Ἱστορίαι Βιβλίο Θ [8.1.1] – [8.144.5] – Ουρανία

Πηγή greek-language/ancient_greek/Ηρόδοτος – Ἱστορίαι/Ουρανία

[8.1.1]Οἱ δὲ Ἑλλήνων ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντες ἦσαν οἵδε, Ἀθηναῖοι μὲν νέας παρεχόμενοι ἑκατὸν καὶ εἴκοσι καὶ ἑπτά· ὑπὸ δὲ ἀρετῆς τε καὶ προθυμίης Πλαταιέες, ἄπειροι τῆς ναυτικῆς ἐόντες, συνεπλήρουν τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας. Κορίνθιοι δὲ τεσσεράκοντα νέας παρείχοντο, Μεγαρέες δὲ εἴκοσι.Τώρα, νά ποιοί Έλληνες παρατάχτηκαν στο ναυτικό· οι Αθηναίοι, βέβαια, που έδιναν εκατόν είκοσι εφτά καράβια· κι από κοντά, ήταν η αντρεία και το φιλότιμο που έκανε τους Πλαταιείς, ενώ δεν είχαν ιδέα από ναυτικό, ν᾽ ανεβούν στα καράβια των Αθηναίων για ενίσχυση των πληρωμάτων τους. Κι οι Κορίνθιοι έδιναν σαράντα καράβια και οι Μεγαρείς είκοσι.
[8.1.2]καὶ Χαλκιδέες ἐπλήρουν εἴκοσι, Ἀθηναίων σφι παρεχόντων τὰς νέας, Αἰγινῆται δὲ ὀκτωκαίδεκα, Σικυώνιοι δὲ δυοκαίδεκα, Λακεδαιμόνιοι δὲ δέκα, Ἐπιδαύριοι δὲ ὀκτώ, Ἐρετριέες δὲ ἑπτά, Τροιζήνιοι δὲ πέντε, Στυρέες δὲ δύο καὶ Κήιοι δύο τε νέας καὶ πεντηκοντέρους δύο. Λοκροὶ δέ σφι οἱ Ὀπούντιοι ἐπεβοήθεον πεντηκοντέρους ἔχοντες ἑπτά.Κι οι Χαλκιδείς έδιναν το πλήρωμα σε είκοσι καράβια που τους παραχώρησαν οι Αθηναίοι, οι Αιγινήτες έδιναν δεκαοχτώ καράβια, οι Σικυώνιοι δώδεκα, οι Λακεδαιμόνιοι δέκα, οι Επιδαύριοι οχτώ, οι Ερετριείς εφτά, οι Τροιζήνιοι πέντε, οι Στυρείς δύο και οι Κείοι δύο καράβια και δύο πεντηκοντόρους. Σε ενίσχυσή τους έσπευσαν και οι Οπούντιοι Λοκροί, με εφτά πεντηκοντόρους.
[8.2.1]ἦσαν μὲν ὦν οὗτοι οἱ στρατευόμενοι ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον, εἴρηται δέ μοι καὶ ὧς τὸ πλῆθος ἕκαστοι τῶν νεῶν παρείχοντο. ἀριθμὸς δὲ τῶν συλλεχθεισέων νεῶν ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον ἦν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, διηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ μία.Λοιπόν αυτοί αποτέλεσαν το εκστρατευτικό σώμα στο Αρτεμίσιο, κι έχω αναφέρει και ποιό αριθμό καραβιών έδινε ο καθένας τους. Και το σύνολο των καραβιών που συγκεντρώθηκαν στο Αρτεμίσιο ήταν, χωρίς να λογαριάσουμε τις πεντηκοντόρους, διακόσια εβδομήντα ένα.
[8.2.2]τὸν δὲ στρατηγὸν τὸν τὸ μέγιστον κράτος ἔχοντα παρείχοντο Σπαρτιῆται Εὐρυβιάδην Εὐρυκλείδεω· οἱ γὰρ σύμμαχοι οὐκ ἔφασαν, ἢν μὴ ὁ Λάκων ἡγεμονεύῃ, Ἀθηναίοισι ἕψεσθαι ἡγεομένοισι, ἀλλὰ λύσειν τὸ μέλλον ἔσεσθαι στράτευμα.Και ο στρατηγός που είχε την ανώτατη εξουσία προερχόταν από τη Σπάρτη, ο Ευρυβιάδης, ο γιος του Ευρυκλείδα· γιατί οι σύμμαχοι διακήρυξαν πως, αν δεν είχε το γενικό πρόσταγμα Λακεδαιμόνιος, δε θα πειθαρχούσαν, αν η αρχηγία δοθεί στους Αθηναίους, αλλά θα διαλύσουν το εκστρατευτικό σώμα που ήταν να συγκροτηθεί.
[8.3.1]ἐγένετο γὰρ κατ᾽ ἀρχὰς λόγος, πρὶν ἢ καὶ ἐς Σικελίην πέμπειν ἐπὶ συμμαχίην, ὡς τὸ ναυτικὸν Ἀθηναίοισι χρεὸν εἴη ἐπιτρέπειν. ἀντιβάντων δὲ τῶν συμμάχων εἶκον οἱ Ἀθηναῖοι, μέγα τε ποιεύμενοι περιεῖναι τὴν Ἑλλάδα καὶ γνόντες, εἰ στασιάσουσι περὶ τῆς ἡγεμονίης, ὡς ἀπολέεται ἡ Ἑλλάς, ὀρθὰ νοεῦντες· στάσις γὰρ ἔμφυλος πολέμου ὁμοφρονέοντος τοσούτῳ κάκιόν ἐστι ὅσῳ πόλεμος εἰρήνης·Γιατί και αρχικά είχε γίνει πρόταση, προτού ακόμη στείλουν στη Σικελία για συμμαχία, πως έπρεπε να παραχωρήσουν την αρχηγία του στόλου στους Αθηναίους. Οι σύμμαχοι όμως εναντιώθηκαν κι έτσι οι Αθηναίοι υποχώρησαν, θεωρώντας πρώτιστο να επιβιώσει η Ελλάδα και κατανοώντας πως, αν φιλονικούσαν για την αρχηγία, πάει, χάθηκε η Ελλάδα, κι είχαν δίκιο· γιατί ο εμφύλιος πόλεμος είναι τόσο μεγαλύτερη συμφορά από τον πόλεμο που χτυπά με ομοψυχία τον εχθρό, όσο ο πόλεμος απ᾽ την ειρήνη.
[8.3.2]ἐπιστάμενοι ὦν αὐτὸ τοῦτο οὐκ ἀντέτεινον ἀλλ᾽ εἶκον, μέχρι ὅσου κάρτα ἐδέοντο αὐτῶν, ὡς διέδεξαν· ὡς γὰρ διωσάμενοι τὸν Πέρσην περὶ τῆς ἐκείνου ἤδη τὸν ἀγῶνα ἐποιεῦντο, πρόφασιν τὴν Παυσανίεω ὕβριν προϊσχόμενοι ἀπείλοντο τὴν ἡγεμονίην τοὺς Λακεδαιμονίους. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὕστερον ἐγένετο·Λοιπόν, έχοντας βάλει καλά στο μυαλό τους αυτή την αλήθεια, δεν πρόβαλλαν αξιώσεις, αλλά υποχωρούσαν, όσο καιρό είχαν απόλυτη ανάγκη τους συμμάχους — κάτι που έγινε ολοφάνερο· γιατί απ᾽ τη στιγμή που ξεκίνησαν για την κατάκτηση της χώρας του βασιλιά των Περσών, αφού τον απώθησαν απ᾽ τη δική τους, με την πρόφαση που τους έδωσε η υπεροψία του Παυσανία, αφαίρεσαν την ηγεμονία απ᾽ τους Λακεδαιμονίους· αλλά αυτά έγιναν αργότερα.
[8.4.1]τότε δὲ οὗτοι οἱ καὶ ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον Ἑλλήνων ἀπικόμενοι ὡς εἶδον νέας τε πολλὰς καταχθείσας ἐς τὰς Ἀφέτας καὶ στρατιῆς ἅπαντα πλέα, ἐπεὶ αὐτοῖσι παρὰ δόξαν τὰ πρήγματα τῶν βαρβάρων ἀπέβαινε ἢ ὡς αὐτοὶ κατεδόκεον, καταρρωδήσαντες δρησμὸν ἐβούλευον ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου ἔσω ἐς τὴν Ἑλλάδα.Τότε λοιπόν οι Έλληνες που ανέφερα ότι έφτασαν και στο Αρτεμίσιο, με το που αντίκρισαν πολλά καράβια να έχουν ρίξει άγκυρα στις Αφέτες και τα μέρη ένα γύρο γεμάτα στρατεύματα, διαπίστωσαν πως η κατάσταση των βαρβάρων εμφανιζόταν εντελώς διαφορετική απ᾽ ό,τι πίστευαν κι όχι τόσο άσχημη όσο υπέθεταν· κατακυριεύτηκαν λοιπόν από φόβο και σχεδίαζαν να εγκαταλείψουν το Αρεμίσιο και να τραβηχτούν πιο μέσα, στο εσωτερικό της Ελλάδας.
[8.4.2]γνόντες δέ σφεας οἱ Εὐβοέες ταῦτα βουλευομένους ἐδέοντο Εὐρυβιάδεω προσμεῖναι χρόνον ὀλίγον, ἔστ᾽ ἂν αὐτοὶ τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται. ὡς δ᾽ οὐκ ἔπειθον, μεταβάντες τὸν Ἀθηναίων στρατηγὸν πείθουσι Θεμιστοκλέα ἐπὶ μισθῷ τριήκοντα ταλάντοισι, ἐπ᾽ ᾧ τε καταμείναντες πρὸ τῆς Εὐβοίης ποιήσονται τὴν ναυμαχίην.Κι οι Ευβοείς, όταν αντιλήφτηκαν αυτές τις διαβουλεύσεις τους, παρακαλούσαν τον Ευρυβιάδη να καθυστερήσει για λίγο ακόμη την αποχώρηση, ώσπου αυτοί να μεταφέρουν σε σίγουρο μέρος τα παιδιά τους και τους ανθρώπους των σπιτιών τους. Και, καθώς δεν τον έπειθαν, στράφηκαν προς τον στρατηγό των Αθηναίων και πείθουν τον Θεμιστοκλή, εξαγοράζοντάς τον με τριάντα τάλαντα, να ενεργήσει ώστε ο στόλος να μείνει στη θέση του και να δώσει τη ναυμαχία μπροστά από την είσοδο του Ευβοϊκού κόλπου.
[8.5.1]ὁ δὲ Θεμιστοκλέης τοὺς Ἕλληνας ἐπισχεῖν ὧδε ποιέει· Εὐρυβιάδῃ τούτων τῶν χρημάτων μεταδιδοῖ πέντε τάλαντα ὡς παρ᾽ ἑωυτοῦ δῆθεν διδούς. ὡς δέ οἱ οὗτος ἀνεπέπειστο (Ἀδείμαντος γὰρ ὁ Ὠκύτου ‹ὁ› Κορίνθιος στρατηγὸς τῶν λοιπῶν ἤσπαιρε μοῦνος, φάμενος ἀποπλεύσεσθαί τε ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου καὶ οὐ παραμενέειν), πρὸς δὴ τοῦτον εἶπε ὁ Θεμιστοκλέης ἐπομόσας·Και νά με ποιό τρόπο ο Θεμιστοκλής έκανε τους Έλληνες να καθυστερήσουν την αποχώρησή τους· δίνει στον Ευρυβιάδη μερίδιο από τα χρήματα αυτά πέντε τάλαντα, τάχα πως τα δίνει απ᾽ τα δικά του. Κι όταν εκείνος άλλαξε γνώμη κι ήρθε στα λόγια του, ο μόνος από τους υπόλοιπους που κλωτσούσε ήταν ο Αδείμαντος, ο γιος του Ωκύτη, ο στρατηγός των Κορινθίων, κι έλεγε πως θα πάρει τα καράβια του και θα φύγει απ᾽ το Αρτεμίσιο και δε θα μείνει εκεί· λοιπόν απευθύνθηκε σ᾽ αυτόν ο Θεμιστοκλής και διαβεβαιώνοντας τον με όρκους τού είπε:
[8.5.2]Οὐ σύ γε ἡμέας ἀπολείψεις, ἐπεί τοι ἐγὼ μέζω δῶρα δώσω ἢ βασιλεὺς ἄν τοι ὁ Μήδων πέμψειε ἀπολιπόντι τοὺς συμμάχους. ταῦτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει ἐπὶ τὴν νέα τὴν Ἀδειμάντου τάλαντα ἀργυρίου τρία.«Όχι, εσύ δε θα μας εγκαταλείψεις, γιατί εγώ θα σου δώσω μεγαλύτερα δώρα απ᾽ όσα θα σου έστελνε ο βασιλιάς των Μήδων, αν εγκατέλειπες τους συμμάχους». Κι ἅμ᾽ ἔπος ἅμ᾽ ἔργον, στέλνει στο καράβι του Αδειμάντου τρία τάλαντα ασήμι.
[8.5.3]οὗτοί τε δὴ πληγέντες δώροισι ἀναπεπεισμένοι ἦσαν καὶ τοῖσι Εὐβοεῦσι ἐκεχάριστο, αὐτός τε ὁ Θεμιστοκλέης ἐκέρδηνε, ἐλάνθανε δὲ τὰ λοιπὰ ἔχων, ἀλλ᾽ ἠπιστέατο οἱ μεταλαβόντες τούτων τῶν χρημάτων ἐκ τῶν Ἀθηνέων ἐλθεῖν ἐπὶ τῷ λόγῳ τούτῳ [τὰ χρήματα].Λοιπόν απ᾽ τη μια μεριά αυτοί είχαν αλλάξει γνώμη κι ήρθαν στα λόγια του, θύματα της δωροδοκίας, κι απ᾽ την άλλη θεωρήθηκε ευεργέτης των Ευβοέων ο Θεμιστοκλής, που εξασφάλιζε μάλιστα και κέρδος· κι από κανενός το μυαλό δεν περνούσε πως κρατούσε τα υπόλοιπα, αλλά όσοι πήραν μερίδιο από τα χρήματα αυτά πίστευαν πως τους ήρθαν από την Αθήνα μ᾽ αυτό τον προορισμό.
[8.6.1]Οὕτω δὴ κατέμεινάν τε ἐν τῇ Εὐβοίῃ καὶ ἐναυμάχησαν. ἐγένετο δὲ ὧδε· ἐπείτε δὴ ἐς τὰς Ἀφέτας περὶ δείλην πρωίην γινομένην ἀπίκατο οἱ βάρβαροι, πυθόμενοι μὲν ἔτι καὶ πρότερον περὶ τὸ Ἀρτεμίσιον ναυλοχέειν νέας Ἑλληνίδας ὀλίγας, τότε δὲ αὐτοὶ ἰδόντες, πρόθυμοι ἦσαν ἐπιχειρέειν, εἴ κως ἕλοιεν αὐτάς.Κι έτσι, και έμειναν στα νερά της Εύβοιας και έδωσαν ναυμαχία εκεί. Νά πώς εξελίχτηκαν τα πράματα: όταν οι βάρβαροι έφτασαν, νωρίς το απόγευμα, στις Αφέτες, έχοντας κι από πριν την πληροφορία πως στην περιοχή του Αρτεμισίου είναι αγκυροβολημένα λίγα ελληνικά καράβια, και τότε τ᾽ αντίκρισαν με τα μάτια τους, ετοιμάζονταν μ᾽ ανυπομονησία να τους επιτεθούν, με την ελπίδα μήπως και τα αιχμαλωτίσουν.
[8.6.2]ἐκ μὲν δὴ τῆς ἀντίης προσπλέειν οὔ κώ σφι ἐδόκεε τῶνδε εἵνεκα, μή κως ἰδόντες οἱ Ἕλληνες προσπλέοντας ἐς φυγὴν ὁρμήσειαν φεύγοντάς τε εὐφρόνη καταλαμβάνῃ· καὶ ἔμελλον δῆθεν ἐκφεύξεσθαι, ἔδει δὲ μηδὲ πυρφόρον τῷ ἐκείνων λόγῳ ἐκφυγόντα περιγενέσθαι.Λοιπόν τους φάνηκε πως ήταν κάπως αργά να επιχειρήσουν επίθεση κατά μέτωπο, κι ο λόγος ήταν ο εξής, μήπως οι Έλληνες, βλέποντάς τους να πλέουν εναντίον τους, τραπούν σε φυγή και η νύχτα πέφτοντας καλύψει τη φυγή τους· και με τη φυγή αυτή θα γλίτωναν αναμφίβολα, την ώρα που δεν έπρεπε να σωθεί με τη φυγή, κατά την έκφρασή τους, ούτε ο ιερέας του Δία, ο πυρφόρος.
[8.7.1]πρὸς ταῦτα ὦν τάδε ἐμηχανέοντο· τῶν νεῶν πασέων ἀποκρίναντες διηκοσίας περιέπεμπον ἔξωθεν Σκιάθου, ὡς ἂν μὴ ὀφθείησαν ὑπὸ τῶν πολεμίων περιπλέουσαι Εὔβοιαν κατά τε Καφηρέα καὶ περὶ Γεραιστὸν ἐς τὸν Εὔριπον, ἵνα δὴ περιλάβοιεν οἱ μὲν ταύτῃ ἀπικόμενοι καὶ φράξαντες αὐτῶν τὴν ὀπίσω φέρουσαν ὁδόν, σφεῖς δὲ ἐπισπόμενοι ἐξ ἐναντίης.Λοιπόν, γι᾽ αυτόν το σκοπό έβαλαν σ᾽ εφαρμογή το εξής σχέδιο: ξεδιάλεξαν απ᾽ το σύνολο των καραβιών τους διακόσια και τα έστειλαν στο πέλαγος που απλώνεται πέρα από τη Σκιάθο, για να κινούνται έξω από το οπτικό πεδίο των εχθρών, καθώς θα έκαναν πλέοντας το γύρο της Εύβοιας, κατά τον Καφηρέα και γύρω απ᾽ τη Γεραιστό κι ώς μέσα στον Εύριπο, έτσι ώστε να τους βάλουν στη μέση, αφού από τη μια μεριά τα καράβια που θα έφταναν εκεί θα έφραζαν το δρόμο της υποχώρησης των Ελλήνων, κι από την άλλη οι ίδιοι θα τους έκαναν επίθεση κατά μέτωπο.
[8.7.2]ταῦτα βουλευσάμενοι ἀπέπεμπον τῶν νεῶν τὰς ταχθείσας, αὐτοὶ οὐκ ἐν νόῳ ἔχοντες ταύτης τῆς ἡμέρης τοῖσι Ἕλλησι ἐπιθήσεσθαι, οὐδὲ πρότερον ἢ τὸ σύνθημά σφι ἔμελλε φανήσεσθαι παρὰ τῶν περιπλεόντων ὡς ἡκόντων. ταύτας μὲν δὴ περιέπεμπον, τῶν δὲ λοιπέων νεῶν ἐν τῇσι Ἀφέτῃσι ἐποιεῦντο ἀριθμόν.Πήραν αυτή την απόφαση κι έδωσαν εντολή να ξεκινήσουν τα καράβια που είχαν οριστεί, καθώς δεν είχαν στο νου τους να επιτεθούν οι ίδιοι εκείνη την ημέρα, κι ούτε νωρίτερα από την ώρα που θα έφτανε το σύνθημα από τα καράβια που επιχειρούσαν την κυκλωτική κίνηση, ότι έφτασαν. Λοιπόν έστελναν αυτά τα καράβια γύρω από την Εύβοια κι έκαναν στις Αφέτες καταμέτρηση των υπόλοιπων καραβιών.
[8.8.1]ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ ἐν ᾧ οὗτοι ἀριθμὸν ἐποιεῦντο τῶν νεῶν (ἦν γὰρ ἐν τῷ στρατοπέδῳ τούτῳ Σκυλλίης Σκιωναῖος, δύτης τῶν τότε ἀνθρώπων ἄριστος, ὃς καὶ ἐν τῇ ναυηγίῃ τῇ κατὰ Πήλιον γενομένῃ πολλὰ μὲν ἔσωσε τῶν χρημάτων τοῖσι Πέρσῃσι, πολλὰ δὲ καὶ αὐτὸς περιεβάλετο), οὗτος ὁ Σκυλλίης ἐν νόῳ μὲν εἶχε ἄρα καὶ πρότερον αὐτομολήσειν ἐς τοὺς Ἕλληνας, ἀλλ᾽ οὐ γάρ οἱ παρέσχε ἐς τότε.Αυτοί λοιπόν καταγίνονταν με την καταμέτρηση των καραβιών· και σ᾽ αυτό το μεταξύ ο Σκυλλίας από τη Σκιώνη, ο πρώτος δύτης της εποχής του (αυτός που και στο ναυάγιο που έγινε στα νερά του Πηλίου έσωσε για τους Πέρσες πολλά πολύτιμα πράματα, αλλά και πολλά κράτησε για τον εαυτό του), αυτός λοιπόν ο Σκυλλίας βρισκόταν στο στρατόπεδό τους, στις Αφέτες· είχε κι από τα πριν βέβαια στο νου του ν᾽ αυτομολήσει στους Έλληνες, όμως ώς τότε δεν του δόθηκε ευκαιρία.
[8.8.2]ὅτεῳ μὲν δὴ τρόπῳ τὸ ἐνθεῦτεν ἔτι ἀπίκετο ἐς τοὺς Ἕλληνας, οὐκ ἔχω εἰπεῖν ἀτρεκέως, θωμάζω δὲ εἰ τὰ λεγόμενά ἐστι ἀληθέα· λέγεται γὰρ ὡς ἐξ Ἀφετέων δὺς ἐς τὴν θάλασσαν οὐ πρότερον ἀνέσχε πρὶν ἢ ἀπίκετο ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον, σταδίους μάλιστά κῃ τούτους ἐς ὀγδώκοντα διὰ τῆς θαλάσσης διεξελθών.Τώρα, με ποιό τρόπο αποκεί και πέρα έφτασε πια στους Έλληνες, δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα, όμως μένω έκπληκτος, αν τα όσα διηγούνται είναι αληθινά· λένε δηλαδή πως από τις Αφέτες βούτηξε στη θάλασσα και δε βγήκε στην επιφάνεια παρά μόνο όταν έφτασε στο Αρτεμίσιο, αφού διάνυσε περίπου ογδόντα σταδίους κάτω απ᾽ τη θάλασσα.
[8.8.3]λέγεται μέν νυν καὶ ἄλλα ψευδέσι ἴκελα περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, τὰ δὲ μετεξέτερα ἀληθέα· περὶ μέντοι τούτου γνώμη μοι ἀποδεδέχθω πλοίῳ μιν ἀπικέσθαι ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον. ὡς δὲ ἀπίκετο, αὐτίκα ἐσήμηνε τοῖσι στρατηγοῖσι τήν τε ναυηγίην ὡς γένοιτο καὶ τὰς περιπεμφθείσας τῶν νεῶν περὶ Εὔβοιαν.Διηγούνται βέβαια γι᾽ αυτό τον άνθρωπο κι άλλα που μοιάζουν με παραμύθια, κάμποσα όμως είναι αληθινά· ωστόσο γι᾽ αυτό το περιστατικό ας μιλήσω χωρίς περιστροφές: έφτασε στο Αρτεμίσιο με πλεούμενο. Και μόλις έφτασε, αμέσως ανέφερε στους στρατηγούς τα καθέκαστα για το ναυάγιο και για τα καράβια που στάλθηκαν να κάνουν το γύρο της Εύβοιας.
[8.9.1]τοῦτο δὲ ἀκούσαντες οἱ Ἕλληνες λόγον σφίσι αὐτοῖσι ἐδίδοσαν. πολλῶν δὲ λεχθέντων ἐνίκα τὴν ἡμέρην ἐκείνην αὐτοῦ μείναντάς τε καὶ αὐλισθέντας, μετέπειτα νύκτα μέσην παρέντας πορεύεσθαι καὶ ἀπαντᾶν τῇσι περιπλεούσῃσι τῶν νεῶν. μετὰ δὲ τοῦτο, ὡς οὐδείς σφι ἐπέπλεε, δείλην ὀψίην γινομένην τῆς ἡμέρης φυλάξαντες αὐτοὶ ἐπανέπλεον ἐπὶ τοὺς βαρβάρους, ἀπόπειραν αὐτῶν ποιήσασθαι βουλόμενοι τῆς τε μάχης καὶ τοῦ διεκπλόου.Ακούοντας αυτά οι Έλληνες έκαναν συμβούλιο. Κι απ᾽ τα πολλά που ειπώθηκαν επικράτησε η πρόταση να μείνουν εκείνη τη μέρα καταυλισμένοι στο ίδιο μέρος, κι αργότερα ν᾽ αφήσουν να περάσουν τα μεσάνυχτα και τότε να βγουν να συναπαντήσουν τα καράβια που έκαναν το γύρο της Εύβοιας. Όμως, ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, καθώς κανένας δεν έπλεε εναντίον τους, καρτέρησαν να έρθει το δειλινό της μέρας, και τότε αυτοί ανοίχτηκαν εναντίον των βαρβάρων, θέλοντας να δοκιμάσουν την πολεμική ικανότητα του εχθρού και τους ελιγμούς ανάμεσ᾽ από άλλα καράβια.
[8.10.1]ὁρῶντες δέ σφεας οἵ τε ἄλλοι στρατιῶται οἱ Ξέρξεω καὶ οἱ στρατηγοὶ ἐπιπλέοντας νηυσὶ ὀλίγῃσι, πάγχυ σφι μανίην ἐπενείκαντες ἀνῆγον καὶ αὐτοὶ τὰς νέας, ἐλπίσαντές σφεας εὐπετέως αἱρήσειν, οἰκότα κάρτα ἐλπίσαντες, τὰς μέν γε τῶν Ἑλλήνων ὁρῶντες ὀλίγας νέας, τὰς δὲ ἑωυτῶν πλήθεΐ τε πολλαπλησίας καὶ ἄμεινον πλεούσας. καταφρονήσαντες ταῦτα ἐκυκλοῦντο αὐτοὺς ἐς μέσον.Κι οι υπόλοιποι στρατιώτες του Ξέρξη και οι στρατηγοί του, βλέποντάς τους να κάνουν επίθεση με λιγοστά καράβια, είπαν πως έχασαν εντελώς τα λογικά τους, κι ανοίχτηκαν κι αυτοί με τα καράβια τους στο πέλαγος, με την ελπίδα πως εύκολα θα τους κυριέψουν· κι η ελπίδα τους ήταν πέρα για πέρα βάσιμη, γιατί έβλεπαν πως τα καράβια των Ελλήνων ήταν λίγα, ενώ τα δικά τους ήταν πολλαπλάσια στον αριθμό και πιο καλοτάξιδα. Με απόλυτη πεποίθηση σ᾽ αυτά βάλθηκαν να τους περικυκλώνουν.
[8.10.2]ὅσοι μέν νυν τῶν Ἰώνων ἦσαν εὔνοοι τοῖσι Ἕλλησι ἀέκοντές τε ἐστρατεύοντο συμφορήν τε ἐποιεῦντο μεγάλην ὁρῶντες περιεχομένους αὐτοὺς καὶ ἐπιστάμενοι ὡς οὐδεὶς αὐτῶν ἀπονοστήσει· οὕτω ἀσθενέα σφι ἐφαίνετο εἶναι τὰ τῶν Ἑλλήνων πρήγματα.Λοιπόν, όσοι από τους Ίωνες ήθελαν τα καλό των Ελλήνων κι άθελά τους έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία, υπέφεραν φριχτά βλέποντας να τους βάζουν στη μέση οι εχθροί και κάνοντας τη διαπίστωση πως κανείς απ᾽ αυτούς δε θα γυρίσει στον τόπο του· κατά τη γνώμη τους, τόσο μικρή ήταν η δύναμη των Ελλήνων.
[8.10.3]ὅσοισι δὲ καὶ ἡδομένοισι ἦν τὸ γινόμενον, ἅμιλλαν ἐποιεῦντο ὅκως αὐτὸς ἕκαστος πρῶτος νέα Ἀττικὴν ἑλὼν παρὰ βασιλέος δῶρα λάμψεται· Ἀθηναίων γὰρ αὐτοῖσι λόγος ἦν πλεῖστος ἀνὰ τὰ στρατόπεδα.Αντίθετα, όσοι χαίρονταν και με το παραπάνω για όσα συνέβαιναν, βάλθηκαν να παραβγαίνουν ποιός ανάμεσά τους κυριεύοντας πρώτος αθηναϊκό καράβι θα πάρει δώρα απ᾽ τον βασιλιά· γιατί στις συζητήσεις από τη μια άκρη του στρατοπέδου ώς την άλλη δεν ακουόταν κανένα άλλο όνομα, μονάχα των Αθηναίων.
[8.11.1]τοῖσι δὲ Ἕλλησι ὡς ἐσήμηνε, πρῶτα μὲν ἀντίπρῳροι τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι ἐς τὸ μέσον τὰς πρύμνας συνήγαγον, δεύτερα δὲ σημήναντος ἔργου εἴχοντο, ἐν ὀλίγῳ περ ἀπολαμφθέντες καὶ κατὰ στόμα.Κι όταν χτύπησε η πρώτη σάλπιγγα για τους Έλληνες, ήρθαν και κατεύθυναν τις πλώρες των καραβιών τους προς τους βαρβάρους και με συντονισμένες κινήσεις έφεραν τις πρύμνες τη μια δίπλα στην άλλη στο κέντρο του κύκλου· και με το δεύτερο σάλπισμα ρίχτηκαν στον αγώνα, όσο κι αν ήταν κλεισμένοι σε στενό κλοιό κι έρχονταν πλώρη με πλώρη με τον εχθρό.
[8.11.2]ἐνθαῦτα τριήκοντα νέας αἱρέουσι [τῶν βαρβάρων] καὶ τὸν Γόργου τοῦ Σαλαμινίων βασιλέος ἀδελφεὸν Φιλάονα τὸν Χέρσιος, λόγιμον ἐόντα ἐν τῷ στρατοπέδῳ [ἄνδρα]. πρῶτος δὲ Ἑλλήνων νέα τῶν πολεμίων εἷλε ἀνὴρ Ἀθηναῖος, Λυκομήδης Αἰσχραίου, καὶ τὸ ἀριστήιον ἔλαβε οὗτος.Τότε κυριεύουν τριάντα καράβια των βαρβάρων και τον αδερφό του βασιλιά της Σαλαμίνας Γόργου, τον Φιλάονα, γιο του Χέρση, που στο στρατόπεδο των Περσών είχε σημαντική θέση. Κι ο πρώτος απ᾽ τους Έλληνες που κυρίεψε εχθρικό καράβι ήταν ο Αθηναίος Λυκομήδης, ο γιος του Αισχραίου, κι αυτός πήρε το αριστείο.
[8.11.3]τοὺς δ᾽ ἐν τῇ ναυμαχίῃ ταύτῃ ἑτεραλκέως ἀγωνιζομένους νὺξ ἐπελθοῦσα διέλυσε. οἱ μὲν δὴ Ἕλληνες ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον ἀπέπλεον, οἱ δὲ βάρβαροι ἐς τὰς Ἀφέτας, πολλὸν παρὰ δόξαν ἀγωνισάμενοι. ἐν ταύτῃ τῇ ναυμαχίῃ Ἀντίδωρος Λήμνιος μοῦνος τῶν σὺν βασιλέϊ Ἑλλήνων ἐόντων αὐτομολέει ἐς τοὺς Ἕλληνας, καί οἱ Ἀθηναῖοι διὰ τοῦτο τὸ ἔργον ἔδοσαν [αὐτῷ] χῶρον ἐν Σαλαμῖνι.Κι έπεσε η νύχτα κι έδωσε τέλος στον αμφίρροπο αγώνα τους αυτής της ναυμαχίας. Λοιπόν οι Έλληνες γύριζαν με τα καράβια τους στο Αρτεμίσιο, ενώ οι βάρβαροι, που ο αγώνας τους είχε πολύ διαφορετική εξέλιξη από τις προσδοκίες τους, στις Αφέτες. Από τους Έλληνες που στη ναυμαχία αυτοί βρέθηκαν στο στρατόπεδο του βασιλιά ο Αντίδωρος ο Λήμνιος ήταν ο μόνος που αυτομόλησε στους Έλληνες και γι᾽ αυτή του την πράξη οι Αθηναίοι του έδωσαν κλήρο γης στη Σαλαμίνα.
[8.12.1]ὡς δὲ εὐφρόνη ἐγεγόνεε, ἦν μὲν τῆς ὥρης μέσον θέρος, ἐγίνετο δὲ ὕδωρ τε ἄπλετον διὰ πάσης τῆς νυκτὸς καὶ σκληραὶ βρονταὶ ἀπὸ τοῦ Πηλίου· οἱ δὲ νεκροὶ καὶ τὰ ναυήγια ἐξεφορέοντο ἐς τὰς Ἀφέτας, καὶ περί τε τὰς πρῴρας τῶν νεῶν εἱλέοντο καὶ ἐτάρασσον τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων.Κι ό,τι είχε πέσει η νύχτα, όταν άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού κι έβρεχε ολονυχτίς και νά —κι ας ήταν κατακαλόκαιρο— βροντές τρομερές απ᾽ το Πήλιο· και τα πτώματα των νεκρών και τα συντρίμμια των ναυαγίων να ξεβράζονται από το κύμα στη στεριά, στις Αφέτες, και να πεδικλώνονται στις πλώρες των καραβιών και να ρημάζουν τα κουπιά στο πλατύ τους μέρος.
[8.12.2]οἱ δὲ στρατιῶται οἱ ταύτῃ ἀκούοντες ταῦτα ἐς φόβον κατιστέατο, ἐλπίζοντες πάγχυ ἀπολέεσθαι ἐς οἷα κακὰ ἧκον· πρὶν γὰρ ἢ καὶ ἀναπνεῦσαί σφεας ἔκ τε τῆς ναυηγίης καὶ τοῦ χειμῶνος τοῦ γενομένου κατὰ Πήλιον, ὑπέλαβε ναυμαχίη καρτερή, ἐκ δὲ τῆς ναυμαχίης ὄμβρος τε λάβρος καὶ ῥεύματα ἰσχυρὰ ἐς θάλασσαν ὁρμημένα βρονταί τε σκληραί.Κι έπιασε τρομάρα τους στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί ακούγοντας αυτό το χαλασμό, και καρτερούσαν, με τέτοιο κακό που τους βρήκε, αναπόφευκτο το χαμό τους· γιατί, πριν προλάβουν να πάρουν ανάσα απ᾽ το ναυάγιο και το αγριοκαίρι που τους έπιασε στα νερά του Πηλίου, ακολούθησε ναυμαχία σφοδρή, και μετά τη ναυμαχία νεροποντή ορμητική κι άνεμοι ισχυροί που μαστίγωναν τη θάλασσα, και βροντές τρομερές.
[8.13.1]καὶ τούτοισι μὲν τοιαύτη ἡ νὺξ ἐγίνετο, τοῖσι δὲ ταχθεῖσι αὐτῶν περιπλέειν Εὔβοιαν ἡ αὐτή περ ἐοῦσα νὺξ πολλὸν ἦν ἔτι ἀγριωτέρη, τοσούτῳ ὅσῳ ἐν πελάγεϊ φερομένοισι ἐπέπιπτε, καὶ τὸ τέλος σφι ἐγένετο ἄχαρι· ὡς γὰρ δὴ πλέουσι αὐτοῖσι χειμών τε καὶ τὸ ὕδωρ ἐπεγίνετο ἐοῦσι κατὰ τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίης, φερόμενοι τῷ πνεύματι καὶ οὐκ εἰδότες τῇ ἐφέροντο ἐξέπιπτον πρὸς τὰς πέτρας. ἐποιέετό τε πᾶν ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὅκως ἂν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικὸν μηδὲ πολλῷ πλέον εἴη.Αυτοί λοιπόν τέτοια νύχτα πέρασαν, ενώ η ίδια εκείνη νύχτα στάθηκε ακόμα πιο αγριότερη, και με το παραπάνω, σ᾽ εκείνους που είχαν πάρει εντολή να κάνουν με τα καράβια τους το γύρο της Εύβοιας· κι αυτό, γιατί τους βρήκε κι έπεσε πάνω τους την ώρα που θαλασσόδερναν μεσοπέλαγα, και το τέλος τους ήταν αξιοθρήνητο· γιατί, έτσι που, ενώ αρμένιζαν, τους έπιασε αγριοκαίρι και βροχή στα μέρη των Κοίλων της Εύβοιας (εκεί βρίσκονταν εκείνη την ώρα), σπρωγμένοι απ᾽ τον άνεμο και μη ξέροντας προς τα πού τους έσερνε το κύμα, ρίχνονταν στη στεριά πάνω σε βράχια. Κι όλα τα πάντα ήταν έργο του θεού, για να έρθει και να εξισωθεί ο περσικός στόλος με τον ελληνικό και να μην είναι πολύ μεγαλύτερος.
[8.14.1]οὗτοι μέν νυν περὶ τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίης διεφθείροντο· οἱ δὲ ἐν Ἀφέτῃσι βάρβαροι, ὥς σφι ἀσμένοισι ἡμέρη ἐπέλαμψε, ἀτρέμας τε εἶχον τὰς νέας καί σφι ἀπεχρᾶτο κακῶς πρήσσουσι ἡσυχίην ἄγειν ἐν τῷ παρεόντι. τοῖσι δὲ Ἕλλησι ἐπεβοήθεον νέες τρεῖς καὶ πεντήκοντα Ἀττικαί.Λοιπόν αυτοί αφανίζονταν εκεί, κατά τα Κοίλα της Εύβοιας· τώρα, οι βάρβαροι που ήταν στις Αφέτες, αναγάλλιασε η ψυχή τους αντικρίζοντας να λάμπει το φως της μέρας και κρατούσαν ακίνητα τα καράβια τους — μέσα στην κακοτυχία τους ήταν μια ανακούφιση γι᾽ αυτούς να μπορούν να είναι ήσυχοι για την ώρα. Στους Έλληνες όμως ήρθαν για ενίσχυση πενήντα τρία καράβια αθηναϊκά.
[8.14.2]αὗταί τε δή σφεας ἐπέρρωσαν ἀπικόμεναι καὶ ἅμα ἀγγελίη ἐλθοῦσα ὡς τῶν βαρβάρων οἱ περιπλέοντες τὴν Εὔβοιαν πάντες εἴησαν διεφθαρμένοι ὑπὸ τοῦ γενομένου χειμῶνος. φυλάξαντες δὴ τὴν αὐτὴν ὥρην πλέοντες ἐπέπεσον νηυσὶ Κιλίσσῃσι· ταύτας δὲ διαφθείραντες, ὡς εὐφρόνη ἐγίνετο, ἀπέπλεον ὀπίσω ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον.Ανέβασε το ηθικό τους και η άφιξη των καραβιών αυτών και η αγγελία που ήρθε ταυτόχρονα, πως οι βάρβαροι που έπλεαν γύρω απ᾽ την Εύβοια αφανίστηκαν όλοι από το αγριοκαίρι που ξέσπασε. Λοιπόν, καρτέρησαν να φτάσει η ίδια ώρα κι επιτέθηκαν σε καράβια των Κιλίκων· κι αφού τα βύθισαν, με τον ερχομό της νύχτας γύρισαν με τα καράβια τους πίσω στο Αρτεμίσιο.
[8.15.1]τρίτῃ δὲ ἡμέρῃ δεινόν τι ποιησάμενοι οἱ στρατηγοὶ τῶν βαρβάρων νέας οὕτω σφι ὀλίγας λυμαίνεσθαι καὶ τὸ ἀπὸ Ξέρξεω δειμαίνοντες οὐκ ἀνέμειναν ἔτι τοὺς Ἕλληνας μάχης ἄρξαι, ἀλλὰ παρασκευασάμενοι κατὰ μέσον ἡμέρης ἀνῆγον τὰς νέας. συνέπιπτε δὲ ὥστε τὰς αὐτὰς ταύτας ἡμέρας τάς τε ναυμαχίας γίνεσθαι ταύτας καὶ τὰς πεζομαχίας τὰς ἐν Θερμοπύλῃσι.Την τρίτη μέρα όμως οι στρατηγοί των βαρβάρων —ήταν βέβαια βαρύ γι᾽ αυτούς να τους ταλαιπωρούν τόσο λίγα καράβια, κι από την άλλη έτρεμαν την οργή του Ξέρξη— δεν περίμεναν πια ν᾽ αρχίσουν τη μάχη οι Έλληνες, αλλά προετοιμάστηκαν και κατά το μεσημέρι έβγαζαν τα καράβια τους στ᾽ ανοιχτά. Και, σύμπτωση: τις ίδιες αυτές μέρες που γίνονταν αυτές οι ναυμαχίες είχαμε και τις πεζομαχίες στις Θερμοπύλες.
[8.15.2]ἦν δὲ πᾶς ὁ ἀγὼν τοῖσι κατὰ θάλασσαν περὶ τοῦ Εὐρίπου, ὥσπερ τοῖσι ἀμφὶ Λεωνίδην τὴν ἐσβολὴν φυλάσσειν. οἱ μὲν δὴ παρεκελεύοντο ὅκως μὴ παρήσουσι ἐς τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους, οἱ δ᾽ ὅκως τὸ Ἑλληνικὸν στράτευμα διαφθείραντες τοῦ πόρου κρατήσουσι.Και ο αγώνας του ναυτικού ήταν προπάντων για τον έλεγχο του Ευρίπου, όπως κι ο αγώνας των αντρών του Λεωνίδα ήταν για να φρουρούν το πέρασμα. Λοιπόν απ᾽ τη μεριά τους έδιναν κουράγιο ο ένας στον άλλο να μην αφήσουν τον βάρβαρο να περάσει στην Ελλάδα, ενώ οι άλλοι, να εξοντώσουν τις ελληνικές δυνάμεις και να κυριέψουν το πέρασμα.
[8.16.1]ὡς δὲ ταξάμενοι οἱ Ξέρξεω ἐπέπλεον, οἱ Ἕλληνες ἀτρέμας εἶχον πρὸς τῷ Ἀρτεμισίῳ. οἱ δὲ βάρβαροι μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν ἐκυκλεῦντο, ὡς περιλάβοιεν αὐτούς. ἐνθεῦτεν οἱ Ἕλληνες ἐπανέπλεόν τε καὶ συνέμισγον. ἐν ταύτῃ τῇ ναυμαχίῃ παραπλήσιοι ἀλλήλοισι ἐγίνοντο.Κι όταν το ναυτικό του Ξέρξη μπήκε σε τάξη μάχης κι επιτέθηκε στους Έλληνες, αυτοί κρατούσαν τα καράβια τους ακίνητα κοντά στις ακτές του Αρτεμισίου. Κι οι βάρβαροι σχηματίζοντας με τα καράβια τους μισοφέγγαρο, επιχειρούσαν κυκλωτική κίνηση, για να τους βάλουν στη μέση. Τότε κίνησαν οι Έλληνες με τα καράβια εναντίον τους κι ήρθαν στα χέρια. Σ᾽ αυτή τη ναυμαχία οι αντίπαλοι αναδείχτηκαν ισόπαλοι.
[8.16.2]ὁ γὰρ Ξέρξεω στρατὸς ὑπὸ μεγάθεός τε καὶ πλήθεος αὐτὸς ὑπ᾽ ἑωυτοῦ ἔπιπτε, ταρασσομένων τε τῶν νεῶν καὶ περιπιπτουσέων περὶ ἀλλήλας· ὅμως μέντοι ἀντεῖχε καὶ οὐκ εἶκε· δεινὸν γὰρ χρῆμα ἐποιεῦντο ὑπὸ νεῶν ὀλιγέων ἐς φυγὴν τράπεσθαι.Γιατί ο στόλος του Ξέρξη, με τον όγκο και το πλήθος των καραβιών του, από μόνος του πάθαινε αβαρίες, καθώς τα καράβια του προκαλούσαν σύγχυση το ένα στο άλλο και συγκρούονταν μεταξύ τους· αλλά και μ᾽ όλ᾽ αυτά κρατούσαν καλά και δεν έκαναν πίσω· γιατί ήταν βαρύ γι᾽ αυτούς να τους κατατροπώσουν λίγα καράβια.
[8.16.3]πολλαὶ μὲν δὴ τῶν Ἑλλήνων νέες διεφθείροντο, πολλοὶ δὲ ἄνδρες, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλεῦνες νέες τε τῶν βαρβάρων καὶ ἄνδρες. οὕτω δὲ ἀγωνιζόμενοι διέστησαν χωρὶς ἑκάτεροι.Λοιπόν, οι απώλειες των Ελλήνων ήταν μεγάλες, και σε καράβια και σε άντρες, όμως πολύ μεγαλύτερες των βαρβάρων και σε καράβια και σε άντρες. Ύστερ᾽ από τέτοιον αγώνα χωρίστηκαν ο ένας στόλος απ᾽ τον άλλο.
[8.17.1]Ἐν ταύτῃ τῇ ναυμαχίῃ Αἰγύπτιοι μὲν τῶν Ξέρξεω στρατιωτέων ἠρίστευσαν, οἳ ἄλλα τε μεγάλα ἔργα ἀπεδέξαντο καὶ νέας αὐτοῖσι ἀνδράσι εἷλον Ἑλληνίδας πέντε. τῶν δὲ Ἑλλήνων κατὰ ταύτην τὴν ἡμέρην ἠρίστευσαν Ἀθηναῖοι καὶ Ἀθηναίων Κλεινίης ὁ Ἀλκιβιάδεω, ὃς δαπάνην οἰκηίην παρεχόμενος ἐστρατεύετο ἀνδράσι τε διηκοσίοισι καὶ οἰκηίῃ νηί.Σ᾽ αυτή τη ναυμαχία από το στρατόπεδο του Ξέρξη αρίστευσαν οι Αιγύπτιοι και με τ᾽ άλλα σπουδαία κατορθώματά τους, προπάντων όμως επειδή κυρίεψαν πέντε ελληνικά καράβια μ᾽ όλο το πλήρωμά τους. Απ᾽ τους Έλληνες πάλι εκείνη την ημέρα αρίστευσαν οι Αθηναίοι, κι ανάμεσα στους Αθηναίους ο Κλεινίας, ο γιος του Αλκιβιάδη, που πήρε μέρος στον αγώνα αρματώνοντας δικό του καράβι με πλήρωμα διακόσιους άντρες, που τους συντηρούσε με δικά του χρήματα.
[8.18.1]Ὡς δὲ διέστησαν, ἄσμενοι ἑκάτεροι ἐς ὅρμον ἠπείγοντο. οἱ δὲ Ἕλληνες ὡς διακριθέντες ἐκ τῆς ναυμαχίης ἀπηλλάχθησαν, τῶν μὲν νεκρῶν καὶ τῶν ναυηγίων ἐπεκράτεον, τρηχέως δὲ περιεφθέντες, καὶ οὐκ ἥκιστα Ἀθηναῖοι τῶν αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι ἦσαν, δρησμὸν δὴ ἐβούλευον ἔσω ἐς τὴν Ἑλλάδα.Και μόλις χωρίστηκαν, ο καθένας τους μ᾽ ανακούφιση κινούσε βιαστικά για τ᾽ αραξοβόλια του. Κι οι Έλληνες, όταν βρέθηκαν μόνοι τους, μετά την αποχώρησή τους απ᾽ τη ναυμαχία, κυριαρχούσαν βέβαια στα πτώματα και τα συντρίμμια, αλλά, καθώς είχαν δοκιμαστεί σκληρά, και σκληρότερα απ᾽ όλους οι Αθηναίοι, που τα μισά τους καράβια είχαν πάθει αβαρίες, σχεδίαζαν λοιπόν να δραπετεύσουν στα ενδότερα της Ελλάδας.
[8.19.1]νόῳ δὲ λαβὼν ὁ Θεμιστοκλέης ὡς εἰ ἀπορραγείη ἀπὸ τοῦ βαρβάρου τό τε Ἰωνικὸν φῦλον καὶ τὸ Καρικόν, οἷοί τε εἴησαν τῶν λοιπῶν κατύπερθε γενέσθαι, ἐλαυνόντων τῶν Εὐβοέων πρόβατα ἐπὶ τὴν θάλασσαν, ταύτῃ συλλέξας τοὺς στρατηγοὺς ἔλεγέ σφι ὡς δοκέοι ἔχειν τινὰ παλάμην τῇ ἐλπίζοι τῶν βασιλέος συμμάχων ἀποστήσειν τοὺς ἀρίστους.Απ᾽ το μυαλό του Θεμιστοκλή πέρασε η σκέψη πως, αν αποσπαστούν απ᾽ το βαρβαρικό στρατόπεδο οι φυλές των Ιώνων και των Καρών, θα μπορέσουν οι Έλληνες ν᾽ αναδειχτούν ανώτεροι από το στόλο που θ᾽ απέμενε στον Ξέρξη· καθώς λοιπόν οι κάτοικοι της Εύβοιας σαλαγούσαν τα κοπάδια τους κατά την ακροθαλασσιά, συγκέντρωσε εκεί τους στρατηγούς και τους έλεγε πως του φαίνεται ότι έχει σοφιστεί κάτι και πως μ᾽ αυτό ελπίζει να ξεσηκώσει σε αποστασία απ᾽ τον βασιλιά τους πρώτους και καλύτερους συμμάχους του.
[8.19.2]ταῦτα μέν νυν ἐς τοσοῦτο παρεγύμνου, ἐπὶ δὲ τοῖσι κατήκουσι πρήγμασι τάδε ποιητέα σφι εἶναι ἔλεγε, τῶν τε προβάτων τῶν Εὐβοϊκῶν καταθύειν ὅσα τις ἐθέλοι (κρέσσον γὰρ εἶναι τὴν στρατιὴν ἔχειν ἢ τοὺς πολεμίους), παραίνεέ τε προειπεῖν τοῖσι ἑωυτῶν ἑκάστους πῦρ ἀνακαίειν· κομιδῆς δὲ πέρι τὴν ὥρην αὐτῷ μελήσειν ὥστε ἀσινέας ἀπικέσθαι ἐς τὴν Ἑλλάδα. ταῦτα ἤρεσέ σφι ποιέειν καὶ αὐτίκα πυρὰ ἀνακαυσάμενοι ἐτρέποντο πρὸς τὰ πρόβατα.Για την ώρα λοιπόν ώς εδώ μόνο ξεσκέπαζε τη σκέψη του, κι όσο για την αντιμετώπιση της κατάστασης, έλεγε πως καλό είναι να ενεργήσουν ως εξής: να χαλάσουν όσα ζώα ήθελε ο καθένας τους απ᾽ τα κοπάδια της Εύβοιας (δεν ήταν προτιμότερο να τα έχει ο στρατός τους παρά οι εχθροί;)· και τους παρακινούσε να δώσει ο καθένας τους εντολή στους δικούς του ν᾽ ανάψουν φωτιές· τώρα, για την κατάλληλη ώρα της αποχώρησης, ώστε να φτάσουν στην Ελλάδα σώοι και αβλαβείς, αυτός θα έχει την έγνοια. Εκείνοι έδωσαν τη συγκατάθεσή τους γι᾽ αυτές τις ενέργειες κι αμέσως άναψαν φωτιές και ρίχτηκαν στα κοπάδια.
[8.20.1]οἱ γὰρ Εὐβοέες παραχρησάμενοι τὸν Βάκιδος χρησμὸν ὡς οὐδὲν λέγοντα, οὔτ᾽ ἐξεκομίσαντο οὐδὲν οὔτε προεσάξαντο ὡς παρεσομένου σφι πολέμου, περιπετέα τε ἐποιήσαντο σφίσι αὐτοῖσι τὰ πρήγματα.Γιατί οι Ευβοείς περιφρόνησαν το χρησμό του Βάκη σα να ᾽ταν κούφια λόγια κι ούτε έβγαλαν απ᾽ τη χώρα τους τίποτα ούτε από τα πριν έκαναν προμήθειες για την περίπτωση που θα ερχόταν στον τόπο τους πόλεμος· κι ενέργησαν έτσι ώστε να πάρουν δραματική στροφή γι᾽ αυτούς τα πράματα.
[8.20.2]Βάκιδι γὰρ ὧδε ἔχει περὶ τούτων ὁ χρησμός·
φράζεο, βαρβαρόφωνος ὅταν ζυγὸν εἰς ἅλα βάλλῃ
βύβλινον, Εὐβοίης ἀπέχειν πολυμηκάδας αἶγας.
τούτοισι [δὲ] οὐδὲν τοῖσι ἔπεσι χρησαμένοισι ἐν τοῖσι τότε παρεοῦσί τε καὶ προσδοκίμοισι κακοῖσι παρῆν σφι συμφορῇ χρᾶσθαι πρὸς τὰ μέγιστα.
Δηλαδή, νά ποιόν χρησμό έδωσε γι᾽ αυτούς ο Βάκης:
Στο νου σου βάλε το καλά: Όταν ο βαρβαρόγλωσσος τη θάλασσα θα ζέψει με ψάθα από παπύρι,
σύρ᾽ απ᾽ την Εύβοια μακριά τις αίγες που βελάζοντας τον κόσμο ξεκουφαίνουν.
Καθώς άφησαν σ᾽ αχρηστία αυτό τον χρησμό, το μόνο που τους άξιζε, στο κακό που τους βρήκε και στ᾽ άλλα που όπου να ᾽ναι θ᾽ ακολουθούσαν, ήταν να πέσουν στην πιο μαύρη συμφορά.
[8.21.1]οἱ μὲν δὴ ταῦτα ἔπρησσον, παρῆν δὲ ὁ ἐκ Τρηχῖνος κατάσκοπος. ἦν μὲν γὰρ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ κατάσκοπος Πολύας, γένος Ἀντικυρεύς, τῷ προσετέτακτο (καὶ εἶχε πλοῖον κατῆρες ἕτοιμον), εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός, σημαίνειν τοῖσι ἐν Θερμοπύλῃσι ἐοῦσι· ὣς δ᾽ αὕτως ἦν Ἀβρώνιχος ὁ Λυσικλέος Ἀθηναῖος καὶ παρὰ Λεωνίδῃ ἕτοιμος τοῖσι ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ ἐοῦσι ἀγγέλλειν τριηκοντέρῳ, ἤν τι καταλαμβάνῃ νεώτερον τὸν πεζόν.Κι αυτοί καταγίνονταν μ᾽ αυτά, όταν κατέφτασε ο σκοπός από την Τραχίνα. Γιατί στο Αρτεμίσιο είχε τοποθετηθεί σκοπός ο Πολύας που καταγόταν από την Αντίκυρα, στον οποίο είχε δοθεί εντολή (και είχε πλεούμενο έτοιμο, με τα κουπιά στους σκαρμούς), αν λυγίσει το ναυτικό, να δώσει το σύνθημα σ᾽ αυτούς που κρατούσαν τις Θερμοπύλες· επίσης, δίπλα στον Λεωνίδα ήταν έτοιμος ο Αθηναίος Αβρώνιχος, ο γιος του Λυσικλή, για να μεταφέρει με τριακόντερο την αγγελία σ᾽ εκείνους που βρίσκονταν στο Αρτεμίσιο, αν συνέβαινε τίποτα δυσάρεστο στο πεζικό.
[8.21.2]οὗτος ὦν ὁ Ἀβρώνιχος ἀπικόμενός σφι ἐσήμηνε τὰ γεγονότα περὶ Λεωνίδην καὶ τὸν στρατὸν αὐτοῦ. οἱ δὲ ὡς ἐπύθοντο ταῦτα, οὐκέτι ἐς ἀναβολὰς ἐποιεῦντο τὴν ἀποχώρησιν, ἐκομίζοντο δὲ ὡς ἕκαστοι ἐτάχθησαν, Κορίνθιοι πρῶτοι, ὕστατοι δὲ Ἀθηναῖοι.Αυτός λοιπόν ο Αβρώνιχος φτάνοντας τους ανήγγειλε τα όσα είχαν συμβεί στον Λεωνίδα και το στράτευμά του. Κι εκείνοι, μόλις πήραν αυτή την πληροφορία, αυτή τη φορά δεν ανέβαλαν την αποχώρησή τους, αλλά πήραν το δρόμο της επιστροφής, με τη σειρά που είχαν στην παράταξη: πρώτοι οι Κορίνθιοι, τελευταίοι οι Αθηναίοι.
