Πηγή greek-language.gr _ Homer odyssey b
greek-language.gr _ Homer – Iliad and Odyssey
| Β_1 | Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, ὤρνυτ᾽ ἄρ᾽ ἐξ εὐνῆφιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός, εἵματα ἑσσάμενος, περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾽ ὤμῳ, ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, | Μόλις, χαράζοντας τη μέρα, ρόδισε η Αυγή τον ουρανό, από την κλίνη του πετάχτηκε του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος. Το ρούχο του φορώντας, κρέμασε κοφτερό σπαθί στον ώμο, έδεσε στα λευκά κι αστραφτερά του πόδια ωραία σαντάλια, |
| Β_5 | βῆ δ᾽ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην. αἶψα δὲ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς. οἱ μὲν ἐκήρυσσον, τοὶ δ᾽ ἠγείροντο μάλ᾽ ὦκα. αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾽ ἐγένοντο, | και βγήκε προχωρώντας απ᾽ την κάμαρη, ωραίος σαν θεός. Κάλεσε ευθύς τους κήρυκες και τους παράγγειλε να συγκαλέσουν, με τη λαγαρή φωνή τους, συνέλευση των Αχαιών, που τρέφουν πλούσια κόμη. Εκείνοι εκήρυξαν την εντολή, κι άρχισε να μαζεύεται το πλήθος με σπουδή. Όταν συναθροιστήκαν όλοι τους, συγκεντρωμένοι εκεί, |
| Β_10 | βῆ ῥ᾽ ἴμεν εἰς ἀγορήν, παλάμῃ δ᾽ ἔχε χάλκεον ἔγχος, οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε κύνες πόδας ἀργοὶ ἕποντο. θεσπεσίην δ᾽ ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀθήνη. τὸν δ᾽ ἄρα πάντες λαοὶ ἐπερχόμενον θηεῦντο· ἕζετο δ᾽ ἐν πατρὸς θώκῳ, εἶξαν δὲ γέροντες. | τότε προχώρησε κι αυτός στην αγορά, σφιχτά κρατώντας στην παλάμη του χάλκινο δόρυ — δεν ήταν μόνος, τον συνόδευαν δυο γρήγορα σκυλιά. Η Αθηνά ράντισε πάνω του θεσπέσια χάρη, τόση που ο κόσμος όλος τον κοιτούσε να ᾽ρχεται γεμάτος θαυμασμό, κι όπως εκάθησε στον θρόνο του πατέρα του, έκαναν πίσω οι γέροντες. |
| Β_15 | τοῖσι δ᾽ ἔπειθ᾽ ἥρως Αἰγύπτιος ἦρχ᾽ ἀγορεύειν, ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην καὶ μυρία ᾔδη. καὶ γὰρ τοῦ φίλος υἱὸς ἅμ᾽ ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ Ἴλιον εἰς εὔπωλον ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν, Ἄντιφος αἰχμητής· τὸν δ᾽ ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ | Τότε πήρε τον λόγο πρώτος ο σεβαστός Αιγύπτιος, γέροντας πια σκυφτός, γνωρίζοντας τα μύρια όσα· απ᾽ τον καημό που εμίσεψε ο ακριβός του γιος, με τον ισόθεο Οδυσσέα στο Ίλιο, το φημισμένο για τα όμορφα πουλάρια του, μέσα στα κοίλα πλοία — Άντιφος τ᾽ όνομά του, ακοντιστής γενναίος. Κι όμως στο μεταξύ τον εξολόθρευσε στη θολωτή σπηλιά του |
| Β_20 | ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ, πύματον δ᾽ ὁπλίσσατο δόρπον. τρεῖς δέ οἱ ἄλλοι ἔσαν, καὶ ὁ μὲν μνηστῆρσιν ὁμίλει, Εὐρύνομος, δύο δ᾽ αἰὲν ἔχον πατρώϊα ἔργα· ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς τοῦ λήθετ᾽ ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων. τοῦ ὅ γε δάκρυ χέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε· | ο Κύκλωπας, τον έφαγε στερνό σε απαίσιο δείπνο. Είχε ο Αιγύπτιος κι άλλους τρεις γιους· ο ένας τους, ο Ευρύνομος, έμπλεξε με τους μνηστήρες· έμειναν δυο που φρόντιζαν τα πατρικά τους χτήματα. Τον πρώτον όμως ο πατέρας του δεν τον λησμόνησε ποτέ, θρηνώντας και στενάζοντας, όπως και τώρα, που τον λόγο πήρε, βουρκωμένος, να μιλήσει: |
| Β_25 | «Κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω· οὔτε ποθ᾽ ἡμετέρη ἀγορὴ γένετ᾽ οὔτε θόωκος ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς δῖος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσί. νῦν δὲ τίς ὧδ᾽ ἤγειρε; τίνα χρειὼ τόσον ἵκει ἠὲ νέων ἀνδρῶν ἢ οἳ προγενέστεροί εἰσιν; | «Ακούστε με, Ιθακήσιοι, γιατί έχω κάτι να σας πω: πάει καιρός που δεν ξανάγινε αγορά· καμιά συνέλευση, αφότου κίνησε ο Οδυσσέας θείος σε καράβια βαθουλά. Λοιπόν, ποιος μας συνάθροισε εμάς εδώ; ποιον βρήκε τώρα τόση ανάγκη; κάποιος νεότερος; ή από εκείνους που τους πήρανε τα χρόνια; |
| Β_30 | ἠέ τιν᾽ ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυεν ἐρχομένοιο, ἥν χ᾽ ἡμῖν σάφα εἴποι, ὅτε πρότερός γε πύθοιτο; ἦέ τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκεται ἠδ᾽ ἀγορεύει; ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος. εἴθε οἱ αὐτῷ Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν, ὅ τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ.» | Μήπως κανένα μήνυμα άκουσε, πως ο στρατός μας επιστρέφει, και θέλησε να μας το φανερώσει, αφού το έμαθε πρώτος εκείνος; Εκτός κι αν έχει να μας πει αγορεύοντας κάποιο άλλο νέο που ενδιαφέρει τον λαό. Πάντως μου φαίνεται σπουδαίος, εύχομαι ευλογημένος. Άμποτε ο Δίας να του βγάλει σε καλό ό,τι βαθιά στον νου του μελετά.» |
| Β_35 | Ὣς φάτο, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν ἧστο, μενοίνησεν δ᾽ ἀγορεύειν, στῆ δὲ μέσῃ ἀγορῇ· σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρὶ κῆρυξ Πεισήνωρ, πεπνυμένα μήδεα εἰδώς. πρῶτον ἔπειτα γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν· | Μ᾽ αυτά τα λόγια τέλειωσε, αλλά τον έπαινό του χάρηκε του Οδυσσέα ο γιος. Δεν έμεινε άλλο καθισμένος, τον πήρε ο πόθος να μιλήσει. Σηκώθηκε λοιπόν στης αγοράς τη μέση· ο κήρυκας Πεισήνωρ, που πάντα φρόνιμα στοχάζεται, σκήπτρο τού έβαλε στο χέρι, και τότε εκείνος, πρώτα στον γέροντα μιλώντας, γύρισε κι είπε: |
| Β_40 | «Ὦ γέρον, οὐχ ἑκὰς οὗτος ἀνήρ, τάχα δ᾽ εἴσεαι αὐτός, ὃς λαὸν ἤγειρα· μάλιστα δέ μ᾽ ἄλγος ἱκάνει. οὔτε τιν᾽ ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυον ἐρχομένοιο, ἥν χ᾽ ὑμῖν σάφα εἴπω, ὅτε πρότερός γε πυθοίμην, οὔτε τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ᾽ ἀγορεύω, | «Γέροντα, δεν είναι ο άνθρωπος που λες μακριά, θα τον αναγνωρίσεις τώρα μόνος σου· εγώ συγκάλεσα το πλήθος, αφού εμένα σφάζει ο πόνος. Όχι, δεν άκουσα κανένα μήνυμα πως ο στρατός μας επιστρέφει, και θέλησα να σας το φανερώσω, αφού το έμαθα πρώτος εγώ· μήτε αγορεύοντας έχω να πω κάποιο άλλο νέο που ενδιαφέρει τον λαό. |
| Β_45 | ἀλλ᾽ ἐμὸν αὐτοῦ χρεῖος, ὅ μοι κακὰ ἔμπεσεν οἴκῳ, δοιά· τὸ μὲν πατέρ᾽ ἐσθλὸν ἀπώλεσα, ὅς ποτ᾽ ἐν ὑμῖν τοίσδεσσιν βασίλευε, πατὴρ δ᾽ ὣς ἤπιος ἦεν· νῦν δ᾽ αὖ καὶ πολὺ μεῖζον, ὃ δὴ τάχα οἶκον ἅπαντα πάγχυ διαρραίσει, βίοτον δ᾽ ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει. | Δική μου ανάγκη με πιέζει, κακό που πλάκωσε το σπιτικό μου — διπλό κακό· έχασα πρώτα έναν λαμπρό πατέρα, που ήταν κάποτε ο βασιλιάς ανάμεσά σας, καλός πατέρας και για σας. Τώρα το δεύτερο κακό, πολύ χειρότερο, που κινδυνεύει να ρημάξει για καλά το αρχοντικό μου, όλο το βιος μου να αφανίσει· |
