Πηγή greek-language/ancient_greek/Ηρόδοτος – Ἱστορίαι/Τερψιχόρη
| [5.1.1] | Οἱ δὲ ἐν τῇ Εὐρώπῃ τῶν Περσέων καταλειφθέντες ὑπὸ Δαρείου, τῶν ὁ Μεγάβαζος ἦρχε, πρώτους μὲν Περινθίους Ἑλλησποντίων οὐ βουλομένους ὑπηκόους εἶναι Δαρείου κατεστρέψαντο, περιεφθέντας πρότερον καὶ ὑπὸ Παιόνων τρηχέως. | Κι οι Πέρσες που ο Δαρείος άφησε πίσω, στην Ευρώπη, με αρχηγό τον Μεγάβαζο, πρώτους από τους Ελλησποντίους υπόταξαν τους Περινθίους, που δε δέχτηκαν να γίνουν υπήκοοι του Δαρείου με τη θέλησή τους και που στο παρελθόν είχαν χτυπηθεί άγρια από τους Παίονες. |
| [5.1.2] | οἱ γὰρ ὦν ἀπὸ Στρυμόνος Παίονες χρήσαντος τοῦ θεοῦ στρατεύεσθαι ἐπὶ Περινθίους, καί ἢν μὲν ἀντικατιζόμενοι ἐπικαλέσωνταί σφεας οἱ Περίνθιοι ὀνομαστὶ βώσαντες, τοὺς δὲ ἐπιχειρέειν, ἢν δὲ μὴ ἐπιβώσωνται, μὴ ἐπιχειρέειν, ἐποίεον οἱ Παίονες ταῦτα. ἀντικατιζομένων δὲ τῶν Περινθίων ἐν τῷ προαστείῳ, ἐνθαῦτα μουνομαχίη τριφασίη ἐκ προκλήσιός σφι ἐγένετο· καὶ γὰρ ἄνδρα ἀνδρὶ καὶ ἵππον ἵππῳ συνέβαλον καὶ κύνα κυνί. | Γιατί οι Παίονες της περιοχής του Στρυμόνα πήραν χρησμό από το θεό να εκστρατεύσουν εναντίον των Περινθίων· κι αν οι Περίνθιοι αντιπαραταχτούν και τους προκαλέσουν, φωνάζοντάς τους δυνατά με τ᾽ όνομά τους, αυτοί να κάνουν επίθεση, αν όμως δεν τους φωνάξουν με τ᾽ όνομά τους, να μην κάνουν επίθεση· οι Παίονες ενέργησαν σύμφωνα με το χρησμό. Οι Περίνθιοι τους αντιπαρατάχτηκαν έξω από την πόλη τους κι εκεί, ύστερ᾽ από πρόκληση, αναμετρήθηκαν σε τριπλή μονομαχία· δηλαδή έβαλαν να μονομαχήσουν άντρας με άντρα κι άλογο με άλογο και σκύλος με σκύλο. |
| [5.1.3] | νικώντων δὲ τὰ δύο τῶν Περινθίων, ὡς ἐπαιώνιζον κεχαρηκότες, συνεβάλοντο οἱ Παίονες τὸ χρηστήριον αὐτὸ τοῦτο εἶναι καὶ εἶπάν κου παρὰ σφίσι αὐτοῖσι· Νῦν ἂν εἴη ὁ χρησμὸς ἐπιτελεόμενος ἡμῖν, νῦν ἡμέτερον τὸ ἔργον. οὕτω τοῖσι Περινθίοισι παιωνίσασι ἐπιχειρέουσι οἱ Παίονες καὶ πολλόν τε ἐκράτησαν καὶ ἔλιπόν σφεων ὀλίγους. | Από τις τρεις στις δύο νίκησαν οι Περίνθιοι κι ενθουσιασμένοι έβγαλαν κραυγή στο θεό: «Ιή Παιάν, Ιή Παιάν» — οι Παίονες, ακούγοντας κραυγή που ηχούσε όπως τ᾽ όνομά τους, κατάλαβαν πως αυτή ήταν η έννοια του χρησμού κι αντάλλαξαν ανάμεσά τους λόγια σαν κι αυτά: «Τώρα θα ᾽ναι που ο χρησμός μας εκπληρώνεται, τώρα ώρα να τον κάνουμε πράξη εμείς». Έτσι, εναντίον των Περινθίων που έβγαλαν κραυγή στο θεό «Ιή Παιάν, Ιή Παιάν», οι Παίονες επιτέθηκαν κι επήραν μεγάλη νίκη και λίγους απ᾽ αυτούς άφησαν ζωντανούς. |
| [5.2.1] | τὰ μὲν δὴ ἀπὸ Παιόνων πρότερον γενόμενα ὧδε ἐγένετο· τότε δὲ ἀνδρῶν ἀγαθῶν περὶ τῆς ἐλευθερίης γινομένων τῶν Περινθίων οἱ Πέρσαι τε καὶ ὁ Μεγάβαζος ἐπεκράτησαν πλήθεϊ. | Έτσι έγινε λοιπόν το παλιότερο πάθημά τους από τους Παίονες, αλλά τότε, μόλο που οι Περίνθιοι αναδείχτηκαν άντρες γενναίοι για την ελευθερία τους, οι Πέρσες κι ο Μεγάβαζος τους νίκησαν, με το πλήθος του στρατού τους. |
| [5.2.2] | ὡς δὲ ἐχειρώθη ἡ Πέρινθος, ἤλαυνε τὸν στρατὸν ὁ Μεγάβαζος διὰ τῆς Θρηίκης, πᾶσαν πόλιν καὶ πᾶν ἔθνος τῶν ταύτῃ οἰκημένων ἡμερούμενος βασιλέϊ· ταῦτα γάρ οἱ ἐνετέταλτο ἐκ Δαρείου, Θρηίκην καταστρέφεσθαι. | Κι αφού έβαλε στο χέρι του την Πέρινθο, ο Μεγάβαζος οδηγούσε το στρατό του μέσ᾽ από τα μέρη της Θράκης, φέρνοντας στην εξουσία του βασιλιά κάθε πόλη και κάθε φυλή αυτών που κατοικούσαν σ᾽ αυτή την περιοχή· γιατί η εντολή που είχε πάρει από τον Δαρείο ήταν αυτή, να υποτάξει τη Θράκη. |
| [5.3.1] | Θρηίκων δὲ ἔθνος μέγιστόν ἐστι μετά γε Ἰνδοὺς πάντων ἀνθρώπων. εἰ δὲ ὑπ᾽ ἑνὸς ἄρχοιτο ἢ φρονέοι κατὰ τὠυτό, ἄμαχόν τ᾽ ἂν εἴη καὶ πολλῷ κράτιστον πάντων ἐθνέων κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν. ἀλλὰ γὰρ τοῦτο ἄπορόν σφι καὶ ἀμήχανον μή κοτε ἐγγένηται· εἰσὶ δὴ κατὰ τοῦτο ἀσθενέες. | Λοιπόν, των Θρακών το έθνος είναι το πιο μεγάλο στον κόσμο, ύστερα βέβαια από τους Ινδούς. Κι αν ήταν ενωμένοι κάτω από έναν αρχηγό ή είχαν ομοφροσύνη, θα ήταν ακαταμάχητο κι απ᾽ όλα τα έθνη, κατά τη γνώμη μου, ασύγκριτα ισχυρότερο. Όμως κάτι τέτοιο δεν υπάρχει δυνατότητα ούτε τρόπος να γίνει ποτέ· κι αυτό είναι που τους κάνει αδύναμους. |
| [5.3.2] | οὐνόματα δ᾽ ἔχουσι πολλὰ κατὰ χώρας ἕκαστοι, νόμοισι δὲ οὗτοι παραπλησίοισι πάντες χρέωνται κατὰ πάντα, πλὴν Γετέων καὶ Τραυσῶν καὶ τῶν κατύπερθε Κρηστωναίων οἰκεόντων. | Και καθώς ζουν η κάθε φυλή χωριστά, έχουν πολλά ονόματα, κρατούν όμως όλοι τους σ᾽ όλα τις ίδιες σχεδόν συνήθειες, εκτός από τους Γέτες και τους Τραυσούς κι εκείνους που κατοικούν πιο πάνω από τους Κρηστωναίους. |
| [5.4.1] | τούτων δὲ τὰ μὲν Γέται οἱ ἀθανατίζοντες ποιεῦσι, εἴρηταί μοι· Τραυσοὶ δὲ τὰ μὲν ἄλλα πάντα κατὰ ταὐτὰ τοῖσι ἄλλοισι Θρήιξι ἐπιτελέουσι, κατὰ δὲ τὸν γινόμενον σφίσι καὶ ἀπογινόμενον ποιεῦσι τοιάδε· | Κι όσο γι᾽ αυτούς, έχω κιόλας πει τί κάνουν οι Γέτες που πιστεύουν πως είναι αθάνατοι· οι Τραυσοί πάλι κρατούν γι᾽ όλα τ᾽ άλλα τις ίδιες συνήθειες με τους άλλους Θράκες, όμως για όποιον έρχεται ή φεύγει από τη ζωή νά τί κάνουν: |
| [5.4.2] | τὸν μὲν γενόμενον περιιζόμενοι οἱ προσήκοντες ὀλοφύρονται, ὅσα μιν δεῖ ἐπείτε ἐγένετο ἀναπλῆσαι κακά, ἀνηγεόμενοι τὰ ἀνθρωπήια πάντα πάθεα, τὸν δ᾽ ἀπογενόμενον παίζοντές τε καὶ ἡδόμενοι γῇ κρύπτουσι, ἐπιλέγοντες ὅσων κακῶν ἐξαπαλλαχθείς ἐστι ἐν πάσῃ εὐδαιμονίῃ. | μαζεύονται όλη η οικογένεια γύρω απ᾽ το παιδί που ήρθε στη ζωή κι αρχίζουν θρήνο, πόσες συμφορές τού μέλλεται να δοκιμάσει μια κι ήρθε στον κόσμο, αραδιάζοντας όλα τα βάσανα του ανθρώπου, όμως αυτόν που φεύγει απ᾽ τη ζωή τον θάβουν στη γη με χωρατά και χαρές, αναφέροντας από πόσα βάσανα γλίτωσε κι είναι τώρα τρισευτυχισμένος. |
| [5.5.1] | οἱ δὲ κατύπερθε Κρηστωναίων ποιεῦσι τοιάδε· ἔχει γυναῖκας ἕκαστος πολλάς· ἐπεὰν ὦν τις αὐτῶν ἀποθάνῃ, κρίσις γίνεται μεγάλη τῶν γυναικῶν καὶ φίλων σπουδαὶ ἰσχυραὶ περὶ τοῦδε, ἥτις αὐτέων ἐφιλέετο μάλιστα ὑπὸ τοῦ ἀνδρός· ἣ δ᾽ ἂν κριθῇ καὶ τιμηθῇ, ἐγκωμιασθεῖσα ὑπό τε ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν σφάζεται ἐς τὸν τάφον ὑπὸ τοῦ οἰκηιοτάτου ἑωυτῆς, σφαχθεῖσα δὲ συνθάπτεται τῷ ἀνδρί· αἱ δὲ ἄλλαι συμφορὴν μεγάλην ποιεῦνται· ὄνειδος γάρ σφι τοῦτο μέγιστον γίνεται. | Κι αυτοί που ζουν πιο πάνω από τους Κρηστωναίους κάνουν τα ακόλουθα· καθένας τους έχει πολλές γυναίκες· λοιπόν, όταν κάποιος απ᾽ αυτούς πεθάνει, οι γυναίκες αρχίζουν μεγάλους καυγάδες ανάμεσά τους κι οι φίλοι τους μπαίνουν σε μεγάλη σκοτούρα για το ποιάν είχε πρώτη στην αγάπη του ο άντρας τους· κι όποια βγει πρώτη και πάρει αυτή την τιμή, άντρες και γυναίκες πλέκουν το εγκώμιό της· και κατόπι ο πιο στενός συγγενής της τη σφάζει πάνω στον τάφο, και μετά τη σφαγή τη θάβουν μαζί με τον άντρα της· οι άλλες πέφτουν σε μεγάλη στενοχώρια· γιατί δεν υπάρχει γι᾽ αυτές ντροπή μεγαλύτερη. |
| [5.6.1] | Τῶν δὲ δὴ ἄλλων Θρηίκων ἐστὶ ὅδε νόμος· πωλεῦσι τὰ τέκνα ἐπ᾽ ἐξαγωγῇ. τὰς [δὲ] παρθένους οὐ φυλάσσουσι, ἀλλ᾽ ἐῶσι τοῖσι αὐταὶ βούλονται ἀνδράσι μίσγεσθαι. τὰς [δὲ] γυναῖκας ἰσχυρῶς φυλάσσουσι· [καὶ] ὠνέονται τὰς γυναῖκας παρὰ τῶν γονέων χρημάτων μεγάλων. | Τώρα, οι υπόλοιποι Θράκες κρατούν τα εξής συνήθεια· πουλάν τα παιδιά τους σε ξένες χώρες. Δε νοιάζονται για την παρθενιά των κοριτσιών τους και τ᾽ αφήνουν να σμίγουν μ᾽ όποιον άντρα θέλουν οι ίδιες. Όμως τις γυναίκες τους τις έχουν πολύ περιορισμένες, κι αγοράζουν με πολλά χρήματα τις γυναίκες από τους γονείς τους. |
| [5.6.2] | [καὶ] τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται, τὸ δὲ ἄστικτον ἀγεννές. ἀργὸν εἶναι κάλλιστον, γῆς δὲ ἐργάτην ἀτιμότατον. τὸ ζῆν ἀπὸ πολέμου καὶ ληιστύος κάλλιστον. οὗτοι μέν σφεων οἱ ἐπιφανέστατοι νόμοι εἰσί. | Να ᾽χεις στο σώμα στάμπες με βελονισμό, αυτό είναι αρχοντιά· δεν έχεις; είσαι παρακατιανός. Το πιο όμορφο στη ζωή, να κάθεσαι· το πιο πρόστυχο, να δουλεύεις τη γη. Το πιο όμορφο στη ζωή, ν᾽ αποζείς απ᾽ τον πόλεμο και το πλιάτσικο. Αυτά είναι τα συνήθειά τους που κάνουν τη μεγαλύτερη εντύπωση. |
| [5.7.1] | θεοὺς δὲ σέβονται μούνους τούσδε, Ἄρεα καὶ Διόνυσον καὶ Ἄρτεμιν· οἱ δὲ βασιλέες αὐτῶν, πάρεξ τῶν ἄλλων πολιητέων, σέβονται Ἑρμέην μάλιστα θεῶν καὶ ὀμνύουσι μοῦνον τοῦτον καὶ λέγουσι γεγονέναι ἀπὸ Ἑρμέω ἑωυτούς. | Από θεούς λατρεύουν μονάχα αυτούς, τον Άρη και τον Διόνυσο και την Άρτεμη· αυτούς λατρεύει όλος ο κόσμος, οι βασιλιάδες όμως λατρεύουν και τον Ερμή, και μάλιστα περισσότερο απ᾽ ό,τι τους άλλους θεούς, και μόνο στ᾽ όνομά του παίρνουν όρκο· λένε επίσης ότι από τον Ερμή έχουν την καταγωγή τους. |
| [5.8.1] | ταφαὶ δὲ τοῖσι εὐδαίμοσι αὐτῶν εἰσὶ αἵδε· τρεῖς μὲν ἡμέρας προτιθεῖσι τὸν νεκρὸν καὶ παντοῖα σφάξαντες ἱρήια εὐωχέονται, προκλαύσαντες πρῶτον· ἔπειτα δὲ θάπτουσι κατακαύσαντες ἢ ἄλλως γῇ κρύψαντες, χῶμα δὲ χέαντες ἀγῶνα τιθεῖσι παντοῖον, ἐν τῷ τὰ μέγιστα ἄεθλα τίθεται κατὰ λόγον μουνομαχίης. ταφαὶ μὲν δὴ Θρηίκων εἰσὶ αὗται. | Για το αρχοντολόι τους κρατούν αυτά τα νεκρικά έθιμα: εκθέτουν το νεκρό τρεις μέρες, κι ύστερα κάνουν θυσία σφάζοντας κάθε λογής ζώα και τρων και πίνουν, αφού προηγουμένως τον κλάψουν· έπειτα τον θάβουν παραχώνοντάς τον στη γη, είτε καίοντας το σώμα του ή κάνοντάς το κάτι άλλο, σωρεύουν πάνω του χώμα κι οργανώνουν κάθε λογής αγώνες, όπου τα μεγαλύτερα βραβεία που αθλοθετούνται είναι —όπως τους αξίζει— για τους μονομάχους. Μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο θάβουν οι Θράκες τους νεκρούς τους. |
| [5.9.1] | Τὸ δὲ πρὸς βορέω ἔτι τῆς χώρης ταύτης οὐδεὶς ἔχει φράσαι τὸ ἀτρεκές, οἵτινές εἰσι ἄνθρωποι οἰκέοντες αὐτήν, ἀλλὰ τὰ πέρην ἤδη τοῦ Ἴστρου ἔρημος χώρη φαίνεται ἐοῦσα καὶ ἄπειρος. μούνους δὲ δύναμαι πυθέσθαι οἰκέοντας πέρην τοῦ Ἴστρου ἀνθρώπους τοῖσι οὔνομα εἶναι Σιγύννας, ἐσθῆτι δὲ χρεωμένους Μηδικῇ. | Τώρα, για τα μέρη που βρίσκονται βορειότερα απ᾽ αυτή τη χώρα κανένας δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα, ποιοί άνθρωποι είναι που κατοικούν εκεί, αλλά η χώρα πέρα από τον Ίστρο είναι πια, όπως φαίνεται, έρημη και αδιάβατη. Οι μόνοι άνθρωποι για τους οποίους έχω πληροφορίες ότι ζουν πέρα από τον Ίστρο ονομάζονται Σιγύννες, που φορούν ρούχα μηδικά. |
| [5.9.2] | τοὺς δὲ ἵππους αὐτῶν εἶναι λασίους ἅπαν τὸ σῶμα, καὶ ἐπὶ πέντε δακτύλους τὸ βάθος τῶν τριχῶν, σμικροὺς δὲ καὶ σιμοὺς καὶ ἀδυνάτους ἄνδρας φέρειν, ζευγνυμένους δὲ ὑπ᾽ ἅρματα εἶναι ὀξυτάτους· ἁρματηλατέειν [δὲ] πρὸς ταῦτα τοὺς ἐπιχωρίους. κατήκειν δὲ τούτων τοὺς οὔρους ἀγχοῦ Ἐνετῶν τῶν ἐν τῷ Ἀδρίῃ. | Τ᾽ άλογά τους είναι μαλλιαρά σ᾽ όλο τους το σώμα, με τρίχωμα κάπου πέντε δάχτυλα βαθύ, μικροκαμωμένα κι ασχημομούρικα, κι ανήμπορα να σηκώσουν καβαλάρη, όταν όμως τα ζέψεις σε άμαξα, πετούν· γι᾽ αυτό το λόγο κι οι ντόπιοι κυκλοφορούν με άμαξες. Τα σύνορα της χώρας τους φτάνουν ώς κοντά στους Ενετούς της Αδριατικής θάλασσας· |
| [5.9.3] | εἶναι δὲ Μήδων σφέας ἀποίκους λέγουσι· ὅκως δὲ οὗτοι Μήδων ἄποικοι γεγόνασι, ἐγὼ μὲν οὐκ ἔχω ἐπιφράσασθαι, γένοιτο δ᾽ ἂν πᾶν ἐν τῷ μακρῷ χρόνῳ. σιγύννας δ᾽ ὦν καλέουσι Λίγυες οἱ ἄνω ὑπὲρ Μασσαλίης οἰκέοντες τοὺς καπήλους, Κύπριοι δὲ τὰ δόρατα. | για την καταγωγή τους λένε πως είναι άποικοι των Μήδων· τώρα, πώς γίνεται να ᾽ναι αυτοί άποικοι των Μήδων, εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω, αλλά τί δεν μπορεί να γίνει μες σ᾽ αιώνες πολλούς; πάντως σιγύννες λένε οι Λίγυες, που ζουν πιο πάνω από τη Μασσαλία, τους γυρολόγους, ενώ οι Κύπριοι τα δόρατα. |
| [5.10.1] | ὡς δὲ Θρήικες λέγουσι, μέλισσαι κατέχουσι τὰ πέρην τοῦ Ἴστρου, καὶ ὑπὸ τουτέων οὐκ εἶναι διελθεῖν τὸ προσωτέρω. ἐμοὶ μέν νυν ταῦτα λέγοντες δοκέουσι λέγειν οὐκ οἰκότα· τὰ γὰρ ζῷα ταῦτα φαίνεται εἶναι δύσριγα· ἀλλά μοι τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα δοκέει εἶναι διὰ τὰ ψύχεα. ταῦτα μέν νυν τῆς χώρης ταύτης πέρι λέγεται, τὰ παραθαλάσσια δ᾽ ὦν αὐτῆς Μεγάβαζος Περσέων κατήκοα ἐποίεε. | Και, καταπώς λένε οι Θράκες, τα μέρη πέρ᾽ από τον Ίστρο τα κατέχουν μέλισσες, κι αυτός είναι ο λόγος που άνθρωπος δεν μπορεί να προχωρήσει πιο μπρος. Εγώ βέβαια, όταν τ᾽ ακούω αυτά, δεν τα παίρνω στα σοβαρά, αφού είναι γνωστό πως αυτά τα ζώα ολοφάνερα δεν το αντέχουν το κρύο· νομίζω λοιπόν πως ο λόγος που τα μέρη που βρίσκονται κάτω από τη Μεγάλη άρκτο μένουν ακατοίκητα, είναι το κρύο. Αυτά λένε λοιπόν γι᾽ αυτή τη χώρα· τις παραθαλάσσιες λοιπόν περιοχές της ο Μεγάβαζος τις υπόταζε στην εξουσία των Περσών. |
| [5.11.1] | Δαρεῖος δὲ ὡς διαβὰς τάχιστα τὸν Ἑλλήσποντον ἀπίκετο ἐς Σάρδις, ἐμνήσθη τῆς ἐξ Ἱστιαίου τε τοῦ Μιλησίου εὐεργεσίης καὶ τῆς παραινέσιος τοῦ Μυτιληναίου Κώεω, μεταπεμψάμενος δέ σφεας ἐς Σάρδις ἐδίδου αὐτοῖσι αἵρεσιν. | Ο Δαρείος διάβηκε με την πιο μεγάλη βιασύνη τον Ελλήσποντο κι έφτασε στις Σάρδεις· και τότε θυμήθηκε και τις καλές υπηρεσίες του Ιστιαίου του Μιλησίου και τη συμβουλή του Κώη του Μυτιληναίου· έστειλε λοιπόν και τους κάλεσε στις Σάρδεις και τους είπε να του ζητήσουν ό,τι ήθελε ο καθένας τους. |
| [5.11.2] | ὁ μὲν δὴ Ἱστιαῖος, ἅτε τυραννεύων τῆς Μιλήτου, τυραννίδος μὲν οὐδεμιῆς προσεχρήιζε, αἰτέει δὲ Μύρκινον τὴν Ἠδωνῶν, βουλόμενος ἐν αὐτῇ πόλιν κτίσαι. οὗτος μὲν δὴ ταύτην αἱρέεται, ὁ δὲ Κώης, οἷά τε οὐ τύραννος δημότης δε ἐών, αἰτέει Μυτιλήνης τυραννεῦσαι. τελεωθέντων δὲ ἀμφοτέροισι οὗτοι μὲν κατὰ τὰ εἵλοντο ἐτράποντο, | Λοιπόν ο Ιστιαίος, που έτσι κι αλλιώς ήταν τύραννος της Μιλήτου, δεν είχε καμιά ανάγκη να ζητήσει εξουσία τυράννου, αλλά ζητά τη Μύρκινο, στη χώρα των Ηδωνών, θέλοντας να χτίσει πόλη εκεί. Αυτός λοιπόν αυτή την επιλογή έκανε, ενώ ο Κώης, μια και δεν ήταν τύραννος αλλά απλός πολίτης, ζητά να γίνει τύραννος της Μυτιλήνης. Πήραν λοιπόν κι οι δυο την αμοιβή τους και τράβηξαν ο καθένας τους στον τόπο που διάλεξε. |
| [5.12.1] | Δαρεῖον δὲ συνήνεικε πρῆγμα τοιόνδε ἰδόμενον ἐπιθυμῆσαι ἐντείλασθαι Μεγαβάζῳ Παίονας ἑλόντα ἀνασπάστους ποιῆσαι ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς τὴν Ἀσίην· ἦν Πίγρης καὶ Μαστύης ἄνδρες Παίονες, οἳ ἐπείτε Δαρεῖος διέβη ἐς τὴν Ἀσίην, αὐτοὶ ἐθέλοντες Παιόνων τυραννεύειν ἀπικνέονται ἐς Σάρδις, ἅμα ἀγόμενοι ἀδελφεὴν μεγάλην τε καὶ εὐειδέα. | Κι όσο για τον Δαρείο, του συνέβη να δει ένα περιστατικό σαν το ακόλουθο και να του έρθει η ιδέα να δώσει εντολή στον Μεγάβαζο να κυριέψει τους Παίονες και να τους αρπάξει με τη βία για να τους μεταφέρει από την Ευρώπη στην Ασία· ήταν ο Πίγρης κι ο Μαστύης, Παίονες, που, όταν ο Δαρείος πέρασε στην Ασία, θέλοντας να γίνουν τύραννοι των Παιόνων, πηγαίνουν στις Σάρδεις και μαζί τους έφερναν μια αδερφή τους ψηλή και όμορφη. |
| [5.12.2] | φυλάξαντες δὲ Δαρεῖον προκατιζόμενον ἐς τὸ προάστιον τὸ τῶν Λυδῶν ἐποίησαν τοιόνδε· σκευάσαντες τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα ἐπ᾽ ὕδωρ ἔπεμπον ἄγγος ἐπὶ τῇ κεφαλῇ ἔχουσαν καὶ ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσαν καὶ κλώθουσαν λίνον. | Περίμεναν να ᾽ρθει η μέρα που ο Δαρείος καθόταν στο θρόνο του στο χώρο που βρισκόταν μπροστά από την πόλη των Λυδών κι έκαναν το εξής: στόλισαν την αδερφή τους όσο καλύτερα μπορούσαν και την έστελναν να πάρει νερό κρατώντας στάμνα πάνω στο κεφάλι της και τραβώντας άλογο από τα γκέμια, που τα ᾽χε περασμένα στο χέρι της που έκλωθε λινάρι. |
| [5.12.3] | ὡς δὲ παρεξήιε ἡ γυνή, ἐπιμελὲς τῷ Δαρείῳ ἐγένετο· οὔτε γὰρ Περσικὰ ἦν οὔτε Λύδια τὰ ποιεύμενα ἐκ τῆς γυναικός, οὔτε πρὸς τῶν ἐκ τῆς Ἀσίης οὐδαμῶν. ἐπιμελὲς δὲ ὥς οἱ ἐγένετο, τῶν δορυφόρων τινὰς πέμπει κελεύων φυλάξαι ὅ τι χρήσεται τῷ ἵππῳ ἡ γυνή. | Καθώς λοιπόν η γυναίκα περνούσε αποκεί, κίνησε την προσοχή του Δαρείου· γιατί δεν ήταν ούτε περσικά ούτε λυδικά ούτε κανενός ασιατικού λαού τα καμώματα της γυναίκας. Και, καθώς κίνησε την προσοχή του, ο Δαρείος στέλνει μερικούς δορυφόρους του με τη διαταγή να παραφυλάξουν τί θα κάνει με τ᾽ άλογο η γυναίκα. |
| [5.12.4] | οἱ μὲν δὴ ὄπισθε εἵποντο, ἡ δὲ ἐπείτε ἀπίκετο ἐπὶ τὸν ποταμόν, ἦρσε τὸν ἵππον, ἄρσασα δὲ καὶ τὸ ἄγγος τοῦ ὕδατος ἐμπλησαμένη τὴν αὐτὴν ὁδὸν παρεξήιε, φέρουσα τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ ἐπέλκουσα ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον καὶ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον. | Αυτοί λοιπόν την ακολούθησαν από απόσταση, κι αυτή, φτάνοντας στο ποτάμι, πότισε το άλογο, κι αφού το πότισε και γέμισε τη στάμνα νερό, πήρε και περνούσε τον ίδιο δρόμο, κουβαλώντας το νερό πάνω στο κεφάλι και τραβώντας με τα γκέμια στο χέρι το άλογο και κλώθοντας με το αδράχτι. |
| [5.13.1] | θωμάζων δὲ ὁ Δαρεῖος τά τε ἤκουσε ἐκ τῶν κατασκόπων καὶ τὰ αὐτὸς ὥρα, ἄγειν αὐτὴν ἐκέλευσε ἑωυτῷ ἐς ὄψιν. ὡς δὲ ἄχθη, παρῆσαν καὶ οἱ ἀδελφεοὶ αὐτῆς οὔ κῃ πρόσω σκοπιὴν ἔχοντες τούτων. εἰρωτῶντος δὲ τοῦ Δαρείου ὁποδαπὴ εἴη, ἔφασαν οἱ νεηνίσκοι εἶναι Παίονες καὶ ἐκείνην εἶναι σφέων ἀδελφεήν. | Εντυπωσιάστηκε ο Δαρείος μ᾽ όσα άκουσε από τους κατασκόπους και μ᾽ όσα έβλεπε με τα μάτια του να ᾽χει μαζί της αυτή και διέταξε να τη φέρουν μπροστά του. Και μόλις του την έφεραν, νά τα και τ᾽ αδέρφια της που παραμόνευαν κάπου εκεί κοντά. Ρώτησε τότε ο Δαρείος ποιά είναι η πατρίδα της, κι οι νεαροί είπαν ότι είναι Παίονες κι εκείνη είναι αδερφή τους. |
| [5.13.2] | ὁ δ᾽ ἀμείβετο, τίνες τε οἱ Παίονες ἄνθρωποί εἰσι καὶ κοῦ γῆς οἰκημένοι, καὶ τί κεῖνοι ἐθέλοντες ἔλθοιεν ἐς Σάρδις. οἱ δέ οἱ ἔφραζον ὡς ἔλθοιεν μὲν ἐκείνῳ δώσοντες σφέας αὐτούς, εἴη δὲ ἡ Παιονίη ἐπὶ τῷ Στρυμόνι ποταμῷ πεπολισμένη, ὁ δὲ Στρυμὼν οὐ πρόσω τοῦ Ἑλλησπόντου, εἴησαν δὲ Τευκρῶν τῶν ἐκ Τροίης ἄποικοι. | Κι αυτός ξαναρώτησε, τί λαός είναι αυτοί οι Παίονες και πού ζουν, κι εκείνοι τί ήθελαν κι ήρθαν στις Σάρδεις. Κι αυτοί του αποκρίθηκαν πως ήρθαν για να του δηλώσουν υποταγή και πως η Παιονία είναι χώρα με πολλές πολιτείες στην περιοχή του Στρυμόνα ποταμού, κι ο Στρυμόνας βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τον Ελλήσποντο, και πως ο λαός τους ήταν άποικοι των Τευκρών της Τροίας. |
| [5.13.3] | οἱ μὲν δὴ ταῦτα ἕκαστα ἔλεγον, ὁ δὲ εἰρώτα εἰ καὶ πᾶσαι αὐτόθι αἱ γυναῖκες εἴησαν οὕτω ἐργάτιδες. οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἔφασαν προθύμως οὕτω ἔχειν· αὐτοῦ γὰρ ὦν τούτου εἵνεκα καὶ ἐποιέετο. | Έτσι λοιπόν απάντησαν αυτοί στην κάθε ερώτησή του, κι εκείνος τους ρωτούσε αν όλες οι γυναίκες του τόπου τους ήταν τόσο προκομμένες. Κι αυτοί πρόθυμα βεβαίωσαν ότι ναι, έτσι είναι· πως γι᾽ αυτό άλλωστε έκαναν ό,τι έκαναν. |
| [5.14.1] | ἐνθαῦτα Δαρεῖος γράφει γράμματα Μεγαβάζῳ, τὸν ἔλιπε ἐν τῇ Θρηίκῃ στρατηγόν, ἐντελλόμενος ἐξαναστῆσαι ἐξ ἠθέων Παίονας καὶ παρ᾽ ἑωυτὸν ἀγαγεῖν καὶ αὐτοὺς καὶ τέκνα τε καὶ γυναῖκας αὐτῶν. | Τότε ο Δαρείος γράφει γράμμα στον Μεγάβαζο, που τον άφησε αρχηγό του στρατού στη Θράκη, με την εντολή να σηκώσει με τη βία τους Παίονες απ᾽ τον τόπο τους και να τους φέρει σ᾽ αυτόν, και τους ίδιους και τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους. |
| [5.14.2] | αὐτίκα δὲ ἱππεὺς ἔθεε φέρων τὴν ἀγγελίην ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον, περαιωθεὶς δὲ διδοῖ τὸ βυβλίον τῷ Μεγαβάζῳ. ὁ δὲ ἐπιλεξάμενος καὶ λαβὼν ἡγεμόνας ἐκ τῆς Θρηίκης ἐστρατεύετο ἐπὶ τὴν Παιονίην. | Κι αμέσως ένας αγγελιοφόρος έτρεχε καβάλα στ᾽ άλογό του φέρνοντας την εντολή στον Ελλήσποντο, κι αφού πέρασε στην απέναντι ακτή δίνει το γράμμα στον Μεγάβαζο. Το διάβασε αυτός, πήρε οδηγούς από τη Θράκη και βάδισε με το στρατό του εναντίον της Παιονίας. |
| [5.15.1] | πυθόμενοι δὲ οἱ Παίονες τοὺς Πέρσας ἐπὶ σφέας ἰέναι, ἁλισθέντες ἐξεστρατεύσαντο πρὸς θαλάσσης, δοκέοντες ταύτῃ ἐπιχειρήσειν τοὺς Πέρσας ἐσβάλλοντας. | Λοιπόν οι Παίονες πληροφορήθηκαν ότι οι Πέρσες βαδίζουν εναντίον τους και με το σύνολο του στρατού τους πορεύτηκαν προς το μέρος της θάλασσας, πιστεύοντας πως αποκεί θα επιχειρήσουν την εισβολή οι Πέρσες. |
| [5.15.2] | οἱ μὲν δὴ Παίονες ἦσαν ἕτοιμοι τὸν Μεγαβάζου στρατὸν ἐπιόντα ἐρύκειν, οἱ δὲ Πέρσαι πυθόμενοι συναλίσθαι τοὺς Παίονας καὶ τὴν πρὸς θαλάσσης ἐσβολὴν φυλάσσοντας, ἔχοντες ἡγεμόνας τὴν ἄνω ὁδὸν τράπονται, λαθόντες δὲ τοὺς Παίονας ἐσπίπτουσι ἐς τὰς πόλις αὐτῶν, ἐούσας ἀνδρῶν ἐρήμους· οἷα δὲ κεινῇσι ἐπιπεσόντες εὐπετέως κατέσχον. | Κι οι Παίονες πήραν θέση να φράξουν το δρόμο στο στρατό του Μεγαβάζου που βάδιζε εναντίον τους, όμως οι Πέρσες, μαθαίνοντας ότι οι Παίονες με ενωμένες τις δυνάμεις τους φρουρούν την είσοδο της χώρας τους από τη μεριά της θάλασσας, έχοντας οδηγούς πήραν άλλο δρόμο, από τα βορινά, έτσι που, δίχως να τους πάρουν είδηση οι Παίονες, πέφτουν πάνω στις πόλεις τους, που είχαν μείνει χωρίς υπερασπιστές. Καθώς λοιπόν έπεσαν πάνω σε ανυπεράσπιστες πόλεις, εύκολα τις κυρίεψαν. |
| [5.15.3] | οἱ δὲ Παίονες ὡς ἐπύθοντο ἐχομένας τὰς πόλιας, αὐτίκα διασκεδασθέντες κατ᾽ ἑωυτοὺς ἕκαστοι ἐτράποντο καὶ παρεδίδοσαν σφέας αὐτοὺς τοῖσι Πέρσῃσι. οὕτω δὴ Παιόνων Σιριοπαίονές τε καὶ Παιόπλαι καὶ οἱ μέχρι τῆς Πρασιάδος λίμνης ἐξ ἠθέων ἐξαναστάντες ἤγοντο ἐς τὴν Ἀσίην. | Κι οι Παίονες, μόλις τους ήρθε είδηση πως οι πόλεις τους έπεσαν στα χέρια των εχθρών, αμέσως διασκορπίστηκαν κι η κάθε φυλή τράβηξε στον τόπο της και παραδόθηκαν στους Πέρσες. Έτσι λοιπόν από τις φυλές των Παιόνων οι Σιριοπαίονες και οι Παιόπλες κι όσοι κατοικούσαν ώς τη λίμνη Πρασιάδα ξεσηκώθηκαν από τον τόπο τους κι οδηγήθηκαν στην Ασία. |
| [5.16.1] | οἱ δὲ περὶ τὸ Πάγγαιον ὄρος [καὶ Δόβηρας καὶ Ἀγριᾶνας καὶ Ὀδομάντους] καὶ αὐτὴν τὴν λίμνην τὴν Πρασιάδα οὐκ ἐχειρώθησαν ἀρχὴν ὑπὸ Μεγαβάζου. ἐπειρήθη δὲ καὶ τοὺς ἐν τῇ λίμνῃ κατοικημένους ἐξαιρέειν ὧδε· ἴκρια ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα ἐν μέσῃ ἕστηκε τῇ λίμνῃ, ἔσοδον ἐκ τῆς ἠπείρου στεινὴν ἔχοντα μιῇ γεφύρῃ. | Αλλά όσοι ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή του όρους Παγγαίου [και των Δοβήρων και των Αγριάνων και των Οδομάντων] και της λίμνης Πρασιάδας, κανένας τους δεν έπεσε στα χέρια του Μεγαβάζου. Δοκίμασε μάλιστα να κυριέψει κι εκείνους που έχουν εγκατασταθεί στη λίμνη με τον εξής τρόπο: έστησαν στη μέση της λίμνης μια εξέδρα που στηρίζεται σε ψηλούς πασσάλους κι επικοινωνεί με τη στεριά με μια στενή γέφυρα· |
| [5.16.2] | τοὺς δὲ σταυροὺς τοὺς ὑπεστεῶτας τοῖσι ἰκρίοισι τὸ μέν κου ἀρχαῖον ἔστησαν κοινῇ πάντες οἱ πολιῆται, μετὰ δὲ νόμῳ χρεώμενοι ἱστᾶσι τοιῷδε· κομίζοντες ἐξ ὄρεος τῷ οὔνομά ἐστι Ὄρβηλος κατὰ γυναῖκα ἑκάστην ὁ γαμέων τρεῖς σταυροὺς ὑπίστησι· ἄγεται δὲ ἕκαστος συχνὰς γυναῖκας. | λοιπόν τους πασσάλους που υποβαστάζουν την πλατφόρμα κάποτε στα παλιά χρόνια τούς έστησαν όλοι οι πολίτες μαζί, αλλά αργότερα τους στήνουν κρατώντας το εξής έθιμο: καθένας τους που παντρεύεται, για κάθε γυναίκα που παίρνει κουβαλά από το βουνό που τ᾽ όνομά του είναι Όρβηλος, τρεις πασσάλους και τους στήνει από κάτω· κι ο καθένας τους παντρεύεται πολλές γυναίκες. |
| [5.16.3] | οἰκέουσι δὲ τοιοῦτον τρόπον, κρατέων ἕκαστος ἐπὶ τῶν ἰκρίων καλύβης τε ἐν τῇ διαιτᾶται καὶ θύρης καταπακτῆς διὰ τῶν ἰκρίων κάτω φερούσης ἐς τὴν λίμνην. τὰ δὲ νήπια παιδία δέουσι τοῦ ποδὸς σπάρτῳ, μὴ κατακυλισθῇ δειμαίνοντες. | Και ζούνε μ᾽ έναν τέτοιο τρόπο· ο καθένας τους πάνω στην εξέδρα είναι νοικοκύρης μιας καλύβας, μες στην οποία περνά τη ζωή του, και μιας καταπακτής που μέσ᾽ από τις σκαλωσιές σε κατεβάζει στη λίμνη. Και τα παιδάκια τα νήπια τα δένουν από το πόδι με σκοινί, από φόβο μήπως κατρακυλήσουν στο νερό. |
| [5.16.4] | τοῖσι δὲ ἵπποισι καὶ τοῖσι ὑποζυγίοισι παρέχουσι χόρτον ἰχθῦς· τῶν δὲ πλῆθός ἐστι τοσοῦτο ὥστε, ὅταν τὴν θύρην τὴν καταπακτὴν ἀνακλίνῃ, κατίει σχοινίῳ σπυρίδα κεινὴν ἐς τὴν λίμνην καὶ οὐ πολλόν τινα χρόνον ἐπισχὼν ἀνασπᾷ πλήρεα ἰχθύων. τῶν δὲ ἰχθύων ἐστὶ γένεα δύο, τοὺς καλέουσι πάπρακάς τε καὶ τίλωνας. | Αντί για χόρτο στ᾽ άλογα και στα καματερά τους δίνουν ψάρια. Κι ετούτα είναι τόσο άφθονα, που, όταν σπρώξεις προς τα κάτω την καταπακτή και κατεβάσεις με σκοινί άδειο κοφίνι στη λίμνη, δεν περιμένεις πολλή ώρα και το τραβάς απάνω γεμάτο ψάρια. Και τα ψάρια είναι δυο λογιώ, και τα λένε πάπρακες και τίλωνες. |
| [5.17.1] | Παιόνων μὲν δὴ οἱ χειρωθέντες ἤγοντο ἐς τὴν Ἀσίην, Μεγάβαζος δὲ ὡς ἐχειρώσατο τοὺς Παίονας, πέμπει ἀγγέλους ἐς Μακεδονίην ἄνδρας ἑπτὰ Πέρσας, οἳ μετ᾽ αὐτὸν ἐκεῖνον ἦσαν δοκιμώτατοι ἐν τῷ στρατοπέδῳ. ἐπέμποντο δὲ οὗτοι παρὰ Ἀμύντην αἰτήσοντες γῆν τε καὶ ὕδωρ Δαρείῳ βασιλέϊ. | Λοιπόν όσοι Παίονες έπεσαν στα χέρια των εχθρών οδηγήθηκαν στην Ασία. Κι ο Μεγάβαζος, αφού έβαλε στο χέρι του τους Παίονες, στέλνει απεσταλμένους στη Μακεδονία εφτά Πέρσες, τους πιο σπουδαίους ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν στο εκστρατευτικό σώμα. Και τους έστελνε αυτούς στον Αμύντα, για ν᾽ απαιτήσουν να δώσει γην και ύδωρ στο βασιλιά Δαρείο. |
| [5.17.2] | ἔστι δὲ ἐκ τῆς Πρασιάδος λίμνης σύντομος κάρτα ἐς τὴν Μακεδονίην. πρῶτα μὲν γὰρ ἔχεται τῆς λίμνης τὸ μέταλλον ἐξ οὗ ὕστερον τούτων τάλαντον ἀργυρίου Ἀλεξάνδρῳ ἡμέρης ἑκάστης ἐφοίτα, μετὰ δὲ τὸ μέταλλον Δύσωρον καλεόμενον ὄρος ὑπερβάντι εἶναι ἐν Μακεδονίῃ. | Ο δρόμος λοιπόν από τη λίμνη Πρασιάδα στη Μακεδονία είναι πολύ σύντομος. Γιατί αμέσως ύστερ᾽ από τη λίμνη συναντάς τα μεταλλεία, απ᾽ όπου αργότερα ο Αλέξανδρος είχε τακτικό εισόδημα ένα τάλαντο ασήμι τη μέρα, κι ύστερ᾽ από τα μεταλλεία διαβαίνοντας το βουνό που λέγεται Δύσωρο βρίσκεσαι στη Μακεδονία. |
| [5.18.1] | οἱ ὦν Πέρσαι οἱ πεμφθέντες οὗτοι παρὰ τὸν Ἀμύντην ὡς ἀπίκοντο, αἴτεον ἐλθόντες ἐς ὄψιν τὴν Ἀμύντεω Δαρείῳ βασιλέϊ γῆν τε καὶ ὕδωρ. ὁ δὲ ταῦτά τε ἐδίδου καί σφεας ἐπὶ ξείνια καλέει, παρασκευασάμενος δὲ δεῖπνον μεγαλοπρεπὲς ἐδέκετο τοὺς Πέρσας φιλοφρόνως. | Όταν λοιπόν αυτοί οι Πέρσες απεσταλμένοι έφτασαν και παρουσιάστηκαν μπροστά στον Αμύντα, απαιτούσαν να δώσει γην και ύδωρ στο βασιλιά Δαρείο. Κι εκείνος κι αυτά τούς έδινε και τους καλεί να τους φιλοξενήσει· κι αφού ετοίμασε μεγαλόπρεπο δείπνο, δέχτηκε ανοιχτόκαρδα τους Πέρσες. |
| [5.18.2] | ὡς δὲ ἀπὸ δείπνου ἐγίνοντο, διαπίνοντες εἶπαν οἱ Πέρσαι τάδε· Ξεῖνε Μακεδών, ἡμῖν νόμος ἐστὶ τοῖσι Πέρσῃσι, ἐπεὰν δεῖπνον προτιθώμεθα μέγα, τότε καὶ τὰς παλλακὰς καὶ τὰς κουριδίας γυναῖκας ἐσάγεσθαι παρέδρους· σύ νυν, ἐπεί περ προθύμως μὲν ἐδέξαο, μεγάλως δὲ ξεινίζεις, διδοῖς τε βασιλέϊ Δαρείῳ γῆν τε καὶ ὕδωρ, ἕπεο νόμῳ τῷ ἡμετέρῳ. | Κι όταν απόφαγαν, οι Πέρσες το έριξαν στο πιοτό, ποιός θα τ᾽ αντέξει περισσότερο, κι είπαν τα εξής: «Ξένε Μακεδόνα, εμείς οι Πέρσες έχουμε ένα συνήθειο, όταν στρώνουμε τραπέζι μεγάλο, βάζουμε τότε να καθίσουν δίπλα μας και τις αγαπητικές μας και τις νόμιμες γυναίκες μας· εσύ λοιπόν, μια και μας δέχτηκες με τόσο καλή διάθεση και μας φιλοξενείς πλουσιοπάροχα και δίνεις γην και ύδωρ στο βασιλιά Δαρείο, συμμορφώσου με τις δικές μας συνήθειες». |
| [5.18.3] | εἶπε πρὸς ταῦτα Ἀμύντης· Ὦ Πέρσαι, νόμος μὲν ἡμῖν γέ ἐστι οὐκ οὗτος, ἀλλὰ κεχωρίσθαι ἄνδρας γυναικῶν· ἐπείτε δὲ ὑμεῖς ἐόντες δεσπόται προσχρηίζετε τούτων, παρέσται ὑμῖν καὶ ταῦτα. εἴπας τοσαῦτα ὁ Ἀμύντης μετεπέμπετο τὰς γυναῖκας. αἱ δ᾽ ἐπείτε καλεόμεναι ἦλθον, ἐπεξῆς ἀντίαι ἵζοντο τοῖσι Πέρσῃσι. | Σ᾽ αυτά αποκρίθηκε ο Αμύντας: «Πέρσες, εμείς δεν έχουμε αυτή τη συνήθεια, αλλά να κάθονται χωριστά οι γυναίκες από τους άντρες· αλλά, μια κι εσείς που είστε τ᾽ αφεντικά ζητάτε κι ετούτο, θα το έχετε». Αυτά αποκρίθηκε ο Αμύντας κι έστειλε και κάλεσαν τις γυναίκες. Κι αυτές ύστερ᾽ από το κάλεσμα ήρθαν και κάθισαν η μια δίπλα στην άλλη, αντικριστά με τους Πέρσες. |
| [5.18.4] | ἐνθαῦτα οἱ Πέρσαι ἰδόμενοι γυναῖκας εὐμόρφους ἔλεγον πρὸς Ἀμύντην φάμενοι τὸ ποιηθὲν τοῦτο οὐδὲν εἶναι σοφόν· κρέσσον γὰρ εἶναι ἀρχῆθεν μὴ ἐλθεῖν τὰς γυναῖκας ἢ ἐλθούσας καὶ μὴ παριζομένας ἀντίας ἵζεσθαι ἀλγηδόνας σφίσι ὀφθαλμῶν. | Οι Πέρσες τότε είδαν όμορφες γυναίκες κι έλεγαν κουβέντες στον Αμύντα, πως αυτό που έγινε δεν ήταν καθόλου μα καθόλου φρόνιμο· γιατί θα ᾽ταν καλύτερο να μην έρθουν από μιας αρχής οι γυναίκες παρά που ήρθαν, πονόματος μια φορά! |
| [5.18.5] | ἀναγκαζόμενος δὲ ὁ Ἀμύντης ἐκέλευε παρίζειν· πειθομένων δὲ τῶν γυναικῶν αὐτίκα οἱ Πέρσαι μαστῶν τε ἅπτοντο οἷα πλεόνως οἰνωμένοι καί κού τις καὶ φιλέειν ἐπειρᾶτο. | Τί να κάνει ο Αμύντας, έδωσε προσταγή να καθίσουν δίπλα τους· οι γυναίκες έκαναν ό,τι τους είπε κι αμέσως οι Πέρσες άπλωσαν χέρι στα βυζιά τους —οι άνθρωποι ήταν πιωμένοι με το παραπάνω— και νά που κάνα δυο τους δοκίμαζαν και να τις φιλήσουν. |
| [5.19.1] | Ἀμύντης μὲν δὴ ταῦτα ὁρέων ἀτρέμας εἶχε, καίπερ δυσφορέων, οἷα ὑπερδειμαίνων τοὺς Πέρσας· Ἀλέξανδρος δὲ ὁ Ἀμύντεω παρεών τε καὶ ὁρῶν ταῦτα, ἅτε νέος τε ἐὼν καὶ κακῶν ἀπαθής, οὐδαμῶς ἔτι κατέχειν οἷός τε ἦν, ὥστε δὲ βαρέως φέρων εἶπε πρὸς Ἀμύντην τάδε· Σὺ μέν, ὦ πάτερ, εἶκε τῇ ἡλικίῃ ἀπιών τε ἀναπαύεο μηδὲ λιπάρεε τῇ πόσι· ἐγὼ δὲ προσμένων αὐτοῦ τῇδε πάντα τὰ ἐπιτήδεα παρέξω τοῖσι ξείνοισι. | Ο Αμύντας τα ᾽βλεπε αυτά κι όμως δεν αντιδρούσε, αν κι ένιωθε άσχημα, επειδή φοβόταν με το παραπάνω τους Πέρσες, αλλά ο Αλέξανδρος, ο γιος του Αμύντα, που ήταν στο τραπέζι κι έβλεπε αυτά, έτσι που ήταν νέος κι άμαθος από συμφορές, δεν ήταν τρόπος να κρατήσει πια την ψυχραιμία του, κι αγαναχτισμένος είπε στον Αμύντα τα εξής: «Πατέρα, εσύ τώρα, καθώς το θέλει η ηλικία σου, σήκω από το τραπέζι και πήγαινε να ξεκουραστείς και μη το παρακάνεις με το πιοτό, κι εγώ θα μείνω εδώ και θα τους προσφέρω ό,τι τους χρειάζεται». |
| [5.19.2] | πρὸς ταῦτα συνιεὶς Ἀμύντης ὅτι νεώτερα πρήγματα πρήξειν μέλλοι Ἀλέξανδρος, λέγει· Ὦ παῖ, σχεδὸν γάρ σευ ἀνακαιομένου συνίημι τοὺς λόγους, ὅτι ἐθέλεις ἐμὲ ἐκπέμψας ποιέειν τι νεώτερον· ἐγὼ ὦν σευ χρηίζω μηδὲν νεοχμῶσαι κατ᾽ ἄνδρας τούτους, ἵνα μὴ ἐξεργάσῃ ἡμέας, ἀλλὰ ἀνέχευ ὁρέων τὰ ποιεύμενα· ἀμφὶ δὲ ἀπόδῳ τῇ ἐμῇ πείσομαί τοι. | Κι ο Αμύντας έπιασε το νόημα, ότι ο Αλέξανδρος έχει στο νου του να προκαλέσει αναστάτωση, και του αποκρίθηκε: «Γιε μου, σχεδόν βλέπω πού το πας, από τα λόγια σου, λόγια ανθρώπου ξαναμμένου· θέλεις να με ξαποστείλεις και να φέρεις αναστάτωση· εγώ λοιπόν σε παρακαλώ να μην κάνεις καμιά αποκοτιά σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους και μας αφανίσεις, αλλά εσύ παρακολούθα ψύχραιμα τα καμώματά τους· όσο για μένα, θα σ᾽ ακούσω και θ᾽ αποσυρθώ». |
