναπήρους, χωλούς, τυφλούς.
Λουκ 14.14καὶ μακάριος ἔσῃ, ὅτι οὐκ ἔχουσιν ἀνταποδοῦναί σοι· ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων.Και θα είσαι μακάριος διότι, επειδή αυτοί δεν έχουν τι να σου ανταποδώσουν, θα σου ανταποδοθή το καλόν που έκανες κατά την επίσημον εκείνην ημέραν της αναστάσεως των νεκρών”.
Λουκ 14.15Ἀκούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.Οταν δε κάποιος από τους παρακαθημένους ήκουσε αυτά είπε· “μακάριος εκείνος, που θα παρακαθίση στο γεύμα της βασιλείας του Θεού”.
Λουκ 14.16ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς·Ο δε Ιησούς είπε εις αυτόν την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος παρέθεσε μέγα δείπνον και εκάλεσε πολλούς.
Λουκ 14.17καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.Και την ώραν, που θα παρετίθετο το δείπνον, έστειλε τον δούλον του να πη στους προσκαλεσμένους· Ελάτε διότι τώρα είναι τα πάντα έτοιμα.
Λουκ 14.18καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.Και αυτοί σαν να ήταν συνεννοημένοι ήρχισαν να παραιτούνται όλοι από το δείπνον με διαφόρους δικαιολογίας· ο πρώτος είπε· Αγόρασα ένα αγρόν και έχω ανάγκην να βγω έξω και να τον ίδω· σε παρακαλώ να με θεωρήσης απηλλαγμένον από την υποχρέωσιν να παρακαθίσω στο δείπνον.
Λουκ 14.19καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.Και άλλος είπε· Αγόρασα πέντε ζευγάρια βώδια και πηγαίνω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ να θεωρήσης δικαιολογημένην την απουσίαν μου.
Λουκ 14.20καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.Και άλλος είπε· Ενυμφεύθην και δια τούτο δεν μπορώ να έλθω.
Λουκ 14.21καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε.Και επέστρεψε ο δούλος εκείνος προς τον κύριον του και του διηγήθηκε όλα αυτά. Τοτε, γεμάτος οργήν ο οικοδεσπότης εναντίον των αναξίων προσκαλεσμένων, είπε στον δούλον του· Εβγα γρήγορα εις τας πλατείας και τους δρόμους της πόλεως και φέρε εδώ μέσα τους πτωχούς και τους αναπήρους και τους χωλούς και τους τυφλούς.
Λουκ 14.22καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί.Και αφού εξετέλεσε την εντολήν του Κυρίου του ο δούλος, είπε· Κυριε, έγινε όπως διέταξες, και είναι ακόμη τόπος αδειανός.
Λουκ 14.23καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου.Και είπεν ο κύριος προς τον δούλον· Εβγα στους δρόμους, στους φράκτες των κτημάτων, έξω από την πόλιν και παρακίνησε με επιμονήν όλους όσους εύρης να έλθουν εδώ, δια να γεμίση οίκος μου.
Λουκ 14.24λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.Διότι σας διαβεβαιώνω, ότι κανείς από τους προσκαλεσμένους εκείνους άνδρες δεν θα γευθή τίποτε από το δείπνον μου”. (Οι κυρίως προσκεκλημένοι, οι πνευματικοί άρχοντες του Ισραήλ και οι άλλοι Εβραίοι, αποροφημένοι από τα υλικά των συμφέροντα και την ματαιοδοξίαν των, ηρνήθησαν την πρόσκλησιν του Χριστού και απέκλεισαν τον ευατόν των από την βασιλείαν των ουρανών. Οι τελώναι και οι αμαρτωλοί και οι ειδωλολάτραι, οι περιφρονημένοι από τους γραμματείς και τους Φαρισαίους εδέχθησαν με ευγνωμοσύνην και ταπείνωσιν την τιμητικήν πρόσκλησιν και έγιναν έτσι ένδοξα μέλη της βασιλείας των ουρανών).
Λουκ 14.25Συνεπορεύοντο δὲ αὐτῷ ὄχλοι πολλοί. καὶ στραφεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς·Μαζή δε με αυτόν επήγαιναν και πλήθη λαού. Εστράφη τότε προς αυτούς και τους είπε·
Λουκ 14.26εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι.“εάν κανείς έρχεται προς εμέ, δια να γίνη οπαδός μου, και δεν απαρνήται τον πατέρα του και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, εφ’ όσον αυτοί του είναι πρόσκομμα εις την νέαν ζωήν του, ακόμη δε δεν απαρνήται και την ζωήν του, όταν η ανάγκη επιβάλη να την θυσιάση, αυτός δεν ημπορεί να είναι μαθητής μου.
Λουκ 14.27καὶ ὅστις οὐ βαστάζει τὸν σταυρὸν ἑαυτοῦ καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.Και εκείνος που δεν βαστάζει επάνω του τον σταυρόν του και δεν έρχεται κοντά μου, δεν ημπορεί να είναι μαθητής μου.
Λουκ 14.28τίς γὰρ ἐξ ὑμῶν, θέλων πύργον οἰκοδομῆσαι, οὐχὶ πρῶτον καθίσας ψηφίζει τὴν δαπάνην, εἰ ἔχει τὰ πρὸς ἀπαρτισμόν;Πριν γίνετε μαθηταί μου εξετάσατε καλά αν μπορήτε να με ακολουθήσετε όπως εγώ θέλω. Διότι ποιός από σας, όταν θέλη να κτίση ένα πύργον, δεν θα καθίση πρώτον να προϋπολογίση την δαπάνην, εάν έχη δηλαδή τα χρήματα δια την ολοκλήρωσιν του έργου;
Λουκ 14.29ἵνα μήποτε, θέντος αὐτοῦ θεμέλιον καὶ μὴ ἰσχύσαντος ἐκτελέσαι, πάντες οἱ θεωροῦντες ἄρξωνται αὐτῷ ἐμπαίζειν,Και τούτο θα το κάμη, μήπως τυχόν βάλη θεμέλια και δεν ημπορέση ν’ αποπερατώση τον πύργον, οπότε όλοι όσοι βλέπουν ατελές το έργον του, θα αρχίσουν να τον εμπαίζουν
Λουκ 14.30λέγοντες ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ οὐκ ἴσχυσεν ἐκτελέσαι;και να λέγουν ότι αυτός ο άνθρωπος ήρχισε να οικοδομή και δεν ημπόρεσε να τελειώση το έργον του.
Λουκ 14.31ἢ τίς βασιλεύς, πορευόμενος συμβαλεῖν ἑτέρῳ βασιλεῖ εἰς πόλεμον, οὐχὶ πρῶτον καθίσας βουλεύεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ἀπαντῆσαι τῷ μετὰ εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ᾿ αὐτόν;Η ποιός βασιλεύς, που πηγαίνει να συμπλακή και να πολεμήση εναντίον άλλου βασιλέως, δεν θα καθίση πρώτον να σκεφθή, εάν έχη την δύναμιν με δέκα χιλιάδες στρατιώτας να απαντήση και αποκρούση εκείνον, που έρχεται εναντίον του με εικόσι χιλιάδας;
Λουκ 14.32εἰ δὲ μήγε, ἔτι πόῤῥω αὐτοῦ ὄντος πρεσβείαν ἀποστείλας ἐρωτᾷ τὰ πρὸς εἰρήνην.Ει δ’ άλλως ενώ ακόμη είναι μακράν αυτός ο Βασιλεύς, στέλνει πρεσβευτάς και ζητεί να διαπραγματευθούν δια την ειρήνην.
Λουκ 14.33οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.Ετσι λοιπόν και καθένας από σας, ο οποίος δεν απαρνείται όλα τα υπάρχοντά του και δεν κόπτει δια το όνομά μου κάθε δεσμόν, που υπάρχει φόβος να τον κρατήση μακρυά από εμέ, δεν ημπορεί να είναι μαθητής μου.
Λουκ 14.34Καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ καὶ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἀρτυθήσεται;Το άλατι είναι καλόν και ωφέλιμον δια τον άνθρωπον· κάθε μαθητής μου καλείται να γίνη πνευματικό άλατι μέσα εις την κοινωνίαν. Εάν όμως το άλατι χάση την δύναμιν του, τότε με τι είναι δίνατόν να αρτυθή αυτό, ώστε να γίνη πάλι καλό και ωφέλιμον;
Λουκ 14.35οὔτε εἰς γῆν οὔτε εἰς κοπρίαν εὔθετόν ἐστιν· ἔξω βάλλουσιν αὐτό. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.Ούτε σαν χώμα δεν είναι κατάλληλον να ριφθή εις την γην ούτε βέβαια σαν λίπασμα στο χωράφι. Το ρίπτουν έξω ως εντελώς άχρηστον. Εκείνος που έχει αυτιά πνευματικά δια να ακούη, ας ακούση, ας εννοήση και ας δεχθή αυτά που λέγω.

κεφ 15

Λουκ 15.1Ἦσαν δὲ ἐγγίζοντες αὐτῷ πάντες οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀκούειν αὐτοῦ.Καθώς επερνούσε τα διάφορα μέρη, τον επλησίαζαν όλοι οι τελώναι και οι αμαρτωλοί με ενδιαφέρον να ακούσουν την διδασκαλίαν του.
Λουκ 15.2καὶ διεγόγγυζον οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς λέγοντες ὅτι οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς.Οι Φαρισαίοι όμως και οι γραμματείς εγόγγυζαν μεταξύ των λέγοντες, ότι αυτός δέχεται κοντά του με πολλήν συμπάθειαν αμαρτωλούς και μάλιστα τρώγει μαζή των.
Λουκ 15.3εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν ταύτην λέγων·Είπε δε προς αυτούς την παραβολήν αυτήν.
Λουκ 15.4τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔχων ἑκατὸν πρόβατα, καὶ ἀπολέσας ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐ καταλείπει τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς ἕως οὗ εὕρῃ αὐτό;“Ποιός άνθρωπος από σας, εάν έχη εκατόν πρόβατα και χάση ένα από αυτά, δεν αφίνει τα ενενήντα εννέα μόνα των εις ερημικόν μέρος και πηγαίνει εις αναζήτησιν του χαμένου, έως ότου το εύρη;
Λουκ 15.5καὶ εὑρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων,Και αφού το εύρη δεν κτυπά, αλλά το βάζει γεμάτος χαράν επάνω στους ώμους του.
Λουκ 15.6καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν οἶκον συγκαλεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας λέγων αὐτοῖς· συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός.Και αφού έλθη στο σπίτι του, προσκαλεί τους φίλους και τους γείτονας και τους λέγει· Χαρήτε και σεις μαζή μου, διότι ευρήκα το χαμένο πρόβατό μου.
Λουκ 15.7λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσι μετανοίας.Σας διαβεβαιώνω, ότι έτσι μεγάλη χαρά θα είναι στον ουρανόν δι’ ένα αμαρτωλόν που μετανοεί, περισσότερον κτυπητή από όσον είναι η χαρά δια τους ενενήντα εννέα δικαίους, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκην από μετάνοιαν.(Χαίρει ο πανάγαθος Θεός. Χαίρουν τα αγγελικά τάγματα τα οποία όχι μόνον κατ’ εντολήν του Θεού, αλλά και από την αγάπην που μας έχουν, ποθούν και εργάζονται ως λειτουργικά πνεύματα να μας οδηγήσουν εις μετάνοιαν και σωτηρίαν).
Λουκ 15.8Ἢ τίς γυνὴ δραχμὰς ἔχουσα δέκα, ἐὰν ἀπολέσῃ δραχμὴν μίαν, οὐχὶ ἅπτει λύχνον καὶ σαροῖ τὴν οἰκίαν καὶ ζητεῖ ἐπιμελῶς ἕως ὅτου εὕρῃ;Η ποιά γυναίκα, που έχει δέκα δραχμές, εάν χάση μίαν δραχμήν, δεν ανάπτει τον λυχνάρι και δεν σαρώνει το σπίτι και δεν ψάχνει προσεκτικά με το φως του λυχναριού παντού, έως ότου εύρη την δραχμήν;
Λουκ 15.9καὶ εὑροῦσα συγκαλεῖ τὰς φίλας καὶ τὰς γείτονας λέγουσα· συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἣν ἀπώλεσα.Και αφού την εύρη καλεί στο σπίτι της όλες τις φίλες και τις γειτόνισες και λέγει· Χαρήτε μαζή μου, διότι ευρήκα την δραχμήν που έχασα.
Λουκ 15.10οὕτω, λέγω ὑμῖν, χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.Σας διαβεβαιώνω, ότι γίνεται χαρά μεγάλη εμπρός στους αγγέλους του Θεού και με συμμετοχήν των αγγέλων δι’ ένα αμαρτωλόν που μετανοεί”.
Λουκ 15.11Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς.Είπε δε ακόμη και την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος είχε δύο υιούς.
Λουκ 15.12καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.Και είπε ο νεώτερος από αυτούς στον πατέρα· πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει. Και ο πατέρας εμοίρασε εις αυτούς την περιουσίαν του.
Λουκ 15.13καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.Και ύστερα από ολίγας ημέρας ο νεώτερος υιός εμάζευσεν όλα ανεξαιρέτως όσα του είχε δώσει ο πατέρας και εταξίδεψε εις μακρυνήν χώραν. Και εκεί εσπατάλησε την περιουσίαν του ζων ένα βίον άσωτον, παραλυμένον και ασυλλόγιστον.
Λουκ 15.14δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.Οταν δε εξώδευσε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα εις την χώραν εκείνην και αυτός ήρχισε να στερήται και να πεινά.
Λουκ 15.15καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.Και από την πείναν πλέον ζαλισμένος επήγε και προσκολλήθηκε σαν δούλος εις ένα από τους κατοίκους της χώρας εκείνης. Και αυτός τον έστειλε εις τα χωράφια του, να βόσκη χοίρους.
Λουκ 15.16καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.Και επιθυμούσε να γεμίση την κοιλίαν του από τα ξυλοκέρατα, που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανείς δεν του έδιδε, διότι οι υπηρέται τα προώριζαν δια τους χοίρους.
Λουκ 15.17εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!Καποιαν όμως ημέραν συνήλθεν από την ζάλην και το κατάντημα της αμαρτωλής ζωής του και είπε· Ποσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν με το παραπάνω ψωμιά και φαγητά, εγώ δε χάνομαι από την πείναν;
Λουκ 15.18ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.Και αμέσως επήρε την απόφασιν της επιστροφής και είπε· Θα σηκωθώ, θα υπάγω προς τον πατέρα μου και θα του πω· πατέρα μου, ημάρτησα στον ουρανόν εμπρός στον Θεόν και τους αγγέλους του· ημάρτησα και ενώπιόν σου, διότι περιφρόνησα την πατρικήν σου αγάπην και δεν ελογάριασα την λύπην, που θα σου προξενούσα με την φυγήν μου.
Λουκ 15.19οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου και να φέρω το τιμημένο όνομά σου· κάμε με σαν ένα από τους υπηρέτας σου.
Λουκ 15.20καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.Και έθεσε εις εφαρμογήν την καλήν του απόφασιν. Εσηκώθη και ήλθε προς τον πατέρα του. Ενώ δε ακόμη ευρίσκετο εις μακρυνήν απόστασιν, ο πατέρας του, που από καιρόν τώρα τον επερίμενε και παρατηρούσε πάντοτε με λαχτάρα στον δρόμον, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθη, έτρεξε εις προϋπάντησίν του, έπεσε με στοργήν απέραντον στον τράχηλον του παιδιού του, το αγκαλιασε και το εγέμισε φιλήματα.
Λουκ 15.21εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.Συντετριμμένος ο υιός από την απέραντον αυτήν στοργήν είπε στον πατέρα του· Πατέρα, ημάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν σου και δεν είμαι άξιος να ονομασθώ υιός σου.
Λουκ 15.22εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας,Ο δε πατέρας τον διέκοψε, εστράφη προς τους δούλους, που είχαν μαζευθή εκεί, και είπε· Βγάλτε την πιο καλή φορεσιά και ενδύσατέ τον, και δώστε του το δακτυλίδι εις τα χέρια, σαν αυτό που φορούν οι ελεύθεροι και οι κύριοι. Δώστε του υποδήματα εις τα πόδια, δια να μη περπατή ξυπόλητος όπως οι δούλοι.
Λουκ 15.23καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,Και φέρτε το θρεφτό μοσχάρι, σφάξτε το και ετοιμάστε το πιο πλούσιο τραπέζι, δια να πανηγυρίσωμε το εξαιρετικά χαρμόσυνο αυτό γεγονός. Και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε όλοι.
Λουκ 15.24ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.Διότι ο υιός μου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος ήτο και ευρέθηκε. Και ήρχισαν να ευφραίνωνται. (Αγγελοι και δίκαιοι καλούνται από τον Θεόν να χαρούν και να ευφρανθούν, όταν ένας αμαρτωλός, που εγκατέλειψε τον Θεόν και εσπατάλησε τα θεία δώρα εις την αμαρτίαν και εβυθίσθη στον εξευτελισμόν και την κοινήν περιφρόνησιν, μετανοήση ειλικρινώς, επανέλθη προς τον Πατέρα και ξαναπάρη την υιοθεσίαν και την πρώτην του θέσιν).
Λουκ 15.25Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν,Αλλά ο μεγαλύτερος υιός ευρίσκετο στο χωράφι και καθώς την ώραν που ήρχετο επλησίασε στο σπίτι, ήκουσε μουσικά όργανα και τραγούδια και χορούς.
Λουκ 15.26καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.Και αφού εκάλεσε ένα από τους υπηρέτας, τον ηρώτησε τι άραγε είναι αυτά που γίνονται.
Λουκ 15.27ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.Εκείνος δε του είπε ότι· Ηλθε ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεπτό μοσχάρι, διότι με μεγάλην χαράν τον είδε και τον υπεδέχθη υγιή.
Λουκ 15.28ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.Εθύμωσε δε αυτός και δεν ήθελε να εισέλθη στο σπίτι και να παρακαθίση στο χαρμόσυνο τραπέζι. Οταν ο πατέρας επληροφορήθη αυτό, εβγήκε έξω προς τον μεγαλύτερον υιόν και με στοργήν πολλήν τον παρακαλούσε.
Λουκ 15.29ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ·Εκείνος όμως πικραμένος απεκρίθη με δυσφορίαν μεγάλην και του είπε· Ιδού τόσα χρόνια σε υπηρετώ και ποτέ δεν κατεπάτησα την εντολή σου. Και όμως εις εμέ δεν έδωσές ποτέ ένα κατσίκι, δια να εφρανθώ με τους φίλους μου.
Λουκ 15.30ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.Οταν δε ήλθε το παιδί σου αυτό, που κατέφαγε το βιο σου με πόρνας, έσφαξες προς χάριν του το θρεπτό μοσχάρι.
Λουκ 15.31ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν·Είπε δε εις αυτόν ο πατέρας· Παιδί μου, συ πάντοτε είσαι μαζή μου και όλα τα υπάρχοντά μου είναι δικά σου και ποτέ από τίποτε δεν σε εστέρησα.
Λουκ 15.32εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.Επρεπε δε και συ να ευρανθής και να χαρής, διότι ο αδελφός σου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος και ξαναβρέθηκε”. (Αγανακτούσαν οι υψηλόφρονες Φαρισαίοι, όταν έβλεπαν τον Κυριον να δέχεται με στοργήν τους μετανοούντας αμαρτωλούς και να τους ανακηρύσση πολίτας της βασιλείας του. Εγωπαθείς και ιδιοτελείς, καθώς ήσαν οι Φαρισαίοι και οι όμοιοι με αυτούς, τυπικώς μόνον και εξωτερικώς τιμώντες τον Θεόν, απεξένωσαν τον ευατόν των από την αγάπην του Θεού και από την χαρμόσυνον επικοινωνίαν με τους πολίτας της βασιλείας των ουρανών).

