diaforos

Just another WordPress site

Τίμαιος

The Project Gutenberg EBook of Timaeus, by Plato
Πηγή Α τόμου gutenberg.org/files/35453/35453-h/35453-h.htm
Πηγή Β τόμου gutenberg.org/files/36049/36049-h/36049-h.htm

ΠΛΑΤΩΝΟΣ

ΤΙΜΑΙΟΣ [ή περί φύσεως]

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ – ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ – ΠΑΥΛΟΥ ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΥ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ

1911

Produced by Sophia Canoni (txt file) and Andrew Sly (html file). Book provided by Iason Konstantinides.

Table of Contents

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ


Α’. ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Κατά την εορτήν των Βενδιδείων, τελουμένην προς τιμήν της Θρακικής θεότητος Βένδιδος, την οποίαν οι Αθηναίοι εταύτιζον με την Άρτεμιν, κατέβη ο Σωκράτης εις Πειραιά εις την οικίαν του Κεφάλου, ένθα συνδιελέχθη περί Πολιτείας με τον Πολέμαρχον, υιόν του Κεφάλου, τον Γλαύκωνα και Αδείμαντον, αδελφούς του Πλάτωνος, και τον σοφιστήν Θρασύμαχον. Την επαύριον ο Σωκράτης τα της εν Πειραιεί συνδιαλέξεως διηγήθη είς τινας φίλους εν Αθήναις. Η διήγησις δ’ αύτη του Σωκράτους, συνεχής και αδιάκοπος απ’ αρχής άχρι τέλους, αποτελεί τον όλον διάλογον εν τη «Πολιτεία», όπου όμως δεν αναφέρονται τα ονόματα των ακροατών. Ούτοι, τέσσαρες όντες, συνεφώνησαν, ίνα την αμέσως ακόλουθον ημέραν εις νέαν συνδιάλεξιν αποδώσωσιν εις τον Σωκράτην το υπό τούτου παρατεθέν αυτοίς συμπόσιον λόγων. Η συνέχεια δ’ αύτη της συνδιαλέξεως εκτίθεται εις άλλον διάλογον, όστις επιγράφεται «Τίμαιος» εκ του ονόματος ενός των εστιατόρων του Σωκράτους. Οι άλλοι ήσαν Κριτίας, ο Αθηναίος πολιτευτής, και Ερμοκράτης, ο Συρακόσιος στρατηγός. Του τετάρτου το όνομα δεν μνημονεύεται εν τω Τιμαίω· αλλά λέγεται ότι ούτος ασθενήσας δεν έλαβε μέρος εις τον διάλογον, αναπληρωθείς υπό των άλλων. Κατά τον νεοπλατωνικόν φιλόσοφον Πρόκλον, όστις συνέγραψε «Γλαφυρά υπομνήματα εις τον Τίμαιον», ο μεν Δερκυλλίδης επίστευεν ότι ο ανώνυμος ήτο αυτός ο Πλάτων, ο δε Αττικός έλεγεν ότι ήτο ξένος τις, φίλος του Τιμαίου. Αλλά και των νεωτέρων τινές δέχονται ότι ήτο αυτός ο Πλάτων.

Ο «Τίμαιος», πολύ μεταγενέστερος της «Πολιτείας» και διαφέρων αυτής κατά το ύφος και κατά τινας θεμελιώδεις αρχάς, είναι συνέχεια της «Πολιτείας», όπως ο «Κριτίας» είναι εξακολούθησις του «Τιμαίου». Αντικείμενον της «Πολιτείας», ως δηλούται εν τω Α’ και Β’ βιβλίω αυτής, είναι η Δικαιοσύνη, ως επεισόδιον δε εισάγεται η περί Πολιτείας διάλεξις διά τον λόγον, ότι είναι ευκολώτερον να νοήσωμεν τι είναι η Δικαιοσύνη, εάν επισκοπήσωμεν την Πολιτείαν μάλλον παρά το μεμονωμένον άτομον. Αλλ’ ούτως η συζήτησις περί Πολιτείας κατέστη κύριον θέμα του διαλόγου. Διατυπώσας δε ήδη την ιδεώδη Πολιτείαν του ο Πλατωνικός Σωκράτης επεθύμησε να ίδη την απόδειξιν αυτής, πώς δηλ. θα ηδύνατο αύτη να ενεργή και υπερασπίζη εαυτήν εν πολέμω και εν ειρήνη. Και προς τούτο εξέλεξε τους ειρημένους συνομιλητάς, άνδρας πολιτικούς άμα και σοφίας εραστάς. Εν τω «Τιμαίω» λοιπόν μετά συνοπτικήν ανακεφαλαίωσιν των σπουδαιοτέρων πορισμάτων της «Πολιτείας», γενομένην υπό του Σωκράτους, πρώτος ο Κριτίας αναλαμβάνει να ικανοποιήση την αξίωσιν αυτού, και λέγει ότι πολίτευμα όμοιον προς το περιγραφέν υπό του Σωκράτους υπήρξεν εν Αθήναις προ 9,000 ετών κατά την διήγησιν, την οποίαν ο Σόλων έμαθεν εν Αιγύπτω παρά των ιερέων. Η Αθηναϊκή αύτη Πολιτεία επετέλεσε τότε λαμπρότατον κατόρθωμα κατανικήσασα τους στρατούς, οίτινες ώρμησαν κατά της Ευρώπης εκ της εν τω Ωκεανώ μεγάλης νήσου Ατλαντίδος, θέλων όμως έπειτα ο Κριτίας να εκθέση και τα καθέκαστα αυτής λέγει, ότι συνεφωνήθη με τον Τίμαιον, όπως ούτος, ειδήμων της αστρονομίας και της φυσικής, εκθέση πρώτον την σύστασιν του Κόσμου και του Ανθρώπου, έργα αμφότερα του θεού πατρός και δημιουργού, έπειτα δε μεταβώσιν εις την εξέτασιν της Πολιτείας, διότι αύτη βεβαίως είναι ανάλογος προς την διακόσμησιν του Παντός. Εκ τούτου αντικείμενον του «Τιμαίου» γίνεται η κοσμογονία. Το τέλειον δε Κράτος, την πεπραγματωμένην Πολιτείαν παραλαμβάνει ως θέμα τρίτος διάλογος, ο «Κριτίας», όστις δυστυχώς έμεινεν ατελής, ένεκα του θανάτου του Πλάτωνος. Τον «Τίμαιον» συνέγραψε κατά το 358 – 357 π. Χ. Έπειτα επεχείρησε να συγγράψη τον «Κριτίαν». Αλλ’ εν τω μεταξύ ησχολήθη συγγράφων τους «Νόμους», δι’ ους εδαπάνησε τα τελευταία δέκα έτη του βίου του.

Τίμαιος ο Λοκρός, εκ της Μεγάλης Ελλάδος εν Ιταλία, ήτο αστρονόμος και φιλόσοφος Πυθαγόρειος, εις τον όποιον αποδίδεται συγγραμμάτιον σωζόμενον εις Δωρικήν διάλεκτον «Περί ψυχής κόσμου και φύσεως». Και ο μεν Πρόκλος λέγει ότι ο Πλάτων λαβών το βιβλίον τούτο επεχείρησε να γράψη τον «Τίμαιον». Αλλ’ οι νεώτεροι κριτικοί θεωρούσιν αυτό νόθον. Διότι προς τοις άλλοις το βιβλίον τούτο υποθέτει, ότι αι ιδέαι υπήρχον προ του κόσμου, η υπόθεσις δ’ αύτη είναι διδασκαλία καθαρώς Πλατωνική και ουχί Πυθαγορική. Είναι λοιπόν ουχί πρότυπον, αλλ’ απλή συνοπτική μετάφρασις του Πλατωνικού «Τιμαίου». Ότι όμως ο Πλάτων ήντλησεν εκ Πυθαγορικού συγγράμματος μαρτυρεί η κακή γλώσσα Τίμωνος του σιλλογράφου, όστις εις τρεις σωζομένους στίχους λέγει:

«Και συ, Πλάτων, διότι και σε κατέλαβε πόθος να μάθης — με πολλά δε αργύρια μικρόν ηγόρασες βιβλίον — και εκ τούτου έμαθες να Τιμαιογραφής». Διογένης ο Λαέρτιος λέγει εις τους βίους Φιλολάου, Πυθαγόρου και Πλάτωνος ότι το αγορασθέν βιβλιάριον ήτο του Φιλολάου, όπερ όμως δεν σώζεται. Αλλά και τούτου δεκτού γενομένου, ο Πλάτων βεβαίως μεν δεν αντέγραψε τον Φιλόλαον, αλλά παρέλαβε πολλά δόγματα των Πυθαγορείων. Τούτου ένεκα και Πυθαγόρειος, οίος ο Τίμαιος, εκθέτει εν τω ομωνύμω διαλόγω την κοσμογονίαν εις λόγον συνεχή, ουχί δραματικώς και διαλογικώς, αλλά δογματικώς και συνθετικώς, ως ήρμοζεν εις πραγματείαν στηριζομένην επί πιθανότητος και αναλογίας, ανεπίδεκτον δε διαλεκτικής και επιστημονικής αποδείξεως τότε δι’ έλλειψιν επαρκών φυσικών γνώσεων.

Ο «Τίμαιος» είναι κατά την κοινήν ομολογίαν των σοφών μία εκ των υψίστων και σπανίων πτήσεων, τας οποίας επιχειρεί ευτόλμως το ανθρώπινον πνεύμα, όταν αισθάνηται ότι έχει ισχυράς πτέρυγας, ίνα αναβή εις την πηγήν αυτού, ίνα συλλάβη την ενότητα του Παντός και ίνα εύρη την λύσιν των βασανιζόντων αυτό μεγάλων ζητημάτων. Ο θαυμάσιος ούτος διάλογος είναι οργανική σύνθεσις περιλαμβάνουσα πάντα τα αντικείμενα της γνώσεως και πάντα τα ζητήματα περί της φύσεως και του πνεύματος. Αιτία πάντων και αρχή κηρύττει ότι είναι ο είς Θεός, και ότι, επειδή ούτος είναι αγαθός, αγαθά είναι και τα πλάσματα αυτού, ο δε άνθρωπος είναι ο μικρός κόσμος, όστις οφείλει κατά τo δυνατόν να ομοιώται με τον μέγαν κόσμον και διά τούτου με τον Δημιουργόν. Ούτως ο «Τίμαιος» συνοψίζων την όλην Πλατωνικήν φιλοσοφίαν συναρμολογεί εις έν όλον πάσαν την φυσικήν και την μεταφυσικήν, την επιστήμην και την ηθικήν και την θεολογίαν. Αμυδράν εικόνα τούτων πάντων θα δώσωμεν διά συντόμου περιλήψεως του περιεχομένου του «Τιμαίου», παραλείποντες την περί Πολιτείας μακράν εισαγωγήν, περί της οποίας είπομεν ανωτέρω. Αι αναφερόμεναι σελίδες και παράγραφοι είναι αι της εκδόσεως του Ερρίκου Στεφάνου, τας οποίας σημειούμεν εις τo περιθώριον της μεταφράσεως.

Β. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑΣ

Προς κατανόησιν των διδασκαλιών του «Τιμαίου» και εν γένει πάντων των Ελλήνων φιλοσόφων πρέπει να έχωμεν πάντοτε προ οφθαλμών, ότι η έννοια ή η άποψις η δεσπόζουσα επί του πνεύματος αυτών είναι η της Τέχνης. Αντελαμβάνοντο τα πράγματα, και διενοούντο πάντες ως καλλιτέχναι. Διότι το θαυμάσιον αρχαίον Ελληνικόν πνεύμα ήτο κατά την φύσιν και την ουσίαν αυτού κυριολεκτικώς καλλιτέχνης. Προς παραγωγήν δε του καλλιτεχνήματος πλην του Καλλιτέχνου ή του Δημιουργού αναγκαίως συντρέχουσι πρώτον η Ιδέα ή το Παράδειγμα, καθ’ ο γίνεται το έργον, και έπειτα η Ύλη, ήτις δέχεται και εμφανίζει την Ιδέαν αισθητώς. Ούτω και όλος ο αισθητός ούτος κόσμος είναι κατά τον Πλάτωνα καλλιτέχνημα, το οποίον έπλασεν ο θείος Δημιουργός κατά τας ιδέας, κατά τα εν αυτώ θεία, αυτοτελή και αιώνια νοήματα. Έκαστον ον εν τη φύσει είναι εμφάνισις και πραγμάτωσις αισθητή μιας ιδέας, ενός όντος νοητού. Και η μεν ιδέα είναι το πραγματικόν (όντως) ον, αιώνιον (αεί ον), αμετάβλητον, ακίνητον, το αυτό προς εαυτό (κατά τα αυτά ον) και διά της νοήσεως μόνης αντιληπτόν (νοητόν). Η επιστήμη την ιδέαν έχει ως αντικείμενον. Την ετέραν αρχήν του παντός, την Ύλην, ο Πλάτων υπολαμβάνει αΐδιον μεν, ουχί όμως ακίνητον, αλλά άμορφον καθ’ εαυτήν και ασχημάτιστον, δεχομένην δε πάσαν μορφήν, απλούν χώρον. Η ιδέα ή το σύνολον των ιδεών, ο δημιουργός Νους είναι ως ο Πατήρ, η δε Ύλη ως η Μήτηρ, Τέκνον δ’ αυτών είναι ο ορατός ούτος κόσμος. Τα φαινόμενα αυτού, τα αισθητά όντα, ρέοντα και μεταβαλλόμενα απαύστως και αφανιζόμενα, δεν έχουσιν αληθή ύπαρξιν, δεν είναι όντα, αλλά γινόμενα. Η αισθητή ύπαρξις δεν είναι όντως ον, αλλά το διάμεσον μεταξύ όντος και μη όντος, το οποίον πάντοτε γίνεται και ουδέποτε αληθώς είναι, αλλά μεταβάλλεται, γίνεται άλλο, είναι έτερον. Ταύτα δε είναι αντιληπτά μόνον υπό της αισθήσεως και της δόξης. Η γνώσις αυτών και της όλης φύσεως είναι λοιπόν αναγκαίως αβεβαία, είναι γνώσις κατ’ εικασίαν (εικότα λόγον) και αναλογίαν, ενώ η επιστήμη των νοητών είναι βεβαία γνώσις. Διά τούτο ο Πλάτων δεν επραγματεύθη την Φυσικήν μεθ’ όσης επιμελείας και ακριβείας τα άλλα μέρη της φιλοσοφίας. Κατ’ εκείνον τον χρόνον η ατέλεια των φυσικών γνώσεων εγέννα αβεβαιότητα, ήτις την αναλογίαν και πιθανότητα καθίστα κύριον όργανον της φιλοσοφίας της φύσεως (σελ. 27).

Αλλ’ αν ο Πλάτων κατεχόμενος υπό της καλλιτεχνικής επόψεως του Ελληνικού πνεύματος, του οποίου είναι τελεία ενσάρκωσις, παραλαμβάνει όρους και φράσεις εκ της τέχνης προς σαφεστέραν δήλωσιν των νοημάτων αυτού, όμως δεν πρέπει να δεχώμεθα παθητικώς το γράμμα, ουδέ τας υλικάς εικόνας να εκλαμβάνωμεν ως αυτόν τον νουν του φιλοσόφου. Ο Δημιουργός του λ. χ. δεν είναι τεράστιόν τι πρόσωπον διαπλάττον δεδομένα υλικά κατά τι πρότυπον, κατά τας ιδέας. Τοιαύται υλικαί παραστάσεις είναι ανάξιαι Θεού όλως νοητού και νοερού. Το άυλον πνεύμα, ίνα δημιουργήση, ίνα αποκαλυφθή ως πνεύμα, μόνον υλικόν έχει τον λόγον. Διά τούτο και η θρησκεία του Ύψους παριστά τον Θεόν δημιουργούντα τον κόσμον διά μόνου του λόγου.

«Και είπε· Γενηθήτω φως, και εγένετο φως». Αλλ’ η δημιουργία είναι αναγκαία και αιώνιος, καθ’ ότι ο Θεός αιωνίως καταλείπει την ερημίαν και απειρίαν αυτού, δημιουργεί, προσλαμβάνει διορισμούς, πέρατα, και εμφανίζεται εν τη φύσει, εν τω Υιώ — ίνα πάλιν επιστρέψη εις εαυτόν. Η επιστροφή αυτή, το Πνεύμα, είναι βέβαια ο τέλειος τρόπος της υπάρξεως της ιδέας. Το Ελληνικόν όμως πνεύμα ως ύψιστον τρόπον υπάρξεως του θείου συνέλαβε μόνον την εμφάνισιν, την φανέρωσιν αυτού διά της ύλης τελειουμένην εν τη καλλιτεχνία. Τοιούτου λοιπόν πνεύματος κατ’ εξοχήν ερμηνευτής είναι ο Πλάτων, και εκ τούτου εξηγείται διατί και ούτος και ο Αριστοτέλης δεν ηδυνήθησαν να διαλλάξωσιν εντελώς τας δύο αρχάς, το πνεύμα και την ύλην.

Κατά τα ειρημένα λοιπόν έχομεν το ον και το γινόμενον. Το ον είναι ακίνητον, ταυτόν και νοητόν. Το γινόμενον είναι μεταβλητόν, άλλο και αισθητόν. Αλλ’ ό,τι γίνεται γίνεται υπό τινος· άρα ο κόσμος έχει αιτίαν, διό εδημιουργήθη υπό του Θεού. Και επειδή ο Δημιουργός είναι αγαθός, διά τούτο και τον κόσμον έπλασεν αγαθόν, άριστον, κατά παράδειγμα αιώνιον και αναλλοίωτον (σελ. 29 Α). Ούτως η δημιουργία είναι κυρίως διακόσμησις (σ. 30 Α). Το πρότυπον, καθ’ ο επλάσθη και διεκοσμήθη το παν, ήτο το τέλειον νοητόν ζώον, περιλαμβάνον πάντα τα νοητά ζώα. Διό, όπως ο δημιουργός είναι είς και το παράδειγμα έν, ούτως είς είναι και ο κόσμος πάντα περιλαμβάνων, έν μόνον ζώον αισθητόν λογικόν, περιλαμβάνον πάντα τα αισθητά ζώα (σ. 31 Β).