| [5.20.1] | ὡς δὲ ὁ Ἀμύντης χρηίσας τούτων οἰχώκεε, λέγει ὁ Ἀλέξανδρος πρὸς τοὺς Πέρσας· Γυναικῶν τουτέων, ὦ ξεῖνοι, ἔστι ὑμῖν πολλή εὐπετείη, καὶ εἰ πάσῃσι βούλεσθε μίσγεσθαι καὶ ὁκόσῃσι ὦν αὐτέων. | Και μόλις ο Αμύντας μ᾽ αυτή την παράκληση αποσύρθηκε, ο Αλέξανδρος λέει στους Πέρσες: «Ξένοι μου, δεν υπάρχει για σας κανένα πρόβλημα μ᾽ αυτές τις γυναίκες· θέλετε να σμίξετε με όλες τους, θέλετε να σμίξετε μ᾽ όσες σας αρέσει, |
| [5.20.2] | τούτου μὲν πέρι αὐτοὶ ἀποσημανέετε· νῦν δέ, σχεδὸν γὰρ ἤδη τῆς κοίτης ὥρη προσέρχεται ὑμῖν καὶ καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης, γυναῖκας ταύτας, εἰ ὑμῖν φίλον ἐστί, ἄφετε λούσασθαι, λουσαμένας δὲ ὀπίσω προσδέκεσθε. | εσείς να μας το πείτε· τώρα όμως, γιατί πλησιάζει πια η ώρα για το κρεβάτι και βλέπω πως από κρασί δεν πρέπει να ᾽χετε παράπονο, τούτες τις γυναίκες, αν δεν έχετε αντίρρηση, αφήστε τις να παν να λουστούν, και θα σας έρθουν πίσω λουσμένες». |
| [5.20.3] | εἴπας ταῦτα, συνέπαινοι γὰρ ἦσαν οἱ Πέρσαι, γυναῖκας μὲν ἐξελθούσας ἀπέπεμπε ἐς τὴν γυναικηίην, αὐτὸς δὲ ὁ Ἀλέξανδρος ἴσους τῇσι γυναιξὶ ἀριθμὸν ἄνδρας λειογενείους τῇ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι σκευάσας καὶ ἐγχειρίδια δοὺς παρῆγε ἔσω, παράγων δὲ τούτους ἔλεγε τοῖσι Πέρσῃσι τάδε· | Αυτά είπε, κι οι Πέρσες τα καλοδέχτηκαν· κι ύστερα, μόλις οι γυναίκες βγήκαν, τις έστειλε πίσω, στις κάμαρες των γυναικών, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος πήρε αμούστακα παλικάρια, πόσες ήταν οι γυναίκες, τόσα· τους έντυσε με τα ρούχα των γυναικών, τους έδωσε κοντομάχαιρα και τους πέρασε μέσα, και περνώντας τους έλεγε στους Πέρσες τα εξής: |
| [5.20.4] | Ὦ Πέρσαι, οἴκατε πανδαισίῃ τελείῃ ἱστιῆσθαι· τά τε γὰρ ἄλλα ὅσα εἴχομεν, καὶ πρὸς τὰ οἷά τε ἦν ἐξευρόντας παρέχειν, πάντα ὑμῖν πάρεστι, καὶ δὴ καὶ τόδε τὸ πάντων μέγιστον, τάς τε ἑωυτῶν μητέρας καὶ τὰς ἀδελφεὰς ἐπιδαψιλευόμεθα ὑμῖν, ὡς παντελέως μάθητε τιμώμενοι πρὸς ἡμέων τῶν πέρ ἐστε ἄξιοι, πρὸς δὲ καὶ βασιλέϊ τῷ πέμψαντι ἀπαγγείλητε ὡς ἀνὴρ Ἕλλην, Μακεδόνων ὕπαρχος, εὖ ὑμέας ἐδέξατο καὶ τραπέζῃ καὶ κοίτῃ. | «Πέρσες, μη πείτε πως η φιλοξενία που σας προσφέρουμε δεν είναι μια πανδαισία με τα όλα της· γιατί όλα τα πάντα, όσα είχαμε, και κοντά σ᾽ αυτά όσα μπορέσαμε να σας προσφέρουμε έκτακτα, όλα είναι στη διάθεσή σας, και προπάντων το μεγαλύτερο απ᾽ όλα, ετούτο: τις μητέρες και τις αδερφές μας σας τις χαρίζουμε μ᾽ όλη μας την καρδιά, για να ξέρετε πως έχετε από μας όλες τις τιμές που σας αξίζουν· ακόμη, στο βασιλιά που σας έστειλε κάντε γνωστό πως ένας Έλληνας, ο αντιβασιλιάς των Μακεδόνων, σας καλοέστρωσε και το τραπέζι και το κρεβάτι». |
| [5.20.5] | ταῦτα εἴπας Ἀλέξανδρος παρίζει Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα ὡς γυναῖκα τῷ λόγῳ· οἱ δέ, ἐπείτε σφέων οἱ Πέρσαι ψαύειν ἐπειρῶντο, διεργάζοντο αὐτούς. | Ο Αλέξανδρος ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα λόγια έβαλε δίπλα σε κάθε Πέρση να καθίσει ένας Μακεδόνας — τάχατες γυναίκα· κι αυτοί, μόλις οι Πέρσες έκαναν να τους χαϊδέψουν, τους καθάρισαν. |
| [5.21.1] | Καὶ οὗτοι μὲν τούτῳ τῷ μόρῳ διεφθάρησαν, καὶ αὐτοὶ καὶ ἡ θεραπηίη αὐτῶν· εἵπετο γὰρ δή σφι καὶ ὀχήματα καὶ θεράποντες καὶ ἡ πᾶσα πολλὴ παρασκευή· πάντα δὴ ταῦτα ἅμα πᾶσι ἐκείνοισι ἠφάνιστο. | Κι ετούτοι με τέτοιο θάνατο αφανίστηκαν, κι οι ίδιοι και η ακολουθία τους· γιατί συνοδεύονταν κι από άμαξες κι από υπηρέτες κι από τις κάθε λογής πολλές αποσκευές· λοιπόν, όλος αυτός ο κόσμος μαζί μ᾽ όλους εκείνους αφανίστηκαν. |
| [5.21.2] | μετὰ δὲ χρόνῳ οὐ πολλῷ ὕστερον ζήτησις τῶν ἀνδρῶν τούτων μεγάλη ἐκ τῶν Περσέων ἐγίνετο, καί σφεας Ἀλέξανδρος κατέλαβε σοφίῃ, χρήματά τε δοὺς πολλὰ καὶ τὴν ἑωυτοῦ ἀδελφεὴν τῇ οὔνομα ἦν Γυγαίη· δοὺς δὲ ταῦτα κατέλαβε ὁ Ἀλέξανδρος Βουβάρῃ ἀνδρὶ Πέρσῃ, τῶν διζημένων τοὺς ἀπολομένους τῷ στρατηγῷ. ὁ μέν νυν τῶν Περσέων τούτων θάνατος οὕτω καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη. | Κι αργότερα, όταν πέρασε λίγος καιρός, οι Πέρσες έκαναν μεγάλη έρευνα για να βρουν αυτούς τους ανθρώπους, αλλά ο Αλέξανδρος μ᾽ έξυπνο τρόπο τούς σταμάτησε, δίνοντας και πολλά χρήματα και την αδερφή του, που την έλεγαν Γυγαία· σταμάτησε την έρευνα ο Αλέξανδρος δίνοντας αυτά σ᾽ έναν Πέρση, τον Βουβάρη, που ήταν επικεφαλής εκείνων που έψαχναν για τους αφανισμένους. Μ᾽ αυτό τον τρόπο λοιπόν σκεπάστηκε ο θάνατός τους και πια δεν έγινε λόγος γι᾽ αυτούς. |
| [5.22.1] | Ἕλληνας δὲ εἶναι τούτους τοὺς ἀπὸ Περδίκκεω γεγονότας, κατά περ αὐτοὶ λέγουσι, αὐτός τε οὕτω τυγχάνω ἐπιστάμενος καὶ δὴ καὶ ἐν τοῖσι ὄπισθε λόγοισι ἀποδέξω ὡς εἰσὶ Ἕλληνες, πρὸς δὲ καὶ οἱ τὸν ἐν Ὀλυμπίῃ διέποντες ἀγῶνα Ἑλλήνων οὕτω ἔγνωσαν εἶναι. | Πως Έλληνες είναι αυτοί οι απόγονοι του Περδίκκα, όπως λένε κι οι ίδιοι, κι εγώ προσωπικά είμαι σε θέση να το ξέρω, αλλά και στη συνέχεια της ιστορίας μου θα αποδείξω πως είναι Έλληνες· κι επιπλέον και οι οργανωτές των αγώνων των Ελλήνων που γίνονται στην Ολυμπία αυτή την απόφαση έβγαλαν. |
| [5.22.2] | Ἀλεξάνδρου γὰρ ἀεθλεύειν ἑλομένου καὶ καταβάντος ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο οἱ ἀντιθευσόμενοι Ἑλλήνων ἔξεργόν μιν, φάμενοι οὐ βαρβάρων ἀγωνιστέων εἶναι τὸν ἀγῶνα ἀλλὰ Ἑλλήνων. Ἀλέξανδρος δὲ ἐπειδὴ ἀπέδεξε ὡς εἴη Ἀργεῖος, ἐκρίθη τε εἶναι Ἕλλην καὶ ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ. ταῦτα μέν νυν οὕτω κῃ ἐγένετο. | Γιατί, όταν ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση να πάρει μέρος στους αγώνες και κατέβηκε γι᾽ αυτό το σκοπό, οι Έλληνες που ήταν αντίπαλοί του σε αγώνα δρόμου ήθελαν να τον αποκλείσουν με τον ισχυρισμό πως ο αγώνας δεν είναι για βαρβάρους αθλητές, αλλά για Έλληνες. Κι ο Αλέξανδρος, επειδή απέδειξε πως η καταγωγή του ήταν από το Άργος κι οι κριτές παραδέχτηκαν πως είναι Έλληνας, πήρε μέρος στο αγώνισμα δρόμου ενός σταδίου και τερμάτισε στον ίδιο χρόνο με τον πρώτο. Κάπως έτσι λοιπόν έγιναν αυτά. |
| [5.23.1] | Μεγάβαζος δὲ ἄγων τοὺς Παίονας ἀπίκετο ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον, ἐνθεῦτεν δὲ διαπεραιωθεὶς ἀπίκετο ἐς τὰς Σάρδις. ἅτε δὲ τειχέοντος ἤδη Ἱστιαίου τοῦ Μιλησίου τὴν παρὰ Δαρείου αἰτήσας ἔτυχε μισθὸν δωρεὴν φυλακῆς τῆς σχεδίης, ἐόντος δὲ τοῦ χώρου τούτου παρὰ Στρυμόνα ποταμόν, τῷ οὔνομά ἐστι Μύρκινος, μαθὼν ὁ Μεγάβαζος τὸ ποιεύμενον ἐκ τοῦ Ἱστιαίου, ὡς ἦλθε τάχιστα ἐς τὰς Σάρδις ἄγων τοὺς Παίονας, ἔλεγε Δαρείῳ τάδε· | Κι ο Μεγάβαζος φέρνοντας μαζί του τους Παίονες έφτασε στον Ελλήσποντο κι αποκεί, περνώντας στην απέναντι ακτή, έφτασε στις Σάρδεις. Κι ο Ιστιαίος ο Μιλήσιος οχύρωνε κιόλας με τείχος τη χώρα που ύστερ᾽ από αίτημά του τού την έκανε δώρο ο Δαρείος αμείβοντάς τον για τη φρούρηση της πλωτής γέφυρας· κι η χώρα αυτή βρίσκεται στην περιοχή του ποταμού Στρυμόνα κι ονομάζεται Μύρκινος. Λοιπόν ο Μεγάβαζος έμαθε αυτά που έκανε ο Ιστιαίος και, μόλις έφτασε στις Σάρδεις φέρνοντας μαζί του τους Παίονες, έλεγε στον Δαρείο τα εξής: |
| [5.23.2] | Ὦ βασιλεῦ, κοῖόν τι χρῆμα ἐποίησας, ἀνδρὶ Ἕλληνι δεινῷ τε καὶ σοφῷ δοὺς ἐγκτίσασθαι πόλιν ἐν Θρηίκῃ, ἵνα ἴδη τε ναυπηγήσιμός ἐστι ἄφθονος καὶ πολλοὶ κωπέες καὶ μέταλλα ἀργύρεα, ὅμιλός τε πολλὸς μὲν Ἕλλην περιοικέει, πολλὸς δὲ βάρβαρος, οἳ προστάτεω ἐπιλαβόμενοι ποιήσουσι τοῦτο τὸ ἂν κεῖνος ἐξηγέηται καὶ ἡμέρης καὶ νυκτός. | «Βασιλιά μου, τί είναι αυτό που έκανες, σ᾽ έναν Έλληνα άξιο και σοφό να του δώσεις να ιδρύσει πόλη στη Θράκη, που έχει και άφθονη ξυλεία, καλή για ναυπήγηση, πολλά ξύλα για κουπιά και μεταλλεία με ασήμι κι όπου γύρω γύρω ζει μεγάλο πλήθος Ελλήνων και μεγάλο βαρβάρων που, έτσι κι αποχτήσουν ηγέτη, θα εκτελούν κάθε διαταγή του, μέρα και νύχτα; |
| [5.23.3] | σύ νυν τοῦτον τὸν ἄνδρα παῦσον ταῦτα ποιεῦντα, ἵνα μὴ οἰκηίῳ πολέμῳ συνέχῃ. τρόπῳ δὲ ἠπίῳ μεταπεμψάμενος παῦσον· ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς, ποιέειν ὅκως μηκέτι κεῖνος ἐς Ἕλληνας ἀπίξεται. | Σταμάτησε λοιπόν εσύ αυτές τις επιχειρήσεις του, για να μη μπλέξεις με πόλεμο μέσα στην επικράτειά σου· στείλε και κάλεσέ τον με καλό τρόπο και σταμάτησέ τον· κι όταν τον βάλεις στο χέρι σου, κάνε έτσι ώστε να μη ξαναγυρίσει εκείνος σε Έλληνες!» |
| [5.24.1] | ταῦτα λέγων ὁ Μεγάβαζος εὐπετέως ἔπειθε Δαρεῖον ὡς εὖ προορῶν τὸ μέλλον γίνεσθαι. μετὰ δὲ πέμψας ἄγγελον ἐς τὴν Μύρκινον ὁ Δαρεῖος ἔλεγε τάδε· Ἱστιαῖε, βασιλεὺς Δαρεῖος τάδε λέγει· ἐγὼ φροντίζων εὑρίσκω ἐμοί τε καὶ τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι εἶναι οὐδένα σευ ἄνδρα εὐνοέστερον, τοῦτο δὲ οὐ λόγοισι ἀλλ᾽ ἔργοισι οἶδα μαθών. | Μ᾽ αυτά τα λόγια εύκολα έπεισε ο Μεγάβαζος τον Δαρείο, γιατί του έδωσε την εντύπωση ότι σωστά προβλέπει το μέλλον. Κι ύστερα ο Δαρείος έστειλε αγγελιοφόρο στη Μύρκινο κι έλεγε τα εξής: «Ιστιαίε, ο βασιλιάς Δαρείος λέει τ᾽ ακόλουθα: Εγώ όσο συλλογίζομαι δε βρίσκω κανένα άνθρωπο πιο αφοσιωμένο στο πρόσωπο και στα συμφέροντά μου όσο εσένα, και μάλιστα το κατάλαβα και το ξέρω από τα έργα σου κι όχι από λόγια. |
| [5.24.2] | νῦν ὦν, ἐπινοέω γὰρ πρήγματα μεγάλα κατεργάσασθαι, ἀπικνέο μοι πάντως, ἵνα τοι αὐτὰ ὑπερθέωμαι. τούτοισι τοῖσι ἔπεσι πιστεύσας ὁ Ἱστιαῖος καὶ ἅμα μέγα ποιεύμενος βασιλέος σύμβουλος γενέσθαι ἀπίκετο ἐς τὰς Σάρδις. | Τώρα λοιπόν, γιατί έχω στο νου μου να καταπιαστώ με μεγάλα σχέδια, το χωρίς άλλο έλα εδώ, για να έχω τη γνώμη σου γι᾽ αυτά». Κι ο Ιστιαίος δίνοντας πίστη σ᾽ αυτά τα λόγια και θεωρώντας μεγάλη τιμή να γίνει σύμβουλος του βασιλιά, έφτασε στις Σάρδεις. |
| [5.24.3] | ἀπικομένῳ δέ οἱ ἔλεγε Δαρεῖος τάδε· Ἱστιαῖε, ἐγώ σε μετεπεμψάμην τῶνδε εἵνεκεν· ἐπείτε τάχιστα ἐνόστησα ἀπὸ Σκυθέων καὶ σύ μοι ἐγένεο ἐξ ὀφθαλμῶν, οὐδέν κω ἄλλο χρῆμα οὕτω ἐν βραχέϊ ἐπεζήτησα ὡς σὲ ἰδεῖν τε καὶ ἐς λόγους μοι ἀπικέσθαι, ἐγνωκὼς ὅτι κτημάτων πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος συνετός τε καὶ εὔνοος, τά τοι ἐγὼ καὶ ἀμφότερα συνειδὼς ἔχω μαρτυρέειν ἐς πρήγματα τὰ ἐμά. | Λοιπόν μόλις έφτασε του έλεγε ο Δαρείος τα εξής: «Ιστιαίε, εγώ έστειλα και σε κάλεσα γι᾽ αυτό το λόγο: από τη στιγμή που γύρισα από τους Σκύθες και σ᾽ έχασα από τα μάτια μου, τίποτα άλλο τόσο σύντομα δεν ένιωσα πως μου λείπει πιο πολύ όσο η δική σου παρουσία και η συζήτηση μαζί σου, γιατί κατάλαβα πως δεν υπάρχει στον κόσμο πιο πολύτιμο πράμα από ένα φίλο μυαλωμένο και καλόβολο, αρετές που και τις δυο τις έδειξες στις δικές μου υποθέσεις — το ξέρω και μπορώ να το βεβαιώσω. |
| [5.24.4] | νῦν ὦν, εὖ γὰρ ἐποίησας ἀπικόμενος, τάδε τοι ἐγὼ προτείνομαι· Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηίκῃ πόλιν, σὺ δέ μοι ἑπόμενος ἐς Σοῦσα ἔχε τά περ ἂν ἐγὼ ἔχω, ἐμός τε σύσσιτος ἐὼν καὶ σύμβουλος. | Τώρα λοιπόν καλωσορίζω τον ερχομό σου και σου κάνω την εξής πρόταση: τη Μίλητο και τη νεόχτιστη πόλη στη Θράκη άφησέ τες, κι ακολούθησέ με στα Σούσα, να ᾽χεις όλα τα δικά μου δικά σου, σύντροφος στο τραπέζι και σύμβουλός μου». |
| [5.25.1] | ταῦτα Δαρεῖος εἴπας καὶ καταστήσας Ἀρταφρένεα ἀδελφεὸν ἑωυτοῦ ὁμοπάτριον ὕπαρχον εἶναι Σαρδίων, ἀπήλαυνε ἐς Σοῦσα ἅμα ἀγόμενος Ἱστιαῖον, Ὀτάνεα δὲ ἀποδέξας στρατηγὸν εἶναι τῶν παραθαλασσίων ἀνδρῶν, τοῦ τὸν πατέρα Σισάμνην βασιλεὺς Καμβύσης γενόμενον τῶν βασιληίων δικαστέων, ὅτι ἐπὶ χρήμασι δίκην ἄδικον ἐδίκασε, σφάξας ἀπέδειρε πᾶσαν τὴν ἀνθρωπέην, σπαδίξας δὲ αὐτοῦ τὸ δέρμα ἱμάντας ἐξ αὐτοῦ ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον ἐς τὸν ἵζων ἐδίκαζε· | Αυτά είπε ο Δαρείος κι ύστερα, αφού διόρισε τον αδερφό του από τον ίδιο πατέρα, τον Αρταφρένη, αντιβασιλιά στις Σάρδεις, αναχώρησε για τα Σούσα, έχοντας στην ακολουθία του τον Ιστιαίο· διόρισε επίσης αρχηγό των στρατευμάτων των παραθαλασσίων περιοχών τον Οτάνη· αυτουνού τον πατέρα, τον Σισάμνη, που είχε το αξίωμα του βασιλικού δικαστή, ο βασιλιάς Καμβύσης, επειδή δωροδοκήθηκε κι έβγαλε άδικη κρίση, τον έσφαξε, τον έγδαρε ολόκληρο, και το γδαρμένο δέρμα του το έκοψε λουρίδες λουρίδες και τις τέντωσε στο θρόνο, όπου καθόταν και δίκαζε· |
| [5.25.2] | ἐντανύσας δὲ ὁ Καμβύσης ἀπέδεξε δικαστὴν εἶναι ἀντὶ τοῦ Σισάμνεω, τὸν ἀποκτείνας ἀπέδειρε, τὸν παῖδα τοῦ Σισάμνεω, ἐντειλάμενός οἱ μεμνῆσθαι ἐν τῷ κατίζων θρόνῳ δικάζει. | και στο θρόνο που τέντωσε το δέρμα του Σισάμνη ο Καμβύσης όρισε να ᾽ναι δικαστής, στη θέση τους Σισάμνη, που τον σκότωσε και τον έγδαρε, ο γιος του, δίνοντάς του εντολή να θυμάται σε ποιό θρόνο κάθεται και δικάζει. |
| [5.26.1] | οὗτος ὦν ὁ Ὀτάνης, ὁ ἐγκατιζόμενος ἐς τοῦτον τὸν θρόνον, τότε διάδοχος γενόμενος Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης Βυζαντίους τε εἷλε καὶ Καλχηδονίους, εἷλε δὲ Ἄντανδρον τὴν ἐν τῇ Τρῳάδι γῇ, εἷλε δὲ Λαμπώνιον, λαβὼν δὲ παρὰ Λεσβίων νέας εἷλε Λῆμνόν τε καὶ Ἴμβρον, ἀμφοτέρας ἔτι τότε ὑπὸ Πελασγῶν οἰκεομένας. | Αυτός λοιπόν ο Οτάνης, που καθόταν και δίκαζε σ᾽ αυτόν το θρόνο, διαδέχτηκε τον Μεγάβαζο στην αρχηγία του στρατού και κυρίεψε το Βυζάντιο και την Χαλκηδόνα, κυρίεψε, στη χώρα της Τρωάδας, την Άντανδρο, κυρίεψε και το Λαμπώνιο και, παίρνοντας καράβια από τους Λεσβίους, κυρίεψε τη Λήμνο και την Ίμβρο, που τότε και στις δύο κατοικούσαν ακόμη οι Πελασγοί. |
| [5.27.1] | οἱ μὲν δὴ Λήμνιοι καὶ ἐμαχέσαντο εὖ καὶ ἀμυνόμενοι ἀνὰ χρόνον ἐκακώθησαν, τοῖσι δὲ περιεοῦσι αὐτῶν οἱ Πέρσαι ὕπαρχον ἐπιστᾶσι Λυκάρητον τὸν Μαιανδρίου τοῦ βασιλεύσαντος Σάμου ἀδελφεόν. | Οι Λήμνιοι λοιπόν, αν και αγωνίστηκαν λαμπρά και πρόβαλαν αντίσταση γι᾽ αρκετό διάστημα, έπεσαν στα χέρια των εχθρών· κι οι Πέρσες επέβαλαν σ᾽ όσους απ᾽ αυτούς απέμειναν τοποτηρητή τους τον Λυκάρητο, αδερφό του Μαιανδρίου που είχε βασιλέψει στη Σάμο. |
| [5.27.2] | οὗτος ὁ Λυκάρητος ἄρχων ἐν Λήμνῳ τελευτᾷ … αἰτίη δὲ τούτου ἥδε· πάντας ἠνδραποδίζετο καὶ κατεστρέφετο, τοὺς μὲν λιποστρατίης ἐπὶ Σκύθας αἰτιώμενος, τοὺς δὲ σίνεσθαι τὸν Δαρείου στρατὸν ἀπὸ Σκυθέων ὀπίσω ἀνακομιζόμενον. | Ο Λυκάρητος αυτός πεθαίνει κυβερνήτης της Λήμνου… Και νά ποιά ήταν η αιτία γι᾽ αυτό: όλους τούς έκανε ανδράποδα και τους υπόταζε, άλλους με την κατηγορία ότι ήταν ανυπόταχτοι όταν έγινε η εκστρατεία εναντίον των Σκυθών κι άλλους ότι ταλαιπωρούσαν το στρατό του Δαρείου στην επιστροφή του, κατά την υποχώρησή του από τους Σκύθες. |
| [5.28.1] | Οὗτος μέν νυν τοσαῦτα ἐξεργάσατο στρατηγήσας, μετὰ δὲ οὐ πολλὸν χρόνον ἄνεσις κακῶν ἦν, καὶ ἤρχετο τὸ δεύτερον ἐκ Νάξου τε καὶ Μιλήτου Ἴωσι γίνεσθαι κακά. τοῦτο μὲν γὰρ ἡ Νάξος εὐδαιμονίῃ τῶν νήσων προέφερε, τοῦτο δὲ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ἡ Μίλητος αὐτή τε ἑωυτῆς μάλιστα δὴ τότε ἀκμάσασα καὶ δὴ καὶ τῆς Ἰωνίης ἦν πρόσχημα, κατύπερθε δὲ τούτων ἐπὶ δύο γενεὰς ἀνδρῶν νοσήσασα ἐς τὰ μάλιστα στάσι, μέχρι οὗ μιν Πάριοι κατήρτισαν· τούτους γὰρ καταρτιστῆρας ἐκ πάντων Ἑλλήνων εἵλοντο οἱ Μιλήσιοι. | Αυτός λοιπόν ως στρατηγός αυτές τις επιχειρήσεις έφερε σε πέρας, κι αργότερα ο κόσμος δεν ξανάσανε για πολύ καιρό από τις συμφορές, όταν για δεύτερη φορά χτύπησαν οι συμφορές τους Ίωνες, ξεκινώντας από τη Νάξο κι από τη Μίλητο. Γιατί η Νάξος απ᾽ τη μεριά της είχε τα πρωτεία της ευημερίας ανάμεσα στα νησιά, κι η Μίλητος από τη δική της την ίδια εποχή είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της ακμής της, μάλιστα ήταν το καμάρι της Ιωνίας, ενώ προηγουμένως, για δυο ανθρώπινες γενιές, νοσούσε βαριά από εμφύλιες ταραχές, ωσότου ξανάφεραν την τάξη στην πόλη οι Πάριοι· γιατί αυτούς ανάμεσα απ᾽ όλους τους Έλληνες προτίμησαν οι Μιλήσιοι για ρυθμιστές του πολιτεύματός τους. |
| [5.29.1] | κατήλλαξαν δέ σφεας ὧδε οἱ Πάριοι· ὡς ἀπίκοντο αὐτῶν ἄνδρες οἱ ἄριστοι ἐς τὴν Μίλητον, ὥρων γὰρ δή σφεας δεινῶς οἰκοφθορημένους, ἔφασαν αὐτῶν βούλεσθαι διεξελθεῖν τὴν χώρην. ποιεῦντες δὲ ταῦτα καὶ διεξιόντες πᾶσαν τὴν Μιλησίην, ὅκως τινὰ ἴδοιεν ‹ἐν› ἀνεστηκυίῃ τῇ χώρῃ ἀγρὸν εὖ ἐξεργασμένον, ἀπεγράφοντο τὸ οὔνομα τοῦ δεσπότεω τοῦ ἀγροῦ. | Νά λοιπόν με ποιόν τρόπο οι Πάριοι έφεραν τη συμφιλίωση στην πόλη· όταν έφτασαν στη Μίλητο οι πιο άξιοι απ᾽ αυτούς (γιατί έβλεπαν σε ποιά κατάντια είχαν φτάσει τα οικονομικά της πόλης) είπαν πως θέλουν να διασχίσουν από τη μια ώς την άλλη άκρη τη χώρα. Λοιπόν κάνοντας αυτά και διασχίζοντας τη χώρα των Μιλησίων, όποτε έβλεπαν μες στην αποχερσωμένη χώρα ένα χωράφι όμορφα καλλιεργημένο, σημείωναν το όνομα του ιδιοχτήτη του χωραφιού. |
| [5.29.2] | διεξελάσαντες δὲ πᾶσαν τὴν χώρην καὶ σπανίους εὑρόντες τούτους, ὡς τάχιστα κατέβησαν ἐς τὸ ἄστυ, ἁλίην ποιησάμενοι ἀπέδεξαν τούτους μὲν τὴν πόλιν νέμειν τῶν εὗρον τοὺς ἀγροὺς εὖ ἐξεργασμένους· δοκέειν γὰρ ἔφασαν καὶ τῶν δημοσίων οὕτω δή σφεας ἐπιμελήσεσθαι ὥσπερ τῶν σφετέρων· τοὺς δὲ ἄλλους Μιλησίους τοὺς πρὶν στασιάζοντας τούτων ἔταξαν πείθεσθαι. | Κι αφού πέρασαν από τη μια άκρη ώς την άλλη τη χώρα και βρήκαν πολύ λίγους να σημειώσουν, μόλις κατέβηκαν στην πόλη αμέσως έκαναν συνέλευση των πολιτών κι όρισαν να κυβερνούν την πόλη αυτοί που βρέθηκαν τα χωράφια τους όμορφα καλλιεργημένα (γιατί, είπαν, ελπίζουν πως και για τις δημόσιες υποθέσεις θα έδειχναν την ίδια φροντίδα, καταπώς φρόντιζαν τις δικές τους), και διέταζαν τους υπόλοιπους Μιλησίους, που πριν τρώγονταν μεταξύ τους, να υπακούουν σ᾽ αυτούς. |
| [5.30.1] | Πάριοι μέν νυν Μιλησίους οὕτω κατήρτισαν· τότε δὲ ἐκ τουτέων τῶν πολίων ὧδε ἤρχετο κακὰ γίνεσθαι τῇ Ἰωνίῃ. ἐκ Νάξου ἔφυγον ἄνδρες τῶν παχέων ὑπὸ τοῦ δήμου, φυγόντες δὲ ἀπίκοντο ἐς Μίλητον. | Μ᾽ αυτό τον τρόπο λοιπόν οι Πάριοι ξανάφεραν την τάξη στη Μίλητο· αλλά τότε έτσι ξεκίνησαν απ᾽ αυτές τις πόλεις οι συμφορές να χτυπούν την Ιωνία. Ο λαός της Νάξου εξόρισε πολίτες ευκατάστατους, κι οι εξόριστοι έφτασαν στη Μίλητο. |
| [5.30.2] | τῆς δὲ Μιλήτου ἐτύγχανε ἐπίτροπος ἐὼν Ἀρισταγόρης ὁ Μολπαγόρεω, γαμβρός τε ἐὼν καὶ ἀνεψιὸς Ἱστιαίου τοῦ Λυσαγόρεω, τὸν ὁ Δαρεῖος ἐν Σούσοισι κατεῖχε. ὁ γὰρ Ἱστιαῖος τύραννος ἦν Μιλήτου καὶ ἐτύγχανε τοῦτον τὸν χρόνον ἐὼν ἐν Σούσοισι, ὅτε οἱ Νάξιοι ἦλθον, ξεῖνοι πρὶν ἐόντες τῷ Ἱστιαίῳ. | Συνέβαινε τότε να είναι τοποτηρητής του τυράννου στη Μίλητο ο Αρισταγόρας, γιος του Μολπαγόρα, που ήταν γαμπρός κι εξάδερφος του Ιστιαίου, του γιου του Λυσαγόρα, εκείνου που ο Δαρείος κρατούσε στα Σούσα. Γιατί τύραννος της Μιλήτου ήταν ο Ιστιαίος και συνέβαινε αυτό τον καιρό, όταν ήρθαν οι Νάξιοι, που στο παρελθόν είχαν δεσμό από φιλοξενία με τον Ιστιαίο, αυτός να βρίσκεται στα Σούσα. |
| [5.30.3] | ἀπικόμενοι δὲ οἱ Νάξιοι ἐς τὴν Μίλητον ἐδέοντο τοῦ Ἀρισταγόρεω, εἴ κως αὐτοῖσι παράσχοι δύναμίν τινα καὶ κατέλθοιεν ἐς τὴν ἑωυτῶν. ὁ δὲ ἐπιλεξάμενος ὡς, ἢν δι᾽ αὐτοῦ κατέλθωσι ἐς τὴν πόλιν, ἄρξει τῆς Νάξου, σκῆψιν δὲ ποιεύμενος τὴν ξεινίην τὴν Ἱστιαίου, τόνδε σφι λόγον προσέφερε· | Φτάνοντας οι Νάξιοι στη Μίλητο παρακαλούσαν τον Αρισταγόρα, αν είχε τρόπο, να τους διαθέσει κάποια στρατιωτική δύναμη, για να γυρίσουν από την εξορία στο νησί τους. Κι αυτός, κάνοντας τη σκέψη πως, αν με τη δική του συνδρομή γύριζαν από την εξορία στην πόλη τους, θα εξουσιάσει τη Νάξο, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τους φιλικούς δεσμούς τους με τον Ιστιαίο, τους μίλησε έτσι: |
| [5.30.4] | Αὐτὸς μὲν ὑμῖν οὐ φερέγγυός εἰμι δύναμιν παρασχεῖν τοσαύτην ὥστε κατάγειν ἀεκόντων τῶν τὴν πόλιν ἐχόντων Ναξίων· πυνθάνομαι γὰρ ὀκτακισχιλίην ἀσπίδα Ναξίοισι εἶναι καὶ πλοῖα μακρὰ πολλά· μηχανήσομαι δὲ πᾶσαν σπουδὴν ποιεύμενος. | «Εγώ δεν μπορώ από μόνος μου να δεσμευτώ να διαθέσω για σας τόσο μεγάλη στρατιωτική δύναμη, ώστε να σας αποκαταστήσω στην πατρίδα σας, την ώρα που οι Νάξιοι που κρατούν την πόλη δε δέχονται κάτι τέτοιο· γιατί ακούω πως οι Νάξιοι έχουν οχτώ χιλιάδες ασπιδοφόρους και πολλά πολεμικά καράβια· όμως, κάνοντας ό,τι περνά από το χέρι μου, θα βρω τρόπο· |
| [5.30.5] | ἐπινοέω δὲ τῇδε. Ἀρταφρένης μοι τυγχάνει ἐὼν φίλος· ὁ δὲ Ἀρταφρένης ὑμῖν Ὑστάσπεος μέν ἐστι παῖς, Δαρείου δὲ τοῦ βασιλέος ἀδελφεός, τῶν δ᾽ ἐπιθαλασσίων τῶν ἐν τῇ Ἀσίῃ ἄρχει πάντων, ἔχων στρατιήν τε πολλὴν καὶ πολλὰς νέας. τοῦτον ὦν δοκέω τὸν ἄνδρα ποιήσειν τῶν ἂν χρηίζωμεν. | και νά ποιά ιδέα μού ήρθε: συμβαίνει να είναι φίλος μου ο Αρταφρένης, κι είναι γιος του Υστάσπη κι αδερφός του βασιλιά Δαρείου ο Αρταφρένης, κι έχει στην εξουσία του όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές της Μικράς Ασίας, έχοντας και μεγάλο στρατό και πολλά καράβια. Πιστεύω λοιπόν πως ο άντρας αυτός θα κάνει ό,τι του ζητήσουμε». |
| [5.30.6] | ταῦτα ἀκούσαντες οἱ Νάξιοι προσέθεσαν τῷ Ἀρισταγόρῃ πρήσσειν τῇ δύναιτο ἄριστα καὶ ὑπίσχεσθαι δῶρα ἐκέλευον καὶ δαπάνην τῇ στρατιῇ ὡς αὐτοὶ διαλύσοντες, ἐλπίδας πολλὰς ἔχοντες, ὅταν ἐπιφανέωσι ἐς τὴν Νάξον, πάντα ποιήσειν τοὺς Ναξίους τὰ ἂν αὐτοὶ κελεύωσι, ὣς δὲ καὶ τοὺς ἄλλους νησιώτας· τῶν γὰρ νήσων τουτέων [τῶν Κυκλάδων] οὐδεμία κω ἦν ὑπὸ Δαρείῳ. | Ακούοντας αυτά οι Νάξιοι ανέθεσαν στον Αρισταγόρα να ενεργήσει όσο μπορούσε καλύτερα, και του έδωσαν την εξουσιοδότηση να υποσχεθεί δώρα και τα έξοδα για το εκστρατευτικό σώμα —τα χρήματα θα τα ᾽βαζαν απ᾽ τα δικά τους—, επειδή είχαν μεγάλες ελπίδες πως, με το που θα εμφανίζονταν οι Πέρσες στη Νάξο, οι Νάξιοι θα υπάκουαν σ᾽ ό,τι τους πρόσταζαν, και το ίδιο θα έκαναν κι οι υπόλοιποι νησιώτες· γιατί ώς εκείνη τη μέρα κανένα από τα νησιά αυτά [τις Κυκλάδες] δε βρισκόταν στην επικράτεια του Δαρείου. |
| [5.31.1] | ἀπικόμενος δὲ ὁ Ἀρισταγόρης ἐς τὰς Σάρδις λέγει πρὸς τὸν Ἀρταφρένεα ὡς Νάξος εἴη νῆσος μεγάθεϊ μὲν οὐ μεγάλη ἄλλως δὲ καλή τε καὶ ἀγαθὴ καὶ ἀγχοῦ Ἰωνίης, χρήματα δὲ ἔνι πολλὰ καὶ ἀνδράποδα. Σὺ ὦν ἐπὶ ταύτην τὴν χώρην στρατηλάτεε, κατάγων ἐς αὐτὴν τοὺς φυγάδας ἐξ αὐτῆς. | Φτάνοντας λοιπόν ο Αρισταγόρας στις Σάρδεις λέει στον Αρταφρένη πως η Νάξος είναι νησί όχι και τόσο μεγάλο σε έκταση, απ᾽ την άλλη όμως όμορφο και με καλή γη και κοντά στην Ιωνία, κι έχει πολλά χρήματα και δούλους. «Λοιπόν, στείλε εσύ το στρατό σου εναντίον αυτής της χώρας, βοηθώντας τους εξορισμένους απ᾽ αυτή να γυρίσουν στην πόλη τους. |
| [5.31.2] | καί τοι ταῦτα ποιήσαντι τοῦτο μέν ἐστι ἕτοιμα παρ᾽ ἐμοὶ χρήματα μεγάλα πάρεξ τῶν ἀναισιμωμάτων τῇ στρατιῇ (ταῦτα μὲν γὰρ δίκαιον ἡμέας τοὺς ἄγοντας παρέχειν), τοῦτο δὲ νήσους βασιλέϊ προσκτήσεαι αὐτήν τε Νάξον καὶ τὰς ἐκ ταύτης ἠρτημένας, Πάρον καὶ Ἄνδρον καὶ ἄλλας τὰς Κυκλάδας καλευμένας. | Κι αν κάνεις αυτά, πρώτα πρώτα έχουν εξασφαλίσει πολλά χρήματα, ξέχωρα απ᾽ τις δαπάνες για το εκστρατευτικό σώμα (γιατί αυτές είμαστε υποχρεωμένοι να καταβάλουμε εμείς που σε προσκαλούμε), κι ύστερα θα προσθέσεις στην επικράτεια του βασιλιά νησιά, την ίδια τη Νάξο κι όσα είναι δεμένα στο άρμα της, την Πάρο και την Άνδρο και τ᾽ άλλα, που τα ονομάζουμε Κυκλάδες. |
| [5.31.3] | ἐνθεῦτεν δὲ ὁρμώμενος εὐπετέως ἐπιθήσεαι Εὐβοίῃ, νήσῳ μεγάλῃ τε καὶ εὐδαίμονι, οὐκ ἐλάσσονι Κύπρου καὶ κάρτα εὐπετέϊ αἱρεθῆναι. ἀποχρῶσι δὲ ἑκατὸν νέες ταύτας πάσας χειρώσασθαι. ὁ δὲ ἀμείβετο αὐτὸν τοῖσδε· | Κι έχοντάς τες για ορμητήριο εύκολα θα επιτεθείς εναντίον της Εύβοιας — νησί μεγάλο και πλούσιο, όχι μικρότερο από την Κύπρο, και που η κατάκτησή του είναι πολύ εύκολη υπόθεση. Εκατό καράβια φτάνουν για να βάλεις στο χέρι σου όλ᾽ αυτά τα νησιά». Κι αυτός του αποκρίθηκε έτσι: |
| [5.31.4] | Σὺ ἐς οἶκον τὸν βασιλέος ἐσηγητὴς γίνεαι πρηγμάτων ἀγαθῶν καὶ ταῦτα εὖ παραινέεις πάντα, πλὴν τῶν νεῶν τοῦ ἀριθμοῦ. ἀντὶ δὲ ἑκατὸν νεῶν διηκόσιαί τοι ἕτοιμοι ἔσονται ἅμα τῷ ἔαρι. δεῖ δὲ τούτοισι καὶ αὐτὸν βασιλέα συνέπαινον γίνεσθαι. | «Εσύ έρχεσαι στην αυλή του βασιλιά να εισηγηθείς καλές επιχειρήσεις, κι όλες οι προτάσεις σου είναι σωστές, εκτός από τον αριθμό των καραβιών. Λοιπόν, όχι εκατό, αλλά διακόσια θα τα ᾽χεις σίγουρα με τον ερχομό της άνοιξης. Πρέπει όμως γι᾽ αυτά να πει το ναι και ο βασιλιάς». |
| [5.32.1] | ὁ μὲν δὴ Ἀρισταγόρης ὡς ταῦτα ἤκουσε, περιχαρὴς ἐὼν ἀπήιε ἐς Μίλητον, ὁ δὲ Ἀρταφρένης, ὥς οἱ πέμψαντι ἐς Σοῦσα καὶ ὑπερθέντι τὰ ἐκ τοῦ Ἀρισταγόρεω λεγόμενα συνέπαινος καὶ αὐτὸς Δαρεῖος ἐγένετο, παρεσκευάσατο μὲν διηκοσίας τριήρεας, πολλὸν δὲ κάρτα ὅμιλον Περσέων τε καὶ τῶν ἄλλων συμμάχων, στρατηγὸν δὲ τούτων ἀπέδεξε Μεγαβάτην ἄνδρα Πέρσην τῶν Ἀχαιμενιδέων, ἑωυτοῦ τε καὶ Δαρείου ἀνεψιόν, τοῦ Παυσανίης ὁ Κλεομβρότου Λακεδαιμόνιος, εἰ δὴ ἀληθής γέ ἐστι ὁ λόγος, ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων ἡρμόσατο θυγατέρα, ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσθαι. ἀποδέξας δὲ Μεγαβάτην στρατηγὸν Ἀρταφρένης ἀπέ στειλε τὸν στρατὸν παρὰ τὸν Ἀρισταγόρεα. | Λοιπόν, όταν τ᾽ άκουσε αυτά ο Αρισταγόρας, καταχαρούμενος γύρισε στη Μίλητο· κι ο Αρταφρένης, καθώς κι ο ίδιος ο Δαρείος έδωσε τη συγκατάθεσή του, όταν έστειλε αγγελιοφόρο στα Σούσα και ζήτησε την έγκριση της πρότασής του, αμέσως ετοίμασε διακόσιες τριήρεις και πάρα πολύ μεγάλο στρατό από Πέρσες κι από τους διάφορους συμμάχους τους και διόρισε στρατηγό τους τον Μεγαβάτη, Πέρση απ᾽ τη γενιά των Αχαιμενιδών, ξάδερφο δικό του και του Δαρείου, αυτουνού που αργότερα, αν αληθεύει η φήμη, ο Παυσανίας, ο γιος του Κλεομβρότου ο Λακεδαιμόνιος, αρραβωνιάστηκε τη θυγατέρα, έρωτα νιώθοντας να γίνει τύραννος της Ελλάδας. Διόρισε λοιπόν ο Αρταφρένης τον Μεγαβάτη στρατηγό κι έστειλε το εκστρατευτικό σώμα στον Αρισταγόρα. |
| [5.33.1] | παραλαβὼν δὲ ὁ Μεγαβάτης τόν τε ἐκ τῆς Μιλήτου Ἀρισταγόρεα καὶ τὴν Ἰάδα στρατιὴν καὶ τοὺς Ναξίους ἔπλεε πρόφασιν ἐπ᾽ Ἑλλησπόντου, ἐπείτε δὲ ἐγένετο ἐν Χίῳ, ἔσχε τὰς νέας ἐς Καύκασα, ὡς ἐνθεῦτεν βορέῃ ἀνέμῳ ἐς τὴν Νάξον διαβάλοι. | Κι ο Μεγαβάτης πήρε μαζί του από τη Μίλητο τον Αρισταγόρα και το εκστρατευτικό σώμα της Ιωνίας και τους Ναξίους κι έβαλε πλώρη δήθεν εναντίον του Ελλησπόντου, όταν όμως έφτασε στη Χίο, έριξε άγκυρα στα Καύκασα με σκοπό, άμα πάρει να φυσά βοριάς, να περάσει απ᾽ εκεί απέναντι, στη Νάξο. |
| [5.33.2] | καὶ οὐ γὰρ ἔδεε τούτῳ τῷ στόλῳ Ναξίους ἀπολέσθαι, πρῆγμα τοιόνδε συνηνείχθη γενέσθαι· περιιόντος Μεγαβάτεω τὰς ἐπὶ τῶν νεῶν φυλακὰς ἐπὶ νεὸς Μυνδίης ἔτυχε οὐδεὶς φυλάσσων· ὁ δὲ δεινόν τι ποιησάμενος ἐκέλευσε τοὺς δορυφόρους ἐξευρόντας τὸν ἄρχοντα ταύτης τῆς νεός, τῷ οὔνομα ἦν Σκύλαξ, τοῦτον δῆσαι διὰ θαλαμίης διέλκοντας τῆς νεὸς κατὰ τοῦτο, ἔξω μὲν κεφαλὴν ποιεῦντας, ἔσω δὲ τὸ σῶμα. | Και —γιατί δεν ήταν γραφτό ν᾽ αφανιστούν οι Νάξιοι απ᾽ αυτό το εκστρατευτικό σώμα— το ᾽φερε η τύχη να γίνει ένα τέτοιο περιστατικό: καθώς ο Μεγαβάτης έκανε επιθεώρηση στους σκοπούς των καραβιών, έτυχε πάνω σ᾽ ένα καράβι από τη Μύνδο να μη βρίσκεται κανένας σκοπός· κι αυτός αγανάχτησε και διέταξε τους δορυφόρους τους να ψάξουν και να βρουν τον κυβερνήτη αυτού του πλοίου, που τον έλεγαν Σκύλακα, και να τον αλυσοδέσουν, αφού περάσουν το κεφάλι του από μια θαλαμιά του καραβιού, έτσι που το κορμί του να είναι στο μέσα του καραβιού και το κεφάλι απ᾽ έξω. |
| [5.33.3] | δεθέντος δὲ τοῦ Σκύλακος ἐξαγγέλλει τις τῷ Ἀρισταγόρῃ ὅτι τὸν ξεῖνόν οἱ τὸν Μύνδιον Μεγαβάτης δήσας λυμαίνοιτο. ὁ δ᾽ ἐλθὼν παραιτέετο τὸν Πέρσην, τυγχάνων δὲ οὐδενὸς τῶν ἐδέετο αὐτὸς ἐλθὼν ἔλυσε. πυθόμενος δὲ κάρτα δεινὸν ἐποιήσατο ὁ Μεγαβάτης καὶ ἐσπέρχετο τῷ Ἀρισταγόρῃ. | Κι όταν αλυσόδεσαν τον Σκύλακα, κάποιος φέρνει τα νέα στον Αρισταγόρα, πως τον φίλο του από τη Μύνδο ο Μεγαβάτης τον αλυσόδεσε και τον βασανίζει. Κι αυτός πήγε και ζήτησε από τον Πέρση να δώσει χάρη, αλλά τα παρακάλια του δεν έπιασαν τόπο κι έτσι πήγε μόνος του και τον έλυσε. Το έμαθε ο Μεγαβάτης κι αγανάχτησε πολύ και φουρκίστηκε με τον Αρισταγόρα. Κι αυτός του είπε: |
| [5.33.4] | ὁ δὲ εἶπε· Σοὶ δὲ καὶ τούτοισι πρῆγμασι τί ἐστι; οὔ σε ἀπέστειλε Ἀρταφρένης ἐμέο πείθεσθαι καὶ πλέειν τῇ ἂν ἐγὼ κελεύω; τί πολλὰ πρήσσεις; ταῦτα εἶπε ὁ Ἀρισταγόρης. ὁ δὲ θυμωθεὶς τούτοισι, ὡς νὺξ ἐγένετο, ἔπεμπε ἐς Νάξον πλοίῳ ἄνδρας φράσοντας τοῖσι Ναξίοισι πάντα τὰ παρεόντα σφι πρήγματα. | «Εσύ τί δουλειά έχεις μ᾽ αυτά τα πράματα; Δε σου έδωσε εντολή ο Αρταφρένης να με υπακούς και να οδηγείς το στόλο όπου εγώ διατάζω; Γιατί φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν;». Αυτά είπε ο Αρισταγόρας. Κι ο άλλος θύμωσε μ᾽ αυτά, κι όταν έπεσε η νύχτα έστειλε στη Νάξο ανθρώπους με καράβι, για να πουν στους Ναξίους τα πάντα για τον κίνδυνο που τους έζωνε. |
| [5.34.1] | οἱ γὰρ ὦν Νάξιοι οὐδὲν πάντως προσεδέκοντο ἐπὶ σφέας τὸν στόλον τοῦτον ὁρμήσεσθαι. ἐπεὶ μέντοι ἐπύθοντο, αὐτίκα μὲν ἐσηνείκαντο τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ τεῖχος, παρεσκευάσαντο δὲ ὡς πολιορκησόμενοι καὶ σῖτα καὶ ποτά, καὶ τὸ τεῖχος ἐσάξαντο. | Λοιπόν οι Νάξιοι, ούτε που πέρασε απ᾽ το νου τους πως προορισμός αυτού του εκστρατευτικού σώματος ήταν το νησί τους. Όταν όμως πήραν την είδηση, αμέσως ό,τι είχαν στα χωράφια τους τα κουβαλούσαν μέσα στο τείχος κι έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες για την πολιορκία, και προμηθεύτηκαν τρόφιμα και ποτά κι επισκεύασαν το τείχος. |
| [5.34.2] | καὶ οὗτοι μὲν παρεσκευάζοντο ὡς παρεσομένου σφι πολέμου, οἱ δ᾽ ἐπείτε διέβαλον ἐκ τῆς Χίου τὰς νέας ἐς τὴν Νάξον, πρὸς πεφραγμένους προσεφέροντο καὶ ἐπολιόρκεον μῆνας τέσσερας. | Κι αυτοί απ᾽ τη μεριά τους είχαν πάρει τα μέτρα τους, μια κι όπου να ᾽ταν τους ερχόταν πόλεμος, κι όσο για τους άλλους, όταν πέρασαν τα καράβια τους από τη Χίο στη Νάξο, η επίθεσή τους βρήκε τον εχθρό οχυρωμένο και πολιορκούσαν την πόλη τέσσερες μήνες. |
| [5.34.3] | ὡς δὲ τά τε ἔχοντες ἦλθον χρήματα οἱ Πέρσαι, ταῦτα κατεδεδαπάνητό σφι, καὶ αὐτῷ τῷ Ἀρισταγόρῃ προσαναισίμωτο πολλά, τοῦ πλεῦνός τε ἐδέετο ἡ πολιορκίη, ἐνθαῦτα τείχεα τοῖσι φυγάσι τῶν Ναξίων οἰκοδομήσαντες ἀπαλλάσσοντο ἐς τὴν ἤπειρον, κακῶς πρήσσοντες. | Όμως και τα χρήματα που είχαν μαζί τους οι Πέρσες όταν ήρθαν σώθηκαν εντελώς και κοντά σ᾽ αυτά ξοδεύτηκαν κι όσα έβαλε από τα δικά του ο Αρισταγόρας, κι η πολιορκία απαιτούσε όλο και περισσότερα· τότε λοιπόν έχτισαν κάστρο για τους εξορισμένους Ναξίους και σηκώθηκαν και γύρισαν στην Ασία, κι ήταν να τους κλαις. |
