Ησίοδος – Θεογονία

Πηγή αρχαίου κειμένου viotikoskosmos.wikidot.com
Πηγή μετάφρασης research.uni-leipzig.de

Θεογ_1Μουσάων Ἑλικωνιάδων ἀρχώμεθ’ ἀείδειν,
αἵ θ’ Ἑλικῶνος ἔχουσιν ὄρος μέγα τε ζάθεόν τε,
καί τε περὶ κρήνην ἰοειδέα πόσσ’ ἁπαλοῖσιν
ὀρχεῦνται καὶ βωμὸν ἐρισθενέος Κρονίωνος.
Ας αρχίσουμε το τραγούδι με τις Μούσες τις Ελικωνιάδες
που κατέχουν τον Ελικώνα, το ιερό και μεγαλόπρεπο βουνό
και χορεύουν με τ’απαλά τους πόδια, γυρ’ από την κρήνη
με τους μενεξέδες και τον βωμό του μεγαλοδύναμου γυιού
του Κρόνου,
Θεογ_5καί τε λοεσσάμεναι τέρενα χρόα Περμησσοῖο
ἠ’ Ἵππου κρήνης ἠ’ Ὀλμειοῦ ζαθέοιο
ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο,
καλοὺς ἱμερόεντας, ἐπερρώσαντο δὲ ποσσίν.
ἔνθεν ἀπορνύμεναι κεκαλυμμέναι ἠέρι πολλῷ
και σαν λούσουν τα τρυφερά κορμιά τους στον Περμησσό
ή στην Ιπποκρήνη ή στον σεβαστό Ολμειό, στην πιο ψηλή
κορφή του Ελικώνα, στήνουν χορούς μαγευτικούς,
βάζοντας δύναμη στα πόδια τους. Κι από κει ξεπηδούν
μεσ’ τη νύχτα, τυλιγμένες σε πυκνή ομίχλη
Θεογ_10ἐννύχιαι στεῖχον περικαλλέα ὄσσαν ἱεῖσαι,
ὑμνεῦσαι Δία τ’ αἰγίοχον καὶ πότνιαν Ἥρην
Ἀργείην, χρυσέοισι πεδίλοις ἐμβεβαυῖαν,
κούρην τ’ αἰγιόχοιο Διὸς γλαυκῶπιν Ἀθήνην
Φοῖβόν τ’ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν
και πηγαίνουν υμνώντας με πανέμορφη φωνή
τον Δία τον Αιγίοχο, την Αργεία την Ήρα
τη σεβαστή, τη χρυσοπέδιλη, και την κόρη
του Αιγίοχου Δία, τη γλαυκομάτα Αθηνά,
τον Φοίβο Απόλλωνα και την τοξεύτρα Άρτεμη,
Θεογ_15ἠδὲ Ποσειδάωνα γαιήοχον ἐννοσίγαιον
καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ’ Ἀφροδίτην
Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε Διώνην
Λητώ τ’ Ἰαπετόν τε ἰδὲ Κρόνον ἀγκυλομήτην
Ἠῶ τ’ Ἠέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην
τον αφέντη της γης, τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα και
τη σεμνή Θέμιδα, την παιχνιδοβλέφαρη Αφροδίτη και
τη χρυσοστεφανωμένη Ήβη, την όμορφη Διώνη και
τη Λητώ, τον Ιαπετό και τον δόλιο Κρόνο,
την Ηώ και τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και
Θεογ_20Γαῖάν τ’ Ὠκεανόν τε μέγαν καὶ Νύκτα μέλαιναν
ἄλλων τ’ ἀθανάτων ἱερὸν γένος αἰὲν ἐόντων.
Αἵ νύ ποθ’ Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν,
ἄρνας ποιμαίνονθ’ Ἑλικῶνος ὕπο ζαθέοιο.
τόνδε δέ με πρώτιστα θεαὶ πρὸς μῦθον ἔειπον,
τη Γαία, τον Ωκεανό τον μέγα και τη μαύρη Νύχτα και
την ιερή γενιά των αιώνιων άλλων αθανάτων.
Αυτές δίδαξαν κάποτε στον Ησίοδο ένα όμορφο τραγούδι,
καθώς έβοσκε τ’ αρνιά του κάτω απ’ τον ιερό Ελικώνα.
Κι αυτά τα λόγια πρώτα μου αφηγήθηκαν
Θεογ_25Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο.
«Ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ’ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον,
ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα,
ἴδμεν δ’ εὖτ’ ἐθέλωμεν ἀληθέα γηρύσασθαι.»
Ὣς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι,
οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι κόρες του Δία του Αιγίοχου:
«πως εμείς οι αγριοβοσκοί, οι ξεδιάντροποι, που είμαστε μόνο
κοιλιές, ξέρουμε ψέμματα πολλά να λέμε που μοιάζουν με
αλήθειες, αλλά ξέρουμε, αν το θέλουμε να λέμε και την
αλήθεια». Έτσι μίλησαν οι κόρες του μεγάλου Δία με λόγια
Θεογ_30καί μοι σκῆπτρον ἔδον δάφνης ἐριθηλέος ὄζον
δρέψασαι, θηητόν. ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν
θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ’ ἐσσόμενα πρό τ’ ἐόντα,
καί μ’ ἐκέλονθ’ ὑμνεῖν μακάρων γένος αἰὲν ἐόντων,
σφᾶς δ’ αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν ἀείδειν.
καθαρά και κόβοντας ένα κλαρί δάφνης, γεμάτο βλαστούς,
μου τό δωσαν σκήπτρο. Και μου ενέπνευσαν τραγούδι θεσπέσιο
για να τραγουδώ τα μελλούμενα και τα περασμένα και
με πρόσταξαν να υμνώ την αιώνια γενιά των μακαρίων, πρώτα
όμως ν’ αρχίζω και να τελειώνω το τραγούδι μου μ’ αυτές.
Θεογ_35Ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;
Τύνη, Μουσάων ἀρχώμεθα, ταὶ Διὶ πατρὶ
ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου,
εἴρουσαι τά τ’ ἐόντα τά τ’ ἐσσόμενα πρό τ’ ἐόντα,
φωνῇ ὁμηρεῦσαι, τῶν δ’ ἀκάματος ῥέει αὐδὴ
Αλλά γιατί μιλάμε για πράγματα που δεν είναι τόσο
σημαντικά; Έλα, ας αρχίσουμε απ’ τις Μούσες που τέρπουν
με τους ύμνους τους τη μεγάλη ψυχή του πατέρα Δία πάνω
στον Όλυμπο, τραγουδώντας τα τωρινά, τα περασμένα και
τα μελλούμενα με φωνή ποιητική, απ’ αυτές που ρέει απ’
το γλυκό τους
Θεογ_40ἐκ στομάτων ἡδεῖα. γελᾷ δέ τε δώματα πατρὸς
Ζηνὸς ἐριγδούποιο θεᾶν ὀπὶ λειριοέσσῃ
σκιδναμένῃ, ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου
δώματά τ’ ἀθανάτων. αἱ δ’ ἄμβροτον ὄσσαν ἱεῖσαι
θεῶν γένος αἰδοῖον πρῶτον κλείουσιν ἀοιδῇ
στόμα τραγούδι χωρίς ποτέ να κουράζονται.
Και χαίρονται τα δώματα του πατέρα Δία του βροντερού,
όταν γεμίζουν με λουλουδένια φωνή των θεαινών.
Κι αντιλαλεί ο χιονισμένος Όλυμπος και τα δώματα
των αθανάτων θεών πρώτα, αυτούς που
Θεογ_45ἐξ ἀρχῆς, οὓς Γαῖα καὶ Οὐρανὸς εὐρὺς ἔτικτεν,
οἵ τ’ ἐκ τῶν ἐγένοντο, θεοὶ δωτῆρες ἐάων.
δεύτερον αὖτε Ζῆνα θεῶν πατέρ’ ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν,
[ἀρχόμεναί θ’ ὑμνεῦσι θεαὶ λήγουσαί τ’ ἀοιδῆς,]
ὅσσον φέρτατός ἐστι θεῶν κάρτει τε μέγιστος.
η Γη κι ο μεγάλος Ουρανός γέννησαν κι εκείνους
που γέννησαν τους θεούς τους δωρητές μας.
Κατόπιν οι θεές αρχίζουν και τελειώνουν το τραγούδι υμνώντας
τον Δία τον πατέρα θεών και ανθρώπων, για την ανωτερότητα
του ανάμεσα στους θεούς και την μεγαλοσύνη του.
Θεογ_50αὖτις δ’ ἀνθρώπων τε γένος κρατερῶν τε Γιγάντων
ὑμνεῦσαι τέρπουσι Διὸς νόον ἐντὸς Ὀλύμπου
Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο.
Τὰς ἐν Πιερίῃ Κρονίδῃ τέκε πατρὶ μιγεῖσα
Μνημοσύνη, γουνοῖσιν Ἐλευθῆρος μεδέουσα,
Μετά υμνώντας το γένος των ανθρώπων και των ισχυρών
Γιγάντων τέρπουν τη ψυχή του Δία πάνω στον Όλυμπο,
οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι θυγατέρες του Δία του Αιγιόχου.
Τις γέννησε η Μνημοσύνη η κυρά της Ελευθήρος αφού έσμιξε
με τον γυιό του Κρόνου στις ακροκορφές τις Πιερίας,
Θεογ_55λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων.
ἐννέα γάρ οἱ νύκτας ἐμίσγετο μητίετα Ζεὺς
νόσφιν ἀπ’ ἀθανάτων ἱερὸν λέχος εἰσαναβαίνων.
ἀλλ’ ὅτε δή ῥ’ ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ’ ἔτραπον ὧραι
μηνῶν φθινόντων, περὶ δ’ ἤματα πόλλ’ ἐτελέσθη,
για να λησμονούμε τις στενοχώριες μας και να διώχνουν
τις έγνοιες. Εννιά νύχτες έσμιγε μαζί τους ο σοφός Δίας
ανεβαίνοντας στο ιερό κρεβάτι κρυφά απ’ τους αθάνατους.
Μα όταν γύρισε ο χρόνος και κύλισαν οι ώρες και
τα φεγγάρια μίκραιναν κι οι μέρες έρχονταν και φεύγαν,
Θεογ_60ἡ δ’ ἔτεκ’ ἐννέα κούρας, ὁμόφρονας, ἧσιν ἀοιδὴ
μέμβλεται ἐν στήθεσσιν, ἀκηδέα θυμὸν ἐχούσαις,
Τυτθὸν ἀπ’ ἀκροτάτης κορυφῆς νιφόεντος Ὀλύμπου.
[ἔνθά σφιν λιπαροί τε χοροὶ καὶ δώματα καλά,
πὰρ δ’ αὐτῇς Χάριτές τε καὶ Ἵμερος οἰκί’ ἔχουσιν
του γέννησε εννιά κόρες που είχαν τα ίδια ψυχικά
χαρίσματα, που άλλη φροντίδα εκτός το τραγούδι δεν είχαν
στην καρδιά τους, ούτε καμμιά έγνοια στη ψυχή και
που κατοικούσαν στην πιο ψηλή κορφή του χιονισμένου
Ολύμπου. Εκεί, στα ωραία παλάτια γίνονται λαμπροί χοροί
και δίπλα κατοικούν οι Χάριτες κι ο Ίμερος,
Θεογ_65ἐν θαλίῃς. ἐρατὴν δὲ διὰ στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι
μέλπονται, πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνὰ
ἀθανάτων κλείουσιν, ἐπήρατον ὄσσαν ἱεῖσαι.]
Αἳ τότ’ ἴσαν πρὸς Ὄλυμπον, ἀγαλλόμεναι ὀπὶ καλῇ,
ἀμβροσίῃ μολπῇ. περὶ δ’ ἴαχε γαῖα μέλαινα
μέσα στη χαρά. Κι εκτοξεύοντας απ’ το στόμα τους φωνή
μαγευτική, τραγουδούν τους νόμους των πάντων, και
των αθανάτων τα ιερά ήθη διαλαλούν, εκτοξεύοντας
τη μαγευτική φωνή τους. Και τότε κινήσαν για τον Όλυμπο
και χαιρόντουσαν την όμορφη φωνή τους με το θαυμάσιο
τραγούδι, και τριγύρω
Θεογ_70ὑμνεύσαις, ἐρατὸς δὲ ποδῶν ὕπο δοῦπος ὀρώρει
νισομένων πατέρ’ εἰς ὅν. ὁ δ’ οὐρανῷ ἐμβασιλεύει,
αὐτὸς ἔχων βροντὴν ἠδ’ αἰθαλόεντα κεραυνόν,
κάρτει νικήσας πατέρα Κρόνον. εὖ δὲ ἕκαστα
ἀθανάτοις διέταξε νόμους καὶ ἐπέφραδε τιμάς.
αντιλαλούσε απ’ τους ύμνους η μαύρη γη και μαγευτικοί ήχοι
έβγαιναν απ’ το περπάτημά τους, καθώς τραβούσαν για
τον πατέρα τους που βασιλεύει στον ουρανό, που αυτός
μονάχος του κατέχει τη βροντή και τον φλογερό κεραυνό,
που με τη δύναμη του νίκησε τον πατέρα του τον Κρόνο και
που με σοφία τακτοποίησε τα των αθανάτων κι έδωσε αξιώματα.
Θεογ_75Ταῦτ’ ἄρα Μοῦσαι ἄειδον Ὀλύμπια δώματ’ ἔχουσαι,
ἐννέα θυγατέρες μεγάλου Διὸς ἐκγεγαυῖαι,
Κλειώ τ’ Εὐτέρπη τε Θάλειά τε Μελπομένη τε
Τερψιχόρη τ’ Ἐρατώ τε Πολύμνιά τ’ Οὐρανίη τε
Καλλιόπη θ’. ἡ δὲ προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων.
Αυτά λοιπόν τραγουδούσαν οι Μούσες που μένουν
στα Ολύμπια παλάτια, οι εννέα θυγατέρες του μεγάλου Δία,
η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη,
η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Πολύμνοια, η Ουρανία κι
η Καλλιόπη, αυτή που ξεχωρίζει απ’ όλες.
Θεογ_80ἡ γὰρ καὶ βασιλεῦσιν ἅμ’ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.
ὅντινα τιμήσουσι Διὸς κοῦραι μεγάλοιο
γεινόμενόν τε ἴδωσι διοτρεφέων βασιλήων,
τῷ μὲν ἐπὶ γλώσσῃ γλυκερὴν χείουσιν ἐέρσην,
τοῦ δ’ ἔπε’ ἐκ στόματος ῥεῖ μείλιχα. οἱ δέ νυ λαοὶ
Αυτή που συναναστρέφεται με βασιλιάδες.
Κι όποιον απ’ τους βασιλιάδες που έχει ορίσει ο Δίας
τον τιμήσουν οι μεγάλες θυγατέρες του και δουν τη γέννησή του
με καλό μάτι, γλυκειά δροσιά του στάζουν στη γλώσσα και
βγαίνουν απ’ το στόμα του λόγια γλυκά. Κι όλος ο λαός
Θεογ_85πάντες ἐς αὐτὸν ὁρῶσι διακρίνοντα θέμιστας
ἰθείῃσι δίκῃσιν. ὁ δ’ ἀσφαλέως ἀγορεύων
αἶψά τι καὶ μέγα νεῖκος ἐπισταμένως κατέπαυσε.
τούνεκα γὰρ βασιλῆες ἐχέφρονες, οὕνεκα λαοῖς
βλαπτομένοις ἀγορῆφι μετάτροπα ἔργα τελεῦσι
έχει τα μάτια επάνω του καθώς δικάζει με δίκαιες
αποφάσεις και καθώς αγορεύει με λόγια σίγουρα,
σταματά αμέσως τις μεγάλες φιλονικίες με μαστοριά.
Διότι έτσι πρέπει να είναι οι σώφρονες βασιλιάδες.
Αυτούς που αδικούνται εύκολα να τους ικανοποιούν
Θεογ_90ῥηιδίως, μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν.
ἐρχόμενον δ’ ἀν’ ἀγῶνα θεὸν ὣς ἱλάσκονται
αἰδοῖ μειλιχίῃ, μετὰ δὲ πρέπει ἀγρομένοισι.
τοίη Μουσάων ἱερὴ δόσις ἀνθρώποισιν.
Ἐκ γάρ τοι Μουσέων καὶ ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος
στις συνεδριάσεις και να τους πείθουν με λόγια απαλά.
Κι όταν βαδίζει στη συνεδρίαση τον τιμούν σαν θεό για το μειλίχιο
ύφος του και λάμπει ανάμεσα στους συναθροισμένους.
Κι αυτό είναι το ιερό δώρο των Μουσών στους ανθρώπους.
Διότι χάρη στις Μούσες και τον Απόλλωνα που πετά το τόξο
Θεογ_95ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθόνα καὶ κιθαρισταί,
ἐκ δὲ Διὸς βασιλῆες. ὁ δ’ ὄλβιος, ὅντινα Μοῦσαι
φίλωνται. γλυκερή οἱ ἀπὸ στόματος ῥέει αὐδή.
εἰ γάρ τις καὶ πένθος ἔχων νεοκηδέι θυμῷ
ἄζηται κραδίην ἀκαχήμενος, αὐτὰρ ἀοιδὸς
μακρυά, υπάρχουν στη γη τραγουδιστές και κιθαριστές και
χάρη στον Δία βασιλιάδες. Κι αυτός που του δείχνουν ευμένεια
οι Μούσες είναι ευτυχισμένος και γλυκειά τρέχει η φωνή απ’
το στόμα του. Γιατί αν κάποιος έχει πένθος και πρόσφατη πληγή
στα στήθεια, η καρδιά του μαραίνεται απ’ τους στεναγμούς,
Θεογ_100Μουσάων θεράπων κλεῖα προτέρων ἀνθρώπων
ὑμνήσει μάκαράς τε θεοὺς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν,
αἶψ’ ὅ γε δυσφροσυνέων ἐπιλήθεται οὐδέ τι κηδέων
μέμνηται. ταχέως δὲ παρέτραπε δῶρα θεάων.
Χαίρετε τέκνα Διός, δότε δ’ ἱμερόεσσαν ἀοιδήν.
όταν όμως ο τραγουδιστής που υπηρετεί τις Μούσες υμνήσει
τις δόξες των πρώτων ανθρώπων και τους μακάριους θεούς
που κατέχουν τον Όλυμπο, αμέσως λησμονά τον καϋμό του
και δεν θυμάται καμμιά έγνοια. Έτσι γρήγορα τις σκορπούν
(τις έγνοιες) τα δώρα των θεαινών. Χαίρετε τέκνα του Δία και
δώστε το μαγευτικό τραγούδι.
Θεογ_105κλείετε δ’ ἀθανάτων ἱερὸν γένος αἰὲν ἐόντων,
οἳ Γῆς ἐξεγένοντο καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος,
Νυκτός τε δνοφερῆς, οὕς θ’ ἁλμυρὸς ἔτρεφε Πόντος.
εἴπατε δ’ ὡς τὰ πρῶτα θεοὶ καὶ γαῖα γένοντο
καὶ ποταμοὶ καὶ πόντος ἀπείριτος οἴδματι θυίων
Δοξάστε την ιερή γενιά των αιώνιων αθανάτων που
γεννήθηκαν απ’ τη Γη και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό και
τη Νύχτα τη σκοτεινή, κι αυτούς που έτρεφε ο Πόντος ο αλμυρός.
Και πείτε πως πρώτα γεννήθηκαν οι θεοί κι η Γη κι
οι ποταμοί και ο απέραντος Πόντος με τα μανιασμένα κύματα
Θεογ_110ἄστρά τε λαμπετόωντα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθεν.
[οἵ τ’ ἐκ τῶν ἐγένοντο, θεοὶ δωτῆρες ἐάων.]
ὥς τ’ ἄφενος δάσσαντο καὶ ὡς τιμὰς διέλοντο,
ἠδὲ καὶ ὡς τὰ πρῶτα πολύπτυχον ἔσχον Ὄλυμπον.
ταῦτά μοι ἔσπετε Μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ’ ἔχουσαι
και τ’ αστέρια τα λαμπρά, κι ο Ουρανός ψηλά ο πλατύς κι
αυτούς που γεννήθηκαν απ’ τους θεούς, τους δωρητές
των αγαθών, και πως μοιράστηκαν τα πλούτη και χώρισαν
τ’ αξιώματα και πως ακόμη κατάκτησαν τον Όλυμπο με
τις πολλές χαράδρες. Αυτά να μου αφηγηθείτε Μούσες
που έχετε τ’ ανάκτορα του Ολύμπου,
Θεογ_115[ἐξ ἀρχῆς, καὶ εἴπαθ’, ὅτι πρῶτον γένετ’ αὐτῶν.]
Ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ’. αὐτὰρ ἔπειτα
Γαῖ’ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ
ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου,
Τάρταρά τ’ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης,
απ’ την αρχή και λέγοντας μου ποιό έγινε πρώτα απ’ αυτά.
Στην αρχή γεννήθηκε το Χάος, κι έπειτα η πλατύστηθη Γαία
παντοτινός και ασφαλής τόπος των αθανάτων που
εξουσιάζουν τις χιονισμένες κορφές του Ολύμπου και
τα σκοτεινά Τάρταρα στα βάθη της γης με τους πλατείς δρόμους.
Θεογ_120ἠδ’ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι,
λυσιμελής, πάντων τε θεῶν πάντων τ’ ἀνθρώπων
δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν.
Ἐκ Χάεος δ’ Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο.
Νυκτὸς δ’ αὖτ’ Αἰθήρ τε καὶ Ἡμέρη ἐξεγένοντο,
Μετά ο Έρως που είναι ο ωραιότερος ανάμεσα στους
αθάνατους θεούς, που λύνει τα μέλη όλων των θεών και
των ανθρώπων και δαμάζει στα στήθεια την καρδιά και τον νου.
Από το Χάος ακόμη δημιουργήθηκαν το Έρεβος κι η μαύρη
νύχτα. Κι απ’ τη Νύχτα γεννήθηκε ο Αιθέρας κι η Ημέρα,
Θεογ_125οὓς τέκε κυσαμένη Ἐρέβει φιλότητι μιγεῖσα.
Γαῖα δέ τοι πρῶτον μὲν ἐγείνατο ἶσον ἑωυτῇ
Οὐρανὸν ἀστερόενθ’, ἵνα μιν περὶ πάντα καλύπτοι,
ὄφρ’ εἴη μακάρεσσι θεοῖς ἕδος ἀσφαλὲς αἰεί,
γείνατο δ’ οὔρεα μακρά, θεᾶν χαρίεντας ἐναύλους
που τα γέννησε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος.
Η Γη πρώτα γέννησε τον γεμάτο αστέρια Ουρανό,
ίσο με αυτήν να την καλύπτει από παντού και να
είναι για πάντα ασφαλής τόπος για τους μακάριους θεούς.
Και γέννησε τα ψηλά Όρη, χαριτωμένους τόπους
Θεογ_130Νυμφέων, αἳ ναίουσιν ἀν’ οὔρεα βησσήεντα,
ἠδὲ καὶ ἀτρύγετον πέλαγος τέκεν οἴδματι θυῖον,
Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου. αὐτὰρ ἔπειτα
Οὐρανῷ εὐνηθεῖσα τέκ’ Ὠκεανὸν βαθυδίνην
Κοῖόν τε Κρεῖόν θ’ Ὑπερίονά τ’ Ἰαπετόν τε
των Νυμφών, των θεαινών που κατοικούν στα δασωμένα βουνά.
Κι αυτή γέννησε και τον Πόντο, το ατέλειωτο πέλαγος, με
τα μανιασμένα κύματα, χωρίς ερωτικό σμίξιμο.