[8.22.1]Ἀθηναίων δὲ νέας τὰς ἄριστα πλεούσας ἐπιλεξάμενος Θεμιστοκλέης ἐπορεύετο περὶ τὰ πότιμα ὕδατα, ἐντάμνων ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα, τὰ Ἴωνες ἐπελθόντες τῇ ὑστεραίῃ ἡμέρῃ ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον ἐπελέξαντο. τὰ δὲ γράμματα τάδε ἔλεγε· Ἄνδρες Ἴωνες, οὐ ποιέετε δίκαια ἐπὶ τοὺς πατέρας στρατευόμενοι καὶ τὴν Ἑλλάδα καταδουλούμενοι.Κι ο Θεμιστοκλής, αφού διάλεξε τα πιο γοργοτάξιδα καράβια των Αθηναίων, πορευόταν εκεί που ήταν πηγές με πόσιμο νερό και χάραζε στους βράχους επιγραφές που, όταν κατόπι, την επόμενη μέρα, ήρθαν οι Ίωνες στο Αρτεμίσιο, τις διάβασαν. Κι οι επιγραφές έλεγαν τα εξής: «Άνδρες Ίωνες, η πράξη σας δεν είναι δίκαιη, να εκστρατεύετε εναντίον των πατέρων σας και να ρίχνετε σε σκλαβιά την Ελλάδα.
[8.22.2]ἀλλὰ μάλιστα μὲν πρὸς ἡμέων γίνεσθε· εἰ δὲ ὑμῖν ἐστι τοῦτο μὴ δυνατὸν ποιῆσαι, ὑμεῖς δὲ ἔτι καὶ νῦν ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε καὶ αὐτοὶ καὶ τῶν Καρῶν δέεσθε τὰ αὐτὰ ὑμῖν ποιέειν· εἰ δὲ μηδέτερον τούτων οἷόν τε γίνεσθαι, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀναγκαίης μέζονος κατέζευχθε ἢ ὥστε ἀπίστασθαι, ὑμεῖς δὲ ἐν τῷ ἔργῳ, ἐπεὰν συμμίσγωμεν, ἐθελοκακέετε, μεμνημένοι ὅτι ἀπ᾽ ἡμέων γεγόνατε καὶ ὅτι ἀρχῆθεν ἡ ἔχθρη πρὸς τὸν βάρβαρον ἀπ᾽ ὑμέων ἡμῖν γέγονε.Βέβαια, το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να ᾽ρθείτε με το μέρος μας· κι αν αυτό σας είναι αδύνατο, τουλάχιστο έστω και τώρα κρατήστε ουδέτερη στάση, και οι ίδιοι σας, και παρακαλέστε τους Κάρες να πράξουν το ίδιο· κι αν δεν μπορεί να γίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο απ᾽ αυτά, αλλά σας δένει τα χέρια μια ανώτερη βία και δε σας επιτρέπει ν᾽ αποστατήσετε, μένει λοιπόν την ώρα του αγώνα, όταν θα ᾽ρθούμε στα χέρια, να κάνετε επίτηδες το δειλό, έχοντας στο νου σας πως κατάγεστε από μας κι ότι η αρχή της έχθρας μας με τον βάρβαρο από σας προήλθε».
[8.22.3]Θεμιστοκλέης δὲ ταῦτα ἔγραψε, δοκέειν ἐμοί, ἐπ᾽ ἀμφότερα νοέων, ἵνα ἢ λαθόντα τὰ γράμματα βασιλέα Ἴωνας ποιήσῃ μεταβαλεῖν καὶ γενέσθαι πρὸς ἑωυτῶν, ἢ ἐπείτε ἀνενειχθῇ καὶ διαβληθῇ πρὸς Ξέρξην, ἀπίστους ποιήσῃ τοὺς Ἴωνας καὶ τῶν ναυμαχιέων αὐτοὺς ἀπόσχῃ.Έχω τη γνώμη πως ο Θεμιστοκλής τα χάραξε αυτά με τη σκέψη του στο ένα ή στο άλλο: ή (στην περίπτωση που ο βασιλιάς δεν πάρει είδηση την επιγραφή) για να κάνει τους Ίωνες να έρθουν με το μέρος τους, ή (στην περίπτωση που οι επιγραφές θ᾽ αναφερθούν στον Ξέρξη και θα συνοδευτούν από καταγγελία), να κλονιστεί η εμπιστοσύνη του στους Ίωνες και να τους κρατήσει μακριά απ᾽ τη ναυμαχία.
[8.23.1]Θεμιστοκλέης μὲν ταῦτα ἐνέγραψε· τοῖσι δὲ βαρβάροισι αὐτίκα μετὰ ταῦτα πλοίῳ ἦλθε ἀνὴρ Ἱστιαιεὺς ἀγγέλλων τὸν δρησμὸν τὸν ἀπ᾽ Ἀρτεμισίου τῶν Ἑλλήνων. οἱ δ᾽ ὑπ᾽ ἀπιστίης τὸν μὲν ἀγγέλλοντα εἶχον ἐν φυλακῇ, νέας δὲ ταχέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας· ἀπαγγειλάντων δὲ τούτων τὰ ἦν, οὕτω δὴ ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ ἅπασα ἡ στρατιὴ ἔπλεε ἁλὴς ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον. ἐπισχόντες δὲ ἐν τούτῳ τῷ χώρῳ μέχρι μέσου ἡμέρης, τὸ ἀπὸ τούτου ἔπλεον ἐς Ἱστιαίην. ἀπικόμενοι δὲ τὴν πόλιν ἔσχον τῶν Ἱστιαιέων καὶ τῆς Ἐλλοπίης μοίρης, γῆς δὲ τῆς Ἱστιαιώτιδος τὰς παραθαλασσίας κώμας πάσας ἐπέδραμον.Αυτές λοιπόν τις επιγραφές χάραξε ο Θεμιστοκλής· στους βαρβάρους πάλι, αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ήρθε με πλεούμενο κάποιος από την Ιστιαία αναγγέλλοντας τη δραπέτευση των Ελλήνων απ᾽ το Αρτεμίσιο. Κι αυτοί δυσπιστώντας κρατούσαν δέσμιο τον αγγελιοφόρο, κι έστειλαν γρήγορα καράβια για ανίχνευση· κι όταν αυτά με την αναφορά τους επιβεβαίωσαν την αγγελία, έτσι, την ώρα που ο ήλιος σκόρπιζε τις ακτίνες του στη γη, ολόκληρος ο στόλος σύσσωμος αρμένιζε προς το Αρτεμίσιο. Στάθμευσαν λοιπόν σ᾽ αυτό τον τόπο ώς το μεσημέρι και κατόπιν έβαλαν πλώρη για την Ιστιαία. Κι όταν έφτασαν, κυρίεψαν την πόλη Ιστιαία κι έκαναν επιδρομές σ᾽ όλα τα παραθαλάσσια χωριά της Ελλοπίας, όσα βρίσκονταν στην περιοχή της Ιστιαίας.
[8.24.1]ἐνθαῦτα δὲ τούτων ἐόντων Ξέρξης ἑτοιμασάμενος τὰ περὶ τοὺς νεκροὺς ἔπεμπε ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν κήρυκα. προετοιμάσατο δὲ τάδε· ὅσοι τοῦ στρατοῦ τοῦ ἑωυτοῦ ἦσαν νεκροὶ ἐν Θερμοπύλῃσι (ἦσαν δὲ καὶ δύο μυριάδες), ὑπολιπόμενος τούτων ὡς χιλίους, τοὺς λοιποὺς τάφρους ὀρυξάμενος ἔθαψε, φυλλάδα τε ἐπιβαλὼν καὶ γῆν ἐπαμησάμενος, ἵνα μὴ ὀφθείησαν ὑπὸ τοῦ ναυτικοῦ στρατοῦ.Κι όσο αυτοί βρίσκονταν εκεί, ο Ξέρξης, αφού τακτοποίησε τα πτώματα των νεκρών, έστειλε κήρυκα στο στρατόπεδο του ναυτικού· νά πώς τα τακτοποίησε· ο αριθμός των στρατιωτών του που κείτονταν νεκροί στις Θερμοπύλες μπορεί να ήταν και είκοσι χιλιάδες· απ᾽ αυτούς άφησε έξω περίπου χίλιους, ενώ τους υπόλοιπους τους παράχωσε, αφού έσκαψε τάφρους, και τους σκέπασε με στρώμα από φύλλα και σώρεψε απάνω τους χώμα, για να μη τους δουν οι ναύτες.
[8.24.2]ὡς δὲ διέβη ἐς τὴν Ἱστιαίην ὁ κῆρυξ, σύλλογον ποιησάμενος παντὸς τοῦ στρατοπέδου ἔλεγε τάδε· Ἄνδρες σύμμαχοι, βασιλεὺς Ξέρξης τῷ βουλομένῳ ὑμέων παραδίδωσι ἐκλιπόντα τὴν τάξιν [καὶ] ἐλθόντα θεήσασθαι ὅκως μάχεται πρὸς τοὺς ἀνοήτους τῶν ἀνθρώπων, οἳ ἤλπισαν τὴν βασιλέος δύναμιν ὑπερβαλέεσθαι.Κι όταν ο κήρυκας πέρασε απέναντι, στην Ιστιαία, συγκέντρωσε όλο το στρατόπεδο και τους μίλησε έτσι: «Άνδρες σύμμαχοι, ο βασιλιάς Ξέρξης δίνει άδεια σ᾽ όποιον από σας θέλει, ν᾽ αφήσει τη μονάδα του και να πάει να δει με τα μάτια του τί πόλεμο κάνει με ανόητους ανθρώπους, που έλπιζαν πως θα νικήσουν τη δύναμη του βασιλιά».
[8.25.1]ταῦτα ἐπαγγειλαμένου, μετὰ ταῦτα οὐδὲν ἐγίνετο πλοίων σπανιώτερον· οὕτω πολλοὶ ἤθελον θεήσασθαι. διαπεραιωθέντες δὲ ἐθηεῦντο διεξιόντες τοὺς νεκρούς· πάντες δὲ ἠπιστέατο τοὺς κειμένους εἶναι πάντας Λακεδαιμονίους καὶ Θεσπιέας, ὁρῶντες καὶ τοὺς εἵλωτας.Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή τη διακήρυξη, όσο κι αν έψαχνες δεν μπορούσες να βρεις πλεούμενο· τόσο πολλοί ήθελαν να δουν με τα μάτια τους το θέαμα. Κι αφού διάβηκαν στη στεριά, περνούσαν ανάμεσ᾽ απ᾽ τα πτώματα και τα μελετούσαν· κι όλοι τους έμεναν με την εντύπωση πως οι νεκροί στο σύνολό τους ήταν Λακεδαιμόνιοι και Θεσπιείς, ενώ αντίκριζαν και τα πτώματα των ειλώτων.
[8.25.2]οὐ μὲν οὐδ᾽ ἐλάνθανε τοὺς διαβεβηκότας Ξέρξης ταῦτα πρήξας περὶ τοὺς νεκροὺς τοὺς ἑωυτοῦ· καὶ γὰρ δὴ καὶ γελοῖον ἦν· τῶν μὲν χίλιοι ἐφαίνοντο νεκροὶ κείμενοι, οἱ δὲ πάντες ἐκέατο ἁλέες συγκεκομισμένοι ἐς τὠυτὸ χωρίον, τέσσερες χιλιάδες.Μ᾽ όλ᾽ αυτά όμως αυτοί οι επισκέπτες δε γελάστηκαν απ᾽ το κάμωμα του Ξέρξη με τα πτώματα των στρατιωτών του· γιατί οπωσδήποτε το θέαμα ήταν γελοίο: απ᾽ τη μια μεριά να βλέπεις να κείτονται (εδώ κι εκεί) χίλιοι νεκροί, κι από την άλλη, έναν σωρό, τέσσερις χιλιάδες πτώματα συναγμένα στον ίδιο τόπο.
[8.25.3]ταύτην μὲν τὴν ἡμέρην πρὸς θέην ἐτράποντο, τῇ δ᾽ ὑστεραίῃ οἱ μὲν ἀπέπλεον ἐς Ἱστιαίην ἐπὶ τὰς νέας, οἱ δὲ ἀμφὶ Ξέρξην ἐς ὁδὸν ὁρμέατο.Λοιπόν αυτή τη μέρα την πέρασαν με το θέαμα, αλλά την επομένη οι άλλοι γύρισαν στην Ιστιαία, στα καράβια, ενώ αυτοί που ακολουθούσαν τον Ξέρξη ξανάπιασαν την πορεία τους.
[8.26.1]ἧκον δέ σφι αὐτόμολοι ἄνδρες ἀπ᾽ Ἀρκαδίης ὀλίγοι τινές, βίου τε δεόμενοι καὶ ἐνεργοὶ βουλόμενοι εἶναι. ἄγοντες δὲ τούτους ἐς ὄψιν τὴν βασιλέος ἐπυνθάνοντο οἱ Πέρσαι περὶ τῶν Ἑλλήνων τί ποιέοιεν· εἷς δέ τις πρὸ πάντων ἦν ὁ εἰρωτῶν αὐτοὺς ταῦτα.Κι ήρθαν σ᾽ αυτούς κάτι λίγοι λιποτάκτες απ᾽ την Αρκαδία, φτωχολογιά, που ήθελαν να προσφέρουν υπηρεσίες. Οι Πέρσες λοιπόν τους έφεραν μπροστά στο βασιλιά και ρωτούσαν να μάθουν για τους Έλληνες, με τί καταγίνονταν· κι εκ μέρους όλων ένας τους υπέβαλε αυτή την ερώτηση.
[8.26.2]οἱ δέ σφι ἔλεγον ὡς Ὀλύμπια ἄγουσι καὶ θεωρέοιεν ἀγῶνα γυμνικὸν καὶ ἱππικόν. ὁ δὲ ἐπείρετο ὅ τι [τὸ ἄεθλον] εἴη σφι κείμενον περὶ ὅτευ ἀγωνίζονται· οἱ δὲ εἶπον τῆς ἐλαίης τὸν διδόμενον στέφανον. ἐνθαῦτα εἴπας γνώμην γενναιοτάτην Τριτανταίχμης ὁ Ἀρταβάνου δειλίην ὦφλε πρὸς βασιλέος.Κι οι άλλοι τούς αποκρίθηκαν πως γιορτάζουν τα Ολύμπια κι απολαμβάνουν το θέαμα αγωνισμάτων και ιπποδρομιών. Κι ο άλλος τούς έκανε μια δεύτερη ερώτηση, ποιό βραβείο έχει αθλοθετηθεί για τους αγώνες αυτούς· κι εκείνοι αποκρίθηκαν, το στεφάνι από ελιά που δίνεται στο νικητή. Τότε ο Τριτανταίχμης, ο γιος του Αρταβάνου, με το να πει γνώμη γνήσιου ευπατρίδη, χαρακτηρίστηκε από τον βασιλιά δειλός.
[8.26.3]πυνθανόμενος γὰρ τὸ ἄεθλον ἐὸν στέφανον ἀλλ᾽ οὐ χρήματα, οὔτε ἠνέσχετο σιγῶν εἶπέ τε ἐς πάντας τάδε· Παπαί, Μαρδόνιε, κοίους ἐπ᾽ ἄνδρας ἤγαγες μαχησομένους ἡμέας, οἳ οὐ περὶ χρημάτων τὸν ἀγῶνα ποιεῦνται ἀλλὰ περὶ ἀρετῆς.Γιατί, ακούοντας πως το έπαθλο ήταν στεφάνι κι όχι χρήματα, δεν μπόρεσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό και είπε έτσι που να τον ακούν όλοι τα εξής: «Μαρδόνιε, Μαρδόνιε, με τί άντρες μας έφερες να δώσουμε μάχη! Με άντρες που δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά για να δείξουν τη λεβεντιά τους».
[8.27.1]τούτῳ μὲν δὴ ταῦτα εἴρητο· ἐν δὲ τῷ διὰ μέσου χρόνῳ, ἐπείτε τὸ ἐν Θερμοπύλῃσι τρῶμα ἐγεγόνεε, αὐτίκα Θεσσαλοὶ πέμπουσι κήρυκα ἐς Φωκέας, ἅτε σφι ἐνέχοντες αἰεὶ χόλον, ἀπὸ δὲ τοῦ ὑστάτου τρώματος καὶ τὸ κάρτα.Αυτά λοιπόν ήταν τα λόγια του Τριτανταίχμη· αλλά στο μεταξύ, αφού είχε μεσολαβήσει το πλήγμα στις Θερμοπύλες, αμέσως οι Θεσσαλοί στέλνουν κήρυκα στους Φωκείς, έτσι που κρατούσαν εναντίον τους ασίγαστο μίσος, που μάλιστα φούντωσε ύστερ᾽ απ᾽ το πιο πρόσφατο πλήγμα που δέχτηκαν.
[8.27.2]ἐσβαλόντες γὰρ πανστρατιῇ αὐτοί τε οἱ Θεσσαλοὶ καὶ οἱ σύμμαχοι αὐτῶν ἐς τοὺς Φωκέας οὐ πολλοῖσι ἔτεσι πρότερον ταύτης τῆς βασιλέος στρατηλασίης ἑσσώθησαν ὑπὸ τῶν Φωκέων καὶ περιέφθησαν τρηχέως.Δηλαδή, όταν οι Θεσσαλοί, οι ίδιοι τους και οι σύμμαχοί τους, έκαναν εισβολή πανστρατιά στη Φωκίδα —όχι και πολλά χρόνια πριν απ᾽ αυτή την εκστρατεία του βασιλιά— νικήθηκαν απ᾽ τους Φωκείς και δέχτηκαν γερό χτύπημα.
[8.27.3]ἐπείτε γὰρ κατειλήθησαν ἐς τὸν Παρνησσὸν οἱ Φωκέες ἔχοντες μάντιν Τελλίην τὸν Ἠλεῖον, ἐνθαῦτα ὁ Τελλίης οὗτος σοφίζεται αὐτοῖσι τοιόνδε· γυψώσας ἄνδρας ἑξακοσίους τῶν Φωκέων τοὺς ἀρίστους, αὐτούς τε τούτους καὶ τὰ ὅπλα αὐτῶν, νυκτὸς ἐπεθήκατο τοῖσι Θεσσαλοῖσι, προείπας αὐτοῖσι, τὸν ἂν μὴ λευκανθίζοντα ἴδωνται, τοῦτον κτείνειν.Γιατί, όταν οι Φωκείς στριμώχτηκαν στον Παρνασσό, έχοντας στο στρατόπεδό τους μάντη τον Τελλία τον Ηλείο, ο Τελλίας τότε τους πρότεινε το ακόλουθο στρατήγημα: πήρε και άλειψε με γύψο εξακόσιους απ᾽ τους Φωκείς, τα πρώτα παλικάρια, τα σώματά τους και τα όπλα τους, και τους έριξε νύχτα εναντίον των Θεσσαλών, με την παραγγελία, όποιον θ᾽ αντίκριζαν να μη φαντάζει κάτασπρος, να τον σκοτώνουν.
[8.27.4]τούτους ὦν αἵ τε φυλακαὶ τῶν Θεσσαλῶν πρῶται ἰδοῦσαι ἐφοβήθησαν, δόξασαι ἄλλο τι εἶναι τέρας, καὶ μετὰ τὰς φυλακὰς αὐτὴ ἡ στρατιὴ οὕτω ὥστε τετρακισχιλίων κρατῆσαι νεκρῶν καὶ ἀσπίδων Φωκέας, τῶν τὰς μὲν ἡμισέας ἐς Ἄβας ἀνέθεσαν, τὰς δὲ ἐς Δελφούς·Λοιπόν, με το που τους αντίκρισαν πρώτοι οι σκοποί των Θεσσαλών, φοβήθηκαν, πίστευσαν πως είναι τίποτε υπερφυσικό· και μετά τους σκοπούς ο φόβος έπιασε και το κύριο σώμα του στρατού, κι έτσι στα χέρια των Φωκέων έπεσαν τέσσερις χιλιάδες νεκροί και οι ασπίδες τους, που οι μισές τους αφιερώθηκαν στις Άβες και οι υπόλοιπες στους Δελφούς·
[8.27.5]ἡ δὲ δεκάτη ἐγένετο τῶν χρημάτων ἐκ ταύτης τῆς μάχης οἱ μεγάλοι ἀνδριάντες οἱ περὶ τὸν τρίποδα συνεστεῶτες ἔμπροσθε τοῦ νηοῦ τοῦ ἐν Δελφοῖσι, καὶ ἕτεροι τοιοῦτοι ἐν Ἄβῃσι ἀνακέαται.κι από τη δεκάτη των λαφύρων που προήλθαν απ᾽ αυτή τη μάχη κατασκευάστηκαν οι μεγάλοι ανδριάντες που στέκονται αντιμέτωποι γύρω από τον τρίποδα μπροστά απ᾽ το ναό των Δελφών, ενώ άλλοι παρόμοιοι έχουν στηθεί στις Άβες.
[8.28.1]ταῦτα μέν νυν τὸν πεζὸν ἐργάσαντο τῶν Θεσσαλῶν οἱ Φωκέες πολιορκέοντα ἑωυτούς· ἐσβαλοῦσαν δὲ ἐς τὴν χώρην τὴν ἵππον αὐτῶν ἐλυμήναντο ἀνηκέστως. ἐν γὰρ τῇ ἐσβολῇ ἥ ἐστι κατὰ Ὑάμπολιν, ἐν ταύτῃ τάφρον μεγάλην ὀρύξαντες ἀμφορέας κεινοὺς ἐς αὐτὴν κατέθηκαν, χοῦν δὲ ἐπιφορήσαντες καὶ ὁμοιώσαντες τῷ ἄλλῳ χώρῳ ἐδέκοντο τοὺς Θεσσαλοὺς ἐσβάλλοντας. οἱ δὲ ὡς ἀναρπασόμενοι τοὺς Φωκέας φερόμενοι ἐσέπεσον ἐς τοὺς ἀμφορέας· ἐνθαῦτα οἱ ἵπποι τὰ σκέλεα διεφθάρησαν.Αυτά λοιπόν έκαναν οι Φωκείς στο πεζικό των Θεσσαλών που τους πολιορκούσε· κι επίσης, όταν το ιππικό των Θεσσαλών έκανε εισβολή στη χώρα τους, του προκάλεσαν ανεπανόρθωτες απώλειες. Δηλαδή, στο πέρασμα που οδηγεί στη χώρα τους, εκεί κατά την Υάμπολη, έσκαψαν μεγάλη τάφρο και κατέβασαν σ᾽ αυτήν άδειους αμφορείς, κι αφού σώρεψαν απάνω τους χώμα κι έκαναν το μέρος να μη ξεχωρίζει από τα γύρω, αντιμετώπιζαν τους Θεσσαλούς που έκαναν την εισβολή. Κι εκείνοι, στην ορμητική τους επέλαση για να σαρώσουν με έφοδο τους Φωκείς, έπεσαν μέσα στους αμφορείς· εκεί τσακίστηκαν τα σκέλη των αλόγων τους.
[8.29.1]τούτων δή σφι ἀμφοτέρων ἔχοντες ἔγκοτον οἱ Θεσσαλοὶ πέμψαντες κήρυκα ἠγόρευον τάδε· Ὦ Φωκέες, ἤδη τι μᾶλλον γνωσιμαχέετε μὴ εἶναι ὅμοιοι ἡμῖν.Λοιπόν οι Θεσσαλοί, που μέσα τους φώλιαζε μνησικακία γι᾽ αυτά τα δυο πλήγματα, έστειλαν κήρυκα που έκανε την εξής αγόρευση: «Φωκείς, καιρός να βάλετε μυαλό και να παραδεχτείτε πως δεν είστε δα ίσοι κι όμοιοι με μας.
[8.29.2]πρόσθε τε γὰρ ἐν τοῖσι Ἕλλησι, ὅσον χρόνον ἐκεῖνα ἡμῖν ἥνδανε, πλέον αἰεί κοτε ὑμέων ἐφερόμεθα, νῦν τε παρὰ τῷ βαρβάρῳ τοσοῦτον δυνάμεθα ὥστε ἐπ᾽ ἡμῖν ἐστι τῆς γῆς ἐστερῆσθαι καὶ πρὸς ἠνδραποδίσθαι ὑμέας· ἡμεῖς μέντοι τὸ πᾶν ἔχοντες οὐ μνησικακέομεν, ἀλλ᾽ ἡμῖν γενέσθω ἀντ᾽ αὐτῶν πεντήκοντα τάλαντα ἀργυρίου, καὶ ὑμῖν ὑποδεκόμεθα τὰ ἐπιόντα ἐπὶ τὴν χώρην ἀποτρέψειν.Γιατί και στο παρελθόν, στον κόσμο των Ελλήνων, όσο καιρό κρίναμε καλό να είμαστε με το μέρος τους, πάντοτε μας τιμούσαν περισσότερο απ᾽ ό,τι εσάς, και τώρα οι βάρβαροι τόσο πολύ μας υπολογίζουν, ώστε στο χέρι μας είναι να χάσετε τη γη σας κι ακόμα να γίνετε ανδράποδα· αλλά εμείς, αν και είμαστε παντοδύναμοι, δε σας κρατάμε κακία, φτάνει, για όσα μας κάνατε, να εισπράξουμε από σας πενήντα τάλαντα ασήμι· και σας δίνουμε εγγύηση πως θ᾽ αποτρέψουμε από τη χώρα σας τις απειλές που τη σκιάζουν».
[8.30.1]ταῦτά σφι ἐπαγγέλλοντο οἱ Θεσσαλοί. οἱ γὰρ Φωκέες μοῦνοι τῶν ταύτῃ ἀνθρώπων οὐκ ἐμήδιζον, κατ᾽ ἄλλο μὲν οὐδέν, ὡς ἐγὼ συμβαλλόμενος εὑρίσκω, κατὰ δὲ τὸ ἔχθος τὸ Θεσσαλῶν.Αυτά τους μήνυσαν οι Θεσσαλοί. Γιατί οι Φωκείς ήταν ο μόνος λαός αυτής της περιοχής που δε μήδισαν· κι ο μοναδικός λόγος γι᾽ αυτό, σύμφωνα με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα, ήταν το μίσος τους προς τους Θεσσαλούς, τίποτ᾽ άλλο.
[8.30.2]εἰ δὲ Θεσσαλοὶ τὰ Ἑλλήνων ηὖξον, ὡς ἐμοὶ δοκέειν, ἐμήδιζον ἂν οἱ Φωκέες· οἳ ταῦτα ἐπαγγελλομένων Θεσσαλῶν οὔτε δώσειν ἔφασαν χρήματα παρέχειν τέ σφι Θεσσαλοῖσι ὁμοίως μηδίζειν, εἰ ἄλλως βουλοίατο· ἀλλ᾽ οὐκ ἔσεσθαι ἑκόντες εἶναι προδόται τῆς Ἑλλάδος.Και, κατά τη γνώμη μου, αν οι Θεσσαλοί ενίσχυαν τους Έλληνες, οι Φωκείς θα μήδιζαν· που, ύστερ᾽ απ᾽ αυτό το μήνυμα που τους έστειλαν οι Θεσσαλοί, είπαν πως δε θα τους δώσουν χρήματα κι ούτε είχαν καμιά δυσκολία να μηδίσουν με τους όρους που μήδισαν και οι Θεσσαλοί, αν είχαν κάνει διαφορετική επιλογή· αλλά δε θα γίνουν προδότες της Ελλάδας με δική τους συγκατάθεση.
[8.31.1]ἐπειδὴ δὲ ἀνηνείχθησαν οὗτοι οἱ λόγοι, οὕτω δὴ οἱ Θεσσαλοὶ κεχολωμένοι τοῖσι Φωκεῦσι ἐγένοντο ἡγεμόνες τῷ βαρβάρῳ τῆς ὁδοῦ. ἐκ μὲν δὴ τῆς Τρηχινίης ἐς τὴν Δωρίδα ἐσέβαλον· τῆς γὰρ Δωρίδος χώρης ποδεὼν στεινὸς ταύτῃ κατατείνει, ὡς τριήκοντα σταδίων μάλιστά κῃ εὖρος, κείμενος μεταξὺ τῆς τε Μηλίδος καὶ τῆς Φωκίδος χώρης, ἥ περ ἦν τὸ παλαιὸν Δρυοπίς· ἡ δὲ χώρη αὕτη ἐστὶ μητρόπολις Δωριέων τῶν ἐν Πελοποννήσῳ. ταύτην ὦν τὴν Δωρίδα γῆν οὐκ ἐσίναντο ἐσβαλόντες οἱ βάρβαροι· ἐμήδιζόν τε γὰρ καὶ οὐκ ἐδόκεε Θεσσαλοῖσι.Κι όταν άκουσαν αυτή την απάντηση, τότε λοιπόν οι Θεσσαλοί εξοργισμένοι με τους Φωκείς έγιναν οδηγοί της πορείας των βαρβάρων. Κι έτσι από τη χώρα των Τραχινίων έκαναν εισβολή στη Δωρίδα· γιατί ώς εκεί φτάνει μακρόστενη λωρίδα γης (το πλάτος της είναι δεν είναι τριάντα στάδιοι), που βρίσκεται ανάμεσα στη Μαλίδα και τη Φωκίδα, που τον παλιό καιρό ήταν των Δρυόπων· κι αυτή η χώρα είναι η μητρόπολη των Δωριέων της Πελοποννήσου. Λοιπόν αυτή τη χώρα, τη Δωρίδα, δεν τη διαγούμισαν οι βάρβαροι στο πέρασμά τους, γιατί οι κάτοικοί της μήδιζαν και οι Θεσσαλοί δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους.
[8.32.1]ὡς δὲ ἐκ τῆς Δωρίδος ἐς τὴν Φωκίδα ἐσέβαλον, αὐτοὺς μὲν τοὺς Φωκέας οὐκ αἱρέουσι. οἱ μὲν γὰρ τῶν Φωκέων ἐς τὰ ἄκρα τοῦ Παρνησσοῦ ἀνέβησαν (ἔστι δὲ καὶ ἐπιτηδέη δέξασθαι ὅμιλον τοῦ Παρνησσοῦ ἡ κορυφὴ ‹ἡ› κατὰ Νέωνα πόλιν κειμένη ἐπ᾽ ἑωυτῆς, Τιθορέα οὔνομα αὐτῇ· ἐς τὴν δὴ ἀνηνείκαντο καὶ αὐτοὶ ἀνέβησαν)·Όταν όμως απ᾽ τη Δωρίδα μπήκαν στη Φωκίδα, τους ίδιους τους Φωκείς δεν τους έβαλαν στο χέρι. Γιατί άλλοι απ᾽ τους Φωκείς ανέβηκαν στις κορυφές του Παρνασσού (κι είναι κατάλληλη να δεχτεί πολύ κόσμο η κορυφή του Παρνασσού, που, ξεκομμένη, βρίσκεται πάνω απ᾽ την πόλη Νέωνα — τ᾽ όνομά της Τιθορέα· σ᾽ αυτή λοιπόν ανέβασαν τα υπάρχοντά τους κι ανέβηκαν και οι ίδιοι)·
[8.32.2]οἱ δὲ πλεῦνες αὐτῶν ἐς τοὺς Ὀζόλας Λοκροὺς ἐξεκομίσαντο, ἐς Ἄμφισσαν πόλιν τὴν ὑπὲρ τοῦ Κρισαίου πεδίου οἰκεομένην. οἱ δὲ βάρβαροι τὴν χώρην πᾶσαν ἐπέδραμον τὴν Φωκίδα· Θεσσαλοὶ γὰρ οὕτω ἦγον τὸν στρατόν· ὁκόσα δὲ ἐπέσχον, πάντα ἐπέφλεγον καὶ ἔκειρον, καὶ ἐς τὰς πόλις ἐνιέντες πῦρ καὶ ἐς τὰ ἱρά.αλλά οι περισσότεροι κατέφυγαν με τα υπάρχοντά τους στους Οζόλες Λοκρούς, στην πόλη Άμφισσα, που είναι χτισμένη πάνω από την πεδιάδα της Κρίσας. Και οι βάρβαροι έκαναν επιδρομές στη γη των Φωκέων, από τη μια της άκρη ώς την άλλη· γιατί έτσι οδηγούσαν το στρατό τους οι Θεσσαλοί· κι όσα μέρη έβαλαν στο χέρι τους, όλα τα πυρπολούσαν και τα ρήμαζαν, βάζοντας φωτιά και στις πολιτείες και στα λατρευτικά κέντρα.
[8.33.1]πορευόμενοι γὰρ ταύτῃ παρὰ τὸν Κηφισὸν ποταμὸν ἐδηίουν πάντα, καὶ κατὰ μὲν ἔκαυσαν Δρυμὸν πόλιν, κατὰ δὲ Χαράδραν καὶ Ἔρωχον καὶ Τεθρώνιον καὶ Ἀμφίκαιαν καὶ Νέωνα καὶ Πεδιέας καὶ Τριτέας καὶ Ἐλάτειαν καὶ Ὑάμπολιν καὶ Παραποταμίους καὶ Ἄβας, ἔνθα ἦν ἱρὸν Ἀπόλλωνος πλούσιον, θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι πολλοῖσι κατεσκευασμένον· ἦν δὲ καὶ τότε καὶ νῦν ἔστι χρηστήριον αὐτόθι· καὶ τοῦτο τὸ ἱρὸν συλήσαντες ἐνέπρησαν. καί τινας διώκοντες εἷλον τῶν Φωκέων πρὸς τοῖσι ὄρεσι, καὶ γυναῖκάς τινας διέφθειραν μισγόμενοι ὑπὸ πλήθεος.Γιατί στην πορεία τους σ᾽ αυτή την περιοχή, ακολουθώντας το ρεύμα του Κηφισού, διαγούμιζαν τα πάντα κι έκαναν στάχτη την πόλη Δρυμός, στάχτη τη Χαράδρα και τον Έρωχο και το Τεθρώνιο και την Αμφίκαια και τη Νέωνα και τους Πεδιείς και τους Τριτείς και την Ελάτεια και την Υάμπολη και τους Παραποταμίους και τις Άβες (όπου ήταν το πλούσιο λατρευτικό κέντρο του Απόλλωνα, περιστοιχισμένο από «θησαυρούς» και πολλά αναθήματα· και λειτουργούσε εκεί, όπως και σήμερα, μαντείο· κι αυτό το λατρευτικό κέντρο, αφού το σύλησαν, το παρέδωσαν στις φλόγες). Κι αιχμαλώτισαν και μερικούς Φωκείς καταδιώκοντάς τους στις παρυφές του βουνού και εξόντωσαν μερικές γυναίκες με το να σμίξουν με την καθεμιά τους στρατιώτες πολλοί.
[8.34.1]Παραποταμίους δὲ παραμειβόμενοι οἱ βάρβαροι ἀπίκοντο ἐς Πανοπέας. ἐνθεῦτεν δὲ ἤδη διακρινομένη ἡ στρατιὴ αὐτῶν ἐσχίζετο. τὸ μὲν πλεῖστον καὶ δυνατώτατον τοῦ στρατοῦ ἅμα αὐτῷ Ξέρξῃ πορευόμενον ἐπ᾽ Ἀθήνας ἐσέβαλε ἐς Βοιωτούς, ἐς γῆν τὴν Ὀρχομενίων. Βοιωτῶν δὲ πᾶν τὸ πλῆθος ἐμήδιζε, τὰς δὲ πόλις αὐτῶν ἄνδρες Μακεδόνες διατεταγμένοι ἔσῳζον, ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἀποπεμφθέντες. ἔσῳζον δὲ τῇδε, δῆλον βουλόμενοι ποιέειν Ξέρξῃ ὅτι τὰ Μήδων Βοιωτοὶ φρονέοιεν.Κι οι βάρβαροι προσπερνώντας τους Παραποταμίους έφτασαν στους Πανοπείς. Και αποκεί και πέρα το εκστρατευτικό τους σώμα χωρίστηκε στα δυο κι ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέρος του στρατού, συνεχίζοντας την πορεία του εναντίον της Αθήνας, μαζί με τον ίδιο τον Ξέρξη, έκανε εισβολή στη Βοιωτία, στην περιοχή του Ορχομενού. Κι οι Βοιωτοί μήδιζαν στο σύνολό τους· και Μακεδόνες που, σταλμένοι απ᾽ τον Αλέξανδρο, είχαν ταχθεί σε καθεμιά από τις πόλεις τους, εξασφάλιζαν τη σωτηρία τους. Και νά πώς εξασφάλιζαν τη σωτηρία τους: έσπευδαν να δηλώσουν στον Ξέρξη πως οι Βοιωτοί ήταν με το μέρος των Περσών.
[8.35.1]οὗτοι μὲν δὴ τῶν βαρβάρων ταύτῃ ἐτράποντο, ἄλλοι δὲ αὐτῶν ἡγεμόνας ἔχοντες ὁρμέατο ἐπὶ τὸ ἱρὸν τὸ ἐν Δελφοῖσι, ἐν δεξιῇ τὸν Παρνησσὸν ἀπέργοντες. ὅσα δὲ καὶ οὗτοι ἐπέσχον τῆς Φωκίδος, πάντα ἐσιναμώρεον· καὶ γὰρ τῶν Πανοπέων τὴν πόλιν ἐνέπρησαν καὶ Δαυλίων καὶ Αἰολιδέων.Λοιπόν, το σώμα αυτό των βαρβάρων ακολουθούσε αυτή την πορεία, ενώ άλλοι έχοντας μαζί τους οδηγούς ξεκίνησαν για το μαντείο των Δελφών, έχοντας στο δεξί τους χέρι τον Παρνασσό. Κι απ᾽ όσα μέρη της Φωκίδας πέρασαν κι αυτοί, όλα τα διαγούμιζαν· έτσι, πυρπόλησαν την πόλη των Πανοπέων και των Δαυλίων και των Λιλαιέων.
[8.35.2]ἐπορεύοντο δὲ ταύτῃ ἀποσχισθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς τῶνδε εἵνεκα, ὅκως συλήσαντες τὸ ἱρὸν τὸ ἐν Δελφοῖσι βασιλέϊ Ξέρξῃ ἀποδέξαιεν τὰ χρήματα. πάντα δ᾽ ἠπίστατο τὰ ἐν τῷ ἱρῷ ὅσα λόγου ἦν ἄξια Ξέρξης, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, ἄμεινον ἢ τὰ ἐν τοῖσι οἰκίοισι ἔλιπε, πολλῶν αἰεὶ λεγόντων, καὶ μάλιστα τὰ Κροίσου τοῦ Ἀλυάττεω ἀναθήματα.Ακολουθούσαν λοιπόν την πορεία αυτή ξεκόβοντας από το υπόλοιπο εκστρατευτικό σώμα, κι ο λόγος ήταν ο εξής, να συλήσουν το μαντείο των Δελφών, για να προσφέρουν τους θησαυρούς του στον Ξέρξη. Και (σύμφωνα με τις πληροφορίες μου) ο Ξέρξης ήξερε καλά όλα τα πολύτιμα κειμήλια που φυλάγονταν στο μαντείο· τα ήξερε μάλιστα καλύτερα απ᾽ όσο εκείνα που άφησε πίσω στο παλάτι του, καθώς πολλοί ολοένα έκαναν λόγο γι᾽ αυτά, και προπάντων τα αφιερώματα του Κροίσου, του γιου του Αλυάττη.
[8.36.1]οἱ δὲ Δελφοὶ πυνθανόμενοι ταῦτα ἐς πᾶσαν ἀρρωδίην ἀπίκατο, ἐν δείματι δὲ μεγάλῳ κατεστεῶτες ἐμαντεύοντο περὶ τῶν ἱρῶν χρημάτων, εἴτε σφέα κατὰ γῆς κατορύξωσι εἴτε ἐκκομίσωσι ἐς ἄλλην χώρην. ὁ δὲ θεός σφεα οὐκ ἔα κινέειν, φὰς αὐτὸς ἱκανὸς εἶναι τῶν ἑωυτοῦ προκατῆσθαι.Και τους κατοίκους των Δελφών, όταν τα πληροφορήθηκαν αυτά, τους έζωσαν χίλιοι φόβοι· κι έτσι που πήραν μεγάλη τρομάρα, ζητούσαν χρησμό για τους θησαυρούς του θεού, να τους καταχωνιάσουν στα σπλάχνα της γης ή να τους μεταφέρουν σε άλλη χώρα. Αλλά ο θεός δεν έστεργε να τους μετακινήσουν, δηλώνοντας πως ο ίδιος είναι ικανός να υπερασπιστεί τα όσα του ανήκουν.
[8.36.2]Δελφοὶ δὲ ταῦτα ἀκούσαντες σφέων αὐτῶν πέρι ἐφρόντιζον. τέκνα μέν νυν καὶ γυναῖκας πέρην ἐς τὴν Ἀχαιίην διέπεμψαν, αὐτῶν δὲ οἱ μὲν πλεῖστοι ἀνέβησαν ἐς τοῦ Παρνησσοῦ τὰς κορυφὰς καὶ ἐς τὸ Κωρύκιον ἄντρον ἀνηνείκαντο, οἱ δὲ ἐς Ἄμφισσαν τὴν Λοκρίδα ὑπεξῆλθον. πάντες δὲ ὦν οἱ Δελφοὶ ἐξέλιπον τὴν πόλιν, πλὴν ἑξήκοντα ἀνδρῶν καὶ τοῦ προφήτεω.Κι οι κάτοικοι των Δελφών ακούοντας αυτά φρόντιζαν για τον εαυτό τους. Λοιπόν, έστειλαν τα παιδιά και τις γυναίκες τους σε διάφορα μέρη της αντικρινής Αχαΐας, κι οι ίδιοι τους, οι περισσότεροι, ανέβηκαν στις κορυφές του Παρνασσού και σκαρφάλωσαν με τα υπάρχοντά τους στο Κωρύκειο άντρο, ενώ άλλοι αναζήτησαν καταφύγιο στην Άμφισσα των Λοκρών. Λοιπόν, όλοι οι κάτοικοι των Δελφών εγκατέλειψαν την πόλη τους, μόνο εξήντα έμειναν κι ο ιερέας του μαντείου.
[8.37.1]ἐπεὶ δὲ ἀγχοῦ τε ἦσαν οἱ βάρβαροι ἐπιόντες καὶ ἀπώρων τὸ ἱρόν, ἐν τούτῳ ὁ προφήτης, τῷ οὔνομα ἦν Ἀκήρατος, ὁρᾷ πρὸ τοῦ νηοῦ ὅπλα προκείμενα ἔσωθεν ἐκ τοῦ μεγάρου ἐξενηνειγμένα ἱρά, τῶν οὐκ ὅσιον ἦν ἅπτεσθαι ἀνθρώπων οὐδενί.Είχαν πια πλησιάσει οι βάρβαροι εισβολείς και αντίκριζαν το ναό, όταν ο ιερέας του μαντείου (το όνομά του, Ακήρατος) βλέπει να προβάλλουν μπροστά απ᾽ το ναό δόρατα, που είχαν βγει από μέσα, από το άδυτο του ναού, κι ήταν κριματισμένος ο άνθρωπος που θα τ᾽ άγγιζε, όποιος και να ᾽ταν αυτός.
[8.37.2]ὁ μὲν δὴ ἤιε Δελφῶν τοῖσι παρεοῦσι σημανέων τὸ τέρας· οἱ δὲ βάρβαροι ἐπειδὴ ἐγίνοντο ἐπειγόμενοι κατὰ τὸ ἱρὸν τῆς Προνηίης Ἀθηναίης, ἐπιγίνεταί σφι τέρεα ἔτι μέζονα τοῦ πρὶν γενομένου τέρεος. θῶμα μὲν γὰρ καὶ τοῦτο κάρτα ἐστί, ὅπλα ἀρήια αὐτόματα φανῆναι ἔξω προκείμενα τοῦ νηοῦ· τὰ δὲ δὴ ἐπὶ τούτῳ δεύτερα ἐπιγενόμενα καὶ διὰ πάντων φασμάτων ἄξια θωμάσαι μάλιστα.Κι εκείνος έτρεχε ν᾽ αναγγείλει το θαυμαστό φαινόμενο στους κατοίκους των Δελφών που έμειναν εκεί. Κι όταν οι βάρβαροι στην επιδρομή τους έφταναν βιαστικά εκεί που βρίσκεται ο ναός της Αθηνάς Προναίας, τους υποδέχτηκαν τέρατα και σημεία μεγαλύτερα απ᾽ το προηγούμενο. Γιατί βέβαια είναι θαύμα κι ετούτο τρανό, να προβάλλουν από μόνα τους δόρατα έξω απ᾽ το ναό, αλλά τα όσα ήρθαν μετά απ᾽ αυτό, σε δεύτερη φάση, είναι πιο εντυπωσιακά από κάθε άλλο φαινόμενο.
[8.37.3]ἐπεὶ γὰρ δὴ ἦσαν ἐπιόντες οἱ βάρβαροι κατὰ τὸ ἱρὸν τῆς Προνηίης [Ἀθηναίης], ἐν τούτῳ ἐκ μὲν τοῦ οὐρανοῦ κεραυνοὶ αὐτοῖσι ἐνέπιπτον, ἀπὸ δὲ τοῦ Παρνησσοῦ ἀπορραγεῖσαι δύο κορυφαὶ ἐφέροντο πολλῷ πατάγῳ ἐς αὐτοὺς καὶ κατέλαβον συχνούς σφεων, ἐκ δὲ τοῦ ἱροῦ τῆς Προνηίης νηοῦ βοή τε καὶ ἀλαλαγμὸς ἐγίνετο.Δηλαδή, την ώρα που οι βάρβαροι συνεχίζοντας την επιδρομή τους βρίσκονταν στο ύψος του ναού της Προναίας, νά απ᾽ τη μια μεριά να τους σφυροκοπούν αστροπελέκια απ᾽ τον ουρανό, κι από την άλλη δυο κορυφές του Παρνασσού να ξεκολλούν απ᾽ το βουνό και να κατρακυλούν με φοβερό πάταγο κατεπάνω τους και να καταπλακώνουν πολλούς απ᾽ αυτούς· τέλος, απ᾽ το ναό της Προναίας έβγαιναν βουητό κι αλαλαγμοί.
[8.38.1]συμμιγέντων δὲ τούτων πάντων φόβος τοῖσι βαρβάροισι ἐνεπεπτώκεε. μαθόντες δὲ οἱ Δελφοὶ φεύγοντάς σφεας, ἐπικαταβάντες ἀπέκτειναν πλῆθός τι αὐτῶν. οἱ δὲ περιεόντες ἰθὺ Βοιωτῶν ἔφευγον. ἔλεγον δὲ οἱ ἀπονοστήσαντες οὗτοι τῶν βαρβάρων, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, ὡς πρὸς τούτοισι καὶ ἄλλα ὥρων θεῖα· δύο γὰρ ὁπλίτας μέζονας ἢ κατὰ ἀνθρώπων φύσιν ἐόντας ἕπεσθαί σφι κτείνοντας καὶ διώκοντας.Λοιπόν, καθώς όλ᾽ αυτά, σωστή κοσμοχαλασιά, ήρθαν και τους βρήκαν, τους βαρβάρους τους έζωσε φόβος. Κι οι κάτοικοι των Δελφών, όταν αντιλήφτηκαν πως αυτοί το ᾽βαλαν στα πόδια, ροβόλησαν απ᾽ τα ψηλώματα απάνω τους και σκότωσαν κάμποσους απ᾽ αυτούς. Κι όσοι σώθηκαν, πήραν να φεύγουν γραμμή για τη Βοιωτία. Και, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, έλεγαν αυτοί οι βάρβαροι που γύρισαν ζωντανοί, πως κοντά σ᾽ αυτά αντίκρισαν κι άλλα θεϊκά σημάδια· δηλαδή να τους παίρνουν στο κατόπι σκοτώνοντας και καταδιώκοντάς τους δυο γίγαντες με πανοπλία.
[8.39.1]τούτους δὲ τοὺς δύο Δελφοὶ λέγουσι εἶναι ἐπιχωρίους ἥρωας, Φύλακόν τε καὶ Αὐτόνοον, τῶν τὰ τεμένεά ἐστι περὶ τὸ ἱρόν, Φυλάκου μὲν παρ᾽ αὐτὴν τὴν ὁδὸν κατύπερθε τοῦ ἱροῦ τῆς Προνηίης, Αὐτονόου δὲ πέλας τῆς Κασταλίης ὑπὸ τῇ Ὑαμπείῃ κορυφῇ.Κι οι κάτοικοι των Δελφών λένε πως τούτοι οι δύο είναι οι ημίθεοι του τόπου, ο Φύλακος κι ο Αυτόνοος, που τα τεμένη τους βρίσκονται γύρω απ᾽ το μαντείο, του Φυλάκου δίπλα ακριβώς απ᾽ τον δρόμο, πάνω από το ναό της Προναίας, και του Αυτονόου κοντά στην Κασταλία, κάτω από την κορυφή Υάμπεια.
[8.39.2]οἱ δὲ πεσόντες ἀπὸ τοῦ Παρνησσοῦ λίθοι ἔτι καὶ ἐς ἡμέας ἦσαν σόοι, ἐν τῷ τεμένεϊ τῆς Προνηίης [Ἀθηναίης] κείμενοι, ἐς τὸ ἐνέσκηψαν διὰ τῶν βαρβάρων φερόμενοι. τούτων μέν νυν τῶν ἀνδρῶν αὕτη ἀπὸ τοῦ ἱροῦ ἀπαλλαγὴ γίνεται.Και τα βράχια που έπεσαν απ᾽ τον Παρνασσό ακόμα και στις μέρες μου σώζονταν· κείτονται στο τέμενος της Προναίας, εκεί όπου έπεσαν ορμητικά κατρακυλώντας ανάμεσα στους βαρβάρους. Λοιπόν αυτό το στράτευμα έτσι σηκώθηκε κι έφυγε απ᾽ το μαντείο.
[8.40.1]Ὁ δὲ Ἑλλήνων ναυτικὸς στρατὸς ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου Ἀθηναίων δεηθέντων ἐς Σαλαμῖνα κατίσχει τὰς νέας. τῶνδε δὲ εἵνεκα προσεδεήθησαν αὐτῶν σχεῖν πρὸς Σαλαμῖνα Ἀθηναῖοι, ἵνα αὐτοὶ παῖδάς τε καὶ γυναῖκας ὑπεξαγάγωνται ἐκ τῆς Ἀττικῆς, πρὸς δὲ καὶ βουλεύσωνται τὸ ποιητέον αὐτοῖσι ἔσται. ἐπὶ γὰρ τοῖσι κατήκουσι πρήγμασι βουλὴν ἔμελλον ποιήσεσθαι ὡς ἐψευσμένοι γνώμης.Κι ο στόλος των Ελλήνων απ᾽ το Αρτεμίσιο πήγε με τα καράβια του κι αγκυροβόλησε στη Σαλαμίνα, ύστερ᾽ από αίτημα των Αθηναίων. Κι οι λόγοι που ώθησαν τους Αθηναίους να ζητήσουν επίμονα να δέσουν τα καράβια στη Σαλαμίνα ήταν να μεταφέρουν απ᾽ την Αττική σε σίγουρο μέρος τα παιδιά και τις γυναίκες τους κι επίσης να συσκεφτούν για το τί πρέπει να κάνουν. Γιατί ήταν να συγκαλέσουν σύσκεψη ύστερ᾽ από την κατάσταση που δημιουργήθηκε, αφού οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν.
[8.40.2]δοκέοντες γὰρ εὑρήσειν Πελοποννησίους πανδημεὶ ἐν τῇ Βοιωτίῃ ὑποκατημένους τὸν βάρβαρον, τῶν μὲν εὗρον οὐδὲν ἐόν, οἱ δὲ ἐπυνθάνοντο τὸν Ἰσθμὸν αὐτοὺς τειχέοντας, τὴν Πελοπόννησον περὶ πλείστου τε ποιεομένους περιεῖναι καὶ ταύτην ἔχοντας ἐν φυλακῇ, τὰ ἄλλα δὲ ἀπιέναι. ταῦτα πυνθανόμενοι οὕτω δὴ προσεδεήθησάν σφεων σχεῖν πρὸς τὴν Σαλαμῖνα.Δηλαδή, ενώ πίστευαν πως θα βρουν τους Πελοποννησίους να καρτερούν τον βάρβαρο στρατοπεδευμένοι πανστρατιά στη Βοιωτία, νά που δε βρήκαν ψυχή, κι αντίθετα πληροφορήθηκαν πως οχύρωναν με τείχος τον Ισθμό, καθώς για εκείνους το παν ήταν να σωθεί η Πελοπόννησος και αυτήν φρουρούσαν κι αδιαφορούσαν για τις άλλες περιοχές. Έτσι λοιπόν, ύστερ᾽ απ᾽ αυτές τις πληροφορίες, ζητούσαν επίμονα απ᾽ τους συμμάχους ν᾽ αγκυροβολήσουν στη Σαλαμίνα.
[8.41.1]οἱ μὲν δὴ ἄλλοι κατέσχον ἐς τὴν Σαλαμῖνα, Ἀθηναῖοι δὲ ἐς τὴν ἑωυτῶν. μετὰ δὲ τὴν ἄπιξιν κήρυγμα ἐποιήσαντο, Ἀθηναίων τῇ τις δύναται σῴζειν τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας. ἐνθαῦτα οἱ μὲν πλεῖστοι ἐς Τροιζῆνα ἀπέστειλαν, οἱ δὲ ἐς Αἴγιναν, οἱ δὲ ἐς Σαλαμῖνα.Λοιπόν οι άλλοι αγκυροβόλησαν στη Σαλαμίνα, ενώ οι Αθηναίοι στο λιμάνι τους. Και με τον ερχομό τους διακήρυξαν ο κάθε Αθηναίος να σώσει, όπως μπορεί, τα παιδιά και τους ανθρώπους του σπιτιού του. Οι περισσότεροι τότε τους έστελναν στην Τροιζήνα, άλλοι στη Αίγινα κι άλλοι στη Σαλαμίνα.
[8.41.2]ἔσπευσαν δὲ ταῦτα ὑπεκθέσθαι τῷ χρηστηρίῳ τε βουλόμενοι ὑπηρετέειν καὶ δὴ καὶ τοῦδε εἵνεκα οὐκ ἥκιστα· λέγουσι Ἀθηναῖοι ὄφιν μέγαν φύλακα τῆς ἀκροπόλιος ἐνδιαιτᾶσθαι ἐν τῷ ἱρῷ. λέγουσί τε ταῦτα καὶ δὴ καὶ ὡς ἐόντι ἐπιμήνια διατελέουσι προτιθέντες· τὰ δ᾽ ἐπιμήνια μελιτόεσσά ἐστι.Κι ο λόγος που βιάστηκαν να τους μεταφέρουν σε σίγουρο μέρος δεν ήταν μόνο να υπακούσουν στον χρησμό, αλλά πρώτιστα ο εξής· λένε οι Αθηναίοι πως ένα μεγάλο φίδι, φύλακας της Ακρόπολης, φωλιάζει στο ναό. Και δεν το λεν μονάχα, αλλά πιστεύουν πως υπάρχει στ᾽ αλήθεια, και του φέρνουν πρόσφορο τακτικά κάθε μήνα· και το μηνιάτικο αυτό πρόσφορο είναι μελόπιτα.
[8.41.3]αὕτη δ᾽ ἡ μελιτόεσσα ἐν τῷ πρόσθε αἰεὶ χρόνῳ ἀναισιμουμένη τότε ἦν ἄψαυστος. σημηνάσης δὲ ταῦτα τῆς ἱρηίης μᾶλλόν τι οἱ Ἀθηναῖοι καὶ προθυμότερον ἐξέλιπον τὴν πόλιν ὡς καὶ τῆς θεοῦ ἀπολελοιπυίης τὴν ἀκρόπολιν. ὡς δέ σφι πάντα ὑπεξέκειτο, ἔπλεον ἐς τὸ στρατόπεδον.Λοιπόν, ενώ στο παρελθόν αυτή η μελόπιτα πάντοτε σωνόταν, τότε έμενε άθικτη. Όταν η ιέρεια τους έδωσε αυτό το μήνυμα, με πολύ πιο μεγάλη βιασύνη οι Αθηναίοι εγκατέλειπαν την πόλη τους, μια που και η θεά είχε εγκαταλείψει την Ακρόπολη. Κι όταν τους μετέφεραν όλους σε σίγουρο μέρος, έβαλαν πλώρη για το στρατόπεδο.
