diaforos
Just another WordPress site
Ειδικό Δικαστήριο άρθρου 88 παρ. 2 Σ (Μισθοδικείο) 13/2006.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αστική ευθύνη δημοσίου – Αποδοχές Προέδρου ΕΕΤΤ -.
Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.), η οποία είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή συσταθείσα από τον κοινό νομοθέτη, φέρει μεν χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε όργανα της δικαιοσύνης με σκοπό τη διασφάλιση καθεστώτος ανεξαρτησίας των μελών της, πλην αποτελεί όργανο της εκτελεστικής λειτουργίας, και δη διοικητικό όργανο που ανήκει στο νομικό πρόσωπο του κράτους, οι αρμοδιότητες του οποίου ανάγονται σε
α) έκδοση κανονιστικών πράξεων που αφορούν τη ρύθμιση τομέων του πεδίου των τηλεπικοινωνιών,
β) έκδοση ατομικών πράξεων προς εκτέλεση των κανονιστικών,
γ) έκδοση ατομικών – κυρωτικών πράξεων στο πλαίσιο των κυρωτικής φύσεως αρμοδιοτήτων εποπτείας και ελέγχου της τηλεπικοινωνιακής και ταχυδρομικής αγοράς και
δ) παροχή γνωμοδοτήσεων, όλες δε οι εκτελεστές πράξεις του οργάνου αυτού υπόκεινται στον έλεγχο δικαστηρίων, όπως και οι πράξεις των λοιπών οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας.
Κατά την ένδικη περίοδο ο πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ., ο οποίος είναι ανώτατος δημόσιος λειτουργός που προΐσταται Αρχής ενταγμένης στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας, ελάμβανε, υπό μορφή αποζημιώσεως, κατά πολύ ανώτερες αποδοχές έναντι των προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας που είναι οι επί κεφαλής της τρίτης πολιτειακής λειτουργίας.
Το πραγματικό γεγονός και μόνον ότι με την ως άνω ρύθμιση, κατά την ένδικη περίοδο, οι αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., ως σύνολο λαμβανόμενες, ανήλθαν σε ύψος ανώτερο από αυτές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, έχει ως συνέπεια την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της, κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά και εκ της παραλείψεως των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να θεσπίσουν ρύθμιση με την οποία οι αποδοχές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων ανέρχονταν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα τουλάχιστον στο αυτό ύψος με τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., οι δε αποδοχές των λοιπών δικαστικών λειτουργών διαβαθμίζονταν αναλόγως.(Αντίθετη μειοψηφία).
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 13/2006
Το κατά άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Ειδικό Δικαστήριο
Αποτελούμενο από τους :
Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πρόεδρο,
Ιωάννη Παπανικολάου, Αρεοπαγίτη, αναπληρωματικό μέλος, ελλείποντος του τακτικού και του πρώτου αναπληρωματικού μέλους,
Γεώργιο Κωνσταντά, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού μέλους Ασημίνας Σαντοριναίου, Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
Νικόλαο Ρόκα, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος,
Σωτήριο Λύτρα, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος,
Ευάγγελο Περάκη, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος,
Κωνσταντίνο-Δημήτριο Τριανταφυλλόπουλο, Δικηγόρο, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού μέλους Ευλογέτας Τσιτσιπή-Μισαηλίδη, Δικηγόρου και του αναπληρωματικού μέλους Δημητρίου Κορφιάτη, Δικηγόρου,
Παύλο Ιωαννίδη, Δικηγόρο, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του τακτικού μέλους Αναστασίας Χριστοδουλοπούλου, Δικηγόρου και
Αντώνιο Αργυρό, Δικηγόρο, τακτικό μέλος.
Γραμματέας η Μαριάνθη Παπασαράντη, Προϊσταμένη του Τμήματος Οργάνωσης, Πληροφορικής και Τεκμηρίωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας σε αναπλήρωση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Συμβουλίου της Επικρατείας την 1η Οκτωβρίου 2006, ημέρα Τρίτη και ώρα 6.00 μ.μ., για να δικάσει την από 26 Ιουνίου 2006 αγωγή που κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του Ειδικού Δικαστηρίου την 27η Ιουνίου 2006 με αύξοντα αριθμό πρωτοκόλλου 664.
Της Γ Π, Δικαστικής Λειτουργού, κατοίκου Χολαργού, οδός Λ. Δ αριθμ. *, η οποία δεν παρέστη αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αγωγή νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
Κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Γεώργιο Γρυλωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Κατόπιν, το Δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αγωγής.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, άκουσε τον εισηγητή της υπό κρίση αγωγής Αντώνιο Αργυρό, Δικηγόρο, και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα, εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός· με βαθμό Προέδρου Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ζητά να αναγνωρισθεί (μετά από νόμιμο περιορισμό, με το κατατεθέν στις 6.10.2006 υπόμνημα, του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος) ότι το εναγόμενο Δημόσιο οφείλει, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, να της καταβάλει,νομιμοτόκως, λόγω παράνομης και υπαίτιας ζημιογόνου συμπεριφοράς των οργάνων του:
α) ως αποζημίωση για θετική ζημία, τα ποσά που αναφέρονται στην αγωγή της και
β) ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό των 5.000,00 ευρώ.
Ειδικότερα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η θετική ζημία της συνίσταται στη διαφορά μεταξύ των ποσών που έλαβε υπό τη μορφή τακτικών αποδοχών κατά τα έτη 2000 έως και 2005, και των ποσών που θα ελάμβανε αν οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είχαν καθορισθεί, όπως εκ του Συντάγματος επιβαλλόταν, σε αντιστοιχία με τις αποδοχές δημοσίων κρατικών λειτουργών, όπως του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.) ή, έστω, των Γενικών Διευθυντών των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων.