Έπειτα αφού πλάγιασε με τον Ουρανό, γέννησε τον βαθύ
Ωκεανό, τον Κοίο, τον Κριό, τον Υπερίωνα, τον Ιαπετό,
Θεογ_135Θείαν τε Ῥείαν τε Θέμιν τε Μνημοσύνην τε
Φοίβην τε χρυσοστέφανον Τηθύν τ’ ἐρατεινήν.
τοὺς δὲ μέθ’ ὁπλότατος γένετο Κρόνος ἀγκυλομήτης,
δεινότατος παίδων, θαλερὸν δ’ ἤχθηρε τοκῆα.
Γείνατο δ’ αὖ Κύκλωπας ὑπέρβιον ἦτορ ἔχοντας,
τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη
χρυσοστεφανωμένη Φοίβη, και τη χαριτωμένη Τηθύα.
Μετά απ’ αυτούς γεννήθηκε ο δόλιος Κρόνος, ο φοβερώτερος
απ’ όλους τους γυιούς, που μίσησε τον θαλερό γονιό του.
Και γέννησε μετά τους Κύκλωπες με την ατρόμητη καρδιά,
Θεογ_140Βρόντην τε Στερόπην τε καὶ Ἄργην ὀβριμόθυμον,
οἳ Ζηνὶ βροντήν τ’ ἔδοσαν τεῦξάν τε κεραυνόν.
οἱ δ’ ἤτοι τὰ μὲν ἄλλα θεοῖς ἐναλίγκιοι ἦσαν,
μοῦνος δ’ ὀφθαλμὸς μέσσῳ ἐνέκειτο μετώπῳ.
Κύκλωπες δ’ ὄνομ’ ἦσαν ἐπώνυμον, οὕνεκ’ ἄρά σφεων
τον Βρόντη, τον Στερόπη και τον ορμητικό Άργη,
οι οποίοι έδωσαν στον Δία τη βροντή και έφτειαξαν
τον κεραυνό. Κι ήσαν όμοιοι σ’όλα με τους θεούς,
μόνο που είχαν ένα μάτι στη μέση του μετώπου τους.
Κι ήταν γνωστοί με τ’ όνομα Κύκλωπες
Θεογ_145κυκλοτερὴς ὀφθαλμὸς ἕεις ἐνέκειτο μετώπῳ.
ἰσχὺς δ’ ἠδὲ βίη καὶ μηχαναὶ ἦσαν ἐπ’ ἔργοις.
ἄλλοι δ’ αὖ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἐξεγένοντο
Τρεῖς παῖδες μεγάλοι “τε” καὶ ὄβριμοι, οὐκ ὀνομαστοί,
Κόττος τε Βριάρεώς τε Γύγης θ’, ὑπερήφανα τέκνα.
γιατ’ είχαν στο μέτωπό τους το στρογγυλό μάτι.
Ήταν ισχυροί κι ορμητικοί και επινοητικοί στα έργα που
έκαναν και τους είχαν μεγαλώσει και μάθει να μιλούν οι θεοί.
Μετά γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό, άλλοι τρεις γυοί
μεγάλοι και φοβεροί –καλύτερα μη τους βάζεις στο στόμα σου-,
ο Κόττος, ο Βριάρεως και ο Γύγης παιδιά υπερήφανα.
Θεογ_150τῶν ἑκατὸν μὲν χεῖρες ἀπ’ ὤμων ἀίσσοντο,
ἄπλαστοι, κεφαλαὶ δὲ ἑκάστῳ πεντήκοντα
ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσιν.
ἰσχὺς δ’ ἄπλητος κρατερὴ μεγάλῳ ἐπὶ εἴδει.
Ὅσσοι γὰρ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἐξεγένοντο,
Απ’ τους ώμους τους σάλευαν εκατό χέρια που δεν μπορούσες
να τα ζυγώσεις και για τον καθένα πενήντα κεφάλια φύτρωναν
απ΄ τους ώμους πάνω στα στιβαρά τους μέλη. Κι είχαν ισχύ
ακατανίκητη και φοβερή όσο το ανάστημά τους.
Τους φοβερώτερους γυιούς, απ’ όσους γεννήθηκαν απ’ τη Γαία
και τον Ουρανό,
Θεογ_155δεινότατοι παίδων, σφετέρῳ δ’ ἤχθοντο τοκῆι
ἐξ ἀρχῆς. καὶ τῶν μὲν ὅπως τις πρῶτα γένοιτο,
πάντας ἀποκρύπτασκε καὶ ἐς φάος οὐκ ἀνίεσκε
Γαίης ἐν κευθμῶνι, κακῷ δ’ ἐπετέρπετο ἔργῳ,
Οὐρανός. ἡ δ’ ἐντὸς στοναχίζετο Γαῖα πελώρη
τους εχθρευόταν απ’ την αρχή ο πατέρας τους και
μόλις γεννιόταν ο καθένας τον έκρυβε στα έγκατα
της Γης και δεν τους άφηνε ν’ ανέβουν στο φως.
Και χαιρόταν με το κακό του έργο ο Ουρανός.
Αλλά η πελώρια Γη βαρυγγομούσε από μέσα της
Θεογ_160στεινομένη, δολίην δὲ κακὴν ἐπεφράσσατο τέχνην.
αἶψα δὲ ποιήσασα γένος πολιοῦ ἀδάμαντος
τεῦξε μέγα δρέπανον καὶ ἐπέφραδε παισὶ φίλοισιν.
εἶπε δὲ θαρσύνουσα, φίλον τετιημένη ἦτορ.
Παῖδες ἐμοὶ καὶ πατρὸς ἀτασθάλου, αἴ κ’ ἐθέλητε
και σκέφτηκε ένα δόλιο και κακό τέχνασμα.
Αμέσως γέννησε το γκρίζο ατσάλι κι έφτιαξε ένα μεγάλο δρεπάνι
κι εξήγησε στους αγαπημένους της γυιούς τι να κάνουν.
Και δίνοντας τους θάρρος και με πόνο στην καρδιά τους είπε:
«Παιδιά δικά μου που έχετε πατέρα κακούργο, αν θέλετε
Θεογ_165πείθεσθαι. πατρός κε κακὴν τεισαίμεθα λώβην
ὑμετέρου. πρότερος γὰρ ἀεικέα μήσατο ἔργα.
Ὣς φάτο. τοὺς δ’ ἄρα πάντας ἕλεν δέος, οὐδέ τις αὐτῶν
φθέγξατο. θαρσήσας δὲ μέγας Κρόνος ἀγκυλομήτης
αἶψ’ αὖτις μύθοισι προσηύδα μητέρα κεδνήν.
να μ’ακούσετε, μπορούμε να τιμωρήσουμε την αδικία
του πατέρα σας μιας κι αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις».
Έτσι μίλησε κι όλους τους έπιασε δέος και κανένας δεν μιλούσε.
Τότε πήρε θάρρος ο πανούργος Κρόνος και
μ’ αυτά τα λόγια απάντησε στη σεβάσμια μητέρα του:
Θεογ_170«Μῆτερ, ἐγώ κεν τοῦτό γ’ ὑποσχόμενος τελέσαιμι
ἔργον, ἐπεὶ πατρός γε δυσωνύμου οὐκ ἀλεγίζω
ἡμετέρου. πρότερος γὰρ ἀεικέα μήσατο ἔργα».
Ὣς φάτο. γήθησεν δὲ μέγα φρεσὶ Γαῖα πελώρη.
εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ, ἐνέθηκε δὲ χερσὶν
«Μητέρα σου υπόσχομαι πως εγώ θα εκτελέσω αυτή
την πράξη, γιατί δεν λογαριάζω τον ακατανόμαστο
πατέρα μας. Αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις».
Έτσι μίλησε κι αναγάλλιασε μέσα της η πελώρια Γαία.
Τον έβαλε να καθίσει σε ενέδρα, του έβαλε στο χέρι
Θεογ_175ἅρπην καρχαρόδοντα, δόλον δ’ ὑπεθήκατο πάντα.
ἦλθε δὲ νύκτ’ ἐπάγων μέγας Οὐρανός, ἀμφὶ δὲ Γαίῃ
ἱμείρων φιλότητος ἐπέσχετο, καί ῥ’ ἐτανύσθη
πάντῃ. ὁ δ’ ἐκ λοχέοιο πάις ὠρέξατο χειρὶ
σκαιῇ, δεξιτερῇ δὲ πελώριον ἔλλαβεν ἅρπην,
το δρεπάνι με τα κοφτερά δόντια και του εξήγησε το δόλιο σχέδιο.
Και φέρνοντας τη νύχτα, ήλθε ο μέγας Ουρανός κι ολόγυρα
απλώθηκε και σκέπασε τη Γαία με πόθο ερωτικό.
Κι απ’ την κρυψώνα του άπλωσε ο γυιός του τ’ αριστερό του χέρι
και με το δεξί έπιασε το πελώριο δρεπάνι με
Θεογ_180μακρὴν καρχαρόδοντα, φίλου δ’ ἀπὸ μήδεα πατρὸς
ἐσσυμένως ἤμησε, πάλιν δ’ ἔρριψε φέρεσθαι
ἐξοπίσω. τὰ μὲν οὔ τι ἐτώσια ἔκφυγε χειρός.
ὅσσαι γὰρ ῥαθάμιγγες ἀπέσσυθεν αἱματόεσσαι,
πάσας δέξατο Γαῖα. περιπλομένων δ’ ἐνιαυτῶν
τα μακρυά κοφτερά δόντια κι αμέσως έκοψε τα αιδοία
του πατέρα του και τα πέταξε πίσω του.
Όμως δεν έφυγαν απ’ τα χέρια του μάταια, γιατί
όσες στάλες απ’ το αίμα του έπεσαν, τις μάζεψε η Γαία
και με το πέρασμα του χρόνου
Θεογ_185γείνατ’ Ἐρινῦς τε κρατερὰς μεγάλους τε Γίγαντας,
τεύχεσι λαμπομένους, δολίχ’ ἔγχεα χερσὶν ἔχοντας,
Νύμφας θ’ ἃς Μελίας καλέουσ’ ἐπ’ ἀπείρονα γαῖαν.
μήδεα δ’ ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι
κάββαλ’ ἀπ’ ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ,
γεννήθηκαν οι κρατερές Ερινύες, οι μεγάλοι Γίγαντες
οι λαμπροαρματωμένοι, που κρατούν στα χέρια τους
μακρυά κοντάρια κι οι Νύμφες που τις αποκαλούν Μελίες στην
απέραντη Γη. Κι αμέσως μόλις έκοψε τα αιδοία με το δρεπάνι
τα πέταξε απ’ τη στεριά στον πολυτρικυμισμένο πόντο
Θεογ_190ὣς φέρετ’ ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον, ἀμφὶ δὲ λευκὸς
ἀφρὸς ἀπ’ ἀθανάτου χροὸς ὤρνυτο. τῷ δ’ ἔνι κούρη
ἐθρέφθη. πρῶτον δὲ Κυθήροισι ζαθέοισιν
ἔπλητ’, ἔνθεν ἔπειτα περίρρυτον ἵκετο Κύπρον.
Ἐκ δ’ ἔβη αἰδοίη καλὴ θεός, ἀμφὶ δὲ ποίη
κι αυτά περιφερόταν στο πέλαγος για πολύ χρόνο. Τριγύρω
ανέβαινε λευκός αφρός απ’ τ’ αθάνατα μέλη κι εκεί μέσα
αναθράφτηκε μια κόρη. Στην αρχή πήγε προς τα ιερά Κύθηρα
και μετά έφτασε στην Κύπρο που βρέχεται από παντού.
Εκεί βγήκε η σεβαστή και καλή θεά και γύρω απ’
Θεογ_195ποσσὶν ὕπο ῥαδινοῖσιν ἀέξετο. τὴν δ’ Ἀφροδίτην
[ἀφρογενέα τε θεὰν καὶ ἐυστέφανον Κυθέρειαν]
κικλήσκουσι θεοί τε καὶ ἀνέρες, οὕνεκ’ ἐν ἀφρῷ
θρέφθη. ἀτὰρ Κυθέρειαν, ὅτι προσέκυρσε Κυθήροις.
Κυπρογενέα δ’, ὅτι γέντο περικλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ.
τα πόδια της τα τρυφερά φύτρωνε χλόη. Αφροδίτη
(αφρογεννημένη θεά και ομορφοστεφάνωτη κόρη)
την αποκαλούν θεοί και άνθρωποι γιατί μεγάλωσε μέσα
στον αφρό και Κυθέρια γιατί πήγε στα Κύθηρα
(και Κυπρογεννημένη γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που τη
Θεογ_200ἠδὲ φιλομμειδέα, ὅτι μηδέων ἐξεφαάνθη.
τῇ δ’ Ἔρος ὡμάρτησε καὶ Ἵμερος ἔσπετο καλὸς
γεινομένῃ τὰ πρῶτα θεῶν τ’ ἐς φῦλον ἰούσῃ.
ταύτην δ’ ἐξ ἀρχῆς τιμὴν ἔχει ἠδὲ λέλογχε
μοῖραν ἐν ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι,
ζώνει η θάλασσα και φιλομηδή γιατί βγήκε απ’ τα αιδοία.)
Μόλις γεννήθηκε τη συντρόφευσε ο Έρως και τη συνόδευσε
ο ωραίος Ίμερος καθώς πήγαινε στους άλλους θεούς.
Κι αυτή η τιμή της έλαχε απ’ τη Μοίρα απ΄την αρχή,
να έχει ανάμεσα στους αθάνατους Θεούς και στους ανθρώπους
Θεογ_205παρθενίους τ’ ὀάρους μειδήματά τ’ ἐξαπάτας τε
τέρψίν τε γλυκερὴν φιλότητά τε μειλιχίην τε.
Τοὺς δὲ πατὴρ Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκε
παῖδας νεικείων μέγας Οὐρανός, οὓς τέκεν αὐτός.
φάσκε δὲ τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι
τα παρθενικά παιχνιδίσματα, τα ξεγελάσματα και
τη γλυκειά απόλαυση, την αγάπη και την τρυφερότητα.
Κι αυτούς, ο πατέρας τους ο μεγάλος Ουρανός, οργισμένος
τους απεκάλεσε Τιτάνες, τους γυιούς που γέννησε,
γιατί έλεγε πως τεντώνοντας την αδικία έκαναν
Θεογ_210ἔργον, τοῖο δ’ ἔπειτα τίσιν μετόπισθεν ἔσεσθαι.
Νὺξ δ’ ἔτεκε στυγερόν τε Μόρον καὶ Κῆρα μέλαιναν
καὶ Θάνατον, τέκε δ’ υπνον, ἔτικτε δὲ φῦλον Ὀνείρων.
δεύτερον αὖ Μῶμον καὶ Ὀιζὺν ἀλγινόεσσαν
οὔ τινι κοιμηθεῖσα θεῶν τέκε Νὺξ ἐρεβεννή,
ανόσια πράξη που στο μέλλον θα τη ξεπληρώσουν.
Κι η Νύχτα γέννησε τον στυγερό Μόρο, τη μαύρη Κήρα και
τον Θάνατο και γέννησε τον Ύπνο και τη γενιά των Ονείρων
(και τους γέννησε χωρίς να κοιμηθεί με κανέναν η μαύρη Νύχτα).
Μετά πάλι τον Μώμο και την οδυνηρή Οιζύ και
Θεογ_215Ἑσπερίδας θ’, αἷς μῆλα πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο
χρύσεα καλὰ μέλουσι φέροντά τε δένδρεα καρπόν.
καὶ Μοίρας καὶ Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους,
[Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε βροτοῖσι
γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε,]
τις Εσπερίδες που φυλάνε πέρα απ’ τον δοξασμένο Ωκεανό
τα χρυσά μήλα και τα δέντρα που τα κάνουν.
Και γέννησε τις Μοίρες και τις Κήρες, ανελέητες τιμωρούς
(την Κλωθώ, την Λάχεσι και την Άτροπο που δίνουν το καλό
και το κακό στους θνητούς όταν γεννιούνται),
Θεογ_220αἵ τ’ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίας ἐφέπουσιν,
οὐδέ ποτε λήγουσι θεαὶ δεινοῖο χόλοιο,
πρίν γ’ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν, ὅστις ἁμάρτῃ.
Τίκτε δὲ καὶ Νέμεσιν πῆμα θνητοῖσι βροτοῖσι
Νὺξ ὀλοή. μετὰ τὴν δ’ Ἀπάτην τέκε καὶ Φιλότητα
που κυνηγούν τα παραπτώματα θεών κι ανθρώπων και
δεν σταματούν ποτέ οι θεές την τρομερή οργή τους
πριν να ξεπληρωσει το χρέος του όποιος έχει αμαρτήσει.
Και γέννησε τη Νέμεση, συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους
η ολέθρια Νύχτα, και μετά την Απάτη και τη Φιλότητα,
Θεογ_225Γῆράς τ’ οὐλόμενον, καὶ Ἔριν τέκε καρτερόθυμον.
Αὐτὰρ Ἔρις στυγερὴ τέκε μὲν Πόνον ἀλγινόεντα
Λήθην τε Λιμόν τε καὶ Ἄλγεα δακρυόεντα
Ὑσμίνας τε Μάχας τε Φόνους τ’ Ἀνδροκτασίας τε
Νείκεά τε Ψεύδεά τε Λόγους τ’ Ἀμφιλλογίας τε
το καταραμένο Γήρας και την ακατάβλητη Έριδα.
Μετά η μισητή Έρις γέννησε τον βασανιστή Πόνο,
τη Λήθη, την Πείνα και τις Οδύνες που φέρνουν δάκρυα,
τις Συμπλοκές, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Ανδροσκοτωμούς,
τις Φιλονικίες, τις Ψευδολογίες, τις Διαφωνίες,
Θεογ_230Δυσνομίην τ’ Ἄτην τε, συνήθεας ἀλλήλῃσιν,
Ὅρκόν θ’, ὃς δὴ πλεῖστον ἐπιχθονίους ἀνθρώπους
Πημαίνει, ὅτε κέν τις ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσῃ.
Νηρέα δ’ ἀψευδέα καὶ ἀληθέα γείνατο Πόντος
πρεσβύτατον παίδων. αὐτὰρ καλέουσι γέροντα,
την Κακονομία, την Άτη που πάνε συνήθως μαζί, και
τον Όρκο που τυρρανά τους πιο πολλούς ανθρώπους στη γη,
όταν με τη θέλησή τους γίνονται επίορκοι. Και γέννησε ο Πόντος
τον Νηρέα που ποτέ δεν λέει ψέμματα αλλά πάντα την αλήθεια,
τον πρωτότοκο απ’ τους γυιούς του. Τον αποκαλούν και Γέροντα
Θεογ_235οὕνεκα νημερτής τε καὶ ἤπιος, οὐδὲ θεμίστων
λήθεται, ἀλλὰ δίκαια καὶ ἤπια δήνεα οἶδεν.
αὖτις δ’ αὖ Θαύμαντα μέγαν καὶ ἀγήνορα Φόρκυν
Γαίῃ μισγόμενος καὶ Κητὼ καλλιπάρηον
Εὐρυβίην τ’ ἀδάμαντος ἐνὶ φρεσὶ θυμὸν ἔχουσαν.
γιατί είναι ήπιος και ειλικρινής. Δεν ξεχνά
τη νομιμότητα και πάντα δίκαια και αγαθά στοχάζεται.
Επίσης σμίγοντας με τη Γαία, γέννησε και τον μεγάλο Θαύμαντα,
τον γενναίο Φόρκυ, την ομορφομάγουλη Κητώ και την Ευρυβία
που έχει στα στήθεια της ατσάλινη ψυχή.
Θεογ_240Νηρῆος δ’ ἐγένοντο μεγήριτα τέκνα θεάων
πόντῳ ἐν ἀτρυγέτῳ καὶ Δωρίδος ἠυκόμοιο,
κούρης Ὠκεανοῖο τελήεντος ποταμοῖο,
πλωτώ τ’ Εὐκράντη τε Σαώ τ’ ἀμφιτρίτη τε
Εὐδώρη τε Θέτις τε Γαλήνη τε Γλαύκη τε,
Κι απ’ τον Νηρέα και την ομορφομάλλα Δωρίδα,
την κόρη του τέλειου ποταμού του Ωκεανού,
γεννήθηκαν αγαπημένα παιδιά θεαινών, μέσα στον ακένωτο πόντο,
πλωτώ η Ευκράντη, η Σαώ, αμφιτρίτη
η Ευδώρη, η Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη,
Θεογ_245κυμοθόη Σπειώ τε θοὴ Θαλίη τ’ ἐρόεσσα
Πασιθέη τ’ Ἐρατώ τε καὶ Εὐνίκη ῥοδόπηχυς
καὶ Μελίτη χαρίεσσα καὶ Εὐλιμένη καὶ Ἀγαυὴ
Δωτώ τε Πρωτώ τε Φέρουσά τε Δυναμένη τε
Νησαίη τε καὶ Ἀκταίη καὶ Πρωτομέδεια,
η Κυμοθόη η Σπειώ, η Θόη, η εράσμια Αλίη,
η Πασιθέη, η Ερατώ, η ροδοχέρα Ευνίκη,
η χαριτωμένη Μελίτη, η Ευλιμένη, η Αγαυή,
η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η Δυναμένη,
η Νησαίη, η Ακταίη, η Πρωτομέδεια,
Θεογ_250Δωρὶς καὶ Πανόπη καὶ εὐειδὴς Γαλάτεια
Ἱπποθόη τ’ ἐρόεσσα καὶ Ἱππονόη ῥοδόπηχυς
Κυμοδόκη θ’, ἣ κύματ’ ἐν ἠεροειδέι πόντῳ
πνοιάς τε ζαέων ἀνέμων σὺν Κυματολήγῃ
ῥεῖα πρηύνει καὶ ἐυσφύρῳ Ἀμφιτρίτῃ,
η Δωρίς, η Πανόπεια, η όμορφη Γαλάτεια,
η εράσμια Ιπποθόη, η ροδοχέρα Ιππονόη,
η Κυμοδόκη, που τα κύματα στον σκοτεινό Πόντο και το φύσημα
του μανιασμένου αέρα μαλακώνει μαζί με την Κυματολήγη και
την Αμφιτρίτη με τους όμορφους αστραγάλους,
Θεογ_255Κυμώ τ’ Ἠιόνη τε ἐυστέφανός θ’ Ἁλιμήδη
Γλαυκονόμη τε φιλομμειδὴς καὶ Ποντοπόρεια
Λειαγόρη τε καὶ Εὐαγόρη καὶ Λαομέδεια
Πουλυνόη τε καὶ Αὐτονόη καὶ Λυσιάνασσα
Εὐάρνη τε φυὴν ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος
η Κυμώ, η Ηιόνη, η ομορφοστεφανωμένη Αλιμήδη,
η χαμογελαστή Γλαυκονόμη, η Ποντοπόρεια,
η Ληαγόρη, η Ευαγόρη, η Λαομέδεια,
η Πουλυνόη, η Αυτονόη, η Λυσιάνασσα,
(η Ευάρνη με το ωραίο παράστημα και την αψεγάδιαστη μορφή),
Θεογ_260καὶ Ψαμάθη χαρίεσσα δέμας δίη τε Μενίππη
Νησώ τ’ Εὐπόμπη τε Θεμιστώ τε Προνόη τε
Νημερτής θ’, ἣ πατρὸς ἔχει νόον ἀθανάτοιο.
αὗται μὲν Νηρῆος ἀμύμονος ἐξεγένοντο
Κοῦραι πεντήκοντα, ἀμύμονα ἔργ’ εἰδυῖαι.
η Ψαμάθη με το χαριτωμένο σώμα, η ευγενική Μενίππη,
η Νησώ, η Ευπόμπη, η Θεμιστώ, η Προνόη και
η Νημερτής που έχει τα μυαλά του αθάνατου πατέρα της.
Αυτές απ΄τον άξιο Νηρέα γεννήθηκαν,
πενήντα κόρες με γνώσεις για άξια έργα.