Ο κόσμος λαβών ύπαρξιν είναι κατ’ ανάγκην ορατός και αισθητός, διό συνέστη εκ πυρός και εκ γης. Αλλά δύο τινά δεν δύνανται να ενώνται ειμή διά τρίτου, διά τινος μέσου όρου, και ίνα αποτελέσωσιν έν στερεόν, πρέπει να ενώνται διά δύο μέσων όρων. Μεταξύ λοιπόν του πυρός και της γης ετέθησαν ο αήρ και το ύδωρ. Και ο κόσμος συνέστη εκ των τεσσάρων τούτων στοιχείου, διατεταγμένων κατά γεωμετρικήν αναλογίαν· περιέλαβε δε αυτά ολόκληρα, ώστε ουδέν να υπάρχη εκτός αυτού. Ο κόσμος άρα έγινε τέλειος και δεν υπόκειται εις νόσους, εις γήρας και εις θάνατον, διότι και ουδέν υπάρχει εκτός αυτού, όπερ θα ηδύνατο να επιδράση ολεθρίως επ’ αυτού. (33 Α). Έλαβε δε σφαιρικόν σχήμα, όπερ είναι το τελειότατον και το κάλλιστον των σχημάτων, και ούτω κινείται ομοιομόρφως, στρεφόμενος κυκλικώς περί εαυτόν, εις τον αυτόν τόπον πάντοτε χωρίς να μεταβάλλη θέσιν. (33 Β – 34 Α).

Πρώτη όμως εδημιουργήθη η ψυχή του κόσμου, ήτις διεπέρασε το σώμα αυτού πανταχού (34 Β. C.). Ο δημιουργός αναμίξας πρώτον την αμετάβλητον και την μεταβλητήν ουσίαν (την φύσιν του αυτού και του ετέρου) έπλασε τρίτην ουσίαν. Έπειτα την διάμεσον ταύτην ουσίαν ανέμιξε με τας δύο πρώτας, και το όλον μίγμα διήρεσεν εις μέρη, τα οποία συνέδεσε κατά αριθμητικάς αναλογίας (35)· έπειτα διέταξε το όλον εις δύο συγκεντρικάς σφαίρας, των οποίων η εξωτερική είναι ο Ουρανός των απλανών αστέρων, εις τον οποίον έδωκε την κίνησιν του αυτού (αμεταβλήτου), την από δεξιών προς αριστερά. Εις δε την εσωτερικήν σφαίραν, ήτις αναλογεί προς τους ουρανούς των πλανητών, έδωκε την κίνησιν του ετέρου (μεταβλητού), από των αριστερών προς τα δεξιά, και υπέταξεν αυτήν εις το κράτος της εξωτερικής σφαίρας (36 Β – Δ). Η ψυχή του κόσμου ούτω μορφωθείσα και διπλήν έχουσα κίνησιν είναι ικανή να αντιλαμβάνηται τα μεταβλητά και αμετάβλητα, και να έχη δόξας αληθείς και τελείαν επιστήμην (36 D – 37 C).

Ο κόσμος δημιουργηθείς υπό του Θεού δεν δύναται να καταστραφή ειμή υπ’ αυτού του Θεού. Αλλ’ επειδή επλάσθη αγαθός και επειδή ο δημιουργός αυτού είναι αγαθός, δεν είναι δυνατόν να θέλη ούτος να τον καταστρέψη. Είναι άρα αΐδιος ο κόσμος, όπως και το αρχέτυπον αυτού (37 C – D.). Και διά τούτο, ίνα δηλ. ο κόσμος ούτος μετάσχη της αϊδιότητος, ο Θεός εδημιούργησε τον χρόνον, όστις είναι κινητή εικών της ακινήτου αιωνιότητος, διότι, αν και ουδέποτε είναι, ούχ ήττον γίνεται πάντοτε· υπηρέτας δε του χρόνου έθεσεν εις τον ουρανόν τον Ήλιον, την Σελήνην και τους πέντε άλλους πλανήτας, οίτινες ορίζουσι και φυλάττουσι τους αριθμούς, δι’ ων μετρείται ο χρόνος (38 C – 39 Ε).

Ο Θεός έπειτα εποίησε κατά τα τέσσαρα στοιχεία του κόσμου τέσσαρα είδη ζώων, τους ουρανίους θεούς, ήτοι τους αστέρας, τα πτηνά, τα ένυδρα και τα χερσαία. Πρώτους έπλασε τους αστέρας προ πάντων εκ πυρός, διά να είναι λαμπροί και ωραίοι. Τα θεία ταύτα ζώα, στρογγυλά όντα, έχουσι διπλήν κίνησιν, περιστρεφόμενα και προχωρούντα, και διακρίνονται των άλλων αστέρων διά την κανονικότητα των πορειών αυτών (39 Ε – 40 D). Οι θεοί της μυθολογίας είναι παραδόσεις, τας οποίας καλόν είναι να αποδεχώμεθα, αλλά είναι ανεπίδεκτοι συζητήσεως (40 D – 41 Α).

Τα θνητά όμως είδη ζώων δεν ήτο δυνατόν να πλάση αυτός ο Δημιουργός, διότι ούτω θα εγίνοντο και αυτά θεοί, διό ανέθηκε την δημιουργίαν του θνητού αυτών μέρους εις τους δημιουργηθέντας θεούς, αυτός δε ο αιώνιος Θεός έπλασε το αθάνατον και θείον μέρος αυτών (41 Α – D). Εδημιούργησε λοιπόν τας λογικάς ψυχάς και διέσπειρεν αυτάς εις τους διαφόρους αστέρας, ίνα εκείθεν γνωρίσωσι την φύσιν των πραγμάτων, την οποίαν έπειτα θα αναμιμνήσκωνται, όταν θα κατέλθωσιν εις τα γήινα σώματα (41D – Ε). Και όσαι μεν ζήσωσι με δικαιοσύνην, αύται θα επανέλθωσιν εις τον ίδιον αστέρα αυτών, αι δε άλλαι θα μεταβώσιν εις σώματα ζώων (42 Α – C). Το σώμα τουναντίον επλάσθη υπό των άλλων θεών και απετελέσθη εκ πυρός, αέρος, ύδατος και γης. Η εισαγωγή όμως και η έξοδος της τροφής γεννά μεταβολάς και ούτως εμποδίζει τας λογικάς κινήσεις της ψυχής. Εκ τούτου πηγάζει η ανάγκη της αγωγής (42Γ – 44Δ). Οι θεοί εποίησαν την κεφαλήν στρογγύλην, διά να είναι κατοικία του νου, και έθεσαν αυτήν εις την κορυφήν του σώματος, το οποίον είναι το όχημα της κεφαλής. Εις το έμπροσθεν μέρος αυτής, εις το πρόσωπον, προσήρμοσαν τα όργανα των αισθήσεων (44 Δ – 45 Α) και ιδίως τα όμματα, τα οποία φέρουσι το φως (φωσφόρα). Η όρασις είναι η σπουδαιοτέρα των αισθήσεων, διότι δι’ αυτής δυνάμεθα να γνωρίζωμεν την τάξιν του παντός και την βάσιν αυτής, τον αριθμόν, ούτω δε να ρυθμίζωμεν τας κινήσεις της διανοίας ημών, και να υψώμεθα εις την φιλοσοφικήν θεωρίαν και εις την ηθικήν τελείωσιν ημών αυτών (45 Β – 47 C). Και η ακοή δε, διά της οποίας αισθανόμεθα την αρμονίαν, συντελεί εις τον αυτόν σκοπόν (47 C. – Ε).

Ταύτα είναι τα διά του νου δημιουργηθέντα. Αλλ’ εις την γένεσιν του κόσμου πλην του νου συνεργεί και η ανάγκη, ήτοι το στοιχείον, εις το οποίον πραγματοποιείται η δημιουργία, το οποίον δέχεται αυτήν, ως η ύλη δέχεται την ιδέαν του τεχνίτου (47 Ε – 48 Β). Τούτο είναι ο χώρος (η χώρα), όστις, δεν είναι ούτε πυρ, ούτε αήρ, ούτε ύδωρ, ούτε γη, διότι ταύτα δεν είναι ούτε πρώτα ούτε δεύτερα στοιχεία του παντός, αλλά απλώς καταστάσεις της ύλης (48 Β – 50 C), είναι τέσσαρα φαινόμενα είδη, εις τα οποία αντιστοιχούσι τα τέσσαρα νοητά είδη ή ιδέαι, πυρ, αήρ, ύδωρ, γη, τα οποία είναι αιώνια. Τα αισθητά είδη μεταβάλλονται διηνεκώς εις άλληλα· αι μεταμορφώσεις δε γίνονται αναγκαίως έν τινι, το οποίον μένει το αυτό, δύναται να γίνηται πάντα τα σώματα, δεν έχει καμμίαν ποιότητα και δύναται να δέχηται πάσας, είναι αόρατον, άμορφον, πανδεχές, και δεν δύναται να γίνηται αντιληπτόν διά της νοήσεως ως η ιδέα, ούτε διά της αισθήσεως, ως τα αισθητά, αλλά διά λογισμού νόθου, ήτοι διά συλλογισμού εξ αναλογίας. Εκ της δεξαμενής ή χώρας ταύτης, ήτις ύστερον εκλήθη ύλη, έξήλθον πάντα τα μερικά πράγματα, ως εκτίθεται εν τοις εξής.

Αλλά τα νοητά είδη υπάρχουσι πραγματικώς, ή είναι κενοί λόγοι; Ο Πλάτων αποκρίνεται ότι όντως υπάρχουσι, διότι είναι το αντικείμενον της νοήσεως, όπως τα αισθητά είναι το αντικείμενον της δόξης. Και επειδή η επιστήμη και η δόξα διαφέρουσιν, άρα διαφέρουσι και τα αντικείμενα αυτών (51 C. — 52 C).

Προ του κόσμου λοιπόν υπήρχον τα τρία ταύτα, το ον, η γένεσις και ο χώρος (52 Δ). Αλλ’ εν τω χώρω ήσαν πανταχού τα τέσσαρα στοιχεία (λογικώς, ει μη χρονικώς) άνευ μορφής και αριθμητικών σχέσεων, και έπειτα έλαβον σχήμα και διάταξιν (53 Β). Αλλά και τα τέσσαρα εκείνα είδη είναι σύνθετα εξ άλλων στοιχείων, τα οποία είναι τρίγωνα απείρως σμικρά. Τα τρίγωνα είναι σκαληνά ή ισοσκελή. Τα σκαληνά συνδυαζόμενα γεννώσι τρία στερεά, την πυραμίδα (πυρ), το οκτάεδρον (αήρ) και το εικοσάεδρον (ύδωρ). Τα ισοσκελή γεννώσι μόνον τον κύβον (γην). Ούτω τα στερεά ταύτα συνδυαζόμενα, γεννώσι τα τέσσαρα στοιχειώδη σώματα, εκ των οποίων έπειτα αποτελούνται τα μερικά σώματα (53 C. — 56 C). Ο Πλάτων ακολούθως εξετάζει τα όρια, εντός των οποίων γίνεται η μεταμόρφωσις της ύλης (56 C. — 57 Δ), τας εκ ταύτης προερχομένας μεταβολάς θέσεως και τας κινήσεις, αι οποίαι είναι αποτελέσματα ή αίτια των μεταβολών (57 Δ – 58 C), και τας ιδιότητας του πυρός, αέρος, ύδατος και γης (58 C. — 61 C).

Τα αισθήματα γεννώνται εκ της ενεργείας των μερικών σωμάτων επί του αισθανομένου υποκειμένου. Εξετάζονται λοιπόν πρώτον αι εντυπώσεις αι κοιναί εις όλον το σώμα (αι της αφής 61 C). Ούτω λ. χ. η βαρύτης ορίζεται ως η ιδιότης ην έχουσιν η γη, το ύδωρ, ο αήρ, το πυρ να έλκωσι προς εαυτά το όμοιον αυτών, η ιδιότης δε αύτη ενεργεί κατ’ ευθύν λόγον της μάζης (62 C – 63 Ε).

Τινές των απτικών (σωματικών) εντυπώσεων συνοδεύονται υπό των αισθημάτων της ηδονής και του άλγους, των οποίων εξετάζονται τα αίτια (εν σελ. 64 Α – 65 Β). Έπειτα έρχονται αι άλλαι αισθήσεις, γεύσις, όσφρησις, ακοή και τελευταία η όρασις. Αι εντυπώσεις της γεύσεως, ως αι πλείσται των άλλων, γεννώνται διά συστολών και διαστολών, καθ’ ας επικρατεί μάλιστα το τραχύ και το λείον. Αι της οσφρήσεως εντυπώσεις δεν έχουσι διωρισμένα είδη, διότι η οσμή είναι ατελές τι· οσμάς εκπέμπουσι μόνον σώματα σηπόμενα, διαλυόμενα ή εξατμιζόμενα. Ο ήχος είναι κίνησις μεταδιδομένη εις την ψυχήν υπό του αέρος, διά των ώτων, του εγκεφάλου και του αίματος. Ο ήχος είναι βαρύς, αν η κίνησις είναι βαρεία, οξύς, αν ταχεία, ομαλός και λείος, αν είναι ομοιόμορφος, τουναντίον δε τραχύς κ. λ. Το χρώμα είναι το εκ των σωμάτων απορρέον πυρ, του οποίου τα μόρια ενούνται με το πυρ των οφθαλμών· εκ της αριθμητικής αναφοράς των δύο πυρών γεννώνται τα διάφορα χρώματα (65 Β – 68 Δ). Τοιούτον είναι το σύμπαν υπό την έποψιν της ανάγκης. Αλλ’ η πρώτη και αληθής αιτία πάντων είναι ο Θεός και διά τούτο πρέπει εις πάντα να ζητώμεν την γνώσιν αυτού (68 Ε – 69 Α).

Ο Πλάτων νυν επανέρχεται εις την γένεσιν της ψυχής του ανθρώπου. Το λογικόν και αθάνατον μέρος αυτής επλάσθη υπό του θεού πατρός και ετέθη εις την κεφαλήν, το δε θνητόν εποιήθη υπό των κατωτέρων θεών και ετέθη εις τον κορμόν, χωριζόμενον από της κεφαλής διά του λαιμού. Επειδή δε η θνητή ψυχή είχε δύο μέρη, τα μεν θυμικόν έθεσαν εις τον θώρακα, το δε επιθυμητικόν εις την γαστέρα, χωριζομένην από του θώρακος διά του διαφράγματος. Το θυμικόν ετέθη πλησίον της κεφαλής, διά να δύναται να βοηθή τον εν τη κεφαλή λόγον κατά των επιθυμιών και ορέξεων. Η καρδία, ο δεσμός των φλεβών και η πηγή του αίματος, ετέθη πλησίον, διά να μεταφέρη τα διατάγματα του λόγου και τα αισθήματα πανταχού του σώματος· πλησίον δε της καρδίας εφύτευσαν τον πνεύμονα, ίνα δροσίζη και ανακουφίζη αυτήν. Το μέρος δε το επιθυμούν τροφάς και ποτά και άλλα αναγκαία ετέθη μεταξύ του διαφράγματος και του ομφαλού ωσεί φάτνη, όπου δύναται να τρέφηται το άγριον τούτο θρέμμα και να τρέφη το όλον σώμα. Μετά ταύτα ακολουθεί η μελέτη του ήπατος και της χολής και των εντέρων. (69 Α – 72 Δ). Έπειτα έρχεται η της συστάσεως των άλλων μελών του σώματος. (72 Δ – 79 Ε).

Άλλα ζώα έπλασαν οι θεοί προς τροφήν των πρώτων, με άλλα σχήματα και με μόνον το τρίτον είδος ψυχής (θρεπτικόν), τα φυτά, τα οποία ζώσιν ακίνητα, ερριζωμένα εις το έδαφος (77 Α – C).

Ο «Τίμαιος» έπειτα περιγράφει πώς τα καθ’ έκαστα συστατικά του σώματος διετάχθησαν και συνηρμόσθησαν, πώς διετέθησαν οι οχετοί αυτού προς άρδευσιν, πέψιν και θρέψιν του όλου. Οι οχετοί ούτοι είναι αι φλέβες εκτεινόμεναι καθ’ όλον το σώμα. Το υγρόν το ρέον δι’ αυτών, το αίμα, αποτελείται εκ των τροφών κοπτομένων εις μόρια εν τη κοιλία και φερομένων υπό του ρεύματος της αναπνοής εις τας φλέβας, όπου γίνονται θρεπτικός χυμός. Το σώμα, υπό την επίδρασιν των εξωτερικών πραγμάτων, υφίσταται διηνεκείς φθοράς· αύται όμως διηνεκώς επανορθούνται υπό του αίματος, του οποίου τα μέρη πληρούσι τα εν τω σώματι σχηματιζόμενα κενά. Αν αι φθοραί υπερβαίνωσι την επανόρθωσιν, το ζώον καταστρέφεται, αν τανάπαλιν, αυξάνεται. Διά της αρχής ότι το όμοιον έλκει το όμοιον εξηγείται ευχερώς η αύξησις κατά την νεότητα, ότε τα εισερχόμενα υπερβαίνουσι τα εξερχόμενα, η εξασθένησις κατά το γήρας, αι νόσοι και ο θάνατος (77 G. 81 Ε).

Εκ των νοσημάτων πρώτα περιγράφει τα του σώματος (82 Α – 86 Α). Έπειτα εξετάζει τα της ψυχής, ων μέγιστα είναι η αμαθία και η αφροσύνη και η υπερβολή ηδονής και λύπης (86 Β – 87 Β). Και τέλος διδάσκει τα της θεραπείας αυτών, ήτις επιτυγχάνεται, αν διά της γυμναστικής διατηρώμεν αρμονίαν μεταξύ σώματος και ψυχής, και μεταξύ των τριών μερών της ψυχής. Τιμώντες την αθάνατον ψυχήν, ήτις εδρεύουσα εν τη κεφαλή είναι ως θείος δαίμων εντός ημών, θα φθάσωμεν εις το άκρον αγαθόν (87 C. — 90C).

Εν τέλει γίνεται λόγος περί της γενέσεως των γυναικών και των άλλων ζώων. Όσοι εκ των ανδρών ήσαν δειλοί και διέπραξαν αδικίας, ούτοι κατά την δευτέραν γέννησιν μεταμορφούνται εις γυναίκας, οι κούφοι και οι φλύαροι εις πτηνά, και οι άλλοι ωσαύτως καταβιβάζονται εις ταπεινοτέρας υπάρξεις αναλόγως προς τας κακίας αυτών. Καταλήγει δε ο «Τίμαιος» επαναλαμβάνων τα εξής, εν οις συνοψίζεται το θέμα, η ουσία του όλου διαλόγου· «Απεδείχθη ότι ο κόσμος ούτος περιλαβών ζώα θνητά και αθάνατα και εξ αυτών πληρωθείς έγινε ζώον ορατόν περιέχον πάντα τα ορατά, εικών του νοητού Θεού, Θεός αισθητός μέγιστος και άριστος, κάλλιστος και τελειότατος, είς ων και μονογενής ο κόσμος ούτος».

