Ἱστορίαι Βιβλίο Α [1.1.1] – [1.216.4] – Κλειώ

Πηγή greek-language/ancient_greek/Ηρόδοτος – Ἱστορίαι/Κλειώ

[pr.]Ἡροδότου Ἁλικαρνησσέος ἱστορίης ἀπόδεξις ἥδε, ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται, μήτε ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά, τὰ μὲν Ἕλλησι, τὰ δὲ βαρβάροισι ἀποδεχθέντα, ἀκλέα γένηται, τά τε ἄλλα καὶ δι᾽ ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν ἀλλήλοισι.Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό εκθέτει εδώ τις έρευνές του, για να μη ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από τους ανθρώπους, μήτε έργα μεγάλα και θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους, να σβήσουν άδοξα· ιδιαίτερα γίνεται λόγος για την αιτία που αυτοί πολέμησαν μεταξύ τους.
[1.1.1]Περσέων μέν νυν οἱ λόγιοι Φοίνικας αἰτίους φασὶ γενέσθαι τῆς διαφορῆς· τούτους γάρ, ἀπὸ τῆς Ἐρυθρῆς καλεομένης θαλάσσης ἀπικομένους ἐπὶ τήνδε τὴν θάλασσαν καὶ οἰκήσαντας τοῦτον τὸν χῶρον τὸν καὶ νῦν οἰκέουσι, αὐτίκα ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι, ἀπαγινέοντας δὲ φορτία Αἰγύπτιά τε καὶ Ἀσσύρια τῇ τε ἄλλῃ [χώρῃ] ἐσαπικνέεσθαι καὶ δὴ καὶ ἐς Ἄργος·Οι γραμματισμένοι Πέρσες βρίσκουν τους Φοίνικες αίτιους της έχθρας· λεν δηλαδή πως αυτοί, φτασμένοι από τη θάλασσα που ονομάζεται Ερυθρά σε τούτη εδώ τη θάλασσα, αφού κατοίκισαν το χώρο που και τώρα κατοικούν, άρχισαν αμέσως με μακρινά ταξίδια, μεταφέρνοντας εμπορεύματα αιγυπτιακά και ασσυριακά, να πιάνουν και σε άλλα λιμάνια και προπαντός στο Άργος.
[1.1.2]τὸ δὲ Ἄργος τοῦτον τὸν χρόνον προεῖχε ἅπασι τῶν ἐν τῇ νῦν Ἑλλάδι καλεομένῃ χώρῃ. ἀπικομένους δὲ τοὺς Φοίνικας ἐς δὴ τὸ Ἄργος τοῦτο διατίθεσθαι τὸν φόρτον.Το Άργος εκείνα τα χρόνια σε όλα ξεχώριζε ανάμεσα στις πόλεις της χώρας που τώρα ονομάζεται Ελλάδα. Πως έφτασαν λέει σ᾽ αυτό το Άργος οι Φοίνικες και ξεπουλούσαν το φορτιό τους.
[1.1.3]πέμπτῃ δὲ ἢ ἕκτῃ ἡμέρῃ ἀπ᾽ ἧς ἀπίκοντο, ἐξεμπολημένων σφι σχεδὸν πάντων, ἐλθεῖν ἐπὶ τὴν θάλασσαν γυναῖκας ἄλλας τε πολλὰς καὶ δὴ καὶ τοῦ βασιλέος θυγατέρα· τὸ δέ οἱ οὔνομα εἶναι, κατὰ τὠυτὸ τὸ καὶ Ἕλληνες λέγουσι, Ἰοῦν τὴν Ἰνάχου.Όμως την πέμπτη ή την έχτη μέρα αφότου έφτασαν και όταν σχεδόν τα είχαν όλα ξεπουλήσει, πως κατέβηκαν στη θάλασσα και άλλες πολλές κοπέλες και ανάμεσά τους η θυγατέρα του βασιλιά· το όνομά της ήταν το ίδιο που λεν και οι Έλληνες, Ιώ του Ινάχου.
[1.1.4]ταύτας στάσας κατὰ πρύμνην τῆς νεὸς ὠνέεσθαι τῶν φορτίων τῶν σφι ἦν θυμὸς μάλιστα, καὶ τοὺς Φοίνικας διακελευσαμένους ὁρμῆσαι ἐπ᾽ αὐτάς. τὰς μὲν δὴ πλεῦνας τῶν γυναικῶν ἀποφυγεῖν, τὴν δὲ Ἰοῦν σὺν ἄλλῃσι ἁρπασθῆναι· ἐσβαλομένους δὲ ἐς τὴν νέα οἴχεσθαι ἀποπλέοντας ἐπ᾽ Αἰγύπτου.Πως αυτές στάθηκαν στην πρύμη του καραβιού κι αγόραζαν από τις πραμάτειες ό,τι τραβούσε η καρδιά τους πιο πολύ, και οι Φοίνικες συνεννοημένοι όρμησαν πάνω τους. Πως βέβαια οι πιο πολλές ξέφυγαν, όμως την Ιώ μαζί με άλλες την άρπαξαν, τη βάλαν στο καράβι και γρήγορα άνοιξαν πανιά για την Αίγυπτο.
[1.2.1]οὕτω μὲν Ἰοῦν ἐς Αἴγυπτον ἀπικέσθαι λέγουσι Πέρσαι, οὐκ ὡς Ἕλληνες, καὶ τῶν ἀδικημάτων πρῶτον τοῦτο ἄρξαι· μετὰ δὲ ταῦτα Ἑλλήνων τινάς (οὐ γὰρ ἔχουσι τοὔνομα ἀπηγήσασθαι) φασὶ τῆς Φοινίκης ἐς Τύρον προσσχόντας ἁρπάσαι τοῦ βασιλέος τὴν θυγατέρα Εὐρώπην· εἴησαν δ᾽ ἂν οὗτοι Κρῆτες. ταῦτα μὲν δὴ ἴσα πρὸς ἴσα σφι γενέσθαι· μετὰ δὲ ταῦτα Ἕλληνας αἰτίους τῆς δευτέρης ἀδικίης γενέσθαι.Έτσι διηγούνται οι Πέρσες πως η Ιώ έφτασε στην Αίγυπτο, όχι όπως οι Έλληνες, και πως αυτό έγινε η αρχή για τα αδικήματα που ακολούθησαν. Μετά από αυτά, λένε οι Πέρσες, κάποιοι από τους Έλληνες (γιατί δεν ξέρουν να πουν το όνομά τους) πάτησαν πόδι στην Τύρο της Φοινίκης και άρπαξαν τη θυγατέρα του βασιλιά την Ευρώπη. Μπορεί και να ᾽ταν Κρήτες. Πως έτσι έγιναν ίσα κι ίσα, όμως μετά οι Έλληνες έγιναν αίτιοι της δεύτερη αδικίας.
[1.2.2]καταπλώσαντας γὰρ μακρῇ νηῒ ἐς Αἶάν τε τὴν Κολχίδα καὶ ἐπὶ Φᾶσιν ποταμόν, ἐνθεῦτεν, διαπρηξαμένους καὶ τἆλλα τῶν εἵνεκεν ἀπίκατο, ἁρπάσαι τοῦ βασιλέος τὴν θυγατέρα Μηδείην.Γιατί μ᾽ ένα μακρύ καράβι ανέβηκαν τον Φάση ποταμό στην Αία της Κολχίδας, κι αποκεί, σαν αποτέλειωσαν τις άλλες υποθέσεις τους για τις οποίες πήγαν, άρπαξαν τη θυγατέρα του βασιλιά τη Μήδεια.
[1.2.3]πέμψαντα δὲ τὸν Κόλχον [βασιλέα] ἐς τὴν Ἑλλάδα κήρυκα αἰτέειν τε δίκας τῆς ἁρπαγῆς καὶ ἀπαιτέειν τὴν θυγατέρα· τοὺς δὲ ὑποκρίνασθαι ὡς οὐδὲ ἐκεῖνοι Ἰοῦς τῆς Ἀργείης ἔδοσάν σφι δίκας τῆς ἁρπαγῆς· οὐδὲ ὦν αὐτοὶ δώσειν ἐκείνοισι.Πως έστειλε ο Κόλχος στην Ελλάδα κήρυκα και ζητούσε ικανοποίηση για την αρπαγή, και ζητούσε πίσω την κόρη του· όμως αυτοί απαντούσαν ότι ούτε εκείνοι δεν τους είχαν δώσει ικανοποίηση για την αρπαγή της αργίτισσας Ιως· ούτε λοιπόν κι αυτοί θα του τη δώσουν.
[1.3.1]δευτέρῃ δὲ λέγουσι γενεῇ μετὰ ταῦτα Ἀλέξανδρον τὸν Πριάμου ἀκηκοότα ταῦτα ἐθελῆσαί οἱ ἐκ τῆς Ἑλλάδος δι᾽ ἁρπαγῆς γενέσθαι γυναῖκα, ἐπιστάμενον πάντως ὅτι οὐ δώσει δίκας· οὐδὲ γὰρ ἐκείνους διδόναι.Στην επόμενη γενιά ύστερα από αυτά, λένε πως ο Αλέξανδρος που τα έμαθε, θέλησε να αποχτήσει γυναίκα από την Ελλάδα με αρπαγή, ξέροντας πως έτσι κι αλλιώς δε θα δώσει λόγο, αφού και εκείνοι δεν έδωσαν.
[1.3.2]οὕτω δὴ ἁρπάσαντος αὐτοῦ Ἑλένην, τοῖσι Ἕλλησι δόξαι πρῶτον πέμψαντας ἀγγέλους ἀπαιτέειν τε Ἑλένην καὶ δίκας τῆς ἁρπαγῆς αἰτέειν. τοὺς δὲ προϊσχομένων ταῦτα προφέρειν σφι Μηδείης τὴν ἁρπαγήν, ὡς οὐ δόντες αὐτοὶ δίκας οὐδὲ ἐκδόντες ἀπαιτεόντων βουλοίατό σφι παρ᾽ ἄλλων δίκας γίνεσθαι.Έτσι λοιπόν, σαν άρπαξε την Ελένη, οι Έλληνες πήραν απόφαση να στείλουν κήρυκες και να ζητούν την Ελένη πίσω, και να ζητούν ικανοποίηση για την αρπαγή. Όμως εκείνοι στα επιχειρήματά τους αντίφερναν την αρπαγή της Μήδειας, ότι ούτε οι ίδιοι δεν τους έδωσαν ικανοποίηση ούτε τους την έδωσαν πίσω, μόλο που τη ζητούσαν, κι ήθελαν τώρα να πάρουν ικανοποίηση από τους άλλους.
[1.4.1]μέχρι μὲν ὦν τούτου ἁρπαγὰς μούνας εἶναι παρ᾽ ἀλλήλων, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου Ἕλληνας δὴ μεγάλως αἰτίους γενέσθαι· προτέρους γὰρ ἄρξαι στρατεύεσθαι ἐς τὴν Ἀσίην ἢ σφέας ἐς τὴν Εὐρώπην.Πως ώς εδώ μόνο αρπαγές γυναικών έγιναν και από τις δύο μεριές, όμως αποκεί και πέρα οι Έλληνες βέβαια έπεσαν σε μεγάλο σφάλμα· γιατί πρωτύτερα αυτοί άρχισαν να εκστρατεύουν στην Ασία απ᾽ ό,τι εκείνοι στην Ευρώπη.
[1.4.2]τὸ μέν νυν ἁρπάζειν γυναῖκας ἀνδρῶν ἀδίκων νομίζειν ἔργον εἶναι, τὸ δὲ ἁρπασθεισέων σπουδὴν ποιήσασθαι τιμωρέειν ἀνοήτων, τὸ δὲ μηδεμίαν ὤρην ἔχειν ἁρπασθεισέων σωφρόνων· δῆλα γὰρ δὴ ὅτι, εἰ μὴ αὐταὶ ἐβούλοντο, οὐκ ἂν ἡρπάζοντο.Πως το να αρπάζει κανείς γυναίκες είναι βέβαια έργο αδίκων ανθρώπων, όμως, μια κι έγινε η αρπαγή, να θες καλά και σώνει εκδίκηση, αυτό το κάνουν οι ανόητοι· να μη σε νοιάζει γι᾽ αυτές που σου άρπαξαν, αυτό είναι γνώρισμα των φρονίμων· γιατί ολοφάνερα, αν δεν το ήθελαν οι ίδιες, δε θα άφηναν να τις αρπάξουν.
[1.4.3]σφέας μὲν δὴ τοὺς ἐκ τῆς Ἀσίης λέγουσι Πέρσαι ἁρπαζομένων τῶν γυναικῶν λόγον οὐδένα ποιήσασθαι, Ἕλληνας δὲ Λακεδαιμονίης εἵνεκεν γυναικὸς στόλον μέγαν συναγεῖραι καὶ ἔπειτα ἐλθόντας ἐς τὴν Ἀσίην τὴν Πριάμου δύναμιν κατελεῖν.Αυτοί οι Ασιάτες, λεν οι Πέρσες, όταν τους άρπαξαν γυναίκες, δεν το πήραν στα σοβαρά, ενώ οι Έλληνες για μια γυναίκα σπαρτιάτισσα ξεσήκωσαν ολόκληρη εκστρατεία, ήρθαν στην Ασία και αφάνισαν τη δύναμη του Πριάμου.
[1.4.4]ἀπὸ τούτου αἰεὶ ἡγήσασθαι τὸ Ἑλληνικὸν σφίσι εἶναι πολέμιον. τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηιεῦνται οἱ Πέρσαι, τὴν δὲ Εὐρώπην καὶ τὸ Ἑλληνικὸν ἥγηνται κεχωρίσθαι.Πως από τότε πια θεωρούν ότι οι Έλληνες τους είναι εχθροί. Γιατί την Ασία και τα βάρβαρα έθνη που την κατοικούν, οι Πέρσες τα θεωρούν δικά τους, ενώ την Ευρώπη και τους Έλληνες τα έβλεπαν πάντα σαν κάτι ξεχωριστό.
[1.5.1]Οὕτω μὲν Πέρσαι λέγουσι γενέσθαι, καὶ διὰ τὴν Ἰλίου ἅλωσιν εὑρίσκουσι σφίσι ἐοῦσαν τὴν ἀρχὴν τῆς ἔχθρης τῆς ἐς τοὺς Ἕλληνας.Έτσι λεν οι Πέρσες πως έγιναν τα πράγματα, και στην άλωση του Ιλίου βρίσκουν την αιτία της έχθρας τους προς του Έλληνες.
[1.5.2]περὶ δὲ τῆς Ἰοῦς οὐκ ὁμολογέουσι Πέρσῃσι οὕτω Φοίνικες· οὐ γὰρ ἁρπαγῇ σφέας χρησαμένους λέγουσι ἀγαγεῖν αὐτὴν ἐς Αἴγυπτον, ἀλλ᾽ ὡς ἐν τῷ Ἄργεϊ ἐμίσγετο τῷ ναυκλήρῳ τῆς νεός· ἐπεὶ δὲ ἔμαθε ἔγκυος ἐοῦσα, αἰδεομένη τοὺς τοκέας, οὕτω δὴ ἐθελοντὴν αὐτὴν τοῖσι Φοίνιξι συνεκπλῶσαι, ὡς ἂν μὴ κατάδηλος γένηται.Για την Ιώ δε συμφωνούν με τους Πέρσες οι Φοίνικες· γιατί δεν την άρπαξαν αυτοί, λένε, και δεν την έφεραν στην Αίγυπτο, αλλά ότι στο Άργος έσμιξε με τον καπετάνιο του καραβιού και, όταν κατάλαβε πως ήταν έγκυος, από ντροπή για τους γονείς της — έτσι λοιπόν από μόνη της έφυγε με τα καράβια των Φοινίκων, για να μην προδοθεί.
[1.5.3]ταῦτα μέν νυν Πέρσαι τε καὶ Φοίνικες λέγουσι. ἐγὼ δὲ περὶ μὲν τούτων οὐκ ἔρχομαι ἐρέων ὡς οὕτως ἢ ἄλλως κως ταῦτα ἐγένετο, τὸν δὲ οἶδα αὐτὸς πρῶτον ὑπάρξαντα ἀδίκων ἔργων ἐς τοὺς Ἕλληνας, τοῦτον σημήνας προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, ὁμοίως σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα ἀνθρώπων ἐπεξιών.Αυτά λεν οι Πέρσες και οι Φοίνικες. Εγώ όμως δεν έρχομαι να μιλήσω γι᾽ αυτά, αν έγιναν έτσι ή κάπως αλλιώς, αλλά εκείνον που ο ίδιος ξέρω ότι πρώτος άρχισε τα άδικα έργα στους Έλληνες, αυτόν πρώτα θα παρουσιάσω και θα προχωρήσω στη συνέχεια της ιστορίας μου σταματώντας το ίδιο σε μικρές και μεγάλες πόλεις ανθρώπων.
[1.5.4]τὰ γὰρ τὸ πάλαι μεγάλα ἦν, τὰ πολλὰ αὐτῶν σμικρὰ γέγονε, τὰ δὲ ἐπ᾽ ἐμεῦ ἦν μεγάλα, πρότερον ἦν σμικρά. τὴν ἀνθρωπηίην ὦν ἐπιστάμενος εὐδαιμονίην οὐδαμὰ ἐν τὠυτῷ μένουσαν. ἐπιμνήσομαι ἀμφοτέρων ὁμοίως.Γιατί όσες ήταν μεγάλες παλιότερα, οι πιο πολλές τους έχουν γίνει μικρές, κι όσες στα χρόνια μου ήταν μεγάλες, πριν ήταν μικρές. Την ανθρώπινη λοιπόν ευδαιμονία ξέροντάς την, πως δε στέκει αμετακίνητη, θα μνημονεύσω το ίδιο και τις δύο.
[1.6.1]Κροῖσος ἦν Λυδὸς μὲν γένος, παῖς δὲ Ἀλυάττεω, τύραννος δὲ ἐθνέων τῶν ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ, ὃς ῥέων ἀπὸ μεσαμβρίης μεταξὺ Συρίων ‹τε› καὶ Παφλαγόνων ἐξίει πρὸς βορῆν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον πόντον.Ο Κροίσος ήταν Λυδός στην καταγωγή, γιος του Αλυάττη και τύραννος των εθνών εκείνων που μένουν στη μέσα μεριά του Άλη ποταμού, που από τα μεσημβρινά τρέχει ανάμεσα στους Σύριους και τους Παφλαγόνες και χύνεται βορεινά στον καλούμενο Εύξεινο πόντο.
[1.6.2]οὗτος ὁ Κροῖσος βαρβάρων πρῶτος τῶν ἡμεῖς ἴδμεν τοὺς μὲν κατεστρέψατο Ἑλλήνων ἐς φόρου ἀπαγωγήν, τοὺς δὲ φίλους προσεποιήσατο. κατεστρέψατο μὲν Ἴωνάς τε καὶ Αἰολέας καὶ Δωριέας τοὺς ἐν τῇ Ἀσίῃ, φίλους δὲ προσεποιήσατο Λακεδαιμονίους.Αυτός ο Κροίσος πρώτος, όσο ξέρουμε, από τους βαρβάρους, άλλους από τους Έλληνες τους έκανε φόρου υποτελείς και άλλους τούς κέρδισε με το μέρος του ως φίλους. Έκανε φόρου υποτελείς τους Ίωνες και τους Αιολείς και τους Δωριείς της Μικράς Ασίας, κέρδισε με το μέρος του ως φίλους τους Λακεδαιμόνιους.
[1.6.3]πρὸ δὲ τῆς Κροίσου ἀρχῆς πάντες Ἕλληνες ἦσαν ἐλεύθεροι. τὸ γὰρ Κιμμερίων στράτευμα τὸ ἐπὶ τὴν Ἰωνίην ἀπικόμενον, Κροίσου ἐὸν πρεσβύτερον, οὐ καταστροφὴ ἐγένετο τῶν πολίων, ἀλλ᾽ ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή.Πριν από την αρχή του Κροίσου όλοι οι Έλληνες ήταν ελεύθεροι. Γιατί των Κιμμερίων ο στρατός που έφτασε στην Ιωνία, όντας αρχαιότερος από του Κροίσου, δεν προχώρησε στην καθυπόταξη των πόλεων, αλλά έκανε επιδρομή και αρπαγές.
[1.7.1]ἡ δὲ ἡγεμονίη οὕτω περιῆλθε, ἐοῦσα Ἡρακλειδέων, ἐς τὸ γένος τὸ Κροίσου, καλεομένους δὲ Μερμνάδας.Η ηγεμονία, που ήταν πρώτα των Ηρακλειδών, πέρασε στα χέρια της γενιάς του Κροίσου, στους Μερμνάδες, έτσι:
[1.7.2]ἦν Κανδαύλης, τὸν οἱ Ἕλληνες Μυρσίλον ὀνομάζουσι, τύραννος Σαρδίων, ἀπόγονος δὲ Ἀλκαίου τοῦ Ἡρακλέος. Ἄγρων μὲν γὰρ ὁ Νίνου τοῦ Βήλου τοῦ Ἀλκαίου πρῶτος Ἡρακλειδέων βασιλεὺς ἐγένετο Σαρδίων, Κανδαύλης δὲ ὁ Μύρσου ὕστατος.Ήταν ο Κανδαύλης, που οι Έλληνες τον λεν Μυρσίλο, τύραννος των Σαρδίων και απόγονος του Αλκαίου, γιου του Ηρακλή. Γιατί ο Άγρων, γιος του Νίνου γιου του Βήλου γιου του Αλκαίου, έγινε πρώτος Ηρακλείδης βασιλιάς των Σαρδίων· ο Κανδαύλης, ο γιος του Μύρσου, τελευταίος.
[1.7.3]οἱ δὲ πρότερον Ἄγρωνος βασιλεύσαντες ταύτης τῆς χώρης ἦσαν ἀπόγονοι Λυδοῦ τοῦ Ἄτυος, ἀπ᾽ ὅτευ ὁ δῆμος Λύδιος ἐκλήθη ὁ πᾶς οὗτος, πρότερον Μηίων καλεόμενος.Όσοι βασίλευσαν στη χώρα αυτή πριν από τον Άγρωνα ήταν απόγονοι του Λυδού, γιου του Άτη, από όπου πήρε ο λύδιος λαός ολόκληρος το όνομά του, αυτός που πρώτα ονομαζόταν Μηίων.
[1.7.4]παρὰ τούτων Ἡρακλεῖδαι ἐπιτραφθέντες ἔσχον τὴν ἀρχὴν ἐκ θεοπροπίου, ἐκ δούλης τε τῆς Ἰαρδάνου γεγονότες καὶ Ἡρακλέος, ἄρξαντες [μὲν] ἐπὶ δύο τε καὶ εἴκοσι γενεὰς ἀνδρῶν, ἔτεα πέντε τε καὶ πεντακόσια, παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν ἀρχήν, μέχρι Κανδαύλεω τοῦ Μύρσου.Από αυτούς και με τη συγκατάθεσή τους πήραν την αρχή, στηριγμένοι σε χρησμό, οι Ηρακλείδες, που κρατούσε η γενιά τους από μια δούλη του Ιαρδάνου και από τον Ηρακλή και που βασίλευσαν είκοσι δύο γενιές, πεντακόσια πέντε χρόνια, κάθε γιος κληρονομώντας την αρχή από τον πατέρα του, ώς τον Κανδαύλη, το γιο του Μύρσου.
[1.8.1]οὗτος δὴ ὦν ὁ Κανδαύλης ἠράσθη τῆς ἑωυτοῦ γυναικός, ἐρασθεὶς δὲ ἐνόμιζέ οἱ εἶναι γυναῖκα πολλὸν πασέων καλλίστην. ὥστε δὲ ταῦτα νομίζων, ἦν γάρ οἱ τῶν αἰχμοφόρων Γύγης ὁ Δασκύλου ἀρεσκόμενος μάλιστα, τούτῳ τῷ Γύγῃ καὶ τὰ σπουδαιέστερα τῶν πρηγμάτων ὑπερετίθετο ὁ Κανδαύλης καὶ δὴ καὶ τὸ εἶδος τῆς γυναικὸς ὑπερεπαινέων.Αυτός λοιπόν ο Κανδαύλης ερωτεύθηκε τη γυναίκα του, και ερωτευμένος μαζί της πίστευε πως η γυναίκα του είναι πολύ πιο όμορφη από όλες τις άλλες. Από μια τέτοια πίστη —γιατί ήταν ένας από τους δορυφόρους του ο Γύγης, ο γιος του Δασκύλου, που είχε κερδίσει την εύνοιά του— σ᾽ αυτόν λοιπόν το Γύγη εμπιστευόταν ο Κανδαύλης τις σπουδαιότερες υποθέσεις του, και του παινούσε ξεχωριστά και την ομορφιά της γυναίκας του.
[1.8.2]χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διελθόντος, χρῆν γὰρ Κανδαύλῃ γενέσθαι κακῶς, ἔλεγε πρὸς τὸν Γύγην τοιάδε· Γύγη, οὐ γάρ σε δοκέω πείθεσθαί μοι λέγοντι περὶ τοῦ εἴδεος τῆς γυναικός (ὦτα γὰρ τυγχάνει ἀνθρώποισι ἐόντα ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν), ποίει ὅκως ἐκείνην θεήσεαι γυμνήν.Δεν πέρασε πολύς καιρός —γιατί ήταν γραμμένο του Κανδαύλη να κακοπάθει— κι έλεγε μια μέρα του Γύγη τέτοια λόγια: «Γύγη, επειδή δε νομίζω πως πείθεσαι σε όσα σου λέω για την ομορφιά της γυναίκας μου (στα αυτιά συμβαίνει οι άνθρωποι να πιστεύουν λιγότερο απ᾽ ό,τι στα μάτια), δέξου να την δεις εκείνη γυμνή».
[1.8.3]ὁ δὲ μέγα ἀμβώσας εἶπε· Δέσποτα, τίνα λέγεις λόγον οὐκ ὑγιέα, κελεύων με δέσποιναν τὴν ἐμὴν θεήσασθαι γυμνήν; ἅμα δὲ κιθῶνι ἐκδυομένῳ συνεκδύεται καὶ τὴν αἰδῶ γυνή.Αυτός όμως αναφώνησε κι είπε: «Κύριέ μου, τί λόγο αρρωστημένο μού λες, παρακινώντας με, την κυρά μου να την δω γυμνή; Μα από τη στιγμή που μια γυναίκα βγάζει το ρούχο της, αφήνει ακάλυπτη και την ντροπή της.
[1.8.4]πάλαι δὲ τὰ καλὰ ἀνθρώποισι ἐξεύρηται, ἐκ τῶν μανθάνειν δεῖ· ἐν τοῖσι ἓν τόδε ἐστί, σκοπέειν τινὰ τὰ ἑωυτοῦ. ἐγὼ δὲ πείθομαι ἐκείνην εἶναι πασέων γυναικῶν καλλίστην, καί σεο δέομαι μὴ δέεσθαι ἀνόμων.Από τα παλιά χρόνια βρήκαν οι άνθρωποι γνώμες σοφές, που πρέπει να μας διδάσκουν· μια από αυτές είναι και τούτη: να κοιτάζει καθένας τη δουλειά του. Εγώ δέχομαι πως εκείνη είναι από όλες τις γυναίκες η πιο όμορφη και σου ζητώ να μη ζητάς πράγματα άνομα».
[1.9.1]ὁ μὲν δὴ λέγων τοιαῦτα ἀπεμάχετο, ἀρρωδέων μή τί οἱ ἐξ αὐτῶν γένηται κακόν. ὁ δ᾽ ἀμείβετο τοισίδε· Θάρσει, Γύγη, καὶ μὴ φοβεῦ μήτε ἐμέ, ὥς σεο πειρώμενος λέγω λόγον τόνδε, μήτε γυναῖκα τὴν ἐμήν, μή τί τοι ἐξ αὐτῆς γένηται βλάβος· ἀρχὴν γὰρ ἐγὼ μηχανήσομαι οὕτω ὥστε μηδὲ μαθεῖν μιν ὀφθεῖσαν ὑπὸ σεῦ.Έτσι μιλώντας πάσχιζε να το αποφύγει, από φόβο μήπως τον βρει κάποιο κακό. Όμως εκείνος του απαντούσε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Θάρρος, Γύγη, και μη φοβάσαι ούτε εμένα, πως ίσως θέλοντας να σε δοκιμάσω κάνω μια τέτοια πρόταση, ούτε τη γυναίκα μου, μήπως από κείνη σε βρει κάποιο κακό·
[1.9.2]ἐγὼ γάρ σε ἐς τὸ οἴκημα ἐν τῷ κοιμώμεθα ὄπισθε τῆς ἀνοιγομένης θύρης στήσω· μετὰ δ᾽ ἐμὲ ἐσελθόντα παρέσται καὶ ἡ γυνὴ ἡ ἐμὴ ἐς κοῖτον. κεῖται δὲ ἀγχοῦ τῆς ἐσόδου θρόνος· ἐπὶ τοῦτον τῶν ἱματίων κατὰ ἓν ἕκαστον ἐκδύνουσα θήσει καὶ κατ᾽ ἡσυχίην πολλὴν παρέξει τοι θεήσασθαι.γιατί εγώ θα σε βάλω μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, πίσω από το ανοιχτό θυρόφυλλο· αμέσως μετά από μένα θα έρθει και η γυναίκα μου για ύπνο. Βρίσκεται κοντά στην είσοδο ένα θρονί· πάνω σ᾽ αυτό βγάζοντας ένα προς ένα τα ρούχα της θα τα αποθέσει, και θα μπορέσεις με όλη σου την ησυχία να τη θαυμάσεις.
[1.9.3]ἐπεὰν δὲ ἀπὸ τοῦ θρόνου στίχῃ ἐπὶ τὴν εὐνὴν κατὰ νώτου τε αὐτῆς γένῃ, σοὶ μελέτω τὸ ἐνθεῦτεν ὅκως μή σε ὄψεται ἰόντα διὰ θυρέων.Όταν από το θρονί προχωρήσει προς το κρεβάτι, και έτσι βρεθείς πίσω από την πλάτη της, κοίτα μόνος σου αποκεί και πέρα να μη σε δει που θα γλιστράς από την πόρτα».
[1.10.1]ὁ μὲν δή, ὡς οὐκ ἐδύνατο διαφυγεῖν, ἦν ἕτοιμος· ὁ δὲ Κανδαύλης, ἐπεὶ ἐδόκεε ὥρη τῆς κοίτης εἶναι, ἤγαγε τὸν Γύγεα ἐς τὸ οἴκημα, καὶ μετὰ ταῦτα αὐτίκα παρῆν καὶ ἡ γυνή· ἐσελθοῦσαν δὲ καὶ τιθεῖσαν τὰ εἵματα ἐθηεῖτο ὁ Γύγης.Ο Γύγης λοιπόν, μια και δε γινόταν να το ξεφύγει, δέχτηκε. Και ο Κανδαύλης, όταν είδε πως είναι ώρα για ύπνο, έμπασε το Γύγη στο δωμάτιο, και ύστερα αμέσως παρουσιάστηκε και η γυναίκα του. Την ώρα που μπήκε κι απόθετε τα ρούχα της, τη θαύμαζε ο Γύγης.
[1.10.2]ὡς δὲ κατὰ νώτου ἐγένετο ἰούσης τῆς γυναικὸς ἐς τὴν κοίτην, ὑπεκδὺς ἐχώρεε ἔξω. καὶ ἡ γυνὴ ἐπορᾷ μιν ἐξιόντα. μαθοῦσα δὲ τὸ ποιηθὲν ἐκ τοῦ ἀνδρὸς οὔτε ἀνέβωσε αἰσχυνθεῖσα οὔτε ἔδοξε μαθεῖν, ἐν νόῳ ἔχουσα τείσασθαι τὸν Κανδαύλεα·Μόλις ωστόσο βρέθηκε πίσω από την πλάτη της, καθώς προχωρούσε η γυναίκα στο κρεβάτι, γλίστρησε να βγει έξω. Μα η γυναίκα τον είδε καλά την ώρα που ξεγλιστρούσε. Ένιωσε τί της είχε κάνει ο άνδρας της, όμως ούτε φώναξε, μ᾽ όλη της την ντροπή, ούτε έδειξε πως το κατάλαβε, έχοντας στο νου της να εκδικηθεί τον Κανδαύλη.
[1.10.3]παρὰ γὰρ τοῖσι Λυδοῖσι, σχεδὸν δὲ καὶ παρὰ τοῖσι ἄλλοισι βαρβάροισι, καὶ ἄνδρα ὀφθῆναι γυμνὸν ἐς αἰσχύνην μεγάλην φέρει.Γιατί στους Λυδούς, όπως επίσης και στους άλλους βαρβάρους, είναι μεγάλη ντροπή ακόμη και έναν άντρα να τον δουν γυμνό.
[1.11.1]τότε μὲν δὴ οὕτως οὐδὲν δηλώσασα ἡσυχίην εἶχε· ὡς δὲ ἡμέρη τάχιστα ἐγεγόνεε, τῶν οἰκετέων τοὺς μάλιστα ὥρα πιστοὺς ἐόντας ἑωυτῇ, ἑτοίμους ποιησαμένη ἐκάλεε τὸν Γύγεα. ὁ δὲ οὐδὲν δοκέων αὐτὴν τῶν πρηχθέντων ἐπίστασθαι ἦλθε καλεόμενος· ἐώθεε γὰρ καὶ πρόσθε, ὅκως ἡ βασίλεια καλέοι, φοιτᾶν.Τότε λοιπόν η βασίλισσα δίχως να δείξει το παραμικρό κράτησε την ψυχραιμία της. Όμως ευθύς ως ξημέρωσε, εξασφάλισε τη συμπαράσταση εκείνων των υπηρετών που τους ήξερε να της είναι πολύ πιστοί, και έστειλε να φωνάξουν το Γύγη. Και αυτός δίχως να του περάσει από το μυαλό ότι η βασίλισσα ξέρει τα πράγματα, ήρθε στην πρόσκλησή της. Γιατί συνήθιζε και πριν, κάθε φορά που εκείνη τον καλούσε, να έρχεται κοντά της.
[1.11.2]ὡς δὲ ὁ Γύγης ἀπίκετο, ἔλεγε ἡ γυνὴ τάδε· Νῦν τοι δυῶν ὁδῶν παρεουσέων, Γύγη, δίδωμι αἵρεσιν, ὁκοτέρην βούλεαι τραπέσθαι· ἢ γὰρ Κανδαύλεα ἀποκτείνας ἐμέ τε καὶ τὴν βασιληίην ἔχε τὴν Λυδῶν, ἢ αὐτόν σε αὐτίκα οὕτω ἀποθνῄσκειν δεῖ, ὡς ἂν μὴ πάντα πειθόμενος Κανδαύλῃ τοῦ λοιποῦ ἴδῃς τὰ μή σε δεῖ.Μόλις ο Γύγης έφτασε, του μίλησε η γυναίκα έτσι: «Τώρα σου ανοίγονται δύο δρόμοι, Γύγη, και σου δίνω το δικαίωμα να πάρεις όποιον από τους δύο θέλεις: ή σκότωσε τον Κανδαύλη και πάρε εμένα και τη βασιλεία των Λυδών, ή ο ίδιος αμέσως τώρα πρέπει να πεθάνεις, για να μη γίνει και δεις του λοιπού με την τυφλή σου υπακοή στον Κανδαύλη όσα δε σου επιτρέπεται.
[1.11.3]ἀλλ᾽ ἤτοι κεῖνόν γε τὸν ταῦτα βουλεύσαντα δεῖ ἀπόλλυσθαι ἢ σὲ τὸν ἐμὲ γυμνὴν θεησάμενον καὶ ποιήσαντα οὐ νομιζόμενα. ὁ δὲ Γύγης τέως μὲν ἀπεθώμαζε τὰ λεγόμενα, μετὰ δὲ ἱκέτευε μή μιν ἀναγκαίῃ ἐνδέειν διακρῖναι τοιαύτην αἵρεσιν.Αλλά ή εκείνος που τα μηχανεύτηκε αυτά πρέπει να αφανιστεί, ή εσύ που εμένα με είδες γυμνή κάνοντας μια πράξη άπρεπη». Ο Γύγης στην αρχή τα έχασε με τα λόγια της, ύστερα την παρακαλούσε να μην τον φέρει στην ανάγκη να κάνει μια τέτοια εκλογή.
[1.11.4]οὐκ ὦν δὴ ἔπειθε, ἀλλ᾽ ὥρα ἀναγκαίην ἀληθέως προκειμένην ἢ τὸν δεσπότεα ἀπολλύναι ἢ αὐτὸν ὑπ᾽ ἄλλων ἀπόλλυσθαι· αἱρέεται αὐτὸς περιεῖναι. ἐπειρώτα δὴ λέγων τάδε· Ἐπεί με ἀναγκάζεις δεσπότεα τὸν ἐμὸν κτείνειν οὐκ ἐθέλοντα, φέρε ἀκούσω, τέῳ καὶ τρόπῳ ἐπιχειρήσομεν αὐτῷ.Όμως παρόλα αυτά δεν την έπειθε κι έβλεπε ότι η ανάγκη πραγματικά τον πίεζε να διαλέξει: ή να σκοτώσει τον κύριό του ή να αφήσει να τον σκοτώσουν αυτόν οι άλλοι — διαλέγει να ζήσει ο ίδιος. Τότε λοιπόν πρόσθεσε την ακόλουθη ερώτηση: «Μια και με αναγκάζεις να σκοτώσω τον αφέντη μου, κι ας μην το θέλω, πες μου να ακούσω με ποιό τρόπο θα του επιτεθούμε». 
[1.11.5]ἡ δὲ ὑπολαβοῦσα ἔφη· Ἐκ τοῦ αὐτοῦ μὲν χωρίου ἡ ὁρμὴ ἔσται ὅθεν περ καὶ ἐκεῖνος ἐμὲ ἐπεδέξατο γυμνήν, ὑπνωμένῳ δὲ ἡ ἐπιχείρησις ἔσται.Και εκείνη πήρε το λόγο και είπε: «Από το ίδιο μέρος θά ᾽ρθει το χτύπημα, από όπου και κείνος με έδειξε γυμνή· πάνω στον ύπνο θα τον βρει».
[1.12.1]ὡς δὲ ἤρτυσαν τὴν ἐπιβουλήν, νυκτὸς γενομένης (οὐ γὰρ ἐμετίετο ὁ Γύγης, οὐδέ οἱ ἦν ἀπαλλαγὴ οὐδεμία, ἀλλ᾽ ἔδεε ἢ αὐτὸν ἀπολωλέναι ἢ Κανδαύλεα) εἵπετο ἐς τὸν θάλαμον τῇ γυναικί. καί μιν ἐκείνη ἐγχειρίδιον δοῦσα κατακρύπτει ὑπὸ τὴν αὐτὴν θύρην.Όταν κατέστρωσαν το σχέδιο, σα νύχτωσε (γιατί δε γινόταν πια ο Γύγης να ξεφύγει ούτε κι υπήρχε τρόπος να απαλλαγεί, αλλά έπρεπε ή τον εαυτό του να αφανίσει ή τον Κανδαύλη), ακολουθούσε στον κοιτώνα τη γυναίκα και κείνη του έδωσε ένα μαχαίρι και τον έκρυψε πίσω από το ίδιο θυρόφυλλο.
[1.12.2]καὶ μετὰ ταῦτα ἀναπαυομένου Κανδαύλεω ὑπεκδύς τε καὶ ἀποκτείνας αὐτὸν ἔσχε καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὴν βασιληίην Γύγης, τοῦ καὶ Ἀρχίλοχος ὁ Πάριος, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον γενόμενος, ἐν ἰάμβῳ τριμέτρῳ ἐπεμνήσθη.Μετά, την ώρα που ο Κανδαύλης κοιμόταν, βγήκε πίσω από την πόρτα και τον σκότωσε, και έτσι πήρε και τη γυναίκα του και τη βασιλεία του ο Γύγης. Τον θυμήθηκε και ο Αρχίλοχος ο Πάριος, που έζησε στα ίδια χρόνια, σε ένα του στίχο.
[1.13.1]ἔσχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη ἐκ τοῦ ἐν Δελφοῖσι χρηστηρίου. ὡς γὰρ δὴ οἱ Λυδοὶ δεινὸν ἐποιεῦντο τὸ Κανδαύλεω πάθος καὶ ἐν ὅπλοισι ἦσαν, συνέβησαν ἐς τὠυτὸ οἵ τε τοῦ Γύγεω στασιῶται καὶ οἱ λοιποὶ Λυδοί, ἢν μὲν [δὴ] τὸ χρηστήριον ἀνέλῃ μιν βασιλέα εἶναι Λυδῶν, τὸν δὲ βασιλεύειν, ἢν δὲ μή, ἀποδοῦναι ὀπίσω ἐς Ἡρακλείδας τὴν ἀρχήν.Κέρδισε ο Γύγης τη βασιλεία και έγινε κρατερός με δελφικό χρησμό. Γιατί έτσι που οι Λυδοί πήραν βαριά το πάθος του Κανδαύλη και σήκωσαν τα όπλα, ήρθαν τελικά σε συμβιβασμό οι στασιαστές του Γύγη και οι υπόλοιποι Λυδοί με τον όρο, αν το μαντείο δεχτεί να γίνει αυτός βασιλιάς των Λυδών, τότε να βασιλεύσει, αλλιώτικα να δώσει πίσω στους Ηρακλείδες την αρχή.
[1.13.2]ἀνεῖλέ τε δὴ τὸ χρηστήριον καὶ ἐβασίλευσε οὕτω Γύγης. τοσόνδε μέντοι εἶπε ἡ Πυθίη, ὡς Ἡρακλείδῃσι τίσις ἥξει ἐς τὸν πέμπτον ἀπόγονον Γύγεω. τούτου τοῦ ἔπεος Λυδοί τε καὶ οἱ βασιλέες αὐτῶν λόγον οὐδένα ἐποιεῦντο, πρὶν δὴ ἐπετελέσθη.Το μαντείο δέχτηκε κι έτσι βασίλευσε ο Γύγης. Τόσο μονάχα πρόσθεσε η Πυθία· ότι θα πέσει η εκδίκηση των Ηρακλειδών στον πέμπτο απόγονο του Γύγη. Όμως στο λόγο αυτόν ούτε οι Λυδοί ούτε οι βασιλιάδες τους δεν έδωσαν σημασία, παρά μόνο όταν εκπληρώθηκε.
[1.14.1]τὴν μὲν δὴ τυραννίδα οὕτω ἔσχον οἱ Μερμνάδαι τοὺς Ἡρακλείδας ἀπελόμενοι, Γύγης δὲ τυραννεύσας ἀπέπεμψε ἀναθήματα ἐς Δελφοὺς οὐκ ὀλίγα, ἀλλ᾽ ὅσα μὲν ἀργύρου ἀναθήματα, ἔστι οἱ πλεῖστα ἐν Δελφοῖσι, πάρεξ δὲ τοῦ ἀργύρου χρυσὸν ἄπλετον ἀνέθηκε ἄλλον τε καὶ τοῦ μάλιστα μνήμην ἄξιον ἔχειν ἐστί, κρητῆρές οἱ ἀριθμὸν ἓξ χρύσεοι ἀνακέαται.Έτσι πήραν στα χέρια τους οι Μερμνάδες την τυραννίδα παραμερίζοντας τους Ηρακλείδες. Όταν ο Γύγης έγινε βασιλιάς, έστειλε πολλά αφιερώματα στους Δελφούς· προκειμένου για αφιερώματα από ασήμι, υπάρχουν πάρα πολλά δικά του στους Δελφούς· έξω όμως από ασήμι αφιέρωσε κι άλλο πολύ χρυσάφι και μάλιστα —κάτι που αξίζει να το θυμάται κανείς— έξι κρατήρες χρυσοί βρίσκονται εκεί, αφιερώματα δικά του·
[1.14.2]ἑστᾶσι δὲ οὗτοι ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ σταθμὸν ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα· ἀληθέϊ δὲ λόγῳ χρεωμένῳ οὐ Κορινθίων τοῦ δημοσίου ἐστὶ ὁ θησαυρός, ἀλλὰ Κυψέλου τοῦ Ἠετίωνος. οὗτος δὲ ὁ Γύγης πρῶτος βαρβάρων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν ἐς Δελφοὺς ἀνέθηκε ἀναθήματα μετὰ Μίδην τὸν Γορδίεω, Φρυγίης βασιλέα.είναι στημένοι στο θησαυρό των Κορινθίων και ζυγίζουν τριάντα τάλαντα. Στην πραγματικότητα ο θησαυρός δεν είναι του δήμου των Κορινθίων, αλλά του Κυψέλου, γιου του Ηετίωνα. Αυτός ο Γύγης πρώτος από τους βαρβάρους, όσο ξέρουμε, αφιέρωσε αναθήματα στους Δελφούς μετά το Μίδα, το γιο του Γορδία, το βασιλιά της Φρυγίας.
[1.14.3]ἀνέθηκε γὰρ δὴ καὶ Μίδης τὸν βασιλήιον θρόνον ἐς τὸν προκατίζων ἐδίκαζε, ἐόντα ἀξιοθέητον· κεῖται δὲ ὁ θρόνος οὗτος ἔνθα περ οἱ τοῦ Γύγεω κρητῆρες. ὁ δὲ χρυσὸς οὗτος καὶ ὁ ἄργυρος, τὸν ὁ Γύγης ἀνέθηκε, ὑπὸ Δελφῶν καλέεται Γυγάδας ἐπὶ τοῦ ἀναθέντος ἐπωνυμίην.Γιατί βέβαια αφιέρωσε και ο Μίδας τον βασιλικό του θρόνο, που πάνω του καθισμένος δίκαζε μπροστά στο λαό — έργο αξιοθέατο. Βρίσκεται και αυτός ο θρόνος όπου και οι κρατήρες του Γύγη. Τα χρυσά αυτά κα ασημένια αναθήματα του Γύγη στους Δελφούς τα λεν Γυγάδα από το όνομα του αναθέτη.
[1.14.4]ἐσέβαλε μέν νυν στρατιὴν καὶ οὗτος, ἐπείτε ἦρξε, ἔς τε Μίλητον καὶ ἐς Σμύρνην καὶ Κολοφῶνος τὸ ἄστυ εἷλε. ἀλλ᾽ οὐδὲν γὰρ μέγα ἀπ᾽ αὐτοῦ ἄλλο ἔργον ἐγένετο βασιλεύσαντος δυῶν δέοντα τεσσεράκοντα ἔτεα, τοῦτον μὲν παρήσομεν τοσαῦτα ἐπιμνησθέντες.Κίνησε κι αυτός επίσης στρατό, όταν πήρε την αρχή στα χέρια του, εναντίον της Μιλήτου και της Σμύρνης, και κυρίεψε την πόλη της Κολοφώνος. Αλλά επειδή άλλο έργο σπουδαίο δεν έγινε στα χρόνια της βασιλείας του, που κράτησε τριάντα οχτώ χρόνια, θα τον αφήσουμε με αυτά τα λίγα που διηγηθήκαμε.
[1.15.1]Ἄρδυος δὲ τοῦ Γύγεω μετὰ Γύγην βασιλεύσαντος μνήμην ποιήσομαι. οὗτος δὲ Πριηνέας τε εἷλε ἐς Μίλητόν τε ἐσέβαλε, ἐπὶ τούτου τε τυραννεύοντος Σαρδίων Κιμμέριοι ἐξ ἠθέων ὑπὸ Σκυθέων τῶν νομάδων ἐξαναστάντες ἀπίκοντο ἐς τὴν Ἀσίην καὶ Σάρδις πλὴν τῆς ἀκροπόλιος εἷλον.Θα μιλήσω τώρα για τον Άρδη, τον γιο του Γύγη που βασίλευσε μετά το Γύγη. Αυτός πήρε την Πριήνη και μπήκε στη Μίλητο και στα χρόνια που ήταν τύραννος στις Σάρδεις, οι Κιμμέριοι, που τους ξεσήκωσαν από τα μέρη τους οι νομάδες Σκύθες, ήλθαν στην Ασία και κυρίεψαν τις Σάρδεις εκτός από την ακρόπολη.
[1.16.1]Ἄρδυος δὲ βασιλεύσαντος ἑνὸς δέοντα πεντήκοντα ἔτεα ἐξεδέξατο Σαδυάττης ὁ Ἄρδυος, καὶ ἐβασίλευσε ἔτεα δυώδεκα, Σαδυάττεω δὲ Ἀλυάττης.Τον Άρδη που βασίλευσε σαράντα εννέα χρόνια τον διαδέχθηκε ο Σαδυάττης, ο γιος του Άρδη, που βασίλευσε δώδεκα χρόνια, τον Σαδυάττη πάλι ο Αλυάττης.
[1.16.2]οὗτος δὲ Κυαξάρῃ τε τῷ Δηιόκεω ἀπογόνῳ ἐπολέμησε καὶ Μήδοισι, Κιμμερίους τε ἐκ τῆς Ἀσίης ἐξήλασε, Σμύρνην τε τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν εἷλε, ἐς Κλαζομενάς τε ἐσέβαλε. ἀπὸ μέν νυν τούτων οὐκ ὡς ἤθελε ἀπήλλαξε, ἀλλὰ προσπταίσας μεγάλως. ἄλλα δὲ ἔργα ἀπεδέξατο ἐὼν ἐν τῇ ἀρχῇ ἀξιαπηγητότατα τάδε.Αυτός πολέμησε με τον Κυαξάρη, τον απόγονο του Δηιόκη, και με τους Μήδους του, έδιωξε τους Κιμμέριους από την Ασία, κυρίεψε τη Σμύρνη, εποικισμένη από τους Κολοφώνιους, και έκανε εισβολή στις Κλαζομενές. Ωστόσο αποκεί δεν ξεμπέρδεψε όπως το ήθελε, παρά αφού έπαθε μεγάλες καταστροφές.
[1.17.1]ἐπολέμησε Μιλησίοισι, παραδεξάμενος τὸν πόλεμον παρὰ τοῦ πατρός. ἐπελαύνων γὰρ ἐπολιόρκεε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε. ὅκως μὲν εἴη ἐν τῇ γῇ καρπὸς ἁδρός, τηνικαῦτα ἐσέβαλλε τὴν στρατιήν· ἐστρατεύετο δὲ ὑπὸ συρίγγων τε καὶ πηκτίδων καὶ αὐλοῦ γυναικηίου τε καὶ ἀνδρηίου.Έκανε και άλλα έργα, όσο βρισκόταν στην αρχή ο Αλυάττης, αξιομνημόνευτα, τα εξής: πολέμησε με τους Μιλησίους συνεχίζοντας τον πόλεμο του πατέρα του. Έκανε επιδρομές και πολιορκούσε τη Μίλητο με τον ακόλουθο τρόπο: Όταν τα γεννήματα στα χωράφια ήταν μεστωμένα, τότε έκανε εισβολή με το στρατό του. Κινούσε το στρατό του με συνοδεία από φλογέρες, κιθάρες και αυλούς ψιλόφωνους και βαθύφωνους.
[1.17.2]ὡς δὲ ἐς τὴν Μιλησίην ἀπίκοιτο, οἰκήματα μὲν τὰ ἐπὶ τῶν ἀγρῶν οὔτε κατέβαλλε οὔτε ἐνεπίμπρη οὔτε θύρας ἀπέσπα, ἔα δὲ κατὰ χώρην ἑστάναι· ὁ δὲ τά τε δένδρεα καὶ τὸν καρπὸν τὸν ἐν τῇ γῇ ὅκως διαφθείρειε, ἀπαλλάσσετο ὀπίσω.Και όταν έφτανε στη χώρα των Μιλησίων, τις αγροκατοικίες τους ούτε τις γκρέμιζε ούτε τους έβαζε φωτιά ούτε έσπαζε τις πόρτες, παρά τα άφηνε όλα στη θέση τους· όμως αφού χαλούσε τα δένδρα και τα γεννήματα της γης, έφευγε πίσω.
[1.17.3]τῆς γὰρ θαλάσσης οἱ Μιλήσιοι ἐπεκράτεον, ὥστε ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔργον τῇ στρατιῇ. τὰς δὲ οἰκίας οὐ κατέβαλλε ὁ Λυδὸς τῶνδε εἵνεκα, ὅκως ἔχοιεν ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι τὴν γῆν σπείρειν τε καὶ ἐργάζεσθαι οἱ Μιλήσιοι, αὐτὸς δὲ ἐκείνων ἐργαζομένων ἔχοι τι καὶ σίνεσθαι ἐσβάλλων.Γιατί οι Μιλήσιοι κρατούσαν τη θάλασσα, και έτσι ο στρατός δεν είχε νόημα να προχωρήσει σε πολιορκία. Τις αγροκατοικίες τους δεν τις κατάστρεφε ο λυδός βασιλιάς γι᾽ αυτόν το λόγο· για να έχουν οι Μιλήσιοι καταφύγιο, και κινώντας αποκεί να μπορούν να σπέρνουν και να δουλεύουν τη γη τους, ενώ αυτός από τη δουλειά τους να έχει κάτι να αφανίζει, κάθε που θα έκαμε εισβολή.
[1.18.1]ταῦτα ποιέων ἐπολέμεε ἔτεα ἕνδεκα, ἐν τοῖσι τρώματα μεγάλα διφάσια Μιλησίων ἐγένετο ἔν τε Λιμενηίῳ χώρης τῆς σφετέρης μαχεσαμένων καὶ ἐν Μαιάνδρου πεδίῳ.Με αυτή την τακτική κράτησε ο πόλεμος ένδεκα χρόνια, και μέσα σε αυτά δέχτηκαν οι Μιλήσιοι δύο μεγάλα χτυπήματα, ένα στο Λιμενείο στη μάχη που έγινε στην ίδια τους τη χώρα, και ένα στην πεδιάδα του Μαιάνδρου.
[1.18.2]τὰ μέν νυν ἓξ ἔτεα τῶν ἕνδεκα Σαδυάττης ὁ Ἄρδυος ἔτι Λυδῶν ἦρχε ὁ καὶ ἐσβάλλων τηνικαῦτα ἐς τὴν Μιλησίην τὴν στρατιήν· [Σαδυάττης] οὗτος γὰρ καὶ ὁ τὸν πόλεμον ἦν συνάψας· τὰ δὲ πέντε τῶν ἐτέων τὰ ἑπόμενα τοῖσι ἓξ Ἀλυάττης ὁ Σαδυάττεω ἐπολέμεε, ὃς παραδεξάμενος, ὡς καὶ πρότερόν μοι δεδήλωται, παρὰ τοῦ πατρὸς τὸν πόλεμον προσεῖχε ἐντεταμένως. Τα έξι από τα ένδεκα χρόνια αρχηγός των Λυδών ήταν ο Σαδυάττης, ο γιος του Άρδη, αυτός που και τότε κινούσε το στρατό του εναντίον της χώρας των Μιλησίων· γιατί αυτός ήταν που άνοιξε κιόλας τον πόλεμο. Τα υπόλοιπα πέντε χρόνια, που ακολούθησαν τα έξι του Σαδυάττη, πολεμούσε ο Αλυάττης, που πήρε, όπως προηγουμένως το είπα, τον πόλεμο από τον πατέρα του και τον συνέχισε με επιμονή.
[1.18.3]τοῖσι δὲ Μιλησίοισι οὐδαμοὶ Ἰώνων τὸν πόλεμον τοῦτον συνεπελάφρυνον ὅτι μὴ Χῖοι μοῦνοι. οὗτοι δὲ τὸ ὅμοιον ἀνταποδιδόντες ἐτιμώρεον· καὶ γὰρ δὴ πρότερον οἱ Μιλήσιοι τοῖσι Χίοισι τὸν πρὸς Ἐρυθραίους πόλεμον συνδιήνεικαν.Κανείς ανάμεσα στους Ίωνες δεν παραστάθηκε των Μιλησίων, για να τους ξαλαφρώσει από το βάρος του πολέμου· μόνον οι Χίοι. Αυτοί ανταποδίδοντας τα ίσα τούς βοήθησαν. Γιατί και οι Μιλήσιοι άλλοτε βοήθησαν τους Χίους να βαστάξουν τον πόλεμο που έκαναν με τους Ερυθραίους.
[1.19.1]τῷ δὲ δυωδεκάτῳ ἔτεϊ ληίου ἐμπιπραμένου ὑπὸ τῆς στρατιῆς συνηνείχθη τι τοιόνδε γενέσθαι πρῆγμα· ὡς ἅφθη τάχιστα τὸ λήιον, ἀνέμῳ βιώμενον ἅψατο νηοῦ Ἀθηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης, ἁφθεὶς δὲ ὁ νηὸς κατεκαύθη.Στον δωδέκατο χρόνο και ενώ ο στρατός έκαιε τα σπαρτά, συνέπεσε να γίνει το εξής· ευθύς ως άναψαν τα σπαρτά, ο αέρας που φυσούσε δυνατά μετάδωσε τη φωτιά στο ναό της Αθηνάς που τη λεν Ασσησίη, πήρε φωτιά ο ναός και αποκάηκε.
[1.19.2]καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο, μετὰ δὲ τῆς στρατιῆς ἀπικομένης ἐς Σάρδις ἐνόσησε ὁ Ἀλυάττης. μακροτέρης δέ οἱ γινομένης τῆς νούσου πέμπει ἐς Δελφοὺς θεοπρόπους, εἴτε δὴ συμβουλεύσαντός τευ, εἴτε καὶ αὐτῷ ἔδοξε πέμψαντα τὸν θεὸν ἐπειρέσθαι περὶ τῆς νούσου.Στην αρχή κανείς δεν έδωσε σημασία στο γεγονός, αργότερα όμως, όταν ο στρατός γύρισε πίσω στις Σάρδεις, έπεσε άρρωστος ο Αλυάττης. Και επειδή η αρρώστια του τραβούσε σε μάκρος, στέλνει στους Δελφούς ανθρώπους του, είτε με τη συμβουλή κάποιου, ή και μόνος του το αποφάσισε να στείλει και να ρωτήσει το θεό για την αρρώστια του.
[1.19.3]τοῖσι δὲ ἡ Πυθίη ἀπικομένοισι ἐς Δελφοὺς οὐκ ἔφη χρήσειν, πρὶν ἢ τὸν νηὸν τῆς Ἀθηναίης ἀνορθώσωσι, τὸν ἐνέπρησαν χώρης τῆς Μιλησίης ἐν Ἀσσησῷ.Σ᾽ αυτούς που έφτασαν στους Δελφούς αρνήθηκε η Πυθία να χρησμοδοτήσει, προτού ξαναχτίσουν το ναό της Αθηνάς που έκαψαν στην Ασσησό της χώρας των Μιλησίων.
[1.20.1]Δελφῶν οἶδα ἐγὼ οὕτω ἀκούσας γενέσθαι· Μιλήσιοι δὲ τάδε προστιθεῖσι τούτοισι, Περίανδρον τὸν Κυψέλου ἐόντα Θρασυβούλῳ τῷ τότε Μιλήτου τυραννεύοντι ξεῖνον ἐς τὰ μάλιστα, πυθόμενον τὸ χρηστήριον τὸ τῷ Ἀλυάττῃ γενόμενον, πέμψαντα ἄγγελον κατειπεῖν, ὅκως ἄν τι προειδὼς πρὸς τὸ παρεὸν βουλεύηται. Μιλήσιοι μέν νυν οὕτω λέγουσι γενέσθαι.Το άκουσα στους Δελφούς ο ίδιος και ξέρω πως έτσι έγινε το πράγμα. Σ᾽ αυτά οι Μιλήσιοι προσθέτουν πως ο Περίανδρος, ο γιος του Κυψέλου, φίλος στενός του Θρασύβουλου, του τότε τυράννου της Μιλήτου, σαν έμαθε το χρησμό που προοριζόταν για τον Αλυάττη, έστειλε αγγελιοφόρο να του τον μαρτυρήσει, για να είναι σε θέση ο Θρασύβουλος, ξέροντάς τον από πριν, να πάρει αποφάσεις σύμφωνες με την περίσταση.
[1.21.1]Ἀλυάττης δέ, ὥς οἱ ταῦτα ἐξαγγέλθη, αὐτίκα ἔπεμπε κήρυκα ἐς Μίλητον βουλόμενος σπονδὰς ποιήσασθαι Θρασυβούλῳ τε καὶ Μιλησίοισι χρόνον ὅσον ἂν τὸν νηὸν οἰκοδομῆ. ὁ μὲν δὴ ἀπόστολος ἐς τὴν Μίλητον ἤϊε, Θρασύβουλος δὲ σαφέως προπεπυσμένος πάντα λόγον καὶ εἰδὼς τὰ Ἀλυάττης μέλλοι ποιήσειν, μηχανᾶται τοιάδε·Ο Αλυάττης από μέρους του, μόλις του ήρθε το μήνυμα από τους Δελφούς, αμέσως έστειλε κήρυκα στη Μίλητο, γιατί ήθελε να κάνει ανακωχή με το Θρασύβουλο και τους Μιλήσιους, όσο καιρό θα του χρειαζόταν να ξαναχτίσει το ναό. Ο απεσταλμένος τραβούσε για τη Μίλητο, ενώ ο Θρασύβουλος, καλά πληροφορημένος για όλα και ξέροντας τί είχε στο νου του να κάνει ο Αλυάττης, νά τί μηχανεύεται·
[1.21.2]ὅσος ἦν ἐν τῷ ἄστεϊ σῖτος καὶ ἑωυτοῦ καὶ ἰδιωτικός, τοῦτον πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορὴν προεῖπε Μιλησίοισι, ἐπεὰν αὐτὸς σημήνῃ, τότε πίνειν τε πάντας καὶ κώμῳ χρᾶσθαι ἐς ἀλλήλους.όσο σιτάρι υπήρχε στην πόλη, δικό του και των άλλων πολιτών, όλο αυτό το μάζεψε στην αγορά και παράγγειλε στους Μιλησίους, όταν αυτός θα δώσει το σύνθημα, τότε όλοι να το ρίξουν στο πιοτό και στο γλέντι παρέες παρέες.
[1.22.1]ταῦτα δὲ ἐποίεέ τε καὶ προηγόρευε Θρασύβουλος τῶνδε εἵνεκεν, ὅκως ἂν δὴ ὁ κῆρυξ ὁ Σαρδιηνὸς ἰδών τε σωρὸν μέγαν σίτου κεχυμένον καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐν εὐπαθείῃσι ἐόντας ἀγγείλῃ Ἀλυάττῃ.Αυτό το έκανε και έδωσε τέτοια παραγγελία ο Θρασύβουλος από σκοπού· έτσι όπως θα έβλεπε ο κήρυκας από τις Σάρδεις σωρό μεγάλο το σιτάρι στην αγορά και τους ανθρώπους να γλεντούν, να πάει να τα πει στον Αλυάττη.
[1.22.2]τὰ δὴ καὶ ἐγένετο· ὡς γὰρ δὴ ἰδών τε ἐκεῖνα ὁ κῆρυξ καὶ εἴπας πρὸς Θρασύβουλον τοῦ Λυδοῦ τὰς ἐντολὰς ἀπῆλθε ἐς τὰς Σάρδις, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, δι᾽ οὐδὲν ἄλλο ἐγένετο ἡ διαλλαγή.Έτσι και έγινε· γιατί σαν τα είδε εκείνα ο κήρυκας και είπε του Θρασύβουλου τις παραγγελίες του Λυδού, γύρισε πίσω στις Σάρδεις και, όπως πληροφορούμαι, η συμφιλίωση έγινε όχι για άλλον λόγο παρά γι᾽ αυτόν:
[1.22.3]ἐλπίζων γὰρ ὁ Ἀλυάττης σιτοδείην τε εἶναι ἰσχυρὴν ἐν τῇ Μιλήτῳ καὶ τὸν λεὼν τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ, ἤκουε τοῦ κήρυκος νοστήσαντος ἐκ τῆς Μιλήτου τοὺς ἐναντίους λόγους, ἢ ὡς αὐτὸς κατεδόκεε.περιμένοντας δηλαδή ο Αλυάττης να βρει στη Μίλητο μεγάλη πείνα, και το λαό ριγμένο στην πιο μεγάλη εξαθλίωση, άκουσε τον κήρυκα που γύρισε από τη Μίλητο να του λέει τα αντίθετα απ᾽ ό,τι ο ίδιος περίμενε με βεβαιότητα.
[1.22.4]μετὰ δὲ ἥ τε διαλλαγή σφι ἐγένετο ἐπ᾽ ᾧ τε ξείνους ἀλλήλοισι εἶναι καὶ συμμάχους, καὶ δύο τε ἀντὶ ἑνὸς νηοὺς τῇ Ἀθηναίῃ οἰκοδόμησε ὁ Ἀλυάττης ἐν τῇ Ἀσσησῷ, αὐτός τε ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη. κατὰ μὲν τὸν πρὸς Μιλησίους τε καὶ Θρασύβουλον πόλεμον Ἀλυάττῃ ὧδε ἔσχε.Ύστερα και η συμφιλίωσή τους έγινε με τον όρο να είναι φίλοι μεταξύ τους και σύμμαχοι, και δύο ναούς αντί για έναν έχτισε της Αθηνάς ο Αλυάττης στην Ασσησό, και ο ίδιος σηκώθηκε από την αρρώστια του. Ο πόλεμος λοιπόν του Αλυάττη με τους Μιλήσιους και το Θρασύβουλο αυτό το τέλος πήρε.
[1.23.1]Περίανδρος δὲ ἦν Κυψέλου παῖς, οὗτος ὁ τῷ Θρασυβούλῳ τὸ χρηστήριον μηνύσας. ἐτυράννευε δὲ ὁ Περίανδρος Κορίνθου· τῷ δὴ λέγουσι Κορίνθιοι (ὁμολογέουσι δέ σφι Λέσβιοι) ἐν τῷ βίῳ θῶμα μέγιστον παραστῆναι, Ἀρίονα τὸν Μηθυμναῖον ἐπὶ δελφῖνος ἐξενειχθέντα ἐπὶ Ταίναρον, ἐόντα κιθαρῳδὸν τῶν τότε ἐόντων οὐδενὸς δεύτερον, καὶ διθύραμβον πρῶτον ἀνθρώπων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν ποιήσαντά τε καὶ ὀνομάσαντα καὶ διδάξαντα ἐν Κορίνθῳ.Ο Περίανδρος ήταν γιος του Κύψελου, αυτός που μήνυσε στο Θρασύβουλο το χρησμό. Ήταν ο Περίανδρος τύραννος στην Κόρινθο. Του συνέβη λεν οι Κορίνθιοι (και συμφωνούν μαζί τους και οι Μυτιληναίοι) να δει στη ζωή του ένα πολύ μεγάλο θαύμα: τον Αρίονα τον Μηθυμναίο, που πάνω σε ένα δελφίνι βγήκε στο Ταίναρο, αυτόν που ήταν κιθαρωδός, ο καλύτερος από τους σύγχρονούς του, και τον διθύραμβο πρώτος από όλους, όσο ξέρουμε, και σύνθεσε και ονόμασε και δίδαξε στην Κόρινθο.
[1.24.1]τοῦτον τὸν Ἀρίονα λέγουσι, τὸν πολλὸν τοῦ χρόνου διατρίβοντα παρὰ Περιάνδρῳ, ἐπιθυμῆσαι πλῶσαι ἐς Ἰταλίην τε καὶ Σικελίην, ἐργασάμενον δὲ χρήματα μεγάλα θελῆσαι ὀπίσω ἐς Κόρινθον ἀπικέσθαι.Αυτός ο Αρίων λένε, αφού καιρό πολύ έζησε στην αυλή του Περιάνδρου, πως του ήρθε η επιθυμία να ταξιδέψει στην Ιταλία και τη Σικελία, και σαν μάζεψε πλούτη μεγάλα, θέλησε να γυρίσει πίσω στην Κόρινθο.
[1.24.2]ὁρμᾶσθαι μέν νυν ἐκ Τάραντος, πιστεύοντα δὲ οὐδαμοῖσι μᾶλλον ἢ Κορινθίοισι μισθώσασθαι πλοῖον ἀνδρῶν Κορινθίων· τοὺς δὲ ἐν τῷ πελάγεϊ ἐπιβουλεύειν τὸν Ἀρίονα ἐκβαλόντας ἔχειν τὰ χρήματα· τὸν δὲ συνέντα τοῦτο λίσσεσθαι, χρήματα μέν σφι προϊέντα, ψυχὴν δὲ παραιτεόμενον.Πως ξεκίνησε από τον Τάραντα και έτσι που σε κανένα δεν είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από όση στους Κορίνθιους, ναύλωσε ένα καράβι με πλήρωμα Κορίνθιους. Πως στην ανοιχτή θάλασσα αυτοί επιβουλεύτηκαν να πετάξουν τον Αρίονα στο πέλαγος και να κρατήσουν τα λεφτά του. Πως εκείνος το κατάλαβε και τους παρακαλούσε να του χαρίσουν τη ζωή, και τα λεφτά τούς τα έδινε.
[1.24.3]οὐκ ὦν δὴ πείθειν αὐτὸν τούτοισι, ἀλλὰ κελεύειν τοὺς πορθμέας ἢ αὐτὸν διαχρᾶσθαί μιν, ὡς ἂν ταφῆς ἐν γῇ τύχῃ, ἢ ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν τὴν ταχίστην.Όμως δεν τους έπειθε μ᾽ αυτά, αλλά οι ναύτες τον έσπρωχναν ή να σκοτωθεί μόνος, αν ήθελε να ταφεί σε χώμα, ή να πηδήσει στη θάλασσα το γρηγορότερο.
[1.24.4]ἀπειληθέντα δὲ τὸν Ἀρίονα ἐς ἀπορίην παραιτήσασθαι, ἐπειδή σφι οὕτω δοκέοι, περιιδεῖν αὐτὸν ἐν τῇ σκευῇ πάσῃ στάντα ἐν τοῖσι ἑδωλίοισι ἀεῖσαι· ἀείσας δὲ ὑπεδέκετο ἑωυτὸν κατεργάσεσθαι.Πως έτσι που βρέθηκε ο Αρίων σε αδιέξοδο, τους παρακάλεσε, μια και πήραν μια τέτοια απόφαση, να τον αφήσουν με όλη του τη στολή να σταθεί στο κατάστρωμα της πρύμης και να τραγουδήσει· μετά το τραγούδι δεχόταν να θανατωθεί.
[1.24.5]καὶ τοῖσι ἐσελθεῖν γὰρ ἡδονὴν εἰ μέλλοιεν ἀκούσεσθαι τοῦ ἀρίστου ἀνθρώπων ἀοιδοῦ, ἀναχωρῆσαι ἐκ τῆς πρύμνης ἐς μέσην νέα. τὸν δὲ ἐνδύντα τε πᾶσαν τὴν σκευὴν καὶ λαβόντα τὴν κιθάρην, στάντα ἐν τοῖσι ἑδωλίοισι διεξελθεῖν νόμον τὸν ὄρθιον, τελευτῶντος δὲ τοῦ νόμου ῥῖψαί μιν ἐς τὴν θάλασσαν ἑωυτὸν ὡς εἶχε σὺν τῇ σκευῇ πάσῃ.Πως τους άρεσε αυτών η ιδέα να έχουν την ευκαιρία να ακούσουν τον καλύτερο τραγουδιστή ανάμεσα στους ανθρώπους, και έτσι τραβήχτηκαν από την πρύμη στη μέση του καραβιού. Και πως εκείνος φόρεσε όλη του τη στολή, πήρε στα χέρια του την κιθάρα, στάθηκε στο κατάστρωμα και τραγούδησε ώς το τέλος τον όρθιον νόμον· με το τέλος του τραγουδιού ρίχτηκε στη θάλασσα έτσι όπως ήταν, με όλη του τη σκευή.
[1.24.6]καὶ τοὺς μὲν ἀποπλέειν ἐς Κόρινθον, τὸν δὲ δελφῖνα λέγουσι ὑπολαβόντα ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον. ἀποβάντα δὲ αὐτὸν χωρέειν ἐς Κόρινθον σὺν τῇ σκευῇ καὶ ἀπικόμενον ἀπηγέεσθαι πᾶν τὸ γεγονός.Πως αυτοί συνέχισαν το ταξίδι τους για την Κόρινθο, όμως εκείνον, λένε, ένα δελφίνι τον σήκωσε στη ράχη του και τον έβγαλε στο Ταίναρο. Πως ύστερα από την απόβασή του τράβηξε για την Κόρινθο έτσι ντυμένος που ήταν, και σαν έφτασε, τα διηγήθηκε όλα καταλεπτώς.
[1.24.7]Περίανδρον δὲ ὑπὸ ἀπιστίης Ἀρίονα μὲν ἐν φυλακῇ ἔχειν οὐδαμῇ μετιέντα, ἀνακῶς δὲ ἔχειν τῶν πορθμέων· ὡς δὲ ἄρα παρεῖναι αὐτούς, κληθέντας ἱστορέεσθαι εἴ τι λέγοιεν περὶ Ἀρίονος. φαμένων δὲ ἐκείνων ὡς εἴη τε σῶς περὶ Ἰταλίην καί μιν εὖ πρήσσοντα λίποιεν ἐν Τάραντι, ἐπιφανῆναί σφι τὸν Ἀρίονα ὥσπερ ἔχων ἐξεπήδησε· καὶ τοὺς ἐκπλαγέντας οὐκ ἔχειν ἔτι ἐλεγχομένους ἀρνέεσθαι.Πως ο Περίανδρος, επειδή δεν τον πίστεψε, φύλαξε τον Αρίονα και δεν τον άφηνε να πάει πουθενά, όμως ταυτόχρονα περίμενε και τους ναυτικούς. Πως μόλις αυτοί έφτασαν, τους φώναξε και τους ρωτούσε να του πουν τί ήξεραν για τον Αρίονα. Και όπως εκείνοι ισχυρίστηκαν πως είναι σώος κάπου στην Ιταλία και ότι πολύ καλά τον άφησαν στον Τάραντα, βγήκε μπροστά τους ο Αρίων έτσι όπως ήταν, όταν πήδησε από το καράβι. Πως αυτοί τα έχασαν και δε μπορούσαν πια να το αρνηθούν και παραδέχτηκαν το κρίμα τους.
[1.24.8]ταῦτα μέν νυν Κορίνθιοί τε καὶ Λέσβιοι λέγουσι, καὶ Ἀρίονος ἔστι ἀνάθημα χάλκεον οὐ μέγα ἐπὶ Ταινάρῳ, ἐπὶ δελφῖνος ἐπεὼν ἄνθρωπος.Αυτά λεν οι Κορίνθιοι και οι Λέσβιοι, και του Αρίονα υπάρχει χάλκινο άγαλμα, όχι μεγάλο, στο Ταίναρο: σε δελφίνι επάνω ένας άνθρωπος.
[1.25.1]Ἀλυάττης δὲ ὁ Λυδὸς τὸν πρὸς Μιλησίους πόλεμον διενείκας μετέπειτα τελευτᾷ, βασιλεύσας ἔτεα ἑπτὰ καὶ πεντήκοντα.Ο Αλυάττης ο λυδός, αφού κράτησε και τέλειωσε τον πόλεμο με τους Μιλησίους, αργότερα πεθαίνει· η βασιλεία του βάστηξε πενήντα επτά χρόνια.
[1.25.2]ἀνέθηκε δὲ ἐκφυγὼν τὴν νοῦσον δεύτερος οὗτος τῆς οἰκίης ταύτης ἐς Δελφοὺς κρητῆρά τε ἀργύρεον μέγαν καὶ ὑποκρητηρίδιον σιδήρεον κολλητόν, θέης ἄξιον διὰ πάντων τῶν ἐν Δελφοῖσι ἀναθημάτων, Γλαύκου τοῦ Χίου ποίημα, ὃς μοῦνος δὴ πάντων ἀνθρώπων σιδήρου κόλλησιν ἐξεῦρε.Αφιέρωσε, όταν γλίτωσε από την αρρώστια του, (δεύτερος αυτός από την ίδια βασιλική οικογένεια) στους Δελφούς έναν κρατήρα ασημένιο μεγάλο, με βάση σιδερένια κολλητή, το πιο αξιοθέατο ανάθημα από όλα των Δελφών, έργο του Γλαύκου από τη Χίο, που πρώτος αυτός από όλους τους ανθρώπους βρήκε τον τρόπο για να συγκολλά το σίδερο.
[1.26.1]Τελευτήσαντος δὲ Ἀλυάττεω ἐξεδέξατο τὴν βασιληίην Κροῖσος ὁ Ἀλυάττεω, ἐτέων ἐὼν ἡλικίην πέντε καὶ τριήκοντα, ὃς δὴ Ἑλλήνων πρώτοισι ἐπεθήκατο Ἐφεσίοισι.Μετά το θάνατό του, τον Αλυάττη τον διαδέχθηκε στη βασιλεία ο Κροίσος, γιος του Αλυάττη, σε ηλικία τριάντα πέντε χρόνων. Αυτός πρώτους από τους Έλληνες χτύπησε του Εφεσίους.
[1.26.2]ἔνθα δὴ οἱ Ἐφέσιοι πολιορκεόμενοι ὑπ᾽ αὐτοῦ ἀνέθεσαν τὴν πόλιν τῇ Ἀρτέμιδι, ἐξάψαντες ἐκ τοῦ νηοῦ σχοινίον ἐς τὸ τεῖχος. ἔστι δὲ μεταξὺ τῆς τε παλαιῆς πόλιος, ἣ τότε ἐπολιορκέετο, καὶ τοῦ νηοῦ ἑπτὰ στάδιοι.Τότε λοιπόν οι Εφέσιοι, στενεμένοι από την πολιορκία, αφιέρωσαν την πόλη τους στην Άρτεμη, δένοντας ένα σχοινί από το ναό ώς το τείχος. Η απόσταση από την παλιά πόλη, που την πολιορκούσαν τότε, ώς το ναό είναι επτά στάδια.
[1.26.3]πρώτοισι μὲν δὴ τούτοισι ἐπεχείρησε ὁ Κροῖσος, μετὰ δὲ ἐν μέρεϊ ἑκάστοισι Ἰώνων τε καὶ Αἰολέων, ἄλλοισι ἄλλας αἰτίας ἐπιφέρων, τῶν μὲν ἐδύνατο μέζονας παρευρίσκειν, μέζονα ἐπαιτιώμενος, τοῖσι δὲ αὐτῶν καὶ φαῦλα ἐπιφέρων.Πρώτα λοιπόν αυτούς χτύπησε ο Κροίσος κι ύστερα με τη σειρά μια μια τις πόλεις των Ιώνων και των Αιολέων, την καθεμιά με διαφορετικό πρόσχημα· σε όσες μπορούσε να βρει μεγαλύτερα φταιξίματα, τις κατηγορούσε για μεγαλύτερα, τις άλλες τις κατηγορούσε για μικρότερα.
[1.27.1]ὡς δὲ ἄρα οἱ ἐν τῇ Ἀσίῃ Ἕλληνες κατεστράφατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν, τὸ ἐνθεῦτεν ἐπενόεε νέας ποιησάμενος ἐπιχειρέειν τοῖσι νησιώτῃσι.Κι όταν πια οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τού υποτάχτηκαν και έγιναν φόρου υποτελείς, έβαλε στο νου του παραπέρα να κάνει καράβια και να χτυπήσει τους νησιώτες.
[1.27.2]ἐόντων δέ οἱ πάντων ἑτοίμων ἐς τὴν ναυπηγίην, οἱ μὲν Βίαντα λέγουσι τὸν Πριηνέα ἀπικόμενον ἐς Σάρδις, οἱ δὲ Πιττακὸν τὸν Μυτιληναῖον, εἰρομένου Κροίσου εἴ τι εἴη νεώτερον περὶ τὴν Ἑλλάδα, εἰπόντα τάδε καταπαῦσαι τὴν ναυπηγίην·Όμως ενώ ήταν όλα έτοιμα και τα καράβια στα σκαριά, άλλοι λεν πως έφτασε στις Σάρδεις ο Βίας από την Πριήνη, άλλοι ο Πιττακός από τη Μυτιλήνη. Στην ερώτηση του Κροίσου αν υπήρχε τίποτε νεότερο από την Ελλάδα, αυτός με την εξής απάντηση σταμάτησε τη ναυπήγηση:
[1.27.3]Ὦ βασιλεῦ, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην, ἐς Σάρδις τε καὶ ἐπὶ σὲ ἐν νόῳ ἔχοντες στρατεύεσθαι. Κροῖσον δέ ἐλπίσαντα λέγειν ἐκεῖνον ἀληθέα, εἰπεῖν· Αἲ γὰρ τοῦτο θεοὶ ποιήσειαν ἐπὶ νόον νησιώτῃσι, ἐλθεῖν ἐπὶ Λυδῶν παῖδας σὺν ἵπποισι.«Βασιλιά μου, οι νησιώτες ετοιμάζουν δέκα χιλιάδες ιππικό, έχοντας στο νου τους να βαδίσουν εναντίον των Σάρδεων και καταπάνω σου». Ο Κροίσος τότε πιστεύοντας πως του έλεγε ο άλλος την αλήθεια είπε: «Μακάρι μια τέτοια σκέψη να βάλουν οι θεοί στο νου των νησιωτών, να έρθουνε να χτυπήσουν τη φύτρα των Λυδών με ιππικό».
[1.27.4]τὸν δὲ ὑπολαβόντα φάναι· Ὦ βασιλεῦ, προθύμως μοι φαίνεαι εὔξασθαι νησιώτας ἱππευομένους λαβεῖν ἐν ἠπείρῳ, οἰκότα ἐλπίζων· νησιώτας δὲ τί δοκέεις εὔχεσθαι ἄλλο ἤ, ἐπείτε τάχιστα ἐπύθοντό σε μέλλοντα ἐπὶ σφίσι ναυπηγέεσθαι νέας, λαβεῖν ἀρώμενοι Λυδοὺς ἐν θαλάσσῃ, ἵνα ὑπὲρ τῶν ἐν τῇ ἠπείρῳ οἰκημένων Ἑλλήνων τείσωνταί σε, τοὺς σὺ δουλώσας ἔχεις;Κι αυτός πήρε το λόγο κι είπε: «Βασιλιά μου, πρόθυμα μου έδειξες πως εύχεσαι να πιάσεις το ιππικό των νησιωτών στην ξηρά, κι είναι σωστή η σκέψη σου. Όμως και οι νησιώτες τί άλλο περιμένεις πως εύχονται παρά, αφότου έμαθαν ότι εσύ ετοιμάζεις καράβια για να τους χτυπήσεις, παρακαλούνε τους θεούς να πιάσουν τους Λυδούς στη θάλασσα και έτσι να σε εκδικηθούνε για χάρη των Ελλήνων που κατοικούν τις ακτές και που εσύ τους σκλάβωσες;»
[1.27.5]κάρτα τε ἡσθῆναι Κροῖσον τῷ ἐπιλόγῳ καί οἱ, προσφυέως γὰρ δόξαι λέγειν, πειθόμενον παύσασθαι τῆς ναυπηγίης. καὶ οὕτω τοῖσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο.Πολύ του άρεσε του Κροίσου ο συλλογισμός και, μια και βρήκε τη γνώμη ό,τι χρειαζόταν για την περίσταση, πείστηκε και σταμάτησε τη ναυπήγηση. Και έτσι έκλεισε η φιλία με τους νησιώτες Ίωνες.
[1.28.1]χρόνου δὲ ἐπιγινομένου καὶ κατεστραμμένων σχεδὸν πάντων τῶν ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ οἰκημένων· πλὴν γὰρ Κιλίκων καὶ Λυκίων τοὺς ἄλλους πάντας ὑπ᾽ ἑωυτῷ εἶχε καταστρεψάμενος ὁ Κροῖσος· εἰσὶ δὲ οἵδε, Λυδοί, Φρύγες, Μυσοί, Μαριανδυνοί, Χάλυβες, Παφλαγόνες, Θρήικες οἱ Θυνοί τε καὶ Βιθυνοί, Κᾶρες, Ἴωνες, Δωριέες, Αἰολέες, Πάμφυλοι·Μετά από καιρό και όταν όλοι σχεδόν που κατοικούν στη μέσα μεριά του Άλη ποταμού έγιναν υποχείριοί του· γιατί έξω από τους Κίλικες και τους Λυκίους υποδούλωσε και είχε στη διάθεσή του κι όλους τους άλλους λαούς ο Κροίσος· κι αυτοί είναι οι Λυδοί, οι Φρύγες, οι Μυσοί, οι Μαριανδυνοί, οι Χάλυβες, Παφλαγόνες, Θράκες Θυνοί και Βιθυνοί, Κάρες, Ίωνες, Δωριείς, Αιολείς και οι Πάμφυλοι.
[1.29.1]κατεστραμμένων δὴ τούτων καὶ προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῖσι, ἀπικνέονται ἐς Σάρδις ἀκμαζούσας πλούτῳ ἄλλοι τε οἱ πάντες ἐκ τῆς Ἑλλάδος σοφισταί, οἳ τοῦτον τὸν χρόνον ἐτύγχανον ἐόντες, ὡς ἕκαστος αὐτῶν ἀπικνέοιτο, καὶ δὴ καὶ Σόλων ἀνὴρ Ἀθηναῖος, ὃς Ἀθηναίοισι νόμους κελεύσασι ποιήσας ἀπεδήμησε ἔτεα δέκα, κατὰ θεωρίης πρόφασιν ἐκπλώσας, ἵνα δὴ μή τινα τῶν νόμων ἀναγκασθῇ λῦσαι τῶν ἔθετο.Είχαν λοιπόν όλοι αυτοί υποταχτεί και ο Κροίσος τούς είχε προσαρτήσει στο λυδικό βασίλειο, όταν φτάνουν στην πλούσια τότε και ακμάζουσα πόλη των Σάρδεων και άλλοι, όλοι οι σοφοί της Ελλάδος που ζούσαν τα χρόνια εκείνα, όπως ο καθένας τους έφτανε, και ανάμεσά τους ο Σόλων ο Αθηναίος· αυτός μετά τους νόμους που έβαλε στους Αθηναίους, γιατί του το είχαν ζητήσει, αποδήμησε για δέκα χρόνια, με την πρόθεση να δει και να γνωρίσει τον κόσμο, και γιατί ήθελε βέβαια να μη βρεθεί στην ανάγκη να λύσει κάποιον από τους νόμους που έβαλε.
[1.29.2]αὐτοὶ γὰρ οὐκ οἷοί τε ἦσαν αὐτὸ ποιῆσαι Ἀθηναῖοι· ὁρκίοισι γὰρ μεγάλοισι κατείχοντο δέκα ἔτεα χρήσεσθαι νόμοισι τοὺς ἄν σφι Σόλων θῆται.Μόνοι τους δεν είχαν το δικαίωμα να το κάνουν αυτό οι Αθηναίοι, επειδή ήταν δεμένοι με όρκο μεγάλο, δέκα χρόνια να κρατήσουν τους νόμους που θα τους έβαζε ο Σόλων.
[1.30.1]αὐτῶν δὴ ὦν τούτων καὶ τῆς θεωρίης ἐκδημήσας ὁ Σόλων εἵνεκεν ἐς Αἴγυπτον ἀπίκετο παρὰ Ἄμασιν καὶ δὴ καὶ ἐς Σάρδις παρὰ Κροῖσον. ἀπικόμενος δὲ ἐξεινίζετο ἐν τοῖσι βασιληίοισι ὑπὸ τοῦ Κροίσου· μετὰ δέ, ἡμέρῃ τρίτῃ ἢ τετάρτῃ, κελεύσαντος Κροίσου τὸν Σόλωνα θεράποντες περιῆγον κατὰ τοὺς θησαυροὺς καὶ ἐπεδείκνυσαν πάντα ἐόντα μεγάλα τε καὶ ὄλβια.Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο και γιατί ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο, αποδήμησε ο Σόλων και έφτασε και στην Αίγυπτο, στην αυλή του Άμαση, κι ύστερα στις Σάρδεις, στην αυλή του Κροίσου. Σαν έφτασε, τον φιλοξένησε στα βασιλικά του ανάκτορα ο Κροίσος· κι ύστερα την τρίτη ή την τετάρτη μέρα με προσταγή του Κροίσου, υπηρέτες γυρνούσαν το Σόλωνα να δει τους θησαυρούς και του έδειχναν πόσο ήσαν όλα μεγάλα και πλούσια.
[1.30.2]θεησάμενον δέ μιν τὰ πάντα καὶ σκεψάμενον, ὥς οἱ κατὰ καιρὸν ἦν, εἴρετο ὁ Κροῖσος τάδε· Ξεῖνε Ἀθηναῖε, παρ᾽ ἡμέας γὰρ περὶ σέο λόγος ἀπῖκται πολλὸς καὶ σοφίης εἵνεκεν τῆς σῆς καὶ πλάνης, ὡς φιλοσοφέων γῆν πολλὴν θεωρίης εἵνεκεν ἐπελήλυθας· νῦν ὦν ἵμερος ἐπειρέσθαι μοι ἐπῆλθέ σε εἴ τινα ἤδη πάντων εἶδες ὀλβιώτατον.Τον άφησε ο Κροίσος να τα δει όλα και να τα εξετάσει, κι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, του έκανε την ερώτηση: «Ξένε, ώς εμάς έχει φτάσει η μεγάλη σου φήμη για τη σοφία και τα ταξίδια σου, πως η αγάπη σου για γνώση σε έσπρωξε να επισκεφτείς χώρες πολλές, για να τις σπουδάσεις. Έτσι λοιπόν τώρα ξύπνησε μέσα μου η επιθυμία να σε ρωτήσω αν είδες κάποιον άνθρωπο κιόλας που να είναι ο πιο ευτυχισμένος από όλους».
[1.30.3]ὁ μὲν ἐλπίζων εἶναι ἀνθρώπων ὀλβιώτατος ταῦτα ἐπειρώτα, Σόλων δὲ οὐδὲν ὑποθωπεύσας, ἀλλὰ τῷ ἐόντι χρησάμενος, λέγει· Ὦ βασιλεῦ, Τέλλον Ἀθηναῖον.Εκείνος έκανε την ερώτηση με την ιδέα πως είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους. Όμως ο Σόλων χωρίς καμιά κολακεία και με απόλυτη ειλικρίνεια απαντά: «Βασιλιά μου, τον Τέλλο τον Αθηναίο».
[1.30.4]ἀποθωμάσας δὲ Κροῖσος τὸ λεχθὲν εἴρετο ἐπιστρεφέως· Κοίῃ δὴ κρίνεις Τέλλον εἶναι ὀλβιώτατον; ὁ δὲ εἶπε· Τέλλῳ τοῦτο μὲν τῆς πόλιος εὖ ἡκούσης παῖδες ἦσαν καλοί τε κἀγαθοί, καί σφι εἶδε ἅπασι τέκνα ἐκγενόμενα καὶ πάντα παραμείναντα, τοῦτο δὲ τοῦ βίου εὖ ἥκοντι, ὡς τὰ παρ᾽ ἡμῖν, τελευτὴ τοῦ βίου λαμπροτάτη ἐπεγένετο·Σάστισε ο Κροίσος με την απάντηση και ρώτησε ανυπόμονα: «Κι από πού κρίνεις τον Τέλλο πως είναι ο πιο ευτυχισμένος;» Και κείνος αποκρίθηκε: «Ο Τέλλος πρώτα πρώτα μέσα σε μια μπορεμένη πόλη, είχε παιδιά καλά και άξια, και είδε από όλα αυτά εγγόνια, κι όλα να ζουν· κι ύστερα από μια ζωή γεμάτη αγαθά, με τα δικά μας μέτρα, το τέλος της ζωής του ήρθε όλο λάμψη:
[1.30.5]γενομένης γὰρ Ἀθηναίοισι μάχης πρὸς τοὺς ἀστυγείτονας ἐν Ἐλευσῖνι βοηθήσας καὶ τροπὴν ποιήσας τῶν πολεμίων ἀπέθανε κάλλιστα, καί μιν Ἀθηναῖοι δημοσίῃ τε ἔθαψαν αὐτοῦ τῇ περ ἔπεσε καὶ ἐτίμησαν μεγάλως.σε μια μάχη των Αθηναίων με τους γείτονές τους στην Ελευσίνα, όρμησε στον εχθρό, τον έτρεψε σε φυγή και βρήκε πάνω εκεί τον πιο ωραίο θάνατο. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη και του έκαναν μεγάλες τιμές».
[1.31.1]ὡς δὲ τὰ κατὰ τὸν Τέλλον προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῖσον εἴπας πολλά τε καὶ ὄλβια, ἐπειρώτα τίνα δεύτερον μετ᾽ ἐκεῖνον ἴδοι, δοκέων πάγχυ δευτερεῖα γῶν οἴσεσθαι. ὁ δὲ εἶπε· Κλέοβίν τε καὶ Βίτωνα.Έτσι μιλώντας για τον Τέλλο ερέθισε ο Σόλων τον Κροίσο με όσα είπε για την ευτυχία του, ώστε εκείνος τώρα ρωτούσε ποιόν έβρισκε ο Σόλων δεύτερο στη σειρά μετά τον Τέλλο, πιστεύοντας ακράδαντα πως τη δεύτερη θέση θα την έπαιρνε βέβαια ο ίδιος. Όμως ο Σόλων αποκρίθηκε: «Τον Κλέοβη και τον Βίτωνα.
[1.31.2]τούτοισι γὰρ ἐοῦσι γένος Ἀργείοισι βίος τε ἀρκέων ὑπῆν καὶ πρὸς τούτῳ ῥώμη σώματος τοιήδε· ἀεθλοφόροι τε ἀμφότεροι ὁμοίως ἦσαν, καὶ δὴ καὶ λέγεται ὅδε [ὁ] λόγος· ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι ἔδεε πάντως τὴν μητέρα αὐτῶν ζεύγεϊ κομισθῆναι ἐς τὸ ἱρόν, οἱ δέ σφι βόες ἐκ τοῦ ἀγροῦ οὐ παρεγίνοντο ἐν ὥρῃ· ἐκκληιόμενοι δὲ τῇ ὥρῃ οἱ νεηνίαι ὑποδύντες αὐτοὶ ὑπὸ τὴν ζεύγλην εἷλκον τὴν ἅμαξαν, ἐπὶ τῆς ἁμάξης δέ σφι ὠχέετο ἡ μήτηρ, σταδίους δὲ πέντε καὶ τεσσεράκοντα διακομίσαντες ἀπίκοντο ἐς τὸ ἱρόν.Αυτοί, που ήταν από αργίτικη γενιά, και αγαθά αρκετά είχαν και επιπλέον σωματική δύναμη τέτοιας λογής· και οι δύο είχαν κερδίσει βραβεία σε αγώνες και λένε μάλιστα γι᾽ αυτούς την ακόλουθη ιστορία: Πως σε μια γιορτή που έκαναν οι Αργίτες προς τιμή της Ήρας, έπρεπε η μητέρα τους να πάει οπωσδήποτε με ζεμένο αμάξι στο ιερό, όμως τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι· καθώς ο χρόνος δεν τους έπαιρνε να περιμένουν, μπήκαν οι ίδιοι οι νέοι κάτω από το ζυγό και έσερναν το αμάξι, ενώ πάνω του πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού έσυραν το φορτίο τους σαράντα πέντε στάδια, έφτασαν στο ιερό.
[1.31.3]ταῦτα δέ σφι ποιήσασι καὶ ὀφθεῖσι ὑπὸ τῆς πανηγύριος τελευτὴ τοῦ βίου ἀρίστη ἐπεγένετο, διέδεξέ τε ἐν τούτοισι ὁ θεὸς ὡς ἄμεινον εἴη ἀνθρώπῳ τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζώειν. Ἀργεῖοι μὲν γὰρ περιστάντες ἐμακάριζον τῶν νεηνιέων τὴν ῥώμην, αἱ δὲ Ἀργεῖαι τὴν μητέρα αὐτῶν, οἵων τέκνων ἐκύρησε.Το κατόρθωμά τους, που το είδε όλος ο μαζεμένος κόσμος στο πανηγύρι, το επισφράγισε λαμπρά το τέλος της ζωής τους, και έδειξε στην περίσταση αυτή ο θεός πόσο είναι για τον άνθρωπο καλύτερο να πεθαίνει παρά να ζει. Γιατί οι Αργείοι τούς περικύκλωσαν και μακάριζαν τα παλικάρια για τη ρώμη τους, ενώ οι Αργίτισσες μακάριζαν τη μάνα τους, που της έτυχαν τέτοια παιδιά.
[1.31.4]ἡ δὲ μήτηρ περιχαρὴς ἐοῦσα τῷ τε ἔργῳ καὶ τῇ φήμῃ, στᾶσα ἀντίον τοῦ ἀγάλματος εὔχετο Κλεόβι τε καὶ Βίτωνι τοῖσι ἑωυτῆς τέκνοισι, οἵ μιν ἐτίμησαν μεγάλως, τὴν θεὸν δοῦναι τὸ ἀνθρώπῳ τυχεῖν ἄριστόν ἐστι.Και η μητέρα τους γεμάτη χαρά για το έργο και τους επαίνους των παιδιών της, στάθηκε αντίκρυ στο άγαλμα της θεάς και ευχόταν για τον Κλέοβη και το Βίτωνα, τα παιδιά της, που τόσο πολύ την τίμησαν, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο.
