diaforos
Just another WordPress site
τους Εισαγγελείς ποιος θα τους στηρίξει όταν τα μπέεε στήνονται στα τέσσερα για ένα συσσίτιο στους -ισμούς που «δεν» γνωρίζουν το άρθρο 15 Π.Κ.?? ..1η ΑΝΑΙΡΕΣΗ βουλεύματος ΕΛΣΤΑΤ
Προς διευκόλυνση λοιπόν διαχωρισμός ενοτήτων της απόφασης με απλά και κατανοητά λογάκια…. για όσους αφιερώσουν το χρόνο …. να μάθουν τους λόγους των περικοπών, του ΕΝΦΙΑ κλπ
I. Δυνατότητα Εισαγγελέα να ασκήσει αναίρεση λόγω εσφαλμένης ερμηνείας Νόμου
II. Καθορισμός των περιπτώσεων που στοιχειοθετούν την εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου
III. Τα Γεγονότα της Υπόθεσης και η «εσφαλμένη» ερμηνεία του Νόμου που αρχικά αθώωνε τον Γεωργίου
IV. Η Ορθή ερμηνεία του Νόμου
V. Τα χοντροειδή «σφάλματα» των Εφετών όσον αφορά
- Α. τις 17 ΔΕΚΟ
- Β. τα ΝΠΔΔ (περίπου 500 τον αριθμό)
- Γ. τις Νοσοκομειακές Δαπάνες
- Δ. το Swap του Σημίτη
- Ε. τη ζημιά του Δημοσίου (210 δισ!!!!) που «δεν» έγινε αντιληπτή
- Στ. Σύνοψη και πρόταση Ακύρωσης της αρχικής απόφασης (βουλεύματος)
και τέλος …..
Παραπομπή της υπόθεσης στο Συμβούλιο Εφετών υπό διαφορετική σύνθεση.
Να επισημάνω ότι παρόλη την άψογη τεκμηρίωση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου το Συμβούλιο Εφετών με 2 υπέρ και 1 «αθώωσε» τον Γωργίου στις 26.05.2017 που θα εισέπραττε και αποζημίωση από τους μπεεεελληναράδες αν η Εισαγγελέας δεν ασκούσε και νέα αναίρεση τον Ιούλιο του 2017.
Επιπλέον επισημαίνεται (για τα μπεεεεεεεέ που τρώνε το σανό των ΠασοκΝδΑνελοΠοταμοΣυριζαίοΚκεΧρυσαύγουλων blogger) ότι η υπόθεση σέρνεται καμμιά 5ετία τώρα και οι νομικές υπηρεσίες των κυριούληδων που ούτε είδαν ούτε άκουσαν ούτε γνωρίζουν πως να καταργήσουν τους υπέρογκους φόρους που έχουν μπει εξαιτίας της Εθνικής Ζημίας (των 210.000.000.000,00 €) ασφαλώς δεν γνωρίζουν για το πότε θα ξεκαθαρίσει αυτή η Εθνική υπόθεση αφού ως γνωστό δεν παρεμβαίνουν στη δικαιοσύνη πέραν της κατά παραγγελία νομοθέτησης (15.06.2017) για αποζημίωση του Γεωργίου κατόπιν αιτήματος των «Θεσμών».
Προφανώς έχουν διδαχτεί από τους καλούς ποιμενάρχες που ξέρουν να τραβάνε τις υποθέσεις έως ότου αλλάξουν τρεις τέσσερις πέντε ….. κυβερνήσεις ώστε να πάρουν αυτό που θέλουν.
(με * και γαλάζιο χρώμα είναι κάποιες χρήσιμες σημειώσεις ώστε να μπορούν και τα μπεεεεέ να κατανοήσουν τη σημασία της παραπομπής Γεωργίου για Κακούργημα)
Όσο δε αφορά την εν μέρει αναίρεση που οι σανοπωλητές θα φροντίσουν να πουλήσουν θα πρέπει τα μπεεεεεεέ να γνωρίζουν ότι το μέρος που δεν ζητήθηκε αναίρεση είναι αυτό που ήδη εκδικάστηκε και αφορούσε τα ελαφρύτερα αδικήματα (πλημμελήματα) για τα οποία και καταδικάστηκε ο Γεωργίου την 01.08.2017.
Και πριν την ανάγνωση της απόφασης …. ποινικός Κώδικας …. δράστης και «ματάκιας»….. για να μην σας πουλήσει κανένας σανό περί αριστερών και δεξιών – χρυσαύγουλων που δεν νομοθετούν …. ξέρετε εσείς μπεεεεεεέ
Άρθρο 14 – Έννοια της αξιόποινης πράξης
- 1. Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο.
- 2. Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος <<πράξη>> περιλαμβάνει και τις παραλείψεις.
Άρθρο 15 – Έγκλημα που τελείται με παράλειψη
- Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόσκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.
…
Απόφαση 1331 / 2016 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
(I. Δυνατότητα Εισαγγελέα να ασκήσει αναίρεση λόγω εσφαλμένης ερμηνείας Νόμου)
(II. Καθορισμός των περιπτώσεων που στοιχειοθετούν την εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου)
Εξάλλου, για την πληρότητα της αιτιολογίας, όσον αφορά τα βουλεύματα, πρέπει να προκύπτει απ’ αυτήν ότι το Συμβούλιο, κατά την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεν παρεβίασε τα διδάγματα και τους κανόνες της Κοινής Πείρας και Λογικής, η συμμόρφωση προς τους οποίους ελέγχεται αναιρετικώς ως έλλειψη αιτιολογίας (ΑΠ 1683/2009, 2095/2007, 1648/2007, 1269/2006 κ.ά.) και δεν έκανε επιλεκτική χρήση αυτών ή επιλεκτική χρήση μέρους αποδεικτικού μέσου ή ειδικότερα παρέλειψε να εκτιμήσει στο σύνολο της μια ιδιαίτερα σοβαρή και κρίσιμη μαρτυρική κατάθεση, γιατί άλλως είναι αδύνατος ο ακυρωτικός έλεγχος (Α.Π. 1415/2010, Α. Μαργαρίτης : “Ένδικα μέσα”, 2014, σελ. 613 σημ. 294, Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι : “Το περιεχόμενο της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας”, Υπερ. 1994, σελ. 842 επ.). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1 εδ. α’ , 310 παρ. 1 εδ.α’ 313 και 318 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο (Πλημμελειοδικών ή Εφετών), αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και αν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές, όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό που συγκομίστηκε προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Αντιθέτως, οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αυτές καθ’ εαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην απαλλαγή του. Για να κρίνει το συμβούλιο αν υπάρχουν η όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ή για ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, αξιολογώντας και σταθμίζοντας, τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις άνω ενδείξεις, όσο και εκείνα που τις αποδυναμώνουν. Τέλος, κατά το άρθρο 484 § 1 β’ Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το Συμβούλιο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου και να στερείται το βούλευμα νόμιμης βάσεως.
- i) παρότι οι εν λόγω Δημόσιες Επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μη εμπορικές μονάδες, ήτοι ως πωλούσες, τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους σε τιμές κατώτερες του 50% του κόστους παραγωγής τους (στο εξής: κριτήριο του 50%, βλ. παρ. 3.27 επ. ΕΣΟΛ 1995), χαρακτηρισμός που άλλωστε προϋπέθετε την προηγούμενη εκπόνηση από την …, σχετικών μελετών (βλ. παρ. 3.33 ΕΣΟΛ 1995, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 479/2009 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2009 “για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας”), οι οποίες όμως ουδέποτε συντάχθηκαν,
- ii) παρότι οι εν λόγω Δημόσιες Επιχειρήσεις λάμβαναν κρατικές επιδοτήσεις προϊόντος, οι οποίες ομοίως απέκλειαν την αναταξινόμησή τους στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης (βλ. παρ. 3.33 στοιχ. α’ αριθ. 2 ΕΣΟΛ 1995, σε συνδυασμό με παρ. 4.33 και 4,35 στοιχ. Υ αυτού), κατά την εκτίμηση του κριτηρίου του 50%,
- iii) παρότι τα κόστη που αντιστοιχούσαν σε σχηματισμό κεφαλαίου για ίδιο λογαριασμό των εν λόγω Δημόσιων Επιχειρήσεων δεν έπρεπε να περιληφθούν στο κόστος παραγωγής τους, κατά την εκτίμηση του κριτηρίου του 50% (βλ. παρ. 3.33 στοιχ. β’ ΕΣΟΛ 1995),
- iν) παρότι για την εξεύρεση του κόστους παραγωγής των εν λόγω Δημόσιων Επιχειρήσεων, κατά την εκτίμηση του κριτηρίου του 50%, έπρεπε να συνυπολογιστεί το μέγεθος της ανάλωσης του παγίου κεφαλαίου αυτών και όχι το ληφθέν τελικώς υπόψη μέγεθος των εμπορικών τους αποσβέσεων (βλ. παρ. 6.04 ΕΣΟΛ 1995) και
- ν) παρότι για την αναταξινόμηση των εν λόγω Δημόσιων Επιχειρήσεων στο τομέα της Γενικής Κυβέρνησης έπρεπε να εξεταστεί το κριτήριο του 50% στη διάρκεια μιας σειράς ετών (παρ. 3.33 ΕΣΟΛ 1995), κάτι που ωστόσο δεν έγινε. Η αναταξινόμηση των δεκαεπτά προαναφερόμενών Δημόσιων Επιχειρήσεων στο θεσμικό τομέα της Γενικής Κυβέρνησης διόγκωσε το δημοσιονομικό έλλειμμα του έτους 2009 κατά ποσοστό 0,74% επί του Α.Ε.Π.
- i) να αφαιρεθούν, ως έδει από τις εν λόγω δαπάνες (βλ. παρ. 3.05 και 3.06 ΕΣΟΛ 1995), τα ποσά κατά τα οποία αυτές μειώνονταν λόγω προεξόφλησης των κατεχόμενών από τους ανωτέρω προμηθευτές ομολόγων, αντιστοιχούσαν δε τα ως άνω ποσά σε ποσοστό 20 – 22% επί των νοσοκομειακών δαπανών του έτους 2008 και 30 – 32% επί των νοσοκομειακών δαπανών του έτους 2009 και
- ii) να έχουν υποβληθεί στο σύνολο τους στον διενεργούμενο από το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικό έλεγχο.
