458 πΧ Αισχύλος – τριλογία Ορέστεια – Χοηφόροι

Η Ορέστεια είναι τριλογία από αρχαίες Ελληνικές τραγωδίες, γραμμένες από τον τραγικό ποιητή Αισχύλο και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 458 π.Χ. στη γιορτή των Διονυσίων. Αποτελείται από τις τραγωδίες «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι» και «Ευμενίδες», ενώ είναι η μόνη αρχαία σωζόμενη τριλογία.

Το 1903, μετά την πρεμιέρα της Ορέστειας στη δημοτική, ξεκίνησαν έντονα επεισόδια στην Αθήνα που διήρκεσαν 4 ημέρες.

Χοηφόροι Πηγή – πρωτότυπο https://www.ebooks4greeks.gr/ μετάφραση https://www.ebooks4greeks.gr/

Η Κλυταιμνήστρα εξαιτίας άσχημων ονείρων στέλλει την κόρη της Ηλέκτρα με συνοδεία γυναίκες δούλες να κάνουν σπονδές (χοάς) για να εξευμενίσει τη σκιά του αδικοσκοτωμένου Αγαμέμνονα. Ο Ορέστης δολοφονεί τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα.

Αγαμέμνων (link) Ευμενίδες (link)

Χοηφ_1ΟΡΕΣΤΗΣ -Ἑρμῆ χθόνιε, πατρῷ᾽ ἐποπτεύων κράτη,
σωτὴρ γενοῦ μοι ξύμμαχός τ᾽ αἰτουμένῳ·
ἥκω γὰρ ἐς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι.
τύμβου δ᾽ ἐπ᾽ ὄχθῳ τῷδε κηρύσσω πατρὶ
ΟΡΕΣΤΗΣ Ω χθόνιε Έρμη, της πατρικής μου αρχής
προστάτη, σωτήρας, δέομαι, γίνε μου και σύμμαχος μου,
τώρα που πίσω ο εξόριστος φτάνω στη γη μας και κράζω
του πατέρα μου, σ’ αυτόν επάνω του τάφου του τον όχτο,
Χοηφ_5κλύειν, ἀκοῦσαι …
… πλόκαμον Ἰνάχῳ θρεπτήριον.
τὸν δεύτερον δὲ τόνδε πενθητήριον
οὐ γὰρ παρὼν ᾤμωξα σόν, πάτερ, μόρον
οὐδ᾽ ἐξέτεινα χεῖρ᾽ ἐπ᾽ ἐκφορᾷ νεκροῦ.>
να μ’ ακούση …
πλεξίδα πότρεφα του Ινάχου
κι’ αυτή την άλλη για το πένθος του πατρός μου.
γιατί δεν ήμουν μπρος να κλάψω το νεκρό σου,
πατέρα, ουδέ στο ξόδι σου ν’ απλώσω χέρι.
Χοηφ_10τί χρῆμα λεύσσω; τίς ποθ᾽ ἥδ᾽ ὁμήγυρις
στείχει γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις
πρέπουσα; ποίᾳ ξυμφορᾷ προσεικάσω;
πότερα δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ νέον;
ἢ πατρὶ τὠμῷ τάσδ᾽ ἐπεικάσας τύχω
τι ‘ναι που βλέπω! σαν ποια νάναι η συνοδεία
των γυναικών αυτών των μαυροφορεμένων,
πόρχουνται δώθε; τι να φαντασθώ πως τρέχει;
μη βρήκε νέα το σπίτι μας συμφορά πάλι;
Ή δεν θα γελαστώ αν ειπώ πως του πατρός μου
Χοηφ_15χοὰς φερούσας νερτέροις μειλίγματα;
οὐδέν ποτ᾽ ἄλλο· καὶ γὰρ Ἠλέκτραν δοκῶ
στείχειν ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν πένθει λυγρῷ
πρέπουσαν. ὦ Ζεῦ, δός με τείσασθαι μόρον
πατρός, γενοῦ δὲ σύμμαχος θέλων ἐμοί.
φέρνουν χοές που τους νεκρούς καλοκαρδίζουν;
το δίχως άλλο! γιατί, νά, θαρρώ κ’ η Ηλέκτρα
έρχεται η αδερφή μου εδώ βαρυπενθούσα.
Ω Δία, δόσε του πατέρα μου το φόνο
να εκδικηθώ
και γίνε πρόθυμος βοηθός μου!
Χοηφ_20Πυλάδη, σταθῶμεν ἐκποδών, ὡς ἂν σαφῶς
μάθω γυναικῶν ἥτις ἥδε προστροπή.
ΔΟΥΛΕΣ [α’ χορ.] ἰαλτὸς ἐκ δόμων ἔβαν [στρ. α.]
χοὰς προπομπὸς ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ.
πρέπει παρηὶς φοινίοις ἀμυγμοῖς
Πυλάδη, ας τραβηχτούμε, για να εξακριβώσω
τι νάναι αυτών των γυναικών η λιτανεία.
ΔΟΥΛΕΣ (πάροδος) Ήρθα σταλμένη συνοδειά
χοές να φέρω απ’ τα παλάτια γοργά τα στήθια μου
χεροχτυπόντας· πρέπουν στα ματωμένα μάγουλά μου
Χοηφ_25ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ·
δι᾽ αἰῶνος δ᾽ ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ.
λινοφθόροι δ᾽ ὑφασμάτων
λακίδες ἔφλαδον ὑπ᾽ ἄλγεσιν,
προστέρνῳ στολμῷ
ξεγδάρματ’ απ’ το νιόκοπο σπάραγμα των νυχιών
— όσο για θρήνους βόσκομαι καθημερνά μ’ αυτούς.
Των πέπλων μου τα λινά φάδια σχίστηκαν κ’
έγιναν κουρέλια από τη λύπη μου, πάνω
στα στήθια, που στόλιζαν, κομματιασμένα,
Χοηφ_30πέπλων ἀγελάστοις
ξυμφοραῖς πεπληγμένων.
τορὸς δὲ Φοῖβος ὀρθόθριξ [ἀντ. α.]
δόμων ὀνειρόμαντις, ἐξ ὕπνου κότον
πνέων, ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα
από τα αγέλαστά μας πάθια.
Γιατί φόβος ορθότριχος τρανός
ονειρομάντης των σπιτιών, στον ύπνο
φρουμάζοντας μ’ οργή,
στης νύχτας την καρδιά,
Χοηφ_35μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ,
γυναικείοισιν ἐν δώμασιν βαρὺς πίτνων.
κριταί -τε- τῶνδ᾽ ὀνειράτων
θεόθεν ἔλακον ὑπέγγυοι
μέμφεσθαι τοὺς γᾶς
έβαλ’ ένα ξεφωνητό τρομάρας στα παλάτια
στο γυναικίτη μέσα πέφτοντας βαρύς·
κι αυτού του ονείρου οι εξηγητάδες
είπαν, μ’ εγγύησι θεϊκιά,
πως τόχουν οι κατωκοσμίτες
Χοηφ_40νέρθεν περιθύμως
τοῖς κτανοῦσί τ᾽ ἐγκοτεῖν.

τοιάνδε χάριν ἀχάριτον ἀπότροπον κακῶν, [στρ. β.]
ἰὼ γαῖα μαῖα,
βαριά παρμένο στην καρδιά
και κρατούν όργητα στους φονιάδες.

Ζητόντας χάρι αχάριστη,
ω μάννα γη,
Χοηφ_45μωμένα μ᾽ ἰάλλει
δύσθεος γυνά. φοβοῦ-
μαι δ᾽ ἔπος τόδ᾽ ἐκβαλεῖν.
τί γὰρ λύτρον πεσόντος αἵματος πέδοι;
ἰὼ πάνοιζυς ἑστία,
να στρέψη τούτα τα κακά απ’ την κεφαλή της,
μ’ έστειλ’ εμένα δω η άθεη η γυναίκα·
όμως, φοβούμαι να τον πω το λόγο αυτό·
γιατί ποιάν έχει γιατρειά το αίμα που θα χυθή;
Αλλοί, σπίτι πανάθλιο,
Χοηφ_50ἰὼ κατασκαφαὶ δόμων.
ἀνήλιοι βροτοστυγεῖς
δνόφοι καλύπτουσι δόμους
δεσποτῶν θανάτοισι.
θεμελιοξεσπιτώματα,
ανήλια ανθρωπομίσητα
σκοτάδια σε σκεπάζουνε,
με του κυρίου το θάνατο.
Χοηφ_55σέβας δ᾽ ἄμαχον ἀδάματον ἀπόλεμον τὸ πρὶν [ἀντ. β.]
δι᾽ ὤτων φρενός τε
δαμίας περαῖνον
νῦν ἀφίσταται. φοβεῖ-
ται δέ τις. τὸ δ᾽ εὐτυχεῖν,
Τώρα το πριν το σέβας ταπολέμητο
κι ανίκητο κι αδάμαστο, που μέσ’ απ’ του λαού
τ’ αυτιά περνούσε και μέσ’
απ’ τα φρένα, χάθηκε·
και καθείς τέτοια ευτυχία φοβάται
Χοηφ_60τόδ᾽ ἐν βροτοῖς θεός τε καὶ θεοῦ πλέον.
ῥοπὴ δ᾽ ἐπισκοπεῖ δίκας
ταχεῖα τοὺς μὲν ἐν φάει,
τὰ δ᾽ ἐν μεταιχμίῳ σκότου
μένει χρονίζοντας ἄχη [βρύει],
πούναι θεός για τους θνητούς και κάτι πιο πολύ.
Της δίκης η απόφασι αγρυπνά
γι’ άλλους γοργή καταμεσήμερα,
γι άλλους φυλάει με τον καιρό
την τιμωρία το σούρπωμα,
Χοηφ_65τοὺς δ᾽ ἄκραντος ἔχει νύξ.

δι᾽ αἵματ᾽ ἐκποθένθ᾽ ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ [στρ. γ.]
τίτας φόνος πέπηγεν οὐ διαρρύδαν.
διαλγὴς -δ᾽- ἄτα διαφέρει
κι άλλους κρατάει μεσάνυχτα.