[1.31.5]μετὰ ταύτην δὲ τὴν εὐχὴν ὡς ἔθυσάν τε καὶ εὐωχήθησαν, κατακοιμηθέντες ἐν αὐτῷ τῷ ἱρῷ οἱ νεηνίαι οὐκέτι ἀνέστησαν, ἀλλ᾽ ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο. Ἀργεῖοι δέ σφεων εἰκόνας ποιησάμενοι ἀνέθεσαν ἐς Δελφοὺς ὡς ἀνδρῶν ἀρίστων γενομένων.Ύστερα από αυτή την ευχή έκαναν θυσίες κι έφαγαν, και σαν κοιμήθηκαν τα παλικάρια στο ίδιο το ιερό, δεν μεταξύπνησαν πια, αλλά η ζωή τους τέλειωσε έτσι. Και οι Αργείοι τούς έφτιαξαν αγάλματα και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς, να τους τιμήσουν που στάθηκαν άριστοι άνδρες».
[1.32.1]Σόλων μὲν δὴ εὐδαιμονίης δευτερεῖα ἔνεμε τούτοισι, Κροῖσος δὲ σπερχθεὶς εἶπε· Ὦ ξεῖνε Ἀθηναῖε, ἡ δ᾽ ἡμετέρη εὐδαιμονίη οὕτω τοι ἀπέρριπται ἐς τὸ μηδέν, ὥστε οὐδὲ ἰδιωτέων ἀνδρῶν ἀξίους ἡμέας ἐποίησας; ὁ δὲ εἶπε· Ὦ Κροῖσε, ἐπιστάμενόν με τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες ἐπειρωτᾷς ἀνθρωπηίων πρηγμάτων πέρι.Ο Σόλων έτσι έδωσε σ᾽ αυτούς το δεύτερο βραβείο της ευδαιμονίας και ο Κροίσος οργισμένος είπε: «Ε ξένε, και η δική μας λοιπόν ευδαιμονία τόσο μηδαμινή είναι για σένα, που την καταφρόνησες έτσι, ώστε ούτε με ιδιώτες δεν μας θεώρησες άξιους να συγκριθούμε;» Και εκείνος είπε: «Κροίσε, εμένα λοιπόν που ξέρω καλά ότι ο θεός είναι όλος φθόνο και του αρέσει να φέρνει τα άνω κάτω, με ρωτάς για τα ανθρώπινα πράγματα.
[1.32.2]ἐν γὰρ τῷ μακρῷ χρόνῳ πολλὰ μὲν ἔστι ἰδεῖν τὰ μή τις ἐθέλει, πολλὰ δὲ καὶ παθεῖν. ἐς γὰρ ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι.Στο μάκρος της ζωής του έχει κανείς πολλά να δει που δε θα τα ᾽θελε, και πολλά να πάθει. Ώς τα εβδομήντα χρόνια ανεβάζω το όριο της ζωής του ανθρώπου.
[1.32.3]οὗτοι ἐόντες ἐνιαυτοὶ ἑβδομήκοντα παρέχονται ἡμέρας διηκοσίας καὶ πεντακισχιλίας καὶ δισμυρίας, ἐμβολίμου μηνὸς μὴ γινομένου· εἰ δὲ δὴ ἐθελήσει τοὔτερον τῶν ἐτέων μηνὶ μακρότερον γίνεσθαι, ἵνα δὴ αἱ ὧραι συμβαίνωσι παραγινόμεναι ἐς τὸ δέον, μῆνες μὲν παρὰ τὰ ἑβδομήκοντα ἔτεα οἱ ἐμβόλιμοι γίνονται τριήκοντα πέντε, ἡμέραι δὲ ἐκ τῶν μηνῶν τούτων χίλιαι πεντήκοντα.Τα εβδομήντα αυτά χρόνια δίνουν είκοσι πέντε χιλιάδες διακόσιες εβδομήντα μέρες, αν δε λογαριαστεί ο εμβόλιμος μήνας. Αν όμως κάθε δεύτερο έτος χρειαστεί να μακρύνει κατά ένα μήνα, για να συμπέσει ο κύκλος των εποχών με το τέλος του, καθώς αυτές θα αρχίζουν κανονικά, στα εβδομήντα χρόνια οι εμβόλιμοι μήνες γίνονται τριάντα πέντε, και οι μέρες από τους μήνες αυτούς χίλιες πενήντα.
[1.32.4]τουτέων τῶν ἁπασέων ἡμερέων τῶν ἐς τὰ ἑβδομήκοντα ἔτεα, ἐουσέων πεντήκοντα καὶ διηκοσιέων καὶ ἑξακισχιλιέων καὶ δισμυριέων, ἡ ἑτέρη αὐτέων τῇ ἑτέρῃ ἡμέρῃ τὸ παράπαν οὐδὲν ὅμοιον προσάγει πρῆγμα. οὕτω ὦν, ὦ Κροῖσε, πᾶν ἐστι ἄνθρωπος συμφορή.Από όλες αυτές τις μέρες των εβδομήντα χρόνων, που είναι είκοσι έξι χιλιάδες διακόσιες πενήντα, ούτε μια τους δεν φέρνει κάτι όμοιο με την άλλη. Με αυτούς τους όρους, Κροίσε, ο άνθρωπος είναι έρμαιο της τύχης.
[1.32.5]ἐμοὶ δὲ σὺ καὶ πλουτέειν μέγα φαίνεαι καὶ βασιλεὺς πολλῶν εἶναι ἀνθρώπων· ἐκεῖνο δὲ τὸ εἴρεό με οὔ κώ σε ἐγὼ λέγω, πρὶν τελευτήσαντα καλῶς τὸν αἰῶνα πύθωμαι. οὐ γάρ τι ὁ μέγα πλούσιος μᾶλλον τοῦ ἐπ᾽ ἡμέρην ἔχοντος ὀλβιώτερός ἐστι, εἰ μή οἱ τύχη ἐπίσποιτο πάντα καλὰ ἔχοντα εὖ τελευτῆσαι τὸν βίον. πολλοὶ μὲν γὰρ ζάπλουτοι ἀνθρώπων ἄνολβοί εἰσι, πολλοὶ δὲ μετρίως ἔχοντες βίου εὐτυχέες.Σ᾽ εμένα βέβαια εσύ φανερώνεσαι να έχεις πολλά πλούτη και να είσαι βασιλιάς πολλών ανθρώπων. Όμως εκείνο που ρωτάς ακόμη δεν είμαι σε θέση να το πω, πριν μάθω πως είχες καλά τέλη. Γιατί δεν είναι ασφαλώς πιο ευτυχισμένος ο πολύ πλούσιος από εκείνον που έχει το καθημερινό του, εκτός κι αν του μείνει η τύχη πιστή και τελειώσει τη ζωή του μέσα σε όλα τα αγαθά του. Γιατί υπάρχουν ζάπλουτοι άνθρωποι, δυστυχισμένοι όμως, και άλλοι με μετρημένα αγαθά, αλλά ευτυχείς.
[1.32.6]ὁ μὲν δὴ μέγα πλούσιος, ἄνολβος δὲ δυοῖσι προέχει τοῦ εὐτυχέος μοῦνον, οὗτος δὲ τοῦ πλουσίου καὶ ἀνόλβου πολλοῖσι· ὁ μὲν ἐπιθυμίην ἐκτελέσαι καὶ ἄτην μεγάλην προσπεσοῦσαν ἐνεῖκαι δυνατώτερος, ὁ δὲ τοῖσδε προέχει ἐκείνου· ἄτην μὲν καὶ ἐπιθυμίην οὐκ ὁμοίως δυνατὸς ἐκείνῳ ἐνεῖκαι, ταῦτα δὲ ἡ εὐτυχίη οἱ ἀπερύκει, ἄπηρος δέ ἐστι, ἄνουσος, ἀπαθὴς κακῶν, εὔπαις, εὐειδής·Ο πολύ πλούσιος, δύστυχος όμως, σε δύο σημεία μόνον ξεπερνά τον ευτυχισμένο, ενώ αυτός τον πλούσιο και δυστυχισμένο σε πολλά. Ο πρώτος έχει πιο πολλά μέσα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του και για να σηκώσει μια συμφορά μεγάλη που τον βρήκε, περισσότερη δύναμη. Όμως ο άλλος τον ξεπερνά στα ακόλουθα σημεία: τη συμφορά και τις επιθυμίες του δεν έχει όμοια δύναμη να τις βαστάξει, από αυτά όμως τον προστατεύει η ευτυχία· ούτε σακάτης είναι ούτε άρρωστος ούτε συφοριασμένος, αλλά καλότεκνος, ωραίος.
[1.32.7]εἰ δὲ πρὸς τούτοισι ἔτι τελευτήσει τὸν βίον εὖ, οὗτος ἐκεῖνος τὸν σὺ ζητέεις, ‹ὁ› ὄλβιος κεκλῆσθαι ἄξιός ἐστι· πρὶν δ᾽ ἂν τελευτήσῃ, ἐπισχεῖν μηδὲ καλέειν κω ὄλβιον, ἀλλ᾽ εὐτυχέα.Και αν πλάι σ᾽ αυτά τύχει να έχει και καλά τέλη στη ζωή του, ε αυτός είναι εκείνος που ζητάς, ο άξιος να ονομάζεται ευτυχισμένος. Πριν όμως πεθάνει κάποιος, πρέπει να διστάζει κανείς και να μη τον λέει ευτυχισμένο, αλλά πως του χαμογελά η τύχη.
[1.32.8]τὰ πάντα μέν νυν ταῦτα συλλαβεῖν ἄνθρωπον ἐόντα ἀδύνατόν ἐστι, ὥσπερ χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα, ἀλλὰ ἄλλο μὲν ἔχει, ἑτέρου δὲ ἐπιδέεται· ἣ δὲ ἂν τὰ πλεῖστα ἔχῃ, αὕτη ἀρίστη. ὣς δὲ καὶ ἀνθρώπου σῶμα ἓν οὐδὲν αὔταρκές ἐστι· τὸ μὲν γὰρ ἔχει, ἄλλου δὲ ἐνδεές ἐστι·Γιατί όλα αυτά που είπαμε, να βρεθούν συγκεντρωμένα σε έναν άνθρωπο είναι αδύνατο, όπως καμιά χώρα δεν είναι αυτάρκης παράγοντας ό,τι της χρειάζεται, αλλά άλλα αγαθά τα έχει κι άλλα της λείπουν· εκείνη που θα τύχει να έχει τα πιο πολλά αγαθά, αυτή είναι και η καλύτερη. Έτσι και του ανθρώπου η ύπαρξη, μία προς μία, καμία δεν είναι αυτάρκης. Γιατί το ένα το έχει, το άλλο της λείπει.
[1.32.9]ὃς δ᾽ ἂν αὐτῶν πλεῖστα ἔχων διατελέῃ καὶ ἔπειτα τελευτήσῃ εὐχαρίστως τὸν βίον, οὗτος παρ᾽ ἐμοὶ τὸ οὔνομα τοῦτο, ὦ βασιλεῦ, δίκαιός ἐστι φέρεσθαι. σκοπέειν δὲ χρὴ παντὸς χρήματος τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται· πολλοῖσι γὰρ δὴ ὑποδέξας ὄλβον ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε.Και όποιος τύχει, όσο ζει, να έχει τα πιο πολλά αγαθά, κι ύστερα να βρει και καλά τέλη στη ζωή του, αυτός για μένα, βασιλιά, αξίζει να φέρνει τον τίτλο αυτόν. Πρέπει λοιπόν σε κάθε πράγμα να εξετάζουμε το τέλος του, πού θα βγει. Γιατί πολλούς βέβαια ο θεός τούς άφησε για λίγο να γευθούν την ευτυχία, κι ύστερα τους γκρέμισε κάτω συθέμελα».
[1.33.1]ταῦτα λέγων τῷ Κροίσῳ οὔ κως οὔτε ἐχαρίζετο, οὔτε λόγου μιν ποιησάμενος οὐδενὸς ἀποπέμπεται, κάρτα δόξας ἀμαθέα εἶναι, ὃς τὰ παρεόντα ἀγαθὰ μετεὶς τὴν τελευτὴν παντὸς χρήματος ὁρᾶν ἐκέλευε.Μ᾽ αυτά τα λόγια του δεν έδωσε ο Σόλων καμιά χαρά στον Κροίσο, κι αυτός, επειδή διόλου δεν τον υπολόγισε, τον έδιωξε, πεπεισμένος πως πρόκειται για έναν αστοιχείωτο, ο οποίος τα αγαθά που είχε μπροστά στα μάτια του δεν τα ψηφούσε, και έλεγε να βλέπουμε το κάθε πράγμα πού τελειώνει.
[1.34.1]Μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβε ἐκ θεοῦ νέμεσις μεγάλη Κροῖσον, ὡς εἰκάσαι, ὅτι ἐνόμισε ἑωυτὸν εἶναι ἀνθρώπων ἁπάντων ὀλβιώτατον. αὐτίκα δέ οἱ εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος, ὅς οἱ τὴν ἀληθείην ἔφαινε τῶν μελλόντων γενέσθαι κακῶν κατὰ τὸν παῖδα.Είχε φύγει ο Σόλων και μετά έπεσε πάνω στον Κροίσο βαριά η θεϊκή οργή, επειδή, υποθέτω, πίστεψε πως είναι από όλους τους ανθρώπους ο πιο ευτυχισμένος. Δεν άργησε να ᾽ρθει στον ύπνο του το όνειρο, που του φανέρωσε την αλήθεια για τις συμφορές που έμελλε να βρουν το γιο του.
[1.34.2]ἦσαν δὲ τῷ Κροίσῳ δύο παῖδες, τῶν οὕτερος μὲν διέφθαρτο, ἦν γὰρ δὴ κωφός, ὁ δὲ ἕτερος τῶν ἡλίκων μακρῷ τὰ πάντα πρῶτος· οὔνομα δέ οἱ ἦν Ἄτυς. τοῦτον δὴ ὦν τὸν Ἄτυν σημαίνει τῷ Κροίσῳ ὁ ὄνειρος ὡς ἀπολέει μιν αἰχμῇ σιδηρέῃ βληθέντα.Είχε δύο γιους ο Κροίσος, που ο ένας τους ήταν άχρηστος, καθότι κωφάλαλος, ο άλλος όμως ξεχώριζε από τους συνομήλικούς του πολύ, σε όλα πρώτος. Λεγόταν Άτης. Αυτόν λοιπόν τον Άτη φανερώνει το όνειρο στον Κροίσο πως θα τον χάσει, χτυπημένο από σιδερένια αιχμή.
[1.34.3]ὁ δὲ ἐπείτε ἐξηγέρθη καὶ ἑωυτῷ λόγον ἔδωκε, καταρρωδήσας τὸν ὄνειρον ἄγεται μὲν τῷ παιδὶ γυναῖκα, ἐωθότα δὲ στρατηγέειν μιν τῶν Λυδῶν οὐδαμῇ ἔτι ἐπὶ τοιοῦτο πρῆγμα ἐξέπεμπε, ἀκόντια δὲ καὶ δοράτια καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα τοῖσι χρέωνται ἐς πόλεμον ἄνθρωποι, ἐκ τῶν ἀνδρεώνων ἐκκομίσας ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε, μή τί οἱ κρεμάμενον τῷ παιδὶ ἐμπέσῃ.Και αυτός σαν ξύπνησε και συλλογίστηκε το πράγμα, γεμάτος τρόμο από το όνειρο, βιάζεται να παντρέψει το παιδί του, και ενώ ο γιος του πρώτα συνήθιζε να είναι αρχηγός των Λυδών στις εκστρατείες, τώρα πια με κανέναν τρόπο δεν τον άφηνε να φύγει από κοντά του για έναν τέτοιο σκοπό, και τα ακόντια και τα δόρατα κι όλα τα τέτοια που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στον πόλεμο, τα σήκωσε από τα διαμερίσματα των ανδρών και τα στοίβαξε στις αποθήκες, μήπως κανένα αποκεί που κρεμόταν πέσει πάνω στο παιδί του.
[1.35.1]ἔχοντος δέ οἱ ἐν χερσὶ τοῦ παιδὸς τὸν γάμον ἀπικνέεται ἐς τὰς Σάρδις ἀνὴρ συμφορῇ ἐχόμενος καὶ οὐ καθαρὸς χεῖρας, ἐὼν Φρὺξ μὲν γενεῇ, γένεος δὲ τοῦ βασιληίου. παρελθὼν δὲ οὗτος ἐς τὰ Κροίσου οἰκία κατὰ νόμους τοὺς ἐπιχωρίους καθαρσίου ἐδέετο ἐπικυρῆσαι, Κροῖσος δέ μιν ἐκάθηρε.Καταγινόταν ο Κροίσος με το γάμο του παιδιού του, όταν φτάνει στις Σάρδεις άνθρωπος συφοριασμένος, με μολεμένα τα χέρια του από αίμα, φρυγικής καταγωγής, από γενιά βασιλική. Σαν έφτασε αυτός στο παλάτι του Κροίσου, παρακαλούσε να εξαγνιστεί με καθαρμό σύμφωνα με τα ντόπια έθιμα, και ο Κροίσος τον εξάγνισε.
[1.35.2]ἔστι δὲ παραπλησίη ἡ κάθαρσις τοῖσι Λυδοῖσι καὶ τοῖσι Ἕλλησι. ἐπείτε δὲ τὰ νομιζόμενα ἐποίησε ὁ Κροῖσος, ἐπυνθάνετο ὁκόθεν τε καὶ τίς εἴη, λέγων τάδε·Είναι παραπλήσιος ο καθαρμός στους Λυδούς και τους Έλληνες. Αφού ο Κροίσος έκανε τα νόμιμα του καθαρμού, τότε μόνο τον ρώτησε από πού και ποιός ήταν λέγοντάς του:
[1.35.3]Ὤνθρωπε, τίς τε ἐὼν καὶ κόθεν τῆς Φρυγίης ἥκων ἐπίστιός μοι ἐγένεο; τίνα τε ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν ἐφόνευσας; ὁ δὲ ἀμείβετο· Ὦ βασιλεῦ, Γορδίεω μὲν τοῦ Μίδεώ εἰμι παῖς, ὀνομάζομαι δὲ Ἄδρηστος, φονεύσας δὲ ἀδελφεὸν ἐμεωυτοῦ ἀέκων πάρειμι ἐξεληλαμένος τε ὑπὸ τοῦ πατρὸς καὶ ἐστερημένος πάντων.«Άνθρωπέ μου, ποιός είσαι και από ποιό μέρος της Φρυγίας μάς ήρθες στο παλάτι; Ποιόν άνδρα ή γυναίκα σκότωσες;» Και αυτός απάντησε: «Βασιλιά μου, είμαι ο γιος του Γορδία, γιου του Μίδα, το όνομά μου είναι Άδραστος, και επειδή σκότωσα τον αδελφό μου άθελά μου, βρίσκομαι εδώ εξορισμένος από τον πατέρα μου και στερημένος από όλα».
[1.35.4]Κροῖσος δέ μιν ἀμείβετο τοῖσδε· Ἀνδρῶν τε φίλων τυγχάνεις ἔκγονος ἐὼν καὶ ἐλήλυθας ἐς φίλους, ἔνθα ἀμηχανήσεις χρήματος οὐδενὸς μένων ἐν ἡμετέρου. συμφορὴν δὲ ταύτην ὡς κουφότατα φέρων κερδανέεις πλεῖστον.Και ο Κροίσος τού αποκρινόταν με αυτά τα λόγια: «Φίλων τυχαίνει να είσαι φύτρα και ήρθες σε φίλους, όπου δε θα σου λείψει τίποτε, αν μείνεις κοντά μας. Αν μπορέσεις να πάρεις τη συμφορά σου όσο πιο λαφριά γίνεται, θα βγεις πολύ ωφελημένος».
[1.36.1]ὁ μὲν δὴ δίαιταν εἶχε ἐν Κροίσου, ἐν δὲ τῷ αὐτῷ χρόνῳ τούτῳ ἐν τῷ Μυσίῳ Ὀλύμπῳ ὑὸς χρῆμα γίνεται μέγα· ὁρμώμενος δὲ οὗτος ἐκ τοῦ ὄρεος τούτου τὰ τῶν Μυσῶν ἔργα διαφθείρεσκε, πολλάκις δὲ οἱ Μυσοὶ ἐπ᾽ αὐτὸν ἐξελθόντες ποιέεσκον μὲν κακὸν οὐδέν, ἔπασχον δὲ πρὸς αὐτοῦ.Ο Άδραστος από τότε ζούσε στην αυλή του Κροίσου. Όμως την ίδια εποχή παρουσιάζεται στον Όλυμπο της Μυσίας μέγα θεριό, ένας κάπρος. Ξεκινώντας από το βουνό αυτό κατάστρεφε τα σπαρτά των Μυσών, και μολονότι πολλές φορές οι Μυσοί βγήκαν να τον χτυπήσουν, δεν κατάφεραν να του κάνουν κανένα κακό, αυτός τους αφάνιζε.
[1.36.2]τέλος δὲ ἀπικόμενοι παρὰ τὸν Κροῖσον τῶν Μυσῶν ἄγγελοι ἔλεγον τάδε· Ὦ βασιλεῦ, ὑὸς χρῆμα μέγιστον ἀνεφάνη ἡμῖν ἐν τῇ χώρῃ, ὃς τὰ ἔργα διαφθείρει. τοῦτον προθυμεόμενοι ἑλεῖν οὐ δυνάμεθα. νῦν ὦν προσδεόμεθά σευ τὸν παῖδα καὶ λογάδας νεηνίας καὶ κύνας συμπέμψαι ἡμῖν, ὡς ἄν μιν ἐξέλωμεν ἐκ τῆς χώρης·Τέλος ήρθαν στον Κροίσο αγγελιοφόροι των Μυσών και νά τί του έλεγαν: «Βασιλιά, μεγάλο πράγμα, ένας κάπρος φάνηκε στη χώρα μας, που καταστρέφει τα σπαρτά μας. Κάναμε καθετί να τον σκοτώσουμε, μα δεν μπορέσαμε. Γι᾽ αυτό σε παρακαλούμε να μας δώσεις το γιο σου και συνοδεία από διαλεχτά παλικάρια και σκυλιά, για να μπορέσουμε να απαλλάξουμε τη χώρα μας από το θεριό».
[1.36.3]οἱ μὲν δὴ τούτων ἐδέοντο, Κροῖσος δὲ μνημονεύων τοῦ ὀνείρου τὰ ἔπεα ἔλεγέ σφι τάδε· Παιδὸς μὲν πέρι τοῦ ἐμοῦ μὴ μνησθῆτε ἔτι· οὐ γὰρ ἂν ὑμῖν συμπέμψαιμι· νεόγαμός τε γάρ ἐστι καὶ ταῦτά οἱ νῦν μέλει. Λυδῶν μέντοι λογάδας καὶ τὸ κυνηγέσιον πᾶν συμπέμψω καὶ διακελεύσομαι τοῖσι ἰοῦσι εἶναι ὡς προθυμοτάτοισι συνεξελεῖν ὑμῖν τὸ θηρίον ἐκ τῆς χώρης.Εκείνοι γι᾽ αυτά παρακαλούσαν, όμως ο Κροίσος, φέρνοντας στο μυαλό του το όνειρο, τους απαντούσε: «Για το παιδί μου μην πείτε λόγο πια, γιατί είναι αδύνατο να το στείλω μαζί σας· είναι νιόπαντρος κι έχει τις έγνοιες του τώρα. Όμως θα σας δώσω ξεχωριστά παλικάρια της Λυδίας και όλα τα κυνηγητικά μου σκυλιά για συνοδεία, και θα προστάξω σε όσους θα έρθουν να δείξουν όλον τους το ζήλο και να σας βοηθήσουν να απαλλάξετε τη χώρα από το θεριό».
[1.37.1]ταῦτα ἀμείψατο. ἀποχρεωμένων δὲ τούτοισι τῶν Μυσῶν ἐπεσέρχεται ὁ τοῦ Κροίσου παῖς ἀκηκοὼς τῶν ἐδέοντο οἱ Μυσοί. οὐ φαμένου δὲ τοῦ Κροίσου τόν γε παῖδά σφι συμπέμψειν λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ νεηνίης τάδε·Αυτή ήταν η απάντηση του Κροίσου, και οι Μυσοί φαίνονταν ευχαριστημένοι, όταν ξαφνικά έρχεται μέσα ο γιος του Κροίσου, που είχε ακούσει τί ζητούσαν οι Μυσοί. Και όπως ο Κροίσος αρνιόταν να στείλει το γιο του μαζί τους, ο νέος τού λέει:
[1.37.2]Ὦ πάτερ, τὰ κάλλιστα πρότερόν κοτε καὶ γενναιότατα ἡμῖν ἦν ἔς τε πολέμους καὶ ἐς ἄγρας φοιτέοντας εὐδοκιμέειν. νῦν δὲ ἀμφοτέρων με τούτων ἀποκληίσας ἔχεις, οὔτε τινὰ δειλίην μοι παριδὼν οὔτε ἀθυμίην. νῦν τε τέοισί με χρὴ ὄμμασι ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς φοιτέοντα φαίνεσθαι;«Μπορούσαμε άλλοτε, πατέρα, να χαιρόμαστε την πιο ωραία, την πιο γενναία φήμη, πηγαίνοντας στον πόλεμο και στο κυνήγι. Τώρα όμως και από τα δύο με κρατάς μακριά, ενώ δε νομίζω πως είδες να έδειξα δειλία σε κάτι ή δισταγμό. Τώρα με τί μάτια, πες μου, θα δω τον κόσμο, όταν πηγαίνω και επιστρέφω από την αγορά;
[1.37.3]κοῖος μέν τις τοῖσι πολιήτῃσι δόξω εἶναι, κοῖος δέ τις τῇ νεογάμῳ γυναικί; κοίῳ δὲ ἐκείνη δόξει ἀνδρὶ συνοικέειν; ἐμὲ ὦν σὺ ἢ μέθες ἰέναι ἐπὶ τὴν θήρην, ἢ λόγῳ ἀνάπεισον ὅκως μοι ἀμείνω ἐστὶ ταῦτα οὕτω ποιεόμενα.Τί θα πουν για μένα οι συμπολίτες μου κι η νιόπαντρη γυναίκα μου; Τί λογής άντρα θα στοχαστεί εκείνη ότι έχει δίπλα της; Ή άσε με λοιπόν, πατέρα, να πάω στο κυνήγι ή με τα λόγια σου μετάπεισέ με πως είναι καλύτερα για μένα έτσι όπως γίνεται».
[1.38.1]ἀμείβεται Κροῖσος τοῖσδε· Ὦ παῖ, οὔτε δειλίην οὔτε ἄλλο οὐδὲν ἄχαρι παριδών τοι ποιέω ταῦτα, ἀλλά μοι ὄψις ὀνείρου ἐν τῷ ὕπνῳ ἐπιστᾶσα ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι, ὑπὸ γὰρ αἰχμῆς σιδηρέης ἀπολέεσθαι.Του αποκρίνεται ο Κροίσος: «Παιδί μου, ούτε δειλία σού καταλογίζω ούτε τίποτε άλλο άπρεπο, και κάνω ό,τι κάνω· αλλά ένα ονειροφάντασμα ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε πως λίγες είναι οι μέρες σου, γιατί θα σε αφανίσει μια σιδερένια αιχμή.
[1.38.2]πρὸς ὦν τὴν ὄψιν ταύτην τόν τε γάμον τοι τοῦτον ἔσπευσα καὶ ἐπὶ τὰ παραλαμβανόμενα οὐκ ἀποπέμπω, φυλακὴν ἔχων, εἴ κως δυναίμην ἐπὶ τῆς ἐμῆς σε ζόης διακλέψαι. εἷς γάρ μοι μοῦνος τυγχάνεις ἐὼν παῖς· τὸν γὰρ δὴ ἕτερον, διεφθαρμένον [τὴν ἀκοήν] οὐκ εἶναί μοι λογίζομαι.Μπροστά λοιπόν σ᾽ αυτό το όνειρο, και το γάμο σου βιάστηκα να κάνω και δε σε αφήνω να πας σ᾽ αυτή την επιχείρηση, θέλοντας να σε προστατεύσω, μήπως και το μπορέσω, όσο ζω, να σε ξεκλέψω του θανάτου. Γιατί το ξέρεις, μου είσαι μοναχοπαίδι — τον άλλο, έτσι σακάτης που είναι, πες πως δεν τον έχω».
[1.39.1]ἀμείβεται ὁ νεηνίης τοῖσδε· Συγγνώμη μὲν ὦ πάτερ τοι, ἰδόντι γε ὄψιν τοιαύτην, περὶ ἐμὲ φυλακὴν ἔχειν· τὸ δὲ οὐ μανθάνεις, ἀλλὰ λέληθέ σε τὸ ὄνειρον, ἐμέ τοι δίκαιόν ἐστι φράζειν.Αποκρίνεται ο νέος μ᾽ αυτά τα λόγια: «Έχεις δίκιο, πατέρα, ύστερα από ένα τέτοιο όνειρο, να με προσέχεις έτσι. Όμως αυτό που δεν καταλαβαίνεις, ένα σημείο του ονείρου που σου ξεφεύγει, αυτό ας μου συγχωρεθεί να σου το πω εγώ.
[1.39.2]φής τοι τὸ ὄνειρον ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης φάναι ἐμὲ τελευτήσειν· ὑὸς δὲ κοῖαι μέν εἰσι χεῖρες, κοίη δὲ αἰχμὴ σιδηρέη, τὴν σὺ φοβέαι; εἰ μὲν γὰρ ὑπὸ ὀδόντος τοι εἶπε τελευτήσειν με ἢ ἄλλου τευ ὅ τι τούτῳ οἶκε, χρῆν δή σε ποιέειν τὰ ποιέεις· νῦν δὲ ὑπὸ αἰχμῆς. ἐπείτε ὦν οὐ πρὸς ἄνδρας ἡμῖν γίνεται ἡ μάχη, μέθες με.Λες ότι το όνειρο είπε πως σιδερένια αιχμή θα με σκοτώσει. Όμως του κάπρου πού είναι τα χέρια, πού η σιδερένια του αιχμή που εσύ φοβάσαι; Αν έλεγε βέβαια πως θα πεθάνω από δόντι ή από τίποτε άλλο παρόμοιο, θα είχες δίκιο να κάνεις ό,τι κάνεις. Όμως τώρα μίλησε για σιδερένια αιχμή. Αφού λοιπόν δεν πρόκειται για μάχη με άνδρες, άφησέ με να πάω».
[1.40.1]ἀμείβεται Κροῖσος· Ὦ παῖ, ἔστι τῇ με νικᾷς γνώμην ἀποφαίνων περὶ τοῦ ἐνυπνίου· ὡς ὦν νενικημένος ὑπὸ σέο μεταγινώσκω μετίημί τέ σε ἰέναι ἐπὶ τὴν ἄγρην.Απαντά ο Κροίσος: «Παιδί μου, βρήκες τον τρόπο να με νικήσεις με την εξήγηση που έδωσες στο όνειρο. Λοιπόν, νικημένος από σένα, αλλάζω γνώμη και σ᾽ αφήνω να πας στο κυνήγι».
[1.41.1]εἴπας δὲ ταῦτα ὁ Κροῖσος μεταπέμπεται τὸν Φρύγα Ἄδρηστον, ἀπικομένῳ δέ οἱ λέγει τάδε· Ἄδρηστε, ἐγώ σε συμφορῇ πεπληγμένον ἀχάριτι, τήν τοι οὐκ ὀνειδίζω, ἐκάθηρα καὶ οἰκίοισι ὑποδεξάμενος ἔχω παρέχων πᾶσαν δαπάνην·Έκλεισε τη συζήτηση ο Κροίσος, και στέλνει και φωνάζει τον φρύγα Άδραστο και, όταν εκείνος έφτασε, του λέει: «Άδραστε, εγώ, όταν σε χτύπησε μια συμφορά αχάριστη (δε σε κατηγορώ γι᾽ αυτό), σε εξάγνισα, σε δέχτηκα στο σπίτι μου και σου τα δίνω όλα για να ζεις.
[1.41.2]νῦν ὦν, ὀφείλεις γὰρ ἐμεῦ προποιήσαντος χρηστὰ ἐς σὲ χρηστοῖσί με ἀμείβεσθαι, φύλακα παιδός σε τοῦ ἐμοῦ χρηίζω γενέσθαι ἐς ἄγρην ὁρμωμένου, μή τινες κατ᾽ ὁδὸν κλῶπες κακοῦργοι ἐπὶ δηλήσι φανέωσι ὑμῖν.Τώρα λοιπόν —γιατί αφού εγώ σου έκανα πρώτος το καλό, πρέπει και συ να με ανταμείψεις με καλό— σε χρειάζομαι να γίνεις φύλακας του παιδιού μου, που ξεκινά για το κυνήγι, μη και σας απαντήσουν κακούργοι κλέφτες και σας κάνουν κακό.
[1.41.3]πρὸς δὲ τούτῳ καὶ σέ τοι χρεόν ἐστι ἰέναι ἔνθα ἀπολαμπρυνέαι τοῖσι ἔργοισι· πατρώιόν τε γάρ τοί ἐστι καὶ προσέτι ῥώμη ὑπάρχει.Εξάλλου πρέπει και συ να βγεις όπου με τα έργα σου θα έδειχνες την αξία σου· αυτό σού είναι πατροπαράδοτη κληρονομιά και δε σου λείπει φυσικά κι η δύναμη».
[1.42.1]ἀμείβεται ὁ Ἄδρηστος· Ὦ βασιλεῦ, ἄλλως μὲν ἔγωγε ἂν οὐκ ἤια ἐς ἄεθλον τοιόνδε· οὔτε γὰρ συμφορῇ τοιῇδε κεχρημένον οἰκός ἐστι ἐς ὁμήλικας εὖ πρήσσοντας ἰέναι, οὔτε τὸ βούλεσθαι πάρα, πολλαχῇ τε ἂν ἶσχον ἐμεωυτόν.Ο Άδραστος αποκρίνεται: «Βασιλιά μου, σε άλλη περίσταση εγώ δε θα πήγαινα σε έναν τέτοιο αγώνα. Γιατί ούτε με τη συμφορά που με βαραίνει ταιριάζει να μπαίνω σε κύκλο συνομηλίκων μου που είναι ευτυχισμένοι, ούτε και η διάθεση υπάρχει, και θα είχα πολλούς λόγους να κρατηθώ.
[1.42.2]νῦν δέ, ἐπείτε σὺ σπεύδεις καὶ δεῖ τοι χαρίζεσθαι (ὀφείλω γάρ σε ἀμείβεσθαι χρηστοῖσι), ποιέειν εἰμὶ ἕτοιμος ταῦτα, παῖδά τε σόν, τὸν διακελεύεαι φυλάσσειν, ἀπήμονα τοῦ φυλάσσοντος εἵνεκεν προσδόκα τοι ἀπονοστήσειν.Τώρα όμως που συ με παρακινείς και πρέπει να σου κάνω τη χάρη (γιατί έχω χρέος να σε ανταμείψω με καλό), είμαι έτοιμος για ό,τι ζητάς: και το παιδί σου που παραγγέλλεις να προσέχω, πρόσμενέ το πίσω να γυρίσει γερό, όσο τουλάχιστον εξαρτάται από το φύλακά του».
[1.43.1]τοιούτοισι ἐπείτε οὗτος ἀμείψατο Κροῖσον, ἤισαν μετὰ ταῦτα ἐξηρτυμένοι λογάσι τε νεηνίῃσι καὶ κυσί. ἀπικόμενοι δὲ ἐς τὸν Ὄλυμπον τὸ ὄρος ἐζήτεον τὸ θηρίον, εὑρόντες δὲ καὶ περιστάντες αὐτὸ κύκλῳ ἐσηκόντιζον.Με αυτά τα λόγια αποκρίθηκε ο Άδραστος στον Κροίσο, κι ύστερα ξεκίνησαν συντροφεμένοι από ξεχωριστά παλικάρια και λαγωνικά. Σαν έφτασαν στο όρος του Ολύμπου, έψαχναν για το θεριό, και όταν το βρήκαν, στάθηκαν ένα γύρο και του έριχναν τα ακόντια στη μέση.
[1.43.2]ἔνθα δὴ ὁ ξεῖνος, οὗτος δὴ ὁ καθαρθεὶς τὸν φόνον, καλεόμενος δὲ Ἄδρηστος, ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῦ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῦ Κροίσου παιδός.Τότε λοιπόν ο ξένος, αυτός ο εξαγνισμένος από το φονικό που το όνομά του ήταν Άδραστος, έριξε το κοντάρι του στον κάπρο — κι αυτού ξαστόχησε, πετυχαίνει όμως το γιο του Κροίσου.
[1.43.3]ὁ μὲν δὴ βληθεὶς τῇ αἰχμῇ ἐξέπλησε τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην, ἔθεε δέ τις ἀγγελέων τῷ Κροίσῳ τὸ γεγονός, ἀπικόμενος δὲ ἐς τὰς Σάρδις τήν τε μάχην καὶ τὸν τοῦ παιδὸς μόρον ἐσήμηνέ οἱ.Χτυπημένος ο νέος από σιδερένια αιχμή ξεπλήρωσε τον λόγο του ονείρου, ενώ κάποιος έτρεχε να αναγγείλει το γεγονός στον Κροίσο, και σαν έφτασε στις Σάρδεις, του φανέρωσε το χτύπημα και το θάνατο του παιδιού του.
[1.44.1]ὁ δὲ Κροῖσος τῷ θανάτῳ τοῦ παιδὸς συντεταραγμένος μᾶλλόν τι ἐδεινολογέετο ὅτι μιν ἀπέκτεινε τὸν αὐτὸς φόνου ἐκάθηρε.Και ο Κροίσος συντριμμένος από το θάνατο του γιου του, χτυπιόταν ακόμη πιο πολύ, που το γιο του τον σκότωσε εκείνος που ο ίδιος εξάγνισε από φονικό.
[1.44.2]περιημεκτέων δὲ τῇ συμφορῇ δεινῶς ἐκάλεε μὲν Δία καθάρσιον, μαρτυρόμενος τὰ ὑπὸ τοῦ ξείνου πεπονθὼς εἴη, ἐκάλεε δὲ ἐπίστιόν τε καὶ ἑταιρήιον, τὸν αὐτὸν τοῦτον ὀνομάζων θεόν, τὸν μὲν ἐπίστιον καλέων, διότι δὴ οἰκίοισι ὑποδεξάμενος τὸν ξεῖνον φονέα τοῦ παιδὸς ἐλάνθανε βόσκων, τὸν δὲ ἑταιρήιον, ὡς φύλακα συμπέμψας αὐτὸν εὑρήκοι πολεμιώτατον.Μέσα στον σκληρό πόνο που του έφερνε η συμφορά του, καλούσε μάρτυρα το Δία, ως θεό της κάθαρσης, για όσα έπαθε από τον ξένο, καλούσε τον προστάτη του σπιτιού και της φιλίας, ονομάζοντας τον ίδιο πάλι θεό· τον προστάτη του σπιτιού, γιατί μέσα στο σπίτι του δέχτηκε τον ξένο και δίχως να το ξέρει έτρεφε το φονιά του παιδιού του· το θεό της φιλίας, γιατί μόλο που τον έστειλε ως φύλακα του γιου του, του βγήκε ο χειρότερος εχθρός.
[1.45.1]παρῆσαν δὲ μετὰ τοῦτο οἱ Λυδοὶ φέροντες τὸν νεκρόν, ὄπισθε δὲ εἵπετό οἱ ὁ φονεύς. στὰς δὲ οὗτος πρὸ τοῦ νεκροῦ παρεδίδου ἑωυτὸν Κροίσῳ προτείνων τὰς χεῖρας, ἐπικατασφάξαι μιν κελεύων τῷ νεκρῷ, λέγων τήν τε προτέρην ἑωυτοῦ συμφορήν, καὶ ὡς ἐπ᾽ ἐκείνῃ τὸν καθήραντα ἀπολωλεκὼς εἴη, οὐδέ οἱ εἴη βιώσιμον.Σε λίγο φάνηκαν και οι Λυδοί κρατώντας στα χέρια τους τον νεκρό, ενώ από πίσω ακολουθούσε ο φονιάς. Στάθηκε μπρος από το νεκρό σώμα και πρόσφερνε τον εαυτό του στον Κροίσο, τείνοντάς του τα χέρια, και τον παρακαλούσε να τον σφάξει πάνω στον νεκρό, ενώ ταυτόχρονα μνημόνευε και την πρώτη του συμφορά και πλάι σ᾽ εκείνη πως αφάνισε τον άνθρωπο που τον εξάγνισε, και έτσι η ζωή του έγινε αβάσταχτη.
[1.45.2]Κροῖσος δὲ τούτων ἀκούσας τόν τε Ἄδρηστον κατοικτίρει, καίπερ ἐὼν ἐν κακῷ οἰκηίῳ τοσούτῳ, καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· Ἔχω, ὦ ξεῖνε, παρὰ σεῦ πᾶσαν τὴν δίκην, ἐπειδὴ σεωυτοῦ καταδικάζεις θάνατον. εἶς δὲ οὐ σύ μοι τοῦδε τοῦ κακοῦ αἴτιος, εἰ μὴ ὅσον ἀέκων ἐξεργάσαο, ἀλλὰ θεῶν κού τις, ὅς μοι καὶ πάλαι προεσήμαινε τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι.Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Κροίσος συμπονεί τον Άδραστο, κι ας ήταν βυθισμένος ο ίδιος στη δική του τόσο μεγάλη συμφορά, και του λέει: «Ξένε, έχω από σένα όλη τη δικαιοσύνη, αφού ο ίδιος καταδικάζεις τον εαυτό σου σε θάνατο. Δεν είσαι εσύ αυτής της συμφοράς μου ο αίτιος, παρά όσο άθελά σου έγινες όργανό της, αλλά θαρρώ κάποιος από τους θεούς, που από καιρό μού φανέρωσε τί μου έμελλε να πάθω».
[1.45.3]Κροῖσος μέν νυν ἔθαψε, ὡς οἰκὸς ἦν, τὸν ἑωυτοῦ παῖδα· Ἄδρηστος δὲ ὁ Γορδίεω τοῦ Μίδεω, οὗτος δὴ ὁ φονεὺς μὲν τοῦ ἑωυτοῦ ἀδελφεοῦ γενόμενος, φονεὺς δὲ τοῦ καθήραντος, ἐπείτε ἡσυχίη τῶν ἀνθρώπων ἐγένετο περὶ τὸ σῆμα, συγγινωσκόμενος ἀνθρώπων εἶναι τῶν αὐτὸς ᾔδεε βαρυσυμφορώτατος, ἐπικατασφάζει τῷ τύμβῳ ἑωυτόν.Ο Κροίσος λοιπόν έθαψε, όπως ταίριαζε, το γιο του. Όμως ο Άδραστος, ο γιος του Γορδία, γιου του Μίδα, αυτός που στάθηκε φονιάς του αδελφού του και φονιάς αυτού που τον εξάγνισε, όταν σκόρπισαν όλοι και έγινε ησυχία γύρω από το μνήμα, μέσα στη συναίσθησή του ότι είναι, από τους ανθρώπους που γνώρισε ο ίδιος στη ζωή του, ο πιο συφοριασμένος, σφάζεται πάνω στον τάφο μόνος του.
[1.46.1]Κροῖσος δὲ ἐπὶ δύο ἔτεα ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο τοῦ παιδὸς ἐστερημένος· μετὰ δὲ ἡ Ἀστυάγεος τοῦ Κυαξάρεω ἡγεμονίη καταιρεθεῖσα ὑπὸ Κύρου τοῦ Καμβύσεω καὶ τὰ τῶν Περσέων πρήγματα αὐξανόμενα πένθεος μὲν Κροῖσον ἀπέπαυσε, ἐνέβησε δὲ ἐς φροντίδα, εἴ κως δύναιτο, πρὶν μεγάλους γενέσθαι τοὺς Πέρσας, καταλαβεῖν αὐτῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν.Ο Κροίσος δύο ολόκληρα χρόνια έμεινε άπρακτος μέσα σε μεγάλο πένθος για το χαμό του παιδιού του. Ύστερα όμως η ηγεμονία του Αστυάγη, γιου του Κυαξάρη, που την αφάνισε ο Κύρος, γιος του Καμβύση, και τα περσικά πράγματα, που όλο και πήγαιναν μπροστά, έβαλαν τέλος στο πένθος του και τον έκαναν να σκεφτεί μήπως μπορούσε, πριν γίνουν μεγάλοι οι Πέρσες, να σταματήσει τη δύναμή τους πάνω στην αύξησή της.
[1.46.2]μετὰ ὦν τὴν διάνοιαν ταύτην αὐτίκα ἀπεπειρᾶτο τῶν μαντηίων τῶν τε ἐν Ἕλλησι καὶ τοῦ ἐν Λιβύῃ, διαπέμψας ἄλλους ἄλλῃ, τοὺς μὲν ἐς Δελφοὺς ἰέναι, τοὺς δὲ ἐς Ἄβας τὰς Φωκέων, τοὺς δὲ ἐς Δωδώνην· οἱ δέ τινες ἐπέμποντο παρά τε Ἀμφιάρεων καὶ παρὰ Τροφώνιον, οἱ δὲ τῆς Μιλησίης ἐς Βραγχίδας·Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό του ζήτησε αμέσως να δοκιμάσει τα ελληνικά μαντεία κι αυτό που ήταν στη Λιβύη, και έστειλε ανθρώπους του άλλους αλλού: Μερικούς να πάνε στους Δελφούς, κάποιους στις Άβες της Φωκίδος κι άλλους στη Δωδώνη· μερικοί να τραβήξουν για το ιερό του Αμφιάραου και του Τροφώνιου, και άλλοι για τις Βραγχίδες της χώρας των Μιλησίων.
[1.46.3]ταῦτα μέν νυν τὰ Ἑλληνικὰ μαντήια ἐς τὰ ἀπέπεμψε μαντευσόμενος Κροῖσος· Λιβύης δὲ παρὰ Ἄμμωνα ἀπέστειλε ἄλλους χρησομένους. διέπεμπε δὲ πειρώμενος τῶν μαντηίων ὅ τι φρονέοιεν, ὡς εἰ φρονέοντα τὴν ἀληθείην εὑρεθείη, ἐπείρηταί σφεα δεύτερα πέμπων εἰ ἐπιχειρέοι ἐπὶ Πέρσας στρατεύεσθαι.Αυτά είναι τα ελληνικά μαντεία, όπου ο Κροίσος έστειλε ανθρώπους του για να πάρει χρησμό. Στη Λιβύη ήταν το ιερό του Άμμωνα, όπου πήγαν αποσταλμένοι του να ρωτήσουν για λογαριασμό του. Ο λόγος που έστελνε ο Κροίσος ανθρώπους του σ᾽ αυτά τα μέρη ήταν που ήθελε να δοκιμάσει τα μαντεία πόσο σοφά ήταν, με την ιδέα πως αν βρεθεί να ξέρουν την αλήθεια, τότε να έστελνε για δεύτερη φορά και να ρωτήσει αν έπρεπε να επιχειρήσει εκστρατεία εναντίον των Περσών.
[1.47.1]ἐντειλάμενος δὲ τοῖσι Λυδοῖσι τάδε ἀπέπεμπε ἐς τὴν διάπειραν τῶν χρηστηρίων, ἀπ᾽ ἧς ἂν ἡμέρης ὁρμηθέωσι ἐκ Σαρδίων, ἀπὸ ταύτης ἡμερολογέοντας τὸν λοιπὸν χρόνον ἑκατοστῇ ἡμέρῃ χρᾶσθαι τοῖσι χρηστηρίοισι, ἐπειρωτῶντας ὅ τι ποιέων τυγχάνοι ὁ Λυδῶν βασιλεὺς Κροῖσος ὁ Ἀλυάττεω· ἅσσα δ᾽ ἂν ἕκαστα τῶν χρηστηρίων θεσπίσῃ, συγγραψαμένους ἀναφέρειν παρ᾽ ἑωυτόν.Νά με ποιά εντολή έστελνε τους Λυδούς για τη δοκιμασία αυτή των χρηστηρίων: από την ημέρα που θα ξεκινούσαν από τις Σάρδεις, από αυτή λογαριάζοντας του λοιπού τις μέρες, στην εκατοστή να ζητήσουν χρησμό από τα μαντεία, ρωτώντας τί ακριβώς κάνει τότε ο βασιλιάς των Λυδών, ο Κροίσος, ο γιος του Αλυάττη. Κι ό,τι μαντεύσει καθένα από τα χρηστήρια, να ζητήσουν να τους το γράψουν και να το αναφέρουν στον ίδιο.
[1.47.2]ὅ τι μέν νυν τὰ λοιπὰ τῶν χρηστηρίων ἐθέσπισε, οὐ λέγεται πρὸς οὐδαμῶν· ἐν δὲ Δελφοῖσι ὡς ἐσῆλθον τάχιστα ἐς τὸ μέγαρον οἱ Λυδοὶ χρησόμενοι τῷ θεῷ καὶ ἐπειρώτων τὸ ἐντεταλμένον, ἡ Πυθίη ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε·Τί μάντεψαν λοιπόν τα χρηστήρια κανείς δεν ξέρει να το πει. Στους Δελφούς όμως, ευθύς ως οι Λυδοί μπήκαν στο άδυτο για να ζητήσουν από το θεό χρησμό και έκαναν την ερώτησή τους σύμφωνα με την εντολή που είχαν, η Πυθία σε εξάμετρο λέγει τα ακόλουθα:
[1.47.3]οἶδα δ᾽ ἐγὼ ψάμμου τ᾽ ἀριθμὸν καὶ μέτρα θαλάσσης,
καὶ κωφοῦ συνίημι καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω.
ὀδμή μ᾽ ἐς φρένας ἦλθε κραταιρίνοιο χελώνης
ἑψομένης ἐν χαλκῷ ἅμ᾽ ἀρνείοισι κρέεσσιν,
ᾗ χαλκὸς μὲν ὑπέστρωται, χαλκὸν δ᾽ ἐπίεσται.
Ηξεύρω εγώ τον αριθμόν της άμμου και τα μέτρα της θαλάσσης.
Νοώ τον βουβόν και τον ακούω, χωρίς να ομιλεί.
Ήλθεν εις τας αισθήσεις μου οσμή σκληροδέρμου χελώνης,
η οποία βράζει ομού με αρνίσια κρέατα εις χάλκινον αγγείον.
Υποκάτω αυτής είναι χαλκός και άνωθεν πάλιν χαλκός.
[1.48.1]ταῦτα οἱ Λυδοὶ θεσπισάσης τῆς Πυθίης συγγραψάμενοι οἴχοντο ἀπιόντες ἐς τὰς Σάρδις. ὡς δὲ καὶ ὧλλοι οἱ περιπεμφθέντες παρῆσαν φέροντες τοὺς χρησμούς, ἐνθαῦτα ὁ Κροῖσος ἕκαστα ἀναπτύσσων ἐπώρα τῶν συγγραμμάτων. τῶν μὲν δὴ οὐδὲν προσίετό μιν· ὁ δὲ ὡς τὸ ἐκ Δελφῶν ἤκουσε, αὐτίκα προσεύχετό τε καὶ προσεδέξατο, νομίσας μοῦνον εἶναι μαντήιον τὸ ἐν Δελφοῖσι, ὅτι οἱ ἐξευρήκεε τὰ αὐτὸς ἐποίησε.Αυτά σα μάντεψε η Πυθία, οι Λυδοί τα κατέγραψαν και ύστερα σηκώθηκαν και έφυγαν για τις Σάρδεις. Όταν έφτασαν εκεί από τα διάφορα μέρη και οι άλλοι αποσταλμένοι, φέρνοντας μαζί τους τους χρησμούς, τότε ο Κροίσος άνοιγε ένα προς ένα τα γραφτά τους και εξέταζε τί έλεγαν. Από τα άλλα κανένα δεν τον σταμάτησε· ευθύς όμως ως άκουσε τί έλεγε ο δελφικός χρησμός, αμέσως προσκύνησε και παραδέχτηκε την αλήθεια του, έτσι που πείστηκε πως μόνο αληθινό μαντείο είναι των Δελφών, αφού του βρήκε τί έκανε αυτός.
[1.48.2]ἐπείτε γὰρ δὴ διέπεμψε παρὰ τὰ χρηστήρια τοὺς θεοπρόπους, φυλάξας τὴν κυρίην τῶν ἡμερέων ἐμηχανᾶτο τοιάδε· ἐπινοήσας τὰ ἦν ἀμήχανον ἐξευρεῖν τε καὶ ἐπιφράσασθαι, χελώνην καὶ ἄρνα κατακόψας ὁμοῦ ἥψεε αὐτὸς ἐν λέβητι χαλκέῳ χάλκεον ἐπίθημα ἐπιθείς.Γιατί σαν σκόρπισε ο Κροίσος στα διάφορα μαντεία τους ανθρώπους του για να ρωτήσουν το θεό, φύλαξε την ορισμένη μέρα και νά τί μηχανεύτηκε· σκέφτηκε πράγμα που ήταν αδύνατο να το βρει κανείς και να το βάλει ο νους του: έκοψε σε κομμάτια μια χελώνα και ένα αρνί και τα έβαλε ο ίδιος να βράσουν μαζί σε χάλκινο λεβέτι που το αποσκέπασε με χάλκινο καπάκι.
[1.49.1]τὰ μὲν δὴ ἐκ Δελφῶν οὕτω τῷ Κροίσῳ ἐχρήσθη· κατὰ δὲ τὴν Ἀμφιάρεω τοῦ μαντηίου ὑπόκρισιν οὐκ ἔχω εἰπεῖν ὅ τι τοῖσι Λυδοῖσι ἔχρησε ποιήσασι περὶ τὸ ἱρὸν τὰ νομιζόμενα (οὐ γὰρ ὦν οὐδὲ τοῦτο λέγεται) ἄλλο γε ἢ ὅτι καὶ τοῦτον ἐνόμισε μαντήιον ἀψευδὲς ἐκτῆσθαι.Από τους Δελφούς αυτός ο χρησμός δόθηκε στον Κροίσο. Για την απάντηση που έδωκε το μαντείο του Αμφιάραου, δεν ξέρω να πω τί χρησμοδότησε στους Λυδούς, όταν επιτέλεσαν τα νόμιμα γύρω από το ιερό (γιατί ούτε κι αυτός ο χρησμός παραδίδεται)· τίποτε άλλο σχετικά δεν έχω να πω, παρά ότι ο Κροίσος έκρινε πως και του Αμφιάραου το μαντείο λέει την αλήθεια.
[1.50.1]μετὰ δὲ ταῦτα θυσίῃσι μεγάλῃσι τὸν ἐν Δελφοῖσι θεὸν ἱλάσκετο· κτήνεά τε γὰρ τὰ θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε, κλίνας τε ἐπιχρύσους καὶ ἐπαργύρους καὶ φιάλας χρυσέας καὶ εἵματα πορφύρεα καὶ κιθῶνας νήσας πυρὴν μεγάλην κατέκαιε, ἐλπίζων τὸν θεὸν μᾶλλόν τι τούτοισι ἀνακτήσεσθαι· Λυδοῖσί τε πᾶσι προεῖπε θύειν πάντα τινὰ αὐτῶν τοῦτο ὅ τι ἔχοι ἕκαστος.Ύστερα από αυτά ο Κροίσος θέλησε με μεγάλες θυσίες να κερδίσει με το μέρος του το θεό των Δελφών. Θυσίασε λοιπόν ζωντανά, τρεις χιλιάδες από κάθε είδους σφάγια, μάζεψε σε σωρό κρεβάτια επίχρυσα και επάργυρα, χρυσά ποτήρια, ρούχα πορφυρά και χιτώνες, και άναψε με αυτά φωτιά μεγάλη και τα έκαιε, ελπίζοντας πως έτσι θα κερδίσει ευκολότερα την εύνοια του θεού. Μα και σε όλους τους Λυδούς παράγγειλε να προσφέρουν όλοι ανεξαιρέτως κάτι πολύτιμο για την πυρά, καθένας τους ό,τι είχε.
[1.50.2]ὡς δὲ ἐκ τῆς θυσίης ἐγένετο, καταχεάμενος χρυσὸν ἄπλετον ἡμιπλίνθια ἐξ αὐτοῦ ἐξήλαυνε, ἐπὶ μὲν τὰ μακρότερα ποιέων ἑξαπάλαστα, ἐπὶ δὲ τὰ βραχύτερα τριπάλαστα, ὕψος δὲ παλαιστιαῖα, ἀριθμὸν δὲ ἑπτακαίδεκα καὶ ἑκατόν, καὶ τούτων ἀπέφθου χρυσοῦ τέσσερα, τρίτον ἡμιτάλαντον ἕκαστον ἕλκοντα, τὰ δὲ ἄλλα ἡμιπλίνθια λευκοῦ χρυσοῦ, σταθμὸν διτάλαντα.Αμέσως μετά τη θυσία είπε και έλιωσαν πάρα πολύ χρυσάφι και έκανε από αυτό μισά πλιθιά, που ήταν το μήκος του έξι παλάμες, το πλάτος τους τρεις, το ύψος τους μια παλάμη, εκατόν δέκα επτά τον αριθμό. Από αυτά τέσσερα ήταν από καθαρό χρυσάφι που το καθένα τους ζύγιζε δυόμισι τάλαντα, τα άλλα ήταν από μίγμα χρυσού και αργύρου και ζύγιζαν δύο τάλαντα.
[1.50.3]ἐποιέετο δὲ καὶ λέοντος εἰκόνα χρυσοῦ ἀπέφθου, ἕλκουσαν σταθμὸν τάλαντα δέκα. οὗτος ὁ λέων, ἐπείτε κατεκαίετο ὁ ἐν Δελφοῖσι νηός, κατέπεσε ἀπὸ τῶν ἡμιπλινθίων (ἐπὶ γὰρ τούτοισι ἵδρυτο) καὶ νῦν κεῖται ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ, ἕλκων σταθμὸν ἕβδομον ἡμιτάλαντον· ἀπετάκη γὰρ αὐτοῦ τέταρτον ἡμιτάλαντον.Είπε ακόμη ο Κροίσος και έφτιασαν ομοίωμα ενός λιονταριού από καθαρό χρυσάφι, που ζύγιζε δέκα τάλαντα. Αυτό το λιοντάρι μετά την πυρπόληση του ναού στους Δελφούς, έπεσε πάνω από τα μισά πλιθιά (γιατί εκεί επάνω ήταν στημένο) και τώρα βρίσκεται στο θησαυρό των Κορινθίων και ζυγίζει εξίμισι τάλαντα· γιατί έλιωσαν από το χρυσάφι του τρεισήμισι τάλαντα.
[1.51.1]ἐπιτελέσας δὲ ὁ Κροῖσος ταῦτα ἀπέπεμπε ἐς Δελφοὺς καὶ τάδε ἄλλα ἅμα τοῖσι· κρητῆρας δύο μεγάθεϊ μεγάλους, χρύσεον καὶ ἀργύρεον, τῶν ὁ μὲν χρύσεος ἔκειτο ἐπὶ δεξιὰ ἐσιόντι ἐς τὸν νηόν, ὁ δὲ ἀργύρεος ἐπ᾽ ἀριστερά.Όταν τα αποτέλειωσε αυτά ο Κροίσος, τα έστειλε στους Δελφούς και μαζί τους και άλλα, τα εξής: δύο πελώριους κρατήρες, έναν χρυσό και έναν από ασήμι, που ο χρυσός ήταν στημένος μπαίνοντας στο ναό στα δεξιά, ενώ ο ασημένιος στα αριστερά.
[1.51.2]μετεκινήθησαν δὲ καὶ οὗτοι ὑπὸ τὸν νηὸν κατακαέντα, καὶ ὁ μὲν χρύσεος κεῖται ἐν τῷ Κλαζομενίων θησαυρῷ, ἕλκων σταθμὸν εἴνατον ἡμιτάλαντον καὶ ἔτι δυώδεκα μνέας, ὁ δὲ ἀργύρεος ἐπὶ τοῦ προνηΐου τῆς γωνίης, χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους· ἐπικίρναται γὰρ ὑπὸ Δελφῶν Θεοφανίοισι.Μετακινήθηκαν όμως κι αυτοί τότε που πυρπολήθηκε ο ναός, και ο χρυσός κρατήρας βρίσκεται τώρα στο θησαυρό των Κλαζομενίων ζυγίζοντας οκτώμισι τάλαντα και δώδεκα μνες, ενώ ο ασημένιος στη γωνιά του πρόναου, και χωρά εξακόσιους αμφορείς· μέσα σ᾽ αυτόν ανακατεύουν στους Δελφούς το κρασί με νερό στη γιορτή των Θεοφανίων.
[1.51.3]φασὶ δέ μιν Δελφοὶ Θεοδώρου τοῦ Σαμίου ἔργον εἶναι, καὶ ἐγὼ δοκέω· οὐ γὰρ τὸ συντυχὸν φαίνεταί μοι ἔργον εἶναι. καὶ πίθους τε ἀργυρέους τέσσερας ἀπέπεμψε, οἳ ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ ἑστᾶσι, καὶ περιρραντήρια δύο ἀνέθηκε, χρύσεόν τε καὶ ἀργύρεον, τῶν τῷ χρυσέῳ ἐπιγέγραπται Λακεδαιμονίων φάμενον εἶναι ἀνάθημα, οὐκ ὀρθῶς λέγοντες·Λεν στους Δελφούς πως το έργο είναι του Θεοδώρου από τη Σάμο, και το πιστεύω· γιατί δε νομίζω ότι είναι τυχαίο έργο. Έστειλε ακόμη ο Κροίσος και τέσσερα πιθάρια από ασήμι, που είναι στημένα στο θησαυρό των Κορινθίων, και αφιέρωσε και δύο περιρραντήρια, ένα χρυσό και ένα ασημένιο· στο χρυσό υπάρχει επιγραφή που λέει πως πρόκειται για ανάθημα των Λακεδαιμονίων — δεν είναι αλήθεια, γιατί κι αυτό είναι του Κροίσου·
[1.51.4]ἔστι γὰρ καὶ τοῦτο Κροίσου, ἐπέγραψε δὲ τῶν τις Δελφῶν Λακεδαιμονίοισι βουλόμενος χαρίζεσθαι, τοῦ ἐπιστάμενος τὸ οὔνομα οὐκ ἐπιμνήσομαι. ἀλλ᾽ ὁ μὲν παῖς, δι᾽ οὗ τῆς χειρὸς ῥέει τὸ ὕδωρ, Λακεδαιμονίων ἐστί, οὐ μέντοι τῶν γε περιρραντηρίων οὐδέτερον.όσο για την επιγραφή, την έγραψε κάποιος στους Δελφούς που ήθελε να κάνει χάρη των Λακεδαιμονίων· ξέρω πολύ καλά το όνομά του, αλλά δε θα το κοινολογήσω. Το νέο αγόρι, που από το χέρι του τρέχει νερό, αυτό ναι είναι των Λακεδαιμονίων, από τα περιρραντήρια όμως κανένα.
[1.51.5]ἄλλα τε ἀναθήματα οὐκ ἐπίσημα πολλὰ ἀπέπεμψε ἅμα τούτοισι ὁ Κροῖσος καὶ χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα, καὶ δὴ καὶ γυναικὸς εἴδωλον χρύσεον τρίπηχυ, τὸ Δελφοὶ τῆς ἀρτοκόπου τῆς Κροίσου εἰκόνα λέγουσι εἶναι. πρὸς δὲ καὶ τῆς ἑωυτοῦ γυναικὸς τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς ἀνέθηκε ὁ Κροῖσος καὶ τὰς ζώνας.Έστειλε μαζί μ᾽ αυτά κι άλλα αναθήματα ο Κροίσος όχι πολύ σπουδαία, και κροντήρια για σπονδές ασημένια με φόρμα κυκλική και ακόμη ένα χρυσό άγαλμα κάποιας γυναίκας, τρεις πήχεις ψηλό, που στους Δελφούς λένε πως είναι ομοίωμα εκείνης που του ζύμωνε το ψωμί. Κοντά σ᾽ αυτά αφιέρωσε ο Κροίσος και της γυναίκας του τα περιδέραια και τις ζώνες της.
[1.52.1]ταῦτα μὲν ἐς Δελφοὺς ἀπέπεμψε, τῷ δὲ Ἀμφιάρεῳ, πυθόμενος αὐτοῦ τήν τε ἀρετὴν καὶ τὴν πάθην, ἀνέθηκε σάκος τε χρύσεον πᾶν ὁμοίως καὶ αἰχμὴν στερεὴν πᾶσαν χρυσέην, τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐὸν ὁμοίως χρύσεον· τὰ ἔτι καὶ ἀμφότερα ἐς ἐμὲ ἦν κείμενα ἐν Θήβῃσι, καὶ Θηβέων ἐν τῷ νηῷ τοῦ Ἰσμηνίου Ἀπόλλωνος.Αυτά έστειλε στους Δελφούς· ενώ στο ιερό του Αμφιάραου, όταν έμαθε την αρετή και τα παθήματά του, αφιέρωσε μια ασπίδα ολόχρυση και ένα δόρυ ατόφια ολόχρυσο, που και το κοντάρι του και η αιχμή του ήταν επίσης από χρυσάφι. Και τα δύο αυτά αφιερώματα βρίσκονταν ακόμη και στα δικά μου χρόνια στη Θήβα, και μάλιστα στο ναό των Θηβαίων τον αφιερωμένο στον Ισμήνιο Απόλλωνα.
[1.53.1]Τοῖσι δὲ ἄγειν μέλλουσι τῶν Λυδῶν ταῦτα τὰ δῶρα ἐς τὰ ἱρὰ ἐνετέλλετο ὁ Κροῖσος ἐπειρωτᾶν τὰ χρηστήρια εἰ στρατεύηται ἐπὶ Πέρσας [Κροῖσος] καὶ εἴ τινα στρατὸν ἀνδρῶν προσθέοιτο φίλον.Πριν φύγουν οι Λυδοί που έμελλε να πάνε τα δώρα σ᾽ αυτά τα ιερά, πήραν εντολή από τον Κροίσο να ρωτήσουν τα χρηστήρια αν πρέπει ο Κροίσος να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών και αν υπήρχε λόγος να αναζητήσει κάπου συμμαχικό στρατό.
[1.53.2]ὡς δὲ ἀπικόμενοι ἐς τὰ ἀπεπέμφθησαν οἱ Λυδοὶ ἀνέθεσαν τὰ ἀναθήματα, ἐχρέωντο τοῖσι χρηστηρίοισι λέγοντες· Κροῖσος ὁ Λυδῶν τε καὶ ἄλλων ἐθνέων βασιλεύς, νομίσας τάδε μαντήια εἶναι μοῦνα ἐν ἀνθρώποισι, ὑμῖν τε ἄξια δῶρα ἔδωκε τῶν ἐξευρημάτων, καὶ νῦν ὑμέας ἐπειρωτᾷ εἰ στρατεύηται ἐπὶ Πέρσας καὶ εἴ τινα στρατὸν ἀνδρῶν προσθέοιτο σύμμαχον.Ευθύς ως έφτασαν οι Λυδοί στον σκοπό τους, αφιέρωσαν τα αναθήματα και γύρευαν χρησμό από τα μαντεία λέγοντας: «Ο Κροίσος, ο βασιλιάς των Λυδών και άλλων λαών, πιστεύοντας πως τα δικά σας μαντεία είναι τα μόνα αληθινά στον κόσμο, σε σας πρόσφερε δώρα άξια των μαντευμάτων σας, και τώρα εσάς πάλι ρωτά αν πρέπει να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών και αν έχει λόγο να αναζητήσει κάπου συμμαχικό στρατό».
[1.53.3]οἱ μὲν ταῦτα ἐπειρώτων, τῶν δὲ μαντηίων ἀμφοτέρων ἐς τὠυτὸ αἱ γνῶμαι συνέδραμον, προλέγουσαι Κροίσῳ, ἢν στρατεύηται ἐπὶ Πέρσας, μεγάλην ἀρχήν μιν καταλύσειν· τοὺς δὲ Ἑλλήνων δυνατωτάτους συνεβούλευόν οἱ ἐξευρόντα φίλους προσθέσθαι.Εκείνοι αυτά ρωτούσαν και οι γνώμες και των δύο μαντείων συνέπεσαν, προλέγοντας στον Κροίσο πως, αν εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, θα αφανίσει μιαν αρχή μεγάλη· και τον συμβούλευαν ακόμη να βρει ανάμεσα στους Έλληνες τους δυνατότερους, για να τους κάνει φίλους.
[1.54.1]ἐπείτε δὲ ἀνενειχθέντα τὰ θεοπρόπια ἐπύθετο ὁ Κροῖσος, ὑπερήσθη τε τοῖσι χρηστηρίοισι, πάγχυ τε ἐλπίσας καταλύσειν τὴν Κύρου βασιληίην πέμψας αὖτις ἐς Πυθὼ Δελφοὺς δωρέεται, πυθόμενος αὐτῶν τὸ πλῆθος, κατ᾽ ἄνδρα δύο στατῆρσι ἕκαστον χρυσοῦ.Όταν οι χρησμοί έφτασαν και τους έμαθε ο Κροίσος, χάρηκε πάρα πολύ με τα μαντεύματα, και έτσι που γέμισε ελπίδα ότι θα καταστρέψει το βασίλειο του Κύρου, στέλνει πάλι ανθρώπους του στην Πυθώ και κάνει δώρα στους ιερείς των Δελφών (αφού πρώτα πληροφορήθηκε τον αριθμό τους), στον καθένα τους δύο στατήρες χρυσό.
[1.54.2]Δελφοὶ δὲ ἀντὶ τούτων ἔδοσαν Κροίσῳ καὶ Λυδοῖσι προμαντηίην καὶ ἀτελείην καὶ προεδρίην καὶ ἐξεῖναι τῷ βουλομένῳ αὐτῶν γίνεσθαι Δελφὸν ἐς τὸν αἰεὶ χρόνον.Και οι Δελφοί σε αντάλλαγμα έδωσαν στον Κροίσο και τους Λυδούς το δικαίωμα να παίρνουν πρώτοι αυτοί χρησμό, να έχουν ατέλεια, πρωτοκαθεδρία στους αγώνες και την άδεια όποιος θέλει να πολιτογραφηθεί Δελφός για πάντα.
[1.55.1]δωρησάμενος δὲ τοὺς Δελφοὺς ὁ Κροῖσος ἐχρηστηριάζετο τὸ τρίτον· ἐπείτε γὰρ δὴ παρέλαβε τοῦ μαντηίου ἀληθείην, ἐνεφορέετο αὐτοῦ. ἐπειρώτα δὲ τάδε χρηστηριαζόμενος, εἴ οἱ πολυχρόνιος ἔσται ἡ μουναρχίη.Μετά από αυτά τα δώρα ζήτησε ο Κροίσος από τους Δελφούς χρησμό για τρίτη φορά. Γιατί από τη στιγμή που το μαντείο τού βρήκε μια φορά την αλήθεια, δεν έλεγε να σταματήσει. Ρωτούσε λοιπόν, ζητώντας χρησμό, αν θα είναι η βασιλεία του πολύχρονη.
[1.55.2]ἡ δὲ Πυθίη οἱ χρᾷ τάδε·
ἀλλ᾽ ὅταν ἡμίονος βασιλεὺς Μήδοισι γένηται,
καὶ τότε, Λυδὲ ποδαβρέ, πολυψήφιδα παρ᾽ Ἕρμον
φεύγειν μηδὲ μένειν, μηδ᾽ αἰδεῖσθαι κακὸς εἶναι.
Και η Πυθία χρησμοδοτεί αυτά:
Όταν γένει στους Μήδους βασιλεύς ημίονος,
τότε, Λυδέ τρυφερόποδε, φεύγε εις τον πολυψήφιδα Έρμον,
μη μένε, μήτ᾽ εντρέπου να φανείς άνανδρος.
[1.56.1]τούτοισι ἐλθοῦσι τοῖσι ἔπεσι ὁ Κροῖσος πολλόν τι μάλιστα πάντων ἥσθη, ἐλπίζων ἡμίονον οὐδαμὰ ἀντ᾽ ἀνδρὸς βασιλεύσειν Μήδων, οὐδ᾽ ὦν αὐτὸς οὐδ᾽ οἱ ἐξ αὐτοῦ παύσεσθαί κοτε τῆς ἀρχῆς. μετὰ δὲ ταῦτα ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων δυνατωτάτους ἐόντας προσκτήσαιτο φίλους.Όταν έφτασε και αυτή η απόκριση, ο Κροίσος χάρηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μια και δεν πίστευε φυσικά πως ένα μουλάρι μπορεί ποτέ να γίνει βασιλιάς των Μήδων στη θέση ενός ανθρώπου· ούτε λοιπόν ο ίδιος ούτε και οι απόγονοί του θα έπαυαν ποτέ να έχουν στα χέρια τους την εξουσία. Ύστερα έβαλε μπρος να εξετάζει ποιοί ανάμεσα στους Έλληνες ήσαν οι δυνατότεροι, που θα μπορούσε να τους κάνει φίλους.
[1.56.2]ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους τε καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῦ Δωρικοῦ γένεος, τοὺς δὲ τοῦ Ἰωνικοῦ. ταῦτα γὰρ ἦν τὰ προκεκριμένα, ἐόντα τὸ ἀρχαῖον τὸ μὲν Πελασγικόν, τὸ δὲ Ἑλληνικὸν ἔθνος. καὶ τὸ μὲν οὐδαμῇ κω ἐξεχώρησε, τὸ δὲ πολυπλάνητον κάρτα.Και ψάχνοντας έβρισκε πως ξεχώριζαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, οι πρώτοι ανάμεσα στους Δωριείς, οι δεύτεροι ανάμεσα στους Ίωνες. Γιατί αυτά τα έθνη ήσαν τα πιο γνωστά, όντας τα παλιά χρόνια το τελευταίο πελασγικό, το πρώτο ελληνικό. Οι Αθηναίοι ποτέ ώς τώρα δεν ξεσηκώθηκαν από τον τόπο τους, ενώ οι άλλοι ήσαν πολυπλάνητοι.
[1.56.3]ἐπὶ μὲν γὰρ Δευκαλίωνος βασιλέος οἴκεε γῆν τὴν Φθιῶτιν, ἐπὶ δὲ Δώρου τοῦ Ἕλληνος τὴν ὑπὸ τὴν Ὄσσαν τε καὶ τὸν Ὄλυμπον χώρην, καλεομένην δὲ Ἱστιαιῶτιν. ἐκ δὲ τῆς Ἱστιαιώτιδος ὡς ἐξανέστη ὑπὸ Καδμείων, οἴκεε ἐν Πίνδῳ, Μακεδνὸν καλεόμενον· ἐνθεῦτεν δὲ αὖτις ἐς τὴν Δρυοπίδα μετέβη, καὶ ἐκ τῆς Δρυοπίδος οὕτως ἐς Πελοπόννησον ἐλθὸν Δωρικὸν ἐκλήθη.Γιατί όσο βασίλευε ο Δευκαλίων, κατοικούσαν τη Φθιώτιδα, στα χρόνια πάλι του Δώρου, γιου του Έλληνος, τη χώρα στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου που τη λεν Ιστιαιώτιδα. Κι αφότου και από την Ιστιαιώτιδα τους ξεσήκωσαν οι Καδμείοι, κατοικούσαν στην Πίνδο με το όνομα έθνος Μακεδνόν. Από εκεί πάλι άλλαξαν τόπο και πήγαν στη Δρυοπίδα και από τη Δρυοπίδα έφτασαν πια εκεί που είναι, δηλαδή στην Πελοπόννησο, και ονομάστηκαν έθνος Δωρικό.
[1.57.1]ἥντινα δὲ γλῶσσαν ἵεσαν οἱ Πελασγοί, οὐκ ἔχω ἀτρεκέως εἰπεῖν· εἰ δὲ χρεόν ἐστι τεκμαιρόμενον λέγειν τοῖσι νῦν ἔτι ἐοῦσι Πελασγῶν τῶν ὑπὲρ Τυρσηνῶν Κρηστῶνα πόλιν οἰκεόντων, οἳ ὅμουροί κοτε ἦσαν τοῖσι νῦν Δωριεῦσι καλεομένοισι (οἴκεον δὲ τηνικαῦτα γῆν τὴν νῦν Θεσσαλιῶτιν καλεομένην),Ποιά γλώσσα μιλούσαν οι Πελασγοί δεν ξέρω να πω με βεβαιότητα. Αν όμως πρέπει να πω τη γνώμη μου βασισμένος στους Πελασγούς, που και τώρα ακόμη κατοικούν πάνω από τους Τυρρηνούς στην πόλη Κρηστώνα και που κάποτε ήταν γείτονες αυτών που τώρα ονομάζονται Δωριείς (αφού τότε οι Πελασγοί κατοικούσαν τη χώρα που τώρα τη λεν Θεσσαλιώτιδα)·
[1.57.2]καὶ τῶν Πλακίην τε καὶ Σκυλάκην Πελασγῶν οἰκισάντων ἐν Ἑλλησπόντῳ, οἳ σύνοικοι ἐγένοντο Ἀθηναίοισι, καὶ ὅσα ἄλλα Πελασγικὰ ἐόντα πολίσματα τὸ οὔνομα μετέβαλε, εἰ τούτοισι τεκμαιρόμενον δεῖ λέγειν, ἦσαν οἱ Πελασγοὶ βάρβαρον γλῶσσαν ἱέντες.βασισμένος ακόμη στους Πελασγούς που έχτισαν στον Ελλήσποντο την Πλακία και τη Σκυλάκη, και που παλιότερα συγκατοικούσαν με τους Αθηναίους· αν πρέπει με βάση αυτά να μιλήσω, οι Πελασγοί μιλούσαν βαρβαρικά.
[1.57.3]εἰ τοίνυν ἦν καὶ πᾶν τοιοῦτο τὸ Πελασγικόν, τὸ Ἀττικὸν ἔθνος, ἐὸν Πελασγικόν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν μετέμαθε. καὶ γὰρ δὴ οὔτε οἱ Κρηστωνιῆται οὐδαμοῖσι τῶν νῦν σφεας περιοικεόντων εἰσὶ ὁμόγλωσσοι οὔτε οἱ Πλακιηνοί, σφίσι δὲ ὁμόγλωσσοι, δηλοῦσί τε ὅτι τὸν ἠνείκαντο γλώσσης χαρακτῆρα μεταβαίνοντες ἐς ταῦτα τὰ χωρία, τοῦτον ἔχουσι ἐν φυλακῇ.Αν ωστόσο αυτό ισχύει για το σύνολο των Πελασγών, όμως το αττικό έθνος, κι ας ήταν πελασγικό, έτσι που μεταβλήθηκε σε ελληνικό, άλλαξε και τη γλώσσα του. Γιατί ούτε οι κάτοικοι της Κρηστώνος είναι ομόγλωσσοι με κανέναν από τους γείτονές τους ούτε οι Πλακιανοί· αυτοί όμως οι δύο μεταξύ τους είναι ομόγλωσσοι, και αποδείχνουν ότι τον χαρακτήρα της γλώσσας που πήραν μαζί τους μετοικώντας στα νέα αυτά μέρη, τον κράτησαν και δεν τον άλλαξαν.
[1.58.1]τὸ δὲ Ἑλληνικὸν γλώσσῃ μέν, ἐπείτε ἐγένετο, αἰεί κοτε τῇ αὐτῇ διαχρᾶται, ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι· ἀποσχισθὲν μέντοι ἀπὸ τοῦ Πελασγικοῦ ἐὸν ἀσθενές, ἀπὸ σμικροῦ τεο τὴν ἀρχὴν ὁρμώμενον αὔξηται ἐς πλῆθος τῶν ἐθνέων, Πελασγῶν μάλιστα προσκεχωρηκότων αὐτῷ καὶ ἄλλων ἐθνέων βαρβάρων συχνῶν. πρὸς δὴ ὦν ἔμοιγε δοκέει οὐδέ τὸ Πελασγικὸν ἔθνος, ἐὸν βάρβαρον, οὐδαμὰ μεγάλως αὐξηθῆναι.Το ελληνικό έθνος, αφότου φάνηκε, την ίδια πάντα γλώσσα μιλεί — αυτή είναι η πεποίθησή μου· αφότου όμως ξέκοψε από το πελασγικό, αδύνατο τότε και στην αρχή μικρό, αυξήθηκε ύστερα και πλήθαινε σε έθνη, καθώς προσχώρησαν σ᾽ αυτό κυρίως οι Πελασγοί, αλλά και πολλά άλλα βαρβαρικά φύλα. Τέλος είμαι της γνώμης ότι το Πελασγικό έθνος πρωτύτερα και εφόσον ήταν βαρβαρικό, ποτέ δε γνώρισε μεγάλη δύναμη.
[1.59.1]Τούτων δὴ ὦν τῶν ἐθνέων τὸ μὲν Ἀττικὸν κατεχόμενόν τε καὶ διεσπασμένον ἐπυνθάνετο ὁ Κροῖσος ὑπὸ Πεισιστράτου τοῦ Ἱπποκράτεος τοῦτον τὸν χρόνον τυραννεύοντος Ἀθηναίων. Ἱπποκράτεϊ γὰρ ἐόντι ἰδιώτῃ καὶ θεωρέοντι τὰ Ὀλύμπια τέρας ἐγένετο μέγα· θύσαντος γὰρ αὐτοῦ τὰ ἱρὰ οἱ λέβητες ἐπεστεῶτες καὶ κρεῶν τε ἐόντες ἔμπλεοι καὶ ὕδατος ἄνευ πυρὸς ἔζεσαν καὶ ὑπερέβαλον.Από αυτά λοιπόν τα δύο φύλα για το αττικό πήρε πληροφορίες ο Κροίσος ότι ήταν υποχείριο και χωρισμένο σε φατρίες κάτω από την εξουσία του Πεισιστράτου, γιου του Ιπποκράτη, που την εποχή εκείνη τυράννευε στην Αθήνα. Στον Ιπποκράτη, που ως απλός ιδιώτης πήγε να παρακολουθήσει τους ολυμπιακούς αγώνες, συνέβη μεγάλο θαύμα: είχε κιόλας θυσιάσει τα ιερά σφάγια, και εκεί που τα λεβέτια στέκονταν γεμάτα κρέατα και νερό, δίχως φωτιά πήραν να βράζουν και ξεχείλισαν.
[1.59.2]Χίλων δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος παρατυχὼν καὶ θεησάμενος τὸ τέρας συνεβούλευε Ἱπποκράτεϊ πρῶτα μὲν γυναῖκα μὴ ἄγεσθαι τεκνοποιὸν ἐς τὰ οἰκία, εἰ δὲ τυγχάνει ἔχων, δεύτερα τὴν γυναῖκα ἐκπέμπειν, καὶ εἴ τίς οἱ τυγχάνει ἐὼν παῖς, τοῦτον ἀπείπασθαι.Και ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, που έτυχε να είναι εκεί και είδε το θαύμα, έδωσε την ακόλουθη συμβουλή στον Ιπποκράτη: να μην πάρει στο σπίτι του γυναίκα που να μπορεί να κάνει παιδιά· αν κιόλας είχε, να τη διώξει τη γυναίκα του, κι αν συνέβαινε να έχει και κανένα παιδί, να το απαρνηθεί.
[1.59.3]οὐκ ὦν ταῦτα παραινέσαντος Χίλωνος πείθεσθαι θέλειν τὸν Ἱπποκράτεα· γενέσθαι οἱ μετὰ ταῦτα τὸν Πεισίστρατον τοῦτον, ὃς στασιαζόντων τῶν παράλων καὶ τῶν ἐκ τοῦ πεδίου Ἀθηναίων, καὶ τῶν μὲν προεστεῶτος Μεγακλέος τοῦ Ἀλκμέωνος, τῶν δὲ ἐκ τοῦ πεδίου Λυκούργου ‹τοῦ› Ἀριστολαΐδεω, καταφρονήσας τὴν τυραννίδα ἤγειρε τρίτην στάσιν, συλλέξας δὲ στασιώτας καὶ τῷ λόγῳ τῶν ὑπερακρίων προστὰς μηχανᾶται τοιάδε·Όμως μ᾽ όλες τις συμβουλές του Χίλωνα, ο Ιπποκράτης δε θέλησε να τον ακούσει. Απόχτησε μετά τον Πεισίστρατο, αυτόν που, όταν ήρθαν σε διαμάχη οι Αθηναίοι που κατοικούσαν στα παράλια με τους πεδινούς —οι πρώτοι με αρχηγό τον Μεγακλή, γιο του Αλκμέωνα, κι οι πεδινοί με τον Λυκούργο, γιο του Αριστολαΐδη— έβαλε στο νου του να γίνει καλά και σώνει τύραννος και οργάνωσε μια τρίτη μερίδα. Μάζεψε έτσι στασιαστές και με το πρόσχημα πως θέλει να είναι προστάτης των βουνίσιων, νά τί μηχανεύεται:
[1.59.4]τρωματίσας ἑωυτόν τε καὶ ἡμιόνους ἤλασε ἐς τὴν ἀγορὴν τὸ ζεῦγος ὡς ἐκπεφευγὼς τοὺς ἐχθρούς, οἵ μιν ἐλαύνοντα ἐς ἀγρὸν ἠθέλησαν ἀπολέσαι δῆθεν, ἐδέετό τε τοῦ δήμου φυλακῆς τινος πρὸς αὐτοῦ κυρῆσαι, πρότερον εὐδοκιμήσας ἐν τῇ πρὸς Μεγαρέας γενομένῃ στρατηγίῃ, Νίσαιάν τε ἑλὼν καὶ ἄλλα ἀποδεξάμενος μεγάλα ἔργα.Τραυμάτισε τον εαυτό του και τα μουλάρια του, και ξαμόλησε την άμαξά του στην αγορά, κάνοντας πως τάχα ξέφυγε τους εχθρούς, που δήθεν την ώρα που αυτός πήγαινε στο χωράφι του, θέλησαν να τον σκοτώσουν· και ζητούσε από το δήμο να του εξασφαλίσει μια σωματοφυλακή, αυτουνού που ως στρατηγός δοξάστηκε στην εκστρατεία εναντίον των Μεγαρέων, όταν πήρε τη Νίσαια, και έκανε κι άλλα κατορθώματα μεγάλα.
[1.59.5]ὁ δὲ δῆμος ὁ τῶν Ἀθηναίων ἐξαπατηθεὶς ἔδωκέ οἱ τῶν ἀστῶν καταλέξας ἄνδρας τούτους οἳ δορυφόροι μὲν οὐκ ἐγένοντο Πεισιστράτου, κορυνηφόροι δέ· ξύλων γὰρ κορύνας ἔχοντες εἵποντό οἱ ὄπισθε.Ο δήμος των Αθηναίων γελάστηκε, και ύστερα από διαλογή ανάμεσα στους πολίτες, του έδωσε μιαν ομάδα ανδρών, αυτούς που βέβαια δεν έγιναν δορυφόροι του Πεισιστράτου αλλά ροπαλοφόροι· γιατί κρατώντας ξύλινα ραβδιά τον ακολουθούσαν από πίσω.
[1.59.6]συνεπαναστάντες δὲ οὗτοι ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν. ἔνθα δὴ ὁ Πεισίστρατος ἦρχε Ἀθηναίων, οὔτε τιμὰς τὰς ἐούσας συνταράξας οὔτε θέσμια μεταλλάξας, ἐπί τε τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν κοσμέων καλῶς τε καὶ εὖ.Ξεσηκώθηκαν λοιπόν αυτοί μαζί με τον Πεισίστρατο και πήραν την ακρόπολη. Τότε ο Πεισίστρατος πήρε στα χέρια του την εξουσία στην Αθήνα, δίχως όμως ούτε τις αρχές που υπήρχαν να πειράξει ούτε να αλλάξει τους θεσμούς· με σεβασμό προς τα καθεστώτα κυβερνούσε την πόλη, ρυθμίζοντάς τα όλα ωραία και καλά.
[1.60.1]μετὰ δὲ οὐ πολλὸν χρόνον τὠυτὸ φρονήσαντες οἵ τε τοῦ Μεγακλέος στασιῶται καὶ οἱ τοῦ Λυκούργου ἐξελαύνουσί μιν. οὕτω μὲν Πεισίστρατος ἔσχε τὸ πρῶτον Ἀθήνας καὶ τὴν τυραννίδα οὔ κω κάρτα ἐρριζωμένην ἔχων ἀπέβαλε, οἱ δὲ ἐξελάσαντες Πεισίστρατον αὖτις ἐκ νέης ἐπ᾽ ἀλλήλοισι ἐστασίασαν.Όμως δεν πέρασε πολύς καιρός και ύστερα από συνεννόηση μεταξύ τους, οι στασιαστές του Μεγακλή και του Λυκούργου τον πετούν από την αρχή. Έτσι ο Πεισίστρατος έγινε για πρώτη φορά κύριος στην Αθήνα, και την τυραννική εξουσία, που ακόμη δεν είχε καλά ριζώσει, την έχασε μέσα από τα χέρια του, ενώ εκείνοι που τον κυνήγησαν άρχισαν αμέσως πάλι να αλληλοτρώγονται.
[1.60.2]περιελαυνόμενος δὲ τῇ στάσι ὁ Μεγακλέης ἐπεκηρυκεύετο Πεισιστράτῳ, εἰ βούλοιτό οἱ τὴν θυγατέρα ἔχειν γυναῖκα ἐπὶ τῇ τυραννίδι.Στενεμένος από τους δικούς του στασιαστές ο Μεγακλής έστειλε κήρυκα στον Πεισίστρατο και του πρότεινε, αν ήθελε, να πάρει για γυναίκα του την κόρη του και σε αντάλλαγμα να τον κάνει τύραννο.
[1.60.3]ἐνδεξαμένου δὲ τὸν λόγον καὶ ὁμολογήσαντος ἐπὶ τούτοισι Πεισιστράτου μηχανῶνται δὴ ἐπὶ τῇ κατόδῳ πρῆγμα εὐηθέστατον, ὡς ἐγὼ εὑρίσκω, μακρῷ (ἐπεί γε ἀπεκρίθη ἐκ παλαιτέρου τοῦ βαρβάρου ἔθνεος τὸ Ἑλληνικὸν ἐὸν καὶ δεξιώτερον καὶ εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον μᾶλλον), εἰ καὶ τότε γε οὗτοι ἐν Ἀθηναίοισι τοῖσι πρώτοισι λεγομένοισι εἶναι Ἑλλήνων σοφίην μηχανῶνται τοιάδε.Καθώς ο Πεισίστρατος δέχτηκε την πρόταση και συμφώνησε με τους όρους, για να πετύχει την επιστροφή του στην Αθήνα μηχανεύτηκε ένα σχέδιο, που εγώ το βρίσκω πολύ αφελές (όταν μάλιστα είναι γνωστό ότι οι Έλληνες από παλιότερα ξεχώρισαν από τους βαρβάρους, έτσι που και ευφυέστεροι ήσαν και απαλλαγμένοι από ανόητες αφέλειες) — αν πραγματικά αυτοί τότε μηχανεύτηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο στους Αθηναίους, που είχαν τη φήμη πως ήσαν πρώτοι στη σοφία ανάμεσα στους Έλληνες:
[1.60.4]ἐν τῷ δήμῳ τῷ Παιανιέϊ ἦν γυνή, τῇ οὔνομα ἦν Φύη, μέγαθος ἀπὸ τεσσέρων πήχεων ἀπολείπουσα τρεῖς δακτύλους καὶ ἄλλως εὐειδής. ταύτην τὴν γυναῖκα σκευάσαντες πανοπλίῃ, ἐς ἅρμα ἐσβιβάσαντες καὶ προδέξαντες σχῆμα οἷόν τι ἔμελλε εὐπρεπέστατον φανέεσθαι ἔχουσα, ἤλαυνον ἐς τὸ ἄστυ, προδρόμους κήρυκας προπέμψαντες, οἳ τὰ ἐντεταλμένα ἠγόρευον ἀπικόμενοι ἐς τὸ ἄστυ, λέγοντες τοιάδε·Στο δήμο της Παιανίας ζούσε μια γυναίκα που το όνομά της ήταν Φύη, ψηλή τέσσερις πήχεις παρά τρία δάχτυλα και επιπλέον ωραία. Αυτής της γυναίκας τής φόρεσαν πανοπλία, την ανέβασαν σε άρμα και αφού τη δασκάλεψαν πώς να στέκεται, ώστε να φαίνεται όσο γινόταν πιο μεγαλόπρεπη, την οδηγούσαν στέλνοντας μπροστά κήρυκες, που έφτασαν στην πόλη και φώναζαν ό,τι τους είχαν προστάξει, λέγοντας αυτά:
[1.60.5]Ὦ Ἀθηναῖοι, δέκεσθε ἀγαθῷ νόῳ Πεισίστρατον, τὸν αὐτὴ ἡ Ἀθηναίη τιμήσασα ἀνθρώπων μάλιστα κατάγει ἐς τὴν ἑωυτῆς ἀκρόπολιν. οἱ μὲν δὴ ταῦτα διαφοιτῶντες ἔλεγον, αὐτίκα δὲ ἔς τε τοὺς δήμους φάτις ἀπίκετο ὡς Ἀθηναίη Πεισίστρατον κατάγει, καὶ ‹οἱ› ἐν τῷ ἄστεϊ πειθόμενοι τὴν γυναῖκα εἶναι αὐτὴν τὴν θεὸν προσεύχοντό τε τὴν ἄνθρωπον καὶ ἐδέκοντο Πεισίστρατον.«Αθηναίοι, δεχθείτε με αγαθή ψυχή τον Πεισίστρατο, που η Αθηνά, τιμώντας τον πάνω από κάθε άνθρωπο, η ίδια τον φέρνει πίσω στην ακρόπολή της». Οι κήρυκες λοιπόν σκόρπισαν παντού κι αυτά φώναζαν, και αμέσως στις συνοικίες απλώθηκε η φήμη πως η Αθηνά φέρνει πίσω τον Πεισίστρατο· οι άνθρωποι της πόλης πιστεύοντας πως η γυναίκα αυτή ήταν θεά, προσκύνησαν τούτη την ύπαρξη και δέχονταν τον Πεισίστρατο.
[1.61.1]ἀπολαβὼν δὲ τὴν τυραννίδα τρόπῳ τῷ εἰρημένῳ ὁ Πεισίστρατος κατὰ τὴν ὁμολογίην τὴν πρὸς Μεγακλέα γενομένην γαμέει τοῦ Μεγακλέος τὴν θυγατέρα. οἷα δὲ παίδων τέ οἱ ὑπαρχόντων νεηνιέων καὶ λεγομένων ἐναγέων εἶναι τῶν Ἀλκμεωνιδέων, οὐ βουλόμενός οἱ γενέσθαι ἐκ τῆς νεογάμου γυναικὸς τέκνα ἐμίσγετό οἱ οὐ κατὰ νόμον.Όταν με τον τρόπο που είπαμε πήρε πίσω την τυραννίδα ο Πεισίστρατος, κατά τη συμφωνία που είχε κάνει με το Μεγακλή, παίρνει γυναίκα του την κόρη του Μεγακλή. Όμως έτσι που ο ίδιος είχε μεγάλα αγόρια και για τους Αλκμεωνίδες υπήρχε η φήμη πως ήταν καταραμένοι, επειδή δεν ήθελε να αποχτήσει από την καινούργια του γυναίκα παιδιά, έσμιγε μαζί της παρά φύση.
[1.61.2]τὰ μέν νυν πρῶτα ἔκρυπτε ταῦτα ἡ γυνή, μετὰ δέ, εἴτε ἱστορεύσῃ εἴτε καὶ οὔ, φράζει τῇ ἑωυτῆς μητρί, ἡ δὲ τῷ ἀνδρί. τὸν δὲ δεινόν τι ἔσχε ἀτιμάζεσθαι πρὸς Πεισιστράτου. ὀργῇ δὲ ὡς εἶχε καταλλάσσετο τὴν ἔχθρην τοῖσι στασιώτῃσι. μαθὼν δὲ ὁ Πεισίστρατος τὰ ποιεύμενα ἐπ᾽ ἑωυτῷ ἀπαλλάσσετο ἐκ τῆς χώρης τὸ παράπαν, ἀπικόμενος δὲ ἐς Ἐρέτριαν ἐβουλεύετο ἅμα τοῖσι παισί.Το πράγμα το κρατούσε η γυναίκα του στην αρχή κρυφό, όμως ύστερα, είτε γιατί την πήρε από λόγια η μάνα της είτε όχι, της το μαρτυρεί, και αυτή με της σειρά της το λέει στον άνδρα της. Εκείνος το πήρε βαριά που τον ατίμαζε ο Πεισίστρατος· πάνω στο θυμό του τα ξανάφτιαξε με τους παλιούς του στασιαστές. Μόλις ο Πεισίστρατος έμαθε τί σχεδιάζουν εις βάρος του, σηκώθηκε και έφυγε από τη χώρα με όλους τους δικούς του, και όταν έφτασε στην Ερέτρια έκανε συμβούλιο με τους γιους του.
[1.61.3]Ἱππίεω δὲ γνώμῃ νικήσαντος ἀνακτᾶσθαι ὀπίσω τὴν τυραννίδα, ἐνθαῦτα ἤγειρον δωτίνας ἐκ τῶν πολίων αἵτινές σφι προαιδέατό κού τι. πολλῶν δὲ μεγάλα παρασχόντων χρήματα Θηβαῖοι ὑπερεβάλοντο τῇ δόσι τῶν χρημάτων.Και καθώς νίκησε η γνώμη του Ιππία, να κοιτάξουν δηλαδή να πάρουν πίσω την τυραννίδα, άρχισαν τότε να μαζεύουν χρήματα και δωρεές από τις πόλεις που κατά κάποιο τρόπο τούς ήταν υπόχρεες. Πολλοί πρόσφεραν μεγάλα ποσά, μα οι Θηβαίοι τούς ξεπέρασαν όλους με τα λεφτά που έδωσαν.