2. Επειδή, με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, υπό τον τίτλο «Ψήφιση, δημοσίευση και θέση σε ισχύ των αναθεωρημένων διατάξεων του Συντάγματος» (Φ.Ε.Κ. Α’ 87/17.4.2001), αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 88 του Συντάγματος ως εξής:
«Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημα τους.
Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάσταση τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους.
Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99.
Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει.
Νόμος ορίζει σχετικά με τη συνέχιση τυχόν εκκρεμών δικών».
Κατά την έννοια της ανωτέρο διατάξεως, ερμηνευομένης εν όψει και των θεμελιωδών διατάξεων των άρθρων 8, 26, 93, 94, 95, 98 και 100 του Συντάγματος, το παρόν Ειδικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται της επιλύσεως των νομικών ζητημάτων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του, στη συνέχεια δε, παραπέμπει τις σχετικές υποθέσεις στο αρμόδιο δικαστήριο, προκειμένου να προβεί το ίδιο στην περαιτέρω εκδίκαση τους.
3. Επειδή, εξ άλλου, στο Κεφάλαιο Α’ (άρθρα 1-13) του ν. 3038/2002
«Για την επίλυση των διαφορών του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 180/7.8.2002), ρυθμίζονται τα θέματα της συγκροτήσεως και της δικαιοδοσίας του ειδικού δικαστηρίου, της διαδικασίας ενώπιον αυτού και της ισχύος και των συνεπειών των αποφάσεων του.
Ειδικότερα, στο μεν άρθρο 4 του νόμου αυτού ορίζεται ότι:
«Στο Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος; υπάγονται οι διαφορές που αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική η φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων»,
στο δε άρθρο 5, ότι: «
1. Το Ειδικό Δικαστήριο εάν κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η παραπεμπτική απόφαση είναι δεσμευτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή.
2. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, εάν κρίνει ότι στη διαφορά που έχει εισαχθεί απευθείας σε αυτό ανακύπτουν νομικά ζητήματα η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, παραπέμπει τη διαφορά αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει το ζήτημα της παραπομπής σε κάθε στάση της δίκης και σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν καταστεί αμετάκλητη, είναι δεσμευτική για: το ειδικό δικαστήριο». Εξ άλλου, στο άρθρο 9 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου εφαρμόζονται αναλόγως κατά τα λοιπά οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συμπληρωματικά οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας».
Τέλος, στο άρθρο 18 του ως άνω νόμου, υπό τον τίτλο «Μεταβατική διάταξη», ορίζεται ότι: «
Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Α’ του νόμου αυτού εφαρμόζονται στα ένδικα βοηθήματα που ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ·ότι το προβλεπόμενο από το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος ειδικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία επί των διαφορών που αναφύονται από ένδικα βοηθήματα τα οποία ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 3038/2002, δηλαδή, μετά τις 7.8.2002 (άρθρο 16 του ν. 3038/2002).
4. Επειδή, το παρόν Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς, δεδομένου ότι η μεν ένδικη αγωγή ασκήθηκε στ ς 27.6.2006 (αριθ. καταθέσεως 664), η δε επίλυση του σχετικού νομικού ζητήματος μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων.
5. Επειδή, για την κρινόμενη αγωγή έχει καταβληθεί παράβολο (υπ1 αριθ. 2954760, 2187024, 2187023, 2187022, 2954762, 2954233, 2954761 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α’, αξίας 50 ευρώ). Δεδομένου, όμως ότι κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. Α’ 97), ο οποίος, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 3, είναι εφαρμοστέος εν προκειμένω, δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου για την άσκηση αγωγής, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί, ανεξαρτήτως εκβάσεως της δίκης.
6. Επειδή, στο άρθρο 26 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
«Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας» (παρ. 1), ότι:
«Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση» (παρ. 2) και ότι:
«Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού» (παρ. 3).
Περαιτέρω, στη μεν παρ. 1 του άρθρου 87 του Συντάγματος ορίζεται ότι:
«Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία»,
στη δε παρ. 2 του άρθρου 88 ορίζεται, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στη σκέψη 2, ότι:
«Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημα τους» και ότι:
«Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάσταση τους γενικά καθορίζονται με ειδικές νόμους».
Από τις-ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το Σύνταγμα καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες, αφού μόνον δια της ισοδυναμίας και ισοτιμίας αυτών επιτυγχάνεται η πραγματική και αποτελεσματική διάκριση αυτών, η οποία αποτελεί το βάθρο της οργανώσεως και λειτουργίας της ενιαίας κρατικής εξουσίας και του Κράτος Δικαίου.
Ειδικώς για τη δικαστική λειτουργία, καθιερώνεται, δια των αυτών διατάξεων του Συντάγματος, ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της, η ανεξαρτησία της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες.
Για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, το Σύνταγμα αναγνωρίσει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (και δι’ αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες), με την ανεξαρτησία των δικαστών.
Εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής θεωρεί ο συνταγματικός νομοθέτης και την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία καθιερώνει ευθέως, επιτάσσοντας τη χορήγηση σε αυτούς αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημα τους, ήτοι προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, και, συνεπώς, λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αποδοχών όχι κατώτερων από τις αποδοχές των αντίστοιχων οργάνων των άλλων λειτουργιών.
Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 89 παρ. Ι του Συντάγματος περί γενικού επαγγελματικού ασυμβιβάστου (με ορισμένες εξαιρέσεις στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου), η οποία εντάσσεται στις προσωπικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας των δικαστών, συνάπτεται με αυτήν του άρθρου 88 παρ. 2, διότι οι αποδοχές των δικαστών πρέπει να είναι πάντοτε ανάλογες του κύρους και της αποστολής τους ως οργάνων της τρίτης πολιτειακής εξουσίας, λαμβανομένου υπόψη ότι εκ του Συντάγματος επιβάλλεται η αποκλειστική απασχόληση τους με την απονομή του δικαίου.
Από τα πιο πάνω έπεται, ότι χορήγηση σε άλλους λειτουργούς που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις άλλες δύο λειτουργίες, αποδοχών που είναι μεγαλύτερες από τις χορηγούμενες στα όργανα της δικαστικής εξουσίας (δικαστές), παραβιάζει ευθέως τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και πλήττει καίρια την δικαστική ανεξαρτησία.
Η παραβίαση των ως άνω συνταγματικών διατάξεων με τη χορήγηση αποδοχών σε λειτουργούς που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις άλλες λειτουργίες του Κράτους μεγαλύτερων από τις χορηγούμενες στους δικαστές αποδοχές, έχει ως συνέπεια την κατ’ ευθείαν εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 88 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 26 και 87 παρ. 1 αυτού, αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστών, με τη χορήγηση και σ’ αυτούς, με τον ίδιο τρόπο, των ίδιων συνολικών αποδοχών που χορηγούνται στα όργανα των άλλων λειτουργιών
(βλ.Ολ. ΣτΕ 3670/1994, πρβλ. και Ειδικό Δικαστήριο 1/2005, Πρακτικό του ΣτΕ 135/11)
επί επεξεργασίας του σχεδίου διατάγματος «Καθορισμός αποδοχών των μελών του Α.Σ.Ε.Π.», ΣτΕ 1688/1991 Γ’ Τμ. 7μελ. κ.ά.).
Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, όπως έχουν παγίως ερμηνευθεί από όλα τα δικαστήρια της χώρας μέχρι σήμερα, συνάγεται, επίσης, ότι ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται όχι μόνον να θεσπίζει εφ’ άπαξ το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, αλλά και να το αναπροσαρμόζει μέσω πρόσφορης διαδικασίας περιοδικής εξετάσεως των εν λόγω αποδοχών σε συσχετισμό και με τις αποδοχές των αντίστοιχων οργάνων των άλλων λειτουργιών του Κράτους.
7. Επειδή, εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα,
«Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών».
Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για τη γέννηση της αξιώσεως προς αποζημίωση απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή η παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου, να είναι παράνομη, δηλαδή να αντίκειται σε κανόνα δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον.
Υφίσταται δε αντικειμενική ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, από την εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας νομοθέτηση δια των αρμοδίων, κατά το Σύνταγμα, οργάνων της ή εκ της παραλείψεως των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, όταν από τη νομοθέτηση ή μη, γεννάται αντίθεση προς τους υπερκείμενους κανόνες δικαίου, όπως είναι διεθνείς Συνθήκες και οι διατάξεις του Συντάγματος (ΣτΕ 3587/1997, 1141/1999, 5/2001, απόφ. 1/2005 Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 παρ. 2 του Συντ.).
8. Επειδή, με το άρθρο δεύτερο παρ. 3 του ν. 2246/1994 (Α’ 172) συστήθηκε Επιτροπή με την επωνυμία «Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών» (Ε. Ε. Τ.) και έδρα την Αθήνα, ορίστηκε δε ότι η Επιτροπή αυτή απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και εποπτεύεται από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών, έχουσα ως αρμοδιότητα την άσκηση εποπτείας επί της τηλεπικοινωνιακής αγοράς.
Επακολούθησε ο ν. 2668/1998 (Α’ 282), με το άρθρο 7 του οποίου, η εν λόγω Επιτροπή μετονομάσθηκε σε «Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων» και κατέστη ανεξάρτητη διοικητική αρχή με αρμοδιότητα την εποπτεία επί της τηλεπικοινωνιακής και της ταχυδρομικής αγοράς.
Στη συνέχεια δημοσιεύθηκε ο ν. 2867/2000 (Α’ 273), στο άρθρο 3 του οποίου ορίζονται τα εξής: «
1. Ο έλεγχος και η ρύθμιση του τομέα των τηλεπικοινωνιών και η εποπτεία τις τηλεπικοινωνιακής αγοράς ασκούνται από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε. Ε. Τ. Τ.), η οποία αποτελεί την Εθνική Ρυθμιστική Αρχή (NRA) σε θέματα τηλεπικοινωνιών και η οποία συστήθηκε με το Ν. 2246/1994 (ΦΕΚ 172 Α’).
2. Η Ε.Ε.Τ.Τ. είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή με έδρα την Αθήνα, που απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας. […].
3. Η Ε.Ε.Τ.Τ. συγκροτείται από εννέα (9) μέλη, εκ των οποίων ενός είναι ο Πρόεδρος και δύο Αντιπρόεδροι, ο ένας εκ των οποίων είναι αρμόδιος για τον” τομέα των τηλεπικοινωνιών και ο άλλος για τον τομέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών. Τα μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. κατά την άσκηση των καθηκόντων τους απολαύουν πλήρους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι και τα υπόλοιπα μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών κα Επικοινωνιών, μετά από προηγούμενη επιλογή τους από τη Διάσκεψη τω/ Προέδρων της Βουλής, με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Ως μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. επιλέγονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, που απολαύουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής και διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα στον τεχνικό, οικονομικό ή νομικό τομέα.
