Η Ορέστεια είναι τριλογία από αρχαίες Ελληνικές τραγωδίες, γραμμένες από τον τραγικό ποιητή Αισχύλο και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 458 π.Χ. στη γιορτή των Διονυσίων. Αποτελείται από τις τραγωδίες «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι» και «Ευμενίδες», ενώ είναι η μόνη αρχαία σωζόμενη τριλογία.
Το 1903, μετά την πρεμιέρα της Ορέστειας στη δημοτική, ξεκίνησαν έντονα επεισόδια στην Αθήνα που διήρκεσαν 4 ημέρες.
Αγαμέμνων Πηγή – πρωτότυπο https://www.ebooks4greeks.gr/ μετάφραση https://www.ebooks4greeks.gr/
Η Κλυταιμνήστρα δολοφονεί με τη βοήθεια του εραστή της Αιγίσθου τον Αγαμέμνονα και με χαράν καυχάται για την πράξη της, την οποία θεωρεί ως δίκαιη εκδίκηση διά την θυσία της κόρης της Ιφιγένειας και για τις συζυγικές απιστίες του Αγαμέμνονα που επέστρεψε με την παλλακίδα του Κασσάνδρα. Το συμβούλιο του κράτους που κατά την απουσία του βασιλέως αποτελείτο από δώδεκα (12) γέροντες δεν απατάται για τα αληθή ελατήρια της δολοφονίας. Η Κασσάνδρα ενώπιον του συμβουλίου καταλαμβάνεται υπό προφητικού οίστρου και θρηνολογεί συγχρόνως τη δική της τύχη.
Χοηφόροι (link) Ευμενίδες (link)
| Αγαμ_1 | ΦΥΛΑΞ Θεοὺς μὲν αἰτῶ τῶνδ’ ἀπαλλαγὴν πόνων, φρουρᾶς ἐτείας μῆκος, ἣν κοιμώμενος στέγαις Ἀτρειδῶν ἄγκαθεν, κυνὸς δίκην, ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων ὁμήγυριν, καὶ τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ θέρος βροτοῖς λαμπροὺς δυνάστας, ἐμπρέποντας αἰθέρι [ἀστέρας, ὅταν φθίνωσιν, ἀντολάς τε τῶν]. καὶ νῦν φυλάσσω λαμπάδος τὸ σύμβολον, αὐγὴν πυρὸς φέρουσαν ἐκ Τροίας φάτιν | ΦΥΛΑΞ Απ’ τους θεούς ζητώ να με γλυτώσουν τέλος απ τα βάσαν’ αυτά ολάκερο ένα χρόνο, που σα σκυλλί στον άγκωνά μου πλαγιασμένος φυλάω σκοπός πάνω στων Ατρειδών τη στέγη· κι έμαθα των νυχτερινών τη σύναξι άστρων και τους λαμπρούς των άρχοντες, που μες στα ουράνια φαντάζουν και στη γη χειμώνα ή θέρος φέρνουν, άλλοι σαν πάνε σβήνοντας κι άλλοι σα βγαίνουν. Κι ακόμη καρτερώ το σύνθημα της φλόγας, τη λάμψι της φωτιάς, να φέρη από την Τροία |
| Αγαμ_10 | ἁλώσιμόν τε βάξιν· ὧδε γὰρ κρατεῖ γυναικὸς ἀνδρόβουλον ἐλπίζον κέαρ. εὖτ’ ἂν δὲ νυκτίπλαγκτον ἔνδροσόν τ’ ἔχων εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην ἐμήν–φόβος γὰρ ἀνθ’ ὕπνου παραστατεῖ, τὸ μὴ βεβαίως βλέφαρα συμβαλεῖν ὕπνῳ– ὅταν δ’ ἀείδειν ἢ μινύρεσθαι δοκῶ, ὕπνου τόδ’ ἀντίμολπον ἐντέμνων ἄκος, κλαίω τότ’ οἴκου τοῦδε συμφορὰν στένων οὐχ ὡς τὰ πρόσθ’ ἄριστα διαπονουμένου. | την είδησι πως πάρθηκε, γιατί έτσι ορίζει η ανδρόψυχη καρδιά που ελπίζει της γυναίκας. Κι όταν το αβόλευτο και δροσομουσκεμένο με διώχνει στρώμα μου, που όνειρα δε γνωρίζει — και πώς; αφού μου στέκει δίπλα πάντα ο φόβος για να μην κλείση ο ύπνος τα ματόφυλλά μου όταν βαλθώ να ψάλλω ή να μουρμουρίσω για νάβρω στο τραγούδι γιατρικό της νύστας, πικρό μου γίνεται στο στόμα μοιρολόι γι’ αυτού του παλατιού τα πάθη, που σαν πρώτα με τον καλύτερο δεν κυβερνιέται τρόπο. |
| Αγαμ_20 | νῦν δ’ εὐτυχὴς γένοιτ’ ἀπαλλαγὴ πόνων εὐαγγέλου φανέντος ὀρφναίου πυρός. ὦ χαῖρε λαμπτήρ, νυκτὸς ἡμερήσιον φάος πιφαύσκων καὶ χορῶν κατάστασιν πολλῶν ἐν Ἄργει, τῆσδε συμφορᾶς χάριν. ἰοὺ ἰού. Ἀγαμέμνονος γυναικὶ σημαίνω τορῶς εὐνῆς ἐπαντείλασαν ὡς τάχος δόμοις ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν, εἴπερ Ἰλίου πόλις | Μα τώρ’ ας πάρουν πια τα βάσανά μου τέλος, που έλαμψε η καλοφάνερη φωτιά της νύχτας! Χαίρε νυχτερινή λαμπάδα, που σαν μέρας το φως σου δείχνεις και πολλούς χορούς μες στ’ Άργος μηνάς πως θα στηθούν για χάρι αυτής της τύχης. Ε! ε! Θα κράξω δυνατά στου Ατρείδη τη γυναίκα ευθύς να σηκωθή απ’ την κλίνη και στα σπίτια φωνές χαράς, γι’ αυτή τη λάμψι, να σηκώση αν απ’ αλήθεια πάρθηκε του Ιλίου η πόλι |
| Αγαμ_30 | ἑάλωκεν, ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει· αὐτός τ’ ἔγωγε φροίμιον χορεύσομαι. τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι τρὶς ἓξ βαλούσης τῆσδέ μοι φρυκτωρίας. γένοιτο δ’ οὖν μολόντος εὐφιλῆ χέρα ἄνακτος οἴκων τῇδε βαστάσαι χερί. τὰ δ’ ἄλλα σιγῶ· βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας βέβηκεν· οἶκος δ’ αὐτός, εἰ φθογγὴν λάβοι, σαφέστατ’ ἂν λέξειεν· ὡς ἑκὼν ἐγὼ μαθοῦσιν αὐδῶ κοὐ μαθοῦσι λήθομαι. | καθώς αυτή τώρα η φωτιά θέλει να δείξη. Και ‘γώ καλήν αρχή στους χορούς κάνω πρώτος, γιατί θα κάνω δική μου την καλή τύχη που έχουν οι δεσπότες μου τώρα που τρία έξ ήταν της φωτιάς το σήμα· κι άμποτε νάρθη ο αφέντης μας και να του σφίξω το σεβαστό του χέρι μέσα στο δικό μου. Για τάλλα δε μιλώ· βώδι πατάει επάνω στη γλώσσα μου· μα αν έπαιρνε φωνή το σπίτι ξάστερα θε να τάλεγε· με νοιώθουν όσοι τα ξέρουν κι όποιος δεν τα ξέρει ας μη με νοιώση. |
| Αγαμ_40 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ δέκατον μὲν ἔτος τόδ’ ἐπεὶ Πριάμῳ μέγας ἀντίδικος, Μενέλαος ἄναξ ἠδ’ Ἀγαμέμνων, διθρόνου Διόθεν καὶ δισκήπτρου τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρειδᾶν, στόλον Ἀργείων χιλιοναύταν τῆσδ’ ἀπὸ χώρας ἦραν, στρατιῶτιν ἀρωγάν, μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη τρόπον αἰγυπιῶν, | 40 ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Είναι αυτός τώρα ο δέκατος χρόνος, αφού του Πριάμου ο αντίδικος ο δυνατός, ο Μενέλαος κι ο Αγαμέμνων μαζί, τιμημένο απ’ το Δία ζευγάρι με σκήπτρο και θρόνο διπλό, απ’ τη χώραν αυτή χίλια Αργίτικα σήκωσαν πλοία, να ζητήσουν το δίκιο τους στα όπλα. Απ’ τα στήθια τους κράζοντας άγριαν αμάχη σαν τους γύπες, |
| Αγαμ_50 | οἵτ’ ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων ὕπατοι λεχέων στροφοδινοῦνται πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι, δεμνιοτήρη πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες· ὕπατος δ’ ἀίων ἤ τις Ἀπόλλων ἢ Πὰν ἢ Ζεὺς οἰωνόθροον γόον ὀξυβόαν τῶνδε μετοίκων ὑστερόποινον πέμπει παραβᾶσιν Ἐρινύν. | που με πόνο βαρύ των παιδιών τους από πάνω απ’ την άδεια τους κοίτη φτερολάμνοντας στριφογυρίζουν, όταν έχουνε χάση τη ζεστή της φωλιάς των φροντίδα. Μα ένας ύψιστος, είτ’ ο Απόλλωνας πης, είτε ο Δίας, είτε ο Παν, τους γειτόνους των τούτους γρικόντας πικρά να θρηνούν και να σκούζουν, την εκδίκησι θάρθη καιρός στους ενόχους να στείλη. |
| Αγαμ_60 | οὕτω δ’ Ἀτρέως παῖδας ὁ κρείσσων ἐπ’ Ἀλεξάνδρῳ πέμπει ξένιος Ζεὺς πολυάνορος ἀμφὶ γυναικός, πολλὰ παλαίσματα καὶ γυιοβαρῆ, γόνατος κονίαισιν ἐρειδομένου διακναιομένης τ’ ἐν προτελείοις κάμακος, θήσων Δαναοῖσιν Τρωσί θ’ ὁμοίως. ἔστι δ’ ὅπη νῦν ἔστι· τελεῖται δ’ ἐς τὸ πεπρωμένον· οὔθ’ ὑποκαίων οὔτ’ ἐπιλείβων | Έτσι στέλλει κι ο ύψιστος ξένιος Δίας του Ατρέα τους γυιούς στον Αλέξαντρο· αγώνα να στήση βαρύ για την πολυαγάπητη Ελένη, που πολλά να λυγίσουνε γόνα στη γης και προμάχων κοντάρια πολλά να τριφτούν και Ελλήνων και Τρώων. Κ’ είναι τώρα το πράμα όπου είναι και θα γίνη το τι είναι γραμμένο. Με σφαχτά, με σπονδές και |
| Αγαμ_70 | οὔτε δακρύων ἀπύρων ἱερῶν ὀργὰς ἀτενεῖς παραθέλξει. ἡμεῖς δ’ ἀτίται σαρκὶ παλαιᾷ τῆς τότ’ ἀρωγῆς ὑπολειφθέντες μίμνομεν ἰσχὺν ἰσόπαιδα νέμοντες ἐπὶ σκήπτροις. ὅ τε γὰρ νεαρὸς μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων ἰσόπρεσβυς Ἄρης δ’ οὐκ ἔνι χώρᾳ, τό θ’ ὑπέργηρων φυλλάδος ἤδη | με δάκρυα κανείς την αλύγιστη οργή της απρόσδεκτης δε θα μαλάξη θυσίας. Μόνου εμείς ανωφέλευτοι, κρέας παλιό, ξεκινούσανε οι άλλοι κ’ εμέναμε εδώ, με μια δύναμη σαν των παιδιών, να σερνόμαστε πάνω στα σκήπτρα· γιατί, όπως σαν μόλις βλασταίνη ο μυαλός στων παιδιών μες στα στήθια, ό,τι ο γέρος αξίζουν στον πόλεμο, έτσι πάλι και τι ‘ναι τα στερνά γερατειά, |
| Αγαμ_80 | κατακαρφομένης τρίποδας μὲν ὁδοὺς στείχει, παιδὸς δ’ οὐδὲν ἀρείων ὄναρ ἡμερόφαντον ἀλαίνει. σὺ δέ, Τυνδάρεω θύγατερ, βασίλεια Κλυταιμήστρα, τί χρέος; τί νέον; τί δ’ ἐπαισθομένη τίνος ἀγγελίας πειθοῖ περίπεμπτα θυοσκεῖς; πάντων δὲ θεῶν τῶν ἀστυνόμων, ὑπάτων, χθονίων, | όταν πιάνουν και ρεύουν τα φύλλα; Το δρόμο του σέρνει με πόδι τριπλό κι όχι από ‘να παιδί πιο καλός, ωσάν όνειρο μέρας πλανιέται. Αλλά εσύ, του Τυνδάρου ω κόρη, Κλυταιμνήστρα βασίλισσα, τι συμβαίνει; τι νέο; τι έμαθες; ποια νάχης τάχα αγγελία και γύρω παντού για θυσίες ετοιμάζεις; κι όλων τώρα οι βωμοί των θεών αστυνόμων, υπάτων, χθονίων, |
| Αγαμ_90 | τῶν τε θυραίων τῶν τ’ ἀγοραίων, βωμοὶ δώροισι φλέγονται· ἄλλη δ’ ἄλλοθεν οὐρανομήκης λαμπὰς ἀνίσχει, φαρμασσομένη χρίματος ἁγνοῦ μαλακαῖς ἀδόλοισι παρηγορίαις, πελάνῳ μυχόθεν βασιλείῳ. τούτων λέξασ’ ὅ τι καὶ δυνατὸν καὶ θέμις αἴνει παιών τε γενοῦ τῆσδε μερίμνης, | θυραίων, αγοραίων, απ’ τα δώρα σου καίουν; Κι άλλη εδώ κι άλλη εκεί ανεβαίνει ψηλά ως τα ουράνια φωτιά με του αγίου θρεμμένη λαδιού τις αγνές και καθάριες γητειές, από του παλατιού τα κελλάρια. Απ’ αυτά λέγοντάς μου ό,τι θες και μπορείς και ταιριάζει ν’ ακούω, γίνου συ μου γιατρός της φροντίδας αυτής, |
| Αγαμ_100 | ἣ νῦν τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ’ ἐκ θυσιῶν ἀγάν’ ἀμφαίνουσ’ ἐλπὶς ἀμύνει φροντίδ’ ἄπληστον † τὴν θυμοφθόρον λύπης φρένα. † κύριός εἰμι θροεῖν ὅδιον κράτος αἴσιον ἀνδρῶν [στρ. α. ἐντελέων· ἔτι γὰρ θεόθεν καταπνεύει πειθώ, μολπᾶν ἀλκάν, σύμφυτος αἰών· ὅπως Ἀχαιῶν δίθρονον κράτος, Ἑλλάδος ἥβας | που μια τώρα μου δέρνει το νου, και μια πάλι απ’ αυτές τις θυσίες, γλυκειά η ελπίδα μου διώχτει τον καρδιοσωμό της αχόρταγης έγνοιας μου τούτης. Να ψάλλω νοιώθω πως μπορώ του δρόμου το σημάδι, που με καλό ξεκίνησαν οι δυο μας στρατηγοί. Γιατί μου εμπνέουν τα γερατειά ακόμη αυτή τη χάρι, του τραγουδιού τη δύναμη, τη θεϊκή: Πώς του πολέμου το πουλί ξεπροβοδάει και |
| Αγαμ_110 | ξύμφρονα ταγάν, πέμπει σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι θούριος ὄρνις Τευκρίδ’ ἐπ’ αἶαν, οἰωνῶν βασιλεὺς βασιλεῦσι νεῶν ὁ κελαινός, ὅ τ’ ἐξόπιν ἀργᾶς, φανέντες ἴκταρ μελάθρων χερὸς ἐκ δοριπάλτου παμπρέπτοις ἐν ἕδραισι, βοσκόμενοι λαγίναν, ἐρικύμονα φέρματα, γένναν, | στέλλει της νιότης της ελληνικής τη δίθρονη αρχή, τους ομογνώμους αρχηγούς, με σίδερο στο χέρι, και μ’ εκδικήτρα δύναμη στη γη την Τρωική. Δυο βασιλιάδες των πουλιών στων πλοίων τους βασιλιάδες φάνηκαν, μ’ άσπρη ο ένας τους κι ο άλλος με μαύρη ουρά πλάι στα παλάτια, απ’ το δεξί του κονταριού το χέρι, σε πρόφαντη ψηλή μεριά, κι αρπάζοντας σπαράζανε, στον τελευταίο της δρόμο, |
| Αγαμ_120 | βλαβέντα λοισθίων δρόμων. αἵλινον αἵλινον εἰπέ, τὸ δ’ εὖ νικάτω. κεδνὸς δὲ στρατόμαντις ἰδὼν δύο λήμασι δισσοὺς [ἀντ. α. Ἀτρεΐδας μαχίμους ἐδάη λαγοδαίτας πομπούς τ’ ἀρχάς· οὕτω δ’ εἶπε τερᾴζων· ‘χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος, πάντα δὲ πύργων κτήνη πρόσθε τὰ δημιοπληθέα | μια λάγισσα, με πρόσβαρη της ώρας της κοιλιά. Αίλινο, ψάλλετε αίλινο, και το καλό ας νικά. Κι ο σοφός μάντης του στρατού απείκασε άμα είδε στους λαγοφάγους τους αητούς τους οδηγούς του δρόμου, τους πολεμάρχους δυο αδερφούς κ’ ισόψυχους Ατρείδες και τέτοια λέει μαντεύοντας: «Θα πάρη, μα με χρόνο, αυτός που ξεκινά ο στρατός την πόλι του Πριάμου κι όλα των πύργων ταγαθά και του λαού τα πλούτη |
| Αγαμ_130 | Μοῖρα λαπάξει πρὸς τὸ βίαιον· οἶον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας στρατωθέν. οἴκτῳ γὰρ ἐπίφθονος Ἄρτεμις ἀγνὰ πτανοῖσιν κυσὶ πατρὸς αὐτότοκον πρὸ λόχου μογερὰν πτάκα θυομένοισι· στυγεῖ δὲ δεῖπνον αἰετῶν.’ αἵλινον αἵλινον εἰπέ, τὸ δ’ εὖ νικάτω. | θ’ αρπάξει η Μοίρα με τη βιά, φθάνει μόνο απ’ το φθόνο το θεϊκό να μη βλαβή πριν απ’ το τέλος τούτη της Τροίας η ζώνη η δυνατή, γιατί η αγνή παρθένα. η Αρτέμιδα η πονετικιά, μάχεται του πατέρα της τα φτερωτά σκυλιά, που πριν της γέννας σπάραξαν μ’ όλη μαζί τη γέννα τη λάγισσα την κακομοίρα κ’ εχθρεύεται των αητών τα δείπνα. Αίλινο, ψάλλετε αίλινο, και το καλό ας νικά! |
| Αγαμ_140 | ‘τόσον περ εὔφρων ἁ καλά, [μεσῳδ. δρόσοις ἀέπτοις μαλερῶν λεόντων πάντων τ’ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι τερπνά, τούτων αἰτεῖ ξύμβολα κρᾶναι, δεξιὰ μὲν κατάμομφα δὲ φάσματα † στρουθῶν. ἰήιον δὲ καλέω Παιᾶνα, μή τινας ἀντιπνόους Δαναοῖς χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας | Τόσο καλόβουλη η Καλή στις τρυφερές δροσιές και των πυρών των λεονταριών και στις γαλαθηνές τις γέννες όλων των αγρίων θηρίων, ζητάει σε τέλος των πουλιών να φέρη τα σημάδια, που αν και δεξιά, μα και πολλά γιομάτα ‘ναι ψεγάδια. Και τον Παιάνα εγώ καλώ βοηθό μας, μήπως στείλη ενάντιους καιρούς στους Δαναούς και δέσουν τα καράβια πολύν καιρό αταξίδευτα, για να ζητήση κάποια |
| Αγαμ_150 | τεύξῃ, σπευδομένα θυσίαν ἑτέραν, ἄνομόν τιν’, ἄδαιτον, νεικέων τέκτονα σύμφυτον, οὐ δεισήνορα. μίμνει γὰρ φοβερὰ παλίνορτος οἰκονόμος δολία μνάμων μῆνις τεκνόποινος.’ τοιάδε Κάλχας ξὺν μεγάλοις ἀγαθοῖς ἀπέκλαγξεν μόρσιμ’ ἀπ’ ὀρνίθων ὁδίων οἴκοις βασιλείοις· τοῖς δ’ ὁμόφωνον αἵλινον αἵλινον εἰπέ, τὸ δ’ εὖ νικάτω. | άλλη θυσία ανίερη κι απρόσφορη, αφορμή πολλών δεινών συγγενικών, γιατί η άφοβη η οργή μένει στο σπίτι η δολερή, μια μέρα να ξυπνήση κ’ εκδίκησι θυμάμενη του τέκνου να ζητήση». Τέτοια ο Κάλχας, με πολλά διαλάλησε αγαθά μελλούμενα για τα βασιλικά παλάτια απ’ των πουλιών εκείνων τα σημάδια, και σύμφωνα μ’ αυτά αίλινο, ψάλλετε αίλινο, και το καλό ας νικά. |
| Αγαμ_160 | Ζεύς, ὅστις ποτ’ ἐστίν, εἰ τόδ’ αὐ- [στρ. β. τῷ φίλον κεκλημένῳ, τοῦτό νιν προσεννέπω. οὐκ ἔχω προσεικάσαι πάντ’ ἐπισταθμώμενος πλὴν Διός, εἰ τὸ μάταν ἀπὸ φροντίδος ἄχθος χρὴ βαλεῖν ἐτητύμως. οὐδ’ ὅστις πάροιθεν ἦν μέγας, [ἀντ. β. παμμάχῳ θράσει βρύων, | Ο Δίας — όποιος κι αν είναι — αν μ’ αυτό τόνομα αρέση να καλήται, μ’ αυτό κ’ εγώ τον ονομάζω, όλα στη στάθμη ταπεικάζω κι όξω από το Δία δε βρίσκω άλλο για να μπορέσω, αν πρέπει αλήθεια, μες απ’ τα στήθια το βάρος της αμφιβολίας να βγάλω. |
| Αγαμ_170 | οὐδὲ λέξεται πρὶν ὤν· ὃς δ’ ἔπειτ’ ἔφυ, τρια- κτῆρος οἴχεται τυχών. Ζῆνα δέ τις προφρόνως ἐπινίκια κλάζων τεύξεται φρενῶν τὸ πᾶν, τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώ- [στρ. γ. σαντα, τὸν πάθει μάθος θέντα κυρίως ἔχειν. στάζει δ’ ἀνθ’ ὕπνου πρὸ καρδίας | Ουδ’ όποιος ήτανε μεγάλος πριν κι ακατανίκητος θρασομανούσε ούτ’ αν υπήρξε θα μνημονευτή· κι όποιος κατόπιν ήρθε, βρήκε τον τρίτο νικητή και πήγε. Μα όποιος του Δία τη νίκη από καρδιάς τιμά της γνώσεως τον καρπό τρυγά. Που ωδήγησε τον άνθρωπο στη γνώση κ’ έβαλε νόμο: πάθος μάθος, που ως και στον ύπνο, στην καρδιά μας |
| Αγαμ_180 | μνησιπήμων πόνος· καὶ παρ’ ἄ- κοντας ἦλθε σωφρονεῖν. δαιμόνων δέ που χάρις βίαιος σέλμα σεμνὸν ἡμένων. καὶ τόθ’ ἡγεμὼν ὁ πρέ- [ἀντ. γ. σβυς νεῶν Ἀχαιικῶν, μάντιν οὔτινα ψέγων, ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων, εὖτ’ ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ βαρύ- νοντ’ Ἀχαιικὸς λεώς, | στάζει τον πόνο, που θυμίζει με τρόμο τα παθήματά μας κι αθέλητα μας συνετίζει. Μα κάνει χάρη ο θεός αλήθεια που κυβερνά μ’ αυστηροσύνη τον κόσμο, απ’ τα ψηλά του σπίτια. Και τότε ο αρχηγός του στόλου, ο μεγαλύτερος, δίχως καθόλου νάχη να κάμη με το μάντη τι τούρθαν οι καιροί ενάντιοι, σαν άρχισε να τυραγνή η γαλήνη κ’ η πείνα των Αργείων το στρατό, |
| Αγαμ_190 | Χαλκίδος πέραν ἔχων παλιρρό- χθοις ἐν Αὐλίδος τόποις· πνοαὶ δ’ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι [στρ. δ. κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι, βροτῶν ἄλαι, ναῶν “τε” καὶ πεισμάτων ἀφειδεῖς, παλιμμήκη χρόνον τιθεῖσαι τρίβῳ κατέξαινον ἄνθος Ἀργεί- ων· ἐπεὶ δὲ καὶ πικροῦ χείματος ἄλλο μῆχαρ | πούτανε περ’ απ’ τη Χαλκίδα δεμένος μέσα στης Αυλίδας το πολυτάραχο στενό. Κι ανέμοι πνέοντας απ’ τον Στρυμόνα μες στα κακόβουλα λιμάνια, αργούς και νηστικούς στους ίδιους τόπους ταλαιπωρούσαν τους ανθρώπους κ’ έφθειραν πλοία και παλαμάρια και κάνοντας διπλό το χρόνο ξενεύριζαν με την αργία το άνθος της νιότης των Αργείων. |
| Αγαμ_200 | βριθύτερον πρόμοισιν μάντις ἔκλαγξεν προφέρων Ἄρτεμιν, ὥστε χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντας Ἀτρείδας δάκρυ μὴ κατασχεῖν· ἄναξ δ’ ὁ πρέσβυς τόδ’ εἶπε φωνῶν· [ἀντ. δ. ‘βαρεῖα μὲν κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι, βαρεῖα δ’, εἰ τέκνον δαΐξω, δόμων ἄγαλμα, μιαίνων παρθενοσφάγοισιν | Μα όταν κι απ’ τον πικρό χειμώνα βαρύτερη γιατρειά είπε ο μάντης, την Άρτεμη προφασισμένος, τα σκήπτρα τους βροντόντας καταγίς τα δάκρυα δεν κρατούν οι στρατηγοί. Και τότε λέει ο τρανός ο ρήγας: Βαρύ κακό κι αν δεν το πράξω, βαρύ κι αν το παιδί μου σφάξω, πόχω καμάρι! και τα χέρια με το παρθενικό της αίμα |
| Αγαμ_210 | ῥείθροις πατρῴους χέρας πέλας βω- μοῦ. τί τῶνδ’ ἄνευ κακῶν; πῶς λιπόναυς γένωμαι ξυμμαχίας ἁμαρτών; παυσανέμου γὰρ θυσίας παρθενίου θ’ αἵματος ὀργᾷ περιόργως ἐπιθυμεῖν θέμις. εὖ γὰρ εἴη.’ ἐπεὶ δ’ ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον [στρ. ε. φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν | στους βωμούς δίπλα να μολύνω. Ω συμφορά μου απ’ ολούθε, προδότης πώς των πλοίων να γίνω και τους συμμάχους μου ναφήσω; Μ’ όλο το δίκιο τους ζητούνε το γαίμα το παρθενικό για να λουφάξουνε οι ανέμοι, κι άμποτε, θε μου, σε καλό! » Και μια που μπήκε στης ανάγκης το ζυγό κι άνεμος δυσσεβείας γύρισε το νου του, |
| Αγαμ_220 | ἄναγνον, ἀνίερον, τόθεν τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω. βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων. ἔτλα δ’ οὖν θυτὴρ γενέσθαι θυγατρός, γυναικοποίνων πολέμων ἀρωγὰν καὶ προτέλεια ναῶν. λιτὰς δὲ καὶ κληδόνας πατρῴους [ἀντ. ε. παρ’ οὐδὲν αἰῶ τε παρθένειον | μηδ’ όσιο μηδ’ ιερό λογιάζει πιο και τον νικά η αποκοτιά του λογισμού του· γιατί το πρώτο βήμα στο άθλιο το κακό είναι αχρείος σύμβουλος κι απομωραίνει του ανθρώπου το συλλογικό. Κ’ έτσι λοιπόν για το γυναίκειο τον πόλεμο, και να εγκαινιάση των καραβιών το δρόμο το βάσταξε την κόρη του να θυσιάση. Τα διπλοπαρακάλια της, πατέρα! πατέρα! δεν λόγιασαν, κι ουδέ τα τρυφερά της νιάτα |
| Αγαμ_230 | ἔθεντο φιλόμαχοι βραβῆς. φράσεν δ’ ἀόζοις πατὴρ μετ’ εὐχὰν δίκαν χιμαίρας ὕπερθε βωμοῦ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην, στόματός τε καλλιπρῴρου φυλακᾷ κατασχεῖν φθόγγον ἀραῖον οἴκοις. βίᾳ χαλινῶν δ’, ἀναύδῳ μένει, [στρ. ζ. κρόκου βαφὰς [δ’] ἐς πέδον χέουσα, | οι πολεμόχαροι αρχηγοί, και πρόσταξε τους δούλους ο πατέρας να τη σηκώσουν ύστερ’ από την ευχή σαν ρίφι, μες στους πέπλους τυλιγμένη, γοργά, ψηλά και προύμυτα επάνω απ’ τους βωμούς και να της φράξουν τόμορφό της στόμα με δύναμη του φίμωτρου βουβή, μην τύχη και το σπίτι του καταραστή. Στη γης κυλά το φόρεμά της το ζαφρά |
| Αγαμ_240 | ἔβαλλ’ ἕκαστον θυτή- ρων ἀπ’ ὄμματος βέλει φιλοίκτῳ, πρέπουσα τὼς ἐν γραφαῖς, προσεννέπειν θέλουσ’, ἐπεὶ πολλάκις πατρὸς κατ’ ἀνδρῶνας εὐτραπέζους ἔμελψεν, ἁγνᾷ δ’ ἀταύρωτος αὐδᾷ πατρὸς φίλου τριτόσπονδον εὔποτμον παιῶνα φίλως ἐτίμα. τὰ δ’ ἔνθεν οὔτ’ εἶδον οὔτ’ ἐννέπω· [ἀντ. ζ. τέχναι δὲ Κάλχαντος οὐκ ἄκραντοι. | και η κόρη τους δημίους της χτυπά ένα ένα, με των ματιώ της σαϊτιές πονετικές· κι’ έμοιαζε σαν σε ζουγραφιά πως νάθελε να τους μιλήση· γιατί στα πλούσια του πατέρα της τραπέζια πολλές φορές τους είχε τραγουδήση κι αγνή, με τη φωνή της την παρθενικιά ταγαπητού πατέρα της από καρδιάς τον καλοροίζικο έψαλλε παιάνα. Και το τι γένηκε ύστερα, δεν είδα, δε λέγω, μα αλάθευτες του Κάλχαντα τις τέχνες ξέρω |