Για τα αίματα που χύθηκαν και τάπιε η μάννα γης
μένει πηχτός κι ασκόρπιστος λύθρος εκδικητής·
κ’ η βασανίστρα εκδίκησι τον σέρνει εδώ κ’ εκεί
Χοηφ_70τὸν αἴτιον παναρκέτας νόσου βρύειν.
θιγόντι δ᾽ οὔτι νυμφικῶν ἑδωλίων [ἀντ. γ.]
ἄκος, πόροι τε πάντες ἐκ μιᾶς ὁδοῦ
-προ-βαίνοντες τὸν χερομυσῆ
φόνον καθαίροντες ἴθυσαν μάταν.
τον ένοχο, που πάσα αρρώστεια τυραγνεί.
Και να κρυφτή σε νυφικό δεν έχει γλυτωμό
κι όλοι ναρθούν οι ποταμοί
απόνα δρόμο, για να πλύνουν χέρι αιματωμένο,
του κάκου θε να ξεχειλίσουν.
Χοηφ_75ἐμοὶ δ᾽ —ἀνάγκαν γὰρ ἀμφίπτολιν [ἐπῳδ. 75]
θεοὶ προσήνεγκαν· (ἐκ γὰρ οἴκων
πατρῴων δούλιόν -μ᾽- ἐσᾶγον αἶσαν )—
δίκαια καὶ μὴ δίκαια ἀρχὰς πρέπον
Μα εγώ αφού μου ωρίσανε οι θεοί
διπλή πατρίδα
, κι απ’ τα σπίτια
τα πατρικά με ρίξανε στην τύχη της σκλαβιάς —
πρέπει σε δίκια κι άδικα των κύριων
Χοηφ_80βίᾳ φρενῶν αἰνέσαι
πικρὸν στύγος κρατούσῃ.
δακρύω δ᾽ ὑφ᾽ εἱμάτων
ματαίοισι δεσποτᾶν
83β τύχαις, κρυφαίοις πένθεσιν παχνουμένη.
ΗΛΕΚΤΡΑ [ α’ ἐπεισ.] δμωαὶ γυναῖκες, δωμάτων εὐθήμονες,
της ζωής μου σύμφωνη νάμαι, πνίγοντας
την πικρήν έχθρα στην καρδιά μου·
και σκέποντας το πρόσωπο δακρύζω
του αφέντη μας την τυφλή τύχη
κ’ οι κρυφές λύπες με μαργώνουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ Πιστές μου σκλάβες, των σπιτιών μας κυβερνήτρες,
Χοηφ_85ἐπεὶ πάρεστε τῆσδε προστροπῆς ἐμοὶ
πομποί, γένεσθε τῶνδε σύμβουλοι πέρι·
τί φῶ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς;
πῶς εὔφρον᾽ εἴπω, πῶς κατεύξομαι πατρί;
πότερα λέγουσα παρὰ φίλης φίλῳ φέρειν
αφού μαζί μου έχετ’ ερθή, της λιτανείας
ετούτης συνοδεία, ζητώ τη συμβουλή σας,
τώρα που αυτές τις νεκρικές χοές στο μνήμα του πατέρα
μου χύνω, ποιαν ευχή να κάμω που να τούνε καλόδεχτη;
να του πω τάχα πως από μέρος της μητέρας μου τις φέρνω,
Χοηφ_90γυναικὸς ἀνδρί, τῆς ἐμῆς μητρὸς πάρα;
τῶνδ᾽ οὐ πάρεστι θάρσος, οὐδ᾽ ἔχω τί φῶ,
χέουσα τόνδε πέλανον ἐν τύμβῳ πατρός.
ἢ τοῦτο φάσκω τοὔπος, ὡς νόμος βροτοῖς,
ἔσθλ᾽ ἀντιδοῦναι τοῖσι πέμπουσιν τάδε
της καλής του γυναίκας στον καλό της άντρα;
Δεν έχω θάρρος αχ! και τι να πω δεν ξέρω,
ενώ την προσφορά στον τάφο του θα χύνω.
Ή να του δεηθώ, καθώς και νόμος είναι
ανθρώπινος, να δώση αυτών, που του τις στέλλουν
Χοηφ_95στέφη, δόσιν γε τῶν κακῶν ἐπαξίαν;
ἢ σῖγ᾽ ἀτίμως, ὥσπερ οὖν ἀπώλετο
πατήρ, τάδ᾽ ἐκχέασα, γάποτον χύσιν,
στείχω καθάρμαθ᾽ ὥς τις ἐκπέμψας πάλιν
δικοῦσα τεῦχος ἀστρόφοισιν ὄμμασιν;
τις προσφορές, την πλερωμή που τους αξίζει;
ή δίχως λόγο, ατίμητα, καθώς και κείνος
εχάθηκε, να χύσω τις χοές στο χώμα, που θα τις πιή και
να γυρίσω έτσι οπίσω σαν ένας που αφίνει καθαρμούς και
φεύγει δίχως τα μάτια του να στρέψη να κοιτάξη;
Χοηφ_100τῆσδ᾽ ἐστὲ βουλῆς, ὦ φίλαι, μεταίτιαι·
κοινὸν γὰρ ἔχθος ἐν δόμοις νομίζομεν.
μὴ κεύθετ᾽ ἔνδον καρδίας φόβῳ τινός.
τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ᾽ ἐλεύθερον μένει
καὶ τὸν πρὸς ἄλλης δεσποτούμενον χερός.
Και σεις την ίδια νάχετε, φίλες μου, γνώμη,
αφού την ίδιαν έχουμε στο σπίτι έχθρα·
ανοίξετέ μου δίχως φόβο την καρδιά σας,
γιατί τ’ όμοιο γραφτό της μοίρας περιμένει
κ’ ελεύθερο κι όποιος σε ξένα χέρια σκλάβος·
Χοηφ_105λέγοις ἄν, εἴ τι τῶνδ᾽ ἔχοις ὑπέρτερον.
ΔΟΥΛΕΣ αἰδουμένη σοι βωμὸν ὡς τύμβον πατρὸς
λέξω, κελεύεις γάρ, τὸν ἐκ φρενὸς λόγον.
ΗΛΕΚΤΡΑ λέγοις ἄν, ὥσπερ ᾐδέσω τάφον πατρός.
ΔΟΥΛΕΣ φθέγγου χέουσα κεδνὰ τοῖσιν εὔφροσιν.
λέγε μου, τίποτε καλύτερό μου αν ξέρης.
ΔΟΥΛΕΣ Σέβομαι σα βωμό το μνήμα του πατρός σου
κι αφού προστάζεις θα σου κρίνω απ’ την καρδιά μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ Καθώς τον τάφο του σεβάστηκες, και κρίνε.
ΔΟΥΛΕΣ Χύνε, κ’ εύχου καλό για όσους τον αγαπούνε
Χοηφ_110ΗΛΕΚΤΡΑ τίνας δὲ τούτους τῶν φίλων προσεννέπω;
ΔΟΥΛΕΣ πρῶτον μὲν αὑτὴν χὤστις Αἴγισθον στυγεῖ.
ΗΛΕΚΤΡΑ ἐμοί τε καὶ σοί τἄρ᾽ ἐπεύξομαι τάδε;
ΔΟΥΛΕΣ αὐτὴ σὺ ταῦτα μανθάνουσ᾽ ἤδη φράσαι.
ΗΛΕΚΤΡΑ τίν᾽ οὖν ἔτ᾽ ἄλλον τῇδε προστιθῶ στάσει;
ΗΛΕΚΤΡΑ Και ποιοί ‘ναι οι φίλοι αυτοί που λες να ονοματίσω;
ΔΟΥΛΕΣ Εσένα πρώτα πες κι όσοι ‘ναι εχθροί του Αιγίσθου.
ΗΛΕΚΤΡΑ Τότε για με και σε την ευχή λες να κάμω.
ΔΟΥΛΕΣ Μόνη σου πια κατάλαβε τι έχεις να κρίνης.
ΗΛΕΚΤΡΑ Ποιο λοιπόν άλλο μετά μάς να βάλω ακόμα;
Χοηφ_115ΔΟΥΛΕΣ μέμνησ᾽ Ὀρέστου, κεἰ θυραῖός ἐσθ᾽ ὅμως.
ΗΛΕΚΤΡΑ εὖ τοῦτο, κἀφρένωσας οὐχ ἥκιστά με.
ΔΟΥΛΕΣ τοῖς αἰτίοις νῦν τοῦ φόνου μεμνημένη—
ΗΛΕΚΤΡΑ τί φῶ; δίδασκ᾽ ἄπειρον ἐξηγουμένη.
ΔΟΥΛΕΣ ἐλθεῖν τιν᾽ αὐτοῖς δαίμον᾽ ἢ βροτῶν τινα—
ΔΟΥΛΕΣ Τον Ορέστη μελέτησε, όμως κι αν λείπη.
ΗΛΕΚΤΡΑ Καλά λες, και τον έφερες και με στο νου μου.
ΔΟΥΛΕΣ Τώρα θυμάμενη, γι’ αυτούς που τον σκοτώσαν-
ΗΛΕΚΤΡΑ Τι να πω; ξήγησέ μου της άμαθης να μάθω.
ΔΟΥΛΕΣ Κάποιος γι’ αυτούς άνθρωπος ή θεός να φτάση,
Χοηφ_120ΗΛΕΚΤΡΑ πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις;
ΔΟΥΛΕΣ ἅπλῶς τι φράζουσ᾽, ὅστις ἀνταποκτενεῖ.
ΗΛΕΚΤΡΑ καὶ ταῦτά μοὐστὶν εὐσεβῆ θεῶν πάρα;
ΔΟΥΛΕΣ πῶς δ᾽ οὐ τὸν ἐχθρὸν ἀνταμείβεσθαι κακοῖς;
124 ΗΛΕΚΤΡΑ κῆρυξ μέγιστε τῶν ἄνω τε καὶ κάτω,
124α -ἄρηξον,- Ἑρμῆ χθόνιε, κηρύξας ἐμοὶ
ΗΛΕΚΤΡΑ Και ποιο απ’ τα δυο, κριτής των ή εκδικητής των;
ΔΟΥΛΕΣ Τόσο φτάνει να πης, το αίμα να πάρη πίσω.
ΗΛΕΚΤΡΑ Και μου είναι τούτο απ’ τους θεούς συχωρεμένο;
ΔΟΥΛΕΣ Πώς όχι, τον εχθρό με κακό να πλερώνης;
ΗΛΕΚΤΡΑ Κήρυκα μέγιστε της γης και τουρανού,
βοήθησέ μας, χθόνιε Ερμή, και στείλε μου τις
Χοηφ_125τοὺς γῆς ἔνερθε δαίμονας κλύειν ἐμὰς
εὐχάς, πατρῴων δωμάτων ἐπισκόπους,
καὶ Γαῖαν αὐτήν, ἣ τὰ πάντα τίκτεται,
θρέψασά τ᾽ αὖθις τῶνδε κῦμα λαμβάνει·
κἀγὼ χέουσα τάσδε χέρνιβας βροτοῖς
αυτές μου τις ευχές κάτω στη γης, ν’ ακούσουν
του κάτω κόσμου οι θεοί, που το φυλάγουν
το αίμα του πατέρα μου, κ’ η Γη που όλα
γεννά και θρέφει και το σπέρμα πίσω παίρνει.
Και γω σκορπόντας στους νεκρούς τα δώρα τούτα
Χοηφ_130λέγω καλοῦσα πατέρ᾽, “ἐποίκτιρόν τ᾽ ἐμὲ
φίλον τ᾽ Ὀρέστην· πῶς ἀνάξομεν δόμοις;
πεπραμένοι γὰρ νῦν γέ πως ἀλώμεθα
πρὸς τῆς τεκούσης, ἄνδρα δ᾽ ἀντηλλάξατο
Αἴγισθον, ὅσπερ σοῦ φόνου μεταίτιος.
λέω και κράζω «ελέησε και με, πατέρα,
και τον Ορέστη, να τον φέρουμε στα σπίτια
,
που έτσι σαν πουλημένοι τώρα τριγυρνούμε
απ’ την ίδια τη μάννα μας· κι άλλαξεν άντρα
τον Αίγιστο αντίς σε, το συνεργό του φόνου.
Χοηφ_135κἀγὼ μὲν ἀντίδουλος· ἐκ δὲ χρημάτων
φεύγων Ὀρέστης ἐστίν, οἱ δ᾽ ὑπερκόπως
ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα.
ἐλθεῖν δ᾽ Ὀρέστην δεῦρο σὺν τύχῃ τινὶ
κατεύχομαί σοι, καὶ σὺ κλῦθί μου, πάτερ·
Κ’ είμαι σε τόπο δούλας τώρα εγώ· κι ο Ορέστης
απ’ τα δικά του εξόριστος, ενώ εκείνοι
χαροκοπούν απόκοτα μέσα στο βιος σου.
Μ’ ας έρθη πια ο Ορέστης από κάποια τύχη,
παρακαλώ σε, κι άκουσέ μου εσύ πατέρα·
Χοηφ_140αὐτῇ τέ μοι δὸς σωφρονεστέραν πολὺ
μητρὸς γενέσθαι χεῖρά τ᾽ εὐσεβεστέραν.
ἡμῖν μὲν εὐχὰς τάσδε, τοῖς δ᾽ ἐναντίοις
λέγω φανῆναί σου, πάτερ, τιμάορον,
καὶ τοὺς κτανόντας ἀντικατθανεῖν δίκῃ.
δόσε κ’ εγώ πολύ πιο γνωστικιά να γίνω
απ’ τη μητέρα και μ’ αγνότερα τα χέρια
.
Για μας αυτές οι ευχές· και στους εχθρούς μας πάλι
λέω να φανή, πατέρα μου, εκδικητής σου,
που τους φονιάδες με το δίκιο να σκοτώση·
Χοηφ_145ταῦτ᾽ ἐν μέσῳ τίθημι τῆς καλῆς ἀρᾶς,
κείνοις λέγουσα τήνδε τὴν κακὴν ἀράν·
ἡμῖν δὲ πομπὸς ἴσθι τῶν ἐσθλῶν ἄνω,
σὺν θεοῖσι καὶ γῇ καὶ δίκῃ νικηφόρῳ.”
τοιαῖσδ᾽ ἐπ᾽ εὐχαῖς τάσδ᾽ ἐπισπένδω χοάς.
[αυτά στη μέση βάζω της καλής ευχής μου
και λέω για κείνους την κακήν αυτή κατάρα· ]
σε μας τα καλά στέλλε μας, με τη βοήθεια
των θεών και της γης και της νικήτρας δίκης.
Σε τέτοιες πάνω ευχές τις σπονδές τούτες χύνω,
Χοηφ_150ὑμᾶς δὲ κωκυτοῖς ἐπανθίζειν νόμος,
παιᾶνα τοῦ θανόντος ἐξαυδωμένας.
ΔΟΥΛΕΣ ἵετε δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον
ὀλομένῳ δεσπότᾳ
πρὸς ἔρυμα τόδε κακῶν, κεδνῶν τ᾽
και σεις με μοιρολόγια στεφανώνετέ τις,
ως είναι νόμος, ψάλλοντας νεκρικόν ύμνο.
ΔΟΥΛΕΣ Χύνετε δάκρυα μαύρ’ από σταμνιού
ταδικοσκοτωμένου μας αφέντη,
τώρα πόχει πιωμένες τις χοές
Χοηφ_155ἀπότροπον ἄγος ἀπεύχετον
κεχυμένων χοᾶν. κλύε δέ μοι, κλύε, σέ-
βας ὦ δέσποτ᾽, ἐξ ἀμαυρᾶς φρενός.
ὀτοτοτοτοτοτοτοῖ,
ἴτω τις δορυ-
αυτός ο τάφος των καλών η σκέπη
και προστασία και φυλακτό
για τα κακά τα ξωρκισμένα·
κι άκου και δέξου, σεβαστέ,
από τη μαύρη την καρδιά μου τις ευχές μας.
Χοηφ_160σθενὴς ἀνήρ, ἀναλυτὴρ δόμων,
Σκυθικά τ᾽ ἐν χεροῖν παλίντον᾽
ἐν ἔργῳ βέλη ᾽πιπάλλων Ἄρης
σχέδιά τ᾽ αὐτόκωπα νωμῶν ξίφη.
ΗΛΕΚΤΡΑ ἔχει μὲν ἤδη γαπότους χοὰς πατήρ·
Αχ, και ποιος να είταν χεροδύναμος
νάρχονταν άντρας λυτρωτής μας,
δίστροφα σειόντας βέλη σκυθικά στον πόλεμο,
και στη δεξά καλόδετα μαχαίρια κυβερνόντας!
ΗΛΕΚΤΡΑ Ήπιεν η γης κ’ έχει ο πατέρας τις χοές μας,
Χοηφ_165νέου δὲ μύθου τοῦδε κοινωνήσατε·
ΔΟΥΛΕΣ λέγοις ἄν· ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ.
ΗΛΕΚΤΡΑ ὁρῶ τομαῖον τόνδε βόστρυχον τάφῳ.
ΔΟΥΛΕΣ τίνος ποτ᾽ ἀνδρός, ἢ βαθυζώνου κόρης;
μα τώρα ακούστε μου κι αυτόν τον νέο το λόγο.
ΔΟΥΛΕΣ Πες μου, χοροπηδά απ’ το φόβο μου η καρδιά μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ Βλέπω στον τάφο την κομμένη αυτή πλεξίδα.
ΔΟΥΛΕΣ Ποιου τάχ’ αντρός, ή ποιας χαμηλόζωστης κόρης;
Χοηφ_170ΗΛΕΚΤΡΑ εὐξύμβολον τόδ᾽ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι.
ΔΟΥΛΕΣ πῶς οὖν; παλαιὰ παρὰ νεωτέρας μάθω.
ΗΛΕΚΤΡΑ οὐκ ἔστιν ὅστις πλὴν ἐμοῦ κείραιτό νιν.
ΔΟΥΛΕΣ ἐχθροὶ γὰρ οἷς προσῆκε πενθῆσαι τριχί.
ΗΛΕΚΤΡΑ καὶ μὴν ὅδ᾽ ἐστὶ κάρτ᾽ ἰδεῖν ὁμόπτερος—
ΗΛΕΚΤΡΑ Καθένας εύκολα μπορεί να ταπεικάση.
ΔΟΥΛΕΣ Πώς από σε τη νεώτερή μου θε να μάθω;
ΗΛΕΚΤΡΑ Άλλος, έξω από με, δεν μπόρειε να την κόψη.
ΔΟΥΛΕΣ Γιατί ‘ναι εκείνοι εχθροί πόπρεπε να πενθήσουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ Κι όμως είν’ ομοιότατη αυτή η πλεξίδα …
Χοηφ_175ΔΟΥΛΕΣ ποίαις ἐθείραις; τοῦτο γὰρ θέλω μαθεῖν.
ΗΛΕΚΤΡΑ αὐτοῖσιν ἡμῖν κάρτα προσφερὴς ἰδεῖν.
ΔΟΥΛΕΣ μῶν οὖν Ὀρέστου κρύβδα δῶρον ἦν τόδε;
ΗΛΕΚΤΡΑ μάλιστ᾽ ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται.
ΔΟΥΛΕΣ καὶ πῶς ἐκεῖνος δεῦρ᾽ ἐτόλμησεν μολεῖν;
ΔΟΥΛΕΣ Με ποια μαλλιά; αυτό ίσα ίσα να μου μάθης.
ΗΛΕΚΤΡΑ Με τα δικά μου να τα βλέπης πάρα μοιάζουν.
ΔΟΥΛΕΣ Μην είναι τάχα κρυφό δώρο του Ορέστη;
ΗΛΕΚΤΡΑ Πάρα πολύ μ’ εκείνου μοιάζει τις πλεξίδες.
ΔΟΥΛΕΣ Και πώς εκείνος τόλμησε ναρθή εδωπέρα;
Χοηφ_180ΗΛΕΚΤΡΑ ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός.
ΔΟΥΛΕΣ οὐχ ἧσσον εὐδάκρυτά μοι λέγεις τάδε,
εἰ τῆσδε χώρας μήποτε ψαύσει ποδί.
ΗΛΕΚΤΡΑ κἀμοὶ προσέστη καρδίας κλυδώνιον
χολῆς, ἐπαίσθην δ᾽ ὡς διανταίῳ βέλει·
ΗΛΕΚΤΡΑ Έστειλε τάμμα τα μαλλιά του στον πατέρα.
ΔΟΥΛΕΣ Αυτά που λες μου φέρνουν τώρα κι άλλα δάκρια,
αφού ποτέ δεν θα πατήση εδώ το πόδι.
ΗΛΕΚΤΡΑ Και μένα στην καρδιά μου ανέβη πικρό κύμα
χολής, σαν να με πέρασε σπαθί για πέρα,
Χοηφ_185ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι
σταγόνες ἄφρακτοι δυσχίμου πλημμυρίδος,
πλόκαμον ἰδούσῃ τόνδε· πῶς γὰρ ἐλπίσω
ἀστῶν τιν᾽ ἄλλον τῆσδε δεσπόζειν φόβης;
ἀλλ᾽ οὐδὲ μήν νιν ἡ κτανοῦσ᾽ ἐκείρατο,
κι από τα μάτια μου καυτές μου πέφτουν στάλες
αβάσταγες, σα χειμωνιάτικης πλημμύρας,
ότι είδα την πλεξίδα αυτή· γιατί ποιανού άλλου
να φανταστώ πως ειμπορεί νάν’ αυτ’ η κόμη;
και βέβαια δεν την έκοψεν η φόνισσά του,
Χοηφ_190ἐμὴ δὲ μήτηρ, οὐδαμῶς ἐπώνυμον
φρόνημα παισὶ δύσθεον πεπαμένη.
ἐγὼ δ᾽ ὅπως μὲν ἄντικρυς τάδ᾽ αἰνέσω,
εἶναι τόδ᾽ ἀγλάισμά μοι τοῦ φιλτάτου
βροτῶν Ὀρέστου—σαίνομαι δ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδος.
φεῦ.
η μάννα μας! που ταιριαστή δεν έχει γνώμη
μ’ αυτό η κακούργα τόνομα για τα παιδιά της.
Μα και πώς πάλι να παραδεχθώ πως είναι
του Ορέστη δώρο τακριβό στολίδι τούτο,
του φίλτατού μας; κι αχ, με τυραγνά η ελπίδα,
αλλοίμονο!
Χοηφ_195εἴθ᾽ εἶχε φωνὴν εὔφρον᾽ ἀγγέλου δίκην,
ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ ᾽κινυσσόμην,
ἀλλ᾽ εὖ ᾽σαφήνει τόνδ᾽ ἀποπτύσαι πλόκον,
εἴπερ γ᾽ ἀπ᾽ ἐχθροῦ κρατὸς ἦν τετμημένος,
ἢ ξυγγενὴς ὢν εἶχε συμπενθεῖν ἐμοὶ
δεν ήταν νάχε μίλημα και κρίσι ανθρώπου
να μη στεκόμουν δίγνωμη στο ναι και στ’ όχι,
μα ή να μπορούσα μια καλή να την πετάξω
αν είτανε κομμένη από κεφάλι εχθρού μας,
ή αν ήταν πάλι από δικό, να κλαίη μαζί μου
Χοηφ_200ἄγαλμα τύμβου τοῦδε καὶ τιμὴν πατρός.
ἀλλ᾽ εἰδότας μὲν τοὺς θεοὺς καλούμεθα,
οἵοισιν ἐν χειμῶσι ναυτίλων δίκην
στροβούμεθ᾽· εἰ δὲ χρὴ τυχεῖν σωτηρίας,
σμικροῦ γένοιτ᾽ ἂν σπέρματος μέγας πυθμήν.
στόλισμα και τιμή σ’ αυτό το μνήμα επάνω.
Μα εσείς θεοί, που ξέρετε, μάρτυρες νάστε
μέσα σε ποιους χειμώνες, σα θαλασσομάχοι,
παραδέρνουμ’ εμείς! μα αν είναι να σωθούμε
τρανά θεμέλια από μικρή αφορμή στεριώνουν.
Χοηφ_205καὶ μὴν στίβοι γε, δεύτερον τεκμήριον,
ποδῶν ὅμοιοι τοῖς τ᾽ ἐμοῖσιν ἐμφερεῖς—
καὶ γὰρ δύ᾽ ἐστὸν τώδε περιγραφὰ ποδοῖν,
αὐτοῦ τ᾽ ἐκείνου καὶ συνεμπόρου τινός.
πτέρναι τενόντων θ᾽ ὑπογραφαὶ μετρούμεναι
Μα νά και πατησιές, δεύτερο αυτό σημάδι,
γιατί είναι χνάρια δυο ποδιών στη γης
γραμμένα του ίδιου εκείνου αυτά και
κάποιου σύντροφού του, μετρώ και
βρίσκω πως οι φτέρνες κ’ οι πατούσες
Χοηφ_210εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις.
πάρεστι δ᾽ ὠδὶς καὶ φρενῶν καταφθορά.
ΟΡΕΣΤΗΣ εὔχου τὰ λοιπά, τοῖς θεοῖς τελεσφόρους
εὐχὰς ἐπαγγέλλουσα, τυγχάνειν καλῶς.
ΗΛΕΚΤΡΑ ἐπεὶ τί νῦν ἕκατι δαιμόνων κυρῶ;
με των δικώ μου συμφωνούν ποδιών το μέτρος·
ω πόνος που με παίρνει και του νου μου αντράλα!
ΟΡΕΣΤΗΣ Γνώριζε στους θεούς των ευχών σου το τέλος
κ’ ευχήσου και τα επίλοιπα σε καλό νάβγουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ Πώς τάχα τι από χάρι τους καλό με βρήκε;
Χοηφ_215ΟΡΕΣΤΗΣ εἰς ὄψιν ἥκεις ὧνπερ ἐξηύχου πάλαι.
ΗΛΕΚΤΡΑ καὶ τίνα σύνοισθά μοι καλουμένῃ βροτῶν;
ΟΡΕΣΤΗΣ σύνοιδ᾽ Ὀρέστην πολλά σ᾽ ἐκπαγλουμένην.
ΗΛΕΚΤΡΑ καὶ πρὸς τί δῆτα τυγχάνω κατευγμάτων;
ΟΡΕΣΤΗΣ ὅδ᾽ εἰμί· μὴ μάτευ᾽ ἐμοῦ μᾶλλον φίλον.
ΟΡΕΣΤΗΣ Βλέπεις εμπρός σου αυτόν, που από καιρόν ευχόσουν
ΗΛΕΚΤΡΑ Και ποιον απ’ τους ανθρώπους ξέρεις πως καλούσα;
ΟΡΕΣΤΗΣ Ξέρω πως τον Ορέστη πάρα ελαχταρούσες.
ΗΛΕΚΤΡΑ Και σε τι τάχα εισακουστήκανε οι ευχές μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ Εγώ είμ’ αυτός! κι άλλον πιο φίλο μη γυρεύης.
Χοηφ_220ΗΛΕΚΤΡΑ ἀλλ᾽ ἦ δόλον τιν᾽, ὦ ξέν᾽, ἀμφί μοι πλέκεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ αὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τἄρα μηχανορραφῶ.
ΗΛΕΚΤΡΑ ἀλλ᾽ ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς γελᾶν θέλεις.
ΟΡΕΣΤΗΣ κἀν τοῖς ἐμοῖς ἄρ᾽, εἴπερ ἔν γε τοῖσι σοῖς
ΗΛΕΚΤΡΑ ὡς ὄντ᾽ Ὀρέστην τάδε σ᾽ ἐγὼ προσεννέπω;
ΗΛΕΚΤΡΑ Μα δόλους τώρα εδώ πλέκεις για μένα, ξένε;
ΟΡΕΣΤΗΣ Τότε στον εαυτό μου πάει να πη τους πλέκω.
ΗΛΕΚΤΡΑ Μα τάχα θες ναναγελάς στις συμφορές μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ Και στις δικές μου τότε, αφού στις εδικές σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ Να λέω λοιπόν πως είν’ ο Ορέστης που μου κρίνει;
Χοηφ_225ΟΡΕΣΤΗΣ αὐτὸν μὲν οὖν ὁρῶσα δυσμαθεῖς ἐμέ·
κουρὰν δ᾽ ἰδοῦσα τήνδε κηδείου τριχὸς
228 ἰχνοσκοποῦσά τ᾽ ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς
227 ἀνεπτερώθης κἀδόκεις ὁρᾶν ἐμέ.
230 σκέψαι τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον τριχὸς
ΟΡΕΣΤΗΣ Ενώ τον ίδιο βλέπεις, όμως αμφιβάλλεις·
μα όταν την πένθιμη κουρά των μαλλιών είδες
και των ποδιώ μου αναμετρούσες τα σημάδια,
σαν νάβλεπες εμένα πέταξε η καρδιά σου·
σίμωσε την πλεξίδα αυτή στην κεφαλή μου
Χοηφ_229229 σαυτῆς ἀδελφοῦ σύμμετρον τὠμῷ κάρᾳ.
231 ἰδοῦ δ᾽ ὕφασμα τοῦτο, σῆς ἔργον χερός,
σπάθης τε πληγὰς ἠδὲ θήρειον γραφήν.
ἔνδον γενοῦ, χαρᾷ δὲ μὴ ᾽κπλαγῇς φρένας·
τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς.
και ιδές με τα μαλλιά πώς μοιάζει ταδερφού σου·
νά και τούτο το φόρεμα, έργο των χεριώ σου
