Πηγή greek-language/ancient_greek/Πλάτων – Πολιτεία Η
| [543a] | Εἶεν· ταῦτα μὲν δὴ ὡμολόγηται, ὦ Γλαύκων, τῇ μελλούσῃ ἄκρως οἰκεῖν πόλει κοινὰς μὲν γυναῖκας, κοινοὺς δὲ παῖδας εἶναι καὶ πᾶσαν παιδείαν, ὡσαύτως δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα κοινὰ ἐν πολέμῳ τε καὶ εἰρήνῃ, βασιλέας δὲ αὐτῶν εἶναι τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ τε καὶ πρὸς τὸν πόλεμον γεγονότας ἀρίστους. | Καλά· εμείναμε λοιπόν σύμφωνοι, αγαπητέ Γλαύκων, ότι σε μια πολιτεία που μέλλει να κυβερνιέται άριστα θα είναι κοινές οι γυναίκες, κοινά τα παιδιά, κοινή όλη η εκπαίδευση, κοινά όλα τα πολεμικά και ειρηνικά έργα και η ανώτατη εξουσία θα δίνεται σε όσους αναδείχνονται άριστοι στη φιλοσοφία και στα πολεμικά. |
| Ὡμολόγηται, ἔφη. | Μάλιστα· εμείναμε σύμφωνοι. |
| [543b] | Καὶ μὴν καὶ τάδε συνεχωρήσαμεν, ὡς, ὅταν δὴ καταστῶσιν οἱ ἄρχοντες, ἄγοντες τοὺς στρατιώτας κατοικιοῦσιν εἰς οἰκήσεις οἵας προείπομεν, ἴδιον μὲν οὐδὲν οὐδενὶ ἐχούσας, κοινὰς δὲ πᾶσι· πρὸς δὲ ταῖς τοιαύταις οἰκήσεσι, καὶ τὰς κτήσεις, εἰ μνημονεύεις, διωμολογησάμεθά που οἷαι ἔσονται αὐτοῖς. | Επίσης παραδεχτήκαμε ότι, αφού οριστούν οι άρχοντες, θα κατοικήσουν μαζί με τους στρατιώτες σε κατοικίες τέτοιες όπως είπαμε πριν, κοινές δηλαδή για όλους και όπου κανένας δεν θα έχει τίποτα δικό του· εκτός πάλι από την κατοικία, θυμάσαι βέβαια ακόμη τί παραδεχτήκαμε και για την ιδιοκτησία. |
| Ἀλλὰ μνημονεύω, ἔφη, ὅτι γε οὐδὲν οὐδένα ᾠόμεθα δεῖν κεκτῆσθαι ὧν νῦν οἱ ἄλλοι, ὥσπερ δὲ ἀθλητάς τε πολέμου [543c] καὶ φύλακας, μισθὸν τῆς φυλακῆς δεχομένους εἰς ἐνιαυτὸν τὴν εἰς ταῦτα τροφὴν παρὰ τῶν ἄλλων, αὑτῶν τε δεῖν καὶ τῆς ἄλλης πόλεως ἐπιμελεῖσθαι. | Βέβαια θυμάμαι, ότι κανένας απ᾽ αυτούς δεν πρέπει να έχει οποιαδήποτε ατομική περιουσία, όπως γίνεται σήμερα· αλλά σαν αθληταί που θα είναι, προορισμένοι για τον πόλεμο [543c] και για την φρούρηση της πολιτείας, θα παίρνουν από τους άλλους μισθό για τις υπηρεσίες τους μονάχα την τροφή τους, όση τους χρειάζεται για έναν χρόνο, και θα φροντίζουν αποκλειστικά για την ασφάλεια τη δική τους και της πολιτείας. |
| Ὀρθῶς, ἔφην, λέγεις. ἀλλ᾽ ἄγ᾽, ἐπειδὴ τοῦτ᾽ ἀπετελέσαμεν, ἀναμνησθῶμεν πόθεν δεῦρο ἐξετραπόμεθα, ἵνα πάλιν τὴν αὐτὴν ἴωμεν. | Πολύ σωστά· έλα λοιπόν τώρα, αφού είπαμε όσα είχαμε να πούμε γι᾽ αυτά, να θυμηθούμε πού βρισκόμασταν, όταν μπήκαμε σ᾽ αυτή την παρέκβαση, για να πάρομε και πάλι τη σειρά του λόγου μας. |
| Οὐ χαλεπόν, ἔφη. σχεδὸν γάρ, καθάπερ νῦν, ὡς διεληλυθὼς περὶ τῆς πόλεως τοὺς λόγους ἐποιοῦ, λέγων ὡς ἀγαθὴν μὲν τὴν τοιαύτην, οἵαν τότε διῆλθες, τιθείης πόλιν, [543d] καὶ ἄνδρα τὸν ἐκείνῃ ὅμοιον, καὶ ταῦτα, ὡς ἔοικας, καλλίω [544a] ἔτι ἔχων εἰπεῖν πόλιν τε καὶ ἄνδρα. ἀλλ᾽ οὖν δὴ τὰς ἄλλας ἡμαρτημένας ἔλεγες, εἰ αὕτη ὀρθή. τῶν δὲ λοιπῶν πολιτειῶν ἔφησθα, ὡς μνημονεύω, τέτταρα εἴδη εἶναι, ὧν καὶ πέρι λόγον ἄξιον εἴη ἔχειν καὶ ἰδεῖν αὐτῶν τὰ ἁμαρτήματα καὶ τοὺς ἐκείναις αὖ ὁμοίους, ἵνα πάντας αὐτοὺς ἰδόντες, καὶ ὁμολογησάμενοι τὸν ἄριστον καὶ τὸν κάκιστον ἄνδρα, ἐπισκεψαίμεθα εἰ ὁ ἄριστος εὐδαιμονέστατος καὶ ὁ κάκιστος ἀθλιώτατος, ἢ ἄλλως ἔχοι· καὶ ἐμοῦ ἐρομένου τίνας λέγοις [544b] τὰς τέτταρας πολιτείας, ἐν τούτῳ ὑπέλαβε Πολέμαρχός τε καὶ Ἀδείμαντος, καὶ οὕτω δὴ σὺ ἀναλαβὼν τὸν λόγον δεῦρ᾽ ἀφῖξαι. | Δεν είναι δύσκολο· γιατί, όπως και τώρα, φαίνονταν ότι είχες και τότε τελειώσει τον λόγο για την πολιτεία με το συμπέρασμα ότι, για να είναι άριστη μια πολιτεία, πρέπει να μοιάζει μ᾽ εκείνην που περίγραψες, [543d] και τέλειος ο άνθρωπος που θα ᾽μοιαζε μ᾽ αυτήν, αν και μπορούσες, καθώς έλεγες, να δώσεις και καλύτερο [544a] ακόμη πρότυπο του τέλειου ανθρώπου και της τέλειας πολιτείας. Πρόστεσες όμως ότι, αφού αυτή η μορφή της πολιτείας είναι η άριστη, όλες οι άλλες κατ᾽ ανάγκη είναι ελαττωματικές. Κι αν θυμάμαι καλά, έλεγες ότι υπάρχουν τέσσερα είδη τέτοιων πολιτειών, που θ᾽ άξιζε τον κόπο να τα μελετήσει κανείς, για να ιδεί τα ελαττώματά τους, καθώς και των ανθρώπων των όμοιων μ᾽ αυτές, έτσι ώστε, αφού σπουδάσομε καλά όλους αυτούς και αναγνωρίσομε ποιός είναι ο καλύτερος και ποιός ο χειρότερος, να είμαστε σε θέση να κρίνομε αν είναι πραγματικά ο πρώτος ευτυχέστερος απ᾽ όλους και ο δεύτερος αθλιότερος, ή αν συμβαίνει κάτι διαφορετικό· αλλά την ώρα που εγώ σ᾽ ερωτούσα να μου πεις ποιά είναι [544b] αυτά τα τέσσερα είδη των πολιτειών, μας διέκοψαν ο Πολέμαρχος και ο Αδείμαντος και έτσι σε ανάγκασαν να κάμεις αυτή την παρέκβαση που τώρα τελείωσε. |
| Ὀρθότατα, εἶπον, ἐμνημόνευσας. | Πολύ σωστά τα θυμάσαι. |
| Πάλιν τοίνυν, ὥσπερ παλαιστής, τὴν αὐτὴν λαβὴν πάρεχε, καὶ τὸ αὐτὸ ἐμοῦ ἐρομένου πειρῶ εἰπεῖν ἅπερ τότε ἔμελλες λέγειν. | Κάμε λοιπόν τώρα σαν τον παλαιστή· δώσε μου πάλι το ίδιο πιάσιμο και απάντησε σ᾽ εκείνη την ίδια μου ερώτηση ό,τι λογάριαζες να μου αποκριθείς τότε. |
| Ἐάνπερ, ἦν δ᾽ ἐγώ, δύνωμαι. | Ευχαρίστως, εάν μπορώ. |
| Καὶ μήν, ἦ δ᾽ ὅς, ἐπιθυμῶ γε καὶ αὐτὸς ἀκοῦσαι τίνας ἔλεγες τὰς τέτταρας πολιτείας. | Επιθυμώ λοιπόν ν᾽ ακούσω ποιά είναι τα τέσσερα είδη των πολιτειών που έλεγες. |
| [544c] | Οὐ χαλεπῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀκούσῃ. εἰσὶ γὰρ ἃς λέγω, αἵπερ καὶ ὀνόματα ἔχουσιν, ἥ τε ὑπὸ τῶν πολλῶν ἐπαινουμένη, ἡ Κρητική τε καὶ Λακωνικὴ αὕτη· καὶ δευτέρα καὶ δευτέρως ἐπαινουμένη, καλουμένη δ᾽ ὀλιγαρχία, συχνῶν γέμουσα κακῶν πολιτεία· ἥ τε ταύτῃ διάφορος καὶ ἐφεξῆς γιγνομένη δημοκρατία, καὶ ἡ γενναία δὴ τυραννὶς καὶ πασῶν τούτων διαφέρουσα, τέταρτόν τε καὶ ἔσχατον πόλεως νόσημα. ἤ τινα ἄλλην ἔχεις ἰδέαν πολιτείας, ἥτις καὶ ἐν εἴδει [544d] διαφανεῖ τινι κεῖται; δυναστεῖαι γὰρ καὶ ὠνηταὶ βασιλεῖαι καὶ τοιαῦταί τινες πολιτεῖαι μεταξύ τι τούτων πού εἰσιν, εὕροι δ᾽ ἄν τις αὐτὰς οὐκ ἐλάττους περὶ τοὺς βαρβάρους ἢ τοὺς Ἕλληνας. | Δεν είναι δύσκολο να το ακούσεις. Είναι πολύ γνωστές και οι τέσσερες και με τα ονόματά τους· η πρώτη, που επαινείται μάλιστα από τους περισσότερους, είναι η Κρητική και η Λακωνική· η δεύτερη, που έρχεται και δεύτερη στην εκτίμηση των πολλών, είναι η ονομαζόμενη ολιγαρχία· αυτή έχει πολλά ελαττώματα· η τρίτη, αντίθετη με την προηγούμενη και ύστερ᾽ από κείνην στη σειρά, είναι η δημοκρατία· και τελευταία εκείνη δα η περίφημη τυραννίς, εντελώς διαφορετική απ᾽ όλες τις άλλες, το τέταρτο και χειρότερο νόσημα για μια πολιτεία. Αυτά είναι τα τέσσερα είδη των πολιτειών· ή μήπως γνωρίζεις εσύ και καμιάν άλλη, που ν᾽ αποτελεί ιδιαίτερο [544d] και καθαρά ξεχωρισμένο είδος; Γιατί οι δυναστείες και οι αγοραστές βασιλείες και άλλες τέτοιες πολιτείες είναι, νομίζω, διάμεσες μορφές ανάμεσα σ᾽ εκείνες που ονόμασα παραπάνω και συχνότερα μπορεί να τις βρει κανένας στους βαρβάρους παρά στους Έλληνες. |
| Πολλαὶ γοῦν καὶ ἄτοποι, ἔφη, λέγονται. | Πραγματικά υπάρχουν τέτοια πολιτεύματα πολλά και περίεργα. |
| Οἶσθ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι καὶ ἀνθρώπων εἴδη τοσαῦτα ἀνάγκη τρόπων εἶναι, ὅσαπερ καὶ πολιτειῶν; ἢ οἴει ἐκ δρυός ποθεν ἢ ἐκ πέτρας τὰς πολιτείας γίγνεσθαι, ἀλλ᾽ [544e] οὐχὶ ἐκ τῶν ἠθῶν τῶν ἐν ταῖς πόλεσιν, ἃ ἂν ὥσπερ ῥέψαντα τἆλλα ἐφελκύσηται; | Γνωρίζεις λοιπόν ότι κατ᾽ ανάγκη θα υπάρχουν και άλλα τόσα είδη ανθρώπινων χαρακτήρων, όσα και πολιτειών; Ή νομίζεις ότι οι πολιτείες γίνονται από δρυ τάχα ή από πέτρα, και [544e] όχι από τα ήθη των πολιτών, όσα κατά τη διεύθυνση που θα πάρουν θα παρασύρουν στον ίδιο δρόμο και όλα τα άλλα; |
| Οὐδαμῶς ἔγωγ᾽, ἔφη, ἄλλοθεν ἢ ἐντεῦθεν. | Από τα ήθη μόνο και από τίποτ᾽ άλλο. |
| Οὐκοῦν εἰ τὰ τῶν πόλεων πέντε, καὶ αἱ τῶν ἰδιωτῶν κατασκευαὶ τῆς ψυχῆς πέντε ἂν εἶεν. | Αφού λοιπόν υπάρχουν πέντε είδη πολιτειών, δεν πρέπει επίσης να υπάρχουν και πέντε είδη ανθρώπινων χαρακτήρων; |
| Τί μήν; | Πώς όχι; |
| Τὸν μὲν δὴ τῇ ἀριστοκρατίᾳ ὅμοιον διεληλύθαμεν ἤδη, ὃν ἀγαθόν τε καὶ δίκαιον ὀρθῶς φαμεν εἶναι. | Τον χαρακτήρα που αντιστοιχεί στην αριστοκρατία τον πραγματευθήκαμε κιόλας και ορθά είπαμε ότι είναι αγαθός και δίκαιος. |
| [545a] | Διεληλύθαμεν. | Μάλιστα, τον πραγματευθήκαμε. |
| Ἆρ᾽ οὖν τὸ μετὰ τοῦτο διιτέον τοὺς χείρους, τὸν φιλόνικόν τε καὶ φιλότιμον, κατὰ τὴν Λακωνικὴν ἑστῶτα πολιτείαν, καὶ ὀλιγαρχικὸν αὖ καὶ δημοκρατικὸν καὶ τὸν τυραννικόν, ἵνα τὸν ἀδικώτατον ἰδόντες ἀντιθῶμεν τῷ δικαιοτάτῳ καὶ ἡμῖν τελέα ἡ σκέψις ᾖ, πῶς ποτε ἡ ἄκρατος δικαιοσύνη πρὸς ἀδικίαν τὴν ἄκρατον ἔχει εὐδαιμονίας τε πέρι τοῦ ἔχοντος καὶ ἀθλιότητος, ἵνα ἢ Θρασυμάχῳ πειθόμενοι [545b] διώκωμεν ἀδικίαν ἢ τῷ νῦν προφαινομένῳ λόγῳ δικαιοσύνην; | Έπειτ᾽ απ᾽ αυτόν λοιπόν πρέπει τώρα να εξετάσομε τους χειρότερους χαρακτήρες, πρώτα τον φίλαρχο και φιλόδοξο, που αντιστοιχεί στην πολιτεία των Λακεδαιμονίων, έπειτα τον ολιγαρχικό και τον δημοκρατικό και τον τυραννικό, ώστε, αφού αναγνωρίσομε τον πιο άδικο απ᾽ όλους, να τον βάλομε απέναντι στον πιο δίκαιο, για να μπορέσομε στο τέλος να κρίνομε ποιά είναι η σχέση της άκρατης δικαιοσύνης προς την άκρατη αδικία, ως προς την ευτυχία ή την αθλιότητα εκείνου που έχει τη μια ή την άλλη, και έτσι να επιδιώκομε ή την αδικία, [545b] σύμφωνα με τις συμβουλές του Θρασύμαχου, ή τη δικαιοσύνη, σύμφωνα με το λογικό συμπέρασμα που βγαίνει απ᾽ αυτή τη συζήτηση. |
| Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη, οὕτω ποιητέον. | Αυτό πραγματικά έχομε να κάνομε. |
| Ἆρ᾽ οὖν, ὥσπερ ἠρξάμεθα ἐν ταῖς πολιτείαις πρότερον σκοπεῖν τὰ ἤθη ἢ ἐν τοῖς ἰδιώταις, ὡς ἐναργέστερον ὄν, καὶ νῦν οὕτω πρῶτον μὲν τὴν φιλότιμον σκεπτέον πολιτείαν —ὄνομα γὰρ οὐκ ἔχω λεγόμενον ἄλλο· ἢ τιμοκρατίαν ἢ τιμαρχίαν αὐτὴν κλητέον— πρὸς δὲ ταύτην τὸν τοιοῦτον [545c] ἄνδρα σκεψόμεθα, ἔπειτα ὀλιγαρχίαν καὶ ἄνδρα ὀλιγαρχικόν, αὖθις δὲ εἰς δημοκρατίαν ἀποβλέψαντες θεασόμεθα ἄνδρα δημοκρατικόν, τὸ δὲ τέταρτον εἰς τυραννουμένην πόλιν ἐλθόντες καὶ ἰδόντες, πάλιν εἰς τυραννικὴν ψυχὴν βλέποντες, πειρασόμεθα περὶ ὧν προυθέμεθα ἱκανοὶ κριταὶ γενέσθαι; | Λοιπόν, όπως αρχίσαμε να εξετάζομε τα ήθη των πολιτειών πριν από τα ήθη των ατόμων, επειδή η μέθοδος αυτή μάς φάνηκε πιο φωτεινή, συμφωνείς να εξακολουθήσομε να την εφαρμόζομε και, αφού εξετάσομε πρώτα τη φίλαρχη πολιτεία (γιατί δεν ξέρω ποιό άλλο όνομα να της δώσω· εκτός αν ίσως πρέπει να την ονομάσω τιμοκρατία ή τιμαρχία), έπειτα να εξετάσομε τον άνθρωπο [545c] που αντιστοιχεί σ᾽ αυτήν, ύστερα την ολιγαρχία και τον ολιγαρχικό άνθρωπο, κατόπι να στραφούμε και να προσέξομε τη δημοκρατία και τον δημοκρατικό άνθρωπο, και τέλος, αφού εξετάσομε το τυραννικό πολίτευμα και ιδούμε και την ψυχή του τυραννικού ανθρώπου, να δοκιμάσομε να διατυπώσομε δικαιολογημένη την κρίση μας απάνω στο ζήτημα που αναλάβαμε να λύσομε; |
| Κατὰ λόγον γέ τοι ἄν, ἔφη, οὕτω γίγνοιτο ἥ τε θέα καὶ ἡ κρίσις. | Μάλιστα· έτσι θα ήταν σύμφωνη με τη λογική και η εξέταση και η κρίση μας. |
| Φέρε τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πειρώμεθα λέγειν τίνα τρόπον τιμοκρατία γένοιτ᾽ ἂν ἐξ ἀριστοκρατίας. ἢ τόδε μὲν ἁπλοῦν, [545d] ὅτι πᾶσα πολιτεία μεταβάλλει ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἔχοντος τὰς ἀρχάς, ὅταν ἐν αὐτῷ τούτῳ στάσις ἐγγένηται· ὁμονοοῦντος δέ, κἂν πάνυ ὀλίγον ᾖ, ἀδύνατον κινηθῆναι; | Ας δοκιμάσομε λοιπόν πρώτα πρώτα να εξετάσομε πώς γίνεται η μετάβαση από την αριστοκρατία στην τιμοκρατία. Ή δεν είναι απλή αλήθεια [545d] ότι κάθε μεταβολή στο πολίτευμα προέρχεται από το μέρος που έχει στα χέρια του την εξουσία, όταν τύχει και γίνει καμιά διένεξη μέσα σ᾽ αυτό· ενώ, όταν τούτο διατηρεί αδιατάρακτη την αρμονία του, ακόμη κι αν είναι πάρα πολύ μικρό, αδύνατο να γίνει μεταβολή στην πολιτεία; |
| Ἔστι γὰρ οὕτω. | Έτσι είναι πραγματικά. |
| Πῶς οὖν δή, εἶπον, ὦ Γλαύκων, ἡ πόλις ἡμῖν κινηθήσεται, καὶ πῇ στασιάσουσιν οἱ ἐπίκουροι καὶ οἱ ἄρχοντες πρὸς ἀλλήλους τε καὶ πρὸς ἑαυτούς; ἢ βούλει, ὥσπερ Ὅμηρος, εὐχώμεθα ταῖς Μούσαις εἰπεῖν ἡμῖν «ὅπως δὴ [545e] πρῶτον» στάσις «ἔμπεσε», καὶ φῶμεν αὐτὰς τραγικῶς ὡς πρὸς παῖδας ἡμᾶς παιζούσας καὶ ἐρεσχηλούσας, ὡς δὴ σπουδῇ λεγούσας, ὑψηλολογουμένας λέγειν; | Πώς λοιπόν, Γλαύκων, θα πάθει μεταβολή η πολιτεία η δική μας, και από πού θα γεννηθεί διχόνοια στους επικούρους και στους άρχοντές μας, και μεταξύ τους και προς τους εαυτούς των; Ή θέλεις, καθώς ο Όμηρος, να επικαλεστούμε τις Μούσες να μας πουν πώς [545e] έπεσε στην αρχή ανάμεσά τους η φιλονικία, και να φαντασθούμε ότι μας αποκρίνονται με ύφος τραγικό και μεγαλόστομο, σα να σοβαρεύονται τάχα και να σπουδαιολογούν, ενώ θα παίζουν και θα χαριεντολογούν με μας, σα να ᾽μαστε παιδιά; |
| Πῶς; | Πώς; |
| [546a] | Ὧδέ πως. χαλεπὸν μὲν κινηθῆναι πόλιν οὕτω συστᾶσαν· ἀλλ᾽ ἐπεὶ γενομένῳ παντὶ φθορά ἐστιν, οὐδ᾽ ἡ τοιαύτη σύστασις τὸν ἅπαντα μενεῖ χρόνον, ἀλλὰ λυθήσεται. λύσις δὲ ἥδε· οὐ μόνον φυτοῖς ἐγγείοις, ἀλλὰ καὶ ἐν ἐπιγείοις ζῴοις φορὰ καὶ ἀφορία ψυχῆς τε καὶ σωμάτων γίγνονται, ὅταν περιτροπαὶ ἑκάστοις κύκλων περιφορὰς συνάπτωσι, βραχυβίοις μὲν βραχυπόρους, ἐναντίοις δὲ ἐναντίας. γένους δὲ ὑμετέρου εὐγονίας τε καὶ ἀφορίας, καίπερ ὄντες σοφοί, [546b] οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε, οὐδὲν μᾶλλον λογισμῷ μετ᾽ αἰσθήσεως τεύξονται, ἀλλὰ πάρεισιν αὐτοὺς καὶ γεννήσουσι παῖδάς ποτε οὐ δέον. ἔστι δὲ θείῳ μὲν γεννητῷ περίοδος ἣν ἀριθμὸς περιλαμβάνει τέλειος, ἀνθρωπείῳ δὲ ἐν ᾧ πρώτῳ αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι, τρεῖς ἀποστάσεις, τέτταρας δὲ ὅρους λαβοῦσαι ὁμοιούντων τε καὶ ἀνομοιούντων καὶ αὐξόντων καὶ φθινόντων, πάντα προσήγορα [546c] καὶ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα ἀπέφηναν· ὧν ἐπίτριτος πυθμὴν πεμπάδι συζυγεὶς δύο ἁρμονίας παρέχεται τρὶς αὐξηθείς, τὴν μὲν ἴσην ἰσάκις, ἑκατὸν τοσαυτάκις, τὴν δὲ ἰσομήκη μὲν τῇ, προμήκη δέ, ἑκατὸν μὲν ἀριθμῶν ἀπὸ διαμέτρων ῥητῶν πεμπάδος, δεομένων ἑνὸς ἑκάστων, ἀρρήτων δὲ δυοῖν, ἑκατὸν δὲ κύβων τριάδος. σύμπας δὲ οὗτος ἀριθμὸς γεωμετρικός, τοιούτου κύριος, ἀμεινόνων τε καὶ χειρόνων γενέσεων, [546d] ἃς ὅταν ἀγνοήσαντες ὑμῖν οἱ φύλακες συνοικίζωσιν νύμφας νυμφίοις παρὰ καιρόν, οὐκ εὐφυεῖς οὐδ᾽ εὐτυχεῖς παῖδες ἔσονται· ὧν καταστήσουσι μὲν τοὺς ἀρίστους οἱ πρότεροι, ὅμως δὲ ὄντες ἀνάξιοι, εἰς τὰς τῶν πατέρων αὖ δυνάμεις ἐλθόντες, ἡμῶν πρῶτον ἄρξονται ἀμελεῖν φύλακες ὄντες, παρ᾽ ἔλαττον τοῦ δέοντος ἡγησάμενοι τὰ μουσικῆς, δεύτερον δὲ τὰ γυμναστικῆς, ὅθεν ἀμουσότεροι γενήσονται ὑμῖν οἱ νέοι. ἐκ δὲ τούτων ἄρχοντες οὐ πάνυ φυλακικοὶ [546e] καταστήσονται πρὸς τὸ δοκιμάζειν τὰ Ἡσιόδου τε καὶ τὰ παρ᾽ [547a] ἡμῖν γένη, χρυσοῦν τε καὶ ἀργυροῦν καὶ χαλκοῦν καὶ σιδηροῦν· ὁμοῦ δὲ μιγέντος σιδηροῦ ἀργυρῷ καὶ χαλκοῦ χρυσῷ ἀνομοιότης ἐγγενήσεται καὶ ἀνωμαλία ἀνάρμοστος, ἃ γενόμενα, οὗ ἂν ἐγγένηται, ἀεὶ τίκτει πόλεμον καὶ ἔχθραν. «ταύτης τοι γενεῆς» χρὴ φάναι εἶναι στάσιν, ὅπου ἂν γίγνηται ἀεί. | Νά έτσι περίπου. Δύσκολο βέβαια είναι μια πολιτεία, με αυτό τον τρόπο συγκροτημένη, να μεταβληθεί· αλλ᾽ αφού καθετί που γεννιέται υπόκειται και σε φθορά, και αυτό το πολιτικό σας σύνταγμα δεν θα μείνει αναλλοίωτο στον αιώνα, αλλά θα ᾽ρθεί ημέρα που θα διαλυθεί· και ιδού πώς. Υπάρχει όχι μόνο για τα φυτά, που γεννιούνται στους κόλπους της γης, αλλ᾽ ακόμη και για τα ζώα που ζουν στην επιφάνειά της περίοδος ευφορίας και αφορίας ψυχής και σωμάτων· και τούτο συμβαίνει, όταν κάθε είδος τελειώνει και ξαναρχίζει τον κύκλο της εξελίξεώς του που άλλοτε είναι βραχύτερος και άλλοτε μακρότερος, ανάλογα με τη διάρκεια ζωής του κάθε είδους. Οι δικοί σας άρχοντες, που σεις τους εμορφώσατε, όσο σοφοί κι αν είναι, [546b] μπορεί να συμβεί να μην εννοήσουν ή να μην υπολογίσουν με ακρίβεια αυτές τις περιόδους της ευφορίας και της αγονίας του είδους σας, να τους διαφύγει ο κατάλληλος καιρός και να τεκνοποιήσουν όταν δεν πρέπει. Και για μεν τα θεία γένη η περίοδος αυτή περιλαμβάνεται μέσα σε αριθμό τέλειο· για το ανθρώπινο όμως γένος υπάρχει ένας αριθμός, όπου αυξήσεις δυναστικές και δυναστευόμενες, αφού πάρουν τρεις αποστάσεις και τέσσερα όρια παραγόντων που ομοιώνουν και ανομοιώνουν, αυξάνουν και ελαττώνουν, κάνουν στο τέλος όλα τα στοιχεία εκφωνήσιμα [546c] και ρητά· η επίτριτη βάση τους, αφού συζευχθεί με την πεντάδα και πολλαπλασιαστεί τρεις φορές, δίνει δυο αρμονίες· η μια αποτελείται από αριθμό ίσες φορές ίσο, εκατό φορές εκατό· η άλλη κατά τη μια φορά της είναι ισομήκης, και κατά την άλλη προμήκης κι έτσι έχομε από το ένα μέρος εκατό φορές το τετράγωνο των ρητών διαγωνίων του πέντε, ελαττωμένο κατά ένα, ή το τετράγωνο των αρρήτων διαγωνίων, ελαττωμένο κατά δύο, από το άλλο πάλι μέρος εκατό κύβους της τριάδας. Ολόκληρος αυτός ο γεωμετρικός αριθμός κανονίζει την περίοδο των χειρότερων και των καλύτερων γεννήσεων, [546d] όταν δε από άγνοια του αριθμού αυτού οι άρχοντες φέρουν σε γάμου κοινωνία τους άντρες και τις γυναίκες σε ακατάλληλη εποχή, τότε θα γεννηθούν παιδιά όχι με καλά φυσικά ούτε ευτυχισμένα. Και θα εγκαταστήσουν βέβαια στην εξουσία οι προκάτοχοι τους μεταξύ τους καλύτερους, επειδή όμως αυτοί θα είναι ανάξιοι να τους διαδεχθούν, θ᾽ αρχίσουν πρώτα πρώτα, φύλακες αυτοί, να μας παραμελούν, μη δίνοντας την πρέπουσα σημασία στη μουσική, έπειτα και στη γυμναστική· έτσι οι νέοι σας θα γίνουν αμουσότεροι· και όσοι απ᾽ αυτούς αναδειχθούν κατόπιν άρχοντες δεν θα έχουν την απαιτούμενη ικανότητα [546e] να διακρίνουν τα κατά τον Ησίοδο γένη, που παραδεχτήκαμε [547a] και μεις, το χρυσό, το αργυρό, το χάλκινο και το σιδερένιο· επειδή δεν θα ανακατωθούν το σιδερένιο με το αργυρό, και το χάλκινο με το χρυσό, το αποτέλεσμα θα είναι ανομοιότης και ανάρμοστη ανωμαλία, ελαττώματα που γεννούν πάντα τον πόλεμο και την έχθρα, όπου κι αν παρουσιάζουνται. |