| Αγαμ_250 | Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῦ- σιν μαθεῖν ἐπιρρέπει· τὸ μέλλον ἐπεὶ γένοιτ’ ἂν κλύοις· πρὸ χαιρέτω· ἴσον δὲ τῷ προστένειν. τορὸν γὰρ ἥξει σύνορθρον αὐγαῖς. πέλοιτο δ’ οὖν ἁ ‘πὶ τούτοισιν εὖ πρᾶξις, ὡς θέλει τόδ’ ἄγχιστον Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος. – ἥκω σεβίζων σόν, Κλυταιμήστρα, κράτος· δίκη γάρ ἐστι φωτὸς ἀρχηγοῦ τίειν | κ’ η Δίκη με τη βία το αναγκάζει να μάθη εκείνος που θα πάθη. Ό,τι είναι να γενή μπορείς νακούσης αφού γενή, κι ας λείπη από πριν γιατί είναι τ’ όμοιο να στενάζης κι από πριν. Θαλθή φως φανερό με της αυγής το φως κι άμποτε νάβγουν όλα στο καλό, καθώς ποθεί αυτή, που πλησιάζει τώρα. μόνος μου πύργος της Απίας της χώρας! Ήρθα με σέβας, Κλυταιμνήστρα, της αρχής σου γιατί σαν λείψη ο άρχοντας από το θρόνο |
| Αγαμ_260 | γυναῖκ’ ἐρημωθέντος ἄρσενος θρόνου. σὺ δ’ εἴ τι κεδνὸν εἴτε μὴ πεπυσμένη εὐαγγέλοισιν ἐλπίσιν θυηπολεῖς, κλύοιμ’ ἂν εὔφρων· οὐδὲ σιγώσῃ φθόνος. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ εὐάγγελος μέν, ὥσπερ ἡ παροιμία, ἕως γένοιτο μητρὸς εὐφρόνης πάρα. πεύσῃ δὲ χάρμα μεῖζον ἐλπίδος κλύειν· Πριάμου γὰρ ᾑρήκασιν Ἀργεῖοι πόλιν. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ πῶς φῄς; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τροίαν Ἀχαιῶν οὖσαν· ἦ τορῶς λέγω; | το δίκιο, τη γυναίκα του να προσκυνούμε. Και τώρα, αν έχης τίποτε καλό ακουσμένα, ή κ’ έτσι για καλές ελπίδες θυσιάζεις, πρόθυμα ακούω· κι αν σιωπάς, δικαίωμά σου. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μάννας καλής κόρη καλή, που λέγει ο λόγος, από τη νύχτα ας έβγη μέρα λαμπροφόρα, κι ανέλπιστη χαρά ν’ ακούσης ετοιμάσου· γιατί του Πριάμου, οι Έλληνες πήραν την πόλη. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Πώς λες! δεν άκουσα, ταυτιά μου δεν πιστεύω! ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Πως είναι η Τροία δική μας, καθαρά δεν τόπα; |
| Αγαμ_270 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ χαρά μ’ ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμα σοῦ κατηγορεῖ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τί γὰρ τὸ πιστόν; ἔστι τῶνδέ σοι τέκμαρ; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ἔστιν· τί δ’ οὐχί; μὴ δολώσαντος θεοῦ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ πότερα δ’ ὀνείρων φάσματ’ εὐπειθῆ σέβεις; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ οὐ δόξαν ἂν λάκοιμι βριζούσης φρενός. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἀλλ’ ἦ σ’ ἐπίανέν τις ἄπτερος φάτις; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ παιδὸς νέας ὣς κάρτ’ ἐμωμήσω φρένας. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ποίου χρόνου δὲ καὶ πεπόρθηται πόλις; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ τῆς νῦν τεκούσης φῶς τόδ’ εὐφρόνης λέγω. | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Πνίγει το στήθος μου η χαρά και δάκρυα φέρνει. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τα μάτια την καλή σου γνώμη μαρτυρούνε. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Μα νάχης και γι’ αυτό που λες βέβαιο σημάδι; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Έχω, πώς όχι; αν οι θεοί δεν μ’ απατούνε. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Μήπως σ’ ονειροφαντασίες έχεις πιστέψη; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Σε καρωμένης κεφαλής καπνούς δεν στέργω. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Ή μη σου σήκωσαν το νου λόγια τανέμου; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Για κορασιά αλαφρόμυαλη βλέπω με πήρες. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Κι από πότε λοιπόν είναι παρμένη η πόλη; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Σου λέω: τη νύχτα πόχει αυτό το φως γεννήση. |
| Αγαμ_280 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ καὶ τίς τόδ’ ἐξίκοιτ’ ἂν ἀγγέλων τάχος; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ἥφαιστος Ἴδης λαμπρὸν ἐκπέμπων σέλας. φρυκτὸς δὲ φρυκτὸν δεῦρ’ ἀπ’ ἀγγάρου πυρὸς ἔπεμπεν· Ἴδη μὲν πρὸς Ἑρμαῖον λέπας Λήμνου· μέγαν δὲ πανὸν ἐκ νήσου τρίτον Ἀθῷον αἶπος Ζηνὸς ἐξεδέξατο, ὑπερτελής τε, πόντον ὥστε νωτίσαι ἰχθῦς πορευτοῦ λαμπάδος πρὸς ἡδονήν, πεύκη τὸ χρυσοφεγγές, ὥς τις ἥλιος, σέλας παραγγείλασα Μακίστου σκοπαῖς· | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Και ποιος θα μπόρειε μηνυτής να φτάση αμέσως; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ο Ήφαιστος! στέλλοντας λαμπρή φωτιά απ’ την Ίδα. Και πάνω πανωτές φωτιές αγγαρεμένες ξεπροβοδούν τη φλόγα εδώ· και πρώτη η Ίδα στον κάβο Ερμή της Λήμνου, κι από κείθε τρίτο τ’ Αγιονόρος φωτιά τρανή παραλαβαίνει. Και πεύκα αρίφνητη σκεπάζοντας ως πέρα, σαν χρυσοφέγγισμα ήλιου, του πελάου τα πλάτη στις βίγλες του Μακίστου αγγάρεψε τη φλόγα· |
| Αγαμ_290 | ὁ δ’ οὔτι μέλλων οὐδ’ ἀφρασμόνως ὕπνῳ νικώμενος παρῆκεν ἀγγέλου μέρος· ἑκὰς δὲ φρυκτοῦ φῶς ἐπ’ Εὐρίπου ῥοὰς Μεσσαπίου φύλαξι σημαίνει μολόν. οἱ δ’ ἀντέλαμψαν καὶ παρήγγειλαν πρόσω γραίας ἐρείκης θωμὸν ἅψαντες πυρί. σθένουσα λαμπὰς δ’ οὐδέπω μαυρουμένη, ὑπερθοροῦσα πεδίον Ἀσωποῦ, δίκην φαιδρᾶς σελήνης, πρὸς Κιθαιρῶνος λέπας, ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός. | και κείνος όχι ανάμελλος ουδ’ από ύπνο βαριά παρμένος ξαστοχά τα χρέη ταγγέλου· μα πέρα η λάμψη στου Εύριπου το ρέμμα φτάνει και στου Μεσσάπιου τους σκοπούς τα νέα φέρνει· και τούτοι αντιφωτούν και τα ξεπροβοδίζουν πιο μπρος, ανάβοντας ξερά ταρείκια στίβες· και πάντα φουντωμένη της φωτιάς η λάμψη τους κάμπους του Ασωπού σαν μελιχρό φεγγάρι περνά και στις ψηλές κορφές του Κιθαιρώνα φωλιά καινούργια η ταξιδεύτρα η φλόγα στήνει· |
| Αγαμ_300 | φάος δὲ τηλέπομπον οὐκ ἠναίνετο φρουρά, πλέον καίουσα τῶν εἰρημένων, λίμνην δ’ ὑπὲρ Γοργῶπιν ἔσκηψεν φάος, ὄρος τ’ ἐπ’ Αἰγίπλαγκτον ἐξικνούμενον ὤτρυνε θεσμὸν μὴ χατίζεσθαι πυρός. πέμπουσι δ’ ἀνδαίοντες ἀφθόνῳ μένει φλογὸς μέγαν πώγωνα, καὶ Σαρωνικοῦ πορθμοῦ κάτοπτον πρῶν’ ὑπερβάλλειν πρόσω φλέγουσαν· εἶτ’ ἔσκηψεν, εὖτ’ ἀφίκετο Ἀραχναῖον αἶπος, ἀστυγείτονας σκοπάς· | και δεν αρνιέται η βίγλα, κι απ’ το προσταγμένο πιότερα ανάβοντας, πιο πέρα να τη στείλη· κ’ η λάμψη δρασκελόντας τη Γοργώπη λίμνη και πέφτοντας στο Αιγίπλαγκτο, μηνάει την τάξι να μη αμελούνε της φωτιάς, κι αυτοί με ζήλο γλώσσες φλογών σηκώνουν τέτοιες, που περνόντας τακρόβραχα, όπου το Σαρωνικό κοιτάζουν, πέφτει σαν κεραυνός και φτάνει εδώ η λάμψη στις βίγλες τις γειτονικές μας του Αραχναίου, |
| Αγαμ_310 | κἄπειτ’ Ἀτρειδῶν ἐς τόδε σκήπτει στέγος φάος τόδ’ οὐκ ἄπαππον Ἰδαίου πυρός. τοιοίδε τοί μοι λαμπαδηφόρων νομοί, ἄλλος παρ’ ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι· νικᾷ δ’ ὁ πρῶτος καὶ τελευταῖος δραμών. τέκμαρ τοιοῦτον σύμβολόν τε σοὶ λέγω ἀνδρὸς παραγγείλαντος ἐκ Τροίας ἐμοί. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ θεοῖς μὲν αὖθις, ὦ γύναι, προσεύξομαι. λόγους δ’ ἀκοῦσαι τούσδε κἀποθαυμάσαι διηνεκῶς θέλοιμ’ ἂν ὡς λέγεις πάλιν. | ως που σ’ αυτές των Ατρειδών χτυπάει τις στέγες το φως, που προπάππο έχει τη φωτιά της Ίδας. Τέτοιους εγώ λαμπαδοφόρων έχω νόμους να παίρνη και να δίνη ο ένας με τον άλλο κι ο πρώτος που ήρθε νίκησε και τελευταίος. Αυτά σου λέω τα σύμβολα και τα σημάδια που μόχει στείλη ο άντρας μου απ’ την Τρωάδα. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Τις προσευχές μου στους θεούς κατόπι κάνω, βασίλισσα, μα τώρ’ αυτά που λες τα λόγια νακούω θάθελα άπαυτα και να θαυμάζω. |
| Αγαμ_320 | ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τροίαν Ἀχαιοὶ τῇδ’ ἔχουσ’ ἐν ἡμέρᾳ. οἶμαι βοὴν ἄμεικτον ἐν πόλει πρέπειν. ὄξος τ’ ἄλειφά τ’ ἐγχέας ταὐτῷ κύτει διχοστατοῦντ’ ἂν οὐ φίλως † προσεννέποις. καὶ τῶν ἁλόντων καὶ κρατησάντων δίχα φθογγὰς ἀκούειν ἔστι συμφορᾶς διπλῆς. οἱ μὲν γὰρ ἀμφὶ σώμασιν πεπτωκότες ἀνδρῶν κασιγνήτων τε, καὶ φυταλμίων παῖδες γερόντων, οὐκέτ’ ἐξ ἐλευθέρου δέρης ἀποιμώζουσι φιλτάτων μόρον· | ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Δική τους είναι σήμερα, η Τροία των Αχαιών! φαντάζομαι, τι ασύσμιχτη βουή στη πόλη! καθώς σαν χύσης μες σ’ ένα πινάκι λάδι και ξύδι, να ταράζουνται θα ιδής ανάρια, έτσι χώρια των νικητών και νικημένων ξεφωνητά θάχης νακούς ανόμοιας μοίρας. Αυτοί απ’ εδώ πεσμένοι επάνω στα κουφάρια αντράδων κι αδερφών και των παιδιώ των γέροι γονιοί θενά θρηνούνε των αγαπημένων τη συμφορά, μα μ’ όχι πια λεύτερο στόμα. |
| Αγαμ_330 | τοὺς δ’ αὖτε νυκτίπλαγκτος ἐκ μάχης πόνος νήστεις πρὸς ἀρίστοισιν ὧν ἔχει πόλις τάσσει, πρὸς οὐδὲν ἐν μέρει τεκμήριον, ἀλλ’ ὡς ἕκαστος ἔσπασεν τύχης πάλον. ἐν αἰχμαλώτοις Τρωικοῖς οἰκήμασιν ναίουσιν ἤδη, τῶν ὑπαιθρίων πάγων δρόσων τ’ ἀπαλλαχθέντες· ὡς δ’ εὐδαίμονες ἀφύλακτον εὑδήσουσι πᾶσαν εὐφρόνην. εἰ δ’ εὐσεβοῦσι τοὺς πολισσούχους θεοὺς τοὺς τῆς ἁλούσης γῆς θεῶν θ’ ἱδρύματα, | Τους άλλους πάλι νηστικούς από τη μάχη νυχτοπλάνητος κόπος φέρνει στα τραπέζια της πόλεως και τους στρώνει δίχως καμμιά τάξη μα μ’ όποιον ο καθένας τους λαχνό τραβήξη. Τώρα τα σκλαβωμένα σπίτια τους στεγάζουν των Τρώων και γλυτωμένοι απ’ τανοιχτού του κάμπου τις παγωνιές και τις δροσιές, όλη τη νύχτα, πόσο ευτυχείς! αφύλαχτοι θα κοιμηθούνε. Κι αν σεβαστούνε τους θεούς τους πολιούχους της νικημένης χώρας και τα ιδρύματά των, |
| Αγαμ_340 | οὔ τἂν ἑλόντες ἀνθαλοῖεν ἄν. ἔρως δὲ μή τις πρότερον ἐμπίπτῃ στρατῷ πορθεῖν ἃ μὴ χρή, κέρδεσιν νικωμένους. δεῖ γὰρ πρὸς οἴκους νοστίμου σωτηρίας κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν· θεοῖς δ’ ἀναμπλάκητος εἰ μόλοι στρατός, ἐγρηγορὸς τὸ πῆμα τῶν ὀλωλότων γένοιτ’ ἄν, εἰ πρόσπαιά πη τεύχοι κακά. τοιαῦτά τοι γυναικὸς ἐξ ἐμοῦ κλύεις· τὸ δ’ εὖ κρατοίη, μὴ διχορρόπως ἰδεῖν. | μια που νικήσαν δεν θα νικηθούνε πάλι· φτάνει μην πιάση πριν το στρατό κακός πόθος ναρπάζη όσα δεν πρέπει, απ’ αγάπη κέρδους· γιατί για τον καλό στα σπίτια γυρισμό του έχει και τάλλο χέρι του σταδίου να στρίψη· κι αν δίχως κρίμα στους θεούς γυρίσουν πίσω, μα πάλι ακοίμητο μπορεί των σκοτωμένων το αίμα να μένη, κι άλλη συμφορά αν δεν λάχη. Άκου λοιπόν αυτά από μένα, τη γυναίκα· και το καλό ας αξιωθώ να δω όπως θέλω, |
| Αγαμ_350 | πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τήνδ’ ὄνησιν εἱλόμην. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ γύναι, κατ’ ἄνδρα σώφρον’ εὐφρόνως λέγεις. ἐγὼ δ’ ἀκούσας πιστά σου τεκμήρια θεοὺς προσειπεῖν αὖ παρασκευάζομαι. χάρις γὰρ οὐκ ἄτιμος εἴργασται πόνων. – ὦ Ζεῦ βασιλεῦ καὶ νὺξ φιλία μεγάλων κόσμων κτεάτειρα, ἥτ’ ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες στεγανὸν δίκτυον, ὡς μήτε μέγαν μήτ’ οὖν νεαρῶν τιν’ ὑπερτελέσαι | γιατί απ’ όλα ταγαθά αυτό θα ευχόμουν! ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Με γνώση αντρός, βασίλισσα, μιλείς φρονίμου, κι αφού σημάδια αλάθευτα σου έχω ακούση τώρα τους θεούς θα ετοιμαστώ να ευχαριστήσω, γιατί άξιος δόθηκε ο μιστός για τόσους κόπους. Ω Δία παντοδύναμε και νύχτα αγαπητή, οπόχεις ταναρίθμητα στολίδια, πυκνά πλεμμάτια έρριξες στη γη την Τρωική με σιδερένια δαχτυλίδια. Μήτε μεγάλοι να μπορούν μήτ’ άγουρα παιδιά. — κι ανώφελα κανείς ας μη γυρεύη — |
| Αγαμ_360 | μέγα δουλείας γάγγαμον, ἄτης παναλώτου. Δία τοι ξένιον μέγαν αἰδοῦμαι τὸν τάδε πράξαντ’, ἐπ’ Ἀλεξάνδρῳ τείνοντα πάλαι τόξον, ὅπως ἂν μήτε πρὸ καιροῦ μήθ’ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν. – Διὸς πλαγὰν ἔχουσιν εἰπεῖν, [στρ. α. πάρεστιν τοῦτό γ’ ἐξιχνεῦσαι. ἔπραξεν ὡς ἔκρανεν. οὐκ ἔφα τις | το δίχτυ να πηδήσουνε που ξάπλωσε η σκλαβιά κι όλους τριγύρω μέσα του μαζεύει. Σε τρέμω, ω Δία ξένιε, και τα έργα σου τιμώ, που από καιρό τεντώνεις το δοξάρι για να μη ρίξης άνεργο το δίκιο σου θυμό επάνω στον αδικητή τον Πάρη! Έχεις να πης κ’ έχεις να κρίνης το χέρι της Δικαιοσύνης· τον βρήκε το άδικο στο δρόμο, κι ας λέη κάποιος |
| Αγαμ_370 | θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν ὅσοις ἀθίκτων χάρις πατοῖθ’· ὁ δ’ οὐκ εὐσεβής. πέφανται δ’ ἐγγονοῦσα τόλμη τῶν Ἄρη πνεόντων μεῖζον ἢ δικαίως, φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ ὑπὲρ τὸ βέλτιστον. ἔστω δ’ ἀπή- μαντον, ὥστ’ ἀπαρκεῖν | πως θ’ αφήση απλέρωτον όποιος τολμήση το θείο της να πατήση νόμο. Αργά ή νωρίς θαρθή μια μέρα να πάθη ο γυιός για τον πατέρα, που άδικο πόλεμο σηκώνει, και που μ’ ασήμι σκορπισμένο και με χρυσάφι μαζεμένο τα σπίτια του παραφορτώνει. Ο φρόνιμος μονάχα αρκιέται |
| Αγαμ_380 | εὖ πραπίδων λαχόντι. οὐ γὰρ ἔστιν ἔπαλξις πλούτου πρὸς κόρον ἀνδρὶ λακτίσαντι μέγαν Δίκας βωμὸν εἰς ἀφάνειαν. βιᾶται δ’ ἁ τάλαινα πειθώ, [ἀντ. α. προβούλου παῖς ἄφερτος ἄτας. ἄκος δὲ πᾶν μάταιον. οὐκ ἐκρύφθη, πρέπει δέ, φῶς αἰνολαμπές, σίνος· | μ’ όσο να μη στενοχωριέται· γιατί οι θησαυροί οι περισσοί δεν τον γλυτώνουν δίχως άλλο όποιος της Δίκης το μεγάλο βωμό θενά ποδοπατήση. Μας σπρώχνει των φρενών η βλάβη κι άλλου κακού τον πόθο ανάβει, μα τότε γιατριά δεν έχει· δεν κρύβεται το κρίμα· βγαίνει και σα φωτιά καταραμένη φαντάζει ολόγυρα και τρέχει. |
| Αγαμ_390 | κακοῦ δὲ χαλκοῦ τρόπον τρίβῳ τε καὶ προσβολαῖς μελαμπαγὴς πέλει δικαιωθείς, ἐπεὶ διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν, πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον· λιτᾶν δ’ ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν· † τὸν δ’ ἐπίστροφον τῶν[δε] φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῖ. οἷος καὶ Πάρις ἐλθὼν | Έτσι το ψεύτικο χρυσάφι με τη τριβή τέλος ξεβάφει και μαύρη φαίνεται η θωριά του· όπως μωρό παιδί να πιάση πουλί ζητά — κ’ έχει ντροπιάση την πόλη και τα γονικά του. Μα δεν ακούει τα παρακάλια κανείς θεός, και στα κεφάλια ταμαρτωλά φωτιά θα βρέξη. Νά ο Πάρης! που ψωμί κι αλάτι |
| Αγαμ_400 | ἐς δόμον τὸν Ἀτρειδᾶν ᾔσχυνε ξενίαν τράπε- ζαν κλοπαῖσι γυναικός. λιποῦσα δ’ ἀστοῖσιν ἀσπίστορας [στρ. β. κλόνους λοχισμούς τε καὶ ναυβάτας ὁπλισμούς, ἄγουσά τ’ ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθορὰν βεβάκει ῥίμφα διὰ πυλᾶν ἄτλητα τλᾶσα· πολλὰ δ’ ἔστενον τόδ’ ἐννέποντες δόμων προφῆται· | δεν ντράπηκε, απ’ το παλάτι γυναίκα φίλου του να κλέψη. Κι αφίνοντας λογχών κι ασπίδων κρότους και ναυτικούς στην πύλη εξοπλισμούς και στους Τρωαδίτες φέρνοντας αντίς για προίκα, αφανισμό τους, γοργά τις πύλες διάβηκε όσα κανείς δεν τόλμησε τολμόντας! Και πολυαναστενάζοντας ελέγανε του παλατιού οι προφήτες: |
| Αγαμ_410 | ‘ἰὼ ἰὼ δῶμα δῶμα καὶ πρόμοι, ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες. † πάρεστι σιγᾶς ἄτιμος † ἀλοίδορος ἄλιστος ἀφεμένων ἰδεῖν. πόθῳ δ’ ὑπερποντίας φάσμα δόξει δόμων ἀνάσσειν.’ εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί· ὀμμάτων δ’ ἐν ἀχηνίαις ἔρρει πᾶσ’ Ἀφροδίτα. | Ω σπίτι, σπίτι κι άρχοντες ω κλίνη, κερωτόθυμα του αντρός της χνάρια! δήτε τον τώρα στη βουβή ατιμία του κι απαραπόνευτο στη συμφορά του, παρατημένο αδιάντροπα· κι απ’ τη λαχτάρα της φευγάτης πως στα παλάτια μέσα ζη φαντάζεται το φάντασμά της! Χάρη δεν έχει άλλη εμορφιά για το θλιμμένο, και σβύνει κάθε αποθυμιά στο μάτι του το στειρεμένο. |
| Αγαμ_420 | ὀνειρόφαντοι δὲ πειθήμονες [ἀντ. β. πάρεισι δόξαι φέρου- σαι χάριν ματαίαν. μάταν γάρ, εὖτ’ ἂν ἐς θιγὰς δοκῶν ὁρᾷ, παραλλάξασα διὰ χερῶν βέβακεν ὄψις, οὐ μεθύστερον πτεροῖς ὀπαδοῦσ’ ὕπνου κελεύθοις. τὰ μὲν κατ’ οἴκους ἐφ’ ἑστίας ἄχη τάδ’ ἐστὶ καὶ τῶνδ’ ὑπερβατώτερα. τὸ πᾶν δ’ ἀπ’ αἴας Ἕλλαδος συνορμένοις | Κέρχουνται ονειροφάνταχτοι και θλιβεροί στους ύπνους ήσκιοι φέρνοντας χάρη ανώφελη! γιατί του κάκου! όταν κανείς νομίζει πως βλέπει ένα καλό στα ονείρατά του γλυστρά μες απ’ τα χέρια τόραμα και δεν αργεί νακολουθήση το δρόμο του ύπνου του φευγάτου! Τέτοιες μες στα παλάτια συμφορές μα κι άλλες είναι πιο βαριές ακόμη· για όσους ξεκίνησαν από τη χώρα, |
| Αγαμ_430 | πένθεια τλησικάρδιος δόμῳ ‘ν ἑκάστου πρέπει. πολλὰ γοῦν θιγγάνει πρὸς ἧπαρ· οὓς μὲν γάρ -τις- ἔπεμψεν οἶδεν, ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκά- στου δόμους ἀφικνεῖται. ὁ χρυσαμοιβὸς δ’ Ἄρης σωμάτων [στρ. γ. καὶ ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορὸς | σ’ όλων τα σπίτια αβάσταγο πένθος και θλίψη βασιλεύει τώρα· πολλά ραγίζουν τις καρδιές, γιατί καθένας ξέρει εκείνους πόστειλε για τον πόλεμο, μα τώρ’ αντίς για κείνους στάχτη και νεκροδόχες μοναχά στα σπίτια καθενός γυρίζουν! Κι ο Άρης, παλλάζει τα κορμιά με μάλαμα, και που κρατάει ζυγαριά στις μάχες, |
| Αγαμ_440 | πυρωθὲν ἐξ Ἰλίου φίλοισι πέμπει βαρὺ ψῆγμα δυσδάκρυτον, ἀντ- ήνορος σποδοῦ γεμί- ζων λέβητας εὐθέτους. στένουσι δ’ εὖ λέγοντες ἄν- δρα τὸν μὲν ὡς μάχης ἴδρις, τὸν δ’ ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντ’– ‘ἀλ- λοτρίας διαὶ γυναικός’· τάδε σῖγά τις βαΰζει· | απ’ το Ίλιο στέλλει πίσω στους δικούς βαρυά και πικροθρήνητα καρβουνωμένα θρύψαλα, γιομίζοντας τα ευκολοβάσταγα λεβέτια με στάχτη των ανθρώπω των· κ’ εγκωμιάζουν και θρηνούν τους άντρες των τον ένα, τι άξιζε στη μάχη, τον άλλο, πόπεσε στον πόλεμο παλικαρίσια, για γυναίκα ξένη! Έτσι κρυφά από κάποιο ψιθυρίζεται |
| Αγαμ_450 | φθονερὸν δ’ ὑπ’ ἄλγος ἕρπει προδίκοις Ἀτρείδαις. οἱ δ’ αὐτοῦ περὶ τεῖχος θήκας Ἰλιάδος γᾶς εὔμορφοι κατέχουσιν· ἐ- χθρὰ δ’ ἔχοντας ἔκρυψεν. βαρεῖα δ’ ἀστῶν φάτις ξὺν κότῳ· [ἀντ. γ. δημοκράτου δ’ ἀρᾶς τίνει χρέος. μένει δ’ ἀκοῦσαί τί μοι | κι ο φθόνος έχθρητα γιομάτος σιγογλυστράει στους πρόμαχους Ατρείδες. Μα κείνοι εκεί, στο τείχη ολόγυρα, καλά κρατούν, οι πολυεπαινεμένοι, της Τρωικής της γης τα μνήματα που κρύβει τους εχθρούς της νικημένη. Βαρύς ο λόγος του λαού, βαριά η οργή κι απλέρωτη η κατάρα του δε μένει· η έγνοια μου κάτι μαύρο σκοτεινό |
| Αγαμ_460 | μέριμνα νυκτηρεφές. τῶν πολυκτόνων γὰρ οὐκ ἄσκοποι θεοί. κελαι- ναὶ δ’ Ἐρινύες χρόνῳ τυχηρὸν ὄντ’ ἄνευ δίκας παλιντυχεῖ τριβᾷ βίου τιθεῖσ’ ἀμαυρόν, ἐν δ’ ἀίστοις τελέθοντος οὔτις ἀλκά· τὸ δ’ ὑπερκόπως κλύειν εὖ βαρύ· βάλλεται γὰρ ὄσσοις | νακούση περιμένει. Γιατί έτσι δεν αφίνουν οι θεοί κείνους που χύνουν πολύ γαίμα. Κι οι μαύρες Ερινύες με τον καιρό την άδικη του ανθρώπου ευτυχία μ’ έν’ αναποδογύρισμα της τύχης μαυρίζουν· κι όταν ξεγραφή δύναμη πια καμιά δεν έχει. Βαρύ ναι φήμη αμέτρητη νάχη κανείς, γιατί απ’ του Δία |
| Αγαμ_470 | Διόθεν κεραυνός. κρίνω δ’ ἄφθονον ὄλβον· μήτ’ εἴην πτολιπόρθης μήτ’ οὖν αὐτὸς ἁλοὺς ὑπ’ ἄλ- λων βίον κατίδοιμι. – πυρὸς δ’ ὑπ’ εὐαγγέλου [ἐπῳδ. πόλιν διήκει θοὰ βάξις· εἰ δ’ ἐτήτυμος, τίς οἶδεν, ἤ τι θεῖόν ἐστί πῃ ψύθος. – τίς ὧδε παιδνὸς ἢ φρενῶν κεκομμένος, | το μάτι πέφτει ο κεραυνός. Προκρίνω αζήλευτη ευτυχία, ούτε καταχτητής νάθελα γένω μα ούτε κάτω απ’ άλλους πάλι να δω το βίο μου σκλαβωμένο! — Της καλοφάνερης φωτιάς τρέχει στη πόλη γρήγορη η φήμη· μα κι αν είναι αληθινή ποιος ξέρει, ή τάχα απάτη θεϊκή; — Ποιος είν’ έτσι παιδί και με κρίση λειψή |