και της σαΐτας σου διάσιμο τα ξόμπλια τούτα.
Κράτα το νου σου· κ’ η χαρά σου ας μη ξεσπάση
γιατί πικροί μας είναι, ξέρω — οι φίλτατοί μας.
Χοηφ_235ΗΛΕΚΤΡΑ ὦ φίλτατον μέλημα δώμασιν πατρός,
δακρυτὸς ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου,
ἀλκῇ πεποιθὼς δῶμ᾽ ἀνακτήσῃ πατρός.
ὦ τερπνὸν ὄμμα τέσσαρας μοίρας ἔχον
ἐμοί· προσαυδᾶν δ᾽ ἐστ᾽ ἀναγκαίως ἔχον
ΗΛΕΚΤΡΑ Ω εσύ, του πατρικού σπιτιού γλυκύτατη έγνοια,
πολύκλαυτη της σωτηρίας μας ελπίδα,
θαρρεύοντας στη δύναμί σου θε να πάρης πίσω το θρόνο
του πατέρα μας·
ω μάτια, γλυκύτατά μου μάτια, πόχετε
για μένα τέσσερ’ αγάπης μερδικά, γιατί έχω χρέος
Χοηφ_240πατέρα τε, καὶ τὸ μητρὸς ἐς σέ μοι ῥέπει
στέργηθρον· ἡ δὲ πανδίκως ἐχθαίρεται·
καὶ τῆς τυθείσης νηλεῶς ὁμοσπόρου·
πιστὸς δ᾽ ἀδελφὸς ἦσθ᾽, ἐμοὶ σέβας φέρων
μόνος· Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ
πατέρα μου να σ’ ονομάζω, και μιας μάννας
που ολόδικα μισώ, σε σένα πέφτει η αγάπη,
και της θυσιασμένης άσπλαχν’ αδερφής μου·
αλήθεια αδέρφι μου πιστό, τιμή μου φέρνεις.
Μόνον η Δύναμι κ’ η Δίκη με τον τρίτο
Χοηφ_245πάντων μεγίστῳ Ζηνὶ συγγένοιτό σοι.
ΟΡΕΣΤΗΣ Ζεῦ Ζεῦ, θεωρὸς τῶνδε πραγμάτων γενοῦ·
ἰδοῦ δὲ γένναν εὖνιν αἰετοῦ πατρός,
θανόντος ἐν πλεκταῖσι καὶ σπειράμασιν
δεινῆς ἐχίδνης. τοὺς δ᾽ ἀπωρφανισμένους
το Δία τον πανυπέρτατον ας σου συντρέξουν.
ΟΡΕΣΤΗΣ Ναι, Δία, στρέψε τα μάτια σου στις συμφορές
μας, και ιδές την ορφανή γενεά αητού πατέρα,
που μέσα στα σφιχτά ξεψύχησεν αρπάγια
καταραμένης όχεντρας· και τα ορφανά του
Χοηφ_250νῆστις πιέζει λιμός· οὐ γὰρ ἐντελεῖς
θήραν πατρῴαν προσφέρειν σκηνήμασιν.
οὕτω δὲ κἀμὲ τήνδε τ᾽, Ἠλέκτραν λέγω,
ἰδεῖν πάρεστί σοι, πατροστερῆ γόνον,
ἄμφω φυγὴν ἔχοντε τὴν αὐτὴν δόμων.
πείνα τρανή μας έσφιξε· γιατί δεν μπόρειου
άγρη στην πατρική φωλιά να φέρνω ακόμα.
Κ’ έτσι νά μας, κ’ εγώ και τούτη εδώ η Ηλέκτρα,
καθώς μας βλέπεις, ορφανούς από πατέρα,
κι αποδιωγμένους μέσ’ από το γονικό μας·
Χοηφ_255καὶ τοῦ θυτῆρος καί σε τιμῶντος μέγα
πατρὸς νεοσσοὺς τούσδ᾽ ἀποφθείρας πόθεν
ἕξεις ὁμοίας χειρὸς εὔθοινον γέρας;
οὔτ᾽ αἰετοῦ γένεθλ᾽ ἀποφθείρας, πάλιν
πέμπειν ἔχοις ἂν σήματ᾽ εὐπιθῆ βροτοῖς·
και σαν εμάς, τανήλικα πουλιά, μας πήρες
πατέρα που σου θύσιαζε και σε τιμούσε,
τέτοιων δώρων τιμές από ποιο χέρι θάχης;
ούτ’ αν τη γέννα φτείρης ταητού θε νάχης
να στέλλης μαντικά σημάδια στους ανθρώπους,
Χοηφ_260οὔτ᾽ ἀρχικός σοι πᾶς ὅδ᾽ αὐανθεὶς πυθμὴν
βωμοῖς ἀρήξει βουθύτοις ἐν ἤμασιν.
κόμιζ᾽, ἀπὸ σμικροῦ δ᾽ ἂν ἄρειας μέγαν
δόμον, δοκοῦντα κάρτα νῦν πεπτωκέναι.
ΔΟΥΛΕΣ ὦ παῖδες, ὦ σωτῆρες ἑστίας πατρός,
κι’ ουδ’ απ τη ρίζα αν μαραθή το αρχαίο το δέντρο
για τους βωμούς σου θα φελά στα πανηγύρια.
Βόηθα! κι απ’ το τίποτα μπορείς να υψώσης
σπίτι ψηλό που για καλά τόχουν πεσμένο.
ΔΟΥΛΕΣ Ω τέκνα, ω της πατρικής εστίας σωτήρες,
Χοηφ_265σιγᾶθ᾽, ὅπως μὴ πεύσεταί τις, ὦ τέκνα,
γλώσσης χάριν δὲ πάντ᾽ ἀπαγγείλῃ τάδε
πρὸς τοὺς κρατοῦντας· οὓς ἴδοιμ᾽ ἐγώ ποτε
θανόντας ἐν κηκῖδι πισσήρει φλογός.
ΟΡΕΣΤΗΣ οὔτοι προδώσει Λοξίου μεγασθενὴς
σωπάτε μήπως και κανείς σάς νοιώση, ω τέκνα,
και πάει με γλώσσα έτσι άκριτη και πη τα πάντα
στους άρχοντες μας· που είθε να τους δω μια μέρα
νεκρούς μες τους πισσένιους τους ατμούς της φλόγας.
ΟΡΕΣΤΗΣ Δεν θα προδώση ο αλάθευτος
Χοηφ_270χρησμὸς κελεύων τόνδε κίνδυνον περᾶν,
κἀξορθιάζων πολλὰ καὶ δυσχειμέρους
ἄτας ὑφ᾽ ἧπαρ θερμὸν ἐξαυδώμενος,
εἰ μὴ μέτειμι τοῦ πατρὸς τοὺς αἰτίους·
τρόπον τὸν αὐτὸν ἀνταποκτεῖναι λέγων,
χρησμός του Φοίβου, που μ’ έσπρωξε σ’ αυτό τον κίντυνο
και τόσο με ξεσήκωσε λέγοντας φριχτές φοβέρες
και ψυχρές μπόρες μέσα στα ζεστά μου σπλάχνα,
αν έτσι αφήσω τους φονιάδες του πατρός μου
κι αν μ’ όποιο τρόπο σκότωσαν δεν τους σκοτώσω
,
Χοηφ_275ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον·
αὐτὸν δ᾽ ἔφασκε τῇ φίλῃ ψυχῇ τάδε
τείσειν μ᾽ ἔχοντα πολλὰ δυστερπῆ κακά.
τὰ μὲν γὰρ ἐκ γῆς δυσφρόνων μηνίματα
βροτοῖς πιφαύσκων εἶπε, τὰς δ᾽ αἰνῶν νόσους,
με μια άγρια λύσσα, που άλλη πλερωμή δε στρέγει·
αλλιώς θαν το πλερώσω εγώ με τη ψυχή μου,
μ’ όσα πολλά κι αγλύκαντα θα μ’ εύρουν πάθια·
γιατί οι οργές των χολιασμένων απ’ τον άδη
είπε πως στους δικούς θέλουνε προξενήση
Χοηφ_280σαρκῶν ἐπαμβατῆρας ἀγρίαις γνάθοις
λειχῆνας ἐξέσθοντας ἀρχαίαν φύσιν·
λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ᾽ ἐπαντέλλειν νόσῳ·
ἄλλας τ᾽ ἐφώνει προσβολάς Ἐρινύων
ἐκ τῶν πατρῴων αἱμάτων τελουμένας·
φριχτές αρρώστειες, μ’ άγριες να τραβούν σαγόνες τις
σάρκες, και λειχήνες που θα τις σπαράζουν και θα κάνουν
παράλλαμα την πρώτην όψι, ως που να βγουν μ’ άσπρα
μαλλιά ‘πό την αρρώστεια· κι άλλες των Εριννύων πληγές
μόλεγε ακόμα που θα με βρουν από το αγδίκητο το γαίμα.
Χοηφ_285τὸ γὰρ σκοτεινὸν τῶν ἐνερτέρων βέλος
ἐκ προστροπαίων ἐν γένει πεπτωκότων,
καὶ λύσσα καὶ μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος
ὁρῶντα λαμπρὸν ἐν σκότῳ νωμῶντ᾽ ὀφρὺν
κινεῖ, ταράσσει, καὶ διώκεσθαι πόλεως
Γιατί των σκοτωμένων συγγενών, που θέλουν
εκδίκησι, το μαύρο βέλος απ’ τον Άδη
η λύσσα κι ο νυχτερινός ο μάταιος
φόβος σειεί και ταράζει
κι όξω από τη χώρα διώχτει
Χοηφ_290χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν δέμας.
καὶ τοῖς τοιούτοις οὔτε κρατῆρος μέρος
εἶναι μετασχεῖν, οὐ φιλοσπόνδου λιβός,
βωμῶν τ᾽ ἀπείργειν οὐχ ὁρωμένην πατρὸς
μῆνιν· δέχεσθαι -δ᾽- οὔτε συλλύειν τινά.
με χαλκή μάστιγα κορμί παραδαρμένο·
και δεν μπορούν οι τέτοιοι μήτε σε τραπέζια
μήτε σε γιορτινές σπονδές να λάβουν μέρος·
κι’ απ’ τους βωμούς, αθώρητος, μακριά τον διώχτει
ο χολιασμένος του πατέρας· και κανένας ουδέ στέγη
Χοηφ_295πάντων δ᾽ ἄτιμον κἄφιλον θνῄσκειν χρόνῳ
κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ.
τοιοῖσδε χρησμοῖς ἆρα χρὴ πεποιθέναι;
κεἰ μὴ πέποιθα, τοὔργον ἔστ᾽ ἐργαστέον.
πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν συμπίτνουσιν ἵμεροι,
του δίνει, μ’ ουδέ και βοήθεια, όσο που τέλος έρμος,
καταφρονεμένος κακήν του κακού, άθλιος να τον τυλίξη χάρος.
Πώς να μη μπιστευτώ λοιπόν σε χρησμούς τέτοιους,
που κι αν δεν μπιστευτώ, μα πρέπει να το πράξω;
γιατί πολλές μαζί αφορμές σ’ ένα συντρέχουν:
Χοηφ_300θεοῦ τ᾽ ἐφετμαὶ καὶ πατρὸς πένθος μέγα,
καὶ πρὸς πιέζει χρημάτων ἀχηνία,
τὸ μὴ πολίτας εὐκλεεστάτους βροτῶν,
Τροίας ἀναστατῆρας εὐδόξῳ φρενί,
δυοῖν γυναικοῖν ὧδ᾽ ὑπηκόους πέλειν.
η θεϊκιά η διαταγή, και του πατρός μου
το μέγα πένθος, κ’ η ανέχεια με στενεύει,
για να μη μένη ένας λαός, γενναίος μες σ’ όλους,
παφάνισεν από προσώπου γης την Τροία,
σκλάβος σε δυο γυναίκες· γιατ’ αλήθεια εκείνος
Χοηφ_305θήλεια γὰρ φρήν· εἰ δὲ μή, τάχ᾽ εἴσεται.
ΔΟΥΛΕΣ ἀλλ᾽ ὦ μεγάλαι Μοῖραι, Διόθεν
τῇδε τελευτᾶν,
τὸ δίκαιον μεταβαίνει.
ἀντὶ μὲν ἐχθρᾶς γλώσσης ἐχθρὰ
γυναίκεια ‘χει καρδιά, ειδέ ταχιά θα μάθη
ΔΟΥΛΕΣ Αλλ’ ω Μοίρες μεγάλες, ας δώση ο θεός
ένα τέλος καλό
εκεί πόχουν το δίκιο μαζί τους.
«Με γλώσσα κακιά η γλώσσα η κακιά
Χοηφ_310γλῶσσα τελείσθω· τοὐφειλόμενον
πράσσουσα Δίκη μέγ᾽ ἀυτεῖ·
ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν πληγὴν
τινέτω. δράσαντι παθεῖν, τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ.
να πλερώνεται πρέπει» φωνάζει τρανά
που ξοφλά τα χρωστούμενα η Δίκη.
«Κι αντίς φόνου πληγή πάλι φόνου πληγή, να πλερώνεται·
κάμεις θα βρης» ο παμπάλαιος ο μύθος φωνάζει.
Χοηφ_315ΟΡΕΣΤΗΣ [β’ χορ.] ὦ πάτερ αἰνόπατερ, τί σοι [στρ. α’]
φάμενος ἢ τί ῥέξας
τύχοιμ᾽ ἂν ἕκαθεν οὐρίσας,
ἔνθα σ᾽ ἔχουσιν εὐναί,
σκότῳ φάος ἀντίμοι-
ΟΡΕΣΤΗΣ Ω πατέρα τρισάμοιρε,
τι τάχα να πω ή να κάμω
που ήθε σου καλοσυντύχη
στη γη που κοιμάσαι;
Χώρια ‘ν’ το φως και χώρια το σκότος,
Χοηφ_320ρον; χάριτες δ᾽ ὁμοίως
κέκληνται γόος εὐκλεὴς
προσθοδόμοις Ἀτρείδαις.
ΔΟΥΛΕΣ τέκνον, φρόνημα τοῦ [στρ. β’]
θανόντος οὐ δαμάζει
έτσι κλεισμένη κ’ η χάρι των θρήνων
για τους αρχηγούς του σπιτιού μας
τους πρώτους Ατρείδες.
ΔΟΥΛΕΣ Τέκνον, το πνεύμα
του νεκρού δεν το δαμάζει
Χοηφ_325πυρὸς [ἡ] μαλερὰ γνάθος,
φαίνει δ᾽ ὕστερον ὀργάς·
ὀτοτύζεται δ᾽ ὁ θνῄσκων,
ἀναφαίνεται δ᾽ ὁ βλάπτων.
πατέρων τε καὶ τεκόντων
η φλογερή η φάουσα της φωτιάς
και κάπου φανερώνει την οργή του·
θρηνολογιέται ο πεθαμένος,
βγαίνει στη μέση ο εκδικητής του·
κι αν οι πατέρες γίνουν στάχτη
Χοηφ_330γόος ἔνδικος ματεύει
τὸ πᾶν ἀμφιλαφής ταραχθείς.
ΗΛΕΚΤΡΑ κλῦθὶ νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει [ἀντ. α’]
πολυδάκρυτα πένθη.
δίπαις τοί σ᾽ ἐπιτύμβιος
μπαίνει με βια και τους γυρεύει
μέσα στη γης το μοιρολόγι.
ΗΛΕΚΤΡΑ Άκου λοιπόν στη σειρά μου και μένα, πατέρα,
πολύκλαυτα πένθη·
των δυο των παιδιώ σου
Χοηφ_335θρῆνος ἀναστενάζει.
τάφος δ᾽ ἱκέτας δέδεκται
φυγάδας θ᾽ ὁμοίως.
τί τῶνδ᾽ εὖ, τί δ᾽ ἄτερ κακῶν;
οὐκ ἀτρίακτος ἄτα;
σε κλαίει επιτάφιος θρήνος
και ικέτες μαζί κ’ εξορίστους
μας δέχεται αυτό σου το μνήμα·
τι καλόν έχομε; ποιο κακό λείπει;
δεν είν’ απολέμητη η μαύρη μας μοίρα;
Χοηφ_340ΔΟΥΛΕΣ ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἂν ἐκ τῶνδε θεὸς χρῄζων
θείη κελάδους εὐφθογγοτέρους·
ἀντὶ δὲ θρήνων ἐπιτυμβιδίων
παιὰν μελάθροις ἐν βασιλείοις
νεοκρᾶτα φίλον κομίσειεν.
ΔΟΥΛΕΣ Μ’ αν θέλη ο θεός, ακόμη μπορεί κι απ’ αυτά
να δώση τραγούδια γιομάτα χαρά·
κι’ αντίς για επιτάφιους θρήνους
στου βασιλιά τα παλάτια, παιάνες
καινούργια να στήσουν κροντήρια χαράς.
Χοηφ_345ΟΡΕΣΤΗΣ εἰ γὰρ ὑπ᾽ Ἰλίῳ [στρ. γ’]
πρός τινος Λυκίων, πάτερ,
δορίτμητος κατηναρίσθης·
λιπὼν ἂν εὔκλειαν ἐν δόμοισι
τέκνων τ᾽ ἐν κελεύθοις
ΟΡΕΣΤΗΣ Καν νάπεφτες νεκρός
κάτω στην Τροία, πατέρα,
απ’ το κοντάρι κάποιου Τρωαδίτη,
δόξα στα σπίτια αφίνοντας
και κάνοντας στους δρόμους των παιδιώ σου
Χοηφ_350ἐπιστρεπτὸν αἰῶ
κτίσας πολύχωστον ἂν εἶχες
τάφον διαποντίου γᾶς
δώμασιν εὐφόρητον,
ΔΟΥΛΕΣ φίλος φίλοισι τοῖς [ἀντ. β’]
ζωή καλοπερπάτητη,
τάφο θε νάχες ψηλοστοίβαχτο
στη χώρα την περατινή
κ’ υποφερτό για μας θε να είταν.
ΔΟΥΛΕΣ Φίλος στους φίλους
Χοηφ_355ἐκεῖ καλῶς θανοῦσιν
κατὰ χθονὸς ἐμπρέπων
σεμνότιμος ἀνάκτωρ,
πρόπολός τε τῶν μεγίστων
χθονίων ἐκεῖ τυράννων·
πόπεσαν γενναία πέρα εκεί
θε νάπρεπες ξεχωριστός και κάτω από τη γης,
αφέντης πολυοτιμημένος,
κ’ υπουργός πλάι στους δυνατούς
του κάτω κόσμου βασιλιάδες·
Χοηφ_360βασιλεὺς γὰρ ἦσθ᾽, ὄφρ᾽ ἔζης,
μόριμον λάχος πιπλάντων
χεροῖν πεισίβροτόν τε βάκτρον.
ΗΛΕΚΤΡΑ μηδ᾽ ὑπὸ Τρωίας [ἀντ. γ’]
τείχεσι φθίμενος, πάτερ,
γιατ’ ήσουν και σαν ζούσες βασιλιάς
και τέτοιον κλήρον έλαχες από τη μοίρα
να κυβερνάς με δύναμι και σκήπτρο τους λαούς.
ΗΛΕΚΤΡΑ Μα ουδέ και κάτω από τα Τρωικά
πατέρα μου, τα κάστρα σκοτωμένος
Χοηφ_365μετ᾽ ἄλλῳ δουρικμῆτι λαῷ
παρὰ Σκαμάνδρου πόρον τεθάφθαι.
πάρος δ᾽ οἱ κτανόντες
νιν οὕτως δαμῆναι
-φίλοις-, θανατηφόρον αἶσαν
μάλλους που το κοντάρι δάμασε λαούς
νάσουν πλάι στο Σκάμαντρο θαμμένος.
Κάλλιο πριν έτσι να είχαν σκοτωθή
εκείνοι που σε σκότωναν και κάποιος
-από μακριά- να την εμάθαινε
Χοηφ_370πρόσω τινὰ πυνθάνεσθαι
τῶνδε πόνων ἄπειρον.
ΔΟΥΛΕΣ ταῦτα μέν, ὦ παῖ, κρείσσονα χρυσοῦ,
μεγάλης δὲ τύχης καὶ ὑπερβορέου
μείζονα φωνεῖς· δύνασαι γάρ.
τη φονικιά τη συντυχιά τους
ξένος σ’ αυτές τις συμφορές.
ΔΟΥΛΕΣ Πιο καλές κι απ το μάλαμα είν’ αυτές σου οι ευχές
κι απ των Υπερβορείων τη μεγάλη ευτυχία
πολύ ανώτερ’ ακόμη·
κ’ είν’ αυτό που μπορείς.
Χοηφ_375ἀλλὰ διπλῆς γὰρ τῆσδε μαράγνης
δοῦπος ἱκνεῖται· τῶν μὲν ἀρωγοὶ
κατὰ γῆς ἤδη, τῶν δὲ κρατούντων
χέρες οὐχ ὅσιαι στυγερῶν τούτων·
παισὶ δὲ μᾶλλον γεγένηται.
Αλλά τώρα ως εκεί φτάνει ο χτύπος βαρύς
της διπλής σας της μάστιγας· κ’ είναι στη γης
οι προστάτες σας μέσα· ενώ αυτοί που κρατούν
την αρχήν, έχουν χέρια λερά, κι απ’ αυτούς
ποιος μισήθηκε πιότερο απ’ όλους;
Χοηφ_380ΟΡΕΣΤΗΣ τοῦτο διαμπερὲς οὖς [στρ. δ’]
ἵκεθ᾽ ἅπερ τι βέλος.
Ζεῦ Ζεῦ, κάτωθεν ἀμπέμπων
ὑστερόποινον ἄταν
βροτῶν τλάμονι καὶ πανούργῳ
χειρὶ—τοκεῦσι δ᾽ ὅμως τελεῖται.
ΟΡΕΣΤΗΣ Σαν σαϊτιά πέρα και πέρα χτύπησε
την ακοή μου αυτός σου ο λόγος.
Ω Δία, ω Δία, που κάτω από τη γης
στέλλεις την αργοτιμωρούσα Δίκη
στο χέρι, που όλα τα κακά τολμά
να τα πλερώση όμως με τον τόκο.
Χοηφ_385ΔΟΥΛΕΣ ἐφυμνῆσαι γένοιτό μοι πυκά- [στρ. ε’]
εντ᾽ ὀλολυγμὸν ἀνδρὸς
θεινομένου, γυναικός τ᾽
ὀλλυμένας· τί γὰρ κεύθω φρενὸς οἷον ἔμπας
ΔΟΥΛΕΣ Άμποτε να ταξιωθώ πικρόχολο
να κελαδήσω μοιρολόγι πάνου του εκεί
που θα τον σφάζουνε και πάνω της
που θα την κόβουν· γιατί πώς να το κρύψω αυτό
Χοηφ_390ποτᾶται; πάροιθεν δὲ πρῴρας
δριμὺς ἄηται κραδίας
θυμὸς ἔγκοτον στύγος.
ΗΛΕΚΤΡΑ καί πότ᾽ ἂν ἀμφιθαλὴς [ἀντ. δ’]
που μες στα φρένα μου πετά; και μου χτυπάει
κατάπρωρα σαν άνεμος δριμύς, η βράσι
της καρδιάς και το θεόργητό μου μίσος.
ΗΛΕΚΤΡΑ Μα πότε κι ο προστάτης μας
Χοηφ_395Ζεὺς ἐπὶ χεῖρα βάλοι,
φεῦ φεῦ, κάρανα δαΐξας;
πιστὰ γένοιτο χώρᾳ.
δίκαν δ᾽ ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ.
κλῦτε δὲ Γᾶ χθονίων τε τιμαί.
το χέρι του θα βάλη ο Δίας
και τα κεφάλια τους θα σχίση;
Στη χώρα μας η πίστις ας γυρίση,
το δίκιο από τους άδικους ζητώ κι ακούσετέ μου,
σεβαστές του κάτω κόσμου εσείς Θεές.
Χοηφ_400ΔΟΥΛΕΣ ἀλλὰ νόμος μὲν φονίας σταγόνας
χυμένας ἐς πέδον ἄλλο προσαιτεῖν
αἷμα. βοᾷ γὰρ λοιγὸς Ἐρινὺν
παρὰ τῶν πρότερον φθιμένων ἄτην
ἑτέραν ἐπάγουσαν ἐπ᾽ ἄτῃ.
ΔΟΥΛΕΣ Μα είναι νόμος, των αιμάτων οι στάλες
που στο χώμα χυθούν να ζητούν κι άλλο αίμα
γιατί κράζει εκδίκησι ο φόνος
,
για να φέρη, από κείνους που χάθηκαν πριν,
άλλο πάθος στο πρώτο το πάθος.
Χοηφ_405ΟΡΕΣΤΗΣ πόποι δὴ νερτέρων τυραννίδες, [στρ. ζ’]
ἴδετε πολυκρατεῖς Ἀραὶ φθινομένων,
ἴδεσθ᾽ Ἀτρειδᾶν τὰ λοίπ᾽ ἀμηχάνως
ἔχοντα καὶ δωμάτων
ἄτιμα. πᾷ τις τράποιτ᾽ ἄν, ὦ Ζεῦ;
ΟΡΕΣΤΗΣ Αλλοίμονο, του κάτω κόσμου βασιλιάδες,
δέτε, κατάρες παντοδύναμες των σκοτωμένων,
δέτε και ταποδέλοιπα των Ατρειδών
έρμα κι απελπισμένα, δίχως στέγη·
πού να στραφή, θε μου, κανείς;
Χοηφ_410ΔΟΥΛΕΣ πέπαλται δαὖτὲ μοι φίλον κέαρ [ἀντ. ε’]
τόνδε κλύουσαν οἶκτον
καὶ τότε μὲν δύσελπις,
σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῦ-
ται πρὸς ἔπος κλυούσᾳ.
ΔΟΥΛΕΣ Πάλι ραγίζει μου η καρδιά
νακούω αυτά τα μοιρολόγια
και χάνω καθ’ ελπίδα,
μαυρίζουν μου τα σωτικά
στα λόγια που γρικώ·
Χοηφ_415ὅταν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπ᾽ ἀλκῆς ἐπάρῃ -μ᾽
ἐλπὶς-, ἀπέστασεν ἄχος
προσφανεῖσά μοι καλῶς.
ΗΛΕΚΤΡΑ τί δ᾽ ἂν φάντες τύχοιμεν ἢ τά περ [ἀντ. ζ’]
πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων;
μα όταν σε βλέπω πάλι ν’ αντρειεύεσαι
το θάρρος μου ξανάρχεται και διώχτει
το φόβο απ την καρδιά μου κατ’ ανέμου.
ΗΛΕΚΤΡΑ Πώς να τα πη κανείς σωστά; να πη τις συμφορές
που πάθαμ’ από κείνη που μας ‘γέννα;
Χοηφ_420πάρεστι σαίνειν, τὰ δ᾽ οὔτι θέλγεται.
λύκος γὰρ ὥστ᾽ ὠμόφρων
ἄσαντος ἐκ ματρός ἐστι θυμός.
ΔΟΥΛΕΣ ἔκοψα κομμὸν Ἄριον ἔν τε Κισσίας [στρ. η’]
νόμοις ἰηλεμιστρίας,
καλόπιανε τις όσο θες, μ’ αυτές δεν είναι να μερέψουν·
γιατί είναι λύκος κακοτράχηλος που δεν μερεύει
με τα χάδια η λύσσα, που κρατώ της μάννας μου.
ΔΟΥΛΕΣ Άριον θρήνο εμοιρολόγησα
σε νόμο Κισσιανής μοιρολογήτρας
Χοηφ_425ἀπριγδόπληκτα πολυπλάνητα δ᾽ ἦν ἰδεῖν
ἐπασσυτεροτριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα
ἄνωθεν ἀνέκαθεν, κτύπῳ δ᾽ ἐπερρόθει
κροτητὸν ἀμὸν καὶ πανάθλιον κάρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ ἰὼ [ἰὼ] δαΐα [στρ. θ’]
κ’ έβλεπες μαλλιοτράβηγμα και πάνω πανωτά
χέρι το χέρι, εδώ και κει, να συχνοπέφτη
κι από τους χτύπους βούυζε
το βροντημένο μου πανάθλιο το κεφάλι.
ΗΛΕΚΤΡΑ Ωιμέ ωιμένα φόνισσα
Χοηφ_430πάντολμε μᾶτερ, δαΐαις ἐν ἐκφοραῖς
ἄνευ πολιτᾶν ἄνακτ᾽,
ἄνευ δὲ πενθημάτων
ἔτλας ἀνοίμωκτον ἄνδρα θάψαι.
ΟΡΕΣΤΗΣ τὸ πᾶν ἀτίμως ἔλεξας, οἴμοι. [στρ. ι’]
κακούργα μάννα! σαν νάταν ξόδι ενός εχθρού
και δίχως νακλουθά ο λαός την εκφορά του βασιλιά του,
το βάσταξ’ η καρδιά σου αθρήνητο
τον άντρα σου να θάψης.