Θεογ_265Θαύμας δ’ Ὠκεανοῖο βαθυρρείταο θύγατρα
ἠγάγετ’ Ἠλέκτρην. ἡ δ’ ὠκεῖαν τέκεν ιριν
ἠυκόμους θ’ Ἁρπυίας, Ἀελλώ τ’ Ὠκυπέτην τε,
αἵ ῥ’ ἀνέμων πνοιῇσι καὶ οἰωνοῖς ἅμ’ ἕπονται
ὠκείῃς πτερύγεσσι. μεταχρόνιαι γὰρ ἴαλλον.
Ο Θαύμας πήρε την Ηλέκτρα, τη θυγατέρα του Ωκεανού με
τα βαθειά ρέματα, κι αυτή γέννησε την γοργοπόδαρη Ίριδα,
τις ομοργόμαλλες Άρπυιες, την Αελλώ και την Ωκυπέτη,
που με τα γρήγορα φτερά τους τρέχουν όσο το φύσημα του ανέμου
και το πέταμα των πουλιών, γιατί μαζί με το χρόνο τρέχουν.
Θεογ_270Φόρκυι δ’ αὖ Κητὼ γραίας τέκε καλλιπαρήους
ἐκ γενετῆς πολιάς, τὰς δὴ Γραίας καλέουσιν
ἀθάνατοί τε θεοὶ χαμαὶ ἐρχόμενοί τ’ ἄνθρωποι,
Πεμφρηδώ τ’ εὔπεπλον Ἐνυώ τε κροκόπεπλον,
Γοργούς θ’, αἳ ναίουσι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο
Και η Κητώ, γέννησε με τον Φόρκυ τις ομορφομάγουλες
Γραίες, γκριζομάλλες απ΄ τη γέννησή τους. Και τις αποκαλούν Γραίες
οι αθάνατοι θεοί και οι άνθρωποι εδώ κάτω, την Πεμφρηδώ με
τα ωραία πέπλα και την Ενυώ με τα βαθυκίτρινα πέπλα, και
τις Γοργόνες που κατοικούν πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό
Θεογ_275ἐσχατιῇ πρὸς νυκτός, ἵν’ Ἑσπερίδες λιγύφωνοι,
Σθεννώ τ’ Εὐρυάλη τε Μέδουσά τε λυγρὰ παθοῦσα.
ἡ μὲν ἔην θνητή, αἱ δ’ ἀθάνατοι καὶ ἀγήρῳ,
αἱ δύο. τῇ δὲ μιῇ παρελέξατο Κυανοχαίτης
ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι.
στα έσχατα της Νύχτας όπου βρίσκονται και οι Εσπερίδες με
την καθάρια φωνή, τη Σθενώ,την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που
έπαθε πολλά δεινά. Γιατί αυτή ήταν θνητή ενώ οι άλλες δύο αθάνατες κι αγέραστες. Και μ’ αυτήν πλάγιασε ο Ποσειδώνας ο Κυανοχαίτης
σε μαλακό λιβάδι μέσα σε ανοιξιάτικα λουλούδια.
Θεογ_280Τῆς ὅτε δὴ Περσεὺς κεφαλὴν ἀπεδειροτόμησεν,
ἐξέθορε Χρυσάωρ τε μέγας καὶ Πήγασος ἵππος.
τῷ μὲν ἐπώνυμον ἦν, ὅτ’ ἄρ’ Ὠκεανοῦ παρὰ πηγὰς
γένθ’, ὁ δ’ ἄορ χρύσειον ἔχων μετὰ χερσὶ φίλῃσι.
χὠ μὲν ἀποπτάμενος, προλιπὼν χθόνα μητέρα μήλων,
Όταν ο Περσεύς της έκοψε το κεφάλι ξεπήδησε
ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος ο ίππος.
Κι αυτός πήρε το όνομα αυτό επειδή γεννήθηκε κοντά στις πηγές
του Ωκεανού, ενώ ο άλλος επειδή κρατούσε χρυσό σπαθί
στα λατρεμένα χέρια του. Και πέταξε αυτός αφήνοντας τη γη
που τρέφει τα πρόβατα
Θεογ_285ἵκετ’ ἐς ἀθανάτους. Ζηνὸς δ’ ἐν δώμασι ναίει
βροντήν τε στεροπήν τε φέρων Διὶ μητιόεντι.
Χρυσάωρ δ’ ἔτεκε τρικέφαλον Γηρυονῆα
μιχθεὶς Καλλιρόῃ κούρῃ κλυτοῦ Ὠκεανοῖο.
τὸν μὲν ἄρ’ ἐξενάριξε βίη Ἡρακληείη
και πήγε στους αθάνατους. Και κατοικεί στο ανάκτορο
του Δία και φέρνει την αστραπή και τη βροντή στον σοφό Δία.
Και ο Χρυσάωρ γέννησε τον τρικέφαλο Γηρυόνη σμίγοντας
με την Καλλιρόη την κόρη του ξακουστού Ωκεανού.
Κι αυτόν τον θανάτωσε ο ισχυρός Ηρακλής
Θεογ_290βουσὶ πάρ’ εἰλιπόδεσσι περιρρύτῳ εἰν Ἐρυθείῃ
ἤματι τῷ, ὅτε περ βοῦς ἤλασεν εὐρυμετώπους
Τίρυνθ’ εἰς ἱερήν, διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο,
Ὄρθόν τε κτείνας καὶ βουκόλον Εὐρυτίωνα
σταθμῷ ἐν ἠερόεντι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο.
κοντά στις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που
βρέχεται από παντού, τη μέρα που οδήγησε τις πλατυμέτωπες αγελάδες στην ιερή Τίρυνθα αφού πέρασε το ρέμα
του Ωκεανού και σκότωσε τον Όρθρο και τον βοσκό Ευρυτίωνα,
στην κατασκότεινη μάντρα πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό.
Θεογ_295Ἡ δ’ ἔτεκ’ ἄλλο πέλωρον ἀμήχανον, οὐδὲν ἐοικὸς
θνητοῖς ἀνθρώποις οὐδ’ ἀθανάτοισι θεοῖσιν,
ἐν σπῆι ἔνι γλαφυρῷ, θείην κρατερόφρον’ Ἔχιδναν,
ἥμισυ μὲν νύμφην ἑλικώπιδα καλλιπάρηον,
ἥμισυ δ’ αὖτε πέλωρον ὄφιν δεινόν τε μέγαν τε
Κι αυτή, μέσα σε μια ωραία σπηλιά, γέννησε άλλο
ακαταμάχητο τέρας που δεν μοιάζει ούτε με τους θνητούς
ανθρώπους ούτε με τους αθάνατους θεούς, τη θεϊκή Έχιδνα
με τη σκληρή καρδιά, τη μισή νύμφη παιχνιδομάτα και
με όμορφα μάγουλα κι η άλλη μισή πελώριο φίδι τρομερό και
Θεογ_300αἰόλον ὠμηστήν, ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης.
ἔνθα δέ οἱ σπέος ἐστὶ κάτω κοίλῃ ὑπὸ πέτρῃ
τηλοῦ ἀπ’ ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ’ ἀνθρώπων,
ἔνθ’ ἄρα οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν.
Ἡ δ’ ἔρυτ’ εἰν Ἀρίμοισιν ὑπὸ χθόνα λυγρὴ Ἔχιδνα,
γιγάντιο, στικτό και σαρκοβόρο μέσα στα έγκατα της ιερής γης.
Εκεί είναι η σπηλιά της, κάτω απ’ το κοίλωμα ενός βράχου, μακρυά
απ΄ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους.
Εκεί της όρισαν οι θεοί να έχει τη ξακουσμένη κατοικία της.
Κι εκεί κρατήθηκε στον τόπο των Αρίμων, κάτω
Θεογ_305ἀθάνατος νύμφη καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα.
Τῇ δὲ Τυφάονά φασι μιγήμεναι ἐν φιλότητι
δεινόν θ’ ὑβριστήν τ’ ἄνομόν θ’ ἑλικώπιδι κούρῃ.
ἡ δ’ ὑποκυσαμένη τέκετο κρατερόφρονα τέκνα.
Ὄρθον μὲν πρῶτον κύνα γείνατο Γηρυονῆι.
απ’ τη γη η ολέθρια Έχιδνα, η αθάνατη νύμφη που δεν γερνά ποτέ.
Λένε ότι ο φοβερός, ο ανόσιος και ο άνομος Τυφώνας έσμιξε
ερωτικά μ’ αυτήν την παιχνιδομάτα κόρη κι αυτή αφού έμεινε
έγκυος, γέννησε σκληρόκαρδους γυιούς.
Γέννησε πρώτο τον Όρθρο, τον σκύλο του Γηρυόνη.
Θεογ_310δεύτερον αὖτις ἔτικτεν ἀμήχανον, οὔ τι φατειόν,
Κέρβερον ὠμηστήν, Ἀίδεω κύνα χαλκεόφωνον,
πεντηκοντακέφαλον, ἀναιδέα τε κρατερόν τε.
τὸ τρίτον υδρην αὖτις ἐγείνατο λύγρ’ εἰδυῖαν
Λερναίην, ἣν θρέψε θεὰ λευκώλενος Ἥρη
Δεύτερο γέννησε τον ακαταμάχητο, τον ακατανόμαστο,
τον σαρκοβόρο Κέρβερο, τον σκύλο του Άδη τον χαλκόφωνο,
με τα πενήντα κεφάλια, ανήλεο και κρατερό.
Τρίτη γέννησε την Λερναία Ύδρα που ο νους της ήταν πάντα
στο κακό, την οποία ανάθρεψε η λευκοχέρα Ήρα
Θεογ_315ἄπλητον κοτέουσα βίῃ Ἡρακληείῃ.
καὶ τὴν μὲν Διὸς υἱὸς ἐνήρατο νηλέι χαλκῷ
Ἀμφιτρυωνιάδης σὺν ἀρηιφίλῳ Ἰολάῳ
Ἡρακλέης βουλῇσιν Ἀθηναίης ἀγελείης.
ἡ δὲ Χίμαιραν ἔτικτε πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ,
με ασίγαστη οργή για τον ισχυρό Ηρακλή. Αυτήν όμως τη θανάτωσε
με το αλύπητο χάλκινο σπαθί του ο γυιός του Δία, απ’ τη γενιά
του Αμφιτρύωνα, ο Ηρακλής μαζί με τον πολεμοχαρή Ιόλαο και
τη συμπαράσταση της Αθηνάς που δίνει τα λάφυρα.
Κι ακόμη γέννησε τη φοβερή, την τεράστια
Θεογ_320δεινήν τε μεγάλην τε ποδώκεά τε κρατερήν τε.
τῆς ἦν τρεῖς κεφαλαί. μία μὲν χαροποῖο λέοντος,
ἡ δὲ χιμαίρης, ἡ δ’ ὄφιος κρατεροῖο δράκοντος.
[πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα,
δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο.]
Χίμαιρα, τη γοργοπόδαρη και δυνατή, που αναπνέει
ακατάσχετη φωτιά. Είχε τρία κεφάλια, το ένα λιονταριού,
με τη λαμπερή ματιά, το άλλο γίδας και το άλλο φιδιού,
δράκοντα τρομερού. (Μπροστά το λιοντάρι, πίσω το φίδι και
στη μέση η γίδα απέπνεαν φλογερή φωτιά).
Θεογ_325τὴν μὲν Πήγασος εἷλε καὶ ἐσθλὸς Βελλεροφόντης.
ἡ δ’ ἄρα Φῖκ’ ὀλοὴν τέκε Καδμείοισιν ὄλεθρον,
Ὄρθῳ ὑποδμηθεῖσα, Νεμειαῖόν τε λέοντα,
τόν ῥ’ Ἥρη θρέψασα Διὸς κυδρὴ παράκοιτις
γουνοῖσιν κατένασσε Νεμείης, πῆμ’ ἀνθρώποις.
Αυτήν τη σκότωσε ο Πήγασος και ο ανδρείος Βελλερεφόντης.
Επίσης σμίγοντας με τον Όρθρο γέννησε την ολέθρια Φίκα (Σφίγγα),
την καταστροφή για τον λαό του Κάδμου, και τον Λέοντα της Νεμέας
που ανάθρεψε η Ήρα, η τιμημένη ομοκρέβατη του Δία και τον
φώλιασε στους λόφους της Νεμέας, για τους ανθρώπους συμφορά.
Θεογ_330ἔνθ’ ἄρ’ ὅ γ’ οἰκείων ἐλεφαίρετο φῦλ’ ἀνθρώπων,
κοιρανέων Τρητοῖο Νεμείης ἠδ’ Ἀπέσαντος.
ἀλλά ἑ ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης.
Κητὼ δ’ ὁπλότατον Φόρκυι φιλότητι μιγεῖσα
γείνατο δεινὸν ὄφιν, ὃς ἐρεμνῆς κεύθεσι γαίης
Εκεί έμενε και κατέστρεφε τους ανθρώπους
κυριαρχώντας στον Τρητό και στον Απέσαντα.
Αλλά κι αυτόν τον νίκησε η ισχύς του Ηρακλή.
Και τέλος η Κητώ σμίγοντας ερωτικά με τον νεότατο Φόρκυ,
γέννησε ένα τρομερό φίδι, που στα σκοτεινά βάθη της γης,
Θεογ_335πείρασιν ἐν μεγάλοις παγχρύσεα μῆλα φυλάσσει.
Τοῦτο μὲν ἐκ Κητοῦς καὶ Φόρκυνος γένος ἐστί.
Τηθὺς δ’ Ὠκεανῷ ποταμοὺς τέκε δινήεντας,
Νεῖλόν τ’ Ἀλφειόν τε καὶ Ἠριδανὸν βαθυδίνην,
Στρυμόνα Μαίανδρόν τε καὶ Ἴστρον καλλιρέεθρον
στην άκρη του κόσμου, φυλάει τα ολόχρυσα μήλα.
Αυτή λοιπόν είναι η γενιά της Κητούς και του Φόρκυ.
Και η Τηθύς γέννησε στον Ωκεανό τους στροβιλιστούς ποταμούς,
τον Νείλο, τον Αλφειό, τον βαθυστρόβιλο Ηριδανό, τον Στρυμόνα,
τον Μαίανδρο, τον ομορφορρέματο Ίστρο,
Θεογ_340Φᾶσίν τε Ῥῆσόν τ’ Ἀχελῷόν τ’ ἀργυροδίνην
Νέσσόν τε Ῥοδίον θ’ Ἁλιάκμονά θ’ Ἑπτάπορόν τε
Γρήνικόν τε καὶ Αἴσηπον θεῖόν τε Σιμοῦντα
Πηνειόν τε καὶ Ἕρμον ἐυρρείτην τε Κάικον
Σαγγάριόν τε μέγαν Λάδωνά τε Παρθένιόν τε
τον Φάση, τον Ρήσο, τον Αχελώο με τις ασημένιες δίνες,
τον Νέσσο, τον Ρόδιο, τον Αλιάκμονα, τον Επτάπορο,
τον Γρανικό, τον Αίσηπο, τον θεϊκό Σιμόεντα,
τον Πηνειό, τον Έρμο, τον ομορφόροο Κάϊκο,
τον μέγα Σαγγάριο, τον Λάδωνα, τον Παρθένιο,
Θεογ_345Εὔηνόν τε καὶ Ἀλδῆσκον θεῖόν τε Σκάμανδρον.
τίκτε δὲ Κουράων ἱερὸν γένος, αἳ κατὰ γαῖαν
ἄνδρας κουρίζουσι σὺν Ἀπόλλωνι ἄνακτι
καὶ ποταμοῖς, ταύτην δὲ Διὸς πάρα μοῖραν ἔχουσι,
Πειθώ τ’ Ἀδμήτη τε Ἰάνθη τ’ Ἠλέκτρη τε
τον Εύηνο, τον Άρδησκο και τον θεϊκό Σκάμανδρο.
Και γεννά την ιερή γενιά των θυγατέρων του, που
απ’ τον Δία τους Έλαχε το έργο ν’ αναθρέψουν τους νέους
με τη βοήθεια του άρχοντα Απόλλωνα και των Ποταμών,
την Πειθώ, την Αδμήτη, την Ιάνθη, την Ηλέκτρα,
Θεογ_350Δωρίς τε Πρυμνώ τε καὶ Οὐρανίη θεοειδὴς
Ἱππώ τε Κλυμένη τε Ῥόδειά τε Καλλιρόη τε
Ζευξώ τε Κλυτίη τε Ἰδυῖά τε Πασιθόη τε
Πληξαύρη τε Γαλαξαύρη τ’ ἐρατή τε Διώνη
Μηλόβοσίς τε Θόη τε καὶ εὐειδὴς Πολυδώρη
τη Δωρίδα, την Πρυμνώ, τη θεϊκή Ουρανία,
την Ιππώ, την Κλυμένη, τη Ρόδεια, την Καλλιρόη,
τη Ζευξώ, την Κλυτίη, την Ιδυία, την Πασιθόη,
την Πληξαύρη, τη Γαλαξαύρη, τη γλυκειά Διώνη,
τη Μηλόβοσι, τη Θόη, την όμορφη Πολυδώρη,
Θεογ_355Κερκηίς τε φυὴν ἐρατὴ Πλουτώ τε βοῶπις
Περσηίς τ’ Ἰάνειρά τ’ Ἀκάστη τε Ξάνθη τε
Πετραίη τ’ ἐρόεσσα Μενεσθώ τ’ Εὐρώπη τε
Μῆτίς τ’ Εὐρυνόμη τε Τελεστώ τε κροκόπεπλος
Χρυσηίς τ’ Ἀσίη τε καὶ ἱμερόεσσα Καλυψὼ
την Κερκηίδα με το όμορφο παράστημα, τη γλυκειά Πλουτώ,
τη μεγαλομάτα Περσηίδα, την Ιάνειρα, την Ακάστη, τη Ξάνθη,
την Πετραία, την ερωτική Μενεσθώ, την Ευρώπη,
τη Μήτιδα, την Ευρυνόμη, την Τελεστώ με τα βαθυκίτρινα πέπλα,
τη Χρυσηϊδα, την Ασία, τη λαχταριστή Καλυψώ,
Θεογ_360Εὐδώρη τε Τύχη τε καὶ Ἀμφιρὼ Ὠκυρόη τε
καὶ Στύξ, ἣ δή σφεων προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων.
αὗται ἄρ’ Ὠκεανοῦ καὶ Τηθύος ἐξεγένοντο
πρεσβύταται κοῦραι. πολλαί γε μέν εἰσι καὶ ἄλλαι.
τρὶς γὰρ χίλιαί εἰσι τανίσφυροι Ὠκεανῖναι,
την Ευδώρη, την Τύχη, την Αμφιρώ, την Ωκιρόη
και τη Στύγα που είναι η ανώτερη απ’ όλες.
Αυτές λοιπόν γεννήθηκαν πρώτες οι θυγατέρες του Ωκεανού
και της Τηθύος, αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες.
Γιατί υπάρχουν τρεις χιλιάδες ομορφοπόδαρες Ωκεανίδες
Θεογ_365αἵ ῥα πολυσπερέες γαῖαν καὶ βένθεα λίμνης
πάντῃ ὁμῶς ἐφέπουσι, θεάων ἀγλαὰ τέκνα.
τόσσοι δ’ αὖθ’ ἕτεροι ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες,
υἱέες Ὠκεανοῦ, τοὺς γείνατο πότνια Τηθύς.
τῶν ὄνομ’ ἀργαλέον πάντων βροτὸν ἄνδρα ἐνισπεῖν,
που είναι σκορπισμένες στη γη και στα βάθη των λιμνών
και φροντίζουν όλους το ίδιο, τα λαμπρά τέκνα θεαινών.
Υπάρχουν κι άλλοι τόσοι ποταμοί που τρέχουν με βουητό,
γυιοί του Ωκεανού που γέννησε η σεβαστή Τηθύα.
Για θνητό άνθρωπο είναι δύσκολο να πει όλα τα ονόματά τους.
Θεογ_370οἱ δὲ ἕκαστοι ἴσασιν, ὅσοι περιναιετάουσι.
Θεία δ’ Ἠέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην
Ἠῶ θ’, ἣ πάντεσσιν ἐπιχθονίοισι φαείνει
ἀθανάτοις τε θεοῖσι τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
γείναθ’ ὑποδμηθεῖσ’ Ὑπερίονος ἐν φιλότητι.
Τα γνωρίζουν όσοι κατοικούν τριγύρω τους.
Κι η Θεία αφού αναγκάστηκε, έσμιξε ερωτικά,
με τον Υπερίωνα και γέννησε τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη
και την Αυγή που φέρνει το φως σ’ όλους πάνω στη γη και
στους αθάνατους θεούς που κατέχουν τον πλατύ Ουρανό.
Θεογ_375Κρείῳ δ’ Εὐρυβίη τέκεν ἐν φιλότητι μιγεῖσα
Ἀστραῖόν τε μέγαν Πάλλαντά τε δῖα θεάων
Πέρσην θ’, ὃς καὶ πᾶσι μετέπρεπεν ἰδμοσύνῃσιν.
Ἀστραίῳ δ’ Ἠὼς ἀνέμους τέκε καρτεροθύμους,
ἀργεστὴν Ζέφυρον Βορέην τ’ αἰψηροκέλευθον
Ενώ η Ευρυβία, η σεβαστή θεά, σμίγοντας ερωτικά
με τον Κρίο, γέννησε τον Αστραίο, τον Πάλλαντα,
και τον Πέρση που ξεπερνά όλους σε γνώση.
Και η Ηώ με τον Αστραίο, γέννησε τους ανέμους
τους σκληρόκαρδους, τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά,
τον γρηγοροκίνητο Βοριά
Θεογ_380καὶ Νότον, ἐν φιλότητι θεὰ θεῷ εὐνηθεῖσα.
τοὺς δὲ μέτ’ ἀστέρα τίκτεν Ἑωσφόρον Ἠριγένεια
ἄστρά τε λαμπετόωντα, τά τ’ οὐρανὸς ἐστεφάνωται.
Στὺξ δ’ ἔτεκ’ Ὠκεανοῦ θυγάτηρ Πάλλαντι μιγεῖσα
Ζῆλον καὶ Νίκην καλλίσφυρον ἐν μεγάροισι
και τον Νότο, αφού θεά πλάγιασε ερωτικά με θεό.
Μετά η Ηριγένεια (Ηώ) γέννησε τον αστέρα Εωσφόρο
και τα λαμπρά αστέρια που στεφανώνουν τον Ουρανό.
Η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας με τον Πάλλαντα
γέννησε στο παλάτι τον Ζήλο και την ομορφοπόδαρη Νίκη.
Θεογ_385καὶ Κράτος ἠδὲ Βίην ἀριδείκετα γείνατο τέκνα.
τῶν οὐκ ἔστ’ ἀπάνευθε Διὸς δόμος, οὐδέ τις ἕδρη,
οὐδ’ ὁδός, ὅππῃ μὴ κείνοις θεὸς ἡγεμονεύει,
ἀλλ’ αἰεὶ πὰρ Ζηνὶ βαρυκτύπῳ ἑδριόωνται.
ὣς γὰρ ἐβούλευσε Στὺξ ἄφθιτος Ὠκεανίνη
Επίσης γέννησε το Κράτος και τη Βία, ξακουστά παιδιά.
Μακρυά απ’ τον Δία δεν υπάρχει γι’ αυτά ούτε σπίτι, ούτε μέρος
να σταθούν, ούτε ο δρόμος που να μη τους οδηγεί ο θεός.
Και πάντα κάθονται πλαϊ στον βροντερό Δία.