| Β_50 | μητέρι μοι μνηστῆρες ἐπέχραον οὐκ ἐθελούσῃ, τῶν ἀνδρῶν φίλοι υἷες οἳ ἐνθάδε γ᾽ εἰσὶν ἄριστοι, οἳ πατρὸς μὲν ἐς οἶκον ἀπερρίγασι νέεσθαι Ἰκαρίου, ὅς κ᾽ αὐτὸς ἐεδνώσαιτο θύγατρα, δοίη δ᾽ ᾧ κ᾽ ἐθέλοι καί οἱ κεχαρισμένος ἔλθοι. | στη μάνα μου οι μνηστήρες ρίχνονται, κι ας μην το θέλει εκείνη, γονέων γιοι που εδώ κυκλοφορούν επιφανέστατοι. Κι όμως τρομάζουν να παν στο σπίτι του πατέρα της, του Ικαρίου, που θα μπορούσε να προικίσει αυτός τη θυγατέρα του, και να τη δώσει σ᾽ όποιον θέλει, |
| Β_55 | οἱ δ᾽ εἰς ἡμέτερον πωλεύμενοι ἤματα πάντα, βοῦς ἱερεύοντες καὶ ὄϊς καὶ πίονας αἶγας, εἰλαπινάζουσιν πίνουσί τε αἴθοπα οἶνον μαψιδίως· τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται. οὐ γὰρ ἔπ᾽ ἀνὴρ οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν, ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι. | αν κάποιος του φανεί καλός και ευπρόσδεκτος. Το αντίθετο, περνούν όλες τις μέρες στο παλάτι μας, σφάζοντας βόδια, πρόβατα, γίδες παχιές, γλεντοκοπώντας και μεθώντας με κρασί σπινθηροβόλο αλόγιστα — μια ασωτεία μεγάλη που τραβάει σε μάκρος. Γιατί δεν βρίσκεται κανείς, σαν άλλος Οδυσσεύς, να διώξει από το σπίτι την κατάρα αυτή. |
| Β_60 | ἡμεῖς δ᾽ οὔ νύ τι τοῖοι ἀμυνέμεν· ἦ καὶ ἔπειτα λευγαλέοι τ᾽ ἐσόμεσθα καὶ οὐ δεδαηκότες ἀλκήν. ἦ τ᾽ ἂν ἀμυναίμην, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη. οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται, οὐδ᾽ ἔτι καλῶς οἶκος ἐμὸς διόλωλε· νεμεσσήθητε καὶ αὐτοί, | Εμείς δεν είμαστε σε θέση να το κάνουμε, και θα φανούμε αξιολύπητοι, αφού μας λείπει η πείρα της αλκής. Ω ναι, θα αντιστεκόμουν, αν είχα τέτοια δύναμη, γιατί ό,τι γίνεται μου φαίνεται ανυπόφορο, μ᾽ άθλιο τρόπο καταρρέει το σπιτικό μου. Γι᾽ αυτό λοιπόν αγανακτήσετε κι εσείς, |
| Β_65 | ἄλλους τ᾽ αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπους, οἳ περιναιετάουσι· θεῶν δ᾽ ὑποδείσατε μῆνιν, μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα. λίσσομαι ἠμὲν Ζηνὸς Ὀλυμπίου ἠδὲ Θέμιστος, ἥ τ᾽ ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει· | ντραπείτε τους γειτόνους, όσους τριγύρω κατοικούν· και φοβηθείτε ακόμη τον θεϊκό θυμό, μήπως αλλάξουν γνώμη, χολωμένοι με τα ανόσια έργα. Σας ικετεύω, στο όνομα του ολυμπίου Διός και στο όνομα της Θέμης, που λέει εκείνη πότε στήνονται οι συνελεύσεις των ανθρώπων, και πότε πρέπει να λυθούν. |
| Β_70 | σχέσθε, φίλοι, καί μ᾽ οἶον ἐάσατε πένθεϊ λυγρῷ τείρεσθ᾽, εἰ μή πού τι πατὴρ ἐμὸς ἐσθλὸς Ὀδυσσεὺς δυσμενέων κάκ᾽ ἔρεξεν ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς· τῶν μ᾽ ἀποτινύμενοι κακὰ ῥέζετε δυσμενέοντες, τούτους ὀτρύνοντες. ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη | Συγκρατηθείτε, φίλοι μου· αφήστε με να τυραννιέμαι μόνος με το μαύρο πένθος μου. Εκτός κι αν κάποτε ο πατέρας μου, ο δοξασμένος Οδυσσεύς, κακόγνωμος προξένησε μια βλάβη στους οπλισμένους Αχαιούς, και τώρα εσείς μ᾽ εκδίκηση τη βλάβη ανταποδίδετε — εχθροί σ᾽ εμένα, γίνατε σ᾽ αυτούς κακοί τους σύμβουλοι. |
| Β_75 | ὑμέας ἐσθέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε· εἴ χ᾽ ὑμεῖς γε φάγοιτε, τάχ᾽ ἄν ποτε καὶ τίσις εἴη· τόφρα γὰρ ἂν κατὰ ἄστυ ποτιπτυσσοίμεθα μύθῳ χρήματ᾽ ἀπαιτίζοντες, ἕως κ᾽ ἀπὸ πάντα δοθείη· νῦν δέ μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ.» | Θα ᾽ταν καλύτερο κατά τη γνώμη μου, αν παίρνατε και εσείς μέρος στο φαγοπότι, για να ᾽ρθει κάποτε κι η πληρωμή. Γιατί κι εμείς τότε θα αναστατώναμε την πόλη, μιλώντας δεν θα ξεκολλούσαμε ζητώντας τ᾽ αγαθά μας, προτού όλα πίσω να δοθούν. Μα τώρα με τη στάση σας φορτώνετε στην έρμη μου ψυχή πόνους αβάσταχτους.» |
| Β_80 | Ὣς φάτο χωόμενος, ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ, δάκρυ᾽ ἀναπρήσας· οἶκτος δ᾽ ἕλε λαὸν ἅπαντα. ἔνθ᾽ ἄλλοι μὲν πάντες ἀκὴν ἔσαν, οὐδέ τις ἔτλη Τηλέμαχον μύθοισιν ἀμείψασθαι χαλεποῖσιν· Ἀντίνοος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπε· | Τον λόγο του έκλεισε με οργίλο πάθος, στο χώμα ρίχνοντας το σκήπτρο, γέμισαν δάκρυα τα μάτια του· όλο το πλήθος τότε τον συμπόνεσε, οι πάντες έμειναν βουβοί κι αμίλητοι, κανείς δεν πήρε θάρρος να μιλήσει στον Τηλέμαχο, να τον πικράνει κι άλλο με τα λόγια του. Μόνος ο Αντίνοος βγήκε μπροστά και του αντιμίλησε: |
| Β_85 | «Τηλέμαχ᾽ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπες ἡμέας αἰσχύνων, ἐθέλοις δέ κε μῶμον ἀνάψαι. σοὶ δ᾽ οὔ τι μνηστῆρες Ἀχαιῶν αἴτιοί εἰσιν, ἀλλὰ φίλη μήτηρ, ἥ τοι περὶ κέρδεα οἶδεν. ἤδη γὰρ τρίτον ἐστὶν ἔτος, τάχα δ᾽ εἶσι τέταρτον, | «Τηλέμαχε μεγαλορρήμονα, ακατάσχετε, τι λόγος που ξεστόμισες να μας ντροπιάσεις, θέλοντας πάνω μας να ρίξεις τη βαριά μομφή σου! Όχι, δεν είναι από τους Αχαιούς ένοχοι οι μνηστήρες· φταίει η καλή σου μάνα, ξύπνια πολύ, παμπόνηρη. Πέρασαν κιόλας χρόνοι τρεις, σε λίγο πάμε για τον τέταρτο, |
| Β_90 | ἐξ οὗ ἀτέμβει θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν. πάντας μέν ἔλπει, καὶ ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ, ἀγγελίας προϊεῖσα· νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ. ἡ δὲ δόλον τόνδ᾽ ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μερμήριξε· στησαμένη μέγαν ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινε, | αφότου εκείνη ξεγελά κι εξάπτει την όρεξη στων Αχαιών τα στήθη. Ελπίδες δίνει σ᾽ όλους και στον καθένα χωριστά υποσχέσεις, στέλνοντας τα μηνύματά της, αλλ᾽ άλλα ο νους της μελετά και θέλει. Και να ποιον άλλο δόλο το μυαλό της έκλωθε: στην πάνω κάμαρη έστησε μεγάλον αργαλειό, πήρε να υφαίνει |
| Β_95 | λεπτὸν καὶ περίμετρον· ἄφαρ δ᾽ ἡμῖν μετέειπε· κοῦροι, ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς, μίμνετ᾽ ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε φᾶρος ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ᾽ ὄληται, Λαέρτῃ ἥρωϊ ταφήϊον, εἰς ὅτε κέν μιν | λεπτό φαντό κι υπέρμετρο, ενώ συγχρόνως μας εφώναξε για ν᾽ αναγγείλει: «Νέοι κι ωραίοι μνηστήρες, αφού είναι πια νεκρός ο θείος Οδυσσεύς· κάνετε λίγη υπομονή, μόλο που τρέχετε πίσω απ᾽ τον γάμο μου, ωσότου τούτο το πανί το αποτελειώσω, για να μην παν χαμένες οι κλωστές μου. Το υφαίνω σάβανο του σεβαστού Λαέρτη, στην ώρα που |
| Β_100 | μοῖρ᾽ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο, μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ, αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας. ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ. ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, | μαύρη θα πέσει η μοίρα του θανάτου, για να τον καταλύσει η άσπλαχνη. Να μη βρεθεί στον κόσμο μας κάποια γυναίκα να με ψέξει, που θα τον άφηνα νεκρό ασαβάνωτο, έναν με τόσα πλούτη στον καιρό του.» Αυτά μας είπε, κι εμείς εμπιστευτήκαμε στα λόγια της με την περήφανη καρδιά μας. Τότε λοιπόν αδιάκοπα, την κάθε μέρα, ύφαινε το μεγάλο της |