[1.61.4]μετὰ δέ, οὐ πολλῷ λόγῳ εἰπεῖν, χρόνος διέφυ καὶ πάντα σφι ἐξήρτυτο ἐς τὴν κάτοδον. καὶ γὰρ Ἀργεῖοι μισθωτοὶ ἀπίκοντο ἐκ Πελοποννήσου, καὶ Νάξιός σφι ἀνὴρ ἀπιγμένος ἐθελοντής, τῷ οὔνομα ἦν Λύγδαμις, προθυμίην πλείστην παρείχετο, κομίσας καὶ χρήματα καὶ ἄνδρας.Ύστερα —για να μη λέμε πολλά λόγια— πέρασε καιρός και ήταν όλα έτοιμα για την επιστροφή. Γιατί κι Αργείοι μισθοφόροι έφτασαν από την Πελοπόννησο και κάποιος Νάξιος τους ήλθε εθελοντής, ονόματι Λύγδαμης, που έδειχνε πολύ μεγάλη προθυμία και είχε φέρει και χρήματα και στρατιώτες.
[1.62.1]ἐξ Ἐρετρίης δὲ ὁρμηθέντες διὰ ἑνδεκάτου ἔτεος ἀπίκοντο ὀπίσω. καὶ πρῶτον τῆς Ἀττικῆς ἴσχουσι Μαραθῶνα. ἐν δὲ τούτῳ τῷ χώρῳ σφι στρατοπεδευομένοισι οἵ τε ἐκ τοῦ ἄστεος στασιῶται ἀπίκοντο, ἄλλοι τε ἐκ τῶν δήμων προσέρρεον, τοῖσι ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον. οὗτοι μὲν δὴ συνηλίζοντο·Ξεκίνησαν από την Ερέτρια και γυρνούν πίσω στην Αθήνα μέσα στον ενδέκατο χρόνο. Πρώτα πρώτα κυριεύουν το Μαραθώνα. Κι όσο ήταν στρατοπεδευμένοι σ᾽ αυτόν το χώρο, έφτασαν και από την πόλη οι στασιαστές τους, αλλά συνέρρεαν κι άλλοι από τους δήμους, που η τυραννίδα τούς βόλευε πιο πολύ από την ελευθερία. Αυτοί λοιπόν συναθροίζονταν εκεί.
[1.62.2]Ἀθηναίων δὲ οἱ ἐκ τοῦ ἄστεος, ἕως μὲν Πεισίστρατος τὰ χρήματα ἤγειρε, καὶ μεταῦτις ὡς ἔσχε Μαραθῶνα, λόγον οὐδένα εἶχον, ἐπείτε δὲ ἐπύθοντο ἐκ τοῦ Μαραθῶνος αὐτὸν πορεύεσθαι ἐπὶ τὸ ἄστυ, οὕτω δὴ βοηθέουσι ἐπ᾽ αὐτόν.Οι Αθηναίοι της πόλης από τη μεριά τους, όσο ο Πεισίστρατος μάζευε τα χρήματα και ύστερα πάτησε το Μαραθώνα, δεν έδιναν καμιά σημασία· όταν όμως έμαθαν ότι από το Μαραθώνα βαδίζει προς την πόλη τους, τότε πια βγήκαν να τον αντιμετωπίσουν.
[1.62.3]καὶ οὗτοί τε πανστρατιῇ ἤισαν ἐπὶ τοὺς κατιόντας καὶ οἱ ἀμφὶ Πεισίστρατον, ὡς ὁρμηθέντες ἐκ Μαραθῶνος ἤισαν ἐπὶ τὸ ἄστυ, ἐς τὠυτὸ συνιόντες ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης ἱρὸν καὶ ἀντία ἔθεντο τὰ ὅπλα.Τραβούσαν με όλο τους το στρατό εναντίον των άλλων που έρχονταν. Οι στρατιώτες πάλι του Πεισίστρατου ξεκίνησαν από τον Μαραθώνα και πορεύονταν εναντίον της πόλης, προχωρώντας να συναντήσουν τους Αθηναίους της πόλης· τους προφταίνουν στο ιερό της Παλληνίδας Αθηνάς και πήραν θέση αντίκρυ τους.
[1.62.4]ἐνθαῦτα θείῃ πομπῇ χρεώμενος παρίσταται Πεισιστράτῳ Ἀμφίλυτος ὁ Ἀκαρνὰν χρησμολόγος ἀνήρ, ὅς οἱ προσιὼν χρᾷ ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ τάδε λέγων·
ἔρριπται δ᾽ ὁ βόλος, τὸ δὲ δίκτυον ἐκπεπέτασται,
θύννοι δ᾽ οἱμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός.
Εκεί από θεία έμπνευση παρουσιάζεται στον Πεισίστρατο ο χρησμολόγος Αμφίλυτος από την Ακαρνανία, που πλησιάζοντάς τον χρησμοδοτεί σε εξάμετρο λέγοντας τα εξής:
Ερρίφθη ο βόλος, το δε δίκτυον εξηπλώθη·
οι θύννοι θα ορμήσωσι την νύκτα με το φεγγάριον.
[1.63.1]ὁ μὲν δή οἱ ἐνθεάζων χρᾷ τάδε, Πεισίστρατος δὲ συλλαβὼν τὸ χρηστήριον καὶ φὰς δέκεσθαι τὸ χρησθὲν ἐπῆγε τὴν στρατιήν. Ἀθηναῖοι δὲ οἱ ἐκ τοῦ ἄστεος πρὸς ἄριστον τετραμμένοι ἦσαν δὴ τηνικαῦτα καὶ μετὰ τὸ ἄριστον μετεξέτεροι αὐτῶν οἱ μὲν πρὸς κύβους, οἱ δὲ πρὸς ὕπνον. οἱ δὲ ἀμφὶ Πεισίστρατον ἐσπεσόντες τοὺς Ἀθηναίους τρέπουσι.Ένθεος λοιπόν εκείνος αυτά του χρησμοδοτεί· και ο Πεισίστρατος πιάνοντας το νόημα της προφητείας και λέγοντας πως αποδέχεται το χρησμό, κινούσε το στρατό του. Την ώρα αυτή οι Αθηναίοι από την πόλη είχαν καθίσει και έτρωγαν, και μερικοί ύστερα από το φαγητό άλλοι τους το είχαν ρίξει στα ζάρια και άλλοι στον ύπνο. Τότε οι στρατιώτες του Πεισίστρατου πέφτουν επάνω στους Αθηναίους και τους τρέπουν σε φυγή.
[1.63.2]φευγόντων δὲ τούτων βουλὴν ἐνθαῦτα σοφωτάτην Πεισίστρατος ἐπιτεχνᾶται, ὅκως μήτε ἁλισθεῖεν ἔτι οἱ Ἀθηναῖοι διεσκεδασμένοι τε εἶεν· ἀναβιβάσας τοὺς παῖδας ἐπὶ ἵππους προέπεμπε. οἱ δὲ καταλαμβάνοντες τοὺς φεύγοντας ἔλεγον τὰ ἐντεταλμένα ὑπὸ Πεισιστράτου, θαρσέειν τε κελεύοντες καὶ ἀπιέναι ἕκαστον ἐπὶ τὰ ἑωυτοῦ.Και ενώ αυτοί έφευγαν, ο Πεισίστρατος μηχανεύεται ένα σοφότατο σχέδιο, για να μην ξανασμίξουν άλλη φορά πια οι Αθηναίοι αλλά να μείνουν σκορπισμένοι. Ανέβασε τους γιους του στ᾽ άλογα και τους έστειλε μπροστά. Και αυτοί προφταίνοντας τους φυγάδες τούς έλεγαν ό,τι τους ήταν ορισμένο από τον Πεισίστρατο, παραγγέλλοντάς τους να μη φοβούνται αλλά καθένας τους να πάει στο σπίτι του.
[1.64.1]πειθομένων δὲ τῶν Ἀθηναίων, οὕτω δὴ Πεισίστρατος τὸ τρίτον σχὼν Ἀθήνας ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα ἐπικούροισί τε πολλοῖσι καὶ χρημάτων συνόδοισι, τῶν μὲν αὐτόθεν, τῶν δὲ ἀπὸ Στρυμόνος ποταμοῦ συνιόντων, ὁμήρους τε τῶν παραμεινάντων Ἀθηναίων καὶ μὴ αὐτίκα φυγόντων παῖδας λαβὼν καὶ καταστήσας ἐς ΝάξονΟι Αθηναίοι τον άκουσαν και έτσι ο Πεισίστρατος πήρε για τρίτη φορά την Αθήνα και ρίζωσε η τυραννίδα, χάρη στα επικουρικά στρατεύματα που ήταν πολλά και τα χρηματικά έσοδα που έφταναν στα ταμεία, άλλα από την Αττική την ίδια και άλλα από τον Στρυμόνα ποταμό. Έπιασε ακόμη ομήρους ο Πεισίστρατος τα παιδιά εκείνων των Αθηναίων που έμειναν στη θέση τους πολεμώντας και δεν έφυγαν αμέσως, και τα εγκατέστησε στη Νάξο
[1.64.2](καὶ γὰρ ταύτην ὁ Πεισίστρατος κατεστρέψατο πολέμῳ καὶ ἐπέτρεψε Λυγδάμι), πρός τε ἔτι τούτοισι τὴν νῆσον Δῆλον καθήρας ἐκ τῶν λογίων, καθήρας δὲ ὧδε· ἐπ᾽ ὅσον ἔποψις τοῦ ἱροῦ εἶχε, ἐκ τούτου τοῦ χώρου παντὸς ἐξορύξας τοὺς νεκροὺς μετεφόρεε ἐς ἄλλον χῶρον τῆς Δήλου.(γιατί κι αυτή την κυρίεψε ο Πεισίστρατος ύστερα από πόλεμο, και ανάθεσε τη διοίκησή της στο Λύγδαμη), και επιπλέον εξάγνισε και το νησί της Δήλου κατά τους χρησμούς — και το εξάγνισε με τον ακόλουθο τρόπο: όσο μπορεί κανείς να εποπτεύσει από το ιερό, από όλο αυτόν το χώρο ξέθαψε τους νεκρούς και τους μετέφερε σε άλλο μέρος της Δήλου.
[1.64.3]καὶ Πεισίστρατος μὲν ἐτυράννευε Ἀθηνέων, Ἀθηναίων δὲ οἱ μὲν ἐν τῇ μάχῃ ἐπεπτώκεσαν, οἱ δὲ αὐτῶν μετ᾽ Ἀλκμεωνιδέων ἔφευγον ἐκ τῆς οἰκηίης.Έτσι ο Πεισίστρατος ήταν τότε τύραννος στην Αθήνα, και από τους Αθηναίους άλλοι είχαν πέσει στη μάχη και άλλοι από αυτούς είχαν ακολουθήσει τους Αλκμεωνίδες στην εξορία.
[1.65.1]Τοὺς μέν νυν Ἀθηναίους τοιαῦτα τὸν χρόνον τοῦτον ἐπυνθάνετο ὁ Κροῖσος κατέχοντα, τοὺς δὲ Λακεδαιμονίους ἐκ κακῶν τε μεγάλων πεφευγότας καὶ ἐόντας ἤδη τῷ πολέμῳ κατυπερτέρους Τεγεητέων. ἐπὶ γὰρ Λέοντος βασιλεύοντος καὶ Ἡγησικλέος ἐν Σπάρτῃ τοὺς ἄλλους πολέμους εὐτυχέοντες οἱ Λακεδαιμόνιοι πρὸς Τεγεήτας μούνους προσέπταιον.Κάτω από τέτοιο καθεστώς πληροφορήθηκε ο Κροίσος ότι βρίσκονταν οι Αθηναίοι εκείνο τον καιρό· όσο για τους Λακεδαιμονίους, έμαθε ότι είχαν γλιτώσει από μεγάλες συμφορές και ότι στον πόλεμο που έκαναν με τους Τεγεάτες τούς είχαν πια νικήσει. Γιατί όταν βασίλευαν στη Σπάρτη ο Λέων και ο Ηγησικλής, οι Λακεδαιμόνιοι, ενώ στους άλλους τους πολέμους είχαν τύχη, με τους Τεγεάτες μόνον έχαναν.
[1.65.2]τὸ δὲ ἔτι πρότερον τούτων καὶ κακονομώτατοι ἦσαν σχεδὸν πάντων Ἑλλήνων κατά τε σφέας αὐτοὺς καὶ ξείνοισι ἀπρόσμεικτοι. μετέβαλον δὲ ὧδε ἐς εὐνομίην· Λυκούργου τῶν Σπαρτιητέων δοκίμου ἀνδρὸς ἐλθόντος ἐς Δελφοὺς ἐπὶ τὸ χρηστήριον, ὡς ἐσήιε ἐς τὸ μέγαρον, ἰθὺς ἡ Πυθίη λέγει τάδε·Στα ακόμη παλιότερα χρόνια είχαν τους χειρότερους νόμους από όλους τους ανθρώπους και στα εσωτερικά τους ζητήματα — αλλά και με τους ξένους τούς έλειπε κάθε επαφή. Πέρασαν στην ευνομία με τον ακόλουθο τρόπο: Όταν ο Λυκούργος, άνθρωπος που τον υπολήπτονταν στη Σπάρτη, έφτασε στους Δελφούς για να ζητήσει χρησμό, μόλις πάτησε το πόδι του στο ναό, η Πυθία τού λέει τα εξής:
[1.65.3]ἥκεις, ὦ Λυκόοργε, ἐμὸν ποτὶ πίονα νηὸν
Ζηνὶ φίλος καὶ πᾶσιν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσι.
δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον·
ἀλλ᾽ ἔτι καὶ μᾶλλον θεὸν ἔλπομαι, ὦ Λυκόοργε.
Ήλθες Λυκούργε εις τον μεγαλοπρεπή μου ναόν
αγαπητός ων από τον Δία και από όλους τους κατοικούντας τα δώματα του Ολύμπου.
Απορώ τί να σ᾽ ονομάσω, θεόν ή άνθρωπον·
πλην καλύτερα στοχάζομαι να σ᾽ ονομάσω θεόν, ω Λυκούργε.
[1.65.4]οἱ μὲν δή τινες πρὸς τούτοισι λέγουσι καὶ φράσαι αὐτῷ τὴν Πυθίην τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Σπαρτιήτῃσι, ὡς δ᾽ αὐτοὶ Λακεδαιμόνιοι λέγουσι, Λυκοῦργον ἐπιτροπεύσαντα Λεωβώτεω, ἀδελφιδέου μὲν ἑωυτοῦ, βασιλεύοντος δὲ Σπαρτιητέων, ἐκ Κρήτης ἀγαγέσθαι ταῦτα.Μερικοί λένε ότι έξω από αυτά η Πυθία τού ερμήνευσε και την έννομη τάξη που τώρα ισχύει στη Σπάρτη· όπως όμως λένε οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι, ο Λυκούργος την έφερε αυτή από την Κρήτη, όταν ήταν επίτροπος του Λεωβώτη, ανεψιού του και βασιλιά των Σπαρτιατών.
[1.65.5]ὡς γὰρ ἐπετρόπευσε τάχιστα, μετέστησε τὰ νόμιμα πάντα καὶ ἐφύλαξε ταῦτα μὴ παραβαίνειν. μετὰ δὲ τὰ ἐς πόλεμον ἔχοντα, ἐνωμοτίας καὶ τριηκάδας καὶ συσσίτια, πρός τε τούτοισι τοὺς ἐφόρους καὶ γέροντας ἔστησε Λυκοῦργος.Λεν πως ευθύς ως έγινε επίτροπος, άλλαξε όλους τους νόμους και πήρε όλα τα αναγκαία μέτρα, για να μη γίνει καμιά παράβαση. Ύστερα σύστησε όσα έχουν σχέση με τον πόλεμο: ενωμοτίες, λόχους τριάντα ανδρών και κοινά συσσίτια· επιπλέον τους εφόρους και τους γέροντες τους έφερε ο Λυκούργος.
[1.66.1]οὕτω μὲν μεταβαλόντες εὐνομήθησαν, τῷ δὲ Λυκούργῳ τελευτήσαντι ἱρὸν εἱσάμενοι σέβονται μεγάλως. οἷα δὲ ἔν τε χώρῃ ἀγαθῇ καὶ πλήθεϊ οὐκ ὀλίγων ἀνδρῶν, ἀνά τε ἔδραμον αὐτίκα καὶ εὐθενήθησαν. καὶ δή σφι οὐκέτι ἀπέχρα ἡσυχίην ἄγειν, ἀλλὰ καταφρονήσαντες Ἀρκάδων κρέσσονες εἶναι ἐχρηστηριάζοντο ἐν Δελφοῖσι ἐπὶ πάσῃ τῇ Ἀρκάδων χώρῃ.Έτσι πέρασαν οι Σπαρτιάτες στην ευνομία και, όταν ο Λυκούργος πέθανε, του έστησαν ιερό και από τότε τον τιμούν ξεχωριστά. Καθώς η γη τους ήταν εύφορη και δεν τους έλειπαν οι πολλοί άνδρες, πήραν γρήγορα μπροστά και πρόκοψαν. Έτσι δεν τους έφτανε πια να ζούνε ήσυχα, αλλά μέσα στη βεβαιότητά τους ότι είναι πιο δυνατοί από τους Αρκάδες, ζητούσαν στους Δελφούς χρησμό για την υποταγή όλης της Αρκαδίας.
[1.66.2]ἡ δὲ Πυθίη σφι χρᾷ τάδε·
Ἀρκαδίην μ᾽ αἰτεῖς; Μέγα μ᾽ αἰτεῖς· οὔ τοι δώσω.
πολλοὶ ἐν Ἀρκαδίῃ βαλανηφάγοι ἄνδρες ἔασιν,
οἵ σ᾽ ἀποκωλύσουσιν. ἐγὼ δέ τοι οὔτι μεγαίρω.
δώσω τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι
καὶ καλὸν πεδίον σχοίνῳ διαμετρήσασθαι.
Και η Πυθία τούς χρησμοδοτεί τα εξής:
Την Αρκαδίαν με ζητείς; Μεγάλον πράγμα με ζητείς· δεν θα σε την δώσω·
διότι είναι πολλοί άνδρες εις την Αρκαδίαν βαλανοφάγοι,
οι οποίοι θα σε εμποδίσουν· εγώ όμως δεν σε φθονώ·
θα σε δώσω την Τεγέαν, όπου να ορχείσαι κτυπών τους πόδας σου εις την γην,
και πεδιάδα καλήν να την μοιρασθείς με σχοινίον.
[1.66.3]ταῦτα ὡς ἀπενειχθέντα ἤκουσαν οἱ Λακεδαιμόνιοι, Αρκάδων μὲν τῶν ἄλλων ἀπείχοντο, οἱ δὲ πέδας φερόμενοι ἐπὶ Τεγεήτας ἐστρατεύοντο, χρησμῷ κιβδήλῳ πίσυνοι, ὡς δὴ ἐξανδραποδιούμενοι τοὺς Τεγεήτας.Όταν ήλθε ο χρησμός αυτός στη Σπάρτη και τον άκουσαν οι Λακεδαιμόνιοι, από τους άλλους Αρκάδες παραιτήθηκαν, αλλά παίρνοντας μαζί τους δεσμά, κίνησαν με το στρατό τους εναντίον των Τεγεατών, εμπιστευμένοι στον κίβδηλο χρησμό, με την ιδέα πως θα εξανδραποδίσουν τους Τεγεάτες.
[1.66.4]ἑσσωθέντες δὲ τῇ συμβολῇ, ὅσοι αὐτῶν ἐζωγρήθησαν, πέδας τε ἔχοντες τὰς ἐφέροντο αὐτοὶ καὶ σχοίνῳ διαμετρησάμενοι τὸ πεδίον τὸ Τεγεητέων ἐργάζοντο. αἱ δὲ πέδαι αὗται ἐν τῇσι ἐδεδέατο ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν σόαι ἐν Τεγέῃ, περὶ τὸν νηὸν τῆς Ἀλέης Ἀθηναίης κρεμάμεναι.Καθώς όμως νικήθηκαν στη μάχη, όσοι από αυτούς πιάστηκαν αιχμάλωτοι, σέρνοντας τις αλυσίδες που οι ίδιοι είχαν φέρει μαζί τους, δούλευαν τα χωράφια των Τεγεατών, αφού πρώτα τα χώρισαν μετρώντας τα με το σχοινί. Τα δεσμά αυτά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, σώζονταν ακόμη και στα χρόνια μου στην Τεγέα, κρεμασμένα γύρω στο ναό της Αλέας Αθηνάς.
[1.67.1]κατὰ μὲν δὴ τὸν πρότερον πόλεμον συνεχέως ἀεὶ κακῶς ἀέθλεον πρὸς τοὺς Τεγεήτας, κατὰ δὲ τὸν κατὰ Κροῖσον χρόνον καὶ τὴν Ἀναξανδρίδεώ τε καὶ Ἀρίστωνος βασιληίην ἐν Λακεδαίμονι ἤδη οἱ Σπαρτιῆται κατυπέρτεροι τῷ πολέμῳ ἐγεγόνεσαν, τρόπῳ τοιῷδε γενόμενοι.Σ᾽ όλες τις μάχες ύστερα οι Λακεδαιμόνιοι συνεχώς και πάντα κακοτυχούσαν πολεμώντας με τους Τεγεάτες· όμως στα χρόνια του Κροίσου, όταν στη Σπάρτη βασίλευαν ο Αλεξανδρίδης και ο Αρίστων, κατόρθωσαν επιτέλους οι Σπαρτιάτες να νικήσουν στον πόλεμο — και το πράγμα έγινε έτσι:
[1.67.2]ἐπειδὴ αἰεὶ τῷ πολέμῳ ἑσσοῦντο ὑπὸ Τεγεητέων, πέμψαντες θεοπρόπους ἐς Δελφοὺς ἐπειρώτων τίνα ἂν θεῶν ἱλασάμενοι κατύπερθε τῷ πολέμῳ Τεγεητέων γενοίατο. ἡ δὲ Πυθίη σφι ἔχρησε τὰ Ὀρέστεω τοῦ Ἀγαμέμνονος ὀστέα ἐπαγαγομένους.Επειδή οι Τεγεάτες συνεχώς τους νικούσαν στον πόλεμο, έστειλαν ανθρώπους τους στους Δελφούς να ρωτήσουν ποιόν από τους θεούς αν εξευμένιζαν, θα κατόρθωναν να νικήσουν στον πόλεμο τους Τεγεάτες. Και η Πυθία χρησμοδότησε πως αν έφερναν τα οστά του Ορέστη, του γιου του Αγαμέμνονα.
[1.67.3]ὡς δὲ ἀνευρεῖν οὐκ οἷοί τε ἐγίνοντο τὴν θήκην τοῦ Ὀρέστεω, ἔπεμπον αὖτις ἐς τὸν θεὸν ἐπειρησομένους τὸν χῶρον ἐν τῷ κέοιτο Ὀρέστης. εἰρωτῶσι δὲ ταῦτα τοῖσι θεοπρόποισι λέγει ἡ Πυθίη τάδε·Καθώς όμως δεν τους στάθηκε δυνατό να ανακαλύψουν τον τάφο του Ορέστη, έστειλαν πάλι προς τη θεά ανθρώπους τους να ρωτήσουν για το μέρος που ήταν θαμμένος ο Ορέστης. Και στην ερώτηση των αποσταλμένων τους δίνει η Πυθία την ακόλουθη απάντηση:
[1.67.4]ἔστι τις Ἀρκαδίης Τεγέη λευρῷ ἐνὶ χώρῳ,
ἔνθ᾽ ἄνεμοι πνείουσι δύω κρατερῆς ὑπ᾽ ἀνάγκης,
καὶ τύπος ἀντίτυπος, καὶ πῆμ᾽ ἐπὶ πήματι κεῖται.
ἔνθ᾽ Ἀγαμεμνονίδην κατέχει φυσίζοος αἶα·
τὸν σὺ κομισσάμενος Τεγέης ἐπιτάρροθος ἔσσῃ.
Εις τόπον επίπεδον της Αρκαδίας είναι η πόλις Τεγέα.
Εις δε το μέρος όπου πνέουσι δύο άνεμοι προερχόμενοι από ισχυράν ανάγκην
και όπου γίνεται κτύπος αντίκτυπος, και βλάβη κείται επάνω βλάβης,
εκεί η φυσίζωος γη κατέχει τον Αγαμεμνονίδην.
Αυτόν εάν φέρεις εις τον τόπον σου, θα γένεις επικρατής της Τεγέας.
[1.67.5]ὡς δὲ καὶ ταῦτα ἤκουσαν οἱ Λακεδαιμόνιοι, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος οὐδὲν ἔλασσον, πάντα διζήμενοι, ἐς οὗ δὴ Λίχης τῶν ἀγαθοεργῶν καλεομένων Σπαρτιητέων ἀνεῦρε. οἱ δὲ ἀγαθοεργοί εἰσι τῶν ἀστῶν, ἐξιόντες ἐκ τῶν ἱππέων αἰεὶ οἱ πρεσβύτατοι, πέντε ἔτεος ἑκάστου· τοὺς δεῖ τοῦτον τὸν ἐνιαυτόν, τὸν ἂν ἐξίωσι ἐκ τῶν ἱππέων, Σπαρτιητέων τῷ κοινῷ διαπεμπομένους μὴ ἐλινύειν ἄλλους ἄλλῃ.Όμως και ύστερα από τον δεύτερο χρησμό οι Λακεδαιμόνιοι διόλου δεν επλησίαζαν σ᾽ αυτό που γύρευαν, κι ας έψαχναν παντού, έως ότου ο Λίχας, ένας από τους Σπαρτιάτες που ονομάζονται αγαθοεργοί, έκανε την ανακάλυψη. Οι αγαθοεργοί είναι πολίτες που βγαίνουν από την τάξη των ιππέων, κάθε φορά οι πρεσβύτεροι, πέντε κάθε χρόνο. Αυτοί έχουν χρέος, τη χρονιά που είναι να βγουν από την τάξη των ιππέων, να παίρνουν μέρος, δίχως διακοπή, καθένας και σε άλλη αποστολή, για τα κοινά πράγματα των Σπαρτιατών.
[1.68.1]τούτων ὦν τῶν ἀνδρῶν Λίχης ἀνεῦρε ἐν Τεγέῃ καὶ συντυχίῃ χρησάμενος καὶ σοφίῃ. ἐούσης γὰρ τοῦτον τὸν χρόνον ἐπιμειξίης πρὸς τοὺς Τεγεήτας ἐλθὼν ἐς χαλκήιον ἐθηεῖτο σίδηρον ἐξελαυνόμενον καὶ ἐν θώματι ἦν ὁρῶν τὸ ποιόμενον.Ένας λοιπόν από αυτούς κι ο Λίχας, έκανε την ανακάλυψη στην Τεγέα, βοηθημένος και από την τύχη κι από την εξυπνάδα του. Πράγματι καθώς την εποχή εκείνη οι σχέσεις με τους Τεγεάτες ήταν καλές, πήγε ο Λίχας σ᾽ ένα χαλκουργείο, παρακολουθούσε πώς σφυρηλατούσε ο χαλκιάς το σίδερο, και κοίταζε γεμάτος θαυμασμό αυτό που έβγαινε.
[1.68.2]μαθὼν δέ μιν ὁ χαλκεὺς ἀποθωμάζοντα εἶπε παυσάμενος τοῦ ἔργου· Ἦ κου ἄν, ὦ ξεῖνε Λάκων, εἴ περ εἶδες τό περ ἐγώ, κάρτα ἂν ἐθώμαζες, ὅκου νῦν οὕτω τυγχάνεις θῶμα ποιεύμενος τὴν ἐργασίην τοῦ σιδήρου.Παρατηρώντας ο χαλκιάς το σάστισμά του, σταμάτησε τη δουλειά του και είπε: «Αλήθεια, ξένε Σπαρτιάτη, αν ίσως είχες δει ό,τι και εγώ, θα ήταν ο θαυμασμός σου πράγματι μεγάλος, αφού τώρα έτσι σαστίζεις βλέποντας πώς δουλεύεται το σίδερο.
[1.68.3]ἐγὼ γὰρ ἐν τῇδε θέλων [ἐν] τῇ αὐλῇ φρέαρ ποιήσασθαι, ὀρύσσων ἐπέτυχον σορῷ ἑπταπήχεϊ· ὑπὸ δὲ ἀπιστίης μὴ μὲν γενέσθαι μηδαμὰ μέζονας ἀνθρώπους τῶν νῦν ἄνοιξα αὐτὴν καὶ εἶδον τὸν νεκρὸν μήκεϊ ἴσον ἐόντα τῇ σορῷ. μετρήσας δὲ συνέχωσα ὀπίσω. ὁ μὲν δή οἱ ἔλεγε τά περ ὀπώπεε, ὁ δὲ ἐννώσας τὰ λεγόμενα συνεβάλλετο τὸν Ὀρέστεα κατὰ τὸ θεοπρόπιον τοῦτον εἶναι, τῇδε συμβαλλόμενος·Γιατί εγώ θέλοντας να ανοίξω σ᾽ αυτήν εδώ την αυλή ένα πηγάδι, σκάβοντας έπεσα πάνω σ᾽ ένα κιβούρι επτά πήχεις μακρύ· επειδή αρνιόμουν να πιστέψω πως ποτέ έγιναν άνθρωποι πιο μακριοί από τους σημερινούς, το άνοιξα και είδα τον νεκρό να είναι το ίδιο μακρύς όσο και το κιβούρι. Τον μέτρησα κι ύστερα τον παράχωσα ξανά». Εκείνος λοιπόν του έλεγε αυτά που είχε δει, όμως ο Λίχας μπήκε καλά στο νόημα των λόγων του και έβγαλε το συμπέρασμα πως είναι ο Ορέστης ο νεκρός αυτός, σύμφωνα με το χρησμό — και νά πώς συνδύασε το πράγμα:
[1.68.4]τοῦ χαλκέος δύο ὁρέων φύσας τοὺς ἀνέμους εὕρισκε ἐόντας, τὸν δὲ ἄκμονα καὶ τὴν σφῦραν τόν τε τύπον καὶ τὸν ἀντίτυπον, τὸν δὲ ἐξελαυνόμενον σίδηρον τὸ πῆμα ἐπὶ πήματι κείμενον, κατὰ τοιόνδε τι εἰκάζων, ὡς ἐπὶ κακῷ ἀνθρώπου σίδηρος ἀνεύρηται.Βλέποντας τα δύο φυσερά του χαλκιά, έβρισκε ότι αυτά είναι οι άνεμοι, το αμόνι πάλι και το σφυρί πως είναι το χτύπημα και το αντιχτύπημα, στο σίδερο που σφυροκοπούσαν έβλεπε το ένα κακό πάνω στο άλλο, κάνοντας ένα παρόμοιο συλλογισμό· πως δηλαδή για συμφορά των ανθρώπων βρέθηκε το σίδερο.
[1.68.5]συμβαλόμενος δὲ ταῦτα καὶ ἀπελθὼν ἐς Σπάρτην ἔφραζε Λακεδαιμονίοισι πᾶν τὸ πρῆγμα. οἱ δὲ ἐκ λόγου πλαστοῦ ἐπενείκαντές οἱ αἰτίην ἐδίωξαν. ὁ δὲ ἀπικόμενος ἐς Τεγέην καὶ φράζων τὴν ἑωυτοῦ συμφορὴν πρὸς τὸν χαλκέα ἐμισθοῦτο παρ᾽ οὐκ ἐκδιδόντος τὴν αὐλήν.Με αυτά τα συμπεράσματα γύρισε πίσω στη Σπάρτη, και εξήγησε στους Λακεδαιμόνιους όλη την υπόθεση. Αυτοί διατύπωσαν εναντίον του πλαστή κατηγορία και σκηνοθέτησαν την εξορία του. Και εκείνος, όταν έφτασε στην Τεγέα, διηγούνταν στο χαλκιά τη συμφορά του και επέμενε να του νοικιάσει την αυλή του, αλλά αυτός δεν του την έδινε.
[1.68.6]χρόνῳ δὲ ὡς ἀνέγνωσε, ἐνοικίσθη, ἀνορύξας δὲ τὸν τάφον καὶ τὰ ὀστέα συλλέξας οἴχετο φέρων ἐς Σπάρτην. καὶ ἀπὸ τούτου τοῦ χρόνου, ὅκως πειρῴατο ἀλλήλων, πολλῷ κατυπέρτεροι τῷ πολέμῳ ἐγίνοντο οἱ Λακεδαιμόνιοι· ἤδη δέ σφι καὶ ἡ πολλὴ τῆς Πελοποννήσου ἦν κατεστραμμένη.Με τα πολλά όμως τον έπεισε, εγκαταστάθηκε εκεί και αφού ανέσκαψε τον τάφο, μάζεψε τα οστά, τα πήρε μαζί του και έφυγε για τη Σπάρτη. Από τότε και ύστερα κάθε φορά που έρχονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους, νικούσαν πια εύκολα στον πόλεμο τους Τεγεάτες οι Λακεδαιμόνιοι· στο μεταξύ και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου βρισκόταν κάτω από την εξουσία τους.
[1.69.1]Ταῦτα δὴ ὦν πάντα πυνθανόμενος ὁ Κροῖσος ἔπεμπε ἐς Σπάρτην ἀγγέλους δῶρά τε φέροντας καὶ δεησομένους συμμαχίης, ἐντειλάμενός τε τὰ λέγειν χρῆν. οἱ δὲ ἐλθόντες ἔλεγον·Πληροφορημένος λοιπόν για όλα αυτά ο Κροίσος έστελνε στη Σπάρτη αγγελιοφόρους με δώρα να ζητήσουν συμμαχία, παραγγέλλοντάς τους από πριν τί έπρεπε να πουν. Και όταν αυτοί έφτασαν στον προορισμό τους, έλεγαν:
[1.69.2]Ἔπεμψε ἡμέας Κροῖσος ὁ Λυδῶν τε καὶ ἄλλων ἐθνέων βασιλεύς, λέγων τάδε· Ὦ Λακεδαιμόνιοι, χρήσαντος τοῦ θεοῦ τὸν Ἕλληνα φίλον προσθέσθαι, ὑμέας γὰρ πυνθάνομαι προεστάναι τῆς Ἑλλάδος, ὑμέας ὦν κατὰ τὸ χρηστήριον προκαλέομαι φίλος τε θέλων γενέσθαι καὶ σύμμαχος ἄνευ τε δόλου καὶ ἀπάτης.«Μας έστειλε ο Κροίσος, ο βασιλιάς των Λυδών κι άλλων λαών, με τις εξής παραγγελίες· Λακεδαιμόνιοι, ύστερα από χρησμό του θεού να πάρω με το μέρος μου Έλληνες φίλους, αφού μαθαίνω ότι εσείς είστε οι πρώτοι της Ελλάδος, εσάς και προσκαλώ σύμφωνα με το χρησμό του θεού, επιθυμώντας να γίνω φίλος και σύμμαχός σας, δίχως απάτη και δόλο».
[1.69.3]Κροῖσος μὲν δὴ ταῦτα δι᾽ ἀγγέλων ἐπεκηρυκεύετο, Λακεδαιμόνιοι δὲ ἀκηκοότες καὶ αὐτοὶ τὸ θεοπρόπιον τὸ Κροίσῳ γενόμενον ἥσθησάν τε τῇ ἀπίξι τῶν Λυδῶν καὶ ἐποιήσαντο ὅρκια ξεινίης πέρι καὶ συμμαχίης· καὶ γάρ τινες αὐτοὺς εὐεργεσίαι εἶχον ἐκ Κροίσου πρότερον ἔτι γεγονυῖαι.Ο Κροίσος αυτά παράγγελνε με τους κήρυκές του, και οι Λακεδαιμόνιοι, που είχαν ακούσει και οι ίδιοι το χρησμό που πήρε ο Κροίσος, χάρηκαν με τον ερχομό των Λυδών και έκλεισαν όρκους φιλοξενίας και συμμαχίας. Γιατί τους υποχρέωναν κιόλας κάποιες ευεργεσίες του Κροίσου προηγούμενες.
[1.69.4]πέμψαντες γὰρ οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐς Σάρδις χρυσὸν ὠνέοντο, ἐς ἄγαλμα βουλόμενοι χρήσασθαι τοῦτο τὸ νῦν τῆς Λακωνικῆς ἐν Θόρνακι ἵδρυται Ἀπόλλωνος, Κροῖσος δέ σφι ὠνεομένοισι ἔδωκε δωτίνην.Έστειλαν δηλαδή οι Λακεδαιμόνιοι κάποτε ανθρώπους τους στις Σάρδεις, γιατί ήθελαν να αγοράσουν χρυσό που σκόπευαν να τον χρησιμοποιήσουν για το άγαλμα του Απόλλωνα, αυτό που είναι τώρα στον Θόρνακα της Λακωνίας· και ο Κροίσος, ενώ αυτοί πήγαν να το αγοράσουν, τους το έδωσε χάρισμα.
[1.70.1]Τούτων τε ὦν εἵνεκεν οἱ Λακεδαιμόνιοι τὴν συμμαχίην ἐδέξαντο, καὶ ὅτι ἐκ πάντων σφέας προκρίνας Ἑλλήνων αἱρέετο φίλους. καὶ τοῦτο μὲν αὐτοὶ ἦσαν ἕτοιμοι ἐπαγγείλαντι, τοῦτο δὲ ποιησάμενοι κρητῆρα χάλκεον ζῳδίων τε ἔξωθεν πλήσαντες περὶ τὸ χεῖλος καὶ μεγάθεϊ τριηκοσίους ἀμφορέας χωρέοντα ἦγον, δῶρον βουλόμενοι ἀντιδοῦναι Κροίσῳ.Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο οι Λακεδαιμόνιοι δέχτηκαν τη συμμαχία, και γιατί ο Κροίσος αυτούς ξεχώρισε ανάμεσα απ᾽ όλους τους Έλληνες και τους διάλεξε για φίλους. Έτσι ήσαν έτοιμοι να τον βοηθήσουν, όταν θα τους το μηνούσε, ενώ παράλληλα έφτιαξαν έναν κρατήρα χάλκινο, που από την έξω μεριά τον γέμισαν γύρω στα χείλη με παραστάσεις κάθε λογής, μεγάλον να χωρά τριακόσιους αμφορείς, και του τον έστειλαν, θέλοντας να τον προσφέρουν του Κροίσου αντιχάρισμα.
[1.70.2]οὗτος ὁ κρητὴρ οὐκ ἀπίκετο ἐς Σάρδις δι᾽ αἰτίας διφασίας λεγομένας τάσδε· οἱ μὲν Λακεδαιμόνιοι λέγουσι ὡς, ἐπείτε ἀγόμενος ἐς τὰς Σάρδις ὁ κρητὴρ ἐγίνετο κατὰ τὴν Σαμίην, πυθόμενοι Σάμιοι ἀπελοίατο αὐτὸν νηυσὶ μακρῇσι ἐπιπλώσαντες·Αυτός ο κρατήρας δεν έφτασε στις Σάρδεις, για δύο, διαφορετικούς όπως τους λεν, λόγους: οι Λακεδαιμόνιοι λένε πως ταξιδεύοντας ο κρατήρας για τις Σάρδεις, όταν έφτασε στα νερά της Σάμου, τον πήραν είδηση οι Σάμιοι και ορμώντας με τα μακριά τους καράβια τον άρπαξαν.
[1.70.3]αὐτοὶ δὲ Σάμιοι λέγουσι ὡς, ἐπείτε ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες τῶν Λακεδαιμονίων τὸν κρητῆρα, ἐπυνθάνοντο δὲ Σάρδις τε καὶ Κροῖσον ἡλωκέναι, ἀπέδοντο τὸν κρητῆρα ἐν Σάμῳ, ἰδιώτας δὲ ἄνδρας πριαμένους ἀναθεῖναί μιν ἐς τὸ Ἥραιον· τάχα δὲ ἂν καὶ οἱ ἀποδόμενοι λέγοιεν ἀπικόμενοι ἐς Σπάρτην, ὡς ἀπαιρεθείησαν ὑπὸ Σαμίων.Οι ίδιοι όμως οι Σάμιοι λένε ότι, επειδή καθυστέρησαν οι Λακεδαιμόνιοι που συνόδευαν τον κρατήρα και πληροφορήθηκαν πως και οι Σάρδεις και ο Κροίσος είχαν πέσει στα χέρια του Κύρου, πούλησαν τον κρατήρα στη Σάμο, και κάποιοι άγνωστοι που τον αγόρασαν, τον αφιέρωσαν στο ιερό της Ήρας. Και ίσως εκείνοι που τον πούλησαν, όταν έφτασαν στη Σπάρτη, είπαν πως τους τον άρπαξαν οι Σάμιοι.
[1.71.1]Κατὰ μέν νυν τὸν κρητῆρα οὕτως ἔσχε, Κροῖσος δὲ ἁμαρτὼν τοῦ χρησμοῦ ἐποιέετο στρατηίην ἐς Καππαδοκίην, ἐλπίσας καταιρήσειν Κῦρόν τε καὶ τὴν Περσέων δύναμιν.Για τον κρατήρα έτσι έχει το πράγμα. Ο Κροίσος ωστόσο, επειδή έπεσε έξω στην εκτίμηση του χρησμού, κινούσε το στρατό του εναντίον της Καππαδοκίας με την ελπίδα ότι θα ανατρέψει τον Κύρο και τη δύναμη των Περσών.
[1.71.2]παρασκευαζομένου δὲ Κροίσου στρατεύεσθαι ἐπὶ Πέρσας, τῶν τις Λυδῶν νομιζόμενος καὶ πρόσθε εἶναι σοφός, ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς γνώμης καὶ τὸ κάρτα οὔνομα ἐν Λυδοῖσι ἔχων, συνεβούλευσε Κροίσῳ τάδε· οὔνομά οἱ ἦν Σάνδανις· Ὦ βασιλεῦ, ἐπ᾽ ἄνδρας τοιούτους στρατεύεσθαι παρασκευάζεαι, οἳ σκυτίνας μὲν ἀναξυρίδας, σκυτίνην δὲ τὴν ἄλλην ἐσθῆτα φορέουσι, σιτέονται δὲ οὐκ ὅσα ἐθέλουσι, ἀλλ᾽ ὅσα ἔχουσι, χώρην ἔχοντες τρηχέαν.Ενώ όμως ο Κροίσος έκανε ετοιμασίες για να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, κάποιος Λυδός (που και πρώτα περνούσε για σοφός, ύστερα όμως από αυτή του τη γνώμη, πιο πολύ ακούστηκε το όνομά του ανάμεσα στους Λυδούς) συμβούλευσε στον Κροίσο τα ακόλουθα — το όνομά του ήταν Σάνδανης: «Βασιλιά μου, ετοιμάζεσαι να κινήσεις το στρατό σου για να χτυπήσεις τέτοιους άνδρες, που τα παντελόνια και τα άλλα ρούχα που φορούν είναι από δέρμα, που τρων όχι όσο θέλουν αλλά όσο έχουν, και κατοικούν χώρα τραχιά.
[1.71.3]πρὸς δὲ οὐκ οἴνῳ διαχρέωνται, ἀλλὰ ὑδροποτέουσι, οὐ σῦκα δὲ ἔχουσι τρώγειν, οὐκ ἄλλο ἀγαθὸν οὐδέν. τοῦτο μὲν δή, εἰ νικήσεις, τί σφεας ἀπαιρήσεαι, τοῖσί γε μὴ ἔστι μηδέν; τοῦτο δέ, ἢν νικηθῇς, μάθε ὅσα ἀγαθὰ ἀποβαλέεις. γευσάμενοι γὰρ τῶν ἡμετέρων ἀγαθῶν περιέξονται οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται.Κι ακόμη δεν πίνουν κρασί αλλά νερό, κι ούτε σύκα δεν έχουν να φάνε μήτε κανένα άλλο αγαθό. Λοιπόν αν τους νικήσεις, τί έχεις να τους πάρεις, αυτών που δεν έχουν τίποτε; Αντίθετα όμως, αν νικηθείς, στοχάσου πόσα αγαθά θα χάσεις· γιατί όταν δοκιμάσουν αυτοί τα δικά μας αγαθά, θα μας φορτωθούν και δε θα μπορέσουμε πια να τους διώξουμε.
[1.71.4]ἐγὼ μέν νυν θεοῖσι ἔχω χάριν, οἳ οὐκ ἐπὶ νόον ποιέουσι Πέρσῃσι στρατεύεσθαι ἐπὶ Λυδούς. ταῦτα λέγων οὐκ ἔπειθε τὸν Κροῖσον. Πέρσῃσι γάρ, πρὶν Λυδοὺς καταστρέψασθαι, ἦν οὔτε ἁβρὸν οὔτε ἀγαθὸν οὐδέν.Εγώ, πώς να το πω, ευχαριστώ τους θεούς που δεν έβαλαν στο μυαλό των Περσών την ιδέα να εκστρατεύσουν εναντίον των Λυδών». Αυτά είπε, όμως δεν έπειθε τον Κροίσο. Πράγματι οι Πέρσες πριν υποτάξουν τους Λυδούς, δεν είχαν καμιά καλοπέραση ούτε ζωή της ανθρωπιάς.
[1.72.1]Οἱ δὲ Καππαδόκαι ὑπὸ Ἑλλήνων Σύριοι ὀνομάζονται· ἦσαν δὲ οἱ Σύριοι οὗτοι τὸ μὲν πρότερον ἢ Πέρσας ἄρξαι Μήδων κατήκοοι, τότε δὲ Κύρου.Τους Καππαδόκες οι Έλληνες τους λεν Σύριους. Αυτοί οι Σύριοι, πριν πάρουν την αρχή στα χέρια τους οι Πέρσες, ήταν υποταγμένοι στους Μήδους· τότε στον Κύρο.
[1.72.2]ὁ γὰρ οὖρος ἦν τῆς τε Μηδικῆς ἀρχῆς καὶ τῆς Λυδικῆς ὁ Ἅλυς ποταμός, ὃς ῥέει ἐξ Ἀρμενίου ὄρεος διὰ Κιλίκων, μετὰ δὲ Ματιηνοὺς μὲν ἐν δεξιῇ ἔχει ῥέων, ἐκ δὲ τοῦ ἑτέρου Φρύγας, παραμειβόμενος δὲ τούτους καὶ ῥέων ἄνω πρὸς βορέην ἄνεμον ἔνθεν μὲν Συρίους Καππαδόκας ἀπέργει, ἐξ εὐωνύμου δὲ Παφλαγόνας.Γιατί το σύνορο ανάμεσα στο κράτος των Λυδών και των Μήδων ήταν ο Άλης ποταμός, που κατεβαίνει από το Αρμένιο όρος, διασχίζει τη χώρα των Κιλίκων και συνεχίζει τη ροή του αφήνοντας δεξιά τους Ματιανούς και από την άλλη μεριά τους Φρύγες· περνώντας κι αυτές τις χώρες προχωρεί πάνω κατά το βορρά και χωρίζει τους Σύριους της Καππαδοκίας στο ένα μέρος, και στα αριστερά τους Παφλαγόνες.
[1.72.3]οὕτως ὁ Ἅλυς ποταμὸς ἀποτάμνει σχεδὸν πάντα τῆς Ἀσίης τὰ κάτω ἐκ θαλάσσης τῆς ἀντίον Κύπρου ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον· ἔστι δὲ αὐχὴν οὗτος τῆς χώρης ταύτης ἁπάσης· μῆκος ὁδοῦ εὐζώνῳ [ἀνδρὶ] πέντε ἡμέραι ἀναισιμοῦνται.Έτσι ο Άλης ποταμός αποχωρίζει όλη σχεδόν την κάτω Ασία, από τη θάλασσα αντίκρυ στην Κύπρο έως τον Εύξεινο πόντο. Τούτο το στενό είναι ο λαιμός όλης αυτής της ηπείρου· για να περπατήσει το μήκος του ένας καλός πεζοπόρος χωρίς φορτίο, του χρειάζονται πέντε μέρες.
[1.73.1]Ἐστρατεύετο δὲ ὁ Κροῖσος ἐπὶ τὴν Καππαδοκίην τῶνδε εἵνεκα, καὶ γῆς ἱμέρῳ προσκτήσασθαι πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν βουλόμενος, καὶ μάλιστα τῷ χρηστηρίῳ πίσυνος ἐών, καὶ τείσασθαι θέλων ὑπὲρ Ἀστυάγεος Κῦρον.Κινούσε το στρατό του ο Κροίσος εναντίον της Καππαδοκίας για τους παρακάτω λόγους: από όρεξη για μια περιοχή που ήθελε να την προσθέσει στις δικές του κτήσεις, και πιο πολύ από πίστη στο χρησμό και επειδή επιθυμούσε να εκδικηθεί τον Κύρο για το χατίρι του Αστυάγη.
[1.73.2]Ἀστυάγεα γὰρ τὸν Κυαξάρεω, ἐόντα Κροίσου μὲν γαμβρόν, Μήδων δὲ βασιλέα, Κῦρος ὁ Καμβύσεω καταστρεψάμενος εἶχε, γενόμενον γαμβρὸν Κροίσῳ ὧδε.Γιατί τον Αστυάγη, γιο του Κυαξάρη, που ήταν γαμπρός του Κροίσου και βασιλιάς των Μήδων, ο Κύρος, γιος του Καμβύση, τον είχε ανατρέψει και τον κρατούσε δέσμιο. Ο Αστυάγης είχε γίνει γαμπρός του Κροίσου ως εξής:
[1.73.3]Σκυθέων τῶν νομάδων ἴλη ἀνδρῶν στασιάσασα ὑπεξῆλθε ἐς γῆν τὴν Μηδικήν· ἐτυράννευε δὲ τὸν χρόνον τοῦτον Μήδων Κυαξάρης ὁ Φραόρτεω τοῦ Δηιόκεω, ὃς τοὺς Σκύθας τούτους τὸ μὲν πρῶτον περιεῖπε εὖ ὡς ἐόντας ἱκέτας· ὥστε δὲ περὶ πολλοῦ ποιεόμενος αὐτούς, παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσάν τε ἐκμαθεῖν καὶ τὴν τέχνην τῶν τόξων.Μια ομάδα από νομάδες Σκύθες, ύστερα από στάση, ξέφυγε και μπήκε στη χώρα των Μήδων· τα χρόνια εκείνα βασίλευε στους Μήδους ο Κυαξάρης (γιος του Φραόρτη, γιου του Δηιόκη), που σ᾽ αυτούς τους Σκύθες φερνόταν στην αρχή καλά, σαν ικέτες που ήσαν. Και επειδή πολύ τους υπολόγιζε, τους εμπιστεύθηκε μερικά παιδιά των Λυδών, για να μάθουν κοντά τους τη γλώσσα τους και την τέχνη του τόξου.
[1.73.4]χρόνου δὲ γενομένου καὶ αἰεὶ φοιτεόντων τῶν Σκυθέων ἐπ᾽ ἄγρην καὶ αἰεί τι φερόντων, καί κοτε συνήνεικε ἑλεῖν σφεας μηδέν· νοστήσαντας δὲ αὐτοὺς κεινῇσι χερσὶ ὁ Κυαξάρης (ἦν γάρ, ὡς διέδεξε, ὀργὴν [οὐκ] ἄκρος) τρηχέως κάρτα περιέσπε ἀεικείῃ.Ο καιρός περνούσε, οι Σκύθες έβγαιναν κάθε μέρα για κυνήγι, και πάντα κάτι έφερναν· κάποτε όμως συνέβη να μην πιάσουν τίποτε. Όταν γύρισαν πίσω με τα χέρια αδειανά, ο Κυαξάρης (γιατί ήταν, όπως και το απέδειξε, εξαιρετικά αψύς) τους φέρθηκε πολύ σκληρά — όπως δεν έπρεπε.
[1.73.5]οἱ δὲ ταῦτα πρὸς Κυαξάρεω παθόντες, ὥστε ἀνάξια σφέων αὐτῶν πεπονθότες, ἐβούλευσαν τῶν παρὰ σφίσι διδασκομένων παίδων ἕνα κατακόψαι, σκευάσαντες δὲ αὐτὸν ὥσπερ ἐώθεσαν καὶ τὰ θηρία σκευάζειν, Κυαξάρῃ δοῦναι φέροντες ὡς ἄγρην δῆθεν, δόντες δὲ τὴν ταχίστην κομίζεσθαι παρὰ Ἀλυάττεα τὸν Σαδυάττεω ἐς Σάρδις.Κι αυτοί μετά το πάθημά τους από τον Κυαξάρη, επειδή έκριναν πως είχαν πάθει κάτι που δεν τους άξιζε, πήραν απόφαση να κομματιάσουν ένα από τα παιδιά που μαθήτευαν κοντά τους, να το μαγειρέψουν, όπως συνήθιζαν να μαγειρεύουν και τα αγρίμια, και να το δώσουν του Κυαξάρη, κάνοντας τάχα πως το έφεραν από κυνήγι· κι αφού το δώσουν, ύστερα το γρηγορότερο να φύγουν και να πάνε στον Αλυάττη, γιο του Σαδυάττη, στις Σάρδεις.
[1.73.6]ταῦτα καὶ ἐγένετο· καὶ γὰρ Κυαξάρης καὶ οἱ παρεόντες δαιτυμόνες τῶν κρεῶν τούτων ἐπάσαντο, καὶ οἱ Σκύθαι ταῦτα ποιήσαντες Ἀλυάττεω ἱκέται ἐγένοντο.Έτσι και έγινε· γιατί ο Κυαξάρης και οι ομοτράπεζοί του που ήταν παρόντες, γεύθηκαν τα κρέατα αυτά, και οι Σκύθες, άμα πραγματοποίησαν το σχέδιο τους, έγιναν ικέτες του Αλυάττη.
[1.74.1]μετὰ δὲ ταῦτα, οὐ γὰρ δὴ ὁ Ἀλυάττης ἐξεδίδου τοὺς Σκύθας ἐξαιτέοντι Κυαξάρῃ, πόλεμος τοῖσι Λυδοῖσι καὶ τοῖσι Μήδοισι ἐγεγόνεε ἐπ᾽ ἔτεα πέντε, ἐν τοῖσι πολλάκις μὲν οἱ Μῆδοι τοὺς Λυδοὺς ἐνίκησαν, πολλάκις δέ οἱ Λυδοὶ τοὺς Μήδους· ἐν δὲ καὶ νυκτομαχίην τινὰ ἐποιήσαντο·Μετά, επειδή ο Αλυάττης δεν έδινε πίσω τους Σκύθες, κι ας τους ζητούσε επίμονα ο Κυαξάρης, άναψε πόλεμος ανάμεσα στους Λυδούς και τους Μήδους, που κράτησε πέντε χρόνια, και μέσα σ᾽ αυτά πολλές φορές νίκησαν οι Μήδοι τους Λυδούς, και πολλές φορές οι Λυδοί τους Μήδους. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου έδωσαν και μια μάχη νυκτερινή.
[1.74.2]διαφέρουσι δέ σφι ἐπὶ ἴσης τὸν πόλεμον τῷ ἕκτῳ ἔτεϊ συμβολῆς γενομένης συνήνεικε ὥστε τῆς μάχης συνεστεώσης, τὴν ἡμέρην ἐξαπίνης νύκτα γενέσθαι. τὴν δὲ μεταλλαγὴν ταύτην τῆς ἡμέρης Θαλῆς ὁ Μιλήσιος τοῖσι Ἴωσι προηγόρευσε ἔσεσθαι, οὖρον προθέμενος ἐνιαυτὸν τοῦτον ἐν τῷ δὴ καὶ ἐγένετο ἡ μεταβολή.Και ενώ εξακολουθούσαν τον πόλεμο ισόπαλοι, τον έχτο χρόνο, σε μια συμπλοκή, συνέβη πάνω στη μάχη ξαφνικά η μέρα να γίνει νύχτα. Αυτή την αλλαγή της μέρας σε νύχτα, την είχε ο Θαλής ο Μιλήσιος πει από πριν στους Ίωνες πως θα γίνει, προκαθορίζοντας και τον χρόνο αυτόν, μέσα στον οποίο πραγματικά και έγινε η μεταβολή.
[1.74.3]οἱ δὲ Λυδοί τε καὶ οἱ Μῆδοι ἐπείτε εἶδον νύκτα ἀντὶ ἡμέρης γενομένην, τῆς μάχης τε ἐπαύσαντο καὶ μᾶλλόν τι ἔσπευσαν καὶ ἀμφότεροι εἰρήνην ἑωυτοῖσι γενέσθαι. οἱ δὲ συμβιβάσαντες αὐτοὺς ἦσαν οἵδε, Συέννεσίς τε ὁ Κίλιξ καὶ Λαβύνητος ὁ Βαβυλώνιος.Οι Λυδοί και οι Μήδοι, όταν είδαν τη μέρα να γίνεται νύχτα, σταμάτησαν τη μάχη και πρόθυμα έσπευσαν και οι δύο να κλείσουν μεταξύ τους ειρήνη. Εκείνοι που τους έφεραν σε συμβιβασμό ήταν ο Συέννεσης από την Κιλικία και ο Λαβύνητος από τη Βαβυλώνα.
[1.74.4]οὗτοί σφι καὶ τὸ ὅρκιον οἱ σπεύσαντες γενέσθαι ἦσαν, καὶ γάμων ἐπαλλαγὴν ἐποίησαν· Ἀλυάττεα γὰρ ἔγνωσαν δοῦναι τὴν θυγατέρα Ἀρύηνιν Ἀστυάγεϊ τῷ Κυαξάρεω παιδί· ἄνευ γὰρ ἀναγκαίης ἰσχυρῆς συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν.Αυτοί είναι που έσπρωξαν να γίνουν οι όρκοι και επιπλέον πέτυχαν να τους δέσουν και με αμοιβαίο γάμο. Αποφάσισαν δηλαδή ο Αλυάττης να δώσει την κόρη του Αρύηνη νύφη στο γιο του Κυαξάρη· γιατί δίχως στενό συγγενικό δεσμό, οι συμφωνίες δε συνηθίζεται να κρατούν για πολύ.
[1.74.5]ὅρκια δὲ ποιέεται ταῦτα τὰ ἔθνεα τά πέρ τε Ἕλληνες, καὶ πρὸς τούτοισι, ἐπεὰν τοὺς βραχίονας ἐπιτάμωνται ἐς τὴν ὁμοχροίην, τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων.Τους όρκους τούς κάνουν οι λαοί αυτοί, όπως και οι Έλληνες, και επιπλέον χαράζουν πάνω πάνω το δέρμα των χεριών τους και γλείφουν ο ένας το αίμα του άλλου.
[1.75.1]Τοῦτον δὴ ὦν τὸν Ἀστυάγεα Κῦρος ἐόντα ἑωυτοῦ μητροπάτορα καταστρεψάμενος εἶχε δι᾽ αἰτίην τὴν ἐγὼ ἐν τοῖσι ὀπίσω λόγοισι σημανέω·Αυτόν λοιπόν τον Αστυάγη, που του ήταν παππούς από τη μάνα του, ο Κύρος τον είχε ανατρέψει και τον κρατούσε δέσμιο για κάποια αιτία που εγώ θα την πω στα παρακάτω κεφάλαια.
[1.75.2]τὰ Κροῖσος ἐπιμεμφόμενος τῷ Κύρῳ ἔς τε τὰ χρηστήρια ἔπεμπε εἰ στρατεύηται ἐπὶ Πέρσας, καὶ δὴ καί ἀπικομένου χρησμοῦ κιβδήλου, ἐλπίσας πρὸς ἑωυτοῦ τὸν χρησμὸν εἶναι, ἐστρατεύετο ἐς τὴν Περσέων μοῖραν.Νά ο λόγος που ο Κροίσος τα είχε με τον Κύρο, και γι᾽ αυτό έστελνε ανθρώπους του στα μαντεία να ρωτήσει αν πρέπει να κινήσει το στρατό του εναντίον των Περσών·
[1.75.3]ὡς δὲ ἀπίκετο ἐπὶ τὸν Ἅλυν ποταμὸν ὁ Κροῖσος, τὸ ἐνθεῦτεν, ὡς μὲν ἐγὼ λέγω, κατὰ τὰς ἐούσας γεφύρας διεβίβασε τὸν στρατόν, ὡς δὲ ὁ πολλὸς λόγος Ἑλλήνων, Θαλῆς οἱ ὁ Μιλήσιος διεβίβασε.και όταν πια έφτασε ο απατηλός χρησμός, με την ελπίδα ότι ο χρησμός τον ευνοεί, κίνησε ο Κροίσος το στρατό του για να εισβάλει στη χώρα των Περσών. Άμα έφτασε ο Κροίσος στον Άλη ποταμό, αποκεί και πέρα, όπως εγώ υποστηρίζω, πέρασε το στρατό του από τα γεφύρια που υπήρχαν· όπως όμως λεν οι περισσότεροι Έλληνες, ο Θαλής ο Μιλήσιος του πέρασε το στρατό.
[1.75.4]ἀπορέοντος γὰρ Κροίσου ὅκως οἱ διαβήσεται τὸν ποταμὸν ὁ στρατός (οὐ γὰρ δὴ εἶναί κω τοῦτον τὸν χρόνον τὰς γεφύρας ταύτας), λέγεται παρεόντα τὸν Θαλῆν ἐν τῷ στρατοπέδῳ ποιῆσαι αὐτῷ τὸν ποταμὸν ἐξ ἀριστερῆς χειρὸς ῥέοντα τοῦ στρατοῦ καὶ ἐκ δεξιῆς ῥέειν, ποιῆσαι δὲ ὧδε·Ενώ δηλαδή ο Κροίσος βρισκόταν σε απορία πώς θα περάσει ο στρατός του το ποτάμι (γιατί την εποχή αυτή, λεν, δεν υπήρχαν βέβαια αυτές οι γέφυρες), ο Θαλής ο Μιλήσιος, που ήταν λέει στο στρατόπεδο, κατόρθωσε για χάρη του Κροίσου, ώστε το ποτάμι που έτρεχε από τα αριστερά του στρατού να τρέχει και από τα δεξιά του — και νά πώς το κατόρθωσε:
[1.75.5]ἄνωθεν τοῦ στρατοπέδου ἀρξάμενον διώρυχα βαθέαν ὀρύσσειν, ἄγοντα μηνοειδέα, ὅκως ἂν τὸ στρατόπεδον ἱδρυμένον κατὰ νώτου λάβοι ταύτῃ κατὰ τὴν διώρυχα ἐκτραπόμενος ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥεέθρων καὶ αὖτις παραμειβόμενος τὸ στρατόπεδον, ἐς τὰ ἀρχαῖα ἐσβάλλοι, ὥστε ἐπείτε καὶ ἐσχίσθη τάχιστα ὁ ποταμός, ἀμφοτέρῃ διαβατὸς ἐγένετο.αρχίζοντας από ᾽να μέρος που βρισκόταν πιο πάνω από το στρατόπεδο, έσκαψε μια βαθιά διώρυγα, έτσι που ο ποταμός ξεφεύγοντας από την παλιά του κοίτη να κυκλώσει από πίσω το στρατόπεδο, κι ύστερα παρακάμπτοντάς το να χύνεται και πάλι στην παλιά του κοίτη· αποτέλεσμα: μόλις χωρίστηκε ο ποταμός στα δύο, έγινε και στα δύο του παρακλάδια διαβατός.
[1.75.6]οἱ δὲ καὶ τὸ παράπαν λέγουσι καὶ τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον ἀποξηρανθῆναι. ἀλλὰ τοῦτο μὲν οὐδὲ προσίεμαι· κῶς γὰρ ὀπίσω πορευόμενοι διέβησαν ‹ἂν› αὐτόν;Είναι μάλιστα μερικοί που ισχυρίζονται πως η παλιά κοίτη ξεράθηκε ολότελα. Όμως αυτό δεν το δέχομαι· γιατί πώς μπόρεσαν οι Λυδοί γυρνώντας πίσω να τον ξαναπεράσουν τον ποταμό;
[1.76.1]Κροῖσος δὲ ἐπείτε διαβὰς σὺν τῷ στρατῷ ἀπίκετο τῆς Καππαδοκίης ἐς τὴν Πτερίην καλεομένην (ἡ δὲ Πτερίη ἐστὶ τῆς χώρης ταύτης τὸ ἰσχυρότατον κατὰ Σινώπην πόλιν τὴν ἐν Εὐξείνῳ πόντῳ μάλιστά κῃ κειμένη), ἐνθαῦτα ἐστρατοπεδεύετο φθείρων τῶν Συρίων τοὺς κλήρους.Ο Κροίσος, σαν πέρασε με το στρατό του τον ποταμό, έφτασε στην περιοχή της Καππαδοκίας που λέγεται Πτερία (είναι η Πτερία το πιο οχυρωμένο μέρος αυτής της χώρας και βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο ύψος με τη Σινώπη, πόλη πάνω στον Εύξεινο πόντο). Εκεί έστησε το στρατό του και ερήμωνε τα χωράφια των Συρίων.
[1.76.2]καὶ εἷλε μὲν τῶν Πτερίων τὴν πόλιν καὶ ἠνδραποδίσατο, εἷλε δὲ τὰς περιοικίδας αὐτῆς πάσας, Συρίους τε οὐδὲν ἐόντας αἰτίους ἀναστάτους ἐποίησε. Κῦρος δὲ ἀγείρας τὸν ἑωυτοῦ στρατὸν καὶ παραλαβὼν τοὺς μεταξὺ οἰκέοντας πάντας ἠντιοῦτο Κροίσῳ.Κυρίεψε και την πόλη των Πτερίων και αιχμαλώτισε τους κατοίκους της, κυρίεψε και τις γειτονικές πόλεις όλες· και τους Συρίους, που διόλου δεν τον έφταιξαν, τους ξεσπίτωσε και τους ρήμαξε. Από τη μεριά του ο Κύρος μάζεψε το δικό του στρατό, παρέλαβε κι όλους όσους βρέθηκαν πάνω στο δρόμο του και βάδισε να απαντήσει τον Κροίσο.
[1.76.3]πρὶν δὲ ἐξελαύνειν ὁρμῆσαι τὸν στρατόν, πέμψας κήρυκας ἐς τοὺς Ἴωνας ἐπειρᾶτό σφεας ἀπὸ Κροίσου ἀπιστάναι. Ἴωνες μέν νυν οὐκ ἐπείθοντο, Κῦρος δὲ ὡς ἀπίκετο καὶ ἀντεστρατοπεδεύσατο Κροίσῳ, ἐνθαῦτα ἐν τῇ Πτερίῃ χώρῃ ἐπειρῶντο κατὰ τὸ ἰσχυρὸν ἀλλήλων.Προτού όμως αναλάβει να κινήσει το στρατό του, πάσχιζε, στέλνοντας κήρυκες στους Ίωνες, να τους αποσπάσει από τον Κροίσο. Όμως οι Ίωνες δεν τον άκουγαν, και ο Κύρος, άμα έφτασε και έστησε το στρατό του αντίκρυ στο στρατόπεδο του Κροίσου, εκεί στη χώρα των Πτερίων οι στρατοί δοκίμαζαν όλη τη δύναμή τους, ο ένας εναντίον του άλλου.
[1.76.4]μάχης δὲ καρτερῆς γενομένης καὶ πεσόντων ἀμφοτέρων πολλῶν τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν νυκτὸς ἐπελθούσης. καὶ τὰ μὲν στρατόπεδα ἀμφότερα οὕτως ἠγωνίσατο.Έγινε μάχη πεισματική κι έπεσαν και από τις δύο παρατάξεις πολλοί· όμως, καθώς στο τέλος κανένας τους δε νικούσε, χωρίστηκαν, γιατί τους πήρε η νύχτα. Έτσι αγωνίστηκαν οι δύο στρατοί.
[1.77.1]Κροῖσος δὲ μεμφθεὶς κατὰ τὸ πλῆθος τὸ ἑωυτοῦ στράτευμα (ἦν γάρ οἱ ὁ συμβαλὼν στρατὸς πολλὸν ἐλάσσων ἢ ὁ Κύρου), τοῦτο μεμφθείς, ὡς τῇ ὑστεραίῃ οὐκ ἐπειρᾶτο ἐπιὼν ὁ Κῦρος, ἀπήλαυνε ἐς τὰς Σάρδις, ἐν νόῳ ἔχων παρακαλέσας μὲν Αἰγυπτίους κατὰ τὸ ὅρκιονΟ Κροίσος όμως έριξε το φταίξιμο στον λίγο του στρατό (γιατί πραγματικά ο στρατός του, που πήρε μέρος στη μάχη, ήταν πολύ μικρότερος από του Κύρου)· σ᾽ αυτό έριξε το φταίξιμο και, όπως την άλλη μέρα ο Κύρος δε δοκίμαζε να κάνει επίθεση, κίνησε πίσω για τις Σάρδεις, με τη σκέψη να καλέσει σε βοήθεια τους Αιγύπτιους σύμφωνα με τους όρκους
[1.77.2](ἐποιήσατο γὰρ καὶ πρὸς Ἄμασιν βασιλεύοντα Αἰγύπτου συμμαχίην πρότερον ἤ περ πρὸς Λακεδαιμονίους), μεταπεμψάμενος δὲ καὶ Βαβυλωνίους (καὶ γὰρ πρὸς τούτους αὐτῷ ἐπεποίητο συμμαχίη, ἐτυράννευε δὲ τὸν χρόνον τοῦτον τῶν Βαβυλωνίων Λαβύνητος),(γιατί και με τον Άμαση, το βασιλιά της Αιγύπτου, είχε κλείσει συμμαχία, πριν κάνει ακόμη με τους Λακεδαιμονίους), να μηνύσει να έρθουν και οι Βαβυλώνιοι (γιατί και μ᾽ αυτούς είχε γίνει συμφωνία· βασίλευε στα χρόνια εκείνα στη Βαβυλώνα ο Λαβύνητος),
[1.77.3]ἐπαγγείλας δὲ καὶ Λακεδαιμονίοισι παρεῖναι ἐς χρόνον ῥητόν, ἁλίσας τε δὴ τούτους καὶ τὴν ἑωυτοῦ συλλέξας στρατιὴν ἐνένωτο τὸν χειμῶνα παρεὶς ἅμα τῷ ἦρι στρατεύειν ἐπὶ τοὺς Πέρσας.να παραγγείλει ακόμη και στους Λακεδαιμονίους να βρίσκονται στις Σάρδεις στην ώρα τους· αφού λοιπόν συγκεντρώσει όλους αυτούς και μαζέψει και το δικό του στρατό, είχε στο νου του να αφήσει να περάσει ο χειμώνας, και με την άνοιξη να κινήσει τα στρατεύματά του εναντίον των Περσών.
[1.77.4]καὶ ὁ μὲν ταῦτα φρονέων, ὡς ἀπίκετο ἐς τὰς Σάρδις, ἔπεμπε κήρυκας κατὰ τὰς συμμαχίας προερέοντας ἐς πέμπτον μῆνα συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις· τὸν δὲ παρεόντα καὶ μαχεσάμενον στρατὸν Πέρσῃσι, ὅσος ἦν αὐτοῦ ξεινικός, πάντα ἀπεὶς διεσκέδασε, οὐδαμὰ ἐλπίσας μή κοτε ἄρα ἀγωνισάμενος οὕτω παραπλησίως Κῦρος ἐλάσῃ ἐπὶ Σάρδις.Μ᾽ αυτό το σχέδιο στο νου, μόλις έφτασε στις Σάρδεις, έστειλε κήρυκες προς τους συμμάχους του, για να τους προειδοποιήσουν να μαζευτούν ύστερα από τέσσερις μήνες στις Σάρδεις. Όσο για το στρατό που είχε μαζί του και πολέμησε τους Πέρσες, όσοι από αυτούς ήταν μισθοφόροι, τους απέλυσε όλους και τους άφησε να σκορπίσουν· γιατί διόλου δεν το περίμενε μήπως ο Κύρος στα σοβαρά, ύστερα από μια τέτοια αμφίρροπη μάχη, βαδίσει εναντίον των Σάρδεων.
[1.78.1]ταῦτα ἐπιλεγομένῳ Κροίσῳ τὸ προάστιον πᾶν ὀφίων ἐνεπλήσθη. φανέντων δὲ αὐτῶν οἱ ἵπποι, μετιέντες τὰς νομὰς νέμεσθαι, φοιτῶντες κατήσθιον. ἰδόντι δὲ τοῦτο Κροίσῳ, ὥσπερ καὶ ἦν, ἔδοξε τέρας εἶναι.Και ενώ ο Κροίσος έκανε αυτούς τους υπολογισμούς, γέμισε το προάστιο όλο από φίδια· με την εμφάνισή τους τα άλογα άφησαν τις βοσκές τους, και πήγαιναν εκεί και τα έτρωγαν. Όταν το είδε αυτό ο Κροίσος, του φάνηκε, όπως και ήταν, θεϊκό σημάδι.
[1.78.2]αὐτίκα δὲ ἔπεμπε θεοπρόπους ἐς τῶν ἐξηγητέων Τελμησσέων. ἀπικομένοισι δὲ τοῖσι θεοπρόποισι καὶ μαθοῦσι πρὸς Τελμησσέων τὸ θέλει σημαίνειν τὸ τέρας, οὐκ ἐξεγένετο Κροίσῳ ἀπαγγεῖλαι· πρὶν γὰρ ἢ ὀπίσω σφέας ἀναπλῶσαι ἐς τὰς Σάρδις ἥλω ὁ Κροῖσος.Αμέσως λοιπόν έστειλε ανθρώπους του στους Τελμησσείς, στους ξακουστούς εξηγητές. Έφτασαν οι αποσταλμένοι του Κροίσου και έμαθαν από τους Τελμησσείς τί θέλει να πει το θεϊκό σημάδι, όμως δεν πρόφτασαν να φέρουν πίσω στον Κροίσο την είδηση· γιατί προτού αυτοί προλάβουν να γυρίσουν από τη θάλασσα πίσω στις Σάρδεις, ο Κροίσος είχε πιαστεί αιχμάλωτος.
[1.78.3]Τελμησσέες μέντοι τάδε ἔγνωσαν, στρατὸν ἀλλόθροον προσδόκιμον εἶναι Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην, ἀπικόμενον δὲ τοῦτον καταστρέψεσθαι τοὺς ἐπιχωρίους, λέγοντες ὄφιν εἶναι γῆς παῖδα, ἵππον δὲ πολέμιόν τε καὶ ἐπήλυδα. Τελμησσέες μέν νυν ταῦτα ὑπεκρίναντο Κροίσῳ ἤδη ἡλωκότι, οὐδέν κω εἰδότες τῶν ἦν περὶ Σάρδις τε καὶ αὐτὸν Κροῖσον.Μολαταύτα οι Τελμησσείς έδωσαν την ακόλουθη εξήγηση: ότι ο Κροίσος πρέπει να περιμένει πως στρατός αλλόγλωσσος θα χτυπήσει τη χώρα του, που θα έρθει και θα αφανίσει τους ντόπιους, λέγοντας ότι φίδι ίσον παιδί της γης, κι άλογο ίσον εχθρός που έρχεται από έξω. Οι Τελμησσείς λοιπόν αυτή την απόκριση έστειλαν στον Κροίσο, όταν πια ήταν αιχμάλωτος, δίχως βέβαια να ξέρουν τίποτε για το τί συνέβαινε με τις Σάρδεις και με τον ίδιο τον Κροίσο.
[1.79.1]Κῦρος δὲ αὐτίκα ἀπελαύνοντος Κροίσου μετὰ τὴν μάχην τὴν γενομένην ἐν τῇ Πτερίῃ, μαθὼν ὡς ἀπελάσας μέλλοι Κροῖσος διασκεδᾶν τὸν στρατόν, βουλευόμενος εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι ἐλαύνειν ὡς δύναιτο τάχιστα ἐπὶ τὰς Σάρδις, πρὶν ἢ τὸ δεύτερον ἁλισθῆναι τῶν Λυδῶν τὴν δύναμιν.Μόλις ο Κροίσος πήρε να υποχωρεί, μετά τη μάχη που έγινε στη χώρα των Πτερίων, ο Κύρος, όταν έμαθε ότι ο Κροίσος είχε σκοπό μετά την υποχώρηση να σκορπίσει το στρατό του, ύστερα από σκέψη έβρισκε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να βαδίσει το γρηγορότερο και να χτυπήσει τις Σάρδεις, προτού συγκεντρωθεί για δεύτερη φορά η δύναμη των Λυδών.
[1.79.2]ὡς δέ οἱ ταῦτα ἔδοξε, καὶ ἐποίεε κατὰ τάχος· ἐλάσας [γὰρ] τὸν στρατὸν ἐς τὴν Λυδίην αὐτὸς ἄγγελος Κροίσῳ ἐληλύθεε. ἐνθαῦτα Κροῖσος ἐς ἀπορίην πολλὴν ἀπιγμένος, ὥς οἱ παρὰ δόξαν ἔσχε τὰ πρήγματα ἢ ὡς αὐτὸς κατεδόκεε, ὅμως τοὺς Λυδοὺς ἐξῆγε ἐς μάχην.Ευθύς ως το απεφάσισε, αμέσως το έβαλε μπροστά: κίνησε το στρατό του και μπήκε στη Λυδία, και έφερε μόνος του την αγγελία στον Κροίσο πως είχε φτάσει. Τότε ο Κροίσος βρέθηκε σε αδιέξοδο, αφού τα πράγματα πήραν άλλη τροπή από εκείνη που ο ίδιος πίστευε· κι όμως έβγαλε τους Λυδούς στη μάχη.
[1.79.3]ἦν δὲ τοῦτον τὸν χρόνον ἔθνος οὐδὲν ἐν τῇ Ἀσίῃ οὔτε ἀνδρηιότερον οὔτε ἀλκιμώτερον τοῦ Λυδίου. ἡ δὲ μάχη σφέων ἦν ἀπ᾽ ἵππων, δόρατά τε ἐφόρεον μεγάλα καὶ αὐτοὶ ἦσαν ἱππεύεσθαι ἀγαθοί.Δεν υπήρχε την εποχή εκείνη κανένας λαός στην Ασία πιο αντρειωμένος και πιο άφοβος από τους Λυδούς. Πολεμούσαν πάνω από άλογα, κρατούσαν δόρατα μεγάλα, κι ήταν οι ίδιοι λαμπροί καβαλάρηδες.
[1.80.1]ἐς τὸ πεδίον δὲ συνελθόντων τοῦτο τὸ πρὸ τοῦ ἄστεός ἐστι τοῦ Σαρδιηνοῦ, ἐὸν μέγα τε καὶ ψιλόν (διὰ δὲ αὐτοῦ ποταμοὶ ῥέοντες καὶ ἄλλοι καὶ Ὕλλος συρρηγνῦσι ἐς τὸν μέγιστον, καλεόμενον δὲ Ἕρμον, ὃς ἐξ ὄρεος ἱροῦ μητρὸς Δινδυμήνης ῥέων ἐκδιδοῖ ἐς θάλασσαν κατὰ Φώκαιαν πόλιν),Όταν μαζεύτηκαν στην πεδιάδα, αυτή που βρίσκεται μπροστά στην πόλη των Σάρδεων κι είναι μεγάλη και άδενδρη (την διασχίζουν και άλλα ποτάμια και ο Ύλλος, και χύνονται όλα μαζί στο πιο μεγάλο ποτάμι που λέγεται Έρμος· αυτός πηγάζει από το βουνό το αφιερωμένο στη μάνα Δινδυμήνη, και ρέοντας χύνεται στη θάλασσα κοντά στην πόλη Φώκαια)·
[1.80.2]ἐνθαῦτα ὁ Κῦρος ὡς εἶδε τοὺς Λυδοὺς ἐς μάχην τασσομένους, καταρρωδήσας τὴν ἵππον ἐποίησε Ἁρπάγου ὑποθεμένου ἀνδρὸς Μήδου τοιόνδε· ὅσαι τῷ στρατῷ τῷ ἑωυτοῦ εἵποντο σιτοφόροι τε καὶ σκευοφόροι κάμηλοι, ταύτας πάσας ἁλίσας καὶ ἀπελὼν τὰ ἄχθεα ἄνδρας ἐπ᾽ αὐτὰς ἀνέβησε ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένους, σκευάσας δὲ αὐτοὺς προσέταξε τῆς ἄλλης στρατιῆς προϊέναι πρὸς τὴν Κροίσου ἵππον, τῇ δὲ καμήλῳ ἕπεσθαι τὸν πεζὸν λεὼν ἐκέλευε, ὄπισθε δὲ τοῦ πεζοῦ ἐπέταξε τὴν πᾶσαν ἵππον.εδώ όταν είδε ο Κύρος να παρατάσσονται οι Λυδοί για μάχη, γεμάτος τρόμο μπροστά στο ιππικό τους, έκανε, ύστερα από συμβουλή του Άρπαγου που ήταν Μήδος, το εξής: όσες καμήλες ακολουθούσαν το στρατό του, μεταφέροντας τρόφιμα και αποσκευές, όλες αυτές τις μάζεψε και, αφού τους έβγαλε το φορτίο τους, ανέβασε πάνω τους άνδρες με εξάρτυση ιππικού, και όταν τους ετοίμασε, έδωσε διαταγή να προχωρούν αυτοί μπροστά από το άλλο στράτευμα καταπάνω στο ιππικό του Κροίσου· πίσω από τις καμήλες πρόσταξε να ακολουθεί το πεζικό, και πίσω από το πεζικό έταξε όλο το ιππικό του.
[1.80.3]ὡς δέ οἱ πάντες διετετάχατο, παραίνεσε τῶν μὲν ἄλλων Λυδῶν μὴ φειδομένους κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον, Κροῖσον δὲ αὐτὸν μὴ κτείνειν, μηδὲ ἢν συλλαμβανόμενος ἀμύνηται.Όταν πια όλοι ήταν στη θέση τους, παράγγειλε από τους άλλους Λυδούς κανέναν να μη λυπηθούν και να σκοτώνουν όποιον τους αντισταθεί· μόνο τον Κροίσο να μη σκοτώσουν, και αν ακόμη προβάλει αντίσταση, την ώρα που πάνε να τον πιάσουν αιχμάλωτο.
[1.80.4]ταῦτα μὲν παραίνεσε, τὰς δὲ καμήλους ἔταξε ἀντία τῆς ἵππου τῶνδε εἵνεκεν· κάμηλον ἵππος φοβέεται καὶ οὐκ ἀνέχεται οὔτε τὴν ἰδέην αὐτῆς ὁρέων οὔτε τὴν ὀδμὴν ὀσφραινόμενος. αὐτοῦ δὴ ὦν τούτου εἵνεκεν ἐσεσόφιστο, ἵνα τῷ Κροίσῳ ἄχρηστον ᾖ τὸ ἱππικόν, τῷ δή τι καὶ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι ὁ Λυδός.Αυτές ήσαν οι παραγγελίες του· όσο για τις καμήλες, τις έβαλε απέναντι στο ιππικό για τον εξής λόγο: την καμήλα το άλογο τη φοβάται και δε βαστά ούτε την όψη της να βλέπει ούτε τη μυρωδιά της να μυρίζεται. Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο σοφίστηκε το τέχνασμα, για να αχρηστεύσει το ιππικό του Κροίσου, που με αυτό βέβαια πίστευε πως θα θριαμβεύσει ο Λυδός.
[1.80.5]ὡς δὲ καὶ συνήισαν ἐς τὴν μάχην, ἐνθαῦτα ὡς ὤσφροντο τάχιστα τῶν καμήλων οἱ ἵπποι καὶ εἶδον αὐτάς, ὀπίσω ἀνέστρεφον, διέφθαρτό τε τῷ Κροίσῳ ἡ ἐλπίς.Πράγματι μόλις κίνησαν οι δύο στρατοί για τη μάχη, τότε, ευθύς ως μύρισαν τα άλογα τις καμήλες και τις είδαν μπροστά τους, έκαναν πίσω, και η ελπίδα του Κροίσου πήγε χαμένη.
[1.80.6]οὐ μέντοι οἵ γε Λυδοὶ τὸ ἐνθεῦτεν δειλοὶ ἦσαν, ἀλλ᾽ ὡς ἔμαθον τὸ γινόμενον, ἀποθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων πεζοὶ τοῖσι Πέρσῃσι συνέβαλλον. χρόνῳ δὲ πεσόντων ἀμφοτέρων πολλῶν ἐτράποντο οἱ Λυδοί, κατειληθέντες δὲ ἐς τὸ τεῖχος ἐπολιορκέοντο ὑπὸ τῶν Περσέων.Παρόλα αυτά οι Λυδοί δε δείλιασαν, παρά μόλις κατάλαβαν τί γίνεται, πήδησαν από τα άλογά τους κάτω και άρχισαν να χτυπιούνται με τους Πέρσες, όπως οι πεζοί. Ύστερα από ώρα και ενώ είχαν πέσει και από τις δύο μεριές πολλοί νεκροί, τράπηκαν οι Λυδοί σε φυγή, και παγιδευμένοι μέσα στα τείχη τους βαστούσαν στην πολιορκία των Περσών.
[1.81.1]Τοῖσι μὲν δὴ κατεστήκεε πολιορκίη, Κροῖσος δὲ δοκέων οἱ χρόνον ἐπὶ μακρὸν ἔσεσθαι τὴν πολιορκίην ἔπεμπε ἐκ τοῦ τείχεος ἄλλους ἀγγέλους ἐς τὰς συμμαχίας. οἱ μὲν γὰρ πρότερον διεπέμποντο ἐς πέμπτον μῆνα προερέοντες συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις, τούτους δὲ ἐξέπεμπε τὴν ταχίστην δέεσθαι βοηθέειν ὡς πολιορκεομένου Κροίσου.Ενώ λοιπόν οι Πέρσες έκαναν κανονική πολιορκία, ο Κροίσος με τη σκέψη ότι η πολιορκία θα κρατούσε πολύ καιρό, έστελνε μέσα από το τείχος άλλους αγγελιοφόρους στις συμμαχικές χώρες. Γιατί οι προηγούμενοι πήγαν να τους ειδοποιήσουν να μαζευτούν ύστερα από τέσσερις μήνες, ενώ αυτούς τους έστελνε να παρακαλέσουν τους συμμάχους να τρέξουν το γρηγορότερο σε βοήθεια, γιατί ο Κροίσος πολιορκείται.
[1.82.1]ἔς τε δὴ ὦν τὰς ἄλλας ἔπεμπε συμμαχίας καὶ δὴ καὶ ἐς Λακεδαίμονα. τοῖσι δὲ καὶ αὐτοῖσι [τοῖσι Σπαρτιήτῃσι] κατ᾽ αὐτὸν τοῦτον τὸν χρόνον συνεπεπτώκεε ἔρις ἐοῦσα πρὸς Ἀργείους περὶ χώρου καλεομένου Θυρέης.Έστειλε λοιπόν και στις άλλες συμμαχικές χώρες ανθρώπους του και επιπλέον στη Σπάρτη. Την εποχή όμως αυτή συνέπεσε να βρίσκονται κι αυτοί οι ίδιοι σε διαμάχη με τους Αργείους για ένα τόπο που λεγόταν Θυρέα.
[1.82.2]τὰς γὰρ Θυρέας ταύτας ἐούσας τῆς Ἀργολίδος μοίρης ἀποταμόμενοι ἔσχον οἱ Λακεδαιμόνιοι. ἦν δὲ καὶ ἡ μέχρι Μαλέων ἡ πρὸς ἑσπέρην Ἀργείων, ἥ τε ἐν τῇ ἠπείρῳ χώρη καὶ ἡ Κυθηρίη νῆσος καὶ αἱ λοιπαὶ τῶν νήσων.Την περιοχή αυτή της Θυρέας, που ανήκε στην Αργολίδα, την ξέκοψαν και την πήραν οι Λακεδαιμόνιοι. Στους Αργείους όμως ανήκε κι όλη η περιοχή που φτάνει δυτικά ώς τον Μαλέα, και η στεριά και το νησί Κύθηρα και τα υπόλοιπα νησιά.
[1.82.3]βοηθησάντων δὲ Ἀργείων τῇ σφετέρῃ ἀποταμνομένῃ, ἐνθαῦτα συνέβησαν ἐς λόγους συνελθόντες ὥστε τριηκοσίους ἑκατέρων μαχέσασθαι, ὁκότεροι δ᾽ ἂν περιγένωνται, τούτων εἶναι τὸν χῶρον· τὸ δὲ πλῆθος τοῦ στρατοῦ ἀπαλλάσσεσθαι ἑκάτερον ἐς τὴν ἑωυτοῦ μηδὲ παραμένειν ἀγωνιζομένων, τῶνδε εἵνεκεν ἵνα μή παρεόντων τῶν στρατοπέδων ὁρῶντες οἱ ἕτεροι ἑσσουμένους τοὺς σφετέρους ἐπαμύνοιεν.Καθώς οι Αργείοι προσέτρεξαν να βοηθήσουν τη χώρα που τους έπαιρναν, έγινε εκεί συμβούλιο και ήρθαν σε συμφωνία να πολεμήσουν τριακόσιοι από κάθε μεριά, κι όποιοι από τους δυο νικήσουν, αυτών θα είναι η περιοχή· ο πολύς στρατός και των δύο να φύγει και ο καθένας να πάει στη χώρα του, κι όχι να μείνουν εκεί την ώρα που οι άλλοι θα αγωνίζονταν, γι᾽ αυτόν το λόγο: για να μην είναι εκεί οι δύο στρατοί και βλέποντας ο ένας ή ο άλλος τους δικούς του να νικιούνται, τρέξουν να τους βοηθήσουν.
[1.82.4]συνθέμενοι ταῦτα ἀπαλλάσσοντο, λογάδες δὲ ἑκατέρων ὑπολειφθέντες συνέβαλον. μαχομένων δέ σφεων καὶ γινομένων ἰσοπαλέων ὑπελείποντο ἐξ ἀνδρῶν ἑξακοσίων τρεῖς, Ἀργείων μὲν Ἀλκήνωρ τε καὶ Χρομίος, Λακεδαιμονίων δὲ Ὀθρυάδης· ὑπελείφθησαν δὲ οὗτοι νυκτὸς ἐπελθούσης.Ύστερα από αυτή τη συμφωνία σηκώθηκαν και έφυγαν, ενώ διαλεχτοί κι από τις δύο παρατάξεις άρχισαν να πολεμούν. Η μάχη κρατούσε κι αυτοί έβγαιναν ισόπαλοι, κι από τους εξακοσίους άνδρες έμειναν μόνο τρεις, από τους Αργείους ο Αλκήνωρ και ο Χρομίος, από τους Λακεδαιμονίους ο Οθρυάδης· κι αυτοί έμειναν ζωντανοί, γιατί τους πήρε η νύχτα.
[1.82.5]οἱ μὲν δὴ δύο τῶν Ἀργείων ὡς νενικηκότες ἔθεον ἐς τὸ Ἄργος, ὁ δὲ τῶν Λακεδαιμονίων Ὀθρυάδης σκυλεύσας τοὺς Ἀργείων νεκροὺς καὶ προσφορήσας τὰ ὅπλα πρὸς τὸ ἑωυτοῦ στρατόπεδον ἐν τῇ τάξι εἶχε ἑωυτόν. ἡμέρῃ δὲ δευτέρῃ παρῆσαν πυνθανόμενοι ἀμφότεροι.Οι δύο λοιπόν Αργείοι ως νικητές έτρεξαν στο Άργος, ενώ ο Λακεδαιμόνιος Οθρυάδης σκύλευσε τους νεκρούς των Αργείων, έσυρε τα όπλα τους στο δικό του στρατόπεδο κι έμεινε στη θέση του. Όταν ξημέρωσε η άλλη μέρα, ήρθαν οι δύο στρατοί να μάθουν το αποτέλεσμα.
[1.82.6]τέως μὲν δὴ αὐτοὶ ἑκάτεροι ἔφασαν νικᾶν, λέγοντες οἱ μὲν ὡς ἑωυτῶν πλεῦνες περιγεγόνασι, οἱ δὲ τοὺς μὲν ἀποφαίνοντες πεφευγότας, τὸν δὲ σφέτερον παραμείναντα καὶ σκυλεύσαντα τοὺς ἐκείνων νεκρούς.Στην αρχή επέμενε καθένας για λογαριασμό του πως είναι αυτός ο νικητής, υποστηρίζοντας οι Αργείοι πως από τους δικούς τους σώθηκαν περισσότεροι· οι άλλοι παρασταίνοντας πως οι αντίπαλοί τους το έβαλαν στα πόδια, ενώ ο δικός τους έμεινε στη θέση του και σκύλευσε τους νεκρούς τους.
[1.82.7]τέλος δὲ ἐκ τῆς ἔριδος συμπεσόντες ἐμάχοντο· πεσόντων δὲ καὶ ἀμφοτέρων πολλῶν ἐνίκων Λακεδαιμόνιοι. Ἀργεῖοι μέν νυν ἀπὸ τούτου τοῦ χρόνου κατακειράμενοι τὰς κεφαλάς, πρότερον ἐπάναγκες κομῶντες, ἐποιήσαντο νόμον τε καὶ κατάρην μὴ πρότερον θρέψειν κόμην Ἀργείων μηδένα μηδὲ τὰς γυναῖκάς σφι χρυσοφορήσειν, πρὶν Θυρέας ἀνασώσωνται.Τέλος από λόγο σε λόγο ήρθαν στα χέρια, και η μάχη άρχισε· σκοτώθηκαν και από τις δύο μεριές πολλοί, νίκησαν όμως οι Λακεδαιμόνιοι. Από τότε οι Αργείοι ξύρισαν το κεφάλι τους, αυτοί που πρώτα είχαν έθιμο να αφήνουν μακριά μαλλιά, και έβαλαν νόμο και κατάρα, κανείς Αργείος να μην αφήσει μακριά μαλλιά μήτε οι γυναίκες να φορέσουν χρυσά κοσμήματα, προτού γίνει και πάλι δική τους η Θυρέα.
[1.82.8]Λακεδαιμόνιοι δὲ τὰ ἐναντία τούτων ἔθεντο νόμον, οὐ γὰρ κομῶντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶν. τὸν δὲ ἕνα λέγουσι τὸν περιλειφθέντα τῶν τριηκοσίων, Ὀθρυάδην, αἰσχυνόμενον ἀπονοστέειν ἐς Σπάρτην τῶν οἱ συλλοχιτέων διεφθαρμένων, αὐτοῦ μιν ἐν τῇσι Θυρέῃσι καταχρήσασθαι ἑωυτόν.Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι έβαλαν νόμον αντίθετο: ενώ προηγουμένως δεν άφηναν μακριά μαλλιά, από τότε κι ύστερα να αφήνουν. Για εκείνον τον ένα, λεν, που σώθηκε από τους τριακοσίους, τον Οθρυάδη, ότι από ντροπή να γυρίσει πίσω στη Σπάρτη, αφού οι συνάδελφοί του είχαν αφανιστεί, αυτοκτόνησε στο ίδιο εκείνο μέρος, στη Θυρέα.
[1.83.1]τοιούτων δὲ τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐνεστεώτων πρηγμάτων ἧκε ὁ Σαρδιηνὸς κῆρυξ δεόμενος Κροίσῳ βοηθέειν πολιορκεομένῳ. οἱ δὲ ὅμως, ἐπείτε ἐπύθοντο τοῦ κήρυκος, ὁρμέατο βοηθέειν. καί σφι ἤδη παρεσκευασμένοισι καὶ νεῶν ἐουσέων ἑτοίμων ἦλθε ἄλλη ἀγγελίη ὡς ἡλώκοι τὸ τεῖχος τῶν Λυδῶν καὶ ἔχοιτο Κροῖσος ζωγρηθείς. οὕτω δὴ οὗτοι μὲν συμφορὴν ποιησάμενοι μεγάλην ἐπέπαυντο.Τέτοια μπλεξίματα είχαν οι Σπαρτιάτες, όταν έφτασε ο κήρυκας από τις Σάρδεις για να ζητήσει βοήθεια για τον πολιορκημένο Κροίσο. Μολαταύτα, ευθύς ως άκουσαν τον κήρυκα, ήσαν πρόθυμοι να τρέξουν για βοήθεια. Ενώ όμως είχαν κιόλας τελειώσει τις προετοιμασίες τους και τα καράβια ήσαν έτοιμα, ήρθε άλλο μήνυμα, που έλεγε ότι έπεσε το κάστρο των Λυδών και πως ο Κροίσος κρατιέται αιχμάλωτος. Έτσι λοιπόν, λυπημένοι κατάκαρδα, δεν ξεκίνησαν.
[1.84.1]Σάρδιες δὲ ἥλωσαν ὧδε· ἐπειδὴ τεσσερεσκαιδεκάτη ἐγένετο ἡμέρη πολιορκεομένῳ Κροίσῳ, Κῦρος τῇ στρατιῇ τῇ ἑωυτοῦ διαπέμψας ἱππέας προεῖπε τῷ πρώτῳ ἐπιβάντι τοῦ τείχεος δῶρα δώσειν.Νά πώς έπεσαν οι Σάρδεις: Ήταν η δεκάτη τέταρτη μέρα αφότου άρχισε η πολιορκία του Κροίσου, όταν ο Κύρος στέλνοντας καβαλάρηδες στο στρατό του μήνυσε ότι στον πρώτο που θα πατούσε το τείχος θα δώσει δώρα.