4. Η θητεία του Προέδρου και των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. είναι πενταετής. Δεν επιτρέπεται ο διορισμός των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. για περισσότερο από δύο (2) θητείες. 5. […]. 7. Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι της Ε.Ε.Τ.Τ. είναι δημόσιοι λειτουργοί πλήρους απασχόλησης.
Κατά τη διάρκεια της θητείας τους αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε άλλου δημόσιου λειτουργήματος. Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι της Ε.Ε.Τ.Τ. δεν επιτρέπεται να ασκούν καμία επαγγελματική δραστηριότητα ή να αναλαμβάνουν άλλα καθήκοντα, αμειβόμενα ή μη στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, με εξαίρεση διδακτικά καθήκοντα μελών Δ.Ε.Π. A.E.I, υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης.
Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, τα μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. δεσμεύονται από το νόμο, έχουν δε υποχρέωση τηρήσεως των αρχών της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. [. . .].
9. Οι αποδοχές του Προέδρου και των Αντιπροέδρων και η αποζημίωση των υπόλοιπων μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών, κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ισχύουν.
10. […]». Στη συνέχεια, οι παράγραφοι 3 και 4 του ως άνω άρθ3ου αντικαταστάθηκαν, αντίστοιχα, με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 72 του ν. 3371/2005 (Α’ 178).
Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις, ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι της Ε.Ε.Τ.Τ. επιλέγονται και διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών και γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλές, η δε θητεία του Προέδρου και των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. περιορίστηκε στα τέσσερα έτη, με απαγόρευση διορισμού τους για περισσότερο από δύο συνεχείς θητείες.
Ο ν. 2867/2000 αντικαταστάθηκε, στη συνέχεια, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από το ν. 3431/2006 «Περί Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και άλλες διατάξεις» (Α’ 13/3.2.2006).
Ο νόμος αυτός, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική του έκθεση, θεσπίσθηκε εν όψει των κοσμογονικών εξελίξεων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη σύγκλιση των μέσων επικοινωνίας και των τεχνολογιών πληροφορικής, η οποία οδήγησε στην ανάγκη νέου κανονιστικού πλαισίου.
Στο άρθρο 4 του εν λόγω ν. 3431/2006 ορίζεται ότι το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών αποτελεί την Αρχή Τηλεπικοινωνιών (Administration), όπως ο όρος αυτός καθορίζεται στον Καταστατικό Χάρτη της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών, στο ίδιο δε άρθρο προβλέπονται οι αρμοδιότητες του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η Χάραξη της πολιτικής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος στον τομέα αυτό, η νομοθετική και κανονιστική πρωτοβουλία κ.λπ.,
στο δε άρθρο 6 παρ. 1 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4, ο έλεγχος, η ρύθμιση και η εποπτεία της αγοράς των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ασκούνται από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.),-η οποία αποτελεί την Εθνική Ρυθμιστική Αρχή (NRA) σε θέματα παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συναφών ευκολιών και συναφών υπηρεσιών . . .».
Επίσης, στο άρθρο 10 του ίδιου ν. 3431/2006 προβλέπεται, για πρώτη φορά, πειθαρχική διαδικασία κατά των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. για κάθε παράβαση των υποχρεώσεων τους που απορρέουν από την κείμενη νομοθεσία περί ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο αποτελείται από ένα Σύμβουλο Επικρατείας, έναν Αρεοπαγίτη και τρεις Καθηγητές Πανεπιστημίου με γνωστικό αντικείμενο τις επικοινωνίες και το δίκαιο.
Εξ άλλου, στο ν. 2867/2000 (άρθρο 3 παρ. 14) προβλεπόταν ήδη μεγάλος αριθμός αρμοδιοτήτων της Ε.Ε.Τ.Τ., όπως η κατάρτιση και τροποποίηση του Εθνικού Σχεδίου Αριθμοδότησης και η εκχώρηση αριθμών ή ομάδων αριθμών στους Τηλεπικοινωνιακούς Οργανισμούς και στους Παρόχους Τηλεπικοινωνιακών Υπηρεσιών, η ρύθμιση των θεμάτων του διαδικτύου, η ενασχόληση με τα θέματα του Τερματικού Εξοπλισμού, η ρύθμιση των θεμάτων των Γενικών Αδειών, η έκδοση Κωδίκων Δεοντολογίας για την άσκηση τηλεπικοινωνιακών δραστηριοτήτων, η μέριμνα για την τήρηση της νομοθεσίας περί τηλεπικοινωνιών, περιλαμβανομένων και θεμάτων ανταγωνισμού, η γνωμοδότηση για τη λήψη νομοθετικών μέτρων με σκοπό την απρόσκοπτη και αποδοτική ανάπτυξη του τομέα των τηλεπικοινωνιών, η διαχείριση νου φάσματος των ραδιοσυχνοτήτων, η συνεργασία με διεθνείς φορείς κα η εκπροσώπηση της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς, η διαπίστευση φορέων που παρέχουν πιστοποίηση ηλεκτρονικής υπογραφής, η έκδοση κανονιστικών ή ατομικών πράξεων δια των οποίων ρυθμίζεται κάθε διαδικασία και λεπτομέρεια σε σχέση με τις αρμοδιότητες της, η επιβολή προστίμων και Λοιπών διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των ποινών και κυρώσεων που προβλέπονται στο ν. 703/1977 και η παραπομπή των παραβατών στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, η σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, μελετών και προμηθειών για θέματα που άπτονται των σκοπών της και της λειτουργίας της κ.λπ.
Στο ν. 3431/2006 (άρθρο 12) επαναλαμβάνονται κατά βάση οι αρμοδιότητες της Ε.Ε.Τ.Τ. που απαριθμούνται στο ν. 2867/2000, με αρκετές, όμως, μεταβολές, εν όψει των νεότερων εξελίξεων.