Γ. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Ίνα νοήση τις τας βαθείας διδασκαλίας του «Τιμαίου», πρέπει να μελετήση αυτάς ως εκτίθενται υπό του συγγραφέως με την δύναμιν, την γοητευτικήν χάριν και την αβίαστον φυσικότητα, εις τας οποίας ο Πλάτων ήτο τεχνίτης απαράμιλλος. Ο «Τίμαιος» είναι φιλοσόφημα άμα και ποίημα, είναι αποκάλυψις, εν τη οποία ο μεταφυσικός κρύπτεται υπό τας εικόνας και τα σχήματα του ποιητού. Ο μύθος και τα καθαρά νοήματα συγχέονται πολλαχού ούτως, ώστε αποβαίνει δυσχερής η κατανόησις των δογμάτων του φιλοσόφου. Αλλά και πλάνας και ατελείας ύφους αντισταθμίζουσι λαμπρώς θεωρήματα μεγάλης διανοίας, προλαμβάνοντα πολλά συμπεράσματα, εις ά βαθμηδόν έφθασεν η επιστήμη μετά χρόνον μακρόν.

Το όλως νέον θέμα του «Τιμαίου», ου μέρη, οία η Φυσική και η Φυσιολογία, ήσαν εντελώς ξένα προς την λοιπήν Πλατωνικήν Φιλοσοφίαν, απήτει βεβαίως γλώσσαν, σύνταξιν και ύφος διάφορον των άλλων διαλόγων. Αλλ’ είναι τόσον πολλαί αι διαφοραί, ώστε και αύται αι ελλείψεις άλλως δεν δύνανται να εξηγηθώσιν ειμή εκ του ότι το έργον δεν έλαβε νέαν και οριστικήν επεξεργασίαν υπό του συγγραφέως. Η εισαγωγή π. χ. είναι δυσανάλογος προς το λοιπόν μέρος του διαλόγου, αρμόζει δε μάλλον ως εισαγωγή εις έτερον διάλογον, τον «Κριτίαν». Πρόδηλος είναι και έλλειψίς τις τάξεως, αι επαναλήψεις των αυτών, αι ανακολουθίαι, αι ασυνταξίαι και επανορθώσεις, εξ ων πολλαχού επισκοτίζεται η έννοια. Αναντιρρήτως τα γνωρίσματα του Πλατωνικού ύφους αναγνωρίζονται και εν τω «Τιμαίω», αλλά φαίνονται ωσεί άνευ μέτρου. Είναι δε γνωστόν εκ της μαρτυρίας Διονυσίου του Αλικαρνασσός ότι ο Πλάτων «τους εαυτού διαλόγους κτενίζων και βοστρυχίζων και πάντα τρόπον αναπλέκων ου διέλιπεν ογδοήκοντα γεγονώς έτη». Διά ταύτα ο Ουόλφιος και άλλοι κριτικοί υπέλαβον ότι ο «Τίμαιος» είναι συνονθύλευμα διαφόρων αποσπασμάτων ή έργα διάφορα χαλαρώς συνδεδεμένα. Αλλά, παρατηρεί ο Έγελος, «καίτοι η σύνδεσις φαίνεται γινομένη άνευ μεθόδου, καίτοι αυτός ο Πλάτων πολλάκις απολογείται διά ταύτα, το όλον διαιρείται αναγκαίως, και ένεκα βαθέος εσωτερικού λόγου είναι αναγκαία η επάνοδος εις τα πρώτα και τας αρχάς.»

Εις τον «Τίμαιον» προ πάντων αναφέρεται η εξής γενική κρίσις του αυτού βαθυσόφου Γερμανού περί της Πλατωνικής Φιλοσοφίας· «Ο Πλάτων είναι εκ των κοσμοϊστορικών ατομικότητων. Η φιλοσοφία αυτού ήσκησε σημαντικωτάτην επιρροήν εις την μόρφωσιν και την ανάπτυξιν του ανθρωπίνου πνεύματος από της εμφανίσεως αυτής κατά πάντας τους έπειτα χρόνους. Το ιδιάζον προσόν αυτής είναι η κατεύθυνσις εις τον νοερόν, τον υπεραίσθητον κόσμον, η ανύψωσις της συνειδήσεως εις την βασιλείαν του Πνεύματος… Η Χριστιανική θρησκεία βεβαίως ησπάσθη την υψηλήν ταύτην αρχήν, ότι η εσωτερική, η πνευματική φύσις του ανθρώπου είναι η αληθής φύσις αυτού και κατέστησεν αυτήν αρχήν καθολικήν κατά τον ιδιάζοντα εις αυτήν (παραστατικόν) τρόπον, αλλ’ η θρησκεία αύτη διά της υπό του Πλάτωνος δοθείσης ήδη αρχής εγένετο είτα η οργάνωσις του λόγου, η βασιλεία του υπεραισθήτου (των ουρανών). Η πνευματική αρχή διά του Χριστιανισμού διωργανώθη εις πνευματικόν κόσμον επί της γης, αλλ’ εις το έργον τούτο την μεγίστην μερίδα συνεβάλετο ο Πλάτων και η φιλοσοφία αυτού ». (Εγέλ. Ιστορ. Φιλοσοφ.).

Τας σχέσεις ταύτας του «Τιμαίου» και γενικώς της Πλατωνικής φιλοσοφίας προς τον Χριστιανισμόν αποδεικνύει η μελέτη αμφοτέρων. Διότι μη λησμονώμεν ότι έκαστον κοσμοϊστορικόν γεγονός κατά τοσούτον είναι μέγα και έξοχον, καθ’ όσον δι’ υψηλοτέρας αρχής συγκεντρώνει εν εαυτώ και ανυψώνει πάσας τας αληθείας, ας έφερεν εις φως η προηγηθείσα ιστορική κίνησις. Τούτο λοιπόν έπραξεν ο Χριστιανισμός· και αυτή δε η Πλατωνική φιλοσοφία, διά των νέων αρχών, ας εδίδαξε και ιδία διά της θεωρίας των καθόλου, των ιδεών και της διαλεκτικής συνεχώνευσεν εις εαυτήν και ανύψωσε τα προ αυτής μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα του Ηρακλείτου, του Παρμενίδου, του Πυθαγόρου, του Αναξαγόρου και του Σωκράτους. Ούτω μόνον ο μαθητής του Πλάτωνος, ο Αριστοτέλης, ηδυνήθη να στρέψη τα βλέμματα εις τα εμπρός και διά της νέας αρχής της Ατομικότητος [τόδε] να ανοίξη την νέαν φιλοσοφίαν και εν γένει τον νέον πολιτισμόν. — Όσοι δεν δύνανται να παρακολουθώσι την αλληλουχίαν των ιστορικών συμβάντων φαντάζονται, ότι αι διδασκαλίαι των εξόχων φιλοσόφων είναι αργολογίαι μηδεμίαν ασκούσαι επίδρασιν επί των πραγμάτων, θεωρίαι ξέναι και άσχετοι προς την ιστορικήν εξέλιξιν. Και όμως οι φιλόσοφοι ούτοι, τα εκλεκτά δηλ. όργανα της απολύτου αληθείας, της πνευματικής ελευθερίας και της ιδανικής τελειότητος, είναι οι αφανείς δημιουργοί της ιστορικής κινήσεως των εθνών, οι πραγματικοί σκαπανείς της προόδου, δηλητηριάζοντες εκάστοτε το παρόν και παρασκευάζοντες μακρόθεν το μέλλον. Ούτω τας συγχρόνους κοινωνίας, τον νεώτερον θαυμάσιον πολιτισμόν ίδρυσεν η αρχαία φιλοσοφία, μεγαλυνθείσα και εκλαϊκευθείσα διά του Χριστιανισμού.

Ανωτέρω είπομεν ότι ο φιλόσοφος Πρόκλος έγραψεν υπομνήματα ή σχόλια εις τον «Τίμαιον». Αλλά τα υπομνήματα ταύτα φθάνουσι μόνον μέχρι της σελ. 44 Δ, (Ed. Ε. Diehls 1-II Lipsiae 1904). Μεγάλην συμβολήν εις εξήγησιν των θεωριών του «Τιμαίου» παρέχει ο Πλούταρχος, διά της συγγραφής «Περί της εν Τιμαίω ψυχολογίας», της οποίας αξιόλογον μετά σχολίων έκδοσιν εδημοσίευσε και ο Κερκυραίος Καθηγητής Ανδρ. Μαυρομμάτης (1845). Θέων ο Σμυρναίος συνέγραψε «Περί των κατά το μαθηματικόν χρησίμων εις την Πλάτωνος ανάγνωσιν». (Έκδ. υπό Hiller 1878). Ήκμασε δε ούτος επί Αυγούστου. Και ο Νεοπλατωνικός φιλόσοφος ή Γραμματικός Χαλκίδιος (Chalcidius) συνέταξε λατινικήν μετάφρασιν και σχόλια εις τον «Τίμαιον» μέχρι της σελίδος 53 Δ, αφιερώσας είς τινα Osius, όστις υποτίθεται ότι ήτο επίσκοπος Κορδούης μετασχών της εν Νικαία Συνόδου (325 μ. Χ.). Παραλείποντες άλλους αρχαίους σχολιαστάς και μεταφραστάς αναφέρομεν εκ των νεωτέρων τους Γερμανούς Böckh, Stallbaum, Mueller, Zeller, και Kiefer (1909), τους Γάλλους Martin, Gousin, Saisset, τους Άγγλους Jowett, και Archer-Hind, και τον Ιταλόν G. Fraccaroli. Πολλούς των σχολιαστών και μεταφραστών τούτων είχομεν υπ’ όψει εν τη μεταφράσει ημών και εν τοις σχολίοις αυτής.

Εν Αθήναις εν 1 Ιουλίου 1911

Παύλος Γρατσιάτος

Πηγή αρχαίου κειμένου
https://el.wikisource.org/wiki/Πλάτων_Τίμαιος

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΑΣ
ΤΙΜΑΙΟΣ
ΕΡΜΟΚΡΑΤΗΣ

Τόμος Α


I. Συγκεφαλαίωσις της Πλατωνικής πολιτείας.

[17α] Σωκράτης
εἶς, δύο, τρεῖς: ὁ δὲ δὴ τέταρτος ἡμῖν, ὦ φίλε Τίμαιε, ποῦ τῶν χθὲς μὲν δαιτυμόνων, τὰ νῦν δὲ ἑστιατόρων;


Τίμαιος
ἀσθένειά τις αὐτῷ συνέπεσεν, ὧ Σώκρατες: οὐ γὰρ ἂν ἑκὼν τῆσδε ἀπελείπετο τῆς συνουσίας.

Σωκράτης
οὐκοῦν σὸν τῶνδέ τε ἔργον καὶ τὸ ὑπὲρ τοῦ ἀπόντος ἀναπληροῦν μέρος;

[17β] Τίμαιος
πάνυ μὲν οὖν, καὶ κατὰ δύναμιν γε οὐδὲν ἐλλείψομεν: οὐδὲ γὰρ ἂν εἴη δίκαιον, χθὲς ὑπὸ σοῦ ξενισθέντας οἶς ἦν πρέπον ξενίοις, μὴ οὐ προθύμως σὲ τοὺς λοιποὺς ἡμῶν ἀνταφεστιᾶν.


Σωκράτης
ἆρ’ οὖν μέμνησθε ὅσα ὑμῖν καὶ περὶ ὧν ἐπέταξα εἰπεῖν;


Τίμαιος
τὰ μὲν μεμνήμεθα, ὅσα δὲ μή, σὺ παρὼν ὑπομνήσεις: μᾶλλον δε, εἰ μή τί σοι χαλεπόν, ἐξ ἀρχῆς διὰ βραχέων πάλιν ἐπάνελθε αὐτά, ἵνα βεβαιωθῇ μᾶλλον παρ’ ἡμῖν.


[17γ] Σωκράτης
ταῦτ’ ἔσται. χθές που τῶν ὑπ’ ἐμοῦ ῥηθέντων λόγων περὶ πολιτείας ἦν τὸ κεφάλαιον οἵα τε καὶ ἐξ οἵων ἀνδρῶν ἀρίστη κατεφαίνετ’ ἄν μοι γενέσθαι.


Τίμαιος
καὶ μάλα γε ἡμῖν, ὦ Σώκρατες, ῥηθεῖσα πᾶσιν κατὰ νοῦν.


Σωκράτης
ἆρ’ οὖν οὐ τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι πρῶτον ἐν αὐτῇ χωρὶς διειλόμεθα ἀπὸ τοῦ γένους τοῦ τῶν προπολεμησόντων;


Τίμαιος
Ναι.

Σωκράτης
καὶ κατὰ φύσιν δὴ δόντες τὸ καθ’ αὑτὸν ἑκάστῳ


[17δ] πρόσφορον ἓν μόνον ἐπιτήδευμα, μίαν ἑκάστῳ τέχνην, τούτους οὕς πρὸ πάντων ἔδει πολεμεῖν, εἴπομεν ὡς ἄρ’ αὐτοὺς δέοι φύλακας εἶναι μόνον τῆς πόλεως, εἴτε τις ἔξωθεν ἢ καὶ τῶν ἔνδοθεν ἴοι κακουργήσων, δικάζοντας μὲν πρᾴως τοῖς


[18α] ἀρχομένοις ὑπ’ αὐτῶν καὶ φύσει φίλοις οὖσιν, χαλεποὺς δὲ ἐν ταῖς μάχαις τοῖς ἐντυγχάνουσιν τῶν ἐχθρῶν γιγνομένους.


Τίμαιος
Παντάπασι μὲν οὖν.

Σωκράτης
φύσιν γὰρ οἶμαί τινα τῶν φυλάκων τῆς ψυχῆς ἐλέγομεν ἅμα μέν θυμοειδῆ, ἅμα μὲν θυμοειδῆ, ἅμα δὲ φιλόσοφον δεῖν εἶναι διαφερόντως, ἵνα πρὸς ἑκατέρους δύναιντο ὀρθῶς πρᾷοι καὶ χαλεποὶ γίγνεσθαι.


Τίμαιος
ναί.

Σωκράτης
τί δὲ τροφήν; ἆρ’ οὐ γυμναστικῇ καὶ μουσικῇ μαθήμασίν τε ὅσα προσήκει τούτοις, ἐν ἅπασι τεθράφθαι;


Τίμαιος
πάνυ μὲν οὖν.

[18β] Σωκράτης
τοὺς δέ γε οὕτω τραφέντας ἐλέχθη που μήτε χρυσὸν μήτε ἄργυρον μήτε ἄλλο ποτὲ μηδὲν κτῆμα ἑαυτῶν ἴδιον νομίζειν δεῖν, ἀλλ’ ὡς ἐπικούρους μισθὸν λαμβάνοντας τῆς φυλακῆς παρὰ τῶν σῳζομένων ὑπ’ αὐτῶν, ὅσος σώφροσιν μέτριος, ἀναλίσκειν τε δὴ κοινῇ καὶ συνδιαιτωμένους μετὰ ἀλλήλων ζῆν, ἐπιμέλειαν ἔχοντας ἀρετῆς διὰ παντός, τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων ἄγοντας σχολήν.




Τίμαιος
ἐλέχθη καὶ ταῦτα ταύτῃ.

[18γ] Σωκράτης
καὶ μὲν δὴ καὶ περὶ γυναικῶν ἐπεμνήσθημεν, ὡς τὰς φύσεις τοῖς ἀνδράσιν παραπλησίας εἴη συναρμοστέον, καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα πάντα κοινὰ κατά τε πόλεμον καὶ κατὰ τὴν ἄλλην δίαιταν δοτέον πάσαις.


Τίμαιος
ταύτῃ καὶ ταῦτα ἐλέγετο.

Σωκράτης
τί δὲ δὴ τὸ περὶ τῆς παιδοποιίας; ἢ τοῦτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον, ὅτι κοινὰ τὰ τῶν γάμων καὶ τὰ τῶν παίδων πᾶσιν ἁπάντων ἐτίθεμεν, μηχανωμένους ὅπως μηδείς ποτε τὸ γεγενημένον αὐτῶν ἰδίᾳ γνώσοιτο,

[18δ] νομιοῦσιν δὲ πάντες πάντας αὐτοὺς ὁμογενεῖς, ἀδελφὰς μὲν καὶ ἀδελφοὺς ὅσοιπερ ἂν τῆς πρεπούσης ἐντὸς ἡλικίας γίγνωνται, τοὺς δ’ ἔμπροσθεν καὶ ἄνωθεν γονέας τε καὶ γονέων προγόνους, τοὺς δ’ εἰς τὸ κάτωθεν ἐκγόνους παῖδάς τε ἐκγόνων;




Τίμαιος
ναί, καὶ ταῦτα εὐμνημόνευτα ᾗ λέγεις.

Σωκράτης
ὅπως δὲ δὴ κατὰ δύναμιν εὐθὺς γίγνοιντο ὡς ἄριστοι τὰς φύσεις, ἆρ’ οὐ μεμνήμεθα ὡς τοὺς ἄρχοντας ἔφαμεν καὶ τὰς ἀρχούσας δεῖν εἰς τὴν τῶν γάμων σύνερξιν λάθρᾳ

[18ε] μηχανᾶσθαι κλήροις τισὶν ὅπως οἱ κακοὶ χωρὶς οἵ τ’ ἀγαθοὶ ταῖς ὁμοίαις ἑκάτεροι συλλήξονται, καὶ μή τις αὐτοῖς ἔχθρα διὰ ταῦτα γίγνηται, τύχην ἡγουμένοις αἰτίαν τῆς συλλήξεως;




Τίμαιος
μεμνήμεθα.

[19α] Σωκράτης
καὶ μὴν ὅτι γε τὰ μὲν τῶν ἀγαθῶν θρεπτέον ἔφαμεν εἶναι, τὰ δὲ τῶν κακῶν εἰς τὴν ἄλλην λάθρᾳ διαδοτέον πόλιν: ἐπαυξανομένων δὲ σκοποῦντας ἀεὶ τοὺς ἀξίους πάλιν ἀνάγειν δεῖν, τοὺς δὲ παρὰ σφίσιν ἀναξίους εἰς τὴν τῶν ἐπανιόντων χώραν μεταλλάττειν;





Τίμαιος
οὕτως.

Σωκράτης
ἆρ’ οὖν δὴ διεληλύθαμεν ἤδη καθάπερ χθές, ὡς ἐν κεφαλαίοις πάλιν ἐπανελθεῖν, ἢν ποθοῦμεν ἔτι τι τῶν ῥηθέντων, ὦ φίλε Γίμαιε, ὡς ἀπολειπόμενον;


[19β] Τίμαιος
οὐδαμῶς, ἀλλὰ αὐτὰ ταῦτ’ ἦν τὰ λεχθέντα, ὦ Σώκρατες.