κεφ 16

Λουκ 16.1Ἔλεγε δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, ὃς εἶχεν οἰκονόμον, καὶ οὗτος διεβλήθη αὐτῷ ὡς διασκορπίζων τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦΕλεγε δε προς τους μαθητάς του και άλλην παραβολήν, δια να καταδικάση την φιλαργυρίαν, από την οποία εκυριαρχούντο οι Φαρισαίοι· “ένας άνθρωπος, είπε, ήτο πλούσιος και είχε διαχειριστήν εις την περιουσίαν του. Και αυτός ο διαχειριστής κατηγορήθηκε στον κύριον, ότι του διασκορπίζει και σπαταλά την περιουσίαν του.
Λουκ 16.2καὶ φωνήσας αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· τί τοῦτο ἀκούω περὶ σοῦ; ἀπόδος τὸν λόγον τῆς οἰκονομίας σου· οὐ γὰρ δύνῃ ἔτι οἰκονομεῖν.Και ο κύριος τον εφώναξε και του είπε· Τι είναι αυτό που ακούω εναντίον σου; Δος μου λογαριασμόν της διαχειρίσεώς σου, διότι δεν ημπορείς πλέον να είσαι διαχειριστής μου.
Λουκ 16.3εἶπε δὲ ἐν ἑαυτῷ ὁ οἰκονόμος· τί ποιήσω, ὅτι ὁ κύριός μου ἀφαιρεῖται τὴν οἰκονομίαν ἀπ᾿ ἐμοῦ; σκάπτειν οὐκ ἰσχύω, ἐπαιτεῖν αἰσχύνομαι·Είπε δε από μέσα του ο οικονόμος· Τι να κάμω τώρα, που μου αφαιρεί ο κύριός μου την διαχείρισιν; Να σκάπτω δεν ημπορώ, να ζητιανεύω εντρέπομαι.
Λουκ 16.4ἔγνων τί ποιήσω, ἵνα, ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας, δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν.Ευρήκα τι θα κάμω, ώστε όταν θα με διώξουν από την διαχείρισιν και από το σπίτι του κυρίου μου, να με δεχθούν άλλοι γνωστοί μου άνθρωποι εις τα σπίτια των.
Λουκ 16.5καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεωφειλετῶν τοῦ κυρίου ἔλεγε τῷ πρώτῳ· πόσον ὀφείλεις σὺ τῷ κυρίῳ μου;Και αφού επροσκάλεσε καθένα από τους χρεωφειλέτας του κυρίου του χωριστά, είπε στον πρώτον· Ποσα χρεωστάς συ στον κύριόν μου;
Λουκ 16.6ὁ δὲ εἶπεν· ἑκατὸν βάτους ἐλαίου. καὶ εἶπεν αὐτῷ· δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ καθίσας ταχέως γράψον πεντήκοντα.Εκείνος δε απήντησεν· Τρισήμισυ περίπου χιλιάδες κιλά λάδι. Και του είπε ο διαχειριστής· Παρε το γραμμάτιόν σου, κάθισε και γράψε γρήγορα ότι χρεωστάς τα μισά.
Λουκ 16.7ἔπειτα ἑτέρῳ εἶπε· σὺ δὲ πόσον ὀφείλεις; ὁ δὲ εἶπεν· ἑκατὸν κόρους σίτου. καὶ λέγει αὐτῷ· δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ γράψον ὀγδοήκοντα.Επειτα δε είπε εις άλλον· Συ πόσα χρεωστάς; Εκείνος δε απήντησε· τεσσερεσήμισυ και πλέον χιλιάδες κιλά σιτάρι. Και ο διαχειριστής του είπε· Παρε το γραμμάτιόν σου και γράψε ότι χρεωστάς τρισήμισυ χιλιάδες κιλά.
Λουκ 16.8καὶ ἐπῄνεσεν ὁ κύριος τὸν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας, ὅτι φρονίμως ἐποίησεν· ὅτι οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου φρονιμότεροι ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτὸς εἰς τὴν γενεὰν τὴν ἑαυτῶν εἰσι.Και ο κύριος επήνεσε τον άδικον και αναξιόπιστον αυτόν διαχειριστήν, διότι εις την περίστασιν αυτήν ενήργησε άδικα μεν, αλλά δια τον εαυτόν του συνετά”. Και επρόσθεσεν ο Κυριος· “οι αμαρτωλοί άνθρωποι του κόσμου τούτου, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά των, αποδεικνύονται εις την γενεάν των συνετώτεροι και προνοητικώτεροι από τα τέκνα του φωτός, από εκείνους που έχουν φωτισθή από την αλήθειαν του Θεού.
Λουκ 16.9κἀγὼ ὑμῖν λέγω· ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε, δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς.Και εγώ σας λέγω τούτο· μιμηθήτε στον τρόπον της ενεργείας τον άδικον οικονόμον. Οσοι έχετε μεγάλας περιουσίας, αι οποίαι κατά κανόνα αποκτώνται με αδικίας, αφού μετανοήσετε, κάμετε έργα καλά με τα χρήματα αυτά της αδικίας, αποκτήσατε φίλους με τας αγαθοεργίας σας, ώστε οι φίλοι σας αυτοί να σας υποδεχθούν εις την αιωνίαν ζωήν, όταν φύγετε από τον κόσμον αυτόν.
Λουκ 16.10ὁ πιστὸς ἐν ἐλαχίστῳ καὶ ἐν πολλῷ πιστός ἐστι, καὶ ὁ ἐν ἐλαχίστῳ ἄδικος καὶ ἐν πολλῷ ἄδικός ἐστιν.Εκείνος που είναι πιστός στο ελάχιστον, εις τα υλικά δηλαδή αγαθά που θα χρησιμοποιή προς αγαθοεργίας, αυτός είναι πιστός και εις τα περισσότερα, εις τα πνευματικά δηλαδή και ουράνια αγαθά. Και εκείνος που είναι άδικος και εις τα ελάχιστα, είναι άδικος και αναξιόπιστος και στον πολύν και ανεκτίμητον πνευματικόν πλούτον.
Λουκ 16.11εἰ οὖν ἐν τῷ ἀδίκῳ μαμωνᾷ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ἀληθινὸν τίς ὑμῖν πιστεύσει;Εάν λοιπόν στον άδικον μαμωνάν, στον φθαρτόν και προσωρινόν πλούτον, που παρασύρει εις αδικίαν, δεν εφανήκατε αξιόπιστοι, τον αληθινόν και αιώνιον πλούτον της βασιλείας του Θεού, ποιός θα σας τον εμπιστευθή;
Λουκ 16.12καὶ εἰ ἐν τῷ ἀλλοτρίῳ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ὑμέτερον τίς ὑμῖν δώσει;Και εάν στον υλικόν και ξένον προς την πνευματικήν σας φύσιν άδικον μαμωνάν δεν εφανήκατε αξιόπιστοι, τον πνευματικόν πλούτον τον οποίον ο Θεός προώρισεν ως ιδικόν σας κτήμα, ποιός θα σας τον δώση;
Λουκ 16.13Οὐδεὶς οἰκέτης δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.Κανένας υπηρέτης δεν ημπορεί να υπηρετή συγρόνως δύο κυρίους. Διότι η θα μισήση τον ένα και θα αγαπήση τον άλλον, η θα προσκολληθή στον ένα και θα καταφρονήση τον άλλον. Δεν είναι δυνατόν να είσθε συγχρόνως δούλοι του Θεού και του μαμωνά”.
Λουκ 16.14Ἤκουον δὲ ταῦτα πάντα καὶ οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες, καὶ ἐξεμυκτήριζον αὐτόν.Οι Φαρισαίοι, οι οποίοι ως γνωστόν ήσαν φυλάργυροι, ήκουσαν όλα αυτά και τον ενέπαιζαν.(Αυτοί επίστευαν ότι τα πλούτη είνα τιμητική δωρεά του Θεού προς αυτούς).
Λουκ 16.15καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτοὺς ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ὁ δὲ Θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας ὑμῶν· ὅτι τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.Και είπεν εις αυτούς· “σεις είσθε που παρουσιάζετε τον ευατόν σας δίκαιον ενώπιον των ανθρώπων· ο Θεός όμως γνωρίζει τας καρδίας σας. Διότι αυτό που παρουσιάζετε με την υποκρισίαν ως υψηλόν, ενώπιον του Θεού, ο οποίος γνωρίζει κατά βάθος τα πράγματα, είναι βδελυκτόν και μισητόν.
Λουκ 16.16Ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται ἕως Ἰωάννου· ἀπὸ τότε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται, καὶ πᾶς εἰς αὐτὴν βιάζεται.Ο νόμος και οι προφήται μέχρι του Ιωάννου του Βαπτιστού επαιδαγώγησαν τους ανθρώπους· και τώρα έχουν παραχωρήσει την θέσιν των εις την εποχήν της χάριτος. Διότι από τον καιρόν του Ιωάννου του Βαπτιστού κηρύσσεται φανερά και όχι συνεσκιασμένα το χαρμόσυνον άγγελμα της βασιλείας του Θεού. Και καθένας, που ποθεί την σωτηρίαν του, βιάζει τον ευατόν του να ενταχθή εις αυτήν.
Λουκ 16.17εὐκοπώτερον δέ ἐστι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν παρελθεῖν ἢ τοῦ νόμου μίαν κεραίαν πεσεῖν.Είναι ευκολώτερον ο ουρανός και η γη να περάσουν και να καταστραφούν, παρά ένα κόμμα, και η παραμικροτέρα δηλαδή εντολή του νόμου, να αχρηστευθή και χάση το κύρος της.
Λουκ 16.18Πᾶς ὁ ἀπολύων τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ γαμῶν ἑτέραν μοιχεύει, καὶ πᾶς ὁ ἀπολελυμένην ἀπὸ ἀνδρὸς γαμῶν μοιχεύει.Τωρα ο νέος νόμος του Θεού εφαρμόζεται αυστηρότερον. Καθένας που χωρίζει την γυναίκα του και νυμφεύεται άλλην, διαπράττει μοιχείαν. Και καθένας που νυμφεύεται γυναίκα διαζευγμένην από τον άνδρα της, διαπράττει μοιχείαν.
Λουκ 16.19Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς.Ειδικώτερα δε δια τον πλούτον ακούσατε και αυτήν την παραβολήν· Ενας άνθρωπος ήτο πλούσιος και εφορούσε κόκκινον πανάκριβον ένδυμα και λευκόν, λινόν πολυτελή χιτώνα. Και κάθε ημέρα ηυφραίνετο με πολυδάπανα λαμπρά συμπόσια.
Λουκ 16.20πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένοςΕζούσε δε τότε και κάποιος πτωχός ονάματι Λαζαρος, ο όποιος ήτο παραπεταμένος κοντά εις την μεγάλην εξώπορτα του πλουσίου, γεμάτος από πληγάς.
Λουκ 16.21καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.Και αυτός επιθυμούσε να χορτάση την πείνα του από τα ψίχουλα, που έπιπταν από το τραπέζι του πλουσίου. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι σκύλοι έγλειφαν τας πληγάς του γυμνού σχεδόν σώματός του.
Λουκ 16.22ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.Συνέβη δε να πεθάνη ο πτωχός και να μεταφερθή από τους αγγέλους εις τας αγκάλας του Αβραάμ, στον παράδεισον δηλαδή όπου ο Αβραάμ μαζή με τους δικαίους αναπαύονται και ευφραίνονται. Επέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη με πολλήν μεγαλοπρέπειαν. Η ψυχή του όμως κατέβηκε στον Αδην.
Λουκ 16.23καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.Και στον Αδην όπου εβασανίζετο, εσήκωσε τα μάτια του και βλέπει τον Αβραάμ από μακρυά και τον Λαζαρον εις τας αγκάλας του.
Λουκ 16.24καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.Και αυτός, που τόσην αδιαφορίαν και σκληρότητα είχε δείξει, όταν ζούσε εις την γην, εφώναξε τώρα και είπε· Πατερ Αβραάμ, σπλαγχνίσου με και στείλε τον Λαζαρον να βρέξη την άκρη από το δάκτυλο του στο νερό και να δροσίση την γλώσσαν μου, διότι πονώ φοβερά μέσα εις την βασανιστικήν αυτήν φλόγα του Αδου.
Λουκ 16.25εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι·Είπε δε ο Αβραάμ· Τεκνον, θυμήσου, ότι συ απήλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου εις την ζωήν σου και ο Λαζαρος ομοίως εδοκίμασε τα κακά της φτώχειας και της ασθενείας. Τωρα δε αυτός εδώ παρηγορείται και ευφραίνετε δια την υπομονήν, που έδειξε στον καιρόν της θλίψεώς του, συ δε κατά λόγον δικαιοσύνης βασανίζεσαι δια την φιλαυτίαν σου και την σκληρότητα της καρδίας σου.
Λουκ 16.26καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.Και επί πλέον μεταξύ του τόπου, που είμεθα ημείς, και του τόπου που είσθε σεις, έχει στηριχθή μέγα και ανυπέρβλητον χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ εις σας να μη ημπορούν ούτε και αυτοί, που είναι στο μέρος σας να μην ημπορούν να περάσουν προς ημάς.
Λουκ 16.27εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου·Είπε δε ο πλούσιος· Τοτε σε παρακαλώ, πάτερ, να στείλης τον Λαζαρον στο πατρικό μου σπίτι,
Λουκ 16.28ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.διότι έχω εκεί πέντε αδελφούς, στείλε τον να τους διαβεβαιώση δι’ αυτά που συμβαίνουν εδώ, ώστε να μη καταντήσουν και αυτοί στον τόπον τούτον των βασάνων.
Λουκ 16.29λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν.Λεγει εις αυτόν ο Αβραάμ· Εχουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας· ας ακούσουν αυτών τας μαρτυρίας.
Λουκ 16.30ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν.Εκείνος δε είπε· όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα προσέξουν την μαρτυρίαν του Μωϋσέως και των προφητών. Αλλά εάν κανείς από τους πεθαμένους υπάγη προς αυτούς, θα μετανοήσουν.
Λουκ 16.31εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.Είπε δε εις αυτόν ο Αβραάμ· εάν δεν ακούσουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας, δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθή κάποιος εκ νεκρών”. (Οταν λείπη η καλή διάθεσις ούτε και το μεγαλύτερον θαύμα ημπορεί να οδηγήση εις πίστιν και μετάνοιαν).

κεφ 17

Λουκ 17.1Ἔλεγε δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· ἀνένδεκτόν ἐστι τοῦ μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· οὐαὶ δὲ δι᾿ οὗ ἔρχεται.Ελεγε δε προς τους μαθητάς του ο Κυριος· “είναι αδύνατον μέσα στον διεφθαρμένον και πονηρόν αυτόν κόσμον, να μην έλθουν τα σκάνδαλα και οι πειρασμοί. Αλλοίμονον όμως εις εκείνον, δια του οποίου έρχεται το σκάνδαλον και σκοντάπτει ο αδύνατος στον δρόμον του.
Λουκ 17.2λυσιτελεῖ αὐτῷ εἰ λίθος μυλικὸς περίκειται περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ἔῤῥιπται εἰς τὴν θάλασσαν, ἢ ἵνα σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων.Είναι προτιμότερον δι’ αυτόν να κρεμασθή γύρω από τον λαιμόν του μυλόπετρα και να έχη ριφθή εις την θάλασσαν, παρά να σκανδαλίση ένα από τους ταπεινούς αυτούς και απλοϊκούς που πιστεύουν εις εμέ.
Λουκ 17.3προσέχετε ἑαυτοῖς. ἐὰν δὲ ἁμάρτῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ἐπιτίμησον αὐτῷ· καὶ ἐὰν μετανοήσῃ, ἄφες αὐτῷ·Προσέχετε στους εαυτούς σας. Εάν φταίξη εις σε ο αδελφός σου, επίπληξέ τον με αδελφικήν αγάπην. Και αν μετανοήση, συγχώρησέ του το φταίξιμο.
Λουκ 17.4καὶ ἐὰν ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἁμάρτῃ εἰς σὲ καὶ ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἐπιστρέψῃ πρός σε λέγων, μετανοῶ, ἀφήσεις αὐτῷ.Και εάν επτά φορές την ημέραν σου φταίξη και επτά φορές επιστρέψη και σου πη “μετανοώ”, έχεις καθήκον να τον συγχωρήσης”.
Λουκ 17.5Καὶ εἶπον οἱ ἀπόστολοι τῷ Κυρίῳ· πρόσθες ἡμῖν πίστιν.Και είπαν οι Απόστολοι προς τον Κυριον· “Κυριε πρόσθεσεν εις ημάς πίστιν, ώστε και τα σκάνδαλα να υπερνικώμεν και με όλην μας την καρδίαν τους αδελφούς μας να συγχωρούμεν”.
Λουκ 17.6εἶπε δὲ ὁ Κύριος· εἰ ἔχετε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐλέγετε ἂν τῇ συκαμίνῳ ταύτῃ, ἐκριζώθητι καὶ φυτεύθητι ἐν τῇ θαλάσσῃ, καὶ ὑπήκουσεν ἂν ὑμῖν.Είπε δε ο Κυριος· “εάν έχετε πίστιν θερμήν και δραστικήν σαν τον σπόρον του σιναπιού, θα ελέγατε εις την συκαμινιά αυτήν· Ξερριζώσου και πήγαινε να φυτευθής μέσα εις την θάλασσαν, και θα σας υπήκουε.
Λουκ 17.7Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν δοῦλον ἔχων ἀροτριῶντα ἢ ποιμαίνοντα, ὃς εἰσελθόντι ἐκ τοῦ ἀγροῦ ἐρεῖ, εὐθέως παρελθὼν ἀνάπεσε,Εάν δε και τέτοια θαύματα πραγματοποιήσετε, μη λησμονείτε ότι είσθε δούλοι του Θεού και μη υπερηφανευθήτε· διότι ποιός από σας που έχει ένα δούλον και οργώνει το χωράφι η βόσκει τα πρόβατα, όταν αυτός ο δούλος επιστρέψη από το χωράφι στο σπίτι, ποιός ποτέ κύριος θα του πη· Περασε αμέσως και κάθισε να φας;
Λουκ 17.8ἀλλ᾿ οὐχὶ ἐρεῖ αὐτῷ· ἑτοίμασον τί δειπνήσω, καὶ περιζωσάμενος διακόνει μοι ἕως φάγω καὶ πίω, καὶ μετὰ ταῦτα φάγεσαι καὶ πίεσαι σύ;Αλλά θα του πη τούτο· Ετοίμασέ μου το φάγητον να δειπνήσω και ζώσου να με υπηρετής, έως ότου φάγω και πίω· και έπειτα φάγε και πιε εσύ.
Λουκ 17.9μὴ χάριν ἔχει τῷ δούλῳ ἐκείνῳ ὅτι ἐποίησε τὰ διαταχθέντα; οὐ δοκῶ.Μηπως ο κύριος αυτός θα χρεωστή ευγνωμοσύνην εις εκείνον τον δούλον, διότι έκαμεν όσα τον διέταξε; Δεν το νομίζω.
Λουκ 17.10οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν.Ετσι και σεις, και όταν άκομα εκτελέσατε όλα όσα σας διέταξεν ο Θεός, πρέπει να λέγετε ότι είμεθα άχρηστοι δούλοι, διότι απλώς εκάμαμεν ο,τι είχαμεν χρέος να κάμωμεν.
Λουκ 17.11Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας.Και ενώ εβάδιζεν αυτός προς την Ιερουσαλήμ, επέρασε ανάμεσα από τα σύνορα Σαμαρείας και Γαλιλαίας.
Λουκ 17.12καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόῤῥωθεν,Και καθώς εισήρχετο εις ένα χωριό, το απήντησαν δέκα λεπροί, οι οποίοι εστάθηκαν από μακρυά, διότι ο μωσαϊκός νόμος διέτασσε να μη πλησιάζουν ποτέ οι λεπροί τους υγιείς.
Λουκ 17.13καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.Και αυτοί εφώναξαν δυνατά και είπαν· “Ιησού διδάσκαλε, σπλαγχνίσου μας, ελέησέ μας, δος μας την υγείαν μας”.
Λουκ 17.14καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν.Και όταν τους είδεν ο Ιησούς τους είπε· “πηγαίνετε και δείξετε το σώμα σας στους ιερείς, δια να βεβαιώσουν αυτοί επισήμως την θεραπείαν σας”. Και καθώς επήγαιναν εκαθαρίσθησαν από την λέπραν.
Λουκ 17.15εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν,Ενας δε από αυτούς, όταν είδεν ότι εθεραπεύθη, επέστρεψε δοξάζων και ευχαριστών τον Θεόν με μεγάλην φωνήν.
Λουκ 17.16καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης.Και έπεσε με το πρόσωπον κατά γης κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ευχαριστών αυτόν εκ βάθους ψυχής. Και αυτός ήτο Σαμαρείτης.
Λουκ 17.17ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε· “δεν εκαθαρίσθησαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα που είναι;
Λουκ 17.18οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;Δεν εθεώρησαν καθήκον των να επιστρέψουν και να δοξάσουν τον Θεόν, εκτός από αυτόν που δεν είναι Ιουδαίος, αλλά κατάγεται από άλλο γένος;”
Λουκ 17.19καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.Και είπεν εις αυτόν· “σήκω και πήγαινε, η πίστις σου εκτός από την θεραπείαν του σώματος, σου έχει δώσει και την σωτηρίαν της ψυχής σου”. (Η ευγνωμοσύνη μας προς τον Θεόν μας κάνει αξίους ακόμη μεγαλυτέρων δωρεών εκ μέρους του).
Λουκ 17.20Ἐπερωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν Φαρισαίων πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπεκρίθη αὐτοῖς καὶ εἶπεν· οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως,Οταν δε κάποιος από τους Φαρισαίους τον ηρώτησε, πότε έρχεται η βασιλεία του Θεού, απεκρίθη εις αυτούς και είπεν· “η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται με εξωτερικήν πομπήν και εντυπωσιακά γεγονότα, ώστε να προκαλή την προσοχήν και παρατήρησιν των ανθρώπων.
Λουκ 17.21οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ· ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν.Ούτε όταν έλθη θα είπουν οι άνθρωποι· Ιδού εδώ είναι η ιδού εκεί είναι. Διότι εις την πραγματικότητα η βασιλεία του Θεού ευρίσκεται μεταξύ σας, εφ’ όσον εγώ, ο Μεσσίας και αρχηγός της βασιλείας του Θεού, ευρίσκομαι ενώπιόν σας. Και όμως σεις δεν το έχετε αντιληφθή”.
Λουκ 17.22Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς· ἐλεύσονται ἡμέραι ὅτε ἐπιθυμήσετε μίαν τῶν ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἰδεῖν, καὶ οὐκ ὄψεσθε.Είπε δε προς τους μαθητάς του· “θα έλθουν ημέραι, που θα επιθυμήσετε να ιδήτε, δια να πάρετε θάρρος και ενίσχυσιν στον αγώνα σας, μίαν από τας ημέρας του υιού του ανθρώπου, και δεν θα ίδετε, διότι εγώ θα έχω φύγει και δεν θα είμαι κατά ένα τρόπον αισθητόν μαζή σας.
Λουκ 17.23καὶ ἐροῦσιν ὑμῖν· ἰδοὺ ὧδε, ἰδοὺ ἐκεῖ· μὴ ἀπέλθητε μηδὲ διώξητε.Και θα σας πουν τότε· Ιδού εδώ είναι ο Χριστός, ιδού εκεί είναι ο Χριστός. Μην πάτε και μην ακολουθήσετε αυτόν, που θα σας φέρη την ψευδή αυτήν πληροφορίαν.
Λουκ 17.24ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἀστράπτουσα ἐκ τῆς ὑπ᾿ οὐρανὸν εἰς τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν λάμπει, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ ἡμέρᾳ αὐτοῦ.Ο υιός του ανθρώπου θα έλθη κατά την ημέραν της ενδόξου αυτού δευτέρας παρουσίας, θα έλθη όμως τότε ολοφάνερα, αλλά και έξαφνα, όπως ακριβώς η αστραπή φαίνεται έξαφνα και αστράφτει από κάποιαν περιοχήν του ουρανού, λάμπει δε και φωτίζει όλην την έκτασιν κάτω από τον ουρανόν.
Λουκ 17.25πρῶτον δὲ δεῖ αὐτὸν πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης.Πριν όμως έλθη με όλην του την δόξαν ως κριτής, πρέπει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού να πάθη πολλά και να αποδοκιμασθή από την γενεάν αυτήν.
Λουκ 17.26καὶ καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε οὕτως ἔσται καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου·Και καθώς συνέβη κατά τας ημέρας του Νώε, έτσι θα είναι και κατά τας ημέρας που θα έλθη ο υιός του ανθρώπου.
Λουκ 17.27ἤσθιον, ἔπινον, ἐγάμουν, ἐξεγαμίζοντο, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε ὁ Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας.Οι άνθρωποι τότε έτρωγαν, έπιναν, διασκέδαζαν, ενυμφεύοντο, έδιδαν εις γάμον τα παιδιά των, χωρίς να δίδουν σημασίαν εις όσα τους έλεγεν ο Νώε, μέχρι της ημέρας που εμπήκε ο Νώε εις την κιβωτόν και ήλθεν ο κατακλυσμός και εξωλόθρευσεν όλους.
Λουκ 17.28ὁμοίως καὶ ὡς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Λώτ· ἤσθιον, ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, ᾠκοδόμουν·Θα συμβή ο,τι έγινε και κατά τας ημέρας του Λωτ. Και τότε οι άνθρωποι έτρωγαν, έπιναν, ηγόραζαν, επωλούσαν, εφύτευαν, έκτιζαν χωρίς να σκέπτωνται καθόλου τον Θεόν.
Λουκ 17.29ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθε Λὼτ ἀπὸ Σοδόμων, ἔβρεξε πῦρ καὶ θεῖον ἀπ᾿ οὐρανοῦ καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας.Την ώρα όμως που έφυγεν ο Λωτ από τα Σοδομα, έβρεξε από τον ουρανόν φωτιά και θειάφι και κατέστρεψε όλους.
Λουκ 17.30κατὰ τὰ αὐτὰ ἔσται ᾗ ἡμέρᾳ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται.Ομοια με αυτά θα συμβούν και κατά την ημέραν της δευτέρας παρουσίας, που θα φανή με όλην του την δόξαν ο υιός του ανθρώπου.
Λουκ 17.31ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὃς ἔσται ἐπὶ τοῦ δώματος καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἐν τῇ οἰκίᾳ, μὴ καταβάτω ἆραι αὐτά, καὶ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ ὁμοίως μὴ ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω.Κατά την άλλην δε ημέραν της οργής του Θεού, που δεν θα βραδύνη να έλθη (όταν δηλαδή θα πλησιάζουν τα ρωμαϊκά στρατεύματα δια να καταστρέψουν την Ιερουσαλήμ) εκείνος που θα ευρίσκεται εις την ταράτσαν και τα πράγματά του θα έχη μέσα στο σπίτι, ας μη κατεβή να τα πάρη. Και εκείνος επίσης που θα ευρίσκεται στο χωράφι, ας μη γυρίση εις την πόλιν.
Λουκ 17.32μνημονεύετε τῆς γυναικὸς Λώτ.Να ενθυμήσθε την γυναίκα του Λωτ, η οποία έγινε στήλη άλατος, μόνον και μόνον διότι έστρεψε το κεφάλι της, δια να ίδη τι γίνεται εις τα Σοδομα.
Λουκ 17.33ὃς ἐὰν ζητήσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὃς ἐὰν ἀπολέσῃ αὐτήν, ζωογονήσει αὐτήν.Εκείνος που θα ζητήση με την προσκόλλησίν του εις τα υλικά αγαθά, να εξασφαλίση την ζωήν του, θα την χάση. Και εκείνος που θα χάση την ζωήν του, δια να μείνη πιστός στο καθήκον του, εις την πραγματικότητα θα την διατηρήση, διότι θα εξασφαλίση την αιωνίαν ζωήν.
Λουκ 17.34λέγω ὑμῖν, ταύτῃ τῇ νυκτὶ δύο ἔσονται ἐπὶ κλίνης μιᾶς, εἷς παραληφθήσεται καὶ ὁ ἕτερος ἀφεθήσεται·Σας λέγω δε ότι αυτήν την νύκτα, που θα προηγηθή από την μεγάλην καταστροφήν, δύο θα ευρίσκονται εις ένα κρεββάτι, ο ένας, ο πιστός, θα παραληφθή και θα οδηγηθή από φωτισμόν Θεού και θα φύγη, δια να σωθή μακράν, ως εάν θα έχη παραληφθή από τους αγγέλους του Θεού· και άλλος, ο άπιστος, θα αφεθή, δια να τιμωρηθή.
Λουκ 17.35δύο ἔσονται ἀλήθουσαι ἐπὶ τὸ αὐτό, μία παραληφθήσεται καὶ ἡ ἑτέρα ἀφεθήσεται·Δυο γυναίκες θα είναι που θα αλέθουν μαζή, η μία, η πιστή, θα παραληφθή και θα σωθή, η άλλη θα αφεθή, δια να τιμωρηθή.
Λουκ 17.36δύο ἐν τῷ ἀγρῷ, εἷς παραληφθήσεται καὶ ὁ ἕτερος ἀφεθήσεται.Δυο θα είναι στο χωράφι, ο ένας, ο πιστός, θα παραληφθή δια να σωθή, ο άλλος, ο άπιστος, θα αφεθή να τιμωρηθή”.
Λουκ 17.37καὶ ἀποκριθέντες λέγουσιν αὐτῷ· ποῦ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ὅπου τὸ σῶμα, ἐκεῖ ἐπισυναχθήσονται καὶ οἱ ἀετοί.Απεκρίθησαν δε οι μαθηταί και του είπαν· “που, Κυριε, θα γίνουν αυτά;” ο δε Κυριος τους είπε· “όπου είναι το νεκρόν σώμα, εκεί θα μαζευθούν από διάφορα σημεία του ορίζοντος τα όρνια δια να το καταβροχθίσουν”. (Οπου οι ηθικώς νεκροί, εξ αιτίας των αμαρτιών των, άνθρωποι, εκεί θα πέσουν και αι τιμωρίαι).