[8.42.1]ἐπεὶ δὲ οἱ ἀπ᾽ Ἀρτεμισίου ἐς Σαλαμῖνα κατέσχον τὰς νέας, συνέρρεε καὶ ὁ λοιπὸς πυνθανόμενος ὁ τῶν Ἑλλήνων ναυτικὸς στρατὸς ἐκ Τροιζῆνος· ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν Τροιζηνίων λιμένα προείρητο συλλέγεσθαι. συνελέχθησάν τε δὴ πολλῷ πλεῦνες νέες ἢ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ ἐναυμάχεον καὶ ἀπὸ πολίων πλεῦνων.Κι όταν απ᾽ το Αρτεμίσιο ο στόλος ήρθε κι αγκυροβόλησε στη Σαλαμίνα, και το υπόλοιπο ναυτικό των Ελλήνων, μόλις πήρε την πληροφορία, συνέρρεε εκεί από την Τροιζήνα· γιατί η αρχική διαταγή ήταν να συγκεντρωθούν στο λιμάνι της Τροιζήνας, τον Πώγωνα. Κι έτσι συγκεντρώθηκαν πολύ περισσότερα καράβια απ᾽ όσα πήραν μέρος στη ναυμαχία του Αρτεμισίου, κι από περισσότερες πόλεις.
[8.42.2]ναύαρχος μέν νυν ἐπῆν ὡυτὸς ὅς περ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ, Εὐρυβιάδης ὁ Εὐρυκλείδεω ἀνὴρ Σπαρτιήτης, οὐ μέντοι γένεός γε τοῦ βασιληίου ἐών· νέας δὲ πολλῷ πλείστας τε καὶ ἄριστα πλεούσας παρείχοντο Ἀθηναῖοι.Λοιπόν ναύαρχος με το γενικό πρόσταγμα ήταν ο ίδιος που ήταν και στο Αρτεμίσιο, ο Ευρυβιάδης, ο γιος του Ευρυκλείδα, Σπαρτιάτης βέβαια, όχι όμως κι από βασιλική γενιά, ενώ τα πιο πολλά και τα πιο καλοτάξιδα καράβια τα έδιναν οι Αθηναίοι.
[8.43.1]ἐστρατεύοντο δὲ οἵδε· ἐκ μὲν Πελοποννήσου Λακεδαιμόνιοι ἑκκαίδεκα νέας παρεχόμενοι, Κορίνθιοι δὲ τὸ αὐτὸ πλήρωμα παρεχόμενοι τὸ καὶ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ· Σικυώνιοι δὲ πεντεκαίδεκα παρείχοντο νέας, Ἐπιδαύριοι δὲ δέκα, Τροιζήνιοι δὲ πέντε, Ἑρμιονέες δὲ τρεῖς, ἐόντες οὗτοι πλὴν Ἑρμιονέων Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος, ἐξ Ἐρινεοῦ τε καὶ Πίνδου καὶ τῆς Δρυοπίδος ὕστατα ὁρμηθέντες. οἱ δὲ Ἑρμιονέες εἰσὶ Δρύοπες, ὑπὸ Ἡρακλέος τε καὶ Μηλιέων ἐκ τῆς νῦν Δωρίδος καλεομένης χώρης ἐξαναστάντες.Στο στρατόπεδο παρατάχτηκαν οι εξής: από την Πελοπόννησο, οι Λακεδαιμόνιοι που έδιναν δεκαέξι καράβια κι οι Κορίνθιοι που έδιναν τον ίδιο στρογγυλό αριθμό που έδωσαν και στο Αρτεμίσιο· κι οι Σικυώνιοι έδιναν δεκαπέντε καράβια, κι οι Επιδαύριοι δέκα, κι οι Τροιζήνιοι πέντε, κι οι Ερμιονείς τρία (όλοι αυτοί, με εξαίρεση τους Ερμιονείς, ανήκουν στο έθνος το Δωρικό και Μακεδνό, κι ήταν αυτοί που κίνησαν τελευταίοι από τον Ερινεό και την Πίνδο και τη χώρα των Δρυόπων· οι Ερμιονείς όμως είναι Δρύοπες, που τους ξεσήκωσαν με τη βία από τη χώρα που σήμερα λέγεται Δωρίδα ο Ηρακλής και οι Μαλιείς).
[8.44.1]οὗτοι μέν νυν Πελοποννησίων ἐστρατεύοντο, οἵδε δὲ ἐκ τῆς ἔξω ἠπείρου, Ἀθηναῖοι μὲν πρὸς πάντας τοὺς ἄλλους παρεχόμενοι νέας ὀγδώκοντα καὶ ἑκατόν, μοῦνοι· ἐν Σαλαμῖνι γὰρ οὐ συνεναυμάχησαν Πλαταιέες Ἀθηναίοισι διὰ τοιόνδε τι πρῆγμα· ἀπαλλασσομένων τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου, ὡς ἐγίνοντο κατὰ Χαλκίδα, οἱ Πλαταιέες ἀποβάντες ἐς τὴν περαίην τῆς Βοιωτίης χώρης πρὸς ἐκκομιδὴν ἐτράποντο τῶν οἰκετέων. οὗτοι μέν νυν τούτους σῴζοντες ἐλείφθησαν.Λοιπόν απ᾽ τους Πελοποννησίους αυτοί παρατάχτηκαν στο στρατόπεδο, ενώ από τους στεριανούς που ζουν πάνω από τον Ισθμό οι εξής: οι Αθηναίοι, που έδιναν περισσότερα καράβια απ᾽ όσα όλοι οι άλλοι μαζί, εκατόν ογδόντα, μόνοι τους τώρα· γιατί στη ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν αγωνίστηκαν μαζί με τους Αθηναίους οι Πλαταιείς, επειδή τους συνέβη το εξής: όταν οι Έλληνες αποσύρονταν από το Αρτεμίσιο κι έφταναν στα νερά της Χαλκίδας, οι Πλαταιείς αποβιβάστηκαν στην απέναντι στεριά της Βοιωτίας και καταγίνονταν με τη μεταφορά των ανθρώπων των σπιτιών τους σε σίγουρο μέρος· λοιπόν, προσπαθώντας να σώσουν τους δικούς των, έμειναν πίσω.
[8.44.2]Ἀθηναῖοι δὲ ἐπὶ μὲν Πελασγῶν ἐχόντων τὴν νῦν Ἑλλάδα καλεομένην ἦσαν Πελασγοί, ὀνομαζόμενοι Κραναοί, ἐπὶ δὲ Κέκροπος βασιλέος ἐπεκλήθησαν Κεκροπίδαι, ἐκδεξαμένου δὲ Ἐρεχθέος τὴν ἀρχὴν Ἀθηναῖοι μετωνομάσθησαν, Ἴωνος δὲ τοῦ Ξούθου στρατάρχεω γενομένου Ἀθηναίοισι ἐκλήθησαν ἀπὸ τούτου Ἴωνες.Τώρα, οι Αθηναίοι, όσο οι Πελασγοί κυριαρχούσαν στη χώρα που σήμερα λέγεται Ελλάδα, ήταν Πελασγοί και τους αποκαλούσαν Κραναούς· αλλά την εποχή που βασίλευε στη χώρα τους ο Κέκροψ ονομάστηκαν Κεκροπίδες, κι όταν τον διαδέχτηκε στην εξουσία ο Ερεχθεύς, άλλαξαν τ᾽ όνομά τους σε Αθηναίοι· κι όταν έγινε πολέμαρχος των Αθηναίων ο Ίων, ο γιος του Ξούθου, απ᾽ τ᾽ όνομά του αποκλήθηκαν Ίωνες.
[8.45.1]Μεγαρέες δὲ τὠυτὸ πλήρωμα παρείχοντο τὸ καὶ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ, Ἀμπρακιῶται δὲ ἑπτὰ νέας ἔχοντες ἐπεβοήθησαν, Λευκάδιοι δὲ τρεῖς, ἔθνος ἐόντες οὗτοι Δωρικὸν ἀπὸ Κορίνθου.Κι οι Μεγαρείς έδιναν τον ίδιο στρογγυλό αριθμό καραβιών, όπως και στο Αρτεμίσιο, ενώ οι Αμπρακιώτες ενίσχυαν το στόλο με εφτά καράβια, κι οι Λευκάδιοι, που κατάγονται από τους Δωριείς της Κορίνθου, με τρία.
[8.46.1]νησιωτέων δὲ Αἰγινῆται τριήκοντα παρείχοντο. ἦσαν μέν σφι καὶ ἄλλαι πεπληρωμέναι νέες, ἀλλὰ τῇσι μὲν τὴν ἑωυτῶν ἐφύλασσον, τριήκοντα δὲ τῇσι ἄριστα πλεούσῃσι ἐν Σαλαμῖνι ἐναυμάχησαν. Αἰγινῆται δέ εἰσι Δωριέες ἀπὸ Ἐπιδαύρου· τῇ δὲ νήσῳ πρότερον οὔνομα ἦν Οἰνώνη.Από τους νησιώτες τώρα, οι Αιγινήτες έδιναν τριάντα καράβια· είχαν βέβαια αρματώσει κι άλλα, αλλά μ᾽ εκείνα φρουρούσαν το νησί τους, ενώ με τα τριάντα, τα πιο καλοτάξιδα, ναυμάχησαν στη Σαλαμίνα. Οι Αιγινήτες είναι Δωριείς από την Επίδαυρο· το νησί τους τον παλιό καιρό ονομαζόταν Οινώνη.
[8.46.2]μετὰ δὲ Αἰγινήτας Χαλκιδέες τὰς ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ εἴκοσι παρεχόμενοι καὶ Ἐρετριέες τὰς ἑπτά· οὗτοι δὲ Ἴωνές εἰσι. μετὰ δὲ Κήιοι τὰς αὐτὰς παρεχόμενοι, ἔθνος ἐὸν Ἰωνικὸν ἀπὸ Ἀθηνέων.Μετά τους Αιγινήτες, οι Χαλκιδείς έδιναν τα είκοσι καράβια που ήταν και στο Αρτεμίσιο, και οι Ερετριείς τα εφτά δικά τους· αυτοί είναι Ίωνες. Κατόπιν οι Κείοι, φυλή ιωνική που κατάγεται από την Αθήνα, έδιναν πάλι τον ίδιο αριθμό.
[8.46.3]Νάξιοι δὲ παρείχοντο τέσσερας, ἀποπεμφθέντες μὲν ἐς τοὺς Μήδους ὑπὸ τῶν πολιητέων, κατά περ ὧλλοι νησιῶται, ἀλογήσαντες δὲ τῶν ἐντολέων ἀπίκατο ἐς τοὺς Ἕλληνας Δημοκρίτου σπεύσαντος, ἀνδρὸς τῶν ἀστῶν δοκίμου καὶ τότε τριηραρχέοντος· Νάξιοι δέ εἰσι Ἴωνες ἀπὸ Ἀθηνέων γεγονότες.Κι οι Νάξιοι έδιναν τέσσερα· αυτοί βέβαια στάλθηκαν από τους συμπολίτες τους στους Μήδους, όμως αγνόησαν τις εντολές της πόλης τους και πήγαν με τους Έλληνες· σ᾽ αυτό πρωτοστάτησε ο Δημόκριτος, πολίτης με σημαντική επιρροή που τότε κυβερνούσε τριήρη· οι Νάξιοι είναι Ίωνες και κατάγονται από την Αθήνα.
[8.46.4]Στυρέες δὲ τὰς αὐτὰς παρείχοντο νέας τὰς καὶ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ, Κύθνιοι δὲ μίαν καὶ πεντηκόντερον, ἐόντες συναμφότεροι οὗτοι Δρύοπες. καὶ Σερίφιοί τε καὶ Σίφνιοι καὶ Μήλιοι ἐστρατεύοντο· οὗτοι γὰρ οὐκ ἔδοσαν μοῦνοι νησιωτέων τῷ βαρβάρῳ γῆν τε καὶ ὕδωρ.Κι οι Στυρείς έδιναν τον ίδιο αριθμό καραβιών όπως και στο Αρτεμίσιο, κι οι Κύθνιοι ένα και μια πεντηκόντορο (και τα δυο νησιά ανήκουν στην ίδια φυλή, Δρύοπες). Παρατάχθηκαν στο στρατόπεδο και οι Σερίφιοι και οι Σίφνιοι και οι Μήλιοι· γιατί αυτοί ήταν οι μόνοι από τους νησιώτες που δεν έδωσαν γην και ύδωρ στον βάρβαρο.
[8.47.1]οὗτοι μὲν ἅπαντες ἐντὸς οἰκημένοι Θεσπρωτῶν καὶ Ἀχέροντος ποταμοῦ ἐστρατεύοντο· Θεσπρωτοὶ γάρ εἰσι ὁμουρέοντες Ἀμπρακιώτῃσι καὶ Λευκαδίοισι, οἳ ἐξ ἐσχατέων χωρέων ἐστρατεύοντο. τῶν δὲ ἐκτὸς τούτων οἰκημένων Κροτωνιῆται μοῦνοι ἦσαν οἳ ἐβοήθησαν τῇ Ἑλλάδι κινδυνευούσῃ νηὶ μιῇ, τῆς ἦρχε ἀνὴρ τρὶς πυθιονίκης Φάϋλλος· Κροτωνιῆται δὲ γένος εἰσὶ Ἀχαιοί.Λοιπόν όλοι αυτοί που παρατάχτηκαν στο στρατόπεδο κατοικούν εδώθε απ᾽ τη χώρα των Θεσπρωτών και τον ποταμό Αχέροντα· γιατί οι Θεσπρωτοί συνορεύουν με τους Αμπρακιώτες και τους Λευκαδίους, που ήρθαν από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές και παρατάχτηκαν στο στρατόπεδο. Όσο για εκείνους που κατοικούν πέρ᾽ απ᾽ αυτούς, οι Κροτωνιάτες μονάχα ήρθαν και βοήθησαν την Ελλάδα που βρισκόταν σε κίνδυνο, μ᾽ ένα καράβι που κυβερνούσε άντρας που αναδείχτηκε τρεις φορές πυθιονίκης, ο Φάυλλος. Κι οι Κροτωνιάτες στην καταγωγή είναι Αχαιοί.
[8.48.1]οἱ μέν νυν ἄλλοι τριήρεας παρεχόμενοι ἐστρατεύοντο, Μήλιοι δὲ καὶ Σίφνιοι καὶ Σερίφιοι πεντηκοντέρους. Μήλιοι μέν, γένος ἐόντες ἀπὸ Λακεδαίμονος, δύο παρείχοντο, Σίφνιοι δὲ καὶ Σερίφιοι, Ἴωνες ἐόντες ἀπ᾽ Ἀθηνέων, μίαν ἑκάτεροι. ἀριθμὸς δὲ ἐγένετο ὁ πᾶς τῶν νεῶν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, τριηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ ὀκτώ.Λοιπόν, ενώ οι άλλοι παρατάχτηκαν στο στρατόπεδο δίνοντας τριήρεις, οι Μήλιοι και οι Σίφνιοι και οι Σερίφιοι έδιναν πεντηκοντόρους. Οι Μήλιοι, που η γενιά τους κρατά απ᾽ τη Λακωνία, έδιναν δύο, ενώ οι Σίφνιοι και οι Σερίφιοι, που είναι Ίωνες απ᾽ την Αθήνα, από μια το κάθε νησί. Ο συνολικός αριθμός, χωρίς να υπολογίζονται οι πεντηκόντοροι, έφτασε στα τριακόσια εβδομήντα οχτώ καράβια.
[8.49.1]Ὡς δὲ ἐς τὴν Σαλαμῖνα συνῆλθον οἱ στρατηγοὶ ἀπὸ τῶν εἰρημένων πολίων, ἐβουλεύοντο, προθέντος Εὐρυβιάδεω γνώμην ἀποφαίνεσθαι τὸν βουλόμενον, ὅκου δοκέοι ἐπιτηδεότατον εἶναι ναυμαχίην ποιέεσθαι τῶν αὐτοὶ χωρέων ἐγκρατέες εἰσί· ἡ γὰρ Ἀττικὴ ἀπεῖτο ἤδη, τῶν δὲ λοιπέων πέρι προετίθεε.Κι όταν οι στρατηγοί απ᾽ τις πόλεις που αναφέραμε συγκεντρώθηκαν στη Σαλαμίνα, έκαναν συμβούλιο. Ο Ευρυβιάδης πρότεινε να εκφράσει όποιος θέλει τη γνώμη του για το ποιό μέρος, κατά την κρίση τους προσφέρεται καλύτερο για να ναυμαχήσουν, απ᾽ τις περιοχές που κρατούσαν ακόμα· γιατί κιόλας η Αττική είχε εγκαταλειφθεί κι έτσι η πρότασή του αφορούσε στις υπόλοιπες.
[8.49.2]αἱ γνῶμαι δὲ τῶν λεγόντων αἱ πλεῖσται συνεξέπιπτον πρὸς τὸν Ἰσθμὸν πλώσαντας ναυμαχέειν πρὸ τῆς Πελοποννήσου, ἐπιλέγοντες τὸν λόγον τόνδε, ὡς, εἰ νικηθέωσι τῇ ναυμαχίῃ, ἐν Σαλαμῖνι μὲν ἐόντες πολιορκήσονται ἐν νήσῳ, ἵνα σφι τιμωρίη οὐδεμία ἐπιφανήσεται, πρὸς δὲ τῷ Ἰσθμῷ ἐς τοὺς ἑωυτῶν ἐξοίσονται.Λοιπόν, των περισσότερων απ᾽ αυτούς που πήραν το λόγο οι γνώμες συνέπιπταν στο να δώσουν ναυμαχία μπροστά απ᾽ την Πελοπόννησο, αφού κατευθύνουν τα καράβια τους στον Ισθμό, και κατέληγαν με το ακόλουθο επιχείρημα: αν νικηθούν στη ναυμαχία, όντας στη Σαλαμίνα, θα πολιορκηθούν σε νησί, όπου δε θα μπορούν να ελπίζουν από πουθενά βοήθεια, ενώ, κοντά στον Ισθμό, βγαίνοντας στην ξηρά θα βρεθούν ανάμεσα στους δικούς τους.
[8.50.1]ταῦτα τῶν ἀπὸ Πελοποννήσου στρατηγῶν ἐπιλεγομένων ἐληλύθεε ἀνὴρ Ἀθηναῖος ἀγγέλλων ἥκειν τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικὴν καὶ πᾶσαν αὐτὴν πυρπολέεσθαι.Έτσι επιχειρηματολογούσαν οι στρατηγοί των Πελοποννησίων, όταν ήρθε στρατιώτης Αθηναίος αναγγέλλοντας ότι οι βάρβαροι έφτασαν στην Αττική κι ότι η χώρα απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη παραδόθηκε στις φλόγες.
[8.50.2]ὁ γὰρ διὰ Βοιωτῶν τραπόμενος στρατὸς ἅμα Ξέρξῃ, ἐμπρήσας Θεσπιέων τὴν πόλιν αὐτῶν ἐκλελοιπότων ἐς Πελοπόννησον καὶ τὴν Πλαταιέων ὡσαύτως, ἧκέ τε ἐς τὰς Ἀθήνας καὶ πάντα ἐκεῖνα ἐδηίου. ἐνέπρησε δὲ Θέσπειάν τε καὶ Πλάταιαν πυθόμενος Θηβαίων ὅτι οὐκ ἐμήδιζον.Πράγματι, ο στρατός που οδηγούσε ο Ξέρξης, παίρνοντας το δρόμο που διασχίζει τη Βοιωτία, πυρπόλησε την πόλη των Θεσπιέων, που οι ίδιοι τους την είχαν εγκαταλείψει και κατέφυγαν στην Πελοπόννησο, κι επίσης τις Πλαταιές, κι έφτασε στην Αθήνα και διαγούμιζε όλα εκείνα τα μέρη. Ο Ξέρξης πυρπόλησε τις Θεσπιές και τις Πλαταιές, επειδή έμαθε απ᾽ τους Θηβαίους ότι δε μηδίζουν.
[8.51.1]ἀπὸ δὲ τῆς διαβάσιος τοῦ Ἑλλησπόντου, ἔνθεν πορεύεσθαι ἤρξαντο οἱ βάρβαροι, ἕνα αὐτοῦ διατρίψαντες μῆνα ἐν τῷ διέβαινον ἐς τὴν Εὐρώπην, ἐν τρισὶ ἑτέροισι μησὶ ἐγένοντο ἐν τῇ Ἀττικῇ, Καλλιάδεω ἄρχοντος Ἀθηναίοισι.Τώρα, οι βάρβαροι, απ᾽ την ώρα που διαβήκαν τον Ελλήσποντο (αφετηρία της πορείας τους), κι αφού έκαναν εκεί ένα μήνα —τόσο χρειάστηκε για να διαβούν στην Ευρώπη—, σ᾽ άλλους τρεις μήνες έφτασαν στην Αττική, όταν επώνυμος άρχων στην Αθήνα ήταν ο Καλλιάδης.
[8.51.2]καὶ αἱρέουσι ἔρημον τὸ ἄστυ καί τινας ὀλίγους εὑρίσκουσι τῶν Ἀθηναίων ἐν τῷ ἱρῷ ἐόντας, ταμίας τε τοῦ ἱροῦ καὶ πένητας ἀνθρώπους, οἳ φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὶ ξύλοισι ἠμύνοντο τοὺς ἐπιόντας, ἅμα μὲν ὑπ᾽ ἀσθενείης βίου οὐκ ἐκχωρήσαντες ἐς Σαλαμῖνα, πρὸς δὲ καὶ αὐτοὶ δοκέοντες ἐξευρηκέναι τὸ μαντήιον τὸ ἡ Πυθίη σφι ἔχρησε, τὸ ξύλινον τεῖχος ἀνάλωτον ἔσεσθαι· αὐτὸ δὴ τοῦτο εἶναι τὸ κρησφύγετον κατὰ τὸ μαντήιον καὶ οὐ τὰς νέας.Και κυρίεψαν την έρημη πολιτεία· και βρίσκουν κάτι λίγους Αθηναίους καταυλισμένους στο ναό, τους ταμίες του ναού μαζί με ανθρώπους της φτωχολογιάς, που έφραξαν την Ακρόπολη με θυρόφυλλα και με ξύλα και πρόβαλλαν αντίσταση στον εισβολέα· δεν κατέφυγαν στη Σαλαμίνα όχι μόνο εξαιτίας της ανέχειάς τους, αλλά συνάμα κι επειδή πίστευαν πως αυτοί πέτυχαν την πραγματική έννοια του χρησμού που τους έστειλε η Πυθία, πως «το ξύλινο τείχος απόρθητο θα μείνει»· κι ότι, σύμφωνα με τον χρησμό, αυτός ο φράχτης τους είναι το καταφύγιο κι όχι τα καράβια.
[8.52.1]οἱ δὲ Πέρσαι ἱζόμενοι ἐπὶ τὸν καταντίον τῆς ἀκροπόλιος ὄχθον, τὸν Ἀθηναῖοι καλέουσι Ἀρήιον πάγον, ἐπολιόρκεον τρόπον τοιόνδε· ὅκως στυππεῖον περὶ τοὺς ὀϊστοὺς περιθέντες ἅψειαν, ἐτόξευον ἐς τὸ φράγμα. ἐνθαῦτα Ἀθηναίων οἱ πολιορκεόμενοι ὅμως ἠμύνοντο, καίπερ ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ ἀπιγμένοι καὶ τοῦ φράγματος προδεδωκότος.Κι οι Πέρσες εγκαταστάθηκαν στο ύψωμα που βρίσκεται απέναντι απ᾽ την Ακρόπολη κι οι Αθηναίοι το ονομάζουν Άρειο Πάγο, και πολεμούσαν τους πολιορκημένους με τον ακόλουθο τρόπο: τύλιγαν τα βέλη με στουπιά, τους έδιναν φωτιά κι αμέσως τα έριχναν με τα τόξα πάνω στον φράχτη. Και μ᾽ όλ᾽ αυτά τότε οι Αθηναίοι που τους πολιορκούσε ο εχθρός κρατούσαν άμυνα, κι ας είχαν φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, κι ας τους είχε προδώσει ο φράχτης τους.
[8.52.2]οὐδὲ λόγους τῶν Πεισιστρατιδέων προσφερόντων περὶ ὁμολογίης ἐνεδέκοντο, ἀμυνόμενοι δὲ ἄλλα τε ἀντεμηχανῶντο καὶ δὴ καὶ προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν, ὥστε Ξέρξην ἐπὶ χρόνον συχνὸν ἀπορίῃσι ἐνέχεσθαι οὐ δυνάμενόν σφεας ἑλεῖν.Κι ούτε ν᾽ ακούσουν τις προτάσεις που τους έκαναν οι Πεισιστρατίδες για συνθηκολόγηση, αλλά κρατώντας άμυνα αντιπαράταξαν κι άλλες επινοήσεις και προπάντων ετούτη: την ώρα που οι βάρβαροι πλησίαζαν στις πύλες, αμολούσαν στρογγυλά λιθάρια, έτσι που τον Ξέρξη για πολλές ώρες να τον ζώνει αμηχανία, καθώς δεν μπορούσε να τους κυριέψει.
[8.53.1]χρόνῳ δ᾽ ἐκ τῶν ἀπόρων ἐφάνη δή τις ἔσοδος τοῖσι βαρβάροισι· ἔδεε γὰρ κατὰ τὸ θεοπρόπιον πᾶσαν τὴν Ἀττικὴν τὴν ἐν τῇ ἠπείρῳ γενέσθαι ὑπὸ Πέρσῃσι. ἔμπροσθε ὦν τῆς ἀκροπόλιος, ὄπισθε δὲ τῶν πυλέων καὶ τῆς ἀνόδου, τῇ δὴ οὔτε τις ἐφύλασσε οὔτ᾽ ἂν ἤλπισε μή κοτέ τις κατὰ ταῦτα ἀναβαίη ἀνθρώπων, ταύτῃ ἀνέβησάν τινες κατὰ τὸ ἱρὸν τῆς Κέκροπος θυγατρὸς Ἀγλαύρου, καίπερ ἀποκρήμνου ἐόντος τοῦ χώρου.Κάποια ώρα όμως οι βάρβαροι μες στην αμηχανία τους ανακάλυψαν τέλος πάντων κάποια είσοδο· γιατί, σύμφωνα με τον χρησμό του θεού, έπρεπε όλη η στεριά της Αττικής να πέσει στα χέρια των Περσών. Λοιπόν από τη μεριά της Ακρόπολης που βλέπει στην πόλη, και που βρίσκεται στο αντίθετο μέρος από τις πύλες και τον ανηφορικό δρόμο που φέρνει στο ναό, όπου κανένας δε φρουρούσε ούτε θα το περίμενε ποτέ, εκεί όπου βρίσκεται ο ναός της Αγλαύρου, της θυγατέρας του Κέκροπος, αποκεί ανέβηκαν μερικοί, κι ας ήταν ο τόπος γκρεμός.
[8.53.2]ὡς δὲ εἶδον αὐτοὺς ἀναβεβηκότας οἱ Ἀθηναῖοι [ἐπὶ τὴν ἀκρόπολιν], οἱ μὲν ἐρρίπτεον ἑωυτοὺς κατὰ τοῦ τείχεος κάτω καὶ διεφθείροντο, οἱ δὲ ἐς τὸ μέγαρον κατέφευγον. τῶν δὲ Περσέων οἱ ἀναβεβηκότες πρῶτον μὲν ἐτράποντο πρὸς τὰς πύλας, ταύτας δὲ ἀνοίξαντες τοὺς ἱκέτας ἐφόνευον· ἐπεὶ δέ σφι πάντες κατέστρωντο, τὸ ἱρὸν συλήσαντες ἐνέπρησαν πᾶσαν τὴν ἀκρόπολιν.Κι όταν οι Αθηναίοι τους είδαν να έχουν ανεβεί, άλλοι έπεφταν από το τείχος κάτω στο γκρεμό και σκοτώνονταν κι άλλοι κατέφευγαν στο σηκό του ναού. Κι οι Πέρσες που είχαν ανεβεί πρώτα τράβηξαν γραμμή προς τις πύλες κι αφού τις άνοιξαν σκότωναν τους ικέτες της θεάς· κι όταν όλους τους έστρωσαν καταγής, σύλησαν το ναό και παρέδωσαν στις φλόγες όλη την Ακρόπολη.
[8.54.1]σχὼν δὲ παντελέως τὰς Ἀθήνας Ξέρξης ἀπέπεμψε ἐς Σοῦσα ἄγγελον ἱππέα Ἀρταβάνῳ ἀγγελέοντα τὴν παρεοῦσάν σφι εὐπρηξίην. ἀπὸ δὲ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος δευτέρῃ ἡμέρῃ συγκαλέσας Ἀθηναίων τοὺς φυγάδας, ἑωυτῷ δὲ ἑπομένους, ἐκέλευε τρόπῳ τῷ σφετέρῳ θῦσαι τὰ ἱρὰ ἀναβάντας ἐς τὴν ἀκρόπολιν, εἴτε δὴ ὦν ὄψιν τινὰ ἰδὼν ἐνυπνίου ἐνετέλλετο ταῦτα, εἴτε καὶ ἐνθύμιόν οἱ ἐγένετο ἐμπρήσαντι τὸ ἱρόν. οἱ δὲ φυγάδες τῶν Ἀθηναίων ἐποίησαν τὰ ἐντεταλμένα.Κι όταν ολοκλήρωσε την κατοχή της Αθήνας ο Ξέρξης, έστειλε έφιππο αγγελιοφόρο στα Σούσα, για ν᾽ αναγγείλει στον Αρτάβανο την επιτυχία του. Έστειλε τον κήρυκα και την επομένη συγκέντρωσε τους Αθηναίους που, εξόριστοι, ήταν στην ακολουθία του και τους έδινε εντολή ν᾽ ανεβούν στην Ακρόπολη και να προσφέρουν θυσίες σύμφωνα με τα έθιμα του τόπου τους· να είδε κάποιο όνειρο στον ύπνο του κι έδωσε αυτή την εντολή ή να το ᾽χε βάρος στην ψυχή του που πυρπόλησε το ναό; Κι οι εξόριστοι Αθηναίοι εκτέλεσαν την εντολή του.
[8.55.1]τοῦ δὲ εἵνεκεν τούτων ἐπεμνήσθην, φράσω. ἔστι ἐν τῇ ἀκροπόλι ταύτῃ Ἐρεχθέος τοῦ γηγενέος λεγομένου εἶναι νηός, ἐν τῷ ἐλαίη τε καὶ θάλασσα ἔνι, τὰ λόγος παρὰ Ἀθηναίων Ποσειδέωνά τε καὶ Ἀθηναίην ἐρίσαντας περὶ τῆς χώρης μαρτύρια θέσθαι. ταύτην ὦν τὴν ἐλαίην ἅμα τῷ ἄλλῳ ἱρῷ κατέλαβε ἐμπρησθῆναι ὑπὸ τῶν βαρβάρων· δευτέρῃ δὲ ἡμέρῃ ἀπὸ τῆς ἐμπρήσιος Ἀθηναίων οἱ θύειν ὑπὸ βασιλέος κελευόμενοι ὡς ἀνέβησαν ἐς τὸ ἱρόν, ὥρων βλαστὸν ἐκ τοῦ στελέχεος ὅσον τε πηχυαῖον ἀναδεδραμηκότα. οὗτοι μέν νυν ταῦτα ἔφρασαν.Και θα πω το λόγο για τον οποίο μνημόνεψα αυτά. Σ᾽ αυτή την Ακρόπολη υπάρχει ναός του Ερεχθέα (εκείνου που λένε πως είναι γέννημα της γης), που έχει μέσα μια ελιά και μια πηγή με θαλασσινό νερό, που η παράδοση των Αθηναίων λέει πως τ᾽ άφησαν εκεί ο Ποσειδών και η Αθηνά, όταν φιλονικούσαν για τη χώρα, μαρτυρίες για το μέλλον. Λοιπόν αυτή η ελιά είχε την ίδια τύχη με τον υπόλοιπο ναό, έγινε στάχτη απ᾽ τους βαρβάρους· κάηκε, και την επομένη οι Αθηναίοι που πήραν διαταγή απ᾽ τον βασιλιά να προσφέρουν θυσίες, μόλις ανέβηκαν στο ναό, βλέπουν να έχει ξεπεταχτεί βλαστάρι από το κούτσουρο, ψηλό ίσαμε μια πήχη. Λοιπόν εκείνοι αυτά διηγήθηκαν.
[8.56.1]Οἱ δὲ ἐν Σαλαμῖνι Ἕλληνες, ὥς σφι ἐξαγγέλθη ὡς ἔσχε τὰ περὶ τὴν Ἀθηναίων ἀκρόπολιν, ἐς τοσοῦτον θόρυβον ἀπίκοντο ὥστε ἔνιοι τῶν στρατηγῶν οὐδὲ κυρωθῆναι ἔμενον τὸ προκείμενον πρῆγμα, ἀλλ᾽ ἔς τε τὰς νέας ἐσέπιπτον καὶ ἱστία ἀείροντο ὡς ἀποπλευσόμενοι· τοῖσί τε ὑπολειπομένοισι αὐτῶν ἐκυρώθη πρὸ τοῦ Ἰσθμοῦ ναυμαχέειν. νύξ τε ἐγίνετο καὶ οἳ διαλυθέντες ἐκ τοῦ συνεδρίου ἐσέβαινον ἐς τὰς νέας.Κι οι Έλληνες που ήταν στη Σαλαμίνα, μόλις τους ήρθε η αγγελία για το πώς εξελίχτηκε η επιχείρηση στην Ακρόπολη των Αθηναίων, θορυβήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε μερικοί στρατηγοί ούτε που περίμεναν να επικυρωθεί η απόφαση για το θέμα που τους απασχολούσε, αλλά όρμησαν στα καράβια τους και σήκωναν πανιά για ν᾽ απομακρυνθούν ολοταχώς· κι όσοι απ᾽ αυτούς έμειναν στη θέση τους, επικύρωσαν την απόφαση να δώσουν ναυμαχία μπροστά στον Ισθμό. Έπεσε η νύχτα κι αυτοί με τη διάλυση της σύσκεψης έμπαιναν στα καράβια τους.
[8.57.1]ἐνθαῦτα δὴ Θεμιστοκλέα ἀπικόμενον ἐπὶ τὴν νέα εἴρετο Μνησίφιλος ἀνὴρ Ἀθηναῖος ὅ τι σφι εἴη βεβουλευμένον. πυθόμενος δὲ πρὸς αὐτοῦ ὡς εἴη δεδογμένον ἀνάγειν τὰς νέας πρὸς τὸν Ἰσθμὸν καὶ πρὸ τῆς Πελοποννήσου ναυμαχέειν, εἶπε·Τότε, την ώρα που ο Θεμιστοκλής έφτανε στο καράβι του, τον ρώτησε ο Μνησίφιλος, Αθηναίος πολίτης, ποιά απόφαση είχε παρθεί. Κι όταν πληροφορήθηκε απ᾽ αυτόν πως είχαν αποφασίσει να βάλουν πλώρη απ᾽ εκεί για τον Ισθμό και να δώσουν ναυμαχία μπροστά στην Πελοπόννησο, του είπε:
[8.57.2]Οὔ τοι ἄρα, ἢν ἀπάρωσι τὰς νέας ἀπὸ Σαλαμῖνος, οὐδὲ περὶ μιῆς ἔτι πατρίδος ναυμαχήσεις· κατὰ γὰρ πόλις ἕκαστοι τρέψονται, καὶ οὔτε σφέας Εὐρυβιάδης κατέχειν δυνήσεται οὔτε τις ἀνθρώπων ἄλλος ὥστε μὴ οὐ διασκεδασθῆναι τὴν στρατιήν· ἀπολέεταί τε ἡ Ἑλλὰς ἀβουλίῃσι. ἀλλ᾽ εἴ τις ἔστι μηχανή, ἴθι καὶ πειρῶ διαχέαι τὰ βεβουλευμένα, ἤν κως δύνῃ ἀναγνῶσαι Εὐρυβιάδην μεταβουλεύσασθαι ὥστε αὐτοῦ μένειν.«Ε λοιπόν, τώρα πια, αν σηκώσουν τα καράβια απ᾽ τη Σαλαμίνα, για ποιά πατρίδα θα δώσεις ναυμαχία, για να τη σώσεις; γιατί ο καθένας τους θα βάλει πλώρη για την πόλη του κι ούτε ο Ευρυβιάδης ούτε κάποιος άλλος θα μπορέσει να τους συγκρατήσει, ώστε να μη διασκορπιστεί εδώ κι εκεί ο στόλος· κι από τις άστοχες βουλές θα χαθεί η Ελλάδα· αλλά, αν υπάρχει κάποιος χειρισμός, προσπάθησε ν᾽ ανατρέψεις την απόφαση που έχει παρθεί, αν βρεις τρόπο να πείσεις τον Ευρυβιάδη ν᾽ αλλάξει γνώμη, ώστε να μείνουμε εδώ».
[8.58.1]κάρτα τε τῷ Θεμιστοκλέϊ ἤρεσε ἡ ὑποθήκη καὶ οὐδὲν πρὸς ταῦτα ἀμειψάμενος ἤιε ἐπὶ τὴν νέα τὴν Εὐρυβιάδεω. ἀπικόμενος δὲ ἔφη ἐθέλειν οἱ κοινόν τι πρῆγμα συμμεῖξαι. ὁ δ᾽ αὐτὸν ἐς τὴν νέα ἐκέλευε ἐσβάντα λέγειν, εἴ τι θέλει.Η συμβουλή αυτή ενθουσίασε τον Θεμιστοκλή και, χωρίς ν᾽ αποκριθεί σ᾽ αυτά, τράβηξε προς το καράβι του Ευρυβιάδη. Φτάνοντας λοιπόν είπε πως θέλει να συναντηθούν για κάποιο κοινό ζήτημα. Κι εκείνος τον καλούσε να μπει στο καράβι και να του πει ό,τι ήθελε.
[8.58.2]ἐνθαῦτα ὁ Θεμιστοκλέης παριζόμενός οἱ καταλέγει ἐκεῖνά τε πάντα τὰ ἤκουσε Μνησιφίλου, ἑωυτοῦ ποιεύμενος, καὶ ἄλλα πολλὰ προστιθείς, ἐς ὃ ἀνέγνωσε χρηίζων ἔκ τε τῆς νεὸς ἐκβῆναι συλλέξαι τε τοὺς στρατηγοὺς ἐς τὸ συνέδριον.Τότε ο Θεμιστοκλής κάθισε δίπλα του και του λέει καταλεπτώς όλα εκείνα που άκουσε απ᾽ τον Μνησίφιλο, παρουσιάζοντάς τα ως δικές του σκέψεις και προσθέτοντας και άλλα πολλά, ώσπου τον έπεισε να δεχτεί το αίτημά του, να βγει απ᾽ το καράβι και να συγκαλέσει συμβούλιο των στρατηγών.
[8.59.1]ὡς δὲ ἄρα συνελέχθησαν, πρὶν ἢ τὸν Εὐρυβιάδην προθεῖναι τὸν λόγον τῶν εἵνεκα συνήγαγε τοὺς στρατηγούς, πολλὸς ἦν ὁ Θεμιστοκλέης ἐν τοῖσι λόγοισι οἷα κάρτα δεόμενος. λέγοντος δὲ αὐτοῦ ὁ Κορίνθιος στρατηγὸς Ἀδείμαντος ὁ Ὠκύτου εἶπε· Ὦ Θεμιστόκλεες, ἐν τοῖσι ἀγῶσι οἱ προεξανιστάμενοι ῥαπίζονται. ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη· Οἱ δέ γε ἐγκαταλειπόμενοι οὐ στεφανοῦνται.Κι όταν τέλος συγκεντρώθηκαν, πριν καν ο Ευρυβιάδης ανακοινώσει το λόγο για τον οποίο συγκέντρωσε τους στρατηγούς, ο Θεμιστοκλής μιλούσε ασταμάτητα, έτσι που τον πίεζε αδήριτη ανάγκη. Κι ενώ αυτός αγόρευε, ο στρατηγός της Κορίνθου Αδείμαντος, ο γιος του Ωκύτη, είπε: «Θεμιστοκλή, στους αγώνες, αυτούς που ξεκινούν πριν δοθεί το παράγγελμα, τους δίνουν μια με το ραβδί». Κι αυτός, απολογούμενος, είπε: «Όμως κι αυτοί που μένουν παραπίσω χάνουν το στεφάνι της νίκης».
[8.60.1]τότε μὲν ἠπίως [πρὸς] τὸν Κορίνθιον ἀμείψατο, πρὸς δὲ τὸν Εὐρυβιάδην ἔλεγε ἐκείνων μὲν οὐκέτι οὐδὲν τῶν πρότερον λεχθέντων, ὡς ἐπεὰν ἀπάρωσι ἀπὸ Σαλαμῖνος διαδρήσονται· παρεόντων γὰρ τῶν συμμάχων οὐκ ἔφερέ οἱ κόσμον οὐδένα κατηγορέειν·Αυτή την ήπια απάντηση έδωσε τότε στον Κορίνθιο· στον Ευρυβιάδη πάλι δεν έλεγε πια τίποτε απ᾽ εκείνα που είχαν ειπωθεί προηγουμένως (πως, αν σηκώσουν πανιά απ᾽ τη Σαλαμίνα, θα δραπετεύσουν εδώ κι εκεί)· γιατί τώρα, με τους συμμάχους μπροστά, θα ήταν εκ μέρους του μεγάλη απρέπεια να κάνει τον κατήγορο·
[8.60α.1]ὁ δὲ ἄλλου λόγου εἴχετο, λέγων τάδε· Ἐν σοὶ νῦν ἐστι σῶσαι τὴν Ἑλλάδα, ἢν ἐμοὶ πείθῃ ναυμαχίην αὐτοῦ μένων ποιέεσθαι μηδὲ πειθόμενος τούτων τοῖσι λόγοισι ἀναζεύξῃς πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νέας. ἀντίθες γὰρ ἑκάτερον ἀκούσας. πρὸς μὲν τῷ Ἰσθμῷ συμβάλλων ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ ναυμαχήσεις, [ἐς] τὸ ἥκιστα ἡμῖν σύμφορόν ἐστι νέας ἔχουσι βαρυτέρας καὶ ἀριθμὸν ἐλάσσονας· τοῦτο δὲ ἀπολέεις Σαλαμῖνά τε καὶ Μέγαρα καὶ Αἴγιναν, ἤν περ καὶ τὰ ἄλλα εὐτυχήσωμεν· ἅμα δὲ τῷ ναυτικῷ αὐτῶν ἕψεται καὶ ὁ πεζὸς στρατός, καὶ οὕτω σφέας αὐτὸς ἄξεις ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον, κινδυνεύσεις τε ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι.αλλά ανέπτυσσε άλλη επιχειρηματολογία, μιλώντας έτσι: «Στα χέρια σου κρατάς τη σωτηρία της Ελλάδας, αν πειστείς σ᾽ εμένα να δώσεις ναυμαχία παραμένοντας εδώ και δεν πειστείς σ᾽ όσα λεν αυτοί, κι οδηγήσεις τα καράβια σ᾽ άλλη θέση, προς τον Ισθμό. Λοιπόν άκουσε και το ένα και το άλλο και αντιπαράθεσέ τα: αν έρθεις στα χέρια με τον εχθρό στη θάλασσα του Ισθμού, θα ναυμαχήσεις σε ανοιχτό πέλαγος που δεν προσφέρεται καθόλου σε μας που έχουμε καράβια πιο αργοκίνητα και λιγότερα στον αριθμό· κι απ᾽ την άλλη θα χάσεις τη Σαλαμίνα και τα Μέγαρα και την Αίγινα, ακόμα και στην περίπτωση που όλα τ᾽ άλλα θα μας έρθουν δεξιά. Και το ναυτικό τους θα το ακολουθήσει το πεζικό κι έτσι θα ᾽σαι εσύ ο ίδιος που θα τους κουβαλήσεις στην Πελοπόννησο και θα διακυβεύσεις τη σωτηρία ολόκληρης της Ελλάδας.
[8.60β.1]ἢν δὲ τὰ ἐγὼ λέγω ποιήσῃς, τοσάδε ἐν αὐτοῖσι χρηστὰ εὑρήσεις· πρῶτα μὲν ἐν στεινῷ συμβάλλοντες νηυσὶ ὀλίγῃσι πρὸς πολλάς, ἢν τὰ οἰκότα ἐκ τοῦ πολέμου ἐκβαίνῃ, πολλὸν κρατήσομεν· τὸ γὰρ ἐν στεινῷ ναυμαχέειν πρὸς ἡμέων ἐστί, ἐν εὐρυχωρίῃ δὲ πρὸς ἐκείνων. αὖτις δὲ Σαλαμὶς περιγίνεται, ἐς τὴν ἡμῖν ὑπέκκειται τέκνα τε καὶ γυναῖκες. καὶ μὲν καὶ τόδε ἐν αὐτοῖσι ἔνεστι, τοῦ καὶ περιέχεσθε μάλιστα· ὁμοίως αὐτοῦ τε μένων προναυμαχήσεις Πελοποννήσου καὶ πρὸς τῷ Ἰσθμῷ, οὐδέ σφεας, εἴ περ εὖ φρονέεις, ἄξεις ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον·Αντίθετα, αν κάνεις αυτά που σου λέγω εγώ, δες ποιά πλεονεκτήματα θα πετύχεις· πρώτα πρώτα, αν εμείς που έχουμε λίγα καράβια συγκρουστούμε με πολλά σε στενή θάλασσα, κι αν η έκβαση της σύγκρουσης είναι αυτή που συνήθως συμβαίνει, η νίκη μας θα είναι μεγάλη· γιατί η ναυμαχία σε στενό ευνοεί εμάς, ενώ στ᾽ ανοιχτά εκείνους. Εξάλλου σώζεται κι η Σαλαμίνα, όπου βρήκαν καταφύγιο τα παιδιά και οι γυναίκες μας. Επίσης μ᾽ αυτή την επιλογή έχεις και τούτο, που εσείς το βάζετε πάνω απ᾽ όλα: μένοντας εδώ θ᾽ αγωνιστείς για την Πελοπόννησο δίνοντας ναυμαχία, όπως αν την έδινες στον Ισθμό, κι επιπλέον, αν είσαι γνωστικός, δε θα κουβαλήσεις τον εχθρό στην Πελοπόννησο.
[8.60γ.1]ἢν δέ γε [καὶ] τὰ ἐγὼ ἐλπίζω γένηται καὶ νικήσωμεν τῇσι νηυσί, οὔτε ὑμῖν ἐς τὸν Ἰσθμὸν παρέσονται οἱ βάρβαροι οὔτε προβήσονται ἑκαστέρω τῆς Ἀττικῆς, ἀπίασί τε οὐδενὶ κόσμῳ, Μεγάροισί τε κερδανέομεν περιεοῦσι καὶ Αἰγίνῃ καὶ Σαλαμῖνι, ἐν τῇ ἡμῖν καὶ λόγιόν ἐστι τῶν ἐχθρῶν κατύπερθε γενέσθαι. οἰκότα μέν νυν βουλευομένοισι ἀνθρώποισι ὡς τὸ ἐπίπαν ἐθέλει γίνεσθαι· μὴ δὲ οἰκότα βουλευομένοισι οὐκ ἐθέλει, οὐδὲ ὁ θεὸς προσχωρέει πρὸς τὰς ἀνθρωπηίας γνώμας.Τέλος, αν γίνουν αυτά που προσδοκώ και νικήσουμε στη ναυμαχία, δε θα σας έρθουν οι βάρβαροι στον Ισθμό ούτε θα προελάσουν πιο πέρα απ᾽ την Αττική, αλλά θα τραπούν σε άταχτη φυγή, ενώ εμείς θα ᾽χουμε το κέρδος να μείνουν στα χέρια μας τα Μέγαρα κι η Αίγινα κι η Σαλαμίνα — μάλιστα πήραμε χρησμό πως σ᾽ αυτήν θα θριαμβεύσουμε πάνω στους εχθρούς μας. Λοιπόν, γενικά των ανθρώπων που σκέφτονται λογικά συνήθως πραγματοποιούνται οι επιδιώξεις· για όσους όμως δε σκέφτονται λογικά, ούτε ο θεός θέλει να συνταχθεί με τις γνώμες των ανθρώπων».
[8.61.1]ταῦτα λέγοντος Θεμιστοκλέος αὖτις ὁ Κορίνθιος Ἀδείμαντος ἐπεφέρετο, σιγᾶν τε κελεύων τῷ μὴ ἔστι πατρὶς καὶ Εὐρυβιάδην οὐκ ἐῶν ἐπιψηφίζειν ἀπόλι ἀνδρί· πόλιν γὰρ τὸν Θεμιστοκλέα παρεχόμενον ἐκέλευε γνώμας συμβάλλεσθαι. ταῦτα δέ οἱ προέφερε, ὅτι ἡλώκεσάν τε καὶ κατείχοντο αἱ Ἀθῆναι.Ενώ ο Θεμιστοκλής έλεγε αυτά, του επιτέθηκε και πάλι ο Αδείμαντος ο Κορίνθιος, προτρέποντάς τον να μη μιλά, ένας άνθρωπος που δεν έχει πατρίδα, και μη επιτρέποντας στον Ευρυβιάδη να θέσει σε ψηφοφορία πρόταση ανθρώπου που δεν έχει πόλη· δηλαδή προκαλούσε τον Θεμιστοκλή πρώτα να δείξει πόλη κι ύστερα να εκθέτει γνώμες σε συνεδρίαση· και του τα έριχνε αυτά κατά πρόσωπο, γιατί είχε αλωθεί η Αθήνα και βρισκόταν στα χέρια του εχθρού.
[8.61.2]τότε δὴ ὁ Θεμιστοκλέης κεῖνόν τε καὶ τοὺς Κορινθίους πολλά τε καὶ κακὰ ἔλεγε, ἑωυτοῖσί τε ἐδήλου λόγῳ ὡς εἴη καὶ πόλις καὶ γῆ μέζων ἤ περ ἐκείνοισι ἔστ᾽ ἂν διηκόσιαι νέες σφι ἔωσι πεπληρωμέναι· οὐδαμοὺς γὰρ Ἑλλήνων αὐτοὺς ἐπιόντας ἀποκρούσεσθαι.Τότε λοιπόν ο Θεμιστοκλής περίλαβε κι εκείνον και τους Κορινθίους με πολλές κακολογίες κι έκανε φανερό με τα λόγια του πως οι Αθηναίοι έχουν και πόλη και χώρα μεγαλύτερη από εκείνων, για όσο καιρό έχουν διακόσια καράβια αρματωμένα· γιατί ποιά ελληνική πόλη θα μπορούσε να τους αποκρούσει, αν έκαναν έφοδο εναντίον της;
[8.62.1]σημαίνων δὲ ταῦτα τῷ λόγῳ διέβαινε ἐς Εὐρυβιάδην, λέγων μᾶλλον ἐπεστραμμένα· Σὺ εἰ μενέεις αὐτοῦ, καὶ μένων ἔσεαι ἀνὴρ ἀγαθός· εἰ δὲ μή, ἀνατρέψεις τὴν Ἑλλάδα· τὸ πᾶν γὰρ ἡμῖν τοῦ πολέμου φέρουσι αἱ νέες. ἀλλ᾽ ἐμοὶ πείθεο.Κι ενώ δήλωνε αυτά, πέρασε στον Ευρυβιάδη μιλώντας πιο απότομα: «Εσύ να μείνεις εδώ και μένοντας θ᾽ αποδείξεις την πολεμική αρετή σου· ειδεμή, θα ρίξεις την Ελλάδα στον γκρεμό· γιατί όλο το βάρος του πολέμου μάς το σηκώνουν τα καράβια· πείσου λοιπόν στα λόγια μου.
[8.62.2]εἰ δὲ ταῦτα μὴ ποιήσῃς, ἡμεῖς μὲν ὡς ἔχομεν ἀναλαβόντες τοὺς οἰκέτας κομιεύμεθα ἐς Σῖριν τὴν ἐν Ἰταλίῃ, ἥ περ ἡμετέρη τέ ἐστι ἐκ παλαιοῦ ἔτι, καὶ τὰ λόγια λέγει ὑπ᾽ ἡμέων αὐτὴν δεῖν κτισθῆναι· ὑμεῖς δὲ συμμάχων τοιῶνδε μουνωθέντες μεμνήσεσθε τῶν ἐμῶν λόγων.Αν όμως δεν το κάνεις αυτό, εμείς, έτσι όπως είμαστε, παίρνουμε μαζί μας τους δικούς μας και μετακομίζουμε στη Σίρη, στην Ιταλία, που απ᾽ τον παλιό κιόλας καιρό είναι δική μας και οι χρησμοί λένε ότι πρέπει να χτιστεί εκεί αποικία δική μας· κι όσο για σας, όταν μείνετε μόνοι χάνοντας τέτοιους συμμάχους, θα θυμηθείτε τα λόγια μου».
[8.63.1]ταῦτα δὲ Θεμιστοκλέος λέγοντος ἀνεδιδάσκετο Εὐρυβιάδης· δοκέειν δέ μοι, ἀρρωδήσας μάλιστα τοὺς Ἀθηναίους [ἀνεδιδάσκετο], μή σφεας ἀπολίπωσι, ἢν πρὸς τὸν Ἰσθμὸν ἀγάγῃ τὰς νέας· ἀπολιπόντων γὰρ Ἀθηναίων οὐκέτι ἐγίνοντο ἀξιόμαχοι οἱ λοιποί. ταύτην δὴ αἱρέεται τὴν γνώμην, αὐτοῦ μένοντας διαναυμαχέειν.Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την ομιλία του Θεμιστοκλή ο Ευρυβιάδης μεταπείστηκε· κατά τη γνώμη μου, ήταν γιατί φοβήθηκε πάρα πολύ μήπως οι Αθηναίοι τούς εγκαταλείψουν, αν αυτοί οδηγούσαν τα καράβια τους πίσω, στον Ισθμό· γιατί, απ᾽ τη στιγμή που οι Αθηναίοι θα τους εγκατέλειπαν, οι υπόλοιποι δε θα ήταν σε θέση να δώσουν ναυμαχία. Ασπάστηκε λοιπόν αυτή τη γνώμη, να μείνουν και να δώσουν ναυμαχία εκεί.
[8.64.1]οὕτω μὲν οἱ περὶ Σαλαμῖνα ἔπεσι ἀκροβολισάμενοι, ἐπείτε Εὐρυβιάδῃ ἔδοξε, αὐτοῦ παρεσκευάζοντο ὡς ναυμαχήσοντες. ἡμέρη τε ἐγίνετο καὶ ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνιόντι σεισμὸς ἐγένετο ἔν τε τῇ γῇ καὶ τῇ θαλάσσῃ.Έτσι λοιπόν αυτοί που βρίσκονταν στη Σαλαμίνα, ύστερ᾽ από διαξιφισμούς με λόγια, μια και ο Ευρυβιάδης πήρε απόφαση, προετοιμάζονταν να ναυμαχήσουν εκεί. Ξημέρωσε και καθώς πρόβαλε ο ήλιος έγινε σεισμός και στη στεριά και στη θάλασσα.
[8.64.2]ἔδοξε δέ σφι εὔξασθαι τοῖσι θεοῖσι καὶ ἐπικαλέσασθαι τοὺς Αἰακίδας συμμάχους. ὡς δέ σφι ἔδοξε, καὶ ἐποίευν ταῦτα· εὐξάμενοι γὰρ πᾶσι τοῖσι θεοῖσι αὐτόθεν μὲν ἐκ Σαλαμῖνος Αἴαντά τε καὶ Τελαμῶνα ἐπεκαλέοντο, ἐπὶ δὲ Αἰακὸν καὶ τοὺς ἄλλους Αἰακίδας νέα ἀπέστελλον ἐς Αἴγιναν.Αποφάσισαν λοιπόν να προσευχηθούν στους θεούς και να καλέσουν τους Αιακίδες για συμμάχους. Πήραν λοιπόν την απόφαση και ἅμ᾽ ἔπος ἅμ᾽ ἔργον· δηλαδή προσευχήθηκαν σ᾽ όλους τους θεούς κι ύστερα καλούσαν να τους έρθουν βοηθοί απ᾽ το νησί στο οποίο βρίσκονταν, τη Σαλαμίνα, ο Αίας κι ο Τελαμών, ενώ για τον Αιακό και τους υπόλοιπους Αιακίδες έστελναν καράβι στην Αίγινα.