Σωκράτης
17. | Είς, δύο, τρεις· και ο τέταρτος των ομοτραπέζων, τους οποίους χθες εφιλοξένησα εγώ (με λόγους), σήμερον δε θα προσφέρωσιν εις εμέ γεύμα, πού είναι, φίλε Τίμαιε;

Τίμαιος
Κάποια ασθένεια συνέβη, ω Σώκρατες, εις αυτόν, διότι άλλως δεν θα έλειπεν εκουσίως από την συνομιλίαν ταύτην.

Σωκράτης
Λοιπόν είναι χρέος ιδικόν σου και τούτων εδώ αντί του απόντος να αναπληρώσητε και το μέρος αυτού.

Τίμαιος
Β. | Βεβαιότατα· και όσον δυνάμεθα δεν θα λείψωμεν εις τίποτε, διότι δεν θα ήτο και δίκαιον, αφού χθες εφιλοξενήθημεν υπό σου με την πρέπουσαν φιλοξενίαν, να μη σοι ανταποδώσωμεν το γεύμα προθύμως ημείς οι λοιποί.

Σωκράτης
Άρα γε ενθυμείσθε όσα και περί ποίων σας παρεκάλεσα να ομιλήσωμεν;

Τίμαιος
Μερικά ενθυμούμεθα, όσα δε δεν ενθυμούμεθα συ παρών εδώ θα μας τα υπενθυμίσης. Αλλά καλύτερα, εάν δεν σου είναι οχληρόν, επανάλαβε αυτά πάλιν εξ αρχής με ολίγους λόγους, διά να μας εντυπωθώσι βεβαιότερα.

Σωκράτης
Αυτό θα γίνη. Το αντικείμενον των λόγων, τους οποίους είπον

C. | χθες περί πολιτείας, ήτο τούτο: ποία πολιτεία και από ποίους άνδρας αποτελουμένη θα μοι εφαίνετο ότι είναι η αρίστη 1.

Τίμαιος
Και πολύ σύμφωνα με την γνώμην όλων ημών, ω Σώκρατες, ήσαν όσα είπες περί αυτής.

Σωκράτης
Άρα γε εις την πολιτείαν ταύτην δεν διεκρίναμεν χωριστά πρώτον την τάξιν των γεωργών και πάσας τας άλλας τέχνας από την τάξιν των μελλόντων να πολεμώσιν υπέρ αυτής; 2

Τίμαιος
Ναι.

Σωκράτης
Και αφού σύμφωνα με την φυσικήν του διάθεσιν εδώκαμεν εις ένα έκαστον το αρμόζον εις αυτόν, έν μόνον επιτήδευμα και μίαν

Δ. | τέχνην εις έκαστον, περί τούτων, οίτινες πρέπει να πολεμώσιν υπέρ πάντων, είπομεν ότι πρέπει να είναι μόνον φύλακες της πόλεως, να προσέχωσιν αν τις έρχεται έξωθεν ή και εκ των εντός της πόλεως, ίνα πράξη κακόν, και να δικάζωσι με ημερότητα τους υπ’ αυτών εξουσιαζομένους και όντας φυσικούς φίλους αυτών, και
18. | να γίνωνται σκληροί εις τας μάχας εναντίον των εχθρών, οποιοιδήποτε τύχωσιν ούτοι.


Τίμαιος
Ακριβέστατα.

Σωκράτης
Διότι, νομίζω, ελέγομεν περί τινος φυσικής διαθέσεως της ψυχής των φυλάκων 3, ότι πρέπει αύτη να είναι θυμοειδής συνάμα και φιλόσοφος εις μέγαν βαθμόν, διά να δύνανται να γίνωνται δικαίως ήμεροι προς τους συμπολίτας των και σκληροί προς τους εχθρούς.

Τίμαιος
Ναι.

Σωκράτης
Περί δε της ανατροφής αυτών; Άρα γε δεν είπομεν, ότι πρέπει να είναι ανατεθραμμένοι με γυμναστικήν και μουσικήν και με όλα εκείνα τα άλλα μαθήματα, τα οποία αρμόζουσιν εις αυτούς;

Τίμαιος
Βεβαίως.

Σωκράτης
Β. | Είπομεν προσέτι, ότι οι λαβόντες τοιαύτην ανατροφήν δεν πρέπει να νομίζωσιν ως αποκλειστικήν ιδιοκτησίαν των ούτε χρυσόν, ούτε άργυρον, ούτε άλλο οιονδήποτε πράγμα· αλλά ως επίκουροι, λαμβάνοντες από εκείνους, τους οποίους υπερασπίζουσι, μισθόν διά την φύλαξιν, όσος αρκεί εις σώφρονας ανθρώπους, να δαπανώσιν αυτόν κοινώς, και ούτω συντρώγοντες να ζώσιν ομού μεταξύ των, μόνην φροντίδα έχοντες την αρετήν εις πάντα και από πάσας τας άλλας ασχολίας απέχοντες.

Τίμαιος
Ελέχθησαν ούτω και αυτά.

Σωκράτης
C. |Ακόμη και περί της αγωγής των γυναικών είπομεν, ότι πρέπει να συναρμόζωμεν τας φυσικάς διαθέσεις αυτών ομοίως προς τας των ανδρών, και να δίδωμεν εις πάσας τας αυτάς επασχολήσεις (τας οποίας και εις τους άνδρας δίδομεν) και ως προς τον πόλεμον και ως προς τους άλλους τρόπους της ζωής.

Τίμαιος
Ούτως ελέγοντο και ταύτα.

Σωκράτης
Και τι ελέγομεν περί παιδοποιίας; Ίσως τα λεχθέντα περί τούτου είναι ευκολοθύμητα, επειδή δεν είναι συνήθη, δηλ. εδέχθημεν να είναι κοινά εις πάντας πάντα, και γάμοι και παίδες


Δ. | και να μηχανευώμεθα πώς να μη γνωρίση κανείς ποτέ το ίδιον αυτού τέκνον, πάντες δε να νομίζωσιν όλους τους άλλους ως συγγενείς, ήτοι ως αδελφάς και αδελφούς εκείνους, όσοι ήθελον είναι εντός της αρμοζούσης ηλικίας, ως γονείς δε και προγόνους τους γεννημένους προ της ηλικίας ταύτης και ακόμη πρότερον, παίδας δε και εκγόνους τους γεννωμένους υστερώτερον.

Τίμαιος
Ναι. Και ταύτα είναι, ως λέγεις, ευκολομνημόνευτα.

Σωκράτης
Και διά να γεννώνται οι παίδες ευθύς όσον το δυνατόν με τας αρίστας φυσικάς διαθέσεις 4, άρα γε δεν ενθυμούμεθα, ότι


Ε. | είπομεν, ότι οι άρχοντες και αι άρχουσαι οφείλουσι κρυφά να μηχανεύωνται διά τινων κληρώσεων πώς εις την σύναψιν των γάμων οι κακοί οφ’ ενός και οι αγαθοί εξ άλλου, κεχωρισμένοι όντες, να ενώνται με γυναίκας ομοίας των, και ούτω να μη συλλαμβάνωσιν έπειτα διά ταύτα έχθραν μεταξύ των, διότι θα νομίζωσιν ότι η τύχη υπήρξεν αιτία του γάμου των;

Τίμαιος
Ενθυμούμεθα.

Σωκράτης
19. | Και προσέτι είπομεν, ότι τα τέκνα των αγαθών 5 πρέπει να ανατρέφωνται 6, τα δε των κακών να διασκορπίζωνται κρυφά εις τας άλλας τάξεις των πολιτών; Και καθ’ όσον ταύτα αυξάνονται, πρέπει να προσέχωσιν οι άρχοντες πάντοτε τους αποδεικνυομένους άξιους να επαναφέρωσι πάλιν εις την προτέραν τάξιν των, εκείνους δε, όσοι εις την τάξιν των ταύτην εδείχθησαν ανάξιοι, να μεταφέρωσιν εις τον τόπον των επανερχομένων;

Τίμαιος
Ούτως είπομεν.

Σωκράτης
Άρα λοιπόν έχομεν ούτω διέλθει ήδη όσα είπομεν χθες, εφ’ όσον είναι δυνατόν να επαναλάβωμεν πάλιν τα κεφαλαιώδη, ή επιθυμούμεν ακόμη, αγαπητέ Τίμαιε, κάτι εκ των ρηθέντων, το οποίον έχομεν παραλείψει;

Τίμαιος
Β. | Ουδόλως, αλλ’ αυτά είναι ακριβώς, ω Σώκρατες, εκείνα τα οποία ελέχθησαν.

II. Συνέχεια περί πολιτείας.

Σωκράτης
ἀκούοιτ’ ἂν ἤδη τὰ μετὰ ταῦτα περὶ τῆς πολιτείας ἣν διήλθομεν, οἷόν τι πρὸς αὐτὴν πεπονθὼς τυγχάνω. Προσέοικεν δὲ δή τινί μοι τοιῷδε τὸ πάθος, οἷον εἴ τις ζῷα καλά που θεασάμενος, εἴτε ὑπὸ γραφῆς εἰργασμένα εἴτε καὶ ζῶντα ἀληθινῶς ἡσυχίαν δὲ ἄγοντα, εἰς ἐπιθυμίαν ἀφίκοιτο θεάσασθαι κινούμενά τε αὐτὰ καί τι τῶν τοῖς σώμασιν δοκούντων



[19γ] προσήκειν κατὰ τὴν ἀγωνίαν ἀθλοῦντα: ταὐτὸν καὶ ἐγὼ πέπονθα πρὸς τὴν πόλιν ἣν διήλθομεν. ἡδέως γὰρ ἄν του λόγῳ διεξιόντος ἀκούσαιμ’ ἂν ἄθλους οὓς πόλις ἀθλεῖ, τούτους αὐτὴν ἀγωνιζομένην πρὸς πόλεις ἄλλας, πρεπόντως εἴς τε πόλεμον ἀφικομένην καὶ ἐν τῷ πολεμεῖν τὰ προσήκοντα ἀποδιδοῦσαν τῇ παιδείᾳ καὶ τροφῇ κατά τε τὰς ἐν τοῖς ἔργοις πράξεις καὶ κατὰ τὰς ἐν τοῖς λόγοις διερμηνεύσεις πρὸς ἑκάστας τῶν πόλεων. ταῦτ’ οὖν, ὦ Κριτία καὶ Ἑρμόκρατες,


[19δ] ἐμαυτοῦ μὲν αὐτὸς κατέγνωκα μή ποτ’ ἂν δυνατὸς γενέσθαι τοὺς ἄνδρας καὶ τὴν πόλιν ἱκανῶς ἐγκωμιάσαι. Καὶ τὸ μὲν ἐμὸν οὐδὲν θαυμαστόν: ἀλλὰ τὴν αὐτὴν δόξαν εἴληφα καὶ περὶ τῶν πάλαι γεγονότων καὶ περὶ τῶν νῦν ὄντων ποιητῶν, οὔτι τὸ ποιητικὸν ἀτιμάζων γένος, ἀλλὰ παντὶ δῆλον ὡς τὸ μιμητικὸν ἔθνος, οἷς ἂν ἐντραφῇ, ταῦτα μιμήσεται ῥᾷστα καὶ ἄριστα, τὸ δ’ ἐκτὸς τῆς τροφῆς ἑκάστοις




[19ε] γιγνόμενον χαλεπὸν μὲν ἔργοις, ἔτι δὲ χαλεπώτερον λόγοις εὖ μιμεῖσθαι. τὸ δὲ τῶν σοφιστῶν γένος αὖ πολλῶν μὲν λόγων καὶ καλῶν ἄλλων μάλ’ ἔμπειρον ἥγημαι, φοβοῦμαι δὲ μή πως, ἅτε πλανητὸν ὂν κατὰ πόλεις οἰκήσεις τε ἰδίας οὐδαμῆ διῳκηκός, ἄστοχον ἅμα φιλοσόφων ἀνδρῶν ᾖ καὶ πολιτικῶν, ὅσ’ ἂν οἷά τε ἐν πολέμῳ καὶ μάχαις πράττοντες ἔργῳ καὶ λόγῳ προσομιλοῦντες ἑκάστοις πράττοιεν καὶ λέγοιεν. καταλέλειπται δὴ τὸ τῆς ὑμετέρας ἕξεως γένος,



[20α] ἅμα ἀμφοτέρων φύσει καὶ τροφῇ μετέχον. Τίμαιός τε γὰρ ὅδε, εὐνομωτάτης ὢν πόλεως τῆς ἐν Ἰταλίᾳ Λοκρίδος, οὐσίᾳ καὶ γένει οὐδενὸς ὕστερος ὢν τῶν ἐκεῖ, τὰς μεγίστας μὲν ἀρχάς τε καὶ τιμὰς τῶν ἐν τῇ πόλει μετακεχείρισται, φιλοσοφίας δ’ αὖ κατ’ ἐμὴν δόξαν ἐπ’ ἄκρον ἁπάσης ἐλήλυθεν: Κριτίαν δέ που πάντες οἱ τῇδε ἴσμεν οὐδενὸς ἰδιώτην ὄντα ὧν λέγομεν. τῆς δὲ Ἑρμοκράτους αὖ περὶ φύσεως καὶ τροφῆς, πρὸς ἅπαντα ταῦτ’ εἶναι ἱκανὴν πολλῶν μαρτυρούντων





[20β] πιστευτέον. διὸ καὶ χθὲς ἐγὼ διανοούμενος, ὑμῶν δεομένων τὰ περὶ τῆς πολιτείας διελθεῖν, προθύμως ἐχαριζόμην, εἰδὼς ὅτι τὸν ἑξῆς λόγον οὐδένες ἂν ὑμῶν ἐθελόντων ἱκανώτερον ἀποδοῖεν – εἰς γὰρ πόλεμον πρέποντα καταστήσαντες τὴν πόλιν ἅπαντ’ αὐτῇ τὰ προσήκοντα ἀποδοῖτ’ ἂν μόνοι τῶν νῦν—εἰπὼν δὴ τἀπιταχθέντα ἀντεπέταξα ὑμῖν ἃ καὶ νῦν λέγω. συνωμολογήσατ’ οὖν κοινῇ σκεψάμενοι πρὸς ὑμᾶς






[20γ] αὐτοὺς εἰς νῦν ἀνταποδώσειν μοι τὰ τῶν λόγων ξένια, πάρειμί τε οὖν δὴ κεκοσμημένος ἐπ’ αὐτὰ καὶ πάντων ἑτοιμότατος ὢν δέχεσθαι.

Ἑρμοκράτης
καὶ μὲν δή, καθάπερ εἶπεν Τίμαιος ὅδε, ὦ Σώκρατες, οὔτε ἐλλείψομεν προθυμίας οὐδέν οὔτε ἔστιν οὐδεμία πρόφασις ἡμῖν τοῦ μὴ δρᾶν ταῦτα: ὥστε καὶ χθές, εὐθὺς ἐνθένδε ἐπειδὴ παρὰ Κριτίαν πρὸς τὸν ξενῶνα οὗ καὶ καταλύομεν ἀφικόμεθα, καὶ ἔτι πρότερον καθ’ ὁδὸν αὐτὰ ταῦτ’ ἐσκοποῦμεν.

[20δ] ὅδε οὖν ἡμῖν λόγον εἰσηγήσατο ἐκ παλαιᾶς ἀκοῆς: ὃν καὶ νῦν λέγε, ὦ Κριτία, τῷδε, ἵνα συνδοκιμάσῃ πρὸς τὴν ἐπίταξιν εἴτ’ ἐπιτήδειος εἴτε ἀνεπιτήδειός ἐστι.



Κριτίας
ταῦτα χρὴ δρᾶν, εἰ καὶ τῷ τρίτῳ κοινωνῷ Τιμαίῳ συνδοκεῖ.


Τίμαιος
δοκεῖ μήν.

Κριτίας
ἄκουε δή, ὦ Σώκρατες, λόγου μάλα μὲν ἀτόπου, παντάπασί γε μὴν ἀληθοῦς, ὡς ὁ τῶν ἑπτὰ σοφώτατος

[20ε] Σόλων ποτ’ ἔφη. ἦν μὲν οὖν οἰκεῖος καὶ σφόδρα φίλος ἡμῖν Δρωπίδου τοῦ προπάππου, καθάπερ λέγει πολλαχοῦ καὶ αὐτὸς ἐν τῇ ποιήσει: πρὸς δὲ Κριτίαν τὸν ἡμέτερον πάππον εἶπεν, ὡς ἀπεμνημόνευεν αὖ πρὸς ἡμᾶς ὁ γέρων, ὅτι μεγάλα καὶ θαυμαστὰ τῆσδ’ εἴη παλαιὰ ἔργα τῆς πόλεως ὑπὸ χρόνου καὶ φθορᾶς ἀνθρώπων ἠφανισμένα, πάντων δὲ ἓν μέγιστον,




[21α] οὗ νῦν ἐπιμνησθεῖσιν πρέπον ἂν ἡμῖν εἴη σοί τε ἀποδοῦναι χάριν καὶ τὴν θεὸν ἅμα ἐν τῇ πανηγύρει δικαίως τε καὶ ἀληθῶς οἷόνπερ ὑμνοῦντας ἐγκωμιάζειν.