κεφ 18

Λουκ 18.1Ἔλεγε δὲ καὶ παραβολὴν αὐτοῖς πρὸς τὸ δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι αὐτοὺς καὶ μὴ ἐκκακεῖν,Δια να διδάξη δε τους μαθητάς του να προσεύχωνται πάντοτε και να μη αποκάμνουν εις την προσευχήν, τους είπε και την παραβολήν αυτήν·
Λουκ 18.2λέγων· κριτής τις ἦν ἔν τινι πόλει τὸν Θεὸν μὴ φοβούμενος καὶ ἄνθρωπον μὴ ἐντρεπόμενος.“Εις μίαν πόλιν υπήρχε κάποιος κριτής, ο χειρότερος τύπος του ανθρώπου που είναι δυνατόν να νοηθή, ο οποίος ούτε τον Θεόν εφοβείτο ούτε και κανένα άνθρωπον εντρέπετο.
Λουκ 18.3χήρα δὲ ἦν ἐν τῇ πόλει ἐκείνῃ, καὶ ἤρχετο πρὸς αὐτὸν λέγουσα· ἐκδίκησόν με ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου μου.Εις την πόλιν εκείνην ήτο επίσης και μία χήρα, και ήρχετο προς αυτόν λέγουσα· Απόδωσέ μου το δίκαιον· προστάτευσέ με από τον αντίδικόν μου, ο οποίος με αδικεί.
Λουκ 18.4καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἐπὶ χρόνον· μετὰ δὲ ταῦτα εἶπεν ἐν ἑαυτῷ· εἰ καὶ τὸν Θεὸν οὐ φοβοῦμαι καὶ ἄνθρωπον οὐκ ἐντρέπομαι,Αλλά ο κριτής επί αρκετόν χρόνον δεν ήθελε να αποδώση το δίκαιον. Επειτα όμως από καιρόν, επειδή η χήρα επέμενε να τον ενοχλή, είπε από μέσα του· Αν και εγώ τον Θεόν δεν φοβούμαι και κανένα άνθρωπον δεν εντρέπομαι,
Λουκ 18.5διά γε τὸ παρέχειν μοι κόπον τὴν χήραν ταύτην ἐκδικήσω αὐτήν, ἵνα μὴ εἰς τέλος ἐρχομένη ὑποπιάζῃ με.όμως επειδή η χήρα αυτή με ενοχλεί συνεχώς, θα της αποδώσω το δίκαιον, μόνον και μόνον δια να μη έρχεται και με πιέζη και με στενοχωρή”.
Λουκ 18.6εἶπε δὲ ὁ Κύριος· ἀκούσατε τί ὁ κριτὴς τῆς ἀδικίας λέγει·Είπε δε ο Κυριος· “ακούστε και προσέξτε καλά, τι λέγει ο άδικος κριτής.
Λουκ 18.7ὁ δὲ Θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμῶν ἐπ᾿ αὐτοῖς;Αφού λοιπόν εκείνος, ασεβής και αναιδής, εδέχθηκε επί τέλους την αίτησιν της χήρας, ο Θεός ο πανάγαθος και δίκαιος δεν θα αποδώση το δίκαιον στους εκλεκτούς του, οι οποίοι φωνάζουν προς αυτόν με τας προσευχάς των ημέραν και νύκτα, έστω και αν εις πολλάς περιστάσεις δεν απαντά αμέσως αλλά αναβάλλει (με τον σκοπόν αυτούς μεν να στηρίξη εις την πίστιν, τους δε αδικούντας να καλέση εις μετάνοιαν;)
Λουκ 18.8λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει. πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;Σας διαβεβαιώνω, ότι ο Θεός γρήγορα θα αποδώση το δίκαιον στους εκλεκτούς του και θα τιμωρήση τους αδικούντας, εάν δεν μετανοήσουν. Αλλά, όταν ο υιός του ανθρώπου έλθη δια να αποδώση δικαιοσύνην, άρά γε θα εύρη στους ανθρώπους αυτήν την ζωντανήν πίστιν, που θα τους ενισχύη, ώστε να μη αποκάμνουν εις την προσευχήν;”
Λουκ 18.9Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην·Είπε δε και προς μερικούς, που είχαν την αλαζονικήν αυτοπεποίθησιν ότι είναι δίκαιοι και περιφρονούσαν τους άλλους, την παραβολήν αυτήν.
Λουκ 18.10ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.“Δυο άνθρωποι ανέβησαν στο ιερόν να προσευχηθούν, ο ένας Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης.
Λουκ 18.11ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης·Ο Φαρισαίος εστάθη επιδεικτικώς δια να προκαλή εντύπωσιν· και δια να δοξάση τον ευατόν του, αυτά προσηύχετο· Σε ευχαριστώ, Θεε μου, διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί η και ωσάν αυτός ο τελώνης.
Λουκ 18.12νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι.Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Πεμπτην, δίδω το δέκατον από όλα γενικώς όσα αποκτώ. Εγώ είμαι ενάρετος.
Λουκ 18.13καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.Και ο τελώνης, που εστέκετο κάπου μακρυά από το θυσιαστήριον, δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώση στον ουρανόν, αλλ’ εκτυπούσε το στήθος του λέγων· Θεε μου, σπλαγχνίσου με τον αμαρτωλόν και συγχώρησέ με.
Λουκ 18.14λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.Σας διαβεβαιώνω, ότι αυτός ο περιφρονημένος από τον Φαρισαίον τελώνης κατέβηκε στο σπίτι του με συγχωρημένας τας αμαρτίας του, αθώος και δίκαιος ενώπιον του Θεού, παρά ο Φαρισαίος εκείνος. Διότι κάθε ένας που υψώνει τον ευατόν του, θα ταπεινωθή από τον Θεόν και θα καταδικασθή, ενώ εξ αντιθέτου εκείνος που ταπεινώνει τον ευατόν του θα υψωθή και θα δοξασθή από τον Θεόν”.
Λουκ 18.15Προσέφερον δὲ αὐτῷ καὶ τὰ βρέφη ἵνα αὐτῶν ἅπτηται· καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐπετίμησαν αὐτοῖς.Εφεραν δε εις αυτόν εκτός των ασθενών και τα βρέφη, δια να τα εγγίση με τα άχραντα χέρια του και τους δώση την ευλογίαν του. Αλλά οι μαθηταί, όταν είδαν τους γονείς με τα βρέφη να πλησιάζουν, τους επέπληξαν, να μη ενοχλούν τον διδάσκαλον με τέτοια μικρά και ασήμαντα ζητήματα.
Λουκ 18.16ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτὰ εἶπεν· ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με καὶ μὴ κωλύετε αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.Ο Ιησούς όμως επροσκάλεσε αυτά και είπε· “αφήστε τα παιδιά να έρχωνται κοντά μου και μη τα εμποδίζετε, διότι εις αυτά, και εις εκείνους που θα ομοιάσουν με αυτά κατά την απλοϊκότητα και αγαθότητα, ανήκει η βασιλεία των ουρανών.
Λουκ 18.17ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν.Αληθινά σας λέγω, εκείνος που δεν θα δεχθή την βασιλείαν του Θεού με την αφέλειαν και την εμπιστοσύνην μικρού παιδιού, δεν θα εισέλθη εις αυτήν”.
Λουκ 18.18Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;”
Λουκ 18.19εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός.Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ’ όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον, διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός.
Λουκ 18.20τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”.
Λουκ 18.21ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου.Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”.
Λουκ 18.22ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος μαθητής μου”.
Λουκ 18.23ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα.Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του.
Λουκ 18.24ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την βασιλείαν του Θεού!
Λουκ 18.25εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.Διότι είναι ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”.
Λουκ 18.26εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι;Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή, αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα χρήματα;
Λουκ 18.27ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.
Λουκ 18.28Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι.Λαβών ο Πετρος αφορμήν από την προτροπήν του Κυρίου προς τον πλούσιον είπε· “Κυριε, ιδού ημείς αφήσαμεν όλα και σε ηκολουθήσαμεν”.
Λουκ 18.29ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδείς ἐστιν ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ γονεῖς ἢ ἀδελφοὺς ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἕνεκεν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ,Ο δε Κυριος τους είπε· σας διαβεβαιώνω, ότι δεν υπάρχει κανένας που αφήκε οικίαν η γονείς η αδελφούς η γυναίκα η τέκνα δια την βασιλείαν του Θεού,
Λουκ 18.30ὃς οὐ μὴ ἀπολάβῃ πολλαπλασίονα ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ ζωὴν αἰώνιον.και ο όποιος να μη τα ξαναπάρη πολλαπλάσια κατά τον καιρόν της επιγείου του ζωής, κατά δε τον αιώνα που έρχεται αιωνίαν ζωήν”.
Λουκ 18.31Παραλαβὼν δὲ τοὺς δώδεκα εἶπε πρὸς αὐτούς· ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ τελειωθήσεται πάντα τὰ γεγραμμένα διὰ τῶν προφητῶν τῷ υἱῷ τοῦ ἀνθρώπου.Επήρε τότε ιδιαιτέρως τους δώδεκα και τους είπε· “ιδού αναβαίνομεν τώρα εις Ιεροσόλημα και θα πραγματοποιηθούν πλήρως όλα όσα έχουν γραφή από τους προφήτας δια τον υιόν του ανθρώπου.
Λουκ 18.32παραδοθήσεται γὰρ τοῖς ἔθνεσι καὶ ἐμπαιχθήσεται καὶ ὑβρισθήσεται καὶ ἐμπτυσθήσεται,Διότι ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθή από τους άρχοντας των Ιουδαίων στους εθνικούς και ειδωλολάτρας και θα τον εμπαίξουν και θα τον υβρίσουν και θα τον φτύσουν.
Λουκ 18.33καὶ μαστιγώσαντες ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ ἀναστήσεται.Και αφού τον μαστιγώσουν, θα τον φονεύσουν· και την τρίτην ημέρα από του θανάτου του θα αναστηθή”.
Λουκ 18.34καὶ αὐτοὶ οὐδὲν τούτων συνῆκαν, καὶ ἦν τὸ ῥῆμα τοῦτο κεκρυμμένον ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ οὐκ ἐγίνωσκον τὰ λεγόμενα.Αυτοί όμως τίποτε δεν εκατάλαβαν από αυτά και έμεινε κρυμμένος και ακατάληπτος από αυτούς ο λόγος αυτός του διδασκάλου και δεν εγνώριζαν ποίαν σημασίαν είχαν τα λεγόμενα του.
Λουκ 18.35Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἱεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν·Καθώς δε επλησίαζε ο Κυριος εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός εκάθητο δίπλα στον δρόμον και εζητιάνευε.
Λουκ 18.36ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.Οταν δε ήκουσε τον θόρυβον του λαού που επερνούσε, ερώτησε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε.
Λουκ 18.37ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται.Τον επληροφόρησαν δε ότι περνά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζωραίος.
Λουκ 18.38καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με·Και εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”.
Λουκ 18.39καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.Και αυτοί που επροπορεύοντο, τον επέπλητταν και του έλεγαν να σιωπήση, δια να μη ενοχλή τον διδάσκαλον. Αυτός όμως πολύ περισσότερο εκραύγαζε· “απόγονε του Δαυίδ, ελέησέ με”.
Λουκ 18.40σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν, ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸνΕστάθη δε ο Ιησούς και έδωσε εντολήν να φέρουν τον τυφλόν πλησίον του. Οταν δε αυτός επλησίασε, τον ηρώτησε
Λουκ 18.41λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω.λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκείνος δε είπε· “Κυριε, θέλω να αποκτήσω και πάλιν το φως των οφθαλμών μου”.
Λουκ 18.42καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.Και ο Ιησούς του είπε· “ανάβλεψε· η πίστις, που έχεις σ’ εμένα, σε έσωσε από την τύφλωσίν σου”.
Λουκ 18.43καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.Και αμέσως απέκτησε το φως των οφθαλμών του και γεμάτος χαράν ακολουθούσε τον Χριστόν, δοξάζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το θαύμα, έδωσε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλοπροαίρετοι δοξάζουν τον Θεόν και δια το καλόν, που γίνεται στους άλλους).