| Καὶ ὀρθῶς γ᾽, ἔφη, αὐτὰς ἀποκρίνεσθαι φήσομεν. | Και πολύ σωστά θα ειπούμε ότι μας αποκρίθηκαν οι Μούσες. |
| Καὶ γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀνάγκη Μούσας γε οὔσας. | Κατ᾽ ανάγκη, αφού βέβαια είναι Μούσες. |
| [547b] | Τί οὖν, ἦ δ᾽ ὅς, τὸ μετὰ τοῦτο λέγουσιν αἱ Μοῦσαι; | Και τί λοιπόν λέγουν έπειτ᾽ απ᾽ αυτά; |
| Στάσεως, ἦν δ᾽ ἐγώ, γενομένης εἱλκέτην ἄρα ἑκατέρω τὼ γένει, τὸ μὲν σιδηροῦν καὶ χαλκοῦν ἐπὶ χρηματισμὸν καὶ γῆς κτῆσιν καὶ οἰκίας χρυσίου τε καὶ ἀργύρου, τὼ δ᾽ αὖ, τὸ χρυσοῦν τε καὶ ἀργυροῦν, ἅτε οὐ πενομένω ἀλλὰ φύσει ὄντε πλουσίω, τὰς ψυχὰς ἐπὶ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν ἀρχαίαν κατάστασιν ἠγέτην· βιαζομένων δὲ καὶ ἀντιτεινόντων ἀλλήλοις, εἰς μέσον ὡμολόγησαν γῆν μὲν καὶ οἰκίας κατανειμαμένους [547c] ἰδιώσασθαι, τοὺς δὲ πρὶν φυλαττομένους ὑπ᾽ αὐτῶν ὡς ἐλευθέρους φίλους τε καὶ τροφέας, δουλωσάμενοι τότε περιοίκους τε καὶ οἰκέτας ἔχοντες, αὐτοὶ πολέμου τε καὶ φυλακῆς αὐτῶν ἐπιμελεῖσθαι. | Αφού μια φορά γεννήθηκε η διχόνοια μεταξύ τους, από το ένα μέρος τα δύο γένη, το χάλκινο και το σιδερένιο, άρχισαν να τραβούν προς τον πλουτισμό και την απόκτηση γης και σπιτιών και χρυσού και αργύρου, τα δύο άλλα πάλι από το άλλο μέρος, το χρυσό και το αργυρό, επειδή αυτά δεν είχαν έλλειψη, αλλά από τη φύση ήταν πλούσια, έσυραν τις ψυχές προς την αρετή και την αρχαία κατάσταση· ύστερ᾽ από πολλούς τέλος αγώνες και διαμάχες, συμβιβάστηκαν να μοιράσουν μεταξύ τους [547c] τη γη και τις κατοικίες, να υποδουλώσουν εκείνους που φρουρούσαν πριν και που ως ελεύθερους τους θεωρούσαν φίλους και τροφούς των, να τους κάνουν τώρα περιοίκους και δούλους των και μόνοι τους πια να έχουν τη φροντίδα του πολέμου και της κοινής ασφάλειας. |
| Δοκεῖ μοι, ἔφη, αὕτη ἡ μετάβασις ἐντεῦθεν γίγνεσθαι. | Από ᾽δω πραγματικά μου φαίνεται πως άρχισε η μεταβολή. |
| Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐν μέσῳ τις ἂν εἴη ἀριστοκρατίας τε καὶ ὀλιγαρχίας αὕτη ἡ πολιτεία; | Αυτή η νέα πολιτεία δεν θα είναι λοιπόν κατιτί ανάμεσα στην αριστοκρατία και στην ολιγαρχία; |
| Πάνυ μὲν οὖν. | Βεβαιότατα. |
| Μεταβήσεται μὲν δὴ οὕτω· μεταβᾶσα δὲ πῶς οἰκήσει; [547d] ἢ φανερὸν ὅτι τὰ μὲν μιμήσεται τὴν προτέραν πολιτείαν, τὰ δὲ τὴν ὀλιγαρχίαν, ἅτ᾽ ἐν μέσῳ οὖσα, τὸ δέ τι καὶ αὑτῆς ἕξει ἴδιον; | Με αυτόν αλήθεια τον τρόπο θα γίνει η μεταπολίτευση· και ποιά θα είναι τώρα η νέα διοίκηση; [547d] Δεν είναι φανερό ότι θα διατηρήσει μερικά χαρακτηριστικά από το παλαιό πολίτευμα και άλλα θα πάρει από την ολιγαρχία, αφού βρίσκεται ανάμεσα στα δύο, ότι όμως θα έχει και κάτι ολωσδιόλου ξεχωριστό και δικό της; |
| Οὕτως, ἔφη. | Έτσι είναι. |
| Οὐκοῦν τῷ μὲν τιμᾶν τοὺς ἄρχοντας καὶ γεωργιῶν ἀπέχεσθαι τὸ προπολεμοῦν αὐτῆς καὶ χειροτεχνιῶν καὶ τοῦ ἄλλου χρηματισμοῦ, συσσίτια δὲ κατεσκευάσθαι καὶ γυμναστικῆς τε καὶ τῆς τοῦ πολέμου ἀγωνίας ἐπιμελεῖσθαι, πᾶσι τοῖς τοιούτοις τὴν προτέραν μιμήσεται; | Δεν θα διατηρήσει λοιπόν η τάξη των προμάχων από την αριστοκρατία τον σεβασμό προς τους άρχοντες, την αποχή από τη γεωργία, τις χειρωνακτικές εργασίες και, απ᾽ όλα γενικά τα προσοδοφόρα επαγγέλματα, το σύστημα των κοινών συσσιτίων, την επιμέλεια της γυμναστικής και των πολεμικών ασκήσεων και όλα τα παρόμοια; |
| Ναί. | Ναι. |
| [547e] | Τῷ δέ γε φοβεῖσθαι τοὺς σοφοὺς ἐπὶ τὰς ἀρχὰς ἄγειν, ἅτε οὐκέτι κεκτημένην ἁπλοῦς τε καὶ ἀτενεῖς τοὺς τοιούτους ἄνδρας ἀλλὰ μεικτούς, ἐπὶ δὲ θυμοειδεῖς τε καὶ ἁπλουστέρους ἀποκλίνειν, τοὺς πρὸς πόλεμον μᾶλλον πεφυκότας ἢ πρὸς [548a] εἰρήνην, καὶ τοὺς περὶ ταῦτα δόλους τε καὶ μηχανὰς ἐντίμως ἔχειν, καὶ πολεμοῦσα τὸν ἀεὶ χρόνον διάγειν, αὐτὴ ἑαυτῆς αὖ τὰ πολλὰ τῶν τοιούτων ἴδια ἕξει; | Δικά της πάλι ξεχωριστά χαρακτηριστικά δεν θα έχει τον φόβο να υψώνει στα ανώτατα αξιώματα τους σοφούς, επειδή δεν θα βρίσκει πια μέσα στην κοινωνία τέτοιους ανθρώπους μονομερείς και αποκλειστικούς, αλλά μεικτούς, την τάση να κλίνει προς ανθρώπους περισσότερο ορμητικούς, γεννημένους μάλλον για τον πόλεμο παρά για [548a] την ειρήνη, την προθυμία να δίνει μεγαλύτερην αξία στα στρατηγήματα και στους δόλους του πολέμου, που θα τον θεωρεί μοναδική της πάντοτε απασχόληση; |
| Ναί. | Ναι. |
| Ἐπιθυμηταὶ δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, χρημάτων οἱ τοιοῦτοι ἔσονται, ὥσπερ οἱ ἐν ταῖς ὀλιγαρχίαις, καὶ τιμῶντες ἀγρίως ὑπὸ σκότου χρυσόν τε καὶ ἄργυρον, ἅτε κεκτημένοι ταμιεῖα καὶ οἰκείους θησαυρούς, οἷ θέμενοι ἂν αὐτὰ κρύψειαν, καὶ αὖ περιβόλους οἰκήσεων, ἀτεχνῶς νεοττιὰς ἰδίας, ἐν αἷς [548b] ἀναλίσκοντες γυναιξί τε καὶ οἷς ἐθέλοιεν ἄλλοις πολλὰ ἂν δαπανῷντο. | Οι άνθρωποι αυτού του είδους θα είναι επομένως άπληστοι στα υλικά αγαθά, όπως συμβαίνει τις ολιγαρχίες, και με μανία θα λατρεύουν στα κρυφά τον χρυσό και τον άργυρο, αφού θα έχουν δικά τους ταμεία και θησαυροφυλάκια, όπου θα φυλάνε κρυμμένους τους θησαυρούς των, καθώς και κατοικίες απομονωμένες, αληθινές φωλιές δικές τους, όπου [548b] θα κάνουν έξοδα και σπατάλη με γυναίκες και με όποιους άλλους θέλουν. |
| Ἀληθέστατα, ἔφη. | Πολύ σωστά. |
| Οὐκοῦν καὶ φειδωλοὶ χρημάτων, ἅτε τιμῶντες καὶ οὐ φανερῶς κτώμενοι, φιλαναλωταὶ δὲ ἀλλοτρίων δι᾽ ἐπιθυμίαν, καὶ λάθρᾳ τὰς ἡδονὰς καρπούμενοι, ὥσπερ παῖδες πατέρα τὸν νόμον ἀποδιδράσκοντες, οὐχ ὑπὸ πειθοῦς ἀλλ᾽ ὑπὸ βίας πεπαιδευμένοι διὰ τὸ τῆς ἀληθινῆς Μούσης τῆς μετὰ λόγων [548c] τε καὶ φιλοσοφίας ἠμεληκέναι καὶ πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι. | Επομένως θα είναι φιλάργυροι για τα δικά τους χρήματα, αφού θα τα λατρεύουν και θα τα φυλάνε κρυφά, σπάταλοι όμως για τα ξένα, από την επιθυμία να ικανοποιούν τα πάθη τους. Και καθώς θα είναι παραδομένοι κρυφά σε όλες τις ηδονές, θα κοιτάζουν πώς να ξεφύγουν από τον νόμο, σαν άταχτα παιδιά από τον πατέρα τους, εξαιτίας της ανατροφής τους που στηρίζεται στη βία και όχι στην πειθώ, επειδή παραμελήθηκε η Μούσα η αληθινή των λόγων [548c] και της φιλοσοφίας και προτιμήθηκε αντί της μουσικής η γυμναστική. |
| Παντάπασιν, ἔφη, λέγεις μεμειγμένην πολιτείαν ἐκ κακοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ. | Πραγματικά, εντελώς ανακατωμένη είναι αυτή η πολιτεία με καλά και με κακά. |
| Μέμεικται γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ· διαφανέστατον δ᾽ ἐν αὐτῇ ἐστὶν ἕν τι μόνον ὑπὸ τοῦ θυμοειδοῦς κρατοῦντος, φιλονικίαι καὶ φιλοτιμίαι. | Ανακατωμένη, μάλιστα· και ένα μόνο είναι καθαρό και διαφανέστατο σ᾽ αυτήν, αφού επικρατεί το θυμοειδές: η φιλαρχία και η φιλοδοξία. |
| Σφόδρα γε, ἦ δ᾽ ὅς. | Και πάρα πολύ μάλιστα. |
| Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, αὕτη μὲν ἡ πολιτεία οὕτω γεγονυῖα καὶ τοιαύτη ἄν τις εἴη, ὡς λόγῳ σχῆμα πολιτείας ὑπογράψαντα [548d] μὴ ἀκριβῶς ἀπεργάσασθαι διὰ τὸ ἐξαρκεῖν μὲν ἰδεῖν καὶ ἐκ τῆς ὑπογραφῆς τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον, ἀμήχανον δὲ μήκει ἔργον εἶναι πάσας μὲν πολιτείας, πάντα δὲ ἤθη μηδὲν παραλιπόντα διελθεῖν. | Αυτή λοιπόν είναι η προέλευση και η μορφή του πολιτεύματος τούτου που περιορίστηκα απλώς να το σχεδιαγραφήσω, [548d] όχι να το επεξεργαστώ τελείως, γιατί και τόσο αρκεί για να γνωρίσομε τον δικαιότατο και τον αδικότατο άνθρωπο που ζητούμε· εξάλλου θα ήταν και ατελείωτο το έργο, αν θέλαμε να εξετάσομε διεξοδικά όλα τα πολιτεύματα, χωρίς να παραλείψομε καμιά λεπτομέρεια. |
| Καὶ ὀρθῶς, ἔφη. | Και πολύ σωστά. |
| Τίς οὖν ὁ κατὰ ταύτην τὴν πολιτείαν ἀνήρ; πῶς τε γενόμενος ποῖός τέ τις ὤν; | Ποιός λοιπόν είναι ο άνθρωπος που αντιστοιχεί σ᾽ αυτό το πολίτευμα; Πώς μορφώνεται και ποιός είναι ο χαρακτήρας του; |
| Οἶμαι μέν, ἔφη ὁ Ἀδείμαντος, ἐγγύς τι αὐτὸν Γλαύκωνος τουτουὶ τείνειν ἕνεκά γε φιλονικίας. | Τον φαντάζομαι —διέκοψεν ο Αδείμαντος— να μοιάζει με αυτόν εδώ τον Γλαύκωνα, τουλάχιστο κατά τη φιλοδοξία. |
| [548e] | Ἴσως, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοῦτό γε· ἀλλά μοι δοκεῖ τάδε οὐ κατὰ τοῦτον πεφυκέναι. | Ίσως κατά τούτο μόνο· μου φαίνεται όμως ότι διαφέρει κατά πολλά άλλα. |
| Τὰ ποῖα; | Ποιά; |
| Αὐθαδέστερόν τε δεῖ αὐτόν, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἶναι καὶ ὑποαμουσότερον, φιλόμουσον δέ, καὶ φιλήκοον μέν, ῥητορικὸν δ᾽ [549a] οὐδαμῶς. καὶ δούλοις μέν τις ἂν ἄγριος εἴη ὁ τοιοῦτος, οὐ καταφρονῶν δούλων, ὥσπερ ὁ ἱκανῶς πεπαιδευμένος, ἐλευθέροις δὲ ἥμερος, ἀρχόντων δὲ σφόδρα ὑπήκοος, φίλαρχος δὲ καὶ φιλότιμος, οὐκ ἀπὸ τοῦ λέγειν ἀξιῶν ἄρχειν οὐδ᾽ ἀπὸ τοιούτου οὐδενός, ἀλλ᾽ ἀπὸ ἔργων τῶν τε πολεμικῶν καὶ τῶν περὶ τὰ πολεμικά, φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος. | Εν πρώτοις εκείνος πρέπει να είναι πιο αυθάδης και κάπως πιο άμουσος, αν και θ᾽ αγαπά τη μουσική· θ᾽ αγαπά επίσης τους λόγους και τα ακροάματα, αλλά ο ίδιος δεν θα έχει καμιά [549a] ρητορικήν ιδιοφυΐα. Προς τους δούλους θα είναι σκληρός αντί να τους περιφρονεί, όπως κάνουν όσοι έλαβαν τέλειαν ανατροφή, προς τους ελεύθερους ήμερος και προς τους άρχοντες πάρα πολύ υπάκουος· φίλαρχος και φιλόδοξος σε όλα, θα επιζητεί τα αξιώματα όχι με τη ρητορική του ικανότητα ή με παρόμοιες αρετές του αλλά με την πολεμική του αξία και με τα πολεμικά του κατορθώματα, μανιώδης καθώς θα είναι για τις σωματικές ασκήσεις και το κυνήγι. |
| Ἔστι γάρ, ἔφη, τοῦτο τὸ ἦθος ἐκείνης τῆς πολιτείας. | Αυτός αλήθεια είναι ο χαρακτήρας εκείνης της πολιτείας. |
| Οὐκοῦν καὶ χρημάτων, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁ τοιοῦτος νέος μὲν ὢν [549b] καταφρονοῖ ἄν, ὅσῳ δὲ πρεσβύτερος γίγνοιτο, μᾶλλον ἀεὶ ἀσπάζοιτο ἂν τῷ τε μετέχειν τῆς τοῦ φιλοχρημάτου φύσεως καὶ μὴ εἶναι εἰλικρινὴς πρὸς ἀρετὴν διὰ τὸ ἀπολειφθῆναι τοῦ ἀρίστου φύλακος; | Ο άνθρωπος αυτού του είδους, όσο είναι νέος, [549b] ίσως να περιφρονεί τα υλικά αγαθά· όσο όμως προχωρεί η ηλικία του, δεν θα μεγαλώνει όλο και περισσότερο και αυτό το πάθος του, εφόσον μετέχει στον τύπο του φιλοχρήματου ανθρώπου και η αρετή του δεν είναι καθαρή και ακέραια, αφού εξαρχής στερήθηκε τον άριστο φύλακά της; |
| Τίνος; ἦ δ᾽ ὃς ὁ Ἀδείμαντος. | Ποιόν εννοείς φύλακα; — ερώτησε ο Αδείμαντος. |
| Λόγου, ἦν δ᾽ ἐγώ, μουσικῇ κεκραμένου· ὃς μόνος ἐγγενόμενος σωτὴρ ἀρετῆς διὰ βίου ἐνοικεῖ τῷ ἔχοντι. | Τον λόγο, συνδυασμένο με τη μουσική· γιατί αυτός μόνο μπορεί να σώσει την αρετή σε όλη τη διάρκεια της ζωής, όταν εγκατασταθεί και κατοικήσει μέσα στην καρδιά εκείνου που την κατέχει. |
| Καλῶς, ἔφη, λέγεις. | Καλά λες. |
| Καὶ ἔστι μέν γ᾽, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοιοῦτος ὁ τιμοκρατικὸς νεανίας, τῇ τοιαύτῃ πόλει ἐοικώς. | Τέτοιος λοιπόν είναι και ο χαρακτήρας του νέου που μοιάζει με το τιμοκρατικό πολίτευμα. |
| [549c] | Πάνυ μὲν οὖν. | Πραγματικά. |
| Γίγνεται δέ γ᾽, εἶπον, οὗτος ὧδέ πως· ἐνίοτε πατρὸς ἀγαθοῦ ὢν νέος ὑὸς ἐν πόλει οἰκοῦντος οὐκ εὖ πολιτευομένῃ, φεύγοντος τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπραγμοσύνην καὶ ἐθέλοντος ἐλαττοῦσθαι ὥστε πράγματα μὴ ἔχειν— | Νά τώρα και με ποιόν τρόπο σχηματίζεται· συμβαίνει ο νέος μας να έχει καλό πατέρα που κατοικεί σε κακώς διοικούμενη πόλη, αποφεύγει όλες τις τιμές, τα αξιώματα, τις δίκες και όλες τις σχετικές με αυτά ενοχλήσεις και προτιμά να μένει στο περιθώριο, φτάνει να έχει εξασφαλισμένη την ησυχία του. |
| Πῇ δή, ἔφη, γίγνεται; | Λοιπόν πώς διαπλάσσεται ο χαρακτήρας του γιου; |
| Ὅταν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρῶτον μὲν τῆς μητρὸς ἀκούῃ ἀχθομένης ὅτι οὐ τῶν ἀρχόντων αὐτῇ ὁ ἀνήρ ἐστιν, καὶ ἐλαττουμένης διὰ [549d] ταῦτα ἐν ταῖς ἄλλαις γυναιξίν, ἔπειτα ὁρώσης μὴ σφόδρα περὶ χρήματα σπουδάζοντα μηδὲ μαχόμενον καὶ λοιδορούμενον ἰδίᾳ τε ἐν δικαστηρίοις καὶ δημοσίᾳ, ἀλλὰ ῥᾳθύμως πάντα τὰ τοιαῦτα φέροντα, καὶ ἑαυτῷ μὲν τὸν νοῦν προσέχοντα ἀεὶ αἰσθάνηται, ἑαυτὴν δὲ μήτε πάνυ τιμῶντα μήτε ἀτιμάζοντα, ἐξ ἁπάντων τούτων ἀχθομένης τε καὶ λεγούσης ὡς ἄνανδρός τε αὐτῷ ὁ πατὴρ καὶ λίαν ἀνειμένος, καὶ ἄλλα δὴ ὅσα καὶ [549e] οἷα φιλοῦσιν αἱ γυναῖκες περὶ τῶν τοιούτων ὑμνεῖν. | Πρώτα ακούει τη μητέρα του να στενοχωριέται και να παραπονιέται διαρκώς ότι ο άντρας της δεν είναι από τους επίσημους και γι᾽ αυτό δεν έχει κι αυτή καμιά κοινωνική σειρά [549d] ανάμεσα στις άλλες γυναίκες, γιατί τον βλέπει να μη φροντίζει καθόλου να αυξήσει την περιουσία του και να προτιμά να υπομένει με απάθεια κάθε ζημιά των συμφερόντων του, παρά να έχει ανακατώματα και διαφορές στα δικαστήρια, να ασχολείται μόνο για τον εαυτό του και να αδιαφορεί γι᾽ αυτήν εντελώς· καθημερινώς λοιπόν την ακούει να λέει στενοχωρημένη ότι ο πατέρας του δεν είναι άντρας, ότι δεν είναι καμιά προκοπή απ᾽ αυτόν, και όλα [549e] όσα συνηθίζουν να ψάλλουν οι γυναίκες σ᾽ αυτές τις περιστάσεις. |
| Καὶ μάλ᾽, ἔφη ὁ Ἀδείμαντος, πολλά τε καὶ ὅμοια ἑαυταῖς. | Αυτά κάνουν πραγματικώς οι γυναίκες, είπεν ο Αδείμαντος. |
| Οἶσθα οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι καὶ οἱ οἰκέται τῶν τοιούτων ἐνίοτε λάθρᾳ πρὸς τοὺς ὑεῖς τοιαῦτα λέγουσιν, οἱ δοκοῦντες εὖνοι εἶναι, καὶ ἐάν τινα ἴδωσιν ἢ ὀφείλοντα χρήματα, ᾧ μὴ ἐπεξέρχεται ὁ πατήρ, ἤ τι ἄλλο ἀδικοῦντα, διακελεύονται ὅπως, ἐπειδὰν ἀνὴρ γένηται, τιμωρήσεται πάντας τοὺς τοιούτους [550a] καὶ ἀνὴρ μᾶλλον ἔσται τοῦ πατρός. καὶ ἐξιὼν ἕτερα τοιαῦτα ἀκούει καὶ ὁρᾷ, τοὺς μὲν τὰ αὑτῶν πράττοντας ἐν τῇ πόλει ἠλιθίους τε καλουμένους καὶ ἐν σμικρῷ λόγῳ ὄντας, τοὺς δὲ μὴ τὰ αὑτῶν τιμωμένους τε καὶ ἐπαινουμένους. τότε δὴ ὁ νέος πάντα τὰ τοιαῦτα ἀκούων τε καὶ ὁρῶν, καὶ αὖ τοὺς τοῦ πατρὸς λόγους ἀκούων τε καὶ ὁρῶν τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ ἐγγύθεν παρὰ τὰ τῶν ἄλλων, ἑλκόμενος ὑπ᾽ ἀμφοτέρων [550b] τούτων, τοῦ μὲν πατρὸς αὐτοῦ τὸ λογιστικὸν ἐν τῇ ψυχῇ ἄρδοντός τε καὶ αὔξοντος, τῶν δὲ ἄλλων τό τε ἐπιθυμητικὸν καὶ τὸ θυμοειδές, διὰ τὸ μὴ κακοῦ ἀνδρὸς εἶναι τὴν φύσιν, ὁμιλίαις δὲ ταῖς τῶν ἄλλων κακαῖς κεχρῆσθαι, εἰς τὸ μέσον ἑλκόμενος ὑπ᾽ ἀμφοτέρων τούτων ἦλθε, καὶ τὴν ἐν ἑαυτῷ ἀρχὴν παρέδωκε τῷ μέσῳ τε καὶ φιλονίκῳ καὶ θυμοειδεῖ, καὶ ἐγένετο ὑψηλόφρων τε καὶ φιλότιμος ἀνήρ. | Γνωρίζεις ακόμα ότι και οι υπηρέτες του σπιτιού, θέλοντας να δείξουν ζήλο και ενδιαφέρον για τον γιο του κυρίου των, του μιλούν κάποτε κρυφά με την ίδια γλώσσα και όταν, παραδείγματος χάρη, βλέπουν ότι ο πατέρας του δεν προθυμοποιείται να τον βοηθήσει, ή για να πληρώσει κανένα χρέος του ή για να τον ξεμπλέξει από καμιά βρωμοδουλειά, τον συμβουλεύουν και τον παρακινούν, όταν μεγαλώσει, να κυνηγά τους εχθρούς του, να μην αφήνει να του πατούν το δίκιο [550a] και να είναι περισσότερο άντρας από τον πατέρα του. Και όταν βγαίνει έξω, όλο τα ίδια ακούει και βλέπει, ότι όσοι περιορίζονται στο έργο τους θεωρούνται ηλίθιοι και παραγκωνίζονται, ενώ όσοι κάθε άλλο κοιτάζουν παρά τη δουλειά τους γεμίζουν από τιμές και δοξάζονται. Τότε λοιπόν ο νέος, όσο από το ένα μέρος βλέπει και ακούει αυτά, πάλι από το άλλο όμως ακούει τους λόγους του πατέρα του και βλέπει πόσο η διαγωγή του και ο τρόπος του διαφέρει από τους άλλους, αισθάνεται τον εαυτό του να τον τραβούν [550b] και από τα δυο μέρη, γιατί ενώ ο πατέρας του καλλιεργεί και δυναμώνει το λογιστικό μέρος της ψυχής του, οι άλλοι απεναντίας του εξάπτουν το επιθυμητικό και το θυμοειδές· και επειδή το φυσικό του δεν είναι κακό, αλλ᾽ απλώς έχει παρασυρθεί από κακές συναναστροφές, καθώς τραβιέται και από τα δυο μέρη, καταντά να πάρει τον μέσο δρόμο και να παραδώσει την εξουσία πάνω στον εαυτό του στο θυμοειδές και φιλόνικο μέρος της ψυχής του, που κι αυτό είναι το μέσον ανάμεσα στο λογιστικό και στο επιθυμητικό· και έτσι έγινε άνθρωπος υπεροπτικός και φιλόδοξος. |