Σωκράτης
εὖ λέγεις. ἀλλὰ δὴ ποῖον ἔργον τοῦτο Κριτίας οὐ λεγόμενον μέν, ὡς δὲ πραχθὲν ὄντως ὑπὸ τῆσδε τῆς πόλεως ἀρχαῖον διηγεῖτο κατὰ τὴν Σόλωνος ἀκοήν;

Σωκράτης
Δύνασθε τώρα να ακούσητε τα επακόλουθα της πολιτείας, την οποίαν έχομεν εκθέσει, τι δηλ. έχω πάθει ως προς αυτήν. Το πάθημά μου τούτο ομοιάζει σχεδόν με το πάθημα εκείνου, όστις ιδών πού ωραία ζώα, είτε απεικονισμένα εις ζωγραφίαν είτε και αληθινώς ζωντανά, αλλά ήσυχα μένοντα, ήθελεν αισθανθή την επιθυμίαν να τα ίδη να κινώνται και να εκτελώσι καμμίαν άσκησιν εξ εκείνων, αι οποίαι πιστεύεται ότι αρμόζουσιν εις τα σώματα αυτών κατά την πάλην 7. Το αυτό λοιπόν και

C. | εγώ έπαθον ως προς την πολιτείαν, την οποίαν περιεγράψαμεν. Ευχαρίστως δηλαδή θα ήκουόν τινα να εκθέση διά λόγου, ότι τους αγώνας τους οποίους πόλις τις αναγκάζεται να αγωνίζηται, τούτους η πολιτεία ημών δύναται ν’ αγωνίζηται εντίμως εναντίον άλλων πολιτειών και να επιχειρή τον πόλεμον καθώς πρέπει, και εν ώ πολεμεί, να αποδίδη την προσήκουσαν τιμήν εις την παιδείαν και την ανατροφήν είτε κατά τας πράξεις τας αναγκαίας εις τα πολεμικά έργα, είτε κατά τους λόγους, όταν γίνωνται διαπραγματεύσεις προς εκάστην των άλλων πόλεων. Ως

Δ. | προς ταύτα όμως, ω Κριτία 8 και Ερμόκρατες 9, εγώ αυτός έκρινα περί του εαυτού μου ότι δεν θα ήμην ποτέ ικανός να εγκωμιάσω προσηκόντως τους άνδρας και την πόλιν. Και ό,τι αφορά εμέ αυτόν, δεν είναι θαυμαστόν τούτο· αλλά την αυτήν γνώμην έχω και περί των προγενεστέρων και περί των συγχρόνων ποιητών 10, όχι διότι περιφρονώ το γένος αυτών, αλλά διότι είναι φανερόν εις πάντας, ότι η τάξις των επιτηδευομένων την μίμησιν μιμείται ευκολώτατα και κάλλιστα τα πράγματα εις τα οποία έχει ανατραφή, εκείνο δε το οποίον είναι έξω της ανατροφής και

Ε. | των έξεων εκάστου, είναι δύσκολον να το μιμήται με έργα, και ακόμη δυσκολώτερον με λόγους. Εξ άλλου οι σοφισταί νομίζω ότι είναι εμπειρότατοι εις πολλούς και ωραίους λόγους, αλλά φοβούμαι μήπως, επειδή περιφέρονται από πόλεως εις πόλιν και δεν έχουσιν ουδαμού ιδιαιτέρας μονίμους κατοικίας, είναι ανίκανοι να καταλάβωσί τι περί των φιλοσόφων και των πολιτικών ανδρών, πόσα δηλ. και ποία ούτοι δέον να πράττωσι και λέγωσι κατά τον πόλεμον και τας μάχας αυτοί ούτοι ενεργούντες πραγματικώς και ομιλούντες προς ένα έκαστον διά λόγων.

20. | Υπολείπονται λοιπόν οι άνθρωποι της τάξεως υμών, οίτινες εκ φύσεως και εξ ανατροφής μετέχουσι και των δύο (της επιστήμης και της πολιτικής). Τω όντι και ο Τίμαιος εδώ, καταγόμενος εκ πόλεως ευνομωτάτης, της εν Ιταλία Λοκρίδος, ουδενός των συμπολιτών του κατώτερος κατά την περιουσίαν και το γένος, διεχειρίσθη τα ανώτατα αξιώματα και έλαβε τας μεγίστας τιμάς εν τη πόλει του και, κατά την γνώμην μου, έφθασε συνάμα εις την κορυφήν όλων των μερών της φιλοσοφίας. Τον Κριτίαν πάλιν γνωρίζομεν όλοι όσοι είμεθα εδώ, ότι δεν είναι αμαθής ουδενός εκ των αντικειμένων, τα οποία συζητούμεν. Και τέλος περί της φύσεως και της ανατροφής του Ερμοκράτους πρέπει να

Β.| πιστεύσωμεν ότι είναι ικανός προς όλα ταύτα, επειδή πολλά το μαρτυρούσι. Ταύτα εγώ και χθες συλλογιζόμενος, επειδή με παρεκαλείτε να εκθέσω την ουσίαν της πολιτείας, με προθυμίαν σας ευχαρίστησα, διότι εγνώριζον ότι την συνέχειαν των συλλογισμών ουδείς άλλος θα ήτο ικανώτερος υμών, εάν θελήσητε, να αποδώση. Διότι μόνοι υμείς εκ των συγχρόνων δύνασθε, παριστώντες την πολιτείαν ως διεξάγουσαν ένα πόλεμον, όποιος εμπρέπει, να αποδώσητε εις αυτήν πάντα όσα προσήκουσιν εις αυτήν 11. Αφού λοιπόν είπον όσα μοι ανετέθησαν να είπω, ώρισα εις υμάς να ανταποδώσητε εκείνα τα οποία τώρα σας υπενθυμίζω. Συνεφωνήσατε δε, αφού συνεσκέφθητε μεταξύ σας, να μοι

C. | ανταποδώσητε σήμερον την φιλοξενίαν των λόγων μου. Λοιπόν είμαι παρών εδώ παρεσκευασμένος δι’ αυτά και ετοιμότατος υπέρ πάντα άλλον να δεχθώ το φιλοξένημα.

Ερμοκράτης
Και αληθώς, καθώς είπεν ο Τίμαιος εδώ, ω Σώκρατες, δεν θα δείξωμεν καμμίαν έλλειψιν προθυμίας, ούτε έχομεν πρόφασίν τινα να μη πράξωμεν τούτο. Και μάλιστα χθες ευθύς άμα εξήλθομεν εδώθεν, μόλις εφθάσαμεν εις τον ξενώνά μας πλησίον του Κριτίου, όπου έχομεν το κατάλυμά μας, και ακόμη πρότερον

Δ. | καθ’ οδόν ταύτα ακριβώς εσκεπτόμεθα. Ούτος δε μας διηγήθη μίαν ιστορίαν, την οποίαν γνωρίζει από παλαιάν παράδοσιν, και την οποίαν είπε, ω Κριτία, και τώρα εις τον Σωκράτην, ίνα και αυτός μεθ’ ημών κρίνη αν είναι κατάλληλος ή όχι εις το θέμα της συνδιαλέξεως ημών.

Κριτίας
Ταύτα πρέπει να πράξωμεν, αν συμφωνή και ο τρίτος σύντροφος, ο Τίμαιος.

Τίμαιος
Συμφωνώ.

Κριτίας
Άκουσε λοιπόν, ω Σώκρατες, λόγον παραδοξότατον, αλλά και αληθέστατον, ως διηγήθη αυτόν ποτε ο Σόλων, ο σοφώτατος των

Ε. | επτά σοφών. Ήτο βέβαια ούτος συγγενής ημών και φίλτατος του προπάππου μου Δρωπίδου, καθώς λέγει αυτός ούτος εις πολλά μέρη των στίχων του· εις δε τον πάππον μου Κριτίαν διηγήθη (όπως ο γέρων ενθυμούμενος έλεγε και αυτός εις ημάς), ότι μεγάλα και θαυμαστά ήσαν τα παλαιά κατορθώματα της πόλεως ταύτης 12 τα οποία ηφανίσθησαν από την μνήμην (ελησμονήθησαν) ένεκα του πολλού χρόνου και του θανάτου των ανθρώπων, αλλά εξ όλων τούτων έν ήτο το μέγιστον. Και πρέπον θα

21. | ήτο εις ημάς ενθυμηθέντες τώρα αυτό, και εις σε να αποδώσωμεν την χάριν, και συνάμα την θεάν εις την σημερινήν πανήγυρίν της 13 δικαίως και αληθώς να εγκωμιάσωμεν, τοιουτοτρόπως υμνούντες αυτήν.

Σωκράτης
Καλά λέγεις. Αλλά ποίον είναι το κατόρθωμα τούτο, το οποίον ο Κριτίας διηγείτο όχι ως λεγόμενον απλώς 14, αλλ’ ως τω όντι πραχθέν τον παλαιόν καιρόν υπό της πόλεως ταύτης, όπως το ήκουσεν από τον Σόλωνα.

III. Η πανάρχαιος πολιτεία των Αθηναίων και η νίκη αυτών κατά των Ατλαντίνων.

Κριτίας
ἐγὼ φράσω, παλαιὸν ἀκηκοὼς λόγον οὐ νέου ἀνδρός. ἦν μὲν γὰρ δὴ τότε Κριτίας, ὡς ἔφη, σχεδὸν ἐγγὺς


[21β] ἤδη τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν, ἐγὼ δέ πῃ μάλιστα δεκέτης: ἡ δὲ Κουρεῶτις ἡμῖν οὖσα ἐτύγχανεν Ἀπατουρίων. Τὸ δὴ τῆς ἑορτῆς σύνηθες ἑκάστοτε καὶ τότε συνέβη τοῖς παισίν: ἆθλα γὰρ ἡμῖν οἱ πατέρες ἔθεσαν ῥαψῳδίας. πολλῶν μὲν οὖν δὴ καὶ πολλὰ ἐλέχθη ποιητῶν ποιήματα, ἅτε δὲ νέα κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὄντα τὰ Σόλωνος πολλοὶ τῶν παίδων ᾔσαμεν. εἶπεν οὖν τις τῶν φρατέρων, εἴτε δὴ δοκοῦν αὐτῷ τότε εἴτε καὶ χάριν τινὰ τῷ Κριτίᾳ φέρων, δοκεῖν οἱ τά τε


[21γ] ἄλλα σοφώτατον γεγονέναι Σόλωνα καὶ κατὰ τὴν ποίησιν αὖ τῶν ποιητῶν πάντων ἐλευθεριώτατον. ὁ δὴ γέρων—σφόδρα γὰρ οὖν μέμνημαι—μάλα τε ἥσθη καὶ διαμειδιάσας εἶπεν: “εἴγε, ὦ Ἀμύνανδρε, μὴ παρέργῳ τῇ ποιήσει κατεχρήσατο, ἀλλ’ ἐσπουδάκει καθάπερ ἄλλοι, τον τε λόγον ὃν ἀπ’ Αἰγύπτου δεῦρο ἠνέγκατο ἀπετέλεσεν, καὶ μὴ διὰ τὰς στάσεις ὑπὸ κακῶν τε ἄλλων ὅσα ηὗρεν ἐνθάδε ἥκων ἠναγκάσθη



[21δ] καταμελῆσαι, κατά γε ἐμὴν δόξαν οὔτε Ἡσίοδος οὔτε Ὅμηρος οὔτε ἄλλος οὐδεὶς ποιητὴς εὐδοκιμώτερος ἐγένετο ἄν ποτε αὐτοῦ” “τις δ’ ἦν ὁ λόγος,” ἦ δ’ ὅς, “ὦ Κριτία;” “ἦ περὶ μεγίστης,” ἔφη, “καὶ ὀνομαστοτάτης πασῶν δικαιότατ’ ἂν πράξεως οὔσης, ἣν ἥδε ἡ πόλις ἔπραξε μέν, διὰ δὲ χρόνον καὶ φθορὰν τῶν ἐργασαμένων οὐ διήρκεσε δεῦρο ὁ λόγος.” “λέγε ἐξ ἀρχῆς,” ἦ δ’ ὅς, “τι τε καὶ πῶς καὶ παρὰ τίνων ὡς ἀληθῆ διακηκοὼς ἔλεγεν ὁ Σόλων.”



[21ε] “ἔστιν τις κατ’ Αἴγυπτον,” ἦ δ’ ὅς, “ἐν τῷ Δέλτα, περὶ ὃν κατὰ κορυφὴν σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα Σαϊτικὸς ἐπικαλούμενος νομός, τούτου δὲ τοῦ νομοῦ μεγίστη πόλις Σάις– ὅθεν δὴ καὶ Ἄμασις ἦν ὁ βασιλεύς—οἷς τῆς πόλεως θεὸς ἀρχηγός τις ἐστιν, Αἰγυπτιστὶ μὲν τοὔνομα Νηίθ, Ἑλληνιστὶ δε, ὡς ὁ ἐκείνων λόγος, Ἀθηνᾶ: μάλα δὲ φιλαθήναιοι καί τινα τρόπον οἰκεῖοι τῶνδ’ εἶναί φασιν. οἷ δὴ Σόλων ἔφη πορευθεὶς σφόδρα τε γενέσθαι παρ’ αὐτοῖς ἔντιμος,


[22α] καὶ δὴ καὶ τὰ παλαιὰ ἀνερωτῶν ποτε τοὺς μάλιστα περὶ ταῦτα τῶν ἱερέων ἐμπείρους, σχεδὸν οὔτε αὑτὸν οὔτε ἄλλον Ἕλληνα οὐδένα οὐδὲν ὡς ἔπος εἰπεῖν εἰδότα περὶ τῶν τοιούτων ἀνευρεῖν. καί ποτε προαγαγεῖν βουληθεὶς αὐτοὺς περὶ τῶν ἀρχαίων εἰς λόγους, τῶν τῇδε τὰ ἀρχαιότατα λέγειν ἐπιχειρεῖν, περὶ Φορωνέως τε τοῦ πρώτου λεχθέντος καὶ Νιόβης, καὶ μετὰ τὸν κατακλυσμὸν αὖ περὶ Δευκαλίωνος

[22β] καὶ Πύρρας ὡς διεγένοντο μυθολογεῖν, καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν γενεαλογεῖν, καὶ τὰ τῶν ἐτῶν ὅσα ἦν οἷς ἔλεγεν πειρᾶσθαι διαμνημονεύων τοὺς χρόνους ἀριθμεῖν: καί τινα εἰπεῖν τῶν ἱερέων εὖ μάλα παλαιόν: “ὦ Σόλων, Σόλων, Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστιν.” ἀκούσας οὖν, “πῶς τί τοῦτο λέγεις;” φάναι. “νέοι ἐστέ,” εἰπεῖν, “τὰς ψυχὰς πάντες: οὐδεμίαν γὰρ ἐν αὐταῖς ἔχετε δι’ ἀρχαίαν ἀκοὴν παλαιὰν δόξαν οὐδὲ μάθημα χρόνῳ πολιὸν οὐδέν. Τὸ




[22γ] δὲ τούτων αἴτιον τόδε. πολλαὶ κατὰ πολλὰ φθοραὶ γεγόνασιν ἀνθρώπων καὶ ἔσονται, πυρὶ μὲν καὶ ὕδατι μέγισται, μυρίοις δὲ ἄλλοις ἕτεραι βραχύτεραι. τὸ γὰρ οὖν καί παρ’ ὑμῖν λεγόμενον, ὥς ποτε Φαέθων Ἡλίου παῖς τὸ τοῦ πατρὸς ἅρμα ζεύξας διὰ τὸ μὴ δυνατὸς εἶναι κατὰ τὴν τοῦ πατρός ὁδὸν ἐλαύνειν τά τ’ ἐπὶ γῆς συνέκαυσεν καὶ αὐτὸς κεραυνωθεὶς διεφθάρη, τοῦτο μύθου μὲν σχῆμα ἔχον λέγεται, τὸ δὲ


[22δ] ἀληθές ἐστι τῶν περὶ γῆν κατ’ οὐρανὸν ἰόντων παράλλαξις καὶ διὰ μακρῶν χρόνων γιγνομένη ταῶν ἐπὶ γῆς πυρὶ πολλῷ φθορά. τότε οὖν ὅσοι κατ’ ὄρη καὶ ἐν ὑψηλοῖς τόποις καὶ ἐν ξηροῖς οἰκοῦσιν μᾶλλον διόλλυνται τῶν ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ προσοικούντων: ἡμῖν δὲ ὁ Νεῖλος εἴς τε τἆλλα σωτὴρ καὶ τότε ἐκ ταύτης τῆς ἀπορίας σῴζει λυόμενος. ὅταν δ’ αὖ θεοὶ τὴν γῆν ὕδασιν καθαίροντες κατακλύζωσιν, οἱ μὲν ἐν τοῖς ὄρεσιν διασῴζονται βουκόλοι νομῆς τε, οἱ δ’ ἐν ταῖς


[22ε] παρ’ ὑμῖν πόλεσιν εἰς τὴν θάλατταν ὑπὸ τῶν ποταμῶν φέρονται: κατὰ δὲ τήνδε χώραν οὔτε τότε οὔτε ἄλλοτε ἄνωθεν ἐπὶ τὰς ἀρούρας ὕδωρ ἐπιρρεῖ, τὸ δ’ ἐναντίον κάτωθεν πᾶν ἐπανιέναι πέφυκεν. ὅθεν καὶ δι’ ἅς αἰτίας τἀνθάδε σῴζόμενα λέγεται παλαιότατα: τὸ δὲ ἀληθές, ἐν πᾶσιν τοῖς τόποις ὅπου μὴ χειμὼν ἐξαίσιος ἢ καῦμα ἀπείργει, πλέον,





[23α] τοτὲ δὲ ἔλαττον ἀεὶ γένος ἐστὶν ἀνθρώπων. ὅσα δὲ ἢ παρ’ ὑμῖν ἢ τῇδε ἢ καὶ κατ’ ἄλλον τόπον ὦν ἀκοῇ ἴσμεν, εἴ πού τι καλὸν ῂ μέγα γέγονεν ἢ καί τινα διαφοράν ἄλλην ἔχον, πάντα γεγραμμένα ἐκ παλαιοῦ τῇδ’ ἐστὶν ἐν τοῖς ἱεροῖς καὶ σεσωσμένα: τὰ δὲ παρ’ ὑμῖν καὶ τοῖς ἄλλοις ἄρτι κατεσκευασμένα ἑκάστοτε τυγχάνει γράμμασι καὶ ἅπασιν ὁπόσων πόλεις δέονται, καὶ πάλιν δι’ εἰωθότων ἐτῶν ὥσπερ νόσημα ἥκει φερόμενον αὐτοῖς ῥεῦμα οὐράνιον καὶ τοὺς ἀγραμμάτους




[23β] τε καὶ ἀμούσους ἔλιπεν ὑμῶν, ὥστε πάλιν ἐξ ἀρχῆς οἷον νέοι γίγνεσθε, οὐδὲν εἰδότες οὔτε τῶν τῇδε οὔτε τῶν παρ’ ὑμῖν, ὅσα ἦν ἐν τοῖς παλαιοῖς χρόνοις. τὰ γοῦν νυνδὴ γενεαλογηθέντα, ὦ Σόλων, περὶ τῶν παρ’ ὑμῖν ἅ διῆλθες, παίδων βραχύ τι διαφέρει μύθων, οἵ πρῶτον μὲν ἕνα γῆς κατακλυσμὸν μέμνησθε πολλῶν ἔμπροσθεν γεγονότων, ἔτι δὲ τὸ κάλλιστον καὶ ἄριστον γένος ἐπ’ ἀνθρώπους ἐν τῇ χώρᾳ παρ’ ὑμῖν οὐκ ἴστε γεγονός, ἐξ ὧν σύ τε καὶ πᾶσα ἡ