| Αγαμ_480 | φλογὸς παραγγέλμασιν νέοις πυρωθέντα καρδίαν ἔπειτ’ ἀλλαγᾷ λόγου καμεῖν; – γυναικὸς αἰχμᾷ πρέπει πρὸ τοῦ φανέντος χάριν ξυναινέσαι. πιθανὸς ἄγαν ὁ θῆλυς ὅρος ἐπινέμεται ταχύπορος· ἀλλὰ ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος. ΚΟΡΥΦ τ ΣΥΜΒ τάχ’ εἰσόμεσθα λαμπάδων φαεσφόρων | που να πυρώση πρώτα την καρδιά με τα καινούργια της φωτιάς μαντάτα για να θλιβή αν έβγη αλλιώς ο λόγος; — Αυτό ναι το γυναίκειο φυσικό, νανοίγη την καρδιά της στο καλό και πρι φανερώση ακόμη. — Και τώρα η προσταγή της γυναικός ευκολοπίστευτη πολύ ξαπλώνει … μα σβήνει ταχυθάνατος ο γυναικόσπαρτος ο λόγος. ΚΟΡΥΦ τ ΣΥΜΒ Όπου κι αν είσαι θενά μάθωμε αν |
| Αγαμ_490 | φρυκτωριῶν τε καὶ πυρὸς παραλλαγάς, εἴτ’ οὖν ἀληθεῖς, εἴτ’ ὀνειράτων δίκην τερπνὸν τόδ’ ἐλθὸν φῶς ἐφήλωσεν φρένας. κήρυκ’ ἀπ’ ἀκτῆς τόνδ’ ὁρῶ κατάσκιον κλάδοις ἐλαίας· μαρτυρεῖ δέ μοι κάσις πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις τάδε, ὡς οὐκ ἄναυδος οὗτος, οὐ δαίων φλόγα ὕλης ὀρείας, σημανεῖ καπνῷ πυρός, ἀλλ’ ἢ τὸ χαίρειν μᾶλλον ἐκβάξει λέγων– τὸν ἀντίον δὲ τοῖσδ’ ἀποστέργω λόγον· | ήταν αληθινές οι επανωτές φωτιές και φλόγες ή μήπως ήρθε το τερπνό το φως εκείνο σαν όνειρο και μας ξεσήκωσε το νου μας. Τον βλέπω, νά, που απ’ το γιαλό προβαίνει ο κήρυξ ελιάς κρατάει κλαδόφυλλα, και μάρτυράς μου ο κορνιαχτός, της λάσπης το στεγνό ταδέρφι, πως δε μου φέρνει, ανάβοντας βουνίσια ξύλα, με των καψάλων τους καπνούς βουβά σημάδια, και ή τη χαρά μας μ’ ό,τι πη θα βεβαιώση, ή — πιο καλά αμελέτητο το ενάντιο νάναι, |
| Αγαμ_500 | εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι προσθήκη πέλοι. – ὅστις τάδ’ ἄλλως τῇδ’ ἐπεύχεται πόλει, αὐτὸς φρενῶν καρποῖτο τὴν ἁμαρτίαν. ΚΗΡΥΚΑΣ ἰὼ πατρῷον οὖδας Ἀργείας χθονός, δεκάτῳ σε φέγγει τῷδ’ ἀφικόμην ἔτους, πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων μιᾶς τυχών. οὐ γάρ ποτ’ ηὔχουν τῇδ’ ἐν Ἀργείᾳ χθονὶ θανὼν μεθέξειν φιλτάτου τάφου μέρος. νῦν χαῖρε μὲν χθών, χαῖρε δ’ ἡλίου φάος, ὕπατός τε χώρας Ζεύς, ὁ Πύθιός τ’ ἄναξ, | και το καλό που φάνηκε σε καλό νάβγη — Όποιος τανάντια εύχεται απ’ αυτά στην πόλη αυτός των λογισμών του ας τρυγάη το κρίμα. ΚΗΡΥΚΑΣ Χαίρε της πατρικής μου γης, του Άργους χώμα, που σε πατώ πάλι ύστερ’ από δέκα χρόνια και μια καν απ’ τις τόσες μου χάρηκα ελπίδες! γιατί ποτέ δεν τόλεγα πως θαξιωνόμουν τάγια μας χώματα νεκρό να με σκεπάσουν· τώρα, χαίρε πατρίδα, χαίρε φως του ήλιου και συ μεγάλε Δία της χώρας και συ Πύθιε, |
| Αγαμ_510 | τόξοις ἰάπτων μηκέτ’ εἰς ἡμᾶς βέλη· ἅλις παρὰ Σκάμανδρον ἦσθ’ ἀνάρσιος, νῦν δ’ αὖτε σωτὴρ ἴσθι καὶ παιώνιος, ἄναξ Ἄπολλον. τούς τ’ ἀγωνίους θεοὺς πάντας προσαυδῶ, τόν τ’ ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν, φίλον κήρυκα, κηρύκων σέβας, ἥρως τε τοὺς πέμψαντας, εὐμενεῖς πάλιν στρατὸν δέχεσθαι τὸν λελειμμένον δορός. ἰὼ μέλαθρα βασιλέων, φίλαι στέγαι, σεμνοί τε θᾶκοι, δαίμονές τ’ ἀντήλιοι, | χωρίς πια με τα βέλη σου να μας σαϊτεύης φτάνει όσο εκεί στο Σκάμαντρο μας πολεμούσες· τώρα βοηθός μας και σκεπός άμποτε νάσαι Απόλλων! κι όλους τους θεούς τους αγωνίους προσκυνώ, και τον δικό μου τον προστάτη τον Ερμή, φίλον κήρυκα, τιμήν κηρύκων· κ’ ήρωες, που μας στείλετε, καλοδεχτήτε πάλι όσοι απ’ το στρατό γλυτώσαν το κοντάρι. Ω, ω, του βασιλιά τιμημένα παλάτια, πολυσέβαστοι θρόνοι και θεοί προσήλιοι, |
| Αγαμ_520 | εἴ που πάλαι, φαιδροῖσι τοισίδ’ ὄμμασι δέξασθε κόσμῳ βασιλέα πολλῷ χρόνῳ. ἥκει γὰρ ὑμῖν φῶς ἐν εὐφρόνῃ φέρων καὶ τοῖσδ’ ἅπασι κοινὸν Ἀγαμέμνων ἄναξ. ἀλλ’ εὖ νιν ἀσπάσασθε, καὶ γὰρ οὖν πρέπει, Τροίαν κατασκάψαντα τοῦ δικηφόρου Διὸς μακέλλῃ, τῇ κατείργασται πέδον. βωμοὶ δ’ ἄιστοι καὶ θεῶν ἱδρύματα, καὶ σπέρμα πάσης ἐξαπόλλυται χθονός. τοιόνδε Τροίᾳ περιβαλὼν ζευκτήριον | χαρούμενοι, αν και πριν, το βασιλιά από χρόνια να τον δεχτήτε που έρχεται, σε σας και σ’ όλους εμάς στη μαύρη σκοτεινιά μας φως να φέρη· χαρούμενοι δεχθήτε τον γιατί του πρέπει, που με του Δία τη δίκελλα του δικαιοκρίτη την Τροία γκρέμνισε και ρήξαμε τη γη τους, και ρείπια οι βωμοί των θεών και τα ιερά τους κι ουδέ σπόρος δε μένει απ’ όλη τους τη χώρα· τέτοιο ζυγό στον τράχηλο έβαλε της Τροίας |
| Αγαμ_530 | ἄναξ Ἀτρείδης πρέσβυς, εὐδαίμων ἀνήρ, ἥκει, τίεσθαι δ’ ἀξιώτατος βροτῶν τῶν νῦν· Πάρις γὰρ οὔτε συντελὴς πόλις ἐξεύχεται τὸ δρᾶμα τοῦ πάθους πλέον. ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῦ ῥυσίου θ’ ἥμαρτε καὶ πανώλεθρον αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισεν δόμον. διπλᾶ δ’ ἔτεισαν Πριαμίδαι θἀμάρτια. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ κῆρυξ Ἀχαιῶν χαῖρε τῶν ἀπὸ στρατοῦ. ΚΗΡΥΚΑΣ χαίρω, † τεθνᾶναι δ’ οὐκέτ’ ἀντερῶ θεοῖς. † | κ’ έρχεται τώρα ο ευτυχισμένος βασιλιάς μας, που μέσα σ’ όσους τώρα ζουν τιμές του πρέπουν γιατί ουδ’ ο Πάρις ουδέ η Τροία είναι, να πούνε αν άξιζε το πάθημα το κάμωμά τους· και δεν μπορεί να πη πως δεν το βρήκε ως τόσο το δίκιο του και με το παραπάνω ο κλέφτης, αφού συθέμελα έσβησε το πατρικό του και πλέρωσαν διπλά το κρίμα οι Πριαμίδες. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Του αχαϊκού στρατού χαίρε, κήρυκα, χαίρε! ΚΗΡΥΚΑΣ Χαίρω· και τώρα, αν θέλουν οι θεοί, ας αποθάνω. |
| Αγαμ_540 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἔρως πατρῴας τῆσδε γῆς σ’ ἐγύμνασεν; ΚΗΡΥΚΑΣ ὥστ’ ἐνδακρύειν γ’ ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τερπνῆς ἄρ’ ἦστε τῆσδ’ ἐπήβολοι νόσου, ΚΗΡΥΚΑΣ πῶς δή; διδαχθεὶς τοῦδε δεσπόσω λόγου. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι. ΚΗΡΥΚΑΣ ποθεῖν ποθοῦντα τήνδε γῆν στρατὸν λέγεις; ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ὡς πόλλ’ ἀμαυρᾶς ἐκ φρενός -μ’- ἀναστένειν. ΚΗΡΥΚΑΣ πόθεν τὸ δύσφρον; τοῦτ’ ἐπῆν στύγος στρατῷ; ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ πάλαι τὸ σιγᾶν φάρμακον βλάβης ἔχω. ΚΗΡΥΚΑΣ καὶ πῶς; ἀπόντων κοιράνων ἔτρεις τινάς; | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Της πατρικής μας γης σε δάμασε ο πόθος; ΚΗΡΥΚΑΣ Τόσο, που απ’ τη χαρά μου πλημμυρούν τα μάτια. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Την ίδια θα είχετε και σεις γλυκειάν αρρώστεια. ΚΗΡΥΚΑΣ Τι πάει ο λόγος σου να πη; δος μου να νοιώσω. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Πως έδερνε και σας και μας ο ίδιος πόθος. ΚΗΡΥΚΑΣ Η χώρα που εποθούσαμε λες μας ποθούσε; ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Ναι, και στενάζαμε συχνά απ’ τα φυλλοκάρδια. ΚΗΡΥΚΑΣ Και πόθε αυτός ο μαύρος πόνος της καρδιάς σου; ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Τόσο καιρό τη σιωπή βρήκα γιατρειά μου. ΚΗΡΥΚΑΣ Μη, λείποντας ο βασιλιάς, κάποιο εφοβόσουν; |
| Αγαμ_550 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ὡς νῦν τὸ σὸν δή, καὶ θανεῖν πολλὴ χάρις. ΚΗΡΥΚΑΣ εὖ γὰρ πέπρακται. ταῦτα δ’ ἐν πολλῷ χρόνῳ τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς ἔχειν, τὰ δ’ αὖτε κἀπίμομφα. τίς δὲ πλὴν θεῶν ἅπαντ’ ἀπήμων τὸν δι’ αἰῶνος χρόνον; μόχθους γὰρ εἰ λέγοιμι καὶ δυσαυλίας, σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους–τί δ’ οὐ στένοντες, οὐ λαχόντες ἤματος μέρος; τὰ δ’ αὖτε χέρσῳ· καὶ προσῆν πλέον στύγος· εὐναὶ γὰρ ἦσαν δηΐων πρὸς τείχεσιν, | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Τόσο, που ως λες και συ, τώρα κ’ εγώ ας ποθάνω! ΚΗΡΥΚΑΣ Τέλος καλόν όλα καλά· μέσα στο διάβα του χρόνου, άλλα μας έρχουνται δεξιά και πάλι άλλα ζερβά· γιατί έξω απ’ τους θεούς ποιος άλλος όλο το βίο του θα χαρή με δίχως πάθη; Γιατί αν λέω τους κόπους και τις κακοπέρασες τανάριο ξεμπαρκάρισμα, τα κακοστρώσια, ποια μέρ’ αστέναχτη είτανε να μη μας λάχουν; Στη στεριά πάλι το κακό είταν ποιο μεγάλο: Κάτω απ’ τα κάστρα των εχθρών τόχαμε στρώση |
| Αγαμ_560 | ἐξ οὐρανοῦ δὲ κἀπὸ γῆς λειμωνίας † δρόσοι κατεψάκαζον, ἔμπεδον σίνος ἐσθημάτων, τιθέντες ἔνθηρον τρίχα. χειμῶνα δ’ εἰ λέγοι τις οἰωνοκτόνον, οἷον παρεῖχ’ ἄφερτον Ἰδαία χιών, ἢ θάλπος, εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών– τί ταῦτα πενθεῖν δεῖ; παροίχεται πόνος· παροίχεται δέ, τοῖσι μὲν τεθνηκόσιν τὸ μήποτ’ αὖθις μηδ’ ἀναστῆναι μέλειν– | και πια η δροσιά απ’ τον ουρανό κι απ’ τα λειβάδια της γης, μας περεχούσε και μας είχε πάντα ολόμουσγα τα ρούχα μας κι άγρια την τρίχα· κι αν πης για τον χειμώνα, των πουλιώ το χάρο, που αβάσταγο κατέβαζε η χιονιά της Ίδας, ή για τη ζέστη, όταν ο πόντος δίχως κύμα κι αγέρα στις μεσημερνές κοιμόνταν κοίτες- Μα τι να κλαίω γι’ αυτά; έχει περάση ο πόνος· κι έχει περάση, τόσο για τους πεθαμένους, που πια σκοπό δεν τόχουνε ναναστηθούνε· |
| Αγαμ_570 | τί τοὺς ἀναλωθέντας ἐν ψήφῳ λέγειν, τὸν ζῶντα δ’ ἀλγεῖν χρὴ τύχης παλιγκότου; καὶ πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ. ἡμῖν δὲ τοῖς λοιποῖσιν Ἀργείων στρατοῦ νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ’ οὐκ ἀντιρρέπει· ὡς κομπάσαι τῷδ’ εἰκὸς ἡλίου φάει ὑπὲρ θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις· ‘Τροίαν ἑλόντες δήποτ’ Ἀργείων στόλος θεοῖς λάφυρα ταῦτα τοῖς καθ’ Ἑλλάδα δόμοις ἐπασσάλευσαν ἀρχαῖον γάνος.’ | τι να τους λογαριάζουμε τους πεθαμένους, και τι να φέρνη ο ζωντανός τις λύπες πίσω; τις συμφορές τις στέλλω στο καλό να πάνε, γιατί σ’ εμάς που μείναμεν απ’ το στρατό μας πλήθιο το κέρδος τη ζημία αντισηκώνει, που αξίζει αλήθεια μπρος σ’ αυτό το φως του ήλιου να καυχηθούμε πάνω από στεριές και θάλασσες: «Αφού την Τροία επήρε ο στόλος των Αργείων αυτά για τους ελληνικούς θεούς τα λάφυρα στις εκκλησιές των κρέμασε, λαμπρά στολίδια». |
| Αγαμ_580 | τοιαῦτα χρὴ κλύοντας εὐλογεῖν πόλιν καὶ τοὺς στρατηγούς· καὶ χάρις τιμήσεται Διὸς τάδ’ ἐκπράξασα. πάντ’ ἔχεις λόγον. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ νικώμενος λόγοισιν οὐκ ἀναίνομαι· ἀεὶ γὰρ ἥβη τοῖς γέρουσιν εὐμαθεῖν. δόμοις δὲ ταῦτα καὶ Κλυταιμήστρᾳ μέλειν εἰκὸς μάλιστα, σὺν δὲ πλουτίζειν ἐμέ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ἀνωλόλυξα μὲν πάλαι χαρᾶς ὕπο, ὅτ’ ἦλθ’ ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρός, φράζων ἅλωσιν Ἰλίου τ’ ἀνάστασιν. | Κι όποιος ακούη αυτά θα πρέπει να παινεύη την πόλη και τους στρατηγούς και χάρη νάχη του Δία που τάφερε δεξιά· είπα ότι είχα. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Με νίκησαν οι λόγοι σου και δεν ταρνιούμαι. γιατί είναι πάντα ο γέρος νιος για να μαθαίνη, μα αυτά την Κλυταιμνήστρα και ταρχοντικό της πιότερο γνοιάζουν· μα και με συνάμα ευφραίνουν. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Απ’ τη χαρά μου ερέκαξα και τότε αμέσως που ήρθε το πρώτο μήνυμα της φλόγας, νύχτα, κ’ είπε της Τροίας το πάρσιμο κ’ είπε το τέλος, |
| Αγαμ_590 | καί τίς μ’ ἐνίπτων εἶπε, ‘φρυκτωρῶν διὰ πεισθεῖσα Τροίαν νῦν πεπορθῆσθαι δοκεῖς; ἦ κάρτα πρὸς γυναικὸς αἴρεσθαι κέαρ.’ λόγοις τοιούτοις πλαγκτὸς οὖσ’ ἐφαινόμην. ὅμως δ’ ἔθυον, καὶ γυναικείῳ νόμῳ ὀλολυγμὸν ἄλλος ἄλλοθεν κατὰ πτόλιν ἔλασκον εὐφημοῦντες ἐν θεῶν ἕδραις, θυηφάγον κοιμῶντες εὐώδη φλόγα. καὶ νῦν τὰ μάσσω μὲν τί δεῖ σέ μοι λέγειν; ἄνακτος αὐτοῦ πάντα πεύσομαι λόγον. | και κάποιος μ’ επερίπαιξε: από τις φλόγες γελάστηκες και πίστεψες πως η Τροία επάρθη; ω πόσο τόχει ο νους να τρέχη της γυναίκας! Μ’ αυτά τα λόγια μέχανε πως πήρα πέρα, όμως εγώ εθυσίαζα και στη γυναίκεια υπάκουοι προσταγή, παντού μέσα στην πόλη στις εκκλησιές, χαράς αλλαλαγμοί αντηχούσαν, κι άλλοι τις φάουσες κοίμιζαν μυριστές φλόγες. Και τώρα τι τα θέλω πιότερα από σένα; Όλα τα πάντα από τον ίδιο θα τα μάθω, |
| Αγαμ_600 | ὅπως δ’ ἄριστα τὸν ἐμὸν αἰδοῖον πόσιν σπεύσω πάλιν μολόντα δέξασθαι–τί γὰρ γυναικὶ τούτου φέγγος ἥδιον δρακεῖν, ἀπὸ στρατείας ἄνδρα σώσαντος θεοῦ πύλας ἀνοῖξαι; –ταῦτ’ ἀπάγγειλον πόσει· ἥκειν ὅπως τάχιστ’ ἐράσμιον πόλει· γυναῖκα πιστὴν δ’ ἐν δόμοις εὕροι μολὼν οἵανπερ οὖν ἔλειπε, δωμάτων κύνα, ἐσθλὴν ἐκείνῳ, πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν, καὶ τἄλλ’ ὁμοίαν πάντα, σημαντήριον | και θα βιαστώ να κάμω τα καλύτερά μου για τα καλά του σεβαστού μου αντρός δεξίμια· γιατί ποιο φως γλυκύτερο θα ιδή γυναίκα, παρ’ απ’ τον πόλεμο ο θεός τον άντρα αν σώση, τις πόρτες να του ανοίξη; — πήγαινε και πε του ναρθή το γρηγορώτερο, η χαρά της χώρας, και να βρη, όπως την άφησε, πιστή γυναίκα μες στα παλάτια του, που φύλαγε σαν σκύλα καλή για κείνον και άγρια για τους εχθρούς του· και σ’ όλα τα ίδια πάντα, δίχως να χαλάση |
| Αγαμ_610 | οὐδὲν διαφθείρασαν ἐν μήκει χρόνου. οὐδ’ οἶδα τέρψιν οὐδ’ ἐπίψογον φάτιν ἄλλου πρὸς ἀνδρὸς μᾶλλον ἢ χαλκοῦ βαφάς. ΚΗΡΥΚΑΣ τοιόσδ’ ὁ κόμπος, τῆς ἀληθείας γέμων, οὐκ αἰσχρὸς ὡς γυναικὶ γενναίᾳ λακεῖν. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ αὕτη μὲν οὕτως εἶπε μανθάνοντί σοι † τοροῖσιν ἑρμηνεῦσιν εὐπρεπῶς λόγον. σὺ δ’ εἰπέ, κῆρυξ, Μενέλεων δὲ πεύθομαι, εἰ νόστιμός τε καὶ σεσῳμένος πάλιν ἥξει σὺν ὑμῖν, τῆσδε γῆς φίλον κράτος. | καμιά, τόσον καιρό που έλειπε, σφραγίδα· και τόση γνώρισα χαρά ή κακό λόγο για άλλον άνδρα, όσο και το χαλκό πως βάφουν. ΚΗΡΥΚΑΣ Δεν είναι τέτοια καύχηση, γιομάτη αλήθεια, αταίριαστη σε στόμα ευγενικής γυναίκας. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Άκουσες τώρα κ’ έμαθες έτσι που σου είπε σαν ξάστερος εξηγητής τα ωραία της λόγια. Μα εσύ για τον Μενέλαο θα σ’ ερωτήσω — πες μας, έχει γλυτώση, κήρυκα, και θάρθη μαζί με σας, ο καλός άρχοντας της χώρας; |
| Αγαμ_620 | ΚΗΡΥΚΑΣ οὐκ ἔσθ’ ὅπως λέξαιμι τὰ ψευδῆ καλὰ ἐς τὸν πολὺν φίλοισι καρποῦσθαι χρόνον. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ πῶς δῆτ’ ἂν εἰπὼν κεδνὰ τἀληθῆ τύχοις; σχισθέντα δ’ οὐκ εὔκρυπτα γίγνεται τάδε. ΚΗΡΥΚΑΣ ἁνὴρ ἄφαντος ἐξ Ἀχαιικοῦ στρατοῦ, αὐτός τε καὶ τὸ πλοῖον. οὐ ψευδῆ λέγω. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ πότερον ἀναχθεὶς ἐμφανῶς ἐξ Ἰλίου, ἢ χεῖμα, κοινὸν ἄχθος, ἥρπασε στρατοῦ; ΚΗΡΥΚΑΣ ἔκυρσας ὥστε τοξότης ἄκρος σκοποῦ· μακρὸν δὲ πῆμα συντόμως ἐφημίσω. | ΚΗΡΥΚΑΣ Πώς να μπορέσω να το πω το έμορφο ψέμμα και να το χαίρουνται πολύν καιρόν οι φίλοι; ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Άμποτε να μας πης καλά και νάν’ κι αλήθεια γιατί τόνα δεν κρύβεται χώρια από τάλλο ΚΗΡΥΚΑΣ Άφαντος μέσ’ από το στόλο των Αργείων κι αυτός και το καράβι του· αυτή ναι η αλήθεια. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Σας άφησε απ’ την Τροία φανερά, ή τάχα μπόρα σας βρήκε και τον χώρισε απ’ τους άλλους; ΚΗΡΥΚΑΣ Σαν άξιος πέτυχες τοξότης το σημάδι και με δύο λόγια ιστόρησες κακό μεγάλο. |
| Αγαμ_630 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις πρὸς ἄλλων ναυτίλων ἐκλῄζετο; ΚΗΡΥΚΑΣ οὐκ οἶδεν οὐδεὶς ὥστ’ ἀπαγγεῖλαι τορῶς, πλὴν τοῦ τρέφοντος Ἡλίου χθονὸς φύσιν. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ πῶς γὰρ λέγεις χειμῶνα ναυτικῷ στρατῷ ἐλθεῖν τελευτῆσαί τε δαιμόνων κότῳ; ΚΗΡΥΚΑΣ εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ γλώσσῃ μιαίνειν· χωρὶς ἡ τιμὴ θεῶν. ὅταν δ’ ἀπευκτὰ πήματ’ ἄγγελος πόλει στυγνῷ προσώπῳ πτωσίμου στρατοῦ φέρῃ, | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Και δεν ακούστηκε απ’ τους άλλους κανείς λόγος αν είναι τάχα ζωντανός ή πεθαμένος; ΚΗΡΥΚΑΣ Δεν ξέρει τίποτε σωστό να πη κανείς γι’ αυτό έξω απ’ τον ήλιο που τον κόσμον όλον θρέφει. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Πες μας λοιπόν πώς βρήκε η χειμωνιά το στόλο και πώς η θεϊκή η οργή επήρε τέλος; ΚΗΡΥΚΑΣ Μια τέτοια μέρα με κακές δεν πρέπει ειδήσεις να βεβηλώσω· χώρια των θεών η χάρη· γιατί όταν πάθη αδήγητα που ηύραν το στράτευμα μ’ όψη στυγνή ο μηνυτής φέρνει στην πόλη, |
| Αγαμ_640 | πόλει μὲν ἕλκος ἓν τὸ δήμιον τυχεῖν, πολλοὺς δὲ πολλῶν ἐξαγισθέντας δόμων ἄνδρας διπλῇ μάστιγι, τὴν Ἄρης φιλεῖ, δίλογχον ἄτην, φοινίαν ξυνωρίδα· τοιῶνδε μέντοι πημάτων σεσαγμένον πρέπει λέγειν παιᾶνα τόνδ’ Ἐρινύων. σωτηρίων δὲ πραγμάτων εὐάγγελον ἥκοντα πρὸς χαίρουσαν εὐεστοῖ πόλιν– πῶς κεδνὰ τοῖς κακοῖσι συμμείξω, λέγων χειμῶν’ Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτον θεοῖς; | πρώτα είναι για όλους μια πληγή το κοινό πάθος, και χώρια κι όσους ξέκαμε από τόσα σπίτια με τη διπλή του μάστιγα, που ξέρει ο Άρης, δίκοπη συμφορά, διπλού ζευγάρι ολέθρου· κι όποιος τόσα κακά φορτωμένος θα φέρη των Ερινύων του πρέπει αυτός Ύμνο να ψάλλη· μα εγώ που άγγελος έρχομαι της σωτηρίας στην πόλη τη χαρούμενη στο θρίαμβό της, πώς στα καλά κακά να σμίξω, κι ιστορίσω την τρικυμία, που απ’ τη θεία οργή μας βρήκε; |
| Αγαμ_650 | ξυνώμοσαν γάρ, ὄντες ἔχθιστοι τὸ πρίν, πῦρ καὶ θάλασσα, καὶ τὰ πίστ’ ἐδειξάτην φθείροντε τὸν δύστηνον Ἀργείων στρατόν· ἐν νυκτὶ δυσκύμαντα δ’ ὠρώρει κακά. ναῦς γὰρ πρὸς ἀλλήλῃσι Θρῄκιαι πνοαὶ ἤρεικον· αἱ δὲ κεροτυπούμεναι βίᾳ χειμῶνι τυφῶ σὺν ζάλῃ τ’ ὀμβροκτύπῳ ᾤχοντ’ ἄφαντοι, ποιμένος κακοῦ στρόβῳ. ἐπεὶ δ’ ἀνῆλθε λαμπρὸν ἡλίου φάος, ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς | Γιατί η φωτιά κ’ η θάλασσα που είταν ως τότε άσπονδοι εχθροί φιλιώθηκαν κ’ έδωκαν όρκο να φθείρουνε τον άθλιο των Αργείων στόλο. Νύχτα, και το μεγάλο το κακό εσηκώθη κι άμπωθε τόνα πάνω στάλλο τα καράβια ο άγριος ο θρακιάς και τα βροντούσε αντάμα, ως που απ’ τη μάνητα της μπόρας και τη ζάλη της ανεμόδαρτης βροχής, άφαντα πάνε σαν νάταν και κακός βοσκός τα είχε προγγίξη. Μα έδωκε και ξημέρωσε και βγήκε ο ήλιος και βλέπομε ν’ ανθή το πέλαγος το Αιγαίον |
| Αγαμ_660 | ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ναυτικοῖς τ’ ἐρειπίοις. ἡμᾶς γε μὲν δὴ ναῦν τ’ ἀκήρατον σκάφος ἤτοι τις ἐξέκλεψεν ἢ ‘ξῃτήσατο θεός τις, οὐκ ἄνθρωπος, οἴακος θιγών. τύχη δὲ σωτὴρ ναῦν θέλουσ’ ἐφέζετο, ὡς μήτ’ ἐν ὅρμῳ κύματος ζάλην ἔχειν μήτ’ ἐξοκεῖλαι πρὸς κραταίλεων χθόνα. ἔπειτα δ’ Ἅιδην πόντιον πεφευγότες, λευκὸν κατ’ ἦμαρ, οὐ πεποιθότες τύχῃ, ἐβουκολοῦμεν φροντίσιν νέον πάθος, | από Αχαιών κορμιά και καραβιών συντρίμια· μα εμάς και το καράβι μας άβλαβο κάποιος με μαστοριά ξεγλύτωσε κ’ έβγαλε πέρα θεός κι όχι άνθρωπος, κρατόντας το τιμόνι· κι ο σωτήρας η Τύχη εκάθησε πιλότος να μη μας λύση τους αρμούς τάγριο το κύμα, ή κάπου σε ξερόβραχα έξω μας ρίξη. Κ’ έτσι απ’ της θάλασσας το χάρο γλυτωμένοι χωρίς να το πιστεύουμε, στη χρυσή μέρα τη συμφορά μας βόσκαμε με έγνοιες καινούριες |
| Αγαμ_670 | στρατοῦ καμόντος καὶ κακῶς σποδουμένου. καὶ νῦν ἐκείνων εἴ τις ἐστὶν ἐμπνέων, λέγουσιν ἡμᾶς ὡς ὀλωλότας, τί μήν; ἡμεῖς τ’ ἐκείνους ταὔτ’ ἔχειν δοξάζομεν. γένοιτο δ’ ὡς ἄριστα. Μενέλεων γὰρ οὖν … … πρῶτόν τε καὶ μάλιστα προσδόκα μέλειν· εἰ δ’ οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῖ χλωρόν τε καὶ βλέποντα, μηχαναῖς Διὸς οὔπω θέλοντος ἐξαναλῶσαι γένος, ἐλπίς τις αὐτὸν πρὸς δόμους ἥξειν πάλιν. | για το στρατό πανεμοσκόρπισε κ’ εχάθη. Και τώρα αν ζη κανείς και πνέη κι από κείνους θα μας λογιάζουν για χαμένους· και πώς όχι; μήπως το ίδιο και γι’ αυτούς και μεις δε λέμε; όμως ας έβγη σε καλό, και πρώτο απ’ όλους και βέβαια το Μενέλαο … … να ιδής καρτέρει, γιατί αν τον ξέρη κάπου μια του ήλιου αχτίνα πως ζη και βασιλεύει, με του Δία τη γνώμη, που δε θέλει το γένος του να σβύση ακόμη, υπάρχει ελπίδα πάλι εδώ να μας γυρίση· |