| Κομιδῇ μοι, ἔφη, δοκεῖς τὴν τούτου γένεσιν διεληλυθέναι. | Μου φαίνεται πως πολύ καλά εξήγησες τη γένεση αυτού του χαρακτήρα. |
| [550c] | Ἔχομεν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, τήν τε δευτέραν πολιτείαν καὶ τὸν δεύτερον ἄνδρα. | Έχομε λοιπόν το δεύτερο είδος πολιτεύματος και ανθρώπου. |
| Ἔχομεν, ἔφη. | Το έχομε. |
| Οὐκοῦν μετὰ τοῦτο, τὸ τοῦ Αἰσχύλου, λέγωμεν, «ἄλλον ἄλλῃ πρὸς πόλει τεταγμένον,» μᾶλλον δὲ κατὰ τὴν ὑπόθεσιν προτέραν τὴν πόλιν; | Έπειτ᾽ απ᾽ αυτό, δεν θα πάμε, καθώς λέγει ο Αισχύλος, σ᾽ «άλλον τώρα σ᾽ άλλη κληρωμένο πόλη», ή μάλλον πρώτα σε άλλο πολίτευμα, για ν᾽ ακολουθήσομε την τάξη; |
| Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη. | Βεβαιότατα. |
| Εἴη δέ γ᾽ ἄν, ὡς ἐγᾦμαι, ὀλιγαρχία ἡ μετὰ τὴν τοιαύτην πολιτείαν. | Το πολίτευμα που έρχεται, καθώς νομίζω, κατόπιν είναι η ολιγαρχία. |
| Λέγεις δέ, ἦ δ᾽ ὅς, τὴν ποίαν κατάστασιν ὀλιγαρχίαν; | Και ποιά μορφή του πολιτεύματος ονομάζεις ολιγαρχία; |
| Τὴν ἀπὸ τιμημάτων, ἦν δ᾽ ἐγώ, πολιτείαν, ἐν ᾗ οἱ μὲν [550d] πλούσιοι ἄρχουσιν, πένητι δὲ οὐ μέτεστιν ἀρχῆς. | Εκείνη που στηρίζεται στην περιουσία των πολιτών και όπου [550d] παίρνουν μέρος μόνο οι πλούσιοι, ενώ οι φτωχοί αποκλείονται. |
| Μανθάνω, ἦ δ᾽ ὅς. | Κατάλαβα. |
| Οὐκοῦν ὡς μεταβαίνει πρῶτον ἐκ τῆς τιμαρχίας εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, ῥητέον; | Λοιπόν δεν πρέπει πρώτα να ειπούμε πώς γίνεται η μετάβαση από την τιμοκρατία στην ολιγαρχία; |
| Ναί. | Ναι. |
| Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τυφλῷ γε δῆλον ὡς μεταβαίνει. | Και τυφλός όμως το βλέπει, υποθέτω, πώς γίνεται. |
| Πῶς; | Πώς; |
| Τὸ ταμιεῖον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐκεῖνο ἑκάστῳ χρυσίου πληρούμενον ἀπόλλυσι τὴν τοιαύτην πολιτείαν. πρῶτον μὲν γὰρ δαπάνας αὑτοῖς ἐξευρίσκουσιν, καὶ τοὺς νόμους ἐπὶ τοῦτο παράγουσιν, ἀπειθοῦντες αὐτοί τε καὶ γυναῖκες αὐτῶν. | Ο χρυσός που μαζεύεται στα ιδιωτικά ταμεία των πολιτών είναι εκείνος που φέρνει την καταστροφή του πολιτεύματος. Γιατί πρώτα δημιουργούν δαπάνες για τους εαυτούς των και γι᾽ αυτό δίνουν στον νόμο το νόημα που τους συμφέρει, παραβαίνοντάς τον και αυτοί και οι γυναίκες τους. |
| Εἰκός, ἔφη. | Φυσικά. |
| [550e] | Ἔπειτά γε οἶμαι ἄλλος ἄλλον ὁρῶν καὶ εἰς ζῆλον ἰὼν τὸ πλῆθος τοιοῦτον αὑτῶν ἀπηργάσαντο. | Έπειτα, νομίζω, το παράδειγμά τους παρασύρει και τους άλλους να τους μιμηθούν και δεν αργούν να γίνουν όλοι ίδιοι. |
| Εἰκός. | Βεβαίως. |
| Τοὐντεῦθεν τοίνυν, εἶπον, προϊόντες εἰς τὸ πρόσθεν τοῦ χρηματίζεσθαι, ὅσῳ ἂν τοῦτο τιμιώτερον ἡγῶνται, τοσούτῳ ἀρετὴν ἀτιμοτέραν. ἢ οὐχ οὕτω πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν, ὥσπερ ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κειμένου ἑκατέρου, ἀεὶ τοὐναντίον ῥέποντε; | Έτσι λοιπόν το πάθος του χρηματισμού τούς κυριεύει ολοένα και περισσότερο, και όσο δίνουν μεγαλύτερη εκτίμηση στον πλούτο τόσο ξεπέφτει η αξία της αρετής. Ή αρετή και πλούτος δεν έχουν τέτοια διαφορά μεταξύ τους, ώστε, αν τα βάλομε στις δύο φάλαγγες του ζυγού, όσο ανεβαίνει το ένα τόσο θα κατεβαίνει το άλλο; |
| Καὶ μάλ᾽, ἔφη. | Και βέβαια. |
| [551a] | Τιμωμένου δὴ πλούτου ἐν πόλει καὶ τῶν πλουσίων ἀτιμοτέρα ἀρετή τε καὶ οἱ ἀγαθοί. | Ώστε όσο τιμώνται στην πόλη τα πλούτη και οι πλούσιοι τόσο θα περιφρονούνται η αρετή και οι χρηστοί άνθρωποι. |
| Δῆλον. | Αυτό είναι φανερό. |
| Ἀσκεῖται δὴ τὸ ἀεὶ τιμώμενον, ἀμελεῖται δὲ τὸ ἀτιμαζόμενον. | Επιδιώκεται όμως πάντοτε ένα πράγμα που εκτιμιέται, και αντίθετα παραμελείται εκείνο που περιφρονιέται. |
| Οὕτω. | Έτσι είναι. |
| Ἀντὶ δὴ φιλονίκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι τελευτῶντες ἐγένοντο, καὶ τὸν μὲν πλούσιον ἐπαινοῦσίν τε καὶ θαυμάζουσι καὶ εἰς τὰς ἀρχὰς ἄγουσι, τὸν δὲ πένητα ἀτιμάζουσι. | Ώστε από φιλόδοξοι και φιλότιμοι που ήταν στην τιμοκρατία, καταντούν στο τέλος να γίνουν φιλοχρήματοι και άπληστοι, και τον πλούσιο τον εγκωμιάζουν, τον θαυμάζουν και τον ανυψώνουν στα αξιώματα του κράτους, ενώ τον φτωχό τον περιφρονούν. |
| Πάνυ γε. | Μάλιστα. |
| Οὐκοῦν τότε δὴ νόμον τίθενται ὅρον πολιτείας ὀλιγαρχικῆς [551b] ταξάμενοι πλῆθος χρημάτων, οὗ μὲν μᾶλλον ὀλιγαρχία, πλέον, οὗ δ᾽ ἧττον, ἔλαττον, προειπόντες ἀρχῶν μὴ μετέχειν ᾧ ἂν μὴ ᾖ οὐσία εἰς τὸ ταχθὲν τίμημα, ταῦτα δὲ ἢ βίᾳ μεθ᾽ ὅπλων διαπράττονται, ἢ καὶ πρὸ τούτου φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν τοιαύτην πολιτείαν. ἢ οὐχ οὕτως; | Τότε λοιπόν θεσπίζουν με νόμο ως όρο για τη συμμετοχή στην εξουσία [551b] το ποσό της περιουσίας, περισσότερο, όσο πιο ολιγαρχικό είναι το πολίτευμα, και λιγότερο, όσο πάλι είναι τούτο λιγότερο ολιγαρχικό, αποκλείοντας από την εξουσία όλους όσοι δεν έχουν περιουσία ίση με το τίμημα που έχει οριστεί· και όλα αυτά ή τα επιβάλλουν με τη βία και τα όπλα ή με απειλές αναγκάζουν και τους άλλους να τα παραδεχτούν. Ή δεν είναι έτσι; |
| Οὕτω μὲν οὖν. | Έτσι είναι. |
| Ἡ μὲν δὴ κατάστασις ὡς ἔπος εἰπεῖν αὕτη. | Νά λοιπόν —για να τα ειπούμε με συντομία— πώς κατασταίνεται αυτό το πολίτευμα. |
| Ναί, ἔφη· ἀλλὰ τίς δὴ ὁ τρόπος τῆς πολιτείας; καὶ ποῖά [551c] ἐστιν ἃ ἔφαμεν αὐτὴν ἁμαρτήματα ἔχειν; | Ναι· αλλά ποιά είναι τα ήθη του και [551c] τα ελαττώματα που είπαμε πως έχει; |
| Πρῶτον μέν, ἔφην, τοῦτο αὐτό, ὅρος αὐτῆς οἷός ἐστιν. ἄθρει γάρ, εἰ νεῶν οὕτω τις ποιοῖτο κυβερνήτας, ἀπὸ τιμημάτων, τῷ δὲ πένητι, εἰ καὶ κυβερνητικώτερος εἴη, μὴ ἐπιτρέποι— | Πρώτα πρώτα αυτός ο βασικός όρος του πολιτεύματος. Γιατί, πες μου, τί θα γινότανε, αν κάναμε κυβερνήτες των πλοίων τους πλουσιότερους και αποκλείαμε τον φτωχό, μόλο που έχει μεγαλύτερη πείρα στα ναυτικά; |
| Πονηράν, ἦ δ᾽ ὅς, τὴν ναυτιλίαν αὐτοὺς ναυτίλλεσθαι. | Πάρα πολύ κακά θα πήγαινε τότε η ναυτιλία μας. |
| Οὐκοῦν καὶ περὶ ἄλλου οὕτως ὁτουτοῦν [ἤ τινος] ἀρχῆς; | Το ίδιο δεν θα γινότανε και στην περίπτωση οποιασδήποτε άλλης αρχής; |
| Οἶμαι ἔγωγε. | Υποθέτω. |
| Πλὴν πόλεως; ἦν δ᾽ ἐγώ· ἢ καὶ πόλεως πέρι; | Εκτός ίσως από την αρχή της πολιτείας· ή και γι᾽ αυτήν συμβαίνει το ίδιο; |
| Πολύ γ᾽, ἔφη, μάλιστα, ὅσῳ χαλεπωτάτη καὶ μεγίστη ἡ ἀρχή. | Γι᾽ αυτήν ίσα ίσα περισσότερο από κάθε άλλη, αφού είναι το πιο δύσκολο και το πιο σπουδαίο είδος αρχής. |
| [551d] | Ἓν μὲν δὴ τοῦτο τοσοῦτον ὀλιγαρχία ἂν ἔχοι ἁμάρτημα. | Ώστε αυτό το μεγάλο ελάττωμα έχει πρώτα πρώτα η ολιγαρχία. |
| Φαίνεται. | Φανερό. |
| Τί δέ; τόδε ἆρά τι τούτου ἔλαττον; | Αλλά τί; Αυτό το άλλο σού φαίνεται τάχα μικρότερο; |
| Τὸ ποῖον; | Το ποιό; |
| Τὸ μὴ μίαν ἀλλὰ δύο ἀνάγκῃ εἶναι τὴν τοιαύτην πόλιν, τὴν μὲν πενήτων, τὴν δὲ πλουσίων, οἰκοῦντας ἐν τῷ αὐτῷ, ἀεὶ ἐπιβουλεύοντας ἀλλήλοις. | Ότι κατ᾽ ανάγκην η ολιγαρχική πόλη δεν είναι μία αλλά δύο: η μία των φτωχών και η άλλη των πλούσιων, που κατοικούν βέβαια μαζί, αλλά το ένα μέρος θέλει το κακό του άλλου. |
| Οὐδὲν μὰ Δί᾽, ἔφη, ἔλαττον. | Δεν είναι, μά την αλήθεια, μικρότερο. |
| Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ τόδε καλόν, τὸ ἀδυνάτους εἶναι ἴσως πόλεμόν τινα πολεμεῖν διὰ τὸ ἀναγκάζεσθαι ἢ χρωμένους [551e] τῷ πλήθει ὡπλισμένῳ δεδιέναι μᾶλλον ἢ τοὺς πολεμίους, ἢ μὴ χρωμένους ὡς ἀληθῶς ὀλιγαρχικοὺς φανῆναι ἐν αὐτῷ τῷ μάχεσθαι, καὶ ἅμα χρήματα μὴ ἐθέλειν εἰσφέρειν, ἅτε φιλοχρημάτους. | Αλλ᾽ ακόμη δεν είναι και τούτο καλό, ότι δεν μπορούν ίσως να κάνουν και πόλεμο, γιατί είναι αναγκασμένοι ή να οπλίσουν [551e] το πλήθος, οπότε θα φοβούνται αυτό περισσότερο παρά τους εχθρούς, ή να μη το μεταχειριστούν καθόλου, οπότε θα φανούν αληθινά ολιγαρχικοί ακόμη και σ᾽ αυτή τη μάχη· εξάλλου οι πλούσιοι δεν εννοούν και να συνεισφέρουν χρήματα, αφού είναι φιλάργυροι. |
| Οὐ καλόν. | Αλήθεια δεν είναι καλό. |
| Τί δέ; ὃ πάλαι ἐλοιδοροῦμεν, τὸ πολυπραγμονεῖν γεωργοῦντας [552a] καὶ χρηματιζομένους καὶ πολεμοῦντας ἅμα τοὺς αὐτοὺς ἐν τῇ τοιαύτῃ πολιτείᾳ, ἦ δοκεῖ ὀρθῶς ἔχειν; | Τί δε; Εκείνο που καταδικάσαμε πρωτύτερα, να καταγίνουνται δηλαδή οι ίδιοι σε πολλά έργα συγχρόνως και να είναι μαζί και γεωργοί [552a] και έμποροι και πολεμιστές, όπως συμβαίνει σ᾽ αυτή την πολιτεία, σου φαίνεται τάχα πως είναι σωστό; |
| Οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν. | Καθόλου μάλιστα. |
| Ὅρα δή, τούτων πάντων τῶν κακῶν εἰ τόδε μέγιστον αὕτη πρώτη παραδέχεται. | Βλέπε τώρα αν απ᾽ όλα αυτά τα κακά το μεγαλύτερο δεν το᾽ χει πρώτη και καλύτερη αυτή εδώ η πολιτεία. |
| Τὸ ποῖον; | Το ποιό; |
| Τὸ ἐξεῖναι πάντα τὰ αὑτοῦ ἀποδόσθαι, καὶ ἄλλῳ κτήσασθαι τὰ τούτου, καὶ ἀποδόμενον οἰκεῖν ἐν τῇ πόλει μηδὲν ὄντα τῶν τῆς πόλεως μερῶν, μήτε χρηματιστὴν μήτε δημιουργὸν μήτε ἱππέα μήτε ὁπλίτην, ἀλλὰ πένητα καὶ ἄπορον κεκλημένον. | Ότι επιτρέπεται στον καθένα να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του και σ᾽ έναν άλλο να τ᾽ αγοράσει απ᾽ αυτόν, και εκείνος που τα πούλησε να παραμένει στην πόλη, χωρίς να είναι πια τίποτα γι᾽ αυτήν, ούτε έμπορος, ούτε τεχνίτης, ούτε ιππέας, ούτε πολίτης, αλλ᾽ απλώς να ονομάζεται φτωχός και άπορος. |
| [552b] | Πρώτη, ἔφη. | Έχεις δίκιο. |
| Οὔκουν διακωλύεταί γε ἐν ταῖς ὀλιγαρχουμέναις τὸ τοιοῦτον· οὐ γὰρ ἂν οἱ μὲν ὑπέρπλουτοι ἦσαν, οἱ δὲ παντάπασι πένητες. | Τούτο πραγματικά δεν εμποδίζεται στις ολιγαρχικές πολιτείες· γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχαν εκεί άλλοι υπέρπλουτοι και άλλοι θεόφτωχοι. |
| Ὀρθῶς. | Σωστά. |
| Τόδε δὲ ἄθρει· ἆρα ὅτε πλούσιος ὢν ἀνήλισκεν ὁ τοιοῦτος, μᾶλλόν τι τότ᾽ ἦν ὄφελος τῇ πόλει εἰς ἃ νυνδὴ ἐλέγομεν; ἢ ἐδόκει μὲν τῶν ἀρχόντων εἶναι, τῇ δὲ ἀληθείᾳ οὔτε ἄρχων οὔτε ὑπηρέτης ἦν αὐτῆς, ἀλλὰ τῶν ἑτοίμων ἀναλωτής; | Πρόσεξε ακόμη και σ᾽ αυτό· όταν ο πολίτης, τον καιρό που ήταν πλούσιος, ξόδευε αλύπητα, είχε απ᾽ αυτό καμιάν ωφέλεια η πολιτεία στα επαγγέλματα που είπαμε; ή πραγματικά δεν ήταν ούτε άρχοντας ούτε υπηρέτης αλλ᾽ απλώς ξοδευτής των έτοιμων; |
| [552c] | Οὕτως, ἔφη· ἐδόκει, ἦν δὲ οὐδὲν ἄλλο ἢ ἀναλωτής. | Όπως το λες· δεν ήταν τίποτ᾽ άλλο παρά ξοδευτής. |
| Βούλει οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, φῶμεν αὐτόν, ὡς ἐν κηρίῳ κηφὴν ἐγγίγνεται, σμήνους νόσημα, οὕτω καὶ τὸν τοιοῦτον ἐν οἰκίᾳ κηφῆνα ἐγγίγνεσθαι, νόσημα πόλεως; | Θέλεις λοιπόν να ειπούμε ότι, όπως όταν παρουσιάζεται μέσα στην κυψέλη ο κηφήνας είναι νόσημα του σμήνους, έτσι όταν κι αυτός παρουσιάζεται μέσα στο σπίτι, γίνεται νόσημα της πολιτείας; |
| Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, ὦ Σώκρατες. | Ακούς εκεί δεν θέλω; |
| Οὐκοῦν, ὦ Ἀδείμαντε, τοὺς μὲν πτηνοὺς κηφῆνας πάντας ἀκέντρους ὁ θεὸς πεποίηκεν, τοὺς δὲ πεζοὺς τούτους ἐνίους μὲν αὐτῶν ἀκέντρους, ἐνίους δὲ δεινὰ κέντρα ἔχοντας; καὶ ἐκ μὲν τῶν ἀκέντρων πτωχοὶ πρὸς τὸ γῆρας τελευτῶσιν, ἐκ δὲ [552d] τῶν κεκεντρωμένων πάντες ὅσοι κέκληνται κακοῦργοι; | Όμως, ω Αδείμαντε, τους φτερωτούς κηφήνες ο θεός τούς έκαμε δίχως κεντρί, ενώ απ᾽ αυτούς τους δίποδες κηφήνες σε μερικούς δεν έδωσε κεντρί, σε άλλους όμως έδωσε, και μάλιστα πολύ φοβερό. Και όσοι δεν έχουν πεθαίνουν στα γερατειά τους φτωχοί, από [552d] τους άλλους όμως γίνονται όλοι εκείνοι που ονομάζονται κακούργοι· δεν είναι αλήθεια; |
| Ἀληθέστατα, ἔφη. | Βεβαιότατα. |
| Δῆλον ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐν πόλει οὗ ἂν ἴδῃς πτωχούς, ὅτι εἰσί που ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ ἀποκεκρυμμένοι κλέπται τε καὶ βαλλαντιατόμοι καὶ ἱερόσυλοι καὶ πάντων τῶν τοιούτων κακῶν δημιουργοί. | Είναι λοιπόν φανερό ότι σε μια πόλη όπου θα ιδείς φτωχούς υπάρχουν κρυμμένοι το δίχως άλλο κλέφτες και λωποδύτες και ιερόσυλοι και εργάτες κάθε τέτοιας κακίας. |
| Δῆλον, ἔφη. | Φανερό. |
| Τί οὖν; ἐν ταῖς ὀλιγαρχουμέναις πόλεσι πτωχοὺς οὐχ ὁρᾷς ἐνόντας; | Τί λοιπόν; δεν βλέπεις να υπάρχουν φτωχοί στις ολιγαρχούμενες πόλεις; |
| Ὀλίγου γ᾽, ἔφη, πάντας τοὺς ἐκτὸς τῶν ἀρχόντων. | Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι, εκτός από τους άρχοντες. |
| [552e] | Μὴ οὖν οἰόμεθα, ἔφην ἐγώ, καὶ κακούργους πολλοὺς ἐν αὐταῖς εἶναι κέντρα ἔχοντας, οὓς ἐπιμελείᾳ βίᾳ κατέχουσιν αἱ ἀρχαί; | Πώς λοιπόν να μην πιστέψομε ότι θα υπάρχουν σ᾽ αυτές και πλήθος κακούργοι με κεντριά, που φροντίζουν οι άρχοντες να τους συγκρατούν με τη βία; |
| Οἰόμεθα μὲν οὖν, ἔφη. | Και βέβαια το πιστεύομε. |
| Ἆρ᾽ οὖν οὐ δι᾽ ἀπαιδευσίαν καὶ κακὴν τροφὴν καὶ κατάστασιν τῆς πολιτείας φήσομεν τοὺς τοιούτους αὐτόθι ἐγγίγνεσθαι; | Και από ποιάν άλλη αφορμή προέρχεται τούτο παρά από την απαιδευσία και την κακή ανατροφή και από την ελαττωματική σύσταση της πολιτείας; |
| Φήσομεν. | Από καμιάν άλλη. |
| Ἀλλ᾽ οὖν δὴ τοιαύτη γέ τις ἂν εἴη ἡ ὀλιγαρχουμένη πόλις καὶ τοσαῦτα κακὰ ἔχουσα, ἴσως δὲ καὶ πλείω. | Τέτοια λοιπόν περίπου είναι η ολιγαρχούμενη πόλη και αυτά είναι τα ελαττώματά της, ίσως μάλιστα και περισσότερα. |
| Σχεδόν τι, ἔφη. | Μάλιστα. |
| [553a] | Ἀπειργάσθω δὴ ἡμῖν καὶ αὕτη, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἡ πολιτεία, ἣν ὀλιγαρχίαν καλοῦσιν, ἐκ τιμημάτων ἔχουσα τοὺς ἄρχοντας· τὸν δὲ ταύτῃ ὅμοιον μετὰ ταῦτα σκοπῶμεν, ὥς τε γίγνεται οἷός τε γενόμενός ἐστιν. | Ας θεωρήσομε επομένως τελειωμένη την απεικόνιση και αυτής της πολιτείας, που την ονομάζομε ολιγαρχία και όπου οι άρχοντες γίνονται με κριτήριο την περιουσία· τώρα ας εξετάσομε και τον άνθρωπο που της μοιάζει, και πώς σχηματίζεται και ποιός είναι ο χαρακτήρας του. |
| Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη. | Ας ιδούμε. |
| Ἆρ᾽ οὖν ὧδε μάλιστα εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ ἐκείνου μεταβάλλει; | Η μετάπτωση από εκείνο τον τιμοκρατικό στον ολιγαρχικό δεν σου φαίνεται ότι γίνεται με αυτόν εδώ τον τρόπο; |
| Πῶς; | Πώς; |
| Ὅταν αὐτοῦ παῖς γενόμενος τὸ μὲν πρῶτον ζηλοῖ τε τὸν πατέρα καὶ τὰ ἐκείνου ἴχνη διώκῃ, ἔπειτα αὐτὸν ἴδῃ ἐξαίφνης [553b] πταίσαντα ὥσπερ πρὸς ἕρματι πρὸς τῇ πόλει, καὶ ἐκχέαντα τά τε αὑτοῦ καὶ ἑαυτόν, ἢ στρατηγήσαντα ἤ τιν᾽ ἄλλην μεγάλην ἀρχὴν ἄρξαντα, εἶτα εἰς δικαστήριον ἐμπεσόντα [βλαπτόμενον] ὑπὸ συκοφαντῶν ἢ ἀποθανόντα ἢ ἐκπεσόντα ἢ ἀτιμωθέντα καὶ τὴν οὐσίαν ἅπασαν ἀποβαλόντα. | Ο γιος από την παιδική του ηλικία στην αρχή φιλοτιμιέται να μιμηθεί τον πατέρα του και να βαδίσει στ᾽ αχνάρια του· έπειτα όμως, όταν έξαφνα δει ότι ο πατέρας του [553b] σκόνταψε απάνω στην πόλη όπως απάνω σε βράχο, και αφού έκαμε αβαρία και της περιουσίας και του εαυτού του, κατά τη διαχείριση είτε μιας στρατηγίας ή καμιάς άλλης αρχής, έπεσε στα δικαστήρια και στα νύχια των συκοφαντών και καταδικάστηκε ή σε θάνατο ή σε εξορία ή στη στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και τη δήμευση της περιουσίας του… |
| Εἰκός γ᾽, ἔφη. | Όπως συμβαίνει φυσικά. |
| Ἰδὼν δέ γε, ὦ φίλε, ταῦτα καὶ παθὼν καὶ ἀπολέσας τὰ ὄντα, δείσας οἶμαι εὐθὺς ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖ ἐκ τοῦ θρόνου [553c] τοῦ ἐν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ φιλοτιμίαν τε καὶ τὸ θυμοειδὲς ἐκεῖνο, καὶ ταπεινωθεὶς ὑπὸ πενίας πρὸς χρηματισμὸν τραπόμενος γλίσχρως καὶ κατὰ σμικρὸν φειδόμενος καὶ ἐργαζόμενος χρήματα συλλέγεται. ἆρ᾽ οὐκ οἴει τὸν τοιοῦτον τότε εἰς μὲν τὸν θρόνον ἐκεῖνον τὸ ἐπιθυμητικόν τε καὶ φιλοχρήματον ἐγκαθίζειν καὶ μέγαν βασιλέα ποιεῖν ἐν ἑαυτῷ, τιάρας τε καὶ στρεπτοὺς καὶ ἀκινάκας παραζωννύντα; | Όταν, λέω, δει όλα αυτά και πάθει και φοβηθεί τα ίδια και για τον εαυτό του, τότε, νομίζω, και αυτός γκρεμίζει κατακέφαλα από τον θρόνο [553c] της ψυχής του τη φιλοδοξία και εκείνο το θυμοειδές, και ταπεινωμένος από τη φτώχεια δεν σκέπτεται άλλο παρά πώς να κάνει περιουσία, και σιγά σιγά με πολλές στερήσεις, μεγάλην οικονομία και αδιάκοπη εργασία το κατορθώνει. Δεν νομίζεις λοιπόν τότε ότι σ᾽ εκείνο τον θρόνο, απ᾽ όπου έδιωξε τη φιλοδοξία, θ᾽ ανεβάσει τη φιλοχρηματία και το επιθυμητικό, που θα το ανακηρύξει μεγάλο βασιλέα του και θα του φορέσει τιάρες, βραχιόλια και σπαθιά; |