| [5.35.1] | Ἀρισταγόρης δὲ οὐκ εἶχε τὴν ὑπόσχεσιν τῷ Ἀρταφρένεϊ ἐκτελέσαι· ἅμα δὲ ἐπίεζέ μιν ἡ δαπάνη τῆς στρατιῆς ἀπαιτεομένη, ἀρρώδεέ τε τοῦ στρατοῦ πρήξαντος κακῶς καὶ Μεγαβάτῃ διαβεβλημένος, ἐδόκεέ τε τὴν βασιληίην τῆς Μιλήτου ἀπαιρεθήσεσθαι. | Ο Αρισταγόρας λοιπόν δεν είχε τρόπο να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που έδωσε στον Αρταφρένη· συνάμα τον πίεζαν τα έξοδα που απαιτούσε το εκστρατευτικό σώμα και τον έπιασε φόβος που η εκστρατεία απέτυχε και τον κατέτρεχε ο Μεγαβάτης· και το πήρε απόφαση πως θα χάσει τη βασιλική εξουσία της Μιλήτου. |
| [5.35.2] | ἀρρωδέων δὲ τούτων ἕκαστα ἐβουλεύετο ἀπόστασιν· συνέπιπτε γὰρ καὶ τὸν ἐστιγμένον τὴν κεφαλὴν ἀπῖχθαι ἐκ Σούσων παρὰ Ἱστιαίου, σημαίνοντα ἀπίστασθαι Ἀρισταγόρην ἀπὸ βασιλέος. | Λοιπόν, καθώς το καθένα απ᾽ αυτά τον φόβιζε, άρχισε να σκέφτεται να επαναστατήσει. Μάλιστα σ᾽ αυτό το μεταξύ κατά σύμπτωση έφτασε από τα Σούσα ο άνθρωπος του Ιστιαίου με τα στίγματα στο κεφάλι, που έδιναν στον Αρισταγόρα το σύνθημα να σηκώσει επανάσταση εναντίον του βασιλιά. |
| [5.35.3] | ὁ γὰρ Ἱστιαῖος βουλόμενος τῷ Ἀρισταγόρῃ σημῆναι ἀποστῆναι ἄλλως μὲν οὐδαμῶς εἶχε ἀσφαλέως σημῆναι ὥστε φυλασσομένων τῶν ὁδῶν, ὁ δὲ τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε καὶ ἀνέμεινε ἀναφῦναι τὰς τρίχας, ὡς δὲ ἀνέφυσαν τάχιστα, ἀπέπεμπε ἐς Μίλητον ἐντειλάμενος αὐτῷ ἄλλο μὲν οὐδέν, ἐπεὰν δὲ ἀπίκηται ἐς Μίλητον, κελεύειν Ἀρισταγόρην ξυρήσαντά μιν τὰς τρίχας κατιδέσθαι ἐς τὴν κεφαλήν· τὰ δὲ στίγματα ἐσήμαινε, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, ἀπόστασιν. | Γιατί ο Ιστιαίος, θέλοντας να δώσει το σύνθημα της επανάστασης, δεν είχε κανέναν άλλο σίγουρο τρόπο να δώσει το σύνθημα, έτσι που οι δρόμοι είχαν φρουρές, και λοιπόν ξύρισε σύρριζα το κεφάλι του πιο πιστού του δούλου, το χάραξε με στίγματα και περίμενε να ξαναβγάλει μαλλιά. Και μόλις ξαναβγήκαν, χωρίς να χάσει στιγμή τον έστειλε στη Μίλητο, χωρίς καμιά άλλη παραγγελία παρά, μόλις φτάσει στη Μίλητο, να προστάξει τον Αρισταγόρα να του ξουρίσει τα μαλλιά και να παρατηρήσει προσεχτικά το κεφάλι του· και τα στίγματα σχημάτιζαν, όπως είπα και παραπάνω, το σύνθημα «επανάσταση». |
| [5.35.4] | ταῦτα δὲ ὁ Ἱστιαῖος ἐποίεε συμφορὴν ποιεύμενος μεγάλην τὴν ἑωυτοῦ κατοχὴν τὴν ἐν Σούσοισι· ἀποστάσιος ὦν γινομένης πολλὰς εἶχε ἐλπίδας μετήσεσθαι ἐπὶ θάλασσαν, μὴ δὲ νεώτερόν τι ποιεύσης τῆς Μιλήτου οὐδαμὰ ἐς αὐτὴν ἥξειν ἔτι ἐλογίζετο. | Κι έπραξε έτσι ο Ιστιαίος, γιατί ένιωθε πολύ δυστυχισμένος με τον περιορισμό του στα Σούσα· αν λοιπόν γινόταν επανάσταση, είχε πολλές ελπίδες να τον στείλουν στις παραθαλάσσιες περιοχές, αν όμως η Μίλητος δεν έκανε κανένα κίνημα, σκεφτόταν πως δεν υπήρχε πια καμιά πιθανότητα να γυρίσει σ᾽ αυτή. |
| [5.36.1] | Ἱστιαῖος μέν νυν ταῦτα διανοεύμενος ἀπέπεμπε τὸν ἄγγελον, Ἀρισταγόρῃ δὲ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῦ χρόνου πάντα ταῦτα συνελθόντα. ἐβουλεύετο ὦν μετὰ τῶν στασιωτέων, ἐκφήνας τήν τε ἑωυτοῦ γνώμην καὶ τὰ παρὰ τοῦ Ἱστιαίου ἀπιγμένα. | Ο Ιστιαίος λοιπόν έχοντας αυτά στο νου του έστελνε τον αγγελιοφόρο του, κι ήρθαν έτσι τα πράματα, ώστε όλ᾽ αυτά μαζί να βρουν τον Αρισταγόρα την ίδια ώρα. Έκανε λοιπόν σύσκεψη με τους πολιτικούς του φίλους και τους φανέρωσε και τη δική του απόφαση κι όσα του ήρθαν από τον Ιστιαίο. |
| [5.36.2] | οἱ μὲν δὴ ἄλλοι πάντες γνώμην κατὰ τὠυτὸ ἐξεφέροντο, κελεύοντες ἀπίστασθαι, Ἑκαταῖος δ᾽ ὁ λογοποιὸς πρῶτα μὲν οὐκ ἔα πόλεμον βασιλέϊ τῷ Περσέων ἀναιρέεσθαι, καταλέγων τά τε ἔθνεα πάντα τῶν ἦρχε Δαρεῖος καὶ τὴν δύναμιν αὐτοῦ· ἐπείτε δὲ οὐκ ἔπειθε, δεύτερα συνεβούλευε ποιέειν ὅκως ναυκρατέες τῆς θαλάσσης ἔσονται. | Λοιπόν όλοι οι άλλοι διατύπωσαν την ίδια γνώμη, προτρέποντας σε επανάσταση, ο Εκαταίος ο λογογράφος όμως πρώτα πρώτα τους απέτρεπε ν᾽ αναλάβουν πόλεμο εναντίον του βασιλιά των Περσών, αραδιάζοντας όλα τα έθνη που εξουσίαζε ο Δαρείος και τη δύναμη που είχε, κι επειδή δεν τους έπειθε, τους έδωσε μια δεύτερη συμβουλή, να γίνουν κυρίαρχοι της θάλασσας. |
| [5.36.3] | ἄλλως μέν νυν οὐδαμῶς ἔφη λέγων ἐνορᾶν ἐσόμενον τοῦτο (ἐπίστασθαι γὰρ τὴν δύναμιν τὴν Μιλησίων ἐοῦσαν ἀσθενέα), εἰ δὲ τὰ χρήματα καταιρεθείη τὰ ἐκ τοῦ ἱροῦ τοῦ ἐν Βραγχίδῃσι, τὰ Κροῖσος ὁ Λυδὸς ἀνέθηκε, πολλὰς εἶχε ἐλπίδας ἐπικρατήσειν τῆς θαλάσσης, καὶ οὕτω αὐτούς τε ἕξειν ‹τοῖσι› χρήμασι χρᾶσθαι καὶ τοὺς πολεμίους οὐ συλήσειν αὐτά. | Λοιπόν, ανέφερε στο λόγο του, δεν έβλεπε κανένα άλλο τρόπο να το επιτύχουν αυτό (γιατί ήξερε πόσο μικρή ήταν η στρατιωτική δύναμη της Μιλήτου), παρά μόνο αν έβαζαν στο χέρι τους το θησαυρό του ναού των Βραγχιδών, αφιερωμένον από τον Κροίσο το Λυδό· τότε μόνο θα υπήρχε ελπίδα να γίνουν κυρίαρχοι της θάλασσας, κι έτσι και οι ίδιοι θα είχαν χρήματα για τις δαπάνες και δεν θα τα άρπαζαν οι εχθροί. |
| [5.36.4] | τὰ δὲ χρήματα ἦν ταῦτα μεγάλα, ὡς δεδήλωταί μοι ἐν τῷ πρώτῳ τῶν λόγων. αὕτη μὲν δὴ οὐκ ἐνίκα ἡ γνώμη, ἐδόκεε δὲ ὅμως ἀπίστασθαι, ἕνα τε αὐτῶν πλώσαντα ἐς Μυοῦντα ἐς τὸ στρατόπεδον τὸ ἀπὸ τῆς Νάξου ἀπελθόν, ἐὸν ἐνθαῦτα, συλλαμβάνειν πειρᾶσθαι τοὺς ἐπὶ τῶν νεῶν ἐπιπλέοντας στρατηγούς. | Κι ο θησαυρός αυτός ήταν μεγάλος, όπως έχω αναφέρει στο πρώτο μέρος της ιστορίας μου. Πάντως όμως η γνώμη αυτή δεν επικρατούσε, αλλά αποφάσισαν να σηκώσουν επανάσταση, κι ένας τους να πάει με καράβι στην Μυούντα, στο εκστρατευτικό σώμα που γυρίζοντας από τη Νάξο στρατοπέδευε εκεί, και να προσπαθήσει να συλλάβει τους στρατηγούς που ήταν πάνω στα καράβια. |
| [5.37.1] | ἀποπεμφθέντος δὲ Ἰητραγόρεω κατ᾽ αὐτὸ τοῦτο καὶ συλλαβόντος δόλῳ Ὀλίατον Ἰβανώλλιος Μυλασέα καὶ Ἱστιαῖον Τύμνεω Τερμερέα καὶ Κώην Ἐρξάνδρου, τῷ Δαρεῖος Μυτιλήνην ἐδωρήσατο, καὶ Ἀρισταγόρην Ἡρακλείδεω Κυμαῖον καὶ ἄλλους συχνούς, οὕτω δὴ ἐκ τοῦ ἐμφανέος ὁ Ἀρισταγόρης ἀπεστήκεε, πᾶν ἐπὶ Δαρείῳ μηχανώμενος. | Γι᾽ αυτόν λοιπόν το σκοπό στάλθηκε ο Ιατραγόρας και συνέλαβε με δόλο τον Ολίατο, το γιο του Ιβανώλλη από τα Μύλασα, και τον Ιστιαίο, το γιο του Τύμνη από τα Τέρμερα, και τον Κώη, το γιο του Ερξάνδρου, αυτόν που του έδωσε δώρο τη Μυτιλήνη ο Δαρείος, και τον Αρισταγόρα, το γιο του Ηρακλείδη από την Κύμη, κι άλλους πολλούς· κι έτσι ο Αρισταγόρας κήρυξε φανερά επανάσταση κι έβαλε σ᾽ ενέργεια ό,τι περνούσε απ᾽ το χέρι του για να κάνει κακό στον Δαρείο. |
| [5.37.2] | καὶ πρῶτα μὲν λόγῳ μετεὶς τὴν τυραννίδα ἰσονομίην ἐποίεε τῇ Μιλήτῳ, ὡς ἂν ἑκόντες αὐτῷ οἱ Μιλήσιοι συναπισταίατο, μετὰ δὲ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ Ἰωνίῃ τὠυτὸ τοῦτο ἐποίεε, τοὺς μὲν ἐξελαύνων τῶν τυράννων, τοὺς δ᾽ ἔλαβε τυράννους ἀπὸ τῶν νεῶν τῶν συμπλευσασέων ἐπὶ Νάξον, τούτους δὲ φίλα βουλόμενος ποιέεσθαι τῇσι πόλισι ἐξεδίδου, ἄλλον ἐς ἄλλην πόλιν παραδιδούς, ὅθεν εἴη ἕκαστος. | Και πρώτα πρώτα παραιτήθηκε, έτσι για τα μάτια, από το αξίωμα του τυράννου κι έδωσε σ᾽ όλους τους Μιλησίους τα ίδια πολιτικά δικαιώματα, έτσι ώστε να επαναστατήσουν μαζί του οι Μιλήσιοι με τη θέλησή τους, κι ύστερα έκανε το ίδιο και στην υπόλοιπη Ιωνία: από τους τυράννους άλλους τους εκθρόνιζε, ενώ εκείνους που συνέλαβε απ᾽ τα καράβια που πήραν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Νάξου, για να δείξει τις φιλικές του διαθέσεις στις πολιτείες τους, τους έστελνε να τους κρίνει ο λαός, παραδίνοντας τον καθένα τους σ᾽ άλλη πόλη, σ᾽ αυτήν από την οποία καταγόταν. |
| [5.38.1] | Κώην μέν νυν Μυτιληναῖοι ἐπείτε τάχιστα παρέλαβον, ἐξαγαγόντες κατέλευσαν, Κυμαῖοι δὲ τὸν σφέτερον αὐτῶν ἀπῆκαν· ὣς δὲ καὶ ἄλλοι οἱ πλεῦνες ἀπίεσαν. | Λοιπόν οι Μυτιληναίοι τον Κώη, μόλις τον παρέλαβαν, αμέσως τον έβγαλαν έξω από την πόλη τους και τον σκότωσαν με λιθοβολισμό, οι Κυμαίοι όμως τον δικό τους τύραννο τον άφησαν ελεύθερο· επίσης κι άλλοι, οι περισσότεροι, τους άφηναν ελεύθερους. |
| [5.38.2] | τυράννων μέν νυν κατάπαυσις ἐγίνετο ἀνὰ τὰς πόλιας, Ἀρισταγόρης δὲ ὁ Μιλήσιος ὡς τοὺς τυράννους κατέπαυσε, στρατηγοὺς ἐν ἑκάστῃ τῶν πολίων κελεύσας ἑκάστους καταστῆσαι, δεύτερα αὐτὸς ἐς Λακεδαίμονα τριήρεϊ ἀπόστολος ἐγίνετο· ἔδεε γὰρ δὴ συμμαχίης τινός οἱ μεγάλης ἐξευρεθῆναι. | Εκθρονίστηκαν λοιπόν οι τύραννοι απ᾽ όλες τις πόλεις κι ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος, αφού εκθρόνισε τους τυράννους, έδωσε εντολή η κάθε πόλη ν᾽ αναδείξει τους στρατηγούς της· ύστερα ο ίδιος κίνησε με τριήρη πρεσβευτής για τη Σπάρτη, επειδή του ήταν απαραίτητο να βρεθεί κάποιος δυνατός σύμμαχος. |
| [5.39.1] | Τῆς δὲ Σπάρτης Ἀναξανδρίδης μὲν ὁ Λέοντος οὐκέτι περιεὼν ἐβασίλευε ἀλλὰ ἐτετελευτήκεε, Κλεομένης δὲ ὁ Ἀναξανδρίδεω εἶχε τὴν βασιληίην, οὐ κατ᾽ ἀνδραγαθίην σχὼν ἀλλὰ κατὰ γένος. Ἀναξανδρίδῃ γὰρ ἔχοντι γυναῖκα ἀδελφεῆς ἑωυτοῦ θυγατέρα καὶ ἐούσης ταύτης οἱ καταθυμίης παῖδες οὐκ ἐγίνοντο. | Βασιλιάς της Σπάρτης δεν ήταν τώρα πια ο Αναξανδρίδας, ο γιος του Λέοντα, αφού είχε πεθάνει και δε ζούσε, και το βασιλικό αξίωμα το είχε ο Κλεομένης, ο γιος του Αναξανδρίδα, που το πήρε όχι με την αξία του, αλλά επειδή ήταν πρωτότοκος. Δηλαδή ο Αναξανδρίδας που είχε γυναίκα μια θυγατέρα της αδερφής του και την αγαπούσε μ᾽ όλη του την καρδιά, δεν αποχτούσε παιδιά. |
| [5.39.2] | τούτου δὲ τοιούτου ἐόντος οἱ ἔφοροι εἶπαν ἐπικαλεσάμενοι αὐτὸν· Εἴ τοι σὺ σεωυτοῦ μὴ προορᾷς, ἀλλ᾽ ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον. σύ νυν τὴν μὲν ἔχεις γυναῖκα, ἐπείτε τοι οὐ τίκτει, ἔξεο, ἄλλην δὲ γῆμον· καὶ ποιέων ταῦτα Σπαρτιήτῃσι ἁδήσεις. ὁ δ᾽ ἀμείβετο φὰς τούτων οὐδέτερα ποιήσειν, ἐκείνους τε οὐ καλῶς συμβουλεύειν παραινέοντας, τὴν ἔχει γυναῖκα, ἐοῦσαν ἀναμάρτητον ἑωυτῷ, ταύτην ἀπέντα ἄλλην ἐσαγαγέσθαι· οὐδέ σφι πείσεσθαι. | Καθώς λοιπόν δημιουργήθηκε αυτή η κατάσταση, τον κάλεσαν οι έφοροι και του είπαν: «Εσύ βέβαια μπορεί να μη νοιάζεσαι που θα μείνεις άκληρος, εμείς όμως δεν μπορούμε να τ᾽ αφήσουμε έτσι, ν᾽ αφανιστεί απ᾽ τον κόσμο η γενιά του Ευρυσθένη. Τώρα εσύ, τη γυναίκα που έχεις, μια και δε σου κάνει παιδιά, διώξ᾽ την και παντρέψου άλλη· μ᾽ αυτή σου την πράξη θα ενθουσιαστούν οι Σπαρτιάτες». Κι αυτός αποκρίθηκε λέγοντας πως δε θα κάνει τίποτα απ᾽ αυτά τα δύο, κι ότι η συμβουλή που του δίνουν δεν είναι καλή, να τον προτρέπουν ν᾽ αφήσει τη γυναίκα που έχει και που δεν μπορεί να της καταμαρτυρήσει τίποτε, και να βάλει στο σπίτι του άλλη· και πως δεν θα τους ακούσει. |
| [5.40.1] | πρὸς ταῦτα οἱ ἔφοροι καὶ οἱ γέροντες βουλευσάμενοι προσέφερον Ἀναξανδρίδῃ τάδε· Ἐπεὶ τοίνυν [τοι] περιεχόμενόν σε ὁρῶμεν τῆς ἔχεις γυναικός, σὺ δὲ ταῦτα ποίεε καὶ μὴ ἀντίβαινε τούτοισι, ἵνα μή τι ἀλλοῖον περὶ σεῦ Σπαρτιῆται βουλεύσωνται. | Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά οι έφοροι και η γερουσία συσκέφθηκαν κι έκαναν την εξής πρόταση στον Αναξανδρίδα: «Λοιπόν, επειδή βλέπουμε πόσο είσαι αφοσιωμένος στη γυναίκα σου, κάνε τουλάχιστον τα ακόλουθα και μη τ᾽ αντιστρατεύεσαι, μήπως οι Σπαρτιάτες πάρουν κάποια απόφαση που δε θα ᾽ναι για το καλό σου: |
| [5.40.2] | γυναικὸς μὲν τῆς ἔχεις οὐ προσδεόμεθά σευ τῆς ἐξέσιος, σὺ δὲ ταύτῃ τε πάντα ὅσα νῦν παρέχεις πάρεχε καὶ ἄλλην πρὸς ταύτῃ ἐσάγαγε γυναῖκα τεκνοποιόν. ταῦτά κῃ λεγόντων συνεχώρησε ὁ Ἀναξανδρίδης, μετὰ δὲ γυναῖκας ἔχων δύο διξὰς ἱστίας οἴκεε, ποιέων οὐδαμῶς Σπαρτιητικά. | εμείς απ᾽ τη μεριά μας δεν επιμένουμε να διώξεις τη γυναίκα που έχεις· όσο για σένα, δίνε σ᾽ αυτήν ό,τι της έδινες ώς σήμερα, αλλά βάλε στο σπίτι σου, κοντά σ᾽ αυτήν, κι άλλη γυναίκα που να σου κάνει παιδιά». Μ᾽ αυτή τους την πρόταση συμβιβάστηκε ο Αναξανδρίδας κι από τότε ζούσε έχοντας δυο γυναίκες και δυο σπιτικά — πράματα εντελώς ασυνήθιστα για Σπαρτιάτη. |
| [5.41.1] | χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διελθόντος ἡ ἐσύστερον ἐπελθοῦσα γυνὴ τίκτει τὸν δὴ Κλεομένεα τοῦτον. καὶ αὕτη τε ἔφεδρον βασιλέα Σπαρτιήτῃσι ἀπέφαινε καὶ ἡ προτέρη γυνὴ τὸν πρότερον χρόνον ἄτοκος ἐοῦσα τότε κως ἐκύησε, συντυχίῃ ταύτῃ χρησαμένη. | Δεν πέρασε πολύς καιρός κι η δεύτερη γυναίκα του γεννά τον Κλεομένη που ανάφερα. Κι αυτή φέρνει στον κόσμο και χαρίζει στους Σπαρτιάτες διάδοχο του βασιλιά, κι η πρώτη του γυναίκα, που προηγουμένως ήταν στείρα, νά που τότε έπιασε παιδί, αυτό το παιχνίδι τής έπαιξε η τύχη. |
| [5.41.2] | ἔχουσαν δὲ αὐτὴν ἀληθέϊ λόγῳ οἱ τῆς ἐπελθούσης γυναικὸς οἰκήιοι πυθόμενοι ὤχλεον, φάμενοι αὐτὴν κομπέειν ἄλλως βουλομένην ὑποβαλέσθαι. δεινὰ δὲ ποιεύντων αὐτῶν, τοῦ χρόνου συντάμνοντος, ὑπ᾽ ἀπιστίης οἱ ἔφοροι τίκτουσαν τὴν γυναῖκα περιιζόμενοι ἐφύλαξαν. | Κι ενώ πραγματικά είχε πιάσει παιδί, οι συγγενείς της δεύτερης γυναίκας, όταν το έμαθαν, της έκαναν το βίο αβίωτο, διαδίνοντας πως ετούτη έτσι στα ψέματα καμαρώνει — πως ήθελε να εμφανίσει ξένο παιδί για δικό της. Και, καθώς αυτοί έκαναν φασαρία και κόντευε η ώρα της γέννας, οι έφοροι, καχύποπτοι, πήραν θέση γύρω από το κρεβάτι της ετοιμόγεννης γυναίκας και παραφύλαγαν. |
| [5.41.3] | ἡ δὲ ὡς ἔτεκε Δωριέα, ἰθέως ἴσχει Λεωνίδην καὶ μετὰ τοῦτον ἰθέως ἴσχει Κλεόμβροτον· οἱ δὲ καὶ διδύμους λέγουσι Κλεόμβροτόν τε καὶ Λεωνίδην γενέσθαι. ἡ δὲ Κλεομένεα τεκοῦσα καὶ [τὸ] δεύτερον ἐπελθοῦσα γυνή, ἐοῦσα θυγάτηρ Πρινητάδεω τοῦ Δημαρμένου, οὐκέτι ἔτικτε τὸ δεύτερον. | Κι αυτή γέννησε τον Δωριέα κι αμέσως ύστερα πιάνει στην κοιλιά της τον Λεωνίδα κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν αμέσως πιάνει τον Κλεόμβροτο· κι άλλοι λένε πως ο Κλεόμβροτος και ο Λεωνίδας γεννήθηκαν δίδυμοι. Αλλά εκείνη που γέννησε τον Κλεομένη, η δεύτερη γυναίκα, που ήταν θυγατέρα του Πρινητάδη, του γιου του Δημαρμένου, δε γέννησε πια δεύτερο παιδί. |
| [5.42.1] | ὁ μὲν δὴ Κλεομένης, ὡς λέγεται, ἦν τε οὐ φρενήρης ἀκρομανής τε, ὁ δὲ Δωριεὺς ἦν τῶν ἡλίκων πάντων πρῶτος, εὖ τε ἠπίστατο κατ᾽ ἀνδραγαθίην αὐτὸς σχήσων τὴν βασιληίην. | Λοιπόν ο Κλεομένης, καταπώς λένε, δεν ήταν στα καλά του και μάλλον ήταν μανιακός, ενώ ο Δωριεύς ήταν πρώτος ανάμεσα σ᾽ όλους τους συνομηλίκους του, και το ᾽χε βάλει καλά στο νου του πως με την αξία του θα έπαιρνε το βασιλικό αξίωμα. |
| [5.42.2] | ὥστε ὦν οὕτω φρονέων, ἐπειδὴ ὅ τε Ἀναξανδρίδης ἀπέθανε καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι χρεώμενοι τῷ νόμῳ ἐστήσαντο βασιλέα τὸν πρεσβύτατον Κλεομένεα, ὁ Δωριεὺς δεινόν τε ποιεύμενος καὶ οὐκ ἀξιῶν ὑπὸ Κλεομένεος βασιλεύεσθαι, αἰτήσας λεὼν Σπαρτιήτας ἦγε ἐς ἀποικίην, οὔτε τῷ ἐν Δελφοῖσι χρηστηρίῳ χρησάμενος ἐς ἥντινα γῆν κτίσων ἴῃ, οὔτε ποιήσας οὐδὲν τῶν νομιζομένων. οἷα δὲ βαρέως φέρων, ἀπίει ἐς τὴν Λιβύην τὰ πλοῖα· κατηγέοντο δέ οἱ ἄνδρες Θηραῖοι. | Έχοντας λοιπόν αυτή την ιδέα, όταν ο Αναξανδρίδας πέθανε κι οι Λακεδαιμόνιοι, κρατώντας το έθιμο, έστησαν βασιλιά τον μεγαλύτερο στην ηλικία, τον Κλεομένη, ο Δωριεύς αγανάχτησε και, μη μπορώντας να ᾽χει βασιλιά τον Κλεομένη, ζήτησε από τους Σπαρτιάτες λαό και τους οδηγούσε να ιδρύσουν αποικία, χωρίς ούτε χρησμό να ζητήσει από το μαντείο των Δελφών, σε ποιά χώρα να πάει να τη χτίσει, ούτε να κάνει καμιά από τις συνηθισμένες ιεροτελεστίες. Κι έτσι που το πήρε κατάκαρδα, έφυγε με τα καράβια του για τη Λιβύη· οδηγούς του είχε άντρες από τη Θήρα. |
| [5.42.3] | ἀπικόμενος δὲ ἐς Κίνυπα οἴκισε χῶρον κάλλιστον τῶν Λιβύων παρὰ ποταμόν. ἐξελασθεὶς δὲ ἐνθεῦτεν τρίτῳ ἔτεϊ ὑπὸ Μακέων τε [καὶ] Λιβύων καὶ Καρχηδονίων ἀπίκετο ἐς Πελοπόννησον. | Έφτασε στον Κίνυπο κι ίδρυσε πόλη στο ωραιότερο μέρος της Λιβύης, δίπλα στον ποταμό. Δεν πέρασαν όμως τρία χρόνια κι αποδιωγμένος από τους Μάκες, τους Λίβυες και τους Καρχηδόνιους γύρισε στην Πελοπόννησο. |
| [5.43.1] | ἐνθαῦτα δέ οἱ Ἀντιχάρης ἀνὴρ Ἐλεώνιος συνεβούλευσε ἐκ τῶν Λαΐου χρησμῶν Ἡρακλείην γῆν ἐν Σικελίῃ κτίζειν, φὰς τὴν Ἔρυκος χώρην πᾶσαν εἶναι Ἡρακλειδέων, αὐτοῦ Ἡρακλέος κτησαμένου. ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα ἐς Δελφοὺς οἴχετο χρησόμενος τῷ χρηστηρίῳ, εἰ αἱρέει ἐπ᾽ ἣν στέλλεται χώρην· ἡ δὲ Πυθίη οἱ χρᾷ αἱρήσειν. παραλαβὼν δὲ Δωριεὺς τὸν στόλον τὸν καὶ ἐς Λιβύην ἦγε ἐκομίζετο παρὰ τὴν Ἰταλίην. | Τότε ο Αντιχάρης από τον Ελεώνα τον συμβούλεψε, σύμφωνα με τους χρησμούς του Λαΐου, να χτίσει αποικία Ηράκλεια στη Σικελία, λέγοντάς του πως ολόκληρη η περιοχή του Έρυκα ανήκει στους απογόνους του Ηρακλή, μια και την κατέκτησε ο ίδιος ο Ηρακλής. Κι αυτός, μόλις τ᾽ άκουσε αυτά, πήγε βιαστικά στους Δελφούς για να ζητήσει χρησμό από το μαντείο, αν θα κυριέψει τη χώρα, για την οποία κινούσε· κι η Πυθία τού δίνει χρησμό πως ναι, θα την κυριέψει. Κι ο Δωριεύς πήρε μαζί του όλο τον κόσμο που είχε οδηγήσει και στη Λιβύη και με τα καράβια του έπλεε δίπλα από τις ακτές της Ιταλίας. |
| [5.44.1] | τὸν χρόνον δὲ τοῦτον, ὡς λέγουσι Συβαρῖται, σφέας τε αὐτοὺς καὶ Τῆλυν τὸν ἑωυτῶν βασιλέα ἐπὶ Κρότωνα μέλλειν στρατεύεσθαι, τοὺς δὲ Κροτωνιήτας περιδεές γενομένους δεηθῆναι Δωριέος σφίσι τιμωρῆσαι καὶ τυχεῖν δεηθέντας· συστρατεύεσθαί τε δὴ ἐπὶ Σύβαριν Δωριέα καὶ συνελεῖν τὴν Σύβαριν. | Κι αυτό τον καιρό, καταπώς λένε οι Συβαρίτες, οι ίδιοι τους κι ο βασιλιάς τους Τήλης ήταν να κάνουν εκστρατεία εναντίον του Κρότωνα, κι οι Κροτωνιάτες κατατρομαγμένοι παρακάλεσαν τον Δωριέα να τους βοηθήσει, κι η παράκλησή τους ικανοποιήθηκε· και πως ο Δωριεύς και εκστράτευσε μαζί τους εναντίον της Σύβαρης και κυρίεψε μαζί τους τη Σύβαρη. |
| [5.44.2] | ταῦτα μέν νυν Συβαρῖται λέγουσι ποιῆσαι Δωριέα τε καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ, Κροτωνιῆται δὲ οὐδένα σφίσι φασὶ ξεῖνον προσεπιλαβέσθαι τοῦ πρὸς Συβαρίτας πολέμου εἰ μὴ Καλλίην τῶν Ἰαμιδέων μάντιν Ἠλεῖον μοῦνον, καὶ τοῦτον τρόπῳ τοιῷδε· παρὰ Τήλυος τοῦ Συβαριτέων τυράννου ἀποδράντα ἀπικέσθαι παρὰ σφέας, ἐπείτε οἱ τὰ ἱρὰ οὐ προεχώρεε χρηστὰ θυομένῳ ἐπὶ Κρότωνα. | Οι Συβαρίτες λοιπόν λένε πως αυτά έκαναν ο Δωριεύς και οι σύντροφοί του, οι Κροτωνιάτες όμως υποστηρίζουν πως κανένας ξένος δεν τους έδωσε χέρι στον πόλεμο εναντίον των Συβαριτών, παρά μονάχα ο Καλλίας από την Ηλεία, μάντης από την οικογένεια των Ιαμιδών, κι αυτός κάπως έτσι· απέδρασε από τον Τήλη, τον τύραννο των Συβαριτών, και πήγε μ᾽ αυτούς· κι ο λόγος ήταν πως τα προμηνύματα από τις θυσίες που έκανε για την εκστρατεία εναντίον του Κρότωνα δεν ήταν καθόλου αίσια. |
| [5.45.1] | ταῦτα δ᾽ αὖ οὗτοι λέγουσι. μαρτύρια δὲ τούτων ἑκάτεροι ἀποδεικνύουσι τάδε, Συβαρῖται μὲν τέμενός τε καὶ νηὸν ἐόντα παρὰ τὸν ξηρὸν Κρᾶθιν, τὸν ἱδρύσασθαι συνελόντα τὴν πόλιν Δωριέα λέγουσι Ἀθηναίῃ ἐπωνύμῳ Κραθίῃ, τοῦτο δὲ αὐτοῦ Δωριέος τὸν θάνατον μαρτύριον μέγιστον ποιεῦνται, ὅτι παρὰ τὰ μεμαντευμένα ποιέων διεφθάρη· εἰ γὰρ δὴ μὴ παρέπρηξε μηδέν, ἐπ᾽ ὃ δὲ ἐστάλη ἐποίεε, εἷλε ἂν τὴν Ἐρυκίνην χώρην καὶ ἑλὼν κατέσχε, οὐδ᾽ ἂν αὐτός τε καὶ ἡ στρατιὴ διεφθάρη. | Αυτά λένε οι Κροτωνιάτες. Και η καθεμιά απ᾽ τις δύο πόλεις φέρνει τις εξής αποδείξεις· οι Συβαρίτες από τη μια μεριά, ένα τέμενος και ναό που βρίσκεται δίπλα στην ξεραμένη κοίτη του Κράθη, που λένε πως τον ίδρυσε ο Δωριεύς όταν κυρίεψε την πόλη τους, και πως τον αφιέρωσε στ᾽ όνομα της Κραθίας Αθηνάς, κι ακόμη παρουσιάζουν ως την πιο μεγάλη απόδειξη το θάνατο του ίδιου του Δωριέα, που αφανίστηκε επειδή έκανε περισσότερες επιχειρήσεις απ᾽ όσες έλεγε ο χρησμός του μαντείου· γιατί βέβαια, αν δεν έκανε παραπανίσιες επιχειρήσεις αλλά περιοριζόταν στον αρχικό του σκοπό, θα κυρίευε τη χώρα του Έρυκα, και κυριεύοντάς την θα την εξουσίαζε και δε θ᾽ αφανιζόταν κι ο ίδιος του κι ο στρατός του. |
| [5.45.2] | οἱ δ᾽ αὖ Κροτωνιῆται ἀποδεικνῦσι Καλλίῃ μὲν τῷ Ἠλείῳ ἐξαίρετα ἐν γῇ τῇ Κροτωνιήτιδι πολλὰ δοθέντα, τὰ καὶ ἐς ἐμὲ ἔτι ἐνέμοντο οἱ Καλλίεω ἀπόγονοι, Δωριέϊ δὲ καὶ τοῖσι Δωριέος ἀπογόνοισι οὐδέν· καίτοι, εἰ συνεπελάβετό γε τοῦ Συβαριτικοῦ πολέμου Δωριεύς, δοθῆναι ἄν οἱ πολλαπλήσια ἢ Καλλίῃ. ταῦτα μέν νυν ἑκάτεροι αὐτῶν μαρτύρια ἀποφαίνονται· καὶ πάρεστι, ὁκοτέροισί τις πείθεται αὐτῶν, τούτοισι προσχωρέειν. | Κι απ᾽ τη μεριά τους οι Κροτωνιάτες φέρνουν ως απόδειξη τα πολλά, πρώτα και καλύτερα, χτήματα της γης του Κρότωνα που δόθηκαν χάρισμα στον Καλλία τον Ηλείο, που ακόμα και στην εποχή μου τα εκμεταλλεύονταν οι απόγονοι του Καλλία, ενώ δε δόθηκε τίποτα στον Δωριέα και τους απογόνους του. Και βέβαια, αν ο Δωριεύς τούς έδινε χέρι βοήθειας στον πόλεμο με τους Συβαρίτες, θα του έδιναν πολλαπλάσια απ᾽ ό,τι στον Καλλία. Αυτές λοιπόν τις αποδείξεις παρουσιάζει η κάθε μεριά γι᾽ αυτό το θέμα, κι ο καθένας, σ᾽ όποιου απ᾽ τους δύο τα λόγια δίνει πίστη, ας πάρει το μέρος του. |
| [5.46.1] | συνέπλεον δὲ Δωριέϊ καὶ ἄλλοι συγκτίσται Σπαρτιητέων, Θεσσαλὸς καὶ Παραιβάτης καὶ Κελέης καὶ Εὐρυλέων, οἳ ἐπείτε ἀπίκοντο παντὶ στόλῳ ἐς τὴν Σικελίην, ἀπέθανον μάχῃ ἑσσωθέντες ὑπό τε Φοινίκων καὶ Ἐγεσταίων· μοῦνος δὲ Εὐρυλέων τῶν συγκτιστέων περιεγένετο τούτου τοῦ πάθεος. | Λοιπόν, μαζί με τον Δωριέα ήταν στα καράβια κι άλλοι Σπαρτιάτες για να πάρουν μέρος στον αποικισμό, ο Θεσσαλός κι ο Παραιβάτης κι ο Κελέης κι ο Ευρυλέων· αυτοί, όταν έφτασαν μ᾽ όλο το στρατό τους στη Σικελία, νικήθηκαν σε μάχη από τους Φοίνικες και τους Εγεσταίους και σκοτώθηκαν. Κι απ᾽ όσους ξεκίνησαν για να πάρουν μέρος στον αποικισμό μονάχα ο Ευρυλέων βγήκε ζωντανός απ᾽ αυτή την πανωλεθρία. |
| [5.46.2] | συλλαβὼν δὲ οὗτος τῆς στρατιῆς τοὺς περιγενομένους ἔσχε Μινώην τὴν Σελινουσίων ἀποικίην καὶ συνελευθέρου Σελινουσίους τοῦ μουνάρχου Πειθαγόρεω. μετὰ δέ, ὡς τοῦτον κατεῖλε, αὐτὸς τυραννίδι ἐπεχείρησε Σελινοῦντος καὶ ἐμουνάρχησε χρόνον ἐπ᾽ ὀλίγον· οἱ γάρ μιν Σελινούσιοι ἐπαναστάντες ἀπέκτειναν καταφυγόντα ἐπὶ Διὸς Ἀγοραίου βωμόν. | Κι αυτός περιμάζεψε τα υπολείμματα του στρατού και κυρίεψε μια παροικία των Σελινουντίων, τη Μινώα, κι αργότερα βοήθησε τους Σελινουντίους να ελευθερωθούν από τον τύραννό τους, τον Πειθαγόρα. Κατόπι, ύστερ᾽ από τον εκθρονισμό εκείνου, επιχείρησε ο ίδιος να γίνει τύραννος των Σελινουντίων, και δυνάστευσε την πόλη, όχι για πολύ· γιατί οι Σελινούντιοι σήκωσαν επανάσταση και τον σκότωσαν, κι ας ζήτησε άσυλο στο βωμό του Αγοραίου Δία. |
| [5.47.1] | συνέσπετο δὲ Δωριέϊ καὶ συναπέθανε Φίλιππος ὁ Βουτακίδεω Κροτωνιήτης ἀνήρ, ὃς ἁρμοσάμενος Τήλυος τοῦ Συβαρίτεω θυγατέρα ἔφυγε ἐκ Κρότωνος, ψευσθεὶς δὲ τοῦ γάμου οἴχετο πλέων ἐς Κυρήνην, ἐκ ταύτης δὲ ὁρμώμενος συνέσπετο οἰκηίῃ τε τριήρεϊ καὶ οἰκηίῃ ἀνδρῶν δαπάνῃ, ἐών τε Ὀλυμπιονίκης καὶ κάλλιστος Ἑλλήνων τῶν κατ᾽ ἑωυτόν. | Σύμμαχος του Δωριέα, που πέθανε μαζί του στη μάχη, ήταν ο Κροτωνιάτης Φίλιππος, γιος του Βουτακίδη· αυτός, επειδή λογοδόθηκε με θυγατέρα του Συβαρίτη Τήλη, εξορίστηκε από τον Κρότωνα, όμως τον γέλασαν κι ο γάμος του δεν έγινε· κι έτσι σηκώθηκε κι έφυγε με καράβι στην Κυρήνη, και ξεκινώντας αποκεί ακολούθησε τον Δωριέα σαν σύμμαχος με δική του τριήρη που το πλήρωμά της το συντηρούσε με δικά του χρήματα — κι ήταν ολυμπιονίκης κι ο πιο όμορφος άντρας ανάμεσα σ᾽ όλους τους Έλληνες του καιρού του. |
| [5.47.2] | διὰ δὲ τὸ ἑωυτοῦ κάλλος ἠνείκατο παρὰ Ἐγεσταίων τὰ οὐδεὶς ἄλλος· ἐπὶ γὰρ τοῦ τάφου αὐτοῦ ἡρώιον ἱδρυσάμενοι θυσίῃσι αὐτὸν ἱλάσκονται. | Κι ήταν γι᾽ αυτή την ομορφιά του που οι Εγεσταίοι του έδωσαν τιμές όσες σε κανένα άλλο· δηλαδή έχτισαν ναό πάνω στον τάφο του και τον λάτρευαν με θυσίες σαν ημίθεο. |
| [5.48.1] | Δωριεὺς μέν νυν τρόπῳ τοιούτῳ ἐτελεύτησε· εἰ δὲ ἠνέσχετο βασιλευόμενος ὑπὸ Κλεομένεος καὶ κατέμενε ἐν Σπάρτῃ, ἐβασίλευσε ἂν Λακεδαίμονος· οὐ γάρ τινα πολλὸν χρόνον ἦρξε ὁ Κλεομένης, ἀλλ᾽ ἀπέθανε ἄπαις, θυγατέρα μούνην λιπών, τῇ οὔνομα ἦν Γοργώ. | Τέτοιο θάνατο λοιπόν βρήκε ο Δωριεύς, που, αν είχε δεχτεί να ᾽χει βασιλιά τον Κλεομένη κι είχε μείνει στη Σπάρτη, θα είχε γίνει βασιλιάς των Λακεδαιμονίων· γιατί η βασιλεία του Κλεομένη δεν κράτησε πολύ, αλλά πέθανε άκληρος αφήνοντας μονάχα μια θυγατέρα, που τη λέγανε Γοργώ. |
| [5.49.1] | Ἀπικνέεται δ᾽ ὦν ὁ Ἀρισταγόρης ὁ Μιλήτου τύραννος ἐς τὴν Σπάρτην Κλεομένεος ἔχοντος τὴν ἀρχήν· τῷ δὴ ἐς λόγους ἤιε, ὡς Λακεδαιμόνιοι λέγουσι, ἔχων χάλκεον πίνακα ἐν τῷ γῆς ἁπάσης περίοδος ἐνετέτμητο καὶ θάλασσά τε πᾶσα καὶ ποταμοὶ πάντες. | Λοιπόν ο Αρισταγόρας, ο τύραννος της Μιλήτου, φτάνει στη Σπάρτη τον καιρό που βασίλευε ο Κλεομένης, κι άρχισε συνομιλίες μαζί του, κρατώντας, καταπώς λένε οι Λακεδαιμόνιοι, χάλκινο δίσκο, που επάνω του είχε χαραγμένο το χάρτη της οικουμένης μ᾽ όλες τις θάλασσες κι όλα τα ποτάμια. |
| [5.49.2] | ἀπικνεόμενος δὲ ἐς λόγους ὁ Ἀρισταγόρης ἔλεγε πρὸς αὐτὸν τάδε· Κλεόμενες, σπουδὴν μὲν τὴν ἐμὴν μὴ θωμάσῃς τῆς ἐνθαῦτα ἀπίξιος· τὰ γὰρ κατήκοντά ἐστι τοιαῦτα· Ἰώνων παῖδας δούλους εἶναι ἀντ᾽ ἐλευθέρων ὄνειδος καὶ ἄλγος μέγιστον μὲν αὐτοῖσι ἡμῖν, ἔτι δὲ τῶν λοιπῶν ὑμῖν, ὅσῳ προέστατε τῆς Ἑλλάδος. | Αρχίζοντας τη συνομιλία τού έλεγε ο Αρισταγόρας τα εξής: «Κλεομένη, ο βιαστικός μου ερχομός μη σε παραξενέψει· γιατί νά ποιά είναι σήμερα η κατάσταση: να ζουν, αντί ελεύθεροι, δούλοι των Ιώνων τα παιδιά, ντροπή και πόνος ο πιο μεγάλος και για μας τους ίδιους, αλλά και για σας τους άλλους, στο μέτρο που είστε ηγέτες του ελληνικού κόσμου. |
| [5.49.3] | νῦν ὦν πρὸς θεῶν τῶν Ἑλληνίων ῥύσασθε Ἴωνας ἐκ δουλοσύνης, ἄνδρας ὁμαίμονας. εὐπετέως δὲ ὑμῖν ταῦτα οἷά τε χωρέειν ἐστί· οὔτε γὰρ οἱ βάρβαροι ἄλκιμοί εἰσι, ὑμεῖς τε τὰ ἐς τὸν πόλεμον ἐς τὰ μέγιστα ἀνήκετε ἀρετῆς πέρι. ἥ τε μάχη αὐτῶν ἐστι τοιήδε, τόξα καὶ αἰχμὴ βραχέα· ἀναξυρίδας δὲ ἔχοντες ἔρχονται ἐς τὰς μάχας καὶ κυρβασίας ἐπὶ τῇσι κεφαλῇσι. | Τώρα λοιπόν, στ᾽ όνομα των θεών των Ελλήνων, λυτρώστε από τη σκλαβιά τους Ίωνες, που στις φλέβες τους κυλά το ίδιο αίμα με το δικό σας. Κι αυτό μπορείτε να το πετύχετε εύκολα· γιατί ούτε οι βάρβαροι είναι παλικάρια, ενώ εσείς, αν είναι για πόλεμο, έχετε ανεβεί στην πιο ψηλή κορυφή της ανδρείας. Κι εκείνοι πολεμάν με όπλα τέτοιας λογής, τόξα και κοντάρια δυο πιθαμές· και μπαίνουν στη μάχη φορώντας φαρδιές βράκες και, στο κεφάλι, σκουφιά μυτερά· |
| [5.49.4] | οὕτω εὐπετέες χειρωθῆναί εἰσι. ἔστι δὲ καὶ ἀγαθὰ τοῖσι τὴν ἤπειρον ἐκείνην νεμομένοισι ὅσα οὐδὲ τοῖσι συνάπασι ἄλλοισι, ἀπὸ χρυσοῦ ἀρξαμένοισι, ἄργυρος καὶ χαλκὸς καὶ ἐσθὴς ποικίλη καὶ ὑποζύγιά τε καὶ ἀνδράποδα· τὰ θυμῷ βουλόμενοι αὐτοὶ ἂν ἔχοιτε. | έτσι εύκολα πέφτουν στα χέρια του εχθρού. Εξάλλου, αυτοί που κατοικούν σ᾽ εκείνη την ήπειρο έχουν πλούτη όσα δεν έχει ολόκληρος ο άλλος κόσμος, πρώτα πρώτα χρυσάφι κι ύστερ᾽ ασήμι και χαλκό και πλουμιστές φορεσιές και καματερά και δούλους, που, αν το λέει η καρδιά σας, θα γίνουν δικά σας. |
| [5.49.5] | κατοίκηνται δὲ ἀλλήλων ἐχόμενοι ὡς ἐγὼ φράσω, Ἰώνων μὲν τῶνδε οἵδε Λυδοί, οἰκέοντές τε χώρην ἀγαθὴν καὶ πολυαργυρώτατοι ἐόντες δεικνὺς δὲ ἔλεγε ταῦτα ἐς τῆς γῆς τὴν περίοδον τὴν ἐφέρετο ἐν τῷ πίνακι ἐντετμημένην. Λυδῶν δέ, ἔφη λέγων ὁ Ἀρισταγόρης, οἵδε ἔχονται Φρύγες οἱ πρὸς τὴν ἠῶ, πολυπροβατώτατοί τε ἐόντες πάντων τῶν ἐγὼ οἶδα καὶ πολυκαρπότατοι. | Τώρα, οι λαοί που ζουν στην ήπειρο αυτή νά με ποιά σειρά έρχονται ο ένας αμέσως ύστερ᾽ από τον άλλο: ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς εδώ τους Ίωνες τούτοι εδώ οι Λυδοί που κατοικούν χώρα καρπερή κι έχουν ασήμι όσο κανένας άλλος στον κόσμο (και τα ᾽λεγε αυτά δείχνοντάς τα στο χάρτη της οικουμένης που τον κουβαλούσε χαραγμένο στο δίσκο), κι αμέσως ύστερ᾽ από τους Λυδούς έρχονται τούτοι οι Φρύγες που βρίσκονται ανατολικότερα, που έχουν τα πιο πολλά κοπάδια απ᾽ όλους όσους εγώ ξέρω, και την πιο καρπερή γη. |
| [5.49.6] | Φρυγῶν δὲ ἔχονται Καππαδόκαι, τοὺς ἡμεῖς Συρίους καλέομεν· τούτοισι δὲ πρόσουροι Κίλικες, κατήκοντες ἐπὶ θάλασσαν τήνδε, ἐν τῇ ἥδε Κύπρος νῆσος κεῖται· οἳ πεντακόσια τάλαντα βασιλέϊ τὸν ἐπέτειον φόρον ἐπιτελεῦσι. Κιλίκων δὲ τῶνδε ἔχονται Ἀρμένιοι οἵδε, καὶ οὗτοι ἐόντες πολυπρόβατοι, Ἀρμενίων δὲ Ματιηνοὶ χώρην τήνδε ἔχοντες. | Αμέσως ύστερ᾽ από τους Φρύγες έρχονται οι Καππαδόκες, που εμείς τους λέμε Συρίους· μ᾽ αυτούς συνορεύουν οι Κίλικες που φτάνουν ώς αυτήν εδώ τη θάλασσα (όπου βρίσκεται τούτο εδώ το νησί, η Κύπρος), που πληρώνουν κάθε χρόνο στο βασιλιά φόρο πεντακόσια τάλαντα. Αμέσως ύστερ᾽ από τους Κίλικες έρχονται τούτοι εδώ οι Αρμένιοι, που κι αυτοί έχουν πολλά κοπάδια, κι ύστερ᾽ από τους Αρμενίους οι Ματιηνοί, που έχουν αυτήν εδώ τη χώρα. |
| [5.49.7] | ἔχεται δὲ τούτων γῆ ἥδε Κισσίη, ἐν τῇ δὴ παρὰ ποταμὸν τόνδε Χοάσπην κείμενά ἐστι τὰ Σοῦσα ταῦτα, ἔνθα βασιλεύς τε μέγας δίαιταν ποιέεται, καὶ τῶν χρημάτων οἱ θησαυροὶ ἐνθαῦτά εἰσι· ἑλόντες δὲ ταύτην τὴν πόλιν θαρσέοντες ἤδη τῷ Διὶ πλούτου πέρι ἐρίζετε. | Αμέσως ύστερ᾽ από αυτούς έρχεται τούτη η χώρα, η Κισσία, όπου, στις όχθες τούτου εδώ του ποταμού, του Χοάσπη, βρίσκονται τα ξακουστά Σούσα, όπου περνά τη ζωή του ο μέγας βασιλιάς κι όπου έχει τους θησαυρούς του· κι αν κυριέψετε τούτη την πόλη, τότε θαρρετά πια μπορείτε να παραβγαίνετε τον Δία στα πλούτη. |
| [5.49.8] | ἀλλὰ περὶ μὲν χώρης ἄρα οὐ πολλῆς οὐδὲ οὕτω χρηστῆς καὶ οὔρων σμικρῶν χρεόν ἐστι ὑμέας μάχας ἀναβάλλεσθαι πρός τε Μεσσηνίους ἐόντας ἰσοπαλέας καὶ Ἀρκάδας τε καὶ Ἀργείους, τοῖσι οὔτε χρυσοῦ ἐχόμενόν ἐστι οὐδὲν οὔτε ἀργύρου, τῶν πέρι καί τινα ἐνάγει προθυμίη μαχόμενον ἀποθνῄσκειν, παρέχον δὲ τῆς Ἀσίης πάσης ἄρχειν εὐπετέως, ἄλλο τι αἱρήσεσθε; | Εσείς για μια φούχτα γης —να ᾽ταν τουλάχιστο καρπερή!— και για σύνορα στενά είστε υποχρεωμένοι να παίρνετε πάνω σας πολέμους εναντίον των Μεσσηνίων, που έχουν την ίδια δύναμη με σας, κι εναντίον των Αρκάδων και των Αργείων, που το έχει τους ούτε να συγκριθεί μπορεί με το χρυσάφι και το ασήμι — αυτά μάλιστα, είναι πράματα που για χάρη τους παίρνεις την απόφαση να πεθάνεις πολεμώντας· τώρα σας δίνεται η ευκαιρία να εξουσιάσετε εύκολα ολόκληρη την Ασία, κι εσείς θα προτιμήσετε κάτι άλλο;». |
