Τώρα, νά ποιοί Έλληνες παρατάχτηκαν στο ναυτικό· οι Αθηναίοι, βέβαια, που έδιναν εκατόν είκοσι εφτά καράβια· κι από κοντά, ήταν η αντρεία και το φιλότιμο που έκανε τους Πλαταιείς, ενώ δεν είχαν ιδέα από ναυτικό, ν᾽ ανεβούν στα καράβια των Αθηναίων για ενίσχυση των πληρωμάτων τους. Κι οι Κορίνθιοι έδιναν σαράντα καράβια και οι Μεγαρείς είκοσι.
Κι οι Χαλκιδείς έδιναν το πλήρωμα σε είκοσι καράβια που τους παραχώρησαν οι Αθηναίοι, οι Αιγινήτες έδιναν δεκαοχτώ καράβια, οι Σικυώνιοι δώδεκα, οι Λακεδαιμόνιοι δέκα, οι Επιδαύριοι οχτώ, οι Ερετριείς εφτά, οι Τροιζήνιοι πέντε, οι Στυρείς δύο και οι Κείοι δύο καράβια και δύο πεντηκοντόρους. Σε ενίσχυσή τους έσπευσαν και οι Οπούντιοι Λοκροί, με εφτά πεντηκοντόρους.
Λοιπόν αυτοί αποτέλεσαν το εκστρατευτικό σώμα στο Αρτεμίσιο, κι έχω αναφέρει και ποιό αριθμό καραβιών έδινε ο καθένας τους. Και το σύνολο των καραβιών που συγκεντρώθηκαν στο Αρτεμίσιο ήταν, χωρίς να λογαριάσουμε τις πεντηκοντόρους, διακόσια εβδομήντα ένα.
Και ο στρατηγός που είχε την ανώτατη εξουσία προερχόταν από τη Σπάρτη, ο Ευρυβιάδης, ο γιος του Ευρυκλείδα· γιατί οι σύμμαχοι διακήρυξαν πως, αν δεν είχε το γενικό πρόσταγμα Λακεδαιμόνιος, δε θα πειθαρχούσαν, αν η αρχηγία δοθεί στους Αθηναίους, αλλά θα διαλύσουν το εκστρατευτικό σώμα που ήταν να συγκροτηθεί.
Γιατί και αρχικά είχε γίνει πρόταση, προτού ακόμη στείλουν στη Σικελία για συμμαχία, πως έπρεπε να παραχωρήσουν την αρχηγία του στόλου στους Αθηναίους. Οι σύμμαχοι όμως εναντιώθηκαν κι έτσι οι Αθηναίοι υποχώρησαν, θεωρώντας πρώτιστο να επιβιώσει η Ελλάδα και κατανοώντας πως, αν φιλονικούσαν για την αρχηγία, πάει, χάθηκε η Ελλάδα, κι είχαν δίκιο· γιατί ο εμφύλιος πόλεμος είναι τόσο μεγαλύτερη συμφορά από τον πόλεμο που χτυπά με ομοψυχία τον εχθρό, όσο ο πόλεμος απ᾽ την ειρήνη.
Λοιπόν, έχοντας βάλει καλά στο μυαλό τους αυτή την αλήθεια, δεν πρόβαλλαν αξιώσεις, αλλά υποχωρούσαν, όσο καιρό είχαν απόλυτη ανάγκη τους συμμάχους — κάτι που έγινε ολοφάνερο· γιατί απ᾽ τη στιγμή που ξεκίνησαν για την κατάκτηση της χώρας του βασιλιά των Περσών, αφού τον απώθησαν απ᾽ τη δική τους, με την πρόφαση που τους έδωσε η υπεροψία του Παυσανία, αφαίρεσαν την ηγεμονία απ᾽ τους Λακεδαιμονίους· αλλά αυτά έγιναν αργότερα.
Τότε λοιπόν οι Έλληνες που ανέφερα ότι έφτασαν και στο Αρτεμίσιο, με το που αντίκρισαν πολλά καράβια να έχουν ρίξει άγκυρα στις Αφέτες και τα μέρη ένα γύρο γεμάτα στρατεύματα, διαπίστωσαν πως η κατάσταση των βαρβάρων εμφανιζόταν εντελώς διαφορετική απ᾽ ό,τι πίστευαν κι όχι τόσο άσχημη όσο υπέθεταν· κατακυριεύτηκαν λοιπόν από φόβο και σχεδίαζαν να εγκαταλείψουν το Αρεμίσιο και να τραβηχτούν πιο μέσα, στο εσωτερικό της Ελλάδας.
Κι οι Ευβοείς, όταν αντιλήφτηκαν αυτές τις διαβουλεύσεις τους, παρακαλούσαν τον Ευρυβιάδη να καθυστερήσει για λίγο ακόμη την αποχώρηση, ώσπου αυτοί να μεταφέρουν σε σίγουρο μέρος τα παιδιά τους και τους ανθρώπους των σπιτιών τους. Και, καθώς δεν τον έπειθαν, στράφηκαν προς τον στρατηγό των Αθηναίων και πείθουν τον Θεμιστοκλή, εξαγοράζοντάς τον με τριάντα τάλαντα, να ενεργήσει ώστε ο στόλος να μείνει στη θέση του και να δώσει τη ναυμαχία μπροστά από την είσοδο του Ευβοϊκού κόλπου.
Και νά με ποιό τρόπο ο Θεμιστοκλής έκανε τους Έλληνες να καθυστερήσουν την αποχώρησή τους· δίνει στον Ευρυβιάδη μερίδιο από τα χρήματα αυτά πέντε τάλαντα, τάχα πως τα δίνει απ᾽ τα δικά του. Κι όταν εκείνος άλλαξε γνώμη κι ήρθε στα λόγια του, ο μόνος από τους υπόλοιπους που κλωτσούσε ήταν ο Αδείμαντος, ο γιος του Ωκύτη, ο στρατηγός των Κορινθίων, κι έλεγε πως θα πάρει τα καράβια του και θα φύγει απ᾽ το Αρτεμίσιο και δε θα μείνει εκεί· λοιπόν απευθύνθηκε σ᾽ αυτόν ο Θεμιστοκλής και διαβεβαιώνοντας τον με όρκους τού είπε:
«Όχι, εσύ δε θα μας εγκαταλείψεις, γιατί εγώ θα σου δώσω μεγαλύτερα δώρα απ᾽ όσα θα σου έστελνε ο βασιλιάς των Μήδων, αν εγκατέλειπες τους συμμάχους». Κι ἅμ᾽ ἔπος ἅμ᾽ ἔργον, στέλνει στο καράβι του Αδειμάντου τρία τάλαντα ασήμι.
Λοιπόν απ᾽ τη μια μεριά αυτοί είχαν αλλάξει γνώμη κι ήρθαν στα λόγια του, θύματα της δωροδοκίας, κι απ᾽ την άλλη θεωρήθηκε ευεργέτης των Ευβοέων ο Θεμιστοκλής, που εξασφάλιζε μάλιστα και κέρδος· κι από κανενός το μυαλό δεν περνούσε πως κρατούσε τα υπόλοιπα, αλλά όσοι πήραν μερίδιο από τα χρήματα αυτά πίστευαν πως τους ήρθαν από την Αθήνα μ᾽ αυτό τον προορισμό.
Κι έτσι, και έμειναν στα νερά της Εύβοιας και έδωσαν ναυμαχία εκεί. Νά πώς εξελίχτηκαν τα πράματα: όταν οι βάρβαροι έφτασαν, νωρίς το απόγευμα, στις Αφέτες, έχοντας κι από πριν την πληροφορία πως στην περιοχή του Αρτεμισίου είναι αγκυροβολημένα λίγα ελληνικά καράβια, και τότε τ᾽ αντίκρισαν με τα μάτια τους, ετοιμάζονταν μ᾽ ανυπομονησία να τους επιτεθούν, με την ελπίδα μήπως και τα αιχμαλωτίσουν.
Λοιπόν τους φάνηκε πως ήταν κάπως αργά να επιχειρήσουν επίθεση κατά μέτωπο, κι ο λόγος ήταν ο εξής, μήπως οι Έλληνες, βλέποντάς τους να πλέουν εναντίον τους, τραπούν σε φυγή και η νύχτα πέφτοντας καλύψει τη φυγή τους· και με τη φυγή αυτή θα γλίτωναν αναμφίβολα, την ώρα που δεν έπρεπε να σωθεί με τη φυγή, κατά την έκφρασή τους, ούτε ο ιερέας του Δία, ο πυρφόρος.
Λοιπόν, γι᾽ αυτόν το σκοπό έβαλαν σ᾽ εφαρμογή το εξής σχέδιο: ξεδιάλεξαν απ᾽ το σύνολο των καραβιών τους διακόσια και τα έστειλαν στο πέλαγος που απλώνεται πέρα από τη Σκιάθο, για να κινούνται έξω από το οπτικό πεδίο των εχθρών, καθώς θα έκαναν πλέοντας το γύρο της Εύβοιας, κατά τον Καφηρέα και γύρω απ᾽ τη Γεραιστό κι ώς μέσα στον Εύριπο, έτσι ώστε να τους βάλουν στη μέση, αφού από τη μια μεριά τα καράβια που θα έφταναν εκεί θα έφραζαν το δρόμο της υποχώρησης των Ελλήνων, κι από την άλλη οι ίδιοι θα τους έκαναν επίθεση κατά μέτωπο.
Πήραν αυτή την απόφαση κι έδωσαν εντολή να ξεκινήσουν τα καράβια που είχαν οριστεί, καθώς δεν είχαν στο νου τους να επιτεθούν οι ίδιοι εκείνη την ημέρα, κι ούτε νωρίτερα από την ώρα που θα έφτανε το σύνθημα από τα καράβια που επιχειρούσαν την κυκλωτική κίνηση, ότι έφτασαν. Λοιπόν έστελναν αυτά τα καράβια γύρω από την Εύβοια κι έκαναν στις Αφέτες καταμέτρηση των υπόλοιπων καραβιών.
Αυτοί λοιπόν καταγίνονταν με την καταμέτρηση των καραβιών· και σ᾽ αυτό το μεταξύ ο Σκυλλίας από τη Σκιώνη, ο πρώτος δύτης της εποχής του (αυτός που και στο ναυάγιο που έγινε στα νερά του Πηλίου έσωσε για τους Πέρσες πολλά πολύτιμα πράματα, αλλά και πολλά κράτησε για τον εαυτό του), αυτός λοιπόν ο Σκυλλίας βρισκόταν στο στρατόπεδό τους, στις Αφέτες· είχε κι από τα πριν βέβαια στο νου του ν᾽ αυτομολήσει στους Έλληνες, όμως ώς τότε δεν του δόθηκε ευκαιρία.
Τώρα, με ποιό τρόπο αποκεί και πέρα έφτασε πια στους Έλληνες, δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα, όμως μένω έκπληκτος, αν τα όσα διηγούνται είναι αληθινά· λένε δηλαδή πως από τις Αφέτες βούτηξε στη θάλασσα και δε βγήκε στην επιφάνεια παρά μόνο όταν έφτασε στο Αρτεμίσιο, αφού διάνυσε περίπου ογδόντα σταδίους κάτω απ᾽ τη θάλασσα.
Διηγούνται βέβαια γι᾽ αυτό τον άνθρωπο κι άλλα που μοιάζουν με παραμύθια, κάμποσα όμως είναι αληθινά· ωστόσο γι᾽ αυτό το περιστατικό ας μιλήσω χωρίς περιστροφές: έφτασε στο Αρτεμίσιο με πλεούμενο. Και μόλις έφτασε, αμέσως ανέφερε στους στρατηγούς τα καθέκαστα για το ναυάγιο και για τα καράβια που στάλθηκαν να κάνουν το γύρο της Εύβοιας.
Ακούοντας αυτά οι Έλληνες έκαναν συμβούλιο. Κι απ᾽ τα πολλά που ειπώθηκαν επικράτησε η πρόταση να μείνουν εκείνη τη μέρα καταυλισμένοι στο ίδιο μέρος, κι αργότερα ν᾽ αφήσουν να περάσουν τα μεσάνυχτα και τότε να βγουν να συναπαντήσουν τα καράβια που έκαναν το γύρο της Εύβοιας. Όμως, ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, καθώς κανένας δεν έπλεε εναντίον τους, καρτέρησαν να έρθει το δειλινό της μέρας, και τότε αυτοί ανοίχτηκαν εναντίον των βαρβάρων, θέλοντας να δοκιμάσουν την πολεμική ικανότητα του εχθρού και τους ελιγμούς ανάμεσ᾽ από άλλα καράβια.
Κι οι υπόλοιποι στρατιώτες του Ξέρξη και οι στρατηγοί του, βλέποντάς τους να κάνουν επίθεση με λιγοστά καράβια, είπαν πως έχασαν εντελώς τα λογικά τους, κι ανοίχτηκαν κι αυτοί με τα καράβια τους στο πέλαγος, με την ελπίδα πως εύκολα θα τους κυριέψουν· κι η ελπίδα τους ήταν πέρα για πέρα βάσιμη, γιατί έβλεπαν πως τα καράβια των Ελλήνων ήταν λίγα, ενώ τα δικά τους ήταν πολλαπλάσια στον αριθμό και πιο καλοτάξιδα. Με απόλυτη πεποίθηση σ᾽ αυτά βάλθηκαν να τους περικυκλώνουν.
Λοιπόν, όσοι από τους Ίωνες ήθελαν τα καλό των Ελλήνων κι άθελά τους έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία, υπέφεραν φριχτά βλέποντας να τους βάζουν στη μέση οι εχθροί και κάνοντας τη διαπίστωση πως κανείς απ᾽ αυτούς δε θα γυρίσει στον τόπο του· κατά τη γνώμη τους, τόσο μικρή ήταν η δύναμη των Ελλήνων.
Αντίθετα, όσοι χαίρονταν και με το παραπάνω για όσα συνέβαιναν, βάλθηκαν να παραβγαίνουν ποιός ανάμεσά τους κυριεύοντας πρώτος αθηναϊκό καράβι θα πάρει δώρα απ᾽ τον βασιλιά· γιατί στις συζητήσεις από τη μια άκρη του στρατοπέδου ώς την άλλη δεν ακουόταν κανένα άλλο όνομα, μονάχα των Αθηναίων.
Κι όταν χτύπησε η πρώτη σάλπιγγα για τους Έλληνες, ήρθαν και κατεύθυναν τις πλώρες των καραβιών τους προς τους βαρβάρους και με συντονισμένες κινήσεις έφεραν τις πρύμνες τη μια δίπλα στην άλλη στο κέντρο του κύκλου· και με το δεύτερο σάλπισμα ρίχτηκαν στον αγώνα, όσο κι αν ήταν κλεισμένοι σε στενό κλοιό κι έρχονταν πλώρη με πλώρη με τον εχθρό.
Τότε κυριεύουν τριάντα καράβια των βαρβάρων και τον αδερφό του βασιλιά της Σαλαμίνας Γόργου, τον Φιλάονα, γιο του Χέρση, που στο στρατόπεδο των Περσών είχε σημαντική θέση. Κι ο πρώτος απ᾽ τους Έλληνες που κυρίεψε εχθρικό καράβι ήταν ο Αθηναίος Λυκομήδης, ο γιος του Αισχραίου, κι αυτός πήρε το αριστείο.
Κι έπεσε η νύχτα κι έδωσε τέλος στον αμφίρροπο αγώνα τους αυτής της ναυμαχίας. Λοιπόν οι Έλληνες γύριζαν με τα καράβια τους στο Αρτεμίσιο, ενώ οι βάρβαροι, που ο αγώνας τους είχε πολύ διαφορετική εξέλιξη από τις προσδοκίες τους, στις Αφέτες. Από τους Έλληνες που στη ναυμαχία αυτοί βρέθηκαν στο στρατόπεδο του βασιλιά ο Αντίδωρος ο Λήμνιος ήταν ο μόνος που αυτομόλησε στους Έλληνες και γι᾽ αυτή του την πράξη οι Αθηναίοι του έδωσαν κλήρο γης στη Σαλαμίνα.
Κι ό,τι είχε πέσει η νύχτα, όταν άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού κι έβρεχε ολονυχτίς και νά —κι ας ήταν κατακαλόκαιρο— βροντές τρομερές απ᾽ το Πήλιο· και τα πτώματα των νεκρών και τα συντρίμμια των ναυαγίων να ξεβράζονται από το κύμα στη στεριά, στις Αφέτες, και να πεδικλώνονται στις πλώρες των καραβιών και να ρημάζουν τα κουπιά στο πλατύ τους μέρος.
Κι έπιασε τρομάρα τους στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί ακούγοντας αυτό το χαλασμό, και καρτερούσαν, με τέτοιο κακό που τους βρήκε, αναπόφευκτο το χαμό τους· γιατί, πριν προλάβουν να πάρουν ανάσα απ᾽ το ναυάγιο και το αγριοκαίρι που τους έπιασε στα νερά του Πηλίου, ακολούθησε ναυμαχία σφοδρή, και μετά τη ναυμαχία νεροποντή ορμητική κι άνεμοι ισχυροί που μαστίγωναν τη θάλασσα, και βροντές τρομερές.
Αυτοί λοιπόν τέτοια νύχτα πέρασαν, ενώ η ίδια εκείνη νύχτα στάθηκε ακόμα πιο αγριότερη, και με το παραπάνω, σ᾽ εκείνους που είχαν πάρει εντολή να κάνουν με τα καράβια τους το γύρο της Εύβοιας· κι αυτό, γιατί τους βρήκε κι έπεσε πάνω τους την ώρα που θαλασσόδερναν μεσοπέλαγα, και το τέλος τους ήταν αξιοθρήνητο· γιατί, έτσι που, ενώ αρμένιζαν, τους έπιασε αγριοκαίρι και βροχή στα μέρη των Κοίλων της Εύβοιας (εκεί βρίσκονταν εκείνη την ώρα), σπρωγμένοι απ᾽ τον άνεμο και μη ξέροντας προς τα πού τους έσερνε το κύμα, ρίχνονταν στη στεριά πάνω σε βράχια. Κι όλα τα πάντα ήταν έργο του θεού, για να έρθει και να εξισωθεί ο περσικός στόλος με τον ελληνικό και να μην είναι πολύ μεγαλύτερος.
Λοιπόν αυτοί αφανίζονταν εκεί, κατά τα Κοίλα της Εύβοιας· τώρα, οι βάρβαροι που ήταν στις Αφέτες, αναγάλλιασε η ψυχή τους αντικρίζοντας να λάμπει το φως της μέρας και κρατούσαν ακίνητα τα καράβια τους — μέσα στην κακοτυχία τους ήταν μια ανακούφιση γι᾽ αυτούς να μπορούν να είναι ήσυχοι για την ώρα. Στους Έλληνες όμως ήρθαν για ενίσχυση πενήντα τρία καράβια αθηναϊκά.
Ανέβασε το ηθικό τους και η άφιξη των καραβιών αυτών και η αγγελία που ήρθε ταυτόχρονα, πως οι βάρβαροι που έπλεαν γύρω απ᾽ την Εύβοια αφανίστηκαν όλοι από το αγριοκαίρι που ξέσπασε. Λοιπόν, καρτέρησαν να φτάσει η ίδια ώρα κι επιτέθηκαν σε καράβια των Κιλίκων· κι αφού τα βύθισαν, με τον ερχομό της νύχτας γύρισαν με τα καράβια τους πίσω στο Αρτεμίσιο.
Την τρίτη μέρα όμως οι στρατηγοί των βαρβάρων —ήταν βέβαια βαρύ γι᾽ αυτούς να τους ταλαιπωρούν τόσο λίγα καράβια, κι από την άλλη έτρεμαν την οργή του Ξέρξη— δεν περίμεναν πια ν᾽ αρχίσουν τη μάχη οι Έλληνες, αλλά προετοιμάστηκαν και κατά το μεσημέρι έβγαζαν τα καράβια τους στ᾽ ανοιχτά. Και, σύμπτωση: τις ίδιες αυτές μέρες που γίνονταν αυτές οι ναυμαχίες είχαμε και τις πεζομαχίες στις Θερμοπύλες.
Και ο αγώνας του ναυτικού ήταν προπάντων για τον έλεγχο του Ευρίπου, όπως κι ο αγώνας των αντρών του Λεωνίδα ήταν για να φρουρούν το πέρασμα. Λοιπόν απ᾽ τη μεριά τους έδιναν κουράγιο ο ένας στον άλλο να μην αφήσουν τον βάρβαρο να περάσει στην Ελλάδα, ενώ οι άλλοι, να εξοντώσουν τις ελληνικές δυνάμεις και να κυριέψουν το πέρασμα.
Κι όταν το ναυτικό του Ξέρξη μπήκε σε τάξη μάχης κι επιτέθηκε στους Έλληνες, αυτοί κρατούσαν τα καράβια τους ακίνητα κοντά στις ακτές του Αρτεμισίου. Κι οι βάρβαροι σχηματίζοντας με τα καράβια τους μισοφέγγαρο, επιχειρούσαν κυκλωτική κίνηση, για να τους βάλουν στη μέση. Τότε κίνησαν οι Έλληνες με τα καράβια εναντίον τους κι ήρθαν στα χέρια. Σ᾽ αυτή τη ναυμαχία οι αντίπαλοι αναδείχτηκαν ισόπαλοι.
Γιατί ο στόλος του Ξέρξη, με τον όγκο και το πλήθος των καραβιών του, από μόνος του πάθαινε αβαρίες, καθώς τα καράβια του προκαλούσαν σύγχυση το ένα στο άλλο και συγκρούονταν μεταξύ τους· αλλά και μ᾽ όλ᾽ αυτά κρατούσαν καλά και δεν έκαναν πίσω· γιατί ήταν βαρύ γι᾽ αυτούς να τους κατατροπώσουν λίγα καράβια.
Λοιπόν, οι απώλειες των Ελλήνων ήταν μεγάλες, και σε καράβια και σε άντρες, όμως πολύ μεγαλύτερες των βαρβάρων και σε καράβια και σε άντρες. Ύστερ᾽ από τέτοιον αγώνα χωρίστηκαν ο ένας στόλος απ᾽ τον άλλο.
Σ᾽ αυτή τη ναυμαχία από το στρατόπεδο του Ξέρξη αρίστευσαν οι Αιγύπτιοι και με τ᾽ άλλα σπουδαία κατορθώματά τους, προπάντων όμως επειδή κυρίεψαν πέντε ελληνικά καράβια μ᾽ όλο το πλήρωμά τους. Απ᾽ τους Έλληνες πάλι εκείνη την ημέρα αρίστευσαν οι Αθηναίοι, κι ανάμεσα στους Αθηναίους ο Κλεινίας, ο γιος του Αλκιβιάδη, που πήρε μέρος στον αγώνα αρματώνοντας δικό του καράβι με πλήρωμα διακόσιους άντρες, που τους συντηρούσε με δικά του χρήματα.
Και μόλις χωρίστηκαν, ο καθένας τους μ᾽ ανακούφιση κινούσε βιαστικά για τ᾽ αραξοβόλια του. Κι οι Έλληνες, όταν βρέθηκαν μόνοι τους, μετά την αποχώρησή τους απ᾽ τη ναυμαχία, κυριαρχούσαν βέβαια στα πτώματα και τα συντρίμμια, αλλά, καθώς είχαν δοκιμαστεί σκληρά, και σκληρότερα απ᾽ όλους οι Αθηναίοι, που τα μισά τους καράβια είχαν πάθει αβαρίες, σχεδίαζαν λοιπόν να δραπετεύσουν στα ενδότερα της Ελλάδας.
Απ᾽ το μυαλό του Θεμιστοκλή πέρασε η σκέψη πως, αν αποσπαστούν απ᾽ το βαρβαρικό στρατόπεδο οι φυλές των Ιώνων και των Καρών, θα μπορέσουν οι Έλληνες ν᾽ αναδειχτούν ανώτεροι από το στόλο που θ᾽ απέμενε στον Ξέρξη· καθώς λοιπόν οι κάτοικοι της Εύβοιας σαλαγούσαν τα κοπάδια τους κατά την ακροθαλασσιά, συγκέντρωσε εκεί τους στρατηγούς και τους έλεγε πως του φαίνεται ότι έχει σοφιστεί κάτι και πως μ᾽ αυτό ελπίζει να ξεσηκώσει σε αποστασία απ᾽ τον βασιλιά τους πρώτους και καλύτερους συμμάχους του.
Για την ώρα λοιπόν ώς εδώ μόνο ξεσκέπαζε τη σκέψη του, κι όσο για την αντιμετώπιση της κατάστασης, έλεγε πως καλό είναι να ενεργήσουν ως εξής: να χαλάσουν όσα ζώα ήθελε ο καθένας τους απ᾽ τα κοπάδια της Εύβοιας (δεν ήταν προτιμότερο να τα έχει ο στρατός τους παρά οι εχθροί;)· και τους παρακινούσε να δώσει ο καθένας τους εντολή στους δικούς του ν᾽ ανάψουν φωτιές· τώρα, για την κατάλληλη ώρα της αποχώρησης, ώστε να φτάσουν στην Ελλάδα σώοι και αβλαβείς, αυτός θα έχει την έγνοια. Εκείνοι έδωσαν τη συγκατάθεσή τους γι᾽ αυτές τις ενέργειες κι αμέσως άναψαν φωτιές και ρίχτηκαν στα κοπάδια.
Γιατί οι Ευβοείς περιφρόνησαν το χρησμό του Βάκη σα να ᾽ταν κούφια λόγια κι ούτε έβγαλαν απ᾽ τη χώρα τους τίποτα ούτε από τα πριν έκαναν προμήθειες για την περίπτωση που θα ερχόταν στον τόπο τους πόλεμος· κι ενέργησαν έτσι ώστε να πάρουν δραματική στροφή γι᾽ αυτούς τα πράματα.
Δηλαδή, νά ποιόν χρησμό έδωσε γι᾽ αυτούς ο Βάκης: Στο νου σου βάλε το καλά: Όταν ο βαρβαρόγλωσσος τη θάλασσα θα ζέψει με ψάθα από παπύρι, σύρ᾽ απ᾽ την Εύβοια μακριά τις αίγες που βελάζοντας τον κόσμο ξεκουφαίνουν. Καθώς άφησαν σ᾽ αχρηστία αυτό τον χρησμό, το μόνο που τους άξιζε, στο κακό που τους βρήκε και στ᾽ άλλα που όπου να ᾽ναι θ᾽ ακολουθούσαν, ήταν να πέσουν στην πιο μαύρη συμφορά.
Κι αυτοί καταγίνονταν μ᾽ αυτά, όταν κατέφτασε ο σκοπός από την Τραχίνα. Γιατί στο Αρτεμίσιο είχε τοποθετηθεί σκοπός ο Πολύας που καταγόταν από την Αντίκυρα, στον οποίο είχε δοθεί εντολή (και είχε πλεούμενο έτοιμο, με τα κουπιά στους σκαρμούς), αν λυγίσει το ναυτικό, να δώσει το σύνθημα σ᾽ αυτούς που κρατούσαν τις Θερμοπύλες· επίσης, δίπλα στον Λεωνίδα ήταν έτοιμος ο Αθηναίος Αβρώνιχος, ο γιος του Λυσικλή, για να μεταφέρει με τριακόντερο την αγγελία σ᾽ εκείνους που βρίσκονταν στο Αρτεμίσιο, αν συνέβαινε τίποτα δυσάρεστο στο πεζικό.