| Ἔγωγ᾽, ἔφη. | Το πιστεύω. |
| [553d] | Τὸ δέ γε οἶμαι λογιστικόν τε καὶ θυμοειδὲς χαμαὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν παρακαθίσας ὑπ᾽ ἐκείνῳ καὶ καταδουλωσάμενος, τὸ μὲν οὐδὲν ἄλλο ἐᾷ λογίζεσθαι οὐδὲ σκοπεῖν ἀλλ᾽ ἢ ὁπόθεν ἐξ ἐλαττόνων χρημάτων πλείω ἔσται, τὸ δὲ αὖ θαυμάζειν καὶ τιμᾶν μηδὲν ἄλλο ἢ πλοῦτόν τε καὶ πλουσίους, καὶ φιλοτιμεῖσθαι μηδ᾽ ἐφ᾽ ἑνὶ ἄλλῳ ἢ ἐπὶ χρημάτων κτήσει καὶ ἐάν τι ἄλλο εἰς τοῦτο φέρῃ. | Το λογιστικό και το θυμοειδές θα τα ρίξει, νομίζω, χάμω δούλους και υποπόδια, δώθε και κείθε από τον θρόνο του, και στο ένα δεν θα επιτρέπει να συλλογίζεται και να σκέπτεται τίποτ᾽ άλλο παρά πώς από λιγότερα θα κάνει περισσότερα τα υλικά αγαθά του, το άλλο πάλι τίποτα να μη θαυμάζει και τιμά παρά τον πλούτο και τους πλούσιους, και άλλη φιλοδοξία να μην έχει παρά την απόκτηση χρημάτων και οτιδήποτε άλλο οδηγεί σ᾽ αυτό. |
| Οὐκ ἔστ᾽ ἄλλη, ἔφη, μεταβολὴ οὕτω ταχεῖά τε καὶ ἰσχυρὰ ἐκ φιλοτίμου νέου εἰς φιλοχρήματον. | Δεν υπάρχει άλλη μετάβαση τόσο γρήγορη και βέβαιη για ένα νέο από τη φιλοδοξία στη φιλοχρηματία. |
| [553e] | Ἆρ᾽ οὖν οὗτος, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὀλιγαρχικός ἐστιν; | Αυτός λοιπόν δεν είναι ο ολιγαρχικός; |
| Ἡ γοῦν μεταβολὴ αὐτοῦ ἐξ ὁμοίου ἀνδρός ἐστι τῇ πολιτείᾳ, ἐξ ἧς ἡ ὀλιγαρχία μετέστη. | Τουλάχιστο η μεταβολή του έγινε από άντρα όμοιο με την πολιτεία από την οποία βγήκε η ολιγαρχία. |
| Σκοπῶμεν δὴ εἰ ὅμοιος ἂν εἴη. | Ας εξετάσομε τώρα αν, τέτοιος που έγινε, μοιάζει με την ολιγαρχία. |
| [554a] | Σκοπῶμεν. | Ας το εξετάσομε. |
| Οὐκοῦν πρῶτον μὲν τῷ χρήματα περὶ πλείστου ποιεῖσθαι ὅμοιος ἂν εἴη; | Πρώτη ομοιότητα δεν είναι ότι εκτιμάει τα χρήματα περισσότερο από κάθε άλλο; |
| Πῶς δ᾽ οὔ; | Πώς όχι; |
| Καὶ μὴν τῷ γε φειδωλὸς εἶναι καὶ ἐργάτης, τὰς ἀναγκαίους ἐπιθυμίας μόνον τῶν παρ᾽ αὑτῷ ἀποπιμπλάς, τὰ δὲ ἄλλα ἀναλώματα μὴ παρεχόμενος, ἀλλὰ δουλούμενος τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ὡς ματαίους. | Έπειτα, ότι είναι σφιχτός στα χρήματα και εργατικός, ότι ικανοποιεί μόνο τις αναγκαίες επιθυμίες του, απαγορεύει στον εαυτό του κάθε άλλη δαπάνη και υποδουλώνει τις άλλες επιθυμίες του ως μάταιες; |
| Πάνυ μὲν οὖν. | Πραγματικά. |
| Αὐχμηρός γέ τις, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὢν καὶ ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιούμενος, θησαυροποιὸς ἀνήρ —οὓς δὴ καὶ ἐπαινεῖ τὸ πλῆθος— [554b] ἢ οὐχ οὗτος ἂν εἴη ὁ τῇ τοιαύτῃ πολιτείᾳ ὅμοιος; | Είναι επομένως ελεεινά γλίσχρος, αφού ζητάει από το καθετί να κερδίσει, με μια λέξη είναι άνθρωπος θησαυροποιός, από κείνους δα που θαυμάζει το πλήθος· [554b] ή δεν είναι αυτός που μοιάζει με το ολιγαρχικό πολίτευμα; |
| Ἐμοὶ γοῦν, ἔφη, δοκεῖ· χρήματα γοῦν μάλιστα ἔντιμα τῇ τε πόλει καὶ παρὰ τῷ τοιούτῳ. | Μάλιστα, γιατί και σ᾽ αυτόν και στην (ολιγαρχική) πολιτεία τα χρήματα είναι που έχουν τη μεγαλύτερη αξία και εκτίμηση. |
| Οὐ γὰρ οἶμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, παιδείᾳ ὁ τοιοῦτος προσέσχηκεν. | Για τον λόγο ότι καμιά προσοχή —υποθέτω— δεν έδωσε ο τέτοιος άνθρωπος στη μόρφωσή του. |
| Οὐ δοκῶ, ἔφη· οὐ γὰρ ἂν τυφλὸν ἡγεμόνα τοῦ χοροῦ ἐστήσατο καὶ ἐτί‹μα› μάλιστα. | Και εγώ το υποθέτω, γιατί αλλιώς δεν θα έπαιρνε οδηγό του χορού έναν τυφλό και δεν θα τον εκτιμούσε τόσο. |
| Εὖ, ἦν δ᾽ ἐγώ. τόδε δὲ σκόπει· κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι, τὰς μὲν [554c] πτωχικάς, τὰς δὲ κακούργους, κατεχομένας βίᾳ ὑπὸ τῆς ἄλλης ἐπιμελείας; | Πολύ ωραία το είπες. Πρόσεχε τώρα σε τούτο· δεν θα έχομε δίκιο να ειπούμε ότι η απαιδευσία τού εγέννησε επιθυμίες σαν εκείνες των κηφήνων, άλλες [554c] φτωχικές και άλλες κακούργες, που μόλις και μετά βίας προσπαθεί να τις συγκρατεί; |
| Καὶ μάλ᾽, ἔφη. | Μάλιστα. |
| Οἶσθ᾽ οὖν, εἶπον, οἷ ἀποβλέψας κατόψει αὐτῶν τὰς κακουργίας; | Και ξέρεις πού θα δεις να φανερώνουνται οι κακούργες διαθέσεις αυτών των ανθρώπων; |
| Ποῖ; ἔφη. | Πού; |
| Εἰς τὰς τῶν ὀρφανῶν ἐπιτροπεύσεις, καὶ εἴ πού τι αὐτοῖς τοιοῦτον συμβαίνει, ὥστε πολλῆς ἐξουσίας λαβέσθαι τοῦ ἀδικεῖν. | Όταν άξαφνα αναλάβουν την κηδεμονία ορφανών ή τίποτ᾽ άλλο ανάλογο, όπου έχουν όλη την ελευθερία να καταχραστούν και ν᾽ αδικήσουν. |
| Ἀληθῆ. | Αλήθεια λες. |
| Ἆρ᾽ οὖν οὐ τούτῳ δῆλον ὅτι ἐν τοῖς ἄλλοις συμβολαίοις ὁ τοιοῦτος, ἐν οἷς εὐδοκιμεῖ δοκῶν δίκαιος εἶναι, ἐπιεικεῖ [554d] τινὶ ἑαυτοῦ βίᾳ κατέχει ἄλλας κακὰς ἐπιθυμίας ἐνούσας, οὐ πείθων ὅτι οὐκ ἄμεινον, οὐδ᾽ ἡμερῶν λόγῳ, ἀλλ᾽ ἀνάγκῃ καὶ φόβῳ, περὶ τῆς ἄλλης οὐσίας τρέμων; | Δεν είναι λοιπόν από τούτο φανερό ότι στις άλλες του συναλλαγές, όπου ευδοκιμεί και θεωρείται έντιμος και δίκαιος, κατορθώνει, με όχι μικρήν [554d] επιβολή του εαυτού του, να συγκρατεί τις άγριες επιθυμίες που κρύβει μέσα του, όχι με την πειθώ, ότι αυτό δεν είναι το καλύτερο, ούτε γιατί τις χαλιναγωγεί με τον ορθό λόγο, αλλ᾽ από ανάγκη και φόβο, επειδή τρέμει μήπως χάσει και την άλλη του περιουσία; |
| Καὶ πάνυ γ᾽, ἔφη. | Βεβαιότατα. |
| Καὶ νὴ Δία, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε, τοῖς πολλοῖς γε αὐτῶν ἐνευρήσεις, ὅταν δέῃ τἀλλότρια ἀναλίσκειν, τὰς τοῦ κηφῆνος συγγενεῖς ἐνούσας ἐπιθυμίας. | Αλλ᾽ όταν πρόκειται να ξοδέψουν τα ξένα χρήματα, τότε μά την αλήθεια, φίλε μου, θ᾽ ανακαλύψεις στους πολλούς από δαύτους να υπάρχουν μέσα τους εκείνες οι φυσικές επιθυμίες του κηφήνα. |
| Καὶ μάλα, ἦ δ᾽ ὅς, σφόδρα. | Και μάλιστα στον υπέρτατο βαθμό. |
| Οὐκ ἄρ᾽ ἂν εἴη ἀστασίαστος ὁ τοιοῦτος ἐν ἑαυτῷ, οὐδὲ εἷς ἀλλὰ διπλοῦς τις, ἐπιθυμίας δὲ ἐπιθυμιῶν ὡς τὸ πολὺ [554e] κρατούσας ἂν ἔχοι βελτίους χειρόνων. | Ο τέτοιος άνθρωπος δεν θα ᾽ναι λοιπόν απαλλαγμένος από εσωτερικές διενέξεις, ούτε θα ᾽ναι ένας αλλά διπλός, γιατί οι καλύτερες και οι χειρότερες επιθυμίες, που έχει μέσα του, [554e] θα πολεμούν μεταξύ τους, όμως θα υπερτερούν οπωσδήποτε οι καλύτερες. |
| Ἔστιν οὕτω. | Έτσι είναι. |
| Διὰ ταῦτα δὴ οἶμαι εὐσχημονέστερος ἂν πολλῶν ὁ τοιοῦτος εἴη· ὁμονοητικῆς δὲ καὶ ἡρμοσμένης τῆς ψυχῆς ἀληθὴς ἀρετὴ πόρρω ποι ἐκφεύγοι ἂν αὐτόν. | Για τούτο, νομίζω, ο άνθρωπος αυτός θα τηρεί τουλάχιστο τα εξωτερικά προσχήματα καλύτερα από πολλούς άλλους· όμως η αληθινή αρετή, που προέρχεται από την εσωτερικήν ομόνοια και αρμονία της ψυχής, θα είναι βέβαια πράγμα εντελώς άγνωστο γι᾽ αυτόν. |
| Δοκεῖ μοι. | Το πιστεύω. |
| Καὶ μὴν ἀνταγωνιστής γε ἰδίᾳ ἐν πόλει ὁ φειδωλὸς [555a] φαῦλος ἤ τινος νίκης ἢ ἄλλης φιλοτιμίας τῶν καλῶν, χρήματά τε οὐκ ἐθέλων εὐδοξίας ἕνεκα καὶ τῶν τοιούτων ἀγώνων ἀναλίσκειν, δεδιὼς τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἀναλωτικὰς ἐγείρειν καὶ συμπαρακαλεῖν ἐπὶ συμμαχίαν τε καὶ φιλονικίαν, ὀλίγοις τισὶν ἑαυτοῦ πολεμῶν ὀλιγαρχικῶς τὰ πολλὰ ἡττᾶται καὶ πλουτεῖ. | Και όταν θα πρόκειται για ευγενική άμιλλα μεταξύ των πολιτών [555a] ή καμιά νίκη ή για ό,τι άλλο από τα ωραία αγωνίσματα της φιλοτιμίας, ο φιλοχρήματος δεν θα παίρνει μέρος σ᾽ αυτά, γιατί δεν θα θέλει να ξοδεύει χρήματα για τη δόξα και τους αγώνες αυτού του είδους, και θα φοβάται να ξυπνήσει μέσα του τις ξοδευτικές επιθυμίες και να τις προσκαλέσει σε βοήθειά του και σε σύμπραξη· διαγωνίζεται λοιπόν με πολύ λίγο μέρος από τα δικά του, δηλαδή ολιγαρχικά, κι έτσι πάντοτε νικιέται, αλλά και πάντοτε μένει πλούσιος. |
| Καὶ μάλα, ἔφη. | Έτσι είναι. |
| Ἔτι οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀπιστοῦμεν μὴ κατὰ τὴν ὀλιγαρχουμένην πόλιν ὁμοιότητι τὸν φειδωλόν τε καὶ χρηματιστὴν [555b] τετάχθαι; | Θα αμφιβάλλομε λοιπόν ακόμα για την ομοιότητα που υπάρχει ανάμεσα στην ολιγαρχούμενη πολιτεία και στον φιλοχρήματο και σφιχτό [555b] άνθρωπο; |
| Οὐδαμῶς, ἔφη. | Καθόλου. |
| Δημοκρατίαν δή, ὡς ἔοικε, μετὰ τοῦτο σκεπτέον, τίνα τε γίγνεται τρόπον, γενομένη τε ποῖόν τινα ἔχει, ἵν᾽ αὖ τὸν τοῦ τοιούτου ἀνδρὸς τρόπον γνόντες παραστησώμεθ᾽ αὐτὸν εἰς κρίσιν. | Έρχεται τώρα η σειρά της δημοκρατίας, να εξετάσομε πώς σχηματίζεται και ποιός είναι ο χαρακτήρας της, ώστε, αφού γνωρίσομε και τον χαρακτήρα του ανθρώπου που της μοιάζει, να βάλομε κι αυτόν μπροστά και να τον κρίνομε. |
| Ὁμοίως γοῦν ἄν, ἔφη, ἡμῖν αὐτοῖς πορευοίμεθα. | Θ᾽ ακολουθήσομε δηλαδή σ᾽ αυτό την ίδια μέθοδο. |
| Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μεταβάλλει μὲν τρόπον τινὰ τοιόνδε ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν, δι᾽ ἀπληστίαν τοῦ προκειμένου ἀγαθοῦ, τοῦ ὡς πλουσιώτατον δεῖν γίγνεσθαι; | Η μετάβαση από την ολιγαρχία στη δημοκρατία δεν γίνεται με αυτόν εδώ περίπου τον τρόπο: με την απληστία ν᾽ αυξήσει κανείς την περιουσία του, πράγμα που θεωρείται στην ολιγαρχική πολιτεία το ανώτατο αγαθό; |
| Πῶς δή; | Πώς γίνεται; |
| [555c] | Ἅτε οἶμαι ἄρχοντες ἐν αὐτῇ οἱ ἄρχοντες διὰ τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, οὐκ ἐθέλουσιν εἴργειν νόμῳ τῶν νέων ὅσοι ἂν ἀκόλαστοι γίγνωνται, μὴ ἐξεῖναι αὐτοῖς ἀναλίσκειν τε καὶ ἀπολλύναι τὰ αὑτῶν, ἵνα ὠνούμενοι τὰ τῶν τοιούτων καὶ εἰσδανείζοντες ἔτι πλουσιώτεροι καὶ ἐντιμότεροι γίγνωνται. | Επειδή σ᾽ αυτήν οι άρχοντες οφείλουν το αξίωμά τους στα μεγάλα τους πλούτη, δεν τους συμφέρει να περιορίσουν με νόμο την ελευθερία των άσωτων νέων, ώστε να μην έχουν το δικαίωμα να σπαταλούν και να καταβροχθίζουν τις περιουσίες τους, για ν᾽ αγοράζουν αυτοί τα αγαθά τους ή να τους δανείζουν με βαρείς τόκους και έτσι να μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο τα πλούτη τους και την υπόληψή τους. |
| Παντός γε μᾶλλον. | Χωρίς αμφιβολία. |
| Οὐκοῦν δῆλον ἤδη τοῦτο ἐν πόλει, ὅτι πλοῦτον τιμᾶν καὶ σωφροσύνην ἅμα ἱκανῶς κτᾶσθαι ἐν τοῖς πολίταις [555d] ἀδύνατον, ἀλλ᾽ ἀνάγκη ἢ τοῦ ἑτέρου ἀμελεῖν ἢ τοῦ ἑτέρου; | Δεν είναι όμως φανερό σε μια πόλη ότι είναι αδύνατο οι άνθρωποι συγχρόνως και να τιμούν τον πλούτο και να ασκούν την εγκράτεια και τη σωφροσύνη, [555d] αλλά κατ᾽ ανάγκην ή το ένα θα παραμελούν ή το άλλο; |
| Ἐπιεικῶς, ἔφη, δῆλον. | Αρκετά φανερό. |
| Παραμελοῦντες δὴ ἐν ταῖς ὀλιγαρχίαις καὶ ἐφιέντες ἀκολασταίνειν οὐκ ἀγεννεῖς ἐνίοτε ἀνθρώπους πένητας ἠνάγκασαν γενέσθαι. | Καθώς λοιπόν οι άρχοντες στις ολιγαρχικές πολιτείες παραμελούν και δεν φροντίζουν να περιορίσουν την ακολασία, εξαναγκάζουν κάποτε πολλούς, ανθρώπους με φύση ευγενική, να καταντήσουν στην τέλειαν ανέχεια. |
| Μάλα γε. | Μάλιστα. |
| Κάθηνται δὴ οἶμαι οὗτοι ἐν τῇ πόλει κεκεντρωμένοι τε καὶ ἐξωπλισμένοι, οἱ μὲν ὀφείλοντες χρέα, οἱ δὲ ἄτιμοι γεγονότες, οἱ δὲ ἀμφότερα, μισοῦντές τε καὶ ἐπιβουλεύοντες τοῖς κτησαμένοις τὰ αὑτῶν καὶ τοῖς ἄλλοις, νεωτερισμοῦ [555e] ἐρῶντες. | Κάθονται λοιπόν αυτοί στην πόλη με το κεντρί έτοιμο και οπλισμένοι, άλλοι κατάχρεοι, άλλοι στερημένοι τα πολιτικά τους δικαιώματα, άλλοι και τα δυο μαζί, με την καρδιά γεμάτη έχθρα και επιβουλή εναντίον εκείνων που πλούτισαν με τα λείψανα της περιουσίας τους, και εναντίον όλων των πολιτών, ενώ μέσα τους κάνουν σχέδια [555e] γενικής ανατροπής των πραγμάτων. |
| Ἔστι ταῦτα. | Έτσι είναι. |
| Οἱ δὲ δὴ χρηματισταὶ ἐγκύψαντες, οὐδὲ δοκοῦντες τούτους ὁρᾶν, τῶν λοιπῶν τὸν ἀεὶ ὑπείκοντα ἐνιέντες ἀργύριον τιτρώσκοντες, καὶ τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους [556a] κομιζόμενοι, πολὺν τὸν κηφῆνα καὶ πτωχὸν ἐμποιοῦσι τῇ πόλει. | Στο μεταξύ οι χρηματιστές, πεσμένοι με τα μούτρα στις δουλειές τους, χωρίς να κάνουν πως τους προσέχουν καν αυτούς, περιμένουν τίνος από τους άλλους θα ᾽ρθεί τώρα η σειρά να πέσει στα νύχια τους για να τον αφαιμάξουν, δανείζοντας σ᾽ αυτόν και παίρνοντας τόκους πολύ περισσότερους [556a] από το αρχικό κεφάλαιο, κι έτσι αυξάνοντας τον αριθμό των φτωχών και των κηφήνων μέσα στην πόλη. |
| Πῶς γάρ, ἔφη, οὐ πολύν; | Πώς να μη τον αυξάνουν; |
| Καὶ οὔτε γ᾽ ἐκείνῃ, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ τοιοῦτον κακὸν ἐκκαόμενον ἐθέλουσιν ἀποσβεννύναι, εἴργοντες τὰ αὑτοῦ ὅπῃ τις βούλεται τρέπειν, οὔτε τῇδε, ᾗ αὖ κατὰ ἕτερον νόμον τὰ τοιαῦτα λύεται. | Δεν θέλουν μολαταύτα να βοηθήσουν να σβήσει το κακό που κρυφοκαίει, είτε απαγορεύοντας στους ιδιώτες να διαθέτουν την περιουσία τους όπως τους αρέσει, είτε με κανένα άλλο μέσον από εκείνα που προλαβαίνουν όλα αυτά τα δεινά. |
| Κατὰ δὴ τίνα; | Και ποιό είναι αυτό το μέσον; |
| Ὃς μετ᾽ ἐκεῖνόν ἐστι δεύτερος καὶ ἀναγκάζων ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι τοὺς πολίτας. ἐὰν γὰρ ἐπὶ τῷ αὑτοῦ κινδύνῳ [556b] τὰ πολλά τις τῶν ἑκουσίων συμβολαίων προστάττῃ συμβάλλειν, χρηματίζοιντο μὲν ἂν ἧττον ἀναιδῶς ἐν τῇ πόλει, ἐλάττω δ᾽ ἐν αὐτῇ φύοιτο τῶν τοιούτων κακῶν οἵων νυνδὴ εἴπομεν. | Ένας νόμος που έρχεται δεύτερος ύστερ᾽ από κείνον και που θ᾽ ανάγκαζε τους πολίτες να είναι τίμιοι στις συναλλαγές τους. Γιατί, εάν μπορούσε να ορίσει ένας νόμος [556b] ότι τα πολλά από τα εκούσια συμβόλαια θα γίνουνται με κίνδυνο των δανειστών, και οι τοκογλύφοι θα φέρουνταν με λιγότερη αναίδεια μέσα στην πόλη και σ᾽ αυτήν λιγότερα κακά θα φύτρωναν από κείνα που είπαμε. |
| Καὶ πολύ γε, ἦ δ᾽ ὅς. | Πολύ σωστά. |
| Νῦν δέ γ᾽, ἔφην ἐγώ, διὰ πάντα τὰ τοιαῦτα τοὺς μὲν δὴ ἀρχομένους οὕτω διατιθέασιν ἐν τῇ πόλει οἱ ἄρχοντες· σφᾶς δὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς αὑτῶν — ἆρ᾽ οὐ τρυφῶντας μὲν τοὺς νέους καὶ ἀπόνους καὶ πρὸς τὰ τοῦ σώματος καὶ πρὸς [556c] τὰ τῆς ψυχῆς, μαλακοὺς δὲ καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας καὶ ἀργούς; | Ενώ τώρα οι άρχοντες, για όλους αυτούς τους λόγους, γίνονται αφορμή να έρχουνται σ᾽ αυτή την κατάσταση οι υπήκοοί τους· οι ίδιοι πάλι και τα παιδιά τους, καθώς ζουν βίο τρυφηλό και δεν γυμνάζουν ούτε τα σώματα ούτε [556c] τις ψυχές τους, δεν συμβαίνει να καταντούν μαλθακοί και ανίκανοι ν᾽ αντισταθούν και στις ηδονές και στις λύπες; |
| Τί μήν; | Και βέβαια. |
| Αὑτοὺς δὲ πλὴν χρηματισμοῦ τῶν ἄλλων ἠμεληκότας, καὶ οὐδὲν πλείω ἐπιμέλειαν πεποιημένους ἀρετῆς ἢ τοὺς πένητας; | Αλλ᾽ αφού οι πατέρες δεν σκέπτονται τίποτ᾽ άλλο παρά πώς ν᾽ αυξήσουν την περιουσία τους, είναι δυνατόν να φροντίζουν για την αρετή περισσότερο από την τάξη των φτωχών; |
| Οὐ γὰρ οὖν. | Ορισμένως όχι. |
| Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι ὅταν παραβάλλωσιν ἀλλήλοις οἵ τε ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόμενοι ἢ ἐν ὁδῶν πορείαις ἢ ἐν ἄλλαις τισὶ κοινωνίαις, ἢ κατὰ θεωρίας ἢ κατὰ στρατείας, ἢ σύμπλοι γιγνόμενοι ἢ συστρατιῶται, ἢ καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς [556d] κινδύνοις ἀλλήλους θεώμενοι μηδαμῇ ταύτῃ καταφρονῶνται οἱ πένητες ὑπὸ τῶν πλουσίων, ἀλλὰ πολλάκις ἰσχνὸς ἀνὴρ πένης, ἡλιωμένος, παραταχθεὶς ἐν μάχῃ πλουσίῳ ἐσκιατροφηκότι, πολλὰς ἔχοντι σάρκας ἀλλοτρίας, ἴδῃ ἄσθματός τε καὶ ἀπορίας μεστόν, ἆρ᾽ οἴει αὐτὸν οὐχ ἡγεῖσθαι κακίᾳ τῇ σφετέρᾳ πλουτεῖν τοὺς τοιούτους, καὶ ἄλλον ἄλλῳ παραγγέλλειν, ὅταν ἰδίᾳ συγγίγνωνται, ὅτι «Ἇνδρες ἡμέτεροι· [556e] εἰσὶ γὰρ οὐδέν;» | Έτσι λοιπόν ετοιμασμένοι, σαν τύχει και βρεθούν μαζί άρχοντες και υπήκοοι, είτε σε καμιά πορεία ή αποστολή ή εκστρατεία κατά ξηράν ή θάλασσαν ως συστρατιώτες ή συνταξιδιώτες στο πλοίο, είτε σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση, και γνωριστούν καλά μεταξύ τους [556d] στους κινδύνους, βέβαια δεν θα έχουν λόγο οι πλούσιοι να περιφρονούν τους φτωχούς· αλλ᾽ απεναντίας, όταν ένας φτωχός, ξερακιανός και ηλιοκαμένος, τύχει να ᾽χει σύντροφο στον πόλεμο κανέναν πλούσιο, που δεν τον είδε ποτέ ο ήλιος και γεμάτον περιττά κρέατα και πάχη, και τον ιδεί να λαχανιάζει και να μην ξέρει πώς να βολέψει τον εαυτό του, δεν νομίζεις πως θα σκεφτεί αμέσως ότι από την ανανδρία των ομοίων του είναι πλούσιοι οι τέτοιοι άνθρωποι, και δεν θα λέει ο ένας του άλλου, όταν συναντιώνται ιδιαίτερα, ότι «οι άνθρωποί μας [556e] δεν αξίζουν τίποτα»; |
| Εὖ οἶδα μὲν οὖν, ἔφη, ἔγωγε, ὅτι οὕτω ποιοῦσιν. | Πολύ καλά γνωρίζω ότι αυτό πραγματικά γίνεται. |