[23γ] πόλις ἔστιν τὰ νῦν” πόλις ἔστιν τὰ νῦν ὑμῶν, περιλειφθέντος ποτὲ σπέρματος βραχέος, ἀλλ’ ὑμᾶς λέληθεν διὰ τὸ τοὺς περιγενομένους ἐπὶ πολλὰς γενεὰς γράμμασιν τελευτᾶν ἀφώνους. ἦν γὰρ δή ποτε, ὦ Σόλων, ὑπὲρ τὴν μεγίστην φθορὰν ὕδασιν ἡ νῦν Ἀθηναίων οὖσα πόλις ἀρίστη πρός τε τὸν πόλεμον καὶ κατὰ πάντα εὐνομωτάτη διαφερόντως: ᾗ κάλλιστα ἔργα καὶ πολιτεῖαι γενέσθαι λέγονται κάλλισται πασῶν ὁπόσων ὑπὸ






[23d] τὸν οὐρανὸν ἡμεῖς ἀκοὴν παρεδεξάμεθα.’ ἀκούσας οὖν ὁ Σόλων ἔφη θαυμάσαι καὶ πᾶσαν προθυμίαν σχεῖν δεόμενος τῶν ἱερέων πάντα δι’ ἀκριβείας οἱ τὰ περὶ τῶν πάλαι πολιτῶν ἑξῆς διελθεῖν. τὸν οὖν ἱερέα φάναι: ‘φθόνος οὐδείς, ὦ Σόλων, ἀλλὰ σοῦ τε ἕνεκα ἐρῶ καὶ τῆς πόλεως ὑμῶν, μάλιστα δὲ τῆς θεοῦ χάριν, ἣ τήν τε ὑμετέραν καὶ τήνδε ἔλαχεν καὶ ἔθρεψεν καὶ ἐπαίδευσεν, προτέραν μὲν τὴν παρ’

[23e] ὑμῖν ἔτεσιν χιλίοις, ἐκ Γῆς τε καὶ Ἡφαίστου τὸ σπέρμα παραλαβοῦσα ὑμῶν, τήνδε δὲ ὑστέραν. τῆς δὲ ἐνθάδε διακοσμήσεως παρ’ ἡμῖν ἐν τοῖς ἱεροῖς γράμμασιν ὀκτακισχιλίων ἐτῶν ἀριθμὸς γέγραπται. περὶ δὴ τῶν ἐνακισχίλια γεγονότων ἔτη πολιτῶν σοι δηλώσω διὰ βραχέων νόμους, καὶ τῶν ἔργων αὐτοῖς ὃ κάλλιστον ἐπράχθη: τὸ δ’ ἀκριβὲς περὶ


[24a] πάντων ἐφεξῆς εἰς αὖθις κατὰ σχολὴν αὐτὰ τὰ γράμματα λαβόντες διέξιμεν. τοὺς μὲν οὖν νόμους σκόπει πρὸς τοὺς τῇδε: πολλὰ γὰρ παραδείγματα τῶν τότε παρ’ ὑμῖν ὄντων ἐνθάδε νῦν ἀνευρήσεις, πρῶτον μὲν τὸ τῶν ἱερέων γένος ἀπὸ τῶν ἄλλων χωρὶς ἀφωρισμένον, μετὰ δὲ τοῦτο τὸ τῶν δημιουργῶν, ὅτι καθ’ αὑτὸ ἕκαστον ἄλλῳ δὲ οὐκ ἐπιμειγνύμενον δημιουργεῖ, τό τε τῶν νομέων καὶ τὸ τῶν θηρευτῶν τό τε



[24b] τῶν γεωργῶν. καὶ δὴ καὶ τὸ μάχιμον γένος ᾔσθησαί που τῇδε ἀπὸ πάντων τῶν γενῶν κεχωρισμένον, οἷς οὐδὲν ἄλλο πλὴν τὰ περὶ τὸν πόλεμον ὑπὸ τοῦ νόμου προσετάχθη μέλειν: ἔτι δὲ ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν σχέσις ἀσπίδων καὶ δοράτων, οἷς ἡμεῖς πρῶτοι τῶν περὶ τὴν Ἀσίαν ὡπλίσμεθα, τῆς θεοῦ καθάπερ ἐν ἐκείνοις τοῖς τόποις παρ’ ὑμῖν πρώτοις ἐνδειξαμένης. τὸ δ’ αὖ περὶ τῆς φρονήσεως, ὁρᾷς που τὸν νόμον τῇδε ὅσην ἐπιμέλειαν ἐποιήσατο εὐθὺς κατ’ ἀρχὰς περί τε


[24c] τὸν κόσμον, ἅπαντα μέχρι μαντικῆς καὶ ἰατρικῆς πρὸς ὑγίειαν ἐκ τούτων θείων ὄντων εἰς τὰ ἀνθρώπινα ἀνευρών, ὅσα τε ἄλλα τούτοις ἕπεται μαθήματα πάντα κτησάμενος. ταύτην οὖν δὴ τότε σύμπασαν τὴν διακόσμησιν καὶ σύνταξιν ἡ θεὸς προτέρους ὑμᾶς διακοσμήσασα κατῴκισεν, ἐκλεξαμένη τὸν τόπον ἐν ᾧ γεγένησθε, τὴν εὐκρασίαν τῶν ὡρῶν ἐν αὐτῷ κατιδοῦσα, ὅτι φρονιμωτάτους ἄνδρας οἴσοι: ἅτε οὖν φιλοπόλεμός







[24d] τε καὶ φιλόσοφος ἡ θεὸς οὖσα τὸν προσφερεστάτους αὐτῇ μέλλοντα οἴσειν τόπον ἄνδρας, τοῦτον ἐκλεξαμένη πρῶτον κατῴκισεν. ᾠκεῖτε δὴ οὖν νόμοις τε τοιούτοις χρώμενοι καὶ ἔτι μᾶλλον εὐνομούμενοι πάσῃ τε παρὰ πάντας ἀνθρώπους ὑπερβεβληκότες ἀρετῇ, καθάπερ εἰκὸς γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν ὄντας. πολλὰ μὲν οὖν ὑμῶν καὶ μεγάλα ἔργα τῆς πόλεως τῇδε γεγραμμένα θαυμάζεται, πάντων μὴν



[24e] ἓν ὑπερέχει μεγέθει καὶ ἀρετῇ: λέγει γὰρ τὰ γεγραμμένα ὅσην ἡ πόλις ὑμῶν ἔπαυσέν ποτε δύναμιν ὕβρει πορευομένην ἅμα ἐπὶ πᾶσαν Εὐρώπην καὶ ̓Ασίαν, ἔξωθεν ὁρμηθεῖσαν ἐκ τοῦ Ἀτλαντικοῦ πελάγους. τότε γὰρ πορεύσιμον ἦν τὸ ἐκεῖ πέλαγος: νῆσον γὰρ πρὸ τοῦ στόματος εἶχεν ὃ καλεῖτε, ὥς φατε, ὑμεῖς Ἡρακλέους στήλας, ἡ δὲ νῆσος ἅμα Λιβύης ἦν καὶ Ἀσίας μείζων, ἐξ ἧς ἐπιβατὸν ἐπὶ τὰς ἄλλας νήσους τοῖς τότε ἐγίγνετο πορευομένοις, ἐκ δὲ τῶν νήσων




[25a] ἐπὶ τὴν καταντικρὺ πᾶσαν ἤπειρον τὴν περὶ τὸν ἀληθινὸν ἐκεῖνον πόντον. τάδε μὲν γάρ, ὅσα ἐντὸς τοῦ στόματος οὗ λέγομεν, φαίνεται λιμὴν στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν: ἐκεῖνο δὲ πέλαγος ὄντως ἥ τε περιέχουσα αὐτὸ γῆ παντελῶς ἀληθῶς ὀρθότατ’ ἂν λέγοιτο ἤπειρος. ἐν δὲ δὴ τῇ Ἀτλαντίδι νήσῳ ταύτῃ μεγάλη συνέστη καὶ θαυμαστὴ δύναμις βασιλέων, κρατοῦσα μὲν ἁπάσης τῆς νήσου, πολλῶν δὲ ἄλλων νήσων καὶ μερῶν τῆς ἠπείρου: πρὸς δὲ τούτοις ἔτι τῶν ἐντὸς τῇδε

[25b] Λιβύης μὲν ἦρχον μέχρι πρὸς Αἴγυπτον, τῆς δὲ Εὐρώπης μέχρι Τυρρηνίας. αὕτη δὴ πᾶσα συναθροισθεῖσα εἰς ἓν ἡ δύναμις τόν τε παρ’ ὑμῖν καὶ τὸν παρ’ ἡμῖν καὶ τὸν ἐντὸς τοῦ στόματος πάντα τόπον μιᾷ ποτὲ ἐπεχείρησεν ὁρμῇ δουλοῦσθαι. τότε οὖν ὑμῶν, ὦ Σόλων, τῆς πόλεως ἡ δύναμις εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους διαφανὴς ἀρετῇ τε καὶ ῥώμῃ ἐγένετο: πάντων γὰρ προστᾶσα εὐψυχίᾳ καὶ τέχναις ὅσαι κατὰ πόλεμον,




[25c] τὰ μὲν τῶν Ἑλλήνων ἡγουμένη, τὰ δ’ αὐτὴ μονωθεῖσα ἐξ ἀνάγκης τῶν ἄλλων ἀποστάντων, ἐπὶ τοὺς ἐσχάτους ἀφικομένη κινδύνους, κρατήσασα μὲν τῶν ἐπιόντων τρόπαιον ἔστησεν, τοὺς δὲ μήπω δεδουλωμένους διεκώλυσεν δουλωθῆναι, τοὺς δ’ ἄλλους, ὅσοι κατοικοῦμεν ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων, ἀφθόνως ἅπαντας ἠλευθέρωσεν. ὑστέρῳ δὲ χρόνῳ σεισμῶν ἐξαισίων καὶ κατακλυσμῶν γενομένων, μιᾶς

[25d] ἡμέρας καὶ νυκτὸς χαλεπῆς ἐπελθούσης, τό τε παρ’ ὑμῖν μάχιμον πᾶν ἁθρόον ἔδυ κατὰ γῆς, ἥ τε Ἀτλαντὶς νῆσος ὡσαύτως κατὰ τῆς θαλάττης δῦσα ἠφανίσθη: διὸ καὶ νῦν ἄπορον καὶ ἀδιερεύνητον γέγονεν τοὐκεῖ πέλαγος, πηλοῦ κάρτα βραχέος ἐμποδὼν ὄντος, ὃν ἡ νῆσος ἱζομένη παρέσχετο.” τὰ μὲν δὴ ῥηθέντα, ὦ Σώκρατες, ὑπὸ τοῦ παλαιοῦ

Κριτίας
Εγώ θα είπω το παλαιόν τούτο διήγημα, το οποίον ήκουσα από άνδρα ουχί νέον· διότι ο Κριτίας ήτο, ως έλεγε, σχεδόν πλησίον εις τα ενενήκοντα έτη, εγώ δε θα ήμην το πολύ δεκαετής.

Β. | Έτυχε τότε η Κουρεώτις (η τρίτη ημέρα) της εορτής των Απατουρίων 15, και ό,τι είναι σύνηθες εις τοιαύτην εορτήν να κάμνωσιν οι παίδες, συνέβη και τότε. Δηλαδή οι πατέρες μας επρότειναν βραβεία (απαγγελίας) ραψωδιών. Απηγγέλθησαν λοιπόν πολλά ποιήματα πολλών ποιητών, πολλοί δε εκ των παίδων εψάλλομεν ποιήματα του Σόλωνος, επειδή ήσαν νέα κατ’ εκείνον τον χρόνον. Είς δε εκ της φρατρίας ημών, είτε διότι τότε ούτως εσκέφθη, είτε και διά να κάμη ευχαρίστησιν εις τον Κριτίαν, είπεν

C. | ότι νομίζει, ότι ο Σόλων υπήρξε και εις τα άλλα σοφώτατος και εις την ποίησιν ευγενέστατος 16 πάντων των ποιητών. Ο δε γέρων (τα ενθυμούμαι πολύ καλά), πολύ εχάρη διά τούτο, εμειδίασε και είπεν: Εάν, ω Αμύνανδρε, δεν ήθελε μεταχειρισθή την ποίησιν ως τι πάρεργον, αλλ’ ήθελεν ασχοληθή σπουδαίως εις αυτήν, όπως άλλοι, και αν είχε φέρει εις πέρας την διήγησιν, την οποίαν από την Αίγυπτον έφερεν εδώ, και αν διά τας εμφυλίους στάσεις και διά τα άλλα δυστυχήματα, τα οποία έπαθεν, όταν έφθασεν εδώ, δεν ήθελεν αναγκασθή να την αμε-

Δ. | λήση, κατά την γνώμην μου ούτε ο Ησίοδος, ούτε ο Όμηρος, ούτε άλλος ουδείς εκ των ποιητών θα εγίνετό ποτε περιφημότερος αυτού. — Και ποίον ήτο αυτό το διήγημα, ω Κριτία; ηρώτησεν ο Αμύνανδρος. — Ήτο διήγησις πράξεως όντως μεγίστης, και ήτις δικαιότατα θα ήτο η περιφημοτάτη από όλας, όσας διέπραξεν η πόλις αύτη, αλλ’ ένεκα του πολλού χρόνου και του θανάτου των εκτελεσάντων αυτήν δεν διήρκεσε μέχρι σήμερον μνήμη αυτής. — Λέγε λοιπόν εξ αρχής, είπεν ούτος, τι και πώς και από ποίους διηγείτο ο Σόλων ότι είχεν ακούσει ως αληθές.

Ε. | Υπάρχει, είπεν ο Κριτίας, κατά την Αίγυπτον, εις το Δέλτα, εις την κορυφήν του οποίου σχίζεται το ρεύμα του Νείλου, είς νομός ονομαζόμενος Σαϊτικός. Τούτου δε του νομού η μεγίστη πόλις είναι η Σάις, οπόθεν ακριβώς ήτο και ο Άμασις ο βασιλεύς. Ως ιδρυτήν της πόλεως οι κάτοικοι έχουσι θεάν, ήτις Αιγυπτιστί ονομάζεται Νηίθ, Ελληνιστί δε Αθηνά 17, ως λέγουσιν εκείνοι. Είναι δε πολύ φιλαθήναιοι και λέγουσιν ότι κατά τινα τρόπον είναι συγγενείς των Αθηναίων. Εκεί λοιπόν πορευθείς ο Σόλων διηγείτο ότι έλαβε μεγάλας τιμάς παρ’ αυτών,

22.| και ότι, ενώ ηρώτα περί των παλαιών γεγονότων τους εις ταύτα εμπειροτάτους των ιερέων, ανεκάλυψεν, ότι ούτε αυτός ούτε άλλος ουδείς Έλλην εγνώριζεν, ούτως ειπείν, ουδέν περί αυτών. Και θελήσας ποτέ να σύρη αυτούς εις λόγους περί των αρχαίων ήρξατο να ομιλή περί των πραγμάτων, τα οποία εδώ εν Ελλάδι θεωρούνται αρχαιότατα, περί του Φορωνέως 18 εκείνου, όστις εκλήθη πρώτος, και περί της Νιόβης, και μετά τον κα-

Β. | τακλυσμόν 19 να μυθολογή περί Δευκαλίωνος και Πύρρας, πώς διεσώθησαν, και να κάμνη την γενεαλογίαν των απογόνων των, και ν’ αναφέρη περί των ετών αυτών πόσα ήσαν, διά των οποίων έλεγεν ότι επειράτο να κάμη την χρονολογίαν των συμβάντων. Είς δε των ιερέων 20 πολύ γέρων, είπε τότε· Ω Σόλων, Σόλων, οι Έλληνες είσθε πάντοτε παίδες και Έλλην γέρων δεν υπάρχει. Ακούσας ταύτα ο Σόλων, πώς είπε, πώς εννοείς τούτο; Είσθε νέοι, απεκρίθη, όλοι κατά τας ψυχάς. Διότι δεν έχετε εις αυτάς εξ αρχαίας παραδόσεως καμμίαν παλαιάν γνώμην και καμμίαν γνώσιν, ήτις να έχη γίνη με τον χρόνον παλιά. Αίτιον δε

C. | τούτων είναι το εξής: Πολλαί και κατά πολλούς τρόπους συνέβησαν καταστροφαί ανθρώπων και θα συμβαίνωσι, διά πυρός μεν και ύδατος αι μέγισται, διά μυρίων δε άλλων μέσων άλλαι μικρότεραι. Τω όντι εκείνο, όπερ και παρ’ υμίν λέγεται, ότι ποτέ ο Φαέθων ο παις του Ηλίου, ζεύξας το άρμα του πατρός, επειδή δεν ήτο ικανός να αμαξηλατή επί της οδού του πατρός, κατέκαυσεν ό,τι ήτο επί της γης, και αυτός ούτος κεραυνωθείς κατεστράφη, τούτο λέγεται μεν υπό μορφήν μύθου, αλλά

Δ.| η εν αυτώ αλήθεια είναι η παραλλαγή 21 κινήσεως των όντων, τα οποία περιφέρονται πέριξ της γης κατά τον ουρανόν, και η κατά μακράς χρονικάς περιόδους γινομένη διά μεγάλου πυρός καταστροφή των επί γης πραγμάτων. Τότε λοιπόν όσοι εξ υμών κατοικούσι κατά τα όρη και εις τόπους υψηλούς και ξηρούς καταστρέφονται περισσότερον παρά τους κατοικούντας πλησίον εις τους ποταμούς και την θάλασσαν. Ημάς όμως ο Νείλος, ο οποίος είναι σωτήρ ημών και κατά τα άλλα, σώζει και τότε εκ της αμηχανίας ταύτης, ερχόμενος έξω (πλημμυρών). Όταν δε πάλιν οι

Ε. | θεοί, ίνα καθαρίσωσι την γην διά των υδάτων, κατακλύζουσιν αυτήν, όσοι μεν είναι εις τα όρη, βουκόλοι και βοσκοί, διασώζονται, όσοι δε είναι εις τας πόλεις υμών, παρασύρονται εις την θάλασσαν υπό των ποταμών. Αλλά εις ταύτην εδώ την χώραν ούτε τότε, ούτε άλλοτε ποτέ επιρρέει το ύδωρ άνωθεν επί του εδάφους, αλλά απ’ εναντίας εκ φύσεως ανυψούται κάτωθεν. Εκ τούτου και διά τας αιτίας ταύτας όσα διασώζονται παρ’ ημίν λέγονται ότι είναι αρχαιότατα. Η αλήθεια όμως είναι ότι εις πάντας τους τόπους, όπου χειμών υπερβολικός ή καύσων δεν