ΟΡΕΣΤΗΣ Είπες την πάσα, ωιμέ, ατιμία της
Χοηφ_435πατρὸς δ᾽ ἀτίμωσιν ἆρα τείσει
ἕκατι μὲν δαιμόνων,
ἕκατι δ᾽ ἀμᾶν χερῶν;
ἔπειτ᾽ ἐγὼ νοσφίσας ὀλοίμαν.
ΔΟΥΛΕΣ ἐμασχαλίσθη δέ γ᾽, ὡς τόδ᾽ εἰδῇς· [ἀντ. ι’]
μα βέβαια και θα την πλερώση
την καταφρόνια του πατέρα μας·
πρώτα ο θεός κ’ έπειτ’ αυτό το χέρι
το δεξί μου, θα την σκοτώσω κι ας χαθώ.
ΔΟΥΛΕΣ Το λείψανό του το ερεζίλεψαν,
Χοηφ_440ἔπρασσε δ᾽, πέρ νιν ὧδε θάπτει,
μόρον κτίσαι μωμένα
ἄφερτον αἰῶνι σῷ.
κλύεις πατρῴους δύας ἀτίμους.
μάθε και τούτο ακόμα κ’ έτσι σ’ αυτό το χάλι
τόνε θάψανε, τέτοια ατιμία ανυπόφερτη
ζητόντας να κολλήσουν στη ζωή σου·
άκουσες του πατέρα σου τάτιμα πάθη.
Χοηφ_445ΗΛΕΚΤΡΑ λέγεις πατρῷον μόρον·
ἐγὼ δ᾽ ἀπεστάτουν [ἀντ. η’]
ἄτιμος, οὐδὲν ἀξία·
μυχῷ δ᾽ ἄφερκτος πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν
ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη,
χέουσα πολύδακρυν γόον κεκρυμμένα.
ΗΛΕΚΤΡΑ Είδες την τύχη του πατέρα μας· κ’ εγώ
από μακριά εστεκόμουν για τίποτε άξια,
περιφρονημένη σαν δαγκανιάρικο σκυλλί
σ’ ένα κατώι μαντρισμένη· κλάιμα
από γέλοια πιο άτιμο μ’ ανέβαινε, και
στα κρυφά πολύθρηνη βογγούσα·
Χοηφ_450τοιαῦτ᾽ ἀκούων ἐν φρεσὶν γράφου -υ -.
ΔΟΥΛΕΣ δι᾽ ὤτων δὲ συν- [ἀντ. θ’]
τέτραινε μῦθον ἡσύχῳ φρενῶν βάσει.
τὰ μὲν γὰρ οὕτως ἔχει,
τὰ δ᾽ αὐτὸς ὄργα μαθεῖν.
μα εσύ τα τόσα πάκουσες γράφε τα μες στο νου σου.
ΔΟΥΛΕΣ Κι ας τριβελίσουνε τα δυο σου αυτιά τα λόγια αυτά
και να κατασταλάξουν στα ήσυχα βάθη της ψυχής σου·
έτσι είναι όπως μας τάκουσες
κ’ έχεις λαχτάρα να τα μάθης
Χοηφ_455πρέπει δ᾽ ἀκάμπτῳ μένει καθήκειν.
ΟΡΕΣΤΗΣ σὲ τοι λέγω, ξυγγενοῦ, πάτερ, φίλοις. [στρ. κ’]
ΗΛΕΚΤΡΑ ἐγὼ δ᾽ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα.
ΔΟΥΛΕΣ στάσις δὲ πάγκοινος ἅδ᾽ ἐπιρροθεῖ·
ἄκουσον ἐς φάος μολών,
και τώρα πια μ’ αλύγιστη τη γνώμη τράβα εμπρός.
ΟΡΕΣΤΗΣ Κράζω σου με το μέρος μας νάσαι, πατέρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ Και γω μαζί, στα δάκρυά μου πνιγμένη.
ΔΟΥΛΕΣ Με μια φωνή κ’ εμείς όλες μαζί,
άκου, σου κράζουμε κ’ έβγα στο φως
Χοηφ_460ξὺν δὲ γενοῦ πρὸς ἐχθρούς.
ΟΡΕΣΤΗΣ Ἄρης Ἄρει ξυμβαλεῖ, Δίκᾳ Δίκα. [ἀντ. κ’]
ΗΛΕΚΤΡΑ ἰὼ θεοί, κραίνετ᾽ ἐνδίκως -δίκας.-
ΔΟΥΛΕΣ τρόμος μ᾽ ὑφέρπει κλύουσαν εὐγμάτων.
τὸ μόρσιμον μένει πάλαι,
και στάσου αντίκρυ στους εχθρούς, δίπλα με μας.
ΟΡΕΣΤΗΣ Θαρθούν στα χέρια ο Άρης με τον Άρη κ’ η Δίκη με τη Δίκη.
ΗΛΕΚΤΡΑ Και σεις πια φέρτε τα, ω θεοί, όπως το δίκιο ορίζει.
ΔΟΥΛΕΣ Τρέμω π’ ακούω αυτές σας τις ευχές·
το τι θα γίνη στέκει από καιρό,
Χοηφ_465εὐχομένοις δ᾽ ἂν ἔλθοι.
ὦ πόνος ἐγγενὴς [στρ. λ’]
καὶ παράμουσος Ἄτας
αἱματόεσσα πλαγά.
ἰὼ δύστον᾽ ἄφερτα κήδη·
μ’ άμποτε καθώς εύχεσθε ναρθή.
Ωιμέν’ αρρώστεια από γενιάς
και συμφοράς παράχορδη
πληγή αιματωμένη·
ω πένθη βαρυστέναχτα κι αβάσταγα
Χοηφ_470ἰὼ δυσκατάπαυστον ἄλγος.
δώμασιν ἔμμοτον [ἀντ. λ’]
τῶνδ᾽ ἄκος, οὐδ᾽ ἀπ᾽ ἄλλων
ἔκτοθεν, ἀλλ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν,
δι᾽ ὠμὰν ἔριν αἱματηράν.
και πάθος που δε λέει να λουφάξη.
Γιατ’ είν’ η αρρώστεια ριζωμένη
στα σπίτια αυτά, κι όχι παρμένη
απόξω απ’ άλλους, μα απ των ίδιων
την έχθρα, που αίμα δε χορταίνει.
Χοηφ_475θεῶν -τῶν- κατὰ γᾶς ὅδ᾽ ὕμνος.
ἀλλὰ κλύοντες, μάκαρες χθόνιοι,
τῆσδε κατευχῆς πέμπετ᾽ ἀρωγὴν
παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκῃ.
ΟΡΕΣΤΗΣ [γ’ ἐπεισ.] πάτερ, τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς θανών,
Στις θεές του κάτω κόσμου αυτός ο ύμνος!
Μ’ ακούσετε μου, εσείς θεοί της γης,
αυτή μας την ευχή, και στα παιδιά
στείλτε βοήθεια πρόθυμη για να νικήσουν.
ΟΡΕΣΤΗΣ Πατέρα, που δεν πέθανες σα βασιλέας,
Χοηφ_480αἰτουμένῳ μοι δὸς κράτος τῶν σῶν δόμων.
ΗΛΕΚΤΡΑ κἀγώ, πάτερ, τοιάνδε σου χρείαν ἔχω,
φυγεῖν μέγαν προσθεῖσαν Αἰγίσθῳ -φθόρον-.
ΟΡΕΣΤΗΣ οὕτω γὰρ ἄν σοι δαῖτες ἔννομοι βροτῶν
κτιζοίατ᾽· εἰ δὲ μή, παρ᾽ εὐδείπνοις ἔσῃ
δόσε να πάρω κατοχή των παλατιώ σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ Τέτοια κ’ εγώ παράκλησι κάνω, πατέρα,
δος να σωθώ, μ’ αφού τον Αίγιστο σκοτώσω.
ΟΡΕΣΤΗΣ Κ’ έτσι μόνο τα νόμιμα δείπνα θε νάχης
της γης, αλλιώς, μες στους καλόδειπνους τους άλλους
Χοηφ_485ἄτιμος ἐμπύροισι κνισωτοῖς χθονός.
ΗΛΕΚΤΡΑ κἀγὼ χοάς σοι τῆς ἐμῆς παγκληρίας
οἴσω πατρῴων ἐκ δόμων γαμηλίους·
πάντων δὲ πρῶτον τόνδε πρεσβεύσω τάφον.
ΟΡΕΣΤΗΣ ὦ Γαῖ᾽, ἄνες μοι πατέρ᾽ ἐποπτεῦσαι μάχην.
νεκρούς, έμπυρα κνισωτά θε να στερείσαι.
ΗΛΕΚΤΡΑ Χοές κ’ εγώ, στους γάμους μου, θε να σου φέρω
απ’ όλη μου των πατρικών σπιτιών την προίκα
και πρώτο απ’ όλ’ αυτόν τον τάφο θα τιμήσω.
ΟΡΕΣΤΗΣ Άφις τον, Γη, να βγη να ιδή τον πόλεμό μας.
Χοηφ_490ΗΛΕΚΤΡΑ ὦ Περσέφασσα, δὸς δ᾽ ἔτ᾽ εὔμορφον κράτος.
ΟΡΕΣΤΗΣ μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης, πάτερ.
ΗΛΕΚΤΡΑ μέμνησο δ᾽ ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν.
ΟΡΕΣΤΗΣ πέδαις δ᾽ ἀχαλκεύτοις ἐθηρεύθης, πάτερ.
ΗΛΕΚΤΡΑ αἰσχρῶς τε βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν.
ΗΛΕΚΤΡΑ Κι ω Περσεφόνη, δόσε νίκη ευτυχισμένη!
ΟΡΕΣΤΗΣ Θύμας πατέρα τα λουτρά που σε σκοτώσαν!
ΗΛΕΚΤΡΑ Θύμας και κείνο που εγκαινίασες το δίχτυ!
ΟΡΕΣΤΗΣ Σαν πιάστηκες στ’ αχάλκευτά τους τα πεδούκλια.
ΗΛΕΚΤΡΑ Στ’ άτιμα που σοφίστηκαν σκεπάσματά τους.
Χοηφ_495ΟΡΕΣΤΗΣ ἆρ᾽ ἐξεγείρῃ τοῖσδ᾽ ὀνείδεσιν, πάτερ;
ΗΛΕΚΤΡΑ ἆρ᾽ ὀρθὸν αἴρεις φίλτατον τὸ σὸν κάρα;
ΟΡΕΣΤΗΣ ἤτοι δίκην ἴαλλε σύμμαχον φίλοις,
ἢ τὰς ὁμοίας ἀντίδος λαβὰς λαβεῖν,
εἴπερ κρατηθείς γ᾽ ἀντινικῆσαι θέλεις.
ΟΡΕΣΤΗΣ Τέτοιες ντροπές δε σε σηκώνουνε, πατέρα;
ΗΛΕΚΤΡΑ Δεν σηκώνεις τάχα ορθό το αγαπητό κεφάλι;
ΟΡΕΣΤΗΣ Καν στείλε στους δικούς τη Δίκη σύμμαχό τους
κ’ έτσι όμοια δος να λάβουνε ταπίχειρά τους,
αν θες μια που νικήθηκες ναντινικήσης.
Χοηφ_500ΗΛΕΚΤΡΑ καὶ τῆσδ᾽ ἄκουσον λοισθίου βοῆς, πάτερ,
ἰδὼν νεοσσοὺς τούσδ᾽ ἐφημένους τάφῳ·
οἴκτιρε θῆλυν ἄρσενός θ᾽ ὁμοῦ γόνον,
ΟΡΕΣΤΗΣ καὶ μὴ ᾽ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν τόδε
οὕτω γὰρ οὐ τέθνηκας οὐδὲ περ θανών·
ΗΛΕΚΤΡΑ Άκου κι αυτήν, πατέρα, τη στερνή βουή μου·
μας βλέπεις τα πουλιά σου αυτά πάνω στον τάφο
κ’ ελέησε του γυιού τους θρήνους και της κόρης.
ΟΡΕΣΤΗΣ Και των Πελοπιδών το σπέρμ’ αυτό μη σβύσης,
γιατ΄ έτσι κι αν απέθανες δε θα πεθάνης.
Χοηφ_505παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι
θανόντι· φελλοὶ δ᾽ ὣς ἄγουσι δίκτυον,
τὸν ἐκ βυθοῦ κλωστῆρα σῴζοντες λίνου.
ΗΛΕΚΤΡΑ ἄκου᾽, ὑπὲρ σοῦ τοιάδ᾽ ἔστ᾽ ὀδύρματα.
αὐτὸς δὲ σῴζῃ τόνδε τιμήσας λόγον.
Αφού απ’ αλήθεια ο πεθαμένος ζη και μένει
στόνομα των παιδιώ, που σα φελλοί κρατούνε
απ’ το βυθό το κλώστινο του διχτυού νήμα.
ΗΛΕΚΤΡΑ Άκου, κ’ είναι για σέν’ αυτά τα μοιρολόγια·
συ ‘σαι που θα σωθής τα λόγι’ αυτ’ αν τιμήσης.
Χοηφ_510ΔΟΥΛΕΣ καὶ μὴν ἀμεμφῆ τόνδ᾽ ἐτείνατον λόγον,
τίμημα τύμβου τῆς ἀνοιμώκτου τύχης.
τὰ δ᾽ ἄλλ᾽, ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί,
ἔρδοις ἂν ἤδη δαίμονος πειρώμενος.
ΟΡΕΣΤΗΣ ἔσται· πυθέσθαι δ᾽ οὐδέν ἐστ᾽ ἔξω δρόμου,
ΔΟΥΛΕΣ Μ’ όλα τα δίκια σας αυτός ο πολύς θρήνος,
τιμή του τάφου για την άκλαυτή του μοίρα·
και τώρα, μια που τη βουλή σου έχεις στεριώση,
καιρός να δοκιμάζης στη δουλειά την τύχη.
ΟΡΕΣΤΗΣ Θα γίνη· μα δεν βλάβει ναρωτήσω ακόμα:
Χοηφ_515πόθεν χοὰς ἔπεμψεν, ἐκ τίνος λόγου
μεθύστερον τιμῶσ᾽ ἀνήκεστον πάθος;
θανόντι δ᾽ οὐ φρονοῦντι δειλαία χάρις
ἐπέμπετ᾽· οὐκ ἔχοιμ᾽ ἂν εἰκάσαι τόδε.
τὰ δῶρα μείω δ᾽ ἐστὶ τῆς ἁμαρτίας.
πόθε και πώς να στείλη τις χόες; ποιος λόγος
να θυμηθή τώρα στερνά ταγιάτρευτο κακό,
και πήε την άθλια χάρι σε νεκρό να στείλη,
που δεν αιστάνεται; και γω δε ξέρω τι να πω γι’ αυτά
τα δώρα· μα ‘ναι πάντ’ από το κρίμα μικρότερα·
Χοηφ_520τὰ πάντα γάρ τις ἐκχέας ἀνθ᾽ αἵματος
ἑνός, μάτην ὁ μόχθος· ὧδ᾽ ἔχει λόγος.
θέλοντι δ᾽, εἴπερ οἶσθ᾽, ἐμοὶ φράσον τάδε.
ΔΟΥΛΕΣ οἶδ᾽, ὦ τέκνον, παρῆ γάρ· ἔκ τ᾽ ὀνειράτων
καὶ νυκτιπλάγκτων δειμάτων πεπαλμένη
γιατ’ όσους θησαυρούς κι αν δώσης
για το ένα το αίμα πόχυσες, του κάκου ο κόπος·
λοιπόν, αν ξέρης, πες μου ό,τι ζητώ να μάθω.
ΔΟΥΛΕΣ Ξέρω, παιδί μου, τι ‘μουν μπρος: αλλαλιασμένη
απ’ όνειρα και νυχτοπλάνητες τρομάρες
Χοηφ_525χοὰς ἔπεμψε τάσδε δύσθεος γυνή.
ΟΡΕΣΤΗΣ ἦ καὶ πέπυσθε τοὔναρ, ὥστ᾽ ὀρθῶς φράσαι;
ΔΟΥΛΕΣ τεκεῖν δράκοντ᾽ ἔδοξεν, ὡς αὐτὴ λέγει.
ΟΡΕΣΤΗΣ καὶ ποῖ τελευτᾷ καὶ καρανοῦται λόγος;
ΔΟΥΛΕΣ ἐν [ι] παιδὸς ὁρμίσαι δίκην.
έστειλε αυτά τα δώρα η άθεη η γυναίκα.
ΟΡΕΣΤΗΣ Μη μάθατε και τόνειρο να μου το πήτε;
ΔΟΥΛΕΣ Φαντάστηκε πως γέννησ’ έναν όφιο λέει.
ΟΡΕΣΤΗΣ Κ’ έπειτα τι; ποιο τέλος είχε τόνειρό της;
ΔΟΥΛΕΣ Στα σπάργανα τον τύλιξε σαν να είταν βρέφος.
Χοηφ_530ΟΡΕΣΤΗΣ τίνος βορᾶς χρῄζοντα, νεογενὲς δάκος;
ΔΟΥΛΕΣ αὐτὴ προσέσχε μαζὸν ἐν τὠνείρατι.
ΟΡΕΣΤΗΣ καὶ πῶς ἄτρωτον οὖθαρ ἦν ὑπὸ στύγους;
ΔΟΥΛΕΣ ὥστ᾽ ἐν γάλακτι θρόμβον αἵματος σπάσαι.
ΟΡΕΣΤΗΣ οὔτοι μάταιον· ἀνδρὸς ὄψανον πέλει.
ΟΡΕΣΤΗΣ Τι ζήταε το νιογέννητο θεριό να φάη;
ΔΟΥΛΕΣ Αυτή βυζί του πρόσφερε μες στόνειρό της.
ΟΡΕΣΤΗΣ Και τάφησε το σερπετό ασπάραχτο έτσι;
ΔΟΥΛΕΣ Τράβηξε με το γάλα της και κόμπον αίμα.
ΟΡΕΣΤΗΣ Λοιπόν θα πη πως τόνειρο δε θάν’ του κάκου.
Χοηφ_535ΔΟΥΛΕΣ ἡ δ᾽ ἐξ ὕπνου κέκλαγγεν ἐπτοημένη.
πολλοὶ δ᾽ ἀνῇθον, ἐκτυφλωθέντες σκότῳ,
λαμπτῆρες ἐν δόμοισι δεσποίνης χάριν·
πέμπει τ᾽ ἔπειτα τάσδε κηδείους χοάς,
ἄκος τομαῖον ἐλπίσασα πημάτων.
ΔΟΥΛΕΣ Κ’ έκραξ’ εκείνη από τον ύπνο τρομαγμένη
και πλήθος φώτα, τυφλωμένα στο σκοτάδι,
ξανάφτουνε για χάρι της μες στα παλάτια·
και στέλλει ευθύς τα νεκρικά τα δώρα ετούτα
θαρρόντας πως μ’ αυτά το κακό θα γιατρέψη.
Χοηφ_540ΟΡΕΣΤΗΣ ἀλλ᾽ εὔχομαι γῇ τῇδε καὶ πατρὸς τάφῳ
τοὔνειρον εἶναι τοῦτ᾽ ἐμοὶ τελεσφόρον.
κρίνω δέ τοί νιν ὥστε συγκόλλως ἔχειν.
εἰ γὰρ τὸν αὐτὸν χῶρον ἐκλιπὼν ἐμοὶ
οὕφις ἐμοῖσι σπαργάνοις ὡπλίζετο,
ΟΡΕΣΤΗΣ Μα εγώ παρακαλώ τη Γη κι αυτό το μνήμα
σε καλό τέλος τόνειρο να βγη για μένα·
κ’ έτσι το κρίνω αλήθεια νάναι ταιριασμένο:
Αφού απ την ίδια την κοιλιά βγήκε με μένα
και κουλουριάστηκε στα σπάργανά μου ο όφης
Χοηφ_545καὶ μαστὸν ἀμφέχασκ᾽ ἐμὸν θρεπτήριον,
θρόμβῳ δ᾽ ἔμειξεν αἵματος φίλον γάλα,
ἡ δ᾽ ἀμφὶ τάρβει τῷδ᾽ ἐπῴμωξεν πάθει,
δεῖ τοί νιν, ὡς ἔθρεψεν ἔκπαγλον τέρας,
θανεῖν βιαίως· ἐκδρακοντωθεὶς δ᾽ ἐγὼ
κι άνοιξε στόμα στο βυζί που μ’ έχει θρέψη
κι ανάμιξε στο γάλα μου μια στάλα αίμα
κι έντρομη εκείνη ωλόλυξε γι’ αυτό το πάθος
πρέπει λοιπόν, ως τόθρεψε τάγριο το τέρας,
να ποθάνη με βιά· και γω θα γίνω ο δράκος
Χοηφ_550κτείνω νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε.
ΔΟΥΛΕΣ τερασκόπον δὴ τῶνδέ σ᾽ αἱροῦμαι πέρι.
γένοιτο δ᾽ οὕτως. τἄλλα δ᾽ ἐξηγοῦ φίλοις,
τοὺς μέν τι ποιεῖν, τοὺς δὲ μή τι δρᾶν λέγων.
ΟΡΕΣΤΗΣ ἁπλοῦς ὁ μῦθος· τήνδε μὲν στείχειν ἔσω,
καθώς το λέει και τόνειρο να τη σκοτώσω.
ΔΟΥΛΕΣ Ονειροκρίτη το λοιπόν γι’ αυτά σε παίρνω
κ’ έτσι ας γενή· για τάλλα τώρα οδήγησέ με
τι έχει να κάμη ο ένας κι ο άλλος να μην κάμη.
ΟΡΕΣΤΗΣ Απλός ο λόγος: πρώτ’ αυτή να πάη στο σπίτι,
Χοηφ_555αἰνῶ δὲ κρύπτειν τάσδε συνθήκας ἐμάς,
ὡς ἂν δόλῳ κτείναντες ἄνδρα τίμιον
δόλοισι καὶ ληφθῶσιν ἐν ταὐτῷ βρόχῳ
θανόντες, καὶ Λοξίας ἐφήμισεν,
ἄναξ Ἀπόλλων, μάντις ἀψευδὴς τὸ πρίν.
και θέλω όσα μιλήσαμε κρυφά να μένουν,
κι όπως με δόλο εσκότωσαν τον τίμιον άντρα
έτσι με δόλο να πιαστούν, και στα όμοια βρόχια
να σκοτωθούν καθώς το πρόσταξε κι ο Φοίβος
ο άναξ Απόλλων
, μάντις αψευδής ως τώρα.
Χοηφ_560ξένῳ γὰρ εἰκώς, παντελῆ σαγὴν ἔχων,
ἥξω σὺν ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἐφ᾽ ἑρκείους πύλας
Πυλάδῃ, ξένος τε καὶ δορύξενος δόμων.
ἄμφω δὲ φωνὴν ἥσομεν Παρνησσίδα,
γλώσσης ἀυτὴν Φωκίδος μιμουμένω.
Λοιπόν ντυμένος στην εντέλεια ωσάν ξένος
θα πάω μ’ αυτόν εδώ που βλέπεις τον Πυλάδη στην
πόρτα της αυλής σα φίλος σπιτικός των
, όπου κ’ οι δυο,
σαν νάμαστ’ απ τα μέρη τάχα του Παρνασού, θα κρένομε τη
γλώσσα εκείνη δίνοντας προφορά Φωκέικια στη φωνή μας·
Χοηφ_565καὶ δὴ θυρωρῶν οὔτις ἂν φαιδρᾷ φρενὶ
δέξαιτ᾽, ἐπειδὴ δαιμονᾷ δόμος κακοῖς·
μενοῦμεν οὕτως ὥστ᾽ ἐπεικάζειν τινὰ
δόμους παραστείχοντα καὶ τάδ᾽ ἐννέπειν·
“τί δὴ πύλαισι τὸν ἱκέτην ἀπείργεται
πρόθυμοι βέβαια οι θυρωροί δε θα μας ‘νοίξουν
γιατί δαιμόνου πείραξι βαστάει το σπίτι·
μα εμείς εκεί θα μείνουμε, ώσπου περνόντας
από κει κάποιος μας ιδή κ’ έτσι μιλήση
:
«Γιατί ναφήνη τον ικέτη έξω απ την πόρτα
Χοηφ_570Αἴγισθος, εἴπερ οἶδεν ἔνδημος παρών;”
εἰ δ᾽ οὖν ἀμείψω βαλὸν ἑρκείων πυλῶν
κἀκεῖνον ἐν θρόνοισιν εὑρήσω πατρός,
ἢ καὶ μολὼν ἔπειτά μοι κατὰ στόμα
ἀρεῖ, σάφ᾽ ἴσθι, καὶ κατ᾽ ὀφθαλμοὺς βαλεῖ,
ο Αίγιστος, αν είναι μέσα και το ξέρη;»
Μ’ αν θα περάσω μια της πόρτας το κατώφλι
και νάβρω εκείνον στου πατέρα μου το θρόνο,
ή και κατόπι βγη μπροστά μου και σηκώση
τα μάτια καταπάνω μου — να το γνωρίζης,
Χοηφ_575πρὶν αὐτὸν εἰπεῖν “ποδαπὸς ὁ ξένος;” νεκρὸν
θήσω, ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι.
φόνου δ᾽ Ἐρινὺς οὐχ ὑπεσπανισμένη
ἄκρατον αἷμα πίεται τρίτην πόσιν.
νῦν οὖν σὺ μὲν φύλασσε τἀν οἴκῳ καλῶς,
πριν να προφτάση να μου πη «πούθεν ο ξένος;»
νεκρό με μια γοργή σπαθιά σου τον ξαπλώνω.