| Αγαμ_680 | τοσαῦτ’ ἀκούσας ἴσθι τἀληθῆ κλυών. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τίς ποτ’ ὠνόμαξεν ὧδ’ [στρ. α. ἐς τὸ πᾶν ἐτητύμως– μή τις ὅντιν’ οὐχ ὁρῶ- μεν προνοί- αισι τοῦ πεπρωμένου γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων; –τὰν δορίγαμβρον ἀμφινεικῆ θ’ Ἑλέναν; ἐπεὶ πρεπόντως ἑλένας, ἕλανδρος, ἑλέ- | αυτή ‘ναι, που είπα κι άκουσες η πάσα αλήθεια. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Ποιος να της τόδινε έτσι αυτό τόνομα σ’ όλα ταιριαστό; μην κάποιος που δε βλέπομε και ξέροντας το πεπρωμένο τη γλώσσα ωδήγα στο σωστό; Ελένη! νύφη με σπαθιά και φόνους γυρεμένη! γιατί αλήθεια όλεθρος ανδρών και πλοίων και κάστρων απ’ την παστάδα εκίνησε |
| Αγαμ_690 | πτολις, ἐκ τῶν ἁβροπήνων προκαλυμμάτων ἔπλευσε Ζεφύρου γίγαντος αὔρᾳ, πολύανδροί τε φεράσπιδες κυναγοὶ κατ’ ἴχνος πλατᾶν ἄφαντον κελσάντων Σιμόεντος ἀκτὰς ἐπ’ ἀεξιφύλλους δι’ ἔριν αἱματόεσσαν. Ἰλίῳ δὲ κῆδος ὀρθ- [ἀντ. α. | την πολυξομπλιασμένη με τις πνοές του γίγαντος Ζεφύρου, η Ελένη! Και κυνηγοί αναρίθμητοι σιδεροφορεμένοι πίσω απ’ τα ίχνη τάφαντα των καραβιών που αράξανε εκεί πέρα, που οι όχθες του Σιμόεντα χλωρές βλαστομανούνε από πολέμων αίμα. Έτσ’ η εκδικήτρα η οργή στην Τροία |
| Αγαμ_700 | ώνυμον τελεσσίφρων μῆνις ἤλασεν, τραπέ- ζας ἀτί- μωσιν ὑστέρῳ χρόνῳ καὶ ξυνεστίου Διὸς πρασ- σομένα τὸ νυμφότιμον μέλος ἐκφάτως τίοντας, ὑμέναιον, ὃς τότ’ ἐπέρ- ρεπε γαμβροῖσιν ἀείδειν. μεταμανθάνουσα δ’ ὕμνον | να φέρη δεν αργεί συμπεθεριό, όνομα και πράμμα, για να ξοφλήσουν με καιρό του τραπεζιού την ατιμία και του φιλόξενου του Δία κείνοι που τότε από καρδιάς έψαλλαν το νυφιάτικο τραγούδι του υμεναίου, που η μοίρα τόφερνε έτσι οι γαμπροί να τραγουδούνε· τον ξέμαθε όμως ύστερα τον ύμνο |
| Αγαμ_710 | Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκουσ’ Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον, παμπορθῆ πολύθρηνον αἰῶν’ ἀμφὶ πολιτᾶν μέλεον αἷμ’ ἀνατλᾶσα. ἔθρεψεν δὲ λέοντος ἶ- [στρ. β. νιν δόμοις ἀγάλακτον οὕ- τως ἀνὴρ φιλόμαστον, | η πόλη του Πριάμου· τώρα βαρυαστενάζει, πολυθρήνητο καλόντας τον κακόγαμπρο τον Πάρη, αλήθεια πολυθρήνητο για τόσες πολιτών ψυχές και το αίμα τάδικο που εχάθη. Έτσι στο σπίτι του έθρεψε κάποιος γαλαθηνό λιοντάρι, αποκομμένο απ’ το βυζί της μάννας του· στων πρώτων του ημερώ τη χάρη· |
| Αγαμ_720 | ἐν βιότου προτελείοις ἅμερον, εὐφιλόπαιδα καὶ γεραροῖς ἐπίχαρτον. πολέα δ’ ἔσκ’ ἐν ἀγκάλαις νεοτρόφου τέκνου δίκαν, φαιδρωπὸς ποτὶ χεῖρα σαί- νων τε γαστρὸς ἀνάγκαις. χρονισθεὶς δ’ ἀπέδειξεν ἦ- [ἀντ. β.] θος τὸ πρὸς τοκέων· χάριν γὰρ τροφεῦσιν ἀμείβων | ήμερο στα παιδιά πασίχαρο, και των γεροντοτέρων χάδι· συχνά στην αγκαλιά του τόπερνε σαν νάτανε νεογέννητο παιδάκι, και χαρωπά χαϊδεύονταν στο χέρι που του χόρταινε την πείνα. Μα ήρθε καιρός και χρόνισε και τόδειξε από ποιους κρατούσε· για το σπολλάτη της τροφής του, ακάλεστος |
| Αγαμ_730 | μηλοφόνοισι μάταισιν δαῖτ’ ἀκέλευστος ἔτευξεν, αἵματι δ’ οἶκος ἐφύρθη, ἄμαχον ἄλγος οἰκέταις, μέγα σίνος πολυκτόνον. ἐκ θεοῦ δ’ ἱερεύς τις ἄ- τας δόμοις προσεθρέφθη. πάραυτα δ’ ἐλθεῖν ἐς Ἰλίου πόλιν [στρ. γ.] λέγοιμ’ ἂν φρόνημα μὲν | το γιόμα του ετοιμάζει μες στα κοπάδια, πόπνιξε, κ’ αίμα πλημμύρισε το σπίτι — κακό στους σπιτικούς αγιάτρευτο και φονικό, ζημία μεγάλη. Θεός τον είχε θρέψη επίτηδες σαν ιερέα συμφοράς στο σπίτι! Έτσι και στις αρχές λέω πως νάρθε στην Τροία σαν μια ιδέα ανάνεμης γαλήνης, |
| Αγαμ_740 | νηνέμου γαλάνας, ἀκασκαῖον -τ’- ἄγαλμα πλούτου, μαλθακὸν ὀμμάτων βέλος, δηξίθυμον ἔρωτος ἄνθος. παρακλίνασ’ ἐπέκρανεν δὲ γάμου πικρὰς τελευτάς, δύσεδρος καὶ δυσόμιλος συμένα Πριαμίδαισιν, πομπᾷ Διὸς ξενίου, νυμφόκλαυτος Ἐρινύς. | σαν ένα ατίμητο αρχοντιάς στολίδι σαν μαλακό ματιών σαΐτεμα, καρδιών λίγωμα, έρωτος άνθος. Μ’ άλλαξεν όψη κ’ έφερε πικρό στους γάμους τέλος, κι ασύντυχη και κακοσύβαστη σηκώθηκε στους Πριαμίδες, σταλμένη από το Δία τον ξένιο νυμφόκλαυτη Ερινύα! |
| Αγαμ_750 | παλαίφατος δ’ ἐν βροτοῖς γέρων λόγος [ἀντ. γ.] τέτυκται, μέγαν τελε- σθέντα φωτὸς ὄλβον τεκνοῦσθαι μηδ’ ἄπαιδα θνῄσκειν, ἐκ δ’ ἀγαθᾶς τύχας γένει βλαστάνειν ἀκόρεστον οἰζύν. δίχα δ’ ἄλλων μονόφρων εἰ- μί. τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, | Είν’ ένας λόγος παλαιός παμπάλαιος, που όταν τανθρώπου η ευτυχία περσέψη γεννά και δεν πεθαίνει άκλερη, κι απ’ την καλοτυχιά βλασταίνει αχόρταγη στο γένος δυστυχία. Μα εγώ χώρια απ’ τους άλλους σκέπτομαι, πως πιότερα παιδιά γεννά το κρίμα που του γονιού των όλα μοιάζουν, ενώ τα σπίτια τα καλά και δίκια |
| Αγαμ_760 | σφετέρᾳ δ’ εἰκότα γέννᾳ. οἴκων γὰρ εὐθυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί. φιλεῖ δὲ τίκτειν Ὕβρις [στρ. δ. μὲν παλαιὰ νεά- ζουσαν ἐν κακοῖς βροτῶν Ὕβριν τότ’ ἢ τόθ’, ὅτε τὸ κύριον μόλῃ φάος τόκου, δαίμονά τ’ ἔταν, ἄμαχον ἀπόλεμον ἀνίερον, Θράσος, μελαίνα μελάθροισιν Ἄτα, | πάντα καλότυχη γεννιά θα βγάζουν. Τόχει το κρίμα το παλιό καινούργιο να γεννοβολάη κρίμα στους άδικους ανθρώπους, — αργά ή νωρίς όταν θε νάρθη ημέρα της γέννας η γραφτή — και συμφορά απολέμητη ανίκητη κι ανίερη στα σπίτια την απόκοτη μαύρη Εκδικήτρα, με τους γονιούς της απαράλλακτη. |
| Αγαμ_770 | εἰδομένα τοκεῦσιν. Δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν [ἀντ. δ. δυσκάπνοις δώμασιν, τόν τ’ ἐναίσιμον τίει [βίον]. τὰ χρυσόπαστα δ’ ἔδεθλα σὺν πίνῳ χερῶν παλιντρόποις ὄμμασι λιποῦσ’, ὅσια προσέβατο δύναμιν οὐ | Μα η Δίκη λάμπει στα φτωχά κι άραχλα σπίτια και του δικαίου το βίο τιμά, ενώ απ’ τα χρυσοστόλιστα με αδικίες παλάτια φεύγει και δε γυρνάει τα μάτια και πάει στα τιμημένα, δίχως να ψηφά |
| Αγαμ_780 | σέβουσα πλούτου παράσημον αἴνῳ· πᾶν δ’ ἐπὶ τέρμα νωμᾷ. – ἄγε, δή, βασιλεῦ, Τροίας πτολίπορθ’, Ἀτρέως γένεθλον, πῶς σε προσείπω; πῶς σε σεβίξω μήθ’ ὑπεράρας μήθ’ ὑποκάμψας καιρὸν χάριτος; πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι προτίουσι δίκην παραβάντες. | τη ψευτοφημισμένη δύναμη του πλούτου κι όλα σε δίκιο τέλος κυβερνά. Τώρα εσέ, βασιλιά, νικητή της Τρωάδας του Ατρέα γεννιά, και το πώς να σε πω και πώς να τιμήσω, χωρίς πέρα να πάω, μηδέ πίσω ναφήσω των επαίνων το μέτρο; Γιατί ξέρω, πολλοί προτιμούν ό,τι φαίνεται μόνο και το δίκιο αψηφούν· |
| Αγαμ_790 | τῷ δυσπραγοῦντί τ’ ἐπιστενάχειν πᾶς τις ἑτοῖμος· δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ’ ἧπαρ προσικνεῖται· καὶ ξυγχαίρουσιν ὁμοιοπρεπεῖς, ἀγέλαστα πρόσωπα βιαζόμενοι … … ὅστις δ’ ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός † τὰ δοκοῦντ’ εὔφρονος ἐκ διανοίας ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι. σὺ δέ μοι τότε μὲν στέλλων στρατιὰν | κι ο καθένας στον πόνο σου είν έτοιμος τάχα να στενάζη μαζί σου ενώ δεν του ραγίζει η καρδιά του από μέσα· και σου κάνει πως χαίρει με σένα ο άλλος και το αγέλαστο πρόσωπο βιάζει. … … Μα ο καλός ο βοσκός που γνωρίζει από τέτοια δεν γελιέται απ’ το μάτι ανθρώπου που δείχνει τάχα γνώμη καλόκαρδη κι όμως σε χαϊδεύει με αγάπη χλιαρή. Και λοιπόν, όταν συ ξεκινούσες το στόλο |
| Αγαμ_800 | Ἑλένης ἕνεκ’, οὐ γάρ -σ’- ἐπικεύσω, κάρτ’ ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος, οὐδ’ εὖ πραπίδων οἴακα νέμων, θάρσος ἑκούσιον ἀνδράσι θνῄσκουσι κομίζων. νῦν δ’ οὐκ ἀπ’ ἄκρας φρενὸς οὐδ’ ἀφίλως εὔφρων πόνος εὖ τελέσασιν. γνώσῃ δὲ χρόνῳ διαπευθόμενος τόν τε δικαίως καὶ τὸν ἀκαίρως πόλιν οἰκουροῦντα πολιτῶν. | για τη μαύρη Ελένη, δεν το κρύβω, γι’ ανόητο σε είχα και πως όχι σωστά κυβερνούσες το νου σου σαν να επήαινες σ’ ανθρώπους γραμμένους του χάρου ανωφέλευτο θάρρος. Όμως τώρα που βγήκαν σε τέλος καλό αναγαλλιάζει η ψυχή μου απ’ τα βάθη, και συ πια δε θαργήσης ρωτόντας να μάθης ποιος στην πόλη σου φύλαξε γνώμη πιστή και ποιος όχι. |
| Αγαμ_810 | ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ πρῶτον μὲν Ἄργος καὶ θεοὺς ἐγχωρίους δίκη προσειπεῖν, τοὺς ἐμοὶ μεταιτίους νόστου δικαίων θ’ ὧν ἐπραξάμην πόλιν Πριάμου· δίκας γὰρ οὐκ ἀπὸ γλώσσης θεοὶ κλυόντες ἀνδροθνῆτας Ἰλιοφθόρους εἰς αἱματηρὸν τεῦχος οὐ διχορρόπως ψήφους ἔθεντο· τῷ δ’ ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ. καπνῷ δ’ ἁλοῦσα νῦν ἔτ’ εὔσημος πόλις. ἄτης θύελλαι ζῶσι· συνθνῄσκουσα δὲ | ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Το Άργος για πρώτα δίκιο ‘ναι να χαιρετήσω και τους εγχώριους τους θεούς που μου είν’ αιτία του γυρισμού και της εκδίκησης που πήρα από την Τροία· γιατί οι θεοί, όχι από λόγια γρικόντας, ρίξανε στην κάλπη του θανάτου το ψήφο τους αμέραστο για της Τρωάδας τον τέλειο το ξολοθρεμό, ενώ στην άλλη σίμωνε η ελπίδα του χεριού κ’ έμενεν άδεια. Κι απ’ τον καπνό γνωρίζεται η παρμένη η πόλη και τώρα ακόμη· ζούνε του ολέθρου οι μπόρες |
| Αγαμ_820 | σποδὸς προπέμπει πίονας πλούτου πνοάς. τούτων θεοῖσι χρὴ πολύμνηστον χάριν τίνειν, ἐπείπερ χἀρπαγὰς ὑπερκόπους ἐπραξάμεσθα καὶ γυναικὸς οὕνεκα πόλιν διημάθυνεν Ἀργεῖον δάκος, ἵππου νεοσσός, ἀσπιδηφόρος λεώς, πήδημ’ ὀρούσας ἀμφὶ Πλειάδων δύσιν· ὑπερθορὼν δὲ πύργον ὠμηστὴς λέων ἄδην ἔλειξεν αἵματος τυραννικοῦ. θεοῖς μὲν ἐξέτεινα φροίμιον τόδε· | κ’ η στάχτη η δυσκολόσβυστη, ψηλά και γύρω παχιές σκορπίζει μυρωδιές του αρχαίου του πλούτου. Και πρέπει χάρη αξέχαστη νάχουμε πάντα για τούτα στους θεούς, που τα θεόργητά μας στήσαμε δίχτυα και για χάρι μιας γυναίκας ξολόθρεψε ταργείτικο θεριό την πόλη, ο ασπιδοφόρος ο λαός, πουλάρι αλόγου, πηδόντας τον καιρό που βασιλεύει η Πούλια· και μες στα κάστρα πέφτοντας τωμό λιοντάρι βασιλικόν εχόρτασε γλείφοντας αίμα. |
| Αγαμ_830 | τὰ δ’ ἐς τὸ σὸν φρόνημα, μέμνημαι κλυών, καὶ φημὶ ταὐτὰ καὶ συνήγορόν μ’ ἔχεις. παύροις γὰρ ἀνδρῶν ἐστι συγγενὲς τόδε, φίλον τὸν εὐτυχοῦντ’ ἄνευ φθόνων σέβειν. δύσφρων γὰρ ἰὸς καρδίαν προσήμενος ἄχθος διπλοίζει τῷ πεπαμένῳ νόσον· τοῖς τ’ αὐτὸς αὑτοῦ πήμασιν βαρύνεται καὶ τὸν θυραῖον ὄλβον εἰσορῶν στένει. εἰδὼς λέγοιμ’ ἄν· εὖ γὰρ ἐξεπίσταμαι ὁμιλίας κάτοπτρον, εἴδωλον σκιᾶς, | Αυτά να πω για τους θεούς έπρεπε πρώτα. Κι όσο για τη δική σου γνώμη, μες στη μνήμη κρατώ όσα μούπες, κ’ είμαι σύμφωνος με σένα· αλήθεια, λίγοι άνθρωποι τόχουν φυσικό τους την ευτυχία του φίλου τους να μη φθονούνε· μα στην καρδιά κατασταλάζει το φαρμάκι της ζούλιας και διπλαίνει του άρρωστου τον πόνο, που, χώρια απ’ της δικής του δυστυχίας το βάρος, την ευτυχία του γείτονα βλέπει και σκάζει. Ξέρω που σου μιλώ· γιατί πολλούς γνωρίζω που η τόση αγάπη πόδειχναν είταν μονάχα |
| Αγαμ_840 | δοκοῦντας εἶναι κάρτα πρευμενεῖς ἐμοί. μόνος δ’ Ὀδυσσεύς, ὅσπερ οὐχ ἑκὼν ἔπλει, ζευχθεὶς ἑτοῖμος ἦν ἐμοὶ σειραφόρος, εἴτ’ οὖν θανόντος εἴτε καὶ ζῶντος πέρι λέγω. τὰ δ’ ἄλλα πρὸς πόλιν τε καὶ θεοὺς κοινοὺς ἀγῶνας θέντες ἐν πανηγύρει βουλευσόμεσθα. καὶ τὸ μὲν καλῶς ἔχον ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ βουλευτέον· ὅτῳ δὲ καὶ δεῖ φαρμάκων παιωνίων, ἤτοι κέαντες ἢ τεμόντες εὐφρόνως | σαν του καθρέφτη ζουγραφιά και σκιάς εικόνα· και μόνου ο Οδυσσέας, που ακλούθησε άθελά του μια που ζεύχτηκε, πρόθυμος σύντροφός μου είταν — καλή του η ώρα ή ζωντανός ή πεθαμένος — Και τώρα τάλλα, για τους θεούς και για την πόλη, σε σύνοδο κοινή, δουλειά μας κάνοντάς το, μαζί θε να σκεφθούμε, κι ό,τι καλά στέκει πρέπει να ιδούμε πως θα καλομείνη πάντα κι ό,τι από γιατρειά και φάρμακα έχει ανάγκη καίοντας και κόβοντας στοχαστικά με γνώση |
| Αγαμ_850 | πειρασόμεσθα πῆμ’ ἀποστρέψαι νόσου. νῦν δ’ ἐς μέλαθρα καὶ δόμους ἐφεστίους ἐλθὼν θεοῖσι πρῶτα δεξιώσομαι, οἵπερ πρόσω πέμψαντες ἤγαγον πάλιν. νίκη δ’ ἐπείπερ ἕσπετ’ ἐμπέδως μένοι. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ἄνδρες πολῖται, πρέσβος Ἀργείων τόδε, οὐκ αἰσχυνοῦμαι τοὺς φιλάνορας τρόπους λέξαι πρὸς ὑμᾶς· ἐν χρόνῳ δ’ ἀποφθίνει τὸ τάρβος ἀνθρώποισιν. οὐκ ἄλλων πάρα μαθοῦσ’, ἐμαυτῆς δύσφορον λέξω βίον | θα δοκιμάσομε, αν μπορή, να φύγη η αρρώστεια. Τώρα στων παλατιών την τιμημένη εστία πηγαίνω, πρώτα τους θεούς να προσκυνήσω που όπως με καταβόδωσαν μ’ έφεραν πίσω· κ’ η νίκη μια π’ ακλούθησε, ας στεριώση! ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Της πόλεως του Άργους τιμημένοι εσείς γερόντοι, δε θα ντραπώ να πω σε σας την τόση αγάπη, που αισθάνομαι του αντρός μου, γιατί ο χρόνος σβήνει τη συστολή απ’ τον άνθρωπο· δεν τάχω ακούση απ’ άλλους, τα δικά μου θα σου πω τα πάθη |
| Αγαμ_860 | τοσόνδ’ ὅσονπερ οὗτος ἦν ὑπ’ Ἰλίῳ. τὸ μὲν γυναῖκα πρῶτον ἄρσενος δίχα ἧσθαι δόμοις ἔρημον ἔκπαγλον κακόν, πολλὰς κλύουσαν κληδόνας παλιγκότους· καὶ τὸν μὲν ἥκειν, τὸν δ’ ἐπεσφέρειν κακοῦ κάκιον ἄλλο, πῆμα λάσκοντας δόμοις. καὶ τραυμάτων μὲν εἰ τόσων ἐτύγχανεν ἀνὴρ ὅδ’, ὡς πρὸς οἶκον ὠχετεύετο φάτις, τέτρηται δικτύου πλέω λέγειν. εἰ δ’ ἦν τεθνηκώς, ὡς ἐπλήθυον λόγοι, | όσον καιρόν έλειπε αυτός κάτω στην Τροία· και πρώτα δίχως άντρα κ’ έρμη μες στο σπίτι είναι φριχτό κακό να κάθεται η γυναίκα κι όλο ν’ ακούη πολλά συφοριασμένα λόγια· και μόλις μπαίνη ο ένας με κακά μαντάτα χειρότερη άλλη συμφορά να φέρνη ο άλλος· κι αν τόσες είταν οι λαβωματιές του, όσες καθημερνά μας έφερνε στο σπίτι η φήμη θάταν να πης πιο τρύπιος κι απ’ το δίχτυ αλήθεια. Κι αν όσες φορές τόπανε, είχε πεθάνη |
| Αγαμ_870 | τρισώματός τἄν, Γηρυὼν ὁ δεύτερος, [πολλὴν ἄνωθεν, τὴν κάτω γὰρ οὐ λέγω,] χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβεῖν, ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μορφώματι. τοιῶνδ’ ἕκατι κληδόνων παλιγκότων πολλὰς ἄνωθεν ἀρτάνας ἐμῆς δέρης ἔλυσαν ἄλλοι πρὸς βίαν λελημμένης. ἐκ τῶνδέ τοι παῖς ἐνθάδ’ οὐ παραστατεῖ, ἐμῶν τε καὶ σῶν κύριος πιστωμάτων, ὡς χρῆν, Ὀρέστης· μηδὲ θαυμάσῃς τόδε. | σαν άλλος δεύτερος τρισώματος Γηρυόνης [πολύ από πάνω, κι από κάτω πια δε λέγω] τρίδιπλο ντύμα γης πως πήρε θα καυχιόνταν για να πεθάνη μια φορά στο κάθε σχήμα. Γι’ αυτές λοιπόν και για τις τέτοιες κακές φήμες πολλές κρεμάθρες άλλοι γύρω απ’ το λαιμό μου με το στανιό μου λύσανε που είχα σφιγμένες. Γι αυτά δεν βρίσκεται κ’ εμπρός σου εδώ κι ο γυιός σου το ενέχυρον της πίστης μου και της δικής σου, ο Ορέστης, καθώς έπρεπε, και μη απορήσης· |
| Αγαμ_880 | τρέφει γὰρ αὐτὸν εὐμενὴς δορύξενος Στροφίος ὁ Φωκεύς, ἀμφίλεκτα πήματα ἐμοὶ προφωνῶν, τόν θ’ ὑπ’ Ἰλίῳ σέθεν κίνδυνον, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν, ὥς τε σύγγονον βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι πλέον. τοιάδε μέντοι σκῆψις οὐ δόλον φέρει. ἔμοιγε μὲν δὴ κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ’ ἔνι σταγών. ἐν ὀψικοίτοις δ’ ὄμμασιν βλάβας ἔχω | γιατί τον τρέφει καλοθελητής μας φίλος απ’ τη Φωκίδα ο Στρύφιος, προλέγοντάς μου διπλά ενδεχόμενα κακά: και το δικό σου κάτω στην Τροία τον κίντυνο, ή μήπως ρίξη κάποια αναρχία του λαού την γερουσία, ως καθώς τόχουν φυσικό οι άνθρωποι πάντα, πιότερο να ποδοπατούν έναν που πέση. Μια τέτοια βέβαια πρόφαση δεν κρύβει απάτη· μα εμένα οι άφθονες πηγές των δάκρυών μου έχουν στειρέψη και σταλαματιά δε μένει· |
| Αγαμ_890 | τὰς ἀμφί σοι κλαίουσα λαμπτηρουχίας ἀτημελήτους αἰέν. ἐν δ’ ὀνείρασιν λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην ῥιπαῖσι θωύσσοντος, ἀμφί σοι πάθη ὁρῶσα πλείω τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου. νῦν ταῦτα πάντα τλᾶσ’, ἀπενθήτῳ φρενὶ λέγοιμ’ ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταθμῶν κύνα, σωτῆρα ναὸς πρότονον, ὑψηλῆς στέγης στῦλον ποδήρη, μονογενὲς τέκνον πατρί, καὶ γῆν φανεῖσαν ναυτίλοις παρ’ ἐλπίδα, | και ταργοκοίμητα μου βλάβηκαν τα μάτια να κλαίω τις παραμελημένες φωταψίες που πρόσμενα από σένα· και στα ονειρατά μου από τανάλαφρο του κουνουπιού εξυπνούσα φτεροσουσούρισμα, γιατί έβλεπα για σένα πιότερα πάθη κι απ’ του ύπνου μου τις ώρες. Τώρα χαρούμενη που πέρασα όλα ετούτα, πώς να μη λέω τον άντρα αυτό, σκύλλο της στάνης, άγκυρα σωτηρίας του πλοίου, και ψηλής στέγης στερεό στύλο, μονάκριβο παιδί, πατέρα, |
| Αγαμ_900 | κάλλιστον ἦμαρ εἰσιδεῖν ἐκ χείματος, ὁδοιπόρῳ διψῶντι πηγαῖον ῥέος. τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν. τοιοῖσδέ τοί νιν ἀξιῶ προσφθέγμασιν. φθόνος δ’ ἀπέστω. πολλὰ γὰρ τὰ πρὶν κακὰ ἠνειχόμεσθα. νῦν δέ μοι, φίλον κάρα, ἔκβαιν’ ἀπήνης τῆσδε, μὴ χαμαὶ τιθεὶς τὸν σὸν πόδ’, ὦναξ, Ἰλίου πορθήτορα. δμῳαί, τί μέλλεθ’, αἷς ἐπέσταλται τέλος πέδον κελεύθου στορνύναι πετάσμασιν; | στεριά που βλέπει ανέλπιστα ο θαλασσομάχος, μέρα λαμπρότατη ύστερ’ από κακωσύνη, τρεχάμενο νερό στον δρομομαχισμένο! Τέτοιων λοιπόν χαιρετισμών τιμή του αξίζει κι ας λείπη ο φθόνος! φτάνουνε τα περασμένα που τράβηξα· και τώρ’ αγαπητό κεφάλι κατέβαινε απ’ τ’ αμάξι σου, δίχως ναγγίξης στη γης το πόδι σου, που χάλασε την Τροία! Δούλες τι στέκεσθε; πόχω το χρέος προστάξη να στρώσετε χαλιά στου δρόμου του τη στράτα; |
| Αγαμ_910 | εὐθὺς γενέσθω πορφυρόστρωτος πόρος ἐς δῶμ’ ἄελπτον ὡς ἂν ἡγῆται Δίκη. τὰ δ’ ἄλλα φροντὶς οὐχ ὕπνῳ νικωμένη θήσει–δικαίως σὺν θεοῖς εἱμαρμένα. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Λήδας γένεθλον, δωμάτων ἐμῶν φύλαξ, ἀπουσίᾳ μὲν εἶπας εἰκότως ἐμῇ· μακρὰν γὰρ ἐξέτεινας· ἀλλ’ ἐναισίμως αἰνεῖν, παρ’ ἄλλων χρὴ τόδ’ ἔρχεσθαι γέρας. καὶ τἄλλα μὴ γυναικὸς ἐν τρόποις ἐμὲ ἅβρυνε, μηδὲ βαρβάρου φωτὸς δίκην | ευθύς ας γίνη πορφυρόστρωτος ο δρόμος κι ας τον φέρη στανέλπιστα παλάτια η Δίκη! Για τάλλα — η έγνοια μου άγρυπνη, σε δίκιο τέλος θα φέρη — πρώτα ο Θεός — τα πεπρωμένα. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Κόρη της Λήδας, των σπιτιών μου κυβερνήτρα, σύμφωνα με της απουσίας μου το μάκρος και τα λόγια σου μάκρυνες, αν και ταιριάζη νάρχεται απ’ άλλους η τιμή του δίκιου εμένα κι απ’ άλλο, με καμώματα γυναίκεια εμένα μη θες να με χαλάσης και σα βάρβαρο άντρα |
| Αγαμ_920 | χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί, μηδ’ εἵμασι στρώσασ’ ἐπίφθονον πόρον τίθει· θεούς τοι τοῖσδε τιμαλφεῖν χρεών· ἐν ποικίλοις δὲ θνητὸν ὄντα κάλλεσιν βαίνειν ἐμοὶ μὲν οὐδαμῶς ἄνευ φόβου. λέγω κατ’ ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ. χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀυτεῖ· καὶ τὸ μὴ κακῶς φρονεῖν θεοῦ μέγιστον δῶρον. ὀλβίσαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντ’ ἐν εὐεστοῖ φίλῃ. | ταπεινοπροσκυνάς με χαμόσυρτα λόγια, μηδέ στρώσης στο δρόμο μου, με τις πορφύρες, το φθόνο· στους θεούς η τιμή τούτη πρέπει· θνητός σε τέτια πολυξόμπλιαστα στολίδια δεν πάει σ’ εμένα να πατώ με δίχως φόβο· σαν άνθρωπο, όχι σαν θεό να με τιμούνε· και δίχως τα στρωσίματα κι αυτά τα ξόμπλια η δόξα διαλαλεί· κ’ η μετρημένη η γνώση δώρο μεγάλο του θεού· να μακαρίζης τον άνθρωπο απ’ τα τέλη του τα ευτυχισμένα |