Αυτός λοιπόν ο Αβρώνιχος φτάνοντας τους ανήγγειλε τα όσα είχαν συμβεί στον Λεωνίδα και το στράτευμά του. Κι εκείνοι, μόλις πήραν αυτή την πληροφορία, αυτή τη φορά δεν ανέβαλαν την αποχώρησή τους, αλλά πήραν το δρόμο της επιστροφής, με τη σειρά που είχαν στην παράταξη: πρώτοι οι Κορίνθιοι, τελευταίοι οι Αθηναίοι.
Κι ο Θεμιστοκλής, αφού διάλεξε τα πιο γοργοτάξιδα καράβια των Αθηναίων, πορευόταν εκεί που ήταν πηγές με πόσιμο νερό και χάραζε στους βράχους επιγραφές που, όταν κατόπι, την επόμενη μέρα, ήρθαν οι Ίωνες στο Αρτεμίσιο, τις διάβασαν. Κι οι επιγραφές έλεγαν τα εξής: «Άνδρες Ίωνες, η πράξη σας δεν είναι δίκαιη, να εκστρατεύετε εναντίον των πατέρων σας και να ρίχνετε σε σκλαβιά την Ελλάδα.
Βέβαια, το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να ᾽ρθείτε με το μέρος μας· κι αν αυτό σας είναι αδύνατο, τουλάχιστο έστω και τώρα κρατήστε ουδέτερη στάση, και οι ίδιοι σας, και παρακαλέστε τους Κάρες να πράξουν το ίδιο· κι αν δεν μπορεί να γίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο απ᾽ αυτά, αλλά σας δένει τα χέρια μια ανώτερη βία και δε σας επιτρέπει ν᾽ αποστατήσετε, μένει λοιπόν την ώρα του αγώνα, όταν θα ᾽ρθούμε στα χέρια, να κάνετε επίτηδες το δειλό, έχοντας στο νου σας πως κατάγεστε από μας κι ότι η αρχή της έχθρας μας με τον βάρβαρο από σας προήλθε».
Έχω τη γνώμη πως ο Θεμιστοκλής τα χάραξε αυτά με τη σκέψη του στο ένα ή στο άλλο: ή (στην περίπτωση που ο βασιλιάς δεν πάρει είδηση την επιγραφή) για να κάνει τους Ίωνες να έρθουν με το μέρος τους, ή (στην περίπτωση που οι επιγραφές θ᾽ αναφερθούν στον Ξέρξη και θα συνοδευτούν από καταγγελία), να κλονιστεί η εμπιστοσύνη του στους Ίωνες και να τους κρατήσει μακριά απ᾽ τη ναυμαχία.
Αυτές λοιπόν τις επιγραφές χάραξε ο Θεμιστοκλής· στους βαρβάρους πάλι, αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ήρθε με πλεούμενο κάποιος από την Ιστιαία αναγγέλλοντας τη δραπέτευση των Ελλήνων απ᾽ το Αρτεμίσιο. Κι αυτοί δυσπιστώντας κρατούσαν δέσμιο τον αγγελιοφόρο, κι έστειλαν γρήγορα καράβια για ανίχνευση· κι όταν αυτά με την αναφορά τους επιβεβαίωσαν την αγγελία, έτσι, την ώρα που ο ήλιος σκόρπιζε τις ακτίνες του στη γη, ολόκληρος ο στόλος σύσσωμος αρμένιζε προς το Αρτεμίσιο. Στάθμευσαν λοιπόν σ᾽ αυτό τον τόπο ώς το μεσημέρι και κατόπιν έβαλαν πλώρη για την Ιστιαία. Κι όταν έφτασαν, κυρίεψαν την πόλη Ιστιαία κι έκαναν επιδρομές σ᾽ όλα τα παραθαλάσσια χωριά της Ελλοπίας, όσα βρίσκονταν στην περιοχή της Ιστιαίας.
Κι όσο αυτοί βρίσκονταν εκεί, ο Ξέρξης, αφού τακτοποίησε τα πτώματα των νεκρών, έστειλε κήρυκα στο στρατόπεδο του ναυτικού· νά πώς τα τακτοποίησε· ο αριθμός των στρατιωτών του που κείτονταν νεκροί στις Θερμοπύλες μπορεί να ήταν και είκοσι χιλιάδες· απ᾽ αυτούς άφησε έξω περίπου χίλιους, ενώ τους υπόλοιπους τους παράχωσε, αφού έσκαψε τάφρους, και τους σκέπασε με στρώμα από φύλλα και σώρεψε απάνω τους χώμα, για να μη τους δουν οι ναύτες.
Κι όταν ο κήρυκας πέρασε απέναντι, στην Ιστιαία, συγκέντρωσε όλο το στρατόπεδο και τους μίλησε έτσι: «Άνδρες σύμμαχοι, ο βασιλιάς Ξέρξης δίνει άδεια σ᾽ όποιον από σας θέλει, ν᾽ αφήσει τη μονάδα του και να πάει να δει με τα μάτια του τί πόλεμο κάνει με ανόητους ανθρώπους, που έλπιζαν πως θα νικήσουν τη δύναμη του βασιλιά».
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή τη διακήρυξη, όσο κι αν έψαχνες δεν μπορούσες να βρεις πλεούμενο· τόσο πολλοί ήθελαν να δουν με τα μάτια τους το θέαμα. Κι αφού διάβηκαν στη στεριά, περνούσαν ανάμεσ᾽ απ᾽ τα πτώματα και τα μελετούσαν· κι όλοι τους έμεναν με την εντύπωση πως οι νεκροί στο σύνολό τους ήταν Λακεδαιμόνιοι και Θεσπιείς, ενώ αντίκριζαν και τα πτώματα των ειλώτων.
Μ᾽ όλ᾽ αυτά όμως αυτοί οι επισκέπτες δε γελάστηκαν απ᾽ το κάμωμα του Ξέρξη με τα πτώματα των στρατιωτών του· γιατί οπωσδήποτε το θέαμα ήταν γελοίο: απ᾽ τη μια μεριά να βλέπεις να κείτονται (εδώ κι εκεί) χίλιοι νεκροί, κι από την άλλη, έναν σωρό, τέσσερις χιλιάδες πτώματα συναγμένα στον ίδιο τόπο.
Λοιπόν αυτή τη μέρα την πέρασαν με το θέαμα, αλλά την επομένη οι άλλοι γύρισαν στην Ιστιαία, στα καράβια, ενώ αυτοί που ακολουθούσαν τον Ξέρξη ξανάπιασαν την πορεία τους.
Κι ήρθαν σ᾽ αυτούς κάτι λίγοι λιποτάκτες απ᾽ την Αρκαδία, φτωχολογιά, που ήθελαν να προσφέρουν υπηρεσίες. Οι Πέρσες λοιπόν τους έφεραν μπροστά στο βασιλιά και ρωτούσαν να μάθουν για τους Έλληνες, με τί καταγίνονταν· κι εκ μέρους όλων ένας τους υπέβαλε αυτή την ερώτηση.
Κι οι άλλοι τούς αποκρίθηκαν πως γιορτάζουν τα Ολύμπια κι απολαμβάνουν το θέαμα αγωνισμάτων και ιπποδρομιών. Κι ο άλλος τούς έκανε μια δεύτερη ερώτηση, ποιό βραβείο έχει αθλοθετηθεί για τους αγώνες αυτούς· κι εκείνοι αποκρίθηκαν, το στεφάνι από ελιά που δίνεται στο νικητή. Τότε ο Τριτανταίχμης, ο γιος του Αρταβάνου, με το να πει γνώμη γνήσιου ευπατρίδη, χαρακτηρίστηκε από τον βασιλιά δειλός.
Γιατί, ακούοντας πως το έπαθλο ήταν στεφάνι κι όχι χρήματα, δεν μπόρεσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό και είπε έτσι που να τον ακούν όλοι τα εξής: «Μαρδόνιε, Μαρδόνιε, με τί άντρες μας έφερες να δώσουμε μάχη! Με άντρες που δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά για να δείξουν τη λεβεντιά τους».
Αυτά λοιπόν ήταν τα λόγια του Τριτανταίχμη· αλλά στο μεταξύ, αφού είχε μεσολαβήσει το πλήγμα στις Θερμοπύλες, αμέσως οι Θεσσαλοί στέλνουν κήρυκα στους Φωκείς, έτσι που κρατούσαν εναντίον τους ασίγαστο μίσος, που μάλιστα φούντωσε ύστερ᾽ απ᾽ το πιο πρόσφατο πλήγμα που δέχτηκαν.
Δηλαδή, όταν οι Θεσσαλοί, οι ίδιοι τους και οι σύμμαχοί τους, έκαναν εισβολή πανστρατιά στη Φωκίδα —όχι και πολλά χρόνια πριν απ᾽ αυτή την εκστρατεία του βασιλιά— νικήθηκαν απ᾽ τους Φωκείς και δέχτηκαν γερό χτύπημα.
Γιατί, όταν οι Φωκείς στριμώχτηκαν στον Παρνασσό, έχοντας στο στρατόπεδό τους μάντη τον Τελλία τον Ηλείο, ο Τελλίας τότε τους πρότεινε το ακόλουθο στρατήγημα: πήρε και άλειψε με γύψο εξακόσιους απ᾽ τους Φωκείς, τα πρώτα παλικάρια, τα σώματά τους και τα όπλα τους, και τους έριξε νύχτα εναντίον των Θεσσαλών, με την παραγγελία, όποιον θ᾽ αντίκριζαν να μη φαντάζει κάτασπρος, να τον σκοτώνουν.
Λοιπόν, με το που τους αντίκρισαν πρώτοι οι σκοποί των Θεσσαλών, φοβήθηκαν, πίστευσαν πως είναι τίποτε υπερφυσικό· και μετά τους σκοπούς ο φόβος έπιασε και το κύριο σώμα του στρατού, κι έτσι στα χέρια των Φωκέων έπεσαν τέσσερις χιλιάδες νεκροί και οι ασπίδες τους, που οι μισές τους αφιερώθηκαν στις Άβες και οι υπόλοιπες στους Δελφούς·
κι από τη δεκάτη των λαφύρων που προήλθαν απ᾽ αυτή τη μάχη κατασκευάστηκαν οι μεγάλοι ανδριάντες που στέκονται αντιμέτωποι γύρω από τον τρίποδα μπροστά απ᾽ το ναό των Δελφών, ενώ άλλοι παρόμοιοι έχουν στηθεί στις Άβες.
Αυτά λοιπόν έκαναν οι Φωκείς στο πεζικό των Θεσσαλών που τους πολιορκούσε· κι επίσης, όταν το ιππικό των Θεσσαλών έκανε εισβολή στη χώρα τους, του προκάλεσαν ανεπανόρθωτες απώλειες. Δηλαδή, στο πέρασμα που οδηγεί στη χώρα τους, εκεί κατά την Υάμπολη, έσκαψαν μεγάλη τάφρο και κατέβασαν σ᾽ αυτήν άδειους αμφορείς, κι αφού σώρεψαν απάνω τους χώμα κι έκαναν το μέρος να μη ξεχωρίζει από τα γύρω, αντιμετώπιζαν τους Θεσσαλούς που έκαναν την εισβολή. Κι εκείνοι, στην ορμητική τους επέλαση για να σαρώσουν με έφοδο τους Φωκείς, έπεσαν μέσα στους αμφορείς· εκεί τσακίστηκαν τα σκέλη των αλόγων τους.
Λοιπόν οι Θεσσαλοί, που μέσα τους φώλιαζε μνησικακία γι᾽ αυτά τα δυο πλήγματα, έστειλαν κήρυκα που έκανε την εξής αγόρευση: «Φωκείς, καιρός να βάλετε μυαλό και να παραδεχτείτε πως δεν είστε δα ίσοι κι όμοιοι με μας.
Γιατί και στο παρελθόν, στον κόσμο των Ελλήνων, όσο καιρό κρίναμε καλό να είμαστε με το μέρος τους, πάντοτε μας τιμούσαν περισσότερο απ᾽ ό,τι εσάς, και τώρα οι βάρβαροι τόσο πολύ μας υπολογίζουν, ώστε στο χέρι μας είναι να χάσετε τη γη σας κι ακόμα να γίνετε ανδράποδα· αλλά εμείς, αν και είμαστε παντοδύναμοι, δε σας κρατάμε κακία, φτάνει, για όσα μας κάνατε, να εισπράξουμε από σας πενήντα τάλαντα ασήμι· και σας δίνουμε εγγύηση πως θ᾽ αποτρέψουμε από τη χώρα σας τις απειλές που τη σκιάζουν».
Αυτά τους μήνυσαν οι Θεσσαλοί. Γιατί οι Φωκείς ήταν ο μόνος λαός αυτής της περιοχής που δε μήδισαν· κι ο μοναδικός λόγος γι᾽ αυτό, σύμφωνα με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα, ήταν το μίσος τους προς τους Θεσσαλούς, τίποτ᾽ άλλο.
Και, κατά τη γνώμη μου, αν οι Θεσσαλοί ενίσχυαν τους Έλληνες, οι Φωκείς θα μήδιζαν· που, ύστερ᾽ απ᾽ αυτό το μήνυμα που τους έστειλαν οι Θεσσαλοί, είπαν πως δε θα τους δώσουν χρήματα κι ούτε είχαν καμιά δυσκολία να μηδίσουν με τους όρους που μήδισαν και οι Θεσσαλοί, αν είχαν κάνει διαφορετική επιλογή· αλλά δε θα γίνουν προδότες της Ελλάδας με δική τους συγκατάθεση.
Κι όταν άκουσαν αυτή την απάντηση, τότε λοιπόν οι Θεσσαλοί εξοργισμένοι με τους Φωκείς έγιναν οδηγοί της πορείας των βαρβάρων. Κι έτσι από τη χώρα των Τραχινίων έκαναν εισβολή στη Δωρίδα· γιατί ώς εκεί φτάνει μακρόστενη λωρίδα γης (το πλάτος της είναι δεν είναι τριάντα στάδιοι), που βρίσκεται ανάμεσα στη Μαλίδα και τη Φωκίδα, που τον παλιό καιρό ήταν των Δρυόπων· κι αυτή η χώρα είναι η μητρόπολη των Δωριέων της Πελοποννήσου. Λοιπόν αυτή τη χώρα, τη Δωρίδα, δεν τη διαγούμισαν οι βάρβαροι στο πέρασμά τους, γιατί οι κάτοικοί της μήδιζαν και οι Θεσσαλοί δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους.
Όταν όμως απ᾽ τη Δωρίδα μπήκαν στη Φωκίδα, τους ίδιους τους Φωκείς δεν τους έβαλαν στο χέρι. Γιατί άλλοι απ᾽ τους Φωκείς ανέβηκαν στις κορυφές του Παρνασσού (κι είναι κατάλληλη να δεχτεί πολύ κόσμο η κορυφή του Παρνασσού, που, ξεκομμένη, βρίσκεται πάνω απ᾽ την πόλη Νέωνα — τ᾽ όνομά της Τιθορέα· σ᾽ αυτή λοιπόν ανέβασαν τα υπάρχοντά τους κι ανέβηκαν και οι ίδιοι)·
αλλά οι περισσότεροι κατέφυγαν με τα υπάρχοντά τους στους Οζόλες Λοκρούς, στην πόλη Άμφισσα, που είναι χτισμένη πάνω από την πεδιάδα της Κρίσας. Και οι βάρβαροι έκαναν επιδρομές στη γη των Φωκέων, από τη μια της άκρη ώς την άλλη· γιατί έτσι οδηγούσαν το στρατό τους οι Θεσσαλοί· κι όσα μέρη έβαλαν στο χέρι τους, όλα τα πυρπολούσαν και τα ρήμαζαν, βάζοντας φωτιά και στις πολιτείες και στα λατρευτικά κέντρα.
Γιατί στην πορεία τους σ᾽ αυτή την περιοχή, ακολουθώντας το ρεύμα του Κηφισού, διαγούμιζαν τα πάντα κι έκαναν στάχτη την πόλη Δρυμός, στάχτη τη Χαράδρα και τον Έρωχο και το Τεθρώνιο και την Αμφίκαια και τη Νέωνα και τους Πεδιείς και τους Τριτείς και την Ελάτεια και την Υάμπολη και τους Παραποταμίους και τις Άβες (όπου ήταν το πλούσιο λατρευτικό κέντρο του Απόλλωνα, περιστοιχισμένο από «θησαυρούς» και πολλά αναθήματα· και λειτουργούσε εκεί, όπως και σήμερα, μαντείο· κι αυτό το λατρευτικό κέντρο, αφού το σύλησαν, το παρέδωσαν στις φλόγες). Κι αιχμαλώτισαν και μερικούς Φωκείς καταδιώκοντάς τους στις παρυφές του βουνού και εξόντωσαν μερικές γυναίκες με το να σμίξουν με την καθεμιά τους στρατιώτες πολλοί.
Κι οι βάρβαροι προσπερνώντας τους Παραποταμίους έφτασαν στους Πανοπείς. Και αποκεί και πέρα το εκστρατευτικό τους σώμα χωρίστηκε στα δυο κι ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέρος του στρατού, συνεχίζοντας την πορεία του εναντίον της Αθήνας, μαζί με τον ίδιο τον Ξέρξη, έκανε εισβολή στη Βοιωτία, στην περιοχή του Ορχομενού. Κι οι Βοιωτοί μήδιζαν στο σύνολό τους· και Μακεδόνες που, σταλμένοι απ᾽ τον Αλέξανδρο, είχαν ταχθεί σε καθεμιά από τις πόλεις τους, εξασφάλιζαν τη σωτηρία τους. Και νά πώς εξασφάλιζαν τη σωτηρία τους: έσπευδαν να δηλώσουν στον Ξέρξη πως οι Βοιωτοί ήταν με το μέρος των Περσών.
Λοιπόν, το σώμα αυτό των βαρβάρων ακολουθούσε αυτή την πορεία, ενώ άλλοι έχοντας μαζί τους οδηγούς ξεκίνησαν για το μαντείο των Δελφών, έχοντας στο δεξί τους χέρι τον Παρνασσό. Κι απ᾽ όσα μέρη της Φωκίδας πέρασαν κι αυτοί, όλα τα διαγούμιζαν· έτσι, πυρπόλησαν την πόλη των Πανοπέων και των Δαυλίων και των Λιλαιέων.
Ακολουθούσαν λοιπόν την πορεία αυτή ξεκόβοντας από το υπόλοιπο εκστρατευτικό σώμα, κι ο λόγος ήταν ο εξής, να συλήσουν το μαντείο των Δελφών, για να προσφέρουν τους θησαυρούς του στον Ξέρξη. Και (σύμφωνα με τις πληροφορίες μου) ο Ξέρξης ήξερε καλά όλα τα πολύτιμα κειμήλια που φυλάγονταν στο μαντείο· τα ήξερε μάλιστα καλύτερα απ᾽ όσο εκείνα που άφησε πίσω στο παλάτι του, καθώς πολλοί ολοένα έκαναν λόγο γι᾽ αυτά, και προπάντων τα αφιερώματα του Κροίσου, του γιου του Αλυάττη.
Και τους κατοίκους των Δελφών, όταν τα πληροφορήθηκαν αυτά, τους έζωσαν χίλιοι φόβοι· κι έτσι που πήραν μεγάλη τρομάρα, ζητούσαν χρησμό για τους θησαυρούς του θεού, να τους καταχωνιάσουν στα σπλάχνα της γης ή να τους μεταφέρουν σε άλλη χώρα. Αλλά ο θεός δεν έστεργε να τους μετακινήσουν, δηλώνοντας πως ο ίδιος είναι ικανός να υπερασπιστεί τα όσα του ανήκουν.
Κι οι κάτοικοι των Δελφών ακούοντας αυτά φρόντιζαν για τον εαυτό τους. Λοιπόν, έστειλαν τα παιδιά και τις γυναίκες τους σε διάφορα μέρη της αντικρινής Αχαΐας, κι οι ίδιοι τους, οι περισσότεροι, ανέβηκαν στις κορυφές του Παρνασσού και σκαρφάλωσαν με τα υπάρχοντά τους στο Κωρύκειο άντρο, ενώ άλλοι αναζήτησαν καταφύγιο στην Άμφισσα των Λοκρών. Λοιπόν, όλοι οι κάτοικοι των Δελφών εγκατέλειψαν την πόλη τους, μόνο εξήντα έμειναν κι ο ιερέας του μαντείου.
Είχαν πια πλησιάσει οι βάρβαροι εισβολείς και αντίκριζαν το ναό, όταν ο ιερέας του μαντείου (το όνομά του, Ακήρατος) βλέπει να προβάλλουν μπροστά απ᾽ το ναό δόρατα, που είχαν βγει από μέσα, από το άδυτο του ναού, κι ήταν κριματισμένος ο άνθρωπος που θα τ᾽ άγγιζε, όποιος και να ᾽ταν αυτός.
Κι εκείνος έτρεχε ν᾽ αναγγείλει το θαυμαστό φαινόμενο στους κατοίκους των Δελφών που έμειναν εκεί. Κι όταν οι βάρβαροι στην επιδρομή τους έφταναν βιαστικά εκεί που βρίσκεται ο ναός της Αθηνάς Προναίας, τους υποδέχτηκαν τέρατα και σημεία μεγαλύτερα απ᾽ το προηγούμενο. Γιατί βέβαια είναι θαύμα κι ετούτο τρανό, να προβάλλουν από μόνα τους δόρατα έξω απ᾽ το ναό, αλλά τα όσα ήρθαν μετά απ᾽ αυτό, σε δεύτερη φάση, είναι πιο εντυπωσιακά από κάθε άλλο φαινόμενο.
Δηλαδή, την ώρα που οι βάρβαροι συνεχίζοντας την επιδρομή τους βρίσκονταν στο ύψος του ναού της Προναίας, νά απ᾽ τη μια μεριά να τους σφυροκοπούν αστροπελέκια απ᾽ τον ουρανό, κι από την άλλη δυο κορυφές του Παρνασσού να ξεκολλούν απ᾽ το βουνό και να κατρακυλούν με φοβερό πάταγο κατεπάνω τους και να καταπλακώνουν πολλούς απ᾽ αυτούς· τέλος, απ᾽ το ναό της Προναίας έβγαιναν βουητό κι αλαλαγμοί.
Λοιπόν, καθώς όλ᾽ αυτά, σωστή κοσμοχαλασιά, ήρθαν και τους βρήκαν, τους βαρβάρους τους έζωσε φόβος. Κι οι κάτοικοι των Δελφών, όταν αντιλήφτηκαν πως αυτοί το ᾽βαλαν στα πόδια, ροβόλησαν απ᾽ τα ψηλώματα απάνω τους και σκότωσαν κάμποσους απ᾽ αυτούς. Κι όσοι σώθηκαν, πήραν να φεύγουν γραμμή για τη Βοιωτία. Και, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, έλεγαν αυτοί οι βάρβαροι που γύρισαν ζωντανοί, πως κοντά σ᾽ αυτά αντίκρισαν κι άλλα θεϊκά σημάδια· δηλαδή να τους παίρνουν στο κατόπι σκοτώνοντας και καταδιώκοντάς τους δυο γίγαντες με πανοπλία.
Κι οι κάτοικοι των Δελφών λένε πως τούτοι οι δύο είναι οι ημίθεοι του τόπου, ο Φύλακος κι ο Αυτόνοος, που τα τεμένη τους βρίσκονται γύρω απ᾽ το μαντείο, του Φυλάκου δίπλα ακριβώς απ᾽ τον δρόμο, πάνω από το ναό της Προναίας, και του Αυτονόου κοντά στην Κασταλία, κάτω από την κορυφή Υάμπεια.
Και τα βράχια που έπεσαν απ᾽ τον Παρνασσό ακόμα και στις μέρες μου σώζονταν· κείτονται στο τέμενος της Προναίας, εκεί όπου έπεσαν ορμητικά κατρακυλώντας ανάμεσα στους βαρβάρους. Λοιπόν αυτό το στράτευμα έτσι σηκώθηκε κι έφυγε απ᾽ το μαντείο.
Κι ο στόλος των Ελλήνων απ᾽ το Αρτεμίσιο πήγε με τα καράβια του κι αγκυροβόλησε στη Σαλαμίνα, ύστερ᾽ από αίτημα των Αθηναίων. Κι οι λόγοι που ώθησαν τους Αθηναίους να ζητήσουν επίμονα να δέσουν τα καράβια στη Σαλαμίνα ήταν να μεταφέρουν απ᾽ την Αττική σε σίγουρο μέρος τα παιδιά και τις γυναίκες τους κι επίσης να συσκεφτούν για το τί πρέπει να κάνουν. Γιατί ήταν να συγκαλέσουν σύσκεψη ύστερ᾽ από την κατάσταση που δημιουργήθηκε, αφού οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν.
Δηλαδή, ενώ πίστευαν πως θα βρουν τους Πελοποννησίους να καρτερούν τον βάρβαρο στρατοπεδευμένοι πανστρατιά στη Βοιωτία, νά που δε βρήκαν ψυχή, κι αντίθετα πληροφορήθηκαν πως οχύρωναν με τείχος τον Ισθμό, καθώς για εκείνους το παν ήταν να σωθεί η Πελοπόννησος και αυτήν φρουρούσαν κι αδιαφορούσαν για τις άλλες περιοχές. Έτσι λοιπόν, ύστερ᾽ απ᾽ αυτές τις πληροφορίες, ζητούσαν επίμονα απ᾽ τους συμμάχους ν᾽ αγκυροβολήσουν στη Σαλαμίνα.
Λοιπόν οι άλλοι αγκυροβόλησαν στη Σαλαμίνα, ενώ οι Αθηναίοι στο λιμάνι τους. Και με τον ερχομό τους διακήρυξαν ο κάθε Αθηναίος να σώσει, όπως μπορεί, τα παιδιά και τους ανθρώπους του σπιτιού του. Οι περισσότεροι τότε τους έστελναν στην Τροιζήνα, άλλοι στη Αίγινα κι άλλοι στη Σαλαμίνα.
Κι ο λόγος που βιάστηκαν να τους μεταφέρουν σε σίγουρο μέρος δεν ήταν μόνο να υπακούσουν στον χρησμό, αλλά πρώτιστα ο εξής· λένε οι Αθηναίοι πως ένα μεγάλο φίδι, φύλακας της Ακρόπολης, φωλιάζει στο ναό. Και δεν το λεν μονάχα, αλλά πιστεύουν πως υπάρχει στ᾽ αλήθεια, και του φέρνουν πρόσφορο τακτικά κάθε μήνα· και το μηνιάτικο αυτό πρόσφορο είναι μελόπιτα.