| [5.49.9] | Ἀρισταγόρης μὲν ταῦτα ἔλεξε, Κλεομένης δὲ ἀμείβετο τοῖσδε· Ὦ ξεῖνε Μιλήσιε, ἀνα βάλλομαί τοι ἐς τρίτην ἡμέρην ὑποκρινέεσθαι. | Αυτά λοιπόν είπε ο Αρισταγόρας, κι ο Κλεομένης έτσι του αποκρίθηκε: «Ξένε Μιλήσιε, θα σου απαντήσω αργότερα, σε τρεις μέρες». |
| [5.50.1] | τότε μὲν ἐς τοσοῦτον ἤλασαν· ἐπείτε δὲ ἡ κυρίη ἡμέρη ἐγένετο τῆς ὑποκρίσιος καὶ ἦλθον ἐς τὸ συγκείμενον, εἴρετο ὁ Κλεομένης τὸν Ἀρισταγόρην ὁκοσέων ἡμερέων ἀπὸ θαλάσσης τῆς Ἰώνων ὁδὸς εἴη παρὰ βασιλέα. | Στο σημείο αυτό λοιπόν σταμάτησε τότε η συνομιλία τους, κι όταν έφτασε η μέρα που ήταν να δοθεί η απάντηση και συναντήθηκαν στον συμφωνημένο τόπο, ο Κλεομένης ρώτησε τον Αρισταγόρα πόσων ημερών δρόμος είναι από τη θάλασσα της Ιωνίας ώς την πρωτεύουσα του βασιλιά. |
| [5.50.2] | ὁ δὲ Ἀρισταγόρης, τἆλλα ἐὼν σοφὸς καὶ διαβάλλων ἐκεῖνον εὖ, ἐν τούτῳ ἐσφάλη· χρεὸν γάρ μιν μὴ λέγειν τὸ ἐόν, βουλόμενόν γε Σπαρτιήτας ἐξαγαγεῖν ἐς τὴν Ἀσίην, λέγει δ᾽ ὦν τριῶν μηνῶν φὰς εἶναι τὴν ἄνοδον. | Λοιπόν ο Αρισταγόρας, που ήταν ξύπνιος και τα κατάφερνε καλά στην εξαπάτηση, σ᾽ αυτό έπεσε έξω· γιατί, ενώ έπρεπε να μην πει την αλήθεια, εφόσον βέβαια ήθελε να ξεσηκώσει από την πόλη τους τους Σπαρτιάτες για να παν στην Ασία, όμως την είπε, λέγοντας πως η ανάβαση θέλει δρόμο τριών μηνών. |
| [5.50.3] | ὁ δὲ ὑπαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον τὸν ὁ Ἀρισταγόρης ὅρμητο λέγειν περὶ τῆς ὁδοῦ, εἶπε· Ὦ ξεῖνε Μιλήσιε, ἀπαλλάσσεο ἐκ Σπάρτης πρὸ δύντος ἡλίου· οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι, ἐθέλων σφέας ἀπὸ θαλάσσης τριῶν μηνῶν ὁδὸν ἀγαγεῖν. | Κι ο άλλος, κόβοντας στη μέση την περιγραφή που ο Αρισταγόρας είχε αρχίσει, του είπε: «Ξένε Μιλήσιε, να μη σε βρει η δύση του ήλιου στη Σπάρτη· γιατί τα λόγια που λες δε θ᾽ ακουστούν ευχάριστα από τους Σπαρτιάτες, που θέλεις να τους βάλεις να πορευτούν δρόμο τριών μηνών από τη θάλασσα. |
| [5.51.1] | ὁ μὲν δὴ Κλεομένης ταῦτα εἴπας ἤιε ἐς τὰ οἰκία, ὁ δὲ Ἀρισταγόρης λαβὼν ἱκετηρίην ἤιε ἐς τοῦ Κλεομένεος, ἐσελθὼν δὲ ἔσω ἅτε ἱκετεύων ἐπακοῦσαι ἐκέλευε τὸν Κλεομένεα, ἀποπέμψαντα τὸ παιδίον· προσεστήκεε γὰρ δὴ τῷ Κλεομένεϊ ἡ θυγάτηρ, τῇ οὔνομα ἦν Γοργώ· τοῦτο δέ οἱ καὶ μοῦνον τέκνον ἐτύγχανε ἐόν ἐτέων ὀκτὼ ἢ ἐννέα ἡλικίην. Κλεομένης δὲ λέγειν μιν ἐκέλευε τὰ βούλεται μηδὲ ἐπισχεῖν τοῦ παιδίου εἵνεκα. | Αυτά λοιπόν του αποκρίθηκε ο Κλεομένης και πήρε το δρόμο για την κατοικία του, ενώ από τη μεριά του ο Αρισταγόρας, κρατώντας κλαδί ελιάς, κίνησε για το σπίτι του Κλεομένη· κι όταν μπήκε μέσα —ήταν δα ικέτης— παρακαλούσε τον Κλεομένη να του δώσει ακρόαση, αφού διώξει το μικρό του παιδί· γιατί δίπλα στον Κλεομένη στεκόταν η θυγατέρα του που την έλεγαν Γοργώ — το μοναδικό παιδί που απόχτησε, οχτώ ή εννιά χρονώ. Λοιπόν ο Κλεομένης τον πρόσταξε να πει αυτά που ήθελε και να μην του σταθεί εμπόδιο η παρουσία του παιδιού. |
| [5.51.2] | ἐνθαῦτα δὴ ὁ Ἀρισταγόρης ἄρχετο ἐκ δέκα ταλάντων ὑπισχνεόμενος, ἤν οἱ ἐπιτελέσῃ τῶν ἐδέετο. ἀνανεύοντος δὲ τοῦ Κλεομένεος προέβαινε τοῖσι χρήμασι ὑπερβάλλων ὁ Ἀρισταγόρης, ἐς οὗ πεντήκοντά τε τάλαντα ὑπεδέδεκτο καὶ τὸ παιδίον ηὐδάξατο· Πάτερ, διαφθερέει σε ὁ ξεῖνος, ἢν μὴ ἀποστὰς ἴῃς. | Τότε ο Αρισταγόρας αρχικά του υποσχέθηκε δέκα τάλαντα, αν ικανοποιούσε το αίτημά του· και καθώς ο Κλεομένης έκανε με το κεφάλι του, «όχι», ο Αρισταγόρας συνέχιζε ανεβάζοντας το χρηματικό ποσό, κι έφτασε να του τάξει πενήντα τάλαντα, οπότε το κοριτσάκι έβγαλε φωνή: «Πατέρα, θα σε χαλάσει ο ξένος, αν δε σηκωθείς να φύγεις από κοντά του». |
| [5.51.3] | ὅ τε δὴ Κλεομένης ἡσθεὶς τοῦ παιδίου τῇ παραινέσι ἤιε ἐς ἕτερον οἴκημα καὶ ὁ Ἀρισταγόρης ἀπαλλάσσετο τὸ παράπαν ἐκ τῆς Σπάρτης, οὐδέ οἱ ἐξεγένετο ἐπὶ πλέον ἔτι σημῆναι περὶ τῆς ἀνόδου τῆς παρὰ βασιλέα. | Λοιπόν ο Κλεομένης ευχαριστήθηκε με τη συμβουλή του μικρού κοριτσιού του και πήρε δρόμο γι᾽ άλλο σπίτι, κι απ᾽ τη μεριά του ο Αρισταγόρας σηκώθηκε κι έφυγε οριστικά από τη Σπάρτη, χωρίς να του δοθεί κι άλλη ευκαιρία να δώσει περισσότερες πληροφορίες για το δρόμο που οδηγούσε στο εσωτερικό, προς τον βασιλιά. |
| [5.52.1] | Ἔχει γὰρ ἀμφὶ τῇ ὁδῷ ταύτῃ ὧδε· σταθμοί τε πανταχῇ εἰσι βασιλήιοι καὶ καταλύσιες κάλλισται, διὰ οἰκεομένης τε ἡ ὁδὸς ἅπασα καὶ ἀσφαλέος. διὰ μέν γε Λυδίης καὶ Φρυγίης σταθμοὶ τείνοντες εἴκοσί εἰσι, παρασάγγαι δὲ τέσσερες καὶ ἐνενήκοντα καὶ ἥμισυ. | Νά πώς είναι, λοιπόν, αυτός ο δρόμος· σ᾽ όλο του το μάκρος υπάρχουν βασιλικοί σταθμοί και πανδοχεία ωραιότατα, κι η διαδρομή γίνεται πέρα για πέρα μέσ᾽ από μέρη κατοικημένα κι ακίνδυνα. Όσο λοιπόν είμαστε στη Λυδία και τη Φρυγία, έχουμε μια συνεχή σειρά από είκοσι σταθμούς, απόσταση ενενήντα τέσσερες παρασάγγες και μισός. |
| [5.52.2] | ἐκδέκεται δὲ ἐκ τῆς Φρυγίης ὁ Ἅλυς ποταμός, ἐπ᾽ ᾧ πύλαι τε ἔπεισι, τὰς διεξελάσαι πᾶσα ἀνάγκη καὶ οὕτω διεκπερᾶν τὸν ποταμόν, καὶ φυλακτήριον μέγα ἐπ᾽ αὐτῷ. διαβάντι δὲ ἐς τὴν Καππαδοκίην καὶ ταύτῃ πορευομένῳ μέχρι οὔρων τῶν Κιλικίων σταθμοὶ δυῶν δέοντές εἰσι τριήκοντα, παρασάγγαι δὲ τέσσερες καὶ ἑκατόν· ἐπὶ δὲ τοῖσι τούτων οὔροισι διξάς τε πύλας διεξελᾷς καὶ διξὰ φυλακτήρια παραμείψεαι. | Βγαίνοντας από τη Φρυγία συναντάς τον Άλυ ποταμό, που πάνω στις όχθες του υπάρχουν πύλες που δε γίνεται να μην περάσεις μέσ᾽ απ᾽ αυτές, μόνο έτσι φτάνεις στην άλλη όχθη του ποταμού, όπου υψώνεται μεγάλο φρούριο. Κι όταν διαβείς την Καππαδοκία και συνεχίσεις τον ίδιο δρόμο ώς τα σύνορα της Κιλικίας, συναντάς είκοσι οχτώ σταθμούς, απόσταση εκατόν τέσσερες παρασάγγες· σ᾽ αυτά τα σύνορα θα περάσεις μέσ᾽ από διπλές πύλες και δίπλα από δυο φρούρια. |
| [5.52.3] | ταῦτα δὲ διεξελάσαντι καὶ διὰ τῆς Κιλικίης ὁδὸν ποιευμένῳ τρεῖς εἰσι σταθμοί, παρασάγγαι δὲ πεντεκαίδεκα καὶ ἥμισυ. οὖρος δὲ Κιλικίης καὶ τῆς Ἀρμενίης ἐστὶ ποταμὸς νηυσιπέρητος, τῷ οὔνομα Εὐφρήτης. ἐν δὲ τῇ Ἀρμενίῃ σταθμοὶ μέν εἰσι καταγωγέων πεντεκαίδεκα, παρασάγγαι δὲ ἓξ καὶ πεντήκοντα καὶ ἥμισυ, καὶ φυλακτήριον ἐν αὐτοῖσι. | Περνάς κι αυτά και, διασχίζοντας την Κιλικία, συναντάς τρεις σταθμούς, απόσταση δεκαπέντε παρασάγγες και μισός. Και σύνορο της Κιλικίας και της Αρμενίας είναι ένας ποταμός πλωτός για τα καράβια, που τον λένε Ευφράτη. Τώρα, στην Αρμενία υπάρχουν δεκαπέντε σταθμοί με πανδοχεία, απόσταση πενήντα έξι παρασάγγες και μισός, υπάρχει και φρούριο. |
| [5.52.4] | ποταμοὶ δὲ νηυσιπέρητοι τέσσερες διὰ ταύτης ῥέουσι, τοὺς πᾶσα ἀνάγκη διαπορθμεῦσαί ἐστι, πρῶτος μὲν Τίγρης, μετὰ δὲ δεύτερός τε καὶ τρίτος Ζάβατος ὀνομαζόμενος, οὐκ ὡυτὸς ἐὼν ποταμὸς οὐδὲ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ῥέων· ὁ μὲν γὰρ πρότερος αὐτῶν καταλεχθεὶς ἐξ Ἀρμενίων ῥέει, ὁ δ᾽ ὕστερος ἐκ Ματιηνῶν. | Τη χώρα αυτή τη διασχίζουν τέσσερες ποταμοί πλωτοί για τα καράβια, που δε γίνεται να μη τους περάσεις· πρώτα πρώτα ο Τίγρης και ύστερα, δεύτερος ποταμός και τρίτος, κι οι δυο με το ίδιο όνομα, Ζάβατος, όμως δεν πρόκειται για τον ίδιο ποταμό κι ούτε έχουν τις πηγές τους στο ίδιο μέρος, καθώς αυτός που αναφέραμε πριν απ᾽ τον άλλο έχει τις πηγές του στην Αρμενία, ενώ ο επόμενος στη χώρα των Ματιηνών. |
| [5.52.5] | ὁ δὲ τέταρτος τῶν ποταμῶν οὔνομα ἔχει Γύνδης, τὸν Κῦρος διέλαβέ κοτε ἐς διώρυχας ἑξήκοντα καὶ τριηκοσίας. ἐκ δὲ ταύτης τῆς Ἀρμενίης ἐσβάλλοντι ἐς τὴν Ματιηνὴν γῆν σταθμοί εἰσι τέσσερες ‹καὶ τριήκοντα, παρασάγγαι δὲ ἑπτὰ καὶ τριήκοντα καὶ ἑκατόν›. | Κι ο τέταρτος ποταμός έχει το όνομα Γύνδης, αυτός που κάποτε ο Κύρος τον χώρισε σε τριακόσια εξήντα κανάλια. Μπαίνοντας από την Αρμενία στη χώρα των Ματιηνών συναντάς τριάντα τέσσερες σταθμούς, απόσταση εκατόν τριάντα εφτά παρασάγγες. |
| [5.52.6] | ἐκ δὲ ταύτης ἐς τὴν Κισσίην χώρην μεταβαίνοντι ἕνδεκα σταθμοί, παρασάγγαι δὲ δύο καὶ τεσσεράκοντα καὶ ἥμισύ ἐστι ἐπὶ ποταμὸν Χοάσπην, ἐόντα καὶ τοῦτον νηυσιπέρητον, ἐπ᾽ ᾧ Σοῦσα πόλις πεπόλισται. οὗτοι οἱ πάντες σταθμοί εἰσι ἕνδεκα καὶ ἑκατόν. καταγωγαὶ μέν νυν σταθμῶν τοσαῦταί εἰσι ἐκ Σαρδίων ἐς Σοῦσα ἀναβαίνοντι· | Κι όταν περάσεις απ᾽ αυτήν στη χώρα της Κισσίας, πορεύεσαι έντεκα σταθμούς, απόσταση σαράντα δύο παρασάγγες και μισός, και φτάνεις στον ποταμό Χοάσπη, που κι αυτός είναι πλωτός για τα καράβια, και στις όχθες του είναι χτισμένη η πόλη Σούσα. |
| [5.53.1] | εἰ δὲ ὀρθῶς μεμέτρηται ἡ ὁδὸς ἡ βασιληίη τοῖσι παρασάγγῃσι καὶ ὁ παρασάγγης δύναται τριήκοντα στάδια, ὥσπερ οὗτός γε δύναται ταῦτα, ἐκ Σαρδίων στάδιά ἐστι ἐς τὰ βασιλήια τὰ Μεμνόνεια καλεόμενα πεντακόσια καὶ τρισχίλια καὶ μύρια παρασαγγέων ἐόντων πεντήκοντα καὶ τετρακοσίων. πεντήκοντα δὲ καὶ ἑκατὸν στάδια ἐπ᾽ ἡμέρῃ ἑκάστῃ διεξιοῦσι ἀναισιμοῦνται ἡμέραι ἀπαρτὶ ἐνενήκοντα. | Συνολικά όλοι αυτοί οι σταθμοί είναι εκατόν έντεκα· τόσους λοιπόν σταθμούς με πανδοχεία συναντάς στην ανάβαση από τις Σάρδεις στα Σούσα· κι αν ο βασιλικός δρόμος μετρήθηκε σωστά σε παρασάγγες κι ο παρασάγγης ισοδυναμεί με τριάντα σταδίους —και πράγματι με τόσους ισοδυναμεί—, οι στάδιοι για την ανάβαση από τις Σάρδεις ώς τα περίφημα Μεμνόνεια ανάκτορα είναι δεκατρείς χιλιάδες πεντακόσιοι (αφού έχουμε τετρακόσιους πενήντα παρασάγγες)· κι αν ο πεζοπόρος κάνει εκατόν πενήντα σταδίους τη μέρα, μας χρειάζονται ακριβώς ενενήντα μέρες. |
| [5.54.1] | οὕτω τῷ Μιλησίῳ Ἀρισταγόρῃ εἴπαντι πρὸς Κλεομένεα τὸν Λακεδαιμόνιον εἶναι τριῶν μηνῶν τὴν ἄνοδον τὴν παρὰ βασιλέα ὀρθῶς εἴρητο. εἰ δέ τις τὸ ἀτρεκέστερον τούτων ἔτι δίζηται, ἐγὼ καὶ τοῦτο σημανέω· τὴν γὰρ ἐξ Ἐφέσου ἐς Σάρδις ὁδὸν δεῖ προσλογίσασθαι ταύτῃ. | Έτσι ο Μιλήσιος Αρισταγόρας λέγοντας στον Κλεομένη τον Λακεδαιμόνιο ότι η ανάβαση προς τον βασιλιά θέλει τρεις μήνες, είπε την αλήθεια. Για όποιον όμως ζητά ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια, εγώ θα του δώσω στοιχεία και γι᾽ αυτό· δηλαδή πρέπει να προσθέσουμε σ᾽ αυτά το δρόμο από την Έφεσο στις Σάρδεις. |
| [5.54.2] | καὶ δὴ λέγω σταδίους εἶναι τοὺς πάντας ἀπὸ θαλάσσης τῆς Ἑλληνικῆς μέχρι Σούσων (τοῦτο γὰρ Μεμνόνειον ἄστυ καλέεται) τεσσεράκοντα καὶ τετρακισχιλίους καὶ μυρίους· οἱ γὰρ ἐξ Ἐφέσου ἐς Σάρδις εἰσὶ τεσσεράκοντα καὶ πεντακόσιοι στάδιοι, καὶ οὕτω τρισὶ ἡμέρῃσι μηκύνεται ἡ τρίμηνος ὁδός. | Λέω λοιπόν πως οι στάδιοι από την ελληνική θάλασσα ώς τα Σούσα (γιατί αυτή η πόλη είναι το περίφημο Μεμνόνειο) είναι συνολικά δεκατέσσερες χιλιάδες, αφού οι στάδιοι από την Έφεσο ώς τις Σάρδεις είναι πεντακόσιοι. Κι έτσι η τρίμηνη πορεία γίνεται τρεις μέρες μεγαλύτερη. |
| [5.55.1] | Ἀπελαυνόμενος δὲ ὁ Ἀρισταγόρης ἐκ τῆς Σπάρτης ἤιε ἐς τὰς Ἀθήνας γενομένας τυράννων ὧδε ἐλευθέρας. ἐπεὶ Ἵππαρχον τὸν Πεισιστράτου, Ἱππίεω δὲ τοῦ τυράννου ἀδελφεόν, ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου [τῷ ἑωυτοῦ πάθεϊ] ἐναργεστάτην κτείνουσι Ἀριστογείτων καὶ Ἁρμόδιος, γένος ἐόντες τὰ ἀνέκαθεν Γεφυραῖοι, μετὰ ταῦτα ἐτυραννεύοντο Ἀθηναῖοι ἐπ᾽ ἔτεα τέσσερα οὐδὲν ἧσσον ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἢ πρὸ τοῦ. | Ο Αρισταγόρας, διωγμένος από τη Σπάρτη, πήρε το δρόμο για την Αθήνα, που απελευθερώθηκε από τους τυράννους με τον εξής τρόπο: τον Ίππαρχο, το γιο του Πεισιστράτου και αδερφό του τυράννου Ιππία, που είδε στ᾽ όνειρό του οπτασία που ήταν ολοκάθαρο προμήνυμα [της συμφοράς του], τον σκοτώνουν ο Αριστογείτων κι ο Αρμόδιος, που κατάγονταν από παλιά οικογένεια Γεφυραίων· κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτό οι Αθηναίοι κυβερνιόνταν από τύραννο για τέσσερα χρόνια, με τρόπο καθόλου χαλαρότερο από πριν — κάθε άλλο! |
| [5.56.1] | ἡ μέν νυν ὄψις τοῦ Ἱππάρχου ἐνυπνίου ἦν ἥδε. ἐν τῇ προτέρῃ νυκτὶ τῶν Παναθηναίων ἐδόκεε ὁ Ἵππαρχος ἄνδρα οἱ ἐπιστάντα μέγαν καὶ εὐειδέα αἰνίσσεσθαι τάδε τὰ ἔπεα· | Η οπτασία λοιπόν που είδε στ᾽ όνειρό του ο Ίππαρχος ήταν η εξής· τη νύχτα, προτού ξημερώσουν τα Παναθήναια, φάνηκε στον Ίππαρχο πως ένας άντρας στάθηκε δίπλα του, ψηλός κι όμορφος, και του είπε τους αινιγματικούς στίχους: |
| τλῆθι λέων ἄτλητα παθὼν τετληότι θυμῷ· | Πολλά η καρδιά σου βάσταξε, λιοντάρι· βάστα τώρα κι αυτό τ᾽ αβάσταχτο κακό. |
| οὐδεὶς ἀνθρώπων ἀδικῶν τίσιν οὐκ ἀποτίσει. | Πάντοτε ο αδικητής την πληρωμή πληρώνει. |
| [5.56.2] | ταῦτα δέ, ὡς ἡμέρη ἐγένετο τάχιστα, φανερὸς ἦν ὑπερτιθέμενος ὀνειροπόλοισι· μετὰ δὲ ἀπειπάμενος τὴν ὄψιν ἔπεμπε τὴν πομπήν, ἐν τῇ δὴ τελευτᾷ. | Κι αυτά, μόλις ξημέρωσε η μέρα, χωρίς να χάσει στιγμή, τον είδαν να τα φανερώνει στους ονειροκρίτες και να ζητά τη γνώμη τους· ύστερα όμως αψήφησε το όνειρο και καταγινόταν με την πομπή, όπου και σκοτώθηκε. |
| [5.57.1] | Οἱ δὲ Γεφυραῖοι, τῶν ἦσαν οἱ φονέες οἱ Ἱππάρχου, ὡς μὲν αὐτοὶ λέγουσι, ἐγεγόνεσαν ἐξ Ἐρετρίης τὴν ἀρχήν, ὡς δὲ ἐγὼ ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω, ἦσαν Φοίνικες τῶν σὺν Κάδμῳ ἀπικομένων Φοινίκων ἐς γῆν τὴν νῦν Βοιωτίην καλεομένην, οἴκεον δὲ τῆς χώρης ταύτης ἀπολαχόντες τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν. | Τώρα, οι Γεφυραίοι, στους οποίους ανήκαν οι φονιάδες του Ιππάρχου, κατάγονταν αρχικά, κατά τα λεγόμενά τους, από την Ερέτρια, όμως, όπως εγώ εξακρίβωσα ύστερ᾽ από έρευνα, ήταν Φοίνικες, από κείνους που έφτασαν μαζί με τον Κάδμο στη χώρα που σήμερα λέγεται Βοιωτία, κι εγκαταστάθηκαν σ᾽ αυτήν παίρνοντας με κλήρο την περιοχή της Τανάγρας. |
| [5.57.2] | ἐνθεῦτεν δέ Καδμείων πρότερον ἐξαναστάντων ὑπ᾽ Ἀργείων οἱ Γεφυραῖοι οὗτοι δεύτερα ὑπὸ Βοιωτῶν ἐξαναστάντες ἐτράποντο ἐπ᾽ Ἀβηνέων. Ἀθηναῖοι δέ σφεας ἐπὶ ῥητοῖσι ἐδέξαντο σφέων αὐτῶν εἶναι πολιήτας, ‹οὐ› πολλῶν τεων καὶ οὐκ ἀξιαπηγήτων ἐπιτάξαντες ἔργεσθαι. | Κι αποκεί, αφού προηγουμένως οι Καδμείοι εκπατρίστηκαν από τους Αργείους, με τη σειρά τους οι Γεφυραίοι εκπατρίστηκαν από τους Βοιωτούς και στράφηκαν προς την Αθήνα. Κι οι Αθηναίοι δέχτηκαν να τους κάνουν πολίτες με ρητούς όρους, αφού όρισαν να είναι αποκλεισμένοι από κάτι λίγα αξιώματα, που δεν αξίζουν τον κόπο να τ᾽ αναφέρουμε. |
| [5.58.1] | οἱ δὲ Φοίνικες οὗτοι οἱ σὺν Κάδμῳ ἀπικόμενοι, τῶν ἦσαν οἱ Γεφυραῖοι, ἄλλα τε πολλὰ οἰκήσαντες ταύτην τὴν χώρην ἐσήγαγον διδασκάλια ἐς τοὺς Ἕλληνας καὶ δὴ καὶ γράμματα, οὐκ ἐόντα πρὶν Ἕλλησι ὡς ἐμοὶ δοκέειν, πρῶτα μὲν τοῖσι καὶ ἅπαντες χρέωνται Φοίνικες· μετὰ δὲ χρόνου προβαίνοντος ἅμα τῇ φωνῇ μετέβαλον καὶ τὸν ῥυθμὸν τῶν γραμμάτων. | Κι οι Φοίνικες αυτοί που ήρθαν μαζί με τον Κάδμο (κι οι Γεφυραίοι κατάγονταν απ᾽ αυτούς), με το να εγκατασταθούν σ᾽ αυτή τη χώρα δίδαξαν στους Έλληνες κι άλλες πολλές γνώσεις και προπάντων τα γράμματα, που, όπως νομίζω, ήταν άγνωστα ώς τότε στους Έλληνες· αρχικά ήταν αυτά που χρησιμοποιούσαν όλοι οι Φοίνικες, αργότερα όμως, με το πέρασμα του καιρού, μαζί με τη γλώσσα άλλαξαν και τη μορφή των γραμμάτων. |
| [5.58.2] | περιοίκεον δέ σφεας τὰ πολλὰ τῶν χώρων τοῦτον τὸν χρόνον Ἑλλήνων Ἴωνες· οἳ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ τῶν Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντές σφεων ὀλίγα ἐχρέωντο, χρεώμενοι δὲ ἐφάτισαν, ὥσπερ καὶ τὸ δίκαιον ἔφερε ἐσαγαγόντων Φοινίκων ἐς τὴν Ἑλλάδα, Φοινικήια κεκλῆσθαι. | Λοιπόν εκείνο τον καιρό η ελληνική φυλή που, στις πιο πολλές περιοχές, γειτόνευε μ᾽ αυτούς, ήταν οι Ίωνες, κι αυτοί πήραν ως μαθητές τα γράμματα από τους Φοίνικες, κι αφού άλλαξαν ελαφρά τη μορφή τους, τα χρησιμοποιούσαν, και χρησιμοποιώντας τα τους έδωσαν όνομα· κι όπως το ᾽θελε και το δίκιο, μια και τα είχαν φέρει στην Ελλάδα οι Φοίνικες, τους έδωσαν το όνομα «φοινικήια». |
| [5.58.3] | καὶ τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες, ὅτι κοτὲ ἐν σπάνι βύβλων ἐχρέωντο διφθέρῃσι αἰγέῃσί τε καὶ οἰέῃσι· ἔτι δὲ καὶ τὸ κατ᾽ ἐμὲ πολλοὶ τῶν βαρβάρων ἐς τοιαύτας διφθέρας γράφουσι. | Επίσης οι Ίωνες απ᾽ τον παλιό καιρό τα βιβλία τα λένε διφθέρες, γιατί κάποτε, που σπάνιζε ο πάπυρος, έγραφαν πάνω σε κατεργασμένα δέρματα κατσικιών και προβάτων — ακόμα και στη δική μου εποχή πολλοί από τους βαρβάρους γράφουν πάνω σε τέτοιες διφθέρες. |
| [5.59.1] | εἶδον δὲ καὶ αὐτὸς Καδμήια γράμματα ἐν τῷ ἱρῷ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἰσμηνίου ἐν Θήβῃσι τῇσι Βοιωτῶν ἐπὶ τρίποσι τρισὶ ἐγκεκολαμμένα, τὰ πολλὰ ὅμοια ἐόντα τοῖσι Ἰωνικοῖσι. ὁ μὲν δὴ εἷς τῶν τριπόδων ἐπίγραμμα ἔχει· | Κι είδα με τα μάτια μου γράμματα «καδμεία» χαραγμένα πάνω σε τρεις τρίποδες στη Θήβα, στο ναό του Ισμηνίου Απόλλωνα, που έχουν μεγάλη ομοιότητα με τα ιωνικά. Λοιπόν, ο ένας τρίποδας έχει την ακόλουθη επιγραφή: |
| Ἀμφιτρύων μ᾽ ἀνέθηκε θεῷ ἀπὸ Τηλεβοάων. | Απ᾽ των Κραχτών γυρίζοντας τα μέρη ο Αμφιτρύων ανάθημα με αφήκε. |
| ταῦτα ἡλικίην εἴη ἂν κατὰ Λάιον τὸν Λαβδάκου τοῦ Πολύδώρου τοῦ Κάδμου. | Αυτή η επιγραφή θα είναι της εποχής του Λαΐου, του γιου του Λαβδάκου, γιου του Πολυδώρου, γιου του Κάδμου. |
| [5.60.1] | ἕτερος δὲ τρίπους ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ λέγει· | Ένας άλλος τρίποδας, σε στίχους δακτυλικούς εξαμέτρους, λέει: |
| Σκαῖος πυγμαχέων με ἑκηβόλῳ Ἀπόλλωνι | Ο Σκαίος, όταν νίκησε σ᾽ αγώνα πυγμαχίας, σε σένα, που το στόχο, |
| νικήσας ἀνέθηκε τεῒν περικαλλὲς ἄγαλμα. | Απόλλωνα, δε χάνεις, μ᾽ ανάθεσε, τάμα ακριβό, ματιών χαρά ακέρια. |
| Σκαῖος δ᾽ ἂν εἴη ὁ Ἱπποκόωντος, εἰ δὴ οὗτός γε ἐστὶ ὁ ἀναθεὶς καὶ μὴ ἄλλος τὠυτὸ οὔνομα ἔχων τῷ Ἱπποκόωντος, ἡλικίην κατὰ Οἰδίπουν τὸν Λαΐου. | Κι ο Σκαίος θα πρέπει να είναι ο γιος του Ιπποκόωντα, αν πράγματι αυτός είναι που ανέθεσε τον τρίποδα κι όχι άλλος συνονόματος του γιου του Ιπποκόωντα, που έζησε στα χρόνια του Οιδίποδα, του γιου του Λαΐου. |
| [5.61.1] | τρίτος δὲ τρίπους λέγει καὶ οὗτος ἐν ἑξαμέτρῳ· | Κι ένας τρίτος τρίποδας λέει κι αυτός σε στίχους δακτυλικούς εξαμέτρους: |
| Λαοδάμας τρίποδ᾽ αὐτὸς ἐϋσκόπῳ Ἀπόλλωνι | Ο Λαοδάμας, στου βασιλιά σαν κάθισε το θρόνο, σε σένα, που το στόχο, |
| μουναρχέων ἀνέθηκε τεῒν περικαλλὲς ἄγαλμα. | Απόλλωνα, δε χάνεις, μ᾽ ανάθεσε, τάμα ακριβό, ματιών χαρά ακέρια. |
| [5.61.2] | ἐπὶ τούτου δὴ τοῦ Λαοδάμαντος τοῦ Ἐτεοκλέος μουναρχέοντος ἐξανιστέαται Καδμεῖοι ὑπ᾽ Ἀργείων καὶ τρέπονται ἐς τοὺς Ἐγχελέας, οἱ δὲ Γεφυραῖοι ὑπολειφθέντες ὕστερον ὑπὸ Βοιωτῶν ἀναχωρέουσι ἐς Ἀθήνας· καί σφι ἱρά ἐστι ἐν Ἀθήνῃσι ἱδρυμένα, τῶν οὐδὲν μέτα τοῖσι λοιποῖσι Ἀθηναίοισι, ἄλλα τε κεχωρισμένα τῶν ἄλλων ἱρῶν καὶ δὴ καὶ Ἀχαιίης Δήμητρος ἱρόν τε καὶ ὄργια. | Λοιπόν τον καιρό που βασίλευε ετούτος ο Λαοδάμας, ο γιος του Ετεοκλή, οι Καδμείοι εκπατρίστηκαν από τους Αργείους και τράβηξαν προς τους Εγχελείς, κι οι Γεφυραίοι, που έμειναν πίσω, αργότερα, πιεσμένοι από τους Βοιωτούς, πήραν το δρόμο για την Αθήνα, κι έχουν ιδρύσει στην Αθήνα ναούς, στους οποίους ποτέ δεν μπαίνουν οι υπόλοιποι Αθηναίοι, δηλαδή ναούς ξεχωριστούς, προπάντων ένα, το ναό της Δήμητρας Αχαίας με τις μυστηριακές τελετές της. |
| [5.62.1] | Ἡ μὲν δὴ ὄψις τοῦ Ἱππάρχου ἐνυπνίου καὶ οἱ Γεφυραῖοι ὅθεν ἐγεγόνεσαν, τῶν ἦσαν οἱ Ἱππάρχου φονέες, ἀπήγηταί μοι· δεῖ δὲ πρὸς τούτοισι ἔτι ἀναλαβεῖν τὸν κατ᾽ ἀρχὰς ἤια λέξων λόγον, ὡς τυράννων ἐλευθερώθησαν Ἀθηναῖοι. | Λοιπόν, για την οπτασία που είδε στ᾽ όνειρό του ο Ίππαρχος και για την καταγωγή των Γεφυραίων, της φυλής στην οποία ανήκαν οι φονιάδες του Ιππάρχου, έκανα λόγο· τώρα πρέπει γι᾽ άλλη μια φορά να ξαναπιάσω την ιστορία που ξεκίνησα να πω αρχικά, πώς οι Αθηναίοι ελευθερώθηκαν από τους τυράννους. |
| [5.62.2] | Ἱππίεω τυραννεύοντος καὶ ἐμπικραινομένου Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Ἀλκμεωνίδαι, γένος ἐόντες Ἀθηναῖοι καὶ φεύγοντες Πεισιστρατίδας, ἐπείτε σφι ἅμα τοῖσι ἄλλοισι Ἀθηναίων φυγάσι πειρωμένοισι κατὰ τὸ ἰσχυρὸν οὐ προεχώρεε [κάτοδος], ἀλλὰ προσέπταιον μεγάλως πειρώμενοι κατιέναι τε καὶ ἐλευθεροῦν τὰς Ἀθήνας, Λειψύδριον τὸ ὑπὲρ Παιονίης τειχίσαντες, ἐνθαῦτα οἱ Ἀλκμεωνίδαι πᾶν ἐπὶ τοῖσι Πεισιστρατίδῃσι μηχανώμενοι παρ᾽ Ἀμφικτυόνων τὸν νηὸν μισθοῦνται τὸν ἐν Δελφοῖσι, τὸν νῦν ἐόντα, τότε δὲ οὔκω, τοῦτον ἐξοικοδομῆσαι. | Τύραννος ήταν ο Ιππίας, κι ήταν όλο πίκρα με τους Αθηναίους για το θάνατο του Ιππάρχου, όταν οι Αλκμεωνίδες, γέννημα θρέμμα Αθηναίοι, εξορισμένοι από τους Πεισιστρατίδες, καθώς η επιχείρησή τους, μαζί με τους άλλους Αθηναίους εξορίστους [να γυρίσουν στην πόλη τους], δεν ευοδωνόταν, αλλά έπαθαν πανωλεθρία δοκιμάζοντας να γυρίσουν στην πόλη τους και να ελευθερώσουν την Αθήνα, οχύρωσαν με τείχος το Λειψύδριο που βρίσκεται πάνω από την Παιανία· τότε λοιπόν οι Αλκμεωνίδες έβαλαν σ᾽ ενέργεια καθετί που περνούσε από το μυαλό τους εναντίον των Πεισιστρατιδών κι ανάμεσα στ᾽ άλλα έκαναν συμφωνία με τους Αμφικτύονες ν᾽ αναλάβουν εργολαβικά το ναό στους Δελφούς (αυτόν που βλέπουμε τώρα, όμως τότε δεν υπήρχε ακόμη) και να ολοκληρώσουν την οικοδόμησή του. |
| [5.62.3] | οἷα δὲ χρημάτων εὖ ἥκοντες καὶ ἐόντες ἄνδρες δόκιμοι ἀνέκαθεν ἔτι, τὸν [τε] νηὸν ἐξεργάσαντο τοῦ παραδείγματος κάλλιον, τά τε ἄλλα καὶ, συγκειμένου σφι πωρίνου λίθου ποιέειν τὸν νηόν, Παρίου τὰ ἔμπροσθε αὐτοῦ ἐξεποίησαν. | Κι έτσι που τα οικονομικά τους ήταν ανθηρά κι ήταν οικογένεια ανέκαθεν με μεγάλη υπόληψη, το ναό τον έχτισαν ωραιότερο από το πρόπλασμά του σ᾽ όλα τ᾽ άλλα, και μάλιστα, ενώ η συμφωνία ήταν να χτίσουν το ναό με πωρόλιθο, οικοδόμησαν την πρόσοψή του με μάρμαρο της Πάρου. |
| [5.63.1] | ὡς ὦν δὴ οἱ Ἀθηναῖοι λέγουσι, οὗτοι οἱ ἄνδρες ἐν Δελφοῖσι κατήμενοι ἀνέπειθον τὴν Πυθίην χρήμασι, ὅκως ἔλθοιεν Σπαρτιητέων ἄνδρες εἴτε ἰδίῳ στόλῳ εἴτε δημοσίῳ χρησόμενοι, προφέρειν σφι τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῦν. | Και, καταπώς λένε οι Αθηναίοι, αυτοί οι Αλκμεωνίδες μένοντας καιρό πολύ στους Δελφούς δωροδόκησαν την Πυθία, ώστε, κάθε φορά που θα έρχονταν Σπαρτιάτες για να πάρουν χρησμό, είτε για ιδιωτική είτε για δημόσια υπόθεση, να τους παραγγέλνει να ελευθερώσουν την Αθήνα. |
| [5.63.2] | Λακεδαιμόνιοι δέ, ὥς σφι αἰεὶ τὠυτὸ πρόφαντον ἐγίνετο, πέμπουσι Ἀγχιμόλιον τὸν Ἀστέρος, ἐόντα τῶν ἀστῶν ἄνδρα δόκιμον, σὺν στρατῷ ἐξελῶντα Πεισιστρατίδας ἐξ Ἀθηνέων, ὅμως καὶ ξείνους σφι ἐόντας τὰ μάλιστα· τὰ γὰρ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ἐποιεῦντο ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν. πέμπουσι δὲ τούτους κατὰ θάλασσαν πλοίοισι. | Κι οι Λακεδαιμόνιοι, ακούοντας κάθε φορά την ίδια προσταγή, στέλνουν τον Αγχιμόλιο, το γιο του Αστέρα, που ήταν πολίτης με ξεχωριστή υπόληψη, με εκστρατευτικό σώμα, για να διώξει τους Πεισιστρατίδες απ᾽ την Αθήνα, παρότι είχαν μ᾽ αυτούς τους πιο στενούς φιλικούς δεσμούς· γιατί είχαν μεγαλύτερο σεβασμό στους θεούς απ᾽ ό,τι στους ανθρώπους. Στέλνουν λοιπόν αυτό το εκστρατευτικό σώμα από τη θάλασσα, με καράβια. |
| [5.63.3] | ὁ μὲν δὴ προσσχὼν ἐς Φάληρον τὴν στρατιὴν ἀπέβησε, οἱ δὲ Πεισιστρατίδαι προπυνθανόμενοι ταῦτα ἐπεκαλέοντο ἐκ Θεσσαλίης ἐπικουρίην· ἐπεποίητο γάρ σφι συμμαχίη πρὸς αὐτούς. Θεσσαλοὶ δέ σφι δεομένοισι ἀπέπεμψαν κοινῇ γνώμῃ χρεώμενοι χιλίην τε ἵππον καὶ τὸν βασιλέα τὸν σφέτερον Κινέην ἄνδρα Κονδαῖον· τοὺς ἐπείτε ἔσχον συμμάχους οἱ Πεισιστρατίδαι, ἐμηχανῶντο τοιάδε· | Κι ο Αγχιμόλιος έπιασε στεριά στο Φάληρο κι αποβίβασε το στρατό του, αλλά οι Πεισιστρατίδες, καθώς είχαν τις πληροφορίες τους από πριν, κάλεσαν ενισχύσεις από τη Θεσσαλία· γιατί είχαν κλείσει συμμαχία μ᾽ αυτούς. Κι οι Θεσσαλοί, ύστερ᾽ από την παράκλησή τους, πήραν κοινή απόφαση και έστειλαν χίλιους ιππείς και το βασιλιά τους τον Κινέα, από τους Γόννους· οι Πεισιστρατίδες, όταν τους ήρθαν αυτοί οι σύμμαχοι, έβαλαν σ᾽ ενέργεια το εξής σχέδιο· |
| [5.63.4] | κείραντες τῶν Φαληρέων τὸ πεδίον καὶ ἱππάσιμον ποιήσαντες τοῦτον τὸν χῶρον ἐπῆκαν τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον· ἐμπεσοῦσα δὲ διέφθειρε ἄλλους τε πολλοὺς τῶν Λακεδαιμονίων καὶ δὴ καὶ τὸν Ἀγχιμόλιον, τοὺς δὲ περιγενομένους αὐτῶν ἐς τὰς νέας κατεῖρξαν. ὁ μὲν δὴ πρῶτος στόλος ἐκ Λακεδαίμονος οὕτω ἀπήλλαξε, καὶ Ἀγχιμολίου εἰσὶ ταφαὶ τῆς Ἀττικῆς Ἀλωπεκῆσι, ἀγχοῦ τοῦ Ἡρακλείου τοῦ ἐν Κυνοσάργεϊ. | έκοψαν σύρριζα όλα τα δέντρα της πεδιάδας του Φαλήρου και την έκαναν βατή στο ιππικό, κι ύστερα έριξαν το ιππικό πάνω στο στρατόπεδο· κι έτσι που έπεσαν απάνω τους, σκότωσαν και πολλούς άλλους Λακεδαιμονίους και μάλιστα και τον Αγχιμόλιο, κι όσους απ᾽ αυτούς έμειναν ζωντανοί τους στρίμωξαν στα καράβια τους. Αυτή λοιπόν την κατάληξη είχε η πρώτη εκστρατεία των Λακεδαιμονίων, κι ο τάφος του Αγχιμολίου βρίσκεται στην Αττική, στην Αλωπεκή, δίπλα από το ναό του Ηρακλή στο Κυνόσαργες. |
| [5.64.1] | μετὰ δὲ Λακεδαιμόνιοι μέζω στόλον στείλαντες ἀπέπεμψαν ἐπὶ τὰς Ἀθήνας, στρατηγὸν τῆς στρατιῆς ἀποδέξαντες βασιλέα Κλεομένεα τὸν Ἀναξανδρίδεω, οὐκέτι κατὰ θάλασσαν στείλαντες ἀλλὰ κατ᾽ ἤπειρον· | Αργότερα όμως οι Λακεδαιμόνιοι οργάνωσαν μεγαλύτερο εκστρατευτικό σώμα και το έστειλαν εναντίον της Αθήνας, αφού όρισαν αρχηγό του στρατού τον βασιλιά Κλεομένη, το γιο του Αναξανδρίδα, όμως αυτή τη φορά δεν τους έστειλαν από τη θάλασσα, αλλά απ᾽ τη στεριά. |
| [5.64.2] | τοῖσι ἐσβαλοῦσι ἐς τὴν Ἀττικὴν χώρην ἡ τῶν Θεσσαλῶν ἵππος πρώτη προσέμειξε καὶ οὐ μετὰ πολλὸν ἐτράπετο, καί σφεων ἔπεσον ὑπὲρ τεσσεράκοντα ἄνδρας· οἱ δὲ περιγενόμενοι ἀπαλλάσσοντο ὡς εἶχον ἰθὺς ἐπὶ Θεσσαλίης. Κλεομένης δὲ ἀπικόμενος ἐς τὸ ἄστυ ἅμα Ἀθηναίων τοῖσι βουλομένοισι εἶναι ἐλευθέροισι ἐπολιόρκεε τοὺς τυράννους ἀπεργμένους ἐν τῷ Πελαργικῷ τείχεϊ. | Καθώς αυτοί έκαναν εισβολή στη γη της Αττικής, πρώτα συγκρούστηκε μαζί τους το θεσσαλικό ιππικό, που όμως πολύ γρήγορα τράπηκε σε φυγή, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πάνω από σαράντα άντρες· όσοι βγήκαν ζωντανοί σηκώθηκαν κι έφυγαν πίσω έτσι όπως ήταν, κατευθείαν στη Θεσσαλία. Κι ο Κλεομένης μπήκε στην πόλη μαζί με τους Αθηναίους που ήθελαν να ζουν ελεύθεροι και πολιορκούσε τους τυράννους που αποκλείστηκαν μες στον περίβολο του Πελαργικού τείχους. |
| [5.65.1] | καὶ οὐδέν τι πάντως ἂν ἐξεῖλον τοὺς Πεισιστρατίδας οἱ Λακεδαιμόνιοι (οὔτε γὰρ ἐπέδρην ἐπενόεον ποιήσασθαι, οἵ τε Πεισιστρατίδαι σίτοισι καὶ ποτοῖσι εὖ παρεσκευάδατο) πολιορκήσαντές τε ἂν ἡμέρας ὀλίγας ἀπαλλάσσοντο ἐς τὴν Σπάρτην· νῦν δὲ συντυχίη τοῖσι μὲν κακὴ ἐπεγένετο, τοῖσι δὲ ἡ αὐτὴ αὕτη σύμμαχος· ὑπεκτιθέμενοι γὰρ ἔξω τῆς χώρης οἱ παῖδες τῶν Πεισιστρατιδέων ἥλωσαν. | Κι οπωσδήποτε δε θα έδιωχναν τους Πεισιστρατίδες οι Λακεδαιμόνιοι (γιατί ούτε είχαν στο νου τους να κάνουν αποκλεισμό, κι από την άλλη οι Πεισιστρατίδες είχαν εφοδιαστεί, και με το παραπάνω, με τρόφιμα και νερό), αλλά ύστερ᾽ από πολιορκία λίγων ημερών θα σηκώνονταν να φύγουν στη Σπάρτη. Όμως νά που ένα τυχαίο περιστατικό τους έφερε συμφορά, κι αυτό το ίδιο στάθηκε σύμμαχος στους αντιπάλους τους· δηλαδή, καθώς οι Πεισιστρατίδες επιχειρούσαν να φυγαδεύσουν σε σίγουρο τόπο τα παιδιά τους, έπεσαν αυτά στα χέρια των εχθρών. |
| [5.65.2] | τοῦτο δὲ ὡς ἐγένετο, πάντα αὐτῶν τὰ πρήγματα συνετετάρακτο, παρέστησαν δὲ ἐπὶ μισθῷ τοῖσι τέκνοισι ἐπ᾽ οἷσι ἐβούλοντο οἱ Ἀθηναῖοι, ὥστε ἐν πέντε ἡμέρῃσι ἐκχωρῆσαι ἐκ τῆς Ἀττικῆς. | Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό όλες οι υποθέσεις τους έγιναν άνω κάτω, και δέχτηκαν, με αντάλλαγμα να πάρουν πίσω τα παιδιά τους, τους όρους που ήθελαν οι Αθηναίοι: ν᾽ αποχωρήσουν από την Αττική μέσα σε πέντε μέρες. |
| [5.65.3] | μετὰ δὲ ἐξεχώρησαν ἐς Σίγειον τὸ ἐπὶ τῷ Σκαμάνδρῳ, ἄρξαντες μὲν Ἀθηναίων ἐπ᾽ ἔτεα ἕξ τε καὶ τριήκοντα, ἐόντες δὲ καὶ οὗτοι ἀνέκαθεν Πύλιοί τε καὶ Νηλεῖδαι, ἐκ τῶν αὐτῶν γεγονότες καὶ οἱ ἀμφὶ Κόδρον τε καὶ Μέλανθον, οἳ πρότερον ἐπήλυδες ἐόντες ἐγένοντο Ἀθηναίων βασιλέες. | Κατόπι εγκατέλειψαν τη χώρα και πήγαν στο Σίγειο, στις εκβολές του Σκαμάνδρου, αυτοί που εξουσίασαν την Αθήνα για τριάντα έξι χρόνια, ενώ η καταγωγή τους κρατούσε από την Πύλο και το Νηλέα, είχαν δηλαδή τους ίδιους προγόνους με τη γενιά του Κόδρου και του Μελάνθου, που στο παρελθόν, αν και ξενοφερμένοι, έγιναν βασιλιάδες της Αθήνας. |
| [5.65.4] | ἐπὶ τούτου δὲ καὶ τὠυτὸ οὔνομα ἀπεμνημόνευσε Ἱπποκράτης τῷ παιδὶ θέσθαι τὸν Πεισίστρατον, ἐπὶ τοῦ Νέστορος Πεισιστράτου ποιεύμενος τὴν ἐπωνυμίην. | Κι ακριβώς για να μην ξεχαστεί αυτή η καταγωγή τους, ο Ιπποκράτης έδωσε στο γιο του το όνομα Πεισίστρατος, όνομα που το πήρε από τον Πεισίστρατο, το γιο του Νέστορα. |
| [5.65.5] | οὕτω μὲν Ἀθηναῖοι τυράννων ἀπαλλάχθησαν. ὅσα δὲ ἐλευθερωθέντες ἔρξαν ἢ ἔπαθον ἀξιόχρεα ἀπηγήσιος πρὶν ἢ Ἰωνίην τε ἀποστῆναι ἀπὸ Δαρείου καὶ Ἀρισταγόρεα τὸν Μιλήσιον ἀπικόμενον ἐς Ἀθήνας χρηίσαι σφέων βοηθέειν, ταῦτα πρῶτα φράσω. | Μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο οι Αθηναίοι λυτρώθηκαν από τους τυράννους· κι όσα, ελεύθεροι πια, έπραξαν ή έπαθαν αξιομνημόνευτα προτού επαναστατήσει η Ιωνία εναντίον του Δαρείου και προτού φτάσει στην Αθήνα ο Μιλήσιος Αρισταγόρας για να ζητήσει βοήθεια, αυτά θα αφηγηθώ πρώτα. |
| [5.66.1] | Ἀθῆναι, ἐοῦσαι καὶ πρὶν μεγάλαι, τότε ἀπαλλαχθεῖσαι τυράννων ἐγίνοντο μέζονες. ἐν δὲ αὐτῇσι δύο ἄνδρες ἐδυνάστευον, Κλεισθένης τε ἀνὴρ Ἀλκμεωνίδης, ὅς περ δὴ λόγον ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι, καὶ Ἰσαγόρης Τεισάνδρου οἰκίης μὲν ἐὼν δοκίμου, ἀτὰρ τὰ ἀνέκαθεν οὐκ ἔχω φράσαι· θύουσι δὲ οἱ συγγενέες αὐτοῦ Διὶ Καρίῳ. | Η Αθήνα, που και πρωτύτερα ήταν μεγάλη, τότε, με την απελευθέρωσή της από τους τυράννους, έγινε μεγαλύτερη. Δυο άντρες κυριαρχούσαν στην πόλη, ο Κλεισθένης, από τη γενιά των Αλκμεωνιδών που, όπως λέει η φήμη, έκανε όργανό του την Πυθία, και ο Ισαγόρας, ο γιος του Τεισάνδρου, που καταγόταν βέβαια από ονομαστή οικογένεια, δεν ξέρω όμως να πω την αρχή της, πάντως το γένος του κάνει θυσίες στον Κάριο Δία. |
