458 πΧ Αισχύλος – τριλογία Ορέστεια – Ευμενίδες

Η Ορέστεια είναι τριλογία από αρχαίες Ελληνικές τραγωδίες, γραμμένες από τον τραγικό ποιητή Αισχύλο και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 458 π.Χ. στη γιορτή των Διονυσίων. Αποτελείται από τις τραγωδίες «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι» και «Ευμενίδες», ενώ είναι η μόνη αρχαία σωζόμενη τριλογία.

Το 1903, μετά την πρεμιέρα της Ορέστειας στη δημοτική, ξεκίνησαν έντονα επεισόδια στην Αθήνα που διήρκεσαν 4 ημέρες.

Ευμενίδες Πηγή – πρωτότυπο https://www.ebooks4greeks.gr/ μετάφραση https://www.ebooks4greeks.gr/

Η δίκη του Ορέστη. Απόλλων και Αθηνά παίρνουν το μέρος του και μετά την ισοψηφία οι Ερινύες που ζητούσαν την τιμωρία του έγιναν πιο προσιτές στις εκκλήσεις του λαού της Αθηνάς σε ότι αφορά την επιείκεια.

Αγαμέμνων (link) Χοηφόροι (link)

Ευμεν_1Πυθιάς πρῶτον μὲν εὐχῇ τῇδε πρεσβεύω θεῶν
τὴν πρωτόμαντιν Γαῖαν· ἐκ δὲ τῆς Θέμιν,
ἣ δὴ τὸ μητρὸς δευτέρα τόδ᾽ ἕζετο
μαντεῖον, ὡς λόγος τις· ἐν δὲ τῷ τρίτῳ
ΠΥΘΙΑ Τη Γαία επικαλούμαι, την πρώτη
μάντισσα πρώτη απ’ όλους τους θεούς, Την κόρη της
μετά, τη Θέμη, που ανέλαβε δεύτερη την προστασία
του Μαντείου
 και τρίτη τη Φοίβη,
Ευμεν_5λάχει, θελούσης, οὐδὲ πρὸς βίαν τινός,
Τιτανὶς ἄλλη παῖς Χθονὸς καθέζετο,
Φοίβη· δίδωσι δ᾽ ἣ γενέθλιον δόσιν
Φοίβῳ· τὸ Φοίβης δ᾽ ὄνομ᾽ ἔχει παρώνυμον.
λιπὼν δὲ λίμνην Δηλίαν τε χοιράδα,
Τιτανίδα, την κόρη της Γης. Που κληρώθηκε.
Η Φοίβη το χάρισε γενέθλιο
δώρο στο γιό της Λητώς
και Φοίβο τον είπαν
. Για το χάρισμα.
Ο Φοίβος άφησε της Δήλου λίμνη
Ευμεν_10κέλσας ἐπ᾽ ἀκτὰς ναυπόρους τὰς Παλλάδος,
ἐς τήνδε γαῖαν ἦλθε Παρνησοῦ θ᾽ ἕδρας.
πέμπουσι δ᾽ αὐτὸν καὶ σεβίζουσιν μέγα
κελευθοποιοὶ παῖδες Ἡφαίστου, χθόνα
ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην.
και βράχια και στις ακτές της Παλλάδας τις ήρεμες
άραξε
, και μετά ήρθε εδώ στη γη του Παρνασσού,
στο μαντείο που έλαβε
. Ανήμερος τόπος.
Τα παιδιά του Ήφαιστου άνοιξαν δρόμο και
ημέρωσαν τον τόπο
 και τον συνόδεψαν.
Ευμεν_15μολόντα δ᾽ αὐτὸν κάρτα τιμαλφεῖ λεώς,
Δελφός τε χώρας τῆσδε πρυμνήτης ἄναξ.
τέχνης δέ νιν Ζεὺς ἔνθεον κτίσας φρένα
ἵζει τέταρτον τοῖσδε μάντιν ἐν θρόνοις·
Διὸς προφήτης δ᾽ ἐστὶ Λοξίας πατρός.
Τον τίμησαν κι ο βασιλιάς ο Δελφός, ο άρχοντας
του τόπου κι ο λαός τον αγάπησαν.

Ο Δίας του χάρισε την τέχνη της μαντείας
και προφήτη τον κάθισε στο θρόνο του, τέταρτο.
Του Δία προφήτης είναι ο Φοίβος.
Ευμεν_20τούτους ἐν εὐχαῖς φροιμιάζομαι θεούς.
Παλλὰς προναία δ᾽ ἐν λόγοις πρεσβεύεται·
σέβω δὲ νύμφας, ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα
κοίλη, φίλορνις, δαιμόνων ἀναστροφή·
Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον, οὐδ᾽ ἀμνημονῶ,
Μ’ αυτούς τους θεούς αρχίζω την προσευχή μου και
ζητώ της Πρυναίας Παλλάδας τη χάρη και τις Νύμφες
Κωρύκειες τις τιμώ και τις καλώ, που όρνεα φωλιάζουν
στις Κωρύκειες σπηλιές τους και οι Δαίμονες.
Ο τόπος είναι στην προστασία του Διόνυσου
Ευμεν_25ἐξ οὗτε Βάκχαις ἐστρατήγησεν θεός,
λαγὼ δίκην Πενθεῖ καταρράψας μόρον·
Πλειστοῦ τε πηγὰς καὶ Ποσειδῶνος κράτος
καλοῦσα καὶ τέλειον ὕψιστον Δία,
ἔπειτα μάντις ἐς θρόνους καθιζάνω.
από τότε που πρώτος τις μανιασμένες Βάκχες οδήγησε στο
χορό στου Πενθέα το θάνατο
. Τον μνημονεύω το Διόνυσο.
Επικαλούμαι και τις πηγές του Πλείστου του Ποσειδώνα τη
δύναμη και τον Ύψιστο, τον Κράτιστο Δία.
Μετά στον τρίποδα πάω και ορίζομαι.
Ευμεν_30καὶ νῦν τυχεῖν με τῶν πρὶν εἰσόδων μακρῷ
ἄριστα δοῖεν· κεἰ παρ᾽ Ἑλλήνων τινές,
ἴτων πάλῳ λαχόντες, ὡς νομίζεται.
μαντεύομαι γὰρ ὡς ἂν ἡγῆται θεός.
Πυθιάς ἦ δεινὰ λέξαι, δεινὰ δ᾽ ὀφθαλμοῖς δρακεῖν,
Σήμερα ο θεός να μ’ αξιώσει περισσότερο. Να στείλει
πιο καλά σημάδια. Αν ήρθαν οι Έλληνες και
θέλουν μαντεία να μπουν στον κλήρο και στη σειρά.
Όπως πρέπει.
Ο θεός με φωτίζει και τη γνώμη του λέω. (Η προφήτισσα μπαίνει
στην πύλη και βγαίνει – κατεβαίνει τρομαγμένη)
Φρίκη Φρίκη. Δε λέγεται! Φρίκη να δεις. Δε βλέπεται!
Ευμεν_35πάλιν μ᾽ ἔπεμψεν ἐκ δόμων τῶν Λοξίου,
ὡς μήτε σωκεῖν μήτε μ᾽ ἀκταίνειν βάσιν,
τρέχω δὲ χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν·
δείσασα γὰρ γραῦς οὐδέν, ἀντίπαις μὲν οὖν.
ἐγὼ μὲν ἕρπω πρὸς πολυστεφῆ μυχόν·
Μ’ έδιωξε ο τρόμος. Με κυνήγησε απ’ του Φοίβου
το άδυτο.
Μήτε να σταθώ μήτε να φύγω. Διπλώθηκα.
Έσπασα. Στα τέσσερα σύρθηκα. Γριά εγώ,
κάνω σα μωρό! Μόλις που σκύβοντας μπαίνω
στο άδυτο μπροστά στον Ομφαλό
,
Ευμεν_40ὁρῶ δ᾽ ἐπ᾽ ὀμφαλῷ μὲν ἄνδρα θεομυσῆ
ἕδραν ἔχοντα προστρόπαιον, αἵματι
στάζοντα χεῖρας καὶ νεοσπαδὲς ξίφος
ἔχοντ᾽ ἐλαίας θ᾽ ὑψιγέννητον κλάδον,
λήνει μεγίστῳ σωφρόνως ἐστεμμένον,
είδα μπροστά μου έναν μιασμένο
να δέεται.
Με αίμα στα χέρια.
Και γυμνωμένο σπαθί. Και κλωνάρια
ελιάς στολισμένα σεμνά με ταινίες και
γνέματα. Ικέτης. Ικέτευε. Έτσι τον είδα.
Ευμεν_45ἀργῆτι μαλλῷ· τῇδε γὰρ τρανῶς ἐρῶ.
πρόσθεν δὲ τἀνδρὸς τοῦδε θαυμαστὸς λόχος
εὕδει γυναικῶν ἐν θρόνοισιν ἥμενος.
οὔτοι γυναῖκας, ἀλλὰ Γοργόνας λέγω,
οὐδ᾽ αὖτε Γοργείοισιν εἰκάσω τύποις.
Και μπροστά του κοπάδι γυναίκες,
στα τέσσερα σημεία απλωμένες,
κοιμόνταν. Όχι γυναίκες
.
Γοργόνες θα ήταν. Ούτε Γοργόνες.
Γοργόνες και ακόμα χειρότερα.
Ευμεν_50εἶδόν ποτ᾽ ἤδη Φινέως γεγραμμένας
δεῖπνον φερούσας· ἄπτεροί γε μὴν ἰδεῖν
αὗται, μέλαιναι δ᾽ ἐς τὸ πᾶν βδελύκτροποι·
ῥέγκουσι δ᾽ οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν·
ἐκ δ᾽ ὀμμάτων λείβουσι δυσφιλῆ λίβα·
Τέτοιες σε ζωγραφιά τις είδα να κλέβουν του Φινέα
το δείπνο. Πουλιά.
Και τα άρπαζαν.
Άφτερες τούτες. Και μαύρες. Στα μαύρα.
Ολόκληρο σίχαμα. Ρόγχο ανέπνεαν. Ξεφυσώντας.
Πληγές που κινούνταν τα μάτια τους. Στάζοντας αίμα.
Ευμεν_55καὶ κόσμος οὔτε πρὸς θεῶν ἀγάλματα
φέρειν δίκαιος οὔτ᾽ ἐς ἀνθρώπων στέγας.
τὸ φῦλον οὐκ ὄπωπα τῆσδ᾽ ὁμιλίας
οὐδ᾽ ἥτις αἶα τοῦτ᾽ ἐπεύχεται γένος
τρέφουσ᾽ ἀνατεὶ μὴ μεταστένειν πόνον.
Και ντυμένες ανόσια. Από βωμούς κι
από στέγες, θεέ μου, απόμακρα! Μίασμα είναι.
Δεν την ξέρω τη γενιά τους,
δεν τις ξανάδα.
Ούτε ποια χώρα
τις έθρεψε δίχως να πάθει.
Ευμεν_60τἀντεῦθεν ἤδη τῶνδε δεσπότῃ δόμων
αὐτῷ μελέσθω Λοξίᾳ μεγασθενεῖ.
ἰατρόμαντις δ᾽ ἐστὶ καὶ τερασκόπος
καὶ τοῖσιν ἄλλοις δωμάτων καθάρσιος.
ΑΠΟΛΛΩΝ οὔτοι προδώσω· διὰ τέλους δέ σοι φύλαξ
Τα παραπέρα στα χέρια του Φοίβου του παντοδύναμου
άρχοντα. Είναι γιατρός και μάντης.
Και προφήτης αλάθητος. Και το κακό από παντού ξορκίζει.
(Ο Ορέστης έχει συρθεί έξω. Εμφανίζεται ο Απόλλωνας)
ΑΠΟΛΛΩΝ Δε θα σ’ αφήσω. Μέχρι το τέλος προστάτης σου θα ‘μαι.
Ευμεν_65ἐγγὺς παρεστὼς καὶ πρόσω δ᾽ ἀποστατῶν
ἐχθροῖσι τοῖς σοῖς οὐ γενήσομαι πέπων.
καὶ νῦν ἁλούσας τάσδε τὰς μάργους ὁρᾷς·
ὕπνῳ πεσοῦσαι δ᾽ αἱ κατάπτυστοι κόραι,
γραῖαι παλαιαὶ παῖδες, αἷς οὐ μείγνυται
Και δίπλα σου. Όπου και να ‘μαι,
στους εχθρούς σου θα σταθώ ανήλεος.
Τώρα τις ξέφρενες τούτες μαινάδες τις δάμασα. Βλέπεις;
Πέσαν στον ύπνο οι Γριές οι Πανάρχαιες κόρες
της Φρίκης.
Που ούτε θεός
Ευμεν_70θεῶν τις οὐδ᾽ ἄνθρωπος οὐδὲ θήρ ποτε.
κακῶν δ᾽ ἕκατι κἀγένοντ᾽, ἐπεὶ κακὸν
σκότον νέμονται Τάρταρόν θ᾽ ὑπὸ χθονός,
μισήματ᾽ ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων.
ὅμως δὲ φεῦγε μηδὲ μαλθακὸς γένῃ.
ούτε θνητός τις σμίγει. Μήτε θεριό.
Του κακού γεννημένες, το κακό σκοτάδι
βόσκουν κάτω στα Τάρταρα
 των Ολύμπιων θεών
και των ανθρώπων το Σίχαμα.
Φύγε και δείξε δύναμη τώρα.
Ευμεν_75ἐλῶσι γάρ σε καὶ δι᾽ ἠπείρου μακρᾶς
βιβῶντ᾽ ἀν᾽ αἰεὶ τὴν πλανοστιβῆ χθόνα
ὑπέρ τε πόντον καὶ περιρρύτας πόλεις.
καὶ μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος
πόνον· μολὼν δὲ Παλλάδος ποτὶ πτόλιν
Ξοπίσω σου θα ‘ρθουν. Όπου πατάς
θα πατούν. Και σε στεριά
και σε θάλασσα. Δε θ’ αποκάμεις
να σέρνεις τον πόνο σου.
Και στην πόλη της Παλλάδας όταν έρθεις,
Ευμεν_80ἵζου παλαιὸν ἄγκαθεν λαβὼν βρέτας.
κἀκεῖ δικαστὰς τῶνδε καὶ θελκτηρίους
μύθους ἔχοντες μηχανὰς εὑρήσομεν,
ὥστ᾽ ἐς τὸ πᾶν σε τῶνδ᾽ ἀπαλλάξαι πόνων·
καὶ γὰρ κτανεῖν σ᾽ ἔπεισα μητρῷον δέμας.
γονάτισε στο ξόανο της θεάς το αρχαίο.
Εκεί θα κριθείς.
Θα βρούμε να πούμε να μαγέψουμε αυτιά
και αθώος να είσαι.

Αφού εγώ σε όρισα να σφάξεις τη μάνα σου.
Ευμεν_85ΟΡΕΣΤΗΣ ἄναξ Ἄπολλον, οἶσθα μὲν τὸ μὴ ᾽δικεῖν·
ἐπεὶ δ᾽ ἐπίστᾳ, καὶ τὸ μὴ ᾽μελεῖν μάθε.
σθένος δὲ ποιεῖν εὖ φερέγγυον τὸ σόν.
ΑΠΟΛΛΩΝ μέμνησο, μὴ φόβος σε νικάτω φρένας.
σὺ δ᾽, αὐτάδελφον αἷμα καὶ κοινοῦ πατρός,
ΟΡΕΣΤΗΣ Άνακτα Απόλλωνα. Δίκαιος είσαι.
Δίπλα μου να ‘σαι. Δύναμη μου δίνει
η παρουσία σου.
ΑΠΟΛΛΩΝ Να θυμάσαι.
Μη δειλιάσεις.
Ευμεν_90Ἑρμῆ, φύλασσε· κάρτα δ᾽ ὢν ἐπώνυμος
πομπαῖος ἴσθι, τόνδε ποιμαίνων ἐμὸν
ἱκέτην—σέβει τοι Ζεὺς τόδ᾽ ἐκνόμων σέβας—
ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ.
ΕΙΔΩΛΟ ΚΛΥΤΑΙΜΝ εὕδοιτ᾽ ἄν, ὠή, καὶ καθευδουσῶν
τί δεῖ;
Και συ Ερμή, αδερφέ μου, προστάτευέ τον. Οδήγα τον
ικέτη μου και φύλαγέ τον. Όπως είναι ο ρόλος σου. Όταν
τους ικέτες τύχη τους οδηγεί καλή τους σέβεται ο Δίας.
(Ο Ορέστης φεύγει. Εμφανίζεται το είδωλο της Κλυταιμνήστρας)
ΕΙΔΩΛΟ ΚΛΥΤΑΙΜΝ Ω! και σας πήρε ο ύπνος,
τι να σας κάνω κοιμισμένες!
Ευμεν_95ἐγὼ δ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν ὧδ᾽ ἀπητιμασμένη
ἄλλοισιν ἐν νεκροῖσιν, ὧν μὲν ἔκτανον
ὄνειδος ἐν φθιτοῖσιν οὐκ ἐκλείπεται,
αἰσχρῶς δ᾽ ἀλῶμαι· προυννέπω δ᾽ ὑμῖν ὅτι
ἔχω μεγίστην αἰτίαν κείνων ὕπο·
Στους νεκρούς ντροπιασμένη
είμαι εξαιτίας σας
οι ζωντανοί με καταφρονούν
για το φονικό μου αδικαίωτη περιπλανιέμαι
με καταφρονούν στον Άδη
Ευμεν_100παθοῦσα δ᾽ οὕτω δεινὰ πρὸς τῶν φιλτάτων,
οὐδεὶς ὑπέρ μου δαιμόνων μηνίεται,
κατασφαγείσης πρὸς χερῶν μητροκτόνων.
ὁρᾶτε πληγὰς τάσδε καρδίας ὅθεν.
εὕδουσα γὰρ φρὴν ὄμμασιν λαμπρύνεται,
για τον άντρα μου και για το γιό μου
που έπαθα από τα χέρια του.
Θεός κανένας δεν με υπερασπίζεται.
Κοιτάξτε τις πληγές μου. Και δώσε βοήθεια.
Στον ύπνο ο νους φωτίζεται.
Ευμεν_105ἐν ἡμέρᾳ δὲ μοῖρ᾽ ἀπρόσκοπος βροτῶν.
ἦ πολλὰ μὲν δὴ τῶν ἐμῶν ἐλείξατε,
χοάς τ᾽ ἀοίνους, νηφάλια μειλίγματα,
καὶ νυκτίσεμνα δεῖπν᾽ ἐπ᾽ ἐσχάρᾳ πυρὸς
ἔθυον, ὥραν οὐδενὸς κοινὴν θεῶν.
Την ημέρα σκοντάφτει η μοίρα.
Πολλά σας έδωσα και φάγατε.
Χοές μελίρρυτες και νοστιμιές
και δείπνα ιερής νυκτερινής θυσίας
που άλλος θεός δε γεύεται.
Ευμεν_110καὶ πάντα ταῦτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα.
ὁ δ᾽ ἐξαλύξας οἴχεται νεβροῦ δίκην,
καὶ ταῦτα κούφως ἐκ μέσων ἀρκυστάτων
ὤρουσεν ὑμῖν ἐγκατιλλώψας μέγα.
ἀκούσαθ᾽ ὡς ἔλεξα τῆς ἐμῆς περὶ
Όλα πήγαν χαμένα. Τα ποδοπατήσατε όλα.
Κι αυτός κρυφά σαν ελαφάκι
γλίστρησε σαν άνεμος
σας την έσκασε και σας γελάει.