- i) έλαβε χώρα στο πλαίσιο της θεσπιζόμενης από τον Κανονισμό (ΕΚ) 479/2009 Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος, διαδικασία η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 9 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να ζητήσει από το Κράτος Μέλος, που εμφανίζει υπερβολικό έλλειμμα, να λάβει τα αναγκαία για τη μείωση του τελευταίου μέτρα,
- ii) μπορούσε να επηρεάσει την πρόσβαση της Χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και τα επιτόκια δανεισμού της κατά την έκδοση από αυτή έντοκων γραμματίων και iii) οδήγησε αιτιωδώς στη σύναψη ενός νέου Μνημονίου για την Ελλάδα και τη λήψη των προβλεφθέντων από εκείνο μέτρων (βλ. ν. 4046/2012, στο εξής “Μνημόνιο II”).
- ϊ) 119.580.000.000 ευρώ, ως πρόσθετα χρεολύσια με τα οποία επιβαρύνθηκε η Χώρα, δανειζόμενη στο πλαίσιο του “Μνημονίου II”,
- ii) 4.800.000.000 ευρώ, ως τόκους επί των ως άνω χρεολυσίων,
- iii) 46.200.000.000 ευρώ, ως πρόσθετα χρεολύσια με τα οποία επιβαρύνθηκε η Χώρα, δανειζόμενη μέσω της έκδοσης έντοκων γραμματίων του Δημοσίου και
- iv) 768.800.000 ευρώ” ως τόκους επί των αμέσως ανωτέρω χρεολυσίων”.
(έναρξη αντιγαφής εκ του βουλεύματος)
“Από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων της σχηματισθείσας δικογραφίας, τα οποία συγκεντρώθηκαν τόσο κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης όσο και σ’ αυτό της κυρίας ανάκρισης, καθώς και της συμπληρωματικής τοιαύτης, δηλαδή των μαρτυρικών καταθέσεων, των εγγράφων, του από 30-3-2012 πορίσματος της κατ’ άρθρο 68 παρ. 2 του Συντάγματος Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων “σχετικά με το έλλειμμα του 2009 και τους παράγοντες που οδήγησαν στην αμφισβήτηση των ελληνικών στατιστικών στοιχείων”, των ανωμοτί εγγράφων εξηγήσεων των κατηγορουμένων, που λήφθηκαν κατ’ άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ, τις απολογίες των κατηγορουμένων κατά τη συμπληρωματική κυρία ανάκριση και από τη συνολική εκτίμηση του αποδεικτικού, υλικού, αξιολογουμένου κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 ΚΠΔ), προέκυψαν τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που διαλαμβάνονται στις υπ’ αριθμ. 698/2014 και 865/2015 (συμπληρωματική της πρώτης) Εισαγγελικές προτάσεις, στις οποίες το παρόν Συμβούλιο παραδεκτά αναφέρεται προς αποφυγήν άσκοπων επαναλήψεων, κατά το μέρος τους που αναφέρονται στην αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαίωσης σε βαθμό κακουργήματος κατά συναυτουργία σε βάρος του Δημοσίου, υπό την ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση της ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας του αντικειμένου του εγκλήματος.
- α) ο δράστης (αυτουργός) να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α και 263 α Π.Κ., αρμόδιος καθ’ ύλην και κατά τόπον για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί,
- β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ’ Π.Κ. και δη δημόσιο κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ, κατά την έννοια του οποίου πρέπει να προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη έναντι πάντων κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται σ’ αυτό και
- γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών περιστατικών, τα οποία γενικώς και αφηρημένως μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν το έγγραφο έχει τη νομική δυνατότητα να αποδεικνύει τη γένεση, ύπαρξη, διατήρηση, αλλοίωση ή απώλεια ενός δικαιώματος ή έννομης, σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως, ανεξαρτήτως αν οι ίδιες έννομες συνέπειες θα μπορούσαν να επέλθουν με τη βεβαίωση στο έγγραφο της πραγματικής καταστάσεως, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του δράστη, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου, ότι ενεργεί υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου εντός της καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητάς του και ότι τα βεβαιούμενα γεγονότα είναι ψευδή και στη θέληση ή αποδοχή αυτού, να βεβαιώσει τα ψευδή περιστατικά, που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες (Α. Μπουροπούλου, Ψευδής βεβαίωση, νόθευση κ.λπ., ΠοινΧρ ΙΒ/257 ε.π., Χρ, Δέδε, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Εγκλήματα περί την υπηρεσία, σελ. ‘ 72 – Α,Π. 137/2014, Α.Π. 648/2014, Α.Π. 755/2014, Α.Π. 963/2014, Α.Π. 642/2014).
- α) κατά πόσον ο λόγος του προβλεπομένου ή υφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς …
- β) κατά πόσον ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ακαθάριστο προϊόν υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς … Οι τιμές αναφοράς ορίζονται στο πρωτόκολλο για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, που προσαρτάται στις Συνθήκες.
- 3% για τον λόγο μεταξύ του προβλεπομένου ή υφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς, 60% για τον λόγο μεταξύ του δημοσίου χρέους και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς”.
- “1. Για τους σκοπούς του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος και του παρόντος κανονισμού, οι όροι που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 2 έως 6 ορίζονται σύμφωνα με το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (στο εξής “ΕΣΑ 95”) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96. Οι κωδικοί μέσα σε παρένθεση αναφέρονται στο ΕΣΛ 95.
- 2. Ο όρος “δημόσιο” καλύπτει τον ευρύτερο “δημόσιο τομέα” [έτσι αποδόθηκε στην ελληνική γλώσσα ο αγγλικός όρος general government] (S.13), που υποδιαιρείται στους υποτομείς “κεντρική διοίκηση” (S.1311), “διοίκηση ομόσπονδων κρατιδίων” (S. 1312), “τοπική αυτοδιοίκηση” (S. 1313) και “οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης” (S. 1314), εξαιρούμενων των εμπορικών πράξεων όπως ορίζονται στο ΕΣΛ 95. Η εξαίρεση των εμπορικών πράξεων σημαίνει ότι ο “δημόσιος τομέας” (S, 13) περιλαμβάνει μόνο τις θεσμικές μονάδες που έχουν ως κύριο καθήκον την παραγωγή μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών.
- 3. Το δημοσιονομικό έλλειμμα (πλεόνασμα) είναι η καθαρή λήψη (καθαρή χορήγηση) δανείων (EDP Β.9) του “δημόσιου τομέα” (S. 13), όπως ορίζεται στο ΕΣΛ 95. …
- 4. …
- 5. Το “δημόσιο χρέος” αποτελείται από την ονομαστική αξία όλων των ακαθάριστων τρεχουσών υποχρεώσεων του “δημόσιου τομέα” (S.1.3) στο τέλος τον έτους, με εξαίρεση τις υποχρεώσεις των οποίων τα αντίστοιχα χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού βρίσκονται στην κατοχή του “δημόσιου τομέα” (S.13) …”.
- “1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα πραγματικά στοιχεία που γνωστοποιούνται στην Επιτροπή (Eurostat) παρέχονται σύμφωνα με τις αρχές που έχουν θεσπισθεί με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009. Ως προς το θέμα αυτό, οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα γνωστοποιούμενα στοιχεία είναι σύμφωνα με το άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού και τους σχετικούς λογιστικούς κανόνες του ΕΣΛ 95 …
- 2. …”.
- “1. Δημόσιος τομέας : περιλαμβάνει τη Γενική Κυβέρνηση και τις δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3, καθώς και τους δημόσιους οργανισμούς κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α).
- 2. Γενική Κυβέρνηση : περιλαμβάνει την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού (ΟΤΑ), και τούς Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), σύμφωνα με τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΟΛ).
- 3. Κεντρική Κυβέρνηση : περιλαμβάνει την Κεντρική Διοίκηση και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται κυρίως από την Κεντρική Διοίκηση, εκτός ΟΤΑ και ΟΚΑ.
- 4. Κεντρική Διοίκηση ή Δημόσιο ή Κράτος : περιλαμβάνει την Προεδρία της Δημοκρατίας, τα Υπουργεία και τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, καθώς και τις Ανεξάρτητες Αρχές …”.
- “1. Η …. ασκεί τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας … της Ελλάδας (Γ.Γ. Ε.Σ.Υ.Ε.). που προβλέπονται στο άρθρο 1 του π.δ. 224/1986 (ΦΕΚ 91 Α’ ), κάθε άλλη αρμοδιότητα της που προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και τις αρμοδιότητες που καθορίζονται από τον παρόντα νόμο, από τον Κανονισμό (ΕΚ) 223/2009 και οποιαδήποτε άλλη σχετική διάταξη.
- 2. Η …. ιδίως : α Καταρτίζει και εκτελεί το ετήσιο στατιστικό πρόγραμμα και παράγει και δημοσιεύει με την ιδιότητα της “…”, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 223/2009, τις επίσημες, εθνικές και ευρωπαϊκές στατιστικές της χώρας …”. 6. Επειδή, από τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η …. είναι η αρμόδια εθνική αρχή για την κατάρτιση και την αποστολή προς την Eurostat των εθνικών στατιστικών και του συνόλου των στοιχείων που απαιτούνται, μεταξύ άλλων, για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου σχετικά με την διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 479/2009. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται στην Eurostat τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο.
Συνεπώς, οι φορείς που περιλαμβάνονται στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης καθορίζονται, κατ’ αρχήν, στο νόμο.
Προκειμένου, δηλαδή, να υπαχθεί ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης, εξετάζεται αν το εν λόγω νομικό πρόσωπο ελέγχεται και χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από την Κεντρική Διοίκηση.
- α) τέσσερα μέλη, ένα από τα οποία οριζόταν ως Πρόεδρος και ένα ως Αντιπρόεδρος, εκλεγόμενα από τη διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, με εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από δημόσια προκήρυξη, με πλειοψηφία 4/5 των μελών της,
- β) ένα μέλος υποδεικνυόμενο από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος,
- γ) ένα μέλος οριζόμενο από τον Υπουργό Οικονομικών και
- δ) ένα μέλος οριζόμενο από τον Σύλλογο των Εργαζομένων στην ….