| [5.66.2] | οὗτοι οἱ ἄνδρες ἐστασίασαν περὶ δυνάμιος, ἑσσούμενος δὲ ὁ Κλεισθένης τὸν δῆμον προσεταιρίζεται. μετὰ δὲ τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε, τῶν Ἴωνος παίδων Γελέοντος καὶ Αἰγικόρεος καὶ Ἀργάδεω καὶ Ὅπλητος ἀπαλλάξας τὰς ἐπωνυμίας, ἐξευρὼν δὲ ἑτέρων ἡρώων ἐπωνυμίας ἐπιχωρίων, πάρεξ Αἴαντος· τοῦτον δέ, ἅτε ἀστυγείτονα καὶ σύμμαχον, ξεῖνον ἐόντα προσέθετο. | Αυτοί οι δυο άντρες ήρθαν σε σύγκρουση για την εξουσία, κι ο Κλεισθένης, καθώς έχανε τη μάχη, παίρνει με το μέρος του το λαό· κι αργότερα τους Αθηναίους, που ζούσαν χωρισμένοι σε τέσσερες φυλές, τους έκανε δέκα φυλές, καταργώντας τις ονομασίες που θύμιζαν τους γιους του Ίωνα (τον Γελέοντα και τον Αιγικορέα και τον Αργάδη και τον Όπλητα), και βρήκε και τους έβαλε ονόματα άλλων ηρώων, του τόπου τους, με εξαίρεση το όνομα του Αίαντα· αυτουνού το όνομα το πρόσθεσε, κι ας ήταν ξένος, καθότι ήταν γείτονας της πόλης και σύμμαχος. |
| [5.67.1] | ταῦτα δέ, δοκέειν ἐμοί, ἐμιμέετο ὁ Κλεισθένης οὗτος τὸν ἑωυτοῦ μητροπάτορα Κλεισθένεα τὸν Σικυῶνος τύραννον. Κλεισθένης γὰρ Ἀργείοισι πολεμήσας τοῦτο μὲν ῥαψῳδοὺς ἔπαυσε ἐν Σικυῶνι ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκα, ὅτι Ἀργεῖοί τε καὶ Ἄργος τὰ πολλὰ πάντα ὑμνέαται· τοῦτο δέ, ἡρώιον γὰρ ἦν καὶ ἔστι ἐν αὐτῇ τῇ ἀγορῇ τῶν Σικυωνίων Ἀδρήστου τοῦ Ταλαοῦ, τοῦτον ἐπεθύμησε ὁ Κλεισθένης ἐόντα Ἀργεῖον ἐκβαλεῖν ἐκ τῆς χώρης. | Σ᾽ ετούτα, καταπώς εγώ πιστεύω, ο Κλεισθένης αυτός μιμήθηκε τον παππού του απ᾽ τη μεριά της μητέρας του, τον τύραννο της Σικυώνας. Δηλαδή εκείνος ο Κλεισθένης, ύστερ᾽ από τον πόλεμο που έκανε με τους Αργείους, πρώτα πρώτα κατάργησε τους αγώνες απαγγελίας των ομηρικών επών στη Σικυώνα, γιατί σ᾽ αυτά περισσότερο από κάθε άλλη χώρα εξυμνείται το Άργος και οι Αργείοι· κατόπι, γιατί υπήρχε και υπάρχει και σήμερα στο κέντρο της Σικυώνας, μες στην αγορά, ναός για τη λατρεία ως ημιθέου του Αδράστου, του γιου του Ταλαού, αυτόν θέλησε ο Κλεισθένης να τον διώξει από την πόλη, επειδή ήταν Αργείος. |
| [5.67.2] | ἐλθὼν δὲ ἐς Δελφοὺς ἐχρηστηριάζετο εἰ ἐκβάλοι τὸν Ἄδρηστον· ἡ δὲ Πυθίη οἱ χρᾷ φᾶσα Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα. ἐπεὶ δὲ ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου, ἀπελθὼν ὀπίσω ἐφρόντιζε μηχανὴν τῇ αὐτὸς ὁ Ἄδρηστος ἀπαλλάξεται. ὡς δέ οἱ ἐξευρῆσθαι ἐδόκεε, πέμψας ἐς Θήβας τὰς Βοιωτίας ἔφη θέλειν ἐπαγαγέσθαι Μελάνιππον τὸν Ἀστακοῦ· οἱ δὲ Θηβαῖοι ἔδοσαν. | Πήγε λοιπόν στους Δελφούς και ζητούσε χρησμό, να διώξει από την πόλη τον Άδραστο. Κι η Πυθία τού έδωσε χρησμό λέγοντας: «Ο Άδραστος ήταν βασιλιάς των Σικυωνίων, ενώ εσύ είσαι μακελάρης». Καθώς λοιπόν ο θεός δεν του έδινε το ελεύθερο, γύρισε στον τόπο του και σοφιζόταν τέχνασμα, έτσι που ο Άδραστος να σηκωθεί να φύγει από μόνος του. Κι όταν πίστεψε πως το βρήκε, έστειλε ανθρώπους του στη Θήβα της Βοιωτίας κι είπε ότι θέλει να φέρει στην πόλη του τα οστά του Μελανίππου, του γιου του Αστακού· κι οι Θηβαίοι τα έδωσαν. |
| [5.67.3] | ἐπαγαγόμενος δὲ ὁ Κλεισθένης τὸν Μελάνιππον τέμενός οἱ ἀπέδεξε ἐν αὐτῷ τῷ πρυτανηίῳ καί μιν ἵδρυσε ἐνθαῦτα ἐν τῷ ἰσχυροτάτῳ. ἐπηγάγετο δὲ τὸν Μελάνιππον ὁ Κλεισθένης (καὶ γὰρ τοῦτο δεῖ ἀπηγήσασθαι) ὡς ἔχθιστον ἐόντα Ἀδρήστῳ, ὃς τόν τε ἀδελφεόν οἱ Μηκιστέα ἀπεκτόνεε καὶ τὸν γαμβρὸν Τυδέα. | Κι όταν έφερε τα οστά του Μελανίππου στην πόλη του ο Κλεισθένης, του αφιέρωσε λατρευτικό τέμενος μες στο χώρο του πρυτανείου κι έχτισε το κέντρο της λατρείας του στο καλύτερα οχυρωμένο μέρος της πόλης. Κι ο λόγος που έφερε ο Κλεισθένης τον Μελάνιππο στην πόλη του ήταν (γιατί αυτό πρέπει ν᾽ αναφερθεί) που στάθηκε ο μεγαλύτερος εχθρός του Αδράστου, αφού του σκότωσε και τον Μηκιστέα, τον αδερφό του, και τον Τυδέα, το γαμπρό του. |
| [5.67.4] | ἐπείτε δέ οἱ τὸ τέμενος ἀπέδεξε, θυσίας τε καὶ ὁρτὰς Ἀδρήστου ἀπελόμενος ἔδωκε τῷ Μελανίππῳ. οἱ δὲ Σικυώνιοι ἐώθεσαν μεγαλωστὶ κάρτα τιμᾶν τὸν Ἄδρηστον· ἡ γὰρ χώρη ἦν αὕτη Πολύβου, ὁ δὲ Ἄδρηστος ἦν Πολύβου θυγατριδέος, ἄπαις δὲ Πόλυβος τελευτῶν διδοῖ Ἀδρήστῳ τὴν ἀρχήν. | Λοιπόν αφιέρωσε σ᾽ εκείνον το τέμενος και κατόπι πήρε από τον Άδραστο τις θυσίες και τις γιορτές και τις έδωσε στον Μελάνιππο. Κι οι Σικυώνιοι τιμούσαν τον Άδραστο με μεγάλη μεγαλοπρέπεια, καθότι άρχοντας της χώρας τους ήταν ο Πόλυβος, κι ο Άδραστος ήταν γιος της θυγατέρας του Πολύβου· και, καθώς ο Πόλυβος πέθανε χωρίς να έχει αποχτήσει αγόρι, παραδίνει την εξουσία στον Άδραστο· |
| [5.67.5] | τά τε δὴ ἄλλα οἱ Σικυώνιοι ἐτίμων τὸν Ἄδρηστον καὶ δὴ πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῦ τραγικοῖσι χοροῖσι ἐγέραιρον, τὸν μὲν Διόνυσον οὐ τιμῶντες, τὸν δὲ Ἄδρηστον. Κλεισθένης δὲ χοροὺς μὲν τῷ Διονύσῳ ἀπέδωκε, τὴν δὲ ἄλλην θυσίην Μελανίππῳ. | λοιπόν και μ᾽ άλλες εκδηλώσεις λάτρευαν τον Άδραστο και μάλιστα τιμούσαν τα πάθη του με χορούς τραγωδίας, που δεν τους έκαναν για να τιμήσουν τον Διόνυσο, αλλά τον Άδραστο. Αντίθετα ο Κλεισθένης τους τραγικούς χορούς τούς αφιέρωσε στον Διόνυσο και τις άλλες θυσίες στον Μελάνιππο. |
| [5.68.1] | ταῦτα μὲν ἐς Ἄδρηστόν οἱ ἐπεποίητο, φυλὰς δὲ τὰς Δωριέων, ἵνα δὴ μὴ αἱ αὐταὶ ἔωσι τοῖσι Σικυωνίοισι καὶ τοῖσι Ἀργείοισι, μετέβαλε ἐς ἄλλα οὐνόματα. ἔνθα καὶ πλεῖστον κατεγέλασε τῶν Σικυωνίων· ἐπὶ γὰρ ὑός τε καὶ ὄνου ‹καὶ χοίρου› τὰς ἐπωνυμίας μετατιθεὶς αὐτὰ τὰ τελευταῖα ἐπέθηκε, πλὴν τῆς ἑωυτοῦ φυλῆς· ταύτῃ δὲ τὸ οὔνομα ἀπὸ τῆς ἑωυτοῦ ἀρχῆς ἔθετο. οὗτοι μὲν δὴ Ἀρχέλαοι ἐκαλέοντο, ἕτεροι δὲ Ὑᾶται, ἄλλοι δὲ Ὀνεᾶται, ἕτεροι δὲ Χοιρεᾶται. | Λοιπόν μ᾽ αυτό τον τρόπο κατάτρεξε τον Άδραστο· και τις δωρικές ονομασίες των φυλών των Σικυωνίων, για να μην είναι οι ίδιες με των Αργείων, τις αντικατέστησε με άλλα ονόματα, κι εδώ κι αν δεν ξευτέλισε όσο δεν παίρνει τους Σικυωνίους· αντικατέστησε τις ονομασίες των φυλών τους με άλλες, από τις λέξεις «γουρούνια», «γαϊδούρια» και «γουρουνόπουλα» — μόνο η δική του φυλή γλίτωσε· σ᾽ αυτήν έδωσε όνομα που θύμιζε το δικό του αξίωμα· δηλαδή πήραν το όνομα Αρχέλαοι, ενώ οι υπόλοιποι, Υάτες και Ονεάτες και Χοιρεάτες. |
| [5.68.2] | τούτοισι τοῖσι οὐνόμασι τῶν φυλέων ἐχρέωντο οἱ Σικυώνιοι καὶ ἐπὶ Κλεισθένεος ἄρχοντος καὶ ἐκείνου τεθνεῶτος ἔτι ἐπ᾽ ἔτεα ἑξήκοντα· μετέπειτα μέντοι λόγον σφίσι δόντες μετέβαλον ἐς τοὺς Ὑλλέας καὶ Παμφύλους καὶ Δυμανάτας, τετάρτους δὲ αὐτοῖσι προσέθεντο ἐπὶ τοῦ Ἀδρήστου παιδὸς Αἰγιαλέος τὴν ἐπωνυμίην ποιεύμενοι κεκλῆσθαι Αἰγιαλέας. | Αυτά τα ονόματα των φυλών τα κρατούσαν οι Σικυώνιοι κι όσο κυβερνούσε ο Κλεισθένης κι εξήντα ακόμη χρόνια ύστερ᾽ από το θάνατό του· αργότερα όμως το συζήτησαν ανάμεσά τους και τ᾽ άλλαξαν στους Υλλείς, τους Παμφύλους και τους Δυμανάτες· στην τέταρτη φυλή έδωσαν νέο όνομα, που το πήραν από τον Αιγιαλέα, το γιο του Αδράστου, και τους κάλεσαν Αιγιαλείς. |
| [5.69.1] | Ταῦτα μέν νυν ὁ Σικυώνιος Κλεισθένης ἐπεποιήκεε, ὁ δὲ δὴ Ἀθηναῖος Κλεισθένης, ἐὼν τοῦ Σικυωνίου τούτου θυγατριδέος καὶ τὸ οὔνομα ἐπὶ τούτου ἔχων, δοκέειν ἐμοὶ καὶ οὗτος ὑπεριδὼν Ἴωνας, ἵνα μὴ σφίσι αἱ αὐταὶ ἔωσι φυλαὶ καὶ Ἴωσι, τὸν ὁμώνυμον Κλεισθένεα ἐμιμήσατο. | Λοιπόν αυτά είχε κάνει ο Σικυώνιος Κλεισθένης, κι ο Αθηναίος Κλεισθένης, σαν γιος της θυγατέρας του κι έχοντας πάρει τ᾽ όνομά του από κείνον, καταπώς πιστεύω δείχνοντας περιφρόνηση κι αυτός προς τους Ίωνες, μιμήθηκε τον ομώνυμό του Κλεισθένη, για να μην έχουν τις ίδιες ονομασίες οι φυλές των Αθηναίων και των Ιώνων. |
| [5.69.2] | ὡς γὰρ δὴ τὸν Ἀθηναίων δῆμον πρότερον ἀπωσμένον τότε πάντων πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν προσεθήκατο, τὰς φυλὰς μετωνόμασε καὶ ἐποίησε πλεῦνας ἐξ ἐλασσόνων. δέκα τε δὴ φυλάρχους ἀντὶ τεσσέρων ἐποίησε, δέκαχα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς. ἦν τε τὸν δῆμον προσθέμενος πολλῷ κατύπερθε τῶν ἀντιστασιωτέων. | Γιατί, όταν τον αθηναϊκό λαό, που πρωτύτερα ήταν παραμερισμένος, ολόκληρο τον πήρε με το μέρος του, άλλαξε τα ονόματα των φυλών, κι από λίγες τις έκανε πολλές· δηλαδή, εκεί που οι φύλαρχοι ήταν τέσσερες, τους έκανε δέκα, και μοίρασε τους δήμους σε φυλές, δέκα στην καθεμία τους. Κι απ᾽ την ώρα που πήρε με το μέρος του το λαό, απόχτησε πολιτική δύναμη ασύγκριτα ανώτερη από τους αντιπάλους του. |
| [5.70.1] | ἐν τῷ μέρεϊ δὲ ἑσσούμενος ὁ Ἰσαγόρης ἀντιτεχνᾶται τάδε· ἐπικαλέεται Κλεομένεα τὸν Λακεδαιμόνιον, γενόμενον ἑωυτῷ ξεῖνον ἀπὸ τῆς Πεισιστρατιδέων πολιορκίης. τὸν δὲ Κλεομένεα εἶχε αἰτίη φοιτᾶν παρὰ τοῦ Ἰσαγόρεω τὴν γυναῖκα. | Τώρα ο Ισαγόρας, καθώς με τη σειρά του βγήκε νικημένος, βάζει σ᾽ ενέργεια μηχανορραφία απ᾽ τη δική του μεριά: καλεί σε βοήθεια τον Κλεομένη το Λακεδαιμόνιο, με τον οποίο συνδέθηκε με δεσμό φιλίας απ᾽ την εποχή της πολιορκίας των Πεισιστρατιδών. Κατηγορήθηκε μάλιστα ο Κλεομένης ότι μπαινόβγαινε στον κοιτώνα της γυναίκας του Ισαγόρα. |
| [5.70.2] | τὰ μὲν δὴ πρῶτα πέμπων ὁ Κλεομένης ἐς τὰς Ἀθήνας κήρυκα ἐξέβαλλε Κλεισθένεα καὶ μετ᾽ αὐτοῦ ἄλλους πολλοὺς Ἀθηναίων, τοὺς ἐναγέας ἐπιλέγων. ταῦτα δὲ πέμπων ἔλεγε ἐκ διδαχῆς τοῦ Ἰσαγόρεω· οἱ μὲν γὰρ Ἀλκμεωνίδαι καὶ οἱ συστασιῶται αὐτῶν εἶχον αἰτίην τοῦ φόνου τούτου, αὐτὸς δὲ οὐ μετεῖχε οὐδ᾽ οἱ φίλοι αὐτοῦ. | Λοιπόν, πρώτη ενέργεια του Κλεομένη ήταν να στείλει κήρυκα στην Αθήνα, και ζητούσε να εξοριστεί ο Κλεισθένης και μαζί του και πολλοί άλλοι Αθηναίοι, επειδή, όπως έλεγε, ήταν κριματισμένοι. Κι έστελνε αυτές τις εντολές καταπώς τον δασκάλεψε ο Ισαγόρας· γιατί η κατηγορία εκείνου του φονικού βάραινε τους Αλκμεωνίδες και τους οπαδούς τους, ενώ ο ίδιος κι οι φίλοι του ήταν αμέτοχοι. |
| [5.71.1] | οἱ δ᾽ ἐναγέες Ἀθηναίων ὧδε ὠνομάσθησαν· ἦν Κύλων τῶν Ἀθηναίων ἀνὴρ Ὀλυμπιονίκης. οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε, προσποιησάμενος δὲ ἑταιρηίην τῶν ἡλικιωτέων καταλαβεῖν τὴν ἀκρόπολιν ἐπειρήθη, οὐ δυνάμενος δὲ ἐπικρατῆσαι ἱκέτης ἵζετο πρὸς τὸ ἄγαλμα. | Και τ᾽ όνομα «κριματισμένοι» δόθηκε γι᾽ αυτό το λόγο σ᾽ ορισμένους Αθηναίους: ανάμεσα στους Αθηναίους πολίτες ήταν κι ο Κύλων, ολυμπιονίκης. Αυτουνού πήραν τα μυαλά αέρα και βάλθηκε να γίνει τύραννος· οργάνωσε λοιπόν μια συντροφική ομάδα από συνομηλίκους του κι επιχείρησε να κυριέψει την Ακρόπολη, όμως δεν μπόρεσε να επικρατήσει, και κάθισε ικέτης στο βάθρο του αγάλματος της Αθηνάς. |
| [5.71.2] | τούτους ἀνιστᾶσι μὲν οἱ πρυτάνιες τῶν ναυκράρων, οἵ περ ἔνεμον τότε τὰς Ἀθήνας, ὑπεγγύους πλὴν θανάτου· φονεῦσαι δὲ αὐτοὺς αἰτίη ἔχει Ἀλκμεωνίδας. ταῦτα πρὸ τῆς Πεισιστράτου ἡλικίης ἐγένετο. | Λοιπόν οι δήμαρχοι που διοικούσαν τότε την Αθήνα τούς έπεισαν να εγκαταλείψουν το άσυλο, για να λογοδοτήσουν για την πράξη τους, με την υπόσχεση πως δε θα τους επιβληθεί η ποινή του θανάτου· όμως τους σκότωσαν, και υπαίτιοι θεωρήθηκαν οι Αλκμεωνίδες. Αυτά έγιναν πριν από την εποχή του Πεισιστράτου. |
| [5.72.1] | Κλεομένης δὲ ὡς πέμπων ἐξέβαλλε Κλεισθένεα καὶ τοὺς Ἐναγέας, Κλεισθένης μὲν αὐτὸς ὑπεξέσχε· μετὰ δὲ οὐδὲν ἧσσον παρῆν ἐς τὰς Ἀθήνας ὁ Κλεομένης οὐ σὺν μεγάλῃ χειρί, ἀπικόμενος δὲ ἀγηλατέει ἑπτακόσια ἐπίστια Ἀθηναίων, τά οἱ ὑπέθετο ὁ Ἰσαγόρης. ταῦτα δὲ ποιήσας δεύτερα τὴν βουλὴν καταλύειν ἐπειρᾶτο, τριηκοσίοισι δὲ τοῖσι Ἰσαγόρεω στασιώτῃσι τὰς ἀρχὰς ἐνεχείριζε. | Κι όταν ο Κλεομένης με τον απεσταλμένο του ζητούσε να εξοριστούν ο Κλεισθένης κι οι κριματισμένοι, ο Κλεισθένης από μόνος του αποσύρθηκε, αυτό όμως δεν εμπόδισε καθόλου τον Κλεομένη να εμφανιστεί στην Αθήνα με μια μικρή στρατιωτική δύναμη, και φτάνοντας στην πόλη έδιωχνε ως ιερόσυλους εφτακόσια αθηναϊκά νοικοκυριά, με υπόδειξη του Ισαγόρα. Δεύτερη ενέργειά του ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την πράξη του: να καταργήσει τη βουλή και να δώσει όλα τ᾽ αξιώματα στα χέρια τριακοσίων οπαδών του Ισαγόρα. |
| [5.72.2] | ἀντισταθείσης δὲ τῆς βουλῆς καὶ οὐ βουλομένης πείθεσθαι ὅ τε Κλεομένης καὶ ὁ Ἰσαγόρης καὶ οἱ στασιῶται αὐτοῦ καταλαμβάνουσι τὴν ἀκρόπολιν. Ἀθηναίων δὲ οἱ λοιποὶ τὰ αὐτὰ φρονήσαντες ἐπολιόρκεον αὐτοὺς ἡμέρας δύο· τῇ δὲ τρίτῃ ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται ἐκ τῆς χώρης ὅσοι ἦσαν αὐτῶν Λακεδαιμόνιοι. | Συναντώντας την αντίσταση της βουλής, που αρνιόταν να υπακούσει, ο Κλεομένης κι ο Ισαγόρας κι οι οπαδοί τους κυριεύουν την Ακρόπολη. Αλλά όλοι οι άλλοι Αθηναίοι έγιναν ένα και τους πολιορκούσαν δυο μέρες· και την τρίτη βγαίνουν έξω από τη χώρα ύστερ᾽ από διαπραγματεύσεις όσοι απ᾽ αυτούς ήταν Λακεδαιμόνιοι· |
| [5.72.3] | ἐπετελέετο δὲ τῷ Κλεομένεϊ ἡ φήμη· ὡς γὰρ ἀνέβη ἐς τὴν ἀκρόπολιν μέλλων δὴ αὐτὴν κατασχήσειν, ἤιε ἐς τὸ ἄδυτον τῆς θεοῦ ὡς προσερέων· ἡ δὲ ἱερείη ἐξαναστᾶσα ἐκ τοῦ θρόνου πρὶν ἢ τὰς θύρας αὐτὸν ἀμεῖψαι εἶπε· Ὦ ξεῖνε Λακεδαιμόνιε, πάλιν χώρει μηδὲ ἔσιθι ἐς τὸ ἱρόν· οὐ γὰρ θεμιτὸν Δωριεῦσι παριέναι ἐνθαῦτα· ὁ δὲ εἶπε· Ὦ γύναι, ἀλλ᾽ οὐ Δωριεύς εἰμι ἀλλ᾽ Ἀχαιός. | κι έτσι ο προφητικός λόγος για τον Κλεομένη βγήκε αληθινός· γιατί, όταν ανέβηκε στην Ακρόπολη κι ήταν να την κυριέψει, τράβηξε κατευθείαν στο άδυτο του ναού της Αθηνάς, τάχα μου για να της προσευχηθεί· κι η ιέρεια σηκώθηκε απ᾽ το θρόνο της πριν αυτός διαβεί την πύλη και είπε: «Ξένε Λακεδαιμόνιε, πήγαινε απ᾽ όπου ήρθες και μη μπαίνεις στο άδυτο· γιατί η θεά δεν επιτρέπει να περάσει εδώ Δωριέας». Κι αυτός αποκρίθηκε: «Όμως, κυρούλα, εγώ δεν είμαι Δωριέας, Αχαιός είμαι». |
| [5.72.4] | ὁ μὲν δὴ τῇ κλεηδόνι οὐδὲν χρεώμενος ἐπεχείρησέ τε καὶ τότε πάλιν ἐξέπιπτε μετὰ τῶν Λακεδαιμονίων· τοὺς δὲ ἄλλους Ἀθηναῖοι κατέδησαν τὴν ἐπὶ θανάτῳ, ἐν δὲ αὐτοῖσι καὶ Τιμησίθεον τὸν Δελφόν, τοῦ ἔργα χειρῶν τε καὶ λήματος ἔχοιμ᾽ ἂν μέγιστα καταλέξαι. | Λοιπόν, αυτός δεν έδωσε καμία σημασία στον προφητικό λόγο και συνέχισε το εγχείρημά του· και τότε νικημένος πήρε το δρόμο του γυρισμού μαζί με τους Λακεδαιμονίους, ενώ τους υπόλοιπους οι Αθηναίοι τους έβαλαν στη φυλακή για να τους σκοτώσουν, κι ανάμεσά τους τον Τιμησίθεο από τους Δελφούς, που θα μπορούσα να αραδιάσω έξοχες πράξεις που δείχνουν τη δύναμη και τη λεβεντιά του. |
| [5.73.1] | οὗτοι μέν νυν δεδεμένοι ἐτελεύτησαν, Ἀθηναῖοι δὲ μετὰ ταῦτα Κλεισθένεα καὶ τὰ ἑπτακόσια ἐπίστια τὰ διωχθέντα ὑπὸ Κλεομένεος μεταπεμψάμενοι πέμπουσι ἀγγέλους ἐς Σάρδις, συμμαχίην βουλόμενοι ποιήσασθαι πρὸς Πέρσας· ἠπιστέατο γὰρ σφίσι [πρὸς] Λακεδαιμονίους τε καὶ Κλεομένεα ἐκπεπολεμῶσθαι. | Αυτοί λοιπόν σκοτώθηκαν στη φυλακή, ενώ οι Αθηναίοι, ύστερ᾽ από αυτά, κάλεσαν στην πατρίδα τον Κλεισθένη και τα εφτακόσια νοικοκυριά που είχε εξορίσει ο Κλεομένης. Αργότερα στέλνουν αγγελιοφόρους στις Σάρδεις επιζητώντας τη συμμαχία των Περσών· γιατί ήξεραν πως οι Λακεδαιμόνιοι και ο Κλεομένης τούς είχαν κηρύξει πόλεμο. |
| [5.73.2] | ἀπικομένων δὲ τῶν ἀγγέλων ἐς τὰς Σάρδις καὶ λεγόντων τὰ ἐντεταλμένα Ἀρταφρένης ὁ Ὑστάσπεος Σαρδίων ὕπαρχος ἐπειρώτα τίνες ἐόντες ἄνθρωποι καὶ κοῦ γῆς οἰκημένοι δεοίατο Περσέων σύμμαχοι γενέσθαι, πυθόμενος δὲ πρὸς τῶν ἀγγέλων ἀπεκορύφου σφι τάδε· εἰ μὲν διδοῦσι βασιλέϊ Δαρείῳ Ἀθηναῖοι γῆν τε καὶ ὕδωρ, ὁ δὲ συμμαχίην σφι συνετίθετο, εἰ δὲ μὴ διδοῦσι, ἀπαλλάσσεσθαι αὐτοὺς ἐκέλευε. | Όταν οι απεσταλμένοι έφτασαν στις Σάρδεις και μίλησαν σύμφωνα με την εντολή που είχαν, ο Αρταφρένης, ο γιος του Υστάσπη, αντιβασιλέας στις Σάρδεις, τους ρωτούσε ποιοί είναι και σε ποιόν τόπο κατοικούν κι ήρθαν να ζητήσουν τη συμμαχία των Περσών· κι όταν οι απεσταλμένοι τον κατατόπισαν, συγκεφαλαίωσε έτσι την απόκρισή του: Αν οι Αθηναίοι δίνουν γην και ύδωρ στο βασιλιά, δέχεται αυτός να συμμαχήσει μαζί τους· αν όμως δε δίνουν, να σηκωθούν να φύγουν, τους πρόσταζε. |
| [5.73.3] | οἱ δὲ ἄγγελοι ἐπὶ σφέων αὐτῶν βαλόμενοι διδόναι ἔφασαν, βουλόμενοι τὴν συμμαχίην ποιήσασθαι. οὗτοι μὲν δὴ ἀπελθόντες ἐς τὴν ἑωυτῶν αἰτίας μεγάλας εἶχον. | Οι αγγελιοφόροι λοιπόν, κάνοντας του κεφαλιού τους, είπαν, ότι, ναι, τα δίνουν, καθώς ήθελαν να κλείσουν συμμαχία. Βέβαια, όταν αυτοί γύρισαν στην πόλη τους, δέχτηκαν βαριές κατηγορίες. |
| [5.74.1] | Κλεομένης δὲ ἐπιστάμενος περιυβρίσθαι ἔπεσι καὶ ἔργοισι ὑπ᾽ Ἀθηναίων συνέλεγε ἐκ πάσης Πελοποννήσου στρατόν, οὐ φράζων ἐς τὸ συλλέγει, τείσασθαί τε ἐθέλων τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων καὶ Ἰσαγόρην βουλόμενος τύραννον καταστῆσαι· συνεξῆλθε γάρ οἱ οὗτος ἐκ τῆς ἀκροπόλιος. | Ο Κλεομένης τώρα, νιώθοντας ότι καταξευτελίστηκε με λόγια και έργα από τους Αθηναίους, συγκέντρωνε στρατό απ᾽ όλη την Πελοπόννησο, δεν τους έλεγε όμως για ποιό λόγο τον συγκέντρωνε, επιθυμώντας να πάρει εκδίκηση από τον αθηναϊκό λαό και θέλοντας να επιβάλει τύραννο τον Ισαγόρα· γιατί κι αυτός βγήκε μαζί του απ᾽ την πολιορκημένη Ακρόπολη. |
| [5.74.2] | Κλεομένης τε δὴ στόλῳ μεγάλῳ ἐσέβαλε ἐς Ἐλευσῖνα καὶ οἱ Βοιωτοὶ ἀπὸ συνθήματος Οἰνόην αἱρέουσι καὶ Ὑσιάς, δήμους τοὺς ἐσχάτους τῆς Ἀττικῆς, Χαλκιδέες τε ἐπὶ τὰ ἕτερα ἐσίνοντο ἐπιόντες χώρους τῆς Ἀττικῆς. Ἀθηναῖοι δέ, καίπερ ἀμφιβολίῃ ἐχόμενοι, Βοιωτῶν μὲν καὶ Χαλκιδέων ἐσύστερον ἔμελλον μνήμην ποιήσεσθαι, Πελοποννησίοισι δὲ ἐοῦσι ἐν Ἐλευσῖνι ἀντία ἔθεντο τὰ ὅπλα. | Λοιπόν, ο Κλεομένης με μεγάλο εκστρατευτικό σώμα έκανε εισβολή στην Ελευσίνα, κι οι Βοιωτοί, ύστερ᾽ από συνεννόηση, κυριεύουν την Οινόη και τις Υσιές, ακριτικούς δήμους της Αττικής, κι απ᾽ την άλλη πλευρά οι Χαλκιδείς έκαναν επιδρομές και ρήμαζαν τη γη της Αττικής. Κι οι Αθηναίοι, αν και δέχονταν χτυπήματα κι από τις δυο μεριές, άφησαν γι᾽ αργότερα να λογαριαστούν με τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδείς, και πήγαν κι αντιπαρατάχτηκαν στους Πελοποννησίους που βρίσκονταν στην Ελευσίνα. |
| [5.75.1] | μελλόντων δὲ συνάψειν τὰ στρατόπεδα ἐς μάχην, Κορίνθιοι μὲν πρῶτοι σφίσι αὐτοῖσι δόντες λόγον ὡς οὐ ποιοῖεν τὰ δίκαια μετεβάλλοντό τε καὶ ἀπαλλάσσοντο, μετὰ δὲ Δημάρητος ὁ Ἀρίστωνος, ἐὼν καὶ οὗτος βασιλεὺς Σπαρτιητέων, καὶ συνεξαγαγών τε τὴν στρατιὴν ἐκ Λακεδαίμονος καὶ οὐκ ἐὼν διάφορος ἐν τῷ πρόσθε χρόνῳ Κλεομένεϊ. | Κι ήταν πια η ώρα ν᾽ αρχίσει η μάχη ανάμεσα στους δυο στρατούς, όταν πρώτοι οι Κορίνθιοι το καλοσκέφτηκαν μεταξύ τους πως κάνουν μια άδικη πράξη κι αλλάζοντας απόφαση σηκώθηκαν κι έφυγαν, και κατόπι κι ο Δημάρατος, ο γιος του Αρίστωνα, που ήταν κι αυτός βασιλιάς των Σπαρτιατών, αν και ήταν συναρχηγός του στρατού που βγήκε από τη Λακωνία και δε διαφωνούσε τον προηγούμενο καιρό με τον Κλεομένη. |
| [5.75.2] | ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς διχοστασίης ἐτέθη νόμος ἐν Σπάρτῃ μὴ ἐξεῖναι ἕπεσθαι ἀμφοτέρους τοὺς βασιλέας ἐξιούσης στρατιῆς· τέως γὰρ ἀμφότεροι εἵποντο· παραλυομένου δὲ τούτων τοῦ ἑτέρου καταλείπεσθαι καὶ τῶν Τυνδαριδέων τὸν ἕτερον· πρὸ τοῦ γὰρ δὴ καὶ οὗτοι ἀμφότεροι ἐπίκλητοί σφι ἐόντες εἴποντο. | Κι αυτή η διάσταση στάθηκε αιτία να θεσπιστεί νόμος στη Σπάρτη ότι απαγορεύεται να συνοδεύουν, μαζί κι οι δυο, οι βασιλιάδες το εκστρατευτικό σώμα που βγαίνει απ᾽ τα σύνορα της χώρας (γιατί ώς τότε και οι δυο το συνόδευαν), και με την απαλλαγή του ενός από τους δυο να μένει στην πόλη ο ένας τους, κι ο ένας από τους δυο Διοσκούρους· γιατί στο παρελθόν κι ετούτοι και οι δυο συνόδευαν το στρατό, προστάτες του. |
| [5.75.3] | τότε δὴ ἐν τῇ Ἐλευσῖνι ὁρῶντες οἱ λοιποὶ τῶν συμμάχων τούς τε βασιλέας τῶν Λακεδαιμονίων οὐκ ὁμολογέοντας καὶ Κορινθίους ἐκλιπόντας τὴν τάξιν οἴχοντο καὶ αὐτοὶ ἀπαλλασσόμενοι, | Τότε λοιπόν στην Ελευσίνα οι υπόλοιποι σύμμαχοι, βλέποντας και τους βασιλιάδες των Λακεδαιμονίων να διαφωνούν μεταξύ τους και τους Κορινθίους να εγκαταλείπουν την παράταξη, γρήγορα γρήγορα σηκώθηκαν κι έφυγαν κι αυτοί. |
| [5.76.1] | τέταρτον δὴ τοῦτο ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ἀπικόμενοι Δωριέες, δίς τε ἐπὶ πολέμῳ ἐσβαλόντες καὶ δὶς ἐπ᾽ ἀγαθῷ τοῦ πλήθεος τοῦ Ἀθηναίων, πρῶτον μὲν ὅτε καὶ Μέγαρα κατοίκισαν (οὗτος ὁ στόλος ἐπὶ Κόδρου βασιλεύοντος Ἀθηναίων ὀρθῶς ἂν καλέοιτο), δεύτερον δὲ καὶ τρίτον ὅτε ἐπὶ Πεισιστρατιδέων ἐξέλασιν ὁρμηθέντες ἐκ Σπάρτης ἀπίκοντο, τέταρτον δὲ τότε ὅτε ἐς Ἐλευσῖνα Κλεομένης ἄγων Πελοποννησίους ἐσέβαλε· οὕτω τέταρτον τότε Δωριέες ἐσέβαλον ἐς Ἀθήνας. | Κι αυτή ήταν η τέταρτη εκστρατεία των Δωριέων στην Αττική, καθώς δυο φορές έκαναν εισβολή για να την πολεμήσουν και δυο φορές για το καλό του λαού της Αθήνας· η πρώτη εκστρατεία, όταν έχτισαν αποικία τα Μέγαρα (δε θα πέφταμε έξω αν λέγαμε πως αυτή η εκστρατεία έγινε όταν βασιλιάς των Αθηναίων ήταν ο Κόδρος), η δεύτερη και η τρίτη, όταν ήρθαν ξεκινώντας από τη Σπάρτη για ν᾽ αποδιώξουν τους Πεισιστρατίδες, κι η τέταρτη τότε, όταν έκανε εισβολή ο Κλεομένης επικεφαλής των Πελοποννησίων· έτσι ήταν η τέταρτη φορά τότε που οι Δωριείς έκαναν εισβολή στην Αθήνα. |
| [5.77.1] | διαλυθέντος ὦν τοῦ στόλου τούτου ἀκλεῶς, ἐνθαῦτα Ἀθηναῖοι τείνυσθαι βουλόμενοι πρῶτα στρατιὴν ποιεῦνται ἐπὶ Χαλκιδέας. Βοιωτοὶ δὲ τοῖσι Χαλκιδεῦσι βοηθέουσι ἐπὶ τὸν Εὔριπον. Ἀθηναίοισι δὲ ἰδοῦσι τοὺς βοηθοὺς ἔδοξε πρότερον τοῖσι Βοιωτοῖσι ἢ τοῖσι Χαλκιδεῦσι ἐπιχειρέειν. | Λοιπόν, αυτό το εκστρατευτικό σώμα διαλύθηκε άδοξα και τότε οι Αθηναίοι, θέλοντας να πάρουν εκδίκηση, εκστρατεύουν πρώτα εναντίον των Χαλκιδέων. Οι Βοιωτοί έσπευσαν σε βοήθεια των Χαλκιδέων στον Εύριπο. Βλέποντάς τους οι Αθηναίοι να σπεύδουν βοηθοί, αποφάσισαν να βαδίσουν πρώτα εναντίον των Βοιωτών κι όχι εναντίον των Χαλκιδέων. |
| [5.77.2] | συμβάλλουσί τε δὴ τοῖσι Βοιωτοῖσι οἱ Ἀθηναῖοι καὶ πολλῷ ἐκράτησαν, κάρτα δὲ πολλοὺς φονεύσαντες ἑπτακοσίους αὐτῶν ἐζώγρησαν. τῆς δὲ αὐτῆς ταύτης ἡμέρης οἱ Ἀθηναῖοι διαβάντες ἐς τὴν Εὔβοιαν συμβάλλουσι καὶ τοῖσι Χαλκιδεῦσι, νικήσαντες δὲ καὶ τούτους τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπὶ τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι· οἱ δὲ ἱπποβόται ἐκαλέοντο οἱ παχέες τῶν Χαλκιδέων. | Ήρθαν λοιπόν στα χέρια με τους Βοιωτούς οι Αθηναίοι και πήραν μεγάλη νίκη, σκότωσαν πάρα πολλούς κι έπιασαν ζωντανούς εφτακόσιους απ᾽ αυτούς. Και την ίδια ετούτη μέρα πέρασαν οι Αθηναίοι στην Εύβοια και συγκρούστηκαν και με τους Χαλκιδείς· τους νίκησαν κι αυτούς κι άφησαν στη χώρα τους τέσσερες χιλιάδες δικούς τους, κληρούχους, στα κτήματα των ιπποβοτών· ιπποβότες είναι το όνομα των ευκατάστατων Χαλκιδέων. |
| [5.77.3] | ὅσους δὲ καὶ τούτων ἐζώγρησαν, ἅμα τοῖσι Βοιωτῶν ἐζωγρημένοισι εἶχον ἐν φυλακῇ ἐν πέδαις δήσαντες· χρόνῳ δὲ ἔλυσάν σφεας δίμνεως ἀποτιμησάμενοι. τὰς δὲ πέδας αὐτῶν, ἐν τῇσι ἐδεδέατο, ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, αἵ περ ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν περιεοῦσαι, κρεμάμεναι ἐκ τειχέων περιπεφλευσμένων πυρὶ ὑπὸ τοῦ Μήδου, ἀντίον δὲ τοῦ μεγάρου τοῦ πρὸς ἑσπέρην τετραμμένου. | Κι όσους κι απ᾽ αυτούς έπιασαν ζωντανούς, τους είχαν φυλακισμένους μαζί με τους Βοιωτούς που πιάστηκαν ζωντανοί, δεμένους με αλυσίδες· κι αργότερα τους άφησαν ελεύθερους, αφού όρισαν λύτρα δυο μνες για τον καθένα. Και τις αλυσίδες με τις οποίες ήταν δεμένοι τις κρέμασαν ψηλά στην Ακρόπολη, αυτές που ακόμα και στον καιρό μου ήταν στη θέση τους — κρέμονταν στα τείχη που πέρα πέρα ήταν μαυρισμένα απ᾽ τη φωτιά που έβαλαν οι Μήδοι, απέναντι από τον σηκό του ναού που είναι στραμμένος προς τη δύση. |
| [5.77.4] | καὶ τῶν λύτρων τὴν δεκάτην ἀνέθηκαν ποιησάμενοι τέθριππον χάλκεον· τὸ δὲ ἀριστερῆς χειρὸς ἕστηκε πρῶτον ἐσιόντι ἐς τὰ προπύλαια τὰ ἐν τῇ ἀκροπόλι· ἐπιγέγραπται δέ οἱ τάδε· | Και το ένα δέκατο των λύτρων το αφιέρωσαν στην Αθηνά, κατασκευάζοντας ένα χάλκινο τέθριππο· είναι το πρώτο μνημείο που αντικρίζεις μπαίνοντας στα προπύλαια της Ακρόπολης, στο αριστερό σου χέρι· κι έχει χαραγμένο το εξής επίγραμμα: |
| ἔθνεα Βοιωτῶν καὶ Χαλκιδέων δαμάσαντες | Των Αθηναίων οι βλαστοί στις μάχες του πολέμου |
| παῖδες Ἀθηναίων ἔργμασιν ἐν πολέμου | Βοιωτούς και Χαλκιδιώτες |
| δεσμῷ ἐν ἀχλυόεντι σιδηρέῳ ἔσβεσαν ὕβριν· | τους δάμασαν και μ᾽ άλυσες μαύρες και σιδερένιες την έπαρσή τους σβήσαν. |
| τῶν ἵππους δεκάτην Παλλάδι τάσδ᾽ ἔθεσαν. | Τ᾽ άλογ᾽ αυτά, της λείας τους δεκάτη, αφιερώσαν στην Αθηνά Παλλάδα. |
| [5.78.1] | Ἀθηναῖοι μέν νυν ηὔξηντο· δηλοῖ δὲ οὐ κατ᾽ ἓν μοῦνον ἀλλὰ πανταχῇ ἡ ἰσηγορίη ὡς ἐστὶ χρῆμα σπουδαῖον, εἰ καὶ Ἀθηναῖοι τυραννευόμενοι μὲν οὐδαμῶν τῶν σφέας περιοικεόντων ἦσαν τὰ πολέμια ἀμείνους, ἀπαλλαχθέντες δὲ τυράννων μακρῷ πρῶτοι ἐγένοντο. δηλοῖ ὦν ταῦτα ὅτι κατεχόμενοι μὲν ἐθελοκάκεον ὡς δεσπότῃ ἐργαζόμενοι, ἐλευθερωθέντων δὲ αὐτὸς ἕκαστος ἑωυτῷ προεθυμέετο κατεργάζεσθαι. | Λοιπόν η δύναμη της Αθήνας είχε μεγαλώσει, και γίνεται φανερό πως όχι μόνο σ᾽ έναν τομέα, αλλά παντού η δημοκρατία είναι σπουδαίο πράμα, αφού οι Αθηναίοι, όσο καιρό κυβερνιούνταν από τυράννους, δεν ήταν ανώτεροι πολεμιστές από κανένα γειτονικό τους λαό, όταν όμως λυτρώθηκαν από τους τυράννους, έγιναν πρώτοι, και με μεγάλη διαφορά· κι απ᾽ αυτό γίνεται φανερό πως, όσο ήταν καταπιεσμένοι, δεν ήθελαν να δείξουν την παλικαριά τους, γιατί θα εξυπηρετούσαν το δυνάστη τους, όταν όμως λυτρώθηκαν, ο καθένας τους για δικό του καλό έβαζε τα δυνατά του για τη νίκη. |
| [5.79.1] | οὗτοι μέν νυν ταῦτα ἔπρησσον, Θηβαῖοι δὲ μετὰ ταῦτα ἐς θεὸν ἔπεμπον, βουλόμενοι τείσασθαι Ἀθηναίους. ἡ δὲ Πυθίη ἀπὸ σφέων μὲν αὐτῶν οὐκ ἔφη αὐτοῖσι εἶναι τίσιν, ἐς πολύφημον δὲ ἐξενείκαντας ἐκέλευε τῶν ἄγχιστα δέεσθαι. | Ετούτοι λοιπόν αυτά έκαναν, ενώ οι Θηβαίοι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά έστειλαν ανθρώπους τους στο θεό θέλοντας να πάρουν εκδίκηση από τους Αθηναίους. Και η Πυθία τούς είπε πως δε θα μπορέσουν να πάρουν εκδίκηση με τις δικές τους δυνάμεις, αλλά τους πρόσταζε να βγάλουν τον χρησμό «στην πολύβουη σύναξη» κι «από τους πρώτους γείτονες βοήθεια να ζητήσουν». |
| [5.79.2] | ἀπελθόντων ὦν τῶν θεοπρόπων ἐξέφερον τὸ χρηστήριον ἁλίην ποιησάμενοι· ὡς ἐπυνθάνοντο δὲ λεγόντων αὐτῶν τῶν ἄγχιστα δέεσθαι, εἶπαν οἱ Θηβαῖοι ἀκούσαντες τούτων. Οὐκ ὦν ἄγχιστα ἡμέων οἰκέουσι Ταναγραῖοί τε καὶ Κορωναῖοι καὶ Θεσπιέες; καὶ οὗτοί γε ἅμα ἡμῖν αἰεὶ μαχόμενοι προθύμως συνδιαφέρουσι τὸν πόλεμον. τί δεῖ τούτων γε δέεσθαι; ἀλλὰ μᾶλλον μὴ οὐ τοῦτο ᾖ τὸ χρηστήριον. | Λοιπόν η αποστολή για το μαντείο γύρισε κι ανακοίνωσαν τον χρησμό σε σύναξη του λαού που συγκάλεσαν· κι όταν ο λαός πληροφορήθηκε απ᾽ τα λόγια τους πως πρέπει να ζητήσουν βοήθεια «από τους πρώτους γείτονες», είπαν οι Θηβαίοι ακούοντάς τους: «Λοιπόν, οι Ταναγραίοι και οι Κορωναίοι και οι Θεσπιείς, αυτοί δεν είναι που ζουν δίπλα μας, πιο κοντά από κάθε άλλον; ε, αυτοί πάντοτε πολεμούν μ᾽ όλη τους την καρδιά στο πλευρό μας και σηκώνουν το βάρος του πολέμου μαζί μας ώς το τέλος. Άρα, προς τί να ζητήσουμε τη βοήθειά τους; Κάτι όμως μας λέει πως ο χρησμός θέλει να πει κάτι άλλο». |
| [5.80.1] | τοιαῦτα ἐπιλεγομένων εἶπε δή κοτε μαθών τις· Ἐγώ μοι δοκέω συνιέναι τὸ θέλει λέγειν ἡμῖν τὸ μαντήιον. Ἀσωποῦ λέγονται γενέσθαι θυγατέρες Θήβη τε καὶ Αἴγινα· τουτέων ἀδελφεῶν ἐουσέων δοκέω ἡμῖν Αἰγινητέων δέεσθαι τὸν θεὸν χρῆσαι τιμωρητήρων γενέσθαι. | Την ώρα που το συζητούσαν, σε κάποιον ήρθε μια ιδέα και την είπε: «Πιστεύω πως κατάλαβα τί θέλει να μας πει ο χρησμός. Η παράδοση λέει πως ο Ασωπός απόχτησε θυγατέρες τη Θήβα και την Αίγινα· και μιας κι αυτές είναι αδερφές, νομίζω πως ο χρησμός του θεού λέει να παρακαλέσουμε τους Αιγινήτες να γίνουν τιμωροί των εχθρών μας». |
| [5.80.2] | καὶ οὐ γάρ τις ταύτης ἀμείνων γνώμη ἐδόκεε φαίνεσθαι, αὐτίκα πέμψαντες ἐδέοντο Αἰγινητέων, ἐπικαλεόμενοι κατὰ τὸ χρηστήριόν σφι βοηθέειν, ὡς ἐόντων ἀγχιστέων, οἱ δέ σφι αἰτέουσι ἐπικουρίην τοὺς Αἰακίδας συμπέμπειν ἔφασαν. | Και —είδαν βέβαια πως καμιά άλλη γνώμη δε φαινόταν καλύτερη απ᾽ αυτή— αμέσως έστειλαν ανθρώπους τους και παρακαλούσαν τους Αιγινήτες, καλώντας τους να τους βοηθήσουν σύμφωνα με τον χρησμό, μια και ήταν στενοί συγγενείς· κι αυτοί αποκρίθηκαν στην παράκληση των Θηβαίων ότι τους στέλνουν συμμάχους τους Αιακίδες. |
| [5.81.1] | πειρησαμένων δὲ τῶν Θηβαίων κατὰ τὴν συμμαχίην τῶν Αἰακιδέων καὶ τρηχέως περιεφθέντων ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων αὖτις οἱ Θηβαῖοι πέμψαντες τοὺς μὲν Αἰακίδας σφι ἀπεδίδοσαν, τῶν δὲ ἀνδρῶν ἐδέοντο. | Οι Θηβαίοι στηρίχτηκαν στη συμμαχία των Αιακιδών και πήγαν ν᾽ αναμετρηθούν, αλλά δέχτηκαν άγριο χτύπημα από τους Αθηναίους· τότε οι Θηβαίοι γι᾽ άλλη μια φορά έστειλαν απεσταλμένους στους Αιγινήτες και τους έδωσαν πίσω τους Αιακίδες, ζητούσαν όμως στρατιώτες. |
| [5.81.2] | Αἰγινῆται δὲ εὐδαιμονίῃ τε μεγάλῃ ἐπαρθέντες καὶ ἔχθρης παλαιῆς ἀναμνησθέντες ἐχούσης ἐς Ἀθηναίους, τότε Θηβαίων δεηθέντων πόλεμον ἀκήρυκτον Ἀθηναίοισι ἐπέφερον. | Κι αυτοί —τους ξεσήκωσε το μυαλό η μεγάλη τους ευημερία και τους δυνάστευε η ανάμνηση της παλιάς έχθρας προς τους Αθηναίους—, όταν τότε οι Θηβαίοι τους παρακάλεσαν, χωρίς να στείλουν κήρυκα ξεκίνησαν πόλεμο εναντίον των Αθηναίων. |
| [5.81.3] | ἐπικειμένων γὰρ αὐτῶν Βοιωτοῖσι ἐπιπλώσαντες μακρῇσι νηυσὶ ἐς τὴν Ἀττικὴν κατὰ μὲν ἔσυραν Φάληρον, κατὰ δὲ τῆς ἄλλης παραλίης πολλοὺς δήμους, ποιεῦντες δὲ ταῦτα μεγάλως Ἀθηναίους ἐσίνοντο. | Γιατί, ενώ ετούτοι έδιναν μάχη με τους Βοιωτούς, οι Αιγινήτες έκαναν επιδρομή στην Αττική με πολεμικά καράβια και διαγούμισαν το Φάληρο, διαγούμισαν πολλούς δήμους της υπόλοιπης παραλίας, και μ᾽ αυτές τους τις ενέργειες προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στους Αθηναίους. |
| [5.82.1] | Ἡ δὲ ἔχθρη ἡ προοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων ἐγένετο ἐξ ἀρχῆς τοιῆσδε. Ἐπιδαυρίοισι ἡ γῆ καρπὸν οὐδένα ἀνεδίδου· περὶ ταύτης ὦν τῆς συμφορῆς οἱ Ἐπιδαύριοι ἐχρέωντο ἐν Δελφοῖσι· ἡ δὲ Πυθίη σφέας ἐκέλευε Δαμίης τε καὶ Αὐξησίης ἀγάλματα ἱδρύσασθαι καί σφι ἱδρυσαμένοισι ἄμεινον συνοίσεσθαι. | Τώρα, η έχθρα που οι Αιγινήτες ένιωθαν από παλιά για τους Αθηναίους είχε μια τέτοια αρχή: Για τους Επιδαυρίους η γη δεν έβγαζε κανένα καρπό. Πήγαν λοιπόν στους Δελφούς οι Επιδαύριοι και ζητούσαν χρησμό, τί να κάνουν μ᾽ αυτή τη συμφορά· και η Πυθία τούς πρόσταξε να στήσουν αγάλματα της Δαμίας και της Αυξησίας, κι από την ώρα που θα τα στήσουν όλα θα πάνε καλύτερα. |