| Β_105 | νύκτας δ᾽ ἀλλύεσκεν, ἐπεὶ δαΐδας παραθεῖτο. ὣς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς· ἀλλ᾽ ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι, καὶ τότε δή τις ἔειπε γυναικῶν, ἣ σάφα ᾔδη, καὶ τήν γ᾽ ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν. | φαντό, όμως το ξήλωνε τη νύχτα πλάι της έχοντας τις δάδες αναμμένες. Έτσι για τρία χρόνια με τον δόλο της έπεισε και ξεγέλασε τους Αχαιούς ανύποπτους. Όταν ωστόσο μπήκε η τέταρτη χρονιά, γυρίζοντας κι οι εποχές, τότε κάποια από τις γυναίκες της το μυστικό μαρτύρησε που το ᾽ξερε καλά· κι εμείς την πιάσαμε επ᾽ αυτοφώρω να ξηλώνει το φωτεινό φαντό |
| Β_110 | ὣς τὸ μὲν ἐξετέλεσσε καὶ οὐκ ἐθέλουσ᾽, ὑπ᾽ ἀνάγκης· σοὶ δ᾽ ὧδε μνηστῆρες ὑποκρίνονται, ἵν᾽ εἰδῇς αὐτὸς σῷ θυμῷ, εἰδῶσι δὲ πάντες Ἀχαιοί· μητέρα σὴν ἀπόπεμψον, ἄνωχθι δέ μιν γαμέεσθαι τῷ ὅτεῴ τε πατὴρ κέλεται καὶ ἁνδάνει αὐτῇ. | — οπότε και το τέλεψε, παρά τη θέλησή της, υποχωρώντας στην ανάγκη. Τώρα λοιπόν ιδού η απόκριση που δίνουν οι μνηστήρες — να την κρατείς, Τηλέμαχε, κι εσύ στον νου σου, αλλ᾽ ας τη μάθουν και οι λοιποί Αχαιοί: διώξε τη μάνα σου, και να της πεις να βρει γαμπρό, όποιον συστήσει τελικά ο πατέρας της, να της αρέσει ωστόσο και της ίδιας. |
| Β_115 | εἰ δ᾽ ἔτ᾽ ἀνιήσει γε πολὺν χρόνον υἷας Ἀχαιῶν, τὰ φρονέουσ᾽ ἀνὰ θυμὸν ἅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη, ἔργα τ᾽ ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλὰς κέρδεά θ᾽, οἷ᾽ οὔ πώ τιν᾽ ἀκούομεν οὐδὲ παλαιῶν, τάων αἳ πάρος ἦσαν ἐϋπλοκαμῖδες Ἀχαιαί, | Αν όμως επιμένει να βασανίζει κι άλλο τους γιους των Αχαιών, αν συνεχίσει έτσι να σκέφτεται, όπως η Αθηνά τη στόλισε χωρίς φειδώ· ν᾽ ασκεί την τέχνη σε περίκαλλα έργα, το ξύπνιο της μυαλό σε πανουργίες, κάτι που δεν ακούσαμε να το ᾽χει ως τώρα άλλη γυναίκα, μήτε στα χρόνια τα παλιά που ζούσαν καλλιπλόκαμες οι αχαιίδες |
| Β_120 | Τυρώ τ᾽ Ἀλκμήνη τε ἐϋστέφανός τε Μυκήνη· τάων οὔ τις ὁμοῖα νοήματα Πηνελοπείῃ ᾔδη· ἀτὰρ μὲν τοῦτό γ᾽ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε. τόφρα γὰρ οὖν βίοτόν τε τεὸν καὶ κτήματ᾽ ἔδονται, ὄφρα κε κείνη τοῦτον ἔχῃ νόον, ὅν τινά οἱ νῦν | Τυρώ και Αλκμήνη, η καλλιστέφανη Μυκήνη — καμιά απ᾽ αυτές δεν είχε τα νοήματα της Πηνελόπης, κι όμως σε τούτο το επινόημά της δεν ευτύχησε. Λοιπόν, τόσον καιρό θα τρώνε κι οι μνηστήρες τ᾽ αγαθά σου και τα πλούτη, όσο κι εκείνη συντηρεί τη γνώμη που οι θεοί τής έβαλαν |
| Β_125 | ἐν στήθεσσι τιθεῖσι θεοί. μέγα μὲν κλέος αὐτῇ ποιεῖτ᾽, αὐτὰρ σοί γε ποθὴν πολέος βιότοιο· ἡμεῖς δ᾽ οὔτ᾽ ἐπὶ ἔργα πάρος γ᾽ ἴμεν οὔτε πῃ ἄλλῃ, πρίν γ᾽ αὐτὴν γήμασθαι Ἀχαιῶν ᾧ κ᾽ ἐθέλῃσι.» Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· | στα στήθη· σίγουρα κερδίζει η ίδια δόξα κι όνομα, όμως εσένα θα σου λείψουν έτσι τα πολλά καλά σου. Εμείς πάντως να ξέρεις πως δεν ξαναγυρνούμε στις δουλειές μας μήτε και πάμε αλλού, προτού κι αυτή να παντρευτεί όποιο Αχαιό διαλέξει.» Σ᾽ αυτόν ο φρόνιμος Τηλέμαχος ευθύς ανταποκρίθηκε: |
| Β_130 | «Ἀντίνο᾽, οὔ πως ἔστι δόμων ἀέκουσαν ἀπῶσαι ἥ μ᾽ ἔτεχ᾽, ἥ μ᾽ ἔθρεψε· πατὴρ δ᾽ ἐμὸς ἄλλοθι γαίης, ζώει ὅ γ᾽ ἦ τέθνηκε· κακὸν δέ με πόλλ᾽ ἀποτίνειν Ἰκαρίῳ, αἴ κ᾽ αὐτὸς ἑκὼν ἀπὸ μητέρα πέμψω. ἐκ γὰρ τοῦ πατρὸς κακὰ πείσομαι, ἄλλα δὲ δαίμων | «Αντίνοε, δεν γίνεται, παρά τη θέλησή της, από το σπίτι να τη διώξω εκείνη που με γέννησε, εκείνη που μ᾽ ανάθρεψε. Όσο για τον πατέρα μου, κάπου στα ξένα μπορεί να ζει, μπορεί να πέθανε. Κι είναι κακό, αν τώρα πλήρωνα του Ικαρίου πολλά, για την περίπτωση που θα ξαπόστελνα τη μάνα μου σ᾽ εκείνον μόνος μου· γιατί κι απ᾽ τον πατέρα της θα βρω κακή |
| Β_135 | δώσει, ἐπεὶ μήτηρ στυγερὰς ἀρήσετ᾽ ἐρινῦς οἴκου ἀπερχομένη· νέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων ἔσσεται· ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω. ὑμέτερος δ᾽ εἰ μὲν θυμὸς νεμεσίζεται αὐτῶν, ἔξιτέ μοι μεγάρων, ἄλλας δ᾽ ἀλεγύνετε δαῖτας | ανταπόδοση, αλλά κι ένας θεός θα ρίξει πάνω μου διπλό κακό, όταν η μάνα μου, αφήνοντας το σπίτι, τις Ερινύες φωνάζοντας θα με καταραστεί· τότε κι οι άνθρωποι θα μου φορτώσουν βαριά μομφή. Γι᾽ αυτό κι εγώ δεν πρόκειται να ξεστομίσω τέτοιον λόγο. Όμως κι εσείς, αν σας απόμεινε λίγη ντροπή, αδειάστε μου πια το παλάτι, αλλού γυρέψετε τα φαγοπότια |
| Β_140 | ὑμὰ κτήματ᾽ ἔδοντες ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους. εἰ δ᾽ ὑμῖν δοκέει τόδε λωΐτερον καὶ ἄμεινον ἔμμεναι, ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι, κείρετ᾽· ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν ἐόντας, αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι. | σας, αλλάζοντας το ᾽να με τ᾽ άλλο σπίτι μεταξύ σας, τρώγοντας τα δικά σας πλούτη. Αν όμως κρίνετε πως είναι συμφερότερο αυτό και δίκαιο, ενός ανθρώπου να ξοδεύετε το βιος με δίχως πληρωμή, εμπρός λοιπόν, ολοκληρώστε την καταστροφή. Αλλά κι εγώ επικαλούμαι τους αθάνατους θεούς, ανίσως δώσει ο Δίας κάποτε να πληρωθούν τα ανόσια έργα |
| Β_145 | νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε.» Ὣς φάτο Τηλέμαχος, τῷ δ᾽ αἰετὼ εὐρύοπα Ζεὺς ὑψόθεν ἐκ κορυφῆς ὄρεος προέηκε πέτεσθαι. τὼ δ᾽ ἧός ῥ᾽ ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, πλησίω ἀλλήλοισι τιταινομένω πτερύγεσσιν· | σας. Τότε θα βρείτε μέσα εδώ τον όλεθρο, χωρίς κανένα χρέος πια.» Μ᾽ αυτά τα λόγια τούς εμίλησε ο Τηλέμαχος. Και να δυο αετοί στην κορυφογραμμή ψηλά πετώντας — ο Δίας τούς έστειλε βροντόφωνος. Φτερούγισαν για λίγο με τις πνοές του ανέμου, ένας στο πλάι του αλλουνού με τα φτερά τους τεντωμένα. |
| Β_150 | ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μέσσην ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην, ἔνθ᾽ ἐπιδινηθέντε τιναξάσθην πτερὰ πυκνά, ἐς δ᾽ ἱκέτην πάντων κεφαλάς, ὄσσοντο δ᾽ ὄλεθρον, δρυψαμένω δ᾽ ὀνύχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειρὰς δεξιὼ ἤϊξαν διὰ οἰκία καὶ πόλιν αὐτῶν. | Αλλ᾽ όταν βρέθηκαν στη μέση της πολύφωνης συνέλευσης, κάνοντας γύρους πήραν να χτυπούν τις δυνατές φτερούγες, ώσπου εβούτηξαν πάνω απ᾽ τις κεφαλές τους — προμήνυμα καταστροφής. Μετά, με τα άγρια νύχια τους έσχιζαν μεταξύ τους λαιμούς και μάγουλα, κι έφυγαν τέλος δεξιά, ανάμεσα στα σπίτια και στην πόλη. |
| Β_155 | θάμβησαν δ᾽ ὄρνιθας, ἐπεὶ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν· ὅρμηναν δ᾽ ἀνὰ θυμὸν ἅ περ τελέεσθαι ἔμελλον. τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε γέρων ἥρως Ἁλιθέρσης Μαστορίδης· ὁ γὰρ οἶος ὁμηλικίην ἐκέκαστο ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι· | Τα όρνια βλέποντας εκείνοι με τα μάτια τους, έμειναν έκθαμβοι, ψυχανεμίστηκαν το τι κακό τούς έμελλε. Οπότε κι ο σεβάσμιος γέροντας, ο Μαστορίδης Αλιθέρσης, πήρε τον λόγο και τους είπε — μόνος απ᾽ όλους τους ομήλικους αυτός είχε το χάρισμα να ξεχωρίζει τα πουλιά και να εξηγεί τα μέλλοντα της μοίρας. |