Κ’ η Ερινύα, που δεν της λείβουνται σκοτώσια,
τρίτο ποτήρι θε να πιή άκρατον αίμα.

Εσύ λοιπόν το νου σου νάχης μες στο σπίτι,
Χοηφ_580ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε·
ὑμῖν δ᾽ ἐπαινῶ γλῶσσαν εὔφημον φέρειν,
σιγᾶν θ᾽ ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ καίρια.
τὰ δ᾽ ἄλλα τούτῳ δεῦρ᾽ ἐποπτεῦσαι λέγω,
ξιφηφόρους ἀγῶνας ὀρθώσαντί μοι.
για νάρθουν όλα βολικά τόνα με τάλλο·
και σεις διακριτικιά τη γλώσσα να κρατάτε,
λέγοντας όσα πρέπει κι όσα μη σιωπόντας.
Για τάλλα, τον θεόν καλώ να τα φροντίση
που μ’ άμπωσε σ’ αυτούς τους φονικούς αγώνες.
Χοηφ_585ΔΟΥΛΕΣ [γ’ χορ.] πολλὰ μὲν γᾶ τρέφει [στρ. α’]
δεινὰ [καὶ] δειμάτων ἄχη,
πόντιαί τ᾽ ἀγκάλαι κνωδάλων
ἀνταίων βρύουσι·
πλάθουσι [βλαστοῦσι] καὶ πεδαίχμιοι
ΔΟΥΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ Θρέφει κ’ η γη πολλές
σκιάχτρων φριχτών τρομάρες,
οι αγκαλιές της θάλασσας
τέρατ’ ανθρωπομάχα βράζουν·

κι ανάμεσα γης κι ουρανού
Χοηφ_590λαμπάδες πεδάοροι,
πτανά τε καὶ πεδοβά-
μονα κἀνεμοέντ᾽ ἂν
αἰγίδων φράσαι κότον.
ἀλλ᾽ ὑπέρτολμον ἀν- [ἀντ. α’]
φωτιές επάνωθέ μας ‘γγιάζουν.
Πετούμενα και στεριανά
έχουν να πουν
τις άγριες μπόρες σαν μανιάζουν.
Μα ποιος θα πη του αντρός
Χοηφ_595δρὸς φρόνημα τίς λέγοι
καὶ γυναικῶν φρεσὶν τλαμόνων [καὶ]
παντόλμους ἔρωτας
ἄταισι συννόμους βροτῶν;
ξυζύγους δ᾽ ὁμαυλίας
θηλυκρατὴς ἀπέρω-
τη δίχως όρια τόλμη
και των ξωφρένων γυναικών
τις άγριες αγάπες,
που μες στις συμφορές μας βόσκουν;
Ο θηλυκός ο έρωτας,
ο ανέρωτας,
Χοηφ_600τος ἔρως παρανικᾷ
κνωδάλων τε καὶ βροτῶν.
ἴστω δ᾽, ὅστις οὐχ ὑπόπτερος [στρ. β‘]
φροντίσιν,
δαεὶς τὰν ἁ παιδολυ-
που δε λογιάζει ταντρογυνοζευγάρωμα,
θηρία και μπόρες παρομοιάζει.
Κι ας μάθη ναναθυμηθή
όποιος το νου δεν έχει κούφιο,
το τι σοφίστηκε η πανάθλια
Χοηφ_605μὰς τάλαινα Θεστιὰς μήσατο
πυρδαῆτιν πρόνοιαν,
καταίθουσα παιδὸς δαφοινὸν
δαλὸν ἥλικ᾽, ἐπεὶ μολὼν
ματρόθεν κελάδησε,
κακούργα μάννα, του Θεστίου η κόρη,
που πήε να κάψη το δαυλό
το συνομήλικο του γυιού της,

που αφόντας απ’ τον κόλφο της
πέφτοντας εκελάδησε, η ζωή του
Χοηφ_610ξύμμετρόν τε διαὶ βίου
μοιρόκραντον ἐς ἆμαρ.
ἄλλαν δεῖ τιν᾽ ἐν λόγοις στυγεῖν [ἀντ. β’]
φοινίαν κόραν,
ήταν δεμένη όλη μ’ αυτόν
ως τη μοιρόγραφτή του μέρα.
Κι ανάθεμα την άλλη που ιστορούν
την κόρη την κακούργα,
Χοηφ_615ἅτ᾽ ἐχθρῶν ὑπαὶ
φῶτ᾽ ἀπώλεσεν φίλον Κρητικοῖς
χρυσοκμήτοισιν ὅρμοις
πιθήσασα δώροισι Μίνω,
Νῖσον ἀθανάτας τριχὸς
που χάλασε τον ίδιο τον πατέρα της
για έναν εχθρό, γιατί το νου της
ξεσήκωσαν τα κρητικά
του Μίνου δώρα,
τα χρυσά γιορτάνια,
κ’ έκοψε Νίσου του πατέρα της
Χοηφ_620νοσφίσασ᾽ ἀπροβούλως
πνέονθ᾽ ἁ κυνόφρων ὕπνῳ.
κιγχάνει δέ μιν Ἑρμῆς.
ἐπεὶ δ᾽ ἐπεμνασάμαν ἀμειλίχων [στρ. γ’]
πόνων, ὁ καιρὸς δὲ δυσφιλὲς γαμή-
που αξέγνοιαστα εκοιμόνταν
την τρίχα, η σκύλλα, την αθάνατη
κι άρπαξε τη ψυχή του ο χάρος.
Πρώτο λογιέται μέσα σ’ όλα τα κακά
της Λήμνου, κ’ έχουν να το λένε
Χοηφ_625λευμ᾽ ἀπεύχετον δόμοις
γυναικοβούλους τε μήτιδας φρενῶν
ἐπ᾽ ἀνδρὶ τευχεσφόρῳ,
ἐπ᾽ ἀνδρὶ δᾴοις ἐπεικότως σέβαι.
τίω δ᾽ ἀθέρμαντον ἑστίαν δόμων
με σιχαμό το πομπιασμένο, τόσο που και
την ίδια συμφορά «Λημνία» της έχουν
όνομα δοσμένο·
από ένα κρίμα θεομίσητο
κάθε καμάρι ανθρώπινο πάει χαμένο·
γιατ’ ό,τι εχθρεύουνται οι Θεοί κανείς δεν προσκυνά·
Χοηφ_630γυναικείαν -τ᾽- ἄτολμον αἰχμάν.
κακῶν δὲ πρεσβεύεται τὸ Λήμνιον [ἀντ. γ’]
λόγῳ· γοᾶται δὲ δὴ πάθος κατά-
πτυστον· ᾔκασεν δέ τις
τὸ δεινὸν αὖ Λημνίοισι πήμασιν.
σε τι δεν έχω δίκιο απ’ όλα αυτά;
Και μια που πάθη ανήμερα μελέτησα,
δεν έχει εδώ τον τόπο του και τούτων των σπιτιών
τάνομο το ζευγάρωμα το ξορκισμένο,
κι ο άπιστος δόλος του γυναίκειου της μυαλού
Χοηφ_635θεοστυγήτῳ δ᾽ ἄχει
βροτῶν ἀτιμωθὲν οἴχεται γένος.
σέβει γὰρ οὔτις τὸ δυσφιλὲς θεοῖς.
τί τῶνδ᾽ οὐκ ἐνδίκως ἀγείρω;
τὸ δ᾽ ἄγχι πλευμόνων ξίφος [στρ. δ’]
για άντρα πολεμιστή αρματοζωσμένο
για άντρα που τούχαν ως κ’ οι εχθροί του σέβας;
και να ψηφώ σπιτιών αθέρμαντη γωνιά,
την άναντρη εξουσία μιας γυναίκας;
Της Δίκης στέκουν τα θεμέλια στερεά και τον χαλκό
Χοηφ_640διανταίαν ὀξυπευκὲς οὐτᾷ
διαὶ Δίκας. τὸ μὴ θέμις γὰρ οὖν
λὰξ πέδοι πατούμενον, τὸ πᾶν Διὸς
από πριν δουλεύει η Μοίρα που φτιάνει
τα σπαθιά·
 και μες στα σπίτια μπάζει το παιδί
των αρχαίων αιμάτων, για να εκδικηθή
Χοηφ_645σέβας παρεκβάντος οὐ θεμιστῶς.
Δίκας δ᾽ ἐρείδεται πυθμήν· [ἀντ. δ’]
προχαλκεύει δ᾽ Αἶσα φασγανουργός·
τέκνον δ᾽ ἐπεισφέρει δόμοισιν
με τον καιρό το κρίμα η δοξαστή βαθύβουλη Ερινύς.
Το κοφτερό πικρότατο σπαθί κοντά στο ψυχικό
τη δίνει πέρα και πέρα τη λαβωματιά του σε κείνον,
που στα πόδια του πατεί
Χοηφ_650αἱμάτων παλαιτέρων τίνειν μύσος
χρόνῳ κλυτὰ βυσσόφρων Ἐρινύς.
ΟΡΕΣΤΗΣ [δ’ ἐπεισ.] παῖ παῖ, θύρας ἄκουσον ἑρκείας
κτύπον. τίς ἔνδον, ὦ παῖ, παῖ, μάλ᾽ αὖθις, ἐν δόμοις;
ανίερα κι άνομα τη Δίκη και δεν ψηφάει
το σεβαστό του Δία το νόμο ταθανάτου.
ΟΡΕΣΤΗΣ Παιδί, αι παιδί, άκω η αυλόπορτα βροντάει,
ποιος είναι μέσα; αι παιδί, ματά σου κράζω·
Χοηφ_655τρίτον τόδ᾽ ἐκπέραμα δωμάτων καλῶ,
εἴπερ φιλόξεν᾽ ἐστὶν Αἰγίσθου διαί.
ΔΟΥΛΟΣ εἶεν, ἀκούω· ποδαπὸς ὁ ξένος; πόθεν;
ΟΡΕΣΤΗΣ ἄγγελλε τοῖσι κυρίοισι δωμάτων,
πρὸς οὕσπερ ἥκω καὶ φέρω καινοὺς λόγους.
νά, που φωνάζω τρεις φορές για να βγη κάποιος
αν είν το σπίτι του Αίγιστου ανοικτό στον ξένο.
ΔΟΥΛΟΣ Καλά. Ακούω. Ποιος και πούθεν είν’ ο ξένος;
ΟΡΕΣΤΗΣ Δόσε στ’ αφεντικά σου είδησι, όπου ήρθα
ξάργου γι’ αυτούς κάτι μαντάτα να τους φέρω —
Χοηφ_660τάχυνε δ᾽, ὡς καὶ νυκτὸς ἅρμ᾽ ἐπείγεται
σκοτεινόν, ὥρα δ᾽ ἐμπόρους καθιέναι
ἄγκυραν ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων.
ἐξελθέτω τις δωμάτων τελεσφόρος
γυνὴ τόπαρχος, ἄνδρα δ᾽ εὐπρεπέστερον·
και βιάσου, γιατί βιάζεται θωρείς κ’ η νύχτα
με τα μαύρα της τάλογα, κ’ οι στρατολάτες
ώρα να ρίξουν άγκυρα σε κάποιο χάνι —
πες νάρθη εδώ η νοικοκερά έξω στην πόρτα
του παλατιού· μα πιο καλά θα ταίριαζε άντρας,
Χοηφ_665αἰδὼς γὰρ ἐν λεχθεῖσιν οὐκ ἐπαργέμους
λόγους τίθησιν· εἶπε θαρσήσας ἀνὴρ
πρὸς ἄνδρα κἀσήμηνεν ἐμφανὲς τέκμαρ.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ξένοι, λέγοιτ᾽ ἂν εἴ τι δεῖ· πάρεστι γὰρ
ὁποῖά περ δόμοισι τοῖσδ᾽ ἐπεικότα,
γιατ’ η ντροπή δεν κάνει σκεπαστά τα λόγια
πόχει να πη και θαρρετά τα λέει ο άντρας
στον άντρα κ’ έτσι καθαρά τα ξεδιαλύνει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Λέγετε, ξένοι, ότι χρειάζεσθε· γιατί όλα
υπάρχουν όσα πρέπει τέτοιο σπίτι νάχη,
Χοηφ_670καὶ θερμὰ λουτρὰ καὶ πόνων θελκτηρία
στρωμνή, δικαίων τ᾽ ὀμμάτων παρουσία.
εἰ δ᾽ ἄλλο πρᾶξαι δεῖ τι βουλιώτερον,
ἀνδρῶν τόδ᾽ ἐστὶν ἔργον, οἷς κοινώσομεν
ΟΡΕΣΤΗΣ ξένος μέν εἰμι Δαυλιεὺς ἐκ Φωκέων·
θερμά λουτρά κι ανάπαψι του κουρασμένου,
κρεββάτι και δικαίων ματιών η παρουσία·
αν όμως σπουδαιότερη σας φέρνη ανάγκη
αυτό ‘ναι των άντρων δουλειά κ’ ειδοποιούμε.
ΟΡΕΣΤΗΣ Ξένος είμαι, Δαυλιώτης από τη Φωκίδα·
Χοηφ_675στείχοντα δ᾽ αὐτόφορτον οἰκείᾳ σαγῇ
εἰς Ἄργος, ὥσπερ δεῦρ᾽ ἀπεζύγην πόδα,
ἀγνὼς πρὸς ἀγνῶτ᾽ εἶπε συμβαλὼν ἀνήρ,
ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδόν,
Στροφίος ὁ Φωκεύς· πεύθομαι γὰρ ἐν λόγῳ
καθώς ξεκίναγα για τ’ Άργος, φορτωμένος
τα πράματά μου μόνος μου
, έτσι όπως ήρθα,
μ’ εσίμωσ’ ένας, που δε γνώριζα — κατόπι
τόμαθ’ απ την κουβέντα: Στρόφιος Φωκιδιώτης —
κι αφού για πού με ρώτησε κ’ είπε και κείνος
Χοηφ_680“ἐπείπερ ἄλλως, ὦ ξέν᾽, εἰς Ἄργος κίεις,
πρὸς τοὺς τεκόντας πανδίκως μεμνημένος
τεθνεῶτ᾽ Ὀρέστην εἰπέ, μηδαμῶς λάθῃ.
εἴτ᾽ οὖν κομίζειν δόξα νικήσει φίλων,
εἴτ᾽ οὖν μέτοικον, εἰς τὸ πᾶν ἀεὶ ξένον,
μου λέει «αφού έτσι κ’ έτσι, ξένε, πας για τ’ Άργος,
θύμας να πης για τον Ορέστη στους γονιούς του
πως πέθανε· και κοίταξε μην ταμελήσης·
κ’ είτε κρίνουν εκεί να στείλουν να τον πάρουν
,
είτ’ εδώ να ταφή ξένος κ’ έρμος στα ξένα,
Χοηφ_685θάπτειν, ἐφετμὰς τάσδε πόρθμευσον πάλιν.
νῦν γὰρ λέβητος χαλκέου πλευρώματα
σποδὸν κέκευθεν ἀνδρὸς εὖ κεκλαυμένου.”
τοσαῦτ᾽ ἀκούσας εἶπον. εἰ δὲ τυγχάνω
τοῖς κυρίοισι καὶ προσήκουσιν λέγων
μας λες στο γυρισμό σου τις παραγγελιές των·
τώρα το χάλκινο λεβέτι στα πλευρά του
κρύβει του νιου, που καλά κλάψαμε, τη στάχτη».
Είπα εγώ κείνα πάκουσα· τώρα δεν ξέρω
αν τάπα σ’ όποιους έπρεπε και σε δικούς του,
Χοηφ_690οὐκ οἶδα, τὸν τεκόντα δ᾽ εἰκὸς εἰδέναι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ οἲ ᾽γώ, κατ᾽ ἄκρας εἶπας ὡς πορθούμεθα.
ὦ δυσπάλαιστε τῶνδε δωμάτων Ἀρά,
ὡς πόλλ᾽ ἐπωπᾷς, κἀκποδὼν εὖ κείμενα
τόξοις πρόσωθεν εὐσκόποις χειρουμένη,
μα βέβαια πρέπει να το μάθουν οι γονιοί του.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ωιμέ, ποιος κατακέφαλα χαμός μας
βρήκε! Ω ανίκητη των παλατιών αυτών κατάρα,
πόσο πολλά, καλά καθούμενα, μακρυάθε
μ’ αλάθευτες ματίζεις σαϊτιές και βρίσκεις!
Χοηφ_695φίλων ἀποψιλοῖς με τὴν παναθλίαν.
καὶ νῦν Ὀρέστης—ἦν γὰρ εὐβούλως ἔχων,
ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα,—
νῦν δ᾽ ἥπερ ἐν δόμοισι βακχείας καλῆς
ἰατρὸς ἐλπὶς ἦν, προδοῦσαν ἔγγραφε.
όλους μου απομαδάς τους φίλους της τρισάθλιας·
και τώρα ο Ορέστης, πούχε την καλή την τύχη
νάν’ έξω απ την κατάρατην αυτή τη λάσπη,
η μόνη ελπίδα πόμενε να μας γιατρέψη
απ το καλό μας χαροκόπι — πάει τανέμου!
Χοηφ_700ΟΡΕΣΤΗΣ ἐγὼ μὲν οὖν ξένοισιν ὧδ᾽ εὐδαίμοσιν
κεδνῶν ἕκατι πραγμάτων ἂν ἤθελον
γνωστὸς γενέσθαι καὶ ξενωθῆναι· τί γὰρ
ξένου ξένοισίν ἐστιν εὐμενέστερον;
πρὸς δυσσεβείας -δ᾽- ἦν ἐμοὶ τόδ᾽ ἐν φρεσίν,
ΟΡΕΣΤΗΣ Εγώ σε ξένους τόσο καλοτυχισμένους
από καλύτερη αφορμή να γνωριζόμουν
θάθελα και στο σπίτι τους να φιλευόμουν·
γιατί ποιος το καλό του ξένου του δε θέλει;
όμως αμάρτημα θα τόχα στη ψυχή μου
Χοηφ_705τοιόνδε πρᾶγμα μὴ καρανῶσαι φίλοις,
καταινέσαντα καὶ κατεξενωμένον.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ οὔτοι κυρήσεις μεῖον ἀξίως σέθεν,
οὐδ᾽ ἧσσον ἂν γένοιο δώμασιν φίλος.
ἄλλος δ᾽ ὁμοίως ἦλθεν ἂν τάδ᾽ ἀγγελῶν.
σε φίλους τέτοιο πράμα να μη φανερώσω,
μια πόδωκα το λόγο μου και με φιλεύουν.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Δε θάχης από μας πιο λίγο απ’ ότι αξίζεις
κι ουδέ πιο λίγο φίλος του σπιτιού θα γένης·
τ’ όμοιο ένας άλλος θάρχονταν τα νέα να φέρη.
Χοηφ_710ἀλλ᾽ ἔσθ᾽ ὁ καιρὸς ἡμερεύοντας ξένους
μακρᾶς κελεύθου τυγχάνειν τὰ πρόσφορα.
ἄγ᾽ αὐτὸν εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων,
ὀπισθόπους τε τούσδε καὶ ξυνέμπορον·
κἀκεῖ κυρούντων δώμασιν τὰ πρόσφορα.
Μα είναι καιρός οι ξένοι, που όλη την ημέρα
σε δρόμο επέρασαν μακρύ, ναναπαυθούνε·
οδήγησέ τον στο φιλόξενο ανδρωνίτη
κι αυτόν που τον ακολουθεί το σύντροφό του·
και να φροντίσης τίποτε να μην τους λείψη,
Χοηφ_715αἰνῶ δὲ πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ τάδε.
ἡμεῖς δὲ ταῦτα τοῖς κρατοῦσι δωμάτων
κοινώσομέν τε κοὐ σπανίζοντες φίλων
βουλευσόμεσθα τῆσδε συμφορᾶς πέρι.
ΔΟΥΛΕΣ εἶεν, φίλιαι δμωίδες οἴκων,
γιατί με σένα, ξέρε το, θάχω να κάμω.
Κ’ εγώ στον άρχοντα του παλατιού θα φέρω
την είδησι·
και δόξα ο Θεός έχομε φίλους
για να σκεφθούμε όσο γι’ αυτά που μας ευρήκαν.
ΔΟΥΛΕΣ Λοιπόν πότε, γυναίκες πιστές του σπιτιού,
Χοηφ_720πότε δὴ στομάτων
δείξομεν ἰσχὺν ἐπ᾽ Ὀρέστῃ;
ὦ πότνια χθὼν καὶ πότνι᾽ ἀκτὴ
χώματος, ἣ νῦν ἐπὶ ναυάρχῳ
σώματι κεῖσαι τῷ βασιλείῳ,
θενά δείξομ’ εμείς
των ευχών μας τη δύναμι για τον Ορέστη;
Ω γη σεβαστή και χώμα ιερό
του τάφου του τώρα κρατεί το κορμί
βασιλιά του στολάρχου,
Χοηφ_725νῦν ἐπάκουσον, νῦν ἐπάρηξον·
νῦν γὰρ ἀκμάζει Πειθὼ δολίαν
ξυγκαταβῆναι, χθόνιον δ᾽ Ἑρμῆν
καὶ τὸν νύχιον τοῖσδ᾽ ἐφοδεῦσαι
ξιφοδηλήτοισιν ἀγῶσιν.
τώρ’ απάκουσε τώρα βοήθεια ναρθής,
γιατί τώρα καιρός να κατέβουν μαζί
η δολία η Πειθώ και ο νύχτιος Ερμής
να επιβλέψουν σ’ αυτές
των σπαθιών τις σκληρόψυχες μάχες.
Χοηφ_730ΕΠΙΣΤ ΔΟΥΛΕΣ ἔοικεν ἁνὴρ ὁ ξένος τεύχειν κακόν·
τροφὸν δ᾽ Ὀρέστου τήνδ᾽ ὁρῶ κεκλαυμένην.
ποῖ δὴ πατεῖς, Κίλισσα, δωμάτων πύλας;
λύπη δ᾽ ἄμισθός ἐστί σοι ξυνέμπορος;
ΒΥΖΑΣΤΡΑ Αἴγισθον ἡ κρατοῦσα τοῖς ξένοις καλεῖν
ΕΠΙΣΤ ΔΟΥΛΕΣ Κάτι κακό μου φαίνεται σκαρώνει ο ξένος·
βλέπω του Ορέστη τη βυζάστρ’ αυτή κλαμμένη·
για πού πηγαίνεις, Κίλισσα, έξω απ τις θύρες