Έτσι απεφάσισε η Στύγα η αθάνατη Ωκεανίδα
Θεογ_390ἤματι τῷ, ὅτε πάντας Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς
ἀθανάτους ἐκάλεσσε θεοὺς ἐς μακρὸν Ὄλυμπον,
εἶπε δ’, ὃς ἂν μετὰ εἷο θεῶν Τιτῆσι μάχοιτο,
μή τιν’ ἀπορραίσειν γεράων, τιμὴν δὲ ἕκαστον
ἑξέμεν ἣν τὸ πάρος γε μετ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι.
τη μέρα που ο αστραποβόλος Ολύμπιος κάλεσε
όλους τους αθάνατους θεούς στον ψηλό Όλυμπο
και είπε πως όποιος απ΄ τους θεούς μαχόταν
τους Τιτάνες μαζί του, δεν θα έχανε κανένα αξίωμα
που είχε πριν, μέσα στους αθάνατους θεούς.
Θεογ_395τὸν δ’ ἔφαθ’, ὅστις ἄτιμος ὑπὸ Κρόνου ἠδ’ ἀγέραστος,
τιμῆς καὶ γεράων ἐπιβησέμεν, ἣ θέμις ἐστίν.
ἦλθε δ’ ἄρα πρώτη Στὺξ ἄφθιτος Οὔλυμπόνδε
σὺν σφοῖσιν παίδεσσι φίλου διὰ μήδεα πατρός.
τὴν δὲ Ζεὺς τίμησε, περισσὰ δὲ δῶρα ἔδωκεν.
Και είπε πως όποιος είχε μείνει χωρίς τιμή και αξίωμα απ’
τον Κρόνο, θα έπαιρνε τιμές και αξιώματα όπως ήταν δίκαιο.
Πρώτη λοιπόν έφθασε στον Όλυμπο η αθάνατη Στύγα μαζί με
τα παιδιά της, ακούγοντας τη συμβουλή του αγαπημένου της
πατέρα. Κι ο Ζευς την τίμησε δίνοντάς της περίσσια δώρα.
Θεογ_400αὐτὴν μὲν γὰρ ἔθηκε θεῶν μέγαν ἔμμεναι ὅρκον,
παῖδας δ’ ἤματα πάντα ἑοῦ μεταναιέτας εἶναι.
ὣς δ’ αὔτως πάντεσσι διαμπερές, ὥς περ ὑπέστη,
ἐξετέλεσσ’. αὐτὸς δὲ μέγα κρατεῖ ἠδὲ ἀνάσσει.
Φοίβη δ’ αὖ Κοίου πολυήρατον ἦλθεν ἐς εὐνήν.
Γιατί όρισε αυτή να είναι των θεών ο μεγαλύτερος όρκος.
Και τα παιδιά της να μένουν πάντα μαζί του.
Κι όπως τα υποσχέθηκε έτσι ακριβώς τα εκτέλεσε.
Γιατί αυτός εξουσιάζει και βασιλεύει.
Η Φοίβη ήλθε στο κρεββάτι του πολυπόθητου Κοίου και
Θεογ_405κυσαμένη δἤπειτα θεὰ θεοῦ ἐν φιλότητι
Λητὼ κυανόπεπλον ἐγείνατο, μείλιχον αἰεί,
407 ἤπιον ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι,
408 μείλιχον ἐξ ἀρχῆς, ἀγανώτατον ἐντὸς Ὀλύμπου.
γείνατο δ’ Ἀστερίην εὐώνυμον, ἥν ποτε Πέρσης
από έρωτα θεάς με θεό έμεινε έγκυος και γέννησε τη Λητώ με
τα γαλάζια πέπλα, πάντα γλυκειά, γλυκειά απ’ την πρώτη μέρα,
που είναι η πιο καταδεκτικιά μέσα στον Όλυμπο και τρυφερή
στους ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς. Γέννησε και
την Αστερία με το ωραίο όνομα που κάποτε ο Πέρσης
Θεογ_410ἠγάγετ’ ἐς μέγα δῶμα φίλην κεκλῆσθαι ἄκοιτιν.
Ἡ δ’ ὑποκυσαμένη Ἑκάτην τέκε, τὴν περὶ πάντων
Ζεὺς Κρονίδης τίμησε. πόρεν δέ οἱ ἀγλαὰ δῶρα,
μοῖραν ἔχειν γαίης τε καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης.
ἡ δὲ καὶ ἀστερόεντος ἀπ’ οὐρανοῦ ἔμμορε τιμῆς,
την οδήγησε στο μεγάλο παλάτι του να γίνει η αγαπημένη του
σύντροφος. Κι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε την Εκάτη,
που αυτήν πάνω απ’ όλους τίμησε ο Ζευς, ο γυιός του Κρόνου και
της χάρισε λαμπρά δώρα να ορίζει απ’ τη γη και απ’ την ακένωτη
θάλασσα. Αλλά και στον γεμάτο αστέρια Ουρανό πήρε αξίωμα
Θεογ_415ἀθανάτοις τε θεοῖσι τετιμένη ἐστὶ μάλιστα.
καὶ γὰρ νῦν, ὅτε πού τις ἐπιχθονίων ἀνθρώπων
ἔρδων ἱερὰ καλὰ κατὰ νόμον ἱλάσκηται,
κικλήσκει Ἑκάτην. πολλή τέ οἱ ἔσπετο τιμὴ
ῥεῖα μάλ’, ᾧ πρόφρων γε θεὰ ὑποδέξεται εὐχάς,
και τιμάται πιο πολύ απ’ όλους τους αθάνατους θεούς.
Γιατί και μέχρι τώρα όποιος άνθρωπος στη γη προσφέρει
κατά τη συνήθεια, εξιλαστήρια θυσία προσκαλεί
την Εκάτη. Κι εύκολα η θεά δείχνει την εύνοιά της
σ’ αυτόν που δέχτηκε την προσευχή του και
Θεογ_420καί τέ οἱ ὄλβον ὀπάζει, ἐπεὶ δύναμίς γε πάρεστιν.
ὅσσοι γὰρ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἐξεγένοντο
καὶ τιμὴν ἔλαχον, τούτων ἔχει αἶσαν ἁπάντων.
Οὐδέ τί μιν Κρονίδης ἐβιήσατο οὐδέ τ’ ἀπηύρα,
ὅσσ’ ἔλαχεν Τιτῆσι μέτα προτέροισι θεοῖσιν,
του χαρίζει ευτυχία, γιατί έχει τη δύναμη.
Επειδή όσοι γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό
κι έχουν κάποιο αξίωμα, σ’ όλους αυτούς έχει μερδικό.
Κι ούτε σε τίποτα ο γυιός του Κρόνου την εξεβίασε, ούτε της στέρησε
ό,τι της είχε λάχει μέσα στους πρωτύτερους θεούς τους Τιτάνες,
Θεογ_425ἀλλ’ ἔχει, ὡς τὸ πρῶτον ἀπ’ ἀρχῆς ἔπλετο δασμός.
οὐδ’, ὅτι μουνογενής, ἧσσον θεὰ ἔμμορε τιμῆς
καὶ γεράων γαίῃ τε καὶ οὐρανῷ ἠδὲ θαλάσσῃ,
ἀλλ’ ἔτι καὶ πολὺ μᾶλλον, ἐπεὶ Ζεὺς τίεται αὐτήν.
ᾧ δ’ ἐθέλῃ, μεγάλως παραγίνεται ἠδ’ ὀνίνησιν.
αλλά κατέχει ότι απ’ την αρχή ήταν το μερδικό της,
μερίδιο στη γη, στον ουρανό και στη θάλασσα.
Και δεν τιμήθηκε λιγότερο η θεά επειδή ήταν μοναχοπαίδι,
αντίθετα πολύ περισσότερο γι’ αυτό την τιμά ο Ζευς.
Αυτόν που θέλει τον βοηθά πολύ και τον ωφελεί.
Θεογ_430ἔν τ’ ἀγορῇ λαοῖσι μεταπρέπει, ὅν κ’ ἐθέλῃσιν.
ἠδ’ ὁπότ’ ἐς πόλεμον φθισήνορα θωρήσσωνται
ἀνέρες, ἔνθα θεὰ παραγίνεται, οἷς κ’ ἐθέλῃσι
νίκην προφρονέως ὀπάσαι καὶ κῦδος ὀρέξαι.
ἔν τε δίκῃ βασιλεῦσι παρ’ αἰδοίοισι καθίζει,
Στις συνελεύσεις του λαού προβάλλει αυτόν που θέλει.
Κι όταν ζώνονται τ’ άρματα οι άνδρες για τον φονικό πόλεμο,
κι εκεί η θεά βοηθά όποιους θέλει και
πρόθυμα δίνει τη νίκη και προσφέρει τη δόξα.
Στις δίκες κάθεται πλάι στους σεβαστούς βασιλιάδες, και
Θεογ_435ἐσθλὴ δ’ αὖθ’ ὁπότ’ ἄνδρες ἀεθλεύωσ’ ἐν ἀγῶνι.
ἔνθα θεὰ καὶ τοῖς παραγίνεται ἠδ’ ὀνίνησι.
νικήσας δὲ βίῃ καὶ κάρτει, καλὸν ἄεθλον
ῥεῖα φέρει χαίρων τε, τοκεῦσι δὲ κῦδος ὀπάζει.
ἐσθλὴ δ’ ἱππήεσσι παρεστάμεν, οἷς κ’ ἐθέλῃσιν.
είναι καλή όταν παραβγαίνουν άνδρες σε αγώνα
κι εκεί τους βοηθά και τους ωφελεί.
Κι αυτός που θα νικήσει με ισχύ κι επιμονή, το ωραίο έπαθλο
πρόθυμα και με χαρά παίρνει κάνοντας τους γονιούς του
περήφανους. Αλλά και μέσα στους ιππείς βοηθά όποιον θέλει.
Θεογ_440Καὶ τοῖς, οἳ γλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται,
εὔχονται δ’ Ἑκάτῃ καὶ ἐρικτύπῳ Ἐννοσιγαίῳ,
ῥηιδίως ἄγρην κυδρὴ θεὸς ὤπασε πολλήν,
ῥεῖα δ’ ἀφείλετο φαινομένην, ἐθέλουσά γε θυμῷ.
Ἐσθλὴ δ’ ἐν σταθμοῖσι σὺν Ἑρμῇ ληίδ’ ἀέξειν.
Κι αυτούς που δουλεύουν στη γαλάζια ανεμοδαρμένη θάλασσα,
και προσεύχονται στην Εκάτη και τον Γαιοσείστη (Ποσειδώνα),
εύκολα η δοξασμένη θεά τους φέρνει μεγάλη ψαριά, αλλά κι
εύκολα την εξαφανίζει, αν το θελήσει, κι ας φαίνεται δικιά τους
(η ψαριά). Κι είναι καλή στους στάβλους όπου πληθαίνει τα ζώα
μαζί με τον Ερμή.
Θεογ_445βουκολίας δὲ βοῶν τε καὶ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν
ποίμνας τ’ εἰροπόκων ὀίων, θυμῷ γ’ ἐθέλουσα,
ἐξ ὀλίγων βριάει κἀκ πολλῶν μείονα θῆκεν.
Οὕτω τοι καὶ μουνογενὴς ἐκ μητρὸς ἐοῦσα
πᾶσι μετ’ ἀθανάτοισι τετίμηται γεράεσσι.
Τα κοπάδια των γελαδιών, τα πλατιά κοπάδια των γιδιών
και τα κοπάδια με τα πυκνόμαλλα αρνιά, αν θέλει
τα λίγα τα αυξάνει και τα πολλά τα ελαττώνει.
Έτσι λοιπόν, αν η μάνα της την έκανε μοναχοπαίδι,
ανάμεσα σ’ όλους τους αθάνατους τιμάται μ’ αξιώματα.
Θεογ_450Θῆκε δέ μιν Κρονίδης κουροτρόφον, οἳ μετ’ ἐκείνην
ὀφθαλμοῖσιν ἴδοντο φάος πολυδερκέος Ἠοῦς.
οὕτως ἐξ ἀρχῆς κουροτρόφος, αἳ δέ τε τιμαί.
Ῥείη δὲ δμηθεῖσα Κρόνῳ τέκε φαίδιμα τέκνα,
Ἱστίην Δήμητρα καὶ Ἥρην χρυσοπέδιλον,
Μα κι ο γιος του Κρόνου την όρισε τροφό των νέων, που μαζί της ανοίγουν τα μάτια τους στο φως της ολοφώτιστης Αυγής. Έτσι απ’
την αρχή ήταν τροφός των νέων και είχε αυτές τις τιμές. Η Ρέα
εξαναγκασμένη από τον Κρόνο, του γέννησε τέκνα δοξασμένα,
την Εστία, τη Δήμητρα, την Ήρα με τα χρυσά πέδιλα,
Θεογ_455ἴφθιμόν τ’ Ἀίδην, ὃς ὑπὸ χθονὶ δώματα ναίει
νηλεὲς ἦτορ ἔχων, καὶ ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον,
Ζῆνά τε μητιόεντα, θεῶν πατέρ’ ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν,
τοῦ καὶ ὑπὸ βροντῆς πελεμίζεται εὐρεῖα χθών.
καὶ τοὺς μὲν κατέπινε μέγας Κρόνος, ὥς τις ἕκαστος
τον δυνατό Άδη που κατοικεί στο παλάτι του κάτω απ’
τη γη κι έχει ανελέητη καρδιά, τον βροντερό Γαιοσείστη και
τον σοφό Δία, πατέρα θεών και ανθρώπων
που τραντάζει την πλατειά γη με την βροντή του.
Κι αυτούς τους κατάπινε ο μέγας Κρόνος μόλις ο καθένας
Θεογ_460νηδύος ἐξ ἱερῆς μητρὸς πρὸς γούναθ’ ἵκοιτο,
τὰ φρονέων, ἵνα μή τις ἀγαυῶν Οὐρανιώνων
ἄλλος ἐν ἀθανάτοισιν ἔχοι βασιληίδα τιμήν.
Πεύθετο γὰρ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος
οὕνεκά οἱ πέπρωτο ἑῷ ὑπὸ παιδὶ δαμῆναι,
κατέβαινε απ’ την ιερή κοιλιά της μάνας του στα γόνατα της.
Φοβόταν μήπως κάποιος απ’ τους δοξασμένους Ουρανίωνες του
έπαιρνε το βασιλικό αξίωμα μέσα στους αθάνατους.
Γιατί είχε μάθει απ’ την Γαία και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό
ότι ήταν γραφτό να ηττηθεί κάποτε απ’ το παιδί του,
Θεογ_465καὶ κρατερῷ περ ἐόντι, -Διὸς μεγάλου διὰ βουλάς-
τῷ ὅ γ’ ἄρ’ οὐκ ἀλαοσκοπιὴν ἔχεν, ἀλλὰ δοκεύων
παῖδας ἑοὺς κατέπινε. Ῥέην δ’ ἔχε πένθος ἄλαστον.
Ἀλλ’ ὅτε δὴ Δί’ ἔμελλε θεῶν πατέρ’ ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν
τέξεσθαι, τότ’ ἔπειτα φίλους λιτάνευε τοκῆας
παρ’ όλο που ο ίδιος ήταν ισχυρός –απ’ το θέλημα
του μεγάλου Δία. Έτσι παραφύλαγε με άγρυπνα μάτια και
κατάπινε τα παιδιά του. Τη Ρέα όμως την κατείχε αβάσταχτος πόνος.
Αλλ’ όταν ήταν για να γεννήσει τον Δία, τον πατέρα θεών και
ανθρώπων, τότε παρακαλούσε τους αγαπημένους της
Θεογ_470τοὺς αὐτῆς, Γαῖάν τε καὶ Οὐρανὸν ἀστερόεντα,
μῆτιν συμφράσσασθαι, ὅπως λελάθοιτο τεκοῦσα
παῖδα φίλον, τείσαιτο δ’ ἐρινῦς πατρὸς ἑοῖο
παίδων θ’ οὓς κατέπινε μέγας Κρόνος ἀγκυλομήτης.
Οἱ δὲ θυγατρὶ φίλῃ μάλα μὲν κλύον ἠδ’ ἐπίθοντο,
γονείς, τη Γαία και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, να σκεφτούν
ένα τρόπο για να γεννήσει κρυφά τον αγαπημένο της γυιό,
για να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του και
τα παιδιά του, που τα κατάπινε ο δόλιος Κρόνος. Αυτοί
άκουσαν με μεγάλη προσοχή την αγαπημένη τους θυγατέρα,
Θεογ_475καί οἱ πεφραδέτην, ὅσα περ πέπρωτο γενέσθαι
ἀμφὶ Κρόνῳ βασιλῆι καὶ υἱέι καρτεροθύμῳ.
πέμψαν δ’ ἐς Λύκτον, Κρήτης ἐς πίονα δῆμον,
ὁππότ’ ἄρ’ ὁπλότατον παίδων ἤμελλε τεκέσθαι,
Ζῆνα μέγαν. τὸν μέν οἱ ἐδέξατο Γαῖα πελώρη
πείστηκαν και της αφιέρωσαν όσα ήταν πεπρωμένο να συμβούν
γύρω απ’ τον βασιλιά Κρόνο και τον γυιό με την ατρόμητη ψυχή.
Την έστειλαν λοιπόν στη Λύκτο, τον πλούσιο τόπο της Κρήτης,
όταν επρόκειτο να γεννήσει το τελευταίο
απ’ τα παιδιά της, τον μεγάλο Δία. Και τον δέχτηκε η πελώρια
Θεογ_480Κρήτῃ ἐν εὐρείῃ τρεφέμεν ἀτιταλλέμεναί τε.
ἔνθά μιν ἷκτο φέρουσα θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν,
πρώτην ἐς Λύκτον. κρύψεν δέ ἑ χερσὶ λαβοῦσα
ἄντρῳ ἐν ἠλιβάτῳ, ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης,
Αἰγαίῳ ἐν ὄρει πεπυκασμένῳ ὑλήεντι.
Γαία μέσα στην πλατειά Κρήτη, να τον θρέψει και να
τον φροντίζει. Εκεί, μέσα στο σκοτάδι της γρήγορης Νύχτας,
τον έφερε πρώτα στη Λύκτο και τον έκρυψε με τα χέρια της
σε απάτητο άντρο, στα βάθη της ιερής γης,
στο πυκνοδασωμένο Αιγαίο βουνό.
Θεογ_485τῷ δὲ σπαργανίσασα μέγαν λίθον ἐγγυάλιξεν
Οὐρανίδῃ μέγ’ ἄνακτι, θεῶν προτέρων βασιλῆι.
τὸν τόθ’ ἑλὼν χείρεσσιν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν,
σχέτλιος, οὐδ’ ἐνόησε μετὰ φρεσίν, ὥς οἱ ὀπίσσω
ἀντὶ λίθου ἑὸς υἱὸς ἀνίκητος καὶ ἀκηδὴς
Και στον γυιό του Ουρανού, τον μεγάλο άνακτα, τον πρώτο βασιλιά
ανάμεσα στους θεούς, σπαργάνωσε μια μεγάλη πέτρα. Κι εκείνος
αρπάζοντας την στα χέρια του, την έριξε ο δύστυχος στην κοιλιά του.
Δεν του πέρασε απ’ το μυαλό του πως έμενε πίσω αντί για πέτρα
ο γυιός του, ανίκητος και
Θεογ_490λείπεθ’, ὅ μιν τάχ’ ἔμελλε βίῃ καὶ χερσὶ δαμάσσας
τιμῆς ἐξελάαν, ὁ δ’ ἐν ἀθανάτοισιν ἀνάξειν.
Καρπαλίμως δ’ ἄρ’ ἔπειτα μένος καὶ φαίδιμα γυῖα
ηὔξετο τοῖο ἄνακτος. ἐπιπλομένου δ’ ἐνιαυτοῦ,
Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς,
χωρίς να πολυσκοτίζεται, που έμελλε γρήγορα με την ισχύ
και τα χέρια του να τον νικήσει, να του πάρει τα αξιώματα και
να βασιλέψει ανάμεσα στους αθάνατους. Έπειτα, γρήγορα
μεγάλωναν η ορμή και τα λαμπρά μέλη αυτού του άρχοντα. Και
με το κύλισμα του χρόνου (ξεγελασμένος από τις παμπόνηρες
Θεογ_495ὃν γόνον ἂψ ἀνέηκε μέγας Κρόνος ἀγκυλομήτης,
νικηθεὶς τέχνῃσι βίηφί τε παιδὸς ἑοῖο.
πρῶτον δ’ ἐξήμησε λίθον, πύματον καταπίνων.
τὸν μὲν Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονὸς εὐρυοδείης
Πυθοῖ ἐν ἠγαθέῃ, γυάλοις ὕπο Παρνησσοῖο,
συμβουλές της Γαίας), τον γόνο του ανέβασε από μέσα του
ο μέγας Κρόνος, ο πανούργος, νικημένος απ΄την επινοητικότητα
και την ισχύ του γυιού του. Πρώτα εξέμεσε την πέτρα που είχε
καταπιεί τελευταία και την οποία ο Ζευς τη στήριξε στην πλατειά γη,
στην αγία Πυθώνα, στις πλαγιές του Παρνασσού,
Θεογ_500σῆμ’ ἔμεν ἐξοπίσω, θαῦμα θνητοῖσι βροτοῖσι.
[Λῦσε δὲ πατροκασιγνήτους ὀλοῶν ὑπὸ δεσμῶν,
Οὐρανίδας, οὓς δῆσε πατὴρ ἀεσιφροσύνῃσιν.
οἵ οἱ ἀπεμνήσαντο χάριν εὐεργεσιάων,
δῶκαν δὲ βροντὴν ἠδ’ αἰθαλόεντα κεραυνὸν
σημάδι για το μέλλον να το θαυμάζουν οι θνητοί άνθρωποι.
(Κι έλυσε τους αδελφούς του πατέρα του, τους Ουρανίδες, απ’
τα μαύρα δεσμά που τους είχε δέσει ο πατέρας τους, μέσα στην
παραφροσύνη του. Κι αυτοί δε λησμόνησαν τη χάρη της ευεργεσίας
και του έδωσαν τη βροντή, τον κεραυνό που όλα τα καίει και
Θεογ_505καὶ στεροπήν. τὸ πρὶν δὲ πελώρη Γαῖα κεκεύθει.
τοῖς πίσυνος θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν ἀνάσσει.]
Κούρην δ’ Ἰαπετὸς καλλίσφυρον Ὠκεανίνην
ἠγάγετο Κλυμένην καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν.
ἡ δέ οἱ Ἄτλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα,
την αστραπή, που πριν τα έκρυβε η πελώρια Γαία. Μ’ αυτά
βασιλεύει (ο Δίας) στους θνητούς και στους αθάνατους θεούς).
Κι ο Ιαπετός πήρε την κόρη, την Ωκεανίδα με τους όμορφους
αστραγάλους, την Κλυμένη και μαζί της ανέβηκε
στο ίδιο κρεβάτι. Κι αυτή του γέννησε τον Άτλαντα, γυιό με
Θεογ_510510 τίκτε δ’ ὑπερκύδαντα Μενοίτιον ἠδὲ Προμηθέα,
ποικίλον αἰολόμητιν, ἁμαρτίνοόν τ’ Ἐπιμηθέα.
ὃς κακὸν ἐξ ἀρχῆς γένετ’ ἀνδράσιν ἀλφηστῇσι.
πρῶτος γάρ ῥα Διὸς πλαστὴν ὑπέδεκτο γυναῖκα
παρθένον. ὑβριστὴν δὲ Μενοίτιον εὐρύοπα Ζεὺς
ατρόμητη ψυχή. Και γέννησε και Τον υπερφίαλο Μενοίτιο,
τον εύστροφο και επινοητικό Προμηθέα, και τον μπερδεμένο
Επιμηθέα, που έκανε απ’ την αρχή μεγάλο κακό στους άνδρες
που τρέφονται με ψωμί. Γιατί πρώτος δέχτηκε την παρθένα γυναίκα
που έπλασε ο Δίας. Τον αυθάδη Μενοίτιο ο Δίας που
Θεογ_515εἰς ἔρεβος κατέπεμψε βαλὼν ψολόεντι κεραυνῷ
εἵνεκ’ ἀτασθαλίης τε καὶ ἠνορέης ὑπερόπλου.