| Β_160 | ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε· «Κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω· μνηστῆρσιν δὲ μάλιστα πιφαυσκόμενος τάδε εἴρω. τοῖσιν γὰρ μέγα πῆμα κυλίνδεται· οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς δὴν ἀπάνευθε φίλων ὧν ἔσσεται, ἀλλά που ἤδη | Αυτός λοιπόν, για το καλό τους, τους εμίλησε αγορεύοντας: «Ακούστε με, Ιθακήσιοι, τι έχω τώρα να σας πω — μα πιο πολύ προς τους μνηστήρες στρέφω τα λεγόμενά μου, αφού σ᾽ αυτούς θα πέσει πάνω τους μέγα το κύμα του κακού. Ο Οδυσσέας λοιπόν δεν θα ᾽ναι λέω για πολύν καιρό από τους φίλους του μακριά. Ίσως να βρίσκεται |
| Β_165 | ἐγγὺς ἐὼν τοίσδεσσι φόνον καὶ κῆρα φυτεύει πάντεσσιν· πολέσιν δὲ καὶ ἄλλοισιν κακὸν ἔσται, οἳ νεμόμεσθ᾽ Ἰθάκην εὐδείελον. ἀλλὰ πολὺ πρὶν φραζώμεσθ᾽ ὥς κεν καταπαύσομεν· οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ παυέσθων· καὶ γάρ σφιν ἄφαρ τόδε λώϊόν ἐστιν. | κιόλας κοντά, σ᾽ όλους αυτούς υφαίνοντας φόνο και χαλασμό. Ωστόσο κι άλλους, πολλούς, τους περιμένει η συμφορά· εμάς, όσοι που ζούμε στην περήφανη Ιθάκη. Γι᾽ αυτό, κι όσο ακόμη είναι καιρός, ας το σκεφτούμε να τους συγκρατήσουμε· αλλά κι αυτοί μόνοι τους πρέπει πια να σταματήσουν, αφού τους είναι αυτό τώρα το συμφερότερο. |
| Β_170 | οὐ γὰρ ἀπείρητος μαντεύομαι, ἀλλ᾽ ἐῢ εἰδώς· καὶ γὰρ κείνῳ φημὶ τελευτηθῆναι ἅπαντα ὥς οἱ ἐμυθεόμην, ὅτε Ἴλιον εἰσανέβαινον Ἀργεῖοι, μετὰ δέ σφιν ἔβη πολύμητις Ὀδυσσεύς. φῆν κακὰ πολλὰ παθόντ᾽, ὀλέσαντ᾽ ἄπο πάντας ἑταίρους, | Δεν είμαι μάντης αδοκίμαστος, ξέρω καλά τι λέω και βεβαιώνω πως για κείνον όλα τέλειωσαν όπως εγώ του τα προφήτευσα· τότε που μπήκαν στα καράβια τους οι Αργείοι τραβώντας στο Ίλιο, κι ήταν μαζί τους ο πανούργος Οδυσσέας. Είπα, λοιπόν· τον περιμένουν βάσανα πολλά, θα χάσει κι όλους τους συντρόφους, |
| Β_175 | ἄγνωστον πάντεσσιν ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ οἴκαδ᾽ ἐλεύσεσθαι· τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.» Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἀντίον ηὔδα· «ὦ γέρον, εἰ δ᾽ ἄγε δὴ μαντεύεο σοῖσι τέκεσσιν οἴκαδ᾽ ἰών, μή πού τι κακὸν πάσχωσιν ὀπίσσω· | σ᾽ όλους αγνώριστος θα φτάσει στην πατρίδα του, στον εικοστό πια χρόνο — τώρα τα πάντα συντελούνται.» Τότε ο Ευρύμαχος, γιος του Πολύβου, του αντιμίλησε: «Γέρο, τράβα στο σπίτι σου, κι εκεί κάνεις τον μάντη στα παιδιά σου, να μην τα βρει κακό μελλούμενο. |
| Β_180 | ταῦτα δ᾽ ἐγὼ σέο πολλὸν ἀμείνων μαντεύεσθαι. ὄρνιθες δέ τε πολλοὶ ὑπ᾽ αὐγὰς ἠελίοιο φοιτῶσ᾽, οὐδέ τε πάντες ἐναίσιμοι· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ὤλετο τῆλ᾽, ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι σὺν ἐκείνῳ ὤφελες. οὐκ ἂν τόσσα θεοπροπέων ἀγόρευες, | Όσο γι᾽ αυτά, ξέρω κι εγώ καλύτερα από σένα πώς μαντεύονται· πολλά πουλιά στο φως του ήλιου πάνε κι έρχονται, όμως δεν είναι κι όλα τους προφητικά. Μάθε το επιτέλους: ο Οδυσσέας κάπου μακριά αφανίστηκε — άμποτε να ᾽χες κι εσύ μαζί του χαλαστεί· τότε και δεν θα αγόρευες τα τόσα σου μαντεύματα, |
| Β_185 | οὐδέ κε Τηλέμαχον κεχολωμένον ὧδ᾽ ἀνιείης, σῷ οἴκῳ δῶρον ποτιδέγμενος, αἴ κε πόρῃσιν. ἀλλ᾽ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται· αἴ κε νεώτερον ἄνδρα παλαιά τε πολλά τε εἰδὼς παρφάμενος ἐπέεσσιν ἐποτρύνῃς χαλεπαίνειν, | μήτε και τον Τηλέμαχο, πάνω που είναι χολωμένος, θα τον τσινούσες άσχημα, σίγουρα προσδοκώντας κάποιο δώρο για το σπίτι σου, ανίσως σου το στείλει. Αλλά σ᾽ το λέω ξεκάθαρα, κι όπως το λέω θα γίνει· αν τον νεότερό σου εσύ, που περασμένα ξέρεις και πολλά, τον παρασύρεις τώρα με τα λόγια σου κι επιβαρύνεις τον θυμό του, |
| Β_190 | αὐτῷ μέν οἱ πρῶτον ἀνιηρέστερον ἔσται, πρῆξαι δ᾽ ἔμπης οὔ τι δυνήσεται εἵνεκα τῶνδε· σοὶ δὲ, γέρον, θωὴν ἐπιθήσομεν ἥν κ᾽ ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλλῃς· χαλεπὸν δέ τοι ἔσσεται ἄλγος. Τηλεμάχῳ δ᾽ ἐν πᾶσιν ἐγὼν ὑποθήσομαι αὐτός· | κακό χειρότερο εκείνον θα τον βρει, και μολαταύτα δεν θα πετύχει τίποτε απ᾽ όσα θέλει. Αλλά κι εσένα, γέρο, θα σου ρίξουμε τέτοια ποινή, να βράζεις μέσα σου από θυμό όταν θα την πληρώνεις — τόσο βαρύς θα πέσει πάνω σου καημός. Και τώρα στον Τηλέμαχο, σ᾽ όλους μπροστά τού δίνω αυτή τη συμβουλή· να ξαποστείλει τη μητέρα του, |
| Β_195 | μητέρ᾽ ἑὴν ἐς πατρὸς ἀνωγέτω ἀπονέεσθαι· οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι. οὐ γὰρ πρὶν παύσεσθαι ὀΐομαι υἷας Ἀχαιῶν μνηστύος ἀργαλέης, ἐπεὶ οὔ τινα δείδιμεν ἔμπης, | να πάει στο σπίτι του πατέρα της, αυτοί θα κάνουν και τον γάμο της, αυτοί θα ορίσουν και την προίκα, πολλή και πλούσια, καταπώς πρέπει στην ακριβή τους θυγατέρα. Γιατί δεν το νομίζω οι νέοι των Αχαιών να σταματήσουν μ᾽ αυτόν τον γάμο, που κάποιους ερεθίζει. Κανένα δεν φοβόμαστε — |
| Β_200 | οὔτ᾽ οὖν Τηλέμαχον, μάλα περ πολύμυθον ἐόντα· οὔτε θεοπροπίης ἐμπαζόμεθ᾽, ἣν σύ, γεραιέ, μυθέαι ἀκράαντον, ἀπεχθάνεαι δ᾽ ἔτι μᾶλλον. χρήματα δ᾽ αὖτε κακῶς βεβρώσεται, οὐδέ ποτ᾽ ἶσα ἔσσεται, ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβῃσιν Ἀχαιοὺς | σίγουρα όχι τον Τηλέμαχο, που πάει η γλώσσα του ροδάνι· μήτε ο δικός σου, γέρο, μας απασχολεί χρησμός, αυτός που εσύ ξεστόμισες, μα δεν θα βγει κι αληθινός — μόνο εσένα θα σε κάνει μισητότερο. Το λέω· κακήν κακώς και δίχως αντιστάθμισμα θα κατατρώγεται το βιος του, όσο κι εκείνη τον γάμο θ᾽ αναβάλλει |
| Β_205 | ὃν γάμον· ἡμεῖς δ᾽ αὖ ποτιδέγμενοι ἤματα πάντα εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν, οὐδὲ μετ᾽ ἄλλας ἐρχόμεθ᾽, ἃς ἐπιεικὲς ὀπυιέμεν ἐστὶν ἑκάστῳ.» Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· «Εὐρύμαχ᾽ ἠδὲ καὶ ἄλλοι, ὅσοι μνηστῆρες ἀγαυοί, | με κάποιον Αχαιό. Πάντως εμείς την κάθε μέρα εδώ θα μείνουμε, γιατί παλεύουμε για τις πολλές της χάρες· δεν πρόκειται να κυνηγήσουμε άλλες γυναίκες, μόλο που δεν μας λείπουν νύφες, για να διαλέξει την κατάλληλη ο καθένας.» Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αντιμιλώντας αποκρίθηκε: «Ευρύμαχε κι οι άλλοι υπόλοιποι λαμπροί μνηστήρες, |
| Β_210 | ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι οὐδ᾽ ἀγορεύω· ἤδη γὰρ τὰ ἴσασι θεοὶ καὶ πάντες Ἀχαιοί. ἀλλ᾽ ἄγε μοι δότε νῆα θοὴν καὶ εἴκοσ᾽ ἑταίρους, οἵ κέ μοι ἔνθα καὶ ἔνθα διαπρήσσωσι κέλευθον. εἶμι γὰρ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα, | δεν θα παρακαλέσω πια σ᾽ αυτά επιμένοντας, γιατί τα ξέρουν οι θεοί κι οι Ιθακήσιοι όλοι. Ένα μονάχα σας ζητώ, δώστε μου γρήγορο καράβι κι είκοσι συντρόφους, που θα μου ανοίξουνε τον δρόμο, να πάω και να γυρίσω· γιατί θα πορευτώ στη Σπάρτη, στην Πύλο με τις αμμουδιές, |