Λοιπόν, ενώ στο παρελθόν αυτή η μελόπιτα πάντοτε σωνόταν, τότε έμενε άθικτη. Όταν η ιέρεια τους έδωσε αυτό το μήνυμα, με πολύ πιο μεγάλη βιασύνη οι Αθηναίοι εγκατέλειπαν την πόλη τους, μια που και η θεά είχε εγκαταλείψει την Ακρόπολη. Κι όταν τους μετέφεραν όλους σε σίγουρο μέρος, έβαλαν πλώρη για το στρατόπεδο.
Κι όταν απ᾽ το Αρτεμίσιο ο στόλος ήρθε κι αγκυροβόλησε στη Σαλαμίνα, και το υπόλοιπο ναυτικό των Ελλήνων, μόλις πήρε την πληροφορία, συνέρρεε εκεί από την Τροιζήνα· γιατί η αρχική διαταγή ήταν να συγκεντρωθούν στο λιμάνι της Τροιζήνας, τον Πώγωνα. Κι έτσι συγκεντρώθηκαν πολύ περισσότερα καράβια απ᾽ όσα πήραν μέρος στη ναυμαχία του Αρτεμισίου, κι από περισσότερες πόλεις.
Λοιπόν ναύαρχος με το γενικό πρόσταγμα ήταν ο ίδιος που ήταν και στο Αρτεμίσιο, ο Ευρυβιάδης, ο γιος του Ευρυκλείδα, Σπαρτιάτης βέβαια, όχι όμως κι από βασιλική γενιά, ενώ τα πιο πολλά και τα πιο καλοτάξιδα καράβια τα έδιναν οι Αθηναίοι.
Στο στρατόπεδο παρατάχτηκαν οι εξής: από την Πελοπόννησο, οι Λακεδαιμόνιοι που έδιναν δεκαέξι καράβια κι οι Κορίνθιοι που έδιναν τον ίδιο στρογγυλό αριθμό που έδωσαν και στο Αρτεμίσιο· κι οι Σικυώνιοι έδιναν δεκαπέντε καράβια, κι οι Επιδαύριοι δέκα, κι οι Τροιζήνιοι πέντε, κι οι Ερμιονείς τρία (όλοι αυτοί, με εξαίρεση τους Ερμιονείς, ανήκουν στο έθνος το Δωρικό και Μακεδνό, κι ήταν αυτοί που κίνησαν τελευταίοι από τον Ερινεό και την Πίνδο και τη χώρα των Δρυόπων· οι Ερμιονείς όμως είναι Δρύοπες, που τους ξεσήκωσαν με τη βία από τη χώρα που σήμερα λέγεται Δωρίδα ο Ηρακλής και οι Μαλιείς).
Λοιπόν απ᾽ τους Πελοποννησίους αυτοί παρατάχτηκαν στο στρατόπεδο, ενώ από τους στεριανούς που ζουν πάνω από τον Ισθμό οι εξής: οι Αθηναίοι, που έδιναν περισσότερα καράβια απ᾽ όσα όλοι οι άλλοι μαζί, εκατόν ογδόντα, μόνοι τους τώρα· γιατί στη ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν αγωνίστηκαν μαζί με τους Αθηναίους οι Πλαταιείς, επειδή τους συνέβη το εξής: όταν οι Έλληνες αποσύρονταν από το Αρτεμίσιο κι έφταναν στα νερά της Χαλκίδας, οι Πλαταιείς αποβιβάστηκαν στην απέναντι στεριά της Βοιωτίας και καταγίνονταν με τη μεταφορά των ανθρώπων των σπιτιών τους σε σίγουρο μέρος· λοιπόν, προσπαθώντας να σώσουν τους δικούς των, έμειναν πίσω.
Τώρα, οι Αθηναίοι, όσο οι Πελασγοί κυριαρχούσαν στη χώρα που σήμερα λέγεται Ελλάδα, ήταν Πελασγοί και τους αποκαλούσαν Κραναούς· αλλά την εποχή που βασίλευε στη χώρα τους ο Κέκροψ ονομάστηκαν Κεκροπίδες, κι όταν τον διαδέχτηκε στην εξουσία ο Ερεχθεύς, άλλαξαν τ᾽ όνομά τους σε Αθηναίοι· κι όταν έγινε πολέμαρχος των Αθηναίων ο Ίων, ο γιος του Ξούθου, απ᾽ τ᾽ όνομά του αποκλήθηκαν Ίωνες.
Κι οι Μεγαρείς έδιναν τον ίδιο στρογγυλό αριθμό καραβιών, όπως και στο Αρτεμίσιο, ενώ οι Αμπρακιώτες ενίσχυαν το στόλο με εφτά καράβια, κι οι Λευκάδιοι, που κατάγονται από τους Δωριείς της Κορίνθου, με τρία.
Από τους νησιώτες τώρα, οι Αιγινήτες έδιναν τριάντα καράβια· είχαν βέβαια αρματώσει κι άλλα, αλλά μ᾽ εκείνα φρουρούσαν το νησί τους, ενώ με τα τριάντα, τα πιο καλοτάξιδα, ναυμάχησαν στη Σαλαμίνα. Οι Αιγινήτες είναι Δωριείς από την Επίδαυρο· το νησί τους τον παλιό καιρό ονομαζόταν Οινώνη.
Μετά τους Αιγινήτες, οι Χαλκιδείς έδιναν τα είκοσι καράβια που ήταν και στο Αρτεμίσιο, και οι Ερετριείς τα εφτά δικά τους· αυτοί είναι Ίωνες. Κατόπιν οι Κείοι, φυλή ιωνική που κατάγεται από την Αθήνα, έδιναν πάλι τον ίδιο αριθμό.
Κι οι Νάξιοι έδιναν τέσσερα· αυτοί βέβαια στάλθηκαν από τους συμπολίτες τους στους Μήδους, όμως αγνόησαν τις εντολές της πόλης τους και πήγαν με τους Έλληνες· σ᾽ αυτό πρωτοστάτησε ο Δημόκριτος, πολίτης με σημαντική επιρροή που τότε κυβερνούσε τριήρη· οι Νάξιοι είναι Ίωνες και κατάγονται από την Αθήνα.
Κι οι Στυρείς έδιναν τον ίδιο αριθμό καραβιών όπως και στο Αρτεμίσιο, κι οι Κύθνιοι ένα και μια πεντηκόντορο (και τα δυο νησιά ανήκουν στην ίδια φυλή, Δρύοπες). Παρατάχθηκαν στο στρατόπεδο και οι Σερίφιοι και οι Σίφνιοι και οι Μήλιοι· γιατί αυτοί ήταν οι μόνοι από τους νησιώτες που δεν έδωσαν γην και ύδωρ στον βάρβαρο.
Λοιπόν όλοι αυτοί που παρατάχτηκαν στο στρατόπεδο κατοικούν εδώθε απ᾽ τη χώρα των Θεσπρωτών και τον ποταμό Αχέροντα· γιατί οι Θεσπρωτοί συνορεύουν με τους Αμπρακιώτες και τους Λευκαδίους, που ήρθαν από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές και παρατάχτηκαν στο στρατόπεδο. Όσο για εκείνους που κατοικούν πέρ᾽ απ᾽ αυτούς, οι Κροτωνιάτες μονάχα ήρθαν και βοήθησαν την Ελλάδα που βρισκόταν σε κίνδυνο, μ᾽ ένα καράβι που κυβερνούσε άντρας που αναδείχτηκε τρεις φορές πυθιονίκης, ο Φάυλλος. Κι οι Κροτωνιάτες στην καταγωγή είναι Αχαιοί.
Λοιπόν, ενώ οι άλλοι παρατάχτηκαν στο στρατόπεδο δίνοντας τριήρεις, οι Μήλιοι και οι Σίφνιοι και οι Σερίφιοι έδιναν πεντηκοντόρους. Οι Μήλιοι, που η γενιά τους κρατά απ᾽ τη Λακωνία, έδιναν δύο, ενώ οι Σίφνιοι και οι Σερίφιοι, που είναι Ίωνες απ᾽ την Αθήνα, από μια το κάθε νησί. Ο συνολικός αριθμός, χωρίς να υπολογίζονται οι πεντηκόντοροι, έφτασε στα τριακόσια εβδομήντα οχτώ καράβια.
Κι όταν οι στρατηγοί απ᾽ τις πόλεις που αναφέραμε συγκεντρώθηκαν στη Σαλαμίνα, έκαναν συμβούλιο. Ο Ευρυβιάδης πρότεινε να εκφράσει όποιος θέλει τη γνώμη του για το ποιό μέρος, κατά την κρίση τους προσφέρεται καλύτερο για να ναυμαχήσουν, απ᾽ τις περιοχές που κρατούσαν ακόμα· γιατί κιόλας η Αττική είχε εγκαταλειφθεί κι έτσι η πρότασή του αφορούσε στις υπόλοιπες.
Λοιπόν, των περισσότερων απ᾽ αυτούς που πήραν το λόγο οι γνώμες συνέπιπταν στο να δώσουν ναυμαχία μπροστά απ᾽ την Πελοπόννησο, αφού κατευθύνουν τα καράβια τους στον Ισθμό, και κατέληγαν με το ακόλουθο επιχείρημα: αν νικηθούν στη ναυμαχία, όντας στη Σαλαμίνα, θα πολιορκηθούν σε νησί, όπου δε θα μπορούν να ελπίζουν από πουθενά βοήθεια, ενώ, κοντά στον Ισθμό, βγαίνοντας στην ξηρά θα βρεθούν ανάμεσα στους δικούς τους.
Έτσι επιχειρηματολογούσαν οι στρατηγοί των Πελοποννησίων, όταν ήρθε στρατιώτης Αθηναίος αναγγέλλοντας ότι οι βάρβαροι έφτασαν στην Αττική κι ότι η χώρα απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη παραδόθηκε στις φλόγες.
Πράγματι, ο στρατός που οδηγούσε ο Ξέρξης, παίρνοντας το δρόμο που διασχίζει τη Βοιωτία, πυρπόλησε την πόλη των Θεσπιέων, που οι ίδιοι τους την είχαν εγκαταλείψει και κατέφυγαν στην Πελοπόννησο, κι επίσης τις Πλαταιές, κι έφτασε στην Αθήνα και διαγούμιζε όλα εκείνα τα μέρη. Ο Ξέρξης πυρπόλησε τις Θεσπιές και τις Πλαταιές, επειδή έμαθε απ᾽ τους Θηβαίους ότι δε μηδίζουν.
Τώρα, οι βάρβαροι, απ᾽ την ώρα που διαβήκαν τον Ελλήσποντο (αφετηρία της πορείας τους), κι αφού έκαναν εκεί ένα μήνα —τόσο χρειάστηκε για να διαβούν στην Ευρώπη—, σ᾽ άλλους τρεις μήνες έφτασαν στην Αττική, όταν επώνυμος άρχων στην Αθήνα ήταν ο Καλλιάδης.
Και κυρίεψαν την έρημη πολιτεία· και βρίσκουν κάτι λίγους Αθηναίους καταυλισμένους στο ναό, τους ταμίες του ναού μαζί με ανθρώπους της φτωχολογιάς, που έφραξαν την Ακρόπολη με θυρόφυλλα και με ξύλα και πρόβαλλαν αντίσταση στον εισβολέα· δεν κατέφυγαν στη Σαλαμίνα όχι μόνο εξαιτίας της ανέχειάς τους, αλλά συνάμα κι επειδή πίστευαν πως αυτοί πέτυχαν την πραγματική έννοια του χρησμού που τους έστειλε η Πυθία, πως «το ξύλινο τείχος απόρθητο θα μείνει»· κι ότι, σύμφωνα με τον χρησμό, αυτός ο φράχτης τους είναι το καταφύγιο κι όχι τα καράβια.
Κι οι Πέρσες εγκαταστάθηκαν στο ύψωμα που βρίσκεται απέναντι απ᾽ την Ακρόπολη κι οι Αθηναίοι το ονομάζουν Άρειο Πάγο, και πολεμούσαν τους πολιορκημένους με τον ακόλουθο τρόπο: τύλιγαν τα βέλη με στουπιά, τους έδιναν φωτιά κι αμέσως τα έριχναν με τα τόξα πάνω στον φράχτη. Και μ᾽ όλ᾽ αυτά τότε οι Αθηναίοι που τους πολιορκούσε ο εχθρός κρατούσαν άμυνα, κι ας είχαν φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, κι ας τους είχε προδώσει ο φράχτης τους.
Κι ούτε ν᾽ ακούσουν τις προτάσεις που τους έκαναν οι Πεισιστρατίδες για συνθηκολόγηση, αλλά κρατώντας άμυνα αντιπαράταξαν κι άλλες επινοήσεις και προπάντων ετούτη: την ώρα που οι βάρβαροι πλησίαζαν στις πύλες, αμολούσαν στρογγυλά λιθάρια, έτσι που τον Ξέρξη για πολλές ώρες να τον ζώνει αμηχανία, καθώς δεν μπορούσε να τους κυριέψει.
Κάποια ώρα όμως οι βάρβαροι μες στην αμηχανία τους ανακάλυψαν τέλος πάντων κάποια είσοδο· γιατί, σύμφωνα με τον χρησμό του θεού, έπρεπε όλη η στεριά της Αττικής να πέσει στα χέρια των Περσών. Λοιπόν από τη μεριά της Ακρόπολης που βλέπει στην πόλη, και που βρίσκεται στο αντίθετο μέρος από τις πύλες και τον ανηφορικό δρόμο που φέρνει στο ναό, όπου κανένας δε φρουρούσε ούτε θα το περίμενε ποτέ, εκεί όπου βρίσκεται ο ναός της Αγλαύρου, της θυγατέρας του Κέκροπος, αποκεί ανέβηκαν μερικοί, κι ας ήταν ο τόπος γκρεμός.
Κι όταν οι Αθηναίοι τους είδαν να έχουν ανεβεί, άλλοι έπεφταν από το τείχος κάτω στο γκρεμό και σκοτώνονταν κι άλλοι κατέφευγαν στο σηκό του ναού. Κι οι Πέρσες που είχαν ανεβεί πρώτα τράβηξαν γραμμή προς τις πύλες κι αφού τις άνοιξαν σκότωναν τους ικέτες της θεάς· κι όταν όλους τους έστρωσαν καταγής, σύλησαν το ναό και παρέδωσαν στις φλόγες όλη την Ακρόπολη.
Κι όταν ολοκλήρωσε την κατοχή της Αθήνας ο Ξέρξης, έστειλε έφιππο αγγελιοφόρο στα Σούσα, για ν᾽ αναγγείλει στον Αρτάβανο την επιτυχία του. Έστειλε τον κήρυκα και την επομένη συγκέντρωσε τους Αθηναίους που, εξόριστοι, ήταν στην ακολουθία του και τους έδινε εντολή ν᾽ ανεβούν στην Ακρόπολη και να προσφέρουν θυσίες σύμφωνα με τα έθιμα του τόπου τους· να είδε κάποιο όνειρο στον ύπνο του κι έδωσε αυτή την εντολή ή να το ᾽χε βάρος στην ψυχή του που πυρπόλησε το ναό; Κι οι εξόριστοι Αθηναίοι εκτέλεσαν την εντολή του.
Και θα πω το λόγο για τον οποίο μνημόνεψα αυτά. Σ᾽ αυτή την Ακρόπολη υπάρχει ναός του Ερεχθέα (εκείνου που λένε πως είναι γέννημα της γης), που έχει μέσα μια ελιά και μια πηγή με θαλασσινό νερό, που η παράδοση των Αθηναίων λέει πως τ᾽ άφησαν εκεί ο Ποσειδών και η Αθηνά, όταν φιλονικούσαν για τη χώρα, μαρτυρίες για το μέλλον. Λοιπόν αυτή η ελιά είχε την ίδια τύχη με τον υπόλοιπο ναό, έγινε στάχτη απ᾽ τους βαρβάρους· κάηκε, και την επομένη οι Αθηναίοι που πήραν διαταγή απ᾽ τον βασιλιά να προσφέρουν θυσίες, μόλις ανέβηκαν στο ναό, βλέπουν να έχει ξεπεταχτεί βλαστάρι από το κούτσουρο, ψηλό ίσαμε μια πήχη. Λοιπόν εκείνοι αυτά διηγήθηκαν.
Κι οι Έλληνες που ήταν στη Σαλαμίνα, μόλις τους ήρθε η αγγελία για το πώς εξελίχτηκε η επιχείρηση στην Ακρόπολη των Αθηναίων, θορυβήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε μερικοί στρατηγοί ούτε που περίμεναν να επικυρωθεί η απόφαση για το θέμα που τους απασχολούσε, αλλά όρμησαν στα καράβια τους και σήκωναν πανιά για ν᾽ απομακρυνθούν ολοταχώς· κι όσοι απ᾽ αυτούς έμειναν στη θέση τους, επικύρωσαν την απόφαση να δώσουν ναυμαχία μπροστά στον Ισθμό. Έπεσε η νύχτα κι αυτοί με τη διάλυση της σύσκεψης έμπαιναν στα καράβια τους.
Τότε, την ώρα που ο Θεμιστοκλής έφτανε στο καράβι του, τον ρώτησε ο Μνησίφιλος, Αθηναίος πολίτης, ποιά απόφαση είχε παρθεί. Κι όταν πληροφορήθηκε απ᾽ αυτόν πως είχαν αποφασίσει να βάλουν πλώρη απ᾽ εκεί για τον Ισθμό και να δώσουν ναυμαχία μπροστά στην Πελοπόννησο, του είπε:
«Ε λοιπόν, τώρα πια, αν σηκώσουν τα καράβια απ᾽ τη Σαλαμίνα, για ποιά πατρίδα θα δώσεις ναυμαχία, για να τη σώσεις; γιατί ο καθένας τους θα βάλει πλώρη για την πόλη του κι ούτε ο Ευρυβιάδης ούτε κάποιος άλλος θα μπορέσει να τους συγκρατήσει, ώστε να μη διασκορπιστεί εδώ κι εκεί ο στόλος· κι από τις άστοχες βουλές θα χαθεί η Ελλάδα· αλλά, αν υπάρχει κάποιος χειρισμός, προσπάθησε ν᾽ ανατρέψεις την απόφαση που έχει παρθεί, αν βρεις τρόπο να πείσεις τον Ευρυβιάδη ν᾽ αλλάξει γνώμη, ώστε να μείνουμε εδώ».
Η συμβουλή αυτή ενθουσίασε τον Θεμιστοκλή και, χωρίς ν᾽ αποκριθεί σ᾽ αυτά, τράβηξε προς το καράβι του Ευρυβιάδη. Φτάνοντας λοιπόν είπε πως θέλει να συναντηθούν για κάποιο κοινό ζήτημα. Κι εκείνος τον καλούσε να μπει στο καράβι και να του πει ό,τι ήθελε.
Τότε ο Θεμιστοκλής κάθισε δίπλα του και του λέει καταλεπτώς όλα εκείνα που άκουσε απ᾽ τον Μνησίφιλο, παρουσιάζοντάς τα ως δικές του σκέψεις και προσθέτοντας και άλλα πολλά, ώσπου τον έπεισε να δεχτεί το αίτημά του, να βγει απ᾽ το καράβι και να συγκαλέσει συμβούλιο των στρατηγών.
Κι όταν τέλος συγκεντρώθηκαν, πριν καν ο Ευρυβιάδης ανακοινώσει το λόγο για τον οποίο συγκέντρωσε τους στρατηγούς, ο Θεμιστοκλής μιλούσε ασταμάτητα, έτσι που τον πίεζε αδήριτη ανάγκη. Κι ενώ αυτός αγόρευε, ο στρατηγός της Κορίνθου Αδείμαντος, ο γιος του Ωκύτη, είπε: «Θεμιστοκλή, στους αγώνες, αυτούς που ξεκινούν πριν δοθεί το παράγγελμα, τους δίνουν μια με το ραβδί». Κι αυτός, απολογούμενος, είπε: «Όμως κι αυτοί που μένουν παραπίσω χάνουν το στεφάνι της νίκης».
Αυτή την ήπια απάντηση έδωσε τότε στον Κορίνθιο· στον Ευρυβιάδη πάλι δεν έλεγε πια τίποτε απ᾽ εκείνα που είχαν ειπωθεί προηγουμένως (πως, αν σηκώσουν πανιά απ᾽ τη Σαλαμίνα, θα δραπετεύσουν εδώ κι εκεί)· γιατί τώρα, με τους συμμάχους μπροστά, θα ήταν εκ μέρους του μεγάλη απρέπεια να κάνει τον κατήγορο·
αλλά ανέπτυσσε άλλη επιχειρηματολογία, μιλώντας έτσι: «Στα χέρια σου κρατάς τη σωτηρία της Ελλάδας, αν πειστείς σ᾽ εμένα να δώσεις ναυμαχία παραμένοντας εδώ και δεν πειστείς σ᾽ όσα λεν αυτοί, κι οδηγήσεις τα καράβια σ᾽ άλλη θέση, προς τον Ισθμό. Λοιπόν άκουσε και το ένα και το άλλο και αντιπαράθεσέ τα: αν έρθεις στα χέρια με τον εχθρό στη θάλασσα του Ισθμού, θα ναυμαχήσεις σε ανοιχτό πέλαγος που δεν προσφέρεται καθόλου σε μας που έχουμε καράβια πιο αργοκίνητα και λιγότερα στον αριθμό· κι απ᾽ την άλλη θα χάσεις τη Σαλαμίνα και τα Μέγαρα και την Αίγινα, ακόμα και στην περίπτωση που όλα τ᾽ άλλα θα μας έρθουν δεξιά. Και το ναυτικό τους θα το ακολουθήσει το πεζικό κι έτσι θα ᾽σαι εσύ ο ίδιος που θα τους κουβαλήσεις στην Πελοπόννησο και θα διακυβεύσεις τη σωτηρία ολόκληρης της Ελλάδας.
Αντίθετα, αν κάνεις αυτά που σου λέγω εγώ, δες ποιά πλεονεκτήματα θα πετύχεις· πρώτα πρώτα, αν εμείς που έχουμε λίγα καράβια συγκρουστούμε με πολλά σε στενή θάλασσα, κι αν η έκβαση της σύγκρουσης είναι αυτή που συνήθως συμβαίνει, η νίκη μας θα είναι μεγάλη· γιατί η ναυμαχία σε στενό ευνοεί εμάς, ενώ στ᾽ ανοιχτά εκείνους. Εξάλλου σώζεται κι η Σαλαμίνα, όπου βρήκαν καταφύγιο τα παιδιά και οι γυναίκες μας. Επίσης μ᾽ αυτή την επιλογή έχεις και τούτο, που εσείς το βάζετε πάνω απ᾽ όλα: μένοντας εδώ θ᾽ αγωνιστείς για την Πελοπόννησο δίνοντας ναυμαχία, όπως αν την έδινες στον Ισθμό, κι επιπλέον, αν είσαι γνωστικός, δε θα κουβαλήσεις τον εχθρό στην Πελοπόννησο.
Τέλος, αν γίνουν αυτά που προσδοκώ και νικήσουμε στη ναυμαχία, δε θα σας έρθουν οι βάρβαροι στον Ισθμό ούτε θα προελάσουν πιο πέρα απ᾽ την Αττική, αλλά θα τραπούν σε άταχτη φυγή, ενώ εμείς θα ᾽χουμε το κέρδος να μείνουν στα χέρια μας τα Μέγαρα κι η Αίγινα κι η Σαλαμίνα — μάλιστα πήραμε χρησμό πως σ᾽ αυτήν θα θριαμβεύσουμε πάνω στους εχθρούς μας. Λοιπόν, γενικά των ανθρώπων που σκέφτονται λογικά συνήθως πραγματοποιούνται οι επιδιώξεις· για όσους όμως δε σκέφτονται λογικά, ούτε ο θεός θέλει να συνταχθεί με τις γνώμες των ανθρώπων».
Ενώ ο Θεμιστοκλής έλεγε αυτά, του επιτέθηκε και πάλι ο Αδείμαντος ο Κορίνθιος, προτρέποντάς τον να μη μιλά, ένας άνθρωπος που δεν έχει πατρίδα, και μη επιτρέποντας στον Ευρυβιάδη να θέσει σε ψηφοφορία πρόταση ανθρώπου που δεν έχει πόλη· δηλαδή προκαλούσε τον Θεμιστοκλή πρώτα να δείξει πόλη κι ύστερα να εκθέτει γνώμες σε συνεδρίαση· και του τα έριχνε αυτά κατά πρόσωπο, γιατί είχε αλωθεί η Αθήνα και βρισκόταν στα χέρια του εχθρού.
Τότε λοιπόν ο Θεμιστοκλής περίλαβε κι εκείνον και τους Κορινθίους με πολλές κακολογίες κι έκανε φανερό με τα λόγια του πως οι Αθηναίοι έχουν και πόλη και χώρα μεγαλύτερη από εκείνων, για όσο καιρό έχουν διακόσια καράβια αρματωμένα· γιατί ποιά ελληνική πόλη θα μπορούσε να τους αποκρούσει, αν έκαναν έφοδο εναντίον της;
Κι ενώ δήλωνε αυτά, πέρασε στον Ευρυβιάδη μιλώντας πιο απότομα: «Εσύ να μείνεις εδώ και μένοντας θ᾽ αποδείξεις την πολεμική αρετή σου· ειδεμή, θα ρίξεις την Ελλάδα στον γκρεμό· γιατί όλο το βάρος του πολέμου μάς το σηκώνουν τα καράβια· πείσου λοιπόν στα λόγια μου.
Αν όμως δεν το κάνεις αυτό, εμείς, έτσι όπως είμαστε, παίρνουμε μαζί μας τους δικούς μας και μετακομίζουμε στη Σίρη, στην Ιταλία, που απ᾽ τον παλιό κιόλας καιρό είναι δική μας και οι χρησμοί λένε ότι πρέπει να χτιστεί εκεί αποικία δική μας· κι όσο για σας, όταν μείνετε μόνοι χάνοντας τέτοιους συμμάχους, θα θυμηθείτε τα λόγια μου».
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την ομιλία του Θεμιστοκλή ο Ευρυβιάδης μεταπείστηκε· κατά τη γνώμη μου, ήταν γιατί φοβήθηκε πάρα πολύ μήπως οι Αθηναίοι τούς εγκαταλείψουν, αν αυτοί οδηγούσαν τα καράβια τους πίσω, στον Ισθμό· γιατί, απ᾽ τη στιγμή που οι Αθηναίοι θα τους εγκατέλειπαν, οι υπόλοιποι δε θα ήταν σε θέση να δώσουν ναυμαχία. Ασπάστηκε λοιπόν αυτή τη γνώμη, να μείνουν και να δώσουν ναυμαχία εκεί.
Έτσι λοιπόν αυτοί που βρίσκονταν στη Σαλαμίνα, ύστερ᾽ από διαξιφισμούς με λόγια, μια και ο Ευρυβιάδης πήρε απόφαση, προετοιμάζονταν να ναυμαχήσουν εκεί. Ξημέρωσε και καθώς πρόβαλε ο ήλιος έγινε σεισμός και στη στεριά και στη θάλασσα.
