Πολιτεία Βιβλίο Ζ (514a-541b)

Πηγή greek-language/ancient_greek/Πλάτων – Πολιτεία Ζ

Η εικόνα του σπηλαίου και των δεσμωτών.

[514a]Μετὰ ταῦτα δή, εἶπον, ἀπείκασον τοιούτῳ πάθει τὴν ἡμετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας. ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ [514b] πρόσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἀδυνάτους περιάγειν, φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν, μεταξὺ δὲ τοῦ πυρὸς καὶ τῶν δεσμωτῶν ἐπάνω ὁδόν, παρ᾽ ἣν ἰδὲ τειχίον παρῳκοδομημένον, ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα, ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα δεικνύασιν.Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά παράστησε τώρα την ανθρώπινη φύση, σχετικά με την παιδεία και την απαιδευσία, με την ακόλουθη εικόνα που θα σου ειπώ: Φαντάσου σαν μέσα σ᾽ ένα σπήλαιο κάτω από τη γη, που να έχει την είσοδό του ανοιγμένη προς το φως σ᾽ όλο το μάκρος της ανθρώπους που από παιδιά να βρίσκουνται εκεί μέσα αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο, σε τρόπο που να μένουν πάντα στην ίδια θέση και [514b] μόνο εμπρός των να βλέπουν, χωρίς να μπορούν να στρέψουν γύρω την κεφαλή τους εξαιτίας τα δεσμά τους· και από πίσω σε αρκετή απόσταση και υψηλότερά τους να υπάρχει αναμμένη φωτιά, που το φως της να έρχεται ως αυτούς και ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες ένας δρόμος προς τα επάνω· και πλάι στο δρόμο φαντάσου ακόμα παράλληλά του χτισμένο ένα μακρύ τοιχαράκι σαν εκείνα τα διαφράγματα που έχουν βαλμένα οι θαυματοποιοί εμπρός από τους ανθρώπους και τους δείχνουν πάνω από κει τις ταχυδακτυλουργίες των.
Ὁρῶ, ἔφη.Τα φαντάζομαι όλ᾽ αυτά.
Ὅρα τοίνυν παρὰ τοῦτο τὸ τειχίον φέροντας ἀνθρώπους [514c] σκεύη τε παντοδαπὰ ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου καὶ ἀνδριάντας [515a] καὶ ἄλλα ζῷα λίθινά τε καὶ ξύλινα καὶ παντοῖα εἰργασμένα, οἷον εἰκὸς τοὺς μὲν φθεγγομένους, τοὺς δὲ σιγῶντας τῶν παραφερόντων.Φαντάσου τώρα ανθρώπους να περνούν κατά μήκος αυτού του τοίχου φορτωμένοι [514c] κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και αγάλματα ανθρώπων [515a] και ζώων κατασκευασμένα από ξύλο ή πέτρα ή ό,τι άλλο, που να ξεπερνούν όλ᾽ αυτά πιο ψηλά από το τοιχαράκι, κι αυτοί που τα σηκώνουν, όπως είναι φυσικό, άλλοι να μιλούν καθώς περνούν μεταξύ τους κι άλλοι να σωπαίνουν.
Ἄτοπον, ἔφη, λέγεις εἰκόνα καὶ δεσμώτας ἀτόπους.Πολύ παράξενη είναι η εικόνα και αλλόκοτοι οι δεσμώτες σου.
Ὁμοίους ἡμῖν, ἦν δ᾽ ἐγώ· τοὺς γὰρ τοιούτους πρῶτον μὲν ἑαυτῶν τε καὶ ἀλλήλων οἴει ἄν τι ἑωρακέναι ἄλλο πλὴν τὰς σκιὰς τὰς ὑπὸ τοῦ πυρὸς εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῦ σπηλαίου προσπιπτούσας;Και μολαταύτα όμοιοι με μας· και πρώτα πρώτα νομίζεις πως αυτοί οι δεσμώτες έχουν ιδεί ποτέ και από τους εαυτούς των και από τους τριγυρνούς των τίποτε άλλο, εκτός από τις σκιές που πέφτουν από τη λάμψη της φωτιάς επάνω στο αντικρινό τους μέρος της σπηλιάς;
Πῶς γάρ, ἔφη, εἰ ἀκινήτους γε τὰς κεφαλὰς ἔχειν [515b] ἠναγκασμένοι εἶεν διὰ βίου;Και πώς να δουν, αφού είναι αναγκασμένοι να κρατούν ακίνητα τα [515b] κεφάλια όλη τους τη ζωή;
Τί δὲ τῶν παραφερομένων; οὐ ταὐτὸν τοῦτο;Ακόμα και από τα αντικείμενα που περνοδιαβαίνουν, άλλο τίποτα από τις σκιές των;
Τί μήν;Τί άλλο βέβαια;
Εἰ οὖν διαλέγεσθαι οἷοί τ᾽ εἶεν πρὸς ἀλλήλους, οὐ ταῦτα ἡγῇ ἂν τὰ ὄντα αὐτοὺς νομίζειν ἅπερ ὁρῷεν;Κι αν θα μπορούσαν να μιλούν μεταξύ τους, δε νομίζεις να πιστεύουν πως τα ονόματα που δίνουν στις σκιές που βλέπουν να διαβαίνουν εμπρός τους, αναφέρονται σ᾽ αυτά τα ίδια τα αντικείμενα;
Ἀνάγκη.Αναγκαστικά.
Τί δ᾽ εἰ καὶ ἠχὼ τὸ δεσμωτήριον ἐκ τοῦ καταντικρὺ ἔχοι; ὁπότε τις τῶν παριόντων φθέγξαιτο, οἴει ἂν ἄλλο τι αὐτοὺς ἡγεῖσθαι τὸ φθεγγόμενον ἢ τὴν παριοῦσαν σκιάν;Κι αν ακόμα η φυλακή τους έστελνε αντίλαλο από αντικρύ τους, όταν θα μιλούσε κανείς απ᾽ όσους περνούν, νομίζεις πως τίποτ᾽ άλλο θα φαντάζονταν, παρά ότι η σκιά είναι εκείνη που μιλά;
Μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγ᾽, ἔφη.Τί άλλο βέβαια;
[515c]Παντάπασι δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, οἱ τοιοῦτοι οὐκ ἂν ἄλλο τι νομίζοιεν τὸ ἀληθὲς ἢ τὰς τῶν σκευαστῶν σκιάς.Και εξάπαντος, τίποτ᾽ άλλο οι τέτοιοι δε θα πίστευαν αληθινό, παρά μονάχα εκείνες τις σκιές.
Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη.Ανάγκη πάσα.
Σκόπει δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, αὐτῶν λύσιν τε καὶ ἴασιν τῶν τε δεσμῶν καὶ τῆς ἀφροσύνης, οἵα τις ἂν εἴη, εἰ φύσει τοιάδε συμβαίνοι αὐτοῖς· ὁπότε τις λυθείη καὶ ἀναγκάζοιτο ἐξαίφνης ἀνίστασθαί τε καὶ περιάγειν τὸν αὐχένα καὶ βαδίζειν καὶ πρὸς τὸ φῶς ἀναβλέπειν, πάντα δὲ ταῦτα ποιῶν ἀλγοῖ τε καὶ διὰ τὰς μαρμαρυγὰς ἀδυνατοῖ καθορᾶν ἐκεῖνα ὧν [515d] τότε τὰς σκιὰς ἑώρα, τί ἂν οἴει αὐτὸν εἰπεῖν, εἴ τις αὐτῷ λέγοι ὅτι τότε μὲν ἑώρα φλυαρίας, νῦν δὲ μᾶλλόν τι ἐγγυτέρω τοῦ ὄντος καὶ πρὸς μᾶλλον ὄντα τετραμμένος ὀρθότερον βλέποι, καὶ δὴ καὶ ἕκαστον τῶν παριόντων δεικνὺς αὐτῷ ἀναγκάζοι ἐρωτῶν ἀποκρίνεσθαι ὅτι ἔστιν; οὐκ οἴει αὐτὸν ἀπορεῖν τε ἂν καὶ ἡγεῖσθαι τὰ τότε ὁρώμενα ἀληθέστερα ἢ τὰ νῦν δεικνύμενα;Σκέψου τώρα τί θα ᾽πρεπε να συμβεί φυσικά μ᾽ αυτούς, αν κανείς ήθελε τους λύσει από τα δεσμά τους και τους θεραπεύσει από την πλάνη και την άγνοιά τους· κάθε φορά που θα λύνονταν ένας και θ᾽ αναγκάζονταν έξαφνα να σηκωθεί και να στρέψει το λαιμό του και να περπατήσει και να κοιτάξει προς το μέρος της φωτιάς, και πονούσε ενώ έκανε όλ᾽ αυτά και δεν μπορούσε από το ακτιδοβόλισμα της φωτιάς να δει καθαρά εκείνα που [515d] έβλεπε ως τότε τις σκιές των, τί νομίζεις πως θα πει, αν του έλεγε κανείς ότι όσα έβλεπε τότε ήταν φλυαρίες και πως τώρα, γυρισμένος κάπως πιο κοντά στο ον και σε αντικείμενα περισσότερο πραγματικά, βλέπει σωστότερα, κι αν μάλιστα, δείχνοντάς του το καθένα απ᾽ όσα θα περνούσαν από μπρος του, τον ανάγκαζε ν᾽ αποκριθεί τί είναι αυτό, δε νομίζεις πως θα έπεφτε σε μεγάλη απορία και θα νόμιζε πως εκείνα που έβλεπε τότε, ήταν αληθινότερα απ᾽ αυτά που του δείχνουν τώρα;
Πολύ γ᾽, ἔφη.Και πολύ μάλιστα.
[515e]Οὐκοῦν κἂν εἰ πρὸς αὐτὸ τὸ φῶς ἀναγκάζοι αὐτὸν βλέπειν, ἀλγεῖν τε ἂν τὰ ὄμματα καὶ φεύγειν ἀποστρεφόμενον πρὸς ἐκεῖνα ἃ δύναται καθορᾶν, καὶ νομίζειν ταῦτα τῷ ὄντι σαφέστερα τῶν δεικνυμένων;Κι αν λοιπόν τον ανάγκαζε κανείς να στρέψει τα μάτια του στο ίδιο το φως, δε θα του πονούσαν τα μάτια και δε θα ᾽φευγε για να ξαναγυρίσει πάλι σε κείνα που μπορεί να βλέπει και δε θα νόμιζε πως εκείνα είναι πραγματικώς καθαρότερα και αληθινότερα απ᾽ αυτά που του δείχνουν;
Οὕτως, ἔφη.Έτσι βέβαια.
Εἰ δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐντεῦθεν ἕλκοι τις αὐτὸν βίᾳ διὰ τραχείας τῆς ἀναβάσεως καὶ ἀνάντους, καὶ μὴ ἀνείη πρὶν ἐξελκύσειεν εἰς τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, ἆρα οὐχὶ ὀδυνᾶσθαί τε [516a] ἂν καὶ ἀγανακτεῖν ἑλκόμενον, καὶ ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι, αὐγῆς ἂν ἔχοντα τὰ ὄμματα μεστὰ ὁρᾶν οὐδ᾽ ἂν ἓν δύνασθαι τῶν νῦν λεγομένων ἀληθῶν;Κι αν τέλος τον ξεκολλούσε κανείς από κει κάτω με τη βία, από ένα κακοτρόχαλο και ανηφορικό δρόμο, και δεν τον άφηνε πριν τον τραβήξει έξω στο φως του ήλιου, άραγε δε θα τραβούσε μαρτύρια [516a] και δε θ᾽ αγανακτούσε όσο τον έσερναν, κι όταν θα ᾽φτανε στο φως, με πλημμυρισμένα τα μάτια του απ᾽ τη φεγγοβολή, θα μπορούσε να δει και ένα καν απ᾽ όσα εμείς λέμε τώρα αληθινά;
Οὐ γὰρ ἄν, ἔφη, ἐξαίφνης γε.Όχι βέβαια, έτσι τουλάχιστο εξαφνικά.
Συνηθείας δὴ οἶμαι δέοιτ᾽ ἄν, εἰ μέλλοι τὰ ἄνω ὄψεσθαι. καὶ πρῶτον μὲν τὰς σκιὰς ἂν ῥᾷστα καθορῷ, καὶ μετὰ τοῦτο ἐν τοῖς ὕδασι τά τε τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ τῶν ἄλλων εἴδωλα, ὕστερον δὲ αὐτά· ἐκ δὲ τούτων τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ αὐτὸν τὸν οὐρανὸν νύκτωρ ἂν ῥᾷον θεάσαιτο, προσβλέπων τὸ τῶν [516b] ἄστρων τε καὶ σελήνης φῶς, ἢ μεθ᾽ ἡμέραν τὸν ἥλιόν τε καὶ τὸ τοῦ ἡλίου.Θα χρειάζονταν πραγματικώς να συνηθίσει πρώτα, για να κατορθώσει να βλέπει καθαρά όσα είναι εκεί επάνω· και στην αρχή θα μπορούσε να βλέπει ευκολότερα τις σκιές, έπειτα επάνω στα νερά τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων, και στερνά κι αυτά τα ίδια· κατόπι απ᾽ αυτά κι όσα είναι στον ουρανό και τον ίδιο τον ουρανό θα μπορούσε να στραφεί ή να κοιτάξει τη νύχτα ευκολότερα, [516b] με το φως του φεγγαριού και των άστρων, παρά την ημέρα με τον ήλιο και το φως του.
Πῶς δ᾽ οὔ;Πώς όχι;
Τελευταῖον δὴ οἶμαι τὸν ἥλιον, οὐκ ἐν ὕδασιν οὐδ᾽ ἐν ἀλλοτρίᾳ ἕδρᾳ φαντάσματα αὐτοῦ, ἀλλ᾽ αὐτὸν καθ᾽ αὑτὸν ἐν τῇ αὑτοῦ χώρᾳ δύναιτ᾽ ἂν κατιδεῖν καὶ θεάσασθαι οἷός ἐστιν.Και τελευταία, θα μπορούσε να ιδεί, υποθέτω, και αυτόν τον ίδιο τον ήλιο, όχι μέσα στα νερά ή σε άλλη θέση τα είδωλά του, αλλ᾽ αυτόν καθαυτόν στη θέση του, και να παρατηρήσει τί λογής είναι.
Ἀναγκαῖον, ἔφη.Αναγκαστικά.
Καὶ μετὰ ταῦτ᾽ ἂν ἤδη συλλογίζοιτο περὶ αὐτοῦ ὅτι οὗτος ὁ τάς τε ὥρας παρέχων καὶ ἐνιαυτοὺς καὶ πάντα [516c] ἐπιτροπεύων τὰ ἐν τῷ ὁρωμένῳ τόπῳ, καὶ ἐκείνων ὧν σφεῖς ἑώρων τρόπον τινὰ πάντων αἴτιος.Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά θα ᾽κανε τη σκέψη γι᾽ αυτόν πως αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τους ενιαυτούς και [516c] διευθύνει σαν επίτροπος όλα στον ορατό κόσμο, και ο αίτιος, για να πούμε έτσι, όλων εκείνων που έβλεπαν αυτοί.
Δῆλον, ἔφη, ὅτι ἐπὶ ταῦτα ἂν μετ᾽ ἐκεῖνα ἔλθοι.Είναι φανερό πως σ᾽ αυτό το συμπέρασμα θα ᾽φτανε σιγά σιγά.
Τί οὖν; ἀναμιμνῃσκόμενον αὐτὸν τῆς πρώτης οἰκήσεως καὶ τῆς ἐκεῖ σοφίας καὶ τῶν τότε συνδεσμωτῶν οὐκ ἂν οἴει αὑτὸν μὲν εὐδαιμονίζειν τῆς μεταβολῆς, τοὺς δὲ ἐλεεῖν;Και τί λοιπόν; όταν θα θυμόταν την πρώτη του εκείνη κατοικία και τη σοφία που είχαν εκεί κάτω αυτός και οι συνδεσμώτες του, δε νομίζεις πως θα μακάριζε τον εαυτό του γι᾽ αυτή τη μεταβολή και θα ελεεινολογούσε εκείνους;
Καὶ μάλα.Και πολύ μάλιστα.
Τιμαὶ δὲ καὶ ἔπαινοι εἴ τινες αὐτοῖς ἦσαν τότε παρ᾽ ἀλλήλων καὶ γέρα τῷ ὀξύτατα καθορῶντι τὰ παριόντα, καὶ μνημονεύοντι μάλιστα ὅσα τε πρότερα αὐτῶν καὶ ὕστερα [516d] εἰώθει καὶ ἅμα πορεύεσθαι, καὶ ἐκ τούτων δὴ δυνατώτατα ἀπομαντευομένῳ τὸ μέλλον ἥξειν, δοκεῖς ἂν αὐτὸν ἐπιθυμητικῶς αὐτῶν ἔχειν καὶ ζηλοῦν τοὺς παρ᾽ ἐκείνοις τιμωμένους τε καὶ ἐνδυναστεύοντας, ἢ τὸ τοῦ Ὁμήρου ἂν πεπονθέναι καὶ σφόδρα βούλεσθαι «ἐπάρουρον ἐόντα θητευέμεν ἄλλῳ ἀνδρὶ παρ᾽ ἀκλήρῳ» καὶ ὁτιοῦν ἂν πεπονθέναι μᾶλλον ἢ ᾽κεῖνά τε δοξάζειν καὶ ἐκείνως ζῆν;Και αν υπήρχαν μεταξύ τους εκεί κάτω έπαινοι και τιμές και τίποτα βραβεία για κείνον που θα᾽ χε ισχυρότερη όραση να βλέπει ό,τι θα περνούσε εμπρός του, και να θυμάται ποιά συνηθίζουν να περνούν πρώτα, ποιά κατόπι τους [516d] και ποιά μαζί μαζί και έτσι να ήταν σε θέση να μαντεύει καλύτερα από κάθε άλλο τίνος θα είναι η σειρά του να παρουσιαστεί, τί λες; θα είχε καμιά επιθυμία για όλ᾽ αυτά και θα ζήλευε εκείνους που έτσι ετιμούσαν εκεί κάτω και που αφέντευαν επάνω στους άλλους; ή δε θα πάθαινε εκείνο που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα, και θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα να ζει στον επάνω κόσμο και να δουλεύει κοντά σ᾽ έναν άλλο δίχως κλήρο άνθρωπο, παρά να έχει τις ίδιες τις ιδέες και την ίδια ζωή όπως εκεί κάτω;
[516e]Οὕτως, ἔφη, ἔγωγε οἶμαι, πᾶν μᾶλλον πεπονθέναι ἂν δέξασθαι ἢ ζῆν ἐκείνως.Κάθε άλλο κι εγώ παραδέχομαι πως θα προτιμούσε να πάθει παρά να ζει μ᾽ εκείνον τον τρόπο.
Καὶ τόδε δὴ ἐννόησον, ἦν δ᾽ ἐγώ. εἰ πάλιν ὁ τοιοῦτος καταβὰς εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον καθίζοιτο, ἆρ᾽ οὐ σκότους ‹ἂν› ἀνάπλεως σχοίη τοὺς ὀφθαλμούς, ἐξαίφνης ἥκων ἐκ τοῦ ἡλίου;Βάλε τώρα στο νου σου κι αυτό: αν ένας τέτοιος ήθελε ξανακατέβει πάλι εκεί και ξανακαθίσει στο θρονί του, δε θα γέμιζαν τα μάτια του ξανά σκοτάδι, καθώς θα ᾽ρχόταν ξαφνικά από τον ήλιο;
Καὶ μάλα γ᾽, ἔφη.Και πολύ βέβαια.
Τὰς δὲ δὴ σκιὰς ἐκείνας πάλιν εἰ δέοι αὐτὸν γνωματεύοντα διαμιλλᾶσθαι τοῖς ἀεὶ δεσμώταις ἐκείνοις, ἐν ᾧ ἀμβλυώττει, [517a] πρὶν καταστῆναι τὰ ὄμματα, οὗτος δ᾽ ὁ χρόνος μὴ πάνυ ὀλίγος εἴη τῆς συνηθείας, ἆρ᾽ οὐ γέλωτ᾽ ἂν παράσχοι, καὶ λέγοιτο ἂν περὶ αὐτοῦ ὡς ἀναβὰς ἄνω διεφθαρμένος ἥκει τὰ ὄμματα, καὶ ὅτι οὐκ ἄξιον οὐδὲ πειρᾶσθαι ἄνω ἰέναι; καὶ τὸν ἐπιχειροῦντα λύειν τε καὶ ἀνάγειν, εἴ πως ἐν ταῖς χερσὶ δύναιντο λαβεῖν καὶ ἀποκτείνειν, ἀποκτεινύναι ἄν;Κι αν ήταν ανάγκη να παραβγεί με ᾽κείνους τους παντοτινούς εκεί κάτω δεσμώτες λέγοντας τη γνώμη του για κείνες τις σκιές, ενώ ακόμη δε θα καλοδιάκρινε [517a] πριν αποκατασταθεί τέλεια η όρασή του, γιατί βέβαια δε θα χρειάζονταν και πολύ λίγος καιρός να ξανασυνηθίσει, δεν θα τους έκανε να σκάσουν στα γέλια και δε θα ᾽λεγαν γι᾽ αυτόν πως γύρισε από κει πάνω π᾽ ανέβηκε με χαλασμένα τα μάτια, και πως δεν αξίζει τον κόπο ούτε να δοκιμάσει κανείς ν᾽ ανεβεί εκεί πάνω, κι αν κανείς επιχειρούσε να τους λύσει και να τους ανεβάσει, δε θα ήταν ικανοί και να τον σκοτώσουν ακόμα, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια;
Σφόδρα γ᾽, ἔφη.Χωρίς άλλο.
Ταύτην τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὴν εἰκόνα, ὦ φίλε Γλαύκων, [517b] προσαπτέον ἅπασαν τοῖς ἔμπροσθεν λεγομένοις, τὴν μὲν δι᾽ ὄψεως φαινομένην ἕδραν τῇ τοῦ δεσμωτηρίου οἰκήσει ἀφομοιοῦντα, τὸ δὲ τοῦ πυρὸς ἐν αὐτῇ φῶς τῇ τοῦ ἡλίου δυνάμει· τὴν δὲ ἄνω ἀνάβασιν καὶ θέαν τῶν ἄνω τὴν εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄνοδον τιθεὶς οὐχ ἁμαρτήσῃ τῆς γ᾽ ἐμῆς ἐλπίδος, ἐπειδὴ ταύτης ἐπιθυμεῖς ἀκούειν. θεὸς δέ που οἶδεν εἰ ἀληθὴς οὖσα τυγχάνει. τὰ δ᾽ οὖν ἐμοὶ φαινόμενα οὕτω φαίνεται, ἐν τῷ γνωστῷ τελευταία ἡ τοῦ [517c] ἀγαθοῦ ἰδέα καὶ μόγις ὁρᾶσθαι, ὀφθεῖσα δὲ συλλογιστέα εἶναι ὡς ἄρα πᾶσι πάντων αὕτη ὀρθῶν τε καὶ καλῶν αἰτία, ἔν τε ὁρατῷ φῶς καὶ τὸν τούτου κύριον τεκοῦσα, ἔν τε νοητῷ αὐτὴ κυρία ἀλήθειαν καὶ νοῦν παρασχομένη, καὶ ὅτι δεῖ ταύτην ἰδεῖν τὸν μέλλοντα ἐμφρόνως πράξειν ἢ ἰδίᾳ ἢ δημοσίᾳ.Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε μου Γλαύκων, [517b] πρέπει να την εφαρμόσεις σ᾽ όλα που λέγαμε πρωτύτερα και να παρομοιάσεις αυτό τον κόσμο που βλέπομε με την όραση με την κατοικία του δεσμωτηρίου, και την αντιλαμπή της φωτιάς μες σ᾽ αυτήν με τη δύναμη του ήλιου· αν ακόμα δεχτείς πως εκείνος ο δεσμώτης που ανεβαίνει εδώ πάνω και βλέπει όσα βλέπει παρασταίνει το ανέβασμα της ψυχής από τον ορατό στον νοητό κόσμο, θα είσαι μέσα σε κείνο που πιστεύω εγώ τουλάχιστο, αφού αυτό επιθυμούσες ν᾽ ακούσεις. Κι ο θεός πια το ξέρει αν τυχαίνει να είναι αληθινή η ιδέα μου. Οπωσδήποτε για μένα έτσι φαίνονται πως είναι αυτά: πως μέσα στο νοητό κόσμο τελευταία που παρουσιάζεται [517c] είναι η ιδέα του αγαθού, μόλις και μετά βίας ορατή· όταν όμως μια φορά τη δει κανείς, δεν μπορεί να μη συμπεράνει πως αυτή είναι γενικώς η αιτία του κάθε καλού και ωραίου, πως αυτή είναι που γέννησε και μέσα στον ορατό κόσμο το φως και τον κύριο του φωτός, και μέσα στον νοητό αυτή είναι η δέσποινα που χαρίζει την αλήθεια και το νου, και ότι σ᾽ αυτήν πρέπει να αποβλέπει όποιος το έχει σκοπό με φρόνηση να κυβερνηθεί και στον ιδιωτικό του και στο δημόσιο βίο.
Συνοίομαι, ἔφη, καὶ ἐγώ, ὅν γε δὴ τρόπον δύναμαι.Συμμερίζομαι κι εγώ τη γνώμη σου, με τον τρόπο τουλάχιστο που μπορώ.
Ἴθι τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τόδε συνοιήθητι καὶ μὴ θαυμάσῃς ὅτι οἱ ἐνταῦθα ἐλθόντες οὐκ ἐθέλουσιν τὰ τῶν ἀνθρώπων πράττειν, ἀλλ᾽ ἄνω ἀεὶ ἐπείγονται αὐτῶν αἱ ψυχαὶ διατρίβειν· [517d] εἰκὸς γάρ που οὕτως, εἴπερ αὖ κατὰ τὴν προειρημένην εἰκόνα τοῦτ᾽ ἔχει.Έλα τώρα λοιπόν να συμμεριστείς κι αυτήν ακόμα τη γνώμη και να μην παραξενεύεσαι αν όσοι έφτασαν ως εδώ δε βρίσκουν πια ευχαρίστηση να καταγίνουνται με τις συνηθισμένες ανθρώπινες ασχολίες, αλλά αισθάνονται την ανάγκη να ζουν πάντα εκεί επάνω οι ψυχές των· [517d] και είναι φυσικό να γίνεται έτσι, αν πάλι είναι σύμφωνο κι αυτό με την εικόνα που είπαμε πριν.
Εἰκὸς μέντοι, ἔφη.Είναι βέβαια φυσικό.
Τί δέ; τόδε οἴει τι θαυμαστόν, εἰ ἀπὸ θείων, ἦν δ᾽ ἐγώ, θεωριῶν ἐπὶ τὰ ἀνθρώπειά τις ἐλθὼν κακὰ ἀσχημονεῖ τε καὶ φαίνεται σφόδρα γελοῖος ἔτι ἀμβλυώττων καὶ πρὶν ἱκανῶς συνήθης γενέσθαι τῷ παρόντι σκότῳ ἀναγκαζόμενος ἐν δικαστηρίοις ἢ ἄλλοθί που ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν τοῦ δικαίου σκιῶν ἢ ἀγαλμάτων ὧν αἱ σκιαί, καὶ διαμιλλᾶσθαι [517e] περὶ τούτου, ὅπῃ ποτὲ ὑπολαμβάνεται ταῦτα ὑπὸ τῶν αὐτὴν δικαιοσύνην μὴ πώποτε ἰδόντων;Τί λοιπόν; σου φαίνεται τίποτα παράξενο, αν ένας που κατεβαίνει από εκείνη τη θεϊκιά θεωρία στις ανθρώπινες αθλιότητες δε γνωρίζει πώς να φερθεί και φαίνεται φοβερά γελοίος, καθώς δεν βλέπει ακόμη καλά πριν συνηθίσει οπωσδήποτε με το σκοτάδι αυτού του κόσμου και αναγκάζεται, ή στα δικαστήρια ή όπου αλλού, να υποστηρίζει την ιδέα του για τις σκιές του δικαίου και για τα είδωλα που παρασταίνουν οι σκιές και να πολεμά [517e] τις δοξασίες που έχουν για τη δικαιοσύνη όπου ποτέ τού ποτέ δεν την είδαν;
Οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν θαυμαστόν, ἔφη.Μα καθόλου βέβαια παράξενο.
[518a]Ἀλλ᾽ εἰ νοῦν γε ἔχοι τις, ἦν δ᾽ ἐγώ, μεμνῇτ᾽ ἂν ὅτι διτταὶ καὶ ἀπὸ διττῶν γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς σκότος μεθισταμένων καὶ ἐκ σκότους εἰς φῶς. ταὐτὰ δὲ ταῦτα νομίσας γίγνεσθαι καὶ περὶ ψυχήν, ὁπότε ἴδοι θορυβουμένην τινὰ καὶ ἀδυνατοῦσάν τι καθορᾶν, οὐκ ἂν ἀλογίστως γελῷ, ἀλλ᾽ ἐπισκοποῖ ἂν πότερον ἐκ φανοτέρου βίου ἥκουσα ὑπὸ ἀηθείας ἐσκότωται, ἢ ἐξ ἀμαθίας πλείονος εἰς φανότερον ἰοῦσα ὑπὸ λαμπροτέρου μαρμαρυγῆς [518b] ἐμπέπλησται, καὶ οὕτω δὴ τὴν μὲν εὐδαιμονίσειεν ἂν τοῦ πάθους τε καὶ βίου, τὴν δὲ ἐλεήσειεν, καὶ εἰ γελᾶν ἐπ᾽ αὐτῇ βούλοιτο, ἧττον ἂν καταγέλαστος ὁ γέλως αὐτῷ εἴη ἢ ὁ ἐπὶ τῇ ἄνωθεν ἐκ φωτὸς ἡκούσῃ.Αλλ᾽ αν έχει κανείς νου, θα μπορούσε να θυμηθεί πως είναι δυο ειδών και από δυο αφορμές προέρχεται η διατάραξη της όρασης: όταν μεταβαίνει κανείς από το σκοτάδι στο φως και όταν από το φως στο σκοτάδι. Το ίδιο λοιπόν πρέπει να παραδεχτεί πως γίνεται και με την ψυχή και, όταν δει καμιά να τα χάνει και να μην μπορεί να διακρίνει κάτι καθαρά, να μη γελά χωρίς λόγο, αλλά να εξετάζει τί από τα δυο συμβαίνει, τάχα επειδή ήρθε από φωτεινότερη ζωή έχουν σκοτισθεί τα μάτια της που δεν ήταν συνηθισμένα στο σκοτάδι, ή μήπως, αμάθητη στο περισσότερο, έφτασε σε πολύ δυνατότερο φως και [518b] έχουν γεμίσει τα μάτια της από ζωηρότερη φεγγοβολή; και τότε βέβαια τη μια θα τη μακαρίσει για το πάθημά της και τη ζωή της και την άλλη θα την ελεεινολογήσει, κι αν είχε τη διάθεση να γελά μαζί της, το γέλιο του θα ήταν λιγότερο καταγέλαστο παρά αν γελούσε με την ψυχή που έχει φτάσει από το επάνω εκεί φως.
Καὶ μάλα, ἔφη, μετρίως λέγεις.Πολύ λογικά τα λες.