κεφ 19

Λουκ 19.1Καὶ εἰσελθὼν διήρχετο τὴν Ἱεριχώ·Και αφού εισήλθε εις την Ιεριχώ, διέβαινε την πόλιν.
Λουκ 19.2καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος,Και ιδού υπήρχεν εκεί ένας άνθρωπος, ονόματι Ζακχαίος, και αυτός ήτο αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος.
Λουκ 19.3καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν.Και εζητούσε να ιδή τον Ιησούν, ποίος είναι, και δεν ημπορούσε ένεκα του πολλού πλήθους, διότι αυτός ήτο μικρός κατά το ανάστημα.
Λουκ 19.4καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι.Και αφού έτρεξε εμπρός, ανέβηκε εις μία συκομορέαν, χωρίς να λογαριάση την θέσιν και την ηλικίαν του, δια να ίδη τον Ιησούν, διότι από τον δρόμον εκείνον θα επερνούσε.
Λουκ 19.5καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι.Και ο Κυριος αμέσως μόλις έφθασε στον τόπον της συκομορέας, ύψωσε τα μάτια του, τον είδε και είπε προς αυτόν· “Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου”.
Λουκ 19.6καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων.Και ο Ζακχαίος κατέβηκε γρήγορα και τον υπεδέχθη με μεγάλην χαράν.
Λουκ 19.7καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι.Και όταν είδαν το γεγονός αυτό, εγόγγυζαν όλοι μεταξύ των και με αγανάκτησιν έλεγαν, ότι εμπήκε να καταλύση στο σπίτι αμαρτωλού ανθρώπου.
Λουκ 19.8σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν.Εστάθη δε ο Ζακχαίος εμπρός στον Κυριον και του είπε· “Κυριε, ιδού, τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίδω στους πτωχούς. Και αν τυχόν, σαν τελώνης που είμαι, αδίκησα με ψευδείς μαρτυρίας κάποιον και εισέπραξα περισσότερα, του τα επιστρέφω τετραπλάσια”.
Λουκ 19.9εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν.Ο Ιησούς ιδών την ειλικρινή μετάνοιαν του Ζακχαίου είπε προς αυτόν ότι “σήμερον στο σπίτι τούτο ήλθε σωτηρία εκ μέρους του Θεού, διότι και αυτός ο αρχιτελώνης είναι απόγονος του Αβραάμ, ο οποίος είχε λάβει από τον Θεόν υποσχέσεις δια την σωτηρίαν των απογόνων του.
Λουκ 19.10ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.Διότι ο υιός του ανθρώπου ήλθε να αναζητήση και σώση τον αμαρτωλόν άνθρωπον, που ομοιάζει με το χαμένο πρόβατο”.
Λουκ 19.11Ἀκουόντων δὲ αὐτῶν ταῦτα προσθεὶς εἶπε παραβολήν, διὰ τὸ ἐγγὺς αὐτὸν εἶναι Ἱερουσαλὴμ καὶ δοκεῖν αὐτοὺς ὅτι παραχρῆμα μέλλει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀναφαίνεσθαι·Ενώ δε εκείνοι ήκουαν αυτά τα λόγια, τους είπε μίαν παραβολήν· και τούτο επειδή ενόμιζαν ότι τώρα που πλησιάζει ο διδάσκαλος εις την Ιερουσαλήμ, θα φανερωθή με όλην της την δόξαν η βασιλεία του Θεού.
Λουκ 19.12εἶπεν οὖν· ἄνθρωπός τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι.Είπε λοιπόν· “ένας άνθρωπος ευγενούς καταγωγής, επήγεν εις μακρυνήν χώραν, δια να πάρη βασιλείαν και κατόπιν να επιστρέψη.
Λουκ 19.13καλέσας δὲ δέκα δούλους ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι.Αφού δε εκάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωσε δέκα μνας, μίαν στον καθένα, δηλαδή εκατό περίπου δραχμάς της εποχής εκείνης, και τους είπε· Εμπορευθήτε με τα χρήματα αυτά, έως ότου έλθω, οπότε και θα μου δώσετε λογαριασμόν.
Λουκ 19.14οἱ δὲ πολῖται αὐτοῦ ἐμίσουν αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ᾿ ἡμᾶς.Οι συμπολίται του όμως τον εμισούσαν και αμέσως μόλις αυτός ανεχώρησε, έστειλαν μίαν επιτρπήν και έλεγαν· Δεν θέλομεν να γίνη αυτός βασιλεύς μας.
Λουκ 19.15καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν, καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους τούτους οἷς ἔδωκε τὸ ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ τίς τί διεπραγματεύσατο.Και όταν αυτός επέστρεψε, αφού πλέον είχε λάβει την βασιλείαν, είπε να φωνάξουν τους δούλους του, στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα δια να μάθη τι ο καθένας των εμπορεύθηκε και τι εκέρδησε.
Λουκ 19.16παρεγένετο δὲ ὁ πρῶτος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο δέκα μνᾶς.Ηρθε ο πρώτος και είπε· Κυριε, η μνα σου εκέρδησε δέκα άλλας μνας.
Λουκ 19.17καὶ εἶπεν αὐτῷ· εὖ, ἀγαθὲ δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ πιστὸς ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω δέκα πόλεων.Και είπεν εις αυτόν ο Κυριος· Εύγε καλέ και πιστέ δούλε. Επειδή δε εδείχθης εις τα ολίγα, που σου έδωσα, αξιόπιστος, σου δίνω τώρα εξουσίαν επάνω εις δέκα πόλεις.
Λουκ 19.18καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου ἐποίησε πέντε μνᾶς.Και ήλθεν ο δεύτερος λέγων· Κυριε, η μνα σου έφερε ως κέρδος άλλας πέντε μνας.
Λουκ 19.19εἶπε δὲ καὶ τούτῳ· καὶ σὺ γίνου ἐπάνω πέντε πόλεων.Είπε και στον πιστόν αυτόν δούλον ο κύριος· και συ γίνε διοικητής επάνω εις πέντε πόλεις.
Λουκ 19.20καὶ ἕτερος ἦλθε λέγων· κύριε, ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ.Και άλλος δούλος ήλθε λέγων· Κύριε, ιδού η μνα, που μου έδωσες, την οποίαν είχα φυλαγμένην και ασφαλισμένην εις ένα μανδήλι.
Λουκ 19.21ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας.Την εφύλαττα δια να σου την επιστρέψω ασφαλώς, επειδή σε εφοβούμην, διότι είσαι άνθρωπος σκληρός και απαιτητικός. Παίρνεις ως ιδικόν σου, εκείνο που δεν έδωσες και θερίζεις χωράφι που δεν έσπειρες, και μαζεύεις εις αλώνι, στο οποίον δεν εσκόρπισες και δεν ελύχνισες.
Λουκ 19.22λέγει αὐτῷ· ἐκ τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγώ, αἴρων ὃ οὐκ ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα, καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα·Είπε δε προς αυτόν ο κύριος· Από τα λόγια σου θα σε κρίνω, πονηρέ δούλε. Εγνώριζες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, που παίρνω ο,τι δεν έβαλα, και θερίζω εκεί που δεν έσπειρα και μαζεύω εκεί που δεν ελίχνισα.
Λουκ 19.23καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτό;Τοτε, διατί δεν έδωσες το χρήμα μου εις την τράπεζαν, ώστε όταν εγώ θα ηρχόμην, να το εισέπραττα μαζή με τον τόκον;
Λουκ 19.24καὶ τοῖς παρεστῶσιν εἶπεν. ἄρατε ἀπ᾿ αὐτοῦ τὴν μνᾶν καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι.Και εις εκείνους, που εστέκοντο εκεί κοντά είπε· Παρτε από αυτόν την μναν και δώστε την εις εκείνον που έχει τας δέκα μνας.
Λουκ 19.25καὶ εἶπον αὐτῷ· κύριε, ἔχει δέκα μνᾶς.Και εκείνοι του είπαν· Κυριε έχει δέκα μνας.
Λουκ 19.26λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.Καμετε όπως σας είπα. Διότι σας λέγω τούτο· εις εκείνον που έχει τα χαρίσματα και τα καλλιεργεί και τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει, θα δοθή ακόμη περισσότερον. Από εκείνον όμως που δεν έχει ούτε ελάχιστον καλόν έργον να παρουσιάση, θα του αφαιρεθή και το μικρόν χάρισμα, που έχει.
Λουκ 19.27πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτούς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου.Οσον δε δια τους εχθρούς μου εκείνους που δεν με ήθελαν βασιλέα των, φέρετέ τους εδώ και κατασφάξατέ τους εμπρός μου”.
Λουκ 19.28Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα.Και αφού είπεν αυτά, συνέχισε την πορείαν του, αναβαίνων εις τα Ιεροσόλυμα.
Λουκ 19.29καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦΚαι καθώς επλησίασεν εις την Βηθσφαγή και την Βηθανίαν, κοντά στο όρος, που ελέγετο όρος των Ελαιών, έστειλε δύο από τους μαθητάς του,
Λουκ 19.30εἰπών· ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, ἐν ᾗ εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε.και τους είπε· “πηγαίνετε στο απέναντι χωριό και καθώς θα εισέρχεθε, θα βρήτε ένα δεμένο πουλάρι, επάνω στο οποίον ποτέ κανείς άνθρωπος δεν έχει καθίσει. Λύστε το και φέρτε το εδώ.
Λουκ 19.31καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.Και αν κανείς σας ερωτήση, διατί το λύετε; Σεις θα του απαντήσετε ως εξής· ότι το χρειάζεται ο Κυριος”.
Λουκ 19.32ἀπελθόντες δὲ οἱ ἀπεσταλμένοι εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, ἑστῶτα τὸν πῶλον·Οταν δε επήγαν οι απεσταλμένοι, ευρήκαν όπως ακριβώς είχεν είπει ο Κυριος, δηλαδή το πουλάρι να στέκεται εκεί.
Λουκ 19.33λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον εἶπον οἱ κύριοι αὐτοῦ πρὸς αὐτούς· τί λύετε τὸν πῶλον;Οταν δε έλυαν το πουλάρι, είπαν προς αυτούς οι κύριοι του· “διατί λύετε το πουλάρι;”
Λουκ 19.34οἱ δὲ εἶπον ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.Εκείνοι δε απήντησαν, ότι το χρειάζεται ο Κυριος.
Λουκ 19.35καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐπιῤῥίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν.Και το έφεραν προς τον Ιησούν. Και αφού έρριψαν επάνω εις αυτό τα εξωτερικά των ενδύματα, εβοήθησαν τον Κυριον να ανεβή στο πουλάρι.
Λουκ 19.36πορευομένου δὲ αὐτοῦ ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ.Καθώς δε ο Κυριος επροχωρούσε, οι ακροαταί που τον συνώδευαν, έστρωναν τα ενδύματά των στον δρόμον, εις ένδειξιν σεβασμού, δια να περάση επάνω από αυτά.
Λουκ 19.37ἐγγίζοντος δὲ αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν ἤρξατο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεωνΟταν δε επλησίαζε στο τέρμα του κατηφορικού δρόμου του όρους των Ελαιών, όλον το πλήθος των μαθητών με χαράν ήρχισαν να δοξολογούν τον Θεόν με φωνήν μεγάλην δι’ όλα τα καταπληκτικά θαύματα, που είχαν ιδεί,
Λουκ 19.38λέγοντες· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις.λέγοντες· “ευλογημένος ο βασιλεύς, που έρχεται εν ονόματι Κυρίου. Δι’ αυτού θα αποκατασταθή η ειρήνη μεταξύ του ουρανού και της γης, του Θεού και των ανθρώπων και θα αναπέμπεται δόξα στον εν υψίστοις πανάγαθον Θεόν”.
Λουκ 19.39καί τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου.Και μερικοί από τους Φαρισαίους, που ήσαν αναμεμιγμένοι με τον όχλον, εβγήκαν και είπαν εις αυτόν· “Διδάσκαλε, να επιπλήξης τους μαθητάς σου, δια την δόξαν, που σου αποδίδουν και η οποία ανήκει μόνον στον Μεσσίαν”.
Λουκ 19.40καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται.Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι εάν αυτοί σιωπήσουν, οι πέτρες θα φωνάξουν”.
Λουκ 19.41καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ, λέγωνΚαι καθώς επλησίασε προς την Ιερουσαλήμ και είδε την πόλιν, ανελύθη εις δάκρυα και λυγμούς δι’ αυτήν, λέγων
Λουκ 19.42ὅτι εἰ ἔγνως καὶ σύ, καί γε ἐν τῇ ἡμέρᾳ σου ταύτῃ, τὰ πρὸς εἰρήνην σου! νῦν δὲ ἐκρύβη ἀπὸ ὀφθαλμῶν σου·ότι “εάν εγνώριζες και συ, έστω και κατά την τελευταίαν αυτήν ημέραν, που σου δίδει ως μεγάλην ευκαιρίαν μετανοίας ο Θεός, εάν εγνώριζες και εδέχεσο ότι εγώ θα σου παρείχα την ειρήνην και την ασφάλειαν, θα εσώζεσο από την τρομεράν καταστροφήν που σε περιμένει. Τωρα όμως, εξ αιτίας της αμετανοήτου κακίας σου, τα μάτια σου είναι σκοτισμένα και δεν ημπορούν να ίδουν τον όλεθρον, που έρχεται.
Λουκ 19.43ὅτι ἥξουσιν ἡμέραι ἐπὶ σὲ καὶ περιβαλοῦσιν οἱ ἐχθροί σου χάρακά σοι καὶ περικυκλώσουσί σε καὶ συνέξουσί σε πάντοθεν,Διότι θα έλθουν φοβεραί δια σε ημέραι και οι εχθροί σου θα σκάψουν γύρω σου χαρακώματα και θα σε περικυκλώσουν και θα σε συνθλίβουν από παντού.
Λουκ 19.44καὶ ἐδαφιοῦσί σε καὶ τὰ τέκνα σου ἐν σοί, καὶ οὐκ ἀφήσουσιν ἐν σοὶ λίθον ἐπὶ λίθῳ, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἔγνως τὸν καιρὸν τῆς ἐπισκοπῆς σου.Και θα κατακρημνίσουν τα οικοδομήματά σου και θα πετάξουν, σφαγμένα κάτω στο έδαφος τα παιδιά σου, και δεν θα αφήσουν πέτραν επάνω εις την πέτραν· και τούτο εις τιμωρίαν σου, διότι δεν ηθέλησες να γνωρίσης και να δεχθής τον καιρόν, κατά τον οποίον ο Θεός σε επεσκέφθηκε δια να σε σώση”.
Λουκ 19.45Καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας ἐν αὐτῷ καὶ ἀγοράζονταςΚαι όταν εισήλθεν εις την αυλήν του ναού, ήρχισε να βγάζη έξω εκείνους, που πωλούσαν και αγόραζαν εκεί,
Λουκ 19.46λέγων αὐτοῖς· γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς ἐστιν· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν.λέγων προς αυτούς· “έχει γραφή από τους προφήτας κατ’ έμπνευσιν Θεού, ότι ο οίκος μου είναι οίκος προσευχής. Σεις όμως τον εκάματε σπήλαιον ληστών, δια να ληστεύετε και κλέπτετε τους άλλους με τας απάτας και τα ψέματά σας”.
Λουκ 19.47Καὶ ἦν διδάσκων τὸ καθ᾿ ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ· οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἐζήτουν αὐτὸν ἀπολέσαι καὶ οἱ πρῶτοι τοῦ λαοῦ,Και εδίδασκε, όπως συνήθως, κάθε ημέραν στο ιερόν. Οι δε αρχιερείς και οι γραμματείς και οι άρχοντες του λαού εζητούσαν να τον εξοντώσουν.
Λουκ 19.48καὶ οὐχ εὕρισκον τὸ τί ποιήσουσιν· ὁ λαὸς γὰρ ἅπας ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων.Και δεν κατώρθωναν να εύρουν τι να κάμουν, δια να φέρουν εις πέρας το κακούργον σχέδιόν των, διότι ο λαός με πολύ θαυμασμόν και ευλάβειαν εκρέματο από το στόμα του ακούων την διδασκαλίαν του.

κεφ 20

Λουκ 20.1Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων διδάσκοντος αὐτοῦ τὸν λαὸν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εὐαγγελιζομένου ἐπέστησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς σὺν τοῖς πρεσβυτέροιςΜιαν από τας μεγάλας εκείνας ημέρας καθώς ο Κυριος εδίδασκε εις τας αυλάς του Ναού τον λαόν και εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, ήλθαν έξαφνα κοντά του αποφασιστικοί οι αρχιερείς και οι γραμματείς μαζή με τους πρεσβυτέρους
Λουκ 20.2καὶ εἶπον πρὸς αὐτὸν λέγοντες· εἰπὲ ἡμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ δούς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην;και του είπαν· “πες μας, με ποιά εξουσία κάμνεις αυτά η ποιός σου έδωκε την εξουσίαν αυτήν, ώστε, εκτός των άλλων, να διώχνης και τους εμπορευομένους από τον ναόν;”
Λουκ 20.3ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον καὶ εἴπατέ μοι·Απεκρίθη δε και είπεν εις αυτούς ο Κυριος· “και εγώ θα σας υποβάλω μίαν ερώτησιν, εις την οποίαν σαν διδάσκαλοι με εξουσίαν και κύρος που θέλετε να είσθε, πρέπει να μου απαντήσετε.
Λουκ 20.4τὸ βάπτισμα Ἰωάννου ἐξ οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων;Το βάπτισμα του Ιωάννου ήτο από τον ουρανόν, εγίνετο κατόπιν εντολής του Θεού, η ήτο απλή και άνευ σημασίας επινόησις ανθρώπων”.
Λουκ 20.5οἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες ὅτι ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ, διατί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ;Εκείνοι δε εσκέφθησαν μεταξύ των και είπαν ότι, εάν είπωμεν εξ ουρανού, δηλαδή από τον Θεόν, θα μας πη· διατί δεν επιστεύσατε εις αυτόν;
Λουκ 20.6ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, πᾶς ὁ λαὸς καταλιθάσει ἡμᾶς· πεπεισμένος γάρ ἐστιν Ἰωάννην προφήτην εἶναι.Εάν δε είπωμεν, ότι ήτο επινόησις ανθρώπων και επομένως ο Ιωάννης δεν ήτο προφήτης, απεσταλμένος δηλαδή από τον Θεόν, όλος ο λαός θα μας λιθοβολίση αγρίως, διότι όλοι έχουν ακλόνητον την πεποίθησιν, ότι ο Ιωάννης είναι προφήτης του Θεού.
Λουκ 20.7καὶ ἀπεκρίθησαν μὴ εἰδέναι πόθεν.Και, αυτοί, οι επίσημοι διδάσκαλοι του Ισραήλ, κατησχημένοι απήντησαν, ότι δεν ξεύρουν, από που ήτο το βάπτισμα του Ιωάννου.
Λουκ 20.8καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ.Και τότε ο Ιησούς τους είπεν· “ούτε εγώ σας λέγω με ποίαν εξουσίαν κάμνω αυτά”.
Λουκ 20.9Ἤρξατο δὲ πρὸς τὸν λαὸν λέγειν τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησε χρόνους ἱκανούς.Ηρχισε δε να διδάσκη προς τον λαόν την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος εφύτευσε αμπέλι και έδωσεν αυτό με ενοίκιον στους γεωργούς και εταξίδευσε δια πολύν καιρό εις ξένην χώραν.
Λουκ 20.10καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς δοῦλον ἵνα ἀπὸ τοῦ καρποῦ τοῦ ἀμπελῶνος δώσωσιν αὐτῷ· οἱ δὲ γεωργοὶ δείραντες αὐτὸν ἐξαπέστειλαν κενόν.Εις τον καιρόν δε της εσοδείας έστειλε προς τους γεωργούς ένα δούλον, δια να του δώσουν το μέρος του καρπού, που εδικαιούτο. Οι γεωργοί όμως αφού τον έδειραν, τον εδίωξαν αδειανόν.
Λουκ 20.11καὶ προσέθετο αὐτοῖς πέμψαι ἕτερον δοῦλον. οἱ δὲ κἀκεῖνον δείραντες καὶ ἀτιμάσαντες ἐξαπέστειλαν κενόν.Τοτε ο οικοδεσπότης απεφάσισε να στείλη ακόμη εις αυτούς άλλον δούλον. Αυτοί δε, αφού και εκείνον έδειραν και εξευτέλισαν, τον έστειλαν με αδειανά χέρια.
Λουκ 20.12καὶ προσέθετο πέμψαι τρίτον. οἱ δὲ καὶ τοῦτον τραυματίσαντες ἐξέβαλον.Και απεφάσισε ακόμη να στείλη και τρίτον δούλον. Εκείνοι όμως και τούτον, αφού ετραυμάτισαν, τον πέταξαν έξω από το αμπέλι.
Λουκ 20.13εἶπε δὲ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος· τί ποιήσω; πέμψω τὸν υἱόν μου τὸν ἀγαπητόν· ἴσως τοῦτον ἰδόντες ἐντραπήσονται.Είπε τότε ο κύριος του αμπελιού· Τι να κάμω τώρα; Ενα μου μένει· θα στείλω τον υιόν μου τον αγαπητόν. Ισως, όταν τον ίδουν, να εντραπούν.
Λουκ 20.14ἰδόντες δὲ αὐτὸν οἱ γεωργοὶ διελογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν, ἵνα ἡμῶν γένηται ἡ κληρονομία.Οταν όμως τον είδαν οι γεωργοί, εσκέπτοντο μεταξύ των και έλεγαν· Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε λοιπόν να τον θανατώσωμεν, δια να γίνη πλέον ιδική μας η κληρονομία.
Λουκ 20.15καὶ ἐκβαλόντες αὐτὸν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος ἀπέκτειναν. τί οὖν ποιήσει αὐτοῖς ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος;Και αφού τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι, τον εφόνευσαν. Τι λοιπόν θα κάμη εναντίον αυτών ο κύριος του αμπελιού;
Λουκ 20.16ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργοὺς τούτους, καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις. ἀκούσαντες δὲ εἶπον· μὴ γένοιτο.Θα έλθη ο ίδιος και θα εξολοθρεύση τους γεωργούς αυτούς και θα δώση το αμπέλι εις άλλους”. Μερικοί δε από τους Φαρισαίους, που ήσαν εκεί, όταν ήκουσαν την παραβολήν και ενόησαν την σημασίαν της, είπαν· Μη γένοιτο!
Λουκ 20.17ὁ δὲ ἐμβλέψας αὐτοῖς εἶπε· τί οὖν ἐστι τὸ γεγραμμένον τοῦτο, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας;Ο δε Κυριος τους εκύτταξε κατάματα και είπε· “και όμως έτσι θα γίνη, διότι τι σημασίαν έχει τότε αυτό που είναι γραμμένο στους προφήτας, ότι δηλαδή λίθον τον οποίον επέταξαν ως ακατάλληλον οι οικοδόμοι, αυτός έγινε κεφαλή και ακρογωνιαίος λίθος, δι’ όλην την οικοδομήν;
Λουκ 20.18πᾶς ὁ πεσὼν ἐπ᾿ ἐκεῖνον τὸν λίθον συνθλασθήσεται· ἐφ᾿ ὃν δ᾿ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν.Και καθένας που θα επιπέση εναντίον του λίθου αυτού, θα τσακισθή. Εκείνον δε, επάνω στον οποίον θα πέση βαρύς αυτός ο λίθος, θα τον συντρίψη, θα τον κάμη θρύψαλα και σκόνην και θα τον διαλύση. (Αμπελος ήτο ο Ισραηλιτικός λαός, κακοί γεωργοί οι άρχοντες του λαού, δούλοι ήσαν οι προφήται τους οποίους οι άπιστοι άρχοντες του λαού εκακοποίησαν και εφόνευσαν· υιός του κυρίου του αμπελώνος, ο εναθρωπήσας Υιός του Θεού, τον οποίον οι άρχοντες του λαού θα εσταύρωναν έξω από την Ιερουσαλήμ. Και ο Θεός κατά λόγον δικαιοσύνης, θα τους αφαιρούσε πλέον την ηγεσίαν του λαού, δια να δώση αυτήν εις άλλους και ο Υιός του Θεού, ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας, θα τους συνέτριβε δια την σκληροκαρδίαν αυτών και θα τους διέλυε).
Λουκ 20.19Καὶ ἐζήτησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἐπιβαλεῖν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, καὶ ἐφοβήθησαν τὸν λαόν· ἔγνωσαν γὰρ ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὰς παραβολὰς ἔλεγε.Καταγανακτημένοι τότε οι γραμματείς και οι αρχιερείς εζήτησαν να τον συλλάβουν εκείνην την ώρα, διότι εκατάλαβαν καλά, ότι δι’ αυτούς έλεγε τας παραβολάς, αλλά εφοβήθησαν τον λαόν.
Λουκ 20.20Καὶ παρατηρήσαντες ἀπέστειλαν ἐγκαθέτους, ὑποκρινομένους ἑαυτοὺς δικαίους εἶναι, ἵνα ἐπιλάβωνται αὐτοῦ λόγου εἰς τὸ παραδοῦναι αὐτὸν τῇ ἀρχῇ καὶ τῇ ἐξουσίᾳ τοῦ ἡγεμόνος.Και αφού επερίμεναν κατάλληλον ευκαιρίαν, έστειλαν βαλτούς ανθρώπους των, που υπεκρίνοντο ότι είναι δίκαιοι, δια να αποσπάσουν από αυτόν κάποιον ενοχοποιητικόν η παρεξηγήσιμον λόγον, ώστε να τον παραδώσουν εις την αρχήν και εξουσίαν του ηγεμόνος.
Λουκ 20.21καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ὀρθῶς λέγεις καὶ διδάσκεις, καὶ οὐ λαμβάνεις πρόσωπον, ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἀληθείας τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ διδάσκεις·Και, λοιπόν, τον ηρώτησαν λέγοντες· “διδάκαλε, γνωρίζομεν, ότι ορθά και σωστά λέγεις και διδάσκεις και δεν λαμβάνεις υπ’ όψιν σου πρόσωπα ανθρώπων, αλλά, στηριζόμενος εις την αλήθειαν, διδάσκεις πάντοτε τον δρόμον του Θεού.
Λουκ 20.22ἔξεστιν ἡμῖν Καίσαρι φόρον δοῦναι ἢ οὔ;Σε παρακαλούμεν, λοιπόν να μας δώσης μίαν συμβουλήν. Επιτρέπεται εις ημάς, που ήμεθα ο εκλεκτός λαός του Θεού, να δίνωμεν φόρον στον Καίσαρα η όχι;”
Λουκ 20.23κατανοήσας δὲ αὐτῶν τὴν πανουργίαν εἶπε πρὸς αὐτούς· τί με πειράζετε;Εκατάλαβε πολύ καλά ο Κυριος την πανουργίαν αυτών και τους είπε· “διατί με ερωτάτε με δολιότητα και θέλετε να με συλλάβετε εις παγίδαν;
Λουκ 20.24δείξατέ μοι δηνάριον· τίνος ἔχει εἰκόνα καὶ ἐπιγραφήν; ἀποκριθέντες δὲ εἶπον· Καίσαρος.Δείξατέ μου ένα δηνάριον· ποίου την εικόνα και την επιγραφήν έχει;” Εκείνοι απεκρίθησαν και είπαν “του Καίσαρος”.
Λουκ 20.25ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἀπόδοτε τοίνυν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ.Αυτός τότε τους είπε· “δώστε, λοιπόν, πίσω στον Καίσαρα, αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα, πληρώσατε φόρον στον Καίσαρα, του οποίου τα νομίσματα χρησιμοποιείτε εις τας συναλλαγάς σας και δηλώνετε έτσι, ότι ευρίσκεσθε υπό την εξουσίαν και προστασίαν του. Δώστε όμως και στον Θεόν αυτά που ανήκουν στον Θεόν, ολόκληρον τον ευατόν σας με αγάπην και υποταγήν εις εκείνον”.
Λουκ 20.26καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἐπιλαβέσθαι αὐτοῦ ῥήματος ἐναντίον τοῦ λαοῦ, καὶ θαυμάσαντες ἐπὶ τῇ ἀποκρίσει αὐτοῦ ἐσίγησαν.Και δεν ημπόρεσαν να του αποσπάσουν εμπρός στον λαόν κανένα ενοχοποιητικόν λόγον. Και γεμάτοι θαυμασμόν δια την αποστομωτικήν απάντησίν του, έκλεισαν το στόμα των.
Λουκ 20.27Προσελθόντες δέ τινες τῶν Σαδδουκαίων, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, ἐπηρώτησαν αὐτὸνΕπλησίασαν τότε τον Ιησούν μερικοί από τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι έλεγαν ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών και τον ηρώτησαν
Λουκ 20.28λέγοντες· διδάσκαλε, Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν, ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ ἔχων γυναῖκα, καὶ οὗτος ἄτεκνος ἀποθάνῃ, ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα καὶ ἐξαναστήσῃ σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ.λέγοντες· “διδάσκαλε, ο Μωϋσής έγραψε για μας στον νόμον του, ότι εάν ο αδελφός κάποιου αποθάνη και έχη γυναίκα και αυτός αποθάνη άτεκνος, πρέπει ο αδελφός του να λάβη σύζυγον την γυναίκα και να γεννήση απόγονον στον αδελφόν του.
Λουκ 20.29ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν· καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος·Ησαν λοιπόν επτά αδελφοί· και ο πρώτος αφού ενυμφεύθη μίαν γυναίκα απέθανε άτεκνος.
Λουκ 20.30καὶ ἔλαβεν ὁ δεύτερος τὴν γυναῖκα, καὶ οὗτος ἀπέθανεν ἄτεκνος·Και επήρε ο δεύτερος την γυναίκα αυτήν, αλλά και αυτός απέθανε άτεκνος.
Λουκ 20.31καὶ ὁ τρίτος ἔλαβεν αὐτὴν ὡσαύτως· ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ ἑπτά· οὐ κατέλιπον τέκνα, καὶ ἀπέθανον·Και ο τρίτος επήρε επίσης αυτήν. Το ίδιο και οι επτά· και δεν αφήκαν τέκνα και απέθανον.
Λουκ 20.32ὕστερον δὲ πάντων καὶ ἡ γυνὴ ἀπέθανεν.Υστερα δε από όλους απέθανε και η γυναίκα.
Λουκ 20.33ἐν τῇ ἀναστάσει οὖν τίνος αὐτῶν γίνεται γυνή; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα.Κατά την ανάστασιν λοιπόν των νεκρών εις ποίον από τους επτά αδελφούς θα είναι σύζυγος η γυναίκα αυτή; Διότι και οι επτά την είχαν νόμιμον σύζυγον”.
Λουκ 20.34καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται·Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπεν· “οι άνθρωποι της παρούσης ζωής νυμφεύονται και δίδονται εις γάμον.
Λουκ 20.35οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται·Εκείνοι όμως που θα αξιωθούν να απολαύσουν την μέλλουσαν ζωήν και την εκ νεκρών ανάστασιν ούτε νυμφεύονται ούτε δίδονται εις γάμον.
Λουκ 20.36οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες.Διότι ούτε και να αποθάνουν πλέον δύνανται, επειδή τα σώματα των είναι άφθαρτα και αιώνια. Είναι όμοιοι με τους αγγέλους και υιοί του Θεού, υιοί που δεν προέρχονται από φυσικήν γέννησιν, αλλά από την ανάστασιν, που ο Θεός θα διατάξη και θα πραγματοποιήση.
Λουκ 20.37ὅτι δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροί, καὶ Μωϋσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, ὡς λέγει Κύριον τὸν Θεὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Θεὸν Ἰακώβ.Οτι δε ανασταίνονται οι νεκροί το ανήγγειλε και ο Μωϋσής εκεί εις την βάτον, όταν δηλαδή ονομάζη τον Κυριον ως τον Θεόν του Αβραάμ και τον Θεόν του Ισαάκ και τον Θεόν του Ιακώβ.
Λουκ 20.38Θεὸς δὲ οὐκ ἔστι νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν.Μαθετε δε ότι ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών. Διότι όλοι, όσοι έχουν φύγει από την γην και είναι δι’ ημάς νεκροί, δια τον Θεόν είναι ζωντανοί, ζουν πλησίον αυτού εις επικοινωνίαν με αυτόν”.
Λουκ 20.39ἀποκριθέντες δέ τινες τῶν γραμματέων εἶπον· διδάσκαλε, καλῶς εἶπας.Μερικοί δε από τους γραμματείς, αντίθετοι των Σαδδουκαίων, έλαβαν τον λόγον τότε και είπαν· “Διδάσκαλε, πολύ καλά ωμίλησες”.
Λουκ 20.40οὐκέτι δὲ ἐτόλμων ἐπερωτᾶν αὐτὸν οὐδέν.Δεν ετολμούσαν δε πλέον να τον ερωτούν κατά τρόπον δόλιον εις τίποτε, διότι έβγαιναν νικημένοι και εντροπιασμένοι.
Λουκ 20.41Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· πῶς λέγουσι τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαυΐδ εἶναι;Είπε δε προς αυτούς· “πως λέγουν ότι ο Χριστός είναι απόγονος του Δαυΐδ;
Λουκ 20.42καὶ αὐτὸς Δαυΐδ λέγει ἐν βίβλῳ τῶν ψαλμῶν· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μουΕνώ ο ίδιος ο Δαυίδ στο βιβλίον των ψαλμών λέγει· είπεν ο Κυριος και Θεός στον Κυριον μου Χριστόν, κάθισε εις τα δεξιά μου επί του θρόνου,
Λουκ 20.43ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.έως ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιον εις τα πόδια σου.
Λουκ 20.44Δαυΐδ οὖν αὐτὸν Κύριον καλεῖ· καὶ πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν;Ο Δαυίδ λοιπόν ονομάζει αυτόν Κυριον, και πως είναι δυνατόν να είναι μόνον απόγονός του; Η προσφώνησις αυτή εκ μέρους του Δαυΐδ, φανερώνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνον απόγονος του Δαυΐδ, αλλά Κυριος και Θεός”.
Λουκ 20.45Ἀκούοντος δὲ παντὸς τοῦ λαοῦ εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ·Ενώ δε όλος ο λαός τον ήκουε είπε ειδικώτερα στους μαθητάς του·
Λουκ 20.46προσέχετε ἀπὸ τῶν γραμματέων τῶν θελόντων περιπατεῖν ἐν στολαῖς καὶ φιλούντων ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ πρωτοκλισίας ἐν τοῖς δείπνοις,“προσέχετε από τους γραματείς, οι οποίοι θέλουν να περιπατούν με επισήμους στολάς και αγαπούν τους τιμητικούς χαιρετισμούς εις τας αγοράς και τας πρωτοκαθεδρίας εις τας συναγωγάς και τας πρώτας θέσεις εις τα δείπνα.
Λουκ 20.47οἳ κατεσθίουσι τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσεύχονται· οὗτοι λήψονται περισσότερον κρῖμα.Αυτοί είναι που κατατρώγουν τας οικίας των χηρών και κατόπιν με υποκριτικήν ευλάβειαν κάνουν εμπρός στους ανθρώπους μακράς προσευχάς. Αυτοί θα λάβουν μεγαλυτέραν καταδίκην, από εκείνην που θα λάβουν οι άλλοι αμαρτωλοί”.