Αποφάσισαν λοιπόν να προσευχηθούν στους θεούς και να καλέσουν τους Αιακίδες για συμμάχους. Πήραν λοιπόν την απόφαση και ἅμ᾽ ἔπος ἅμ᾽ ἔργον· δηλαδή προσευχήθηκαν σ᾽ όλους τους θεούς κι ύστερα καλούσαν να τους έρθουν βοηθοί απ᾽ το νησί στο οποίο βρίσκονταν, τη Σαλαμίνα, ο Αίας κι ο Τελαμών, ενώ για τον Αιακό και τους υπόλοιπους Αιακίδες έστελναν καράβι στην Αίγινα.
Ο Δίκαιος, ο γιος του Θεοκύδη, Αθηναίος πολίτης, εξόριστος στην αυλή των Μήδων, όπου του δόθηκε σημαντική θέση, είπε πως εκείνο τον καιρό, όταν το πεζικό του Ξέρξη ρήμαζε την ύπαιθρο της Αττικής, έτυχε τότε να βρίσκεται στο Θριάσιο πεδίο μαζί με τον Δημάρατο τον Λακεδαιμόνιο· και, πως είδαν κουρνιαχτό που σήκωναν περίπου τριάντα χιλιάδες άντρες να έρχεται απ᾽ την Ελευσίνα· κι οι δυο τους παραξενεύονταν ποιοί άνθρωποι άραγε σήκωναν τον κουρνιαχτό· και, πως νά, ξαφνικά άκουσαν ανθρώπινη φωνή, και του φάνηκε πως η φωνή ήταν ο ίακχος των μυστών.
Κι έλεγε πως ο Δημάρατος αγνοούσε τις ιεροτελεστίες που γίνονταν στην Ελευσίνα και τον ρωτούσε τί να ήταν η φωνή που ακουόταν· κι αυτός του αποκρίθηκε: «Δημάρατε, αναπόφευκτα ο στρατός του βασιλιά θα δεχτεί κάποιο μεγάλο χτύπημα. Γιατί τα σημάδια το λένε φως φανάρι· δηλαδή, η φωνή αυτή που ακούεται την ώρα που στην Αττική δεν υπάρχει ψυχή, είναι ολοφάνερα θεόσταλτη κι έρχεται από την Ελευσίνα, για να βοηθήσει τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους.
Κι αν ο κουρνιαχτός ξεσπάσει κατά την Πελοπόννησο, θα κινδυνέψει ο ίδιος ο βασιλιάς κι ο στρατός της ξηράς, αν όμως κατευθυνθεί προς τα καράβια που βρίσκονται στη Σαλαμίνα, θα κινδυνέψει ο βασιλιάς να χάσει το ναυτικό του.
Κι όσο γι᾽ αυτή τη γιορτή, την τελούν οι Αθηναίοι κάθε χρόνο για την Μητέρα και την Κόρη· και γίνεται μύστης όποιος θέλει κι απ᾽ αυτούς κι απ᾽ τους άλλους Έλληνες· κι η φωνή που ακούς είναι η επίκληση που απευθύνουν στη γιορτή αυτή στον Ίακχο». Κι έλεγε πως ο Δημάρατος αποκρίθηκε: «Κράτα κλειστό το στόμα σου και μη πεις σε κανέναν άλλο αυτά τα λόγια·
γιατί, αν τα λόγια σου αυτά φτάσουν στ᾽ αυτιά του βασιλιά, χάνεις το κεφάλι σου και δε θα μπορούσα να σε γλιτώσω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος. Κάθισε λοιπόν ήσυχος και γι᾽ αυτό το εκστρατευτικό σώμα οι θεοί θα βάλουν το χέρι τους».
Και, πως αυτή τη συμβουλή τού έδωσε εκείνος, ενώ απ᾽ τον κουρνιαχτό και τη φωνή σχηματίστηκε ένα σύννεφο και μετεωρίστηκε στον ουρανό και κατευθύνθηκε προς τη Σαλαμίνα. Και, πως έτσι αυτοί κατάλαβαν ότι αφανισμός περιμένει το ναυτικό του Ξέρξη. Λοιπόν αυτά έλεγε ο Δίκαιος, ο γιος του Θεοκύδη, κι έφερνε μάρτυρες τον Δημάρατο και άλλους.
Τώρα, αυτοί που υπηρετούσαν στο ναυτικό του Ξέρξη, αφού είδαν το θέαμα του χαλασμού των Λακεδαιμονίων, από την Τραχίνα πέρασαν στην Ιστιαία· καθυστέρησαν εκεί τρεις μέρες και κατόπιν διέσχιζαν με τα καράβια τους τη θάλασσα του Ευρίπου, και σ᾽ άλλες τρεις μέρες έφτασαν στο Φάληρο. Κατά τους υπολογισμούς μου, έκαναν την εισβολή τους στην Αθήνα με στρατό ξηράς και με ναυτικό όχι μικρότερο αριθμητικώς απ᾽ τις δυνάμεις που διέθεταν στη Σηπιάδα και στις Θερμοπύλες.
Γιατί σ᾽ αυτούς που χάθηκαν απ᾽ το αγριοκαίρι και στις Θερμοπύλες και στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου θ᾽ αντιπαραθέσω τους εξής που ώς τότε δεν ακολουθούσαν τον βασιλιά: τους Μαλιείς και τους Δωριείς και τους Λοκρούς και τους Βοιωτούς (που τον ακολουθούσαν πανστρατιά, μ᾽ εξαίρεση τους Θεσπιείς και τους Πλαταιείς)· κι ακόμη τους Καρυστίους και τους Ανδρίους και τους Τηνίους κι όλους τους υπόλοιπους νησιώτες, εκτός από τις πέντε πόλεις που προηγουμένως ανέφερα τα ονόματά τους. Γιατί, όσο ο Πέρσης προέλαυνε στα ενδότερα της Ελλάδας, τόσο περισσότεροι λαοί τον ακολουθούσαν.
Λοιπόν, όταν έφτασαν στην Αθήνα όλοι αυτοί εκτός από τους Παρίους (οι Πάριοι έμειναν πίσω, στην Κύθνο, και καιροφυλαχτούσαν ποιά θα ήταν η έκβαση του πολέμου), μόλις λοιπόν οι άλλοι έφτασαν στο Φάληρο, κατέβηκε εκεί κι ο ίδιος ο Ξέρξης στα καράβια, θέλοντας να συναντήσει αυτούς που ήταν πάνω στα καράβια και να μάθει τις απόψεις τους.
Κι όταν έφτασε και κάθισε στον προεδρικό θρόνο, ήρθαν απ᾽ τα καράβια τους ύστερ᾽ από πρόσκληση οι ντόπιοι τύραννοι των διαφόρων εθνών και οι τριήραρχοι και κάθισαν με τη σειρά που τους τιμούσε ο βασιλιάς, πρώτος ο Σιδώνιος, μετά ο Τύριος και κατόπιν οι υπόλοιποι. Κι όταν κάθισαν σύμφωνα με το τυπικό, ο ένας μετά τον άλλο, έστειλε ο Ξέρξης τον Μαρδόνιο και ρωτούσε, δοκιμάζοντας τη γνώμη του καθενός τους, να δώσει ναυμαχία ή όχι.
Και καθώς ο Μαρδόνιος, αρχίζοντας απ᾽ τον Σιδώνιο, έκανε το γύρο τους ρωτώντας, όλοι οι άλλοι εξέφραζαν μια και την αυτή γνώμη, παροτρύνοντας να δώσει ναυμαχία, όμως η Αρτεμισία μίλησε έτσι:
«Μαρδόνιε, να πεις εκ μέρους μου στο βασιλιά πως του λέω τα εξής, εγώ που στις ναυμαχίες που έγιναν στα νερά της Εύβοιας δεν έδειξα τη μικρότερη ανδρεία κι ούτε τ᾽ ανδραγαθήματά μου ήταν τα μικρότερα: Άρχοντά μου, έχω καθήκον να εκφράσω με ειλικρίνεια τη γνώμη μου, αυτή που κατά την κρίση μου εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο την υπόθεσή σου. Και σου λέω τα ακόλουθα: Φύλαγε τα καράβια σου και μην κάνεις ναυμαχία· γιατί οι αντίπαλοι είναι τόσο ανώτεροι στη θάλασσα απ᾽ τους άντρες σου, όσο οι άντρες απ᾽ τις γυναίκες.
Εξάλλου, για ποιό λόγο πρέπει να ξαναμπείς στον κίνδυνο της ναυμαχίας; Δεν εξουσιάζεις την Αθήνα, που στάθηκε το κίνητρο της εκστρατείας σου; δεν εξουσιάζεις την υπόλοιπη Ελλάδα; κι ούτε βγαίνει κανείς να σου κόψει το δρόμο· κι εκείνοι που σου εναντιώθηκαν έφαγαν το κεφάλι τους, όπως τους άξιζε.
Και τώρα θα σου πω πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στο αντίπαλο στρατόπεδο· αν δε βιαστείς να δώσεις ναυμαχία, αλλά κρατήσεις τα καράβια σου δεμένα στο λιμάνι, ενώ εσύ θα στρατοπεδεύεις εδώ ή και θα προελαύνεις στην Πελοπόννησο, εύκολα, βασιλιά μου, θα προχωρήσουν τα σχέδια που έχοντας στο νου σου ήρθες.
Γιατί οι Έλληνες δεν μπορούν να σου προβάλλουν αντίσταση για πολύ καιρό, αλλά θα τους διασπάσεις κι ο καθένας θα φύγει για την πόλη του. Γιατί, κατά τις πληροφορίες μου, ούτε προμήθειες έχουν στο νησί αυτό, κι ούτε είναι λογικό, αν εσύ κατευθύνεις το πεζικό σου εναντίον της Πελοποννήσου, να μένουν ασάλευτοι εκείνοι απ᾽ τους Έλληνες που ήρθαν αποκεί, κι ούτε θα νοιαστούν να δώσουν ναυμαχία για την Αθήνα.
Αντίθετα, αν βιαστείς και δώσεις ναυμαχία αμέσως, φοβάμαι μήπως το χτύπημα που θα δεχτεί το ναυτικό σου θα έχει ολέθριο αντίχτυπο και στο πεζικό. Κι ακόμα, βασιλιά μου, βάλε στο νου σου και τούτο, ότι συνήθως οι δούλοι των καλών ανθρώπων γίνονται κακοί, ενώ των κακών, καλοί. Κι εσύ, καθώς είσαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, έχεις κακούς δούλους, που λογαριάζονται σύμμαχοί σου, νά, όπως οι Αιγύπτιοι και οι Κύπριοι και οι Κίλικες και οι Πάμφυλοι — ολότελα άχρηστοι».
Την ώρα που η Αρτεμισία έλεγε αυτά στον Μαρδόνιο, όσοι τη συμπαθούσαν θεωρούσαν συμφορά τα λόγια της, γιατί θα προκαλούσαν κάποια ποινή απ᾽ τον βασιλιά, επειδή τον απέτρεπε απ᾽ το να δώσει ναυμαχία· όσοι όμως τη ζήλευαν και τη φθονούσαν, κυρίως επειδή ο βασιλιάς τής έδινε τις πρώτες τιμές ανάμεσα σ᾽ όλους τους συμμάχους, ένιωθαν αγαλλίαση με την απόκρισή της, με την ιδέα πως δε θα τη γλιτώσει.
Αλλά, όταν ο Μαρδόνιος ανέφερε τις γνώμες στον Ξέρξη, αυτός ενθουσιάστηκε με τη γνώμη της Αρτεμισίας, κι έτσι που κι από πριν κιόλας τη θεωρούσε αξιόλογη, τότε της έκανε πολύ μεγαλύτερο εγκώμιο. Ωστόσο διέταξε να γίνει σεβαστή η γνώμη της πλειοψηφίας, πιστεύοντας απόλυτα σ᾽ ετούτο: πως στις ναυμαχίες στην Εύβοια οι δικοί του δεν έδειξαν την ανδρεία τους, επειδή δεν ήταν παρών εκεί ο ίδιος, όμως αυτή τη φορά είχε κάνει τις ετοιμασίες για να παρακολουθήσει ο ίδιος το θέαμα της ναυμαχίας τους.
Κι όταν δόθηκε το παράγγελμα να σηκώσουν άγκυρα, έβγαζαν τα καράβια στο πέλαγος προς τη Σαλαμίνα κι αντιπαρατάχτηκαν παίρνοντας θέση μάχης ανενόχλητοι. Τότε βέβαια η προχωρημένη ώρα της ημέρας δεν τους επέτρεψε να δώσουν ναυμαχία· και καθώς έπεσε η νύχτα, ετούτοι ετοιμάζονταν για την άλλη μέρα.
Τους Έλληνες πάλι τους έζωνε φόβος και τρόμος και προπάντων τους Πελοποννησίους· κι έτρεμαν, επειδή οι ίδιοι τους, αγκυροβολημένοι στη Σαλαμίνα, όπου να ᾽ναι θα έδιναν ναυμαχία για τη γη των Αθηναίων, και, στην περίπτωση που θα νικιούνταν, θ᾽ αποκλείονταν σε νησί και θα πολιορκούνταν, αφήνοντας τη χώρα τους ανυπεράσπιστη.
Κι απ᾽ τη μεριά του το πεζικό των βαρβάρων εκείνη τη νύχτα κινήθηκε εναντίον της Πελοποννήσου. Οι Πελοποννήσιοι βέβαια είχαν πάρει όλα τα μέτρα που μπορούσαν για να εμποδίσουν την εισβολή των εχθρών στη γη τους. Κι έτσι, μόλις πληροφορήθηκαν ότι σκοτώθηκαν οι άντρες του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, έσπευσαν αμέσως όλοι μαζί από τις πόλεις τους κι εγκαταστάθηκαν στον Ισθμό· στρατηγός τους με το γενικό πρόσταγμα ήταν ο Κλεόμβροτος, ο γιος του Αναξανδρίδα κι αδερφός του Λεωνίδα.
Εγκαταστάθηκαν λοιπόν στον Ισθμό και χαλνούσαν το δρόμο της Σκειρωνίδας· ύστερα, σύμφωνα με την απόφαση που πάρθηκε σε σύναξή τους, έχτιζαν τείχος απ᾽ τη μια άκρη του Ισθμού ώς την άλλη. Κι έτσι που ήταν πολλές χιλιάδες και οι πάντες δούλευαν, το έργο προχωρούσε· γιατί έφερναν κι απόθεταν εκεί πέτρες και πλιθιά και ξύλα και κοφίνια γεμάτα άμμο· κι αυτοί που έτρεξαν να υπερασπιστούν τη χώρα τους δε σταματούσαν ούτε στιγμή, δούλευαν νύχτα–μέρα.
Νά τώρα ποιοί Έλληνες έτρεξαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό πανστρατιά: οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αρκάδες στο σύνολό τους, κι οι Ηλείοι και οι Κορίνθιοι κι οι Σικυώνιοι κι οι Επιδαύριοι και οι Φλειάσιοι κι οι Τροιζήνιοι και οι Ερμιονείς. Αυτοί λοιπόν ήταν που έτρεξαν να υπερασπιστούν την Ελλάδα κι αγωνιούσαν για τη σωτηρία της· αντίθετα, οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι έμεναν εντελώς αδιάφοροι. Κι ωστόσο τα Ολύμπια και τα Κάρνεια είχαν πια περάσει.
Τώρα, την Πελοπόννησο την κατοικούν εφτά φυλές. Από αυτές οι δυο, που είναι γηγενείς, ζουν σήμερα μόνιμα στον τόπο που κατοικούσαν και στο παρελθόν, οι Αρκάδες και οι Κυνούριοι· μια φυλή πάλι, οι Αχαιοί, δε βγήκε βέβαια έξω απ᾽ την Πελοπόννησο, αλλά απ᾽ την ιδιαίτερη περιοχή της, και εγκαταστάθηκε σε γη που ανήκε σε άλλους.
Οι τέσσερις άλλες φυλές, από τις εφτά, έχουν έρθει απ᾽ έξω: Δωριείς και Αιτωλοί και Δρύοπες και Λήμνιοι. Στους Δωριείς ανήκουν πολλές και αξιόλογες πόλεις, στους Αιτωλούς μονάχα μια, η Ήλιδα, στους Δρύοπες η Ερμιών και η Ασίνη που γειτονεύει με την Καρδαμύλη της Λακωνίας, ενώ στους Λημνίους όλες οι πόλεις των Παρωρεητών.
Και οι Κυνούριοι, μια και είναι γηγενείς, πιστεύουν πως μονάχα αυτοί είναι Ίωνες, αλλά έχουν εντελώς αφομοιωθεί από τους Δωριείς —αυτό οφείλεται στην υποταγή τους στους Αργείους και στον πολύ καιρό που πέρασε— κι αποκαλούνται Ορνεάτες και περίοικοι. Λοιπόν οι υπόλοιπες πόλεις αυτών των εφτά φυλών, δηλαδή όσες δεν απαρίθμησα, κρατούσαν ουδετερότητα· αν όμως μπορώ να μιλήσω ελεύθερα, η ουδετερότητα που κρατούσαν δεν ήταν παρά μηδισμός.
Λοιπόν, όσοι εκεί στον Ισθμό δούλευαν στο έργο που αναφέραμε χωρίς να παίρνουν ανάσα, μια κι έδιναν πια τον υπέρ πάντων αγώνα, δεν έλπιζαν σε θρίαμβο του στόλου· όσο πάλι γι᾽ αυτούς που βρίσκονταν στη Σαλαμίνα, πήραν βέβαια αυτή την πληροφορία, κι έτσι τους έζωνε τρομάρα· δε φοβούνταν τόσο για τη ζωή τους, όσο για την Πελοπόννησο.
Για κάποιο διάστημα πλησίαζαν ο ένας τον άλλο κι έπιαναν κουβέντα ψιθυριστά και τους φαινόταν ανεξήγητη η απερισκεψία του Ευρυβιάδη· στο τέλος όμως ξέσπασε στα φανερά κατακραυγή. Και λοιπόν έγινε σύναξη κι ακούστηκαν πολλά για το ίδιο θέμα, καθώς άλλοι έλεγαν πως πρέπει να βάλουν πλώρη για την Πελοπόννησο και να μπουν στον κίνδυνο για να τη σώσουν κι όχι να μείνουν και να δώσουν μάχη για χώρα που την πατούσε ο εχθρός, ενώ οι Αθηναίοι και οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς, να μείνουν εκεί που ήταν και ν᾽ αντιμετωπίσουν τον εχθρό.
Τότε ο Θεμιστοκλής, καθώς νικούσε η γνώμη των Πελοποννησίων κι όχι η δική του, βγαίνει απ᾽ τη συνέλευση χωρίς να γίνει αντιληπτός, και βγαίνοντας στέλνει με πλεούμενο κάποιον παραγγέλνοντάς του να πει αυτά που έπρεπε· αυτός λεγόταν Σίκιννος, κι ήταν δούλος του Θεμιστοκλή και παιδαγωγός των παιδιών του· ο Θεμιστοκλής σε χρόνο μεταγενέστερο απ᾽ αυτά τα γεγονότα τον έκανε και Θεσπιέα, όταν οι Θεσπιείς έδιναν δικαίωμα πολίτη σε ξένους, και ευκατάστατο.
Αυτός τότε φτάνοντας με πλεούμενο έλεγε στους στρατηγούς των βαρβάρων τα εξής: «Μ᾽ έστειλε ο στρατηγός των Αθηναίων κρυφά απ᾽ τους άλλους Έλληνες (γιατί τυχαίνει να είναι με το μέρος του βασιλιά και να προτιμά τη δική σας, κι όχι των Ελλήνων, την επικράτηση), για να σας ανακοινώσω πως οι Έλληνες τρέμοντας από φόβο σκέφτονται να δραπετεύσουν και πως, νά, τώρα σας δίνεται η δυνατότητα να φέρετε σε πέρας την πιο λαμπρή απ᾽ όλες σας τις επιχειρήσεις, αν δε μείνετε με τα χέρια σταυρωμένα καθώς θα δραπετεύουν εκείνοι.
Γιατί και μονοιασμένοι δεν είναι κι ούτε θα προβάλουν αντίσταση σ᾽ εσάς· και θα τους δείτε να δίνουν ναυμαχία ανάμεσά τους χωρισμένοι στα δυο, σ᾽ αυτούς που παίρνουν το δικό σας μέρος και τους αντίθετους». Λοιπόν, αφού τους έδωσε αυτό το μήνυμα, αποσύρθηκε και πήγε στο καλό.
Κι οι άλλοι δίνοντας πίστη στο μήνυμα που πήραν, πρώτα πρώτα αποβίβασαν πολλούς Πέρσες στο νησάκι Ψυττάλεια που βρίσκεται ανάμεσα στη Σαλαμίνα και τη στεριά· κατόπιν, όταν έφτασαν τα μεσάνυχτα, ανοίχτηκαν με την αριστερή τους πτέρυγα προς τη Σαλαμίνα επιχειρώντας κυκλωτική κίνηση· ανοίχτηκαν κι εκείνοι που είχαν παραταχτεί γύρω απ᾽ την Κέο και την Κυνόσουρα κι έπιασαν με τα καράβια τους απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη το στενό πέρασμα ώς τη Μουνιχία.
Κι ο λόγος για τον οποίο αναπτύχθηκαν στ᾽ ανοιχτά τα καράβια τους ήταν να μην έχουν τη δυνατότητα οι Έλληνες ούτε καν να φύγουν, αλλά, αποκλεισμένοι στη Σαλαμίνα, να πληρώσουν για τα κατορθώματά τους στο Αρτεμίσιο. Επίσης αποβίβαζαν Πέρσες στο νησάκι που λέγεται Ψυττάλεια για τον εξής λόγο· όσο θα κρατούσε η ναυμαχία, εκεί πιθανότατα θα έβγαζε το κύμα και τους στρατιώτες και τα συντρίμμια των ναυαγίων (γιατί το νησί βρισκόταν στο στενό, όπου ήταν να γίνει η ναυμαχία), κι έτσι θα μπορούσαν τους δικούς τους να τους περισυλλέγουν, τους άλλους να τους εξοντώνουν.
Κι αυτές τις κινήσεις τους τις έκαναν αθόρυβα, για να μη τις αντιληφτούν οι εχθροί. Μ᾽ αυτές λοιπόν τις προετοιμασίες καταγίνονταν χωρίς να κλείσουν μάτι όλη τη νύχτα.
Τώρα, δεν μπορώ ν᾽ αμφισβητήσω την αλήθεια των χρησμών, κι ούτε έχω πρόθεση να τους ανασκευάσω την ώρα που μιλούν ξεκάθαρα, όταν έχω μπροστά μου περιπτώσεις σαν και αυτή που παραθέτω:
Αλλ᾽ όταν της χρυσόσπαθης της Άρτεμης οι Πέρσες (που πάτησαν τ᾽ ολόλαμπρο το κάστρο της Αθήνας με ξέφρενες ελπίδες) το ακρωτήρι τ᾽ άγιο με της Κυνόσουρας εκεί τ᾽ ακροθαλάσσι ενώσουν με καραβιών γεφύρι, τότε η Δίκη των θεών τον γιο της Ύβρης Κόρο, όσο κι αν είναι δυνατός, τον σβήνει μες στη μάνητα τη φοβερή, την ώρα που πίστευε τα πάντα πως κατέχει.
Γιατί χαλκός με το χαλκό θα ᾽ρθουν να χτυπηθούνε κι ο Άρης θενά βάψει το πέλαγο με πορφυρό αιμάτινο ποτάμι. Και τότε στην Ελλάδα θα φέρει μέρα λευτεριάς ο Δίας ο παντεπόπτης και η σεβάσμια Νίκη.
Λοιπόν, όταν ο Βάκης λέει τέτοιους χρησμούς και τόσο ξεκάθαρους, εγώ δεν τολμώ να εκφράσω αμφιβολίες για τους χρησμούς κι ούτε τις αποδέχομαι, όταν τις διατυπώνουν άλλοι.
Αλλά οι στρατηγοί που ήταν στη Σαλαμίνα άλλαζαν λόγια βαριά ανάμεσά τους. Κι ακόμα δεν αντιλήφτηκαν ότι τους περικύκλωναν με τα καράβια τους οι βάρβαροι, αλλά πίστευαν πως δε μετακινήθηκαν από τις θέσεις που τους είδαν να κρατούν την προηγούμενη μέρα.
Την ώρα που λογόφερναν οι στρατηγοί πέρασε από την Αίγινα στη Σαλαμίνα ο Αριστείδης, ο γιος του Λυσιμάχου, Αθηναίος πολίτης που το δημοκρατικό πλήθος τον είχε τιμωρήσει με εξοστρακισμό· όμως εγώ, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τη συμπεριφορά του, σχημάτισα τη γνώμη πως αναδείχτηκε ο πρώτος στην αρετή και ο δικαιότατος ανάμεσα στους Αθηναίους.
Αυτός ο άντρας στάθηκε έξω απ᾽ τον χώρο όπου συνεδρίαζαν κι έλεγε να του φωνάξουν τον Θεμιστοκλή· δεν ήταν βέβαια φίλος του, κάθε άλλο, ήταν ο πιο μεγάλος εχθρός του· όμως καθώς οι συμφορές που τους βρήκαν τότε ήταν μεγάλες, έριξε στη λήθη τις διαφορές τους και τον καλούσε να βγει έξω θέλοντας να συναντηθούν. Κι είχε κιόλας ακούσει πως οι Πελοποννήσιοι ασκούσαν πίεση, για ν᾽ ανοιχτούν με τα καράβια τους στον Ισθμό.
Λοιπόν, μόλις βγήκε έξω ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης του μίλησε έτσι: «Εμείς έχουμε χρέος να συγκρουόμαστε και σε κάθε άλλη κρίσιμη ώρα και προπάντων τώρα για το ποιός από τους δυο μας θα προσφέρει πολυτιμότερες υπηρεσίες στην πατρίδα.
Έχω λοιπόν να σου πω ότι είτε πολλά είτε λίγα έχετε να πείτε με τους Πελοποννησίους για την αποχώρηση του στόλου αποδώ, το ίδιο κάνει. Γιατί εγώ σου λέω ως αυτόπτης πως, όσο κι αν το θέλουν οι Κορίνθιοι —ας είναι κι ο ίδιος ο Ευρυβιάδης—, δε θα μπορέσουν να φύγουν αποδώ με τα καράβια τους· γιατί μας έχουν ζώσει ολόγυρα οι εχθροί. Αλλά πήγαινε μέσα και δώσε τους αυτό το μήνυμα».
Κι ο Θεμιστοκλής αποκρίθηκε: «Έξοχες οι παραινέσεις σου και λαμπρές οι ειδήσεις σου· γιατί αυτά που εγώ παρακαλούσα να γίνουν, τα είδες με τα μάτια σου στον ερχομό σου. Μάθε λοιπόν πως πίσω απ᾽ αυτές τις κινήσεις των Μήδων βρίσκομαι εγώ. Γιατί έπρεπε, τη στιγμή που οι Έλληνες δε δέχονταν να πάρουν θέση μάχης με τη θέλησή τους, να εξασφαλίσω τη συμπαράταξή τους άθελά τους. Εσύ τώρα, αφού βέβαια ήρθες φέρνοντας καλή είδηση, ανάγγειλέ την ο ίδιος σ᾽ αυτούς.