Η παιδεία στροφή της ψυχής προς το φως, δηλαδή προς την ιδέα του αγαθού.

Δεῖ δή, εἶπον, ἡμᾶς τοιόνδε νομίσαι περὶ αὐτῶν, εἰ ταῦτ᾽ ἀληθῆ· τὴν παιδείαν οὐχ οἵαν τινὲς ἐπαγγελλόμενοί φασιν εἶναι τοιαύτην καὶ εἶναι. φασὶ δέ που οὐκ ἐνούσης ἐν τῇ [518c] ψυχῇ ἐπιστήμης σφεῖς ἐντιθέναι, οἷον τυφλοῖς ὀφθαλμοῖς ὄψιν ἐντιθέντες.Πρέπει λοιπόν, αν είν᾽ αυτά αληθινά, να παραδεχτούμε πως η παιδεία δεν είναι τέτοια όπως την λένε πως είναι μερικοί που την έχουν επάγγελμά τους. Γιατί ισχυρίζονται πως επιστήμη [518c] δεν υπάρχει μέσα στην ψυχή, αλλά αυτοί την βάζουν, όπως σαν να βάζουν σε τυφλούς την όραση.
Φασὶ γὰρ οὖν, ἔφη.Αυτό πραγματικώς λένε.
Ὁ δέ γε νῦν λόγος, ἦν δ᾽ ἐγώ, σημαίνει ταύτην τὴν ἐνοῦσαν ἑκάστου δύναμιν ἐν τῇ ψυχῇ καὶ τὸ ὄργανον ᾧ καταμανθάνει ἕκαστος, οἷον εἰ ὄμμα μὴ δυνατὸν ἦν ἄλλως ἢ σὺν ὅλῳ τῷ σώματι στρέφειν πρὸς τὸ φανὸν ἐκ τοῦ σκοτώδους, οὕτω σὺν ὅλῃ τῇ ψυχῇ ἐκ τοῦ γιγνομένου περιακτέον εἶναι, ἕως ἂν εἰς τὸ ὂν καὶ τοῦ ὄντος τὸ φανότατον δυνατὴ γένηται ἀνασχέσθαι θεωμένη· τοῦτο δ᾽ εἶναί φαμεν [518d] τἀγαθόν. ἦ γάρ;Ενώ ο δικός μας τώρα ο λόγος θέλει να πει πως ο καθένας έχει μέσα στην ψυχή του τη δύναμη να μαθαίνει και το κατάλληλο για τη μάθηση όργανο· και όπως, αν δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά, θα έπρεπε να στρέφει κανείς το μάτι του με όλο μαζί το σώμα του από το σκοτεινό στο φωτεινό, έτσι πρέπει να στρέφει γύρω κι αυτή τη δύναμη και το όργανό της με όλη μαζί την ψυχή του από εκείνο που γίνεται προς το καθαυτό ον, ώσπου να κατορθώσει επιτέλους να ατενίζει, χωρίς να υποφέρει, το φωτεινότατο του όντος, που εμείς λέμε πως αυτό είναι [518d] το αγαθό· δεν είν᾽ έτσι;
Ναί.Ναι.
Τούτου τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, αὐτοῦ τέχνη ἂν εἴη, τῆς περιαγωγῆς, τίνα τρόπον ὡς ῥᾷστά τε καὶ ἀνυσιμώτατα μεταστραφήσεται, οὐ τοῦ ἐμποιῆσαι αὐτῷ τὸ ὁρᾶν, ἀλλ᾽ ὡς ἔχοντι μὲν αὐτό, οὐκ ὀρθῶς δὲ τετραμμένῳ οὐδὲ βλέποντι οἷ ἔδει, τοῦτο διαμηχανήσασθαι.Αυτής λοιπόν της περιστροφής θα ήταν τέχνη η παιδεία, με ποιό τρόπο να καταφέρει να μεταστραφεί όσο μπορεί ευκολότερα και ωφελιμότερα η ψυχή, όχι για να της βάλει κανείς μέσα της τη δύναμη να βλέπει, γιατί αυτή την έχει, αλλά για να διορθώσει την κατεύθυνσή της, που δεν είναι σωστά στραμμένη ούτε βλέπει εκεί που έπρεπε.
Ἔοικεν γάρ, ἔφη.Έτσι φαίνεται.
Αἱ μὲν τοίνυν ἄλλαι ἀρεταὶ καλούμεναι ψυχῆς κινδυνεύουσιν ἐγγύς τι εἶναι τῶν τοῦ σώματος —τῷ ὄντι γὰρ [518e] οὐκ ἐνοῦσαι πρότερον ὕστερον ἐμποιεῖσθαι ἔθεσι καὶ ἀσκήσεσιν— ἡ δὲ τοῦ φρονῆσαι παντὸς μᾶλλον θειοτέρου τινὸς τυγχάνει, ὡς ἔοικεν, οὖσα, ὃ τὴν μὲν δύναμιν οὐδέποτε ἀπόλλυσιν, ὑπὸ δὲ τῆς περιαγωγῆς χρήσιμόν τε καὶ ὠφέλιμον [519a] καὶ ἄχρηστον αὖ καὶ βλαβερὸν γίγνεται. ἢ οὔπω ἐννενόηκας, τῶν λεγομένων πονηρῶν μέν, σοφῶν δέ, ὡς δριμὺ μὲν βλέπει τὸ ψυχάριον καὶ ὀξέως διορᾷ ταῦτα ἐφ᾽ ἃ τέτραπται, ὡς οὐ φαύλην ἔχον τὴν ὄψιν, κακίᾳ δ᾽ ἠναγκασμένον ὑπηρετεῖν, ὥστε ὅσῳ ἂν ὀξύτερον βλέπῃ, τοσούτῳ πλείω κακὰ ἐργαζόμενον;Οι άλλες λοιπόν αρετές που λένε της ψυχής φαίνεται να είναι επάνω κάτω όχι πολύ διαφορετικές από του σώματος· γιατί, ενώ πραγματικώς [518e] δεν υπάρχουν από μιας αρχής, τις αποκτά κανείς ύστερα με το συνηθισμό και με την άσκηση· ενώ η αρετή της φρόνησης φαίνεται πως έχει κάποια θεϊκότερη απ᾽ όλα τ᾽ άλλα φύση, που ποτέ δε χάνει τη δύναμή της και που αναλόγως της περιαγωγής της άλλοτε γίνεται ωφέλιμη και χρήσιμη [519a] και άλλοτε απεναντίας άχρηστη και βλαβερή. Ή δεν έχεις προσέξει ακόμα, αυτών των ανθρώπων, που τους λένε πονηρούς μα και έξυπνους μαζί, με πόσο διαπεραστική ματιά η μικρή τους η ψυχή και με τί φωτιά μάτι βλέπει όσα την ενδιαφέρουν, γιατί δεν έχει αδύνατη όραση, μα επειδή είναι αναγκασμένη να υπηρετεί την κακία τους, όσο μεγαλύτερη είναι η οξυδέρκειά τους τόσο και μεγαλύτερο κακό κάνουν;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.Βέβαια το᾽ χω παρατηρήσει.
Τοῦτο μέντοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ τῆς τοιαύτης φύσεως εἰ ἐκ παιδὸς εὐθὺς κοπτόμενον περιεκόπη τὰς τῆς γενέσεως [519b] συγγενεῖς ὥσπερ μολυβδίδας, αἳ δὴ ἐδωδαῖς τε καὶ τοιούτων ἡδοναῖς τε καὶ λιχνείαις προσφυεῖς γιγνόμεναι [περὶ] κάτω στρέφουσι τὴν τῆς ψυχῆς ὄψιν· ὧν εἰ ἀπαλλαγὲν περιεστρέφετο εἰς τὰ ἀληθῆ, καὶ ἐκεῖνα ἂν τὸ αὐτὸ τοῦτο τῶν αὐτῶν ἀνθρώπων ὀξύτατα ἑώρα, ὥσπερ καὶ ἐφ᾽ ἃ νῦν τέτραπται.Αν όμως στις τέτοιες φύσεις ευθύς από την παιδική τους ηλικία ήθελε κανείς κόψει σύριζα τις [519b] έμφυτες από γενετής κακίες των, που σαν τα μολυβένια βαρίδια των διχτυών είναι πια κολλημένες επάνω τους και με τις πολυφαγίες και τις παρόμοιες απολαύσεις και καταχρήσεις τραβούν προς τα κάτω την όραση της ψυχής· αν, λέγω, ήθελαν απαλλαχθεί απ᾽ όλ᾽ αυτά και στραφεί προς τα αληθινά, θα τα ᾽βλεπαν βέβαια κι αυτά με την ίδια οξυδέρκεια, όπως και τώρα εκείνα που τους ενδιαφέρουν.
Εἰκός γε, ἔφη.Πολύ φυσικά.
Τί δέ; τόδε οὐκ εἰκός, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἀνάγκη ἐκ τῶν προειρημένων, μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀληθείας ἀπείρους [519c] ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν ἐπιτροπεῦσαι, μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους, τοὺς μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ, τοὺς δὲ ὅτι ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι;Τί λοιπόν; δεν είναι κι αυτό φυσικό και δε βγαίνει αναγκαστικά απ᾽ όσα είπαμε ως τώρα, πως μήτε οι απαίδευτοι που ποτέ τους δεν γνώρισαν την [519c] αλήθεια θα μπορούσαν ποτέ να κυβερνήσουν την πολιτεία, μήτε εκείνοι που τους αφήνουν να περνούν ως το τέλος της ζωής τους με την παιδεία· οι πρώτοι επειδή δεν έχουν ένα ορισμένο σκοπό, που κυνηγώντας τον να κανονίζουν ανάλογα όλες τις πράξεις και στον ιδιωτικό και το δημόσιο βίο τους, και οι άλλοι πάλι, γιατί ποτέ δε θ᾽ αποφάσιζαν από θέλησή τους να καταγίνουν με καμιά πρακτική απασχόληση, νομίζοντας πως, από ζωντανοί ακόμα, βρίσκονται και ζουν στα νησιά των Μακάρων.
Ἀληθῆ, ἔφη.Αλήθεια.
Ἡμέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ᾽ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν [519d] καὶ ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶ ἐπειδὰν ἀναβάντες ἱκανῶς ἴδωσι, μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται.Δουλειά μας λοιπόν είναι τώρα, εμείς οι ιδρυτές της πολιτείας να αναγκάσομε τις ξεχωριστές εκείνες φύσεις να επιδοθούν στο μάθημα που το αναγνωρίσαμε πριν πως είναι το ανώτερο, να ιδούν το αγαθό [519d] και να επιχειρήσουν εκείνο το ανέβασμα και, αφού εκεί απάνω το δουν αρκετά, να μην τους επιτρέψομε να κάμουν αυτό που επιτρέπεται τώρα.
Τὸ ποῖον δή;Ποιό τάχα;
Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ᾽ ἐγώ, καταμένειν καὶ μὴ ἐθέλειν πάλιν καταβαίνειν παρ᾽ ἐκείνους τοὺς δεσμώτας μηδὲ μετέχειν τῶν παρ᾽ ἐκείνοις πόνων τε καὶ τιμῶν, εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι.Να μείνουν εκεί πάνω και να μην εννοούν να κατέβουν πίσω κοντά σε κείνους τους δεσμώτες ούτε να συμμερίζουνται μαζί τους τούς ίδιους μόχτους και τιμές, είτε ταπεινότερες είτε σπουδαιότερες.
Ἔπειτ᾽, ἔφη, ἀδικήσομεν αὐτούς, καὶ ποιήσομεν χεῖρον ζῆν, δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον;Μα πώς; τόσο θα τους αδικήσομε και θα τους κάμομε να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζουν πολύ καλύτερα;
[519e]Ἐπελάθου, ἦν δ᾽ ἐγώ, πάλιν, ὦ φίλε, ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντως εὖ πράξει, ἀλλ᾽ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι, συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, ποιῶν μεταδιδόναι [520a] ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται, ἀλλ᾽ ἵνα καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως.Ξέχασες πάλι, φίλε μου, πως δεν ενδιαφέρεται ο νόμος να εξασφαλίσει ξεχωριστά μια μονάχα τάξη μέσα στην πόλη, αλλά ζητά να βρει με τί μέσα θα το κατορθώσει αυτό για ολόκληρη την πόλη· και γι᾽ αυτό το σκοπό συνδυάζει αρμονικά τα διάφορα στοιχεία και αναγκάζει τους πολίτες με την πειθώ και με τη βία να παιρνοδίνουν [520a] μεταξύ τους την ωφέλεια που είναι ικανός ο καθένας να προσφέρει στο κοινό και μορφώνει ο ίδιος τέτοιους άντρες μες στην πόλη, όχι για ν᾽ αφήνει τον καθένα να τραβά το δρόμο που του αρέσει, αλλά για να τους χρησιμοποιεί αυτός ως σύνδεσμο της πολιτείας.
Ἀληθῆ, ἔφη· ἐπελαθόμην γάρ.Έχεις δίκιο· το είχα ξεχάσει πραγματικώς.
Σκέψαι τοίνυν, εἶπον, ὦ Γλαύκων, ὅτι οὐδ᾽ ἀδικήσομεν τοὺς παρ᾽ ἡμῖν φιλοσόφους γιγνομένους, ἀλλὰ δίκαια πρὸς αὐτοὺς ἐροῦμεν, προσαναγκάζοντες τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖσθαί τε καὶ φυλάττειν. ἐροῦμεν γὰρ ὅτι οἱ μὲν ἐν ταῖς ἄλλαις [520b] πόλεσι τοιοῦτοι γιγνόμενοι εἰκότως οὐ μετέχουσι τῶν ἐν αὐταῖς πόνων· αὐτόματοι γὰρ ἐμφύονται ἀκούσης τῆς ἐν ἑκάστῃ πολιτείας, δίκην δ᾽ ἔχει τό γε αὐτοφυὲς μηδενὶ τροφὴν ὀφεῖλον μηδ᾽ ἐκτίνειν τῳ προθυμεῖσθαι τὰ τροφεῖα· ὑμᾶς δ᾽ ἡμεῖς ὑμῖν τε αὐτοῖς τῇ τε ἄλλῃ πόλει ὥσπερ ἐν σμήνεσιν ἡγεμόνας τε καὶ βασιλέας ἐγεννήσαμεν, ἄμεινόν τε καὶ τελεώτερον ἐκείνων πεπαιδευμένους καὶ μᾶλλον [520c] δυνατοὺς ἀμφοτέρων μετέχειν. καταβατέον οὖν ἐν μέρει ἑκάστῳ εἰς τὴν τῶν ἄλλων συνοίκησιν καὶ συνεθιστέον τὰ σκοτεινὰ θεάσασθαι· συνεθιζόμενοι γὰρ μυρίῳ βέλτιον ὄψεσθε τῶν ἐκεῖ καὶ γνώσεσθε ἕκαστα τὰ εἴδωλα ἅττα ἐστὶ καὶ ὧν, διὰ τὸ τἀληθῆ ἑωρακέναι καλῶν τε καὶ δικαίων καὶ ἀγαθῶν πέρι. καὶ οὕτω ὕπαρ ἡμῖν καὶ ὑμῖν ἡ πόλις οἰκήσεται ἀλλ᾽ οὐκ ὄναρ, ὡς νῦν αἱ πολλαὶ ὑπὸ σκιαμαχούντων τε πρὸς ἀλλήλους καὶ στασιαζόντων περὶ τοῦ ἄρχειν [520d] οἰκοῦνται, ὡς μεγάλου τινὸς ἀγαθοῦ ὄντος. τὸ δέ που ἀληθὲς ὧδ᾽ ἔχει· ἐν πόλει ᾗ ἥκιστα πρόθυμοι ἄρχειν οἱ μέλλοντες ἄρξειν, ταύτην ἄριστα καὶ ἀστασιαστότατα ἀνάγκη οἰκεῖσθαι, τὴν δ᾽ ἐναντίους ἄρχοντας σχοῦσαν ἐναντίως.Σκέψου λοιπόν, Γλαύκων, πως και δε θα τους αδικήσομε επιτέλους τους φιλοσόφους της δικής μας της πολιτείας, αλλά θα πούμε πως έχομε δίκιο, όταν τους αναγκάζομε να φροντίζουν για τους άλλους και να τους φυλάγουν. Γιατί θα τους πούμε πως στις άλλες [520b] πολιτείες, όσοι γίνουνται φιλόσοφοι πολύ φυσικά δεν παίρνουν μέρος στους κόπους της κυβέρνησης· γιατί εκεί φυτρώνουν σαν από μόνοι τους χωρίς και να το θελήσει η κάθε πολιτεία και δίκιο είναι ένα πράγμα που γίνεται μονάχο του και που σε κανένα δε χρωστά τη γέννηση και την ανατροφή του να μην έχει την υποχρέωση να πληρώνει τροφεία σε κανένα· εσάς όμως σας εγεννήσαμε εμείς και για το δικό σας και για της άλλης πολιτείας το συμφέρον, σα βασιλείς και ηγεμόνες μέσα στο σμάρι των μελισσιών, καλύτερα και τελειότερα μορφωμένους από τους άλλους, για να [520c] μπορείτε να παίρνετε μέρος και στα δυο. Πρέπει λοιπόν ο καθένας σας με τη σειρά του να κατεβαίνει στον κοινό των άλλων συνοικισμό και μαζί τους να συνηθίσει να βλέπει τα σκοτεινά· γιατί όσο θα συνηθίζετε, θα βλέπετε χίλιες φορές καλύτερα από τους άλλους τα πράγματα εκεί και θα ξεχωρίζετε το κάθε είδωλο, τί και τίνος είναι, γιατί έχετε ιδεί από πριν την αλήθεια σχετικά με το ωραίο, το δίκαιο και το αγαθό. Κι έτσι και για σας τους ίδιους και για μας πραγματικότητα θα είναι η οργάνωση της πολιτείας και όχι ονειροφαντασιά, όπως είναι οργανωμένες οι περισσότερες σημερινές πολιτείες, όπου οι άρχοντες πολεμούν μεταξύ τους για μιαν απλή σκιά και στασιάζουν κάθε τόσο [520d] ποιός να πάρει την εξουσία, σα να ᾽ταν κανένα μεγάλο αγαθό. Η αλήθεια όμως είναι πως σε μια πόλη, όπου όσοι μέλλουν να κυβερνήσουν δε δείχνουν και καμιά πάρα πολύ μεγάλη προθυμία να πάρουν την εξουσία επάνω τους, αναγκαστικά θα κυβερνιέται η πόλη αυτή άριστα και χωρίς διχόνοιες και στάσεις, ενώ εκεί που συμβαίνουν τα αντίθετα, το αντίθετο και θα γίνεται.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.Έχεις πολύ δίκιο.
Ἀπειθήσουσιν οὖν ἡμῖν οἴει οἱ τρόφιμοι ταῦτ᾽ ἀκούοντες, καὶ οὐκ ἐθελήσουσιν συμπονεῖν ἐν τῇ πόλει ἕκαστοι ἐν μέρει, τὸν δὲ πολὺν χρόνον μετ᾽ ἀλλήλων οἰκεῖν ἐν τῷ καθαρῷ;Λες λοιπόν να μας παρακούσουν οι τρόφιμοί μας και να μη θελήσουν να συμμεριστούν τους κόπους της εξουσίας ο καθένας με τη σειρά του, και τον περισσότερο καιρό τους να τον περνούν αναμεταξύ τους στη χώρα του καθαρού φωτός;
[520e]Ἀδύνατον, ἔφη· δίκαια γὰρ δὴ δικαίοις ἐπιτάξομεν. παντὸς μὴν μᾶλλον ὡς ἐπ᾽ ἀναγκαῖον αὐτῶν ἕκαστος εἶσι τὸ ἄρχειν, τοὐναντίον τῶν νῦν ἐν ἑκάστῃ πόλει ἀρχόντων.Αδύνατο· γιατί δίκαιοι αυτοί και δίκαια είναι αυτά που τους απαιτούμε· ώστε από κάθε άλλον προθυμότερα θα έρχεται ο καθένας τους στην εξουσία σαν σε αναγκαστική του υποχρέωση, αντίθετα με τους σημερινούς άρχοντες στις διάφορες πολιτείες.
Οὕτω γὰρ ἔχει, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ ἑταῖρε· εἰ μὲν βίον ἐξευρήσεις [521a] ἀμείνω τοῦ ἄρχειν τοῖς μέλλουσιν ἄρξειν, ἔστι σοι δυνατὴ γενέσθαι πόλις εὖ οἰκουμένη· ἐν μόνῃ γὰρ αὐτῇ ἄρξουσιν οἱ τῷ ὄντι πλούσιοι, οὐ χρυσίου ἀλλ᾽ οὗ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν, ζωῆς ἀγαθῆς τε καὶ ἔμφρονος. εἰ δὲ πτωχοὶ καὶ πεινῶντες ἀγαθῶν ἰδίων ἐπὶ τὰ δημόσια ἴασιν, ἐντεῦθεν οἰόμενοι τἀγαθὸν δεῖν ἁρπάζειν, οὐκ ἔστι· περιμάχητον γὰρ τὸ ἄρχειν γιγνόμενον, οἰκεῖος ὢν καὶ ἔνδον ὁ τοιοῦτος πόλεμος αὐτούς τε ἀπόλλυσι καὶ τὴν ἄλλην πόλιν.Έτσι είναι, φίλε μου· αν κατορθώσεις να εξασφαλίσεις [521a] σε κείνους που είναι καμωμένοι για την εξουσία ένα είδος ζωής προτιμότερο από την εξάσκηση της εξουσίας, θα μπορέσεις τότε να έχεις και μια καλοκυβερνημένη πολιτεία· γιατί μονάχα σ᾽ αυτήν θα είναι άρχοντες οι πραγματικά πλούσιοι, όχι σε χρυσάφι αλλά σε αρετή και σοφία, που είναι ο αληθινός πλούτος για τον ευδαίμονα άνθρωπο. Αν όμως φτωχοί και πεινασμένοι, που δεν έχουν δικά τους αγαθά, κυνηγούν την εξουσία, με την απόφαση ν᾽ αρπάζουν από το δημόσιο ό,τι λείπει απ᾽ αυτούς, τίποτα τότε δεν κάνεις· γιατί εκεί που πολεμούν μεταξύ τους ποιός να πρωτοπάρει την εξουσία, ο εμφύλιος αυτός και εσωτερικός πόλεμος εξολοθρεύει και αυτούς τους ίδιους και όλη την πολιτεία.
Ἀληθέστατα, ἔφη.Σωστότατα.
[521b]Ἔχεις οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, βίον ἄλλον τινὰ πολιτικῶν ἀρχῶν καταφρονοῦντα ἢ τὸν τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας;Γνωρίζεις λοιπόν κανένα άλλο είδος ζωής που να περιφρονεί τα πολιτικά δικαιώματα εκτός από τη ζωή της αληθινής φιλοσοφίας;
Οὐ μὰ τὸν Δία, ἦ δ᾽ ὅς.Όχι, μα την αλήθεια.
Ἀλλὰ μέντοι δεῖ γε μὴ ἐραστὰς τοῦ ἄρχειν ἰέναι ἐπ᾽ αὐτό· εἰ δὲ μή, οἵ γε ἀντερασταὶ μαχοῦνται.Αλλά είπαμε όμως πως στην εξουσία πρέπει να έρχουνται όσοι δεν έχουν τον έρωτά της, ειδεμή η αντιζηλία εκείνων που τον έχουν αυτόν τον έρωτα θα τους φέρει σε πόλεμο μεταξύ τους.
Πῶς δ᾽ οὔ;Πώς όχι;
Τίνας οὖν ἄλλους ἀναγκάσεις ἰέναι ἐπὶ φυλακὴν τῆς πόλεως ἢ οἳ περὶ τούτων τε φρονιμώτατοι δι᾽ ὧν ἄριστα πόλις οἰκεῖται, ἔχουσί τε τιμὰς ἄλλας καὶ βίον ἀμείνω τοῦ πολιτικοῦ;Ποιούς λοιπόν άλλους θα αναγκάσεις να αναλάβουν τη φύλαξη της πολιτείας παρά εκείνους που, ενώ γνωρίζουν κατά βάθος και πλάτος όσα χρειάζονται για να κυβερνηθεί άριστα μια πόλη, θα έχουν μαζί και άλλες τιμές και ζωή πολύ καλύτερη από την πολιτική;
Οὐδένας ἄλλους, ἔφη.Ποιούς άλλους βέβαια απ᾽ αυτούς;
[521c]Βούλει οὖν τοῦτ᾽ ἤδη σκοπῶμεν, τίνα τρόπον οἱ τοιοῦτοι ἐγγενήσονται, καὶ πῶς τις ἀνάξει αὐτοὺς εἰς φῶς, ὥσπερ ἐξ Ἅιδου λέγονται δή τινες εἰς θεοὺς ἀνελθεῖν;Θέλεις λοιπόν τώρα να εξετάσομε πώς θα δημιουργηθούν οι τέτοιοι και πώς θα τους ανεβάσει κανείς στο φως, όπως λέγουν για μερικούς που ανέβηκαν από τον Άδη στους θεούς;
Πῶς γὰρ οὐ βούλομαι; ἔφη.Πώς να μη θέλω;
Τοῦτο δή, ὡς ἔοικεν, οὐκ ὀστράκου ἂν εἴη περιστροφή, ἀλλὰ ψυχῆς περιαγωγὴ ἐκ νυκτερινῆς τινος ἡμέρας εἰς ἀληθινήν, τοῦ ὄντος οὖσαν ἐπάνοδον, ἣν δὴ φιλοσοφίαν ἀληθῆ φήσομεν εἶναι.Εννοείς πως δεν πρόκειται τώρα εδώ για το γύρισμα του οστράκου που παίζουν τα παιδιά, αλλά για την περιαγωγή της ψυχής, για την επιστροφή της δηλαδή από μια νυχτερινή μέρα στην αληθινή του όντος, που θα την πούμε πια εμείς αληθινή φιλοσοφία.
Πάνυ μὲν οὖν.Πολύ καλά.