Τον πόνο μου
Ευμεν_115ψυχῆς, φρονήσατ᾽, ὦ κατὰ χθονὸς θεαί.
ὄναρ γὰρ ὑμᾶς νῦν Κλυταιμήστρα καλῶ.
ΕΡΙΝΥΕΣ (μυγμός. )
ΕΙΔΩΛΟ ΚΛΥΤΑΙΜΝ μύζοιτ᾽ ἄν, ἁνὴρ δ᾽ οἴχεται φεύγων
πρόσω· φίλοι γάρ εἰσιν οὐκ ἐμοῖς προσεικότες.
σας είπα Εγώ η Κλυταιμνήστρα. Η ψυχή μου είμαι
και σας φωνάζει. Κάντε αυτό που είσαστε. Το έργο σας.
ΕΡΙΝΥΕΣ (Μμμμμ…)
ΕΙΔΩΛΟ ΚΛΥΤΑΙΜΝ Μουγκρίζετε. Και
κείνος έφυγε.
Ευμεν_120ΕΡΙΝΥΕΣ (μυγμός. )
ΕΙΔΩΛΟ ΚΛΥΤΑΙΜΝ ἄγαν ὑπνώσσεις κοὐ κατοικτίζεις
πάθος· φονεὺς δ᾽ Ὀρέστης τῆσδε μητρὸς οἴχεται.
ΕΡΙΝΥΕΣ (ὠγμός. )
ΕΙΔΩΛΟ ΚΛΥΤΑΙΜΝ ᾤζεις, ὑπνώσσεις· οὐκ ἀναστήσῃ τάχος;
ΕΡΙΝΥΕΣ (Συνεχίζει το μουγκρητό)
ΕΙΔΩΛΟ ΚΛΥΤΑΙΜΝ Τον ύπνο σας κοιτάτε. Τα πάθη
μου δεν νοιάζεστε. Κι ο μητροκτόνος έφυγε!
ΕΡΙΝΥΕΣ (ουρλιαχτό)
ΕΙΔΩΛΟ ΚΛΥΤΑΙΜΝ Ουρλιάζετε. Και πάλι στον ύπνο.
Ευμεν_125τί σοι πέπρωται πρᾶγμα πλὴν τεύχειν κακά;
ΕΡΙΝΥΕΣ (ὠγμός. )
ΕΙΔΩΛΟ ΚΛΥΤΑΙΜΝ ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται
δεινῆς δρακαίνης ἐξεκήραναν μένος.
ΕΡΙΝΥΕΣ (μυγμὸς διπλοῦς ὀξύς. )
Άλλο απ’ το κακό, ποια είναι η δουλειά σας!
ΕΡΙΝΥΕΣ (ουρλιαχτό)
ΕΙΔΩΛΟ ΚΛΥΤΑΙΜΝ Αχ ο ύπνος και ο κόπος τα συνταίριασαν!
Την ξέραναν τη λύσσα σας δράκαινες.
ΕΡΙΝΥΕΣ (διπλό δυνατό ούρλιασμα)
Ευμεν_130λαβὲ λαβὲ λαβὲ λαβέ, φράζου.
ΕΙΔΩΛΟ ΚΛΥΤΑΙΜΝ ὄναρ διώκεις θῆρα, κλαγγαίνεις δ᾽
ἅπερ κύων μέριμναν οὔποτ᾽ ἐκλείπων πόνου.
τί δρᾷς; ἀνίστω, μή σε νικάτω πόνος,
μηδ᾽ ἀγνοήσῃς πῆμα μαλθαχθεῖσ᾽ ὕπνῳ.
Πιάστε τον. Πιάστε τον, πιάστε τον. Μη μας ξεφύγει.
ΕΙΔΩΛΟ ΚΛΥΤΑΙΜΝ Όνειρο το κυνήγι σας
σαν το σκυλί που κάθεται μονάχο κι αλυχτάει.
Τι καρτεράτε; Σηκωθείτε. Εμπρός. Ξεχάστε τον κόπο.
Στη γλύκα του ύπνου μη παραδίνεστε.
Ευμεν_135ἄλγησον ἧπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν·
τοῖς σώφροσιν γὰρ ἀντίκεντρα γίγνεται.
σὺ δ᾽ αἱματηρὸν πνεῦμ᾽ ἐπουρίσασα τῷ,
ἀτμῷ κατισχναίνουσα, νηδύος πυρί,
ἕπου, μάραινε δευτέροις διώγμασιν.
Πονέστε στον πόνο μου, κεντρί
να σας κεντρίσει να γίνει.
Τη ματωμένη ανάσα σας πάνω του.
Στη φωτιά των σπλάχνων σας να λιώσει. Να καεί.
Πίσω του. Κυνηγήστε τον πάλι. Αποκάντε τον.
Ευμεν_140ΕΡΙΝΥΕΣ ἔγειρ᾽, ἔγειρε καὶ σὺ τήνδ᾽, ἐγὼ δὲ σέ.
εὕδεις; ἀνίστω, κἀπολακτίσασ᾽ ὕπνον,
ἰδώμεθ᾽ εἴ τι τοῦδε φροιμίου ματᾷ.
ἰοὺ ἰοὺ πύπαξ. ἐπάθομεν, φίλαι,—
ἦ πολλὰ δὴ παθοῦσα καὶ μάτην ἐγώ,—
ΕΡΙΝΥΕΣ Ξύπνα. Σκούντα. Εσένα εγώ. Εσύ την άλλη.
Κοιμάσαι; Σήκω κλώτσα τον τον ύπνο.
Να μην αργοπορούμε.
Ω, Ω, κακό που πάθαμε. Άδικα πάθαμε,
πάθαμε πάθη ντροπής.
Ευμεν_145ἐπάθομεν πάθος δυσαχές, ὦ πόποι,
ἄφερτον κακόν·
ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν οἴχεταί θ᾽ ὁ θήρ.—
ὕπνῳ κρατηθεῖσ᾽ ἄγραν ὤλεσα.
ἰὼ παῖ Διός, ἐπίκλοπος πέλῃ,—
Αυτήν την ανείπωτη ντροπή.
Απ’ το δίχτυ μας πέρασε,
πάει το θηρίο.
Μας γέλασε ο ύπνος. Η λεία μας έφυγε.
Αχ γιε του Δία. Κλέφτη.
Πανούργε, Αρχέγονες
Ευμεν_150νέος δὲ γραίας δαίμονας καθιππάσω,—
τὸν ἱκέταν σέβων, ἄθεον ἄνδρα καὶ
τοκεῦσιν πικρόν·
τὸν μητραλοίαν δ᾽ ἐξέκλεψας ὢν θεός.—
τί τῶνδ᾽ ἐρεῖ τις δικαίως ἔχειν;
δαιμόνισσες μας πέρασες εσύ ο νέος θεός!
Τον ικέτη σου βοήθησες, άθεο άντρα
ενάντια στη μάνα του.

Το μητροκτόνο μας έκλεψες.
Ανόσια κάνεις.
Ευμεν_155ἐμοὶ δ᾽ ὄνειδος ἐξ ὀνειράτων μολὸν
ἔτυψεν δίκαν διφρηλάτου
μεσολαβεῖ κέντρῳ
ὑπὸ φρένας, ὑπὸ λοβόν.—
Ήρθε στον ύπνο αρματηλάτης,
ντροπή – με μαστίγωσε.
Τρύπησε με κεντρί
την καρδιά μου.
Ευμεν_160πάρεστι μαστίκτορος δαΐου δαμίου
βαρὺ τὸ περίβαρυ κρύος ἔχειν.
τοιαῦτα δρῶσιν οἱ νεώτεροι θεοί,
κρατοῦντες τὸ πᾶν δίκας πλέον
φονολιβῆ θρόνον
Σκληρός μαστιγωτής δαμαστής
στο βαρύ του μαστίγιο μ ‘έχει.
Τέτοια καμώματα οι νέοι θεοί κάνουν
καταπατώντας το δίκιο. Το μαντείο σου
το ‘κανες αιματοστάλαχτο θρόνο.
Ευμεν_165περὶ πόδα, περὶ κάρα.—
πάρεστι γᾶς ὀμφαλὸν προσδρακεῖν αἱμάτων
βλοσυρὸν ἀρόμενον ἄγος ἔχειν.
ἐφεστίῳ δὲ μάντις ὢν μιάσματι
Του έβαλες πάνω του μητροκτονίας κατάρα.
Μάντης. Και μόνος του.
Το βωμό του μαγάρισε θέλοντας.
Πατά τους θεούς. Τιμά τους θνητούς.
Ευμεν_170μυχὸν ἐχράνατ᾽ αὐτόσσυτος, αὐτόκλητος,
παρὰ νόμον θεῶν βρότεα μὲν τίων,
παλαιγενεῖς δὲ μοίρας φθίσας.
κἀμοί γε λυπρός, καὶ τὸν οὐκ ἐκλύσεται,
Ποδοπατά τις Αρχέγονες μοίρες.
Και μένα ταπείνωσε.
Κι αυτό
δε θα σώσει.
Ευμεν_175ὑπό τε γᾶν φυγὼν οὔ ποτ᾽ ἐλευθεροῦται.
ποτιτρόπαιος ὢν δ᾽ ἕτερον ἐν κάρᾳ
μιάστορ᾽ ἐκ γένους πάσεται.
ΑΠΟΛΛΩΝ ἔξω, κελεύω, τῶνδε δωμάτων τάχος
Δε θα γλιτώσει και στη γη να κρυφτεί.
Κατάρατος είναι. Κι άλλη θα πέσει
τιμωρός κατά πάνω του.
ΑΠΟΛΛΩΝ Έξω. Προστάζω. Έξω απ’ το ναό μου.
Ευμεν_180χωρεῖτ᾽, ἀπαλλάσσεσθε μαντικῶν μυχῶν,
μὴ καὶ λαβοῦσα πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν,
χρυσηλάτου θώμιγγος ἐξορμώμενον,
ἀνῇς ὑπ᾽ ἄλγους μέλαν᾽ ἀπ᾽ ἀνθρώπων ἀφρόν,
ἐμοῦσα θρόμβους οὓς ἀφείλκυσας φόνου.
Σαΐτα. Φίδι φτερωτό θα ρίξει επάνω σας
το κατάργυρο τόξο μου.
Θα βογγήξετε.
Σαν μαύρο αφρό θα το ξεράσετε το αίμα
του φόνου που ήπιατε.
Ευμεν_185οὔτοι δόμοισι τοῖσδε χρίμπτεσθαι πρέπει·
ἀλλ᾽ οὗ καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι
δίκαι σφαγαί τε σπέρματός τ᾽ ἀποφθορᾷ
παίδων κακοῦται χλοῦνις, ἠδ᾽ ἀκρωνία,
λευσμός τε, καὶ μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν
Σ’ αυτό το ναό δεν έχετε θέση. Εκεί που δικάζουν
και σφάζουν να πάτε.
Που βγάζουν μάτια.
Που παίρνουν κεφάλια. Που ευνουχίζουν τα παιδιά για
να σβήσουν γενιές.
Στους λιθοβολισμούς,
στους ακρωτηριασμούς στα παλουκώματα
Ευμεν_190ὑπὸ ῥάχιν παγέντες. ἆρ᾽ ἀκούετε
οἵας ἑορτῆς ἔστ᾽ ἀπόπτυστοι θεοῖς
στέργηθρ᾽ ἔχουσαι; πᾶς δ᾽ ὑφηγεῖται τρόπος
μορφῆς. λέοντος ἄντρον αἱματορρόφου
οἰκεῖν τοιαύτας εἰκός, οὐ χρηστηρίοις
που μουγκρίζουν. Με τέτοια ευφραίνεστε.
Και οι θεοί σας σιχαίνονται.
Η μορφή σας σας δείχνει.
Με τα λιοντάρια να ζείτε
που ταιριάζετε.
Όχι σε ναούς
Ευμεν_195ἐν τοῖσδε πλησίοισι τρίβεσθαι μύσος.
χωρεῖτ᾽ ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι.
ποίμνης τοιαύτης δ᾽ οὔτις εὐφιλὴς θεῶν.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἄναξ Ἄπολλον, ἀντάκουσον ἐν μέρει.
αὐτὸς σὺ τούτων οὐ μεταίτιος πέλῃ,
που τ’ άγγιγμά σας μαγαρίζει.
Άντε να βοσκήσετε τώρα αλλού, χωρίς βοσκό.
Τέτοια μισημένη φάρα κανένας θεός δεν τη θέλει.
ΕΡΙΝΥΕΣ Άνακτα Απόλλωνα. Μίλησες. Και τώρα άκου.
Δεν είσαι μόνο ο βοηθός του ανόσιου.
Ευμεν_200ἀλλ᾽ εἷς τὸ πᾶν ἔπραξας ὢν παναίτιος.
ΑΠΟΛΛΩΝ πῶς δή; τοσοῦτο μῆκος ἔκτεινον λόγου.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἔχρησας ὥστε τὸν ξένον μητροκτονεῖν.
ΑΠΟΛΛΩΝ ἔχρησα ποινὰς τοῦ πατρὸς πρᾶξαι. τί μήν ;
ΕΡΙΝΥΕΣ κἄπειθ᾽ ὑπέστης αἵματος δέκτωρ νέου.
Ο ανόσιος είσαι.
ΑΠΟΛΛΩΝ Γιατί; Τούτο μόνο.
ΕΡΙΝΥΕΣ Του όρισες να σφάξει τη μάνα του.
ΑΠΟΛΛΩΝ Για το γονιό του εκδίκηση. Έπρεπε.
ΕΡΙΝΥΕΣ Μιασμένον του παραστάθηκες.
Ευμεν_205ΑΠΟΛΛΩΝ καὶ προστραπέσθαι τούσδ᾽ ἐπέστελλον δόμους.
ΕΡΙΝΥΕΣ καὶ τὰς προπομποὺς δῆτα τάσδε λοιδορεῖς;
ΑΠΟΛΛΩΝ οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφορον μολεῖν.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἀλλ᾽ ἔστιν ἡμῖν τοῦτο προστεταγμένον.
ΑΠΟΛΛΩΝ τίς ἥδε τιμή; κόμπασον γέρας καλόν.
ΑΠΟΛΛΩΝ Του είπα να προσπέσει στο ναό μου.
ΕΡΙΝΥΕΣ Και μας που τον κυνηγάμε, μας μιλάς όλο με απειλές
και λοιδορίες; ΑΠΟΛΛΩΝ Δεν είναι ο ναός μου τόπος να
συχνάζετε. ΕΡΙΝΥΕΣ Χρέος μας ορίστηκε.
ΑΠΟΛΛΩΝ Ποιο χρέος; Γιατί κομπιάζεις; Ξεστόμισε.
Ευμεν_210ΕΡΙΝΥΕΣ τοὺς μητραλοίας ἐκ δόμων ἐλαύνομεν.
ΑΠΟΛΛΩΝ τί γὰρ γυναικὸς ἥτις ἄνδρα νοσφίσῃ;
ΕΡΙΝΥΕΣ οὐκ ἂν γένοιθ᾽ ὅμαιμος αὐθέντης φόνος.
ΑΠΟΛΛΩΝ ἦ κάρτ᾽ ἄτιμα καὶ παρ᾽ οὐδὲν εἰργάσω
Ἥρας τελείας καὶ Διὸς πιστώματα.
ΕΡΙΝΥΕΣ Τους μητροκτόνους κυνηγάμε.
ΑΠΟΛΛΩΝ Και τη γυναίκα που σφάζει τον άντρα της;
ΕΡΙΝΥΕΣ Δεν έσφαξε ομόαιμο.
ΑΠΟΛΛΩΝ Τους ορισμούς του Δία και
της Ήρας αψήφισες.
Ευμεν_215Κύπρις δ᾽ ἄτιμος τῷδ᾽ ἀπέρριπται λόγῳ,
ὅθεν βροτοῖσι γίγνεται τὰ φίλτατα.
εὐνὴ γὰρ ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ μόρσιμος
ὅρκου ᾽στὶ μείζων τῇ δίκῃ φρουρουμένη.
εἰ τοῖσιν οὖν κτείνουσιν ἀλλήλους χαλᾷς
Τις γλυκιές χαρές της Κύπριδας στο έλεος άφησες.
Μοίρα μεγάλη είναι τ’ αντρόγυνο.
Πάνω απ’ τον όρκο.

Και η Δίκη προστάτης του.
Αφού δε σε πήρε καημός που σκοτώνονται,
Ευμεν_220τὸ μὴ τίνεσθαι μηδ᾽ ἐποπτεύειν κότῳ,
οὔ φημ᾽ Ὀρέστην σ᾽ ἐνδίκως ἀνδρηλατεῖν.
τὰ μὲν γὰρ οἶδα κάρτα σ᾽ ἐνθυμουμένην,
τὰ δ᾽ ἐμφανῶς πράσσουσαν ἡσυχαιτέραν.
δίκας δὲ Παλλὰς τῶνδ᾽ ἐποπτεύσει θεά.
τι κυνηγάς τον Ορέστη;
Χολή και λύσσα έχυσες ενάντια του
αλλά ενάντιά της τίποτα.