| Β_215 | νόστον πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο, ἤν τίς μοι εἴπῃσι βροτῶν, ἢ ὄσσαν ἀκούσω ἐκ Διός, ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισιν. εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσω, ἦ τ᾽ ἄν, τρυχόμενός περ ἔτι τλαίην ἐνιαυτόν· | κάτι να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου, που λείπει τόσα χρόνια, ανίσως κάποιος μου τον πει, ή και στ᾽ αφτιά μου φτάσει η φήμη του Διός, που φέρνει στους ανθρώπους τα καλά μηνύματα. Αν ακουστεί πως ζει ο πατέρας μου και θα γυρίσει, τότε, μ᾽ όλο το βάρος της καρδιάς μου, θα κάνω υπομονή κι αυτόν τον χρόνο. |
| Β_220 | εἰ δέ κε τεθνηῶτος ἀκούσω μηδ᾽ ἔτ᾽ ἐόντος, νοστήσας δὴ ἔπειτα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν σῆμά τέ οἱ χεύω καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεΐξω πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα ἔοικε, καὶ ἀνέρι μητέρα δώσω.» Ἦ τοι ὅ γ᾽ ὣς εἰπὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο, τοῖσι δ᾽ ἀνέστη | Αν όμως μάθω πως είναι πια νεκρός, πως χάθηκε και πάει, γυρίζω αμέσως στη γλυκιά πατρίδα, για χάρη του θα υψώσω τύμβο, θα προσφέρω νεκρώσιμες τιμές, πολλές όσες του πρέπουν — ύστερα υπόσχομαι να δώσω τη μητέρα μου σε κάποιον άλλο.» Μ᾽ αυτά τα λόγια κάθησε ο Τηλέμαχος, κι ανασηκώθηκε στη μέση |
| Β_225 | Μέντωρ, ὅς ῥ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος ἦεν ἑταῖρος, καί οἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα, πείθεσθαί τε γέροντι καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσειν· ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε· «Κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω· | ο Μέντωρ, του άψογου Οδυσσέα σύντροφος πιστός — σ᾽ αυτόν εκείνος, με τα καράβια ξεκινώντας, το σπιτικό τού ανέθεσε, ν᾽ ακούν όλοι τον γέροντα Λαέρτη, κι εκείνος να φροντίζει το πώς θα μείνουν τα πάντα ανέπαφα. Τότε λοιπόν καλόγνωμος πήρε τον λόγο και τους είπε: «Τώρα ακούστε με, Ιθακήσιοι, ό,τι κι αν έχω να σας πω: |
| Β_230 | μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς, ἀλλ᾽ αἰεὶ χαλεπός τ᾽ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι, ὡς οὔ τις μέμνηται Ὀδυσσῆος θείοιο λαῶν οἷσιν ἄνασσε, πατὴρ δ᾽ ὣς ἤπιος ἦεν. | στο μέλλον λέω άλλος πια δεν θα βρεθεί καλός κι ευγενικός σκηπτρούχος βασιλεύς, που μέσα του το δίκιο να πρεσβεύει· θα ᾽ναι για πάντα αλύγιστος, δοσμένος στ᾽ ανίερα έργα· αφού κανείς δεν τον θυμάται, λησμονήθηκεν εκείνος που κυβερνούσε τον λαό του σαν πατέρας, τίμιος και γλυκός, ο θείος Οδυσσεύς. |
| Β_235 | ἀλλ᾽ ἦ τοι μνηστῆρας ἀγήνορας οὔ τι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια κακορραφίῃσι νόοιο· σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλὰς κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος, τὸν δ᾽ οὐκέτι φασὶ νέεσθαι. νῦν δ᾽ ἄλλῳ δήμῳ νεμεσίζομαι, οἷον ἅπαντες | Όχι, δεν στρέφεται η οργή μου τόσο στους αγέρωχους μνηστήρες, που βίαια πράττουν, δόλια σκέφτονται — αυτοί παίζουνε το κεφάλι τους, ρημάζοντας του Οδυσσέα το σπίτι, λέγοντας δεν γυρίζει πια· όσο με τον υπόλοιπο λαό αγανακτώ, μ᾽ όλους εσάς |
| Β_240 | ἧσθ᾽ ἄνεῳ ἀτὰρ οὔ τι καθαπτόμενοι ἐπέεσσι παύρους μνηστῆρας κατερύκετε πολλοὶ ἐόντες.» Τὸν δ᾽ Εὐηνορίδης Ληόκριτος ἀντίον ηὔδα· «Μέντορ ἀταρτηρέ, φρένας ἠλεέ, ποῖον ἔειπες ἡμέας ὀτρύνων καταπαυέμεν. ἀργαλέον δὲ | που αμίλητοι μου κάθεστε, που δεν ελέγχετε λίγους μνηστήρες με τα λόγια σας, που δεν τους αντιστέκεστε, εσείς πολλοί.» Τότε αποκρίθηκε ο γιος του Ευήνορα Ληόκριτος: «Μέντορα ελαφρόμυαλε, βλαμμένε· τι λόγος πάλι αυτός που λες, να μας κρατήσουν! Μα είναι κάπως δύσκολο |
| Β_245 | ἀνδράσι καὶ πλεόνεσσι μαχήσασθαι περὶ δαιτί. εἴ περ γάρ κ᾽ Ὀδυσεὺς Ἰθακήσιος αὐτὸς ἐπελθὼν δαινυμένους κατὰ δῶμα ἑὸν μνηστῆρας ἀγαυοὺς ἐξελάσαι μεγάροιο μενοινήσει᾽ ἐνὶ θυμῷ, οὔ κέν οἱ κεχάροιτο γυνή, μάλα περ χατέουσα, | για φαγοπότι να τα βάλουνε μαζί μας — δεν είμαστε ένας και δυο. Ακόμη κι αν αυτοπροσώπως γύριζε ο ιθακήσιος Οδυσσέας, αν μες στο σπίτι του τους έβρισκε να τρωγοπίνουν οι περήφανοι μνηστήρες, αν μελετούσε ο νους του να τους πετάξει έξω απ᾽ το παλάτι, λέω και πάλι η γυναίκα του, μ᾽ όλη της τη λαχτάρα, |
| Β_250 | ἐλθόντ᾽, ἀλλά κεν αὐτοῦ ἀεικέα πότμον ἐπίσποι, εἰ πλεόνεσσι μάχοιτο· σὺ δ᾽ οὐ κατὰ μοῖραν ἔειπες. ἀλλ᾽ ἄγε, λαοὶ μὲν σκίδνασθ᾽ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος, τούτῳ δ᾽ ὀτρυνέει Μέντωρ ὁδὸν ἠδ᾽ Ἁλιθέρσης, οἵ τέ οἱ ἐξ ἀρχῆς πατρώϊοί εἰσιν ἑταῖροι. | δεν θα χαιρόταν για πολύ τον γυρισμό του· εδώ επιτόπου αυτός θα ᾽βρισκε τέλος άσχημο, μάχη αν άνοιγε με περισσότερους — δεν μας τα λες λοιπόν καλά. Αλλά προτείνω τώρα· σκορπιστείτε, κόσμε, καθένας στη δουλειά του. Όσο για το ταξίδι του, ας του παρασταθούν ο Μέντωρ, ο Αλιθέρσης, ήσαν που ήσαν εξαρχής οι φίλοι του πατέρα του. |
| Β_255 | ἀλλ᾽, ὀΐω, καὶ δηθὰ καθήμενος ἀγγελιάων πεύσεται εἰν Ἰθάκῃ, τελέει δ᾽ ὁδὸν οὔ ποτε ταύτην.» Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, λῦσεν δ᾽ ἀγορὴν αἰψηρήν. οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ᾽ ἕκαστος, μνηστῆρες δ᾽ ἐς δώματ᾽ ἴσαν θείου Ὀδυσῆος. | Είμαι ωστόσο αυτής της γνώμης· εδώ θα μείνει, στην Ιθάκη, πολύν καιρό θα κάθεται προσμένοντας μηνύματα — όχι, δεν πρόκειται να φέρει σε πέρας το ταξίδι του.» Έτσι τους μίλησε, κι απότομα λύει τη συνέλευση. Εκείνοι τότε σκορπιστήκαν, πήγε ο καθένας σπίτι του, αλλά οι μνηστήρες τράβηξαν ίσα προς το παλάτι του θεϊκού Οδυσσέα. |
| Β_260 | Τηλέμαχος δ᾽ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης, χεῖρας νιψάμενος πολιῆς ἁλός, εὔχετ᾽ Ἀθήνῃ· «Κλῦθί μοι, ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες ἡμέτερον δῶ καί μ᾽ ἐν νηῒ κέλευσας ἐπ᾽ ἠεροειδέα πόντον, νόστον πευσόμενον πατρὸς δὴν οἰχομένοιο, | Μόνος του ο Τηλέμαχος αποχωρίστηκε, και κατεβαίνει στο ακρογιάλι, τα χέρια του ένιψε με το νερό της αφρισμένης θάλασσας, κι ύστερα ευχήθηκε στην Αθηνά: «Επάκουσέ με, εσύ που χθες ήλθες θεά στο σπιτικό μας, που με παρακινούσες μ᾽ ένα καράβι να ανοιχτώ στο θυμωμένο πέλαγο, να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου, που τόσα χρόνια λείπει, |
| Β_265 | ἔρχεσθαι· τὰ δὲ πάντα διατρίβουσιν Ἀχαιοί, μνηστῆρες δὲ μάλιστα, κακῶς ὑπερηνορέοντες.» Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη, Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν, καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· | ανίσως επιστρέφει. Αλλά τα εμποδίζουν όλα τώρα οι Αχαιοί, και πιο πολύ οι μνηστήρες, οι κακοί αλαζόνες.» Τέλειωσε την ευχή του, κι αμέσως βρέθηκε στο πλάι του η Αθηνά, με τη θωριά του Μέντορα, ίδιο παράστημα, ίδια φωνή· τον φώναξε, του μίλησε, και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά: |