κεφ 21

Λουκ 21.1Ἀναβλέψας δὲ εἶδε τοὺς βάλλοντας τὰ δῶρα αὐτῶν εἰς τὸ γαζοφυλάκιον πλουσίους.Ο Κυριος εσήκωσε τα μάτια του και είδε τους πλουσίους, που έρριπταν τα δώρα των στο θησαυροφυλάκιον του ναού.
Λουκ 21.2εἶδε δέ τινα χήραν πενιχρὰν βάλλουσαν ἐκεῖ δύο λεπτά,Είδε και κάποιαν πτωχήν χήραν, να ρίπτη εκεί δύο λεπτά.
Λουκ 21.3καὶ εἶπεν· ἀληθῶς λέγω ὑμῖν ὅτι ἡ χήρα ἡ πτωχὴ αὕτη πλεῖον πάντων ἔβαλεν·Και είπε· “σας διαβαβαιώνω, ότι η πτωχή αυτή χήρα έρριψε περισσότερα από όλους.
Λουκ 21.4ἅπαντες γὰρ οὗτοι ἐκ τοῦ περισσεύοντος αὐτοῖς ἔβαλον εἰς τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, αὕτη δὲ ἐκ τοῦ ὑστερήματος αὐτῆς ἅπαντα τὸν βίον ὃν εἶχεν ἔβαλε.Διότι όλοι αυτί έρριψαν εις τα δώρα του Θεού από το περίσσευμά τους, αυτή δε από το υστέρημά της· όλον της τον βίο που είχε, τον έρριψε”. (Η αξία της ελεημοσύνης δεν κρίνεται από το μικρόν η μεγάλο ποσόν, αλλά από την διάθεσιν του ελεούντος και από τας μικράς η μεγάλας δυνατότητας, που έχει).
Λουκ 21.5Καί τινων λεγόντων περὶ τοῦ ἱεροῦ ὅτι λίθοις καλοῖς καὶ ἀναθήμασι κεκόσμηται, εἶπε·Και όταν μερικοί από τους μαθητάς έλεγαν δια το ιερόν, ότι είναι στολισμένον με ωραίους λίθους και αφιερώματα, είπε·
Λουκ 21.6ταῦτα ἃ θεωρεῖτε, ἐλεύσονται ἡμέραι ἐν αἷς οὐκ ἀφεθήσεται λίθος ἐπὶ λίθῳ ὃς οὐ καταλυθήσεται.“αυτά που βλέπετε, θα έλθουν ημέραι, κατά τας οποίας δεν θα μείνη πέτρα επάνω εις την πέτρα, που να μη κρημνισθή.
Λουκ 21.7ἐπηρώτησαν δὲ αὐτὸν λέγοντες· διδάσκαλε, πότε οὖν ταῦτα ἔσται καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ ταῦτα γίνεσθαι;Τον ηρώτησαν δε και είπαν· “διδάσκαλε, πότε λοιπόν θα συμβούν αυτά και ποιό θα είναι το σημείον, που θα φανή, όταν πρόκειται αυτά να πραγματοποιηθούν;”
Λουκ 21.8ὁ δὲ εἶπε· βλέπετε μὴ πλανηθῆτε· πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ εἰμι καὶ ὁ καιρὸς ἤγγικε. μὴ οὖν πορευθῆτε ὀπίσω αὐτῶν.Αυτός δε είπε· “προσέχετε, μην εξαπατηθήτε από κανένα. Διότι πολλοί θα έλθουν, χρησιμοποιούντες ως ιδικόν των το όναμά μου και θα λέγουν, ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας. Μη τους ακολουθήσετε, διότι είναι ψευδοπροφήται.
Λουκ 21.9ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας, μὴ πτοηθῆτε· δεῖ γὰρ ταῦτα γενέσθαι πρῶτον, ἀλλ᾿ οὐκ εὐθέως τὸ τέλος.Οταν δε ακούσετε, ότι γίνονται πόλεμοι και αναταραχαί και διασάλευσις της τάξεως, μη ταραχθήτε. Διότι πρέπει, σύμφωνα με το θείον σχέδιον, να γίνουν αυτά πρώτον, αλλά δεν θα έλθη αμέσως το τέλος”.
Λουκ 21.10τότε ἔλεγεν αὐτοῖς· ἐγερθήσεται ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν,Και έλεγεν πάλιν εις αυτούς· “θα εξεγερθή και θα επιτεθή το ένα έθνος εναντίον του άλλου και το ένα βασίλειον εναντίον του άλλου βασιλείου.
Λουκ 21.11σεισμοί τε μεγάλοι κατὰ τόπους καὶ λιμοὶ καὶ λοιμοὶ ἔσονται, φόβητρά τε καὶ σημεῖα ἀπ᾿ οὐρανοῦ μεγάλα ἔσται.Και θα γίνουν σεισμοί μεγάλοι εις διαφόρους τόπους και πείνα και επιδημίαι, σημεία που θα προκαλούν φόβον, και άλλα μεγάλα σημεία από τον ουρανόν.
Λουκ 21.12πρὸ δὲ τούτων πάντων ἐπιβαλοῦσιν ἐφ᾿ ὑμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ διώξουσι, παραδιδόντες εἰς συναγωγὰς καὶ φυλακάς, ἀγομένους ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου·Αλλά πριν γίνουν όλα αυτά, θα σας συλλάβουν και θα σας καταδιώξουν και θα σας παραδίδουν εις τας συναγωγάς, δια να δικασθήτε και εις τας φυλακάς και θα σας οδηγούν ως υποδίκους εμπρός εις βασιλείς και ηγεμόνας, μόνον και μόνον επειδή πιστεύετε στο όνομά μου.
Λουκ 21.13ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς μαρτύριον.Ολαι δε αυταί αι μεγάλαι ταλαιπωρίαι θα έχουν ως τελικόν αποτέλεσμα δια σας, να δώσετε την καλήν μαρτυρίαν δι’ εμέ, και άκομα να κερδήσετε την δόξαν και τα βραβεία του μαρτυρίου.
Λουκ 21.14θέσθε οὖν εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν μὴ προμελετᾶν ἀπολογηθῆναι·Βαλετε, λοιπόν, αυτά, μέσα εις την καρδιάν σας, ότι εγώ τα επιτρέπω, ώστε να μη συλλογίζεσθε εκ των προτέρων τι θα απολογηθήτε.
Λουκ 21.15ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν.Διότι εγώ θα σας δώσω πνεύμα φωτεινόν και σοφίαν, δια να ευρίσκετε ακλόνητα νοήματα και επιχειρήματα, εις τα οποία δεν θα ημπορούν να αντείπουν η να αντισταθούν όλοι οι αντίπαλοί σας.
Λουκ 21.16παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ γονέων καὶ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ ἀδελφῶν, καὶ θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν,Θα παραδοθήτε δε στους διώκτας και εις τα δικαστήρια και από αυτούς ακόμη τους γονείς και συγγενείς και φίλους και αδελφούς και θα θανατώσουν μερικούς από σας.
Λουκ 21.17καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου·Και θα μισήσθε από όλους, διότι θα πιστεύετε στο όνομά μου.
Λουκ 21.18καὶ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπόληται·Αλλά ούτε μία τρίχα από το κεφάλι σας δεν θα χαθή, χωρίς ο Θεός να το επιτρέψη, και τούτο μόνον και μόνον δια την πνευματικήν σας ωφέλειαν και την διάδοσιν του Ευαγγελίου.
Λουκ 21.19ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν.Με την υπομονήν σας κερδήσατε τας ψυχάς σας δια την αιώνιον ζωήν.
Λουκ 21.20ὅταν δὲ ἴδητε κυκλουμένην ὑπὸ στρατοπέδων τὴν Ἱερουσαλήμ, τότε γνῶτε ὅτι ἤγγικεν ἡ ἐρήμωσις αὐτῆς.Οταν δε θα ίδετε την Ιερουσαλήμ να περικυκλώνεται από στρατεύματα, τότε μάθετε ότι έφθασε πλέον ο καιρός της ερημώσεώς της.
Λουκ 21.21τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, καὶ οἱ ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκχωρείτωσαν, καὶ οἱ ἐν ταῖς χώραις μὴ εἰσερχέσθωσαν εἰς αὐτήν,Τοτε όσοι θα ευρίσκονται εις την Ιουδαίαν, ας φεύγουν εις τα βουνά, και όσοι θα είναι μέσα εις την πόλιν, ας φεύγουν έξω και μακρυά από αυτήν. Και όσοι θα ευρίσκονται εις την ύπαιθρον, να μη εισέλθουν εις την πόλιν.
Λουκ 21.22ὅτι ἡμέραι ἐκδικήσεως αὗταί εἰσι τοῦ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα.Διότι αι ημέραι αυταί είναι ημέραι της δικαίας θείας τιμωρίας, ώστε να εκπληρωθούν έτσι όλα όσα έχουν γραφή δια την καταστροφήν του Ισραηλιτικού λαού και της Ιερουσαλήμ.
Λουκ 21.23οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις· ἔσται γὰρ τότε ἀνάγκη μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὀργὴ τῷ λαῷ τούτῳ,Αλλοίμονον δε εις τας εγκύους και εις αυτάς που θηλάζουν μικρά παιδιά κατά τας ημέρας εκείνας. Διότι θα είναι θλίψις και στέρησις μεγάλη εις την γην, και οργή του Θεού και των ανθρώπων εναντίον του λαού τούτου.
Λουκ 21.24καὶ πεσοῦνται στόματι μαχαίρας, καὶ αἰχμαλωτισθήσονται εἰς πάντα τὰ ἔθνη, καὶ Ἱερουσαλὴμ ἔσται πατουμένη ὑπὸ ἐθνῶν ἄχρι πληρωθῶσι καιροὶ ἐθνῶν.Και θα πέσουν σφαγμένοι από κοφτερά μαχαίρια, άλλοι δε αιχμάλωτοι και δούλοι θα μεταφερθούν προς πώλησιν εις όλα τα έθνη. Και η Ιερουσαλήμ θα καταπατήται από ξένα έθνη, έως ότου συμπληρωθή ο καιρός που ώρισε ο Θεός, δια την κυριαρχίαν των εθνών επί της Ιερουσαλήμ.
Λουκ 21.25Καὶ ἔσται σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς συνοχὴ ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου,Ως προς δε την δευτέραν παρουσίαν, θα γίνουν πρωτοφανή και καταπληκτικά φαινόμενα στον ήλιον και την σελήνην και τα αστέρια. Εις δε την γην θα καταλάβη τα έθνη μεγάλη στενοχωρία και φόβος και αμηχανία πολλή, καθώς τα τεράστια ορμητικά κύματα της θαλάσσης με θόρυβον πολύν και σάλον θα ορμούν να κατακλύσουν την γην.
Λουκ 21.26ἀποψυχόντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου καὶ προσδοκίας τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ· αἱ γὰρ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται.Οι άνθρωποι θα παραλύουν και θα χάνουν τας αισθήσεις των και θα είναι σαν νεκροί από τον φόβον δι’ αυτά, που θα βλέπουν, και δια τα άλλα μεγάλα κακά, που θα περιμένουν να επιπέσουν εναντίον της οικουμένης. Διότι αι δυνάμεις, που κρατούν την αρμονίαν του σύμπαντος, θα σαλευθούν και θα κλονισθούν.
Λουκ 21.27καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλῃ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς.Και τότε θα ιδούν τον υιόν του ανθρώπου να έρχεται επάνω εις ολόφωτον νεφέλην με δύναμιν και δόξαν πολλήν.
Λουκ 21.28ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν.Οταν δε θα αρχίσουν αυτά να γίνωνται, σεις οι πιστοί οπαδοί μου, σηκωθήτε επάνω γεμάτοι ελπίδα και σηκώστε τα κεφάλια σας προς τον ουρανόν όχι με φόβον, αλλά με χαράν και ελπίδα, διότι πλησιάζει πλέον η απαλλαγή από τα δεινά της παρούσης ζωής και η ένδοξος σωτηρία σας εις την βασιλείαν των ουρανών”.
Λουκ 21.29Καὶ εἶπε παραβολὴν αὐτοῖς· ἴδετε τὴν συκῆν καὶ πάντα τὰ δένδρα.Είπε δε εις αυτούς και μίαν παραβολήν· “παρατηρήστε την συκιά και όλα τα δένδρα.
Λουκ 21.30ὅταν προβάλωσιν ἤδη, βλέποντες ἀφ᾿ ἑαυτῶν γινώσκετε ὅτι ἤδη ἐγγὺς τὸ θέρος ἐστίν.Οταν έχουν αρχίσει να βγάζουν φύλλα και άνθη, μόνοι σας καταλαβαίνετε και γνωρίζετε ότι το θέρος είναι πλέον κοντά.
Λουκ 21.31οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.Ετσι και σεις, όταν ίδετε να γίνωνται αυτά, που σας είπα, να ξέρετε ότι είναι κοντά η βασιλεία του Θεού, η χαρά και η μακαριότης των δικαίων.
Λουκ 21.32ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα γένηται.Σας διαβεβαιώνω δε, ότι όσα σας είπα δια την τρομεράν καταστροφήν της Ιερουσαλήμ, θα πραγματοποιηθούν όλα πριν περάση η γενεά αυτή.
Λουκ 21.33ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι.Ο ουρανός και η γη, που φαίνονται τόσον μόνιμα και ασάλευτα, θα περάσουν και θα λείψουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα περάσουν, αλλά θα πραγματοποιηθούν έως και την τελευταίαν λεπτομέρειάν των.
Λουκ 21.34Προσέχετε δὲ ἑαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιοτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη·Προσέχετε δε τους εαυτούς σας, μήπως γίνουν βαρειές οι καρδιές σας και ασυγκίνητες στον λόγον του Θεού από την κραιπάλην και από την μέθην και από τας βασανιστικάς φροντίδας της παρούσης ζωής. Να είσθε άγρυπνοι, μήπως τυχόν και μέσα εις την κατάστασιν αυτήν της πνευματικής χαλαρώσεως και παραζάλης πέση επάνω σας άξαφνα η μεγάλη εκείνη ημέρα της δευτέρας παρουσίας.
Λουκ 21.35ὡς παγὶς γὰρ ἐπελεύσεται ἐπὶ πάντας τοὺς καθημένους ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς.Διότι πράγματι σαν παγίδα θα έλθη η ημέρα εκείνη και θα συλλάβη απροετοιμάστους όλους αυτούς, οι οποίοι ξένοιαστοι εις την αμαρτωλήν και κοσμικήν ζωήν των κάθονται επάνω εις την γην.
Λουκ 21.36ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.Να είσθε λοιπόν άγρυπνοι και να προσεύχεσθε κάθε ώραν και στιγμήν, να σας δώση ο Θεός χάριν και δύναμιν, δια να αποφύγετε όλα αυτά τα φοβερά, που πρόκειται να γίνουν και να σταθήτε με θάρρος και χαράν εμπρός στον υιόν του ανθρώπου”.
Λουκ 21.37Ἦν δὲ τὰς ἡμέρας ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, τὰς δὲ νύκτας ἐξερχόμενος ηὐλίζετο εἰς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν·Τας ημέρας δε εκείνας εδίδασκε όπως πρώτα ο Κυριος στο ιερόν, κατά δε την νύκτα έβγαινεν από την Ιερουσαλήμ και έμενε στο όρος, που εκαλείτο “όρος των Ελαιών”.
Λουκ 21.38καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὤρθριζε πρὸς αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει ἀκούειν αὐτοῦ.Και όλος ο λαός πρωϊ-πρωϊ ήρχετο εις αυτόν μέσα προς τας αυλάς του ναού, δια να τον ακούη.