[1.84.2]μετὰ δὲ τοῦτο πειρησαμένης τῆς στρατιῆς, ὡς οὐ προεχώρεε, ἐνθαῦτα τῶν ἄλλων πεπαυμένων ἀνὴρ Μάρδος ἐπειρᾶτο προσβαίνων, τῷ οὔνομα ἦν Ὑροιάδης, κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλιος τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο φύλακος· οὐ γὰρ ἦν δεινὸν κατὰ τοῦτο μὴ ἁλῷ κοτε·Ύστερα ο στρατός έκανε επίθεση· όμως καθώς το πράγμα δε πήγαινε μπροστά, τότε, ενώ οι άλλοι είχαν πια παραιτηθεί, ένας στρατιώτης Μάρδος δοκίμαζε να σκαρφαλώσει (το όνομά του ήταν Υροιάδης) σε κείνο το σημείο της ακρόπολης, που ήταν ολότελα αφύλακτο, αφού κανέναν φόβο δεν είχαν οι Λυδοί μήπως ποτέ από εκεί κυριευτεί το κάστρο.
[1.84.3]ἀπότομός τε γάρ ἐστι ταύτῃ ἡ ἀκρόπολις καὶ ἄμαχος· τῇ οὐδὲ Μήλης ὁ πρότερον βασιλεὺς Σαρδίων μούνῃ οὐ περιήνεικε τὸν λέοντα τόν οἱ ἡ παλλακὴ ἔτεκε, Τελμησσέων δικασάντων ὡς περιενειχθέντος τοῦ λέοντος τὸ τεῖχος ἔσονται Σάρδιες ἀνάλωτοι. ὁ δὲ Μήλης κατὰ τὸ ἄλλο τεῖχος περιενείκας, τῇ ἦν ἐπίμαχον [τὸ χωρίον] τῆς ἀκροπόλιος, κατηλόγησε τοῦτο ὡς ἐὸν ἄμαχόν τε καὶ ἀπότομον· ἔστι δὲ πρὸς τοῦ Τμώλου τετραμμένον τῆς πόλιος.Γιατί είναι απότομη σ᾽ αυτό το μέρος η ακρόπολη και άπαρτη. Από εκεί ούτε ο Μήλης, ο παλιός βασιλιάς των Σαρδίων, μόνον από εκεί δεν πέρασε το λιοντάρι που του γέννησε η παλλακίδα του, όταν οι Τελμησσείς έκριναν πως, αν το λιοντάρι γυροφέρει τα τείχη, οι Σάρδεις δε θα κυριευτούν ποτέ. Όμως ο Μήλης σ᾽ όλο το άλλο τείχος που ήταν επίφοβο γύρισε το λιοντάρι· το μέρος αυτό ωστόσο είπε πως είναι απόρθητο, καθότι απότομο. Πρόκειται για τη μεριά της ακρόπολης που βλέπει κατά τον Τμώλο.
[1.84.4]ὁ ὦν δὴ Ὑροιάδης οὗτος ὁ Μάρδος ἰδὼν τῇ προτεραίῃ τῶν τινα Λυδῶν κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλιος καταβάντα ἐπὶ κυνέην ἄνωθεν κατακυλισθεῖσαν καὶ ἀνελόμενον, ἐφράσθη καὶ ἐς θυμὸν ἐβάλετο.Λοιπόν ο Μάρδος Υροιάδης που είπαμε είδε την προηγούμενη ημέρα κάποιον από τους Λυδούς να κατεβαίνει από αυτό το μέρος της ακρόπολης, για να πάρει το κράνος του, που του είχε κυλίσει κάτω, κι ύστερα πάλι να ανεβαίνει· πρόσεξε το πράγμα και το ετύπωσε στο νου του.
[1.84.5]τότε δὲ δὴ αὐτός τε ἀνεβεβήκεε καὶ κατ᾽ αὐτὸν ἄλλοι Περσέων ἀνέβαινον· προσβάντων δὲ συχνῶν οὕτω δὴ Σάρδιές τε ἡλώκεσαν καὶ πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο. κατ᾽ αὐτὸν δὲ Κροῖσον τάδε ἐγίνετο.Έτσι και ο ίδιος τότε ανέβηκε από εκεί και ξοπίσω του ανέβαιναν και άλλοι Πέρσες· όταν σκαρφάλωσαν πολλοί, τότε πια οι Σάρδεις κυριεύτηκαν και η πόλη ολόκληρη παραδόθηκε.
[1.85.1]ἦν οἱ παῖς, τοῦ καὶ πρότερον ἐπεμνήσθην, τὰ μὲν ἄλλα ἐπιεικής, ἄφωνος δέ. ἐν τῇ ὦν παρελθούσῃ εὐεστοῖ ὁ Κροῖσος τὸ πᾶν ἐς αὐτὸν ἐπεποιήκεε ἄλλα τε ἐπιφραζόμενος καὶ δὴ καὶ ἐς Δελφοὺς περὶ αὐτοῦ ἐπεπόμφεε χρησομένους.Με τον Κροίσο τον ίδιο συνέβη το εξής: είχε ένα παιδί, που γι᾽ αυτό μίλησα και πρωτύτερα, στα άλλα όλα καλό, όμως άλαλο. Στα περασμένα καλά του χρόνια ο Κροίσος έκανε τα πάντα για χάρη του, αφού ανάμεσα στα άλλα που σκέφτηκε είχε στείλει και στους Δελφούς ανθρώπους του να ζητήσουν χρησμό επί τούτου.
[1.85.2]ἡ δὲ Πυθίη οἱ εἶπε τάδε·
Λυδὲ γένος, πολλῶν βασιλεῦ, μέγα νήπιε Κροῖσε,
μὴ βούλευ πολύευκτον ἰὴν ἀνὰ δώματ᾽ ἀκούειν
παιδὸς φθεγγομένου. τὸ δέ σοι πολὺ λώιον ἀμφὶς
ἔμμεναι· αὐδήσει γὰρ ἐν ἤματι πρῶτον ἀνόλβῳ.
Και η Πυθία τού είπε τα εξής:
Λυδέ κατά το γένος, βασιλεύ πολλών, πολλά μωρέ Κροίσε,
μη θέλεις ν᾽ ακούσεις εις την οικίαν σου την πολύευκτον φωνήν
του υιού σου λαλούντος. Συμφερότερόν σε είναι να λείψει
αυτό· διότι θα λαλήσει πρώτην φοράν εις ημέραν δυστυχή.
[1.85.3]ἁλισκομένου δὴ τοῦ τείχεος, ἤιε γὰρ τῶν τις Περσέων ἀλλογνώσας Κροῖσον ὡς ἀποκτενέων, Κροῖσος μέν νυν ὁρέων ἐπιόντα ὑπὸ τῆς παρεούσης συμφορῆς παρημελήκεε, οὐδέ τί οἱ διέφερε πληγέντι ἀποθανεῖν·Όταν λοιπόν κυριεύοντας το κάστρο όρμησε κάποιος Πέρσης να σκοτώσει τον Κροίσο παίρνοντάς τον για άλλον, ο Κροίσος που τον έβλεπε να έρχεται καταπάνω του, μέσα στη συμφορά του, έμεινε αδιάφορος, γιατί διόλου δεν τον έμελε να τον χτυπήσουν και να σκοτωθεί.
[1.85.4]ὁ δὲ παῖς οὗτος ὁ ἄφωνος, ὡς εἶδε ἐπιόντα τὸν Πέρσην, ὑπὸ δέους τε καὶ κακοῦ ἔρρηξε φωνήν, εἶπε δέ· Ὤνθρωπε, μὴ κτεῖνε Κροῖσον. οὗτος μὲν δὴ τοῦτο πρῶτον ἐφθέγξατο, μετὰ δὲ τοῦτο ἤδη ἐφώνεε τὸν πάντα χρόνον τῆς ζόης.Μα το παιδί αυτό το άλαλο, σαν είδε τον Πέρση να ορμά πάνω στον πατέρα του, από φόβο και πόνο έβγαλε φωνή και είπε: «Άνθρωπέ μου, μη σκοτώσεις τον Κροίσο». Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που πρόφερε· ύστερα πια μιλούσε όλα τα χρόνια της ζωής του.
[1.86.1]Οἱ δὲ Πέρσαι τάς τε δὴ Σάρδις ἔσχον καὶ αὐτὸν Κροῖσον ἐζώγρησαν, ἄρξαντα ἔτεα τεσσερεσκαίδεκα καὶ τεσσερεσκαίδεκα ἡμέρας πολιορκηθέντα, κατὰ τὸ χρηστήριόν τε καταπαύσαντα τὴν ἑωυτοῦ μεγάλην ἀρχήν. λαβόντες δὲ αὐτὸν οἱ Πέρσαι ἤγαγον παρὰ Κῦρον.Έτσι οι Πέρσες πήραν τις Σάρδεις κι έπιασαν αιχμάλωτο τον Κροίσο, που βασίλευσε δεκατέσσερα χρόνια, πολιορκήθηκε δεκατέσσερις μέρες και σύμφωνα με το χρησμό κατέλυσε ένα μεγάλο βασίλειο — το δικό του. Όταν τον έπιασαν οι Πέρσες, τον οδήγησαν μπροστά στον Κύρο.
[1.86.2]ὁ δὲ συννήσας πυρὴν μεγάλην ἀνεβίβασε ἐπ᾽ αὐτὴν τὸν Κροῖσόν τε ἐν πέδῃσι δεδεμένον καὶ δὶς ἑπτὰ Λυδῶν παρ᾽ αὐτὸν παῖδας, ἐν νόῳ ἔχων εἴτε δὴ ἀκροθίνια ταῦτα καταγιεῖν θεῶν ὅτεῳ δή, εἴτε καὶ εὐχὴν ἐπιτελέσαι θέλων, εἴτε καὶ πυθόμενος τὸν Κροῖσον εἶναι θεοσεβέα τοῦδε εἵνεκεν ἀνεβίβασε ἐπὶ τὴν πυρήν, βουλόμενος εἰδέναι εἴ τίς μιν δαιμόνων ῥύσεται τοῦ μὴ ζῶντα κατακαυθῆναι.Κι αυτός έστησε μια πυρά μεγάλη και ανέβασε πάνω της τον Κροίσο δεμένο με αλυσίδες και πλάι του δεκατέσσερα νέα παλικάρια από τους Λυδούς, με σκοπό είτε να τον προσφέρει θυσία σε κάποιον από τους θεούς ως απαρχές της λείας του, είτε γιατί ήθελε να ξεπληρώσει κάποιο τάμα του, είτε γιατί έμαθε ότι ο Κροίσος είναι θεοφοβούμενος και γι᾽ αυτό ακριβώς τον ανέβασε στην πυρά, επειδή ήθελε να δει αν κάποιος από τους θεούς θα τον γλίτωνε, ώστε να μην καεί ζωντανός.
[1.86.3]τὸν μὲν δὴ ποιέειν ταῦτα. τῷ δὲ Κροίσῳ ἑστεῶτι ἐπὶ τῆς πυρῆς ἐσελθεῖν, καίπερ ἐν κακῷ ἐόντι τοσούτῳ, τὸ τοῦ Σόλωνος, ὥς οἱ εἴη σὺν θεῷ εἰρημένον, τὸ μηδένα εἶναι τῶν ζωόντων ὄλβιον. ὡς δὲ ἄρα μιν προσστῆναι τοῦτο, ἀνενεικάμενόν τε καὶ ἀναστενάξαντα ἐκ πολλῆς ἡσυχίης ἐς τρὶς ὀνομάσαι «Σόλων».Ο Κύρος αυτά έκανε· κι ο Κροίσος στημένος πάνω στην πυρά, θυμήθηκε, παρά το μέγεθος της συμφοράς του, το λόγο του Σόλωνα, πως ήταν ειπωμένος με θεού φώτιση, ότι δηλαδή κανένας, όσο ζει, δεν είναι ευτυχισμένος. Και έτσι που ο λόγος έλαμψε μέσα του, πήρε βαθιά ανάσα κι αναστέναξε· κι ύστερα από μακριά σιγή πρόφερε τρεις φορές «Σόλων».
[1.86.4]καὶ τὸν Κῦρον ἀκούσαντα κελεῦσαι τοὺς ἑρμηνέας ἐπειρέσθαι τὸν Κροῖσον τίνα τοῦτον ἐπικαλέοιτο, καὶ τοὺς προσελθόντας ἐπειρωτᾶν. Κροῖσον δὲ ἕως μὲν σιγὴν ἔχειν εἰρωτώμενον, μετὰ δέ, ὡς ἠναγκάζετο, εἰπεῖν· Τὸν ἂν ἐγὼ πᾶσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν. ὡς δέ σφι ἄσημα ἔφραζε, πάλιν ἐπειρώτων τὰ λεγόμενα.Ευθύς ως το άκουσε ο Κύρος, πρόσταξε τους διερμηνείς του να ρωτήσουν τον Κροίσο ποιός είναι αυτός που επικαλείται· και εκείνοι πλησίασαν και τον ρωτούσαν. Ο Κροίσος στην αρχή σιωπούσε, κι ας τον ρωτούσαν, ύστερα όμως, επειδή τον πίεζαν, είπε: «Εκείνος, που εγώ θα έδινα ολόκληρη περιουσία, για να μιλήσουν μαζί του όλοι οι βασιλιάδες». Καθώς όμως τους μίλαγε έτσι σκοτεινά, τον ξαναρώτησαν τί νόημα είχαν τα λόγια του.
[1.86.5]λιπαρεόντων δὲ αὐτῶν καὶ ὄχλον παρεχόντων, ἔλεγε δὴ ὡς ἦλθε ἀρχὴν ὁ Σόλων ἐὼν Ἀθηναῖος, καὶ θεησάμενος πάντα τὸν ἑωυτοῦ ὄλβον ἀποφλαυρίσειε (οἷα δὴ εἴπας), ὥς τε αὐτῷ πάντα ἀποβεβήκοι τῇ περ ἐκεῖνος εἶπε, οὐδέν τι μᾶλλον ἐς ἑωυτὸν λέγων ἢ ‹οὐκ› ἐς ἅπαν τὸ ἀνθρώπινον καὶ μάλιστα τοὺς παρὰ σφίσι αὐτοῖσι ὀλβίους δοκέοντας εἶναι. τὸν μὲν Κροῖσον ταῦτα ἀπηγέεσθαι, τῆς δὲ πυρῆς ἤδη ἁμμένης καίεσθαι τὰ περιέσχατα.Και επειδή επέμεναν και δεν τον άφηναν σε ησυχία, τέλος τούς διηγήθηκε πως ήρθε κάποτε στην αυλή του ο Σόλων ο Αθηναίος, και αφού τριγύρισε και είδε όλα του τα πλούτη, πως τα θεώρησε μηδαμινά (και είπε αυτά που είπε)· πως όλα τού βγήκαν όπως τα είπε εκείνος, κι ωστόσο τα λόγια του δεν ταίριαζαν μονάχα για τον Κροίσο, παρά για ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, και περισσότερο για εκείνους, όσοι φαντάζονται οι ίδιοι πως είναι ευτυχισμένοι. Ενώ ο Κροίσος έκανε τη διήγησή του, η πυρά είχε κιόλας ανάψει και οι κάτω άκρες της γύρω γύρω άρχισαν να καίγονται.
[1.86.6]καὶ τὸν Κῦρον ἀκούσαντα τῶν ἑρμηνέων τὰ Κροῖσος εἶπε, μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα ὅτι καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος ἐὼν ἄλλον ἄνθρωπον, γενόμενον ἑωυτοῦ εὐδαιμονίῃ οὐκ ἐλάσσω, ζῶντα πυρὶ διδοίη, πρός τε τούτοισι δείσαντα τὴν τίσιν καὶ ἐπιλεξάμενον ὡς οὐδὲν εἴη τῶν ἐν ἀνθρώποισι ἀσφαλέως ἔχον, κελεύειν σβεννύναι τὴν ταχίστην τὸ καιόμενον πῦρ καὶ καταβιβάζειν Κροῖσόν τε καὶ τοὺς μετὰ Κροίσου. καὶ τοὺς πειρωμένους οὐ δύνασθαι ἔτι τοῦ πυρὸς ἐπικρατῆσαι.Ευθύς ως άκουσε ο Κύρος από τους διερμηνείς του όσα είπε ο Κροίσος, άλλαξε γνώμη και συλλογίστηκε πως, όντας ο ίδιος άνθρωπος, παράδινε ζωντανό στη φωτιά ένα συνάνθρωπό του, που η ευδαιμονία του δε στάθηκε κατώτερη από τη δική του. Ακόμη επειδή φοβήθηκε την πληρωμή και αναλογίστηκε πως τίποτε από τα ανθρώπινα πράγματα δεν είναι σταθερό, έδωσε διαταγή να σβήσουν το γρηγορότερο τη φωτιά που έκαιγε και να κατεβάσουν από την πυρά τον Κροίσο κι αυτούς που ήταν μαζί με τον Κροίσο. Οι άνθρωποί του όμως, με όλες τους τις προσπάθειες, ήταν αδύνατο πια να συγκρατήσουν τη φωτιά.
[1.87.1]ἐνθαῦτα λέγεται ὑπὸ Λυδῶν Κροῖσον μαθόντα τὴν Κύρου μετάγνωσιν, ὡς ὥρα πάντα μὲν ἄνδρα σβεννύντα τὸ πῦρ, δυναμένους δὲ οὐκέτι καταλαβεῖν, ἐπιβώσασθαι τὸν Ἀπόλλωνα ἐπικαλεόμενον, εἴ τί οἱ κεχαρισμένον ἐξ αὐτοῦ ἐδωρήθη, παραστῆναι καὶ ῥύσασθαί μιν ἐκ τοῦ παρεόντος κακοῦ.Τότε, λεν οι Λυδοί, όταν κατάλαβε ο Κροίσος τη μεταμέλεια του Κύρου, καθώς έβλεπε όλο τον κόσμο να καταγίνεται να σβήσει τη φωτιά κι όμως να μη μπορούν πια να την προφτάσουν, ανέκραξε φωνάζοντας τον Απόλλωνα, πως αν κάποτε είχε στρέξει σε κάποιο δώρο του, να του παρασταθεί τώρα και να τον γλιτώσει από το κακό αυτής της ώρας.
[1.87.2]τὸν μὲν δακρύοντα ἐπικαλέεσθαι τὸν θεόν, ἐκ δὲ αἰθρίης τε καὶ νηνεμίης συνδραμεῖν ἐξαπίνης νέφεα καὶ χειμῶνά τε καταρραγῆναι καὶ ὗσαι ὕδατι λαβροτάτῳ, κατασβεσθῆναί τε τὴν πυρήν. οὕτω δὴ μαθόντα τὸν Κῦρον ὡς εἴη ὁ Κροῖσος καὶ θεοφιλὴς καὶ ἀνὴρ ἀγαθός, καταβιβάσαντα αὐτὸν ἀπὸ τῆς πυρῆς εἰρέσθαι τάδε·Αυτός με δάκρυα στα μάτια επικαλούνταν το θεό, και ξαφνικά, ενώ ήταν ο ουρανός καθαρός και δεν φυσούσε διόλου, μαζεύτηκαν σύννεφα και ξέσπασε καταιγίδα κι έπεσε ραγδαία βροχή και έσβησε η πυρά ολότελα. Όταν με το σημάδι αυτό κατάλαβε ο Κύρος ότι ο Κροίσος ήταν άνθρωπος αγαθός που οι θεοί τον αγαπούν, τον κατέβασε από την πυρά και τον ρωτούσε:
[1.87.3]Κροῖσε, τίς σε ἀνθρώπων ἀνέγνωσε ἐπὶ γῆν τὴν ἐμὴν στρατευσάμενον πολέμιον ἀντὶ φίλου ἐμοὶ καταστῆναι; ὁ δὲ εἶπε· Ὦ βασιλεῦ, ἐγὼ ταῦτα ἔπρηξα τῇ σῇ μὲν εὐδαιμονίῃ, τῇ ἐμεωυτοῦ δὲ κακοδαιμονίῃ· αἴτιος δὲ τούτων ἐγένετο ὁ Ἑλλήνων θεὸς ἐπάρας ἐμὲ στρατεύεσθαι.«Κροίσε, ποιός άνθρωπος σου ξεσήκωσε το μυαλό, για να κινήσεις το στρατό σου εναντίον της χώρας μου και να γίνεις εχθρός μου αντί για φίλος;» Και εκείνος είπε: «Έκανα ό,τι έκανα για τη δική σου καλή τύχη, για τη δική μου όμως κακοτυχιά· αίτιος σ᾽ αυτό στάθηκε ο θεός των Ελλήνων, που με ξεσήκωσε να κινήσω το στρατό μου.
[1.87.4]οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρέεται· ἐν μὲν γὰρ τῇ οἱ παῖδες τοὺς πατέρας θάπτουσι, ἐν δὲ τῷ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας. ἀλλὰ ταῦτα δαίμονί κου φίλον ἦν οὕτω γενέσθαι.Γιατί βέβαια κανείς δεν είναι έτσι άμυαλος που να θέλει πόλεμο αντί για ειρήνη· όσο κρατά αυτή τα παιδιά θάβουν τους πατέρες τους, ενώ στον πόλεμο οι πατέρες τα παιδιά τους. Αλλά αυτά ήσαν βουλή θεού να γίνουν έτσι».
[1.88.1]ὁ μὲν ταῦτα ἔλεγε, Κῦρος δὲ αὐτὸν λύσας κατεῖσέ τε ἐγγὺς ἑωυτοῦ καὶ κάρτα ἐν πολλῇ προμηθίῃ εἶχε, ἀπεθώμαζέ τε ὁρέων καὶ αὐτὸς καὶ οἱ περὶ ἐκεῖνον ἐόντες πάντες. ὁ δὲ συννοίῃ ἐχόμενος ἥσυχος ἦν.Εκείνος αυτά έλεγε, και ο Κύρος αφού του έλυσε τα δεσμά, τον έβαλε να καθίσει πλάι του και του έδειχνε μεγάλο σεβασμό και τον κοιτούσε σαστισμένος, κι αυτός και όλοι όσοι ήταν τριγύρω του. Ο Κροίσος βυθισμένος στις σκέψεις του δε μιλούσε.
[1.88.2]μετὰ δὲ ἐπιστραφείς τε καὶ ἰδόμενος τοὺς Πέρσας τὸ τῶν Λυδῶν ἄστυ κεραΐζοντας εἶπε· Ὦ βασιλεῦ, κότερον λέγειν πρὸς σὲ τὰ νοέων τυγχάνω ἢ σιγᾶν ἐν τῷ παρεόντι χρή; Κῦρος δέ μιν θαρσέοντα ἐκέλευε λέγειν ὅ τι βούλοιτο. ὁ δὲ αὐτὸν εἰρώτα λέγων·Ύστερα όμως, όταν έστρεψε τα μάτια του κι είδε τους Πέρσες να λεηλατούν την πόλη των Λυδών, είπε: «Βασιλιά μου, άραγε έχω την άδεια να σου πω αυτό που σκέφτομαι, ή είναι σωστότερο στη θέση που βρίσκομαι να μείνω στη σιωπή μου;» Ο Κύρος τον παρακινούσε να πει με θάρρος ό,τι θέλει. Κι αυτός τον ρωτούσε λέγοντας:
[1.88.3]Οὗτος ὁ πολλὸς ὅμιλος τί ταῦτα πολλῇ σπουδῇ ἐργάζεται; ὁ δὲ εἶπε· Πόλιν τε τὴν σὴν διαρπάζει καὶ χρήματα τὰ σὰ διαφορέει. Κροῖσος δὲ ἀμείβετο· Οὔτε πόλιν τὴν ἐμὴν οὔτε χρήματα τὰ ἐμὰ διαρπάζει· οὐδὲν γὰρ ἐμοὶ ἔτι τούτων μέτα· ἀλλὰ φέρουσί τε καὶ ἄγουσι τὰ σά.«Όλος αυτός ο κόσμος τί κάνει εκεί με τόση σπουδή;» Και εκείνος είπε: «Την πόλη τη δική σου λεηλατεί και τα δικά σου αγαθά αρπάζει». Και ο Κροίσος απαντούσε: «Ούτε την πόλη τη δική μου ούτε τα αγαθά τα δικά μου αρπάζει· γιατί εγώ δεν έχω πια τίποτε να κάνω μ᾽ αυτά· παίρνουν λοιπόν κι αρπάζουν τα δικά σου αγαθά».
[1.89.1]Κύρῳ δὲ ἐπιμελὲς ἐγένετο τὰ Κροῖσος εἶπε, μεταστησάμενος δὲ τοὺς ἄλλους εἴρετο Κροῖσον ὅ τι οἱ ἐνορῴη ἐν τοῖσι ποιευμένοισι. ὁ δὲ εἶπε· Ἐπείτε με θεοὶ ἔδωκαν δοῦλον σοί, δικαιῶ, εἴ τι ἐνορέω πλέον, σημαίνειν σοί.Ο Κύρος πήρε στα σοβαρά όσα του είπε ο Κροίσος, κι αφού απομάκρυνε τους άλλους, ρωτούσε τον Κροίσο τί κακό βλέπει εις βάρος του σ᾽ αυτά που γίνονται. Κι εκείνος είπε: «Μια και οι θεοί μ᾽ έκαναν δούλο σου, νομίζω δίκιο, αν κάτι βλέπω πιο μακριά από σένα, να σου το φανερώνω.
[1.89.2]Πέρσαι, φύσιν ἐόντες ὑβρισταί, εἰσὶ ἀχρήματοι· ἢν ὦν σὺ τούτους περιίδῃς διαρπάσαντας καὶ κατασχόντας χρήματα μεγάλα, τάδε τοι ἐξ αὐτῶν ἐπίδοξα γενέσθαι· ὃς ἂν αὐτῶν πλεῖστα κατάσχῃ, τοῦτον προσδέκεσθαί τοι ἐπαναστησόμενον. νῦν ὦν ποίησον ὧδε, εἴ τοι ἀρέσκει τὰ ἐγὼ λέγω.Οι Πέρσες, που από τη φύση τους είναι άμετροι, είναι τώρα φτωχοί. Αν όμως εσύ τους αφήσεις ν᾽ αρπάξουν και ν᾽ αποχτήσουν πολλά αγαθά, νά τί έχεις να περιμένεις πως θα βγει από αυτούς: όποιος ανάμεσά τους πάρει τα πιο πολλά, να περιμένεις πως θα σου αντισηκώσει κεφάλι. Κάνε λοιπόν τώρα αυτό που εγώ σου λέγω, αν φυσικά το βρίσκεις σωστό.
[1.89.3]κάτισον τῶν δορυφόρων ἐπὶ πάσῃσι τῇσι πύλῃσι φυλάκους, οἳ λεγόντων πρὸς τοὺς ἐκφέροντας τὰ χρήματα ἀπαιρεόμενοι ὥς σφεα ἀναγκαίως ἔχει δεκατευθῆναι τῷ Διί. καὶ σύ τέ σφι οὐκ ἀπεχθήσεαι βίῃ ἀπαιρεόμενος τὰ χρήματα, καὶ ἐκεῖνοι συγγνόντες ποιέειν σε δίκαια ἑκόντες προήσουσι.Στήσε από τους δορυφόρους σου σ᾽ όλες τις πύλες φύλακες, που ας λένε σ᾽ όσους κουβαλούνε λάφυρα, αφαιρώντας τα, πως είναι ανάγκη αυτά να προσφερθούν στο Δία ως δεκάτη. Έτσι και συ δε θα τους γίνεις μισητός παίρνοντάς τους τα λάφυρα με τη βία, και εκείνοι καταλαβαίνοντας ότι αυτό που κάνεις είναι δίκαιο, θα σου τα αφήσουν με τη θέλησή τους».
[1.90.1]ταῦτα ἀκούων ὁ Κῦρος ὑπερήδετο, ὥς οἱ ἐδόκεε εὖ ὑποτίθεσθαι· αἰνέσας δὲ πολλὰ καὶ ἐντειλάμενος τοῖσι δορυφόροισι τὰ Κροῖσος ὑπεθήκατο ἐπιτελέειν, εἶπε πρὸς Κροῖσον τάδε· Κροῖσε, ἀναρτημένου σεῦ ἀνδρὸς βασιλέος χρηστὰ ἔργα καὶ ἔπεα ποιέειν, αἰτέο δόσιν ἥντινα βούλεαί τοι γενέσθαι παραυτίκα.Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Κύρος ευχαριστήθηκε πολύ, γιατί έβλεπε που η συμβουλή του Κροίσου ήταν σωστή. Πολύ τον παίνεσε, κι έδωσε διαταγή στους δορυφόρους του να κάνουν ό,τι συμβούλευε ο Κροίσος· ύστερα είπε του Κροίσου τα εξής: «Κροίσε, μια κι αποδείχτηκες πρόθυμος, συ ένας βασιλιάς, να κάνεις έργα καλά και να μιλάς σοφά, ζήτησε οποιοδήποτε καλό θέλεις, να το έχεις αμέσως». Και εκείνος είπε:
[1.90.2]ὁ δὲ εἶπε· Ὦ δέσποτα, ἐάσας με χαριῆ μάλιστα τὸν θεὸν τῶν Ἑλλήνων, τὸν ἐγὼ ἐτίμησα θεῶν μάλιστα, ἐπειρέσθαι, πέμψαντα τάσδε τὰς πέδας, εἰ ἐξαπατᾶν τοὺς εὖ ποιεῦντας νόμος ἐστί οἱ. Κῦρος δὲ εἴρετο ὅ τι οἱ τοῦτο ἐπηγορέων παραιτέοιτο.«Κύριέ μου, θα μου κάνεις την πιο μεγάλη χάρη, αν με αφήσεις να ρωτήσω το θεό των Ελλήνων, που εγώ τον τίμησα περισσότερο από τους άλλους θεούς — να τον ρωτήσω, στέλνοντάς του αυτά μου τα δεσμά, αν συνηθίζει να εξαπατά εκείνους που του κάνουν καλό». Και ο Κύρος τον ρώτησε τί ήταν εκείνο που καταμαρτυρεί του θεού, και ζητά αυτή τη χάρη.
[1.90.3]Κροῖσος δέ οἱ ἐπαλιλλόγησε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ διάνοιαν καὶ τῶν χρηστηρίων τὰς ὑποκρίσις καὶ μάλιστα τὰ ἀναθήματα καὶ ὡς ἐπαρθεὶς τῷ μαντηίῳ ἐστρατεύσατο ἐπὶ Πέρσας. λέγων δὲ ταῦτα κατέβαινε αὖτις παραιτεόμενος ἐπεῖναί οἱ τῷ θεῷ τοῦτο ὀνειδίσαι. Κῦρος δὲ γελάσας εἶπε· Καὶ τούτου τεύξεαι παρ᾽ ἐμεῦ, Κροῖσε, καὶ ἄλλου παντὸς τοῦ ἂν ἑκάστοτε δέῃ.Έτσι ο Κροίσος διηγήθηκε για το χατίρι του άλλη μια φορά τα σχέδιά του και τις αποκρίσεις των μαντείων, και ιδιαίτερα μίλησε για τα αφιερώματά του και πώς ξεσηκωμένος από το χρησμό κίνησε το στρατό του εναντίον των Περσών. Κι αυτά εξιστορώντας έκλεισε το λόγο του παρακαλώντας πάλι να του επιτραπεί να ρίξει αυτή την κατηγόρια στο θεό. Γέλασε ο Κύρος κι είπε: «Κι αυτό θα το έχεις από μένα, Κροίσε, κι ό,τι άλλο χρειαστείς κάθε φορά».
[1.90.4]ὡς δὲ ταῦτα ἤκουσε ὁ Κροῖσος, πέμπων τῶν Λυδῶν ἐς Δελφοὺς ἐνετέλλετο τιθέντας τὰς πέδας ἐπὶ τοῦ νηοῦ τὸν οὐδὸν εἰρωτᾶν εἰ οὔ τι ἐπαισχύνεται τοῖσι μαντηίοισι ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι ἐπὶ Πέρσας ὡς καταπαύσοντα τὴν Κύρου δύναμιν, ἀπ᾽ ἧς οἱ ἀκροθίνια τοιαῦτα γενέσθαι, δεικνύντας τὰς πέδας· ταῦτά τε ἐπειρωτᾶν καὶ εἰ ἀχαρίστοισι νόμος εἶναι τοῖσι Ἑλληνικοῖσι θεοῖσι.Όταν το άκουσε αυτό ο Κροίσος, ετοίμασε αποστολή από Λυδούς για τους Δελφούς και τους έδωσε εντολή να αποθέσουν τα δεσμά του στο κατώφλι του ναού, και να ρωτήσουν αν δεν αισθάνεται καμιά ντροπή ο θεός για τους χρησμούς που ξεσήκωσαν τον Κροίσο, για να κινήσει το στρατό του εναντίον των Περσών, καμιά ντροπή που του υποσχέθηκε ότι θα καταλούσε τάχα τη δύναμη του Κύρου — και νά οι προσφορές, να λένε, που κέρδισε από αυτή τη νίκη, δείχνοντας τα δεσμά· αυτό να τον ρωτήσουν, κι ακόμη αν το έχουν συνήθεια οι θεοί των Ελλήνων να είναι αχάριστοι.
[1.91.1]Ἀπικομένοισι δὲ τοῖσι Λυδοῖσι καὶ λέγουσι τὰ ἐντεταλμένα τὴν Πυθίην λέγεται εἰπεῖν τάδε· Τὴν πεπρωμένην μοῖραν ἀδύνατά ἐστι ἀποφυγεῖν καὶ θεῷ. Κροῖσος δὲ πέμπτου γονέος ἁμαρτάδα ἐξέπλησε, ὃς ἐὼν δορυφόρος Ἡρακλειδέων δόλῳ γυναικηίῳ ἐπισπόμενος ἐφόνευσε τὸν δεσπότεα καὶ ἔσχε τὴν ἐκείνου τιμὴν οὐδέν οἱ προσήκουσαν.Όταν οι Λυδοί έφτασαν στους Δελφούς και είπαν ό,τι είχαν να πουν, λένε πως η Πυθία έδωσε την εξής απόκριση: Από το γραμμένο ριζικό του είναι αδύνατο να ξεφύγει ακόμη και ένας θεός. Όσο για τον Κροίσο, ξεπλήρωσε την αμαρτία του πέμπτου προγόνου του, που όντας δορυφόρος των Ηρακλειδών ακολούθησε τη δολερή συμβουλή μιας γυναίκας, και σκοτώνοντας τον κύριό του, πήρε το αξίωμά του, δίχως να του πρέπει.
[1.91.2]προθυμεομένου δὲ Λοξίεω ὅκως ἂν κατὰ τοὺς παῖδας τοῦ Κροίσου γένοιτο τὸ Σαρδίων πάθος καὶ μὴ κατ᾽ αὐτὸν Κροῖσον, οὐκ οἷός τε ἐγένετο παραγαγεῖν Μοίρας.Μ᾽ όλη την προθυμία του Λοξία να πέσει το πάθος των Σάρδεων στα παιδιά του Κροίσου, και όχι στον ίδιο τον Κροίσο, στάθηκε αδύνατο να λυγίσουν οι Μοίρες.
[1.91.3]ὅσον δὲ ἐνέδωκαν αὗται, ἤνυσέ τε καὶ ἐχαρίσατό οἱ· τρία γὰρ ἔτεα ἐπανεβάλετο τὴν Σαρδίων ἅλωσιν, καὶ τοῦτο ἐπιστάσθω Κροῖσος ὡς ὕστερον τοῖσι ἔτεσι τούτοισι ἁλοὺς τῆς πεπρωμένης. δεύτερα δὲ τούτων καιομένῳ αὐτῷ ἐπήρκεσε.Όμως όσο αυτές υποχώρησαν, ο θεός το κατόρθωσε και το πρόσφερε χάρη του Κροίσου. Γιατί τρία χρόνια ανέβαλε την άλωση των Σάρδεων, και αυτό ας ξέρει ο Κροίσος, πως πιάστηκε αιχμάλωτος τρία χρόνια αργότερα απ᾽ ό,τι όριζε η μοίρα. Και επιπλέον· επάνω στην πυρά έστρεξε ο θεός να τον βοηθήσει.
[1.91.4]κατὰ δὲ τὸ μαντήιον τὸ γενόμενον οὐκ ὀρθῶς Κροῖσος μέμφεται· προηγόρευε γάρ οἱ Λοξίης, ἢν στρατεύηται ἐπὶ Πέρσας, μεγάλην ἀρχὴν [αὐτὸν] καταλύσειν. τὸν δὲ πρὸς ταῦτα χρῆν, εὖ μέλλοντα βουλεύεσθαι, ἐπειρέσθαι πέμψαντα κότερα τὴν ἑωυτοῦ ἢ τὴν Κύρου λέγοι ἀρχήν. οὐ συλλαβὼν δὲ τὸ ῥηθὲν οὐδ᾽ ἐπανειρόμενος ἑωυτὸν αἴτιον ἀποφαινέτω.Όσο για το χρησμό που πήρε, δεν έχει δίκιο να παραπονιέται ο Κροίσος· γιατί του το είχε προφητέψει ο Λοξίας πως, αν κινήσει το στρατό του εναντίον των Περσών, θα αφανίσει ένα μεγάλο βασίλειο. Έπρεπε αυτός, αν ήθελε να σκεφθεί ώριμα, να στείλει ανθρώπους του και να ξαναρωτήσει τί από τα δύο: για το δικό του ή για το βασίλειο του Κύρου μιλούσε ο θεός. Αφού δεν μπήκε στο νόημα του χρησμού ούτε και ξαναρώτησε, πρέπει να παραδεχτεί ότι το φταίξιμο είναι δικό του.
[1.91.5][ᾧ] καὶ τὸ τελευταῖον χρηστηριαζομένῳ εἶπε [τὰ εἶπε] Λοξίης περὶ ἡμιόνου, οὐδὲ τοῦτο συνέλαβε. ἦν γὰρ δὴ ὁ Κῦρος οὗτος ἡμίονος· ἐκ γὰρ δυῶν οὐκ ὁμοεθνέων ἐγεγόνεε, μητρὸς ἀμείνονος, πατρὸς δὲ ὑποδεεστέρου·Ούτε και την τελευταία φορά που ζήτησε χρησμό, και ο Λοξίας τού μίλησε για μουλάρι, ούτε και τότε μπήκε στο νόημα. Γιατί ήταν βέβαια ο Κύρος το μουλάρι αυτό· μια και βαστούσε από γονείς διαφορετικής ράτσας, από μάνα ευγενικής καταγωγής, από πατέρα όμως κατώτερης τάξης.
[1.91.6]ἡ μὲν γὰρ ἦν Μηδὶς καὶ Ἀστυάγεος θυγάτηρ τοῦ Μήδων βασιλέος, ὁ δὲ Πέρσης τε ἦν καὶ ἀρχόμενος ὑπ᾽ ἐκείνοισι, καὶ ἔνερθε ἐὼν τοῖσι ἅπασι δεσποίνῃ τῇ ἑωυτοῦ συνοίκεε. ταῦτα μὲν ἡ Πυθίη ὑπεκρίνατο τοῖσι Λυδοῖσι, οἱ δὲ ἀνήνεικαν ἐς Σάρδις καὶ ἀπήγγειλαν Κροίσῳ. ὁ δὲ ἀκούσας συνέγνω ἑωυτοῦ εἶναι τὴν ἁμαρτάδα καὶ οὐ τοῦ θεοῦ.Γιατί εκείνη ήταν μηδικής καταγωγής και κόρη του Αστυάγη, του βασιλιά των Μήδων, ενώ ο πατέρας του ήταν Πέρσης, υπήκοός των και, μολονότι σ᾽ όλα κατώτερος, είχε παντρευτεί και ζούσε με την κυρά του. Αυτή ήταν της Πυθίας η απόκριση προς του Λυδούς, που την μετέφεραν στις Σάρδεις και την ανάγγειλαν στον Κροίσο· κι όταν αυτός την άκουσε, αναγνώρισε πως ήταν δικό του το σφάλμα κι όχι του θεού.
[1.92.1]Κατὰ μὲν δὴ τὴν Κροίσου τε ἀρχὴν καὶ Ἰωνίης τὴν πρώτην καταστροφὴν ἔσχε οὕτω. Κροίσῳ δὲ ἔστι καὶ ἄλλα ἀναθήματα ἐν τῇ Ἑλλάδι πολλὰ καὶ οὐ τὰ εἰρημένα μοῦνα, ἐν μὲν γὰρ Θήβῃσι τῇσι Βοιωτῶν τρίπους χρύσεος, τὸν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Ἰσμηνίῳ, ἐν δὲ Ἐφέσῳ αἵ τε βόες αἱ χρύσεαι καὶ τῶν κιόνων αἱ πολλαί, ἐν δὲ Προνηίης τῆς ἐν Δελφοῖσι ἀσπὶς χρυσέη μεγάλη. ταῦτα μὲν καὶ ἔτι ἐς ἐμὲ ἦν περιεόντα, τὰ δ᾽ ἐξαπόλωλε [τὰ] τῶν ἀναθημάτων.Για τη βασιλεία λοιπόν του Κροίσου και την πρώτη υποδούλωση της Ιωνίας έτσι έχει το πράγμα. Υπάρχουν κι άλλα αναθήματα του Κροίσου στην Ελλάδα πολλά κι όχι μονάχα όσα αναφέραμε. Στη Θήβα της Βοιωτίας ένας χρυσός τρίπους, που τον αφιέρωσε στον Ισμήνιον Απόλλωνα, στην Έφεσο τα βόδια τα χρυσά και οι πιο πολλές από τις κολόνες, και στο ναό της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς μια μεγάλη χρυσή ασπίδα. Αυτά και στα δικά μου ακόμη χρόνια υπήρχαν, ενώ άλλα αναθήματα είχαν κιόλας χαθεί.
[1.92.2]τὰ δ᾽ ἐν Βραγχίδῃσι τῇσι Μιλησίων ἀναθήματα Κροίσῳ, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, ἴσα τε σταθμὸν καὶ ὅμοια τοῖσι ἐν Δελφοῖσι. τὰ μέν νυν ἔς τε Δελφοὺς καὶ ἐς τοῦ Ἀμφιάρεω ἀνέθηκε οἰκήιά τε ἐόντα καὶ τῶν πατρωίων χρημάτων ἀπαρχήν, τὰ δὲ ἄλλα ἀναθήματα ἐξ ἀνδρὸς ἐγένετο οὐσίης ἐχθροῦ, ὅς οἱ πρὶν ἢ βασιλεῦσαι ἀντιστασιώτης κατεστήκεε συσπεύδων Πανταλέοντι γενέσθαι τὴν Λυδῶν ἀρχήν.Όσο για τα αφιερώματα του Κροίσου στο ναό των Βραγχιδών της χώρας των Μιλησίων, ήσαν, όπως μαθαίνω, ισόβαρα και όμοια με των Δελφών. Όσα αφιέρωσε ο Κροίσος στους Δελφούς και στο ιερό του Αμφιάραου ήσαν από δικά του χρήματα και απαρχή της περιουσίας που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Τα άλλα αναθήματά του προέρχονται από την περιουσία ενός εχθρού του, που πριν γίνει ο Κροίσος βασιλιάς, στάθηκε αντίπαλός του, και συνωμότησε, για να πάρει στα χέρια του την αρχή των Λυδών ο Πανταλέων.
[1.92.3]ὁ δὲ Πανταλέων ἦν Ἀλυάττεω μὲν παῖς, Κροίσου δὲ ἀδελφεὸς οὐκ ὁμομήτριος· Κροῖσος μὲν γὰρ ἐκ Καείρης ἦν γυναικὸς Ἀλυάττῃ, Πανταλέων δὲ ἐξ Ἰάδος. Αυτός ο Πανταλέων ήταν γιος του Αλυάττη και αδελφός του Κροίσου, όχι όμως από την ίδια μάνα· γιατί του Κροίσου η μάνα ήταν η γυναίκα του Αλυάττη από την Καρία, ενώ του Πανταλέοντος από την Ιωνία.
[1.92.4]ἐπείτε δὲ δόντος τοῦ πατρὸς ἐκράτησε τῆς ἀρχῆς ὁ Κροῖσος, τὸν ἄνθρωπον τὸν ἀντιπρήσσοντα ἐπὶ κνάφου ἕλκων διέφθειρε, τὴν δὲ οὐσίην αὐτοῦ ἔτι πρότερον κατιρώσας τότε τρόπῳ τῷ εἰρημένῳ ἀνέθηκε ἐς τὰ εἴρηται. καὶ περὶ μὲν ἀναθημάτων τοσαῦτα εἰρήσθω.Όταν παρέλαβε από τον πατέρα του την αρχή ο Κροίσος και έγινε κυρίαρχος, αυτόν τον άνθρωπο που του στάθηκε εμπόδιο, τον έσυρε πάνω σε λανάρια και τον αφάνισε. Και την περιουσία του, που από πριν κιόλας την είχε τάξει στους θεούς, τότε, όπως είπαμε, την αφιέρωσε στα ιερά που αναφέραμε. Αρκετά είπαμε για τα αναθήματα του Κροίσου.
[1.93.1]Θώματα δὲ γῆ ‹ἡ› Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ μάλα ἔχει, οἷά τε καὶ ἄλλη χώρη, πάρεξ τοῦ ἐκ τοῦ Τμώλου καταφερομένου ψήγματος.Αξιοπερίεργα, για να τα περιγράψει κανείς, δεν έχει και πολλά η Λυδία, όπως ας πούμε άλλες χώρες, παρά μόνον τα ψήγματα χρυσού που κατεβαίνουν από τον Τμώλο.
[1.93.2]ἓν δὲ ἔργον πολλὸν μέγιστον παρέχεται χωρὶς τῶν τε Αἰγυπτίων ἔργων καὶ τῶν Βαβυλωνίων· ἔστι αὐτόθι Ἀλυάττεω τοῦ Κροίσου πατρὸς σῆμα, τοῦ ἡ κρηπὶς μέν ἐστι λίθων μεγάλων, τὸ δὲ ἄλλο σῆμα χῶμα γῆς. ἐξεργάσαντο δέ μιν οἱ ἀγοραῖοι ἄνθρωποι καὶ οἱ χειρώνακτες καὶ αἱ ἐνεργαζόμεναι παιδίσκαι.Ένα χτίσμα ωστόσο ξεχωρίζει πολύ με το μέγεθός του, αν εξαιρέσει κανείς τα χτίσματα των Αιγυπτίων και των Βαβυλωνίων. Υπάρχει εκεί ο τύμβος του Αλυάττη, του πατέρα του Κροίσου, που ο περίβολός του είναι από μεγάλες πέτρες, ενώ το υπόλοιπό του από συσσωρευμένο χώμα. Τον έφτιαξαν με έξοδά τους οι άνθρωποι της αγοράς, οι τεχνίτες και τα κορίτσια που εμπορεύονται το κορμί τους.
[1.93.3]οὖροι δὲ πέντε ἐόντες ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν ἐπὶ τοῦ σήματος ἄνω, καί σφι γράμματα ἐνεκεκόλαπτο τὰ ἕκαστοι ἐξεργάσαντο. καὶ ἐφαίνετο μετρεόμενον τὸ τῶν παιδισκέων ἔργον ἐὸν μέγιστον.Ορόσημα, πέντε τον αριθμό, ήσαν στημένα ακόμη και στα χρόνια μου στην κορφή του τύμβου, και σκαλισμένες επιγραφές έλεγαν τί έκανε το κάθε σωματείο· από την καταμέτρηση φαινόταν πως το έργο των κοριτσιών ήταν το μεγαλύτερο.
[1.93.4]τοῦ γὰρ δὴ Λυδῶν δήμου αἱ θυγατέρες πορνεύονται πᾶσαι, συλλέγουσαι σφίσι φερνάς, ἐς ὃ ἂν συνοικήσωσι τοῦτο ποιεῦσαι· ἐκδιδοῦσι δὲ αὐταὶ ἑωυτάς.Γιατί πραγματικά όλα τα κορίτσια στη Λυδία πορνεύονται, μαζεύοντας έτσι την προίκα τους, κι αυτό το κάνουν ώσπου να παντρευτούν· βρίσκουν τον άνδρα μόνες τους.
[1.93.5]ἡ μὲν δὴ περίοδος τοῦ σήματός εἰσι στάδιοι ἓξ καὶ δύο πλέθρα, τὸ δὲ εὖρός ἐστι πλέθρα τρία καὶ δέκα· λίμνη δὲ ἔχεται τοῦ σήματος μεγάλη, τὴν λέγουσι Λυδοὶ ἀένναον εἶναι· καλέεται δὲ αὕτη Γυγαίη. τοῦτο μὲν δὴ τοιοῦτό ἐστι.Η περιφέρεια του τύμβου είναι έξι στάδια και δύο πλέθρα, το πλάτος του δεκατρία πλέθρα. Κολλητά στον τύμβο υπάρχει μια μεγάλη λίμνη, που οι Λυδοί λεν πως είναι αστείρευτη· ονομάζεται λίμνη του Γύγη. Έτσι λοιπόν έχει το πράγμα με το μνημείο αυτό.
[1.94.1]Λυδοὶ δὲ νόμοισι μὲν παραπλησίοισι χρέωνται καὶ Ἕλληνες, χωρὶς ἢ ὅτι τὰ θήλεα τέκνα καταπορνεύουσι. πρῶτοι δὲ ἀνθρώπων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν νόμισμα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου κοψάμενοι ἐχρήσαντο, πρῶτοι δὲ καὶ κάπηλοι ἐγένοντο.Οι Λυδοί έχουν παραπλήσια έθιμα με τους Έλληνες, μόνον που αφήνουν τα κορίτσια τους να πορνεύονται. Πρώτοι αυτοί, όσο ξέρουμε, από τους ανθρώπους έκοψαν και έθεσαν σε κυκλοφορία νομίσματα σε χρυσό και ασήμι, κι αυτοί πάλι πρώτοι έγιναν μεταπράτες.
[1.94.2]φασὶ δὲ αὐτοὶ Λυδοὶ καὶ τὰς παιγνίας τὰς νῦν σφίσι τε καὶ Ἕλλησι κατεστεώσας ἑωυτῶν ἐξεύρημα γενέσθαι. ἅμα δὲ ταύτας τε ἐξευρεθῆναι παρὰ σφίσι λέγουσι καὶ Τυρσηνίην ἀποικίσαι, ὧδε περὶ αὐτῶν λέγοντες·Οι ίδιοι οι Λυδοί ισχυρίζονται πως και τα παιχνίδια, που συνηθίζονται σήμερα στον τόπο τους και στην Ελλάδα, είναι δική τους εφεύρεση. Την ίδια εποχή που βρήκαν τα παιχνίδια αυτά, λεν πως αποίκισαν την Τυρσηνία — και νά πώς διηγούνται το πράγμα:
[1.94.3]ἐπὶ Ἄτυος τοῦ Μάνεω βασιλέος σιτοδείην ἰσχυρὴν ἀνὰ τὴν Λυδίην πᾶσαν γενέσθαι· καὶ τοὺς Λυδοὺς ἕως μὲν διάγειν λιπαρέοντας, μετὰ δέ, ὡς οὐ παύεσθαι, ἄκεα δίζησθαι, ἄλλον δὲ ἄλλο ἐπιμηχανᾶσθαι αὐτῶν. ἐξευρεθῆναι δὴ ὦν τότε καὶ τῶν κύβων καὶ τῶν ἀστραγάλων καὶ τῆς σφαίρης καὶ τῶν ἀλλέων πασέων παιγνιέων τὰ εἴδεα, πλὴν πεσσῶν· τούτων γὰρ ὦν τὴν ἐξεύρεσιν οὐκ οἰκηιοῦνται Λυδοί.Στα χρόνια που βασιλιάς ήταν ο Άτης, ο γιος του Μάνη, έπεσε σ᾽ όλη τη Λυδία μεγάλη σιτοδεία· πως οι Λυδοί στην αρχή βαστούσαν υπομονητικά, ύστερα όμως, καθώς το κακό δε σταματούσε, ζητούσαν να το θεραπεύσουν, και ο καθένας τους έβρισκε και κάτι άλλο. Πως τότε βρέθηκαν λέει τα παιχνίδια και με τα ζάρια και με τα κότσια και με την μπάλα, κι όλα τα άλλα είδη παιχνιδιών, εκτός από τους πεσσούς· γιατί αυτών την ανακάλυψη δεν τη θέλουν δική τους οι Λυδοί.
[1.94.4]ποιέειν δὲ ὧδε πρὸς τὸν λιμὸν ἐξευρόντας· τὴν μὲν ἑτέρην τῶν ἡμερέων παίζειν πᾶσαν, ἵνα δὴ μὴ ζητέοιεν σιτία, τὴν δὲ ἑτέρην σιτέεσθαι παυομένους τῶν παιγνιέων. τοιούτῳ τρόπῳ διάγειν ἐπ᾽ ἔτεα δυῶν δέοντα εἴκοσι.Πως βρήκαν λέει και εφάρμοσαν την εξής λύση, για να αντιμετωπίσουν την πείνα τους: τη μια μέρα έπαιζαν από το πρωί ώς το βράδυ για να ξεχνούν την πείνα τους, την άλλη σταματούσαν το παιχνίδι κι έτρωγαν· μ᾽ αυτόν τον τρόπο πέρασαν δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια.
[1.94.5]ἐπείτε δὲ οὐκ ἀνιέναι τὸ κακόν, ἀλλ᾽ ἔτι ἐπὶ μᾶλλον βιάζεσθαι, οὕτω δὴ τὸν βασιλέα αὐτῶν δύο μοίρας διελόντα Λυδῶν πάντων κληρῶσαι τὴν μὲν ἐπὶ μονῇ, τὴν δ᾽ ἐπὶ ἐξόδῳ ἐκ τῆς χώρης, καὶ ἐπὶ μὲν τῇ μένειν αὐτοῦ λαγχανούσῃ τῶν μοιρέων ἑωυτὸν τὸν βασιλέα προστάσσειν, ἐπὶ δὲ τῇ ἀπαλλασσομένῃ τὸν ἑωυτοῦ παῖδα, τῷ οὔνομα εἶναι Τυρσηνόν.Καθώς όμως το κακό δε μετριαζόταν αλλά πήγαινε προς το χειρότερο, πήρε λέει τότε την απόφαση ο βασιλιάς να χωρίσει όλους τους Λυδούς σε δύο ομάδες και να ρίξει κλήρο: η μια έπρεπε να μείνει, η άλλη να σηκωθεί και να φύγει από τον τόπο που έμεναν. Πως σε κείνην την ομάδα που θα έπεφτε ο κλήρος να μείνει αυτού, όρισε ο βασιλιάς τον εαυτό του να είναι αρχηγός, στην άλλη που θα ξεσηκωνόταν να φύγει, το γιο του, που το όνομά του ήταν Τυρσηνός.
[1.94.6]λαχόντας δὲ αὐτῶν τοὺς ἑτέρους ἐξιέναι ἐκ τῆς χώρης [καὶ] καταβῆναι ἐς Σμύρνην καὶ μηχανήσασθαι πλοῖα, ἐς τὰ ἐσθεμένους τὰ πάντα, ὅσα σφι ἦν χρηστὰ ἐπίπλοα, ἀποπλέειν κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζήτησιν, ἐς ὃ ἔθνεα πολλὰ παραμειψαμένους ἀπικέσθαι ἐς Ὀμβρικούς, ἔνθα σφέας ἐνιδρύσασθαι πόλιας καὶ οἰκέειν τὸ μέχρι τοῦδε.Όταν ο κλήρος έπεσε στους άλλους να ξεσηκωθούν και να αφήσουν τον τόπο τους, λεν πως αυτοί κατέβηκαν στη Σμύρνη, έφτιαξαν πλοία, έβαλαν μέσα ό,τι πολύτιμο είχαν σε κινητή περιουσία, και άνοιξαν πανιά, για να βρουν τρόπο και τόπο να ζήσουν. Αφού περάσανε από πολλούς λαούς, έφτασαν λέει στους Ομβρικούς, όπου και ίδρυσαν πόλεις και μένουν ώς τα τώρα.
[1.94.7]ἀντὶ δὲ Λυδῶν μετονομασθῆναι αὐτοὺς ἐπὶ τοῦ βασιλέος τοῦ παιδός, ὅς σφεας ἀνήγαγε· ἐπὶ τούτου τὴν ἐπωνυμίην ποιευμένους ὀνομασθῆναι Τυρσηνούς. Λυδοὶ μὲν δὴ ὑπὸ Πέρσῃσι ἐδεδούλωντο.Αντί Λυδοί άλλαξαν όνομα και πήρανε το όνομα του γιου του βασιλιά που τους οδήγησε· σύμφωνα με το όνομα αυτού ονομάστηκαν Τυρσηνοί. Τότε λοιπόν οι Λυδοί έγιναν δούλοι των Περσών.
[1.95.1]Ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐνθεῦτεν ἡμῖν ὁ λόγος τόν τε Κῦρον ὅστις ἐὼν τὴν Κροίσου ἀρχὴν κατεῖλε, καὶ τοὺς Πέρσας ὅτεῳ τρόπῳ ἡγήσαντο τῆς Ἀσίης. ὡς ὦν Περσέων μετεξέτεροι λέγουσι, οἱ μὴ βουλόμενοι σεμνοῦν τὰ περὶ Κῦρον ἀλλὰ τὸν ἐόντα λέγειν λόγον, κατὰ ταῦτα γράψω, ἐπιστάμενος περὶ Κύρου καὶ τριφασίας ἄλλας λόγων ὁδοὺς φῆναι.Ερχόμαστε τώρα στη συνέχεια να μιλήσουμε για τον Κύρο, ποιός ήταν δηλαδή αυτός που κατέλυσε το βασίλειο του Κροίσου, και για τους Πέρσες, με ποιό τρόπο δηλαδή έγιναν ηγεμόνες της Ασίας. Θα ακολουθήσω γράφοντας αυτά που λέει μια μερίδα Περσών, εκείνοι που δε θέλουν να μεγαλοποιήσουν την ιστορία του Κύρου, αλλά να πουν την αλήθεια, κι ας ξέρω να αναφέρω για τον Κύρο και άλλες εκδοχές της ιστορίας του, και μάλιστα τρεις διαφορετικές.
[1.95.2]Ἀσσυρίων ἀρχόντων τῆς ἄνω Ἀσίης ἐπ᾽ ἔτεα εἴκοσι καὶ πεντακόσια, πρῶτοι ἀπ᾽ αὐτῶν Μῆδοι ἤρξαντο ἀπίστασθαι· καί κως οὗτοι περὶ τῆς ἐλευθερίης μαχεσάμενοι τοῖσι Ἀσσυρίοισι ἐγένοντο ἄνδρες ἀγαθοὶ καὶ ἀπωσάμενοι τὴν δουλοσύνην ἐλευθερώθησαν. μετὰ δὲ τούτους καὶ τὰ ἄλλα ἔθνεα ἐποίεε τὠυτὸ τοῖσι Μήδοισι.Οι Ασσύριοι όριζαν εδώ και πεντακόσια είκοσι χρόνια την πάνω Ασία, όταν άρχισαν πρώτοι οι Μήδοι να κινούνται για να αποσπασθούν από αυτούς. Με έναν κάποιο τρόπο πήραν το θάρρος και πολέμησαν για την ελευθερία τους με τους Ασσυρίους, αναδείχτηκαν άνδρες γενναίοι, αποτίναξαν τον ζυγό της δουλείας και λευτερώθηκαν. Ύστερα από αυτούς και άλλοι λαοί έκαναν το ίδιο με τους Μήδους.
[1.96.1]ἐόντων δὲ αὐτονόμων πάντων ἀνὰ τὴν ἤπειρον, ὧδε αὖτις ἐς τυραννίδα περιῆλθον. ἀνὴρ ἐν τοῖσι Μήδοισι ἐγένετο σοφὸς τῷ οὔνομα ἦν Δηιόκης, παῖς δὲ ἦν Φραόρτεω.Κι ενώ όλοι στο εσωτερικό απόχτησαν την αυτονομία τους, έπεσαν πάλι στα χέρια ενός τυράννου με τον ακόλουθο τρόπο: Ανάμεσα στους Μήδους φάνηκε ένας άνθρωπος σοφός· το όνομά του ήταν Δηιόκης κι ήταν γιος του Φραόρτη.
[1.96.2]οὗτος ὁ Δηιόκης ἐρασθεὶς τυραννίδος ἐποίεε τοιάδε. κατοικημένων τῶν Μήδων κατὰ κώμας, ἐν τῇ ἑωυτοῦ ἐὼν καὶ πρότερον δόκιμος καὶ μᾶλλόν τι καὶ προθυμότερον δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε· καὶ ταῦτα μέντοι ἐούσης ἀνομίης πολλῆς ἀνὰ πᾶσαν τὴν Μηδικὴν ἐποίεε, ἐπιστάμενος ὅτι τῷ δικαίῳ τὸ ἄδικον πολέμιόν ἐστι. οἱ δ᾽ ἐκ τῆς αὐτῆς κώμης Μῆδοι ὁρῶντες αὐτοῦ τοὺς τρόπους δικαστήν μιν ἑωυτῶν αἱρέοντο· ὁ δὲ δή, οἷα μνώμενος ἀρχήν, ἰθύς τε καὶ δίκαιος ἦν.Αυτός ο Δηιόκης παθιασμένος με το τυραννικό αξίωμα έκανε το εξής: οι Μήδοι ζούσαν χωριστά σε μικρές πόλεις· ο Δηιόκης στη δική του είχε και πρωτύτερα υπόληψη μεγάλη, τότε όμως ακόμη περισσότερο και με μεγαλύτερο ζήλο βάλθηκε να μοιράζει δικαιοσύνη. Και αυτό το έκανε, ενώ σ᾽ όλη τη χώρα των Μήδων βασίλευε μεγάλη ανομία, κι ήξερε βέβαια ο ίδιος ότι το άδικο αντιμάχεται το δίκαιο. Οι Μήδοι που ήσαν από την ίδια πόλη, βλέποντας τον τρόπο του τον διάλεξαν δικαστή τους. Κι αυτός, έχοντας πάντα στο νου του την εξουσία, ήταν ευθύς και δίκαιος.
[1.96.3]ποιέων τε ταῦτα ἔπαινον εἶχε οὐκ ὀλίγον πρὸς τῶν πολιητέων, οὕτω ὥστε πυνθανόμενοι οἱ ἐν τῇσι ἄλλῃσι κώμῃσι ὡς Δηιόκης εἴη ἀνὴρ μοῦνος κατὰ τὸ ὀρθὸν δικάζων, πρότερον περιπίπτοντες ἀδίκοισι γνώμῃσι, τότε, ἐπείτε ἤκουσαν, ἅσμενοι ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηιόκεα καὶ αὐτοὶ δικασόμενοι, τέλος δὲ οὐδενὶ ἄλλῳ ἐπετράποντο.Με μια τέτοια συμπεριφορά κέρδιζε έπαινο μεγάλο από τους συμπολίτες του, έτσι που άνθρωποι κι από τις άλλες επαρχίες μαθαίνοντας πως μόνο ο Δηιόκης δικάζει σύμφωνα με το δίκαιο, επειδή πρωτύτερα έπεφταν σε χέρια αδίκων, τότε ακούγοντάς το, μετά χαράς σύχναζαν στον Δηιόκη, για να τους λύσει τις διαφορές τους· στο τέλος δεν πήγαιναν σε κανέναν άλλον.
[1.97.1]πλεῦνος δὲ αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος, οἷα πυνθανομένων τὰς δίκας ἀποβαίνειν κατὰ τὸ ἐόν, γνοὺς ὁ Δηιόκης ἐς ἑωυτὸν πᾶν ἀνακείμενον οὔτε κατίζειν ἔτι ἤθελε ἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε, οὔτ᾽ ἔφη δικᾶν ἔτι· οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν τῶν ἑωυτοῦ ἐξημεληκότα τοῖσι πέλας δι᾽ ἡμέρης δικάζειν.Έτσι που πλήθαιναν συνεχώς αυτοί που σύχναζαν στου Δηιόκη, επειδή άκουγαν ότι οι δικαστικές αποφάσεις του έβγαιναν δίκαιες, καταλαβαίνοντας ο Δηιόκης πως όλα κρέμονται από αυτόν, δεν δεχόταν πια να κάθεται και να δικάζει, όπου καθόταν και δίκαζε πρωτύτερα, και γενικά αρνιόταν να δικάζει πια· γιατί έλεγε δεν τον συμφέρει βέβαια να αφήνει κατά μέρος τις δικές του δουλειές, κι όλη τη μέρα να δικάζει τους γύρω του.
[1.97.2]ἐούσης ὦν ἁρπαγῆς καὶ ἀνομίης ἔτι πολλῷ μᾶλλον ἀνὰ τὰς κώμας ἢ πρότερον ἦν, συνελέχθησαν οἱ Μῆδοι ἐς τὠυτὸ καὶ ἐδίδοσαν σφίσι λόγον, λέγοντες περὶ τῶν κατηκόντων (ὡς δ᾽ ἐγὼ δοκέω, μάλιστα ἔλεγον οἱ τοῦ Δηιόκεω φίλοι)·Όμως έτσι που οι αρπαγές και οι αδικίες στις γύρω επαρχίες έγιναν τώρα περισσότερες απ᾽ ό,τι ήσαν πρωτύτερα, μαζεύτηκαν οι Μήδοι στο ίδιο μέρες και συζητούσαν το πράγμα μιλώντας για την κατάσταση (κατά τη γνώμη μου, πήραν το λόγο κυρίως οι φίλοι του Δηιόκη):
[1.97.3]Οὐ γὰρ δὴ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώρην, φέρε στήσωμεν ἡμέων αὐτῶν βασιλέα· καὶ οὕτω ἥ τε χώρη εὐνομήσεται καὶ αὐτοὶ πρὸς ἔργα τρεψόμεθα οὐδὲ ὑπ᾽ ἀνομίης ἀνάστατοι ἐσόμεθα. ταῦτά κῃ λέγοντες πείθουσι ἑωυτοὺς βασιλεύεσθαι.«Αφού δεν είναι δυνατό να ζήσουμε στον τόπο μας αφήνοντας τα πράγματα όπως έχουν, έλα λοιπόν να βγάλουμε ανάμεσά μας ένα βασιλιά· έτσι κι η χώρα μας θα είναι καλοκυβερνημένη και εμείς θα στραφούμε στις δουλειές μας και δε θα μας φέρνουν άνω κάτω οι παρανομίες».
[1.98.1]αὐτίκα δὲ προβαλλομένων ὅντινα στήσονται βασιλέα, ὁ Δηιόκης ἦν πολλὸς ὑπὸ παντὸς ἀνδρὸς καὶ προβαλλόμενος καὶ αἰνεόμενος, ἐς ὃ τοῦτον καταινέουσι βασιλέα σφίσι εἶναι.Κάπως με τέτοια λόγια, στο τέλος δέχτηκαν να βγάλουν ένα βασιλιά. Κι όταν ευθύς αμέσως ήρθε το θέμα ποιόν να αναδείξουν βασιλιά, όλοι πρότειναν τον Δηιόκη και πολύ τον παινούσαν, ώστε συγκατανεύουν αυτός να είναι ο βασιλιάς τους.
[1.98.2]ὁ δ᾽ ἐκέλευε αὐτοὺς οἰκία τε ἑωυτῷ ἄξια τῆς βασιληίης οἰκοδομῆσαι καὶ κρατῦναι αὐτὸν δορυφόροισι. ποιεῦσι δὴ ταῦτα οἱ Μῆδοι· οἰκοδομέουσί τε γὰρ αὐτῷ οἰκία μεγάλα τε καὶ ἰσχυρά, ἵνα αὐτὸς ἔφρασε τῆς χώρης, καὶ δορυφόρους αὐτῷ ἐπιτρέπουσι ἐκ πάντων Μήδων καταλέξασθαι.Κι εκείνος τούς ζητούσε να του χτίσουν ένα οικοδόμημα καταπώς αξίζει σ᾽ ένα βασιλιά, και να κατοχυρώσουν το κύρος του δίνοντάς του φρουρά από δορυφόρους. Οι Μήδοι τού κάνουν ό,τι ζητούσε· του χτίζουν πράγματι ένα παλάτι μεγάλο και οχυρωμένο σε μέρος της χώρας που ο ίδιος το διάλεξε και του δίνουν, και την άδεια να διαλέξει τους δορυφόρους του ανάμεσα σ᾽ όλους τους Μήδους.
[1.98.3]ὁ δέ ὡς ἔσχε τὴν ἀρχήν, τοὺς Μήδους ἠνάγκασε ἓν πόλισμα ποιήσασθαι καὶ τοῦτο περιστέλλοντας τῶν ἄλλων ἧσσον ἐπιμέλεσθαι. πειθομένων δὲ καὶ ταῦτα τῶν Μήδων οἰκοδομέει τείχεα μεγάλα τε καὶ καρτερά, ταῦτα τὰ νῦν Ἀγβάτανα κέκληται, ἕτερον ἑτέρῳ κύκλῳ ἐνεστεῶτα.Κι αυτός σαν πήρε την αρχή στα χέρια του, ανάγκασε τους Μήδους να οχυρώσουν μια μόνον πόλη, και ρίχνοντας εκεί όλο το ενδιαφέρον τους, για τα άλλα μέρη να νοιάζονται λιγότερο. Με τη συγκατάθεση των Μήδων και σ᾽ αυτό το σημείο χτίζει ο Δηιόκης ένα μεγάλο και ισχυρό κάστρο, αυτό που τώρα το λεν Αγβάτανα, με πολλούς περιβόλους, τον ένα μέσα στον άλλο.
[1.98.4]μεμηχάνηται δὲ οὕτω τοῦτο τὸ τεῖχος ὥστε ὁ ἕτερος τοῦ ἑτέρου κύκλος τοῖσι προμαχεῶσι μούνοισί ἐστι ὑψηλότερος. τὸ μέν κού τι καὶ τὸ χωρίον συμμαχέει κολωνὸς ἐὼν ὥστε τοιοῦτο εἶναι, τὸ δὲ καὶ μᾶλλόν τι ἐπετηδεύθη.Είχε κατασκευαστεί αυτό το κάστρο έτσι, που ο επόμενος κάθε φορά περίβολος ήταν ψηλότερος από τον προηγούμενό του, μόνο όσο φτάνουν οι πολεμίστρες. Σ᾽ αυτό συνέτεινε ώς ένα μέρος και η τοποθεσία, που είναι λόφος και βοηθούσε να γίνει έτσι το κάστρο, το πιο πολύ όμως ήταν ζήτημα επιδέξιας κατασκευής.
[1.98.5]κύκλων ‹δ᾽› ἐόντων τῶν συναπάντων ἑπτά, ἐν δὴ τῷ τελευταίῳ τὰ βασιλήια ἔνεστι καὶ οἱ θησαυροί. τὸ δ᾽ αὐτῶν μέγιστόν ἐστι τεῖχος κατὰ τὸν Ἀθηνέων κύκλον μάλιστά κῃ τὸ μέγαθος. τοῦ μὲν δὴ πρώτου κύκλου οἱ προμαχεῶνές εἰσι λευκοί, τοῦ δὲ δευτέρου μέλανες, τρίτου δὲ κύκλου φοινίκεοι, τετάρτου δὲ κυάνεοι, πέμπτου δὲ σανδαράκινοι.Οι περίβολοι στο σύνολό τους ήσαν επτά, και μέσα στον τελευταίο βρίσκονταν και τα ανάκτορα και οι θησαυροί. Ο πιο μεγάλος περίβολος από όλους είναι στο μέγεθος περίπου ίσος με τα τείχη των Αθηνών. Του πρώτου λοιπόν περιβόλου οι πολεμίστρες είναι άσπρες, του δευτέρου μαύρες, του τρίτου πορφυρές, του τετάρτου μπλε, του πέμπτου πορτοκαλιές.
[1.98.6]οὕτω πάντων τῶν κύκλων οἱ προμαχεῶνες ἠνθισμένοι εἰσὶ φαρμάκοισι· δύο δὲ οἱ τελευταῖοί εἰσι ὁ μὲν καταργυρωμένους, ὁ δὲ κατακεχρυσωμένους ἔχων τοὺς προμαχεῶνας.Έτσι όλων αυτών των περιβόλων οι πολεμίστρες είναι βαμμένες με χρώματα, οι δύο όμως τελευταίοι είναι ό ένας με επαργυρωμένες τις πολεμίστρες, ο άλλος με επιχρυσωμένες.
[1.99.1]ταῦτα μὲν δὴ ὁ Δηιόκης ἑωυτῷ τε ἐτείχεε καὶ περὶ τὰ ἑωυτοῦ οἰκία, τὸν δὲ ἄλλον δῆμον πέριξ ἐκέλευε τὸ τεῖχος οἰκέειν. οἰκοδομηθέντων δὲ πάντων κόσμον τόνδε Δηιόκης πρῶτός ἐστι ὁ καταστησάμενος, μήτε ἐσιέναι παρὰ βασιλέα μηδένα, δι᾽ ἀγγέλων δὲ πάντα χρᾶσθαι, ὁρᾶσθαί τε βασιλέα ὑπὸ μηδενός, πρός τε τούτοισι ἔτι γελᾶν τε καὶ πτύειν ἀντίον καὶ ἅπασι εἶναι τοῦτό γε αἰσχρόν.Αυτά τα τείχη τα ύψωσε ο Δηιόκης για τον εαυτό του και γύρω από το ανάκτορό του, ενώ για τον άλλον κόσμο έδωσε διαταγή να χτίσουν τα σπίτια τους έξω από το κάστρο ολόγυρα. Όταν όλα είχαν χτιστεί, είναι ο Δηιόκης που πρώτος όρισε την εξής εθιμοτυπία: κανείς να μη μπαίνει μόνος του στα διαμερίσματα του βασιλιά, αλλά όλα να γίνονται με αγγελιοφόρους· κανένας να μη βλέπει το βασιλιά, και επιπλέον είναι απρέπεια μπροστά του να γελά κάποιος και να φτύνει, ανεξαιρέτως για όλους.
[1.99.2]ταῦτα δὲ περὶ ἑωυτὸν ἐσέμνυνε τῶνδε εἵνεκεν, ὅκως ἂν μὴ ὁρῶντες οἱ ὁμήλικες, ἐόντες σύντροφοί τε ἐκείνῳ καὶ οἰκίης οὐ φλαυροτέρης οὐδὲ ἐς ἀνδραγαθίην λειπόμενοι, λυπεοίατο καὶ ἐπιβουλεύοιεν, ἀλλ᾽ ἑτεροῖός σφι δοκέοι εἶναι μὴ ὁρῶσι.Σύστησε γύρω από τον εαυτό του αυτή την εθιμοτυπία για τον εξής λόγο: για να μην τον βλέπουν οι συνομήλικοί του (που είχαν ζήσει μαζί του και που δεν ήσαν από ταπεινότερο σπίτι ούτε και στην αξία κατώτεροι) και αισθάνονται άσχημα και ζητούν να του κάνουν κακό· αλλά με το να μην τον βλέπουν, να πιστέψουν στο τέλος ότι είναι πράγματι κάτι διαφορετικό από αυτούς.
[1.100.1]ἐπείτε δὲ ταῦτα διεκόσμησε καὶ ἐκράτυνε ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι, ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χαλεπός. καὶ τάς τε δίκας γράφοντες ἔσω παρ᾽ ἐκεῖνον ἐσπέμπεσκον, καὶ ἐκεῖνος διακρίνων τὰς ἐσφερομένας ἐκπέμπεσκε.Όταν τα τακτοποίησε όλα και έγινε δυνατός με την άσκηση της εξουσίας, ήταν αυστηρός στην περιφρούρηση της δικαιοσύνης: του έφερναν μέσα στο παλάτι τις δικαστικές υποθέσεις γραμμένες· εκείνος έκρινε ό,τι του έφερναν, και τη γνωμάτευσή του την έστελνε πάλι έξω.
[1.100.2]ταῦτα μὲν κατὰ τὰς δίκας ἐποίεε, τάδε δὲ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ· εἴ τινα πυνθάνοιτο ὑβρίζοντα, τοῦτον ὅκως μεταπέμψαιτο, κατ᾽ ἀξίην ἑκάστου ἀδικήματος ἐδικαίευ, καί οἱ κατάσκοποί τε καὶ κατήκοοι ἦσαν ἀνὰ πᾶσαν τὴν χώρην τῆς ἦρχε.Αυτό ήταν το σύστημά του προκειμένου για τις δίκες. Αλλά και άλλα μέτρα τάξεως είχε πάρει: κάθε φορά που άκουγε πως κάποιος σηκώνει κεφάλι, αμέσως τον μετακαλούσε και του επέβαλλε τιμωρία ανάλογη με το αδίκημά του· κατάσκοποι και πληροφοριοδότες του ήσαν σκορπισμένοι σ᾽ όλη την επικράτεια.
[1.101.1]Δηιόκης μέν νυν τὸ Μηδικὸν ἔθνος συνέστρεψε μοῦνον καὶ τούτου ἦρξε. ἔστι δὲ Μήδων τοσάδε γένεα· Βοῦσαι, Παρητακηνοί, Στρούχατες, Ἀριζαντοί, Βούδιοι, Μάγοι. γένεα μὲν δὴ Μήδων ἐστὶ τοσάδε.Μ᾽ αυτόν τον τρόπο συνένωσε ο Δηιόκης μόνον το έθνος των Μήδων και έγινε αρχηγός τους. Είναι οι φυλές των Μήδων τόσες: οι Βούσες, οι Παρατακηνοί, οι Στρούχατες, οι Αριζαντοί, οι Βούδιοι και οι Μάγοι. Τόσες είναι των Μήδων οι φυλές.
[1.102.1]Δηιόκεω δὲ παῖς γίνεται Φραόρτης, ὃς τελευτήσαντος Δηιόκεω, βασιλεύσαντος τρία καὶ πεντήκοντα ἔτεα, παρεδέξατο τὴν ἀρχήν. παραδεξάμενος δὲ οὐκ ἀπεχρᾶτο μούνων Μήδων ἄρχειν, ἀλλὰ στρατευσάμενος ἐπὶ τοὺς Πέρσας πρώτοισί τε τούτοισι ἐπεθήκατο καὶ πρώτους Μήδων ὑπηκόους ἐποίησε.Γιος του Δηιόκη ήταν ο Φραόρτης, που όταν πέθανε ο Δηιόκης (βασίλευσε πενήντα τρία χρόνια), αυτός παρέλαβε τη βασιλεία. Όταν παρέλαβε τη βασιλεία, δεν του έφτανε να εξουσιάζει μόνον τους Μήδους, αλλά κινώντας το στρατό του εναντίον των Περσών, πρώτους αυτούς χτύπησε και πρώτους αυτούς έκανε υπηκόους των Μήδων.
[1.102.2]μετὰ δὲ ἔχων δύο ταῦτα ἔθνεα καὶ ἀμφότερα ἰσχυρά, κατεστρέφετο τὴν Ἀσίην ἀπ᾽ ἄλλου ἐπ᾽ ἄλλο ἰὼν ἔθνος, ἐς ὃ στρατευσάμενος ἐπὶ τοὺς Ἀσσυρίους καὶ Ἀσσυρίων τούτους οἳ Νίνον εἶχον καὶ ἦρχον πρότερον πάντων, τότε δὲ ἦσαν μεμουνωμένοι μὲν συμμάχων ἅτε ἀπεστεώτων, ἄλλως μέντοι ἑωυτῶν εὖ ἥκοντες, ἐπὶ τούτους δὴ στρατευσάμενος ὁ Φραόρτης αὐτός τε διεφθάρη, ἄρξας δύο τε καὶ εἴκοσι ἔτεα, καὶ ὁ στρατὸς αὐτοῦ ὁ πολλός.Ύστερα εξουσιάζοντας τους δύο λαούς, που και οι δύο ήσαν δυνατοί, ζήτησε να υποτάξει την Ασία, χτυπώντας τον ένα λαό μετά τον άλλο, ώσπου έφτασε με το στρατό του στους Ασσυρίους και συγκεκριμένα σε κείνους που κατέχουν τη Νίνο και που πρώτα ήσαν οι αρχηγοί όλων, τότε όμως βρίσκονταν δίχως συμμάχους, γιατί οι σύμμαχοί τους είχαν αποστατήσει, κι ωστόσο οι ίδιοι τα πήγαιναν καλά· εναντίον αυτών λοιπόν κίνησε το στρατό του ο Φραόρτης, μα αφανίστηκε και ο ίδιος, ύστερα από βασιλεία είκοσι δύο χρόνων, και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού.
[1.103.1]Φραόρτεω δὲ τελευτήσαντος ἐξεδέξατο Κυαξάρης ὁ Φραόρτεω τοῦ Δηιόκεω παῖς. οὗτος λέγεται πολλὸν ἔτι γενέσθαι ἀλκιμώτερος τῶν προγόνων· καὶ πρῶτός τε ἐλόχισε κατὰ τέλεα τοὺς ἐν τῇ Ἀσίῃ καὶ πρῶτος διέταξε χωρὶς ἑκάστους εἶναι, τούς τε αἰχμοφόρους καὶ τοὺς τοξοφόρους καὶ τοὺς ἱππέας· πρὸ τοῦ δὲ ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα.Μετά το θάνατο του Φραόρτη παρέλαβε τη βασιλεία ο Κυαξάρης, ο γιος του Φραόρτη που ήταν ο γιος του Δηιόκη. Γι᾽ αυτόν διηγούνται πως στάθηκε πολύ πιο γενναίος απ᾽ ό,τι οι πρόγονοί του· πρώτος χώρισε σε σώματα τον ασιατικό στρατό και πρώτος κανόνισε ώστε το κάθε όπλο να είναι χωριστά, οι αιχμοφόροι δηλαδή, οι τοξότες και οι ιππείς. Προηγουμένως όλα τα όπλα ήσαν μαζί, ανακατωμένα.
[1.103.2]οὗτος ὁ τοῖσι Λυδοῖσί ἐστι μαχεσάμενος ὅτε νὺξ ἡ ἡμέρη ἐγένετό σφι μαχομένοισι, καὶ ὁ τὴν Ἅλυος ποταμοῦ ἄνω Ἀσίην πᾶσαν συστήσας ἑωυτῷ. συλλέξας δὲ τοὺς ὑπ᾽ ἑωυτῷ ἀρχομένους πάντας ἐστρατεύετο ἐπὶ τὴν Νίνον, τιμωρέων τε τῷ πατρὶ καὶ τὴν πόλιν ταύτην θέλων ἐξελεῖν.Αυτός είναι που όταν πολεμούσε με τους Λυδούς, έγινε πάνω στη μάχη η μέρα νύχτα, κι αυτός ο ίδιος που συσπείρωσε γύρω του όλη την Ασία ανατολικά από τον Άλη ποταμό. Με συγκεντρωμένες όλες τις δυνάμεις που του ήσαν υποχείριες κίνησε το στρατό του εναντίον της Νίνου, για να εκδικηθεί τον πατέρα του και επειδή ήθελε οπωσδήποτε να την καταστρέψει αυτή την πόλη.
[1.103.3]καί οἱ, ὡς συμβαλὼν ἐνίκησε τοὺς Ἀσσυρίους, περικατημένῳ τὴν Νίνον ἐπῆλθε Σκυθέων στρατὸς μέγας, ἦγε δὲ αὐτοὺς βασιλεὺς ὁ Σκυθέων Μαδύης Προτοθύεω παῖς· οἳ ἐσέβαλον μὲν ἐς τὴν Ἀσίην Κιμμερίους ἐκβαλόντες ἐκ τῆς Εὐρώπης, τούτοισι δὲ ἐπισπόμενοι φεύγουσι οὕτω ἐς τὴν Μηδικὴν χώρην ἀπίκοντο.Και νά, που ενώ ύστερα από μάχη, είχε νικήσει τους Ασσυρίους και πολιορκούσε τη Νίνο, ήρθε εναντίον του στρατός Σκυθών μεγάλος, που τους οδηγούσε ο βασιλιάς των Σκυθών Μαδύης, ο γιος του Προτοθύου. Αυτοί οι Σκύθες μπήκαν στην Ασία, αφού πρώτα έδιωξαν από την Ευρώπη τους Κιμμέριους, και παίρνοντάς τους στο φευγιό τους από πίσω έφτασαν στη χώρα των Μήδων.
[1.104.1]ἔστι δὲ ἀπὸ τῆς λίμνης τῆς Μαιήτιδος ἐπὶ Φᾶσιν ποταμὸν καὶ ἐς Κόλχους τριήκοντα ἡμερέων εὐζώνῳ ὁδός, ἐκ δὲ τῆς Κολχίδος οὐ πολλὸν ὑπερβῆναι ἐς τὴν Μηδικήν, ἀλλ᾽ ἓν τὸ διὰ μέσου ἔθνος αὐτῶν ἐστι, Σάσπειρες, τοῦτο δὲ παραμειβομένοισι εἶναι ἐν τῇ Μηδικῇ.Είναι ο δρόμος από την Μαιήτιδα λίμνη ώς τον Φάση ποταμό και τη χώρα των Κόλχων τριάντα μέρες για έναν καλό πεζοπόρο, και από την Κολχίδα δεν χρειάζεται κανείς πολύ για να περάσει στη χώρα των Μήδων· ένας μόνο λαός κατοικεί ανάμεσα, οι Σάσπειρες· άμα περάσει κανείς τη χώρα τους, βρίσκεται κιόλας στη Μηδία.
[1.104.2]οὐ μέντοι οἵ γε Σκύθαι ταύτῃ ἐσέβαλον, ἀλλὰ τὴν κατύπερθε ὁδὸν πολλῷ μακροτέρην ἐκτραπόμενοι, ἐν δεξιῇ ἔχοντες τὸ Καυκάσιον ὄρος. ἐνθαῦτα οἱ μὲν Μῆδοι συμβαλόντες τοῖσι Σκύθῃσι καὶ ἑσσωθέντες τῇ μάχῃ τῆς ἀρχῆς κατελύθησαν, οἱ δὲ Σκύθαι τὴν Ἀσίην πᾶσαν ἐπέσχον. ἐνθεῦτεν δὲ ἤισαν ἐπ᾽ Αἴγυπτον.Οι Σκύθες όμως δεν έκαναν την εισβολή παίρνοντας αυτόν τον δρόμο, αλλά ξεστράτισαν και πήρανε τον πάνω δρόμο που είναι πολύ μακρύτερος, έχοντας στα δεξιά τους το όρος του Καυκάσου. Τότε οι Μήδοι χτυπήθηκαν με τους Σκύθες, νικήθηκαν στη μάχη και έχασαν την ηγεμονία τους, ενώ οι Σκύθες έγιναν κύριοι όλης της Ασίας. Από εκεί τράβηξαν για την Αίγυπτο.
[1.105.1]καὶ ἐπείτε ἐγένοντο ἐν τῇ Παλαιστίνῃ Συρίῃ, Ψαμμήτιχός σφεας Αἰγύπτου βασιλεὺς ἀντιάσας δώροισί τε καὶ λιτῇσι ἀποτρέπει τὸ προσωτέρω μὴ πορεύεσθαι.Κι όταν έφτασαν στην Παλαιστίνη της Συρίας, βγήκε να τους απαντήσει ο Ψαμμήτιχος, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, που με δώρα και επικλήσεις τούς σταμάτησε, ώστε να μην προχωρήσουν πιο κάτω.
[1.105.2]οἱ δὲ ἐπείτε ἀναχωρέοντες ὀπίσω ἐγίνοντο τῆς Συρίης ἐν Ἀσκάλωνι πόλι, τῶν πλεόνων Σκυθέων παρεξελθόντων ἀσινέων ὀλίγοι τινὲς αὐτῶν ὑπολειφθέντες ἐσύλησαν τῆς Οὐρανίης Ἀφροδίτης τὸ ἱρόν. Κι αυτοί γυρνώντας πίσω, όταν έφτασαν στην πόλη της Συρίας Ασκάλωνα, ενώ οι πιο πολλοί Σκύθες πέρασαν δίχως να πειράξουν τίποτε, μερικοί που ξέκοψαν και έμειναν πίσω, σύλησαν το ιερό της ουρανίας Αφροδίτης.
[1.105.3]ἔστι δὲ τοῦτο τὸ ἱρόν, ὡς ἐγὼ πυνθανόμενος εὑρίσκω, πάντων ἀρχαιότατον ἱρῶν, ὅσα ταύτης τῆς θεοῦ· καὶ γὰρ τὸ ἐν Κύπρῳ ἱρὸν ἐνθεῦτεν ἐγένετο, ὡς αὐτοὶ Κύπριοι λέγουσι, καὶ τὸ ἐν Κυθήροισι Φοίνικές εἰσι οἱ ἱδρυσάμενοι ἐκ ταύτης τῆς Συρίης ἐόντες.Είναι το ιερό αυτό, όπως εξέτασα και έμαθα, το αρχαιότερο από όλα τα ιερά της θεάς αυτής που υπάρχουν· γιατί και το ιερό της στην Κύπρο από εδώ έχει την αρχή του, όπως το ομολογούν και οι ίδιοι οι Κύπριοι, και το άλλο στα Κύθηρα το ίδρυσαν οι Φοίνικες, που ήρθαν πάλι από τα ίδια μέρη της Συρίας.
[1.105.4]τοῖσι δὲ τῶν Σκυθέων συλήσασι τὸ ἱρὸν τὸ ἐν Ἀσκάλωνι καὶ τοῖσι τούτων αἰεὶ ἐκγόνοισι ἐνέσκηψε ἡ θεὸς θήλεαν νοῦσον· ὥστε ἅμα λέγουσί τε οἱ Σκύθαι διὰ τοῦτό σφεας νοσέειν, καὶ ὁρᾶν παρ᾽ ἑωυτοῖσι τοὺς ἀπικνεομένους ἐς τὴν Σκυθικὴν χώρην ὡς διακέαται τοὺς καλέουσι ἐνάρεας οἱ Σκύθαι.Σε κείνους όμως τους Σκύθες, που σύλησαν το ιερό στην Ασκάλωνα, και στους απογόνους τους όλους στη σειρά έριξε η θεά μια αρρώστια που τους έκανε γυναικωτούς. Το γεγονός είναι ότι οι Σκύθες μ᾽ αυτόν τον τρόπο δικαιολογούν την αρρώστια τους, κι αυτή λεν είναι η αιτία που όσοι φτάνουν στη χώρα των Σκυθών βλέπουν εκεί σε μια τέτοια κατάσταση τους άνδρες τους, αυτούς που οι Σκύθες τούς ονομάζουν ενάρεες.
[1.106.1]ἐπὶ μέν νυν ὀκτὼ καὶ εἴκοσι ἔτεα ἦρχον τῆς Ἀσίης οἱ Σκύθαι, καὶ τὰ πάντα σφι ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης ἀνάστατα ἦν. χωρὶς μὲν γὰρ φόρον ἔπρησσον παρ᾽ ἑκάστων τὸ ἑκάστοισι ἐπέβαλλον, χωρὶς δὲ τοῦ φόρου ἥρπαζον περιελαύνοντες τοῦτο ὅ τι ἔχοιεν ἕκαστοι.Είκοσι οχτώ χρόνια κράτησε η κυριαρχία των Σκυθών στην Ασία και ερήμωσαν και αναστάτωσαν με τη βιαιότητά τους και την αδιαφορία τους το παν. Γιατί εισέπρατταν ιδιαίτερο φόρο από κάθε λαό, αυτόν που στον καθένα επέβαλλαν, και έξω από τον φόρο, στις επιδρομές που έκαναν με το ιππικό τους, άρπαζαν ό,τι είχε και δεν είχε ο καθένας τους.
[1.106.2]καὶ τούτων μὲν τοὺς πλεῦνας Κυαξάρης τε καὶ Μῆδοι ξεινίσαντες καὶ καταμεθύσαντες κατεφόνευσαν, καὶ οὕτω ἀνεσώσαντο τὴν ἀρχὴν Μῆδοι καὶ ἐπεκράτεον τῶν περ καὶ πρότερον, καὶ τήν τε Νίνον εἷλον (ὡς δὲ εἷλον, ἐν ἑτέροισι λόγοισι δηλώσω) καὶ τοὺς Ἀσσυρίους ὑποχειρίους ἐποιήσαντο πλὴν τῆς Βαβυλωνίης μοίρης.Τους περισσότερους από αυτούς τους Σκύθες τούς φιλοξένησε ο Κυαξάρης και οι Μήδοι, και αφού τους μέθυσαν τους έσφαξαν· έτσι πήραν και πάλι την εξουσία στα χέρια τους οι Μήδοι και όριζαν όσα και προηγουμένως, και κυρίευσαν και τη Νίνο (πώς την κυρίευσαν αυτό θα το πω σ᾽ άλλο μέρος της ιστορίας μου), και έκαναν υποχείριους τους Ασσυρίους, εκτός από το κράτος των Βαβυλωνίων.
[1.106.3]μετὰ δὲ ταῦτα Κυαξάρης μέν, βασιλεύσας τεσσεράκοντα ἔτεα σὺν τοῖσι Σκύθαι ἦρξαν, τελευτᾷ.Ύστερα ο Κυαξάρης —που βασίλευσε σαράντα χρόνια, αν υπολογίσουμε και αυτά που όριζαν την Ασία οι Σκύθες— πεθαίνει.
[1.107.1]ἐκδέκεται δὲ Ἀστυάγης ὁ Κυαξάρεω παῖς τὴν βασιληίην. καί οἱ ἐγένετο θυγάτηρ τῇ οὔνομα ἔθετο Μανδάνην, τὴν ἐδόκεε Ἀστυάγης ἐν τῷ ὕπνῳ οὐρῆσαι τοσοῦτον ὥστε πλῆσαι μὲν τὴν ἑωυτοῦ πόλιν, ἐπικατακλύσαι δὲ καὶ τὴν Ἀσίην πᾶσαν. ὑπερθέμενος δὲ τῶν μάγων τοῖσι ὀνειροπόλοισι τὸ ἐνύπνιον, ἐφοβήθη παρ᾽ αὐτῶν αὐτὰ ἕκαστα μαθών.Τον διαδέχεται στο θρόνο ο Αστυάγης, ο γιος του Κυαξάρη. Αυτός απόχτησε μια θυγατέρα που της έδωσε το όνομα Μανδάνη. Είδε στον ύπνο του ο Αστυάγης πως η κόρη του κατούρησε τόσο πολύ, ώστε γέμισε και την πόλη τους αλλά πλημμύρισε και την Ασία ολόκληρη. Το όνειρό του το εμπιστεύτηκε σε ονειροκρίτες μάγους, και φοβήθηκε, όταν έμαθε τί ακριβώς σήμαινε.
[1.107.2]μετὰ δὲ τὴν Μανδάνην ταύτην ἐοῦσαν ἤδη ἀνδρὸς ὡραίην Μήδων μὲν τῶν ἑωυτοῦ ἀξίων οὐδενὶ διδοῖ γυναῖκα, δεδοικὼς τὴν ὄψιν, ὁ δὲ Πέρσῃ διδοῖ τῷ οὔνομα ἦν Καμβύσης, τὸν εὕρισκε οἰκίης μὲν ἐόντα ἀγαθῆς, τρόπου δὲ ἡσυχίου, πολλῷ ἔνερθε ἄγων αὐτὸν μέσου ἀνδρὸς Μήδου.Ύστερα, όταν πια η Μανδάνη έγινε κορίτσι της παντρειάς, δεν την δίνει γυναίκα σε κανένα από τους Μήδους της τάξης του, επειδή φοβόταν το όνειρο· αλλά τη δίνει σε κάποιον Πέρση —Καμβύσης ήταν το όνομά του—, που ρώτησε και έμαθε πως είναι από καλό σπίτι, ήσυχος άνθρωπος, και που τον έβρισκε κατώτερο από έναν Μήδο δεύτερης σειράς.
[1.108.1]Συνοικεούσης δὲ τῷ Καμβύσῃ τῆς Μανδάνης ὁ Ἀστυάγης τῷ πρώτῳ ἔτεϊ εἶδε ἄλλην ὄψιν· ἐδόκεέ οἱ ἐκ τῶν αἰδοίων τῆς θυγατρὸς ταύτης φῦναι ἄμπελον, τὴν δὲ ἄμπελον ἐπισχεῖν τὴν Ἀσίην πᾶσαν.Ζούσανε παντρεμένοι ο Καμβύσης και η Μανδάνη, όταν ο Αστυάγης, στον πρώτο χρόνο του γάμου τους, είδε ένα άλλο όνειρο: του φάνηκε ότι από το αιδοίο της κόρης του φύτρωσε ένα κλήμα, κι αυτό το κλήμα άπλωσε πάνω σ᾽ όλη την Ασία.
[1.108.2]ἰδὼν δὲ τοῦτο καὶ ὑπερθέμενος τοῖσι ὀνειροπόλοισι μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτοκα ἐοῦσαν, ἀπικομένην δὲ ἐφύλασσε βουλόμενος τὸ γεννώμενον ἐξ αὐτῆς διαφθεῖραι· ἐκ γάρ οἱ τῆς ὄψιος τῶν μάγων οἱ ὀνειροπόλοι ἐσήμαινον ὅτι μέλλοι ὁ τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ γόνος βασιλεύσειν ἀντὶ ἐκείνου.Μετά από αυτό το όνειρο που είδε και που το εμπιστεύθηκε στους ονειροκρίτες, έστειλε κι έφερε από την Περσία την κόρη του που ήταν ετοιμόγεννη· κι όταν έφτασε, την φρουρούσε, έχοντας σκοπό να σκοτώσει το παιδί που θα γεννιόταν από αυτή. Γιατί οι ονειροκρίτες μάγοι τού είχαν εξηγήσει ότι το όνειρό του σημαίνει πως μέλλει στη θέση του να βασιλεύσει ο γιος της κόρης του.