- στην (εσφαλμένη κατ’ αυτούς) επικαιροποιημένη οριοθέτηση του θεσμικού τομέα της “Γενικής Κυβέρνησης”, με την αναταξινόμηση και ένταξη σ’ αυτόν 17 ελλειμματικών Φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΔΕΚΟ κ.λπ.), που μέχρι τότε, δεν επηρέαζαν αρνητικά το δημοσιονομικό έλλειμμα, καθώς εντάσσονταν σε άλλο θεσμικό τομέα (ήτοι αυτόν των μη χρηματοδοτικών επιχειρήσεων), χωρίς προηγούμενη σχετική μελέτη νια τη διαπίστωση συνδρομής των κριτηρίων νια την αναταξινόμηση αυτή -ιδίως αυτού της χρηματοδότησής τους κατά κύριο λόγο από το Δημόσιο-
- στη συμπερίληψη στο δημοσιονομικό έλλειμμα της αγοραίας αξίας συμφωνιών ανταλλαγής εκτός αγοράς (off market swaps), στις οποίες είχε προβεί το Ελληνικό Δημόσιο μεταξύ των ετών 2001-2007 (ιδίως του … –*οι τελίτσες αφορούν το Swap της Goldman Sachs βλ Σημίτης-, του έτους 2001, αγοραίας αξίας 5,4 δισ. ευρώ)
- στην όμοια συμπερίληψη οφειλών των δημοσίων νοσοκομείων που ανάγονταν σε προηγούμενα έτη, χωρίς να έχει προηγηθεί έλεγχος της νομιμότητας τους, καθώς και στην υποβάθμιση (αναθεώρηση προς τα κάτω) του ΑΕΠ του έτους 2005, με συνέπεια τον αρνητικό επηρεασμό (διόγκωση προς τα πάνω) του ύψους του δημοσιονομικού ελλείμματος και των επομένων ετών, μέχρι και το 2009.
Όπως δε προκύπτει από το διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών :
- α) ο δράστης (αυτουργός) να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α’ και 263 Α’ ΠΚ, αρμόδιος καθ’ ύλη και κατά τόπον για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας, που του έχει ανατεθεί, από το νόμο ή άλλους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή διαταγές ανωτέρων ή και υπάλληλος μη αρμόδιος, στον οποίον όμως το έγγραφο είναι εμπιστευμένο ή προσιτό ως εκ της υπηρεσίας του,
- β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ’ ΠΚ. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται σε διάταξη του ΠΚ, γ’ αυτό έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο το άρθρο 438 ΚΠολΔ, κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό, που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, το οποίο έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, για ό,τι βεβαιώνεται στο περιεχόμενο του και
- γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Έννομες συνέπειες υπάρχουν, όταν το έγγραφο έχει τη νομική δυνατότητα να αποδεικνύει τη γένεση, ύπαρξη, διατήρηση, αλλοίωση ή απώλεια ενός δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως, ανεξαρτήτως αν οι ίδιες έννομες συνέπειες θα μπορούσαν να επέλθουν με τη βεβαίωση στο έγγραφο της πραγματικής κατάστασης.
Ειδικότερα, το μέρος του σκεπτικού, που αναφέρεται στην εκτίμηση του “αποδεικτικού υλικού”, σχετικά με το ως άνω έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης και με την μη τέλεσή του από τους κατηγορούμενους εκτείνεται από το 63° φύλλο του προσβαλλόμενου βουλεύματος (1η σελίδα αυτού, 5η σειρά από το τέλος) μέχρι το 64° φύλλο (1η σελίδα αυτού, 16 πρώτες σειρές).
Σ’ αυτό συμπυκνώνεται η άποψη, ότι η ΔΥΕ [Διαδικασία (επιτήρησης λόγω) Υπερβολικού Ελλείμματος] του 2010, που έγινε στα μέσα Νοεμβρίου 2010 και που απεστάλη στη EUROSTAT και αναφερόταν στο έτος 2009, δε στοιχειοθετεί το έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης, αφού δεν περιέχει βεβαίωση (ψευδή) περιστατικού, υπό την έννοια του άρθρου 242 § 1 ΙΊ.Κ., αλλά αξιολογικές κρίσεις και εκτιμήσεις, βάσει του κανονιστικού πλαισίου ασκήσεως της σχετικής αρμοδιότητας της …., ελεγχόμενες μόνο ως προς την ορθότητα τους ή μη και μη συνιστώσες γεγονότα, αφού δεν προέκυψε ότι οι αξιολογήσεις αυτές στηρίχθηκαν σε αναληθή στατιστικά μεγέθη.
Ειδικότερα δε, δέχεται το Συμβούλιο ότι οι αιτιάσεις, που θεωρούν τεχνητά και σκόπιμα διογκωμένο το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος της Χώρας για το έτος 2009, λόγω μη εφαρμογής της ενδεδειγμένης και εφαρμοστέας στατιστικής μεθοδολογίας, ουσιαστικά στρέφονται κατά της ορθότητας των σχετικών στατιστικών μεθόδων , που εφαρμόστηκαν και του συνακόλουθου υπολογισμού του ελλείμματος και του χρέους ως προϊόντος σειράς εκτιμητικών κρίσεων, που οδήγησαν στο αποτέλεσμα αυτό, με βάση τα εφαρμοσθέντα εν γένει κριτήρια, νωρίς παράλληλη αμφισβήτηση των στατιστικών μεγεθών, που έτυχαν της σχετικής επεξεργασίας για το σχηματισμό των κρίσεων αυτών, ανεξάρτητα από την επιστημονική στατιστική ορθότητα της επεξεργασίας και αξιολόγησής τους.
Δέχεται, εξάλλου, ότι οι μάρτυρες Ζ. Γ., Ν. Λ. και Ν. Σ., στις καταθέσεις τους (προανακριτικές και ανακριτικές) δεν αμφισβητούν την ύπαρξη πρωτογενών στοιχείων γενικά αλλά (αμφισβητούν) το χειρισμό και επεξεργασία των στοιχείων, που θα απεικονίζονταν σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη, που δεν υπάρχει.
Τέλος, δέχεται, πως κανένας μάρτυρας δεν αποδίδει στους κατηγορούμενους δόλια προαίρεση σχετικά με την αποστολή των ανωτέρω στατιστικών στοιχείων στη “EUROSTAT”, ενώ χαρακτηριστικά η μάρτυρας Ζ. Γ. δεν αποδίδει δόλο στους κατηγορούμενους για το ανωτέρω ζήτημα, αλλά “εγκληματική αμέλεια”.
Μετά από την παραδεκτά γενόμενη επισκόπηση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, του υπ’ αρ. 1212/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που διέταξε περαιτέρω ανάκριση και του αποδεικτικού υλικού, που συνελέγη κατά την προκαταρκτική εξέταση, την κύρια ανάκριση και την περαιτέρω κύρια ανάκριση, σχετικά με το προσβαλλόμενο βούλευμα προέκυψαν τα ακόλουθα :
Το υπ’ αρ. 1212/2014 ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών διέταζε τα ακόλουθα : “… Με βάση τα παραπάνω και λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας διάστασης όσον αφορά την τεχνητή ή όχι διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας για το έτος 2009 που αποδίδεται στους κατηγορουμένους, ενόψει μάλιστα και των εκ διαμέτρου αντιθέτων απόψεων των προαναφερθέντων μαρτύρων που στηρίζουν την κατηγορία αφενός και των κατηγορουμένων αφετέρου για το ζήτημα αυτό, αλλά και του γεγονότος ότι η σχετική κατηγορία συνάπτεται με εξειδικευμένα θέματα οικονομικής φύσεως και επιπλέον ότι δεν διευκρινίσθηκαν επαρκώς κατά την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση τα ζητήματα αυτά, όπως και εκείνα που αφορούν την παράβαση καθήκοντος που αποδίδεται στον πρώτο κατηγορούμενο, το Συμβούλιο κρίνει αναγκαία την αναβολή της απόφασης επί των πιο πάνω κατηγοριών και τη διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανάκρισης, ώστε να εξαντληθεί κάθε δυνατότητα διερεύνησης όλων των πτυχών της υπόθεσης από τις οποίες θα μπορούσε να σχηματισθεί επαρκώς θεμελιωμένη δικαστική κρίση.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο κρίνει αναγκαίο:
α) να κληθούν και να εξεταστούν εκ νέου, οι μάρτυρες Ν. Σ. και Ε. Κ., οι οποίοι με βάση τα σχετικά στοιχεία της δικογραφίας που θα τους τεθούν υπόψη και με τις ιδιότητες που προαναφέρθηκαν να αναφερθούν αναλυτικά, σε συμπλήρωση των ήδη κατατεθέντων από τους ίδιους, σε όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία που περιελήφθησαν ώστε να χωρήσει αναθεώρηση του ελλείμματος για το έτος 2009 από 13,6% σε 15,4% επί του ΑΕΠ, το δικαιολογημένο ή μη της συμπερίληψής τους στο έλλειμμα και σε περίπτωση που το έλλειμμα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ποιο έπρεπε να είναι το πραγματικό έλλειμμα της περιόδου αυτής και τέλος αν μπορούσε να προκληθεί και ποια στο Δημόσιο ζημία από τυχόν τεχνητή διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας,
β) να κληθούν οι κατηγορούμενοι προς απολογία, η οποία αποτελεί κεφαλαιώδη ανακριτική πράξη και εκτός από τον χαρακτήρα της ως υπερασπιστικού μέσου αποτελεί και σημαντικό αποδεικτικό μέσο, να τους απαγγελθεί κατηγορία για το σκοπό αυτό και να γνωστοποιηθεί σ’ αυτούς το πέρας της κυρίας ανάκρισης που θα διεξαχθεί από τον οριζόμενο αρμοδίως ανακριτή και
γ) να ενεργηθεί οποιαδήποτε άλλη ανακριτική πράξη κρίνει σκόπιμη ο ανακριτής για τη διαλεύκανση των ανωτέρω ζητημάτων και γενικότερα της υποθέσεως.
Τα παραπάνω δε χωρίς να είναι αναγκαίο στο στάδιο αυτό το Συμβούλιο τούτο να ερευνήσει αν από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής και να διατυπώσει γνώμη περί της συνδρομής τέτοιων ενδείξεων σε βάρος των κατηγορουμένων (άλλωστε αυτό δεν απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 309 περ. δ και 312 Κ.Ποιν.Δ), αλλά η κρίση αυτού (Συμβουλίου) για την ύπαρξη επαρκών ή μη ενδείξεων κατά των κατηγορουμένων θα συναχθεί μετά την ολοκλήρωση της συμπληρωματικής ανάκρισης” (βλ. φύλλα 53 και 54 του ως άνω βουλεύματος).
Η συμπληρωματική κύρια ανάκριση που διενεργήθηκε από τον Ανακριτή του 8ου Ειδικού Τμήματος, ολοκληρώθηκε, πλην όμως στο προσβαλλόμενο βούλευμα 1149/2015 δεν εκτίθενται σαφώς και συγκεκριμένα τα πραγματικά περιστατικά, που περιλαμβάνουν αυτές οι ως άνω “συμπληρωματικές καταθέσεις καθώς και εκείνη της Ζ. Γ., ιδιαίτερα του Ν. Σ., ο οποίος είναι ιδιαίτερα σαφής στην κατάθεσή του για τις συγκεκριμένες παραποιήσεις μεθοδολογιών, ακόμα και πρωτογενών στοιχείων που χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι.
Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα άλλοτε αγνοεί τις ως άνω καταθέσεις και άλλοτε κάνει επιλεκτική εκτίμησή τους, ενώ η υπ’ αρ. 865/2015 εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο εξολοκλήρου αναφέρεται, αγνοεί τελείως τις συμπληρωματικές αυτές μαρτυρικές καταθέσεις.
– Συγκεκριμένα :
(Α. Τα χοντροειδή «σφάλματα» όσον αφορά τις 17 ΔΕΚΟ)
Α) Σε σχέση με την ταξινόμηση των 17 ΔΕΚΟ στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης (Δημόσιος τομέας), στην κατάθεσή του, ο Ν. Σ. αναφέρει συγκεκριμένα, ότι χρησιμοποιήθηκαν εν γνώσει των κατηγορούμενων λανθασμένα στοιχεία για την αναταξινόμηση (λογιστική μεταφορά) των 17 ΔΕΚΟ από τον τομέα των Μη-Χρηματοπιστωτικών Οργανισμών στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης. Δηλαδή, καταθέτει, ότι πραγματοποιήθηκε παραποίηση στοιχείων εκτός από την παραποίηση των στατιστικών μεθοδολογιών με την παραβίαση του Κανονισμού ΕΚ 2223/1996 που περιλαμβάνει το ESA95.
Συγκεκριμένα, ο Ν. Σ. καταθέτει ότι τα στοιχεία, που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση του κριτηρίου 50%, δεν ήταν αυτά που έπρεπε να έχουν χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τις απαιτούμενες Ευρωπαϊκές έρευνες SBS – Structure Business Surveys, που απαιτούνται από το Ενωσιακό Δίκαιο.
Επί λέξει ο Ν. Σ. κατέθεσε: “Αυτές οι στατιστικές έρευνες περιλαμβάνουν εξειδικευμένους ορισμούς για τα στοιχεία, τις μεταβλητές, καθώς και την ποιότητα των στοιχείων αυτών. Οι έρευνες αυτές κατά την γνωστοποίηση της 10-11-2010 δεν ήταν διαθέσιμες για τα έτη 2005 έως και 2009, δεδομένου ότι οι κανονισμοί που τις προβλέπουν δίνουν χρονικό περιθώριο συγκέντρωσής τους σε μεταγενέστερο χρόνο.
Αυτό σημαίνει ότι όταν κάποιος ζητεί τη διερεύνηση στοιχείων οικονομικών μεταβλητών (πωλήσεις, κόστος, ενδιάμεση ανάλωση κλπ) για ατομικές επιχειρήσεις που αφορούν τα έτη 2005 έως και 2009, θα έπρεπε η …. να έχει στα χέρια της τις έρευνες SBS για τις αντίστοιχες επιχειρήσεις…
Στις 10-9-2010 (ημερομηνία που ο πρώτος κατηγορούμενος απομάκρυνε τον Ν. Σ. από την Διεύθυνση Εθνικών Λογαριασμών επειδή εξέφρασε τις αμφισβητήσεις του για τα στοιχεία και την ακολουθούμενη από αυτόν μεθοδολογική παραβίαση) υπήρχαν διαθέσιμα μόνο … ισολογισμοί, αποτελέσματα χρήσεων κλπ τα οποία όμως από στατιστικής απόψεως μόνα τους δεν αρκούν για να καταλήξουν σε νούμερα εθνικών λογαριασμών” (βλ. σελ. 6 της κατάθεσης Ν. Σ. στον 8° Ειδικό Ανακριτή).
Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι κατά την γνωστοποίηση ΔΥΕ του Νοεμβρίου 2010 στην EUROSTAT δεν υπήρχαν τα στοιχεία που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν στον υπολογισμό των κονδυλίων των Εθνικών Λογαριασμών και συνεπώς χρησιμοποιήθηκαν παραποιημένα στοιχεία, διότι τα οιαδήποτε ιδιωτικοοικονομικά εταιρικά στοιχεία που δημοσιεύονται σε ισολογισμούς, στον Ημερήσιο Τύπο και άλλες πληροφοριακές πηγές δεν είναι τα κατάλληλα για να χρησιμοποιηθούν στην κατάρτιση των εθνικών λογαριασμών και δη στην κατάρτιση των πινάκων ΔΥΕ, όπως έκαναν οι κατηγορούμενοι.
Τα ιδιωτικοοικονομικά πρωτογενή στοιχεία χρειάζονται επεξεργασία με βάση τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς και τις Οδηγίες που έχουν κατά καιρούς εκδοθεί για την πρακτική επεξεργασία τους σε εθνικόλογιστική βάση.
Αυτά αναφέρονται πολύ σαφώς στις μαρτυρικές καταθέσεις, καθώς και στα κατατεθειμένα έγγραφα και Υπομνήματα των ως άνω μαρτύρων κατά την προκαταρκτική και κύρια ανάκριση.
Επίσης είναι, ασαφή και συγκεχυμένα, τα αναγραφόμενα στην δεύτερη σελίδα του 63ου φύλλου του προσβαλλομένου βουλεύματος.
“Κρίσιμο στο σημείο αυτό είναι ότι οι μάρτυρες Ζ. Γ., Ν. Λ. και Ν. Σ.ς στις καταθέσεις τους (προκαταρκτικές και ανακριτικές) δεν αμφισβητούν την ύπαρξη πρωτογενών στοιχείων γενικά, αλλά (αμφισβητούν) τον χειρισμό και επεξεργασία των στοιχείων που θα απεικονίζονταν σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη, που δεν υπάρχει”.
Τα πρωτογενή ιδιωτικοοικονομικά στοιχεία δεν αμφισβητούνται εφόσον υπάρχουν, αλλά το ζήτημα είναι ότι τέτοια στοιχεία δεν είναι τα απαιτούμενα για τον ορθό υπολογισμό εθνικολογιστικών μεταβλητών και δη τέτοιων εθνικολογιστικών μεταβλητών όπως είναι το δημόσιο έλλειμμα και χρέος.
Καθήκον του Στατιστικού επιστήμονα εμπειρογνώμονα – όπως ήταν τα Μέλη του Επταμελούς Δ.Σ. της …. κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και του Εθνικολογιστή Ν. Σ. είναι να επεξεργαστούν σύμφωνα με τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς τα στοιχεία αυτά, να τα ελέγξουν για την καλή ποιότητά τους και να προβούν στις απαιτούμενες μεθοδολογικές ρυθμίσεις, προκειμένου αυτά να ανταποκρίνονται στον Κανονισμό ESA95 που περιλαμβάνεται στον Κανονισμό ΕΚ 2223/1996, και τον Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τις Ευρωπαϊκές Στατιστικές του 2005 (βλ. ως άνω κατάθεση Ν. Σ., σελ. 4 ).
Επίσης, δε θα υπήρχε ο διαχωρισμός των διαφόρων τομέων των Εθνικών Λογαριασμών, όπως τομέας Γενικής Κυβέρνησης, τομέας Νοικοκυριών, τομέας Μη -Χρηματοπιστωτικών Οργανισμών κλπ., ούτε θα υπήρχαν κριτήρια ένταξης των οικονομικών οντοτήτων τους.
Άλλη περίπτωση παραποίησης των στατιστικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για να υπολογιστεί ένα ουσιαστικά ψευδώς διογκωμένο δημόσιο έλλειμμα για το έτος 2009 είναι η στατιστική αντιμετώπιση των εισφορών του Δημοσίου προς τον ΟΣΕ. Δεν εξετάστηκε από τους κατηγορούμενους εάν το εισόδημα που μεταβιβάζεται από το Δημόσιο στον ΟΣΕ μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντίτιμο πωλήσεων του ΟΣΕ τροποποιώντας ανάλογα το κριτήριο του 50% για την ένταξη στην Γενική Κυβέρνηση. Η εξέταση αυτή επιβάλλεται από την παρ. 3.33 του ESA95 αλλά δεν έγινε. Αυτό που έγινε στο πλαίσιο της ΔΥΕ του Νοεμβρίου 2010 ήταν ότι αυτές οι εισφορές δεν θεωρήθηκαν ως στοιχείο πωλήσεων, (βλ. κατάθεση Ν. Σ. στον 8° Ειδικό Ανακριτή, σελ. 6).
Επίσης, ο ως άνω μάρτυρας αναφέρει στην παραπάνω κατάθεσή του πρόσθετες περιπτώσεις αλλοίωσης των στατιστικών στοιχείων, που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του δημοσίου ελλείμματος και χρέους του 2009. Συγκεκριμένα, καταθέτει, ότι δεν υπολογίστηκαν οι λεγόμενες εθνικολογιστικές προσαρμογές (μεθοδολογικές προσαρμογές των ιδιωτικοοικονομικών στα εθνικολογιστικά στοιχεία) για την εξέταση του κριτηρίου 50%. (βλ. σελ.8 της κατάθεσης Ν. Σ.), οι αντισταθμιστικές εισφορές του κράτους προς τις 17 ΔΕΚΟ δεν θεωρήθηκαν ως στοιχείο πωλήσεων, ως έδει, παρά τα οριζόμενα στις παραγράφους 4.33 και 4.35 γ’ του ESA95, αντί του μεγέθους ανάλωσης παγίου κεφαλαίου χρησιμοποιήθηκαν οι εμπορικές αποσβέσεις από τους ισολογισμούς των 17 ΔΕΚΟ παρά την ρητή απαγόρευση του άρθρου 6.04 του ESA95, κ.λ.π. ( βλ. κατάθεση Ν. Σ. στον 8° Ειδικό Ανακριτή στις 11-2-2015, σελ. 5-13).
Ο μάρτυρας Ν. Σ. έχει ακόμα καταθέσει και νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τον τρόπο (μεθοδολογία) που αντιμετωπίζονται σε άλλα κράτη-μέλη οι αντισταθμιστικές εισφορές, τρόπος (μεθοδολογία) που παραβιάστηκε σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου από τους κατηγορούμενους. Εξάλλου, στην παραπάνω κατάθεσή του αναφέρει την μελέτη, που είχε εκπονήσει ομάδα εργασίας της … υπό την καθοδήγησή του χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα στοιχεία, που προέρχονταν από ισολογισμούς (τα οποία όμως, όπως τονίζει ο Ν. Σ., από στατιστικής απόψεως μόνα τους δεν αρκούν για να καταλήξουν σε νούμερα εθνικών λογαριασμών) και η μελέτη εκείνη είχε καταλήξει ότι το κριτήριο του 50% δεν πληρούνταν για έξι από τις επτά διερευνηθείσες ΔΕΚΟ, οι οποίες επομένως δεν έπρεπε να αναταξινομηθούν στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης. Η αναγκαιότητα εκπόνησης μελέτης συνάγεται από την παράγραφο 3.33 του ESA95, και από το άρθρο 6 παρ. 2 του Κανονισμού 479/2009, σύμφωνα με το οποίο σημαντικές αναθεωρήσεις των στοιχείων του ελλείμματος, που έχουν ήδη γνωστοποιηθεί, πρέπει να τεκμηριώνονται δεόντως.