[8.65.1]Ἔφη δὲ Δίκαιος ὁ Θεοκύδεος ἀνὴρ Ἀθηναῖος, φυγάς τε καὶ παρὰ Μήδοισι λόγιμος γενόμενος, τοῦτον τὸν χρόνον, ἐπείτε ἐκείρετο ἡ Ἀττικὴ χώρη ὑπὸ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ τοῦ Ξέρξεω, ἐοῦσα ἔρημος Ἀθηναίων, τυχεῖν τότε ἐὼν ἅμα Δημαρήτῳ τῷ Λακεδαιμονίῳ ἐν τῷ Θριασίῳ πεδίῳ, ἰδεῖν δὲ κονιορτὸν χωρέοντα ἀπ᾽ Ἐλευσῖνος ὡς ἀνδρῶν μάλιστά κῃ τρισμυρίων, ἀποθωμάζειν τέ σφεας τὸν κονιορτὸν ὅτεών κοτε εἴη ἀνθρώπων, καὶ πρόκατε φωνῆς ἀκούειν, καί οἱ φαίνεσθαι τὴν φωνὴν εἶναι τὸν μυστικὸν ἴακχον.Ο Δίκαιος, ο γιος του Θεοκύδη, Αθηναίος πολίτης, εξόριστος στην αυλή των Μήδων, όπου του δόθηκε σημαντική θέση, είπε πως εκείνο τον καιρό, όταν το πεζικό του Ξέρξη ρήμαζε την ύπαιθρο της Αττικής, έτυχε τότε να βρίσκεται στο Θριάσιο πεδίο μαζί με τον Δημάρατο τον Λακεδαιμόνιο· και, πως είδαν κουρνιαχτό που σήκωναν περίπου τριάντα χιλιάδες άντρες να έρχεται απ᾽ την Ελευσίνα· κι οι δυο τους παραξενεύονταν ποιοί άνθρωποι άραγε σήκωναν τον κουρνιαχτό· και, πως νά, ξαφνικά άκουσαν ανθρώπινη φωνή, και του φάνηκε πως η φωνή ήταν ο ίακχος των μυστών.
[8.65.2]εἶναι δ᾽ ἀδαήμονα τῶν ἱρῶν τῶν ἐν Ἐλευσῖνι γινομένων τὸν Δημάρητον, εἰρέσθαι τε αὐτὸν ὅ τι τὸ φθεγγόμενον εἴη τοῦτο. αὐτὸς δὲ εἰπεῖν· Δημάρητε, οὐκ ἔστι ὅκως οὐ μέγα τι σίνος ἔσται τῇ βασιλέος στρατιῇ. τάδε γὰρ ἀρίδηλα, ἐρήμου ἐούσης τῆς Ἀττικῆς, ὅτι θεῖον τὸ φθεγγόμενον, ἀπ᾽ Ἐλευσῖνος ἰὸν ἐς τιμωρίην Ἀθηναίοισί τε καὶ τοῖσι συμμάχοισι.Κι έλεγε πως ο Δημάρατος αγνοούσε τις ιεροτελεστίες που γίνονταν στην Ελευσίνα και τον ρωτούσε τί να ήταν η φωνή που ακουόταν· κι αυτός του αποκρίθηκε: «Δημάρατε, αναπόφευκτα ο στρατός του βασιλιά θα δεχτεί κάποιο μεγάλο χτύπημα. Γιατί τα σημάδια το λένε φως φανάρι· δηλαδή, η φωνή αυτή που ακούεται την ώρα που στην Αττική δεν υπάρχει ψυχή, είναι ολοφάνερα θεόσταλτη κι έρχεται από την Ελευσίνα, για να βοηθήσει τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους.
[8.65.3]καὶ ἢν μέν γε κατασκήψῃ ἐς τὴν Πελοπόννησον, κίνδυνος αὐτῷ τε βασιλέϊ καὶ τῇ στρατιῇ τῇ ἐν τῇ ἠπείρῳ ἔσται, ἢν δὲ ἐπὶ τὰς νέας τράπηται τὰς ἐν Σαλαμῖνι, τὸν ναυτικὸν στρατὸν κινδυνεύσει βασιλεὺς ἀποβαλεῖν.Κι αν ο κουρνιαχτός ξεσπάσει κατά την Πελοπόννησο, θα κινδυνέψει ο ίδιος ο βασιλιάς κι ο στρατός της ξηράς, αν όμως κατευθυνθεί προς τα καράβια που βρίσκονται στη Σαλαμίνα, θα κινδυνέψει ο βασιλιάς να χάσει το ναυτικό του.
[8.65.4]τὴν δὲ ὁρτὴν ταύτην ἄγουσι Ἀθηναῖοι ἀνὰ πάντα ἔτεα τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κόρῃ, καὶ αὐτῶν τε ὁ βουλόμενος καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων μυεῖται· καὶ τὴν φωνὴν τῆς ἀκούεις ἐν ταύτῃ τῇ ὁρτῇ ἰακχάζουσι. πρὸς ταῦτα εἰπεῖν Δημάρητον· Σίγα τε καὶ μηδενὶ ἄλλῳ τὸν λόγον τοῦτον εἴπῃς.Κι όσο γι᾽ αυτή τη γιορτή, την τελούν οι Αθηναίοι κάθε χρόνο για την Μητέρα και την Κόρη· και γίνεται μύστης όποιος θέλει κι απ᾽ αυτούς κι απ᾽ τους άλλους Έλληνες· κι η φωνή που ακούς είναι η επίκληση που απευθύνουν στη γιορτή αυτή στον Ίακχο». Κι έλεγε πως ο Δημάρατος αποκρίθηκε: «Κράτα κλειστό το στόμα σου και μη πεις σε κανέναν άλλο αυτά τα λόγια·
[8.65.5]ἢν γάρ τοι ἐς βασιλέα ἀνενειχθῇ τὰ ἔπεα ταῦτα, ἀποβαλέεις τὴν κεφαλήν, καί σε οὔτε ἐγὼ δυνήσομαι ῥύσασθαι οὔτ᾽ ἄλλος ἀνθρώπων οὐδὲ εἷς. ἀλλ᾽ ἔχ᾽ ἥσυχος, περὶ δὲ στρατιῆς τῆσδε θεοῖσι μελήσει.γιατί, αν τα λόγια σου αυτά φτάσουν στ᾽ αυτιά του βασιλιά, χάνεις το κεφάλι σου και δε θα μπορούσα να σε γλιτώσω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος. Κάθισε λοιπόν ήσυχος και γι᾽ αυτό το εκστρατευτικό σώμα οι θεοί θα βάλουν το χέρι τους».
[8.65.6]τὸν μὲν δὴ ταῦτα παραινέειν, ἐκ δὲ τοῦ κονιορτοῦ καὶ τῆς φωνῆς γενέσθαι νέφος καὶ μεταρσιωθὲν φέρεσθαι ἐς Σαλαμῖνος ἐς τὸ στρατόπεδον τὸ τῶν Ἑλλήνων. οὕτω δὲ αὐτοὺς μαθεῖν ὅτι τὸ ναυτικὸν τὸ Ξέρξεω ἀπολέεσθαι μέλλοι. ταῦτα μὲν Δίκαιος ὁ Θεοκύδεος ἔλεγε, Δημαρήτου τε καὶ ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος.Και, πως αυτή τη συμβουλή τού έδωσε εκείνος, ενώ απ᾽ τον κουρνιαχτό και τη φωνή σχηματίστηκε ένα σύννεφο και μετεωρίστηκε στον ουρανό και κατευθύνθηκε προς τη Σαλαμίνα. Και, πως έτσι αυτοί κατάλαβαν ότι αφανισμός περιμένει το ναυτικό του Ξέρξη. Λοιπόν αυτά έλεγε ο Δίκαιος, ο γιος του Θεοκύδη, κι έφερνε μάρτυρες τον Δημάρατο και άλλους.
[8.66.1]Οἱ δὲ ἐς τὸν Ξέρξεω ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντες, ἐπειδὴ ἐκ Τρηχῖνος θεησάμενοι τὸ τρῶμα τὸ Λακωνικὸν διέβησαν ἐς τὴν Ἱστιαίην, ἐπισχόντες ἡμέρας τρεῖς ἔπλεον δι᾽ Εὐρίπου, καὶ ἐν ἑτέρῃσι τρισὶ ἡμέρῃσι ἐγένοντο ἐν Φαλήρῳ. ὡς μὲν ἐμοὶ δοκέειν, οὐκ ἐλάσσονες ἐόντες ἀριθμὸν ἐσέβαλον ἐς τὰς Ἀθήνας κατά τε ἤπειρον καὶ τῇσι νηυσὶ [ἀπικόμενοι] ἢ ἐπί τε Σηπιάδα ἀπίκοντο καὶ ἐς Θερμοπύλας.Τώρα, αυτοί που υπηρετούσαν στο ναυτικό του Ξέρξη, αφού είδαν το θέαμα του χαλασμού των Λακεδαιμονίων, από την Τραχίνα πέρασαν στην Ιστιαία· καθυστέρησαν εκεί τρεις μέρες και κατόπιν διέσχιζαν με τα καράβια τους τη θάλασσα του Ευρίπου, και σ᾽ άλλες τρεις μέρες έφτασαν στο Φάληρο. Κατά τους υπολογισμούς μου, έκαναν την εισβολή τους στην Αθήνα με στρατό ξηράς και με ναυτικό όχι μικρότερο αριθμητικώς απ᾽ τις δυνάμεις που διέθεταν στη Σηπιάδα και στις Θερμοπύλες.
[8.66.2]ἀντιθήσω γὰρ τοῖσί τε ὑπὸ τοῦ χειμῶνος αὐτῶν ἀπολομένοισι καὶ τοῖσι ἐν Θερμοπύλῃσι καὶ τῇσι ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ ναυμαχίῃσι τούσδε τοὺς τότε οὔκω ἑπομένους βασιλέϊ, Μηλιέας τε καὶ Δωριέας καὶ Λοκροὺς καὶ Βοιωτοὺς πανστρατιῇ ἑπομένους πλὴν Θεσπιέων τε καὶ Πλαταιέων, καὶ μάλα Καρυστίους τε καὶ Ἀνδρίους καὶ Τηνίους τε καὶ τοὺς λοιποὺς νησιώτας πάντας, πλὴν τῶν πέντε πολίων τῶν ἐπεμνήσθην πρότερον τὰ οὐνόματα. ὅσῳ γὰρ δὴ προέβαινε ἐσωτέρω τῆς Ἑλλάδος ὁ Πέρσης, τοσούτῳ πλέω ἔθνεά οἱ εἵπετο.Γιατί σ᾽ αυτούς που χάθηκαν απ᾽ το αγριοκαίρι και στις Θερμοπύλες και στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου θ᾽ αντιπαραθέσω τους εξής που ώς τότε δεν ακολουθούσαν τον βασιλιά: τους Μαλιείς και τους Δωριείς και τους Λοκρούς και τους Βοιωτούς (που τον ακολουθούσαν πανστρατιά, μ᾽ εξαίρεση τους Θεσπιείς και τους Πλαταιείς)· κι ακόμη τους Καρυστίους και τους Ανδρίους και τους Τηνίους κι όλους τους υπόλοιπους νησιώτες, εκτός από τις πέντε πόλεις που προηγουμένως ανέφερα τα ονόματά τους. Γιατί, όσο ο Πέρσης προέλαυνε στα ενδότερα της Ελλάδας, τόσο περισσότεροι λαοί τον ακολουθούσαν.
[8.67.1]ἐπεὶ ὦν ἀπίκατο ἐς τὰς Ἀθήνας πάντες οὗτοι πλὴν Παρίων (Πάριοι δὲ ὑπολειφθέντες ἐν Κύθνῳ ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται), οἱ δὲ λοιποὶ ὡς ἀπίκοντο ἐς τὸ Φάληρον, ἐνθαῦτα κατέβη αὐτὸς Ξέρξης ἐπὶ τὰς νέας, ἐθέλων σφι συμμεῖξαί τε καὶ πυθέσθαι τῶν ἐπιπλεόντων τὰς γνώμας.Λοιπόν, όταν έφτασαν στην Αθήνα όλοι αυτοί εκτός από τους Παρίους (οι Πάριοι έμειναν πίσω, στην Κύθνο, και καιροφυλαχτούσαν ποιά θα ήταν η έκβαση του πολέμου), μόλις λοιπόν οι άλλοι έφτασαν στο Φάληρο, κατέβηκε εκεί κι ο ίδιος ο Ξέρξης στα καράβια, θέλοντας να συναντήσει αυτούς που ήταν πάνω στα καράβια και να μάθει τις απόψεις τους.
[8.67.2]ἐπεὶ δὲ ἀπικόμενος προΐζετο, παρῆσαν μετάπεμπτοι οἱ τῶν ἐθνέων τῶν σφετέρων τύραννοι καὶ ταξίαρχοι ἀπὸ τῶν νεῶν, καὶ ἵζοντο ὥς σφι βασιλεὺς ἑκάστῳ τιμὴν ἐδεδώκεε, πρῶτος μὲν ὁ Σιδώνιος [βασιλεύς], μετὰ δὲ ὁ Τύριος, ἐπὶ δὲ ὧλλοι. ὡς δὲ κόσμῳ ἐπεξῆς ἵζοντο, πέμψας Ξέρξης Μαρδόνιον εἰρώτα ἀποπειρώμενος ἑκάστου εἰ ναυμαχίην ποιέοιτο.Κι όταν έφτασε και κάθισε στον προεδρικό θρόνο, ήρθαν απ᾽ τα καράβια τους ύστερ᾽ από πρόσκληση οι ντόπιοι τύραννοι των διαφόρων εθνών και οι τριήραρχοι και κάθισαν με τη σειρά που τους τιμούσε ο βασιλιάς, πρώτος ο Σιδώνιος, μετά ο Τύριος και κατόπιν οι υπόλοιποι. Κι όταν κάθισαν σύμφωνα με το τυπικό, ο ένας μετά τον άλλο, έστειλε ο Ξέρξης τον Μαρδόνιο και ρωτούσε, δοκιμάζοντας τη γνώμη του καθενός τους, να δώσει ναυμαχία ή όχι.
[8.68.1]ἐπεὶ δὲ περιιὼν εἰρώτα ὁ Μαρδόνιος ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ Σιδωνίου, οἱ μὲν ἄλλοι κατὰ τὠυτὸ γνώμην ἐξεφέροντο, κελεύοντες ναυμαχίην ποιέεσθαι, Ἀρτεμισίη δὲ τάδε ἔφη·Και καθώς ο Μαρδόνιος, αρχίζοντας απ᾽ τον Σιδώνιο, έκανε το γύρο τους ρωτώντας, όλοι οι άλλοι εξέφραζαν μια και την αυτή γνώμη, παροτρύνοντας να δώσει ναυμαχία, όμως η Αρτεμισία μίλησε έτσι:
[8.68α.1]Εἰπεῖν μοι πρὸς βασιλέα, Μαρδόνιε, ὡς ἐγὼ τάδε λέγω, οὔτε κακίστη γενομένη ἐν τῇσι ναυμαχίῃσι τῇσι πρὸς Εὐβοίῃ οὔτε ἐλάχιστα ἀποδεξαμένη. δέσποτα, τήν δὲ ἐοῦσαν γνώμην με δίκαιόν ἐστι ἀποδείκνυσθαι, τὰ τυγχάνω φρονέουσα ἄριστα ἐς πρήγματα τὰ σά. καί τοι τάδε λέγω, φείδεο τῶν νεῶν μηδὲ ναυμαχίην ποιέο· οἱ γὰρ ἄνδρες τῶν σῶν ἀνδρῶν κρέσσονες τοσοῦτόν εἰσι κατὰ θάλασσαν ὅσον ἄνδρες γυναικῶν.«Μαρδόνιε, να πεις εκ μέρους μου στο βασιλιά πως του λέω τα εξής, εγώ που στις ναυμαχίες που έγιναν στα νερά της Εύβοιας δεν έδειξα τη μικρότερη ανδρεία κι ούτε τ᾽ ανδραγαθήματά μου ήταν τα μικρότερα: Άρχοντά μου, έχω καθήκον να εκφράσω με ειλικρίνεια τη γνώμη μου, αυτή που κατά την κρίση μου εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο την υπόθεσή σου. Και σου λέω τα ακόλουθα: Φύλαγε τα καράβια σου και μην κάνεις ναυμαχία· γιατί οι αντίπαλοι είναι τόσο ανώτεροι στη θάλασσα απ᾽ τους άντρες σου, όσο οι άντρες απ᾽ τις γυναίκες.
[8.68α.2]τί δὲ πάντως δεῖ σε ναυμαχίῃσι ἀνακινδυνεύειν; οὐκ ἔχεις μὲν τὰς Ἀθήνας, τῶν περ εἵνεκα ὁρμήθης στρατεύεσθαι, ἔχεις δὲ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα; ἐμποδὼν δέ τοι ἵσταται οὐδείς· οἳ δέ τοι ἀντέστησαν, ἀπήλλαξαν οὕτω ὡς ἐκείνους ἔπρεπε.Εξάλλου, για ποιό λόγο πρέπει να ξαναμπείς στον κίνδυνο της ναυμαχίας; Δεν εξουσιάζεις την Αθήνα, που στάθηκε το κίνητρο της εκστρατείας σου; δεν εξουσιάζεις την υπόλοιπη Ελλάδα; κι ούτε βγαίνει κανείς να σου κόψει το δρόμο· κι εκείνοι που σου εναντιώθηκαν έφαγαν το κεφάλι τους, όπως τους άξιζε.
[8.68β.1]τῇ δὲ ἐγὼ δοκέω ἀποβήσεσθαι τὰ τῶν ἀντιπολέμων πρήγματα, τοῦτο φράσω. ἢν μὲν μὴ ἐπειχθῇς ναυμαχίην ποιεύμενος, ἀλλὰ τὰς νέας αὐτοῦ ἔχῃς πρὸς γῇ, μένων ἢ καὶ προβαίνων ἐς τὴν Πελοπόννησον, εὐπετέως τοι, δέσποτα, χωρήσει τὰ νοέων ἐλήλυθας.Και τώρα θα σου πω πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στο αντίπαλο στρατόπεδο· αν δε βιαστείς να δώσεις ναυμαχία, αλλά κρατήσεις τα καράβια σου δεμένα στο λιμάνι, ενώ εσύ θα στρατοπεδεύεις εδώ ή και θα προελαύνεις στην Πελοπόννησο, εύκολα, βασιλιά μου, θα προχωρήσουν τα σχέδια που έχοντας στο νου σου ήρθες.
[8.68β.2]οὐ γὰρ οἷοί τε πολλὸν χρόνον εἰσί τοι ἀντέχειν οἱ Ἕλληνες, ἀλλά σφεας διασκεδᾷς, κατὰ πόλις δὲ ἕκαστοι φεύξονται. οὔτε γὰρ σῖτος πάρα σφι ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, οὔτε αὐτοὺς οἰκός, ἢν σὺ ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον ἐλαύνῃς τὸν πεζὸν στρατόν, ἀτρεμιεῖν τοὺς ἐκεῖθεν αὐτῶν ἥκοντας, οὐδέ σφι μελήσει πρὸ τῶν Ἀθηνέων ναυμαχέειν.Γιατί οι Έλληνες δεν μπορούν να σου προβάλλουν αντίσταση για πολύ καιρό, αλλά θα τους διασπάσεις κι ο καθένας θα φύγει για την πόλη του. Γιατί, κατά τις πληροφορίες μου, ούτε προμήθειες έχουν στο νησί αυτό, κι ούτε είναι λογικό, αν εσύ κατευθύνεις το πεζικό σου εναντίον της Πελοποννήσου, να μένουν ασάλευτοι εκείνοι απ᾽ τους Έλληνες που ήρθαν αποκεί, κι ούτε θα νοιαστούν να δώσουν ναυμαχία για την Αθήνα.
[8.68γ.1]ἢν δὲ αὐτίκα ἐπειχθῇς ναυμαχῆσαι, δειμαίνω μὴ ὁ ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὶς τὸν πεζὸν προσδηλήσηται. πρὸς δέ, ὦ βασιλεῦ, καὶ τόδε ἐς θυμὸν βαλεῦ, ὡς τοῖσι μὲν χρηστοῖσι τῶν ἀνθρώπων κακοὶ δοῦλοι φιλέουσι γίνεσθαι, τοῖσι δὲ κακοῖσι χρηστοί. σοὶ δὲ ἐόντι ἀρίστῳ ἀνδρῶν πάντων κακοὶ δοῦλοι εἰσί, οἳ ἐν συμμάχων λόγῳ λέγονται εἶναι, ἐόντες Αἰγύπτιοί τε καὶ Κύπριοι καὶ Κίλικες καὶ Πάμφυλοι, τῶν ὄφελός ἐστι οὐδέν.Αντίθετα, αν βιαστείς και δώσεις ναυμαχία αμέσως, φοβάμαι μήπως το χτύπημα που θα δεχτεί το ναυτικό σου θα έχει ολέθριο αντίχτυπο και στο πεζικό. Κι ακόμα, βασιλιά μου, βάλε στο νου σου και τούτο, ότι συνήθως οι δούλοι των καλών ανθρώπων γίνονται κακοί, ενώ των κακών, καλοί. Κι εσύ, καθώς είσαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, έχεις κακούς δούλους, που λογαριάζονται σύμμαχοί σου, νά, όπως οι Αιγύπτιοι και οι Κύπριοι και οι Κίλικες και οι Πάμφυλοι — ολότελα άχρηστοι».
[8.69.1]ταῦτα λεγούσης πρὸς Μαρδόνιον, ὅσοι μὲν ἦσαν εὔνοοι τῇ Ἀρτεμισίῃ συμφορὴν ἐποιεῦντο τοὺς λόγους ὡς κακόν τι πεισομένης πρὸς βασιλέος, ὅτι οὐκ ἔα ναυμαχίην ποιέεσθαι· οἱ δὲ ἀγεόμενοί τε καὶ φθονέοντες αὐτῇ, ἅτε ἐν πρώτοισι τετιμημένης διὰ πάντων τῶν συμμάχων, ἐτέρποντο τῇ ἀνακρίσι ὡς ἀπολεομένης αὐτῆς.Την ώρα που η Αρτεμισία έλεγε αυτά στον Μαρδόνιο, όσοι τη συμπαθούσαν θεωρούσαν συμφορά τα λόγια της, γιατί θα προκαλούσαν κάποια ποινή απ᾽ τον βασιλιά, επειδή τον απέτρεπε απ᾽ το να δώσει ναυμαχία· όσοι όμως τη ζήλευαν και τη φθονούσαν, κυρίως επειδή ο βασιλιάς τής έδινε τις πρώτες τιμές ανάμεσα σ᾽ όλους τους συμμάχους, ένιωθαν αγαλλίαση με την απόκρισή της, με την ιδέα πως δε θα τη γλιτώσει.
[8.69.2]ἐπειδὴ δὲ ἀνηνείχθησαν αἱ γνῶμαι ἐς Ξέρξην, κάρτα τε ἥσθη τῇ γνώμῃ τῇ Ἀρτεμισίης, καὶ νομίζων ἔτι πρότερον σπουδαίην εἶναι τότε πολλῷ μᾶλλον αἴνεε. ὅμως δὲ τοῖσι πλέοσι πείθεσθαι ἐκέλευε, τάδε καταδόξας, πρὸς μὲν Εὐβοίῃ σφέας ἐθελοκακέειν ὡς οὐ παρεόντος αὐτοῦ, τότε δὲ αὐτὸς παρεσκεύαστο θεήσασθαι ναυμαχέοντας.Αλλά, όταν ο Μαρδόνιος ανέφερε τις γνώμες στον Ξέρξη, αυτός ενθουσιάστηκε με τη γνώμη της Αρτεμισίας, κι έτσι που κι από πριν κιόλας τη θεωρούσε αξιόλογη, τότε της έκανε πολύ μεγαλύτερο εγκώμιο. Ωστόσο διέταξε να γίνει σεβαστή η γνώμη της πλειοψηφίας, πιστεύοντας απόλυτα σ᾽ ετούτο: πως στις ναυμαχίες στην Εύβοια οι δικοί του δεν έδειξαν την ανδρεία τους, επειδή δεν ήταν παρών εκεί ο ίδιος, όμως αυτή τη φορά είχε κάνει τις ετοιμασίες για να παρακολουθήσει ο ίδιος το θέαμα της ναυμαχίας τους.
[8.70.1]Ἐπειδὴ δὲ παρήγγελλε ἀναπλέειν, ἀνῆγον τὰς νέας ἐπὶ τὴν Σαλαμῖνα, καὶ παρεκρίθησαν διαταχθέντες κατ᾽ ἡσυχίην. τότε μέν νυν οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι· νὺξ γὰρ ἐπεγένετο· οἱ δὲ παρεσκευάζοντο ἐς τὴν ὑστεραίην.Κι όταν δόθηκε το παράγγελμα να σηκώσουν άγκυρα, έβγαζαν τα καράβια στο πέλαγος προς τη Σαλαμίνα κι αντιπαρατάχτηκαν παίρνοντας θέση μάχης ανενόχλητοι. Τότε βέβαια η προχωρημένη ώρα της ημέρας δεν τους επέτρεψε να δώσουν ναυμαχία· και καθώς έπεσε η νύχτα, ετούτοι ετοιμάζονταν για την άλλη μέρα.
[8.70.2]τοὺς δὲ Ἕλληνας εἶχε δέος τε καὶ ἀρρωδίη, οὐκ ἥκιστα δὲ τοὺς ἀπὸ Πελοποννήσου· ἀρρώδεον δὲ, ὅτι αὐτοὶ μὲν ἐν Σαλαμῖνι κατήμενοι ὑπὲρ γῆς τῆς Ἀθηναίων ναυμαχέειν μέλλοιεν, νικηθέντες τε ἐν νήσῳ ἀπολαμφθέντες πολιορκήσονται, ἀπέντες τὴν ἑωυτῶν ἀφύλακτον·Τους Έλληνες πάλι τους έζωνε φόβος και τρόμος και προπάντων τους Πελοποννησίους· κι έτρεμαν, επειδή οι ίδιοι τους, αγκυροβολημένοι στη Σαλαμίνα, όπου να ᾽ναι θα έδιναν ναυμαχία για τη γη των Αθηναίων, και, στην περίπτωση που θα νικιούνταν, θ᾽ αποκλείονταν σε νησί και θα πολιορκούνταν, αφήνοντας τη χώρα τους ανυπεράσπιστη.
[8.71.1]τῶν δὲ βαρβάρων ὁ πεζὸς ὑπὸ τὴν παρεοῦσαν νύκτα ἐπορεύετο ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον. καίτοι τὰ δυνατὰ πάντα ἐμεμηχάνητο ὅκως κατ᾽ ἤπειρον μὴ ἐσβάλοιεν οἱ βάρβαροι. ὡς γὰρ ἐπύθοντο τάχιστα Πελοποννήσιοι τοὺς ἀμφὶ Λεωνίδην ἐν Θερμοπύλῃσι τετελευτηκέναι, συνδραμόντες ἐκ τῶν πολίων ἐς τὸν Ἰσθμὸν ἵζοντο, καί σφι ἐπῆν στρατηγὸς Κλεόμβροτος ὁ Ἀναξανδρίδεω, Λεωνίδεω δὲ ἀδελφεός.Κι απ᾽ τη μεριά του το πεζικό των βαρβάρων εκείνη τη νύχτα κινήθηκε εναντίον της Πελοποννήσου. Οι Πελοποννήσιοι βέβαια είχαν πάρει όλα τα μέτρα που μπορούσαν για να εμποδίσουν την εισβολή των εχθρών στη γη τους. Κι έτσι, μόλις πληροφορήθηκαν ότι σκοτώθηκαν οι άντρες του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, έσπευσαν αμέσως όλοι μαζί από τις πόλεις τους κι εγκαταστάθηκαν στον Ισθμό· στρατηγός τους με το γενικό πρόσταγμα ήταν ο Κλεόμβροτος, ο γιος του Αναξανδρίδα κι αδερφός του Λεωνίδα.
[8.71.2]ἱζόμενοι δὲ ἐν τῷ Ἰσθμῷ καὶ συγχώσαντες τὴν Σκειρωνίδα ὁδόν, μετὰ τοῦτο ὥς σφι ἔδοξε βουλευομένοισι, οἰκοδόμεον διὰ τοῦ Ἰσθμοῦ τεῖχος. ἅτε δὲ ἐουσέων μυριάδων πολλέων καὶ παντὸς ἀνδρὸς ἐργαζομένου ἤνετο τὸ ἔργον· καὶ γὰρ λίθοι καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ φορμοὶ ψάμμου πλήρεες ἐσεφορέοντο, καὶ ἐλίνυον οὐδένα χρόνον οἱ βοηθήσαντες ἐργαζόμενοι, οὔτε νυκτὸς οὔτε ἡμέρης.Εγκαταστάθηκαν λοιπόν στον Ισθμό και χαλνούσαν το δρόμο της Σκειρωνίδας· ύστερα, σύμφωνα με την απόφαση που πάρθηκε σε σύναξή τους, έχτιζαν τείχος απ᾽ τη μια άκρη του Ισθμού ώς την άλλη. Κι έτσι που ήταν πολλές χιλιάδες και οι πάντες δούλευαν, το έργο προχωρούσε· γιατί έφερναν κι απόθεταν εκεί πέτρες και πλιθιά και ξύλα και κοφίνια γεμάτα άμμο· κι αυτοί που έτρεξαν να υπερασπιστούν τη χώρα τους δε σταματούσαν ούτε στιγμή, δούλευαν νύχτα–μέρα.
[8.72.1]οἱ δὲ βοηθήσαντες ἐς τὸν Ἰσθμὸν πανδημεὶ οἵδε ἦσαν Ἑλλήνων, Λακεδαιμόνιοί τε καὶ Ἀρκάδες πάντες καὶ Ἠλεῖοι καὶ Κορίνθιοι καὶ Σικυώνιοι καὶ Ἐπιδαύριοι καὶ Φλειάσιοι καὶ Τροιζήνιοι καὶ Ἑρμιονέες. οὗτοι μὲν ἦσαν οἱ βοηθήσαντες καὶ ὑπεραρρωδέοντες τῇ Ἑλλάδι κινδυνευούσῃ· τοῖσι δὲ ἄλλοισι Πελοποννησίοισι ἔμελε οὐδέν. Ὀλύμπια δὲ καὶ Κάρνεια παροιχώκεε ἤδη.Νά τώρα ποιοί Έλληνες έτρεξαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό πανστρατιά: οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αρκάδες στο σύνολό τους, κι οι Ηλείοι και οι Κορίνθιοι κι οι Σικυώνιοι κι οι Επιδαύριοι και οι Φλειάσιοι κι οι Τροιζήνιοι και οι Ερμιονείς. Αυτοί λοιπόν ήταν που έτρεξαν να υπερασπιστούν την Ελλάδα κι αγωνιούσαν για τη σωτηρία της· αντίθετα, οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι έμεναν εντελώς αδιάφοροι. Κι ωστόσο τα Ολύμπια και τα Κάρνεια είχαν πια περάσει.
[8.73.1]Οἰκέει δὲ τὴν Πελοπόννησον ἔθνεα ἑπτά. τούτων δὲ τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα ἐόντα κατὰ χώρην ἵδρυται νῦν τῇ καὶ τὸ πάλαι οἴκεον, Ἀρκάδες τε καὶ Κυνούριοι· ἓν δὲ ἔθνος τὸ Ἀχαιϊκὸν ἐκ μὲν Πελοποννήσου οὐκ ἐξεχώρησε, ἐκ μέντοι τῆς ἑωυτῶν, οἰκέει δὲ γῆν ἀλλοτρίην.Τώρα, την Πελοπόννησο την κατοικούν εφτά φυλές. Από αυτές οι δυο, που είναι γηγενείς, ζουν σήμερα μόνιμα στον τόπο που κατοικούσαν και στο παρελθόν, οι Αρκάδες και οι Κυνούριοι· μια φυλή πάλι, οι Αχαιοί, δε βγήκε βέβαια έξω απ᾽ την Πελοπόννησο, αλλά απ᾽ την ιδιαίτερη περιοχή της, και εγκαταστάθηκε σε γη που ανήκε σε άλλους.
[8.73.2]τὰ δὲ λοιπὰ ἔθνεα τῶν ἑπτὰ τέσσερα ἐπήλυδά ἐστι, Δωριέες τε καὶ Αἰτωλοὶ καὶ Δρύοπες καὶ Λήμνιοι. Δωριέων μὲν πολλαί τε καὶ δόκιμοι πόλιες, Αἰτωλῶν δὲ Ἦλις μούνη, Δρυόπων δὲ Ἑρμιών τε καὶ Ἀσίνη ἡ πρὸς Καρδαμύλῃ τῇ Λακωνικῇ, Λημνίων δὲ Παρωρεῆται πάντες.Οι τέσσερις άλλες φυλές, από τις εφτά, έχουν έρθει απ᾽ έξω: Δωριείς και Αιτωλοί και Δρύοπες και Λήμνιοι. Στους Δωριείς ανήκουν πολλές και αξιόλογες πόλεις, στους Αιτωλούς μονάχα μια, η Ήλιδα, στους Δρύοπες η Ερμιών και η Ασίνη που γειτονεύει με την Καρδαμύλη της Λακωνίας, ενώ στους Λημνίους όλες οι πόλεις των Παρωρεητών.
[8.73.3]οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες δοκέουσι μοῦνοι εἶναι Ἴωνες, ἐκδεδωρίωνται δὲ ὑπό τε Ἀργείων ἀρχόμενοι καὶ τοῦ χρόνου, ἐόντες Ὀρνεῆται καὶ [οἱ] περίοικοι. τούτων ὦν τῶν ἑπτὰ ἐθνέων αἱ λοιπαὶ πόλιες, πάρεξ τῶν κατέλεξα, ἐκ τοῦ μέσου κατέατο· εἰ δὲ ἐλευθέρως ἔξεστι εἰπεῖν, ἐκ τοῦ μέσου κατήμενοι ἐμήδιζον.Και οι Κυνούριοι, μια και είναι γηγενείς, πιστεύουν πως μονάχα αυτοί είναι Ίωνες, αλλά έχουν εντελώς αφομοιωθεί από τους Δωριείς —αυτό οφείλεται στην υποταγή τους στους Αργείους και στον πολύ καιρό που πέρασε— κι αποκαλούνται Ορνεάτες και περίοικοι. Λοιπόν οι υπόλοιπες πόλεις αυτών των εφτά φυλών, δηλαδή όσες δεν απαρίθμησα, κρατούσαν ουδετερότητα· αν όμως μπορώ να μιλήσω ελεύθερα, η ουδετερότητα που κρατούσαν δεν ήταν παρά μηδισμός.
[8.74.1]Οἱ μὲν δὴ ἐν τῷ Ἰσθμῷ τοιούτῳ πόνῳ συνέστασαν, ἅτε ‹τὸν› περὶ τοῦ παντὸς ἤδη δρόμον θέοντες καὶ τῇσι νηυσὶ οὐκ ἐλπίζοντες ἐλλάμψεσθαι· οἱ δὲ ἐν Σαλαμῖνι Ἕλληνες ὅμως ταῦτα πυνθανόμενοι ἀρρώδεον, οὐκ οὕτω περὶ σφίσι αὐτοῖσι δειμαίνοντες ὡς περὶ τῇ Πελοποννήσῳ.Λοιπόν, όσοι εκεί στον Ισθμό δούλευαν στο έργο που αναφέραμε χωρίς να παίρνουν ανάσα, μια κι έδιναν πια τον υπέρ πάντων αγώνα, δεν έλπιζαν σε θρίαμβο του στόλου· όσο πάλι γι᾽ αυτούς που βρίσκονταν στη Σαλαμίνα, πήραν βέβαια αυτή την πληροφορία, κι έτσι τους έζωνε τρομάρα· δε φοβούνταν τόσο για τη ζωή τους, όσο για την Πελοπόννησο.
[8.74.2]ἕως μὲν δὴ αὐτῶν ἀνὴρ ἀνδρὶ παραστὰς σιγῇ λόγον ἐποιέετο, θῶμα ποιεύμενοι τὴν Εὐρυβιάδεω ἀβουλίην· τέλος δὲ ἐξερράγη ἐς τὸ μέσον. σύλλογός τε δὴ ἐγίνετο καὶ πολλὰ ἐλέγετο περὶ τῶν αὐτῶν, οἱ μὲν ὡς ἐς τὴν Πελοπόννησον χρεὸν εἴη ἀποπλέειν καὶ περὶ ἐκείνης κινδυνεύειν, μηδὲ πρὸ χώρης δοριαλώτου μένοντας μάχεσθαι, Ἀθηναῖοι δὲ καὶ Αἰγινῆται καὶ Μεγαρέες αὐτοῦ μένοντας ἀμύνεσθαι.Για κάποιο διάστημα πλησίαζαν ο ένας τον άλλο κι έπιαναν κουβέντα ψιθυριστά και τους φαινόταν ανεξήγητη η απερισκεψία του Ευρυβιάδη· στο τέλος όμως ξέσπασε στα φανερά κατακραυγή. Και λοιπόν έγινε σύναξη κι ακούστηκαν πολλά για το ίδιο θέμα, καθώς άλλοι έλεγαν πως πρέπει να βάλουν πλώρη για την Πελοπόννησο και να μπουν στον κίνδυνο για να τη σώσουν κι όχι να μείνουν και να δώσουν μάχη για χώρα που την πατούσε ο εχθρός, ενώ οι Αθηναίοι και οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς, να μείνουν εκεί που ήταν και ν᾽ αντιμετωπίσουν τον εχθρό.
[8.75.1]ἐνθαῦτα Θεμιστοκλέης ὡς ἑσσοῦτο τῇ γνώμῃ ὑπὸ τῶν Πελοποννησίων, λαθὼν ἐξέρχεται ἐκ τοῦ συνεδρίου, ἐξελθὼν δὲ πέμπει ἐς τὸ στρατόπεδον τὸ Μήδων ἄνδρα πλοίῳ, ἐντειλάμενος τὰ λέγειν χρεόν, τῷ οὔνομα μὲν ἦν Σίκιννος, οἰκέτης δὲ καὶ παιδαγωγὸς ἦν τῶν Θεμιστοκλέος παίδων· τὸν δὴ ὕστερον τούτων τῶν πρηγμάτων Θεμιστοκλέης Θεσπιέα τε ἐποίησε, ὡς ἐπεδέκοντο οἱ Θεσπιέες πολιήτας, καὶ χρήμασι ὄλβιον.Τότε ο Θεμιστοκλής, καθώς νικούσε η γνώμη των Πελοποννησίων κι όχι η δική του, βγαίνει απ᾽ τη συνέλευση χωρίς να γίνει αντιληπτός, και βγαίνοντας στέλνει με πλεούμενο κάποιον παραγγέλνοντάς του να πει αυτά που έπρεπε· αυτός λεγόταν Σίκιννος, κι ήταν δούλος του Θεμιστοκλή και παιδαγωγός των παιδιών του· ο Θεμιστοκλής σε χρόνο μεταγενέστερο απ᾽ αυτά τα γεγονότα τον έκανε και Θεσπιέα, όταν οι Θεσπιείς έδιναν δικαίωμα πολίτη σε ξένους, και ευκατάστατο.
[8.75.2]ὃς τότε πλοίῳ ἀπικόμενος ἔλεγε πρὸς τοὺς στρατηγοὺς τῶν βαρβάρων τάδε· Ἔπεμψέ με στρατηγὸς ὁ Ἀθηναίων λάθρῃ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων (τυγχάνει γὰρ φρονέων τὰ βασιλέος καὶ βουλόμενος μᾶλλον τὰ ὑμέτερα κατύπερθε γίνεσθαι ἣ τὰ τῶν Ἑλλήνων πρήγματα) φράσοντα ὅτι οἱ Ἕλληνες δρησμὸν βουλεύονται καταρρωδηκότες, καὶ νῦν παρέχει κάλλιστον ὑμέας ἔργον ἁπάντων ἐξεργάσασθαι, ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούς.Αυτός τότε φτάνοντας με πλεούμενο έλεγε στους στρατηγούς των βαρβάρων τα εξής: «Μ᾽ έστειλε ο στρατηγός των Αθηναίων κρυφά απ᾽ τους άλλους Έλληνες (γιατί τυχαίνει να είναι με το μέρος του βασιλιά και να προτιμά τη δική σας, κι όχι των Ελλήνων, την επικράτηση), για να σας ανακοινώσω πως οι Έλληνες τρέμοντας από φόβο σκέφτονται να δραπετεύσουν και πως, νά, τώρα σας δίνεται η δυνατότητα να φέρετε σε πέρας την πιο λαμπρή απ᾽ όλες σας τις επιχειρήσεις, αν δε μείνετε με τα χέρια σταυρωμένα καθώς θα δραπετεύουν εκείνοι.
[8.75.3]οὔτε γὰρ ἀλλήλοισι ὁμοφρονέουσι οὔτ᾽ ἔτι ἀντιστήσονται ὑμῖν, πρὸς ἑωυτούς τε σφέας ὄψεσθε ναυμαχέοντας, τοὺς τὰ ὑμέτερα φρονέοντας καὶ τοὺς μή. ὁ μὲν ταῦτά σφι σημήνας ἐκποδὼν ἀπαλλάσσετο·Γιατί και μονοιασμένοι δεν είναι κι ούτε θα προβάλουν αντίσταση σ᾽ εσάς· και θα τους δείτε να δίνουν ναυμαχία ανάμεσά τους χωρισμένοι στα δυο, σ᾽ αυτούς που παίρνουν το δικό σας μέρος και τους αντίθετους». Λοιπόν, αφού τους έδωσε αυτό το μήνυμα, αποσύρθηκε και πήγε στο καλό.
[8.76.1]τοῖσι δὲ ὡς πιστὰ ἐγίνετο τὰ ἀγγελθέντα, τοῦτο μὲν ἐς τὴν νησῖδα τὴν [Ψυττάλειαν] μεταξὺ Σαλαμῖνός τε κειμένην καὶ τῆς ἠπείρου, πολλοὺς τῶν Περσέων ἀπεβίβασαν· τοῦτο δέ, ἐπειδὴ ἐγίνοντο μέσαι νύκτες, ἀνῆγον μὲν τὸ ἀπ᾽ ἑσπέρης κέρας κυκλούμενοι πρὸς τὴν Σαλαμῖνα, ἀνῆγον δὲ οἱ ἀμφὶ τὴν Κέον τε καὶ τὴν Κυνόσουραν τεταγμένοι, κατεῖχόν τε μέχρι Μουνιχίης πάντα τὸν πορθμὸν τῇσι νηυσί.Κι οι άλλοι δίνοντας πίστη στο μήνυμα που πήραν, πρώτα πρώτα αποβίβασαν πολλούς Πέρσες στο νησάκι Ψυττάλεια που βρίσκεται ανάμεσα στη Σαλαμίνα και τη στεριά· κατόπιν, όταν έφτασαν τα μεσάνυχτα, ανοίχτηκαν με την αριστερή τους πτέρυγα προς τη Σαλαμίνα επιχειρώντας κυκλωτική κίνηση· ανοίχτηκαν κι εκείνοι που είχαν παραταχτεί γύρω απ᾽ την Κέο και την Κυνόσουρα κι έπιασαν με τα καράβια τους απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη το στενό πέρασμα ώς τη Μουνιχία.
[8.76.2]τῶνδε δὲ εἵνεκα ἀνῆγον τὰς νέας, ἵνα δὴ τοῖσι Ἕλλησι μηδὲ φυγεῖν ἐξῇ, ἀλλ᾽ ἀπολαμφθέντες ἐν τῇ Σαλαμῖνι δοῖεν τίσιν τῶν ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ ἀγωνισμάτων. ἐς δὲ τὴν νησῖδα τὴν Ψυττάλειαν καλεομένην ἀπεβίβαζον τῶν Περσέων τῶνδε εἵνεκα, ὡς ἐπεὰν γένηται ναυμαχίη, ἐνθαῦτα μάλιστα ἐξοισομένων τῶν τε ἀνδρῶν καὶ τῶν ναυηγίων (ἐν γὰρ δὴ πόρῳ [τῆς] ναυμαχίης τῆς μελλούσης ἔσεσθαι ἔκειτο ἡ νῆσος), ἵνα τοὺς μὲν περιποιῶσι, τοὺς δὲ διαφθείρωσι.Κι ο λόγος για τον οποίο αναπτύχθηκαν στ᾽ ανοιχτά τα καράβια τους ήταν να μην έχουν τη δυνατότητα οι Έλληνες ούτε καν να φύγουν, αλλά, αποκλεισμένοι στη Σαλαμίνα, να πληρώσουν για τα κατορθώματά τους στο Αρτεμίσιο. Επίσης αποβίβαζαν Πέρσες στο νησάκι που λέγεται Ψυττάλεια για τον εξής λόγο· όσο θα κρατούσε η ναυμαχία, εκεί πιθανότατα θα έβγαζε το κύμα και τους στρατιώτες και τα συντρίμμια των ναυαγίων (γιατί το νησί βρισκόταν στο στενό, όπου ήταν να γίνει η ναυμαχία), κι έτσι θα μπορούσαν τους δικούς τους να τους περισυλλέγουν, τους άλλους να τους εξοντώνουν.
[8.76.3]ἐποίευν δὲ σιγῇ ταῦτα, ὡς μὴ πυνθανοίατο οἱ ἐναντίοι. οἱ μὲν δὴ ταῦτα τῆς νυκτὸς οὐδὲν ἀποκοιμηθέντες παραρτέοντο.Κι αυτές τις κινήσεις τους τις έκαναν αθόρυβα, για να μη τις αντιληφτούν οι εχθροί. Μ᾽ αυτές λοιπόν τις προετοιμασίες καταγίνονταν χωρίς να κλείσουν μάτι όλη τη νύχτα.
[8.77.1]Χρησμοῖσι δὲ οὐκ ἔχω ἀντιλέγειν ὡς οὐκ εἰσὶ ἀληθέες, οὐ βουλόμενος ἐναργέως λέγοντας πειρᾶσθαι καταβάλλειν, ἐς τοιάδε ῥήματα ἐσβλέψας·Τώρα, δεν μπορώ ν᾽ αμφισβητήσω την αλήθεια των χρησμών, κι ούτε έχω πρόθεση να τους ανασκευάσω την ώρα που μιλούν ξεκάθαρα, όταν έχω μπροστά μου περιπτώσεις σαν και αυτή που παραθέτω:
Ἀλλ᾽ ὅταν Ἀρτέμιδος χρυσαόρου ἱερὸν ἀκτὴν
νηυσὶ γεφυρώσωσι καὶ εἰναλίην Κυνόσουραν,
ἐλπίδι μαινομένῃ λιπαρὰς πέρσαντες Ἀθήνας,
δῖα Δίκη σβέσσει κρατερὸν Κόρον, Ὕβριος υἱόν,
δεινὸν μαιμώοντα, δοκεῦντ᾽ ἀνὰ πάντα πιθέσθαι.
Αλλ᾽ όταν της χρυσόσπαθης της Άρτεμης οι Πέρσες
(που πάτησαν τ᾽ ολόλαμπρο το κάστρο της Αθήνας με ξέφρενες ελπίδες)
το ακρωτήρι τ᾽ άγιο με της Κυνόσουρας εκεί τ᾽ ακροθαλάσσι ενώσουν με καραβιών γεφύρι,
τότε η Δίκη των θεών τον γιο της Ύβρης Κόρο, όσο κι αν είναι δυνατός,
τον σβήνει μες στη μάνητα τη φοβερή, την ώρα που πίστευε τα πάντα πως κατέχει.
[8.77.2]χαλκὸς γὰρ χαλκῷ συμμίξεται, αἵματι δ᾽ Ἄρης
πόντον φοινίξει. τότ᾽ ἐλεύθερον Ἑλλάδος ἦμαρ
εὐρύοπα Κρονίδης ἐπάγει καὶ πότνια Νίκη.
Γιατί χαλκός με το χαλκό θα ᾽ρθουν να χτυπηθούνε κι ο Άρης θενά βάψει
το πέλαγο με πορφυρό αιμάτινο ποτάμι. Και τότε στην Ελλάδα
θα φέρει μέρα λευτεριάς ο Δίας ο παντεπόπτης και η σεβάσμια Νίκη.
ἐς τοιαῦτα μὲν καὶ οὕτω ἐναργέως λέγοντι Βάκιδι ἀντιλογίας χρησμῶν πέρι οὔτε αὐτὸς λέγειν τολμέω οὔτε παρ᾽ ἄλλων ἐνδέκομαι.Λοιπόν, όταν ο Βάκης λέει τέτοιους χρησμούς και τόσο ξεκάθαρους, εγώ δεν τολμώ να εκφράσω αμφιβολίες για τους χρησμούς κι ούτε τις αποδέχομαι, όταν τις διατυπώνουν άλλοι.
[8.78.1]Τῶν δὲ ἐν Σαλαμῖνι στρατηγῶν ἐγίνετο ὠθισμὸς λόγων πολλός. ᾔδεσαν δὲ οὔκω ὅτι σφέας περιεκυκλεῦντο τῇσι νηυσὶ οἱ βάρβαροι, ἀλλ᾽ ὥσπερ τῆς ἡμέρης ὥρων αὐτοὺς τεταγμένους, ἐδόκεον κατὰ χώρην εἶναι.Αλλά οι στρατηγοί που ήταν στη Σαλαμίνα άλλαζαν λόγια βαριά ανάμεσά τους. Κι ακόμα δεν αντιλήφτηκαν ότι τους περικύκλωναν με τα καράβια τους οι βάρβαροι, αλλά πίστευαν πως δε μετακινήθηκαν από τις θέσεις που τους είδαν να κρατούν την προηγούμενη μέρα.
[8.79.1]συνεστηκότων δὲ τῶν στρατηγῶν ἐξ Αἰγίνης διέβη Ἀριστείδης ὁ Λυσιμάχου, ἀνὴρ Ἀθηναῖος μέν, ἐξωστρακισμένος δὲ ὑπὸ τοῦ δήμου, τὸν ἐγὼ νενόμικα, πυνθανόμενος αὐτοῦ τὸν τρόπον, ἄριστον ἄνδρα γενέσθαι ἐν Ἀθήνῃσι καὶ δικαιότατον.Την ώρα που λογόφερναν οι στρατηγοί πέρασε από την Αίγινα στη Σαλαμίνα ο Αριστείδης, ο γιος του Λυσιμάχου, Αθηναίος πολίτης που το δημοκρατικό πλήθος τον είχε τιμωρήσει με εξοστρακισμό· όμως εγώ, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τη συμπεριφορά του, σχημάτισα τη γνώμη πως αναδείχτηκε ο πρώτος στην αρετή και ο δικαιότατος ανάμεσα στους Αθηναίους.
[8.79.2]οὗτος ὡνὴρ στὰς ἐπὶ τὸ συνέδριον ἐξεκαλέετο Θεμιστοκλέα, ἐόντα μὲν ἑωυτῷ οὐ φίλον, ἐχθρὸν δὲ τὰ μάλιστα· ὑπὸ δὲ μεγάθεος τῶν παρεόντων κακῶν λήθην ἐκείνων ποιεύμενος ἐξεκαλέετο, θέλων αὐτῷ συμμεῖξαι. προακηκόεε δὲ ὅτι σπεύδοιεν οἱ ἀπὸ Πελοποννήσου ἀνάγειν τὰς νέας πρὸς τὸν Ἰσθμόν.Αυτός ο άντρας στάθηκε έξω απ᾽ τον χώρο όπου συνεδρίαζαν κι έλεγε να του φωνάξουν τον Θεμιστοκλή· δεν ήταν βέβαια φίλος του, κάθε άλλο, ήταν ο πιο μεγάλος εχθρός του· όμως καθώς οι συμφορές που τους βρήκαν τότε ήταν μεγάλες, έριξε στη λήθη τις διαφορές τους και τον καλούσε να βγει έξω θέλοντας να συναντηθούν. Κι είχε κιόλας ακούσει πως οι Πελοποννήσιοι ασκούσαν πίεση, για ν᾽ ανοιχτούν με τα καράβια τους στον Ισθμό.
[8.79.3]ὡς δὲ ἐξῆλθέ οἱ Θεμιστοκλέης, ἔλεγε Ἀριστείδης τάδε· Ἡμέας στασιάζειν χρεόν ἐστι ἔν τε τῷ ἄλλῳ καιρῷ καὶ δὴ καὶ ἐν τῷδε περὶ τοῦ ὁκότερος ἡμέων πλέω ἀγαθὰ τὴν πατρίδα ἐργάσεται.Λοιπόν, μόλις βγήκε έξω ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης του μίλησε έτσι: «Εμείς έχουμε χρέος να συγκρουόμαστε και σε κάθε άλλη κρίσιμη ώρα και προπάντων τώρα για το ποιός από τους δυο μας θα προσφέρει πολυτιμότερες υπηρεσίες στην πατρίδα.
[8.79.4]λέγω δέ τοι ὅτι ἴσον ἐστὶ πολλά τε καὶ ὀλίγα λέγειν περὶ ἀποπλόου τοῦ ἐνθεῦτεν Πελοποννησίοισι. ἐγὼ γὰρ αὐτόπτης τοι λέγω γενόμενος ὅτι νῦν οὐδ᾽ ἢν θέλωσι Κορίνθιοί τε καὶ αὐτὸς Εὐρυβιάδης οἷοί τε ἔσονται ἐκπλῶσαι· περιεχόμεθα γὰρ ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ. ἀλλ᾽ ἐσελθών σφι ταῦτα σήμηνον.Έχω λοιπόν να σου πω ότι είτε πολλά είτε λίγα έχετε να πείτε με τους Πελοποννησίους για την αποχώρηση του στόλου αποδώ, το ίδιο κάνει. Γιατί εγώ σου λέω ως αυτόπτης πως, όσο κι αν το θέλουν οι Κορίνθιοι —ας είναι κι ο ίδιος ο Ευρυβιάδης—, δε θα μπορέσουν να φύγουν αποδώ με τα καράβια τους· γιατί μας έχουν ζώσει ολόγυρα οι εχθροί. Αλλά πήγαινε μέσα και δώσε τους αυτό το μήνυμα».
[8.80.1]ὁ δ᾽ ἀμείβετο τοισίδε· Κάρτα τε χρηστὰ διακελεύεαι καὶ εὖ ἤγγειλας· τὰ γὰρ ἐγὼ ἐδεόμην γενέσθαι, αὐτὸς αὐτόπτης γενόμενος ἥκεις. ἴσθι γὰρ ἐξ ἐμέο τάδε ποιεύμενα ὑπὸ Μήδων. ἔδεε γάρ, ὅτε οὐκ ἑκόντες ἤθελον ἐς μάχην κατίστασθαι οἱ Ἕλληνες, ἀέκοντας παραστήσασθαι. σὺ δὲ ἐπεί περ ἥκεις χρηστὰ ἀπαγγέλλων, αὐτός σφι ἄγγειλον.Κι ο Θεμιστοκλής αποκρίθηκε: «Έξοχες οι παραινέσεις σου και λαμπρές οι ειδήσεις σου· γιατί αυτά που εγώ παρακαλούσα να γίνουν, τα είδες με τα μάτια σου στον ερχομό σου. Μάθε λοιπόν πως πίσω απ᾽ αυτές τις κινήσεις των Μήδων βρίσκομαι εγώ. Γιατί έπρεπε, τη στιγμή που οι Έλληνες δε δέχονταν να πάρουν θέση μάχης με τη θέλησή τους, να εξασφαλίσω τη συμπαράταξή τους άθελά τους. Εσύ τώρα, αφού βέβαια ήρθες φέρνοντας καλή είδηση, ανάγγειλέ την ο ίδιος σ᾽ αυτούς.