| [5.82.2] | ἐπειρώτεον ὦν οἱ Ἐπιδαύριοι κότερα χαλκοῦ ποιέωνται τὰ ἀγάλματα ἢ λίθου· ἡ δὲ Πυθίη οὐδέτερα τούτων ἔα, ἀλλὰ ξύλου ἡμέρης ἐλαίης. ἐδέοντο ὦν οἱ Ἐπιδαύριοι Ἀθηναίων ἐλαίην σφι δοῦναι ταμέσθαι, ἱρωτάτας δὴ κείνας νομίζοντες εἶναι· λέγεται δὲ καὶ ὡς ἐλαῖαι ἦσαν ἄλλοθι γῆς οὐδαμοῦ κατὰ χρόνον κεῖνον ἢ Ἀθήνησι. | Λοιπόν οι Επιδαύριοι έκαναν και δεύτερη ερώτηση, από χαλκό ή από πέτρα να κάνουν τα αγάλματα; Η Πυθία απέκλεισε και το ένα και το άλλο — από ξύλο ήμερης ελιάς, είπε. Παρακαλούσαν λοιπόν οι Επιδαύριοι τους Αθηναίους να τους αφήσουν να κόψουν λιόδεντρα, γιατί πίστευαν ότι τα λιόδεντρά τους ήταν τα πιο ιερά· μάλιστα λένε πως σε κανένα άλλο μέρος της γης εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν λιόδεντρα, μονάχα η Αθήνα είχε. |
| [5.82.3] | οἱ δὲ ἐπὶ τοισῖδε δώσειν ἔφασαν ἐπ᾽ ᾧ ἀπάξουσι ἔτεος ἑκάστου τῇ ‹τε› Ἀθηναίῃ [τε] τῇ Πολιάδι ἱρὰ καὶ τῷ Ἐρεχθέϊ· καταινέσαντες δὲ ἐπὶ τούτοισι οἱ Ἐπιδαύριοι τῶν τε ἐδέοντο ἔτυχον καὶ ἀγάλματα ἐκ τῶν ἐλαιέων τουτέων ποιησάμενοι ἱδρύσαντο· καὶ ἥ τε γῆ σφι ἔφερε [καρπὸν] καὶ Ἀθηναίοισι ἐπετέλεον τὰ συνέθεντο. | Κι αυτοί τους είπαν ότι θα τους δώσουν με έναν όρο, κάθε χρόνο να στέλνουν ιερές προσφορές στην Πολιάδα Αθηνά και τον Ερεχθέα· οι Επιδαύριοι λοιπόν δέχτηκαν αυτό τον όρο και πήραν ό,τι ζητούσαν, κι από τον κορμό αυτών των λιόδεντρων έκαναν αγάλματα και τα έστησαν· τώρα και η γη τους έβγαζε καρπό κι αυτοί ανταποκρίνονταν στην υποχρέωσή τους προς τους Αθηναίους. |
| [5.83.1] | τοῦτον δ᾽ ἔτι τὸν χρόνον καὶ πρὸ τοῦ Αἰγινῆται Ἐπιδαυρίων ἤκουον τά τε ἄλλα καὶ δίκας διαβαίνοντες ἐς Ἐπίδαυρον ἐδίδοσάν τε καὶ ἐλάμβανον παρ᾽ ἀλλήλων οἱ Αἰγινῆται. τὸ δὲ ἀπὸ τοῦδε νέας τε πηξάμενοι καὶ ἀγνωμοσύνῃ χρησάμενοι ἀπέστησαν ἀπὸ τῶν Ἐπιδαυρίων. | Κι εκείνο τον καιρό, όπως και παλιότερα, οι Αιγινήτες εξακολουθούσαν να είναι υπήκοοι των Επιδαυρίων, κι έτσι ανάμεσα στ᾽ άλλα για τις μεταξύ τους αντιδικίες, είτε ως κατήγοροι είτε ως κατηγορούμενοι, πήγαιναν στην Επίδαυρο να δικαστούν. Αλλ᾽ αποδώ και πέρα, καθώς ναυπήγησαν καράβια, πήραν τα μυαλά τους αέρα και σήκωσαν επανάσταση εναντίον των Επιδαυρίων. |
| [5.83.2] | ἅτε δὲ ἐόντες διάφοροι ἐδηλέοντο αὐτούς, ὥστε δὴ θαλασσοκράτορες ἐόντες, καὶ δὴ καὶ τὰ ἀγάλματα ταῦτα τῆς τε Δαμίης καὶ τῆς Αὐξησίης ὑπαιρέονται αὐτῶν, καί σφεα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν, τῇ Οἴη μέν ἐστι οὔνομα, στάδια δὲ μάλιστά κῃ ἀπὸ τῆς πόλιος ὡς εἴκοσι ἀπέχει. | Κι από την ώρα που έγιναν εχθροί, έκαναν ζημιές στη χώρα των Επιδαυρίων, αφού εξουσίαζαν τη θάλασσα, και τέλος αρπάζουν απ᾽ τη χώρα τους τ᾽ αγάλματα τούτα της Δαμίας και της Αυξησίας και τα κουβάλησαν και τα έστησαν στο εσωτερικό του νησιού τους, στο μέρος που λέγεται Οία, σε απόσταση περίπου είκοσι σταδίων από την πόλη τους. |
| [5.83.3] | ἱδρυσάμενοι δὲ ἐν τούτῳ τῷ χώρῳ θυσίῃσί τέ σφεα καὶ χοροῖσι γυναικηίοισι κερτόμοισι ἱλάσκοντο, χορηγῶν ἀποδεικνυμένων ἑκατέρῃ τῶν δαιμόνων δέκα ἀνδρῶν· κακῶς δὲ ἠγόρευον οἱ χοροὶ ἄνδρα μὲν οὐδένα, τὰς δὲ ἐπιχωρίας γυναῖκας. ἦσαν δὲ καὶ τοῖσι Ἐπιδαυρίοισι αἱ αὐταὶ ἱροργίαι· εἰσὶ δέ σφι καὶ ἄρρητοι ἱροργίαι. | Λοιπόν τα έστησαν σ᾽ αυτό το μέρος και τα λάτρευαν προσφέροντας θυσίες και με αθυρόστομους γυναικείους θιάσους, κι ορίζουν δέκα πολίτες να πληρώνουν τα έξοδα για καθεμιά από τις δύο θεότητες· με τις αθυροστομίες τους οι θίασοι αυτοί δεν πείραζαν κανένα άντρα — μόνο τις ντόπιες γυναίκες. Παρόμοιες ιεροτελεστίες είχαν κι οι Επιδαύριοι· είχαν μάλιστα και απόκρυφες ιεροτελεστίες. |
| [5.84.1] | κλεφθέντων δὲ τῶνδε τῶν ἀγαλμάτων οἱ Ἐπιδαύριοι τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰ συνέθεντο οὐκέτι ἐπετέλεον· πέμψαντες δὲ οἱ Ἀθηναῖοι ἐμήνιον τοῖσι Ἐπιδαυρίοισι· οἱ δὲ ἀπέφαινον λόγῳ ὡς οὐκ ἀδικοῖεν· ὅσον μὲν γὰρ χρόνον εἶχον τὰ ἀγάλματα ἐν τῇ χώρῃ, ἐπιτελέειν τὰ συνέθεντο, ἐπεὶ δὲ ἐστερῆσθαι αὐτῶν, οὐ δίκαιοι εἶναι ἀποφέρειν ἔτι, ἀλλὰ τοὺς ἔχοντας αὐτὰ Αἰγινήτας πρήσσεσθαι ἐκέλευον. | Από την ώρα που κλέφτηκαν αυτά τα αγάλματα, οι Επιδαύριοι δεν τηρούσαν τους όρους της συμφωνίας με τους Αθηναίους. Κι οι Αθηναίοι έστειλαν απεσταλμένους στους Επιδαυρίους να εκφράσουν την οργή τους· κι οι άλλοι με λογικά επιχειρήματα απέδειξαν πως δεν έκαναν κάτι άδικο, καθότι όλο τον καιρό που είχαν τα αγάλματα ανταποκρίνονταν στους όρους της συμφωνίας, από την ώρα όμως που τους τα στέρησαν, δεν είναι πια υποχρεωμένοι να στέλνουν προσφορές, και τους παρακίνησαν ν᾽ απαιτήσουν την πληρωμή από τους Αιγινήτες. |
| [5.84.2] | πρὸς ταῦτα οἱ Ἀθηναῖοι ἐς Αἴγιναν πέμψαντες ἀπαίτεον τὰ ἀγάλματα· οἱ δὲ Αἰγινῆται ἔφασαν σφίσι τε καὶ Ἀθηναίοισι εἶναι οὐδὲν πρῆγμα. | Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά οι Αθηναίοι έστειλαν ανθρώπους τους στην Αίγινα και απαιτούσαν τα αγάλματα· όμως οι Αιγινήτες αποκρίθηκαν πως δεν υπάρχει θέμα ανάμεσα σ᾽ αυτούς και τους Αθηναίους. |
| [5.85.1] | Ἀθηναῖοι μέν νυν λέγουσι μετὰ τὴν ἀπαίτησιν ἀποσταλῆναι τριήρεϊ μιῇ τῶν ἀστῶν [τούτους] οἳ πεμφθέντες ἀπὸ τοῦ κοινοῦ καὶ ἀπικόμενοι ἐς Αἴγιναν τὰ ἀγάλματα ταῦτα ὡς σφετέρων ξύλων ἐόντα ἐπειρῶντο ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν, ἵνα σφέα ἀνακομίσωνται. | Λένε λοιπόν οι Αθηναίοι πως ύστερ᾽ απ᾽ αυτή τους την απαίτηση στάλθηκαν πολίτες με μια τριήρη που έφτασαν στην Αίγινα ως εκπρόσωποι της πόλης κι επιχειρούσαν ν᾽ αποσπάσουν με τη βία τ᾽ αγάλματα αυτά απ᾽ τα βάθρα τους, μια και κατασκευάστηκαν από δικά τους δέντρα, για να τα πάρουν πίσω μαζί τους. |
| [5.85.2] | οὐ δυναμένους δὲ τούτῳ τῷ τρόπῳ αὐτῶν κρατῆσαι, περιβαλόντας σχοινία ἕλκειν τὰ ἀγάλματα, καί σφι ἕλκουσι βροντήν τε καὶ ἅμα τῇ βροντῇ σεισμὸν ἐπιγενέσθαι· τοὺς δὲ τριηρίτας τοὺς ἕλκοντας ὑπὸ τούτων ἀλλοφρονῆσαι, παθόντας δὲ τοῦτο κτείνειν ἀλλήλους ἅτε πολεμίους, ἐς ὃ ἐκ πάντων ἕνα λειφθέντα ἀνακομισθῆναι αὐτὸν ἐς Φάληρον. | Και πως, μη μπορώντας να τα βάλουν στο χέρι τους μ᾽ αυτό τον τρόπο, άρχισαν να σέρνουν τα αγάλματα, αφού τα έδεσαν γύρω γύρω με σκοινί, και πως την ώρα που τα έσερναν ξέσπασαν βροντές και μαζί με τις βροντές και σεισμός· και πως οι άντρες από την τριήρη που τα έσερναν ύστερ᾽ απ᾽ αυτό έχασαν τα λογικά τους και πάνω στην παραζάλη τους αλληλοσκοτώνονταν σαν εχθροί, ώσπου απ᾽ όλους τους ένας έμεινε ζωντανός και βγήκε στη στεριά τους, στο Φάληρο. |
| [5.86.1] | Ἀθηναῖοι μέν νυν οὕτω λέγουσι γενέσθαι, Αἰγινῆται δὲ οὐ μιῇ νηὶ ἀπικέσθαι Ἀθηναίους (μίαν μὲν γὰρ καὶ ὀλίγῳ πλεῦνας μιῆς, καὶ εἰ σφίσι μὴ ἔτυχον ἐοῦσαι νέες, ἀπαμύνασθαι ἂν εὐπετέως), ἀλλὰ πολλῇσι νηυσὶ ἐπιπλέειν σφίσι ἐπὶ τὴν χώρην, αὐτοὶ δέ σφι εἶξαι καὶ οὐ ναυμαχῆσαι. | Οι Αθηναίοι λοιπόν λένε πως έτσι έγιναν τα πράματα, οι Αιγινήτες όμως, πως οι Αθηναίοι δεν πήγαν μ᾽ ένα καράβι (γιατί ένα καράβι, έστω και κάτι περισσότερο από ένα, εύκολα θα μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν, κι αν ακόμα τύχαινε να μην έχουν οι ίδιοι τους καράβια), αλλά πως εκείνοι επιτέθηκαν στο νησί τους με πολλά καράβια, ενώ αυτοί υποχώρησαν και δε ναυμάχησαν. |
| [5.86.2] | οὐκ ἔχουσι δὲ τοῦτο διασημῆναι ἀτρεκέως, οὔτε εἰ ἥσσονες συγγινωσκόμενοι εἶναι τῇ ναυμαχίῃ κατὰ τοῦτο εἶξαν, οὔτε εἰ βουλόμενοι ποιῆσαι οἷόν τι καὶ ἐποίησαν. | Αλλά δεν μπορούν να δηλώσουν ξεκάθαρα τούτο, υποχώρησαν επειδή αναγνώριζαν την κατωτερότητά τους στη ναυμαχία, γι᾽ αυτό το λόγο, ή επειδή ήθελαν να ενεργήσουν όπως ενέργησαν. |
| [5.86.3] | Ἀθηναίους μέν νυν, ἐπείτε σφι οὐδεὶς ἐς μάχην κατίστατο, ἀποβάντας ἀπὸ τῶν νεῶν τραπέσθαι πρὸς τὰ ἀγάλματα· οὐ δυναμένους δὲ ἀνασπάσαι ἐκ τῶν βάθρων αὐτὰ οὕτω δὴ περιβαλομένους σχοινία ἕλκειν, ἐς οὗ ἑλκόμενα τὰ ἀγάλματα, ἀμφότερα τὠυτὸ ποιῆσαι, ἐμοὶ μὲν οὐ πιστὰ λέγοντες, ἄλλῳ δέ τεῳ· ἐς γούνατα γάρ σφι αὐτὰ πεσεῖν, καὶ τὸν ἀπὸ τούτου χρόνον διατελέειν οὕτως ἔχοντα. | Λένε λοιπόν πως οι Αθηναίοι απ᾽ τη μεριά τους, καθώς κανείς δεν έβγαινε να τους πολεμήσει, αποβιβάστηκαν απ᾽ τα καράβια και κατευθύνθηκαν προς τα αγάλματα, και πως, μη μπορώντας να τ᾽ αποσπάσουν από τα βάθρα τους, τα έδεσαν τότε γύρω γύρω με σκοινί και τα έσερναν, ώσπου τα αγάλματα, καθώς τα έσερναν, έκαναν και τα δυο το ίδιο (εγώ δε δίνω πίστη στα λόγια τους, κάποιος άλλος όμως μπορεί)· δηλαδή έπεσαν και γονάτισαν, και πως από τότε έμειναν σ᾽ αυτή τη στάση. |
| [5.86.4] | Ἀθηναίους μὲν δὴ ταῦτα ποιέειν, σφέας δὲ Αἰγινῆται λέγουσι, πυθομένους τοὺς Ἀθηναίους ὡς μέλλοιεν ἐπὶ σφέας στρατεύεσθαι, ἑτοίμους Ἀργείους ποιέεσθαι. τούς τε δὴ Ἀθηναίους ἀποβεβάναι ἐς τὴν Αἰγιναίην καὶ παρεῖναι βοηθέοντας σφίσι τοὺς Ἀργείους καὶ λαθεῖν τε ἐξ Ἐπιδαύρου διαβάντας ἐς τὴν νῆσον καὶ οὐ προακηκοόσι τοῖσι Ἀθηναίοισι ἐπιπεσεῖν ὑποταμομένους τὸ ἀπὸ τῶν νεῶν, ἅμα τε ἐν τούτῳ τὴν βροντήν τε γενέσθαι καὶ τὸν σεισμὸν αὐτοῖσι. | Λένε λοιπόν οι Αιγινήτες πως οι Αθηναίοι αυτά έκαναν, κι αυτοί απ᾽ τη μεριά τους, όταν πληροφορήθηκαν ότι όπου να ᾽ναι οι Αθηναίοι θα εκστρατεύσουν εναντίον τους, εξασφάλισαν τη βοήθεια των Αργείων. Και πως όλα έγιναν μαζί: μόλις οι Αθηναίοι αποβιβάστηκαν στη γη της Αίγινας, και νά, κατέφτασαν βοηθοί οι Αργείοι, που πέρασαν απαρατήρητοι από την Επίδαυρο και ρίχτηκαν πάνω στους Αθηναίους, που ώς τότε δεν είχαν ακούσει τίποτε, κόβοντάς τους το δρόμο προς τα πλοία — και την ίδια ώρα βροντούσε ο ουρανός και σείστηκε η γη. |
| [5.87.1] | λέγεται μέν νυν ὑπ᾽ Ἀργείων τε καὶ Αἰγινητέων τάδε, ὁμολογέεται δὲ καὶ ὑπ᾽ Ἀθηναίων ἕνα μοῦνον τὸν ἀποσωθέντα αὐτῶν ἐς τὴν Ἀττικὴν γενέσθαι· | Οι Αργείοι κι οι Αιγινήτες λοιπόν αυτά λένε, κι οι Αθηναίοι παραδέχονται πως ένας τους μονάχα σώθηκε κι έφτασε ζωντανός στην Αττική, με τη διαφορά πως, |
| [5.87.2] | πλὴν Ἀργεῖοι μὲν λέγουσι αὐτῶν τὸ Ἀττικὸν στρατόπεδον διαφθειράντων τὸν ἕνα τοῦτον περιγενέσθαι, Ἀθηναῖοι δὲ τοῦ δαιμονίου· περιγενέσθαι μέντοι οὐδὲ τοῦτον τὸν ἕνα, ἀλλ᾽ ἀπολέσθαι τρόπῳ τοιῷδε· κομισθεὶς ἄρα ἐς τὰς Ἀθήνας ἀπήγγελλε τὸ πάθος· πυθομένας δὲ τὰς γυναῖκας τῶν ἐπ᾽ Αἴγιναν στρατευσαμένων ἀνδρῶν, δεινόν τι ποιησαμένας κεῖνον μοῦνον ἐξ ἁπάντων σωθῆναι, πέριξ τὸν ἄνθρωπον τοῦτον λαβούσας καὶ κεντεῦσας τῇσι περόνῃσι τῶν ἱματίων εἰρωτᾶν ἑκάστην αὐτέων ὅκου εἴη ὁ ἑωυτῆς ἀνήρ. | ενώ οι Αργείοι λένε πως αυτός ο ένας σώθηκε ζωντανός από την πανωλεθρία που έπαθε ο αθηναϊκός στρατός απ᾽ τον δικό τους, οι Αθηναίοι λένε, από τη θεϊκή δύναμη· και πως τελικά ούτε κι αυτός ο ένας έζησε, αλλά αφανίστηκε με τον ακόλουθο τρόπο: φτάνοντας δηλαδή στην Αθήνα ανάγγειλε την καταστροφή· και πως, όταν το έμαθαν οι γυναίκες των αντρών που πήραν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Αίγινας, αγανάχτησαν που απ᾽ όλους μονάχα αυτός σώθηκε, τον περικύκλωσαν και η καθεμιά τους, καρφώνοντας την περόνη του χιτώνα της στο σώμα του, τον ρωτούσε πού είναι ο άντρας της. Και πως αυτός βρήκε τέτοιο θάνατο, κι οι Αθηναίοι έκριναν την πράξη αυτή των γυναικών τους ακόμα πιο φοβερή από την πανωλεθρία τους. |
| [5.87.3] | καὶ τοῦτον μὲν οὕτω διαφθαρῆναι, Ἀθηναίοισι δὲ ἔτι τοῦ πάθεος δεινότερόν τι δόξαι εἶναι τὸ τῶν γυναικῶν ἔργον. ἄλλῳ μὲν δὴ οὐκ ἔχειν ὅτεῳ ζημιώσωσι τὰς γυναῖκας, τὴν δὲ ἐσθῆτα μετέβαλον αὐτέων ἐς τὴν Ἰάδα· ἐφόρεον γὰρ δὴ πρὸ τοῦ αἱ τῶν Ἀθηναίων γυναῖκες ἐσθῆτα Δωρίδα, τῇ Κορινθίῃ παραπλησιωτάτην· μετέβαλον ὦν ἐς τὸν λίνεον κιθῶνα, ἵνα δὴ περόνῃσι μὴ χρέωνται. | Και πως, μη έχοντας άλλο τρόπο να τιμωρήσουν τις γυναίκες, τους άλλαξαν το ντύσιμο και τις έντυσαν ιωνικά· γιατί πρωτύτερα οι γυναίκες των Αθηναίων φορούσαν δωρικά ρούχα, ίδια κι απαράλλαχτα με τα κορινθιακά· άλλαξαν λοιπόν και φόρεσαν τον χιτώνα από λινάρι, για να μη χρησιμοποιούν περόνες. |
| [5.88.1] | ἔστι δὲ ἀληθέϊ λόγῳ χρεωμένοισι οὐκ Ἰὰς αὕτη ἡ ἐσθὴς τὸ παλαιὸν ἀλλὰ Κάειρα, ἐπεὶ ἥ γε Ἑλληνικὴ ἐσθὴς πᾶσα ἡ ἀρχαίη τῶν γυναικῶν ἡ αὐτὴ ἦν τὴν νῦν Δωρίδα καλέομεν. | Αλλά, αν θέλουμε να λέμε την αλήθεια, η φορεσιά αυτή δεν ήταν ανέκαθεν ιωνική, αλλά καρική· γιατί την παλιά εποχή σ᾽ όλο τον ελληνικό κόσμο οι γυναίκες είχαν την ίδια φορεσιά, αυτήν που τώρα τη λέμε δωρική. |
| [5.88.2] | †τοῖσι δὲ Ἀργείοισι καὶ τοῖσι Αἰγινήτῃσι† καὶ πρὸς ταῦτα ἔτι τόδε ποιῆσαι νόμον εἶναι, παρὰ σφίσι ἑκατέροισι τὰς περόνας ἡμιολίας ποιέεσθαι τοῦ τότε κατεστεῶτος μέτρου, καὶ ἐς τὸ ἱρὸν τῶν θεῶν τουτέων περόνας μάλιστα ἀνατιθέναι τὰς γυναῖκας, Ἀττικὸν δὲ μήτε τι ἄλλο προσφέρειν πρὸς τὸ ἱρὸν μήτε κέραμον, ἀλλ᾽ ἐκ χυτρίδων ἐπιχωριέων νόμον τὸ λοιπὸν αὐτόθι εἶναι πίνειν. | Λοιπόν, οι Αργείοι κι οι Αιγινήτες ύστερ᾽ απ᾽ αυτά καθιέρωσαν επιπρόσθετα την εξής συνήθεια στον τόπο τους, να κατασκευάζουν περόνες με μάκρος μιάμιση φορά μεγαλύτερο απ᾽ το συνηθισμένο, κι οι γυναίκες τους ν᾽ αφιερώνουν στο ναό αυτών των θεοτήτων προπάντων περόνες, και κανένα αφιέρωμά τους στο ναό να μην προέρχεται από την Αττική, ούτε τα πήλινα αγγεία, αλλά καθιερώθηκε η συνήθεια να πίνουν εκεί από ντόπια πήλινα ποτήρια. |
| [5.88.3] | Ἀργείων μέν νυν καὶ Αἰγινητέων αἱ γυναῖκες ἐκ [τε] τόσου κατ᾽ ἔριν τὴν Ἀθηναίων περόνας ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἐφόρεον μέζονας ἢ πρὸ τοῦ. | Λοιπόν οι γυναίκες των Αργείων και των Αιγινητών έκτοτε, για να δείχνουν την έχθρα τους στους Αθηναίους, φορούσαν ακόμα και στον καιρό μας περόνες μεγαλύτερες απ᾽ ό,τι παλιότερα. |
| [5.89.1] | Τῆς δὲ ἔχθρης τῆς πρὸς Αἰγινητέων Ἀθηναίοισι γενομένης ἀρχὴ κατὰ τὰ εἴρηται ἐγένετο. τότε δὴ Θηβαίων ἐπικαλεομένων προθύμως τῶν περὶ τὰ ἀγάλματα γενομένων ἀναμιμνησκόμενοι οἱ Αἰγινῆται ἐβοήθεον τοῖσι Βοιωτοῖσι. | Λοιπόν η αρχή της έχθρας ανάμεσα στους Αιγινήτες και τους Αθηναίους έγινε καταπώς την ιστορήσαμε. Τότε λοιπόν, όταν τους κάλεσαν για βοήθεια οι Θηβαίοι, θυμήθηκαν τα όσα είχαν γίνει με τ᾽ αγάλματα κι έσπευσαν μ᾽ όλη τους την καρδιά σε βοήθεια των Βοιωτών. |
| [5.89.2] | Αἰγινῆταί τε δὴ ἐδηίουν τῆς Ἀττικῆς τὰ παραθαλάσσια, καὶ Ἀθηναίοισι ὁρμημένοισι ἐπ᾽ Αἰγινήτας στρατεύεσθαι ἦλθε μαντήιον ἐκ Δελφῶν ἐπισχόντας ἀπὸ τοῦ Αἰγινητέων ἀδικίου τριήκοντα ἔτεα τῷ ἑνὶ καὶ τριηκοστῷ Αἰακῷ τέμενος ἀποδέξαντας ἄρχεσθαι τοῦ πρὸς Αἰγινήτας πολέμου, καί σφι χωρήσειν τὰ βούλονται· ἢν δὲ αὐτίκα ἐπιστρατεύωνται, πολλὰ μέν σφεας ἐν τῷ μεταξὺ τοῦ χρόνου πείσεσθαι, πολλὰ δὲ καὶ ποιήσειν, τέλος μέντοι καταστρέψεσθαι. | Απ᾽ τη μεριά τους λοιπόν οι Αιγινήτες διαγούμιζαν τις ακτές της Αττικής, κι οι Αθηναίοι απ᾽ τη δική τους ξεσηκώθηκαν να εκστρατεύσουν εναντίον της Αίγινας· αλλά τους ήρθε χρησμός από το μαντείο των Δελφών, ν᾽ αφήσουν έτσι το κακό που τους έκαναν οι Αιγινήτες για τριάντα χρόνια, και στο τριακοστό πρώτο ν᾽ αφιερώσουν τέμενος στον Αιακό και κατόπι να βάλουν εμπρός τον πόλεμο εναντίον των Αιγινητών, και τότε ό,τι θέλουν θα το πετύχουν· αν όμως εκστρατεύσουν αμέσως εναντίον τους, θα μεσολαβήσει ένα διάστημα στο οποίο θα δεχτούν, αλλά και θα δώσουν στον εχθρό πολλά χτυπήματα, στο τέλος πάντως θα τους υποτάξουν. |
| [5.89.3] | ταῦτα ὡς ἀπενειχθέντα ἤκουσαν οἱ Ἀθηναῖοι, τῷ μὲν Αἰακῷ τέμενος ἀπέδεξαν τοῦτο τὸ νῦν ἐπὶ τῆς ἀγορῆς ἵδρυται, τριήκοντα δὲ ἔτεα οὐκ ἀνέσχοντο ἀκούσαντες ὅκως χρεὸν εἴη ἐπισχεῖν πεπονθότας πρὸς Αἰγινητέων ἀνάρσια. | Όταν έφεραν αυτό τον χρησμό και τον άκουσαν οι Αθηναίοι, αφιέρωσαν στον Αιακό το τέμενος ετούτο, που σήμερα βρίσκεται στην αγορά, όταν όμως άκουσαν για τριάντα χρόνια, δεν το βάσταξε η καρδιά τους — να τους έχουν κάνει οι Αιγινήτες άνω κάτω κι αυτοί να τ᾽ αφήσουν έτσι! |
| [5.90.1] | ἐς τιμωρίην δὲ παρασκευαζομένοισι αὐτοῖσι ἐκ Λακεδαιμονίων πρῆγμα ἐγειρόμενον ἐμπόδιον ἐγένετο. πυθόμενοι γὰρ Λακεδαιμόνιοι τὰ ἐκ τῶν Ἀλκμεωνιδέων ἐς τὴν Πυθίην μεμηχανημένα καὶ τὰ ἐκ τῆς Πυθίης ἐπὶ σφέας τε καὶ τοὺς Πεισιστρατίδας συμφορὴν ἐποιεῦντο διπλήν, ὅτι τε ἄνδρας ξείνους σφίσι ἐόντας ἐξεληλάκεσαν ἐκ τῆς ἐκείνων, καὶ ὅτι ταῦτα ποιήσασι χάρις οὐδεμία ἐφαίνετο πρὸς Ἀθηναίων. | Κι αυτοί ετοιμάζονταν να πάρουν εκδίκηση, όταν ένα ζήτημα που προκλήθηκε στη Σπάρτη ήρθε και τους έκοψε το δρόμο. Γιατί οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν τις μηχανορραφίες που έκαναν οι Αλκμεωνίδες στην Πυθία κι εκείνες που έκανε η Πυθία εναντίον των Πεισιστρατιδών κι ένιωσαν πως έπαθαν διπλή συμφορά: απόδιωξαν απ᾽ την πατρίδα τους ανθρώπους με τους οποίους είχαν δεσμούς φιλίας, κι από την άλλη ούτε ένα «ευχαριστώ» δεν άκουσαν από τους Αθηναίους γι᾽ αυτή τους την πράξη. |
| [5.90.2] | ἔτι δὲ πρὸς τούτοισι ἐνῆγόν σφεας οἱ χρησμοὶ λέγοντες πολλά τε καὶ ἀνάρσια ἔσεσθαι αὐτοῖσι ἐξ Ἀθηναίων, τῶν πρότερον μὲν ἦσαν ἀδαέες, τότε δὲ Κλεομένεος κομίσαντος ἐς Σπάρτην ἐξέμαθον. ἐκτήσατο δὲ ὁ Κλεομένης ἐκ τῆς Ἀθηναίων ἀκροπόλιος τοὺς χρησμούς, τοὺς ἔκτηντο μὲν πρότερον οἱ Πεισιστρατίδαι, ἐξελαυνόμενοι δὲ ἔλιπον ἐν τῷ ἱρῷ· καταλειφθέντας δὲ ὁ Κλεομένης ἀνέλαβε. | Κι επιπλέον, σα να μην έφταναν αυτά, τους ξεσήκωναν και οι χρησμοί, που έλεγαν πως θα τους βρουν πολλά και πρωτάκουστα απ᾽ τους Αθηναίους· πρωτύτερα δεν είχαν ιδέα για τους χρησμούς αυτούς, αλλά τότε τους έμαθαν καλά, όταν τους έφερε στη Σπάρτη ο Κλεομένης. Τους χρησμούς που πήρε στην κατοχή του από την Ακρόπολη της Αθήνας ο Κλεομένης, τους είχαν πρωτύτερα στην κατοχή τους οι Πεισιστρατίδες, όμως, καθώς έπαιρναν το δρόμο της εξορίας, τους άφησαν στο ναό και, παρατημένους εκεί, τους πήρε μαζί του ο Κλεομένης. |
| [5.91.1] | τότε δὲ ὡς ἀνέλαβον οἱ Λακεδαιμόνιοι τοὺς χρησμοὺς καὶ τοὺς Ἀθηναίους ὥρων αὐξομένους καὶ οὐδαμῶς ἑτοίμους ἐόντας πείθεσθαι σφίσι, νόῳ λαβόντες ὡς ἐλεύθερον μὲν ἐὸν τὸ γένος τὸ Ἀττικὸν ἰσόρροπον τῷ ἑωυτῶν ἂν γίνοιτο, κατεχόμενον δὲ ὑπὸ τυραννίδος ἀσθενὲς καὶ πειθαρχέεσθαι ἕτοιμον, μαθόντες [δὲ] τούτων ἕκαστα μετεπέμποντο Ἱππίην τὸν Πεισιστράτου ἀπὸ Σιγείου τοῦ ἐν Ἑλλησπόντῳ [ἐς ὃ καταφεύγουσι οἱ Πεισιστρατίδαι]. | Τότε όμως, όταν οι Λακεδαιμόνιοι παρέλαβαν τους χρησμούς κι έβλεπαν τη δύναμη των Αθηναίων να μεγαλώνει και να μην έχουν καμιά διάθεση να τους υπακούουν, αναλογίστηκαν πως, ζώντας ελεύθερος ο λαός της Αττικής, θα μπορούσε ν᾽ αναδειχτεί ισοδύναμος με το δικό τους κράτος, ενώ δυναστεμένος από τους τυράννους θα ήταν αδύναμος και η υπακοή του θα ήταν εξασφαλισμένη· λοιπόν τα έβαλαν στο νου τους αυτά ένα ένα και προσκάλεσαν τον Ιππία, το γιο του Πεισιστράτου, από το Σίγειο του Ελλησπόντου, [όπου είχαν καταφύγει οι Πεισιστρατίδες]. |
| [5.91.2] | ἐπείτε δέ σφι Ἱππίης καλεόμενος ἧκε, μεταπεμψάμενοι καὶ τῶν ἄλλων συμμάχων ἀγγέλους ἔλεγόν σφι Σπαρτιῆται τάδε· Ἄνδρες σύμμαχοι, συγγινώσκομεν αὐτοῖσι ἡμῖν οὐ ποιήσασι ὀρθῶς· ἐπαρθέντες γὰρ κιβδήλοισι μαντηίοισι ἄνδρας ξείνους ἐόντας ἡμῖν τὰ μάλιστα καὶ ἀναδεκομένους ὑποχειρίας παρέξειν τὰς Ἀθήνας, τούτους ἐκ τῆς πατρίδος ἐξηλάσαμεν, καὶ ἔπειτα ποιήσαντες ταῦτα δήμῳ ἀχαρίστῳ παρεδώκαμεν τὴν πόλιν, ὃς ἐπείτε δι᾽ ἡμέας ἐλευθερωθεὶς ἀνέκυψε, ἡμέας μὲν καὶ τὸν βασιλέα ἡμέων περιυβρίσας ἐξέβαλε, δόξαν δὲ φύσας αὐξάνεται, ὥστε ἐκμεμαθήκασι μάλιστα μὲν οἱ περίοικοι αὐτῶν Βοιωτοὶ καὶ Χαλκιδέες, τάχα δέ τις καὶ ἄλλος ἐκμαθήσεται ἁμαρτών. | Κι όταν καλεσμένος έφτασε ο Ιππίας, οι Σπαρτιάτες προσκάλεσαν απεσταλμένους κι απ᾽ τις άλλες συμμαχικές πόλεις και τους είπαν τα εξής: «Άνδρες σύμμαχοι, παραδεχόμαστε πως πέσαμε έξω· γιατί, ξεσηκωμένοι από κίβδηλους χρησμούς, ανθρώπους με τους οποίους μας έδεναν οι πιο στενοί δεσμοί φιλίας και που μας εγγυήθηκαν ότι θα κρατήσουν την Αθήνα υποταγμένη, αυτούς τους διώξαμε απ᾽ την πατρίδα τους και κατόπι, ύστερ᾽ από αυτή μας την πράξη, παραδώσαμε την πόλη σε αχάριστο λαό, που, μόλις σήκωσε κεφάλι με την ελευθερία που του χαρίσαμε, από τη μια μεριά εμάς και τον βασιλιά μας μάς καταξευτέλισε και μας έδιωξε, κι από την άλλη του μπήκε στο μυαλό ο πειρασμός της δόξας κι ολοένα δυναμώνει — το ένιωσαν καλύτερα οι γείτονές τους, Βοιωτοί και Χαλκιδείς, κι όπου να ᾽ναι θα το νιώσουν κι όσοι δεν υπολογίσουν σωστά. |
| [5.91.3] | ἐπείτε δὲ ἐκεῖνα ποιήσαντες ἡμάρτομεν, νῦν πειρησόμεθά σφεα ἅμα ὑμῖν ἀκεόμενοι· αὐτοῦ γὰρ τούτου εἵνεκεν τόνδε τε Ἱππίην μετεπεμψάμεθα καὶ ὑμέας ἀπὸ τῶν πολίων, ἵνα κοινῷ τε λόγῳ καὶ κοινῷ στόλῳ ἐσαγαγόντες αὐτὸν ἐς τὰς Ἀθήνας ἀποδῶμεν τὰ καὶ ἀπειλόμεθα. | Κι επειδή σ᾽ εκείνες τις ενέργειές μας πέσαμε έξω, θα προσπαθήσουμε τώρα να βρούμε θεραπεία και να τους τιμωρήσουμε· γιατί αυτός ήταν κι ο λόγος που προσκαλέσαμε τον Ιππία, που έχετε μπροστά σας, κι εσάς, εκπροσώπους των πόλεών σας, ώστε με κοινή απόφαση και με κοινό εκστρατευτικό σώμα να τον εγκαταστήσουμε στην Αθήνα και να του δώσουμε πίσω όσα του στερήσαμε». |
| [5.92.1] | οἱ μὲν ταῦτα ἔλεγον, τῶν δὲ συμμάχων τὸ πλῆθος οὐκ ἐνεδέκετο τοὺς λόγους. οἱ μέν νυν ἄλλοι ἡσυχίην ἦγον, Κορίνθιος δὲ Σωκλέης ἔλεξε τάδε· | Λοιπόν αυτά έλεγαν οι Σπαρτιάτες, όμως η πλειοψηφία των συμμάχων δεν επιδοκίμασε την πρότασή τους. Κι ενώ οι υπόλοιποι κάθονταν σιωπηλοί στη θέση τους, ο Σωκλής από την Κόρινθο είπε τα εξής: |
| [5.92α.1] | Ἦ δὴ ὅ τε οὐρανὸς ἔνερθε ἔσται τῆς γῆς καὶ ἡ γῆ μετέωρος ὑπὲρ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἄνθρωποι νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἕξουσι καὶ ἰχθύες τὸν πρότερον ἄνθρωποι, ὅτε γε ὑμεῖς, ὦ Λακεδαιμόνιοι, ἰσοκρατίας καταλύοντες τυραννίδας ἐς τὰς πόλις κατάγειν παρασκευάζεσθε, τοῦ οὔτε ἀδικώτερόν ἐστι οὐδὲν κατ᾽ ἀνθρώπους οὔτε μιαιφονώτερον. | «Στ᾽ αλήθεια, ο ουρανός θα βρεθεί κάτω από τη γη κι η γη πάνω απ᾽ τον ουρανό, ανάερη, και οι άνθρωποι θα ᾽χουν κατοικία τους τη θάλασσα και τα ψάρια θα ζουν εκεί που πρωτύτερα ζούσαν οι άνθρωποι, εφόσον εσείς, Λακεδαιμόνιοι, καταργώντας τις ισοπολιτείες είστε έτοιμοι να παλινορθώσετε στις πόλεις τούς τυράννους — υπάρχει στον κόσμο πολίτευμα πιο άδικο και πιο αιμοβόρο απ᾽ το δικό τους; |
| [5.92α.2] | εἰ γὰρ δὴ τοῦτό γε δοκέει ὑμῖν εἶναι χρηστὸν ὥστε τυραννεύεσθαι τὰς πόλις, αὐτοὶ πρῶτοι τύραννον καταστησάμενοι παρὰ σφίσι αὐτοῖσι οὕτω καὶ τοῖσι ἄλλοισι δίζησθε κατιστάναι· νῦν δὲ αὐτοὶ τυράννων ἄπειροι ἐόντες καὶ φυλάσσοντες τοῦτο δεινότατα ἐν τῇ Σπάρτῃ μὴ γενέσθαι, παραχρᾶσθε ἐς τοὺς συμμάχους· εἰ δὲ αὐτοῦ ἔμπειροι ἔατε κατά περ ἡμεῖς, εἴχετε ἂν περὶ αὐτοῦ γνώμας ἀμείνονας συμβαλέσθαι ἤ περ νῦν. | Γιατί, στο κάτω κάτω αν πιστεύετε πως είναι προκοπή οι πόλεις να δυναστεύονται από τυράννους, εμπρός, πρώτοι εσείς οι ίδιοι αναδείξτε έναν τύραννο στην πόλη σας κι ύστερα να μπείτε στον κόπο ν᾽ αναδείξετε και στους άλλους· αντίθετα τώρα, ενώ οι ίδιοι σας δεν τους έχετε δοκιμάσει και παίρνετε τα αυστηρότερα μέτρα για να μη δει τυράννους η Σπάρτη, πάτε να τους φορτώσετε στους συμμάχους· αν όμως τους είχατε δοκιμάσει οι ίδιοι, όπως εμείς, θα μπορούσατε να φέρετε εδώ καλύτερες προτάσεις απ᾽ αυτές που κάνετε τώρα. |
| [5.92β.1] | Κορινθίοισι γὰρ ἦν πόλιος κατάστασις τοιήδε· ἦν ὀλιγαρχίη, καὶ †οὗτοι† Βακχιάδαι καλεόμενοι ἔνεμον τὴν πόλιν, ἐδίδοσαν δὲ καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων. Ἀμφίονι δὲ ἐόντι τούτων τῶν ἀνδρῶν γίνεται θυγάτηρ χωλή· οὔνομα δέ οἱ ἦν Λάβδα. ταύτην Βακχιαδέων γὰρ οὐδεὶς ἤθελε γῆμαι, ἴσχει Ἠετίων ὁ Ἐχεκράτεος, δήμου μὲν ἐὼν ἐκ Πέτρης, ἀτὰρ τὰ ἀνέκαθεν Λαπίθης τε καὶ Καινείδης. | »Δηλαδή το καθεστώς στην Κόρινθο ήταν περίπου αυτό· είχαν ολιγαρχία και κυβερνούσε την πόλη μια οικογένεια, που λεγόταν Βακχιάδες· γαμπρούς και νύφες έκαναν μόνο μέσ᾽ από τη γενιά τους. Ένας από αυτούς, ο Αμφίων, απόχτησε θυγατέρα κουτσή, που της έδωσαν το όνομα Λάβδα. Αυτήν —γιατί κανείς Βακχιάδης δεν ήθελε να την παντρευτεί— την παίρνει ο Ηετίων, ο γιος του Εχεκράτη, που καταγόταν από το δήμο της Πέτρας, όμως η γενιά του κρατούσε απ᾽ τους Λαπίθες, από τον Καινέα. |
| [5.92β.2] | ἐκ δέ οἱ ταύτης τῆς γυναικὸς οὐδ᾽ ἐξ ἄλλης παῖδες ἐγίνοντο· ἐστάλη ὦν ἐς Δελφοὺς περὶ γόνου. ἐσιόντα δὲ αὐτὸν ἰθέως ἡ Πυθίη προσαγορεύει τοῖσδε τοῖσι ἔπεσι· | Κι αυτός ούτε απ᾽ τη γυναίκα του ούτε από καμιά άλλη αποχτούσε παιδιά. Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε στους Δελφούς για το θέμα των παιδιών. Και την ώρα που έμπαινε στο μαντείο, η Πυθία αμέσως τον χαιρέτισε μ᾽ αυτούς τους στίχους: |
| Ἠετίων, οὔτις σε τίει πολύτιτον ἐόντα. | Τιμή σ᾽ αξίζει, και πολλή, μα εσύ τιμή δε βλέπεις, Ηετίωνα. |
| Λάβδα κύει, τέξει δ᾽ ὀλοοίτροχον· ἐν δὲ πεσεῖται | Κι η Λάβδα κοιλοπονά και στρογγυλό λιθάρι θα γεννήσει· |
| ἀνδράσι μουνάρχοισι, δικαιώσει δὲ Κόρινθον. | κι αυτό βαριά θα πέσει στ᾽ αρχοντολόι το παλιό. Κόρινθε, θα πληρώσεις. |
| [5.92β.3] | ταῦτα χρησθέντα τῷ Ἠετίωνι ἐξαγγέλλεταί κως τοῖσι Βακχιάδῃσι, τοῖσι τὸ μὲν πρότερον γενόμενον χρηστήριον ἐς Κόρινθον ἦν ἄσημον, φέρον τε ἐς τὠυτὸ καὶ τὸ τοῦ Ἠετίωνος καὶ λέγον ὧδε· | Ο χρησμός αυτός που δόθηκε στον Ηετίωνα δεν ξέρω με ποιόν τρόπο έφτασε στ᾽ αυτιά των Βακχιαδών, που είχαν πάρει πρωτύτερα χρησμό για την Κόρινθο και δεν έβρισκαν την εξήγησή του, αλλά είχε την ίδια έννοια με τον χρησμό του Ηετίωνα, κι έλεγε τα εξής: |
| αἰετὸς ἐν πέτρῃσι κύει, τέξει δὲ λέοντα | Στα πετροβούνια ένας αϊτός κοιλοπονά. Λιοντάρι θενά γεννήσει κρατερό, |
| καρτερὸν ὠμηστήν· πολλῶν δ᾽ ὑπὸ γούνατα λύσει. | που τρώει τις σάρκες τις ωμές, κι έχει να παραλύσει αρίφνητων τα γόνατα. |
| ταῦτά νυν εὖ φράζεσθε, Κορίνθιοι, οἳ περὶ καλὴν | Κορίνθιοι, που τόπο σας την όμορφη Πειρήνη έχετε, |
| Πειρήνην οἰκεῖτε καὶ ὀφρυόεντα Κόρινθον. | και της Κόρινθος τ᾽ απόκρημνα τα βράχια, συλλογιστείτε το καλά. |
| [5.92γ.1] | τοῦτο μὲν δὴ τοῖσι Βακχιάδῃσι γενόμενον πρότερον ἦν ἀτέκμαρτον· τότε δὲ τὸ Ἠετίωνι γενόμενον ὡς ἐπύθοντο, αὐτίκα καὶ τὸ πρότερον συνῆκαν ἐὸν συνῳδὸν τῷ Ἠετίωνος. συνέντες δὲ καὶ τοῦτο εἶχον ἐν ἡσυχίῃ, ἐθέλοντες τὸν μέλλοντα Ἠετίωνι γίνεσθαι γόνον διαφθεῖραι. ὡς δ᾽ ἔτεκε ἡ γυνὴ τάχιστα, πέμπουσι σφέων αὐτῶν δέκα ἐς τὸν δῆμον ἐν τῷ κατοίκητο Ἠετίων ἀποκτενέοντας τὸ παιδίον. | »Λοιπόν ο χρησμός αυτός που δόθηκε πρωτύτερα στους Βακχιάδες ήταν σκοτεινός, τότε όμως, όταν έμαθαν το χρησμό που πήρε ο Ηετίων, αμέσως συνδύασαν τους δύο χρησμούς και κατάλαβαν πως ο πρώτος εναρμονίζεται με τον άλλο, του Ηετίωνα. Κι όταν κατάλαβαν τί εννοούσε, άφησαν τα πράματα να πάρουν το δρόμο τους, γιατί ήθελαν ν᾽ αφανίσουν το παιδί που θ᾽ αποχτούσε ο Ηετίων. Κι όταν γέννησε η γυναίκα, στέλνουν αμέσως δέκα δικούς τους στο δήμο, όπου κατοικούσε ο Ηετίων, για να σκοτώσουν το νήπιο. |
| [5.92γ.2] | ἀπικόμενοι δὲ οὗτοι ἐς τὴν Πέτρην καὶ παρελθόντες ἐς τὴν αὐλὴν τὴν Ἠετίωνος αἴτεον τὸ παιδίον· ἡ δὲ Λάβδα εἰδυῖά τε οὐδὲν τῶν εἵνεκα ἐκεῖνοι ἀπικοίατο καὶ δοκέουσά σφεας φιλοφροσύνης τοῦ πατρὸς εἵνεκα αἰτέειν φέρουσα ἐνεχείρισε αὐτῶν ἑνί. τοῖσι δὲ ἄρα ἐβεβούλευτο κατ᾽ ὁδὸν τὸν πρῶτον αὐτῶν λαβόντα [τὸ παιδίον] προσουδίσαι. | Έφτασαν αυτοί στην Πέτρα, μπήκαν στην αυλή του Ηετίωνα και ζητούσαν το νήπιο· κι η Λάβδα —πού να ήξερε με τί σκοπό είχαν έρθει!— πίστεψε πως ήθελαν να το δουν σα φίλοι του πατέρα του, το έφερε και τ᾽ απόθεσε στα χέρια ενός απ᾽ αυτούς. Κι αυτοί είχαν αποφασίσει στο δρόμο, ο πρώτος τους που θα πάρει το παιδάκι να το βροντήσει στο έδαφος. |
| [5.92γ.3] | ἐπείτε ὦν ἔδωκε φέρουσα ἡ Λάβδα, τὸν λαβόντα τῶν ἀνδρῶν θείῃ τύχῃ προσεγέλασε τὸ παιδίον, καὶ τὸν φρασθέντα τοῦτο οἶκτός τις ἴσχει ἀποκτεῖναι, κατοικτίρας δὲ παραδιδοῖ τῷ δευτέρῳ, ὁ δὲ τῷ τρίτῳ, οὕτω τε διεξῆλθε διὰ πάντων τῶν δέκα παραδιδόμενον, οὐδενὸς βουλομένου διεργάσασθαι. | Η Λάβδα λοιπόν το έφερε και τους το έδωσε, και το νήπιο χαμογέλασε σ᾽ αυτόν που το πήρε στα χέρια του —κάποιος θεός το φώτισε!— κι εκείνος το ᾽νιωσε και το ψυχοπόνεσε, πώς να το σκοτώσει, κι από ψυχοπόνια το δίνει στα χέρια του δεύτερου, κι εκείνος ενός τρίτου. Έτσι από τον ένα στον άλλο πέρασε από τα χέρια και των δέκα — κανενός δεν το βαστούσε η καρδιά να το θανατώσει. |
| [5.92γ.4] | ἀποδόντες ὦν ὀπίσω τῇ τεκούσῃ τὸ παιδίον καὶ ἐξελθόντες ἔξω, ἑστεῶτες ἐπὶ τῶν θυρέων ἀλλήλων ἅπτοντο καταιτιώμενοι καὶ μάλιστα τοῦ πρώτου λαβόντος, ὅτι οὐκ ἐποίησε κατὰ τὰ δεδογμένα, ἐς ὃ δή σφι χρόνου ἐγγινομένου ἔδοξε αὖτις παρελθόντας πάντας τοῦ φόνου μετίσχειν. | Έδωσαν λοιπόν πίσω στη μάνα το παιδάκι, βγήκαν έξω απ᾽ την αυλή, στάθηκαν στην αυλόπορτα κι ο ένας τα ᾽βαζε με τον άλλο, και προπάντων μ᾽ αυτόν που το πήρε πρώτος, ρίχνοντάς του την κατηγόρια πως δεν ενέργησε σύμφωνα με την απόφασή τους και στο τέλος, αφού πέρασε κάμποση ώρα, πήραν απόφαση να ξαναμπούν κι όλοι τους να πάρουν μέρος στο φόνο. |
| [5.92δ.1] | ἔδει δὲ ἐκ τοῦ Ἠετίωνος γόνου Κορίνθῳ κακὰ ἀναβλαστεῖν. ἡ Λάβδα γὰρ πάντα ταῦτα ἤκουε ἑστεῶσα πρὸς αὐτῇσι τῇσι θύρῃσι· δείσασα δὲ μή σφι μεταδόξῃ καὶ τὸ δεύτερον λαβόντες τὸ παιδίον ἀποκτείνωσι, φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι, ἐς κυψέλην, ἐπισταμένη ὡς εἰ ὑποστρέψαντες ἐς ζήτησιν ἀπικνεοίατο, πάντα ἐρευνήσειν μέλλοιεν· τὰ δὴ καὶ ἐγένετο. | »Ήταν όμως γραμμένο να βλαστήσουν συμφορές για την Κόρινθο από τη σπορά του Ηετίωνα. Γιατί η Λάβδα, που στεκόταν ακριβώς δίπλα στην αυλόπορτα, τ᾽ άκουε όλ᾽ αυτά· την έπιασε λοιπόν φόβος, μήπως ετούτοι αλλάξουν γνώμη και, ξαναπαίρνοντας το παιδί στα χέρια τους, το σκοτώσουν· το παίρνει και το κρύβει εκεί που της φαινόταν πως είναι αδύνατο να πάει ο νους τους, σ᾽ ένα κιούπι, γιατί ήξερε πως, αν ξαναγύριζαν και ζητούσαν το παιδί, δε θ᾽ άφηναν γωνιά που να μη την ψάξουν, όπως κι έγινε. |
| [5.92δ.2] | ἐσελθοῦσι δὲ καὶ διζημένοισι αὐτοῖσι ὡς οὐκ ἐφαίνετο, ἐδόκεε ἀπαλλάσσεσθαι καὶ λέγειν πρὸς τοὺς ἀποπέμψαντας ὡς πάντα ποιήσειαν τὰ ἐκεῖνοι ἐνετείλαντο. | Κι όταν μπήκαν μέσα και, όσο κι αν έψαξαν, το παιδί δε βρέθηκε, το πήραν απόφαση να σηκωθούν να φύγουν και να πουν σ᾽ εκείνους που τους έστειλαν πως είχαν εκτελέσει κατά γράμμα τις εντολές τους. |
| [5.92ε.1] | οἱ μὲν δὴ ἀπελθόντες ἔλεγον ταῦτα· Ἠετίωνι δὲ μετὰ ταῦτα ὁ παῖς ηὐξάνετο, καί οἱ διαφυγόντι τοῦτον τὸν κίνδυνον ἀπὸ τῆς κυψέλης ἐπωνυμίην Κύψελος οὔνομα ἐτέθη. ἀνδρωθέντι δὲ καὶ μαντευομένῳ Κυψέλῳ ἐγένετο ἀμφιδέξιον χρηστήριον ἐν Δελφοῖσι, τῷ πίσυνος γενόμενος ἐπεχείρησέ τε καὶ ἔσχε Κόρινθον. | »Τότε αυτοί σηκώθηκαν κι έφυγαν κι έλεγαν αυτά, του Ηετίωνα όμως μεγάλωνε το παιδί και, καθότι ξέφυγε αυτό τον κίνδυνο από το κιούπι —οι Κορίνθιοι το κιούπι το έλεγαν κυψέλη— του έδωσαν το όνομα Κύψελος. Όταν λοιπόν ο Κύψελος έγινε άντρας και πήγε στο μαντείο, του δόθηκε στους Δελφούς χρησμός, όπως κι αν τον πάρεις, καλός· σ᾽ αυτόν στηρίχτηκε κι έκανε κίνημα και πήρε την Κόρινθο· |