Η θεά Αθηνά θα κρίνει
τα κρίματα δίκαια.
Ευμεν_225ΕΡΙΝΥΕΣ τὸν ἄνδρ᾽ ἐκεῖνον οὔ τι μὴ λίπω ποτέ.
ΑΠΟΛΛΩΝ σὺ δ᾽ οὖν δίωκε καὶ πόνον πλείω τίθου.
ΕΡΙΝΥΕΣ τιμὰς σὺ μὴ σύντεμνε τὰς ἐμὰς λόγῳ.
ΑΠΟΛΛΩΝ οὐδ᾽ ἂν δεχοίμην ὥστ᾽ ἔχειν τιμὰς σέθεν.
ΕΡΙΝΥΕΣ μέγας γὰρ ἔμπας πὰρ Διὸς θρόνοις λέγῃ.
ΕΡΙΝΥΕΣ Μάτι δε θα κλείσω. Δεν θα τον αφήσω.
ΑΠΟΛΛΩΝ Κυνήγα τον. Άδικα.
ΕΡΙΝΥΕΣ Κυνηγάς τις τιμές μου και τα θέσμια.
ΑΠΟΛΛΩΝ Οι τιμές σου. Να μου λείπουν.
ΕΡΙΝΥΕΣ Μάντη σε λενε. Δίπλα στο Δία,
Ευμεν_230ἐγὼ δ᾽, ἄγει γὰρ αἷμα μητρῷον, δίκας
μέτειμι τόνδε φῶτα κἀκκυνηγετῶ.
ΑΠΟΛΛΩΝ ἐγὼ δ᾽ ἀρήξω τὸν ἱκέτην τε ῥύσομαι·
δεινὴ γὰρ ἐν βροτοῖσι κἀν θεοῖς πέλει
τοῦ προστροπαίου μῆνις, εἰ προδῶ σφ᾽ ἑκών.
μα εγώ θα τον πάρω στο κατόπι σα σκύλα.
Με σέρνει το αίμα της μάνας του.
ΑΠΟΛΛΩΝ Θα τον σώσει η βοήθειά μου.
Και θεός και θνητός να προδώσει ικέτη,
του ικέτη η κατάρα είναι βαριά.
Ευμεν_235ΟΡΕΣΤΗΣ ἄνασσ᾽ Ἀθάνα, Λοξίου κελεύμασιν
ἥκω, δέχου δὲ πρευμενῶς ἀλάστορα,
οὐ προστρόπαιον οὐδ᾽ ἀφοίβαντον χέρα,
ἀλλ᾽ ἀμβλὺς ἤδη προστετριμμένος τε πρὸς
ἄλλοισιν οἴκοις καὶ πορεύμασιν βροτῶν.
(Ο Απόλλωνας φεύγει. Ο Ορέστης εμφανίζεται τώρα να είναι στο ναό
της Αθηνάς, στην Αθήνα) ΟΡΕΣΤΗΣ Άνασσα Αθηνά!
Στο Φοίβο ακούγοντας ήρθα. Δέξου με τον κατάρατο καλόσυνα.
Ικέτης σου αμόλυντος είμαι.
Η αμαρτία μου ξέβαψε, λιγόστεψε
Ευμεν_240ὅμοια χέρσον καὶ θάλασσαν ἐκπερῶν,
σῴζων ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους,
πρόσειμι δῶμα καὶ βρέτας τὸ σόν, θεά.
αὐτοῦ φυλάσσων ἀναμένω τέλος δίκης.
ΕΡΙΝΥΕΣ εἶεν· τόδ᾽ ἐστὶ τἀνδρὸς ἐκφανὲς τέκμαρ.
καθώς διάβαινα από τόπο σε τόπο σε στεριές και σε
θάλασσες. Έφτασα σε σένα τις εντολές του Φοίβου
τηρώντας και στο άγαλμά σου προσπέφτω. Εδώ θα μείνω θεά.
Θα περιμένω τη δίκαιη κρίση σου. (Οι Ερινύες ψάχνοντας φτάνουν)
ΕΡΙΝΥΕΣ Να! Να! Να το σημάδι. Φανερό.
Ευμεν_245ἕπου δὲ μηνυτῆρος ἀφθέγκτου φραδαῖς.
τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρὸν
πρὸς αἷμα καὶ σταλαγμὸν ἐκματεύομεν.
πολλοῖς δὲ μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ
σπλάγχνον· χθονὸς γὰρ πᾶς πεποίμανται τόπος,
Παρ’ το ξοπίσω το χνάρι το άφωνο.
Σαν το σκυλί που κυνηγάει χτυπημένη γαζέλα, έτσι τον ψάχνω.
Στάλα τη στάλα μυρίζω το αίμα του,
λαχάνιασα τρέχοντας. Όλο τον τόπο τον έψαξα
πέτρα την πέτρα. Άφτερη πέταξα.
Ευμεν_250ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν
ἦλθον διώκουσ᾽, οὐδὲν ὑστέρα νεώς.
καὶ νῦν ὅδ᾽ ἐνθάδ᾽ ἐστί που καταπτακών.
ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ.
ὅρα ὅρα μάλ᾽ αὖ,
Γρήγορη όπως καράβι πάνω απ’ τη θάλασσα.
Τον πήρα ξοπίσω. Κάπου εδώ
θα τρέμει λουφάζοντας.
Αίμα μυρίζω και γλυκαίνομαι.
Κοίτα. Κοίτα καλά.
Ευμεν_255λεύσσετε πάντα, μὴ
λάθῃ φύγδα βὰς
[ὁ ] ματροφόνος ἀτίτας.
ὁ δ᾽ αὖτέ γ᾽ [οὖν] ἀλκὰν ἔχων
περὶ βρέτει πλεχθεὶς θεᾶς ἀμβρότου
Ψάξε παντού.
Μη σου ξεφύγει
ο μητροκτόνος απλήρωτος.
Νάτος! Νάτος! Πάλι βοήθεια βρήκε.
Στης θεάς το αθάνατο άγαλμα πρόσπεσε.
Ευμεν_260ὑπόδικος θέλει γενέσθαι χρεῶν.
τὸ δ᾽ οὐ πάρεστιν· αἷμα μητρῷον χαμαὶ
δυσαγκόμιστον, παπαῖ,
τὸ διερὸν πέδοι χύμενον οἴχεται.
ἀλλ᾽ ἀντιδοῦναι δεῖ σ᾽ ἀπὸ ζῶντος ῥοφεῖν
Ζητά τη θεά να κρίνει τα χέρια του.
Όχι. Όχι. Αίμα μητέρας σφαγμένης
δε δίνεται πίσω.
Ποτίζει κι η γη το ρουφάει.
Ζητάει να δώσεις ζωντανό να ρουφήξω
Ευμεν_265ἐρυθρὸν ἐκ μελέων πέλανον· ἀπὸ δὲ σοῦ
φεροίμαν βοσκὰν πώματος δυσπότου·
καὶ ζῶντά σ᾽ ἰσχνάνασ᾽ ἀπάξομαι κάτω,
ἀντίποιν᾽ ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας.
ὄψει δὲ κεἴ τις ἄλλος ἤλιτεν βροτῶν
του κορμιού σου τον κόκκινο χυμό να χορτάσω.
Με χαρά θα σε πιω. Ζωντανό θα σε στύψω,
θα σε σύρω στη γη να πληρώσεις στα βάθη
για τη μάνα αντίποινα.
Εκεί θα δεις τους φονιάδες που αμάρτησαν
Ευμεν_270ἢ θεὸν ἢ ξένον
τιν᾽ ἀσεβῶνᾳ” ἢ τοκέας φίλους,
ἔχονθ᾽ ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια.
μέγας γὰρ Ἅιδης ἐστὶν εὔθυνος βροτῶν
ἔνερθε χθονός,
σε θεό, σε δικό τους και ξένο,
να πληρώνουν αντάξια.
Ο Μέγας Άδης, ο δικαστής
των θνητών τα έχει γραμμένα.

Τα πάντα.
Ευμεν_275δελτογράφῳ δὲ πάντ᾽ ἐπωπᾷ φρενί.
ΟΡΕΣΤΗΣ ἐγὼ διδαχθεὶς ἐν κακοῖς ἐπίσταμαι
πολλοὺς καθαρμούς, καὶ λέγειν ὅπου δίκη
σιγᾶν θ᾽ ὁμοίως· ἐν δὲ τῷδε πράγματι
φωνεῖν ἐτάχθην πρὸς σοφοῦ διδασκάλου.
Και κρίνει.
ΟΡΕΣΤΗΣ Έπαθα. Έμαθα.
Με πολλούς καθαρμούς. Να μιλώ όταν πρέπει.
Και να σωπαίνω στο άδικο. Αλλά τώρα θα πω
όπως όρισε δάσκαλος σοφός.
Ευμεν_280βρίζει γὰρ αἷμα καὶ μαραίνεται χερός,
μητροκτόνον μίασμα δ᾽ ἔκπλυτον πέλει·
ποταίνιον γὰρ ὂν πρὸς ἑστίᾳ θεοῦ
Φοίβου καθαρμοῖς ἠλάθη χοιροκτόνοις.
πολὺς δέ μοι γένοιτ᾽ ἂν ἐξ ἀρχῆς λόγος,
Ξέβαψε το αίμα στα χέρια μου.
Νωπό και το ξόρκισα
με χοίρου θυσία
στο βωμό του Απόλλωνα.
Αντάμωσα κι έσμιξα με πολλούς
Ευμεν_285ὅσοις προσῆλθον ἀβλαβεῖ ξυνουσίᾳ.
[χρόνος καθαιρεῖ πάντα γηράσκων ὁμοῦ.]
καὶ νῦν ἀφ᾽ ἁγνοῦ στόματος εὐφήμως καλῶ
χώρας ἄνασσαν τῆσδ᾽ Ἀθηναίαν ἐμοὶ
μολεῖν ἀρωγόν· κτήσεται δ᾽ ἄνευ δορὸς
από τότε κανέναν δε μόλυνα.
Γερνούν τα πάντα με το χρόνο. Ξεπερνιούνται.
Τώρα αγνός και ευλαβής ικετεύω
την Αθηνά την άνασσα.
Προστάτης μου τώρα να έρθει.
Ευμεν_290αὐτόν τε καὶ γῆν καὶ τὸν Ἀργεῖον λεὼν
πιστὸν δικαίως ἐς τὸ πᾶν τε σύμμαχον.
ἀλλ᾽ εἴτε χώρας ἐν τόποις Λιβυστικοῖς,
Τρίτωνος ἀμφὶ χεῦμα γενεθλίου πόρου,
τίθησιν ὀρθὸν ἢ κατηρεφῆ πόδα,
Και μένα και τη χώρα μου και το Άργος
όλο σύμμαχους θα μας κάνει και φίλους.
Είτε στη Λιβύη βρίσκεται
στις όχθες του Τρίτωνα
βοηθώντας δικούς της
Ευμεν_295φίλοις ἀρήγουσ᾽, εἴτε Φλεγραίαν πλάκα
θρασὺς ταγοῦχος ὡς ἀνὴρ ἐπισκοπεῖ,
ἔλθοι—κλύει δὲ καὶ πρόσωθεν ὢν θεός—
ὅπως γένοιτο τῶνδ᾽ ἐμοὶ λυτήριος.
ΕΡΙΝΥΕΣ οὔτοι σ᾽ Ἀπόλλων οὐδ᾽ Ἀθηναίας σθένος
είτε τον κάμπο της Φλέγρας διασχίζει
κι αναμετρά ανδρειωμένη.
Ας έρθει να γίνει σωτήρας μου.
Ο θεός πανταχού παρών ακούει.
ΕΡΙΝΥΕΣ Ούτε ο Φοίβος ούτε της Παλλάδας σε σώζει η δύναμη.
Ευμεν_300ῥύσαιτ᾽ ἂν ὥστε μὴ οὐ παρημελημένον
ἔρρειν, τὸ χαίρειν μὴ μαθόνθ᾽ ὅπου φρενῶν,
ἀναίματον βόσκημα δαιμόνων, σκιάν.
οὐδ᾽ ἀντιφωνεῖς, ἀλλ᾽ ἀποπτύεις λόγους,
ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καθιερωμένος;
Αφημένος θα χαθείς.
Τι είναι και που η χαρά, θα ξεμάθεις.
Σκιά θα γίνεις χωρίς αίμα. Δαίμονες θα σε ρουφήξουν.
Μιλώ και με καταφρονάς. Δεν απαντάς.
Όμως είσαι ταμένη τροφή μου. Για μένα σε έθρεψαν.
Ευμεν_305καὶ ζῶν με δαίσεις οὐδὲ πρὸς βωμῷ σφαγείς·
ὕμνον δ᾽ ἀκούσῃ τόνδε δέσμιον σέθεν.
ἄγε δὴ καὶ χορὸν ἅψωμεν, ἐπεὶ
μοῦσαν στυγερὰν
ἀποφαίνεσθαι δεδόκηκεν,
Ζωντανός θα με χορτάσεις – δε θα σε φάω σαν σφάγιο
σε βωμό. Και θα πω τραγούδι μαγικό να σε δέσω.
Εμπρός χορό ας στήσουμε τραγούδι
που μας δόθηκε
να τραγουδούμε άγριο να πούμε
Ευμεν_310λέξαι τε λάχη τὰ κατ᾽ ἀνθρώπους
ὡς ἐπινωμᾷ στάσις ἁμά.
εὐθυδίκαιοι δ᾽ οἰόμεθ᾽ εἶναι·
τὸν μὲν καθαρὰς χεῖρας προνέμοντ᾽
οὔτις ἐφέρπει μῆνις ἀφ᾽ ἡμῶν,
πως μοιράζουμε τις μοίρες
στους ανθρώπους.
Δίκαια το δίκαιο κρίνουμε.
Δεν παθαίνει ο δίκαιος.
Δεν ξεσπά η οργή μας
Ευμεν_315ἀσινὴς δ᾽ αἰῶνα διοιχνεῖ·
ὅστις δ᾽ ἀλιτὼν ὥσπερ ὅδ᾽ ἁνὴρ
χεῖρας φονίας ἐπικρύπτει,
μάρτυρες ὀρθαὶ τοῖσι θανοῦσιν
παραγιγνόμεναι πράκτορες αἵματος
σε χέρια αμόλυντα.
Όμως αυτοί που έχουν κρίματα όπως ετούτος
και χέρια βαμμένα στα αίματα
παραστάτες θα μας βρουν
των νεκρών όπου σκότωσαν.
Ευμεν_320αὐτῷ τελέως ἐφάνημεν.
μᾶτερ ἅ μ᾽ ἔτικτες, ὦ μᾶτερ
Νύξ, ἀλαοῖσι καὶ δεδορκόσιν
ποινάν, κλῦθ᾽. ὁ Λατοῦς γὰρ ἶ-
νίς μ᾽ ἄτιμον τίθησιν
Την αλήθεια θα πούμε να πληρώσει το αίμα.
Μάνα. Νύχτα. Μάνα γεννήτρα μου.
Τιμωρό νεκρών και ζωντανών
που με όρισες. Ο γιός της Λητώς
μ’ ατιμάζει.
Ευμεν_325τόνδ᾽ ἀφαιρούμενος
πτῶκα, ματρῷον ἅ-
γνισμα κύριον φόνου.
ἐπὶ δὲ τῷ τεθυμένῳ
τόδε μέλος, παρακοπά,
Μου παίρνει τ’ αγριμάκι,
το κατάτρομο άγνισμα
για της μάνας το φόνο.
Για τούτο το σφαχτάρι
το τραγούδι το παράφωνο
Ευμεν_330παραφορὰ φρενοδαλής,
ὕμνος ἐξ Ἐρινύων,
δέσμιος φρενῶν, ἀφόρ-
μικτος, αὐονὰ βροτοῖς.
τοῦτο γὰρ λάχος διανταία
των Ερινύων το τρομερό
κι αλλόκοτο ψάλλω,
παράκρουσμα να ‘ναι
και τη δύναμη να μαραίνει.
Αυτόν τον κλήρο όρισε
Ευμεν_335Μοῖρ᾽ ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν,
θνατῶν τοῖσιν αὐτουργίαι
ξυμπέσωσιν μάταιοι,
τοῖς ὁμαρτεῖν, ὄφρ᾽ ἂν
γᾶν ὑπέλθῃ· θανὼν δ᾽
η μοίρα η ανελέητη.
Όσους βαραίνουν συγγενών
ανόσιοι φόνοι τους κυνηγώ
ως ν’ ανοίξει
η γη να τους πάρει.
Ευμεν_340οὐκ ἄγαν ἐλεύθερος.
ἐπὶ δὲ τῷ τεθυμένῳ
τόδε μέλος, παρακοπά,
παραφορὰ φρενοδαλής,
ὕμνος ἐξ Ἐρινύων,
Και πληρώνουν κι εκεί.
Στη γέννα μας
τούτη τη μοίρα μας μοίραναν.
Απ’ τους θεούς χωριστά στα τραπέζια
και στα έργα μας μόνες.
Ευμεν_345δέσμιος φρενῶν, ἀφόρ-
μικτος, αὐονὰ βροτοῖς.
γιγνομέναισι λάχη τάδ᾽ ἐφ᾽ ἁμὶν ἐκράνθη·
Τύχαμε άτυχες κι άμοιρες και στα μαύρα,
ανεόρταστες. Τις συμφορές τις ανέλαβα.
Όταν διχόνοια πέσει στα σπίτια
Ευμεν_350350 ἀθανάτων δ᾽ ἀπέχειν χέρας, οὐδέ τις ἐστί
συνδαίτωρ μετάκοινος·
παλλεύκων δὲ πέπλων ἀπόμοιρος ἄκληρος ἐτύχθην
-. . . . . . . . . . . . . . . . . .-
354 -δωμάτων γὰρ εἱλόμαν
και χέρι το χέρι δικού του χτυπήσει,
χύνομαι πάνω και την τόλμη του θύτη στο αίμα την πνίγω.

Τις έγνοιες των άλλων θεών φορτωθήκαμε
ανέμελοι να ‘ναι.
— Γιατί πήρα δουλειά μου να φέρνω
Ευμεν_355ἀνατροπάς, ὅταν Ἄρης
τιθασὸς ὢν φίλον ἕλῃ.
ἐπὶ τὸν ὧδ᾽ ἱέμεναι
κρατερὸν ὄνθ᾽ ὅμως ἀμαυ-
ροῦμεν ὑφ᾽ αἵματος νέου.-
τα σπίτια άνω κάτω, πού χύσει
εχθρός σπιτικός δικού γαίμα
και καταπάνω του ορμώντας
κι αν δυνατός λάχει να ᾽ναι
στο νέο τον πνίγομεν αίμα.
Ευμεν_360σπεύδομεν αἵδ᾽ ἀφελεῖν τινὰ τάσδε μερίμνας,
θεῶν δ᾽ ἀτέλειαν ἐμαῖς μελέταις ἐπικραίνειν,
μηδ᾽ εἰς ἄγκρισιν ἐλθεῖν·
Σπεύδομ᾽ εμείς να λαφρύνωμεν άλλο απ᾽ την έγνοια
κι απ᾽ τους θεούς τις φροντίδες αυτές ν᾽ αφαιρούμε,
κρισολογιές να μην έχουν για τέτοιους·.
Ευμεν_365Ζεὺς δ᾽ αἱμοσταγὲς ἀξιόμισον ἔθνος τόδε λέσχας
366 ἇς ἀπηξιώσατο.
-δωμάτων γὰρ εἱλόμαν (354)
ἀνατροπάς, ὅταν Ἄρης (355)
τιθασὸς ὢν φίλον ἕλῃ. (356)
ἐπὶ τὸν ὧδ᾽ ἱέμεναι (357)
κρατερὸν ὄνθ᾽ ὅμως ἀμαυ- (358)
ροῦμεν ὑφ᾽ αἵματος νέου.- 359α
368 δόξαι τ᾽ ἀνδρῶν καὶ μάλ᾽ ὑπ᾽ αἰθέρι σεμναὶ
τακόμεναι κατὰ γᾶν μινύθουσιν ἄτιμοι
Ο Δίας δε θέλει να μπλέκεται σε μισητούς κι
αιματόβρεχτους ρόλους.