Τα μαθήματα που αποτελούν την αληθινή παιδεία.

Οὐκοῦν δεῖ σκοπεῖσθαι τί τῶν μαθημάτων ἔχει τοιαύτην [521d] δύναμιν;Δεν πρέπει λοιπόν να εξετάσομε ποιό από τα μαθήματα έχει αυτή τη [521d] δύναμη;
Πῶς γὰρ οὔ;Πώς όχι;
Τί ἂν οὖν εἴη, ὦ Γλαύκων, μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν; τόδε δ᾽ ἐννοῶ λέγων ἅμα· οὐκ ἀθλητὰς μέντοι πολέμου ἔφαμεν τούτους ἀναγκαῖον εἶναι νέους ὄντας;Ποιό λοιπόν, φίλε μου Γλαύκων, να είναι εκείνο το μάθημα που μπορεί να τραβήξει την ψυχή από τα φθαρτά πράγματα στο καθαυτό ον; Και λέγοντας αυτό, μου έρχεται στο νου μου και κάτι άλλο: δεν είπαμε πως πρέπει αυτοί στα νιάτα τους να είναι αθλητές γυμνασμένοι για τον πόλεμο;
Ἔφαμεν γάρ.Το είπαμε πραγματικώς.
Δεῖ ἄρα καὶ τοῦτο προσέχειν τὸ μάθημα ὃ ζητοῦμεν πρὸς ἐκείνῳ.Ώστε πρέπει το μάθημα που ζητούμε, εκτός από κείνο το άλλο, να έχει και τούτο ακόμα;
Τὸ ποῖον;Ποιό;
Μὴ ἄχρηστον πολεμικοῖς ἀνδράσιν εἶναι.Να μην είναι άχρηστο για ανθρώπους πολεμικούς.
Δεῖ μέντοι, ἔφη, εἴπερ οἷόν τε.Πρέπει βέβαια, αν είναι κατορθωτό.
Γυμναστικῇ μὴν καὶ μουσικῇ ἔν γε τῷ πρόσθεν [521e] ἐπαιδεύοντο ἡμῖν.Βάση όμως, πρωτύτερα τουλάχιστο, για το εκπαιδευτικό μας σύστημα [521e] είχαμε δεχτεί τη γυμναστική και τη μουσική.
Ἦν ταῦτα, ἔφη.Μάλιστα.
Καὶ γυμναστικὴ μέν που περὶ γιγνόμενον καὶ ἀπολλύμενον τετεύτακεν· σώματος γὰρ αὔξης καὶ φθίσεως. ἐπιστατεῖ.Αλλά η γυμναστική, θαρρώ, αποβλέπει σε πράγμα που γεννιέται και που χάνεται· γιατί δουλειά της έχει να φροντίζει για την αύξηση και την ελάττωση της σωματικής μας δύναμης.
Φαίνεται.Φαίνεται.
Τοῦτο μὲν δὴ οὐκ ἂν εἴη ὃ ζητοῦμεν μάθημα.Ώστε δε μπορεί να᾽ ναι το μάθημα αυτό που ζητούμε.
[522a]Οὐ γάρ.Όχι βέβαια.
Ἀλλ᾽ ἆρα μουσικὴ ὅσην τὸ πρότερον διήλθομεν;Μήπως τώρα άραγε να είναι η μουσική, όπως και όση τη δεχτήκαμε πρωτύτερα;
Ἀλλ᾽ ἦν ἐκείνη γ᾽, ἔφη, ἀντίστροφος τῆς γυμναστικῆς, εἰ μέμνησαι, ἔθεσι παιδεύουσα τοὺς φύλακας, κατά τε ἁρμονίαν εὐαρμοστίαν τινά, οὐκ ἐπιστήμην, παραδιδοῦσα, καὶ κατὰ ῥυθμὸν εὐρυθμίαν, ἔν τε τοῖς λόγοις ἕτερα τούτων ἀδελφὰ ἔθη ἄττα ἔχουσα, καὶ ὅσοι μυθώδεις τῶν λόγων καὶ ὅσοι ἀληθινώτεροι ἦσαν· μάθημα δὲ πρὸς τοιοῦτόν τι [522b] ἄγον, οἷον σὺ νῦν ζητεῖς, οὐδὲν ἦν ἐν αὐτῇ.Μα εκείνη πάλι, αν θυμάσαι, ήταν το αντίστροφο της γυμναστικής, γιατί δουλειά της είχε να μορφώνει τους φύλακές μας με καλές συνήθειες και να τους μεταδώσει με το μέσο της αρμονίας μιαν ευαρμοστία, όχι όμως επιστήμη, και με το μέσο του ρυθμού μιαν ευρυθμία· και στους λόγους πάλι είχε κάποια άλλα συγγενικά μ᾽ αυτά μέσα, τις διηγήσεις και τις μυθικές και τις αληθινότερες· μάθημα όμως [522b] που να οδηγεί σ᾽ ένα τέτοιο αγαθό, που ζητάς εσύ τώρα, κανένα δεν είχε.
Ἀκριβέστατα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀναμιμνῄσκεις με· τῷ γὰρ ὄντι τοιοῦτον οὐδὲν εἶχεν.Με το νι και με το σίγμα μού τα θυμίζεις όλ᾽ αυτά· γιατί πραγματικώς κανένα τέτοιο δεν είχε.
ἀλλ᾽, ὦ δαιμόνιε Γλαύκων, τί ἂν εἴη τοιοῦτον; αἵ τε γὰρ τέχναι βάναυσοί που ἅπασαι ἔδοξαν εἶναι—Μα, ω ευλογημένε μου Γλαύκων, ποιό επιτέλους να είναι αυτό; όχι βέβαια οι χειρωνακτικές τέχνες, γιατί όλες αυτές τις εθεωρήσαμε, θαρρώ, βάναυσες.
Πῶς δ᾽ οὔ; καὶ μὴν τί ἔτ᾽ ἄλλο λείπεται μάθημα, μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς καὶ τῶν τεχνῶν κεχωρισμένον;Και πώς όχι; Μα λοιπόν τότε ποιό άλλο μένει, ξέχωρα από τη γυμναστική και τη μουσική και τις τέχνες;

Η Αριθμητική.

Φέρε, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ μηδὲν ἔτι ἐκτὸς τούτων ἔχομεν λαβεῖν, τῶν ἐπὶ πάντα τεινόντων τι λάβωμεν.Έλα λοιπόν, αφού δεν έχομε πια να πάρομε τίποτ᾽ άλλο έξω απ᾽ αυτά, ας πάρομε κάποιο από κείνα που εφαρμόζονται πάνω σ᾽ όλα τ᾽ άλλα.
Τὸ ποῖον;Σαν ποιό;
[522c]Οἷον τοῦτο τὸ κοινόν, ᾧ πᾶσαι προσχρῶνται τέχναι τε καὶ διάνοιαι καὶ ἐπιστῆμαι — ὃ καὶ παντὶ ἐν πρώτοις ἀνάγκη μανθάνειν.Νά, αυτό παραδείγματος χάρη το κοινό, που το χρησιμοποιούν σ᾽ όλες τις τέχνες και τις διανοήσεις και τις επιστήμες και που είναι το πρώτο και απαραίτητο μάθημα για τον καθένα.
Τὸ ποῖον; ἔφη.Μα ποιό λοιπόν;
Τὸ φαῦλον τοῦτο, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ ἕν τε καὶ τὰ δύο καὶ τὰ τρία διαγιγνώσκειν· λέγω δὲ αὐτὸ ἐν κεφαλαίῳ ἀριθμόν τε καὶ λογισμόν. ἢ οὐχ οὕτω περὶ τούτων ἔχει, ὡς πᾶσα τέχνη τε καὶ ἐπιστήμη ἀναγκάζεται αὐτῶν μέτοχος γίγνεσθαι;Το τιποτένιο αυτό, που μας μαθαίνει να ξέρομε και να διακρίνομε το ένα δύο τρία, και το λέγω μ᾽ ένα γενικό όνομα αριθμητική και λογιστική. Ή δεν είναι αλήθεια πως κάθε τέχνη και επιστήμη είναι αναγκασμένη να παίρνει το μερδικό της απ᾽ αυτές;
Καὶ μάλα, ἔφη.Και πολύ μάλιστα.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἡ πολεμική;Ώστε λοιπόν και η πολεμική;
Πολλή, ἔφη, ἀνάγκη.Κι αυτή αναγκαστικά.
[522d]Παγγέλοιον γοῦν, ἔφην, στρατηγὸν Ἀγαμέμνονα ἐν ταῖς τραγῳδίαις Παλαμήδης ἑκάστοτε ἀποφαίνει. ἢ οὐκ ἐννενόηκας ὅτι φησὶν ἀριθμὸν εὑρὼν τάς τε τάξεις τῷ στρατοπέδῳ καταστῆσαι ἐν Ἰλίῳ καὶ ἐξαριθμῆσαι ναῦς τε καὶ τἆλλα πάντα, ὡς πρὸ τοῦ ἀναριθμήτων ὄντων καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὡς ἔοικεν, οὐδ᾽ ὅσους πόδας εἶχεν εἰδότος, εἴπερ ἀριθμεῖν μὴ ἠπίστατο; καίτοι ποῖόν τιν᾽ αὐτὸν οἴει στρατηγὸν εἶναι;Ολότελα λοιπόν καταγέλαστο στρατηγό αποδείχνει κάθε φορά ο Παλαμήδης τον Αγαμέμνονα στις τραγωδίες. Ή δεν έχεις προσέξει που λέει πως αυτός βρήκε τον αριθμό και με τη βοήθειά του όρισε τις τάξεις του στρατοπέδου στο Ίλιο και μέτρησε τα πλοία κι όλα τ᾽ άλλα, σα να ήταν πριν αδύνατο να μετρηθούν και σα να μην ήξερε, καθώς φαίνεται, ο Αγαμέμνων ούτε πόσα πόδια είχε, αφού δεν ήξερε να μετρά; Και μά την αλήθεια, ποιάν ιδέα θα σχημάτιζες για έναν τέτοιο στρατηγό;
Ἄτοπόν τιν᾽, ἔφη, ἔγωγε, εἰ ἦν τοῦτ᾽ ἀληθές.Όχι βέβαια πολύ κολακευτική, αν είναι αληθινό αυτό.
[522e]Ἄλλο τι οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μάθημα ἀναγκαῖον πολεμικῷ ἀνδρὶ θήσομεν λογίζεσθαί τε καὶ ἀριθμεῖν δύνασθαι;Ώστε δεν θα ορίσομε άλλο απαραίτητο μάθημα για τον στρατηγό την αριθμητική και τον λογαριασμό;
Πάντων γ᾽, ἔφη, μάλιστα, εἰ καὶ ὁτιοῦν μέλλει τάξεων ἐπαΐειν, μᾶλλον δ᾽ εἰ καὶ ἄνθρωπος ἔσεσθαι.Παρά κάθε άλλο μάλιστα απαραίτητο, αν θέλει τουλάχιστο να καταλαβαίνει και το παραμικρότερο από την τακτική, ή μάλλον και άνθρωπος απλώς να είναι.
Ἐννοεῖς οὖν, εἶπον, περὶ τοῦτο τὸ μάθημα ὅπερ ἐγώ;Συμμερίζεσαι λοιπόν αυτή την αντίληψη που έχω εγώ γι᾽ αυτό το μάθημα;
Τὸ ποῖον;Ποιάν αντίληψη;
[523a]Κινδυνεύει τῶν πρὸς τὴν νόησιν ἀγόντων φύσει εἶναι ὧν ζητοῦμεν, χρῆσθαι δ᾽ οὐδεὶς αὐτῷ ὀρθῶς, ἑλκτικῷ ὄντι παντάπασι πρὸς οὐσίαν.Σα να μου φαίνεται πως είναι από κείνα που ζητούμε κι έχει από τη φύση την ιδιότητα να οδηγεί προς τη νόηση, κανείς όμως δεν το χρησιμοποιεί σωστά, αν και είναι παρά κάθε άλλο ικανότερο να τραβά την ψυχή προς τη νόηση της ουσίας.
Πῶς, ἔφη, λέγεις;Πώς το εννοείς αυτό;
Ἐγὼ πειράσομαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, τό γ᾽ ἐμοὶ δοκοῦν δηλῶσαι. ἃ γὰρ διαιροῦμαι παρ᾽ ἐμαυτῷ ἀγωγά τε εἶναι οἷ λέγομεν καὶ μή, συνθεατὴς γενόμενος σύμφαθι ἢ ἄπειπε, ἵνα καὶ τοῦτο σαφέστερον ἴδωμεν εἰ ἔστιν οἷον μαντεύομαι.Θα προσπαθήσω να σου δώσω να καταλάβεις την ιδέα μου· μόνο να παρακολουθείς σα θεατής μαζί μου όσο εγώ θα κάνω με τον εαυτό μου το ξεχώρισμα, ποιά είναι εκείνα που οδηγούν εκεί που λέμε και ποιά δεν είναι, και να μου λες τη γνώμη σου, αν συμφωνείς ή όχι μαζί μου, για να δούμε καθαρότερα κι αυτό αν είναι καθώς εγώ τα φαντάζομαι.
Δείκνυ᾽, ἔφη.Δείχνε μού τα λοιπόν.
Δείκνυμι δή, εἶπον, εἰ καθορᾷς, τὰ μὲν ἐν ταῖς [523b] αἰσθήσεσιν οὐ παρακαλοῦντα τὴν νόησιν εἰς ἐπίσκεψιν, ὡς ἱκανῶς ὑπὸ τῆς αἰσθήσεως κρινόμενα, τὰ δὲ παντάπασι διακελευόμενα ἐκείνην ἐπισκέψασθαι, ὡς τῆς αἰσθήσεως οὐδὲν ὑγιὲς ποιούσης.Σου δείχνω λοιπόν, αν το βλέπεις και συ, πως, από κείνα που αντιλαμβανόμαστε [523b] με τις αισθήσεις, μερικά δεν έχουν ανάγκη να προσκαλέσουν και τη νόηση για να τα εξετάσει, γιατί τους αρκεί και μονάχη η αίσθηση να τα ξεχωρίσει, ενώ άλλα απεναντίας ζητούν μ᾽ επιμονή να κάμει την επέμβασή της και η νόηση, γιατί η αίσθηση τίποτα το σωστό δεν καταφέρνει μαζί τους.
Τὰ πόρρωθεν, ἔφη, φαινόμενα δῆλον ὅτι λέγεις καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα.Θα εννοείς βέβαια όσα φαίνονται από μακριά και σα σκιογραφημένα.
Οὐ πάνυ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔτυχες οὗ λέγω.Δεν το πέτυχες σωστά εκείνο που θέλω να πω.
Ποῖα μήν, ἔφη, λέγεις;Ποιά λοιπόν εννοείς;
Τὰ μὲν οὐ παρακαλοῦντα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅσα μὴ ἐκβαίνει [523c] εἰς ἐναντίαν αἴσθησιν ἅμα· τὰ δ᾽ ἐκβαίνοντα ὡς παρακαλοῦντα τίθημι, ἐπειδὰν ἡ αἴσθησις μηδὲν μᾶλλον τοῦτο ἢ τὸ ἐναντίον δηλοῖ, εἴτ᾽ ἐγγύθεν προσπίπτουσα εἴτε πόρρωθεν. ὧδε δὲ ἃ λέγω σαφέστερον εἴσῃ. οὗτοί φαμεν τρεῖς ἂν εἶεν δάκτυλοι, ὅ τε σμικρότατος καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ μέσος.Εκείνα που δεν προκαλούν την επέμβαση της νόησης είναι όσα δεν γεννούν [523c] σύγχρονα και μιαν αντίθετη αίσθηση· όσα όμως καταλήγουν σ᾽ αυτό τα θεωρώ πως προκαλούν την επέμβαση, επειδή η αίσθηση δεν ξεχωρίζει αν κάτι είναι αυτό που δείχνεται ή ολωσδιόλου το αντίθετό του, αδιάφορο αν ενεργεί από κοντά ή από μακριά. Μα έτσι θα εννοήσεις καλύτερα αυτό που λέγω: νά, λέμε, τρία δάχτυλα, το μικρό, το δεύτερο και το μεσιανό.
Πάνυ γ᾽, ἔφη.Πάει καλά.
Ὡς ἐγγύθεν τοίνυν ὁρωμένους λέγοντός μου διανοοῦ. ἀλλά μοι περὶ αὐτῶν τόδε σκόπει.Έχε υπόψη σου πως μιλώ για δάχτυλα που τα βλέπομε από κοντά, και πρόσεξε τώρα σε τούτο που θα σου πω γι᾽ αυτά.
Τὸ ποῖον;Ποιό;
Δάκτυλος μέν που αὐτῶν φαίνεται ὁμοίως ἕκαστος, καὶ [523d] ταύτῃ γε οὐδὲν διαφέρει, ἐάντε ἐν μέσῳ ὁρᾶται ἐάντ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάτῳ, ἐάντε λευκὸς ἐάντε μέλας, ἐάντε παχὺς ἐάντε λεπτός, καὶ πᾶν ὅτι τοιοῦτον. ἐν πᾶσι γὰρ τούτοις οὐκ ἀναγκάζεται τῶν πολλῶν ἡ ψυχὴ τὴν νόησιν ἐπερέσθαι τί ποτ᾽ ἐστὶ δάκτυλος· οὐδαμοῦ γὰρ ἡ ὄψις αὐτῇ ἅμα ἐσήμηνεν τὸ δάκτυλον τοὐναντίον ἢ δάκτυλον εἶναι.Όμοιο δάχτυλο φαίνεται το καθέν᾽ απ᾽ αυτά και [523d] απ᾽ αυτή την άποψη καμιά διαφορά δεν υπάρχει, αν φαίνεται στη μέση ή στην άκρη, αν είναι είτε άσπρο είτε μαύρο, είτε παχύ είτε λιγνό, είτε ό,τι άλλο τέτοιο. Επειδή σ᾽ όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι αναγκασμένη η ψυχή των πολλών ανθρώπων να ερωτήσει τη νόηση τί πράγμα είναι το δάχτυλο· γιατί ποτέ η όραση δεν της έδειξε το δάχτυλο να είναι σύγχρονα και το αντίθετο από το δάχτυλο.
Οὐ γὰρ οὖν, ἔφη.Όχι βέβαια.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰκότως τό γε τοιοῦτον νοήσεως οὐκ [523e] ἂν παρακλητικὸν οὐδ᾽ ἐγερτικὸν εἴη.Ώστε πολύ φυσικό είναι σ᾽ αυτή την περίσταση τίποτα [523e] να μην προσκαλεί ούτε να ξεσηκώνει τη νόηση.
Εἰκότως.Φυσικό.
Τί δὲ δή; τὸ μέγεθος αὐτῶν καὶ τὴν σμικρότητα ἡ ὄψις ἆρα ἱκανῶς ὁρᾷ, καὶ οὐδὲν αὐτῇ διαφέρει ἐν μέσῳ τινὰ αὐτῶν κεῖσθαι ἢ ἐπ᾽ ἐσχάτῳ; καὶ ὡσαύτως πάχος καὶ λεπτότητα ἢ μαλακότητα καὶ σκληρότητα ἡ ἁφή; καὶ αἱ ἄλλαι αἰσθήσεις ἆρ᾽ οὐκ ἐνδεῶς τὰ τοιαῦτα δηλοῦσιν; ἢ [524a] ὧδε ποιεῖ ἑκάστη αὐτῶν· πρῶτον μὲν ἡ ἐπὶ τῷ σκληρῷ τεταγμένη αἴσθησις ἠνάγκασται καὶ ἐπὶ τῷ μαλακῷ τετάχθαι, καὶ παραγγέλλει τῇ ψυχῇ ὡς ταὐτὸν σκληρόν τε καὶ μαλακὸν αἰσθανομένη;Αλλά άραγε η όψη κρίνει αρκετά καλά για το μέγεθος και τη μικρότητά τους και καθόλου δεν την ενδιαφέρει αν είναι το ένα τους στη μέση και το άλλο στην άκρη; Το ίδιο και η αφή για το πάχος και τη λεπτότητα ή για τη μαλακότητα και τη σκληρότητα; Και οι άλλες αισθήσεις δεν τα φανερώνουν άραγε όχι αρκετά ικανοποιητικά όλ᾽ αυτά; Ή [524a] δεν ενεργεί έτσι η καθεμιά τους: η αίσθηση πρώτα η ορισμένη για το σκληρό είναι αναγκαστικά ορισμένη και για το μαλακό και ειδοποιεί την ψυχή πως αισθάνεται το ίδιο πράγμα και ως σκληρό και ως μαλακό;
Οὕτως, ἔφη.Μάλιστα αυτό συμβαίνει.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀναγκαῖον ἔν γε τοῖς τοιούτοις αὖ τὴν ψυχὴν ἀπορεῖν τί ποτε σημαίνει αὕτη ἡ αἴσθησις τὸ σκληρόν, εἴπερ τὸ αὐτὸ καὶ μαλακὸν λέγει, καὶ ἡ τοῦ κούφου καὶ ἡ τοῦ βαρέος, τί τὸ κοῦφον καὶ βαρύ, εἰ τό τε βαρὺ κοῦφον καὶ τὸ κοῦφον βαρὺ σημαίνει;Δε θα ήταν λοιπόν αναγκασμένη η ψυχή σ᾽ αυτές τις περιστάσεις να βρίσκεται σε απορία, τί τάχα να᾽ ναι εκείνο που της φανερώνει αυτή η αίσθηση ως σκληρό, αφού το ίδιο το λέγει και μαλακό, και τί είναι το βαρύ και το αλαφρό, αφού η ίδια η αίσθηση της παρουσιάζει και το βαρύ αλαφρό και το αλαφρό βαρύ;
[524b]Καὶ γάρ, ἔφη, αὗταί γε ἄτοποι τῇ ψυχῇ αἱ ἑρμηνεῖαι καὶ ἐπισκέψεως δεόμεναι.Και πραγματικώς παράξενες θα φαίνουνται στην ψυχή αυτές οι μαρτυρίες και θα είχαν ανάγκη να υποβληθούν σε εξέταση.
Εἰκότως ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐν τοῖς τοιούτοις πρῶτον μὲν πειρᾶται λογισμόν τε καὶ νόησιν ψυχὴ παρακαλοῦσα ἐπισκοπεῖν εἴτε ἓν εἴτε δύο ἐστὶν ἕκαστα τῶν εἰσαγγελλομένων.Πολύ φυσικά λοιπόν η ψυχή σε τέτοιες περιστάσεις προσκαλεί πρώτα το λογισμό και τη νόηση και προσπαθεί να ξεδιαλύνει αν είναι ένα είτε δυο το καθένα απ᾽ όσα της έφερε η αίσθηση.
Πῶς δ᾽ οὔ;Πώς όχι;
Οὐκοῦν ἐὰν δύο φαίνηται, ἕτερόν τε καὶ ἓν ἑκάτερον φαίνεται;Αν λοιπόν φανεί πως είναι δυο, θα είναι το καθένα τους ένα και διαφορετικό από τ᾽ άλλο;
Ναί.Ναι.
Εἰ ἄρα ἓν ἑκάτερον, ἀμφότερα δὲ δύο, τά γε δύο [524c] κεχωρισμένα νοήσει· οὐ γὰρ ἂν ἀχώριστά γε δύο ἐνόει, ἀλλ᾽ ἕν.Αν είναι λοιπόν ένα το καθένα τους χωριστά, μαζί όμως δυο, αυτά τα δύο [524c] θα τα εννοήσει βέβαια χωρισμένα το έν᾽ από τ᾽ άλλο· γιατί αχώριστα δε θα τα ᾽παιρνε για δυο, αλλά για ένα.
Ὀρθῶς.Σωστά.
Μέγα μὴν καὶ ὄψις καὶ σμικρὸν ἑώρα, φαμέν, ἀλλ᾽ οὐ κεχωρισμένον ἀλλὰ συγκεχυμένον τι. ἦ γάρ;Αλλά και η όψη, λέμε, έβλεπε το μεγάλο και το μικρό, όχι όμως χωρισμένα, αλλά σαν κάτι ανακατωμένο. Ή όχι;
Ναί.Ναι.
Διὰ δὲ τὴν τούτου σαφήνειαν μέγα αὖ καὶ σμικρὸν ἡ νόησις ἠναγκάσθη ἰδεῖν, οὐ συγκεχυμένα ἀλλὰ διωρισμένα, τοὐναντίον ἢ ᾽κείνη.Για να ξεκαθαρίσει λοιπόν αυτή τη σύγχυση η νόηση, αναγκάστηκε πάλι να εξετάσει και να δει το μικρό και το μεγάλο όχι ανακατωμένα, αλλά, το εναντίο από την αίσθηση, χωρισμένα.
Ἀληθῆ.Αλήθεια.
Οὐκοῦν ἐντεῦθέν ποθεν πρῶτον ἐπέρχεται ἐρέσθαι ἡμῖν τί οὖν ποτ᾽ ἐστὶ τὸ μέγα αὖ καὶ τὸ σμικρόν;Δε μας έρχεται λοιπόν απ᾽ εδώ κάπου πρώτα η σκέψη να ρωτήσομε τί τάχα να᾽ ναι το μεγάλο πάλι και το μικρό;
Παντάπασι μὲν οὖν.Χωρίς άλλο.
Καὶ οὕτω δὴ τὸ μὲν νοητόν, τὸ δ᾽ ὁρατὸν ἐκαλέσαμεν.Κι έτσι λοιπόν ξεχωρίζομε αυτά τα δυο πράματα που τα ονομάσαμε το ένα νοητό, το άλλο ορατό.
[524d]Ὀρθότατ᾽, ἔφη.Πολύ σωστά.
Ταῦτα τοίνυν καὶ ἄρτι ἐπεχείρουν λέγειν, ὡς τὰ μὲν παρακλητικὰ τῆς διανοίας ἐστί, τὰ δ᾽ οὔ, ἃ μὲν εἰς τὴν αἴσθησιν ἅμα τοῖς ἐναντίοις ἑαυτοῖς ἐμπίπτει, παρακλητικὰ ὁριζόμενος, ὅσα δὲ μή, οὐκ ἐγερτικὰ τῆς νοήσεως.Αυτά λοιπόν προσπαθούσα και πριν να ξεχωρίσω, όταν σου έλεγα πως άλλα προκαλούν την επέμβαση της διάνοιας και ως τέτοια έπαιρνα εκείνα που πέφτουν στην αίσθηση μαζί με τα ενάντιά τους, και άλλα πάλι πως γεννούν ένα μονάχα αίσθημα και γι᾽ αυτό δεν βάζουν σε κίνηση τη νόηση.
Μανθάνω τοίνυν ἤδη, ἔφη, καὶ δοκεῖ μοι οὕτω.Εννόησα τώρα και συμμερίζομαι την ιδέα σου.
Τί οὖν; ἀριθμός τε καὶ τὸ ἓν ποτέρων δοκεῖ εἶναι;Λοιπόν ο αριθμός και το ένα τί από τα δυο σου φαίνεται πως είναι;
Οὐ συννοῶ, ἔφη.Δεν το ξέρω καλά.
Ἀλλ᾽ ἐκ τῶν προειρημένων, ἔφην, ἀναλογίζου. εἰ μὲν γὰρ ἱκανῶς αὐτὸ καθ᾽ αὑτὸ ὁρᾶται ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει [524e] λαμβάνεται τὸ ἕν, οὐκ ἂν ὁλκὸν εἴη ἐπὶ τὴν οὐσίαν, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ δακτύλου ἐλέγομεν· εἰ δ᾽ ἀεί τι αὐτῷ ἅμα ὁρᾶται ἐναντίωμα, ὥστε μηδὲν μᾶλλον ἓν ἢ καὶ τοὐναντίον φαίνεσθαι, τοῦ ἐπικρινοῦντος δὴ δέοι ἂν ἤδη καὶ ἀναγκάζοιτ᾽ ἂν ἐν αὐτῷ ψυχὴ ἀπορεῖν καὶ ζητεῖν, κινοῦσα ἐν ἑαυτῇ τὴν ἔννοιαν, καὶ ἀνερωτᾶν τί ποτέ ἐστιν αὐτὸ τὸ ἕν, καὶ οὕτω τῶν [525a] ἀγωγῶν ἂν εἴη καὶ μεταστρεπτικῶν ἐπὶ τὴν τοῦ ὄντος θέαν ἡ περὶ τὸ ἓν μάθησις.Μα συλλογίσου από κείνα που είπαμε πριν. Γιατί αν το καθαυτό ένα γνωρίζεται ικανοποιητικά ή με την όραση ή με καμιάν άλλη αίσθηση, [524e] τότε δε θα ᾽ταν από κείνα που μας τραβούν προς τη νόηση της ουσίας, όπως λέγαμε και με το παράδειγμα του δαχτύλου· αν όμως μαζί μ᾽ αυτό βλέπεται μαζί και το ενάντιό του, ώστε να μη μας φαίνεται περισσότερο ένα παρά και το ενάντιο του ενός, τότε πια θα είχαμε ανάγκη από τον κριτή για να ξεχωρίσει το πράγμα και η ψυχή σ᾽ αυτή την περίσταση θα ᾽ταν αναγκασμένη να βρεθεί σε απορία να βάλει σε κίνηση μέσα της τη νόηση και να ρωτήσει τί να᾽ ναι επιτέλους αυτό το ένα, και έτσι [525a] η μάθηση της μονάδας θα ήταν από κείνα που τραβούν την ψυχή και τη στρέφουν προς τη θεωρία του καθαυτό όντος.
Ἀλλὰ μέντοι, ἔφη, τοῦτό γ᾽ ἔχει οὐχ ἥκιστα ἡ περὶ αὐτὸ ὄψις· ἅμα γὰρ ταὐτὸν ὡς ἕν τε ὁρῶμεν καὶ ὡς ἄπειρα τὸ πλῆθος.Μα πραγματικώς αυτό συμβαίνει και σε μεγάλο μάλιστα βαθμό με την όψη του ενός· γιατί το ίδιο πράγμα το βλέπομε τον ίδιον καιρό και ως ένα και ως άπειρο πλήθος.
Οὐκοῦν εἴπερ τὸ ἕν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ σύμπας ἀριθμὸς ταὐτὸν πέπονθε τοῦτο;Αφού λοιπόν αυτό γίνεται με τη μονάδα, δε θα παθαίνει το ίδιο και κάθε άλλος αριθμός;
Πῶς δ᾽ οὔ;Πώς όχι;
Ἀλλὰ μὴν λογιστική τε καὶ ἀριθμητικὴ περὶ ἀριθμὸν πᾶσα.Αλλά όμως η αριθμητική και η λογιστική εξετάζουν κατά βάθος όλες τις σχέσεις μεταξύ των αριθμών.
Καὶ μάλα.Μάλιστα.
[525b]Ταῦτα δέ γε φαίνεται ἀγωγὰ πρὸς ἀλήθειαν.Ώστε είναι φανερό πως κι αυτές οδηγούν προς την αλήθεια.
Ὑπερφυῶς μὲν οὖν.Και θαυμάσια μάλιστα.
Ὧν ζητοῦμεν ἄρα, ὡς ἔοικε, μαθημάτων ἂν εἴη· πολεμικῷ μὲν γὰρ διὰ τὰς τάξεις ἀναγκαῖον μαθεῖν ταῦτα, φιλοσόφῳ δὲ διὰ τὸ τῆς οὐσίας ἁπτέον εἶναι γενέσεως ἐξαναδύντι, ἢ μηδέποτε λογιστικῷ γενέσθαι.Θα είναι λοιπόν από τα μαθήματα που ζητούσαμε· και πραγματικώς και στον στρατιωτικό είναι απαραίτητο να τα μαθαίνει για να τα χρησιμοποιεί στην τακτική και στον φιλόσοφο, γιατί το χρέος του είναι να πλησιάσει και να ᾽γγίξει την ουσία, αφού πεταχτεί έξω από κείνα που γίνονται και χάνονται, ή αλλιώς ποτέ του δε θα γίνει λογιστικός.
Ἔστι ταῦτ᾽, ἔφη.Αλήθεια όλ᾽ αυτά.
Ὁ δέ γε ἡμέτερος φύλαξ πολεμικός τε καὶ φιλόσοφος τυγχάνει ὤν.Αλλά και ο δικός μας ο φρουρός είναι μαζί και πολεμικός και φιλόσοφος.
Τί μήν;Είναι βέβαια.
Προσῆκον δὴ τὸ μάθημα ἂν εἴη, ὦ Γλαύκων, νομοθετῆσαι καὶ πείθειν τοὺς μέλλοντας ἐν τῇ πόλει τῶν μεγίστων [525c] μεθέξειν ἐπὶ λογιστικὴν ἰέναι καὶ ἀνθάπτεσθαι αὐτῆς μὴ ἰδιωτικῶς, ἀλλ᾽ ἕως ἂν ἐπὶ θέαν τῆς τῶν ἀριθμῶν φύσεως ἀφίκωνται τῇ νοήσει αὐτῇ, οὐκ ὠνῆς οὐδὲ πράσεως χάριν ὡς ἐμπόρους ἢ καπήλους μελετῶντας, ἀλλ᾽ ἕνεκα πολέμου τε καὶ αὐτῆς τῆς ψυχῆς ῥᾳστώνης μεταστροφῆς ἀπὸ γενέσεως ἐπ᾽ ἀλήθειάν τε καὶ οὐσίαν.Πρέπει λοιπόν, Γλαύκων, ο νόμος να θεσπίσει αυτό το μάθημα και να πείσομεν εκείνους που μέλλουν να πάρουν μια μέρα [525c] τα ανώτατα αξιώματα της πολιτείας να επιδοθούν στη λογιστική και να καταγίνουν μ᾽ αυτήν όχι επιπόλαια, σαν τον κάθε άλλο ιδιώτη, αλλά ως το βαθμό που να ᾽ναι ικανοί να γνωρίσουν με την καθαρή νόηση την ίδια τη φύση και την ουσία των αριθμών, όχι για να τη χρησιμοποιούν βέβαια όπως οι έμποροι και οι μεταπράτες στις ληψοδοσίες των, αλλά για να την εφαρμόζουν στα πολεμικά και να ευκολύνουν και την ίδια την ψυχή να στρέφεται από τα φθαρτά στην ουσία και στην αλήθεια.
Κάλλιστ᾽, ἔφη, λέγεις.Πολύ λαμπρά τα λες.
Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, νῦν καὶ ἐννοῶ, ῥηθέντος τοῦ περὶ [525d] τοὺς λογισμοὺς μαθήματος, ὡς κομψόν ἐστι καὶ πολλαχῇ χρήσιμον ἡμῖν πρὸς ὃ βουλόμεθα, ἐὰν τοῦ γνωρίζειν ἕνεκά τις αὐτὸ ἐπιτηδεύῃ ἀλλὰ μὴ τοῦ καπηλεύειν.Και νά τώρα που συνέπεσε ο λόγος για [525d] το μάθημα της λογιστικής, βάζω και στο νου μου καλύτερα πόσο έμορφο είναι αυτό και χρήσιμο για το σκοπό που ζητούμε, αν καταγίνεται κανείς σ᾽ αυτό μόνο για τη γνώση και όχι να το χρησιμοποιεί για τις αγοραπωλησίες του.
Πῇ δή; ἔφη.Πώς δα;
Τοῦτό γε, ὃ νυνδὴ ἐλέγομεν, ὡς σφόδρα ἄνω ποι ἄγει τὴν ψυχὴν καὶ περὶ αὐτῶν τῶν ἀριθμῶν ἀναγκάζει διαλέγεσθαι, οὐδαμῇ ἀποδεχόμενον ἐάν τις αὐτῇ ὁρατὰ ἢ ἁπτὰ σώματα ἔχοντας ἀριθμοὺς προτεινόμενος διαλέγηται. οἶσθα γάρ που τοὺς περὶ ταῦτα δεινοὺς αὖ ὡς, ἐάν τις αὐτὸ τὸ [525e] ἓν ἐπιχειρῇ τῷ λόγῳ τέμνειν, καταγελῶσί τε καὶ οὐκ ἀποδέχονται, ἀλλ᾽ ἐὰν σὺ κερματίζῃς αὐτό, ἐκεῖνοι πολλαπλασιοῦσιν, εὐλαβούμενοι μή ποτε φανῇ τὸ ἓν μὴ ἓν ἀλλὰ πολλὰ μόρια.Πρώτα πρώτα, αυτό που λέγαμε και τώρα, ότι έχει την ιδιότητα να οδηγεί την ψυχή κάπου πολύ ψηλά και την αναγκάζει να φιλοσοφεί και να συζητεί για τους καθαυτό αριθμούς και να μην ανέχεται να της παρουσιάζουν στη συζήτηση αριθμούς με ορατά και αισθητά αντικείμενα· γιατί γνωρίζεις βέβαια πως οι φημισμένοι για τη δεινότητά τους σ᾽ αυτή την τέχνη, αν κανείς [525e] επιχειρήσει να διαιρεί τη μονάδα με το λογισμό, τον περιγελούν και δε θέλουν ν᾽ ακούσουν τίποτα, αλλ᾽ αν εσύ την κομματιάσεις σε μέρη, εκείνοι θα την πολλαπλασιάσουν από το φόβο τους μήπως το ένα φανεί έξαφνα όχι ένα αλλά πολλά μόρια.
Ἀληθέστατα, ἔφη, λέγεις.Έχεις πολύ δίκιο.
[526a]Τί οὖν οἴει, ὦ Γλαύκων, εἴ τις ἔροιτο αὐτούς· «Ὦ θαυμάσιοι, περὶ ποίων ἀριθμῶν διαλέγεσθε, ἐν οἷς τὸ ἓν οἷον ὑμεῖς ἀξιοῦτέ ἐστιν, ἴσον τε ἕκαστον πᾶν παντὶ καὶ οὐδὲ σμικρὸν διαφέρον, μόριόν τε ἔχον ἐν ἑαυτῷ οὐδέν;» τί ἂν οἴει αὐτοὺς ἀποκρίνασθαι;Και τί νομίζεις, Γλαύκων, πως θα σου απαντούσαν, αν τους ρωτούσε κανείς· «μα για ποιούς αριθμούς μιλάτε, ευλογημένοι μου; που να έχουν μέσα τους το ένα έτσι όπως εσείς θέλετε να το παραδέχεστε, ίσο κι απαράλλαχτο σε όλα του με το κάθε άλλο, χωρίς την ελάχιστη διαφορά και χωρίς κανένα απολύτως μόριο να έχει μέσα του;» Τί νομίζεις, λέγω, πως θ᾽ απαντούσαν;
Τοῦτο ἔγωγε, ὅτι περὶ τούτων λέγουσιν ὧν διανοηθῆναι μόνον ἐγχωρεῖ, ἄλλως δ᾽ οὐδαμῶς μεταχειρίζεσθαι δυνατόν.Αυτό θαρρώ εγώ πως θ᾽ απαντούσαν, ότι ο λόγος των είναι για τους αριθμούς και ότι τους αριθμούς μόνο με τη διάνοια μπορούν να τους αντιληφθούν και όχι να τους μεταχειρίζονται μ᾽ άλλον κανένα τρόπο.
Ὁρᾷς οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε, ὅτι τῷ ὄντι ἀναγκαῖον [526b] ἡμῖν κινδυνεύει εἶναι τὸ μάθημα, ἐπειδὴ φαίνεταί γε προσαναγκάζον αὐτῇ τῇ νοήσει χρῆσθαι τὴν ψυχὴν ἐπ᾽ αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν;Βλέπεις λοιπόν, φίλε μου, πως πραγματικώς απαραίτητο [526b] καταντά να μας φαίνεται αυτό το μάθημα, αφού ολοφάνερα αναγκάζει την ψυχή να χρησιμοποιεί την ίδια τη νόηση για να βρίσκει την καθαρή αλήθεια;
Καὶ μὲν δή, ἔφη, σφόδρα γε ποιεῖ αὐτό.Και πραγματικώς περίφημα το κάνει αυτό.
Τί δέ; τόδε ἤδη ἐπεσκέψω, ὡς οἵ τε φύσει λογιστικοὶ εἰς πάντα τὰ μαθήματα ὡς ἔπος εἰπεῖν ὀξεῖς φύονται, οἵ τε βραδεῖς, ἂν ἐν τούτῳ παιδευθῶσιν καὶ γυμνάσωνται, κἂν μηδὲν ἄλλο ὠφεληθῶσιν, ὅμως εἴς γε τὸ ὀξύτεροι αὐτοὶ αὑτῶν γίγνεσθαι πάντες ἐπιδιδόασιν;Μα δεν παρατήρησες ακόμα κι ένα άλλο, πως και όσοι γεννηθούν με μαθηματικό κεφάλι έχουν την ίδια φυσική ικανότητα και σε όλα σχεδόν τα μαθήματα, και όσοι ακόμη έχουν αργοκίνητο το μυαλό, όταν καταγίνουν και γυμναστούν μ᾽ αυτή την επιστήμη, κι αν τίποτα άλλο δεν ωφεληθούν, αποκτά όμως το πνεύμα τους πολύ μεγαλύτερη οξύτητα παρά όση από φυσικού τους έχουν;
Ἔστιν, ἔφη, οὕτω.Είναι αλήθεια αυτό.
[526c]Καὶ μήν, ὡς ἐγᾦμαι, ἅ γε μείζω πόνον παρέχει μανθάνοντι καὶ μελετῶντι, οὐκ ἂν ῥᾳδίως οὐδὲ πολλὰ ἂν εὕροις ὡς τοῦτο.Και όμως, καθώς εγώ νομίζω, δεν είναι εύκολο να βρεις κι άλλα πολλά μαθήματα που να δίνουν μεγαλύτερο κόπο να τα μελετήσει και να τα μάθει κανείς.
Οὐ γὰρ οὖν.Όχι πραγματικώς.
Πάντων δὴ ἕνεκα τούτων οὐκ ἀφετέον τὸ μάθημα, ἀλλ᾽ οἱ ἄριστοι τὰς φύσεις παιδευτέοι ἐν αὐτῷ.Ώστε για όλ᾽ αυτά δεν πρέπει να παραλείψομε κι αυτό το μάθημα, αλλά πρέπει να εκπαιδεύονται σ᾽ αυτό οι άριστες ιδιοφυΐες.
Σύμφημι, ἦ δ᾽ ὅς.Σύμφωνοι.
Τοῦτο μὲν τοίνυν, εἶπον, ἓν ἡμῖν κείσθω· δεύτερον δὲ τὸ ἐχόμενον τούτου σκεψώμεθα ἆρά τι προσήκει ἡμῖν.Το δεχτήκαμε λοιπόν αυτό πρώτο· ας εξετάσομε τώρα αν μας κάνει δεύτερο για το σκοπό μας το άλλο αυτό που σχετίζεται στενά μ᾽ εκείνο.
Τὸ ποῖον; ἢ γεωμετρίαν, ἔφη, λέγεις;Ποιό λες; Μήπως τη γεωμετρία;
Αὐτὸ τοῦτο, ἦν δ᾽ ἐγώ.Αυτήν ακριβώς.