κεφ 22

Λουκ 22.1Ἤγγιζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων ἡ λεγομένη πάσχα.Επλησίαζε δε η εορτή, κατά την οποίαν οι Ισραηλίται επί επτά ημέρας έτρωγαν ψωμί άζυμο και η οποία ελέγετο πάσχα.
Λουκ 22.2καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὸ πῶς ἀνέλωσιν αὐτόν· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν λαόν.Και εζητούσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς, με ποιόν τρόπον να τον φονεύσουν, χωρίς να εκτεθούν· διότι εφοβούντο τον λαόν.
Λουκ 22.3Εἰσῆλθε δὲ ὁ σατανᾶς εἰς Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Ἰσκαριώτην, ὄντα ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα,Εμπήκε δε ο σατανάς στον Ιούδα, τον επονομαζόμενον Ισκαριώτην, ο οποίος ήτο ένας από τους δώδεκα Αποστόλους.
Λουκ 22.4καὶ ἀπελθὼν συνελάλησε τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι καὶ στρατηγοῖς τὸ πῶς αὐτὸν παραδῶ αὐτοῖς.Και αυτός επήγε και συνενοήθηκε με τους αρχιερείς και τους γραμματείς και τους στρατηγούς της φρουράς του ναού, πως θα παρέδιδε εις αυτούς ασφαλώς τον Χριστόν.
Λουκ 22.5καὶ ἐχάρησαν, καὶ συνέθεντο αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι·Και εχάρησαν αυτοί, διότι ένας από τους δώδεκα σαν προδότης θα τους βοηθούσε στο έγκλημά των, και συνεφώνησαν να του δώσουν χρήματα.
Λουκ 22.6καὶ ἐξωμολόγησε, καὶ ἐζήτει εὐκαιρίαν τοῦ παραδοῦναι αὐτὸν αὐτοῖς ἄτερ ὄχλου.Και αυτός τους διαβεβαίωσε με όλην του την καρδιά, να τους βοηθήση. Και εζητούσε κατάλληλον ευκαιρίαν να παραδώση εις αυτούς τον Χριστόν κρυφά από τον λαόν.
Λουκ 22.7Ἦλθε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων, ἐν ᾗ ἔδει θύεσθαι τὸ πάσχα,Ηλθε η ημέρα των αζύμων, η οποία ήρχιζε από την δύσιν της Μ.Πεμπτης και ετελείωνε με την δύσιν της Μ.Παρασκευής. Κατ’ αυτήν έπρεπε οι Εβραίοι να ετοιμάσουν τα άζυμα ψωμιά, να θυσιάσουν δε και να ψήσουν τον πασχάλιον αμνόν, ώστε να είναι έτοιμος μετά την δύσιν της Παρασκευής, που θα ήρχιζε η μεγάλη ημέρα του Πασχα.
Λουκ 22.8καὶ ἀπέστειλε Πέτρον καὶ Ἰωάννην εἰπών· πορευθέντες ἑτοιμάσατε ἡμῖν τὸ πάσχα ἵνα φάγωμεν.Και έστειλε ο Ιησούς κατά το απόγευμα της Μ.Πεμπτης τον Πετρον και τον Ιωάννην και τους είπε· “πηγαίνετε και ετοιμάσατέ μας το Πασχα, δια να φάγωμεν”.
Λουκ 22.9οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμεν;Αυτοί δε του είπαν· “που θέλεις να ετοιμάσωμεν”;
Λουκ 22.10ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἰδοὺ εἰσελθόντων ὑμῶν εἰς τὴν πόλιν συναντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε αὐτῷ εἰς τὴν οἰκίαν οὗ εἰσπορεύεται,Ο δε Ιησούς τους είπε· “ιδού καθώς θα εισέλθετε εις την πόλιν, θα σας συναντήση ένας άνθρωπος, που θα βαστάζη μια πήλινη στάμνα νερό· ακολουθήστε τον στο σπίτι, που θα μπη.
Λουκ 22.11καὶ ἐρεῖτε τῷ οἰκοδεσπότῃ τῆς οἰκίας· λέγει σοι ὁ διδάσκαλος, ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμα ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω;Και θα πήτε στον οικοδεσπότην του σπιτιού· σε ερωτά ο διδάσκαλος, που είναι το κατάλυμα, όπου μαζή με τους μαθητάς μου θα φάγω το Πασχα;
Λουκ 22.12κἀκεῖνος ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε.Και εκείνος θα σας δείξη ένα μεγάλο ανώγειον τακτοποιημένον και με στρωμένα τα ανάκλιντρα γύρω από το τραπέζι του φαγητού. Εκεί να ετοιμάσετε (δια το νέον πάσχα, το πάσχα της Καινής Διαθήκης, που εγώ θα εγκαινιάσω απόψε μαζή σας)”.
Λουκ 22.13ἀπελθόντες δὲ εὗρον καθὼς εἴρηκεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα.Επήγαν δε οι δύο μαθηταί, ευρήκαν όπως τους είχε πει ο Κυριος και ετοίμασαν τα του πάσχα.
Λουκ 22.14Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡ ὥρα, ἀνέπεσε, καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σὺν αὐτῷ.Και όταν ήλθεν η ώρα εξηπλώθη ο Κυριος κοντά εις την τράπεζαν του φαγητού και μαζή με αυτόν οι δώδεκα, ο καθένας εις την θέσιν του.
Λουκ 22.15καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς. ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ πάσχα φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν πρὸ τοῦ με παθεῖν·Και είπε προς αυτούς· “πάρα πολύ επεθύμησα προτού να σταυρωθώ, να φάγω μαζή σας τούτο το πάσχα· (όχι το εβραϊκόν που θα αρχίση αύριον με τον πασχάλιον αμνόν, αλλά το νέον πάσχα της Καινής Διαθήκης, κατά το οποίον εγώ θα τελέσω το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας και θα σας δώσω προς τροφήν, όχι τον συμβολικόν πασχάλιον αμνόν, αλλά αυτό τούτο το σώμα μου και το αίμα μου).
Λουκ 22.16λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ φάγω ἐξ αὐτοῦ ἕως ὅτου πληρωθῇ ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.Σας λέγω δε τούτο, ότι αυτό είναι το τελευταίον μου πάσχα και δεν θα φάγω πλέον μαζή σας από αυτό, μέχρι ότου τούτο ολοκληρωθή εις την βασιλείαν του Θεού, οπότε η επικοινωνία και ενότης μεταξύ μας θα είναι πλήρης και αιωνία”.
Λουκ 22.17καὶ δεξάμενος τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας εἶπε· λάβετε τοῦτο καὶ διαμερίσατε ἑαυτοῖς·Και αφού έλαβε από τους μαθητάς το ποτήριον με τον οίνον, ευχαρίστησε τον Θεόν και το έδωκε εις αυτούς, όπως εσυνιθίζετο πάντοτε εις την αρχήν κάθε επισήμου δείπνου, και τους είπε· λάβετε τούτο και μοιράσατέ το μεταξύ σας, ώστε να πίωμεν όλοι από αυτό, εις δείγμα της αγάπης που μας συνδέει.
Λουκ 22.18λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπὸ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως ὅτου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔλθῃ.Διότι σας λέγω, ότι δεν θα ξαναπιώ από το προϊόν αυτό της αμπέλου, έως ότου έλθη η χαρμόσυνος βασιλεία του Θεού”.
Λουκ 22.19καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν.Και αφού επήρε εις τα χέρια του άρτον, ευχαρίστησε τον Θεόν, έκοψεν εις τεμάχια τον άρτον, έδωκεν εις αυτούς και είπεν· “αυτό, που σας δίδω τώρα, δεν είναι κοινός και συνήθης άρτος. Είναι αυτό τούτο το σώμα μου, το οποίον μετ’ ολίγον παραδίδεται θυσία επάνω στον σταυρόν δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Τούτο να πράττετε πάντοτε, δια να φέρετε ζωηρά εις την μνήμην σας την θυσίαν, την οποίαν εγώ προσφέρω εις σωτηρίαν, όχι μόνον ιδικήν σας, αλλά και όλου του κόσμου”.
Λουκ 22.20ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον.Επίσης όταν ετελείωσε το δείπνον επήρε το ποτήριον, ευχαρίστησε τον ουράνιον πατέρα, το έδωκε στους μαθητάς και είπε· “αυτό που περιέχεται μέσα στο ποτήριον δεν είναι πλέον οίνος. Είναι η Καινή Διαθήκη, που επικυρώνεται με το αίμά μου, το οποίον έντος ολίγου θα χυθή δια την σωτηρίαν σας.
Λουκ 22.21πλὴν ἰδοὺ ἡ χεὶρ τοῦ παραδιδόντος με μετ᾿ ἐμοῦ ἐπὶ τῆς τραπέζης.Αλλ’ ενώ εγώ προσφέρω την μεγάλην θυσίαν και καθιερώνω την νέαν διαθήκην μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ιδού το χέρι εκείνου, που με παραδίδει στους σταυρωτάς μου, είναι μαζή μου εις την τράπεζαν αυτήν και βουτά τον άρτον στο αυτό με εμέ πιάτο.
Λουκ 22.22καὶ ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πορεύεται κατὰ τὸ ὡρισμένον· πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ παραδίδοται.Και ο μεν υιός του ανθρώπου προχωρεί τον δρόμον του, όπως ο ουράνιος Πατήρ ώρισε. Αλλά αλλοίμονον στον άνθρωπον εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται στους σταυρωτάς”.
Λουκ 22.23καὶ αὐτοὶ ἤρξαντο συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς τὸ τίς ἄρα εἴη ἐξ αὐτῶν ὁ τοῦτο μέλλων πράσσειν.Και αυτοί ήρχισαν να συζητούν μεταξύ των, ποίος τάχα από αυτούς θα ήτο εκείνος, που έμελλε να διαπράξη αυτό το έγκλημα.
Λουκ 22.24Ἐγένετο δὲ καὶ φιλονεικία ἐν αὐτοῖς, τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων.Εγινε όμως και φιλονεικίαν μεταξύ των περί του ποίος από αυτούς εθεωρείτο πρώτος.
Λουκ 22.25ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται·Ο δε Κυριος τους είπε· “οι βασιλείς των εθνών κυριαρχούν επάνω εις τα έθνη με την δύναμιν και την βίαν. Και αυτοί, που έχουν εξουσίαν επάνω εις τα έθνη και ταλαιπωρούν τα έθνη, ανακηρύσσονται από τους κόλακας, κατ’ ανάγκην δε και από τον λαόν, ευργέται.
Λουκ 22.26ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν.Σεις όμως δεν πρέπει να κάνετε όπως εκείνοι, αλλά ο μεγαλύτερος μεταξύ σας ας γίνη όπως ο νεώτερος, ο οποίος καθό νεώτερος έχει την υποχρέωσιν να υπηρετή τους άλλους. Και ο ανώτερος μεταξύ σας, ας υπηρετή σαν δούλος τους άλλους.
Λουκ 22.27τίς γὰρ μείζων, ὁ ἀνακείμενος ἢ ὁ διακονῶν; οὐχὶ ὁ ἀνακείμενος; ἐγὼ δέ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν.Διότι ποίος είναι ανώτερος; Εκείνος που κάθεται στο τραπέζι και τρώγει η εκείνος που όρθιος τον υπηρετεί; Δεν είναι ανώτερος αυτός που κάθεται στο τραπέζι; Ασφαλώς. Και όμως εγώ ο διδάσκαλος και ο Κυριος σας, είμαι μεταξύ σας ως υπηρέτης, που σας εξυπηρετεί.
Λουκ 22.28ὑμεῖς δέ ἐστε οἱ διαμεμενηκότες μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς μου·Σεις, οι μαθηταί μου, είσθε εκείνοι που εμείνατε μαζή μου όλο το διάστημα των δοκιμασιών μου και των διωγμών, και δεν εκλονισθήκατε εις την πίστιν.
Λουκ 22.29κἀγὼ διατίθεμαι ὑμῖν καθὼς διέθετό μοι ὁ πατήρ μου βασιλείαν,Και εγώ, δια να ανταμείψω την αφοσίωσιν σας, σας υπόσχομαι βασιλείαν, όπως και ο Πατήρ ώρισε και έδωσεν εις εμέ βασιλείαν και αξίωμα βασιλέως.
Λουκ 22.30ἵνα ἐσθίητε καὶ πίνητε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου ἐν τῇ βασιλείᾳ μου, καὶ καθίσεσθε ἐπὶ θρόνων κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ.Και μία απολαυή αυτής της υποσχέσεώς μου είναι να τρώγετε και να πίνετε επί της τραπέζης μου εις την βασιλείαν μου, να απολαμβάνετε τα ανεκτίμητα αγαθά της αιωνίου ζωής. Και το επίσης σπουδαίον, θα καθίσετε επάνω εις θρόνους, δια να δικάζετε τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ.
Λουκ 22.31Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Σίμων Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον·Μείνατε, λοιπόν, πιστοί μέχρι τέλους, διότι θα αντικρύσετε πολλούς πειρασμούς”. Είπε δε ακόμη ο Κυριος· “Σιμων, Σιμων, ιδού ο σατανάς εζήτησε την άδειαν από τον Θεόν να σας συγκλονίση και σας ξεσκονίση, ωσάν το σιτάρι μέσα στο κόσκινο.
Λουκ 22.32ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου.Και εγώ προσευχήθηκα για σένα, να μη χαθή η πίστις σου. Και συ, όταν κάποτε μετανοημένος επιστρέψης κοντά μου, στήριξε τους αδελφούς σου και με τους λόγους σου και με το παράδειγμα της μετανοίας σου”.
Λουκ 22.33ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, μετὰ σοῦ ἕτοιμός εἰμι καὶ εἰς φυλακὴν καὶ εἰς θάνατον πορεύεσθαι.Ο Πετρος όμως, σαν διαμαρτυρόμενος δι’ αυτό που απεκάλυψε ο Κυριος, του είπε· “Κυριε, είμαι έτοιμος να βαδίσω μαζή σου εις φυλακήν και εις θάνατον”.
Λουκ 22.34ὁ δὲ εἶπε· λέγω σοι, Πέτρε, οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με.Ο δε Κυριος του είπε· “σε διαβεβαιώνω, Πετρε, ότι δεν θα λαλήση κατά την νύκτα αυτήν ο πετεινός, πριν συ τρεις φορές με απαρνηθής και διακηρύξης ότι δεν με γνωρίζεις”.
Λουκ 22.35Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήθητε; οἱ δὲ εἶπον· οὐθενός.Και είπεν εις αυτούς· “όταν σας έστειλα κατά την πρώτην περιοδείαν σας χωρίς χρήματα, χωρίς ταξιδιωτικό σακκίδιο και χωρίς υποδήματα, μήπως εστερηθήκατε τίποτε;” Εκείνοι δε απήντησαν· “όχι,τίποτε δεν εστερηθήκαμε”.
Λουκ 22.36εἶπεν οὖν αὐτοῖς· ἀλλὰ νῦν ὁ ἔχων βαλλάντιον ἀράτω, ὁμοίως καὶ πήραν, καὶ ὁ μὴ ἔχων πωλήσει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν.Είπε λοιπόν εις αυτούς· “τα πράγματα τώρα αλλάζουν και πρέπει να είσθε συνετοί και προνοητικοί, διότι θα συναντήσετε δυσκολίας. Εκείνος που έχει βαλάντιον, ας το παρή μαζή του, διότι θα του χρειασθούν χρήματα, προς συντήρησίν του. Το ίδιο ας κάμη και εκείνος που έχει σακκίδιο· ας το παρή γεμάτο τρόφιμα και ας πωλήση το ένδυμά του εκείνος που δεν έχει μάχαιραν, δια να αγοράση.(Με τα λόγια μου αυτά δεν θέλω να σας συστήσω ποτέ να οπλισθήτε με φονικά όργανα, δια να ανθίσταθε στους εχθρούς σας, αλλά θέλω να σας κάμω να εννοήσετε καλά, ότι θα συναντήσετε θανασίμους εχθρούς δια το όνομά μου, απέναντι των οποίων πρέπει να φέρεσθε με σταθερότητα και με σύνεσιν. Δι’ αυτό πρέπει να οπλισθήτε με τα πνευματικά όπλα της πίστεως και της αρετής).
Λουκ 22.37λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἔτι τοῦτο τὸ γεγραμμένον δεῖ τελεσθῆναι ἐν ἐμοί, τὸ καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη· καὶ γὰρ τὰ περὶ ἐμοῦ τέλος ἔχει.Ο άσπονδος πόλεμος έχει τώρα αρχίσει εναντίον μου. Διότι σας λέγω ότι πρέπει να εκπληρωθή εις εμέ τώρα και τούτο ακόμα, που έχει γραφή από τον προφήτην Ησαΐαν, το· Και μεταξύ ανόμων και κακούργων συγκαταριθμήθηκε, δια να τιμωρηθή μαζή με αυτούς ως άνομος. Πρέπει να γίνη και αυτό, διότι όσα έχουν προφητευθή περί εμού παίρνουν τώρα τέλος και πλήρη πραγματοποίησιν”.
Λουκ 22.38οἱ δὲ εἶπον· Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἱκανόν ἐστι.Οι δε μαθηταί, που δεν εκατάλαβαν το αλληγορικόν νόημα των λόγων του, είπαν· “Κυριε, ιδού, υπάρχουν εδώ δύο μάχαιραι”. Ο δε Κυριος τους είπε· “φθάνει έως εδώ· ας σταματήσωμε την συζήτησιν”.
Λουκ 22.39Καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.Και αφού εβγήκεν επήγε, όπως εσυνήθιζε, στο όρος των Ελαιών· τον ηκολούθησαν δε και οι μαθηταί του.
Λουκ 22.40γενόμενος δὲ ἐπὶ τοῦ τόπου εἶπεν αὐτοῖς· προσεύχεσθε μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν.Οταν δε έφθασε στον γνωστόν τόπον, που συνήθως ήρχετο, τους είπε· “προσεύχεσθε και παρακαλείτε τον Θεόν να μη πέσετε εις πειρασμόν”.
Λουκ 22.41καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη ἀπ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν, καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύχετοΚαι αυτός απεμακρύνθη από αυτούς, όσον περίπου ημπορεί ένας να ρίψη τον λίθον και αφού εγονάτισε προσηύχετο
Λουκ 22.42λέγων· πάτερ, εἰ βούλει παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω.λέγων· “πάτερ, εάν θέλης να απομακρύνης από εμέ το πικρόν τούτο ποτήριον του Θανάτου, απομάκρυνε το, πλην όμως ας μη γίνη το θέλημά μου, αλλά το ιδικόν σου θέλημα”.
Λουκ 22.43ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν.Παρουσιάσθηκε δε εις αυτόν την ώραν εκείνην άγγελος από τον ουρανόν, ο οποίος του ενίσχυε τας σωματικάς του δυνάμεις που είχαν πλέον εξαντληθή.
Λουκ 22.44καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν.Και περιέπεσε εις αγωνίαν και προσηύχετο τώρα θερμότερα και εκτενέστερα, και ο άφθονος ιδρώς, που έτρεχε από το πρόσωπον και το σώμα του, έγινε πηκτός σαν θρόμβοι αίματος, που πίπτουν εις την γην.
Λουκ 22.45καὶ ἀναστὰς ἀπὸ τῆς προσευχῆς, ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εὗρεν αὐτοὺς κοιμωμένους ἀπὸ τῆς λύπης,Και αφού εσηκώθηκε από την προσευχήν, ήλθε προς τους μαθητάς και τους εύρε να κοιμώνται, από την κατάπτωσιν που τους είχε προκαλέσει η πολύ λύπη.
Λουκ 22.46καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί καθεύδετε; ἀναστάντες προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν.Και τους είπε· “διατί κοιμάσθε; Σηκωθήτε και προσεύχεσθε, δια να μην πέσετε εις πειρασμόν”.
Λουκ 22.47Ἔτι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ ὄχλος, καὶ ὁ λεγόμενος Ἰούδας, εἷς τῶν δώδεκα, προῆγεν αὐτούς, καὶ ἤγγισε τῷ Ἰησοῦ φιλῆσαι αὐτόν· τοῦτο γὰρ σημεῖον δεδώκει αὐτοῖς· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστιν.Ενώ δε αυτός ωμιλούσε, ιδού έφθασε ο όχλος και αυτός που ελέγετο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, επήγαινεν εμπρός ως οδηγός των και επλησίασε τον Ιησούν, δια να τον φιλήση. Διότι αυτό τους είχε δώσει ως σημείον. Τους είχε δηλαδή πει· “όποιον φιλήσω, αυτός είναι ο Ιησούς”.
Λουκ 22.48ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;Ο δε Ιησούς του είπεν· “Ιούδα, με φίλημα, με αυτό το δείγμα της αγάπης, προδίδεις συ τώρα τον υιόν του ανθρώπου;”
Λουκ 22.49ἰδόντες δὲ οἱ περὶ αὐτὸν τὸ ἐσόμενον εἶπον αὐτῷ· Κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρᾳ;Οταν δε είδαν οι μαθηταί, που ήσαν γύρω από τον Ιησούν, αυτό που θα συνέβαινε, του είπαν· “Κυριε, μας δίνεις την άδειαν να τους κτυπήσωμεν με μάχαιραν;”
Λουκ 22.50καὶ ἐπάταξεν εἷς τις ἐξ αὐτῶν τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ οὖς τὸ δεξιόν.Και κάποιος από αυτούς εκτύπησε με μάχαιραν τον δούλον του αρχιερέως και του απέκοψε το δέξι αυτί.
Λουκ 22.51ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐᾶτε ἕως τούτου· καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου αὐτοῦ ἰάσατο αὐτόν·Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε· “φθάνει έως εδώ, μη προχωρείτε άλλο”. Και αφού ήγγισε το αυτί του δούλου, τον εθεράπευσε.
Λουκ 22.52εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς παραγενομένους ἐπ᾿ αὐτὸν ἀρχιερεῖς καὶ στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ καὶ πρεσβυτέρους· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξεληλύθατε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων;Είπε δε ο Ιησούς στους αρχιερείς και τους στρατηγούς του ιερού και τους πρεσβυτέρους, που είχαν έλθει και αυτοί εναντίον του· “εβγήκατε ωπλισμένοι με μαχαίρια και ρόπαλα, σαν να επηγαίνετε εναντίον ληστού;
Λουκ 22.53καθ᾿ ἡμέραν ὄντος μου μεθ᾿ ὑμῶν ἐν τῷ ἱερῷ οὐκ ἐξετείνατε τὰς χεῖρας ἐπ᾿ ἐμέ. ἀλλ᾿ αὕτη ἐστὶν ὑμῶν ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους.Οταν εγώ κάθε ημέραν ήμουν μαζή σας στο ιερόν, δεν απλώσατε τα χέρια σας επάνω μου. Αλλά αυτή είναι η ώρα, που την επέτρεψε ο Θεός ως ώραν ιδικήν σας, δια να εκτελέσετε την κακούργον απόφασίν σας”. (Και είναι ώρα του σκότους και της νυκτός, διότι κατά κανόνα οι κακούργοι το σκότος προτιμούν δια τα εγκλήματά των. Οι άνθρωποι, του σκότους, όπως είσθε σεις, οι οποίοι μάλιστα υποκρίνονται τον δίκαιον, στο σκότος διαπράττουν τα σκοτεινά των έργα).
Λουκ 22.54Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχιερέως. ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν.Αφού δε τον επιασαν, τον έφεραν εις την πόλιν και τον έβαλαν στο σπίτι του αρχιερέως. Ο δε Πετρος ακολουθούσε μακράν.
Λουκ 22.55ἁψάντων δὲ πυρὰν ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς καὶ συγκαθισάντων αὐτῶν ἐκάθητο ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ αὐτῶν.Αφού δε οι στρατιώται και οι υπηρέται άναψαν φωτιά στο μέσον της αυλής και εκάθισαν γύρω από αυτήν, εκάθητο και ο Πετρος ανάμεσα εις αυτούς.
Λουκ 22.56ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν παιδίσκη τις καθήμενον πρὸς τὸ φῶς καὶ ἀτενίσασα αὐτῷ εἶπε· καὶ οὗτος σὺν αὐτῷ ἦν.Μια δε νεαρά υπηρέτρια όταν τον είδε να κάθεται στο φως που έρριχνε η φωτιά, τον εκύτταξε προσεκτικά και είπε· “και αυτός ήτο μαζή με εκείνον”.
Λουκ 22.57ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· γύναι, οὐκ οἶδα αὐτόν.Ο δε Πετρος ηρνήθη, λέγων· “γυναίκα δεν τον ξεύρω αυτόν”.
Λουκ 22.58καὶ μετὰ βραχὺ ἕτερος ἰδὼν αὐτὸν ἔφη· καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ. ὁ δὲ Πέτρος εἶπεν· ἄνθρωπε, οὐκ εἰμί.Και έπειτα από ολίγον και άλλος τον είδε και είπε· “και συ είσαι από αυτούς”. Ο Πετρος όμως είπε· “άνθρωπε, όχι δεν είμαι από αυτούς”.
Λουκ 22.59καὶ διαστάσης ὡσεὶ ὥρας μιᾶς ἄλλος τις διισχυρίζετο λέγων· ἐπ᾿ ἀληθείας καὶ οὗτος μετ᾿ αὐτοῦ ἦν· καὶ γὰρ Γαλιλαῖός ἐστιν.Και αφού επέρασε μία περίπου ώρα, και κάποιος άλλος ισχυρίζετο και έλεγε· “αλήθεια, και τούτος εδώ ήτο μαζή με αυτόν, που δικάζεται μέσα. Διότι, όπως φαίνεται και από την προφοράν του, είναι Γαλιλαίος”.
Λουκ 22.60εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· ἄνθρωπε, οὐκ οἶδα ὃ λέγεις. καὶ παραχρῆμα, ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ, ἐφώνησεν ἀλέκτωρ.Αλλ’ό Πετρος είπε· “άνθρωπε δεν ξέρω τι λέγεις”. Και αμέσως, ενώ αυτός ακόμη ωμιλούσε, μίλησε ο πετεινός.
Λουκ 22.61καὶ στραφεὶς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ, καὶ ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, ὡς εἶπεν αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι ἀπαρνήσῃ με τρίς·Και την στιγμήν ακριβώς εκείνην έστρεψεν ο Κυριος το βλέμμα του και εκύτταξε βαθύτατα τον Πετρον. Και εθυμήθηκε ο Πετρος τον λόγον, που του είπε ο Κυριος, ότι πριν λαλήση ο πετεινός, θα με απαρνηθής τρεις φορές.
Λουκ 22.62καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς.Και εξελθών τότε ο Πετρος έξω από την αυλήν του σπιτιού του αρχιερέως έκλαψε πικρά.
Λουκ 22.63Καὶ οἱ ἄνδρες οἱ συνέχοντες τὸν Ἰησοῦν ἐνέπαιζον αὐτῷ δέροντες,Και οι άνδρες, που εφρουρούσαν τον Ιησούν τον ενέπαιζαν και τον έδερναν.
Λουκ 22.64καὶ περικαλύψαντες αὐτὸν ἔτυπτον αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· προφήτευσον τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;Και αφού του εσκέπασαν ολόγυρα την κεφαλήν, δια να μη βλέπη, τον εκτυπούσαν στο πρόσωπον και τον ερωτούσαν, λέγοντες· “είπες ότι είσαι προφήτης· λοιπόν προφήτευσε, ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε;”
Λουκ 22.65καὶ ἕτερα πολλὰ βλασφημοῦντες ἔλεγον εἰς αὐτόν.Και άλλας πολλάς ύβρεις και χυδαιολογίας του έλεγαν, βλασφημούντες αυτόν.
Λουκ 22.66Καὶ ὡς ἐγένετο ἡμέρα, συνήχθη τὸ πρεσβυτέριον τοῦ λαοῦ, ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον ἑαυτῶν λέγοντες· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν.Και αμέσως μόλις ανέτειλεν ο ήλιος και έγινε ημέρα, εμαζευθηκαν οι πρεσβύτεροι του λαού, οι αρχιερείς και οι γραμματείς και ανέβασαν αυτόν εμπρός στο συνέδριόν των, λέγοντες· “εάν είσαι συ ο Χριστός, πες μας”.
Λουκ 22.67εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐὰν ὑμῖν εἴπω, οὐ μὴ πιστεύσητε,Ο δε Ιησούς τους είπε· “εάν σας πω τι είμαι, δεν θα πιστεύσετε.
Λουκ 22.68ἐὰν δὲ καὶ ἐρωτήσω, οὐ μὴ ἀποκριθῆτέ μοι ἢ ἀπολύσητε·Εάν δε και σας ερωτήσω, δεν θα μου απαντήσετε ούτε και θα με αφήσετε ελεύθερον.
Λουκ 22.69ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.Αλλά από τώρα ο υιός του ανθρώπου θα κάθεται αιωνίως εις τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού”.
Λουκ 22.70εἶπον δὲ πάντες· σὺ οὖν εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη· ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι.Είπον δε όλοι· “συ, λοιπόν, είσαι ο Υιός του Θεού;”. Ο δε Ιησούς απήντησε εις αυτούς· “το λέγετε και σεις οι ίδιοι, ότι εγώ είμαι ο Υιός του Θεού”.
Λουκ 22.71οἱ δὲ εἶπον· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτυρίας; αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ.Αυτοί δε είπαν· “τι μας χρειάζεται πλέον μαρτυρία; Διότι όλοι ηκούσαμε από το στόμα του, να λέγη ότι είναι ο Υιός του Θεού. Αυτό είναι βλασφημία, που τιμωρείται με θάνατον”. (Και έτσι η αλήθεια που τους είπε ο Κυριος, ότι είναι ο Μεσσίας, και την οποίαν με την αγίαν διδασκαλίαν του, με τα πρωτοφανή αναρίθμητα θαύματά του και με την Αγιωτάτην ζωήν του είχε αποδείξει, εχρησιμοποιήθη από τους παρανόμους εκείνους δικαστάς ως αιτία της καταδίκης του).