Μελέτη, όμως, δεν εκπονήθηκε από την …. για τον ορθό υπολογισμό του δημοσίου ελλείμματος και χρέους του 2009 όπως φαίνεται και από τους ισχυρισμούς του πρώτου κατηγορούμενου, που έχουν ως ακολούθως:
“Οι μελέτες συνιστούν μη επιβαλλόμενη ανύπαρκτη πρακτική και μη συνήθη διαδικασία, δεδομένου ότι ο υπολογισμός του ελλείμματος και του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης αποτελεί μία ζωντανή εξελικτική διαδικασία που προβλέπεται επακριβώς από τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς”, (βλ. φύλλο 52° Βουλεύματος 1212/2014).
Σχετικά με τους παραπάνω ισχυρισμούς του πρώτου κατηγορουμένου, οι μάρτυρες Ζ. Γ. και Ν. Λ. στο Επικαιροποιημένο Συμπληρωματικό Υπομνήμά τους στον 8° Ειδικό Ανακριτή, αναφέρουν:
“Η δήλωση αυτή είναι τουλάχιστον αστεία. Όλα τα Εγχειρίδια και οι Οδηγίες της Eurostat για την εφαρμογή της μεθοδολογίας ΕΣΛ95 τονίζουν την ανάγκη διερεύνησης πολύπλοκων ζητημάτων, όπως είναι η διερεύνηση της ισχύος του πολύπλοκου συστήματος κριτηρίων ταξινόμησης, που διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα και καλούν τους εθνικούς εμπειρογνώμονες να εξετάζουν ακόμα και τις επιμέρους συναλλαγές μία-μία προκειμένου να προβούν σε ταξινόμηση των οικονομικών μονάδων και των επιμέρους συναλλαγών τους. Είναι τουλάχιστον αφελές να υποστηρίζεται ότι δεν χρειάζεται εκπόνηση μελέτης για την αναταξινόμηση 17 επιχειρήσεων από τον τομέα των Μη-Χρηματοοικονομικών Οργανισμών στο τομέα της Γενικής Κυβέρνησης, μία ενέργεια που ήταν γνωστό το πόσο πολύ θα επηρέαζε την ευημερία της χώρας λόγω ένταξης των χρεών τους στο δημόσιο χρέος και έλλειμμα. Είναι εντυπωσιακή η αντίφαση μεταξύ της παραπάνω δήλωσης του προέδρου της … και της σπουδής του να καταθέσει στην Βουλή των Ελλήνων 74 φακέλους με την υποτιθέμενη τεκμηρίωση, ήτοι μελετών, που είχε εκπονήσει. Στην πραγματικότητα όμως αυτοί οι φάκελοι δεν περιείχαν μελέτες αλλά διάφορα, ως επί το πλείστον άσχετα, ερωτηματολόγια, ισολογισμούς, και άλλο πρωτογενές υλικό, χωρίς ουδεμία επεξεργασία αυτών”.
Ποιοι φορείς θα περιληφθούν στο Μητρώο Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης καθορίζεται από κρίση που βασίζεται στην εκπόνηση μελέτης για κάθε ένα ξεχωριστά φορέα και στατιστική-εθνικολογιστική επεξεργασία των υποβαλλόμενων στοιχείων σύμφωνα με τα αναφερθέντα παραπάνω από τους Ν. Σ., Ζ. Γ. και Ν. Λ..
Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι στην περίπτωση της αναταξινόμησης των 17 ΔΕΚΟ στην Γενική Κυβέρνηση, υπάρχει παραβίαση της μεθοδολογίας του ESA95, αλλά ακόμα και παραποίηση των πρωτογενών στοιχείων.
(Β. Τα χοντροειδή «σφάλματα» όσον αφορά τα ΝΠΔΔ περίπου 500 τον αριθμό)
Β) Σε σχέση με την καταγραφή των ισοζυγίων των ΝΠΔΔ (περίπου 500, στα οποία περιλαμβάνονται και ΝΠΙΔ και άλλες εταιρικές μορφές, που για πρώτη φορά εντάχθηκαν στην Γενική Κυβέρνηση το 2010 για το έτος 2009) υπάρχει σύμφωνα με τις καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων, καταφανής παραποίηση στοιχείων. Ενώ στην κοινοποίηση ΔΥΕ του Νοεμβρίου 2010 στάλθηκε στην Eurostat συνολικό πλεόνασμα 125 εκατ. ευρώ για τα ΝΠΔΔ, στις επόμενες κοινοποιήσεις το πλεόνασμα για το 2009 αναθεωρήθηκε προς τα πάνω και έφθασε τα 2,127 δισεκ. ευρώ. Δηλαδή, για το έτος 2009 αποκρύφτηκε, από τους κατηγορούμενους, πλεόνασμα των ΝΠΔΔ ίσο με 2 δισεκ. ευρώ στην κοινοποίηση ΔΥΕ του Νοεμβρίου 2010, ήτοι έλαβε χώρα ψευδής βεβαίωση. Ο παρακάτω πίνακας κατατέθηκε στον 8° Ειδικό Ανακριτή, αλλά και αναγράφεται στο Επικαιροποιημένο Συμπληρωματικό Υπόμνημα της Ζ. Γ. και του Ν. Λ. που κατατέθηκε στον 8° Ειδικό Ανακριτή :
Αναθεωρήσεις Πλεονάσματος(+)/Ελείμματος(-) ΝΠΔΔ για το έτος 2009 Δήλωση Υπερβολικού
Ημερομηνία: 9/11/2010 125
Ημερομηνία: 13/04/2011 650
Ημερομηνία: 12/10/2011 2.020
Ημερομηνία: 18/04/2012 2,119
Ημερομηνία: 08/10/2012 2.120
Ημερομηνία: 09/04/2013 2.120
Ημερομηνία: 09/10/2013 2.127
Ο Ν. Σ. στην ως άνω κατάθεσή του στον 8° Ειδικό Ανακριτή, αναφέρει ότι οι παραπάνω γιγαντιαίες αναθεωρήσεις, εκ μέρους των κατηγορούμενων, των πλεονασμάτων των ΝΠΔΔ, που απέκρυψαν δεκαεπταπλάσια πλεονάσματα από το δημόσιο έλλειμμα του 2009, συντέλεσαν στην τεχνητή διόγκωσή του.
Σε σχέση με την κατηγορία των ΝΠΔΔ (ΝΠΙΔ και άλλες εταιρικές μορφές) επισημαίνεται ότι πολλές από αυτές τις εταιρίες έχουν προσφύγει στο ΣτΕ κατηγορώντας την … ότι παράνομα ταξινομήθηκαν στην Γενική Κυβέρνηση.
Χαρακτηριστική είναι η υπ’ αρ. 2497/2013 απόφαση του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία έχει γίνει λανθασμένη ταξινόμηση από την … του Μεγάρου Μουσικής στην Γενική Κυβέρνηση (βλ. ως άνω κατάθεση Ν. Σ., σελ. 3, καθώς και το Επικαιροποιημένο Συμπληρωματικό Υπόμνημα Ζ. Γ. και Ν. Λ. στον 8° Ειδικό Ανακριτή).
Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι το βούλευμα 1149/2015 κάνει επιλεκτική αναφορά στην απόφαση 2497/2013 του ΣτΕ, αποκρύπτοντας ότι στην απόφασή του αυτή το ΣτΕ κρίνει παράνομη την ταξινόμηση του Μεγάρου Μουσικής στην Γενική Κυβέρνηση από την …. (βλ. δεύτερη σελίδα του 56ου φύλλου του προσβαλλόμενου βουλεύματος) όπου αναφέρεται:
“Εξάλλου, η κατάταξη ενός φορέα στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης έχει έννομες συνέπειες για την λειτουργία του, δεδομένου, κυρίως, ότι συνεπάγεται την εφαρμογή επί αυτού ενός ειδικού πλέγματος διατάξεων σχετικών με την οικονομική του διαχείριση, εν όψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, τα οικονομικά στοιχεία του εν λόγω φορέα λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον καθορισμό του ύψους του δημοσίου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους (ΣτΕ 2497/2013)”.
Το προσβαλλόμενο βούλευμα 1149/2015, το οποίο έχει ενστερνισθεί ολόκληρη σχεδόν τη μείζονα πρόταση της ως άνω απόφασης του ΣτΕ, ουσιαστικά αντιφάσκει με το εν γένει πνεύμα του ίδιου του σκεπτικού του, σχετικά με την αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαίωσης, διότι το αποκρύπτει το διαφορετικό από το δικό του, σκεπτικό του ΣτΕ, σχετικά με την παράνομη ένταξη του Μεγάρου Μουσικής στην Γενική Κυβέρνηση από την ….
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι και η περίπτωση αυτή των ΝΠΛΔ δεν αποτελεί “αξιολόγηση αναληθών στατιστικών μεγεθών” όπως αναφέρεται στην πρώτη σελίδα 64ου φύλλου του ως άνω βουλεύματος (1149/2015), αλλά συνιστά πραγματικό περιστατικό, που θεμελιώνει την αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από τους κατηγορούμενους.
(Γ. Τα χοντροειδή «σφάλματα» όσον αφορά τις Νοσοκομειακές Δαπάνες)
Γ) Όσον αφορά τις νοσοκομειακές δαπάνες, αναφέρονται παρακάτω τα πραγματικά περιστατικά που δεν εκτέθηκαν στο ως άνω βούλευμα με ορισμένο και συγκεκριμένο τρόπο, παρότι προκύπτει πως έχουν λεπτομερώς αναφερθεί από τους ως άνω μάρτυρες, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι δαπάνες αυτές (νοσοκομειακές) επιβάρυναν το δημόσιο έλλειμμα και χρέος του 2009 κατά παράβαση της μεθοδολογίας ESA95, κατά παράβαση του Ενωσιακού Δικαίου σε βάρος της Ελλάδας από τους κατηγορούμενους:
Όπως προέκυψε από την κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Οικονομικών τον Αύγουστο 2010 (έχει κατατεθεί το σχετικό Δελτίο στον 8° Ειδικό Ανακριτή, βλ. σελ. 14-15 της κατάθεσης Ν. Σ., αλλά και ενότητα IV.3.B του Επικαιροποιημένου Συμπληρωματικού Υπομνήματος της Ζ. Γ. και του Ν. Λ. στον 8° Ειδικό Ανακριτή), τα ποσά που αφορούσαν εκκρεμούντα χρέη Δημόσιων Νοσοκομείων, θα έπρεπε να μειωθούν κατά τα ποσά της έκπτωσης η οποία επιβαλλόταν στα ομόλογα, που εδίδοντο ως αντάλλαγμα στους προμηθευτές των φαρμάκων γ’ αυτές τις εκκρεμούσες υποχρεώσεις των ετών 2006 έως και 2009.