[8.80.2]ἢν γὰρ ἐγὼ αὐτὰ λέγω, δόξω πλάσας λέγειν καὶ οὐ πείσω ὡς οὐ ποιεύντων τῶν βαρβάρων ταῦτα. ἀλλά σφι σήμηνον αὐτὸς παρελθὼν ὡς ἔχει. ἐπεὰν δὲ σημήνῃς, ἢν μὲν πείθωνται, ταῦτα δὴ τὰ κάλλιστα, ἢν δὲ αὐτοῖσι μὴ πιστὰ γένηται, ὅμοιον ἡμῖν ἔσται· οὐ γὰρ ἔτι διαδρήσονται, εἴ περ περιεχόμεθα πανταχόθεν, ὡς σὺ λέγεις.Γιατί, αν τα πω εγώ αυτά, θα πουν ότι τα έπλασα με το νου μου και τα λέω, και δε θα τους πείσω ότι οι βάρβαροι έκαναν αυτή την ενέργεια. Αλλά πέρασε μέσα και δώσε ο ίδιος το μήνυμα, τί συμβαίνει. Κι αφού τους δώσεις το μήνυμα, αν πειστούν, τόσο το καλύτερο· αν όμως δεν το βρουν αξιόπιστο, εμάς το ίδιο μας κάνει. Γιατί τώρα πια δε θα δραπετεύσουν, αφού ο εχθρός μάς έχει ζώσει από παντού, κατά τα λεγόμενά σου».
[8.81.1]ταῦτα ἔλεγε παρελθὼν ὁ Ἀριστείδης, φάμενος ἐξ Αἰγίνης τε ἥκειν καὶ μόγις ἐκπλῶσαι λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας· περιέχεσθαι γὰρ πᾶν τὸ στρατόπεδον τὸ Ἑλληνικὸν ὑπὸ τῶν νεῶν τῶν Ξέρξεω· παραρτέεσθαί τε συνεβούλευε ὡς ἀλεξησομένους. καὶ ὁ μὲν ταῦτα εἴπας μετεστήκεε, τῶν δὲ αὖτις ἐγίνετο λόγων ἀμφισβασίη· οἱ γὰρ πλεῦνες τῶν στρατηγῶν οὐκ ἐπείθοντο τὰ ἐσαγγελθέντα.Ο Αριστείδης παρουσιάστηκε στο συμβούλιο και τους ανακοίνωσε αυτά, δηλώνοντας πως έρχεται από την Αίγινα και πως με δυσκολία το καράβι του ξέφυγε την επιτήρηση των εχθρών· γιατί το στρατόπεδο των Ελλήνων ολόκληρο είναι ζωσμένο απ᾽ τα καράβια του Ξέρξη· και τους συμβούλευε να πάρουν τα μέτρα τους, γιατί όπου να ᾽ναι θ᾽ αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Από τη μεριά του αυτά είπε κι αποσύρθηκε, ενώ οι άλλοι ήρθαν σε προστριβές για μια ακόμη φορά· γιατί οι στρατηγοί στην πλειοψηφία τους δεν πείθονταν σε όσα τους ανακοίνωσε.
[8.82.1]ἀπιστεόντων δὲ τούτων ἧκε τριήρης ἀνδρῶν Τηνίων αὐτομολέουσα, τῆς ἦρχε ἀνήρ ‹Τήνιος› Παναίτιος ὁ Σωσιμένεος, ἥ περ δὴ ἔφερε τὴν ἀληθείην πᾶσαν. διὰ δὲ τοῦτο τὸ ἔργον ἐνεγράφησαν Τήνιοι ἐν Δελφοῖσι ἐς τὸν τρίποδα ἐν τοῖσι τὸν βάρβαρον κατελοῦσι.Αυτοί λοιπόν έμεναν στη δυσπιστία τους, όταν έφτασε τριήρης με πλήρωμα Τηνίους που αυτομόλησαν, με κυβερνήτη τον Τήνιο Παναίτιο, το γιο του Σωσιμένη, που τους έφερε την πάσα αλήθεια. Και γι᾽ αυτή τους την υπηρεσία τ᾽ όνομα των Τηνίων χαράχτηκε στον τρίποδα των Δελφών ανάμεσα σ᾽ εκείνους που κατατρόπωσαν τον βάρβαρο.
[8.82.2]σύν τε ὦν ταύτῃ τῇ νηὶ τῇ αὐτομολησάσῃ ἐς Σαλαμῖνα καὶ τῇ πρότερον ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον τῇ Λημνίῃ ἐξεπληροῦτο τὸ ναυτικὸν τοῖσι Ἕλλησι ἐς τὰς ὀγδώκοντα καὶ τριηκοσίας νέας· δύο γὰρ δὴ νεῶν τότε κατέδεε ἐς τὸν ἀριθμόν.Λοιπόν, με την προσθήκη αυτού του καραβιού που αυτομόλησε στη Σαλαμίνα, και του άλλου, των Λημνίων, που αυτομόλησε προηγουμένως στο Αρτεμίσιο, το ναυτικό των Ελλήνων έφτασε σε στρογγυλό αριθμό, τριακόσια ογδόντα καράβια· γιατί ώς τότε του έλειπαν δύο για να συμπληρωθεί αυτός ο αριθμός.
[8.83.1]Τοῖσι δὲ Ἕλλησι ὡς πιστὰ δὴ τὰ λεγόμενα ἦν τῶν Τηνίων [ῥήματα], παρεσκευάζοντο ὡς ναυμαχήσοντες. ἠώς τε διέφαινε καὶ οἳ σύλλογον τῶν ἐπιβατέων ποιησάμενοι, προηγόρευε εὖ ἔχοντα μὲν ἐκ πάντων Θεμιστοκλέης. τὰ δὲ ἔπεα ἦν πάντα ‹τὰ› κρέσσω τοῖσι ἥσσοσι ἀντιτιθέμενα, ὅσα δὴ ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι ἐγγίνεται·Όταν τέλος οι Έλληνες έδωσαν πίστη στα λόγια των Τηνίων, άρχισαν να προετοιμάζονται για να δώσουν ναυμαχία. Γλυκοχάραζε η αυγή κι αυτοί έκαναν σύναξη των πληρωμάτων· την ωραιότερη αγόρευση ανάμεσα σ᾽ όλους την έκανε ο Θεμιστοκλής· ο λόγος του ήταν μια αντιπαράθεση ανάμεσα στα χειρότερα και τα καλύτερα, σ᾽ όσα έχουν να κάνουν με τη φύση των ανθρώπων και τις συνθήκες της ζωής τους·
[8.83.2]παραινέσας δὲ τούτων τὰ κρέσσω αἱρέεσθαι καὶ καταπλέξας τὴν ῥῆσιν, ἐσβαίνειν ἐκέλευσε ἐς τὰς νέας. καὶ οὗτοι μὲν δὴ ἐσέβαινον, καὶ ἧκε ἡ ἀπ᾽ Αἰγίνης τριήρης, ἣ κατὰ τοὺς Αἰακίδας ἀπεδήμησε. ἐνθαῦτα ἀνῆγον τὰς νέας ἁπάσας ‹οἱ› Ἕλληνες. ἀναγομένοισι δέ σφι αὐτίκα ἐπεκέατο οἱ βάρβαροι.κι αφού τους παρότρυνε να διαλέξουν τα καλύτερ᾽ απ᾽ αυτά κι έκανε μια περίτεχνη κατακλείδα, τους πρόσταξε να επιβιβαστούν στα καράβια. Κι αυτοί επιβιβάζονταν κιόλας, όταν έφτασε από την Αίγινα η τριήρης που είχε αποπλεύσει για να φέρει τους Αιακίδες. Τότε οι Έλληνες ανοίχτηκαν στο πέλαγος με όλα τα καράβια τους· και καθώς αυτοί ανοίγονταν, αμέσως τους επιτέθηκαν οι βάρβαροι.
[8.84.1]οἱ μὲν δὴ ἄλλοι Ἕλληνες [ἐπὶ] πρύμνην ἀνεκρούοντο καὶ ὤκελλον τὰς νέας, Ἀμεινίης δὲ Παλληνεὺς ἀνὴρ Ἀθηναῖος ἐξαναχθεὶς νηὶ ἐμβάλλει. συμπλεκείσης δὲ τῆς νεὸς καὶ οὐ δυναμένων ἀπαλλαγῆναι, οὕτω δὴ οἱ ἄλλοι Ἀμεινίῃ βοηθέοντες συνέμισγον.Λοιπόν, οι άλλοι Έλληνες πήραν να πισωδρομούν και να φέρνουν τα καράβια τους προς τη στεριά, αλλά ο Αμεινίας από την Παλλήνη, Αθηναίος, βγήκε μπρος στ᾽ ανοιχτά και κάρφωσε το έμβολό του σε καράβι του εχθρού. Κι έτσι που το καράβι του σφηνώθηκε στο εχθρικό και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το ένα απ᾽ το άλλο, σπεύδοντας οι άλλοι να βοηθήσουν τον Αμεινία συγκρούστηκαν με τον εχθρό.
[8.84.2]Ἀθηναῖοι μὲν οὕτω λέγουσι τῆς ναυμαχίης γενέσθαι τὴν ἀρχήν, Αἰγινῆται δὲ τὴν κατὰ τοὺς Αἰακίδας ἀποδημήσασαν ἐς Αἴγιναν, ταύτην εἶναι τὴν ἄρξασαν. λέγεται δὲ καὶ τάδε, ὡς φάσμα σφι γυναικὸς ἐφάνη, φανεῖσαν δὲ διακελεύσασθαι ὥστε καὶ ἅπαν ἀκοῦσαι τὸ τῶν Ἑλλήνων στρατόπεδον, ὀνειδίσασαν πρότερον τάδε· Ὦ δαιμόνιοι, μέχρι κόσου ἔτι πρύμνην ἀνακρούεσθε;Λοιπόν οι Αθηναίοι λένε πως έτσι άρχισε η ναυμαχία, οι Αιγινήτες όμως, πως το καράβι που έκανε την αρχή ήταν εκείνο που στάλθηκε στην Αίγινα για τους Αιακίδες. Λέγεται επίσης και τούτο, πως τους παρουσιάστηκε φάντασμα γυναικός· παρουσιάστηκε και τους ενθάρρυνε, κι η φωνή της ακουόταν απ᾽ όλο το στρατόπεδο των Ελλήνων, αφού πρώτα τους ειρωνεύτηκε λέγοντας: «Αθεόφοβοι, ώς πότε θα πισωδρομείτε ακόμα;».
[8.85.1]Κατὰ μὲν δὴ Ἀθηναίους ἐτετάχατο Φοίνικες (οὗτοι γὰρ εἶχον τὸ πρὸς Ἐλευσῖνός τε καὶ ἑσπέρης κέρας), κατὰ δὲ Λακεδαιμονίους Ἴωνες· οὗτοι δ᾽ εἶχον τὸ πρὸς τὴν ἠῶ τε καὶ τὸν Πειραιέα. ἐθελοκάκεον μέντοι αὐτῶν κατὰ τὰς Θεμιστοκλέος ἐντολὰς ὀλίγοι, οἱ δὲ πλεῦνες οὔ.Λοιπόν, απέναντι απ᾽ τους Αθηναίους είχαν παραταχτεί οι Φοίνικες (γιατί αυτοί κρατούσαν την πτέρυγα προς το μέρος της Ελευσίνας, τη δυτική), ενώ απέναντι απ᾽ τους Λακεδαιμονίους οι Ίωνες που κρατούσαν την πτέρυγα προς την ανατολή και τον Πειραιά. Πάντως λίγοι απ᾽ αυτούς έκαναν επίτηδες το δειλό, σύμφωνα με τις εντολές του Θεμιστοκλή, οι περισσότεροι όμως όχι.
[8.85.2]ἔχω μέν νυν συχνῶν οὐνόματα τριηράρχων καταλέξαι τῶν νέας Ἑλληνίδας ἑλόντων, χρήσομαι δὲ αὐτοῖσι οὐδὲν πλὴν Θεομήστορός τε τοῦ Ἀνδροδάμαντος καὶ Φυλάκου τοῦ Ἱστιαίου, Σαμίων ἀμφοτέρων.Μπορώ βέβαια να δώσω κατάλογο με ονόματα πολλών τριηράρχων που κυρίεψαν ελληνικά καράβια, αλλά δε θα κάνω καθόλου λόγο γι᾽ αυτούς· θα κάνω όμως εξαίρεση για τον Θεομήστορα, το γιο του Ανδροδάμαντος, και τον Φύλακο, το γιο του Ιστιαίου — κι ο ένας κι ο άλλος Σάμιοι.
[8.85.3]τοῦδε ‹δὲ› εἵνεκα μέμνημαι τούτων μούνων, ὅτι Θεομήστωρ μὲν διὰ τοῦτο τὸ ἔργον Σάμου ἐτυράννευσε καταστησάντων τῶν Περσέων, Φύλακος δὲ εὐεργέτης βασιλέος ἀνεγράφη καὶ χώρῃ ἐδωρήθη πολλῇ. οἱ δ᾽ εὐεργέται βασιλέος ὀροσάγγαι καλέονται Περσιστί.Κι αν κάνω λόγο μονάχα γι᾽ αυτούς, είναι επειδή ο Θεομήστωρ γι᾽ αυτό του το κατόρθωμα διορίστηκε από τους Πέρσες τύραννος της Σάμου, ενώ ο Φύλακος γράφηκε στον κατάλογο των ευεργετών του βασιλιά και του δωρήθηκε μεγάλη έκταση γης. Οι Πέρσες στη γλώσσα τους τούς ευεργέτες του βασιλιά τους λεν οροσάγγες.
[8.86.1]περὶ μέν νυν τούτους οὕτω εἶχε· τὸ δὲ πλῆθος τῶν νεῶν ἐν τῇ Σαλαμῖνι ἐκεραΐζετο, αἱ μὲν ὑπ᾽ Ἀθηναίων διαφθειρόμεναι, αἱ δὲ ὑπ᾽ Αἰγινητέων. ἅτε γὰρ τῶν μὲν Ἑλλήνων σὺν κόσμῳ ναυμαχεόντων ‹καὶ› κατὰ τάξιν, τῶν δὲ βαρβάρων οὔτε τεταγμένων ἔτι οὔτε σὺν νόῳ ποιεύντων οὐδέν, ἔμελλε τοιοῦτό σφι συνοίσεσθαι οἷόν περ ἀπέβη. καίτοι ἦσάν γε καὶ ἐγένοντο ταύτην τὴν ἡμέρην μακρῷ ἀμείνονες αὐτοὶ ἑωυτῶν ἢ πρὸς Εὐβοίῃ, πᾶς τις προθυμεόμενος καὶ δειμαίνων Ξέρξην, ἐδόκεέ τε ἕκαστος ἑωυτὸν θεήσασθαι βασιλέα.Λοιπόν αυτά για ό,τι αφορά σ᾽ αυτούς· αλλά ο κύριος όγκος του στόλου τους στη Σαλαμίνα συντριβόταν, καθώς άλλα καράβια τα βύθιζαν οι Αθηναίοι κι άλλα οι Αιγινήτες. Γιατί με το να ναυμαχούν οι Έλληνες με πειθαρχία και τάξη, ενώ οι βάρβαροι ενεργούσαν γενικά ασύνταχτοι και χωρίς λογισμό, δεν μπορούσες να περιμένεις διαφορετικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, οι βάρβαροι και ήταν, και το έδειξαν, πολύ πιο γενναίοι τη μέρα εκείνη, ξεπέρασαν τον εαυτό τους σε σύγκριση με τις ναυμαχίες στην Εύβοια, καθώς όλοι τους έδειχναν ζήλο κι έτρεμαν τον Ξέρξη, κι ο καθένας τους φανταζόταν πως δε θα τον χάσει απ᾽ τα μάτια του ο βασιλιάς.
[8.87.1]κατὰ μὲν δὴ τοὺς ἄλλους οὐκ ἔχω [μετεξετέρους] εἰπεῖν ἀτρεκέως ὡς ἕκαστοι τῶν βαρβάρων ἢ τῶν Ἑλλήνων ἠγωνίζοντο· κατὰ δὲ Ἀρτεμισίην τάδε ἐγένετο, ἀπ᾽ ὧν εὐδοκίμησε μᾶλλον ἔτι παρὰ βασιλέϊ.Λοιπόν για τους άλλους, βαρβάρους ή Έλληνες, δεν είμαι σε θέση να πω με βεβαιότητα πώς αγωνίστηκε ο καθένας τους· όσο για την Αρτεμισία όμως, το ακόλουθο περιστατικό ανέβασε περισσότερο την εκτίμηση του βασιλιά στο πρόσωπό της.
[8.87.2]ἐπειδὴ γὰρ ἐς θόρυβον πολλὸν ἀπίκετο τὰ βασιλέος πρήγματα, ἐν τούτῳ τῷ καιρῷ ἡ νηῦς ἡ Ἀρτεμισίης ἐδιώκετο ὑπὸ νεὸς Ἀττικῆς· καὶ ἣ οὐκ ἔχουσα διαφυγεῖν (ἔμπροσθε γὰρ αὐτῆς ἦσαν ἄλλαι νέες φίλιαι, ἡ δὲ αὐτῆς πρὸς τῶν πολεμίων μάλιστα ἐτύγχανε ἐοῦσα), ἔδοξέ οἱ τόδε ποιῆσαι, τὸ καὶ συνήνεικε ποιησάσῃ· διωκομένη γὰρ ὑπὸ τῆς Ἀττικῆς φέρουσα ἐνέβαλε νηὶ φιλίῃ ἀνδρῶν τε Καλυνδέων καὶ αὐτοῦ ἐπιπλέοντος τοῦ Καλυνδέων βασιλέος Δαμασιθύμου.Δηλαδή, καθώς οι δυνάμεις του βασιλιά βρίσκονταν σε μεγάλη σύγχυση, εκείνη την ώρα το καράβι της Αρτεμισίας καταδιωκόταν από αθηναϊκό καράβι· κι εκείνη, αδυνατώντας να ξεφύγει (γιατί μπροστά της βρίσκονταν άλλα καράβια των συμμάχων της, ενώ το δικό της έτυχε να μείνει τελευταίο προς το μέρος του εχθρού), νά πώς αποφάσισε να ενεργήσει, και της βγήκε σε καλό· δηλαδή, καθώς την καταδίωκε το αθηναϊκό καράβι, αυτή κινήθηκε ορμητικά και κάρφωσε το έμβολό της σε καράβι συμμαχικό, των Καλυνδίων, που ανάμεσα στους επιβάτες του ήταν κι ο βασιλιάς των Καλυνδίων Δαμασίθυμος.
[8.87.3]εἰ μὲν καί τι νεῖκος πρὸς αὐτόν ἐγεγόνεε ἔτι περὶ Ἑλλήσποντον ἐόντων, οὐ μέντοι ἔχω γε εἰπεῖν, οὔτε εἰ ἐκ προνοίης αὐτὰ ἐποίησε, οὔτε εἰ συνεκύρησε ἡ τῶν Καλυνδέων κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς.Τώρα, να ᾽χε ξεσπάσει ανάμεσά τους κάποια φιλονικία, όταν βρίσκονταν ακόμη εκεί κατά τον Ελλήσποντο, δεν είμαι σε θέση να το πω· κι ούτε αν το έκανε αυτό εσκεμμένα ή ήταν συγκυρία της τύχης να βρεθεί στο δρόμο της το καράβι των Καλυνδίων.
[8.87.4]ὡς δὲ ἐνέβαλέ τε καὶ κατέδυσε, εὐτυχίῃ χρησαμένη διπλὰ ἑωυτὴν ἀγαθὰ ἐργάσατο· ὅ τε γὰρ τῆς Ἀττικῆς νεὸς τριήραρχος ὡς εἶδέ μιν ἐμβάλλουσαν νηὶ ἀνδρῶν βαρβάρων, νομίσας τὴν νέα τὴν Ἀρτεμισίης ἢ Ἑλληνίδα εἶναι ἢ αὐτομολέειν ἐκ τῶν βαρβάρων καὶ αὐτοῖσι ἀμύνειν, ἀποστρέψας πρὸς ἄλλας ἐτράπετο.Πάντως, όταν το κάρφωσε με το έμβολό της και το βύθισε, από την καλή της τύχη βρήκε διπλό όφελος: πρώτα πρώτα ο τριήραρχος του αθηναϊκού καραβιού, βλέποντάς την να καρφώνει με το έμβολό της καράβι βαρβάρων, πίστεψε πως το καράβι της Αρτεμισίας είναι ελληνικό ή ότι αυτομόλησε από τους βαρβάρους κι αγωνίζεται στο πλευρό τους· άλλαξε λοιπόν πορεία και ρίχτηκε σε άλλα καράβια.
[8.88.1]τοῦτο μὲν τοιοῦτον αὐτῇ συνήνεικε γενέσθαι διαφυγεῖν τε καὶ μὴ ἀπολέσθαι, τοῦτο δὲ συνέβη ὥστε κακὸν ἐργασαμένην ἀπὸ τούτων αὐτὴν μάλιστα εὐδοκιμῆσαι παρὰ Ξέρξῃ.Και κοντά σ᾽ αυτή την καλοτυχία της, να γλιτώσει απ᾽ την καταδίωξη και τον καταποντισμό, η τύχη τής πρόσφερε κι άλλο καλό: απ᾽ αυτή την κακή πράξη της ν᾽ ανέβει πάρα πολύ η εκτίμηση του Ξέρξη στο πρόσωπό της.
[8.88.2]λέγεται γὰρ βασιλέα θηεύμενον μαθεῖν τὴν νέα ἐμβαλοῦσαν, καὶ δή τινα εἰπεῖν τῶν παρεόντων· Δέσποτα, ὁρᾷς Ἀρτεμισίην ὡς εὖ ἀγωνίζεται καὶ νέα τῶν πολεμίων κατέδυσε; καὶ τὸν ἐπειρέσθαι εἰ ἀληθέως ἐστὶ Ἀρτεμισίης τὸ ἔργον, καὶ τοὺς φάναι, σαφέως τὸ ἐπίσημον τῆς νεὸς ἐπισταμένους· τὴν δὲ διαφθαρεῖσαν ἠπιστέατο εἶναι πολεμίην.Πράγματι, λένε πως ο βασιλιάς παρακολουθώντας τη ναυμαχία αντιλήφτηκε το καράβι της να καρφώνει το έμβολό του σ᾽ άλλο, οπότε κάποιος από τη συνοδεία του είπε: «Άρχοντά μου, βλέπεις πόσο λαμπρά αγωνίζεται η Αρτεμισία και καταβύθισε εχθρικό καράβι;». Και, πως εκείνος ρώτησε αν στ᾽ αλήθεια το κατόρθωμα είναι της Αρτεμισίας, κι οι άλλοι του είπαν «ναι», καθώς γνώριζαν καλά το σήμα της πλώρης του καραβιού της· κι όσο για το βυθισμένο, πίστευαν πως ήταν εχθρικό.
[8.88.3]τά τε γὰρ ἄλλα, ὡς εἴρηται, αὐτῇ συνήνεικε ἐς εὐτυχίην γενόμενα καὶ τὸ τῶν ἐκ τῆς Καλυνδικῆς νεὸς μηδένα ἀποσωθέντα κατήγορον γενέσθαι. Ξέρξην δὲ εἰπεῖν λέγεται πρὸς τὰ φραζόμενα· Οἱ μὲν ἄνδρες γεγόνασί μοι γυναῖκες, αἱ δὲ γυναῖκες ἄνδρες. ταῦτα μὲν Ξέρξην φασὶ εἰπεῖν.Μάλιστα, κοντά στ᾽ άλλα που, όπως έχω πει, της βγήκαν σε καλό, η καλή της τύχη το έφερε να μη σωθεί κανένας απ᾽ το καράβι των Καλυνδίων και να βγει να την κατηγορήσει. Και λεν πως ο Ξέρξης ακούοντας αυτά είπε: «Νά που μου έγιναν οι άντρες γυναίκες κι οι γυναίκες άντρες». Αυτή τη φράση την αποδίδουν στον Ξέρξη.
[8.89.1]ἐν δὲ τῷ πόνῳ τούτῳ ἀπὸ μὲν ἔθανε ὁ στρατηγὸς Ἀριαβίγνης ὁ Δαρείου, Ξέρξεω ἐὼν ἀδελφεός, ἀπὸ δὲ ἄλλοι πολλοί τε καὶ ὀνομαστοὶ Περσέων καὶ Μήδων καὶ τῶν ἄλλων συμμάχων, ὀλίγοι δέ τινες καὶ Ἑλλήνων· ἅτε γὰρ νέειν ἐπιστάμενοι, τοῖσι αἱ νέες διεφθείροντο, οἱ μὴ ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπολλύμενοι ἐς τὴν Σαλαμῖνα διένεον.Και σ᾽ αυτό τον αγώνα σκοτώθηκε ο ναύαρχος Αριαβίγνης, γιος του Δαρείου κι αδερφός του Ξέρξη, αλλά κι άλλοι πολλοί και ξακουστοί Πέρσες και Μήδοι κι από τους άλλους συμμάχους τους, ενώ από τους Έλληνες κάτι λίγοι· γιατί με το να ξέρουν κολύμπι, όσων τα καράβια βυθίστηκαν, αλλά οι ίδιοι τους ξέφυγαν το θάνατο από χέρι εχθρού, κολυμπώντας έβγαιναν στη στεριά της Σαλαμίνας.
[8.89.2]τῶν δὲ βαρβάρων οἱ πολλοὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ διεφθάρησαν, νέειν οὐκ ἐπιστάμενοι. ἐπεὶ δὲ αἱ πρῶται ἐς φυγὴν ἐτράποντο, ἐνθαῦτα αἱ πλεῖσται διεφθείροντο. οἱ γὰρ ὄπισθε τεταγμένοι, ἐς τὸ πρόσθε τῇσι νηυσὶ παριέναι πειρώμενοι ὡς ἀποδεξόμενοί τι καὶ αὐτοὶ ἔργον βασιλέϊ, τῇσι σφετέρῃσι νηυσὶ φευγούσῃσι περιέπιπτον.Από τους βαρβάρους όμως τους περισσότερους τους κατάπιε το κύμα, γιατί δεν ήξεραν κολύμπι. Κι όταν τα καράβια της πρώτης γραμμής τους τράπηκαν σε φυγή, τότε ήταν που βυθίζονταν τα περισσότερα. Γιατί όσων τα καράβια είχαν παραταχτεί στις πιο πίσω γραμμές, πασχίζοντας να βγουν μπροστά, για να έχουν να δείξουν κι αυτοί κάποιο ανδραγάθημα στο βασιλιά τους, συγκρούονταν με δικά τους καράβια που είχαν τραπεί σε φυγή.
[8.90.1]ἐγένετο δὲ καὶ τόδε ἐν τῷ θορύβῳ τούτῳ· τῶν τινες Φοινίκων, τῶν αἱ νέες διεφθάρατο, ἐλθόντες παρὰ βασιλέα διέβαλλον τοὺς Ἴωνας, ὡς δι᾽ ἐκείνους ἀπολοίατο αἱ νέες, ὡς προδόντων. συνήνεικε ὦν οὕτω ὥστε Ἰώνων τε τοὺς στρατηγοὺς μὴ ἀπολέσθαι Φοινίκων τε τοὺς διαβάλλοντας λαβεῖν τοιόνδε μισθόν.Μες σ᾽ αυτή την κοσμοχαλασιά συνέβη και το εξής: κάποιοι από τους Φοίνικες, που τα καράβια τους είχαν βυθιστεί, πήγαν εκεί που ήταν ο βασιλιάς και συκοφαντούσαν τους Ίωνες, πως τάχα από δικό τους φταίξιμο, επειδή πρόδωσαν, χάθηκε ο στόλος. Αλλά νά που ήρθαν έτσι τα πράματα, ώστε και οι στρατηγοί των Ιώνων να μην αφανιστούν και οι Φοίνικες που συκοφάντησαν να πάρουν τον μιστό που θα πούμε παρακάτω.
[8.90.2]ἔτι τούτων ταῦτα λεγόντων ἐνέβαλε νηὶ Ἀττικῇ Σαμοθρηικίη νηῦς. ἥ τε δὴ Ἀττικὴ κατεδύετο καὶ ἐπιφερομένη Αἰγιναίη νηῦς κατέδυσε τῶν Σαμοθρηίκων τὴν νέα. ἅτε δὲ ἐόντες ἀκοντισταὶ οἱ Σαμοθρήικες τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς καταδυσάσης νεὸς βάλλοντες ἀπήραξαν καὶ ἐπέβησάν τε καὶ ἔσχον αὐτήν.Δεν είχαν σταματήσει τις συκοφαντίες τους, όταν ένα καράβι της Σαμοθράκης κάρφωσε το έμβολό του σε αθηναϊκό καράβι. Λοιπόν το αθηναϊκό καράβι βυθιζόταν, όταν ένα καράβι της Αίγινας ρίχτηκε με ορμή και βύθισε το καράβι της Σαμοθράκης. Λοιπόν, καθώς οι Σαμοθράκες είναι ακοντιστές, ρίχνοντας ακόντια έριξαν στη θάλασσα το πλήρωμα του καραβιού που τους είχε βυθίσει, ανέβηκαν στο καράβι και το κυρίεψαν.
[8.90.3]ταῦτα γενόμενα τοὺς Ἴωνας ἐρρύσατο· ὡς γὰρ εἶδέ σφεας Ξέρξης ἔργον μέγα ἐργασαμένους, ἐτράπετο πρὸς τοὺς Φοίνικας οἷα ὑπερλυπεόμενός τε καὶ πάντας αἰτιώμενος, καί σφεων ἐκέλευσε τὰς κεφαλὰς ἀποταμεῖν, ἵνα μὴ αὐτοὶ κακοὶ γενόμενοι τοὺς ἀμείνονας διαβάλλωσι.Αυτό το γεγονός στάθηκε η σωτηρία των Ιώνων· γιατί, μόλις τους είδε ο Ξέρξης να εκτελούν ένα λαμπρό ανδραγάθημα, τα έβαλε με τους Φοίνικες· κι έτσι που ήταν φαρμακωμένος απ᾽ τη στεναχώρια κι έκανε σα να του έφταιγαν οι πάντες, διέταξε να τους κόψουν τα κεφάλια, για να μη συκοφαντούν τους καλύτερούς τους, την ώρα που οι ίδιοι τους αποδείχτηκαν δειλοί.
[8.90.4]ὅκως γάρ τινα ἴδοι Ξέρξης τῶν ἑωυτοῦ ἔργον τι ἀποδεικνύμενον ἐν τῇ ναυμαχίῃ, κατήμενος ὑπὸ τῷ ὄρεϊ τῷ ἀντίον Σαλαμῖνος τὸ καλέεται Αἰγάλεως, ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα, καὶ οἱ γραμματισταὶ ἀνέγραφον πατρόθεν τὸν τριήραρχον καὶ τὴν πόλιν. πρὸς δέ τι καὶ προσεβάλετο φίλος ‹Ἰώνων› ἐὼν Ἀριαράμνης ἀνὴρ Πέρσης παρεὼν τούτου τοῦ Φοινικηίου πάθεος.Γιατί ο Ξέρξης καθισμένος στα χαμηλώματα του βουνού που υψώνεται απέναντι απ᾽ τη Σαλαμίνα κι ονομάζεται Αιγάλεω, όσο κρατούσε η ναυμαχία, όποτε έβλεπε κάποιον δικό του να κάνει ανδραγάθημα, ρωτούσε να μάθει ποιός το έκανε, κι οι γραμματικοί του σημείωναν τον τριήραρχο, προσθέτοντας το πατρώνυμο και την πόλη του. Κι επίσης έβαλε ένα χέρι γι᾽ αυτό το πάθημα των Φοινίκων ο Αριαράμνης, Πέρσης που καθόταν δίπλα στο βασιλιά κι ήταν φίλος των Ιώνων.
[8.91.1]Οἱ μὲν δὴ πρὸς τοὺς Φοίνικας ἐτράποντο· τῶν δὲ βαρβάρων ἐς φυγὴν τρεπομένων καὶ ἐκπλεόντων πρὸς τὸ Φάληρον Αἰγινῆται ὑποστάντες ἐν τῷ πορθμῷ ἔργα ἀπεδέξαντο λόγου ἄξια. οἱ μὲν γὰρ Ἀθηναῖοι ἐν τῷ θορύβῳ ἐκεράϊζον τάς τε ἀντισταμένας καὶ τὰς φευγούσας τῶν νεῶν, οἱ δὲ Αἰγινῆται τὰς ἐκπλεούσας· ὅκως δέ τινες τοὺς Ἀθηναίους διαφύγοιεν, φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας.Λοιπόν αυτοί τα έβαλαν με τους Φοίνικες· κι ενώ οι βάρβαροι τράπηκαν σε φυγή και υποχωρούσαν με τα καράβια τους προς το Φάληρο, οι Αιγινήτες έπιασαν θέση στο στενό πέρασμα κι έκαναν αξιόλογα κατορθώματα. Γιατί απ᾽ τη μεριά τους τα καράβια των Αθηναίων μέσα στην κοσμοχαλασιά συνέτριβαν τα εχθρικά καράβια, όσα τους πρόβαλαν αντίσταση κι όσα τρέπονταν σε φυγή, ενώ οι Αιγινήτες όσα έβγαιναν απ᾽ το πεδίο της μάχης· κι έτσι κι ένα καράβι γλίτωνε απ᾽ τους Αθηναίους, με την ορμή που έπλεε ερχόταν κι έπεφτε πάνω στους Αιγινήτες.
[8.92.1]ἐνθαῦτα συνεκύρεον νέες ἥ τε Θεμιστοκλέος διώκουσα νέα, καὶ ἡ Πολυκρίτου τοῦ Κριοῦ ἀνδρὸς Αἰγινήτεω νηὶ ἐμβαλοῦσα Σιδωνίῃ, ἥ περ εἷλε τὴν προφυλάσσουσαν ἐπὶ Σκιάθῳ τὴν Αἰγιναίην, ἐπ᾽ ἧς ἔπλεε Πυθέης ὁ Ἰσχενόου, τὸν οἱ Πέρσαι κατακοπέντα ἀρετῆς εἵνεκα εἶχον ἐν τῇ νηὶ ἐκπαγλεόμενοι· τὸν δὴ περιάγουσα ἅμα τοῖσι Πέρσῃσι ἥλω νηῦς ἡ Σιδωνίη, ὥστε Πυθέην οὕτω σωθῆναι ἐς Αἴγιναν.Τότε συναντήθηκαν κατά τύχη το καράβι του Θεμιστοκλή, που καταδίωκε εχθρικό καράβι, και του Αιγινήτη Πολυκρίτου, του γιου του Κριού, που κάρφωσε το έμβολό του σε καράβι της Σιδώνας, σ᾽ εκείνο που αιχμαλώτισε το αιγινήτικο καράβι που ήταν προφυλακή του στόλου στη Σκιάθο κι είχε επιβάτη τον Πυθέα, το γιο του Ισχενόου, που, με το σώμα του αγνώριστο απ᾽ τα τραύματα, οι Πέρσες τον είχαν στο καράβι τους και τον καμάρωναν, εξαιτίας της ανδρείας του· λοιπόν, το καράβι της Σιδώνας που τον έφερνε παντού μαζί με τους Πέρσες έπεσε στα χέρια των εχθρών τους, με αποτέλεσμα ο Πυθέας να γυρίσει ζωντανός μ᾽ αυτό τον τρόπο στην Αίγινα.
[8.92.2]ὡς δὲ ἐσεῖδε τὴν νέα τὴν Ἀττικὴν ὁ Πολύκριτος, ἔγνω τὸ σημήιον ἰδὼν τῆς στρατηγίδος, καὶ βώσας τὸν Θεμιστοκλέα ἐπεκερτόμησε ἐς τῶν Αἰγινητέων τὸν μηδισμὸν ὀνειδίζων. ταῦτα μέν νυν νηὶ ἐμβαλὼν ὁ Πολύκριτος ἀπέρριψε ἐς Θεμιστοκλέα· οἱ δὲ βάρβαροι τῶν αἱ νέες περιεγένοντο φεύγοντες ἀπίκοντο ἐς Φάληρον ὑπὸ τὸν πεζὸν στρατόν.Και, μόλις ο Πολύκριτος αντίκρισε το αθηναϊκό καράβι, βλέποντας τη σημαία αναγνώρισε τη ναυαρχίδα και βάζοντας φωνή τα έψαλλε στον Θεμιστοκλή, σαρκάζοντας για τη μομφή εναντίον των Αιγινητών, ότι μήδιζαν. Λοιπόν, βυθίζοντας καράβι με το έμβολο ο Πολύκριτος αυτές τις βρισιές έριξε κατά πρόσωπο στον Θεμιστοκλή· οι βάρβαροι πάλι, όσων τα καράβια σώθηκαν, φεύγοντας έφτασαν στο Φάληρο καταφεύγοντας στην προστασία του πεζικού τους.
[8.93.1]ἐν δὲ τῇ ναυμαχίῃ ταύτῃ ἤκουσαν Ἑλλήνων ἄριστα Αἰγινῆται, ἐπὶ δὲ Ἀθηναῖοι, ἀνδρῶν δὲ Πολύκριτός τε ὁ Αἰγινήτης καὶ Ἀθηναῖοι Εὐμένης τε [ὁ] Ἀναγυράσιος καὶ Ἀμεινίης Παλληνεύς, ὃς καὶ Ἀρτεμισίην ἐπεδίωξε. εἰ μέν νυν ἔμαθε ὅτι ἐν ταύτῃ πλέοι Ἀρτεμισίη, οὐκ ἂν ἐπαύσατο πρότερον ἢ εἷλέ μιν ἢ καὶ αὐτὸς ἥλω.Σ᾽ αυτή τη ναυμαχία την πιο μεγάλη δόξα την κέρδισαν οι Αιγινήτες και μετά απ᾽ αυτούς οι Αθηναίοι, ενώ σαν άτομα ο Πολύκριτος ο Αιγινήτης και οι Αθηναίοι Ευμένης, από το δήμο Αναγυρούντα, κι ο Αμεινίας απ᾽ την Παλλήνη, αυτός που κοντά στ᾽ άλλα καταδίωξε την Αρτεμισία. Λοιπόν, αν είχε αντιληφτεί πως πάνω σ᾽ εκείνο το καράβι έπλεε η Αρτεμισία, δε θα σταματούσε πριν την αιχμαλωτίσει ή πριν πέσει αιχμάλωτος ο ίδιος.
[8.93.2]τοῖσι γὰρ Ἀθηναίων τριηράρχοισι παρεκεκέλευστο, πρὸς δὲ καὶ ἄεθλον ἔκειτο μύριαι δραχμαί, ὃς ἄν μιν ζωὴν ἕλῃ· δεινὸν γάρ τι ἐποιεῦντο γυναῖκα ἐπὶ τὰς Ἀθήνας στρατεύεσθαι. αὕτη μὲν δή, ὡς πρότερον εἴρηται, διέφυγε· ἦσαν δὲ καὶ οἱ ἄλλοι, τῶν αἱ νέες περιεγεγόνεσαν, ἐν τῷ Φαλήρῳ.Γιατί είχε δοθεί τέτοια διαταγή στους τριηράρχους των Αθηναίων κι επίσης είχε αθλοθετηθεί βραβείο χίλιες δραχμές για όποιον την πιάσει ζωντανή· γιατί τους έθιγε το φιλότιμο να εκστρατεύσει γυναίκα εναντίον της Αθήνας. Αλλά εκείνη βέβαια, όπως έχω πει παραπάνω, ξέφυγε· κι οι υπόλοιποι, που τα καράβια τους είχαν σωθεί, βρίσκονταν στο Φάληρο.
[8.94.1]Ἀδείμαντον δὲ τὸν Κορίνθιον στρατηγὸν λέγουσι Ἀθηναῖοι αὐτίκα κατ᾽ ἀρχάς, ὡς συνέμισγον αἱ νέες, ἐκπλαγέντα τε καὶ ὑπερδείσαντα, τὰ ἱστία ἀράμενον οἴχεσθαι φεύγοντα, ἰδόντας δὲ τοὺς Κορινθίους τὴν στρατηγίδα φεύγουσαν ὡσαύτως οἴχεσθαι.Οι Αθηναίοι πάλι λένε πως ο Αδείμαντος, ο στρατηγός των Κορινθίων, αμέσως κι από την πρώτη στιγμή, με την έναρξη της ναυμαχίας, αναστατωμένος και πανικόβλητος σήκωσε τα πανιά και τράπηκε βιαστικά σε φυγή· και οι Κορίνθιοι, βλέποντας τη ναυαρχίδα τους να τρέπεται σε φυγή, έκαναν το ίδιο, έφευγαν βιαστικά.
[8.94.2]ὡς δὲ ἄρα φεύγοντας γίνεσθαι τῆς Σαλαμινίης κατὰ ‹τὸ› ἱρὸν Ἀθηναίης Σκιράδος, περιπίπτειν σφι κέλητα θείῃ πομπῇ, τὸν οὔτε πέμψαντα φανῆναι οὐδένα, οὔτε τι τῶν ἀπὸ τῆς στρατιῆς εἰδόσι προσφέρεσθαι τοῖσι Κορινθίοισι. τῇδε δὲ συμβάλλονται εἶναι θεῖον τὸ πρῆγμα· ὡς γὰρ ἀγχοῦ γενέσθαι τῶν νεῶν, τοὺς ἀπὸ τοῦ κέλητος λέγειν τάδε·Και φεύγοντας έφτασαν εκεί κατά το ακρογιάλι της Ελευσίνας όπου βρίσκεται ο ναός της Αθηνάς Σκιράδας, όταν ήρθε και τους συνάντησε πλοιάριο σταλμένο απ᾽ τους θεούς· ποιός το έστειλε, ποτέ δεν έγινε φανερό, ενώ ούτε και οι Κορίνθιοι, που ήρθε και τους συνάντησε, είχαν κάποια πληροφορία για το πώς εξελίσσεται η ναυμαχία. Και νά πώς έφτασαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έργο θεού· γιατί μόλις πλησίασαν στα καράβια, οι ναύτες του πλοιαρίου έλεγαν τα εξής:
[8.94.3]Ἀδείμαντε, σὺ μὲν ἀποστρέψας τὰς νέας ἐς φυγὴν ὅρμησαι καταπροδοὺς τοὺς Ἕλληνας· οἱ δὲ καὶ δὴ νικῶσι ὅσον αὐτοὶ ἠρῶντο ἐπικρατῆσαι τῶν ἐχθρῶν. ταῦτα λεγόντων ἀπιστέειν γὰρ τὸν Ἀδείμαντον, αὖτις τάδε λέγειν, ὡς αὐτοὶ οἷοί τε εἶεν ἀγόμενοι ὅμηροι ἀποθνῄσκειν, ἢν μὴ νικῶντες φαίνωνται οἱ Ἕλληνες.«Αδείμαντε, εσύ βέβαια πήρες τα καράβια σου και τράπηκες σε φυγή, καταπροδίνοντας τους Έλληνες· όμως νά που αυτοί βγαίνουν νικητές και μάλιστα στο βαθμό που οι ίδιοι εύχονταν να βάλουν κάτω τους εχθρούς». Ο Αδείμαντος δεν έδινε πίστη στα λόγια τους αυτά, γι᾽ αυτό γυρνούν και του λένε τα εξής, πως αυτοί δέχονται να τους πάρει ομήρους και, αν δεν αποδειχτεί πως οι Έλληνες νικούν, να τους σκοτώσει.
[8.94.4]οὕτω δὴ ἀποστρέψαντα τὴν νέα αὐτόν τε καὶ τοὺς ἄλλους ἐπ᾽ ἐξεργασμένοισι ἐλθεῖν ἐς τὸ στρατόπεδον. τούτους μὲν τοιαύτη φάτις ἔχει ὑπὸ Ἀθηναίων, οὐ μέντοι αὐτοί γε Κορίνθιοι ὁμολογέουσι, ἀλλ᾽ ἐν πρώτοισι σφέας αὐτοὺς τῆς ναυμαχίης νομίζουσι γενέσθαι· μαρτυρέει δέ σφι καὶ ἡ ἄλλη Ἑλλάς.Κι έτσι, δίνοντας αντίθετη πορεία στα καράβια, κι ο ίδιος και οι άλλοι έφτασαν στο στρατόπεδο κατόπιν εορτής. Λοιπόν οι Αθηναίοι αυτή τη φήμη διέδωσαν γι᾽ αυτούς, οι Κορίνθιοι όμως δεν το παραδέχονται —κάθε άλλο!— αλλά θεωρούν πως ήταν οι ίδιοι τους από τους πρωταγωνιστές της ναυμαχίας· μάρτυράς τους γι᾽ αυτό είναι και η υπόλοιπη Ελλάδα.
[8.95.1]Ἀριστείδης δὲ ὁ Λυσιμάχου ἀνὴρ Ἀθηναῖος, τοῦ καὶ ὀλίγῳ τι πρότερον τούτων ἐπεμνήσθην ὡς ἀνδρὸς ἀρίστου, οὗτος ἐν τῷ θορύβῳ τούτῳ τῷ περὶ Σαλαμῖνα γινομένῳ τάδε ἐποίεε· παραλαβὼν πολλοὺς τῶν ὁπλιτέων οἳ παρετετάχατο παρὰ τὴν ἀκτὴν τῆς Σαλαμινίης χώρης, γένος ἐόντες Ἀθηναῖοι, ἐς τὴν Ψυττάλειαν νῆσον ἀπέβησε ἄγων, οἳ τοὺς Πέρσας τοὺς ἐν τῇ νησῖδι ταύτῃ κατεφόνευσαν πάντας.Κι ο Αριστείδης, ο γιος του Λυσιμάχου, Αθηναίος πολίτης, που τον μνημόνευσα και λίγο παραπάνω ως άντρα με μοναδική αρετή, μες στην κοσμοχαλασιά που επικρατούσε στη θάλασσα της Σαλαμίνας, νά τί έκανε· παρέλαβε πολλούς βαριά οπλισμένους, γνήσιους Αθηναίους, που ήταν παραταγμένοι στις ακτές της Σαλαμίνας, και τους αποβίβασε στο νησί Ψυττάλεια· κι αυτοί πετσόκοψαν όλους τους Πέρσες που βρίσκονταν στο νησάκι αυτό.
[8.96.1]Ὡς δὲ ἡ ναυμαχίη διελέλυτο, κατειρύσαντες ἐς τὴν Σαλαμῖνα οἱ Ἕλληνες τῶν ναυηγίων ὅσα ταύτῃ ἐτύγχανε ἔτι ἐόντα, ἕτοιμοι ἦσαν ἐς ἄλλην ναυμαχίην, ἐλπίζοντες τῇσι περιεούσῃσι νηυσὶ ἔτι χρήσεσθαι βασιλέα.Κι όταν πήρε τέλος η ναυμαχία, οι Έλληνες, αφού έσυραν στη στεριά στη Σαλαμίνα όσα ναυαγισμένα καράβια τύχαινε να βρίσκονται ακόμα σ᾽ αυτό το μέρος, ετοιμάζονταν για άλλη ναυμαχία, με την πρόβλεψη ότι ο βασιλιάς θα ρίξει στη μάχη άλλη μια φορά τα καράβια που του απέμειναν.
[8.96.2]τῶν δὲ ναυηγίων πολλὰ ὑπολαβὼν ἄνεμος ζέφυρος ἔφερε τῆς Ἀττικῆς ἐπὶ τὴν ἠιόνα τὴν καλεομένην Κωλιάδα, ὥστε ἀποπλησθῆναι τὸν χρησμὸν τόν τε ἄλλον πάντα τὸν περὶ τῆς ναυμαχίης ταύτης εἰρημένον Βάκιδι καὶ Μουσαίῳ, καὶ δὴ καὶ κατὰ τὰ ναυήγια τὰ ταύτῃ ἐξενειχθέντα τὸ εἰρημένον πολλοῖσι ἔτεσι πρότερον τούτων ἐν χρησμῷ Λυσιστράτῳ Ἀθηναίῳ ἀνδρὶ χρησμολόγῳ, τὸ ἐλελήθεε πάντας τοὺς Ἕλληνας,Κι απ᾽ τα συντρίμμια των ναυαγίων πολλά τ᾽ άρπαξε άνεμος ζέφυρος και τα μετέφερε στο ακροθαλάσσι της Αττικής που λέγεται Κωλιάδα κι έτσι εκπληρώθηκε και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα σημεία του, αλλά και ειδικότερα στο μέρος του που αφορούσε στα ναυάγια που ξεβράστηκαν σ᾽ αυτό τον τόπο, ο χρησμός που ειπώθηκε από τον Βάκη και τον Μουσαίο· τον χρησμό αυτό τον είπε πολλά χρόνια πριν απ᾽ αυτά τα γεγονότα ο Λυσίστρατος, Αθηναίος χρησμολόγος, κι είχε ξεχαστεί απ᾽ όλους τους Έλληνες:
Κωλιάδες δὲ γυναῖκες ἐρετμοῖσι φρύξουσι.
τοῦτο δὲ ἔμελλε ἀπελάσαντος βασιλέος ἔσεσθαι.
Της Κωλιάδας οι κυρές με τα κουπιά των καραβιών θα βράζουν τα τσουκάλια.
Αυτό όμως ήταν να γίνει αργότερα, μετά την αποχώρηση του βασιλιά.
[8.97.1]Ξέρξης δὲ ὡς ἔμαθε τὸ γεγονὸς πάθος, δείσας μή τις τῶν Ἰώνων ὑποθῆται τοῖσι Ἕλλησι ἢ αὐτοὶ νοήσωσι πλέειν ἐς τὸν Ἑλλήσποντον λύσοντες τὰς γεφύρας καὶ ἀπολαμφθεὶς ἐν τῇ Εὐρώπῃ κινδυνεύσῃ ἀπολέσθαι, δρησμὸν ἐβούλευε· θέλων δὲ μὴ ἐπίδηλος εἶναι μήτε τοῖσι Ἕλλησι μήτε τοῖσι ἑωυτοῦ ἐς τὴν Σαλαμῖνα χῶμα ἐπειρᾶτο διαχοῦν, γαύλους τε Φοινικηίους συνέδεε, ἵνα ἀντί τε σχεδίης ἔωσι καὶ τείχεος, ἀρτέετό τε ἐς πόλεμον ὡς ναυμαχίην ἄλλην ποιησόμενος.Κι ο Ξέρξης, όταν αντιλήφτηκε το πλήγμα που δέχτηκε, φοβήθηκε μήπως κάποιοι Ίωνες υποβάλουν τη σκέψη στους Έλληνες ή από μονάχοι τους αυτοί σκεφτούν να βάλουν πλώρη για τον Ελλήσποντο, για να διαλύσουν τις γέφυρες, κι έτσι βρεθεί αποκλεισμένος στην Ευρώπη και μπει η ζωή του σε κίνδυνο, και μελετούσε δραπέτευση· θέλοντας όμως να μη γίνουν γνωστές οι προθέσεις του ούτε στους Έλληνες ούτε στους δικούς του, άρχισε να επιχωματώνει το στενό της Σαλαμίνας και έδενε τον έναν με τον άλλο γαύλους (φοινικικά πλεούμενα), για να τους έχει και σαν πλωτή γέφυρα και σαν τείχος, κι έκανε πολεμικές προετοιμασίες, τάχα πως θα έδινε κι άλλη ναυμαχία.
[8.97.2]ὁρῶντες δέ μιν πάντες οἱ ἄλλοι ταῦτα πρήσσοντα εὖ ἠπιστέατο ὡς ἐκ παντὸς νόου παρεσκεύασται μένων πολεμήσειν· Μαρδόνιον δ᾽ οὐδὲν τούτων ἐλάνθανε ὡς μάλιστα ἔμπειρον ἐόντα τῆς ἐκείνου διανοίης.Και όλοι οι άλλοι βλέποντας αυτές τις ενέργειές του, σχημάτισαν την εντύπωση πως το μόνο που είχε στο νου του ήταν να μείνει και να δώσει μάχη· αλλά τίποτε απ᾽ αυτά δεν ξέφευγε απ᾽ τον Μαρδόνιο, καθώς περισσότερο από κάθε άλλον είχε μελετήσει τη νοοτροπία του.
[8.98.1]ταῦτά τε ἅμα Ξέρξης ἐποίεε καὶ ἔπεμπε ἐς Πέρσας ἀγγελέοντα τὴν παρεοῦσάν σφι συμφορήν. τούτων δὲ τῶν ἀγγέλων ἔστι οὐδὲν ὅ τι θᾶσσον παραγίνεται θνητὸν ἐόν· οὕτω τοῖσι Πέρσῃσι ἐξεύρηται τοῦτο. λέγουσι γὰρ ὡς ὁσέων ἂν ἡμερέων ‹ᾖ› ἡ πᾶσα ὁδός, τοσοῦτοι ἵπποι τε καὶ ἄνδρες διεστᾶσι, κατὰ ἡμερησίην ὁδὸν ἑκάστην ἵππος τε καὶ ἀνὴρ τεταγμένος· τοὺς οὔτε νιφετός, οὐκ ὄμβρος, οὐ καῦμα, οὐ νὺξ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι τὸν προκείμενον αὐτῷ δρόμον τὴν ταχίστην.Ο Ξέρξης ταυτόχρονα μ᾽ αυτές τις ενέργειές του έστειλε αγγελιοφόρο στους Πέρσες, για ν᾽ αναγγείλει το κακό που τους βρήκε. Λοιπόν, στον κόσμο των θνητών δεν υπάρχει τίποτε που να φτάνει στον προορισμό του ταχύτερα απ᾽ αυτούς τους αγγελιοφόρους· τόσο σπουδαία είναι αυτή η επινόηση των Περσών. Γιατί λεν πως όσες μέρες θέλει για να διανυθεί ο δρόμος από την αφετηρία ώς το τέρμα, τόσες φοράδες και τόσοι καβαλάρηδες σταθμεύουν, σε απόσταση μεταξύ τους· το κάθε ζευγάρι, φοράδα και καβαλάρης, έχει προορισμό να διανύσει δρόμο μιας μέρας· αυτούς όχι χιονιάς, όχι βροχή, όχι καύσωνας, όχι νύχτα, τίποτε δεν τους σταματά, ώστε να μη διανύσουν το γρηγορότερο την καθορισμένη απόσταση.
[8.98.2]ὁ μὲν δὴ πρῶτος δραμὼν παραδιδοῖ τὰ ἐντεταλμένα τῷ δευτέρῳ, ὁ δὲ δεύτερος τῷ τρίτῳ· τὸ δὲ ἐνθεῦτεν ἤδη κατ᾽ ἄλλον ‹καὶ ἄλλον› διεξέρχεται παραδιδόμενα, κατά περ Ἕλλησι ἡ λαμπαδηφορίη τὴν τῷ Ἡφαίστῳ ἐπιτελέουσι. τοῦτο τὸ δράμημα τῶν ἵππων καλέουσι Πέρσαι ἀγγαρήιον.Δηλαδή, αυτός που πρώτος ξεκίνησε καλπάζοντας, παραδίνει τις εντολές που πήρε στον δεύτερο, κι ο δεύτερος στον τρίτο· κι αποκεί και πέρα πια οι εντολές περνούν απ᾽ το χέρι του ενός στον άλλο, ακριβώς όπως τελούν οι Έλληνες τη λαμπαδηφορία στον Ήφαιστο· αυτό το σύστημα των έφιππων ταχυδρόμων οι Πέρσες στη γλώσσα τους το λεν αγγαρείο.