Ἄτλας δ’ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχει κρατερῆς ὑπ’ ἀνάγκης,
πείρασιν ἐν γαίης πρόπαρ’ Ἑσπερίδων λιγυφώνων
ἑστηώς, κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσι.
τα βλέπει όλα, τον γκρέμισε στο Έρεβος, χτυπώντας τον με
τον κεραυνό που βγάζει καπνούς, για την ασέβειά και
την υπεροπτική δύναμή του. Ο Άτλας υποχρεώθηκε από μεγάλη
ανάγκη να κρατά τον πλατύ ουρανό, στα πέρατα της γης, μπροστά
στις Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, όρθιος, με το κεφάλι του και
με τ’ ακούραστα χέρια του.
Θεογ_520ταύτην γάρ οἱ μοῖραν ἐδάσσατο μητίετα Ζεύς.
δῆσε δ’ ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθέα ποικιλόβουλον,
δεσμοῖς ἀργαλέοισι, μέσον διὰ κίον’ ἐλάσσας.
καί οἱ ἐπ’ αἰετὸν ὦρσε τανύπτερον. αὐτὰρ ὅ γ’ ἧπαρ
ἤσθιεν ἀθάνατον, τὸ δ’ ἀέξετο ἶσον ἁπάντῃ
Γιατί αυτή τη μοίρα του όρισε ο σοφός Ζευς. Τον Προμηθέα με
τις πολλές ιδέες, τον έδεσε με άλυτα και βασανιστικά δεσμά
τυλίγοντας κολώνα στη μέση και ξεσηκώνοντας εναντίον του αετό
με μακρυά φτερά. Κι αυτός του έτρωγε το αθάνατο
συκώτι, αλλ’ αυτό ξαναγινόταν το ίδιο
Θεογ_525νυκτός, ὅσον πρόπαν ἦμαρ ἔδοι τανυσίπτερος ὄρνις.
τὸν μὲν ἄρ’ Ἀλκμήνης καλλισφύρου ἄλκιμος υἱὸς
Ἡρακλέης ἔκτεινε, κακὴν δ’ ἀπὸ νοῦσον ἄλαλκεν
Ἰαπετιονίδῃ καὶ ἐλύσατο δυσφροσυνάων,
οὐκ ἀέκητι Ζηνὸς Ὀλυμπίου ὕψι μέδοντος,
τη νύχτα, όσο είχε φάει τη μέρα το όρνιο με τα μακρυά φτερά.
Κι αυτό το σκότωσε ο Ηρακλής, ο γενναίος γυιός της
ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, και λύτρωσε απ’ τη φρικτή αυτή
αρρώστεια τον γυιό του Ιαπετού και τον λευτέρωσε απ’ το μαρτύριο,
μα όχι χωρίς τη θέληση του Ολύμπιου Δία, που βασιλεύει ψηλά, γιατί
Θεογ_530ὄφρ’ Ἡρακλῆος Θηβαγενέος κλέος εἴη
πλεῖον ἔτ’ ἢ τὸ πάροιθεν ἐπὶ χθόνα πουλυβότειραν.
ταῦτ’ ἄρα ἁζόμενος τίμα ἀριδείκετον υἱόν.
καί περ χωόμενος παύθη χόλου, ὃν πρὶν ἔχεσκεν,
οὕνεκ’ ἐρίζετο βουλὰς ὑπερμενέι Κρονίωνι.
ήθελε να δοξαστεί περισσότερο από πριν ο Θηβογεννημένος
Ηρακλής, πάνω στην πολυθρέφτα γη. Με τέτοια φροντίδα τίμησε
τον δοξασμένο γυιό του και παρά την οργή του σταμάτησε την πίκρα
που είχε πριν επειδή συναγωνιζόταν (ο Προμηθέας)
τον παντοδύναμο γυιό του Κρόνου.
Θεογ_535535 καὶ γὰρ ὅτ’ ἐκρίνοντο θεοὶ θνητοί τ’ ἄνθρωποι
Μηκώνῃ, τότ’ ἔπειτα μέγαν βοῦν πρόφρονι θυμῷ
δασσάμενος προύθηκε, Διὸς νόον ἐξαπαφίσκων.
τῷ μὲν γὰρ σάρκάς τε καὶ ἔγκατα πίονα δημῷ
ἐν ῥινῷ κατέθηκε, καλύψας γαστρὶ βοείῃ,
Γιατί τότε που θεοί και θνητοί άνθρωποι, στη Μηκώνη
τακτοποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ τους, τότε (ο Προμηθέας)
μοίρασε ένα μεγαλόσωμο βόδι με χαρά, θέλοντας να ξεγελάσει
την κρίση του Δία. Στο μεν ένα έβαλε τα παχιά εντόσθια και
τα κρέατα μέσα στο λίπος και τα σκέπασε με την κοιλιά
Θεογ_540τοῖς δ’ αὖτ’ ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ
εὐθετίσας κατέθηκε, καλύψας ἀργέτι δημῷ.
δὴ τότε μιν προσέειπε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.
Ἰαπετιονίδη, πάντων ἀριδείκετ’ ἀνάκτων,
ὦ πέπον, ὡς ἑτεροζήλως διεδάσσαο μοίρας.
του βοδιού. Στο άλλο τοποθέτησε με μεγάλη πονηριά τα άσπρα κόκκαλα του βοδιού και τα ακούμπησε κάτω αφού τα σκέπασε
με λευκό λίπος. Τότε λοιπόν ο πατέρας θεών και ανθρώπων
του είπε: Γυιέ του Ιαπετού φίλε πιο δοξασμένε απ’ όλους
τους άρχοντες, χώρισες τις μερίδες πολύ μεροληπτικά.
Θεογ_545Ὣς φάτο κερτομέων Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς.
τὸν δ’ αὖτε προσέειπε Προμηθεὺς ἀγκυλομήτης,
ἦκ’ ἐπιμειδήσας, δολίης δ’ οὐ λήθετο τέχνης.
Ζεῦ κύδιστε μέγιστε θεῶν αἰειγενετάων,
τῶν δ’ ἕλευ ὁπποτέρην σε ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἀνώγει.
Έτσι είπε περιπαίζοντάς τον ο Δίας με τη σκέψη που
δε λαθεύει ποτέ. Κι ο πανούργος Προμηθέας του απάντησε
με μισό χαμόγελο, χωρίς να ξεχάσει την απάτη που είχε στο μυαλό:
«Δία πανένδοξε, μεγαλύτερε απ’ τους αιώνιους θεούς, έλα διάλεξε
όποια μερίδα τραβά η καρδιά σου».
Θεογ_550Φῆ ῥα δολοφρονέων. Ζεὺς δ’ ἄφθιτα μήδεα εἰδὼς
γνῶ ῥ’ οὐδ’ ἠγνοίησε δόλον. κακὰ δ’ ὄσσετο θυμῷ
θνητοῖς ἀνθρώποισι, τὰ καὶ τελέεσθαι ἔμελλε.
χερσὶ δ’ ὅ γ’ ἀμφοτέρῃσιν ἀνείλετο λευκὸν ἄλειφαρ,
χώσατο δὲ φρένας ἀμφί, χόλος δέ μιν ἵκετο θυμόν,
Έτσι είπε με πονηριά στη σκέψη. Κι ο Ζευς που η σκέψη του
δεν λαθεύει ποτέ κατάλαβε, κι ο δόλος δεν του ξέφυγε.
Και σκεφτόταν τα δεινά για τους θνητούς ανθρώπους, που
ήταν μελλούμενο να γίνουν. Και σήκωσε με τα δύο του χέρια
το λευκό λίπος. Κι οργίστηκε μέσα του
Θεογ_555ὡς ἴδεν ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχῃ.
ἐκ τοῦ δ’ ἀθανάτοισιν ἐπὶ χθονὶ φῦλ’ ἀνθρώπων
καίουσ’ ὀστέα λευκὰ θυηέντων ἐπὶ βωμῶν.
τὸν δὲ μέγ’ ὀχθήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς.
Ἰαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα εἰδώς,
και χολή ήρθε στη ψυχή του καθώς είδε
τα λευκά κόκκαλα για τους αθάνατους πάνω
σε καπνισμένους βωμούς. Και με μεγάλη αγανάκτηση
ο Δίας που μαζεύει τα σύννεφα του είπε:
«Γυιέ του Ιαπετού, που οι σκέψεις σου είναι ανώτερες όλων,
Θεογ_560ὦ πέπον, οὐκ ἄρα πω δολίης ἐπελήθεο τέχνης.
Ὣς φάτο χωόμενος Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς.
ἐκ τούτου δἤπειτα χόλου μεμνημένος αἰεὶ
οὐκ ἐδίδου μελίῃσι πυρὸς μένος ἀκαμάτοιο
θνητοῖς ἀνθρώποις οἳ ἐπὶ χθονὶ ναιετάουσιν.
δεν ξέχασες φίλε μου τη τέχνη της απάτης».
Έτσι του είπε οργισμένος ο Δίας με τη σκέψη που δεν λαθεύει ποτέ
κι από τότε θυμόταν πάντα την απάτη και δεν έστελνε στις μελιές
την ορμή της ακούραστης φωτιάς για
τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη.
Θεογ_565ἀλλά μιν ἐξαπάτησεν ἐὺς πάις Ἰαπετοῖο
κλέψας ἀκαμάτοιο πυρὸς τηλέσκοπον αὐγὴν
ἐν κοίλῳ νάρθηκι. δάκεν δ’ ἄρα νειόθι θυμὸν
Ζῆν’ ὑψιβρεμέτην, ἐχόλωσε δέ μιν φίλον ἦτορ,
ὡς ἴδ’ ἐν ἀνθρώποισι πυρὸς τηλέσκοπον αὐγήν.
Αλλ’ ο γενναίος γυιός του Ιαπετού τον εξαπάτησε κι έκλεψε
τη λάμψη της ακούραστης φωτιάς που φέγγει μακρυά, μέσα
σε κούφιο καλάμι. Αυτό δάγκωσε βαθειά τη ψυχή του Δία που
βροντά από ψηλά και χολώθηκε καθώς είδε να έχουν οι άνθρωποι
τη λάμψη της φωτιάς που φέγγει μακρυά.
Θεογ_570αὐτίκα δ’ ἀντὶ πυρὸς τεῦξεν κακὸν ἀνθρώποισι.
γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις
παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον Κρονίδεω διὰ βουλάς.
ζῶσε δὲ καὶ κόσμησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
ἀργυφέῃ ἐσθῆτι. κατὰ κρῆθεν δὲ καλύπτρην
Κι αμέσως για αντάλλαγμα της φωτιάς, δημιούργησε ένα κακό για
τους ανθρώπους. Γιατί ο δοξασμένος Κουτσός (Ήφαιστος),
πήρε χώμα και έπλασε ομοίωμα σεμνής παρθένας όπως το θέλησε
ο Δίας. Κι η γλαυκομάτα θεά Αθηνά την έζωσε και τη στόλισε
με κατάλευκο φόρεμα. Κι απ΄το κεφάλι μέχρι κάτω
Θεογ_575δαιδαλέην χείρεσσι κατέσχεθε, θαῦμα ἰδέσθαι.
[ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνους νεοθηλέας, ἄνθεα ποίης,
ἱμερτοὺς περίθηκε καρήατι Παλλὰς Ἀθήνη.]
ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνην χρυσέην κεφαλῆφιν ἔθηκε,
τὴν αὐτὸς ποίησε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις
της έριξε με τα χέρια της πέπλο κεντητό. Θαύμα να το βλέπεις.
(Γύρω της, η Παλλάδα Αθηνά, έβαλε στεφάνια από
λαχταριστά λουλούδια χορταριού που μόλις είχε βλαστήσει).
Και γύρω απ’ το κεφάλι της έθεσε χρυσό στεφάνι που
το’χε φτιάξει ο δοξασμένος Κουτσός με τα επιδέξια χέρια του,
Θεογ_580ἀσκήσας παλάμῃσι, χαριζόμενος Διὶ πατρί.
τῇ δ’ ἔνι δαίδαλα πολλὰ τετεύχατο, θαῦμα ἰδέσθαι,
κνώδαλ’ ὅσ’ ἤπειρος δεινὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα.
τῶν ὅ γε πόλλ’ ἐνέθηκε, χάρις δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄητο,
θαυμάσια, ζωοῖσιν ἐοικότα φωνήεσσιν.
για χάρη του πατέρα του Δία. Και πάνω στο στεφάνι
χειροτέχνησε πολλά σχέδια, θαύμα να τα βλέπεις από ζωντανά,
όσα τρέφει η στεριά κι η θάλασσα. Απ’ αυτά έβαλε πολλά πάνω του
(και λαμποκοπούσε με πολλή γοητεία),
θαυμαστά, που έμοιαζαν με ζώα έτοιμα να σου μιλήσουν.
Θεογ_585Αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῦξε καλὸν κακὸν ἀντ’ ἀγαθοῖο,
ἐξάγαγ’ ἔνθά περ ἄλλοι ἔσαν θεοὶ ἠδ’ ἄνθρωποι,
κόσμῳ ἀγαλλομένην γλαυκώπιδος Ὀβριμοπάτρης.
θαῦμα δ’ ἔχ’ ἀθανάτους τε θεοὺς θνητούς τ’ ἀνθρώπους,
ὡς εἶδον δόλον αἰπύν, ἀμήχανον ἀνθρώποισιν.
Έπειτα αφού έφτιαξε κακό τόσο όμορφο αντί για το καλό,
την έβγαλε έξω όπου βρισκόταν οι άλλοι θεοί και οι άνθρωποι,
ενώ αυτή καμάρωνε για το στόλισμα που της είχε κάνει
η γλαυκομάτα, κόρη του πανίσχυρου πατέρα. Και θαυμασμός τότε
κατέλαβε τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους,
καθώς είδαν την αναπόφευκτη παγίδα που
Θεογ_590ἐκ τῆς γὰρ γένος ἐστὶ γυναικῶν θηλυτεράων,
[τῆς γὰρ ὀλοίιόν ἐστι γένος καὶ φῦλα γυναικῶν,]
πῆμα μέγα θνητοῖσι, σὺν ἀνδράσι ναιετάουσιν,
οὐλομένης Πενίης οὐ σύμφοροι, ἀλλὰ Κόροιο.
ὡς δ’ ὁπότ’ ἐν σμήνεσσι κατηρεφέεσσι μέλισσαι
προοριζόταν για τους ανθρώπους (γιατί απ’ αυτή βγήκε
το γένος των θηλυκών γυναικών). Γιατί απ΄αυτή κρατά
το ολέθριο γένος των γυναικών, της μεγάλης αυτής συμφοράς
που κατοικεί μαζί με τους θνητούς άνδρες που δεν ταιριάζουν
στην καταραμένη φτώχεια αλλά στον πλούτο.
Όπως μέσα στα καλοσκεπασμένα μελίσσια
Θεογ_595κηφῆνας βόσκωσι, κακῶν ξυνήονας ἔργων.
αἱ μέν τε πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἠμάτιαι σπεύδουσι τιθεῖσί τε κηρία λευκά,
οἱ δ’ ἔντοσθε μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους
ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμῶνται.
οι μέλισσες τρέφουν τους κηφήνες, συντρόφους
κακών έργων. Κι αυτές ολημερίς, μέχρι τη δύση του ήλιου πετούν
γοργά και αποθέτουν τα λευκά κεριά τους,
ενώ αυτοί μένουν μέσα στις θολωτές κυψέλες
καταπίνοντας τον ξένο κόπο.
Θεογ_600ὣς δ’ αὔτως ἄνδρεσσι κακὸν θνητοῖσι γυναῖκας
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης θῆκε, ξυνήονας ἔργων
ἀργαλέων. ἕτερον δὲ πόρεν κακὸν ἀντ’ ἀγαθοῖο,
ὅς κε γάμον φεύγων καὶ μέρμερα ἔργα γυναικῶν
μὴ γῆμαι ἐθέλῃ, ὀλοὸν δ’ ἐπὶ γῆρας ἵκηται
Τέτοιο κακό για τους θνητούς άνδρες έφτειαξε ο Δίας, που βροντά
από ψηλά, τις γυναίκες, συντρόφους κακών έργων, κι έδωκε
άλλο ένα κακό για το καλό που πήραν.
Όποιος αποφεύγει τον γάμο και τα βάσανα για τη φροντίδα
της γυναίκας και δεν θέλει να παντρευτεί και να φτάσει
στα καταραμένα γεράματα
Θεογ_605χήτει γηροκόμοιο. ὁ δ’ οὐ βιότου γ’ ἐπιδευὴς
ζώει, ἀποφθιμένου δὲ διὰ ζωὴν δατέονται
χηρωσταί. ᾧ δ’ αὖτε γάμου μετὰ μοῖρα γένηται,
κεδνὴν δ’ ἔσχεν ἄκοιτιν, ἀρηρυῖαν πραπίδεσσι,
τῷ δέ τ’ ἀπ’ αἰῶνος κακὸν ἐσθλῷ ἀντιφερίζει
χωρίς να έχει κάποιον να τον γηροκομήσει, τότε δεν θα στερηθεί
το βιός του, αλλά μετά το θάνατό του θα μοιραστούν
την περιουσία του μακρινοί συγγενείς. Όποιος πάλι του ΄γραψε
η μοίρα να παντρευτεί και να πάρει σύντροφο φρόνιμη και λογική,
και τότε σ’ όλη του τη ζωή θ’ αγωνίζεται
Θεογ_610ἐμμενές. ὃς δέ κε τέτμῃ ἀταρτηροῖο γενέθλης,
ζώει ἐνὶ στήθεσσιν ἔχων ἀλίαστον ἀνίην
θυμῷ καὶ κραδίῃ, καὶ ἀνήκεστον κακόν ἐστιν.
Ὣς οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον οὐδὲ παρελθεῖν.
οὐδὲ γὰρ Ἰαπετιονίδης ἀκάκητα Προμηθεὺς
να ισοφαρίσει το κακό με το καλό. Όποιου πάλι του’ τυχε γέννημα
ολέθριο, ζει έχοντας στα στήθεια του, στη ψυχή και στην καρδιά
αβάσταχτο πόνο, που είναι κακό αγιάτρευτο.
Επειδή δεν είναι δυνατό να ξεγελάσει κανείς το νου του Δία,
ούτε να του ξεφύγει, έτσι ούτε ο γυιός του Ιαπετού,
Θεογ_615τοῖό γ’ ὑπεξήλυξε βαρὺν χόλον, ἀλλ’ ὑπ’ ἀνάγκης
καὶ πολύιδριν ἐόντα μέγας κατὰ δεσμὸς ἐρύκει.
Ὀβριάρεῳ δ’ ὡς πρῶτα πατὴρ ὠδύσσατο θυμῷ
Κόττῳ τ’ ἠδὲ Γύγῃ, δῆσε κρατερῷ ἐνὶ δεσμῷ,
ἠνορέην ὑπέροπλον ἀγώμενος ἠδὲ καὶ εἶδος
ο άκακος Προμηθεύς, ξέφυγε απ΄την τρομερή οργή του,
και παρά τη σοφία του, εξαναγκάστηκε να τον κρατούν
βαρειά δεσμά. Τον Βριάρεω, τον Κόττο και τον Γύγη, τους μίσησε
ο πατέρας τους (ο Ουρανός) απ΄την πρώτη μέρα, και
τους έδεσε με γερά δεσμά, φθονώντας την ασύγκριτη ανδρεία τους,
Θεογ_620καὶ μέγεθος. κατένασσε δ’ ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης.
ἔνθ’ οἵ γ’ ἄλγε’ ἔχοντες ὑπὸ χθονὶ ναιετάοντες
εἵατ’ ἐπ’ ἐσχατιῇ μεγάλης ἐν πείρασι γαίης
δηθὰ μάλ’ ἀχνύμενοι, κραδίῃ μέγα πένθος ἔχοντες.
ἀλλά σφεας Κρονίδης τε καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι
το παρουσιαστικό τους και το ανάστημά τους και τους έχωσε μέσα
στην πλατειά γη. Εκεί κατοικούσαν μέσα στον πόνο, βαθειά
στα έσχατα της γης, στα πέρατα της μεγάλης γης, με μεγάλο πόνο
στη ψυχή και μαυρισμένη την καρδιά.
Αλλά ο γυιός του Κρόνου και οι άλλοι θεοί που γέννησε
Θεογ_625οὓς τέκεν ἠύκομος Ῥείη Κρόνου ἐν φιλότητι
Γαίης φραδμοσύνῃσιν ἀνήγαγον ἐς φάος αὖτις.
αὐτὴ γάρ σφιν ἅπαντα διηνεκέως κατέλεξε,
σὺν κείνοις νίκην τε καὶ ἀγλαὸν εὖχος ἀρέσθαι.
δηρὸν γὰρ μάρναντο πόνον θυμαλγέ’ ἔχοντες
η ομορφομάλλα Ρέα απ΄τον έρωτα του Κρόνου, ακολουθώντας
τη συμβουλή της Γαίας, τους ανέβασαν πάλι στο φως.
Γιατί αυτή τους εξιστόρησε με λεπτομέρεια ότι μόνο μαζί μ’ εκείνους
θα έπαιρναν τη νίκη και τη λαμπρή δόξα.
Γιατί πολεμούσαν για πολύ καιρό έχοντας βαρύ πόνο,
Θεογ_630Τιτῆνές τε θεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐξεγένοντο,
ἀντίον ἀλλήλοισι διὰ κρατερὰς ὑσμίνας
οἱ μὲν ἀφ’ ὑψηλῆς Ὄθρυος Τιτῆνες ἀγαυοί,
οἱ δ’ ἄρ’ ἀπ’ Οὐλύμποιο θεοὶ δωτῆρες ἐάων
οὓς τέκεν ἠύκομος Ῥείη Κρόνῳ εὐνηθεῖσα.
οι Τιτάνες οι θεοί, κι όσοι γεννήθηκαν απ’ τον Κρόνο,
συγκρουόμενοι μεταξύ τους σε δυνατές μάχες,
οι μεν λαμπροί Τιτάνες απ’ τη ψηλή Όθρυ, οι δε θεοί
οι δωρητές των αγαθών, που γέννησε η ομορφομάλλα
Ρέα απ’ τον έρωτα του Κρόνου, απ’ τον Όλυμπο.
Θεογ_635οἵ ῥα τότ’ ἀλλήλοισι μάχην θυμαλγέ’ ἔχοντες
συνεχέως ἐμάχοντο δέκα πλείους ἐνιαυτούς.
οὐδέ τις ἦν ἔριδος χαλεπῆς λύσις οὐδὲ τελευτὴ
οὐδετέροις, ἶσον δὲ τέλος τέτατο πτολέμοιο.
ἀλλ’ ὅτε δὴ κείνοισι παρέσχεθεν ἄρμενα πάντα,
Αυτοί τότε έχοντας ανάμεσα τους οργή που τους έτρωγε
την καρδιά, πολεμούσαν συνεχώς δέκα ολόκληρα χρόνια, και
δεν φαινόταν καμμιά λύση ή τέλος στη φοβερή έριδα, αλλά
και για τους δυο το τέλος του πολέμου ήταν μακρυνό και αβέβαιο.
Όταν όμως τους πρόσφεραν (στους Εκατόγχειρες) όλα
τα απαραίτητα,
Θεογ_640νέκταρ τ’ ἀμβροσίην τε, τά περ θεοὶ αὐτοὶ ἔδουσι,
πάντων τ’ ἐν στήθεσσιν ἀέξετο θυμὸς ἀγήνωρ,
[ὡς νέκταρ τ’ ἐπάσαντο καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινήν,]
δὴ τότε τοῖς μετέειπε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.