| Οὐκοῦν ὥσπερ σῶμα νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ἔξωθεν δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν, ἐνίοτε δὲ καὶ ἄνευ τῶν ἔξω στασιάζει αὐτὸ αὑτῷ, οὕτω δὴ καὶ ἡ κατὰ ταὐτὰ ἐκείνῳ διακειμένη πόλις ἀπὸ σμικρᾶς προφάσεως, ἔξωθεν ἐπαγομένων ἢ τῶν ἑτέρων ἐξ ὀλιγαρχουμένης πόλεως συμμαχίαν ἢ τῶν ἑτέρων ἐκ δημοκρατουμένης, νοσεῖ τε καὶ αὐτὴ αὑτῇ μάχεται, ἐνίοτε δὲ καὶ ἄνευ τῶν ἔξω στασιάζει; | Λοιπόν, όπως ένα σώμα ασθενικό μια παραμικρή αφορμή χρειάζεται απέξω για να πέσει κάτω, κάποτε μάλιστα παθαίνει γενική διατάραξη και χωρίς καμιάν εξωτερική αιτία, το ίδιο και μια πολιτεία που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση· αρκεί μικρή αφορμή, για ν᾽ αναστατωθεί και να παραδοθεί στον εμφύλιο πόλεμο, όταν ή οι φτωχοί ζητήσουν τη βοήθεια μιας δημοκρατούμενης πόλης ή οι πλούσιοι την επικουρία μιας ολιγαρχούμενης, κάποτε χωρίς να γίνει ούτε και αυτό. |
| [557a] | Καὶ σφόδρα γε. | Πολύ σωστά. |
| Δημοκρατία δὴ οἶμαι γίγνεται ὅταν οἱ πένητες νικήσαντες τοὺς μὲν ἀποκτείνωσι τῶν ἑτέρων, τοὺς δὲ ἐκβάλωσι, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐξ ἴσου μεταδῶσι πολιτείας τε καὶ ἀρχῶν, καὶ ὡς τὸ πολὺ ἀπὸ κλήρων αἱ ἀρχαὶ ἐν αὐτῇ γίγνονται. | Και το πολίτευμα μεταβάλλεται σε δημοκρατικό, όταν, μου φαίνεται, υπερισχύσουν οι φτωχοί και άλλους θανατώσουν, άλλους εξορίσουν, και μοιράσουν με τους υπόλοιπους εξίσου τις αρχές και τα αξιώματα της πολιτείας· στο πολίτευμα τούτο οι άρχοντες εκλέγονται ως επί το πλείστον με κλήρο. |
| Ἔστι γάρ, ἔφη, αὕτη ἡ κατάστασις δημοκρατίας, ἐάντε καὶ δι᾽ ὅπλων γένηται ἐάντε καὶ διὰ φόβον ὑπεξελθόντων τῶν ἑτέρων. | Έτσι πραγματικά γίνεται η σύσταση της δημοκρατίας, εάν είτε νικήσουν με τα όπλα οι φτωχοί είτε οι πλούσιοι αποφασίσουν από φόβο να σηκωθούν και να φύγουν κρυφά από την πόλη. |
| Τίνα δὴ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὗτοι τρόπον οἰκοῦσι; καὶ ποία [557b] τις ἡ τοιαύτη αὖ πολιτεία; δῆλον γὰρ ὅτι ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ δημοκρατικός τις ἀναφανήσεται. | Ποιός, λες, τώρα θα είναι ο τρόπος ζωής αυτών των ανθρώπων και ποιά [557b] τα ήθη της τέτοιας πολιτείας; Γιατί είναι φανερό ότι απ᾽ αυτή την εξέταση θα βρεθεί ο τύπος που της μοιάζει, ο δημοκρατικός άνθρωπος. |
| Δῆλον, ἔφη. | Φανερό. |
| Οὐκοῦν πρῶτον μὲν δὴ ἐλεύθεροι, καὶ ἐλευθερίας ἡ πόλις μεστὴ καὶ παρρησίας γίγνεται, καὶ ἐξουσία ἐν αὐτῇ ποιεῖν ὅτι τις βούλεται; | Λοιπόν, πρώτα όλοι τους είναι ελεύθεροι, και επικρατεί στην πολιτεία πλήρης ελευθερία και παρρησία και εξουσία να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει. |
| Λέγεταί γε δή, ἔφη. | Αυτό τουλάχιστο λέγεται. |
| Ὅπου δέ γε ἐξουσία, δῆλον ὅτι ἰδίαν ἕκαστος ἂν κατασκευὴν τοῦ αὑτοῦ βίου κατασκευάζοιτο ἐν αὐτῇ, ἥτις ἕκαστον ἀρέσκοι. | Όπου όμως υπάρχει αυτή η εξουσία, είναι φανερό ότι κάθε πολίτης θα διαθέτει και θα κανονίζει τη ζωή του όπως του αρέσει. |
| Δῆλον. | Μάλιστα φανερό. |
| [557c] | Παντοδαποὶ δὴ ἂν οἶμαι ἐν ταύτῃ τῇ πολιτείᾳ μάλιστ᾽ ἐγγίγνοιντο ἄνθρωποι. | Επομένως θα υπάρχει μέσα σ᾽ αυτή την πολιτεία παρά πολύ μεγάλη ποικιλία ανθρώπινων τύπων και χαρακτήρων. |
| Πῶς γὰρ οὔ; | Και πώς όχι; |
| Κινδυνεύει, ἦν δ᾽ ἐγώ, καλλίστη αὕτη τῶν πολιτειῶν εἶναι· ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον, οὕτω καὶ αὕτη πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη καλλίστη ἂν φαίνοιτο. καὶ ἴσως μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ταύτην, ὥσπερ οἱ παῖδές τε καὶ αἱ γυναῖκες τὰ ποικίλα θεώμενοι, καλλίστην ἂν πολλοὶ κρίνειαν. | Μά την αλήθεια, κινδυνεύει να θεωρηθεί αυτή η πολιτεία ωραιότερη απ᾽ όλες· όπως φόρεμα κεντημένο με πολυποίκιλα άνθη, έτσι στολισμένη κι αυτή με κάθε λογής ήθη και χαρακτήρες θα φαίνεται ωραιότατη. Και γι᾽ αυτό ίσως, όπως τα παιδιά και οι γυναίκες θαυμάζουν την ποικιλία του στολισμού, κρίνουν και οι πολλοί στον υπέρτατο βαθμό ωραία αυτή την πολιτεία. |
| Καὶ μάλ᾽, ἔφη. | Δεν δυσκολεύομαι να το πιστέψω. |
| [557d] | Καὶ ἔστιν γε, ὦ μακάριε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐπιτήδειον ζητεῖν ἐν αὐτῇ πολιτείαν. | Και σ᾽ αυτή την πολιτεία, αγαπημένε μου, είναι που μπορεί κανείς να ᾽ρθεί να διαλέξει το είδος του πολιτεύματος που ταιριάζει στα μέτρα του. |
| Τί δή; | Πώς αυτό; |
| Ὅτι πάντα γένη πολιτειῶν ἔχει διὰ τὴν ἐξουσίαν, καὶ κινδυνεύει τῷ βουλομένῳ πόλιν κατασκευάζειν, ὃ νυνδὴ ἡμεῖς ἐποιοῦμεν, ἀναγκαῖον εἶναι εἰς δημοκρατουμένην ἐλθόντι πόλιν, ὃς ἂν αὐτὸν ἀρέσκῃ τρόπος, τοῦτον ἐκλέξασθαι, ὥσπερ εἰς παντοπώλιον ἀφικομένῳ πολιτειῶν, καὶ ἐκλεξαμένῳ οὕτω κατοικίζειν. | Γιατί κλείνει μέσα της όλα τα είδη των πολιτευμάτων, χάρη στην εξουσία που έχει εκεί ο καθένας να ζει όπως θέλει· και φαίνεται πως, αν θέλει κανείς να χαράξει το σχέδιο μιας πολιτείας, όπως θα κάναμε και μεις τώρα, άλλο δεν χρειάζεται παρά να πάει σε μια δημοκρατούμενη πόλη, όπως κανείς πηγαίνει στην αγορά ή στο παντοπωλείο, και, αφού διαλέξει το είδος της αρεσκείας του, σύμφωνα μ᾽ αυτό να καταστρώσει το πολίτευμά του. |
| [557e] | Ἴσως γοῦν, ἔφη, οὐκ ἂν ἀποροῖ παραδειγμάτων. | Ίσως, πραγματικά, δεν θα του λείψουν πρότυπα. |
| Τὸ δὲ μηδεμίαν ἀνάγκην, εἶπον, εἶναι ἄρχειν ἐν ταύτῃ τῇ πόλει, μηδ᾽ ἂν ᾖς ἱκανὸς ἄρχειν, μηδὲ αὖ ἄρχεσθαι, ἐὰν μὴ βούλῃ, μηδὲ πολεμεῖν πολεμούντων, μηδὲ εἰρήνην ἄγειν τῶν ἄλλων ἀγόντων, ἐὰν μὴ ἐπιθυμῇς εἰρήνης, μηδὲ αὖ, ἐάν τις ἄρχειν νόμος σε διακωλύῃ ἢ δικάζειν, μηδὲν ἧττον καὶ [558a] ἄρχειν καὶ δικάζειν, ἐὰν αὐτῷ σοι ἐπίῃ, ἆρ᾽ οὐ θεσπεσία καὶ ἡδεῖα ἡ τοιαύτη διαγωγὴ ἐν τῷ παραυτίκα; | Δεν φαίνεται τάχα θαυμάσια, κατά την πρώτη εντύπωση, και πολύ χαριτωμένη μια τέτοια διευθέτηση των πραγμάτων, να μην έχεις την υποχρέωση να αναλαμβάνεις καμιά δημόσια λειτουργία, όση κι αν έχεις ικανότητα για τούτο, ούτε πάλι να υπακούς σε καμιάν εξουσία, εάν δεν θέλεις, ούτε να πηγαίνεις στον πόλεμο ενώ οι άλλοι πηγαίνουν, ούτε να έχεις ειρήνη όταν έχουν οι άλλοι, εάν δεν το επιθυμείς εσύ, ή, εάν κανείς νόμος σού αποκλείει το δικαίωμα να γίνεις άρχοντας και δικαστής, εσύ μολαταύτα [558a] να γίνεσαι, εάν σου κατέβει στο κεφάλι; |
| Ἴσως, ἔφη, ἔν γε τούτῳ. | Ίσως έτσι να ᾽ναι, κατά την πρώτη εντύπωση. |
| Τί δέ; ἡ πρᾳότης ἐνίων τῶν δικασθέντων οὐ κομψή; ἢ οὔπω εἶδες, ἐν τοιαύτῃ πολιτείᾳ [ἀνθρώπων] καταψηφισθέντων θανάτου ἢ φυγῆς, οὐδὲν ἧττον αὐτῶν μενόντων τε καὶ ἀναστρεφομένων ἐν μέσῳ, [καὶ] ὡς οὔτε φροντίζοντος οὔτε ὁρῶντος οὐδενὸς περινοστεῖ ὥσπερ ἥρως; | Έπειτα, τί σου λέει εκείνη κάποτε η επιείκεια προς τους καταδικασμένους; Ή δεν έτυχε ποτέ να ιδείς μέσα σε μια τέτοια πολιτεία ανθρώπους που δικάστηκαν σε θάνατο ή σε εξορία να μένουν και να τριγυρνούν ελεύθεροι και, σα να μη τους προσέχει ή να τους βλέπει κανείς, να περιφέρονται αρειμάνιοι καταμεσής στην αγορά σαν ήρωες; |
| Καὶ πολλούς γ᾽, ἔφη. | Και πολλούς μάλιστα είδα. |
| [558b] | Ἡ δὲ συγγνώμη καὶ οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν σμικρολογία αὐτῆς, ἀλλὰ καταφρόνησις ὧν ἡμεῖς ἐλέγομεν σεμνύνοντες, ὅτε τὴν πόλιν ᾠκίζομεν, ὡς εἰ μή τις ὑπερβεβλημένην φύσιν ἔχοι, οὔποτ᾽ ἂν γένοιτο ἀνὴρ ἀγαθός, εἰ μὴ παῖς ὢν εὐθὺς παίζοι ἐν καλοῖς καὶ ἐπιτηδεύοι τὰ τοιαῦτα πάντα, ὡς μεγαλοπρεπῶς καταπατήσασ᾽ ἅπαντ᾽ αὐτὰ οὐδὲν φροντίζει ἐξ ὁποίων ἄν τις ἐπιτηδευμάτων ἐπὶ τὰ πολιτικὰ ἰὼν πράττῃ, ἀλλὰ τιμᾷ, [558c] ἐὰν φῇ μόνον εὔνους εἶναι τῷ πλήθει; | Και εκείνος ο συγκαταβατικός τρόπος της δημοκρατικής πολιτείας και η έλλειψη κάθε προσοχής στις λεπτομέρειες; Εκείνη η περιφρόνηση προς όλες τις αρχές, που εμείς με τόση σοβαρότητα και σεβασμό τις εξετάζαμε, όταν εσχεδιάζαμε την πόλη μας, λέγοντας ότι, μόνο αν κανένας έχει τέλεια φυσική προδιάθεση και από τα παιδικά του χρόνια και μέσα στα παιχνίδια του ακόμα ζει με τα παραδείγματα του καλού και έπειτα σπουδάσει με επιμέλεια όλ᾽ αυτά, είναι δυνατόν να γίνει ενάρετος; Με πόση μεγαλοπρέπεια ποδοπατεί μια τέτοια πολιτεία όλες αυτές τις αρχές και, χωρίς διόλου να ενδιαφέρεται να γνωρίσει με ποιά προπαρασκευή έρχεται κανείς να ασχοληθεί με την πολιτική, τον περιβάλλει με όλη της την εκτίμηση και την υποστήριξη, [558c] αρκεί μόνο εκείνος να διακηρύττει ότι είναι φίλος και προστάτης των συμφερόντων του λαού! |
| Πάνυ γ᾽, ἔφη, γενναία. | Μεγάλη, πραγματικά, γενναιοφροσύνη! |
| Ταῦτά τε δή, ἔφην, ἔχοι ἂν καὶ τούτων ἄλλα ἀδελφὰ δημοκρατία, καὶ εἴη, ὡς ἔοικεν, ἡδεῖα πολιτεία καὶ ἄναρχος καὶ ποικίλη, ἰσότητά τινα ὁμοίως ἴσοις τε καὶ ἀνίσοις διανέμουσα. | Αυτά έχει και άλλα όμοια πολλά πλεονεκτήματα η δημοκρατία και είναι, καθώς βλέπεις, πολίτευμα ευχάριστο, με μεγάλη ποικιλία και με τέλειαν αναρχία, αφού μοιράζει κάποιαν ισότητα ομοίως σε ίσους και ανίσους. |
| Καὶ μάλ᾽, ἔφη, γνώριμα λέγεις. | Πράγματα πολύ γνωστά μάς λέγεις. |
| Ἄθρει δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, τίς ὁ τοιοῦτος ἰδίᾳ. ἢ πρῶτον σκεπτέον, ὥσπερ τὴν πολιτείαν ἐσκεψάμεθα, τίνα τρόπον γίγνεται; | Πρόσεξε τώρα και ποιός θα είναι ο χαρακτήρας του ατόμου μέσα σε μια δημοκρατία. Ή θέλεις πρώτα να εξετάσομε, όπως το εκάναμε και για το πολίτευμα, με ποιό τρόπο σχηματίζεται; |
| Ναί, ἔφη. | Μάλιστα. |
| Ἆρ᾽ οὖν οὐχ ὧδε; τοῦ φειδωλοῦ ἐκείνου καὶ ὀλιγαρχικοῦ [558d] γένοιτ᾽ ἂν οἶμαι ὑὸς ὑπὸ τῷ πατρὶ τεθραμμένος ἐν τοῖς ἐκείνου ἤθεσι; | Λοιπόν ως εξής κατά την ιδέα μου. Εκείνος ο φιλοχρήματος και ολιγαρχικός [558d] έχει γιο που, καθώς ανατρέφεται από τον πατέρα του, έχει τα ίδια με αυτόν ήθη. Έτσι δεν είναι; |
| Τί γὰρ οὔ; | Πώς όχι; |
| Βίᾳ δὴ καὶ οὗτος ἄρχων τῶν ἐν αὑτῷ ἡδονῶν, ὅσαι ἀναλωτικαὶ μέν, χρηματιστικαὶ δὲ μή· αἳ δὴ οὐκ ἀναγκαῖαι κέκληνται— | Και αυτός λοιπόν με τη βία κατορθώνει και χαλιναγωγεί εκείνες τις επιθυμίες που, χωρίς να του φέρουν κανένα κέρδος, απεναντίας είναι δαπανηρές, και γι᾽ αυτό και ονομάζονται όχι αναγκαίες. |
| Δῆλον, ἔφη. | Φανερό. |
| Βούλει οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἵνα μὴ σκοτεινῶς διαλεγώμεθα, πρῶτον ὁρισώμεθα τάς τε ἀναγκαίους ἐπιθυμίας καὶ τὰς μή; | Θες λοιπόν, για να κάνομε σαφέστερα τα πράγματα, να ορίσομε πρώτα ποιές λέμε αναγκαίες επιθυμίες και ποιές όχι; |
| Βούλομαι, ἦ δ᾽ ὅς. | Θέλω. |
| Οὐκοῦν ἅς τε οὐκ ἂν οἷοί τ᾽ εἶμεν ἀποτρέψαι, δικαίως [558e] ἂν ἀναγκαῖαι καλοῖντο, καὶ ὅσαι ἀποτελούμεναι ὠφελοῦσιν ἡμᾶς; τούτων γὰρ ἀμφοτέρων ἐφίεσθαι ἡμῶν τῇ φύσει ἀνάγκη. ἢ οὔ; | Αναγκαίες λοιπόν επιθυμίες δεν πρέπει να ονομαστούν δικαίως [558e] εκείνες που δεν μπορούμε να τις αποφύγομε και που η ικανοποίησή τους μας ωφελεί; Γιατί εξ ανάγκης η φύση μας τρέπεται προς τις επιθυμίες που έχουν αυτές τις δύο ιδιότητες. Ή όχι; |
| Καὶ μάλα. | Και πολύ μάλιστα. |
| [559a] | Δικαίως δὴ τοῦτο ἐπ᾽ αὐταῖς ἐροῦμεν, τὸ ἀναγκαῖον. | Ώστε έχομε δίκιο ν᾽ αποδώσομε σ᾽ αυτές τον χαρακτηρισμό του αναγκαίου. |
| Δικαίως. | Βέβαια. |
| Τί δέ; ἅς γέ τις ἀπαλλάξειεν ἄν, εἰ μελετῷ ἐκ νέου, καὶ πρὸς οὐδὲν ἀγαθὸν ἐνοῦσαι δρῶσιν, αἱ δὲ καὶ τοὐναντίον, πάσας ταύτας εἰ μὴ ἀναγκαίους φαῖμεν εἶναι, ἆρ᾽ οὐ καλῶς ἂν λέγοιμεν; | Τί δε; Εκείνες από τις οποίες θα μπορούσε κανείς ν᾽ απαλλαγεί, αν το έκανε αυτό έργο του από νεαρήν ηλικία, και οι οποίες κανένα καλό δεν μας κάνουν που υπάρχουν αλλά το αντίθετο (μας κάνουν κακό), δεν θα ήταν ορθό να τις ονομάσομε όχι αναγκαίες; |
| Καλῶς μὲν οὖν. | Πολύ ορθό. |
| Προελώμεθα δή τι παράδειγμα ἑκατέρων αἵ εἰσιν, ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτάς; | Να πάρομε τώρα ένα παράδειγμα και για τα δύο είδη, για να ιδούμε ποιά είναι η τυπική τους μορφή; |
| Οὐκοῦν χρή. | Πρέπει βέβαια. |
| Ἆρ᾽ οὖν οὐχ ἡ τοῦ φαγεῖν μέχρι ὑγιείας τε καὶ εὐεξίας [559b] καὶ αὐτοῦ σίτου τε καὶ ὄψου ἀναγκαῖος ἂν εἴη; | Λοιπόν, η επιθυμία να φάμε απλώς όσο χρειάζεται για την υγεία και την ευεξία μας, [559b] ως επιθυμία για ψωμί και για προσφάγι, δεν είναι αναγκαία; |
| Οἶμαι. | Το νομίζω. |
| Ἡ μέν γέ που τοῦ σίτου κατ᾽ ἀμφότερα ἀναγκαία, ᾗ τε ὠφέλιμος ᾗ τε ‹μὴ› παῦσαι ζῶντα δυνατή. | Και η επιθυμία για ψωμί είναι, νομίζω, και για τους δύο λόγους αναγκαία: και γιατί είναι ωφέλιμη και γιατί χωρίς αυτή δεν μπορούμε να ζήσομε. |
| Ναί. | Ναι. |
| Ἡ δὲ ὄψου, εἴ πῄ τινα ὠφελίαν πρὸς εὐεξίαν παρέχεται. | Όσο για το προσφάγι, είναι αναγκαία εφόσον παρέχει κάποιαν ωφέλεια για την ευεξία μας. |
| Πάνυ μὲν οὖν. | Πολύ σωστά. |
| Τί δὲ ἡ πέρα τούτων καὶ ἀλλοίων ἐδεσμάτων ἢ τοιούτων ἐπιθυμία, δυνατὴ δὲ κολαζομένη ἐκ νέων καὶ παιδευομένη ἐκ τῶν πολλῶν ἀπαλλάττεσθαι, καὶ βλαβερὰ μὲν σώματι, βλαβερὰ δὲ ψυχῇ πρός τε φρόνησιν καὶ τὸ σωφρονεῖν; ἆρά [559c] γε ὀρθῶς οὐκ ἀναγκαία ἂν καλοῖτο; | Πέρα όμως απ᾽ αυτό, η επιθυμία φαγητών ασυνήθιστων και αλλόκοτων παρασκευασμάτων, επιθυμία βλαβερή για το σώμα αλλά και επιζήμια για τη σωφροσύνη και τη νηφαλιότητα της ψυχής, αφού μάλιστα είναι δυνατόν οι περισσότεροι με την κατάλληλη εκπαίδευση από τη νεαρή τους ηλικία ν᾽ απαλλαγούν απ᾽ αυτήν, [559c] δεν μπορεί δίκαια να ονομαστεί όχι αναγκαία; |
| Ὀρθότατα μὲν οὖν. | Και πολύ μάλιστα. |
| Οὐκοῦν καὶ ἀναλωτικὰς φῶμεν εἶναι ταύτας, ἐκείνας δὲ χρηματιστικὰς διὰ τὸ χρησίμους πρὸς τὰ ἔργα εἶναι; | Μπορούμε ακόμη τις επιθυμίες αυτού του δεύτερου είδους να τις ονομάσομε και δαπανηρές, και τις άλλες, τις πρώτες, επικερδείς, γιατί χρησιμεύουν να μας κάνουν ικανούς να εργαζόμαστε. |
| Τί μήν; | Πώς όχι; |
| Οὕτω δὴ καὶ περὶ ἀφροδισίων καὶ τῶν ἄλλων φήσομεν; | Το ίδιο τάχα δεν συμβαίνει και με τις ερωτικές και με όλες τις άλλες επιθυμίες; |
| Οὕτω. | Το ίδιο. |
| Ἆρ᾽ οὖν καὶ ὃν νυνδὴ κηφῆνα ὠνομάζομεν, τοῦτον ἐλέγομεν τὸν τῶν τοιούτων ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν γέμοντα καὶ [559d] ἀρχόμενον ὑπὸ τῶν μὴ ἀναγκαίων, τὸν δὲ ὑπὸ τῶν ἀναγκαίων φειδωλόν τε καὶ ὀλιγαρχικόν; | Αυτός λοιπόν που πρωτύτερα τον ονομάσαμε κηφήνα δεν είναι εκείνος που είναι γεμάτος και κυριαρχείται από τέτοιες ηδονές και επιθυμίες, [559d] τις μη αναγκαίες, ενώ απεναντίας ο φιλοχρήματος και ολιγαρχικός έχει μόνο τις αναγκαίες; |
| Ἀλλὰ τί μήν; | Πώς όχι; |
| Πάλιν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγωμεν ὡς ἐξ ὀλιγαρχικοῦ δημοκρατικὸς γίγνεται. φαίνεται δέ μοι τά γε πολλὰ ὧδε γίγνεσθαι. | Ας το εξηγήσομε τώρα εξαρχής πώς από τον ολιγαρχικό γίνεται ο δημοκρατικός· κατά τη γνώμη μου, το πράγμα γίνεται τις περισσότερες φορές με τον εξής τρόπο. |
| Πῶς; | Πώς; |
| Ὅταν νέος, τεθραμμένος ὡς νυνδὴ ἐλέγομεν, ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς, γεύσηται κηφήνων μέλιτος, καὶ συγγένηται αἴθωσι θηρσὶ καὶ δεινοῖς, παντοδαπὰς ἡδονὰς καὶ ποικίλας καὶ παντοίως ἐχούσας δυναμένοις σκευάζειν, ἐνταῦθά που [559e] οἴου εἶναι ἀρχὴν αὐτῷ μεταβολῆς ‹…› ὀλιγαρχικῆς τῆς ἑαυτῷ εἰς δημοκρατικήν. | Όταν ένας νέος, αναθραμμένος, όπως λέγαμε, μέσα στην αμορφωσιά και στην τσιγκουνιά, γευθεί μια φορά από το μέλι των κηφήνων και τύχει να συναναστραφεί εκείνα τα φλογερά και φοβερά θηρία που μπορούν να του παρασκευάσουν κάθε λογής και είδους ηδονές, απ᾽ αυτή τη στιγμή, [559e] γνώριζε, αρχίζει να μεταβάλλεται η μέσα του ολιγαρχική φύση σε δημοκρατική. |
| Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη. | Κατ᾽ ανάγκη. |
| Ἆρ᾽ οὖν, ὥσπερ ἡ πόλις μετέβαλλε βοηθησάσης τῷ ἑτέρῳ μέρει συμμαχίας ἔξωθεν, ὁμοίας ὁμοίῳ, οὕτω καὶ ὁ νεανίας μεταβάλλει βοηθοῦντος αὖ εἴδους ἐπιθυμιῶν ἔξωθεν τῷ ἑτέρῳ τῶν παρ᾽ ἐκείνῳ, συγγενοῦς τε καὶ ὁμοίου; | Και όπως η ολιγαρχική πολιτεία αλλάζει μορφή, όταν τη δημοκρατική μερίδα τη βοηθήσουν απέξω σύμμαχοι των ίδιων φρονημάτων, δεν μεταβάλλεται επίσης και ο νέος, όταν όμοιες και συγγενείς επιθυμίες βοηθήσουν απέξω το άλλο είδος των μέσα του επιθυμιών; |
| Παντάπασιν μὲν οὖν. | Βεβαιότατα. |
| Καὶ ἐὰν μέν γε οἶμαι ἀντιβοηθήσῃ τις τῷ ἐν ἑαυτῷ ὀλιγαρχικῷ συμμαχία, ἤ ποθεν παρὰ τοῦ πατρὸς ἢ καὶ τῶν [560a] ἄλλων οἰκείων νουθετούντων τε καὶ κακιζόντων, στάσις δὴ καὶ ἀντίστασις καὶ μάχη ἐν αὐτῷ πρὸς αὑτὸν τότε γίγνεται. | Και εάν σπεύσει σε βοήθεια της μέσα του ολιγαρχικής μερίδας των επιθυμιών καμιά άλλη συμμαχία, ή ο πατέρας του δηλαδή ή και οι [560a] άλλοι οικείοι του με τις νουθεσίες και τις επιπλήξεις τους, τότε, νομίζω, ανάβει μέσα του πόλεμος σωστός μεταξύ των δύο μερίδων. |