κεφ 23

Λουκ 23.1Καὶ ἀναστὰν ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον.Και αφού εσηκώθηκε όλο το πλήθος των συνέδρων, έφεραν τον Ιησούν στον Πιλάτον.
Λουκ 23.2ἤρξαντο δὲ κατηγορεῖν αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι.Ηρχισαν δε να τον κατηγορούν και να λέγουν· “αυτόν τον ευρήκαμεν να παρακινή το έθνος εις επανάστασιν και να εμποδίζη την πληρωμήν των φόρων στον Καίσαρα και να λέγη δια τον ευατόν του, ότι είναι ο Χριστός, ο βασιλεύς”.
Λουκ 23.3ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη· σὺ λέγεις.Ο δε Πιλάτος τον ηρώτησε, λέγων· “συ, ο δεμένος υπόδικος, είσαι βασιλεύς των Ιουδαίων;” Ο δε Ιησούς απεκρίθη και του είπε· “όπως και συ το λέγεις είμαι βασιλεύς, όχι όμως όπως οι κοσμικοί βασιλείς”.
Λουκ 23.4ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους ὅτι οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ.Ο δε Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και τους όχλους, ότι “δεν ευρίσκω καμμίαν ενόχην στον άνθρωπον αυτόν”.
Λουκ 23.5οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι ἀνασείει τὸν λαὸν διδάσκων καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε.Αλλά αυτοί με περισσότερον πείσμα και φανατισμόν επέμεναν, λέγοντες ότι αναταράσσει τον λαόν με το να διδάσκη τα επαναστατικά του κηρύγματα, που έκαμε αρχήν από την Γαλιλαίαν και τα έφερε έως εδώ.
Λουκ 23.6Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι,Ο δε Πιλάτος, όταν ήκουσε την λέξιν Γαλιλαία, ηρώτησε, εάν ο άνθρωπος αυτός είναι από την Γαλιλαίαν.
Λουκ 23.7καὶ ἐπιγνοὺς ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου ἐστίν, ἀνέπεμψεν αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις.Και όταν εξηκρίβωσε ότι ο Ιησούς είναι από την περιοχήν της δικαιοδοσίας του Ηρώδου, τον παρέπεμψεν στον Ηρώδην, ο οποίος κατά τας ημέρας αυτάς του Πασχα ευρίσκετο και αυτός εις τα Ιεροσόλυμα.(Και τούτο, δια να απαλλαγή αυτός από την ενοχλητικήν εκείνην δίκην).
Λουκ 23.8ὁ δὲ Ἡρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον.Ο δε Ηρώδης, όταν είδε τον Ιησού εχάρηκε πολύ, διότι από πολύν καιρόν ήθελε να τον ίδη, επειδή πολλά συνεχώς ήκουε δι’ αυτόν και ήλπιζε, προς ικανοποίησιν της περιεργείας του, να ίδη κάποιο θαύμα να γίνεται από τον Ιησούν.
Λουκ 23.9ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ.Τον ερωτούσε δε ο Ηρώδης δια πολλά και με πολλάς ερωτήσεις. Ο Ιησούς όμως δεν του έδωκε καμμίαν απάντησιν.
Λουκ 23.10εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.Εκεί δε κοντά εστέκοντο οι γραμματείς και οι αρχιερείς και τον κατηγορούσαν με ζωηρόν τόνον και επιμονήν.
Λουκ 23.11ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ.Ο Ηρώδης όμως, αφού τον εξηυτέλισε μαζή με τα στρατεύματά του και τον ενέπαιξε, του εφόρεσε, δια να τον ειρωνευθή και τον γελοιοποιήση, μίαν λαμπράν στολήν, και τον παρέπεμψε πάλιν στον Πιλάτον.
Λουκ 23.12ἐγένοντο δὲ φίλοι ὅ τε Ἡρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ μετ᾿ ἀλλήλων· προϋπῆρχον γὰρ ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς ἑαυτούς.Εγιναν δε εξ αφορμής του γεγονότος αυτού φίλοι μεταξύ των ο Ηρώδης και ο Πιλάτος κατά την ημέραν αυτήν. Διότι προηγούμενος ευρίσκοντο εις έχθραν μεταξύ των. (Ισως εξ αιτίας ζητημάτων δικαιοδοσίας).
Λουκ 23.13Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λαὸνΟ Πιλάτος δε, αφού εκάλεσε μαζή τους αρχιερείς και τους άρχοντας και τον λαόν,
Λουκ 23.14εἶπε πρὸς αὐτούς· προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ᾿ αὐτοῦ.είπε προς αυτούς· “μου εφέρατε τον άνθρωπος αυτόν να τον δικάσω, διότι τάχα εξεγείρει τον λαόν εναντίον του Καίσαρος και των νόμων του κράτους. Και ιδού εγώ τον ανέκρινα ενώπιον σας και δεν ευρήκα στον άνθρωπον αυτός καμμιάν παράβασιν και ενόχην, εις όσα σστον κατηγορείτε.
Λουκ 23.15ἀλλ᾿ οὐδὲ Ἡρῴδης· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ.Αλλά ούτε και ο Ηρώδης δεν τον ευρήκε ένοχον· διότι εγώ έστειλα και σας μαζή με τον άνθρωπον αυτόν προς τον Ηρώδην και ιδού, ότι τίποτε το άξιον θανάτου δεν έχει διαπραχθή από αυτόν.
Λουκ 23.16παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.Λοιπόν, αφού τον βασανίσω και διατάξω να τον φραγγελώσουν θα τον απολύσω”.
Λουκ 23.17ἀνάγκην δὲ εἶχεν ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα.Είχε δε υποχρέωσιν ο Πιλάτος, από κάποιο έθιμον, να απελευθερώνη χάριν του λαού κατά την εορτήν του Πασχα ένα κρατούμενον.
Λουκ 23.18ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεὶ λέγοντες· αἶρε τοῦτον, ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν·Εφώναξαν δε δυνατά όλον το πλήθος μαζή, άρχοντες και λαός, λέγοντες· “φόνευσε αυτόν, να μας αφήσης ελεύθερον τον Βαραββάν”.
Λουκ 23.19ὅστις ἦν διὰ στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον βεβλημένος εἰς τὴν φυλακήν.Ο οποίος Βαραββάς είχε ριφθή εις την φυλακήν δια κάποιαν στάσιν, που έγινε εις την πόλιν και δια φόνον.
Λουκ 23.20πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος προσεφώνησε, θέλων ἀπολῦσαι τὸν Ἰησοῦν.Παλιν λοιπόν ο Πιλάτος ωμίλησε προς τον λαόν, διότι ήθελε να απολύση τον Ιησούν.
Λουκ 23.21οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν.Αυτοί όμως εις απάντησιν εφώναζαν δυνατά λέγοντες· “σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν”.
Λουκ 23.22ὁ δὲ τρίτον εἶπε πρὸς αὐτούς· τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν ἄξιον θανάτου εὗρον ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.Ο δε Πιλάτος δια τρίτην φοράν είπεν εις αυτούς· “διατί να τον σταυρώσω; Ποίον κακόν, άξιον σταυρικού θανάτου, έπραξε αυτός; Τιποτε το άξιον θανάτου δεν εύρηκα εις αυτόν. Θα τον μαστιγώσω λοιπόν και θα τον απολύσω”. (Αν ήτο αθώος διατί να τον μαστιγώση; Αν ήτο ένοχος διατί να τον απολύση; Ο Πιλάτος άδικος καθώς ήτο δεν είχε το θάρρος να αποδώση δικαιοσύνην και απολύση τον Κυριον).
Λουκ 23.23οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων.Αυτοί δε μαινόμενοι επέμεναν με μεγάλας φωνάς και εζητούσαν να σταυρωθή. Και αι φωναί αυτών και των αρχιερέων υπερίσχυαν και εσκέπαζαν τα λόγια του Πιλάτου.
Λουκ 23.24ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν,Ο δε Πιλάτος απεφάσισε οριστικώς να γίνη το αίτημα των.
Λουκ 23.25ἀπέλυσε δὲ αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς τὴν φυλακήν, ὃν ᾐτοῦντο, τὸν δὲ Ἰησοῦν παρέδωκε τῷ θελήματι αὐτῶν.Αφήκε δε προς χάριν αυτών ελεύθερον τον Βαραββάν, ο οποίος ήτο φυλακισμένος δια στάσιν και φόνον και του οποίου την απόλυσιν εζητούσαν εκείνοι, τον δε Ιησούν παρέδωκε, σύμφωνα με το θέλημά των, να σταυρωθή.
Λουκ 23.26Καὶ ὡς ἀπήγαγον αὐτόν, ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου, ἐρχομένου ἀπ᾿ ἀγροῦ, ἐπέθηκαν αὐτῷ τὸν σταυρὸν φέρειν ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ.Και όταν τον επήγαιναν προς τον Γολγοθάν, έπιασαν κάποιον Σιμωνα Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι, του εφόρτωσαν τον σταυρόν να τον φέρη πίσω από τον Ιησούν, ο όποίος είχε πλέον σωματικώς εξαντληθή.
Λουκ 23.27ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν αὐτόν.Τον ακολουθούσε δε πολύ πλήθος λαού και γυναικών, αι οποίαι εκτυπούσαν το στήθος και την κεφαλήν των και εθρηνούσαν δι’ αυτόν.
Λουκ 23.28στραφεὶς δὲ πρὸς αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε· θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, μὴ κλαίετε ἐπ᾿ ἐμέ, πλὴν ἐφ᾿ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν.Ο δε Ιησούς αφού εγύρισε προς αυτάς είπε· “θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε δι’ εμέ, αλλά κλαίετε δια τον ευατόν σας και τα τέκνα σας.
Λουκ 23.29ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς ἐροῦσι· μακάριαι αἱ στεῖραι καὶ κοιλίαι αἳ οὐκ ἐγέννησαν, καὶ μαστοὶ οἳ οὐκ ἐθήλασαν.Διότι ιδού έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας θα είπουν· καλότυχες είναι οι στείρες γυναίκες και αι κοιλίαι που δεν εγέννησαν και οι μαστοί που δεν εθήλασαν βρέφη. Διότι αυταί που έχουν παιδιά θα αισθανθούν δριμύτερον τον πόνον δια τα δεινά που θα έλθουν εις αυτάς και εις τα παιδιά των.
Λουκ 23.30τότε ἄρξονται λέγειν τοῖς ὄρεσι, πέσετε ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τοῖς βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς·Τοτε θ’αρχίσουν να λέγουν εις τα όρη· πέσατε επάνω μας· και εις τα βουνά· σκεπάσατέ μας με το βάρος σας, δια να αποθάνωμεν μίαν ώραν ενωρίτερα και μη βασανιζώμεθα από τα ανυπόφορα πλέον δεινά.
Λουκ 23.31ὅτι εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται;Διότι εάν στο χλωρόν δένδρον κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι, στο ξηρόν τι θα συμβή; (Εάν εις εμέ τον αθώον, που έχω θείαν και ακατάλυτον ζωήν, γίνωνται αυτά, τι μέλλει να γίνη εις σας, που είσθε τόσον βαρειά ένοχοι δια τα πολλά και μεγάλα αμαρτήματά σας;)”
Λουκ 23.32Ἤγοντο δὲ καὶ ἕτεροι δύο κακοῦργοι σὺν αὐτῷ ἀναιρεθῆναι.Ωδηγούντο δε στον τόπον της σταυρώσεως και άλλοι δύο, οι οποίοι ήσαν κακούργοι, δια να θανατωθούν μαζή με αυτόν.
Λουκ 23.33Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν.Και όταν έφθασαν εις τόπον, που ελέγετο Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν και τους δύο κακούργους, ένα εις τα δεξιά και ένα εις τα αριστερά.
Λουκ 23.34ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔλεγε· πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι. διαμεριζόμενοι δὲ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἔβαλον κλῆρον.Ο δε Ιησούς έλεγε· “Πατερ, συγχώρησέ τους· διότι τυφλωμένοι από την εμπάθειάν των, δεν γνωρίζουν τι κάνουν”. Και οι στρατιώται εμοιράζοντο μεταξύ τους τα ιμάτια του και έβαλλαν κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας.
Λουκ 23.35καὶ εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν. ἐξεμυκτήριζον δὲ καὶ οἱ ἄρχοντες σὺν αὐτοῖς λέγοντες· ἄλλους ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ τοῦ Θεοῦ ἐκλεκτός.Και εστέκετο ο λαός παρατηρών και απολαμβάνων το θέαμα της σταυρώσεως. Περιγελούσαν δε αυτόν και οι άρχοντες μαζή με άλλους και έλεγαν· “άλλους έσωσε. Ας σώση τώρα και τον εαυτόν του, εάν είναι πράγματι αυτός ο Χριστός ο εκλεκτός του Θεού”.
Λουκ 23.36ἐνέπαιζον δὲ αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι καὶ ὄξος προσφέροντες αὐτῷΤον ενέπαιζαν δε οι στρατιώται, οι οποίοι προσήρχοντο και του προσέφεραν ξύδι
Λουκ 23.37καὶ λέγοντες· εἰ σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, σῶσον σεαυτόν.και έλεγαν· “εάν συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτόν σου”.
Λουκ 23.38Ἦν δὲ καὶ ἐπιγραφὴ γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς καὶ ἑβραϊκοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.Ητο δε και επιγραφή εις ειδικήν σανίδα, στερεωμένη στο επάνω μέρος του σταυρού, γραμμένη με γράμματα Ελληνικά και Ρωμαϊκά και Εβραϊκά· Αυτός είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων.
Λουκ 23.39Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν λέγων· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς.Ενας δε από τους σταυρωθέντας κακούργους τον εβλασφημούσε λέγων· “εάν συ είσαι πράγματι ο Χριστός, σώσε τον ευατόν σου και ημάς”.
Λουκ 23.40ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ λέγων· οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ;Απεκρίθη δε ο άλλος, τον επέπληττε και του έλεγε· ούτε τον Θεόν συ ο εγκληματίας και ένοχος δεν φοβείσαι, διότι υφίστασαι την ιδίαν καταδίκην με αυτόν τον αθώον;
Λουκ 23.41καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε.Και ημείς μεν δικαίως τιμωρούμεθα, διότι απολαμβάνομεν άξια εκείνων που επράξαμεν. Αυτός όμως κανένα ποτέ άτοπον δεν έπραξε”.
Λουκ 23.42καὶ ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ· μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.Και έλεγεν στον Ιησούν· “ενθυμήσου με, Κυριε, όταν θα έλθης με δόξαν και δύναμιν εις την βασιλείαν σου, ώστε να απολαύσω και εγώ την χαράν και την μακαριότητα αυτής”.
Λουκ 23.43καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ.Και είπεν εις αυτόν ο Ιησούς· “σε διαβεβαιώνω, ότι σήμερον θα είσαι μαζή μου στον παράδεισον”.
Λουκ 23.44Ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος,Ητο δε ώρα εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι, και απλώθηκε σκότος εις όλην την γην έως τας τρστο απόγευμα, διότι είχε χαθή ο ήλιος από τον ουρανόν.
Λουκ 23.45καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον·Και εσχίσθη στο μέσον το πολύτιμον παραπέτασμα του ναού.
Λουκ 23.46καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν.Και εφώναξε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς και είπε· “πάτερ, εις τας χείρας σου παραίδω το πνεύμα μου”. Και αφού είπε τους λόγους αυτούς, εξέπνευσε.
Λουκ 23.47ἰδὼν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον ἐδόξασε τὸν Θεὸν λέγων· ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν.Οταν δε ο εκατόνταρχος είδεν αυτό που έγινε, δηλαδή το σκότος, τον σεισμόν και προ παντός τον τρόπον με τον οποίον ο Χριστός ως Κυριος της ζωής του παρέδωσε το πνεύμα, εδόξασε τον Θεόν, λέγων· “πράγματι ο άνθρωπος ούτος ήτο δίκαιος”.
Λουκ 23.48καὶ πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην, θεωροῦντες τὰ γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον.Και όλα τα πλήθη που είχαν έλθει μαζή δια να παρακολουθήσουν το θέαμα της σταυρώσεως, όταν είδαν αυτά που έγιναν, εγύρισαν πίσω εις την πόλιν, κτυπώντες τα στήθη των, δια να εκδηλώσουν έτσι την μετάνοιάν των.
Λουκ 23.49εἱστήκεισαν δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν, καὶ γυναῖκες αἱ συνακολουθήσασαι αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι ταῦτα.Ολοι δε οι γνωστοί του Κυρίου εστέκοντο από μακρυά, όπως επίσης και αι γυναίκες, που τον είχαν ακολουθήσει από την Γαλιλαίαν, και έβλεπαν όλα τα περιστατικά της σταυρώσεως.
Λουκ 23.50Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσήφ, βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος – Και ιδού ένας άντρας με το όνομα Ιωσήφ, που ήταν βουλευτής και άντρας αγαθός και δίκαιος
Λουκ 23.51οὗτος οὐκ ἦν συγκατατεθειμένος τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν- ἀπὸ Ἀριμαθαίας πόλεως τῶν Ἰουδαίων, ὃς προσεδέχετο καὶ αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,Αυτός δεν είχε συγκατατεθή εις την απόφασιν του συνεδρίου και εις την άλλην ενέργειαν των συνέδρων δια την σταύρωσιν του Χριστού. Αυτός κατήγετο από την Αριμαθαίαν, πόλιν των Ιουδαίων, είχε δε δεχθή και πιστεύσει στο κήρυγμα περί της βασιλείας του Θεού την οποίαν και επερίμενε.
Λουκ 23.52οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ,Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού.
Λουκ 23.53καὶ καθελὼν αὐτὸ ἐνετύλιξε σινδόνι καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ, οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω κείμενος·Και αφού το κατέβασε από τον σταυρόν, το ετύλιξεν εις σινδόνι και το έθεσε εις μνημείον σκαλισμένον εις βράχον, μέσα στο οποίον κανείς ποτέ δεν είχε ταφή.
Λουκ 23.54καὶ ἡμέρα ἦν παρασκευή, σάββατον ἐπέφωσκε.Και ήτο ακόμη ημέρα Πρασκευή. Επλησίαζεν όμως το Σαββατον, που θα ήρχιζε με την δύσιν του ηλίου.
Λουκ 23.55Κατακολουθήσασαι δὲ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ,Παρακολουθούσαν δε με προσοχήν αι γυναίκες, που είχαν έλθει μαζή με τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και είδαν το μνημείον, όπως επίσης είδαν πως ετέθη το σώμα του εις αυτό σαβανωμένον.
Λουκ 23.56ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν.Αφού δε επέστρεψαν εις την πόλιν, ητοίμασαν πριν δύση ο ήλιος, αρώματα και ευώδη έλαια. Και κατά μεν τον Σαββατον ησύχασαν και δεν έκαναν τίποτε, σύμφωνα με την εντολήν περί της σαββατικής αργίας.