Επίσης, στον ίδιο νόμο περιελήφθησαν και αρμοδιότητες που προβλέπονταν σε άλλα νομοθετήματα, όπως το π.δ. 150/2001 (Α’ 125).
Για την εκπλήρωση των σκοπών της Ε.Ε.Τ.Τ., με το άρθρο 4 του ν. 2867/2000 συστήθηκαν 180 συνολικά θέσεις, από τις οποίες οι 80 ως θέσεις τακτικού προσωπικού.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Ε.Ε.Τ.Τ , ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, οργανώνεται και λειτουργεί στα πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης, οι δε θέσεις τακτικού προσωπικού της είναι θέσεις μονίμου προσωπικού με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου (Πρακτικό Επεξεργασίας 586/2002 του ΣτΕ, απόφαση 3/2002 της Τριμελούς Επιτροπής του Γ’ Τμήματος του ΣτΕ, απόφ. 4126/2005 του Γ’ Τμήματος του ΣτΕ, 7μελούς συνθέσεως).
Στο άρθρο 13 του ν. 3431/2006 προβλέπεται η αύξηση των θέσεων σε 220 συνολικά, ορίζεται δε ρητά πλέον ότι από τις θέσεις αυτές, οι 75 είναι θέσεις τακτικού προσωπικού με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Ε.Ε.Τ.Τ., η οποία είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή συσταθείσα από τον κοινό νομοθέτη, φέρει μεν χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε όργανα της δικαιοσύνης με σκοπό τη διασφάλιση καθεστώτος ανεξαρτησίας των μελών της, πλην αποτελεί όργανο της εκτελεστικής λειτουργίας, και δη διοικητικό όργανο που ανήκει στο νομικό πρόσωπο του κράτους, οι αρμοδιότητες του οποίου ανάγονται σε
α) έκδοση κανονιστικών πράξεων που αφορούν τη ρύθμιση τομέων του πεδίου των τηλεπικοινωνιών,
β) έκδοση ατομικών πράξεων προς εκτέλεση των κανονιστικών,
γ) έκδοση ατομικών – κυρωτικών πράξεων στο πλαίσιο των κυρωτικής φύσεως αρμοδιοτήτων εποπτείας και ελέγχου της τηλεπικοινωνιακής και ταχυδρομικής αγοράς και
δ) παροχή γνωμοδοτήσεων, όλες δε οι εκτελεστές πράξεις του οργάνου αυτού υπόκεινται στον έλεγχο δικαστηρίων, όπως και οι πράξεις των λοιπών οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας.
9. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής:
Η ενάγουσα διορίστηκε πάρεδρος με το από 16.4.1986 Π.Δ., προήχθη σε Πρόεδρο Πρωτοδικών με το από 9.12.1999 Π.Δ. και εν συνεχεία προήχθη σε Εφέτη από 1.11.2005 (Π.Δ. 23.12.2005).
Η ενάγουσα κατά τον ένδικο χρόνο (έτη 2000 έως και 2005) ελάμβανε αρχικά το μισθό που προβλεπόταν ατό το άρθρο 1 του ν. 2521/1997 (Α’ 174) που καθιέρωσε το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, όπως αναπροσαρμόσθηκε με το άρθρο 15 ταυ ν. 2702/1999 (Α’ 70), στη συνέχεια δε από το άρθρο 29 του ν. 3205/2003 (Α’ 297), με τον οποίο θεσπίσθηκε νέο ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών.
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2521/1997 και του άρθρου 29 του ν. 3205/2003, όπως ισχύει, ο μηνιαίος βασικός μισθός όλων των βαθμών της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών, καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Πρωτοδίκη και των αντίστοιχων με αυτόν βαθμών, ο οποίος πολλαπλασιάζεται με τους αναφερομένους στη διάταξη αυτή συντελεστές.
Από τις προσκομισθείσες βεβαιώσεις του Λογιστηρίου των Διοικητικών Πρωτοδικείων Πειραιά και Αθηνών προκύπτουν επακριβώς τα ποσά που η ενάγουσα ελάμβανε ως μηνιαίο μισθό από 1.1.2000 έως 31.12.2005, ενώ κατά την ίδια περίοδο, όπως η ενάγουσα ισχυρίζεται στο δικόγραφο της και επαληθεύεται από τις σχετικές διατάξεις “του ανωτέρω ειδικού μισθολογίου, ο μηνιαίος μισθός των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων ανερχόταν
το έτος 2000 σε 1.493.200 δραχμές (4.382,10 ευρώ),
το έτος 2001 σε 1.542.480 δραχμές (4.526,70 ευρώ),
το έτος 2002 σε 4.695,76 ευρώ,
το έτος 2003 σε 4.868,56 ευρώ,
το έτος 2004 σε 5.200,00 ευρώ και
το έτος 2005 σε 5.318,40 ευρώ.
Στα ανωτέρω ποσά πρέπει να προστεθεί το δυνάμει των άρθρων 1 και 56 του ν. 345/1976 (Α’ 141) καταβαλλόμενο ποσό ως μηνιαία αποζημίωση συμμετοχής στο Ανώτατο Ειδικό δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, το οποίο καθορίσθηκε για τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων, στους οποίο καταβάλλεται παγίως, σε 300.000 δραχμές (ήτοι 880,41 ευρώ) μηνιαίως, την κοινή απόφαση Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών 2036129/3605/0022/3.6.1998 (Φ.Ε.Κ. Β’ 603/16.6.98) που τροποποιήθηκε με την Κ.Υ.Α. 2071470/7771/0022/29.10.1998 (Φ.Ε.Κ. Β’ 1168/9.11.1998).