| Τί μήν; | Πώς όχι; |
| Καὶ ποτὲ μὲν οἶμαι τὸ δημοκρατικὸν ὑπεχώρησε τῷ ὀλιγαρχικῷ, καί τινες τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν διεφθάρησαν, αἱ δὲ καὶ ἐξέπεσον, αἰδοῦς τινος ἐγγενομένης ἐν τῇ τοῦ νέου ψυχῇ, καὶ κατεκοσμήθη πάλιν. | Και άλλοτε συμβαίνει να νικηθεί η δημοκρατική μερίδα από την ολιγαρχική, και τότε από τις κακές επιθυμίες άλλες εξαφανίζονται τελείως, άλλες διώχνονται από την ψυχή του νέου, καθώς γεννιέται μέσα της το αίσθημα κάποιας ντροπής, με αποτέλεσμα να ξαναγυρίσει εκείνος στον ίσιο δρόμο. |
| Γίγνεται γὰρ ἐνίοτε, ἔφη. | Πραγματικά συμβαίνει αυτό κάποτε. |
| Αὖθις δὲ οἶμαι τῶν ἐκπεσουσῶν ἐπιθυμιῶν ἄλλαι ὑποτρεφόμεναι [560b] συγγενεῖς δι᾽ ἀνεπιστημοσύνην τροφῆς πατρὸς πολλαί τε καὶ ἰσχυραὶ ἐγένοντο. | Αλλά πάλι ύστερ᾽ από λίγο, [560b] άλλες επιθυμίες δυνατές και πολλές διαδέχονται εκείνες που κατόρθωσε να εξορίσει. |
| Φιλεῖ γοῦν, ἔφη, οὕτω γίγνεσθαι. | Και αυτό γίνεται συνήθως. |
| Οὐκοῦν εἵλκυσάν τε πρὸς τὰς αὐτὰς ὁμιλίας, καὶ λάθρᾳ συγγιγνόμεναι πλῆθος ἐνέτεκον. | Τον παρασύρουν τότε προς τις ίδιες κακές συναναστροφές, και απ᾽ αυτή τη λαθραία επιμιξία γεννιώνται πλήθος νέων επιθυμιών μέσα του. |
| Τί μήν; | Πώς όχι; |
| Τελευτῶσαι δὴ οἶμαι κατέλαβον τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν, αἰσθόμεναι κενὴν μαθημάτων τε καὶ ἐπιτηδευμάτων καλῶν καὶ λόγων ἀληθῶν, οἳ δὴ ἄριστοι φρουροί τε καὶ φύλακες ἐν ἀνδρῶν θεοφιλῶν εἰσι διανοίαις. | Στο τέλος εκπορθούν, νομίζω, την ακρόπολη της ψυχής του νέου, μόλις αντιληφθούν ότι είναι αδειανή από μάθηση και καλές έξεις και αληθινές αρχές, που χρησιμεύουν ως οι καλύτεροι φρουροί και φύλακες για τη διάνοια των θεοφιλών ανθρώπων. |
| [560c] | Καὶ πολύ γ᾽, ἔφη. | Έτσι είναι. |
| Ψευδεῖς δὴ καὶ ἀλαζόνες οἶμαι λόγοι τε καὶ δόξαι ἀντ᾽ ἐκείνων ἀναδραμόντες κατέσχον τὸν αὐτὸν τόπον τοῦ τοιούτου. | Και τότε κρίσεις ψευδείς και δοξασίες επιπόλαιες και αλαζονικές ανεβαίνουν και πιάνουν τη θέση που έπρεπε να κατέχουν εκείνες. |
| Σφόδρα γ᾽, ἔφη. | Αυτό γίνεται, μάλιστα. |
| Ἆρ᾽ οὖν οὐ πάλιν τε εἰς ἐκείνους τοὺς Λωτοφάγους ἐλθὼν φανερῶς κατοικεῖ, καὶ ἐὰν παρ᾽ οἰκείων τις βοήθεια τῷ φειδωλῷ αὐτοῦ τῆς ψυχῆς ἀφικνῆται, κλῄσαντες οἱ ἀλαζόνες λόγοι ἐκεῖνοι τὰς τοῦ βασιλικοῦ τείχους ἐν αὐτῷ πύλας οὔτε αὐτὴν τὴν συμμαχίαν παριᾶσιν, οὔτε πρέσβεις πρεσβυτέρων [560d] λόγους ἰδιωτῶν εἰσδέχονται, αὐτοί τε κρατοῦσι μαχόμενοι, καὶ τὴν μὲν αἰδῶ ἠλιθιότητα ὀνομάζοντες ὠθοῦσιν ἔξω ἀτίμως φυγάδα, σωφροσύνην δὲ ἀνανδρίαν καλοῦντές τε καὶ προπηλακίζοντες ἐκβάλλουσι, μετριότητα δὲ καὶ κοσμίαν δαπάνην ὡς ἀγροικίαν καὶ ἀνελευθερίαν οὖσαν πείθοντες ὑπερορίζουσι μετὰ πολλῶν καὶ ἀνωφελῶν ἐπιθυμιῶν; | Δεν γυρίζει λοιπόν τότε για να μείνει διά παντός πια φανερά μαζί μ᾽ εκείνους τους Λωτοφάγους; Και αν τύχει να ᾽ρθεί από μέρος των οικείων του καμιά ενίσχυση στην αντίθετη, τη φειδωλή μερίδα της ψυχής του, δεν κλείνουν οι αλαζονικές δοξασίες τις πύλες τού μέσα του βασιλικού τείχους και ούτε σ᾽ αυτή την επικουρία επιτρέπουν την είσοδο ούτε θέλουν ν᾽ ακούσουν τους λόγους [560d] που φέρνει πρεσβεία ανθρώπων γεροντότερων και συνετών; Αλλ᾽ αφού εξασφαλίσουν τη νίκη, με τη βοήθεια πλήθους ανωφελών επιθυμιών, διώχνουν έξω άτιμα την ντροπή ονομάζοντάς την ηλιθιότητα, κυνηγούν με πολλούς προπηλακισμούς τη σωφροσύνη αποκαλώντας την ανανδρία, και στέλνουν σ᾽ εξορία το μέτρο και την ολιγάρκεια, που τα χαρακτηρίζουν χωριατοσύνη και προστυχιά; |
| Σφόδρα γε. | Αληθινά. |
| Τούτων δέ γέ που κενώσαντες καὶ καθήραντες τὴν τοῦ [560e] κατεχομένου τε ὑπ᾽ αὐτῶν καὶ τελουμένου ψυχὴν μεγάλοισι τέλεσι, τὸ μετὰ τοῦτο ἤδη ὕβριν καὶ ἀναρχίαν καὶ ἀσωτίαν καὶ ἀναίδειαν λαμπρὰς μετὰ πολλοῦ χοροῦ κατάγουσιν ἐστεφανωμένας, ἐγκωμιάζοντες καὶ ὑποκοριζόμενοι, ὕβριν μὲν εὐπαιδευσίαν καλοῦντες, ἀναρχίαν δὲ ἐλευθερίαν, ἀσωτίαν [561a] δὲ μεγαλοπρέπειαν, ἀναίδειαν δὲ ἀνδρείαν. ἆρ᾽ οὐχ οὕτω πως, ἦν δ᾽ ἐγώ, νέος ὢν μεταβάλλει ἐκ τοῦ ἐν ἀναγκαίοις ἐπιθυμίαις τρεφομένου τὴν τῶν μὴ ἀναγκαίων καὶ ἀνωφελῶν ἡδονῶν ἐλευθέρωσίν τε καὶ ἄνεσιν; | Και έτσι, αφού αδειάσουν και καθαρίσουν απ᾽ αυτές τις αρετές την [560e] ψυχή του νέου, που βρίσκεται υπό την κατοχή τους, και στις μεγάλες τελετές τον μυούν, και μετά από αυτό οδηγούν πια την αλαζονεία και την αναρχία από την ασωτία και την αναίδεια λαμπροστόλιστες και στεφανωμένες με συνοδεία μεγάλου χορού, εγκωμιάζοντάς τις και ονομάζοντάς τις με λόγια χαϊδευτικά, αποκαλώντας την αλαζονεία σωστή παιδεία, [561a] την αναρχία ελευθερία, την ασωτία μεγαλοπρέπεια και την αναίδεια ανδρεία. Έτσι πάνω κάτω δεν είναι που ένας νέος αλλάζει κατάσταση και παραδίνεται με όλη την ελευθερία και την άνεση στις μη αναγκαίες και ωφέλιμες ηδονές, ενώ στα παιδικά του χρόνια ήταν συνηθισμένος να ικανοποιεί μόνο τις αναγκαίες επιθυμίες του; |
| Καὶ μάλα γ᾽, ἦ δ᾽ ὅς, ἐναργῶς. | Πραγματικά με μεγάλην ακρίβεια και ζωηρότητα ζωγράφισες τη μεταβολή του. |
| Ζῇ δὴ οἶμαι μετὰ ταῦτα ὁ τοιοῦτος οὐδὲν μᾶλλον εἰς ἀναγκαίους ἢ μὴ ἀναγκαίους ἡδονὰς ἀναλίσκων καὶ χρήματα καὶ πόνους καὶ διατριβάς· ἀλλ᾽ ἐὰν εὐτυχὴς ᾖ καὶ μὴ πέρα ἐκβακχευθῇ, ἀλλά τι καὶ πρεσβύτερος γενόμενος τοῦ πολλοῦ [561b] θορύβου παρελθόντος μέρη τε καταδέξηται τῶν ἐκπεσόντων καὶ τοῖς ἐπεισελθοῦσι μὴ ὅλον ἑαυτὸν ἐνδῷ, εἰς ἴσον δή τι καταστήσας τὰς ἡδονὰς διάγει, τῇ παραπιπτούσῃ ἀεὶ ὥσπερ λαχούσῃ τὴν ἑαυτοῦ ἀρχὴν παραδιδοὺς ἕως ἂν πληρωθῇ, καὶ αὖθις ἄλλῃ, οὐδεμίαν ἀτιμάζων ἀλλ᾽ ἐξ ἴσου τρέφων. | Από δω και μπρος πια ο άνθρωπος αυτός ζει χωρίς να κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα στις αναγκαίες και στις περιττές ηδονές, που για να τις ικανοποιεί δεν λογαριάζει ούτε χρήματα, ούτε κόπους, ούτε χρόνο· αλλ᾽ αν έχει τύχη και δεν παρασυρθεί απ᾽ αυτές έως το σημείο του παροξυσμού, εάν ακόμη με τον καιρό και με την ηλικία, αφού οπωσδήποτε ησυχάσει ο πολύς [561b] θόρυβος των παθών, ανακαλέσει από την εξορία μερικούς από τους φυγάδες και δεν παραχωρεί πια ολόκληρο τον εαυτό του σ᾽ εκείνους που έχουν λαθραία μπει μέσα του, τότε κατορθώνει να κρατήσει κάποιαν ισορροπία ανάμεσα στις επιθυμίες του και κάθε τόσο παραδίνει την κυβέρνηση της ψυχής του σε όποια μερίδα ευνοήσει —ας πούμε— ο κλήρος, και πάλι στην άλλη, αφού κορεσθεί με την πρώτη, χωρίς να κάνει διάκριση αλλά με ίση προτίμηση και στις δύο. |
| Πάνυ μὲν οὖν. | Πολύ σωστά. |
| Καὶ λόγον γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀληθῆ οὐ προσδεχόμενος οὐδὲ παριεὶς εἰς τὸ φρούριον, ἐάν τις λέγῃ ὡς αἱ μέν εἰσι τῶν [561c] καλῶν τε καὶ ἀγαθῶν ἐπιθυμιῶν ἡδοναί, αἱ δὲ τῶν πονηρῶν, καὶ τὰς μὲν χρὴ ἐπιτηδεύειν καὶ τιμᾶν, τὰς δὲ κολάζειν τε καὶ δουλοῦσθαι· ἀλλ᾽ ἐν πᾶσι τούτοις ἀνανεύει τε καὶ ὁμοίας φησὶν ἁπάσας εἶναι καὶ τιμητέας ἐξ ἴσου. | Και δεν δέχεται, εννοείται, ν᾽ ακούσει ουδ᾽ επιτρέπει την είσοδο στο φρούριο, εάν έρθει ο ορθός λόγος να του ειπεί ότι υπάρχουν δύο ειδών ηδονές, εκείνες που είναι αποτέλεσμα [561c] των καλών και χρηστών επιθυμιών και όσες προέρχονται από πονηρές επιθυμίες, και ότι τις πρώτες οφείλει να τις επιζητεί και να τις εκτιμά, τις δεύτερες όμως να τις καταστέλλει και να τις δαμάζει· όλες αυτές τις παραινέσεις εκείνος τις αποκρούει και λέγει ότι πρέπει να εκτιμά εξίσου όλες τις ηδονές. |
| Σφόδρα γάρ, ἔφη, οὕτω διακείμενος τοῦτο δρᾷ. | Αυτό ακριβώς κάνει στην κατάσταση που βρίσκεται. |
| Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ διαζῇ τὸ καθ᾽ ἡμέραν οὕτω χαριζόμενος τῇ προσπιπτούσῃ ἐπιθυμίᾳ, τοτὲ μὲν μεθύων καὶ καταυλούμενος, αὖθις δὲ ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος, [561d] τοτὲ δ᾽ αὖ γυμναζόμενος, ἔστιν δ᾽ ὅτε ἀργῶν καὶ πάντων ἀμελῶν, τοτὲ δ᾽ ὡς ἐν φιλοσοφίᾳ διατρίβων. πολλάκις δὲ πολιτεύεται, καὶ ἀναπηδῶν ὅτι ἂν τύχῃ λέγει τε καὶ πράττει· κἄν ποτέ τινας πολεμικοὺς ζηλώσῃ, ταύτῃ φέρεται, ἢ χρηματιστικούς, ἐπὶ τοῦτ᾽ αὖ. καὶ οὔτε τις τάξις οὔτε ἀνάγκη ἔπεστιν αὐτοῦ τῷ βίῳ, ἀλλ᾽ ἡδύν τε δὴ καὶ ἐλευθέριον καὶ μακάριον καλῶν τὸν βίον τοῦτον χρῆται αὐτῷ διὰ παντός. | Περνάει λοιπόν τη ζωή του, μέρα με την ημέρα, χαριζόμενος στην επιθυμία που θα του παρουσιαστεί πρώτη· σήμερα παραδίνεται στη μέθη και στη διασκέδαση, αύριο στην υδροποσία και στην αυστηρότερη δίαιτα, [561d] άλλοτε επιδίνεται στις ασκήσεις, άλλοτε στην αργία και στην αδιαφορία για όλα, και κάποτε ρίχνεται τάχα και στη φιλοσοφία. Το συχνότερο πολιτεύεται, ανεβαίνει στο βήμα και λέει και κάνει ό,τι φτάσει· και, αν κάποτε ζηλέψει την πολεμική δόξα, επιδίνεται στα πολεμικά, άλλοτε πάλι ζηλεύει τους επιχειρηματίες και ρίχνεται στις επιχειρήσεις. Γενικά, καμιά τάξη δεν έχει στη ζωή του, ούτε εννοεί να στενοχωρηθεί από τίποτα, και αυτό τον βίο εξακολουθεί μέχρι τέλους, ονομάζοντάς τον ευχάριστο, ελεύθερο και μακάριο. |
| [561e] | Παντάπασιν, ἦ δ᾽ ὅς, διελήλυθας βίον ἰσονομικοῦ τινος ἀνδρός. | Θαυμάσια απεικόνισες τον χαρακτήρα του φίλου της ισονομίας. |
| Οἶμαι δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ παντοδαπόν τε καὶ πλείστων ἠθῶν μεστόν, καὶ τὸν καλόν τε καὶ ποικίλον, ὥσπερ ἐκείνην τὴν πόλιν, τοῦτον τὸν ἄνδρα εἶναι· ὃν πολλοὶ ἂν καὶ πολλαὶ ζηλώσειαν τοῦ βίου, παραδείγματα πολιτειῶν τε καὶ τρόπων πλεῖστα ἐν αὐτῷ ἔχοντα. | Χαρακτήρα πολυσύνθετο και γεμάτο από ποικιλία ηθών, ωραίο και πολύμορφο, όπως είναι και εκείνη η δημοκρατική πολιτεία· και δεν είναι παράδοξο να τον βρίσκουν πολλοί και πολλές αξιοζήλευτο, αφού κλείνει μέσα του όλα τα είδη των πολιτευμάτων και των χαρακτήρων. |
| Οὗτος γάρ, ἔφη, ἔστιν. | Έτσι είναι. |
| [562a] | Τί οὖν; τετάχθω ἡμῖν κατὰ δημοκρατίαν ὁ τοιοῦτος ἀνήρ, ὡς δημοκρατικὸς ὀρθῶς ἂν προσαγορευόμενος; | Δεν θα θεωρήσομε λοιπόν αυτό τον άνθρωπο αντίστοιχο της δημοκρατίας, ώστε ορθά να τον ονομάσομε δημοκρατικό; |
| Τετάχθω, ἔφη. | Να τον θεωρήσομε. |
| Ἡ καλλίστη δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, πολιτεία τε καὶ ὁ κάλλιστος ἀνὴρ λοιπὰ ἂν ἡμῖν εἴη διελθεῖν, τυραννίς τε καὶ τύραννος. | Τώρα πια μας υπολείπεται να εξετάσομε το ωραιότατο είδος του πολιτεύματος και τον άριστο ανθρώπινο χαρακτήρα, την τυραννίδα και τον τύραννο. |
| Κομιδῇ γ᾽, ἔφη. | Μάλιστα. |
| Φέρε δή, τίς τρόπος τυραννίδος, ὦ φίλε ἑταῖρε, γίγνεται; ὅτι μὲν γὰρ ἐκ δημοκρατίας μεταβάλλει σχεδὸν δῆλον. | Ας δούμε λοιπόν, αγαπητέ φίλε, με ποιό τρόπο σχηματίζεται η τυραννίδα· ότι προέρχεται από τη δημοκρατία, είναι φανερό. |
| Δῆλον. | Φανερό. |
| Ἆρ᾽ οὖν τρόπον τινὰ τὸν αὐτὸν ἔκ τε ὀλιγαρχίας δημοκρατία [562b] γίγνεται καὶ ἐκ δημοκρατίας τυραννίς; | Άραγε, με τον ίδιο τρόπο που γίνεται από την ολιγαρχία η δημοκρατία, [562b] γίνεται και από τη δημοκρατία η τυραννίδα; |
| Πῶς; | Πώς; |
| Ὃ προύθεντο, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀγαθόν, καὶ δι᾽ ὃ ἡ ὀλιγαρχία καθίστατο —τοῦτο δ᾽ ἦν [ὑπερ]πλοῦτος· ἦ γάρ; — | Εκείνο που θεωρήθηκε στην ολιγαρχία ανώτατο αγαθό και που έγινε αιτία να γεννηθεί αυτό το πολίτευμα ήτανε —είπαμε— ο πλούτος· ή όχι; |
| Ναί. | Ναι. |
| Ἡ πλούτου τοίνυν ἀπληστία καὶ ἡ τῶν ἄλλων ἀμέλεια διὰ χρηματισμὸν αὐτὴν ἀπώλλυ. | Η απληστία λοιπόν του πλούτου και η παραμέληση όλων των άλλων με αποκλειστικό σκοπό την απόκτησή του είναι εκείνο που έφερε την καταστροφή της ολιγαρχίας. |
| Ἀληθῆ, ἔφη. | Αλήθεια. |
| Ἆρ᾽ οὖν καὶ ὃ δημοκρατία ὁρίζεται ἀγαθόν, ἡ τούτου ἀπληστία καὶ ταύτην καταλύει; | Κατά τον ίδιο λοιπόν τρόπο και η απληστία εκείνου που θεωρείται στη δημοκρατία το ανώτατο αγαθό δεν επιφέρει και αυτής την καταστροφή; |
| Λέγεις δ᾽ αὐτὴν τί ὁρίζεσθαι; | Και ποιό είναι αυτό το αγαθό; |
| Τὴν ἐλευθερίαν, εἶπον. τοῦτο γάρ που ἐν δημοκρατουμένῃ [562c] πόλει ἀκούσαις ἂν ὡς ἔχει τε κάλλιστον καὶ διὰ ταῦτα ἐν μόνῃ ταύτῃ ἄξιον οἰκεῖν ὅστις φύσει ἐλεύθερος. | Η ελευθερία· γιατί αυτό θ᾽ ακούσεις να λένε σε μια δημοκρατούμενη [562c] πολιτεία ότι είναι το καλύτερο πράγμα που υπάρχει, και γι᾽ αυτό μόνο σε τέτοια πολιτεία αξίζει να ζει ένας που είναι από τη φύση του ελεύθερος. |
| Λέγεται γὰρ δή, ἔφη, καὶ πολὺ τοῦτο τὸ ῥῆμα. | Πραγματικά λέγεται και πολύ μάλιστα αυτός ο λόγος. |
| Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅπερ ᾖα νυνδὴ ἐρῶν, ἡ τοῦ τοιούτου ἀπληστία καὶ ἡ τῶν ἄλλων ἀμέλεια καὶ ταύτην τὴν πολιτείαν μεθίστησίν τε καὶ παρασκευάζει τυραννίδος δεηθῆναι; | Δεν είναι λοιπόν —και αυτό ακριβώς επρόκειτο να ειπώ τώρα— η απληστία της ελευθερίας και η αδιαφορία για όλα τα άλλα που φέρνει την κατάπτωση και αυτού του πολιτεύματος και κάνει αισθητή την ανάγκη της τυραννίδας; |
| Πῶς; ἔφη. | Πώς δηλαδή; |
| Ὅταν οἶμαι δημοκρατουμένη πόλις ἐλευθερίας διψήσασα [562d] κακῶν οἰνοχόων προστατούντων τύχῃ, καὶ πορρωτέρω τοῦ δέοντος ἀκράτου αὐτῆς μεθυσθῇ, τοὺς ἄρχοντας δή, ἂν μὴ πάνυ πρᾷοι ὦσι καὶ πολλὴν παρέχωσι τὴν ἐλευθερίαν, κολάζει αἰτιωμένη ὡς μιαρούς τε καὶ ὀλιγαρχικούς. | Όταν —νομίζω— μια δημοκρατούμενη πολιτεία που έχει άσβεστη δίψα ελευθερίας [562d] τύχει να κυβερνιέται από κακούς κεραστές, και μεθύσει, γιατί της δίνουν παραπάνω απ᾽ όσο πρέπει ανέρωτο κρασί, τότε, αν δεν είναι πάρα πολύ καλόβολοι οι άρχοντες και δεν εξακολουθούν να της παρέχουν ελευθερία όση θέλει, τους κατηγορεί και τους τιμωρεί με την πρόφαση ότι είναι καταχθόνιοι και αποβλέπουν στην ολιγαρχία. |
| Δρῶσιν γάρ, ἔφη, τοῦτο. | Αυτό το κάνουν πραγματικά. |
| Τοὺς δέ γε, εἶπον, τῶν ἀρχόντων κατηκόους προπηλακίζει ὡς ἐθελοδούλους τε καὶ οὐδὲν ὄντας, τοὺς δὲ ἄρχοντας μὲν ἀρχομένοις, ἀρχομένους δὲ ἄρχουσιν ὁμοίους ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ ἐπαινεῖ τε καὶ τιμᾷ. ἆρ᾽ οὐκ ἀνάγκη ἐν τοιαύτῃ [562e] πόλει ἐπὶ πᾶν τὸ τῆς ἐλευθερίας ἰέναι; | Και όσους πολίτες εξακολουθούν να υπακούουν στους άρχοντες τους εξευτελίζει λέγοντας ότι είναι εθελόδουλοι και δεν αξίζουν τίποτα, τους άρχοντες πάλι που είναι όμοιοι με τους αρχόμενους και τους αρχόμενους που είναι όμοιοι με τους άρχοντες τους επαινεί και τους τιμά και ιδιαίτερα και δημόσια· κατ᾽ ανάγκη λοιπόν [562e] δεν θα ξαπλωθεί παντού η ελευθερία μέσα σε μια τέτοια πόλη; |
| Πῶς γὰρ οὔ; | Πώς όχι; |
| Καὶ καταδύεσθαί γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε, εἴς τε τὰς ἰδίας οἰκίας καὶ τελευτᾶν μέχρι τῶν θηρίων τὴν ἀναρχίαν ἐμφυομένην. | Θα εισχωρήσει μάλιστα, φίλε μου, και μέσα στους κόλπους της οικογένειας, και στο τέλος το μίασμα της αναρχίας θα μεταδοθεί και σ᾽ αυτά ακόμη τα κατοικίδια ζώα. |
| Πῶς, ἦ δ᾽ ὅς, τὸ τοιοῦτον λέγομεν; | Τί εννοείς με τούτο; |
| Οἷον, ἔφην, πατέρα μὲν ἐθίζεσθαι παιδὶ ὅμοιον γίγνεσθαι καὶ φοβεῖσθαι τοὺς ὑεῖς, ὑὸν δὲ πατρί, καὶ μήτε αἰσχύνεσθαι μήτε δεδιέναι τοὺς γονέας, ἵνα δὴ ἐλεύθερος ᾖ· μέτοικον δὲ [563a] ἀστῷ καὶ ἀστὸν μετοίκῳ ἐξισοῦσθαι, καὶ ξένον ὡσαύτως. | Θέλω να πω ότι οι πατέρες θα συνηθίσουν να θεωρούν τα παιδιά τους ίσους και ομοίους των και να φοβούνται τους γιους των, το ίδιο πάλι οι γιοι τους πατέρες, και ούτε θα σέβουνται ούτε θα φοβούνται τους γονείς των, για να είναι βέβαια ελεύθεροι· οι μέτοικοι [563a] θα εξισωθούν με τους πολίτες, οι πολίτες με τους μετοίκους και οι ξένοι επίσης. |
| Γίγνεται γὰρ οὕτως, ἔφη. | Αυτό ακριβώς και συμβαίνει. |
| Ταῦτά τε, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ σμικρὰ τοιάδε ἄλλα γίγνεται· διδάσκαλός τε ἐν τῷ τοιούτῳ φοιτητὰς φοβεῖται καὶ θωπεύει, φοιτηταί τε διδασκάλων ὀλιγωροῦσιν, οὕτω δὲ καὶ παιδαγωγῶν· καὶ ὅλως οἱ μὲν νέοι πρεσβυτέροις ἀπεικάζονται καὶ διαμιλλῶνται καὶ ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις, οἱ δὲ γέροντες συγκαθιέντες τοῖς νέοις εὐτραπελίας τε καὶ χαριεντισμοῦ [563b] ἐμπίμπλανται, μιμούμενοι τοὺς νέους, ἵνα δὴ μὴ δοκῶσιν ἀηδεῖς εἶναι μηδὲ δεσποτικοί. | Αυτά λοιπόν γίνονται και άλλα τέτοια μικρά μέσα σ᾽ αυτή την πολιτεία· ο δάσκαλος φοβάται και περιποιείται τους μαθητές του, οι μαθητές καμιά σημασία δεν δίνουν στους δασκάλους και στους παιδαγωγούς των· και γενικά οι νέοι αγαπούν να εξομοιώνουνται με τους γεροντότερους και να συνερίζουνται μ᾽ αυτούς στα λόγια και στα έργα, οι γέροντες πάλι κατεβαίνουν έως το επίπεδο των νέων, μιμούνται τους τρόπους των [563b] και κάνουν τον ευτράπελο και τον χαριτωμένο, για να μη θεωρούνται τάχα φορτικοί και δεσποτικοί. |
| Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη. | Αληθέστατα. |