« κέκλυτέ μευ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἀγλαὰ τέκνα,
νέκταρ και αμβροσία, αυτά που τρων’ οι θεοί, τότε
στα στήθεια τους φούσκωσε η ρωμαλέα τους ψυχή.
(Μόλις δοκίμασαν το νέκταρ και τη γλυκειά αμβροσία)
τότε τους είπε ο πατέρας ανθρώπων και θεών:
«Ακούστε με λαμπρά τέκνα της Γαίας και τ’ Ουρανού,
Θεογ_645ὄφρ’ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
ἤδη γὰρ μάλα δηρὸν ἐναντίοι ἀλλήλοισι
νίκης καὶ κάρτευς πέρι μαρνάμεθ’ ἤματα πάντα,
Τιτῆνές τε θεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐκγενόμεσθα.
ὑμεῖς δὲ μεγάλην τε βίην καὶ χεῖρας ἀάπτους
για να σας πω όσα με προστάζει η ψυχή μέσα απ’
τα στήθεια μου. Πολύ καιρό τώρα πολεμούμε ολημερίς
μεταξύ μας, οι Τιτάνες οι θεοί, κι όσοι γεννηθήκαμε
απ’ τον Κρόνο, για τη νίκη και την επιβολή.
Τώρα εσείς δείξτε τη μεγάλη ισχύ και τ’ ανίκητα χέρια σας
Θεογ_650φαίνετε Τιτήνεσσιν ἐναντίον ἐν δαὶ λυγρῇ,
μνησάμενοι φιλότητος ἐνηέος, ὅσσα παθόντες
ἐς φάος ἂψ ἀφίκεσθε δυσηλεγέος ὑπὸ δεσμοῦ
ἡμετέρας διὰ βουλὰς ὑπὸ ζόφου ἠερόεντος.»
Ὣς φάτο. τὸν δ’ αἶψ’ αὖτις ἀμείβετο Κόττος ἀμύμων.
στην τρομερή μάχη εναντίον των Τιτάνων, έχοντας
στη μνήμη σας την άδολη αγάπη μας κι όσα έχετε πάθει,
και πως απ΄τη δική μας θέληση ήλθατε πάλι στο φως, απ’
τ’ ανυπόφορα δεσμά σας μέσα στον ζόφο τον σκοτεινό».
Έτσι είπε και του απάντησε αμέσως ο άψογος Κόττος:
Θεογ_655« δαιμόνι’, οὐκ ἀδάητα πιφαύσκεαι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ
ἴδμεν ὅ τοι περὶ μὲν πραπίδες, περὶ δ’ ἐστὶ νόημα,
ἀλκτὴρ δ’ ἀθανάτοισιν ἀρῆς γένεο κρυεροῖο,
σῇσι δ’ ἐπιφροσύνῃσιν ὑπὸ ζόφου ἠερόεντος
ἄψορρον ἐξαῦτις ἀμειλίκτων ὑπὸ δεσμῶν
«Θεέ, δεν μας λες κάτι άγνωστο. Γνωρίζουμε ότι
υπερέχεις στον νου και στη γνώση και πως προστατεύεις
τους αθάνατους θεούς απ΄την παγωμένη κατάρα. Και πως χάρη
στη γνώση σου γυιέ του Κρόνου βασιλιά, αναπάντεχα
ήλθαμε πάλι εδώ λυμένοι απ’ τ’ αμείλικτα δεσμά μας,
Θεογ_660ἠλύθομεν, Κρόνου υἱὲ ἄναξ, ἀνάελπτα παθόντες.
τῷ καὶ νῦν ἀτενεῖ τε νόῳ καὶ πρόφρονι θυμῷ
ῥυσόμεθα κράτος ὑμὸν ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι,
μαρνάμενοι Τιτῆσιν ἀνὰ κρατερὰς ὑσμίνας.»
Ὣς φάτ’. ἐπῄνησαν δὲ θεοὶ δωτῆρες ἐάων
μέσα απ’ τον σκοτεινό ζόφο. Γι’ αυτό και τώρα,
μ’ ανεπιφύλακτη ψυχή και με προσεκτική σκέψη,
θ’ αγωνιστούμε για να επικρατήσεις στον φοβερό πόλεμο,
πολεμώντας τους Τιτάνες σε σκληρές μάχες».
‘Ετσι είπε και τον επάινεσαν οι θεοί οι δωρητές των αγαθών,
Θεογ_665μῦθον ἀκούσαντες. πολέμου δ’ ἐλιλαίετο θυμὸς
μᾶλλον ἔτ’ ἢ τὸ πάροιθε. μάχην δ’ ἀμέγαρτον ἔγειραν
πάντες, θήλειαί τε καὶ ἄρσενες, ἤματι κείνῳ,
Τιτῆνές τε θεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐξεγένοντο,
οὕς τε Ζεὺς ἐρέβεσφιν ὑπὸ χθονὸς ἧκε φόωσδε,
μόλις άκουσαν τα λόγια του. Κι η ψυχή τους ποθούσε περισσότερο
τώρα τον πόλεμο παρά πριν. Κι όλοι, θεές και θεοί, σήκωσαν
τη μέρα εκείνη μάχη που δεν θα τη ζήλευες, οι Τιτάνες οι θεοί κι
όσοι γεννήθηκαν απ΄τον Κρόνο,
τους οποίους ο Ζευς έφερε στο φως απ΄το υποχθόνιο Έρεβος,
Θεογ_670δεινοί τε κρατεροί τε, βίην ὑπέροπλον ἔχοντες.
τῶν ἑκατὸν μὲν χεῖρες ἀπ’ ὤμων ἀίσσοντο
πᾶσιν ὁμῶς, κεφαλαὶ δὲ ἑκάστῳ πεντήκοντα
ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσιν.
οἳ τότε Τιτήνεσσι κατέσταθεν ἐν δαὶ λυγρῇ
φοβεροί και δυνατοί, έχοντας ακατανίκητη ισχύ.
Απ΄τους ώμους τους τινάζονταν εκατό χέρια κι απ΄τον ώμο
του καθενός πενήντα κεφάλια ξεφύτρωναν
στα στιβαρά μέλη τους. Και
τότε στάθηκαν αντίκρυ στους Τιτάνες μέσα στη σκληρή μάχη,
Θεογ_675πέτρας ἠλιβάτους στιβαρῇς ἐν χερσὶν ἔχοντες.
Τιτῆνες δ’ ἑτέρωθεν ἐκαρτύναντο φάλαγγας
προφρονέως. χειρῶν τε βίης θ’ ἅμα ἔργον ἔφαινον
ἀμφότεροι, δεινὸν δὲ περίαχε πόντος ἀπείρων,
γῆ δὲ μέγ’ ἐσμαράγησεν, ἐπέστενε δ’ οὐρανὸς εὐρὺς
κρατώντας στα στιβαρά χέρια τους τεράστιους βράχους.
Κι απ’ την άλλη, οι Τιτάνες πύκνωναν τις φάλλαγες τους
γοργά κι έδειχναν και οι δυο πλευρές τι μπορούσαν να κάνουν
με την ισχύ των χεριών τους. Και βούιζε φοβερά τριγύρω
ο απέραντος Πόντος, η γη σείστηκε δυνατά, κι ο αχανής
Θεογ_680σειόμενος, πεδόθεν δὲ τινάσσετο μακρὸς Ὄλυμπος
ῥιπῇ ὕπ’ ἀθανάτων, ἔνοσις δ’ ἵκανε βαρεῖα
τάρταρον ἠερόεντα ποδῶν, αἰπεῖά τ’ ἰωὴ
ἀσπέτου ἰωχμοῖο βολάων τε κρατεράων.
ὣς ἄρ’ ἐπ’ ἀλλήλοις ἵεσαν βέλεα στονόεντα.
Ουρανός αναστέναξε σαλεύοντας, απ’ την ορμή των αθανάτων,
ο ψηλός Όλυμπος σειόταν απ’ τις ρίζες, και βαρύς σεισμός
έφτανε μέχρι τον ομιχλώδη Τάρταρο, απ΄το τρομερό
ποδοβολητό κι απ’ τον απερίγραπτο κρότο που έκαναν
οι φοβερές βολές που έριχναν. Κι έριχναν πικραμένοι βολές
Θεογ_685φωνὴ δ’ ἀμφοτέρων ἵκετ’ οὐρανὸν ἀστερόεντα
κεκλομένων. οἱ δὲ ξύνισαν μεγάλῳ ἀλαλητῷ.
Οὐδ’ ἄρ’ ἔτι Ζεὺς ἴσχεν ἑὸν μένος, ἀλλά νυ τοῦ γε
εἶθαρ μὲν μένεος πλῆντο φρένες, ἐκ δέ τε πᾶσαν
φαῖνε βίην. ἄμυδις δ’ ἄρ’ ἀπ’ οὐρανοῦ ἠδ’ ἀπ’ Ὀλύμπου
ο ένας στον άλλον, κι οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι
τον γεμάτο αστέρια ουρανό, καθώς κραύγαζαν.
Ώσπου συγκρούστηκαν αλαλάζοντας τρομερά. Κι ο Δίας τότε,
δεν μπορούσε να κρατήσει πια το μένος του, η ψυχή του
πλημμύρισε μ’ ορμή, κι έδειξε σ’ όλους την παντοδυναμία του.
Κατέβαινε απ΄τον Ουρανό κι απ’ τον Όλυμπο,
Θεογ_690ἀστράπτων ἔστειχε συνωχαδόν, οἱ δὲ κεραυνοὶ
ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο
χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες,
ταρφέες. ἀμφὶ δὲ γαῖα φερέσβιος ἐσμαράγιζε
καιομένη, λάκε δ’ ἀμφὶ περὶ μεγάλ’ ἄσπετος ὕλη.
ρίχνοντας ακατάπαυστα αστραπές, κι απ΄ το στιβαρό
χέρι του έπεφταν συνέχεια οι κεραυνοί μαζί με βροντές
και αστραπές, στροβιλίζοντας τη ιερή φλόγα. Και γύρω
η ζωοδότρα γη, βογγούσε καθώς καιγόταν και
τα μεγάλα δάση έτριζαν ζωσμένα απ΄τη φωτιά.
Θεογ_695ἔζεε δὲ χθὼν πᾶσα καὶ Ὠκεανοῖο ῥέεθρα
πόντός τ’ ἀτρύγετος. τοὺς δ’ ἄμφεπε θερμὸς ἀυτμὴ
Τιτῆνας χθονίους, φλὸξ δ’ αἰθέρα δῖαν ἵκανεν
ἄσπετος, ὄσσε δ’ ἄμερδε καὶ ἰφθίμων περ ἐόντων
αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ τε στεροπῆς τε.
Έβραζε η γη ολόκληρη και τα ρέματα του Ωκεανού κι η ακένωτη
θάλασσα. Και καυτή πνοή τύλιγε τους χθόνιους Τιτάνες κι η φλόγα
ανέβαινε μέχρι τον θείο αιθέρα, κι
όσο δυνατοί κι αν ήταν τους τύφλωνε η κατάλευκη
λάμψη του κεραυνού και της αστραπής.
Θεογ_700καῦμα δὲ θεσπέσιον κάτεχεν χάος. εἴσατο δ’ ἄντα
ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν ἠδ’ οὔασιν ὄσσαν ἀκοῦσαι
αὔτως, ὡς ὅτε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε
πίλνατο. τοῖος γάρ κε μέγας ὑπὸ δοῦπος ὀρώρει,
τῆς μὲν ἐρειπομένης, τοῦ δ’ ὑψόθεν ἐξεριπόντος.
Και ζέστη πρωτόφαντη χύθηκε μέσα στο Χάος.
Κι αυτό που έβλεπαν τα μάτια και άκουγαν τ’ αυτιά,
ήταν σαν να έσμιγαν από πάνω η Γαία και ο πλατύς
Ουρανός. Τέτοιος θα ήταν ο θόρυβος αν αυτή
συντριβόταν κι αυτός έπεφτε από ψηλά.
Θεογ_705τόσσος δοῦπος ἔγεντο θεῶν ἔριδι ξυνιόντων.
σὺν δ’ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ’ ἐσφαράγιζον
βροντήν τε στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν,
κῆλα Διὸς μεγάλοιο, φέρον δ’ ἰαχήν τ’ ἐνοπήν τε
ἐς μέσον ἀμφοτέρων. ὄτοβος δ’ ἄπλητος ὀρώρει
Τόσος ήταν ο κρότος καθώς συγκρούονταν οι θεοί.
Και οι άνεμοι, παίρνοντας μέρος βουίζοντας, έσμιγαν το χώμα,
τη σκόνη, τη βροντή, την αστραπή και τον φλογερό κεραυνό, και
τα βέλη του μεγάλου Δία, και φέρναν τις ιαχές και τις πολεμικές
κραυγές ανάμεσα τους. Και το τρομερό βουητό
Θεογ_710σμερδαλέης ἔριδος, κάρτευς δ’ ἀνεφαίνετο ἔργον.
Ἐκλίνθη δὲ μάχη. πρὶν δ’ ἀλλήλοις ἐπέχοντες
ἐμμενέως ἐμάχοντο διὰ κρατερὰς ὑσμίνας.
οἱ δ’ ἄρ’ ἐνὶ πρώτοισι μάχην δριμεῖαν ἔγειραν,
Κόττος τε Βριάρεώς τε Γύγης τ’ ἄατος πολέμοιο.
της μάχης σηκώθηκε απ’ τη μεγάλη σύγκρουση, κι ήταν ξεκάθαρη
η δύναμη αυτών που γινόταν. Κι έγειρε η μάχη ενώ μέχρι αυτήν
την ώρα, μένοντας στην ίδια θέση, χτυπιόταν
σε φοβερές συγκρούσεις. Ανάμεσα στους πρώτους, ξεσήκωσαν
άγρια μάχη ο Κόττος, ο Βριάρεως και ο Γύγης, αχόρταγος για
Θεογ_715οἵ ῥα τριηκοσίας πέτρας στιβαρέων ἀπὸ χειρῶν
πέμπον ἐπασσυτέρας, κατὰ δ’ ἐσκίασαν βελέεσσι
Τιτῆνας. καὶ τοὺς μὲν ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
πέμψαν καὶ δεσμοῖσιν ἐν ἀργαλέοισιν ἔδησαν,
νικήσαντες χερσὶν ὑπερθύμους περ ἐόντας,
πόλεμο, οι οποίοι έρριξαν τρακόσιους βράχους,
τον ένα πισ’ απ’ τον άλλον, με τα στιβαρά χέρια τους.
Και με τις βολές τους σκέπασαν τους Τιτάνες και τους ξαπόστειλαν
κάτω απ’ τη πλατειά γη και τους έδεσαν τα χέρια με πικρά δεσμά,
όταν τους νίκησαν, κι ας είχαν γενναία ψυχή.
Θεογ_720τόσσον ἔνερθ’ ὑπὸ γῆς ὅσον οὐρανός ἐστ’ ἀπὸ γαίης.
τόσσον γάρ τ’ ἀπὸ γῆς ἐς τάρταρον ἠερόεντα.
ἐννέα γὰρ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων
οὐρανόθεν κατιών, δεκάτῃ κ’ ἐς γαῖαν ἵκοιτο.
ἐννέα δ’ αὖ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων
Τόσο βαθειά μέσα στη γη όσο απέχει ο ουρανός απ΄τη γη
(γιατί τόσο είναι απ’ τη γη μέχρι τον σκοτεινιασμένο Τάρταρο).
Εννιά νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι πέφτοντας απ’
τον ουρανό, φτάνει στη γη τη δεκάτη.
Κι εννιά πάλι νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι
Θεογ_725ἐκ γαίης κατιών, δεκάτῃ κ’ ἐς τάρταρον ἵκοι.
Τὸν πέρι χάλκεον ἕρκος ἐλήλαται. ἀμφὶ δέ μιν νὺξ
τριστοιχὶ κέχυται περὶ δειρήν. αὐτὰρ ὕπερθε
γῆς ῥίζαι πεφύασι καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης.
Ἔνθα θεοὶ Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ ἠερόεντι
πέφτοντας απ΄τη γη τη δεκάτη θα φθάσει στο Τάρταρο.
Τριγύρω τον περιζώνει χάλκινος φραγμός και γύρω απ΄
τον λαιμό του χύνεται η νύχτα με τρεις σειρές από σκοτάδι.
Κι από πάνω φυτρώνουν οι ρίζες της γης και της ακένωτης
θάλασσας. Εκεί ‘ναι καταχωνιασμένοι οι Τιτάνες οι θεοί,
Θεογ_730κεκρύφαται βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο,
χώρῳ ἐν εὐρώεντι, πελώρης ἔσχατα γαίης.
τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, θύρας δ’ ἐπέθηκε Ποσειδέων
χαλκείας, τεῖχος δ’ ἐπελήλαται ἀμφοτέρωθεν.
[ἔνθα Γύγης Κόττος τε καὶ Ὀβριάρεως μεγάθυμος
κάτω απ΄τον ομιχλώδη ζόφο, απ΄τη θέληση του Δία που μαζεύει
τα νέφη, (σε τόπο μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης).
Να βγουν είναι αδύνατο, γιατί ο Ποσειδώνας τοποθέτησε
χάλκινες πύλες και τείχος το περιτριγυρίζει από παντού.
Εκεί κατοικούν ο Γύγης, ο Κόττος και ο γενναιόψυχος
Θεογ_735ναίουσιν, φύλακες πιστοὶ Διὸς αἰγιόχοιο.
Ἔνθα δὲ γῆς δνοφερῆς καὶ ταρτάρου ἠερόεντος
πόντου τ’ ἀτρυγέτοιο καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ἑξείης πάντων πηγαὶ καὶ πείρατ’ ἔασιν,
ἀργαλέ’ εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ.
Βριάρεως, φύλακες πιστοί του Δία που κρατά την ασπίδα.
Εκεί στη σειρά, της μαύρης γης και του κατασκότεινου Τάρταρου
και του ατέλειωτου Πόντου και του ουρανού που είναι γεμάτος
αστέρια, βρίσκεται η αρχή και το τέλος, τόποι μουχλιασμένοι
που τους αποφεύγουν ακόμη κι οι θεοί,
Θεογ_740χάσμα μέγ’, οὐδέ κε πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
οὖδας ἵκοιτ’, εἰ πρῶτα πυλέων ἔντοσθε γένοιτο,
ἀλλά κεν ἔνθα καὶ ἔνθα φέροι πρὸ θύελλα θυέλλης
ἀργαλέη. δεινὸν δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι.]
[τοῦτο τέρας. καὶ Νυκτὸς ἐρεμνῆς οἰκία δεινὰ
χάσμα μεγάλο, που αν κάποιος περάσει απ’ τις πύλες του,
δεν θάφτανε στον πυθμένα του ούτε σ’ ένα χρόνο.
Αλλά θα τον πήγαινε από δω κι από κει φοβερή θύελλα πάνω
στη θύελλα. Αυτό το φαινόμενο είναι φοβερό ακόμα και για
τους αθανάτους. Εκεί βρίσκεται ο οίκος της σκοτεινής Νύχτας
Θεογ_745ἕστηκεν νεφέλῃς κεκαλυμμένα κυανέῃσι.]
Τῶν πρόσθ’ Ἰαπετοῖο πάις ἔχει οὐρανὸν εὐρὺν
ἑστηὼς κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσιν
ἀστεμφέως, ὅθι Νύξ τε καὶ Ἡμέρη ἆσσον ἰοῦσαι
ἀλλήλας προσέειπον ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν
ζωσμένος απ’ τα μαύρα σύννεφα.
Μπροστά της, ο γυιός του Ιαπετού, σηκώνει με το κεφάλι,
και τ’ ακούραστα χέρια του τον πλατύ ουρανό, χωρίς να λυγίζει.
Εκεί η Νύχτα και η Ημέρα συναντιούνται και αλληλοχαιρετιούνται,
περνώντας το χάλκινο σκαλοπάτι.
Θεογ_750χάλκεον. ἡ μὲν ἔσω καταβήσεται, ἡ δὲ θύραζε
ἔρχεται, οὐδέ ποτ’ ἀμφοτέρας δόμος ἐντὸς ἐέργει,
ἀλλ’ αἰεὶ ἑτέρη γε δόμων ἔκτοσθεν ἐοῦσα
γαῖαν ἐπιστρέφεται, ἡ δ’ αὖ δόμου ἐντὸς ἐοῦσα
μίμνει τὴν αὐτῆς ὥρην ὁδοῦ, ἔστ’ ἂν ἵκηται.
Η μια μπαίνει μέσα κι η άλλη βγαίνει έξω,
γιατί ποτέ και τις δυο μαζί δεν τις σηκώνει το σπίτι.
Αλλά ενώ η μια είναι έξω και
περιφέρεται στη γη, η άλλη μένει μέσα και
περιμένει την ώρα της για να βγει.
Θεογ_755ἡ μὲν ἐπιχθονίοισι φάος πολυδερκὲς ἔχουσα,
ἡ δ’ υπνον μετὰ χερσί, κασίγνητον Θανάτοιο,
Νὺξ ὀλοή, νεφέλῃ κεκαλυμμένη ἠεροειδεῖ.
Ἔνθα δὲ Νυκτὸς παῖδες ἐρεμνῆς οἰκί’ ἔχουσιν,
ὕπνος καὶ Θάνατος, δεινοὶ θεοί. οὐδέ ποτ’ αὐτοὺς
Η μια κρατώντας το Φως που το βλέπουν όλοι,
κι η άλλη η ολοσκότεινη Νύχτα, τυλιγμένη σε μαύρο σύννεφο,
έχοντας στα χέρια της τον Ύπνο τον αδελφό του Θανάτου.
Εκεί είναι η κατοικία των παιδιών της μαύρης Νύχτας,
του Ύπνου και του Θανάτου, θεοί φοβεροί που ποτέ σ’ αυτούς
Θεογ_760Ἠέλιος φαέθων ἐπιδέρκεται ἀκτίνεσσιν
οὐρανὸν εἰσανιὼν οὐδ’ οὐρανόθεν καταβαίνων.
τῶν ἕτερος μὲν γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
ἥσυχος ἀνστρέφεται καὶ μείλιχος ἀνθρώποισι,
τοῦ δὲ σιδηρέη μὲν κραδίη, χάλκεον δέ οἱ ἦτορ
ο λαμπερός Ήλιος δεν ρίχνει τις ακτίνες του,
ούτε όταν ανεβαίνει στον ουρανό, ούτε όταν κατεβαίνει
απ’ αυτόν. Ο ένας απ’ αυτούς,ήρεμος και γλυκός
τριγυρίζει τη γη, και την απέραντη θάλασσα
ενώ ο άλλος έχει καρδιά από σίδερο και ψυχή χάλκινη
Θεογ_765νηλεὲς ἐν στήθεσσιν. ἔχει δ’ ὃν πρῶτα λάβῃσιν
ἀνθρώπων. ἐχθρὸς δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν.
Ἔνθα θεοῦ χθονίου πρόσθεν δόμοι ἠχήεντες
[ἰφθίμου τ’ Ἀίδεω καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης]
ἑστᾶσιν, δεινὸς δὲ κύων προπάροιθε φυλάσσει,
κι ανελέητη μέσα στα στήθεια του, κι όποιον αρπάξει
απ’ τους ανθρώπους δεν τον αφήνει κι είναι εχθρός ακόμα
και στους αθάνατους θεούς. Εκεί μπροστά υψώνονται τα βροντερά
ανάκτορα του πανίσχυρου Άδη και της φοβερής
Περσεφόνης κι ένας τρομερός σκύλος τα φυλάει μπροστά,
Θεογ_770νηλειής, τέχνην δὲ κακὴν ἔχει. ἐς μὲν ἰόντας
σαίνει ὁμῶς οὐρῇ τε καὶ οὔασιν ἀμφοτέροισιν,
ἐξελθεῖν δ’ οὐκ αὖτις ἐᾷ πάλιν, ἀλλὰ δοκεύων
ἐσθίει, ὅν κε λάβῃσι πυλέων ἔκτοσθεν ἰόντα.