Γιατί, αν τα πω εγώ αυτά, θα πουν ότι τα έπλασα με το νου μου και τα λέω, και δε θα τους πείσω ότι οι βάρβαροι έκαναν αυτή την ενέργεια. Αλλά πέρασε μέσα και δώσε ο ίδιος το μήνυμα, τί συμβαίνει. Κι αφού τους δώσεις το μήνυμα, αν πειστούν, τόσο το καλύτερο· αν όμως δεν το βρουν αξιόπιστο, εμάς το ίδιο μας κάνει. Γιατί τώρα πια δε θα δραπετεύσουν, αφού ο εχθρός μάς έχει ζώσει από παντού, κατά τα λεγόμενά σου».
Ο Αριστείδης παρουσιάστηκε στο συμβούλιο και τους ανακοίνωσε αυτά, δηλώνοντας πως έρχεται από την Αίγινα και πως με δυσκολία το καράβι του ξέφυγε την επιτήρηση των εχθρών· γιατί το στρατόπεδο των Ελλήνων ολόκληρο είναι ζωσμένο απ᾽ τα καράβια του Ξέρξη· και τους συμβούλευε να πάρουν τα μέτρα τους, γιατί όπου να ᾽ναι θ᾽ αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Από τη μεριά του αυτά είπε κι αποσύρθηκε, ενώ οι άλλοι ήρθαν σε προστριβές για μια ακόμη φορά· γιατί οι στρατηγοί στην πλειοψηφία τους δεν πείθονταν σε όσα τους ανακοίνωσε.
Αυτοί λοιπόν έμεναν στη δυσπιστία τους, όταν έφτασε τριήρης με πλήρωμα Τηνίους που αυτομόλησαν, με κυβερνήτη τον Τήνιο Παναίτιο, το γιο του Σωσιμένη, που τους έφερε την πάσα αλήθεια. Και γι᾽ αυτή τους την υπηρεσία τ᾽ όνομα των Τηνίων χαράχτηκε στον τρίποδα των Δελφών ανάμεσα σ᾽ εκείνους που κατατρόπωσαν τον βάρβαρο.
Λοιπόν, με την προσθήκη αυτού του καραβιού που αυτομόλησε στη Σαλαμίνα, και του άλλου, των Λημνίων, που αυτομόλησε προηγουμένως στο Αρτεμίσιο, το ναυτικό των Ελλήνων έφτασε σε στρογγυλό αριθμό, τριακόσια ογδόντα καράβια· γιατί ώς τότε του έλειπαν δύο για να συμπληρωθεί αυτός ο αριθμός.
Όταν τέλος οι Έλληνες έδωσαν πίστη στα λόγια των Τηνίων, άρχισαν να προετοιμάζονται για να δώσουν ναυμαχία. Γλυκοχάραζε η αυγή κι αυτοί έκαναν σύναξη των πληρωμάτων· την ωραιότερη αγόρευση ανάμεσα σ᾽ όλους την έκανε ο Θεμιστοκλής· ο λόγος του ήταν μια αντιπαράθεση ανάμεσα στα χειρότερα και τα καλύτερα, σ᾽ όσα έχουν να κάνουν με τη φύση των ανθρώπων και τις συνθήκες της ζωής τους·
κι αφού τους παρότρυνε να διαλέξουν τα καλύτερ᾽ απ᾽ αυτά κι έκανε μια περίτεχνη κατακλείδα, τους πρόσταξε να επιβιβαστούν στα καράβια. Κι αυτοί επιβιβάζονταν κιόλας, όταν έφτασε από την Αίγινα η τριήρης που είχε αποπλεύσει για να φέρει τους Αιακίδες. Τότε οι Έλληνες ανοίχτηκαν στο πέλαγος με όλα τα καράβια τους· και καθώς αυτοί ανοίγονταν, αμέσως τους επιτέθηκαν οι βάρβαροι.
Λοιπόν, οι άλλοι Έλληνες πήραν να πισωδρομούν και να φέρνουν τα καράβια τους προς τη στεριά, αλλά ο Αμεινίας από την Παλλήνη, Αθηναίος, βγήκε μπρος στ᾽ ανοιχτά και κάρφωσε το έμβολό του σε καράβι του εχθρού. Κι έτσι που το καράβι του σφηνώθηκε στο εχθρικό και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το ένα απ᾽ το άλλο, σπεύδοντας οι άλλοι να βοηθήσουν τον Αμεινία συγκρούστηκαν με τον εχθρό.
Λοιπόν οι Αθηναίοι λένε πως έτσι άρχισε η ναυμαχία, οι Αιγινήτες όμως, πως το καράβι που έκανε την αρχή ήταν εκείνο που στάλθηκε στην Αίγινα για τους Αιακίδες. Λέγεται επίσης και τούτο, πως τους παρουσιάστηκε φάντασμα γυναικός· παρουσιάστηκε και τους ενθάρρυνε, κι η φωνή της ακουόταν απ᾽ όλο το στρατόπεδο των Ελλήνων, αφού πρώτα τους ειρωνεύτηκε λέγοντας: «Αθεόφοβοι, ώς πότε θα πισωδρομείτε ακόμα;».
Λοιπόν, απέναντι απ᾽ τους Αθηναίους είχαν παραταχτεί οι Φοίνικες (γιατί αυτοί κρατούσαν την πτέρυγα προς το μέρος της Ελευσίνας, τη δυτική), ενώ απέναντι απ᾽ τους Λακεδαιμονίους οι Ίωνες που κρατούσαν την πτέρυγα προς την ανατολή και τον Πειραιά. Πάντως λίγοι απ᾽ αυτούς έκαναν επίτηδες το δειλό, σύμφωνα με τις εντολές του Θεμιστοκλή, οι περισσότεροι όμως όχι.
Μπορώ βέβαια να δώσω κατάλογο με ονόματα πολλών τριηράρχων που κυρίεψαν ελληνικά καράβια, αλλά δε θα κάνω καθόλου λόγο γι᾽ αυτούς· θα κάνω όμως εξαίρεση για τον Θεομήστορα, το γιο του Ανδροδάμαντος, και τον Φύλακο, το γιο του Ιστιαίου — κι ο ένας κι ο άλλος Σάμιοι.
Κι αν κάνω λόγο μονάχα γι᾽ αυτούς, είναι επειδή ο Θεομήστωρ γι᾽ αυτό του το κατόρθωμα διορίστηκε από τους Πέρσες τύραννος της Σάμου, ενώ ο Φύλακος γράφηκε στον κατάλογο των ευεργετών του βασιλιά και του δωρήθηκε μεγάλη έκταση γης. Οι Πέρσες στη γλώσσα τους τούς ευεργέτες του βασιλιά τους λεν οροσάγγες.
Λοιπόν αυτά για ό,τι αφορά σ᾽ αυτούς· αλλά ο κύριος όγκος του στόλου τους στη Σαλαμίνα συντριβόταν, καθώς άλλα καράβια τα βύθιζαν οι Αθηναίοι κι άλλα οι Αιγινήτες. Γιατί με το να ναυμαχούν οι Έλληνες με πειθαρχία και τάξη, ενώ οι βάρβαροι ενεργούσαν γενικά ασύνταχτοι και χωρίς λογισμό, δεν μπορούσες να περιμένεις διαφορετικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, οι βάρβαροι και ήταν, και το έδειξαν, πολύ πιο γενναίοι τη μέρα εκείνη, ξεπέρασαν τον εαυτό τους σε σύγκριση με τις ναυμαχίες στην Εύβοια, καθώς όλοι τους έδειχναν ζήλο κι έτρεμαν τον Ξέρξη, κι ο καθένας τους φανταζόταν πως δε θα τον χάσει απ᾽ τα μάτια του ο βασιλιάς.
Λοιπόν για τους άλλους, βαρβάρους ή Έλληνες, δεν είμαι σε θέση να πω με βεβαιότητα πώς αγωνίστηκε ο καθένας τους· όσο για την Αρτεμισία όμως, το ακόλουθο περιστατικό ανέβασε περισσότερο την εκτίμηση του βασιλιά στο πρόσωπό της.
Δηλαδή, καθώς οι δυνάμεις του βασιλιά βρίσκονταν σε μεγάλη σύγχυση, εκείνη την ώρα το καράβι της Αρτεμισίας καταδιωκόταν από αθηναϊκό καράβι· κι εκείνη, αδυνατώντας να ξεφύγει (γιατί μπροστά της βρίσκονταν άλλα καράβια των συμμάχων της, ενώ το δικό της έτυχε να μείνει τελευταίο προς το μέρος του εχθρού), νά πώς αποφάσισε να ενεργήσει, και της βγήκε σε καλό· δηλαδή, καθώς την καταδίωκε το αθηναϊκό καράβι, αυτή κινήθηκε ορμητικά και κάρφωσε το έμβολό της σε καράβι συμμαχικό, των Καλυνδίων, που ανάμεσα στους επιβάτες του ήταν κι ο βασιλιάς των Καλυνδίων Δαμασίθυμος.
Τώρα, να ᾽χε ξεσπάσει ανάμεσά τους κάποια φιλονικία, όταν βρίσκονταν ακόμη εκεί κατά τον Ελλήσποντο, δεν είμαι σε θέση να το πω· κι ούτε αν το έκανε αυτό εσκεμμένα ή ήταν συγκυρία της τύχης να βρεθεί στο δρόμο της το καράβι των Καλυνδίων.
Πάντως, όταν το κάρφωσε με το έμβολό της και το βύθισε, από την καλή της τύχη βρήκε διπλό όφελος: πρώτα πρώτα ο τριήραρχος του αθηναϊκού καραβιού, βλέποντάς την να καρφώνει με το έμβολό της καράβι βαρβάρων, πίστεψε πως το καράβι της Αρτεμισίας είναι ελληνικό ή ότι αυτομόλησε από τους βαρβάρους κι αγωνίζεται στο πλευρό τους· άλλαξε λοιπόν πορεία και ρίχτηκε σε άλλα καράβια.
Και κοντά σ᾽ αυτή την καλοτυχία της, να γλιτώσει απ᾽ την καταδίωξη και τον καταποντισμό, η τύχη τής πρόσφερε κι άλλο καλό: απ᾽ αυτή την κακή πράξη της ν᾽ ανέβει πάρα πολύ η εκτίμηση του Ξέρξη στο πρόσωπό της.
Πράγματι, λένε πως ο βασιλιάς παρακολουθώντας τη ναυμαχία αντιλήφτηκε το καράβι της να καρφώνει το έμβολό του σ᾽ άλλο, οπότε κάποιος από τη συνοδεία του είπε: «Άρχοντά μου, βλέπεις πόσο λαμπρά αγωνίζεται η Αρτεμισία και καταβύθισε εχθρικό καράβι;». Και, πως εκείνος ρώτησε αν στ᾽ αλήθεια το κατόρθωμα είναι της Αρτεμισίας, κι οι άλλοι του είπαν «ναι», καθώς γνώριζαν καλά το σήμα της πλώρης του καραβιού της· κι όσο για το βυθισμένο, πίστευαν πως ήταν εχθρικό.
Μάλιστα, κοντά στ᾽ άλλα που, όπως έχω πει, της βγήκαν σε καλό, η καλή της τύχη το έφερε να μη σωθεί κανένας απ᾽ το καράβι των Καλυνδίων και να βγει να την κατηγορήσει. Και λεν πως ο Ξέρξης ακούοντας αυτά είπε: «Νά που μου έγιναν οι άντρες γυναίκες κι οι γυναίκες άντρες». Αυτή τη φράση την αποδίδουν στον Ξέρξη.
Και σ᾽ αυτό τον αγώνα σκοτώθηκε ο ναύαρχος Αριαβίγνης, γιος του Δαρείου κι αδερφός του Ξέρξη, αλλά κι άλλοι πολλοί και ξακουστοί Πέρσες και Μήδοι κι από τους άλλους συμμάχους τους, ενώ από τους Έλληνες κάτι λίγοι· γιατί με το να ξέρουν κολύμπι, όσων τα καράβια βυθίστηκαν, αλλά οι ίδιοι τους ξέφυγαν το θάνατο από χέρι εχθρού, κολυμπώντας έβγαιναν στη στεριά της Σαλαμίνας.
Από τους βαρβάρους όμως τους περισσότερους τους κατάπιε το κύμα, γιατί δεν ήξεραν κολύμπι. Κι όταν τα καράβια της πρώτης γραμμής τους τράπηκαν σε φυγή, τότε ήταν που βυθίζονταν τα περισσότερα. Γιατί όσων τα καράβια είχαν παραταχτεί στις πιο πίσω γραμμές, πασχίζοντας να βγουν μπροστά, για να έχουν να δείξουν κι αυτοί κάποιο ανδραγάθημα στο βασιλιά τους, συγκρούονταν με δικά τους καράβια που είχαν τραπεί σε φυγή.
Μες σ᾽ αυτή την κοσμοχαλασιά συνέβη και το εξής: κάποιοι από τους Φοίνικες, που τα καράβια τους είχαν βυθιστεί, πήγαν εκεί που ήταν ο βασιλιάς και συκοφαντούσαν τους Ίωνες, πως τάχα από δικό τους φταίξιμο, επειδή πρόδωσαν, χάθηκε ο στόλος. Αλλά νά που ήρθαν έτσι τα πράματα, ώστε και οι στρατηγοί των Ιώνων να μην αφανιστούν και οι Φοίνικες που συκοφάντησαν να πάρουν τον μιστό που θα πούμε παρακάτω.
Δεν είχαν σταματήσει τις συκοφαντίες τους, όταν ένα καράβι της Σαμοθράκης κάρφωσε το έμβολό του σε αθηναϊκό καράβι. Λοιπόν το αθηναϊκό καράβι βυθιζόταν, όταν ένα καράβι της Αίγινας ρίχτηκε με ορμή και βύθισε το καράβι της Σαμοθράκης. Λοιπόν, καθώς οι Σαμοθράκες είναι ακοντιστές, ρίχνοντας ακόντια έριξαν στη θάλασσα το πλήρωμα του καραβιού που τους είχε βυθίσει, ανέβηκαν στο καράβι και το κυρίεψαν.
Αυτό το γεγονός στάθηκε η σωτηρία των Ιώνων· γιατί, μόλις τους είδε ο Ξέρξης να εκτελούν ένα λαμπρό ανδραγάθημα, τα έβαλε με τους Φοίνικες· κι έτσι που ήταν φαρμακωμένος απ᾽ τη στεναχώρια κι έκανε σα να του έφταιγαν οι πάντες, διέταξε να τους κόψουν τα κεφάλια, για να μη συκοφαντούν τους καλύτερούς τους, την ώρα που οι ίδιοι τους αποδείχτηκαν δειλοί.
Γιατί ο Ξέρξης καθισμένος στα χαμηλώματα του βουνού που υψώνεται απέναντι απ᾽ τη Σαλαμίνα κι ονομάζεται Αιγάλεω, όσο κρατούσε η ναυμαχία, όποτε έβλεπε κάποιον δικό του να κάνει ανδραγάθημα, ρωτούσε να μάθει ποιός το έκανε, κι οι γραμματικοί του σημείωναν τον τριήραρχο, προσθέτοντας το πατρώνυμο και την πόλη του. Κι επίσης έβαλε ένα χέρι γι᾽ αυτό το πάθημα των Φοινίκων ο Αριαράμνης, Πέρσης που καθόταν δίπλα στο βασιλιά κι ήταν φίλος των Ιώνων.
Λοιπόν αυτοί τα έβαλαν με τους Φοίνικες· κι ενώ οι βάρβαροι τράπηκαν σε φυγή και υποχωρούσαν με τα καράβια τους προς το Φάληρο, οι Αιγινήτες έπιασαν θέση στο στενό πέρασμα κι έκαναν αξιόλογα κατορθώματα. Γιατί απ᾽ τη μεριά τους τα καράβια των Αθηναίων μέσα στην κοσμοχαλασιά συνέτριβαν τα εχθρικά καράβια, όσα τους πρόβαλαν αντίσταση κι όσα τρέπονταν σε φυγή, ενώ οι Αιγινήτες όσα έβγαιναν απ᾽ το πεδίο της μάχης· κι έτσι κι ένα καράβι γλίτωνε απ᾽ τους Αθηναίους, με την ορμή που έπλεε ερχόταν κι έπεφτε πάνω στους Αιγινήτες.
Τότε συναντήθηκαν κατά τύχη το καράβι του Θεμιστοκλή, που καταδίωκε εχθρικό καράβι, και του Αιγινήτη Πολυκρίτου, του γιου του Κριού, που κάρφωσε το έμβολό του σε καράβι της Σιδώνας, σ᾽ εκείνο που αιχμαλώτισε το αιγινήτικο καράβι που ήταν προφυλακή του στόλου στη Σκιάθο κι είχε επιβάτη τον Πυθέα, το γιο του Ισχενόου, που, με το σώμα του αγνώριστο απ᾽ τα τραύματα, οι Πέρσες τον είχαν στο καράβι τους και τον καμάρωναν, εξαιτίας της ανδρείας του· λοιπόν, το καράβι της Σιδώνας που τον έφερνε παντού μαζί με τους Πέρσες έπεσε στα χέρια των εχθρών τους, με αποτέλεσμα ο Πυθέας να γυρίσει ζωντανός μ᾽ αυτό τον τρόπο στην Αίγινα.
Και, μόλις ο Πολύκριτος αντίκρισε το αθηναϊκό καράβι, βλέποντας τη σημαία αναγνώρισε τη ναυαρχίδα και βάζοντας φωνή τα έψαλλε στον Θεμιστοκλή, σαρκάζοντας για τη μομφή εναντίον των Αιγινητών, ότι μήδιζαν. Λοιπόν, βυθίζοντας καράβι με το έμβολο ο Πολύκριτος αυτές τις βρισιές έριξε κατά πρόσωπο στον Θεμιστοκλή· οι βάρβαροι πάλι, όσων τα καράβια σώθηκαν, φεύγοντας έφτασαν στο Φάληρο καταφεύγοντας στην προστασία του πεζικού τους.
Σ᾽ αυτή τη ναυμαχία την πιο μεγάλη δόξα την κέρδισαν οι Αιγινήτες και μετά απ᾽ αυτούς οι Αθηναίοι, ενώ σαν άτομα ο Πολύκριτος ο Αιγινήτης και οι Αθηναίοι Ευμένης, από το δήμο Αναγυρούντα, κι ο Αμεινίας απ᾽ την Παλλήνη, αυτός που κοντά στ᾽ άλλα καταδίωξε την Αρτεμισία. Λοιπόν, αν είχε αντιληφτεί πως πάνω σ᾽ εκείνο το καράβι έπλεε η Αρτεμισία, δε θα σταματούσε πριν την αιχμαλωτίσει ή πριν πέσει αιχμάλωτος ο ίδιος.
Γιατί είχε δοθεί τέτοια διαταγή στους τριηράρχους των Αθηναίων κι επίσης είχε αθλοθετηθεί βραβείο χίλιες δραχμές για όποιον την πιάσει ζωντανή· γιατί τους έθιγε το φιλότιμο να εκστρατεύσει γυναίκα εναντίον της Αθήνας. Αλλά εκείνη βέβαια, όπως έχω πει παραπάνω, ξέφυγε· κι οι υπόλοιποι, που τα καράβια τους είχαν σωθεί, βρίσκονταν στο Φάληρο.
Οι Αθηναίοι πάλι λένε πως ο Αδείμαντος, ο στρατηγός των Κορινθίων, αμέσως κι από την πρώτη στιγμή, με την έναρξη της ναυμαχίας, αναστατωμένος και πανικόβλητος σήκωσε τα πανιά και τράπηκε βιαστικά σε φυγή· και οι Κορίνθιοι, βλέποντας τη ναυαρχίδα τους να τρέπεται σε φυγή, έκαναν το ίδιο, έφευγαν βιαστικά.
Και φεύγοντας έφτασαν εκεί κατά το ακρογιάλι της Ελευσίνας όπου βρίσκεται ο ναός της Αθηνάς Σκιράδας, όταν ήρθε και τους συνάντησε πλοιάριο σταλμένο απ᾽ τους θεούς· ποιός το έστειλε, ποτέ δεν έγινε φανερό, ενώ ούτε και οι Κορίνθιοι, που ήρθε και τους συνάντησε, είχαν κάποια πληροφορία για το πώς εξελίσσεται η ναυμαχία. Και νά πώς έφτασαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έργο θεού· γιατί μόλις πλησίασαν στα καράβια, οι ναύτες του πλοιαρίου έλεγαν τα εξής:
«Αδείμαντε, εσύ βέβαια πήρες τα καράβια σου και τράπηκες σε φυγή, καταπροδίνοντας τους Έλληνες· όμως νά που αυτοί βγαίνουν νικητές και μάλιστα στο βαθμό που οι ίδιοι εύχονταν να βάλουν κάτω τους εχθρούς». Ο Αδείμαντος δεν έδινε πίστη στα λόγια τους αυτά, γι᾽ αυτό γυρνούν και του λένε τα εξής, πως αυτοί δέχονται να τους πάρει ομήρους και, αν δεν αποδειχτεί πως οι Έλληνες νικούν, να τους σκοτώσει.
Κι έτσι, δίνοντας αντίθετη πορεία στα καράβια, κι ο ίδιος και οι άλλοι έφτασαν στο στρατόπεδο κατόπιν εορτής. Λοιπόν οι Αθηναίοι αυτή τη φήμη διέδωσαν γι᾽ αυτούς, οι Κορίνθιοι όμως δεν το παραδέχονται —κάθε άλλο!— αλλά θεωρούν πως ήταν οι ίδιοι τους από τους πρωταγωνιστές της ναυμαχίας· μάρτυράς τους γι᾽ αυτό είναι και η υπόλοιπη Ελλάδα.
Κι ο Αριστείδης, ο γιος του Λυσιμάχου, Αθηναίος πολίτης, που τον μνημόνευσα και λίγο παραπάνω ως άντρα με μοναδική αρετή, μες στην κοσμοχαλασιά που επικρατούσε στη θάλασσα της Σαλαμίνας, νά τί έκανε· παρέλαβε πολλούς βαριά οπλισμένους, γνήσιους Αθηναίους, που ήταν παραταγμένοι στις ακτές της Σαλαμίνας, και τους αποβίβασε στο νησί Ψυττάλεια· κι αυτοί πετσόκοψαν όλους τους Πέρσες που βρίσκονταν στο νησάκι αυτό.
Κι όταν πήρε τέλος η ναυμαχία, οι Έλληνες, αφού έσυραν στη στεριά στη Σαλαμίνα όσα ναυαγισμένα καράβια τύχαινε να βρίσκονται ακόμα σ᾽ αυτό το μέρος, ετοιμάζονταν για άλλη ναυμαχία, με την πρόβλεψη ότι ο βασιλιάς θα ρίξει στη μάχη άλλη μια φορά τα καράβια που του απέμειναν.
Κι απ᾽ τα συντρίμμια των ναυαγίων πολλά τ᾽ άρπαξε άνεμος ζέφυρος και τα μετέφερε στο ακροθαλάσσι της Αττικής που λέγεται Κωλιάδα κι έτσι εκπληρώθηκε και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα σημεία του, αλλά και ειδικότερα στο μέρος του που αφορούσε στα ναυάγια που ξεβράστηκαν σ᾽ αυτό τον τόπο, ο χρησμός που ειπώθηκε από τον Βάκη και τον Μουσαίο· τον χρησμό αυτό τον είπε πολλά χρόνια πριν απ᾽ αυτά τα γεγονότα ο Λυσίστρατος, Αθηναίος χρησμολόγος, κι είχε ξεχαστεί απ᾽ όλους τους Έλληνες:
Κι ο Ξέρξης, όταν αντιλήφτηκε το πλήγμα που δέχτηκε, φοβήθηκε μήπως κάποιοι Ίωνες υποβάλουν τη σκέψη στους Έλληνες ή από μονάχοι τους αυτοί σκεφτούν να βάλουν πλώρη για τον Ελλήσποντο, για να διαλύσουν τις γέφυρες, κι έτσι βρεθεί αποκλεισμένος στην Ευρώπη και μπει η ζωή του σε κίνδυνο, και μελετούσε δραπέτευση· θέλοντας όμως να μη γίνουν γνωστές οι προθέσεις του ούτε στους Έλληνες ούτε στους δικούς του, άρχισε να επιχωματώνει το στενό της Σαλαμίνας και έδενε τον έναν με τον άλλο γαύλους (φοινικικά πλεούμενα), για να τους έχει και σαν πλωτή γέφυρα και σαν τείχος, κι έκανε πολεμικές προετοιμασίες, τάχα πως θα έδινε κι άλλη ναυμαχία.
Και όλοι οι άλλοι βλέποντας αυτές τις ενέργειές του, σχημάτισαν την εντύπωση πως το μόνο που είχε στο νου του ήταν να μείνει και να δώσει μάχη· αλλά τίποτε απ᾽ αυτά δεν ξέφευγε απ᾽ τον Μαρδόνιο, καθώς περισσότερο από κάθε άλλον είχε μελετήσει τη νοοτροπία του.
Ο Ξέρξης ταυτόχρονα μ᾽ αυτές τις ενέργειές του έστειλε αγγελιοφόρο στους Πέρσες, για ν᾽ αναγγείλει το κακό που τους βρήκε. Λοιπόν, στον κόσμο των θνητών δεν υπάρχει τίποτε που να φτάνει στον προορισμό του ταχύτερα απ᾽ αυτούς τους αγγελιοφόρους· τόσο σπουδαία είναι αυτή η επινόηση των Περσών. Γιατί λεν πως όσες μέρες θέλει για να διανυθεί ο δρόμος από την αφετηρία ώς το τέρμα, τόσες φοράδες και τόσοι καβαλάρηδες σταθμεύουν, σε απόσταση μεταξύ τους· το κάθε ζευγάρι, φοράδα και καβαλάρης, έχει προορισμό να διανύσει δρόμο μιας μέρας· αυτούς όχι χιονιάς, όχι βροχή, όχι καύσωνας, όχι νύχτα, τίποτε δεν τους σταματά, ώστε να μη διανύσουν το γρηγορότερο την καθορισμένη απόσταση.
Δηλαδή, αυτός που πρώτος ξεκίνησε καλπάζοντας, παραδίνει τις εντολές που πήρε στον δεύτερο, κι ο δεύτερος στον τρίτο· κι αποκεί και πέρα πια οι εντολές περνούν απ᾽ το χέρι του ενός στον άλλο, ακριβώς όπως τελούν οι Έλληνες τη λαμπαδηφορία στον Ήφαιστο· αυτό το σύστημα των έφιππων ταχυδρόμων οι Πέρσες στη γλώσσα τους το λεν αγγαρείο.
Λοιπόν, το πρώτο μήνυμα που έφτασε στα Σούσα, πως ο Ξέρξης κυρίεψε την Αθήνα, έδωσε τόση χαρά στους Πέρσες που είχαν μείνει πίσω, ώστε έστρωναν όλους τους δρόμους με σμύρτα κι έκαιαν αρώματα και πρόσφεραν τη μια θυσία μετά την άλλη κι έστηναν πανηγύρια·
όταν όμως ήρθε κατόπι το δεύτερο μήνυμα, τους συγκλόνισε σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλοι τους έκαναν κουρέλια τους χιτώνες τους και γέμισαν τον κόσμο με ασταμάτητες κραυγές και θρήνους· κι ενοχοποιούσαν τον Μαρδόνιο· και δεν ήταν τόσο απ᾽ τον καημό τους για τα καράβια που τα έκαναν αυτά οι Πέρσες, όσο από το φόβο τους για τη ζωή του Ξέρξη.