| Τὸ δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔσχατον, ὦ φίλε, τῆς ἐλευθερίας τοῦ πλήθους, ὅσον γίγνεται ἐν τῇ τοιαύτῃ πόλει, ὅταν δὴ οἱ ἐωνημένοι καὶ αἱ ἐωνημέναι μηδὲν ἧττον ἐλεύθεροι ὦσι τῶν πριαμένων. ἐν γυναιξὶ δὲ πρὸς ἄνδρας καὶ ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας ὅση ἡ ἰσονομία καὶ ἐλευθερία γίγνεται, ὀλίγου ἐπελαθόμεθ᾽ εἰπεῖν. | Αλλά η πιο ανυπόφορη κατάχρηση της ελευθερίας που συμβαίνει μέσα σε μια τέτοια πολιτεία είναι να βλέπεις τους δούλους τούς αγορασμένους και τις δούλες ν᾽ απολαβαίνουν όχι μικρότερην ελευθερία από κείνους που τους αγόρασαν. Ελησμόνησα ακόμα να πω πόση ισονομία και ελευθερία επικρατεί εκεί στις μεταξύ ανδρών και γυναικών σχέσεις. |
| [563c] | Οὐκοῦν κατ᾽ Αἰσχύλον, ἔφη, «ἐροῦμεν ὅτι νῦν ἦλθ᾽ ἐπὶ στόμα;» | Ας μην ξεχνάμε τίποτα και, κατά τον Αισχύλο, «θα ειπούμε ό,τι έρχεται τώρα στο στόμα μας». |
| Πάνυ γε, εἶπον· καὶ ἔγωγε οὕτω λέγω· τὸ μὲν γὰρ τῶν θηρίων τῶν ὑπὸ τοῖς ἀνθρώποις ὅσῳ ἐλευθερώτερά ἐστιν ἐνταῦθα ἢ ἐν ἄλλῃ, οὐκ ἄν τις πείθοιτο ἄπειρος. ἀτεχνῶς γὰρ αἵ τε κύνες κατὰ τὴν παροιμίαν οἷαίπερ αἱ δέσποιναι γίγνονταί τε δὴ καὶ ἵπποι καὶ ὄνοι, πάνυ ἐλευθέρως καὶ σεμνῶς εἰθισμένοι πορεύεσθαι, κατὰ τὰς ὁδοὺς ἐμβάλλοντες τῷ ἀεὶ ἀπαντῶντι, ἐὰν μὴ ἐξίστηται, καὶ τἆλλα πάντα οὕτω [563d] μεστὰ ἐλευθερίας γίγνεται. | Πολύ καλά· και εγώ αυτό θα κάνω. Θα δυσκολεύουνταν κανείς να το πιστέψει, αν δεν το ᾽βλεπε, πόσο και αυτά τα ζώα, που βρίσκονται στην υπηρεσία των ανθρώπων, απολαβαίνουν εδώ μεγαλύτερην ελευθερία από παντού αλλού· γιατί πραγματικά, όπως λέγει και η παροιμία, κατά τον αφέντη και το σκυλί — τ᾽ άλογα και τα γαϊδούρια, συνηθισμένα να πηγαίνουν ελεύθερα και με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια στους δρόμους, πέφτουν απάνω σ᾽ όσους τύχει να συναντήσουν, άμα δεν παραμερίσουν αυτοί· και τέλος πάντων όλα [563d] χαίρονται απόλυτην ελευθερία. |
| Τὸ ἐμόν γ᾽, ἔφη, ἐμοὶ λέγεις ὄναρ· αὐτὸς γὰρ εἰς ἀγρὸν πορευόμενος θαμὰ αὐτὸ πάσχω. | Μου διηγείσαι το δικό μου όνειρο· συχνά μου συμβαίνει αυτό, όταν πηγαίνω στην εξοχή. |
| Τὸ δὲ δὴ κεφάλαιον, ἦν δ᾽ ἐγώ, πάντων τούτων συνηθροισμένων, ἐννοεῖς ὡς ἁπαλὴν τὴν ψυχὴν τῶν πολιτῶν ποιεῖ, ὥστε κἂν ὁτιοῦν δουλείας τις προσφέρηται, ἀγανακτεῖν καὶ μὴ ἀνέχεσθαι; τελευτῶντες γάρ που οἶσθ᾽ ὅτι οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσιν γεγραμμένων ἢ ἀγράφων, ἵνα δὴ μηδαμῇ [563e] μηδεὶς αὐτοῖς ᾖ δεσπότης. | Εννοείς τώρα ποιό είναι το άθροισμα όλων αυτών, αν τα προσθέσομε; Η ψυχή των πολιτών γίνεται τόσον ευπαθής, ώστε και στην ελάχιστη υποψία καταναγκασμού που θα ᾽θελε να τους επιβάλει κανείς αγανακτούν και εξεγείρονται. Στο τέλος ξέρεις βέβαια ότι καταντούν να μη λογαριάζουν καθόλου και τους νόμους, είτε τους γραπτούς είτε τους άγραφτους, για να μην [563e] έχουν κανέναν απολύτως κύριο. |
| Καὶ μάλ᾽, ἔφη, οἶδα. | Το ξέρω και πολύ καλά. |
| Αὕτη μὲν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε, ἡ ἀρχὴ οὑτωσὶ καλὴ καὶ νεανική, ὅθεν τυραννὶς φύεται, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ. | Αυτή λοιπόν, φίλε μου, είναι η τόσο καλή και χαριτωμένη μορφή του πολιτεύματος, από την οποία, κατά τη γνώμη μου, έχει την προέλευσή της η τυραννίδα. |
| Νεανικὴ δῆτα, ἔφη· ἀλλὰ τί τὸ μετὰ τοῦτο; | Πραγματικά χαριτωμένη· αλλά τί γίνεται έπειτα; |
| Ταὐτόν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅπερ ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ νόσημα ἐγγενόμενον ἀπώλεσεν αὐτήν, τοῦτο καὶ ἐν ταύτῃ πλέον τε καὶ ἰσχυρότερον ἐκ τῆς ἐξουσίας ἐγγενόμενον καταδουλοῦται δημοκρατίαν. καὶ τῷ ὄντι τὸ ἄγαν τι ποιεῖν μεγάλην φιλεῖ εἰς τοὐναντίον μεταβολὴν ἀνταποδιδόναι, ἐν ὥραις τε καὶ ἐν [564a] φυτοῖς καὶ ἐν σώμασιν, καὶ δὴ καὶ ἐν πολιτείαις οὐχ ἥκιστα. | Το ίδιο νόσημα που παρουσιάστηκε στην ολιγαρχία και έφερε την καταστροφή της, το ίδιο παρουσιάζεται και εδώ, αλλά με μορφή βαρύτερη εξαιτίας της αχαλίνωτης ελευθερίας που επικρατεί και φέρνει υποδούλωση της δημοκρατίας. Γιατί πραγματικά η υπερβολή σε κάθε πράγμα φέρνει συνήθως τη μετάπτωση στην αντίθεση υπερβολή, όπως παρατηρείται στις εποχές του έτους, [564a] στα φυτά, στα σώματά μας και προπάντων στις πολιτείες. |
| Εἰκός, ἔφη. | Είναι πολύ φυσικό. |
| Ἡ γὰρ ἄγαν ἐλευθερία ἔοικεν οὐκ εἰς ἄλλο τι ἢ εἰς ἄγαν δουλείαν μεταβάλλειν καὶ ἰδιώτῃ καὶ πόλει. | Γιατί η υπερβολική ελευθερία, είτε στους ιδιώτες είτε στα κράτη, σε τίποτ᾽ άλλο, φαίνεται, δεν οδηγεί, παρά στη δουλεία. |
| Εἰκὸς γάρ. | Έτσι είναι. |
| Εἰκότως τοίνυν, εἶπον, οὐκ ἐξ ἄλλης πολιτείας τυραννὶς καθίσταται ἢ ἐκ δημοκρατίας, ἐξ οἶμαι τῆς ἀκροτάτης ἐλευθερίας δουλεία πλείστη τε καὶ ἀγριωτάτη. | Είναι λοιπόν φυσικό να μην προέρχεται απ᾽ άλλο πολίτευμα η τυραννίδα παρά από τη δημοκρατία· δηλαδή από την ακρότατη ελευθερία γεννιέται η μεγαλύτερη και αγριότερη δουλεία. |
| Ἔχει γάρ, ἔφη, λόγον. | Το πράγμα έχει τον λόγο του. |
| Ἀλλ᾽ οὐ τοῦτ᾽ οἶμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἠρώτας, ἀλλὰ ποῖον [564b] νόσημα ἐν ὀλιγαρχίᾳ τε φυόμενον ταὐτὸν καὶ ἐν δημοκρατίᾳ δουλοῦται αὐτήν. | Δεν είναι όμως αυτό που με ρωτούσες αλλά ποιό [564b] νόσημα παρουσιάζεται στη δημοκρατία, το ίδιο απαράλλαχτα όπως και στην ολιγαρχία, και φέρνει την υποδούλωσή της. |
| Ἀληθῆ, ἔφη, λέγεις. | Έχεις δίκιο. |
| Ἐκεῖνο τοίνυν, ἔφην, ἔλεγον τὸ τῶν ἀργῶν τε καὶ δαπανηρῶν ἀνδρῶν γένος, τὸ μὲν ἀνδρειότατον ἡγούμενον αὐτῶν, τὸ δ᾽ ἀνανδρότερον ἑπόμενον· οὓς δὴ ἀφομοιοῦμεν κηφῆσι, τοὺς μὲν κέντρα ἔχουσι, τοὺς δὲ ἀκέντροις. | Εννοώ λοιπόν εκείνο το είδος των αργών και σπάταλων ανθρώπων, που άλλοι τους, οι γενναιότεροι, μπαίνουν επικεφαλής, άλλοι τους, οι πιο άνανδροι, τους ακολουθούν· τους πρώτους, θυμάσαι, τους παραβάλαμε με κηφήνες που έχουν κεντριά, και τους άλλους με τους κηφήνες που δεν έχουν. |
| Καὶ ὀρθῶς γ᾽, ἔφη. | Και ορθά μάλιστα. |
| Τούτω τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ταράττετον ἐν πάσῃ πολιτείᾳ ἐγγιγνομένω, οἷον περὶ σῶμα φλέγμα τε καὶ χολή· ὣ δὴ καὶ [564c] δεῖ τὸν ἀγαθὸν ἰατρόν τε καὶ νομοθέτην πόλεως μὴ ἧττον ἢ σοφὸν μελιττουργὸν πόρρωθεν εὐλαβεῖσθαι, μάλιστα μὲν ὅπως μὴ ἐγγενήσεσθον, ἂν δὲ ἐγγένησθον, ὅπως ὅτι τάχιστα σὺν αὐτοῖσι τοῖς κηρίοις ἐκτετμήσεσθον. | Αυτά τα δύο είδη ανθρώπων φέρνουν γενική ταραχή σε όποια πολιτεία παρουσιαστούν, απαράλλαχτα όπως συμβαίνει με το φλέγμα και με τη χολή στο ανθρώπινο σώμα· πρέπει λοιπόν [564c] ο καλός γιατρός και νομοθέτης της πολιτείας να λάβει εξαρχής όλα τα μέτρα του, όπως κάνει ο έμπειρος μελισσοκόμος, πρώτα και καλύτερα για να μην εισχωρήσουν καθόλου στην κυψέλη, και αν τύχει και μπουν, να τους πετάξει έξω μιαν ώρα αρχύτερα μαζί με τις βλαμμένες κηρήθρες. |
| Ναὶ μὰ Δία, ἦ δ᾽ ὅς, παντάπασί γε. | Δεν έχει, μά την αλήθεια, καλύτερο να κάνει. |
| Ὧδε τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, λάβωμεν, ἵν᾽ εὐκρινέστερον ἴδωμεν ὃ βουλόμεθα. | Ας πάρομε όμως το πράγμα και ως εξής, για να καταλάβομε καλύτερα εκείνο που θέλομε. |
| Πῶς; | Πώς; |
| Τριχῇ διαστησώμεθα τῷ λόγῳ δημοκρατουμένην πόλιν, [564d] ὥσπερ οὖν καὶ ἔχει. ἓν μὲν γάρ που τὸ τοιοῦτον γένος ἐν αὐτῇ ἐμφύεται δι᾽ ἐξουσίαν οὐκ ἔλαττον ἢ ἐν τῇ ὀλιγαρχουμένῃ. | Ας διαιρέσομε με τον λόγο τη δημοκρατούμενη πολιτεία σε τρεις τάξεις, [564d] πράγμα που είναι άλλωστε και αληθινό· η πρώτη περιέχει αυτούς ακριβώς που λέγαμε τώρα και που, εξαιτίας της αχαλίνωτης ελευθερίας, πολλαπλασιάζονται όχι λιγότερο παρά στην ολιγαρχική πολιτεία. |
| Ἔστιν οὕτω. | Έτσι είναι. |
| Πολὺ δέ γε δριμύτερον ἐν ταύτῃ ἢ ἐν ἐκείνῃ. | Εννοείται ότι είναι και πιο βλαβεροί στη δημοκρατική παρά σ᾽ εκείνη. |
| Πῶς; | Πώς; |
| Ἐκεῖ μὲν διὰ τὸ μὴ ἔντιμον εἶναι, ἀλλ᾽ ἀπελαύνεσθαι τῶν ἀρχῶν, ἀγύμναστον καὶ οὐκ ἐρρωμένον γίγνεται· ἐν δημοκρατίᾳ δὲ τοῦτό που τὸ προεστὸς αὐτῆς, ἐκτὸς ὀλίγων, καὶ τὸ μὲν δριμύτατον αὐτοῦ λέγει τε καὶ πράττει, τὸ δ᾽ ἄλλο περὶ τὰ βήματα προσίζον βομβεῖ τε καὶ οὐκ ἀνέχεται τοῦ [564e] ἄλλα λέγοντος, ὥστε πάντα ὑπὸ τοῦ τοιούτου διοικεῖται ἐν τῇ τοιαύτῃ πολιτείᾳ χωρίς τινων ὀλίγων. | Εκεί, επειδή το είδος αυτό των ανθρώπων δεν έχει καμιάν υπόληψη και το απομακρύνουν από κάθε αρχή, μένει —να πούμε— αγύμναστο και ατροφικό· ενώ απεναντίας στη δημοκρατία αυτό είναι που διαχειρίζεται την ανώτατη εξουσία, εκτός από λίγες εξαιρέσεις· και οι πιο επιτήδειοι απ᾽ αυτούς λέγουν και πράττουν, οι άλλοι κολλημένοι γύρω στο βήμα κάνουν φασαρία και δεν επιτρέπουν [564e] σε κανέναν να έχει αντίθετη γνώμη, ώστε όλα μέσα σε μια τέτοια πολιτεία, εκτός από λίγα, διοικούνται από τέτοιους ανθρώπους. |
| Μάλα γε, ἦ δ᾽ ὅς. | Είναι αληθέστατο. |
| Ἄλλο τοίνυν τοιόνδε ἀεὶ ἀποκρίνεται ἐκ τοῦ πλήθους. | Υπάρχει τώρα μια δεύτερη τάξη που μένει πάντα χωρισμένη από το πλήθος. |
| Τὸ ποῖον; | Ποιά είναι αυτή; |
| Χρηματιζομένων που πάντων, οἱ κοσμιώτατοι φύσει ὡς τὸ πολὺ πλουσιώτατοι γίγνονται. | Επειδή σ᾽ αυτή την πολιτεία όλοι εργάζονται για να πλουτίσουν, οι από τη φύση τους φρονιμότεροι γίνονται πλουσιότατοι. |
| Εἰκός. | Φυσικά. |
| Πλεῖστον δὴ οἶμαι τοῖς κηφῆσι μέλι καὶ εὐπορώτατον ἐντεῦθεν βλίττει. | Και απ᾽ αυτούς, νομίζω, είναι που τραβούν το πιο πολύ και πιο εύκολο μέλι οι κηφήνες. |
| Πῶς γὰρ ἄν, ἔφη, παρά γε τῶν σμικρὰ ἐχόντων τις βλίσειεν; | Τί να τραβήξουν βέβαια από κείνους που δεν έχουν τίποτα; |
| Πλούσιοι δὴ οἶμαι οἱ τοιοῦτοι καλοῦνται κηφήνων βοτάνη. | Αυτοί, θαρρώ, οι πλούσιοι είναι που τους λένε: το βοτάνι των κηφήνων. |
| Σχεδόν τι, ἔφη. | Απάνω κάτω. |
| [565a] | Δῆμος δ᾽ ἂν εἴη τρίτον γένος, ὅσοι αὐτουργοί τε καὶ ἀπράγμονες, οὐ πάνυ πολλὰ κεκτημένοι· ὃ δὴ πλεῖστόν τε καὶ κυριώτατον ἐν δημοκρατίᾳ ὅτανπερ ἁθροισθῇ. | Και η τρίτη τάξη είναι ο μικρός λαός, όσοι είναι τεχνίτες και δεν πολυανακατώνονται στα πράγματα και που μόλις κατορθώνουν να ζουν με τα λίγα που έχουν· η τάξη αυτή, όταν συσσωματωθεί, είναι μέσα σε μια δημοκρατία η πολυπληθέστερη και δυνατότερη. |
| Ἔστιν γάρ, ἔφη· ἀλλ᾽ οὐ θαμὰ ἐθέλει ποιεῖν τοῦτο, ἐὰν μὴ μέλιτός τι μεταλαμβάνῃ. | Έτσι είναι· αλλά δεν συνηθίζει να το κάνει αυτό συχνά, εάν δεν πάρει κι αυτή μερίδιο στο μέλι. |
| Οὐκοῦν μεταλαμβάνει, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀεί, καθ᾽ ὅσον δύνανται οἱ προεστῶτες, τοὺς ἔχοντας τὴν οὐσίαν ἀφαιρούμενοι, διανέμοντες τῷ δήμῳ, τὸ πλεῖστον αὐτοὶ ἔχειν. | Και το παίρνει πραγματικά κατά το μέτρο που οι αρχηγοί της κατορθώνουν ν᾽ αφαιρούν τις περιουσίες των πλουσίων και να τις μοιράζουν στον λαό, αφού, εννοείται, αυτοί κρατήσουν το μεγαλύτερο μέρος. |
| [565b] | Μεταλαμβάνει γὰρ οὖν, ἦ δ᾽ ὅς, οὕτως. | Έτσι πραγματικά παίρνει κι αυτή το μερίδιό της. |
| Ἀναγκάζονται δὴ οἶμαι ἀμύνεσθαι, λέγοντές τε ἐν τῷ δήμῳ καὶ πράττοντες ὅπῃ δύνανται, οὗτοι ὧν ἀφαιροῦνται. | Όμως αναγκάζονται και οι πλούσιοι, που τους παίρνουν τις περιουσίες, να προστατεύουν τα αγαθά τους, παίρνοντας τον λόγο στις συναθροίσεις του δήμου και κάνοντας ό,τι μπορούν. |
| Πῶς γὰρ οὔ; | Πώς όχι; |
| Αἰτίαν δὴ ἔσχον ὑπὸ τῶν ἑτέρων, κἂν μὴ ἐπιθυμῶσι νεωτερίζειν, ὡς ἐπιβουλεύουσι τῷ δήμῳ καί εἰσιν ὀλιγαρχικοί. | Αλλά τότε κατηγορούνται από τους άλλους, έστω κι αν δεν επιδιώκουν καμιά πολιτική καινοτομία, ότι τάχα σχεδιάζουν την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος και ότι είναι ολιγαρχικοί. |
| Τί μήν; | Βέβαια. |
| Οὐκοῦν καὶ τελευτῶντες, ἐπειδὰν ὁρῶσι τὸν δῆμον, οὐχ ἑκόντα ἀλλ᾽ ἀγνοήσαντά τε καὶ ἐξαπατηθέντα ὑπὸ τῶν [565c] διαβαλλόντων, ἐπιχειροῦντα σφᾶς ἀδικεῖν, τότ᾽ ἤδη, εἴτε βούλονται εἴτε μή, ὡς ἀληθῶς ὀλιγαρχικοὶ γίγνονται, οὐχ ἑκόντες, ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ κακὸν ἐκεῖνος ὁ κηφὴν ἐντίκτει κεντῶν αὐτούς. | Κι αυτοί λοιπόν στο τέλος βλέποντας ότι ο δήμος, όχι ίσως από κακή θέληση αλλ᾽ από άγνοια και παρασυρμένος από τους [565c] συκοφάντες, θέλει όλο να τους αδικεί, τότε πια, θέλοντας και μη, γίνονται πραγματικά ολιγαρχικοί· και δεν φταίνε αυτοί αλλ᾽ αίτιος του κακού είναι εκείνος ο ίδιος ο κηφήνας που τους καταδιώκει με το κεντρί του. |
| Κομιδῇ μὲν οὖν. | Χωρίς αμφιβολία. |
| Εἰσαγγελίαι δὴ καὶ κρίσεις καὶ ἀγῶνες περὶ ἀλλήλων γίγνονται. | Αρχίζουν λοιπόν καταγγελίες και κρίσεις και δικαστικοί αγώνες μεταξύ τους. |
| Καὶ μάλα. | Μάλιστα. |
| Οὐκοῦν ἕνα τινὰ ἀεὶ δῆμος εἴωθεν διαφερόντως προΐστασθαι ἑαυτοῦ, καὶ τοῦτον τρέφειν τε καὶ αὔξειν μέγαν; | Δεν έχει όμως τη συνήθεια ο δήμος ν᾽ αναδείχνει κάθε τόσο έναν κατ᾽ εξοχήν προστάτη του και σ᾽ αυτόν να χαρίζει πλούτη και δύναμη; |
| Εἴωθε γάρ. | Την έχει αυτή τη συνήθεια. |
| [565d] | Τοῦτο μὲν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, δῆλον, ὅτι, ὅτανπερ φύηται τύραννος, ἐκ προστατικῆς ῥίζης καὶ οὐκ ἄλλοθεν ἐκβλαστάνει. | Είναι λοιπόν φανερό ότι απ᾽ αυτή τη ρίζα των προστατών του δήμου ξεφυτρώνει ο τύραννος και από πουθενά αλλού. |
| Καὶ μάλα δῆλον. | Ολοφάνερο. |
| Τίς ἀρχὴ οὖν μεταβολῆς ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον; ἢ δῆλον ὅτι ἐπειδὰν ταὐτὸν ἄρξηται δρᾶν ὁ προστάτης τῷ ἐν τῷ μύθῳ ὃς περὶ τὸ ἐν Ἀρκαδίᾳ τὸ τοῦ Διὸς τοῦ Λυκαίου ἱερὸν λέγεται; | Ποιά λοιπόν είναι η αρχή της μεταβολής από τον προστάτη στον τύραννο; Δεν είναι όταν αρχίσει ο προστάτης να κάνει το ίδιο μ᾽ εκείνο που συμβαίνει, κατά τον μύθο, στο ιερό του Λυκαίου Διός στην Αρκαδία; |
| Τίς; ἔφη. | Τί δηλαδή; |
| Ὡς ἄρα ὁ γευσάμενος τοῦ ἀνθρωπίνου σπλάγχνου, ἐν ἄλλοις ἄλλων ἱερείων ἑνὸς ἐγκατατετμημένου, ἀνάγκη δὴ [565e] τούτῳ λύκῳ γενέσθαι. ἢ οὐκ ἀκήκοας τὸν λόγον; | Ότι τάχα εκείνος που γευθεί από ένα ορισμένο ανθρώπινο σπλάχνο, που είναι κομμένο και ανακατωμένο μέσα σε πολλά άλλα σπλάχνα των άλλων θυμάτων, αναπότρεπτα [565e] μεταβάλλεται σε λύκο. Ή δεν έχεις ποτέ σου ακούσει αυτό τον μύθο; |
| Ἔγωγε. | Τον έχω ακούσει. |
| Ἆρ᾽ οὖν οὕτω καὶ ὃς ἂν δήμου προεστώς, λαβὼν σφόδρα πειθόμενον ὄχλον, μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος, ἀλλ᾽ ἀδίκως ἐπαιτιώμενος, οἷα δὴ φιλοῦσιν, εἰς δικαστήρια ἄγων μιαιφονῇ, βίον ἀνδρὸς ἀφανίζων, γλώττῃ τε καὶ στόματι ἀνοσίῳ γευόμενος φόνου συγγενοῦς, καὶ ἀνδρηλατῇ καὶ [566a] ἀποκτεινύῃ καὶ ὑποσημαίνῃ χρεῶν τε ἀποκοπὰς καὶ γῆς ἀναδασμόν, ἆρα τῷ τοιούτῳ ἀνάγκη δὴ τὸ μετὰ τοῦτο καὶ εἵμαρται ἢ ἀπολωλέναι ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἢ τυραννεῖν καὶ λύκῳ ἐξ ἀνθρώπου γενέσθαι; | Μήπως λοιπόν έτσι και ο προστάτης του δήμου, όταν βρει όχλο πρόθυμο να τον υπακούει και δεν κρατήσει τα χέρια του καθαρά από το αίμα των συμπολιτών του, αλλά με άδικες κατηγορίες, όπως δα γίνεται συχνά, στα δικαστήρια γίνει αφορμή ν᾽ αδικοθανατήσει άνθρωπος, και γευτεί με γλώσσα και στόμα ανόσιο συγγενικό αίμα και εξορίζει και [566a] θανατώνει και υπόσχεται απόσβεση χρεών και αναδασμό γης, μήπως, λέγω, κατ᾽ ανάγκη τότε, ύστερ᾽ απ᾽ όλ᾽ αυτά, είναι πεπρωμένο ο τέτοιος άνθρωπος ή να πέσει κι αυτός θύμα των εχθρών του ή να γίνει τύραννος και να μεταβληθεί από άνθρωπος σε λύκο; |
| Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη. | Κατ᾽ ανάγκη αυτό θα συμβεί. |
| Οὗτος δή, ἔφην, ὁ στασιάζων γίγνεται πρὸς τοὺς ἔχοντας τὰς οὐσίας. | Αυτός λοιπόν είναι που στήνει πόλεμο μ᾽ εκείνους που έχουν τις μεγάλες περιουσίες. |
| Οὗτος. | Αυτός. |
| Ἆρ᾽ οὖν ἐκπεσὼν μὲν καὶ κατελθὼν βίᾳ τῶν ἐχθρῶν τύραννος ἀπειργασμένος κατέρχεται; | Και αν, αφού μια φορά εξοριστεί, ξαναγυρίσει παρ᾽ όλη την αντίσταση των εχθρών του, δεν επανέρχεται τέλειος πια τύραννος; |
| Δῆλον. | Φανερό. |
| [566b] | Ἐὰν δὲ ἀδύνατοι ἐκβάλλειν αὐτὸν ὦσιν ἢ ἀποκτεῖναι διαβάλλοντες τῇ πόλει, βιαίῳ δὴ θανάτῳ ἐπιβουλεύουσιν ἀποκτεινύναι λάθρᾳ. | Αν πάλι δε μπορέσουν να τον εξορίσουν ή να τον θανατώσουν, κατηγορώντας τον ενώπιον του δήμου, τότε συνωμοτούν για να τον δολοφονήσουν κρυφά. |
| Φιλεῖ γοῦν, ἦ δ᾽ ὅς, οὕτω γίγνεσθαι. | Αυτό τουλάχιστο γίνεται συνήθως. |
| Τὸ δὴ τυραννικὸν αἴτημα τὸ πολυθρύλητον ἐπὶ τούτῳ πάντες οἱ εἰς τοῦτο προβεβηκότες ἐξευρίσκουσιν, αἰτεῖν τὸν δῆμον φύλακάς τινας τοῦ σώματος, ἵνα σῶς αὐτοῖς ᾖ ὁ τοῦ δήμου βοηθός. | Και τότε γίνεται εκείνο το πολυθρύλητο τέχνασμα των τυράννων, όπου καταφεύγουν όταν τα πράγματα φτάσουν σ᾽ αυτό το σημείο, ζητούν δηλαδή από τον δήμο σωματοφύλακες, για να μην τους πάθει τίποτα ο υπερασπιστής του δήμου. |