| Β_270 | «Τηλέμαχ᾽, οὐδ᾽ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι οὐδ᾽ ἀνοήμων, εἰ δή τοι σοῦ πατρὸς ἐνέστακται μένος ἠΰ, οἷος κεῖνος ἔην τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε. οὔ τοι ἔπειθ᾽ ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται οὐδ᾽ ἀτέλεστος. εἰ δ᾽ οὐ κείνου γ᾽ ἐσσὶ γόνος καὶ Πηνελοπείης, | «Τηλέμαχε, δεν θα φανείς μετά απ᾽ αυτό κακός κι αστόχαστος, φτάνει να ᾽χει σταλάξει μέσα σου το αντρίκειο θάρρος του πατέρα σου, όπως εκείνος ήξερε έργα και λόγια να τελειώνει. Με τέτοιο εφόδιο λέω δεν κόβεται στη μέση ατέλεστος ο δρόμος σου· εκτός κι αν πια δεν είσαι ο γιος εκείνου και της Πηνελόπης — |
| Β_275 | οὐ σέ γ᾽ ἔπειτα ἔολπα τελευτήσειν ἃ μενοινᾷς. παῦροι γάρ τοι παῖδες ὁμοῖοι πατρὶ πέλονται, οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους. ἀλλ᾽ ἐπεὶ οὐδ᾽ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι οὐδ᾽ ἀνοήμων, οὐδέ σε πάγχυ γε μῆτις Ὀδυσσῆος προλέλοιπεν, | τότε δεν βλέπω αλήθεια πώς μπορείς να τα τελειώσεις όσα στον νου σου μελετάς. Το ξέρω, λίγοι γεννιούνται γιοι να μοιάζουν του πατέρα τους· οι πιο πολλοί χειρότεροι, ελάχιστοι οι καλύτεροι. Αλλά του λόγου σου δεν θα φανείς κακός, αστόχαστος· κι όσο δεν σου έχει λείψει του Οδυσσέα η πανουργία, |
| Β_280 | ἐλπωρή τοι ἔπειτα τελευτῆσαι τάδε ἔργα. τῶ νῦν μνηστήρων μὲν ἔα βουλήν τε νόον τε ἀφραδέων, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι· οὐδέ τι ἴσασιν θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν, ὃς δή σφι σχεδόν ἐστιν, ἐπ᾽ ἤματι πάντας ὀλέσθαι. | υπάρχει ελπίδα να εκτελέσεις την αποστολή σου αυτή. Λοιπόν, άλλο μη νοιάζεσαι για τους μνηστήρες, τι θέλουν και τι σκέφτονται αυτοί οι ανόητοι· έχει θολώσει ο νους τους, δεν ακούν το δίκιο, και καν δεν βλέπουν θάνατο, το μαύρο ριζικό μπροστά τους που σίμωσε πολύ, και θα χαθούν όλοι τους σε μια μέρα. |
| Β_285 | σοὶ δ᾽ ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται ἣν σὺ μενοινᾷς· τοῖος γάρ τοι ἑταῖρος ἐγὼ πατρώϊός εἰμι, ὅς τοι νῆα θοὴν στελέω καὶ ἅμ᾽ ἕψομαι αὐτός. ἀλλὰ σὺ μὲν πρὸς δώματ᾽ ἰὼν μνηστῆρσιν ὁμίλει, ὅπλισσόν τ᾽ ἤϊα καὶ ἄγγεσιν ἄρσον ἅπαντα, | Τώρα για τον δικό σου δρόμο που τον μελετάς, δεν πρέπει ν᾽ αργοπορήσει κι άλλο· είμαι δικός σου, φίλος πατρικός, αναλαμβάνω εγώ καράβι να σου βρω — υπόσχομαι και να σε συντροφέψω. Προς το παρόν, πήγαινε στο παλάτι εσύ, μίλα με τους μνηστήρες, αλλά ετοίμασε κιόλας τροφές, ασφάλισε τα πάντα σε δοχεία, |
| Β_290 | οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσι, καὶ ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν, δέρμασιν ἐν πυκινοῖσιν· ἐγὼ δ᾽ ἀνὰ δῆμον ἑταίρους αἶψ᾽ ἐθελοντῆρας συλλέξομαι. εἰσὶ δὲ νῆες πολλαὶ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ νέαι ἠδὲ παλαιαί· τάων μέν τοι ἐγὼν ἐπιόψομαι ἥ τις ἀρίστη, | κρασί στους αμφορείς, κριθάλευρο (μεδούλι των ανθρώπων) σε γερά σακιά. Εγώ στο μεταξύ στην πόλη κατεβαίνω, θα σου μαζέψω γρήγορα εθελοντές συντρόφους· όσο για το καράβι, υπάρχουν στη θαλασσοφίλητην Ιθάκη μας πολλά σκαριά, καινούργια και παλιά· ανάμεσά τους ξεδιαλέγω το καλύτερο, |
| Β_295 | ὦκα δ᾽ ἐφοπλίσσαντες ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ.» Ὣς φάτ᾽ Ἀθηναίη, κούρη Διός· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν Τηλέμαχος παρέμιμνεν, ἐπεὶ θεοῦ ἔκλυεν αὐδήν. βῆ δ᾽ ἴμεναι πρὸς δῶμα, φίλον τετιημένος ἦτορ, εὗρε δ᾽ ἄρα μνηστῆρας ἀγήνορας ἐν μεγάροισιν, | κι αφού στο άψε σβήσε το αρματώσουμε, μετά ανοιγόμαστε στο πέλαγο, και πάμε.» Η Αθηνά τού μίλησε, η θυγατέρα του Διός· κι εκείνος, ο Τηλέμαχος, δεν καθυστέρησε πολύ, αφότου εισάκουσε τη θεϊκή φωνή. Τράβηξε αμέσως στο παλάτι, με την καρδιά βαριά από λύπη, και βρήκε εκεί, στο σπιτικό του, τους αλαζονικούς μνηστήρες, να γδέρνουν γίδες, |
| Β_300 | αἶγας ἀνιεμένους σιάλους θ᾽ εὕοντας ἐν αὐλῇ. Ἀντίνοος δ᾽ ἰθὺς γελάσας κίε Τηλεμάχοιο· ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε· «Τηλέμαχ᾽ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, μή τί τοι ἄλλο ἐν στήθεσσι κακὸν μελέτω ἔργον τε ἔπος τε, | να ψήνουν τα γουρούνια στον αυλόγυρο. Γελώντας κι ο Αντίνοος, έπεσε πάνω στον Τηλέμαχο, πήρε το χέρι του και το ᾽ σφίξε, μιλώντας τον προσφώνησε: «Τηλέμαχε ασυγκράτητε, μεγαλορρήμονα, σταμάτα πια να σκέφτεσαι μέσα σου το κακό, με λόγο κι έργο· |
| Β_305 | ἀλλά μοι ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν, ὡς τὸ πάρος περ. ταῦτα δέ τοι μάλα πάντα τελευτήσουσιν Ἀχαιοί, νῆα καὶ ἐξαίτους ἐρέτας, ἵνα θᾶσσον ἵκηαι ἐς Πύλον ἠγαθέην μετ᾽ ἀγαυοῦ πατρὸς ἀκουήν.» Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· | έλα μαζί μου, όπως άλλοτε, να φάμε και να πιούμε. Όλες σου τις φροντίδες θα βρουν οι Αχαιοί να τις τελειώσουν, καράβι να σου δώσουν, κωπηλάτες διαλεχτούς· το συντομότερο να φτάσεις και στην άγια Πύλο, τη φήμη κυνηγώντας για τον ένδοξο πατέρα σου.» Ο φρόνιμος όμως Τηλέμαχος αμέσως του αποκρίθηκε: |
| Β_310 | «Ἀντίνο᾽, οὔ πως ἔστιν ὑπερφιάλοισι μεθ᾽ ὑμῖν δαίνυσθαί τ᾽ ἀκέοντα καὶ εὐφραίνεσθαι ἕκηλον. ἢ οὐχ ἅλις ὡς τὸ πάροιθεν ἐκείρετε πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματ᾽ ἐμά, μνηστῆρες, ἐγὼ δ᾽ ἔτι νήπιος ἦα; νῦν δ᾽ ὅτε δὴ μέγας εἰμὶ καὶ ἄλλων μῦθον ἀκούων | «Αντίνοε, δεν γίνεται μ᾽ εσάς τους αλαζόνες ξέγνοιαστος να γλεντοκοπώ και να ξεδίνω σιωπηλός. Ή μήπως δεν σας έφτασε που ως τώρα τ᾽ αγαθά μου, πολλά καλά, εσείς τα σπαταλήσατε, μνηστήρες, τότε που ήμουνα παιδάκι ακόμη. Τώρα ωστόσο που μεγάλωσα κι έμαθα πια ν᾽ ακούω κι άλλων συμβουλές, τώρα που μέστωσε κι εμένα μέσα μου το θάρρος, |
| Β_315 | πυνθάνομαι, καὶ δή μοι ἀέξεται ἔνδοθι θυμός, πειρήσω ὥς κ᾽ ὔμμι κακὰς ἐπὶ κῆρας ἰήλω, ἠὲ Πύλονδ᾽ ἐλθών, ἢ αὐτοῦ τῷδ᾽ ἐνὶ δήμῳ. εἶμι μέν, οὐδ᾽ ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται ἣν ἀγορεύω, ἔμπορος· οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολος οὐδ᾽ ἐρετάων | θα κάνω ό,τι μπορώ, να πέσει πάνω σας θανατερή η κατάρα, είτε πηγαίνοντας στην Πύλο, ή κι επιτόπου, εδώ σ᾽ αυτή τη χώρα. Γιατί θα φύγω, αυτός ο δρόμος που αποφάσισα δεν πρόκειται να σταματήσει, στην ανάγκη ταξιδεύω μ᾽ άλλους. Αφού δεν το κατόρθωσα να ᾽χω στην κατοχή μου ένα καράβι, δικούς μου κωπηλάτες — λογαριασμός κι αυτός |
| Β_320 | γίγνομαι· ὥς νύ που ὔμμιν ἐείσατο κέρδιον εἶναι.» Ἦ ῥα, καὶ ἐκ χειρὸς χεῖρα σπάσατ᾽ Ἀντινόοιο ῥεῖα· μνηστῆρες δὲ δόμον κάτα δαῖτα πένοντο. οἱ δ᾽ ἐπελώβευον καὶ ἐκερτόμεον ἐπέεσσιν· ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων· | δικός σας που φαίνεται πως σας συμφέρει περισσότερο.» Έτσι μιλώντας, τράβηξε το χέρι του από το χέρι του Αντινόου απότομα. Οπότε κι οι μνηστήρες, μες στο παλάτι τώρα, κοιτούσαν το τραπέζι, ενώ συγχρόνως τον περιγελούσαν, του πετούσαν προσβολές. Κάποιος, πιο νέος μάλιστα και φαντασμένος, έλεγε με τους άλλους: |