| Αγαμ_930 | εἰ πάντα δ’ ὣς πράσσοιμ’ ἄν, εὐθαρσὴς ἐγώ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ καὶ μὴν τόδ’ εἰπὲ μὴ παρὰ γνώμην ἐμοί. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ γνώμην μὲν ἴσθι μὴ διαφθεροῦντ’ ἐμέ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ηὔξω θεοῖς δείσας ἂν ὧδ’ ἔρδειν τάδε; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ εἴπερ τις, εἰδώς γ’ εὖ τόδ’ ἐξεῖπον τέλος. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ τί δ’ ἂν δοκεῖ σοι Πρίαμος, εἰ τάδ’ ἤνυσεν; ΑΓΕΜ. ἐν ποικίλοις ἂν κάρτα μοι βῆναι δοκεῖ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ μή νυν τὸν ἀνθρώπειον αἰδεσθῇς ψόγον. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ φήμη γε μέντοι δημόθρους μέγα σθένει. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ὁ δ’ ἀφθόνητός γ’ οὐκ ἐπίζηλος πέλει. | κι αν έτσι πάντα φέρνομαι, φόβο δε θάχω! ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Όμως τώρα κι αυτή μη μου αρνηθής τη χάρη. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ξέρε το, δε θα ιδής τη γνώμη μου ναλάξω. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μην τύχης τάμμα στους θεούς, για κάπιο φόβο; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Παρά καθ άλλον, ξέροντας το λόγο μου είπα. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και τι λες τάχα ο Πρίαμος, αν ενικούσε; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Και βέβαια θα πατούσε πάνω στις πορφύρες ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Λοιπόν μη ντηρηθής το τι θα πη ο κόσμος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Όμως και του λαού η φωνή πολύ βαραίνει. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τον άνθρωπο που δε φθονούν, μην τον ζηλεύης. |
| Αγαμ_940 | ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ οὔτοι γυναικός ἐστιν ἱμείρειν μάχης. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ τοῖς δ’ ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσθαι πρέπει. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ἦ καὶ σὺ νίκην τήνδε δήριος τίεις; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ πιθοῦ· κρατεῖς μέντοι παρεὶς ἑκὼν ἐμοί. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ἀλλ’ εἰ δοκεῖ σοι ταῦθ’, ὑπαί τις ἀρβύλας λύοι τάχος, πρόδουλον ἔμβασιν ποδός. καὶ τοῖσδέ μ’ ἐμβαίνονθ’ ἁλουργέσιν θεῶν μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος. πολλὴ γὰρ αἰδὼς δωματοφθορεῖν ποσὶν φύροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους θ’ ὑφάς. | ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Δεν πάει και στη γυναίκα να γυρεύη αμάχες. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μα πρέπει κάπου κι ο ευτυχής να τον νικούνε. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Τόσο λοιπόν να με νικήσης επιμένεις; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Σε με, μα με το θέλημά σου, ας μείνη η νίκη. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Μ’ αφού το θες … γοργά ας μου λύσουν τις αρβύλες, που ως σκλάβους τις πατάει και πορπατάει το πόδι· κ’ ενώ πάνω σ’ αυτές θα φεύγω τις πορφύρες ας μη με ιδή κανείς θεός με φθόνου μάτι· ντροπή, σταλήθεια, τέτοια να ρημάζης πλούτη κι ασημοζυγιασμένα φάδια μες στους δρόμους. |
| Αγαμ_950 | τούτων μὲν οὕτω· τὴν ξένην δὲ πρευμενῶς τήνδ’ ἐσκόμιζε· τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς θεὸς πρόσωθεν εὐμενῶς προσδέρκεται. ἑκὼν γὰρ οὐδεὶς δουλίῳ χρῆται ζυγῷ. αὕτη δὲ πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον ἄνθος, στρατοῦ δώρημ’, ἐμοὶ ξυνέσπετο. ἐπεὶ δ’ ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι τάδε, εἶμ’ ἐς δόμων μέλαθρα πορφύρας πατῶν. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ἔστιν θάλασσα–τίς δέ νιν κατασβέσει; – τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον | Τόσο γι’ αυτά· την ξένη τώρα ετούτη δέξου με καλωσύνη· από ψηλά θα καλοβλέπουν πάντα οι θεοί, όποιος σκληρός δεν είναι αφέντης· γιατί ποιος πέφτει στη σκλαβιά με θέλημά του; αυτή, διαλεχτόν άνθος από τόσα πλούτη, την έφερα μαζί μου, δώρο του στρατού μου· κι αφού στο θέλημά σου μ’ έχεις τέλος φέρη πατόντας σε πορφύρες στο παλάτι ας εμπώ! ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Έχει κι αν έχει η θάλασσα! ποιος θα την σώση; που ασημοζύγιαστη πολλήν πορφύρα θρέφει |
| Αγαμ_960 | κηκῖδα παγκαίνιστον, εἱμάτων βαφάς. οἶκος δ’ ὑπάρχει τῶνδε σὺν θεοῖς, ἄναξ, ἔχειν· πένεσθαι δ’ οὐκ ἐπίσταται δόμος. πολλῶν πατησμὸν δ’ εἱμάτων ἂν ηὐξάμην, δόμοισι προυνεχθέντος ἐν χρηστηρίοις, ψυχῆς κόμιστρα τῆσδε μηχανωμένη. ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ’ ἐς δόμους, σκιὰν ὑπερτείνασα σειρίου κυνός. καὶ σοῦ μολόντος δωματῖτιν ἑστίαν, θάλπος μὲν ἐν χειμῶνι σημαίνει μολόν· | καινούργια πάντα, για όσα θες να βάφης φάδια. Και το σπίτι σου, ρήγα μου, τόχει για νάχη, και πρώτα ο θεός φτώχεια τι πάει να πη δε ξέρει· κι αν τέτοιο μου έφερναν χρησμό απ’ τα μαντεία θάταζα τόσα κι άλλα φάδια να πατιόνταν για τα καλά σου, νάθε ταξιωθώ, δεξίμια· γιατί σαν μένη η ρίζα, τα κλωνιά φουντώνουν κι απλώνουν ήσκιο του σπιτιού, στο βαρύ κάμμα· έτσι και σένα ο γυρισμός σταρχοντικό μας σαν να μας φέρνη από χειμώνα καλωσύνη· |
| Αγαμ_970 | ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ’ ὄμφακος πικρᾶς οἶνον, τότ’ ἤδη ψῦχος ἐν δόμοις πέλει, ἀνδρὸς τελείου δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου. Ζεῦ Ζεῦ τέλειε, τὰς ἐμὰς εὐχὰς τέλει· μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ ἂν μέλλῃς τελεῖν. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τίπτε μοι τόδ’ ἐμπέδως [στρ. α. δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται, μαντιπολεῖ δ’ ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά, | κι όταν γυαλίση απ’ τη ξυνή την αγουρίδα κρασάτη ρόγα, τότε πια η δροσιά γλυκειά ‘ναι, σαν κυβερνάει το σπίτι του ο ίδιος ο αφέντης. Ω Δία μου τέλειε, δίνε στις ευχές μου τέλος κι όπως συ θέλεις κάμε ό,τι να κάμης θέλεις. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Γιατί με τόσο πείσμα πάντα εμπρός στη ‘λαφροΐκιωτή μου τη καρδιά αυτός ο φόβος να πηδά κι ακάλεστος κι αλέρωτος μου ψέλνει προφητείες; |
| Αγαμ_980 | οὐδ’ ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων θάρσος εὐπειθὲς ἵ- ζει φρενὸς φίλον θρόνον; χρόνος δ’ † ἐπεὶ πρυμνησίων ξυνεμβολαῖς ψαμμίας ἀκάτα † παρή- βησεν, εὖθ’ ὑπ’ Ἴλιον ὦρτο ναυβάτας στρατός. πεύθομαι δ’ ἀπ’ ὀμμάτων [ἀντ. α. νόστον, αὐτόμαρτυς ὤν· | Γιατί σαν τα όνειρα τα σκοτεινά να μην μπορώ να τον ξορκίσω και το καλό το θάρρος μου ξανά στο θρόνο της καρδιάς να στήσω; κι όμως καιρός επέρασ’ από τότε, που σέρνοντας τα παλαμάρια αφήσανε την αμουδένια ακρογιαλιά, όταν κατά την Τροία ξεκίνησαν με το στρατό μας τα καράβια. Τώρα ο ίδιος μάρτυρας εγώ το γυρισμό τους με τα μάτια μου είδα· |
| Αγαμ_990 | τὸν δ’ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνῳδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. σπλάγχνα δ’ οὔτοι ματᾴ- ζει, πρὸς ἐνδίκοις φρεσὶν τελεσφόροις δίναις κυκλούμενον κέαρ. εὔχομαι δ’ ἐξ ἐμᾶς ἐλπίδος ψύθη πεσεῖν | μα πάλι από μέσα, και με δίχως λύρα, ψάλλει αυτοδίδακτη η καρδιά μου των Ερινύων το θρήνο και γω δεν έχω αλάκερο το καλό θάρρος της ελπίδας. Γιατί έτσι μάταια δεν σπαρνούν τα σπλάχνα μου, ουδέ στρέφει μ’ όχι του κάκου ταραγμούς σε δίκιους η καρδιά μου λογισμούς. Μα εύχομαι ψεύτικοι να βγουν οι φόβοι παναμένω |
| Αγαμ_1000 | ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον. μάλα † γάρ τοι τᾶς πολλᾶς † [στρ. β. ὑγιείας ἀκόρεστον τέρμα. νόσος γὰρ γείτων ὁμότοιχος ἐρείδει, καὶ πότμος εὐθυπορῶν … … ἀνδρὸς ἔπαισεν ἄφαντον ἕρμα. καὶ πρὸ μέν τι χρημάτων κτησίων ὄκνος βαλὼν | και να γενούν τανέμου. Αχόρταγη είναι βέβαια η άκρα υγεία γιατί η αρρώστεια γειτόνισσα ενός τοίχου συνορεύει … … και του θνητού η καλοτυχιά που πλέει πρίμα χτύπησε απάνω στα κρυφά τα βράχια. Μ’ αν απ’ τα κερδισμένα πλούτη |
| Αγαμ_1010 | σφενδόνας ἀπ’ εὐμέτρου– οὐκ ἔδυ πρόπας δόμος πλησμονᾶς γέμων ἄγαν, οὐδ’ ἐπόντισε σκάφος. πολλά τοι δόσις ἐκ Διὸς ἀμφιλα- φής τε καὶ ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν νῆστιν ὤλεσεν νόσον, τὸ δ’ ἐπὶ γᾶν πεσὸν ἅπαξ [ἀντ. β. | δεν ντηρηθή να κάμη χύση με το πρεπούμενο το μέτρο, δεν πήε κατά βυθού το σπίτι μ’ όλο της συμφοράς το παραφόρτωμα και δεν εβούλιαξε το σκάφος. Πολλά τάφθονα δώρα τουρανού και της καλόχρονης σοδειάς διώξαν την πείνα και τη φτώχεια. |
| Αγαμ_1020 | θανάσιμον πρόπαρ ἀνδρὸς μέλαν αἷμα τίς ἂν πάλιν ἀγκαλέσαιτ’ ἐπαείδων; οὐδὲ τὸν ὀρθοδαῆ τῶν φθιμένων ἀνάγειν Ζεὺς ἀπέπαυσεν ἐπ’ ἀβλαβείᾳ. εἰ δὲ μὴ τεταγμένα μοῖρα μοῖραν ἐκ θεῶν εἶργε μὴ πλέον φέρειν, προφθάσασα καρδία γλῶσσαν ἂν τάδ’ ἐξέχει. | Όμως, μια να χυθή χάμω στη γης το μαύρο αίμα ανθρώπου σκοτωμένου ποιος να το φέρη πίσω με γητειές; μήπως και κείνον, που με τη σοφία του να ξαναζωντανεύη μπόρειε πεθαμένο. δεν τούδωσε ο Δίας να μάθη; Αν όμως η ωρισμένη μοίρα απ’ τους θεούς δεν μπόδιζε να ξεπερνούμε τα σύνορα που έχουνε τάξη, τη γλώσσα θα προλάβαινε η καρδιά στο φως αυτά να φέρη· |
| Αγαμ_1030 | νῦν δ’ ὑπὸ σκότῳ βρέμει θυμαλγής τε καὶ οὐδὲν ἐπελπομέ- να ποτὲ καίριον ἐκτολυπεύσειν ζωπυρουμένας φρενός. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ εἴσω κομίζου καὶ σύ, Κασσάνδραν λέγω· ἐπεί σ’ ἔθηκε Ζεὺς ἀμηνίτως δόμοις κοινωνὸν εἶναι χερνίβων, πολλῶν μέτα δούλων σταθεῖσαν κτησίου βωμοῦ πέλας, ἔκβαιν’ ἀπήνης τῆσδε, μηδ’ ὑπερφρόνει. | τώρα στα σκοτεινά κρυφανταριάζει χωρίς καμμιάν ελπίδα, η πονεμένη, να ξεσκεπάση τίποτα σωστό μες απ’ τα φλογισμένα φρένα. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και συ, σε σένα λέω Κασσάνδρα, έμπαινε μέσα, αφού σούδωκε ο θεός ανόργητα εδώ μέσα του σπιτιού μας να γίνης και με τόσες δούλες μαζί να παραστέκης δίπλα στο βωμό μας, κατέβαινε απ’ ταμάξι, δίχως περηφάνεια. |
| Αγαμ_1040 | καὶ παῖδα γάρ τοι φασὶν Ἀλκμήνης ποτε πραθέντα τλῆναι, † δουλίας μάζης βίᾳ. εἰ δ’ οὖν ἀνάγκη τῆσδ’ ἐπιρρέποι τύχης, ἀρχαιοπλούτων δεσποτῶν πολλὴ χάρις. οἳ δ’ οὔποτ’ ἐλπίσαντες ἤμησαν καλῶς, ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ πέρα σταθμῶν. ἔχεις παρ’ ἡμῶν οἷάπερ νομίζεται. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον. ἐντὸς δ’ ἁλοῦσα μορσίμων ἀγρευμάτων πείθοι’ ἄν, εἰ πείθοι’· ἀπειθοίης δ’ ἴσως. | Αφού κι ο γυιός ακόμα λέγουν της Αλκμήνης ψωμί σκλαβιάς υπόφερε να δοκιμάση· γιατί αν το φέρη η τύχη τέτοια νάρθη ανάγκη, χαρά ‘ς τον, που αρχαιόπλουτο κύριο θα λάχη. Μα εκείνοι, όπου ανέλπιστα θερίσουν πλούτη, πάντα σκληροί στους δούλους και με δίχως μέτρο έχεις τώρ’ από μέρους μας, ότι είναι δίκιο. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Σούπε λόγια κοφτά και στρογγυλά και παύει· και μια που στα πλεμμάτια είσαι της τύχης, ό,τι σου λέει κάμε — αν θες — μα ίσως δεν θέλεις. |
| Αγαμ_1050 | ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ἀλλ’ εἴπερ ἐστὶ μὴ χελιδόνος δίκην ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη, ἔσω φρενῶν λέγουσα πείθω νιν λόγῳ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἕπου. τὰ λῷστα τῶν παρεστώτων λέγει. πείθου λιποῦσα τόνδ’ ἁμαξήρη θρόνον. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ οὔτοι θυραίᾳ τῇδ’ ἐμοὶ σχολὴ πάρα τρίβειν· τὰ μὲν γὰρ ἑστίας μεσομφάλου ἕστηκεν ἤδη μῆλα πρὸς σφαγὰς πάρος. [ὡς οὔποτ’ ἐλπίσασι τήνδ’ ἕξειν χάριν.] σὺ δ’ εἴ τι δράσεις τῶνδε, μὴ σχολὴν τίθει. | ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μ’ αν ίσως και δεν έχει σαν το χελιδόνι βαρβαρικιά στη γλώσσα της φωνή και ξένη, τα φρόνιμά μου νοιώθοντας θακούση λόγια. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Εμπρός· σου λέει τα πιο καλά στη θέσι που ‘σαι κι ακλούθει αφίνοντας αυτή την έδρα τώρα. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Καιρό δεν έχω πλια εδώ έξω από τη θύρα να χάνω· γιατί εμπρός εις τους βωμούς, στη μέση του παλατιού, για σφάξιμο τ’ αρνιά προσμένουν. σαν να ποτέ μην έλπιζαν μια τέτοια χάρη· και συ στο νου σου αν τόχης κάμε ό,τι θα κάμης |
| Αγαμ_1060 | εἰ δ’ ἀξυνήμων οὖσα μὴ δέχῃ λόγον– σὺ δ’ ἀντὶ φωνῆς φράζε καρβάνῳ χερί. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἑρμηνέως ἔοικεν ἡ ξένη τοροῦ δεῖσθαι. τρόπος δὲ θηρὸς ὡς νεαιρέτου. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ἦ μαίνεταί γε καὶ κακῶν κλύει φρενῶν, ἥτις λιποῦσα μὲν πόλιν νεαίρετον ἥκει, χαλινὸν δ’ οὐκ ἐπίσταται φέρειν πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος. οὐ μὴν πλέω ῥίψασ’ ἀτιμασθήσομαι. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἐγὼ δ’, ἐποικτίρω γάρ, οὐ θυμώσομαι. | κι αν πάλι δεν τη νοιώθης, ξένη, αυτή τη γλώσσα μίλησε αντίς με τη φωνή καν με το χέρι. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Φαίνεται θέλει η ξένη έν’ άξιο δραγομάνο κι ο τρόπος της νεοσκλάβωτο την δείχνει αγρίμι. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μα είναι τρελλή, κι ακούει κακά στο νου της φρένα, ‘π’ αφού πάρθηκ’ η χώρα της κ’ εδώ μας ήρθε, δε λέει στο χαλινάρι της να συνειθίση πρι να ξαφρίση τους θυμούς του αίματός της. Σκοπό δεν τόχω πιότερα να χάνω λόγια. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Μα εγώ τη συμπονώ και δε θα της θυμώσω· |
| Αγαμ_1070 | ἴθ’, ὦ τάλαινα, τόνδ’ ἐρημώσασ’ ὄχον, εἴκουσ’ ἀνάγκῃ τῇδε καίνισον ζυγόν. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ. [στρ. α. ὦπολλον ὦπολλον. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τί ταῦτ’ ἀνωτότυξας ἀμφὶ Λοξίου; οὐ γὰρ τοιοῦτος ὥστε θρηνητοῦ τυχεῖν. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ. [ἀντ. α. ὦπολλον ὦπολλον. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἥδ’ αὖτε δυσφημοῦσα τὸν θεὸν καλεῖ οὐδὲν προσήκοντ’ ἐν γόοις παραστατεῖν. | κατέβα πια ταλαίπωρη κι άφις τ’ αμάξι και κάνε της σκλαβιάς σου αρχή σαν είναι ανάγκη. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Συμφορά μου ωιμέ συμφορά, Απόλλων Απόλλων! ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ‘Τι θέλουν τάχα οι θρήνοι αυτοί για το Λοξία; δεν είναι τέτοιος να του πρέπουν μοιρολόγια. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Συμφορά μου ωιμέ συμφορά, Απόλλων Απόλλων! ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Πάλι με στόμα βλάστημο το θεό φωνάζει που σε γόους να παραστέκη δεν του πρέπει. |
| Αγαμ_1080 | ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Ἄπολλον· Ἄπολλον· [στρ. β. ἀγυιᾶτ’, ἀπόλλων ἐμός. ἀπώλεσας γὰρ οὐ μόλις τὸ δεύτερον. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ χρήσειν ἔοικεν ἀμφὶ τῶν αὑτῆς κακῶν. μένει τὸ θεῖον δουλίᾳ περ ἐν φρενί. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Ἄπολλον· Ἄπολλον· [ἀντ. β. ἀγυιᾶτ’, ἀπόλλων ἐμός. ἆ ποῖ ποτ’ ἤγαγές με; πρὸς ποίαν στέγην; ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ πρὸς τὴν Ἀτρειδῶν· εἰ σὺ μὴ τόδ’ ἐννοεῖς, ἐγὼ λέγω σοι· καὶ τάδ’ οὐκ ἐρεῖς ψύθη. | ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Απόλλων, Απόλλων οδηγέ κ’ η απώλειά μου! δεύτερη αυτή φορά και για καλά με χάνεις. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Για τα δικά της πάθη, λέω, θα προφητέψη. μένει το θείο το χάρισμα και στη σκλαβιά της. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Απόλλων, Απόλλων οδηγέ κ’ η απώλεια μου! α, που τάχα μ’ ωδήγησες; και σε ποια στέγη; ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Στων Ατρειδών τη στέγη· κι αν δε τόχης νοιώση νά που σου λέω· και ψέμα δε θα πης πως σου είπα. |
| Αγαμ_1090 | ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ μισόθεον μὲν οὖν· πολλὰ συνίστορα, [στρ. γ.] αὐτόφονα, † κακὰ καρτάναι † ἀνδρὸς σφαγεῖον καὶ πέδον ῥαντήριον. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἔοικεν εὔρις ἡ ξένη κυνὸς δίκην εἶναι, ματεύει δ’ ὧν ἀνευρήσει φόνον. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ μαρτυρίοισι γὰρ τοῖσδ’ ἐπιπείθομαι· [ἀντ. γ. κλαιόμενα τάδε βρέφη σφαγὰς ὀπτάς τε σάρκας πρὸς πατρὸς βεβρωμένας. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ † ἦ μὴν κλέος σοῦ μαντικὸν πεπυσμένοι ἦμεν· προφήτας δ’ οὔτινας ματεύομεν. | ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Α, α, θεομίσητο σπίτι, και πόσα ξέρει φονικά, σκοτωμούς από δικών χέρι, ανθρωπομακελλειό αιματορραντισμένο! ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Μοιάζει μύτη καλή σαν σκύλλα νάχη η ξένη, και ψάχει νάβρη εκεί που οσμίζεται το γαίμα. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Γιατί έχω μάρτυρες, νά, ιδού, ετούτα. Βρέφη που σκούζουν κάτω απ’ το μαχαίρι κρέατα ψητά, απ’ τον πατέρα φαγωμένα. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Τη μαντική σου είχαμε ακουστά τη φήμη, αλλά γι’ αυτά δεν μας χρειάζονται προφήτες. |
| Αγαμ_1100 | ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἰὼ πόποι, τί ποτε μήδεται; [στρ. δ. τί τόδε νέον ἄχος μέγα; μέγ’ ἐν δόμοισι τοῖσδε μήδεται κακόν, ἄφερτον φίλοισιν, δυσίατον· ἀλκὰ δ’ ἑκὰς ἀποστατεῖ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τούτων ἄιδρίς εἰμι τῶν μαντευμάτων. ἐκεῖνα δ’ ἔγνων· πᾶσα γὰρ πόλις βοᾷ. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἰὼ τάλαινα, τόδε γὰρ τελεῖς; [ἀντ. δ. τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν λουτροῖσι φαιδρύνασα–πῶς φράσω τέλος; | ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Αλλοί κι απ’ αλλοί, το τι έχει στο νου της; τι ‘ναι αυτό το καινούργιο κακό το μεγάλο, το μεγάλο, που εδώ μέσα ετοιμάζει, κακό για τους φίλους βαρύ και δεν έχει γιατρειά κ’ είναι κάθε βοήθεια μακριά. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Αυτά σου τα μαντεύματα δεν τα γνωρίζω· τάλλα τα ξέρω· τα κηρύττει όλη η χώρα. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Αλλοί σου αθλία, και το κάνεις αυτό; τον άντρα, το δεξί σου το πλευρό, ευφραίνεις με λουτρό — πώς να το πω το τέλος; |
| Αγαμ_1110 | τάχος γὰρ τόδ’ ἔσται· προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρεγομένα. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ οὔπω ξυνῆκα· νῦν γὰρ ἐξ αἰνιγμάτων ἐπαργέμοισι θεσφάτοις ἀμηχανῶ. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἒ ἔ, παπαῖ παπαῖ, τί τόδε φαίνεται; [στρ. ε. ἦ δίκτυόν τί γ’ Ἅιδου. ἀλλ’ ἄρκυς ἡ ξύνευνος, ἡ ξυναιτία φόνου. στάσις δ’ ἀκόρετος γένει κατολολυξάτω θύματος λευσίμου. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλῃ | μα όπου και νάναι γίνεται· κι απλώνει χέρι το χέρι γοργό. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Δεν νοιώθω ακόμα· κ’ ύστερα απ’ τα αινίγματά σου τώρα τους σκοτεινούς σου τους χρησμούς τρομάζω. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Έ, ε, παπαί παπαί, τι ‘ναι που φαίνεται; δεν είναι δίχτυ του Ίδη; μα δίχτυ ‘ναι η γυναίκα του, η φόνισσά του· κ’ η κατάρα η αχόρταγη του γένους ας κλάψη του φριχτού το θρήνο φονικού. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Ποια τούτη η Ερινύα που προσκαλείς να υψώση |