Η Γεωμετρία.

[526d]Ὅσον μέν, ἔφη, πρὸς τὰ πολεμικὰ αὐτοῦ τείνει, δῆλον ὅτι προσήκει· πρὸς γὰρ τὰς στρατοπεδεύσεις καὶ καταλήψεις χωρίων καὶ συναγωγὰς καὶ ἐκτάσεις στρατιᾶς καὶ ὅσα δὴ ἄλλα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα ἐν αὐταῖς τε ταῖς μάχαις καὶ πορείαις διαφέροι ἂν αὐτὸς αὑτοῦ γεωμετρικός τε καὶ μὴ ὤν.Όσο τουλάχιστο μέρος της αναφέρεται στην πολεμική τέχνη είναι φανερό πως μας κάνει· γιατί και για τις στρατοπεδεύσεις και για την κατάληψη οχυρών θέσεων και τις συμπυκνώσεις και τις αναπτύξεις του στρατού και για όλους τους διάφορους σχηματισμούς των στρατευμάτων και στις μάχες και στις πορείες, μεγάλη διαφορά θα έχει από τον εαυτό του ένας, όταν είναι κάτοχος της γεωμετρίας παρά όταν δεν είναι.
Ἀλλ᾽ οὖν δή, εἶπον, πρὸς μὲν τὰ τοιαῦτα καὶ βραχύ τι ἂν ἐξαρκοῖ γεωμετρίας τε καὶ λογισμῶν μόριον· τὸ δὲ πολὺ αὐτῆς καὶ πορρωτέρω προϊὸν σκοπεῖσθαι δεῖ εἴ τι πρὸς ἐκεῖνο [526e] τείνει, πρὸς τὸ ποιεῖν κατιδεῖν ῥᾷον τὴν τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέαν. τείνει δέ, φαμέν, πάντα αὐτόσε, ὅσα ἀναγκάζει ψυχὴν εἰς ἐκεῖνον τὸν τόπον μεταστρέφεσθαι ἐν ᾧ ἐστι τὸ εὐδαιμονέστατον τοῦ ὄντος, ὃ δεῖ αὐτὴν παντὶ τρόπῳ ἰδεῖν.Ε ναι, αλλ᾽ όσο γι᾽ αυτά θα έφτανε κ᾽ ένα μικρό μέρος από τη γεωμετρία και τη λογιστική· πρέπει όμως να εξετάσομε αν και το μεγαλύτερο και το πιο προχωρημένο της μέρος έχει τη δύναμη να οδηγεί [526e] σ᾽ εκείνο το σκοπό μας, να μας κάνει δηλαδή ευκολότερα να ιδούμε την ιδέα του αγαθού. Γιατί αυτό το σκοπό έχουν, είπαμε, όλα όσα αναγκάζουν την ψυχή να μεταστραφεί προς εκείνον τον τόπο όπου βρίσκεται το ευδαιμονέστατο μέρος του όντος, που με κάθε τρόπο πρέπει ν᾽ αντικρίσει και να δει.
Ὀρθῶς, ἔφη, λέγεις.Πολύ σωστά λες.
Οὐκοῦν εἰ μὲν οὐσίαν ἀναγκάζει θεάσασθαι, προσήκει, εἰ δὲ γένεσιν, οὐ προσήκει.Ώστε αν αναγκάζει την ψυχή ν᾽ αντικρίζει την ουσία, μας κάνει, αν όμως τα φθαρτά, δε μας χρειάζεται.
Φαμέν γε δή.Αυτό βέβαια παραδεχόμαστε.
[527a]Οὐ τοίνυν τοῦτό γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀμφισβητήσουσιν ἡμῖν ὅσοι καὶ σμικρὰ γεωμετρίας ἔμπειροι, ὅτι αὕτη ἡ ἐπιστήμη πᾶν τοὐναντίον ἔχει τοῖς ἐν αὐτῇ λόγοις λεγομένοις ὑπὸ τῶν μεταχειριζομένων.Αυτό όμως δε θα μας αμφισβητήσουν όσοι και μικρή μόνο ιδέα έχουν από γεωμετρία, ότι δηλαδή η επιστήμη αυτή βρίσκεται σε τέλεια αντίθεση με τους όρους που χρησιμοποιούν στους υπολογισμούς των όσοι την έχουν επάγγελμά τους.
Πῶς; ἔφη.Πώς;
Λέγουσι μέν που μάλα γελοίως τε καὶ ἀναγκαίως· ὡς γὰρ πράττοντές τε καὶ πράξεως ἕνεκα πάντας τοὺς λόγους ποιούμενοι λέγουσιν τετραγωνίζειν τε καὶ παρατείνειν καὶ προστιθέναι καὶ πάντα οὕτω φθεγγόμενοι, τὸ δ᾽ ἔστι που [527b] πᾶν τὸ μάθημα γνώσεως ἕνεκα ἐπιτηδευόμενον.Οι όροι δηλαδή που μεταχειρίζονται είναι πολύ γελοίοι, αν και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, γιατί έχουν διαρκώς στο στόμα τους τις λέξεις τετραγωνίζω και εκτείνω και προσθέτω, σα να τα έκαναν πραγματικώς αυτά και να απέβλεπαν σε πρακτικά αποτελέσματα και όλο γι᾽ αυτά μιλούν· ενώ [527b] ολόκληρη αυτή η επιστήμη άλλο αντικείμενο δεν έχει παρά τη γνώση.
Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.Χωρίς αμφιβολία.
Οὐκοῦν τοῦτο ἔτι διομολογητέον;Δεν πρέπει ακόμη να συμφωνήσομε και γι᾽ αυτό το άλλο;
Τὸ ποῖον;Το ποιό;
Ὡς τοῦ ἀεὶ ὄντος γνώσεως, ἀλλὰ οὐ τοῦ ποτέ τι γιγνομένου καὶ ἀπολλυμένου.Πως αντικείμενό της έχει το αιωνίως ον και όχι εκείνο που έχει αρχή και τέλος.
Εὐομολόγητον, ἔφη· τοῦ γὰρ ἀεὶ ὄντος ἡ γεωμετρικὴ γνῶσίς ἐστιν.Καμιά δυσκολία δεν υπάρχει να το παραδεχτούμε· πραγματικώς είναι η γεωμετρία γνώση του αιωνίως όντος.
Ὁλκὸν ἄρα, ὦ γενναῖε, ψυχῆς πρὸς ἀλήθειαν εἴη ἂν καὶ ἀπεργαστικὸν φιλοσόφου διανοίας πρὸς τὸ ἄνω σχεῖν ἃ νῦν κάτω οὐ δέον ἔχομεν.Ώστε θα είχε τη δύναμη να τραβά την ψυχή προς την αλήθεια και να κατεργάζεται τη διάνοια του φιλοσόφου σε τρόπο που να μπορεί να στρέφει ψηλά προς τα επάνω τα βλέμματα, που χωρίς να πρέπει τα ᾽χομε τώρα στραμμένα προς τα κάτω.
Ὡς οἷόν τε μάλιστα, ἔφη.Όσο γίνεται περισσότερο.
[527c]Ὡς οἷόν τ᾽ ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, μάλιστα προστακτέον ὅπως οἱ ἐν τῇ καλλιπόλει σοι μηδενὶ τρόπῳ γεωμετρίας ἀφέξονται. καὶ γὰρ τὰ πάρεργα αὐτοῦ οὐ σμικρά.Ώστε και όσο γίνεται περισσότερο πρέπει να επιβάλομε στους νέους της καλλίπολής σου να μην παραμελούν με κανένα τρόπο τη γεωμετρία· γιατί και τα πάρεργά της ακόμα δεν έχουν μικρή σημασία.
Ποῖα; ἦ δ᾽ ὅς.Ποιά δηλαδή;
Ἅ τε δὴ σὺ εἶπες, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὰ περὶ τὸν πόλεμον, καὶ δὴ καὶ πρὸς πάσας μαθήσεις, ὥστε κάλλιον ἀποδέχεσθαι, ἴσμεν που ὅτι τῷ ὅλῳ καὶ παντὶ διοίσει ἡμμένος τε γεωμετρίας καὶ μή.Αυτά πρώτα που ανάφερες και συ, που σχετίζονται με τον πόλεμο, αλλά και για κάθε άλλο μάθημα, για να γίνεται ευκολότερα η κατανόησή του, ξέρομε βέβαια πως απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη θα διαφέρει εκείνος που έχει καταγίνει από κείνον που δεν έχει καταγίνει με τη γεωμετρία.
Τῷ παντὶ μέντοι νὴ Δί᾽, ἔφη.Πραγματικώς απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη.
Δεύτερον δὴ τοῦτο τιθῶμεν μάθημα τοῖς νέοις;Ώστε θα βάλομε δεύτερο μάθημα τη γεωμετρία για τους νέους;
Τιθῶμεν, ἔφη.Θα τη βάλομε.

Στερεομετρία και Αστρονομία.