[1.108.3]ταῦτα δὴ ὦν φυλασσόμενος ὁ Ἀστυάγης, ὡς ἐγένετο ὁ Κῦρος, καλέσας Ἅρπαγον, ἄνδρα οἰκήιον καὶ πιστότατόν τε Μήδων καὶ πάντων ἐπίτροπον τῶν ἑωυτοῦ, ἔλεγέ οἱ τοιάδε·Γι᾽ αυτόν λοιπόν το λόγο ο Αστυάγης είχε πάρει τα μέτρα του, και μόλις γεννήθηκε ο Κύρος φώναξε τον Άρπαγο —άνθρωπο δικό του, πολύ έμπιστό του ανάμεσα στους Μήδους, που του ανέθετε όλες του τις υποθέσεις— και του έλεγε τα εξής:
[1.108.4]Ἅρπαγε, πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω, μηδαμῶς παραχρήσῃ, μηδὲ ἐμέ τε παραβάλῃ καὶ ἄλλους ἑλόμενος ἐξ ὑστέρης σοὶ αὐτῷ περιπέσῃς. λάβε τὸν Μανδάνη ἔτεκε παῖδα, φέρων δὲ ἐς σεωυτοῦ ἀπόκτεινον· μετὰ δὲ θάψον τρόπῳ ὅτεῳ αὐτὸς βούλεαι.«Άρπαγε, το πράγμα που θα σου εμπιστευθώ, καθόλου μην το αμελήσεις, μήτε να προσπαθήσεις να με ξεγελάσεις θέλοντας να εξυπηρετήσεις άλλους, κι ύστερα πέσεις ο ίδιος στην παγίδα που έστησες. Πάρε το αγόρι που γέννησε η Μανδάνη, πήγαινέ το σπίτι σου και σκότωσέ το· ύστερα θάψε το με όποιον τρόπο θέλεις».
[1.108.5]ὁ δὲ ἀμείβεται· Ὦ βασιλεῦ, οὔτε ἄλλοτέ κω παρεῖδες ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδέν, φυλασσόμεθα δὲ ἐς σὲ καὶ ἐς τὸν μετέπειτα χρόνον μηδὲν ἐξαμαρτεῖν. ἀλλ᾽ εἴ τοι φίλον τοῦτο οὕτω γίνεσθαι, χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι ἐπιτηδέως.Κι εκείνος απαντά: «Βασιλιά μου, ποτέ άλλοτε ώς τώρα δεν είδες σ᾽ αυτόν που σου μιλά κάτι που να σε δυσαρέστησε, κι έχουμε βέβαια το νου μας και στο μέλλον να μην κάνουμε κανένα σφάλμα εις βάρος σου. Κι αν έτσι αγαπάς να γίνει το πράγμα, πρέπει από μέρους μου να σε εξυπηρετήσω ανάλογα».
[1.109.1]τούτοισι ἀμειψάμενος ὁ Ἅρπαγος, ὥς οἱ παρεδόθη τὸ παιδίον κεκοσμημένον τὴν ἐπὶ θανάτῳ, ἤιε κλαίων ἐς τὰ οἰκία· παρελθὼν δὲ ἔφραζε τῇ ἑωυτοῦ γυναικὶ τὸν πάντα Ἀστυάγεος ῥηθέντα λόγον.Ύστερα από την απάντηση αυτή, ο Άρπαγος, ευθύς ως του παρέδωσαν το παιδί στολισμένο με τα στολίδια του θανάτου, τράβηξε κλαίοντας για το σπίτι του. Όταν μπήκε μέσα, εξήγησε της γυναίκας του την παραγγελία του Αστυάγη καταλεπτώς.
[1.109.2]ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν λέγει· Νῦν ὦν τί σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιέειν; ὁ δὲ ἀμείβεται· Οὐ τῇ ἐνετέλλετο Ἀστυάγης, οὐδ᾽ εἰ παραφρονήσει τε καὶ μανέεται κάκιον ἢ νῦν μαίνεται, οὔ οἱ ἔγωγε προσθήσομαι τῇ γνώμῃ οὐδὲ ἐς φόνον τοιοῦτον ὑπηρετήσω. Και εκείνη του λέει: «Λοιπόν, και τώρα τί έχεις στο νου σου να κάνεις;». Αυτός απαντά: «Όχι οπωσδήποτε τις εντολές του Αστυάγη· ούτε κι αν πρόκειται να χάσει το μυαλό του για καλά και να τρελαθεί χειρότερα απ᾽ ό,τι τώρα είναι τρελός, δεν θα τον ακολουθήσω εγώ στην απόφασή του, ούτε θα τον υπηρετήσω σ᾽ έναν τέτοιο φόνο.
[1.109.3]πολλῶν δὲ εἵνεκα οὐ φονεύσω μιν, καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῖς, καὶ ὅτι Ἀστυάγης μέν ἐστι γέρων καὶ ἄπαις ἔρσενος γόνου·Έχω πολλούς λόγους να μη σκοτώσω το παιδί: πρώτα εμένα του ίδιου μού είναι συγγενής, κι ύστερα ο Αστυάγης είναι πια γέρος κι αρσενικό παιδί δεν έχει·
[1.109.4]εἰ δ᾽ ἐθελήσει τούτου τελευτήσαντος ἐς τὴν θυγατέρα ταύτην ἀναβῆναι ἡ τυραννίς, τῆς νῦν τὸν υἱὸν κτείνει δι᾽ ἐμεῦ, ἄλλο τι ἢ λείπεται τὸ ἐνθεῦτεν ἐμοὶ κινδύνων ὁ μέγιστος; ἀλλὰ τοῦ μὲν ἀσφαλέος εἵνεκα ἐμοὶ δεῖ τοῦτον τελευτᾶν τὸν παῖδα, δεῖ μέντοι τῶν τινα Ἀστυάγεος αὐτοῦ φονέα γενέσθαι καὶ μὴ τῶν ἐμῶν.αν ᾽ρθουν έτσι τα πράγματα, κι όταν αυτός πεθάνει, περάσει η βασιλεία στα χέρια της κόρης του, αυτής που τώρα της σκοτώνει το γιο με το δικό μου χέρι, τότε τί άλλο με περιμένει, αν όχι ο πιο μεγάλος κίνδυνος; Παρόλα αυτά για την προσωπική μου ασφάλεια πρέπει το παιδί αυτό να πεθάνει· πρέπει όμως να γίνει φονιάς του κάποιος από τους ανθρώπους του Αστυάγη και όχι από τους δικούς μου».
[1.110.1]ταῦτα εἶπε καὶ αὐτίκα ἄγγελον ἔπεμπε ἐπὶ τῶν βουκόλων τῶν Ἀστυάγεος τὸν ἠπίστατο νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα καὶ ὄρεα θηριωδέστατα, τῷ οὔνομα ἦν Μιτραδάτης. συνοίκεε δὲ ἑωυτοῦ συνδούλῃ, οὔνομα δὲ τῇ γυναικὶ ἦν τῇ συνοίκεε Κυνὼ κατὰ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν, κατὰ δὲ τὴν Μηδικὴν Σπακώ· τὴν γὰρ κύνα καλέουσι σπάκα Μῆδοι.Αυτά είπε και αμέσως έστειλε έναν αγγελιοφόρο σε κάποιον από τους βοσκούς του Αστυάγη, που τον ήξερε να βόσκει τα κοπάδια του σε βοσκοτόπια πολύ κατάλληλα για την περίσταση, πάνω σε βουνά γεμάτα από θηρία — το όνομά του ήταν Μιτραδάτης. Είχε γυναίκα του μια σύνδουλή του, και το όνομα αυτής της γυναίκας που μαζί της ζούσε λεγόταν Κυνώ στην ελληνική γλώσσα, στα μηδικά Σπακώ· γιατί τη σκύλα οι Μήδοι τη λένε σπάκα.
[1.110.2]αἱ δὲ ὑπώρειαί εἰσι τῶν ὀρέων, ἔνθα τὰς νομὰς τῶν βοῶν εἶχε οὗτος δὴ ὁ βουκόλος, πρὸς βορέω τε ἀνέμου τῶν Ἀγβατάνων καὶ πρὸς τοῦ πόντου τοῦ Εὐξείνου. ταύτῃ μὲν γὰρ ἡ Μηδικὴ χώρη πρὸς Σασπείρων ὀρεινή ἐστι κάρτα καὶ ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφής, ἡ δὲ ἄλλη Μηδικὴ χώρη ἐστὶ πᾶσα ἄπεδος.Οι πρόποδες της οροσειράς, όπου ο βοσκός αυτός έβοσκε τα κοπάδια του, είναι από τη βορεινή πλευρά των Αγβατάνων και προς τον Εύξεινο πόντο. Εκεί προς τα μέρη των Σασπείρων η χώρα της Μηδίας είναι πολύ ορεινή, σε μεγάλο υψόμετρο και σκεπασμένη με δάση, ενώ η υπόλοιπη χώρα της Μηδίας είναι όλο κάμπος.
[1.110.3]ἐπεὶ ὦν ὁ βουκόλος σπουδῇ πολλῇ καλεόμενος ἀπίκετο, ἔλεγε ὁ Ἅρπαγος τάδε· Κελεύει σε Ἀστυάγης τὸ παιδίον τοῦτο λαβόντα θεῖναι ἐς τὸ ἐρημότατον τῶν ὀρέων, ὅκως ἂν τάχιστα διαφθαρείη. καὶ τάδε τοι ἐκέλευσε εἰπεῖν, ἢν μὴ ἀποκτείνῃς αὐτό, ἀλλά τεῳ τρόπῳ περιποιήσῃς, ὀλέθρῳ τῷ κακίστῳ σε διαχρήσεσθαι. ἐπορᾶν δὲ ἐκκείμενον τέταγμαι ἐγώ.Όταν λοιπόν παίρνοντας την παραγγελία ο βοσκός έφτασε με πολλή σπουδή, ο Άρπαγος του είπε τα εξής: «Σε διατάζει ο Αστυάγης να πάρεις τούτο το παιδί και να το αφήσεις στο πιο έρημο μέρος πάνω στα βουνά, ώστε να αφανιστεί το γρηγορότερο. Με πρόσταξε επίσης να σου πω και το εξής: αν το παιδί δεν το σκοτώσεις, αλλά το σώσεις, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε περιμένει σένα τον ίδιο το πιο φριχτό τέλος. Κι είμαι προσωπικά εντεταλμένος να επιβεβαιώσω πως είδα το παιδί εγκαταλειμμένο στα βουνά».
[1.111.1]Ταῦτα ἀκούσας ὁ βουκόλος καὶ ἀναλαβὼν τὸ παιδίον ἤιε τὴν αὐτὴν ὀπίσω ὁδὸν καὶ ἀπικνέεται ἐς τὴν ἔπαυλιν. τῷ δ᾽ ἄρα καὶ αὐτῷ ἡ γυνὴ ἐπίτεξ ἐοῦσα πᾶσαν ἡμέρην, τότε κως κατὰ δαίμονα τίκτει οἰχομένου τοῦ βουκόλου ἐς πόλιν. ἦσαν δὲ ἐν φροντίδι ἀμφότεροι ἀλλήλων πέρι, ὁ μὲν τοῦ τόκου τῆς γυναικὸς ἀρρωδέων, ἡ δὲ γυνὴ ὅ τι οὐκ ἐωθὼς ὁ Ἅρπαγος μεταπέμψαιτο αὐτῆς τὸν ἄνδρα.Σαν τ᾽ άκουσε αυτά ο βοσκός, με το παιδί στα χέρια πήρε ξανά το δρόμο πίσω και φτάνει στο υποστατικό του. Κατά σύμπτωση και η δική του γυναίκα, που περίμενε από μέρα σε μέρα να γεννήσει, τότε τα έφερε έτσι ο θεός και γεννά, όσο ο βοσκός ήταν φευγάτος στην πόλη. Ήταν κι οι δυο γεμάτοι έγνοια ο ένας για τον άλλο: αυτός ανησυχούσε για τη γέννα της γυναίκας του, και εκείνη για το ασυνήθιστο γεγονός που ο Άρπαγος έστειλε και φώναξε τον άνδρα της.
[1.111.2]ἐπείτε δὲ ἀπονοστήσας ἐπέστη, οἷα ἐξ ἀέλπτου ἰδοῦσα ἡ γυνὴ εἴρετο προτέρη ὅ τι μιν οὕτω προθύμως Ἅρπαγος μετεπέμψατο. Ὁ δὲ εἶπε· Ὦ γύναι, εἶδόν τε ἐς πόλιν ἐλθὼν καὶ ἤκουσα τὸ μήτε ἰδεῖν ὤφελον μήτε κοτὲ γενέσθαι ἐς δεσπότας τοὺς ἡμετέρους. οἶκος μὲν πᾶς Ἁρπάγου κλαυθμῷ κατείχετο· ἐγὼ δὲ ἐκπλαγεὶς ἤια ἔσω.Όταν με το καλό ο βοσκός γύρισε πίσω και παρουσιάστηκε μπρος στη γυναίκα του, εκείνη, καθώς τον έβλεπε απ᾽ τα ανέλπιστα, πρόλαβε πρώτη και τον ρώτησε για ποιό λόγο ο Άρπαγος έστειλε με τόση σπουδή και τον φώναξε. Κι αυτός τής είπε: «Γυναίκα, φτάνοντας στην πόλη είδα και άκουσα κάτι που να μην έσωνα να το ιδώ και που μακάρι να μην έβρισκε ποτέ τα αφεντικά μας. Όλο το σπιτικό του Αρπάγου αντηχούσε από θρήνους· σαστισμένος εγώ προχώρησα μέσα.
[1.111.3]ὡς δὲ τάχιστα ἐσῆλθον, ὁρέω παιδίον προκείμενον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραυγανόμενον, κεκοσμημένον χρυσῷ τε καὶ ἐσθῆτι ποικίλῃ. Ἅρπαγος δὲ ὡς εἶδέ με, ἐκέλευε τὴν ταχίστην ἀναλαβόντα τὸ παιδίον οἴχεσθαι φέροντα καὶ θεῖναι ἔνθα θηριωδέστατον εἴη τῶν ὀρέων, φὰς Ἀστυάγεα εἶναι τὸν ταῦτα ἐπιθέμενόν μοι, πόλλ᾽ ἀπειλήσας εἰ μή σφεα ποιήσαιμι.Ευθύς ως πάτησα το πόδι μου στο σπίτι, βλέπω μπροστά μου να κείτεται ένα μωρό, που σπάραζε κι έβγαζε κραυγές, στολισμένο με μαλάματα και ρούχα πολύχρωμα. Μόλις με είδε ο Άρπαγος, έδωσε διαταγή να πάρω το παιδί και να φύγω το γρηγορότερο, να το μεταφέρω και να το αποθέσω πάνω στα βουνά, σε ένα μέρος που να έχει πολλά άγρια θηρία· και τόνισε ο Άρπαγος πως είναι ο Αστυάγης που μου τα παραγγέλλει αυτά, κι ότι μ᾽ απείλησε με πολλές φοβέρες στην περίπτωση που δε θα εκτελούσα τις διαταγές του.
[1.111.4]καὶ ἐγὼ ἀναλαβὼν ἔφερον, δοκέων τῶν τινος οἰκετέων εἶναι· οὐ γὰρ ἄν κοτε κατέδοξα ἔνθεν γε ἦν. ἐθάμβεον δὲ ὁρέων χρυσῷ τε καὶ εἵμασι κεκοσμημένον, πρὸς δὲ καὶ κλαυθμὸν κατεστεῶτα ἐμφανέα ἐν Ἁρπάγου.Πήρα εγώ στα χέρια μου το παιδί και το μετέφερα, πιστεύοντας πως είναι κάποιου από το σπίτι, γιατί δεν ήταν βέβαια δυνατό να περάσει από το νου μου τίνος παιδί ήταν. Ωστόσο απορούσα βλέποντάς το στολισμένο με μαλάματα και πολύτιμα ρούχα, κι όλους στο σπίτι του Άρπαγου να κλαίνε αναφανδόν.
[1.111.5]καὶ πρόκατε δὴ κατ᾽ ὁδὸν πυνθάνομαι τὸν πάντα λόγον θεράποντος, ὃς ἐμὲ προπέμπων ἔξω πόλιος ἐνεχείρισε τὸ βρέφος, ὡς ἄρα Μανδάνης τε εἴη παῖς τῆς Ἀστυάγεος θυγατρὸς καὶ Καμβύσεω τοῦ Κύρου, καί μιν Ἀστυάγης ἐντέλλεται ἀποκτεῖναι· νῦν τε ὅδε ἐστί.Και ξαφνικά στο δρόμο τα μαθαίνω όλα από ένα δούλο, που με ξεπροβοδούσε ώς έξω από την πόλη και μου παρέδωσε το μωρό: πως πρόκειται λέει για το γιο της Μανδάνης, της κόρης του Αστυάγη, και του Καμβύση, του γιου του Κύρου, και πως ο Αστυάγης διέταξε να τον σκοτώσουν — και νά, γυναίκα, αυτό είναι το παιδί».
[1.112.1]ἅμα τε ταῦτα ἔλεγε ὁ βουκόλος καὶ ἐκκαλύψας ἀπεδείκνυε. ἡ δὲ ὡς εἶδε τὸ παιδίον μέγα τε καὶ εὐειδὲς ἐόν, δακρύσασα καὶ λαβομένη τῶν γουνάτων τοῦ ἀνδρὸς ἐχρήιζε μηδεμιῇ τέχνῃ ἐκθεῖναί μιν. ὁ δὲ οὐκ ἔφη οἷός τε εἶναι ἄλλως αὐτὰ ποιέειν· ἐπιφοιτήσειν γὰρ κατασκόπους ἐξ Ἁρπάγου ἐποψομένους, ἀπολέεσθαί τε κάκιστα ἢν μή σφεα ποιήσῃ.Κι ενώ τα έλεγε αυτά ο βοσκός, ξεσκέπασε το μωρό και το έδειχνε της γυναίκας. Εκείνη, μόλις το είδε έτσι ανεπτυγμένο κι όμορφο, με δάκρυα στα μάτια έπεσε κι έπιανε τα γόνατα του ανδρός της και τον εξόρκιζε να μην πάει και τ᾽ αφήσει επάνω στα βουνά κατά κανένα τρόπο. Όμως αυτός αρνιόταν κι έλεγε πως είναι αδύνατο να κάνει αλλιώς· γιατί θα ᾽ρθουν κατάσκοποι του Άρπαγου να τον παρακολουθήσουν, κι αν δεν εκτελέσει τις εντολές, θα έχει πολύ κακό τέλος.
[1.112.2]ὡς δὲ οὐκ ἔπειθε ἄρα τὸν ἄνδρα, δεύτερα λέγει ἡ γυνὴ τάδε· Ἐπεὶ τοίνυν οὐ δύναμαί σε πείθειν μὴ ἐκθεῖναι, σὺ δὲ ὧδε ποίησον, εἰ δὴ πᾶσά γε ἀνάγκη ὀφθῆναι ἐκκείμενον· τέτοκα γὰρ καὶ ἐγώ, τέτοκα δὲ τεθνεός·Έτσι που δεν κατόρθωνε η γυναίκα να πείσει τον άνδρα της, του κάνει αυτή τη δεύτερη πρόταση: «Αφού λοιπόν δε γίνεται να σε πείσω για να μην πας κι αφήσεις το παιδί επάνω στα βουνά, τότε κάνε αυτό που θα σου πω, αν πρέπει καλά και σώνει να δουν ένα παιδί αφημένο εκεί: Γέννησα βέβαια κι εγώ, μόνο που το παιδί το γέννησα νεκρό·
[1.112.3]τοῦτο μὲν φέρων πρόθες, τὸν δὲ τῆς Ἀστυάγεος θυγατρὸς παῖδα ὡς ἐξ ἡμέων ἐόντα τρέφωμεν· καὶ οὕτω οὔτε σὺ ἁλώσεαι ἀδικέων τοὺς δεσπότας, οὔτε ἡμῖν κακῶς βεβουλευμένα ἔσται· ὅ τε γὰρ τεθνεὼς βασιληίης ταφῆς κυρήσει καὶ ὁ περιεὼν οὐκ ἀπολέει τὴν ψυχήν.αυτό πάρε και άφησέ το στο βουνό, κι όσο για το γιο της κόρης του Αστυάγη, θα τον αναθρέψουμε σαν να ήτανε δικός μας. Έτσι ούτε εσύ θα πιαστείς να κάνεις άδικο στους άρχοντές μας ούτε και μας θα βλάψουν αποφάσεις ασυλλόγιστες. Γιατί και το πεθαμένο παιδί μας θα το θάψουν βασιλικά, κι αυτό που ζει δε θα χάσει τη ζωή του».
[1.113.1]κάρτα τε ἔδοξε τῷ βουκόλῳ πρὸς τὰ παρεόντα εὖ λέγειν ἡ γυνή, καὶ αὐτίκα ἐποίεε ταῦτα. τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα, τοῦτον μὲν παραδιδοῖ τῇ ἑωυτοῦ γυναικί, τὸν δὲ ἑωυτοῦ ἐόντα νεκρὸν λαβὼν ἔθηκε ἐς τὸ ἄγγος ἐν τῷ ἔφερε τὸν ἕτερον·Πολύ ωραία για την περίσταση του φάνηκε του βοσκού πως μίλαγε η γυναίκα του, κι αμέσως έβαλε τα λόγια της σε πράξη. Εκείνο το παιδί που έφερε για να το σκοτώσει, το παραδίνει στη γυναίκα του, και το δικό του το πεθαμένο το πήρε και το έβαλε στο καλάθι, όπου μέσα κουβαλούσε το άλλο·
[1.113.2]κοσμήσας δὲ τῷ κόσμῳ παντὶ τοῦ ἑτέρου παιδός, φέρων ἐς τὸ ἐρημότατον τῶν ὀρέων τιθεῖ. ὡς δὲ τρίτη ἡμέρη τῷ παιδίῳ ἐκκειμένῳ ἐγένετο, ἤιε ἐς πόλιν ὁ βουκόλος, τῶν τινα προβοσκῶν φύλακον αὐτοῦ καταλιπών, ἐλθὼν δὲ ἐς τοῦ Ἁρπάγου ἀποδεικνύναι ἔφη ἕτοιμος εἶναι τοῦ παιδίου τὸν νέκυν.κι αφού το στόλισε με όλα τα στολίδια του άλλου μωρού, το πήρε και το άφησε στο πιο έρημο μέρος πάνω στα βουνά. Πάνω στην τρίτη μέρα αφότου είχε εκθέσει το παιδί, κατέβηκε ο βοσκός στην πόλη, αφήνοντας στον τόπο του έναν παραβοσκό του να φυλά. Σαν έφτασε στου Άρπαγου, είπε πως ήταν έτοιμος να δείξει το νεκρό σώμα του παιδιού.
[1.113.3]πέμψας δὲ ὁ Ἅρπαγος τῶν ἑωυτοῦ δορυφόρων τοὺς πιστοτάτους εἶδέ τε διὰ τούτων καὶ ἔθαψε τοῦ βουκόλου τὸ παιδίον. καὶ τὸ μὲν ἐτέθαπτο, τὸν δὲ ὕστερον τούτων Κῦρον ὀνομασθέντα παραλαβοῦσα ἔτρεφε ἡ γυνὴ τοῦ βουκόλου, οὔνομα ἄλλο κού τι καὶ οὐ Κῦρον θεμένη.Έστειλε ο Άρπαγος τους πιο έμπιστους φρουρούς του, κι είδαν αυτοί από μέρους του και έθαψαν το παιδί του βοσκού. Έτσι το ένα παιδί είχε ταφεί, όμως το άλλο, που αργότερα πήρε το όνομα Κύρος, το κράτησε κοντά της η γυναίκα του βοσκού και το ανάτρεφε, δίνοντάς του ένα άλλο όνομα και όχι Κύρος.
[1.114.1]Καὶ ὅτε δὴ ἦν δεκαέτης ὁ παῖς, πρῆγμα ἐς αὐτὸν τοιόνδε γενόμενον ἐξέφηνέ μιν. ἔπαιζε ἐν τῇ κώμῃ ταύτῃ ἐν τῇ ἦσαν καὶ αἱ βουκολίαι αὗται, ἔπαιζε δὲ μετ᾽ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ. καὶ οἱ παῖδες παίζοντες εἵλοντο ἑωυτῶν βασιλέα εἶναι τοῦτον δὴ τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν παῖδα.Όταν το παιδί έγινε δέκα χρονώ, του συνέβη το παρακάτω περιστατικό, και ξεσκεπάστηκε. Έπαιζε στο χωριό εκείνο, όπου ήσαν οι στάβλοι του βοσκού που είπαμε· έπαιζε με άλλα παιδιά της ηλικίας του στο δρόμο. Τα παιδιά επάνω στο παιχνίδι διάλεξαν να έχουν βασιλιά τους το παιδί αυτό που το εφώναζαν «το τσοπανόπουλο».
[1.114.2]ὁ δὲ αὐτῶν διέταξε τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι, τὸν δέ κού τινα αὐτῶν ὀφθαλμὸν βασιλέος εἶναι, τῷ δέ τινι τὰς ἀγγελίας ἐσφέρειν ἐδίδου γέρας, ὡς ἑκάστῳ ἔργον προστάσσων.Κι αυτό όρισε άλλα παιδιά να του χτίσουν σπίτι, άλλα να είναι η φρουρά του, ένα ανάμεσά τους να είναι το μάτι του βασιλιά, κι ενός άλλου του έδωσε το αξίωμα να του φέρνει τα διάφορα μηνύματα· ανέθετε έτσι στον καθένα κι από ένα καθήκον.
[1.114.3]εἷς δὴ τούτων τῶν παίδων συμπαίζων, ἐὼν Ἀρτεμβάρεος παῖς, ἀνδρὸς δοκίμου ἐν Μήδοισι, οὐ γὰρ δὴ ἐποίησε τὸ προσταχθὲν ἐκ τοῦ Κύρου, ἐκέλευε αὐτὸν τοὺς ἄλλους παῖδας διαλαβεῖν, πειθομένων δὲ τῶν παίδων ὁ Κῦρος τὸν παῖδα τρηχέως κάρτα περιέσπε μαστιγέων.Ένα όμως από τα παιδιά αυτά, που έπαιρνε μέρος στο παιχνίδι κι ήταν γιος του Αρτεμβάρη (ανθρώπου με ξεχωριστή αξία ανάμεσα στους Μήδους), δε θέλησε να κάνει αυτό που του όρισε ο Κύρος. Εκείνος τότε πρόσταξε στα άλλα παιδιά να του πιάσουν τα χέρια· υπάκουσαν αυτά, κι ο Κύρος το περιποιήθηκε ανάλογα μαστιγώνοντάς το άγρια.
[1.114.4]ὁ δέ ἐπείτε μετείθη τάχιστα, ὥς γε δὴ ἀνάξια ἑωυτοῦ παθών, μᾶλλόν τι περιημέκτεε, κατελθὼν δὲ ἐς πόλιν πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ὑπὸ Κύρου ἤντησε, λέγων δὲ οὐ Κύρου (οὐ γάρ κω ἦν τοῦτο τοὔνομα), ἀλλὰ πρὸς τοῦ βουκόλου τοῦ Ἀστυάγεος παιδός.Όταν επιτέλους αφέθηκε το παιδί ελεύθερο, πιστεύοντας πως του έγινε μια ατιμία ανάξιά του, αγαναχτούσε τώρα περισσότερο, και κατεβαίνοντας στην πόλη κλαιγόταν στον πατέρα του για όσα του έκαμε ο Κύρος, δίχως να λέει το όνομα Κύρος (γιατί ώς τότε το όνομα αυτό δεν το χρησιμοποιούσαν), παρά ο γιος του βοσκού του Αστυάγη.
[1.114.5]ὁ δὲ Ἀρτεμβάρης ὀργῇ ὡς εἶχε ἐλθὼν παρὰ τὸν Ἀστυάγεα καὶ ἅμα ἀγόμενος τὸν παῖδα ἀνάρσια πρήγματα ἔφη πεπονθέναι, λέγων· Ὦ βασιλεῦ, ὑπὸ τοῦ σοῦ δούλου, βουκόλου δὲ παιδός, ὧδε περιυβρίσμεθα, δεικνὺς τοῦ παιδὸς τοὺς ὤμους.Ο Αρτεμβάρης πάνω στο θυμό του τράβηξε κατευθείαν στον Αστυάγη σέρνοντας μαζί του και το γιο του, και διαμαρτυρόταν για το άπρεπο κακό που έπαθε λέγοντας: «Βασιλιά μου, από ᾽να δούλο σου, από το γιο ενός βοσκού, νά τη η προσβολή» — και έδειχνε ταυτοχρόνως τους ώμους του παιδιού του.
[1.115.1]ἀκούσας δὲ καὶ ἰδὼν Ἀστυάγης, θέλων τιμωρῆσαι τῷ παιδὶ τιμῆς τῆς Ἀρτεμβάρεος εἵνεκα, μετεπέμπετο τόν τε βουκόλον καὶ τὸν παῖδα. ἐπείτε δὲ παρῆσαν ἀμφότεροι, βλέψας πρὸς τὸν Κῦρον ὁ Ἀστυάγης ἔφη·Σαν τον άκουσε και είδε το πράγμα ο Αστυάγης, θέλοντας να ικανοποιήσει το παιδί για χάρη του Αρτεμβάρη, έστειλε και φώναξε και το βοσκό και το γιο του. Όταν ήρθαν και οι δύο τους, έριξε το βλέμμα του στον Κύρο και είπε:
[1.115.2]Σὺ δὴ ἐὼν τούτου τοιούτου ἐόντος παῖς ἐτόλμησας τὸν τοῦδε παῖδα ἐόντος πρώτου παρ᾽ ἐμοὶ ἀεικείῃ τοιῇδε περισπεῖν; ὁ δὲ ἀμείβετο ὧδε· Ὦ δέσποτα, ἐγὼ δὴ ταῦτα τοῦτον ἐποίησα σὺν δίκῃ· οἱ γάρ με ἐκ τῆς κώμης παῖδες, τῶν καὶ ὅδε ἦν, παίζοντες σφέων αὐτῶν ἐστήσαντο βασιλέα· ἐδόκεον γάρ σφι εἶναι ἐς τοῦτο ἐπιτηδεότατος.«Εσύ λοιπόν, ο γιος ενός τέτοιου πατέρα, πώς τόλμησες να κακομεταχειριστείς με τέτοιο βάναυσο τρόπο το γιο αυτού εδώ του κυρίου, που είναι από τους πρώτους στο παλάτι μου;» Και εκείνος έδωσε την ακόλουθη απάντηση: «Κύριέ μου, αν εγώ τον κακομεταχειρίστηκα έτσι, είχα το δίκιο με το μέρος μου· γιατί τα παιδιά του χωριού, που ανάμεσά τους ήταν κι αυτός εδώ, πάνω στο παιχνίδι τους με έβγαλαν βασιλιά τους, επειδή έβρισκαν πως είμαι ο πιο κατάλληλος για το ρόλο αυτόν.
[1.115.3]οἱ μέν νυν ἄλλοι παῖδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον, οὗτος δὲ ἀνηκούστεέ τε καὶ λόγον εἶχε οὐδένα, ἐς ὃ ἔλαβε τὴν δίκην. εἰ ὦν δὴ τούτου εἵνεκεν ἄξιός τευ κακοῦ εἰμι, ὅδε τοι πάρειμι.Τα άλλα παιδιά έκαναν ό,τι τους πρόσταζα, όμως αυτός δεν έδειχνε να ακούει και δε λογάριαζε κανένα, ώσπου πήρε την αμοιβή του. Αν λοιπόν για το λόγο αυτόν πρέπει να τιμωρηθώ, είμαι εδώ στη διάθεσή σου».
[1.116.1]ταῦτα λέγοντος τοῦ παιδὸς τὸν Ἀστυάγεα ἐσήιε ἀνάγνωσις αὐτοῦ, καί οἱ ὅ τε χαρακτὴρ τοῦ προσώπου προσφέρεσθαι ἐδόκεε ἐς ἑωυτὸν καὶ ἡ ὑπόκρισις ἐλευθεριωτέρη εἶναι, ὅ τε χρόνος τῆς ἐκθέσιος τῇ ἡλικίῃ τοῦ παιδὸς ἐδόκεε συμβαίνειν.Την ώρα που το παιδί μιλούσε, του Αστυάγη του μπήκαν υποψίες και άρχισε να το αναγνωρίζει· γιατί και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τού φάνηκαν πως έμοιαζαν με τα δικά του, και ο τρόπος που απαντούσε το παιδί έδειχνε άνθρωπο ελεύθερο, κι ακόμη έβρισκε ο Αστυάγης ότι η ηλικία του παιδιού ταίριαζε με τον καιρό που πέρασε αφότου το είχαν εκθέσει.
[1.116.2]ἐκπλαγεὶς δὲ τούτοισι ἐπὶ χρόνον ἄφθογγος ἦν· μόγις δὲ δή κοτε ἀνενειχθεὶς εἶπε, θέλων ἐκπέμψαι τὸν Ἀρτεμβάρεα, ἵνα τὸν βουκόλον μοῦνον λαβὼν βασανίσῃ· Ἀρτέμβαρες, ἐγὼ ταῦτα ποιήσω ὥστε σὲ καὶ τὸν παῖδα τὸν σὸν μηδὲν ἐπιμέμφεσθαι.Σαστισμένος από όλα αυτά, στην αρχή έμεινε άφωνος. Όταν κάποτε μετά δυσκολίας συνήλθε, θέλοντας να διώξει τον Αρτεμβάρη και παίρνοντας κατά μέρος τον βοσκό να τον εξετάσει, είπε: «Αρτεμβάρη, εγώ θα κανονίσω έτσι το πράγμα, ώστε και συ και ο γιος σου να μην έχετε παράπονο».
[1.116.3]τὸν μὲν δὴ Ἀρτεμβάρεα πέμπει, τὸν δὲ Κῦρον ἦγον ἔσω οἱ θεράποντες κελεύσαντος τοῦ Ἀστυάγεος. ἐπεὶ δὲ ὑπελέλειπτο ὁ βουκόλος μοῦνος μουνόθεν, τάδε αὐτὸν εἴρετο ὁ Ἀστυάγης, κόθεν λάβοι τὸν παῖδα καὶ τίς εἴη ὁ παραδούς.Έτσι απομάκρυνε τον Αρτεμβάρη, κι όσο για τον Κύρο τον πήγαν μέσα οι δούλοι κατά διαταγή του Αστυάγη. Όταν βρέθηκαν οι δύο τους μόνοι, έκανε ο Αστυάγης του βοσκού τις παρακάτω ερωτήσεις· από πού πήρε το παιδί και ποιός του το παρέδωσε.
[1.116.4]ὁ δὲ ἐξ ἑωυτοῦ τε ἔφη γεγονέναι καὶ τὴν τεκοῦσαν αὐτὸν εἶναι ἔτι παρ᾽ ἑωυτῷ. Ἀστυάγης δέ μιν οὐκ εὖ βουλεύεσθαι ἔφη ἐπιθυμέοντα ἐς ἀνάγκας μεγάλας ἀπικνέεσθαι, ἅμα τε λέγων ταῦτα ἐσήμαινε τοῖσι δορυφόροισι λαμβάνειν αὐτόν.Κι αυτός πως είναι δικό του είπε, και πως η μάνα που το γέννησε μένει ακόμη μαζί του. Όμως ο Αστυάγης τού αποκρίθηκε ότι δεν σκέφτεται καθόλου καλά, και φαίνεται να έχει όρεξη να υποβληθεί σε βασανιστήρια μεγάλα — και λέγοντας αυτά έκανε σήμα στους δορυφόρους του να τον συλλάβουν.
[1.116.5]ὁ δὲ ἀγόμενος ἐς τὰς ἀνάγκας οὕτω δὴ ἔφαινε τὸν ἐόντα λόγον. ἀρχόμενος δὲ ἀπ᾽ ἀρχῆς διεξήιε τῇ ἀληθείῃ χρεώμενος καὶ κατέβαινε ἐς λιτάς τε καὶ συγγνώμην ἑωυτῷ κελεύων ἔχειν αὐτόν.Έτσι ο βοσκός, ενώ τον έσερναν για να τον βασανίσουν, φανέρωσε τα πράγματα όπως είχαν: αρχίζοντας από την αρχή είπε ώς το τέλος την πάσα αλήθεια και κατέληξε σε παρακάλια ξορκίζοντας το βασιλιά να τον συγχωρέσει.
[1.117.1]Ἀστυάγης δὲ τοῦ μὲν βουκόλου τὴν ἀληθείην ἐκφήναντος λόγον ἤδη καὶ ἐλάσσω ἐποιέετο, Ἁρπάγῳ δὲ καὶ μεγάλως μεμφόμενος καλέειν αὐτὸν τοὺς δορυφόρους ἐκέλευε.Ο Αστυάγης, πάλι, από τη στιγμή που ο βοσκός φανέρωσε την αλήθεια, έπαψε πια να ασχολείται μαζί του· με τον Άρπαγο τώρα θύμωσε άσχημα και έδωσε εντολή στους δορυφόρους του να τον φωνάξουν.
[1.117.2]ὡς δέ οἱ παρῆν ὁ Ἅρπαγος, εἴρετό μιν ὁ Ἀστυάγης· Ἅρπαγε, τέῳ δὴ μόρῳ τὸν παῖδα κατεχρήσαο τόν τοι παρέδωκα ἐκ θυγατρὸς γεγονότα τῆς ἐμῆς; ὁ δὲ Ἅρπαγος, ὡς εἶδε τὸν βουκόλον ἔνδον ἐόντα, οὐ τρέπεται ἐπὶ ψευδέα ὁδόν, ἵνα μὴ ἐλεγχόμενος ἁλίσκηται, ἀλλὰ λέγει τάδε·Όταν ο Άρπαγος παρουσιάστηκε μπροστά του, ο Αστυάγης τον ρώτησε: «Άρπαγε, με ποιό τρόπο θανάτωσες το παιδί που σου παρέδωσα; — αυτό που γέννησε η κόρη μου». Κι ο Άρπαγος, όταν είδε να είναι εκεί μέσα και ο βοσκός, δεν καταφεύγει σε ψεύτικες ιστορίες, για να μην πιαστεί επάνω στην ανάκριση, παρά λέει τα ακόλουθα:
[1.117.3]Ὦ βασιλεῦ, ἐπείτε παρέλαβον τὸ παιδίον, ἐβούλευον σκοπέων ὅκως σοί τε ποιήσω κατὰ νόον καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ γινόμενος ἀναμάρτητος μήτε θυγατρὶ τῇ σῇ μήτε αὐτῷ σοὶ εἴην αὐθέντης.«Βασιλιά μου, όταν παρέλαβα το παιδί, συλλογιζόμουνα κοιτάζοντας πώς θα μπορούσα και το δικό σου θέλημα να κάνω, και από την άλλη μεριά, δίχως να σφάλω απέναντί σου, να μην αποδειχτώ ένας φονιάς μήτε μπροστά στα μάτια της κόρης σου μήτε και στα δικά σου.
[1.117.4]ποιέω δὲ ὧδε· καλέσας τὸν βουκόλον τόνδε παραδίδωμι τὸ παιδίον, φὰς σέ τε εἶναι τὸν κελεύοντα ἀποκτεῖναι αὐτό. καὶ λέγων τοῦτό γε οὐκ ἐψευδόμην· σὺ γὰρ ἐνετέλλεο οὕτω. παραδίδωμι μέντοι τῷδε κατὰ τάδε, ἐντειλάμενος θεῖναί μιν ἐς ἔρημον ὄρος καὶ παραμένοντα φυλάσσειν ἄχρι οὗ τελευτήσῃ, ἀπειλήσας παντοῖα τῷδε ἢν μὴ τάδε ἐπιτελέα ποιήσῃ.Και νά πώς έπραξα: Φώναξα το βοσκό αυτόν εδώ και του παρέδωσα το βρέφος λέγοντάς του πως είναι δική σου η εντολή να το σκοτώσουν. Και φυσικά δεν ήταν ψέμα αυτό που έλεγα· γιατί εσύ είχες δώσει την εντολή αυτή. Όμως του παρέδωσα το παιδί μ᾽ αυτές τις προϋποθέσεις, αφού δηλαδή πρώτα του παράγγειλα να πάει και να το αποθέσει σ᾽ ένα έρημο βουνό και εκεί φυλάγοντας να περιμένει, ώσπου το παιδί να αφανιστεί· τον απείλησα ακόμη με πολλές φοβέρες, για την περίπτωση που δε θα εκτελούσε τις διαταγές με κάθε ακρίβεια.
[1.117.5]ἐπείτε δὲ ποιήσαντος τούτου τὰ κελευόμενα ἐτελεύτησε τὸ παιδίον, πέμψας τῶν εὐνούχων τοὺς πιστοτάτους καὶ εἶδον δι᾽ ἐκείνων καὶ ἔθαψά μιν. οὕτως ἔσχε, ὦ βασιλεῦ, περὶ τοῦ πρήγματος τούτου, καὶ τοιούτῳ μόρῳ ἐχρήσατο ὁ παῖς.Κι όταν αυτός έκανε ό,τι του είχα ορίσει, και το παιδί πια ήταν νεκρό, έστειλα τους πιο έμπιστους ευνούχους μου, και βλέποντας αυτοί, είναι σαν να είδα ο ίδιος και να έθαψα το παιδί. Έτσι, βασιλιά μου, έχει η ιστορία αυτή και τέτοιο θάνατο βρήκε το βρέφος».
[1.118.1]Ἅρπαγος μὲν δὴ τὸν ἰθὺν ἔφαινε λόγον, Ἀστυάγης δὲ κρύπτων τόν οἱ ἐνεῖχε χόλον διὰ τὸ γεγονός, πρῶτα μέν, κατά περ ἤκουσε αὐτὸς πρὸς τοῦ βουκόλου τὸ πρῆγμα, πάλιν ἀπηγέετο τῷ Ἁρπάγῳ, μετὰ δέ, ὥς οἱ ἐπαλιλλόγητο, κατέβαινε λέγων ὡς περίεστί τε ὁ παῖς καὶ τὸ γεγονὸς ἔχει καλῶς.Ο Άρπαγος έλεγε την αλήθεια δίχως περιστροφές· ο Αστυάγης όμως, κρύβοντας το χόλιασμα που είχε ανάψει μέσα του για το γεγονός, στην αρχή ξαναδιηγήθηκε την ιστορία στον Άρπαγο έτσι όπως την άκουσε ο ίδιος από το στόμα του βοσκού· αφού του τα επανέλαβε όλα, κατέληξε λέγοντας πως το αποτέλεσμα είναι ότι το παιδί σώθηκε, και ό,τι έγινε είναι καλά καμωμένο:
[1.118.2]Τῷ τε γὰρ πεποιημένῳ, ἔφη λέγων, ἐς τὸν παῖδα τοῦτον ἔκαμνον μεγάλως καὶ θυγατρὶ τῇ ἐμῇ διαβεβλημένος οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ἐποιεύμην. ὡς ὦν τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης, τοῦτο μὲν τὸν σεωυτοῦ παῖδα ἀπόπεμψον παρὰ τὸν παῖδα τὸν νεήλυδα, τοῦτο δέ (σῶστρα γὰρ τοῦ παιδὸς μέλλω θύειν τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη πρόσκειται) πάρισθί μοι ἐπὶ δεῖπνον.«Γιατί —είπε τονίζοντας τα λόγια του— ήμουν πολύ θλιμμένος για ό,τι είχα κάνει στο παιδί αυτό, και το ένιωθα βάρος στη συνείδησή μου που είχα έρθει σε ρήξη με την κόρη μου. Αφού λοιπόν η τύχη γύρισε στο καλό, πήγαινε και στείλε πρώτα το γιο σου να παίξει με το νιόφερτο παιδί, κι ύστερα (γιατί το έχω σκοπό να κάνω θυσίες για τη σωτηρία του παιδιού σε κείνους τους θεούς που τους πρέπει η τιμή αυτή) σε προσκαλώ να ᾽ρθεις να φάμε».
[1.119.1]Ἅρπαγος μὲν ὡς ἤκουσε ταῦτα, προσκυνήσας καὶ μεγάλα ποιησάμενος ὅτι τε ἡ ἁμαρτάς οἱ ἐς δέον ἐγεγόνεε καὶ ὅτι ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι ἐπὶ δεῖπνον ἐκέκλητο, ἤιε ἐς τὰ οἰκία.Ο Άρπαγος, σαν τ᾽ άκουσε τα λόγια αυτά, προσκύνησε και, ιδιαίτερα ευχαριστημένος που το σφάλμα του βγήκε σε καλό και τώρα γι᾽ αυτή την καλή τύχη τον προσκαλούσαν σε τραπέζι, τράβηξε για το σπίτι του.
[1.119.2]ἐσελθὼν δὲ τὴν ταχίστην, ἦν γάρ οἱ παῖς εἷς μοῦνος, ἔτεα τρία καὶ δέκα κου μάλιστα γεγονώς, τοῦτον ἐκπέμπει, ἰέναι τε κελεύων ἐς Ἀστυάγεος καὶ ποιέειν ὅ τι ἂν ἐκεῖνος κελεύῃ. Αὐτὸς δὲ περιχαρὴς ἐὼν φράζει τῇ γυναικὶ τὰ συγκυρήσαντα.Μπήκε μέσα πολύ βιαστικός και —είχε ένα μόνο αγόρι, γύρω στα δεκατρία χρόνια— αυτό το αγόρι το στέλνει να πάει στου Αστυάγη, παραγγέλλοντάς του να κάνει ό,τι του ορίσει ο βασιλιάς. Ο ίδιος όλο χαρά εξηγεί ύστερα της γυναίκας του πώς τα έφερε καλά η τύχη.
[1.119.3]Ἀστυάγης δέ, ὥς οἱ ἀπίκετο ὁ Ἁρπάγου παῖς, σφάξας αὐτὸν καὶ κατὰ μέλεα διελὼν τὰ μὲν ὤπτησε, τὰ δὲ ἥψησε τῶν κρεῶν, εὔτυκα δὲ ποιησάμενος εἶχε [ἕτοιμα].Ο Αστυάγης όμως, μόλις ο γιος του Άρπαγου έφτασε στο παλάτι, τον έσφαξε, κομμάτιασε τα μέλη του, κι αφού άλλα τα έψησε κι άλλα τα έβρασε, τα ετοίμασε και περίμενε.
[1.119.4]ἐπείτε δὲ τῆς ὥρης γινομένης τοῦ δείπνου παρῆσαν οἵ τε ἄλλοι δαιτυμόνες καὶ ὁ Ἅρπαγος, τοῖσι μὲν ἄλλοισι καὶ αὐτῷ Ἀστυάγεϊ παρετιθέατο τράπεζαι ἐπίπλεαι μηλέων κρεῶν, Ἁρπάγῳ δὲ τοῦ παιδὸς τοῦ ἑωυτοῦ, πλὴν κεφαλῆς τε καὶ ἄκρων χειρῶν τε καὶ ποδῶν, τἆλλα πάντα· ταῦτα δὲ χωρὶς ἔκειτο ἐπὶ κανέῳ κατακεκαλυμμένα.Όταν έφτασε η ώρα του δείπνου και ήρθαν και οι άλλοι καλεσμένοι και ο Άρπαγος, μπροστά στους άλλους στρώθηκαν τραπέζια γεμάτα από αρνίσια κρέατα· όμως στον Άρπαγο μπροστά τα μέλη του παιδιού του· εκτός από το κεφάλι και τις άκρες των χεριών και των ποδιών, όλα τα άλλα· αυτά βρίσκονταν χωριστά, καλοσκεπασμένα μέσα σ᾽ ένα πανέρι.
[1.119.5]ὡς δὲ τῷ Ἁρπάγῳ ἐδόκεε ἅλις ἔχειν τῆς βορῆς, Ἀστυάγης εἴρετό μιν εἰ ἡσθείη τι τῇ θοίνῃ. φαμένου δὲ Ἁρπάγου καὶ κάρτα ἡσθῆναι παρέφερον τοῖσι προσέκειτο τὴν κεφαλὴν τοῦ παιδὸς κατακεκαλυμμένην καὶ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, Ἅρπαγον δὲ ἐκέλευον προσστάντες ἀποκαλύπτειν τε καὶ λαβεῖν τὸ βούλεται αὐτῶν.Όταν πια ήταν φανερό ότι ο Άρπαγος είχε καλά χορτάσει, τον ρώτησε ο Αστυάγης αν νοστιμεύθηκε με το φαγητό. Ο Άρπαγος ομολόγησε πως ναι, ευχαριστήθηκε πολύ — και τότε έφεραν αυτοί που είχαν οριστεί το κεφάλι του παιδιού, σκεπασμένο καλά, και τα χέρια και τα πόδια. Στάθηκαν στον Άρπαγο μπροστά και τον καλούσαν να τα ξεσκεπάσει και να πάρει ό,τι θέλει.
[1.119.6]πειθόμενος δὲ ὁ Ἅρπαγος καὶ ἀποκαλύπτων ὁρᾷ τοῦ παιδὸς τὰ λείμματα· ἰδὼν δὲ οὔτε ἐξεπλάγη ἐντός τε ἑωυτοῦ γίνεται. εἴρετο δὲ αὐτὸν ὁ Ἀστυάγης εἰ γινώσκοι ὅτευ θηρίου κρέα βεβρώκοι.Υπάκουσε ο Άρπαγος και ξεσκεπάζοντάς τα βλέπει τα απομεινάρια του παιδιού του. Μπροστά σ᾽ αυτό το θέαμα δεν έδειξε την ταραχή του αλλά αυτοκυριαρχήθηκε. Ο Αστυάγης τον ρώτησε αν τώρα καταλάβαινε ποιανού αγριμιού το κρέας είχε φάει.
[1.119.7]ὁ δὲ καὶ γινώσκειν ἔφη καὶ ἀρεστὸν εἶναι πᾶν τὸ ἂν βασιλεὺς ἔρδῃ. τούτοισι δὲ ἀμειψάμενος καὶ ἀναλαβὼν τὰ λοιπὰ τῶν κρεῶν ἤιε ἐς τὰ οἰκία. ἐνθεῦτεν δὲ ἔμελλε, ὡς ἐγὼ δοκέω, ἁλίσας θάψειν τὰ πάντα.Κι αυτός αποκρίθηκε πως ναι, καταλαβαίνει κι είναι καλόδεχτο το καθετί που κάνει ο βασιλιάς. Ύστερα από την απάντησή του αυτή, πήρε ό,τι είχε απομείνει από τα κρέατα και πήγε σπίτι του. Εκεί, πιστεύω, είχε σκοπό να τα μαζέψει όλα και να τα θάψει.
[1.120.1]Ἁρπάγῳ μὲν Ἀστυάγης δίκην ταύτην ἐπέθηκε. Κύρου δὲ πέρι βουλεύων ἐκάλεε τοὺς αὐτοὺς τῶν μάγων οἳ τὸ ἐνύπνιόν οἱ ταύτῃ ἔκριναν. ἀπικομένους δὲ εἴρετο ὁ Ἀστυάγης τῇ ἔκρινάν οἱ τὴν ὄψιν. οἱ δὲ κατὰ ταὐτὰ εἶπαν, λέγοντες ὡς βασιλεῦσαι χρῆν τὸν παῖδα, εἰ ἐπέζωσε καὶ μὴ ἀπέθανε πρότερον.Τον Άρπαγο μ᾽ αυτόν τον τρόπο τον τιμώρησε ο Αστυάγης· τον απασχολούσε όμως και το θέμα του Κύρου, και γι᾽ αυτό κάλεσε τους ίδιους μάγους, που του είχαν ξεδιαλύνει το όνειρο, έτσι όπως είπαμε. Όταν αυτοί ήρθαν, τους ρώτησε ο Αστυάγης πώς του είχαν εξηγήσει το όνειρο. Και εκείνοι είπαν τα ίδια πάλι, εξηγώντας πως θα έπρεπε να βασιλεύσει το παιδί αυτό, αν είχε επιζήσει και δεν είχε θανατωθεί.
[1.120.2]ὁ δὲ ἀμείβεται αὐτοὺς τοισίδε· Ἔστι τε ὁ παῖς καὶ περίεστι, καί μιν ἐπ᾽ ἀγροῦ διαιτώμενον οἱ ἐκ τῆς κώμης παῖδες ἐστήσαντο βασιλέα. ὁ δὲ πάντα ὅσα περ οἱ ἀληθέϊ λόγῳ βασιλέες ἐτελέωσε ποιήσας· καὶ γὰρ δορυφόρους καὶ θυρωροὺς καὶ ἀγγελιηφόρους καὶ τὰ λοιπὰ πάντα διατάξας ἦρχε.Όμως ο Αστυάγης τούς αποκρίνεται μ᾽ αυτά τα λόγια: «Ζει το παιδί και σώθηκε, και στα χωράφια που έμενε, τα παιδιά του χωριού τον έκαναν βασιλιά τους. Και το παιδί προχώρησε κι έκανε όσα κάνουν οι πραγματικοί βασιλιάδες· γιατί αφού πρώτα όρισε δορυφόρους, θυρωρούς, αγγελιοφόρους και όλα τα υπόλοιπα, ήταν ο αρχηγός τους. Λοιπόν, πού νομίζετε τώρα πως πάει το πράγμα;»
[1.120.3]καὶ νῦν ἐς τί ὑμῖν ταῦτα φαίνεται φέρειν; εἶπαν οἱ μάγοι· Εἰ μὲν περίεστί τε καὶ ἐβασίλευσε ὁ παῖς μὴ ἐκ προνοίης τινός, θάρσει τε τούτου εἵνεκα καὶ θυμὸν ἔχε ἀγαθόν· οὐ γὰρ ἔτι τὸ δεύτερον ἄρξει. παρὰ σμικρὰ γὰρ καὶ τῶν λογίων ἡμῖν ἔνια κεχώρηκε, καὶ τά γε τῶν ὀνειράτων ἐχόμενα τελέως ἐς ἀσθενὲς ἔρχεται.Οι μάγοι απάντησαν: «Αν όντως σώθηκε το παιδί κι έγινε βασιλιάς όχι από θεία πρόνοια, πάρε θάρρος που ήρθαν έτσι τα πράγματα, κι έχε ήσυχη την ψυχή σου· γιατί δεύτερη φορά δε θα βασιλεύσει πια. Γιατί καμιά φορά ως και οι προφητείες μας καταλήγουν σε ασήμαντα πράγματα· όσο για τα όνειρα, κι αυτά συμβαίνει να φτάνουν σ᾽ ολότελα ξεθυμασμένη λύση».
[1.120.4]ἀμείβεται ὁ Ἀστυάγης τοῖσδε· Καὶ αὐτός, ὦ μάγοι, ταύτῃ πλεῖστος γνώμην εἰμί, βασιλέος ὀνομασθέντος τοῦ παιδὸς ἐξήκειν τε τὸν ὄνειρον καί μοι τὸν παῖδα τοῦτον εἶναι δεινὸν ἔτι οὐδέν. ὅμως γε μέντοι συμβουλεύσατέ μοι εὖ περισκεψάμενοι, τὰ μέλλει ἀσφαλέστατα εἶναι οἴκῳ τε τῷ ἐμῷ καὶ ὑμῖν.Τους αποκρίνεται ο Αστυάγης μ᾽ αυτά τα λόγια: «Και μένα του ίδιου, Μάγοι, εκεί πάει ο νους μου περισσότερο, πως μια και το παιδί ονομάστηκε βασιλιάς, το όνειρο βγήκε πια, και δεν έχω να φοβάμαι τίποτε από το παιδί αυτό. Ωστόσο καλοσκεφθείτε το και συμβουλεύσετέ με ό,τι νομίζετε πως θα ασφαλίσει καλύτερα και τον δικό μου θρόνο και σας».
[1.120.5]εἶπαν πρὸς ταῦτα οἱ μάγοι· Ὦ βασιλεῦ, καὶ αὐτοῖσι ἡμῖν περὶ πολλοῦ ἐστι κατορθοῦσθαι ἀρχὴν τὴν σήν. κείνως μὲν γὰρ ἀλλοτριοῦται ἐς τὸν παῖδα τοῦτον περιιοῦσα ἐόντα Πέρσην, καὶ ἡμεῖς ἐόντες Μῆδοι δουλούμεθά τε καὶ λόγου οὐδενὸς γινόμεθα πρὸς Περσέων, ἐόντες ξεῖνοι· σέο δ᾽ ἐνεστεῶτος βασιλέος, ἐόντος πολιήτεω, καὶ ἄρχομεν τὸ μέρος καὶ τιμὰς πρὸς σέο μεγάλας ἔχομεν.Απάντησαν σ᾽ αυτά οι μάγοι: «Βασιλιά, και μας τους ίδιους πολύ μας ενδιαφέρει να μείνει η βασιλεία σου ακλόνητη. Γιατί αλλιώτικα πέφτει σε ξένα χέρια, αν περάσει σ᾽ ετούτο το παιδί, που είναι Πέρσης· κι εμείς που είμαστε Μήδοι γινόμαστε δούλοι, και δε θα μας λογαριάζουν καθόλου οι Πέρσες, μια και θα τους είμαστε ξένοι. Αντίθετα, αν εσύ μείνεις βασιλιάς, κρατούμε το μερίδιό μας στην εξουσία και έχουμε από μέρους σου τιμές μεγάλες. Αφού λοιπόν έτσι έχουνε τα πράγματα, πρέπει με κάθε τρόπο να προνοούμε για σένα και τη βασιλεία σου.
[1.120.6]οὕτω ὦν πάντως ἡμῖν σέο τε καὶ τῆς σῆς ἀρχῆς προοπτέον ἐστί. καὶ νῦν εἰ φοβερόν τι ἐνωρῶμεν, πᾶν ἂν σοὶ προεφράζομεν. νῦν δὲ ἀποσκήψαντος τοῦ ἐνυπνίου ἐς φλαῦρον αὐτοί τε θαρσέομεν καὶ σοὶ ἕτερα τοιαῦτα παρακελευόμεθα· τὸν δὲ παῖδα τοῦτον ἐξ ὀφθαλμῶν ἀπόπεμψαι ἐς Πέρσας τε καὶ τοὺς γειναμένους.Γι᾽ αυτό και τώρα, αν βλέπαμε στο πράγμα κάποιο κίνδυνο, θα σε προειδοποιούσαμε για όλα. Αφού όμως προς το παρόν το όνειρο ξεδιάλυνε σε κάτι ασήμαντο, και εμείς αναθαρρούμε και σένα σου συστήνουμε να κάνεις το ίδιο. Όσο για το παιδί, διώξε το μακριά, να μην το βλέπουνε τα μάτια σου, στην Περσία κοντά σ᾽ εκείνους που το γέννησαν».
[1.121.1]ἀκούσας ταῦτα ὁ Ἀστυάγης ἐχάρη τε καὶ καλέσας τὸν Κῦρον ἔλεγέ οἱ τάδε· Ὦ παῖ, σὲ γὰρ ἐγὼ δι᾽ ὄψιν ὀνείρου οὐ τελέην ἠδίκεον, τῇ σεωτοῦ δὲ μοίρῃ περίεις· νῦν ὦν ἴθι χαίρων ἐς Πέρσας, πομποὺς δὲ ἐγὼ ἅμα πέμψω. ἐλθὼν δὲ ἐκεῖ πατέρα τε καὶ μητέρα εὑρήσεις οὐ κατὰ Μιτραδάτην τε τὸν βουκόλον καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ.Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Αστυάγης χάρηκε, κάλεσε τον Κύρο και του έλεγε τα εξής: «Παιδί μου, σ᾽ αδίκησα εξαιτίας ενός μάταιου ονείρου που είδα· εσένα όμως σ᾽ έσωσε το ριζικό σου. Πήγαινε λοιπόν με το καλό στους Πέρσες, και εγώ σου δίνω ανθρώπους μου, για να σε συνοδεύσουν. Εκεί όταν φτάσεις, θα βρεις αληθινό πατέρα και μάνα, όχι σαν τον βοσκό τον Μιτραδάτη και τη γυναίκα του».
[1.122.1]Ταῦτα εἴπας ὁ Ἀστυάγης ἀποπέμπει τὸν Κῦρον. νοστήσαντα δέ μιν ἐς τοῦ Καμβύσεω τὰ οἰκία ἐδέξαντο οἱ γεινάμενοι, καὶ δεξάμενοι ὡς ἐπύθοντο, μεγάλως ἀσπάζοντο οἷα δὴ ἐπιστάμενοι αὐτίκα τότε τελευτῆσαι, ἱστόρεόν τε ὅτεῳ τρόπῳ περιγένοιτο.Μ᾽ αυτά τα λόγια ο Αστυάγης ξεπροβοδά τον Κύρο. Και εκείνος, σαν έφτασε στο σπίτι του Καμβύση, έγινε δεχτός από τους γονείς του, που, όταν έμαθαν τα νέα, τον καλοδέχτηκαν και του έδειχναν μεγάλη αγάπη, αφού το είχαν βέβαιο πως τότε αμέσως είχε θανατωθεί· τώρα ρωτούσαν να μάθουν πώς έγινε και σώθηκε.
[1.122.2]ὁ δέ σφι ἔλεγε, φὰς πρὸ τοῦ μὲν οὐκ εἰδέναι ἀλλὰ ἡμαρτηκέναι πλεῖστον, κατ᾽ ὁδὸν δὲ πυθέσθαι πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πάθην. ἐπίστασθαι μὲν γὰρ ὡς βουκόλου τοῦ Ἀστυάγεος εἴη παῖς, ἀπὸ δὲ τῆς κεῖθεν ὁδοῦ τὸν πάντα λόγον τῶν πομπῶν πυθέσθαι.Κι αυτός τους εξηγούσε λέγοντας πως ώς πριν από λίγο δεν ήξερε την αλήθεια αλλά βρισκόταν σε πλάνη, και ότι στο δρόμο έμαθε όλη την περιπέτειά του. Πως το είχε βέβαιο ότι είναι γιος κάποιου βοσκού του Αστυάγη, στον ερχομό του όμως του τα εξήγησαν όλα οι συνοδοί του.
[1.122.3]τραφῆναι δὲ ἔλεγε ὑπὸ τῆς τοῦ βουκόλου γυναικός, ἤιέ τε ταύτην αἰνέων διὰ παντός, ἦν τέ οἱ ἐν τῷ λόγῳ τὰ πάντα ἡ Κυνώ. οἱ δὲ τοκέες παραλαβόντες τὸ οὔνομα τοῦτο, ἵνα θειοτέρως δοκέῃ τοῖσι Πέρσῃσι περιεῖναί σφι ὁ παῖς, κατέβαλον φάτιν ὡς ἐκκείμενον Κῦρον κύων ἐξέθρεψε. ἐνθεῦτεν μὲν ἡ φάτις αὕτη κεχώρηκε.Τους διηγιόταν ακόμα πως τον ανάθρεψε η γυναίκα του βοσκού, που δεν έπαυε να την παινά, κι όλος ο λόγος του ήταν γεμάτος από το όνομά της: Κυνώ. Οι γονείς του πιάστηκαν από το όνομα αυτό και, για να φανεί στους Πέρσες πως το παιδί τους σώθηκε με τρόπο θεϊκό, κοινολόγησαν τη φήμη ότι τον απορριγμένο Κύρο τον ανάθρεψε μια σκύλα. Και από εδώ ξεκινά όλη η ιστορία.
[1.123.1]Κύρῳ δὲ ἀνδρευμένῳ καὶ ἐόντι τῶν ἡλίκων ἀνδρηιοτάτῳ καὶ προσφιλεστάτῳ προσέκειτο ὁ Ἅρπαγος δῶρα πέμπων, τείσασθαι Ἀστυάγεα ἐπιθυμέων. ἀπ᾽ ἑωυτοῦ γὰρ ἐόντος ἰδιώτεω οὐκ ἐνώρα τιμωρίην ἐσομένην ἐς Ἀστυάγεα, Κῦρον δὲ ὁρέων ἐπιτρεφόμενον ἐποιέετο σύμμαχον, τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι ἑωυτοῦ ὁμοιούμενος.Μεγάλωνε ο Κύρος κι έγινε άνδρας — ο πιο γενναίος και ο πιο αγαπητός ανάμεσα στους συνομήλικούς του. Ο Άρπαγος τώρα ζητούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του στέλνοντάς του δώρα, επειδή ήθελε να εκδικηθεί τον Αστυάγη. Γιατί από μόνος του, έτσι που ήταν ένας απλός ιδιώτης, δεν έβλεπε πώς θα μπορούσε να εκδικηθεί τον Αστυάγη· όμως με τον Κύρο ήταν αλλιώς: τώρα που είχε ανδρωθεί, ζητούσε ο Άρπαγος να τον κάνει σύμμαχο, παρομοιάζοντας τα βάσανα του Κύρου με τα δικά του.
[1.123.2]πρὸ δ᾽ ἔτι τούτου τάδε οἱ κατέργαστο· ἐόντος τοῦ Ἀστυάγεος πικροῦ ἐς τοὺς Μήδους συμμίσγων ἑνὶ ἑκάστῳ ὁ Ἅρπαγος τῶν πρώτων Μήδων ἀνέπειθε ὡς χρὴ Κῦρον προστησαμένους Ἀστυάγεα παῦσαι τῆς βασιληίης.Από νωρίτερα κιόλας είχε καταφέρει το εξής: έτσι που ο Αστυάγης ήταν σκληρός απέναντι στους Μήδους, τους έπαιρνε ο Άρπαγος έναν προς ένα κατά μέρος, τους πρώτους από τους Μήδους, και προσπαθούσε να τους πείσει πως πρέπει να φέρουν στα πράγματα τον Κύρο και να καθαιρέσουν τον Αστυάγη από βασιλιά τους.
[1.123.3]κατεργασμένου δέ οἱ τούτου καὶ ἐόντος ἑτοίμου, οὕτω δὴ τῷ Κύρῳ διαιτωμένῳ ἐν Πέρσῃσι βουλόμενος ὁ Ἅρπαγος δηλῶσαι τὴν ἑωυτοῦ γνώμην ἄλλως μὲν οὐδαμῶς εἶχε ἅτε τῶν ὁδῶν φυλασσομένων, ὁ δὲ ἐπιτεχνᾶται τοιόνδε.Όταν το πράγμα είχε ωριμάσει κι όλα ήσαν έτοιμα, τότε πια ο Άρπαγος, θέλοντας να φανερώσει το σχέδιό του στον Κύρο που ζούσε με τους Πέρσες, άλλον τρόπο δεν έβρισκε, αφού τους δρόμους τούς επιτηρούσαν· καταφεύγει λοιπόν στο εξής τέχνασμα:
[1.123.4]λαγὸν μηχανησάμενος καὶ ἀνασχίσας τούτου τὴν γαστέρα καὶ οὐδὲν ἀποτίλας, ὡς δὲ εἶχε, οὕτω ἐσέθηκε βυβλίον, γράψας τά οἱ ἐδόκεε· ἀπορράψας δὲ τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα καὶ δίκτυα δοὺς ἅτε θηρευτῇ τῶν οἰκετέων τῷ πιστοτάτῳ, ἀπέστελλε ἐς τοὺς Πέρσας, ἐντειλάμενός οἱ ἀπὸ γλώσσης διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν αὐτοχειρίῃ μιν διελεῖν καὶ μηδένα οἱ ταῦτα ποιεῦντι παρεῖναι.Ταίριαξε ένα λαγό, που αφού του έσχισε την κοιλιά, προσέχοντας να μην τον γδάρει αλλά να μείνει ως είχε, έβαλε μέσα ένα γράμμα, όπου έγραφε το σχέδιό του. Κι αφού έραψε πάλι την κοιλιά του λαγού, τον παρέδωσε σ᾽ έναν από τους πιο πιστούς του υπηρέτες μαζί με δίχτυα, για να μοιάζει κυνηγός, και τον έστειλε στους Πέρσες. Η παραγγελία του ήταν να παραδώσει ο υπηρέτης το λαγό στον Κύρο και να του πει προφορικά πως πρέπει με τα ίδια του τα χέρια να ανοίξει το λαγό, και να μην είναι κανείς άλλος μπροστά, όταν το κάνει αυτό.
[1.124.1]ταῦτά τε δὴ ὦν ἐπιτελέα ἐγίνετο καὶ ὁ Κῦρος παραλαβὼν τὸν λαγὸν ἀνέσχισε· εὑρὼν δὲ ἐν αὐτῷ τὸ βυβλίον ἐνεὸν λαβὼν ἐπελέγετο. τὰ δὲ γράμματα ἔλεγε τάδε· Ὦ παῖ Καμβύσεω, σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι, οὐ γὰρ ἄν κοτε ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ, σύ νυν Ἀστυάγεα τὸν σεωυτοῦ φονέα τεῖσαι.Έτσι πραγματικά και έγινε: ο Κύρος πήρε το λαγό και τον άνοιξε. Βρίσκοντας μέσα το γράμμα που υπήρχε, το πήρε και το διάβαζε. Νά τί έλεγε το γράμμα: «Γιε του Καμβύση, εσένα σε σκέπουν οι θεοί, αλλιώς δεν εξηγείται η τόση σου τύχη· εκδικήσου λοιπόν τον Αστυάγη — το φονιά σου.
[1.124.2]κατὰ μὲν γὰρ τὴν τούτου προθυμίην τέθνηκας, τὸ δὲ κατὰ θεούς τε καὶ ἐμὲ περίεις. τά σε καὶ πάλαι δοκέω πάντα ἐκμεμαθηκέναι, σέο τε αὐτοῦ πέρι ὡς ἐπρήχθη καὶ οἷα ἐγὼ ὑπὸ Ἀστυάγεος πέπονθα, ὅτι σε οὐκ ἀπέκτεινα, ἀλλὰ ἔδωκα τῷ βουκόλῳ. σύ νυν, ἢν βούλῃ ἐμοὶ πείθεσθαι, τῆς περ Ἀστυάγης ἄρχει χώρης, ταύτης ἁπάσης ἄρξεις. Πέρσας γὰρ ἀναπείσας ἀπίστασθαι στρατηλάτεε ἐπὶ Μήδους.Γιατί, όσο εξαρτάται από εκείνου την προθυμία, πες πως είσαι πεθαμένος· αν ζεις, αυτό το οφείλεις στους θεούς και σε μένα. Εξάλλου όλα αυτά θαρρώ από καιρό σού είναι γνωστά, όσα αφορούν και τις δικές σου περιπέτειες και όσα εγώ έπαθα από τον Αστυάγη, επειδή δε σε σκότωσα αλλά σε παρέδωσα στο βοσκό. Αν τώρα εσύ θελήσεις να μ᾽ ακούσεις, θα κυβερνήσεις σ᾽ όλη τη χώρα, σ᾽ αυτή που κυβερνά ο Αστυάγης. Πείσε τους Πέρσες να επαναστατήσουν και βάδισε με το στρατό σου εναντίον των Μήδων.
[1.124.3]καὶ ἤν τε ἐγὼ ὑπὸ Ἀστυάγεος ἀποδεχθέω στρατηγὸς ἀντία σεῦ, ἔστι τοι τὰ σὺ βούλεαι, ἤν τε τῶν τις δοκίμων ἄλλος Μήδων. πρῶτοι γὰρ οὗτοι ἀποστάντες ἀπ᾽ ἐκείνου καὶ γενόμενοι πρὸς σέο Ἀστυάγεα καταιρέειν πειρήσονται. ὡς ὦν ἑτοίμου τοῦ γε ἐνθάδε ἐόντος, ποίεε ταῦτα καὶ ποίεε κατὰ τάχος.Κι αν ο Αστυάγης ορίσει εμένα στρατηγό για να σε αντιμετωπίσω, έχεις αυτό που θέλεις· το ίδιο αν τύχει να οριστεί κάποιος άλλος στρατηγός ανάμεσα στους σπουδαίους Μήδους. Γιατί πρώτοι αυτοί θα αποστατήσουν από εκείνον και θα έρθουν με το μέρος σου, και έτσι μαζί σου θα δοκιμάσουν να ανατρέψουν τον Αστυάγη. Να ξέρεις πως το πράγμα εδώ τουλάχιστον είναι έτοιμο: κάνε λοιπόν αυτό που σου προτείνω, και κάνε το τό γρηγορότερο».
[1.125.1]Ἀκούσας ταῦτα ὁ Κῦρος ἐφρόντιζε ὅτεῳ τρόπῳ σοφωτάτῳ Πέρσας ἀναπείσει ἀπίστασθαι, φροντίζων δὲ εὕρισκέ τε ταῦτα καιριώτατα εἶναι ‹καὶ› ἐποίεε δὴ ταῦτα.Σαν τ᾽ άκουσε αυτά ο Κύρος, σκεφτόταν ποιός θα ήταν ο καταλληλότερος τρόπος για να πείσει τους Πέρσες να ξεσηκωθούν· ύστερα από σκέψη κατέληξε πως τα παρακάτω μέτρα εξυπηρετούν καλύτερα το σκοπό του και τα έβαλε αμέσως σε πράξη:
[1.125.2]γράψας ἐς βυβλίον τὰ ἐβούλετο, ἁλίην τῶν Περσέων ἐποιήσατο, μετὰ δὲ ἀναπτύξας τὸ βυβλίον καὶ ἐπιλεγόμενος ἔφη Ἀστυάγεά μιν στρατηγὸν Περσέων ἀποδεικνύναι. Νῦν τε, ἔφη λέγων, ὦ Πέρσαι, προαγορεύω ὑμῖν παρεῖναι ἕκαστον ἔχοντα δρέπανον. Κῦρος μὲν ταῦτα προηγόρευσε.Έγραψε σ᾽ ένα γράμμα αυτά που ήθελε, κι ύστερα κάλεσε τους Πέρσες σε συνέλευση· εκεί ανοίγοντας το γράμμα τούς το διάβαζε και τους είπε πως ο Αστυάγης τον ορίζει στρατηγό των Περσών. «Τώρα», μίλησε κι είπε, «σας παραγγέλλω, Πέρσες, να παρουσιαστεί καθένας σας κρατώντας από ᾽να δρεπάνι». Αυτή ήταν η παραγγελία του Κύρου.
[1.125.3]ἔστι δὲ Περσέων συχνὰ γένεα, καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ὁ Κῦρος συνάλισε καὶ ἀνέπεισε ἀπίστασθαι ἀπὸ Μήδων· ἔστι δὲ τάδε, ἐξ ὧν ὧλλοι πάντες ἀρτέαται Πέρσαι· Πασαργάδαι, Μαράφιοι, Μάσπιοι· τούτων Πασαργάδαι εἰσὶ ἄριστοι, ἐν τοῖσι καὶ Ἀχαιμενίδαι εἰσὶ φρήτρη, ἔνθεν οἱ βασιλέες οἱ Περσεῖδαι γεγόνασι·Οι Πέρσες είναι χωρισμένοι σε πολλές φυλές. Από αυτές ο Κύρος μάζεψε μερικές και τις έπεισε να αποστατήσουν από τους Μήδους. Είναι αυτές —από όπου εξαρτώνται κι όλοι οι άλλοι Πέρσες— οι εξής: Οι Πασαργάδες, οι Μαράφιοι, οι Μάσπιοι. Ανάμεσά τους οι καλύτεροι είναι οι Πασαργάδες· σ᾽ αυτούς ανήκει και το γένος των Αχαιμενιδών, από όπου βγαίνουν και οι βασιλιάδες των Περσών.
[1.125.4]ἄλλοι δὲ Πέρσαι εἰσὶ οἵδε· Πανθιαλαῖοι, Δηρουσιαῖοι, Γερμάνιοι· οὗτοι μὲν πάντες ἀροτῆρές εἰσι, οἱ δὲ ἄλλοι νομάδες, Δάοι, Μάρδοι, Δροπικοί, Σαγάρτιοι.Άλλες φυλές των Περσών είναι οι ακόλουθες: οι Πανθιαλαίοι, οι Δηρουσιαίοι, οι Γερμάνιοι· όλοι αυτοί είναι γεωργοί, ενώ οι άλλοι βοσκοί: οι Δάοι δηλαδή, οι Μάρδοι, οι Δροπικοί, οι Σαγάρτιοι.
[1.126.1]ὡς δὲ παρῆσαν ἅπαντες ἔχοντες τὸ προειρημένον, ἐνθαῦτα ὁ Κῦρος, (ἦν γάρ τις χῶρος τῆς Περσικῆς ἀκανθώδης ὅσον τε ἐπὶ ὀκτωκαίδεκα σταδίους ἢ εἴκοσι πάντῃ) τοῦτόν σφι τὸν χῶρον προεῖπε ἐξημερῶσαι ἐν ἡμέρῃ.Όταν παρουσιάστηκαν όλοι κρατώντας το δρεπάνι που είπαμε, τότε ο Κύρος (γιατί υπήρχε στην Περσία ένας τόπος γεμάτος αγκάθια, που το μήκος του και το πλάτος του έφταναν τα δεκαοχτώ στάδια ή το πολύ τα είκοσι) — αυτόν λοιπόν το χώρο τούς πρόσταξε ο Κύρος να τον ξεκαθαρίσουν μέσα σε μια μέρα.
[1.126.2]ἐπιτελεσάντων δὲ τῶν Περσέων τὸν προκείμενον ἄεθλον, δεύτερά σφι προεῖπε ἐς τὴν ὑστεραίην παρεῖναι λελουμένους. ἐν δὲ τούτῳ τά τε αἰπόλια καὶ τὰς ποίμνας καὶ τὰ βουκόλια ὁ Κῦρος πάντα τοῦ πατρὸς συναλίσας ἐς τὠυτὸ ἔθυε καὶ παρεσκεύαζε ὡς δεξόμενος τὸν Περσέων στρατόν, πρὸς δὲ οἴνῳ τε καὶ σιτίοισι ὡς ἐπιτηδεοτάτοισι.Όταν οι Πέρσες έφεραν σε πέρας το έργο που τους έβαλε, έδωσε δεύτερη παραγγελία ο Κύρος: την άλλη μέρα να ξαναρθούν, αφού πρώτα λουστούν. Στο μεταξύ ο Κύρος μάζεψε στο ίδιο μέρος όλα τα κατσίκια, τα πρόβατα και τα βόδια του πατέρα του, τα έσφαξε και ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τον περσικό στρατό με κρασί και άλλα φαγώσιμα, από τα καλύτερα.
[1.126.3]ἀπικομένους δὲ τῇ ὑστεραίῃ τοὺς Πέρσας κατακλίνας ἐς λειμῶνα εὐώχεε. ἐπείτε δὲ ἀπὸ δείπνου ἦσαν, εἴρετό σφεας ὁ Κῦρος κότερα τὰ τῇ προτεραίῃ εἶχον ἢ τὰ παρεόντα σφι εἴη αἱρετώτερα.Όταν την άλλη μέρα ήρθαν οι Πέρσες, τους είπε να στρωθούν στο λιβάδι, και το φαγοπότι άρχισε. Όταν σηκώθηκαν από το φαγητό, ο Κύρος τους ρώτησε τί προτιμούσαν περισσότερο: αυτό που είχαν χθες ή αυτό που είχαν σήμερα.
[1.126.4]οἱ δὲ ἔφασαν πολλὸν εἶναι αὐτῶν τὸ μέσον· τὴν μὲν γὰρ προτέρην ἡμέρην πάντα σφι κακὰ ἔχειν, τὴν δὲ τότε παρεοῦσαν πάντα ἀγαθά. παραλαβὼν δὲ τοῦτο τὸ ἔπος ὁ Κῦρος παρεγύμνου τὸν πάντα λόγον, λέγων·Κι αυτοί ομολόγησαν πως ανάμεσα στα δύο είναι η διαφορά μεγάλη, γιατί η χθεσινή μέρα ήταν γι᾽ αυτούς γεμάτη μόχθο, ενώ η σημερινή γεμάτη αγαθά. Πιάστηκε ο Κύρος από τα λόγια τους αυτά και τους ξεσκέπασε όλο του το σχέδιο, λέγοντας:
[1.126.5]Ἄνδρες Πέρσαι, οὕτως ὑμῖν ἔχει· βουλομένοισι μὲν ἐμέο πείθεσθαι ἔστι τάδε τε καὶ ἄλλα μυρία ἀγαθά, οὐδένα πόνον δουλοπρεπέα ἔχουσι· μὴ βουλομένοισι δὲ ἐμέο πείθεσθαι εἰσὶ ὑμῖν πόνοι τῷ χθιζῷ παραπλήσιοι ἀναρίθμητοι.«Άνδρες Πέρσες, αυτή είναι πράγματι η κατάστασή σας· αν όμως θελήσετε να με ακούσετε, θα χαίρεστε κι αυτά κι άλλα πολλά αγαθά, δίχως να χρειάζεται να μοχθείτε όπως οι δούλοι· αν όμως δε θελήσετε να μ᾽ ακούσετε, σας περιμένουν μόχθοι σαν τον χθεσινό αναρίθμητοι.
[1.126.6]νῦν ὦν ἐμέο πειθόμενοι γίνεσθε ἐλεύθεροι. αὐτός τε γὰρ δοκέω θείῃ τύχῃ γεγονὼς τάδε ἐς χεῖρας ἄγεσθαι καὶ ὑμέας ἥγημαι ἄνδρας Μήδων εἶναι οὐ φλαυροτέρους οὔτε τἆλλα οὔτε τὰ πολέμια. ὡς ὦν ἐχόντων ὧδε ἀπίστασθε ἀπ᾽ Ἀστυάγεος τὴν ταχίστην.Λοιπόν ακούστε με τώρα τί σας λέω, αποκτήσετε την ελευθερία σας. Γιατί και εγώ θαρρώ πως από θεία τύχη γεννήθηκα, για να πάρω την υπόθεση αυτή στα χέρια μου, και για σας πάλι έχω τη γνώμη πως δεν αξίζετε λιγότερο από τους Μήδους, ούτε στα άλλα ούτε και στον πόλεμο. Αφού λοιπόν τα πράγματα είναι έτσι, ξεσηκωθείτε εναντίον του Αστυάγη το γρηγορότερο».
[1.127.1]Πέρσαι μέν νυν προστάτεω ἐπιλαβόμενοι ἅσμενοι ἐλευθεροῦντο, καὶ πάλαι δεινὸν ποιεύμενοι ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι. Ἀστυάγης δὲ ὡς ἐπύθετο Κῦρον ταῦτα πρήσσοντα, πέμψας ἄγγελον ἐκάλεε αὐτόν.Οι Πέρσες, τώρα που βρήκαν προστάτη, μετά χαράς ζητούσαν την ελευθερία τους, γιατί κι από παλιά το έφερναν βαριά που ήσαν υποταγμένοι στους Μήδους. Ο Αστυάγης όμως, μόλις πληροφορήθηκε τις ενέργειες του Κύρου, έστειλε αγγελιοφόρο του και τον καλούσε να ᾽ρθει.
[1.127.2]ὁ δὲ Κῦρος ἐκέλευε τὸν ἄγγελον ἀπαγγέλλειν ὅτι πρότερον ἥξει παρ᾽ ἐκεῖνον ἢ Ἀστυάγης αὐτὸς βουλήσεται. ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἀστυάγης Μήδους τε ὥπλισε πάντας καὶ στρατηγὸν αὐτῶν ὥστε θεοβλαβὴς ἐὼν Ἅρπαγον ἀπέδεξε, λήθην ποιεύμενος τά μιν ἐόργεε.Αλλά εκείνος παράγγειλε στον αγγελιοφόρο να πάει και να του πει ότι θα φτάσει ο Κύρος γρηγορότερα απ᾽ ό,τι το επιθυμούσε ο Αστυάγης. Σαν τα άκουσε αυτά τα λόγια ο Αστυάγης, εξόπλισε όλους τους Μήδους και όρισε στρατηγό τους —σαν να του χτύπησε ο θεός τα φρένα— τον Άρπαγο, ξεχνώντας τί του είχε κάνει παλιότερα.
[1.127.3]ὡς δὲ οἱ Μῆδοι στρατευσάμενοι τοῖσι Πέρσῃσι συνέμισγον, οἱ μέν τινες αὐτῶν ἐμάχοντο, ὅσοι μὴ τοῦ λόγου μετέσχον, οἱ δὲ αὐτομόλεον πρὸς τοὺς Πέρσας, οἱ δὲ πλεῖστοι ἐθελοκάκεόν τε καὶ ἔφευγον.Κι όταν κινώντας οι Μήδοι έσμιξαν με τους Πέρσες, μερικοί από αυτούς πολεμούσαν, όσοι δεν ήταν μπασμένοι στο σχέδιο, άλλοι πήγαιναν με το μέρος των Περσών, κι οι πιο πολλοί παρατούσανε τον πόλεμο και το έβαζαν στα πόδια.
[1.128.1]διαλυθέντος δὲ τοῦ Μηδικοῦ στρατεύματος αἰσχρῶς, ὡς ἐπύθετο τάχιστα ὁ Ἀστυάγης, ἔφη ἀπειλέων τῷ Κύρῳ· Ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς Κῦρός γε χαιρήσει.Έτσι ο στρατός των Μήδων διαλύθηκε ατιμωτικά, και ευθύς ως το έμαθε ο Αστυάγης, είπε απειλώντας τον Κύρο: «Και μολαταύτα ο Κύρος δεν θα το χαρεί».
[1.128.2]τοσαῦτα εἴπας πρῶτον μὲν τῶν μάγων τοὺς ὀνειροπόλους, οἵ μιν ἀνέγνωσαν μετεῖναι τὸν Κῦρον, τούτους ἀνεσκολόπισε, μετὰ δὲ ὥπλισε τοὺς ὑπολειφθέντας ἐν τῷ ἄστεϊ τῶν Μήδων, νέους τε καὶ πρεσβύτας ἄνδρας.Τόσα είπε μόνον, και πρώτα πρώτα σούβλισε τους ονειροκρίτες μάγους, που τον έπεισαν να αφήσει ελεύθερο τον Κύρο· ύστερα εξόπλισε όσους Μήδους τού απόμειναν στην πόλη, νέους και γέρους.
[1.128.3]ἐξαγαγὼν δὲ τούτους καὶ συμβαλὼν τοῖσι Πέρσῃσι ἑσσώθη, καὶ αὐτός τε Ἀστυάγης ἐζωγρήθη καὶ τοὺς ἐξήγαγε τῶν Μήδων ἀπέβαλε.Βγήκε μ᾽ αυτούς στον πόλεμο, και πάνω στη μάχη με τους Πέρσες νικήθηκε, πιάστηκε ο ίδιος ο Αστυάγης αιχμάλωτος κι έχασε και το στρατό που είχε μαζί του.
[1.129.1]ἐόντι δὲ αἰχμαλώτῳ τῷ Ἀστυάγεϊ προσστὰς ὁ Ἅρπαγος κατέχαιρέ τε καὶ κατεκερτόμεε, καὶ ἄλλα λέγων ἐς αὐτὸν θυμαλγέα ἔπεα καὶ δὴ καὶ εἴρετό μιν πρὸς τὸ ἑωυτοῦ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε, ὅ τι εἴη ἡ ἐκείνου δουλοσύνη ἀντὶ τῆς βασιληίης.Ήταν πια αιχμάλωτος ο Αστυάγης, όταν παρουσιάστηκε μπροστά του ο Άρπαγος, που του έδειχνε την χαιρεκακία του και τον χλεύαζε λέγοντάς του κι άλλα πολλά για να του πληγώσει την ψυχή, κι ακόμη τον ρωτούσε (αναφέροντας το δείπνο που του πρόσφερε εκείνος φιλεύοντάς τον με τις σάρκες του παιδιού του) πώς του φαινόταν που ήταν τώρα δούλος αντί για βασιλιάς.
[1.129.2]ὁ δέ μιν προσιδὼν ἀντείρετο εἰ ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ Κύρου ἔργον. Ἅρπαγος δὲ ἔφη, αὐτὸς γὰρ γράψαι, τὸ πρῆγμα ἑωυτοῦ δὴ δικαίως εἶναι.Και εκείνος τον κοίταξε στα μάτια και τον ρώτησε αν είναι το κατόρθωμα του Κύρου έργο δικό του. Ο Άρπαγος ομολόγησε πως ναι, αυτός προσωπικά έγραψε το γράμμα· λοιπόν μπορεί να θεωρείται το έργο δικό του.
[1.129.3]Ἀστυάγης δέ μιν ἀπέφαινε τῷ λόγῳ σκαιότατόν τε καὶ ἀδικώτατον ἐόντα πάντων ἀνθρώπων, σκαιότατον μέν γε, εἰ παρεὸν αὐτῷ βασιλέα γενέσθαι, εἰ δὴ δι᾽ ἑωυτοῦ γε ἐπρήχθη τὰ παρεόντα, ἄλλῳ περιέθηκε τὸ κράτος, ἀδικώτατον δέ, ὅτι τοῦ δείπνου εἵνεκεν Μήδους κατεδούλωσε·Τότε ο Αστυάγης τού έδειξε με επιχειρήματα ότι είναι ο πιο αδέξιος και ο πιο άδικος από όλους τους ανθρώπους: ο πιο αδέξιος, γιατί μολονότι είχε την ευκαιρία να γίνει ο ίδιος βασιλιάς, αν πράγματι με δική του πρωτοβουλία έγινε αυτό που έγινε, άφησε να πέσει η εξουσία σ᾽ άλλα χέρια· ο πιο άδικος, γιατί εξαιτίας του δείπνου, οδήγησε τους Μήδους στη σκλαβιά.
[1.129.4]εἰ γὰρ δὴ δεῖν πάντως περιθεῖναι ἄλλῳ τέῳ τὴν βασιληίην καὶ μὴ αὐτὸν ἔχειν, δικαιότερον εἶναι Μήδων τέῳ περιβαλεῖν τοῦτο τὸ ἀγαθὸν ἢ Περσέων· νῦν δὲ Μήδους μὲν ἀναιτίους τούτου ἐόντας δούλους ἀντὶ δεσποτέων γεγονέναι, Πέρσας δὲ δούλους ἐόντας τὸ πρὶν Μήδων νῦν γεγονέναι δεσπότας.Γιατί, αν έπρεπε οπωσδήποτε να πάρει τη βασιλεία κάποιος άλλος και να μην την κρατήσει ο ίδιος ο Άρπαγος, θα ήταν δικαιότερο να προσφέρει αυτό το αγαθό σ᾽ έναν από τους Μήδους και όχι σ᾽ έναν Πέρση. Πως τώρα οι Μήδοι, δίχως να φταίνε γι᾽ αυτό, έγιναν δούλοι από κύριοι που ήσαν, ενώ οι Πέρσες, που ήσαν πριν δούλοι των Μήδων, έγιναν τώρα οι κύριοί τους.
[1.130.1]Ἀστυάγης μέν νυν βασιλεύσας ἐπ᾽ ἔτεα πέντε καὶ τριήκοντα οὕτω τῆς βασιληίης κατεπαύσθη, Μῆδοι δὲ ὑπέκυψαν Πέρσῃσι διὰ τὴν τούτου πικρότητα, ἄρξαντες τῆς ἄνω Ἅλυος ποταμοῦ Ἀσίης ἐπ᾽ ἔτεα τριήκοντα καὶ ἑκατὸν δυῶν δέοντα, πάρεξ ἢ ὅσον οἱ Σκύθαι ἦρχον.Έτσι ο Αστυάγης, που βασίλευσε τριάντα πέντε χρόνια, έχασε τη βασιλεία, και οι Μήδοι υπέκυψαν στους Πέρσες, εξαιτίας της σκληρότητάς του· κυβέρνησαν την Ασία πάνω από τον Άλη ποταμό εκατόν είκοσι οχτώ χρόνια, εκτός από εκείνα που ήσαν κύριοι οι Σκύθες.
[1.130.2]ὑστέρῳ μέντοι χρόνῳ μετεμέλησέ τέ σφι ταῦτα ποιήσασι καὶ ἀπέστησαν ἀπὸ Δαρείου· ἀποστάντες δὲ ὀπίσω κατεστράφησαν μάχῃ νικηθέντες. τότε δὲ ἐπὶ Ἀστυάγεος οἱ Πέρσαι τε καὶ ὁ Κῦρος ἐπαναστάντες τοῖσι Μήδοισι ἦρχον τὸ ἀπὸ τούτου τῆς Ἀσίης.Αργότερα μετάνιωσαν γι᾽ αυτό που έκαναν και ξεσηκώθηκαν εναντίον του Δαρείου· μ᾽ όλο όμως το ξεσήκωμά τους, και πάλι υποτάχτηκαν, αφού πρώτα νικήθηκαν σε μια μάχη. Στην εποχή ωστόσο αυτή, στα χρόνια δηλαδή του Αστυάγη, οι Πέρσες και ο Κύρος επαναστάτησαν εναντίον των Μήδων, και από τότε έγιναν κύριοι της Ασίας.
[1.130.3]Ἀστυάγεα δὲ Κῦρος κακὸν οὐδὲν ἄλλο ποιήσας εἶχε παρ᾽ ἑωυτῷ, ἐς ὃ ἐτελεύτησε. οὕτω δὴ Κῦρος γενόμενός τε καὶ τραφεὶς [καὶ] ἐβασίλευσε καὶ Κροῖσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο, ὡς εἴρηταί μοι πρότερον. τοῦτον δὲ καταστρεψάμενος οὕτω πάσης τῆς Ἀσίης ἦρξε.Όσο για τον Αστυάγη, ο Κύρος δεν τον πείραξε άλλο, μόνο τον είχε κοντά του, ωσότου πέθανε. Έτσι γεννήθηκε ο Κύρος κι ανατράφηκε κι έγινε βασιλιάς· και μετά, όπως το ανέφερα και πιο πάνω, υπέταξε τον Κροίσο, που άρχισε πρώτος το άδικο. Ύστερα από την καταστροφή του Κροίσου, ο Κύρος έγινε κύριος όλης της Ασίας.
[1.131.1]Πέρσας δὲ οἶδα νόμοισι τοιοισίδε χρεωμένους, ἀγάλματα μὲν καὶ νηοὺς καὶ βωμοὺς οὐκ ἐν νόμῳ ποιευμένους ἱδρύεσθαι, ἀλλὰ τοῖσι ποιεῦσι μωρίην ἐπιφέρουσι, ὡς μὲν ἐμοὶ δοκέειν, ὅτι οὐκ ἀνθρωποφυέας ἐνόμισαν τοὺς θεοὺς κατά περ οἱ Ἕλληνες εἶναι.Ξέρω που οι Πέρσες έχουν τα ακόλουθα έθιμα: Δεν το έχουνε συνήθεια να φτιάχνουν και να στήνουνε αγάλματα και ναούς και βωμούς· αντίθετα όσους κάνουν τέτοια τους έχουν για μωρούς, κατά την γνώμη μου επειδή δεν πίστεψαν ποτέ τούς θεούς με ανθρώπινη μορφή, όπως λ.χ. οι Έλληνες.
[1.131.2]οἱ δὲ νομίζουσι Διὶ μὲν ἐπὶ τὰ ὑψηλότατα τῶν ὀρέων ἀναβαίνοντες θυσίας ἔρδειν, τὸν κύκλον πάντα τοῦ οὐρανοῦ Δία καλέοντες. θύουσι δὲ ἡλίῳ τε καὶ σελήνῃ καὶ γῇ καὶ πυρὶ καὶ ὕδατι καὶ ἀνέμοισι.Οι ίδιοι συνηθίζουν να ανεβαίνουν στα ψηλά βουνά και εκεί να προσφέρουν θυσίες στο Δία, αποκαλώντας Δία όλον τον ουράνιο θόλο. Κάνουν ακόμη θυσίες στον ήλιο και στη σελήνη, στη γη και στη φωτιά, στο νερό και στους ανέμους.
[1.131.3]τούτοισι μὲν δὴ θύουσι μούνοισι ἀρχῆθεν, ἐπιμεμαθήκασι δὲ καὶ τῇ Οὐρανίῃ θύειν, παρά τε Ἀσσυρίων μαθόντες καὶ Ἀραβίων. καλέουσι δὲ Ἀσσύριοι τὴν Ἀφροδίτην Μύλιττα, Ἀράβιοι δὲ Ἀλιλάτ, Πέρσαι δὲ Μίτραν.Σ᾽ αυτούς μονάχα τους θεούς θυσιάζουν από παλιά· αργότερα έμαθαν να θυσιάζουν και στην Ουρανία Αφροδίτη — κι αυτό το πήραν από τους Ασσυρίους και τους Άραβες. Οι Ασσύριοι ονομάζουν την Αφροδίτη Μύλιττα, οι Αράβιοι Αλιλάτ, οι Πέρσες Μίτρα.