| Αγαμ_1120 | ἐπορθιάζειν; οὔ με φαιδρύνει λόγος. ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κροκοβαφὴς σταγών, ἅτε καὶ δορὶ πτωσίμοις ξυνανύτει βίου δύντος αὐγαῖς. ταχεῖα δ’ ἄτα πέλει. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἆ ἆ, ἰδοὺ ἰδού· ἄπεχε τῆς βοὸς [ἀντ. ε. τὸν ταῦρον· ἐν πέπλοισιν μελαγκέρῳ λαβοῦσα μηχανήματι τύπτει· πίτνει δ’ -ἐν- ἐνύδρῳ τεύχει. δολοφόνου λέβητος τύχαν σοι λέγω. | θρήνο στο σπίτι; δε μ’ ευφραίνει αυτός σου ο λόγος και μαύρη στην καρδιά μ’ ανέβηκε σταλιά το γαίμα — όπως με θανάσιμη πληγή χυμένο πάει με το φως του βίου που σβύνει, και δεν αργεί να φτάση το κακό. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Α, α· ιδού ιδού· κράτα μακριά τον ταύρο από την αγελάδα, με δόλο μες στα βρόχια της τον πιάνει, βαράει του μαύρου μια, και πέφτει μες στα λεβέτια του λουτρού, όπως σου λέω. |
| Αγαμ_1130 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ οὐ κομπάσαιμ’ ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκρος εἶναι, κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε. ἀπὸ δὲ θεσφάτων τίς ἀγαθὰ φάτις βροτοῖς τέλλεται; κακῶν γὰρ διαὶ πολυεπεῖς τέχναι θεσπιῳδοὶ φόβον φέρουσιν μαθεῖν. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἰὼ ἰὼ ταλαίνας κακόποτμοι τύχαι· [στρ. ζ. τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα. ποῖ δή με δεῦρο τὴν τάλαιναν ἤγαγες; οὐδέν ποτ’ εἰ μὴ ξυνθανουμένην. τί γάρ; | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Δε θα το καυχηθώ πως νοιώθω τους χρησμούς σου με κάτι όμως κακά μου φαίνεται να μοιάζουν. Και πότε απ’ τους χρησμούς βγήκε για τους θνητούς λόγος καλός; — μέσα στις συμφορές των μάντηδων οι περισσές οι τέχνες το φόβο έρχουνται να φέρουν. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Αλλοίμονο της άμοιρης μαύρη μου τύχη, βάζω και κλαίω μαζί και τα δικά μου πάθη! που ηύρες να φέρης την ταλαίπωρη κ’ εμένα, τι άλλο, πάρεξ να πεθάνω εδώ μαζί σου! |
| Αγαμ_1140 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ φρενομανής τις εἶ θεοφόρητος, ἀμ- φὶ δ’ αὑτᾶς θροεῖς νόμον ἄνομον, οἷά τις ξουθὰ ἀκόρετος βοᾶς, φεῦ, φιλοίκτοις φρεσὶν Ἴτυν Ἴτυν στένουσ’ ἀμφιθαλῆ κακοῖς ἀηδὼν βίον. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἰὼ ἰὼ λιγείας μόρον ἀηδόνος· [ἀντ. ζ. πτεροφόρον γάρ οἱ περὶ δέμας βάλοντο θεοὶ γλυκύν τ’ ἀγῶνα κλαυμάτων ἄτερ· ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί. | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Φρενοπαρμένη θάσαι και θεοπείραχτη, μόνη σου για να ψάλλης θρήνον άνομο του εαυτού σου, όπως η ξανθιά κι αβάρετη στα κλάματα αηδόνα, που κλαίοντας κλαίει πάντα τον Ίτυν Ίτυ σ’ όλη την πικραμένη τη ζωή της. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Καλότυχη της λιγερής μοίρα αηδόνας! αυτή την ντύσανε οι θεοί με φτερωτό κορμί και μες τα κλάματα γλυκειά της δώσανε ζωή· μα εμέ σφαγή με δίκοπο σπαθί προσμένει. |
| Αγαμ_1150 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ πόθεν ἐπισσύτους θεοφόρους [τ’] ἔχεις ματαίους δύας; τὰ δ’ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾷ μελοτυπεῖς ὁμοῦ τ’ ὀρθίοις ἐν νόμοις. πόθεν ὅρους ἔχεις θεσπεσίας ὁδοῦ κακορρήμονας; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἰὼ γάμοι, γάμοι Πάριδος, [στρ. η. ὀλέθριοι φίλων. ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον ποτόν. τότε μὲν ἀμφὶ σὰς ἀιόνας τάλαιν’ ἠνυτόμαν τροφαῖς· | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Πούθ’ έρχονται, από ποιο θεό σταλμένοι οι τρόμοι αυτοί, και τα δεινά με σκούξιμο κακόσυρτο θρηνείς, και με προφητικούς ψάλλεις μαζί σκοπούς; πούθε τα μέτρα αυτής της τέχνης μαντικής έχεις και κακομελετάς; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Ω γάμοι γάμοι Πάριδος των φίλων συμφορά, ω του Σκαμάντρου πατρικό νερό! που μια φορά στις όχθες σου την άθλια μ’ έθρεφες και με τράνευες |
| Αγαμ_1160 | νῦν δ’ ἀμφὶ Κωκυτόν τε κἀχερουσίους ὄχθους ἔοικα θεσπιῳδήσειν τάχα. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τί τόδε τορὸν ἄγαν ἔπος ἐφημίσω; νεογνὸς ἂν ἀΐων μάθοι. πέπληγμαι δ’ ὑπ’ αὖ δήγματι φοινίῳ δυσαλγεῖ τύχᾳ μινυρὰ θρεομένας, θραύματ’ ἐμοὶ κλύειν. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἰὼ πόνοι πόνοι πόλεος [ἀντ. η. ὀλομένας τὸ πᾶν. ἰὼ πρόπυργοι θυσίαι πατρὸς πολυκανεῖς βοτῶν ποιονόμων· ἄκος δ’ | και τώρα γρήγορα θαρρώ γύρω στον Κωκυτό και στις οχθιές του Αχέροντα θα προφητέψω! ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Τι ‘ναι αυτός τώρα ο φανερός πάρα πολύ χρησμός; κ’ ένα μωρό μπορεί να νοιώση· και στη καρδιά με πλήγωσε σα δάγκαμα φιδιού καθώς τη μαύρη μοίρα σου μοιρολογάς πικρά και με σπαράζεις να σ’ ακούω. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Ω κρίμα οι κόποι, η χώρα μας κ’ επήε κατά βυθού! κρίμα οι θυσίες του πατέρα για τους πύργους και τα σφαγμένα αρίθμητα παχιά κοπάδια |
| Αγαμ_1170 | οὐδὲν ἐπήρκεσαν τὸ μὴ πόλιν μὲν ὥσπερ οὖν ἐχρῆν παθεῖν, ἐγὼ δὲ θερμόνους τάχ’ ἐν πέδῳ βαλῶ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἑπόμενα προτέροισι τάδ’ ἐφημίσω. καί τίς σε κακοφρονῶν τίθη- σι δαίμων ὑπερβαρὴς ἐμπίτνων μελίζειν πάθη γοερὰ θανατοφόρα. τέρμα δ’ ἀμηχανῶ. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ καὶ μὴν ὁ χρησμὸς οὐκέτ’ ἐκ καλυμμάτων ἔσται δεδορκὼς νεογάμου νύμφης δίκην· | τίποτε δεν ωφέλησαν για να μην πάθη ό,τι έπαθεν η πόλη. Και γω το θερμόν αίμα μου ταχιά στη γη σκορπώ! ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Σύμφωνα μ’ όσα μούψαλες κι αυτά που τώρα λες. Και βέβαια κάποιος δαίμονας σε βάζει, όπου κακό σου θέλει, πέφτοντας βαρύς, για να θρηνής πικρά πάθη θανατικά· και πού θα βγη δε ξέρω. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Σε λίγο ακόμη κι ο χρησμός πια δε θα βλέπη μέσ’ από πέπλους σαν την νιόπαντρη τη νύφη· |
| Αγαμ_1180 | λαμπρὸς δ’ ἔοικεν ἡλίου πρὸς ἀντολὰς πνέων ἐσᾴξειν, ὥστε κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγάς, τοῦδε πήματος πολὺ μεῖζον· φρενώσω δ’ οὐκέτ’ ἐξ αἰνιγμάτων. καὶ μαρτυρεῖτε συνδρόμως ἴχνος κακῶν ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων. τὴν γὰρ στέγην τήνδ’ οὔποτ’ ἐκλείπει χορὸς σύμφθογγος οὐκ εὔφωνος· οὐ γὰρ εὖ λέγει. καὶ μὴν πεπωκώς γ’, ὡς θρασύνεσθαι πλέον, βρότειον αἷμα κῶμος ἐν δόμοις μένει, | μα θα χυθή, όπως φαίνεται, μ’ ορμή μεγάλη προς του ήλιου τις ανατολές, και σαν το κύμα στο φως κακό θα βγάλη πιο μεγάλο απ’ τάλλο. Τώρα όχι πια μ’ αινίγματα θα σου τα μάθω! Και μάρτυρες μου νάσαστε, μαζί ακλουθόντας, πως των αρχαίων οσμίζομαι κακών τα χνάρια· γιατί ποτέ δεν απολείπει αυτή τη στέγη χορός που ψάλλει μια κακόφωνη αρμονία. Και μια που μάλιστα έχει πιή ανθρώπινο αίμα κι αποδιαντράπη ολότελα, τόστρωσε μέσα στο σπίτι για καλά, και πια δε λέει να φύγη |
| Αγαμ_1190 | δύσπεμπτος ἔξω, συγγόνων Ἐρινύων. ὑμνοῦσι δ’ ὕμνον δώμασιν προσήμεναι πρώταρχον ἄτης· ἐν μέρει δ’ ἀπέπτυσαν εὐνὰς ἀδελφοῦ τῷ πατοῦντι δυσμενεῖς. ἥμαρτον, ἢ κυρῶ τι τοξότης τις ὥς; ἢ ψευδόμαντίς εἰμι θυροκόπος φλέδων; ἐκμαρτύρησον προυμόσας τό μ’ εἰδέναι λόγῳ παλαιὰς τῶνδ’ ἁμαρτίας δόμων. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ καὶ πῶς ἂν ὅρκου πῆγμα, γενναίως παγέν, παιώνιον γένοιτο; θαυμάζω δέ σου, | των Ερινύων των συγγενικών ο κώμος. Κ* έτσι για πάντα θρονιασμένες τραγουδούνε την πρώτη του κακού αφορμή, και καταριούνται κλίνη, που ατίμασε αδελφός, προς όλεθρό του. Αστόχησα ή το ηύρα σαν καλός τοξότης; Ή ψευτομάντισσα είμαι φλύαρη δερνοθύρα; αρνήσου το αν μπορής κι ορκίσου πως δε ξέρεις απ’ ακουστά τις πρώτες του σπιτιού αμαρτίες ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Ω και να μπόρειε ο στέρεος δεμένος όρκος καμμιά θεράπεια νάφερνε! μα εσέ θαυμάζω |
| Αγαμ_1200 | πόντου πέραν τραφεῖσαν ἀλλόθρουν πόλιν κυρεῖν λέγουσαν, ὥσπερ εἰ παρεστάτεις. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ μάντις μ’ Ἀπόλλων τῷδ’ ἐπέστησεν τέλει. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ μῶν καὶ θεός περ ἱμέρῳ πεπληγμένος; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ προτοῦ μὲν αἰδὼς ἦν ἐμοὶ λέγειν τάδε. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἁβρύνεται γὰρ πᾶς τις εὖ πράσσων πλέον. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἀλλ’ ἦν παλαιστὴς κάρτ’ ἐμοὶ πνέων χάριν. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἦ καὶ τέκνων εἰς ἔργον ἤλθετον νόμῳ; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ξυναινέσασα Λοξίαν ἐψευσάμην. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἤδη τέχναισιν ἐνθέοις ᾑρημένη; | που όντας περατινή κι απ’ αλλόγλωσση πόλη, σαν νάσουν μπρος και τάβλεπες τα ξεδιαλύνεις. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Το δώρο αυτό απ’ το μάντη δέχτηκα το Φοίβο. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Μην, και θεό, τον λάβωσε η αποθυμιά σου; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Πριν, τόχα για ντροπή μου να τ’ ομολογούσα. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Τόχει ο καθείς να ‘παίρεται στην ευτυχιά του. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Μα είταν για μένα αγωνιστής γιομάτος φλόγα. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Μην και σε κλίνη γάμου επλάγιασες μαζί του; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Αφού είχα πη το ναι, τον γέλασα κατόπι. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Ενώ είχες πια τη θεϊκιά τέχνη παρμένη; |
| Αγαμ_1210 | ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἤδη πολίταις πάντ’ ἐθέσπιζον πάθη. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ πῶς δῆτ’ ἄνατος ἦσθα Λοξίου κότῳ; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἔπειθον οὐδέν’ οὐδέν, ὡς τάδ’ ἤμπλακον. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἡμῖν γε μὲν δὴ πιστὰ θεσπίζειν δοκεῖς. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἰοὺ ἰού, ὢ ὢ κακά. ὑπ’ αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ ταράσσων φροιμίοις … ὁρᾶτε τούσδε τοὺς δόμοις ἐφημένους νέους, ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν; παῖδες θανόντες ὡσπερεὶ πρὸς τῶν φίλων, | ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Στην πόλη πια προφήτευα τα ήθελε πάθη. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Και πώς απλέρωτη έμεινες απ’ την οργή του; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Κανένας πια σε τίποτε δεν μου επιστεύαν. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Μα εμείς αυτά που λες μας φαίνεται είν’ αλήθεια. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Αχ! Αχ! Πάλι ο φριχτός ο πόνος της ορθομαντείας μ’ απαίσιο προανάκρουσμα μ’ αναταράζει. Βλέπετε εδώ τους νέους αυτούς τους θρονιασμένους μέσα στο σπίτι ομοίους με μορφές ονείρων, παιδιά που σαν δικοί τους τάχουνε σφαγμένα; |
| Αγαμ_1220 | χεῖρας κρεῶν πλήθοντες οἰκείας βορᾶς· σὺν ἐντέροις τε σπλάγχν’, ἐποίκτιστον γέμος, πρέπουσ’ ἔχοντες, ὧν πατὴρ ἐγεύσατο. ἐκ τῶνδε ποινάς φημι βουλεύειν τινά, λέοντ’ ἄναλκιν, ἐν λέχει στρωφώμενον οἰκουρόν, οἴμοι, τῷ μολόντι δεσπότῃ– ἐμῷ· φέρειν γὰρ χρὴ τὸ δούλιον ζυγόν· νεῶν τ’ ἄπαρχος Ἰλίου τ’ ἀναστάτης οὐκ οἶδεν οἵα γλῶσσα, μισητῆς κυνὸς λείξασα κἀκτείνασα φαιδρὸν οὖς δίκην, | γιομάτα από φαΐ των σαρκών τους τα χέρια μαζί άντερα και σπλάχνα — γιόμισμα τρισάθλιο, φαίνονται να κρατούν, που γεύτηκε ο πατέρας! Κ’ εκδίκησί τους μελετά να πάρη κάποιος λιόντας δειλός, που στρέφεται μες στα κρεβάτια και στο σπίτι φυλάει, ωιμέ, πότε να στρέψη ο αφέντης — ναι, ο αφέντης μου, αφού είμαι σκλάβα. Κι ο στόλαρχος και νικητής της Τροίας δε ξέρει τι με της γλώσσας της τα χάδια και τα λόγια τα πρόσχαρα, του μαγερεύει η μαύρη σκύλλα, |
| Αγαμ_1230 | ἄτης λαθραίου τεύξεται κακῇ τύχῃ. τοιάδε τόλμα· θῆλυς ἄρσενος φονεύς· ἔστιν–τί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ’ ἄν; ἀμφίσβαιναν, ἢ Σκύλλαν τινὰ οἰκοῦσαν ἐν πέτραισι, ναυτίλων βλάβην, † θύουσαν Ἅιδου μητέρ’ † ἄσπονδόν τ’ Ἄρη φίλοις πνέουσαν; ὡς δ’ ἐπωλολύξατο ἡ παντότολμος, ὥσπερ ἐν μάχης τροπῇ. δοκεῖ δὲ χαίρειν νοστίμῳ σωτηρίᾳ. καὶ τῶνδ’ ὅμοιον εἴ τι μὴ πείθω· τί γάρ; | σαν την κρυμμένη συμφορά, κακιά του μοίρα! Τέτοια τολμά! γυναίκα να σκοτώση άντρα! και ποιο όνομα στο μισητό το τέρας νάβρω να του ταιριάζη; αμφίσβαινα ή τάχα Σκύλλα που μες στους βράχους, θρήνος των ναυτών, φωλιάζει; μάννα του Χάρου αλλόφρενη, που των δικών της κρατάει αμάχη ασύβαστη; κ’ ερέκαξε έτσι σαν να είχε εχθρούς η απόκοτη κατατροπώση, και χαρά τάχα δείχνει για το γυρισμό του; Και αν θέλης πίστεψέ μου, κι αν δε μη. τι τάχα; |
| Αγαμ_1240 | τὸ μέλλον ἥξει. καὶ σύ μ’ ἐν τάχει παρὼν ἄγαν γ’ ἀληθόμαντιν οἰκτίρας ἐρεῖς. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τὴν μὲν Θυέστου δαῖτα παιδείων κρεῶν ξυνῆκα καὶ πέφρικα, καὶ φόβος μ’ ἔχει κλύοντ’ ἀληθῶς οὐδὲν ἐξῃκασμένα. τὰ δ’ ἄλλ’ ἀκούσας ἐκ δρόμου πεσὼν τρέχω. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Ἀγαμέμνονός σέ φημ’ ἐπόψεσθαι μόρον. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ εὔφημον, ὦ τάλαινα, κοίμησον στόμα. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἀλλ’ οὔτι παιὼν τῷδ’ ἐπιστατεῖ λόγῳ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ οὔκ, εἴπερ ἔσται γ’· ἀλλὰ μὴ γένοιτό πως. | Θαρθή που θάρθη· και συ μάρτυρας σε λίγο σωστή πολύ προφήτισσα θε να με κλάψης. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Το δείπνο του Θυέστη με παιδιών του σάρκες τόνοιωσα κι ανατρίχιασα κ’ έχω ένα φόβο! Γι’ αυτά σου που είπες, που δε μοιάζουν παραμύθια· μα τάλλα πάκουσα — βγήκα και πάω απ’ το δρόμο. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Πώς του Αγαμέμνονα θα ιδής σου λέω το φόνο. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Φράξε το στόμα σου, άθλια, στον κακό λόγο! ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Γιατρός κανείς δεν βρίσκεται γι’ αυτό που σου είπα. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Όχι, αν θα γίνη· μα ο θεός να μην το δώση! |
| Αγαμ_1250 | ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ σὺ μὲν κατεύχῃ, τοῖς δ’ ἀποκτείνειν μέλει. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ’ ἄχος πορσύνεται; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἦ κάρτα χρησμῶν παρεκόπης ἐμῶν ἄρα. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τοῦ γὰρ τελοῦντος οὐ ξυνῆκα μηχανήν. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ καὶ μὴν ἄγαν γ’ Ἕλλην’ ἐπίσταμαι φάτιν. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ καὶ γὰρ τὰ πυθόκραντα· δυσμαθῆ δ’ ὅμως. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ παπαῖ, οἷον τὸ πῦρ· ἐπέρχεται δέ μοι. ὀτοτοῖ, Λύκει’ Ἄπολλον, οἲ ἐγὼ ἐγώ. αὕτη δίπους λέαινα συγκοιμωμένη λύκῳ, λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσίᾳ, | ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Καλές οι ευχές· μα εκείνοι μελετούν τον φόνο. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Ποιος νάναι ο άντρας που το κρίμα αυτό ετοιμάζει; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Βλέπω οι χρησμοί μου αλήθεια πήγανε στο βρόντο. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Ποιος είν’ αυτός ο επίβουλος, δεν τόχω νοιώση. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Κι όμως καλά τη γλώσσα ξέρω των Ελλήνων. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Και η Πυθία επίσης, μα οι χρησμοί της, σκότος. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Αλλοί μου! ω ποια φωτιά χυμίζει και μ’ αδράχνει! Οτοτοτοί, Απόλλων Λύκειε, αλλοίμονό μου! Αυτή, λιόντισσα με δυο πόδια, που κοιμάται με λύκο, ενώ το αρχοντικό λιοντάρι λείπει |
| Αγαμ_1260 | κτενεῖ με τὴν τάλαιναν· ὡς δὲ φάρμακον τεύχουσα κἀμοῦ μισθὸν ἐνθήσει ποτῷ· ἐπεύχεται, θήγουσα φωτὶ φάσγανον, ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτείσεσθαι φόνον. τί δῆτ’ ἐμαυτῆς καταγέλωτ’ ἔχω τάδε, καὶ σκῆπτρα καὶ μαντεῖα περὶ δέρῃ στέφη; σὲ μὲν πρὸ μοίρας τῆς ἐμῆς διαφθερῶ. ἴτ’ ἐς φθόρον· πεσόντα γ’ ὧδ’ ἀμείβομαι. ἄλλην τιν’ Ἄτην ἀντ’ ἐμοῦ πλουτίζετε. ἰδοὺ δ’, Ἀπόλλων αὐτὸς ἐκδύων ἐμὲ | θα με σκοτώση τη φτωχιά, κι ως να ετοιμάζη φάρμακο, θε να χύση μέσα στην οργή της και τη δικιά μου πλερωμή κ’ ενώ ακονίζει το σπαθί για τον άντρα της, θε να εγκωμιάζη πως γιατί μ’ έφερε μαζί τον εκδικιέται. Και τι λοιπόν τα θέλω αυτά σα να μ’ εμπαίζουν τα σκήπτρα και τα μαντικά στεφάνια εμπρός μου; Εσένα πριν του τέλους μου θα σε χαλάσω· και στην οργή και σεις, κ’ εγώ ταχιά ακλουθώ σας, στολίσετε άλλη συμφορά αντίς για μένα. Νά! με τα χέρια του ο Απόλλωνας μου βγάζει |
| Αγαμ_1270 | χρηστηρίαν ἐσθῆτ’, ἐποπτεύσας δέ με κἀν τοῖσδε κόσμοις καταγελωμένην † μετὰ φίλων ὑπ’ ἐχθρῶν οὐ διχορρόπως μάτην. κακουμένη δέ, φοιτὰς ὡς ἀγύρτρια, πτωχὸς τάλαινα λιμοθνὴς ἠνεσχόμην· καὶ νῦν ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμὲ ἀπήγαγ’ ἐς τοιάσδε θανασίμους τύχας. βωμοῦ πατρῴου δ’ ἀντ’ ἐπίξηνον μένει, θερμῷ κοπείσης φοίνιον προσφάγματι. οὐ μὴν ἄτιμοί γ’ ἐκ θεῶν τεθνήξομεν. | το μαντικό το φόρεμα· κι αφού είδε πρώτα, και μ’ όλη αυτή μου τη στολή, τα περιγέλοια που φίλοι εχθροί μου κάνανε, βέβαια του κάκου, κ’ υπόφερα σα μια ζητιάνα γυρολόγα να με λένε φτωχιά, στρίγγλα και λιμασμένη — και τώρα ο μάντης μάντισσα που μ’ έχει κάμη, μ’ ωδήγησε σ’ αυτές τις θανάσιμες τύχες! Κι αντίς ο πατρικός βωμός, με περιμένει ζεστό το κρεατοσάνιδο που θα με κόψουν. Μα ακδίκητο οι θεοί το αίμα μου δε θαφήσουν, |
| Αγαμ_1280 | ἥξει γὰρ ἡμῶν ἄλλος αὖ τιμάορος, μητροκτόνον φίτυμα, ποινάτωρ πατρός· φυγὰς δ’ ἀλήτης τῆσδε γῆς ἀπόξενος κάτεισιν, ἄτας τάσδε θριγκώσων φίλοις· ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ θεῶν μέγας, ἄξειν νιν ὑπτίασμα κειμένου πατρός. τί δῆτ’ ἐγὼ κάτοικτος ὧδ’ ἀναστένω; ἐπεὶ τὸ πρῶτον εἶδον Ἰλίου πόλιν πράξασαν ὡς ἔπραξεν, οἳ δ’ εἷλον πόλιν οὕτως ἀπαλλάσσουσιν ἐν θεῶν κρίσει. | γιατί άλλος πάλι εκδικητής θαρθή δικός μας να πάρη από τη μάννα που τον γέννα πίσω του πατέρα το γαίμα· κ’ έρχεται διωγμένος πλανημένος κι απόξενος αυτής της χώρας, κορώνα στου σπιτιού τις συμφορές να βάλη. Κ’ εστέριωσε από τους θεούς μεγάλος όρκος νάρθη του ξαπλωμένου ανάγερμα πατέρα. Μα γιατί τάχα εδώ πονετικά να κλαίω μια που είδα με τα μάτια μου του Ιλίου την πόλη να πάθη ό,τι έπαθε; και κείνοι που την πήραν έτσι με των θεών την κρίση ξεμπερδεύουν; |