[527d]Τί δέ; τρίτον θῶμεν ἀστρονομίαν; ἢ οὐ δοκεῖ;Τί λες τώρα; Να ορίσομε τρίτο την αστρονομία; Ή δεν το εγκρίνεις;
Ἐμοὶ γοῦν, ἔφη·Πώς όχι;
τὸ γὰρ περὶ ὥρας εὐαισθητοτέρως ἔχειν καὶ μηνῶν καὶ ἐνιαυτῶν οὐ μόνον γεωργίᾳ οὐδὲ ναυτιλίᾳ προσήκει, ἀλλὰ καὶ στρατηγίᾳ οὐχ ἧττον.Γιατί το να ᾽χει κανείς περισσότερη ευαισθησία για τις εποχές, τους μήνες και τις χρονιές, είναι ένα πλεονέκτημα χρήσιμο όχι μόνο στη γεωργία και στη ναυτιλία, αλλά και στη στρατηγική όχι λιγότερο.
Ἡδὺς εἶ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι ἔοικας δεδιότι τοὺς πολλούς, μὴ δοκῇς ἄχρηστα μαθήματα προστάττειν. τὸ δ᾽ ἔστιν οὐ πάνυ φαῦλον ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῦσαι ὅτι ἐν τούτοις τοῖς μαθήμασιν ἑκάστου ὄργανόν τι ψυχῆς ἐκκαθαίρεταί τε καὶ [527e] ἀναζωπυρεῖται ἀπολλύμενον καὶ τυφλούμενον ὑπὸ τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων, κρεῖττον ὂν σωθῆναι μυρίων ὀμμάτων· μόνῳ γὰρ αὐτῷ ἀλήθεια ὁρᾶται. οἷς μὲν οὖν ταῦτα συνδοκεῖ ἀμηχάνως ὡς εὖ δόξεις λέγειν, ὅσοι δὲ τούτου μηδαμῇ ᾐσθημένοι εἰσὶν εἰκότως ἡγήσονταί σε λέγειν οὐδέν· ἄλλην γὰρ ἀπ᾽ αὐτῶν οὐχ ὁρῶσιν ἀξίαν λόγου ὠφελίαν. σκόπει [528a] οὖν αὐτόθεν πρὸς ποτέρους διαλέγῃ· ἢ οὐδὲ πρὸς ἑτέρους, ἀλλὰ σαυτοῦ ἕνεκα τὸ μέγιστον ποιῇ τοὺς λόγους, φθονοῖς μὴν οὐδ᾽ ἂν ἄλλῳ, εἴ τίς τι δύναιτο ἀπ᾽ αὐτῶν ὄνασθαι.Είσαι μα την αλήθεια πολύ νόστιμος, γιατί φαίνεσαι πως φοβάσαι τους πολλούς, μήπως νομιστείς ότι εισάγεις άχρηστα μαθήματα. Ενώ απεναντίας το μάθημα κάθε άλλο παρά αξιοκαταφρόνητο είναι, αν και πολύ δύσκολο είναι να πιστέψει κανείς πως με την ενασχόληση σ᾽ αυτό ένα όργανο της ψυχής καθενός καθαρίζεται και [527e] σα να παίρνει καινούργια ζωή, εκεί που χάνονταν και στραβώνονταν από τις άλλες του ενασχολήσεις, αν και είναι προτιμότερο κι᾽ από χίλια μάτια, αφού μ᾽ αυτό μονάχα βλέπεται η αλήθεια. Για όσους λοιπόν έχουν την ίδια με σένα γνώμη επάνω σ᾽ αυτό το ζήτημα, θα φανείς πως αφάνταστα ωραία τα λες· όσοι όμως ούτε είδηση έχουν πάρει απ᾽ αυτό, θα πουν βέβαια πως τίποτα δε μας λες· γιατί καμιάν άλλη αξιόλογη ωφέλεια δε βλέπουν από το μάθημα. Κοίτα [528a] λοιπόν τώρα για ποιούς μιλάς, γι᾽ αυτούς ή για τους πρώτους ή για κανένα τους, αλλά για τον εαυτό σου απλώς μονάχα κάνεις αυτούς τους συλλογισμούς, χωρίς όμως και να φθονείς αν και κανείς άλλος θα μπορούσε κάπως να ωφεληθεί απ᾽ αυτούς.
Οὕτως, ἔφη, αἱροῦμαι, ἐμαυτοῦ ἕνεκα τὸ πλεῖστον λέγειν τε καὶ ἐρωτᾶν καὶ ἀποκρίνεσθαι.Αυτό προτιμώ, χάρη του εαυτού μου το περισσότερο να συζητήσω, να ρωτώ και ν᾽ αποκρίνομαι.
Ἄναγε τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰς τοὐπίσω· νυνδὴ γὰρ οὐκ ὀρθῶς τὸ ἑξῆς ἐλάβομεν τῇ γεωμετρίᾳ.Αν είναι λοιπόν έτσι, κάμε ένα βήμα προς τα πίσω· γιατί τώρα εκάμαμε λάθος να πάρομε αυτή την επιστήμη ευθύς κατόπι από τη γεωμετρία.
Πῶς λαβόντες; ἔφη.Πώς το εκάμαμε δηλαδή;
Μετὰ ἐπίπεδον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐν περιφορᾷ ὂν ἤδη στερεὸν [528b] λαβόντες, πρὶν αὐτὸ καθ᾽ αὑτὸ λαβεῖν· ὀρθῶς δὲ ἔχει ἑξῆς μετὰ δευτέραν αὔξην τρίτην λαμβάνειν. ἔστι δέ που τοῦτο περὶ τὴν τῶν κύβων αὔξην καὶ τὸ βάθους μετέχον.Ύστερα από τις επίπεδες επιφάνειες, επήραμε τα στερεά που βρίσκονται [528b] σε κίνηση, πριν να τα δούμε και τα εξετάσομε αυτά καθαυτά· ενώ το σωστό θα ήταν ύστερ᾽ απ᾽ όσα έχουν δυο διαστάσεις να κοιτάξομε όσα έχουν και τρίτη, όπως λόγου χάρη είναι ο κύβος και ό,τι άλλο έχει βάθος.
Ἔστι γάρ, ἔφη· ἀλλὰ ταῦτά γε, ὦ Σώκρατες, δοκεῖ οὔπω ηὑρῆσθαι.Αυτό είναι αλήθεια· μα μου φαίνεται, Σωκράτη, πως αυτά ακόμα δεν έχουν καλά ανακαλυφθεί.
Διττὰ γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὰ αἴτια· ὅτι τε οὐδεμία πόλις ἐντίμως αὐτὰ ἔχει, ἀσθενῶς ζητεῖται χαλεπὰ ὄντα, ἐπιστάτου τε δέονται οἱ ζητοῦντες, ἄνευ οὗ οὐκ ἂν εὕροιεν, ὃν πρῶτον μὲν γενέσθαι χαλεπόν, ἔπειτα καὶ γενομένου, ὡς νῦν ἔχει, [528c] οὐκ ἂν πείθοιντο οἱ περὶ ταῦτα ζητητικοὶ μεγαλοφρονούμενοι. εἰ δὲ πόλις ὅλη συνεπιστατοῖ ἐντίμως ἄγουσα αὐτά, οὗτοί τε ἂν πείθοιντο καὶ συνεχῶς τε ἂν καὶ ἐντόνως ζητούμενα ἐκφανῆ γένοιτο ὅπῃ ἔχει· ἐπεὶ καὶ νῦν ὑπὸ τῶν πολλῶν ἀτιμαζόμενα καὶ κολουόμενα, ὑπὸ δὲ τῶν ζητούντων λόγον οὐκ ἐχόντων καθ᾽ ὅτι χρήσιμα, ὅμως πρὸς ἅπαντα ταῦτα βίᾳ ὑπὸ χάριτος αὐξάνεται, καὶ οὐδὲν θαυμαστὸν αὐτὰ φανῆναι.Κι αυτό προέρχεται από δυο αιτίες· πρώτα πως σε καμιά πόλη δεν δίνουν εκτίμηση σ᾽ αυτές τις ανακαλύψεις, και γι᾽ αυτό πολύ αδύνατες προσπάθειες γίνονται, ενώ τόσο δύσκολες είναι· έπειτα, επειδή και όσοι καταγίνονται έχουν ανάγκη από έναν οδηγό, που χωρίς αυτόν δεν μπορούν να κάμουν· αλλ᾽ αυτός, για να βρεθεί, πρώτα είναι δύσκολο πράγμα· μα κι αν υποθέσομε πως βρίσκεται, όπως έχουν τώρα τα πράγματα, [528c] δε θα καταδέχουνταν να τον ακούσουν όσοι καταγίνονται με αυτές τις έρευνες, γιατί το ᾽χουν πολύ παρμένο επάνω τους. Αν όμως ολόκληρη η πόλη ήθελε επιστατήσει στις εργασίες αυτές, δείχνοντας έτσι την εκτίμηση που τους έχει, κι ήθελαν πεισθεί κι οι ίδιοι, με την αδιάκοπη και επίμονη έρευνά τους θα ᾽βγαινε στη μέση ποιά είναι η αλήθεια σχετικά μ᾽ αυτά όλα· αφού και τώρα μ᾽ όλη την περιφρόνηση που της έχουν αυτής της επιστήμης οι περισσότεροι και τα εμπόδια που της βάζουν, κι οι ολίγοι πάλι που καταγίνονται μ᾽ αυτή δεν μπορούν να δώσουν λόγο για τη χρησιμότητά της, μολαταύτα όμως με την αναγκαστική δύναμη του θελγήτρου της προοδεύει και κανένα θαύμα δεν θα ήταν να ᾽ρθουν στο φως αυτές οι ανακαλύψεις που λέμε.
[528d]Καὶ μὲν δή, ἔφη, τό γε ἐπίχαρι καὶ διαφερόντως ἔχει. ἀλλά μοι σαφέστερον εἰπὲ ἃ νυνδὴ ἔλεγες. τὴν μὲν γάρ που τοῦ ἐπιπέδου πραγματείαν γεωμετρίαν ἐτίθεις.Και πραγματικώς κανείς δεν μπορεί ν᾽ αρνηθεί πόσο ξεχωριστά ελκυστική επιστήμη είναι. Εξήγησέ μου όμως πιο καθαρά αυτά που έλεγες: όριζες γεωμετρία τη μάθηση που πραγματεύεται για τα επίπεδα.
Ναί, ἦν δ᾽ ἐγώ.Ναι.
Εἶτά γ᾽, ἔφη, τὸ μὲν πρῶτον ἀστρονομίαν μετὰ ταύτην, ὕστερον δ᾽ ἀνεχώρησας.Κατόπι της, στην αρχή έβαζες την αστρονομία, ύστερα όμως άλλαξες σειρά και γύρισες πίσω.
Σπεύδων γάρ, ἔφην, ταχὺ πάντα διεξελθεῖν μᾶλλον βραδύνω· ἑξῆς γὰρ οὖσαν τὴν βάθους αὔξης μέθοδον, ὅτι τῇ ζητήσει γελοίως ἔχει, ὑπερβὰς αὐτὴν μετὰ γεωμετρίαν [528e] ἀστρονομίαν ἔλεγον, φορὰν οὖσαν βάθους.Γιατί από τη βία μου να τα περάσω όλα γρήγορα, χρονοτριβώ απεναντίας περισσότερο· έπρεπε ύστερα από τη γεωμετρία να κάμω λόγο για τη μάθηση που καταγίνεται με τα σώματα που έχουν τη διάσταση του βάθους, επειδή όμως ως τώρα έχω καταλήξει σε γελοία αποτελέσματα, την προσπέρασα [528e] κι έβαλα στη σειρά της την αστρονομία, ενώ αυτή αντικείμενό της έχει τα στερεά που κινούνται.
Ὀρθῶς, ἔφη, λέγεις.Πολύ σωστά.
Τέταρτον τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τιθῶμεν μάθημα ἀστρονομίαν, ὡς ὑπαρχούσης τῆς νῦν παραλειπομένης, ἐὰν αὐτὴν πόλις μετίῃ.Ώστε τέταρτο μάθημα πρέπει να βάλομε την αστρονομία, σα να υπήρχε η στερεομετρία που παραλείπομε τώρα, αν αποφασίσει η πολιτεία ν᾽ ασχοληθεί μ᾽ αυτή.
Εἰκός, ἦ δ᾽ ὅς. καὶ ὅ γε νυνδή μοι, ὦ Σώκρατες, ἐπέπληξας περὶ ἀστρονομίας ὡς φορτικῶς ἐπαινοῦντι, νῦν ᾗ σὺ μετέρχῃ [529a] ἐπαινῶ· παντὶ γάρ μοι δοκεῖ δῆλον ὅτι αὕτη γε ἀναγκάζει ψυχὴν εἰς τὸ ἄνω ὁρᾶν καὶ ἀπὸ τῶν ἐνθένδε ἐκεῖσε ἄγει.Πολύ φυσικά. Και επειδή προλίγου μ᾽ εξέπληξες, Σωκράτη, που επαίνεσα τόσο αδέξια την αστρονομία, [529a] την επαινώ τώρα σύμφωνα με τη δική σου την αντίληψη· γιατί είναι ολοφάνερο, θαρρώ, στον καθένα πως αυτή αναγκάζει την ψυχή να βλέπει προς τα επάνω και οδηγεί από τα εδώ προς τα εκεί.
Ἴσως, ἦν δ᾽ ἐγώ, παντὶ δῆλον πλὴν ἐμοί· ἐμοὶ γὰρ οὐ δοκεῖ οὕτως.Ίσως να είναι στον καθένα ολοφάνερο, όπως το λες, όχι όμως και σε μένα· γιατί άλλη είναι η δική μου η ιδέα.
Ἀλλὰ πῶς; ἔφη.Μα ποιά λοιπόν;
Ὡς μὲν νῦν αὐτὴν μεταχειρίζονται οἱ εἰς φιλοσοφίαν ἀνάγοντες, πάνυ ποιεῖν κάτω βλέπειν.Όπως τη μεταχειρίζονται τώρα όσοι τη συσχετίζουν με τη φιλοσοφία, την κάνουν απεναντίας να βλέπει πολύ προς τα κάτω.
Πῶς, ἔφη, λέγεις;Τί θέλεις να πεις;
Οὐκ ἀγεννῶς μοι δοκεῖς, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὴν περὶ τὰ ἄνω μάθησιν λαμβάνειν παρὰ σαυτῷ ἥ ἐστι· κινδυνεύεις γὰρ [529b] καὶ εἴ τις ἐν ὀροφῇ ποικίλματα θεώμενος ἀνακύπτων καταμανθάνοι τι, ἡγεῖσθαι ἂν αὐτὸν νοήσει ἀλλ᾽ οὐκ ὄμμασι θεωρεῖν. ἴσως οὖν καλῶς ἡγῇ, ἐγὼ δ᾽ εὐηθικῶς. ἐγὼ γὰρ αὖ οὐ δύναμαι ἄλλο τι νομίσαι ἄνω ποιοῦν ψυχὴν βλέπειν μάθημα ἢ ἐκεῖνο ὃ ἂν περὶ τὸ ὄν τε ᾖ καὶ τὸ ἀόρατον, ἐάν τέ τις ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκὼς τῶν αἰσθητῶν τι ἐπιχειρῇ μανθάνειν, οὔτε μαθεῖν ἄν ποτέ φημι αὐτόν [529c] —ἐπιστήμην γὰρ οὐδὲν ἔχειν τῶν τοιούτων— οὔτε ἄνω ἀλλὰ κάτω αὐτοῦ βλέπειν τὴν ψυχήν, κἂν ἐξ ὑπτίας νέων ἐν γῇ ἢ ἐν θαλάττῃ μανθάνῃ.Μου φαίνεται πως όχι και πολύ ταπεινά το παίρνεις μέσα σου το τί είναι αυτή η προς τα επάνω μάθηση· γιατί καταντά το ίδιο [529b] κι αν ένας σηκώσει το κεφάλι του και κοιτάζει τα κοσμήματα της οροφής, να νομίσεις πως τα εξετάζει με τη νόηση κι όχι με τα μάτια. Ίσως τώρα να έχεις εσύ δίκιο κι εγώ να γελιούμαι σαν κουτός. Γιατί εγώ πάλι δεν μπορώ να εννοήσω άλλο μάθημα που να κάνει την ψυχή να βλέπει προς τα επάνω, παρά εκείνο που αντικείμενό του έχει το ον και το αόρατο· αν όμως κανένας τώρα χάσκει κοιτάζοντας μ᾽ ανοιχτό στόμα προς τα πάνω ή με μισόκλειστα τα μάτια προσπαθεί να παρατηρεί κανένα από τα αισθητά, ποτέ εγώ δε θα πω πως θα μάθει αυτός τίποτα [529c] —γιατί κανένα από τα αισθητά δεν είναι αντικείμενο της επιστήμης—, ούτε πως η ψυχή του βλέπει προς τα πάνω αλλά προς τα κάτω, κι αν ακόμα κολυμπά ανάσκελα είτε στη θάλασσα είτε στη στεριά.
Δίκην, ἔφη, ἔχω· ὀρθῶς γάρ μοι ἐπέπληξας. ἀλλὰ πῶς δὴ ἔλεγες δεῖν ἀστρονομίαν μανθάνειν παρὰ ἃ νῦν μανθάνουσιν, εἰ μέλλοιεν ὠφελίμως πρὸς ἃ λέγομεν μαθήσεσθαι;Δίκαιη είναι η τιμωρία μου και με το δίκιο σου κι εσύ με επέπληξες. Αλλά πώς λες πως πρέπει να μαθαίνουν την αστρονομία διαφορετικά απ᾽ ό,τι τη μαθαίνουν σήμερα, για να είναι η μάθησή της χρήσιμη για το σκοπό που λέμε;
Ὧδε, ἦν δ᾽ ἐγώ. ταῦτα μὲν τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ποικίλματα, ἐπείπερ ἐν ὁρατῷ πεποίκιλται, κάλλιστα μὲν ἡγεῖσθαι καὶ [529d] ἀκριβέστατα τῶν τοιούτων ἔχειν, τῶν δὲ ἀληθινῶν πολὺ ἐνδεῖν, ἃς τὸ ὂν τάχος καὶ ἡ οὖσα βραδυτὴς ἐν τῷ ἀληθινῷ ἀριθμῷ καὶ πᾶσι τοῖς ἀληθέσι σχήμασι φοράς τε πρὸς ἄλληλα φέρεται καὶ τὰ ἐνόντα φέρει, ἃ δὴ λόγῳ μὲν καὶ διανοίᾳ ληπτά, ὄψει δ᾽ οὔ· ἢ σὺ οἴει;Με τον ακόλουθο τρόπο: αυτά βέβαια τα στολίσματα, που βλέπονται με την όραση στον ουρανό επάνω, πρέπει βέβαια να τα θαυμάζομε και να τα θεωρούμε ως τα εμορφότερα και [529d] κανονικότερα ανάμεσα σ᾽ όλα τα ορατά, πολύ όμως τους λείπει για να φτάσουν τα αληθινά, τις περιφορές δηλαδή που παράγει η καθαυτό ταχύτητα και η καθαυτό βραδύτητα ρυθμισμένες επάνω στον αληθινό αριθμό και σ᾽ όλα τα αληθινά κατά τη σχέση που έχουν αναμεταξύ τους και μ᾽ όλα τ᾽ άλλα που κινούνται από την επίδρασή τους· πράγματα που μόνο με το λογισμό και τη διάνοια μπορεί κανείς να αντιληφθεί, όχι όμως με την όραση· ή παραδέχεσαι εσύ το εναντίο;
Οὐδαμῶς γε, ἔφη.Καθόλου.
Οὐκοῦν, εἶπον, τῇ περὶ τὸν οὐρανὸν ποικιλίᾳ παραδείγμασι χρηστέον τῆς πρὸς ἐκεῖνα μαθήσεως ἕνεκα, ὁμοίως ὥσπερ ἂν [529e] εἴ τις ἐντύχοι ὑπὸ Δαιδάλου ἤ τινος ἄλλου δημιουργοῦ ἢ γραφέως διαφερόντως γεγραμμένοις καὶ ἐκπεπονημένοις διαγράμμασιν. ἡγήσαιτο γὰρ ἄν πού τις ἔμπειρος γεωμετρίας, ἰδὼν τὰ τοιαῦτα, κάλλιστα μὲν ἔχειν ἀπεργασίᾳ, γελοῖον μὴν ἐπισκοπεῖν αὐτὰ σπουδῇ ὡς τὴν ἀλήθειαν ἐν αὐτοῖς ληψόμενον [530a] ἴσων ἢ διπλασίων ἢ ἄλλης τινὸς συμμετρίας.Πρέπει λοιπόν όλον αυτό το στολισμό του ουρανού να τον χρησιμοποιούμε ως εικόνα και παράδειγμα για την κατανόηση των αοράτων εκείνων, απαράλλαχτα όπως [529e] αν τύχαινε να πέσουν στα χέρια κανενός εικόνες σχεδιασμένες και δουλεμένες με περίσσια τέχνη από το Δαίδαλο ή κανέναν άλλο γλύπτη ή ζωγράφο. Γιατί ένας που νιώθει από γεωμετρία, αν τα ᾽βλεπε αυτά, βέβαια θα εθαύμαζε την καλλιτεχνική τους εκτέλεση, θα νόμιζε όμως γελοίο να τα εξετάζει και να τα μελετά στα σοβαρά, για να βγάλει από κει τη γνώση [530a] για τα ίσα και τα διπλάσια ή για όποιαν άλλη συμμετρία.
Τί δ᾽ οὐ μέλλει γελοῖον εἶναι; ἔφη.Πώς να μην είναι πραγματικώς γελοίο;
Τῷ ὄντι δὴ ἀστρονομικόν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὄντα οὐκ οἴει ταὐτὸν πείσεσθαι εἰς τὰς τῶν ἄστρων φορὰς ἀποβλέποντα; νομιεῖν μὲν ὡς οἷόν τε κάλλιστα τὰ τοιαῦτα ἔργα συστήσασθαι, οὕτω συνεστάναι τῷ τοῦ οὐρανοῦ δημιουργῷ αὐτόν τε καὶ τὰ ἐν αὐτῷ· τὴν δὲ νυκτὸς πρὸς ἡμέραν συμμετρίαν καὶ τούτων πρὸς μῆνα καὶ μηνὸς πρὸς ἐνιαυτὸν καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων [530b] πρός τε ταῦτα καὶ πρὸς ἄλληλα, οὐκ ἄτοπον, οἴει, ἡγήσεται τὸν νομίζοντα γίγνεσθαί τε ταῦτα ἀεὶ ὡσαύτως καὶ οὐδαμῇ οὐδὲν παραλλάττειν, σῶμά τε ἔχοντα καὶ ὁρώμενα, καὶ ζητεῖν παντὶ τρόπῳ τὴν ἀλήθειαν αὐτῶν λαβεῖν;Το ίδιο λοιπόν δεν φαντάζεσαι πως θα παθαίνει κι ένας αληθινός αστρονόμος που στρέφει τα μάτια του στις περιφορές των άστρων; Θα παραδεχτεί βέβαια πως ο ουρανός και όσα υπάρχουν μέσα του έχουν κατασκευασθεί και ταχτοποιηθεί από το δημιουργό τους με τον εμορφότερο τρόπο που μπορεί να γίνει με τα τέτοια δημιουργήματα· αλλά δεν νομίζεις πως θα το θεωρήσει άτοπο να παραδεχτεί κανείς ότι η συμμετρία της ημέρας με τη νύχτα, του ημερόνυχτου με το μήνα, και του μηνός με το χρόνο, και των άλλων άστρων [530b] με αυτά και μεταξύ τους, μένει πάντα η ίδια και πως τίποτ᾽ απ᾽ αυτά δεν παίρνει ποτέ καμιά παραλλαγή, ενώ είναι σώματα υλικά και ορατά, και να ζητεί με κάθε τρόπο να βρει την αλήθεια σ᾽ όλα αυτά;
Ἐμοὶ γοῦν δοκεῖ, ἔφη, σοῦ νῦν ἀκούοντι.Τώρα που σε ακούω, παραδέχομαι πως όπως τα λες είναι.
Προβλήμασιν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, χρώμενοι ὥσπερ γεωμετρίαν οὕτω καὶ ἀστρονομίαν μέτιμεν, τὰ δ᾽ ἐν τῷ οὐρανῷ ἐάσομεν, εἰ μέλλομεν ὄντως ἀστρονομίας μεταλαμβάνοντες χρήσιμον [530c] τὸ φύσει φρόνιμον ἐν τῇ ψυχῇ ἐξ ἀχρήστου ποιήσειν.Για να βάζομε λοιπόν προβλήματα θα σπουδάζομε και την αστρονομία, το ίδιο όπως είπαμε και για τη γεωμετρία· και θ᾽ αφήσομε κατά μέρος όσα φαίνονται στον ουρανό, αν σκοπός μας είναι πραγματικώς με τη μάθηση της αστρονομίας [530c] τη φυσική γνωστική δύναμη της ψυχής μας να την κάμομε χρήσιμη από άχρηστη που ήταν.
Ἦ πολλαπλάσιον, ἔφη, τὸ ἔργον ἢ ὡς νῦν ἀστρονομεῖται προστάττεις.Πόσο πολύ περισσότερη εργασία επιβάλλεις στην αστρονομία από αυτήν που έχει τώρα.
Οἶμαι δέ γε, εἶπον, καὶ τἆλλα κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον προστάξειν ἡμᾶς, ἐάν τι ἡμῶν ὡς νομοθετῶν ὄφελος ᾖ. ἀλλὰ γάρ τι ἔχεις ὑπομνῆσαι τῶν προσηκόντων μαθημάτων;Νομίζω πως το ίδιο είμαστε υποχρεωμένοι να κάμομε και για τις άλλες μαθήσεις, αν έχομε καμιάν αξία σα νομοθέτες. Αλλά μήπως έχεις να μου θυμίσεις κανένα άλλο από τα μαθήματα που μας ταιριάζουν;
Οὐκ ἔχω, ἔφη, νῦν γ᾽ οὑτωσί.Έτσι, όσο για τώρα, δεν έχω.

Η Αρμονική.

Οὐ μὴν ἕν, ἀλλὰ πλείω, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἴδη παρέχεται ἡ φορά, [530d] ὡς ἐγᾦμαι. τὰ μὲν οὖν πάντα ἴσως ὅστις σοφὸς ἕξει εἰπεῖν· ἃ δὲ καὶ ἡμῖν προφανῆ, δύο.Και όμως η φορά μάς παρουσιάζει όχι ένα αλλά περισσότερα είδη, [530d] καθώς εγώ νομίζω. Ένας σοφός θα μπορούσε ίσως να μας τα πει όλα, μα εκείνα που είναι ολοφάνερα και σε μας είναι δυο.
Ποῖα δή;Ποιά λοιπόν;
Πρὸς τούτῳ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀντίστροφον αὐτοῦ.Εκτός από την αστρονομία που είπαμε, και το αντίστροφό της.
Τὸ ποῖον;Το ποιό;
Κινδυνεύει, ἔφην, ὡς πρὸς ἀστρονομίαν ὄμματα πέπηγεν, ὣς πρὸς ἐναρμόνιον φορὰν ὦτα παγῆναι, καὶ αὗται ἀλλήλων ἀδελφαί τινες αἱ ἐπιστῆμαι εἶναι, ὡς οἵ τε Πυθαγόρειοί φασι καὶ ἡμεῖς, ὦ Γλαύκων, συγχωροῦμεν. ἢ πῶς ποιοῦμεν;Φαίνεται ότι, καθώς έχουν κατασκευαστεί τα μάτια για την αστρονομία, έτσι και τ᾽ αυτιά για την εναρμόνια φορά και πως είναι αδερφές μεταξύ τους αυτές οι δυο επιστήμες, καθώς το λένε οι Πυθαγόρειοι και μεις, Γλαύκων, συμφωνούμε μαζί τους· δεν είν᾽ έτσι;
Οὕτως, ἔφη.Έτσι βέβαια.
[530e]Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐπειδὴ πολὺ τὸ ἔργον, ἐκείνων πευσόμεθα πῶς λέγουσι περὶ αὐτῶν καὶ εἴ τι ἄλλο πρὸς τούτοις· ἡμεῖς δὲ παρὰ πάντα ταῦτα φυλάξομεν τὸ ἡμέτερον.Επειδή όμως είναι πολύ κοπιαστική δουλειά, θα ρωτήσομε εκείνους να μάθομε τί λένε γι᾽ αυτά και ό,τι άλλο ακόμα· εμείς, εννοείται, θα φυλάξομε πλάι σ᾽ όσα μας μάθουν και τη δική μας την αρχή.
Ποῖον;Ποιάν;
Μή ποτ᾽ αὐτῶν τι ἀτελὲς ἐπιχειρῶσιν ἡμῖν μανθάνειν οὓς θρέψομεν, καὶ οὐκ ἐξῆκον ἐκεῖσε ἀεί, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν, οἷον ἄρτι περὶ τῆς ἀστρονομίας ἐλέγομεν. ἢ οὐκ οἶσθ᾽ ὅτι [531a] καὶ περὶ ἁρμονίας ἕτερον τοιοῦτον ποιοῦσι; τὰς γὰρ ἀκουομένας αὖ συμφωνίας καὶ φθόγγους ἀλλήλοις ἀναμετροῦντες ἀνήνυτα, ὥσπερ οἱ ἀστρονόμοι, πονοῦσιν.Να μην επιχειρούν ποτέ οι τρόφιμοί μας να μαθαίνουν τίποτ᾽ απ᾽ αυτά χωρίς να το φέρνουν ως το τέλος και να φτάνει ως εκεί όπου πρέπει να φτάνουν όλα, όπως λέγαμε προλίγου για την αστρονομία. Ή δεν ξέρεις πως [531a] κάτι παρόμοιο κάνουν και με την αρμονία; Καταγίνονται να μετρούν τις συμφωνίες και τους τόνους μεταξύ τους όπως ακούονται με τ᾽ αυτιά, κι έτσι χάνουν άδικα κι αυτοί τους κόπους των σαν τους αστρονόμους.
Νὴ τοὺς θεούς, ἔφη, καὶ γελοίως γε, πυκνώματ᾽ ἄττα ὀνομάζοντες καὶ παραβάλλοντες τὰ ὦτα, οἷον ἐκ γειτόνων φωνὴν θηρευόμενοι, οἱ μέν φασιν ἔτι κατακούειν ἐν μέσῳ τινὰ ἠχὴν καὶ σμικρότατον εἶναι τοῦτο διάστημα, ᾧ μετρητέον, οἱ δὲ ἀμφισβητοῦντες ὡς ὅμοιον ἤδη φθεγγομένων, ἀμφότεροι [531b] ὦτα τοῦ νοῦ προστησάμενοι.Και, μά τους θεούς, τίποτ᾽ αστειότερο απ᾽ αυτό που κάνουν οι μουσικοί μας: όλο και σου μιλούν για κάτι πυκνώματα και σου τεντώνουν τ᾽ αυτιά πλάι στα όργανα, σα να πρόκειται ν᾽ αρπάξουν καμιά φωνή από τη γειτονιά, κι ο ένας σου λέει πως ακούει ακόμα κι έναν διάμεσο τόνο και πως αυτό είναι το μικρότερο διάστημα, που πρέπει και να χρησιμεύσει για μέτρο, ενώ ο άλλος υποστηρίζει απεναντίας πως κι οι δυο τόνοι είναι ολότελα όμοιοι, κι έτσι όλοι τους [531b] δίνουν την προτίμησή τους στ᾽ αυτιά αντί στο νου.
Σὺ μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοὺς χρηστοὺς λέγεις τοὺς ταῖς χορδαῖς πράγματα παρέχοντας καὶ βασανίζοντας, ἐπὶ τῶν κολλόπων στρεβλοῦντας· ἵνα δὲ μὴ μακροτέρα ἡ εἰκὼν γίγνηται πλήκτρῳ τε πληγῶν γιγνομένων καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως καὶ ἀλαζονείας χορδῶν, παύομαι τῆς εἰκόνος καὶ οὔ φημι τούτους λέγειν, ἀλλ᾽ ἐκείνους οὓς ἔφαμεν νυνδὴ περὶ ἁρμονίας ἐρήσεσθαι. ταὐτὸν γὰρ ποιοῦσι τοῖς ἐν τῇ [531c] ἀστρονομίᾳ· τοὺς γὰρ ἐν ταύταις ταῖς συμφωνίαις ταῖς ἀκουομέναις ἀριθμοὺς ζητοῦσιν, ἀλλ᾽ οὐκ εἰς προβλήματα ἀνίασιν, ἐπισκοπεῖν τίνες σύμφωνοι ἀριθμοὶ καὶ τίνες οὔ, καὶ διὰ τί ἑκάτεροι.Εσύ μιλάς βέβαια για κείνους τους αγαθούς μουσικούς που δεν αφήνουν ήσυχες τις χορδές και τις βασανίζουν και τις στρεβλώνουν επάνω στα κλειδιά· και για να μη μακρύνει ο λόγος με την εικόνα και να μιλάμε για τα χτυπήματα που κατεβάζουν με το πλήκτρο, για τις κατηγορίες που κάνουν στις χορδές, πως τάχα πεισμώνουν και αρνούνται να δώσουν τον τόνο που αυτοί ζητούν, σταματώ ως εδώ την εικόνα και σου λέγω πως δεν εννοώ αυτούς τους μουσικούς, μα εκείνους που λέγαμε προλίγου πως θα τους ρωτήσομε για την αρμονία. Γιατί αυτοί είναι που κάνουν το ίδιο [531c] με τους αστρονόμους· ζητούνε δηλαδή αριθμούς μες στις συμφωνίες που ακούονται με τ᾽ αυτιά και δεν ανεβαίνουν σε προβλήματα για να εξετάσουν και να δουν ποιοί αριθμοί είναι αρμονικοί και ποιοί όχι και για ποιό λόγο.
Δαιμόνιον γάρ, ἔφη, πρᾶγμα λέγεις.Θαυμάσιο θα ᾽ταν αυτό που λες.
Χρήσιμον μὲν οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρὸς τὴν τοῦ καλοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ ζήτησιν, ἄλλως δὲ μεταδιωκόμενον ἄχρηστον.Χρήσιμο οπωσδήποτε για τη συζήτηση του καλού και του αγαθού, ενώ αν γίνουνταν για κάθε άλλο σκοπό, άχρηστο.
Εἰκός γ᾽, ἔφη.Φυσικά.