— Γιατί πήρα δουλειά μου να φέρνω
τα σπίτια άνω κάτω, πού χύσει
εχθρός σπιτικός δικού γαίμα
και καταπάνω του ορμώντας
κι αν δυνατός λάχει να ᾽ναι
στο νέο τον πνίγομεν αίμα.
Άνθρωποι ένδοξοι μέχρι τ’ ακρούρανα όταν στα μαύρα μας
ορμήσουμε πάνω και το μίσος χορεύουμε
Ευμεν_370ἁμετέραις ἐφόδοις μελανείμοσιν, ὀρχη-
σμοῖς τ᾽ ἐπιφθόνοις ποδός.
-μάλα γὰρ οὖν ἁλομένα
ἀνέκαθεν βαρυπεσῆ
καταφέρω ποδὸς ἀκμάν,
βροντώντας τα πόδια λιώνουν στα έγκατα
και ατίμητοι σβήνουν.
— Γιατί με φόρα πηδώντας
από ψηλά κατεβάζω
βαρύ το πόδι, όπου πέσει
Ευμεν_375σφαλερὰ -καὶ- τανυδρόμοις
κῶλα, δύσφορον ἄταν.>
πίπτων δ᾽ οὐκ οἶδεν τόδ᾽ ὑπ᾽ ἄφρονι λύμᾳ·
τοῖον [γὰρ] ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται,
καὶ δνοφεράν τιν᾽ ἀχλὺν κατὰ δώματος αὐδᾶ-
και παρ᾽ τον κάτω που τρέχει,
τρομάρα του! να μου γλιτώσει.
Τους λιώνω με πάτημα αβάσταχτο.
Ο πεσμένος δε νιώθει τα θολά του τα φρένα.
Σύννεφο μίασμα πάνω του πνέει.
Ευμεν_380ται πολύστονος φάτις.
-μάλα γὰρ οὖν ἁλομένα (372)
ἀνέκαθεν βαρυπεσῆ (373)
καταφέρω ποδὸς ἀκμάν, (374)
σφαλερὰ καὶ τανυδρόμοις (375)
κῶλα, δύσφορον ἄταν.- (376)
381 μένει γάρ. εὐμήχανοί
τε καὶ τέλειοι, κακῶν
τε μνήμονες σεμναὶ
καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῖς,
Καταλαλιέται η γενιά του. Ολούθε βουίζοντας.
— Γιατί με φόρα πηδώντας
από ψηλά κατεβάζω
βαρύ το πόδι, όπου πέσει
και παρ᾽ τον κάτω που τρέχει,
τρομάρα του! να μου γλιτώσει.
Κι έτσι για πάντα· πολυσόφιστες,
τελειωτικές, δεν το ξεχνούμε
ποτέ μας το κακό κι ανεξιλέωτες
σ᾽ ανθρώπων παρακάλια δε λυγούμε.
Ευμεν_385ἄτιμ᾽ ἀτίετα διόμεναι
λάχη θεῶν διχοστατοῦντ᾽ ἀνηλίῳ
λάμπᾳ, δυσοδοπαίπαλα
δερκομένοισι καὶ δυσομμάτοις ὁμῶς.
τίς οὖν τάδ᾽ οὐχ ἅζεταί
Φοβερές και αμείλικτες και δίχως τιμές
κι απ’ τους θεούς χωριστά, στα ανήλιαγα σκότη
σε νεκρούς και σε ζώντες τα γραμμένα
επίχειρα δίνουμε.
Ποιος τάχα δε σέβεται ποιος θνητός
Ευμεν_390τε καὶ δέδοικεν βροτῶν,
ἐμοῦ κλύων θεσμὸν
τὸν μοιρόκραντον ἐκ θεῶν
δοθέντα τέλεον; ἔτι δέ μοι
-μένει- γέρας παλαιόν, οὐδ᾽ ἀτιμίας
δε φοβάται το θεσμό
όπου όρισαν
οι θεοί και η μοίρα;
Θεσμός προαιώνιος
και φόβος για όλους.
Ευμεν_395κύρω, καίπερ ὑπὸ χθόνα
τάξιν ἔχουσα καὶ δυσήλιον κνέφας.
ΑΘΗΝΑ πρόσωθεν ἐξήκουσα κληδόνος βοὴν
ἀπὸ Σκαμάνδρου γῆν καταφθατουμένη,
ἣν δῆτ᾽ Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι,
Κι ας ζω στα σκοτάδια
και στα βάθη της γης. (Εμφανίζεται η Αθηνά)
ΑΘΗΝΑ Φωνή ικεσίας άκουσα,
μακριά όπως ήμουν, στη Σκάμαντρο.
Όριζα τη γη που μου ‘δωσαν οι αρχηγοί των Αργείων
 –
Ευμεν_400τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα,
ἔνειμαν αὐτόπρεμνον εἰς τὸ πᾶν ἐμοί,
ἐξαίρετον δώρημα Θησέως τόκοις·
ἔνθεν διώκουσ᾽ ἦλθον ἄτρυτον πόδα,
πτερῶν ἄτερ ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος.
δώρο μεγάλη μερίδα τιμητική απ’ τα λάφυρα.
Να την έχω για πάντα.
Δώρο τιμής στου Θησέα τα τέκνα.
Βλέπω στη χώρα μου
πλήθος παράξενο
.
Ευμεν_405[πώλοις ἀκμαίοις τόνδ᾽ ἐπιζεύξασ᾽ ὄχον]
καινὴν δ᾽ ὁρῶσα τήνδ᾽ ὁμιλίαν χθονὸς
ταρβῶ μὲν οὐδέν, θαῦμα δ᾽ ὄμμασιν πάρα.
τίνες ποτ᾽ ἐστέ; πᾶσι δ᾽ ἐς κοινὸν λέγω·
βρέτας τε τοὐμὸν τῷδ᾽ ἐφημένῳ ξένῳ,
Δε με φοβίζει,
μόνο ξαφνιάζομαι.

Ποιοι είσαστε;
Για όλους το λέω.
Και για τον ξένο που πρόσπεσε
Ευμεν_410ὑμᾶς θ᾽ ὁμοίας οὐδενὶ σπαρτῶν γένει,
οὔτ᾽ ἐν θεαῖσι πρὸς θεῶν ὁρωμένας
οὔτ᾽ οὖν βροτείοις ἐμφερεῖς μορφώμασιν.
λέγειν δ᾽ ἄμομφον ὄντα τοὺς πέλας κακῶς
πρόσω δικαίων ἠδ᾽ ἀποστατεῖ θέμις.
στο άγαλμά μου και για σας τις αλλόκοτες.
Ούτε σε συνέλευση θεών σας είδα
ούτε με άνθρωπο μοιάζετε.

Όμως δεν είναι σωστό να κακολογεί
κανείς τις δυσμορφίες που δεν έχει.
Ευμεν_415ΕΡΙΝΥΕΣ πεύσῃ τὰ πάντα συντόμως, Διὸς κόρη.
ἡμεῖς γάρ ἐσμεν Νυκτὸς αἰανῆ τέκνα.
Ἀραὶ δ᾽ ἐν οἴκοις γῆς ὑπαὶ κεκλήμεθα.
ΑΘΗΝΑ γένος μὲν οἶδα κληδόνας τ᾽ ἐπωνύμους.
ΕΡΙΝΥΕΣ τιμάς γε μὲν δὴ τὰς ἐμὰς πεύσῃ τάχα.
ΕΡΙΝΥΕΣ Κόρη του Δία. Με δυο λόγια θα σου πω
τα πάντα. Είμαστε της Μαύρης Νύχτας
οι Κόρες Ερινύες. Κατάρες μας λεν.
ΑΘΗΝΑ Το ξέρω το γένος και τ’ όνομα.
ΕΡΙΝΥΕΣ Και το έργο μας μάθε.
Ευμεν_420ΑΘΗΝΑ μάθοιμ᾽ ἄν, εἰ λέγοι τις ἐμφανῆ λόγον.
ΕΡΙΝΥΕΣ βροτοκτονοῦντας ἐκ δόμων ἐλαύνομεν.
ΑΘΗΝΑ καὶ τῷ κτανόντι ποῦ τὸ τέρμα τῆς φυγῆς;
ΕΡΙΝΥΕΣ ὅπου τὸ χαίρειν μηδαμοῦ νομίζεται.
ΑΘΗΝΑ ἦ καὶ τοιαύτας τῷδ᾽ ἐπιρροιζεῖς φυγάς;
ΑΘΗΝΑ Ας το πει κάποια. Καθαρά.
ΕΡΙΝΥΕΣ Διώχνουμε τους φονιάδες απ’ τα σπίτια τους.
ΑΘΗΝΑ Και του διωγμού το τέρμα. Που;
ΕΡΙΝΥΕΣ Όπου χαρά δεν υπάρχει.
ΑΘΗΝΑ Κι αυτόν. Με τέτοιες απειλές τον κυνήγησες;
Ευμεν_425ΕΡΙΝΥΕΣ φονεὺς γὰρ εἶναι μητρὸς ἠξιώσατο.
ΑΘΗΝΑ ἄλλαις ἀνάγκαις, ἤ τινος τρέων κότον;
ΕΡΙΝΥΕΣ ποῦ γὰρ τοσοῦτο κέντρον ὡς μητροκτονεῖν;
ΑΘΗΝΑ δυοῖν παρόντοιν ἥμισυς λόγου πάρα.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἀλλ᾽ ὅρκον οὐ δέξαιτ᾽ ἄν, οὐ δοῦναι θέλοι.
ΕΡΙΝΥΕΣ Έφτασε να σφάξει τη μάνα του.
ΑΘΗΝΑ Ανάγκη ή Φόβος κι Οργή;
ΕΡΙΝΥΕΣ Λόγος να γίνεις μητροκτόνος υπάρχει;
ΑΘΗΝΑ Δυο αντιδικείτε. Τον ένα ακούω.
ΕΡΙΝΥΕΣ Ούτε δέχεται όρκο. Ούτε δίνει.
Ευμεν_430ΑΘΗΝΑ κλύειν δίκαιος μᾶλλον ἢ πρᾶξαι θέλεις.
ΕΡΙΝΥΕΣ πῶς δή; δίδαξον· τῶν σοφῶν γὰρ οὐ πένῃ.
ΑΘΗΝΑ ὅρκοις τὰ μὴ δίκαια μὴ νικᾶν λέγω.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἀλλ᾽ ἐξέλεγχε, κρῖνε δ᾽ εὐθεῖαν δίκην.
ΑΘΗΝΑ ἦ κἀπ᾽ ἐμοὶ τρέποιτ᾽ ἂν αἰτίας τέλος;
ΑΘΗΝΑ Να σε λεν’ θέλεις δίκαιο. Να είσαι δεν θέλεις;
ΕΡΙΝΥΕΣ Πες εσύ πως. Σοφή είσαι.
ΑΘΗΝΑ Λέω να μην πατούμε το δίκιο με όρκους.
ΕΡΙΝΥΕΣ Μίλα και Κρίνε.
ΑΘΗΝΑ Σε μένα η κρίση;
Ευμεν_435ΕΡΙΝΥΕΣ πῶς δ᾽ οὔ; σέβουσαί γ᾽ ἀξίαν κἀπ᾽ ἀξίων.
ΑΘΗΝΑ τί πρὸς τάδ᾽ εἰπεῖν, ὦ ξέν᾽, ἐν μέρει θέλεις;
λέξας δὲ χώραν καὶ γένος καὶ ξυμφορὰς
τὰς σάς, ἔπειτα τόνδ᾽ ἀμυναθοῦ ψόγον·
εἴπερ πεποιθὼς τῇ δίκῃ βρέτας τόδε
ΕΡΙΝΥΕΣ Δίκαιες είμαστε. Δίκαιη είσαι.
ΑΘΗΝΑ Τι έχεις να αντειπείς με τη σειρά σου ξένε;
Πες τη χώρα και τη γενιά και τα πάθη σου
και την κατηγορία. Κι αντίκρουσε.
Αν πιστεύεις στο δίκιο σου –
Ευμεν_440ἧσαι φυλάσσων ἑστίας ἁμῆς πέλας
σεμνὸς προσίκτωρ ἐν τρόποις Ἰξίονος.
τούτοις ἀμείβου πᾶσιν εὐμαθές τί μοι.
ΟΡΕΣΤΗΣ ἄνασσ᾽ Ἀθάνα, πρῶτον ἐκ τῶν ὑστάτων
τῶν σῶν ἐπῶν μέλημ᾽ ἀφαιρήσω μέγα.
και γι’ αυτό ήρθες ικέτης στο άγαλμά μου
και τ’ αγκάλιασες,
απάντησε στους διώχτες σου να κρίνω.
ΟΡΕΣΤΗΣ Παντάνασσα Αθηνά! Πρέπει να πω
για το μίασμα. Να μην έχεις έγνοια.
Ευμεν_445οὐκ εἰμὶ προστρόπαιος, οὐδ᾽ ἔχων μύσος
πρὸς χειρὶ τἠμῇ τὸ σὸν ἐφεζόμην βρέτας.
τεκμήριον δὲ τῶνδέ σοι λέξω μέγα.
ἄφθογγον εἶναι τὸν παλαμναῖον νόμος,
ἔστ᾽ ἂν πρὸς ἀνδρὸς αἵματος καθαρσίου
Δεν είμαι μιασμένος, μήτε στα χέρια.
Αγνός ήρθα και πρόσπεσα.
Και απόδειξη έχω. Να μη μιλούν
στο φονιά είναι Νόμος,
μέχρι κάποιος να σφάξει αρνί
Ευμεν_450σφαγαὶ καθαιμάξωσι νεοθήλου βοτοῦ.
πάλαι πρὸς ἄλλοις ταῦτ᾽ ἀφιερώμεθα
οἴκοισι, καὶ βοτοῖσι καὶ ῥυτοῖς πόροις.
ταύτην μὲν οὕτω φροντίδ᾽ ἐκποδὼν λέγω.
γένος δὲ τοὐμὸν ὡς ἔχει πεύσῃ τάχα.
που δεν έχει βοσκήσει ακόμα και στο αίμα του
να ξεπλύνει τα χέρια του φονιά.
Είναι καιρός που
τα ξέπλυνα και σε σπίτια που πήγα και
σε ύδατα θάλασσας και ποταμούς στεριάς.
Έγνοια για μίασμα, λοιπόν, να μην έχεις καμία.
Ευμεν_455Ἀργεῖός εἰμι, πατέρα δ᾽ ἱστορεῖς καλῶς,
Ἀγαμέμνον᾽, ἀνδρῶν ναυβατῶν ἁρμόστορα,
ξὺν ᾧ σὺ Τροίαν ἄπολιν Ἰλίου πόλιν
ἔθηκας. ἔφθιθ᾽ οὗτος οὐ καλῶς, μολὼν
εἰς οἶκον· ἀλλά νιν κελαινόφρων ἐμὴ
Κι όσο για τη γενιά μου Αργείος είμαι. Και τον πατέρα μου
τον ξέρεις καλά. Είναι ο Αγαμέμνονας.

Ο στρατηλάτης ανδρών και καραβιών. Μαζί του Εσύ
την Τροία την έσβησες.
Πάει αυτός. Κακό γυρισμό είχε.
Η μαυρόψυχη μάνα μου τον τύλιξε στα δίχτυα
Ευμεν_460μήτηρ κατέκτα, ποικίλοις ἀγρεύμασιν
κρύψασ᾽, ἃ λουτρῶν ἐξεμαρτύρει φόνον.
κἀγὼ κατελθών, τὸν πρὸ τοῦ φεύγων χρόνον,
ἔκτεινα τὴν τεκοῦσαν, οὐκ ἀρνήσομαι,
ἀντικτόνοις ποιναῖσι φιλτάτου πατρός.
και τον έσφαξε.
Μάρτυρας γι’ αυτά και το λουτρό.
Όπου έπεσε. Στον καιρό του φόνου διωγμένος ήμουν κι
ύστερα γύρισα. Τη σκότωσα τη μάνα μου. Δεν το αρνούμαι.
Τη σκότωσα πληρώνοντας το φόνο με φόνο.
Ευμεν_465καὶ τῶνδε κοινῇ Λοξίας ἐπαίτιος,
ἄλγη προφωνῶν ἀντίκεντρα καρδίᾳ,
εἰ μή τι τῶνδ᾽ ἔρξαιμι τοὺς ἐπαιτίους.
σὺ δ᾽ εἰ δικαίως εἴτε μὴ κρῖνον δίκην·
πράξας γὰρ ἐν σοὶ πανταχῇ τάδ᾽ αἰνέσω.
Ο Φοίβος συναίτιος. Προφήτευσε
θα με σπάραζαν πόνοι και πάθη
αν δεν έκανα στους φταίχτες αυτά που έκανα.
Δίκαιο αν έχω ή όχι Εσύ θα το κρίνεις,
εγώ θα σκύψω στην πάσα σου απόφαση.
Ευμεν_470ΑΘΗΝΑ τὸ πρᾶγμα μεῖζον, εἴ τις οἴεται τόδε
βροτὸς δικάζειν· οὐδὲ μὴν ἐμοὶ θέμις
φόνου διαιρεῖν ὀξυμηνίτου δίκας·
ἄλλως τε καὶ σὺ μὲν κατηρτυκὼς ἐμοῖς
ἱκέτης προσῆλθες καθαρὸς ἀβλαβὴς δόμοις·
ΑΘΗΝΑ Βαρύ το κρίμα για κρίση ανθρώπινη.
Και φόνο που γέννησε οργή ψυχής δεν έχω λόγο,
ούτε εγώ, να τον κρίνω.
Εσύ μεν σκότωσες. Αλλά ήρθες στο βωμό μου εξαγνισμένος
και για την όλη μου ακίνδυνος άρα σε δέχομαι.
Ευμεν_475οὕτως δ᾽ ἄμομφον ὄντα σ᾽ αἰδοῦμαι πόλει.
αὗται δ᾽ ἔχουσι μοῖραν οὐκ εὐπέμπελον,
καὶ μὴ τυχοῦσαι πράγματος νικηφόρου,
χώρᾳ μεταῦθις ἰὸς ἐκ φρονημάτων
πέδοι πεσὼν ἄφερτος αἰανὴς νόσος.
Όμως κι αυτές έχουν μερίδιο βαρύ επάνω σου.
Αν δεν κερδίσουν φαρμάκι
θα γίνει ο θυμός τους θα πέσει
στο χώμα
θα κάνει αρρώστιες αγιάτρευτες.
Ευμεν_480τοιαῦτα μὲν τάδ᾽ ἐστίν· ἀμφότερα, μένειν
πέμπειν τε δυσπήμαντ᾽ ἀμηχάνως ἐμοί.
ἐπεὶ δὲ πρᾶγμα δεῦρ᾽ ἐπέσκηψεν τόδε,
φόνων δικαστὰς ὁρκίους αἱρουμένη
θεσμὸν τὸν εἰς ἅπαντ᾽ ἐγὼ θήσω χρόνον.
Έτσι λοιπόν. Χάσουν κερδίσουν γκρεμός είναι
για μένα και ρέμα. Έτσι που είναι τα πράγματα
πρέπει να αποφασίσω αλλιώς.
Διαλέγω δικαστές αποδεκτούς κι ορκισμένους να κρίνουν
τους φόνους. Αυτόν τον θεσμό τον κηρύσσω. Αιώνιο.
Ευμεν_485ὑμεῖς δὲ μαρτύριά τε καὶ τεκμήρια
καλεῖσθ᾽, ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα·
κρίνασα δ᾽ ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα
ἥξω, διαιρεῖν τοῦτο πρᾶγμ᾽ ἐτητύμως,
ὅρκον πορόντας μηδὲν ἔκδικον φράσειν.
Φέρτε τώρα μαρτυρίες και θέσεις να στηρίξουν
την κρίση αλάνθαστη.
Εγώ θα διαλέξω ορθοφρονούντες πολίτες
που δεν πατούν όρκο και δίκιο.
Και θα έρθω.
Θα γίνει η κρίση αδέκαστη. (Φεύγει η Αθηνά)
Ευμεν_490ΕΡΙΝΥΕΣ νῦν καταστροφαὶ νέων
θεσμίων, εἰ κρατή-
σει δίκα -τε- καὶ βλάβα
τοῦδε ματροκτόνου.
πάντας ἤδη τόδ᾽ ἔργον εὐχερεί-
ΕΡΙΝΥΕΣ Της μητροκτονίας
το κρίμα αν γίνει κανόνας,
όλα θα αναστραφούν.

Θα τα λύσει τα χέρια
των θνητών τούτη η πράξη.
Ευμεν_495ᾳ συναρμόσει βροτούς·
πολλὰ δ᾽ ἔτυμα παιδότρωτα
πάθεα προσμένει τοκεῦ-
σιν μεταῦθις ἐν χρόνῳ.
οὐδὲ γὰρ βροτοσκόπων
Ανόσιοι γιοι δεινά
θα σωρεύουν
στους γονείς τους
στο μέλλον.
Και μας τις Σκύλες κυνηγήτρες
Ευμεν_500μαινάδων τῶνδ᾽ ἐφέρ-
ψει κότος τις ἐργμάτων—
πάντ᾽ ἐφήσω μόρον.
πεύσεται δ᾽ ἄλλος ἄλλοθεν, προφω-
νῶν τὰ τῶν πέλας κακά,
του φόνου οργή για τ’ Ανόσιο
δε θα μας πιάνει.