κεφ 24

Λουκ 24.1Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς.Κατά την πρώτην δε ημέραν της εβδομάδος, ενώ ήσαν ακόμη βαθειά χαράματα, ήλθον στο μνήμα οι γυναίκες με τα αρώματα, που είχαν ετοιμάσει, και μερικαί άλλαι μαζή των.
Λουκ 24.2εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου,Ευρήκαν δε τον λίθον, που έκλειε το μνημείον, κυλισμένον πέρα από αυτό.
Λουκ 24.3καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.Και όταν εμπήκαν, δεν ευρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού.
Λουκ 24.4καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις.Ενώ δε ευρίσκοντο εις απορίαν δια το γεγονός αυτό και ιδού παρουσιάσθησαν έξαφνα εις αυτάς δύο άνδρες με στολάς, που άστραφταν από λαμπρότητα.
Λουκ 24.5ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν εἶπον πρὸς αὐτάς· τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;Ενώ δε αυτάς τας κατέλαβε μεγάλος φόβος και έγερναν το πρόσωπον των με ευλάβειαν εις την γην, είπον εκείνοι προς αυτάς· “διατί ζητείτε μεταξύ των νεκρών αυτόν που είναι ολοζώντανος;
Λουκ 24.6οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ,Δεν ευρίσκεται εδώ, αλλά αναστήθηκε· ενθυμηθήτε, τι σας είπε, όταν ακόμη ήτο εις την Γαλιλαίαν.
Λουκ 24.7λέγων ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι.Σας είπε ότι σύμφωνα με την βουλήν του Θεού πρέπει ο υιός του ανθρώπου να παραδοθή εις χείρας αμαρτωλών ανθρώπων και να σταυρωθή και την τρίτη ημέρα θα αναστηθή”.
Λουκ 24.8καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ,Και θυμήθηκαν τότε τα λόγια του Κυρίου.
Λουκ 24.9καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς.Και αφού επέστρεψαν από το μνημείον ανήγγειλαν αυτά, που είδαν και άκουσαν, στους ένδεκα και εις όλους τους άλλους μαθητάς του Κυρίου, που ευρίσκοντο εκεί.
Λουκ 24.10ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου καὶ οἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα.Αι μυροφόροι δε γυναίκες, ήσαν η Μαρία η Μαγδαληνή και η Ιωάννα και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και αι άλλαι, που ήσαν μαζή των, και όλαι έλεγαν αυτά στους Αποστόλους.
Λουκ 24.11καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς.Και εφάνησαν στους Αποστόλους σαν παραληρήματα φαντασίας τα λόγια των γυναικών και δεν επίστευσαν εις αυτάς.
Λουκ 24.12ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός.Ο δε Πετρος εσηκώθηκε και έτρεξεν στο μνημείον. Και αφού έσκυψεν από την είσοδον, βλέπει τις λωρίδες από σινδόνι, με τις οποίες είχε τυλιχθή το σώμα του Κυρίου να είναι κάτω στο μνημείον μόνες, χωρίς το σώμα και επέστρεψεν στο σπίτι θαυμάζων το γεγονός.
Λουκ 24.13Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς.Και ιδού, δύο από τους μαθητάς επήγαιναν αυτήν την ημέραν εις κάποιο χωριό, που απείχε από την Ιερουσαλήμ ένδεκα περίπου χιλιόμετρα και το οποίον ελέγετο Εμμαούς.
Λουκ 24.14καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων.Και αυτοί συνωμιλούσαν μεταξύ των δι’ όλα αυτά τα γεγονότα.
Λουκ 24.15καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς·Και ενώ αυτοί συνωμιλούσαν και συζητούσαν περί του Ιησού, ο ίδιος ο Ιησούς τους επλησίασε και επήγαινε μαζή των.
Λουκ 24.16οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν.Τα δε μάτια των εμποδίζοντο από κάποια υπερφυσικήν δύναμιν, δια να μη τον αναγνωρίσουν.
Λουκ 24.17εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ἐστε σκυθρωποί;Είπε δε προς αυτούς· “ποίοι είναι αυτοί οι λόγοι και ποιά είναι τα θέματα, τα οποία καθώς περιπατείτε, συζητείτε ματαξύ σας και είσθε σκυθρωποί;”
Λουκ 24.18ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις;Απεκρίθη δε ο ένας, που ελέγετο Κλεόπας και είπε προς αυτόν· “συ μόνος σαν προσκυνητής κατοικείς τον καιρόν αυτόν εις την Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες όσα έγιναν εις αυτήν κατά τας ημέρας αυτάς;”
Λουκ 24.19καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ποῖα; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ,Και είπεν εις αυτούς· “ποία;” Εκείνοι δε του είπαν· “τα περί του Ιησού του Ναζωραίου, ο όποιος ανεδείχθη προφήτης ενώπιον του Θεού και όλου του λαού, δυνατός εις έργα θαυμαστά και εις διδασκαλίαν πρωτάκουστον.
Λουκ 24.20ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν.Δεν έμαθες και πως τον παρέδωκαν οι αρχιερείς και οι άρχοντες μας εις θανατικήν καταδίκην και τον εσταύρωσαν;
Λουκ 24.21ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο.Και όμως ημείς ηλπίζαμεν, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, που θα ελευθέρωνε τον Ισραήλ. Αλλά μαζή με όλα αυτά, που σου είπαμε, ιδού ότι είναι η τρίτη ημέρα σήμερα από τότε που έγιναν αυτά, και δεν είδαμε ακόμη τίποτε, που να δικαιολογή τας ελπίδας μας.
Λουκ 24.22ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον,Αλλά και κάτι άλλο συνέβη· μερικαί δηλαδή γυναίκες από τον κύκλον μας μας εξέπληξαν, διότι επήγαν κατά τα χαράματα στο μνημείον
Λουκ 24.23καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν.και επειδή δεν εύρον εκεί το σώμα του, ήρθαν και είπαν ότι είδαν και οπτασία αγγέλων, οι οποίοι λέγουν ότι ο Ιησούς ζη.
Λουκ 24.24καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον.Επήγαν επίσης στο μνημείον και μερικοί από αυτούς, που είναι μαζή μας, και ευρήκαν τα πράγματα, όπως τα είχαν είπει αι γυναίκες· είδαν ανοικτόν μεν το μνημείον, όχι όμως και τον Ιησούν”.
Λουκ 24.25καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται!Και τότε ο Ιησούς είπε προς αυτούς· “ω ανόητοι, που έχετε βραδυκίνητη την καρδιά στο να πιστεύετε όλα όσα ελάλησαν οι προφήται.
Λουκ 24.26οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;Αυτά δεν έπρεπε, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού, να πάθη ο Χριστός και να εισέλθη κατόπιν εις την δόξαν του, η οποία και ήρχισε με την ανάστασίν του;”
Λουκ 24.27καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ.Και αφού ήρχισε από τον Μωϋσέα και εν συνεχεία από όλους τους προφήτας, εξηγούσε λεπτομερώς εις αυτούς όλας τας προφητείας των Γραφών, που ανεφέρεντο εις αυτόν.
Λουκ 24.28Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι·Και επλησίασαν στο χωρίον, όπου οι δύο μαθηταί επήγαιναν και αυτός εφαίνετο ότι προχωρούσε μακρύτερα.
Λουκ 24.29καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς.Αυτοί όμως με τις επίμονες παρακλήσεις των τον ηνάγκασαν να μείνη, λέγοντες· “μείνε μαζή μας, διότι πλησιάζει η εσπέρα και η ημέρα έχει προχωρήσει προς την δύσιν”. Και εμπήκε στο σπίτι να μείνη μαζή τους.
Λουκ 24.30καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς.Και ενώ εξηπλώθη κοντά στο τραπέζι του φαγητού μαζή με αυτούς, επήρε τον άρτον, τον ευλόγησε ευχαριστών τον Θεόν, όπως συνήθιζε να κάνη προ του φαγητού, και αφού τον έκοψε εις κομμάτια, έδιδε εις αυτούς.
Λουκ 24.31αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν.Την στιγμήν αυτήν, όταν είδαν τον τρόπον της ευλογίας και του τεμαχισμού του άρτου, ήνοιξαν με θείον φωτισμόν τα μάτια των και ανεγνώρισαν αμέσως τον διδάσκαλον των. Αλλά αυτός έγινε αμέσως άφαντος από αυτούς.
Λουκ 24.32καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;Και είπαν μεταξύ των· “η καρδία μας δεν εφλογίζετο έντος ημών από θείον ενθουσιασμόν, καθώς μας ωμιλούσε στον δρόμον και μας εφανέρωνε τα δυσκολονόητα για μας νοήματα των Γραφών;”
Λουκ 24.33Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς,Και αφού εσηκώθησαν αμέσως αυτήν την ώρα, εγύρισαν εις την Ιερουσαλήμ και ευρήκαν συγκεντρωμένους τους ένδεκα Αποστόλους και τους άλλους, που ήσαν μαζή των.
Λουκ 24.34λέγοντας ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι.Ολοι δε έλεγαν, ότι πραγματικά αναστήθηκε ο Κυριος και παρουσιάσθηκε στον Σιμωνα.
Λουκ 24.35καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.Και οι δύο αυτοί διηγούντο λεπτεμερώς όσα συνέβησαν στον δρόμον και πως ανεγνωρίσθη από αυτούς ο Κυριος την ώραν που έκοπτε τον άρτον.
Λουκ 24.36Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν.Ενώ δε αυτοί ωμιλούσαν περί αυτών, αίφνης ο ίδιος ο Ιησούς εστάθηκε στο μέσον αυτών και τους λέγει· “ειρήνη ας είναι μαζή σας”.
Λουκ 24.37πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν.Εκείνοι εξαφνιάστηκαν, εταράχθησαν και κατελήφθησαν από φόβον, διότι ενόμιζαν ότι έβλεπαν κάποιον πνεύμα.
Λουκ 24.38καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;Και είπεν ο Κυριος εις αυτούς· “διατί είσθε ταραγμένοι, και διατί ανεβαίνουν εις τας καρδίας σας διαλογισμοί απιστίας;
Λουκ 24.39ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα.Ιδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου, που φέρουν τα σημάδια από τα καρφιά, δια να πεισθήτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος. Ψηλαφήσατέ με με τα χέρια σας και ιδέτε, ότι δεν είμαι πνεύμα, όπως νομίζετε, διότι το πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμέ να έχω”.
Λουκ 24.40καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας.Και αφού είπε τούτο, έδειξε εις αυτούς τας χείρας και τους πόδας.
Λουκ 24.41ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε;Επειδή δε εκείνοι, ένεκα της χαράς, απιστούσαν ακόμη και εθαύμαζαν δια το καταπληκτικόν και ανέλπιστον αυτό γεγονός, είπεν εις αυτούς ο Κυριος· “μήπως έχετε τίποτε φαγώσιμον εδώ;”
Λουκ 24.42οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου,Εκείνοι δε του έδωσαν ένα κομάτι ψητό ψάρι και κηρήθρα.
Λουκ 24.43καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν.Και αφού τα επήρε, έφαγε ενώπιον των, όχι διότι είχε ανάγκην τροφής το αναστημένον σώμα του, αλλά δια να πεισθούν εκείνοι ότι αυτός είναι όντως ο αναστημένος διδάσκαλος.
Λουκ 24.44εἶπε δὲ αὐτοῖς· οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ.Είπε δε προς αυτούς· “αυτά που βλέπετε τώρα και θαυμάζετε, είναι ακριβώς όσα σας έλεγα, όταν ήμουν μαζή σας, ότι πρέπει δηλαδή να εκπληρωθούν και να πραγματοποιηθούν όλα όσα έχουν γραφή για μένα στον νόμον του Μωϋσέως, στους προφήτας και στους ψαλμούς”.
Λουκ 24.45τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς,Τοτε εφώτισε και ήνοιξε αυτών τον νουν, ώστε να εννοούν τας Γραφάς.
Λουκ 24.46καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ,Και είπεν εις αυτούς· “ότι έτσι, όπως ακριβώς έγιναν, είναι γραμμένα εις την Αγίαν Γραφήν, και έτσι σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, έπρεπε να πάθη ο Χριστός και να αναστηθή εκ νεκρών την τρίτην ημέραν,
Λουκ 24.47καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ.και να κηρυχθή εν τω ονόματι αυτού εις όλα τα έθνη μετάνοια και άφεσις αμαρτιών. Να αρχίση δε το κήρυγμα από την Ιερουσαλήμ.
Λουκ 24.48ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων.Σεις δε είσθε οι φιλαλήθεις και αξιόπιστοι μάρτυρες, οι οποίοι θα κηρύξετε και θα βεβαιώσετε όλα όσα έχετε ακούσει και όσα έχετε ιδεί από εμέ.
Λουκ 24.49καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους.Σας αναγγέλω δε, ότι εγώ σας στέλνω τώρα αυτό που υπεσχέθη ο Πατήρ, δηλαδή το Πνεύμα το Αγιον, δια νας σας φωτίζη και σας ενισχύη και σας περιφρουρή στο αποστολικόν σας έργον. Σεις λοιπόν καθίσατε εις την πόλιν Ιερουσαλήμ έως ότου φορέσετε, σαν άλλο ένδυμα, και κάμετε ιδικήν σας πλέον την σοφίαν και την δύναμιν, που θα σας έλθη από τον ουρανόν με την επιφοίτησιν του Αγίου Πνεύματος”.
Λουκ 24.50Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς.Επειτα δε από αυτάς και άλλας διδασκαλίας, τους έβγαλε έξω από την πόλιν κάπου εκεί κοντά εις την Βηθανίαν, και αφού εσήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε.
Λουκ 24.51καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν.Και συνέβη τούτο το θαυμαστόν· ενώ αυτός τους ευλογούσε, εχωρίσθη από αυτούς και εφέρετο προς τα επάνω στον ουρανόν.
Λουκ 24.52καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης,Και αυτοί, αφού τον επροσκύνησαν, επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ με μεγάλην χαράν.
Λουκ 24.53καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.Και ήσαν συνεχώς κατά τας ώρας της λατρείας στο ιερόν υμνούντες και δοξολογούντες τον Θεόν. Αμήν. (εδοξολογούσαν τον Θεόν δι’ όλα όσα είδαν και ήκουσαν κατά το διάστημα των τριών ετών, και μάλιστα δια την ένδοξον ανάστασιν και την θριαμβευτικήν ανάληψιν του Κυρίου).

Τα σχόλια είναι κλειστά.