| Αγαμ_1290 | ἰοῦσα πράξω· τλήσομαι τὸ κατθανεῖν. Ἅιδου πύλας δὲ τάσδ’ ἐγὼ προσεννέπω· ἐπεύχομαι δὲ καιρίας πληγῆς τυχεῖν, ὡς ἀσφάδᾳστος, αἱμάτων εὐθνησίμων ἀπορρυέντων, ὄμμα συμβάλω τόδε. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ δ’ αὖ σοφὴ γύναι, μακρὰν ἔτεινας. εἰ δ’ ἐτητύμως μόρον τὸν αὑτῆς οἶσθα, πῶς θεηλάτου βοὸς δίκην πρὸς βωμὸν εὐτόλμως πατεῖς; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ οὐκ ἔστ’ ἄλυξις, οὔ, ξένοι, † χρόνῳ πλέῳ. | Πηγαίνω στο γραφτό μου και στο θάνατό μου και χαιρετάω αυτές εδώ του Άδη τις πόρτες. Μόνου άμποτε μια και καλή πληγή να λάβω που να μπορέσω ασφάδαστη και με χυμένο το γαίμα ευκολοθάνατη να ξεψυχήσω. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Ω συ πολύ ταλαίπωρη και πολύ πάλι σοφή γυναίκα, είπες πολλά, κι αν απ’ αλήθεια το θάνατό σου ξέρεις, πώς με τόση τόλμη σα βώδι που οδηγάει θεός στο βωμό στέκεις; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Δεν έχει γλυτωμό κι αν κερδήσουμε χρόνο. |
| Αγαμ_1300 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ὁ δ’ ὕστατός γε τοῦ χρόνου πρεσβεύεται. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἥκει τόδ’ ἦμαρ· σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἀλλ’ ἴσθι τλήμων οὖσ’ ἀπ’ εὐτόλμου φρενός. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ οὐδεὶς ἀκούει ταῦτα τῶν εὐδαιμόνων. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἀλλ’ εὐκλεῶς τοι κατθανεῖν χάρις βροτῷ. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἰὼ πάτερ σοῦ σῶν τε γενναίων τέκνων. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τί δ’ ἐστὶ χρῆμα; τίς σ’ ἀποστρέφει φόβος; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ φεῦ φεῦ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τί τοῦτ’ ἔφευξας; εἴ τι μὴ φρενῶν στύγος. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ φόνον δόμοι πνέουσιν αἱματοσταγῆ. | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Μα η τελευταία η ώρα είναι όπου αξίζει. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Ήρθεν η μέρα· τι θε να κερδίσω αν φύγω; ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Κακό σου φέρνει, ξέρε το, αυτή σου η τόλμη. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Μα είναι ωραίο κανείς να ποθάνη με δόξα. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Και ποιος τ’ ακούει αυτά απ’ τους ευτυχισμένους; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Ωιμένα εσύ, και τάξια σου παιδιά, πατέρα! ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Τι ‘ναι; Ποιος φόβος σου γυρνάει το νου σου πάλι; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Αχ κι αχ! ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Τι πάλι αυτό το αχ; εκτός του νου σου αν βλάβη. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Φόνον αιματοστάλαχτο βγάζουν οι τοίχοι. |
| Αγαμ_1310 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ καὶ πῶς; τόδ’ ὄζει θυμάτων ἐφεστίων. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ οὐ Σύριον ἀγλάισμα δώμασιν λέγεις; ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἀλλ’ εἶμι κἀν δόμοισι κωκύσουσ’ ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῖραν. ἀρκείτω βίος. ἰὼ ξένοι. οὔτοι δυσοίζω, θάμνον ὡς ὄρνις, φόβῳ ἄλλως· θανούσῃ μαρτυρεῖτέ μοι τόδε, ὅταν γυνὴ γυναικὸς ἀντ’ ἐμοῦ θάνῃ, ἀνήρ τε δυσδάμαρτος ἀντ’ ἀνδρὸς πέσῃ. | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Και πώς; Είν’ τα σφαχτά που στους βωμούς μυρίζουν. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Είν’ όμοιος σαν αχνός που βγαίνει από τους τάφους. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Δεν μοιάζει αυτό που λες με της Συρίας τα μύρα. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Μα τώρα μέσα πάω τη μοίρα μου να κλάψω και του Αγαμέμνονα· με φτάνει όσο έχω ζήση. Αχ φίλοι! Δε σκούζω σαν πουλί έτσι από μάταιο φόβο σε θάμνο εμπρός· θε να πεθάνω· και σας θέλω μάρτυρες, σαν πεθάνη αντίς για με γυναίκα κι άντρας αντίς για τον κακότυχο τον άντρα· |
| Αγαμ_1320 | ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ’ ὡς θανουμένη. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ὦ τλῆμον, οἰκτίρω σε θεσφάτου μόρου. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ἅπαξ ἔτ’ εἰπεῖν ῥῆσιν, ἢ θρῆνον θέλω ἐμὸν τὸν αὐτῆς. ἡλίου δ’ ἐπεύχομαι πρὸς ὕστατον φῶς τοῖς ἐμοῖς τιμαόροις ἐχθροὺς φόνευσιν τὴν ἐμὴν τίνειν ὁμοῦ, δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἰὼ βρότεια πράγματ’· εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν· εἰ δὲ δυστυχοῖ, βολαῖς ὑγρώσσων σπόγγος ὤλεσεν γραφήν. | ως ξένιο δώρο πριν πεθάνω αυτό σας θέλω. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Αθλία, σου κλαίω τη μοίρα σου που προφητεύεις. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Ακόμη μια φορά θέλω να πω σαν θρήνο έτσι εδικό μου. Μπρος στο στερνό φως του ήλιου εύχομαι οι εκδικάτορες του βασιλιά μου να θυμηθούν και τους δικούς μου τους φονιάδες για το εύκολο κατόρθωμα φόνου μιας σκλάβας. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Αχ και το τι ‘ναι ο άνθρωπος! στην ευτυχία του σα ζουγραφιά φαντάζει, πλην η δυστυχία μια σα σφουγγάρι υγρό της δίνει και τη σβύνει· |
| Αγαμ_1330 | καὶ ταῦτ’ ἐκείνων μᾶλλον οἰκτίρω πολύ. τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν· δακτυλοδείκτων δ’ οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων, μηκέτ’ ἐσέλθῃς, τάδε φωνῶν. καὶ τῷδε πόλιν μὲν ἑλεῖν ἔδοσαν μάκαρες Πριάμου· θεοτίμητος δ’ οἴκαδ’ ἱκάνει· νῦν δ’ εἰ προτέρων αἷμ’ ἀποτείσει καὶ τοῖσι θανοῦσι θανὼν ἄλλων | κι αυτά από κείνα πιο πολύ ελεούμαι ακόμη. Η ευτυχία είναι πράμα που δε λένε ποτέ να χορτάσουν οι ανθρώποι και δεν τη βαρέθηκε τόσο κανένας ποτέ να της κλείση την πόρτα απ’ έξω απ’ τα πλούσια παλάτια, κράζοντάς της: μη μπαίνης. Και σ’ αυτόν έχουν δώση οι θεοί να νικήση του Πριάμου την πόλη και μας γύρισε πίσω γιομάτος με δόξα. Μ’ αν τώρα πλερώση το κρίμα των άλλων κι αν άλλων θανάτων το γαίμα ξεπλύνη |
| Αγαμ_1340 | ποινὰς θανάτων ἐπικρανεῖ, τίς τἂν εὔξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι τάδ’ ἀκούων; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ σῖγα· τίς πληγὴν ἀυτεῖ καιρίως οὐτασμένος; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ὤμοι μάλ’ αὖθις, δευτέραν πεπληγμένος. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τοὔργον εἰργάσθαι δοκεῖ μοι βασιλέως οἰμώγμασιν. ἀλλὰ κοινωσώμεθ’, ἤν πως, ἀσφαλῆ βουλεύματα. ΣΥΜΒ 1ος Γ ἐγὼ μὲν ὑμῖν τὴν ἐμὴν γνώμην λέγω, πρὸς δῶμα δεῦρ’ ἀστοῖσι κηρύσσειν βοήν. | αυτός με το φόνο του πάλι, ποιος γρικόντας αυτά θα μπορέση να πη πως με δίχως κακό εγεννήθη; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ωιμένα μου και πάω! βαθιά με βρήκε μέσα! ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Σώπα! ποιος φωνάζει τάχα χτυπημένος στα γερά; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Πάλι ξανά μου αλλοίμονο με βρήκε κι η άλλη. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Το έργο τέλειωσε! λογιάζω απ’ τη φωνή του βασιλιά· μα τουλάχιστον έλ’ ας δούμε τι έχουμε να κάμουμε. ΣΥΜΒ 1ος Γ ο α’ Εμένα η γνώμη μου είναι σε βοήθεια αμέσως να κράξομε όλη εδώ την πόλι στο παλάτι. |
| Αγαμ_1350 | ΣΥΜΒ 2ος Γ ἐμοὶ δ’ ὅπως τάχιστά γ’ ἐμπεσεῖν δοκεῖ καὶ πρᾶγμ’ ἐλέγχειν σὺν νεορρύτῳ ξίφει. ΣΥΜΒ 3ος Γ κἀγὼ τοιούτου γνώματος κοινωνὸς ὢν ψηφίζομαί τι δρᾶν· τὸ μὴ μέλλειν δ’ ἀκμή. ΣΥΜΒ 4ος Γ ὁρᾶν πάρεστι· φροιμιάζονται γὰρ ὥς, τυραννίδος σημεῖα πράσσοντες πόλει. ΣΥΜΒ 5ος Γ χρονίζομεν γάρ. οἱ δὲ τῆς μελλοῦς κλέος πέδοι πατοῦντες οὐ καθεύδουσιν χερί. ΣΥΜΒ 6ος Γ οὐκ οἶδα βουλῆς ἧστινος τυχὼν λέγω. τοῦ δρῶντός ἐστι καὶ τὸ βουλεῦσαι πέρι. | ΣΥΜΒ 2ος Γ Εγώ, μια ώρα αρχύτερα να μπούμε μέσα και να τους πιάσομε με το σπαθί στο χέρι. ΣΥΜΒ 3ος Γ Και γω μ’ αύτη τη γνώμη, κάτι πρέπει λέω να κάμουμε, καιρός για χάσιμο δεν είναι. ΣΥΜΒ 4ος Γ Φώς φανερό· όπως άρχισαν είναι σημείο πως ετοιμάζουν τυραννίδα για την πόλη. ΣΥΜΒ 5ος Γ Η ώρα περνά, μα όσοι της άργητας πατούνε στα πόδια τη ντροπή, έχουν το χέρι ξύπνιο. ΣΥΜΒ 6ος Γ Και γω δε ξέρω ποια βουλή να βρω να δώσω· πρέπει να το σκεφθή ένας που κάνει κάτι. |
| Αγαμ_1360 | ΣΥΜΒ 7ος Γ κἀγὼ τοιοῦτός εἰμ’, ἐπεὶ δυσμηχανῶ λόγοισι τὸν θανόντ’ ἀνιστάναι πάλιν. ΣΥΜΒ 8ος Γ ἦ καὶ βίον τείνοντες ὧδ’ ὑπείξομεν δόμων καταισχυντῆρσι τοῖσδ’ ἡγουμένοις; ΣΥΜΒ 9ος Γ ἀλλ’ οὐκ ἀνεκτόν, ἀλλὰ κατθανεῖν κρατεῖ· πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος. ΣΥΜΒ 10ος Γ ἦ γὰρ τεκμηρίοισιν ἐξ οἰμωγμάτων μαντευσόμεσθα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος; ΣΥΜΒ 11ος Γ σάφ’ εἰδότας χρὴ τῶνδε θυμοῦσθαι πέρι· τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σάφ’ εἰδέναι δίχα. | ΣΥΜΒ 7ος Γ Τέτοιος είμαι κ’ εγώ, γιατί δε ξέρω τρόπο έναν που πέθανε, με λόγια ν’ αναστήσω. ΣΥΜΒ 8ος Γ Κ’ έτσι όσο ζούμε το λοιπόν, στην κεφαλή μας θάχουμε αυτούς τους άτιμους να μας ορίζουν; ΣΥΜΒ 9ος Γ Μα όχι! δεν είναι υποφερτό· κάλλιο ας πεθάνω παρά σκλαβιά, γλυκύτερη μια τέτοια μοίρα. ΣΥΜΒ 10ος Γ Μα τάχα αυτά τα βογγητά να είταν σημάδι να κρίνουμε πώς είναι κι όλας σκοτωμένος; ΣΥΜΒ 11ος Γ Ας μη μας παίρνη ο οργή πρι να βεβαιωθούμε· άλλο να βάζης με το νου, κι άλλο η αλήθεια. |
| Αγαμ_1370 | ΣΥΜΒ 12ος Γ ταύτην ἐπαινεῖν πάντοθεν πληθύνομαι, τρανῶς Ἀτρείδην † εἰδέναι κυροῦνθ’ ὅπως. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντί’ εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι. πῶς γάρ τις ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνων, φίλοις δοκοῦσιν εἶναι, πημονῆς ἀρκύστατ’ ἂν φράξειεν ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος; ἐμοὶ δ’ ἀγὼν ὅδ’ οὐκ ἀφρόντιστος πάλαι· νείκης παλαιᾶς ἦλθε, σὺν χρόνῳ γε μήν· ἕστηκα δ’ ἔνθ’ ἔπαισ’ ἐπ’ ἐξειργασμένοις. | ΣΥΜΒ 12ος Γ Απ’ όλα τα πολλά μ’ αυτή τη γνώμη κλίνω να μάθουμε ακριβώς τι γένηκε ο Ατρείδης. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Απ’ όλα πριν που από σκοπού έχω ειπωμένα δε θε να το ντραπώ να πω τα ενάντια τώρα. Γιατί και πώς αλλιώς κανείς, σαν ετοιμάζει τον όλεθρο του εχθρού του, που περνά για φίλος, να περιφράξη στέρεα του χαμού τα δίχτυα σε ύψος που να είναι αδύνατο να το πηδήση; Μα εμέ δε με ηύρε ανέτοιμη αυτός ο αγώνας της έχθρας τέλος της παλιάς, αν και με χρόνια. Και στέκω εδώ που χτύπησα, στο έργο μου επάνω. |
| Αγαμ_1380 | οὕτω δ’ ἔπραξα–καὶ τάδ’ οὐκ ἀρνήσομαι– ὡς μήτε φεύγειν μήτ’ ἀμύνεσθαι μόρον. ἄπειρον ἀμφίβληστρον, ὥσπερ ἰχθύων, περιστιχίζω, πλοῦτον εἵματος κακόν, παίω δέ νιν δίς· κἀν δυοῖν οἰμωγμάτοιν μεθῆκεν αὐτοῦ κῶλα· καὶ πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι, τοῦ κατὰ χθονός, Ἅιδου, νεκρῶν σωτῆρος, εὐκταίαν χάριν. οὕτω τὸν αὑτοῦ θυμὸν ὁρμαίνει πεσών, κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγὴν | Κ’ έτσι έκαμα, και δεν τ’ αρνιούμαι, που απ’ το χάρο να μην μπορέση να διαφεντευθή ή ξεφύγη. Γύρω του δίχτυ ατέλειωτο, σαν ψαριών δίχτυ, τυλίζω — πλουσιοπάροχη φορεσιά χάρου — και δυο φορές τονέ χτυπώ· και με δυο βόγγους πέφτει παράλυτο κορμί και σωριασμένος τρίτη αποπάνω του χτυπώ, ταμμένη χάρη του Δία σωτήρα των νεκρών κάτω στον Άδη. Έτσι ξερνάει πεσμένος χάμω τη ψυχή του και το αίμα του σαν ψιλή σφήνα ξεπετόντας |
| Αγαμ_1390 | βάλλει μ’ ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου, χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γάνει σπορητὸς κάλυκος ἐν λοχεύμασιν. ὡς ὧδ’ ἐχόντων, πρέσβος Ἀργείων τόδε, χαίροιτ’ ἄν, εἰ χαίροιτ’, ἐγὼ δ’ ἐπεύχομαι. εἰ δ’ ἦν πρεπόντων ὥστ’ ἐπισπένδειν νεκρῷ, τῷδ’ ἂν δικαίως ἦν, ὑπερδίκως μὲν οὖν· τοσόνδε κρατῆρ’ ἐν δόμοις κακῶν ὅδε πλήσας ἀραίων αὐτὸς ἐκπίνει μολών. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ θαυμάζομέν σου γλῶσσαν, ὡς θρασύστομος, | με μαύρες στάλες φονικής δροσιάς με ραίνει κ’ εύφρανε τη ψυχή μου όχι πιο λίγο απ’ ό,τι του θεού η βροχούλα τα σπαρτά στο πλούμισμά τους. Τέτοια λοιπόν, πρόκριτοι σεβαστοί του Άργους, κι αν σας βολή χαρήτε· καύχημα εγώ τόχω· κι αν είταν πρέπον σε νεκρούς σπονδές να κάνουν, δίκαια σ’ αυτόν θα ταίριαζε και παραδίκαια. Μόνος του το ποτήρι γιόμισε με τόσες στο σπίτι συμφορές κ’ ήλθε και τόπιε ο ίδιος. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Θαυμάζομε τι αχρεία γλώσσα έχεις στο στόμα |
| Αγαμ_1400 | ἥτις τοιόνδ’ ἐπ’ ἀνδρὶ κομπάζεις λόγον. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ πειρᾶσθέ μου γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος· ἐγὼ δ’ ἀτρέστῳ καρδίᾳ πρὸς εἰδότας λέγω–σὺ δ’ αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις ὅμοιον–οὗτός ἐστιν Ἀγαμέμνων, ἐμὸς πόσις, νεκρὸς δὲ τῆσδε δεξιᾶς χερός, ἔργον δικαίας τέκτονος. τάδ’ ὧδ’ ἔχει. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τί κακόν, ὦ γύναι, [στρ. α] χθονοτρεφὲς ἐδανὸν ἢ ποτὸν πασαμένα ῥυτᾶς ἐξ ἁλὸς ὄρμενον τόδ’ ἐπέθου θύος, δημοθρόους τ’ ἀράς; | που επάνω στον νεκρό του αντρός σου έτσι καυχιέσαι. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Σαν άμυαλη με δοκιμάζετε γυναίκα· μα εγώ με ατρόμητη καρδιά σου λέω να ξέρης. Και συ καν θες να μ’ επαινής καν να με ψέγης, το ίδιο μου κάνει· αυτός είν’ ο Αγαμέμνων, άντρας δικός μου, και νεκρός μ’ αυτό το δεξί χέρι που με το δίκιο ό,τι έκαμε. αυτό να ξέρης. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Σαν τι κακό, γυναίκα, να γεύτηκες βοτάνι από το γη θραμμένο, ή τι φαρμάκι από τη θάλασσα βγαλμένο, και πήρες τέτοια λύσσα και λαού κατάρα; |
| Αγαμ_1410 | ἀπέδικες ἀπέταμες, ἀπόπολις δ’ ἔσῃ, μῖσος ὄβριμον ἀστοῖς. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ νῦν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοί, καὶ μῖσος ἀστῶν δημόθρους τ’ ἔχειν ἀράς, οὐδὲν τότ’ ἀνδρὶ τῷδ’ ἐναντίον φέρων, ὃς οὐ προτιμῶν, ὡσπερεὶ βοτοῦ μόρον, μήλων φλεόντων εὐπόκοις νομεύμασιν, ἔθυσεν αὑτοῦ παῖδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῖν’, ἐπῳδὸν Θρῃκίων ἀημάτων. οὐ τοῦτον ἐκ γῆς τῆσδε χρῆν σ’ ἀνδρηλατεῖν, | δίκασες κ’ έκοψες, μα τώρα εξόριστη βδέλυγμα θάσαι της χώρας. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τώρ’ απ’ την πόλη μου δικάζεις εξορία, μίσος των πολιτών και του λαού κατάρες, ενώ κανένα φταίξιμο σ’ αυτόν δε βρήκες, που ούτε σα νάτανε σφαχτό λογιάζοντάς το, όταν με γέννες καρπερές φτουρούν οι στάνες, την κόρη του εθυσίασε — τον πιο γλυκό μου καϋμό — για να γητέψη το βοριά της Θράκης. Δεν είν’ αυτός που τούπρεπε μακριά απ’ τη χώρα |
| Αγαμ_1420 | μιασμάτων ἄποινα; ἐπήκοος δ’ ἐμῶν ἔργων δικαστὴς τραχὺς εἶ. λέγω δέ σοι τοιαῦτ’ ἀπειλεῖν, ὡς παρεσκευασμένη σ’ ἐκ τῶν ὁμοίων χειρὶ νικήσαντ’ ἐμοῦ ἄρχειν· ἐὰν δὲ τοὔμπαλιν κραίνῃ θεός, γνώσῃ διδαχθεὶς ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ μεγαλόμητις εἶ, [ἀντ. περίφρονα δ’ ἔλακες, ὥσπερ οὖν φονολιβεῖ τύχᾳ φρὴν ἐπιμαίνεται· λίβος ἐπ’ ὀμμάτων αἵματος ἐμπρέπει· ἄντιτον ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων | να διώχτης για το κρίμα του; και συ δικάζεις σκληρά το έργο που μ’ άκουσες. Μα σου το λέω: Φοβέριζε κ’ είμαι έτοιμη, μια σου και μια μου, νάμαι στην εξουσία σου, αν με νικήσης. Μ’ αν πάλι δώση ο θεός κι αλλιώς τα κρίνη θε να σου μάθω, αν κι αργά, να βάλης γνώση. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Μεγάλα τα σοφίσματά σου, κι άρρητα κλώθεις σαν να τάραξε το νου σου το χυμένο αίμα, και θαρρείς πως σου φαντάζει η βούλλα η κόκκινη στην όψη. Μα κάπου θάρθη μέρα, δίχως φίλους και καταφρονεμένη |
| Αγαμ_1430 | τύμμα τύμματι τεῖσαι. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ καὶ τήνδ’ ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν· μὰ τὴν τέλειον τῆς ἐμῆς παιδὸς Δίκην, Ἄτην Ἐρινύν θ’, αἷσι τόνδ’ ἔσφαξ’ ἐγώ, οὔ μοι Φόβου μέλαθρον ἐλπὶς ἐμπατεῖ, ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ ἐφ’ ἑστίας ἐμῆς Αἴγισθος, ὡς τὸ πρόσθεν εὖ φρονῶν ἐμοί. οὗτος γὰρ ἡμῖν ἀσπὶς οὐ σμικρὰ θράσους. … … κεῖται, γυναικὸς τῆσδε λυμαντήριος, Χρυσηίδων μείλιγμα τῶν ὑπ’ Ἰλίῳ· | μ’ αίμα το αίμα να πλερώσης. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μ’ άκου τώρα κι αυτό τον όρκο που σου ομόνω. Έτσι ναι, μα της κόρης μου την τέλεια Δίκη, πόσφαξα και της πρόσφερα θυσία ετούτον, ούτε σκιά στο σπίτι μου φόβου δε θάμπη όσο που της γωνιάς μου τη φωτιά θανάβη ο Αίγισθος, σαν πάντα καλοθελητής μου· γιατί ναι αυτός του θάρρους μας μεγάλη ασπίδα. … … Νά τον! νεκρός, ο ατιμαστής της γυναικός του και των Χρυσηίδων ο καλός κάτου στην Τροία. |
| Αγαμ_1440 | ἥ τ’ αἰχμάλωτος ἥδε καὶ τερασκόπος καὶ κοινόλεκτρος τοῦδε, θεσφατηλόγος πιστὴ ξύνευνος, ναυτίλων δὲ σελμάτων ἰσοτριβής. ἄτιμα δ’ οὐκ ἐπραξάτην. ὁ μὲν γὰρ οὕτως, ἡ δέ τοι κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον κεῖται † φιλήτως τοῦδ’, ἐμοὶ δ’ ἐπήγαγεν εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῇ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ φεῦ, τίς ἂν ἐν τάχει, μὴ περιώδυνος, [στρ. α.] μηδὲ δεμνιοτήρης, | νά την! και τούτη εδώ η αιχμάλωτη, η μαγίστρα η χρησμολόγα και παρακοιμάμενή του πιστή γυναίκα, πότριβαν μαζί το ίδιο σκαμνί του καραβιού — μα ότι άξιζαν το βρήκαν· αυτός από τη μια μεριά· κι αύτη αφού είπε σαν κύκνος το στερνό θανάτου μοιρολόι κείται στο πλάι του αγαπητού, που είχε τη φέρη προσφάγι γλιχουδιάρικο του κοιμηθιού μας. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Αλλοίμονο, ποια να είταν γρήγορη δίχως κρεβάτωμα ουδ’ αρρώστεια |
| Αγαμ_1450 | μόλοι τὸν ἀεὶ φέρουσ’ ἐν ἡμῖν Μοῖρ’ ἀτέλευτον ὕπνον, δαμέντος φύλακος εὐμενεστάτου [καὶ] πολέα τλάντος γυναικὸς διαί; πρὸς γυναι- κὸς δ’ ἀπέφθισεν βίον. – ἰὼ ἰὼ παράνους Ἑλένα [ἐφυμν. α μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασ’ ὑπὸ Τροίᾳ, νῦν τελέαν πολύμναστον ἐπηνθίσω | νάρχουνταν μοίρα να μας έφερνε για πάντα τον ατέλειωτο τον ύπνο, τώρα που πάει εχάθη ο φύλακας ο τρισκαλώτατός μου, που όσα από μια γυναίκα υπόφερε, κι από γυναίκα χάνει τη ζωή του. Ω Ελένη εσύ, δίχως κρίση και νου, που μια τις πολλές τις πάρα πολλές ψυχές εθυσίασες κάτω απ’ την Τροία, και τώρα στο τέλος πολυθύμητον αίμα |
| Αγαμ_1460 | δι’ αἷμ’ ἄνιπτον ἥτις ἦν τότ’ ἐν δόμοις ἔρις ἐρίδματος, ἀνδρὸς οἰζύς. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ μηδὲν θανάτου μοῖραν ἐπεύχου τοῖσδε βαρυνθείς· μηδ’ εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς, ὡς ἀνδρολέτειρ’, ὡς μία πολλῶν ἀνδρῶν ψυχὰς Δαναῶν ὀλέσασ’ ἀξύστατον ἄλγος ἔπραξε. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ δαῖμον, ὃς ἐμπίτνεις δώμασι καὶ διφυί- [ἀντ. α.] οισι Τανταλίδαισιν, | ανθολόγησεν άπλυτον κάποια που θάτανε τότε στο σπίτι οργή βαρυσύντυχη και συμφορά. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μ’ αυτά μη βαργομάς και πας και ζητάς του θανάτου τη μοίρα· κι ούτε μη στην Ελένη γυρνάς την οργή σου πως χάλασε κόσμο, πως μια της αυτή εθυσίασε τόσες ψυχές Δαναών κ’ έχει ανοίξη πληγή που δεν κλείνει. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Δαίμονα, που στο σπίτι αυτό βαρύς και στους διπλούς τους Τανταλίδες πέφτεις |