Και οι φόνοι θα είναι ελεύθεροι.
Θα τα λεν τα δεινά τους ο ένας στον άλλον
κι ατέλειωτα θα ‘ναι.
Ευμεν_505λῆξιν ὑπόδοσίν τε μόχθων·
ἄκεά τ᾽ οὐ βέβαια τλά-
μων [δέ τις ] μάταν παρηγορεῖ.
μηδέ τις κικλῃσκέτω
ξυμφορᾷ τετυμμένος,
Και όποιον χτυπά το κακό
θα μένει αδικαίωτος.
Κι όποιον χτυπήσει το κακό
δε θα έχει
να σηκώσει κατάρα
Ευμεν_510τοῦτ᾽ ἔπος θροούμενος,
ὦ δίκα,
ὦ θρόνοι τ᾽ Ἐρινύων.
ταῦτά τις τάχ᾽ ἂν πατὴρ
ἢ τεκοῦσα νεοπαθὴς
“Ω Δίκη Θεά Των Ερινύων εκδίκηση!”
Με ανήμπορους θρήνους
πατέρας και
μάνα του κάκου
θα κλαιν’.
Ευμεν_515οἶκτον οἰκτίσαιτ᾽, ἐπει-
δὴ πίτνει δόμος δίκας.
ἔσθ᾽ ὅπου τὸ δεινὸν εὖ,
καὶ φρενῶν ἐπίσκοπον
δεῖ μένειν καθήμενον.
Της Δίκης ο θρόνος
δε θα υπάρχει.
Καλό να υπάρχει
μέσα μας φόβος
και το νου να κρατάει.
Ευμεν_520ξυμφέρει
σωφρονεῖν ὑπὸ στένει.
τίς δὲ μηδὲν ἐν δέει
καρδίαν -ἂν- ἀνατρέφων
ἢ πόλις βροτός θ᾽ ὁμοί-
Η σωφροσύνη είναι καλή
και όταν βογγάει.
Θνητός στην καρδιά του
που δεν έχει φόβο – και για κράτος
ακόμη ισχύει το ίδιο –
Ευμεν_525ως ἔτ᾽ ἂν σέβοι δίκαν;
μήτ᾽ ἀνάρχετον βίον
μήτε δεσποτούμενον
αἰνέσῃς.
παντὶ μέσῳ τὸ κράτος
δεν σέβεται δίκιο.
Ζωή στο ζυγό
θα ζείτε και
ζωή δίχως νόμους.

Μέγα κακό.
Ευμεν_530θεὸς ὤπασεν, ἄλλ᾽
ἄλλᾳ δ᾽ ἐφορεύει.
ξύμμετρον δ᾽ ἔπος λέγω,
δυσσεβίας μὲν ὕβρις
τέκος ὡς ἐτύμως·
Το μέτρο ευλογεί ο θεός.
Κι εποπτεύει.
Και ο λόγος του φως είναι.
Την Ύβρη γεννά η ασέβεια πάντα
κι ο φρόνιμος νους
Ευμεν_535ἐκ δ᾽ ὑγιεί-
ας φρενῶν ὁ πάμφιλος
καὶ πολύευκτος ὄλβος.
ἐς τὸ πᾶν δέ σοι λέγω,
βωμὸν αἴδεσαι Δίκας·
γεννάει την άχραντη
σ’ όλους ευτυχία που θέλουμε.
Σους αιώνες και για πάντα
μια αλήθεια ισχύει.
Τη Δίκη να σέβεσαι.
Ευμεν_540μηδέ νιν
κέρδος ἰδὼν ἀθέῳ
ποδὶ λὰξ ἀτίσῃς·
ποινὰ γὰρ ἐπέσται.
κύριον μένει τέλος.
Για χάρη του κέρδους
μην την κλωτσήσει
το άθεο πόδι σου.

Θα πληρώσεις πικρά.
Το γραμμένο.
Ευμεν_545πρὸς τάδε τις τοκέων
σέβας εὖ προτίων
καὶ ξενοτί-
μους δόμων ἐπιστροφὰς
αἰδόμενός τις ἔστω.
Το γονιό σου
να σέβεσαι πρώτα απ’ όλα
και τον ξένο
που δέχεσαι στο σπίτι σου,
τίμα.
Ευμεν_550ἑκὼν δ᾽ ἀνάγκας ἄτερ δίκαιος ὢν
οὐκ ἄνολβος ἔσται·
πανώλεθρος -δ᾽- οὔποτ᾽ ἂν γένοιτο.
τὸν ἀντίτολμον δέ φαμι παρβάταν
ἄγοντα πολλὰ παντόφυρτ᾽ ἄνευ δίκας
Όποιος μονάχος του
διαλέγει το δίκιο καλότυχος θα ‘ναι
και βαριά συμφορά δεν θα τον εύρει.
Κι αυτός που ενάντιος
λαιμαργώντας πλουτίζει
Ευμεν_555βιαίως ξὺν χρόνῳ καθήσειν
λαῖφος, ὅταν λάβῃ πόνος
θραυομένας κεραίας.
καλεῖ δ᾽ ἀκούοντας οὐδὲν -ἐν- μέσᾳ
δυσπαλεῖ τε δίνᾳ·
θα τον βρει το κακό
με σχισμένα πανιά
και σπασμένο κατάρτι.
Δεν ακούει κανείς – κι
ας φωνάζει πνιγμένος στη δίνη.
Ευμεν_560γελᾷ δὲ δαίμων ἐπ᾽ ἀνδρὶ θερμῷ,
τὸν οὔποτ᾽ αὐχοῦντ᾽ ἰδὼν ἀμαχάνοις
δύαις λαπαδνὸν οὐδ᾽ ὑπερθέοντ᾽ ἄκραν·
δι᾽ αἰῶνος δὲ τὸν πρὶν ὄλβον
ἕρματι προσβαλὼν δίκας
Ο θεός τον σαρκάζει αυτόν που
ο νους του δεν λογαριάζει τι θα τον βρει
για να περάσει τον κάβο.

Τα πλούτη που σώριασε στης Δίκης το βράχο
χτυπώντας τα άδειασε.
Ευμεν_565ὤλετ᾽ ἄκλαυτος, αἶστος.
ΑΘΗΝΑ κήρυσσε, κῆρυξ, καὶ στρατὸν κατειργαθοῦ,
ἥ τ᾽ οὖν διάτορος Τυρσηνικὴ
σάλπιγξ, βροτείου πνεύματος πληρουμένη,
ὑπέρτονον γήρυμα φαινέτω στρατῷ.
Άκλαυτος πάει. (Επιστρέφει η Αθηνά. Ακολουθούν κριτές)
ΑΘΗΝΑ Σάλπισε κήρυκα. Και βάλε τάξη.
Να σκορπίσει λαλιά και αχό η σάλπιγγα φύσημα
να χορτάσει και ο κόσμος
να σιγήσει καθώς θα μπαίνουν οι δικαστές.
Ευμεν_570πληρουμένου γὰρ τοῦδε βουλευτηρίου
σιγᾶν ἀρήγει καὶ μαθεῖν θεσμοὺς ἐμοὺς
πόλιν τε πᾶσαν εἰς τὸν αἰανῆ χρόνον
καὶ τούσδ᾽ ὅπως ἂν εὖ καταγνωσθῇ δίκη.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἄναξ Ἄπολλον, ὧν ἔχεις αὐτὸς κράτει.
Να βασιλέψει σιγή για να ακούσει η πόλη
το θεσμό που ορίζω στον αιώνα τον άπαντα να ‘ναι.
Και οι δικαστές να κρίνουν δίκαια.
(Προσέρχονται
σε θέσεις οι κριτές. Εμφανίζεται και ο Απόλλωνας)
ΕΡΙΝΥΕΣ Άνακτα Απόλλωνα. Στα δικά σου να ορίζεις.
Ευμεν_575τί τοῦδε σοὶ μέτεστι πράγματος λέγε.
ΑΠΟΛΛΩΝ καὶ μαρτυρήσων ἦλθον—ἔστι γὰρ νόμῳ
ἱκέτης ὅδ᾽ ἁνὴρ καὶ δόμων ἐφέστιος
ἐμῶν, φόνου δὲ τοῦδ᾽ ἐγὼ καθάρσιος—
καὶ ξυνδικήσων αὐτός· αἰτίαν δ᾽ ἔχω
Εδώ στη δίκη ποια είναι η θέση σου;
ΑΠΟΛΛΩΝ Μάρτυρας ήρθα. Κατά το νόμο,
ο κατηγορούμενος ικέτης μου είναι
και στο βωμό μου πρόσπεσε.
Εγώ τον εξάγνισα. Και ήρθα συνήγορος.
Ευμεν_580τῆς τοῦδε μητρὸς τοῦ φόνου. σὺ δ᾽ εἴσαγε
ὅπως -τ᾽- ἐπίστᾳ τήνδε κύρωσον δίκην.
ΑΘΗΝΑ ὑμῶν ὁ μῦθος, εἰσάγω δὲ τὴν δίκην·
ὁ γὰρ διώκων πρότερος ἐξ ἀρχῆς λέγων
γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς πράγματος διδάσκαλος.
Στη μητροκτονία του συναίτιος είμαι. Κήρυξε τώρα Αθηνά
την έναρξη και επόπτευε την κρίση να βγει σωστά.
ΑΘΗΝΑ Κηρύσσω τη δίκη. Και πρώτα ο λόγος σε σας Ερινύες.
Πρώτος μιλώντας ο κατήγορος και στη σειρά
θα μας δείξει σωστά τη διάσταση της υπόθεσης.
Ευμεν_585ΕΡΙΝΥΕΣ πολλαὶ μέν ἐσμεν, λέξομεν δὲ συντόμως.
ἔπος δ᾽ ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιθείς
τὴν μητέρ᾽ εἰπὲ πρῶτον εἰ κατέκτονας.
ΟΡΕΣΤΗΣ ἔκτεινα· τούτου δ᾽ οὔτις ἄρνησις πέλει.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἓν μὲν τόδ᾽ ἤδη τῶν τριῶν παλαισμάτων.
ΕΡΙΝΥΕΣ Είμαστε πολλές λίγα θα πούμε και συ ν’ απαντάς.
Ερώτηση κι απάντηση. Τη σκότωσες τη μάνα σου;
Αυτό πες πρώτα.
ΟΡΕΣΤΗΣ Τη σκότωσα. Δεν το αρνούμαι.
ΕΡΙΝΥΕΣ Έχασες τον πρώτο γύρο.
Ευμεν_590ΟΡΕΣΤΗΣ οὐ κειμένῳ πω τόνδε κομπάζεις λόγον.
ΕΡΙΝΥΕΣ εἰπεῖν γε μέντοι δεῖ σ᾽ ὅπως κατέκτανες.
ΟΡΕΣΤΗΣ λέγω· ξιφουλκῷ χειρὶ πρὸς δέρην τεμών.
ΕΡΙΝΥΕΣ πρὸς τοῦ δ᾽ ἐπείσθης καὶ τίνος βουλεύμασιν;
ΟΡΕΣΤΗΣ τοῖς τοῦδε θεσφάτοισι· μαρτυρεῖ δέ μοι.
ΟΡΕΣΤΗΣ Δε βρήκε χώμα η πλάτη μου και μην καυχιέσαι.
ΕΡΙΝΥΕΣ Τώρα να πεις και πως τη σκότωσες.
ΟΡΕΣΤΗΣ Λέω. Με χέρι σπαθωμένο της πήρα το λαιμό.
ΕΡΙΝΥΕΣ Και ποιος γνωμάτευσε και σ’ έπεισε;
ΟΡΕΣΤΗΣ Οι χρησμοί του θεού που καταθέτει.
Ευμεν_595ΕΡΙΝΥΕΣ ὁ μάντις ἐξηγεῖτό σοι μητροκτονεῖν;
ΟΡΕΣΤΗΣ καὶ δεῦρό γ᾽ ἀεὶ τὴν τύχην οὐ μέμφομαι.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἀλλ᾽ εἴ σε μάρψει ψῆφος, ἄλλ᾽ ἐρεῖς τάχα.
ΟΡΕΣΤΗΣ πέποιθ᾽. ἀρωγὰς δ᾽ ἐκ τάφου πέμψει πατήρ.
ΕΡΙΝΥΕΣ νεκροῖσί νυν πέπισθι μητέρα κτανών.
ΕΡΙΝΥΕΣ Σου το ‘πε ο θεός να γίνεις μητροκτόνος;
ΟΡΕΣΤΗΣ Δεν την καταριέμαι την τύχη μου. Και τώρα και ποτέ.
ΕΡΙΝΥΕΣ Μόλις σε δαγκώσει η ψήφος θα τα πεις αλλιώς.
ΟΡΕΣΤΗΣ Τα ίδια θα πω. Με συντρέχει κι ο πατέρας απ’ τον τάφο.
ΕΡΙΝΥΕΣ Μάνα σκότωσες. Σε σκοτωμένους ελπίζεις;
Ευμεν_600ΟΡΕΣΤΗΣ δυοῖν γὰρ εἶχε προσβολὰς μιασμάτοιν.
ΕΡΙΝΥΕΣ πῶς δή; δίδαξον τοὺς δικάζοντας τάδε.
ΟΡΕΣΤΗΣ ἀνδροκτονοῦσα πατέρ᾽ ἐμὸν κατέκτανεν.
ΕΡΙΝΥΕΣ τοιγὰρ σὺ μὲν ζῇς, ἡ δ᾽ ἐλευθέρα φόνῳ.
ΟΡΕΣΤΗΣ τί δ᾽ οὐκ ἐκείνην ζῶσαν ἤλαυνες φυγῇ;
ΟΡΕΣΤΗΣ Δυο φόνους έχει στην πλάτη της.
ΕΡΙΝΥΕΣ Πως δύο; Πες το στους δικαστές.
ΟΡΕΣΤΗΣ Τον άντρα της και τον πατέρα μου σκότωσε.
ΕΡΙΝΥΕΣ Τι τα λες; Εκείνη πλήρωσε. Εσύ χρωστάς.
ΟΡΕΣΤΗΣ Γιατί δεν την κυνήγησες ζωντανή κι εκείνη;
Ευμεν_605ΕΡΙΝΥΕΣ οὐκ ἦν ὅμαιμος φωτὸς ὃν κατέκτανεν.
ΟΡΕΣΤΗΣ ἐγὼ δὲ μητρὸς τῆς ἐμῆς ἐν αἵματι;
ΕΡΙΝΥΕΣ πῶς γάρ σ᾽ ἔθρεψ᾽ ἂν ἐντός, ὦ μιαιφόνε,
ζώνης; ἀπεύχῃ μητρὸς αἷμα φίλτατον;
ΟΡΕΣΤΗΣ ἤδη σὺ μαρτύρησον· ἐξηγοῦ δέ μοι,
ΕΡΙΝΥΕΣ Άλλο αίμα είχε απ’ τον άντρα της.
ΟΡΕΣΤΗΣ Και εγώ έχω της μάνας μου;
ΕΡΙΝΥΕΣ Με τι σ’ έθρεψε στην κοιλιά της φονιά;
Το αίμα της μάνας σου αρνιέσαι;
ΟΡΕΣΤΗΣ Απόλλωνα θεέ! Πες αν έχω δίκιο.
Ευμεν_610Ἄπολλον, εἴ σφε σὺν δίκῃ κατέκτανον.
δρᾶσαι γὰρ ὥσπερ ἐστὶν οὐκ ἀρνούμεθα.
ἀλλ᾽ εἰ δίκαιον εἴτε μὴ τῇ σῇ φρενὶ
δοκεῖ τόδ᾽ αἷμα, κρῖνον, ὡς τούτοις φράσω.
ΑΠΟΛΛΩΝ λέξω πρὸς ὑμᾶς τόνδ᾽ Ἀθηναίας μέγαν
Το έκανα. Και είναι.
Δεν τ’ αρνιέμαι.
Αν όμως δίκαιο ή άδικο το ‘κρινες
πες να το πω. Και κατάθεσε.
ΑΠΟΛΛΩΝ Θα καταθέσω στο μεγάλο τούτο
Ευμεν_615θεσμὸν δικαίως,—μάντις ὢν δ᾽ οὐ ψεύσομαι.
οὐπώποτ᾽ εἶπον μαντικοῖσιν ἐν θρόνοις,
οὐκ ἀνδρός, οὐ γυναικός, οὐ πόλεως πέρι,
ὃ μὴ κελεύσαι Ζεὺς Ὀλυμπίων πατήρ.
τὸ μὲν δίκαιον τοῦθ᾽ ὅσον σθένει μαθεῖν,
των θεών δικαστήριο ότι δίκαια έπραξε.
Μάντης είμαι και ψέμα δεν ξέρω.

Και σε γυναίκες και άντρες και σε πόλεις ως τώρα ό,τι
προφήτευσα
 ο Ζευς, των Ολυμπίων ο πατέρας, το πρόσταξε.
Και μάθε το. Παντοδύναμη η δίκαιη κρίση του.
Ευμεν_620βουλῇ πιφαύσκω δ᾽ ὔμμ᾽ ἐπισπέσθαι πατρός·
ὅρκος γὰρ οὔτι Ζηνὸς ἰσχύει πλέον.
ΕΡΙΝΥΕΣ Ζεύς, ὡς λέγεις σύ, τόνδε χρησμὸν ὤπασε,
φράζειν Ὀρέστῃ τῷδε, τὸν πατρὸς φόνον
πράξαντα μητρὸς μηδαμοῦ τιμὰς νέμειν;
Και δέξου τη γνώμη του. Λέω λοιπόν.
Απ’ τον πατέρα μου όρκος δεν είναι πιο πάνω.
ΕΡΙΝΥΕΣ Και ο Δίας σου όρισε να πεις
στον Ορέστη τέτοιο χρησμό; Να σεβαστεί
τον πατέρα του ασεβώντας στη μάνα;
Ευμεν_625ΑΠΟΛΛΩΝ οὐ γάρ τι ταὐτὸν ἄνδρα γενναῖον θανεῖν
διοσδότοις σκήπτροισι τιμαλφούμενον,
καὶ ταῦτα πρὸς γυναικός, οὔ τι θουρίοις
τόξοις ἑκηβόλοισιν, ὥστ᾽ Ἀμαζόνος,
ἀλλ᾽ ὡς ἀκούσῃ, Παλλὰς οἵ τ᾽ ἐφήμενοι
ΑΠΟΛΛΩΝ Δεν είναι φόνος απλά. Άντρας γενναίος
σκοτώθηκε εξουσία θεόσταλτη προίκα του είχε.