[1.132.1]θυσίη δὲ τοῖσι Πέρσῃσι περὶ τοὺς εἰρημένους θεοὺς ἥδε κατέστηκε. οὔτε βωμοὺς ποιεῦνται οὔτε πῦρ ἀνακαίουσι μέλλοντες θύειν· οὐ σπονδῇ χρέωνται, οὐκὶ αὐλῷ, οὐ στέμμασι, οὐκὶ οὐλῇσι. τῶν δὲ ὡς ἑκάστῳ θύειν θέλῃ, ἐς χῶρον καθαρὸν ἀγαγὼν τὸ κτῆνος καλέει τὸν θεὸν ἐστεφανωμένος τὸν τιάραν μυρσίνῃ μάλιστα.Ο τρόπος που οι Πέρσες θυσιάζουν στους παραπάνω θεούς είναι ο ακόλουθος: Δεν κάνουνε βωμούς, ούτε κι ανάβουν φωτιές από πάνω προκειμένου να θυσιάσουν· δεν κάνουνε σπονδές, ούτε χρησιμοποιούν αυλό, ούτε στεφάνια ούτε κριθάρια. Όταν κάποιος θέλει να θυσιάσει στον ένα ή τον άλλο θεό, οδηγεί το ζώο του σ᾽ ένα χώρο καθαρό και επικαλείται το θεό, έχοντας στεφανώσει την τιάρα του κυρίως με μυρτιά.
[1.132.2]ἑωυτῷ μὲν δὴ τῷ θύοντι ἰδίῃ μούνῳ οὔ οἱ ἐγγίνεται ἀρᾶσθαι ἀγαθά, ὁ δὲ τοῖσι πᾶσι Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι καὶ τῷ βασιλέϊ· ἐν γὰρ δὴ τοῖσι ἅπασι Πέρσῃσι καὶ αὐτὸς γίνεται. ἐπεὰν δὲ διαμιστύλας κατὰ μέρεα τὸ ἱρήιον ἑψήσῃ τὰ κρέα, ὑποπάσας ποίην ὡς ἁπαλωτάτην, μάλιστα δὲ τὸ τρίφυλλον, ἐπὶ ταύτης ἔθηκε ὦν πάντα ‹τὰ› κρέα.Δεν επιτρέπεται αυτός που θυσιάζει να εύχεται αποκλειστικά και μόνον για τον εαυτό του, για να του δώσει ο θεός αγαθά· αλλά προσεύχεται για το καλό όλων των Περσών και για του βασιλιά, αφού μέσα σ᾽ όλους τους Πέρσες συμπεριλαμβάνεται κι αυτός. Κι όταν κόψει το σφάγιο σε κομμάτια και βράσει τα κρέατα, στρώνει από κάτω χόρτο τρυφερό, κυρίως τριφύλλι, κι από πάνω βάζει όλα τα κρέατα.
[1.132.3]διαθέντος δὲ αὐτοῦ μάγος ἀνὴρ παρεστεὼς ἐπαείδει θεογονίην, οἵην δὴ ἐκεῖνοι λέγουσι εἶναι τὴν ἐπαοιδήν· ἄνευ γὰρ δὴ μάγου οὔ σφι νόμος ἐστὶ θυσίας ποιέεσθαι. ἐπισχὼν δὲ ὀλίγον χρόνον ἀποφέρεται ὁ θύσας τὰ κρέα καὶ χρᾶται ὅ τι μιν λόγος αἱρέει.Μετά από αυτή την τακτοποίηση, ένας μάγος, που είναι εκεί παρών, ψάλλει τη θεογονία· τέτοιο, όπως λένε οι ίδιοι, είναι το περιεχόμενο του άσματος. Χωρίς να παραστέκεται ένας μάγος, δεν επιτρέπεται σ᾽ αυτούς να κάνουνε θυσία. Ύστερα, αυτός που κάνει τη θυσία, περιμένει για λίγο· μετά παίρνει τα κρέατα μαζί του και τα χρησιμοποιεί κατά τη θέλησή του.
[1.133.1]ἡμέρην δὲ ἁπασέων μάλιστα ἐκείνην τιμᾶν νομίζουσι τῇ ἕκαστος ἐγένετο. ἐν ταύτῃ δὲ πλέω δαῖτα τῶν ἀλλέων δικαιεῦσι προτίθεσθαι· ἐν τῇ οἱ εὐδαίμονες αὐτῶν βοῦν καὶ ἵππον καὶ κάμηλον καὶ ὄνον προτιθέαται ὅλους ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι, οἱ δὲ πένητες αὐτῶν τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων προτιθέαται.Από όλες τις ημέρες συνηθίζουν να γιορτάζουν πιο πολύ οι Πέρσες την επέτειο των γενεθλίων τους. Τη μέρα αυτή θεωρούν δικαίωμά τους να στρώνουνε πιο πλούσιο τραπέζι από τις άλλες. Τότε οι πλούσιοι βάζουν στο φούρνο ολόκληρο ένα βόδι, ένα άλογο, μια καμήλα κι ένα γομάρι, και στρώνουν μ᾽ αυτά το τραπέζι τους· οι φτωχοί βάζουν στο τραπέζι τους μικρά ζώα.
[1.133.2]σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι καὶ οὐκ ἁλέσι· καὶ διὰ τοῦτό φασι Πέρσαι τοὺς Ἕλληνας σιτεομένους πεινῶντας παύεσθαι, ὅτι σφι ἀπὸ δείπνου παραφορέεται οὐδὲν λόγου ἄξιον, εἰ δέ τι παραφέροιτο, ἐσθίοντας ἂν οὐ παύεσθαι.Το κυρίως φαγητό τους δεν είναι πολύ, τρώνε όμως πολλά επιδόρπια, και όχι όλα μαζί, αλλά λίγα λίγα. Γι᾽ αυτόν το λόγο λένε οι Πέρσες για τους Έλληνες ότι σηκώνονται από το τραπέζι πεινασμένοι, γιατί ύστερα από το φαγητό δεν τους σερβίρεται τίποτε ξεχωριστό, κι αν τύχει και τους σερβιρίσουν, ε τότε δε σταματούν να τρώνε.
[1.133.3]οἴνῳ δὲ κάρτα προσκέαται, καί σφι οὐκ ἐμέσαι ἔξεστι, οὐκὶ οὐρῆσαι ἀντίον ἄλλου. ταῦτα μέν νυν οὕτω φυλάσσεται, μεθυσκόμενοι δὲ ἐώθασι βουλεύεσθαι τὰ σπουδαιέστατα τῶν πρηγμάτων·Πίνουν πολύ κρασί οι Πέρσες, και δεν τους επιτρέπεται να κάνουν εμετό ούτε να κατουρήσουν μπροστά στους άλλους. Αυτά τα έθιμα τα κρατούν. Από την άλλη μεριά συνηθίζουν να συζητούν τα πιο σοβαρά τους ζητήματα μεθυσμένοι. Το συμπέρασμα, που ύστερα από τη συζήτηση θα τους φανεί σωστό, αυτό το ίδιο, την επομένη μέρα που είναι ξεμέθυστοι, το φέρνει πάλι στη μέση ο οικοδεσπότης του σπιτιού, όπου συμβαίνει να είναι μαζεμένοι και να συζητούν.
[1.133.4]τὸ δ᾽ ἂν ἅδῃ σφι βουλευομένοισι, τοῦτο τῇ ὑστεραίῃ νήφουσι προτιθεῖ ὁ στέγαρχος, ἐν τοῦ ἂν ἐόντες βουλεύωνται. καὶ ἢν μὲν ἅδῃ καὶ νήφουσι, χρέωνται αὐτῷ, ἢν δὲ μὴ ἅδῃ, μετιεῖσι. τὰ δ᾽ ἂν νήφοντες προβουλεύσωνται, μεθυσκόμενοι ἐπιδιαγινώσκουσι.Αν τύχει και τους αρέσει και τώρα που είναι νηφάλιοι, το βάζουνε σε πράξη, αν δεν τους αρέσει, το απορρίπτουν. Αν πάλι τύχει την πρώτη απόφαση να την έχουν πάρει ξεμέθυστοι, την ξανασυζητούν και μεθυσμένοι.
[1.134.1]Ἐντυγχάνοντες δ᾽ ἀλλήλοισι ἐν τῇσι ὁδοῖσι, τῷδε ἄν τις διαγνοίη εἰ ὅμοιοί εἰσι οἱ συντυγχάνοντες· ἀντὶ γὰρ τοῦ προσαγορεύειν ἀλλήλους φιλέουσι τοῖσι στόμασι, ἢν δὲ ᾖ οὕτερος ὑποδεέστερος ὀλίγῳ, τὰς παρειὰς φιλέονται, ἢν δὲ πολλῷ ᾖ οὕτερος ἀγεννέστερος, προσπίπτων προσκυνέει τὸν ἕτερον.Όταν συναπαντιούνται στους δρόμους, έτσι μπορεί να διαπιστώσει κανείς αν αυτοί που ανταμώνονται είναι από την ίδια τάξη· αντί δηλαδή να χαιρετιστούν μόνο με λόγια, φιλιούνται στο στόμα· αν πάλι συμβεί ο ένας από τους δύο να είναι από κατώτερη τάξη, φιλιούνται στο μάγουλο, κι αν τύχει ο ένας τους να είναι πολύ πιο άσημος, πέφτει μπροστά και προσκυνά τον άλλο.
[1.134.2]τιμῶσι δὲ ἐκ πάντων τοὺς ἄγχιστα ἑωυτῶν οἰκέοντας μετά γε ἑωυτούς, δεύτερα δὲ τοὺς δευτέρους, μετὰ δὲ κατὰ λόγον προβαίνοντες τιμῶσι· ἥκιστα δὲ τοὺς ἑωυτῶν ἑκαστάτω οἰκημένους ἐν τιμῇ ἄγονται, νομίζοντες ἑωυτοὺς εἶναι ἀνθρώπων μακρῷ τὰ πάντα ἀρίστους, τοὺς δὲ ἄλλους κατὰ λόγον [τῷ λεγομἐνῳ] τῆς ἀρετῆς ἀντέχεσθαι, τοὺς δὲ ἑκαστάτω οἰκέοντας ἀπὸ ἑωυτῶν κακίστους εἶναι.Τιμούν οι Πέρσες από όλους πιο πολύ —φυσικά μετά τον εαυτό τους— τους πιο γειτονικούς τους λαούς, ύστερα όσους κατοικούν λίγο μακρύτερα, και προχωρούν αναλογικά εξαρτώντας από την απόσταση την υπόληψή τους για τους άλλους. Δηλαδή δεν υπολήπτονται σχεδόν καθόλου όσους κατοικούν πολύ μακριά τους, πιστεύοντας ότι ανάμεσα στους ανθρώπους οι ίδιοι είναι οι καλύτεροι σ᾽ όλα και παντού, ενώ των άλλων η αρετή εξαρτάται από την αναλογία που είπαμε· ενώ γι᾽ αυτούς που κατοικούν πολύ μακριά τους πιστεύουν ότι είναι οι χειρότεροι.
[1.134.3]ἐπὶ δὲ Μήδων ἀρχόντων καὶ ἦρχε τὰ ἔθνεα ἀλλήλων, συναπάντων μὲν Μῆδοι καὶ τῶν ἄγχιστα οἰκεόντων σφίσι, οὗτοι δὲ αὖ τῶν ὁμούρων, οἱ δὲ μάλα τῶν ἐχομένων. κατὰ τὸν αὐτὸν δὲ λόγον καὶ οἱ Πέρσαι τιμῶσι· προέβαινε γὰρ δὴ τὸ ἔθνος ἄρχον τε καὶ ἐπιτροπεῦον. ξεινικὰ δὲ νόμαια Πέρσαι προσίενται ἀνδρῶν μάλιστα.Από τα χρόνια ακόμη που κυρίαρχοι ήταν οι Μήδοι, οι διάφοροι λαοί του βασιλείου εξουσίαζαν ο ένας τον άλλο: οι Μήδοι όλους, και ειδικότερα αυτούς που κατοικούσαν γύρω τους, κι οι τελευταίοι με τη σειρά τους τούς γείτονές τους. Με αυτό το αναλογικό σύστημα οι Πέρσες ρυθμίζουν την υπόληψή τους για τους άλλους ανθρώπους. Γιατί και με τους Μήδους ο κάθε λαός προοδευτικά εξουσίαζε και επετρόπευε τον γείτονά του.
[1.135.1]καὶ γὰρ δὴ τὴν Μηδικὴν ἐσθῆτα νομίσαντες τῆς ἑωυτῶν εἶναι καλλίω φορέουσι καὶ ἐς τοὺς πολέμους τοὺς Αἰγυπτίους θώρηκας. καὶ εὐπαθείας τε παντοδαπὰς πυνθανόμενοι ἐπιτηδεύουσι καὶ δὴ καὶ ἀπ᾽ Ἑλλήνων μαθόντες παισὶ μίσγονται. γαμέουσι δὲ ἕκαστος αὐτῶν πολλὰς μὲν κουριδίας γυναῖκας, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλεῦνας παλλακὰς κτῶνται.Οι Πέρσες είναι λαός που δέχεται ξένα έθιμα περισσότερο από κάθε άλλον: Φορούν λ.χ. τη μηδική στολή, επειδή βρήκαν πως είναι πιο όμορφη από τη δική τους, και στον πόλεμο πάλι τους αιγυπτιακούς θώρακες. Έμαθαν ακόμη να επιδίδονται σε κάθε είδους απόλαυση, και σμίγουν και με αγόρια, πράγμα που το έμαθαν από τους Έλληνες. Καθένας τους παντρεύεται πολλές νόμιμες γυναίκες και έχει στη διάθεσή του ακόμη περισσότερες παλλακίδες.
[1.136.1]ἀνδραγαθίη δὲ αὕτη ἀποδέδεκται, μετὰ τὸ μάχεσθαι εἶναι ἀγαθόν, ὃς ἂν πολλοὺς ἀποδέξῃ παῖδας· τῷ δὲ τοὺς πλείστους ἀποδεικνύντι δῶρα ἐκπέμπει βασιλεὺς ἀνὰ πᾶν ἔτος. τὸ πολλὸν δ᾽ ἡγέαται ἰσχυρὸν εἶναι.Απόδειξη ανδρισμού, ύστερα από το να είναι κανείς γενναίος στον πόλεμο, θεωρείται το εξής: αν κανείς έχει να επιδείξει πολλά παιδιά. Και σ᾽ αυτόν που έχει να δείξει τα πιο πολλά παιδιά, κάθε χρόνο ο βασιλιάς τού στέλνει δώρα. Γιατί οι Πέρσες πιστεύουν ότι στην ποσότητα βρίσκεται η δύναμη.
[1.136.2]παιδεύουσι δὲ τοὺς παῖδας ἀπὸ πενταέτεος ἀρξάμενοι μέχρι εἰκοσαέτεος τρία μοῦνα, ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι. πρὶν δὲ ἢ πενταέτης γένηται, οὐκ ἀπικνέεται ἐς ὄψιν τῷ πατρί, ἀλλὰ παρὰ τῇσι γυναιξὶ δίαιταν ἔχει· τοῦδε ‹δὲ› εἵνεκα τοῦτο οὕτω ποιέεται, ἵνα, ἢν ἀποθάνῃ τρεφόμενος, μηδεμίαν ἄσην τῷ πατρὶ προσβάλῃ.Μαθαίνουν στα παιδιά τους —αρχίζοντας από τα πέντε χρόνια ώς τα είκοσι— τρία πράγματα μόνο: να καβαλικεύουν άλογα, να ρίχνουν το δοξάρι και να λένε την αλήθεια. Πριν γίνει το παιδί πέντε χρονώ, δεν το βλέπει ο πατέρας του, αλλά ζει μαζί με τις γυναίκες. Κι αυτό γίνεται για τον εξής λόγο: στην περίπτωση που το παιδί πεθάνει στα πρώτα χρόνια της ανατροφής του, να μη δώσει καμιά λύπη στον πατέρα του.
[1.137.1]αἰνέω μέν νυν τόνδε τὸν νόμον, αἰνέω δὲ καὶ τόνδε, τὸ μὴ μιῆς αἰτίης εἵνεκα μήτε αὐτὸν τὸν βασιλέα μηδένα φονεύειν, μήτε τινὰ τῶν ἄλλων Περσέων μηδένα τῶν ἑωυτοῦ οἰκετέων ἐπὶ μιῇ αἰτίῃ ἀνήκεστον πάθος ἔρδειν· ἀλλὰ λογισάμενος ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑποργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται.Επικροτώ αυτή τη συνήθεια, και εξίσου επικροτώ και την παρακάτω: που δεν επιτρέπεται για μια και μόνη αιτία ούτε ο βασιλιάς ο ίδιος να σκοτώσει κάποιον, ούτε και κανείς άλλος από τους Πέρσες για μια και μόνη αιτία να κάνει σε οποιονδήποτε από τους ανθρώπους του σπιτιού του κακό αγιάτρευτο. Αλλά, αφού πρώτα σκεφτεί, αν βρει πως τα αδικήματα είναι περισσότερα από τις καλές υπηρεσίες, τότε μόνον αφήνει το θυμό του να ξεσπάσει.
[1.137.2]ἀποκτεῖναι δὲ οὐδένα κω λέγουσι τὸν ἑωυτοῦ πατέρα οὐδὲ μητέρα, ἀλλὰ ὁκόσα ἤδη τοιαῦτα ἐγένετο, πᾶσαν ἀνάγκην φασὶ ἀναζητεόμενα ταῦτα ἀνευρεθῆναι ἤτοι ὑποβολιμαῖα ἐόντα ἢ μοιχίδια· οὐ γὰρ δή φασι οἰκὸς εἶναι τόν γε ἀληθέως τοκέα ὑπὸ τοῦ ἑωυτοῦ παιδὸς ἀποθνῄσκειν.Λένε ότι ώς τώρα κανείς ποτέ δε σκότωσε τον πατέρα του ή τη μητέρα του, αλλά όσα ανάλογα περιστατικά έχουν ώς τώρα συμβεί, λένε οι Πέρσες, πως ύστερα από έλεγχο θα βρεθεί να είναι έργο παιδιών που ήσαν έκθετα ή κλεψίγαμα. Γιατί είναι, λεν, αφύσικο ο γονιός να σκοτώνεται από το χέρι του παιδιού που γέννησε.
[1.138.1]ἅσσα δέ σφι ποιέειν οὐκ ἔξεστι, ταῦτα οὐδὲ λέγειν ἔξεστι. αἴσχιστον δὲ αὐτοῖσι τὸ ψεύδεσθαι νενόμισται, δεύτερα δὲ τὸ ὀφείλειν χρέος, πολλῶν μὲν καὶ ἄλλων εἵνεκα, μάλιστα δὲ ἀναγκαίην φασὶ εἶναι τὸν ὀφείλοντα καί τι ψεῦδος λέγειν. ὃς ἂν δὲ τῶν ἀστῶν λέπρην ἢ λεύκην ἔχῃ, ἐς πόλιν οὗτος οὐ κατέρχεται οὐδὲ συμμίσγεται τοῖσι ἄλλοισι Πέρσῃσι. φασὶ δέ μιν ἐς τὸν ἥλιον ἁμαρτόντα τι ταῦτα ἔχειν.Ό,τι δεν επιτρέπεται να γίνεται, δεν επιτρέπεται και να λέγεται. Για μεγαλύτερη ντροπή έχουν το ψέμα, δεύτερο στη σειρά το να χρωστά κανείς δανεικά, και για άλλους πολλούς λόγους, προπαντός όμως γιατί βρίσκεται, λένε, στην ανάγκη ο οφειλέτης να πει και κάποιο ψέμα. Όποιος πολίτης συμβεί να είναι άρρωστος από λέπρα ή από λεύκη, αυτός δεν κατεβαίνει στην πόλη ούτε και έρχεται σε επαφή με τους άλλους Πέρσες. Λένε πως επειδή αμάρτησε κάποιος στον ήλιο, γι᾽ αυτό έχει την αρρώστια αυτή.
[1.138.2]ξεῖνον δὲ πάντα τὸν λαμβανόμενον ὑπὸ τούτων πολλοὶ ἐξελαύνουσι ἐκ τῆς χώρης, καὶ τὰς λευκὰς περιστερὰς τὴν αὐτὴν αἰτίην ἐπιφέροντες. ἐς ποταμὸν δὲ οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι, οὐ χεῖρας ἐναπονίζονται οὐδὲ ἄλλον οὐδένα περιορῶσι, ἀλλὰ σέβονται ποταμοὺς μάλιστα.Αν ένας ξένος βρεθεί να είναι άρρωστος από την αρρώστια αυτή, πολλοί τον διώχνουν από τον τόπο τους, και μαζί αφανίζουν και τα άσπρα περιστέρια με την ίδια δικαιολογία. Δεν κατουρούν στα ποτάμια, ούτε πλένουν εκεί τα χέρια τους, ούτε και το επιτρέπουν σε κανέναν άλλο, αλλά τους ποταμούς τούς σέβονται ιδιαίτερα.
[1.139.1]καὶ τόδε ἄλλο σφι ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι, τὸ Πέρσας μὲν αὐτοὺς λέληθε, ἡμέας μέντοι οὔ. τὰ οὐνόματά σφι ἐόντα ὅμοια τοῖσι σώμασι καὶ τῇ μεγαλοπρεπείῃ τελευτῶσι πάντα ἐς τὠυτὸ γράμμα, τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ σίγμα. ἐς τοῦτο διζήμενος εὑρήσεις τελευτῶντα τῶν Περσέων τὰ οὐνόματα, οὐ τὰ μέν, τὰ δὲ οὔ, ἀλλὰ πάντα ὁμοίως.Νά και ένα άλλο χαρακτηριστικό που παρουσιάζεται σ᾽ αυτούς· οι ίδιοι οι Πέρσες δεν το προσέχουν, εμάς όμως μας ξαφνιάζει: τα ονόματά τους, που ανταποκρίνονται στις σωματικές τους αρετές ή στην ευγενική καταγωγή τους, τελειώνουν όλα στο ίδιο γράμμα, που οι Δωριείς το λένε σαν, οι Ίωνες πάλι σίγμα. Αν τα εξετάσεις, σε τούτο το γράμμα θα βρεις να τελειώνουν τα περσικά ονόματα, όχι άλλα ναι και άλλα όχι, αλλά ανεξαιρέτως όλα.
[1.140.1]Ταῦτα μὲν ἀτρεκέως ἔχω περὶ αὐτῶν εἰδὼς εἰπεῖν. τάδε μέντοι ὡς κρυπτόμενα λέγεται καὶ οὐ σαφηνέως περὶ τοῦ ἀποθανόντος, ὡς οὐ πρότερον θάπτεται ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ νέκυς πρὶν ἂν ὑπ᾽ ὄρνιθος ἢ κυνὸς ἑλκυσθῇ.Αυτά που είπα για τους Πέρσες, τα λέω με βεβαιότητα, γιατί τα ξέρω· τα παρακάτω σχετικά με τους νεκρούς τους, λέγονται όχι πολύ ξεκάθαρα, γιατί αποτελούνε μυστικά: Δηλαδή το νεκρό σώμα ενός Πέρση δεν το θάβουν πρωτύτερα, πριν το σπαράξουν σκυλιά και όρνια.
[1.140.2]μάγους μὲν γὰρ ἀτρεκέως οἶδα ταῦτα ποιέοντας· ἐμφανέως γὰρ δὴ ποιεῦσι. κατακηρώσαντες δὲ ὦν τὸν νέκυν Πέρσαι γῇ κρύπτουσι. μάγοι δὲ κεχωρίδαται πολλὸν τῶν τε ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τῶν ἐν Αἰγύπτῳ ἱρέων·Για τους μάγους ξέρω καλά ότι κάνουν αυτό που λέω· γιατί το κάνουν φανερά. Οπωσδήποτε οι Πέρσες αλείφουν πρώτα το νεκρό σώμα με κερί, και ύστερα το παραχώνουν στη γη. Οι μάγοι γενικά διαφέρουν πολύ από τους άλλους ανθρώπους και από τους ιερείς της Αιγύπτου·
[1.140.3]οἱ μὲν γὰρ ἁγνεύουσι ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν, εἰ μὴ ὅσα θύουσι· οἱ δὲ δὴ μάγοι αὐτοχειρίῃ πάντα πλὴν κυνὸς καὶ ἀνθρώπου κτείνουσι, καὶ ἀγώνισμα μέγα τοῦτο ποιεῦνται, κτείνοντες ὁμοίως μύρμηκάς τε καὶ ὄφις καὶ τἆλλα ἑρπετὰ καὶ πετεινά. καὶ ἀμφὶ μὲν τῷ νόμῳ τούτῳ ἐχέτω ὡς καὶ ἀρχὴν ἐνομίσθη, ἄνειμι δὲ ἐπὶ τὸν πρότερον λόγον.γιατί οι Αιγύπτιοι φυλάγονται καθαροί και δε σκοτώνουν κανένα ζωντανό, έξω από αυτά που θυσιάζουν· ενώ οι μάγοι σκοτώνουν με το ίδιο τους το χέρι όλα τα ζωντανά, εκτός από σκυλί και άνθρωπο· επιδίδονται μάλιστα, σαν σε αγώνισμα, στο να σκοτώνουν δίχως διάκριση μυρμήγκια και φίδια και άλλα παρόμοια ερπετά και πετούμενα. Ας μείνει αυτή τους η συνήθεια έτσι όπως την έχουν από παλιά, και εγώ ξαναγυρίζω στην προηγούμενη διήγησή μου.
[1.141.1]Ἴωνες δὲ καὶ Αἰολέες, ὡς οἱ Λυδοὶ τάχιστα κατεστράφατο ὑπὸ Περσέων, ἔπεμπον ἀγγέλους ἐς Σάρδις παρὰ Κῦρον, ἐθέλοντες ἐπὶ τοῖσι αὐτοῖσι εἶναι τοῖσι καὶ Κροίσῳ ἦσαν κατήκοοι. ὁ δὲ ἀκούσας αὐτῶν τὰ προΐσχοντο ἔλεξέ σφι λόγον, ἄνδρα φὰς αὐλητὴν ἰδόντα ἰχθῦς ἐν τῇ θαλάσσῃ αὐλέειν, δοκέοντά σφεας ἐξελεύσεσθαι ἐς γῆν·Οι Ίωνες και οι Αιολείς, ευθύς ως οι Λυδοί έγιναν υποχείριοι των Περσών, έστειλαν αγγελιοφόρους στις Σάρδεις προς τον Κύρο, ζητώντας να μείνουν υπήκοοί του με τους ίδιους όρους, όπως και του Κροίσου. Όταν ο Κύρος άκουσε την πρότασή τους, τους διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία: Πως κάποιος αυλητής, λέει, που είδε ψάρια στη θάλασσα, άρχισε να παίζει τον αυλό του με την ελπίδα ότι έτσι τα ψάρια θα έβγαιναν στην ακρογιαλιά.
[1.141.2]ὡς δὲ ψευσθῆναι τῆς ἐλπίδος, λαβεῖν ἀμφίβληστρον καὶ περιβαλεῖν τε πλῆθος πολλὸν τῶν ἰχθύων καὶ ἐξειρύσαι, ἰδόντα δὲ παλλομένους εἰπεῖν ἄρα αὐτὸν πρὸς τοὺς ἰχθῦς· Παύεσθέ μοι ὀρχεόμενοι, ἐπεὶ οὐδ᾽ ἐμέο αὐλέοντος ἠθέλετε ἐκβαίνειν ὀρχεόμενοι.Επειδή όμως είδε ότι η ελπίδα του πήγε χαμένη, πήρε λέει ένα δίχτυ, έπιασε πολλά ψάρια και τα τράβηξε έξω. Βλέποντάς τα να σπαρταρούν, είπε στα ψάρια: Δε σταματάτε το χορό, αφού, τότε που έπαιζα τον αυλό μου, δεν καταδεχθήκατε να βγείτε έξω και να χορέψετε!
[1.141.3]Κῦρος μὲν τοῦτον τὸν λόγον τοῖσι Ἴωσι καὶ τοῖσι Αἰολεῦσι τῶνδε εἵνεκα ἔλεξε, ὅτι δὴ οἱ Ἴωνες πρότερον αὐτοῦ Κύρου δεηθέντος δι᾽ ἀγγέλων ἀπίστασθαί σφεας ἀπὸ Κροίσου οὐκ ἐπείθοντο, τότε δὲ κατεργασμένων τῶν πρηγμάτων ἦσαν ἕτοιμοι πείθεσθαι Κύρῳ.Ο Κύρος είπε αυτή την ιστορία στους Ίωνες και στους Αιολείς γι᾽ αυτόν το λόγο: επειδή οι Ίωνες, όταν στο παρελθόν ο ίδιος ο Κύρος τούς προσκάλεσε με αγγελιοφόρους του να αποστατήσουν από τον Κροίσο, δεν τον άκουσαν, και τώρα, που το πράγμα τέλειωσε, ήσαν πρόθυμοι να τον ακούσουν.
[1.141.4]ὁ μὲν δὴ ὀργῇ ἐχόμενος ἔλεγέ σφι τάδε, Ἴωνες δὲ ὡς ἤκουσαν τούτων ἀνενειχθέντων ἐς τὰς πόλιας, τείχεά τε περιεβάλοντο ἕκαστοι καὶ συνελέγοντο ἐς Πανιώνιον οἱ ἄλλοι πλὴν Μιλησίων· πρὸς μούνους γὰρ τούτους ὅρκιον Κῦρος ἐποιήσατο ἐπ᾽ οἷσί περ ὁ Λυδός· τοῖσι δὲ λοιποῖσι Ἴωσι ἔδοξε κοινῷ λόγῳ πέμπειν ἀγγέλους ἐς Σπάρτην δεησομένους σφίσι τιμωρέειν.Ο Κύρος θυμωμένος τους μίλησε έτσι. Οι Ίωνες από τη μεριά τους, σαν έφτασε η απόκριση αυτή στις πόλεις τους, άρχισαν ο καθένας τους να περιτειχίζονται και συγκεντρώνονταν παράλληλα στο Πανιώνιον, όλοι τους έξω από τους Μιλήσιους· γιατί μόνο μ᾽ αυτούς ο Κύρος έκλεισε ένορκη συμφωνία με τους ίδιους όρους, όπως και ο λυδός βασιλιάς. Οι υπόλοιποι όμως Έλληνες αποφάσισαν από κοινού να στείλουν αγγελιοφόρους τους στη Σπάρτη, για να ζητήσουν βοήθεια.
[1.142.1]οἱ δὲ Ἴωνες οὗτοι, τῶν καὶ τὸ Πανιώνιόν ἐστι, τοῦ μὲν οὐρανοῦ καὶ τῶν ὡρέων ἐν τῷ καλλίστῳ ἐτύγχανον ἱδρυσάμενοι πόλιας πάντων ἀνθρώπων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν.Οι Ίωνες αυτοί —στους οποίους ανήκει και το Πανιώνιον— συμβαίνει να έχουν χτίσει τις πόλεις τους κάτω από τον πιο ωραίο ουρανό και με το καλύτερο κλίμα, σε σχέση με όλους τους άλλους ανθρώπους που ξέρουμε.
[1.142.2]οὔτε γὰρ τὰ ἄνω αὐτῆς χωρία τὠυτὸ ποιέει τῇ Ἰωνίῃ οὔτε τὰ κάτω, [οὔτε τὰ πρὸς τὴν ἠῶ οὔτε τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην,] τὰ μὲν ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ τε καὶ ὑγροῦ πιεζόμενα, τὰ δὲ ὑπὸ τοῦ θερμοῦ τε καὶ αὐχμώδεος.Γιατί ούτε τα βορειότερα μέρη ούτε τα νοτιότερα συγκρίνονται με την Ιωνία [1.ούτε κι όσα βρίσκονται ανατολικά, ούτε κι εκείνα προς τη δύση]· γιατί προς βορρά είναι το κλίμα κρύο και υγρό, ενώ νοτιότερα είναι ζεστό και έχει ξηρασία.
[1.142.3]γλῶσσαν δὲ οὐ τὴν αὐτὴν οὗτοι νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων. Μίλητος μὲν αὐτέων πρώτη κεῖται πόλις πρὸς μεσαμβρίην, μετὰ δὲ Μυοῦς τε καὶ Πριήνη· αὗται μὲν ἐν τῇ Καρίῃ κατοίκηνται κατὰ ταὐτὰ διαλεγόμεναι σφίσι, αἵδε δὲ ἐν τῇ Λυδίῃ· Ἔφεσος, Κολοφών, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομεναί, Φώκαια.Δε χρησιμοποιούν όλοι οι Ίωνες την ίδια γλώσσα αλλά τέσσερα διαφορετικά ιδιώματα. Προς νότο η πρώτη πόλη στη σειρά είναι η Μίλητος, ύστερα έρχονται η Μυούς και η Πριήνη· αυτές βρίσκονται στην Καρία και μιλούν το ίδιο ιδίωμα μεταξύ τους. Οι πόλεις πάλι στη Λυδία είναι η Έφεσος, η Κολοφών, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομεναί και η Φώκαια·
[1.142.4]αὗται δὲ αἱ πόλιες τῇσι πρότερον λεχθείσῃσι ὁμολογέουσι κατὰ γλῶσσαν οὐδέν, σφίσι δὲ ὁμοφωνέουσι. ἔτι δὲ τρεῖς ὑπόλοιποι Ἰάδες πόλιες, τῶν αἱ δύο μὲν νήσους οἰκέαται, Σάμον τε καὶ Χίον, ἡ δὲ μία ἐν τῇ ἠπείρῳ ἵδρυται, Ἐρυθραί. Χῖοι μέν νυν καὶ Ἐρυθραῖοι κατὰ τὠυτὸ διαλέγονται, Σάμιοι δὲ ἐπ᾽ ἑωυτῶν μοῦνοι. οὗτοι χαρακτῆρες γλώσσης τέσσερες γίνονται.αυτές οι πόλεις δε συμφωνούν καθόλου ως προς τη γλώσσα τους με εκείνες που αναφέραμε πρωτύτερα, ενώ μεταξύ τους έχουν το ίδιο ιδίωμα. Υπολείπονται άλλες τρεις ιωνικές πόλεις, που οι δύο είναι χτισμένες σε νησιά, στη Σάμο και στη Χίο, ενώ η τρίτη βρίσκεται στη στεριά, δηλαδή οι Ερυθραί· Χίοι και Ερυθραίοι μιλούν το ίδιο ιδίωμα, ενώ οι Σάμιοι το ιδιαίτερο δικό τους. Έτσι τα γλωσσικά ιδιώματα γίνονται τέσσερα.
[1.143.1]τούτων δὴ ὦν τῶν Ἰώνων οἱ Μιλήσιοι μὲν ἦσαν ἐν σκέπῃ τοῦ φόβου, ὅρκιον ποιησάμενοι, τοῖσι δὲ αὐτῶν νησιώτῃσι ἦν δεινὸν οὐδέν· οὔτε γὰρ Φοίνικες ἦσάν κω Περσέων κατήκοοι οὔτε αὐτοὶ οἱ Πέρσαι ναυβάται.Λοιπόν από αυτούς τους Ίωνες οι Μιλήσιοι δεν είχαν λόγο να φοβούνται, ύστερα από τους όρκους που είχαν κάνει, κι όσο για τους νησιώτες δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος· γιατί ούτε οι Φοίνικες είχαν υποταγεί ακόμη στους Πέρσες, ούτε οι ίδιοι οι Πέρσες ήσαν ναυτικοί.
[1.143.2]ἀπεσχίσθησαν δὲ ἀπὸ τῶν ἄλλων Ἰώνων οὗτοι κατ᾽ ἄλλο μὲν οὐδέν, ἀσθενέος δὲ ἐόντος τοῦ παντὸς τότε Ἑλληνικοῦ γένεος, πολλῷ δὴ ἦν ἀσθενέστατον τῶν ἐθνέων τὸ Ἰωνικὸν καὶ λόγου ἐλαχίστου· ὅτι γὰρ μὴ Ἀθῆναι, ἦν οὐδὲν ἄλλο πόλισμα λόγιμον.Ξέκοψαν από τους άλλους Ίωνες οι Ίωνες της Μικράς Ασίας όχι για άλλον λόγο παρά γιατί τα χρόνια εκείνα οι Έλληνες στο σύνολό τους, ως έθνος, ήσαν ανίσχυροι. Ανάμεσά τους η πιο ανίσχυρη ήταν η ιωνική φυλή, σχεδόν ασήμαντη· γιατί αν εξαιρέσει κανείς την Αθήνα, δεν υπήρχε καμιά άλλη πόλη άξια λόγου.
[1.143.3]οἱ μέν νυν ἄλλοι Ἴωνες καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἔφυγον τὸ οὔνομα, οὐ βουλόμενοι Ἴωνες κεκλῆσθαι, ἀλλὰ καὶ νῦν φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι· αἱ δὲ δυώδεκα πόλιες αὗται τῷ τε οὐνόματι ἠγάλλοντο καὶ ἱρὸν ἱδρύσαντο ἐπὶ σφέων αὐτέων, τῷ οὔνομα ἔθεντο Πανιώνιον, ἐβουλεύσαντο δὲ αὐτοῦ μεταδοῦναι μηδαμοῖσι ἄλλοισι Ἰώνων (οὐδ᾽ ἐδεήθησαν δὲ οὐδαμοὶ μετασχεῖν ὅτι μὴ Σμυρναῖοι),Οι άλλοι Ίωνες και οι Αθηναίοι ξέφυγαν απ᾽ αυτό το όνομα, γιατί δεν ήθελαν να λέγονται Ίωνες, αφού και σήμερα οι πιο πολλοί τους αισθάνονται ντροπή για το όνομά τους. Αλλά οι δώδεκα πόλεις που αναφέραμε καμάρωναν με το όνομά τους και έχτισαν και ιερό (μόνον γι᾽ αυτούς), που του έδωσαν το όνομα Πανιώνιον· αποφάσισαν μάλιστα να μη δεχτούν σ᾽ αυτό κανέναν άλλο από τους Ίωνες (εξάλλου και κανείς άλλος δε ζήτησε να πάρει μέρος εκτός από τους Σμυρνιούς).
[1.144.1]κατά περ οἱ ἐκ τῆς πενταπόλιος νῦν χώρης Δωριέες, πρότερον δὲ ἑξαπόλιος τῆς αὐτῆς ταύτης καλεομένης, φυλάσσονται ὦν μηδαμοὺς ἐσδέξασθαι τῶν προσοίκων Δωριέων ἐς τὸ Τριοπικὸν ἱρόν, ἀλλὰ καὶ σφέων αὐτῶν τοὺς περὶ τὸ ἱρὸν ἀνομήσαντας ἐξεκλήισαν τῆς μετοχῆς.Το ίδιο έκαναν και οι Δωριείς της περιοχής που σήμερα λέγεται Πεντάπολη (παλιότερα όμως αυτή η ίδια ονομαζόταν Εξάπολις), που απαγορεύουν σ᾽ οποιονδήποτε από τους γείτονές τους Δωριείς να μπει στο Τριοπικό ιερό· αλλά και από τους δικούς τους αρνήθηκαν τη συμμετοχή σ᾽ όσους δε σεβάστηκαν τα νόμιμα του ιερού.
[1.144.2]ἐν γὰρ τῷ ἀγῶνι τοῦ Τριοπίου Ἀπόλλωνος ἐτίθεσαν τὸ πάλαι τρίποδας χαλκέους τοῖσι νικῶσι, καὶ τούτους χρῆν τοὺς λαμβάνοντας ἐκ τοῦ ἱροῦ μὴ ἐκφέρειν ἀλλ᾽ αὐτοῦ ἀνατιθέναι τῷ θεῷ.Γιατί παλιότερα, στους αγώνες που έκαναν προς τιμήν του Τριοπίου Απόλλωνος, έδιναν ως βραβείο στους νικητές χάλκινους τρίποδες, που όμως δεν επιτρέπονταν εκείνοι που τους έπαιρναν να τους βγάλουν έξω από το ιερό, αλλά έπρεπε να τους αφιερώσουν εκεί, στο θεό.
[1.144.3]ἀνὴρ ὦν Ἁλικαρνησσεύς, τῷ οὔνομα ἦν Ἀγασικλέης, νικήσας τὸν νόμον κατηλόγησε, φέρων δὲ πρὸς τὰ ἑωυτοῦ οἰκία προσεπασσάλευσε τὸν τρίποδα. διὰ ταύτην τὴν αἰτίην αἱ πέντε πόλιες, Λίνδος καὶ Ἰήλυσός τε καὶ Κάμιρος καὶ Κῶς τε καὶ Κνίδος, ἐξεκλήισαν τῆς μετοχῆς τὴν ἕκτην πόλιν Ἁλικαρνησσόν. τούτοισι μέν νυν οὗτοι ταύτην τὴν ζημίην ἐπέθηκαν.Κάποιος όμως από την Αλικαρνασσό (το όνομά του ήταν Ηγησικλής) που νίκησε, παραβίασε τη συνήθεια αυτή και παίρνοντας σπίτι του τον τρίποδα τον κρέμασε στον τοίχο. Γι᾽ αυτόν το λόγο οι πέντε πόλεις, η Λίνδος, η Ιήλυσος και η Κάμιρος, η Κως και η Κνίδος, αρνήθηκαν τη συμμετοχή στην έχτη πόλη, την Αλικαρνασσό. Αυτή λοιπόν είναι η ποινή που της επέβαλαν.
[1.145.1]δυώδεκα δέ μοι δοκέουσι πόλιας ποιήσασθαι οἱ Ἴωνες καὶ οὐκ ἐθελῆσαι πλεῦνας ἐσδέξασθαι τοῦδε εἵνεκα, ὅτι καὶ ὅτε ἐν Πελοποννήσῳ οἴκεον δυώδεκα ἦν αὐτῶν μέρεα, κατά περ νῦν Ἀχαιῶν τῶν ἐξελασάντων Ἴωνας δυώδεκά ἐστι μέρεα, Πελλήνη μέν γε πρώτη πρὸς Σικυῶνος, μετὰ δὲ Αἴγειρα καὶ Αἰγαί, ἐν τῇ Κρᾶθις ποταμὸς ἀένναός ἐστι, ἀπ᾽ ὅτευ ὁ ἐν Ἰταλίῃ ποταμὸς τὸ οὔνομα ἔσχε, καὶ Βοῦρα καὶ Ἑλίκη, ἐς τὴν κατέφυγον Ἴωνες ὑπὸ Ἀχαιῶν μάχῃ ἑσσωθέντες, καὶ Αἴγιον καὶ Ῥύπες καὶ Πατρέες καὶ Φαρέες καὶ Ὤλενος, ἐν τῷ Πεῖρος ποταμὸς μέγας ἐστί, καὶ Δύμη καὶ Τριταιέες, οἳ μοῦνοι τούτων μεσόγαιοι οἰκέουσι.Έχω τη γνώμη ότι οι Ίωνες σχημάτισαν δώδεκα πόλεις και δε θέλησαν να προχωρήσουν σε περισσότερες για τον παρακάτω λόγο: Επειδή κι όταν ακόμη κατοικούσαν στην Πελοπόννησο, ήταν μοιρασμένοι σε δώδεκα περιοχές, όπως είναι και τώρα ακόμη οι Αχαιοί, που έδιωξαν τους Ίωνες, μοιρασμένοι σε δώδεκα περιοχές: πρώτα έρχεται η Πελλήνη, ξεκινώντας από τη Σικυώνα, ύστερα η Αίγειρα και οι Αιγαί (όπου τρέχει αστείρευτος ο Κράθις ποταμός κι από όπου πήρε το όνομά του ο ομώνυμος ποταμός στην Ιταλία), ύστερα η Βούρα και η Ελίκη (σ᾽ αυτήν κατέφυγαν οι Ίωνες, όταν νικήθηκαν στη μάχη από τους Αχαιούς), το Αίγιον και οι Ρύπες και οι Πατρείς και οι Φαρείς και ο Ώλενος (όπου υπάρχει και ο μεγάλος ποταμός Πείρος), η Δύμη και οι Τριταιείς (που είναι οι μόνοι από αυτούς, που κατοικούνε προς το εσωτερικό).
[1.146.1]ταῦτα δυώδεκα μέρεα νῦν Ἀχαιῶν ἐστι καὶ τότε γε Ἰώνων ἦν. τούτων δὴ εἵνεκα καὶ οἱ Ἴωνες δυώδεκα πόλιας ἐποιήσαντο, ἐπεὶ ὥς γέ τι μᾶλλον οὗτοι Ἴωνές εἰσι τῶν ἄλλων Ἰώνων ἢ κάλλιόν τι γεγόνασι, μωρίη πολλὴ λέγειν, τῶν Ἄβαντες μὲν ἐξ Εὐβοίης εἰσὶ οὐκ ἐλαχίστη μοῖρα, τοῖσι Ἰωνίης μέτα οὐδὲ τοῦ οὐνόματος οὐδέν, Μινύαι δὲ Ὀρχομένιοί σφι ἀναμεμείχαται καὶ Καδμεῖοι καὶ Δρύοπες καὶ Φωκέες ἀποδάσμιοι καὶ Μολοσσοὶ καὶ Ἀρκάδες Πελασγοὶ καὶ Δωριέες Ἐπιδαύριοι, ἄλλα τε ἔθνεα πολλὰ ἀναμεμείχαται·Σ᾽ αυτές τις δώδεκα περιοχές είναι τώρα μοιρασμένοι οι Αχαιοί, και τότε ήσαν οι Ίωνες. Αυτός είναι ο λόγος που οι Ίωνες της Μικράς Ασίας σχημάτισαν δώδεκα πόλεις· γιατί η εξήγηση, πως είναι τάχα αυτοί περισσότερο Ίωνες από τους άλλους Ίωνες ή ευγενέστερης καταγωγής, είναι μεγάλη ανοησία και να τη λέει κανείς: αφού ένα μεγάλο ποσοστό ανάμεσά τους αποτελούν οι Άβαντες από την Εύβοια, που με την Ιωνία δεν τους δένει ούτε καν το όνομα, κι είναι ακόμη ανακατωμένοι μαζί τους Μινύαι από τον Ορχομενό και Καδμείοι και Δρύοπες και μια αποσπασμένη ομάδα από Φωκείς, και Μολοσσοί και Πελασγοί από την Αρκαδία και Δωριείς από την Επίδαυρο· κι άλλες πολλές φυλές είναι ανακατωμένες μαζί τους.
[1.146.2]οἱ δὲ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ πρυτανηίου τοῦ Ἀθηναίων ὁρμηθέντες καὶ νομίζοντες γενναιότατοι εἶναι Ἰώνων, οὗτοι δὲ οὐ γυναῖκας ἠγάγοντο ἐς τὴν ἀποικίην ἀλλὰ Καείρας ἔσχον, τῶν ἐφόνευσαν τοὺς γονέας.Κι αυτοί ακόμη που ξεκίνησαν από το πρυτανείο των Αθηναίων, και γι᾽ αυτό πιστεύουν πως είναι οι πιο ευγενείς και καθαρόαιμοι Ίωνες, κι αυτοί ακόμη δεν έφεραν στην αποικία μαζί τους γυναίκες, αλλά παντρεύτηκαν γυναίκες από την Καρία, αφού πρώτα σκότωσαν τους γονείς τους.
[1.146.3]διὰ τοῦτον δὲ τὸν φόνον αἱ γυναῖκες αὗται νόμον θέμεναι σφίσι αὐτῇσι ὅρκους ἐπήλασαν καὶ παρέδοσαν τῇσι θυγατράσι μή κοτε ὁμοσιτῆσα τοῖσι ἀνδράσι μηδὲ οὐνόματι βῶσαι τὸν ἑωυτῆς ἄνδρα, τοῦδε εἵνεκα ὅτι ἐφόνευσαν σφέων τοὺς πατέρας καὶ ἄνδρας καὶ παῖδας καὶ ἔπειτε ταῦτα ποιήσαντες αὐτῇσι συνοίκεον. ταῦτα δὲ ἦν γινόμενα ἐν Μιλήτῳ.Γι᾽ αυτόν το φόνο οι γυναίκες αυτές έβαλαν νόμο και δέθηκαν μεταξύ τους μ᾽ όρκο, που τον παρέδωσαν στα κορίτσια τους, να μην καθίσουν ποτέ πια στο τραπέζι μαζί με τους άντρες τους, μήτε να προσφωνήσουν η καθεμιά τον άντρα της με το όνομά του, επειδή τους σκότωσαν τους πατέρες τους και τα παιδιά τους, κι ύστερα από αυτό που έκαναν τις πήρανε γυναίκες. Αυτά συνέβαιναν στη Μίλητο.
[1.147.1]βασιλέας δὲ ἐστήσαντο οἱ μὲν αὐτῶν Λυκίους ἀπὸ Γλαύκου τοῦ Ἱππολόχου γεγονότας, οἱ δὲ Καύκωνας Πυλίους ἀπὸ Κόδρου τοῦ Μελάνθου, οἱ δὲ καὶ συναμφοτέρους. ἀλλὰ γὰρ περιέχονται τοῦ οὐνόματος μᾶλλόν τι τῶν ἄλλων Ἰώνων· ἔστωσαν δὴ καὶ οἱ καθαρῶς γεγονότες Ἴωνες.Κι όσο για βασιλιάδες, άλλοι από τους Ίωνες της Μικράς Ασίας έκαναν βασιλιάδες Λύκιους που κατάγονταν από τον Γλαύκο, το γιο του Ιππόλοχου, άλλοι Καύκωνες από την Πύλο που κατάγονταν από τον Κόδρο, το γιο του Μελάνθου, κι άλλοι κι από τις δυο γενιές. Αλλά αφού κρατούν αυτοί το όνομά τους με περισσότερο φανατισμό από τους άλλους Ίωνες, ας πούμε έστω πως είναι οι πιο καθαρόαιμοι Ίωνες.
[1.147.2]εἰσὶ δὲ πάντες Ἴωνες, ὅσοι ἀπ᾽ Ἀθηνέων γεγόνασι καὶ Ἀπατούρια ἄγουσι ὁρτήν. ἄγουσι δὲ πάντες πλὴν Ἐφεσίων καὶ Κολοφωνίων· οὗτοι γὰρ μοῦνοι Ἰώνων οὐκ ἄγουσι Ἀπατούρια, καὶ οὗτοι κατὰ φόνου τινὰ σκῆψιν.Στην πραγματικότητα είναι όλοι Ίωνες όσοι κατάγονται από τους Αθηναίους και γιορτάζουν τα Απατούρια. Και τα γιορτάζουν όλοι εκτός από τους Εφέσιους και τους Κολοφώνιους· αυτοί είναι οι μόνοι που δε γιορτάζουν τα Απατούρια, κι αυτό για κάποιον λόγο που την αρχή του την έχει σ᾽ ένα φόνο.
[1.148.1]τὸ δὲ Πανιώνιόν ἐστι τῆς Μυκάλης χῶρος ἱρός, πρὸς ἄρκτον τετραμμένος, κοινῇ ἐξαραιρημένος ὑπὸ Ἰώνων Ποσειδέωνι Ἑλικωνίῳ· ἡ δὲ Μυκάλη ἐστὶ τῆς ἠπείρου ἄκρη πρὸς ζέφυρον ἄνεμον κατήκουσα Σάμῳ, ἐς τὴν συλλεγόμενοι ἀπὸ τῶν πολίων Ἴωνες ἄγεσκον ὁρτήν, τῇ ἔθεντο οὔνομα Πανιώνια.Το Πανιώνιον είναι ένας χώρος ιερός στη Μυκάλη, στραμμένος προς βορρά, που από κοινού οι Ίωνες τον αφιέρωσαν στον Ελικώνιο Ποσειδώνα. Η Μυκάλη είναι ένα ακρωτήριο της στεριάς που απλώνεται προς τη μεριά όπου φυσά ο ζέφυρος, κατάντικρυ στη Σάμο· εκεί μαζεύονταν από τις πόλεις τους οι Ίωνες και έκαναν γιορτή που την ονόμασαν Πανιώνια.
[1.148.2]πεπόνθασι δὲ οὔτι μοῦναι αἱ Ἰώνων ὁρταὶ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ Ἑλλήνων πάντων ὁμοίως πᾶσαι ἐς τὠυτὸ γράμμα τελευτῶσι, κατά περ τῶν Περσέων τὰ οὐνόματα.Και δε συμβαίνει αυτό που θα πω μόνον με των Ιώνων τις γιορτές, αλλά και όλων των Ελλήνων οι γιορτές, ανεξαιρέτως όλες, τελειώνουν στο ίδιο γράμμα, όπως συμβαίνει και με τα περσικά ονόματα.
[1.149.1]Αὗται μὲν αἱ Ἰάδες πόλιές εἰσι, αἵδε δὲ ‹αἱ› Αἰολίδες, Κύμη ἡ Φρικωνὶς καλεομένη, Λήρισαι, Νέον τεῖχος, Τῆμνος, Κίλλα, Νότιον, Αἰγιρόεσσα, Πιτάνη, Αἰγαῖαι, Μύρινα, Γρύνεια· αὗται ἕνδεκα Αἰολέων πόλιες αἱ ἀρχαῖαι· μία γάρ σφεων παρελύθη Σμύρνη ὑπὸ Ἰώνων· ἦσαν γὰρ καὶ αὗται δυώδεκα αἱ ἐν τῇ ἠπείρῳ.Αυτές που είπα είναι οι ιωνικές πόλεις, και αυτές που θα πω οι αιολικές: η Κύμη που ονομάζεται Φρικωνίς, η Λάρισα, το Νέον Τείχος, η Τήμνος, η Κίλλα, το Νότιον, η Αιγιρόεσσα, η Πιτάνη, οι Αιγαίαι, η Μύρινα, η Γρύνεια. Αυτές είναι οι αρχαίες πόλεις των Αιολέων, ένδεκα συνολικά· γιατί τη μια, τη Σμύρνη, την απέσπασαν από την ομάδα αυτή οι Ίωνες· γιατί και των Αιολέων οι πόλεις στη στεριά ήταν παλιά δώδεκα.
[1.149.2]οὗτοι δὲ οἱ Αἰολέες χώρην μὲν ἔτυχον κτίσαντες ἀμείνω Ἰώνων, ὡρέων δὲ ἥκουσαν οὐκ ὁμοίως.Οι Αιολείς αυτοί πέτυχαν και κατοίκισαν μια χώρα ευφορότερη από των Ιώνων, στο κλίμα όμως κατώτερη.
[1.150.1]Σμύρνην δὲ ὧδε ἀπέβαλον Αἰολέες· Κολοφωνίους ἄνδρας στάσι ἑσσωθέντας καὶ ἐκπεσόντας ἐκ τῆς πατρίδος ὑπεδέξαντο. μετὰ δὲ οἱ φυγάδες τῶν Κολοφωνίων φυλάξαντες τοὺς Σμυρναίους ὁρτὴν ἔξω τείχεος ποιευμένους Διονύσῳ, τὰς πύλας ἀποκληίσαντες ἔσχον τὴν πόλιν.Νά πώς οι Αιολείς έχασαν τη Σμύρνη: Δέχτηκαν κάποτε στην πόλη τους μια ομάδα από Κολοφώνιους νικημένους σ᾽ ένα κίνημα και εξορισμένους από την πατρίδα τους. Αργότερα αυτοί οι φυγάδες Κολοφώνιοι καιροφυλάκτησαν μια μέρα που οι κάτοικοι της Σμύρνης έκαναν γιορτή έξω από τα τείχη προς τιμή του Διονύσου, έκλεισαν τις πύλες και έγιναν κύριοι της πόλεως.
[1.150.2]βοηθησάντων δὲ πάντων Αἰολέων ὁμολογίῃ ἐχρήσαντο τὰ ἔπιπλα ἀποδόντων τῶν Ἰώνων ἐκλιπεῖν Σμύρνην Αἰολέας. ποιησάντων δὲ ταῦτα, Σμυρναίων ἐπιδιείλοντό σφεας αἱ ἕνδεκα πόλιες καὶ ἐποιήσαντο σφέων αὐτέων πολιήτας.Ύστερα από παρέμβαση όλων των Αιολέων, έγινε συμφωνία: οι Ίωνες να δώσουν πίσω στους Αιολείς κάθε κινητή περιουσία τους, και οι Αιολείς από μέρους τους να εγκαταλείψουν τη Σμύρνη. Δέχτηκαν οι κάτοικοι της Σμύρνης τη συνθήκη, κι έτσι οι ένδεκα αιολικές πόλεις τούς μοίρασαν μεταξύ τους και τους έκαναν πολίτες δικούς τους.
[1.151.1]αὗται μέν νυν αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, ἔξω τῶν ἐν τῇ Ἴδῃ οἰκημένων· κεχωρίδαται γὰρ αὗται.Αυτές είναι οι αιολικές πόλεις στη στεριά, εκτός από εκείνες που είναι χτισμένες στην Ίδη· γιατί οι τελευταίες αυτές είναι απομονωμένες.
[1.151.2]αἱ δὲ τὰς νήσους ἔχουσαι πέντε μὲν πόλιες τὴν Λέσβον νέμονται (τὴν γὰρ ἕκτην ἐν τῇ Λέσβῳ οἰκεομένην Ἀρίσβαν ἠνδραπόδισαν Μηθυμναῖοι, ἐόντας ὁμαίμους), ἐν Τενέδῳ δὲ μία οἰκέεται πόλις, καὶ ἐν τῇσι Ἑκατὸν νήσοισι καλεομένῃσι ἄλλη μία.Από τις νησιώτικες πόλεις οι πέντε βρίσκονται στη Λέσβο (γιατί την έχτη, χτισμένη επίσης στη Λέσβο, την Αρίσβα, τη σκλάβωσαν οι Μηθυμναίοι, κι ας είχαν το ίδιο αίμα μαζί τους)· μια πόλη είναι χτισμένη στην Τένεδο κι άλλη μια στα Εκατό νησιά, όπως τα λένε.
[1.151.3]Λεσβίοισι μέν νυν καὶ Τενεδίοισι, κατά περ Ἰώνων τοῖσι τὰς νήσους ἔχουσι, ἦν δεινὸν οὐδέν. τῇσι δὲ λοιπῇσι πόλισι ἕαδε κοινῇ Ἴωσι ἕπεσθαι τῇ ἂν οὗτοι ἐξηγέωνται.Για τους Λεσβίους και τους Τενέδιους, όπως και για τους νησιώτες Ίωνες, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Όλες όμως οι άλλες πόλεις πήραν από κοινού απόφαση να ακολουθήσουν τους Ίωνες, σ᾽ όποιον δρόμο κι αν έπαιρναν.
[1.152.1]Ὡς δὲ ἀπίκοντο ἐς τὴν Σπάρτην τῶν Ἰώνων καὶ Αἰολέων οἱ ἄγγελοι (κατὰ γὰρ δὴ τάχος ἦν ταῦτα πρησσόμενα), εἵλοντο πρὸ πάντων λέγειν τὸν Φωκαιέα, τῷ οὔνομα ἦν Πύθερμος. ὁ δὲ πορφύρεόν τε εἷμα περιβαλόμενος, ὡς ἂν πυνθανόμενοι πλεῖστοι συνέλθοιεν Σπαρτιητέων, καὶ καταστὰς ἔλεγε πολλὰ τιμωρέειν ἑωυτοῖσι χρηίζων.Ευθύς ως έφτασαν στη Σπάρτη οι αγγελιοφόροι των Ιώνων και των Αιολέων (το πράγμα έγινε με πολύ γρήγορο ρυθμό), διάλεξαν να μιλήσει εκ μέρους όλων ο αντιπρόσωπος της Φώκαιας, που το όνομά του ήταν Πύθερμος. Κι αυτός, αφού ντύθηκε μ᾽ ένα ρούχο πορφυρό —για να το μάθουνε οι Σπαρτιάτες και να μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι— παρουσιάστηκε μπροστά τους και έλεγε πολλά και διάφορα, τονίζοντας πως είναι ανάγκη να τους βοηθήσουν.
[1.152.2]Λακεδαιμόνιοι δὲ οὐκ ἐσήκουον, ἀλλ᾽ ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν Ἴωσι. οἱ μὲν δὴ ἀπαλλάσσοντο, Λακεδαιμόνιοι δὲ ἀπωσάμενοι τῶν Ἰώνων τοὺς ἀγγέλους ὅμως ἀπέστειλαν πεντηκοντέρῳ ἄνδρας, ὡς μὲν ἐμοὶ δοκέει, κατασκόπους τῶν τε Κύρου πρηγμάτων καὶ Ἰωνίης.Ωστόσο οι Λακεδαιμόνιοι δε συγκινήθηκαν, παρά αποφάσισαν τελικά να μην τους βοηθήσουν τους Ίωνες. Έτσι εκείνοι γύρισαν πίσω, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι, μόλις ξεφορτώθηκαν τους αγγελιοφόρους των Ιώνων, είπαν να φύγει μια αποστολή σ᾽ ένα καράβι με πενήντα κωπηλάτες, κατά τη γνώμη μου για να κατοπτεύσει πώς ήταν τα πράγματα στην Ιωνία και τί έκανε ο Κύρος.
[1.152.3]ἀπικόμενοι δὲ οὗτοι ἐς Φώκαιαν ἔπεμπον ἐς Σάρδις σφέων αὐτῶν τὸν δοκιμώτατον, τῷ οὔνομα ἦν Λακρίνης, ἀπερέοντα Κύρῳ Λακεδαιμονίων ῥῆσιν, γῆς τῆς Ἑλλάδος μηδεμίαν πόλιν σιναμωρέειν ὡς αὐτῶν οὐ περιοψομένων.Όταν αυτοί έφτασαν στη Φώκαια, έστειλαν στις Σάρδεις τον πιο ικανό ανάμεσά τους —Λακρίνης ήταν το όνομά του— να διαβιβάσει στον Κύρο το μήνυμα των Λακεδαιμονίων: να μην πειράξει ο Κύρος καμιά πόλη της ελληνικής γης, γιατί οι ίδιοι δε θα μείνουν ασυγκίνητοι.
[1.153.1]ταῦτα εἰπόντος τοῦ κήρυκος λέγεται Κῦρον ἐπειρέσθαι τοὺς παρεόντας οἱ Ἑλλήνων τίνες ἐόντες ἄνθρωποι Λακεδαιμόνιοι καὶ κόσοι πλῆθος ταῦτα ἑωυτῷ προαγορεύουσι. Πυνθανόμενον δέ μιν εἰπεῖν πρὸς τὸν κήρυκα τὸν Σπαρτιήτην· Οὐκ ἔδεισά κω ἄνδρας τοιούτους, τοῖσί ἐστι χῶρος ἐν μέσῃ τῇ πόλι ἀποδεδεγμένος ἐς τὸν συλλεγόμενοι ἀλλήλους ὀμνύντες ἐξαπατῶσι. τοῖσι, ἢν ἐγὼ ὑγιαίνω, οὐ τὰ Ἰώνων πάθεα ἔσται ἔλλεσχα ἀλλὰ τὰ οἰκήια.Στα λόγια αυτά του κήρυκα λεν πως αντέδρασε ο Κύρος ρωτώντας τους Έλληνες που είχε μαζί του, τί λογής άνθρωποι είναι οι Λακεδαιμόνιοι και πόσο το πλήθος τους, ώστε να τολμούν να τον προειδοποιούν μ᾽ αυτόν τον τρόπο. Κι αφού κατατοπίστηκε, λένε πως είπε στον Σπαρτιάτη κήρυκα: «Ποτέ ώς τώρα δε φοβήθηκα ανθρώπους τέτοιους, που έχουν στη μέση της πόλης τους ένα ορισμένο μέρος και μαζεμένοι εκεί εξαπατούν ο ένας τον άλλο με όρκους. Αν είμαι γερός, δεν πρόκειται να συζητούν στο μέλλον οι Σπαρτιάτες τα πάθη των Ιώνων αλλά τα δικά τους».
[1.153.2]ταῦτα ἐς τοὺς πάντας Ἕλληνας ἀπέρριψε ὁ Κῦρος τὰ ἔπεα, ὅτι ἀγορὰς στησάμενοι ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέωνται· αὐτοὶ γὰρ οἱ Πέρσαι ἀγορῇσι οὐδὲν ἐώθασι χρᾶσθαι, οὐδέ σφι ἔστι τὸ παράπαν ἀγορή.Αυτά τα λόγια τα έριξε ο Κύρος κατά πρόσωπον όλων των Ελλήνων, επειδή στήνονται στις αγορές τους και εκεί πουλούν και αγοράζουν. Γιατί οι ίδιοι οι Πέρσες δε συνηθίζουν καθόλου τις αγορές κι ούτε κι υπάρχει γενικά στα μέρη τους τόπος για αγορά.
[1.153.3]μετὰ ταῦτα ἐπιτρέψας τὰς μὲν Σάρδις Ταβάλῳ ἀνδρὶ Πέρσῃ, τὸν δὲ χρυσὸν τόν τε Κροίσου καὶ τὸν τῶν ἄλλων Λυδῶν Πακτύῃ ἀνδρὶ Λυδῷ κομίζειν, ἀπήλαυνε αὐτὸς ἐς Ἀγβάτανα, Κροῖσόν τε ἅμα ἀγόμενος καὶ τοὺς Ἴωνας ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιησάμενος τὴν πρώτην εἶναι.Ύστερα ο Κύρος αφού εμπιστεύθηκε τη διοίκηση των Σάρδεων στον Πέρση Τάβαλο, και το θησαυρό του Κροίσου στον Λυδό Πακτύη για να τον φυλά, ξεκίνησε για τα Αγβάτανα, παίρνοντας μαζί του και τον Κροίσο· για τους Ίωνες προς το παρόν δεν έδειξε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
[1.153.4]ἥ τε γὰρ Βαβυλών οἱ ἦν ἐμπόδιος καὶ τὸ Βάκτριον ἔθνος καὶ Σάκαι τε καὶ Αἰγύπτιοι, ἐπ᾽ οὓς ἐπεῖχέ τε στρατηλατέειν αὐτός, ἐπὶ δὲ Ἴωνας ἄλλον πέμπειν στρατηγόν.Γιατί η Βαβυλώνα τού στεκόταν εμπόδιο και το έθνος των Βακτρίων και οι Σάκες και οι Αιγύπτιοι: εναντίον τους είχε σκοπό να εκστρατεύσει ο ίδιος, ενώ εναντίον των Ιώνων να στείλει άλλον στρατηγό.
[1.154.1]ὡς δὲ ἀπήλασε ὁ Κῦρος ἐκ τῶν Σαρδίων, τοὺς Λυδοὺς ἀπέστησε ὁ Πακτύης ἀπό τε Ταβάλου καὶ Κύρου, καταβὰς δὲ ἐπὶ θάλασσαν, ἅτε τὸν χρυσὸν ἔχων πάντα τὸν ἐκ τῶν Σαρδίων, ἐπικούρους τε ἐμισθοῦτο καὶ τοὺς ἐπιθαλασσίους ἀνθρώπους ἔπειθε σὺν ἑωυτῷ στρατεύεσθαι. ἐλάσας δὲ ἐπὶ τὰς Σάρδις ἐπολιόρκεε Τάβαλον ἀπεργμένον ἐν τῇ ἀκροπόλι.Μόλις ο Κύρος ξεκίνησε από τις Σάρδεις, ο Πακτύης ξεσήκωσε τους Λυδούς να αποστατήσουν από τον Τάβαλο και τον Κύρο. Κατέβηκε στη θάλασσα, κι έτσι που είχε όλο το χρυσάφι που πήρε από τις Σάρδεις, στρατολογούσε μισθοφόρους και έπειθε τους κατοίκους των παραθαλασσίων να εκστρατεύσουν στο πλευρό του. Κίνησε έτσι αμέσως με το στρατό του εναντίον των Σάρδεων και πολιορκούσε τον Τάβαλο, που ήταν κλεισμένος στην ακρόπολη.
[1.155.1]πυθόμενος δὲ κατ᾽ ὁδὸν ταῦτα ὁ Κῦρος εἶπε πρὸς Κροῖσον τάδε· Κροῖσε, τί ἔσται τέλος τῶν γινομένων τούτων ἐμοί; οὐ παύσονται Λυδοί, ὡς οἴκασι, πρήγματα παρέχοντες καὶ αὐτοὶ ἔχοντες. φροντίζω μὴ ἄριστον ᾖ ἐξανδραποδίσασθαί σφεας· ὁμοίως γάρ μοι νῦν γε φαίνομαι πεποιηκέναι ὡς εἴ τις πατέρα ἀποκτείνας τῶν παίδων αὐτοῦ φείσαιτο.Όταν το πράγμα έφτασε στα αυτιά του Κύρου επάνω στην πορεία του, είπε στον Κροίσο τα ακόλουθα λόγια: «Κροίσε, ποιό θα είναι το τέλος μ᾽ αυτά που γίνονται εναντίον μου; Δεν το έχουνε σκοπό, όπως φαίνεται, να σταματήσουν οι Λυδοί από το να μ᾽ ενοχλούν και να υποφέρουν κι οι ίδιοι. Σκέφτομαι μην είναι το καλύτερο να τους πουλήσω σκλάβους· γιατί τώρα μου φαίνεται σαν να έχω κάνει το ίδιο, όπως αν κάποιος, που έχει σκοτώσει έναν πατέρα, λυπήθηκε τα παιδιά του.
[1.155.2]ὣς δὲ καὶ ἐγὼ Λυδῶν τὸν μὲν πλέον τι ἢ πατέρα ἐόντα σὲ λαβὼν ἄγω, αὐτοῖσι δὲ Λυδοῖσι τὴν πόλιν παρέδωκα, καὶ ἔπειτα θωμάζω εἴ μοι ἀπεστᾶσι. ὁ μὲν δὴ τά περ ἐνόεε ἔλεγε, ὁ δ᾽ ἀμείβετο τοῖσδε, δείσας μὴ ἀναστάτους ποιήσῃ τὰς Σάρδις·Έτσι κι εγώ, εσένα, που είσαι κάτι περισσότερο από πατέρας των Λυδών, σε πήρα και σε κουβαλώ μαζί μου, ενώ στους ίδιους τους Λυδούς παρέδωσα την πόλη — κι ύστερα απορώ που ξεσηκώνονται εναντίον μου». Εκείνος έλεγε αυτά που πίστευε, και ο Κροίσος, από φόβο μήπως ο Κύρος καταστρέψει εκ θεμελίων τις Σάρδεις, του αποκρινόταν ως εξής:
[1.155.3]Ὦ βασιλεῦ, τὰ μὲν οἰκότα εἴρηκας, σὺ μέντοι μὴ πάντα θυμῷ χρέο μηδὲ πόλιν ἀρχαίην ἐξαναστήσῃς ἀναμάρτητον ἐοῦσαν καὶ τῶν πρότερον καὶ τῶν νῦν ἑστεώτων· τὰ μὲν γὰρ πρότερον ἐγώ τε ἔπρηξα καὶ ἐγὼ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω· τὰ δὲ νῦν παρεόντα, Πακτύης γάρ ἐστι ὁ ἀδικέων, τῷ σὺ ἐπέτρεψας Σάρδις, οὗτος δότω τοι δίκην.«Βασιλιά μου, μίλησες λογικά· ωστόσο μην παραδίδεσαι ολότελα στο θυμό σου και μην αφανίσεις μιαν αρχαία πόλη, που τίποτε δεν φταίει για όσα έγιναν στο παρελθόν και όσα συμβαίνουν τώρα. Γιατί αυτό που έγινε στο παρελθόν, εγώ το έκανα, και πάνω στο δικό μου κεφάλι πέφτει το κρίμα, και το υπομένω. Γι᾽ αυτό πάλι που συμβαίνει τώρα, ένοχος είναι ο Πακτύης, αυτός που του εμπιστεύθηκες τις Σάρδεις· αυτός πρέπει να πληρώσει.
[1.155.4]Λυδοῖσι δὲ συγγνώμην ἔχων τάδε αὐτοῖσι ἐπίταξον, ὡς μήτε ἀποστέωσι μήτε δεινοί τοι ἔωσι· ἄπειπε μέν σφι πέμψας ὅπλα ἀρήια μὴ ἐκτῆσθαι, κέλευε δέ σφεας κιθῶνάς τε ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι καὶ κοθόρνους ὑποδέεσθαι, πρόειπε δ᾽ αὐτοῖσι κιθαρίζειν τε καὶ ψάλλειν καὶ καπηλεύειν παιδεύειν τοὺς παῖδας. καὶ ταχέως σφέας, ὦ βασιλεῦ, γυναῖκας ἀντ᾽ ἀνδρῶν ὄψεαι γεγονότας, ὥστε οὐδὲν δεινοί τοι ἔσονται μὴ ἀποστέωσι.Κι όσο για τους Λυδούς συγχώρα τους, και για να μη σηκώσουν άλλη φορά κεφάλι μήτε να γίνουν επικίνδυνοι, πρόσταξέ τους τα ακόλουθα: στείλε τους μήνυμα και απαγόρευσέ τους να έχουν στην κατοχή τους όπλα πολεμικά, πρόσταξέ τους να βάλουν πουκαμίσες κάτω από τα πανωφόρια τους και στα πόδια τους να δέσουν κοθόρνους, και παράγγειλέ τους να μάθουν στα παιδιά τους να παίζουνε κιθάρα και να τραγουδούν και να εμπορεύονται. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο, βασιλιά μου, γρήγορα θα τους δεις να γίνονται γυναίκες από άνδρες που είναι, και πια δε θα υπάρχει κίνδυνος μην επαναστατήσουν.
[1.156.1]Κροῖσος μὲν δὴ ταῦτά οἱ ὑπετίθετο, αἱρετώτερα ταῦτα εὑρίσκων Λυδοῖσι ἢ ἀνδραποδισθέντας πρηθῆναί σφεας, ἐπιστάμενος ὅτι, ἢν μὴ ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνῃ, οὐκ ἀναπείσει μιν μεταβουλεύσασθαι, ἀρρωδέων δὲ μὴ καὶ ὕστερόν κοτε οἱ Λυδοί, ἢν τὸ παρεὸν ὑπεκδράμωσι, ἀποστάντες ἀπὸ τῶν Περσέων ἀπόλωνται.Ο Κροίσος τού πρότεινε αυτά τα μέτρα, γιατί τα έβρισκε προτιμότερα για τους Λυδούς, παρά να πουληθούνε σκλάβοι, ξέροντας πως αν δεν πρόβαλε στον Κύρο μια πρόταση ανάλογη, δε θα κατόρθωνε να τον πείσει να αλλάξει γνώμη. Εξάλλου τον τρόμαζε και η ιδέα μήπως στο μέλλον —αν τώρα ξέφευγαν το κακό — ξεσηκωθούν και πάλι οι Λυδοί εναντίον των Περσών και αφανιστούν.
[1.156.2]Κῦρος δὲ ἡσθεὶς τῇ ὑποθήκῃ καὶ ὑπεὶς τῆς ὀργῆς ἔφη οἱ πείσεσθαι. καλέσας δὲ Μαζάρεα ἄνδρα Μῆδον, ταῦτά τέ οἱ ἐνετείλατο προειπεῖν Λυδοῖσι τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο, καὶ πρὸς ἐξανδραποδίσασθαι τοὺς ἄλλους πάντας οἳ μετὰ Λυδῶν ἐπὶ Σάρδις ἐστρατεύσαντο, αὐτὸν δὲ Πακτύην πάντως ζῶντα ἀγαγεῖν παρ᾽ ἑωυτόν.Άρεσε η συμβουλή στον Κύρο και δίνοντας τόπο στην οργή του είπε πως δέχεται την πρόταση. Ύστερα φώναξε το Μαζάρη, που ήταν Μήδος, και τον πρόσταξε να πάει να πει στους Λυδούς αυτά που του συμβούλευσε ο Κροίσος· επιπλέον να πουλήσει σκλάβους όλους τους άλλους που μαζί με τους Λυδούς είχαν χτυπήσει τις Σάρδεις, ενώ τον ίδιο τον Πακτύη να τον πιάσει οπωσδήποτε ζωντανό και να τον φέρει εδώ.
[1.157.1]ὁ μὲν δὴ ταῦτα ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐντειλάμενος ἀπήλαυνε ἐς ἤθεα τὰ Περσέων. Πακτύης δὲ πυθόμενος ἀγχοῦ εἶναι στρατὸν ἐπ᾽ ἑωυτὸν ἰόντα, δείσας οἴχετο φεύγων ἐς Κύμην.Αφού ο Κύρος έδωσε πάνω στο δρόμο του τις παραπάνω συμβουλές, συνέχισε την πορεία του για τη χώρα των Περσών. Ο Πακτύης ωστόσο μόλις πληροφορήθηκε ότι βαδίζει εναντίον του στρατός και πως είναι μάλιστα κοντά, από φόβο κατέφυγε στην Κύμη.
[1.157.2]Μαζάρης δὲ ὁ Μῆδος ἐλάσας ἐπὶ τὰς Σάρδις τοῦ Κύρου στρατοῦ μοῖραν ὅσην δή κοτε ἔχων, ὡς οὐκ εὗρε ἔτι ἐόντας τοὺς ἀμφὶ Πακτύην ἐν Σάρδισι, πρῶτα μὲν τοὺς Λυδοὺς ἠνάγκασε τὰς Κύρου ἐντολὰς ἐπιτελέειν· ἐκ τούτου δὲ κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον.Ο Μήδος Μαζάρης είχε κινήσει για τις Σάρδεις έχοντας μαζί του ένα τμήμα από το στρατό του Κύρου, —πόσο ακριβώς δεν ξέρω— και, επειδή δε βρήκε πια την ομάδα του Πακτύη στις Σάρδεις, πρώτα πρώτα επέβαλε στους Λυδούς να εφαρμόσουν τις εντολές του Κύρου· και κάτω από τη δική του επιβολή, οι Λυδοί άλλαξαν ολότελα τρόπο ζωής.
[1.157.3]Μαζάρης δὲ μετὰ τοῦτο ἔπεμπε ἐς τὴν Κύμην ἀγγέλους ἐκδιδόναι κελεύων Πακτύην. οἱ δὲ Κυμαῖοι ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνοῖσαι τὸν ἐν Βραγχίδῃσι. ἦν γὰρ αὐτόθι μαντήιον ἐκ παλαιοῦ ἱδρυμένον, τῷ Ἴωνές τε πάντες καὶ Αἰολέες ἐώθεσαν χρᾶσθαι. ὁ δὲ χῶρος οὗτός ἐστι τῆς Μιλησίης ὑπὲρ Πανόρμου λιμένος.Ύστερα ο Μαζάρης έστειλε αγγελιοφόρους στην Κύμη, για να ζητήσουν να του δοθεί πίσω ο Πακτύης. Οι Κυμαίοι όμως αποφάσισαν να αναθέσουν το πράγμα στο θεό των Βραγχιδών ζητώντας τη συμβουλή του· γιατί εκεί υπήρχε από παλιά ιδρυμένο ένα μαντείο, που συνήθιζαν όλοι οι Ίωνες και οι Αιολείς να το συμβουλεύονται. Ο τόπος αυτός βρίσκεται στην περιοχή της Μιλήτου, πάνω από το λιμάνι του Πανόρμου.
[1.158.1]πέμψαντες ὦν οἱ Κυμαῖοι ἐς τοὺς Βραγχίδας θεοπρόπους εἰρώτευν περὶ Πακτύην ὁκοῖόν τι ποιέοντες θεοῖσι μέλλοιεν χαριεῖσθαι. ἐπειρωτῶσι δέ σφι ταῦτα χρηστήριον ἐγένετο ἐκδιδόναι Πακτύην Πέρσῃσι. ταῦτα δὲ ὡς ἀπενειχθέντα ἤκουσαν οἱ Κυμαῖοι, ὁρμέατο ἐκδιδόναι.Έστειλαν λοιπόν οι Κυμαίοι ανθρώπους τους στο ιερό των Βραγχιδών και ρωτούσαν τί έπρεπε να κάνουν με τον Πακτύη, ώστε να ευχαριστήσουν τους θεούς. Και στην ερώτησή τους αυτή το μαντείο απάντησε να παραδώσουν τον Πακτύη στους Πέρσες. Όταν ο χρησμός έφτασε και τον έμαθαν οι Κυμαίοι, ήσαν έτοιμοι να τον παραδώσουν.
[1.158.2]ὁρμημένου δὲ ταύτῃ τοῦ πλήθεος Ἀριστόδικος ὁ Ἡρακλείδεω ἀνὴρ τῶν ἀστῶν ἐὼν δόκιμος ἔσχε μὴ ποιῆσαι ταῦτα Κυμαίους, ἀπιστέων τε τῷ χρησμῷ καὶ δοκέων τοὺς θεοπρόπους οὐ λέγειν ἀληθέως, ἐς ὃ τὸ δεύτερον περὶ Πακτύεω ἐπειρησόμενοι ἤισαν ἄλλοι θεοπρόποι, τῶν καὶ Ἀριστόδικος ἦν.Ενώ όμως οι πιο πολλοί κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση, ο Αριστόδικος, ο γιος του Ηρακλείδη, άνθρωπος ικανός μέσα στην πόλη, συγκράτησε τους Κυμαίους να μην το κάνουνε αυτό, αμφιβάλλοντας για το χρησμό και πιστεύοντας ότι οι απεσταλμένοι δεν έλεγαν την αλήθεια· ωσότου ξεκίνησε μια δεύτερη αποστολή να ξαναρωτήσει για τον Πακτύη — ανάμεσά τους ήταν και ο Αριστόδικος.
[1.159.1]ἀπικομένων δὲ ἐς Βραγχίδας ἐχρηστηριάζετο ἐκ πάντων Ἀριστόδικος ἐπειρωτῶν τάδε· Ὦναξ, ἦλθε παρ᾽ ἡμέας ἱκέτης Πακτύης ὁ Λυδὸς φεύγων θάνατον βίαιον πρὸς Περσέων· οἱ δέ μιν ἐξαιτέονται προεῖναι Κυμαίους κελεύοντες.Όταν η αποστολή έφτασε στις Βραγχίδες, ζητούσε χρησμό εκ μέρους όλων ο Αριστόδικος, υποβάλλοντας την ερώτηση με τον εξής τρόπο: «Βασιλιά, ήρθε στην πόλη μας ικέτης ο λυδός Πακτύης, ζητώντας καταφύγιο από τον βίαιο θάνατο που του ετοιμάζουν οι Πέρσες· αυτοί βέβαια τον ζητούν και θέλουν από τους Κυμαίους να τους τον παραδώσουν.
[1.159.2]ἡμεῖς δὲ δειμαίνοντες τὴν Περσέων δύναμιν τὸν ἱκέτην ἐς τόδε οὐ τετολμήκαμεν ἐκδιδόναι, πρὶν ἂν τὸ ἀπὸ σεῦ ἡμῖν δηλωθῇ ἀτρεκέως ὁκότερα ποιέωμεν. ὁ μὲν ταῦτα ἐπειρώτα, ὁ δ᾽ αὖτις τὸν αὐτόν σφι χρησμὸν ἔφαινε κελεύων ἐκδιδόναι Πακτύην Πέρσῃσι.Εμείς όμως, όσο κι αν μας φοβίζει η δύναμη των Περσών, ώς τώρα δεν τολμήσαμε να τους παραδώσουμε έναν ικέτη, προτού μας δείξεις εσύ ξεκάθαρα τί από τα δύο πρέπει να κάνουμε». Αυτή ήταν η ερώτηση του Αριστόδικου, αλλά ο θεός έδωσε πάλι τον ίδιο χρησμό, προστάζοντάς τους να δώσουν πίσω τον Πακτύη στους Πέρσες.
[1.159.3]πρὸς ταῦτα ὁ Ἀριστόδικος ἐκ προνοίης ἐποίεε τάδε· περιιὼν τὸν νηὸν κύκλῳ ἐξαίρεε τοὺς στρουθοὺς καὶ ἄλλα ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ. ποιέοντος δὲ αὐτοῦ ταῦτα λέγεται φωνὴν ἐκ τοῦ ἀδύτου γενέσθαι φέρουσαν μὲν πρὸς τὸν Ἀριστόδικον, λέγουσαν δὲ τάδε· Ἀνοσιώτατε ἀνθρώπων, τί τάδε τολμᾷς ποιέειν; τοὺς ἱκέτας μεὸ ἐκ τοῦ νηοῦ κεραΐζεις; Ἀριστόδικον δὲ οὐκ ἀπορήσαντα πρὸς ταῦτα εἰπεῖν·Τότε ο Αριστόδικος από σκοπού έκανε το εξής: Έφερε γύρα το ναό κι έδιωχνε τα σπουργίτια που είχαν φωλιάσει στο ναό. Και ενώ εκείνος έκανε αυτό που είπαμε, λένε ότι ακούστηκε να βγαίνει μέσα από το άδυτο μια φωνή, που απευθυνόταν στον Αριστόδικο και έλεγε τα εξής: «Ασεβέστατε άνθρωπε, πώς τολμάς να κάνεις αυτό το πράγμα; Διώχνεις τους ικέτες μου μέσα από το ναό μου;» Ο Αριστόδικος όμως δεν τα έχασε και αποκρίθηκε:
[1.159.4]Ὦναξ, αὐτὸς μὲν οὕτω τοῖσι ἱκέτῃσι βοηθέεις, Κυμαίους δὲ κελεύεις τὸν ἱκέτην ἐκδιδόναι; τὸν δὲ αὖτις ἀμείψασθαι τοῖσδε· Ναὶ κελεύω, ἵνα γε ἀσεβήσαντες θᾶσσον ἀπόλησθε, ὡς μὴ τὸ λοιπὸν περὶ ἱκετέων ἐκδόσιος ἔλθητε ἐπὶ τὸ χρηστήριον.«Ω Βασιλιά, ο ίδιος λοιπόν βοηθείς τους ικέτες σου, ενώ τους Κυμαίους τούς προστάζεις να παραδώσουν τον δικό τους ικέτη;» Και ο θεός μίλησε πάλι και είπε: «Ναι, το προστάζω, για να ασεβήσετε και να χαθείτε γρηγορότερα, ώστε να μην έρχεστε άλλη φορά να πάρετε χρησμό για το αν πρέπει ή όχι να αποδώσετε έναν ικέτη».
[1.160.1]ταῦτα ὡς ἀπενειχθέντα ἤκουσαν οἱ Κυμαῖοι, οὐ βουλόμενοι οὔτε ἐκδόντες ἀπολέσθαι οὔτε παρ᾽ ἑωυτοῖσι ἔχοντες πολιορκέεσθαι, ἐκπέμπουσι αὐτὸν ἐς Μυτιλήνην.Όταν η απάντηση έφτασε και την άκουσαν οι Κυμαίοι, επειδή δεν ήθελαν ούτε παραδίδοντάς τον τον Πακτύη να αφανιστούν ούτε κρατώντας τον να υποστούν πολιορκία, τον ξαποστέλνουν στη Μυτιλήνη.
[1.160.2]οἱ δὲ Μυτιληναῖοι ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας ἐκδιδόναι τὸν Πακτύην παρεσκευάζοντο ἐπὶ μισθῷ ὅσῳ δή· οὐ γὰρ ἔχω τοῦτό γε εἰπεῖν ἀτρεκέως· οὐ γὰρ ἐτελεώθη.Οι Μυτιληναίοι όμως, επειδή ο Μαζάρης τούς έστειλε μήνυμα να του παραδώσουν τον Πακτύη, ήσαν έτοιμοι να το κάνουν έναντι ενός ποσού — πόσου δεν ξέρω να το πω με ακρίβεια, αφού το πράγμα τελικά δεν έγινε.
[1.160.3]Κυμαῖοι γὰρ ὡς ἔμαθον ταῦτα πρησσόμενα ἐκ τῶν Μυτιληναίων, πέμψαντες πλοῖον ἐς Λέσβον ἐκκομίζουσι Πακτύην ἐς Χίον. ἐνθεῦτεν δὲ ἐξ ἱροῦ Ἀθηναίης πολιούχου ἀποσπασθεὶς ὑπὸ Χίων ἐξεδόθη.Μόλις οι Κυμαίοι έμαθαν τα παζαρέματα των Μυτιληναίων, έστειλαν πλοίο στη Λέσβο, και παίρνουν τον Πακτύη και τον φυγαδεύουν στη Χίο. Εκεί όμως οι Χίοι τον απέσπασαν από το ιερό της πολιούχου Αθηνάς και τον παρέδωσαν.
[1.160.4]ἐξέδοσαν δὲ οἱ Χῖοι ἐπὶ τῷ Ἀταρνέϊ μισθῷ· τοῦ δὲ Ἀταρνέος τούτου ἐστὶ χῶρος τῆς Μυσίης, Λέσβου ἀντίος. Πακτύην μέν νυν παραδεξάμενοι οἱ Πέρσαι εἶχον ἐν φυλακῇ, θέλοντες Κύρῳ ἀποδέξαι.Τον παρέδωσαν οι Χίοι παίρνοντας για αντάλλαγμα τον Αταρνέα· ο Αταρνέας αυτός είναι ένας τόπος στη Μυσία αντίκρυ στη Λέσβο. Έτσι οι Πέρσες πήραν στα χέρια τους τον Πακτύη και τον φύλαγαν, για να τον παρουσιάσουν στον Κύρο.
[1.160.5]ἦν δὲ χρόνος οὗτος οὐκ ὀλίγος γενόμενος, ὅτε Χίων οὐδεὶς ἐκ τοῦ Ἀταρνέος τούτου οὔτε οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο θεῶν οὐδενὶ οὔτε πέμματα ἐπέσσετο καρποῦ τοῦ ἐνθεῦτεν, ἀπείχετό τε τῶν πάντων ἱρῶν τὰ πάντα ἐκ τῆς χώρης ταύτης γινόμενα.Πέρασε πολύς καιρός και στο μεταξύ κανένας Χίος και για κανέναν θεό δεν έπαιρνε να προσφέρει κριθάλευρο από τα χωράφια του Αταρνέα, ούτε και έφτιαχνε λειτουργιές από το στάρι αυτού του τόπου· και γενικά οτιδήποτε έδιναν τα χωράφια αυτά δεν έμπαινε σε κανένα ιερό.
[1.161.1]Χῖοι μέν νυν Πακτύην ἐξέδοσαν, Μαζάρης δὲ μετὰ ταῦτα ἐστρατεύετο ἐπὶ τοὺς συμπολιορκήσαντας Τάβαλον, καὶ τοῦτο μὲν Πριηνέας ἐξηνδραποδίσατο, τοῦτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾶν ἐπέδραμε ληίην ποιεύμενος τῷ στρατῷ, Μαγνησίην τε ὡσαύτως. μετὰ δὲ ταῦτα αὐτίκα νούσῳ τελευτᾷ.Έτσι οι Χίοι παρέδωσαν τον Πακτύη, ενώ ο Μαζάρης κίνησε ύστερα με το στρατό του εναντίον εκείνων που πήραν μέρος στην πολιορκία του Ταβάλου· τους κατοίκους της Πριήνης τους υποδούλωσε, ενώ με το στρατό του έκανε σ᾽ όλη την πεδιάδα επιδρομές και την λεηλατούσε — το ίδιο έγινε και με τη Μαγνησία. Αμέσως όμως ύστερα από αυτό ο Μαζάρης πεθαίνει από κάποια αρρώστια.
[1.162.1]ἀποθανόντος δὲ τούτου Ἅρπαγος κατέβη διάδοχος τῆς στρατηγίης, γένος καὶ αὐτὸς ἐὼν Μῆδος, τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε, ὁ τῷ Κύρῳ τὴν βασιληίην συγκατεργασάμενος.Μετά το θάνατό του, διάδοχός του στρατηγός ήρθε από τα μέσα της Ασίας ο Άρπαγος, μηδικής καταγωγής — αυτός που ο βασιλιάς των Μήδων Αστυάγης τού έκανε εκείνο το φριχτό τραπέζι, και που με τη συμβολή του έγινε ο Κύρος βασιλιάς.
[1.162.2]οὗτος ὡνὴρ τότε ὑπὸ Κύρου στρατηγὸς ἀποδεχθεὶς ὡς ἀπίκετο ἐς τὴν Ἰωνίην, αἵρεε τὰς πόλιας χώμασι· ὅκως γὰρ τειχήρεας ποιήσειε, τὸ ἐνθεῦτεν χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε.Αυτός λοιπόν ορίστηκε τότε από τον Κύρο στρατηγός, και μόλις έφτασε στην Ιωνία άρχισε να κυριεύει τις πόλεις φτιάχνοντας αναχώματα. Γιατί αφού πρώτα τους έκλεινε στα τείχη, ύστερα ύψωνε αναχώματα πλάι στα τείχη τους και τα κυρίευε.
[1.163.1]πρώτῃ δὲ Φωκαίῃ Ἰωνίης ἐπεχείρησε. οἱ δὲ Φωκαιέες οὗτοι ναυτιλίῃσι μακρῇσι πρῶτοι Ἑλλήνων ἐχρήσαντο, καὶ τόν τε Ἀδρίην καὶ τὴν Τυρσηνίην καὶ τὴν Ἰβηρίην καὶ τὸν Ταρτησσὸν οὗτοί εἰσι οἱ καταδέξαντες.Πρώτην ανάμεσα στις πόλεις της Ιωνίας χτύπησε τη Φώκαια. Οι Φωκαείς ήταν οι πρώτοι από τους Έλληνες που έκαναν μακρινές ναυτικές εξορμήσεις, κι αυτοί είναι που ανεκάλυψαν τον Αδριατικό κόλπο, την Τυρρηνία και Ιβηρία, και τον Ταρτησσό.
[1.163.2]ἐναυτίλλοντο δὲ οὐ στρογγύλῃσι νηυσὶ ἀλλὰ πεντηκοντέροισι. ἀπικόμενοι δὲ ἐς τὸν Ταρτησσὸν προσφιλέες ἐγένοντο τῷ βασιλέϊ τῶν Ταρτησσίων, τῷ οὔνομα μὲν ἦν Ἀργανθώνιος, ἐτυράννευσε δὲ Ταρτησσοῦ ὀγδώκοντα ἔτεα, ἐβίωσε δὲ ‹τὰ› πάντα εἴκοσι καὶ ἑκατόν.Δεν ταξίδευαν με στρογγυλά καράβια αλλά με μακρόστενα των πενήντα κωπηλατών. Όταν έφτασαν στον Ταρτησσό, κέρδισαν τη φιλία του βασιλιά των Ταρτησσίων που το όνομά του ήταν Αργανθώνιος· αυτός βασίλευσε στην Ταρτησσό ογδόντα χρόνια κι έζησε συνολικά εκατόν είκοσι.
[1.163.3]τούτῳ δὴ τῷ ἀνδρὶ προσφιλέες οἱ Φωκαιέες οὕτω δή τι ἐγένοντο, ὡς τὰ μὲν πρῶτά σφεας ἐκλιπόντας Ἰωνίην ἐκέλευε τῆς ἑωυτοῦ χώρης οἰκῆσαι ὅκου βούλονται, μετὰ δέ, ὡς τοῦτό γε οὐκ ἔπειθε τοὺς Φωκαιέας, ὁ δὲ πυθόμενος τὸν Μῆδον παρ᾽ αὐτῶν ὡς αὔξοιτο, ἐδίδου σφι χρήματα τεῖχος περιβαλέσθαι τὴν πόλιν.Τόσο πολύ κέρδισαν οι Φωκαείς την αγάπη αυτού του ανθρώπου, ώστε στην αρχή τούς πρότεινε να αφήσουν την Ιωνία και να εγκατασταθούν στη χώρα του, όπου θέλουν· ύστερα επειδή οι Φωκαείς δε δέχτηκαν την προσφορά του, όταν ο βασιλιάς πληροφορήθηκε από αυτούς τους ίδιους ότι οι Μήδοι όλο και προχωρούν μπροστά, τους έδωσε χρήματα για να περιτειχίσουν την πόλη τους,
[1.163.4]ἐδίδου δὲ ἀφειδέως· καὶ γὰρ καὶ ἡ περίοδος τοῦ τείχεος οὐκ ὀλίγοι στάδιοί εἰσι, τοῦτο δὲ πᾶν λίθων μεγάλων καὶ εὖ συναρμοσμένων.και τους τα έδωσε με απλοχεριά· γιατί κι η περιφέρεια του τείχους δεν είναι λίγα στάδια, και επιπλέον όλο το τείχος είναι καμωμένο από μεγάλες πέτρες καλά συναρμοσμένες.
[1.164.1]τὸ μὲν δὴ τεῖχος τοῖσι Φωκαιεῦσι τρόπῳ τοιῷδε ἐξεποιήθη, ὁ δὲ Ἅρπαγος ὡς ἐπήλασε τὴν στρατιήν, ἐπολιόρκεε αὐτούς, προϊσχόμενος ἔπεα ὥς οἱ καταχρᾷ εἰ βούλονται Φωκαιέες προμαχεῶνα ἕνα μοῦνον τοῦ τείχεος ἐρεῖψαι καὶ οἴκημα ἓν κατιρῶσαι.Μ᾽ αυτόν τον τρόπο έγινε το τείχος των Φωκαέων. Από τη μεριά του ο Άρπαγος, αφού μετακίνησε το στρατό του, άρχισε να τους πολιορκεί, και τους επρότεινε ότι του αρκούσε αν οι Φωκαείς δέχονταν να ρίξουν μια μονάχα πολεμίστρα του τείχους των και να αφιερώσουν ένα μόνο οικοδόμημα στον μέγα βασιλιά.
[1.164.2]οἱ δὲ Φωκαιέες περιημεκτέοντες τῇ δουλοσύνῃ ἔφασαν θέλειν βουλεύσασθαι ἡμέρην μίαν καὶ ἔπειτα ὑποκρινέεσθαι· ἐν ᾧ δὲ βουλεύονται αὐτοί, ἀπαγαγεῖν ἐκεῖνον ἐκέλευον τὴν στρατιὴν ἀπὸ τοῦ τείχεος. ὁ δὲ Ἅρπαγος ἔφη εἰδέναι μὲν εὖ τὰ ἐκεῖνοι μέλλοιεν ποιέειν, ὅμως δέ σφι παριέναι βουλεύσασθαι.Οι Φωκαείς, που δε βαστούσαν στην ιδέα της δουλοσύνης, είπαν πως θέλουν μια μέρα να σκεφτούν κι ύστερα θα απαντήσουν· όσο αυτοί θα σκέφτονταν, όφειλε ο Άρπαγος να απομακρύνει το στρατό του από τα τείχη τους. Εκείνος είπε πως καταλαβαίνει καλά τί παν να κάνουν, κι ωστόσο τους αφήνει να σκεφτούν.