Κατόπιν τούτου, ο μηνιαίος μισθός των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων ανερχόταν
το έτος 2000 σε 1.493.200 συν 300.000 ίσον 1.793.200 δραχμές (5.262,51 ευρώ),
το έτος 2001 σε 1.542.480 συν 300.000 ίσον 1.842.480 δραχμές (5407,11 ευρώ),
το έτος 2002 σε 4.695,76 συν 880,41 ίσον 5.576,17 ευρώ,
το έτος 2003 σε 4.868,56 συν 880,41 ίσον 5.748,97 ευρώ,
το έτος 2004 σε 5.200,00 συν 880,41 ίσον 6.080,41 ευρώ και
το έτος 2005 σε 5.318,40 συν 880,41 ίσον 6.198,81 ευρώ.
Εξ άλλου, με την υπ’ αριθ. 2/46730/0022/23.6.2000 (Φ.Ε.Κ. Β’ 803/30.6.2000) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών, η οποία εκδόθηκε -κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του στοιχείου Ε’ της παραγράφου 6 του άρθρου δεύτερου του ν. 2246/1994, όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 8 κυν. 2668/1998,
η μηνιαία μικτή αποζημίωση του Προέδρου της Ε.Ε Τ.Τ. καθορίστηκε στο ποσό των
3.500.000 δραχμών, ήτοι 10.271,46 ευρώ
και των Αντιπροέδρων στο 70% του μισθού του Προέδρου,
η απόφαση δε αυτή άρχισε να ισχύει από 1.6.2000, ενώ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2000 ίσχυε η κοινή υπουργική απόφαση 52902/28.7.1999 (Φ.Ε.Κ. Β’ 1553/3.8.1999), εκδοθείσα κατ’ επίκληση των ίδιων εξουσιοδοτικών διατάξεων, που όριζε
η μηνιαία αποζημίωση του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. ανερχόταν σε
2.200.000 δραχμές, ήτοι σε 6.456,35 ευρώ
(σχετικό το υπ’ αριθ. 14413/Φ. 115/26.4.2006 έγγραφο της Ε.Ε.Τ.Τ. προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους).
Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο της Ε.Ε.Τ.Τ., η ως άνω μηνιαία αποζημίωση καταβάλλεται σε δωδεκάμηνη βάση, ήτοι δεν καταβάλλονται δώρα Χριστουγέννων – Πάσχα και επίδομα αδείας.
Δηλαδή, το έτος 2000 ο πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ. είχε λάβει συνολικά
100.366,86 ευρώ (6.456,35 επί 6 ίσον 38.738,10 και 10.271,46 επί 6 ίσον 61.628,76),
έναντι 68.334,00 ευρώ (5.262,51 επί 12 συν 5.183,88)
που είχαν λάβει οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων,
κατά δε τα έτη 2001 έως και 2005 ο πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ.
ελάμβανε ετησίως 123.257,52 ευρώ (10.271,46 επί 12),
ενώ οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων το έτος 2001
είχαν λάβει συνολικά 70.358,40 ευρώ (5.407,11 επί 12 συν 5.473,08),
το έτος 2002 είχαν λάβει συνολικά 72.725,24 ευρώ (5.576,17 επί 12 συν 5.811,20),
το έτος 2003 είχαν λάβει συνολικά 75.144,44 ευρώ (5.748,97 επί 12 συν 6.156,80),
το έτος 2004 είχαν λάβει συνολικά 79.492,92 ευρώ (6.080,41 επί 12 συν 6.528,00) και
το έτος 2005 είχαν λάβει συνολικά 81.150,52 ευρώ (6.198,81 επί 12 συν 6.764,80).
Από τα παραπάνω δεδομένα συνάγεται ότι κατά την ένδικη περίοδο ο πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ., ο οποίος είναι ανώτατος δημόσιος λειτουργός που προΐσταται Αρχής ενταγμένης στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας, ελάμβανε, υπό μορφή αποζημιώσεως, κατά πολύ ανώτερες αποδοχές έναντι των προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας που είναι οι επί κεφαλής της τρίτης πολιτειακής λειτουργίας.
Το πραγματικό γεγονός και μόνον ότι με την ως άνω ρύθμιση, κατά την ένδικη περίοδο, οι αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., ως σύνολο λαμβανόμενες, ανήλθαν σε ύψος ανώτερο από αυτές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, έχει ως συνέπεια την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της, κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά και εκ της παραλείψεως των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας να θεσπίσουν ρύθμιση με την οποία οι αποδοχές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων ανέρχονταν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα τουλάχιστον στο αυτό ύψος με τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., οι δε αποδοχές των λοιπών δικαστικών λειτουργών διαβαθμίζονταν αναλόγως.
Εξ άλλου δεν υφίσταται αλλά και δεν απαιτείται να αναζητηθεί οποιαδήποτε αντιστοιχία “ων προϋποθέσεων και των συνθηκών άσκησης του λειτουργήματος “ων προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και των λοιπών δικαστικών λειτουργών με αυτό του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ..
Είναι δε, εν όψει των ανωτέρω, απορριπτέα τα προβαλλόμενα με το υπόμνημα του Δημοσίου περί του ότι δεν μπορεί να γίνει σύγκριση των αποδοχών του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. με αυτές των δικαστών γιατί, όπως προβάλλεται, οι αποδοχές στην Ε.Ε.Τ.Τ. αποτελούν κίνητρο για την προσέλκυση ικανών στελεχών από τον ιδιωτικό τομέα και ότι μετά τη λήξη της θητείας του ο πρόεδρος θα επιστρέψει στην ανασφάλεια του ιδιωτικού τομέα από τον οποίο αποκόπτεται όσο διάστημα υπηρετεί στην Ε.Ε.Τ.Τ..