23. | εμποδίζει, άλλοτε μεν περισσότερον, άλλοτε δε ολιγώτερον υπάρχει πάντοτε το γένος των ανθρώπων 22. Όσα δε συμβαίνουσιν ή εις υμάς, ή εις ταύτην την χώραν ή εις άλλον τόπον, περί των οποίων λαμβάνομεν γνώσιν, εάν έγινε καλόν τι ή μέγα ή και άλλο τι αξιοσημείωτον, πάντα είναι γεγραμμένα ενταύθα παλαιόθεν και διατηρούνται εις τους ναούς. Τα της ιδικής σας όμως πολιτείας και τα των άλλων, πάντοτε μόλις ταύτα τύχωσι να αναπτυχθώσι με γράμματα και με όλους εκείνους τους θεσμούς των οποίων έχουσι χρείαν αι πόλεις, και ιδού πάλιν μετά τον συνήθη αριθμόν των ετών, ως μία νόσος έρχεται επ’ αυτών με ορμήν το

Β. | ρεύμα του ουρανού, και εξ υμών αφίνει μόνους τους μη γινώσκοντας γραφήν και αμούσους, ώστε πάλιν γίνεσθε νέοι εξ αρχής, χωρίς να γνωρίζητε τίποτε ούτε περί των εν τη χώρα ταύτη ούτε περί των παρ’ υμίν συμβάντων, όσα έγιναν εις τους παλαιούς χρόνους. Αι γενεαλογίαι τουλάχιστον, ω Σόλων, περί των παρ’ υμίν συμβάντων, τας οποίας τώρα εξέθεσες, ολίγον διαφέρουσιν από τους μύθους των παίδων. Και πρώτον πάντων υμείς ενθυμείσθε ένα μόνον κατακλυσμόν της γης, ενώ συνέβησαν πολλοί πρότερον. Προσέτι δεν γνωρίζετε, ότι εις την χώραν υμών εγεννήθη το

C. | ωραιότατον και κάλλιστον γένος, το οποίον ποτε υπήρξε μεταξύ των ανθρώπων· εξ αυτού και συ και πάντες οι σημερινοί πολίται κατάγονται, διότι διεσώθη ποτέ ολίγον σπέρμα. Αλλά υμείς δεν το εμάθετε, διότι οι σωθέντες πρόγονοι υμών απέθνησκον επί πολλάς γενεάς χωρίς να ομιλήσωσι διά γραμμάτων. Διότι ήτο ποτε, ω Σόλων, προ της μεγάλης διά των υδάτων καταστροφής, αύτη, ήτις είναι τώρα η πολιτεία των Αθηναίων, πολιτεία αρίστη, και προς πόλεμον και κατά πάντα τα άλλα πράγματα καλώς συντεταγμένη περισσότερον πάσης άλλης, και υπ’ αυτής έγιναν, ως λέγεται, τα κάλλιστα κατορθώματα και αι κάλλισται πολιτειακαί διατάξεις εξ όλων, όσων την γνώσιν υπό τον ουρανόν ημείς έχομεν παραλάβει.

Δ. | Ότε ήκουσε ταύτα ο Σόλων, είπεν ότι εθαύμασε και ότι έλαβε πασαν προθυμίαν παρακαλών τους ιερείς να τω διηγηθώσιν ακριβώς και κατά σειράν τα αφορώντα εις τους παλαιούς συμπολίτας του. Και ο ιερεύς απεκρίθη: Δέν έχω λόγον να αρνηθώ, ω Σόλων, αλλά χάριν σου και της πόλεώς σου θα ομιλήσω, μάλιστα δε και χάριν της θεάς, ήτις και την πόλιν υμών και την ιδικήν μας έλαβε και έθρεψε και επαίδευσε, πρότερον όμως την ιδικήν σας κατά χίλια έτη, λαβούσα το σπέρμα υμών εκ της Γης και του Ηφαίστου 23, ύστερον δε ταύτην την ιδικήν μας. Περί ταύτης της ιδρύσεως της πόλεως ημών εις τας ιεράς ημών βίβλους είναι γεγραμμένος ο αριθμός οκτώ χιλιάδων ετών 24.
Αλλά περί των συμπολιτών σου, οίτινες υπήρξαν προ εννέα χιλιάδων ετών, θα σοι φανερώσω συντόμως και τους νόμους αυτών και εκ των έργων των εκείνο, όπερ έπραξαν κάλλιστον πάντων.

Τα καθέκαστα ακριβώς περί πάντων θα διεξέλθωμεν κατά σειράν ύστερον εν ανέσει, αφού λάβωμεν ανά χείρας αυτά τα γεγραμμένα. Και τους μεν νόμους αυτών εξέταζε συγκρίνων με τους νόμους της πόλεως ταύτης. Διότι πολλά παραδείγματα εκείνων, τους οποίους είχετε υμείς τότε, θα τα εύρης εδώ τώρα. Και πρώτη είναι η τάξις των ιερέων, διακεκριμένη χωριστά από τας άλλας και μετ’ αυτήν η τάξις των τεχνιτών, των οποίων εκάστη κλάσις μόνη και χωρίς να αναμιγνύηται με άλλας εργάζεται,

Β. | έπειτα δε η των βοσκών και των κυνηγών και η των γεωργών. Και προσέτι έχεις ακούσει ίσως, ότι η τάξις των μαχητών ενταύθα είναι κεχωρισμένη από πάσας τας άλλας τάξεις και ότι εις αυτούς προσετάχθη υπό των νόμων να μη φροντίζωσι περί ουδενός άλλου πλην των αφορώντων εις τον πόλεμον. Προσέτι ο τρόπος του οπλισμού των, ασπίδες δηλ. και δόρατα, με τα οποία ημείς πρώτοι εκ των κατοικούντων την Ασίαν 25 έχομεν οπλισθή, εδόθη παρά της θεάς, ήτις μας εδίδαξεν αυτόν, καθώς εις εκεί-

C. | νους εκεί τους τόπους τον είχε διδάξει εις υμάς πρώτους. Όσον αφορά πάλιν την πνευματικήν μόρφωσιν βλέπεις, νομίζω, πόσην ο νόμος εδώ έλαβεν επιμέλειαν ευθύς απ’ αρχής, διότι εκ πασών των επιστημών, αίτινες πραγματεύονται περί του κόσμου, μέχρι της μαντικής και της ιατρικής, ης αντικείμενον είναι η υγεία, εκ των θείων τούτων τεχνών ανεύρεν ό,τι ανήκει εις την υπηρεσίαν των ανθρώπων και επεδίωξε την απόκτησιν των γνώσεων τούτων και παντός ό,τι συνδέεται μετ’ αυτών. Καθ’ όλην ταύτην λοιπόν την διακόσμησιν και τάξιν πρώτους υμάς διεκόσμησεν η θεά και κατώκισε την πόλιν υμών, αφού πρώτον εξέλεξε τον τόπον, εις τον οποίον έχετε γεννηθή, και εγνώρισε καλώς, ότι η εν αυτώ επικρατούσα ευκρασία των εποχών θα παράγη

Δ. | άνδρας νοημονεστάτους. Η θεά λοιπόν, επειδή και φιλοπόλεμος είναι και φιλόσοφος, αφού εξέλεξε τον τόπον, όστις έμελλε να παράγη άνδρας ομοιοτάτους με αυτήν, τούτον κατά πρώτον κατώκισε. Και υμείς εκατοικείτε αυτόν έχοντες νόμους τοιούτους και ακόμη καλυτέρους και υπερβαίνοντες εις πάσαν αρετήν όλους τους ανθρώπους, ως είναι επόμενον, επειδή είσθε γεννήματα και παιδεύματα των θεών. Και πολλά μεγάλα έργα της πόλεως υμών, εδώ γεγραμμένα, θαυμάζονται, πάντα όμως υπερέχει έν κατά το μεγαλείον και

Ε. | την ανδρείαν. Διότι λέγουσιν αι γραφαί ημών ότι η πόλις υμών κατέστρεψέ ποτε μεγίστην δύναμιν, ήτις βιαίως είχεν εισβάλει συγχρόνως εις όλην την Ευρώπην και την Ασίαν, ορμηθείσα έξωθεν εκ του Ατλαντικού ωκεανού. Τότε τω όντι διά του πελάγους εκείνου ηδύνατό τις να διαβή, διότι υπήρχε νήσος έμπροσθεν του στομίου, το οποίον καλείται, ως υμείς λέγετε, στήλαι του Ηρακλέους. Η νήσος δε αύτη ήτο μεγαλυτέρα της Λιβύης και της Ασίας ομού και εξ αυτής ηδύνατό τις τότε να πορευθή και μεταβή εις τας άλλας νήσους, εκ δε των νήσων εις όλην την απέναντι Ήπειρον την πέριξ της θαλάσσης εκείνης, ήτις είναι

25. | αληθώς θάλασσα. Διότι το μέρος τούτο, όπερ είναι εντός του πορθμού, περί του οποίου ομιλούμεν, φαίνεται μάλλον ότι είναι λιμήν έχων στενήν είσοδον, ενώ εκείνη είναι τω όντι ωκεανός. Και η γη η περιέχουσα αυτήν δύναται αληθέστατα να λέγηται Ήπειρος. Εις την νήσον λοιπόν ταύτην Ατλαντίδα συνέστη μεγάλη και θαυμασία δύναμις υπό βασιλέων, ήτις εξουσίαζεν όλην την νήσον και πολλάς άλλας νήσους και μέρη της Ηπεί-


Β. | ρου. Και εκτός τούτων ακόμη χώρας εκ του μέρους τούτου εις την εσωτερικήν θάλασσαν εξουσίαζεν, επί μεν της Λιβύης μέχρι της Αιγύπτου, επί δε της Ευρώπης μέχρι της Τυρρηνίας. Όλη δε αύτη η δύναμις συνενωθείσα επεχείρησέ ποτε με μίαν ορμήν να υποδουλώση και τον ιδικόν σας τόπον και τον ιδικόν μας και πάντας τους εντεύθεν του στενού. Και τότε, ω Σόλων, η δύναμις της πόλεως υμών έγινε περιφανής εις όλους τους ανθρώπους και διά την ανδρείαν και διά την ρώμην αυτής. Διότι υπερέχουσα πάντας διά την ευψυχίαν της και διά πάσας τας πολεμικάς τέχνας, κατ’ αρχάς μεν έχουσα την αρχηγίαν των Ελ-

C. | λήνων, έπειτα δε μεμονωμένη ούσα εξ ανάγκης, όταν οι άλλοι απεστάτησαν, αφού κατήντησεν εις τους εσχάτους κινδύνους, ενίκησε τους επιδρομείς, ανήγειρε τρόπαια, και τους μη υποδουλωθέντας ακόμη ημπόδισε να υποδουλωθώσι, και τους άλλους, όσοι κατοικούμεν εντεύθεν των Ηρακλείων στηλών, γενναίως ηλευθέρωσεν άπαντας 26. Βραδύτερον όμως, επειδή συνέβησαν

Δ. | μεγάλοι σεισμοί και κατακλυσμοί, ήλθε μία ημέρα και μία νυξ φοβερά και πάσα η μάχιμος τάξις υμών αύτη διά μιας εβυθίσθη εις την γην, ομοίως δε και η Ατλαντίς νήσος βυθισθείσα εις την θάλασσαν ηφανίσθη. Διά τούτο και τώρα είναι αδιάβατος και ανεξερεύνητος η θάλασσα εκείνη εκεί, επειδή είναι εμπόδιον ο πηλός των χαμηλών βράχων (υφάλων), τους οποίους η καθίζησις της νήσου παρήγαγε.

IV. Συνέχεια και τέλος του προοιμίου.

[25e] Κριτίου κατ’ ἀκοὴν τὴν Σόλωνος, ὡς συντόμως εἰπεῖν, ἀκήκοας: λέγοντος δὲ δὴ χθὲς σοῦ περὶ πολιτείας τε καὶ τῶν ἀνδρῶν οὓς ἔλεγες, ἐθαύμαζον ἀναμιμνῃσκόμενος αὐτὰ ἃ νῦν λέγω, κατανοῶν ὡς δαιμονίως ἔκ τινος τύχης οὐκ ἄπο σκοποῦ συνηνέχθης τὰ πολλὰ οἷς Σόλων εἶπεν. οὐ μὴν



[26a] ἐβουλήθην παραχρῆμα εἰπεῖν: διὰ χρόνου γὰρ οὐχ ἱκανῶς ἐμεμνήμην. ἐνενόησα οὖν ὅτι χρεὼν εἴη με πρὸς ἐμαυτὸν πρῶτον ἱκανῶς πάντα ἀναλαβόντα λέγειν οὕτως. ὅθεν ταχὺ συνωμολόγησά σοι τὰ ἐπιταχθέντα χθές, ἡγούμενος, ὅπερ ἐν ἅπασι τοῖς τοιοῖσδε μέγιστον ἔργον, λόγον τινὰ πρέποντα τοῖς βουλήμασιν ὑποθέσθαι, τούτου μετρίως ἡμᾶς εὐπορήσειν. οὕτω δή, καθάπερ ὅδ’ εἶπεν, χθές τε εὐθὺς ἐνθένδε ἀπιὼν



[26b] πρὸς τούσδε ἀνέφερον αὐτὰ ἀναμιμνῃσκόμενος, ἀπελθών τε σχεδόν τι πάντα ἐπισκοπῶν τῆς νυκτὸς ἀνέλαβον. ὡς δή τοι, τὸ λεγόμενον, τὰ παίδων μαθήματα θαυμαστὸν ἔχει τι μνημεῖον. ἐγὼ γὰρ ἃ μὲν χθὲς ἤκουσα, οὐκ ἂν οἶδ’ εἰ δυναίμην ἅπαντα ἐν μνήμῃ πάλιν λαβεῖν: ταῦτα δὲ ἃ πάμπολυν χρόνον διακήκοα, παντάπασι θαυμάσαιμ’ ἂν εἴ τί με αὐτῶν διαπέφευγεν. ἦν μὲν οὖν μετὰ πολλῆς ἡδονῆς καὶ




[26c] παιδιᾶς τότε ἀκουόμενα, καὶ τοῦ πρεσβύτου προθύμως με διδάσκοντος, ἅτ’ ἐμοῦ πολλάκις ἐπανερωτῶντος, ὥστε οἷον ἐγκαύματα ἀνεκπλύτου γραφῆς ἔμμονά μοι γέγονεν: καὶ δὴ καὶ τοῖσδε εὐθὺς ἔλεγον ἕωθεν αὐτὰ ταῦτα, ἵνα εὐποροῖεν λόγων μετ’ ἐμοῦ. νῦν οὖν, οὗπερ ἕνεκα πάντα ταῦτα εἴρηται, λέγειν εἰμὶ ἕτοιμος, ὦ Σώκρατες, μὴ μόνον ἐν κεφαλαίοις ἀλλ’ ὥσπερ ἤκουσα καθ’ ἕκαστον: τοὺς δὲ πολίτας καὶ τὴν πόλιν ἣν χθὲς ἡμῖν ὡς ἐν μύθῳ διῄεισθα σύ, νῦν μετενεγκόντες





[26d] ἐπὶ τἀληθὲς δεῦρο θήσομεν ὡς ἐκείνην τήνδε οὖσαν, καὶ τοὺς πολίτας οὓς διενοοῦ φήσομεν ἐκείνους τοὺς ἀληθινοὺς εἶναι προγόνους ἡμῶν, οὓς ἔλεγεν ὁ ἱερεύς. πάντως ἁρμόσουσι καὶ οὐκ ἀπᾳσόμεθα λέγοντες αὐτοὺς εἶναι τοὺς ἐν τῷ τότε ὄντας χρόνῳ. κοινῇ δὲ διαλαμβάνοντες ἅπαντες πειρασόμεθα τὸ πρέπον εἰς δύναμιν οἷς ἐπέταξας ἀποδοῦναι. σκοπεῖν οὖν δὴ χρή, ὦ Σώκρατες, εἰ κατὰ νοῦν ὁ λόγος ἡμῖν





[26e] οὗτος, ἤ τινα ἔτ’ ἄλλον ἀντ’ αὐτοῦ ζητητέον.


Σωκράτης
καὶ τίν’ ἄν, ὦ Κριτία, μᾶλλον ἀντὶ τούτου μεταλάβοιμεν, ὃς τῇ τε παρούσῃ τῆς θεοῦ θυσίᾳ διὰ τὴν οἰκειότητ’ ἂν πρέποι μάλιστα, τό τε μὴ πλασθέντα μῦθον ἀλλ’ ἀληθινὸν λόγον εἶναι πάμμεγά που. πῶς γὰρ καὶ πόθεν ἄλλους ἀνευρήσομεν ἀφέμενοι τούτων; οὐκ ἔστιν, ἀλλ’ ἀγαθῇ τύχῃ χρὴ λέγειν μὲν ὑμᾶς, ἐμὲ δὲ ἀντὶ τῶν χθὲς λόγων νῦν


[27a] ἡσυχίαν ἄγοντα ἀντακούειν.


Κριτίας
σκόπει δὴ τὴν τῶν ξενίων σοι διάθεσιν, ὦ Σώκρατες, ᾗ διέθεμεν. ἔδοξεν γὰρ ἡμῖν Τίμαιον μέν, ἅτε ὄντα ἀστρονομικώτατον ἡμῶν καὶ περὶ φύσεως τοῦ παντὸς εἰδέναι μάλιστα ἔργον πεποιημένον, πρῶτον λέγειν ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως, τελευτᾶν δὲ εἰς ἀνθρώπων φύσιν: ἐμὲ δὲ μετὰ τοῦτον, ὡς παρὰ μὲν τούτου δεδεγμένον ἀνθρώπους τῷ λόγῳ γεγονότας, παρὰ σοῦ δὲ πεπαιδευμένους διαφερόντως

[27b] αὐτῶν τινας, κατὰ δὲ τὸν Σόλωνος λόγον τε καὶ νόμον εἰσαγαγόντα αὐτοὺς ὡς εἰς δικαστὰς ἡμᾶς ποιῆσαι πολίτας τῆς πόλεως τῆσδε ὡς ὄντας τοὺς τότε Ἀθηναίους, οὓς ἐμήνυσεν ἀφανεῖς ὄντας ἡ τῶν ἱερῶν γραμμάτων φήμη, τὰ λοιπὰ δὲ ὡς περὶ πολιτῶν καὶ Ἀθηναίων ὄντων ἤδη ποιεῖσθαι τοὺς λόγους.




Σωκράτης
τελέως τε καὶ λαμπρῶς ἔοικα ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν. σὸν οὖν ἔργον λέγειν ἄν, ὦ Τίμαιε, τὸ μετὰ τοῦτο, ὡς ἔοικεν, εἴη καλέσαντα κατὰ νόμον θεούς.