[8.99.1]ἡ μὲν δὴ πρώτη ἐς Σοῦσα ἀγγελίη ἀπικομένη, ὡς ἔχοι Ἀθήνας Ξέρξης, ἔτερψε οὕτω δή τι Περσέων τοὺς ὑπολειφθέντας ὡς τάς τε ὁδοὺς μυρσίνῃ πάσας ἐστόρεσαν καὶ ἐθυμίων θυμιήματα καὶ αὐτοὶ ἦσαν ἐν θυσίῃσί τε καὶ εὐπαθείῃσι·Λοιπόν, το πρώτο μήνυμα που έφτασε στα Σούσα, πως ο Ξέρξης κυρίεψε την Αθήνα, έδωσε τόση χαρά στους Πέρσες που είχαν μείνει πίσω, ώστε έστρωναν όλους τους δρόμους με σμύρτα κι έκαιαν αρώματα και πρόσφεραν τη μια θυσία μετά την άλλη κι έστηναν πανηγύρια·
[8.99.2]ἡ δὲ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεσελθοῦσα συνέχεε οὕτω ὥστε τοὺς κιθῶνας κατερρήξαντο πάντες, βοῇ τε καὶ οἰμωγῇ ἐχρέωντο ἀπλέτῳ, Μαρδόνιον ἐν αἰτίῃ τιθέντες. οὐκ οὕτω δὲ περὶ τῶν νεῶν ἀχθόμενοι ταῦτα οἱ Πέρσαι ἐποίευν ὡς περὶ αὐτῷ Ξέρξῃ δειμαίνοντες.όταν όμως ήρθε κατόπι το δεύτερο μήνυμα, τους συγκλόνισε σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλοι τους έκαναν κουρέλια τους χιτώνες τους και γέμισαν τον κόσμο με ασταμάτητες κραυγές και θρήνους· κι ενοχοποιούσαν τον Μαρδόνιο· και δεν ήταν τόσο απ᾽ τον καημό τους για τα καράβια που τα έκαναν αυτά οι Πέρσες, όσο από το φόβο τους για τη ζωή του Ξέρξη.
[8.100.1]Καὶ περὶ Πέρσας μὲν ἦν ταῦτα τὸν πάντα μεταξὺ χρόνον γενόμενον, μέχρι οὗ Ξέρξης αὐτός σφεα ἀπικόμενος ἔπαυσε. Μαρδόνιος δὲ ὁρῶν μὲν Ξέρξην συμφορὴν μεγάλην ἐκ τῆς ναυμαχίης ποιεύμενον, ὑποπτεύων δὲ αὐτὸν δρησμὸν βουλεύειν ἐκ τῶν Ἀθηνέων, φροντίσας πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει δίκην ἀναγνώσας βασιλέα στρατεύεσθαι ἐπὶ τὴνἙλλάδα, καί οἱ κρέσσον εἴη ἀνακινδυνεῦσαι ἢ κατεργάσασθαι τὴν Ἑλλάδα ἢ αὐτὸν καλῶς τελευτῆσαι τὸν βίον ὑπὲρ μεγάλων αἰωρηθέντα· πλέον μέντοι ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι τὴν Ἑλλάδα· λογισάμενος ὦν ταῦτα προσέφερε τὸν λόγον τόνδε·Λοιπόν σ᾽ όλο το διάστημα που μεσολάβησε αυτά είχαν στην Περσία και μόνο με την άφιξη του Ξέρξη πήραν τέλος αυτά. Απ᾽ τη μεριά του ο Μαρδόνιος, βλέποντας τον Ξέρξη να ᾽χει πάρει κατάκαρδα το αποτέλεσμα της ναυμαχίας κι έχοντας την υποψία πως μελετούσε να δραπετεύσει απ᾽ την Αθήνα, γυρόφερνε στο μυαλό του πως θα τιμωρηθεί, επειδή ξεσήκωσε τον βασιλιά εναντίον της Ελλάδας· λοιπόν, το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να ξαναμπεί στον αγώνα, ώστε ή να υποτάξει την Ελλάδα ή να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του τοξεύοντας υψηλούς στόχους· ένα είναι βέβαιο, πως τον συγκινούσε περισσότερο να υποτάξει την Ελλάδα. Τα καλοσκέφτηκε λοιπόν αυτά και του απηύθυνε την εξής πρόταση:
[8.100.2]Δέσποτα, μήτε λυπέο μήτε συμφορὴν μηδεμίαν μεγάλην ποιεῦ τοῦδε τοῦ γεγονότος εἵνεκα πρήγματος. οὐ γὰρ ξύλων ἀγὼν ὁ τὸ πᾶν φέρων ἐστὶ ἡμῖν, ἀλλ᾽ ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων. σοὶ δὲ οὔτε τις τούτων τῶν τὸ πᾶν σφίσι ἤδη δοκεόντων κατεργάσθαι ἀποβὰς ἀπὸ τῶν νεῶν πειρήσεται ἀντιωθῆναι οὔτ᾽ ἐκ τῆς ἠπείρου τῆσδε· οἵ τε ἡμῖν ἠντιώθησαν, ἔδοσαν δίκας.«Άρχοντά μου, μη θλίβεσαι και μη το παίρνεις κατάκαρδα αυτό που έγινε. Γιατί για μας δεν είναι η μάχη με ξυλοκάραβα που θα κρίνει το τελικό αποτέλεσμα, αλλά το πεζικό και το ιππικό μας. Κι εξάλλου, κανένας απ᾽ αυτούς που θαρρούν πως μας νίκησαν πια τελειωτικά δε θα κατεβεί απ᾽ τα καράβια τους να μας εναντιωθεί, κι ούτε κανένας απ᾽ τη στεριά τους· κι όσοι σήκωσαν χέρι εναντίον μας, πήραν την πληρωμή τους.
[8.100.3]εἰ μέν νυν δοκέει, αὐτίκα πειρώμεθα τῆς Πελοποννήσου· εἰ δὲ καὶ δοκέει ἐπισχεῖν, παρέχει ποιέειν ταῦτα. μὴδὲ δυσθύμει· οὐ γὰρ ἔστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔκδυσις μὴ οὐ δόντας λόγον τῶν ἐποίησαν νῦν τε καὶ πρότερον εἶναι σοὺς δούλους. μάλιστα μέν νυν ταῦτα ποίεε· εἰ δ᾽ ἄρα τοι βεβούλευται αὐτὸν ἀπελαύνοντα ἀπάγειν τὴν στρατιήν, ἄλλην ἔχω καὶ ἐκ τῶνδε βουλήν.Λοιπόν, αν τ᾽ αποφασίσεις, να κάνουμε τώρα αμέσως επιχείρηση εναντίον της Πελοποννήσου· αν πάλι σου φαίνεται καλό να το αναβάλουμε για κάποιο διάστημα, στο χέρι μας είναι να ενεργήσουμε κι έτσι. Και μην κακοκαρδίζεις· γιατί οι Έλληνες δεν έχουν καμιά ελπίδα να γλιτώσουν την υποδούλωση και να μη λογοδοτήσουν για όσα έκαναν και τώρα και στο παρελθόν. Λοιπόν, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι αυτό· αν όμως το έχεις πάρει απόφαση ν᾽ αποχωρήσεις οδηγώντας πίσω το εκστρατευτικό σώμα, γι᾽ αυτή την περίπτωση έχω άλλο σχέδιο.
[8.100.4]σὺ Πέρσας, βασιλεῦ, μὴ ποιήσῃς καταγελάστους γενέσθαι Ἕλλησι. οὐδὲν γὰρ ἐν Πέρσῃσί τοι δεδήληται τῶν πρηγμάτων, οὐδὲ ἐρέεις ὅκου ἐγενόμεθα ἄνδρες κακοί. εἰ δὲ Φοίνικές τε καὶ Αἰγύπτιοι καὶ Κύπριοί τε καὶ Κίλικες κακοὶ ἐγένοντο, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο προσήκει τὸ πάθος.Βασιλιά μου, μην κάνεις τους Πέρσες περίγελο των Ελλήνων· γιατί καμιά ευθύνη δεν έχουν οι Πέρσες για τις απώλειές σου, κι ούτε μπορείς ν᾽ αναφέρεις περίπτωση όπου δείξαμε δειλία. Αν τώρα οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι και οι Κύπριοι και οι Κίλικες έδειξαν δειλία, σε τίποτα δε φταίνε οι Πέρσες γι᾽ αυτή την ήττα.
[8.100.5]ἤδη ὦν, ἐπειδὴ οὐ Πέρσαι τοι αἴτιοί εἰσι, ἐμοὶ πείθεο· εἴ τοι δέδοκται μὴ παραμένειν, σὺ μὲν ἐς ἤθεα τὰ σεωυτοῦ ἀπέλαυνε τῆς στρατιῆς ἀπάγων τὸ πολλόν, ἐμὲ δὲ σοὶ χρὴ τὴν Ἑλλάδα παρασχεῖν δεδουλωμένην, τριήκοντα μυριάδας τοῦ στρατοῦ ἀπολεξάμενον.Άρα λοιπόν, μια και δε σ᾽ έφταιξαν σε τίποτα οι Πέρσες άκουσέ με· αν έχεις πάρει την απόφαση να μην παραμείνεις, πάρε εσύ το δρόμο της επιστροφής στα βασίλειά σου οδηγώντας μαζί σου το μεγαλύτερο μέρος του στρατού· και το παίρνω εγώ απάνω μου να σου προσφέρω την Ελλάδα υποταγμένη, αφού διαλέξω τριακόσιες χιλιάδες απ᾽ το στρατό σου».
[8.101.1]ταῦτα ἀκούσας Ξέρξης ὡς ἐκ κακῶν ἐχάρη τε καὶ ἥσθη, πρὸς Μαρδόνιόν τε βουλευσάμενος ἔφη ὑποκρινέεσθαι ὁκότερον ποιήσει τούτων. ὡς δὲ ἐβουλεύετο ἅμα Περσέων τοῖσι ἐπικλήτοισι, ἔδοξέ οἱ καὶ Ἀρτεμισίην ἐς συμβουλὴν μεταπέμψασθαι, ὅτι πρότερον ἐφαίνετο μούνη νοέουσα τὰ ποιητέα ἦν.Ο Ξέρξης ακούοντας αυτά χάρηκε κι ευχαριστήθηκε, όσο μπορεί κανείς μες στη συμφορά του, κι αποκρίθηκε στον Μαρδόνιο πως θα σκεφτεί το πράμα και θα του δώσει απάντηση, ποιό απ᾽ τα δυο θα κάνει. Και καθώς συσκεπτόταν γι᾽ αυτά με τους Πέρσες επίσημους συμβούλους του, έκρινε καλό να καλέσει και την Αρτεμισία για να τη συμβουλευτεί, γιατί προηγουμένως αποδείχτηκε πως μονάχα αυτή αντιλαμβανόταν τί έπρεπε να κάνουν.
[8.101.2]ὡς δὲ ἀπίκετο ἡ Ἀρτεμισίη, μεταστησάμενος τοὺς ἄλλους, τούς τε συμβούλους Περσέων καὶ τοὺς δορυφόρους, ἔλεξε Ξέρξης τάδε· Κελεύει με Μαρδόνιος μένοντα αὐτοῦ πειρᾶσθαι τῆς Πελοποννήσου, λέγων ὥς μοι Πέρσαι τε καὶ ὁ πεζὸς στρατὸς οὐδενὸς μεταίτιοι πάθεός εἰσι, ἀλλὰ βουλομένοισί σφι γένοιτ᾽ ἂν ἀπόδεξις.Κι όταν έφτασε η Αρτεμισία, απομάκρυνε τους άλλους, και τους Πέρσες συμβούλους και τους δορυφόρους, κι είπε ο Ξέρξης τα εξής: «Με παρακινεί ο Μαρδόνιος να μείνω εδώ και να επιχειρήσω εκστρατεία στην Πελοπόννησο, λέγοντας πως οι Πέρσες και το πεζικό δε μου φταίνε σε τίποτε για τις συμφορές μας κι είναι πρόθυμοι να το αποδείξουν.
[8.101.3]ἐμὲ ὦν ἢ ταῦτα κελεύει ποιέειν, ἢ αὐτὸς ἐθέλει τριήκοντα μυριάδας ἀπολεξάμενος τοῦ στρατοῦ παρασχεῖν μοι τὴν Ἑλλάδα δεδουλωμένην, αὐτὸν δέ με κελεύει ἀπελαύνειν σὺν τῷ λοιπῷ στρατῷ ἐς ἤθεα τὰ ἐμά.Λοιπόν, με παρακινεί να το κάνω εγώ αυτό, αλλιώς δέχεται ο ίδιος να διαλέξει τριακόσιες χιλιάδες στρατιώτες και να μου παραδώσει την Ελλάδα υποδουλωμένη, ενώ εγώ, καθώς με συμβουλεύει, ν᾽ αποχωρήσω μαζί με τον υπόλοιπο στρατό στα βασίλειά μου.
[8.101.4]σὺ ὦν ἐμοί (καὶ γὰρ περὶ τῆς ναυμαχίης εὖ συνεβούλευσας τῆς γενομένης οὐκ ἐῶσα ποιέεσθαι) νῦν [τε] συμβούλευσον ὁκότερα ποιέων ἐπιτύχω εὖ βουλευσάμενος.Τώρα λοιπόν εσύ (αφού και για τη ναυμαχία που έγινε μου έδωσες καλή συμβουλή, αποτρέποντάς με να την κάνω) συμβούλεψέ με ποιά απ᾽ τις δυο αποφάσεις παίρνοντας θα κάνω καλή επιλογή».
[8.102.1]ὁ μὲν ταῦτα συνεβουλεύετο, ἡ δὲ λέγει τάδε· Βασιλεῦ, χαλεπὸν μέν ἐστι συμβουλευομένῳ τυχεῖν τὰ ἄριστα εἴπασαν, ἐπὶ μέντοι τοῖσι κατήκουσι πρήγμασι δοκέει μοι αὐτὸν μέν σε ἀπελαύνειν ὀπίσω, Μαρδόνιον δέ, εἰ ἐθέλει τε καὶ ὑποδέκεται ταῦτα ποιήσειν, αὐτοῦ καταλιπεῖν σὺν τοῖσι ἐθέλει.Λοιπόν, αυτός ζητούσε τη συμβουλή της γι᾽ αυτό το θέμα, κι εκείνη του αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, είναι δύσκολο να πετύχω να δώσω την καλύτερη γνώμη την ώρα που ζητάς τη συμβουλή μου, όμως στην παρούσα κατάσταση κρίνω σωστό εσύ ο ίδιος ν᾽ αποσυρθείς, ενώ τον Μαρδόνιο, αφού το επιθυμεί και αναλαμβάνει να κάνει αυτά, άφησέ τον εδώ με το στρατό που θέλει.
[8.102.2]τοῦτο μὲν γάρ, ἢν καταστρέψηται τά φησι θέλειν καί οἱ προχωρήσῃ τὰ νοέων λέγει, σὸν τὸ ἔργον, ὦ δέσποτα, γίνεται· οἱ γὰρ σοὶ δοῦλοι κατεργάσαντο· τοῦτο δέ, ἢν τὰ ἐναντία τῆς Μαρδονίου γνώμης γένηται, οὐδεμία συμφορὴ μεγάλη ἔσται σέο τε περιεόντος καὶ ἐκείνων τῶν πρηγμάτων περὶ οἶκον τὸν σόν.Γιατί από τη μια μεριά, αν υποτάξει τους τόπους που λέει πως θέλει και τα σχέδια που έχει στο νου του ευοδωθούν, δικό σου θα είναι, άρχοντά μου, το κατόρθωμα, αφού το έφεραν σε πέρας οι δούλοι σου· από την άλλη, αν το αποτέλεσμα είναι αντίθετο απ᾽ τους υπολογισμούς του Μαρδονίου, δε θα ᾽ναι βέβαια και καμιά μεγάλη συμφορά, φτάνει να είσαι καλά εσύ και η δύναμη που είναι συγκεντρωμένη γύρω απ᾽ τα βασίλειά σου·
[8.102.3]ἢν γὰρ σύ τε περιῇς καὶ οἶκος ὁ σός, πολλοὺς πολλάκις ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν οἱ Ἕλληνες. Μαρδονίου δέ, ἤν τι πάθῃ, λόγος οὐδεὶς γίνεται· οὐδέ τι νικῶντες οἱ Ἕλληνες νικῶσι, δοῦλον σὸν ἀπολέσαντες· σὺ δέ, τῶν εἵνεκα τὸν στόλον ἐποιήσαο, πυρώσας τὰς Ἀθήνας ἀπελᾷς.γιατί, αν είσαι καλά εσύ και τα βασίλειά σου, οι Έλληνες θα ᾽χουν μπροστά τους πολλούς αγώνες για να σώσουν τη ζωή τους, πολλές φορές. Τώρα, αν κάτι συμβεί στον Μαρδόνιο, ποιός θα δώσει σημασία; κι αν πάρουν κάποια νίκη οι Έλληνες, χαρά στη νίκη τους, που εξόντωσαν ένα δούλο σου! ενώ εσύ θ᾽ αποχωρήσεις, αφού πέτυχες το σκοπό της εκστρατείας σου, έκανες στάχτη την Αθήνα».
[8.103.1]ἥσθη τε δὴ τῇ συμβουλίῃ Ξέρξης· λέγουσα γὰρ ἐπετύγχανε τά περ αὐτὸς ἐνόεε. οὐδὲ γὰρ εἰ πάντες καὶ πᾶσαι συνεβούλευον αὐτῷ μένειν, ἔμενε ἂν δοκέειν ἐμοί· οὕτω καταρρωδήκεε. ἐπαινέσας δὲ τὴν Ἀρτεμισίην ταύτην μὲν ἀποστέλλει ἄγουσαν αὐτοῦ τοὺς παῖδας ἐς Ἔφεσον· νόθοι γάρ τινες παῖδές οἱ συνείποντο.Λοιπόν ο Ξέρξης ευχαριστήθηκε με τη συμβουλή της, επειδή τα λόγια της ήρθαν και ταίριασαν με όσα ο ίδιος είχε στο νου του· γιατί, αν θέλετε τη γνώμη μου, τον κυρίεψε τέτοιος φόβος, που κι αν όλοι κι όλες τον συμβούλευαν να μείνει, δε θα ᾽μενε. Κι αφού μίλησε επαινετικά για την Αρτεμισία, της αναθέτει να πάρει μαζί της τα παιδιά του και να τα πάει στην Έφεσο· γιατί στην ακολουθία του βρίσκονταν και κάμποσα νόθα παιδιά του.
[8.104.1]συνέπεμπε δὲ τοῖσι παισὶ φύλακον Ἑρμότιμον, γένος μὲν ἐόντα Πηδασέα, φερόμενον δὲ οὐ τὰ δεύτερα τῶν εὐνούχων παρὰ βασιλέϊ· [οἱ δὲ Πηδασέες οἰκέουσι ὑπὲρ Ἁλικαρνησσοῦ. ἐν δὲ τοῖσι Πηδάσοισι τούτοισι τοιόνδε συμφέρεται πρῆγμα γίνεσθαι· ἐπεὰν τοῖσι ἀμφικτυόσι πᾶσι τοῖσι ἀμφὶ ταύτης οἰκέουσι τῆς πόλιος μέλλῃ τι ἐντὸς χρόνου ἔσεσθαι χαλεπόν, τότε ἡ ἱερείη αὐτόθι τῆς Ἀθηναίης φύει πώγωνα μέγαν. τοῦτο δέ σφι δὶς ἤδη ἐγένετο.Μαζί με τα παιδιά του έστελνε για κηδεμόνα τους τον Ερμότιμο, που η καταγωγή του ήταν από τα Πήδασα και που αξιώθηκε την πρώτη θέση στην εύνοια του βασιλιά ανάμεσα σ᾽ όλους τους ευνούχους του. [Αυτοί οι Πηδασείς κατοικούν πάνω απ᾽ την Αλικαρνασσό. Συμβαίνει λοιπόν στα Πήδασα αυτά ένα τέτοιο φαινόμενο· όποτε είναι να πάθουν κάποια συμφορά σε μια συγκεκριμένη στιγμή όλοι οι κάτοικοι της γύρω από την πόλη περιοχής, τότε η ιέρεια του ναού της Αθηνάς του τόπου τους βγάζει μεγάλα γένια. Λοιπόν αυτό το φαινόμενο εμφανίστηκε κιόλας δυο φορές.
[8.105.1]ἐκ τούτων δὴ τῶν Πηδασέων ὁ Ἑρμότιμος ἦν] τῷ μεγίστη τίσις ἤδη ἀδικηθέντι ἐγένετο πάντων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν. ἁλόντα γὰρ αὐτὸν ὑπὸ πολεμίων καὶ πωλεόμενον ὠνέεται Πανιώνιος ἀνὴρ Χῖος, ὃς τὴν ζόην κατεστήσατο ἀπ᾽ ἔργων ἀνοσιωτάτων· ὅκως γὰρ κτήσαιτο παῖδας εἴδεος ἐπαμμένους, ἐκτάμνων ἀγινέων ἐπώλεε ἐς Σάρδις τε καὶ Ἔφεσον χρημάτων μεγάλων.Απ᾽ αυτά τα Πήδασα λοιπόν καταγόταν ο Ερμότιμος], ο άνθρωπος που για την αδικία που του έγινε πήρε τη σκληρότερη εκδίκηση απ᾽ όσες ξέρουμε ώς τώρα. Δηλαδή, καθώς έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια εχθρών και τον πουλούσαν, τον αγοράζει ένας πολίτης της Χίου, ο Πανιώνιος, που εξασφάλισε την καλοπέρασή του με το πιο απάνθρωπο επάγγελμα· δηλαδή, έτσι κι έβαζε στα χέρια του αγόρια που ήταν προικισμένα μ᾽ ομορφιά, τα ευνούχιζε, τα μετέφερε στις Σάρδεις και την Έφεσο και τα πουλούσε σε πολύ υψηλή τιμή.
[8.105.2]παρὰ γὰρ τοῖσι βαρβάροισι τιμιώτεροί εἰσι οἱ εὐνοῦχοι πίστιος εἵνεκα τῆς πάσης τῶν ἐνορχέων. ἄλλους τε δὴ ὁ Πανιώνιος ἐξέταμε πολλούς, ἅτε ποιεύμενος ἐκ τούτου τὴν ζόην, καὶ δὴ καὶ τοῦτον. καὶ οὐ γὰρ τὰ πάντα ἐδυστύχεε ὁ Ἑρμότιμος, ἀπικνέεται ἐκ τῶν Σαρδίων παρὰ βασιλέα μετ᾽ ἄλλων δώρων, χρόνου δὲ προϊόντος πάντων τῶν εὐνούχων ἐτιμήθη μάλιστα παρὰ Ξέρξῃ.Γιατί στον κόσμο των βαρβάρων οι ευνούχοι έχουν μεγαλύτερη αξία απ᾽ τους άντρες με τα όλα τους, επειδή θεωρούνται γενικά πιο έμπιστοι. Ο Πανιώνιος λοιπόν ευνούχισε κι άλλους πολλούς, μια που μ᾽ αυτό τον τρόπο εξασφάλιζε την καλοπέρασή του, κι επίσης κι αυτόν. Όμως, καθώς κάποτε σταμάτησε η μοίρα να είναι σκληρή στον Ερμότιμο, φτάνει από τις Σάρδεις στην αυλή του βασιλιά, μαζί μ᾽ άλλα δώρα, και με το πέρασμα του καιρού αξιώθηκε να γίνει ο πρώτος απ᾽ όλους τους ευνούχους στην εύνοια του Ξέρξη.
[8.106.1]ὡς δὲ τὸ στράτευμα τὸ Περσικὸν ὅρμα βασιλεὺς ἐπὶ τὰς Ἀθήνας ἐὼν ἐν Σάρδισι, ἐνθαῦτα καταβὰς κατὰ δή τι πρῆγμα ὁ Ἑρμότιμος ἐς γῆν τῆς Μυσίης, τὴν Χῖοι μὲν νέμονται, Ἀταρνεὺς δὲ καλέεται, εὑρίσκει τὸν Πανιώνιον ἐνθαῦτα.Κι όταν ο βασιλιάς βρισκόταν στις Σάρδεις έτοιμος να οδηγήσει τον περσικό στρατό εναντίον της Αθήνας, ο Ερμότιμος τότε κατέβηκε για κάποια υπόθεσή του στην περιοχή της Μυσίας που την καλλιεργούν οι Χίοι και λέγεται Αταρνεύς· και βρίσκει εκεί τον Πανιώνιο.
[8.106.2]ἐπιγνοὺς δὲ ἔλεγε πρὸς αὐτὸν πολλοὺς καὶ φιλίους λόγους, πρῶτα μέν οἱ καταλέγων ὅσα αὐτὸς δι᾽ ἐκεῖνον ἔχοι ἀγαθά, δεύτερα δέ οἱ ὑπισχνεύμενος ἀντὶ τούτων ὅσα μιν ἀγαθὰ ποιήσει, ἢν κομίσας τοὺς οἰκέτας οἰκέῃ ἐκείνῃ, ὥστε ὑποδεξάμενον ἄσμενον τοὺς λόγους τὸν Πανιώνιον κομίσαι τὰ τέκνα καὶ τὴν γυναῖκα.Όταν τον αναγνώρισε, του έλεγε πολλά και φιλικά λόγια· στην αρχή του αράδιασε πόσα πλούτη έχει χάρη σ᾽ εκείνον και μετά του έδινε την υπόσχεση πως, για να του ανταποδώσει την ευεργεσία, θα του εξασφαλίσει πλούτη και πλούτη, αν πάρει μαζί του τους ανθρώπους του σπιτιού του και εγκατασταθεί εκεί, κι έτσι ο Πανιώνιος δέχτηκε με χαρά τις προτάσεις του και μετέφερε εκεί τα παιδιά και τη γυναίκα του.
[8.106.3]ὡς δὲ ἅμα πανοικίῃ μιν περιέλαβε, ἔλεγε ὁ Ἑρμότιμος τάδε· Ὦ πάντων ἀνδρῶν ἤδη μάλιστα ἀπ᾽ ἔργων ἀνοσιωτάτων τὸν βίον κτησάμενε, τί σε ἐγὼ κακὸν ἢ αὐτὸς ἢ τῶν ἐμῶν τις ἐργάσατο, ἢ σὲ ἢ τῶν σῶν τινα, ὅτι με ἀντ᾽ ἀνδρὸς ἐποίησας τὸ μηδὲν εἶναι; ἐδόκεές τε θεοὺς λήσειν οἷα ἐμηχανῶ τότε· οἵ σε ποιήσαντα ἀνόσια, νόμῳ δικαίῳ χρεώμενοι, ὑπήγαγον ἐς χεῖρας τὰς ἐμάς, ὥστε σε μὴ μέμψεσθαι τὴν ἀπ᾽ ἐμέο τοι ἐσομένην δίκην.Κι όταν ο Ερμότιμος τους έβαλε στο χέρι, αυτόν κι όλη την οικογένειά του, του μίλησε έτσι: «Άνθρωπε που απόχτησες την περιουσία σου με τις πιο ανόσιες επιχειρήσεις απ᾽ όσες είδε ο κόσμος ώς τώρα, τί κακό ή εγώ ο ίδιος ή κάποιος απ᾽ την οικογένειά μου σου έκανε, ή σε σένα ή σε κάποιον απ᾽ τους δικούς σου, και με κατάντησες, από άντρας που ήμουνα, ένα μηδενικό; και πίστευες πως θα μείνουν κρυφές απ᾽ το μάτι των θεών οι βρομοδουλειές που έκανες τότε; όμως αυτοί εσένα, για τ᾽ ανόσια έργα σου, εφαρμόζοντας τον δίκαιο νόμο τους, σ᾽ έριξαν στα χέρια μου, κι έτσι δε θα μείνεις παραπονεμένος από την τιμωρία που σου ετοιμάζω».
[8.106.4]ὡς δέ οἱ ταῦτα ὠνείδισε, ἀχθέντων τῶν παίδων ἐς ὄψιν ἠναγκάζετο ὁ Πανιώνιος τῶν ἑωυτοῦ παίδων, τεσσέρων ἐόντων, τὰ αἰδοῖα ἀποτάμνειν, ἀναγκαζόμενος δὲ ἐποίεε ταῦτα· αὐτοῦ τε, ὡς ταῦτα ἐργάσατο, οἱ παῖδες ἀναγκαζόμενοι ἀπέταμνον. Πανιώνιον μέν νυν οὕτω περιῆλθε ἥ τε τίσις καὶ ὁ Ἑρμότιμος.Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτό τον σαρκασμό, οδήγησαν τα παιδιά του Πανιωνίου, που ήταν τέσσερα, μπρος στα μάτια του και τον εξανάγκασαν να ευνουχίσει τα παιδιά του, και το έκανε βέβαια ύστερ᾽ από εξαναγκασμό· κι αφού τελείωσε, τα παιδιά του εξαναγκάστηκαν να τον ευνουχίσουν με τη σειρά του. Λοιπόν έτσι πιάστηκε στο δόκανο της Τίσης και του Ερμοτίμου ο Πανιώνιος.
[8.107.1]Ξέρξης δὲ ὡς τοὺς παῖδας ἐπέτρεψε Ἀρτεμισίῃ ἀπάγειν ἐς Ἔφεσον, καλέσας Μαρδόνιον ἐκέλευσέ μιν τῆς στρατιῆς διαλέγειν τοὺς βούλεται, καὶ ποιέειν τοῖσι λόγοισι τὰ ἔργα πειρώμενον ὅμοια. ταύτην μὲν τὴν ἡμέρην ἐς τοσοῦτο ἐγίνετο, τῆς δὲ νυκτὸς κελεύσαντος βασιλέος τὰς νέας οἱ στρατηγοὶ ἐκ τοῦ Φαλήρου ἀνῆγον ὀπίσω ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, ὡς τάχεος εἶχε ἕκαστος, διαφυλαξούσας τὰς σχεδίας πορευθῆναι βασιλέϊ.Κι ο Ξέρξης, αφού εμπιστεύτηκε στην Αρτεμισία να οδηγήσει τα παιδιά του στην Έφεσο, κάλεσε τον Μαρδόνιο και τον διέταξε να επιλέξει αυτούς που θέλει από το εκστρατευτικό σώμα και να προσπαθήσει να κάνει πράξη τα όσα είπε. Λοιπόν εκείνη τη μέρα σ᾽ αυτά περιορίστηκαν, αλλά τη νύχτα οι ναύαρχοι, με διαταγή του βασιλιά, σήκωσαν απ᾽ το Φάληρο τα καράβια και τα οδηγούσαν πίσω, στον Ελλήσποντο, μ᾽ όση ταχύτητα μπορούσε ο καθένας τους, για να περιφρουρήσουν τις γέφυρες, να περάσει ο βασιλιάς.
[8.107.2]ἐπεὶ δὲ ἀγχοῦ ἦσαν Ζωστῆρος πλέοντες οἱ βάρβαροι, ἀνατείνουσι γὰρ ἄκραι λεπταὶ τῆς ἠπείρου ταύτῃ, ἔδοξάν τε νέας εἶναι καὶ ἔφευγον ἐπὶ πολλόν. χρόνῳ δὲ μαθόντες ὅτι οὐ νέες εἶεν ἀλλ᾽ ἄκραι, συλλεχθέντες ἐκομίζοντο.Καθώς λοιπόν οι βάρβαροι αρμενίζοντας έφτασαν κοντά στον Ζωστήρα, έτσι που εκεί ξεπροβάλλουν απ᾽ τη στεριά βράχια σαν γλώσσες γης, τα πήραν για καράβια και το ᾽βαλαν στη φευγάλα κι απομακρύνθηκαν πολύ. Αργότερα όμως, όταν κατάλαβαν πως δεν είναι καράβια, αλλά γλώσσες γης, συγκεντρωμένοι συνέχισαν την πορεία τους.
[8.108.1]ὡς δὲ ἡμέρη ἐγίνετο, ὁρῶντες οἱ Ἕλληνες κατὰ χώρην μένοντα τὸν στρατὸν τὸν πεζὸν ἤλπιζον καὶ τὰς νέας εἶναι περὶ Φάληρον, ἐδόκεόν τε ναυμαχήσειν σφέας παραρτέοντό τε ὡς ἀλεξησόμενοι. ἐπεὶ δὲ ἐπύθοντο τὰς νέας οἰχωκυίας, αὐτίκα μετὰ ταῦτα ἐδόκεε ἐπιδιώκειν. τὸν μέν νυν ναυτικὸν τὸν Ξέρξεω στρατὸν οὐκ ἐπεῖδον διώξαντες μέχρι Ἄνδρου, ἐς δὲ τὴν Ἄνδρον ἀπικόμενοι ἐβουλεύοντο.Κι όταν ξημέρωσε, οι Έλληνες, βλέποντας το πεζικό να μένει στη θέση του, υπέθεσαν πως και τα καράβια βρίσκονταν στα νερά του Φαλήρου και πίστευαν πως οι Πέρσες θα δώσουν ναυμαχία· κι έκαναν ετοιμασίες, για να τους αποκρούσουν. Όταν όμως πληροφορήθηκαν πως τα καράβια έγιναν άφαντα, αποφάσισαν αμέσως να τους καταδιώξουν. Συνεχίζοντας όμως την καταδίωξή τους ώς την Άνδρο δεν διέκριναν πουθενά τον στόλο του Ξέρξη κι έτσι φτάνοντας στην Άνδρο έκαναν σύσκεψη.
[8.108.2]Θεμιστοκλέης μέν νυν γνώμην ἀπεδείκνυτο διὰ νήσων τραπομένους καὶ ἐπιδιώξαντας τὰς νέας πλέειν ἰθέως ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον λύσοντας τὰς γεφύρας· Εὐρυβιάδης δὲ τὴν ἐναντίην ταύτῃ γνώμην ἐτίθετο, λέγων ὡς εἰ λύσουσι τὰς σχεδίας, τοῦτ᾽ ἂν μέγιστον πάντων σφεῖς κακὸν τὴν Ἑλλάδα ἐργασαίατο.Ο Θεμιστοκλής λοιπόν υποστήριζε τη γνώμη ν᾽ ακολουθήσουν γραμμή πορείας ανάμεσ᾽ από τα νησιά και, καταδιώκοντας τον εχθρικό στόλο, να βάλουν πλώρη κατευθείαν για τον Ελλήσποντο, για να διαλύσουν τις πλωτές γέφυρες· ο Ευρυβιάδης όμως υποστήριζε την αντίθετη γνώμη, λέγοντας πως, αν διαλύσουν τις πλωτές γέφυρες, θα κάνουν από μόνοι τους το μεγαλύτερο κακό στην Ελλάδα.
[8.108.3]εἰ γὰρ ἀναγκασθείη ἀπολαμφθεὶς ὁ Πέρσης μένειν ἐν τῇ Εὐρώπῃ, πειρῷτο ἂν ἡσυχίην μὴ ἄγειν, ὡς ἄγοντι μέν οἱ ἡσυχίην οὔτε τι προχωρέειν οἷόν τε ἔσται τῶν πρηγμάτων οὔτε τις κομιδὴ τὸ ὀπίσω φανήσεται, λιμῷ τέ οἱ ἡ στρατιὴ διαφθερέεται, ἐπιχειρέοντι δὲ αὐτῷ καὶ ἔργου ἐχομένῳ πάντα τὰ κατὰ τὴν Εὐρώπην οἷά τε ἔσται προσχωρῆσαι κατὰ πόλις τε καὶ κατὰ ἔθνεα, ἤτοι ἁλισκομένων γε ἢ πρὸ τούτου ὁμολογεόντων· τροφήν τε ἕξειν σφέας τὸν ἐπέτειον αἰεὶ τὸν τῶν Ἑλλήνων καρπόν.Γιατί, αν ο Πέρσης αποκλεισμένος αναγκαστεί να μείνει στην Ευρώπη, θα βάλει τα δυνατά του και δε θα καθίσει ήσυχος, γιατί, αν καθίσει ήσυχος, δε θα είναι δυνατό ούτε να σημειωθεί κάποια πρόοδος στις επιχειρήσεις του ούτε να φανεί κάποιος τρόπος επιστροφής, και το εκστρατευτικό του σώμα θα το θερίσει η πείνα· αν όμως δραστηριοποιηθεί και καταπιαστεί με επιχειρήσεις, μπορεί να ταχθούν στο πλευρό του όλες οι δυνάμεις της Ευρώπης, η κάθε πόλη και το κάθε έθνος με τη σειρά του, είτε ύστερ᾽ από κατάκτηση είτε, πριν απ᾽ αυτή, με συνθήκες· και τροφή τους θα έχουν τη σοδειά, κάθε χρόνο, των Ελλήνων.
[8.108.4]ἀλλὰ δοκέειν γὰρ νικηθέντα τῇ ναυμαχίῃ οὐ μενέειν ἐν τῇ Εὐρώπῃ τὸν Πέρσην· ἐατέον ὦν εἶναι φεύγειν, ἐς ὃ ἔλθῃ φεύγων ἐς τὴν ἑωυτοῦ· τὸ ἐνθεῦτεν δὲ περὶ τῆς ἐκείνου ποιέεσθαι ἤδη τὸν ἀγῶνα ἐκέλευε. ταύτης δὲ εἴχοντο τῆς γνώμης καὶ Πελοποννησίων τῶν ἄλλων οἱ στρατηγοί.Αλλά, υποστήριζε, είχε την εντύπωση πως ο Πέρσης, ύστερ᾽ από την ήττα του στη ναυμαχία, δε θα παραμείνει στην Ευρώπη· επομένως, πρέπει να τον αφήσουν να φύγει, ώσπου φεύγοντας να φτάσει στη χώρα του· κι αποκεί και πέρα, τους προέτρεπε να συνεχίσουν τον αγώνα, αυτή τη φορά για να κατακτήσουν τη χώρα του βασιλιά. Μ᾽ αυτή τη γνώμη τάχτηκαν και οι στρατηγοί των άλλων Πελοποννησίων.
[8.109.1]ὡς δὲ ἔμαθε ὅτι οὐ πείσει τούς γε πολλοὺς πλέειν ἐς τὸν Ἑλλήσποντον ὁ Θεμιστοκλέης, μεταβαλὼν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους (οὗτοι γὰρ μάλιστα ἐκπεφευγότων περιημέκτεον, ὁρμέατό τε ἐς τὸν Ἑλλήσποντον πλέειν καὶ ἐπὶ σφέων αὐτῶν βαλόμενοι, εἰ ὧλλοι μὴ βουλοίατο) ἔλεγέ σφι τάδε·Ο Θεμιστοκλής λοιπόν, όταν αντιλήφτηκε πως δε θα πείσει τους περισσότερους να βάλουν πλώρη για τον Ελλήσποντο, μετατοπίστηκε από την αρχική του θέση και απευθύνθηκε στους Αθηναίους (γιατί αυτοί ήταν φουρκισμένοι πιο πολύ απ᾽ όλους που ξέφυγε ο εχθρός μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια τους κι ανυπομονούσαν να κινήσουν με τα καράβια τους για τον Ελλήσποντο, παίρνοντας, έστω, μόνοι αυτοί επάνω τους την επιχείρηση, αν οι άλλοι δεν ήθελαν) μ᾽ αυτά τα λόγια:
[8.109.2]Καὶ αὐτὸς ἤδη πολλοῖσι παρεγενόμην καὶ πολλῷ πλέω ἀκήκοα τοιάδε γενέσθαι, ἄνδρας ἐς ἀναγκαίην ἀπειληθέντας νενικημένους ἀναμάχεσθαί τε καὶ ἀναλαμβάνειν τὴν προτέρην κακότητα. ἡμεῖς δέ (εὕρημα γὰρ εὑρήκαμεν ἡμέας τε αὐτοὺς καὶ τὴν Ἑλλάδα, νέφος τοσοῦτον ἀνθρώπων ἀνωσάμενοι) μὴ διώκωμεν ἄνδρας φεύγοντας.«Κι ο ίδιος μου παραβρέθηκα κιόλας σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις αλλά κι άκουσα πολύ περισσότερες, όπου στρατός στενεμένος απ᾽ την ανάγκη ύστερ᾽ από ήττα ξαναρίχτηκε στη μάχη και πήρε πίσω τη χαμένη τιμή του. Επομένως κι εμείς (γιατί ήταν ουρανοκατέβατο δώρο για μας τους ίδιους και για την Ελλάδα να σκορπίσουμε ένα τόσο μεγάλο σύννεφο εχθρών) να μη βαλθούμε και καλά να καταδιώξουμε εχθρό που τράπηκε σε φυγή.
[8.109.3]τάδε γὰρ οὐκ ἡμεῖς κατεργασάμεθα, ἀλλὰ θεοί τε καὶ ἥρωες, οἳ ἐφθόνησαν ἄνδρα ἕνα τῆς τε Ἀσίης καὶ τῆς Εὐρώπης βασιλεῦσαι, ἐόντα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον· ὃς τά τε ἱρὰ καὶ τὰ ἴδια ἐν ὁμοίῳ ἐποιέετο, ἐμπιπράς τε καὶ καταβάλλων τῶν θεῶν τὰ ἀγάλματα· ὃς καὶ τὴν θάλασσαν ἀπεμαστίγωσε πέδας τε κατῆκε.Γιατί δεν είναι δικό μας αυτό το κατόρθωμα, αλλά των θεών και των ημιθέων, που δεν είδαν με καλό μάτι ένας άντρας να βασιλεύει και στην Ασία και στην Ευρώπη, άντρας αθεόφοβος και ακαταλόγιστος, που έβαζε στην ίδια μοίρα τους ναούς των θεών και τις κατοικίες των ανθρώπων, πυρπολώντας και συντρίβοντας τα αγάλματα των θεών, που έφτασε να μαστιγώσει αλύπητα και τη θάλασσα και να της ρίξει αλυσίδες.
[8.109.4]ἀλλ᾽ εὖ γὰρ ἔχει ἐς τὸ παρεὸν ἡμῖν νῦν μὲν ἐν τῇ Ἑλλάδι καταμείναντας ἡμέων τε αὐτῶν ἐπιμεληθῆναι καὶ τῶν οἰκετέων· καί τις οἰκίην τε ἀναπλασάσθω καὶ σπόρου ἀνακῶς ἐχέτω, παντελέως ἀπελάσας τὸν βάρβαρον. ἅμα δὲ τῷ ἔαρι καταπλέωμεν ἐπὶ Ἑλλησπόντου καὶ Ἰωνίης.Αλλά —γιατί για την ώρα αυτό είναι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε— να μείνουμε τώρα στην Ελλάδα και να φροντίσουμε για μας τους ίδιους και για τους ανθρώπους των σπιτιών μας· κι ο καθένας σας να ξαναχτίσει το σπίτι του και να καταγίνει με τη σπορά, αφού έδιωξε απ᾽ τη χώρα του οριστικά τον βάρβαρο· και με την άνοιξη ξεκινάμε με τα καράβια μας για τον Ελλήσποντο και την Ιωνία».
[8.109.5]ταῦτα ἔλεγε ἀποθήκην μέλλων ποιήσεσθαι ἐς τὸν Πέρσην, ἵνα ἢν ἄρα τί μιν καταλαμβάνῃ πρὸς Ἀθηναίων πάθος, ἔχῃ ἀποστροφήν· τά περ ὦν καὶ ἐγένετο.Και τα ᾽λεγε αυτά φροντίζοντας να έχει παρακαταθήκη στον βασιλιά των Περσών, ώστε, αν του έρθει κάποιο κακό απ᾽ τους Αθηναίους, να έχει καταφυγή· κάτι που δεν άργησε να γίνει.
[8.110.1]Θεμιστοκλέης μὲν ταῦτα λέγων διέβαλλε, Ἀθηναῖοι δὲ ἐπείθοντο· ἐπειδὴ γὰρ καὶ πρότερον δεδογμένος εἶναι σοφός ἐφάνη ἐὼν ἀληθέως σοφός τε καὶ εὔβουλος, πάντως ἕτοιμοι ἦσαν λέγοντι πείθεσθαι.Μιλώντας λοιπόν έτσι ο Θεμιστοκλής τους παραπλανούσε, αλλά οι Αθηναίοι πείθονταν· γιατί, καθώς και στο παρελθόν είχε θεωρηθεί πως ήταν σοφός, με το ν᾽ αποδειχτεί από τα πράγματα ότι ήταν σοφός με ευθυκρισία πείθονταν ανεπιφύλακτα στα λόγια του, για το καθετί.
[8.110.2]ὡς δὲ οὗτοί οἱ ἀνεγνωσμένοι ἦσαν, αὐτίκα μετὰ ταῦτα ὁ Θεμιστοκλέης ἄνδρας ἀπέπεμπε ἔχοντας πλοῖον, τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν ἐς πᾶσαν βάσανον ἀπικομένοισι τὰ αὐτὸς ἐνετείλατο βασιλέϊ φράσαι· τῶν καὶ Σίκιννος ὁ οἰκέτης αὖτις ἐγένετο· οἳ ἐπείτε ἀπίκοντο πρὸς τὴν Ἀττικήν, οἱ μὲν κατέμενον ἐπὶ τῷ πλοίῳ, Σίκιννος δὲ ἀναβὰς παρὰ Ξέρξην ἔλεγε τάδε·Κι όταν ο Θεμιστοκλής τους έφερε στα λόγια του, αμέσως κατόπιν έστειλε ανθρώπους του με πλεούμενο, για τους οποίους ήταν βέβαιος πως θα κρατήσουν το στόμα τους κλειστό σ᾽ όποια βασανιστήρια κι αν υποβληθούν, με την εντολή να μεταφέρουν το μήνυμά του στον βασιλιά· σ᾽ αυτή την αποστολή πήρε πάλι μέρος κι ο Σίκιννος, ο άνθρωπος του σπιτιού του· κι όταν αυτοί έφτασαν στην Αττική, οι άλλοι έμειναν στο πλεούμενο, ενώ ο Σίκιννος, αφού ανέβηκε και βρήκε τον Ξέρξη, του έλεγε:
[8.110.3]Ἔπεμψέ με Θεμιστοκλέης ὁ Νεοκλέος, στρατηγὸς μὲν Ἀθηναίων, ἀνὴρ δὲ τῶν συμμάχων πάντων ἄριστος καὶ σοφώτατος, φράσοντά τοι ὅτι Θεμιστοκλέης ὁ Ἀθηναῖος σοὶ βουλόμενος ὑπουργέειν ἔσχε τοὺς Ἕλληνας τὰς νέας βουλομένους διώκειν καὶ τὰς ἐν Ἑλλησπόντῳ γεφύρας λύειν. καὶ νῦν κατ᾽ ἡσυχίην πολλὴν κομίζεο.«Μ᾽ έστειλε ο Θεμιστοκλής, ο γιος του Νεοκλή, ο στρατηγός των Αθηναίων κι ο πρώτος και καλύτερος κι ο πιο σοφός απ᾽ όλους τους συμμάχους, για να σου πω ότι: ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος θέλοντας να σου προσφέρει υπηρεσίες, συγκράτησε τους Έλληνες την ώρα που ήθελαν να καταδιώξουν το στόλο σου και να διαλύσουν τις γέφυρες του Ελλησπόντου. Τώρα λοιπόν μπορείς να πας στο καλό μ᾽ όλη την ησυχία σου».
[8.111.1]οἱ μὲν ταῦτα σημήναντες ἀπέπλεον ὀπίσω· οἱ δὲ Ἕλληνες, ἐπείτε σφι ἀπέδοξε μήτ᾽ ἐπιδιώκειν ἔτι προσωτέρω τῶν βαρβάρων τὰς νέας μήτε πλέειν ἐς τὸν Ἑλλήσποντον λύσοντας τὸν πόρον, τὴν Ἄνδρον περικατέατο ἐξελεῖν ἐθέλοντες.Αυτοί λοιπόν έδωσαν αυτό το μήνυμα και γύρισαν πίσω με το πλεούμενό τους· οι Έλληνες τώρα, μια και πήραν απόφαση να μη συνεχίσουν την καταδίωξη του στόλου των βαρβάρων κι ούτε να πλεύσουν στον Ελλήσποντο για να διαλύσουν τις γέφυρες, πολιορκούσαν την Άνδρο θέλοντας να την κυριέψουν.
[8.111.2]πρῶτοι γὰρ Ἄνδριοι νησιωτέων αἰτηθέντες πρὸς Θεμιστοκλέος χρήματα οὐκ ἔδοσαν, ἀλλὰ προϊσχομένου Θεμιστοκλέος λόγον τόνδε, ὡς ἥκοιεν Ἀθηναῖοι περὶ ἑωυτοὺς ἔχοντες δύο θεοὺς μεγάλους, Πειθώ τε καὶ Ἀναγκαίην, οὕτω τέ σφι κάρτα δοτέα εἶναι χρήματα, ὑπεκρίναντο πρὸς ταῦτα λέγοντες ὡς κατὰ λόγον ἦσαν ἄρα αἱ Ἀθῆναι μεγάλαι τε καὶ εὐδαίμονες, ‹αἳ› καὶ θεῶν χρηστῶν ἥκοιεν εὖ·Γιατί οι Άνδριοι ήταν οι πρώτοι απ᾽ τους νησιώτες που δεν έδωσαν τα χρήματα που τους ζητούσε ο Θεμιστοκλής, αλλά, όταν ο Θεμιστοκλής τους έκανε την ακόλουθη δήλωση, ότι ήρθαν οι Αθηναίοι έχοντας στο πλευρό τους δυο μεγάλες θεότητες, την Πειθώ και την Ανάγκη, κι έτσι ήταν αναπόφευκτο να δώσουν αυτοί χρήματα, αποκρίθηκαν σ᾽ αυτά λέγοντας πως έτσι εξηγείται βέβαια το ότι η Αθήνα είναι πόλη μεγάλη κι ευτυχισμένη, αφού κι από θεούς χρήσιμους τα πάει καλά·
[8.111.3]ἐπεὶ Ἀνδρίους γε εἶναι γεωπείνας ἐς τὰ μέγιστα ἀνήκοντας, καὶ θεοὺς δύο ἀχρήστους οὐκ ἐκλείπειν σφέων τὴν νῆσον ἀλλ᾽ αἰεὶ φιλοχωρέειν, Πενίην τε καὶ Ἀμηχανίην, καὶ τούτων τῶν θεῶν ἐπηβόλους ἐόντας Ἀνδρίους οὐ δώσειν χρήματα· οὐδέκοτε γὰρ ‹ἂν› τῆς ἑωυτῶν ἀδυναμίης τὴν Ἀθηναίων δύναμιν εἶναι κρέσσω. οὗτοι μὲν δὴ ταῦτα ὑποκρινάμενοι καὶ οὐ δόντες τὰ χρήματα ἐπολιορκέοντο.γιατί οι Άνδριοι είναι φουκαράδες με γη μίζερη όσο δεν παίρνει και δυο θεοί ανεπρόκοποι δε λεν να το κουνήσουν απ᾽ το νησί τους αλλά έχουν έρωτα μ᾽ αυτό, η Πενία και η Αμηχανία, κι έτσι που οι Άνδριοι έχουν πολιούχους αυτούς τους θεούς, δε θα δώσουν χρήματα· γιατί ποτέ δε θ᾽ αποδειχτεί η δύναμη της Αθήνας ισχυρότερη απ᾽ τη δική τους αδυναμία. Ύστερα λοιπόν απ᾽ αυτή την απάντηση, καθώς δεν έδιναν χρήματα, πολιορκήθηκαν.
[8.112.1]Θεμιστοκλέης δέ, οὐ γὰρ ἐπαύετο πλεονεκτέων, ἐσπέμπων ἐς τὰς ἄλλας νήσους ἀπειλητηρίους λόγους αἴτεε χρήματα διὰ τῶν αὐτῶν ἀγγέλων [χρεώμενος] τοῖσι καὶ πρὸς βασιλέα ἐχρήσατο, λέγων ὡς εἰ μὴ δώσουσι τὸ αἰτεόμενον, ἐπάξει τὴν στρατιὴν τῶν Ἑλλήνων καὶ πολιορκέων ἐξαιρήσει.Κι ο Θεμιστοκλής, γιατί η πλεονεξία του δεν είχε σταματημό, στέλνοντας στ᾽ άλλα νησιά απειλητικά μηνύματα με αγγελιοφόρους τους ίδιους εκείνους που απέστειλε στους Ανδρίους, απαιτούσε χρήματα, λέγοντάς τους πως, αν δεν του δώσουν τα όσα τους ζητά, θα οδηγήσει στη χώρα τους το εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων και θα τους κυριέψει με πολιορκία.
[8.112.2]λέγων ταῦτα συνέλεγε χρήματα μεγάλα παρὰ Καρυστίων τε καὶ Παρίων, οἳ πυνθανόμενοι τήν τε Ἄνδρον ὡς πολιορκέοιτο διότι ἐμήδισε, καὶ Θεμιστοκλέα ὡς εἴη ἐν αἴνῃ μεγίστῃ τῶν στρατηγῶν, δείσαντες ταῦτα ἔπεμπον χρήματα. εἰ δὲ δή τινες καὶ ἄλλοι ἔδοσαν νησιωτέων, οὐκ ἔχω εἰπεῖν· δοκέω δέ τινας καὶ ἄλλους δοῦναι καὶ οὐ τούτους μούνους.Λέγοντας αυτά μάζευε πολλά χρήματα από τους Καρυστίους και τους Παρίους, που, μαθαίνοντας ότι η Άνδρος πολιορκείται επειδή μήδισε κι ότι το κύρος του Θεμιστοκλή ανάμεσα στους στρατηγούς ήταν τεράστιο, φοβισμένοι απ᾽ όλ᾽ αυτά έστελναν χρήματα. Τώρα, αν και κάποιοι άλλοι απ᾽ τους νησιώτες τού έδωσαν, δεν μπορώ να το πω· υποθέτω όμως ότι και κάποιοι άλλοι έδωσαν κι όχι μονάχα αυτοί.
[8.112.3]καίτοι Καρυστίοισί γε οὐδὲν τούτου εἵνεκα τοῦ κακοῦ ὑπερβολὴ ἐγένετο· Πάριοι δὲ Θεμιστοκλέα χρήμασι ἱλασάμενοι διέφυγον τὸ στράτευμα. Θεμιστοκλέης μέν νυν ἐξ Ἄνδρου ὁρμώμενος χρήματα παρὰ νησιωτέων ἐκτᾶτο λάθρῃ τῶν ἄλλων στρατηγῶν.Ωστόσο, και μ᾽ αυτά δεν άργησε καθόλου η συμφορά να χτυπήσει τους Καρυστίους· οι Πάριοι όμως εξιλέωσαν τον Θεμιστοκλή με χρήματα και γλίτωσαν από το εκστρατευτικό σώμα. Ο Θεμιστοκλής λοιπόν έχοντας ορμητήριο την Άνδρο έπαιρνε χρήματα απ᾽ τους νησιώτες, ενώ οι άλλοι στρατηγοί δεν είχαν ιδέα.
[8.113.1]Οἱ δ᾽ ἀμφὶ Ξέρξην ἐπισχόντες ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὴν ναυμαχίην ἐξήλαυνον ἐς Βοιωτοὺς τὴν αὐτὴν ὁδόν. ἔδοξε γὰρ Μαρδονίῳ ἅμα μὲν προπέμψαι βασιλέα, ἅμα δὲ ἀνωρίην εἶναι τοῦ ἔτεος πολεμέειν, χειμερίσαι τε ἄμεινον εἶναι ἐν Θεσσαλίῃ, καὶ ἔπειτα ἅμα τῷ ἔαρι πειρᾶσθαι τῆς Πελοποννήσου.Ο Ξέρξης κι ο στρατός του, αφού άφησαν να περάσουν λίγες μέρες μετά τη ναυμαχία, κατευθύνονταν στη Βοιωτία παίρνοντας τον ίδιο δρόμο. Γιατί ο Μαρδόνιος αποφάσισε να συνοδεύσει τιμητικά τον βασιλιά· ταυτόχρονα, καθώς η εποχή του χρόνου δεν ήταν κατάλληλη για πολεμικές επιχειρήσεις, πως ήταν καλύτερο να ξεχειμωνιάσει στη Θεσσαλία κι έπειτα, με τον ερχομό της άνοιξης, να επιχειρήσει εισβολή στην Πελοπόννησο.
[8.113.2]ὡς δὲ ἀπίκατο ἐς τὴν Θεσσαλίην, ἐνθαῦτα Μαρδόνιος ἐξελέγετο πρώτους μὲν τοὺς Πέρσας πάντας τοὺς ἀθανάτους καλεομένους, πλὴν Ὑδάρνεος τοῦ στρατηγοῦ (οὗτος γὰρ οὐκ ἔφη λείψεσθαι βασιλέος), μετὰ δὲ τῶν ἄλλων Περσέων τοὺς θωρηκοφόρους καὶ τὴν ἵππον τὴν χιλίην, καὶ Μήδους τε καὶ Σάκας καὶ Βακτρίους τε καὶ Ἰνδούς, καὶ τὸν πεζὸν καὶ τὴν ἵππον.Κι όταν έφτασαν στη Θεσσαλία, τότε ο Μαρδόνιος διάλεγε πρώτα πρώτα όλους τους Πέρσες που αποκαλούνται αθάνατοι, εκτός από τον στρατηγό τους, τον Υδάρνη (επειδή αυτός αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον βασιλιά), κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς τους υπόλοιπους Πέρσες, τους θωρακοφόρους και τους χίλιους ιππείς· επίσης τους Μήδους και τους Σάκες και τους Βακτρίους και τους Ινδούς, πεζικό και ιππικό.