Οι αποδοχές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, σύμφωνα και με τα προεκτιθέμενα, αποτελούν την οροφή του ειδικού μισθολογίου των δικαστών, προς εξασφάλιση δε της δικαστικής ανεξαρτησίας πρέπει πάντοτε να διατηρείται αναλογία με τις κατώτερες βαθμίδες της δικαστικής ιεραρχίας (ΣτΕ 1688/1991 ).
Εξάλλου η παροχή περαιτέρω ειδικών κινήτρων από την Πολιτεία για την στελέχωση των υπηρεσιών της εκτελεστικής λειτουργίας, με τα κατάλληλα πρόσωπα ειδικών προσόντων και κύρους δεν μπορεί να οδηγεί ευθέως στην παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 88 παρ 2 του Συντάγματος ,όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από την παγία νομολογία των δικαστηρίων.
Συνέπεια δε τούτου είναι ότι η ενάγουσα δικαιούται αποζημιώσεως, κατ’ αναλογίαν των αποδοχών της προς αυτές των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και πρέπει να λάβει τη διαφορά των αποδοχών που αποτελούν τμήμα του βασικού μισθού της που αντιστοιχεί σ’ αυτήν, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα.
Εξάλλου, όπως ήδη έχει κριθεί, με την 1/2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού:
Α) Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος, επιβάλλεται πάντοτε και χωρίς καμιά απολύτως παρέκκλιση να είναι ανάλογες με το λειτούργημα τους, με την έννοια ότι οι αποδοχές αυτών, ως φορέων της τρίτης ανεξάρτητης πολιτειακής εξουσίας, πρέπει να είναι σαφώς κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος διακεκριμένες και αυξημένες έναντι όλων των άλλων λειτουργών ή υπαλλήλων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις άλλες δύο λειτουργίες του πολιτεύματος, χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση ή παρέκκλιση.
Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είχε κανένα νόημα η επιταγή του άρθρου 88 παρ 2 του Συντάγματος.
Β) Η θέσπιση κανόνων δικαίου, που έρχονται σε αντίθεση με υπερκείμενους κανόνες δικαίου, όπως διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος ή των κανόνων δικαίου που έχουν αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, δημιουργεί αντικειμενική ευθύνη προς αποζημίωση του Δημοσίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ.
Κατά τη γνώμη, όμως, των μελών Νικολάου Ρόκα, Σωτήρη Λύτρα και Ευαγγέλου Περάκη, ναι μεν ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος ότι:
«Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημα τους»,
η διάταξη, όμως, αυτή δεν έχει την έννοια ότι οι αποδοχές τους πρέπει να είναι ανώτερες ή ότι πάντως δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις αποδοχές οποιουδήποτε άλλου κρατικού λειτουργού, αλλά μόνο από τις αποδοχές κρατικού λειτουργού που τελεί σε ίδιες με αυτούς συνθήκες.
Οι συνθήκες αυτές, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 88 παρ. 1 του Σ., σύμφωνα με το οποίο οι δικαστές είναι ισόβιοι, είναι οι συνθήκες εξέλιξης, στο πλαίσιο σταδιοδρομίας.
Κατά συνέπεια (???) οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών κατά τη θέληση του συντακτικού νομοθέτη πρέπει (???) να είναι υπέρτερες από τις αποδοχές κάθε άλλου δημόσιου υπάλληλου ή λειτουργού που κατέχει οργανική θέση και σταδιοδρομεί στο δημόσιο, οποιαδήποτε θέση και αν αυτός κατέχει (Στρατιωτικού, Καθηγητή Πανεπιστημίου, Ιατρού κλπ).
Κατά μείζονα λόγο οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών πρέπει να είναι υπέρτερες των αποδοχών όσων εντάσσονται στην συνήθη ιεραρχία των διοικητικών οργάνων, όσο υψηλή θέση και αν κατέχουν στην ιεραρχία αυτή.
Η πολιτεία, ωστόσο, δεν εμποδίζεται από το Σύνταγμα να καταβάλει αποδοχές κατά περίπτωση υψηλότερες από εκείνες που καταβάλλει σε δικαστικούς λειτουργούς, σε άλλους κρατικούς λειτουργούς, αν οι τελευταίοι αυτοί τελούν σε καθεστώς διάφορο από εκείνο των δικαστικών λειτουργών, χωρίς vα είναι υποχρεωμένη στην περίπτωση αυτή να καταβάλει τις υψηλότερες αυτές αποδοχές και στους δικαστικούς λειτουργούς.
Αντίθετη εκδοχή εμποδίζει την εκτελεστική εξουσία να επιλέξει το προσωπικό εκείνο, αμείβοντος το κατάλληλα, το οποίο εκτιμά ότι είναι σε θέση εφαρμόζοντας την κυβερνητική πολιτική, να φέρει σε πέρας τις σημαντικές αποστολές του Κράτους, όπως αυτές ορίζονται στο Σύνταγμα και τους νόμους.
Και την εμποδίζει σαφώς, όταν πρέπει να υπολογίσει ότι τις υψηλότερες αυτές αποδοχές πρέπει -αυτόματα και μάλιστα κάθε φορά – να καταβάλει αναλογικά, και σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς και δη τόσο τους εν ενεργεία, όσο και όσους, με τη συμπλήρωση του κατά το Σύνταγμα και τον νόμο ορίου ηλικίας έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί.