Η Διαλεκτική.

Οἶμαι δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἡ τούτων πάντων ὧν [531d] διεληλύθαμεν μέθοδος ἐὰν μὲν ἐπὶ τὴν ἀλλήλων κοινωνίαν ἀφίκηται καὶ συγγένειαν, καὶ συλλογισθῇ ταῦτα ᾗ ἐστὶν ἀλλήλοις οἰκεῖα, φέρειν τι αὐτῶν εἰς ἃ βουλόμεθα τὴν πραγματείαν καὶ οὐκ ἀνόνητα πονεῖσθαι, εἰ δὲ μή, ἀνόνητα.Η ιδέα μου τουλάχιστο είναι πως, αν η σπουδή όλων αυτών των επιστημών [531d] που αναφέραμε φτάσει να γνωρίσει τη συγγένεια και τη στενή σχέση και επίδραση που έχουν μεταξύ τους και τις αντιληφθεί απ᾽ αυτή την άποψη της οικειότητας, τότε η απασχόληση αυτή θα έφερνε κάποια χρησιμότητα για το σκοπό που ζητούμε και δε θα πήγαιναν οι κόποι μας χαμένοι.
Καὶ ἐγώ, ἔφη, οὕτω μαντεύομαι. ἀλλὰ πάμπολυ ἔργον λέγεις, ὦ Σώκρατες.Και εγώ το φαντάζομαι έτσι. Μα είναι πάρα πολύ μεγάλη η δουλειά που λες, Σωκράτη.
Τοῦ προοιμίου, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἢ τίνος λέγεις; ἢ οὐκ ἴσμεν ὅτι πάντα ταῦτα προοίμιά ἐστιν αὐτοῦ τοῦ νόμου ὃν δεῖ μαθεῖν; οὐ γάρ που δοκοῦσί γέ σοι οἱ ταῦτα δεινοὶ διαλεκτικοὶ [531e] εἶναι.Η δουλειά του προοιμίου ή τίνος άλλου λες; Ή δεν ξέρομε πως όλ᾽ αυτά είναι προοίμια απλώς της μελωδίας που πρέπει να μάθομε; Γιατί δεν έχεις βέβαια την ιδέα πως όσοι καταγίνονται και κατέχουν αυτά που αναφέραμε είναι [531e] και διαλεκτικοί.
Οὐ μὰ τὸν Δί᾽, ἔφη, εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα.Όχι βέβαια· εκτός πάρα πολύ λίγοι απ᾽ όσους έτυχε να συναντήσω.
Ἀλλὰ δή, εἶπον, μὴ δυνατοὶ οἵτινες δοῦναί τε καὶ ἀποδέξασθαι λόγον εἴσεσθαί ποτέ τι ὧν φαμεν δεῖν εἰδέναι;Αλλά μήπως είναι σε θέση να μάθουν τίποτ᾽ απ᾽ όσα λέμε πως πρέπει να ξέρει κανείς άνθρωποι που δεν είναι ικανοί να δώσουν και να πάρουν λόγο για το καθετί;
Οὐδ᾽ αὖ, ἔφη, τοῦτό γε.Ούτ᾽ αυτό δεν το πιστεύω.
[532a]Οὐκοῦν, εἶπον, ὦ Γλαύκων, οὗτος ἤδη αὐτός ἐστιν ὁ νόμος ὃν τὸ διαλέγεσθαι περαίνει; ὃν καὶ ὄντα νοητὸν μιμοῖτ᾽ ἂν ἡ τῆς ὄψεως δύναμις, ἣν ἐλέγομεν πρὸς αὐτὰ ἤδη τὰ ζῷα ἐπιχειρεῖν ἀποβλέπειν καὶ πρὸς αὐτὰ ‹τὰ› ἄστρα τε καὶ τελευταῖον δὴ πρὸς αὐτὸν τὸν ἥλιον. οὕτω καὶ ὅταν τις τῷ διαλέγεσθαι ἐπιχειρῇ ἄνευ πασῶν τῶν αἰσθήσεων διὰ τοῦ λόγου ἐπ᾽ αὐτὸ ὃ ἔστιν ἕκαστον ὁρμᾶν, καὶ μὴ ἀποστῇ πρὶν [532b] ἂν αὐτὸ ὃ ἔστιν ἀγαθὸν αὐτῇ νοήσει λάβῃ, ἐπ᾽ αὐτῷ γίγνεται τῷ τοῦ νοητοῦ τέλει, ὥσπερ ἐκεῖνος τότε ἐπὶ τῷ τοῦ ὁρατοῦ.Και δεν είναι, Γλαύκων, αυτή ίσα ίσα η μελωδία η δουλειά που βγάζει πέρα η διαλεκτική; Και που ενώ είναι νοητή, θα μπορούσε να παραβληθεί με τη δύναμη της όρασης που, καθώς λέγαμε, επιχειρούσε να στραφεί πια να δει και τα ίδια τα ζώα και τα ίδια τα άστρα και τελευταία και τον ίδιο τον ήλιο. Έτσι και όταν κανείς επιχειρεί με τη διαλεκτική, χωρίς να χρησιμοποιεί καμιάν αίσθηση, μονάχα με το λόγο ορμά να γνωρίσει την ουσία του καθαυτού όντος, κι αν δεν κόψει το δρόμο του και παραιτηθεί προτού [532b] συλλάβει με τη νόηση εκείνο που είναι το καθαυτό αγαθό, φτάνει τέλος στο ίδιο το τέρμα του νοητού, καθώς εκείνος ο άλλος τότε του ορατού.
Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.Χωρίς αμφιβολία.
Τί οὖν; οὐ διαλεκτικὴν ταύτην τὴν πορείαν καλεῖς;Τί λοιπόν; δεν ονομάζεις διαλεκτική αυτή την πορεία;
Τί μήν;Πώς όχι;
Ἡ δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, λύσις τε ἀπὸ τῶν δεσμῶν καὶ μεταστροφὴ ἀπὸ τῶν σκιῶν ἐπὶ τὰ εἴδωλα καὶ τὸ φῶς καὶ ἐκ τοῦ καταγείου εἰς τὸν ἥλιον ἐπάνοδος, καὶ ἐκεῖ πρὸς μὲν τὰ ζῷά τε καὶ φυτὰ καὶ τὸ τοῦ ἡλίου φῶς ἔτι ἀδυναμία [532c] βλέπειν, πρὸς δὲ τὰ ἐν ὕδασι φαντάσματα θεῖα καὶ σκιὰς τῶν ὄντων, ἀλλ᾽ οὐκ εἰδώλων σκιὰς δι᾽ ἑτέρου τοιούτου φωτὸς ὡς πρὸς ἥλιον κρίνειν ἀποσκιαζομένας — πᾶσα αὕτη ἡ πραγματεία τῶν τεχνῶν ἃς διήλθομεν ταύτην ἔχει τὴν δύναμιν καὶ ἐπαναγωγὴν τοῦ βελτίστου ἐν ψυχῇ πρὸς τὴν τοῦ ἀρίστου ἐν τοῖς οὖσι θέαν, ὥσπερ τότε τοῦ σαφεστάτου ἐν σώματι πρὸς τὴν τοῦ φανοτάτου ἐν τῷ σωματοειδεῖ τε καὶ [532d] ὁρατῷ τόπῳ.Ό,τι λοιπόν σημασία είχε η απελευθέρωση, που λέγαμε, από τα δεσμά και το στρέψιμο από τις σκιές στα τεχνητά είδωλα και στη λάμψη της φωτιάς και το γύρισμα από την υπόγεια κατοικία στο ύπαιθρο, και η αδυναμία εκεί των ματιών να βλέπουν ακόμα τα ίδια τα ζώα και τα φυτά και το φως του ήλιου, [532c] αλλά στην αρχή τα θεϊκά φαντάσματα απάνω στα νερά και τις σκιές των ίδιων των αντικειμένων και όχι πια τις σκιές των τεχνητών ειδώλων που τις εσχημάτιζε εκεί κάτω στο σπήλαιο άλλο ένα παρόμοιο φως, σκιερό αν ήθελε κανείς το συγκρίνει με τον ήλιο — την ίδια σημασία και δύναμη έχει ολόκληρη η σπουδή των επιστημών που αναφέραμε: να επαναφέρει δηλαδή το ευγενέστερο μέρος της ψυχής προς τη θέα του αρίστου ανάμεσα στα όντα, όπως τότε το πιο ευαίσθητο στο φως όργανο του σώματος προς το φωτεινότατο που υπάρχει μες στον υλικό και [532d] ορατό κόσμο.
Ἐγὼ μέν, ἔφη, ἀποδέχομαι οὕτω. καίτοι παντάπασί γέ μοι δοκεῖ χαλεπὰ μὲν ἀποδέχεσθαι εἶναι, ἄλλον δ᾽ αὖ τρόπον χαλεπὰ μὴ ἀποδέχεσθαι.Εγώ βέβαια συμφωνώ μαζί σου όπως τα λες. Και μολαταύτα μου φαίνεται πολύ δύσκολο να τα παραδεχτώ έτσι ολότελα, αλλ᾽ απ᾽ την άλλη πάλι μεριά το ίδιο δύσκολο είναι και να μην τα παραδεχτώ.
ὅμως δέ —οὐ γὰρ ἐν τῷ νῦν παρόντι μόνον ἀκουστέα, ἀλλὰ καὶ αὖθις πολλάκις ἐπανιτέον — ταῦτα θέντες ἔχειν ὡς νῦν λέγεται, ἐπ᾽ αὐτὸν δὴ τὸν νόμον ἴωμεν, καὶ διέλθωμεν οὕτως ὥσπερ τὸ προοίμιον διήλθομεν. λέγε οὖν τίς ὁ τρόπος τῆς τοῦ διαλέγεσθαι δυνάμεως, καὶ [532e] κατὰ ποῖα δὴ εἴδη διέστηκεν, καὶ τίνες αὖ ὁδοί· αὗται γὰρ ἂν ἤδη, ὡς ἔοικεν, αἱ πρὸς αὐτὸ ἄγουσαι εἶεν, οἷ ἀφικομένῳ ὥσπερ ὁδοῦ ἀνάπαυλα ἂν εἴη καὶ τέλος τῆς πορείας.Μα επειδή δεν πρέπει να ᾽ναι αυτή η μόνη φορά που θα τα συζητήσομε, αλλά ξανά και πολλές φορές ανάγκη να ξαναγυρίσομε, ας βάλομε πως είναι έτσι όπως τα είπαμε τώρα, κι ας προχωρήσομε στην ίδια τη μελωδία και ας την εξετάσομε· έτσι εξετάσαμε και το προοίμιο. Λέγε μας λοιπόν τί λογής είναι η δύναμη της διαλεκτικής, [532e] πόσα είναι τα είδη που χωρίζεται και ποιοί είναι οι δρόμοι της· γιατί αυτοί, καθώς φαίνεται, θα οδηγούν εκεί όπου όταν φτάσει κανείς θα βρει την ανάπαυσή του από το δρόμο και το τέλος της πορείας.
[533a]Οὐκέτ᾽, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε Γλαύκων, οἷός τ᾽ ἔσῃ ἀκολουθεῖν —ἐπεὶ τό γ᾽ ἐμὸν οὐδὲν ἂν προθυμίας ἀπολίποι— οὐδ᾽ εἰκόνα ἂν ἔτι οὗ λέγομεν ἴδοις, ἀλλ᾽ αὐτὸ τὸ ἀληθές, ὅ γε δή μοι φαίνεται — εἰ δ᾽ ὄντως ἢ μή, οὐκέτ᾽ ἄξιον τοῦτο διισχυρίζεσθαι· ἀλλ᾽ ὅτι μὲν δὴ τοιοῦτόν τι ἰδεῖν, ἰσχυριστέον. ἦ γάρ;Δε θα είσαι πια σε θέση, φίλε μου Γλαύκων, να με ακολουθήσεις· γιατί όσο για μένα δε θα μου έλειπε καθόλου η προθυμία· κι ούτε θα ᾽βλεπες πια εικόνα απλώς αυτού που λέγαμε, αλλά την ίδια την αλήθεια, καθώς τουλάχιστο μου φανερώνεται εμένα. Αν είναι πραγματικό αυτό το φανέρωμα ή όχι δεν αξίζει να κάθεται κανείς τώρα να αναιρεί τους αντίθετους ισχυρισμούς· αλλά εκείνο που πρέπει να ισχυριστούμε είναι πως υπάρχει ένα τέτοιο πράγμα. Δεν είναι έτσι;
Τί μήν;Πώς όχι;
Οὐκοῦν καὶ ὅτι ἡ τοῦ διαλέγεσθαι δύναμις μόνη ἂν φήνειεν ἐμπείρῳ ὄντι ὧν νυνδὴ διήλθομεν, ἄλλῃ δὲ οὐδαμῇ δυνατόν;Και ακόμα πως μονάχα η διαλεκτική μπορεί να το φανερώσει στο πνεύμα, που έχει τέλεια προετοιμαστεί με τις επιστήμες που αναφέραμε, και πως με κανένα άλλο τρόπο δεν είναι δυνατό.
Καὶ τοῦτ᾽, ἔφη, ἄξιον διισχυρίζεσθαι.Κι αυτό αξίζει να το ισχυριστούμε.
[533b]Τόδε γοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐδεὶς ἡμῖν ἀμφισβητήσει λέγουσιν, ὡς αὐτοῦ γε ἑκάστου πέρι ὃ ἔστιν ἕκαστον ἄλλη τις ἐπιχειρεῖ μέθοδος ὁδῷ περὶ παντὸς λαμβάνειν. ἀλλ᾽ αἱ μὲν ἄλλαι πᾶσαι τέχναι ἢ πρὸς δόξας ἀνθρώπων καὶ ἐπιθυμίας εἰσὶν ἢ πρὸς γενέσεις τε καὶ συνθέσεις, ἢ πρὸς θεραπείαν τῶν φυομένων τε καὶ συντιθεμένων ἅπασαι τετράφαται· αἱ δὲ λοιπαί, ἃς τοῦ ὄντος τι ἔφαμεν ἐπιλαμβάνεσθαι, γεωμετρίας τε καὶ τὰς ταύτῃ ἑπομένας, ὁρῶμεν ὡς ὀνειρώττουσι μὲν [533c] περὶ τὸ ὄν, ὕπαρ δὲ ἀδύνατον αὐταῖς ἰδεῖν, ἕως ἂν ὑποθέσεσι χρώμεναι ταύτας ἀκινήτους ἐῶσι, μὴ δυνάμεναι λόγον διδόναι αὐτῶν. ᾧ γὰρ ἀρχὴ μὲν ὃ μὴ οἶδε, τελευτὴ δὲ καὶ τὰ μεταξὺ ἐξ οὗ μὴ οἶδεν συμπέπλεκται, τίς μηχανὴ τὴν τοιαύτην ὁμολογίαν ποτὲ ἐπιστήμην γενέσθαι;Αυτό τουλάχιστο κανείς δε θα μπορέσει να μας το αμφισβητήσει, όταν ισχυριζόμαστε πως μια ξεχωριστή έρευνα με τη μέθοδό της, που εφαρμόζεται γενικά σε όλα τα πράγματα, επιχειρεί να βρει τί είναι αυτό καθαυτό το καθένα τους. Ενώ όλες οι άλλες τέχνες ή καταγίνονται με τις δοξασίες και τις επιθυμίες των ανθρώπων ή έχουν στραφεί στην παραγωγή και την κατασκευή και τη συντήρηση των φυσικών προϊόντων ή των κατασκευασμάτων της τέχνης· και οι επίλοιπες που είπαμε πως έρχονται σε κάποιαν επαφή με το καθαυτό ον, όπως η γεωμετρία και οι σχετικές της επιστήμες, βλέπομε πως ονειρεύονται σα στον ύπνο τους [533c] το ον, και τους είναι αδύνατο να το δουν ποτέ πραγματικά στον ξύπνο τους, όσο θα στηρίζουνται απάνω σε υποθέσεις που τις αφήνουν άγγιχτες, επειδή δεν μπορούν να δώσουν το λόγο τους. Γιατί ποιός τρόπος υπάρχει να γίνει ποτέ και να ονομαστεί επιστήμη η απόδειξη εκείνη που αρχή της έχει κάτι που δε γνωρίζει, και το συμπέρασμά της κι όλη η μεταξύ ανάπτυξη είναι ένα σύμπλεγμα από πράγματα που δε γνωρίζει;
Οὐδεμία, ἦ δ᾽ ὅς.Πραγματικώς δεν υπάρχει τρόπος.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἡ διαλεκτικὴ μέθοδος μόνη ταύτῃ πορεύεται, τὰς ὑποθέσεις ἀναιροῦσα, ἐπ᾽ αὐτὴν τὴν ἀρχὴν [533d] ἵνα βεβαιώσηται, καὶ τῷ ὄντι ἐν βορβόρῳ βαρβαρικῷ τινι τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα κατορωρυγμένον ἠρέμα ἕλκει καὶ ἀνάγει ἄνω, συνερίθοις καὶ συμπεριαγωγοῖς χρωμένη αἷς διήλθομεν τέχναις· ἃς ἐπιστήμας μὲν πολλάκις προσείπομεν διὰ τὸ ἔθος, δέονται δὲ ὀνόματος ἄλλου, ἐναργεστέρου μὲν ἢ δόξης, ἀμυδροτέρου δὲ ἢ ἐπιστήμης —διάνοιαν δὲ αὐτὴν ἔν γε τῷ πρόσθεν που ὡρισάμεθα— ἔστι δ᾽, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, οὐ περὶ [533e] ὀνόματος ἀμφισβήτησις, οἷς τοσούτων πέρι σκέψις ὅσων ἡμῖν πρόκειται.Ώστε μονάχα η διαλεκτική ακολουθεί, αφήνοντας κατά μέρος τις υποθέσεις, αυτό το δρόμο προς την αρχή [533d] για να την βεβαιωθεί, και ανασύρει τα μάτια της ψυχής από τον βαρβαρικό εκείνο βόρβορο, που ήταν πραγματικά καταχωσμένα μέσα, και τα υψώνει σιγά σιγά προς τα απάνω με τη βοήθεια και τη συνεργασία των τεχνών που αναφέραμε· τις ονομάσαμε πολλές φορές επιστήμες αυτές τις τέχνες έτσι από συνήθεια, αν και χρειάζουνταν κάποιο άλλο όνομα πιο φωτεινότερο από τη δοξασία και πιο σκοτεινότερο από την επιστήμη· τον όρο διάνοια μεταχειριστήκαμε, μου φαίνεται, κάπου πρωτύτερα. Μα δεν πρόκειται τώρα [533e] ν᾽ ανοίξομε συζήτηση για ονόματα, ενώ έχομε τόσα και τόσα σπουδαιότερα πράματα να εξετάσομε.
Οὐ γὰρ οὖν, ἔφη.Όχι βέβαια.
Ἀλλ᾽ ὃ ἂν μόνον δηλοῖ πως τὴν ἕξιν σαφηνείᾳ λέγειν ἐν ψυχῇ ‹ἀρκέσει;Φτάνει το όνομα να εξωτερικεύει με κάποια σαφήνεια εκείνα που θέλει να πει η ψυχή.
Ναί.›Ναι.
Ἀρκέσει οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὥσπερ τὸ πρότερον, τὴν μὲν πρώτην μοῖραν ἐπιστήμην καλεῖν, δευτέραν δὲ διάνοιαν, [534a] τρίτην δὲ πίστιν καὶ εἰκασίαν τετάρτην· καὶ συναμφότερα μὲν ταῦτα δόξαν, συναμφότερα δ᾽ ἐκεῖνα νόησιν· καὶ δόξαν μὲν περὶ γένεσιν, νόησιν δὲ περὶ οὐσίαν· καὶ ὅτι οὐσία πρὸς γένεσιν, νόησιν πρὸς δόξαν, καὶ ὅτι νόησις πρὸς δόξαν, ἐπιστήμην πρὸς πίστιν καὶ διάνοιαν πρὸς εἰκασίαν· τὴν δ᾽ ἐφ᾽ οἷς ταῦτα ἀναλογίαν καὶ διαίρεσιν διχῇ ἑκατέρου, δοξαστοῦ τε καὶ νοητοῦ, ἐῶμεν, ὦ Γλαύκων, ἵνα μὴ ἡμᾶς πολλαπλασίων λόγων ἐμπλήσῃ ἢ ὅσων οἱ παρεληλυθότες.Η γνώμη μου λοιπόν είναι να εξακολουθούμε, όπως πριν, να ονομάζομε το πρώτο τμήμα επιστήμη, το δεύτερο διάνοια, [534a] πίστη το τρίτο και το τέταρτο εικασία· τα δυο πάλι τελευταία μαζί μ᾽ ένα όνομα να τα λέμε δοξασία, και τα δυο πρώτα νόηση· κι έτσι η δοξασία να είναι ορισμένη για τη γένεση και η νόηση για την ουσία· και ό,τι σχέση έχει η ουσία με τη γένεση, στην ίδια σχέση βρίσκεται και η νόηση με τη δοξασία, και ό,τι η νόηση με τη δοξασία, το ίδιο και η επιστήμη με την πίστη και η διάνοια με την εικασία· ας αφήσομε όμως προς το παρόν με ποιάν αναλογία η δοξασία και η νόηση είναι διαιρεμένες η καθεμιά τους σε δυο τμήματα, μήπως τούτο μας ρίξει μέσα σε πολύ περισσότερους υπολογισμούς απ᾽ όλους τους προηγούμενους.
[534b]Ἀλλὰ μὴν ἔμοιγ᾽, ἔφη, τά γε ἄλλα, καθ᾽ ὅσον δύναμαι ἕπεσθαι, συνδοκεῖ.Μα εγώ, όσο για τ᾽ άλλα κι όσο τουλάχιστο μπορώ να σε παρακολουθήσω, είμαι σύμφωνος μαζί σου.
Ἦ καὶ διαλεκτικὸν καλεῖς τὸν λόγον ἑκάστου λαμβάνοντα τῆς οὐσίας; καὶ τὸν μὴ ἔχοντα, καθ᾽ ὅσον ἂν μὴ ἔχῃ λόγον αὑτῷ τε καὶ ἄλλῳ διδόναι, κατὰ τοσοῦτον νοῦν περὶ τούτου οὐ φήσεις ἔχειν;Δεν ονομάζεις λοιπόν διαλεκτικό εκείνον που μπορεί να γνωρίσει με το λογισμό την ουσία του κάθε πράγματος; Και δε θα πεις για έναν που δεν είναι ικανός να κάμει αυτό το λογισμό, ούτε με τον εαυτό του ούτε και με άλλον, πως δεν έχει νου γι᾽ αυτό το πράγμα;
Πῶς γὰρ ἄν, ἦ δ᾽ ὅς, φαίην;Πώς θα μπορούσα βέβαια να μην το πω;
Οὐκοῦν καὶ περὶ τοῦ ἀγαθοῦ ὡσαύτως· ὃς ἂν μὴ ἔχῃ διορίσασθαι τῷ λόγῳ ἀπὸ τῶν ἄλλων πάντων ἀφελὼν τὴν [534c] τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέαν, καὶ ὥσπερ ἐν μάχῃ διὰ πάντων ἐλέγχων διεξιών, μὴ κατὰ δόξαν ἀλλὰ κατ᾽ οὐσίαν προθυμούμενος ἐλέγχειν, ἐν πᾶσι τούτοις ἀπτῶτι τῷ λόγῳ διαπορεύηται, οὔτε αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν φήσεις εἰδέναι τὸν οὕτως ἔχοντα οὔτε ἄλλο ἀγαθὸν οὐδέν, ἀλλ᾽ εἴ πῃ εἰδώλου τινὸς ἐφάπτεται, δόξῃ, οὐκ ἐπιστήμῃ ἐφάπτεσθαι, καὶ τὸν νῦν βίον ὀνειροπολοῦντα καὶ ὑπνώττοντα, πρὶν ἐνθάδ᾽ ἐξεγρέσθαι, εἰς Ἅιδου [534d] πρότερον ἀφικόμενον τελέως ἐπικαταδαρθεῖν;Το ίδιο λοιπόν και με το αγαθό, αν ένας που δεν είναι σε θέση να ορίσει με το λόγο, αφού τη χωρίσει απ᾽ όλα τ᾽ άλλα [534c] την ιδέα του αγαθού και να περάσει, όπως σε μάχη, μέσα απ᾽ όλους τους ελέγχους βάζοντας όλη του την προθυμία να στηρίζει τον έλεγχό του όχι στη δοξασία αλλά στην ουσία, και να τα βγάλει πέρα ως το τέλος με το λογισμό αδιάπτωτο, δε θα πεις βέβαια ποτέ για έναν τέτοιο πως είναι σε θέση να γνωρίζει το καθαυτό αγαθό, αλλά κι ούτε κανέν᾽ άλλο αγαθό· κι αν τύχει κάπου να ᾽γγίξει κάποιο φάντασμα του αγαθού, με τη δοξασία κι όχι με την επιστήμη το άγγιξε, κι αφού πέρασε τη ζωή του κοιμάμενος κι ονειρευάμενος, πριν να προφτάσει να ξυπνήσει εδώ, θα κατεβεί στον Άδη [534d] για να παραδοθεί στον τέλειο κι ατέλειωτον ύπνο.
Νὴ τὸν Δία, ἦ δ᾽ ὅς, σφόδρα γε πάντα ταῦτα φήσω.Μά το Δία, και μ᾽ όλη μου τη δύναμη μάλιστα θα τα πω αυτά.
Ἀλλὰ μὴν τούς γε σαυτοῦ παῖδας, οὓς τῷ λόγῳ τρέφεις τε καὶ παιδεύεις, εἴ ποτε ἔργῳ τρέφοις, οὐκ ἂν ἐάσαις, ὡς ἐγᾦμαι, ἀλόγους ὄντας ὥσπερ γραμμάς, ἄρχοντας ἐν τῇ πόλει κυρίους τῶν μεγίστων εἶναι.Τα δικά σου όμως τα παιδιά, που ανατρέφεις τώρα και εκπαιδεύεις με τα λόγια, ανίσως γίνει καμιά φορά να τ᾽ αναθρέψεις και πραγματικά, δε θα τ᾽ άφηνες, υποθέτω, ποτέ να γίνουν άρχοντες και να έχουν στο χέρι τους μεγαλύτερα συμφέροντα της πολιτείας, αν ήταν ό,τι είναι στη γεωμετρία οι άλογες γραμμές που λένε.
Οὐ γὰρ οὖν, ἔφη.Όχι βέβαια.
Νομοθετήσεις δὴ αὐτοῖς ταύτης μάλιστα τῆς παιδείας ἀντιλαμβάνεσθαι, ἐξ ἧς ἐρωτᾶν τε καὶ ἀποκρίνεσθαι ἐπιστημονέστατα οἷοί τ᾽ ἔσονται;Δε θα τους επιβάλεις λοιπόν νόμο αυτής προπάντων της παιδείας να γίνονται κάτοχοι, που με το μέσο της θα μπορούν να ρωτούν και ν᾽ αποκρίνονται επιστημονικότατα;
[534e]Νομοθετήσω, ἔφη, μετά γε σοῦ.Μάλιστα θα βάλω ένα τέτοιο νόμο, με τη βοήθειά σου, εννοείται.
Ἆρ᾽ οὖν δοκεῖ σοι, ἔφην ἐγώ, ὥσπερ θριγκὸς τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτικὴ ἡμῖν ἐπάνω κεῖσθαι, καὶ οὐκέτ᾽ ἄλλο τούτου μάθημα ἀνωτέρω ὀρθῶς ἂν ἐπιτίθεσθαι, ἀλλ᾽ ἔχειν [535a] ἤδη τέλος τὰ τῶν μαθημάτων;Δεν παραδέχεσαι λοιπόν τώρα πως η διαλεκτική είναι βαλμένη ψηλά στην κορφή σαν επιστέγασμα πάνω απ᾽ τ᾽ άλλα μαθήματα, και πως δεν υπάρχει άλλο μάθημα που θα μπορούσαμε σωστά να το τοποθετήσομε παραπάνω, και έτσι πήρε [535a] πια τέλος το ζήτημα για τα μαθήματα;
Ἔμοιγ᾽, ἔφη.Μάλιστα.
Διανομὴ τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ λοιπόν σοι, τίσιν ταῦτα τὰ μαθήματα δώσομεν καὶ τίνα τρόπον.Ώστε σου μένει τώρα το ζήτημα της διανομής, σε ποιούς θα επιβάλομε αυτά τα μαθήματα και με ποιό τρόπο.
Δῆλον, ἔφη.Έτσι φαίνεται.