| [5.92ε.2] | ὁ δὲ χρησμὸς ὅδε ἦν· | νά ο χρησμός: |
| ὄλβιος οὗτος ἀνὴρ ὃς ἐμὸν δόμον ἐσκαταβαίνει, | Ο Ηετίδης Κύψελος, που το κατώφλι μου περνά, στην ξακουσμένη πόλη |
| Κύψελος Ἠετίδης, βασιλεὺς κλειτοῖο Κορίνθου, | Κόρινθο θα ᾽ναι βασιλιάς κι αυτός και τα παιδιά του, καλότυχος περίσσια· |
| αὐτὸς καὶ παῖδες, παίδων γε μὲν οὐκέτι παῖδες. | μα στων παιδιών του τα παιδιά αυτά θα πάρουν τέλος. |
| τὸ μὲν δὴ χρηστήριον τοῦτο ἦν, τυραννεύσας δὲ ὁ Κύψελος τοιοῦτος δή τις ἀνὴρ ἐγένετο· πολλοὺς μὲν Κορινθίων ἐδίωξε, πολλοὺς δὲ χρημάτων ἀπεστέρησε, πολλῷ δέ τι πλείστους τῆς ψυχῆς. | Αυτός λοιπόν ήταν ο χρησμός, κι ο Κύψελος, από την ώρα που έγινε τύραννος, πολιτεύτηκε κάπως έτσι· κυνήγησε πολλούς Κορινθίους, από πολλούς άρπαξε ό,τι είχαν και δεν είχαν, κι από πολλούς τη ζωή. |
| [5.92ζ.1] | ἄρξαντος δὲ τούτου ἐπὶ τριήκοντα ἔτεα καὶ διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ διάδοχός οἱ τῆς τυραννίδος ὁ παῖς Περίανδρος γίνεται. ὁ τοίνυν Περίανδρος κατ᾽ ἀρχὰς μὲν ἦν ἠπιώτερος τοῦ πατρός, ἐπείτε δὲ ὡμίλησε δι᾽ ἀγγέλων Θρασυβούλῳ τῷ Μιλήτου τυράννῳ, πολλῷ ἔτι ἐγένετο Κυψέλου μιαιφονώτερος. | »Αυτός λοιπόν κράτησε την εξουσία τριάντα χρόνια κι ώς το τέλος της ζωή του όλα τού ήρθαν δεξιά· διάδοχός του στο τυραννικό αξίωμα γίνεται ο γιος του Περίανδρος. Λοιπόν, αυτός ο Περίανδρος στην αρχή ήταν πιο καλοσυνάτος απ᾽ τον πατέρα του, από την ώρα όμως που έστειλε απεσταλμένο και σχετίστηκε με τον Θρασύβουλο, τον τύραννο της Μιλήτου, έγινε πολύ πιο αιμοβόρος από τον Κύψελο. |
| [5.92ζ.2] | πέμψας γὰρ παρὰ Θρασύβουλον κήρυκα ἐπυνθάνετο ὅντινα ἂν τρόπον ἀσφαλέστατον καταστησάμενος τῶν πρηγμάτων κάλλιστα τὴν πόλιν ἐπιτροπεύοι. Θρασύβουλος δὲ τὸν ἐλθόντα παρὰ τοῦ Περιάνδρου ἐξήγαγε ἔξω τοῦ ἄστεος, ἐσβὰς δὲ ἐς ἄρουραν ἐσπαρμένην ἅμα τε διεξήιε τὸ λήιον ἐπειρωτῶν τε καὶ ἀναποδίζων τὸν κήρυκα κατὰ τὴν ἀπὸ Κορίνθου ἄπιξιν, καὶ ἐκόλουε αἰεὶ ὅκως τινὰ ἴδοι τῶν ἀσταχύων ὑπερέχοντα, κολούων δὲ ἔρριπτε, ἐς ὃ τοῦ ληίου τὸ κάλλιστόν τε καὶ βαθύτατον διέφθειρε τρόπῳ τοιούτῳ. | Έστειλε δηλαδή απεσταλμένο του στον Θρασύβουλο και ρωτούσε να μάθει με ποιό τρόπο θα εξασφάλιζε μεγαλύτερη σταθερότητα στο καθεστώς του και θα κυβερνούσε όσο γίνεται καλύτερα την πόλη. Κι ο Θρασύβουλος πήρε τον άνθρωπο που ήρθε από τον Περίανδρο έξω από την πόλη, κι αφού μπήκαν σε χωράφι με σπαρτά, από τη μια διέσχιζε τα μεστωμένα στάχυα ρωτώντας και ξαναρωτώντας και μπερδεύοντας τον απεσταλμένο, ποιός λόγος τον έφερε από την Κόρινθο, κι από την άλλη, έτσι κι έβλεπε κάποιο στάχυ να υψώνεται πάνω απ᾽ τ᾽ άλλα, το τσάκιζε και τσακίζοντας το τό έριχνε καταγής, συνεχώς· στο τέλος μ᾽ αυτό τον τρόπο τα πιο καμαρωτά και τα πιο ψηλά στάχυα τα ρήμαξε. |
| [5.92ζ.3] | διεξελθὼν δὲ τὸ χωρίον καὶ ὑποθέμενος ἔπος οὐδὲν ἀποπέμπει τὸν κήρυκα. νοστήσαντος δὲ τοῦ κήρυκος ἐς τὴν Κόρινθον ἦν πρόθυμος πυνθάνεσθαι τὴν ὑποθήκην ὁ Περίανδρος. ὁ δὲ οὐδέν οἱ ἔφη Θρασύβουλον ὑποθέσθαι, θωμάζειν τε αὐτοῦ παρ᾽ οἷόν μιν ἄνδρα ἀποπέμψειε, ὡς παραπλῆγά τε καὶ τῶν ἑωυτοῦ σινάμωρον, ἀπηγεόμενος τά περ πρὸς Θρασυβούλου ὀπώπεε. | Κι αφού διέσχισε όλο το χωράφι και δεν έβγαλε λέξη απ᾽ το στόμα του, στέλνει πίσω τον απεσταλμένο. Κι όταν γύρισε στην Κόρινθο ο απεσταλμένος, ο Περίανδρος ανυπομονούσε ν᾽ ακούσει τη συμβουλή· κι ο άλλος του είπε πως συμβουλή καμιά δεν του έδωσε ο Θρασύβουλος, κι ό,τι τα ᾽χει χαμένα μ᾽ αυτόν, που τον έστειλε σ᾽ έναν άνθρωπο με σαλεμένο μυαλό, που ρήμαζε την ίδια τη σοδειά του, και του διηγόταν τα καμώματα του Θρασύβουλου. |
| [5.92η.1] | Περίανδρος δὲ συνεὶς τὸ ποιηθὲν καὶ νόῳ σχὼν ὥς οἱ ὑπετίθετο Θρασύβουλος τοὺς ὑπερόχους τῶν ἀστῶν φονεύειν, ἐνθαῦτα δὴ πᾶσαν κακότητα ἐξέφαινε ἐς τοὺς πολιήτας. ὅσα γὰρ Κύψελος ἀπέλιπε κτείνων τε καὶ διώκων, Περίανδρός σφεα ἀπετέλεσε, μιῇ δὲ ἡμέρῃ ἀπέδυσε πάσας τὰς Κορινθίων γυναῖκας διὰ τὴν ἑωυτοῦ γυναῖκα Μέλισσαν. | »Αλλά ο Περίανδρος κατάλαβε τί νόημα είχε αυτό το κάμωμα κι έβαλε με το νου του πως ο Θρασύβουλος του έδινε συμβουλή να σκοτώνει τους πολίτες που ξεχωρίζουν απ᾽ τους άλλους, και τότε έδειξε τη σκληρότητά του απέναντι στους συμπολίτες του σ᾽ όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Γιατί, ό,τι άφησε στον τόπο του ο Κύψελος με τους φόνους και τους κατατρεγμούς, το αποτέλειωσε ο Περίανδρος· μάλιστα μια μέρα έγδυσε όλες τις γυναίκες της Κορίνθου εξαιτίας της γυναίκας του, της Μέλισσας. |
| [5.92η.2] | πέμψαντι γάρ οἱ ἐς Θεσπρωτοὺς ἐπ᾽ Ἀχέροντα ποταμὸν ἀγγέλους ἐπὶ τὸ νεκυομαντήιον παρακαταθήκης πέρι ξεινικῆς οὔτε σημανέειν ἔφη ἡ Μέλισσα ἐπιφανεῖσα οὔτε κατερέειν ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη· ῥιγοῦν τε γὰρ καὶ εἶναι γυμνή· τῶν γάρ οἱ συγκατέθαψε εἱμάτων ὄφελος εἶναι οὐδὲν οὐ κατακαυθέντων· μαρτύριον δέ οἱ εἶναι ὡς ἀληθέα ταῦτα λέγει, ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε. | Δηλαδή, όταν έστειλε απεσταλμένους στη Θεσπρωτία, στο νεκρομαντείο του Αχέροντα ποταμού, για θησαυρό που κάποιος φιλοξενούμενός τους τον είχε αφήσει για φύλαξη, η Μέλισσα επιφάνηκε από τον κάτω κόσμο και είπε πως δε θ᾽ αποκαλύψει ούτε με νεύματα ούτε με λόγια πού βρίσκεται κρυμμένος ο θησαυρός· επειδή τρέμει απ᾽ το κρύο κι είναι γυμνή· γιατί τα ρούχα που ο Περίανδρος έθαψε μαζί της δεν την προστάτευαν καθόλου, αφού δεν κάηκαν μαζί με το σώμα της· κι απόδειξη ότι λέει την αλήθεια είναι πως ο Περίανδρος φούρνισε τα ψωμιά σε κρύο φούρνο. |
| [5.92η.3] | ταῦτα δὲ ὡς ὀπίσω ἀπηγγέλθη τῷ Περιάνδρῳ (πιστὸν γάρ οἱ ἦν τὸ συμβόλαιον, ὃς νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ ἐμίγη), ἰθέως δὴ μετὰ τὴν ἀγγελίην κήρυγμα ἐποιήσατο ἐς τὸ Ἥραιον ἐξιέναι πάσας τὰς Κορινθίων γυναῖκας. αἱ μὲν δὴ ὡς ἐς ὁρτὴν ἤισαν κόσμῳ τῷ καλλίστῳ χρεώμεναι, ὁ δ᾽ ὑποστήσας τοὺς δορυφόρους ἀπέδυσέ σφεας πάσας ὁμοίως, τάς τε ἐλευθέρας καὶ τὰς ἀμφιπόλους, συμφορήσας δὲ ἐς ὄρυγμα Μελίσσῃ ἐπευχόμενος κατέκαιε. | Όταν γύρισαν και τ᾽ ανάφεραν αυτά στον Περίανδρο (κι έδωσε πίστη στη συνθηματική φράση, γιατί είχε σμίξει με τη Μέλισσα νεκρή), μόλις λοιπόν πήρε το άγγελμα, αμέσως έβαλε να κηρύξουν να βγουν από τα σπίτια τους όλες οι γυναίκες των Κορινθίων και να πάνε στο ναό της Ήρας. Αυτές λοιπόν σα να ᾽ταν γιορτή κίνησαν φορώντας τα γιορτινά τους, κι εκείνος, αφού έβαλε τους δορυφόρους του εκεί γύρω κρυφά, τις έγδυσε όλες ανεξαιρέτως, και τις ελεύθερες και τις δούλες τους· έριξε σωρό τις φορεσιές τους σε σκαμμένο λάκκο και, απευθύνοντας προσευχές στη Μέλισσα, τις έκανε στάχτη. |
| [5.92η.4] | ταῦτα δέ οἱ ποιήσαντι καὶ τὸ δεύτερον πέμψαντι ἔφρασε τὸ εἴδωλον τὸ Μελίσσης ἐς τὸν κατέθηκε χῶρον τοῦ ξείνου τὴν παρακαταθήκην. τοιοῦτο μὲν ὑμῖν ἐστι ἡ τυραννίς, ὦ Λακεδαιμόνιοι, καὶ τοιούτων ἔργων. | Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό του το έργο έστειλε για δεύτερη φορά απεσταλμένους, και τότε το φάντασμα της Μέλισσας αποκάλυψε τον κρυψώνα του θησαυρού του ξένου φίλου τους. |
| [5.92η.5] | ἡμέας δὲ τοὺς Κορινθίους τό τε αὐτίκα θῶμα μέγα εἶχε ὅτε ὑμέας εἴδομεν μεταπεμπομένους Ἱππίην, νῦν τε δὴ καὶ μεζόνως θωμάζομεν λέγοντας ταῦτα, ἐπιμαρτυρόμεθά τε ἐπικαλεόμενοι ὑμῖν θεοὺς τοὺς Ἑλληνίους μὴ κατιστάναι τυραννίδας ἐς τὰς πόλις. οὔκ ὦν παύσεσθε ἀλλὰ πειρήσεσθε παρὰ τὸ δίκαιον κατάγοντες Ἱππίην; ἴστε ὑμῖν Κορινθίους γε οὐ συναινέοντας. | »Νά, Λακεδαιμόνιοι, τί θα πει τύραννος και ποιά τα έργα του. Αλλά εμείς οι Κορίνθιοι τα ᾽χουμε εντελώς χαμένα, βλέποντάς σας να στέλνετε και να καλείτε τον Ιππία, και τώρα σαστίζουμε ακόμη περισσότερο ακούγοντας αυτά τα λόγια σας, και σας εξορκίζουμε στ᾽ όνομα των θεών των Ελλήνων να μην εγκαταστήσετε τυράννους στις πόλεις. Θα προχωρήσετε λοιπόν και θα προσπαθήσετε πατώντας το δίκαιο να φέρετε πίσω τον Ιππία; βάλτε το καλά στο νου σας, εμείς οι Κορίνθιοι δεν το δεχόμαστε». |
| [5.93.1] | Σωκλέης μὲν ἀπὸ Κορίνθου πρεσβεύων ἔλεξε τάδε, Ἱππίης δὲ αὐτὸν ἀμείβετο τοὺς αὐτοὺς ἐπικαλέσας θεοὺς ἐκείνῳ, ἦ μὲν Κορινθίους μάλιστα πάντων ἐπιποθήσειν Πεισιστρατίδας, ὅταν σφι ἥκωσι ἡμέραι αἱ κύριαι ἀνιᾶσθαι ὑπ᾽ Ἀθηναίων. | Αυτά λοιπόν είπε ο Σωκλής, ο αντιπρόσωπος της Κορίνθου, κι ο Ιππίας του αποκρίθηκε, καλώντας για μάρτυρες τους ίδιους θεούς μ᾽ εκείνον, πως στ᾽ αλήθεια πιο πολύ απ᾽ τον καθένα οι Κορίνθιοι θα νοσταλγήσουν τους Πεισιστρατίδες, όταν θα ᾽ρθουν οι μέρες της κρίσης που θα τους ταλανίζουν οι Αθηναίοι. |
| [5.93.2] | Ἱππίης μὲν τούτοισι ἀμείψατο οἷά τε τοὺς χρησμοὺς ἀτρεκέστατα ἀνδρῶν ἐξεπιστάμενος· οἱ δὲ λοιποὶ τῶν συμμάχων τέως μὲν εἶχον ἐν ἡσυχίῃ σφέας αὐτούς, ἐπείτε δὲ Σωκλέος ἤκουσαν εἴπαντος ἐλευθέρως, ἅπας τις αὐτῶν φωνὴν ῥήξας αἱρέετο τοῦ Κορινθίου τὴν γνώμην, Λακεδαιμονίοισί τε ἐπεμαρτύροντο μὴ ποιέειν μηδὲν νεώτερον περὶ πόλιν Ἑλλάδα. | Λοιπόν μ᾽ αυτά τα λόγια τού αποκρίθηκε, καθότι γνώριζε τους χρησμούς τελειότερα απ᾽ όλους τους ανθρώπους· οι υπόλοιποι σύμμαχοι, που ώς εκείνη τη στιγμή βέβαια δεν εκδηλώνονταν, ακούοντας τον Σωκλή να μιλά ελεύθερα, ο καθένας τους υψώνοντας τη φωνή του επιδοκίμαζε τη γνώμη του Κορινθίου κι εξόρκιζαν τους Λακεδαιμονίους να μην προκαλέσουν πολιτική ταραχή σε πόλη ελληνική. |
| [5.94.1] | οὕτω μὲν ταῦτα ἐπαύσθη, Ἱππίῃ δὲ ἐνθεῦτεν ἀπελαυνομένῳ ἐδίδου μὲν Ἀμύντης ὁ Μακεδὼν Ἀνθεμοῦντα, ἐδίδοσαν δὲ Θεσσαλοὶ Ἰωλκόν. ὁ δὲ τούτων μὲν οὐδέτερα αἱρέετο, ἀνεχώρεε δὲ ὀπίσω ἐς Σίγειον, τὸ εἷλε Πεισίστρατος αἰχμῇ παρὰ Μυτιληναίων, κρατήσας δὲ αὐτοῦ κατέστησε τύραννον εἶναι παῖδα [τὸν] ἑωυτοῦ νόθον Ἡγησίστρατον, γεγονότα ἐξ Ἀργείης γυναικός, ὃς οὐκ ἀμαχητὶ εἶχε τὰ παρέλαβε παρὰ Πεισιστράτου. | Έτσι λοιπόν πήρε τέλος αυτή η υπόθεση· στον Ιππία τώρα, που διώχτηκε αποκεί, ο Αμύντας ο Μακεδών του έδινε την Ανθεμούντα και οι Θεσσαλοί του έδιναν την Ιωλκό. Κι αυτός δε δέχτηκε ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά γύρισε πίσω στο Σίγειο, που το κυρίεψε ο Πεισίστρατος με πόλεμο απ᾽ τους Μυτιληναίους, κι αφού το έβαλε στο χέρι του εγκατέστησε τύραννο το νόθο γιο του, τον Ηγησίστρατο, που τον απόχτησε από γυναίκα Αργεία· κι αυτός όση χώρα παρέλαβε από τον Πεισίστρατο δεν την κρατούσε χωρίς πόλεμο, |
| [5.94.2] | ἐπολέμεον γὰρ ἔκ τε Ἀχιλληίου πόλιος ὁρμώμενοι καὶ Σιγείου ἐπὶ χρόνον συχνὸν Μυτιληναῖοί τε καὶ Ἀθηναῖοι, οἱ μὲν ἀπαιτέοντες τὴν χώρην, Ἀθηναῖοι δὲ οὔτε συγγινωσκόμενοι ἀποδεικνύντες τε λόγῳ οὐδὲν μᾶλλον Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς Ἰλιάδος χώρης ἢ οὐ καὶ σφίσι καὶ τοῖσι ἄλλοισι, ὅσοι Ἑλλήνων συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς. | γιατί Μυτιληναίοι κι Αθηναίοι, έχοντας οι πρώτοι ορμητήριο την πόλη Αχίλλειο κι οι άλλοι το Σίγειο, πολεμούσαν για πολλά χρόνια μεταξύ τους, καθώς εκείνοι απαιτούσαν σα δική τους τη χώρα, ενώ οι Αθηναίοι ούτε καν το συζητούσαν, καθώς αποδείκνυαν μ᾽ επιχειρήματα πως οι Αιολείς δεν είχαν καθόλου περισσότερα δικαιώματα πάνω στη χώρα της Τροίας απ᾽ ό,τι αυτοί και οι άλλοι, όσοι δηλαδή από τους Έλληνες έδωσαν χέρι στο Μενέλαο στην υπόθεση της αρπαγής της Ελένης. |
| [5.95.1] | πολεμεόντων δέ σφεων παντοῖα καὶ ἄλλα ἐγένετο ἐν τῇσι μάχῃσι, ἐν δὲ δὴ καὶ Ἀλκαῖος ὁ ποιητὴς συμβολῆς γενομένης καὶ νικώντων Ἀθηναίων αὐτὸς μὲν φεύγων ἐκφεύγει, τὰ δέ οἱ ὅπλα ἴσχουσι Ἀθηναῖοι καί σφεα ἀνεκρέμασαν πρὸς τὸ Ἀθήναιον τὸ ἐν Σιγείῳ. | Κι όσο κρατούσε ο πόλεμος μεταξύ τους έγιναν κι άλλα περιστατικά κάθε λογής στις μάχες, κι έν᾽ απ᾽ αυτά με τον ποιητή Αλκαίο, που, όταν ήρθαν στα χέρια κι οι Αθηναίοι νικούσαν, αυτός το ᾽βαλε στα πόδια και γλίτωσε το θάνατο, αλλά οι Αθηναίοι πήραν την πανοπλία του και την κρέμασαν ψηλά στο ναό της Αθηνάς στο Σίγειο. |
| [5.95.2] | ταῦτα δὲ Ἀλκαῖος ἐν μέλεϊ ποιήσας ἐπιτιθεῖ ἐς Μυτιλήνην ἐξαγγελλόμενος τὸ ἑωυτοῦ πάθος Μελανίππῳ ἀνδρὶ ἑταίρῳ. Μυτιληναίους δὲ καὶ Ἀθηναίους κατήλλαξε Περίανδρος ὁ Κυψέλου· τούτῳ γὰρ διαιτητῇ ἐπετράποντο· κατήλλαξε δὲ ὧδε, νέμεσθαι ἑκατέρους τὴν ἔχουσι. Σίγειον μέν νυν οὕτω ἐγένετο ὑπ᾽ Ἀθηναίοισι. | Κι αυτό ο Αλκαίος το ᾽κανε τραγούδι και το στέλνει στη Μυτιλήνη, ιστορώντας το πάθημά του σ᾽ έναν σύντροφό του, τον Μελάνιππο. Τέλος τους Αθηναίους και τους Μυτιληναίους τούς έφερε σε συμβιβασμό ο Περίανδρος, ο γιος του Κυψέλου· γιατί σ᾽ αυτόν ανέθεσαν τη διαιτησία. Και τους έφερε σε συμβιβασμό μ᾽ αυτό τον όρο, ο καθένας τους να ορίζει τη χώρα που είχε αποχτήσει. Μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο το Σίγειο πέρασε στα χέρια των Αθηναίων. |
| [5.96.1] | Ἱππίης δὲ ἐπείτε ἀπίκετο ἐκ τῆς Λακεδαίμονος ἐς τὴν Ἀσίην, πᾶν χρῆμα ἐκίνεε, διαβάλλων τε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τὸν Ἀρταφρένεα καὶ ποιέων ἅπαντα ὅκως αἱ Ἀθῆναι γενοίατο ὑπ᾽ ἑωυτῷ τε καὶ Δαρείῳ. | Κι ο Ιππίας, απ᾽ την ώρα που γύρισε από τη Σπάρτη στην Ασία, έβαλε σ᾽ ενέργεια το καθετί, συκοφαντώντας τους Αθηναίους στον Αρταφρένη και κάνοντας τα πάντα για να πέσει η Αθήνα στα χέρια τα δικά του και του Δαρείου. |
| [5.96.2] | Ἱππίης τε δὴ ταῦτα ἔπρησσε καὶ οἱ Ἀθηναῖοι πυθόμενοι ταῦτα πέμπουσι ἐς Σάρδις ἀγγέλους, οὐκ ἐῶντες τοὺς Πέρσας πείθεσθαι Ἀθηναίων τοῖσι φυγάσι. ὁ δὲ Ἀρταφρένης ἐκέλευέ σφεας, εἰ βουλοίατο σόοι εἶναι, καταδέκεσθαι ὀπίσω Ἱππίην. οὐκ ὦν δὴ ἐνεδέκοντο τοὺς λόγους ἀποφερομένους οἱ Ἀθηναῖοι· οὐκ ἐνδεκομένοισι δέ σφι ἐδέδοκτο ἐκ τοῦ φανεροῦ τοῖσι Πέρσῃσι πολεμίους εἶναι. | Αυτά λοιπόν έκανε ο Ιππίας απ᾽ τη μεριά του, κι οι Αθηναίοι, όταν τα έμαθαν, στέλνουν απεσταλμένους στις Σάρδεις, για να μην αφήσουν τους Αθηναίους εξορίστους να πείσουν τους Πέρσες· κι ο Αρταφρένης τους πρόσταζε, αν ήθελαν να σωθούν, να δεχτούν να γυρίσει στην πόλη τους ο Ιππίας. Όταν οι προτάσεις του μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, δεν έγιναν δεκτές· κι από την ώρα που δεν τις αποδέχτηκαν οι Αθηναίοι, η απόφασή τους να γίνουν εχθροί των Περσών ήταν δεδομένη. |
| [5.97.1] | Νομίζουσι δὲ ταῦτα καὶ διαβεβλημένοισι ἐς τοὺς Πέρσας ἐν τούτῳ δὴ τῷ καιρῷ ὁ Μιλήσιος Ἀρισταγόρης ὑπὸ Κλεομένεος τοῦ Λακεδαιμονίου ἐξελασθεὶς ἐκ τῆς Σπάρτης ἀπίκετο ἐς τὰς Ἀθήνας· αὕτη γὰρ ἡ πόλις τῶν λοιπέων ἐδυνάστευε μέγιστον. ἐπελθὼν δὲ ἐπὶ τὸν δῆμον ὁ Ἀρισταγόρης ταὐτὰ ἔλεγε τὰ καὶ ἐν τῇ Σπάρτῃ περὶ τῶν ἀγαθῶν τῶν ἐν τῇ Ἀσίῃ καὶ τοῦ πολέμου τοῦ Περσικοῦ, ὡς οὔτε ἀσπίδα οὔτε δόρυ νομίζουσι εὐπετέες τε χειρωθῆναι εἴησαν. | Κι ενώ αυτή τη στάση κρατούσαν κι είχαν συκοφαντηθεί στους Πέρσες, ακριβώς αυτό τον καιρό λοιπόν ο Μιλήσιος Αρισταγόρας, διωγμένος απ᾽ τον Κλεομένη το Λακεδαιμόνιο, έφτασε από τη Σπάρτη στην Αθήνα· γιατί από τις υπόλοιπες πόλεις αυτή είχε την πιο μεγάλη δύναμη. Εμφανίστηκε λοιπόν στην εκκλησία του δήμου ο Αρισταγόρας κι επανέλαβε τα όσα είπε και στη Σπάρτη για τα πλούτη της Ασίας και για τον πόλεμο που κάνουν οι Πέρσες, που ούτε ασπίδα ούτε δόρυ κρατούν, και πως ήταν εύκολο να τους νικήσει κανείς. |
| [5.97.2] | ταῦτά τε δὴ ἔλεγε καὶ πρὸς τοῖσι τάδε, ὡς οἱ Μιλήσιοι τῶν Ἀθηναίων εἰσὶ ἄποικοι, καὶ οἰκός σφεας εἴη ῥύεσθαι δυναμένους μέγα. καὶ οὐδὲν ὅ τι οὐκ ὑπίσχετο οἷα κάρτα δεόμενος, ἐς ὃ ἀνέπεισέ σφεας. πολλοὺς γὰρ οἶκε εἶναι εὐπετέστερον διαβάλλειν ἢ ἕνα, εἰ Κλεομένεα μὲν τὸν Λακεδαιμόνιον μοῦνον οὐκ οἷός τε ἐγένετο διαβάλλειν, τρεῖς δὲ μυριάδας Ἀθηναίων ἐποίησε τοῦτο. | Αυτά λοιπόν έλεγε και πρόσθετε πως η Μίλητος ήταν αποικία των Αθηναίων κι ήταν φυσικό, μια κι εκείνοι ήταν πολύ ισχυροί, να τη λυτρώσουν. Και δεν υπάρχει υπόσχεση που να μη την έδωσε, καθώς τον πίεζε τέτοια φοβερή ανάγκη, ώσπου στο τέλος τους έπεισε. Γιατί φαίνεται πως είναι ευκολότερο να εξαπατήσεις πολλούς παρά έναν, αφού τον Κλεομένη το Λακεδαιμόνιο μόνο του δεν μπόρεσε να εξαπατήσει, όμως το κατάφερε αυτό σε τριάντα χιλιάδες Αθηναίους. |
| [5.97.3] | Ἀθηναῖοι μὲν δὴ ἀναπεισθέντες ἐψηφίσαντο εἴκοσι νέας ἀποστεῖλαι βοηθοὺς Ἴωσι, στρατηγὸν ἀποδέξαντες αὐτῶν εἶναι Μελάνθιον, ἄνδρα τῶν ἀστῶν ἐόντα τὰ πάντα δόκιμον. αὗται δὲ αἱ νέες ἀρχὴ κακῶν ἐγένοντο Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροισι. | Οι Αθηναίοι λοιπόν πείστηκαν στα λόγια του κι αποφάσισαν να στείλουν είκοσι καράβια βοήθεια στους Ίωνες κι ανέδειξαν στρατηγό τους τον Μελάνθιο, έναν πολίτη που από κάθε άποψη τον εκτιμούσαν. Κι αυτά τα καράβια στάθηκαν πρωταρχή των συμφορών και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους. |
| [5.98.1] | Ἀρισταγόρης δὲ προπλώσας καὶ ἀπικόμενος ἐς τὴν Μίλητον, ἐξευρὼν βούλευμα ἀπ᾽ οὗ Ἴωσι μὲν οὐδεμία ἔμελλε ὠφελίη ἔσεσθαι (οὐδ᾽ ὦν οὐδὲ τούτου εἵνεκα ἐποίεε, ἀλλ᾽ ὅκως βασιλέα Δαρεῖον λυπήσειε), ἔπεμψε ἐς τὴν Φρυγίην ἄνδρα ἐπὶ τοὺς Παίονας τοὺς ἀπὸ Στρυμόνος ποταμοῦ αἰχμαλώτους γενομένους ὑπὸ Μεγαβάζου, οἰκέοντας δὲ τῆς Φρυγίης χῶρόν τε καὶ κώμην ἐπ᾽ ἑωυτῶν, ὃς ἐπείτε ἀπίκετο ἐς τοὺς Παίονας, ἔλεγε τάδε· | Λοιπόν ο Αρισταγόρας ξεκίνησε πιο πριν με το καράβι του και φτάνοντας στη Μίλητο επινόησε μια επιχείρηση απ᾽ την οποία κανένα όφελος δεν μπορούσαν να περιμένουν οι Ίωνες (εξάλλου δεν ήταν αυτός ο σκοπός του, αλλά να βρει τρόπο να πικράνει το βασιλιά Δαρείο)· έστειλε άνθρωπό του στη Φρυγία, στους Παίονες, αυτούς που είχε αιχμαλωτίσει ο Μεγάβαζος απ᾽ την περιοχή του ποταμού Στρυμόνα κι εγκαταστάθηκαν σ᾽ ένα μέρος της Φρυγίας, σ᾽ ένα χωριό που μονάχα αυτοί κατοικούσαν· κι αυτός, όταν έφτασε στους Παίονες, έλεγε τα εξής: |
| [5.98.2] | Ἄνδρες Παίονες, ἔπεμψέ με Ἀρισταγόρης ὁ Μιλήτου τύραννος σωτηρίην ὑποθησόμενον ὑμῖν, ἤν περ βούλησθε πείθεσθαι. νῦν γὰρ Ἰωνίη πᾶσα ἀπέστηκε ἀπὸ βασιλέος, καὶ ὑμῖν παρέχει σῴζεσθαι ἐπὶ τὴν ὑμετέρην αὐτῶν· μέχρι μὲν θαλάσσης αὐτοῖσι ὑμῖν, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου ἡμῖν ἤδη μελήσει. | «Άνδρες Παίονες, με έστειλε ο Αρισταγόρας, ο τύραννος της Μιλήτου, για να σας δείξω το δρόμο της σωτηρίας, αν βέβαια θελήσετε να μ᾽ ακούσετε. Γιατί τώρα που ολόκληρη η Ιωνία επαναστάτησε εναντίον του βασιλιά, νά για σας η ευκαιρία να γυρίσετε άβλαβοι στον τόπο σας. Μέχρι τη θάλασσα εσείς να βρείτε τρόπο, πώς θα φτάσετε· αποκεί και πέρα θα ᾽ναι πια δική μας δουλειά». |
| [5.98.3] | ταῦτα δὲ ἀκούσαντες οἱ Παίονες κάρτα τε ἀσπαστὸν ἐποιήσαντο καὶ ἀναλαβόντες παῖδας καὶ γυναῖκας ἀπεδίδρησκον ἐπὶ θάλασσαν· οἱ δέ τινες αὐτῶν καὶ κατέμειναν ἀρρωδήσαντες αὐτοῦ. ἐπείτε δὲ οἱ Παίονες ἀπίκοντο ἐπὶ θάλασσαν, ἐνθεῦτεν ἐς Χίον διέβησαν. | Όταν τ᾽ άκουσαν αυτά οι Παίονες τα δέχτηκαν μ᾽ όλη τους την καρδιά· πήραν λοιπόν μαζί τους τα παιδιά και τις γυναίκες τους κι άρχισαν την απόδρασή τους προς τη θάλασσα· μόνο κάτι λίγοι έμειναν εκεί, από φόβο. Κι όταν έφτασαν οι Παίονες στη θάλασσα, πέρασαν αποκεί στη Χίο. |
| [5.98.4] | ἐόντων δὲ ἤδη ἐν Χίῳ κατὰ πόδας ἐληλύθεε Περσέων ἵππος πολλὴ διώκουσα τοὺς Παίονας· ὡς δὲ οὐ κατέλαβον, ἐπηγγέλλοντο ἐς τὴν Χίον τοῖσι Παίοσι ὅκως ἂν ὀπίσω ἀπέλθοιεν. οἱ δὲ Παίονες τοὺς λόγους οὐκ ἐνεδέκοντο, ἀλλ᾽ ἐκ Χίου μὲν Χῖοί σφεας ἐς Λέσβον ἤγαγον, Λέσβιοι δὲ ἐς Δορίσκον ἐκόμισαν· ἐνθεῦτεν δὲ πεζῇ κομιζόμενοι ἀπίκοντο ἐς Παιονίην. | Κι είχαν πατήσει πια στη Χίο, όταν έφτασε πολυάριθμο ιππικό των Περσών που τους είχε πάρει το καταπόδι· όμως δεν τους πρόλαβαν, γι᾽ αυτό έστειλαν εντολή στη Χίο, στους Παίονες, να γυρίσουν πίσω. Οι Παίονες όμως δε δέχονταν τις προτάσεις τους, αλλά από τη Χίο τούς πέρασαν στη Λέσβο Χιώτες, κι οι Λέσβιοι τους πήγαν στον Δορίσκο, κι αποκεί με πεζοπορία έφτασαν στην Παιονία. |
| [5.99.1] | Ἀρισταγόρης δέ, ἐπειδὴ οἵ τε Ἀθηναῖοι ἀπίκοντο εἴκοσι νηυσί, ἅμα ἀγόμενοι Ἐρετριέων πέντε τριήρεας, οἳ οὐ τὴν Ἀθηναίων χάριν ἐστρατεύοντο ἀλλὰ τὴν αὐτῶν Μιλησίων, ὀφειλόμενά σφι ἀποδιδόντες (οἱ γὰρ δὴ Μιλήσιοι πρότερον τοῖσι Ἐρετριεῦσι τὸν πρὸς Χαλκιδέας πόλεμον συνδιήνεικαν ὅτε περ καὶ Χαλκιδεῦσι ἀντία Ἐρετριέων καὶ Μιλησίων Σάμιοι ἐβοήθεον), οὗτοι ὦν ἐπείτε σφι ἀπίκοντο καὶ οἱ ἄλλοι σύμμαχοι παρῆσαν, ἐποιέετο στρατηίην ὁ Ἀρισταγόρης ἐς Σάρδις. | Κι ο Αρισταγόρας, όταν έφτασαν οι Αθηναίοι με είκοσι καράβια δικά τους και με πέντε τριήρεις των Ερετριέων — που πήραν μέρος στην εκστρατεία όχι για χάρη των Αθηναίων, αλλά των Μιλησίων, ξεπληρώνοντας την υποχρέωση που είχαν σ᾽ αυτούς (γιατί στο παρελθόν οι Μιλήσιοι πήραν απάνω τους ώς το τέλος τον πόλεμο εναντίον των Χαλκιδέων στο πλευρό των Ερετριέων, όταν κι οι Σάμιοι πολεμούσαν, σύμμαχοι με τους Χαλκιδείς, εναντίον των Ερετριέων και των Μιλησίων)· λοιπόν ο Αρισταγόρας, όταν του ήρθαν αυτοί κι οι υπόλοιποι σύμμαχοι ήταν εκεί, εκστράτευσε εναντίον των Σάρδεων. |
| [5.99.2] | αὐτὸς μὲν δὴ οὐκ ἐστρατεύετο ἀλλ᾽ ἔμενε ἐν Μιλήτῳ, στρατηγοὺς δὲ ἄλλους ἀπέδεξε Μιλησίων εἶναι, τὸν ἑωυτοῦ τε ἀδελφεὸν Χαροπῖνον καὶ τῶν ἄλλων ἀστῶν Ἑρμόφαντον. | Βέβαια δεν ακολουθούσε ο ίδιος το εκστρατευτικό σώμα, αλλά έμενε στη Μίλητο, κι ανέδειξε άλλους στρατηγούς των Μιλησίων, τον αδερφό του Χαροπίνο κι από τους υπόλοιπους πολίτες τον Ερμόφαντο. |
| [5.100.1] | ἀπικόμενοι δὲ τῷ στόλῳ τούτῳ Ἴωνες ἐς Ἔφεσον πλοῖα μὲν κατέλιπον ἐν Κορησσῷ τῆς Ἐφεσίης, αὐτοὶ δὲ ἀνέβαινον χειρὶ πολλῇ, ποιεύμενοι Ἐφεσίους ἡγεμόνας [τῆς ὁδοῦ]. πορευόμενοι δὲ παρὰ ποταμὸν Καΰστριον, ἐνθεῦτεν ἐπείτε ὑπερβάντες τὸν Τμῶλον ἀπίκοντο, αἱρέουσι Σάρδις οὐδενός σφι ἀντιωθέντος, αἱρέουσι δὲ χωρὶς τῆς ἀκροπόλιος τἆλλα πάντα· τὴν δὲ ἀκρόπολιν ἐρρύετο αὐτὸς Ἀρταφρένης ἔχων ἀνδρῶν δύναμιν οὐκ ὀλίγην. | Κι όταν οι Ίωνες έφτασαν μ᾽ αυτό το εκστρατευτικό σώμα στην Έφεσο, άφησαν τα πλοία στην Κορησσό της Εφέσου, κι αυτοί προχώρησαν προς το εσωτερικό με μεγάλη στρατιωτική δύναμη, έχοντας για οδηγούς του δρόμου Εφεσίους. Πορεύτηκαν λοιπόν ακολουθώντας το ρέμα του ποταμού Καΰστριου, κι αποκεί διάβηκαν πάνω από τον Τμώλο, κι όταν έφτασαν, κυριεύουν τις Σάρδεις χωρίς να βγει κανείς να τους εναντιωθεί, και κυρίεψαν ολόκληρη την πόλη, εκτός από την ακρόπολη· την ακρόπολη την υπερασπιζόταν ο ίδιος ο Αρταφρένης, έχοντας υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη. |
| [5.101.1] | τὸ δὲ μὴ λεηλατῆσαι ἑλόντας σφέας τὴν πόλιν ἔσχε τόδε. ἦσαν ἐν τῇσι Σάρδισι οἰκίαι αἱ μὲν πλεῦνες καλάμιναι, ὅσαι δ᾽ αὐτέων καὶ πλίνθιναι ἦσαν, καλάμου εἶχον τὰς ὀροφάς. τουτέων δὴ μίαν τῶν τις στρατιωτέων ὡς ἐνέπρησε, αὐτίκα ἀπ᾽ οἰκίης ἐπ᾽ οἰκίην ἰὸν τὸ πῦρ ἐπενέμετο τὸ ἄστυ πᾶν. | Κυρίεψαν λοιπόν την πόλη, αλλά δεν τη λεηλάτησαν, και νά τί τους εμπόδισε· τα σπίτια των Σάρδεων ήταν, τα περισσότερα, από καλαμιές, κι όσα απ᾽ αυτά ήταν χτισμένα με πλίθρες, είχαν κι αυτά τις σκεπές τους από καλαμιές. Λοιπόν κάποιος στρατιώτης έβαλε φωτιά σ᾽ ένα απ᾽ αυτά κι αμέσως από σπίτι σε σπίτι οι φλόγες τύλιξαν ολόκληρη την πολιτεία. |
| [5.101.2] | καιομένου δὲ τοῦ ἄστεος οἱ Λυδοί τε καὶ ὅσοι Περσέων ἐνῆσαν ἐν τῇ πόλι, ἀπολαμφθέντες πάντοθεν ὥστε τὰ περιέσχατα νεμομένου τοῦ πυρὸς καὶ οὐκ ἔχοντες ἐξήλυσιν ἐκ τοῦ ἄστεος, συνέρρεον ἔς τε τὴν ἀγορὴν καὶ ἐπὶ τὸν Πακτωλὸν ποταμόν, ὅς σφι ψῆγμα χρυσοῦ καταφορέων ἐκ τοῦ Τμώλου διὰ μέσης τῆς ἀγορῆς ῥέει καὶ ἔπειτα ἐς τὸν Ἕρμον ποταμὸν ἐκδιδοῖ, ὁ δὲ ἐς θάλασσαν· ἐπὶ τοῦτον δὴ τὸν Πακτωλὸν καὶ ἐς τὴν ἀγορὴν ἁθροιζόμενοι οἵ τε Λυδοὶ καὶ οἱ Πέρσαι ἠναγκάζοντο ἀμύνεσθαι. | Με τη φωτιά που πήρε η πόλη, οι Λυδοί κι όσοι Πέρσες βρίσκονταν στο κέντρο της, καθώς οι φλόγες φούντωναν ένα γύρω στις ακρινές συνοικίες, βρέθηκαν αποκλεισμένοι απ᾽ όλες τις μεριές και δεν είχαν τρόπο να βγουν από την πόλη· ήρθαν τότε και στοιβάχτηκαν στην αγορά και στις όχθες του Πακτωλού ποταμού, που τους κατεβάζει ψήγματα χρυσού από τον Τμώλο, και διασχίζοντας με τα νερά του το κέντρο της αγοράς χύνεται κατόπι στον ποταμό Έρμο, κι αυτός στη θάλασσα. Σ᾽ αυτού λοιπόν του Πακτωλού τις όχθες και στην αγορά συγκεντρωμένοι οι Λυδοί κι οι Πέρσες, στενεμένοι από την ανάγκη, έδιναν μάχη. |
| [5.101.3] | οἱ δὲ Ἴωνες ὁρῶντες τοὺς μὲν ἀμυνομένους τῶν πολεμίων, τοὺς δὲ σὺν πλήθεϊ πολλῷ προσφερομένους ἐξανεχώρησαν δείσαντες πρὸς τὸ ὄρος τὸ Τμῶλον καλεόμενον, ἐνθεῦτεν δὲ ὑπὸ νύκτα ἀπαλλάσσοντο ἐπὶ τὰς νέας. | Κι οι Ίωνες, βλέποντας ένα μέρος των εχθρών να τους πολεμά κι άλλο, πολυάριθμο, να βαδίζει εναντίον τους, τους έπιασε φόβος· εγκατέλειψαν την πόλη κι έφυγαν προς το βουνό, που λέγεται Τμώλος κι αποκεί, όταν έπεσε η νύχτα, γύρισαν πίσω στα καράβια τους. |
| [5.102.1] | καὶ Σάρδιες μὲν ἐνεπρήσθησαν, ἐν δὲ αὐτῇσι καὶ ἱρὸν ἐπιχωρίης θεοῦ Κυβήβης, τὸ σκηπτόμενοι οἱ Πέρσαι ὕστερον ἀντενεπίμπρασαν τὰ ἐν Ἕλλησι ἱρά. τότε δὲ οἱ Πέρσαι οἱ ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ νομοὺς ἔχοντες προπυνθανόμενοι ταῦτα συνηλίζοντο καὶ ἐβοήθεον τοῖσι Λυδοῖσι. | Και οι Σάρδεις πυρπολήθηκαν, κι ένας ναός μες στην πόλη της θεάς του τόπου, της Κυβήβης, που αργότερα τον είχαν δικαιολογία οι Πέρσες, όταν για εκδίκηση πυρπολούσαν τους ναούς των Ελλήνων. Τότε λοιπόν οι Πέρσες που ζούσαν δυτικά από τον ποταμό Άλυ προειδοποιημένοι γι᾽ αυτά συγκεντρώνονταν κι έδιναν ενίσχυση στους Λυδούς. |
| [5.102.2] | καί κως ἐν μὲν Σάρδισι οὐκέτι ἐόντας τοὺς Ἴωνας εὑρίσκουσι, ἑπόμενοι δὲ κατὰ στίβον αἱρέουσι αὐτοὺς ἐν Ἐφέσῳ. καὶ ἀντετάχθησαν μὲν οἱ Ἴωνες, συμβαλόντες δὲ πολλὸν ἑσσώθησαν. | Και καθώς δεν πρόλαβαν τους Ίωνες στις Σάρδεις, ακολουθώντας τα βήματά τους τούς βρίσκουν στην Έφεσο. Και βγήκαν και τους αντιπαρατάχτηκαν οι Ίωνες, όμως, όταν ήρθαν στα χέρια, έπαθαν πανωλεθρία. |
| [5.102.3] | καὶ πολλοὺς αὐτῶν οἱ Πέρσαι φονεύουσι, ἄλλους τε ὀνομαστούς, ἐν δὲ δὴ καὶ Εὐαλκίδην στρατηγέοντα Ἐρετριέων, στεφανηφόρους τε ἀγῶνας ἀναραιρηκότα καὶ ὑπὸ Σιμωνίδεω τοῦ Κηίου πολλὰ αἰνεθέντα. οἳ δὲ αὐτῶν ἀπέφυγον τὴν μάχην ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλις. | Και σκοτώνουν πολλούς απ᾽ αυτούς οι Πέρσες, κι άλλους ονομαστούς και προπάντων το στρατηγό των Ερετριέων, τον Ευαλκίδη, που είχε κερδίσει στεφάνια σε αθλητικούς αγώνες κι εγκωμιάστηκε πολύ από τον Σιμωνίδη τον Κείο. Κι όσοι απ᾽ αυτούς γλίτωσαν από τη μάχη, διασκορπίστηκαν ο καθένας στην πόλη του. |
| [5.103.1] | Τότε μὲν δὴ οὕτω ἠγωνίσαντο· μετὰ δὲ Ἀθηναῖοι μὲν τὸ παράπαν ἀπολιπόντες τοὺς Ἴωνας ἐπικαλεομένου σφέας πολλὰ δι᾽ ἀγγέλων Ἀρισταγόρεω οὐκ ἔφασαν τιμωρήσειν σφι. Ἴωνες δὲ τῆς Ἀθηναίων συμμαχίης στερηθέντες (οὕτω γάρ σφι ὑπῆρχε πεποιημένα ἐς Δαρεῖον) οὐδὲν δὴ ἧσσον τὸν πρὸς βασιλέα πόλεμον ἐσκευάζοντο. | Έτσι λοιπόν αγωνίστηκαν τότε· αργότερα όμως οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν οριστικά τους Ίωνες, κι όσο κι αν έστελνε και ξανάστελνε αγγελιοφόρους ο Αρισταγόρας καλώντας τους σε βοήθεια, αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν. Κι οι Ίωνες, αν και έχασαν τη συμμαχία των Αθηναίων, όμως (γιατί τόσο πολύ με τα έργα τους είχαν προκαλέσει τον Δαρείο) με την ίδια δραστηριότητα έκαναν προετοιμασίες για τον πόλεμο εναντίον του βασιλιά. |
| [5.103.2] | πλώσαντες δὲ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Βυζάντιόν τε καὶ τὰς ἄλλας πόλις πάσας τὰς ταύτῃ ὑπ᾽ ἑωυτοῖσι ἐποιήσαντο, ἐκπλώσαντές τε ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον Καρίης τὴν πολλὴν προσεκτήσαντο σφίσι σύμμαχον εἶναι· καὶ γὰρ τὴν Καῦνον πρότερον οὐ βουλομένην συμμαχέειν, ὡς ἐνέπρησαν τὰς Σάρδις, τότε σφι καὶ αὕτη προσεγένετο. | Πήγαν λοιπόν με τα καράβια τους στον Ελλήσποντο και υπέταξαν το Βυζάντιο κι όλες τις άλλες πόλεις της περιοχής, κι ύστερα βγήκαν με το στόλο τους από τον Ελλήσποντο και πρόσθεσαν στη συμμαχία τους το μεγαλύτερο μέρος της Καρίας· γιατί και η Καύνος, που πρωτύτερα αρνιόταν να μπει στη συμμαχία τους, τότε, όταν πυρπόλησαν τις Σάρδεις, κι αυτή προσχώρησε σ᾽ αυτούς. |
| [5.104.1] | Κύπριοι δὲ ἐθελονταί σφι πάντες προσεγένοντο πλὴν Ἀμαθουσίων· ἀπέστησαν γὰρ καὶ οὗτοι ὧδε ἀπὸ Μήδων. ἦν Ὀνήσιλος Γόργου μὲν τοῦ Σαλαμινίων βασιλέος ἀδελφεὸς νεώτερος, Χέρσιος δὲ τοῦ Σιρώμου τοῦ Εὐέλθοντος παῖς. | Και οι Κύπριοι όλοι, εκτός από τους Αμαθουσίους, προσχώρησαν σ᾽ αυτούς αυθόρμητα· γιατί κι αυτοί σήκωσαν επανάσταση εναντίον των Μήδων με τον ακόλουθο τρόπο: ήταν ο Ονήσιλος, μικρότερος αδερφός του βασιλιά της Σαλαμίνας, του Γόργου, και γιος του Χέρση, του γιου του Σιρώμη, του γιου του Ευέλθοντα. |
| [5.104.2] | οὗτος ὡνὴρ πολλάκις μὲν καὶ πρότερον τὸν Γόργον παρηγορέετο ἀπίστασθαι ἀπὸ βασιλέος, τότε δέ, ὡς καὶ τοὺς Ἴωνας ἐπύθετο ἀπεστάναι, πάγχυ ἐπικείμενος ἐνῆγε. ὡς δὲ οὐκ ἔπειθε τὸν Γόργον, ἐνθαῦτά μιν φυλάξας ἐξελθόντα τὸ ἄστυ τὸ Σαλαμινίων ὁ Ὀνήσιλος ἅμα τοῖσι ἑωυτοῦ στασιώτῃσι ἀπεκλήισε τῶν πυλέων. | Λοιπόν αυτός ο Ονήσιλος πολλές φορές και στο παρελθόν παρακινούσε τον Γόργο να επαναστατήσει εναντίον του βασιλιά, αλλά τότε, μόλις πήρε την είδηση πως και οι Ίωνες σήκωσαν επανάσταση, τον ξεσήκωνε με φοβερή επιμονή. Τότε, επειδή δεν έπειθε τον Γόργο, ο Ονήσιλος παραφύλαξε την ώρα που εκείνος έβγαινε από την πόλη της Σαλαμίνας και μαζί με τους οπαδούς του έκλεισε τις πύλες του τείχους πίσω του. |
| [5.104.3] | Γόργος μὲν δὴ στερηθεὶς τῆς πόλιος ἔφευγε ἐς Μήδους, Ὀνήσιλος δὲ ἦρχε Σαλαμῖνος καὶ ἀνέπειθε πάντας Κυπρίους συναπίστασθαι. τοὺς μὲν δὴ ἄλλους ἀνέπεισε, Ἀμαθουσίους δὲ οὐ βουλομένους οἱ πείθεσθαι ἐπολιόρκεε προσκατήμενος. | Λοιπόν ο Γόργος, χάνοντας την πόλη, κατέφυγε στους Μήδους κι ο Ονήσιλος πήρε την εξουσία της Σαλαμίνας και προσπαθούσε να πείσει όλους τους Κυπρίους να επαναστατήσουν μαζί του. Έπεισε λοιπόν όλους τους άλλους, τους Αμαθουσίους όμως, που αρνιόνταν να τον ακούσουν, στρατοπεδεύοντας μπροστά στην πόλη τους τούς πολιορκούσε. |