Παρόμοια δέσμευση δεν προκύπτει από το Σύνταγμα, το οποίο επιβάλλει μεν στο νομοθέτη να καθορίσει υψηλές αποδοχές στους δικαστικούς λειτουργούς, δεν επιτρέπει, όμως, σε κανένα όργανο να εμποδίζει την Κυβέρνηση να ασκήσει την κατά το Σύνταγμα λειτουργία της, εφαρμόζοντας την πολιτική της.
Πολιτική που επιβάλλει για παράδειγμα την κατά περίπτωση θέσπιση υψηλών αποδοχών για την εξασφάλιση του αναγκαίου ιατρικού προσωπικού σε απομονωμένες νησιωτικές περιοχές της χώρας κατ’ εφαρμογή και του άρθρου 101 του Σ.
Εξάλλου, η αξίωση μισθολογικής εξομοίωσης με αμοιβές παρεχόμενες σε άλλους δημόσιους λειτουργούς δεν μπορεί να είναι ασφαλές μέτρο για την κατά το Σύνταγμα μισθολογική μεταχείριση του πράγματι (???) υψηλού λειτουργήματος των δικαστών, αν δεν εξετάζεται ταυτόχρονα μήπως τέτοιες αμοιβές δίδονται intuitu personae ή είναι ενδεχομένως χαριστικές ή υπερβολικές και κατά συνέπεια ανεπίδεκτες επέκτασης.
Ακόμη περισσότερο, μάλιστα, που η επέκταση τους αυτή· σε ολόκληρο το δικαστικό σώμα κατά τα ανωτέρω, κινδυνεύει λόγω του σωρευτικού αποτελέσματος να εξουθενώσει τα οικονομικά της χώρας, με συνέπεια πέραν από την κατουσίαν υποκατάσταση του παρόντος δικαστηρίου σε έργα νομοθέτη, και την πρακτική αδυναμία του Κράτους να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
Ειδικότερα δεν υπάρχει υποχρέωση από το Σύνταγμα για την καταβολή στον Πρόεδρο του ΑΠ και κατ’ αναλογία στους άλλους δικαστές, των αποδοχών που λαμβάνει ο Πρόεδρος της Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής, στον οποίο καταβάλλονται – κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις -αποδοχές συναπτόμενες προς τις ειδικές συνθήκες ασκήσεως του λειτουργήματος του, ήτοι την ιδιότητα του ως δημόσιου λειτουργού πλήρους απασχόλησης με πενταετή θητεία, ανανεούμενη μόνο μία φορά σε συνδυασμό με την αναστολή άσκησης τυχόν άλλου δημόσιου λειτουργήματος και την απαγόρευση άσκησης άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας ή ανάληψης άλλων καθηκόντων αμειβόμενων ή μη στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, με εξαίρεση διδακτικά καθήκοντα μελών ΔΕΠ ΑΕΙ υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης.
Οι ανωτέρω αποδοχές φέρουν προδήλως τον χαρακτήρα κινήτρου, το οποίο παρέχεται προκειμένου να προσελκυσθούν για την κατάληψη της θέσης του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. για το ως άνω περιορισμένο χρονικό διάστημα της μίας ή το πολύ των δύο θητειών – μετά το πέρας των οποίων τερματίζεται η οποιαδήποτε σχέση τους – πρόσωπα, που πέραν από την κατοχή γνώσεων υψηλής ειδίκευσης, γνώσεων, τις οποίες απαιτεί η άσκηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., πληρούν και τις λοιπές προϋποθέσεις για την κατάληψη της θέσης αυτής, δηλ. να είναι πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, που απολαμβάνουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής και διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα στον τεχνικό, οικονομικό ή νομικό τομέα.
Η κατάληψη τέτοιας θέσης, εξάλλου, συνεπάγεται εγκατάλειψη της απασχόλησης στην αγορά εργασίας θέσεων με υψηλή εμπορευματική αξία.
Υπό τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, είναι δικαιολογημένο το Κράτος (Δημόσιο) να έχει τη δυνατότητα του προσδιορισμού κατά περίπτωση της αμοιβής Προέδρων Ανεξάρτητων Αρχών ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, δεδομένου ότι πρόκειται για αμοιβές που ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις της αγοράς αυτής και δεν σχετίζονται με την αξιολόγηση δημοσίου λειτουργήματος.
Οι ανωτέρω ειδικές συνθήκες και λόγοι που δικαιολογούν την χορήγηση αυξημένων αποδοχών στον Πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ., δεν συντρέχουν για τους δικαστικούς λειτουργούς που είναι ισόβιοι και όχι επί θητεία δημόσιοι λειτουργοί (βλ. ιδίως ΣτΕ 3458/1998 επταμελούς συνθέσεως).
Επομένως, κατά την γνώμη αυτή η υπό κρίση αγωγή κατά την πρώτη βάση της θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη.
10. Επειδή, το Δικαστήριο κρίνει ότι,
μετά την επίλυση του ανωτέρω νομικού ζητήματος που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του,
παρέλκει η εξέταση των λοιπών νομικών ζητημάτων που τίθενται με τις επικουρικές βάσης της αγωγής,
η οποία, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 2,
πρέπει να παραπεμφθεί στο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών,
το οποίο εν όψει των ανωτέρω είναι αρμόδιο να επιλύσει οριστικώς την υπό κρίση διαφορά και να αντιμετωπίσει τα λοιπά ζητήματα που γεννώνται σχετικά με την αναγνώριση της αξιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα, καθώς και του ύψους αυτής.
Δια ταύτα
Επιλύει το νομικό ζήτημα κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Παραπέμπει κατά τα λοιπά προς εκδίκαση την υπό κρίσιν αγωγή στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2006 και 7 Νοεμβρίου 2006 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 7 Νοεμβρίου 2006.