Ποιοί και πότε πρέπει να εκπαιδεύονται στα διάφορα μαθήματα.

Μέμνησαι οὖν τὴν προτέραν ἐκλογὴν τῶν ἀρχόντων, οἵους ἐξελέξαμεν;Θυμάσαι λοιπόν πρωτύτερα για την εκλογή των αρχόντων, τί λογής τους εκλέξαμε να είναι;
Πῶς γάρ, ἦ δ᾽ ὅς, οὔ;Πώς όχι;
Τὰ μὲν ἄλλα τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐκείνας τὰς φύσεις οἴου δεῖν ἐκλεκτέας εἶναι· τούς τε γὰρ βεβαιοτάτους καὶ τοὺς ἀνδρειοτάτους προαιρετέον, καὶ κατὰ δύναμιν τοὺς [535b] εὐειδεστάτους· πρὸς δὲ τούτοις ζητητέον μὴ μόνον γενναίους τε καὶ βλοσυροὺς τὰ ἤθη, ἀλλὰ καὶ ἃ τῇδε τῇ παιδείᾳ τῆς φύσεως πρόσφορα ἑκτέον αὐτοῖς.Κατά τα άλλα λοιπόν πρέπει να παραδεχτείς πως είναι ανάγκη να εκλέξομε φύσεις σαν και κείνες· πρέπει δηλαδή να προτιμήσομε τους σταθερότερους και αντρειότερους και όσο είναι δυνατό και τους [535b] ωραιότερους· και έξω απ᾽ αυτά πρέπει να ζητούμε απ᾽ αυτούς όχι μόνο ευγενικό και επιβλητικό χαρακτήρα, αλλ᾽ ακόμα και να έχουν τις φυσικές προδιαθέσεις όσες χρειάζονται για την εκπαίδευση αυτή.
Ποῖα δὴ διαστέλλῃ;Και ποιές τέτοιες ξεχωρίζεις;
Δριμύτητα, ὦ μακάριε, ἔφην, δεῖ αὐτοῖς πρὸς τὰ μαθήματα ὑπάρχειν, καὶ μὴ χαλεπῶς μανθάνειν. πολὺ γάρ τοι μᾶλλον ἀποδειλιῶσι ψυχαὶ ἐν ἰσχυροῖς μαθήμασιν ἢ ἐν γυμνασίοις· οἰκειότερος γὰρ αὐταῖς ὁ πόνος, ἴδιος ἀλλ᾽ οὐ κοινὸς ὢν μετὰ τοῦ σώματος.Οξύτατη αντίληψη, ευλογημένες μου, πρώτα πρέπει να υπάρχει, για να παίρνουν όχι με δυσκολία τα μαθήματα. Γιατί πολύ περισσότερο χάνουν το θάρρος των κι αποκάνουν οι ψυχές με τα δύσκολα μαθήματα παρά με τα σωματικά γυμνάσια· γιατί αυτός ο κόπος ανήκει πιο αποκλειστικά στην ψυχή, αφού είναι δικός της μονάχα κι όχι κοινός μαζί με το σώμα.
Ἀληθῆ, ἔφη.Αλήθεια.
[535c]Καὶ μνήμονα δὴ καὶ ἄρρατον καὶ πάντῃ φιλόπονον ζητητέον. ἢ τίνι τρόπῳ οἴει τά τε τοῦ σώματος ἐθελήσειν τινὰ διαπονεῖν καὶ τοσαύτην μάθησίν τε καὶ μελέτην ἐπιτελεῖν;Πρέπει λοιπόν να ζητούμε άνθρωπο με ισχυρή μνήμη, με ακατάβλητη θέληση και με φιλοπονία σε όλα. Γιατί αλλιώς πώς νομίζεις πως θα θελήσει κανείς να υποβάλλεται και στους σωματικούς κόπους και μαζί να επιβαρύνεται και με τόση μελέτη και μάθηση;
Οὐδένα, ἦ δ᾽ ὅς, ἐὰν μὴ παντάπασί γ᾽ ᾖ εὐφυής.Κανείς βέβαια, αν δεν είναι ξεχωριστά προικισμένος από τη φύση.
Τὸ γοῦν νῦν ἁμάρτημα, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἡ ἀτιμία φιλοσοφίᾳ διὰ ταῦτα προσπέπτωκεν, ὃ καὶ πρότερον εἴπομεν, ὅτι οὐ κατ᾽ ἀξίαν αὐτῆς ἅπτονται· οὐ γὰρ νόθους ἔδει ἅπτεσθαι, ἀλλὰ γνησίους.Ώστε η σημερινή της αποτυχία και η περιφρόνηση έχει πέσει απάνω στη φιλοσοφία, όπως το ᾽λεγα και πριν, γι᾽ αυτό το λόγο: γιατί καταπιάνονται μ᾽ αυτήν άνθρωποι όχι με αξία· επειδή έπρεπε να καταγίνουνται μ᾽ αυτήν άνθρωποι όχι νόθοι, αλλά γνήσιοι.
Πῶς; ἔφη.Πώς;
[535d]Πρῶτον μέν, εἶπον, φιλοπονίᾳ οὐ χωλὸν δεῖ εἶναι τὸν ἁψόμενον, τὰ μὲν ἡμίσεα φιλόπονον ὄντα, τὰ δ᾽ ἡμίσεα ἄπονον. ἔστι δὲ τοῦτο, ὅταν τις φιλογυμναστὴς μὲν καὶ φιλόθηρος ᾖ καὶ πάντα τὰ διὰ τοῦ σώματος φιλοπονῇ, φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδὲ ζητητικός, ἀλλ᾽ ἐν πᾶσι τούτοις μισοπονῇ· χωλὸς δὲ καὶ ὁ τἀναντία τούτου μεταβεβληκὼς τὴν φιλοπονίαν.Πρώτα πρώτα εκείνος που θα πλησιάσει τη φιλοσοφία δεν πρέπει να είναι χωλός στη φιλοπονία, μισό δηλαδή φιλόπονος και μισό ακαμάτης. Πράγμα που γίνεται, όταν ένας λόγου χάρη είναι φίλος του αθλητισμού και του κυνηγιού και γενικά καταγίνεται με ζήλο στις σωματικές ασκήσεις, δεν είναι όμως καθόλου και φιλομαθής, δεν αγαπά τις ακροάσεις και τις συζητήσεις και αποφεύγει κάθε τέτοιου είδους κόπο· χωλός όμως επίσης είναι και κείνος που γίνεται το εναντίο με τη φιλοπονία του.
Ἀληθέστατα, ἔφη, λέγεις.Έχεις απόλυτο δίκιο.
Οὐκοῦν καὶ πρὸς ἀλήθειαν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ταὐτὸν τοῦτο [535e] ἀνάπηρον ψυχὴν θήσομεν, ἣ ἂν τὸ μὲν ἑκούσιον ψεῦδος μισῇ καὶ χαλεπῶς φέρῃ αὐτή τε καὶ ἑτέρων ψευδομένων ὑπεραγανακτῇ, τὸ δ᾽ ἀκούσιον εὐκόλως προσδέχηται καὶ ἀμαθαίνουσά που ἁλισκομένη μὴ ἀγανακτῇ, ἀλλ᾽ εὐχερῶς ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνηται;Κατά τον ίδιο λόγο λοιπόν και σχετικά με την αλήθεια [535e] δε θα θεωρήσομε κολοβωμένη και την ψυχή που, ναι μεν, εχθρεύεται το θεληματικό το ψέμα κι ούτε για τον εαυτό της το υποφέρει κι απ᾽ τους άλλους να τ᾽ ακούει καταγανακτεί, εύκολα όμως ανέχεται το αθέλητο κι ούτε στενοχωρείται πολύ όταν ξεσκεπάζεται κάπου η αμάθειά της, αλλά με πολλή αδιαφορία μολύνεται σα χοίρος μες στο βόρβορον αυτό;
[536a]Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.Χωρίς καμιά αμφιβολία.
Καὶ πρὸς σωφροσύνην, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἀνδρείαν καὶ μεγαλοπρέπειαν καὶ πάντα τὰ τῆς ἀρετῆς μέρη οὐχ ἥκιστα δεῖ φυλάττειν τὸν νόθον τε καὶ τὸν γνήσιον. ὅταν γάρ τις μὴ ἐπίστηται πάντῃ τὰ τοιαῦτα σκοπεῖν καὶ ἰδιώτης καὶ πόλις, λανθάνουσι χωλοῖς τε καὶ νόθοις χρώμενοι πρὸς ὅτι ἂν τύχωσι τούτων, οἱ μὲν φίλοις, οἱ δὲ ἄρχουσι.Μα δεν πρέπει βέβαια να δίνομε λιγότερη προσοχή και για τη σωφροσύνη και την αντρεία και τη μεγαλοπρέπεια και γενικά για όλα τα είδη της αρετής και να ξεχωρίζομε το νόθο και το γνήσιο. Γιατί όταν δεν είναι κανείς σε θέση να το κάνει αυτό, είτε ιδιώτης είτε πόλη, κινδυνεύουν χωρίς να το παίρνουν είδηση να εμπιστεύουνται τα συμφέροντά τους σε ανθρώπους χωλούς και νόθους, είτε τους έχουν φίλους είτε άρχοντες.
Καὶ μάλα, ἔφη, οὕτως ἔχει.Και πραγματικώς αυτό συμβαίνει πολύ συχνά.
Ἡμῖν δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, πάντα τὰ τοιαῦτα διευλαβητέον· [536b] ὡς ἐὰν μὲν ἀρτιμελεῖς τε καὶ ἀρτίφρονας ἐπὶ τοσαύτην μάθησιν καὶ τοσαύτην ἄσκησιν κομίσαντες παιδεύωμεν, ἥ τε δίκη ἡμῖν οὐ μέμψεται αὐτή, τήν τε πόλιν καὶ πολιτείαν σώσομεν, ἀλλοίους δὲ ἄγοντες ἐπὶ ταῦτα τἀναντία πάντα καὶ πράξομεν καὶ φιλοσοφίας ἔτι πλείω γέλωτα καταντλήσομεν.Ώστε εμείς τουλάχιστο πρέπει να φανούμε σ᾽ όλ᾽ αυτά πολύ προσεχτικοί· [536b] γιατί αν πάρομε να εκπαιδεύσομε σε τόσο σπουδαία μαθήματα και με τόσες ασκήσεις ανθρώπους άρτιους και στο σώμα και στο νου, ούτε η ίδια η δικαιοσύνη θα μπορεί να έχει κανένα παράπονο μαζί μας, και την πόλη μαζί και το πολίτευμα θα σώσομε. Ενώ αν πάρομε διαφορετικούς, όχι μόνο θα φτάσομε σε ολωσδιόλου αντίθετα αποτελέσματα και θα γίνομε αφορμή να περιλουστεί η φιλοσοφία με μεγαλύτερους ακόμα εξευτελισμούς.
Αἰσχρὸν μεντἂν εἴη, ἦ δ᾽ ὅς.Θα ήταν ντροπή μας αυτό.
Πάνυ μὲν οὖν, εἶπον· γελοῖον δ᾽ ἔγωγε καὶ ἐν τῷ παρόντι ‹τι› ἔοικα παθεῖν.Και πολύ μεγάλη μάλιστα· μα κι εγώ τώρα μου φαίνεται πως έπαθα κάτι που με κάνει να ντρέπομαι.
Τὸ ποῖον; ἔφη.Ποιό;
[536c]Ἐπελαθόμην, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι ἐπαίζομεν, καὶ μᾶλλον ἐντεινάμενος εἶπον. λέγων γὰρ ἅμα ἔβλεψα πρὸς φιλοσοφίαν, καὶ ἰδὼν προπεπηλακισμένην ἀναξίως ἀγανακτήσας μοι δοκῶ καὶ ὥσπερ θυμωθεὶς τοῖς αἰτίοις σπουδαιότερον εἰπεῖν ἃ εἶπον.Λησμόνησα πως όλ᾽ αυτά που συζητούμε είναι κάτι σαν να παίζομε και τον πήρα το σκοπό κάπως ψηλότερα. Γιατί απάνω στην ομιλία μου έπεσ᾽ η ματιά μου απάνω στη φιλοσοφία και καθώς την είδα τόσο ανάξια καταφρονεμένη, με κυρίεψε, μου φαίνεται, αγανάκτηση και θυμωμένος όπως ήμουν, μίλησα για τους αίτιους κάπως σοβαρότερα απ᾽ ό,τι άξιζαν.
Οὐ μὰ τὸν Δί᾽, ἔφη, οὔκουν ὥς γ᾽ ἐμοὶ ἀκροατῇ.Όχι δα και τόσο, για μένα τουλάχιστο τον ακροατή.
Ἀλλ᾽ ὡς ἐμοί, ἦν δ᾽ ἐγώ, ῥήτορι. τόδε δὲ μὴ ἐπιλανθανώμεθα, ὅτι ἐν μὲν τῇ προτέρᾳ ἐκλογῇ πρεσβύτας [536d] ἐξελέγομεν, ἐν δὲ ταύτῃ οὐκ ἐγχωρήσει· Σόλωνι γὰρ οὐ πειστέον ὡς γηράσκων τις πολλὰ δυνατὸς μανθάνειν, ἀλλ᾽ ἧττον ἢ τρέχειν, νέων δὲ πάντες οἱ μεγάλοι καὶ οἱ πολλοὶ πόνοι.Για μένα όμως το ρήτορα ναι. Οπωσδήποτε ας μην ξεχνούμε πως στην προηγούμενή μας εκλογή [536d] είχαμε να εκλέξομε γέροντες, ενώ τώρα δε θα ᾽χει τον τόπο του να κάμομε το ίδιο· γιατί δεν πρέπει να πιστέψομε το Σόλωνα, πως και σαν γερνά κανείς μπορεί πολλά να μαθαίνει· περισσότερο ίσως θα μπορούσε να μάθει να τρέχει — όλοι όμως οι μεγάλοι και πολλοί κόποι είναι για τους νέους.
Ἀνάγκη, ἔφη.Αναγκαστικά.
Τὰ μὲν τοίνυν λογισμῶν τε καὶ γεωμετριῶν καὶ πάσης τῆς προπαιδείας, ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι, παισὶν οὖσι χρὴ προβάλλειν, οὐχ ὡς ἐπάναγκες μαθεῖν τὸ σχῆμα τῆς διδαχῆς ποιουμένους.Από την παιδική λοιπόν ηλικία πρέπει ν᾽ αρχίσομε τη διδασκαλία της αριθμητικής και της γεωμετρίας και όλων των μαθημάτων που είναι προπαρασκευή για τη διαλεκτική, χωρίς όμως στον τρόπο της διδασκαλίας μας να υπάρχει τίποτα που να μοιάζει καταναγκαστική μάθηση.
Τί δή;Γιατί;
[536e]Ὅτι, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐδὲν μάθημα μετὰ δουλείας τὸν ἐλεύθερον χρὴ μανθάνειν. οἱ μὲν γὰρ τοῦ σώματος πόνοι βίᾳ πονούμενοι χεῖρον οὐδὲν τὸ σῶμα ἀπεργάζονται, ψυχῇ δὲ βίαιον οὐδὲν ἔμμονον μάθημα.Γιατί δεν πρέπει ο ελεύθερος να μαθαίνει τίποτα διά της βίας σα δούλος. Επειδή οι σωματικοί κόποι, και αν επιβάλλουνται στο σώμα με τη βία, δεν το βλάφτουν ούτε καθόλου χειρότερο το κάνουν· ενώ τα μαθήματα που μπαίνουν μες στην ψυχή με τη βία, δε στερεώνουν ούτε διατηρούνται μέσα της.
Ἀληθῆ, ἔφη.Είν᾽ αλήθεια.
Μὴ τοίνυν βίᾳ, εἶπον, ὦ ἄριστε, τοὺς παῖδας ἐν τοῖς [537a] μαθήμασιν ἀλλὰ παίζοντας τρέφε, ἵνα καὶ μᾶλλον οἷός τ᾽ ᾖς καθορᾶν ἐφ᾽ ὃ ἕκαστος πέφυκεν.Ποτέ λοιπόν, καλέ μου, να μη μεταχειρίζεσαι τη βία [537a] στα μαθήματα των παιδιών, αλλά φρόντιζε μάλλον παίζοντας να εκπαιδεύουνται, για να είσαι και συ καλύτερα σε θέση να διακρίνεις τη φυσική του καθενός προδιάθεση.
Ἔχει ὃ λέγεις, ἔφη, λόγον.Είναι πολύ λογική αυτή σου η σύσταση.
Οὐκοῦν μνημονεύεις, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι καὶ εἰς τὸν πόλεμον ἔφαμεν τοὺς παῖδας εἶναι ἀκτέον ἐπὶ τῶν ἵππων θεωρούς, καὶ ἐάν που ἀσφαλὲς ᾖ, προσακτέον ἐγγὺς καὶ γευστέον αἵματος, ὥσπερ τοὺς σκύλακας;Θα θυμάσαι βέβαια ακόμα που λέγαμε πως και στον πόλεμο πρέπει να οδηγούμε καβάλα τα παιδιά για να βλέπουν, κι όσο δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, να τα φέρνομε και πιο κοντά και να τους δίνομε να γεύουνται αίμα σαν τα κουτάβια των λαγωνικών;
Μέμνημαι, ἔφη.Μάλιστα, το θυμούμαι.
Ἐν πᾶσι δὴ τούτοις, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοῖς τε πόνοις καὶ μαθήμασι καὶ φόβοις ὃς ἂν ἐντρεχέστατος ἀεὶ φαίνηται, εἰς ἀριθμόν τινα ἐγκριτέον.Όσοι λοιπόν σ᾽ όλ᾽ αυτά, και στους κόπους και στα μαθήματα και στους κινδύνους, δείχνουν τη μεγαλύτερη ορμή και αντοχή, όλους αυτούς θα τους ξεχωρίσεις κατά μέρος.
[537b]Ἐν τίνι, ἔφη, ἡλικίᾳ;Σε ποιάν ηλικία;
Ἡνίκα, ἦν δ᾽ ἐγώ, τῶν ἀναγκαίων γυμνασίων μεθίενται· οὗτος γὰρ ὁ χρόνος, ἐάντε δύο ἐάντε τρία ἔτη γίγνηται, ἀδύνατός τι ἄλλο πρᾶξαι· κόποι γὰρ καὶ ὕπνοι μαθήμασι πολέμιοι. καὶ ἅμα μία καὶ αὕτη τῶν βασάνων οὐκ ἐλαχίστη, τίς ἕκαστος ἐν τοῖς γυμνασίοις φανεῖται.Στην ηλικία που τελειώνουν τα υποχρεωτικά γυμνάσια· γιατί σ᾽ αυτό τον καιρό, είτε δυο είτε τρία χρόνια βαστά, δεν έχει τη δύναμη το παιδί να κάνει και τίποτ᾽ άλλο· ο κόπος και ο ύπνος είναι οι φυσικοί εχθροί των μαθημάτων. Κι από την άλλη μεριά είναι κι αυτό μια από τις δοκιμασίες, κι όχι η μικρότερη, να δούμε τί θα φανεί ο καθένας στις γυμναστικές ασκήσεις.
Πῶς γὰρ οὔκ; ἔφη.Πώς όχι;
Μετὰ δὴ τοῦτον τὸν χρόνον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐκ τῶν εἰκοσιετῶν οἱ προκριθέντες τιμάς τε μείζους τῶν ἄλλων οἴσονται, [537c] τά τε χύδην μαθήματα παισὶν ἐν τῇ παιδείᾳ γενόμενα τούτοις συνακτέον εἰς σύνοψιν οἰκειότητός τε ἀλλήλων τῶν μαθημάτων καὶ τῆς τοῦ ὄντος φύσεως.Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την περίοδο, όταν φτάσουν τα είκοσι, εκείνοι που θα ξεχωρίσεις θα παίρνουν μεγαλύτερες από τους άλλους τιμές [537c] και τα μαθήματα, που στην εκπαίδευση της παιδικής των ηλικίας τούς τα δίναμε σκορπιστά και χώρια, θα τα παρουσιάζεις σ᾽ αυτούς τώρα συντεταγμένα σ᾽ ένα σύνολο, ώστε να μπορούν με μια ματιά να διακρίνουν τις σχέσεις που έχουν οι επιστήμες και μεταξύ τους και με τη φύση του όντος.
Μόνη γοῦν, εἶπεν, ἡ τοιαύτη μάθησις βέβαιος, ἐν οἷς ἂν ἐγγένηται.Μόνο πραγματικώς μ᾽ αυτή τη μέθοδο μπορούν να στερεωθούν μέσα τους οι γνώσεις που θ᾽ αποκτήσουν.
Καὶ μεγίστη γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, πεῖρα διαλεκτικῆς φύσεως καὶ μή· ὁ μὲν γὰρ συνοπτικὸς διαλεκτικός, ὁ δὲ μὴ οὔ.Και το ασφαλέστερο ακόμα μέσο για να διακρίνεις τη διαλεκτική από τη μη διαλεκτική φύση· γιατί ο ικανός ν᾽ αντιλαμβάνεται με μια ματιά αυτή τη συνάφεια είναι διαλεκτικός, κάθε άλλος όμως, όχι.
Συνοίομαι, ἦ δ᾽ ὅς.Και γω την ίδια γνώμη έχω.
Ταῦτα τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, δεήσει σε ἐπισκοποῦντα οἳ ἂν [537d] μάλιστα τοιοῦτοι ἐν αὐτοῖς ὦσι καὶ μόνιμοι μὲν ἐν μαθήμασι, μόνιμοι δ᾽ ἐν πολέμῳ καὶ τοῖς ἄλλοις νομίμοις, τούτους αὖ, ἐπειδὰν τὰ τριάκοντα ἔτη ἐκβαίνωσιν, ἐκ τῶν προκρίτων προκρινάμενον εἰς μείζους τε τιμὰς καθιστάναι καὶ σκοπεῖν, τῇ τοῦ διαλέγεσθαι δυνάμει βασανίζοντα τίς ὀμμάτων καὶ τῆς ἄλλης αἰσθήσεως δυνατὸς μεθιέμενος ἐπ᾽ αὐτὸ τὸ ὂν μετ᾽ ἀληθείας ἰέναι. καὶ ἐνταῦθα δὴ πολλῆς φυλακῆς ἔργον, ὦ ἑταῖρε.Σ᾽ αυτά λοιπόν είναι ανάγκη να δώσεις όλη σου την προσοχή και όσοι [537d] δειχτούν τέτοιοι και στα μαθήματα σταθεροί, σταθεροί και στον πόλεμο και στις άλλες νόμιμες υποχρεώσεις των, αυτούς πάλι, όταν τελειώνουν τα τριάντα τους, να τους ξεχωρίσεις από κείνους που είχες ξεχωρίσει πριν, να τους προβιβάσεις σε μεγαλύτερες τιμές και δοκιμάζοντάς τους με τη δύναμη της διαλεκτικής να προσπαθήσεις να καταλάβεις ποιός είναι ικανός, δίχως πια να χρησιμοποιεί καθόλου τα μάτια του και τις άλλες αισθήσεις παρά μονάχα στην αλήθεια στηριγμένος, να υψώνεται ως το καθαυτό ον. Και εδώ είναι που πρέπει, φίλε μου, να λάβεις τις μεγαλύτερές σου προφυλάξεις.
Τί μάλιστα; ἦ δ᾽ ὅς.Και γιατί τόσο;
[537e]Οὐκ ἐννοεῖς, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ νῦν περὶ τὸ διαλέγεσθαι κακὸν γιγνόμενον ὅσον γίγνεται;Δεν παρατηρείς το μεγάλο το κακό που γίνεται σήμερα με τη διαλεκτική και όλο και προχωρεί;
Τὸ ποῖον; ἔφη.Το ποιό;
Παρανομίας που, ἔφην ἐγώ, ἐμπίμπλανται.Έχει καταχωσθεί, μου φαίνεται, μέσα στην παρανομία.
Καὶ μάλα, ἔφη.Και πάρα πολύ μάλιστα.
Θαυμαστὸν οὖν τι οἴει, εἶπον, πάσχειν αὐτούς, καὶ οὐ συγγιγνώσκεις;Και λοιπόν πιστεύεις να παθαίνουν τίποτα περίεργο όσοι καταγίνονται μ᾽ αυτή και δεν τους συχωρείς;
Πῇ μάλιστα; ἔφη.Πώς δα;
Οἷον, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἴ τις ὑποβολιμαῖος τραφείη ἐν πολλοῖς [538a] μὲν χρήμασι, πολλῷ δὲ καὶ μεγάλῳ γένει καὶ κόλαξι πολλοῖς, ἀνὴρ δὲ γενόμενος αἴσθοιτο ὅτι οὐ τούτων ἐστὶ τῶν φασκόντων γονέων, τοὺς δὲ τῷ ὄντι γεννήσαντας μὴ εὕροι, τοῦτον ἔχεις μαντεύσασθαι πῶς ἂν διατεθείη πρός τε τοὺς κόλακας καὶ πρὸς τοὺς ὑποβαλομένους ἐν ἐκείνῳ τε τῷ χρόνῳ ᾧ οὐκ ᾔδει τὰ περὶ τῆς ὑποβολῆς, καὶ ἐν ᾧ αὖ ᾔδει; ἢ βούλει ἐμοῦ μαντευομένου ἀκοῦσαι;Γίνεται το ίδιο μ᾽ αυτούς ό,τι και μ᾽ ένα θετό παιδί που θα μεγάλωνε μες στα [538a] πλούτη, στους κόλπους μιας μεγάλης και δυνατής οικογένειας και με κόλακες γύρω του· όταν αυτό μεγαλώσει και μάθει πως αυτοί που λέγονται γονείς του δεν είναι οι πραγματικοί γονείς του, χωρίς όμως και να κατορθώσει να βρει τους αληθινούς, μπορείς να φανταστείς ποιά θα είναι τα αισθήματά του απέναντι στους κόλακές του και στους θετούς γονείς του, και τον καιρό που δεν ήξερε ακόμα για την υποβολή του και τότε που την έμαθε; Ή προτιμάς ν᾽ ακούσεις τί στοχάζομαι εγώ;