| Αγαμ_1470 | κράτος -τ’- ἰσόψυχον ἐκ γυναικῶν καρδιόδηκτον ἐμοὶ κρατύνεις, ἐπὶ δὲ σώματος δίκαν [μοι] κόρακος ἐχθροῦ σταθεὶς ἐννόμως ὕμνον ὑ- μνεῖν ἐπεύχεαι -κακόν-. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ νῦν δ’ ὤρθωσας στόματος γνώμην, τὸν τριπάχυντον δαίμονα γέννης τῆσδε κικλῄσκων. ἐκ τοῦ γὰρ ἔρως αἱματολοιχὸς νείρᾳ τρέφεται· πρὶν καταλῆξαι | και δίνεις στις γυναίκες τις ισόψυχες νίκη, που την καρδιά σπαράζει εμένα! Και ιδού την τώρα επάνω στο νεκρό σαν κόρακας κακός εστάθη και το καυχιέται με τα δίκια της πως ψάλλει αυτό τον ύμνο. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τώρα μάλιστα τώπες σωστά και με δίκιο τα ρίχτεις στης γενεάς τον τετράπαχο δαίμονα, γιατ’ αλήθεια είναι αυτός που από μάννας κοιλιά θρέφει τούτη τη λύσσα που γαίμα διψά κι όπου πριν να τελειώση |
| Αγαμ_1480 | τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰχώρ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἦ μέγαν οἴκοις τοῖσδε [στρ. β. δαίμονα καὶ βαρύμηνιν αἰνεῖς, φεῦ φεῦ, κακὸν αἶνον ἀτηρᾶς τύχας ἀκόρεστον· ἰὼ ἰὴ διαὶ Διὸς παναιτίου πανεργέτα· τί γὰρ βροτοῖς ἄνευ Διὸς τελεῖται; τί τῶνδ’ οὐ θεόκραντόν ἐστιν; – ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ, [ἐφυμν. β. | η παλιά συμφορά, άλλο γαίμα χυμένο. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Μεγάλο αλήθεια δαίμονα κι οργή εγκωμιάζεις θεϊκιά στο σπίτι, κακόν εγκώμιο, αλλοίμονο! αχόρταγης και μαύρης τύχης. Αχ κι αχ! εσύ ‘σαι Δία σ’ όλα η αφορμή σ’ όλα η αιτία· τι γίνεται χωρίς το Δία στον κόσμο; και ποιο απ’ αυτά χωρίς θεού βουλή; Αχ αλλοίμονο, αλλοίμονο, βασιλιά μου καλέ, |
| Αγαμ_1490 | πῶς σε δακρύσω; φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ’ εἴπω; κεῖσαι δ’ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδ’ ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων, ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ’ ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς -δάμαρτος- ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ αὐχεῖς εἶναι τόδε τοὔργον ἐμόν· μὴ δ’ ἐπιλεχθῇς Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ’ ἄλοχον. | και πώς να σε κλάψω και τι να σου πω από μέσ’ απ’ τη δόλια καρδιά μου; Μες σ’ αυτά της αράχνης τα δίχτυα πεσμένος τη ζωή σου με θάνατον άνομο χάνεις. Αλλοίμονό μου, ποιος σου μέλλονταν θάνατος που δε σούπρεπε; θάνατος δολερός σε δάμασε με δίκοπο σπαθί στο χέρι ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ναι, δικιά μου είναι η πράξη κ’ έχεις δίκιο να λες όμως πια μη με πης του Αγαμέμνονος τάχα γυναίκα· |
| Αγαμ_1500 | φανταζόμενος δὲ γυναικὶ νεκροῦ τοῦδ’ ὁ παλαιὸς δριμὺς ἀλάστωρ Ἀτρέως χαλεποῦ θοινατῆρος τόνδ’ ἀπέτεισεν, τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ὡς μὲν ἀναίτιος εἶ [ἀντ. β. τοῦδε φόνου τίς ὁ μαρτυρήσων; πῶ πῶ; πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ’ ἂν ἀλάστωρ. βιάζεται δ’ ὁμοσπόροις | τη μορφή της γυναίκας αυτού του νεκρού ο δριμύς ο αντίδικος πήρε ο παλιός του απάνθρωπου δείπνου του Ατρέα, κι αυτόν, άντρα σωστόν, θυσιάζει πλερωμή για τα βρέφη. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Πως είσαι καθαρή απ’ αυτό το φόνο ποιος θα βρεθή και θα το μαρτυρήση; Πώς, πώς; μα ίσως και χέρι νάδωσε ο αρχαίος εκδικητής από γενιάς. Κι ανοίχει δρόμο, χύνοντας |
| Αγαμ_1510 | ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων μέλας Ἄρης, ὅποι δίκαν προβαίνων πάχνᾳ κουροβόρῳ παρέξει. – ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ, [ἐφυμν. β. πῶς σε δακρύσω; φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ’ εἴπω; κεῖσαι δ’ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδ’ ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων, ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ’ ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς -δάμαρτος- | αίμα συγγενικό καινούργιο πάντα, η αρχαία η έχθρα, κι όπου προχωρέση στο άδικο γαίμα των παιδιών θα πέση. Αχ αλλοίμονο, αλλοίμονο, βασιλιά μου καλέ, και πώς να σε κλάψω και τι να σου πω από μέσ’ απ’ τη δόλια καρδιά μου; που σ’ αυτά της αράχνης τα δίχτυα πεσμένος τη ζωή σου με θάνατον άνομο χάνεις. Αλλοίμονό μου, ποιος σου μέλλονταν θάνατος που δε σούπρεπε; θάνατος δολερός σε δάμασε |
| Αγαμ_1520 | ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ [οὔτ’ ἀνελεύθερον οἶμαι θάνατον τῷδε γενέσθαι.] οὐδὲ γὰρ οὗτος δολίαν ἄτην οἴκοισιν ἔθηκ’; ἀλλ’ ἐμὸν ἐκ τοῦδ’ ἔρνος ἀερθέν, † τὴν πολύκλαυτόν τ’ Ἰφιγενείαν, ἄξια δράσας, ἄξια πάσχων, μηδὲν ἐν Ἅιδου μεγαλαυχείτω, ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ τείσας ἅπερ ἔρξεν. | με δίκοπο σπαθί στο χέρι. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μη δεν έμπασε τάχα στο σπίτι κι αυτός δολερή συμφορά; Μα δικό μου βλαστάρι, δικό του παιδί, την πολύκλαυτη την Ιφιγένεια, αν ό,τι της έκαμε βρήκε κι αυτός, ας μην το καυχιέται στον Άδη, αφού με θανάτου σπαθί το ξεπλήρωσε ό,τι έπραξε πρώτος. |
| Αγαμ_1530 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ἀμηχανῶ φροντίδος στερηθεὶς [στρ. γ.] εὐπάλαμον μέριμναν ὅπᾳ τράπωμαι, πίτνοντος οἴκου. δέδοικα δ’ ὄμβρου κτύπον δομοσφαλῆ τὸν αἱματηρόν. ψακὰς δὲ λήγει; δίκην [δ’] ἐπ’ ἄλλο πρᾶγμα θηγάνει βλάβης πρὸς ἄλλαις θηγάναισι Μοῖρα. – ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ’ ἔμ’ ἐδέξω, [ἐφ. γ. πρὶν τόνδ’ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Στέκομαι κι απορώ, του νου μου χάνω τους ίσους λογισμούς· πού να στραφώ; πέφτει το σπίτι! τρέμω — δεν είναι πια ψιχάλα, τρέμω της αιματοβροχής τον χτύπο, που απ’ τα θεμέλια σείει το σπίτι· κ’ η Δίκη σ’ άλλα ακόνια τακονίζει για άλλο κακό καινούργιο το σπαθί της. Ω άμποτε, γη, και να με είχες δεχτή πριν τον έβλεπ’ αυτόν ξαπλωτό καταγίς |
| Αγαμ_1540 | δροίτης κατέχοντα χάμευναν. τίς ὁ θάψων νιν; τίς ὁ θρηνήσων; ἦ σὺ τόδ’ ἔρξαι τλήσῃ, κτείνασ’ ἄνδρα τὸν αὑτῆς ἀποκωκῦσαι, ψυχῇ τ’ ἄχαριν χάριν ἀντ’ ἔργων μεγάλων ἀδίκως ἐπικρᾶναι; – τίς δ’ ἐπιτύμβιος αἶνον ἐπ’ ἀνδρὶ θείῳ σὺν δακρύοις ἰάπτων | στ’ ασημότοιχο μέσα λουτρό. Να τον κλάψη και ποιος, να τον θάψη και ποιος; τάχα θέλεις τολμήση εσύ να το κάμης, αφού τον εσκότωσες πριν μοιρολόγια του αντρός σου να πης, κι αντίς σου γι’ αυτά τα μεγάλα κακά να προσφέρης στερνά στη ψυχή του αχάριστη χάρη; Ποιος τον ασύγκριτον άντρα επιτύμβιος θρήνος με κλάματα, από γνώμη |
| Αγαμ_1550 | ἀληθείᾳ φρενῶν πονήσει; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ οὐ σὲ προσήκει τὸ μέλημ’ ἀλέγειν τοῦτο· πρὸς ἡμῶν κάππεσε, κάτθανε, καὶ καταθάψομεν οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων, ἀλλ’ Ἰφιγένειά νιν ἀσπασίως θυγάτηρ, ὡς χρή, πατέρ’ ἀντιάσασα πρὸς ὠκύπορον πόρθμευμ’ ἀχέων περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει. | χυμένα αληθινή, θα υμνήση; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Λεν είναι δουλειά σου να γνοιάζεσ’ εσύ γι αυτό· από μας έπεσε, πέθανε· και θα τον θάψομε με χωρίς μοιρολόγια απ’ το σπίτι. Η Ιφιγένεια όμως, με πόση χαρά, σαν καλή θυγατέρα, τον πατέρα της όταν δεχτή στο γοργό ποταμό των καϋμών, αγκαλιάζοντας θέλει φιλήση. |
| Αγαμ_1560 | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ὄνειδος ἥκει τόδ’ ἀντ’ ὀνείδους, [ἀντ. γ.] δύσμαχα δ’ ἐστὶ κρῖναι. φέρει φέροντ’, ἐκτίνει δ’ ὁ καίνων. μίμνει δὲ μίμνοντος ἐν θρόνῳ Διὸς παθεῖν τὸν ἔρξαντα· θέσμιον γάρ. τίς ἂν γονὰν ἀραῖον ἐκβάλοι δόμων; κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ἐς τόνδ’ ἐνέβη σὺν ἀληθείᾳ χρησμός. ἐγὼ δ’ οὖν ἐθέλω δαίμονι τῷ Πλεισθενιδᾶν | ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Η μια αφορμή σ’ άλλη αφορμή, και δε μπορεί κανείς να κρίνη. Χάρος στο χάρο, και ο φονιάς πλερώνει. Κι όσο που μένει ο Δίας θα μένη το κάνεις βρίσκεις — κ’ είναι νόμος· ποιος να τη βγάλη την κατάρα από το σπίτι; και κόλλησε στη συμφορά το γένος. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Για τούτον σταλήθεια ταιριάζει ο παλιός ο λόγος· μα εγώ το δαίμονα θέλω των Πλεισθενιδών |
| Αγαμ_1570 | ὅρκους θεμένη τάδε μὲν στέργειν, δύστλητά περ ὄνθ’· ὃ δὲ λοιπόν, ἰόντ’ ἐκ τῶνδε δόμων ἄλλην γενεὰν τρίβειν θανάτοις αὐθένταισι· κτεάνων δὲ μέρος βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι, μανίας μελάθρων ἀλληλοφόνους ἀφελούσῃ. ΑΙΓΙΣΘΟΣ ὦ φέγγος εὖφρον ἡμέρας δικηφόρου. φαίην ἂν ἤδη νῦν βροτῶν τιμαόρους θεοὺς ἄνωθεν γῆς ἐποπτεύειν ἄχη, | δένοντάς τον με ξόρκια, να στέργω σ’ αυτά, αν κι αβάσταγα είναι· μ’ απέδω και μπρος απ’ το σπίτι να φύγη και μια άλλη γενιά με δικούς της θανάτους να τρίβη. Κ’ ένα μέρος μικρό απ’ τους τόσους θα μ’ έφτανε εδώ θησαυρούς, ταλληλοσκοτωμού την μανία αν ημπόρειου να σβύσω. ΑΙΓΙΣΘΟΣ Ω φως φαιδρόν ημέρας, που έφερε τη Δίκη! τώρα μπορώ να πω, πως δεν αφίνουν έτσι απλέρωτα οι θεοί και γνοιάζονται σταλήθεια τα κακουργήματα της γης από κει πάνω, |
| Αγαμ_1580 | ἰδὼν ὑφαντοῖς ἐν πέπλοις Ἐρινύων τὸν ἄνδρα τόνδε κείμενον, φίλως ἐμοί, χερὸς πατρῴας ἐκτίνοντα μηχανάς. Ἀτρεὺς γὰρ ἄρχων τῆσδε γῆς, τούτου πατήρ, πατέρα Θυέστην τὸν ἐμόν, ὡς τορῶς φράσαι, αὑτοῦ δ’ ἀδελφόν, ἀμφίλεκτος ὢν κράτει, ἠνδρηλάτησεν ἐκ πόλεώς τε καὶ δόμων. καὶ προστρόπαιος ἑστίας μολὼν πάλιν τλήμων Θυέστης μοῖραν ηὕρετ’ ἀσφαλῆ, τὸ μὴ θανὼν πατρῷον αἱμάξαι πέδον | αφού είδα, μες στων Ερινύων τα πλεχτά βρόχια να κοίτεται αυτός εδώ — χαρά, χαρά μου, και να πλερώνη του πατέρα του το κρίμα. Γιατί ο Ατρέας, βασιλιάς αυτής της χώρας, πατέρας αυτουνού, το δικό μου πατέρα Θυέστη, κι αδελφό του — για να καταλάβης — εξ αφορμής του θρόνου εξώρισε απ’ τη χώρα. Κι όταν εξαναγύρισε κ’ έπεσε ικέτης στην εστία, την γλύτωσε, αλήθεια, ο ίδιος ο άθλιος Θυέστης μη σφαχτή κ’ αιματοβρέξη το πατρικό του χώμα· μ’ αυτουνού ο πατέρας, |
| Αγαμ_1590 | αὐτός· ξένια δὲ τοῦδε δύσθεος πατὴρ Ἀτρεύς, προθύμως μᾶλλον ἢ φίλως πατρὶ τὠμῷ, κρεουργὸν ἦμαρ εὐθύμως ἄγειν δοκῶν, παρέσχε δαῖτα παιδείων κρεῶν. τὰ μὲν ποδήρη καὶ χερῶν ἄκρους κτένας ἔθρυπτ’ ἄνωθεν ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημ’· ὁ δ’ αὐτῶν αὐτίκ’ ἀγνοίᾳ λαβὼν ἔσθει βορὰν ἄσωτον, ὡς ὁρᾷς, γένει. κἄπειτ’ ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ᾤμωξεν, ἀμπίπτει δ’ ἀπὸ σφαγὴν ἐρῶν, | πώς τάχα, ο άθεος, ήθελε το γυρισμό του μ’ ένα πλούσιο χαράς τραπέζι να γιορτάση, δείπνο του ετοίμασε τα κρέατα των παιδιών του· τα πόδια και τα χτένια των χεριώ είχε κόψη παράμερα, που να μην καταλάβουν και οι άλλοι, καθώς καθόταν χωριστά, μα εκείνος παίρνει κι ανίδεος καθώς είτανε, τρώει από κείνο τάσωστ’, όπως θωρείς, φαΐ για όλο το γένος. Μα έπειτα μόλις τόνοιωσε το άθεο πράμα έσκουζε κ’ έπεσε ξερνόντας τα σφαχτάρια, |
| Αγαμ_1600 | μόρον δ’ ἄφερτον Πελοπίδαις ἐπεύχεται, λάκτισμα δείπνου ξυνδίκως τιθεὶς ἀρᾷ, οὕτως ὀλέσθαι πᾶν τὸ Πλεισθένους γένος. ἐκ τῶνδέ τοι πεσόντα τόνδ’ ἰδεῖν πάρα. κἀγὼ δίκαιος τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς. τρίτον γὰρ ὄντα μ’ ἔλιπε, κἀθλίῳ πατρὶ συνεξελαύνει τυτθὸν ὄντ’ ἐν σπαργάνοις· τραφέντα δ’ αὖθις ἡ δίκη κατήγαγεν, καὶ τοῦδε τἀνδρὸς ἡψάμην θυραῖος ὤν, πᾶσαν ξυνάψας μηχανὴν δυσβουλίας. | κι ευχιέται μοίρ’ ασύντυχη στους Πελοπίδες, με την κατάρα δίνοντας κλωτσιά στο δείπνος, έτσι να πάη όλ’ η γενιά και του Κλεισθένη. Γι’ αυτά ‘ναι πούπεσε κι αυτός καθώς το βλέπεις κ’ είχαν το δίκιο εγώ το φόνο του να υφάνω γιατί κι εμέ, τρίτο παιδί του αθλίου πατέρα, μ’ έδιωξε, βρέφος μες στα σπάργανα, μαζί του. Μα ετράνεψα και μ’ έφερε οπίσω η Δίκη· και δίχως νάμαι εμπρός το χέρι μου έχω βάλη κι όλο το σχέδιο της κακής του ύφανα μοίρας. |
| Αγαμ_1610 | οὕτω καλὸν δὴ καὶ τὸ κατθανεῖν ἐμοί, ἰδόντα τοῦτον τῆς δίκης ἐν ἕρκεσιν. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Αἴγισθ’, ὑβρίζειν ἐν κακοῖσιν οὐ σέβω. σὺ δ’ ἄνδρα τόνδε φῂς ἑκὼν κατακτανεῖν, μόνος δ’ ἔποικτον τόνδε βουλεῦσαι φόνον; οὔ φημ’ ἀλύξειν ἐν δίκῃ τὸ σὸν κάρα δημορριφεῖς, σάφ’ ἴσθι, λευσίμους ἀράς. ΑΙΓΙΣΘΟΣ σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός; γνώσῃ γέρων ὢν ὡς διδάσκεσθαι βαρὺ | Έτσι κι ο θάνατος γλυκύς θα μου είταν τώρα, μια που τον είδα αυτόν μες στης Δίκης τα δίχτυα. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Στις συμφορές να βρίζης, Αίγισθε, δεν πάει. και λες πως το μελέτησες να τον σκοτώσης και μόνος σου εσχεδίασες τον άθλιο φόνο; Δε θα γλυτώση η κάρα σου, σου λέω και ξέρε, απ’ του λαού τη δίκια οργή κι από τις πέτρες. ΑΙΓΙΣΘΟΣ Εσύ τα λες, που βρίσκεσαι στην κάτω θέση του πλοίου, κι άλλοι απάνωθέ σου κυβερνούνε; Θα μάθης στα γεράματα πόσο βαρύ ‘ναι |
| Αγαμ_1620 | τῷ τηλικούτῳ, σωφρονεῖν εἰρημένον. δεσμοὶ δὲ καὶ τὸ γῆρας αἵ τε νήστιδες δύαι διδάσκειν ἐξοχώταται φρενῶν ἰατρομάντεις. οὐχ ὁρᾷς ὁρῶν τάδε; πρὸς κέντρα μὴ λάκτιζε, μὴ παίσας μογῇς. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ γύναι, σὺ τοὺς ἥκοντας ἐκ μάχης νέον– οἰκουρὸς εὐνήν -τ’- ἀνδρὸς αἰσχύνουσ’ ἅμα, ἀνδρὶ στρατηγῷ τόνδ’ ἐβούλευσας μόρον; ΑΙΓΙΣΘΟΣ καὶ ταῦτα τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ. Ὀρφεῖ δὲ γλῶσσαν τὴν ἐναντίαν ἔχεις. | να βάζουνε με το στανιό του γέρου γνώση. Μα οι αλυσίδες και τα βάσανα της νηστείας άφευκτα γιατροσόφια και το γέρο ακόμα να συνετίσουν έχεις μάτια και δε βλέπεις; Μην πηδάς στα παλούκια μήπως και την πάθης. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Γυναίκα εσύ, μέσ’ απ’ το σπίτι είχες καρτέρι γι’ αυτούς που από τον πόλεμο εγυρνούσαν κ’ ενώ την κλίνη ατίμαζες ενός γενναίου το φόνο αυτό εσχεδίασες του στρατηγού των; ΑΙΓΙΣΘΟΣ Αρχή οδυρμών και θρήνων και τα λόγια αυτά σου κ’ έχεις τη γλώσσα ενάντια με τον Ορφέα· |
| Αγαμ_1630 | ὁ μὲν γὰρ ἦγε πάντα που φθογγῆς χαρᾷ, σὺ δ’ ἐξορίνας νηπίοις ὑλάγμασιν ἄξῃ· κρατηθεὶς δ’ ἡμερώτερος φανῇ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ ὡς δὴ σύ μοι τύραννος Ἀργείων ἔσῃ, ὃς οὐκ, ἐπειδὴ τῷδ’ ἐβούλευσας μόρον, δρᾶσαι τόδ’ ἔργον οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως. ΑΙΓΙΣΘΟΣ τὸ γὰρ δολῶσαι πρὸς γυναικὸς ἦν σαφῶς, ἐγὼ δ’ ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενής. ἐκ τῶν δὲ τοῦδε χρημάτων πειράσομαι ἄρχειν πολιτῶν· τὸν δὲ μὴ πειθάνορα | με τη φωνή του γήτευε τα πάντα εκείνος· μα εσύ γαυγίζοντας και τα ήμερα ερεθίζεις, ως που δεμένος θες δε θες θα μαλακώσης. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Τάχα πώς θα μου γίνης βασιλιάς μες στο Άργος εσύ; που ενώ εσχεδίασες το θάνατό του να τον σκοτώσης μόνος σου δεν είχες θάρρος. ΑΙΓΙΣΘΟΣ Γιατί έπρεπε γυναίκα βέβαια να δολώση, ενώ εγώ ο παλιός εχθρός ύποπτος θα ήμουν. Τώρα με ταγαθά αυτουνού θα προσπαθήσω την εξουσία μου να στεριώσω, κι όποιος κάνει |
| Αγαμ_1640 | ζεύξω βαρείαις, οὔτι μὴ σειραφόρον κριθῶντα πῶλον· ἀλλ’ ὁ δυσφιλὴς σκότῳ λιμὸς ξύνοικος μαλθακόν σφ’ ἐπόψεται. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ τί δὴ τὸν ἄνδρα τόνδ’ ἀπὸ ψυχῆς κακῆς οὐκ αὐτὸς ἠνάριζες, ἀλλὰ σὺν γυνὴ χώρας μίασμα καὶ θεῶν ἐγχωρίων ἔκτεινε; Ὀρέστης ἆρά που βλέπει φάος, ὅπως κατελθὼν δεῦρο πρευμενεῖ τύχῃ ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς; ΑΙΓΙΣΘΟΣ ἀλλ’ ἐπεὶ δοκεῖς τάδ’ ἔρδειν καὶ λέγειν, γνώσῃ τάχα· | το δύσκολο, βαρύ ζυγό θα του φορτώσω, όχι σαν βέβαια ελεύτερο θραφτό πουλάρι· μα το κακό της σκοτεινιάς συντρόφι, η νήστεια, θα μας τον δείξη μια χαρά μαλακωμένο. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Γιατί μ’ αυτή σου την κακιά ψυχή μονάχος λοιπόν δεν τον εσκότωνες; μα μια γυναίκα, της χώρας όλης κάθαρμα και των θεών μας, τον σκότωσε; Μα βέβαια κάπου ζη ο Ορέστης για να τον φέρη εδώ μια μέρα η καλή μοίρα και να γενή τρανός εκδικητής των δυο σας. ΑΙΓΙΣΘΟΣ Αφού τέτοια λες και κάνεις, τώρα να σου μάθω εγώ· |
| Αγαμ_1650 | εἶα δή, φίλοι λοχῖται, τοὔργον οὐχ ἑκὰς τόδε. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ εἶα δή, ξίφος πρόκωπον πᾶς τις εὐτρεπιζέτω. ΑΙΓΙΣΘΟΣ ἀλλὰ κἀγὼ μὴν πρόκωπος οὐκ ἀναίνομαι θανεῖν. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε· τὴν τύχην δ’ αἱρούμεθα. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ μηδαμῶς, ὦ φίλτατ’ ἀνδρῶν, ἄλλα δράσωμεν κακά. ἀλλὰ καὶ τάδ’ ἐξαμῆσαι πολλὰ δύστηνον θέρος· πημονῆς δ’ ἅλις γ’ ὑπάρχει· μηδὲν αἱματώμεθα. στείχετ’ αἰδοῖοι γέροντες πρὸς δόμους, πεπρωμένοις πρὶν παθεῖν εἴξαντες· ἀρκεῖν χρὴ τάδ’ ὡς ἐπράξαμεν. εἰ δέ τοι μόχθων γένοιτο τῶνδ’ ἅλις, δεχοίμεθ’ ἄν, | μπρός λοιπόν, φίλοι σύντροφοι, κ’ ήλθε η ώρα της δουλειάς. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Μπρος, με τα σπαθιά στο χέρι έτοιμος νάναι ο καθείς. ΑΙΓΙΣΘΟΣ Με το σπαθί κ’ εγώ στο χέρι να ποθάνω δε ψηφώ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Άμποτε ό,τι λες να γίνη, δέχομαι την τύχη αυτή. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Όχι κι άλλα, φίλτατέ μου, ας μη θελήσωμε κακά· πολύς είν’ κι ο τόσος θέρος της πανάθλιας ‘σοδειάς· οι συμφορές σωσμό δεν έχουν, άλλο γαίμ’ ας μη χυθή. Πήγαινε και συ κ’ οι γέροι όπου η μοίρα έχει γραφτό, πριν κακό κανένα πάθουν κι ό,τι κάμαμε αρκετό. Θάθελ’ άμποτε να μέναν ως εδώ οι συμφορές |
| Αγαμ_1660 | δαίμονος χηλῇ βαρείᾳ δυστυχῶς πεπληγμένοι. ὧδ’ ἔχει λόγος γυναικός, εἴ τις ἀξιοῖ μαθεῖν. ΑΙΓΙΣΘΟΣ ἀλλὰ τούσδε μοι ματαίαν γλῶσσαν ὧδ’ ἀπανθίσαι κἀκβαλεῖν ἔπη τοιαῦτα δαίμονος πειρωμένους, σώφρονος γνώμης δ’ ἁμαρτεῖν τὸν κρατοῦντ’ -ἀρνουμένους-. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ οὐκ ἂν Ἀργείων τόδ’ εἴη, φῶτα προσσαίνειν κακόν. ΑΙΓΙΣΘΟΣ ἀλλ’ ἐγώ σ’ ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις μέτειμ’ ἔτι. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ οὔκ, ἐὰν δαίμων Ὀρέστην δεῦρ’ ἀπευθύνῃ μολεῖν. ΑΙΓΙΣΘΟΣ οἶδ’ ἐγὼ φεύγοντας ἄνδρας ἐλπίδας σιτουμένους. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ πρᾶσσε, πιαίνου, μιαίνων τὴν δίκην, ἐπεὶ πάρα. | κι αρκετά μας έχει ως τώρα των θεών χτυπήσ’ η οργή· έτσι λέω ‘γω η γυναίκα, αν θελήσης να μ’ ακούς. ΑΙΓΙΣΘΟΣ Μα έτσι αυτοί λοιπόν τη γλώσσα την κακιά τους να χαρούν; να τα βάζουν με την τύχη από κακοκεφαλιά, και σε με, που τώρα ορίζω, τέτοια λόγια να κοτούν; ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Δε θα ταίριαζε σε Αργείους έν’ αχρείο να προσκυνούν. ΑΙΓΙΣΘΟΣ Μα έχομε καιρόν εμπρός μας να σου βάλω γνώσι εγώ. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Όχι, αν στείλη τον Ορέστη του Θεού το χέρι εδώ. ΑΙΓΙΣΘΟΣ Ναι, το ξέρω πως μ’ ελπίδες βόσκουνται οι εξόριστοι. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Κάνε, χόρτασε, τη δίκη μόλυνε, αφού μπορείς. |
| Αγαμ_1670 | ΑΙΓΙΣΘΟΣ ἴσθι μοι δώσων ἄποινα τῆσδε μωρίας χάριν. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ κόμπασον θαρσῶν, ἀλέκτωρ ὥστε θηλείας πέλας. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ μὴ προτιμήσῃς ματαίων τῶνδ’ ὑλαγμάτων· -ἐγὼ- καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦντε τῶνδε δωμάτων -καλῶς-. | ΑΙΓΙΣΘΟΣ Έγνοια σου, θα μου πληρώσης την κακογνωμιά σου αυτή. ΣΥΜΒ 12 ΓΕΡ Σαν τον κόκορα κορδώνου πλάι στην κόττα του και συ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ας τους, με τα μπόσικά τους γαυγητά· εγώ και συ με την εξουσία στο χέρι θα βολέψομε όλα εδώ. |
Τα σχόλια είναι κλειστά.