Και γυναίκα τον σκότωσε. Και όχι να πω
με τόξα πολέμου – σαν Αμαζόνα
 που ρίχνει και βρίσκει
το στόχο, αλλά όπως θα σας διηγηθώ τώρα. Και
Ευμεν_630ψήφῳ διαιρεῖν τοῦδε πράγματος πέρι.
ἀπὸ στρατείας γάρ νιν ἠμποληκότα
“τὰ πλεῖστ᾽ ἄμεινον εὔφροσιν δεδεγμένη,
δροίτῃ περῶντι λουτρὰ κἀπὶ τέρματι
φᾶρος περεσκήνωσεν”, ἐν δ᾽ ἀτέρμονι
να μ’ ακούσετε Αθηνά και Κριτές και να κρίνετε.
Από πόλεμο γύρισε. Κερδισμένος.
Κι αγαπώντας τον δέχτηκε. Και τον έλουσε.
Και όταν τέλειωσε το λουτρό του, σάβανο πάνω του άπλωσε
και με πέπλο – απόχη σαν αγρίμι
Ευμεν_635κόπτει πεδήσασ᾽ ἄνδρα δαιδάλῳ πέπλῳ.
ἀνδρὸς μὲν ὑμῖν οὗτος εἴρηται μόρος
τοῦ παντοσέμνου, τοῦ στρατηλάτου νεῶν.
ταύτην τοιαύτην εἶπον, ὡς δηχθῇ λεώς,
ὅσπερ τέτακται τήνδε κυρῶσαι δίκην.
τον τύλιξε. Και τον έκοψε.
Αυτό το τέλος βρήκε
το στρατηλάτη τον παντοδύναμο.
Και τη φόνισσα την παράστησα για να κεντρίσω
τους κριτές που θα κρίνουν.
Ευμεν_640ΕΡΙΝΥΕΣ πατρὸς προτιμᾷ Ζεὺς μόρον τῷ σῷ λόγῳ·
αὐτὸς δ᾽ ἔδησε πατέρα πρεσβύτην Κρόνον.
πῶς ταῦτα τούτοις οὐκ ἐναντίως λέγεις;
ὑμᾶς δ᾽ ἀκούειν ταῦτ᾽ ἐγὼ μαρτύρομαι.
ΑΠΟΛΛΩΝ ὦ παντομισῆ κνώδαλα, στύγη θεῶν,
ΕΡΙΝΥΕΣ Όπως τα λες, τον πατέρα βάζει πάνω απ’ τη μάνα
ο Δίας. Όμως αυτός τον γερο – πατέρα του τον Κρόνο
δεν το έδεσε; Πως τα ταιριάζεις τούτα τ’ αντίθετα;

Μάρτυρες σας βάζω που τ’ ακούτε.
ΑΠΟΛΛΩΝ Κνώδαλα κοσμομίσητα, σιχάματα των θεών!
Ευμεν_645πέδας μὲν ἂν λύσειεν, ἔστι τοῦδ᾽ ἄκος
καὶ κάρτα πολλὴ μηχανὴ λυτήριος·
ἀνδρὸς δ᾽ ἐπειδὰν αἷμ᾽ ἀνασπάσῃ κόνις
ἅπαξ θανόντος, οὔτις ἔστ᾽ ἀνάστασις.
τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησεν πατὴρ
Κι απ’ τα δεσμά γλιτώνεσαι, υπάρχει τρόπος.
Κι απ’ τα πολλά γιατρεύεσαι.
Αλλά άντρας που το αίμα του θα το ρουφήξει η γη
και πεθάνει μια φορά πέθανε, δεν έχει ανάσταση.
Μόνο γι’ αυτό δεν έχει ξόρκι ο πατέρας μου.
Ευμεν_650οὑμός, τὰ δ᾽ ἄλλα πάντ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω
στρέφων τίθησιν οὐδὲν ἀσθμαίνων μένει.
ΕΡΙΝΥΕΣ πῶς γὰρ τὸ φεύγειν τοῦδ᾽ ὑπερδικεῖς ὅρα·
τὸ μητρὸς αἷμ᾽ ὅμαιμον ἐκχέας πέδοι
ἔπειτ᾽ ἐν Ἄργει δώματ᾽ οἰκήσει πατρός;
Τα άλλα όλα τα άνω κάτω φέρνει
και χωρίς λαχάνιασμα.
ΕΡΙΝΥΕΣ Κοίτα τώρα πως τα μπερδεύεις να τον σώσεις!
Χύνει το αίμα της μάνας του ανόσια κι
έπειτα στο Άργος στο πατρικό του θα κάθεται!
Ευμεν_655ποίοισι βωμοῖς χρώμενος τοῖς δημίοις;
ποία δὲ χέρνιψ φρατέρων προσδέξεται;
ΑΠΟΛΛΩΝ καὶ τοῦτο λέξω, καὶ μάθ᾽ ὡς ὀρθῶς ἐρῶ.
οὔκ ἔστι μήτηρ ἡ κεκλημένου τέκνου
τοκεύς, τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου.
Σε ποιους δημόσιους βωμούς θα θυσιάζει;
Ποιο σπίτι θ’ αγιαστεί μ’ αυτόν παρόντα;
ΑΠΟΛΛΩΝ Θ’ αποκριθώ, για να δεις την αλήθεια.
Δεν είναι όπως λεν’ ότι η μάνα γεννάει.
Μόνο τροφός του σπόρου είναι.
Ευμεν_660τίκτει δ᾽ ὁ θρῴσκων, ἡ δ᾽ ἅπερ ξένῳ ξένη
ἔσωσεν ἔρνος, οἷσι μὴ βλάψῃ θεός.
τεκμήριον δὲ τοῦδέ σοι δείξω λόγου.
πατὴρ μὲν ἂν γένοιτ᾽ ἄνευ μητρός· πέλας
μάρτυς πάρεστι παῖς Ὀλυμπίου Διός,
Ο σπορέας γεννάει. Η μάνα τον φιλεύει μόνο.
Σαν φιλοξενούσα – κι αν δεν τον βλάψει ο Δίας.
Και θα πω απόδειξη.
Μάρτυρας δίπλα σας.
Η κόρη του Δία.
Ευμεν_665οὐδ᾽ ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη,
ἀλλ᾽ οἷον ἔρνος οὔτις ἂν τέκοι θεός.
ἐγὼ δέ, Παλλάς, τἄλλα θ᾽ ὡς ἐπίσταμαι,
τὸ σὸν πόλισμα καὶ στρατὸν τεύξω μέγαν,
καὶ τόνδ᾽ ἔπεμψα σῶν δόμων ἐφέστιον,
Καμιάς κοιλιάς το σκότος δεν την έθρεψε.
Τέτοιο βλαστάρι και μάνα θεά δεν το γέννησε.
Εγώ Παλλάδα – όπως ξέρω τα τόσα,
την πόλη σου και το λαό σου θα τους μεγαλύνω.

Και τούτον τον έστειλα στον ναό σου να προσπέσει
Ευμεν_670ὅπως γένοιτο πιστὸς εἰς τὸ πᾶν χρόνου
καὶ τόνδ᾽ ἐπικτήσαιο σύμμαχον, θεά,
καὶ τοὺς ἔπειτα, καὶ τάδ᾽ αἰανῶς μένοι
στέργειν τὰ πιστὰ τῶνδε τοὺς ἐπισπόρους.
ΑΘΗΝΑ ἤδη κελεύω τούσδ᾽ ἀπὸ γνώμης φέρειν
για να γίνει πιστός σου εις τον αιώνα τον άπαντα
και σύμμαχος να ‘ναι.
Και η γενιά του.
Και τούτο που γίνεται τώρα θα ‘ναι
σημείο αναφοράς στους απογόνους.
ΑΘΗΝΑ Αρκετά τα τεκμήρια. Τώρα
Ευμεν_675ψῆφον δικαίαν, ὡς ἅλις λελεγμένων;
ΕΡΙΝΥΕΣ ἡμῖν μὲν ἤδη πᾶν τετόξευται βέλος.
μένω δ᾽ ἀκοῦσαι πῶς ἀγὼν κριθήσεται.
ΑΘΗΝΑ τί γάρ; πρὸς ὑμῶν πῶς τιθεῖσ᾽, ἄμομφος ὦ;
ΑΠΟΛΛΩΝ ἠκούσαθ᾽ ὧν ἠκούσατ᾽, ἐν δὲ καρδίᾳ
θα πουν την κρίση οι κριτές.
ΕΡΙΝΥΕΣ Εγώ τα βέλη μου τα ‘ριξα όλα
και προσμένω απόφαση.
ΑΘΗΝΑ Εσείς; Τι λέτε εσείς να μην έχω ψεγάδι;
ΑΠΟΛΛΩΝ Όσα ακούσατε τ’ ακούσατε σεις οι κριτές.
Ευμεν_680ψῆφον φέροντες ὅρκον αἰδεῖσθε, ξένοι.
ΑΘΗΝΑ κλύοιτ᾽ ἂν ἤδη θεσμόν, Ἀττικὸς λεώς,
πρώτας δίκας κρίνοντες αἵματος χυτοῦ.
ἔσται δὲ καὶ τὸ λοιπὸν Αἰγέως στρατῷ
αἰεὶ δικαστῶν τοῦτο βουλευτήριον.
Κρίνοντας τώρα να σεβαστείτε τον όρκο σας.
ΑΘΗΝΑ Πολίτες της Αθήνας πρώτη φορά δικάζετε για φόνο.
Ακούστε πως ορίζω της δίκης το θεσμό.
Τούτο το δικαστήριο των κριτών
θα μείνει αιώνιο στη χώρα του Αιγέα.
Ευμεν_685πάγον δ᾽ Ἄρειον τόνδ᾽, Ἀμαζόνων ἕδραν
σκηνάς θ᾽, ὅτ᾽ ἦλθον Θησέως κατὰ φθόνον
στρατηλατοῦσαι, καὶ πόλιν νεόπτολιν
τήνδ᾽ ὑψίπυργον ἀντεπύργωσαν τότε,
Ἄρει δ᾽ ἔθυον, ἔνθεν ἔστ᾽ ἐπώνυμος
Στο βράχο αυτόν τον Άρη – όπου οι Αμαζόνες
όταν ήρθαν φθονώντας το Θησέα,
έχτισαν πύργο στο δικό μας κατάντικρα
και στον Άρη θυσίασαν
– απ’ όπου το όνομα Άρειος Πάγος –
Ευμεν_690πέτρα, πάγος τ᾽ Ἄρειος· ἐν δὲ τῷ σέβας
ἀστῶν φόβος τε ξυγγενὴς τὸ μὴ ἀδικεῖν
σχήσει τό τ᾽ ἦμαρ καὶ κατ᾽ εὐφρόνην ὁμῶς,
αὐτῶν πολιτῶν μὴ ᾽πιχραινόντων νόμους
κακαῖς ἐπιρροαῖσι· βορβόρῳ δ᾽ ὕδωρ
στο βράχο αυτόν, ο Σεβασμός και
ο αδερφός του ο Φόβος θα συγκρατούν την αδικία
μέρα και νύχτα να μην κάνει νόμους
κατά το θέλημά του ο καθένας.

Με λάσπες και βρωμιές ανακατεύοντας
Ευμεν_695λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ᾽ εὑρήσεις ποτόν.
τὸ μήτ᾽ ἄναρχον μήτε δεσποτούμενον
ἀστοῖς περιστέλλουσι βουλεύω σέβειν,
καὶ μὴ τὸ δεινὸν πᾶν πόλεως ἔξω βαλεῖν.
τίς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν;
νερό καθαρό να πιείς δε θα βρεις.
Την Αναρχία και την Τυραννία σας διατάζω
να την αρνιέστε οι νοήμονες και
το Φόβο Θεού και Νόμου μην τον διώχνετε.

Δίχως φόβο θνητός πώς να ‘ναι δίκαιος;
Ευμεν_700τοιόνδε τοι ταρβοῦντες ἐνδίκως σέβας
ἔρυμά τε χώρας καὶ πόλεως σωτήριον
ἔχοιτ᾽ ἄν, οἷον οὔτις ἀνθρώπων ἔχει,
οὔτ᾽ ἐν Σκύθῃσιν οὔτε Πέλοπος ἐν τόποις.
κερδῶν ἄθικτον τοῦτο βουλευτήριον,
Φόβο και σεβασμό στο θεσμό που θεσπίζω
και θα έχετε φρούριο σωτηρίας και της πόλης και
της χώρας, τέτοιο που άλλο αλλού κανένας.

Μήτε ξένος μήτε Έλληνας.
Θεσπίζω λοιπόν τούτο το δικαστήριο
Ευμεν_705αἰδοῖον, ὀξύθυμον, εὑδόντων ὕπερ
ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καθίσταμαι.
ταύτην μὲν ἐξέτειν᾽ ἐμοῖς παραίνεσιν
ἀστοῖσιν εἰς τὸ λοιπόν· ὀρθοῦσθαι δὲ χρὴ
καὶ ψῆφον αἴρειν καὶ διαγνῶναι δίκην
να είναι αδέκαστο και σεβαστό και κριτής αναντίρρητος.
Φρουρός να φρουρεί το δίκιο της πόλης και
την ειρήνη της. Άγρυπνος.
Αυτές τις επισημάνσεις έκανα στο λαό μου για το μέλλον.
Τελειώνω. Σηκωθείτε. Ρίξτε την ψήφο σας.
Ευμεν_710αἰδουμένους τὸν ὅρκον. εἴρηται λόγος.
ΕΡΙΝΥΕΣ καὶ μὴν βαρεῖαν τήνδ᾽ ὁμιλίαν χθονὸς
ξύμβουλός εἰμι μηδαμῶς ἀτιμάσαι.
ΑΠΟΛΛΩΝ κἄγωγε χρησμοὺς τοὺς ἐμούς τε καὶ Διὸς
ταρβεῖν κελεύω μηδ᾽ ἀκαρπώτους κτίσαι.
Δώστε το δίκαιο κατά τον όρκο σας. (Όσο οι κριτές ψηφίζουν)
ΕΡΙΝΥΕΣ Τη δύναμη και το δίκιο μας
να μην τα πατήσετε. Αυτό συμβουλεύω.
ΑΠΟΛΛΩΝ Τους χρησμούς μου και του Δία να φοβηθείτε
σας λέω. Να μην τους πατήσετε.
Ευμεν_715ΕΡΙΝΥΕΣ ἀλλ᾽ αἱματηρὰ πράγματ᾽ οὐ λαχὼν σέβεις,
μαντεῖα δ᾽ οὐκέθ᾽ ἁγνὰ μαντεύσῃ νέμων.
ΑΠΟΛΛΩΝ ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων
πρωτοκτόνοισι προστροπαῖς Ἰξίονος;
ΕΡΙΝΥΕΣ λέγεις· ἐγὼ δὲ μὴ τυχοῦσα τῆς δίκης
ΕΡΙΝΥΕΣ Οι φόνοι δεν είναι στον κλήρο σου.
Και Μαντεία αγνά να μαντεύεις δε θα ‘χεις.
ΑΠΟΛΛΩΝ Σφάλμα λοιπόν έκανε ο πατέρας ο Δίας
όταν δέχτηκε ικέτη του τον πρώτο φονιά τον Ιξίονα;

ΕΡΙΝΥΕΣ Όπως το λες. Αν χάσω τη δίκη
Ευμεν_720βαρεῖα χώρᾳ τῇδ᾽ ὁμιλήσω πάλιν.
ΑΠΟΛΛΩΝ ἀλλ᾽ ἔν τε τοῖς νέοισι καὶ παλαιτέροις
θεοῖς ἄτιμος εἶ σύ· νικήσω δ᾽ ἐγώ.
ΕΡΙΝΥΕΣ τοιαῦτ᾽ ἔδρασας καὶ Φέρητος ἐν δόμοις·
Μοίρας ἔπεισας ἀφθίτους θεῖναι βροτούς.
θα δράσω. Θα το νιώσει η χώρα.
ΑΠΟΛΛΩΝ Ούτε οι παλιοί ούτε οι νέοι θεοί σε τιμούν.
Εγώ θα κερδίσω.