[8.113.3]ταῦτα μὲν ἔθνεα ὅλα εἵλετο, ἐκ δὲ τῶν ἄλλων συμμάχων ἐξελέγετο κατ᾽ ὀλίγους, τοῖσι εἴδεά τε ὑπῆρχε διαλέγων καὶ εἰ τέοισί τι χρηστὸν συνῄδεε πεποιημένον· ἓν δὲ πλεῖστον ἔθνος Πέρσας αἱρέετο, ἄνδρας στρεπτοφόρους τε καὶ ψελιοφόρους, ἐπὶ δὲ Μήδους. οὗτοι δὲ πλῆθος μὲν οὐκ ἐλάσσονες ἦσαν τῶν Περσέων, ῥώμῃ δὲ ἥσσονες· ὥστε σύμπαντας τριήκοντα μυριάδας γενέσθαι σὺν ἱππεῦσι.Λοιπόν έκρινε επίλεκτους τα έθνη αυτά στο σύνολο της δύναμής τους, ενώ από τους υπόλοιπους συμμάχους επέλεγε λίγους απ᾽ το κάθε έθνος, διαλέγοντας όσους είχαν παράστημα κι όσους κατά τις πληροφορίες του είχαν πράξει κάποιο ανδραγάθημα· πάντως το έθνος που ανάμεσα σ᾽ όλα όσα διάλεξε ήταν η κύρια δύναμή του ήταν οι Πέρσες, στρατός στολισμένος με περιδέραια και βραχιόλια, κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς οι Μήδοι. Αυτοί αριθμητικά δεν ήταν λιγότεροι απ᾽ τους Πέρσες, αλλά κατώτεροι σε σωματική δύναμη· κι έτσι το σύνολο έφτασε τις τριακόσιες χιλιάδες μαζί με το ιππικό.
[8.114.1]ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ ἐν τῷ Μαρδόνιός τε τὴν στρατιὴν διέκρινε καὶ Ξέρξης ἦν περὶ Θεσσαλίην, χρηστήριον ἐληλύθεε ἐκ Δελφῶν Λακεδαιμονίοισι, Ξέρξην αἰτέειν δίκας τοῦ Λεωνίδεω φόνου καὶ τὸ διδόμενον ἐξ ἐκείνου δέκεσθαι. πέμπουσι δὴ κήρυκα τὴν ταχίστην Σπαρτιῆται, ὃς ἐπειδὴ κατέλαβε ἐοῦσαν ἔτι πᾶσαν τὴν στρατιὴν ἐν Θεσσαλίῃ, ἐλθὼν ἐς ὄψιν τὴν Ξέρξεω ἔλεγε τάδε·Και στο διάστημα που ο Μαρδόνιος οργάνωνε τη στρατιά του κι ο Ξέρξης βρισκόταν στα μέρη της Θεσσαλίας, ήρθε χρησμός απ᾽ τους Δελφούς στους Λακεδαιμονίους, να ζητήσουν απ᾽ τον Ξέρξη ικανοποίηση για το φόνο του Λεωνίδα και να δεχτούν ό,τι τους δώσει. Λοιπόν οι Σπαρτιάτες στέλνουν εσπευσμένα κήρυκα, που προλαβαίνοντας το εκστρατευτικό σώμα να βρίσκεται ακόμα στη Θεσσαλία, παρουσιάστηκε μπροστά στον Ξέρξη και του έλεγε τα εξής:
[8.114.2]Ὦ βασιλεῦ Μήδων, Λακεδαιμόνιοί τέ σε καὶ Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀπὸ Σπάρτης αἰτέουσι φόνου δίκας, ὅτι σφέων τὸν βασιλέα ἀπέκτεινας ῥυόμενον τὴν Ἑλλάδα. ὁ δὲ γελάσας τε καὶ κατασχὼν πολλὸν χρόνον, ὥς οἱ ἐτύγχανε παρεστεὼς Μαρδόνιος, δεικνὺς ἐς τοῦτον εἶπε· Τοιγάρ σφι Μαρδόνιος ὅδε δίκας δώσει τοιαύτας οἵας ἐκείνοισι πρέπει.«Βασιλιά των Μήδων, οι Λακεδαιμόνιοι κι οι απόγονοι του Ηρακλή που ζουν στη Σπάρτη απαιτούν να τους δώσεις ικανοποίηση για το φόνο, που σκότωσες τον βασιλιά τους την ώρα που αγωνιζόταν για τη σωτηρία της Ελλάδας». Κι εκείνος γέλασε, έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα κι ύστερα, καθώς τύχαινε να βρίσκεται δίπλα του ο Μαρδόνιος, δείχνοντας προς το μέρος του είπε: «Πάει καλά, ο Μαρδόνιος αποδώ θα τους δώσει την ικανοποίηση που τους αξίζει».
[8.115.1]ὁ μὲν δὴ δεξάμενος τὸ ῥηθὲν ἀπαλλάσσετο, Ξέρξης δὲ Μαρδόνιον ἐν Θεσσαλίῃ καταλιπὼν αὐτὸς ἐπορεύετο κατὰ τάχος ἐς τὸν Ἑλλήσποντον καὶ ἀπικνέεται ἐς τὸν πόρον τῆς διαβάσιος ἐν πέντε καὶ τεσσεράκοντα ἡμέρῃσι, ἀπάγων τῆς στρατιῆς οὐδὲν μέρος ὡς εἰπεῖν.Λοιπόν ο κήρυκας πήρε την απάντηση και πήγε στο καλό, ενώ ο Ξέρξης, αφήνοντας τον Μαρδόνιο πίσω στη Θεσσαλία, ο ίδιος κατευθύνθηκε εσπευσμένα προς τον Ελλήσποντο και φτάνει στο στενό, όπου ήταν το πέρασμα, σε σαράντα πέντε μέρες· κι απ᾽ τον στρατό που πήρε μαζί του δεν έφτασε εκεί, μπορώ να πω, παρά ένας ασήμαντος αριθμός.
[8.115.2]ὅκου δὲ πορευόμενοι γινοίατο καὶ κατ᾽ οὕστινας ἀνθρώπους, τὸν τούτων καρπὸν ἁρπάζοντες ἐσιτέοντο· εἰ δὲ καρπὸν μηδένα εὕροιεν, οἱ δὲ τὴν ποίην τὴν ἐκ τῆς γῆς ἀναφυομένην καὶ τῶν δενδρέων τὸν φλοιὸν περιλέποντες καὶ τὰ φύλλα καταδρέποντες κατήσθιον, ὁμοίως τῶν τε ἡμέρων καὶ τῶν ἀγρίων, καὶ ἔλειπον οὐδέν· ταῦτα δ᾽ ἐποίεον ὑπὸ λιμοῦ.Και στο δρόμο τους, σ᾽ όποια χώρα έφταναν, αδιάφορο ποιοί την κατοικούσαν, επισιτίζονταν αρπάζοντας τον καρπό τους· κι αν δεν έβρισκαν καθόλου καρπό, έτρωγαν την πρασινάδα που φύτρωνε απ᾽ τη γη, και, ξεφλουδίζοντας τα δέντρα, τις φλούδες τους· έτρωγαν επίσης τα φύλλα, αφού τα μαδούσαν από δέντρα, τί ήμερα, τί άγρια, δεν έκαναν διάκριση — τίποτε δεν άφηναν, στενεμένοι από την πείνα.
[8.115.3]ἐπιλαβὼν δὲ λοιμός τε τὸν στρατὸν καὶ δυσεντερίη κατ᾽ ὁδὸν ἔφθειρε. τοὺς δὲ καὶ νοσέοντας αὐτῶν κατέλειπε, ἐπιτάσσων τῇσι πόλισι ἵνα ἑκάστοτε γίνοιτο ἐλαύνων, μελεδαίνειν τε καὶ τρέφειν, ἐν Θεσσαλίῃ τέ τινας καὶ ἐν Σίρι τῆς Παιονίης καὶ ἐν Μακεδονίῃ.Κι ήρθε από πάνω στο στρατό που πεζοπορούσε λοιμική και δυσεντερία και τους θέρισε. Και κάμποσους ο Ξέρξης τους άφησε πίσω άρρωστους, διατάζοντας τις πόλεις, σ᾽ όποια απ᾽ αυτές στάθμευε κάθε τόσο συνεχίζοντας την πορεία του, να τους περιποιούνται και να τους τρέφουν, άλλους στη Θεσσαλία, άλλους στη Σίρη της Παιονίας κι άλλους στη Μακεδονία.
[8.115.4]ἔνθα καὶ τὸ ἱρὸν ἅρμα καταλιπὼν τοῦ Διός, ὅτε ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἤλαυνε, ἀπιὼν οὐκ ἀπέλαβε, ἀλλὰ δόντες οἱ Παίονες τοῖσι Θρήιξι ἀπαιτέοντος Ξέρξεω ἔφασαν νεμομένας ἁρπασθῆναι ὑπὸ τῶν ἄνω Θρηίκων τῶν περὶ τὰς πηγὰς τοῦ Στρυμόνος οἰκημένων.Μάλιστα, ενώ είχε αφήσει εκεί, στην προέλασή του εναντίον της Ελλάδας, το ιερό άρμα του Δία, δεν του το έδωσαν πίσω οι Παίονες, αλλά, ενώ το είχαν δώσει στους Θράκες, όταν τους το ζήτησε πίσω ο Ξέρξης του αποκρίθηκαν πως το άρπαξαν οι Θράκες που κατοικούν ψηλότερα, γύρω απ᾽ τις πηγές του Στρυμόνα, την ώρα που έβοσκαν οι φοράδες του.
[8.116.1]ἔνθα καὶ ὁ τῶν Βισαλτέων βασιλεὺς γῆς τε τῆς Κρηστωνικῆς Θρῆιξ ἔργον ὑπερφυὲς ἐργάσατο· ὃς οὔτε αὐτὸς ἔφη τῷ Ξέρξῃ ἑκὼν εἶναι δουλεύσειν, ἀλλ᾽ οἴχετο ἄνω ἐς τὸ ὄρος τὴν Ῥοδόπην, τοῖσί τε παισὶ ἀπηγόρευε μὴ στρατεύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα.Εκεί κι ο βασιλιάς των Θρακών της Βισαλτίας και της χώρας των Κρηστωναίων έκανε πράξη πρωτάκουστη· ο ίδιος του αρνήθηκε να γίνει δούλος του Ξέρξη με τη θέλησή του, αλλά πήρε τα βουνά και πήγε ψηλά στο όρος Ροδόπη κι απαγόρευε τα παιδιά του να εκστρατεύσουν εναντίον της Ελλάδας.
[8.116.2]οἱ δὲ ἀλογήσαντες, ἢ ἄλλως σφι θυμὸς ἐγένετο θεήσασθαι τὸν πόλεμον, ἐστρατεύοντο ἅμα τῷ Πέρσῃ. ἐπεὶ δὲ ἀνεχώρησαν ἀσινέες πάντες ἓξ ἐόντες, ἐξώρυξε αὐτῶν ὁ πατὴρ τοὺς ὀφθαλμοὺς διὰ τὴν αἰτίην ταύτην.Εκείνα όμως δεν του έδωσαν σημασία —ίσως όμως να ᾽χαν και λαχτάρα να μη χάσουν το θέαμα του πολέμου— πήραν μέρος στην εκστρατεία μαζί με τον Πέρση. Όταν όμως γύρισαν στον τόπο τους σώοι και αβλαβείς όλοι τους —κι ήταν έξι— ο πατέρας τους τούς ξερίζωσε τα μάτια γι᾽ αυτό τους το φταίξιμο.
[8.117.1]καὶ οὗτοι μὲν τοῦτον τὸν μισθὸν ἔλαβον· οἱ δὲ Πέρσαι ὡς ἐκ τῆς Θρηίκης πορευόμενοι ἀπίκοντο ἐπὶ τὸν πόρον, ἐπειγόμενοι τὸν Ἑλλήσποντον τῇσι νηυσὶ διέβησαν ἐς Ἄβυδον· τὰς γὰρ σχεδίας οὐκ εὗρον ἔτι ἐντεταμένας ἀλλ᾽ ὑπὸ χειμῶνος διαλελυμένας.Αυτή ήταν η πληρωμή τους· οι Πέρσες τώρα, καθώς συνεχίζοντας την πορεία τους έφτασαν από τη Θράκη στο πέρασμα, διάβηκαν εσπευσμένα τον Ελλήσποντο και πέρασαν στην Άβυδο με τα καράβια· γιατί δε βρήκαν πια τις πλωτές γέφυρες στη θέση τους, αλλά τις είχε σκορπίσει αγριοκαίρι.
[8.117.2]ἐνθαῦτα δὲ κατεχόμενοι σιτία [τε] πλέω ἢ κατ᾽ ὁδὸν ἐλάγχανον, οὐδένα τε κόσμον ἐμπιπλάμενοι καὶ ὕδατα μεταβάλλοντες ἀπέθνῃσκον τοῦ στρατοῦ τοῦ περιεόντος πολλοί. οἱ δὲ λοιποὶ ἅμα Ξέρξῃ ἀπικνέονται ἐς Σάρδις.Και τον καιρό που έμειναν εκεί, καθώς βρήκαν τρόφιμα περισσότερα απ᾽ όσα είχαν στην πορεία τους, έπεσαν στο φαΐ χωρίς μέτρο, κι όπως μάλιστα άλλαξαν και το νερό που έπιναν, πέθαιναν πολλοί απ᾽ το στράτευμα που είχε σωθεί. Τέλος, όσοι απέμειναν φτάνουν στις Σάρδεις μαζί με τον Ξέρξη.
[8.118.1]ἔστι δὲ καὶ ἄλλος ὅδε λόγος λεγόμενος, ὡς ἐπειδὴ Ξέρξης ἀπελαύνων ἐξ Ἀθηνέων ἀπίκετο ἐς Ἠιόνα τὴν ἐπὶ Στρυμόνι, ἐνθεῦτεν οὐκέτι ὁδοιπορίῃσι διεχρᾶτο, ἀλλὰ τὴν μὲν στρατιὴν Ὑδάρνεϊ ἐπιτρέπει ἀπάγειν ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, αὐτὸς δ᾽ ἐπὶ νεὸς Φοινίσσης ἐπιβὰς ἐκομίζετο ἐς τὴν Ἀσίην.Αλλά υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, όταν ο Ξέρξης στο δρόμο της επιστροφής απ᾽ την Αθήνα έφτασε στην Ηιόνα, αυτήν που βρίσκεται στις εκβολές του Στρυμόνα, αποκεί και πέρα δε συνέχισε πια την πορεία του απ᾽ τη στεριά, αλλά ανέθεσε στον Υδάρνη να οδηγήσει το στρατό πίσω, στον Ελλήσποντο, ο ίδιος του όμως επιβιβάστηκε σε καράβι φοινικικό και ταξίδευε για την Ασία.
[8.118.2]πλέοντα δέ μιν ἄνεμον Στρυμονίην ὑπολαβεῖν μέγαν καὶ κυματίην. καὶ δὴ μᾶλλον γάρ τι χειμαίνεσθαι, γεμούσης τῆς νεὸς ὥστε ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐπεόντων συχνῶν Περσέων τῶν σὺν Ξέρξῃ κομιζομένων, ἐνθαῦτα ἐς δεῖμα πεσόντα τὸν βασιλέα εἰρέσθαι βώσαντα τὸν κυβερνήτην εἴ τις ἔστι σφι σωτηρίη.Κι όπως αρμένιζαν, τους έπιασε άνεμος απ᾽ τη μεριά του Στρυμόνα μεγάλος που σήκωνε φοβερά κύματα. Και λοιπόν, γιατί το κύμα τους ταλάνιζε χειρότερα έτσι που το καράβι ήταν κατάφορτο, αφού πάνω στο κατάστρωμα ήταν πολλοί Πέρσες, η ακολουθία του Ξέρξη, τότε τον βασιλιά τον έζωσε φόβος και ρώτησε με δυνατή φωνή τον κυβερνήτη αν έχουν καμιά ελπίδα σωτηρίας.
[8.118.3]καὶ τὸν εἶπαι· Δέσποτα, οὐκ ἔστι οὐδεμία, εἰ μὴ τούτων ἀπαλλαγή τις γένηται τῶν πολλῶν ἐπιβατέων. καὶ Ξέρξην λέγεται ἀκούσαντα ταῦτα εἰπεῖν· Ἄνδρες Πέρσαι, νῦν τις διαδεξάτω ὑμέων βασιλέος κηδόμενος· ἐν ὑμῖν γὰρ οἶκε εἶναι ἐμοὶ ἡ σωτηρίη.Και πως ο άλλος του αποκρίθηκε: «Άρχοντά μου, καμιά, παρεχτός αν ξεφορτωθούμε αυτούς τους πολλούς επιβάτες». Και λένε πως ο Ξέρξης ακούοντας αυτά είπε: «Άνδρες Πέρσες, ήρθε η ώρα ν᾽ αποδείξει ο καθένας σας ότι νοιάζεται για τον βασιλιά· γιατί είναι ξεκάθαρο πως στα χέρια σας βρίσκεται η σωτηρία μου».
[8.118.4]τὸν μὲν ταῦτα λέγειν, τοὺς δὲ προσκυνέοντας ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν, καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῖσαν οὕτω δὴ ἀποσωθῆναι ἐς τὴν Ἀσίην. ὡς δὲ ἐκβῆναι τάχιστα ἐς γῆν τὸν Ξέρξην, ποιῆσαι τοιόνδε· ὅτι μὲν ἔσωσε βασιλέος τὴν ψυχήν, δωρήσασθαι χρυσέῳ στεφάνῳ τὸν κυβερνήτην, ὅτι δὲ Περσέων πολλοὺς ἀπώλεσε, ἀποταμεῖν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.Και, πως εκείνος αυτά έλεγε, κι οι άλλοι προσκυνώντας τον πηδούσαν στη θάλασσα· και το καράβι ελάφρωσε κι έτσι έφτασε καλά στην Ασία. Και, πως ο Ξέρξης, μόλις βγήκε απ᾽ το καράβι και πάτησε στη στεριά, έκανε κάτι τέτοιο: στον κυβερνήτη, επειδή έσωσε τη ζωή του βασιλιά, έκανε δώρο χρυσό στεφάνι· επειδή όμως αφάνισε πολλούς Πέρσες, του έκοψε το κεφάλι.
[8.119.1]οὗτος δὲ ἄλλος λέγεται λόγος περὶ τοῦ Ξέρξεω νόστου, οὐδαμῶς ἔμοιγε πιστός, οὔτε ἄλλως οὔτε τὸ Περσέων τοῦτο πάθος. εἰ γὰρ δὴ ταῦτα οὕτως εἰρέθη ἐκ τοῦ κυβερνήτεω πρὸς Ξέρξην, ἐν μυρίῃσι γνώμῃσι μίαν οὐκ ἔχω ἀντίξοον μὴ οὐκ ἂν ποιῆσαι βασιλέα τοιόνδε, τοὺς μὲν ἐκ τοῦ καταστρώματος καταβιβάσαι ἐς κοίλην νέα, ἐόντας Πέρσας καὶ Περσέων τοὺς πρώτους, τῶν δ᾽ ἐρετέων ἐόντων Φοινίκων ὅκως οὐκ ἂν ἴσον πλῆθος τοῖσι Πέρσῃσι ἐξέβαλε ἐς τὴν θάλασσαν. ἀλλ᾽ ὁ μέν, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, ὁδῷ χρεώμενος ἅμα τῷ ἄλλῳ στρατῷ ἀπενόστησε ἐς τὴν Ἀσίην.Αυτή είναι η διαφορετική εκδοχή που ακούεται για την επιστροφή του Ξέρξη, στην οποία εγώ με κανένα τρόπο δε δίνω πίστη, τόσο στο σύνολό της όσο και σ᾽ ό,τι αφορά στην περιπέτεια αυτή των Περσών. Γιατί πράγματι, αν αυτή ήταν η απάντηση του κυβερνήτη στον Ξέρξη, λέω πως, δέκα χιλιάδων τη γνώμη να παίρναμε, κανένας δε θα ᾽λεγε το αντίθετο, πως ο βασιλιάς δε θα ενεργούσε κάπως έτσι: αυτούς που βρίσκονταν στο κατάστρωμα θα τους κατέβαζε στο αμπάρι του καραβιού, μια κι ήταν Πέρσες και μάλιστα οι πρώτοι ανάμεσα στους Πέρσες, και θα έριχνε στη θάλασσα τόσους κωπηλάτες (που ήταν Φοίνικες), όσοι ήταν οι Πέρσες. Αλλά βέβαια αυτός, όπως και προηγουμένως αφηγήθηκα, γύρισε στην Ασία μαζί με τον υπόλοιπο στρατό του απ᾽ το δρόμο της στεριάς.
[8.120.1]μέγα δὲ καὶ τόδε μαρτύριον· φαίνεται γὰρ Ξέρξης ἐν τῇ ὀπίσω κομιδῇ ἀπικόμενος ἐς Ἄβδηρα καὶ ξεινίην τέ σφι συνθέμενος καὶ δωρησάμενος αὐτοὺς ἀκινάκῃ τε χρυσέῳ καὶ τιήρῃ χρυσοπάστῳ. καί ὡς αὐτοὶ λέγουσι Ἀβδηρῖται, λέγοντες ἔμοιγε οὐδαμῶς πιστά, πρῶτον ἐλύσατο τὴν ζώνην φεύγων ἐξ Ἀθηνέων ὀπίσω, ὡς ἐν ἀδείῃ ἐών. τὰ δὲ Ἄβδηρα ἵδρυται πρὸς τοῦ Ἑλλησπόντου μᾶλλον τοῦ Στρυμόνος καὶ τῆς Ἠιόνος, ὅθεν δή μίν φασι ἐπιβῆναι ἐπὶ τὴν νέα.Και νά κι ένα ακόμα μεγάλο αποδεικτικό στοιχείο· δηλαδή είναι γνωστό πως ο Ξέρξης στην επιστροφή του στη χώρα του πήγε στα Άβδηρα· συνδέθηκε με δεσμούς φιλίας με την πόλη και τους έκανε δώρο χρυσό ακινάκη και τιάρα χρυσοπλούμιστη. Και, κατά τα λεγόμενα των ίδιων των Αβδηριτών (στα λόγια τους όμως αυτά με κανένα τρόπο δε δίνω πίστη), απ᾽ την ώρα που πήρε να φεύγει απ᾽ την Αθήνα για τον τόπο του, πρώτα εκεί ξεζώστηκε, νιώθοντας επιτέλους ασφάλεια. Τώρα, τα Άβδηρα βρίσκονται σε μικρότερη απόσταση απ᾽ τον Ελλήσποντο απ᾽ ό,τι ο Στρυμόνας και η Ηιόνα, απ᾽ όπου τάχα επιβιβάστηκε στο καράβι.
[8.121.1]Οἱ δὲ Ἕλληνες ἐπείτε οὐκ οἷοί τε ἐγίνοντο ἐξελεῖν τὴν Ἄνδρον, τραπόμενοι ἐς Κάρυστον καὶ δηιώσαντες αὐτῶν τὴν χώρην ἀπαλλάσσοντο ἐς Σαλαμῖνα. πρῶτα μέν νυν τοῖσι θεοῖσι ἐξεῖλον ἀκροθίνια ἄλλα τε καὶ τριήρεας τρεῖς Φοινίσσας, τὴν μὲν ἐς Ἰσθμὸν ἀναθεῖναι, ἥ περ ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦν, τὴν δὲ ἐπὶ Σούνιον, τὴν δὲ τῷ Αἴαντι αὐτοῦ ἐς Σαλαμῖνα.Κι οι Έλληνες, επειδή δεν μπόρεσαν να κυριέψουν την Άνδρο, στράφηκαν στην Κάρυστο και, αφού διαγούμισαν τη χώρα, έφυγαν και πήγαν στη Σαλαμίνα. Λοιπόν πρώτα πρώτα ξεχώρισαν για τους θεούς τον αθέρα απ᾽ τα λάφυρα, κι ανάμεσα στ᾽ άλλα και τρεις φοινικικές τριήρεις, τη μια για να την αφιερώσουν στον Ισθμό (αυτή ήταν ακόμη στην εποχή μου), την άλλη στο Σούνιο και την άλλη εκεί, στη Σαλαμίνα, για τον Αίαντα.
[8.121.2]μετὰ δὲ τοῦτο διεδάσαντο τὴν ληίην καὶ τὰ ἀκροθίνια ἀπέπεμψαν ἐς Δελφούς, ἐκ τῶν ἐγένετο ἀνδριὰς ἔχων ἐν τῇ χειρὶ ἀκρωτήριον νεός, ἐὼν μέγαθος δυώδεκα πήχεων· ἕστηκε δὲ οὗτος τῇ περ ὁ Μακεδὼν Ἀλέξανδρος ὁ χρύσεος.Και κατόπιν έκαναν διανομή της λείας και τον αθέρα της τον έστειλαν στους Δελφούς, κι απ᾽ αυτά τα λάφυρα κατασκευάστηκε ο ανδριάντας, δώδεκα πήχες ψηλός, που κρατά στο χέρι έμβολο καραβιού· κι είναι στημένος ακριβώς εκεί που έχει στηθεί ο χρυσός ανδριάντας του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος.
[8.122.1]πέμψαντες δὲ ἀκροθίνια οἱ Ἕλληνες ἐς Δελφοὺς ἐπειρώτων τὸν θεὸν κοινῇ εἰ λελάβηκε πλήρεα καὶ ἀρεστὰ τὰ ἀκροθίνια. ὁ δὲ παρ᾽ Ἑλλήνων μὲν τῶν ἄλλων ἔφησε ἔχειν, παρὰ Αἰγινητέων δὲ οὔ, ἀλλὰ ἀπαίτεε αὐτοὺς τὰ ἀριστήια τῆς ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίης. Αἰγινῆται δὲ πυθόμενοι ἀνέθεσαν ἀστέρας χρυσέους, οἳ ἐπὶ ἱστοῦ χαλκέου ἑστᾶσι τρεῖς ἐπὶ τῆς γωνίης, ἀγχοτάτω τοῦ Κροισείου κρητῆρος.Οι Έλληνες, αφού έστειλαν στους Δελφούς τον αθέρα των λαφύρων, απηύθυναν κοινό ερώτημα στο θεό, αν πήρε το μερίδιό του ακέριο κι αν ήταν της αρεσιάς του. Κι αυτός αποκρίθηκε πως, απ᾽ τους άλλους Έλληνες, ναι, όχι όμως κι από τους Αιγινήτες, αλλά απαιτούσε απ᾽ αυτούς αφιέρωμα για τα αριστεία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Κι όταν το έμαθαν αυτό οι Αιγινήτες, του αφιέρωσαν χρυσά αστέρια, τρία, που τα ᾽χουν κρεμασμένα σε χάλκινο κατάρτι εκεί στη γωνιά, ακριβώς δίπλα στον κρατήρα του Κροίσου.
[8.123.1]μετὰ δὲ τὴν διαίρεσιν τῆς ληίης ἔπλεον οἱ Ἕλληνες ἐς τὸν Ἰσθμὸν ἀριστήια δώσοντες τῷ ἀξιωτάτῳ γενομένῳ Ἑλλήνων ἀνὰ τὸν πόλεμον τοῦτον.Κι ύστερ᾽ από τη διανομή της λείας οι Έλληνες πήγαν με τα καράβια τους στον Ισθμό, για να δώσουν το αριστείο στον Έλληνα που αναδείχτηκε ο πιο άξιος απ᾽ όλους σ᾽ αυτές τις πολεμικές επιχειρήσεις.
[8.123.2]ὡς δὲ ἀπικόμενοι οἱ στρατηγοὶ διέφερον τὰς ψήφους ἐπὶ τοῦ Ποσειδέωνος τῷ βωμῷ, τὸν πρῶτον καὶ τὸν δεύτερον κρίνοντες ἐκ πάντων, ἐνθαῦτα πᾶς τις αὐτῶν ἑωυτῷ ἐτίθετο τὴν ψῆφον, αὐτὸς ἕκαστος δοκέων ἄριστος γενέσθαι, δεύτερα δὲ οἱ πολλοὶ συνεξέπιπτον Θεμιστοκλέα κρίνοντες. οἱ μὲν δὴ ἐμουνοῦντο, Θεμιστοκλέης δὲ δευτερείοισι ὑπερεβάλλετο πολλόν.Έφτασαν λοιπόν οι στρατηγοί κι απέθεταν πάνω στο βωμό του Ποσειδώνα δυο ψήφους ο καθένας τους, τη μια για όποιον έκριναν πρώτο, την άλλη για τον δεύτερο ανάμεσα σ᾽ όλους· τότε όλοι τους ψήφιζαν τον εαυτό τους, καθώς ο καθένας τους πίστευε πως αποδείχτηκε πρώτος και καλύτερος, ενώ για τον δεύτερο στην πλειοψηφία τους έριχναν την ψήφο για τον ίδιο άντρα, τον Θεμιστοκλή. Λοιπόν από τους άλλους ο καθένας έμενε μόνο με την ψήφο του, ενώ ο Θεμιστοκλής υπερτερούσε πολύ για τη δεύτερη θέση.
[8.124.1]οὐ βουλομένων δὲ ταῦτα κρίνειν τῶν Ἑλλήνων φθόνῳ, ἀλλ᾽ ἀποπλεόντων ἑκάστων ἐς τὴν ἑωυτῶν ἀκρίτων, ὅμως Θεμιστοκλέης ἐβώσθη τε καὶ ἐδοξώθη εἶναι ἀνὴρ πολλὸν Ἑλλήνων σοφώτατος ἀνὰ πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα.Παρότι λοιπόν οι Έλληνες δεν ήθελαν, από φθόνο, να εκφέρουν την κρίση τους, αλλά ο καθένας τους πήρε το καράβι του και γύριζε στην πόλη του, χωρίς να εκφέρει την κρίση του, ωστόσο το όνομα του Θεμιστοκλή έγινε ξακουστό και κέρδισε σ᾽ όλο τον ελληνικό κόσμο τη φήμη του άντρα του πολύ ανώτερου σε σοφία ανάμεσα στους Έλληνες.
[8.124.2]ὅτι δὲ νικῶν οὐκ ἐτιμήθη πρὸς τῶν ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχησάντων, αὐτίκα μετὰ ταῦτα ἐς Λακεδαίμονα ἀπίκετο θέλων τιμηθῆναι· καί μιν Λακεδαιμόνιοι καλῶς μὲν ὑπεδέξαντο, μεγάλως δὲ ἐτίμησαν. ἀριστήια μέν νυν ἔδοσαν Εὐρυβιάδῃ ἐλαίης στέφανον, σοφίης δὲ καὶ δεξιότητος Θεμιστοκλέϊ, καὶ τούτῳ στέφανον ἐλαίης· ἐδωρήσαντό τέ μιν ὄχῳ τῷ ἐν Σπάρτῃ καλλιστεύοντι.Κι επειδή αυτοί που πήραν μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν τον τίμησαν για τη νίκη του, αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτά επισκέφτηκε τη Σπάρτη επιδιώκοντας τιμές. Κι οι Λακεδαιμόνιοι του έκαναν λαμπρή υποδοχή και τον τίμησαν εξαιρετικά. Το αριστείο βέβαια το έδωσαν στον Ευρυβιάδη, στεφάνι από ελιά, όμως έδωσαν στεφάνι από ελιά και στον Θεμιστοκλή για τη σοφία και την αξιοσύνη του· επίσης του έκαναν δώρο το πιο όμορφο άρμα της Σπάρτης.
[8.124.3]αἰνέσαντες δὲ πολλά, προέπεμψαν ἀπιόντα τριηκόσιοι Σπαρτιητέων λογάδες, οὗτοι οἵ περ ἱππέες καλέονται, μέχρι οὔρων τῶν Τεγεητικῶν. μοῦνον δὴ τοῦτον πάντων ἀνθρώπων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν Σπαρτιῆται προέπεμψαν.Κι αφού του έπλεξαν λαμπρό εγκώμιο, στην επιστροφή του τον κατευόδωσαν, τιμητική συνοδεία, τριακόσιοι επίλεκτοι Σπαρτιάτες, οι γνωστοί με το όνομα ιππείς, ώς τα σύνορα της Τεγέας. Λοιπόν, απ᾽ όσους ανθρώπους γνωρίζουμε, μόνο αυτόν ξεπροβόδισαν τιμητικά οι Σπαρτιάτες.
[8.125.1]ὡς δὲ ἐκ τῆς Λακεδαίμονος ἀπίκετο ἐς τὰς Ἀθήνας, ἐνθαῦτα Τιμόδημος Ἀφιδναῖος, τῶν ἐχθρῶν μὲν τῶν Θεμιστοκλέος ἐών, ἄλλως δὲ οὐ τῶν ἐπιφανέων ἀνδρῶν, φθόνῳ καταμαργέων ἐνείκεε τὸν Θεμιστοκλέα, τὴν ἐς Λακεδαίμονα ἄπιξιν προφέρων, ὡς διὰ τὰς Ἀθήνας ἔχοι τὰ γέρεα τὰ παρὰ Λακεδαιμονίων, ἀλλ᾽ οὐ δι᾽ ἑωυτόν.Είχε επιστρέψει απ᾽ τη Σπάρτη στην Αθήνα, όταν ο Τιμόδημος από τις Αφίδνες, που ανήκε στην παράταξη των εχθρών του Θεμιστοκλή, αλλά σε τίποτε δεν είχε διακριθεί, λυσσώντας από φθόνο τα έβαζε με τον Θεμιστοκλή, καταγγέλλοντάς τον για την επίσκεψη στη Σπάρτη, πως τις τιμές που πήρε απ᾽ τους Λακεδαιμονίους τις χρωστούσε στην Αθήνα κι όχι στην αξία του.
[8.125.2]ὁ δὲ, ἐπείτε οὐκ ἐπαύετο λέγων ταῦτα ὁ Τιμόδημος, εἶπε· Οὕτω ἔχει τοι· οὔτ᾽ ἂν ἐγὼ ἐὼν Βελβινίτης ἐτιμήθην οὕτω πρὸς Σπαρτιητέων, οὔτ᾽ ἂν σύ, ὤνθρωπε, ἐὼν Ἀθηναῖος.Κι αυτός, καθώς οι κακολογίες του Τιμοδήμου δεν είχαν σταματημό, είπε: «Είναι όπως τα λες· ούτε εγώ θα έπαιρνα αυτές τις τιμές απ᾽ τους Σπαρτιάτες αν ήμουν Βελβινίτης, ούτε εσύ, άνθρωπε, κι ας είσαι Αθηναίος».
[8.126.1]Ταῦτα μέν νυν ἐς τοσοῦτο ἐγένετο, Ἀρτάβαζος δὲ ὁ Φαρνάκεος, ἀνὴρ ἐν Πέρσῃσι λόγιμος καὶ πρόσθε ἐών, ἐκ δὲ τῶν Πλαταιικῶν καὶ μᾶλλον ἔτι γενόμενος, ἔχων ἓξ μυριάδας στρατοῦ τοῦ Μαρδόνιος ἐξελέξατο, προέπεμπε βασιλέα μέχρι τοῦ πόρου.Αυτά λοιπόν πήραν τέλος εδώ, ενώ ο Αρτάβαζος, ο γιος του Φαρνάκη, άντρας που και πριν απ᾽ αυτά είχε σημαντική θέση στο περσικό στρατόπεδο, αλλά με τα Πλαταϊκά έγινε ακόμα πιο σημαντικός, οδηγώντας εξήντα χιλιάδες απ᾽ τον επίλεκτο στρατό του Μαρδονίου συνόδευε τιμητικά τον βασιλιά ώς το πέραμα.
[8.126.2]ὡς δὲ ὁ μὲν ἦν ἐν τῇ Ἀσίῃ, ὁ δὲ ὀπίσω πορευόμενος κατὰ τὴν Παλλήνην ἐγίνετο, ἅτε Μαρδονίου τε χειμερίζοντος περὶ Θεσσαλίην τε καὶ Μακεδονίην καὶ οὐδέν κω κατεπείγων αὐτὸς ἥκειν ἐς τὸ ἄλλο στρατόπεδον, οὐκ ἐδικαίου ἐντυχὼν ἀπεστεῶσι Ποτειδαιήτῃσι μὴ οὐκ ἐξανδραποδίσασθαί σφεας.Κι όταν εκείνος πατούσε πια τη γη της Ασίας κι αυτός επιστρέφοντας έφτασε στην περιοχή της Παλλήνης, μια κι ο Μαρδόνιος παραχείμαζε στα μέρη της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, κι έτσι ο Αρτάβαζος δεν είχε κανένα λόγο να επισπεύσει την άφιξή του στο άλλο στρατόπεδο, λοιπόν, έτσι που βρήκε τους Ποτιδαιάτες να έχουν κηρύξει αποστασία, φιλοτιμήθηκε να τους κυριέψει και να τους κάνει ανδράποδα.
[8.126.3]οἱ γὰρ Ποτειδαιῆται, ὡς βασιλεὺς παρεξεληλάκεε καὶ ὁ ναυτικὸς τοῖσι Πέρσῃσι οἰχώκεε φεύγων ἐκ Σαλαμῖνος, ἐκ τοῦ φανεροῦ ἀπέστασαν ἀπὸ τῶν βαρβάρων· ὣς δὲ καὶ ὧλλοι οἱ τὴν Παλλήνην ἔχοντες. ἐνθαῦτα δὴ Ἀρτάβαζος ἐπολιόρκεε τὴν Ποτείδαιαν.Γιατί οι Ποτιδαιάτες, όταν ο βασιλιάς είχε προσπεράσει την περιοχή τους κι ο στόλος του είχε φύγει βιαστικά απ᾽ τη Σαλαμίνα, κήρυξαν φανερά επανάσταση εναντίον των βαρβάρων· και τους ακολούθησαν και οι άλλοι κάτοικοι της Παλλήνης. Τότε λοιπόν ο Αρτάβαζος άρχισε την πολιορκία της Ποτίδαιας.
[8.127.1]ὑποπτεύσας δὲ καὶ τοὺς Ὀλυνθίους ἀπίστασθαι ἀπὸ βασιλέος, καὶ ταύτην ἐπολιόρκεε· εἶχον δὲ αὐτὴν Βοττιαῖοι οἱ ἐκ τοῦ Θερμαίου κόλπου ἐξαναστάντες ὑπὸ Μακεδόνων. ἐπεὶ δέ σφεας εἷλε πολιορκέων, κατέσφαξε ἐξαγαγὼν ἐς λίμνην, τὴν δὲ πόλιν παραδιδοῖ Κριτοβούλῳ Τορωναίῳ ἐπιτροπεύειν καὶ τῷ Χαλκιδικῷ γένεϊ, καὶ οὕτω Ὄλυνθον Χαλκιδέες ἔσχον.Κι έχοντας την υποψία πως και οι Ολύνθιοι αποστατούσαν απ᾽ τον βασιλιά, πολιορκούσε κι αυτών την πόλη, που την κατοικούσαν οι Βοττιαίοι, τους οποίους ξεσήκωσαν με τη βία από τον τόπο τους, απ᾽ τον Θερμαϊκό κόλπο, οι Μακεδόνες. Κι όταν ύστερ᾽ από πολιορκία τους κυρίεψε, τους έβγαλε σε λίμνη και τους κατέσφαξε, ενώ την πόλη τους την παρέδωσε στον Κριτόβουλο από την Τορώνη να την κυβερνά, και στους καταγόμενους απ᾽ τη Χαλκίδα· μ᾽ αυτό τον τρόπο οι Χαλκιδείς πήραν την Όλυνθο.
[8.128.1]ἐξελὼν δὲ ταύτην ὁ Ἀρτάβαζος τῇ Ποτειδαίῃ ἐντεταμένως προσεῖχε, προσέχοντι δέ οἱ προθύμως συντίθεται προδοσίην Τιμόξεινος ὁ τῶν Σκιωναίων στρατηγός, ὅντινα μὲν τρόπον ἀρχήν, ἔγωγε οὐκ ἔχω εἰπεῖν (οὐ γὰρ ὦν λέγεται), τέλος μέντοι τοιάδε ἐγίνετο· ὅκως βυβλίον γράψειε ἢ Τιμόξεινος ἐθέλων παρὰ Ἀρτάβαζον πέμψαι ἢ Ἀρτάβαζος παρὰ Τιμόξεινον, τοξεύματος παρὰ τὰς γλυφίδας περιειλίξαντες καὶ πτερώσαντες τὸ βυβλίον ἐτόξευον ἐς συγκείμενον χωρίον.Κι αφού κυρίεψε την πόλη αυτή ο Αρτάβαζος, καταγινόταν δραστήρια με την Ποτίδαια· και καθώς καταγινόταν μ᾽ αυτή με ζέση, ο Τιμόξενος, ο στρατηγός των Σκιωναίων, έρχεται σε συνεννοήσεις μαζί του για προδοσία· δεν ξέρω πώς άρχισε αυτή η υπόθεση (γιατί δεν άκουσα τίποτε από κανένα), όμως νά ποιό τέλος είχε· κάθε φορά που είτε ο Τιμόξενος, θέλοντας να στείλει μήνυμα στον Αρτάβαζο, έγραφε επιστολή, είτε ο Αρτάβαζος στον Τιμόξενο, έπιαναν και τύλιγαν γύρω απ᾽ την εγκοπή του βέλους την επιστολή, την εφοδίαζαν με φτερά κι έριχναν το βέλος στο μέρος που είχε συμφωνηθεί.
[8.128.2]ἐπάϊστος δὲ ἐγένετο ὁ Τιμόξεινος προδιδοὺς τὴν Ποτείδαιαν· τοξεύων γὰρ ὁ Ἀρτάβαζος ἐς τὸ συγκείμενον, ἁμαρτὼν τοῦ χωρίου τούτου βάλλει ἀνδρὸς Ποτειδαιήτεω τὸν ὦμον, τὸν δὲ βληθέντα περιέδραμε ὅμιλος, οἷα φιλέει γίνεσθαι ἐν πολέμῳ, οἳ αὐτίκα τὸ τόξευμα λαβόντες, ὡς ἔμαθον τὸ βυβλίον, ἔφερον ἐπὶ τοὺς στρατηγούς· παρῆν δὲ καὶ τῶν ἄλλων Παλληναίων συμμαχίη.Ωστόσο ξεσκεπάστηκε ο Τιμόξενος ότι προδίνει την Ποτίδαια· δηλαδή, ρίχνοντας με το τόξο ο Αρτάβαζος στο συμφωνημένο μέρος, αστοχεί, κι αντί στο μέρος εκείνο ρίχνει το βέλος και χτυπά στον ώμο έναν Ποτιδαιάτη· και, όπως γίνεται πάντα στον πόλεμο, ένα πλήθος έτρεξε γύρω απ᾽ τον τραυματία· αυτοί πήραν στα χέρια τους το βέλος και, μόλις είδαν την επιστολή, την έφεραν στους στρατηγούς· κι ήταν παρόντες κι οι σύμμαχοι από τις άλλες πόλεις της Παλλήνης.
[8.128.3]τοῖσι δὲ στρατηγοῖσι ἐπιλεξαμένοισι τὸ βυβλίον καὶ μαθοῦσι τὸν αἴτιον τῆς προδοσίης ἔδοξε μὴ καταπλῆξαι Τιμόξεινον προδοσίῃ τῆς Σκιωναίων πόλιος εἵνεκα, μὴ νομιζοίατο εἶναι Σκιωναῖοι ἐς τὸν μετέπειτα χρόνον αἰεὶ προδόται.Λοιπόν οι στρατηγοί, αφού διάβασαν την επιστολή κι έμαθαν τον ένοχο της προδοσίας, αποφάσισαν να μη τσακίσουν τον Τιμόξενο για την προδοσία του, κι αυτό εξαιτίας της πόλης Σκιώνης, για να μη βαραίνει το στίγμα της προδοσίας για πάντα στο μέλλον τους Σκιωναίους.
[8.129.1]ὁ μὲν δὴ τοιούτῳ τρόπῳ ἐπάϊστος ἐγεγόνεε· Ἀρταβάζῳ δὲ ἐπειδὴ πολιορκέοντι ἐγεγόνεσαν τρεῖς μῆνες, γίνεται ἄμπωτις τῆς θαλάσσης μεγάλη καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν. ἰδόντες δὲ οἱ βάρβαροι τέναγος γενόμενον παρήισαν ἐς τὴν Παλλήνην.Λοιπόν μ᾽ αυτό τον τρόπο ξεσκεπάστηκε ο Τιμόξενος· κι είχαν περάσει τρεις μήνες που πολιορκούσε την Ποτίδαια ο Αρτάβαζος, όταν έγινε μεγάλη άμπωτη στη θάλασσα που κράτησε πολλές ώρες. Βλέποντας οι βάρβαροι τη θάλασσα να γίνεται βαλτοτόπι περνούσαν μέσ᾽ απ᾽ αυτό, για να βρεθούν στην Παλλήνη.
[8.129.2]ὡς δὲ τὰς δύο μὲν μοίρας διοδοιπορήκεσαν, ἔτι δὲ τρεῖς ὑπόλοιποι ἦσαν, τὰς διελθόντας χρῆν εἶναι ἔσω ἐν τῇ Παλλήνῃ, ἐπῆλθε πλημμυρὶς τῆς θαλάσσης μεγάλη, ὅση οὐδαμά κω, ὡς οἱ ἐπιχώριοι λέγουσι, πολλάκις γινομένης. οἱ μὲν δὴ νέειν αὐτῶν οὐκ ἐπιστάμενοι διεφθείροντο, τοὺς δὲ ἐπισταμένους οἱ Ποτειδαιῆται ἐπιπλώσαντες πλοίοισι ἀπώλεσαν.Κι είχαν διανύσει τα δύο πέμπτα της απόστασης και τους έμεναν τ᾽ άλλα τρία, που, αν τα διάβαιναν, θα πατούσαν οπωσδήποτε το έδαφος της Παλλήνης, όταν ξέσπασε μεγάλη παλίρροια της θάλασσας, η πιο μεγάλη απ᾽ όσες έγιναν ώς τότε, όσο κι αν το φαινόμενο, καταπώς λένε οι ντόπιοι, γινόταν συχνά. Λοιπόν, άλλοι απ᾽ τους βαρβάρους αφανίζονταν, επειδή δεν ήξεραν κολύμπι, ενώ εκείνους που ήξεραν τους σκότωσαν οι Ποτιδαιάτες κάνοντας επίθεση με πλεούμενα.
[8.129.3]αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτειδαιῆται τῆς τε ῥηχίης [καὶ τῆς πλημμυρίδος] καὶ τοῦ Περσικοῦ πάθεος γενέσθαι τόδε, ὅτι τοῦ Ποσειδέωνος ἐς τὸν νηὸν καὶ τὸ ἄγαλμα τὸ ἐν τῷ προαστίῳ ἠσέβησαν οὗτοι τῶν Περσέων οἵ περ καὶ διεφθάρησαν ὑπὸ τῆς θαλάσσης· αἴτιον δὲ τοῦτο λέγοντες εὖ λέγειν ἔμοιγε δοκέουσι. τοὺς δὲ περιγενομένους ἀπῆγε Ἀρτάβαζος ἐς Θεσσαλίην παρὰ Μαρδόνιον.Κι οι Ποτιδαιάτες λεν πως αιτία και της παλίρροιας και του χαμού των Περσών στάθηκε το εξής: οι Πέρσες που τους έπνιξε η θάλασσα δε σεβάστηκαν το ναό και το άγαλμα του Ποσειδώνα που βρίσκεται στο προάστιο της Ποτίδαιας. Κατά τη γνώμη μου δεν πέφτουν έξω αποδίδοντας την αιτία σ᾽ αυτό. Κι όσους σώθηκαν ο Αρτάβαζος τους οδήγησε πίσω στη Θεσσαλία, στο στρατόπεδο του Μαρδονίου.
[8.130.1]Οὗτοι μὲν οἱ προπέμψαντες βασιλέα οὕτω ἔπρηξαν. ὁ δὲ ναυτικὸς ὁ Ξέρξεω ‹ὁ› περιγενόμενος, ὡς προσέμειξε τῇ Ἀσίῃ φεύγων ἐκ Σαλαμῖνος καὶ βασιλέα τε καὶ τὴν στρατιὴν ἐκ Χερσονήσου διεπόρθμευσε ἐς Ἄβυδον, ἐχειμέριζε ἐν Κύμῃ. ἔαρος δὲ ἐπιλάμψαντος πρώιος συνελέγετο ἐς Σάμον· αἱ δὲ τῶν νεῶν καὶ ἐχειμέρισαν αὐτοῦ· Περσέων δὲ καὶ Μήδων οἱ πλεῦνες ἐπεβάτευον.Λοιπόν αυτή την τύχη είχαν εκείνοι που συνόδευσαν τιμητικά τον βασιλιά. Τώρα, το ναυτικό του Ξέρξη, όσο είχε σωθεί, μόλις, φεύγοντας απ᾽ τη Σαλαμίνα, έπιασε στεριά στην Ασία, κι αφού μετέφερε τον βασιλιά και τον στρατό του απ᾽ τη Χερσόνησο στην Άβυδο, παραχείμαζε στην Κύμη. Κι όταν πρόβαλε λαμπρή η άνοιξη, νωρίς συγκεντρωνόταν στη Σάμο· μάλιστα, κάμποσα καράβια είχαν παραχειμάσει εκεί· το μεγαλύτερο μέρος των πολεμιστών που ήταν πάνω στα καράβια ήταν Πέρσες και Μήδοι.
[8.130.2]στρατηγοὶ δέ σφι ἐπῆλθον Μαρδόντης τε ὁ Βαγαίου καὶ Ἀρταΰντης ὁ Ἀρταχαίεω· συνῆρχε δὲ τούτοισι καὶ ἀδελφιδέος αὐτοῦ Ἀρταΰντεω προσελομένου, Ἰθαμίτρης. ἅτε δὲ μεγάλως πληγέντες, οὐ προήισαν ἀνωτέρω τὸ πρὸς ἑσπέρης, οὐδ᾽ ἐπηνάγκαζε οὐδὲ εἷς, ἀλλ᾽ ἐν τῇ Σάμῳ κατήμενοι ἐφύλασσον τὴν Ἰωνίην μὴ ἀποστῇ, νέας ἔχοντες σὺν τῇσι Ἰάσι τριηκοσίας.Καθήκοντα ναυάρχων ανέλαβαν ο Μαρδόντης, ο γιος του Βαγαίου, και ο Αρταΰντης, ο γιος του Αρταχαίου· συναρχηγός τους ήταν κι ένας ανεψιός αυτού του Αρταΰντη, που ο ίδιος τον προσέλαβε συμπληρωματικά, ο Ιθαμίτρης. Κι έτσι που είχαν δεχτεί σκληρό πλήγμα, δεν έκαναν βήμα πιο μπροστά, κατά τα δυτικά, εξάλλου δεν τους πίεζε κανείς για κάτι τέτοιο, αλλά αγκυροβολημένοι στη Σάμο φρουρούσαν την Ιωνία, μήπως σηκώσει επανάσταση, έχοντας καράβια, μαζί με τα ιωνικά, τριακόσια.
[8.130.3]οὐ μὲν οὐδὲ προσεδέκοντο τοὺς Ἕλληνας ἐλεύσεσθαι ἐς τὴν Ἰωνίην ἀλλ᾽ ἀποχρήσειν σφι τὴν ἑωυτῶν φυλάσσειν, σταθμούμενοι ὅτι σφέας οὐκ ἐπεδίωξαν φεύγοντας ἐκ Σαλαμῖνος ἀλλ᾽ ἄσμενοι ἀπαλλάσσοντο. κατὰ μέν νυν τὴν θάλασσαν ἑσσωμένοι ἦσαν τῷ θυμῷ, πεζῇ δὲ ἐδόκεον πολλῷ κρατήσειν τὸν Μαρδόνιον.Και βέβαια οι προβλέψεις τους ήταν πως οι Έλληνες δε θα έφταναν στην Ιωνία, αλλά πως θα ήταν ευχαριστημένοι να φρουρούν τη χώρα τους· στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν από το ότι δεν τους καταδίωξαν όταν έφευγαν απ᾽ τη Σαλαμίνα, αλλά πήγαν στο καλό πολύ ευχαριστημένοι. Λοιπόν, σ᾽ ό,τι είχε να κάνει με επιχειρήσεις στη θάλασσα, το ηθικό τους ήταν πεσμένο, πίστευαν όμως πως στη στεριά ο Μαρδόνιος θα πετύχει μεγάλη νίκη.
[8.130.4]ἐόντες δὲ ἐν Σάμῳ ἅμα μὲν ἐβουλεύοντο εἴ τι δυναίατο κακὸν τοὺς πολεμίους ποιέειν, ἅμα δὲ καὶ ὠτακούστεον ὅκῃ πεσέεται τὰ Μαρδονίου πρήγματα.Κι όσο ήταν στη Σάμο, απ᾽ τη μια σκέφτονταν αν μπορούσαν να κάνουν κάποιο κακό στους εχθρούς, κι απ᾽ την άλλη έβαζαν αυτί, για ν᾽ ακούσουν ποιά τύχη θα είχαν οι επιχειρήσεις του Μαρδονίου.
[8.131.1]τοὺς δὲ Ἕλληνας τό τε ἔαρ γινόμενον ἤγειρε καὶ Μαρδόνιος ἐν Θεσσαλίῃ ἐών. ὁ μὲν δὴ πεζὸς οὔκω συνελέγετο, ὁ δὲ ναυτικὸς ἀπίκετο ἐς Αἴγιναν, νέες ἀριθμὸν δέκα καὶ ἑκατόν.Απ᾽ το άλλο μέρος, τους Έλληνες τους αφύπνισε και ο ερχομός της άνοιξης και η παρουσία του Μαρδονίου στη Θεσσαλία. Λοιπόν το πεζικό δεν άρχισε να συγκεντρώνεται ακόμα, αλλά ο στόλος έφτασε στην Αίγινα, συνολικά εκατόν δέκα καράβια.
[8.131.2]στρατηγὸς δὲ καὶ ναύαρχος ἦν Λευτυχίδης ὁ Μενάρεος τοῦ Ἡγησίλεω τοῦ Ἱπποκρατίδεω τοῦ Λευτυχίδεω τοῦ Ἀναξίλεω τοῦ Ἀρχιδήμου τοῦ Ἀναξανδρίδεω τοῦ Θεοπόμπου τοῦ Νικάνδρου τοῦ Χαρίλεω τοῦ Εὐνόμου τοῦ Πολυδέκτεω τοῦ Πρυτάνιος τοῦ Εὐρυφῶντος τοῦ Προκλέος τοῦ Ἀριστοδήμου τοῦ Ἀριστομάχου τοῦ Κλεοδαίου τοῦ Ὕλλου τοῦ Ἡρακλέος, ἐὼν τῆς ἑτέρης οἰκίης τῶν βασιλέων.Στρατηγός και ναύαρχος ήταν ο Λεωτυχίδας, γιος του Μενάρη, γιου του Αγησιλάου, γιου του Ιπποκρατίδα, γιου του Λεωτυχίδα, γιου του Αναξιλάου, γιου του Αρχιδάμου, γιου του Αναξανδρίδα, γιου του Θεοπόμπου, γιου του Νικάνδρου, γιου του Χαριλάου, γιου του Ευνόμου, γιου του Πολυδέκτη, γιου του Πρύτανη, γιου του Ευρυφώντα, γιου του Προκλή, γιου του Αριστοδάμου, γιου του Αριστομάχου, γιου του Κλεοδαίου, γιου του Ύλλου, γιου του Ηρακλή, και ανήκε στη δεύτερη βασιλική οικογένεια.