και λύπη, ακόλουθο άμισθο, σέρνεις μαζί σου;
ΒΥΖΑΣΤΡΑ Τον Αίγισθο η βασίλισσα πρόσταξε αμέσως
Χοηφ_735ὅπως τάχιστ᾽ ἄνωγεν, ὡς σαφέστερον
ἀνὴρ ἀπ᾽ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν
ἐλθὼν πύθηται τήνδε, πρὸς μὲν οἰκέτας
θετοσκυθρωπῶν ἐντὸς ὀμμάτων γέλων
κεύθουσ᾽ ἐπ᾽ ἔργοις διαπεπραγμένοις καλῶς
να τρέξω για τους ξένους που ήρθαν να καλέσω,
για νάρθη και πιο ξάστερα σαν άντρας πούναι
το νέο αυτό το μήνυμα καλοεξετάση.
Και μπρος στους δούλους κάνοντας τη λυπημένη
κρύβει μες στα πικρά της μάτια τη χαρά της,
Χοηφ_740κείνῃ, δόμοις δὲ τοῖσδε παγκάκως ἔχειν,
φήμης ὕφ᾽ ἧς ἤγγειλαν οἱ ξένοι τορῶς.
ἦ δὴ κλύων ἐκεῖνος εὐφρανεῖ νόον,
εὖτ᾽ ἂν πύθηται μῦθον. ὦ τάλαιν᾽ ἐγώ·
ὥς μοι τὰ μὲν παλαιὰ συγκεκραμένα
για την καλή τη συντυχιά, που ήρθε για κείνη, μα συμφορά
τρισάμοιρη γι’ αυτό το σπίτι, απ’ το σωστό το μήνυμα που
οι ξένοι εφέραν. Α! πως θα ευφράνη βέβαια τη ψυχή του
εκείνος σα μάθη αυτή την είδησι, αλλοίμονό μου!
πόσο οι παλιές και τόσες συμφορές που ετύχαν
Χοηφ_745ἄλγη δύσοιστα τοῖσδ᾽ ἐν Ἀτρέως δόμοις
τυχόντ᾽ ἐμὴν ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα.
ἀλλ᾽ οὔτι πω τοιόνδε πῆμ᾽ ἀνεσχόμην·
τὰ μὲν γὰρ ἄλλα τλημόνως ἤντλουν κακά·
φίλον δ᾽ Ὀρέστην, τῆς ἐμῆς ψυχῆς τριβήν,
αβάσταγες μες στα παλάτια αυτά του Ατρέα
μου σπάραξαν τα σωτικά μέσα στα στήθια!
μα άλλη μια τέτοια δε δοκίμασα ως τα τώρα,
γιατί με υπομονή τα τράβηξα όλα τάλλα·
μα τον Ορέστη, της ψυχής μου γλυκειάν έγνοια,
Χοηφ_750ὃν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη,—
κἀκ᾽ νυκτιπλάγκτων ὀρθίων κελευμάτων
καὶ πολλὰ καὶ μοχθήρ᾽ ἀνωφέλητ᾽ ἐμοὶ
τλάσῃ·—τὸ μὴ φρονοῦν γὰρ ὡσπερεὶ βοτὸν
τρέφειν ἀνάγκη, πῶς γὰρ οὔ; τρόπῳ φρενός·
π’ από μάννας κοιλιά δέχτηκα κ’ έθρεψά τον —
πόσα ξενύχτια ορθή στο πόδι απ τις φωνές του
και πόσα βάσαν’ ανωφέλευτα για μένα
δεν πέρασα! γιατί σαν δεν αιστάνεσαι, είσαι
σα ζώο
, που πρέπει με το νου κανείς να βρίσκη
Χοηφ_755οὐ γάρ τι φωνεῖ παῖς ἔτ᾽ ὢν ἐν σπαργάνοις,
εἰ λιμός, ἢ δίψη τις, ἢ λιψουρία
ἔχει· νέα δὲ νηδὺς αὐτάρκης τέκνων.
τούτων πρόμαντις οὖσα, πολλὰ δ᾽, οἴομαι,
ψευσθεῖσα παιδὸς σπαργάνων φαιδρύντρια,
ό,τι χρειάζεται, και μες στα σπάργανά του
το βρέφος δε μιλεί για να σου πη αν έχη
ή πείνα ή δίψα ή άλλη προς νερού του ανάγκη,
μα μόνη της δουλεύεται η κοιλιά του βρέφου.
Εγώ όλ’ αυτά τα πρόβλεπα, μα πάντα βέβαια γελιόμουν
Χοηφ_760γναφεὺς τροφεύς τε ταὐτὸν εἰχέτην τέλος.
ἐγὼ διπλᾶς δὲ τάσδε χειρωναξίας
ἔχουσ᾽ Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί·
τεθνηκότος δὲ νῦν τάλαινα πεύθομαι.
στείχω δ᾽ ἐπ᾽ ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον
και πολλές φορές κ’ έπρεπε τότε πλύστρα μαζί λουτράρισα
και βάγια νάμαι· κι αυτές επάνω μου έχοντας τις διπλές
τέχνες του ανάθρεψα του βασιλιά μας τον Ορέστη·
τώρα μαθαίνω η άμοιρη το θάνατό του!
και πάω να ‘βρω αυτόν πόχει ρημάξει τούτα
Χοηφ_765οἴκων, θέλων δὲ τόνδε πεύσεται λόγον.
ΔΟΥΛΕΣ πῶς οὖν κελεύει νιν μολεῖν ἐσταλμένον;
ΒΥΖΑΣΤΡΑ ἦ πῶς; λέγ᾽ αὖθις, ὡς μάθω σαφέστερον.
ΔΟΥΛΕΣ εἰ ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ ἄγειν κελεύει δορυφόρους ὀπάονας.
τα σπίτια· αχ, τι χαρά θα κάμη σαν το ακούση!
ΔΟΥΛΕΣ Και πώς του παραγγέλνει νάρθη ετοιμασμένος;
ΒΥΖΑΣΤΡΑ Τι πώς; ξηγήσου καθαρώτερα να νοιώσω;
ΔΟΥΛΕΣ Τάχα με τους στρατιώτες του, ή μοναχός του;
ΒΥΖΑΣΤΡΑ Μαζί και δορυφόρους του μηνάει να πάρη.
Χοηφ_770ΔΟΥΛΕΣ μή νυν σὺ ταῦτ᾽ ἄγγελλε δεσπότου στύγει·
ἀλλ᾽ αὐτὸν ἐλθεῖν, ὡς ἀδειμάντως κλύῃ,
ἄνωχθ᾽ ὅσον τάχιστα γηθούσῃ φρενί.
ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κυπτὸς ὀρθοῦται λόγος.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ ἀλλ᾽ ἦ φρονεῖς εὖ τοῖσι νῦν ἠγγελμένοις;
ΔΟΥΛΕΣ Λοιπόν αυτό μην του το πης, αν του έχης έχθρα,
αλλά μόνος ναρθή, μην έμπη σε υποψία,
πες του το γρηγορότερο, χαρούμενη έτσι·
σαν θέλη κάνει ο μηνυτής το στραβό ίσιο.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ Τάχεις σωστά; κατόπι απ’ αυτά τα νέα;
Χοηφ_775ΔΟΥΛΕΣ ἀλλ᾽ εἰ τροπαίαν Ζεὺς κακῶν θήσει ποτέ.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ καὶ πῶς; Ὀρέστης ἐλπὶς οἴχεται δόμων.
ΔΟΥΛΕΣ οὔπω· κακός γε μάντις ἂν γνοίη τάδε.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ τί φής; ἔχεις τι τῶν λελεγμένων δίχα;
ΔΟΥΛΕΣ ἄγγελλ᾽ ἰοῦσα, πρᾶσσε τἀπεσταλμένα.
ΔΟΥΛΕΣ Μ’ αν τέλος θέλη ο Ζευς ναλλάξη πια την τύχη;
ΒΥΖΑΣΤΡΑ Και πώς; ο Ορέστης, των σπιτιών η ελπίδα,
πάει. ΔΟΥΛΕΣ Ακόμη! όποιος το πη μάντις κακός θε νάταν.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ Τι λες; μη ξέρεις τίποτε χώρια ‘πό τάλλα;
ΔΟΥΛΕΣ Πήγαιν’ εκεί που σ’ έστειλαν, το χρέος σου κάμε
Χοηφ_780μέλει θεοῖσιν ὧνπερ ἂν μέλῃ πέρι.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ ἀλλ᾽ εἶμι καὶ σοῖς ταῦτα πείσομαι λόγοις.
γένοιτο δ᾽ ὡς ἄριστα σὺν θεῶν δόσει.
ΔΟΥΛΕΣ [δ’ χορ.] νῦν παραιτουμένᾳ μοι, πάτερ [στρ. α’]
Ζεῦ θεῶν Ὀλυμπίων,
και για όσα γνοιάζεται ο θεός την έγνοια του έχει.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ Τραβώ και καταπώς μ’ ορμήνεψες θα πράξω,
κι’ άμποτ’ ο θεός ότι ‘ν’ το πιο καλό ας μας δίνη.
ΔΟΥΛΕΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ Τώρα σου δέομαι, των
Ολύμπιων θεών πατέρα Δία,
Χοηφ_785δὸς τύχας τυχεῖν δόμου κυρίως
τὰ σώφρον᾽ εὖ μαιομένοις ἰδεῖν.
διὰ δίκας πᾶν ἔπος
ἔλακον· -ὦ- Ζεῦ, σύ νιν φυλάσσοις.
ἓ ἕ, πρὸ δὲ δὴ ᾽χθρῶν [μεσῳδ. α’]
εμείς που λαχταρούμε το καλό μ’ ευλάβεια,
δόσε να δούμε αλήθεια ευδία·
το δίκιο η κάθ’ ευχή μας σου ζητά,
εσύ να τον φυλάγης, Δία.
Ναι, κάμε, ω Δία, νικητής,
Χοηφ_790τὸν ἔσωθεν μελάθρων, Ζεῦ,
θές, ἐπεί νιν μέγαν ἄρας,
δίδυμα καὶ τριπλᾶ
παλίμποινα θέλων ἀμείψει.
ἴσθι δ᾽ ἀνδρὸς φίλου πῶλον εὖ- [ἀντ. α’]
μες στα παλάτια, των εχθρών να γίνη
κι αν τον υψώσης συ τρανό,
διπλή τριπλή την οφειλή
πρόθυμα θα σου δίνη.
Φίλου σου ανθρώπου ταρφανό
Χοηφ_795νιν ζυγέντ᾽ ἐν ἅρμασιν
πημάτων. -σὺ δ᾽- ἐν δρόμῳ προστιθεὶς
μέτρον κτίσον σῳζόμενον ῥυθμὸν
τοῦτ᾽ ἰδεῖν διὰ πέδον
ἀνομένων βημάτων ὄρεγμα;
πουλάρι, γνώριζέ το,
σ’ έν’ άρμα συμφορών εζεύχτηκε
και στο τρεχιό του βάλε συ ένα μέτρο·
ποιο βήμα τρέχοντας με τόση ορμή
σ’ έδαφος τέτοιο να φυλάη το μέτρο;
Χοηφ_800οἵ τ᾽ ἔσω δωμάτων [στρ. β’]
πλουτογαθῆ μυχὸν νομίζετε,
κλῦτε, σύμφρονες θεοί·
[ἄγετε] τῶν πάλαι πεπραγμένων
λύσασθ᾽ αἷμα προσφάτοις δίκαις.
Και σεις, που μέσα στο παλάτι, τάδυτα
χαίρεσθε με τα πλούτη τα φαιδρά των,
ακούστε μας, ομόγνωμοι θεοί,
και με την νέα στερνήν εκδίκησι
των πρωτινών ξεπλύνετε το αίμα κριμάτων^
Χοηφ_805γέρων φόνος μηκέτ᾽ ἐν δόμοις τέκοι.
τὸ δὲ καλῶς κτίμενον ὦ μέγα ναίων [μεσῳδ. β’]
στόμιον, εὖ δὸς ἀνιδεῖν δόμον ἀνδρός,
καί νιν ἐλευθερίας -φῶς-
λαμπρὸν ἰδεῖν φιλίοις
και πια εδώ μέσ’ ας μη ακλουθήση ο γέρος φόνος να γεννοβολήση.
Συ που την τρίσβαθη σπηλιά
την ώριαν έχεις κατοικία,
κάμε το σπίτι τούτο ναναβλέψη
και λαμπρό φως ελευθεριάς
Χοηφ_810ὄμμασιν -ἐκ- δνοφερᾶς καλύπτρας.
ξυλλάβοι δ᾽ ἐνδίκως [ἀντ. β’]
παῖς ὁ Μαίας, ἐπεὶ φορώτατος
πρᾶξιν οὐρίαν θέλων·
να δη με μάτια χαρωπά
μες απ τη σκοτεινή του σκέπη.
Κι άμποτ’ ο Ερμής, της Μαίας ο γυιός,
κ’ είναι το δίκιο — χέρι να του δώση,
Χοηφ_815[πολλὰ δ᾽ ἄλλα φανεῖ χρηίζων κρυπτά].
ἄσκοπον δ᾽ ἔπος λέγων
νύκτα πρό τ᾽ ὀμμάτων σκότον φέρει,
καθ᾽ ἡμέραν δ᾽ οὐδὲν ἐμφανέστερος.
καὶ τότ᾽ ἤδη κλυτὸν [στρ. γ’]
γιατ’ είν’ ο μόνος οπού δύνεται μια πράξι αν θέλη να
καταβοδώση· κάτι σαν αίνιγμα θα πω:
στα μάτια και τη νύχτα σκότος χύνει
και την ημέρα πιότερο φως δεν αφίνει.
Και τότε πια φανερά
Χοηφ_820δωμάτων λυτήριον,
θῆλυν οὐριοστάταν οὐδ᾽
ὀξύκρεκτον γοα-
τᾶν νόμον θήσομεν· “πλεῖ τάδ᾽ εὖ·
θα διώξω φόβους μακριά
και με γυναίκεια τραγούδια
φαιδρό θα στήσω χορό,
και όχι στριγγά μοιρολόγια
Χοηφ_825ἐμὸν ἐμὸν κέρδος αὔξεται τόδ᾽· ἄ-
τα δ᾽ ἀποστατεῖ φίλων.”
σὺ δὲ θαρσῶν, ὅταν ἥκῃ μέρος ἔργων, [μεσῳδ. γ’]
ἐπαΰσας πατρὸς αὐδὰν
θροούσᾳ [πρὸς σὲ] τέκνον [πατρὸς αὐδὰν]
θε να κινήσω να πω· πλέομε πρίμα, δική μου
χαρά, μακριά απ τους φίλους η συμφορά.
Και συ με θάρρος σαν έρθη του έργου η ώρα
κι ακούσης να σου φωνάζη «παιδί μου! »
τόνομα πες του πατέρα σου
Χοηφ_830[καὶ] πέραιν᾽ ἀνεπίμομφον ἄταν.
Περσέως τ᾽ ἐν φρεσὶν [ἀντ. γ’]
καρδίαν ἀνασχεθών,
τοῖς θ᾽ ὑπὸ χθονὸς φίλοισιν,
τοῖς τ᾽ ἄνωθεν πρόπρασ-
και τάψογο τέλειωνε κρίμα.
Σαν του Περσέα καρδιά
κάμε στα στήθη
 σκληρά
και για τους φίλους που κάτω
κ’ επάνω είναι στη γης ξόφλησε
Χοηφ_835σε χάριν ὀργᾶς λυγρᾶς, ἔνδοθεν
φόνιον ἄταν τιθείς, τὸν αἴτιον δ᾽
ἐξαπολλύων μόρου.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ [ε’ ἐπεισ.] ἥκω μὲν οὐκ ἄκλητος, ἀλλ᾽
ὑπάγγελος· νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς
τέλος το χρέος της άτιμής του σφαγής,
να τρέξη το αίμα του μέσα ρονιά
και να ξεκάμης άθλιο φονιά.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ Μήνυμα μόστειλαν κι ακάλεστος δεν ήρθα·
καινούριαν είδησι έμαθα πως κάποιοι ξένοι
Χοηφ_840ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον,
μόρον δ᾽ Ὀρέστου. καὶ τόδ᾽ ἀμφέρειν δόμοις
γένοιτ᾽ ἂν ἄχθος δειματοσταγὲς φόνῳ
τῷ πρόσθεν ἑλκαίνουσι καὶ δεδηγμένοις.
πῶς ταῦτ᾽ ἀληθῆ καὶ βλέποντα δοξάσω;
ήρθαν απόξω κ’ έφεραν, όπου καθόλου δεν είν’ ευχάριστη,
το θάνατο του Ορέστη· και τούτο ακόμη να μας βρη, γι’
αυτό το σπίτι· θα είταν αιματοστάλαχτη πληγή, στις πρώτες
που ακόμα δεν εκλείσανε και μας πονούνε·
πώς είναι τάχα και σωστά να το πιστέψω;
Χοηφ_845ἢ πρὸς γυναικῶν δειματούμενοι λόγοι
πεδάρσιοι θρῴσκουσι, θνῄσκοντες μάτην;
τί τῶνδ᾽ ἂν εἴποις ὥστε δηλῶσαι φρενί;
ΔΟΥΛΕΣ ἠκούσαμεν μέν, πυνθάνου δὲ τῶν ξένων
ἔσω παρελθών. οὐδὲν ἀγγέλων σθένος
ή λόγια γυναικών που τόχουν να φοβούνται,
μαζώματα του ανέμου και στο βρόντο σβύνουν;
τι έχεις να πης γι’ αυτά και μένα να φωτίσης;
ΔΟΥΛΕΣ Τακούσαμε και μεις μα κάλλιο να περάσης μέσα και να
ξετάσης μόνος σου τους ξένους· γιατί καμιά το μήνυμα δεν έχει αξία,
Χοηφ_850ὡς αὐτὸν αὐτῶν ἄνδρα πεύθεσθαι πάρα.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ ἰδεῖν ἐλέγξαι τ᾽ αὖ θέλω τὸν ἄγγελον,
εἴτ᾽ αὐτὸς ἦν θνῄσκοντος ἐγγύθεν παρών,
εἴτ᾽ ἐξ ἀμαυρᾶς κληδόνος λέγει μαθών.
οὔτοι φρέν᾽ ἂν κλέψειεν ὠμματωμένην.
όσο αν τα μάθης απ’ αυτούς τα πάντα ο ίδιος.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ Θέλω να ιδώ και νανακρίνω αυτό το ξένο
αν είτανε παρών που πέθανε κοντά του,
ή αν έτσι τόχει απ’ ακουστά, λόγια τ’ αέρα·
εμένα μάτια έχει ο νους και δε γελιέμαι.
Χοηφ_855ΔΟΥΛΕΣ Ζεῦ Ζεῦ, τί λέγω, πόθεν ἄρξωμαι
τάδ᾽ ἐπευχομένη κἀπιθεάζουσ᾽,
ὑπὸ δ᾽ εὐνοίας
πῶς ἴσον εἰποῦσ᾽ ἀνύσωμαι;
νῦν γὰρ μέλλουσι μιανθεῖσαι
ΔΟΥΛΕΣ Ω Δία, ω Δία, τι να πω κι από πού
ναρχινήσω ευλογίες να λέω κ’ ευχές
και πώς λέγοντας πέρα να βγάλω
όσα θέλ’ η καρδιά μου γι’ αυτόν;
Γιατί έφθασ’ η ώρα ταντρόφονα ξίφη
Χοηφ_860πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων
ἢ πάνυ θήσειν Ἀγαμεμνονίων
οἴκων ὄλεθρον διὰ παντός,
ἢ πῦρ καὶ φῶς ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ
δαίων ἀρχάς τε πολισσονόμους
με την κόψι βαμμένη στο αίμα,
ή για πάντα τα σπίτια του Ατρείδη
από πρόσωπο γης ναφανίσουν,
ή φως και φωτιά για τη λευτεριά στους βωμούς μας επάνω
ν’ ανάψη
 και στα χέρια του πίσω τα σκήπτρα να πάρη
Χοηφ_865πατέρων -θ᾽- ἕξει μέγαν ὄλβον.
τοιάνδε πάλην μόνος ὢν ἔφεδρος
δισσοῖς μέλλει θεῖος Ὀρέστης
ἅψειν. εἴη δ᾽ ἐπὶ νίκῃ.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ ἒ ἔ, ὀτοτοτοῖ.
και τους πατρικούς θησαυρούς του.
Τέτοιο αγώνα μονάχος του έφεδρος έχει
ο ανδρείος Ορέστης με δύο να παλέψη
κι ο θεός πια ας του δίνη τη νίκη.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ (Φωνή από μέσα). Ώι, ώι, συμφορά μου!
Χοηφ_870ΔΟΥΛΕΣ ἔα ἔα μάλα·
πῶς ἔχει; πῶς κέκρανται δόμοις;
ἀποσταθῶμεν πράγματος τελουμένου,
ὅπως δοκῶμεν τῶνδ᾽ ἀναίτιαι κακῶν
εἶναι· μάχης γὰρ δὴ κεκύρωται τέλος.
ΔΟΥΛΕΣ Άκου, άκου· πώς νάγινε;
πώς το πράμα να τέλειωσε μέσα;
Μ’ ας τραβηχτούμε κι ότι νάναι παίρνει τέλος,
για να μην πέση επάνω μας καμιά υποψία
όσο γι’ αυτά· γιατ’ έχει πια κριθή ο αγώνας.
Χοηφ_875ΔΟΥΛΟΣ οἴμοι, πανοίμοι δεσπότου πεπληγμένου·
οἴμοι μάλ᾽ αὖθις ἐν τρίτοις προσφθέγμασιν.
Αἴγισθος οὐκέτ᾽ ἔστιν. ἀλλ᾽ ἀνοίξατε
ὅπως τάχιστα, καὶ γυναικείους πύλας
μοχλοῖς χαλᾶτε· καὶ μάλ᾽ ἡβῶντος δὲ δεῖ,
ΔΟΥΛΟΣ Αλοί και πάλι αλοίμονο! πάει ο αφέντης
και τρεις φορές αλοίμονο ξανά φωνάζω·
τέλειωσε πάει ο Αίγισθος·
ανοίξετέ μας
ευτύς αμέσως· ξεμπαρώσετε τις πόρτες
του γυναικείου· μα εδώ χρειάζεται άντρας κι άντρας,
Χοηφ_880οὐχ ὡς δ᾽ ἀρῆξαι διαπεπραγμένῳ· τί γάρ;
ἰοὺ ἰού.
κωφοῖς ἀυτῶ καὶ καθεύδουσιν μάτην
ἄκραντα βάζω; ποῖ Κλυταιμήστρα; τί δρᾷ;
ἔοικε νῦν αὐτῆς ἐπὶ ξυροῦ πέλας
αὐχὴν πεσεῖσθαι πρὸς δίκην πεπληγμένος.
όχι γι’ αυτόν, τι τόφελος; πάει δουλειά του.
Ε, σεις, ε σεις!
Βροντώ σε κουφού πόρτα κι άγνοιαστοι κοιμούνται·
του κάκου κράζω· πούν’ η Κλυταιμνήστρα, πούναι;
Μα θαρρώ τώρα κρέμεται κοπίδι επάνω
στο σβέρκο της να πέση δίκια χτυπημένος.
Χοηφ_885ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ τί δ᾽ ἐστὶ χρῆμα; τίνα βοὴν ἵστης δόμοις;
ΔΟΥΛΟΣ τὸν ζῶντα καίνειν τοὺς τεθνηκότας λέγω.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ οἲ ᾽γώ. ξυνῆκα τοὔπος ἐξ αἰνιγμάτων.
δόλοις ὀλούμεθ᾽, ὥσπερ οὖν ἐκτείναμεν.
δοίη τις ἀνδροκμῆτα πέλεκυν ὡς τάχος·
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τι τρέχει; τι ‘ν’ αυτή που σήκωσες η αντάρα;
ΔΟΥΛΟΣ Το ζωντανό σκοτώνουν, λέω, οι πεθαμένοι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ωιμέ! κατάλαβα τι παν να πουν τα αινίγματά σου
καθώς με δόλο εσφάξαμε και θα σφαγούμε·
μα ένα μπαλτά ας μου δώσουν γρήγορ’ αντροφόνο,
Χοηφ_890εἰδῶμεν εἰ νικῶμεν, ἢ νικώμεθα·
ἐνταῦθα γὰρ δὴ τοῦδ᾽ ἀφικόμην κακοῦ.
ΟΡΕΣΤΗΣ σὲ καὶ ματεύω· τῷδε δ᾽ ἀρκούντως ἔχει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ οἲ ᾽γώ. τέθνηκας, φίλτατ᾽ Αἰγίσθου βία.
ΟΡΕΣΤΗΣ φιλεῖς τὸν ἄνδρα; τοιγὰρ ἐν ταὐτῷ τάφῳ
να δούμε αν θα νικήσομε ή θα νικηθούμε,
αφού ως εδώ κατάντησε νάρθη το πράμα.
ΟΡΕΣΤΗΣ Σένα και ‘γω ζητώ· όσο γι’ αυτόν, καλά ναι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ωιμένανε! νεκρός, Αίγισθε φίλτατέ μου!
ΟΡΕΣΤΗΣ Τον αγαπάς αυτόν; λοιπόν στον ίδιο τάφο
Χοηφ_895κείσῃ· θανόντα δ᾽ οὔτι μὴ προδῷς ποτε.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ἐπίσχες, ὦ παῖ, τόνδε δ᾽ αἴδεσαι, τέκνον,
μαστόν, πρὸς ᾧ σὺ πολλὰ δὴ βρίζων ἅμα
οὔλοισιν ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα.
ΟΡΕΣΤΗΣ Πυλάδη τί δράσω; μητέρ᾽ αἰδεσθῶ κτανεῖν;
μαζί, δε θα τον χωριστής νεκρόν ποτέ σου.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Στάσου, παιδί· και ντράπου καν ετούτο,
γυιέ μου,το στήθος, που πολλές φορές σ’ αυτό υπνωμένος
άρμεξες με τα γούλια σου θραψερό γάλα.
ΟΡΕΣΤΗΣ Πυλάδη, τι να κάνω; πώς να σφάξω μάννα;
Χοηφ_900ΠΥΛΑΔΗΣ ποῦ δὴ τὰ λοιπὰ Λοξίου μαντεύματα
τὰ πυθόχρηστα, πιστὰ δ᾽ εὐορκώματα;
ἅπαντας ἐχθροὺς τῶν θεῶν ἡγοῦ πλέον.
ΟΡΕΣΤΗΣ κρίνω σὲ νικᾶν, καὶ παραινεῖς μοι καλῶς.
ἕπου, πρὸς αὐτὸν τόνδε σὲ σφάξαι θέλω.
ΠΥΛΑΔΗΣ Πού είναι λοιπόν οι επίλοιποι χρησμοί του Φοίβου
απ τους Δελφούς κ’ οι ορκοδεμένες συμφωνίες;
πιο φίλο απ’ τους θεούς κανένα μη νομίζης.
ΟΡΕΣΤΗΣ Κρίνω πως έχεις δίκιο και σωστά ορμηνεύεις·
ακλούθα μου· δίπλα του θέλω να σε σφάξω·
Χοηφ_905καὶ ζῶντα γάρ νιν κρείσσον᾽ ἡγήσω πατρός·
τούτῳ θανοῦσα ξυγκάθευδ᾽, ἐπεὶ φιλεῖς
τὸν ἄνδρα τοῦτον, ὃν δ᾽ ἐχρῆν φιλεῖν στυγεῖς.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ἐγώ σ᾽ ἔθρεψα, σὺν δὲ γηράναι θέλω.
ΟΡΕΣΤΗΣ πατροκτονοῦσα γὰρ ξυνοικήσεις ἐμοί;
και ζώντας τον προτίμησες απ τον πατέρα,
κοίμου λοιπόν πλάι του νεκρή, αφού αγαπούσες
αυτόν και κείνον, που είταν ναγαπάς, μισούσες.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Σ’ έθρεψα εγώ, μαζί σου θέλω να γεράσω.
ΟΡΕΣΤΗΣ Μαζί μου, του πατρός μου φόνισσα, να ζήσης;
Χοηφ_910ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ἡ Μοῖρα τούτων, ὦ τέκνον, παραιτία.
ΟΡΕΣΤΗΣ καὶ τόνδε τοίνυν Μοῖρ᾽ ἐπόρσυνεν μόρον.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ οὐδὲν σεβίζῃ γενεθλίους ἀράς, τέκνον;
ΟΡΕΣΤΗΣ τεκοῦσα γάρ μ᾽ ἔρριψας ἐς τὸ δυστυχές.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ οὔτοι σ᾽ ἀπέρριψ᾽ εἰς δόμους δορυξένους.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Η μοίρα, γυιέ μου, σ’ όλ’ αυτά είν’ η αιτία.
ΟΡΕΣΤΗΣ Λοιπόν η μοίρα ετοίμασε κι αυτόν το φόνο.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Παιδί μου, δεν ψηφάς διόλου κατάρες
μάννας; ΟΡΕΣΤΗΣ Στη δυστυχία μ’ εγέννησες για να με
ρίξης. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Σε χέρια φιλικά μονάχα σε είχα ρίξη.
Χοηφ_915ΟΡΕΣΤΗΣ αἰκῶς ἐπράθην ὢν ἐλευθέρου πατρός.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ποῦ δῆθ᾽ ὁ τῖμος, ὅντιν᾽ ἀντεδεξάμην;
ΟΡΕΣΤΗΣ αἰσχύνομαί σοι τοῦτ᾽ ὀνειδίσαι σαφῶς.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ μὴ ἀλλ᾽ εἴφ᾽ ὁμοίως καὶ πατρὸς τοῦ σοῦ
μάτας. ΟΡΕΣΤΗΣ μὴ ᾽λεγχε τὸν πονοῦντ᾽ ἔσω καθημένη.
ΟΡΕΣΤΗΣ Ελεύθερος εγώ, πουλήθηκα έξω σκλάβος.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και πού ‘ναι η πλερωμή που δέχτηκα για σένα;
ΟΡΕΣΤΗΣ Ντρέπομαι φανερά και τούτο να σου βρίσω.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μη, μόνον πες και τάδικα και του πατρός σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ. Μην κρίνης το ξωμάχο εσύ, που μένεις σπίτι.
Χοηφ_920ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ἄλγος γυναιξὶν ἀνδρὸς εἴργεσθαι, τέκνον.
ΟΡΕΣΤΗΣ τρέφει δέ γ᾽ ἀνδρὸς μόχθος ἡμένας ἔσω.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ κτενεῖν ἔοικας, ὦ τέκνον, τὴν μητέρα.
ΟΡΕΣΤΗΣ σύ τοι σεαυτήν, οὐκ ἐγώ, κατακτενεῖς.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ὅρα, φύλαξαι μητρὸς ἐγκότους κύνας.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τρώει τις γυναίκες ο καϋμός του αντρός να λείπη.
ΟΡΕΣΤΗΣ Μέσα στα σπίτια αυτές, του αντρός τις θρέφει ο κόπος.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τόχεις το βλέπω απόφασι να με σκοτώσης.
ΟΡΕΣΤΗΣ Συ, κι όχι εγώ, τον εαυτό σου θα σκοτώσης.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Φυλάξου από τις μάννας σου τις άγριες σκύλλες.
Χοηφ_925ΟΡΕΣΤΗΣ τὰς τοῦ πατρὸς δὲ πῶς φύγω, παρεὶς τάδε;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ἔοικα θρηνεῖν ζῶσα πρὸς τύμβον μάτην.
ΟΡΕΣΤΗΣ πατρὸς γὰρ αἶσα τόνδε σοὐρίζει μόρον.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ οἲ ᾽γὼ τεκοῦσα τόνδ᾽ ὄφιν ἐθρεψάμην.
ΟΡΕΣΤΗΣ ἦ κάρτα μάντις οὑξ ὀνειράτων φόβος.
ΟΡΕΣΤΗΣ Κι απ του πατέρα μου, πώς θα σωθώ αν σ’ αφήσω;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Θαρρώ του κάκου ζωντανή κλαίω μπρος στον τάφο.
ΟΡΕΣΤΗΣ Σου ορίζει αυτό το θάνατο του αντρός σου η μοίρα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ωιμένα, εγώ τον γέννησα κ’ έθρεψα φίδι·
ΟΡΕΣΤΗΣ ω πόσο αληθινός του ονείρου βγήκε ο φόβος!
Χοηφ_930ἔκανες ὃν οὐ χρῆν, καὶ τὸ μὴ χρεὼν πάθε.
ΕΠΙΣΤ ΔΟΥΛΕΣ στένω μὲν οὖν καὶ τῶνδε συμφορὰν διπλῆν.
ἐπεὶ δὲ πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε
τλήμων Ὀρέστης, τοῦθ᾽ ὅμως αἱρούμεθα,
ὀφθαλμὸν οἴκων μὴ πανώλεθρον πεσεῖν.
Σκότωσες τόν δεν έπρεπε· και τ’ όμοιο πάθε.
ΕΠΙΣΤ ΔΟΥΛΕΣ Σπλαχνίζομαι κι αυτών των δυο τη μαύρη
μοίρα· μ’ αφού στα τόσα τα αίματα έβαλεν άκρη
ο άθλιος ο Ορέστης, πιο καλά τουλάχιστο έχω
να μη χαθή για πάντα του σπιτιού το μάτι.
Χοηφ_935ΔΟΥΛΕΣ [ε’ χορ.] ἔμολε μὲν δίκα Πριαμίδαις χρόνῳ,
[στρ. α’] βαρύδικος ποινά·
ἔμολε δ᾽ ἐς δόμον τὸν Ἀγαμέμνονος
διπλοῦς λέων, διπλοῦς Ἄρης.
ἔλασε δ᾽ ἐς τὸ πᾶν
ΔΟΥΛΕΣ ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ Ήρθε στους Πριαμίδες η Δίκη με
καιρό βαρύδικη ποινή·
ήρθε και στο παλάτι του Αγαμέμνονος
διπλό λιοντάρι, Άρης διπλός·