| [5.105.1] | Ὀνήσιλος μέν νυν ἐπολιόρκεε Ἀμαθοῦντα, βασιλέϊ δὲ Δαρείῳ ὡς ἐξαγγέλθη Σάρδις ἁλούσας ἐμπεπρῆσθαι ὑπό τε Ἀθηναίων καὶ Ἰώνων, τὸν δὲ ἡγεμόνα γενέσθαι τῆς συλλογῆς ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι τὸν Μιλήσιον Ἀρισταγόρην, πρῶτα μὲν λέγεται αὐτόν, ὡς ἐπύθετο ταῦτα, Ἰώνων οὐδένα λόγον ποιησάμενον, εὖ εἰδότα ὡς οὗτοί γε οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες, εἰρέσθαι οἵτινες εἶεν οἱ Ἀθηναῖοι, μετὰ δὲ πυθόμενον αἰτῆσαι τὸ τόξον, λαβόντα δὲ καὶ ἐπιθέντα ὀϊστὸν ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀπεῖναι, καί μιν ἐς τὸν ἠέρα βάλλοντα εἰπεῖν· | Ο Ονήσιλος λοιπόν πολιορκούσε την Αμαθούντα και στον βασιλιά Δαρείο ήρθε η είδηση πως οι Σάρδεις έπεσαν στα χέρια των Αθηναίων και των Ιώνων και πυρπολήθηκαν απ᾽ αυτούς, και πως αυτός που πρωτοστάτησε στη συσπείρωσή τους, ώστε να υφανθεί αυτή η συνωμοσία, ήταν ο Μιλήσιος Αρισταγόρας· λένε λοιπόν πως πρώτα πρώτα, μόλις πήρε αυτές τις πληροφορίες, δε στάθηκε καθόλου στους Ίωνες (γιατί ήξερε καλά πως θα τιμωρηθούν οπωσδήποτε για την επανάστασή τους), αλλά ρώτησε ποιοί ήταν αυτοί οι Αθηναίοι, κι όταν τον κατατόπισαν, ζήτησε το τόξο του, το όπλισε μ᾽ ένα βέλος και το τόξεψε ψηλά στον ουρανό λέγοντας: |
| [5.105.2] | Ὦ Ζεῦ, ἐκγενέσθαι μοι Ἀθηναίους τείσασθαι, εἴπαντα δὲ ταῦτα προστάξαι ἑνὶ τῶν θεραπόντων δείπνου προκειμένου αὐτῷ ἐς τρὶς ἑκάστοτε εἰπεῖν· Δέσποτα, μέμνεο τῶν Ἀθηναίων. | «Δία, ε και να μου δοθεί η χάρη να πάρω εκδίκηση από τους Αθηναίους»· κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα λόγια πρόσταξε έναν υπηρέτη του, κάθε που θα του στρώνουν το τραπέζι, να του λέει τρεις φορές: «Άρχοντά μου, μη ξεχνάς τους Αθηναίους». |
| [5.106.1] | προστάξας δὲ ταῦτα εἶπε, καλέσας ἐς ὄψιν Ἱστιαῖον τὸν Μιλήσιον, τὸν ὁ Δαρεῖος κατεῖχε χρόνον ἤδη πολλόν· Πυνθάνομαι, Ἱστιαῖε, ἐπίτροπον τὸν σόν, τῷ σὺ Μίλητον ἐπέτρεψας, νεώτερα ἐς ἐμὲ πεποιηκέναι πρήγματα· ἄνδρας γάρ μοι ἐκ τῆς ἑτέρης ἠπείρου ἐπαγαγὼν καὶ Ἴωνας σὺν αὐτοῖσι τοὺς δώσοντας ἐμοὶ δίκην τῶν ἐποίησαν, τούτους ἀναγνώσας ἅμα ἐκείνοισι ἕπεσθαι Σαρδίων με ἀπεστέρηκε. | Έδωσε αυτές τις προσταγές κι ύστερα κάλεσε να παρουσιαστεί μπροστά του ο Ιστιαίος ο Μιλήσιος, που ο Δαρείος κιόλας από πολύ καιρό τον κρατούσε κοντά του, και είπε: «Ιστιαίε, μαθαίνω πως ο τοποτηρητής σου, που εσύ άφησες στα χέρια του τη Μίλητο, έχει προκαλέσει αναταραχή εναντίον μου· δηλαδή έφερε στρατό από την άλλη ήπειρο εναντίον μου και τους Ίωνες, που θα μου το πληρώσουν, τους γύρισε τα μυαλά ώστε να γίνουν ένα μ᾽ εκείνους, και μου άρπαξε τις Σάρδεις. |
| [5.106.2] | νῦν ὦν κῶς τοι ταῦτα φαίνεται ἔχειν καλῶς; κῶς δὲ ἄνευ τῶν σῶν βουλευμάτων τοιοῦτόν τι ἐπρήχθη; ὅρα μὴ ἐξ ὑστέρης σεωυτὸν ἐν αἰτίῃ σχῇς. | Τώρα λοιπόν πώς, κατά τη γνώμη σου, μπορούν να δικαιολογηθούν αυτά; Και πώς μια τέτοια πράξη έγινε χωρίς να έχουν τη γνώμη σου; Πρόσεξε καλά, μήπως στο τέλος σού καταλογιστούν ευθύνες». |
| [5.106.3] | εἶπε πρὸς ταῦτα Ἱστιαῖος· Βασιλεῦ, κοῖον ἐφθέγξαο ἔπος, ἐμὲ βουλεῦσαι πρῆγμα ἐκ τοῦ σοί τι ἢ μέγα ἢ σμικρὸν ἔμελλε λυπηρὸν ἀνασχήσειν; τί δ᾽ ἂν ἐπιδιζήμενος ποιοῖμι ταῦτα, τεῦ δὲ ἐνδεὴς ἐών; τῷ πάρα μὲν πάντα ὅσα περ σοί, πάντων δὲ πρὸς σέο βουλευμάτων ἐπακούειν ἀξιεῦμαι. | Κι ο Ιστιαίος αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, τί λόγια είναι αυτά που είπες; Εγώ να βάλω στο νου μου πράξη που να σου προκαλέσει μεγάλη ή μικρή ενόχληση; τί επιδιώκοντας θα τα ᾽κανα αυτά, τί μου λείπει; εγώ, που όλα τα δικά σου είναι δικά μου και μ᾽ αξίωσες να μαθαίνω την κάθε σκέψη σου; |
| [5.106.4] | ἀλλ᾽ εἴπερ τι τοιοῦτον οἷον σὺ εἴρηκας πρήσσει ὁ ἐμὸς ἐπίτροπος, ἴσθι αὐτὸν ἐπ᾽ ἑωυτοῦ βαλλόμενον πεπρηχέναι. ἀρχὴν δὲ ἔγωγε οὐδὲ ἐνδέκομαι τὸν λόγον, ὅκως τι Μιλήσιοι καὶ ὁ ἐμὸς ἐπίτροπος νεώτερον πρήσσουσι περὶ πρήγματα τὰ σά· εἰ δ᾽ ἄρα τι τοιοῦτο ποιεῦσι καὶ σὺ τὸ ἐὸν ἀκήκοας, ὦ βασιλεῦ, μάθε οἷον πρῆγμα ἐργάσαο ἐμὲ ἀπὸ θαλάσσης ἀνάσπαστον ποιήσας. | Αν όμως ο τοποτηρητής μου έκανε μια πράξη σαν κι αυτή που είπες εσύ, να ξέρεις ότι την έπραξε κάνοντας του κεφαλιού του. Άλλωστε εγώ αποκλείω εντελώς τον ισχυρισμό ότι οι Μιλήσιοι κι ο τοποτηρητής μου προκάλεσαν αναταραχή στο κράτος σου· στην περίπτωση όμως που έκαναν κάτι τέτοιο κι οι πληροφορίες σου είναι αληθινές, κατάλαβε, βασιλιά μου, πόσο άστοχη ήταν η ενέργειά σου να με ξεσηκώσεις άρον–άρον από τα παράλια και να με φέρεις εδώ. |
| [5.106.5] | Ἴωνες γὰρ οἴκασι ἐμεῦ ἐξ ὀφθαλμῶν σφι γενομένου ποιῆσαι τῶν πάλαι ἵμερον εἶχον· ἐμέο δ᾽ ἂν ἐόντος ἐν Ἰωνίῃ οὐδεμία πόλις ὑπεκίνησε. νῦν ὦν ὡς τάχος ἄφες με πορευθῆναι ἐς Ἰωνίην, ἵνα τοι κεῖνά τε πάντα καταρτίσω ἐς τὠυτὸ καὶ τὸν Μιλήτου ἐπίτροπον τοῦτον τὸν ταῦτα μηχανησάμενον ἐγχειρίθετον παραδῶ. | Γιατί μου φαίνεται πως οι Ίωνες, από την ώρα που μ᾽ έχασαν απ᾽ τα μάτια τους, έκαναν αυτό που από παλιά επιθυμούσαν· αν όμως ήμουνα εγώ στην Ιωνία, καμιά πόλη δε θα ᾽κανε το παραμικρό κίνημα. Τώρα λοιπόν δώσε μου το ελεύθερο να πάω στην Ιωνία όσο πιο γρήγορα γίνεται, ώστε και σ᾽ όλη εκείνη την περιοχή να ξαναφέρω την προηγούμενη τάξη κι ετούτον τον τοποτηρητή μου στη Μίλητο που έκανε αυτή τη σκευωρία δεμένο να τον παραδώσω στα χέρια σου. |
| [5.106.6] | ταῦτα δὲ κατὰ νόον τὸν σὸν ποιήσας θεοὺς ἐπόμνυμι τοὺς βασιληίους μὴ μὲν πρότερον ἐκδύσεσθαι τὸν ἔχων κιθῶνα καταβήσομαι ἐς Ἰωνίην πρὶν ἄν τοι Σαρδὼ νῆσον τὴν μεγίστην δασμοφόρον ποιήσω. | Κι όταν αυτά τα εκτελέσω κατά το θέλημά σου, παίρνω όρκο στους θεούς των βασιλιάδων μας να μη βγάλω από πάνω μου το πουκάμισο που φορώντας το θα κατεβώ στην Ιωνία, προτού τη Σαρδηνία, το πιο μεγάλο νησί του κόσμου, την κάνω να πληρώνει φόρο σε σένα». |
| [5.107.1] | Ἱστιαῖος μὲν δὴ λέγων ταῦτα διέβαλλε, Δαρεῖος δὲ ἐπείθετο καί μιν ἀπίει, ἐντειλάμενος, ἐπεὰν τὰ ὑπέσχετό οἱ ἐπιτελέα ποιήσῃ, παραγίνεσθαί οἱ ὀπίσω ἐς τὰ Σοῦσα. | Λοιπόν ο Ιστιαίος μιλώντας έτσι τον παραπλανούσε, κι ο Δαρείος τον άκουσε και του έδωσε το ελεύθερο, με την εντολή, όταν εκτελέσει τα όσα του υποσχέθηκε, να έρθει και να παρουσιαστεί μπροστά του στα Σούσα. |
| [5.108.1] | Ἐν ᾧ δὲ ἡ ἀγγελίη τε περὶ τῶν Σαρδίων παρὰ βασιλέα ἀνήιε καὶ Δαρεῖος τὰ περὶ τὸ τόξον ποιήσας Ἱστιαίῳ ἐς λόγους ἦλθε καὶ Ἱστιαῖος μεμετιμένος ὑπὸ Δαρείου ἐκομίζετο ἐπὶ θάλασσαν, ἐν τούτῳ παντὶ τῷ χρόνῳ ἐγίνετο τάδε· πολιορκέοντι τῷ Σαλαμινίῳ Ὀνησίλῳ Ἀμαθουσίους ἐξαγγέλλεται νηυσὶ στρατιὴν πολλὴν ἄγοντα Περσικὴν Ἀρτύβιον ἄνδρα Πέρσην προσδόκιμον ἐς τὴν Κύπρον εἶναι. | Στο διάστημα λοιπόν που μεταβιβαζόταν η αναφορά για τις Σάρδεις στον βασιλιά κι ο Δαρείος ύστερ᾽ από το περιστατικό με το τόξο συνομίλησε με τον Ιστιαίο κι ο Ιστιαίος πήρε το ελεύθερο από τον Δαρείο και πορευόταν προς τη θάλασσα, σ᾽ όλο αυτό το διάστημα έγιναν τα εξής: ο Ονήσιλος ο Σαλαμίνιος πολιορκούσε τους Αμαθουσίους, όταν του ήρθε η είδηση πως ο Πέρσης Αρτύβιος, έχοντας μαζί του πολύ στρατό με καράβια, όπου να ᾽ναι φτάνει στην Κύπρο. |
| [5.108.2] | πυθόμενος δὲ ταῦτα ὁ Ὀνήσιλος κήρυκας διέπεμπε ἐς τὴν Ἰωνίην ἐπικαλεύμενός σφεας. Ἴωνες δὲ οὐκ ἐς μακρὴν βουλευσάμενοι ἧκον πολλῷ στόλῳ. Ἴωνές τε δὴ παρῆσαν ἐς τὴν Κύπρον καὶ οἱ Πέρσαι νηυσὶ διαβάντες ἐκ τῆς Κιλικίης ἤισαν ἐπὶ τὴν Σαλαμῖνα πεζῇ· τῇσι δὲ νηυσὶ οἱ Φοίνικες περιέπλεον τὴν ἄκρην αἳ καλεῦνται Κληίδες τῆς Κύπρου. | Όταν πήρε αυτή την πληροφορία ο Ονήσιλος, έστελνε κήρυκες σ᾽ όλη την Ιωνία καλώντας τους σε βοήθεια. Κι οι Ίωνες πήραν αμέσως απόφαση κι έφτασαν με μεγάλο στόλο. Και μάλιστα φάνηκαν οι Ίωνες στην Κύπρο την ώρα που οι Πέρσες, που πέρασαν στο νησί με καράβια από την Κιλικία, προχωρούσαν εναντίον της Σαλαμίνας πεζοί κι οι Φοίνικες με τα καράβια τους έκαναν περιπολίες γύρω από το ακρωτήριο, που έχει τ᾽ όνομα Κλείδες της Κύπρου. |
| [5.109.1] | τούτου δὲ τοιούτου γινομένου ἔλεξαν οἱ τύραννοι τῆς Κύπρου, συγκαλέσαντες τῶν Ἰώνων τοὺς στρατηγούς· Ἄνδρες Ἴωνες, αἵρεσιν ὑμῖν δίδομεν ἡμεῖς οἱ Κύπριοι ὁκοτέροισι βούλεσθε προσφέρεσθαι [ἢ Πέρσῃσι ἢ Φοίνιξι]. | Έτσι έγιναν αυτά κι ύστερα οι τύραννοι των πόλεων της Κύπρου κάλεσαν σε σύσκεψη τους στρατηγούς των Ιώνων και είπαν: «Άνδρες Ίωνες, εμείς οι Κύπριοι αφήνουμε σε σας να διαλέξετε ποιούς θέλετε ν᾽ αντιμετωπίσετε, [τους Πέρσες ή τους Φοίνικες]. |
| [5.109.2] | εἰ μὲν γὰρ πεζῇ βούλεσθε ταχθέντες Περσέων διαπειρᾶσθαι, ὥρη ἂν εἴη ὑμῖν ἐκβάντας ἐκ τῶν νεῶν τάσσεσθαι πεζῇ, ἡμέας δὲ ἐς τὰς νέας ἐσβαίνειν τὰς ὑμετέρας Φοίνιξι ἀνταγωνιευμένους· εἰ δὲ Φοινίκων μᾶλλον βούλεσθε διαπειρᾶσθαι, ποιέειν χρεόν ἐστι ὑμέας, ὁκότερα ἂν δὴ τούτων ἕλησθε, ὅκως τὸ κατ᾽ ὑμέας ἔσται ἥ τε Ἰωνίη καὶ ἡ Κύπρος ἐλευθέρη. | Λοιπόν, αν θέλετε ν᾽ αναμετρηθείτε με τους Πέρσες σε μάχη πεζικού, μη χάνετε ώρα, βγείτε απ᾽ τα καράβια στη στεριά και παραταχθείτε ως πεζικό, κι εμείς να επιβιβαστούμε στα καράβια σας για ν᾽ αγωνιστούμε εναντίον των Φοινίκων· αν πάλι προτιμάτε ν᾽ αναμετρηθείτε με τους Φοίνικες, έχετε χρέος, όποιο από τα δυο προτιμήσετε, να κάνετε ό,τι περνά από το χέρι σας για να μείνουν ελεύθερες η Ιωνία και η Κύπρος». |
| [5.109.3] | εἶπαν Ἴωνες πρὸς ταῦτα· Ἡμέας [δὲ] ἀπέπεμψε τὸ κοινὸν τῶν Ἰώνων φυλάξοντας τὴν θάλασσαν, ἀλλ᾽ οὐκ ἵνα Κυπρίοισι τὰς νέας παραδόντες αὐτοὶ πεζῇ Πέρσῃσι προσφερώμεθα. ἡμεῖς μέν νυν ἐπ᾽ οὗ ἐτάχθημεν, ταύτῃ πειρησόμεθα εἶναι χρηστοί· ὑμέας δὲ χρεόν ἐστι, ἀναμνησθέντας οἷα ἐπάσχετε δουλεύοντες πρὸς τῶν Μήδων, γίνεσθαι ἄνδρας ἀγαθούς. | Οι Ίωνες αποκρίθηκαν: «Εμάς μας έστειλε η ιωνική συμμαχία για να επιτηρούμε τη θαλάσσια περιοχή κι όχι για να παραδώσουμε τα καράβια στους Κυπρίους και ν᾽ αντιμετωπίσουμε σε πεζομαχία τους Πέρσες. Εμείς λοιπόν, εκεί που παραταχτήκαμε, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε την αξιοσύνη μας, κι εσείς έχετε χρέος να θυμηθείτε την άθλια κατάστασή σας όσο ήσασταν δούλοι των Μήδων και ν᾽ αναδειχθείτε άντρες γενναίοι». |
| [5.110.1] | Ἴωνες μὲν τούτοισι ἀμείψαντο· μετὰ δὲ ἡκόντων ἐς τὸ πεδίον τὸ Σαλαμινίων τῶν Περσέων διέτασσον οἱ βασιλέες τῶν Κυπρίων τοὺς μὲν ἄλλους Κυπρίους κατὰ τοὺς ἄλλους στρατιώτας ἀντιτάσσοντες, Σαλαμινίων δὲ καὶ Σολίων ἀπολέξαντες τὸ ἄριστον ἀντέτασσον Πέρσῃσι. Ἀρτυβίῳ δὲ τῷ στρατηγῷ τῶν Περσέων ἐθελοντὴς ἀντετάσσετο Ὀνήσιλος. | Αυτά λοιπόν αποκρίθηκαν οι Ίωνες κι ύστερα, όταν έφτασαν οι Πέρσες στην πεδιάδα της Σαλαμίνας, οι βασιλιάδες της Κύπρου τακτοποίησαν έτσι την παράταξή τους: όλους τους άλλους Κυπρίους τούς έβαλαν αντιμέτωπους στους υπόλοιπους εχθρούς, διάλεξαν όμως το άνθος του στρατού των Σαλαμινίων και των Σολίων και τους έβαλαν αντιμέτωπους με τους Πέρσες. Κι ο Ονήσιλος τάχτηκε εθελοντικά αντίκρυ στο στρατηγό των Περσών, τον Αρτύβιο. |
| [5.111.1] | ἤλαυνε δὲ ἵππον ὁ Ἀρτύβιος δεδιδαγμένον πρὸς ὁπλίτην ἵστασθαι ὀρθόν. πυθόμενος ὦν ταῦτα ὁ Ὀνήσιλος, ἦν γάρ οἱ ὑπασπιστὴς γένος μὲν Κάρ, τὰ δὲ πολέμια κάρτα δόκιμος καὶ ἄλλως λήματος πλέος, εἶπε πρὸς τοῦτον· | Ο Αρτύβιος καβαλούσε άλογο δασκαλεμένο να στέκεται όρθιο απέναντι σε πολεμιστή. Λοιπόν, όταν το έμαθε αυτό ο Ονήσιλος —γιατί είχε ιπποκόμο που καταγόταν από την Καρία, που ήταν φημισμένος στην τέχνη του πολέμου κι απ᾽ την άλλη λεοντόκαρδος— του είπε: |
| [5.111.2] | Πυνθάνομαι τὸν Ἀρτυβίου ἵππον ἱστάμενον ὀρθὸν καὶ ποσὶ καὶ στόματι κατεργάζεσθαι πρὸς τὸν ἂν προσενειχθῇ. σὺ ὦν βουλευσάμενος εἰπὲ αὐτίκα ὁκότερον βούλεαι φυλάξας πλῆξαι, εἴτε τὸν ἵππον εἴτε αὐτὸν Ἀρτύβιον. | «Έμαθα πως το άλογο του Αρτυβίου στέκεται όρθιο, και με τα πόδια και με το στόμα του κομματιάζει όποιον βρεθεί μπροστά του. Σκέψου λοιπόν εσύ και πες μου αμέσως, ποιόν απ᾽ τους δυο θέλεις να παραφυλάξεις και να χτυπήσεις, το άλογο ή τον ίδιο τον Αρτύβιο;» |
| [5.111.3] | εἶπε πρὸς ταῦτα ὁ ὀπέων αὐτοῦ· Ὦ βασιλεῦ, ἕτοιμος μὲν ἐγώ εἰμι ποιέειν καὶ ἀμφότερα καὶ τὸ ἕτερον αὐτῶν καὶ πάντως τὸ ἂν σὺ ἐπιτάσσῃς· ὡς μέντοι ἔμοιγε δοκέει εἶναι τοῖσι σοῖσι πρήγμασι προσφερέστερον, φράσω. | Ο ιπποκόμος τού αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, εγώ είμαι πρόθυμος να κάνω και τα δυο ή το ένα απ᾽ αυτά, όπως και να ᾽χει ό,τι προστάξεις εσύ· αλλά θα σου πω τί ταιριάζει καλύτερα με το αξίωμά σου. |
| [5.111.4] | βασιλέα μὲν καὶ στρατηγὸν χρεὸν εἶναί φημι βασιλέϊ τε καὶ στρατηγῷ προσφέρεσθαι (ἤν τε γὰρ κατέλῃς ἄνδρα στρατηγόν, μέγα τοι γίνεται, καὶ δεύτερα, ἢν σὲ ἐκεῖνος, τὸ μὴ γένοιτο, ὑπὸ ἀξιοχρέου καὶ ἀποθανεῖν ἡμίσεα συμφορή), ἡμέας δὲ τοὺς ὑπηρέτας ἑτέροισί τε ὑπηρέτῃσι προσφέρεσθαι καὶ πρὸς ἵππον· τοῦ σὺ τὰς μηχανὰς μηδὲν φοβηθῇς· ἐγὼ γάρ τοι ὑποδέκομαι μή μιν ἀνδρὸς ἔτι γε μηδενὸς στήσεσθαι ἐναντίον. | Λοιπόν, βασιλιάς και στρατηγός λέω πως πρέπει να χτυπηθεί με βασιλιά και στρατηγό· γιατί, αν ρίξεις κάτω στρατηγό, μετρά πολύ για σένα, κι αν πάλι εκείνος ρίξει εσένα, ο μη γένοιτο, ακόμα και να πεθάνεις από χέρι άρχοντα είναι μισή συμφορά· εμείς πάλι οι υπηρέτες ταιριάζει να χτυπιόμαστε με υπηρέτες και μ᾽ άλογο, που τα καμώματά του μην τα φοβάσαι καθόλου· γιατί εγώ σου δίνω το λόγο μου πως θα ᾽ναι η τελευταία φορά που θα σταθεί όρθιο αντίκρυ σε πολεμιστή». |
| [5.112.1] | ταῦτα εἶπε, καὶ μεταυτίκα συνέμισγε τὰ στρατόπεδα πεζῇ καὶ νηυσί. νηυσὶ μέν νυν Ἴωνες ἄκροι γενόμενοι ταύτην τὴν ἡμέρην ὑπερεβάλοντο τοὺς Φοίνικας, καὶ τούτων Σάμιοι ἠρίστευσαν· πεζῇ δέ, ὡς συνῆλθον τὰ στρατόπεδα, συμπεσόντα ἐμάχοντο. | Αυτά είπε κι αμέσως κατόπι συγκρούστηκαν οι δυο στρατοί, και στη στεριά και στη θάλασσα· λοιπόν στη θάλασσα οι Ίωνες, που αυτή τη μέρα αναδείχτηκαν έξοχοι, νίκησαν τους Φοίνικες, κι ανάμεσά τους αρίστευσαν οι Σάμιοι· και στη στεριά, μόλις οι δυο στρατοί ήρθαν στα χέρια, έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο, |
| [5.112.2] | κατὰ δὲ τοὺς στρατηγοὺς ἀμφοτέρους τάδε ἐγίνετο. ὡς προσεφέρετο πρὸς τὸν Ὀνήσιλον ὁ Ἀρτύβιος ἐπὶ τοῦ ἵππου κατήμενος, ὁ Ὀνήσιλος κατὰ συνεθήκατο τῷ ὑπασπιστῇ παίει προσφερόμενον [αὐτὸν] τὸν Ἀρτύβιον· ἐπιβάλλοντος δὲ τοῦ ἵππου τοὺς πόδας ἐπὶ τὴν τοῦ Ὀνησίλου ἀσπίδα, ἐνθαῦτα ὁ Κὰρ δρεπάνῳ πλήξας ἀπαράσσει τοῦ ἵππου τοὺς πόδας. Ἀρτύβιος μὲν δὴ ὁ στρατηγὸς τῶν Περσέων ὁμοῦ τῷ ἵππῳ πίπτει αὐτοῦ ταύτῃ· | κι όσο για τους δυο στρατηγούς, νά τί έγινε· καθώς ο Αρτύβιος ορμούσε εναντίον του Ονησίλου καβάλα στ᾽ άλογό του, ο Ονήσιλος, όπως τα είχαν μιλημένα με τον ιπποκόμο του, δίνει χτύπημα στον Αρτύβιο που κατευθυνόταν εναντίον του· και την ώρα που το άλογο άγγιζε με το πόδι του την ασπίδα του Ονησίλου, ο ιπποκόμος τού δίνει τότε μια με το δρέπανό του και πετσοκόβει τα πόδια του αλόγου και τα ρίχνει καταγής. Έτσι λοιπόν έπεσε νεκρός ο Αρτύβιος, ο στρατηγός των Περσών, μαζί με τ᾽ άλογό του. |
| [5.113.1] | μαχομένων δὲ καὶ τῶν ἄλλων Στησήνωρ, τύραννος ἐὼν Κουρίου, προδιδοῖ ἔχων δύναμιν ἀνδρῶν περὶ ἑωυτὸν οὐ σμικρήν. οἱ δὲ Κουριέες οὗτοι λέγονται εἶναι Ἀργείων ἄποικοι. προδόντων δὲ τῶν Κουριέων αὐτίκα καὶ τὰ Σαλαμινίων πολεμιστήρια ἅρματα τὠυτὸ τοῖσι Κουριεῦσι ἐποίεον. γινομένων δὲ τούτων κατυπέρτεροι ἦσαν οἱ Πέρσαι τῶν Κυπρίων. | Είχαν μπει κι οι υπόλοιποι στη μάχη, όταν ο Στησήνωρ, ο τύραννος του Κουρίου, μαζί με το σώμα των πολεμιστών του, που δεν ήταν μικρό, περνά στους εχθρούς· κι οι Κουριείς αυτοί θεωρούνται άποικοι των Αργείων. Και με το που πήγαν οι Κουριείς με τον εχθρό, αμέσως και τα πολεμικά άρματα των Σαλαμινίων ακολούθησαν το παράδειγμα των Κουριέων. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό οι Πέρσες πήραν να βάζουν κάτω τους Κυπρίους. |
| [5.113.2] | τετραμμένου δὲ τοῦ στρατοπέδου ἄλλοι τε ἔπεσον πολλοὶ καὶ δὴ καὶ Ὀνήσιλός τε ὁ Χέρσιος, ὅς περ τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν ἔπρηξε, καὶ ὁ Σολίων βασιλεὺς Ἀριστόκυπρος ὁ Φιλοκύπρου, Φιλοκύπρου δὲ τούτου τὸν Σόλων ὁ Ἀθηναῖος ἀπικόμενος ἐς Κύπρον ἐν ἔπεσι αἴνεσε τυράννων μάλιστα. | Και καθώς ο στρατός τους τράπηκε σε φυγή, έπεσαν νεκροί και πολλοί άλλοι και προπάντων ο Ονήσιλος, ο γιος του Χέρση, αυτός που ξεσήκωσε την επανάσταση των Κυπρίων, κι ο βασιλιάς των Σόλων Αριστόκυπρος, γιος του Φιλοκύπρου, του Φιλοκύπρου εκείνου που ο Σόλων ο Αθηναίος, όταν πήγε στην Κύπρο, τον εγκωμίασε στα ποιήματά του περισσότερο από κάθε άλλον τύραννο. |
| [5.114.1] | Ὀνησίλου μέν νυν Ἀμαθούσιοι, ὅτι σφέας ἐπολιόρκησε, ἀποταμόντες τὴν κεφαλὴν ἐκόμισαν ἐς Ἀμαθοῦντα καί μιν ἀνεκρέμασαν ὑπὲρ τῶν πυλέων. κρεμαμένης δὲ τῆς κεφαλῆς καὶ ἤδη ἐούσης κοίλης ἐσμὸς μελισσέων ἐσδὺς ἐς αὐτὴν κηρίων μιν ἐνέπλησε. | Λοιπόν του Ονησίλου οι Αμαθούσιοι, επειδή τους πολιόρκησε, του έκοψαν το κεφάλι, το έφεραν στην Αμαθούντα και το κρέμασαν ψηλά, πάνω απ᾽ τις πύλες του τείχους· κι έτσι που έμενε κρεμασμένο το κεφάλι κι ήταν πια κούφιο, ένα σμάρι μέλισσες το έκαναν κυψέλη τους και το γέμισαν κερήθρα. |
| [5.114.2] | τούτου δὲ γενομένου τοιούτου (ἐχρέωντο γὰρ περὶ αὐτῆς οἱ Ἀμαθούσιοι), ἐμαντεύθη σφι τὴν μὲν κεφαλὴν κατελόντας θάψαι, Ὀνησίλῳ δὲ θύειν ὡς ἥρωι ἀνὰ πᾶν ἔτος, καί σφι ποιεῦσι ταῦτα ἄμεινον συνοίσεσθαι. | Ύστερ᾽ από ένα τέτοιο φαινόμενο —γιατί ζήτησαν χρησμό για το κεφάλι οι Αμαθούσιοι— το μαντείο τούς πρόσταξε να κατεβάσουν το κεφάλι και να το θάψουν, και να προσφέρουν θυσίες κάθε χρόνο στον Ονήσιλο ως ημίθεο· και πως, αν τα κάνουν αυτά, η πόλη τους θα δει καλύτερες μέρες. |
| [5.115.1] | Ἀμαθούσιοι μέν νυν ἐποίευν ταῦτα καὶ τὸ μέχρι ἐμεῦ, Ἴωνες δὲ οἱ ἐν Κύπρῳ ναυμαχήσαντες ἐπείτε ἔμαθον τὰ πρήγματα τὰ Ὀνησίλου διεφθαρμένα καὶ τὰς πόλις τῶν Κυπρίων πολιορκεομένας τὰς ἄλλας πλὴν Σαλαμῖνος, ταύτην δὲ Γόργῳ τῷ προτέρῳ βασιλέϊ τοὺς Σαλαμινίους παραδόντας, αὐτίκα μαθόντες οἱ Ἴωνες ταῦτα ἀπέπλεον ἐς τὴν Ἰωνίην. | Οι Αμαθούσιοι λοιπόν αυτά τα εκτελούν και ώς την εποχή μου· κι όσο για τους Ίωνες που ναυμάχησαν στην Κύπρο, όταν έμαθαν την καταστροφή του Ονησίλου κι ότι οι Πέρσες πολιορκούσαν όλες τις άλλες πολιτείες της Κύπρου, εκτός από τη Σαλαμίνα, κι ότι αυτή την είχαν παραδώσει οι Σαλαμίνιοι στον Γόργο, τον προηγούμενο βασιλιά τους, μόλις λοιπόν τα έμαθαν αυτά οι Ίωνες, αμέσως γύρισαν με τα καράβια τους στην Ιωνία. |
| [5.115.2] | τῶν δὲ ἐν Κύπρῳ πολίων ἀντέσχε χρόνον ἐπὶ πλεῖστον πολιορκευμένη Σόλοι, τὴν πέριξ ὑπορύσσοντες τὸ τεῖχος πέμπτῳ μηνὶ εἷλον οἱ Πέρσαι. | Από τις πόλεις της Κύπρου περισσότερο καιρό άντεξαν οι Σόλοι, που οι Πέρσες την κυρίεψαν ύστερ᾽ από τέσσερες μήνες, σκάβοντας λαγούμια κάτω από το τείχος που την έζωνε. |
| [5.116.1] | Κύπριοι μὲν δὴ ἐνιαυτὸν ἐλεύθεροι γενόμενοι αὖτις ἐκ νέης κατεδεδούλωντο· Δαυρίσης δὲ ἔχων Δαρείου θυγατέρα καὶ Ὑμαίης τε καὶ Ὀτάνης, ἄλλοι Πέρσαι στρατηγοί, ἔχοντες καὶ οὗτοι Δαρείου θυγατέρας, ἐπιδιώξαντες τοὺς ἐς Σάρδις στρατευσαμένους Ἰώνων καὶ ἐσαράξαντές σφεας ἐς τὰς νέας, τῇ μάχῃ ὡς ἐπεκράτησαν, τὸ ἐνθεῦτεν ἐπιδιελόμενοι τὰς πόλις ἐπόρθεον. | Λοιπόν οι Κύπριοι, αφού έζησαν ελεύθεροι ένα χρόνο, ξαναγύρισαν πάλι στη σκλαβιά. Κι ο Δαυρίσης, που είχε γυναίκα θυγατέρα του Δαρείου, κι ο Υμαίης κι ο Οτάνης κι άλλοι Πέρσες στρατηγοί, που κι αυτοί είχαν γυναίκες θυγατέρες του Δαρείου, αφού καταδίωξαν το εκστρατευτικό σώμα των Ιώνων που επιτέθηκε στις Σάρδεις και τους στρίμωξαν στα καράβια, καθώς βγήκαν νικητές στον πόλεμο, αποκεί και πέρα μοιράστηκαν τις πόλεις αναμεταξύ τους και τις κυρίευαν. |
| [5.117.1] | Δαυρίσης μὲν τραπόμενος πρὸς τὰς ἐν Ἑλλησπόντῳ πόλις εἷλε μὲν Δάρδανον, εἷλε δὲ Ἄβυδόν τε καὶ Περκώτην καὶ Λάμψακον καὶ Παισόν· ταύτας μίαν ἐπ᾽ ἡμέρῃ ἑκάστῃ αἵρεε, ἀπὸ δὲ Παισοῦ ἐλαύνοντί οἱ ἐπὶ Πάριον πόλιν ἦλθε ἀγγελίη τοὺς Κᾶρας τὠυτὸ Ἴωσι φρονήσαντας ἀπεστάναι ἀπὸ Περσέων. ἀποστρέψας ὦν ἐκ τοῦ Ἑλλησπόντου ἤλαυνε τὸν στρατὸν ἐπὶ τὴν Καρίην. | Ο Δαυρίσης λοιπόν στράφηκε προς τις πόλεις του Ελλησπόντου και κυρίεψε τη Δάρδανο, κυρίεψε και την Άβυδο και την Περκώτη και τη Λάμψακο και την Παισό· κάθε μέρα κυρίευε κι από μια τους, αλλά, όταν από την Παισό κατευθυνόταν προς την πόλη Πάριο, του ήρθε είδηση πως οι Κάρες έγιναν ένα με τους Ίωνες κι επαναστάτησαν εναντίον των Περσών. Γύρισε λοιπόν από τον Ελλήσποντο και κατευθύνθηκε με το στρατό του εναντίον της Καρίας. |
| [5.118.1] | καί κως ταῦτα τοῖσι Καρσὶ ἐξαγγέλθη πρότερον ἢ τὸν Δαυρίσην ἀπικέσθαι. πυθόμενοι δὲ οἱ Κᾶρες συνελέγοντο ἐπὶ Λευκάς τε Στήλας καλεομένας καὶ ποταμὸν Μαρσύην, ὃς ῥέων ἐκ τῆς Ἰδριάδος χώρης ἐς τὸν Μαίανδρον ἐκδιδοῖ. | Και δεν ξέρω πώς αυτές τις κινήσεις τις πληροφορήθηκαν οι Κάρες προτού φτάσει ο Δαυρίσης. Κι όταν τα πληροφορήθηκαν αυτά οι Κάρες, έκαναν σύσκεψη στις λεγόμενες Λευκές Στήλες, στον ποταμό Μαρσύα, που κυλώντας τα νερά του απ᾽ την περιοχή Ιδριάδα χύνεται στον Μαίανδρο. |
| [5.118.2] | συλλεχθέντων δὲ τῶν Καρῶν ἐνθαῦτα ἐγίνοντο βουλαὶ ἄλλαι τε πολλαὶ καὶ ἀρίστη γε δοκέουσα εἶναι ἐμοὶ Πιξωδάρου τοῦ Μαυσώλου ἀνδρὸς Κινδυέος, ὃς τοῦ Κιλίκων βασιλέος Συεννέσιος εἶχε θυγατέρα. τούτου τοῦ ἀνδρὸς ἡ γνώμη ἔφερε διαβάντας τὸν Μαίανδρον τοὺς Κᾶρας καὶ κατὰ νώτου ἔχοντας τὸν ποταμὸν οὕτω συμβάλλειν, ἵνα μὴ ἔχοντες ὀπίσω φεύγειν οἱ Κᾶρες αὐτοῦ τε μένειν ἀναγκαζόμενοι γινοίατο ἔτι ἀμείνονες τῆς φύσιος. | Και σ᾽ αυτή τη σύναξη των Καρών ακούστηκαν κι άλλες πολλές γνώμες, κι αυτή που πιστεύω πως ήταν η καλύτερη, του Πιξωδάρου από την Κινδύη, του γιου του Μαυσώλου, που είχε γυναίκα τη θυγατέρα του Συέννεση, του βασιλιά των Κιλίκων. Με τη γνώμη του ο Πιξώδαρος παρακινούσε τους Κάρες να διαβούν τον Μαίανδρο και να έρθουν στα χέρια με τον εχθρό έχοντας τον ποταμό στα νώτα τους, ώστε, μη έχοντας δρόμο υποχώρησης, οι Κάρες ν᾽ αναγκαστούν να μείνουν στις γραμμές τους και να δείξουν αντρειοσύνη μεγαλύτερη απ᾽ αυτή που είχαν από φυσικού τους. |
| [5.118.3] | αὕτη μέν νυν οὐκ ἐνίκα ἡ γνώμη, ἀλλὰ τοῖσι Πέρσῃσι κατὰ νώτου γίνεσθαι τὸν Μαίανδρον μᾶλλον ἢ σφίσι, δηλαδὴ ἢν φυγὴ τῶν Περσέων γένηται καὶ ἑσσωθέωσι τῇ συμβολῇ, ὡς οὐκ ἀπονοστήσουσι ἐς τὸν ποταμὸν ἐσπίπτοντες. | Λοιπόν αυτή η γνώμη δεν κέρδισε την προτίμησή τους, αλλά πως καλύτερα να έχουν τον ποταμό στα νώτα τους οι Πέρσες παρά αυτοί, δηλαδή, αν οι Πέρσες τραπούν σε φυγή και νικηθούν στη μάχη, να πέφτουν στο ποτάμι και να μη γυρίσουν στην πατρίδα τους. |
| [5.119.1] | μετὰ δὲ παρεόντων καὶ διαβάντων τὸν Μαίανδρον τῶν Περσέων ἐνθαῦτα ἐπὶ τῷ Μαρσύῃ ποταμῷ συνέβαλόν τε τοῖσι Πέρσῃσι οἱ Κᾶρες καὶ μάχην ἐμαχέσαντο ἰσχυρὴν καὶ ἐπὶ χρόνον πολλόν, τέλος δὲ ἑσσώθησαν διὰ πλῆθος. Περσέων μὲν δὴ ἔπεσον ἄνδρες ἐς δισχιλίους, Καρῶν δὲ ἐς μυρίους. | Κι ύστερα, όταν εμφανίστηκαν οι Πέρσες και διάβηκαν τον Μαίανδρο, τότε στις όχθες του ποταμού Μαρσύα ήρθαν οι Κάρες στα χέρια με τους Πέρσες κι έδωσαν μάχη δυνατή που βάσταξε πολλή ώρα, στο τέλος όμως νικήθηκαν από το πλήθος του εχθρού. Έπεσαν λοιπόν νεκροί Πέρσες περίπου δυο χιλιάδες και Κάρες περίπου δέκα χιλιάδες. |
| [5.119.2] | ἐνθεῦτεν δὲ οἱ διαφυγόντες αὐτῶν κατειλήθησαν ἐς Λάβραυνδα ἐς Διὸς στρατίου ἱρόν, μέγα τε καὶ ἅγιον ἄλσος πλατανίστων. μοῦνοι δὲ τῶν ἡμεῖς ἴδμεν Κᾶρές εἰσι οἳ Διὶ Στρατίῳ θυσίας ἀνάγουσι. κατειληθέντες δὲ ὦν οὗτοι ἐνθαῦτα ἐβουλεύοντο περὶ σωτηρίης, ὁκότερα ἢ παραδόντες σφέας αὐτοὺς Πέρσῃσι ἢ ἐκλιπόντες τὸ παράπαν τὴν Ἀσίην ἄμεινον πρήξουσι. | Κι αποκεί, όσοι απ᾽ αυτούς γλίτωσαν φεύγοντας, πήγαν και στοιβάχτηκαν στα Λάβραυνδα, στο λατρευτικό τέμενος του Δία του Στρατίου, ένα μεγάλο και ιερό δάσος με πλατάνια. Κι απ᾽ όσους λαούς ξέρουμε μονάχα οι Κάρες είναι που προσφέρουν θυσίες στον Στράτιο Δία. Στοιβαγμένοι λοιπόν εκεί σκέφτονταν πώς να σωθούν, τί να προτιμήσουν, να παραδοθούν στους Πέρσες ή να εγκαταλείψουν οριστικά την Ασία. |
| [5.120.1] | βουλευομένοισι δέ σφι ταῦτα παραγίνονται βοηθέοντες Μιλήσιοί τε καὶ οἱ τούτων σύμμαχοι. ἐνθαῦτα δὲ τὰ μὲν πρότερον οἱ Κᾶρες ἐβουλεύοντο μετῆκαν, οἱ δὲ αὖτις πολεμέειν ἐξ ἀρχῆς ἀρτέοντο. καὶ ἐπιοῦσί τε τοῖσι Πέρσῃσι συμβάλλουσι καὶ μαχεσάμενοι ἐπὶ πλέον ἢ πρότερον ἑσσώθησαν· πεσόντων δὲ τῶν πάντων πολλῶν μάλιστα Μιλήσιοι ἐπλήγησαν. | Αυτά συζητούσαν στη σύσκεψή τους, όταν φάνηκαν οι Μιλήσιοι και οι σύμμαχοί τους που ήρθαν για ενίσχυση. Τότε οι Κάρες άφησαν κατά μέρος τις προηγούμενες σκέψεις τους κι αμέσως ετοιμάζονταν να ξαναρχίσουν τον πόλεμο. Κι όταν οι Πέρσες τούς επιτέθηκαν, ήρθαν στα χέρια κι η ήττα τους ήταν μεγαλύτερη από την προηγούμενη· έπεσαν πολλοί νεκροί απ᾽ όλη την παράταξή τους, αλλά το μεγαλύτερο χτύπημα το δέχτηκαν οι Μιλήσιοι. |
| [5.121.1] | μετὰ δὲ τοῦτο τὸ τρῶμα ἀνέλαβόν τε καὶ ἀνεμαχέσαντο οἱ Κᾶρες. πυθόμενοι γὰρ ὡς στρατεύεσθαι ὁρμέαται οἱ Πέρσαι ἐπὶ τὰς πόλις σφέων, ἐλόχησαν τὴν ἐν Πηδάσῳ ὁδόν, ἐς τὴν ἐμπεσόντες οἱ Πέρσαι νυκτὸς διεφθάρησαν καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ στρατηγοὶ αὐτῶν, Δαυρίσης καὶ Ἀμόργης καὶ Σισιμάκης· σὺν δέ σφι ἀπέθανε καὶ Μύρσος ὁ Γύγεω. τοῦ δὲ λόχου τούτου ἡγεμὼν ἦν Ἡρακλείδης Ἰβανώλλιος ἀνὴρ Μυλασεύς. | Κι απ᾽ αυτό όμως το χτύπημα οι Κάρες συνήλθαν και πήραν πίσω το αίμα τους. Δηλαδή, μαθαίνοντας πως οι Πέρσες ξεκίνησαν με στρατό να χτυπήσουν τις πολιτείες τους, έστησαν καρτέρι στο δρόμο της Πηδάσου, κι οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα τη νύχτα κι αφανίστηκαν και ο στρατός και οι στρατηγοί τους, ο Δαυρίσης κι ο Αμόργης κι ο Σισιμάκης, και μαζί τους σκοτώθηκε κι ο Μύρσος, ο γιος του Γύγη. Κι αρχηγός σ᾽ αυτή την ενέδρα ήταν ο Ηρακλείδης από τα Μύλασα, γιος του Ιβανώλλη. |
| οὗτοι μέν νυν τῶν Περσέων οὕτω διεφθάρησαν, | Λοιπόν αυτοί οι Πέρσες έτσι αφανίστηκαν, |
| [5.122.1] | Ὑμαίης δὲ καὶ αὐτὸς ἐὼν τῶν ἐπιδιωξάντων τοὺς ἐς Σάρδις στρατευσαμένους Ἰώνων, τραπόμενος ἐς τὴν Προποντίδα εἷλε Κίον τὴν Μυσίην. | κι ο Υμαίης, κι αυτός από κείνους που καταδίωξαν τους Ίωνες που εκστράτευσαν εναντίον των Σάρδεων, στράφηκε προς την Προποντίδα και κυρίεψε την Κίο της Μυσίας. |
| [5.122.2] | ταύτην δὲ ἐξελών, ὡς ἐπύθετο τὸν Ἑλλήσποντον ἐκλελοιπέναι Δαυρίσην καὶ στρατεύεσθαι ἐπὶ Καρίης, καταλιπὼν τὴν Προποντίδα ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον ἦγε τὸν στρατόν, καὶ εἷλε μὲν Αἰολέας πάντας ὅσοι τὴν Ἰλιάδα νέμονται, εἷλε δὲ Γέργιθας τοὺς ὑπολειφθέντας τῶν ἀρχαίων Τευκρῶν. αὐτός τε Ὑμαίης αἱρέων ταῦτα τὰ ἔθνεα νούσῳ τελευτᾷ ἐν τῇ Τρῳάδι. | Κυρίεψε αυτή την πολιτεία και κατόπι, όταν έμαθε πως ο Δαυρίσης είχε εγκαταλείψει τον Ελλήσποντο και βάδιζε με το στρατό του εναντίον της Καρίας, άφησε κατά μέρος την Προποντίδα και οδήγησε το στρατό του εναντίον του Ελλησπόντου και κυρίεψε όλες τις αιολικές πόλεις της περιοχής της Τροίας, κυρίεψε και τους Γέργιθες, τ᾽ απομεινάρια των αρχαίων Τευκρών. Τέλος ετούτος ο Υμαίης, που κυρίεψε όλους αυτούς τους λαούς, πέθανε άρρωστος στην Τρωάδα. |
| [5.123.1] | οὗτος μὲν δὴ οὕτω ἐτελεύτησε, Ἀρταφρένης δὲ ὁ Σαρδίων ὕπαρχος καὶ Ὀτάνης ὁ τρίτος στρατηγὸς ἐτάχθησαν ἐπὶ τὴν Ἰωνίην καὶ τὴν προσεχέα Αἰολίδα στρατεύεσθαι. Ἰωνίης μέν νυν Κλαζομενὰς αἱρέουσι, Αἰολέων δὲ Κύμην. | Αυτός λοιπόν τέτοιο θάνατο βρήκε, κι ο Αρταφρένης, ο αντιβασιλέας των Σάρδεων, κι ο Οτάνης, ο τρίτος στρατηγός, πήραν διαταγή να βαδίσουν με στρατό εναντίον της Ιωνίας και της γειτονικής της Αιολίδας. Κυριεύουν λοιπόν τις Κλαζομενές της Ιωνίας και την Κύμη της Αιολίας. |
| [5.124.1] | ἁλισκομένων δὲ τῶν πολίων, ἦν γάρ, ὡς διέδεξε, Ἀρισταγόρης ὁ Μιλήσιος ψυχὴν οὐκ ἄκρος, ὃς ταράξας τὴν Ἰωνίην καὶ ἐγκερασάμενος πρήγματα μεγάλα δρησμὸν ἐβούλευε ὁρῶν ταῦτα· πρὸς δέ οἱ καὶ ἀδύνατα ἐφάνη βασιλέα Δαρεῖον ὑπερβαλέσθαι· | Και καθώς οι πολιτείες έπεφταν στα χέρια του εχθρού, ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος —γιατί, όπως έδειξαν τα πράματα, δεν το ᾽λεγε η καρδιά του— βλέποντας αυτά κι ακόμα κρίνοντας αδύνατο να τα βγάλει πέρα με το βασιλιά Δαρείο, σχεδίαζε να φύγει για να γλιτώσει, αυτός που έκανε άνω κάτω την Ιωνία κι άναψε φωτιές μεγάλες! |
| [5.124.2] | πρὸς ταῦτα δὴ ὦν συγκαλέσας τοὺς συστασιώτας ἐβουλεύετο, λέγων ὡς ἄμεινον σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι, ἢν ἄρα ἐξωθέωνται ἐκ τῆς Μιλήτου, εἴτε δὴ ὦν ἐς Σαρδὼ ἐκ τοῦ τόπου τούτου ἄγοι ἐς ἀποικίην, εἴτε ἐς Μύρκινον τὴν Ἠδωνῶν, τὴν Ἱστιαῖος ἐτείχεε παρὰ Δαρείου δωρεὴν λαβών. ταῦτα ἐπειρώτα ὁ Ἀρισταγόρης. | Για όλ᾽ αυτά λοιπόν κάλεσε σε σύσκεψη όσους στάθηκαν μαζί του πρωτεργάτες της επανάστασης κι έλεγε πως το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να εξασφαλίσουν κάποιο καταφύγιο, στην περίπτωση βέβαια που θ᾽ αποδιωχτούν από τη Μίλητο· δηλαδή να πάρει κόσμο αποκεί για να ιδρύσει αποικία είτε στη Σαρδηνία είτε στη Μύρκινο των Ηδωνών, που ο Ιστιαίος την πήρε δώρο απ᾽ το Δαρείο και την οχύρωνε με τείχος. Αυτά τα ερωτήματα έθεσε ο Αρισταγόρας. |
| [5.125.1] | Ἑκαταίου μέν νυν τοῦ Ἠγησάνδρου, ἀνδρὸς λογοποιοῦ, τουτέων μὲν ἐς οὐδετέρην στέλλειν ἔφερε ἡ γνώμη, ἐν Λέρῳ δὲ τῇ νήσῳ τεῖχος οἰκοδομησάμενον ἡσυχίην ἄγειν, ἢν ἐκπέσῃ ἐκ τῆς Μιλήτου· ἔπειτα δὲ ἐκ ταύτης ὁρμώμενον κατελεύσεσθαι ἐς τὴν Μίλητον. | Λοιπόν η γνώμη του Εκαταίου, του γιου του Ηγησάνδρου, του λογογράφου, του συνιστούσε να μη ξεσηκωθεί ούτε για τη μια ούτε για την άλλη χώρα, αλλά, αν τον αποδιώξουν από τη Μίλητο, να χτίσει τείχος στο νησί Λέρο κι εκεί ν᾽ αποφεύγει κάθε ενέργεια· κι αργότερα, έχοντάς το ως ορμητήριο, να γυρίσει απ᾽ την εξορία στη Μίλητο. |
| [5.126.1] | ταῦτα μὲν δὴ Ἑκαταῖος συνεβούλευε, αὐτῷ δὲ Ἀρισταγόρῃ ἡ γνώμη πλείστη ἦν ἐς τὴν Μύρκινον ἀπάγειν. τὴν μὲν δὴ Μίλητον ἐπιτρέπει Πυθαγόρῃ ἀνδρὶ τῶν ἀστῶν δοκίμῳ, αὐτὸς δὲ παραλαβὼν πάντα τὸν βουλόμενον ἔπλεε ἐς τὴν Θρηίκην καὶ ἔσχε τὴν χώρην ἐπ᾽ ἣν ἐστάλη. | Αυτή λοιπόν ήταν η συμβουλή του Εκαταίου, όμως ο Αρισταγόρας έβρισκε καλύτερη τη γνώμη να σηκωθεί να πάει στη Μύρκινο. Άφησε λοιπόν τοποτηρητή του στη Μίλητο τον Πυθαγόρα, άντρα που τον είχαν σε υπόληψη στην πόλη, κι ο ίδιος, παίρνοντας μαζί του όσους ήθελαν, κατευθύνθηκε με καράβια στη Θράκη και πήρε στην εξουσία του την περιοχή για την οποία ξεκίνησε. |
| [5.126.2] | ἐκ δὲ ταύτης ὁρμώμενος ἀπόλλυται ὑπὸ Θρηίκων αὐτός τε ὁ Ἀρισταγόρης καὶ ὁ στρατὸς αὐτοῦ, πόλιν περικατήμενος καὶ βουλομένων τῶν Θρηίκων ὑποσπόνδων ἐξιέναι. | Κι αποκεί κίνησε για εκστρατεία κι αφανίστηκε κι ο ίδιος κι ο στρατός του από τους Θράκες, ενώ πολιορκούσε μια πόλη και οι Θράκες δέχονταν να την εγκαταλείψουν με συνθήκες. |
Τα σχόλια είναι κλειστά.