[ἰφθίμου τ’ Ἀίδεω καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης.]
αδυσώπητος με πανούργο τέχνασμα. Σ’ όσους έρχονται
κουνά την ουρά και τα δυο αυτιά του φιλικά, όμως πάλι
να βγει έξω δεν τον αφήνει, αλλά παραφυλάει και τρώει
όποιον πιάσει να βγαίνει έξω απ’ την πύλη
(του πανίσχυρου Άδη και της φοβερής Περσεφόνης).
Θεογ_775Ἔνθα δὲ ναιετάει στυγερὴ θεὸς ἀθανάτοισι,
δεινὴ Στύξ, θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο
πρεσβυτάτη. νόσφιν δὲ θεῶν κλυτὰ δώματα ναίει
μακρῇσιν πέτρῃσι κατηρεφέ’. ἀμφὶ δὲ πάντῃ
κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται.
Εκεί κατοικεί η μισητή για τους αθάνατους, η φοβερή Στύγα,
η μεγαλύτερη θυγατέρα του Ωκεανού που τα ρέματά του
κυλούν κυκλικά. Κατοικεί μακρυά απ’ τους θεούς, σε ξακουστά
ανάκτορα σκεπασμένα με ψηλούς βράχους.
Και τριγύρω κολώνες ασημένιες τα στηρίζουν στον ουρανό.
Θεογ_780παῦρα δὲ Θαύμαντος θυγάτηρ πόδας ὠκέα ιρις
ἀγγελίη πωλεῖται ἐπ’ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
ὁππότ’ ἔρις καὶ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρηται,
καί ῥ’ ὅστις ψεύδηται Ὀλύμπια δώματ’ ἐχόντων,
Ζεὺς δέ τε ιριν ἔπεμψε θεῶν μέγαν ὅρκον ἐνεῖκαι
Καμμιά φορά έρχεται η θυγατέρα του Θαύμαντα η γοργοπόδαρη
Ίρις, να φέρει κάποιο μήνυμα απ’ την απέραντη θάλασσα.
Όποτε σηκωθεί καυγάς κι έχθρα ανάμεσα στους αθάνατους
κι όποιος απ’ όσους κατοικούν στα Ολύμπια δώματα ψεύδεται,
ο Ζευς στέλνει την Ίριδα
Θεογ_785τηλόθεν ἐν χρυσέῃ προχόῳ πολυώνυμον ὕδωρ,
ψυχρόν, ὅ τ’ ἐκ πέτρης καταλείβεται ἠλιβάτοιο
ὑψηλῆς. πολλὸν δὲ ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
ἐξ ἱεροῦ ποταμοῖο ῥέει διὰ νύκτα μέλαιναν.
Ὠκεανοῖο κέρας, δεκάτη δ’ ἐπὶ μοῖρα δέδασται.
να φέρει από μακρυά τον μέγα όρκο των θεών, το φημισμένο
παγωμένο νερό μέσα σε χρυσή στάμνα, που κυλά από ψηλό,
κρεμαστό βράχο. Κι είναι παρακλάδι του ιερού ποταμού
του Ωκεανού, που κυλά άφθονο μέσα στη μαύρη νύχτα,
κάτω απ’ τη πλατειά γη. Γιατί έχει μερδικό το ένα δέκατο.
Θεογ_790ἐννέα μὲν περὶ γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
δίνῃς ἀργυρέῃς εἱλιγμένος εἰς ἅλα πίπτει,
ἡ δὲ μί’ ἐκ πέτρης προρέει, μέγα πῆμα θεοῖσιν.
Ὅς κεν τὴν ἐπίορκον ἀπολλείψας ἐπομόσσῃ
ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου,
Τα άλλα εννιά γύρω απ’ τη γη και την απέραντη θάλασσα
με δίνες ασημένιες τα περικυκλώνει (ο Ωκεανός) και χύνεται
στη θάλασσα, κι αυτό το ένα δέκατο, κυλά απ’ τον βράχο κι
είναι συμφορά μεγάλη για τους θεούς. Όποιος απ’ τους αθάνατους
που κατέχουν την Κορφή του χιονισμένου Ολύμπου
Θεογ_795κεῖται νήυτμος τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν.
οὐδέ ποτ’ ἀμβροσίης καὶ νέκταρος ἔρχεται ἆσσον
βρώσιος, ἀλλά τε κεῖται ἀνάπνευστος καὶ ἄναυδος
στρωτοῖς ἐν λεχέεσσι, κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει.
αὐτὰρ ἐπὴν νοῦσον τελέσει μέγαν εἰς ἐνιαυτόν,
ορκιστεί ψεύτικα χύνοντας το νερό, για ένα ολόκληρο χρόνο
κείτεται χωρίς πνοή. Και δεν φέρνει ποτέ νέκταρ και αμβροσία
για να τραφεί, αλλά κείτεται χωρίς ανάσα και φωνή πάνω
στα στρωσίδια και τον τυλίγει μια τρομερή παράλυση.
Κι όταν περάσει η αρρώστεια ύστερα από έναν μακρύ χρόνο,
Θεογ_800ἄλλος δ’ ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτερος ἆθλος.
εἰνάετες δὲ θεῶν ἀπαμείρεται αἰὲν ἐόντων,
οὐδέ ποτ’ ἐς βουλὴν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῖτας
ἐννέα πάντ’ ἔτεα. δεκάτῳ δ’ ἐπιμίσγεται αὖτις
εἰρέας ἀθανάτων οἳ Ὀλύμπια δώματ’ ἔχουσι.
τον περιμένουν άλλα κι άλλα, φοβερώτερα βάσανα.
Εννιά χρόνια μένει χωρισμένος απ’ τους θεούς που ζουν αιώνια
κι ουδέποτε παίρνει μέρος στα συμβούλια και στα συμπόσια,
για εννιά ολόκληρα χρόνια. Στον δέκατο όμως παίρνει πάλι μέρος
στα συμβούλια των αθανάτων που έχουν τα Ολύμπια ανάκτορα.
Θεογ_805τοῖον ἄρ’ ὅρκον ἔθεντο θεοὶ Στυγὸς ἄφθιτον ὕδωρ,
ὠγύγιον. τὸ δ’ ἵησι καταστυφέλου διὰ χώρου.
Ἔνθα δὲ γῆς δνοφερῆς καὶ ταρτάρου ἠερόεντος
πόντου τ’ ἀτρυγέτοιο καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ἑξείης πάντων πηγαὶ καὶ πείρατ’ ἔασιν,
Τέτοιο όρκο έθεσαν οι θεοί στο άφθαρτο και παμπάλαιο νερό
της Στύγας που τρέχει μέσα σε τραχύ τόπο. (Εκεί στη σειρά,
της μαύρης γης και του κατασκότεινου Τάρταρου και
του ατέλειωτου Πόντου και τ’ ουρανού που είναι γεμάτος αστέρια,
βρίσκεται η αρχή και τέλος, τόποι μουχλιασμένοι
Θεογ_810ἀργαλέ’ εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ.
ἔνθα δὲ μαρμάρεαί τε πύλαι καὶ χάλκεος οὐδός,
ἀστεμφὲς ῥίζῃσι διηνεκέεσσιν ἀρηρώς,
αὐτοφυής. πρόσθεν δὲ θεῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων
Τιτῆνες ναίουσι, πέρην χάεος ζοφεροῖο.
που τους αποφεύγουν ακόμη κι οι θεοί.
Εκεί είναι οι μαρμάρινες πύλες και το ακλόνητο χάλκινο κατώφλι,
στερεωμένο σε ρίζες χωρίς τέλος, μακρυές, που βρίσκεται εκεί
από πάντα. Εκεί μπροστά, μακρυά απ’ όλους τους θεούς,
κατοικούν οι Τιτάνες, πέρα απ’ το ζοφερό χάος.
Θεογ_815αὐτὰρ ἐρισμαράγοιο Διὸς κλειτοὶ ἐπίκουροι
δώματα ναιετάουσιν ἐπ’ Ὠκεανοῖο θεμέθλοις,
Κόττος τ’ ἠδὲ Γύγης. Βριάρεών γε μὲν ἠὺν ἐόντα
γαμβρὸν ἑὸν ποίησε βαρύκτυπος Ἐννοσίγαιος,
δῶκε δὲ Κυμοπόλειαν ὀπυίειν, θυγατέρα ἥν.
Ενώ οι ξακουστοί σύντροφοι του βροντερού Δία ο Κόττος
και ο Γύγης, κατοικούν σε δώματα στα θεμέλια του Ωκεανού.
Και τον Βριάρεω, για τη γενναιότητα του, τον έκαμε γαμπρό του
ο βαρύκτυπος Γαιοσείστης (ο Ποσειδώνας) και
του έδωσε γυναίκα του την Κυμοπόλεια, τη δική του θυγατέρα.
Θεογ_820Αὐτὰρ ἐπεὶ Τιτῆνας ἀπ’ οὐρανοῦ ἐξέλασε Ζεύς,
ὁπλότατον τέκε παῖδα Τυφωέα Γαῖα πελώρη
Ταρτάρου ἐν φιλότητι διὰ χρυσῆν Ἀφροδίτην.
οὗ χεῖρες μὲν ἔασιν ἐπ’ ἰσχύι ἔργματ’ ἔχουσαι,
καὶ πόδες ἀκάματοι κρατεροῦ θεοῦ. ἐκ δέ οἱ ὤμων
Μόλις έδιωξε ο Δίας τους Τιτάνες απ’ τον ουρανό,
η πελώρια Γαία, γέννησε τον τελευταίο γυιό της τον Τυφωέα
σμίγοντας με τον Τάρταρο για χάρη της χρυσής Αφροδίτης.
Τα χέρια του ήταν φτειαγμένα για έργα που χρειαζόταν δύναμη
και τα πόδια του κρατερού θεού ήταν ακούραστα. Κι απ’
Θεογ_825ἦν ἑκατὸν κεφαλαὶ ὄφιος δεινοῖο δράκοντος,
γλώσσῃσι δνοφερῇσι λελιχμότες. ἐν δέ οἱ ὄσσε
θεσπεσίῃς κεφαλῇσιν ὑπ’ ὀφρύσι πῦρ ἀμάρυσσεν.
[πασέων δ’ ἐκ κεφαλέων πῦρ καίετο δερκομένοιο.]
φωναὶ δ’ ἐν πάσῃσιν ἔσαν δεινῇς κεφαλῇσι,
τους ώμους του έβγαιναν εκατό φιδίσια κεφάλια,
δράκου τρομερού, και μαύρες γλώσσες που έγλειφαν.
Κι απ’ τα μάτια των φοβερών κεφαλιών, κάτω απ΄τα φρύδια
έβγαινε φλογερή φωτιά, (κι απ’ όλα τα κεφάλια καθώς
κοίταζε καιγόταν φωτιά). Κι έβγαιναν απ’ όλα τα τρομερά κεφάλια
Θεογ_830παντοίην ὄπ’ ἰεῖσαι ἀθέσφατον. ἄλλοτε μὲν γὰρ
φθέγγονθ’ ὥς τε θεοῖσι συνιέμεν, ἄλλοτε δ’ αὖτε
ταύρου ἐριβρύχεω μένος ἀσχέτου ὄσσαν ἀγαύρου,
ἄλλοτε δ’ αὖτε λέοντος ἀναιδέα θυμὸν ἔχοντος,
ἄλλοτε δ’ αὖ σκυλάκεσσιν ἐοικότα, θαύματ’ ἀκοῦσαι,
φωνές κάθε είδους, αφήνοντας απερίγραπτο βουητό.
Γιατί άλλοτε μιλούσε έτσι που να καταλαβαίνουν οι θεοί, κι
άλλοτε με φωνή αγέρωχη σαν βρυχηθμό περήφανου ταύρου
που τίποτα δεν σταματά την ορμή του.
Άλλοτε σαν σκληρόκαρδο λιοντάρι, άλλοτε σαν σκυλάκια,
Θεογ_835ἄλλοτε δ’ αὖ ῥοίζεσχ’, ὑπὸ δ’ ἤχεεν οὔρεα μακρά.
καί νύ κεν ἔπλετο ἔργον ἀμήχανον ἤματι κείνῳ,
καί κεν ὅ γε θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν ἄναξεν,
εἰ μὴ ἄρ’ ὀξὺ νόησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.
σκληρὸν δ’ ἐβρόντησε καὶ ὄβριμον, ἀμφὶ δὲ γαῖα
θαύμα να τ΄ακούς, κι άλλοτε πάλι σφύριζε κι αντηχούσαν
τα μακρυά βουνά. Κι εκείνη τη μέρα θα συνέβαινε ένα
γεγονός ανεπανόρθωτο, θα γινόταν δηλαδή αυτός βασιλιάς
σε θνητούς κι αθανάτους, αν δεν τον αντιλαμβανόταν ο οξυδερκής
πατέρας θεών και ανθρώπων. Και βρόντησε σκληρά
Θεογ_840σμερδαλέον κονάβησε καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε
πόντός τ’ Ὠκεανοῦ τε ῥοαὶ καὶ τάρταρα γαίης.
ποσσὶ δ’ ὕπ’ ἀθανάτοισι μέγας πελεμίζετ’ Ὄλυμπος
ὀρνυμένοιο ἄνακτος. ἐπεστονάχιζε δὲ γαῖα.
καῦμα δ’ ὑπ’ ἀμφοτέρων κάτεχεν ἰοειδέα πόντον
και δυνατά, κι αντήχησε τρομακτικά τριγύρω η Γη, και
ο πλατύς Ουρανός από ψηλά, και ο Πόντος και τα ρέματα
του Ωκεανού και τα Τάρταρα τη γης. Και κάτω απ’
τ’ αθάνατα πόδια του άρχοντα που σηκωνόταν, τραντάζόταν
ο μέγας Όλυμπος και στέναζε η γη. Κι απ΄τους δυό φοβερή ζέστη
κυρίεψε τον σκοτεινό πόντο,
Θεογ_845βροντῆς τε στεροπῆς τε πυρός τ’ ἀπὸ τοῖο πελώρου
πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος.
ἔζεε δὲ χθὼν πᾶσα καὶ οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα.
θυῖε δ’ ἄρ’ ἀμφ’ ἀκτὰς περί τ’ ἀμφί τε κύματα μακρὰ
ῥιπῇ ὕπ’ ἀθανάτων, ἔνοσις δ’ ἄσβεστος ὀρώρει.
απ’ τη βροντή και την αστραπή, κι απ’ τη φωτιά που έβγαινε
απ’ το πελώριο τέρας (μανιασμένοι άνεμοι και φλογερός κεραυνός),
και κόχλαζε ολ’ η γη, ο ουρανός κι η θάλασσα. Κι από παντού
μαίνονταν πελώρια κύμα τα στις ακτές, απ’ την ορμή των αθανάτων,
κι ένας σεισμός ατέλειωτος σηκώθηκε.
Θεογ_850τρέε δ’ Ἀίδης ἐνέροισι καταφθιμένοισιν ἀνάσσων
Τιτῆνές θ’ ὑποταρτάριοι Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες
ἀσβέστου κελάδοιο καὶ αἰνῆς δηιοτῆτος.
Ζεὺς δ’ ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος, εἵλετο δ’ ὅπλα,
βροντήν τε στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν,
Έτρεμε ο Άδης που είναι άρχοντας στους νεκρούς του κάτω κόσμου,
και οι Τιτάνες μέσα στον Τάρταρο, που βρίσκονται γύρω απ’
τον Κρόνο (απ’ το ατέλειωτο βουητό και τον φοβερό αγώνα).
Ο Ζεύς, όταν κορυφώθηκε η ορμή του, και πήρε τα όπλα,
τη βροντή, την αστραπή και τον καπνογόνο κεραυνό,
Θεογ_855πλῆξεν ἀπ’ Οὐλύμποιο ἐπάλμενος. ἀμφὶ δὲ πάσας
ἔπρεσε θεσπεσίας κεφαλὰς δεινοῖο πελώρου.
αὐτὰρ ἐπεὶ δή μιν δάμασε πληγῇσιν ἱμάσσας,
ἤριπε γυιωθείς, στονάχιζε δὲ γαῖα πελώρη.
φλὸξ δὲ κεραυνωθέντος ἀπέσσυτο τοῖο ἄνακτος
τον χτύπησε πηδώντας απ’ τον Όλυμπο κι έκαψε ένα γύρω
όλα τα απερίγραπτα κεφάλια του φοβερού τέρατος.
Κι όταν τον δάμασε απ’ τα χτυπήματα, έπεσε
κομματιασμένος κι αναστέναξε η πελώρια γη.
Κι απ’ αυτόν τον κεραυνωμένο άρχοντα, ξεπήδησε φλόγα,
Θεογ_860οὔρεος ἐν βήσσῃσιν ἀιδνῆς παιπαλοέσσης
πληγέντος, πολλὴ δὲ πελώρη καίετο γαῖα
αὐτμῇ θεσπεσίῃ, καὶ ἐτήκετο κασσίτερος ὣς
τέχνῃ ὑπ’ αἰζηῶν ἐν ἐυτρήτοις χοάνοισι
θαλφθείς, ἠὲ σίδηρος, ὅ περ κρατερώτατός ἐστιν,
μέσα στα σκοτεινά και βραχώδη φαράγγια του βουνού όπου
είχε πληγωθεί. Και σε μεγάλη έκταση καιγόταν η πελώρια γη,
μέσα σε απερίγραπτους ατμούς, κι έλοιωνε σαν κασσίτερος
ζεσταμένος από ικανούς τεχνίτες σε καλοτρυπημένες χοάνες,
ή σαν σίδερο που είναι το πιο στέρεο, και που μέσα
Θεογ_865οὔρεος ἐν βήσσῃσι δαμαζόμενος πυρὶ κηλέῳ
τήκεται ἐν χθονὶ δίῃ ὑφ’ Ἡφαίστου παλάμῃσιν.
ὣς ἄρα τήκετο γαῖα σέλαι πυρὸς αἰθομένοιο.
ῥῖψε δέ μιν θυμῷ ἀκαχὼν ἐς τάρταρον εὐρύν.
Ἐκ δὲ Τυφωέος ἔστ’ ἀνέμων μένος ὑγρὸν ἀέντων,
στα φαράγγια του βουνού, δαμασμένο απ’ τη φλογερή φωτιά,
λοιώνει στο θεϊκό χώμα, απ’ την τέχνη του ΄Ηφαιστου.
Έτσι έλοιωνε κι η γη απ’ τη λάμψη της φλογερής φωτιάς.
Και τον έριξε (ο Δίας) με ψυχή θυμωμένη μέσα στον απέραντο
Τάρταρο. Απ’ αυτόν, τον Τυφώνα, βγαίνει η υγρή ορμή
Θεογ_870νόσφι Νότου Βορέω τε καὶ ἀργεστέω Ζεφύροιο.
οἵ γε μὲν ἐκ θεόφιν γενεήν, θνητοῖς μέγ’ ὄνειαρ.
αἱ δ’ ἄλλαι μὰψ αὖραι ἐπιπνείουσι θάλασσαν.
αἳ δή τοι πίπτουσαι ἐς ἠεροειδέα πόντον,
πῆμα μέγα θνητοῖσι, κακῇ θυίουσιν ἀέλλῃ.
των ανεμών όταν φυσούν, εκτός απ’ τον Νοτιά, τον Βοριά και
τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, γιατί αυτοί έχουν γεννηθεί απ’
τους θεούς, καλό μεγάλο για τους θνητούς. Οι άλλοι άστατα φυσούν
μεσ’ τη θάλασσα. Είναι αυτοί που ρίχνονται μέσα στον ομιχλώδη
πόντο, κακό μεγάλο για τους θνητούς, και μαίνονται σ’ άγρια θύελλα.
Θεογ_875ἄλλοτε δ’ ἄλλαι ἄεισι διασκιδνᾶσί τε νῆας
ναύτας τε φθείρουσι. κακοῦ δ’ οὐ γίνεται ἀλκὴ
ἀνδράσιν, οἳ κείνῃσι συνάντωνται κατὰ πόντον.
αἱ δ’ αὖ καὶ κατὰ γαῖαν ἀπείριτον ἀνθεμόεσσαν
ἔργ’ ἐρατὰ φθείρουσι χαμαιγενέων ἀνθρώπων,
Και φυσούν εδώ κι εκεί σκορπίζοντας τα καράβια και πνίγοντας
τους ναυτικούς. Και σ’ αυτό το κακό δεν βοηθά η παλληκαριά
των ανδρών, αν τους συναντήσουν (τους ανέμους) στην ανοιχτή
θάλασσα. Άλλοι άνεμοι πάλι πάνω στην ανθόσπαρτη και άπειρη γη,
καταστρέφουν τα ωραία έργα των ανθρώπων που γεννήθηκαν
Θεογ_880πιμπλεῖσαι κόνιός τε καὶ ἀργαλέου κολοσυρτοῦ.
Αὐτὰρ ἐπεί ῥα πόνον μάκαρες θεοὶ ἐξετέλεσσαν,
Τιτήνεσσι δὲ τιμάων κρίναντο βίηφι,
δή ῥα τότ’ ὤτρυνον βασιλευέμεν ἠδὲ ἀνάσσειν
Γαίης φραδμοσύνῃσιν Ὀλύμπιον εὐρύοπα Ζῆν
χαμηλά, γεμίζοντας τα με σκόνη κι οδυνηρή βουή.
Όταν λοιπόν οι μακάριοι θεοί κανόνισαν με τη βία
τις διαφορές τους για τα αξιώματα με τους Τιτάνες,
τότε παρώτρυναν τον πανεπόπτη Δία τον Ολύμπιο,
να βασιλεύει και να άρχει με τις συμβουλές της Γης,
Θεογ_885ἀθανάτων. ὁ δὲ τοῖσιν ἐὺ διεδάσσατο τιμάς.
Ζεὺς δὲ θεῶν βασιλεὺς πρώτην ἄλοχον θέτο Μῆτιν,
πλεῖστα θεῶν εἰδυῖαν ἰδὲ θνητῶν ἀνθρώπων.
ἀλλ’ ὅτε δὴ ἄρ’ ἔμελλε θεὰν γλαυκῶπιν Ἀθήνην
τέξεσθαι, τότ’ ἔπειτα δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας
μέσα στους αθάνατους. Κι ο Ζευς, ο βασιλιάς των θεών,
πρώτη γυναίκα του πήρε τη Μήτιδα που γνώριζε περισσότερα
απ’ τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους.
Όταν όμως ήταν να γεννήσει τη γλαυκομάτα θεά Αθηνά,
τότε εξαπατώντας την λαρδιά της με δόλο και
Θεογ_890αἱμυλίοισι λόγοισιν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν,
Γαίης φραδμοσύνῃσι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος.
τὼς γάρ οἱ φρασάτην, ἵνα μὴ βασιληίδα τιμὴν
ἄλλος ἔχοι Διὸς ἀντὶ θεῶν αἰειγενετάων.
ἐκ γὰρ τῆς εἵμαρτο περίφρονα τέκνα γενέσθαι.
γλυκόλογα, την έρριξε στην κοιλιά του, κατά πως
τον συμβούλεψε η Γη και ο γεμάτος αστέρια Ουρανός.
Και τον συμβούλεψαν έτσι για να μη πάρει άλλος απ’
τους αιώνιους θεούς το βασιλικό αξίωμα. Γιατ’
ήταν πεπρωμένο να γεννήσει παιδιά γεμάτα φρόνηση.