ΕΡΙΝΥΕΣ Τέτοια έκανες και με τη μοίρα του Φέρη.
Έπεισες τις Μοίρες να κάνουν τους θνητούς αθάνατους.
Ευμεν_725ΑΠΟΛΛΩΝ οὔκουν δίκαιον τὸν σέβοντ᾽ εὐεργετεῖν,
ἄλλως τε πάντως χὤτε δεόμενος τύχοι;
ΕΡΙΝΥΕΣ σύ τοι παλαιὰς διανομὰς καταφθίσας
οἴνῳ παρηπάτησας ἀρχαίας θεάς.
ΑΠΟΛΛΩΝ σύ τοι τάχ᾽ οὐκ ἔχουσα τῆς δίκης τέλος
ΑΠΟΛΛΩΝ Σ’ αυτόν που σε σέβεται και
έχει ανάγκη η βοήθεια σου δίκαιη.
ΕΡΙΝΥΕΣ Χάλασες τους παλιούς θεσμούς.
Αρχαίες θεές και μας ξεγέλασες. Μας πότισες οίνο.
ΑΠΟΛΛΩΝ Θα τη χάσεις τη δίκη.
Ευμεν_730ἐμῇ τὸν ἰὸν οὐδὲν ἐχθροῖσιν βαρύν.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἐπεὶ καθιππάζῃ με πρεσβῦτιν νέος,
δίκης γενέσθαι τῆσδ᾽ ἐπήκοος μένω,
ὡς ἀμφίβουλος οὖσα θυμοῦσθαι πόλει.
ΑΘΗΝΑ ἐμὸν τόδ᾽ ἔργον, λοισθίαν κρῖναι δίκην.
Ξεθυμασμένο φαρμάκι θα ξερνάς στους εχθρούς σου.
ΕΡΙΝΥΕΣ Ακόμα μικρός είσαι. Και κοροϊδεύεις
μια γριά. Περιμένω ν’ ακούσω την απόφαση.
Όμως για το μετά δίβουλη είμαι.
ΑΘΗΝΑ Τον τελευταίο λόγο τον έχω εγώ.
Ευμεν_735ψῆφον δ᾽ Ὀρέστῃ τήνδ᾽ ἐγὼ προσθήσομαι.
μήτηρ γὰρ οὔτις ἐστὶν ἥ μ᾽ ἐγείνατο,
τὸ δ᾽ ἄρσεν αἰνῶ πάντα, πλὴν γάμου τυχεῖν,
ἅπαντι θυμῷ, κάρτα δ᾽ εἰμὶ τοῦ πατρός.
οὕτω γυναικὸς οὐ προτιμήσω μόρον
Θα υπερψηφίσω τον Ορέστη.
Δε με γέννησε μάνα.
Και υποστηρίζω τον άντρα σε όλα.
Εκτός απ’ το γάμο.
Με την ψυχή μου τον πατέρα υποστηρίζω,
δε βάζω πιο πάνω της γυναίκας το θάνατο
Ευμεν_740ἄνδρα κτανούσης δωμάτων ἐπίσκοπον.
νικᾷ δ᾽ Ὀρέστης, κἂν ἰσόψηφος κριθῇ.
ἐκβάλλεθ᾽ ὡς τάχιστα τευχέων πάλους,
ὅσοις δικαστῶν τοῦτ᾽ ἐπέσταλται τέλος.
ΟΡΕΣΤΗΣ ὦ Φοῖβ᾽ Ἄπολλον, πῶς ἀγὼν κριθήσεται;
που τον άντρα της σκότωσε, το στύλο του σπιτιού της.
Και με ισοψηφία ακόμα νικάει ο Ορέστης.
Όσοι κρίνουν λοιπόν ας μετρήσουν
τις ψήφους στις κάλπες.
ΟΡΕΣΤΗΣ Φοίβε Απόλλωνα! Στην κόψη βρίσκομαι.
Ευμεν_745ΕΡΙΝΥΕΣ ὦ Νὺξ μέλαινα μῆτερ, ἆρ᾽ ὁρᾷς τάδε;
ΟΡΕΣΤΗΣ νῦν ἀγχόνης μοι τέρματ᾽, ἢ φάος βλέπειν.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἡμῖν γὰρ ἔρρειν, ἢ πρόσω τιμὰς νέμειν.
ΑΠΟΛΛΩΝ πεμπάζετ᾽ ὀρθῶς ἐκβολὰς ψήφων, ξένοι,
τὸ μὴ ᾽δικεῖν σέβοντες ἐν διαιρέσει.
ΕΡΙΝΥΕΣ Νύχτα Μαύρη. Τα βλέπεις τα έργα τους!
ΟΡΕΣΤΗΣ Ή στη ζωή ή στην κρεμάλα βαδίζω.
ΕΡΙΝΥΕΣ Ή θα γκρεμιστεί ή θα σωθεί ο κόσμος.
ΑΠΟΛΛΩΝ Να μετρήσετε τις ψήφους σωστά.
Δίκαιο μέτρημα.
Ευμεν_750γνώμης δ᾽ ἀπούσης πῆμα γίγνεται μέγα,
βαλοῦσά τ᾽ οἶκον ψῆφος ὤρθωσεν μία.
ΑΘΗΝΑ ἀνὴρ ὅδ᾽ ἐκπέφευγεν αἵματος δίκην·
ἴσον γάρ ἐστι τἀρίθμημα τῶν πάλων.
Μία ψήφος λάθος και ή το άδικο θα τραφεί
και θα μεγαλώσει, ή σπίτια θα σωθούν. (Μετά το μέτρημα)
ΑΘΗΝΑ Αθώος του φόνου.
Οι ψήφοι είναι μισοί μισοί.
Ευμεν_755ΟΡΕΣΤΗΣ ὦ Παλλάς, ὦ σώσασα τοὺς ἐμοὺς δόμους.
γαίας πατρῴας ἐστερημένον σύ τοι
κατῴκισάς με· καί τις Ἑλλήνων ἐρεῖ,
“Ἀργεῖος ἁνὴρ αὖθις ἔν τε χρήμασιν
οἰκεῖ πατρῴοις, Παλλάδος καὶ Λοξίου
ἕκατι, καὶ τοῦ πάντα κραίνοντος τρίτου
ΟΡΕΣΤΗΣ Παλλάδα Αθηνά. Και σωτήρα μου!
Στην πατρική μου γη που την πήραν
με ξανάστησες. Όλοι θα λεν για μένα :
“Αργείος ξανάγινε. Στου πατέρα του
το παλάτι ξαναέγινε αφέντης, χάρη στην Παλλάδα
και στο Φοίβο, και στο Δία τον Μέγα – τον τρίτο
Ευμεν_760σωτῆρος, ” ὃς πατρῷον αἰδεσθεὶς μόρον
σῴζει με, μητρὸς τάσδε συνδίκους ὁρῶν.
ἐγὼ δὲ χώρᾳ τῇδε καὶ τῷ σῷ στρατῷ
τὸ λοιπὸν εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον
ὁρκωμοτήσας νῦν ἄπειμι πρὸς δόμους,
σωτήρα“. Ο Δίας! Αυτός με έσωσε ενάντια
στης μάνας μου τις Μαύρες εκδικήτρες.
Φεύγω τώρα. Γυρίζω στην πατρίδα.
Και ορκίζομαι. Στην πόλη αυτή και
στο λαό της Αργείος κυβερνήτης
Ευμεν_765μήτοι τιν᾽ ἄνδρα δεῦρο πρυμνήτην χθονὸς
ἐλθόντ᾽ ἐποίσειν εὖ κεκασμένον δόρυ.
αὐτοὶ γὰρ ἡμεῖς ὄντες ἐν τάφοις τότε
τοῖς τἀμὰ παρβαίνουσι νῦν ὁρκώματα
ἀμηχάνοισι πράξομεν δυσπραξίαις,
δε θα πατήσει πόδι πολέμου.
Εις τον αιώνα τον άπαντα.
Από τον τάφο μου μέσα τους παραβάτες
των όρκων μου σε δεινά θα τους σπρώξω.
Σε δρόμους να κλαινε.
Ευμεν_770ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους
τιθέντες, ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ πόνος·
ὀρθουμένων δέ, καὶ πόλιν τὴν Παλλάδος
τιμῶσιν αἰεὶ τήνδε συμμάχῳ δορί,
αὐτοῖσιν ἡμεῖς ἐσμεν εὐμενέστεροι.
Σε χρησμούς να τους φέρουν σε παγίδες περάσματα
Να λεν’ αχ πως! Να χτυπιώνται.
Αν τηρήσουν τους όρκους μου και αιώνια δέσουν
συμμαχία πολέμου με την πόλη σου Δέσποινα
δίπλα τους θα ‘μαι και προστάτης τους.
Ευμεν_775καὶ χαῖρε, καὶ σὺ καὶ πολισσοῦχος λεώς·
πάλαισμ᾽ ἄφυκτον τοῖς ἐναντίοις ἔχοις,
σωτήριόν τε καὶ δορὸς νικηφόρον.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἰὼ θεοὶ νεώτεροι, παλαιοὺς νόμους
καθιππάσασθε κἀκ χερῶν εἵλεσθέ μου.
Χαίρε Αθηνά Κι ο λαός της Αθήνας ανίκητος να ‘ναι
από τους εχθρούς του
. Πάντα. Νικηφόρα να είναι
της σωτηρίας τα όπλα σου. (Φεύγει ο Ορέστης)
ΕΡΙΝΥΕΣ Ουαί Ουαί! Καινούργιοι θεοί! Τους αιώνιους
νόμους μας αρπάξατε.
Και τους ρίξατε κάτω.
Ευμεν_780ἐγὼ δ᾽ ἄτιμος ἁ τάλαινα βαρύκοτος
ἐν γᾷ τᾷδε, φεῦ,
ἰὸν ἰὸν ἀντιπενθῆ
μεθεῖσα καρδίας, σταλαγμὸν χθονὶ
ἄφορον· ἐκ δὲ τοῦ
Ντροπή σε μας φέρατε και ατίμωση.
Φαρμάκι. Πικρή πληρωμή
θα χύσω. Χολή.
Θα τη ρημάξω τη γη σας
Μαρασμού και
Ευμεν_785λειχὴν ἄφυλλος, ἄτεκνος,
ἰὼ δίκα, πέδον ἐπισύμενος
βροτοφθόρους κηλῖδας ἐν χώρᾳ βαλεῖ.
στενάζω· τί ῥέξω;
γελῶμαι πολίταις.
θανάτου αρρώστια θα πέσει.
Ω Δίκη! Εκδίκηση!
Πληγές του θανάτου παντού.
Στενάζω.
Με ξεγέλασαν.
Ευμεν_790δύσοισθ᾽ ἅπαθον.
ἰὼ μεγάλα τοὶ κόραι δυστυχεῖς
Νυκτὸς ἀτιμοπενθεῖς.
ΑΘΗΝΑ ἐμοὶ πίθεσθε μὴ βαρυστόνως φέρειν.
Ανυπόφορα αυτά τα πάθη για μένα!
Αλίμονό μας! Αλίμονό μας. Κόρες της Νύχτας.
Ντροπιασμένες. Ανίσχυρες.
ΑΘΗΝΑ Εμένα ν’ ακούτε. Μη χτυπάτε τα στήθια σας.
Ευμεν_795οὐ γὰρ νενίκησθ᾽, ἀλλ᾽ ἰσόψηφος δίκη
ἐξῆλθ᾽ ἀληθῶς, οὐκ ἀτιμίᾳ σέθεν·
ἀλλ᾽ ἐκ Διὸς γὰρ λαμπρὰ μαρτύρια παρῆν,
αὐτός θ᾽ ὁ χρήσας αὐτὸς ἦν ὁ μαρτυρῶν,
ὡς ταῦτ᾽ Ὀρέστην δρῶντα μὴ βλάβας ἔχειν.
Δεν νικηθήκατε. Η μοιρασμένη
η κρίση δεν ταπεινώνει.

Υπήρξε καθαρή του Δια η επιμαρτύρηση.
Γιατί αυτός χρησμοδότησε.
Γιατί αυτός του βεβαίωσε τον απλήρωτο φόνο.
Ευμεν_800ὑμεῖς δὲ μὴ θυμοῦσθε μηδὲ τῇδε γῇ
βαρὺν κότον σκήψητε, μηδ᾽ ἀκαρπίαν
τεύξητ᾽, ἀφεῖσαι “δαιμόνων σταλάγματα,
βρωτῆρας αἰχμὰς σπερμάτων ἀνημέρους.
ἐγὼ γὰρ ὑμῖν πανδίκως ὑπίσχομαι
Μήτε την οργή σας στη γη μου
να ρίξετε μήτε τη λύπη σας. Μήτε αφρούς
δαιμόνων σιτοδείας να στάξετε
μήτε στο σπόρο μήτε στο ωρίμασμα.
Το δίκιο σας το ομολογώ και ιερές
Ευμεν_805ἕδρας τε καὶ κευθμῶνας ἐνδίκου χθονὸς
λιπαροθρόνοισιν ἡμένας ἐπ᾽ ἐσχάραις
ἕξειν ὑπ᾽ ἀστῶν τῶνδε τιμαλφουμένας.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἰὼ θεοὶ νεώτεροι, παλαιοὺς νόμους
καθιππάσασθε κἀκ χερῶν εἵλεσθέ μου.
σας υπόσχομαι κρύπτες στη γη και
πλούσιους βωμούς να θρονιάζεστε δίκαια.

Και του λαού μου οι τιμές οι μεγάλες δε θα σας λείψουν.
ΕΡΙΝΥΕΣ Ουαί Ουαί! Καινούργιοι θεοί! Τους αιώνιους
νόμους μας αρπάξατε.
Και τους ρίξατε κάτω.
Ευμεν_810ἐγὼ δ᾽ ἄτιμος ἁ τάλαινα βαρύκοτος
ἐν γᾷ τᾷδε, φεῦ,
ἰὸν ἰὸν ἀντιπενθῆ
μεθεῖσα καρδίας, σταλαγμὸν χθονὶ
ἄφορον· ἐκ δὲ τοῦ
Ντροπή σε μας φέρατε και ατίμωση.
Φαρμάκι. Πικρή πληρωμή
θα χύσω. Χολή.
Θα τη ρημάξω τη γη σας
Μαρασμού
Ευμεν_815λειχὴν ἄφυλλος, ἄτεκνος,
ἰὼ δίκα, πέδον ἐπισύμενος
βροτοφθόρους κηλῖδας ἐν χώρᾳ βαλεῖ.
στενάζω· τί ῥέξω;
γελῶμαι πολίταις·
και θανάτου αρρώστια θα πέσει.
Ω Δίκη! Εκδίκηση!
Πληγές του θανάτου παντού.
Στενάζω.
Με ξεγέλασαν
Ευμεν_820δύσοισθ᾽ ἅπαθον.
ἰὼ μεγάλα τοι κόραι δυστυχεῖς
Νυκτὸς ἀτιμοπενθεῖς.
ΑΘΗΝΑ οὐκ ἔστ᾽ ἄτιμοι, μηδ᾽ ὑπερθύμως ἄγαν
Ανυπόφορα αυτά τα πάθη για μένα
Αλίμονό μας! Αλίμονό μας. Κόρες της Νύχτας.
Ντροπιασμένες. Ανίσχυρες.
ΑΘΗΝΑ Δε σας ατίμασαν. Ούτε η οργή σας,
Ευμεν_825θεαὶ βροτῶν κτίσητε δύσκηλον χθόνα.
κἀγὼ πέποιθα Ζηνί, καὶ τί δεῖ λέγειν;
καὶ κλῇδας οἶδα δώματος μόνη θεῶν,
ἐν ᾧ κεραυνός ἐστιν ἐσφραγισμένος·
ἀλλ᾽ οὐδὲν αὐτοῦ δεῖ· σὺ δ᾽ εὐπιθὴς ἐμοὶ
θεές, να χτυπήσει τη χώρα μου.
Και τι ν’ απειλώ; Στο Δία στηρίζομαι.
Και τα κλειδιά και το δώμα που φυλάει κλειδωμένο τον
Κεραυνό ο πατέρας μόνη απ’ όλους εγώ τα ξέρω.
Ας μη χρειαστεί. Μην παραφέρεστε συμφορές
Ευμεν_830γλώσσης ματαίας μὴ ᾽κβάλῃς ἔπη χθονί,
καρπὸν φέροντα πάντα μὴ πράσσειν καλῶς
κοίμα κελαινοῦ κύματος πικρὸν μένος
ὡς σεμνότιμος καὶ ξυνοικήτωρ ἐμοί·
πολλῆς δὲ χώρας τῆσδ᾽ ἔτ᾽ ἀκροθίνια
και κατάρες μην ξεστομίζεις.
Άκαρπη γλώσσα.
Το μαύρο αίμα και
την οργή που σε πνίγει κοίμησέ τα.
Συγκάτοικος μαζί μου και
συντιμώμενη θα ‘σαι.
Τι άλλο θέλεις;
Ευμεν_835θύη πρὸ παίδων καὶ γαμηλίου τέλους
ἔχουσ᾽ ἐς αἰεὶ τόνδ᾽ ἐπαινέσεις λόγον.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἐμὲ παθεῖν τάδε, φεῦ,
ἐμὲ παλαιόφρονα κατά τε γᾶς οἰκεῖν,
φεῦ, ἀτίετον μύσος.
Τις θυσίες της γέννας και του γάμου θα χαίρεσαι.
Ευλογημένη θα τη λες την ώρα τούτη. Για πάντα.
ΕΡΙΝΥΕΣ Εγώ να τα πάθω αυτά!
Η πρώτη πανάρχαια θεά.
Και να ζω
ντροπιασμένη και άτιμη. Αλίμονό μου,
Ευμεν_840πνέω τοι μένος ἅπαντά τε κότον.
οἶ οἶ δᾶ, φεῦ.
τίς μ᾽ ὑποδύεται, -τίς- ὀδύνα πλευράς ;
θυμὸν ἄιε, μᾶτερ
μανία και οργή ξεφυσώ.
Και εκδίκηση.
Στα πλευρά μου
συστρέφεται πόνος.
Ευμεν_845Νύξ· ἀπὸ γάρ με τι-
μᾶν δαναιᾶν θεῶν
δυσπάλαμοι παρ᾽ οὐδὲν ἦραν δόλοι.
ΑΘΗΝΑ ὀργὰς ξυνοίσω σοι· γεραιτέρα γὰρ εἶ.
καὶ τῷ μὲν -εἶ- σὺ κάρτ᾽ ἐμοῦ σοφωτέρα·
Νύχτα μου. Μάνα μου. Άκουσε !
Τις τιμές τις πανάρχαιες ανίκητοι δόλοι των θεών
μου τις άρπαξαν
. Ένα τίποτα μ’ έκαναν.
ΑΘΗΝΑ Δε σε συνερίζομαι. Πρεσβύτερη είσαι
και στη γνώση της πείρας ανώτερη.
Ευμεν_850φρονεῖν δὲ κἀμοὶ Ζεὺς ἔδωκεν οὐ κακῶς.
ὑμεῖς δ᾽ ἐς ἀλλόφυλον ἐλθοῦσαι χθόνα
γῆς τῆσδ᾽ ἐρασθήσεσθε· προυννέπω τάδε.
οὑπιρρέων γὰρ τιμιώτερος χρόνος
ἔσται πολίταις τοῖσδε. καὶ σὺ τιμίαν
Όμως κρίνω κι εγώ. Με προίκισε ο Δίας.
Αν πάρετε τα μάτια σας σε χώρες αλλόφυλες, τούτη
τη γη πολύ θα την κλάψετε.
Τούτη η χώρα στα χρόνια που έρχονται με δόξες θ’ ανθίσει.
Και συ τιμημένη,
Ευμεν_855ἕδραν ἔχουσα πρὸς δόμοις Ἐρεχθέως
τεύξῃ παρ᾽ ἀνδρῶν καὶ γυναικείων στόλων,
ὅσων παρ᾽ ἄλλων οὔποτ᾽ ἂν σχέθοις βροτῶν.
σὺ δ᾽ ἐν τόποισι τοῖς ἐμοῖσι μὴ βάλῃς
μήθ᾽ αἱματηρὰς θηγάνας, σπλάγχνων βλάβας
δίπλα στο θρόνο του Ερεχθέα θα κάθεσαι.
Κι ομάδες – ομάδες γυναίκες και άντρες
θα σε λιτανεύουν, όσο πουθενά δεν σε λιτάνευσε κανένας.

Στον τόπο μη σέρνεις διχόνοια και
δαγκάνες πληγών που παλαβώνουν
Ευμεν_860νέων, ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν,
μήτ᾽, ἐξελοῦσ᾽ ὡς καρδίαν ἀλεκτόρων,
ἐν τοῖς ἐμοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσῃς Ἄρη
ἐμφύλιόν τε καὶ πρὸς ἀλλήλους θρασύν.
θυραῖος ἔστω πόλεμος, οὐ μόλις παρών,
τους νέους στα καλά τους και σκοτώνονται.
Μην τους ανάψεις σαν κοκόρια και
φλογίσεις τον Άρη με αίμα τους και
τον έναν στον άλλον.

Κράτα τον πόλεμο μακρά τους.
Ευμεν_865ἐν ᾧ τις ἔσται δεινὸς εὐκλείας ἔρως·
ἐνοικίου δ᾽ ὄρνιθος οὐ λέγω μάχην
τοιαῦθ᾽ ἑλέσθαι σοι πάρεστιν ἐξ ἐμοῦ,
εὖ δρῶσαν, εὖ πάσχουσαν, εὖ τιμωμένην
χώρας μετασχεῖν τῆσδε θεοφιλεστάτης.
Κι ο ερχομός του – αν είναι – τη μανία της δόξας
να σπείρει
 – μιλώ για πολέμους μεγάλους –
δε μιλώ για ξεσπάσματα πετεινών στον ορνιθώνα.
Αυτά σου προσφέρω. Και διάλεξε. Δώσε και πάρε.
Να σε τιμάει μια χώρα θεοφίλητη.
Ευμεν_870ΕΡΙΝΥΕΣ ἐμὲ παθεῖν τάδε, φεῦ,
ἐμὲ παλαιόφρονα κατά τε γᾶς οἰκεῖν,
φεῦ, ἀτίετον μύσος.
πνέω τοι μένος ἅπαντά τε κότον.
οἶ οἶ δᾶ, φεῦ.
ΕΡΙΝΥΕΣ Εγώ να τα πάθω αυτά!
Η πρώτη πανάρχαια θεά! Και να ζω
ντροπιασμένη και άτιμη
. Αλίμονο.
Μανία κι οργή ξεφυσώ
και εκδίκηση.
Ευμεν_875τίς μ᾽ ὑποδύεται, τίς ὀδύνα πλευράς;
θυμὸν ἄιε, μᾶτερ
Νύξ· ἀπὸ γάρ με τι-
μᾶν δαναιᾶν θεῶν
Στα πλευρά μου
συστρέφεται πόνος.
Νύχτα μου. Μάνα μου. Άκουσε.
Τις τιμές τις πανάρχαιες ανίκητοι
Ευμεν_880δυσπάλαμοι παρ᾽ οὐδὲν ἦραν δόλοι.
ΑΘΗΝΑ οὔτοι καμοῦμαί σοι λέγουσα τἀγαθά,
ὡς μήποτ᾽ εἴπῃς πρὸς νεωτέρας ἐμοῦ
θεὸς παλαιὰ καὶ πολισσούχων βροτῶν
ἄτιμος ἔρρειν τοῦδ᾽ ἀπόξενος πέδου.
δόλοι των θεών μου τις άρπαξαν. Ένα τίποτα μ’ έκαναν.
ΑΘΗΝΑ Θα τα λέω και θα τα ξαναλέω τα κέρδη σου.
Να μην πεις ότι Αρχαίες θεές
και τις έδιωξε νέα
κι ο λαός της ασέβαστες.
Ευμεν_885ἀλλ᾽ εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας;
γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον,
σὺ δ᾽ οὖν μένοις ἄν· εἰ δὲ μὴ θέλεις μένειν,
οὔ τἂν δικαίως τῇδ᾽ ἐπιρρέποις πόλει
μῆνίν τιν᾽ ἢ κότον τιν᾽ ἢ βλάβην στρατῷ.
Αν τιμάς την Πειθώ – γλύκασμα
γλώσσας στα λόγια – θα μείνεις.
Αν αρνηθείς, άσε τη χώρα μου ήσυχη.
Μην πας να τη χαλάσεις με οργές και
ζημιά και τόσο παράτολμα.
Ευμεν_890ἔξεστι γάρ σοι τῆσδε γαμόρῳ χθονὸς
εἶναι δικαίως ἐς τὸ πᾶν τιμωμένῃ.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἄνασσ᾽ Ἀθάνα, τίνα με φὴς ἔχειν ἕδραν;
ΑΘΗΝΑ πάσης ἀπήμον᾽ οἰζύος· δέχου δὲ σύ.
ΕΡΙΝΥΕΣ καὶ δὴ δέδεγμαι· τίς δέ μοι τιμὴ μένει;
Στο χέρι σου είναι να ‘χεις μερίδιο
σε τούτη τη γη και τιμές στους Αιώνες.