| Β_325 | «Ἦ μάλα Τηλέμαχος φόνον ἡμῖν μερμηρίζει. ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ἀμύντορας ἠμαθόεντος, ἢ ὅ γε καὶ Σπάρτηθεν, ἐπεί νύ περ ἵεται αἰνῶς· ἠὲ καὶ εἰς Ἐφύρην ἐθέλει, πίειραν ἄρουραν, ἐλθεῖν, ὄφρ᾽ ἔνθεν θυμοφθόρα φάρμακ᾽ ἐνείκῃ, | «Για κοίτα! Τον φόνο μας στ᾽ αλήθεια στοχάζεται ο Τηλέμαχος! Μπορεί απ᾽ την Πύλο με τις αμμουδιές προστάτες του να φέρει· μπορεί κι από τη Σπάρτη, αφού το πήρε τόσο στα ζεστά. Εκτός κι αν φτάσει ακόμη και στην Έφυρα, εύφορη γη, θανατερά φαρμάκια από εκεί να κουβαλήσει, να μας τα ρίξει |
| Β_330 | ἐν δὲ βάλῃ κρητῆρι καὶ ἡμέας πάντας ὀλέσσῃ.» Ἄλλος δ᾽ αὖτ᾽ εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων· «τίς δ᾽ οἶδ᾽ εἴ κε καὶ αὐτὸς ἰὼν κοίλης ἐπὶ νηὸς τῆλε φίλων ἀπόληται ἀλώμενος ὥς περ Ὀδυσσεύς; οὕτω κεν καὶ μᾶλλον ὀφέλλειεν πόνον ἄμμιν· | στον κρατήρα, κι έτσι μεμιάς να μας εξολοθρεύσει όλους.» Κι άλλος, πιο νέος και φαντασμένος, συνέχισε μιλώντας: «Ποιος ξέρει μήπως κι αυτός, με κοίλο πλοίο ταξιδεύοντας, αλάργα απ᾽ τους δικούς του αφανιστεί παραδαρμένος, σαν άλλος Οδυσσέας; Έτσι σ᾽ εμάς θα φόρτωνε περίσσο κόπο· |
| Β_335 | κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα, οἰκία δ᾽ αὖτε τούτου μητέρι δοῖμεν ἔχειν ἠδ᾽ ὅς τις ὀπυίοι.» Ὣς φάν· ὁ δ᾽ ὑψόροφον θάλαμον κατεβήσετο πατρός, εὐρύν, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο ἐσθής τ᾽ ἐν χηλοῖσιν ἅλις τ᾽ εὐῶδες ἔλαιον· | θα ᾽πρεπε πρώτα μεταξύ μας να μοιράσουμε όλα του τ᾽ αγαθά — το σπίτι βέβαια θα το δίναμε στη μάνα του, να το ᾽χει μ᾽ όποιον παντρευτεί.» Αυτοί συνέχιζαν τα λόγια τους· αλλά ο Τηλέμαχος τώρα κατέβηκε στην ψηλοτάβανη κάμαρη του πατέρα του, ευρύχωρη, όπου πολύ χρυσάφι και χαλκώματα ήσανε φυλαγμένα, αλλά και ρούχα μέσα σε κασέλες, κι |
| Β_340 | ἐν δὲ πίθοι οἴνοιο παλαιοῦ ἡδυπότοιο ἕστασαν, ἄκρητον θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες, ἑξείης ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες, εἴ ποτ᾽ Ὀδυσσεὺς οἴκαδε νοστήσειε καὶ ἄλγεα πολλὰ μογήσας. κληϊσταὶ δ᾽ ἔπεσαν σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι, | άφθονο λάδι ευωδιαστό. Ακόμη εκεί ήσαν στημένα τα πιθάρια με το παλιό γλυκόπιοτο κρασί, άμεικτο θεϊκό ποτό, βαλμένα στη σειρά, στον τοίχο ακουμπισμένα· όποτε κι αν γυρνούσε πάλι στην πατρίδα, μετά από τόσα πάθη ο Οδυσσέας. Ασφαλισμένη η κάμαρη, διπλά θυρόφυλλα καλά αρμοσμένα, κι έμενε εκεί, νύχτα και μέρα, μια κελάρισσα γυναίκα, |
| Β_345 | δικλίδες· ἐν δὲ γυνὴ ταμίη νύκτας τε καὶ ἦμαρ ἔσχ᾽, ἣ πάντ᾽ ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσιν, Εὐρύκλει᾽, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο. τὴν τότε Τηλέμαχος προσέφη θάλαμόνδε καλέσσας· «Μαῖ᾽, ἄγε δή μοι οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσον | φύλακας σε όλα, το μυαλό της έκοβε πολύ — η Ευρύκλεια, του Ώπα η θυγατέρα, του Πεισήνορα εγγονή. Αυτήν και τότε στο κελάρι εκεί τη φώναξε μιλώντας ο Τηλέμαχος: «Νένα μου, έλα, γέμισε τις στάμνες με γλυκό κρασί — ας είναι |
| Β_350 | ἡδύν, ὅτις μετὰ τὸν λαρώτατος ὃν σὺ φυλάσσεις, κεῖνον ὀϊομένη τὸν κάμμορον, εἴ ποθεν ἔλθοι διογενὴς Ὀδυσεὺς θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας. δώδεκα δ᾽ ἔμπλησον καὶ πώμασιν ἄρσον ἅπαντας. ἐν δέ μοι ἄλφιτα χεῦον ἐϋρραφέεσσι δοροῖσιν· | το καλύτερο, μετά από τ᾽ άλλο που φυλάς με την ελπίδα σου σ᾽ εκείνον, πως από κάπου θα γυρίσει ο δύσμοιρος, βλαστός του Δία ο Οδυσσέας, αν αποφύγει τη μοίρα του θανάτου. Δώδεκα στάμνες γέμισε και σφράγισέ τες όλες με τα πώματά τους· βάλε μου και κριθάλευρο σε σάκους από δέρμα πυκνά σοφιλιασμένους — |
| Β_355 | εἴκοσι δ᾽ ἔστω μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς. αὐτὴ δ᾽ οἴη ἴσθι· τὰ δ᾽ ἀθρόα πάντα τετύχθω· ἑσπέριος γὰρ ἐγὼν αἱρήσομαι, ὁππότε κεν δὴ μήτηρ εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβῇ κοίτου τε μέδηται. εἶμι γὰρ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα, | είκοσι ζύγια αλεύρι, καλά αλεσμένο. Μόνη σου όμως να το ξέρεις, κι όλα στην ώρα τους να στέκουν έτοιμα. Όταν πια σουρουπώσει, έρχομαι και τα παίρνω εγώ, μόλις η μάνα μου ανεβεί πάνω στην κάμαρη και θυμηθεί να κοιμηθεί. Γιατί θα φύγω για τη Σπάρτη, την Πύλο με τις αμμουδιές, |
| Β_360 | νόστον πευσόμενος πατρὸς φίλου, ἤν που ἀκούσω.» Ὣς φάτο, κώκυσεν δὲ φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια, καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· «Τίπτε δέ τοι, φίλε τέκνον, ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα ἔπλετο; πῇ δ᾽ ἐθέλεις ἰέναι πολλὴν ἐπὶ γαῖαν | να μάθω για τον νόστο του πατέρα μου, κάτι ακούσω.» κι ολοφυρόμενη αποκρίθηκε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά: «Πώς πέρασε, παιδί μου, από τον νου σου τέτοια σκέψη; πώς το στοχάστηκες στην άλλη άκρη να βρεθείς, μοναχογιός εσύ μονάκριβος; Εκείνος πάει, χάθηκε, σε ξένα μέρη κι άγνωστα, |
| Β_365 | μοῦνος ἐὼν ἀγαπητός; ὁ δ᾽ ὤλετο τηλόθι πάτρης διογενὴς Ὀδυσεὺς ἀλλογνώτῳ ἐνὶ δήμῳ. οἱ δέ τοι αὐτίκ᾽ ἰόντι κακὰ φράσσονται ὀπίσσω, ὥς κε δόλῳ φθίῃς, τάδε δ᾽ αὐτοὶ πάντα δάσονται. ἀλλὰ μέν᾽ αὖθ᾽ ἐπὶ σοῖσι καθήμενος· οὐδέ τί σε χρὴ | βλαστός του Δία ο Οδυσσέας. Είναι κι αυτοί που, μόλις φύγεις, πίσω σου το κακό σου θα σκεφτούν· πώς με τον δόλο τους θα χαλαστείς, για να μοιράσουν μεταξύ τους όλα τ᾽ αγαθά σου. Μείνε λοιπόν εδώ, με τα καλά σου· κανένας λόγος δεν συντρέχει να κακοπάθεις και να παραδέρνεσαι |
| Β_370 | πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον κακὰ πάσχειν οὐδ᾽ ἀλάλησθαι.» Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· «θάρσει, μαῖ᾽, ἐπεὶ οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἥδε γε βουλή. ἀλλ᾽ ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι, πρίν γ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται, | πέρα στα ακάρπιστα πελάγη.» Αλλά κι ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε της ανταπάντησε: «Νένα μου, θάρρος. Η απόφασή μου είναι θέλημα θεού. Μόνο ορκίσου, μην της το φανερώσεις της καλής μου μάνας, προτού περάσουν μέρες έντεκα και φτάσει η δωδεκάτη, |
| Β_375 | ἢ αὐτὴν ποθέσαι καὶ ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι, ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃ.» Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ θεῶν μέγαν ὅρκον ἀπόμνυ. αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, αὐτίκ᾽ ἔπειτά οἱ οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσεν, | εκτός κι αν μόνη της το μάθει πως της έλειψα και με ποθήσει. Για να μην κλαίει και χαλνά τ᾽ όμορφο πρόσωπό της.» Έτσι της μίλησε, κι ορκίστηκε η γερόντισσα τον μέγαν όρκον των θεών. Είπε και τέλειωσε τον όρκο της, κι ευθύς του γέμισε τις στάμνες με κρασί, έβαλε και κριθάλευρο σε σάκους |