Συγκεκριμένα, οι αντίστοιχες μειώσεις ήταν 12%- 14% για την αξία των υποχρεώσεων του 2007, 20%-22% επί της αξίας των υποχρεώσεων του 2008, και 30%-32% για τις υποχρεώσεις του 2009. Όμως, αυτό δεν έγινε και τα ποσά που επιβάρυναν το δημόσιο χρέος και έλλειμμα βασίζονταν στην αξία των τιμολογίων που είχαν εκδώσει οι προμηθευτές των νοσοκομείων και όχι στις πραγματικές πληρωμές που έγιναν.
Αυτός ο χειρισμός αποτελεί παράβαση του ESA95, ήτοι της παρ. 3.05 (… οι χρήσεις προϊόντων αποτιμώνται σε τιμές αγοραστή…) και της παρ. 3.06 (… κατά την αγορά η τιμή αγοραστή είναι η τιμή που πληρώνει πραγματικά ο αγοραστής για τα προϊόντα μετά την αφαίρεση τυχόν εκπτώσεων εξαιρουμένων τόκων ή άλλων επιβαρύνσεων που προστίθενται λόγω της παροχής πίστεως).
Από την κοινή υπουργική απόφαση με τον πιο προφανή τρόπο αποδεικνύεται ότι το ποσό των 2.050.000,000 ευρώ είχε υποστεί έκπτωση ή περιείχε τόκους του μεγέθους 30%-32% (φαντάσουν τόκους από 03.09. 2012).
Η διόρθωση αυτή θα έπρεπε να είχε γίνει στην κοινοποίηση ΔΥΕ του Νοεμβρίου 2010, αλλά δεν έγινε.
Επίσης, οι διορθώσεις λόγω μη-νόμιμων τιμολογίων δεν ενσωματώθηκαν στην ΔΥΕ Νοεμβρίου 2010.
Στην περίπτωση αυτή σύμφωνα με τους μάρτυρες υπάρχει παραποίηση στατιστικής μεθοδολογίας (παραβίαση του ESA95) αλλά και των πρωτογενών στοιχείων, δηλαδή υπάρχει ψευδής βεβαίωση από τους κατηγορούμενους.
Τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, το ως άνω βούλευμα αγνόησε και δεν τα εξέτασε προκειμένου να αποφανθεί αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος των κατηγορουμένων για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης.
(Δ. Τα χοντροειδή «σφάλματα» όσον αφορά το Swap του Σημίτη)
Δ) Σε σχέση με τα off market swaps και το … το ως άνω βούλευμα αγνόησε τελείως αποδεικτικά στοιχεία, που αναφέραν, ότι αυτό που συνέβη με ΔΥΕ Νοεμβρίου 2010, συνέβη κατ’ εξαίρεση για την Ελλάδα όπου καταχωρήθηκε για πρώτη φορά τέτοιου είδους σουόπ στο δημόσιο χρέος και έλλειμμα της χώρας, αναδρομικά, και κατ’ εξαίρεση (για την Ελλάδα) ανάμεσα σε όλα τα άλλα κράτη-μέλη της EE που είχαν συνάψει παρόμοια σουόπς (βλ. κατάθεση Ν. Σ., σελ. 13-14, ανωμοτί κατάθεση Ζ. Γ., σελ. 3, αλλά και ενότητα 1V,3.E του Επικαιροποιημένου Συμπληρωματικού Υπομνήματος της Ζ. Γ. και του Ν. Λ. στον 8° Ειδικό Ανακριτή).
Ειδικότερα στο ως άνω Επικαιροποιημένο Υπόμνημα προς τον 8° Ειδικό Ανακριτή αναγράφεται:
“ΙΥ.3.Γ. Διόγκωση με το … επί πρωθυπουργίας κ. Σ. με 5,342 € δισεκ. λόγω αδιαπραγμάτευτης ένταξης στις δαπάνες του τομέα της γενικής κυβέρνησης κονδυλίου που αντιστοιχούσε σε τμήμα της αξίας του SWAP 2001 που δεν έπρεπε να καταχωρηθεί ούτε στο 2009, αλλά ούτε και σε προηγούμενα έτη.
Σημειώνεται ότι η μονοπρόσωπη … επιβάρυνε το δημόσιο χρέος με 21 δισεκατ. ευρώ ποσό που κατένειμε αυθαίρετα και εγκληματικά, σε τέσσερα έτη, 2006, 2007, 2008 και 2009, που, όπως φαίνεται από τα γεγονότα, ήταν αποτέλεσμα τυφλής αποδοχής της πρότασης της Κομισιόν και της Eurostat για την αναδρομική επιβάρυνση του δημοσίου χρέους με κονδύλι του 2001 που έγινε κατ’ εξαίρεση ΜΟΝΟΝ”.
Επίσης, στην κατάθεσή του στον ίδιο Ειδικό Ανακριτή, ο μάρτυρας Ε. Κ. καταθέτει σχετικά :
“Κατά την διάρκεια της θητείας μου, δεν θυμάμαι ποτέ να ανέκυψε ζήτημα που αφορούσε σε swap.” (σελ. 5) Ο μάρτυρας Ν. Σ. λέει στην κατάθεσή του:
“Εξ όσων γνωρίζω το πρωτόκολλο 12 που είναι συνημμένο στη συνθήκη του Μάαστριχτ εξαιρεί από το χρέος που δηλώνεται στο πλαίσιο ΔΥΕ όλα τα χρηματοοικονομικά παράγωγα. …
Γνωρίζω ότι κατά το διάστημα 21 έως 30 Αυγούστου 2010 ο κ. Μ. (υπάλληλος του ΓΛΚ που διέθετε εμπειρία στα σουόπς) απέστειλε email στη Eurostat που αφορούσε το … και στο οποίο πρότεινε ένα εντελώς διαφορετικό χειρισμό από αυτόν που τελικά ακολουθήθηκε από την ….”
Συνεπώς, εν προκειμένω αγνοήθηκαν από το προσβαλλόμενο βούλευμα τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, ως προς τα αναφερόμενα σε αυτά πραγματικά περιστατικά και την αξιολόγηση τους.
(Ε. Τα χοντροειδή «σφάλματα» των Εφετών όσον αφορά τη ζημιά του Δημοσίου -210 δισ- που «δεν» έγινε αντιληπτή)
Ε) Συμπερασματικά, από όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, σε συνδυασμό και με τα ως άνω αναφερόμενα υπό στοιχ. IV, αφενός αγνοήθηκε σχεδόν ολοσχερώς το εμμάρτυρο αποδεικτικό υλικό, που συνελέγη κατά τη διενέργεια της περαιτέρω κύριας ανάκρισης, αφετέρου παρερμηνεύτηκε το εμμάρτυρο υλικό που είχε προηγουμένως συλεγεί, αφού το ως άνω βούλευμα δέχθηκε, πως με το αποδεικτικό αυτό υλικό αμφισβητήθηκε η “εφαρμοστέα στατιστική μεθοδολογία” και όχι τα “στατιστικά μεγέθη”, ενώ το αληθές είναι ότι και τα δύο αμφισβητήθηκαν και το βούλευμα έπρεπε να λάβει και επί των δύο αυτών θέση.
Το ως άνω βούλευμα αναφέρει ότι η ορθότητα των στατιστικών μεθόδων είναι προϊόν σειράς εκτιμητικών κρίσεων και ότι οι συνακόλουθοι αυτών των εκτιμητικών κρίσεων υπολογισμοί δεν αμφισβητήθηκαν.
Οι υπολογισμοί των επίσημων στατιστικών σε καμμία περίπτωση δεν είναι προϊόντα κάποιων αόριστων κρίσεων, αλλά είναι προϊόντα επιστημονικών υπολογισμών που βασίζονται στην κατάλληλη στατιστική και εθνικολογιστική επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων όπως αυτά ορίζονται στο Ενωσιακό Δίκαιο (Κανονισμό ΕΚ 2223/1996 που περιλαμβάνει το ESA95, συγκεκριμένες Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Οδηγίες, Κανονισμούς ποιότητας, κλπ.) και η στατιστική μεθοδολογία δεν μια απλή λέξη, αλλά σοβαρός επιστημονικός κλάδος που απαιτεί εξειδικευμένες σπουδές και τεράστια πρακτική εμπειρία.
Άλλωστε, η ορθότητα των στατιστικών μεθόδων, που υιοθετήθηκαν από τους κατηγορούμενους, αμφισβητήθηκαν έντονα από τους βασικούς μάρτυρες Ζ. Γ., Στατιστικό Επιστήμονα, Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και πρώην Μέλος του ΔΣ της …, Ν. Λ., Στατιστικό Επιστήμονα και πρώην Αντιπρόεδρο της …, Ε. Κ., Καθηγητή Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και πρώην ΓΓ της Στατιστικής Υπηρεσίας, πριν δημιουργηθεί η …, Ν. Σ., υπηρεσιακό στέλεχος της … επί σειρά ετών και Διευθυντή Εθνικών Λογαριασμών, o οποίος απομακρύνθηκε αμέσως μετά την αμφισβήτηση, που εξέφρασε όχι μόνον κατά των μεθόδων αλλά και των λανθασμένων στοιχείων, που χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι, για να φθάσουν στο δημόσιο έλλειμμα του 2009 ως 15,4% επί του ΑΕΠ.
Όσον αφορά το σκεπτικό του ως άνω βουλεύματος περί του ότι :
“Κανένας από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν (ενόρκως ή ανωμοτί) δεν αποδίδει δόλια προαίρεση στους κατηγορούμενους σχετικά με την αποστολή των ανωτέρω στατιστικών στοιχείων προς την EUROSTAT. Χαρακτηριστικό είναι …οι καταθέσεις της Ζ. Γ., που δεν αποδίδει δόλο στους κατηγορούμενους … αλλά “εγκληματική αμέλεια”(βλ. σελ. 2η του 63ου φύλλου του ) δέον να λεχθεί, πως αν οι κατηγορούμενοι τέλεσαν το έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης θα κριθεί με βάση το όλο περιεχόμενο των καταθέσεων των ως άνω μαρτύρων και όχι, όπως κάνει το προσβαλλόμενο βούλευμα με βάση τη φράση ” εγκληματική αμέλεια”, από την οποία αξιολογεί μόνο τη λέξη “αμέλεια”, παραβλέποντας, μάλιστα ότι οι λέξεις “εγκληματική αμέλεια” αναφέρονται από τη μάρτυρα Ζ. Γ., μη έχουσα νομικές γνώσεις και μη γνωρίζουσα τη στενή νομική έννοια της “αμέλειας”.