(Ξαφνικά και σε άλλη ατμόσφαιρα) ΕΡΙΝΥΕΣ Άνασα Αθηνά.
Τι βωμό θα ‘χω; ΑΘΗΝΑ Αδάκρυτο δέξου.
ΕΡΙΝΥΕΣ Το δέχομαι πες. Ποιες τιμές θα ‘χω;
Ευμεν_895ΑΘΗΝΑ ὡς μή τιν᾽ οἶκον εὐθενεῖν ἄνευ σέθεν.
ΕΡΙΝΥΕΣ σὺ τοῦτο πράξεις, ὥστε με σθένειν τόσον;
ΑΘΗΝΑ τῷ γὰρ σέβοντι συμφορὰς ὀρθώσομεν.
ΕΡΙΝΥΕΣ καί μοι πρόπαντος ἐγγύην θήσῃ χρόνου;
ΑΘΗΝΑ ἔξεστι γάρ μοι μὴ λέγειν ἃ μὴ τελῶ.
ΑΘΗΝΑ Στερέωμα σπιτιού. Μόνο με Σένα.
ΕΡΙΝΥΕΣ Τόσο θα μπορώ; Θα το κάνεις;
ΑΘΗΝΑ Ασυμφόριστος όποιος σε σέβεται.
ΕΡΙΝΥΕΣ Με εγγυάσαι για πάντα;
ΑΘΗΝΑ Αν δεν μπορούσα δε θα το έταζα.
Ευμεν_900ΕΡΙΝΥΕΣ θέλξειν μ᾽ ἔοικας καὶ μεθίσταμαι κότου.
ΑΘΗΝΑ τοιγὰρ κατὰ χθόν᾽ οὖσ᾽ ἐπικτήσῃ φίλους.
ΕΡΙΝΥΕΣ τί οὖν μ᾽ ἄνωγας τῇδ᾽ ἐφυμνῆσαι χθονί;
ΑΘΗΝΑ ὁποῖα νίκης μὴ κακῆς ἐπίσκοπα,
καὶ ταῦτα γῆθεν ἔκ τε ποντίας δρόσου
ΕΡΙΝΥΕΣ Ξεθυμώνω. Με μάγεψες.
ΑΘΗΝΑ Θα σ’ αγαπήσει η χώρα μου όλη.
ΕΡΙΝΥΕΣ Τι ευχές θέλεις να ευχηθώ για τη χώρα σου;
ΑΘΗΝΑ Ευχές ευτυχίας.
Αγέρες Στεριάς
Ευμεν_905ἐξ οὐρανοῦ τε· κἀνέμων ἀήματα
εὐηλίως πνέοντ᾽ ἐπιστείχειν χθόνα·
καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν ἐπίρρυτον
ἀστοῖσιν εὐθενοῦντα μὴ κάμνειν χρόνῳ,
καὶ τῶν βροτείων σπερμάτων σωτηρίαν.
Ουρανού και Θάλασσας
ηλιόχαρες πνοές να στέλνουν στη χώρα μου.
Θα υπάρχει αφθονία καρπών
και ποιμνίων.
Και τους άνομους
να τους παίρνει ρομφαία.
Ευμεν_910τῶν εὐσεβούντων δ᾽ ἐκφορωτέρα πέλοις.
στέργω γάρ, ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην,
τὸ τῶν δικαίων τῶνδ᾽ ἀπένθητον γένος.
τοιαῦτα σοὔστι. τῶν ἀρειφάτων δ᾽ ἐγὼ
πρεπτῶν ἀγώνων οὐκ ἀνέξομαι τὸ μὴ οὐ
Των δικαίων τη φύτρα – σαν καλός
κηπουρός – τη φροντίζω εγώ.
Τέτοιες ευχές κάνω. Και για
νίκες πολέμου – αν πεις –
καμιά δε θ’ αφήσω να χορτάσει
Ευμεν_915τήνδ᾽ ἀστύνικον ἐν βροτοῖς τιμᾶν πόλιν.
ΕΡΙΝΥΕΣ δέξομαι Παλλάδος ξυνοικίαν,
οὐδ᾽ ἀτιμάσω πόλιν,
τὰν καὶ Ζεὺς ὁ παγκρατὴς Ἄρης τε
φρούριον θεῶν νέμει,
τη δόξα πιο πολύ απ’ την πόλη μου.
ΕΡΙΝΥΕΣ Θα δεχτώ να συνοικώ με την Παλλάδα
και στην πόλη της δε θ’ ασεβήσω.
Αφού ο παντοδύναμος και του πολέμου
ο θεός, ο Άρης, προπύργιο
Ευμεν_920ῥυσίβωμον Ἑλλάνων ἄγαλμα δαιμόνων·
τ᾽ ἐγὼ κατεύχομαι
θεσπίσασα πρευμενῶς
ἐπισσύτους βίου τύχας ὀνησίμους
τη θέλουν των θεών της Ελλάδας,
βωμό και παραστάτη.
Έτσι προφητεύω
και εύχομαι.
Ευμεν_925γαίας ἐξαμβρῦσαι
φαιδρὸν ἁλίου σέλας.
ΑΘΗΝΑ τάδ᾽ ἐγὼ προφρόνως τοῖσδε πολίταις
πράσσω, μεγάλας καὶ δυσαρέστους
δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη.
Ζωοδότης ο Ήλιος, να δίνει στη γη
ν’ αναβλύζουν αγαθά και χαρές ατελείωτα
.
ΑΘΗΝΑ Για το καλό του λαού,
ορίζω στην πόλη προστάτισσες
τις Μαύρες θεές τις Μεγάλες
.
Ευμεν_930πάντα γὰρ αὗται τὰ κατ᾽ ἀνθρώπους
ἔλαχον διέπειν.
ὁ δὲ μὴ κύρσας βαρεῶν τούτων
οὐκ οἶδεν ὅθεν πληγαὶ βιότου.
τὰ γὰρ ἐκ προτέρων ἀπλακήματά νιν
Τα ανθρώπινα όλα αυτές
να τα ορίζουν.
Κι όποιος το χέρι τους
δεν ένιωσε πάνω του,
δεν ξέρει ποιος τα δεινά ξεφυσά και
Ευμεν_935πρὸς τάσδ᾽ ἀπάγει, σιγῶν -δ᾽- ὄλεθρος
καὶ μέγα φωνοῦντ᾽
ἐχθραῖς ὀργαῖς ἀμαθύνει.
ΕΡΙΝΥΕΣ δενδροπήμων δὲ μὴ πνέοι βλάβα,
τὰν ἐμὰν χάριν λέγω·
σε ποιον των γονιών αμαρτίες τον σέρνουν.
Όταν το μάθει φωνάζει και δέρνεται,
αλλά μαύρη οργή σιωπηλή τον τσακίζει.
ΕΡΙΝΥΕΣ Χιονιάς να μη φυσήξει δεντροξηραντής
– ευχή και έργο κάνω –
Ευμεν_940φλογμός τ᾽ ὀμματοστερὴς φυτῶν, τὸ
μὴ περᾶν ὅρον τόπων,
μηδ᾽ ἄκαρπος αἰανὴς ἐφερπέτω νόσος,
μῆλά τ᾽ εὐθενοῦντα γᾶ
ούτε λίβας που τα μάτια τυφλώνει των φυτών
να μην περάσει προς τα δω.
Κι αρρώστια των καλών καρπών
να μην πέσει εδώ ποτέ
.
Ευμεν_945ξὺν διπλοῖσιν ἐμβρύοις
τρέφοι χρόνῳ τεταγμένῳ· γόνος -δ᾽-
πλουτόχθων ἑρμαίαν
δαιμόνων δόσιν τίοι.
ΑΘΗΝΑ ἦ τάδ᾽ ἀκούετε, πόλεως φρούριον,
Ο Πάνας να βοσκά
κοπάδια
 καλόγεννα
και να δοξάζουν τους θεούς
τα πλούτη της θείας ετούτης γης.
ΑΘΗΝΑ Ακούτε κριτές τι λεν’ και
Ευμεν_950οἷ᾽ ἐπικραίνει; μέγα γὰρ δύναται
πότνι᾽ Ἐρινὺς παρά τ᾽ ἀθανάτοις
τοῖς θ᾽ ὑπὸ γαῖαν, περί τ᾽ ἀνθρώπων
φανερῶς τελέως διαπράσσουσιν,
τοῖς μὲν ἀοιδάς, τοῖς δ᾽ αὖ δακρύων
πως υπόσχονται.
Οι σεβαστές Ερινύες τα πάντα μπορούν στους θεούς
τ’ Ουρανού και του Άδη. Και τη ζωή των θνητών
ως το τέλος τη φέρνουν,
αλλού με χαρές, κι αλλού
Ευμεν_955βίον ἀμβλωπὸν παρέχουσαι.
ΕΡΙΝΥΕΣ ἀνδροκμῆτας δ᾽ ἀώρ-
ους ἀπεννέπω τύχας,
νεανίδων τ᾽ ἐπηράτων
ἀνδροτυχεῖς βιότους
σκοτεινή με το δάκρυ.
ΕΡΙΝΥΕΣ Και τον άγουρο των παλικαριών
το χαλασμό ξορκίζω
.
Μοίρες, σεις που ορίζετε,
– θεές και αδερφές μου –
Ευμεν_960δότε, κύρι᾽ ἔχοντες,
θεαί τ᾽ ὦ Μοῖραι
ματροκασιγνῆται,
δαίμονες ὀρθονόμοι,
παντὶ δόμῳ μετάκοινοι,
στις κοπέλας
τις καλές δώστε
να καλοπαντρευτούν,
που μπαίνετε
στα σπιτικά και
Ευμεν_965παντὶ χρόνῳ δ᾽ ἐπιβριθεῖς
ἐνδίκοις ὁμιλίαις,
πάντᾳ τιμιώταται θεῶν.
ΑΘΗΝΑ τάδε τοι χώρᾳ τἠμῇ προφρόνως
ἐπικραινομένων
κάθε ώρα βρίσκεται
ο ίσκιος σας παντού
ο πολυτιμημένος.
ΑΘΗΝΑ Χαίρομαι που χαρίζεστε
καλόψυχα στη χώρα μου.
Ευμεν_970γάνυμαι· στέργω δ᾽ ὄμματα Πειθοῦς,
ὅτι μοι γλῶσσαν καὶ στόμ᾽ ἐπωπᾷ
πρὸς τάσδ᾽ ἀγρίως ἀπανηναμένας·
ἀλλ᾽ ἐκράτησε Ζεὺς ἀγοραῖος·
νικᾷ δ᾽ ἀγαθῶν
Και την Πειθώ ευχαριστώ
που γλύκανε τα λόγια και τη γλώσσα μου,
όταν των Ερινύων η εχθρότητα αρνιόταν
.
Αλλά νίκησε ο Δίας της Συμφωνίας.
Και η λαχτάρα του καλού
Ευμεν_975ἔρις ἡμετέρα διὰ παντός.
ΕΡΙΝΥΕΣ τὰν δ᾽ ἄπληστον κακῶν
μήποτ᾽ ἐν πόλει στάσιν
τᾷδ᾽ ἐπεύχομαι βρέμειν.
μηδὲ πιοῦσα κόνις
μου έδωσε τη νίκη την αιώνια.
ΕΡΙΝΥΕΣ Των συμφορών η Διχόνοια,
εγώ εύχομαι,
ποτέ να μην ξεσπάσει
στην πόλη
.
Ευμεν_980μέλαν αἷμα πολιτᾶν
δι᾽ ὀργὰν ποινᾶς
ἀντιφόνους ἄτας
ἁρπαλίσαι πόλεως.
χάρματα δ᾽ ἀντιδιδοῖεν
Μήτε εμφύλιο αίμα οργής να πιεί η γη.
Και να ζητά για το χυμένο
αίμα άλλο αίμα.
Τη χαρά ν’ ανταποδίδουν
αδερφωμένοι οι πολίτες
Ευμεν_985κοινοφιλεῖ διανοίᾳ,
καὶ στυγεῖν μιᾷ φρενί·
πολλῶν γὰρ τόδ᾽ ἐν βροτοῖς ἄκος.
ΑΘΗΝΑ ἆρα φρονοῦσιν γλώσσης ἀγαθῆς
ὁδὸν εὑρίσκειν;
κι από κοινού
ν’ αποφασίζουν.
Η συμφωνία σώζει απ’ το κακό τους ανθρώπους.
ΑΘΗΝΑ Της συμφωνίας το δρόμο
τον βρίσκουν οι φρόνιμοι
.
Ευμεν_990ἐκ τῶν φοβερῶν τῶνδε προσώπων
μέγα κέρδος ὁρῶ τοῖσδε πολίταις·
τάσδε γὰρ εὔφρονας εὔφρονες αἰεὶ
μέγα τιμῶντες καὶ γῆν καὶ πόλιν
ὀρθοδίκαιον
Τα φοβερά τους τα πρόσωπα αλλάζουν!
Κέρδος μεγάλο είναι στην πόλη.
Φρόνιμες φρόνιμοι
πάντα τιμώντας και σε χώρα
και πόλη δίκαιη μένοντας,
Ευμεν_995πρέψετε πάντως διάγοντες.
ΕΡΙΝΥΕΣ -χαίρετε- χαίρετ᾽ ἐν αἰσιμίαισι πλούτου.
χαίρετ᾽ ἀστικὸς λεώς,
ἴκταρ ἥμενοι Διός,
παρθένου φίλας φίλοι
ξακουσμένες θα ζείτε.
ΕΡΙΝΥΕΣ Χαίρετε και να ζείτε τις χαρές του πλούτου.
Χαίρετε πολίτες,
αγαπημένοι του Δία,
αγαπημένοι της αγαπητής Παλλάδας.
Ευμεν_1000σωφρονοῦντες ἐν χρόνῳ.
Παλλάδος δ᾽ ὑπὸ πτεροῖς
ὄντας ἅζεται πατήρ.
ΑΘΗΝΑ χαίρετε χὐμεῖς· προτέραν δ᾽ ἐμὲ χρὴ
στείχειν θαλάμους ἀποδείξουσαν
Και πάντα να δείχνετε φρόνηση.
Όποιους προστατεύει η Παλλάδα,
ο Δίας τους νοιάζεται.

ΑΘΗΝΑ Και σεις να πάτε στο καλό.
Πρώτη πηγαίνω με το φως
Ευμεν_1005πρὸς φῶς ἱερὸν τῶνδε προπομπῶν.
ἴτε καὶ σφαγίων τῶνδ᾽ ὑπὸ σεμνῶν
κατὰ γῆς σύμεναι τὸ μὲν ἀτηρὸν
χώρας κατέχειν, τὸ δὲ κερδαλέον
πέμπειν πόλεως ἐπὶ νίκῃ.
το ιερό αυτής της λιτανείας να σας δείξω τον τόπο σας.
Πηγαίνετε. Κι απ’ τα βάθη της γης,
τιμημένες, το κακό απ’ την πόλη
να διώχνετε και το καλό
να ευλογείτε. Και τη νίκη.
Ευμεν_1010ὑμεῖς δ᾽ ἡγεῖσθε, πολισσοῦχοι
παῖδες Κραναοῦ, ταῖσδε μετοίκοις.
εἴη δ᾽ ἀγαθῶν
ἀγαθὴ διάνοια πολίταις.
ΕΡΙΝΥΕΣ χαίρετε, χαίρετε δ᾽ αὖθις, ἐπανδιπλάζω,
Και σεις άρχοντες,
γιοί του Κραναού, ξεπροβοδίστε
τους καινούργιους φίλους
. Και νους αγαθός
– για το καλό – να συντροφεύει τους πολίτες.
ΕΡΙΝΥΕΣ Χαίρετε. Χαίρετε πάλι.
Ευμεν_1015πάντες οἱ κατὰ πτόλιν,
δαίμονές τε καὶ βροτοί,
Παλλάδος πόλιν νέμον-
τες· μετοικίαν δ᾽ ἐμὴν
εὖ σέβοντες οὔτι μέμ-
Ξαναεύχομαι. Θνητοί
και θεοί όλης της πόλης.
Τον τόπο και
τον ορισμό μου,
αν σέβεστε,
Ευμεν_1020ψεσθε συμφορὰς βίου.
ΑΘΗΝΑ αἰνῶ τε μύθους τῶνδε τῶν κατευγμάτων
πέμψω τε φέγγει λαμπάδων σελασφόρων
εἰς τοὺς ἔνερθε καὶ κατὰ χθονὸς τόπους
ξὺν προσπόλοισιν, αἵτε φρουροῦσιν βρέτας
συμφορά στη ζωή σας δε θα ‘χετε.
ΑΘΗΝΑ Οι ευχές σας καλόδεχτες.
Με αναμμένες λαμπάδες και τις ιέρειες
που υπηρετούν το άγαλμά μου,
σας ξεπροβαδίζω όπως πρέπει,
Ευμεν_1025τοὐμὸν δικαίως. ὄμμα γὰρ πάσης χθονὸς
Θησῇδος ἐξίκοιτ᾽ ἂν εὐκλεὴς λόχος
παίδων, γυναικῶν, καὶ στόλος πρεσβυτίδων.
φοινικοβάπτοις ἐνδυτοῖς ἐσθήμασι
τιμᾶτε, καὶ τὸ φέγγος ὁρμάσθω πυρός,
να πάτε στον τόπο που σας πρέπει.
Όλης της χώρας του Θησέα οι ένδοξοι κάτοικοι θα σας
συνοδεύσουν
 και παιδιά και γυναίκες και γερόντισσες
σεμνές στα πορφυρόχρωμα ντυμένοι.
Και ν’ ανάψουν της θυσίας οι φωτιές να φωτιστούν.
Ευμεν_1030ὅπως ἂν εὔφρων ἥδ᾽ ὁμιλία χθονὸς
τὸ λοιπὸν εὐάνδροισι συμφοραῖς πρέπῃ.
ΠΡΟΠΟΜΠΟΙ βᾶτε δόμῳ, μεγάλαι φιλότιμοι
Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες, ὑπ᾽ εὔφρονι πομπᾷ,
Να τιμηθούν της γης οι θεές.
Να είναι – για νίκες – καλόγνωμες.
(Οι προπομποί οδηγώντας και προπέμποντας τις Ερινύες)
ΠΡΟΠΟΜΠΟΙ Ελάτε. Με πομπή τιμημένες. Μεγάλες Κόρες
Ευμεν_1035εὐφαμεῖτε δέ, χωρῖται,
γᾶς ὑπὸ κεύθεσιν ὠγυγίοισιν,
[καὶ] τιμαῖς καὶ θυσίαις περίσεπτα τυχοῦσαι,
εὐφαμεῖτε δὲ πανδαμεί.
Παρθένες της Νύχτας. – Όλοι κάντε ιερή σιγή.
Στα βάθη της γης και
στα Άδυτα τιμές ζηλευτές σας προσμένουν
– Όλοι ιερή σιγή.
Ευμεν_1040ἵλαοι δὲ καὶ σύμφρονες γᾷ
δεῦρ᾽ ἴτε, σεμναί, -ξὺν- πυριδάπτῳ
λαμπάδι τερπόμεναι καθ᾽ ὁδόν.
ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς.
σπονδαὶ δ᾽ ἐς τὸ πᾶν ἐκ μετοίκων
Εσείς σπλαχνικές και δίκαιες,
ελάτε Σεβάσμιες.
Με πομπή λαμπρυνόμενες.
– Τώρα δοξολογείστε. Όλοι ευχηθείτε.
Ευχές και θυσίες πάντα να καινε
Ευμεν_1045Παλλάδος ἀστοῖς. Ζεὺς -ὁ- πανόπτας
οὕτω Μοῖρά τε συγκατέβα.
ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς.
για το ποίμνιο. Ο παντεπόπτης ο Δίας και
οι Μοίρες συμφώνησαν.
– Δόξα σε σένα Δόξα! Όλοι επευφημείτε.

Τα σχόλια είναι κλειστά.