Λοιπόν σ᾽ όλο το διάστημα που μεσολάβησε αυτά είχαν στην Περσία και μόνο με την άφιξη του Ξέρξη πήραν τέλος αυτά. Απ᾽ τη μεριά του ο Μαρδόνιος, βλέποντας τον Ξέρξη να ᾽χει πάρει κατάκαρδα το αποτέλεσμα της ναυμαχίας κι έχοντας την υποψία πως μελετούσε να δραπετεύσει απ᾽ την Αθήνα, γυρόφερνε στο μυαλό του πως θα τιμωρηθεί, επειδή ξεσήκωσε τον βασιλιά εναντίον της Ελλάδας· λοιπόν, το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να ξαναμπεί στον αγώνα, ώστε ή να υποτάξει την Ελλάδα ή να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του τοξεύοντας υψηλούς στόχους· ένα είναι βέβαιο, πως τον συγκινούσε περισσότερο να υποτάξει την Ελλάδα. Τα καλοσκέφτηκε λοιπόν αυτά και του απηύθυνε την εξής πρόταση:
«Άρχοντά μου, μη θλίβεσαι και μη το παίρνεις κατάκαρδα αυτό που έγινε. Γιατί για μας δεν είναι η μάχη με ξυλοκάραβα που θα κρίνει το τελικό αποτέλεσμα, αλλά το πεζικό και το ιππικό μας. Κι εξάλλου, κανένας απ᾽ αυτούς που θαρρούν πως μας νίκησαν πια τελειωτικά δε θα κατεβεί απ᾽ τα καράβια τους να μας εναντιωθεί, κι ούτε κανένας απ᾽ τη στεριά τους· κι όσοι σήκωσαν χέρι εναντίον μας, πήραν την πληρωμή τους.
Λοιπόν, αν τ᾽ αποφασίσεις, να κάνουμε τώρα αμέσως επιχείρηση εναντίον της Πελοποννήσου· αν πάλι σου φαίνεται καλό να το αναβάλουμε για κάποιο διάστημα, στο χέρι μας είναι να ενεργήσουμε κι έτσι. Και μην κακοκαρδίζεις· γιατί οι Έλληνες δεν έχουν καμιά ελπίδα να γλιτώσουν την υποδούλωση και να μη λογοδοτήσουν για όσα έκαναν και τώρα και στο παρελθόν. Λοιπόν, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι αυτό· αν όμως το έχεις πάρει απόφαση ν᾽ αποχωρήσεις οδηγώντας πίσω το εκστρατευτικό σώμα, γι᾽ αυτή την περίπτωση έχω άλλο σχέδιο.
Βασιλιά μου, μην κάνεις τους Πέρσες περίγελο των Ελλήνων· γιατί καμιά ευθύνη δεν έχουν οι Πέρσες για τις απώλειές σου, κι ούτε μπορείς ν᾽ αναφέρεις περίπτωση όπου δείξαμε δειλία. Αν τώρα οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι και οι Κύπριοι και οι Κίλικες έδειξαν δειλία, σε τίποτα δε φταίνε οι Πέρσες γι᾽ αυτή την ήττα.
Άρα λοιπόν, μια και δε σ᾽ έφταιξαν σε τίποτα οι Πέρσες άκουσέ με· αν έχεις πάρει την απόφαση να μην παραμείνεις, πάρε εσύ το δρόμο της επιστροφής στα βασίλειά σου οδηγώντας μαζί σου το μεγαλύτερο μέρος του στρατού· και το παίρνω εγώ απάνω μου να σου προσφέρω την Ελλάδα υποταγμένη, αφού διαλέξω τριακόσιες χιλιάδες απ᾽ το στρατό σου».
Ο Ξέρξης ακούοντας αυτά χάρηκε κι ευχαριστήθηκε, όσο μπορεί κανείς μες στη συμφορά του, κι αποκρίθηκε στον Μαρδόνιο πως θα σκεφτεί το πράμα και θα του δώσει απάντηση, ποιό απ᾽ τα δυο θα κάνει. Και καθώς συσκεπτόταν γι᾽ αυτά με τους Πέρσες επίσημους συμβούλους του, έκρινε καλό να καλέσει και την Αρτεμισία για να τη συμβουλευτεί, γιατί προηγουμένως αποδείχτηκε πως μονάχα αυτή αντιλαμβανόταν τί έπρεπε να κάνουν.
Κι όταν έφτασε η Αρτεμισία, απομάκρυνε τους άλλους, και τους Πέρσες συμβούλους και τους δορυφόρους, κι είπε ο Ξέρξης τα εξής: «Με παρακινεί ο Μαρδόνιος να μείνω εδώ και να επιχειρήσω εκστρατεία στην Πελοπόννησο, λέγοντας πως οι Πέρσες και το πεζικό δε μου φταίνε σε τίποτε για τις συμφορές μας κι είναι πρόθυμοι να το αποδείξουν.
Λοιπόν, με παρακινεί να το κάνω εγώ αυτό, αλλιώς δέχεται ο ίδιος να διαλέξει τριακόσιες χιλιάδες στρατιώτες και να μου παραδώσει την Ελλάδα υποδουλωμένη, ενώ εγώ, καθώς με συμβουλεύει, ν᾽ αποχωρήσω μαζί με τον υπόλοιπο στρατό στα βασίλειά μου.
Τώρα λοιπόν εσύ (αφού και για τη ναυμαχία που έγινε μου έδωσες καλή συμβουλή, αποτρέποντάς με να την κάνω) συμβούλεψέ με ποιά απ᾽ τις δυο αποφάσεις παίρνοντας θα κάνω καλή επιλογή».
Λοιπόν, αυτός ζητούσε τη συμβουλή της γι᾽ αυτό το θέμα, κι εκείνη του αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, είναι δύσκολο να πετύχω να δώσω την καλύτερη γνώμη την ώρα που ζητάς τη συμβουλή μου, όμως στην παρούσα κατάσταση κρίνω σωστό εσύ ο ίδιος ν᾽ αποσυρθείς, ενώ τον Μαρδόνιο, αφού το επιθυμεί και αναλαμβάνει να κάνει αυτά, άφησέ τον εδώ με το στρατό που θέλει.
Γιατί από τη μια μεριά, αν υποτάξει τους τόπους που λέει πως θέλει και τα σχέδια που έχει στο νου του ευοδωθούν, δικό σου θα είναι, άρχοντά μου, το κατόρθωμα, αφού το έφεραν σε πέρας οι δούλοι σου· από την άλλη, αν το αποτέλεσμα είναι αντίθετο απ᾽ τους υπολογισμούς του Μαρδονίου, δε θα ᾽ναι βέβαια και καμιά μεγάλη συμφορά, φτάνει να είσαι καλά εσύ και η δύναμη που είναι συγκεντρωμένη γύρω απ᾽ τα βασίλειά σου·
γιατί, αν είσαι καλά εσύ και τα βασίλειά σου, οι Έλληνες θα ᾽χουν μπροστά τους πολλούς αγώνες για να σώσουν τη ζωή τους, πολλές φορές. Τώρα, αν κάτι συμβεί στον Μαρδόνιο, ποιός θα δώσει σημασία; κι αν πάρουν κάποια νίκη οι Έλληνες, χαρά στη νίκη τους, που εξόντωσαν ένα δούλο σου! ενώ εσύ θ᾽ αποχωρήσεις, αφού πέτυχες το σκοπό της εκστρατείας σου, έκανες στάχτη την Αθήνα».
Λοιπόν ο Ξέρξης ευχαριστήθηκε με τη συμβουλή της, επειδή τα λόγια της ήρθαν και ταίριασαν με όσα ο ίδιος είχε στο νου του· γιατί, αν θέλετε τη γνώμη μου, τον κυρίεψε τέτοιος φόβος, που κι αν όλοι κι όλες τον συμβούλευαν να μείνει, δε θα ᾽μενε. Κι αφού μίλησε επαινετικά για την Αρτεμισία, της αναθέτει να πάρει μαζί της τα παιδιά του και να τα πάει στην Έφεσο· γιατί στην ακολουθία του βρίσκονταν και κάμποσα νόθα παιδιά του.
Μαζί με τα παιδιά του έστελνε για κηδεμόνα τους τον Ερμότιμο, που η καταγωγή του ήταν από τα Πήδασα και που αξιώθηκε την πρώτη θέση στην εύνοια του βασιλιά ανάμεσα σ᾽ όλους τους ευνούχους του. [Αυτοί οι Πηδασείς κατοικούν πάνω απ᾽ την Αλικαρνασσό. Συμβαίνει λοιπόν στα Πήδασα αυτά ένα τέτοιο φαινόμενο· όποτε είναι να πάθουν κάποια συμφορά σε μια συγκεκριμένη στιγμή όλοι οι κάτοικοι της γύρω από την πόλη περιοχής, τότε η ιέρεια του ναού της Αθηνάς του τόπου τους βγάζει μεγάλα γένια. Λοιπόν αυτό το φαινόμενο εμφανίστηκε κιόλας δυο φορές.
Απ᾽ αυτά τα Πήδασα λοιπόν καταγόταν ο Ερμότιμος], ο άνθρωπος που για την αδικία που του έγινε πήρε τη σκληρότερη εκδίκηση απ᾽ όσες ξέρουμε ώς τώρα. Δηλαδή, καθώς έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια εχθρών και τον πουλούσαν, τον αγοράζει ένας πολίτης της Χίου, ο Πανιώνιος, που εξασφάλισε την καλοπέρασή του με το πιο απάνθρωπο επάγγελμα· δηλαδή, έτσι κι έβαζε στα χέρια του αγόρια που ήταν προικισμένα μ᾽ ομορφιά, τα ευνούχιζε, τα μετέφερε στις Σάρδεις και την Έφεσο και τα πουλούσε σε πολύ υψηλή τιμή.
Γιατί στον κόσμο των βαρβάρων οι ευνούχοι έχουν μεγαλύτερη αξία απ᾽ τους άντρες με τα όλα τους, επειδή θεωρούνται γενικά πιο έμπιστοι. Ο Πανιώνιος λοιπόν ευνούχισε κι άλλους πολλούς, μια που μ᾽ αυτό τον τρόπο εξασφάλιζε την καλοπέρασή του, κι επίσης κι αυτόν. Όμως, καθώς κάποτε σταμάτησε η μοίρα να είναι σκληρή στον Ερμότιμο, φτάνει από τις Σάρδεις στην αυλή του βασιλιά, μαζί μ᾽ άλλα δώρα, και με το πέρασμα του καιρού αξιώθηκε να γίνει ο πρώτος απ᾽ όλους τους ευνούχους στην εύνοια του Ξέρξη.
Κι όταν ο βασιλιάς βρισκόταν στις Σάρδεις έτοιμος να οδηγήσει τον περσικό στρατό εναντίον της Αθήνας, ο Ερμότιμος τότε κατέβηκε για κάποια υπόθεσή του στην περιοχή της Μυσίας που την καλλιεργούν οι Χίοι και λέγεται Αταρνεύς· και βρίσκει εκεί τον Πανιώνιο.
Όταν τον αναγνώρισε, του έλεγε πολλά και φιλικά λόγια· στην αρχή του αράδιασε πόσα πλούτη έχει χάρη σ᾽ εκείνον και μετά του έδινε την υπόσχεση πως, για να του ανταποδώσει την ευεργεσία, θα του εξασφαλίσει πλούτη και πλούτη, αν πάρει μαζί του τους ανθρώπους του σπιτιού του και εγκατασταθεί εκεί, κι έτσι ο Πανιώνιος δέχτηκε με χαρά τις προτάσεις του και μετέφερε εκεί τα παιδιά και τη γυναίκα του.
Κι όταν ο Ερμότιμος τους έβαλε στο χέρι, αυτόν κι όλη την οικογένειά του, του μίλησε έτσι: «Άνθρωπε που απόχτησες την περιουσία σου με τις πιο ανόσιες επιχειρήσεις απ᾽ όσες είδε ο κόσμος ώς τώρα, τί κακό ή εγώ ο ίδιος ή κάποιος απ᾽ την οικογένειά μου σου έκανε, ή σε σένα ή σε κάποιον απ᾽ τους δικούς σου, και με κατάντησες, από άντρας που ήμουνα, ένα μηδενικό; και πίστευες πως θα μείνουν κρυφές απ᾽ το μάτι των θεών οι βρομοδουλειές που έκανες τότε; όμως αυτοί εσένα, για τ᾽ ανόσια έργα σου, εφαρμόζοντας τον δίκαιο νόμο τους, σ᾽ έριξαν στα χέρια μου, κι έτσι δε θα μείνεις παραπονεμένος από την τιμωρία που σου ετοιμάζω».
Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτό τον σαρκασμό, οδήγησαν τα παιδιά του Πανιωνίου, που ήταν τέσσερα, μπρος στα μάτια του και τον εξανάγκασαν να ευνουχίσει τα παιδιά του, και το έκανε βέβαια ύστερ᾽ από εξαναγκασμό· κι αφού τελείωσε, τα παιδιά του εξαναγκάστηκαν να τον ευνουχίσουν με τη σειρά του. Λοιπόν έτσι πιάστηκε στο δόκανο της Τίσης και του Ερμοτίμου ο Πανιώνιος.
Κι ο Ξέρξης, αφού εμπιστεύτηκε στην Αρτεμισία να οδηγήσει τα παιδιά του στην Έφεσο, κάλεσε τον Μαρδόνιο και τον διέταξε να επιλέξει αυτούς που θέλει από το εκστρατευτικό σώμα και να προσπαθήσει να κάνει πράξη τα όσα είπε. Λοιπόν εκείνη τη μέρα σ᾽ αυτά περιορίστηκαν, αλλά τη νύχτα οι ναύαρχοι, με διαταγή του βασιλιά, σήκωσαν απ᾽ το Φάληρο τα καράβια και τα οδηγούσαν πίσω, στον Ελλήσποντο, μ᾽ όση ταχύτητα μπορούσε ο καθένας τους, για να περιφρουρήσουν τις γέφυρες, να περάσει ο βασιλιάς.
Καθώς λοιπόν οι βάρβαροι αρμενίζοντας έφτασαν κοντά στον Ζωστήρα, έτσι που εκεί ξεπροβάλλουν απ᾽ τη στεριά βράχια σαν γλώσσες γης, τα πήραν για καράβια και το ᾽βαλαν στη φευγάλα κι απομακρύνθηκαν πολύ. Αργότερα όμως, όταν κατάλαβαν πως δεν είναι καράβια, αλλά γλώσσες γης, συγκεντρωμένοι συνέχισαν την πορεία τους.
Κι όταν ξημέρωσε, οι Έλληνες, βλέποντας το πεζικό να μένει στη θέση του, υπέθεσαν πως και τα καράβια βρίσκονταν στα νερά του Φαλήρου και πίστευαν πως οι Πέρσες θα δώσουν ναυμαχία· κι έκαναν ετοιμασίες, για να τους αποκρούσουν. Όταν όμως πληροφορήθηκαν πως τα καράβια έγιναν άφαντα, αποφάσισαν αμέσως να τους καταδιώξουν. Συνεχίζοντας όμως την καταδίωξή τους ώς την Άνδρο δεν διέκριναν πουθενά τον στόλο του Ξέρξη κι έτσι φτάνοντας στην Άνδρο έκαναν σύσκεψη.
Ο Θεμιστοκλής λοιπόν υποστήριζε τη γνώμη ν᾽ ακολουθήσουν γραμμή πορείας ανάμεσ᾽ από τα νησιά και, καταδιώκοντας τον εχθρικό στόλο, να βάλουν πλώρη κατευθείαν για τον Ελλήσποντο, για να διαλύσουν τις πλωτές γέφυρες· ο Ευρυβιάδης όμως υποστήριζε την αντίθετη γνώμη, λέγοντας πως, αν διαλύσουν τις πλωτές γέφυρες, θα κάνουν από μόνοι τους το μεγαλύτερο κακό στην Ελλάδα.
Γιατί, αν ο Πέρσης αποκλεισμένος αναγκαστεί να μείνει στην Ευρώπη, θα βάλει τα δυνατά του και δε θα καθίσει ήσυχος, γιατί, αν καθίσει ήσυχος, δε θα είναι δυνατό ούτε να σημειωθεί κάποια πρόοδος στις επιχειρήσεις του ούτε να φανεί κάποιος τρόπος επιστροφής, και το εκστρατευτικό του σώμα θα το θερίσει η πείνα· αν όμως δραστηριοποιηθεί και καταπιαστεί με επιχειρήσεις, μπορεί να ταχθούν στο πλευρό του όλες οι δυνάμεις της Ευρώπης, η κάθε πόλη και το κάθε έθνος με τη σειρά του, είτε ύστερ᾽ από κατάκτηση είτε, πριν απ᾽ αυτή, με συνθήκες· και τροφή τους θα έχουν τη σοδειά, κάθε χρόνο, των Ελλήνων.
Αλλά, υποστήριζε, είχε την εντύπωση πως ο Πέρσης, ύστερ᾽ από την ήττα του στη ναυμαχία, δε θα παραμείνει στην Ευρώπη· επομένως, πρέπει να τον αφήσουν να φύγει, ώσπου φεύγοντας να φτάσει στη χώρα του· κι αποκεί και πέρα, τους προέτρεπε να συνεχίσουν τον αγώνα, αυτή τη φορά για να κατακτήσουν τη χώρα του βασιλιά. Μ᾽ αυτή τη γνώμη τάχτηκαν και οι στρατηγοί των άλλων Πελοποννησίων.
Ο Θεμιστοκλής λοιπόν, όταν αντιλήφτηκε πως δε θα πείσει τους περισσότερους να βάλουν πλώρη για τον Ελλήσποντο, μετατοπίστηκε από την αρχική του θέση και απευθύνθηκε στους Αθηναίους (γιατί αυτοί ήταν φουρκισμένοι πιο πολύ απ᾽ όλους που ξέφυγε ο εχθρός μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια τους κι ανυπομονούσαν να κινήσουν με τα καράβια τους για τον Ελλήσποντο, παίρνοντας, έστω, μόνοι αυτοί επάνω τους την επιχείρηση, αν οι άλλοι δεν ήθελαν) μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Κι ο ίδιος μου παραβρέθηκα κιόλας σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις αλλά κι άκουσα πολύ περισσότερες, όπου στρατός στενεμένος απ᾽ την ανάγκη ύστερ᾽ από ήττα ξαναρίχτηκε στη μάχη και πήρε πίσω τη χαμένη τιμή του. Επομένως κι εμείς (γιατί ήταν ουρανοκατέβατο δώρο για μας τους ίδιους και για την Ελλάδα να σκορπίσουμε ένα τόσο μεγάλο σύννεφο εχθρών) να μη βαλθούμε και καλά να καταδιώξουμε εχθρό που τράπηκε σε φυγή.
Γιατί δεν είναι δικό μας αυτό το κατόρθωμα, αλλά των θεών και των ημιθέων, που δεν είδαν με καλό μάτι ένας άντρας να βασιλεύει και στην Ασία και στην Ευρώπη, άντρας αθεόφοβος και ακαταλόγιστος, που έβαζε στην ίδια μοίρα τους ναούς των θεών και τις κατοικίες των ανθρώπων, πυρπολώντας και συντρίβοντας τα αγάλματα των θεών, που έφτασε να μαστιγώσει αλύπητα και τη θάλασσα και να της ρίξει αλυσίδες.
Αλλά —γιατί για την ώρα αυτό είναι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε— να μείνουμε τώρα στην Ελλάδα και να φροντίσουμε για μας τους ίδιους και για τους ανθρώπους των σπιτιών μας· κι ο καθένας σας να ξαναχτίσει το σπίτι του και να καταγίνει με τη σπορά, αφού έδιωξε απ᾽ τη χώρα του οριστικά τον βάρβαρο· και με την άνοιξη ξεκινάμε με τα καράβια μας για τον Ελλήσποντο και την Ιωνία».
Και τα ᾽λεγε αυτά φροντίζοντας να έχει παρακαταθήκη στον βασιλιά των Περσών, ώστε, αν του έρθει κάποιο κακό απ᾽ τους Αθηναίους, να έχει καταφυγή· κάτι που δεν άργησε να γίνει.
Μιλώντας λοιπόν έτσι ο Θεμιστοκλής τους παραπλανούσε, αλλά οι Αθηναίοι πείθονταν· γιατί, καθώς και στο παρελθόν είχε θεωρηθεί πως ήταν σοφός, με το ν᾽ αποδειχτεί από τα πράγματα ότι ήταν σοφός με ευθυκρισία πείθονταν ανεπιφύλακτα στα λόγια του, για το καθετί.
Κι όταν ο Θεμιστοκλής τους έφερε στα λόγια του, αμέσως κατόπιν έστειλε ανθρώπους του με πλεούμενο, για τους οποίους ήταν βέβαιος πως θα κρατήσουν το στόμα τους κλειστό σ᾽ όποια βασανιστήρια κι αν υποβληθούν, με την εντολή να μεταφέρουν το μήνυμά του στον βασιλιά· σ᾽ αυτή την αποστολή πήρε πάλι μέρος κι ο Σίκιννος, ο άνθρωπος του σπιτιού του· κι όταν αυτοί έφτασαν στην Αττική, οι άλλοι έμειναν στο πλεούμενο, ενώ ο Σίκιννος, αφού ανέβηκε και βρήκε τον Ξέρξη, του έλεγε:
«Μ᾽ έστειλε ο Θεμιστοκλής, ο γιος του Νεοκλή, ο στρατηγός των Αθηναίων κι ο πρώτος και καλύτερος κι ο πιο σοφός απ᾽ όλους τους συμμάχους, για να σου πω ότι: ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος θέλοντας να σου προσφέρει υπηρεσίες, συγκράτησε τους Έλληνες την ώρα που ήθελαν να καταδιώξουν το στόλο σου και να διαλύσουν τις γέφυρες του Ελλησπόντου. Τώρα λοιπόν μπορείς να πας στο καλό μ᾽ όλη την ησυχία σου».
Αυτοί λοιπόν έδωσαν αυτό το μήνυμα και γύρισαν πίσω με το πλεούμενό τους· οι Έλληνες τώρα, μια και πήραν απόφαση να μη συνεχίσουν την καταδίωξη του στόλου των βαρβάρων κι ούτε να πλεύσουν στον Ελλήσποντο για να διαλύσουν τις γέφυρες, πολιορκούσαν την Άνδρο θέλοντας να την κυριέψουν.
Γιατί οι Άνδριοι ήταν οι πρώτοι απ᾽ τους νησιώτες που δεν έδωσαν τα χρήματα που τους ζητούσε ο Θεμιστοκλής, αλλά, όταν ο Θεμιστοκλής τους έκανε την ακόλουθη δήλωση, ότι ήρθαν οι Αθηναίοι έχοντας στο πλευρό τους δυο μεγάλες θεότητες, την Πειθώ και την Ανάγκη, κι έτσι ήταν αναπόφευκτο να δώσουν αυτοί χρήματα, αποκρίθηκαν σ᾽ αυτά λέγοντας πως έτσι εξηγείται βέβαια το ότι η Αθήνα είναι πόλη μεγάλη κι ευτυχισμένη, αφού κι από θεούς χρήσιμους τα πάει καλά·
γιατί οι Άνδριοι είναι φουκαράδες με γη μίζερη όσο δεν παίρνει και δυο θεοί ανεπρόκοποι δε λεν να το κουνήσουν απ᾽ το νησί τους αλλά έχουν έρωτα μ᾽ αυτό, η Πενία και η Αμηχανία, κι έτσι που οι Άνδριοι έχουν πολιούχους αυτούς τους θεούς, δε θα δώσουν χρήματα· γιατί ποτέ δε θ᾽ αποδειχτεί η δύναμη της Αθήνας ισχυρότερη απ᾽ τη δική τους αδυναμία. Ύστερα λοιπόν απ᾽ αυτή την απάντηση, καθώς δεν έδιναν χρήματα, πολιορκήθηκαν.
Κι ο Θεμιστοκλής, γιατί η πλεονεξία του δεν είχε σταματημό, στέλνοντας στ᾽ άλλα νησιά απειλητικά μηνύματα με αγγελιοφόρους τους ίδιους εκείνους που απέστειλε στους Ανδρίους, απαιτούσε χρήματα, λέγοντάς τους πως, αν δεν του δώσουν τα όσα τους ζητά, θα οδηγήσει στη χώρα τους το εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων και θα τους κυριέψει με πολιορκία.
Λέγοντας αυτά μάζευε πολλά χρήματα από τους Καρυστίους και τους Παρίους, που, μαθαίνοντας ότι η Άνδρος πολιορκείται επειδή μήδισε κι ότι το κύρος του Θεμιστοκλή ανάμεσα στους στρατηγούς ήταν τεράστιο, φοβισμένοι απ᾽ όλ᾽ αυτά έστελναν χρήματα. Τώρα, αν και κάποιοι άλλοι απ᾽ τους νησιώτες τού έδωσαν, δεν μπορώ να το πω· υποθέτω όμως ότι και κάποιοι άλλοι έδωσαν κι όχι μονάχα αυτοί.
Ωστόσο, και μ᾽ αυτά δεν άργησε καθόλου η συμφορά να χτυπήσει τους Καρυστίους· οι Πάριοι όμως εξιλέωσαν τον Θεμιστοκλή με χρήματα και γλίτωσαν από το εκστρατευτικό σώμα. Ο Θεμιστοκλής λοιπόν έχοντας ορμητήριο την Άνδρο έπαιρνε χρήματα απ᾽ τους νησιώτες, ενώ οι άλλοι στρατηγοί δεν είχαν ιδέα.
Ο Ξέρξης κι ο στρατός του, αφού άφησαν να περάσουν λίγες μέρες μετά τη ναυμαχία, κατευθύνονταν στη Βοιωτία παίρνοντας τον ίδιο δρόμο. Γιατί ο Μαρδόνιος αποφάσισε να συνοδεύσει τιμητικά τον βασιλιά· ταυτόχρονα, καθώς η εποχή του χρόνου δεν ήταν κατάλληλη για πολεμικές επιχειρήσεις, πως ήταν καλύτερο να ξεχειμωνιάσει στη Θεσσαλία κι έπειτα, με τον ερχομό της άνοιξης, να επιχειρήσει εισβολή στην Πελοπόννησο.
Κι όταν έφτασαν στη Θεσσαλία, τότε ο Μαρδόνιος διάλεγε πρώτα πρώτα όλους τους Πέρσες που αποκαλούνται αθάνατοι, εκτός από τον στρατηγό τους, τον Υδάρνη (επειδή αυτός αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον βασιλιά), κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς τους υπόλοιπους Πέρσες, τους θωρακοφόρους και τους χίλιους ιππείς· επίσης τους Μήδους και τους Σάκες και τους Βακτρίους και τους Ινδούς, πεζικό και ιππικό.