Επιπρόσθετα, όσον αφορά στην παράνομη βλάβη άλλου και συνολική ζημία του Ελληνικού κράτους ως φορολογικού υποχρέου για την κάλυψη του αυξημένου χρέους με νέο κρατικό δανεισμό και πληρωμής μη αναγκαίων υψηλών τόκων λόγω τήρησης της διαδικασίας του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος, στο Επικαιροποιημένο Συμπληρωματικό Υπόμνημά στον 8° Ειδικό Ανακριτή οι Ζ. Γ. και Ν. Λ. έχουν υπολογίσει ειδικά και συγκεκριμένα το ύψος της ζημίας, που υπέστη το Ελληνικό Κράτος όπως στον σχετικό πίνακα :
Αναφέρεται δε εσφαλμένα στο βούλευμα 1149/2014, πρώτη σελίδα 60ου φύλλου, ότι η Ζ. Γ. αποτίμησε τη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου στο ύψος των 27,914 δις, ευρώ.
Το ποσό αυτό είναι η κατ’ αυτήν ψευδής διόγκωση του δημοσίου χρέους του 2009 που εσφαλμένα θεωρήθηκε ως η ζημία, η οποία (ζημία) ανέρχεται σε 209,945 δισεκ. ευρώ, όπως φαίνεται στον παραπάνω πίνακα.
Τέλος, όσον αφορά το σκεπτικό του ως άνω βουλεύματος με την ακόλουθη επισήμανση : ” … τα έτη 2004-2010 η EUROSTAT εξέφραζε διαρκώς επιφυλάξεις για την πιστότητα των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας, ενώ δεν διατύπωσε καμιά επιφύλαξη για την τελευταία αναθεωρημένη αποστολή προς αυτή από την … για τα κατατιθέμενα ελληνικά στατιστικά στοιχεία” (βλ. 2η σελ. του 63ου φύλλου του), οι μη επιφυλάξεις της Eurostat δεν έχουν κατά τους ως άνω μάρτυρες νομική βάση καθόσον στην περίπτωση αυτή η Eurostat δεν εκφράζει κρίση, απλώς αποδέχεται την βεβαίωση/πιστοποίηση της μονοπρόσωπης ….
Αυτό επιβεβαιώνεται και στην απόφαση 2497/2013 του ΣτΕ, το οποίο απορρίπτει την μη επιφύλαξη της Eurostat για την ένταξη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών στην Γενική Κυβέρνηση.
(Στ. Σύνοψη και πρόταση Ακύρωσης της αρχικής απόφασης -βουλεύματος-)
Στ) Το προσβαλλόμενο βούλευμα με τις ως άνω παραδοχές του, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης, με αποτέλεσμα την ίδρυση του λόγου αναίρεσης της εσφαλμένης εφαρμογής ευθέως και εκ πλαγίου ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθότι με σκεπτικό ασαφές και αόριστο κατέληξε στη μη υπαγωγή στις διατάξεις αυτές πραγματικών περιστατικών (γεγονότων), τα οποία θεωρεί ότι αποτελούν αξιολογικές κρίσεις.
Το αποτέλεσμα της στατιστικής μεθόδου με την οποία στη ΔΥΕ Νοεμβρίου 2010, που τα στοιχεία της απεστάλησαν στην EUROSTAT, οι κατηγορούμενοι, κατέταξαν τα στατιστικά στοιχεία, που ανωτέρω αναφέρθηκαν, δεν αποτελούν αξιολογικές κρίσεις αλλά πραγματικά περιστατικά, αφού με τη συγκεκριμένη ταξινόμηση και παράθεση των στοιχείων προδιέγραψαν και το αποτέλεσμα, ήτοι ο ύψος του ελλείμματος και του χρέους.
Σύμφωνα, με όσα παραπάνω υπό στοιχ. IV αναφέρθηκαν, τα συμπεράσματα, στα οποία προβαίνει ο υπάλληλος μετά τη συλλογή και επεξεργασία “γεγονότων” (πραγματικών περιστατικών) είναι και αυτά “γεγονότα” και όχι αξιολογικές κρίσεις, όπως εν προκειμένω εσφαλμένα έκρινε το προσβαλλόμενο βούλευμα.
Τέλος, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με αποτέλεσμα την ίδρυση του σχετικού λόγου αναίρεσης, αφού έχει παντελώς αγνοήσει εισφερθέντα κατά την προκαταρκτική εξέταση, κύρια ανάκριση και κυρίως την περαιτέρω κύρια ανάκριση αποδεικτικά στοιχεία και έχει κάνει επιλεκτική χρήση αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με τις παραδοχές του σχετικά και με την πλήρωση της αντικειμενικής και την υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος.
Πρέπει, συνεπώς, το βούλευμα αυτό να αναιρεθεί εν μέρει και μόνο ως προς το ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων :
1) Α. Γ. του Β., κατοίκου … (οδός …),
2) Κ. Μ. του Β., κατοίκου … (οδός …) και
3) Α. Ξ. του Θ., κατοίκου … (οδός …)
για ψευδή βεβαίωση κατά συναυτουργία σε βάρος του Δημοσίου, υπό την ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση της ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας του αντικειμένου του εγκλήματος (άρθρα 13°’ , 45, 242 § 3-1, 263 Α, Π.Κ. σε συνδ. με άρθρ. 1 Ν. 1608/1950) και σύμφωνα με το άρθρο 485 Κ.Π.Δ. και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 518 – 519 Κ.Π.Δ., να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που ήδη συμμετείχαν.
Ύστερα από αυτά συντάχθηκε η έκθεση αυτή αναιρέσεως, η οποία, αφού αναγνώσθηκε και βεβαιώθηκε, υπογράφεται όπως ακολουθεί:
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου – Βασιλοπούλου.
Το δικαίωμα δε τούτο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δεν αποκλείεται από το άρθρο 308 παρ.1 εδ. γ’ και δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 3904/2010, κατά το οποίο, το Συμβούλιο Εφετών στις περιπτώσεις που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950 αξιόποινες πράξεις, αποφασίζει αμετακλήτως, καθόσον ο όρος “αμετακλήτως” στην ως άνω περίπτωση του άρθρου 308 παρ.1 εδ. γ’ και δ’ Κ.Ποιν.Δ., δεν περιορίζει την αναιρετική δικαιοδοσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ήτοι το δικαίωμά του για την άσκηση αναίρεσης κατά του παραπάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών.
Και τούτο γιατί ναι μεν σκοπός της παραπάνω διάταξης είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων επί των παραπάνω υποθέσεων που αφορούν τη διαχείριση δημόσιου χρήματος και η θέσπιση αμετακλήτου κρίσεως του Συμβουλίου Εφετών, είτε αυτή αναφέρεται σε παραπεμπτικό είτε σε απαλλακτικό βούλευμα, όμως κατά το άρθρο 483 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. που προαναφέρθηκε, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος και έτσι με τη διάταξη αυτή, παρέχεται η δυνατότητα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει αναίρεση κατά παντός βουλεύματος, οσάκις κρίνεται αναγκαίο, προκειμένου να διορθωθούν νομικά σφάλματα, τα οποία επηρεάζουν τη νομολογιακή πρακτική και θίγουν ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα τρίτων ή το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση αξιοποίνου πράξεως.
Η δυνατότητα αυτή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υφίσταται και αν ακόμη το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αμετάκλητο για τους διαδίκους.
Το δικαίωμα αυτό του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ζητεί την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, ακόμη και εκείνου κατά του οποίου δεν παρέχεται από τον Κ.Ποιν.Δ. αντίστοιχο δικαίωμα στον κατηγορούμενο, αιτιολογείται, διότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 88 παρ. 1 του Συντάγματος, ο Εισαγγελέας είναι ισόβιος δικαστικός λειτουργός και με την ιδιότητά του αυτή ασκεί εξουσία, δηλαδή λειτουργεί ως αμερόληπτο όργανο της δικαιοσύνης που βοηθά το δικαστή στη διάγνωση της αλήθειας και την απονομή του δικαίου και δεν εξομοιώνεται ούτε ταυτίζεται με το διάδικο, σε κάθε δε περίπτωση δεν θεωρείται αντίδικος του κατηγορουμένου (βλ. Ολομ. Α.Π. 3/2014).
Στην προκείμενη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. 1149/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκδόθηκε στις 14-7-2015 και η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε στις 14-9-2015, με δήλωσή της στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, την κρινόμενη αναίρεση, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. 37/14-9-2015 έκθεση αναιρέσεως.
Η αναίρεση αυτή, ενόψει του ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ. οι προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου, έχει ασκηθεί από την δικαιούμενη προς τούτο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Από το άρθρο 242 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., όπως η παρ. 3 συμπληρώθηκε με τα άρθρα 1 παρ. 7β του Ν. 2408/1996 και 14 παρ. 6 του N. 2721/1999 και προ της τροποποιήσεως από το άρθρο 25 του Ν. 4055/2012, ορίζονται τα εξής:
“1. Υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους”.
Και
“3. Αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της παρ. 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών” (ήδη 73.000 ευρώ).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950 (για τους καταχραστές του Δημοσίου κ.λπ.), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 5 του Ν. 1738/1987 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1877/1990, “στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα … (μεταξύ άλλων) και 242 του Π.Κ., εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. κ.λπ., και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών και ήδη από το 1996, δυνάμει του άρθρου 4 παρ.3 εδ. α του Ν. 2408/1996, το ποσό των 50.000.000 δραχμών και κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 5 περ. 7 του Ν. 2943/2001 το ποσό των 150.000 ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης”.
Από την ως άνω κύρια διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας), το οποίο είναι γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, απαιτείται, αντικειμενικά:
- α) ο δράστης (αυτουργός) να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α’ και 263Α του Π.Κ., αρμόδιος καθ’ ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, ή και υπάλληλος μη αρμόδιος, στον οποίον όμως το έγγραφο είναι εμπιστευμένο ή προσιτό ως εκ της υπηρεσίας του,
- β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ’ του Π.Κ. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται σε διάταξη του Π.Κ., γι’ αυτό έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο το άρθρο 438 του Κ.Πολ.Δ., κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, το οποίο έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη για ότι βεβαιώνεται στο περιεχόμενό του και
- γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς περιστατικού, το οποίο μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Έννομες συνέπειες υπάρχουν όταν το έγγραφο έχει τη νομική δυνατότητα να αποδεικνύει τη γένεση, ύπαρξη, διατήρηση, αλλοίωση ή απώλεια ενός δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως, ανεξαρτήτως αν οι ίδιες έννομες συνέπειες θα μπορούσαν να επέλθουν με τη βεβαίωση στο έγγραφο της πραγματικής καταστάσεως.
Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του δράστη, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου, ότι ενεργεί υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου εντός της καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητάς του και ότι το βεβαιούμενο γεγονός είναι ψευδές και στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να βεβαιώσει το ψευδές περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Το βεβαιούμενο περιστατικό πρέπει να είναι αντικειμενικά ψευδές, πράγμα που συμβαίνει, όταν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, είτε δηλαδή το αναφερόμενο στο έγγραφο περιστατικό δεν είναι αληθινό, είτε δεν αναφέρεται σε αυτό αληθινό περιστατικό το οποίο έπρεπε να αναφερθεί. Ως περιστατικό νοείται το γεγονός που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν και μπορεί να αποδειχθεί, αφού εκείνο το οποίο δεν συνέβη δεν μπορεί να αποδειχθεί και ως εκ τούτου ούτε να βεβαιωθεί. Δεν αρκεί στο έγγραφο απλώς να εκφέρονται αξιολογικές κρίσεις ή γνώμες ή εκτιμήσεις ή νομικοί συλλογισμοί ή ισχυρισμοί, έστω και αν αυτοί έχουν έννομες συνέπειες, εκτός αν υπό τον τύπο της εκφράσεως κρίσης, γνώμης, εκτίμησης ή ισχυρισμού υποκρύπτεται βεβαίωση πραγματικού περιστατικού, δηλαδή γεγονότος αναγομένου στο παρελθόν ή στο παρόν δυναμένου να αποδειχθεί.
Το περιστατικό αποδεικνύει τη γένεση, ύπαρξη, διατήρηση, μεταβολή (αλλοίωση) ή απόσβεση ενός δικαιώματος ή μιας έννομης σχέσεως δημόσιας ή ιδιωτικής ή μιας καταστάσεως.
Ψευδές είναι το περιστατικό όταν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ειδικότερα όταν βεβαιώνεται στο έγγραφο περιστατικό το οποίο δεν είναι αληθές ή αποκρύπτεται από αυτό αληθές περιστατικό.
Τέτοιο περιστατικό (γεγονός), που αποδεικνύει την ύπαρξη μιας καταστάσεως και συγκεκριμένα της οικονομικής καταστάσεως μιας χώρας και που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν και μπορεί να αποδειχθεί, αποτελεί και το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμα χώρας της ευρωπαϊκής ένωσης, το οποίο είναι η διαφορά μεταξύ του χρέους του έτους αυτού και του χρέους του προηγούμενου έτους, δηλαδή των συσσωρευμένων δια μέσου του χρόνου δημοσίων ελλειμάτων, τουτέστιν των διαφορών μεταξύ εσόδων και δαπανών του Κράτους και εξευρίσκεται με συγκεκριμένους κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου που ισχύουν για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και ανάγεται σε ποσοστό επί τοις % επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Α.Ε.Π.) της χώρας.
Το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμα μιας ευρωπαϊκής χώρας, όπως είναι η Ελλάδα, αφού αποτελεί τη διαφορά του χρέους της χώρας του έτους αυτού και του χρέους της χώρας του προηγούμενου έτους, δεν αποτελεί κρίση και εκτίμηση των αρμοδίων υπαλλήλων, αλλά πραγματικό γεγονός (περιστατικό) που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν και εξευρίσκεται και αποδεικνύεται με την εφαρμογή των ισχυόντων προς τούτο κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου.
Κατά συνέπεια διόγκωση ή ελάττωση αυτού με οποιοδήποτε τρόπο, είτε με χρήση ψευδών στατιστικών δεδομένων, είτε με παραβίαση των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου ως προς τα κονδύλια που πρέπει να υπολογισθούν για να εξευρεθεί το ύψος του και βεβαίωση των αρμοδίων προς τούτο υπαλλήλων σε δημόσιο έγγραφο ότι αυτό ανέρχεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ύψος από το πραγματικό, αποτελεί ψευδή βεβαίωση περιστατικού (γεγονότος) από μέρους των αρμοδίων υπαλλήλων.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη του νόμου διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της διάταξης του νόμου, όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην αληθή έννοια της διατάξεως του νόμου, αλλά και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου ασάφειες, ελλείψεις, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου στερείται νομίμου βάσεως.
Ακολούθως δε, αφού δηλαδή δέχθηκε ότι η κατά τα ανωτέρω βεβαίωση του δημοσιονομικού ελλείματος της Ελλάδας για το έτος 2009 δεν αποτελούσε πραγματικό περιστατικό (γεγονός) αλλά αξιολογική κρίση και εκτίμηση, χωρίς να ερευνήσει αν το ως άνω βεβαιωθέν εγγράφως από τους κατηγορουμένους έλλειμα της χώρας ήταν πραγματικό ή αν είχε διογκωθεί σκόπιμα με παραβίαση των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου με βάση τους οποίους προσδιορίζεται, έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα (κακούργημα) της κατά συναυτουργία ψευδούς βεβαιώσεως σε βάρος του δημοσίου υπό την ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση της ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας του αντικειμένου του εγκλήματος, για το οποίο διώχθηκαν οι κατηγορούμενοι και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων για το ως άνω έγκλημα.
Έτσι όμως, με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ανεξάρτητα από το ότι η αιτιολογία του είναι ασαφής και ελλιπής ως προς το αν το ως άνω δημοσιονομικό έλλειμα ήταν το πραγματικό ή αν είχε διογκωθεί από μέρους των κατηγορουμένων με παραβίαση των κανόνων του ευρωπαϊκου δικαίου με βάση τους οποίους προσδιορίζεται, πρωτίστως προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του όρου “περιστατικό” της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 242 παρ. 1 του Π.Κ. και συνακόλουθα και σε εσφαλμένη εφαρμογή της με το να δεχθεί ότι το δημοσιονομικό έλλειμα της Ελλάδας για το έτος 2009 δεν είναι πραγματικό περιστατικό (γεγονός), αλλά αξιολογική κρίση που δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος (περιστατικού) της ως άνω ποινικής διατάξεως, δηλαδή του γεγονότος που ανάγεται στο παρελθόν, εξευρίσκεται και αποδεικνύεται με την εφαρμογή των ισχυόντων προς τούτο κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου και μπορεί να αποδειχθεί.
Επομένως, ενόψει τούτων, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πλήττει το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 242 παρ. 1 του Π.Κ. ως προς το έγκλημα της κατά συναυτουργία ψευδούς βεβαιώσεως σε βάρος του δημοσίου υπό την ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση της ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας του αντικειμένου του εγκλήματος για το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, παρελκούσης δε της έρευνας του άλλου λόγου της κρινόμενης αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε’ του Κ.Ποιν.Δ. περί ελλείψεως στο προσβαλλόμενο βούλευμα της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 του ίδιου Κώδικα, ως καλυπτομένου του λόγου τούτου από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω πρώτου λόγου της κρινόμενης αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αναίρεση, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά το μέρος που προσβάλλεται με την αναίρεση και συγκεκριμένα μόνον κατά το μέρος που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων
1) Α. Γ. του Β., κατοίκου … (οδός …),
2) Κ. Μ. του Β., κατοίκου … (οδός …) και
3) Α. Ξ. του Θ., κατοίκου … (οδός …)
για ψευδή βεβαίωση κατά συναυτουργία σε βάρος του Δημοσίου, υπό την ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση της ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας του αντικειμένου του εγκλήματος (άρθρα 13α’ , 45, 242 § 3-1, 263Α Π.Κ. σε συνδ. με άρθρ. 1 Ν.1608/1950) και σύμφωνα με το άρθρο 485 του Κ.Ποιν.Δ. και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 518 – 519 Κ.Ποιν.Δ., να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που ήδη συμμετείχαν στην έκδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος.
1) Α. Γ. του Β., κατοίκου … (οδός …),
2) Κ. Μ. του Β., κατοίκου … (οδός …) και
3) Α. Ξ. του Θ., κατοίκου … (οδός …) για ψευδή βεβαίωση κατά συναυτουργία σε βάρος του Δημοσίου, υπό την ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση της ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας του αντικειμένου του εγκλήματος.
Και
Άρειος Πάγος Απόφαση 1331 / 2016
………………………………………………………….
Υ.Γ.
Κρατήστε από το βούλευμα ότι ….
δεν είχε αποδωθεί δόλος από κανέναν
και
το ότι ενώ
το συμβούλιο είχε κρίνει αναγκαίο να ενεργηθεί οποιαδήποτε ανακριτική πράξη που θα μπορούσε να βοηθήσει στη διαλεύκανση της υπόθεσης …. όπως για παράδειγμα η ανάκριση για τη μήνυση ΕΓ 25-14/233 που αναφέρεται στο 49ο φύλλο του βουλεύματος….
όλως τυχαίως αυτό δεν είχε συμβεί όπως οι ίδιοι που εξέδωσαν το βούλευμα επιβεβαιώνουν στο 50ο φύλλο …
Αυτά βέβαια ισχύουν έως ότου ασκήθηκε η πρώτη αναίρεση από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ….. οπότε και δόλος καταλογίστηκε κατά τη διάρκεια της κατάθεσης για τη μήνυση ΕΓ 25-14/233 και συμπληρωματικό υπόμνημα με στοιχεία που τεκμηριώνουν με μαθηματικά βέβαιο τρόπο την απάτη εις βάρος των ελλλ-μπέεε (βλέπε αίτια σύστασης).
Κάποια στιγμή θα επανέλθω και για το δεύτερο βούλευμα που κακώς εκδόθηκε από το υπό διαφορετική σύνθεση συμβούλιο το οποίο και αυτό όλως τυχαίως δεν είδε όλα τα ανωτέρω και ευτυχώς για καλή τύχη των μπέεε αναίρεσε για δεύτερη φορά η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Εν τέλει το πρόβλημα δεν είναι η δικαστική εξουσία αφού στο χώρο της Δικαιοσύνης υπάρχουν Έλληνες που ασκούν το Λειτούργημα με γνώμονα την Αλήθεια.
Εκεί που πάσχει η Χώρα είναι η πλήρης προβατοποίηση των εξιουδαισμένων μπέεε που ευελπιστούν να επιβιώνουν χρόνο με το χρόνο έρποντας πίσω από κάθε είδους … παπατζο…. -ισμούς….. όπως λέει ο φίλος ydrohoos (νέο link) πετώντας τις ευθύνες αδιακρίτως ακόμα και σε πρόσωπα που τους ευεργετούν όπως οι εισαγγελείς που προσπαθούν να κάνουν το σωστό την ώρα που τα μπέεε για να μην βλέπουν τις ατομικές τους ευθύνες έχουν κάνει καραμέλα το ρητό … έλα μωρέ τίποτα δεν αλλάζει….
μπέεε