| Β_380 | ἐν δέ οἱ ἄλφιτα χεῦεν ἐϋρραφέεσσι δοροῖσι· Τηλέμαχος δ᾽ ἐς δώματ᾽ ἰὼν μνηστῆρσιν ὁμίλει. Ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· Τηλεμάχῳ ἐϊκυῖα κατὰ πτόλιν οἴχετο πάντῃ, καί ῥα ἑκάστῳ φωτὶ παρισταμένη φάτο μῦθον, | από δέρμα καλά σοφιλιασμένους. Τότε την άφησε ο Τηλέμαχος, τράβηξε προς την αίθουσα, παρέα με τους μνηστήρες. Στο μεταξύ κι η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, άλλα στοχάστηκε: με τη μορφή του Τηλεμάχου τριγυρνούσε παντού μέσα στην πόλη, και τον καθένα χωριστά σίμωνε κι εξηγούσε, |
| Β_385 | ἑσπερίους δ᾽ ἐπὶ νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει. ἡ δ᾽ αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν ᾔτεε νῆα θοήν· ὁ δέ οἱ πρόφρων ὑπέδεκτο. Δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί· καὶ τότε νῆα θοὴν ἅλαδ᾽ εἴρυσε, πάντα δ᾽ ἐν αὐτῇ | μόλις βραδιάσει με τους άλλους να βρεθεί μαζί στο γρήγορο καράβι. Από τον γιο του Φρόνιου, τον ξακουστό Νοήμονα, γύρευε το γοργό καράβι, κι αυτός το υποσχέθηκε με προθυμία μεγάλη. Έδυσε ο ήλιος, έπεσε το σκοτάδι στους μεγάλους δρόμους· τότε το γρήγορο σκαρί στη θάλασσα έσυρε, μ᾽ όλα τα ξάρτια |
| Β_390 | ὅπλ᾽ ἐτίθει, τά τε νῆες ἐΰσσελμοι φορέουσι. στῆσε δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχατιῇ λιμένος, περὶ δ᾽ ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο· θεὰ δ᾽ ὄτρυνεν ἕκαστον. Ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη, βῆ ῥ᾽ ἴμεναι πρὸς δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο· | πάνω του, όσα φορούν τα καλοκούβερτα καράβια. Μετά στην πέρα άκρη το ᾽δεσε του λιμανιού, όπου και συγκεντρώθηκαν οι σύντροφοι, όλοι μαζί και διαλεχτοί — εκείνη τον καθένα τους παρότρυνε. Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, άλλα στοχάστηκε: ξεκίνησε και πήγε στο παλάτι του θεϊκού Οδυσσέα, |
| Β_395 | ἔνθα μνηστήρεσσιν ἐπὶ γλυκὺν ὕπνον ἔχευε, πλάζε δὲ πίνοντας, χειρῶν δ᾽ ἔκβαλλε κύπελλα. οἱ δ᾽ εὕδειν ὄρνυντο κατὰ πτόλιν, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν ἥατ᾽, ἐπεί σφισιν ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν. αὐτὰρ Τηλέμαχον προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη | όπου και στάλαξε στα μάτια των μνηστήρων ύπνο γλυκό· την ώρα που έπιναν τους παραζάλισε, κι οι κούπες του κρασιού τούς φύγαν απ᾽ τα χέρια. Αμέσως κίνησαν να κοιμηθούν, σκορπίστηκαν στην πόλη, άλλο δεν έμειναν εκεί, γιατί τους έκλεινε τα μάτια η νύστα. Στράφηκε τότε στον Τηλέμαχο, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά, |
| Β_400 | ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων εὖ ναιεταόντων, Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν· «Τηλέμαχ᾽, ἤδη μέν τοι ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι ἥατ᾽ ἐπήρετμοι, τὴν σὴν ποτιδέγμενοι ὁρμήν· ἀλλ᾽ ἴομεν, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο.» | έξω τον φώναξε απ᾽ το καλοχτισμένο του παλάτι — μοιάζοντας τώρα με τον Μέντορα, ίδιο παράστημα, ίδια φωνή: «Τηλέμαχε, πανέτοιμοι οι σύντροφοί σου πια, κάθονται στα κουπιά, την προσταγή σου περιμένουν· πάμε λοιπόν, ας μη βραδύνει κι άλλο ο δρόμος μας.» |
| Β_405 | Ὣς ἄρα φωνήσασ᾽ ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη καρπαλίμως· ὁ δ᾽ ἔπειτα μετ᾽ ἴχνια βαῖνε θεοῖο. αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν, εὗρον ἔπειτ᾽ ἐπὶ θινὶ κάρη κομόωντας ἑταίρους. τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο· | Έτσι του μίλησε, και με σπουδή προχώρησε η Αθηνά Παλλάδα — ακολουθούσε εκείνος της θεάς τα ίχνη. Κι όταν κατέβηκαν στη θάλασσα κι έφτασαν στο καράβι, βρήκαν εκεί στο περιγιάλι τους συντρόφους με τη μακριά τους κόμη. Τότε ο γενναίος Τηλέμαχος πήρε τον λόγο και τους είπε: |
| Β_410 | «Δεῦτε, φίλοι, ἤϊα φερώμεθα· πάντα γὰρ ἤδη ἀθρό᾽ ἐνὶ μεγάρῳ· μήτηρ δ᾽ ἐμοὶ οὔ τι πέπυσται, οὐδ᾽ ἄλλαι δμῳαί, μία δ᾽ οἴη μῦθον ἄκουσεν.» Ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο. οἱ δ᾽ ἄρα πάντα φέροντες ἐϋσσέλμῳ ἐπὶ νηῒ | «Φίλοι μου, εμπρός! πάμε να φέρουμε προμήθειες· είναι έτοιμα τα πάντα, μαζεμένα στο παλάτι. Αλλά προσέχετε· δεν ξέρει τίποτα για μένα η μάνα μου, μήτε κι οι άλλες δούλες — μία μονάχα, που τον λόγο μου άκουσε.» Μιλώντας, προηγήθηκε, οι άλλοι ακολουθούσαν. Κι αμέσως όλα τα μετέφεραν, τα βόλεψαν πάνω στο καλοκούβερτο |
| Β_415 | κάτθεσαν, ὡς ἐκέλευσεν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός. ἂν δ᾽ ἄρα Τηλέμαχος νηὸς βαῖν᾽, ἄρχε δ᾽ Ἀθήνη, νηῒ δ᾽ ἐνὶ πρύμνῃ κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο· ἄγχι δ᾽ ἄρ᾽ αὐτῆς ἕζετο Τηλέμαχος· τοὶ δὲ πρυμνήσι᾽ ἔλυσαν, ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ βάντες ἐπὶ κληῗσι καθῖζον. | καράβι, όπως τους έδινε την εντολή του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος. Ανέβηκε ο Τηλέμαχος στο πλοίο, μετά την Αθηνά, που πρώτη πήρε θέση εκεί στην πρύμνη· πλάι της κάθησε ο γενναίος Τηλέμαχος. Τότε λύνουν οι άλλοι τις πρυμάτσες, πήδησαν μέσα και καθίζουν στα ζυγά. |
| Β_420 | τοῖσιν δ᾽ ἴκμενον οὖρον ἵει γλαυκῶπις Ἀθήνη, ἀκραῆ Ζέφυρον, κελάδοντ᾽ ἐπὶ οἴνοπα πόντον. Τηλέμαχος δ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν ὅπλων ἅπτεσθαι· τοὶ δ᾽ ὀτρύνοντος ἄκουσαν. ἱστὸν δ᾽ εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης | Η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, φύσηξε πίσω τους πρίμο το αγέρι, φρέσκον πουνέντε, που τρικυμίζει με βοή το μπλάβο πέλαγο. Δίνει το σύνθημα ο Τηλέμαχος, τους παραγγέλλει τα ξάρτια οι σύντροφοι να πιάσουν — κι εκείνοι υπάκουσαν στην προσταγή του. Σήκωσαν το ψηλό κατάρτι ελάτινο, |
| Β_425 | στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν, ἕλκον δ᾽ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσιν. ἔπρησεν δ᾽ ἄνεμος μέσον ἱστίον, ἀμφὶ δὲ κῦμα στείρῃ πορφύρεον μεγάλ᾽ ἴαχε νηὸς ἰούσης· ἡ δ᾽ ἔθεεν κατὰ κῦμα διαπρήσσουσα κέλευθον. | το στήλωσαν στο κοίλο μεσοδόκι, το δένουν με σχοινιά στην πλώρη, ψήλωσαν τα λευκά πανιά, τραβώντας τα καλοπλεγμένα τους λουριά. Φούσκωσε ο άνεμος το μεσιανό πανί, και γύρω στην καρίνα χτυπούσε τώρα δυνατά το κύμα πορφυρό, όπως το πλοίο προχωρούσε — πετώντας άνοιγε τον δρόμο του ανάμεσα στα κύματα. |
| Β_430 | δησάμενοι δ᾽ ἄρα ὅπλα θοὴν ἀνὰ νῆα μέλαιναν στήσαντο κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο, λεῖβον δ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσ᾽ αἰειγενέτῃσιν, ἐκ πάντων δὲ μάλιστα Διὸς γλαυκώπιδι κούρῃ. παννυχίη μέν ῥ᾽ ἥ γε καὶ ἠῶ πεῖρε κέλευθον. | Κι αφού είχαν δέσει πια καλά τα ξάρτια στο μελανό, γοργό καράβι, έστησαν τους κρατήρες, τους ξεχείλισαν ως πάνω με κρασί, και στάλαξαν σπονδή στους αθανάτους, αιωνίους θεούς, πρώτα και μάλιστα για τη γλαυκόματη κόρη του Δία. Όλη τη νύκτα τότε, ώσπου να ξημερώσει, έσχιζε το καράβι τον θαλάσσιο δρόμο του. |
Τα σχόλια είναι κλειστά.