Λοιπόν έκρινε επίλεκτους τα έθνη αυτά στο σύνολο της δύναμής τους, ενώ από τους υπόλοιπους συμμάχους επέλεγε λίγους απ᾽ το κάθε έθνος, διαλέγοντας όσους είχαν παράστημα κι όσους κατά τις πληροφορίες του είχαν πράξει κάποιο ανδραγάθημα· πάντως το έθνος που ανάμεσα σ᾽ όλα όσα διάλεξε ήταν η κύρια δύναμή του ήταν οι Πέρσες, στρατός στολισμένος με περιδέραια και βραχιόλια, κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς οι Μήδοι. Αυτοί αριθμητικά δεν ήταν λιγότεροι απ᾽ τους Πέρσες, αλλά κατώτεροι σε σωματική δύναμη· κι έτσι το σύνολο έφτασε τις τριακόσιες χιλιάδες μαζί με το ιππικό.
Και στο διάστημα που ο Μαρδόνιος οργάνωνε τη στρατιά του κι ο Ξέρξης βρισκόταν στα μέρη της Θεσσαλίας, ήρθε χρησμός απ᾽ τους Δελφούς στους Λακεδαιμονίους, να ζητήσουν απ᾽ τον Ξέρξη ικανοποίηση για το φόνο του Λεωνίδα και να δεχτούν ό,τι τους δώσει. Λοιπόν οι Σπαρτιάτες στέλνουν εσπευσμένα κήρυκα, που προλαβαίνοντας το εκστρατευτικό σώμα να βρίσκεται ακόμα στη Θεσσαλία, παρουσιάστηκε μπροστά στον Ξέρξη και του έλεγε τα εξής:
«Βασιλιά των Μήδων, οι Λακεδαιμόνιοι κι οι απόγονοι του Ηρακλή που ζουν στη Σπάρτη απαιτούν να τους δώσεις ικανοποίηση για το φόνο, που σκότωσες τον βασιλιά τους την ώρα που αγωνιζόταν για τη σωτηρία της Ελλάδας». Κι εκείνος γέλασε, έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα κι ύστερα, καθώς τύχαινε να βρίσκεται δίπλα του ο Μαρδόνιος, δείχνοντας προς το μέρος του είπε: «Πάει καλά, ο Μαρδόνιος αποδώ θα τους δώσει την ικανοποίηση που τους αξίζει».
Λοιπόν ο κήρυκας πήρε την απάντηση και πήγε στο καλό, ενώ ο Ξέρξης, αφήνοντας τον Μαρδόνιο πίσω στη Θεσσαλία, ο ίδιος κατευθύνθηκε εσπευσμένα προς τον Ελλήσποντο και φτάνει στο στενό, όπου ήταν το πέρασμα, σε σαράντα πέντε μέρες· κι απ᾽ τον στρατό που πήρε μαζί του δεν έφτασε εκεί, μπορώ να πω, παρά ένας ασήμαντος αριθμός.
Και στο δρόμο τους, σ᾽ όποια χώρα έφταναν, αδιάφορο ποιοί την κατοικούσαν, επισιτίζονταν αρπάζοντας τον καρπό τους· κι αν δεν έβρισκαν καθόλου καρπό, έτρωγαν την πρασινάδα που φύτρωνε απ᾽ τη γη, και, ξεφλουδίζοντας τα δέντρα, τις φλούδες τους· έτρωγαν επίσης τα φύλλα, αφού τα μαδούσαν από δέντρα, τί ήμερα, τί άγρια, δεν έκαναν διάκριση — τίποτε δεν άφηναν, στενεμένοι από την πείνα.
Κι ήρθε από πάνω στο στρατό που πεζοπορούσε λοιμική και δυσεντερία και τους θέρισε. Και κάμποσους ο Ξέρξης τους άφησε πίσω άρρωστους, διατάζοντας τις πόλεις, σ᾽ όποια απ᾽ αυτές στάθμευε κάθε τόσο συνεχίζοντας την πορεία του, να τους περιποιούνται και να τους τρέφουν, άλλους στη Θεσσαλία, άλλους στη Σίρη της Παιονίας κι άλλους στη Μακεδονία.
Μάλιστα, ενώ είχε αφήσει εκεί, στην προέλασή του εναντίον της Ελλάδας, το ιερό άρμα του Δία, δεν του το έδωσαν πίσω οι Παίονες, αλλά, ενώ το είχαν δώσει στους Θράκες, όταν τους το ζήτησε πίσω ο Ξέρξης του αποκρίθηκαν πως το άρπαξαν οι Θράκες που κατοικούν ψηλότερα, γύρω απ᾽ τις πηγές του Στρυμόνα, την ώρα που έβοσκαν οι φοράδες του.
Εκεί κι ο βασιλιάς των Θρακών της Βισαλτίας και της χώρας των Κρηστωναίων έκανε πράξη πρωτάκουστη· ο ίδιος του αρνήθηκε να γίνει δούλος του Ξέρξη με τη θέλησή του, αλλά πήρε τα βουνά και πήγε ψηλά στο όρος Ροδόπη κι απαγόρευε τα παιδιά του να εκστρατεύσουν εναντίον της Ελλάδας.
Εκείνα όμως δεν του έδωσαν σημασία —ίσως όμως να ᾽χαν και λαχτάρα να μη χάσουν το θέαμα του πολέμου— πήραν μέρος στην εκστρατεία μαζί με τον Πέρση. Όταν όμως γύρισαν στον τόπο τους σώοι και αβλαβείς όλοι τους —κι ήταν έξι— ο πατέρας τους τούς ξερίζωσε τα μάτια γι᾽ αυτό τους το φταίξιμο.
Αυτή ήταν η πληρωμή τους· οι Πέρσες τώρα, καθώς συνεχίζοντας την πορεία τους έφτασαν από τη Θράκη στο πέρασμα, διάβηκαν εσπευσμένα τον Ελλήσποντο και πέρασαν στην Άβυδο με τα καράβια· γιατί δε βρήκαν πια τις πλωτές γέφυρες στη θέση τους, αλλά τις είχε σκορπίσει αγριοκαίρι.
Και τον καιρό που έμειναν εκεί, καθώς βρήκαν τρόφιμα περισσότερα απ᾽ όσα είχαν στην πορεία τους, έπεσαν στο φαΐ χωρίς μέτρο, κι όπως μάλιστα άλλαξαν και το νερό που έπιναν, πέθαιναν πολλοί απ᾽ το στράτευμα που είχε σωθεί. Τέλος, όσοι απέμειναν φτάνουν στις Σάρδεις μαζί με τον Ξέρξη.
Αλλά υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, όταν ο Ξέρξης στο δρόμο της επιστροφής απ᾽ την Αθήνα έφτασε στην Ηιόνα, αυτήν που βρίσκεται στις εκβολές του Στρυμόνα, αποκεί και πέρα δε συνέχισε πια την πορεία του απ᾽ τη στεριά, αλλά ανέθεσε στον Υδάρνη να οδηγήσει το στρατό πίσω, στον Ελλήσποντο, ο ίδιος του όμως επιβιβάστηκε σε καράβι φοινικικό και ταξίδευε για την Ασία.
Κι όπως αρμένιζαν, τους έπιασε άνεμος απ᾽ τη μεριά του Στρυμόνα μεγάλος που σήκωνε φοβερά κύματα. Και λοιπόν, γιατί το κύμα τους ταλάνιζε χειρότερα έτσι που το καράβι ήταν κατάφορτο, αφού πάνω στο κατάστρωμα ήταν πολλοί Πέρσες, η ακολουθία του Ξέρξη, τότε τον βασιλιά τον έζωσε φόβος και ρώτησε με δυνατή φωνή τον κυβερνήτη αν έχουν καμιά ελπίδα σωτηρίας.
Και πως ο άλλος του αποκρίθηκε: «Άρχοντά μου, καμιά, παρεχτός αν ξεφορτωθούμε αυτούς τους πολλούς επιβάτες». Και λένε πως ο Ξέρξης ακούοντας αυτά είπε: «Άνδρες Πέρσες, ήρθε η ώρα ν᾽ αποδείξει ο καθένας σας ότι νοιάζεται για τον βασιλιά· γιατί είναι ξεκάθαρο πως στα χέρια σας βρίσκεται η σωτηρία μου».
Και, πως εκείνος αυτά έλεγε, κι οι άλλοι προσκυνώντας τον πηδούσαν στη θάλασσα· και το καράβι ελάφρωσε κι έτσι έφτασε καλά στην Ασία. Και, πως ο Ξέρξης, μόλις βγήκε απ᾽ το καράβι και πάτησε στη στεριά, έκανε κάτι τέτοιο: στον κυβερνήτη, επειδή έσωσε τη ζωή του βασιλιά, έκανε δώρο χρυσό στεφάνι· επειδή όμως αφάνισε πολλούς Πέρσες, του έκοψε το κεφάλι.
Αυτή είναι η διαφορετική εκδοχή που ακούεται για την επιστροφή του Ξέρξη, στην οποία εγώ με κανένα τρόπο δε δίνω πίστη, τόσο στο σύνολό της όσο και σ᾽ ό,τι αφορά στην περιπέτεια αυτή των Περσών. Γιατί πράγματι, αν αυτή ήταν η απάντηση του κυβερνήτη στον Ξέρξη, λέω πως, δέκα χιλιάδων τη γνώμη να παίρναμε, κανένας δε θα ᾽λεγε το αντίθετο, πως ο βασιλιάς δε θα ενεργούσε κάπως έτσι: αυτούς που βρίσκονταν στο κατάστρωμα θα τους κατέβαζε στο αμπάρι του καραβιού, μια κι ήταν Πέρσες και μάλιστα οι πρώτοι ανάμεσα στους Πέρσες, και θα έριχνε στη θάλασσα τόσους κωπηλάτες (που ήταν Φοίνικες), όσοι ήταν οι Πέρσες. Αλλά βέβαια αυτός, όπως και προηγουμένως αφηγήθηκα, γύρισε στην Ασία μαζί με τον υπόλοιπο στρατό του απ᾽ το δρόμο της στεριάς.
Και νά κι ένα ακόμα μεγάλο αποδεικτικό στοιχείο· δηλαδή είναι γνωστό πως ο Ξέρξης στην επιστροφή του στη χώρα του πήγε στα Άβδηρα· συνδέθηκε με δεσμούς φιλίας με την πόλη και τους έκανε δώρο χρυσό ακινάκη και τιάρα χρυσοπλούμιστη. Και, κατά τα λεγόμενα των ίδιων των Αβδηριτών (στα λόγια τους όμως αυτά με κανένα τρόπο δε δίνω πίστη), απ᾽ την ώρα που πήρε να φεύγει απ᾽ την Αθήνα για τον τόπο του, πρώτα εκεί ξεζώστηκε, νιώθοντας επιτέλους ασφάλεια. Τώρα, τα Άβδηρα βρίσκονται σε μικρότερη απόσταση απ᾽ τον Ελλήσποντο απ᾽ ό,τι ο Στρυμόνας και η Ηιόνα, απ᾽ όπου τάχα επιβιβάστηκε στο καράβι.
Κι οι Έλληνες, επειδή δεν μπόρεσαν να κυριέψουν την Άνδρο, στράφηκαν στην Κάρυστο και, αφού διαγούμισαν τη χώρα, έφυγαν και πήγαν στη Σαλαμίνα. Λοιπόν πρώτα πρώτα ξεχώρισαν για τους θεούς τον αθέρα απ᾽ τα λάφυρα, κι ανάμεσα στ᾽ άλλα και τρεις φοινικικές τριήρεις, τη μια για να την αφιερώσουν στον Ισθμό (αυτή ήταν ακόμη στην εποχή μου), την άλλη στο Σούνιο και την άλλη εκεί, στη Σαλαμίνα, για τον Αίαντα.
Και κατόπιν έκαναν διανομή της λείας και τον αθέρα της τον έστειλαν στους Δελφούς, κι απ᾽ αυτά τα λάφυρα κατασκευάστηκε ο ανδριάντας, δώδεκα πήχες ψηλός, που κρατά στο χέρι έμβολο καραβιού· κι είναι στημένος ακριβώς εκεί που έχει στηθεί ο χρυσός ανδριάντας του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος.
Οι Έλληνες, αφού έστειλαν στους Δελφούς τον αθέρα των λαφύρων, απηύθυναν κοινό ερώτημα στο θεό, αν πήρε το μερίδιό του ακέριο κι αν ήταν της αρεσιάς του. Κι αυτός αποκρίθηκε πως, απ᾽ τους άλλους Έλληνες, ναι, όχι όμως κι από τους Αιγινήτες, αλλά απαιτούσε απ᾽ αυτούς αφιέρωμα για τα αριστεία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Κι όταν το έμαθαν αυτό οι Αιγινήτες, του αφιέρωσαν χρυσά αστέρια, τρία, που τα ᾽χουν κρεμασμένα σε χάλκινο κατάρτι εκεί στη γωνιά, ακριβώς δίπλα στον κρατήρα του Κροίσου.
Κι ύστερ᾽ από τη διανομή της λείας οι Έλληνες πήγαν με τα καράβια τους στον Ισθμό, για να δώσουν το αριστείο στον Έλληνα που αναδείχτηκε ο πιο άξιος απ᾽ όλους σ᾽ αυτές τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Έφτασαν λοιπόν οι στρατηγοί κι απέθεταν πάνω στο βωμό του Ποσειδώνα δυο ψήφους ο καθένας τους, τη μια για όποιον έκριναν πρώτο, την άλλη για τον δεύτερο ανάμεσα σ᾽ όλους· τότε όλοι τους ψήφιζαν τον εαυτό τους, καθώς ο καθένας τους πίστευε πως αποδείχτηκε πρώτος και καλύτερος, ενώ για τον δεύτερο στην πλειοψηφία τους έριχναν την ψήφο για τον ίδιο άντρα, τον Θεμιστοκλή. Λοιπόν από τους άλλους ο καθένας έμενε μόνο με την ψήφο του, ενώ ο Θεμιστοκλής υπερτερούσε πολύ για τη δεύτερη θέση.
Παρότι λοιπόν οι Έλληνες δεν ήθελαν, από φθόνο, να εκφέρουν την κρίση τους, αλλά ο καθένας τους πήρε το καράβι του και γύριζε στην πόλη του, χωρίς να εκφέρει την κρίση του, ωστόσο το όνομα του Θεμιστοκλή έγινε ξακουστό και κέρδισε σ᾽ όλο τον ελληνικό κόσμο τη φήμη του άντρα του πολύ ανώτερου σε σοφία ανάμεσα στους Έλληνες.
Κι επειδή αυτοί που πήραν μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν τον τίμησαν για τη νίκη του, αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτά επισκέφτηκε τη Σπάρτη επιδιώκοντας τιμές. Κι οι Λακεδαιμόνιοι του έκαναν λαμπρή υποδοχή και τον τίμησαν εξαιρετικά. Το αριστείο βέβαια το έδωσαν στον Ευρυβιάδη, στεφάνι από ελιά, όμως έδωσαν στεφάνι από ελιά και στον Θεμιστοκλή για τη σοφία και την αξιοσύνη του· επίσης του έκαναν δώρο το πιο όμορφο άρμα της Σπάρτης.
Κι αφού του έπλεξαν λαμπρό εγκώμιο, στην επιστροφή του τον κατευόδωσαν, τιμητική συνοδεία, τριακόσιοι επίλεκτοι Σπαρτιάτες, οι γνωστοί με το όνομα ιππείς, ώς τα σύνορα της Τεγέας. Λοιπόν, απ᾽ όσους ανθρώπους γνωρίζουμε, μόνο αυτόν ξεπροβόδισαν τιμητικά οι Σπαρτιάτες.
Είχε επιστρέψει απ᾽ τη Σπάρτη στην Αθήνα, όταν ο Τιμόδημος από τις Αφίδνες, που ανήκε στην παράταξη των εχθρών του Θεμιστοκλή, αλλά σε τίποτε δεν είχε διακριθεί, λυσσώντας από φθόνο τα έβαζε με τον Θεμιστοκλή, καταγγέλλοντάς τον για την επίσκεψη στη Σπάρτη, πως τις τιμές που πήρε απ᾽ τους Λακεδαιμονίους τις χρωστούσε στην Αθήνα κι όχι στην αξία του.
Κι αυτός, καθώς οι κακολογίες του Τιμοδήμου δεν είχαν σταματημό, είπε: «Είναι όπως τα λες· ούτε εγώ θα έπαιρνα αυτές τις τιμές απ᾽ τους Σπαρτιάτες αν ήμουν Βελβινίτης, ούτε εσύ, άνθρωπε, κι ας είσαι Αθηναίος».
Αυτά λοιπόν πήραν τέλος εδώ, ενώ ο Αρτάβαζος, ο γιος του Φαρνάκη, άντρας που και πριν απ᾽ αυτά είχε σημαντική θέση στο περσικό στρατόπεδο, αλλά με τα Πλαταϊκά έγινε ακόμα πιο σημαντικός, οδηγώντας εξήντα χιλιάδες απ᾽ τον επίλεκτο στρατό του Μαρδονίου συνόδευε τιμητικά τον βασιλιά ώς το πέραμα.
Κι όταν εκείνος πατούσε πια τη γη της Ασίας κι αυτός επιστρέφοντας έφτασε στην περιοχή της Παλλήνης, μια κι ο Μαρδόνιος παραχείμαζε στα μέρη της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, κι έτσι ο Αρτάβαζος δεν είχε κανένα λόγο να επισπεύσει την άφιξή του στο άλλο στρατόπεδο, λοιπόν, έτσι που βρήκε τους Ποτιδαιάτες να έχουν κηρύξει αποστασία, φιλοτιμήθηκε να τους κυριέψει και να τους κάνει ανδράποδα.
Γιατί οι Ποτιδαιάτες, όταν ο βασιλιάς είχε προσπεράσει την περιοχή τους κι ο στόλος του είχε φύγει βιαστικά απ᾽ τη Σαλαμίνα, κήρυξαν φανερά επανάσταση εναντίον των βαρβάρων· και τους ακολούθησαν και οι άλλοι κάτοικοι της Παλλήνης. Τότε λοιπόν ο Αρτάβαζος άρχισε την πολιορκία της Ποτίδαιας.
Κι έχοντας την υποψία πως και οι Ολύνθιοι αποστατούσαν απ᾽ τον βασιλιά, πολιορκούσε κι αυτών την πόλη, που την κατοικούσαν οι Βοττιαίοι, τους οποίους ξεσήκωσαν με τη βία από τον τόπο τους, απ᾽ τον Θερμαϊκό κόλπο, οι Μακεδόνες. Κι όταν ύστερ᾽ από πολιορκία τους κυρίεψε, τους έβγαλε σε λίμνη και τους κατέσφαξε, ενώ την πόλη τους την παρέδωσε στον Κριτόβουλο από την Τορώνη να την κυβερνά, και στους καταγόμενους απ᾽ τη Χαλκίδα· μ᾽ αυτό τον τρόπο οι Χαλκιδείς πήραν την Όλυνθο.
Κι αφού κυρίεψε την πόλη αυτή ο Αρτάβαζος, καταγινόταν δραστήρια με την Ποτίδαια· και καθώς καταγινόταν μ᾽ αυτή με ζέση, ο Τιμόξενος, ο στρατηγός των Σκιωναίων, έρχεται σε συνεννοήσεις μαζί του για προδοσία· δεν ξέρω πώς άρχισε αυτή η υπόθεση (γιατί δεν άκουσα τίποτε από κανένα), όμως νά ποιό τέλος είχε· κάθε φορά που είτε ο Τιμόξενος, θέλοντας να στείλει μήνυμα στον Αρτάβαζο, έγραφε επιστολή, είτε ο Αρτάβαζος στον Τιμόξενο, έπιαναν και τύλιγαν γύρω απ᾽ την εγκοπή του βέλους την επιστολή, την εφοδίαζαν με φτερά κι έριχναν το βέλος στο μέρος που είχε συμφωνηθεί.
Ωστόσο ξεσκεπάστηκε ο Τιμόξενος ότι προδίνει την Ποτίδαια· δηλαδή, ρίχνοντας με το τόξο ο Αρτάβαζος στο συμφωνημένο μέρος, αστοχεί, κι αντί στο μέρος εκείνο ρίχνει το βέλος και χτυπά στον ώμο έναν Ποτιδαιάτη· και, όπως γίνεται πάντα στον πόλεμο, ένα πλήθος έτρεξε γύρω απ᾽ τον τραυματία· αυτοί πήραν στα χέρια τους το βέλος και, μόλις είδαν την επιστολή, την έφεραν στους στρατηγούς· κι ήταν παρόντες κι οι σύμμαχοι από τις άλλες πόλεις της Παλλήνης.
Λοιπόν οι στρατηγοί, αφού διάβασαν την επιστολή κι έμαθαν τον ένοχο της προδοσίας, αποφάσισαν να μη τσακίσουν τον Τιμόξενο για την προδοσία του, κι αυτό εξαιτίας της πόλης Σκιώνης, για να μη βαραίνει το στίγμα της προδοσίας για πάντα στο μέλλον τους Σκιωναίους.
Λοιπόν μ᾽ αυτό τον τρόπο ξεσκεπάστηκε ο Τιμόξενος· κι είχαν περάσει τρεις μήνες που πολιορκούσε την Ποτίδαια ο Αρτάβαζος, όταν έγινε μεγάλη άμπωτη στη θάλασσα που κράτησε πολλές ώρες. Βλέποντας οι βάρβαροι τη θάλασσα να γίνεται βαλτοτόπι περνούσαν μέσ᾽ απ᾽ αυτό, για να βρεθούν στην Παλλήνη.
Κι είχαν διανύσει τα δύο πέμπτα της απόστασης και τους έμεναν τ᾽ άλλα τρία, που, αν τα διάβαιναν, θα πατούσαν οπωσδήποτε το έδαφος της Παλλήνης, όταν ξέσπασε μεγάλη παλίρροια της θάλασσας, η πιο μεγάλη απ᾽ όσες έγιναν ώς τότε, όσο κι αν το φαινόμενο, καταπώς λένε οι ντόπιοι, γινόταν συχνά. Λοιπόν, άλλοι απ᾽ τους βαρβάρους αφανίζονταν, επειδή δεν ήξεραν κολύμπι, ενώ εκείνους που ήξεραν τους σκότωσαν οι Ποτιδαιάτες κάνοντας επίθεση με πλεούμενα.
Κι οι Ποτιδαιάτες λεν πως αιτία και της παλίρροιας και του χαμού των Περσών στάθηκε το εξής: οι Πέρσες που τους έπνιξε η θάλασσα δε σεβάστηκαν το ναό και το άγαλμα του Ποσειδώνα που βρίσκεται στο προάστιο της Ποτίδαιας. Κατά τη γνώμη μου δεν πέφτουν έξω αποδίδοντας την αιτία σ᾽ αυτό. Κι όσους σώθηκαν ο Αρτάβαζος τους οδήγησε πίσω στη Θεσσαλία, στο στρατόπεδο του Μαρδονίου.
Λοιπόν αυτή την τύχη είχαν εκείνοι που συνόδευσαν τιμητικά τον βασιλιά. Τώρα, το ναυτικό του Ξέρξη, όσο είχε σωθεί, μόλις, φεύγοντας απ᾽ τη Σαλαμίνα, έπιασε στεριά στην Ασία, κι αφού μετέφερε τον βασιλιά και τον στρατό του απ᾽ τη Χερσόνησο στην Άβυδο, παραχείμαζε στην Κύμη. Κι όταν πρόβαλε λαμπρή η άνοιξη, νωρίς συγκεντρωνόταν στη Σάμο· μάλιστα, κάμποσα καράβια είχαν παραχειμάσει εκεί· το μεγαλύτερο μέρος των πολεμιστών που ήταν πάνω στα καράβια ήταν Πέρσες και Μήδοι.
Καθήκοντα ναυάρχων ανέλαβαν ο Μαρδόντης, ο γιος του Βαγαίου, και ο Αρταΰντης, ο γιος του Αρταχαίου· συναρχηγός τους ήταν κι ένας ανεψιός αυτού του Αρταΰντη, που ο ίδιος τον προσέλαβε συμπληρωματικά, ο Ιθαμίτρης. Κι έτσι που είχαν δεχτεί σκληρό πλήγμα, δεν έκαναν βήμα πιο μπροστά, κατά τα δυτικά, εξάλλου δεν τους πίεζε κανείς για κάτι τέτοιο, αλλά αγκυροβολημένοι στη Σάμο φρουρούσαν την Ιωνία, μήπως σηκώσει επανάσταση, έχοντας καράβια, μαζί με τα ιωνικά, τριακόσια.
Και βέβαια οι προβλέψεις τους ήταν πως οι Έλληνες δε θα έφταναν στην Ιωνία, αλλά πως θα ήταν ευχαριστημένοι να φρουρούν τη χώρα τους· στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν από το ότι δεν τους καταδίωξαν όταν έφευγαν απ᾽ τη Σαλαμίνα, αλλά πήγαν στο καλό πολύ ευχαριστημένοι. Λοιπόν, σ᾽ ό,τι είχε να κάνει με επιχειρήσεις στη θάλασσα, το ηθικό τους ήταν πεσμένο, πίστευαν όμως πως στη στεριά ο Μαρδόνιος θα πετύχει μεγάλη νίκη.
Κι όσο ήταν στη Σάμο, απ᾽ τη μια σκέφτονταν αν μπορούσαν να κάνουν κάποιο κακό στους εχθρούς, κι απ᾽ την άλλη έβαζαν αυτί, για ν᾽ ακούσουν ποιά τύχη θα είχαν οι επιχειρήσεις του Μαρδονίου.
Απ᾽ το άλλο μέρος, τους Έλληνες τους αφύπνισε και ο ερχομός της άνοιξης και η παρουσία του Μαρδονίου στη Θεσσαλία. Λοιπόν το πεζικό δεν άρχισε να συγκεντρώνεται ακόμα, αλλά ο στόλος έφτασε στην Αίγινα, συνολικά εκατόν δέκα καράβια.
Στρατηγός και ναύαρχος ήταν ο Λεωτυχίδας, γιος του Μενάρη, γιου του Αγησιλάου, γιου του Ιπποκρατίδα, γιου του Λεωτυχίδα, γιου του Αναξιλάου, γιου του Αρχιδάμου, γιου του Αναξανδρίδα, γιου του Θεοπόμπου, γιου του Νικάνδρου, γιου του Χαριλάου, γιου του Ευνόμου, γιου του Πολυδέκτη, γιου του Πρύτανη, γιου του Ευρυφώντα, γιου του Προκλή, γιου του Αριστοδάμου, γιου του Αριστομάχου, γιου του Κλεοδαίου, γιου του Ύλλου, γιου του Ηρακλή, και ανήκε στη δεύτερη βασιλική οικογένεια.
Όλοι οι παραπάνω, εκτός απ᾽ τους εφτά που στον κατάλογό μου αναφέρονται πρώτοι αμέσως μετά τον Λεωτυχίδα, οι άλλοι ανέβηκαν στον βασιλικό θρόνο της Σπάρτης. Στρατηγός των Αθηναίων ήταν ο Ξάνθιππος, ο γιος του Αρίφρονος.