[1.164.3]ἐν ᾧ ὦν ὁ Ἅρπαγος ἀπὸ τοῦ τείχεος ἀπήγαγε τὴν στρατιήν, οἱ Φωκαιέες ἐν τούτῳ κατασπάσαντες τὰς πεντηκοντέρους, ἐσθέμενοι τέκνα καὶ γυναῖκας καὶ ἔπιπλα πάντα, πρὸς δὲ καὶ τὰ ἀγάλματα τὰ ἐκ τῶν ἱρῶν καὶ τὰ ἄλλα ἀναθήματα, χωρὶς ὅ τι χαλκὸς ἢ λίθος ἢ γραφὴ ἦν, τὰ δὲ ἄλλα πάντα ἐσθέντες καὶ αὐτοὶ ἐσβάντες ἔπλεον ἐπὶ Χίου· τὴν δὲ Φώκαιαν ἐρημωθεῖσαν ἀνδρῶν ἔσχον οἱ Πέρσαι.Όσο λοιπόν ο Άρπαγος κράτησε το στρατό του μακριά από τα τείχη, οι Φωκαείς μέσα σ᾽ αυτόν το χρόνο κατέβασαν τα καράβια τους στη θάλασσα, έβαλαν μέσα παιδιά, γυναίκες και κινητή περιουσία, κι ακόμη τα αγάλματα από τους ναούς των και τα άλλα αφιερώματα, εκτός απ᾽ ό,τι ήταν χάλκινο ή από πέτρα ή ζωγραφιστό· όλα τα άλλα τα έβαλαν μέσα στα πλοία τους και ξεκίνησαν για τη Χίο. Έτσι την Φώκαια την πήραν οι Πέρσες έρημη από ανθρώπους.
[1.165.1]οἱ δὲ Φωκαιέες, ἐπείτε σφι Χῖοι τὰς νήσους τὰς Οἰνούσσας καλεομένας οὐκ ἐβούλοντο ὠνευμένοισι πωλέειν, δειμαίνοντες μὴ αἱ μὲν ἐμπόριον γένωνται, ἡ δὲ αὐτῶν νῆσος ἀποκληισθῇ τούτου εἵνεκα, πρὸς ταῦτα οἱ Φωκαιέες ἐστέλλοντο ἐς Κύρνον. ἐν γὰρ τῇ Κύρνῳ εἴκοσι ἔτεσι πρότερον τούτων ἐκ θεοπροπίου ἀνεκτήσαντο πόλιν, τῇ οὔνομα ἦν Ἀλαλίη.Οι Φωκαείς, επειδή οι Χίοι δε θέλησαν να τους πουλήσουν τα νησιά που τους ζήτησαν να τα αγοράσουν και που ονομάζονται Οινούσσες, από φόβο μήπως στο τέλος τα νησιά αυτά εξελιχθούν σ᾽ εμπορικό κέντρο και το δικό τους απομονωθεί· ύστερα από όλα αυτά οι Φωκαείς ξεκίνησαν για την Κύρνο. Γιατί στην Κύρνο, είκοσι χρόνια πριν, σύμφωνα μ᾽ ένα χρησμό, είχαν χτίσει μια πόλη που το όνομά της ήταν Αλαλία.
[1.165.2]Ἀργανθώνιος δὲ τηνικαῦτα ἤδη ἐτετελευτήκεε. στελλόμενοι δὲ ἐπὶ τὴν Κύρνον, πρῶτα καταπλεύσαντες ἐς τὴν Φώκαιαν κατεφόνευσαν τῶν Περσέων τὴν φυλακήν, ἣ ἐφρούρεε παραδεξαμένη παρὰ Ἁρπάγου τὴν πόλιν, μετὰ δέ, ὡς τοῦτό σφι ἐξέργαστο, ἐποιήσαντο ἰσχυρὰς κατάρας τῷ ὑπολειπομένῳ ἑωυτῶν τοῦ στόλου.Στο μεταξύ ο Αργανθώνιος είχε πια πεθάνει. Στο δρόμο για την Κύρνο, κατέπλευσαν πρώτα στην Φώκαια και σκότωσαν την περσική φρουρά, που ο Άρπαγος τής είχε αναθέσει τη φύλαξη της πόλεως· ύστερα όταν το τέλειωσαν κι αυτό, έκαναν όρκους και κατάρες φοβερές για όποιον τυχόν δε θα τους ακολουθούσε στο ταξίδι τους·
[1.165.3]πρὸς δὲ ταύτῃσι καὶ μύδρον σιδήρεον κατεπόντωσαν καὶ ὤμοσαν μὴ πρὶν ἐς Φώκαιαν ἥξειν πρὶν ἢ τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφανῆναι. στελλομένων δὲ αὐτῶν ἐπὶ τὴν Κύρνον ὑπερημίσεας τῶν ἀστῶν ἔλαβε πόθος τε καὶ οἶκτος τῆς πόλιος καὶ τῶν ἠθέων τῆς χώρης, ψευδόρκιοι δὲ γενόμενοι ἀπέπλεον ὀπίσω ἐς τὴν Φώκαιαν. οἳ δὲ αὐτῶν τὸ ὅρκιον ἐφύλασσον, ἀερθέντες ἐκ τῶν Οἰνουσσέων ἔπλεον.ακόμη ρίξαν μέσα στο βυθό της θάλασσας ένα κομμάτι σίδερο κι ορκίστηκαν να μην ξαναγυρίσουν στη Φώκαια, πριν το κομμάτι αυτό το σίδερο ξανάβγει πάνω στην επιφάνεια. Μα τη στιγμή που ήσαν έτοιμοι να ξεκινήσουν για την Κύρνο, πάνω από τους μισούς πολίτες τούς πήρε ο πόθος κι η λύπη για την πόλη και τα χώματά τους, και πατώντας τον όρκο τους έβαλαν πλώρη για τη Φώκαια. Όσοι όμως κράτησαν τον όρκο τους ξεκίνησαν από τις Οινούσσες κι ανοίχτηκαν στο πέλαγος.
[1.166.1]ἐπείτε δὲ ἐς τὴν Κύρνον ἀπίκοντο, οἴκεον κοινῇ μετὰ τῶν πρότερον ἀπικομένων ἐπ᾽ ἔτεα πέντε καὶ ἱρὰ ἐνιδρύσαντο. καὶ ἦγον γὰρ δὴ καὶ ἔφερον τοὺς περιοίκους ἅπαντας, στρατεύονται ὦν ἐπ᾽ αὐτοὺς κοινῷ λόγῳ χρησάμενοι Τυρσηνοὶ καὶ Καρχηδόνιοι νηυσὶ ἑκάτεροι ἑξήκοντα.Όταν πια έφτασαν στην Κύρνο, ζήσαν για πέντε χρόνια μαζί με τους παλιούς αποίκους των κι έχτισαν κι ιερά. Καθώς όμως άρπαζαν και λεηλατούσαν όλους τους γύρω τους, γι᾽ αυτόν το λόγο εκστρατεύουν εναντίον τους, ύστερα από κοινή συμφωνία, οι Τυρρηνοί και οι Καρχηδόνιοι, καθένας τους με εξήντα πλοία.
[1.166.2]οἱ δὲ Φωκαιέες πληρώσαντες καὶ αὐτοὶ τὰ πλοῖα, ἐόντα ἀριθμὸν ἑξήκοντα, ἀντίαζον ἐς τὸ Σαρδόνιον καλεόμενον πέλαγος. συμμισγόντων δὲ τῇ ναυμαχίῃ Καδμείη τις νίκη τοῖσι Φωκαιεῦσι ἐγένετο. αἱ μὲν γὰρ τεσσεράκοντά σφι νέες διεφθάρησαν, αἱ δὲ εἴκοσι αἱ περιεοῦσαι ἦσαν ἄχρηστοι· ἀπεστράφατο γὰρ τοὺς ἐμβόλους.Οι Φωκαείς από μέρους τους αρμάτωσαν κι οι ίδιοι τα πλοία τους, εξήντα τον αριθμό, κι ανοίχτηκαν να τους απαντήσουν στο πέλαγος. Στη ναυμαχία που έγινε, νίκησαν οι Φωκαείς μια νίκη Καδμεία που λένε. Γιατί τα σαράντα πλοία τους καταστράφηκαν, και τα είκοσι που σώθηκαν ήσαν πια άχρηστα, αφού είχαν στραβώσει τα έμβολά τους.
[1.166.3]καταπλώσαντες δὲ ἐς τὴν Ἀλαλίην ἀνέλαβον τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὴν ἄλλην κτῆσιν ὅσην οἷαί τε ἐγίνοντο αἱ νέες σφι ἄγειν, καὶ ἔπειτα ἀπέντες τὴν Κύρνον ἔπλεον ἐς Ῥήγιον.Έβαλαν λοιπόν πλώρη για την Αλαλία, απ᾽ όπου ξεσήκωσαν τα παιδιά και τις γυναίκες τους και την άλλη περιουσία, όση μπορούσαν να σηκώσουν τα καράβια τους· ύστερα άφησαν την Κύρνο κι έπλεαν για το Ρήγιο.
[1.167.1]τῶν δὲ διαφθαρεισέων νεῶν τοὺς ἄνδρας οἵ τε Καρχηδόνιοι καὶ οἱ Τυρσηνοὶ ** ἔλαχόν τε αὐτῶν πολλῷ πλέους καὶ τούτους ἐξαγαγόντες κατέλευσαν. μετὰ δὲ Ἀγυλλαίοισι πάντα τὰ παριόντα τὸν χῶρον, ἐν τῷ οἱ Φωκαιέες καταλευσθέντες ἐκέατο, ἐγίνετο διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα, ὁμοίως πρόβατα καὶ ὑποζύγια καὶ ἄνθρωποι.Τα πληρώματα από τα καράβια που καταστράφηκαν τα μοιράστηκαν οι Καρχηδόνιοι και οι Τυρρηνοί· ανάμεσά τους οι Αγυλλαίοι πήραν τους περισσότερους, και βγάζοντάς τους έξω από την πόλη τους, τους σκότωσαν με λιθοβολισμό. Ύστερα όμως στη χώρα των Αγυλλαίων, ό,τι και να πλησίαζε στον τόπο που ήταν θαμμένοι οι λιθοβολημένοι Φωκαείς, στρέβλωνε, γινόταν ανίκανο κι ανάπηρο: το ίδιο τα βοσκήματα, τα υποζύγια κι οι άνθρωποι.
[1.167.2]οἱ δὲ Ἀγυλλαῖοι ἐς Δελφοὺς ἔπεμπον, βουλόμενοι ἀκέσασθαι τὴν ἁμαρτάδα. ἡ δὲ Πυθίη σφέας ἐκέλευσε ποιέειν τὰ καὶ νῦν οἱ Ἀγυλλαῖοι ἔτι ἐπιτελέουσι· καὶ γὰρ ἐναγίζουσί σφι μεγάλως καὶ ἀγῶνα γυμνικὸν καὶ ἱππικὸν ἐπιστᾶσι.Γι᾽ αυτό οι Αγυλλαίοι έστειλαν ανθρώπους τους στους Δελφούς, θέλοντας να επανορθώσουν το σφάλμα τους· και η Πυθία τούς πρόσταξε να κάνουν αυτό που κάνουν ακόμη και τώρα οι Αγυλλαίοι: προσφέρουν δηλαδή στις σκιές των Φωκαέων πλούσιες θυσίες, και προς τιμή τους οργανώνουν γυμνικούς αγώνες και ιπποδρομίες.
[1.167.3]καὶ οὗτοι μὲν τῶν Φωκαιέων τοιούτῳ μόρῳ διεχρήσαντο, οἱ δὲ αὐτῶν ἐς τὸ Ῥήγιον καταφυγόντες ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι ἐκτήσαντο πόλιν γῆς τῆς Οἰνωτρίης ταύτην ἥτις νῦν Ὑέλη καλέεται.Τέτοιο στάθηκε το τέλος αυτών των Φωκαέων, ενώ οι υπόλοιποι κατέφυγαν στο Ρήγιο και ξεκινώντας από εκεί έγιναν κύριοι μιας πόλης στην περιοχή της Οινωτρίας, αυτή που τώρα ονομάζεται Υέλη.
[1.167.4]ἔκτισαν δὲ ταύτην πρὸς ἀνδρὸς Ποσειδωνιήτεω μαθόντες ὡς τὸν Κύρνον σφι ἡ Πυθίη ἔχρησε κτίσαι ἥρων ἐόντα, ἀλλ᾽ οὐ τὴν νῆσον. Φωκαίης μέν νυν πέρι τῆς ἐν Ἰωνίῃ οὕτως ἔσχε.Και την αποίκισαν σύμφωνα μ᾽ όσα τους είπε ένας Ποσειδωνιώτης, πως δηλ. η Πυθία χρησμοδότησε ότι πρέπει να ιδρύσουνε ιερό του Κύρνου, που ήταν ήρως, κι όχι να αποικίσουν το νησί. Αυτή είναι η ιστορία της Φώκαιας στην Ιωνία.
[1.168.1]παραπλήσια δὲ τούτοισι καὶ Τήιοι ἐποίησαν· ἐπείτε γάρ σφεων εἷλε χώματι τὸ τεῖχος Ἅρπαγος, ἐσβάντες πάντες ἐς τὰ πλοῖα οἴχοντο πλέοντες ἐπὶ τῆς Θρηίκης καὶ ἐνθαῦτα ἔκτισαν πόλιν Ἄβδηρα, τὴν πρότερος τούτων Κλαζομένιος Τιμήσιος κτίσας οὐκ ἀπόνητο, ἀλλ᾽ ὑπὸ Θρηίκων ἐξελασθεὶς τιμὰς νῦν ὑπὸ Τηίων τῶν ἐν Ἀβδήροισι ὡς ἥρως ἔχει.Ανάλογα πράγματα μ᾽ αυτούς έκαναν και οι κάτοικοι της Τέω: Όταν ο Άρπαγος κυρίεψε το τείχος τους με ανάχωμα, μπήκαν όλοι στα πλοία κι έφυγαν πλέοντας για τη Θράκη, και εκεί αποίκισαν την πόλη Άβδηρα, που πριν από αυτούς την ίδρυσε ο Κλαζομένιος Τιμήσιος δίχως να την χαρεί, γιατί τον έδιωξαν οι Θράκες· τώρα οι Τήιοι στα Άβδηρα τον τιμούν σαν ήρωα.
[1.169.1]Οὗτοι μέν νυν Ἰώνων μοῦνοι τὴν δουλοσύνην οὐκ ἀνεχόμενοι ἐξέλιπον τὰς πατρίδας, οἱ δ᾽ ἄλλοι Ἴωνες, πλὴν Μιλησίων, διὰ μάχης μὲν ἀπίκοντο Ἁρπάγῳ κατά περ οἱ ἐκλιπόντες, καὶ ἄνδρες ἐγένοντο ἀγαθοὶ περὶ τῆς ἑωυτοῦ ἕκαστος μαχόμενοι· ἑσσωθέντες δὲ καὶ ἁλόντες ἔμενον κατὰ χώρην ἕκαστοι καὶ τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον.Αυτοί που ώς τώρα αναφέραμε είναι οι μόνοι ανάμεσα στους Ίωνες, που επειδή δεν μπορούσαν να βαστάξουν τη δουλεία, άφησαν την πατρίδα τους· οι άλλοι Ίωνες, εκτός από τους Μιλησίους, πολέμησαν με τον Άρπαγο —με την ίδια τακτική, όπως και οι άλλοι που ξενιτεύτηκαν— και αναδείχτηκαν άνδρες γενναίοι, υπερασπίζοντας καθένας τον τόπο του· όταν όμως νικήθηκαν και οι πόλεις τους κυριεύτηκαν, έμειναν εκεί που ήταν ο καθένας τους και εκτελούσαν τις διαταγές που έπαιρναν.
[1.169.2]Μιλήσιοι δέ, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, αὐτῷ Κύρῳ ὅρκιον ποιησάμενοι ἡσυχίην ἦγον. οὕτω δὴ τὸ δεύτερον Ἰωνίη ἐδεδούλωτο. ὡς δὲ τοὺς ἐν τῇ ἠπείρῳ Ἴωνας ἐχειρώσατο Ἅρπαγος, οἱ τὰς νήσους ἔχοντες Ἴωνες καταρρωδήσαντες ταῦτα σφέας αὐτοὺς ἔδοσαν Κύρῳ.Όσο για τους Μιλήσιους, όπως το είπα και προηγουμένως, ύστερα από τους όρκους που έκαναν με τον Κύρο, είχαν την ησυχία τους. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο λοιπόν υποδουλώθηκε για δεύτερη φορά η Ιωνία. Κι όταν ο Άρπαγος έκανε υποχείριους τους Ίωνες της στεριάς, οι Ίωνες στα νησιά, τρομαγμένοι από το γεγονός αυτό, παραδόθηκαν από μόνοι τους στον Κύρο.
[1.170.1]κεκακωμένων δὲ Ἰώνων καὶ συλλεγομένων οὐδὲν ἧσσον ἐς τὸ Πανιώνιον, πυνθάνομαι γνώμην Βίαντα ἄνδρα Πριηνέα ἀποδέξασθαι Ἴωσι χρησιμωτάτην, τῇ εἰ ἐπείθοντο, παρεῖχε ἄν σφι εὐδαιμονέειν Ἑλλήνων μάλιστα·Μ᾽ όλες ωστόσο τις συμφορές τους οι Ίωνες μαζεύονταν ακόμη στο Πανιώνιον· εκεί πληροφορούμαι ότι ο Βίας από την Πριήνη υπέδειξε στους Ίωνες μια λύση πολύ χρήσιμη, που αν ήθελαν να την ακούσουν, θα είχαν τη δυνατότητα να γίνουν οι πιο ευτυχισμένοι ανάμεσα στους Έλληνες.
[1.170.2]ὃς ἐκέλευε κοινῷ στόλῳ Ἴωνας ἀερθέντας πλέειν ἐς Σαρδὼ καὶ ἔπειτα πόλιν μίαν κτίζειν πάντων Ἰώνων, καὶ οὕτω ἀπαλλαχθέντας σφέας δουλοσύνης εὐδαιμονήσειν, νήσων τε ἁπασέων μεγίστην νεμομένους καὶ ἄρχοντας ἄλλων· μένουσι δέ σφι ἐν τῇ Ἰωνίῃ οὐκ ἔφη ἐνορᾶν ἐλευθερίην ἔτι ἐσομένην.Αυτός λοιπόν πρότεινε στους Ίωνες να συγκεντρώσουν τα καράβια τους και από κοινού να σηκωθούν και να πλεύσουν για τη Σαρδηνία, κι ύστερα εκεί να χτίσουν μόνο μια πόλη για όλους τους Ίωνες· έτσι μακριά από το να είναι δούλοι, θα ζουν ευτυχισμένοι έχοντας δικό τους το πιο μεγάλο νησί, και θα ορίζουν κι άλλους· αν όμως μείνουνε στην Ιωνία, είπε ότι δε βλέπει τρόπο για να αποχτήσουνε ξανά την ελευθερία τους.
[1.170.3]αὕτη μὲν Βίαντος τοῦ Πριηνέος γνώμη ἐπὶ διεφθαρμένοισι Ἴωσι γενομένη. χρηστὴ δὲ καὶ πρὶν ἢ διαφθαρῆναι Ἰωνίην Θαλέω ἀνδρὸς Μιλησίου ἐγένετο, τὸ ἀνέκαθεν γένος ἐόντος Φοίνικος, ὃς ἐκέλευε ἓν βουλευτήριον Ἴωνας ἐκτῆσθαι, τὸ δὲ εἶναι ἐν Τέῳ (Τέων γὰρ μέσον εἶναι Ἰωνίης), τὰς δὲ ἄλλας πόλις οἰκεομένας μηδὲν ἧσσον νομίζεσθαι κατά περ εἰ δῆμοι εἶεν.Αυτή είναι η γνώμη του Βίαντα από την Πριήνη, που ακούστηκε όταν οι Ίωνες ήταν κιόλας υποδουλωμένοι. Μια άλλη καλή γνώμη —και μάλιστα πριν η Ιωνία καταστραφεί— στάθηκε του Θαλή από τη Μίλητο, που η ρίζα του κρατά από τη Φοινίκη: Αυτός συμβούλευσε τους Ίωνες να συστήσουν ένα κοινό βουλευτήριο που η έδρα του να είναι στη Τέω (αφού η Τέως βρίσκεται στη μέση της Ιωνίας), κι οι άλλες πόλεις, που δε θα πάψουνε βέβαια να κατοικούνται όπως και πριν, να θεωρούνται σαν να είναι δήμοι αυτής της έδρας.
[1.171.1]Οὗτοι μὲν δή σφι γνώμας τοιάσδε ἀπεδέξαντο. Ἅρπαγος δὲ καταστρεψάμενος Ἰωνίην ἐποιέετο στρατηίην ἐπὶ Κᾶρας καὶ Καυνίους καὶ Λυκίους, ἅμα ἀγόμενος καὶ Ἴωνας καὶ Αἰολέας.Τέτοιες συμβουλές έδωσαν στους Ίωνες αυτοί οι δύο. Ωστόσο ο Άρπαγος, αφού υπέταξε την Ιωνία, κινούσε τώρα το στρατό του για να χτυπήσει τους Κάρες, τους Καυνίους και τους Λυκίους, παίρνοντας μαζί του και Ίωνες και Αιολείς.
[1.171.2]εἰσὶ δὲ τούτων Κᾶρες μὲν ἀπιγμένοι ἐς τὴν ἤπειρον ἐκ τῶν νήσων· τὸ γὰρ παλαιὸν ἐόντες Μίνω κατήκοοι καὶ καλεόμενοι Λέλεγες εἶχον τὰς νήσους, φόρον μὲν οὐδένα ὑποτελέοντες, ὅσον καὶ ἐγὼ δυνατός εἰμι ‹ἐπὶ› μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ, οἱ δέ, ὅκως Μίνως δέοιτο, ἐπλήρουν οἱ τὰς νέας.Από αυτούς που αναφέραμε οι Κάρες έφτασαν στη στεριά από τα νησιά· γιατί παλιότερα, όντας υπήκοοι του Μίνωα και με το όνομα Λέλεγες, έμεναν στα νησιά δίχως όμως να του πληρώσουν κανένα φόρο, όσο μπορώ να το εξακριβώσω αυτό ακολουθώντας την παράδοση· σ᾽ αντάλλαγμα, κάθε φορά που τους χρειαζόταν ο Μίνως, του έδιναν πληρώματα για τα καράβια του.
[1.171.3]ἅτε δὴ Μίνω τε κατεστραμμένου γῆν πολλὴν καὶ εὐτυχέοντος τῷ πολέμῳ τὸ Καρικὸν ἦν ἔθνος λογιμώτατον τῶν ἐθνέων ἁπάντων κατὰ τοῦτον ἅμα τὸν χρόνον μακρῷ μάλιστα.Καθώς ο Μίνως εξουσίαζε πολύν κόσμο κι είχε επιτυχίες στον πόλεμο, μαζί του και οι Κάρες το διάστημα αυτό και για πολλά χρόνια ήταν ένας λαός πολύ ξεχωριστός ανάμεσα σε όλους τους άλλους.
[1.171.4]καί σφι τριξὰ ἐξευρήματα ἐγένετο τοῖσι οἱ Ἕλληνες ἐχρήσαντο· καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες καὶ ἐπὶ τὰς ἀσπίδας τὰ σημήια ποιέεσθαι, καὶ ὄχανα ἀσπίσι οὗτοί εἰσι οἱ ποιησάμενοι πρῶτοι· τέως δὲ ἄνευ ὀχάνων ἐφόρεον τὰς ἀσπίδας πάντες οἵ περ ἐώθεσαν ἀσπίσι χρᾶσθαι, τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες, περὶ τοῖσι αὐχέσι τε καὶ τοῖσι ἀριστεροῖσι ὤμοισι περικείμενοι.Αυτοί είναι που βρήκαν τρία πράγματα, που τα χρησιμοποίησαν και οι Έλληνες: το να προσδένουν δηλαδή οι Έλληνες στις περικεφαλαίες τους λοφία, είναι οι Κάρες που τους το έμαθαν· επίσης και το να βάζουν στην ασπίδα τους εμβλήματα· και γενικά αυτοί είναι οι πρώτοι που έκαναν ασπίδες με εσωτερική λαβή· γιατί παλιότερα σήκωναν την ασπίδα τους, όσοι συνήθιζαν να έχουν ασπίδα, όχι από μια τέτοια λαβή αλλά τη βόλευαν με δερμάτινα λουριά, που τα περνούσαν γύρω από το λαιμό τους και από τον αριστερό τους ώμο.
[1.171.5]μετὰ δὲ τοὺς Κᾶρας χρόνῳ ὕστερον πολλῷ Δωριέες τε καὶ Ἴωνες ἐξανέστησαν ἐκ τῶν νήσων καὶ οὕτως ἐς τὴν ἤπειρον ἀπίκοντο. κατὰ μὲν δὴ Κᾶρας οὕτω Κρῆτες λέγουσι γενέσθαι· οὐ μέντοι αὐτοί γε ὁμολογέουσι τούτοισι οἱ Κᾶρες, ἀλλὰ νομίζουσι αὐτοὶ ἑωυτοὺς εἶναι αὐτόχθονας ἠπειρώτας καὶ τῷ οὐνόματι τῷ αὐτῷ αἰεὶ διαχρεωμένους τῷ περ νῦν.Ύστερα από πολλά χρόνια οι Δωριείς και οι Ίωνες ξεσήκωσαν τους Κάρες από τα νησιά, κι έτσι αυτοί έφτασαν στη στεριά. Έτσι λεν οι Κρήτες πως έχουν τα πράγματα σχετικά με τους Κάρες. Οι ίδιοι οι Κάρες δε συμφωνούν μαζί τους, παρά πιστεύουν για τον εαυτό τους πως είναι ντόπιοι στεριανοί κι ότι είχαν από πάντα αυτό το όνομα που έχουν και τώρα.
[1.171.6]ἀποδεικνῦσι δὲ ἐν Μυλάσοισι Διὸς Καρίου ἱρὸν ἀρχαῖον, τοῦ Μυσοῖσι μὲν καὶ Λυδοῖσι μέτεστι ὡς κασιγνήτοισι ἐοῦσι τοῖσι Καρσί· τὸν γὰρ Λυδὸν καὶ τὸν Μυσὸν λέγουσι εἶναι Καρὸς ἀδελφεούς. τούτοισι μὲν δὴ μέτεστι, ὅσοι δὲ ἐόντες ἄλλου ἔθνεος ὁμόγλωσσοι τοῖσι Καρσὶ ἐγένοντο, τούτοισι δὲ οὐ μέτα.Φέρνουν για απόδειξη ένα αρχαίο ιερό του Καρίου Διός που βρίσκεται στα Μύλασσα, όπου συμμετείχαν και οι Μυσοί και οι Λυδοί, που ήσαν αδέλφια με τους Κάρες· γιατί λένε ο Λυδός και ο Μυσός είναι αδέλφια με τον Κάρα. Έτσι γι᾽ αυτούς το ιερό είναι ανοιχτό, ενώ όσοι, όντας από άλλη φύτρα, συμβαίνει να μιλούν την ίδια γλώσσα με τους Κάρες, δεν επιτρέπεται να μπουν εκεί.
[1.172.1]οἱ δὲ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσι, αὐτοὶ μέντοι ἐκ Κρήτης φασὶ εἶναι. προσκεχωρήκασι δὲ γλῶσσαν μὲν πρὸς τὸ Καρικὸν ἔθνος, ἢ οἱ Κᾶρες πρὸς τὸ Καυνικόν (τοῦτο γὰρ οὐκ ἔχω ἀτρεκέως διακρῖναι), νόμοισι δὲ χρέωνται κεχωρισμένοισι πολλὸν τῶν τε ἄλλων ἀνθρώπων καὶ Καρῶν· τοῖσι γὰρ κάλλιστόν ἐστι κατ᾽ ἡλικίην τε καὶ φιλότητα ἰλαδὸν συγγίνεσθαι ἐς πόσιν, καὶ ἀνδράσι καὶ γυναιξὶ καὶ παισί.Οι Καύνιοι κατά τη γνώμη μου είναι ντόπιοι· οι ίδιοι όμως ισχυρίζονται ότι ήρθαν από την Κρήτη. Όσον αφορά τη γλώσσα τους, εξομοιώθηκαν με το καρικό έθνος ή οι Κάρες με το καυνικό (πάνω σ᾽ αυτό δεν είμαι σε θέση να μιλήσω με βεβαιότητα). Τα έθιμα που έχουν όμως είναι πολύ διαφορετικά κι από των άλλων ανθρώπων κι από τους Κάρες. Το πιο ωραίο γι᾽ αυτούς είναι να μαζεύονται παρέες παρέες, ανάλογα με την ηλικία και με τη φιλία που τους δένει, και να πίνουν — άνδρες, γυναίκες, παιδιά.
[1.172.2]ἱδρυθέντων δέ σφι ἱρῶν ξεινικῶν μετέπειτα, ὥς σφι ἀπέδοξε (ἔδοξε δὲ τοῖσι πατρίοισι μοῦνον χρᾶσθαι θεοῖσι), ἐνδύντες τὰ ὅπλα ἅπαντες Καύνιοι ἡβηδόν, τύπτοντες δόρασι τὸν ἠέρα μέχρι οὔρων τῶν Καλυνδικῶν εἵποντο καὶ ἔφασαν ἐκβάλλειν τοὺς ξεινικοὺς θεούς.Επειδή κάποτε χτίσαν στον τόπο τους ξένα ιερά κι αργότερα άλλαξαν γνώμη (αποφάσισαν δηλαδή να κρατήσουν μόνον τους θεούς των πατέρων τους), φόρεσαν τα όπλα τους όλοι οι Καύνιοι που είχαν την κατάλληλη ηλικία, και χτυπώντας με τα δόρατά τους τον αέρα έφτασαν ώς τα σύνορα των Καλυνδέων — και ισχυρίζονται πως έτσι έδιωχναν τους ξένους θεούς.
[1.173.1]καὶ οὗτοι μὲν τρόποισι τοιούτοισι χρέωνται, οἱ δὲ Λύκιοι ἐκ Κρήτης τὠρχαῖον γεγόνασι (τὴν γὰρ Κρήτην εἶχον τὸ παλαιὸν πᾶσαν βάρβαροι).Τέτοια είναι τα έθιμα αυτών που είπαμε. Οι Λύκιοι κατάγονταν παλιά από την Κρήτη (γιατί την Κρήτη ολόκληρη, στα παλιά χρόνια την είχαν οι βάρβαροι).
[1.173.2]διενειχθέντων δὲ ἐν Κρήτῃ περὶ τῆς βασιληίης τῶν Εὐρώπης παίδων Σαρπηδόνος τε καὶ Μίνω, ὡς ἐπεκράτησε τῇ στάσι Μίνως, ἐξήλασε αὐτόν τε Σαρπηδόνα καὶ τοὺς στασιώτας αὐτοῦ· οἱ δὲ ἀπωσθέντες ἀπίκοντο τῆς Ἀσίης ἐς γῆν τὴν Μιλυάδα· τὴν γὰρ νῦν Λύκιοι νέμονται, αὕτη τὸ παλαιὸν ἦν Μιλυάς, οἱ δὲ Μιλύαι τότε Σόλυμοι ἐκαλέοντο.Όταν όμως στην Κρήτη ξέσπασε φιλονικία ανάμεσα στα παιδιά της Ευρώπης, το Σαρπηδόνα και το Μίνωα, για το ποιός θα γίνει βασιλιάς, επειδή από τη φιλονικία νικητής βγήκε ο Μίνως, έδιωξε από εκεί το Σαρπηδόνα και τους επαναστάτες του· κι αυτοί κυνηγημένοι έφτασαν στο μέρος της Ασίας που λέγεται Μιλυάς. Γιατί το μέρος ακριβώς που τώρα κατοικούν οι Λύκιοι, αυτό παλιότερα ήταν η Μιλυάς, και οι Μιλύες ονομάζονταν τότε Σόλυμοι.
[1.173.3]τέως μὲν δὴ αὐτῶν Σαρπηδὼν ἦρχε, οἱ δὲ ἐκαλέοντο τό πέρ τε ἠνείκαντο οὔνομα καὶ νῦν ἔτι καλέονται ὑπὸ τῶν περιοίκων οἱ Λύκιοι, Τερμίλαι· ὡς δὲ ἐξ Ἀθηνέων Λύκος ὁ Πανδίονος, ἐξελασθεὶς καὶ οὗτος ὑπὸ τοῦ ἀδελφεοῦ Αἰγέος, ἀπίκετο ἐς τοὺς Τερμίλας παρὰ Σαρπηδόνα, οὕτω δὴ κατὰ τοῦ Λύκου τὴν ἐπωνυμίην Λύκιοι ἀνὰ χρόνον ἐκλήθησαν.Όσο ήταν βασιλιάς τους ο Σαρπηδών, οι Λύκιοι ονομάζονταν με το όνομα που είχαν φέρει μαζί τους και που και τώρα το χρησιμοποιούν γι᾽ αυτούς οι γείτονές τους· λέγονταν Τερμίλες. Όταν όμως ήρθε από την Αθήνα ο Λύκος, ο γιος του Πανδίονος (εξορισμένος κι αυτός από τον αδελφό του Αιγέα) κι έμεινε στη χώρα των Τερμιλών κοντά στο Σαρπηδόνα, έτσι τότε, από το όνομα του Λύκου, με τον καιρό ονομάστηκαν Λύκιοι.
[1.173.4]νόμοισι δὲ τὰ μὲν Κρητικοῖσι, τὰ δὲ Καρικοῖσι χρέωνται. ἓν δὲ τόδε ἴδιον νενομίκασι καὶ οὐδαμοῖσι ἄλλοισι συμφέρονται ἀνθρώπων· καλέουσι ἀπὸ τῶν μητέρων ἑωυτοὺς καὶ οὐκὶ ἀπὸ τῶν πατέρων.Τα έθιμα τους είναι εν μέρει κρητικά και εν μέρει καρικά· νά όμως μια τους συνήθεια, που είναι δική τους κι όπου δεν συμφωνούν με κανέναν από τους άλλους ανθρώπους: το επώνυμό τους το παίρνουν από τη μάνα τους κι όχι από τον πατέρα τους.
[1.173.5]εἰρομένου δὲ ἑτέρου τὸν πλησίον τίς εἴη, καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν καὶ τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας. καὶ ἢν μέν γε γυνὴ ἀστὴ δούλῳ συνοικήσῃ, γενναῖα τὰ τέκνα νενόμισται· ἢν δὲ ἀνὴρ ἀστός, καὶ ὁ πρῶτος αὐτῶν, γυναῖκα ξείνην ἢ παλλακὴν ἔχῃ, ἄτιμα τὰ τέκνα γίνεται.Κι αν κάποιος ρωτήσει τον πλησίον του ποιά η γενιά του, αυτός θα γενεαλογήσει τον εαυτό του από τη μάνα του και θα προχωρήσει στης μητέρας του τη μάνα κ.ο.κ. Κι αν μια γυναίκα ντόπια παντρευτεί έναν δούλο, τα παιδιά της θεωρείται ότι κρατούν την ευγενική τους καταγωγή. Αν όμως ένας ντόπιος άνδρας, κι ας είναι ο πρώτος από τους πολίτες, παντρευτεί μια ξένη ή μια παλλακή, τα παιδιά τους χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα.
[1.174.1]Οἱ μέν νυν Κᾶρες οὐδὲν λαμπρὸν ἔργον ἀποδεξάμενοι ἐδουλώθησαν ὑπὸ Ἁρπάγου, οὔτε αὐτοὶ οἱ Κᾶρες ἀποδεξάμενοι οὐδὲν οὔτε ὅσοι Ἑλλήνων ταύτην τὴν χώρην οἰκέουσι.Οι Κάρες υποδουλώθηκαν στον Άρπαγο, δίχως να πραγματοποιήσουν κανένα λαμπρό έργο· ούτε οι ίδιοι οι Κάρες έχουν να δείξουν κάτι παρόμοιο ούτε και όσοι Έλληνες μένουν στη χώρα αυτή.
[1.174.2]οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων ἄποικοι Κνίδιοι, ‹οἳ› τῆς χώρης τῆς σφετέρης τετραμμένης ἐς πόντον, τὸ δὴ Τριόπιον καλέεται, ἀργμένης δὲ ἐκ τῆς Χερσονήσου τῆς Βυβασσίης, ἐούσης τε πάσης τῆς Κνιδίης πλὴν ὀλίγης περιρρόουΚαι μένουν ανάμεσα σ᾽ άλλους οι Κνίδιοι, άποικοι των Λακεδαιμονίων. Η χώρα τους προχωρεί μέσα στη θάλασσα —είναι το μέρος που ονομάζεται Τριόπιο— αρχίζοντας από τη χερσόνησο της Βυβασσίας· και όλη η Κνιδία περιβάλλεται από θάλασσα, έξω από ένα μικρό κομμάτι,
[1.174.3](τὰ μὲν γὰρ αὐτῆς πρὸς βορῆν ἄνεμον ὁ Κεραμεικὸς κόλπος ἀπέργει, τὰ δὲ πρὸς νότον ἡ κατὰ Σύμην τε καὶ Ῥόδον θάλασσα), τὸ ὦν δὴ ὀλίγον τοῦτο, ἐὸν ὅσον τε ἐπὶ πέντε στάδια, ὤρυσσον οἱ Κνίδιοι ἐν ὅσῳ Ἅρπαγος τὴν Ἰωνίην κατεστρέφετο, βουλόμενοι νῆσον τὴν χώρην ποιῆσαι. ἐντὸς δὲ πᾶσά σφι ἐγίνετο· τῇ γὰρ ἡ Κνιδίη χώρη ἐς τὴν ἤπειρον τελευτᾷ, ταύτῃ ὁ ἰσθμός ἐστι τὸν ὤρυσσον.γιατί προς βορρά την κλείνει ο Κεραμεικός κόλπος, και προς νότο η θάλασσα της Σύμης και της Ρόδου. Αυτό λοιπόν το στενό κομμάτι, που το πλάτος του δεν ξεπερνά τα πέντε στάδια, άρχισαν οι Κνίδιοι να το σκάβουν, όσο ο Άρπαγος ήταν απασχολημένος με την υποταγή της Ιωνίας, θέλοντας να κάνουν τη χώρα τους νησί. Έτσι όλη η χώρα τους έμενε από την εδώ μεριά· γιατί, όπου τελειώνει και ενώνεται η χώρα των Κνιδίων με τη στεριά, εκεί βρισκόταν ο ισθμός που τον έσκαβαν, για να τον κάνουν διώρυγα.
[1.174.4]καὶ δὴ πολλῇ χειρὶ ἐργαζομένων τῶν Κνιδίων, μᾶλλον γάρ τι καὶ θειότερον ἐφαίνοντο τιτρώσκεσθαι οἱ ἐργαζόμενοι τοῦ οἰκότος τά τε ἄλλα τοῦ σώματος καὶ μάλιστα τὰ περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς θραυομένης τῆς πέτρης, ἔπεμπον ἐς Δελφοὺς θεοπρόπους ἐπειρησομένους τὸ ἀντίξοον.Οι Κνίδιοι χρησιμοποιούσαν στη δουλειά αυτή πολλά χέρια· επειδή όμως, αντίθετα από κάθε πρόβλεψη και με παράξενο τρόπο, που έδειχνε παρέμβαση των θεών, πληγώνονταν όλο και περισσότεροι εργάτες από τα θραύσματα της πέτρας, και στα άλλα μέρη του σώματός των και κυρίως στα μάτια, γι᾽ αυτό έστειλαν ανθρώπους τους στους Δελφούς να ρωτήσουν γι᾽ αυτήν την αντιξοότητα.
[1.174.5]ἡ δὲ Πυθίη σφι, ὡς αὐτοὶ Κνίδιοι λέγουσι, χρᾷ ἐν τριμέτρῳ τόνῳ τάδε·
Ἰσθμὸν δὲ μὴ πυργοῦτε μηδ᾽ ὀρύσσετε·
Ζεὺς γάρ κ᾽ ἔθηκε νῆσον, εἴ γ᾽ ἐβούλετο.
Και η Πυθία —όπως οι ίδιοι οι Κνίδιοι λένε— τους δίνει τον ακόλουθο χρησμό σε τρίμετρα:
Μη πυργώνετε τον ισθμόν, μήτε σκάπτετε αυτόν,
διότι ο Ζευς ημπόρει να τον κάνει νήσον, εάν ήθελε.
[1.174.6]Κνίδιοι μὲν ταῦτα τῆς Πυθίης χρησάσης τοῦ τε ὀρύγματος ἐπαύσαντο καὶ Ἁρπάγῳ ἐπιόντι σὺν τῷ στρατῷ ἀμαχητὶ σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν.Οι Κνίδιοι, ύστερα από αυτόν τον χρησμό της Πυθίας, σταμάτησαν να σκάβουν τη διώρυγα και παραδόθηκαν στον Άρπαγο που ήρθε με το στρατό του, δίχως να δώσουν μάχη.
[1.175.1]ἦσαν δὲ Πηδασέες οἰκέοντες ὑπὲρ Ἁλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν, τοῖσι ὅκως τι μέλλοι ἀνεπιτήδεον ἔσεσθαι, αὐτοῖσί τε καὶ τοῖσι περιοίκοισι, ἡ ἱερείη τῆς Ἀθηναίης πώγωνα μέγαν ἴσχει. τρίς σφι τοῦτο ἐγένετο. οὗτοι τῶν περὶ Καρίην ἀνδρῶν μοῦνοί τε ἀντέσχον χρόνον Ἁρπάγῳ καὶ πρήγματα παρέσχον πλεῖστα, ὄρος τειχίσαντες τῷ οὔνομά ἐστι Λίδη.Οι Πηδασείς κατοικούσαν πάνω από την Αλικαρνασσό και προς το εσωτερικό. Κάθε φορά, λένε, που μέλλει να τους τύχει κάτι δυσάρεστο (αυτών ή των γειτόνων τους), η ιέρεια της Αθηνάς βγάζει ένα μεγάλο γένι· τρεις φορές τούς συνέβη αυτό. Είναι οι μόνοι από τους κατοίκους της Καρίας που για αρκετό διάστημα πρόβαλαν αντίσταση στον Άρπαγο και του δημιουργούσαν πολύ μεγάλες δυσκολίες, οχυρώνοντας ένα βουνό που λέγεται Λίδη.
[1.176.1]Πηδασέες μέν νυν χρόνῳ ἐξαιρέθησαν, Λύκιοι δέ, ὡς ἐς τὸ Ξάνθιον πεδίον ἤλασε ὁ Ἅρπαγος τὸν στρατόν, ἐπεξιόντες καὶ μαχόμενοι ὀλίγοι πρὸς πολλοὺς ἀρετὰς ἀπεδείκνυντο, ἑσσωθέντες δὲ καὶ κατειληθέντες ἐς τὸ ἄστυ συνήλισαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν τάς τε γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα καὶ τὰ χρήματα καὶ τοὺς οἰκέτας καὶ ἔπειτα ὑπῆψαν τὴν ἀκρόπολιν πᾶσαν ταύτην καίεσθαι.Με τον καιρό υπέκυψαν και οι Πηδασείς. Οι Λύκιοι πάλι, μόλις είδαν τον Άρπαγο να εισβάλλει με το στρατό του στην πεδιάδα του Ξάνθου, βγήκανε από τα τείχη τους και πολεμώντας λίγοι με πολλούς έδειξαν ξεχωριστά δείγματα ανδρείας. Στο τέλος, νικημένοι πια και αποτραβηγμένοι μέσα στην πόλη τους, μάζεψαν στην ακρόπολη τα γυναικόπαιδα, τα πράγματά τους και τους δούλους, κι ύστερα έβαλαν φωτιά και άφησαν να καίγεται ολόκληρη η ακρόπολη.
[1.176.2]ταῦτα δὲ ποιήσαντες καὶ συνομόσαντες ὅρκους δεινούς, ἐπεξελθόντες ἀπέθανον πάντες Ξάνθιοι μαχόμενοι.Μετά από αυτή την πράξη τους δέθηκαν μεταξύ τους μ᾽ όρκους φρικτούς και κάνοντας έξοδο σκοτώθηκαν πολεμώντας όλοι οι Ξάνθιοι.
[1.176.3]τῶν δὲ νῦν Λυκίων φαμένων Ξανθίων εἶναι οἱ πολλοί, πλὴν ὀγδώκοντα ἱστιέων, εἰσὶ ἐπήλυδες· αἱ δὲ ὀγδώκοντα ἱστίαι αὗται ἔτυχον τηνικαῦτα ἐκδημέουσαι καὶ οὕτω περιεγένοντο. τὴν μὲν δὴ Ξάνθον οὕτως ἔσχε ὁ Ἅρπαγος, παραπλησίως δὲ καὶ τὴν Καῦνον ἔσχε· καὶ γὰρ οἱ Καύνιοι τοὺς Λυκίους ἐμιμήσαντο τὰ πλέω.Όσο για τους Λυκίους που σήμερα ισχυρίζονται πως είναι Ξάνθιοι, οι πιο πολλοί τους, εκτός από ογδόντα οικογένειες, είναι πρόσφυγες· οι ογδόντα αυτές οικογένειες έτυχε τότε να βρίσκονται έξω από την πόλη και έτσι σώθηκαν. Την πόλη Ξάνθο λοιπόν μ᾽ αυτόν τον τρόπο την πήρε ο Άρπαγος, και με όμοιες συνθήκες πήρε και την Καύνο· γιατί και οι Καύνιοι ακολούθησαν σ᾽ όλα σχεδόν το παράδειγμα των Λυκίων.
[1.177.1]Τὰ μέν νυν κάτω τῆς Ἀσίης Ἅρπαγος ἀνάστατα ἐποίεε, τὰ δὲ ἄνω αὐτῆς αὐτὸς Κῦρος, πᾶν ἔθνος καταστρεφόμενος καὶ οὐδὲν παριείς. τὰ μέν νυν αὐτῶν πλέω παρήσομεν, τὰ δέ οἱ παρέσχε τε πόνον πλεῖστον καὶ ἀξιαπηγητότατά ἐστι, τούτων ἐπιμνήσομαι.Ο Άρπαγος είχε αναλάβει και ερήμωνε τις πόλεις της κάτω Ασίας· ο ίδιος ο Κύρος την πάνω Ασία, υποτάσσοντας όλους τους λαούς, χωρίς να κάνει με κανέναν εξαίρεση. Τους περισσότερους από αυτούς θα τους παραλείψομε· εκείνοι όμως που τον επαίδεψαν πολύ και αξίζει να μας απασχολήσουν, γι᾽ αυτούς θα γίνει λόγος.
[1.178.1]Κῦρος ἐπείτε τὰ πάντα τῆς ἠπείρου ὑποχείρια ἐποιήσατο, Ἀσσυρίοισι ἐπετίθετο. τῆς δὲ Ἀσσυρίης ἐστὶ μέν κου καὶ ἄλλα πολίσματα μεγάλα πολλά, τὸ δὲ ὀνομαστότατον καὶ ἰσχυρότατον καὶ ἔνθα σφι Νίνου ἀναστάτου γενομένης τὰ βασιλήια κατεστήκεε, ἦν Βαβυλών, ἐοῦσα τοιαύτη δή τις πόλις.Όταν πια ο Κύρος είχε υποτάξει όλη τη χερσόνησο της Μικράς Ασίας, χτύπησε τους Ασσύριους. Η Ασσυρία έχει βέβαια κι άλλες πολλές μεγάλες πόλεις, όμως η πιο ονομαστή κι η πιο οχυρωμένη —εκεί που μεταφέρθηκε και η έδρα του βασιλείου ύστερα από την καταστροφή της Νίνου— είναι η Βαβυλώνα. Νά η περιγραφή αυτής της πόλης:
[1.178.2]κεῖται ἐν πεδίῳ μεγάλῳ, μέγαθος ἐοῦσα μέτωπον ἕκαστον εἴκοσι καὶ ἑκατὸν σταδίων, ἐούσης τετραγώνου· οὗτοι στάδιοι τῆς περιόδου τῆς πόλιος γίνονται συνάπαντες ὀγδώκοντα καὶ τετρακόσιοι. τὸ μέν νυν μέγαθος τοσοῦτόν ἐστι τοῦ ἄστεος τοῦ Βαβυλωνίου, ἐκεκόσμητο δὲ ὡς οὐδὲν ἄλλο πόλισμα τῶν ἡμεῖς ἴδμεν.Βρίσκεται σε μια πεδιάδα, είναι τετράγωνη και η κάθε της πλευρά φτάνει τα εκατόν είκοσι στάδια· ώστε η περιφέρεια όλης της πόλης μάς δίνει συνολικά τον αριθμό τετρακόσια ογδόντα στάδια. Τόσο είναι το μέγεθος της Βαβυλώνας· όσο για τη διαρρύθμισή της δε συγκρίνεται με καμιά άλλη πόλη από όσες ξέρουμε.
[1.178.3]τάφρος μὲν πρῶτά μιν βαθέα τε καὶ εὐρέα [καὶ] πλέη ὕδατος περιθέει, μετὰ δὲ τεῖχος πεντήκοντα μὲν πήχεων βασιληίων ἐὸν τὸ εὖρος, ὕψος δὲ διηκοσίων πήχεων. ὁ δὲ βασιλήιος πῆχυς τοῦ μετρίου ἐστὶ πήχεος μέζων τρισὶ δακτύλοισι.Πρώτα την περιβάλλει μια βαθιά και πλατιά τάφρος, γεμάτη νερό, ύστερα το τείχος που έχει πλάτος από πενήντα βασιλικούς πήχεις και ύψος από διακόσιους πήχεις· ο βασιλικός πήχης είναι σε σχέση με τον συνηθισμένο τρία δάχτυλα μεγαλύτερος.
[1.179.1]δεῖ δή με πρὸς τούτοισι ἔτι φράσαι ἵνα τε ἐκ τῆς τάφρου ἡ γῆ ἀναισιμώθη καὶ τὸ τεῖχος ὅντινα τρόπον ἔργαστο. ὀρύσσοντες ἅμα τὴν τάφρον ἐπλίνθευον τὴν γῆν τὴν ἐκ τοῦ ὀρύγματος ἐκφερομένην, ἑλκύσαντες δὲ πλίνθους ἱκανὰς ὤπτησαν αὐτὰς ἐν καμίνοισι·Πρέπει ωστόσο κοντά στα άλλα να πω και πού χρησιμοποιήθηκε το χώμα από την τάφρο, και με ποιό τρόπο ήταν χτισμένο το τείχος. Όσο έσκαβαν την τάφρο, το χώμα που έβγαινε από το όρυγμα το έκαναν πλιθιά, κι όταν πια είχαν πλάσει έναν αρκετά μεγάλον αριθμό από πλιθιά, τα έψησαν σε φούρνους·
[1.179.2]μετὰ δὲ τέλματι χρεώμενοι ἀσφάλτῳ θερμῇ καὶ διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων διαστοιβάζοντες, ἔδειμαν πρῶτα μὲν τῆς τάφρου τὰ χείλεα, δεύτερα δὲ αὐτὸ τὸ τεῖχος τὸν αὐτὸν τρόπον.ύστερα χρησιμοποιώντας για λάσπη άσφαλτο ζεστή, και στοιβάζοντας τριάντα σειρές πλιθιά και μια σειρά πλέγματα καλαμένια έχτισαν πρώτα τα χείλη της τάφρου και μετά, με τον ίδιο τρόπο, το άλλο τείχος.
[1.179.3]ἐπάνω δὲ τοῦ τείχεος παρὰ τὰ ἔσχατα οἰκήματα μουνόκωλα ἔδειμαν, τετραμμένα ἐς ἄλληλα· τὸ μέσον δὲ τῶν οἰκημάτων ἔλιπον τεθρίππῳ περιέλασιν. πύλαι δὲ ἐνεστᾶσι πέριξ τοῦ τείχεος ἑκατόν, χάλκεαι πᾶσαι, καὶ σταθμοί τε καὶ ὑπέρθυρα ὡσαύτως.Πάνω στο τείχος και άκρη άκρη έχτισαν μονώροφα οικοδομήματα, αντικριστά το ένα με το άλλο. Ανάμεσα στα οικοδομήματα άφηναν τόσο χώρον κενό, όσο που να περνά ένα άρμα με τέσσερα άλογα. Γύρω γύρω από το τείχος υπήρχαν εκατό πύλες ολόχαλκες — κι οι παραστάδες τους και τα ανώφλια τους, επίσης από χαλκό.
[1.179.4]ἔστι δὲ ἄλλη πόλις ἀπέχουσα ὀκτὼ ἡμερέων ὁδὸν ἀπὸ Βαβυλῶνος· Ἲς οὔνομα αὐτῇ. ἔνθα ἐστὶ ποταμὸς οὐ μέγας· Ἲς καὶ τῷ ποταμῷ τὸ οὔνομα· ἐσβάλλει δὲ οὗτος ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθρον. οὗτος ὦν ὁ Ἲς ποταμὸς ἅμα τῷ ὕδατι θρόμβους ἀσφάλτου ἀναδιδοῖ πολλούς, ἔνθεν ἡ ἄσφαλτος ἐς τὸ ἐν Βαβυλῶνι τεῖχος ἐκομίσθη.Υπάρχει και μια άλλη πόλη, που απέχει από τη Βαβυλώνα οχτώ μέρες δρόμο· το όνομά της είναι Ις· έχει κι ένα ποτάμι εκεί όχι μεγάλο· Ις είναι και του ποταμού το όνομα. Χύνεται ο ποταμός αυτός στον Ευφράτη. Αυτός λοιπόν ο Ις, μαζί με το νερό, βγάζει στις πηγές του σβόλους από άσφαλτο· αποδώ μετέφεραν την άσφαλτο για το τείχος της Βαβυλώνας.
[1.180.1]ἐτετείχιστο μέν νυν ἡ Βαβυλὼν τρόπῳ τοιῷδε. ἔστι δὲ δύο φάρσεα τῆς πόλιος. τὸ γὰρ μέσον αὐτῆς ποταμὸς διέργει, τῷ οὔνομά ἐστι Εὐφρήτης, ῥέει δὲ ἐξ Ἀρμενίων, ἐὼν μέγας καὶ βαθὺς καὶ ταχύς· ἐξιεῖ δὲ οὗτος ἐς τὴν Ἐρυθρὴν θάλασσαν.Μ᾽ αυτόν τον τρόπο είχε χτιστεί η Βαβυλώνα. Η πόλη είναι χωρισμένη σε δύο μέρη· γιατί στη μέση τρέχει και τη χωρίζει ένας ποταμός που το όνομά του είναι Ευφράτης. Έρχεται από τους Αρμενίους —όντας μεγάλος, βαθύς και γρήγορος— και χύνεται στην Ερυθρά θάλασσα.
[1.180.2]τὸ ὦν δὴ τεῖχος ἑκάτερον τοὺς ἀγκῶνας ἐς τὸν ποταμὸν ἐλήλαται· τὸ δὲ ἀπὸ τούτου αἱ ἐπικαμπαὶ παρὰ χεῖλος ἑκάτερον τοῦ ποταμοῦ αἱμασιὴ πλίνθων ὀπτέων παρατείνει.Το τείχος λοιπόν κι από τα δύο αυτά μέρη προχωρεί με τους αγκώνες του και φτάνει ώς μες στον ποταμό· ύστερα κάμπτεται και, προχωρώντας παράλληλα προς τις όχθες του ποταμού, φτάνει ώς την άλλην άκρη με τοίχο καμωμένο από ψημένα πλιθιά.
[1.180.3]τὸ δὲ ἄστυ αὐτὸ ἐὸν πλῆρες οἰκιέων τριορόφων καὶ τετρορόφων κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθέας, τάς τε ἄλλας καὶ τὰς ἐπικαρσίας τὰς ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἐχούσας.Η πόλη αυτή της Βαβυλώνας είναι γεμάτη από σπίτια τριώροφα και τετραώροφα, και τη διασχίζουν ίσια χαραγμένοι δρόμοι — και οι άλλοι κι εκείνοι που είναι κάθετοι και οδηγούν προς το ποτάμι.
[1.180.4]κατὰ δὴ ὦν ἑκάστην ὁδὸν ἐν τῇ αἱμασιῇ τῇ παρὰ τὸν ποταμὸν πυλίδες ἐπῆσαν, ὅσαι περ αἱ λαῦραι, τοσαῦται ἀριθμόν· ἦσαν δὲ καὶ αὗται χάλκεαι, φέρουσαι καὶ αὐταὶ ἐς αὐτὸν τὸν ποταμόν.Σε καθένα λοιπόν από αυτούς τους τελευταίους δρόμους αντιστοιχεί (στον τοίχο που είναι χτισμένος κατά μήκος του ποταμού) μια μικρότερη πύλη — όσοι οι κάθετοι δρόμοι τόσες κι οι πύλες. Ήσαν κι αυτές χάλκινες και έβγαζαν επίσης στο ποτάμι.
[1.181.1]τοῦτο μὲν δὴ τὸ τεῖχος θώρηξ ἐστί, ἕτερον δὲ ἔσωθεν τεῖχος περιθέει, οὐ πολλῷ τεῳ ἀσθενέστερον τοῦ ἑτέρου τείχεος, στεινότερον δέ.Το τείχος για το οποίο μιλήσαμε είναι ο θώρακας της πόλης· υπάρχει όμως παραμέσα κι ένα άλλο τείχος γύρω γύρω, που δεν είναι πολύ πιο αδύνατο από το πρώτο τείχος, είναι όμως στενότερο.
[1.181.2]ἐν δὲ φάρσεϊ ἑκατέρῳ τῆς πόλιος ἐτετείχιστο ἐν μέσῳ ἐν τῷ μὲν τὰ βασιλήια περιβόλῳ [τε] μεγάλῳ τε καὶ ἰσχυρῷ, ἐν δὲ τῷ ἑτέρῳ Διὸς Βήλου ἱρὸν χαλκόπυλον, καὶ ἐς ἐμὲ ἔτι τοῦτο ἐόν, δύο σταδίων πάντῃ, ἐὸν τετράγωνον.Σε καθένα από τα δύο τμήματα της πόλης υπήρχαν στη μέση χτίσματα: στο ένα τα βασιλικά ανάκτορα με μεγάλο και ισχυρό περίβολο· στο άλλο τμήμα ένα ιερό του Δία που επονομάζεται Βήλος, με χάλκινες τις πύλες του, που σωζόταν ακόμη και στα χρόνια μου· όλες του οι πλευρές ήταν από δύο στάδια, σχηματίζοντας έτσι τετράγωνο.
[1.181.3]ἐν μέσῳ δὲ τοῦ ἱροῦ πύργος στερεὸς οἰκοδόμηται, σταδίου καὶ τὸ μῆκος καὶ τὸ εὖρος, καὶ ἐπὶ τούτῳ τῷ πύργῳ ἄλλος πύργος ἐπιβέβηκε, καὶ ἕτερος μάλα ἐπὶ τούτῳ, μέχρι οὗ ὀκτὼ πύργων.Στο μέσα μέρος του ιερού είναι χτισμένος ένας πύργος συμπαγής, που και το μήκος και το πλάτος του ήταν από ένα στάδιο, και πάνω σ᾽ αυτόν τον πύργο υψώνεται ένας δεύτερος πύργος και πάνω του ένας τρίτος, φτάνοντας έτσι ώς τους οχτώ πύργους.
[1.181.4]ἀνάβασις δὲ ἐς αὐτοὺς ἔξωθεν κύκλῳ περὶ πάντας τοὺς πύργους ἔχουσα πεποίηται· μεσοῦντι δέ κου τῆς ἀναβάσιός ἐστι καταγωγή τε καὶ θῶκοι ἀμπαυστήριοι, ἐν τοῖσι κατίζοντες ἀμπαύονται οἱ ἀναβαίνοντες.Απέξω, αρχίζοντας από τον πρώτο και περιβάλλοντας όλους τους πύργους, είχαν κατασκευάσει ένα δρόμο αναβατήριο· κάπου στη μέση αυτού του δρόμου υπάρχει στάση με καθίσματα για ξεκούραση, όπου κάθονται και ξαποσταίνουν όσοι ανεβαίνουν.
[1.181.5]ἐν δὲ τῷ τελευταίῳ πύργῳ νηὸς ἔπεστι μέγας· ἐν δὲ τῷ νηῷ κλίνη μεγάλη κεῖται εὖ ἐστρωμένη καί οἱ τράπεζα παράκειται χρυσέη. ἄγαλμα δὲ οὐκ ἔνι οὐδὲν αὐτόθι ἐνιδρυμένον· οὐδὲ νύκτα οὐδεὶς ἐναυλίζεται ἀνθρώπων ὅτι μὴ γυνὴ μούνη τῶν ἐπιχωρίων, τὴν ἂν ὁ θεὸς ἕληται ἐκ πασέων, ὡς λέγουσι οἱ Χαλδαῖοι, ἐόντες ἱρέες τούτου τοῦ θεοῦ.Πάνω στον τελευταίο πύργο είναι στημένος ένας μεγάλος ναός· μέσα στο ναό βρίσκεται καλοστρωμένη μια μεγάλη κλίνη και πλάι της ένα χρυσό τραπέζι. Δεν υπάρχει κανένα άγαλμα απολύτως στημένο εδώ, ούτε περνά μέσα εκεί τη νύχτα του κανένας άνθρωπος, έξω από μια ντόπια γυναίκα που τη διαλέγει ο θεός κάθε φορά ανάμεσα από όλες, καταπώς λένε οι Χαλδαίοι, οι ιερείς αυτού του θεού.
[1.182.1]φασὶ δὲ οἱ αὐτοὶ οὗτοι, ἐμοὶ μὲν οὐ πιστὰ λέγοντες, τὸν θεὸν αὐτὸν φοιτᾶν τε ἐς τὸν νηὸν καὶ ἀναπαύεσθαι ἐπὶ τῆς κλίνης, κατά περ ἐν Θήβῃσι τῇσι Αἰγυπτίῃσι κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ὡς λέγουσι οἱ ΑἰγύπτιοιΟι ίδιοι αυτοί ισχυρίζονται —εμένα ωστόσο δε με πείθουν με τα λόγια τους— πως έρχεται ο θεός ο ίδιος στο ναό και κατακλίνεται, απαράλλαχτα όπως στη Θήβα της Αιγύπτου, καταπώς λένε οι Αιγύπτιοι·
[1.182.2](καὶ γὰρ δὴ ἐκεῖθι κοιμᾶται ἐν τῷ τοῦ Διὸς τοῦ Θηβαιέος γυνή, ἀμφότεραι δὲ αὗται λέγονται ἀνδρῶν οὐδαμῶν ἐς ὁμιλίην φοιτᾶν), καὶ κατά περ ἐν Πατάροισι τῆς Λυκίης ἡ πρόμαντις τοῦ θεοῦ, ἐπεὰν γένηται· οὐ γὰρ ὦν αἰεί ἐστι χρηστήριον αὐτόθι· ἐπεὰν δὲ γένηται, τότε ὦν συγκατακληίεται τὰς νύκτας ἔσω ἐν τῷ νηῷ.(γιατί και κει κοιμάται στο ναό του Θηβαίου Δία μια γυναίκα· και για τις δύο αυτές γυναίκες λέγεται ότι δεν έρχονται σε επαφή με άλλον άνδρα). Το ίδιο ισχύει και στα Πάταρα της Λυκίας με την προφήτισσα του θεού, όσο καιρό είναι εκεί μέσα· γιατί δε λειτουργεί συνεχώς αυτό το μαντείο· όταν όμως η προφήτισσα είναι εκεί, τότε κλείνεται τις νύχτες μαζί με το θεό στο εσωτερικό του ναού.
[1.183.1]ἔστι δὲ τοῦ ἐν Βαβυλῶνι ἱροῦ καὶ ἄλλος κάτω νηός, ἔνθα ἄγαλμα μέγα τοῦ Διὸς ἔνι κατήμενον χρύσεον, καί οἱ τράπεζα μεγάλη παράκειται χρυσέη. καὶ τὸ βάθρον οἱ καὶ ὁ θρόνος χρύσεός ἐστι. καὶ ὡς ἔλεγον οἱ Χαλδαῖοι, ταλάντων ὀκτακοσίων χρυσίου πεποίηται ταῦτα.Στο ιερό της Βαβυλώνας, στο κάτω μέρος του, ανήκει κι ένας άλλος ναός, όπου υπάρχει μεγάλο χρυσό άγαλμα του Δία που κάθεται και πλάι του στέκεται ένα μεγάλο χρυσό τραπέζι, που και το βάθρο του κι ο θρόνος είναι από χρυσάφι. Σύμφωνα μ᾽ όσα έλεγαν οι Χαλδαίοι, χρειάστηκαν οχτακόσια τάλαντα χρυσάφι, για να γίνουν αυτά.
[1.183.2]ἔξω δὲ τοῦ νηοῦ βωμός ἐστι χρύσεος. ἔστι δὲ καὶ ἄλλος βωμὸς μέγας, ἐπ᾽ οὗ θύεται τὰ τέλεα τῶν προβάτων· ἐπὶ γὰρ τοῦ χρυσέου βωμοῦ οὐκ ἔξεστι θύειν ὅτι μὴ γαλαθηνὰ μοῦνα, ἐπὶ δὲ τοῦ μέζονος βωμοῦ καὶ καταγίζουσι λιβανωτοῦ χίλια τάλαντα ἔτεος ἑκάστου οἱ Χαλδαῖοι τότε ἐπεὰν τὴν ὁρτὴν ἄγωσι τῷ θεῷ τούτῳ· ἦν δὲ ἐν τῷ τεμένεϊ τούτῳ ἔτι τὸν χρόνον ἐκεῖνον καὶ ἀνδριὰς δυώδεκα πήχεων χρύσεος στερεός.Έξω από το ναό υπάρχει κι ένας ακόμη βωμός μεγάλος, που πάνω του θυσιάζονται τα θρεμμένα ζώα, γιατί επάνω στον χρυσό βωμό δεν επιτρέπεται να θυσιάζονται παρά μονάχα τα νεογέννητα. Επάνω στον μεγαλύτερο βωμό καίνε επίσης οι Χαλδαίοι χίλια τάλαντα λιβάνι κάθε χρόνο, τότε που κάνουν τη γιορτή προς τιμή αυτού του θεού. Υπήρχε μέσα στο τέμενος κι ένας ανδριάντας δώδεκα πήχεις ψηλός, συμπαγής, από χρυσάφι.
[1.183.3]ἐγὼ μέν μιν οὐκ εἶδον, τὰ δὲ λέγεται ὑπὸ Χαλδαίων, ταῦτα λέγω. τούτῳ τῷ ἀνδριάντι Δαρεῖος μὲν ὁ Ὑστάσπεος ἐπιβουλεύσας οὐκ ἐτόλμησε λαβεῖν, Ξέρξης δὲ ὁ Δαρείου ἔλαβε καὶ τὸν ἱρέα ἀπέκτεινε ἀπαγορεύοντα μὴ κινέειν τὸν ἀνδριάντα. τὸ μὲν δὴ ἱρὸν τοῦτο οὕτω κεκόσμηται, ἔστι δὲ καὶ ἴδια ἀναθήματα πολλά.Εγώ βέβαια δεν τον είδα, αλλά αυτά που λεν οι Χαλδαίοι, αυτά λέω και γω. Αυτόν τον ανδριάντα, κι ας τον καλόβλεπε ο Δαρείος ο γιος του Υστάσπη, όμως δεν τόλμησε να τον πάρει· ωστόσο ο Ξέρξης, ο γιος του Δαρείου, τον πήρε και σκότωσε και τον ιερέα, που δεν του επέτρεπε να μετακινήσει τον ανδριάντα. Έτσι είναι στολισμένο τούτο το ιερό, υπάρχουν όμως εκεί και πολλά ιδιωτικά αφιερώματα.
[1.184.1]τῆς δὲ Βαβυλῶνος ταύτης πολλοὶ μέν κου καὶ ἄλλοι ἐγένοντο βασιλέες, τῶν ἐν τοῖσι Ἀσσυρίοισι λόγοισι μνήμην ποιήσομαι, οἳ τὰ τείχεά τε ἐπεκόσμησαν καὶ τὰ ἱρά, ἐν δὲ δὴ καὶ γυναῖκες δύο· ἡ μὲν πρότερον ἄρξασα, τῆς ὕστερον γενεῇσι πέντε πρότερον γενομένη, τῇ οὔνομα ἦν Σεμίραμις, αὕτη μὲν ἀπεδέξατο χώματα ἀνὰ τὸ πεδίον ἐόντα ἀξιοθέητα· πρότερον δὲ ἐώθεε ὁ ποταμὸς ἀνὰ τὸ πεδίον πᾶν πελαγίζειν·Και πολλοί άλλοι στάθηκαν βασιλιάδες της Βαβυλώνας, που κόσμησαν τα τείχη και τα ιερά της (θα μιλήσω γι᾽ αυτούς στο κεφάλαιο το αφιερωμένο στους Ασσυρίους), ανάμεσά τους όμως ξεχωρίζουν δύο γυναίκες. Η πρώτη βασίλισσα, που τη χωρίζουν από τη δεύτερη πέντε γενιές, λεγόταν Σεμίραμις· δικό της έργο είναι τα αναχώματα της πεδιάδας, πράγματι αξιοθέατα· γιατί προηγουμένως ο ποταμός συχνά μετέβαλλε την πεδιάδα όλη σε θάλασσα.
[1.185.1]ἡ δὲ δὴ δεύτερον γενομένη ταύτης βασίλεια, τῇ οὔνομα ἦν Νίτωκρις, αὕτη δὲ συνετωτέρη γενομένη τῆς πρότερον ἀρξάσης τοῦτο μὲν μνημόσυνα ἐλίπετο τὰ ἐγὼ ἀπηγήσομαι, τοῦτο δὲ τὴν Μήδων ὁρῶσα ἀρχὴν μεγάλην τε καὶ οὐκ ἀτρεμίζουσαν, ‹ἀλλ᾽› ἄλλα τε ἀραιρημένα ἄστεα αὐτοῖσι, ἐν δὲ δὴ καὶ τὴν Νίνον, προεφυλάξατο ὅσα ἐδύνατο μάλιστα.Όσο για τη δεύτερη στη σειρά βασίλισσα, που το όνομά της ήταν Νίτωκρις, αυτή στάθηκε πιο συνετή από την προηγούμενη βασίλισσα· άφησε βέβαια και μνημεία που θα τα περιγράψω, κυρίως όμως, βλέποντας τους Μήδους να αποχτούν όλο και μεγαλύτερη δύναμη και να μη θέλουν να ησυχάσουν αλλά να έχουν κυριεύσει κι άλλες πόλεις κι ανάμεσά τους και τη Νίνο, πήρε όσο μπορούσε πιο πολλά μέτρα για να φυλάξει τη χώρα της.
[1.185.2]πρῶτα μὲν τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν ἐόντα πρότερον ἰθύν, ὅς σφι διὰ τῆς πόλιος μέσης ῥέει, τοῦτον ἄνωθεν διώρυχας ὀρύξασα οὕτω δή τι ἐποίησε σκολιὸν ὥστε δὴ τρὶς ἐς τῶν τινα κωμέων τῶν ἐν τῇ Ἀσσυρίῃ ἀπικνέεται ῥέων. τῇ δὲ κώμῃ οὔνομά ἐστι ἐς τὴν ἀπικνέεται ὁ Εὐφρήτης Ἀρδέρικκα. καὶ νῦν οἳ ἂν κομίζωνται ἀπὸ τῆσδε τῆς θαλάσσης ἐς Βαβυλῶνα, καταπλέοντες [ἐς] τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τρίς τε ἐς τὴν αὐτὴν ταύτην κώμην παραγίνονται καὶ ἐν τρισὶ ἡμέρῃσι.Πρώτα άρχισε με τον Ευφράτη ποταμό, που με το ρεύμα του χωρίζει την πόλη στα δύο και που προηγουμένως ήταν ίσιος· αρχίζοντας από ψηλά, με τα κανάλια που έσκαψε, τον έκανε έτσι να λοξοδρομεί, ώστε μπαινόβγαινε τρεις φορές σε μια κωμόπολη των Ασσυρίων· το όνομα της κωμόπολης, όπου μπαινοβγαίνει ο Ευφράτης, λέγεται Αρδέρικκα. Έτσι σήμερα, όσοι ταξιδεύουν από τη Μεσόγειο για τη Βαβυλώνα και κατεβαίνουν τον Ευφράτη ποταμό, περνούνε τρεις φορές από την ίδια αυτή κωμόπολη και καταναλώνουν τρεις μέρες. Τέτοιο ήταν το έργο της αυτό.
[1.185.3]τοῦτο μὲν δὴ τοιοῦτον ἐποίησε, χῶμα δὲ παρέχωσε παρ᾽ ἑκάτερον τοῦ ποταμοῦ τὸ χεῖλος ἄξιον θώματος, μέγαθος καὶ ὕψος ὅσον τι ἐστί.Έφτιαξε ακόμη ανάχωμα στις δύο όχθες του ποταμού, αξιοθαύμαστο και για το ύψος που έχει και για το μέγεθός του.
[1.185.4]κατύπερθε δὲ πολλῷ Βαβυλῶνος ὤρυσσε ἔλυτρον λίμνῃ, ὀλίγον τι παρατείνουσα ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, βάθος μὲν ἐς τὸ ὕδωρ αἰεὶ ὀρύσσουσα, εὖρος δὲ τὸ περίμετρον αὐτοῦ ποιεῦσα εἴκοσί τε καὶ τετρακοσίων σταδίων· τὸν δὲ ὀρυσσόμενον χοῦν ἐκ τούτου τοῦ ὀρύγματος ἀναισίμου παρὰ τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ παραχέουσα.Πολύ ψηλότερα από τη Βαβυλώνα έσκαψε ένα όρυγμα για να το κάνει λίμνη — πλάι στον ποταμό και σε μικρή απόσταση από αυτόν· σε βάθος το προχώρησε σκάβοντας παντού ώσπου να βρει νερό, και την περίμετρό του την έφτασε στα τετρακόσια είκοσι στάδια. Το χώμα που έβγαζε από την ανασκαφή αυτού του έργου το χρησιμοποιούσε χύνοντάς το εκεί πλάι στις όχθες του ποταμού.
[1.185.5]ἐπείτε δέ οἱ ὀρώρυκτο, λίθους ἀγαγομένη κρηπῖδα κύκλῳ περὶ αὐτὴν ἤλασε.Όταν το σκάψιμο τέλειωσε, είπε να κουβαλήσουν πέτρες και να φτιάξουν ένα γύρω περίβολο, που να συγκρατεί τις όχθες της λίμνης.
[1.185.6]ἐποίεε δὲ ἀμφότερα ταῦτα, τόν τε ποταμὸν σκολιὸν καὶ τὸ ὄρυγμα πᾶν ἕλος, ὡς ὅ τε ποταμὸς βραδύτερος εἴη περὶ καμπὰς ἀγνύμενος, καὶ οἱ πλόοι ἔωσι σκολιοὶ ἐς τὴν Βαβυλῶνα, ἔκ τε τῶν πλόων ἐκδέκηται περίοδος τῆς λίμνης μακρή.Τα έκανε και τα δύο αυτά, και το ποτάμι δηλαδή να λοξοδρομεί και το όρυγμα να γίνεται όλο βάλτος, για να ελαττωθεί πρώτα, μ᾽ όλα αυτά τα σπασίματα και τις καμπές, η ταχύτητα που είχε το ρεύμα του ποταμού· ύστερα για να είναι το ταξίδι στο ποτάμι με προορισμό τη Βαβυλώνα μπερδεμένο· τέλος για να ακολουθεί, ύστερα από το ταξίδι στο ποτάμι, μακριά πεζοπορία μέχρι να παρακάμψει κανείς τη λίμνη.
[1.185.7]κατὰ τοῦτο δὲ ἐργάζετο τῆς χώρης τῇ αἵ τε ἐσβολαὶ ἦσαν καὶ τὰ σύντομα τῆς ἐκ Μήδων ὁδοῦ, ἵνα μὴ ἐπιμισγόμενοι οἱ Μῆδοι ἐκμανθάνοιεν αὐτῆς τὰ πρήγματα.Τα έργα αυτά τα έκανε η Νίτωκρις σ᾽ εκείνα τα μέρη της χώρας, όπου ήσαν τα περάσματα κι ο πιο σύντομος δρόμος για να μπει κάποιος από τη Μηδία· γιατί δεν ήθελε να μπαίνουνε στη χώρα της οι Μήδοι και να κατασκοπεύουν την κατάσταση.
[1.186.1]ταῦτα μὲν δὴ ἐκ βάθεος περιεβάλετο, τοιήνδε δὲ ἐξ αὐτῶν παρενθήκην ἐποιήσατο. τῆς πόλιος ἐούσης δύο φαρσέων, τοῦ δὲ ποταμοῦ μέσον ἔχοντος, ἐπὶ τῶν πρότερον βασιλέων, ὅκως τις ἐθέλοι ἐκ τοῦ ἑτέρου φάρσεος ἐς τοὔτερον διαβῆναι, χρῆν πλοίῳ διαβαίνειν, καὶ ἦν, ὡς ἐγὼ δοκέω, ὀχληρὸν τοῦτο. αὕτη δὲ καὶ τοῦτο προεῖδε· ἐπείτε γὰρ ὤρυσσε τὸ ἔλυτρον τῇ λίμνῃ, μνημόσυνον τόδε ἄλλο ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ ἔργου ἐλίπετο.Μ᾽ αυτά τα έργα εκσκαφής δημιούργησε μια γραμμή αμύνης· μέσα στα ίδια πλαίσια όμως πραγματοποίησε η Νίτωκρις κι ένα δευτερεύον έργο: Έτσι που η πόλη ήταν χωρισμένη σε δυο τμήματα κι ο ποταμός έτρεχε στη μέση, αν κάποιος ήθελε να περάσει από το ένα τμήμα στο άλλο, έπρεπε να χρησιμοποιήσει πλοίο, κι ήταν αυτό κατά την γνώμη μου ενοχλητικό. Η Νίτωκρις το πρόβλεψε κι αυτό. Γιατί τον ίδιο χρόνο που έσκαψε το όρυγμα για τη λίμνη, μαζί μ᾽ αυτό της το έργο έκανε κι ένα άλλο για να τη θυμάται ο κόσμος, το εξής:
[1.186.2]ἐτάμνετο λίθους περιμήκεας, ὡς δέ οἱ ἦσαν οἱ λίθοι ἕτοιμοι καὶ τὸ χωρίον ὀρώρυκτο, ἐκτρέψασα τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον πᾶν ἐς τὸ ὤρυξε χωρίον, ἐν ᾧ ἐπίμπλατο τοῦτο, ἐν τούτῳ ἀπεξηρασμένου τοῦ ἀρχαίου ῥεέθρου τοῦτο μὲν τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ κατὰ τὴν πόλιν καὶ τὰς καταβάσιας τὰς ἐκ τῶν πυλίδων ἐς τὸν ποταμὸν φερούσας ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι ὀπτῇσι κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον τῷ τείχεϊ, τοῦτο δὲ κατὰ μέσην κου μάλιστα τὴν πόλιν τοῖσι λίθοισι τοὺς ὠρύξατο οἰκοδόμεε γέφυραν, δέουσα τοὺς λίθους σιδήρῳ τε καὶ μολύβδῳ.Είπε και έκοψαν ογκώδεις πέτρες· κι όταν τα αγκωνάρια ήσαν έτοιμα και το μέρος είχε ανασκαφεί, έστρεψε όλο το ρεύμα του ποταμού στο όρυγμα που είχε ανοίξει· κι επειδή όσον καιρό χρειάστηκε για να γεμίσει το όρυγμα αυτό, το παλιό ρείθρο του ποταμού έμενε στεγνό, κερδίζοντας τον χρόνο η Νίτωκρις έντυσε με ψημένα πλιθιά (και με το ίδιο σύστημα που ήταν χτισμένο και το τείχος) τις όχθες του ποταμού σ᾽ όλο το μήκος που αυτός περνά μέσα απ᾽ την πόλη, όπως επίσης ύψωσε και τα μέρη που κατεβαίνοντας από τις μικρές πύλες οδηγούσαν προς το ποτάμι. Παράλληλα, στη μέση περίπου της πόλης, έχτισε με τα αγκωνάρια που είχε κόψει το σκελετό μιας γέφυρας, δένοντας τις πέτρες με σίδερο και με μολύβι.
[1.186.3]ἐπιτείνεσκε δὲ ἐπ᾽ αὐτήν, ὅκως μὲν ἡμέρη γένοιτο, ξύλα τετράγωνα, ἐπ᾽ ὧν τὴν διάβασιν ἐποιεῦντο οἱ Βαβυλώνιοι· τὰς δὲ νύκτας τὰ ξύλα ταῦτα ἀπαιρέεσκον τοῦδε εἵνεκα, ἵνα μὴ διαφοιτέοντες [τὰς νύκτας] κλέπτοιεν παρ᾽ ἀλλήλων.Επάνω εκεί, όταν ξημέρωνε η μέρα, είπε και άπλωναν ξύλα τετράγωνα, κι έτσι πατώντας πάνω περνούσαν οι Βαβυλώνιοι. Τη νύχτα αυτά τα ξύλα τα σήκωναν για τον παρακάτω λόγο: για να μην πηγαινοέρχονται οι άνθρωποι και κλέβουνε ο ένας τον άλλο.
[1.186.4]ὡς δὲ τό τε ὀρυχθὲν λίμνη πλήρης ἐγεγόνεε ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ καὶ τὰ περὶ τὴν γέφυραν ἐκεκόσμητο, τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν ἐς τὰ ἀρχαῖα ῥέεθρα ἐκ τῆς λίμνης ἐξήγαγε· καὶ οὕτω τὸ ὀρυχθὲν ἕλος γινόμενον ἐς δέον ἐδόκεε γεγονέναι καὶ τοῖσι πολιήτῃσι γέφυρα ἦν κατεσκευασμένη.Κι όταν το όρυγμα με το νερό του ποταμού έγινε μια γεμάτη λίμνη και τα έργα με τη γέφυρα είχαν τελειώσει, ξανάφερε η Νίτωκρις τον ποταμό Ευφράτη στην παλιά του κοίτη. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο κι η λίμνη που έγινε έμοιαζε να έχει κατασκευαστεί στην ώρα της, και ταυτοχρόνως βρέθηκε να είναι χτισμένη και μια γέφυρα για χάρη των πολιτών.
[1.187.1]ἡ δ᾽ αὐτὴ αὕτη βασίλεια καὶ ἀπάτην τοιήνδε τινὰ ἐμηχανήσατο. ὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων πυλέων τοῦ ἄστεος τάφον ἑωυτῇ κατεσκευάσατο μετέωρον ἐπιπολῆς αὐτέων τῶν πυλέων, ἐνεκόλαψε δὲ ἐς τὸν τάφον γράμματα λέγοντα τάδε·Η ίδια αυτή βασίλισσα σοφίστηκε και μιαν απάτη τέτοιας λογής. Πάνω από την πιο πολυσύχναστη πύλη της πόλης ετοίμασε έναν τάφο για τον εαυτό της ψηλά, να εξέχει από την πύλη, και σκάλιξε πάνω στον τάφο γράμματα που έλεγαν τα εξής:
[1.187.2]τῶν τις ἐμεῦ ὕστερον γινομένων Βαβυλῶνος βασιλέων ἢν σπανίσῃ χρημάτων, ἀνοίξας τὸν τάφον λαβέτω ὁκόσα βούλεται χρήματα· μὴ μέντοι γε μὴ σπανίσας γε ἄλλως ἀνοίξῃ· οὐ γὰρ ἄμεινον.Αν κάποιος από τους διαδόχους μου, που θα βασιλεύσουν ύστερα από εμένα στη Βαβυλώνα, βρεθεί να έχει ανάγκη από χρήματα, ανοίγοντας τον τάφο ας πάρει όσα χρήματα θέλει· απαγορεύεται όμως να τον ανοίξει για οποιονδήποτε άλλο λόγο κι όχι επειδή πράγματι έχει ανάγκη, γιατί δε θα του βγει σε καλό.
[1.187.3]οὗτος ὁ τάφος ἦν ἀκίνητος μέχρις οὗ ἐς Δαρεῖον περιῆλθε ἡ βασιληίη. Δαρείῳ δὲ καὶ δεινὸν ἐδόκεε εἶναι τῇσι πύλῃσι ταύτῃσι μηδὲν χρᾶσθαι καὶ χρημάτων κειμένων καὶ αὐτῶν τῶν γραμμάτων ἐπικαλεομένων μὴ οὐ λαβεῖν αὐτά.Αυτόν τον τάφο λοιπόν δεν τον άγγιξε κανείς, ωσότου η βασιλεία πέρασε στα χέρια του Δαρείου. Μα του Δαρείου του φαινόταν ανήκουστο να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή την πύλη και, ενώ εδώ πέρα υπήρχαν λεφτά και η επιγραφή το φώναζε, να μην τα πάρει.
[1.187.4]τῇσι δὲ πύλῃσι ταύτῃσι οὐδὲν ἐχρᾶτο τοῦδε εἵνεκα, ὅτι ὑπὲρ κεφαλῆς οἱ ἐγίνετο ὁ νεκρὸς διεξελαύνοντι.Την πύλη αυτή δεν τη χρησιμοποιούσε για τον λόγο ότι έπρεπε, αν περνούσε από εκεί, να βρεθεί πάνω από το κεφάλι του ο νεκρός.
[1.187.5]ἀνοίξας δὲ τὸν τάφον εὗρε χρήματα μὲν οὔ, τὸν δὲ νεκρὸν καὶ γράμματα λέγοντα τάδε· Εἰ μὴ ἄπληστός τε ἔας χρημάτων καὶ αἰσχροκερδής, οὐκ ἂν νεκρῶν θήκας ἀνέῳγες. αὕτη μέν νυν ἡ βασίλεια τοιαύτη τις λέγεται γενέσθαι.Όταν στο τέλος άνοιξε τον τάφο, από λεφτά δεν βρήκε τίποτε, βρήκε όμως μέσα το πτώμα και μιαν επιγραφή που έλεγε τα εξής: Αν δεν ήσουν άπληστος για χρήματα και δεν αγαπούσες το άνομο κέρδος, δε θα έφτανες να ανοίξεις τάφους νεκρών.
[1.188.1]Ὁ δὲ δὴ Κῦρος ἐπὶ ταύτης τῆς γυναικὸς τὸν παῖδα ἐστρατεύετο, ἔχοντά τε τοῦ πατρὸς τοῦ ἑωυτοῦ τοὔνομα Λαβυνήτου καὶ τὴν Ἀσσυρίων ἀρχήν. στρατεύεται δὲ [δὴ] βασιλεὺς ὁ μέγας καὶ σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος ἐξ οἴκου καὶ προβάτοισι, καὶ δὴ καὶ ὕδωρ ἀπὸ τοῦ Χοάσπεω ποταμοῦ ἅμα ἄγεται τοῦ παρὰ Σοῦσα ῥέοντος, τοῦ μούνου πίνει βασιλεὺς καὶ ἄλλου οὐδενὸς ποταμοῦ.Ο Κύρος λοιπόν κίνησε με το στρατό του εναντίον του γιου αυτής της γυναίκας, που είχε το όνομα του πατέρα του και λεγόταν Λαβύνητος, και που τότε ήταν ο βασιλιάς των Ασσυρίων. Όταν εκστρατεύει ο μέγας βασιλεύς, είναι εφοδιασμένος από τη χώρα του με προμήθειες τροφίμων και με βοσκήματα, κι έχει μάλιστα μαζί του και νερό από τον ποταμό Χοάσπη, που τρέχει πλάι στα Σούσα και που μόνον από αυτόν πίνει νερό ο βασιλιάς κι από κανέναν άλλο ποταμό.
[1.188.2]τούτου δὲ τοῦ Χοάσπεω τοῦ ὕδατος ἀπεψημένου πολλαὶ κάρτα ἅμαξαι τετράκυκλοι ἡμιόνεαι κομίζουσαι ἐν ἀγγηίοισι ἀργυρέοισι ἕπονται ὅκῃ ἂν ἐλαύνῃ ἑκάστοτε.Το νερό του Χοάσπη, βρασμένο, το κουβαλούν μέσα σε δοχεία ασημένια, πάμπολλα αμάξια τετράκυκλα, που τα σέρνουν μουλάρια και που ακολουθούν όπου κι αν πάει ο βασιλιάς κάθε φορά.
[1.189.1]ἐπείτε δὲ ὁ Κῦρος πορευόμενος ἐπὶ τὴν Βαβυλῶνα ἐγίνετο ἐπὶ Γύνδῃ ποταμῷ, τοῦ αἱ μὲν πηγαὶ ἐν Ματιηνοῖσι εἰσί, ῥέει δὲ διὰ Δαρδανέων, ἐκδιδοῖ δὲ ἐς ἕτερον ποταμὸν Τίγρην, ὁ δὲ παρὰ Ὦπιν πόλιν ῥέων ἐς τὴν Ἐρυθρὴν θάλασσαν ἐκδιδοῖ, τοῦτον δὴ τὸν Γύνδην ποταμὸν ὡς διαβαίνειν ἐπειρᾶτο ὁ Κῦρος ἐόντα νηυσιπέρητον, ἐνθαῦτά οἱ τῶν τις ἱρῶν ἵππων τῶν λευκῶν ὑπὸ ὕβριος ἐσβὰς ἐς τὸν ποταμὸν διαβαίνειν ἐπειρᾶτο, ὁ δέ μιν συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων.Όταν ο Κύρος, στην πορεία του για τη Βαβυλώνα, έφτασε στον ποταμό Γύνδη — του ποταμού αυτού οι πηγές βρίσκονται στα Ματιανά όρη, τρέχει ανάμεσα από τη χώρα των Δαρδανών, χύνεται σ᾽ έναν άλλο ποταμό, τον Τίγρητα, που με τη σειρά του τρέχοντας πλάι στην πόλη Ώπη χύνεται στην Ερυθρά θάλασσα· όταν λοιπόν ο Κύρος προσπαθούσε να περάσει το ποτάμι αυτό, τον Γύνδη δηλαδή που ήταν πλωτός, τότε ένα από τα ιερά του άσπρα άλογα μπαίνοντας αγέρωχα στο ποτάμι πάσχιζε να το διαβεί· μα τα νερά του ποταμού το κατάπιαν και το παρέσυραν στον βυθό κάτω.
[1.189.2]κάρτα τε δὴ ἐχαλέπαινε τῷ ποταμῷ ὁ Κῦρος τοῦτο ὑβρίσαντι καί οἱ ἐπηπείλησε οὕτω δή μιν ἀσθενέα ποιήσειν ὥστε τοῦ λοιποῦ καὶ γυναῖκάς μιν εὐπετέως τὸ γόνυ οὐ βρεχούσας διαβήσεσθαι.Πολύ δυσανασχέτησε με το ποτάμι ο Κύρος γι᾽ αυτή του την αναίδεια, και το απείλησε πως τόσο αδύναμο θα το έκανε, ώστε στο μέλλον ώς και οι γυναίκες θα το περνούσαν εύκολα, δίχως να βρέχουνε το γόνα τους.
[1.189.3]μετὰ δὲ τὴν ἀπειλὴν μετεὶς τὴν ἐπὶ Βαβυλῶνα στράτευσιν διαίρεε τὴν στρατιὴν δίχα, διελὼν δὲ κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας ὀγδώκοντα καὶ ἑκατὸν παρ᾽ ἑκάτερον τὸ χεῖλος τοῦ Γύνδεω τετραμμένας πάντα τρόπον, διατάξας δὲ τὸν στρατὸν ὀρύσσειν ἐκέλευε.Ύστερα από αυτή του την απειλή, αφήνοντας κατά μέρος την εκστρατεία εναντίον της Βαβυλώνας, χώρισε το στρατό του σε δύο μέρη και τους παρέταξε σε δύο μακριές σειρές, δείχνοντάς τους πώς θα έπρεπε να ανοίξουν σε ευθείες γραμμές εκατόν ογδόντα κανάλια σε καθεμιά όχθη του ποταμού, στραμμένα προς όλες τις διευθύνσεις. Αφού λοιπόν μοίρασε το στρατό του, τους πρόσταξε να σκάβουν.
[1.189.4]οἷα δὲ ὁμίλου πολλοῦ ἐργαζομένου ἤνετο μὲν τὸ ἔργον, ὅμως μέντοι τὴν θερείην πᾶσαν αὐτοῦ ταύτῃ διέτριψαν ἐργαζόμενοι.Επειδή τα χέρια που δούλευαν ήσαν πολλά, το έργο τέλεψε, όμως χρειάστηκε να περάσουν όλο το καλοκαίρι τους δουλεύοντας εκεί.
[1.190.1]ὡς δὲ τὸν Γύνδην ποταμὸν ἐτείσατο Κῦρος ἐς τριηκοσίας καὶ ἑξήκοντα διώρυχάς μιν διαλαβών, καὶ τὸ δεύτερον ἔαρ ὑπέλαμπε, οὕτω δὴ ἤλαυνε ἐπὶ τὴν Βαβυλῶνα. οἱ δὲ Βαβυλώνιοι ἐκστρατευσάμενοι ἔμενον αὐτόν. ἐπεὶ δὲ ἐγένετο ἐλαύνων ἀγχοῦ τῆς πόλιος, συνέβαλόν τε οἱ Βαβυλώνιοι καὶ ἑσσωθέντες τῇ μάχῃ κατειλήθησαν ἐς τὸ ἄστυ.Όταν ο Κύρος εκδικήθηκε έτσι τον ποταμό Γύνδη, κόβοντάς τον σε τριακόσια εξήντα κανάλια, και άρχισε για δεύτερη χρονιά να μυρίζει άνοιξη, τότε κινήθηκε εναντίον της Βαβυλώνας. Οι Βαβυλώνιοι από μέρους τους βγήκαν από την πόλη με το στρατό τους και τον περίμεναν. Κι όταν ο Κύρος προχωρώντας βρέθηκε κοντά στην πόλη, ήρθαν σε σύγκρουση μαζί του οι Βαβυλώνιοι, αλλά, νικημένοι στη μάχη που έγινε, τραβήχτηκαν μέσα στην πόλη τους.
[1.190.2]οἷα δὲ ἐξεπιστάμενοι ἔτι πρότερον τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα, ἀλλ᾽ ὁρέοντες αὐτὸν παντὶ ἔθνεϊ ὁμοίως ἐπιχειρέοντα, προεσάξαντο σιτία ἐτέων κάρτα πολλῶν. ἐνθαῦτα οὗτοι μὲν λόγον εἶχον τῆς πολιορκίης οὐδένα, Κῦρος δὲ ἀπορίῃσι ἐνείχετο ἅτε χρόνου τε ἐγγινομένου συχνοῦ ἀνωτέρω τε οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων.Ήξεραν κιόλας από πριν καλά τον Κύρο πως δε θα ησύχαζε, αφού τον είχαν δει να χτυπά εξίσου κι όμοια κάθε λαό· γι᾽ αυτό κι είχαν από πρωτύτερα εφοδιασθεί με προμήθειες τροφίμων για πάρα πολλά χρόνια. Έτσι καθόλου δεν τους ένοιαζε αυτούς τότε για την πολιορκία, ενώ ο Κύρος βρισκόταν σε αμηχανία, αφού αρκετός καιρός είχε περάσει και τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου μπρος.
[1.191.1]εἴτε δὴ ὦν ἄλλος οἱ ἀπορέοντι ὑπεθήκατο, εἴτε καὶ αὐτὸς ἔμαθε τὸ ποιητέον οἱ ἦν, ἐποίεε δὴ τοιόνδε·Είτε λοιπόν βλέποντάς τον μες στην αμηχανία του κάποιος του το συμβούλευσε, είτε κι ο ίδιος συνέλαβε τί έπρεπε να κάνει, κάνει οπωσδήποτε το εξής:
[1.191.2]τάξας τὴν στρατιὴν ἅπασαν ἐξ ἐμβολῆς τοῦ ποταμοῦ, τῇ ἐς τὴν πόλιν ἐσβάλλει, καὶ ὄπισθε αὖτις τῆς πόλιος τάξας ἑτέρους, τῇ ἐξίει ἐκ τῆς πόλιος ὁ ποταμός, προεῖπε τῷ στρατῷ, ὅταν διαβατὸν τὸ ῥέεθρον ἴδωνται γενόμενον, ἐσιέναι ταύτῃ ἐς τὴν πόλιν. οὕτω τε δὴ τάξας καὶ κατὰ ταῦτα παραινέσας ἀπήλαυνε αὐτὸς σὺν τῷ ἀχρηίῳ τοῦ στρατοῦ.Τοποθέτησε το πιο μεγάλο τμήμα του στρατού του στην είσοδο του ποταμού (εκεί που μπαίνει μέσα στην πόλη) κι άλλους πάλι στρατιώτες τους τοποθέτησε στο αντικρινό μέρος της πόλης (εκεί που ο ποταμός βγαίνει από την πόλη), και παράγγειλε από πριν σ᾽ όλους, μόλις δουν ότι το ρέμα του ποταμού τούς επιτρέπει, να το περάσουν, και να μπούνε μέσα στην πόλη μ᾽ αυτόν τον τρόπο. Αφού λοιπόν έτσι τοποθέτησε τους στρατιώτες του και τους έδωσε και τις οδηγίες που είπαμε, ο ίδιος μαζί με τους βοηθητικούς αποτραβήχτηκε.