| Καὶ μάλ᾽, ἔφη. | Μάλιστα. |
| Διδόασι δὴ οἶμαι δείσαντες μὲν ὑπὲρ ἐκείνου, θαρρήσαντες δὲ ὑπὲρ ἑαυτῶν. | Και πραγματικά του δίνουν, επειδή φοβούνται για κείνον, αλλά δεν φοβούνται τίποτα για τον εαυτό τους. |
| [566c] | Καὶ μάλα. | Και βέβαια. |
| Οὐκοῦν τοῦτο ὅταν ἴδῃ ἀνὴρ χρήματα ἔχων καὶ μετὰ τῶν χρημάτων αἰτίαν μισόδημος εἶναι, τότε δὴ οὗτος, ὦ ἑταῖρε, κατὰ τὸν Κροίσῳ γενόμενον χρησμὸν— πολυψήφιδα παρ᾽ Ἕρμον | Όταν όμως το πράγμα φτάσει σ᾽ αυτό το σημείο, τότε, φίλτατε, κάθε άνθρωπος που έχει μεγάλη περιουσία, και που γι᾽ αυτό τον λόγο θεωρείται εχθρός του δήμου, εφαρμόζει τον χρησμό που δόθηκε στον Κροίσο και «στον χαλικοστρωμένον Έρμο |
| φεύγει, οὐδὲ μένει, οὐδ᾽ αἰδεῖται κακὸς εἶναι. | φεύγει, δεν μένει, και δειλός δεν ντρέπεται να γίνει». |
| Οὐ γὰρ ἄν, ἔφη, δεύτερον αὖθις αἰδεσθείη. | Γιατί ορισμένως δεν θα βρει την ευκαιρία να ντραπεί δεύτερη φορά. |
| Ὁ δέ γε οἶμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, καταληφθεὶς θανάτῳ δίδοται. | Είμαι βέβαιος ότι, αν πιαστεί, θα θανατωθεί. |
| Ἀνάγκη. | Κατ᾽ ανάγκη. |
| Ὁ δὲ δὴ προστάτης ἐκεῖνος αὐτὸς δῆλον δὴ ὅτι «μέγας [566d] μεγαλωστὶ» οὐ κεῖται, ἀλλὰ καταβαλὼν ἄλλους πολλοὺς ἕστηκεν ἐν τῷ δίφρῳ τῆς πόλεως, τύραννος ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος. | Όσο για τον προστάτη του δήμου, εκείνος πια τότε φαρδύς [566d] πλατύς, όχι πέφτει καταγής (όπως λέγει ο στίχος), αλλά, αφού ρίξει κι άλλους πολλούς, θρονιάζεται στο άρμα της πόλης και παρουσιάζεται αντί προστάτης τέλειος τύραννος. |
| Τί δ᾽ οὐ μέλλει; ἔφη. | Ποιός θα τον εμπόδιζε; |
| Διέλθωμεν δὴ τὴν εὐδαιμονίαν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοῦ τε ἀνδρὸς καὶ τῆς πόλεως, ἐν ᾗ ἂν ὁ τοιοῦτος βροτὸς ἐγγένηται; | Τώρα ας ιδούμε την ευδαιμονία αυτού του ανθρώπου και της πόλης που θα έχει την ευτυχία να τον αποκτήσει. |
| Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη, διέλθωμεν. | Ας ιδούμε. |
| Ἆρ᾽ οὖν, εἶπον, οὐ ταῖς μὲν πρώταις ἡμέραις τε καὶ χρόνῳ προσγελᾷ τε καὶ ἀσπάζεται πάντας, ᾧ ἂν περιτυγχάνῃ, καὶ [566e] οὔτε τύραννός φησιν εἶναι ὑπισχνεῖταί τε πολλὰ καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, χρεῶν τε ἠλευθέρωσε καὶ γῆν διένειμε δήμῳ τε καὶ τοῖς περὶ ἑαυτὸν καὶ πᾶσιν ἵλεώς τε καὶ πρᾷος εἶναι προσποιεῖται; | Τις πρώτες μέρες της εξουσίας του δεν φέρνεται τάχα φιλομειδέστατα και καταδεχτικότατα προς όλους όσους συναντά, και [566e] δεν αποστέργει και αυτό ακόμη το όνομα του τυράννου; Δεν σκορπίζει αφειδώς υποσχέσεις και στις ιδιαίτερες συνομιλίες του και στις δημόσιες, δεν αναστέλλει πραγματικά τα χρέη, δεν μοιράζει γαίες στον δήμο και στους ανθρώπους του και γενικά δεν υποκρίνεται προς όλους τον πράο και τον ήμερο; |
| Ἀνάγκη, ἔφη. | Εξ ανάγκης. |
| Ὅταν δέ γε οἶμαι πρὸς τοὺς ἔξω ἐχθροὺς τοῖς μὲν καταλλαγῇ, τοὺς δὲ καὶ διαφθείρῃ, καὶ ἡσυχία ἐκείνων γένηται, πρῶτον μὲν πολέμους τινὰς ἀεὶ κινεῖ, ἵν᾽ ἐν χρείᾳ ἡγεμόνος ὁ δῆμος ᾖ. | Όταν όμως, θαρρώ, ησυχάσει με τους εξωτερικούς του εχθρούς, και με άλλους απ᾽ αυτούς συμφιλιωθεί, άλλους εξοντώσει, πρώτα αρχίζει να υποκινεί κάθε φορά και κάποιο πόλεμο, για να ᾽χει πάντα ο δήμος ανάγκη αρχηγού. |
| Εἰκός γε. | Είναι φυσικό. |
| [567a] | Οὐκοῦν καὶ ἵνα χρήματα εἰσφέροντες πένητες γιγνόμενοι πρὸς τῷ καθ᾽ ἡμέραν ἀναγκάζωνται εἶναι καὶ ἧττον αὐτῷ ἐπιβουλεύωσι; | Προπάντων όμως δεν το κάνει για να συνεισφέρουν δήθεν οι πολίτες στα έξοδα του πολέμου και έτσι, πέφτοντας στη φτώχεια και βασανιζόμενοι πια για τις καθημερινές τους ανάγκες, να μην είναι πια σε θέση να τον επιβουλεύονται; |
| Δῆλον. | Φανερό. |
| Καὶ ἄν γέ τινας οἶμαι ὑποπτεύῃ ἐλεύθερα φρονήματα ἔχοντας μὴ ἐπιτρέψειν αὐτῷ ἄρχειν, ὅπως ἂν τούτους μετὰ προφάσεως ἀπολλύῃ ἐνδοὺς τοῖς πολεμίοις; τούτων πάντων ἕνεκα τυράννῳ ἀεὶ ἀνάγκη πόλεμον ταράττειν; | Και για να έχει ακόμη το μέσον να εξολοθρεύει με εύσχημη πρόφαση, παραδίνοντάς τους στους πολεμίους εκείνους που υποπτεύεται ότι, επειδή έχουν φιλελεύθερο το φρόνημα, θα βάλουν εμπόδια στην εξουσία του; Για όλους αυτούς τους λόγους δεν έχει πάντοτε ανάγκη ο τύραννος να προκαλεί κάποιον πόλεμο; |
| Ἀνάγκη. | Μάλιστα. |
| Ταῦτα δὴ ποιοῦντα ἕτοιμον μᾶλλον ἀπεχθάνεσθαι τοῖς [567b] πολίταις; | Όλα όμως αυτά δεν τον κάνουν όλο και περισσότερο μισητό στους [567b] πολίτες; |
| Πῶς γὰρ οὔ; | Πώς όχι; |
| Οὐκοῦν καί τινας τῶν συγκαταστησάντων καὶ ἐν δυνάμει ὄντων παρρησιάζεσθαι καὶ πρὸς αὐτὸν καὶ πρὸς ἀλλήλους, ἐπιπλήττοντας τοῖς γιγνομένοις, οἳ ἂν τυγχάνωσιν ἀνδρικώτατοι ὄντες; | Τότε μερικοί από κείνους που βοήθησαν στην ανύψωσή του και έχουν για τούτο κάποια δύναμη κοντά του, δεν θ᾽ αρχίσουν να μιλούν με θάρρος μεταξύ τους για τις πράξεις του, μάλιστα οι τολμηρότεροι δεν θα τις κατακρίνουν μιλώντας και σ᾽ αυτόν τον ίδιο; |
| Εἰκός γε. | Βεβαίως. |
| Ὑπεξαιρεῖν δὴ τούτους πάντας δεῖ τὸν τύραννον, εἰ μέλλει ἄρξειν, ἕως ἂν μήτε φίλων μήτ᾽ ἐχθρῶν λίπῃ μηδένα ὅτου τι ὄφελος. | Όλους λοιπόν αυτούς πρέπει να τους βγάλει ο τύραννος από τη μέση, αν θέλει να διατηρήσει την εξουσία, έως ότου δεν αφήσει κανέναν, ούτε φίλο ούτε εχθρό, που να έχει κάποιαν αξία. |
| Δῆλον. | Αυτό είναι φανερό. |
| Ὀξέως ἄρα δεῖ ὁρᾶν αὐτὸν τίς ἀνδρεῖος, τίς μεγαλόφρων, [567c] τίς φρόνιμος, τίς πλούσιος· καὶ οὕτως εὐδαίμων ἐστίν, ὥστε τούτοις ἅπασιν ἀνάγκη αὐτῷ, εἴτε βούλεται εἴτε μή, πολεμίῳ εἶναι καὶ ἐπιβουλεύειν, ἕως ἂν καθήρῃ τὴν πόλιν. | Πρέπει λοιπόν με μεγάλην οξυδέρκεια να διακρίνει ποιός είναι ανδρείος, ποιός μεγαλόφρων, [567c] ποιός φρόνιμος, ποιός πλούσιος· και τόσο ευτυχής είναι, ώστε πρέπει, θέλοντας και μη, να τους θεωρεί όλους αυτούς εχθρούς του και να επιδιώκει την καταστροφή τους, έως ότου καθαρίσει τελείως την πόλη απ᾽ αυτούς. |
| Καλόν γε, ἔφη, καθαρμόν. | Ωραίος καθαρισμός! |
| Ναί, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸν ἐναντίον ἢ οἱ ἰατροὶ τὰ σώματα· οἱ μὲν γὰρ τὸ χείριστον ἀφαιροῦντες λείπουσι τὸ βέλτιστον, ὁ δὲ τοὐναντίον. | Ωραίος, πραγματικά, αλλ᾽ αντίθετος από κείνον που κάνουν στα σώματα οι γιατροί· εκείνοι δηλαδή αφαιρούν τα χειρότερα και αφήνουν τα καλύτερα, ενώ αυτός κάνει το αντίθετο. |
| Ὡς ἔοικε γάρ, αὐτῷ, ἔφη, ἀνάγκη, εἴπερ ἄρξει. | Καθώς φαίνεται είναι ανάγκη να το κάνει αυτό, αν εννοεί να διατηρήσει την εξουσία. |
| [567d] | Ἐν μακαρίᾳ ἄρα, εἶπον ἐγώ, ἀνάγκῃ δέδεται, ἣ προστάττει αὐτῷ ἢ μετὰ φαύλων τῶν πολλῶν οἰκεῖν, καὶ ὑπὸ τούτων μισούμενον, ἢ μὴ ζῆν. | Με αξιολάτρευτη, μά την αλήθεια, είναι δεμένος ανάγκη, που του επιβάλλει ή να ζει με τους πολλούς τους φαύλους, και μάλιστα μισούμενος απ᾽ αυτούς, ή να πεθάνει. |
| Ἐν τοιαύτῃ, ἦ δ᾽ ὅς. | Αυτή είναι η θέση του. |
| Ἆρ᾽ οὖν οὐχὶ ὅσῳ ἂν μᾶλλον τοῖς πολίταις ἀπεχθάνηται ταῦτα δρῶν, τοσούτῳ πλειόνων καὶ πιστοτέρων δορυφόρων δεήσεται; | Αλλ᾽ όσο πιο μισητός γίνεται στους πολίτες με αυτές τις πράξεις του, δεν θα ᾽χει ανάγκη και από άλλο τόσο περισσότερους και πιστότερους δορυφόρους; |
| Πῶς γὰρ οὔ; | Πώς όχι; |
| Τίνες οὖν οἱ πιστοί; καὶ πόθεν αὐτοὺς μεταπέμψεται; | Πού θά ᾽βρει όμως αυτούς τους πιστούς; Και από πού θα τους προσκαλέσει; |
| Αὐτόματοι, ἔφη, πολλοὶ ἥξουσι πετόμενοι, ἐὰν τὸν μισθὸν διδῷ. | Μόνοι τους θα ᾽ρθούν πολλοί πετώντας, αρκεί να τους πληρώνει καλά. |
| Κηφῆνας, ἦν δ᾽ ἐγώ, νὴ τὸν κύνα, δοκεῖς αὖ τινάς μοι [567e] λέγειν ξενικούς τε καὶ παντοδαπούς. | Μου φαίνεται, μά τον κύνα, πως εννοείς κάποιους κηφήνες [567e] πάλι, ξενικούς και κάθε λογής. |
| Ἀληθῆ γάρ, ἔφη, δοκῶ σοι. | Σωστά το βρήκες. |
| Τίς δὲ αὐτόθεν; ἆρ᾽ οὐκ ἂν ἐθελήσειεν— | Τί τάχα; Δεν θα μπορούσε άραγε να έχει εντόπιους; |
| Πῶς; | Πώς; |
| Τοὺς δούλους ἀφελόμενος τοὺς πολίτας, ἐλευθερώσας, τῶν περὶ ἑαυτὸν δορυφόρων ποιήσασθαι. | Να πάρει τους δούλους από τους κυρίους των, να τους απελευθερώσει και να σχηματίσει απ᾽ αυτούς τη σωματοφυλακή του. |
| Σφόδρα γ᾽, ἔφη· ἐπεί τοι καὶ πιστότατοι αὐτῷ οὗτοί εἰσιν. | Καλά το σκέφτηκες· γιατί αυτοί πραγματικά θα του είναι και τελείως αφοσιωμένοι. |
| Ἦ μακάριον, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις τυράννου χρῆμα, εἰ τοιούτοις [568a] φίλοις τε καὶ πιστοῖς ἀνδράσι χρῆται, τοὺς προτέρους ἐκείνους ἀπολέσας. | Τί αξιοζήλευτο πράγμα, αλήθεια, που μας παρασταίνεις τον τύραννο, αφού [568a] θα έχει τέτοιους φίλους και πιστούς ανθρώπους, για ν᾽ αντικαταστήσει εκείνους τους άλλους που πριν τους ξέκανε! |
| Ἀλλὰ μήν, ἔφη, τοιούτοις γε χρῆται. | Και όμως αυτούς έχει. |
| Καὶ θαυμάζουσι δή, εἶπον, οὗτοι οἱ ἑταῖροι αὐτὸν καὶ σύνεισιν οἱ νέοι πολῖται, οἱ δ᾽ ἐπιεικεῖς μισοῦσί τε καὶ φεύγουσι; | Και τον θαυμάζουν αυτοί οι νέοι σύντροφοι και ζουν με οικειότητα μαζί του αυτοί οι νέοι πολίτες, ενώ οι έντιμοι άνθρωποι τον μισούν και τον αποφεύγουν; |
| Τί δ᾽ οὐ μέλλουσιν; | Πώς να μη γίνεται αυτό; |
| Οὐκ ἐτός, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἥ τε τραγῳδία ὅλως σοφὸν δοκεῖ εἶναι καὶ ὁ Εὐριπίδης διαφέρων ἐν αὐτῇ. | Έχουν λοιπόν δίκιο να θεωρούν την τραγωδία γενικά θησαυρό γεμάτο σοφία, και ξεχωριστόν μέσα στους τραγικούς τον Ευριπίδη. |
| Τί δή; | Γιατί το λες αυτό; |
| Ὅτι καὶ τοῦτο πυκνῆς διανοίας ἐχόμενον ἐφθέγξατο, ὡς [568b] ἄρα «σοφοὶ τύραννοί» εἰσι «τῶν σοφῶν συνουσίᾳ.» καὶ ἔλεγε δῆλον ὅτι τούτους εἶναι τοὺς σοφοὺς οἷς σύνεστιν. | Γιατί είπε και αυτή τη βαθυστόχαστη φράση, ότι [568b] «γίνονται σοφοί οι τύραννοι με τη συναναστροφή των σοφών». Έλεγε βέβαια σοφούς αυτούς που ζουν με οικειότητα μαζί με τους τυράννους. |
| Καὶ ὡς ἰσόθεόν γ᾽, ἔφη, τὴν τυραννίδα ἐγκωμιάζει, καὶ ἕτερα πολλά, καὶ οὗτος καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταί. | Και ως «ισόθεον» ακόμα εγκωμιάζει την τυραννίδα και αυτός και οι άλλοι ποιηταί. |
| Τοιγάρτοι, ἔφην, ἅτε σοφοὶ ὄντες οἱ τῆς τραγῳδίας ποιηταὶ συγγιγνώσκουσιν ἡμῖν τε καὶ ἐκείνοις ὅσοι ἡμῶν ἐγγὺς πολιτεύονται, ὅτι αὐτοὺς εἰς τὴν πολιτείαν οὐ παραδεξόμεθα ἅτε τυραννίδος ὑμνητάς. | Πιστεύω μολαταύτα ότι, καθώς είναι σοφοί οι ποιηταί της τραγωδίας, θα μας συμπαθήσουν και μας και όλους όσοι πολιτεύονται σύμφωνα με τις δικές μας αρχές, που δεν θα τους παραδεχτούμε μέσα στην πολιτεία μας, αφού εξυμνούν τους τυράννους. |
| Οἶμαι ἔγωγ᾽, ἔφη, συγγιγνώσκουσιν ὅσοιπέρ γε αὐτῶν [568c] κομψοί. | Νομίζω κι εγώ ότι θα μας συμπαθήσουν, τουλάχιστον [568c] οι λεπτότεροι μεταξύ τους. |
| Εἰς δέ γε οἶμαι τὰς ἄλλας περιιόντες πόλεις, συλλέγοντες τοὺς ὄχλους, καλὰς φωνὰς καὶ μεγάλας καὶ πιθανὰς μισθωσάμενοι, εἰς τυραννίδας τε καὶ δημοκρατίας ἕλκουσι τὰς πολιτείας. | Μπορούν όμως, εννοείται, αξιόλογα να περιοδεύουν στις άλλες πολιτείες, να μαζεύουν τους όχλους και μισθώνοντας τις ωραιότερες και δυνατότερες και πειστικότερες φωνές να προσελκύουν τα πλήθη υπέρ των τυραννίδων και των δημοκρατιών. |
| Μάλα γε. | Βεβαιότατα. |
| Οὐκοῦν καὶ προσέτι τούτων μισθοὺς λαμβάνουσι καὶ τιμῶνται, μάλιστα μέν, ὥσπερ τὸ εἰκός, ὑπὸ τυράννων, δεύτερον δὲ ὑπὸ δημοκρατίας· ὅσῳ δ᾽ ἂν ἀνωτέρω ἴωσιν πρὸς [568d] τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν, μᾶλλον ἀπαγορεύει αὐτῶν ἡ τιμή, ὥσπερ ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατοῦσα πορεύεσθαι. | Για όλ᾽ αυτά μάλιστα παίρνουν και πλούσιες αμοιβές και τιμές, πρώτα —όπως είναι φυσικό— από τους τυράννους, κατά δεύτερο λόγο από τις δημοκρατίες· αλλ᾽ όσο, εννοείται, παίρνουν τον ανήφορο προς [568d] τα τελειότερα πολιτεύματα τόσο κουράζεται και η υπόληψή τους, σα να λαχάνιασε και δεν μπορεί να τους παρακολουθήσει. |
| Πάνυ μὲν οὖν. | Έχεις δίκιο. |
| Ἀλλὰ δή, εἶπον, ἐνταῦθα μὲν ἐξέβημεν· λέγωμεν δὲ πάλιν ἐκεῖνο τὸ τοῦ τυράννου στρατόπεδον, τὸ καλόν τε καὶ πολὺ καὶ ποικίλον καὶ οὐδέποτε ταὐτόν, πόθεν θρέψεται. | Αλλ᾽ ας ξαναγυρίσομε απ᾽ αυτή την παρέκβαση που κάναμε· και ας ιδούμε τώρα πώς ο τύραννος θα διαθρέψει εκείνο το ωραίο και πολυάριθμο και πολυποίκιλο στρατόπεδό του. |
| Δῆλον, ἔφη, ὅτι, ἐάν τε ἱερὰ χρήματα ᾖ ἐν τῇ πόλει, ταῦτα ἀναλώσει, ὅποι ποτὲ ἂν ἀεὶ ἐξαρκῇ τὰ τῶν ἀποδομένων, ἐλάττους εἰσφορὰς ἀναγκάζων τὸν δῆμον εἰσφέρειν. | Είναι φανερό ότι θα βάλει βέβηλο χέρι στους ναούς και στους ιερούς θησαυρούς της πόλης και, όσο θα του φτάνουν τα χρήματα που θα μαζεύει από το ξεπούλημά του, δεν θα επιβάλει στον λαό πολύ μεγάλες αναγκαστικές εισφορές. |
| [568e] | Τί δ᾽ ὅταν δὴ ταῦτα ἐπιλίπῃ; | Τί θα γίνει όμως, όταν τελειώσουν αυτά; |
| Δῆλον, ἔφη, ὅτι ἐκ τῶν πατρῴων θρέψεται αὐτός τε καὶ οἱ συμπόται τε καὶ ἑταῖροι καὶ ἑταῖραι. | Τότε βέβαια θ᾽ αρχίσει να τρέφεται και αυτός και οι καλεσμένοι του και οι φίλοι του και οι φίλες του από τα πατρικά του. |
| Μανθάνω, ἦν δ᾽ ἐγώ· ὅτι ὁ δῆμος ὁ γεννήσας τὸν τύραννον θρέψει αὐτόν τε καὶ ἑταίρους. | Κατάλαβα· ότι ο λαός που γέννησε τον τύραννο θα θρέψει κι αυτόν και τους συντρόφους του. |
| Πολλὴ αὐτῷ, ἔφη, ἀνάγκη. | Έχει βέβαια αυτή την υποχρέωση. |
| Πῶς [δὲ] λέγεις; εἶπον· ἐὰν δὲ ἀγανακτῇ τε καὶ λέγῃ ὁ δῆμος ὅτι οὔτε δίκαιον τρέφεσθαι ὑπὸ πατρὸς ὑὸν ἡβῶντα, ἀλλὰ τοὐναντίον ὑπὸ ὑέος πατέρα, οὔτε τούτου αὐτὸν ἕνεκα [569a] ἐγέννησέν τε καὶ κατέστησεν, ἵνα, ἐπειδὴ μέγας γένοιτο, τότε αὐτὸς δουλεύων τοῖς αὑτοῦ δούλοις τρέφοι ἐκεῖνόν τε καὶ τοὺς δούλους μετὰ συγκλύδων ἄλλων, ἀλλ᾽ ἵνα ἀπὸ τῶν πλουσίων τε καὶ καλῶν κἀγαθῶν λεγομένων ἐν τῇ πόλει ἐλευθερωθείη ἐκείνου προστάντος, καὶ νῦν κελεύει ἀπιέναι ἐκ τῆς πόλεως αὐτόν τε καὶ τοὺς ἑταίρους, ὥσπερ πατὴρ ὑὸν ἐξ οἰκίας μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν ἐξελαύνων; | Πώς το λες αυτό; Αν ο λαός αγανακτήσει επιτέλους και του πει ότι δεν είναι δίκαιο να τρέφεται πια από τον πατέρα του ένας γιος σ᾽ αυτή την ηλικία αλλά το αντίθετο, ο πατέρας από τον γιο, [569a] ότι δεν τον γέννησε και τον ανάστησε για να του γίνει, όταν μεγαλώσει, δούλος των δούλων του και να τρέφει κι αυτόν και τους δούλους και όλο τον άλλο συρφετό της ακολουθίας του, αλλά για ν᾽ απελευθερωθεί με τη βοήθεια και την προστασία του από τους πλούσιους και τους ονομαζόμενους επιφανείς, και ότι τώρα τον προστάζει να φύγει από την πόλη και αυτός και οι φίλοι του, όπως ένας πατέρας που διώχνει από το σπίτι τον γιο του μαζί με τους ενοχλητικούς συντρόφους του; |
| Γνώσεταί γε, νὴ Δία, ἦ δ᾽ ὅς, τότ᾽ ἤδη ὁ δῆμος οἷος οἷον [569b] θρέμμα γεννῶν ἠσπάζετό τε καὶ ηὖξεν, καὶ ὅτι ἀσθενέστερος ὢν ἰσχυροτέρους ἐξελαύνει. | Τότε, μά τον θεό, θα μάθει πια ο δήμος ποιό [569b] θρέμμα γέννησε και το ζέστανε στον κόλπο του και το μεγάλωσε, και ότι εκείνοι που πάει να διώξει είναι πολύ δυνατότεροί του. |
| Πῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις; τολμήσει τὸν πατέρα βιάζεσθαι, κἂν μὴ πείθηται, τύπτειν ὁ τύραννος; | Τί κάθεσαι και λες; Θα τολμήσει ν᾽ ασκήσει βία απάνω στον πατέρα του ο τύραννος, και αν δεν υποχωρήσει, ακόμη και να τον χτυπήσει; |
| Ναί, ἔφη, ἀφελόμενός γε τὰ ὅπλα. | Μάλιστα, αφού πρώτα τον αφοπλίσει. |
| Πατραλοίαν, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις τύραννον καὶ χαλεπὸν γηροτρόφον, καὶ ὡς ἔοικε τοῦτο δὴ ὁμολογουμένη ἂν ἤδη τυραννὶς εἴη, καί, τὸ λεγόμενον, ὁ δῆμος φεύγων ἂν καπνὸν [569c] δουλείας ἐλευθέρων εἰς πῦρ δούλων δεσποτείας ἂν ἐμπεπτωκὼς εἴη, ἀντὶ τῆς πολλῆς ἐκείνης καὶ ἀκαίρου ἐλευθερίας τὴν χαλεπωτάτην τε καὶ πικροτάτην δούλων δουλείαν μεταμπισχόμενος. | Μα εσύ μας παρασταίνεις τον τύραννο σωστό πατροφάγο και διεστραμμένο γηροτρόφο και, καθώς φαίνεται, αυτό πραγματικά είναι ό,τι όλος ο κόσμος ονομάζει τυραννίδα· ο λαός, κατά το λεγόμενο, για ν᾽ αποφύγει τον καπνό [569c] της δουλείας ανθρώπων ελευθέρων έπεσε μέσα στη φωτιά μιας κυριαρχίας δούλων και αντάλλαξε το φόρεμα εκείνης της υπερβολικής και άκαιρης ελευθερίας με τη στολή της πιο σκληρής και πικρής δουλείας δούλων. |
| Καὶ μάλα, ἔφη, ταῦτα οὕτω γίγνεται. | Έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα. |
| Τί οὖν; εἶπον· οὐκ ἐμμελῶς ἡμῖν εἰρήσεται, ἐὰν φῶμεν ἱκανῶς διεληλυθέναι ὡς μεταβαίνει τυραννὶς ἐκ δημοκρατίας, γενομένη τε οἵα ἐστίν; | Τί λοιπόν; θα είχαμε τώρα άδικο να ισχυριστούμε ότι αρκετά καλά αναπτύξαμε πώς γίνεται η μετάβαση από τη δημοκρατία στην τυραννίδα και ποιός είναι αυτής της τυραννίδας ο χαρακτήρας; |
| Πάνυ μὲν οὖν ἱκανῶς, ἔφη. | Και πολύ καλά μάλιστα. |
Τα σχόλια είναι κλειστά.