πέρα για πέρα τόβγαλεν
Χοηφ_940ὁ πυθόχρηστος φυγὰς
θεόθεν εὖ φραδαῖσιν ὡρμημένος.
ἐπολολύξατ᾽ ὦ δεσποσύνων δόμων [μεσῳδ.]
ἀναφυγᾶς κακῶν καὶ κτεάνων τριβᾶς
ὑπαὶ δυοῖν μιαστόροιν,
ο εξόριστος, που ανάγγειλε η Πυθώ
και την ορμή του ωδήγησεν η γνώμη των θεών.
Τραγούδια ψάλλετε χαράς
που γλύτωσε ταρχοντικό το σπίτι και το βιoς
από τα νύχια της φθοράς,
Χοηφ_945δυσοίμου τύχας.
ἔμολε δ᾽ ᾧ μέλει κρυπταδίου μάχας [ἀντ. α’]
δολιόφρων ποινά·
ἔθιγε δ᾽ ἐν μάχᾳ χερὸς ἐτήτυμος
Διὸς κόρα—Δίκαν δέ νιν
από τους δυο ιερόσυλους — κακό τους ριζικό.
Ήρθε κι ο που της μάχης γνοιάζεται της κρυφής
τη δολερή ποινή·
και τούπιασε το χέρι στη μάχ’ η αληθινή
του Δία η κόρη — Δίκη εμείς
Χοηφ_950προσαγορεύομεν βροτοὶ τυχόντες καλῶς—
951 ὀλέθριον πνέουσ᾽ ἐν ἐχθροῖς κότον.
942α -ἐπολολύξατ᾽ ὦ δεσποσύνων δόμων
943α ἀναφυγᾶς κακῶν καὶ κτεάνων τριβᾶς
944α ὑπαὶ δυοῖν μιαστόροιν,
945α δυσοίμου τύχας.-
953 τά περ ὁ Λοξίας ὁ Παρνασσίας [στρ. β’]
μέγαν ἔχων μυχὸν χθονὸς ἐπωρθία-
το βρήκαμε με πιτυχιά τόνομα που της δίνομ’ οι θνητοί,
και που έχθρα πνέει θανάσιμη για όσους της είν’ εχθροί.
Τραγούδια ψάλλετε χαράς
που γλύτωσε ταρχοντικό το σπίτι και το βιος
από τα νύχια της φθοράς,
από τους δυο ιερόσυλους — κακό τους ριζικό.
Εκείνα που ο Λοξίας, από τον Παρνασό,
πόχει το μέγα σπήλαιο στης γης τον ομφαλό,
Χοηφ_955ξεν ἀδόλως δόλοις
βλάβαν ἐγχρονισθεῖσαν ἐποίχεται.
“κρατεῖταί πως τὸ θεῖον παρὰ τὸ μὴ
ὑπουργεῖν κακοῖς”.
εμάντευσε, τους βρήκαν
για το άπιστό τους κρίμα πόγινε χρονιακό·
ποτέ η θεία η δύναμις
δε βοηθάει κακούς·
Χοηφ_960ἄξια δ᾽ οὐρανοῦχον ἀρχὰν σέβειν.
πάρα τε φῶς ἰδεῖν [μεσῳδ.]
μέγα τ᾽ ἀφῃρέθην ψάλιον οἰκέων.
ἄναγε μὰν δόμοι· πολὺν ἄγαν χρόνον
χαμαιπετεῖς ἔκεισθ᾽ ἀεί.
δόξα στη δικαιοσύνη της ψηλά στους ουρανούς.
Τέλος μπορείς να δης το φως και των σπιτιών
βγήκε ο ζυγός ο βαρύς.
Σήκω παλάτι ορθό· πάρα πολύν καιρό
χαμωπεσμένο στη γης.
Χοηφ_965τάχα δὲ παντελὴς χρόνος ἀμείψεται [ἀντ. β’]
πρόθυρα δωμάτων, ὅταν ἀφ᾽ ἑστίας
πᾶν ἐλαθῇ μύσος
καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις.
τύχαι δ᾽ εὐπροσωποκοῖται τὸ πᾶν
Ταχιά ο Καιρός, που σ’ όλα βάζει τέλος,
την όψι θε ναλλάξη κι αυτών των παλατιών,
όταν το μίασμα ξορκιστή
απ τη γωνιά με καθαρμούς, που διώχτουν το κακό·
κ’ η τύχη ιλαροπρόσωπη γυρνάει κατά μας
Χοηφ_970ἰδεῖν [ἀκοῦσαι] πρευμενεῖς
μετοίκοις δόμων πεσοῦνται πάλιν.
972 πάρα τε φῶς ἰδεῖν
962α -μέγα τ᾽ ἀφῃρέθην ψάλιον οἰκέων.
963α ἄναγε μὰν δόμοι· πολὺν ἄγαν χρόνον
964α χαμαιπετεῖς ἔκεισθ᾽ ἀεί.-
νακούη που θενά ψάλλομε:
«ο ξένος που σπιτώθηκε καιρός να βγη απεδώ».
Τέλος μπορείς να δης το φως και των σπιτιών
βγήκε ο ζυγός ο βαρύς.
Σήκω παλάτι ορθό· πάρα πολύν καιρό
χαμωπεσμένο στη γης.
Χοηφ_973ΟΡΕΣΤΗΣ [στ’ ἐπεισ.] ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τυραννίδα
πατροκτόνους τε δωμάτων πορθήτορας.
ΟΡΕΣΤΗΣ Ιδέτε τους διπλούς της χώρας μας τυράννους
φονιάδες του πατρός μου και ξεσπιτωτήδες·
Χοηφ_975σεμνοὶ μὲν ἦσαν ἐν θρόνοις τόθ᾽ ἥμενοι,
φίλοι δὲ καὶ νῦν, ὡς ἐπεικάσαι πάθη
πάρεστιν, ὅρκος τ᾽ ἐμμένει πιστώμασι.
ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ πατρὶ
καὶ ξυνθανεῖσθαι· καὶ τάδ᾽ εὐόρκως ἔχει.
ομόγνωμοι είχαν και σαν κάθονταν στο θρόνο,
φίλοι και τώρα, όπως μπορείς να συμπεράνης,
στη συμφορά τους και πιστοί στον όρκο που είπαν^ γιατ’
είχαν συμφωνήση μ’ όρκο να σκοτώσουν τον άθλιο τον πατέρα μου
και ναποθάνουν κ’ οι δυο μαζί — και κράτησαν καλά τον όρκο.
Χοηφ_980ἴδεσθε δ᾽ αὖτε, τῶνδ᾽ ἐπήκοοι κακῶν,
τὸ μηχάνημα, δεσμὸν ἀθλίῳ πατρί,
πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα.
ἐκτείνατ᾽ αὐτὸ καὶ κύκλῳ παρασταδὸν
στέγαστρον ἀνδρὸς δείξαθ᾽, ὡς ἴδῃ πατήρ,
Και ιδέτε ακόμα, οι μάρτυρες των κακών τούτων,
τη μηχανή τους, δέσιμο του αθλίου πατρός μου,
τα χεροπέδουκλα και τα ποδόλουρά του·
ξεδίπλωστέ το κι ολοτρόγυρα στεκόντας
δείχτε το ανθρωποδόκανο, να ιδή ο πατέρας,
Χοηφ_985οὐχ οὑμός, ἀλλ᾽ ὁ πάντ᾽ ἐποπτεύων τάδε
Ἥλιος, ἄναγνα μητρὸς ἔργα τῆς ἐμῆς,
ὡς ἂν παρῇ μοι μάρτυς ἐν δίκῃ ποτέ,
ὡς τόνδ᾽ ἐγὼ μετῆλθον ἐνδίκως μόρον
τὸν μητρός· Αἰγίσθου γὰρ οὐ λέγω μόρον·
όχι ο δικός μου, μα που όλ’ αυτά επιβλέπει,
ο Ήλιος, της μητέρας μου τανόσια έργα,
για νάναι μάρτυρας στη δίκη μου μια μέρα
πως με το δίκιο μου έπραξα τούτο το φόνο
της μάννας μου
 — γιατί του Αιγίσθου ούτε τον λέω·
Χοηφ_990ἔχει γὰρ αἰσχυντῆρος, ὡς νόμος, δίκην·
ἥτις δ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τοῦτ᾽ ἐμήσατο στύγος,
ἐξ οὗ τέκνων ἤνεγχ᾽ ὑπὸ ζώνην βάρος,
φίλον τέως, νῦν δ᾽ ἐχθρόν, ὡς φαίνει, κακόν,
τί σοι δοκεῖ; μύραινά γ᾽ εἴτ᾽ ἔχιδν᾽ ἔφυ
έχει τη δίκη ο ατιμαστής, που θέλει ο νόμος·
μα αυτή που το θεομίσητο κακό εσοφίστη για τον άντρα,
που βάσταξε κάτου απ τη ζώνη το βάρος των παιδιώνε του,
γλυκό της βάρος έναν καιρό, μα τώρα, ως δείχνει,
μισημένο, πώς την νομίζεις; σμέρνα ή αμβίσβαινα, που μόνου
Χοηφ_995σήπειν θιγοῦσ᾽ ἂν ἄλλον οὐ δεδηγμένον
τόλμης ἕκατι κἀκδίκου φρονήματος.
τί νιν προσείπω, κἂν τύχω μάλ᾽ εὐστομῶν;
ἄγρευμα θηρός, ἢ νεκροῦ ποδένδυτον
δροίτης κατασκήνωμα; δίκτυον μὲν οὖν,
να ‘γγίξη κάποιο εσάπισε κι αν δεν δαγκώση;
τι να την πω και στο σωστό να μη αστοχήσω;
βροχόλουρα θεριού;
ή σκέπασμα ως τα πόδια
ενός νεκρού στον κράβατο; μα βέβαια δίχτυ και
Χοηφ_1000ἄρκυν τ᾽ ἂν εἴποις καὶ ποδιστῆρας πέπλους.
τοιοῦτον ἂν κτήσαιτο φηλήτης ἀνήρ,
ξένων ἀπαιόλημα κἀργυροστερῆ
βίον νομίζων, τῷδέ τ᾽ ἂν δολώματι
πολλοὺς ἀναιρῶν πολλὰ θερμαίνοι φρένα.
βρόχια να την πης μπέρδεμα για τα πόδια.
Τέτοιο και νάχε ένας ληστής,
τρόμος των ξένων, που έχει
για ζήση την κλεψιά, με τέτοιο δόλο
πολλούς σκοτώνοντας, χρυσές δουλειές που θάχε!
Χοηφ_1005τοιάδ᾽ ἐμοὶ ξύνοικος ἐν δόμοισι μὴ
γένοιτ᾽· ὀλοίμην πρόσθεν ἐκ θεῶν ἄπαις.
ΔΟΥΛΕΣ αἰαῖ -αἰαῖ- μελέων ἔργων·
στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης.
1008β ἒ ἔ,
μίμνοντι δὲ καὶ πάθος ἀνθεῖ.
Παρά τέτοια συντρόφισσα στο σπιτικό μου
κάλλιο άκλερος ας δώσουν οι θεοί να σβύσω.
ΔΟΥΛΕΣ Αλλοίμονο, τι φοβερά κακά!
τον βρήκε θάνατος φριχτός·
μα και για κείνον πάργησεν,
ιδού, ανθίζει τώρα η συμφορά.
Χοηφ_1010ΟΡΕΣΤΗΣ ἔδρασεν ἢ οὐκ ἔδρασε; μαρτυρεῖ δέ μοι
φᾶρος τόδ᾽, ὡς ἔβαψεν Αἰγίσθου ξίφος.
φόνου δὲ κηκὶς ξὺν χρόνῳ ξυμβάλλεται,
πολλὰς βαφὰς φθείρουσα τοῦ ποικίλματος.
νῦν αὐτὸν αἰνῶ, νῦν ἀποιμώζω παρών,
ΟΡΕΣΤΗΣ Έπραξεν ή δεν έπραξε; μάρτυραν έχω
το έντυμ’ αυτό, πόβαψε του Αίγισθου το ξίφος· σημάδι κ’ οι
πολυκαιρνές του αιμάτου οι βούλλες
, που πολλά χρώματα
έφθειραν από τα ξόμπλια· τώρα εγκωμιάζω το έργο μου
και τώρ’ αμέσως το κλαίομαι πάλι, κ’ ενώ λέω αυτό το ρούχο
Χοηφ_1015πατροκτόνον θ᾽ ὕφασμα προσφωνῶν τόδε.
ἀλγῶ μὲν ἔργα καὶ πάθος γένος τε πᾶν,
ἄζηλα νίκης τῆσδ᾽ ἔχων μιάσματα.
ΔΟΥΛΕΣ οὔτις μερόπων ἀσινὴς βίοτον
διὰ παντὸς ἀπήμον᾽ ἀμείψει.
ἒ ἔ,
του πατρός μου φονιά, τα κρίματα πονιούμαι,
τα πάθη μας κι όλη μας τη γενιά — κρατόντας
ταζήλευτα μιάσματα μιας τέτοιας νίκης.
ΔΟΥΛΕΣ Κανείς άνθρωπος δίχως κακό τη ζωή του
ως το τέλος αζημίωτος δε θα περάση,
αλλοί του!
Χοηφ_1020μόχθος δ᾽ ὁ μὲν αὐτίχ᾽, ὁ δ᾽ ἥξει.
ΟΡΕΣΤΗΣ ἀλλ᾽, ὡς ἂν εἰδῆτ᾽, οὐ γὰρ οἶδ᾽ ὅπη τελεῖ,
ὥσπερ ξὺν ἵπποις ἡνιοστροφῶ δρόμου
ἐξωτέρω· φέρουσι γὰρ νικώμενον
φρένες δύσαρκτοι· πρὸς δὲ καρδίᾳ φόβος
τώρα η μια συμφορά, κ’ η άλλη αμέσως θα φτάση.
ΟΡΕΣΤΗΣ Μα για να μάθης — γιατί που θα βγη δεν ξέρω,
κι όξω απ τον ίσιο δρόμο σαν πως να με τρέχουν ταλόγατα,
γιατί με σέρνει αθέλητά μου που δεν ακούει γκέμι ο νους,
και στην καρδιά μου έτοιμη κοντοστέκ’ η μάνητα να ψάλη
Χοηφ_1025ᾄδειν ἕτοιμος ἠδ᾽ ὑπορχεῖσθαι κότῳ.
ἕως δ᾽ ἔτ᾽ ἔμφρων εἰμί, κηρύσσω φίλοις
κτανεῖν τέ φημι μητέρ᾽ οὐκ ἄνευ δίκης,
πατροκτόνον μίασμα καὶ θεῶν στύγος.
καὶ φίλτρα τόλμης τῆσδε πλειστηρίζομαι
κι απίκου από το φόβο της να ορχιέται εκείνη —
μα όσο που ακόμα είμαι καλά, στους φίλους λέω
και διαλαλώ πως σκότωσα, μα με το δίκιο,
τη μάννα μου τη φόνισσα και θεών κατάρα·
κι αυτής της τόλμης την αποθυμιά καυχιούμαι
Χοηφ_1030τὸν πυθόμαντιν Λοξίαν, χρήσαντ᾽ ἐμοὶ
πράξαντι μὲν ταῦτ᾽ ἐκτὸς αἰτίας κακῆς
εἶναι, παρέντα δ᾽—οὐκ ἐρῶ τὴν ζημίαν·
τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων ἐφίξεται.
καὶ νῦν ὁρᾶτέ μ᾽, ὡς παρεσκευασμένος
πως μόβαλε ο πυθόμαντις Λοξίας, που μούπε
όξω από κάθε φταίξιμο θάμαι αν το πράξω