Κι όταν τα καράβια στο σύνολό τους κατέπλευσαν στην Αίγινα, έφτασαν αγγελιοφόροι των Ιώνων στο στρατόπεδο των Ελλήνων· λίγο πιο πριν οι ίδιοι έφτασαν στη Σπάρτη και παρακαλούσαν τους Λακεδαιμονίους να ελευθερώσουν την Ιωνία·
ανάμεσά τους ήταν κι ο Ηρόδοτος, ο γιος του Βασιλείδη· αυτοί οργάνωσαν συνωμοσία και σχεδίαζαν να θανατώσουν τον Στράττη, τον τύραννο της Χίου· στην αρχή ήταν εφτά, κι όταν ξεσκεπάστηκε η συνωμοσία τους, καθώς ένας απ᾽ τους συνωμότες κοινολόγησε την επιχείρησή τους, έτσι λοιπόν οι υπόλοιποι έξι βγήκαν κρυφά απ᾽ τη Χίο κι έφτασαν στη Σπάρτη κι εντέλει, τότε, στην Αίγινα, παρακαλώντας τους Έλληνες να βάλουν πλώρη για να παν στην Ιωνία· κι αυτοί τους συνόδευσαν μόλις ώς τη Δήλο,
επειδή αποκεί και πέρα όλα τα μέρη προκαλούσαν τρόμο στους Έλληνες, γιατί και οι περιοχές τούς ήταν άγνωστες και πίστευαν πως ολόκληρη εκείνη η χώρα είναι γεμάτη στρατό· και με τη φαντασία τους έκαναν τη Σάμο ν᾽ απέχει όσο και οι Ηράκλειες στήλες. Και με την τροπή που πήραν τα πράματα, ούτε οι βάρβαροι, με το φόβο που είχαν πάρει, τολμούσαν ν᾽ ανοιχτούν στο πέλαγος προς τα δυτικά πιο πέρα απ᾽ τη Σάμο, ούτε οι Έλληνες, παρόλα τα παρακάλια των Χίων, προς τ᾽ ανατολικά πιο πέρα απ᾽ τη Δήλο. Ο φόβος φύλαγε το διάστημα που τους χώριζε.
Λοιπόν οι Έλληνες αρμένιζαν για τη Δήλο, ενώ ο Μαρδόνιος παραχείμαζε εκεί, κατά τα μέρη της Θεσσαλίας. Κι όταν ήταν να κινήσει απ᾽ εκεί, έστειλε να κάνει το γύρο των μαντείων έναν που καταγόταν από τον Εύρωμο κι ονομαζόταν Μυς, με την εντολή να πορευθεί για να ζητήσει χρησμό σε κάθε τόπο που μπορούσαν οι Πέρσες να έχουν πρόσβαση. Τώρα, τί ήθελε να μάθει απ᾽ τα μαντεία κι έδωσε αυτές τις εντολές, δεν μπορώ να το πω· γιατί δεν άκουσα τίποτα από κανένα· προσωπικά όμως πιστεύω πως θα ᾽στειλε για τις επιχειρήσεις που τον απασχολούσαν κι όχι για κάτι άλλο.
Λοιπόν πράγματι αυτός ο Μυς και στη Λεβάδεια πήγε κι έπεισε με χρήματα έναν εντόπιο να κατεβεί στη σπηλιά του Τροφωνίου, και επισκέφτηκε τις Άβες της Φωκίδας για το μαντείο τους· λοιπόν, όταν έφτασε στις Θήβες, πρώτο σταθμό του, από τη μια πήρε χρησμό απ᾽ τον Ισμήνιο Απόλλωνα (και στο μαντείο του, όπως στην Ολυμπία, μπορεί να πάρει κανείς χρησμό από τα ιερά σφάγια), κι από την άλλη έστειλε να κοιμηθεί στο μαντείο του Αμφιαράου, πείθοντάς τον με χρήματα, έναν ξένο κι όχι Θηβαίο.
Γιατί κανένας Θηβαίος δεν έχει τη δυνατότητα να πάρει χρησμό απ᾽ αυτό το μαντείο, και νά ποιός ο λόγος· τους προκάλεσε ο Αμφιάραος, με χρησμό που τους έδωσε, να διαλέξουν το έν᾽ από τα δυο, χάνοντας όμως κάθε δικαίωμα στο άλλο: να τους παραστέκει ή ως μάντης ή ως συμπολεμιστής· κι αυτοί προτίμησαν να τον έχουν συμπολεμιστή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κανένας Θηβαίος δεν έχει τη δυνατότητα να κοιμηθεί μες σ᾽ αυτό το μαντείο.
Τότε, όπως αφηγούνται οι Θηβαίοι, έγινε ένα καταπληκτικό, κατά τη γνώμη μου, θαύμα· δηλαδή ο Μυς αυτός από τον Εύρωμο, κάνοντας το γύρο των μαντείων, έφτασε και στο τέμενος του Πτώου Απόλλωνος. Βέβαια Πτώο λέγεται αυτό το λατρευτικό κέντρο, ανήκει όμως στους Θηβαίους· βρίσκεται πάνω απ᾽ τη λίμνη Κωπαΐδα σε βουνό, πολύ πολύ κοντά στην πόλη Ακραιφία.
Όταν λοιπόν, λένε, αυτός που αναφέραμε τ᾽ όνομά του, ο Μυς, έφτασε σ᾽ αυτό το κέντρο λατρείας, τον συνόδευαν τρεις Θηβαίοι αντιπρόσωποι της πόλης τους, για να καταγράψουν τα όσα ήταν να χρησμοδοτήσει ο θεός, οπότε ξαφνικά ο ιερέας του μαντείου δίνει τον χρησμό σε βαρβαρική γλώσσα.
Κι οι Θηβαίοι που τον συνόδευαν έμειναν με το στόμα ανοιχτό ακούοντας, αντί ελληνικά, βαρβαρική γλώσσα και δεν ήξεραν τί να κάνουν μ᾽ αυτό που συνέβαινε· αλλά ο Μυς από τον Εύρωμο άρπαξε απ᾽ τα χέρια τους το πινάκιο που κρατούσαν και πήρε να γράφει τα όσα έλεγε ο ιερέας του μαντείου· και λένε, τους είπε ότι ο χρησμός ήταν στη γλώσσα των Καρών· τον κατέγραψε και πήρε βιαστικά το δρόμο για τη Θεσσαλία.
Κι ο Μαρδόνιος, αφού διάβασε τους χρησμούς, ό,τι τέλος πάντων έλεγαν αυτοί, έστειλε κατόπιν αγγελιοφόρο στην Αθήνα τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, το γιο του Αμύντα, επειδή από τη μια συνδεόταν με συγγένεια με τους Πέρσες (συγκεκριμένα, την αδερφή του Αλεξάνδρου, τη Γυγαίη, θυγατέρα του Αμύντα, την παντρεύτηκε ο Πέρσης Βουβάρης, κι αυτή του χάρισε τον Αμύντα που έζησε στην Ασία έχοντας τ᾽ όνομα του παππού του απ᾽ το μέρος της μητέρας του· σ᾽ αυτόν ο βασιλιάς έκανε δώρο τα εισοδήματα μιας μεγάλης πόλης της Φρυγίας, των Αλαβάστρων)· κι από την άλλη έστελνε ο Μαρδόνιος στους Αθηναίους τον Αλέξανδρο, γιατί τον πληροφόρησαν πως ήταν πρόξενος και ευεργέτης της πόλης τους.
Γιατί πίστευε πως έτσι έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να προσθέσει στους συμμάχους του τους Αθηναίους, ακούοντας πως και βέβαια ήταν λαός πολυάριθμος και γενναίος, όπως επίσης ήξερε πως τα παθήματα που τους βρήκαν στη ναυμαχία ήταν προπάντων των Αθηναίων κατόρθωμα.
Είχε λοιπόν βάσιμες ελπίδες πως, αν τους πάρει στη συμμαχία του, θα επικρατούσε εύκολα στη θάλασσα —και σ᾽ αυτό δεν έπεφτε έξω— ενώ στο πεζικό πίστευε πως είχε μεγάλη υπεροχή· και λογάριαζε πως μ᾽ αυτό τον τρόπο οι δυνάμεις του θα έβαζαν κάτω τις ελληνικές· δεν αποκλείεται μάλιστα και οι χρησμοί αυτό το μήνυμα να του έστειλαν, συμβουλεύοντάς τον να κάνει συμμάχους τους Αθηναίους· λοιπόν τους άκουσε κι έστελνε τον αγγελιοφόρο του.
Τώρα, έβδομος πρόγονος αυτουνού του Αλεξάνδρου είναι ο Περδίκκας, που απόχτησε τη βασιλική εξουσία των Μακεδόνων, και νά πώς: Από τους απογόνους του Τημένου έφτασαν στη χώρα των Ιλλυριών, φυγάδες από το Άργος, τρία αδέρφια, ο Γαυάνης κι ο Αέροπος κι ο Περδίκκας· κι απ᾽ την Ιλλυρία, περνώντας πάνω απ᾽ τα βουνά, έφτασαν στην Άνω Μακεδονία, στην πόλη Λεβαία.
Εκεί δούλευαν μεροκαματιάρηδες στο σπιτικό του βασιλιά· ο ένας τους έβοσκε τ᾽ άλογα, ο άλλος τα γελάδια κι ο μικρότερός τους, ο Περδίκκας, τα γιδοπρόβατα. Λοιπόν, τον παλιό καιρό κι οι βασιλιάδες κάθε τόπου ήταν φτωχοί από χρήματα κι όχι μόνο ο πολύς ο λαός. Κι η γυναίκα του βασιλιά με τα χέρια της ζύμωνε το ψωμί του σπιτιού.
Και κάθε φορά που το έψηνε, το ψωμί του μικρού παραγιού έβγαινε διπλάσιο απ᾽ το ζυμάρι του. Κι επειδή πάντοτε γινόταν το ίδιο, το είπε στον άντρα της. Κι αυτός, με το που τ᾽ άκουσε, αμέσως έβαλε με το νου του πως ήταν σημαδιακό, προμήνυμα μεγάλης αναστάτωσης. Κάλεσε λοιπόν τους παραγιούς και τους παράγγελνε να σηκωθούν να φύγουν απ᾽ τη χώρα του.
Κι εκείνοι αποκρίθηκαν πως το δίκιο είναι να πάρουν τα μεροκάματά τους και τότε να φύγουν. Τότε ο βασιλιάς, ακούοντας για μεροκάματα, έτσι που ο ήλιος γλιστρούσε απ᾽ την καμινάδα στο σπίτι, είπε — κάποιος θεός θα του χτύπησε τα φρένα: «Σας δίνω το μιστό που σας αξίζει, νά, αυτόν!» κι έδειξε τον ήλιο.
Λοιπόν ο Γαυάνης κι ο Αέροπος, οι μεγαλύτεροι, έμειναν αποσβολωμένοι ακούοντας αυτά· όμως το παιδαρέλι, τύχαινε δα να κρατά μαχαίρι, αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Δεκτά αυτά που μας δίνεις, βασιλιά!» και πήρε να χαράζει με το μαχαίρι στο πάτωμα του σπιτιού το μέρος που φώτιζε ο ήλιος. Κι αφού χάραξε τον κύκλο, χουφτώνει σα να ᾽ταν νερό τρεις φορές φως του ήλιου, το αποθέτει στον κόρφο του κι ύστερα πήρε δρόμο κι ο ίδιος και η παρέα του.
Λοιπόν αυτοί πήραν να φεύγουν, κι ένας απ᾽ τους παρακαθήμενους του βασιλιά τού λέει να προσέξει το κάμωμα του νεαρού και πως είχε το λόγο του ο μικρότερος από κείνους και πήρε αυτό που τους δόθηκε. Έξω φρενών ο βασιλιάς με τα όσα άκουσε, στέλνει στο κατόπι τους καβαλάρηδες να τους αφανίσουν. Λοιπόν, στην περιοχή αυτή βρίσκεται ένα ποτάμι, που στη χάρη του κάνουν θυσίες οι απόγονοι αυτών των αδερφών που κατάγονταν από το Άργος, ως σωτήρα.
Αυτό το ποτάμι, μόλις το διάβηκαν οι απόγονοι του Τημένου, κατέβασε τέτοια νεροσυρμή, που στάθηκε αδύνατο στους καβαλάρηδες να το διαβούν. Κι εκείνοι, φτάνοντας σ᾽ άλλη περιοχή της Μακεδονίας, εγκαταστάθηκαν κοντά στα περιβόλια που λένε πως ήταν του Μίδα, του γιου του Γορδίου, όπου φυτρώνουν άγρια ρόδα, που το καθένα τους έχει εξήντα φύλλα κι η ευωδιά τους είναι ανώτερη απ᾽ των άλλων.
Σ᾽ αυτά τα περιβόλια, όπως διηγούνται οι Μακεδόνες, πιάστηκε σε παγίδα κι ο Σιληνός. Και πάνω απ᾽ αυτά τα περιβόλια υψώνεται βουνό, το Βέρμιο που λεν, αδιάβατο απ᾽ τ᾽ αγριοκαίρια. Και μόλις εξουσίασαν αυτή την περιοχή, έχοντάς την ορμητήριό τους υπέταξαν και την υπόλοιπη Μακεδονία.
Λοιπόν, αυτού του Περδίκκα απόγονος ήταν ο Αλέξανδρος μ᾽ αυτή τη σειρά: γιος του Αμύντα ήταν ο Αλέξανδρος, κι ο Αμύντας του Αλκέτα· του Αλκέτα πατέρας ήταν ο Αέροπος, και αυτουνού ο Φίλιππος, και του Φιλίππου ο Αργαίος, κι αυτουνού ο Περδίκκας, που απόχτησε το βασιλικό αξίωμα.
Αυτή λοιπόν ήταν η καταγωγή του Αλεξάνδρου, του γιου του Αμύντα· όταν λοιπόν έφτασε στην Αθήνα, απεσταλμένος του Μαρδονίου, έλεγε τα εξής: «Άνδρες Αθηναίοι, ο Μαρδόνιος σας λέγει τα εξής: Ο βασιλιάς μού έστειλε το ακόλουθο μήνυμα: “Συγχωρώ τους Αθηναίους για όλα τα σφάλματα που διέπραξαν εναντίον μου·
και τώρα, Μαρδόνιε, κάνε τα εξής· πρώτο, δώσε τους πίσω τη γη τους· δεύτερο, ας διαλέξουν οι ίδιοι τους κι άλλη γη, όποια θα τους αρέσει, να την ορίζουν ζώντας αυτόνομοι· τρίτο, αν βέβαια θελήσουν να κάνουν συνθήκες μ᾽ εμένα, να ξαναχτίσεις όλους τους ναούς τους, όσους εγώ πυρπόλησα”. Έχοντας πάρει αυτό το μήνυμα, είμαι υποχρεωμένος να εκτελέσω τις εντολές του, φτάνει να μη τα χαλάσει η αντίθεσή σας.
Κι απ᾽ τη μεριά μου σας λέγω τα εξής: “Tώρα, τί μανία σας έπιασε και σηκώνετε χέρι εχθρικό στο βασιλιά; Γιατί ακόμα και στην περίπτωση που θα νικήσετε, δε θα μπορέσετε μια ζωή ν᾽ αντιμετωπίζετε τη δύναμή του. Γιατί είδατε βέβαια το μέγεθος του εκστρατευτικού σώματος του Ξέρξη και τα κατορθώματά του, κι έχετε τις πληροφορίες σας για τη δύναμη που έχω τώρα εγώ, ώστε ακόμη κι αν αναδειχτείτε ανώτεροι και μας νικήσετε (αν και δεν μπορείτε να ᾽χετε καμιά τέτοια ελπίδα, εφόσον βέβαια δεν παραλογίζεστε), θα εμφανιστεί μπροστά σας άλλη, πολλαπλάσια δύναμη.
Λοιπόν μη θέλετε, παραβγαίνοντας με τον βασιλιά, να χάσετε τη χώρα σας κι ακατάπαυστα να δίνετε αγώνα για τη ζωή σας, αλλά βάλτε τέλος στις εχθροπραξίες. Και σας δίνεται η ευκαιρία να συμβιβαστείτε με τους καλύτερους όρους, καθώς ο βασιλιάς έκανε το πρώτο βήμα. Ζήστε ελεύθεροι, συνομολογώντας μ᾽ εμάς στρατιωτική συμμαχία χωρίς δόλο και απάτη”.
Αυτά, Αθηναίοι, μου έδωσε εντολή να σας πω ο Μαρδόνιος απ᾽ το μέρος του. Εγώ τώρα δε θ᾽ αναφερθώ στα φιλικά μου αισθήματα απέναντί σας (δεν είναι δα κάτι που θα το διαπιστώσετε για πρώτη φορά), αλλά σας προτρέπω να πειστείτε στον Μαρδόνιο.
Γιατί βλέπω πως δε θα μπορείτε να πολεμάτε αιωνίως τον Ξέρξη (γιατί, αν έβλεπα πως έχετε αυτή τη δυνατότητα, ποτέ δε θα εμφανιζόμουν μπροστά σας με τέτοιες προτάσεις), αφού η δύναμη του βασιλιά ξεπερνά τ᾽ ανθρώπινα μέτρα και το χέρι του φτάνει πολύ μακριά.
Λοιπόν, αν δε δεχτείτε αμέσως τις συνθήκες, την ώρα που οι παραχωρήσεις, με βάση τις οποίες θέλουν να κλείσουν συμφωνία, είναι σημαντικές, φοβάμαι για σας, καθώς ανάμεσα σ᾽ όλους τους συμμάχους σας εσείς κατοικείτε στο πιο πολυσύχναστο σταυροδρόμι και μονάχα η δική σας χώρα δεινοπαθεί, καθώς προσφέρεται περισσότερο από κάθε άλλη για πεδίο μάχης.
Πειστείτε λοιπόν, γιατί είναι μεγάλη τιμή για σας που ο μεγάλος βασιλιάς δέχεται, ξεχωρίζοντάς σας απ᾽ όλους τους Έλληνες, να σας δώσει συγχώρηση για τα σφάλματά σας και να γίνει φίλος σας».
Έτσι μίλησε ο Αλέξανδρος· κι οι Λακεδαιμόνιοι παίρνοντας την πληροφορία πως έφτασε ο Αλέξανδρος στην Αθήνα, για να επιδιώξει να κάνουν συνθήκες οι Αθηναίοι με τον βάρβαρο, θυμήθηκαν τους χρησμούς, ότι τους μέλλεται, μαζί με τους άλλους Δωριείς, να εκδιωχθούν απ᾽ την Πελοπόννησο από τους Μήδους και τους Αθηναίους, και τους έζωσε μεγάλος φόβος μήπως οι Αθηναίοι συνομολογήσουν συνθήκες με τον Πέρση κι αποφάσισαν να στείλουν αμέσως αγγελιοφόρους.
Λοιπόν, έτσι ήρθαν τα πράγματα, ώστε να εμφανιστούν στην εκκλησία του δήμου ταυτόχρονα με τον Αλέξανδρο· γιατί οι Αθηναίοι περίμεναν κάπως περισσότερο χρονοτριβώντας, καθώς ήξεραν καλά πως δε γινόταν να μη μάθουν οι Λακεδαιμόνιοι ότι ήρθε στην πόλη τους αγγελιοφόρος από τους βαρβάρους για συνθήκες· και πως, μαθαίνοντάς το, θα στείλουν εσπευσμένα αγγελιοφόρους. Λοιπόν καθυστερούσαν σκόπιμα κι η πρόθεσή τους ήταν να δείξουν στους Λακεδαιμονίους το φρόνημά τους.
Όταν λοιπόν τελείωσε την ομιλία του ο Αλέξανδρος, οι αγγελιοφόροι των Σπαρτιατών τον διαδέχτηκαν στο βήμα κι είπαν: «Κι εμάς μας έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι, για να σας παρακαλέσουμε να μην κάνετε καμιά κίνηση απειλητική για την Ελλάδα, και να μη δεχτείτε τις προτάσεις των βαρβάρων.
Γιατί από καμιά άποψη δεν είναι δίκιο κι ούτε κολακευτικό για οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη, και λιγότερο απ᾽ τον καθένα για σας, και για πολλούς λόγους· επειδή εσείς είστε που ξεσηκώσατε αυτό τον πόλεμο, την ώρα που εμείς καθόλου δεν τον επιθυμούσαμε, κι ο αγώνας στην αρχή έγινε για τη δική σας πόλη, τώρα όμως απειλεί ολόκληρη την Ελλάδα.
Κι εξάλλου, και πάνω απ᾽ όλα, να γίνουν οι Αθηναίοι αίτιοι να υποδουλωθούν οι Έλληνες, ε! αυτό δεν το αποδεχόμαστε με κανέναν τρόπο — εσείς που αποδειχθήκατε στο παρελθόν ελευθερωτές πολλών λαών. Συμμεριζόμαστε βέβαια την αγανάκτησή σας για τις ταλαιπωρίες, μια που κιόλας έχετε χάσει σοδειές δυο χρόνων και ρημάζουν τα σπιτικά σας εδώ και πολύ καιρό.
Ως αποζημίωση γι᾽ αυτά οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους σας δίνουν την υπόσχεση ότι τις γυναίκες σας κι όσο απ᾽ το ψυχομέτρι του σπιτιού σας μόνο βάρος σας δίνει στον πόλεμο, όλους θα τους συντηρήσουμε, όσο καιρό κρατήσει αυτός ο πόλεμος. Κι ούτε να σας γυρίσει τα μυαλά ο Αλέξανδρος ο Μακεδών κάνοντας ελκυστικές τις προτάσεις του Μαρδονίου·
γιατί αυτός δεν μπορεί να κάνει αλλιώς: τύραννος είναι κι έρχεται συνεργός στις επιχειρήσεις τυράννου. Εσείς όμως, όσο στοχάζεστε ορθά, δεν πρέπει να τις δεχθείτε, μια και ξέρετε καλά πως απ᾽ τους βαρβάρους δεν μπορεί να περιμένει κανείς ούτε πίστη ούτε ειλικρίνεια». Έτσι μίλησαν οι αγγελιοφόροι.
Κι οι Αθηναίοι στον Αλέξανδρο έδωσαν την εξής απάντηση: «Πως ο Μήδος έχει δύναμη πολλαπλάσια απ᾽ τη δική μας, αυτό το ξέρουμε κι από μόνοι μας και δεν υπάρχει λόγος να μας κατακρίνεις. Αλλά όμως η λαχτάρα της λευτεριάς μάς παρακινεί να τον αντιμετωπίσουμε μ᾽ όση δύναμη έχουμε. Κι ούτε εσύ να επιχειρήσεις να μας πείσεις κι ούτε εμείς θα πειστούμε να κάνουμε συνθήκες με τον βάρβαρο.
Και τώρα πήγαινε ν᾽ αναγγείλεις στον Μαρδόνιο ότι οι Αθηναίοι λένε: όσο ο ήλιος θ᾽ ακολουθεί τον ίδιο δρόμο που και σήμερα πορεύεται, αποκλείεται να κάνουμε συνθήκες με τον Ξέρξη, αλλά θα βγούμε αντίμαχοί του έχοντας τα θάρρη μας στους θεούς που πολεμούν στο πλευρό μας και στους ημιθέους, που εκείνος, αθεόφοβος πέρα για πέρα, πυρπόλησε τους ναούς και τ᾽ αγάλματά τους.
Κι εσύ αποδώ και μπρος μην εμφανιστείς μπροστά στους Αθηναίους μεταφέροντας παρόμοιες προτάσεις, κι ούτε, έχοντας την ιδέα πως προσφέρεις καλές υπηρεσίες, να μας παρακινείς να κάνουμε παλιανθρωπιές. Γιατί δε θέλουμε να σε βρει καμιά συμφορά απ᾽ τους Αθηναίους, ενώ είσαι πρόξενος και φίλος μας».
Λοιπόν, αυτή την απάντηση έδωσαν στον Αλέξανδρο, ενώ στους απεσταλμένους της Σπάρτης την ακόλουθη: «Βέβαια, η ανησυχία των Λακεδαιμονίων μήπως κάνουμε συνθήκες με τους βαρβάρους ήταν απόλυτα ανθρώπινη· όμως σχεδόν πρέπει να ντρέπεστε γι᾽ αυτό το φόβο σας, την ώρα που ξέρετε καλά το φρόνημα των Αθηναίων, ότι σε κανένα μέρος τη γης δε βρίσκεται τόσο χρυσάφι, ούτε χώρα υπέροχη σε ομορφιά και γονιμότητα, που θα τα δεχόμασταν ως αντάλλαγμα του μηδισμού μας και της υποδούλωσης της Ελλάδας.
Γιατί είναι πολλά και μεγάλα αυτά που μας εμποδίζουν να το κάνουμε αυτό, έστω κι αν το θέλαμε, πρώτα πρώτα και πάνω απ᾽ όλα τα αγάλματα και οι ναοί των θεών που πυρπολήθηκαν κι έγιναν ερείπια, που μας υποχρεώνουν να πάρουμε τη μεγαλύτερη εκδίκηση που μπορούμε, και πολύ λιγότερο να συνομολογήσουμε συνθήκες μ᾽ αυτόν που τα έπραξε· και κατόπιν ο ελληνισμός, ένας κόσμος που στις φλέβες του κυλά το ίδιο αίμα και που μιλά την ίδια γλώσσα κι έχει κοινά τα λατρευτικά κέντρα των θεών και θυσίες και συνήθειες ίδιες κι απαράλλαχτες — η προδοσία όλων αυτών θα ήταν αίσχος για τους Αθηναίους.
Και να ξέρετε καλά τούτο, αν τυχαίνει να μη το ξέρετε ώς τώρα, όσο θα μένει ζωντανός έστω και ένας Αθηναίος, δε θα κάνουμε συνθήκες με τον Ξέρξη ποτέ. Βέβαια ήταν ευχάριστη έκπληξη για μας η έγνοια σας για την κατάστασή μας, η πρόνοιά σας για μας που ρήμαξαν τα σπιτικά μας, αφού θέλετε να συντηρήσετε τους ανθρώπους των σπιτιών μας.
Η ευεργεσία σας είναι σαν να γίνηκε, όμως εμείς θα κάνουμε πέτρα την καρδιά μας στην κατάσταση που βρισκόμαστε και δε θα σας δώσουμε κανένα βάρος. Μόνο, μια κι έτσι έχουν τα πράματα, να στείλετε το γρηγορότερο το εκστρατευτικό σώμα.
Γιατί, κατά τους υπολογισμούς μας, δε θα περάσει πολύς καιρός κι ο βάρβαρος θα εμφανιστεί εδώ κάνοντας εισβολή στη χώρα μας, αλλά αμέσως μόλις πάρει την είδηση ότι δε θα κάνουμε τίποτε απ᾽ όσα εκείνος μας ζητούσε. Λοιπόν, προτού εκείνος εμφανιστεί στην Αττική, έχει ζωτική σημασία να σπεύσετε έγκαιρα σε βοήθεια στη Βοιωτία». Κι οι άλλοι, ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την απάντηση των Αθηναίων, πήραν το δρόμο του γυρισμού για τη Σπάρτη.
Τα σχόλια είναι κλειστά.