[1.191.3]ἀπικόμενος δὲ ἐπὶ τὴν λίμνην, τά περ ἡ τῶν Βαβυλωνίων βασίλεια ἐποίησε κατά τε τὸν ποταμὸν καὶ κατὰ τὴν λίμνην, ἐποίεε καὶ αὐτὸς ἕτερα τοιαῦτα· τὸν γὰρ ποταμὸν διώρυχι ἐσαγαγὼν ἐς τὴν λίμνην ἐοῦσαν ἕλος, τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον διαβατὸν εἶναι ἐποίησε ὑπονοστήσαντος τοῦ ποταμοῦ.Και φτάνοντας στη λίμνη, ακολούθησε το παράδειγμα της βασίλισσας των Βαβυλωνίων σ᾽ αυτά που έκανε κι εκείνη με τη λίμνη και τον ποταμό, και έκανε και ο ίδιος κάτι παρόμοιο: στρέφοντας δηλαδή μ᾽ ένα κανάλι τα νερά του ποταμού μέσα στη λίμνη που ήταν βάλτος, κατάφερε να καταστήσει το παλιό ρέμα διαβατό, αφού στο μεταξύ τα νερά του ποταμού είχαν αποτραβηχτεί.
[1.191.4]γενομένου δὲ τούτου τοιούτου οἱ Πέρσαι οἵ περ ἐτετάχατο ἐπ᾽ αὐτῷ τούτῳ κατὰ τὸ ῥέεθρον τοῦ Εὐφρήτεω ποταμοῦ ὑπονενοστηκότος ἀνδρὶ ὡς ἐς μέσον μηρὸν μάλιστά κῃ, κατὰ τοῦτο ἐσήισαν ἐς τὴν Βαβυλῶνα.Όταν το πράγμα έγινε όπως το ήθελε ο Κύρος, οι Πέρσες που είχαν οριστεί για το σκοπό αυτόν, ακολούθησαν το ρέμα του Ευφράτη, που στο μεταξύ τα νερά του είχαν τραβηχτεί έτσι που μόλις έφταναν στη μέση της γάμπας ενός στρατιώτη, και με τον τρόπο αυτόν μπήκαν στη Βαβυλώνα.
[1.191.5]εἰ μέν νυν προεπύθοντο ἢ ἔμαθον οἱ Βαβυλώνιοι τὸ ἐκ τοῦ Κύρου ποιεύμενον, οἱ δ᾽ ἂν περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν ἐς τὴν πόλιν διέφθειραν κάκιστα· κατακληίσαντες γὰρ ἂν πάσας τὰς ἐς τὸν ποταμὸν πυλίδας ἐχούσας καὶ αὐτοὶ ἐπὶ τὰς αἱμασιὰς ἀναβάντες τὰς παρὰ τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ ἐληλαμένας, ἔλαβον ἄν σφεας ὡς ἐν κύρτῃ.Αν το είχαν μάθει οι Βαβυλώνιοι ή το είχαν καταλάβει το σχέδιο του Κύρου, τότε θα άφηναν τους Πέρσες να μπουν στην πόλη τους και θα τους αφάνιζαν κακήν κακώς· γιατί θα έκλειναν όλες τις μικρές πύλες, αυτές που βγάζουν στο ποτάμι, οι ίδιοι θα ανέβαιναν πάνω στα τείχη που εκτείνονται κατά μήκος της μιας και της άλλης όχθης του ποταμού, και έτσι θα τους έπιαναν στη φάκα.
[1.191.6]νῦν δὲ ἐξ ἀπροσδοκήτου σφι παρέστησαν οἱ Πέρσαι. ὑπὸ δὲ μεγάθεος τῆς πόλιος, ὡς λέγεται ὑπὸ τῶν ταύτῃ οἰκημένων, τῶν περὶ τὰ ἔσχατα τῆς πόλιος ἑαλωκότων τοὺς τὸ μέσον οἰκέοντας τῶν Βαβυλωνίων οὐ μανθάνειν ἑαλωκότας, ἀλλά (τυχεῖν γάρ σφι ἐοῦσαν ὁρτήν) χορεύειν τε τοῦτον τὸν χρόνον καὶ ἐν εὐπαθείῃσι εἶναι, ἐς ὃ δὴ καὶ τὸ κάρτα ἐπύθοντο. καὶ Βαβυλὼν μὲν οὕτω τότε πρῶτον ἀραίρητο.Τώρα όμως βγήκαν οι Πέρσες μπροστά τους από τα ανέλπιστα. Η πόλη τους είναι πολύ μεγάλη και, καταπώς λένε οι κάτοικοί της, την ώρα που οι άκρες της είχαν κυριευτεί από τον εχθρό, όσοι από τους Βαβυλωνίους έμεναν στο κέντρο δεν πήραν είδηση πως ήσαν παγιδευμένοι, αλλά —έτσι όπως έτυχε να έχουν γιορτή— την ώρα αυτή χόρευαν και γλεντούσαν, ώσπου πια το κατάλαβαν και το παρακατάλαβαν. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο η Βαβυλώνα πάρθηκε για πρώτη φορά.
[1.192.1]Τὴν δὲ δύναμιν τῶν Βαβυλωνίων πολλοῖσι μὲν καὶ ἄλλοισι δηλώσω ὅση τις ἐστί, ἐν δὲ δὴ καὶ τῷδε. βασιλέϊ τῷ μεγάλῳ ἐς τροφὴν αὐτοῦ τε καὶ τῆς στρατιῆς διαραίρηται, πάρεξ τοῦ φόρου, γῆ πᾶσα ὅσης ἄρχει. δυώδεκα ὦν μηνῶν ἐόντων ἐς τὸν ἐνιαυτόν τοὺς τέσσερας μῆνας τρέφει μιν ἡ Βαβυλωνίη χώρη, τοὺς δὲ ὀκτὼ τῶν μηνῶν ἡ λοιπὴ πᾶσα Ἀσίη.Των Βαβυλωνίων τη δύναμη και μ᾽ άλλα πολλά σημάδια θα τη φανερώσω, πόσο μεγάλη είναι, κυρίως όμως με το εξής: Ο μέγας βασιλεύς έχει μοιράσει όλη την επικράτειά του σε περιοχές, για να του εξασφαλίζουν, εκτός από το φόρο, τις προμήθειες και γι᾽ αυτόν τον ίδιο και για το στρατό του. Από τους δώδεκα λοιπόν μήνες που έχει ο χρόνος, τους τέσσερις μήνες τον τρέφει η χώρα των Βαβυλωνίων, και τους άλλους οχτώ όλη η υπόλοιπη Ασία μαζί.
[1.192.2]οὕτω τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη χώρη τῇ δυνάμι τῆς ἄλλης Ἀσίης. καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς χώρης ταύτης, τὴν οἱ Πέρσαι σατραπηίην καλέουσι, ἐστὶ ἁπασέων τῶν ἀρχέων πολλόν τι κρατίστη, ὅκου Τριτανταίχμῃ τῷ Ἀρταβάζου ἐκ βασιλέος ἔχοντι τὸν νομὸν τοῦτον ἀργυρίου μὲν προσήιε ἑκάστης ἡμέρης ἀρτάβη μεστήΈτσι η χώρα των Ασσυρίων, σ᾽ ό,τι αφορά τον πλούτο της, αντιστοιχεί στο ένα τρίτο όλης της Ασίας. Ακόμη και η άσκηση της εξουσίας σ᾽ αυτήν την χώρα, που οι Πέρσες την ονομάζουν σατραπεία, είναι από όλων των άλλων περιοχών η πιο προσοδοφόρα, εφόσον απόφερνε στον Τριτανταίχμη —που είχε οριστεί από το βασιλιά διοικητής αυτού του νομού—, το γιο του Αρτάβαζου, κάθε μέρα και μια αρτάβη γεμάτη ασήμι
[1.192.3](ἡ δὲ ἀρτάβη μέτρον ἐστὶ Περσικὸν χωρέον μεδίμνου Ἀττικοῦ πλέον χοίνιξι τρισὶ Ἀττικῇσι), ἵπποι δέ οἱ αὐτοῦ ἦσαν ἰδίῃ, πάρεξ τῶν πολεμιστηρίων, οἱ μὲν ἀναβαίνοντες τὰς θηλέας ὀκτακόσιοι, αἱ δὲ βαινόμεναι ἑξακισχίλιαι καὶ μύριαι· ἀνέβαινε γὰρ ἕκαστος τῶν ἐρσένων τούτων εἴκοσι ἵππους.(η αρτάβη είναι περσικό μέτρο, χωρητικότητος ενός αττικού μεδίμνου και επιπλέον τριών αττικών χοινίκων). Είχε ακόμη ο Τριτανταίχμης δικά του άλογα —έξω από εκείνα που χρησιμοποιούσε στον πόλεμο— οκτακόσια αρσενικά επιβήτορες και δεκαέξι χιλιάδες θηλυκές φοράδες· γιατί καθένα αρσενικό από αυτά τα άλογα έσμιγε με είκοσι φοράδες.
[1.192.4]κυνῶν δὲ Ἰνδικῶν τοσοῦτο δή τι πλῆθος ἐτρέφετο ὥστε τέσσερες τῶν ἐν τῷ πεδίῳ κῶμαι μεγάλαι, τῶν ἄλλων ἐοῦσαι ἀτελέες, τοῖσι κυσὶ προσετετάχατο σιτία παρέχειν. τοιαῦτα μὲν τῷ ἄρχοντι τῆς Βαβυλῶνος ὑπῆρχε ἐόντα.Κι όσο για τα ινδικά σκυλιά, τόση πληθώρα από αυτά έτρεφαν, ώστε τέσσερα μεγάλα χωριά του κάμπου δεν πλήρωναν κανέναν άλλο φόρο, είχε όμως οριστεί να προμηθεύουν τις τροφές για τα σκυλιά αυτά. Τέτοια αγαθά είχε στη διάθεσή του ο άρχοντας της Βαβυλώνας.
[1.193.1]ἡ δὲ γῆ τῶν Ἀσσυρίων ὕεται μὲν ὀλίγῳ, καὶ τὸ ἐκτρέφον τὴν ῥίζαν τοῦ σίτου ἐστὶ τοῦτο. ἀρδόμενον μέντοι ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἁδρύνεταί τε τὸ λήιον καὶ παραγίνεται ὁ σῖτος, οὐ κατά περ ἐν Αἰγύπτῳ αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ ἀναβαίνοντος ἐς τὰς ἀρούρας, ἀλλὰ χερσί τε καὶ κηλωνηίοισι ἀρδόμενος.Πέφτει λίγη βροχή στη χώρα των Ασσυρίων, ίσα που φτάνει για να πιάσει ρίζα το σπαρτό. Καθώς όμως τα σπαρτά ποτίζονται με τα νερά του ποταμού, βγαίνει και δένει ο καρπός. Κι αυτό δε γίνεται όπως στην Αίγυπτο, όπου ανεβαίνει ο ποταμός στα χωράφια, παρά τραβούνε το νερό με το χέρι ή με γεράνια.
[1.193.2]ἡ γὰρ Βαβυλωνίη χώρη πᾶσα, κατά περ ἡ Αἰγυπτίη, κατατέτμηται ἐς διώρυχας· καὶ ἡ μεγίστη τῶν διωρύχων ἐστὶ νηυσιπέρητος, πρὸς ἥλιον τετραμμένη τὸν χειμερινόν, ἐσέχει δὲ ἐς ἄλλον ποταμὸν ἐκ τοῦ Εὐφρήτεω, ἐς τὸν Τίγρην, παρ᾽ ὃν Νίνος πόλις οἴκητο. ἔστι δὲ χωρέων αὕτη πασέων μακρῷ ἀρίστη τῶν ἡμεῖς ἴδμεν Δήμητρος καρπὸν ἐκφέρειν.Γιατί όλη η χώρα των Βαβυλωνίων, όπως και της Αιγύπτου, κόβεται από κανάλια. Το πιο μεγάλο από αυτά είναι πλωτό, βλέπει προς τη μεριά που ανατέλλει ο ήλιος το χειμώνα, και ξεκινώντας από τον Ευφράτη χύνεται σ᾽ ένα άλλο ποτάμι, τον Τίγρητα, όπου στις όχθες του έχει χτιστεί η πόλη Νίνος. Η χώρα των Βαβυλωνίων είναι κατά πολύ ανώτερη, όσο ξέρουμε, από τις άλλες στην παραγωγή των δημητριακών καρπών.
[1.193.3]τὰ γὰρ δὴ ἄλλα δένδρεα οὐδὲ πειρᾶται ἀρχὴν φέρειν, οὔτε συκέην οὔτε ἄμπελον οὔτε ἐλαίην. τὸν δὲ τῆς Δήμητρος καρπὸν ὧδε ἀγαθὴ ἐκφέρειν ἐστὶ ὥστε ἐπὶ διηκόσια μὲν τὸ παράπαν ἀποδιδοῖ, ἐπεὰν δὲ ἄριστα αὐτὴ ἑωυτῆς ἐνείκῃ, ἐπὶ τριηκόσια ἐκφέρει. τὰ δὲ φύλλα αὐτόθι τῶν τε πυρῶν καὶ τῶν κριθέων τὸ πλάτος γίνεται τεσσέρων εὐπετέως δακτύλων.Γιατί, σ᾽ ό,τι αφορά τα δένδρα, δε γίνεται καν προσπάθεια να καλλιεργηθούν· ούτε η συκιά ούτε το αμπέλι ούτε η ελιά. Όμως για την παραγωγή δημητριακών καρπών τόσο κατάλληλη είναι η γη, ώστε συνήθως το ένα στάχυ δίνει διακόσιους σπόρους, κι όταν το φέρει η χρονιά και ξεπεράσει η γης τον εαυτό της, φτάνει και στους τρακόσιους. Στο ίδιο μέρος το στάχυ ή το κριθάρι φτάνει να έχει φύλλα πλατιά, τέσσερα και πλέον δάχτυλα.
[1.193.4]ἐκ δὲ κέγχρου καὶ σησάμου ὅσον τι δένδρον μέγαθος γίνεται, ἐξεπιστάμενος μνήμην οὐ ποιήσομαι, εὖ εἰδὼς ὅτι τοῖσι μὴ ἀπιγμένοισι ἐς τὴν Βαβυλωνίην χώρην καὶ τὰ εἰρημένα καρπῶν ἐχόμενα ἐς ἀπιστίην πολλὴν ἀπῖκται. χρέωνται δὲ οὐδὲν ἐλαίῳ, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν σησάμων ποιεῦντες. εἰσὶ δέ σφι φοίνικες πεφυκότες ἀνὰ πᾶν τὸ πεδίον, οἱ πλεῦνες αὐτῶν καρποφόροι, ἐκ τῶν καὶ σιτία καὶ οἶνον καὶ μέλι ποιεῦνται·Από ένα σπυρί κεχρί ή σουσάμι, πόσο μεγάλο φυτό ξεπηδά, δε θα το αναφέρω, κι ας το ξέρω, γιατί είμαι βέβαιος πως όσοι δεν πήγαν στη χώρα των Βαβυλωνίων, κι αυτά που είπα για τα σπαρτά πολύ λίγο θα τα πιστέψουν. Δεν χρησιμοποιούν οι Βαβυλώνιοι καθαρό λάδι από ελιές, αλλά το φτιάχνουν από σουσάμι. Όλη την πεδιάδα την έχουν φυτεμένη με φοινικόδενδρα, που τα πιο πολλά τους είναι καρποφόρα, από όπου κάνουν οι Βαβυλώνιοι φαγώσιμα, κρασί και μέλι.
[1.193.5]τοὺς συκέων τρόπον θεραπεύουσι τά τε ἄλλα καὶ φοινίκων τοὺς ἔρσενας Ἕλληνες καλέουσι, τούτων τὸν καρπὸν περιδέουσι τῇσι βαλανηφόροισι τῶν φοινίκων, ἵνα πεπαίνῃ τέ σφι ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων καὶ μὴ ἀπορρέῃ ὁ καρπὸς τοῦ φοίνικος· ψῆνας γὰρ δὴ φέρουσι ἐν τῷ καρπῷ οἱ ἔρσενες, κατά περ δὴ οἱ ὄλονθοι.Τα φοινικόδενδρα τα περιποιούνται, όπως αλλού τις συκιές: κοντά στα άλλα παίρνουν από τα φοινικόδενδρα, που οι Έλληνες τα ονομάζουν αρσενικά, τον καρπό τους και τον δένουν γύρω στον καρπό των δένδρων που έχουν τους χουρμάδες, ώστε μπαίνοντας μέσα στον χουρμά η σκνίπα να τον ωριμάζει και να μην αφήνει να πέσει ο καρπός του φοίνικα· τέτοιες σκνίπες έχουν στον καρπό τους τα αρσενικά φοινικόδενδρα, όπως και τα αγριόσυκα.
[1.194.1]τὸ δὲ ἁπάντων θῶμα μέγιστόν μοί ἐστι τῶν ταύτῃ μετά γε αὐτὴν τὴν πόλιν, ἔρχομαι φράσων. τὰ πλοῖα αὐτοῖσί ἐστι τὰ κατὰ τὸν ποταμὸν πορευόμενα ἐς τὴν Βαβυλῶνα ἐόντα κυκλοτερέα πάντα σκύτινα.Και τώρα θα μιλήσω γι᾽ αυτό που θεωρώ σ᾽ αυτή τη χώρα το πιο θαυμαστό πράγμα απ᾽ όλα: Τα πλοία που χρησιμοποιούν αυτοί για να κατέβουν το ποτάμι και να παν στη Βαβυλώνα, συμβαίνει να είναι στρόγγυλα κι όλο από δέρμα.
[1.194.2]ἐπεὰν γὰρ ἐν τοῖσι Ἀρμενίοισι τοῖσι κατύπερθε Ἀσσυρίων οἰκημένοισι νομέας εἰτέης ταμόμενοι ποιήσωνται, περιτείνουσι τούτοισι διφθέρας στεγαστρίδας ἔξωθεν ἐδάφεος τρόπον, οὔτε πρύμνην ἀποκρίνοντες οὔτε πρῴρην συνάγοντες, ἀλλ᾽ ἀσπίδος τρόπον κυκλοτερέα ποιήσαντες καὶ καλάμης πλήσαντες πᾶν τὸ πλοῖον τοῦτο ἀπιεῖσι κατὰ τὸν ποταμὸν φέρεσθαι, φορτίων πλήσαντες· μάλιστα δὲ βίκους φοινικηίους κατάγουσι οἴνου πλέους.Στη χώρα δηλαδή των Αρμενίων, που κατοικούν ψηλότερα από τους Ασσυρίους, κάνουν τα στραβόξυλα κόβοντας ξύλα από ιτιά· ύστερα τεντώνουν απέξω ένα γύρω τομάρια και μ᾽ αυτά σκεπάζουν τα ξύλα, όπως το πάτωμα ενός σπιτιού, δίχως ούτε πρύμη να φτιάχνουν αφήνοντας τις δύο πλευρές πιο ανοιχτές, ούτε πρώρα ενώνοντάς τες σε μια μύτη, αλλά τα κάνουν ολοστρόγγυλα σα μιαν ασπίδα. Κι αφού ντύσουν το πλοίο μέσα όλο με καλάμι, το αφήνουν φορτωμένο με εμπορεύματα να ακολουθήσει το ρέμα του ποταμού. Κυρίως κατεβάζουν δοχεία καμωμένα από ξύλο φοινικιάς γεμάτα κρασί.
[1.194.3]ἰθύνεται δὲ ὑπό τε δύο πλήκτρων καὶ δύο ἀνδρῶν ὀρθῶν ἑστεώτων, καὶ ὁ μὲν ἔσω ἕλκει τὸ πλῆκτρον, ὁ δὲ ἔξω ὠθέει. ποιέεται δὲ καὶ κάρτα μεγάλα ταῦτα τὰ πλοῖα καὶ ἐλάσσω· τὰ δὲ μέγιστα αὐτῶν καὶ πεντακισχιλίων ταλάντων γόμον ἔχει. ἐν ἑκάστῳ δὲ πλοίῳ ὄνος ζὼς ἔνεστι, ἐν δὲ τοῖσι μέζοσι πλεῦνες.Το πλοίο διευθύνεται με δύο κουπιά και δύο άνδρες που στέκονται ορθοί, κι όταν ο ένας τραβά το κουπί προς τα μέσα ο άλλος το σπρώχνει προς τα έξω. Τα κάνουν τα πλοία αυτά και πολύ μεγάλα και μικρότερα. Τα πιο μεγάλα χωρούν φορτίο κι ώς πέντε ακόμη χιλιάδες τάλαντα. Σε κάθε πλοίο μπαίνει κι ένας γάιδαρος ζωντανός, στα μεγαλύτερα περισσότεροι.
[1.194.4]ἐπεὰν ὦν ἀπίκωνται πλέοντες ἐς τὴν Βαβυλῶνα καὶ διαθέωνται τὸν φόρτον, νομέας μὲν τοῦ πλοίου καὶ τὴν καλάμην πᾶσαν ἀπ᾽ ὦν ἐκήρυξαν, τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι ἐς τοὺς Ἀρμενίους.Όταν λοιπόν πλέοντας φτάσουν κάποτε στη Βαβυλώνα και ξεπουλήσουν το εμπόρεμα, το καλάμι και τα στραβόξυλα τα βγάζουν στο σφυρί, ενώ τα τομάρια τα στοιβάζουν πάνω στους γαϊδάρους τους και ξεκινούν πίσω για τη χώρα των Αρμενίων.
[1.194.5]ἀνὰ τὸν ποταμὸν γὰρ δὴ οὐκ οἷά τέ ἐστι πλέειν οὐδενὶ τρόπῳ ὑπὸ τάχεος τοῦ ποταμοῦ· διὰ γὰρ ταῦτα καὶ οὐκ ἐκ ξύλων ποιεῦνται τὰ πλοῖα ἀλλ᾽ ἐκ διφθερέων. ἐπεὰν δὲ τοὺς ὄνους ἐλαύνοντες ἀπίκωνται ὀπίσω ἐς τοὺς Ἀρμενίους, ἄλλα τρόπῳ τῷ αὐτῷ ποιεῦνται πλοῖα.Γιατί το ποτάμι δεν είναι με κανένα τρόπο δυνατό να το ανεβεί κανείς με πλοίο, έτσι που τρέχει ορμητικά. Αυτός είναι ο λόγος που δεν τα κάνουν τα πλοία τους από ξύλο αλλά από τομάρια. Κι όταν τέλος οδηγώντας τα γαϊδούρια τους φτάσουν οι Βαβυλώνιοι πίσω στη χώρα των Αρμενίων, με τον ίδιο τρόπο φτιάχνουν άλλα πλοία.
[1.195.1]τὰ μὲν δὴ πλοῖα αὐτοῖσί ἐστι τοιαῦτα, ἐσθῆτι δὲ τοιῇδε χρέωνται, κιθῶνι ποδηνεκέϊ λινέῳ· καὶ ἐπὶ τοῦτον ἄλλον εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύνει καὶ χλανίδιον λευκὸν περιβαλλόμενος, ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια, παραπλήσια τῇσι Βοιωτίῃσι ἐμβάσι. κομῶντες δὲ τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι ἀναδέονται, μεμυρισμένοι πᾶν τὸ σῶμα.Τα πλοία τους λοιπόν είναι τέτοια που είπαμε. Όσο για το ντύσιμό τους, φορούν πρώτα ένα λινό χιτώνα, μακρύ ώς τα νύχια· από πάνω βάζουν ένα δεύτερο χιτώνα μάλλινο, και τέλος περιτυλίγονται με μια χλαμύδα κοντή, άσπρη, ενώ στα πόδια τους φορούν σανδάλια εγχώρια, όμοια περίπου με τις εμβάδες των Βοιωτών. Έχουν μακριά μαλλιά που τα συγκρατούν με ταινίες, και αλείφουν όλο τους το σώμα με μύρα.
[1.195.2]σφρηγῖδα δὲ ἕκαστος ἔχει καὶ σκῆπτρον χειροποίητον· ἐπ᾽ ἑκάστῳ δὲ σκήπτρῳ ἔπεστι πεποιημένον ἢ μῆλον ἢ ῥόδον ἢ κρίνον ἢ αἰετὸς ἢ ἄλλο τι· ἄνευ γὰρ ἐπισήμου οὔ σφι νόμος ἐστὶ ἔχειν σκῆπτρον. αὕτη μὲν δή σφι ἄρτησις περὶ τὸ σῶμά ἐστι, νόμοι δὲ αὐτοῖσι οἵδε κατεστέασι·Καθένας έχει τη σφραγίδα του, και κρατά μπαστούνι δουλεμένο στο χέρι. Κάθε μπαστούνι έχει στο πάνω μέρος του σκαλισμένο ένα μήλο ή τριαντάφυλλο ή κρίνο ή αετό ή κάτι άλλο· γιατί δε συνηθίζεται να κρατά κανείς μπαστούνι, που να μην έχει το διακριτικό του έμβλημα. Αυτή είναι η περιβολή τους· κι όσο για τα έθιμα που ισχύουν σ᾽ αυτούς, ακούστε παρακάτω ποιά είναι:
[1.196.1]ὁ μὲν σοφώτατος ὅδε κατὰ γνώμην τὴν ἡμετέρην, τῷ καὶ Ἰλλυριῶν Ἐνετοὺς πυνθάνομαι χρᾶσθαι. κατὰ κώμας ἑκάστας ἅπαξ τοῦ ἔτεος ἑκάστου ἐποιέετο τάδε. ὡς ἂν αἱ παρθένοι γινοίατο γάμων ὡραῖαι, ταύτας ὅκως συναγάγοιεν πάσας, ἐς ἓν χωρίον ἐσάγεσκον ἁλέας, πέριξ δὲ αὐτὰς ἵστατο ὅμιλος ἀνδρῶν.Το πιο σοφό, κατά τη γνώμη μας, είναι αυτό, που, όπως μαθαίνω, το έχουν και οι ιλλυρικής καταγωγής Ενετοί· σε κάθε συνοικισμό, μια φορά το χρόνο, γινόταν το εξής: Όταν έφθαναν οι κοπέλες κάθε φορά σε ώρα γάμου, όλες αυτές τις συγκέντρωναν και τις έβαζαν όλες μαζί σ᾽ ένα ορισμένο μέρος, ενώ γύρω τους στέκονταν μαζεμένοι οι άνδρες.
[1.196.2]ἀνιστὰς δὲ κατὰ μίαν ἑκάστην κῆρυξ πωλέεσκε, πρῶτα μὲν τὴν εὐειδεστάτην ἐκ πασέων, μετὰ δέ, ὅκως αὕτη εὑροῦσα πολλὸν χρυσίον πρηθείη, ἄλλην ἀνεκήρυσσε ἣ μετ᾽ ἐκείνην ἔσκε εὐειδεστάτη. ἐπωλέοντο δὲ ἐπὶ συνοικήσι. ὅσοι μὲν δὴ ἔσκον εὐδαίμονες τῶν Βαβυλωνίων ἐπίγαμοι, ὑπερβάλλοντες ἀλλήλους ἐξωνέοντο τὰς καλλιστευούσας· ὅσοι δὲ τοῦ δήμου ἔσκον ἐπίγαμοι, οὗτοι δὲ εἴδεος μὲν οὐδὲν ἐδέοντο χρηστοῦ, οἱ δ᾽ ἂν χρήματά τε καὶ αἰσχίονας παρθένους ἐλάμβανον.Τότε ένας κήρυκας τις σήκωνε μία προς μία και τις πουλούσε — πρώτα την πιο όμορφη απ᾽ όλες, κι ύστερα, όταν αυτή είχε πουληθεί και είχε πιάσει πολύ χρυσάφι, φώναζε για τη δεύτερη, που έμοιαζε να είναι η ομορφότερη ύστερα από την πρώτη. Τις πουλούσε όμως στους άνδρες με τον όρο να τις παντρευτούν. Όσοι λοιπόν υποψήφιοι γαμπροί από τους Βαβυλώνιους ήσαν πλούσιοι, συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο στην προσφορά και αγόραζαν τις πιο ωραίες· όσοι πάλι υποψήφιοι ήταν από τους ανθρώπους του λαού, ε αυτοί δε νοιάζονταν για ξεχωριστή ομορφιά, και έτσι έπαιρναν τις πιο άσχημες κοπέλες, μαζί όμως και λεφτά.
[1.196.3]ὡς γὰρ δὴ διεξέλθοι ὁ κῆρυξ πωλέων τὰς εὐειδεστάτας τῶν παρθένων, ἀνίστη ἂν τὴν ἀμορφεστάτην ἢ εἴ τις αὐτέων ἔμπηρος ἦν, καὶ ταύτην ἀνεκήρυσσε, ὅστις θέλοι ἐλάχιστον χρυσίον λαβὼν συνοικέειν αὐτῇ, ἐς ὃ τῷ τὸ ἐλάχιστον ὑπισταμένῳ προσέκειτο· τὸ δὲ ἂν χρυσίον ἐγίνετο ἀπὸ τῶν εὐειδέων παρθένων, καὶ οὕτως αἱ εὔμορφοι τὰς ἀμόρφους καὶ ἐμπήρους ἐξεδίδοσαν. ἐκδοῦναι δὲ τὴν ἑωυτοῦ θυγατέρα ὅτεῳ βούλοιτο ἕκαστος οὐκ ἐξῆν οὐδὲ ἄνευ ἐγγυητέω ἀπαγαγέσθαι τὴν παρθένον πριάμενον, ἀλλ᾽ ἐγγυητὰς χρῆν καταστήσαντα ἦ μὲν συνοικήσειν αὐτῇ,Γιατί, όταν ο κήρυκας τέλειωνε με τη σειρά πουλώντας τις πιο όμορφες κοπέλες, τότε σήκωνε την πιο άσχημη ή αν καμιά τύχαινε ανάμεσά τους να είναι σακάτισσα, και γι᾽ αυτήν τώρα φώναζε ποιός θα ήθελε να την κάνει γυναίκα του παίρνοντας για αμοιβή ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό· κι όποιος δεχόταν τη μικρότερη τιμή, σε κείνον κατακυρωνόταν η κοπέλα. Όσο για τα χρήματα, αυτά μαζεύονταν από τις όμορφες κοπέλες· και με τον τρόπο αυτόν οι όμορφες κοπέλες προίκιζαν τις άσχημες και τις σακάτισσες. Δεν είχε το δικαίωμα ο κάθε πατέρας να παντρέψει την κόρη του με όποιον αυτός ήθελε· κι εκείνος πάλι που αγόραζε μια κοπέλα, δεν μπορούσε να την πάρει σπίτι του δίχως εγγυητή, αλλά όφειλε να βρει πρώτα εγγυητές πως πράγματι θα την παντρευόταν,
[1.196.4]οὕτω ἀπάγεσθαι· εἰ δὲ μὴ συμφεροίατο, ἀποφέρειν τὸ χρυσίον ἔκειτο νόμος. ἐξῆν δὲ καὶ ἐξ ἄλλης ἐλθόντα κώμης τὸν βουλόμενον ὠνέεσθαι.και έτσι μονάχα είχε το δικαίωμα να την πάρει σπίτι του. Αν παρόλα αυτά δεν του ταίριαζε για γυναίκα, τότε υπήρχε νόμος που τον υποχρέωνε να επιστρέψει τα λεφτά. Επιτρεπόταν να έρθει και από άλλη συνοικία όποιος ήθελε και να αγοράσει κοπέλα.
[1.196.5]ὁ μέν νυν κάλλιστος νόμος οὗτός σφι ἦν, οὐ μέντοι νῦν γε διετέλεε ἐών, ἄλλο δέ τι ἐξευρήκασι νεωστὶ γενέσθαι [ἵνα μὴ ἀδικοῖεν αὐτὰς μηδ᾽ εἰς ἑτέραν πόλιν ἄγωνται]. ἐπείτε γὰρ ἁλόντες ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν, πᾶς τις τοῦ δήμου βίου σπανίζων καταπορνεύει τὰ θήλεα τέκνα.Αυτό ήταν το πιο ωραίο τους έθιμο· τώρα όμως δεν ισχύει πια, αλλά πρόσφατα έχουν καθιερώσει οι Βαβυλώνιοι να γίνεται κάτι άλλο [1.για να μην ταλαιπωρούνται οι κοπέλες και τις κουβαλούν σε ξένους τόπους]: Γιατί αφότου έχασαν την ελευθερία τους και έπεσαν σε δυστυχία μεγάλη και ρήμαξε το σπιτικό τους, όλοι οι άνθρωποι του λαού από φτώχεια εξωθούν τα κορίτσια τους στην πορνεία.
[1.197.1]δεύτερος δὲ σοφίῃ ὅδε ἄλλος σφι νόμος κατέστηκε. τοὺς κάμνοντας ἐς τὴν ἀγορὴν ἐκφορέουσι· οὐ γὰρ δὴ χρέωνται ἰητροῖσι. προσιόντες ὦν πρὸς τὸν κάμνοντα συμβουλεύουσι περὶ τῆς νούσου, εἴ τις καὶ αὐτὸς τοιοῦτον ἔπαθε ὁκοῖον ἂν ἔχῃ ὁ κάμνων ἢ ἄλλον εἶδε παθόντα· ταῦτα προσιόντες συμβουλεύουσι καὶ παραινέουσι ἅσσα αὐτὸς ποιήσας ἐξέφυγε ὁμοίην νοῦσον ἢ ἄλλον εἶδε ἐκφυγόντα. σιγῇ δὲ παρεξελθεῖν [τὸν κάμνοντα] οὔ σφι ἔξεστι, πρὶν ἂν ἐπείρηται ἥντινα νοῦσον ἔχει.Νά και άλλη μια συνήθεια που έχουν, σοφή και αυτή, όχι όμως όσο η πρώτη: Τους αρρώστους τούς βγάζουν στην πλατεία (γιατί γιατρούς δεν έχουν)· πλησιάζουν λοιπόν τον άρρωστο και τον συμβουλεύουν οι άλλοι για την αρρώστια του, όποιος συνέβη να έπαθε ο ίδιος την αρρώστια αυτή ή παρακολούθησε κάποιον άλλο που είχε κάτι παρόμοιο. Πλησιάζοντας λοιπόν του δίνει συμβουλές και του συστήνει να κάνει όσα έκανε ο ίδιος και γλίτωσε από όμοια αρρώστια, ή τα είδε σε άλλον που γιατρεύτηκε. Δεν επιτρέπεται να προσπεράσει κανένας τον άρρωστο σιωπηλός, πριν τον ρωτήσει τί αρρώστια έχει.
[1.198.1]ταφαὶ δέ σφι ἐν μέλιτι, θρῆνοι δὲ παραπλήσιοι τοῖσι ἐν Αἰγύπτῳ. ὁσάκις δ᾽ ἂν μιχθῇ γυναικὶ τῇ ἑωυτοῦ ἀνὴρ Βαβυλώνιος, περὶ θυμίημα καταγιζόμενον ἵζει, ἑτέρωθι δὲ ἡ γυνὴ τὠυτὸ τοῦτο ποιέει. ὄρθρου δὲ γενομένου λοῦνται καὶ ἀμφότεροι· ἄγγεος γὰρ οὐδενὸς ἅψονται πρὶν ἂν λούσωνται. ταὐτὰ δὲ ταῦτα καὶ Ἀράβιοι ποιεῦσι.Βάζουν οι Βαβυλώνιοι τους νεκρούς των σε μέλι, και οι θρήνοι τους είναι παρόμοιοι με των Αιγυπτίων. Κάθε φορά που ένας Βαβυλώνιος σμίξει με τη γυναίκα του, ρίχνει θυμίαμα στη φωτιά και καθισμένος πλάι θυμιατίζεται· το ίδιο πράγμα απέναντί του κάνει και η γυναίκα του. Σαν ξημερώσει λούζονται και οι δυο τους· γιατί πριν να λουστούν, δεν πρόκειται να αγγίξουν κανένα σκεύος. Αυτό το ίδιο το έθιμο το έχουν και οι Άραβες.
[1.199.1]ὁ δὲ δὴ αἴσχιστος τῶν νόμων ἐστὶ τοῖσι Βαβυλωνίοισι ὅδε. δεῖ πᾶσαν γυναῖκα ἐπιχωρίην ἱζομένην ἐς ἱρὸν Ἀφροδίτης ἅπαξ ἐν τῇ ζόῃ μιχθῆναι ἀνδρὶ ξείνῳ. πολλαὶ δὲ καὶ οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλῃσι οἷα πλούτῳ ὑπερφρονέουσαι, ἐπὶ ζευγέων ἐν καμάρῃσι ἐλάσασαι πρὸς τὸ ἱρὸν ἑστᾶσι, θεραπηίη δέ σφι ὄπισθε ἕπεται πολλή.Και τώρα νά ποιό είναι το χειρότερο έθιμο των Βαβυλωνίων: Κάθε εντόπια γυναίκα πρέπει μια φορά στη ζωή της να μείνει στο ιερό της Αφροδίτης και να σμίξει μ᾽ έναν ξένο άνδρα. Πολλές που το θεωρούν ανάξιό τους να ανακατεύονται με τις άλλες γυναίκες, από υπερηφάνεια για τα πλούτη τους, πάνε με σκεπασμένα αμάξια και στέκονται πλάι στο ιερό, ενώ από πίσω ακολουθεί ολόκληρη συνοδεία από υπηρέτες.
[1.199.2]αἱ δὲ πλεῦνες ποιεῦσι ὧδε· ἐν τεμένεϊ Ἀφροδίτης κατέαται στέφανον περὶ τῇσι κεφαλῇσι ἔχουσαι θώμιγγος πολλαὶ γυναῖκες· αἱ μὲν γὰρ προσέρχονται, αἱ δὲ ἀπέρχονται. σχοινοτενέες δὲ διέξοδοι πάντα τρόπον ὁδῶν ἔχουσι διὰ τῶν γυναικῶν, δι᾽ ὧν οἱ ξεῖνοι διεξιόντες ἐκλέγονται.Όμως οι πιο πολλές γυναίκες κάνουν το εξής: Κάθονται στο τέμενος της Αφροδίτης, έχοντας στο κεφάλι τους στεφάνι από λινάρι, μαζί μ᾽ άλλες πολλές γυναίκες· γιατί άλλες έρχονται και άλλες φεύγουν. Διάδρομοι από σχοινιά περνούν προς κάθε κατεύθυνση ανάμεσα από τις γυναίκες, και εκεί κυκλοφορώντας οι ξένοι κάνουν την εκλογή τους.
[1.199.3]ἔνθα ἐπεὰν ἵζηται γυνή, οὐ πρότερον ἀπαλλάσσεται ἐς τὰ οἰκία ἤ τίς οἱ ξείνων ἀργύριον ἐμβαλὼν ἐς τὰ γούνατα μειχθῇ ἔσω τοῦ ἱροῦ. ἐμβαλόντα δὲ δεῖ εἰπεῖν τοσόνδε· Ἐπικαλέω τοι τὴν θεὸν Μύλιττα. Μύλιττα δὲ καλέουσι τὴν Ἀφροδίτην Ἀσσύριοι.Μια φορά και καθίσει εκεί κάποια γυναίκα, δε γίνεται να φύγει για το σπίτι της προηγουμένως, προτού ένας ξένος βάλει στα γόνατά της χρήματα και σμίξει μαζί της, έξω από το ιερό. Την ώρα που αφήνει τα λεφτά, πρέπει να πει αυτά τα λόγια μόνο: «Στο όνομα της θεάς Μύλιττας». Μύλιττα ονομάζουν οι Ασσύριοι την Αφροδίτη.
[1.199.4]τὸ δὲ ἀργύριον μέγαθός ἐστι ὅσον ὦν· οὐ γὰρ μὴ ἀπώσηται· οὐ γάρ οἱ θέμις ἐστί· γίνεται γὰρ ἱρὸν τοῦτο τὸ ἀργύριον. τῷ δὲ πρώτῳ ἐμβαλόντι ἕπεται οὐδὲ ἀποδοκιμᾷ οὐδένα. ἐπεὰν δὲ μιχθῇ, ἀποσιωσαμένη τῇ θεῷ ἀπαλλάσσεται ἐς τὰ οἰκία, καὶ τὠπὸ τούτου οὐκ οὕτω μέγα τί οἱ δώσεις ᾧ μιν λάμψεαι.Το ποσό μπορεί να είναι οσοδήποτε· δεν πρόκειται η γυναίκα να το αρνηθεί· δεν έχει αυτό το δικαίωμα· γιατί τα χρήματα αυτά είναι ιερά. Ακολουθεί λοιπόν τον πρώτο που θα της δώσει κάτι, και δεν αποδοκιμάζει κανέναν. Αφού σμίξει μαζί του κι έχοντας εκπληρώσει το χρέος της προς τη θεά, φεύγει πια για το σπίτι της, και στο εξής, ό,τι και να της δώσει κάποιος, δεν μπορεί να την κάνει δική του.
[1.199.5]ὅσαι μέν νυν εἴδεός τε ἐπαμμέναι εἰσὶ καὶ μεγάθεος, ταχὺ ἀπαλλάσσονται, ὅσαι δὲ ἄμορφοι αὐτέων εἰσί, χρόνον πολλὸν προσμένουσι οὐ δυνάμεναι τὸν νόμον ἐκπλῆσαι· καὶ γὰρ τριέτεα καὶ τετραέτεα μετεξέτεραι χρόνον μένουσι. ἐνιαχῇ δὲ καὶ τῆς Κύπρου ἐστὶ παραπλήσιος τούτῳ νόμος.Όσες λοιπόν συμβαίνει να είναι προικισμένες με ομορφιά και παράστημα, γλιτώνουν γρήγορα· όσες όμως ανάμεσά τους είναι άσχημες περιμένουν εκεί πολύν καιρό, έτσι που δεν μπορούν να ξεπληρώσουν το έθιμο. Γι᾽ αυτό συμβαίνει μερικές να κάθονται και τρία και τέσσερα χρόνια. Παρόμοιο έθιμο υπάρχει και σε μερικά μέρη της Κύπρου.
[1.200.1]Νόμοι μὲν δὴ τοῖσι Βαβυλωνίοισι οὗτοι κατεστᾶσι, εἰσὶ δὲ αὐτῶν πατριαὶ τρεῖς αἳ οὐδὲν ἄλλο σιτέονται εἰ μὴ ἰχθῦς μοῦνον, τοὺς ἐπείτε ἂν θηρεύσαντες αὐήνωσι πρὸς ἥλιον, ποιεῦσι τάδε· ἐσβάλλουσι ἐς ὅλμον καὶ λεήναντες ὑπέροισι σῶσι διὰ σινδόνος· καὶ ὃς μὲν ἂν βούληται αὐτῶν ἅτε μᾶζαν μαξάμενος ἔδει, ὁ δὲ ἄρτου τρόπον ὀπτήσας.Τα έθιμα των Βαβυλωνίων είναι αυτά που είπαμε. Υπάρχουν ωστόσο και τρία σόγια, που τίποτε άλλο δεν τρώνε παρά μονάχα ψάρια, που αφού τα πιάσουν και τα ξεράνουνε στον ήλιο, ύστερα κάνουν το εξής: τα βάζουνε σ᾽ ένα γουδί, τα κοπανίζουν με το γουδοχέρι, κι ύστερα τα περνούν από ένα τουλπάνι. Όποιου του αρέσει, αποκεί και πέρα τα ζυμώνει και τα τρώει έτσι σαν πίτες, ή πρώτα τα ψήνει όπως το ψωμί.
[1.201.1]Ὡς δὲ τῷ Κύρῳ καὶ τοῦτο τὸ ἔθνος κατέργαστο, ἐπεθύμησε Μασσαγέτας ὑπ᾽ ἑωυτῷ ποιήσασθαι. τὸ δὲ ἔθνος τοῦτο καὶ μέγα λέγεται εἶναι καὶ ἄλκιμον, οἰκημένον δὲ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς, πέρην τοῦ Ἀράξεω ποταμοῦ, ἀντίον δὲ Ἰσσηδόνων ἀνδρῶν. εἰσὶ δὲ οἵτινες καὶ Σκυθικὸν λέγουσι τοῦτο τὸ ἔθνος εἶναι.Όταν ο Κύρος έκανε υποχείριό του και το λαό αυτόν, τον κυρίεψε η επιθυμία να υποτάξει τους Μασσαγέτες. Ο λαός αυτός, καταπώς λένε, είναι μεγάλος και γενναίος, και κατοικεί κατά τα μέρη που φέγγει κι από όπου ανατέλλει ο ήλιος, πέρα από τον ποταμό Αράξη, απέναντι στους Ισσηδόνες.
[1.202.1]ὁ δὲ Ἀράξης λέγεται καὶ μέζων καὶ ἐλάσσων εἶναι τοῦ Ἴστρου. νήσους δὲ ἐν αὐτῷ Λέσβῳ μεγάθεα παραπλησίας συχνάς φασι εἶναι, ἐν δὲ αὐτῇσι ἀνθρώπους οἳ σιτέονται μὲν ῥίζας τὸ θέρος ὀρύσσοντες παντοίας, καρποὺς δὲ ἀπὸ δενδρέων ἐξευρημένους σφι ἐς φορβὴν κατατίθεσθαι ὡραίους καὶ τούτους σιτέεσθαι τὴν χειμερινήν·Αυτός ο Αράξης άλλοι λένε πως είναι μεγαλύτερος κι άλλοι μικρότερος από τον Ίστρο. Και διηγούνται ακόμη πως μέσα σ᾽ αυτόν υπάρχουν πολλά νησιά, μεγάλα όσο περίπου η Λέσβος, και πως εκεί μένουν άνθρωποι που τρέφονται το καλοκαίρι με ρίζες κάθε λογής, που τις βγάζουν από τη γη, ενώ τους καρπούς των δένδρων που βρίσκουν την εποχή που είναι ώριμοι, τους αποθηκεύουν για τη διατροφή τους, και μ᾽ αυτούς τρέφονται το χειμώνα.
[1.202.2]ἄλλα δέ σφι ἐξευρῆσθαι δένδρεα καρποὺς τοιούσδε τινὰς φέροντα, τοὺς ἐπείτε ἂν ἐς τὠυτὸ συνέλθωσι κατὰ ἴλας καὶ πῦρ ἀνακαύσωνται κύκλῳ περιιζομένους ἐπιβάλλειν ἐπὶ τὸ πῦρ, ὀσφραινομένους δὲ καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου μεθύσκεσθαι τῇ ὀδμῇ κατά περ Ἕλληνας τῷ οἴνῳ, πλεῦνος δὲ ἐπιβαλλομένου τοῦ καρποῦ μᾶλλον μεθύσκεσθαι, ἐς ὃ ἐς ὄρχησίν τε ἀνίστασθαι καὶ ἐς ἀοιδὴν ἀπικνέεσθαι. τούτων μὲν αὕτη λέγεται δίαιτα εἶναι.Λένε ακόμη πως οι άνθρωποι αυτοί έχουνε βρει κι άλλου είδους δένδρα, που βγάζουνε καρπούς με τέτοιες κάπως ιδιότητες: Αφού συγκεντρωθούν ομάδες ομάδες στο ίδιο μέρος και ανάψουνε φωτιές, κάθονται ένα γύρω και ρίχνουν στη φωτιά από τους καρπούς αυτούς· μυρίζοντας ύστερα τους καρπούς που έριξαν και που καίγονται, μεθούνε με τη μυρωδιά τους, όπως οι Έλληνες με το κρασί· και όσο περισσότερους καρπούς βάζουνε επάνω στη φωτιά, τόσο και πιο πολύ μεθούνε, ώσπου σηκώνονται και το ρίχνουν στο χορό και στο τραγούδι. Τέτοια λένε πως είναι η ζωή των ανθρώπων αυτών.
[1.202.3]ὁ δὲ Ἀράξης ποταμὸς ῥέει μὲν ἐκ Ματιηνῶν, ὅθεν περ ὁ Γύνδης, τὸν ἐς τὰς διώρυχας τὰς ἑξήκοντά τε καὶ τριηκοσίας διέλαβε ὁ Κῦρος, στόμασι δὲ ἐξερεύγεται τεσσεράκοντα, τῶν τὰ πάντα πλὴν ἑνὸς ἐς ἕλεά τε καὶ τενάγεα ἐκδιδοῖ, ἐν τοῖσι ἀνθρώπους κατοικῆσθαι λέγουσι ἰχθῦς ὠμοὺς σιτεομένους, ἐσθῆτι δὲ νομίζοντας χρᾶσθαι φωκέων δέρμασι.Όσο για τον ποταμό Αράξη έρχεται από τη χώρα των Ματιανών, όπως και ο Γύνδης (αυτόν που τον χώρισε ο Κύρος στα τριακόσια εξήντα κανάλια που είπαμε), και χύνεται σε σαράντα στόματα που όλα, έξω από ένα, καταλήγουν σε βάλτους και σε έλη· και εκεί, όπως λένε, κατοικούνε άνθρωποι που τρέφονται με ψάρια ωμά και έχουν συνήθειο να ντύνονται με δέρματα από φώκιες.
[1.202.4]τὸ δὲ ἓν τῶν στομάτων τοῦ Ἀράξεω ῥέει διὰ καθαροῦ ἐς τὴν Κασπίην θάλασσαν. ἡ δὲ Κασπίη θάλασσά ἐστι ἐπ᾽ ἑωυτῆς, οὐ συμμίσγουσα τῇ ἑτέρῃ θαλάσσῃ. τὴν μὲν γὰρ Ἕλληνες ναυτίλλονται πᾶσα καὶ ἡ ἔξω ‹Ἡρακλέων› στηλέων θάλασσα ἡ Ἀτλαντὶς καλεομένη καὶ ἡ Ἐρυθρὴ μία ἐοῦσα τυγχάνει.Το ένα όμως από τα παρακλάδια αυτά του Αράξη τρέχει ανεμπόδιστα και καθαρά ώς την Κασπία θάλασσα. Η Κασπία θάλασσα είναι απομονωμένη, δίχως να επικοινωνεί με την άλλη θάλασσα. Γιατί όλη αυτή η θάλασσα που με τα πλοία τους διασχίζουν οι Έλληνες, ακόμη και εκείνη που βρίσκεται έξω από τις Στήλες του Ηρακλή και λέγεται Ατλαντίς, και η Ερυθρά επίσης συναποτελούν μιαν ενιαία θάλασσα.
[1.203.1]ἡ δὲ Κασπίη ἐστὶ ἑτέρη ἐπ᾽ ἑωυτῆς, ἐοῦσα μῆκος μὲν πλόου εἰρεσίῃ χρεωμένῳ πεντεκαίδεκα ἡμερέων, εὖρος δέ, τῇ εὐρυτάτη ἐστὶ αὐτὴ ἑωυτῆς, ὀκτὼ ἡμερέων. καὶ τὰ μὲν πρὸς τὴν ἑσπέρην φέροντα τῆς θαλάσσης ταύτης ὁ Καύκασος παρατείνει, ἐὸν ὀρέων καὶ πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον. ἔθνεα δὲ ἀνθρώπων πολλὰ καὶ παντοῖα ἐν ἑωυτῷ ἔχει ὁ Καύκασος, τὰ πολλὰ πάντα ἀπ᾽ ὕλης ἀγρίης ζώοντα.Η Κασπία όμως είναι μια θάλασσα χωριστή κι απομονωμένη· το μήκος της, για να το διασχίσει κάποιος πλέοντας με καράβι που έχει και κουπιά, χρειάζεται δεκαπέντε μέρες, ενώ το πλάτος της, εκεί που είναι πιο πλατιά, οχτώ μέρες. Στη δυτική πλευρά αυτής της θάλασσας εκτείνεται ο Καύκασος, ένα βουνό που και σε μήκος είναι το πιο μεγάλο, και σε όγκο το πιο υψηλό. Κατοικούν πάνω στον Καύκασο πολλοί και κάθε λογής λαοί, που όλοι σχεδόν τρέφονται μ᾽ άγριους καρπούς.
[1.203.2]ἐν τοῖσι καὶ δένδρεα φύλλα τοιῆσδε ἰδέης παρεχόμενα εἶναι λέγεται, τὰ τρίβοντάς τε καὶ παραμίσγοντας ὕδωρ ζῷα ἑωυτοῖσι ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν· τὰ δὲ ζῷα οὐκ ἐκπλύνεσθαι, ἀλλὰ συγκαταγηράσκειν τῷ ἄλλῳ εἰρίῳ κατά περ ἐνυφανθέντα ἀρχήν. μεῖξιν δὲ τούτων τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐμφανέα κατά περ τοῖσι προβάτοισι.Στα μέρη τους, λένε, υπάρχουν δένδρα που έχουν φύλλα τέτοιας λογής, ώστε τριμμένα και ανακατωμένα με νερό τα χρησιμοποιούν για να ζωγραφίζουν πάνω στα ρούχα τους διάφορες παραστάσεις· κι αυτές οι ζωγραφιές δε βγαίνουν με το πλύσιμο, παρά παλιώνουν μαζί με το ρούχο, σαν να ήταν υφασμένες μαζί του από την αρχή. Αυτοί οι άνθρωποι, καταπώς λένε, σμίγουνε μεταξύ τους στα φανερά, όπως τα ζώα.
[1.204.1]Τὰ μὲν δὴ πρὸς ἑσπέρην τῆς θαλάσσης ταύτης τῆς Κασπίης καλεομένης ὁ Καύκασος ἀπέργει, τὰ δὲ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατέλλοντα πεδίον ἐκδέκεται πλῆθος ἄπειρον ἐς ἄποψιν. τοῦ ὦν δὴ πεδίου ‹τούτου› τοῦ μεγάλου οὐκ ἐλαχίστην μοῖραν μετέχουσι οἱ Μασσαγέται, ἐπ᾽ οὓς ὁ Κῦρος ἔσχε προθυμίην στρατεύσασθαι·Λοιπόν από τη δυτική μεριά τη θάλασσα αυτή, που έχει το όνομα Κασπία, την κλείνει ο Καύκασος· προς τη μεριά που φέγγει κι από όπου ανατέλλει ο ήλιος, απλώνεται μια πεδιάδα απέραντη, που χάνεται το μάτι του ανθρώπου. Από τη μεγάλη αυτή πεδιάδα ένα κομμάτι —κι όχι το μικρότερο— το πιάνουν οι Μασσαγέτες, που εναντίον τους ζήτησε ο Κύρος να κινήσει το στρατό του.
[1.204.2]πολλά τε γάρ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα καὶ ἐποτρύνοντα ἦν, πρῶτον μὲν ἡ γένεσις, τὸ δοκέειν πλέον τι εἶναι ἀνθρώπου, δεύτερα δὲ ἡ εὐτυχίη ἡ κατὰ τοὺς πολέμους γενομένη· ὅκῃ γὰρ ἰθύσειε στρατεύεσθαι Κῦρος, ἀμήχανον ἦν ἐκεῖνο τὸ ἔθνος διαφυγεῖν.Γιατί ήταν πολλές και μεγάλες οι αιτίες που τον ξεσήκωναν και τον παρακινούσαν σ᾽ αυτό τον Κύρο: πρώτα η γέννησή του, που τον έκανε να πιστεύει πως είναι κάτι παραπάνω από άνθρωπος· ύστερα η επιτυχία του στους προηγούμενους πολέμους· γιατί όπου έβαζε στο νου του να εκστρατεύσει ο Κύρος, δεν υπήρχε τρόπος ο λαός αυτός να του γλιτώσει.
[1.205.1]ἦν δὲ τοῦ ἀνδρὸς ἀποθανόντος, γυνὴ τῶν Μασσαγετέων βασίλεια· Τόμυρίς οἱ ἦν οὔνομα. ταύτην πέμπων ὁ Κῦρος ἐμνᾶτο τῷ λόγῳ, θέλων γυναῖκά ἣν ἔχειν. ἡ δὲ Τόμυρις, συνιεῖσα οὐκ αὐτήν μιν μνώμενον ἀλλὰ τὴν Μασσαγετέων βασιληίην, ἀπείπατο τὴν πρόσοδον.Στο μεταξύ οι Μασσαγέτες, ύστερα από το θάνατο του ανδρός της, είχαν βασίλισσά τους τη γυναίκα του. Το όνομά της ήταν Τόμυρις. Σ᾽ αυτή λοιπόν έστειλε ανθρώπους του ο Κύρος και τη ζήταγε σε γάμο, λέγοντας τάχα πως τη θέλει για γυναίκα του. Όμως η Τόμυρις, που κατάλαβε ότι ο Κύρος δεν ορεγόταν αυτή την ίδια αλλά τη βασιλεία των Μασσαγετών, του αρνήθηκε την άδεια να παρουσιαστεί μπροστά της.
[1.205.2]Κῦρος δὲ μετὰ τοῦτο, ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε, ἐλάσας ἐπὶ τὸν Ἀράξην ἐποιέετο ἐκ τοῦ ἐμφανέος ἐπὶ τοὺς Μασσαγέτας στρατηίην, γεφύρας τε ζευγνύων ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ διάβασιν τῷ στρατῷ καὶ πύργους ἐπὶ πλοίων τῶν διαπορθμευόντων τὸν ποταμὸν οἰκοδομεόμενος.Ύστερα από αυτό ο Κύρος (αφού το πράγμα δεν πέτυχε με την απάτη) προχώρησε προς τον ποταμό Αράξη, και φανερά πια κινούσε το στρατό του εναντίον των Μασσαγετών, ρίχνοντας γεφύρια για να περάσει ο στρατός του το ποτάμι, και χτίζοντας πάνω στα πλοία, που χρησίμευαν για το πέρασμα του ποταμού, πύργους.
[1.206.1]ἔχοντι δέ οἱ τοῦτον τὸν πόνον πέμψασα ἡ Τόμυρις κήρυκα ἔλεγε τάδε· Ὦ βασιλεῦ Μήδων, παῦσαι σπεύδων τὰ σπεύδεις· οὐ γὰρ ἂν εἰδείης εἴ τοι ἐς καιρὸν ἔσται ταῦτα τελεόμενα· παυσάμενος δὲ βασίλευε τῶν σεωυτοῦ καὶ ἡμέας ἀνέχεο ὁρέων ἄρχοντας τῶν περ ἄρχομεν.Κι ενώ ο Κύρος καταγινόταν μ᾽ αυτά, η Τόμυρις του έστειλε κήρυκα που είπε τα εξής: «Βασιλιά των Μήδων σταμάτα τα έργα που με πολλή σπουδή ετοιμάζεις· γιατί δεν είναι δυνατό να ξέρεις αν η εκτέλεσή τους θα σου βγει σε καλό. Σταμάτα, μείνε βασιλιάς στους δικούς σου, και καταδέξου να μας βλέπεις και μας να ορίζουμε ό,τι ορίζουμε.
[1.206.2]οὐκ ὦν ἐθελήσεις ὑποθήκῃσι τῃσίδε χρᾶσθαι, ἀλλὰ πάντως μᾶλλον ἢ δι᾽ ἡσυχίης εἶναι· σὺ δὲ εἰ μεγάλως προθυμέαι Μασσαγετέων πειρηθῆναι, φέρε, μόχθον μὲν τὸν ἔχεις ζευγνὺς τὸν ποταμὸν ἄφες, σὺ δὲ ἡμέων ἀναχωρησάντων ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τριῶν ἡμερέων ὁδὸν διάβαινε ἐς τὴν ἡμετέρην.Ωστόσο ξέρω, δε θα θελήσεις να ακούσεις τις συμβουλές μου, αλλά θα κάνεις οτιδήποτε άλλο, μόνο ήσυχος δε θα μείνεις. Αν λοιπόν τόσο μεγάλος είναι ο πόθος σου να αναμετρηθείς με τους Μασσαγέτες, πάψε πια να σκοτίζεσαι προσπαθώντας να γεφυρώσεις το ποτάμι· εμείς θα απομακρυνθούμε από την όχθη του σε απόσταση τριών ημερών, και συ πέρασε αντίκρυ στη χώρα μας.
[1.206.3]εἰ δ᾽ ἡμέας βούλεαι ἐσδέξασθαι μᾶλλον ἐς τὴν ὑμετέρην, σὺ τὠυτὸ τοῦτο ποίεε. ταῦτα δὲ ἀκούσας ὁ Κῦρος συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους, συναγείρας δὲ τούτους ἐς μέσον σφι προετίθεε τὸ πρῆγμα, συμβουλευόμενος ὁκότερα ποιέῃ. τῶν δὲ κατὰ τὠυτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον κελευόντων ἐσδέκεσθαι Τόμυρίν τε καὶ τὸν στρατὸν αὐτῆς ἐς τὴν χώρην.Αν πάλι θες να μας δεχθείς καλύτερα στη χώρα σου, κάνε εσύ αυτό το ίδιο». Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Κύρος, κάλεσε σε συμβούλιο τους πρώτους ανάμεσα στους Πέρσες, και εκεί μπροστά σ᾽ όλους που είχε μαζέψει εξέθεσε το ζήτημα, ζητώντας τη συμβουλή τους, τί από τα δύο να έκανε. Κι όλων αυτών οι γνώμες συνέπεσαν: του συνιστούσαν να δεχτεί την Τόμυρη και το στρατό της στη χώρα του.
[1.207.1]παρεὼν δὲ καὶ μεμφόμενος τὴν γνώμην ταύτην Κροῖσος ὁ Λυδὸς ἀπεδείκνυτο ἐναντίην τῇ προκειμένῃ γνώμῃ, λέγων τάδε· Ὦ βασιλεῦ, εἶπον μὲν καὶ πρότερόν τοι [ὅτι] ἐπεί με Ζεὺς ἔδωκέ τοι, τὸ ἂν ὁρῶ σφάλμα ἐὸν οἴκῳ τῷ σῷ, κατὰ δύναμιν ἀποτρέψειν. τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα γέγονε.Όμως εκεί ήταν κι ο Κροίσος ο Λυδός που κατηγόρησε τη γνώμη αυτή κι είπε μιαν άλλη, αντίθετη από την πρόταση των άλλων, λέγοντας: «Βασιλιά μου, κι άλλοτε σου το είπα: μια κι ο Δίας με παρέδωσε σε σένα, όποιο κακό κι αν βλέπω να απειλεί το σπιτικό σου, θα κοιτάζω το κατά δύναμιν να το αποτρέψω. Γιατί εμένα τα παθήματα, όσο πικρά κι αν στάθηκαν, μου έγιναν μαθήματα.
[1.207.2]εἰ μὲν ἀθάνατος δοκέεις εἶναι καὶ στρατιῆς τοιαύτης ἄρχειν, οὐδὲν ἂν εἴη πρῆγμα γνώμας ἐμὲ σοὶ ἀποφαίνεσθαι· εἰ δ᾽ ἔγνωκας ὅτι ἄνθρωπος καὶ σὺ εἶς καὶ ἑτέρων τοιῶνδε ἄρχεις, ἐκεῖνο πρῶτον μάθε ὡς κύκλος τῶν ἀνθρωπηίων ἐστὶ πρηγμάτων, περιφερόμενος δὲ οὐκ ἐᾷ αἰεὶ τοὺς αὐτοὺς εὐτυχέειν.Αν βέβαια πιστεύεις πως είσαι αθάνατος και ότι κυβερνάς ένα στρατό παρόμοιο, δε θα είχα κανένα λόγο να σου αναλύω τις σκέψεις μου. Αν όμως παραδέχεσαι πως άνθρωπος είσαι και συ και ότι τέτοιοι είναι κι αυτοί που κυβερνάς, τούτο πρώτα στοχάσου· πως οι τύχες των ανθρώπων είναι δεμένες σ᾽ ένα τροχό, που όλο γυρίζει και δεν αφήνει πάντα τους ίδιους να ευτυχούν.
[1.207.3]ἤδη ὦν ἔχω γνώμην περὶ τοῦ προκειμένου πρήγματος τὰ ἔμπαλιν ἢ οὗτοι. εἰ γὰρ ἐθελήσομεν ἐσδέξασθαι τοὺς πολεμίους ἐς τὴν χώρην, ὅδε τοι ἐν αὐτῷ κίνδυνος ἔνι. ἑσσωθεὶς μὲν προσαπολλύεις πᾶσαν τὴν ἀρχήν· δῆλα γὰρ δὴ ὅτι νικῶντες Μασσαγέται οὐ τὸ ὀπίσω φεύξονται ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ἀρχὰς τὰς σὰς ἐλῶσι.Και τώρα για το προκείμενο ζήτημα: η γνώμη μου είναι αντίθετη απ᾽ ό,τι αυτών εδώ. Γιατί αν θελήσουμε να δεχτούμε τους εχθρούς στη χώρα μας, νά ποιός κίνδυνος υπάρχει σ᾽ αυτή τη λύση: Αν νικηθείς, χάνεις κοντά στη μάχη κι όλο το βασίλειό σου· γιατί είναι φανερό πως αν νικήσουν οι Μασσαγέτες, δε θα φύγουν πάλι πίσω, αλλά θα κινηθούν να χτυπήσουν τις σατραπείες σου.
[1.207.4]νικῶν δὲ οὐ νικᾷς τοσοῦτον ὅσον εἰ διαβὰς ἐς τὴν ἐκείνων νικῶν Μασσαγέτας ἕποιο φεύγουσι· τὠυτὸ γὰρ ἀντιθήσω ἐκείνῳ, ὅτι νικήσας τοὺς ἀντιουμένους ἐλᾷς ἰθὺ τῆς ἀρχῆς τῆς Τομύριος.Αν πάλι νικήσεις, η νίκη σου δε θα είναι τόσο μεγάλη, όσο αν περνώντας απέναντι και νικώντας τους Μασσαγέτες, τους έπαιρνες από πίσω στο φευγιό τους· γιατί τότε θα στρέψω αυτό που είπα προηγουμένως από εκείνους σε σένα: πως δηλαδή εσύ, νικώντας αυτούς που θα σου αντισταθούν, θα προχωρήσεις ύστερα κατευθείαν για το βασίλειο της Τόμυρης.
[1.207.5]χωρίς τε τοῦ ἀπηγημένου αἰσχρὸν καὶ οὐκ ἀνασχετὸν Κῦρόν γε τὸν Καμβύσεω γυναικὶ εἴξαντα ὑποχωρῆσαι τῆς χώρης. νῦν ὦν μοι δοκέει διαβάντας προελθεῖν ὅσον ἂν ἐκεῖνοι ὑπεξίωσι, ἐνθεῦτεν δὲ τάδε ποιεῦντας πειρᾶσθαι ἐκείνων περιγίνεσθαι.Αλλά και ανεξάρτητα από όσα είπαμε, είναι ντροπή αβάσταχτη, ο Κύρος του Καμβύση ο γιος, να αποσυρθεί στη χώρα του υποχωρώντας μπροστά σε μια γυναίκα. Τώρα λοιπόν η γνώμη μου είναι να περάσουμε το ποτάμι, να προχωρήσουμε τόσο, όσο εκείνοι θα υποχωρήσουν, και από τη θέση αυτή να δοκιμάσουνε να τους νικήσουμε εφαρμόζοντας το εξής σχέδιο:
[1.207.6]ὡς γὰρ ἐγὼ πυνθάνομαι, Μασσαγέται εἰσὶ ἀγαθῶν τε Περσικῶν ἄπειροι καὶ καλῶν μεγάλων ἀπαθέες. τούτοισι ὦν τοῖσι ἀνδράσι τῶν προβάτων ἀφειδέως πολλὰ κατακόψαντας καὶ σκευάσαντας προθεῖναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ τῷ ἡμετέρῳ δαῖτα, πρὸς δὲ καὶ κρητῆρας ἀφειδέως οἴνου ἀκρήτου καὶ σιτία παντοῖα·Όπως πληροφορούμαι οι Μασσαγέτες δεν ξέρουν τις απολαύσεις των Περσών, ούτε και γεύθηκαν χαρές μεγάλες· για τέτοιους λοιπόν άνδρες ας σφάξουμε, δίχως να τα φειδωλευτούμε, πολλά γιδοπρόβατα, κι αφού τα ετοιμάσουμε, ας στρώσουμε εκεί μπροστά στο στρατόπεδό μας τραπέζι, κι ας στέκουν πλάι κρατήρες ξέχειλοι από αγνό κρασί κι άλλα φαγώσιμα κάθε λογής.
[1.207.7]ποιήσαντας δὲ ταῦτα, ὑπολειπομένους τῆς στρατιῆς τὸ φλαυρότατον, τοὺς λοιποὺς αὖτις ἐξαναχωρέειν ἐπὶ τὸν ποταμόν. ἢν γὰρ ἐγὼ γνώμης μὴ ἁμάρτω, κεῖνοι ἰδόμενοι ἀγαθὰ πολλὰ τρέψονταί τε πρὸς αὐτὰ καὶ ἡμῖν τὸ ἐνθεῦτεν λείπεται ἀπόδεξις ἔργων μεγάλων.Ύστερα αφήνουμε εκεί τους χειρότερους από τους στρατιώτες μας, κι οι άλλοι ας ξεκινήσουμε πίσω για το ποτάμι. Αν δεν αποδειχτεί στραβή η γνώμη μου, οι Μασσαγέτες βλέποντας τα πολλά αγαθά, θα ριχτούν πάνω σ᾽ αυτά — και τότε είναι ευκαιρία για μας να μεγαλουργήσομε».
[1.208.1]Γνῶμαι μὲν αὗται συνέστασαν, Κῦρος δὲ μετεὶς τὴν προτέρην γνώμην, τὴν Κροίσου δὲ ἑλόμενος προηγόρευε Τομύρι ἐξαναχωρέειν ὡς αὐτοῦ διαβησομένου ἐπ᾽ ἐκείνην. ἡ μὲν δὴ ἐξανεχώρεε κατὰ ὑπέσχετο πρῶτα. Κῦρος δὲ Κροῖσον ἐς τὰς χεῖρας ἐσθεὶς τῷ ἑωυτοῦ παιδὶ Καμβύσῃ, τῷ περ τὴν βασιληίην ἐδίδου, καὶ πολλὰ ἐντειλάμενός οἱ τιμᾶν τε αὐτὸν καὶ εὖ ποιέειν, ἢν ἡ διάβασις ἡ ἐπὶ Μασσαγέτας μὴ ὀρθωθῇ, ταῦτα ἐντειλάμενος καὶ ἀποστείλας τούτους ἐς Πέρσας αὐτὸς διέβαινε τὸν ποταμὸν καὶ ὁ στρατὸς αὐτοῦ.Αυτές οι δύο γνώμες ακούστηκαν, κι ο Κύρος απορρίπτοντας την πρώτη πρόταση προτίμησε τη δεύτερη του Κροίσου. Ειδοποίησε λοιπόν την Τόμυρη να τραβηχτεί προς τα πίσω, γιατί σχεδίαζε να περάσει το ποτάμι κι έτσι να χτυπηθεί μαζί της. Εκείνη αποτραβήχτηκε, όπως εξάλλου το είχε υποσχεθεί από την αρχή. Ο Κύρος τότε εμπιστεύθηκε πρώτα τον Κροίσο στα χέρια του γιου του, του Καμβύση, που τον όρισε διάδοχό του βασιλιά και του άφησε πολλές παραγγελίες να τιμά τον Κροίσο και να του φέρνεται καλά, για την περίπτωση που το πέρασμα και η εισβολή στη χώρα των Μασσαγετών δε θα ευοδωνόταν. Ύστερα από τις παραγγελίες, αυτούς τους δύο τούς έστειλε πίσω στην Περσία, ενώ ο ίδιος και ο στρατός του άρχισαν να περνούν τον ποταμό.
[1.209.1]ἐπείτε δὲ ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα, νυκτὸς ἐπελθούσης εἶδε ὄψιν εὕδων ἐν τῶν Μασσαγετέων τῇ χώρῃ τοιήνδε· ἐδόκεε ὁ Κῦρος ἐν τῷ ὕπνῳ ὁρᾶν τῶν Ὑστάσπεος παίδων τὸν πρεσβύτατον ἔχοντα ἐπὶ τῶν ὤμων πτέρυγας καὶ τουτέων τῇ μὲν τὴν Ἀσίην, τῇ δὲ τὴν Εὐρώπην ἐπισκιάζειν.Όταν πια πέρασε ο Κύρος τον Αράξη, είχε κιόλας νυχτώσει, κι έπεσε να κοιμηθεί στη χώρα των Μασσαγετών, όπου όμως είδε το ακόλουθο όνειρο: Του φάνηκε του Κύρου πως είδε στον ύπνο του τον μεγαλύτερο από τους γιους του Υστάσπη να έχει στους ώμους του φτερούγες, και η μία να ρίχνει τη σκιά της στην Ασία, ενώ η άλλη πάνω στην Ευρώπη.
[1.209.2]Ὑστάσπεϊ δὲ τῷ Ἀρσάμεος, ἐόντι ἀνδρὶ Ἀχαιμενίδῃ, ἦν τῶν παίδων Δαρεῖος πρεσβύτατος, ἐὼν τότε ἡλικίην ἐς εἴκοσί κου μάλιστα ἔτεα, καὶ οὗτος κατελέλειπτο ἐν Πέρσῃσι· οὐ γὰρ εἶχέ κω ἡλικίην στρατεύεσθαι.Ο μεγαλύτερος από τους γιους του Υστάσπη, γιου του Αρσάμη, από τη γενιά των Αχαιμενιδών, ήταν ο Δαρείος, ηλικίας τότε περίπου είκοσι χρόνων, που είχε μείνει πίσω στην Περσία· γιατί δεν ήταν ακόμη σε ηλικία για στρατιώτης.
[1.209.3]ἐπεὶ ὦν δὴ ἐξηγέρθη ὁ Κῦρος, ἐδίδου λόγον ἑωυτῷ περὶ τῆς ὄψιος. ὡς δέ οἱ ἐδόκεε μεγάλη εἶναι ἡ ὄψις, καλέσας Ὑστάσπεα καὶ ἀπολαβὼν μοῦνον εἶπε· Ὕστασπες, παῖς σὸς ἐπιβουλεύων ἐμοί τε καὶ τῇ ἐμῇ ἀρχῇ ἑάλωκε· ὡς δὲ ταῦτα ἀτρεκέως οἶδα, ἐγὼ σημανέω.Όταν λοιπόν σηκώθηκε από τον ύπνο ο Κύρος, συλλογιζόταν μόνος του το όνειρο. Και έτσι που το όνειρο του εφάνη βαρυσήμαντο, φώναξε τον Υστάσπη και παίρνοντάς τον κατά μόνας τού είπε: «Υστάσπη, έπιασα το γιο σου να επιβουλεύεται κι εμένα και τη βασιλεία μου· το πώς το ξέρω αυτό ασφαλώς, να σου τω πω:
[1.209.4]ἐμεῦ θεοὶ κήδονται καί μοι πάντα προδεικνύουσι τὰ ἐπιφερόμενα· ἤδη ὦν ἐν τῇ παροιχομένῃ νυκτὶ εὕδων εἶδον τῶν σῶν παίδων τὸν πρεσβύτατον ἔχοντα ἐπὶ τῶν ὤμων πτέρυγας καὶ τουτέων τῇ μὲν τὴν Ἀσίην, τῇ δὲ τὴν Εὐρώπην ἐπισκιάζειν.Εμένα με προστατεύουν οι θεοί, κι ό,τι κακό είναι να ᾽ρθει, όλα μού τα προμαντεύουν. Έτσι λοιπόν χθες βράδυ στον ύπνο μου είδα τον μεγαλύτερό σου γιο να έχει στους ώμους του φτερούγες, που η μια τους έριχνε τη σκιά της στην Ασία, ενώ η άλλη πάνω στην Ευρώπη.
[1.209.5]οὐκ ὦν ἔστι μηχανὴ ἀπὸ τῆς ὄψιος ταύτης οὐδεμία τὸ μὴ οὐ κεῖνον ἐπιβουλεύειν ἐμοί. σὺ τοίνυν τὴν ταχίστην πορεύεο ὀπίσω ἐς Πέρσας καὶ ποίεε ὅκως, ἐπεὰν ἐγὼ τάδε καταστρεψάμενος ἔλθω ἐκεῖ, ὥς μοι καταστήσεις τὸν παῖδα ἐς ἔλεγχον.Ύστερα από ένα τέτοιο όνειρο, δεν υπάρχει κανένα απολύτως ενδεχόμενο να μη με επιβουλεύεται ο γιος σου. Γι᾽ αυτό λοιπόν γύρισε το γρηγορότερο πίσω στην Περσία και κανόνισε τα πράγματα έτσι, που όταν εγώ υποτάξω τη χώρα αυτή και επιστρέψω εκεί, να μου παρουσιάσεις το γιο σου για ανάκριση».
[1.210.1]Κῦρος μὲν δοκέων οἱ Δαρεῖον ἐπιβουλεύειν ἔλεγε τάδε· τῷ δὲ ὁ δαίμων προέφαινε ὡς αὐτὸς μὲν τελευτήσειν αὐτοῦ ταύτῃ μέλλοι, ἡ δὲ βασιληίη αὐτοῦ περιχωρέοι ἐς Δαρεῖον.Έτσι μιλούσε ο Κύρος, πιστεύοντας πως ο Δαρείος συνωμοτούσε εναντίον του, ενώ στην πραγματικότητα κάποιος θεός τού προμάντευε ότι του ίδιου τού έμελλε να πεθάνει εκεί στα ξένα, ενώ η βασιλεία θα περνούσε στα χέρια του Δαρείου.
[1.210.2]ἀμείβεται δὴ ὦν ὁ Ὑστάσπης τοισίδε· Ὦ βασιλεῦ, μὴ εἴη ἀνὴρ Πέρσης γεγονὼς ὅστις τοι ἐπιβουλεύσειε, εἰ δ᾽ ἔστι, ἀπόλοιτο ὡς τάχιστα· ὃς ἀντὶ μὲν δούλων ἐποίησας ἐλευθέρους Πέρσας εἶναι, ἀντὶ δὲ ἄρχεσθαι ὑπ᾽ ἄλλων ἄρχειν ἁπάντων.Ωστόσο ο Υστάσπης τού αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Βασιλιά μου, εύχομαι να μην έχει γεννηθεί κανένας Πέρσης που θα σε επιβουλευόταν· αν όμως υπάρχει, τότε να αφανιστεί το γρηγορότερο. Εσένα, που από δούλους έκανες τους Πέρσες να ζουν ελεύθεροι, κι αντί να τους ορίζουν άλλοι, αυτοί να ορίζουν όλο τον κόσμο!
[1.210.3]εἰ δέ τίς τοι ὄψις ἀπαγγέλλει παῖδα τὸν ἐμὸν νεώτερα βουλεύειν περὶ σέο, ἐγώ τοι παραδίδωμι χρᾶσθαι αὐτῷ τοῦτο ὅ τι σὺ βούλεαι. Ὑστάσπης μὲν τούτοισι ἀμειψάμενος καὶ διαβὰς τὸν Ἀράξην ἤιε ἐς Πέρσας φυλάξων Κύρῳ τὸν παῖδα Δαρεῖον.Αν πράγματι κάποιο όνειρο σου προμαντεύει ότι ο γιος μου συνωμοτεί εναντίον σου, εγώ σ᾽ τον παραδίνω, και εσύ κάνε τον ό,τι θέλεις». Έτσι αποκρίθηκε ο Υστάσπης, και περνώντας τον Αράξη τράβηξε για την Περσία, για να κρατήσει το γιο του τον Δαρείο στη διάθεση του Κύρου.
[1.211.1]Κῦρος δὲ προελθὼν ἀπὸ τοῦ Ἀράξεω ἡμέρης ὁδὸν ἐποίεε τὰς Κροίσου ὑποθήκας.Στο μεταξύ ο Κύρος προχώρησε από τον Αράξη μιας μέρας δρόμο και ακολούθησε τις υποδείξεις του Κροίσου.
[1.211.2]μετὰ δὲ ταῦτα Κύρου τε καὶ Περσέων τοῦ καθαροῦ στρατοῦ ἀπελάσαντος ὀπίσω ἐπὶ τὸν Ἀράξεα, λειφθέντος δὲ τοῦ ἀχρηίου, ἐπελθοῦσα τῶν Μασσαγετέων τριτημορὶς τοῦ στρατοῦ τούς τε λειφθέντας τῆς Κύρου στρατιῆς ἐφόνευε ἀλεξομένους καὶ τὴν προκειμένην ἰδόντες δαῖτα, ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους, κλιθέντες ἐδαίνυντο, πληρωθέντες δὲ φορβῆς καὶ οἴνου ηὗδον.Ύστερα, όταν ο Κύρος και το μάχιμο τμήμα του περσικού στρατού τραβήχτηκαν πίσω στον Αράξη, ενώ εκεί έμειναν μόνο οι άχρηστοι στρατιώτες, όρμησαν πάνω τους οι Μασσαγέτες, έσφαξαν τους στρατιώτες που είχε αφήσει πίσω του ο Κύρος, παρόλο που αυτοί αντιστάθηκαν, και κατόπιν βλέποντας μπρος τους στρωμένο το τραπέζι (αφού πια είχαν εξολοθρεύσει τους αντιπάλους τους) κάθισαν κι άρχισαν το φαγοπότι· κι όταν πια γέμισε η κοιλιά τους από φαΐ και κρασί το έριξαν στον ύπνο.
[1.211.3]οἱ δὲ Πέρσαι ἐπελθόντες πολλοὺς μέν σφεων ἐφόνευσαν, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλεῦνας ἐζώγρησαν, καὶ ἄλλους καὶ τὸν τῆς βασιλείης Τομύριος παῖδα, στρατηγέοντα Μασσαγετέων, τῷ οὔνομα ἦν Σπαργαπίσης.Μα τότε έκαναν οι Πέρσες επίθεση και πολλούς από αυτούς τους έσφαξαν, ακόμη όμως περισσότερους τους έπιασαν αιχμαλώτους, ανάμεσα μάλιστα στους άλλους και το γιο της βασίλισσας Τόμυρης, που ήταν αρχηγός του στρατού των Μασσαγετών και ονομαζόταν Σπαργαπίσης.
[1.212.1]ἡ δὲ πυθομένη τά τε περὶ τὴν στρατιὴν γεγονότα καὶ τὰ περὶ τὸν παῖδα πέμπουσα κήρυκα παρὰ Κῦρον ἔλεγε τάδε·Όταν η Τόμυρις έμαθε τί είχε πάθει ο στρατός της και ο γιος της, έστειλε στον Κύρο έναν κήρυκα, που του έλεγε τα εξής:
[1.212.2]Ἄπληστε αἵματος Κῦρε, μηδὲν ἐπαρθῇς τῷ γεγονότι τῷδε πρήγματι, εἰ ἀμπελίνῳ καρπῷ, τῷ περ αὐτοὶ ἐμπιπλάμενοι μαίνεσθε οὕτως ὥστε κατιόντος τοῦ οἴνου ἐς τὸ σῶμα ἐπαναπλέειν ὑμῖν ἔπεα κακά, τοιούτῳ φαρμάκῳ δολώσας ἐκράτησας παιδὸς τοῦ ἐμοῦ, ἀλλ᾽ οὐ μάχῃ κατὰ τὸ καρτερόν.«Αιμοβόρε Κύρε, μην περηφανευτείς μ᾽ αυτό σου το κατόρθωμα, που χάρη στον καρπό του αμπελιού — αυτόν με τον οποίο οι ίδιοι φουσκώνετε και γίνεστε ωσάν τρελοί, έτσι που όταν το κρασί κατέβει στο στομάχι σας, ανεβαίνουν στη γλώσσα σας λόγια ντροπής· μην περηφανευτείς αν μ᾽ ένα τέτοιο δηλητήριο για δόλωμα νίκησες το γιο μου, κι όχι σε μάχη με τη δύναμή σου.
[1.212.3]νῦν ὦν ἐμεῦ εὖ παραινεούσης ὑπόλαβε τὸν λόγον· ἀποδούς μοι τὸν παῖδα ἄπιθι ἐκ τῆσδε τῆς χώρης ἀζήμιος, Μασσαγετέων τριτημορίδι τοῦ στρατοῦ κατυβρίσας· εἰ δὲ ταῦτα οὐ ποιήσεις, ἥλιον ἐπόμνυμί τοι τὸν Μασσαγετέων δεσπότην, ἦ μέν σε ἐγὼ καὶ ἄπληστον ἐόντα αἵματος κορέσω.Τώρα λοιπόν θα σου δώσω μια καλή συμβουλή και πάρε υπόψη σου τα λόγια μου: Δώσ᾽ μου πίσω το γιο μου και φύγε από τη χώρα αυτή με το αζημίωτο, κι ας εξευτέλισες το ένα τρίτο από το στρατό των Μασσαγετών. Αν όμως δεν το κάνεις, ορκίζομαι στον Ήλιο, τον κύριο των Μασσαγετών, πως, κι αν είσαι αχόρταγος για αίμα, εγώ θα σε χορτάσω».
[1.213.1]Κῦρος μὲν ἐπέων οὐδένα τούτων ἀνενειχθέντων ἐποιέετο λόγον, ὁ δὲ τῆς βασιλείης Τομύριος παῖς Σπαργαπίσης, ὥς μιν ὅ τε οἶνος ἀνῆκε καὶ ἔμαθε ἵνα ἦν κακοῦ, δεηθεὶς Κύρου ἐκ τῶν δεσμῶν λυθῆναι ἔτυχε, ὡς δὲ ἐλύθη τε τάχιστα καὶ τῶν χειρῶν ἐκράτησε, διεργάζεται ἑωυτόν.Ο Κύρος στα λόγια αυτά που του είπανε δεν έδωσε καμιά σημασία. Όσο για το γιο της βασίλισσας Τόμυρης, τον Σπαργαπίση, μόλις συνήλθε από το κρασί και κατάλαβε τί συμφορά τον είχε βρει, ικέτευε τον Κύρο να του λύσει τα δεσμά, κι ο Κύρος το έκανε· όμως, ευθύς ως λύθηκε εκείνος από τα δεσμά του κι έμειναν τα χέρια του λεύτερα, αυτοκτονεί.
[1.214.1]καὶ δὴ οὗτος μὲν τρόπῳ τοιούτῳ τελευτᾷ. Τόμυρις δέ, ὥς οἱ Κῦρος οὐκ ἐσήκουσε, συλλέξασα πᾶσαν τὴν ἑωυτῆς δύναμιν συνέβαλε Κύρῳ. ταύτην τὴν μάχην, ὅσαι δὴ βαρβάρων ἀνδρῶν μάχαι ἐγένοντο, κρίνω ἰσχυροτάτην γενέσθαι, καὶ δὴ καὶ πυνθάνομαι οὕτω τοῦτο γενόμενον.Ο Σπαργαπίσης λοιπόν πεθαίνει μ᾽ αυτόν τον τρόπο που είπαμε. Και η Τόμυρις, επειδή ο Κύρος δεν άκουσε τη συμβουλή της, συγκέντρωσε όλη της τη στρατιωτική δύναμη και χτυπήθηκε με τον Κύρο. Αυτή η μάχη πιστεύω πως στάθηκε η πιο σκληρή από όσες μάχες έγιναν μεταξύ βαρβάρων. Και μάλιστα πληροφορούμαι πως εξελίχθηκε ως εξής:
[1.214.2]πρῶτα μὲν γὰρ λέγεται αὐτοὺς διαστάντας ἐς ἀλλήλους τοξεύειν, μετὰ δέ, ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο, συμπεσόντας τῇσι αἰχμῇσί τε καὶ τοῖσι ἐγχειριδίοισι συνέχεσθαι. χρόνον τε δὴ ἐπὶ πολλὸν συνεστάναι μαχομένους καὶ οὐδετέρους ἐθέλειν φεύγειν· τέλος δὲ οἱ Μασσαγέται περιεγένοντο.Καταπώς λένε, στην αρχή κρατώντας οι αντίπαλοι απόσταση μεταξύ τους, έριχναν ο ένας στο άλλο βέλη· ύστερα, όταν τα βέλη τούς τελείωσαν, ήρθαν στα χέρια κι άρχισαν να χτυπιούνται με λόγχες και με μαχαίρια. Ώρα πολλή συμπλέκονταν και μάχονταν, κι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος έλεγε να τραβηχτεί. Στο τέλος όμως νίκησαν οι Μασσαγέτες.
[1.214.3]ἥ τε δὴ πολλὴ τῆς Περσικῆς στρατιῆς αὐτοῦ ταύτῃ διεφθάρη καὶ δὴ καὶ αὐτὸς Κῦρος τελευτᾷ, βασιλεύσας τὰ πάντα ἑνὸς δέοντα τριήκοντα ἔτεα.Έτσι αφανίστηκε στο πεδίο της μάχης το μεγαλύτερο μέρος του περσικού στρατού, και το σπουδαιότερο: σκοτώνεται ο ίδιος ο Κύρος, ύστερα από βασιλεία που κράτησε συνολικά τριάντα χρόνια παρά ένα.
[1.214.4]ἀσκὸν δὲ πλήσασα αἵματος ἀνθρωπηίου Τόμυρις ἐδίζητο ἐν τοῖσι τεθνεῶσι τῶν Περσέων τὸν Κύρου νέκυν, ὡς δὲ εὗρε, ἐναπῆκε αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν ἐς τὸν ἀσκόν· λυμαινομένη δὲ τῷ νεκρῷ ἐπέλεγε τάδε·Η Τόμυρις τότε, έχοντας γεμίσει έναν ασκό με αίμα ανθρώπινο, έψαχνε ανάμεσα στους νεκρούς των Περσών το πτώμα του Κύρου, κι όταν το βρήκε, του βύθισε το κεφάλι μέσα στον ασκό, και ενώ κακοποιούσε τον νεκρό, του έλεγε ταυτοχρόνως τα παρακάτω λόγια:
[1.214.5]Σὺ μὲν ἐμὲ ζώουσάν τε καὶ νικῶσάν σε μάχῃ ἀπώλεσας παῖδα τὸν ἐμὸν ἑλὼν δόλῳ· σὲ δ᾽ ἐγώ, κατά περ ἠπείλησα, αἵματος κορέσω. τὰ μὲν δὴ κατὰ τὴν Κύρου τελευτὴν τοῦ βίου πολλῶν λόγων λεγομένων ὅδε μοι ὁ πιθανώτατος εἴρηται.«Εσύ μ᾽ αφάνισες εμένα, κι ας ζω κι ας σε έχω νικήσει στη μάχη, αφού έπιασες μ᾽ απάτη το γιο μου· εσένα λοιπόν κι εγώ με τη σειρά μου, σύμφωνα με τις απειλές μου, θα σε χορτάσω με αίμα». Ανάμεσα στα όσα λέγονται —και λέγονται πολλά— για το τέλος του Κύρου, ανέφερα την παράδοση που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο αξιόπιστη.
[1.215.1]Μασσαγέται δὲ ἐσθῆτά τε ὁμοίην τῇ Σκυθικῇ φορέουσι καὶ δίαιταν ἔχουσι, ἱππόται δέ εἰσι καὶ ἄνιπποι (ἀμφοτέρων γὰρ μετέχουσι) καὶ τοξόται τε καὶ αἰχμοφόροι, σαγάρις νομίζοντες ἔχειν. χρυσῷ δὲ καὶ χαλκῷ τὰ πάντα χρέωνται. ὅσα μὲν γὰρ ἐς αἰχμὰς καὶ ἄρδις καὶ σαγάρις, χαλκῷ τὰ πάντα χρέωνται, ὅσα δὲ περὶ κεφαλὴν καὶ ζωστῆρας καὶ μασχαλιστῆρας, χρυσῷ κοσμέονται.Οι Μασσαγέτες ντύνονται όπως και οι Σκύθες· όμοιος είναι και ο τρόπος της ζωής των. Μάχονται και πάνω από άλογα και δίχως άλογα (γιατί είναι επιτήδειοι και στα δύο), χρησιμοποιούν και τόξο και ακόντιο, και έχουν συνήθειο να κρατούν σαγάρεις. Μεταχειρίζονται γενικά χρυσό και χαλκό. Γιατί προκειμένου για τις λόγχες, τις μύτες από τα βέλη και τις σαγάρεις, χρησιμοποιούν πάντα χαλκό, ενώ ό,τι φορούνε στο κεφάλι, τους ζωστήρες τους και τους μασχαλιστήρες τα κοσμούν με χρυσό.
[1.215.2]ὡς δ᾽ αὕτως τῶν ἵππων τὰ μὲν περὶ τὰ στέρνα χαλκέους θώρηκας περιβάλλουσι, τὰ δὲ περὶ τοὺς χαλινοὺς καὶ στόμια καὶ φάλαρα χρυσῷ. σιδήρῳ δὲ οὐδ᾽ ἀργύρῳ χρέωνται οὐδέν· οὐδὲ γὰρ οὐδέ σφι ἔστι ἐν τῇ χώρῃ, ὁ δὲ χρυσὸς καὶ ὁ χαλκὸς ἄπλετος.Το ίδιο και με τα άλογά τους: το στήθος τους το σκεπάζουν με θώρακες χάλκινους, τα χαλινάρια όμως τα στόμια και τα φαλάρια τα δουλεύουν με χρυσάφι. Αντίθετα δε χρησιμοποιούν καθόλου σίδερο και ασήμι· γιατί ούτε έχουνε από αυτά στη χώρα τους, ενώ χρυσάφι και χαλκός υπάρχουν σε αφθονία.
[1.216.1]νόμοισι δὲ χρέωνται τοιοισίδε· γυναῖκα μὲν γαμέει ἕκαστος, ταύτῃσι δὲ ἐπίκοινα χρέωνται. τὸ γὰρ Σκύθας φασὶ Ἕλληνες ποιέειν, οὐ Σκύθαι εἰσὶ οἱ ποιέοντες ἀλλὰ Μασσαγέται· τῆς γὰρ ἐπιθυμήσῃ γυναικὸς Μασσαγέτης ἀνήρ, τὸν φαρετρεῶνα ἀποκρεμάσας πρὸ τῆς ἁμάξης μίσγεται ἀδεῶς.Τα έθιμά τους είναι τα ακόλουθα: Καθένας παντρεύεται από μια γυναίκα, παρόλα όμως αυτά υπάρχει κοινογαμία σ᾽ αυτούς. Οι Έλληνες λένε ότι αυτό το κάνουν οι Σκύθες· κι όμως δεν είναι οι Σκύθες που το συνηθίζουν, αλλά οι Μασσαγέτες. Όταν ένας Μασσαγέτης επιθυμήσει μια γυναίκα, κρεμά τη φαρέτρα του μπροστά στην άμαξά της, κι έτσι άφοβα σμίγει μαζί της.
[1.216.2]οὖρος δὲ ἡλικίης σφι πρόκειται ἄλλος μὲν οὐδείς· ἐπεὰν δὲ γέρων γένηται κάρτα, οἱ προσήκοντές οἱ πάντες συνελθόντες θύουσί μιν καὶ ἄλλα πρόβατα ἅμα αὐτῷ, ἑψήσαντες δὲ τὰ κρέα κατευωχέονται.Δεν έχουν βάλει οι Μασσαγέτες κανένα άλλο όριο στη ζωή του ανθρώπου· όταν όμως κανείς παραγεράσει, οι συγγενείς του μαζεύονται όλοι και τον θυσιάζουν μαζί και μ᾽ άλλα σφάγια, κι ύστερα ψήνουνε τα κρέατα και τρώγοντας γλεντούν.
[1.216.3]ταῦτα μὲν τὰ ὀλβιώτατά σφι νενόμισται, τὸν δὲ νούσῳ τελευτήσαντα οὐ κατασιτέονται ἀλλὰ γῇ κρύπτουσι, συμφορὴν ποιεύμενοι ὅτι οὐκ ἵκετο ἐς τὸ τυθῆναι. σπείρουσι δὲ οὐδέν, ἀλλ᾽ ἀπὸ κτηνέων ζώουσι καὶ ἰχθύων· οἱ δὲ ἄφθονοί σφι ἐκ τοῦ Ἀράξεω ποταμοῦ παραγίνονται.Αυτό πιστεύουν οι Μασσαγέτες πως είναι το πιο ευτυχισμένο τέλος· όποιος όμως πεθαίνει από αρρώστια, αυτόν δεν τον τρώνε, αλλά τον παραχώνουνε στη γη, θεωρώντας συμφορά του, που δεν έφτασε ο νεκρός στην ηλικία για να θυσιαστεί. Δε σπέρνουν τίποτε, παρά ζούνε από τα κτήνη και από ψάρια· τα έχουν αυτά άφθονα στη διάθεσή τους από τον ποταμό Αράξη.
[1.216.4]γαλακτοπόται δέ εἰσι. θεῶν δὲ μοῦνον ἥλιον σέβονται, τῷ θύουσι ἵππους. νόος δὲ οὗτος τῆς θυσίης· τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται.Πίνουνε γάλα. Από θεούς λατρεύουν μόνον τον ήλιο, που του θυσιάζουν άλογα. Και νά ποιό είναι το νόημα της θυσίας αυτής: στον πιο γρήγορο θεό προσφέρουν το πιο γρήγορο ζώο από όλα όσα υπάρχουν στη γη.

Τα σχόλια είναι κλειστά.