[8.131.3]οὗτοι πάντες, πλὴν τῶν ἑπτὰ τῶν μετὰ Λευτυχίδεα πρώτων καταλεχθέντων, οἱ ἄλλοι βασιλέες ἐγένοντο Σπάρτης. Ἀθηναίων δὲ ἐστρατήγεε Ξάνθιππος ὁ Ἀρίφρονος.Όλοι οι παραπάνω, εκτός απ᾽ τους εφτά που στον κατάλογό μου αναφέρονται πρώτοι αμέσως μετά τον Λεωτυχίδα, οι άλλοι ανέβηκαν στον βασιλικό θρόνο της Σπάρτης. Στρατηγός των Αθηναίων ήταν ο Ξάνθιππος, ο γιος του Αρίφρονος.
[8.132.1]ὡς δὲ παρεγένοντο ἐς τὴν Αἴγιναν πᾶσαι αἱ νέες, ἀπίκοντο Ἰώνων ἄγγελοι ἐς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἑλλήνων, οἳ καὶ ἐς Σπάρτην ὀλίγῳ πρότερον τούτων ἀπικόμενοι ἐδέοντο Λακεδαιμονίων ἐλευθεροῦν τὴν Ἰωνίην·Κι όταν τα καράβια στο σύνολό τους κατέπλευσαν στην Αίγινα, έφτασαν αγγελιοφόροι των Ιώνων στο στρατόπεδο των Ελλήνων· λίγο πιο πριν οι ίδιοι έφτασαν στη Σπάρτη και παρακαλούσαν τους Λακεδαιμονίους να ελευθερώσουν την Ιωνία·
[8.132.2]τῶν καὶ Ἡρόδοτος ὁ Βασιληίδεω ἦν· οἳ στασιῶται σφίσι γενόμενοι ἐπεβούλευον θάνατον Στράττι τῷ Χίου τυράννῳ, ἐόντες ἀρχὴν ἑπτά· ἐπιβουλεύοντες δὲ ὡς φανεροὶ ἐγένοντο ἐξενείκαντος τὴν ἐπιχείρησιν ἑνὸς τῶν μετεχόντων, οὕτω δὴ οἱ λοιποὶ ἓξ ἐόντες ὑπεξέσχον ἐκ τῆς Χίου καὶ ἐς Σπάρτην τε ἀπίκοντο καὶ δὴ καὶ τότε ἐς τὴν Αἴγιναν, τῶν Ἑλλήνων δεόμενοι καταπλῶσαι ἐς τὴν Ἰωνίην· οἳ προήγαγον αὐτοὺς μόγις μέχρι Δήλου.ανάμεσά τους ήταν κι ο Ηρόδοτος, ο γιος του Βασιλείδη· αυτοί οργάνωσαν συνωμοσία και σχεδίαζαν να θανατώσουν τον Στράττη, τον τύραννο της Χίου· στην αρχή ήταν εφτά, κι όταν ξεσκεπάστηκε η συνωμοσία τους, καθώς ένας απ᾽ τους συνωμότες κοινολόγησε την επιχείρησή τους, έτσι λοιπόν οι υπόλοιποι έξι βγήκαν κρυφά απ᾽ τη Χίο κι έφτασαν στη Σπάρτη κι εντέλει, τότε, στην Αίγινα, παρακαλώντας τους Έλληνες να βάλουν πλώρη για να παν στην Ιωνία· κι αυτοί τους συνόδευσαν μόλις ώς τη Δήλο,
[8.132.3]τὸ γὰρ προσωτέρω πᾶν δεινὸν ἦν τοῖσι Ἕλλησι οὔτε τῶν χώρων ἐοῦσι ἐμπείροισι, στρατιῆς τε πάντα πλέα ἐδόκεε εἶναι· τὴν δὲ Σάμον ἐπιστέατο δόξῃ καὶ Ἡρακλέας στήλας ἴσον ἀπέχειν. συνέπιπτε δὲ τοιοῦτον ὥστε τοὺς μὲν βαρβάρους τὸ πρὸς ἑσπέρης ἀνωτέρω Σάμου μὴ τολμᾶν ἀναπλῶσαι καταρρωδηκότας, τοὺς δὲ Ἕλληνας χρηιζόντων τῶν Χίων τὸ πρὸς τὴν ἠῶ κατωτέρω Δήλου. οὕτω δέος τὸ μέσον ἐφύλασσέ σφεων.επειδή αποκεί και πέρα όλα τα μέρη προκαλούσαν τρόμο στους Έλληνες, γιατί και οι περιοχές τούς ήταν άγνωστες και πίστευαν πως ολόκληρη εκείνη η χώρα είναι γεμάτη στρατό· και με τη φαντασία τους έκαναν τη Σάμο ν᾽ απέχει όσο και οι Ηράκλειες στήλες. Και με την τροπή που πήραν τα πράματα, ούτε οι βάρβαροι, με το φόβο που είχαν πάρει, τολμούσαν ν᾽ ανοιχτούν στο πέλαγος προς τα δυτικά πιο πέρα απ᾽ τη Σάμο, ούτε οι Έλληνες, παρόλα τα παρακάλια των Χίων, προς τ᾽ ανατολικά πιο πέρα απ᾽ τη Δήλο. Ο φόβος φύλαγε το διάστημα που τους χώριζε.
[8.133.1]οἱ μὲν δὴ Ἕλληνες ἔπλεον ἐς τὴν Δῆλον, Μαρδόνιος δὲ περὶ τὴν Θεσσαλίην ἐχείμαζε. ἐνθεῦτεν δὲ ὁρμώμενος ἔπεμπε κατὰ τὰ χρηστήρια ἄνδρα Εὐρωπέα γένος, τῷ οὔνομα ἦν Μῦς, ἐντειλάμενος πανταχῇ μιν χρησόμενον ἐλθεῖν, τῶν οἷά τε ἦν σφι ἀποπειρήσασθαι. ὅ τι μὲν βουλόμενος ἐκμαθεῖν πρὸς τῶν χρηστηρίων ταῦτα ἐνετέλλετο, οὐκ ἔχω φράσαι· οὐ γὰρ ὦν λέγεται· δοκέω δ᾽ ἔγωγε περὶ τῶν παρεόντων πρηγμάτων καὶ οὐκ ἄλλων πέρι πέμψαι.Λοιπόν οι Έλληνες αρμένιζαν για τη Δήλο, ενώ ο Μαρδόνιος παραχείμαζε εκεί, κατά τα μέρη της Θεσσαλίας. Κι όταν ήταν να κινήσει απ᾽ εκεί, έστειλε να κάνει το γύρο των μαντείων έναν που καταγόταν από τον Εύρωμο κι ονομαζόταν Μυς, με την εντολή να πορευθεί για να ζητήσει χρησμό σε κάθε τόπο που μπορούσαν οι Πέρσες να έχουν πρόσβαση. Τώρα, τί ήθελε να μάθει απ᾽ τα μαντεία κι έδωσε αυτές τις εντολές, δεν μπορώ να το πω· γιατί δεν άκουσα τίποτα από κανένα· προσωπικά όμως πιστεύω πως θα ᾽στειλε για τις επιχειρήσεις που τον απασχολούσαν κι όχι για κάτι άλλο.
[8.134.1]οὗτος ὁ Μῦς ἔς τε Λεβάδειαν φαίνεται ἀπικόμενος καὶ μισθῷ πείσας τῶν ἐπιχωρίων ἄνδρα καταβῆναι παρὰ Τροφώνιον, καὶ ἐς Ἄβας τὰς Φωκέων ἀπικόμενος ἐπὶ τὸ χρηστήριον· καὶ δὴ καὶ ἐς Θήβας πρῶτα ὡς ἀπίκετο, τοῦτο μὲν τῷ Ἰσμηνίῳ Ἀπόλλωνι ἐχρήσατο (ἔστι δὲ κατά περ ἐν Ὀλυμπίῃ ἱροῖσι αὐτόθι χρηστηριάζεσθαι), τοῦτο δὲ ξεῖνόν τινα καὶ οὐ Θηβαῖον χρήμασι πείσας κατεκοίμησε ἐς Ἀμφιάρεω.Λοιπόν πράγματι αυτός ο Μυς και στη Λεβάδεια πήγε κι έπεισε με χρήματα έναν εντόπιο να κατεβεί στη σπηλιά του Τροφωνίου, και επισκέφτηκε τις Άβες της Φωκίδας για το μαντείο τους· λοιπόν, όταν έφτασε στις Θήβες, πρώτο σταθμό του, από τη μια πήρε χρησμό απ᾽ τον Ισμήνιο Απόλλωνα (και στο μαντείο του, όπως στην Ολυμπία, μπορεί να πάρει κανείς χρησμό από τα ιερά σφάγια), κι από την άλλη έστειλε να κοιμηθεί στο μαντείο του Αμφιαράου, πείθοντάς τον με χρήματα, έναν ξένο κι όχι Θηβαίο.
[8.134.2]Θηβαίων δὲ οὐδενὶ ἔξεστι μαντεύεσθαι αὐτόθι διὰ τόδε· ἐκέλευσέ σφεας ὁ Ἀμφιάρεως διὰ χρηστηρίων ποιεύμενος ὁκότερα βούλονται ἑλέσθαι τούτων, ἑωυτῷ ἢ ἅτε μάντι χρᾶσθαι ἢ ἅτε συμμάχῳ, τοῦ ἑτέρου ἀπεχομένους· οἱ δὲ σύμμαχόν μιν εἵλοντο εἶναι. διὰ τοῦτο μὲν οὐκ ἔξεστι Θηβαίων, οὐδενὶ αὐτόθι ἐγκατακοιμηθῆναι.Γιατί κανένας Θηβαίος δεν έχει τη δυνατότητα να πάρει χρησμό απ᾽ αυτό το μαντείο, και νά ποιός ο λόγος· τους προκάλεσε ο Αμφιάραος, με χρησμό που τους έδωσε, να διαλέξουν το έν᾽ από τα δυο, χάνοντας όμως κάθε δικαίωμα στο άλλο: να τους παραστέκει ή ως μάντης ή ως συμπολεμιστής· κι αυτοί προτίμησαν να τον έχουν συμπολεμιστή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κανένας Θηβαίος δεν έχει τη δυνατότητα να κοιμηθεί μες σ᾽ αυτό το μαντείο.
[8.135.1]τότε δὲ θῶμά μοι μέγιστον γενέσθαι λέγεται ὑπὸ Θηβαίων· ἐλθεῖν ἄρα τὸν Εὐρωμέα Μῦν, περιστρωφώμενον πάντα τὰ χρηστήρια, καὶ ἐς τοῦ Πτῴου Ἀπόλλωνος τὸ τέμενος. τοῦτο δὲ τὸ ἱρὸν καλέεται μὲν Πτῷον, ἔστι δὲ Θηβαίων, κεῖται δὲ ὑπὲρ τῆς Κωπαΐδος λίμνης πρὸς ὄρεϊ ἀγχοτάτω Ἀκραιφίης πόλιος.Τότε, όπως αφηγούνται οι Θηβαίοι, έγινε ένα καταπληκτικό, κατά τη γνώμη μου, θαύμα· δηλαδή ο Μυς αυτός από τον Εύρωμο, κάνοντας το γύρο των μαντείων, έφτασε και στο τέμενος του Πτώου Απόλλωνος. Βέβαια Πτώο λέγεται αυτό το λατρευτικό κέντρο, ανήκει όμως στους Θηβαίους· βρίσκεται πάνω απ᾽ τη λίμνη Κωπαΐδα σε βουνό, πολύ πολύ κοντά στην πόλη Ακραιφία.
[8.135.2]ἐς τοῦτο τὸ ἱρὸν ἐπείτε παρελθεῖν τὸν καλεόμενον τοῦτον Μῦν, ἕπεσθαι δέ οἱ τῶν ἀστῶν αἱρετοὺς ἄνδρας τρεῖς ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ὡς ἀπογραψομένους τὰ θεσπιεῖν ἔμελλε, καὶ πρόκατε τὸν πρόμαντιν βαρβάρῳ γλώσσῃ χρᾶν.Όταν λοιπόν, λένε, αυτός που αναφέραμε τ᾽ όνομά του, ο Μυς, έφτασε σ᾽ αυτό το κέντρο λατρείας, τον συνόδευαν τρεις Θηβαίοι αντιπρόσωποι της πόλης τους, για να καταγράψουν τα όσα ήταν να χρησμοδοτήσει ο θεός, οπότε ξαφνικά ο ιερέας του μαντείου δίνει τον χρησμό σε βαρβαρική γλώσσα.
[8.135.3]καὶ τοὺς μὲν ἑπομένους τῶν Θηβαίων ἐν θώματι ἔχεσθαι ἀκούοντας βαρβάρου γλώσσης ἀντὶ Ἑλλάδος, οὐδὲ ἔχειν ὅ τι χρήσωνται τῷ παρεόντι πρήγματι· τὸν δὲ Εὐρωμέα Μῦν ἐξαρπάσαντα παρ᾽ αὐτῶν τὴν ἐφέροντο δέλτον, τὰ λεγόμενα ὑπὸ τοῦ προφήτεω γράφειν ἐς αὐτήν, φάναι δὲ Καρίῃ μιν γλώσσῃ χρᾶν, συγγραψάμενον δὲ οἴχεσθαι ἀπιόντα ἐς Θεσσαλίην.Κι οι Θηβαίοι που τον συνόδευαν έμειναν με το στόμα ανοιχτό ακούοντας, αντί ελληνικά, βαρβαρική γλώσσα και δεν ήξεραν τί να κάνουν μ᾽ αυτό που συνέβαινε· αλλά ο Μυς από τον Εύρωμο άρπαξε απ᾽ τα χέρια τους το πινάκιο που κρατούσαν και πήρε να γράφει τα όσα έλεγε ο ιερέας του μαντείου· και λένε, τους είπε ότι ο χρησμός ήταν στη γλώσσα των Καρών· τον κατέγραψε και πήρε βιαστικά το δρόμο για τη Θεσσαλία.
[8.136.1]Μαρδόνιος δὲ ἐπιλεξάμενος ὅ τι δὴ λέγοντα ἦν τὰ χρηστήρια, μετὰ ταῦτα ἔπεμψε ἄγγελον ἐς Ἀθήνας Ἀλέξανδρον τὸν Ἀμύντεω ἄνδρα Μακεδόνα, ἅμα μὲν ὅτι οἱ προσκηδέες οἱ Πέρσαι ἦσαν (Ἀλεξάνδρου γὰρ ἀδελφεὴν Γυγαίην, Ἀμύντεω δὲ θυγατέρα, Βουβάρης ἀνὴρ Πέρσης ἔσχε, ἐκ τῆς οἱ ἐγεγόνεε Ἀμύντης ὁ ἐν τῇ Ἀσίῃ, ἔχων τὸ οὔνομα τὸ τοῦ μητροπάτορος, τῷ δὴ ἐκ βασιλέος τῆς Φρυγίης ἐδόθη Ἀλάβανδα πόλις μεγάλη νέμεσθαι), ἅμα δὲ ὁ Μαρδόνιος πυθόμενος ὅτι πρόξεινός τε εἴη καὶ εὐεργέτης ὁ Ἀλέξανδρος ἔπεμπε.Κι ο Μαρδόνιος, αφού διάβασε τους χρησμούς, ό,τι τέλος πάντων έλεγαν αυτοί, έστειλε κατόπιν αγγελιοφόρο στην Αθήνα τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, το γιο του Αμύντα, επειδή από τη μια συνδεόταν με συγγένεια με τους Πέρσες (συγκεκριμένα, την αδερφή του Αλεξάνδρου, τη Γυγαίη, θυγατέρα του Αμύντα, την παντρεύτηκε ο Πέρσης Βουβάρης, κι αυτή του χάρισε τον Αμύντα που έζησε στην Ασία έχοντας τ᾽ όνομα του παππού του απ᾽ το μέρος της μητέρας του· σ᾽ αυτόν ο βασιλιάς έκανε δώρο τα εισοδήματα μιας μεγάλης πόλης της Φρυγίας, των Αλαβάστρων)· κι από την άλλη έστελνε ο Μαρδόνιος στους Αθηναίους τον Αλέξανδρο, γιατί τον πληροφόρησαν πως ήταν πρόξενος και ευεργέτης της πόλης τους.
[8.136.2]τοὺς γὰρ Ἀθηναίους οὕτω ἐδόκεε μάλιστα προσκτήσεσθαι, λεών τε πολλὸν ἄρα ἀκούων εἶναι καὶ ἄλκιμον, τά τε κατὰ τὴν θάλασσαν συντυχόντα σφι παθήματα κατεργασαμένους μάλιστα Ἀθηναίους ἐπίστατο.Γιατί πίστευε πως έτσι έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να προσθέσει στους συμμάχους του τους Αθηναίους, ακούοντας πως και βέβαια ήταν λαός πολυάριθμος και γενναίος, όπως επίσης ήξερε πως τα παθήματα που τους βρήκαν στη ναυμαχία ήταν προπάντων των Αθηναίων κατόρθωμα.
[8.136.3]τούτων δὲ προσγενομένων κατήλπιζε εὐπετέως τῆς θαλάσσης κρατήσειν, τά περ ἂν καὶ ἦν, πεζῇ τε ἐδόκεε πολλῷ εἶναι κρέσσων· οὕτω τε ἐλογίζετο κατύπερθέ οἱ τὰ πρήγματα ἔσεσθαι τῶν Ἑλληνικῶν. τάχα δ᾽ ἂν καὶ τὰ χρηστήρια ταῦτά οἱ προλέγοι, συμβουλεύοντα σύμμαχον τὸν Ἀθηναῖον ποιέεσθαι· τοῖσι δὴ πειθόμενος ἔπεμπε.Είχε λοιπόν βάσιμες ελπίδες πως, αν τους πάρει στη συμμαχία του, θα επικρατούσε εύκολα στη θάλασσα —και σ᾽ αυτό δεν έπεφτε έξω— ενώ στο πεζικό πίστευε πως είχε μεγάλη υπεροχή· και λογάριαζε πως μ᾽ αυτό τον τρόπο οι δυνάμεις του θα έβαζαν κάτω τις ελληνικές· δεν αποκλείεται μάλιστα και οι χρησμοί αυτό το μήνυμα να του έστειλαν, συμβουλεύοντάς τον να κάνει συμμάχους τους Αθηναίους· λοιπόν τους άκουσε κι έστελνε τον αγγελιοφόρο του.
[8.137.1]Τοῦ δὲ Ἀλεξάνδρου τούτου ἕβδομος γενέτωρ Περδίκκης ἐστὶ ὁ κτησάμενος τῶν Μακεδόνων τὴν τυραννίδα τρόπῳ τοιῷδε· ἐξ Ἄργεος ἔφυγον ἐς Ἰλλυριοὺς τῶν Τημένου ἀπογόνων τρεῖς ἀδελφεοί, Γαυάνης τε καὶ Ἀέροπος καὶ Περδίκκης, ἐκ δὲ Ἰλλυριῶν ὑπερβαλόντες ἐς τὴν ἄνω Μακεδονίην ἀπίκοντο ἐς Λεβαίην πόλιν.Τώρα, έβδομος πρόγονος αυτουνού του Αλεξάνδρου είναι ο Περδίκκας, που απόχτησε τη βασιλική εξουσία των Μακεδόνων, και νά πώς: Από τους απογόνους του Τημένου έφτασαν στη χώρα των Ιλλυριών, φυγάδες από το Άργος, τρία αδέρφια, ο Γαυάνης κι ο Αέροπος κι ο Περδίκκας· κι απ᾽ την Ιλλυρία, περνώντας πάνω απ᾽ τα βουνά, έφτασαν στην Άνω Μακεδονία, στην πόλη Λεβαία.
[8.137.2]ἐνθαῦτα δὲ ἐθήτευον ἐπὶ μισθῷ παρὰ τῷ βασιλέϊ, ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ βοῦς, ὁ δὲ νεώτατος αὐτῶν Περδίκκης τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων. ἦσαν δὲ τὸ πάλαι καὶ αἱ τυραννίδες τῶν ἀνθρώπων ἀσθενέες χρήμασι, οὐ μοῦνον ὁ δῆμος. ἡ δὲ γυνὴ τοῦ βασιλέος αὐτὴ τὰ σιτία σφι ἔπεσσε.Εκεί δούλευαν μεροκαματιάρηδες στο σπιτικό του βασιλιά· ο ένας τους έβοσκε τ᾽ άλογα, ο άλλος τα γελάδια κι ο μικρότερός τους, ο Περδίκκας, τα γιδοπρόβατα. Λοιπόν, τον παλιό καιρό κι οι βασιλιάδες κάθε τόπου ήταν φτωχοί από χρήματα κι όχι μόνο ο πολύς ο λαός. Κι η γυναίκα του βασιλιά με τα χέρια της ζύμωνε το ψωμί του σπιτιού.
[8.137.3]ὅκως δὲ ὀπτῴη, ὁ ἄρτος τοῦ παιδὸς τοῦ θητός, τοῦ Περδίκκεω, διπλήσιος ἐγίνετο αὐτὸς ἑωυτοῦ. ἐπεὶ δὲ αἰεὶ τὠυτὸ τοῦτο ἐγίνετο, εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα τὸν ἑωυτῆς. τὸν δὲ ἀκούσαντα ἐσῆλθε αὐτίκα ὡς εἴη τέρας καὶ φέροι ἐς μέγα τι. καλέσας δὲ τοὺς θῆτας προηγόρευέ σφι ἀπαλλάσσεσθαι ἐκ γῆς τῆς ἑωυτοῦ.Και κάθε φορά που το έψηνε, το ψωμί του μικρού παραγιού έβγαινε διπλάσιο απ᾽ το ζυμάρι του. Κι επειδή πάντοτε γινόταν το ίδιο, το είπε στον άντρα της. Κι αυτός, με το που τ᾽ άκουσε, αμέσως έβαλε με το νου του πως ήταν σημαδιακό, προμήνυμα μεγάλης αναστάτωσης. Κάλεσε λοιπόν τους παραγιούς και τους παράγγελνε να σηκωθούν να φύγουν απ᾽ τη χώρα του.
[8.137.4]οἱ δὲ τὸν μισθὸν ἔφασαν δίκαιοι εἶναι ἀπολαβόντες οὕτω ἐξιέναι. ἐνθαῦτα ὁ βασιλεὺς τοῦ μισθοῦ πέρι ἀκούσας, ἦν γὰρ κατὰ τὴν καπνοδόκην ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος, εἶπε θεοβλαβὴς γενόμενος «Μισθὸν δὲ ὑμῖν ἐγὼ ὑμέων ἄξιον τόνδε ἀποδίδωμι,» δείξας τὸν ἥλιον.Κι εκείνοι αποκρίθηκαν πως το δίκιο είναι να πάρουν τα μεροκάματά τους και τότε να φύγουν. Τότε ο βασιλιάς, ακούοντας για μεροκάματα, έτσι που ο ήλιος γλιστρούσε απ᾽ την καμινάδα στο σπίτι, είπε — κάποιος θεός θα του χτύπησε τα φρένα: «Σας δίνω το μιστό που σας αξίζει, νά, αυτόν!» κι έδειξε τον ήλιο.
[8.137.5]ὁ μὲν δὴ Γαυάνης τε καὶ ὁ Ἀέροπος οἱ πρεσβύτεροι ἕστασαν ἐκπεπληγμένοι, ὡς ἤκουσαν ταῦτα· ὁ δὲ παῖς, ἐτύγχανε γὰρ ἔχων μάχαιραν, εἴπας τάδε «Δεκόμεθα, ὦ βασιλεῦ, τὰ διδοῖς,» περιγράφει τῇ μαχαίρῃ ἐς τὸ ἔδαφος τοῦ οἴκου τὸν ἥλιον, περιγράψας δέ, ἐς τὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου, ἀπαλλάσσετο αὐτός τε καὶ οἱ μετ᾽ ἐκείνου.Λοιπόν ο Γαυάνης κι ο Αέροπος, οι μεγαλύτεροι, έμειναν αποσβολωμένοι ακούοντας αυτά· όμως το παιδαρέλι, τύχαινε δα να κρατά μαχαίρι, αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Δεκτά αυτά που μας δίνεις, βασιλιά!» και πήρε να χαράζει με το μαχαίρι στο πάτωμα του σπιτιού το μέρος που φώτιζε ο ήλιος. Κι αφού χάραξε τον κύκλο, χουφτώνει σα να ᾽ταν νερό τρεις φορές φως του ήλιου, το αποθέτει στον κόρφο του κι ύστερα πήρε δρόμο κι ο ίδιος και η παρέα του.
[8.138.1]οἱ μὲν δὴ ἀπήισαν, τῷ δὲ βασιλέϊ σημαίνει τις τῶν παρέδρων οἷόν τι χρῆμα ποιήσειε ὁ παῖς καὶ ὡς σὺν νόῳ κείνων ὁ νεώτατος λάβοι τὰ διδόμενα. ὁ δὲ ταῦτα ἀκούσας καὶ ὀξυνθεὶς πέμπει ἐπ᾽ αὐτοὺς ἱππέας ἀπολέοντας. ποταμὸς δέ ἐστι ἐν τῇ χώρῃ ταύτῃ, τῷ θύουσι οἱ τούτων τῶν ἀνδρῶν ἀπ᾽ Ἄργεος ἀπόγονοι ‹ὡς› σωτῆρι.Λοιπόν αυτοί πήραν να φεύγουν, κι ένας απ᾽ τους παρακαθήμενους του βασιλιά τού λέει να προσέξει το κάμωμα του νεαρού και πως είχε το λόγο του ο μικρότερος από κείνους και πήρε αυτό που τους δόθηκε. Έξω φρενών ο βασιλιάς με τα όσα άκουσε, στέλνει στο κατόπι τους καβαλάρηδες να τους αφανίσουν. Λοιπόν, στην περιοχή αυτή βρίσκεται ένα ποτάμι, που στη χάρη του κάνουν θυσίες οι απόγονοι αυτών των αδερφών που κατάγονταν από το Άργος, ως σωτήρα.
[8.138.2]οὗτος, ἐπείτε διέβησαν οἱ Τημενίδαι, μέγας οὕτω ἐρρύη ὥστε τοὺς ἱππέας μὴ οἵους τε γενέσθαι διαβῆναι. οἱ δὲ ἀπικόμενοι ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης οἴκησαν πέλας τῶν κήπων τῶν λεγομένων εἶναι Μίδεω τοῦ Γορδίεω, ἐν τοῖσι φύεται αὐτόματα ῥόδα, ἓν ἕκαστον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα, ὀδμῇ τε ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων.Αυτό το ποτάμι, μόλις το διάβηκαν οι απόγονοι του Τημένου, κατέβασε τέτοια νεροσυρμή, που στάθηκε αδύνατο στους καβαλάρηδες να το διαβούν. Κι εκείνοι, φτάνοντας σ᾽ άλλη περιοχή της Μακεδονίας, εγκαταστάθηκαν κοντά στα περιβόλια που λένε πως ήταν του Μίδα, του γιου του Γορδίου, όπου φυτρώνουν άγρια ρόδα, που το καθένα τους έχει εξήντα φύλλα κι η ευωδιά τους είναι ανώτερη απ᾽ των άλλων.
[8.138.3]ἐν τούτοισι καὶ ὁ Σιληνὸς τοῖσι κήποισι ἥλω, ὡς λέγεται ὑπὸ Μακεδόνων. ὑπὲρ δὲ τῶν κήπων ὄρος κεῖται Βέρμιον οὔνομα, ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος. ἐνθεῦτεν δὲ ὁρμώμενοι ὡς ταύτην ἔσχον, κατεστρέφοντο καὶ τὴν ἄλλην Μακεδονίην.Σ᾽ αυτά τα περιβόλια, όπως διηγούνται οι Μακεδόνες, πιάστηκε σε παγίδα κι ο Σιληνός. Και πάνω απ᾽ αυτά τα περιβόλια υψώνεται βουνό, το Βέρμιο που λεν, αδιάβατο απ᾽ τ᾽ αγριοκαίρια. Και μόλις εξουσίασαν αυτή την περιοχή, έχοντάς την ορμητήριό τους υπέταξαν και την υπόλοιπη Μακεδονία.
[8.139.1]ἀπὸ τούτου δὴ τοῦ Περδίκκεω Ἀλέξανδρος ὧδε ἐγένετο· Ἀμύντεω παῖς ἦν Ἀλέξανδρος, Ἀμύντης δὲ Ἀλκέτεω, Ἀλκέτεω δὲ πατὴρ ἦν Ἀέροπος, τοῦ δὲ Φίλιππος, Φιλίππου δὲ Ἀργαῖος, τοῦ δὲ Περδίκκης ὁ κτησάμενος τὴν ἀρχήν.Λοιπόν, αυτού του Περδίκκα απόγονος ήταν ο Αλέξανδρος μ᾽ αυτή τη σειρά: γιος του Αμύντα ήταν ο Αλέξανδρος, κι ο Αμύντας του Αλκέτα· του Αλκέτα πατέρας ήταν ο Αέροπος, και αυτουνού ο Φίλιππος, και του Φιλίππου ο Αργαίος, κι αυτουνού ο Περδίκκας, που απόχτησε το βασιλικό αξίωμα.
[8.140α.1]Ἐγεγόνεε μὲν δὴ ὧδε Ἀλέξανδρος ὁ Ἀμύντεω· ὡς δὲ ἀπίκετο ἐς τὰς Ἀθήνας ἀποπεμφθεὶς ὑπὸ Μαρδονίου, ἔλεγε τάδε· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, Μαρδόνιος τάδε λέγει· Ἐμοὶ ἀγγελίη ἥκει παρὰ βασιλέος λέγουσα οὕτως· Ἀθηναίοισι τὰς ἁμαρτάδας τὰς ἐς ἐμὲ ἐξ ἐκείνων γενομένας πάσας μετίημι.Αυτή λοιπόν ήταν η καταγωγή του Αλεξάνδρου, του γιου του Αμύντα· όταν λοιπόν έφτασε στην Αθήνα, απεσταλμένος του Μαρδονίου, έλεγε τα εξής: «Άνδρες Αθηναίοι, ο Μαρδόνιος σας λέγει τα εξής: Ο βασιλιάς μού έστειλε το ακόλουθο μήνυμα: “Συγχωρώ τους Αθηναίους για όλα τα σφάλματα που διέπραξαν εναντίον μου·
[8.140α.2]νῦν τε ὧδε, Μαρδόνιε, ποίει· τοῦτο μὲν τὴν γῆν σφι ἀπόδος, τοῦτο δὲ ἄλλην πρὸς ταύτῃ ἑλέσθων αὐτοί, ἥντινα ἂν ἐθέλωσι, ἐόντες αὐτόνομοι. ἱρά τε πάντα σφι, ἢν δὴ βούλωνταί γε ἐμοὶ ὁμολογέειν, ἀνόρθωσον, ὅσα ἐγὼ ἐνέπρησα. τούτων δὲ ἀπιγμένων ἀναγκαίως ἔχει μοι ποιέειν ταῦτα, ἢν μὴ τὸ ὑμέτερον αἴτιον γένηται.και τώρα, Μαρδόνιε, κάνε τα εξής· πρώτο, δώσε τους πίσω τη γη τους· δεύτερο, ας διαλέξουν οι ίδιοι τους κι άλλη γη, όποια θα τους αρέσει, να την ορίζουν ζώντας αυτόνομοι· τρίτο, αν βέβαια θελήσουν να κάνουν συνθήκες μ᾽ εμένα, να ξαναχτίσεις όλους τους ναούς τους, όσους εγώ πυρπόλησα”. Έχοντας πάρει αυτό το μήνυμα, είμαι υποχρεωμένος να εκτελέσω τις εντολές του, φτάνει να μη τα χαλάσει η αντίθεσή σας.
[8.140α.3]λέγω δὲ ὑμῖν τάδε. νῦν τί μαίνεσθε πόλεμον βασιλέϊ ἀνταειρόμενοι; οὔτε γὰρ ἂν ὑπερβάλοισθε οὔτε οἷοί τέ ἐστε ἀντέχειν τὸν πάντα χρόνον. εἴδετε μὲν γὰρ τῆς Ξέρξεω στρατηλασίης τὸ πλῆθος καὶ τὰ ἔργα, πυνθάνεσθε δὲ καὶ τὴν νῦν παρ᾽ ἐμοὶ ἐοῦσαν δύναμιν, ὥστε καὶ ἢν ἡμέας ὑπερβάλησθε καὶ νικήσητε, τοῦ περ ὑμῖν οὐδεμία ἐλπὶς εἴ περ εὖ φρονέετε, ἄλλη παρέσται πολλαπλησίη.Κι απ᾽ τη μεριά μου σας λέγω τα εξής: “Tώρα, τί μανία σας έπιασε και σηκώνετε χέρι εχθρικό στο βασιλιά; Γιατί ακόμα και στην περίπτωση που θα νικήσετε, δε θα μπορέσετε μια ζωή ν᾽ αντιμετωπίζετε τη δύναμή του. Γιατί είδατε βέβαια το μέγεθος του εκστρατευτικού σώματος του Ξέρξη και τα κατορθώματά του, κι έχετε τις πληροφορίες σας για τη δύναμη που έχω τώρα εγώ, ώστε ακόμη κι αν αναδειχτείτε ανώτεροι και μας νικήσετε (αν και δεν μπορείτε να ᾽χετε καμιά τέτοια ελπίδα, εφόσον βέβαια δεν παραλογίζεστε), θα εμφανιστεί μπροστά σας άλλη, πολλαπλάσια δύναμη.
[8.140α.4]μὴ ὦν βούλεσθε παρισούμενοι βασιλέϊ στέρεσθαι μὲν τῆς χώρης, θέειν δὲ αἰεὶ περὶ ὑμέων αὐτῶν, ἀλλὰ καταλύσασθε. παρέχει δὲ ὑμῖν κάλλιστα καταλύσασθαι, βασιλέος ταύτῃ ὁρμημένου. ἔστε ἐλεύθεροι, ἡμῖν ὁμαιχμίην συνθέμενοι ἄνευ τε δόλου καὶ ἀπάτης.Λοιπόν μη θέλετε, παραβγαίνοντας με τον βασιλιά, να χάσετε τη χώρα σας κι ακατάπαυστα να δίνετε αγώνα για τη ζωή σας, αλλά βάλτε τέλος στις εχθροπραξίες. Και σας δίνεται η ευκαιρία να συμβιβαστείτε με τους καλύτερους όρους, καθώς ο βασιλιάς έκανε το πρώτο βήμα. Ζήστε ελεύθεροι, συνομολογώντας μ᾽ εμάς στρατιωτική συμμαχία χωρίς δόλο και απάτη”.
[8.140β.1]Μαρδόνιος μὲν ταῦτα, ὦ Ἀθηναῖοι, ἐνετείλατό μοι εἰπεῖν πρὸς ὑμέας. ἐγὼ δὲ περὶ μὲν εὐνοίης τῆς πρὸς ὑμέας ἐούσης ἐξ ἐμεῦ οὐδὲν λέξω (οὐ γὰρ ἂν νῦν πρῶτον ἐκμάθοιτε), προσχρηίζω δὲ ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ.Αυτά, Αθηναίοι, μου έδωσε εντολή να σας πω ο Μαρδόνιος απ᾽ το μέρος του. Εγώ τώρα δε θ᾽ αναφερθώ στα φιλικά μου αισθήματα απέναντί σας (δεν είναι δα κάτι που θα το διαπιστώσετε για πρώτη φορά), αλλά σας προτρέπω να πειστείτε στον Μαρδόνιο.
[8.140β.2]ἐνορῶ γὰρ ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι τὸν πάντα χρόνον πολεμέειν Ξέρξῃ (εἰ γὰρ ἐνώρων τοῦτο ἐν ὑμῖν, οὐκ ἄν κοτε ἐς ὑμέας ἦλθον ἔχων λόγους τούσδε)· καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστὶ καὶ χεὶρ ὑπερμήκης.Γιατί βλέπω πως δε θα μπορείτε να πολεμάτε αιωνίως τον Ξέρξη (γιατί, αν έβλεπα πως έχετε αυτή τη δυνατότητα, ποτέ δε θα εμφανιζόμουν μπροστά σας με τέτοιες προτάσεις), αφού η δύναμη του βασιλιά ξεπερνά τ᾽ ανθρώπινα μέτρα και το χέρι του φτάνει πολύ μακριά.
[8.140β.3]ἢν ὦν μὴ αὐτίκα ὁμολογήσητε, μεγάλα προτεινόντων ἐπ᾽ οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι, δειμαίνω ὑπὲρ ὑμέων ἐν τρίβῳ τε μάλιστα οἰκημένων τῶν συμμάχων πάντων αἰεί τε φθειρομένων μούνων, ἐξαίρετόν τι μεταίχμιον τὴν γῆν ἐκτημένων.Λοιπόν, αν δε δεχτείτε αμέσως τις συνθήκες, την ώρα που οι παραχωρήσεις, με βάση τις οποίες θέλουν να κλείσουν συμφωνία, είναι σημαντικές, φοβάμαι για σας, καθώς ανάμεσα σ᾽ όλους τους συμμάχους σας εσείς κατοικείτε στο πιο πολυσύχναστο σταυροδρόμι και μονάχα η δική σας χώρα δεινοπαθεί, καθώς προσφέρεται περισσότερο από κάθε άλλη για πεδίο μάχης.
[8.140β.4]ἀλλὰ πείθεσθε· πολλοῦ γὰρ ὑμῖν ἄξια ταῦτα, εἰ βασιλεύς γε ὁ μέγας μούνοισι ὑμῖν Ἑλλήνων τὰς ἁμαρτάδας ἀπιεὶς ἐθέλει φίλος γενέσθαι.Πειστείτε λοιπόν, γιατί είναι μεγάλη τιμή για σας που ο μεγάλος βασιλιάς δέχεται, ξεχωρίζοντάς σας απ᾽ όλους τους Έλληνες, να σας δώσει συγχώρηση για τα σφάλματά σας και να γίνει φίλος σας».
[8.141.1]Ἀλέξανδρος μὲν ταῦτα ἔλεξε· Λακεδαιμόνιοι δὲ πυθόμενοι ἥκειν Ἀλέξανδρον ἐς Ἀθήνας ἐς ὁμολογίην ἄξοντα τῷ βαρβάρῳ Ἀθηναίους, ἀναμνησθέντες τῶν λογίων ὥς σφεας χρεόν ἐστι ἅμα τοῖσι ἄλλοισι Δωριεῦσι ἐκπίπτειν ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων τε καὶ Ἀθηναίων, κάρτα τε ἔδεισαν μὴ ὁμολογήσωσι τῷ Πέρσῃ Ἀθηναῖοι, αὐτίκα τέ σφι ἔδοξε πέμπειν ἀγγέλους.Έτσι μίλησε ο Αλέξανδρος· κι οι Λακεδαιμόνιοι παίρνοντας την πληροφορία πως έφτασε ο Αλέξανδρος στην Αθήνα, για να επιδιώξει να κάνουν συνθήκες οι Αθηναίοι με τον βάρβαρο, θυμήθηκαν τους χρησμούς, ότι τους μέλλεται, μαζί με τους άλλους Δωριείς, να εκδιωχθούν απ᾽ την Πελοπόννησο από τους Μήδους και τους Αθηναίους, και τους έζωσε μεγάλος φόβος μήπως οι Αθηναίοι συνομολογήσουν συνθήκες με τον Πέρση κι αποφάσισαν να στείλουν αμέσως αγγελιοφόρους.
[8.141.2]καὶ δὴ συνέπιπτε ὥστε ὁμοῦ σφεων γίνεσθαι τὴν κατάστασιν· ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι διατρίβοντες, εὖ ἐπιστάμενοι ὅτι ἔμελλον Λακεδαιμόνιοι πεύσεσθαι ἥκοντα παρὰ τοῦ βαρβάρου ἄγγελον ἐπ᾽ ὁμολογίῃ πυθόμενοί τε πέμψειν κατὰ τάχος ἀγγέλους. ἐπίτηδες ὦν ἐποίευν, ἐνδεικνύμενοι τοῖσι Λακεδαιμονίοισι τὴν ἑωυτῶν γνώμην.Λοιπόν, έτσι ήρθαν τα πράγματα, ώστε να εμφανιστούν στην εκκλησία του δήμου ταυτόχρονα με τον Αλέξανδρο· γιατί οι Αθηναίοι περίμεναν κάπως περισσότερο χρονοτριβώντας, καθώς ήξεραν καλά πως δε γινόταν να μη μάθουν οι Λακεδαιμόνιοι ότι ήρθε στην πόλη τους αγγελιοφόρος από τους βαρβάρους για συνθήκες· και πως, μαθαίνοντάς το, θα στείλουν εσπευσμένα αγγελιοφόρους. Λοιπόν καθυστερούσαν σκόπιμα κι η πρόθεσή τους ήταν να δείξουν στους Λακεδαιμονίους το φρόνημά τους.
[8.142.1]ὡς δὲ ἐπαύσατο λέγων Ἀλέξανδρος, διαδεξάμενοι ἔλεγον οἱ ἀπὸ Σπάρτης ἄγγελοι· Ἡμέας δὲ ἔπεμψαν Λακεδαιμόνιοι δεησομένους ὑμέων μήτε νεώτερον ποιέειν μηδὲν κατὰ τὴν Ἑλλάδα μήτε λόγους ἐνδέκεσθαι παρὰ τοῦ βαρβάρου.Όταν λοιπόν τελείωσε την ομιλία του ο Αλέξανδρος, οι αγγελιοφόροι των Σπαρτιατών τον διαδέχτηκαν στο βήμα κι είπαν: «Κι εμάς μας έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι, για να σας παρακαλέσουμε να μην κάνετε καμιά κίνηση απειλητική για την Ελλάδα, και να μη δεχτείτε τις προτάσεις των βαρβάρων.
[8.142.2]οὔτε γὰρ δίκαιον οὐδαμῶς οὔτε κόσμον φέρον οὔτε γε ἄλλοισι Ἑλλήνων οὐδαμοῖσι, ὑμῖν δὲ δὴ καὶ διὰ πάντων ἥκιστα πολλῶν εἵνεκα· ἠγείρατε γὰρ τόνδε τὸν πόλεμον ὑμεῖς οὐδὲν ἡμέων βουλομένων, καὶ περὶ τῆς ὑμετέρης ἀρχῆθεν ὁ ἀγὼν ἐγένετο· νῦν δὲ φέρει καὶ ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα.Γιατί από καμιά άποψη δεν είναι δίκιο κι ούτε κολακευτικό για οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη, και λιγότερο απ᾽ τον καθένα για σας, και για πολλούς λόγους· επειδή εσείς είστε που ξεσηκώσατε αυτό τον πόλεμο, την ώρα που εμείς καθόλου δεν τον επιθυμούσαμε, κι ο αγώνας στην αρχή έγινε για τη δική σας πόλη, τώρα όμως απειλεί ολόκληρη την Ελλάδα.
[8.142.3]ἄλλως τε τούτων ἁπάντων αἰτίους γενέσθαι δουλοσύνης τοῖσι Ἕλλησι Ἀθηναίους οὐδαμῶς ἀνασχετόν, οἵτινες αἰεὶ καὶ τὸ πάλαι φαίνεσθε πολλοὺς ἐλευθερώσαντες ἀνθρώπων. πιεζευμένοισι μέντοι ὑμῖν συναχθόμεθα, καὶ ὅτι καρπῶν ἐστερήθητε διξῶν ἤδη καὶ ὅτι οἰκοφθόρησθε χρόνον ἤδη πολλόν.Κι εξάλλου, και πάνω απ᾽ όλα, να γίνουν οι Αθηναίοι αίτιοι να υποδουλωθούν οι Έλληνες, ε! αυτό δεν το αποδεχόμαστε με κανέναν τρόπο — εσείς που αποδειχθήκατε στο παρελθόν ελευθερωτές πολλών λαών. Συμμεριζόμαστε βέβαια την αγανάκτησή σας για τις ταλαιπωρίες, μια που κιόλας έχετε χάσει σοδειές δυο χρόνων και ρημάζουν τα σπιτικά σας εδώ και πολύ καιρό.
[8.142.4]ἀντὶ τούτων δὲ ὑμῖν Λακεδαιμόνιοί τε καὶ οἱ σύμμαχοι ἐπαγγέλλονται γυναῖκάς τε καὶ τὰ ἐς πόλεμον ἄχρηστα οἰκετέων ἐχόμενα πάντα ἐπιθρέψειν, ἔστ᾽ ἂν ὁ πόλεμος ὅδε συνεστήκῃ. μηδὲ ὑμέας Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν ἀναγνώσῃ, λεήνας τὸν Μαρδονίου λόγον.Ως αποζημίωση γι᾽ αυτά οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους σας δίνουν την υπόσχεση ότι τις γυναίκες σας κι όσο απ᾽ το ψυχομέτρι του σπιτιού σας μόνο βάρος σας δίνει στον πόλεμο, όλους θα τους συντηρήσουμε, όσο καιρό κρατήσει αυτός ο πόλεμος. Κι ούτε να σας γυρίσει τα μυαλά ο Αλέξανδρος ο Μακεδών κάνοντας ελκυστικές τις προτάσεις του Μαρδονίου·
[8.142.5]τούτῳ μὲν γὰρ ταῦτα ποιητέα ἐστί· τύραννος γὰρ ἐὼν τυράννῳ συγκατεργάζεται· ὑμῖν δέ γε οὐ ποιητέα, εἴ περ εὖ τυγχάνετε φρονέοντες, ἐπισταμένοισι ὡς βαρβάροισί ἐστι οὔτε πιστὸν οὔτε ἀληθὲς οὐδέν. ταῦτα ἔλεξαν οἱ ἄγγελοι.γιατί αυτός δεν μπορεί να κάνει αλλιώς: τύραννος είναι κι έρχεται συνεργός στις επιχειρήσεις τυράννου. Εσείς όμως, όσο στοχάζεστε ορθά, δεν πρέπει να τις δεχθείτε, μια και ξέρετε καλά πως απ᾽ τους βαρβάρους δεν μπορεί να περιμένει κανείς ούτε πίστη ούτε ειλικρίνεια». Έτσι μίλησαν οι αγγελιοφόροι.
[8.143.1]Ἀθηναῖοι δὲ πρὸς μὲν Ἀλέξανδρον ὑπεκρίναντο τάδε· Καὶ αὐτοὶ τοῦτό γε ἐπιστάμεθα ὅτι πολλαπλησίη ἐστὶ τῷ Μήδῳ δύναμις ἤ περ ἡμῖν, ὥστε οὐδὲν δεῖ τοῦτό γε ὀνειδίζειν. ἀλλ᾽ ὅμως ἐλευθερίης γλιχόμενοι ἀμυνεύμεθα οὕτω ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα. ὁμολογῆσαι δὲ τῷ βαρβάρῳ μήτε σὺ ἡμέας πειρῶ ἀναπείθειν οὔτε ἡμεῖς πεισόμεθα.Κι οι Αθηναίοι στον Αλέξανδρο έδωσαν την εξής απάντηση: «Πως ο Μήδος έχει δύναμη πολλαπλάσια απ᾽ τη δική μας, αυτό το ξέρουμε κι από μόνοι μας και δεν υπάρχει λόγος να μας κατακρίνεις. Αλλά όμως η λαχτάρα της λευτεριάς μάς παρακινεί να τον αντιμετωπίσουμε μ᾽ όση δύναμη έχουμε. Κι ούτε εσύ να επιχειρήσεις να μας πείσεις κι ούτε εμείς θα πειστούμε να κάνουμε συνθήκες με τον βάρβαρο.
[8.143.2]νῦν τε ἀπάγγελλε Μαρδονίῳ ὡς Ἀθηναῖοι λέγουσι, ἔστ᾽ ἂν ὁ ἥλιος τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἴῃ τῇ περ καὶ νῦν ἔρχεται, μήκοτε ὁμολογήσειν ἡμέας Ξέρξῃ· ἀλλὰ θεοῖσί τε συμμάχοισι πίσυνοί μιν ἐπέξιμεν ἀμυνόμενοι καὶ τοῖσι ἥρωσι, τῶν ἐκεῖνος οὐδεμίαν ὄπιν ἔχων ἐνέπρησε τούς τε οἴκους καὶ τὰ ἀγάλματα.Και τώρα πήγαινε ν᾽ αναγγείλεις στον Μαρδόνιο ότι οι Αθηναίοι λένε: όσο ο ήλιος θ᾽ ακολουθεί τον ίδιο δρόμο που και σήμερα πορεύεται, αποκλείεται να κάνουμε συνθήκες με τον Ξέρξη, αλλά θα βγούμε αντίμαχοί του έχοντας τα θάρρη μας στους θεούς που πολεμούν στο πλευρό μας και στους ημιθέους, που εκείνος, αθεόφοβος πέρα για πέρα, πυρπόλησε τους ναούς και τ᾽ αγάλματά τους.
[8.143.3]σύ τε τοῦ λοιποῦ λόγους ἔχων τοιούσδε μὴ ἐπιφαίνεο Ἀθηναίοισι, μηδὲ δοκέων χρηστὰ ὑπουργέειν ἀθέμιστα ἔρδειν παραίνεε. οὐ γάρ σε βουλόμεθα οὐδὲν ἄχαρι πρὸς Ἀθηναίων παθεῖν, ἐόντα πρόξεινόν τε καὶ φίλον.Κι εσύ αποδώ και μπρος μην εμφανιστείς μπροστά στους Αθηναίους μεταφέροντας παρόμοιες προτάσεις, κι ούτε, έχοντας την ιδέα πως προσφέρεις καλές υπηρεσίες, να μας παρακινείς να κάνουμε παλιανθρωπιές. Γιατί δε θέλουμε να σε βρει καμιά συμφορά απ᾽ τους Αθηναίους, ενώ είσαι πρόξενος και φίλος μας».
[8.144.1]πρὸς μὲν Ἀλέξανδρον ταῦτα ὑπεκρίναντο, πρὸς δὲ τοὺς ἀπὸ Σπάρτης ἀγγέλους τάδε· Τὸ μὲν δεῖσαι Λακεδαιμονίους μὴ ὁμολογήσωμεν τῷ βαρβάρῳ κάρτα ἀνθρωπήιον ἦν. ἀτὰρ αἰσχρῶς γε οἴκατε, ἐξεπιστάμενοι τὸ Ἀθηναίων φρόνημα ἀρρωδῆσαι, ὅτι οὔτε χρυσός ἐστι γῆς οὐδαμόθι τοσοῦτος οὔτε χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα, τὰ ἡμεῖς δεξάμενοι ἐθέλοιμεν ἂν μηδίσαντες καταδουλῶσαι τὴν Ἑλλάδα.Λοιπόν, αυτή την απάντηση έδωσαν στον Αλέξανδρο, ενώ στους απεσταλμένους της Σπάρτης την ακόλουθη: «Βέβαια, η ανησυχία των Λακεδαιμονίων μήπως κάνουμε συνθήκες με τους βαρβάρους ήταν απόλυτα ανθρώπινη· όμως σχεδόν πρέπει να ντρέπεστε γι᾽ αυτό το φόβο σας, την ώρα που ξέρετε καλά το φρόνημα των Αθηναίων, ότι σε κανένα μέρος τη γης δε βρίσκεται τόσο χρυσάφι, ούτε χώρα υπέροχη σε ομορφιά και γονιμότητα, που θα τα δεχόμασταν ως αντάλλαγμα του μηδισμού μας και της υποδούλωσης της Ελλάδας.
[8.144.2]πολλά τε γὰρ καὶ μεγάλα ἐστὶ τὰ διακωλύοντα ταῦτα μὴ ποιέειν μηδ᾽ ἢν ἐθέλωμεν, πρῶτα μὲν καὶ μέγιστα τῶν θεῶν τὰ ἀγάλματα καὶ τὰ οἰκήματα ἐμπεπρησμένα τε καὶ συγκεχωσμένα, τοῖσι ἡμέας ἀναγκαίως ἔχει τιμωρέειν ἐς τὰ μέγιστα μᾶλλον ἤ περ ὁμολογέειν τῷ ταῦτα ἐργασαμένῳ, αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν εὖ ἔχοι.Γιατί είναι πολλά και μεγάλα αυτά που μας εμποδίζουν να το κάνουμε αυτό, έστω κι αν το θέλαμε, πρώτα πρώτα και πάνω απ᾽ όλα τα αγάλματα και οι ναοί των θεών που πυρπολήθηκαν κι έγιναν ερείπια, που μας υποχρεώνουν να πάρουμε τη μεγαλύτερη εκδίκηση που μπορούμε, και πολύ λιγότερο να συνομολογήσουμε συνθήκες μ᾽ αυτόν που τα έπραξε· και κατόπιν ο ελληνισμός, ένας κόσμος που στις φλέβες του κυλά το ίδιο αίμα και που μιλά την ίδια γλώσσα κι έχει κοινά τα λατρευτικά κέντρα των θεών και θυσίες και συνήθειες ίδιες κι απαράλλαχτες — η προδοσία όλων αυτών θα ήταν αίσχος για τους Αθηναίους.
[8.144.3]ἐπίστασθέ τε οὕτω, εἰ μὴ καὶ πρότερον ἐτυγχάνετε ἐπιστάμενοι· ἔστ᾽ ἂν καὶ εἷς περιῇ Ἀθηναίων, μηδαμὰ ὁμολογήσοντας ἡμέας Ξέρξῃ. ὑμέων μέντοι ἀγάμεθα τὴν προνοίην τὴν ἐς ἡμέας ἔχουσαν, ὅτι προείδετε ἡμέων οἰκοφθορημένων οὕτω ὥστε ἐπιθρέψαι ἐθέλειν ἡμέων τοὺς οἰκέτας.Και να ξέρετε καλά τούτο, αν τυχαίνει να μη το ξέρετε ώς τώρα, όσο θα μένει ζωντανός έστω και ένας Αθηναίος, δε θα κάνουμε συνθήκες με τον Ξέρξη ποτέ. Βέβαια ήταν ευχάριστη έκπληξη για μας η έγνοια σας για την κατάστασή μας, η πρόνοιά σας για μας που ρήμαξαν τα σπιτικά μας, αφού θέλετε να συντηρήσετε τους ανθρώπους των σπιτιών μας.
[8.144.4]καὶ ὑμῖν μὲν ἡ χάρις ἐκπεπλήρωται, ἡμεῖς μέντοι λιπαρήσομεν οὕτω ὅκως ἂν ἔχωμεν, οὐδὲν λυπέοντες ὑμέας. νῦν δέ, ὡς οὕτω ἐχόντων, στρατιὴν ὡς τάχιστα ἐκπέμπετε.Η ευεργεσία σας είναι σαν να γίνηκε, όμως εμείς θα κάνουμε πέτρα την καρδιά μας στην κατάσταση που βρισκόμαστε και δε θα σας δώσουμε κανένα βάρος. Μόνο, μια κι έτσι έχουν τα πράματα, να στείλετε το γρηγορότερο το εκστρατευτικό σώμα.
[8.144.5]ὡς γὰρ ἡμεῖς εἰκάζομεν, οὐκ ἑκὰς χρόνου παρέσται ὁ βάρβαρος ἐσβαλὼν ἐς τὴν ἡμετέρην, ἀλλ᾽ ἐπειδὰν τάχιστα πύθηται τὴν ἀγγελίην ὅτι οὐδὲν ποιήσομεν τῶν ἐκεῖνος ἡμέων προσεδέετο. πρὶν ὦν παρεῖναι ἐκεῖνον ἐς τὴν Ἀττικήν, ὑμέας καιρός ἐστι προβοηθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην. οἱ μὲν ταῦτα ὑποκριναμένων Ἀθηναίων ἀπαλλάσσοντο ἐς Σπάρτην.Γιατί, κατά τους υπολογισμούς μας, δε θα περάσει πολύς καιρός κι ο βάρβαρος θα εμφανιστεί εδώ κάνοντας εισβολή στη χώρα μας, αλλά αμέσως μόλις πάρει την είδηση ότι δε θα κάνουμε τίποτε απ᾽ όσα εκείνος μας ζητούσε. Λοιπόν, προτού εκείνος εμφανιστεί στην Αττική, έχει ζωτική σημασία να σπεύσετε έγκαιρα σε βοήθεια στη Βοιωτία». Κι οι άλλοι, ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την απάντηση των Αθηναίων, πήραν το δρόμο του γυρισμού για τη Σπάρτη.

Τα σχόλια είναι κλειστά.