Θεογ_895πρώτην μὲν κούρην γλαυκώπιδα Τριτογένειαν,
ἶσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν,
αὐτὰρ ἔπειτ’ ἄρα παῖδα θεῶν βασιλῆα καὶ ἀνδρῶν
ἤμελλεν τέξεσθαι, ὑπέρβιον ἦτορ ἔχοντα.
ἀλλ’ ἄρα μιν Ζεὺς πρόσθεν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν,
Πρώτη τη γλαυκομάτα κόρη την Τριτογένεια,
ορμητική και με σοφή σκέψη, όσο κι ο πατέρας της.
Έπειτα έμελλε να γεννήσει έναν γυιό, με ακατανίκητη ψυχή,
που θα γινόταν βασιλιάς θεών κι ανθρώπων.
Αλλά πρόλαβε ο Ζευς και την έρριξε μέσα στην κοιλιά του,
Θεογ_900ὥς οἱ συμφράσσαιτο θεὰ ἀγαθόν τε κακόν τε.
Δεύτερον ἠγάγετο λιπαρὴν Θέμιν, ἣ τέκεν Ὥρας,
Εὐνομίην τε Δίκην τε καὶ Εἰρήνην τεθαλυῖαν,
αἵ τ’ ἔργ’ ὠρεύουσι καταθνητοῖσι βροτοῖσι,
Μοίρας θ’, ἧς πλείστην τιμὴν πόρε μητίετα Ζεύς,
για να του λέει η θεά τα καλά και τα κακά που τον
περιμένουν. Δεύτερη (γυναίκα) πήρε τη λαμπρή Θέμιδα που
γέννησε τις Ώρες, την Ευνομία, τη Δίκη και την ανθοστολισμένη
Ειρήνη, που ρυθμίζουν τα έργα των θνητών ανθρώπων, και
τις Μοίρες, που τους έδωσε ο σοφός Δίας τη μεγαλύτερη τιμή,
Θεογ_905Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε διδοῦσι
θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε.
Τρεῖς δέ οἱ Εὐρυνόμη Χάριτας τέκε καλλιπαρήους,
Ὠκεανοῦ κούρη πολυήρατον εἶδος ἔχουσα,
Ἀγλαίην τε καὶ Εὐφροσύνην Θαλίην τ’ ἐρατεινήν.
την Κλωθώ, τη Λάχεσι και την Άτροπο, που δίνουν
στους θνητούς ανθρώπους και τα καλά και τα κακά.
Και η Ευρυνόμη η θυγατέρα του Ωκεανού, με το ποθητό
παρουσιαστικό, του γέννησε τις τρεις ομορφομάγουλες Χάριτες,
την Αγλαϊα, την Ευφροσύνη και την αξιαγάπητη Θάλεια
Θεογ_910τῶν καὶ ἀπὸ βλεφάρων ἔρος εἴβετο δερκομενάων
λυσιμελής. καλὸν δέ θ’ ὑπ’ ὀφρύσι δερκιόωνται.
Αὐτὰρ ὁ Δήμητρος πολυφόρβης ἐς λέχος ἦλθεν.
ἣ τέκε Περσεφόνην λευκώλενον, ἣν Ἀιδωνεὺς
ἥρπασεν ἧς παρὰ μητρός, ἔδωκε δὲ μητίετα Ζεύς.
(απ΄τα βλέφαρά τους καθώς κοιτούσαν, έσταζε ο έρωτας
που παραλύει τα μέλη, τόσο όμορφο είναι το βλέμμα τους κάτω
απ΄ τα φρύδια τους). Έπειτα ήλθε στο κρεβάτι της πολυθρέφτρας
Δήμητρας που γέννησε τη λευκοχέρα Περσεφόνη,
την οποία άρπαξε απ΄τη μάνα της ο Αϊδωνέας αφού συμφώνησε
να την πάρει ο σοφός Ζευς.
Θεογ_915Μνημοσύνης δ’ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς.
Λητὼ δ’ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν
ἱμερόεντα γόνον περὶ πάντων Οὐρανιώνων
Μετά αγάπησε την ομορφομάλλα Μνημοσύνη, απ’
την οποία γεννήθηκαν οι εννιά χρυσοστεφανωμένες Μούσες,
που τους αρέσουν οι γιορτές και η χαρά του τραγουδιού.
Η Λητώ, γέννησε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη τη γρήγορη τοξεύτρα,
τον πιο γοητευτικό γόνο απ’ όλους τους Ουρανίωνες
Θεογ_920γείνατ’ ἄρ’ αἰγιόχοιο Διὸς φιλότητι μιγεῖσα.
Λοισθοτάτην δ’ Ἥρην θαλερὴν ποιήσατ’ ἄκοιτιν.
ἡ δ’ Ἥβην καὶ Ἄρηα καὶ Εἰλείθυιαν ἔτικτε
μιχθεῖσ’ ἐν φιλότητι θεῶν βασιλῆι καὶ ἀνδρῶν.
Αὐτὸς δ’ ἐκ κεφαλῆς γλαυκώπιδα γείνατ’ Ἀθήνην,
σμίγοντας ερωτικά με τον Δία που κρατά την ασπίδα.
Τελευταία, πήρε γυναίκα του τη θαλερή Ήρα, που σμίγοντας ερωτικά
με τον βασιλιά θεών και ανθρώπων, γέννησε την Ήβη, τον Άρη και
την Ειλειθύια. Κι ακόμη ο ίδιος απ’ το κεφάλι του Γέννησε τη γλαυκομάτα Τριτογένεια, τη φοβερή,
Θεογ_925δεινὴν ἐγρεκύδοιμον ἀγέστρατον ἀτρυτώνην,
πότνιαν, ἧ κέλαδοί τε ἅδον πόλεμοί τε μάχαι τε.
Ἥρη δ’ Ἥφαιστον κλυτὸν οὐ φιλότητι μιγεῖσα
γείνατο, καὶ ζαμένησε καὶ ἤρισεν ᾧ παρακοίτῃ,
ἐκ πάντων τέχνῃσι κεκασμένον Οὐρανιώνων.
που ξεσηκώνει μάχες κι οδηγεί στρατούς, την ακαταπόνητη,
τη σεβαστή, που την ευχαριστούν οι κρότοι των πολέμων και
των μαχών. Η Ήρα, χωρίς να ενωθεί ερωτικά με κανέναν,
επειδή θύμωσε και μάλωσε με τον άνδρα της, γέννησε τον ξακουστό
Ήφαιστο
που ήταν απ’ όλα τα εγγόνια τ’ Ουρανού ο πιο επιδέξιος.
Θεογ_930Ἐκ δ’ Ἀμφιτρίτης καὶ ἐρικτύπου Ἐννοσιγαίου
Τρίτων εὐρυβίης γένετο μέγας, ὅς τε θαλάσσης
πυθμέν’ ἔχων παρὰ μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ ἄνακτι
ναίει χρύσεα δῶ, δεινὸς θεός. αὐτὰρ Ἄρηι
ῥινοτόρῳ Κυθέρεια Φόβον καὶ Δεῖμον ἔτικτε,
Απ’ την Αμφιτρίτη και τον βροντερό Κοσμοσείστη (τον Ποσειδώνα),
γεννήθηκε ο μεγάλος και ισχυρότατος Τρίτων, που κατέχει τον
πυθμένα της θάλασσας και μαζί με την αγαπημένη του μητέρα και
τον άνακτα πατέρα του κατοικεί ο δείνος θεός σε χρυσά ανάκτορα.
Μετά με τον Άρη που σπάει τις ασπίδες, γέννησε η Κυθέρεια
τους φοβερούς Φόβο και Δείμο,
Θεογ_935δεινούς, οἵ τ’ ἀνδρῶν πυκινὰς κλονέουσι φάλαγγας
ἐν πολέμῳ κρυόεντι σὺν Ἄρηι πτολιπόρθῳ,
Ἁρμονίην θ’, ἣν Κάδμος ὑπέρθυμος θέτ’ ἄκοιτιν.
Ζηνὶ δ’ ἄρ’ Ἀτλαντὶς Μαίη τέκε κύδιμον Ἑρμῆν,
κήρυκ’ ἀθανάτων, ἱερὸν λέχος εἰσαναβᾶσα.
που κλονίζουν μαζί με τον πορθητή Άρη τις πυκνές
φάλαγγες των ανδρών, στον παγερό πόλεμο, και
την Αρμονία που πήρε γυναίκα του ο μεγαλόκαρδος Κάδμος.
Στον Δία η κόρη του Άτλαντα η Μαία, αφού ανέβηκε στο ιερό
κρεβάτι, γέννησε τον περίφημο Ερμή, τον κήρυκα των αθανάτων.
Θεογ_940Καδμηὶς δ’ ἄρα οἱ Σεμέλη τέκε φαίδιμον υἱὸν
μιχθεῖσ’ ἐν φιλότητι, Διώνυσον πολυγηθέα,
ἀθάνατον θνητή. νῦν δ’ ἀμφότεροι θεοί εἰσιν.
Ἀλκμήνη δ’ ἄρ’ ἔτικτε βίην Ἡρακληείην
μιχθεῖσ’ ἐν φιλότητι Διὸς νεφεληγερέταο.
Και η Σεμέλη, η θυγατέρα του Κάδμου, σμίγοντας ερωτικά
μαζί του, γέννησε ξακουστό γυιό, τον περιχαρή Διόνυσο,
αθάνατος αυτός από θνητή (μητέρα), τώρα όμως κι
οι δυο είναι θεοί. Η Αλκμήνη γέννησε τον ισχυρό Ηρακλή,
σμίγοντας ερωτικά με τον Δία που μαζεύει τα σύννεφα.
Θεογ_945Ἀγλαίην δ’ Ἥφαιστος ἀγακλυτὸς ἀμφιγυήεις
ὁπλοτάτην Χαρίτων θαλερὴν ποιήσατ’ ἄκοιτιν.
Χρυσοκόμης δὲ Διώνυσος ξανθὴν Ἀριάδνην,
κούρην Μίνωος, θαλερὴν ποιήσατ’ ἄκοιτιν.
τὴν δέ οἱ ἀθάνατον καὶ ἀγήρων θῆκε Κρονίων.
Την Αγλαϊα τη νεώτερη απ’ τις Χάριτες, έκαμε
θαλερή γυναίκα του ο ξακουσμένος Κουτσός.
Ο Χρυσομάλλης ο Διόνυσος τη ξανθή Αριάδνη,
τη θυγατέρα του Μίνωα, έκαμε θαλερή γυναίκα του.
Κι αυτήν ο γυιός του Κρόνου την έκανε αθάνατη κι αγέραστη.
Θεογ_950Ἥβην δ’ Ἀλκμήνης καλλισφύρου ἄλκιμος υἱός,
ἲς Ἡρακλῆος, τελέσας στονόεντας ἀέθλους,
παῖδα Διὸς μεγάλοιο καὶ Ἥρης χρυσοπεδίλου,
αἰδοίην θέτ’ ἄκοιτιν ἐν Οὐλύμπῳ νιφόεντι.
ὄλβιος, ὃς μέγα ἔργον ἐν ἀθανάτοισιν ἀνύσσας
Την Ήβη τη θυγατέρα του μεγάλου Δία και της χρυσοπέδιλης Ήρας
ο γενναίος γυιός της ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, ο Ηρακλής,
αφού τελείωσε τους βαρυστέναχτους άθλους, την πήρε σεβαστή
γυναίκα του, στον χιονισμέννο Όλυμπο, ευτυχισμένος
που κατόρθωσε τόσο μεγάλο έργο και
Θεογ_955ναίει ἀπήμαντος καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα.
Ἠελίῳ δ’ ἀκάμαντι τέκε κλυτὸς Ὠκεανίνη
Περσηὶς Κίρκην τε καὶ Αἰήτην βασιλῆα.
Αἰήτης δ’ υἱὸς φαεσιμβρότου Ἠελίοιο
κούρην Ὠκεανοῖο τελήεντος ποταμοῖο
κατοικεί ανάμεσα στους αθάνατους ασφαλής κι αγέραστος
για πάντα. Στον ακούραστο Ήλιο, γέννησε η δοξασμένη Ωκεανίδα
Περσηίς, την Κίρκη, και στον βασιλιά Αιήτη.
Και ο Αιήτης, ο γυιός του Ήλιου που φωτίζει τους Ανθρώπους,
παντρεύτηκε με τον θέλημα των θεών, την κόρη του Ωκεανού,
Θεογ_960γῆμε θεῶν βουλῇσιν, Ἰδυῖαν καλλιπάρηον.
ἣ δή οἱ Μήδειαν ἐύσφυρον ἐν φιλότητι
γείναθ’ ὑποδμηθεῖσα διὰ χρυσῆν Ἀφροδίτην.
ὑμεῖς μὲν νῦν χαίρετ’, Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες,
νῆσοί τ’ ἤπειροί τε καὶ ἁλμυρὸς ἔνδοθι πόντος.
του τέλειου ποταμού, την ομορφομάγουλη Ιδυία.
Κι αυτή υποταγμένη, γέννησε από έρωτα την
ομορφοστράγαλη Μήδεια, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης.
Και τώρα χαίρετε εσείς που κατέχετε τα Ολύμπια παλάτια, και
σεις νησιά και στεριές κι η αλμυρή θάλασσα ανάμεσα σας.
Θεογ_965νῦν δὲ θεάων φῦλον ἀείσατε, ἡδυέπειαι
Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο,
ὅσσαι δὴ θνητοῖσι παρ’ ἀνδράσιν εὐνηθεῖσαι
ἀθάναται γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα.
Δημήτηρ μὲν Πλοῦτον ἐγείνατο δῖα θεάων,
Και τώρα, Μούσες Ολύμπιες γλυκόλαλες κόρες
του Αιγίοχου Δία, τραγουδήστε τις θεές
που αν και αθάνατες πλάγιασαν με θνητούς άντρες

και γέννησαν τέκνα όμοια με θεούς.
Η Δήμητρα, η ιερή θεά, σμίγοντας από γλυκό έρωτα με
Θεογ_970Ἰασίῳ ἥρωι μιγεῖσ’ ἐρατῇ φιλότητι
νειῷ ἔνι τριπόλῳ, Κρήτης ἐν πίονι δήμῳ,
ἐσθλόν, ὃς εἶσ’ ἐπὶ γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
πᾶσαν. τῷ δὲ τυχόντι καὶ οὗ κ’ ἐς χεῖρας ἵκηται,
τὸν δὴ ἀφνειὸν ἔθηκε, πολὺν δέ οἱ ὤπασεν ὄλβον.
τον ήρωα Ιάσιο, σε χωράφι τρεις φορές οργωμένο
μέσα στην πλούσια Κρήτη, γέννησε τον καλότυχο Πλούτο,
που τριγυρίζει σ’ όλη τη γη και στην πλατειά θάλασσα,
κι όποιον συναντήσει και πέσει στα χέρια του,
τον κάνει πλούσιο και του δίνει πολλά αγαθά.
Θεογ_975Κάδμῳ δ’ Ἁρμονίη, θυγάτηρ χρυσῆς Ἀφροδίτης,
Ἰνὼ καὶ Σεμέλην καὶ Ἀγαυὴν καλλιπάρηον
Αὐτονόην θ’, ἣν γῆμεν Ἀρισταῖος βαθυχαίτης,
γείνατο καὶ Πολύδωρον ἐυστεφάνῳ ἐνὶ Θήβῃ.
Κούρη δ’ Ὠκεανοῦ Χρυσάορι καρτεροθύμῳ
Και στον Κάδμο η Αρμονία, η θυγατέρα της χρυσής Αφροδίτης, γέννησε την Ινώ, τη Σεμέλη, την ομορφομάγουλη Αγαυή και
την Αυτονόη, που την παντρεύτηκε ο μακρυμάλης Αρισταίος, και
τον Πολύδωρο, στην ομορφοστεφανωμένη Θήβα.
(Η Καλλιρόη η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας εξ αιτίας
Θεογ_980μιχθεῖσ’ ἐν φιλότητι πολυχρύσου Ἀφροδίτης
Καλλιρόη τέκε παῖδα βροτῶν κάρτιστον ἁπάντων,
Γηρυονέα, τὸν κτεῖνε βίη Ἡρακληείη
βοῶν ἕνεκ’ εἰλιπόδων ἀμφιρρύτῳ εἰν Ἐρυθείῃ.
Τιθωνῷ δ’ Ἠὼς τέκε Μέμνονα χαλκοκορυστήν,
του έρωτα της πολύχρυσης Αφροδίτης με τον δυνατόψυχο
Χρυσάορα, γέννησε γυιό, τον δυνατώτερο απ’ όλους τους θνητούς,
τον Γηρυόνη, που τον σκότωσε ο ισχυρός Ηρακλής, για
τις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που τη ζώνει η θάλασσα
από παντού). Και στον Τιθωνό, γέννησε η Ηώς τον Μέμνονα,
με το χάλκινο κράνος,
Θεογ_985Αἰθιόπων βασιλῆα, καὶ Ἠμαθίωνα ἄνακτα.
αὐτάρ τοι Κεφάλῳ φιτύσατο φαίδιμον υἱόν,
ἴφθιμον Φαέθοντα, θεοῖς ἐπιείκελον ἄνδρα.
τόν ῥα νέον τέρεν ἄνθος ἔχοντ’ ἐρικυδέος ἥβης
παῖδ’ ἀταλὰ φρονέοντα φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη
τον βασιλιά των Αιθιόπων και τον άρχοντα Ημαθίωνα.
Έπειτα για τον Κέφαλο έφερε έναν ξακουσμένο γυιό,
τον δυνατό Φαέθοντα, άντρα όμοιο με τους θεούς.
Αυτόν όταν ακόμα ήταν τρυφερό λουλούδι, στη λαμπρή του νιότη,
παιδί με τρυφερή ψυχή, τον άρπαξε η χαμογελαστή Αφροδίτη,
Θεογ_990ὦρτ’ ἀνερειψαμένη, καί μιν ζαθέοις ἐνὶ νηοῖς
νηοπόλον μύχιον ποιήσατο, δαίμονα δῖον.
Κούρην δ’ Αἰήταο διοτρεφέος βασιλῆος
Αἰσονίδης βουλῇσι θεῶν αἰειγενετάων
ἦγε παρ’ Αἰήτεω, τελέσας στονόεντας ἀέθλους,
και στους ιερούς ναούς της τον έκανε φύλακα τη νύχτα,
αυτό το πνεύμα το θεϊκό. Την κόρη του Αιήτη, του βασιλιά που
ανατράφηκε απ΄ τον Δία, ο γυιός του Αίσονα με τις βουλές
των αιώνιων θεών, την άρπαξε απ’ τον Αιήτη,
αφού εξετέλεσε τους βαρυστέναχτους άθλους,
Θεογ_995τοὺς πολλοὺς ἐπέτελλε μέγας βασιλεὺς ὑπερήνωρ,
ὑβριστὴς Πελίης καὶ ἀτάσθαλος ὀβριμοεργός.
τοὺς τελέσας ἐς Ἰωλκὸν ἀφίκετο πολλὰ μογήσας
ὠκείης ἐπὶ νηὸς ἄγων ἑλικώπιδα κούρην
Αἰσονίδης, καί μιν θαλερὴν ποιήσατ’ ἄκοιτιν.
που τους πολλούς τους πρόσταξε ο Πελίας ο μεγάλος βασιλιάς,
ο αλαζονικός κι ο άδικος, ο αυθάδης, με τις βαριές πράξεις.
Κι όταν τους εξετέλεσε έφθασε στην Ιωλκό, ύστερα από πολλούς
κόπους, φέρνοντας στο γρήγορο καράβι την παιχνιδομάτα κόρη
(τη Μήδεια), ο γυιός του Αίσονα και την έκανε θαλερή γυναίκα του.
Θεογ_1000καί ῥ’ ἥ γε δμηθεῖσ’ ὑπ’ Ἰήσονι ποιμένι λαῶν
Μήδειον τέκε παῖδα, τὸν οὔρεσιν ἔτρεφε Χείρων
Φιλλυρίδης. μεγάλου δὲ Διὸς νόος ἐξετελεῖτο.
Αὐτὰρ Νηρῆος κοῦραι ἁλίοιο γέροντος,
ἤτοι μὲν Φῶκον Ψαμάθη τέκε δῖα θεάων
Κι αυτή υποταγμένη στον Ιάσονα, τον οδηγητή των λαών, γέννησε
ένα παιδί τον Μήδειο, που τον ανάθρεψε στα βουνά ο Χείρων
ο γυιός της Φιλύρας. Έτσι πραγματοποιόταν το μεγάλο σχέδιο
του Δία. Έπειτα απ’ τις κόρες του Νηρέα, του γέροντα
της Θάλασσας, η Ψαμάθη η λαμπρή θεά, γέννησε τον Φώκο
Θεογ_1005Αἰακοῦ ἐν φιλότητι διὰ χρυσῆν Ἀφροδίτην.
Πηλεῖ δὲ δμηθεῖσα θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα
γείνατ’ Ἀχιλλῆα ῥηξήνορα θυμολέοντα.
Αἰνείαν δ’ ἄρ’ ἔτικτεν ἐυστέφανος Κυθέρεια,
Ἀγχίσῃ ἥρωι μιγεῖσ’ ἐρατῇ φιλότητι
με τον έρωτα του Αιακού, χάρη στη χρυσή Αφροδίτη.
Η ασημοπόδαρη Θέτις υποταγμένη στον Πηλέα, γέννησε
τον Αχιλλέα τον λεοντόκαρδο, που σπάει τις φάλαγγες του εχθρού.
Κι η ομορφοστεφανωμένη Κυθέρεια σμίγοντας από Γλυκό έρωτα
με τον ήρωα Αγχίση, γέννησε τον Αινεία,
Θεογ_1010Ἴδης ἐν κορυφῇσι πολυπτύχου ἠνεμοέσσης.
Κίρκη δ’ Ἠελίου θυγάτηρ Ὑπεριονίδαο
γείνατ’ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἐν φιλότητι
Ἄγριον ἠδὲ Λατῖνον ἀμύμονά τε κρατερόν τε.
[Τηλέγονον δὲ ἔτικτε διὰ χρυσῆν Ἀφροδίτην.]
στις πολύπτυχες κορφές της δασωμένης Ίδης.
Η Κίρκη, η θυγατέρα του ΄Ηλιου του γυιού του Υπερίωνα,
γέννησε από έρωτα στον γενναιόψυχο Οδυσσέα,
τον Άγριο και τον Λατίνο τον άψοχο και τον κρατερό,
(γέννησε και τον Τηλέγονο, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης).
Θεογ_1015οἳ δή τοι μάλα τῆλε μυχῷ νήσων ἱεράων
πᾶσιν Τυρσηνοῖσιν ἀγακλειτοῖσιν ἄνασσον.
Ναυσίθοον δ’ Ὀδυσῆι Καλυψὼ δῖα θεάων
γείνατο Ναυσίνοόν τε μιγεῖσ’ ἐρατῇ φιλότητι.
Αὗται μὲν θνητοῖσι παρ’ ἀνδράσιν εὐνηθεῖσαι
Αυτοί πολύ μακρυά μέσα στον μυχό των ιερών νήσων, βασίλευαν
σ’ όλους τους δοξασμένους Τυρρηνούς.
Κι η Καλυψώ, η λαμπρή θεά, γέννησε τον Ναυσίθοο και
τον Ναυσίνοο, σμίγοντας με τον Οδυσσέα από γλυκό έρωτα.
Αυτές λοιπόν οι θεές, που αν και αθάνατες πλάγιασαν
Θεογ_1020ἀθάναται γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα.
[νῦν δὲ γυναικῶν φῦλον ἀείσατε, ἡδυέπειαι
Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο.
με θνητούς άντρες και γέννησαν τέκνα όμοια με θεούς.
Τώρα όμως τραγουδήστε τις γενιές των γυναικών, γλυκόλαλες
Μούσες Ολυμπιάδες, θυγατέρες του Δία του Αιγίοχου.

Τα σχόλια είναι κλειστά.