Βούλομαι, ἔφη.Το προτιμώ.
Μαντεύομαι τοίνυν, εἶπον, μᾶλλον αὐτὸν τιμᾶν ἂν τὸν [538b] πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους δοκοῦντας ἢ τοὺς κολακεύοντας, καὶ ἧττον μὲν ἂν περιιδεῖν ἐνδεεῖς τινος, ἧττον δὲ παράνομόν τι δρᾶσαι ἢ εἰπεῖν εἰς αὐτούς, ἧττον δὲ ἀπειθεῖν τὰ μεγάλα ἐκείνοις ἢ τοῖς κόλαξιν, ἐν ᾧ χρόνῳ τὸ ἀληθὲς μὴ εἰδείη.Στοχάζομαι λοιπόν πως θα τιμούσε περισσότερο τον [538b] πατέρα του και τη μητέρα του και τους άλλους που θα νόμιζε συγγενείς του παρά εκείνους που τον κολάκευαν και πως λιγότερο θα τον ανέχονταν να τους παραμελήσει αν ήθελαν στερηθεί τίποτα, και λιγότερο θα το ᾽στεργε να τους κακομεταχειριστεί ή με λόγο ή με έργο, και πως στα μεγάλα τέλος λιγότερο θα παράκουεν εκείνους παρά τους κόλακες τον καιρό που δεν ήξερε την αλήθεια.
Εἰκός, ἔφη.Πολύ φυσικά.
Αἰσθόμενον τοίνυν τὸ ὂν μαντεύομαι αὖ περὶ μὲν τούτους ἀνεῖναι ἂν τὸ τιμᾶν τε καὶ σπουδάζειν, περὶ δὲ τοὺς κόλακας ἐπιτεῖναι, καὶ πείθεσθαί τε αὐτοῖς διαφερόντως ἢ πρότερον [538c] καὶ ζῆν ἂν ἤδη κατ᾽ ἐκείνους, συνόντα αὐτοῖς ἀπαρακαλύπτως, πατρὸς δὲ ἐκείνου καὶ τῶν ἄλλων ποιουμένων οἰκείων, εἰ μὴ πάνυ εἴη φύσει ἐπιεικής, μέλειν τὸ μηδέν.Αφού όμως θα μάθαινε την αλήθεια, φαντάζομαι πως θα ήθελε χαλαρώσει το σεβασμό του και την προθυμία του για κείνους και θα τη μεγάλωνε απεναντίας για τους κόλακες και θ᾽ άρχιζε πια να τους ακούει χωρίς την πρωτυτερινή του επιφύλαξη [538c] και να ζει σύμφωνα με τις ιδέες των στη συντροφιά τους πάντα, χωρίς να κρύβεται καθόλου, ενώ ούτε το παραμικρό θα τον έμελε για κείνον τον πατέρα και τους άλλους όχι πραγματικούς συγγενείς, εκτός πια αν δεν τον είχε προικισμένο η φύση με εξαιρετικά αισθήματα.
Πάντ᾽, ἔφη, λέγεις οἷά περ ἂν γένοιτο. ἀλλὰ πῇ πρὸς τοὺς ἁπτομένους τῶν λόγων αὕτη φέρει ἡ εἰκών;Πραγματικώς όλ᾽ αυτά θα μπορούσε να γίνουν καθώς τα λες, αλλά πώς εφαρμόζεται αυτή η εικόνα με όσους καταγίνονται με τη διαλεκτική;
Τῇδε. ἔστι που ἡμῖν δόγματα ἐκ παίδων περὶ δικαίων καὶ καλῶν, ἐν οἷς ἐκτεθράμμεθα ὥσπερ ὑπὸ γονεῦσι, πειθαρχοῦντές τε καὶ τιμῶντες αὐτά.Να, μ᾽ αυτό τον τρόπο: έχομε, θαρρώ, από παιδιά μερικές ιδέες μέσα μας για το δίκαιο και το καλό, που τις τιμούμε και τις σεβόμαστε σα να ᾽ταν οι γονείς που μας ανάθρεψαν.
Ἔστι γάρ.Έτσι είναι.
[538d]Οὐκοῦν καὶ ἄλλα ἐναντία τούτων ἐπιτηδεύματα ἡδονὰς ἔχοντα, ἃ κολακεύει μὲν ἡμῶν τὴν ψυχὴν καὶ ἕλκει ἐφ᾽ αὑτά, πείθει δ᾽ οὒ τοὺς καὶ ὁπῃοῦν μετρίους· ἀλλ᾽ ἐκεῖνα τιμῶσι τὰ πάτρια καὶ ἐκείνοις πειθαρχοῦσιν.Υπάρχουν όμως και άλλες αντίθετές των που μας προξενούν ευχαρίστηση, και που κολακεύουν βέβαια την ψυχή και την παρασέρνουν, δεν κατορθώνουν όμως να πείσουν ολότελα τους οπωσδήποτε καλύτερους· γιατί αυτοί φυλάγουν το σεβασμό και πειθαρχούν στα πατρικά διδάγματα.
Ἔστι ταῦτα.Είναι αλήθεια κι αυτό.
Τί οὖν; ἦν δ᾽ ἐγώ· ὅταν τὸν οὕτως ἔχοντα ἐλθὸν ἐρώτημα ἔρηται· Τί ἐστι τὸ καλόν, καὶ ἀποκριναμένου ὃ τοῦ νομοθέτου ἤκουεν ἐξελέγχῃ ὁ λόγος, καὶ πολλάκις καὶ πολλαχῇ ἐλέγχων εἰς δόξαν καταβάλῃ ὡς τοῦτο οὐδὲν μᾶλλον [538e] καλὸν ἢ αἰσχρόν, καὶ περὶ δικαίου ὡσαύτως καὶ ἀγαθοῦ καὶ ἃ μάλιστα ἦγεν ἐν τιμῇ, μετὰ τοῦτο τί οἴει ποιήσειν αὐτὸν πρὸς αὐτὰ τιμῆς τε πέρι καὶ πειθαρχίας;Πώς λοιπόν; αν έναν νέο με τέτοιες διαθέσεις ερθεί κανείς και τον ερωτήσει τί είναι το καλό, και κείνος αποκριθεί όπως του το έμαθε ο νομοθέτης, αρχίζει όμως ο άλλος με τα πολλά κι επανωτά επιχειρήματά του να τον ανασκευάζει και τον κάμει στο τέλος ν᾽ αμφιβάλει μήπως το ίδιο πράγμα δεν είναι λιγότερο [538e] αισχρό παρά και καλό, και έτσι και για το δίκαιο και το αγαθό και για όλα που τα είχε στη μεγαλύτερη τιμή ως τότε, κατόπι απ᾽ όλ᾽ αυτά, ποιάν ιδέα νομίζεις πως θα έχει για το σεβασμό και την υπακοή που θα τους χρωστά;
Ἀνάγκη, ἔφη, μήτε τιμᾶν ἔτι ὁμοίως μήτε πείθεσθαι.Και βέβαια ούτε θα τα σέβεται πια ούτε θα υπακούει όπως πριν.
Ὅταν οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μήτε ταῦτα ἡγῆται τίμαι καὶ οἰκεῖα ὥσπερ πρὸ τοῦ, τά τε ἀληθῆ μὴ εὑρίσκῃ, ἔστι πρὸς ὁποῖον [539a] βίον ἄλλον ἢ τὸν κολακεύοντα εἰκότως προσχωρήσεται;Όταν λοιπόν δεν τιμά πια και κόψει κάθε σχέση που είχε πριν μ᾽ αυτές τις ηθικές αρχές και δεν είναι σε θέση να βρίσκει μόνος του την αλήθεια, είναι δυνατό [539a] να ασπασθεί άλλον τρόπο ζωής παρά εκείνον που κολακεύει τις επιθυμίες του;
Οὐκ ἔστιν, ἔφη.Δεν είναι.
Παράνομος δὴ οἶμαι δόξει γεγονέναι ἐκ νομίμου.Θα γίνει λοιπόν αποστάτης του νόμου, ενώ έως τότε ήταν υπήκοός του.
Ἀνάγκη.Αναγκαστικά.
Οὐκοῦν, ἔφην, εἰκὸς τὸ πάθος τῶν οὕτω λόγων ἁπτομένων καί, ὃ ἄρτι ἔλεγον, πολλῆς συγγνώμης ἄξιον;Ώστε δεν είναι πολύ φυσικό να παθαίνουν αυτό κι όσοι μ᾽ αυτό τον τρόπο επιδίδονται στη διαλεκτική και, όπως έλεγα και πριν, δεν είναι άξιο πολλής συγγνώμης το πάθημά τους;
Καὶ ἐλέου γ᾽, ἔφη.Και οίκτου ακόμη.
Οὐκοῦν ἵνα μὴ γίγνηται ὁ ἔλεος οὗτος περὶ τοὺς τριακοντούτας σοι, εὐλαβουμένῳ παντὶ τρόπῳ τῶν λόγων ἁπτέον;Για να μη γίνουνται λοιπόν άξιοι οίκτου οι τρόφιμοί σου των τριάντα ετών, δεν πρέπει να πάρεις όλες σου τις προφυλάξεις πριν επιδοθούν στη διαλεκτική;
Καὶ μάλ᾽, ἦ δ᾽ ὅς.Και πολύ μάλιστα.
[539b]Ἆρ᾽ οὖν οὐ μία μὲν εὐλάβεια αὕτη συχνή, τὸ μὴ νέους ὄντας αὐτῶν γεύεσθαι; οἶμαι γάρ σε οὐ λεληθέναι ὅτι οἱ μειρακίσκοι, ὅταν τὸ πρῶτον λόγων γεύωνται, ὡς παιδιᾷ αὐτοῖς καταχρῶνται, ἀεὶ εἰς ἀντιλογίαν χρώμενοι, καὶ μιμούμενοι τοὺς ἐξελέγχοντας αὐτοὶ ἄλλους ἐλέγχουσι, χαίροντες ὥσπερ σκυλάκια τῷ ἕλκειν τε καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον ἀεί.Και δεν είναι μια απαραίτητη προφύλαξη αυτή, να μην τη γεύονται πάρα πολύ νέοι; Γιατί, υποθέτω, πως δε σου έχει διαφύγει ότι οι άμεστοι ακόμα νέοι, όταν πρωτογευτούν τη διαλεκτική, κάνουν κατάχρησή της σαν να ήταν ένα είδος διασκέδαση και τη χρησιμοποιούν αδιάκοπα σε αντιλογίες και, για να μιμηθούν εκείνους που τους αποστόμωσαν με τα επιχειρήματά τους, ζητούν κι αυτοί ν᾽ αποστομώσουν άλλους κι ευχαριστιούνται σαν τα σκυλάκια να τραβούν και να ξεσκίζουν ό,τι τύχει να βρεθεί κοντά τους.
Ὑπερφυῶς μὲν οὖν, ἔφη.Με αφάνταστη, πραγματικώς, ευχαρίστηση.
Οὐκοῦν ὅταν δὴ πολλοὺς μὲν αὐτοὶ ἐλέγξωσιν, ὑπὸ [539c] πολλῶν δὲ ἐλεγχθῶσι, σφόδρα καὶ ταχὺ ἐμπίπτουσιν εἰς τὸ μηδὲν ἡγεῖσθαι ὧνπερ πρότερον· καὶ ἐκ τούτων δὴ αὐτοί τε καὶ τὸ ὅλον φιλοσοφίας πέρι εἰς τοὺς ἄλλους διαβέβληνται.Αφού λοιπόν σ᾽ αυτές τις συζητήσεις πολλούς κι αυτοί αποστομώσουν, κι από [539c] πολλούς αποστομωθούν, και οι ίδιοι καταντούν, και πολύ γρήγορα μάλιστα, να μην πιστεύουν πια τίποτ᾽ απ᾽ όσα πίστευαν πριν· και μ᾽ αυτό δίνουν αφορμή στους άλλους και μαζί τους να τα βάζουν και τη φιλοσοφία να κατασυκοφαντούν.
Ἀληθέστατα, ἔφη.Χωρίς καμιά αμφιβολία.
Ὁ δὲ δὴ πρεσβύτερος, ἦν δ᾽ ἐγώ, τῆς μὲν τοιαύτης μανίας οὐκ ἂν ἐθέλοι μετέχειν, τὸν δὲ διαλέγεσθαι ἐθέλοντα καὶ σκοπεῖν τἀληθὲς μᾶλλον μιμήσεται ἢ τὸν παιδιᾶς χάριν παίζοντα καὶ ἀντιλέγοντα, καὶ αὐτός τε μετριώτερος ἔσται [539d] καὶ τὸ ἐπιτήδευμα τιμιώτερον ἀντὶ ἀτιμοτέρου ποιήσει.Σε ηλικία όμως περισσότερο προχωρημένη δε θα το θέλουν βέβαια πια να θυσιάζουν σ᾽ αυτή τη μανία και θα μιμούνται περισσότερο εκείνους που με τη διαλεκτική ζητούν να βρουν την αλήθεια, παρά εκείνον που παίζει και αντιλέγει έτσι για διασκέδαση· μ᾽ αυτό τον τρόπο και οι ίδιοι θα γίνουν πιο μετρημένοι [539d] και την ενασχόληση αυτή θα κάνουν πιο τιμημένη από καταφρονεμένη που είναι τώρα.
Ὀρθῶς, ἔφη.Πολύ σωστά.
Οὐκοῦν καὶ τὰ προειρημένα τούτου ἐπ᾽ εὐλαβείᾳ πάντα προείρηται, τὸ τὰς φύσεις κοσμίους εἶναι καὶ στασίμους οἷς τις μεταδώσει τῶν λόγων, καὶ μὴ ὡς νῦν ὁ τυχὼν καὶ οὐδὲν προσήκων ἔρχεται ἐπ᾽ αὐτό;Κι όσα λοιπόν ακόμα έχομε πει και πριν δεν ήταν μια προφύλαξη για τον ίδιο το σκοπό, πως πρέπει δηλαδή να είναι από φυσικού τους κόσμιοι και σταθεροί εκείνοι που θα τους μεταδώσομε τη διαλεκτική και να μην καταπιάνεται μ᾽ αυτήν ο πρώτος που λάχει και που καμιά φυσική προδιάθεση δεν έχει;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.Βεβαιότατα.
Ἀρκεῖ δὴ ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῖναι ἐνδελεχῶς καὶ συντόνως μηδὲν ἄλλο πράττοντι, ἀλλ᾽ ἀντιστρόφως γυμναζομένῳ τοῖς περὶ τὸ σῶμα γυμνασίοις, ἔτη διπλάσια ἢ τότε;Και θα ήταν άραγε αρκετό να ορίσομε για τη σπουδή της διαλεκτικής το διπλάσιο καιρό που δώσαμε στη γυμναστική, για να της αφοσιωθεί κανείς αποκλειστικά και μ᾽ όλο του το ζήλο, χωρίς τίποτ᾽ άλλο να κάνει παρά να γυμνάζεται με ανάλογο τρόπο, όπως τότε με τις σωματικές ασκήσεις;
[539e]Ἕξ, ἔφη, ἢ τέτταρα λέγεις;Πόσα δηλαδή χρόνια, εξ ή τέσσερα;
Ἀμέλει, εἶπον, πέντε θές. μετὰ γὰρ τοῦτο καταβιβαστέοι ἔσονταί σοι εἰς τὸ σπήλαιον πάλιν ἐκεῖνο, καὶ ἀναγκαστέοι ἄρχειν τά τε περὶ τὸν πόλεμον καὶ ὅσαι νέων ἀρχαί, ἵνα μηδ᾽ ἐμπειρίᾳ ὑστερῶσι τῶν ἄλλων· καὶ ἔτι καὶ ἐν τούτοις [540a] βασανιστέοι εἰ ἐμμενοῦσιν ἑλκόμενοι πανταχόσε ἤ τι καὶ παρακινήσουσι.Δε σημαίνει, βάλε και πέντε. Και κατόπι απ᾽ αυτό θα πρέπει να τους κατεβάσεις πάλι σε κείνο το σπήλαιο και θα τους υποχρεώσεις να γίνουνται αρχηγοί σε πολεμικές επιχειρήσεις και σ᾽ άλλα αξιώματα κατάλληλα για την ηλικία τους, για να μην υστερούν ούτε κατά την εμπειρία από τους άλλους· και σε όλ᾽ αυτά ακόμη [540a] πρέπει πάλι να δοκιμάζουνται, αν θα μένουν ακλόνητοι σ᾽ όλους τους πειρασμούς που θα τους τραβούν από παντού ή μήπως και παραστρατήσουν κάπως.
Χρόνον δέ, ἦ δ᾽ ὅς, πόσον τοῦτον τιθεῖς;Και πόσον καιρό βάζεις και γι᾽ αυτό;
Πεντεκαίδεκα ἔτη, ἦν δ᾽ ἐγώ. γενομένων δὲ πεντηκοντουτῶν τοὺς διασωθέντας καὶ ἀριστεύσαντας πάντα πάντῃ ἐν ἔργοις τε καὶ ἐπιστήμαις πρὸς τέλος ἤδη ἀκτέον, καὶ ἀναγκαστέον ἀνακλίναντας τὴν τῆς ψυχῆς αὐγὴν εἰς αὐτὸ ἀποβλέψαι τὸ πᾶσι φῶς παρέχον, καὶ ἰδόντας τὸ ἀγαθὸν αὐτό, παραδείγματι χρωμένους ἐκείνῳ, καὶ πόλιν καὶ ἰδιώτας [540b] καὶ ἑαυτοὺς κοσμεῖν τὸν ἐπίλοιπον βίον ἐν μέρει ἑκάστους, τὸ μὲν πολὺ πρὸς φιλοσοφίᾳ διατρίβοντας, ὅταν δὲ τὸ μέρος ἥκῃ, πρὸς πολιτικοῖς ἐπιταλαιπωροῦντας καὶ ἄρχοντας ἑκάστους τῆς πόλεως ἕνεκα, οὐχ ὡς καλόν τι ἀλλ᾽ ὡς ἀναγκαῖον πράττοντας, καὶ οὕτως ἄλλους ἀεὶ παιδεύσαντας τοιούτους, ἀντικαταλιπόντας τῆς πόλεως φύλακας, εἰς μακάρων νήσους ἀπιόντας οἰκεῖν· μνημεῖα δ᾽ αὐτοῖς καὶ θυσίας [540c] τὴν πόλιν δημοσίᾳ ποιεῖν, ἐὰν καὶ ἡ Πυθία συναναιρῇ, ὡς δαίμοσιν, εἰ δὲ μή, ὡς εὐδαίμοσί τε καὶ θείοις.Δεκαπέντε χρόνια· και όταν πια φτάσουν τα πενήντα, όσοι απ᾽ αυτούς σωθούν και αριστεύσουν σ᾽ όλα γενικώς και στα έργα και στις επιστήμες, καιρός πια να τους οδηγήσομε στο τέρμα και να τους αναγκάσομε να στρέψουν προς τα επάνω τα φωτεινά μάτια της ψυχής και ν᾽ ατενίσουν εκείνο το ίδιο που δίνει το φως σ᾽ όλα τα πάντα· κι αφού δουν τότε και γνωρίσουν το καθαυτό αγαθό, να το έχουν τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής των σαν πρότυπο, [540b] για να ρυθμίζουν επάνω του και τα δικά τους και της πολιτείας και των ιδιωτών τα ήθη, αφοσιωμένοι βέβαια τον περισσότερο καιρό τους στη φιλοσοφία, παίρνοντας όμως επάνω τους, όταν έρχεται η σειρά του καθενός, και το βάρος της διοίκησης και της εξουσίας, αποκλειστικά και μόνο για χάρη της πολιτείας και όχι σα να ᾽ταν τίποτα καλό για τους ίδιους, παρά υποχρέωση απαραίτητη· και τότε πια αφού μορφώσουν και άλλους κατά το παράδειγμά τους, να τους αφήσουν στο πόδι τους άξιους φύλακες της πολιτείας, όταν θα έρθει η ώρα τους να πάνε να κατοικήσουν στα νησιά των Μακάρων· και η πόλη τότε να τους τιμά με μνημεία και να τους ορίζει, [540c] αν είναι σύμφωνοι και της Πυθίας οι χρησμοί, δημοτελείς θυσίες, σαν σε ημιθέους, ειδεμή σαν σε μακαρίους και αγίους.
Παγκάλους, ἔφη, τοὺς ἄρχοντας, ὦ Σώκρατες, ὥσπερ ἀνδριαντοποιὸς ἀπείργασαι.Πανέμορφους τους άρχοντες, Σωκράτη, σαν αδριαντοποιός τούς έχεις στην εντέλεια δουλέψει.
Καὶ τὰς ἀρχούσας γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Γλαύκων· μηδὲν γάρ τι οἴου με περὶ ἀνδρῶν εἰρηκέναι μᾶλλον ἃ εἴρηκα ἢ περὶ γυναικῶν, ὅσαι ἂν αὐτῶν ἱκαναὶ τὰς φύσεις ἐγγίγνωνται.Μα και τις αρχόντισσες επίσης, Γλαύκων· γιατί μη νομίζεις πως όσα έχω ειπεί αποβλέπουν στους άντρες περισσότερο παρά και στις γυναίκες, όσες τουλάχιστο κι απ᾽ αυτές βρεθούν προικισμένες από τη φύση με την ικανότητα που χρειάζεται.
Ὀρθῶς, ἔφη, εἴπερ ἴσα γε πάντα τοῖς ἀνδράσι κοινωνήσουσιν, ὡς διήλθομεν.Σωστά, αφού όλα, καθώς τ᾽ αναφέραμε, θα είναι κοινά ανάμεσα στους άντρες και στις γυναίκες.
[540d]Τί οὖν; ἔφην· συγχωρεῖτε περὶ τῆς πόλεώς τε καὶ πολιτείας μὴ παντάπασιν ἡμᾶς εὐχὰς εἰρηκέναι, ἀλλὰ χαλεπὰ μέν, δυνατὰ δέ πῃ, καὶ οὐκ ἄλλῃ ἢ εἴρηται, ὅταν οἱ ὡς ἀληθῶς φιλόσοφοι δυνάσται, ἢ πλείους ἢ εἷς, ἐν πόλει γενόμενοι τῶν μὲν νῦν τιμῶν καταφρονήσωσιν, ἡγησάμενοι ἀνελευθέρους εἶναι καὶ οὐδενὸς ἀξίας, τὸ δὲ ὀρθὸν περὶ [540e] πλείστου ποιησάμενοι καὶ τὰς ἀπὸ τούτου τιμάς, μέγιστον δὲ καὶ ἀναγκαιότατον τὸ δίκαιον, καὶ τούτῳ δὴ ὑπηρετοῦντές τε καὶ αὔξοντες αὐτὸ διασκευωρήσωνται τὴν ἑαυτῶν πόλιν;Τί λέτε λοιπόν τώρα; συμφωνάτε πως όσα έχομε ειπεί για την πόλη και το πολίτευμα δεν είναι απλές ευχές, αλλά δύσκολα βέβαια, όχι όμως και ολότελα αδύνατα πράγματα, όταν ανώτατοι μες στην πόλη άρχοντες και εξουσιαστές, ένας ή περισσότεροι, γίνουν οι πραγματικοί φιλόσοφοι που, καταφρονώντας τις σημερινές τιμές σαν ανελεύθερες και μηδαμινής αξίας, θα εκτιμούν το καθήκον [540e] μονάχα και τις τιμές που πηγάζουν απ᾽ αυτό, και πάνω απ᾽ όλα μεγαλύτερο και αναγκαιότατο τη δικαιοσύνη, που αυτήν υπηρετώντας και αυξάνοντας θα αναλάβουν να αναμορφώσουν την πόλη τους;
Πῶς; ἔφη.Πώς;
Ὅσοι μὲν ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρεσβύτεροι τυγχάνωσι δεκετῶν [541a] ἐν τῇ πόλει, πάντας ἐκπέμψωσιν εἰς τοὺς ἀγρούς, τοὺς δὲ παῖδας αὐτῶν παραλαβόντες ἐκτὸς τῶν νῦν ἠθῶν, ἃ καὶ οἱ γονῆς ἔχουσι, θρέψωνται ἐν τοῖς σφετέροις τρόποισι καὶ νόμοις, οὖσιν οἵοις διεληλύθαμεν τότε· καὶ οὕτω τάχιστά τε καὶ ῥᾷστα πόλιν τε καὶ πολιτείαν, ἣν ἐλέγομεν, καταστᾶσαν αὐτήν τε εὐδαιμονήσειν καὶ τὸ ἔθνος ἐν ᾧ ἂν ἐγγένηται πλεῖστα ὀνήσειν;Όσοι μες στην πόλη είναι πάνω από δέκα χρόνια, [541a] όλους αυτούς θα τους στείλουν στα χωράφια, κι αφού παραλάβουν τα παιδιά τους και τ᾽ αποσύρουν από τις τωρινές συνήθειες, που έχουν κι οι γονείς των, θα τ᾽ αναθρέψουν με τους δικούς των τρόπους και νόμους, που θα είναι τέτοιοι όπως τους αναφέραμε πριν· κι έτσι δε θα στερεώσει πολύ γρήγορα και εύκολα η πόλη και το πολίτευμα που λέγαμε, δε θα ευδαιμονήσει κι η ίδια και δε θα δει τη μεγαλύτερη ωφέλεια και το έθνος όπου ανήκει;
Πολύ γ᾽, ἔφη· καὶ ὡς ἂν γένοιτο, εἴπερ ποτὲ γίγνοιτο, [541b] δοκεῖς μοι, ὦ Σώκρατες, εὖ εἰρηκέναι.Χωρίς καμιά αμφιβολία· και μου φαίνεται, Σωκράτη, [541b] πως πολύ ωραία εξέθεσες και τον τρόπο που θα γίνουνται όλ᾽ αυτά, αν είναι ποτέ να γίνουν.
Οὐκοῦν ἅδην ἤδη, εἶπον ἐγώ, ἔχουσιν ἡμῖν οἱ λόγοι περί τε τῆς πόλεως ταύτης καὶ τοῦ ὁμοίου ταύτῃ ἀνδρός; δῆλος γάρ που καὶ οὗτος οἷον φήσομεν δεῖν αὐτὸν εἶναι.Αρκετά λοιπόν τα ᾽χομε πια συζητήσει και για την ίδια την πόλη και για τον άνθρωπο που θα ᾽ναι όμοιος μ᾽ αυτήν; Γιατί είναι φανερό τί λογής θα πούμε πως πρέπει να είναι κι αυτός.
Δῆλος, ἔφη· καὶ ὅπερ ἐρωτᾷς, δοκεῖ μοι τέλος ἔχειν.Φανερό· κι έτσι η ερώτηση που μ᾽ έκαμες πήρε, μου φαίνεται, τέλος.

Τα σχόλια είναι κλειστά.