κι αν ταμελήσω — δεν το λέω το τι θα πάθω,
ουδ’ είν να βάλη ανθρώπου νους τις συμφορές μου·
και με βλέπετε τώρα πως ετοιμασμένος
Χοηφ_1035ξὺν τῷδε θαλλῷ καὶ στέφει προσίξομαι
μεσόμφαλόν θ᾽ ἵδρυμα, Λοξίου πέδον,
πυρός τε φέγγος ἄφθιτον κεκλημένον,
φεύγων τόδ᾽ αἷμα κοινόν· οὐδ᾽ ἐφ᾽ ἑστίαν
ἄλλην τραπέσθαι Λοξίας ἐφίετο.
μ’ αυτούς τους κλώνους της ελιάς και τα στεφάνια
θα φτάσω στο μεσόμφαλο ιερό του Φοίβου
,
τάσβυστο φέγγος της φωτιάς καθώς το λένε,
απ το συγγενικό διωγμένος αίμα, κι ούδε
σ’ άλλο βωμό να σύρω μ’ άφησε ο Λοξίας.
Χοηφ_10411041 καὶ μαρτυρεῖν μὲν ὡς ἐπορσύνθη κακὰ
1040 τάδ᾽ ἐν χρόνῳ μοι πάντας Ἀργείους λέγω·
ἐγὼ δ᾽ ἀλήτης τῆσδε γῆς ἀπόξενος,
ζῶν καὶ τεθνηκὼς τάσδε κληδόνας λιπών.
ΔΟΥΛΕΣ ἀλλ᾽ εὖ γ᾽ ἔπραξας, μηδ᾽ ἐπιζευχθῇς στόμα
Γι’ αυτό σας θέλω μιαν ημέρα όλ’ οι Αργείτες
πως με ηύραν τούτα τα κακά να μαρτυράτε·
μα εγώ πλανήτης ξένος και χωρίς πατρίδα
ζωντανός και νεκρός τόνομ’ αυτό θαφήσω.
ΔΟΥΛΕΣ Μα όλα καλά ‘ναι, και στο στόμα σου μην παίρνης
Χοηφ_1045φήμῃ πονηρᾷ μηδ᾽ ἐπιγλωσσῶ κακά,
ἐλευθερώσας πᾶσαν Ἀργείων πόλιν,
δυοῖν δρακόντοιν εὐπετῶς τεμὼν κάρα.
ΟΡΕΣΤΗΣ ἆ, ἆ.
δμωαὶ γυναῖκες, αἵδε Γοργόνων δίκην
φαιοχίτωνες καὶ πεπλεκτανημέναι
λόγια κακομελέτητα και γλωσσοτρώεσαι·
ξεσκλάβωσες τη χώρα πάσα των Αργείων
πόκοψες τολμηρά των δυο φιδιώ την κάρα.

ΟΡΕΣΤΗΣ Α, α!
Πιστές μας δούλες, να τες κείνες σα Γοργόνες
σταχτόμαυρα ντυμένες, πλοκαμοζωσμένες
Χοηφ_1050πυκνοῖς δράκουσιν· οὐκέτ᾽ ἂν μείναιμ᾽ ἐγώ.
ΔΟΥΛΕΣ τίνες σε δόξαι, φίλτατ᾽ ἀνθρώπων πατρί,
στροβοῦσιν; ἴσχε, μὴ φόβου νικῶ πολύ.
ΟΡΕΣΤΗΣ οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων ἐμοί·
σαφῶς γὰρ αἵδε μητρὸς ἔγκοτοι κύνες.
μ’ αρμαθιές φίδια· δε μπορώ πια να βαστάξω.
ΔΟΥΛΕΣ Ποιες φρεναπάτες πολυαγάπητε σε δέρνουν;
Θάρρος· κι ας μη σε παρακυριεύει ο φόβος.
ΟΡΕΣΤΗΣ Δεν είναι φρεναπάτες των ματιών μου ετούτες,
μα οι οργισμένες, φανερά, σκύλλες της μάννας.
Χοηφ_1055ΔΟΥΛΕΣ ποταίνιον γὰρ αἷμά σοι χεροῖν ἔτι·
ἐκ τῶνδέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πίτνει.
ΟΡΕΣΤΗΣ ἄναξ Ἄπολλον, αἵδε πληθύουσι δή,
κἀξ ὀμμάτων στάζουσιν αἷμα δυσφιλές.
ΔΟΥΛΕΣ εἷς σοὶ καθαρμός· Λοξίας δὲ προσθιγὼν
ΔΟΥΛΕΣ Γιατί ‘ν’ νωπό το αίμα των χεριώ σου ακόμα
κι αυτό ‘ναι που σου φέρνει ταραγμό στο νου σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ Άναξ Απόλλων! πώς πληθαίνουν αυτές τώρα
και στάζει από τα μάτια τους μισητόν αίμα!
ΔΟΥΛΕΣ Υπάρχουν καθαρμοί και ‘γγίζοντάς σε ο Απόλλων
Χοηφ_1060ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει.
ΟΡΕΣΤΗΣ ὑμεῖς μὲν οὐχ ὁρᾶτε τάσδ᾽, ἐγὼ δ᾽ ὁρῶ·
ἐλαύνομαι δὲ κοὐκέτ᾽ ἂν μείναιμ᾽ ἐγὼ.
ΔΟΥΛΕΣ ἀλλ᾽ εὐτυχοίης, καί σ᾽ ἐποπτεύων πρόφρων
θεὸς φυλάσσοι καιρίοισι συμφοραῖς.
από τις συμφορές αυτές θα σε γλυτώση.
ΟΡΕΣΤΗΣ Εσείς δε θα τις βλέπετε· μα εγώ τις βλέπω
και δρόμο παίρνω· δε μπορώ πια να βαστάξω.
ΔΟΥΛΕΣ Πήγαινε στην ευχή! κι ο Θεός καλόσκεπός σου
ας σε φυλάη σ’ αυτές τις τύχες που σε βρήκαν.
Χοηφ_1065ὅδε τοι μελάθροις τοῖς βασιλείοις
τρίτος αὖ χειμὼν
πνεύσας γονίας ἐτελέσθη.
παιδοβόροι μὲν πρῶτον ὑπῆρξαν
μόχθοι τάλανές [τε Θυέστου]·
Ιδού πάλιν επλάκωσε
ο τρίτος χειμώνας

σηκωμένος σ’ αυτά ‘πό γενιάς τα παλάτια·
πρώτην έκανε αρχή του πανάθλιου Θυέστη
το φριχτό παιδοφάγωμα εκείνο·
Χοηφ_1070δεύτερον ἀνδρὸς βασίλεια πάθη·
λουτροδάικτος δ᾽ ὤλετ᾽ Ἀχαιῶν
πολέμαρχος ἀνήρ·
νῦν δ᾽ αὖ τρίτος ἦλθέ ποθεν σωτήρ,
ἢ μόρον εἴπω;
δεύτερο ήρθε το πάθημα του βασιλιά μας
που μες στο λουτρό σκοτωμένος επήγε
,
ο αντρείος αρχηγός των Ελλήνων·
τώρα πάλ’ ήρθε τρίτο από κάπου κι αυτό
και πώς να το πω; σωτηρία ή χαμό;
Χοηφ_1075ποῖ δῆτα κρανεῖ, ποῖ καταλήξει
μετακοιμισθὲν μένος ἄτης;
μα πού τάχα θα βγη και πού θα σταθή
ησυχία να βρη αυτ’ η άγρια η λύσσα;

Τα σχόλια είναι κλειστά.