Ήκουσες λοιπόν, ω Σώκρατες, εν συντομία όσα διηγήθη ο

Ε. | παλαιός Κριτίας, ακούσας αυτά από τον Σόλωνα. Και διά ταύτα, ότε συ χθες διελέγεσο περί της πολιτείας και περί των πολιτών, τους οποίους περιέγραφες, εθαύμαζον ενθυμούμενος αυτά, τα οποία λέγω τώρα. Διότι κατενόουν πόσον θαυμασίως κατά τύχην τινά ουχί ασκόπως εις τα πλείστα συνεφώνεις με όσα

26. | είπεν ο Σόλων. Αλλ’ όμως δεν ηθέλησα αμέσως να ομιλήσω, διότι μετά τόσον χρόνον δεν τα ενεθυμούμην πολύ καλά. Εσκέφθην λοιπόν ότι έπρεπε πρώτον κατ’ ιδίαν να επαναλάβω πάντα αρκούντως και έπειτα να ομιλήσω. Διά τούτο και ταχέως εσυμφώνησα με εκείνα, τα οποία χθες επρότεινες, διότι ενόμιζον ότι ούτως εκείνο, το οποίον είναι το δυσκολώτατον εις όλα τα τοιαύτα, δηλαδή να προσαρμόζωμεν εις τους σκοπούς ημών πρέπουσαν διήγησιν, τούτο ημείς θα επιτύχωμεν αρκετά καλά 27. Και

Β. | ούτω, καθώς είπεν ούτος (ο Ερμοκράτης), και χθες, ευθύς άμα απήλθομεν εντεύθεν ανέφερον εις τούτους αυτά, ανακαλών εις την μνήμην μου, και αφού απεμακρύνθην σκεπτόμενος κατά την νύκτα σχεδόν άπαντα ενεθυμήθην. Πόσον αληθεύει το κοινώς λεγόμενον, ότι όσα μανθάνει τις εκ παιδικής ηλικίας μένουσι θαυμάσια εις την μνήμην του, διότι εγώ όσα ήκουσα χθες δεν γνωρίζω αν θα ηδυνάμην να επαναλάβω όλα πάλιν εις την μνήμην μου, αλλ’ εκείνα, τα οποία εχω ακούσει προ τόσου πολλού χρόνου, πάντως ήθελον εκπλαγή, αν με διέφευγε κανέν εξ

C. | αυτών. Τω όντι ηκούοντο ταύτα τότε με πολλήν παιδικήν ευχαρίστησιν, και ο γέρων ακόμη προθύμως μοι τα επανελάμβανε, διότι εγώ πολλάκις επανηρώτων αυτόν, ούτως ώστε μοι έγιναν μόνιμα ως εικών εγκεκαυμένη, ήτις δεν δύναται πλέον να εξαλειφθή. Και εις τούτους ακόμη ευθύς έλεγον αυτά ταύτα την πρωίαν, διά να έχωσι και αυτοί αφθονίαν λόγων, όπως και εγώ. Τώρα λοιπόν, διά να έλθω εις εκείνο χάριν του οποίου πάντα ταύτα ελέχθησαν, είμαι έτοιμος να είπω, ω Σώκρατες, όχι μόνον κεφαλαιωδώς, αλλά ως ήκουσα αυτά έν έκαστον κατά μέρος. Και τους πολίτας και την πολιτείαν εκείνην, την οποίαν χθες μας περιέγραφες ως εις μύθον, τώρα θα μεταφέρωμεν εις την

Δ. | πραγματικότητα και θα την θέσωμεν εδώ εν Αθήναις, διότι εκείνη ήτο αύτη (η ιδική μας)· και οι πολίται, τους οποίους παρίστανες εις την διάνοιάν σου, θα είπωμεν ότι είναι εκείνοι οι αληθινοί πρόγονοι ημών, περί των οποίων ωμίλει ο ιερεύς. Η αρμονία μεταξύ αυτών θα είναι τελεία και δεν θα απομακρυνθώμεν του αληθούς, λέγοντες ότι αυτοί (οι της πολιτείας) είναι οι Αθηναίοι οι ζώντες τότε. Λαμβάνοντες δε μέρος έκαστος 28 ας προσπαθήσωμεν κοινώς όλοι, όσον δυνάμεθα, πρεπόντως να δώσωμεν την λύσιν των προβλημάτων άπερ έθεσες. Πρέπει όμως να εξετάσωμεν, ω Σώκρατες, αν ο λόγος ούτος

Ε. | είναι σύμφωνος με τόν σκοπόν ημών ή αν πρέπει αντ’ αυτού να ζητήσωμεν ένα άλλον.

Σωκράτης
Και ποίον άλλον, ω Κριτία, καλύτερον τούτου δυνάμεθα να λάβωμεν; διότι ούτος και εις την σημερινήν εορτήν της θεάς διά την μετ’ αυτής συγγένειάν του κάλλιστα αρμόζει, και το ότι είναι ουχί πλαστός μύθος, αλλ’ αληθινός λόγος, είναι μέγιστον πράγμα. Τω όντι, πώς και πόθεν θα εύρωμεν άλλους, αν απορρίψωμεν τούτον; Είναι αδύνατον αλλά με καλήν ώραν πρέπει

27. | υμείς να λέγητε, εγώ δε εις αμοιβήν των χθεσινών λόγων μου να ακούω σιωπών.

Κριτίας
Πρόσεχε όμως εις την τάξιν των προς σε, ω Σώκρατες, φιλοξενημάτων μας, τίνι τρόπω τα έχομεν διαθέσει. Διότι απεφασίσαμεν ταύτα: ο Τίμαιος, επειδή είναι δυνατώτερος ημών εις την αστρονομίαν και έκαμεν ως κύριον έργον του να μάθη την φύσιν του παντός, πρώτος θα ομιλήση αρχίζων από την γένεσιν του κόσμου και καταλήγων εις την φύσιν του ανθρώπου. Μετά τούτον εγώ, διότι θα έχω δεχθή από αυτόν μεν τους ανθρώπους,

Β.| οίτινες έχουσιν ήδη γίνη κατά τον λόγον αυτού, από σε δέ τινας εξ αυτών εξόχως πεπαιδευμένους, κατά δε τον λόγον 29 και τον νόμον του Σόλωνος, αφού παρουσιάσω αυτούς εις το δικαστήριον υμών, θα τους κάμω πολίτας ταύτης εδώ της πόλεως, επειδή αυτοί ακριβώς είναι εκείνοι οι παλαιοί Αθηναίοι, τους οποίους, ενώ ήσαν αφανείς, απεκάλυψεν ο λόγος των ιερών γραφών. Ούτω δε και του λοιπού θα ομιλώμεν περί αυτών ως περί συμπολιτών και αληθινών Αθηναίων.

Σωκράτης
Τελείως και λαμπρώς φαίνεται ότι θα λάβω την ανταπόδοσιν του συμποσίου των λόγων (το οποίον σας προσέφερον). Εις σε λοιπόν ανήκει, ω Τίμαιε, τώρα να ομιλήσης, αφού κατά την συνήθειαν επικαλεσθής τους θεούς.

V. Γενικαί αρχαί της Κοσμογονίας. Το αεί ον και το γινόμενον. Το ον είναι αμετάβλητον, καταληπτόν υπό της καθαράς νοήσεως και δύναται να γινώσκηται μετά βεβαιότητος. Το γινόμενον είναι μεταβλητόν, αντικείμενον των αισθήσεων και της γνώμης και γινώσκεται μόνον μετ’ εικασίας και πιθανότητος. Ο αισθητός κόσμος γίνεται, άρα εδημιουργήθη κατά αιώνιον παράδειγμα (την ιδέαν) υπό του Δημιουργού 30.

[27c] Τίμαιος
ἀλλ’, ὦ Σώκρατες, τοῦτό γε δὴ πάντες ὅσοι καὶ κατὰ βραχὺ σωφροσύνης μετέχουσιν, ἐπὶ παντὸς ὁρμῇ καὶ σμικροῦ καὶ μεγάλου πράγματος θεὸν ἀεί που καλοῦσιν: ἡμᾶς δὲ τοὺς περὶ τοῦ παντὸς λόγους ποιεῖσθαί πῃ μέλλοντας, ᾗ γέγονεν ἢ καὶ ἀγενές ἐστιν, εἰ μὴ παντάπασι παραλλάττομεν, ἀνάγκη θεούς τε καὶ θεὰς ἐπικαλουμένους εὔχεσθαι πάντα κατὰ νοῦν ἐκείνοις μὲν μάλιστα, ἑπομένως


[27d] δὲ ἡμῖν εἰπεῖν. καὶ τὰ μὲν περὶ θεῶν ταύτῃ παρακεκλήσθω: τὸ δ’ ἡμέτερον παρακλητέον, ᾗ ῥᾷστ’ ἂν ὑμεῖς μὲν μάθοιτε, ἐγὼ δὲ ᾗ διανοοῦμαι μάλιστ’ ἂν περὶ τῶν προκειμένων ἐνδειξαίμην. ἔστιν οὖν δὴ κατ’ ἐμὴν δόξαν πρῶτον διαιρετέον τάδε: τί τὸ ὂν ἀεί, γένεσιν δὲ οὐκ ἔχον, καὶ τί τὸ γιγνόμενον μὲν



[28a] ἀεί, ὂν δὲ οὐδέποτε; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτὸν ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ὄν, τὸ δ᾿ αὖ δόξῃ μετ᾿ αἰσθήσεως ἀλόγου δοξαστὸν γιγνόμενον καὶ ἀπολλύμενον, ὄντως δὲ οὐδέποτε ὄν. πᾶν δὲ αὖ τὸ γιγνόμενον ὑπ᾿ αἰτίου τινὸς ἐξ ἀνάγκης γίγνεσθαι· παντὶ γὰρ ἀδύνατον χωρὶς αἰτίου γένεσιν σχεῖν. ὅτου μὲν οὖν ἂν ὁ δημιουργὸς πρὸς τὸ κατὰ ταὐτὰ ἔχον βλέπων ἀεί, τοιούτῳ τινὶ προσχρώμενος παραδείγματι, τὴν ἰδέαν καὶ δύναμιν αὐτοῦ ἀπεργάζηται, καλὸν ἐξ ἀνάγκης





[28b] οὕτως ἀποτελεῖσθαι πᾶν: οὗ δ’ ἂν εἰς γεγονός, γεννητῷ παραδείγματι προσχρώμενος, οὐ καλόν. ὁ δὴ πᾶς οὐρανὸς –ἢ κόσμος ἢ καὶ ἄλλο ὅτι ποτὲ ὀνομαζόμενος μάλιστ’ ἂν δέχοιτο, τοῦθ’ ἡμῖν ὠνομάσθω–σκεπτέον δ’ οὖν περὶ αὐτοῦ πρῶτον, ὅπερ ὑπόκειται περὶ παντὸς ἐν ἀρχῇ δεῖν σκοπεῖν, πότερον ἦν ἀεί, γενέσεως ἀρχὴν ἔχων οὐδεμίαν, ἢ γέγονεν, ἀπ’ ἀρχῆς τινος ἀρξάμενος. γέγονεν: ὁρατὸς γὰρ ἁπτός τέ ἐστιν καὶ σῶμα ἔχων, πάντα δὲ τὰ τοιαῦτα αἰσθητά, τὰ





[28c] δ’ αἰσθητά, δόξῃ περιληπτὰ μετ’ αἰσθήσεως, γιγνόμενα καὶ γεννητὰ ἐφάνη. τῷ δ’ αὖ γενομένῳ φαμὲν ὑπ’ αἰτίου τινὸς ἀνάγκην εἶναι γενέσθαι. τὸν μὲν οὖν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς εὑρεῖν τε ἔργον καὶ εὑρόντα εἰς πάντας ἀδύνατον λέγειν: τόδε δ’ οὖν πάλιν ἐπισκεπτέον περὶ αὐτοῦ, πρὸς πότερον τῶν παραδειγμάτων ὁ τεκταινόμενος αὐτὸν



[29a] ἀπηργάζετο, πότερον πρὸς τὸ κατὰ ταὐτὰ καὶ ὡσαύτως ἔχον ἢ πρὸς τὸ γεγονός. εἰ μὲν δὴ καλός ἐστιν ὅδε ὁ κόσμος ὅ τε δημιουργὸς ἀγαθός, δῆλον ὡς πρὸς τὸ ἀίδιον ἔβλεπεν: εἰ δὲ ὃ μηδ’ εἰπεῖν τινι θέμις, πρὸς γεγονός. παντὶ δὴ σαφὲς ὅτι πρὸς τὸ ἀίδιον: ὁ μὲν γὰρ κάλλιστος τῶν γεγονότων, ὁ δ’ ἄριστος τῶν αἰτίων. οὕτω δὴ γεγενημένος πρὸς τὸ λόγῳ καὶ φρονήσει περιληπτὸν καὶ κατὰ ταὐτὰ ἔχον δεδημιούργηται:






[29b] τούτων δὲ ὑπαρχόντων αὖ πᾶσα ἀνάγκη τόνδε τὸν κόσμον εἰκόνα τινὸς εἶναι. μέγιστον δὴ παντὸς ἄρξασθαι κατὰ φύσιν ἀρχήν. ὧδε οὖν περί τε εἰκόνος καὶ περὶ τοῦ παραδείγματος αὐτῆς διοριστέον, ὡς ἄρα τοὺς λόγους, ὧνπέρ εἰσιν ἐξηγηταί, τούτων αὐτῶν καὶ συγγενεῖς ὄντας: τοῦ μὲν οὖν μονίμου καὶ βεβαίου καὶ μετὰ νοῦ καταφανοῦς μονίμους καὶ ἀμεταπτώτους–καθ’ ὅσον οἷόν τε καὶ ἀνελέγκτοις προσήκει λόγοις εἶναι καὶ ἀνικήτοις, τούτου δεῖ




[29c] μηδὲν ἐλλείπειν–τοὺς δὲ τοῦ πρὸς μὲν ἐκεῖνο ἀπεικασθέντος, ὄντος δὲ εἰκόνος εἰκότας ἀνὰ λόγον τε ἐκείνων ὄντας: ὅτιπερ πρὸς γένεσιν οὐσία, τοῦτο πρὸς πίστιν ἀλήθεια. ἐὰν οὖν, ὦ Σώκρατες, πολλὰ πολλῶν πέρι, θεῶν καὶ τῆς τοῦ παντὸς γενέσεως, μὴ δυνατοὶ γιγνώμεθα πάντῃ πάντως αὐτοὺς ἑαυτοῖς ὁμολογουμένους λόγους καὶ ἀπηκριβωμένους ἀποδοῦναι, μὴ θαυμάσῃς: ἀλλ’ ἐὰν ἄρα μηδενὸς ἧττον παρεχώμεθα εἰκότας, ἀγαπᾶν χρή, μεμνημένους ὡς ὁ λέγων ἐγὼ


[29d] ὑμεῖς τε οἱ κριταὶ φύσιν ἀνθρωπίνην ἔχομεν, ὥστε περὶ τούτων τὸν εἰκότα μῦθον ἀποδεχομένους πρέπει τούτου μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν.

Σωκράτης
ἄριστα, ὦ Τίμαιε, παντάπασί τε ὡς κελεύεις ἀποδεκτέον: τὸ μὲν οὖν προοίμιον θαυμασίως ἀπεδεξάμεθά σου, τὸν δὲ δὴ νόμον ἡμῖν ἐφεξῆς πέραινε.

Τίμαιος
Αλλ’, ω Σώκρατες, πάντες όσοι και ολίγην έχουσι φρόνησιν

C.| πράττουσι τούτο, δηλ. εις την αρχήν παντός πράγματος μικρού και μεγάλου πάντοτε επικαλούνται τον Θεόν. Ημείς δε οίτινες μέλλομεν να ομιλήσωμεν περί του σύμπαντος πώς έγινε ή αν είναι αγέννητον, εάν δεν είμεθα εντελώς παράφρονες, ανάγκη, επικαλούμενοι τους θεούς και τας θεάς, να ευχηθώμεν να είναι όλοι οι λόγοι ημών προ πάντων σύμφωνοι προς την κρί-

Δ. | σιν αυτών, ακόλουθοι δε προς ημάς αυτούς. Και ως προς τους θεούς μεν ας είναι αύτη η παράκλησις· ως προς ημάς δε ας παρακαλέσωμεν, όπως όσον το δυνατόν ευκολώτερον υμείς κατανοήσητε, εγώ δε σας δείξω σαφώς περί του αντικειμένου της διαλέξεως, πώς το νοώ. Πρέπει τώρα κατά την γνώμην μου να διακρίνωμεν τα εξής: Τι είναι εκείνο όπερ πάντοτε είναι και γένεσιν δεν έχει, και τι

28. | είναι εκείνο όπερ γίνεται και ουδέποτε είναι 31. Το μεν πρώτον είναι καταληπτόν υπό της νοήσεως διά του συλλογισμού, διότι είναι πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον (αμετάβλητον). Το άλλο είναι αντιληπτόν υπό της δόξης (γνώμης) και της ασυλλογίστου αισθήσεως, δοξαστόν, διότι γίνεται και φθείρεται 32, αλλά πραγματικώς ουδέποτε είναι. Εξ άλλου, παν πράγμα, το οποίον γίνεται, εξ ανάγκης γίνεται από αίτιον τι, διότι οιονδήποτε πράγμα είναι αδύνατον να λάβη γένεσιν χωρίς αιτίου (υπό του οποίου γίνεται). Παν πράγμα λοιπόν, του οποίου την μορφήν και την λειτουργίαν ποιεί ο δημιουργός βλέπων πάντοτε προς εκείνω, το οποίον είναι αιώνιον και αμετάβλητον και ως παράδειγμα μεταχειριζόμενος αυτό, εξ ανάγκης το πράγμα τούτο αποτελείται

Β. | πάντοτε ούτω καλόν· εκείνο όμως, όπερ δημιουργεί αποβλέπων εις το έχον γένεσιν και μεταχειριζόμενος γεννητόν παράδειγμα, τούτο δεν είναι καλόν 33. Ο όλος δε ουρανός, ή ο κόσμος, ή αν ευρίσκηται άλλο τι όνομα περισσότερον κατάλληλον, ούτως ας ονομάζηται υφ’ υμών. Περί αυτού λοιπόν πρέπει να εξετάσωμεν κατά πρώτον εκείνο, το οποίον μας παρουσιάζεται εις την αρχήν εκάστου πράγματος ως αναγκαίον, να σκεφθώμεν δηλαδή: πάντοτε ήτο και δεν έλαβεν ουδεμίαν αρχήν γενέσεως; ή έγινε και έλαβεν έναρξιν από τινος αρχής; Έλαβε γένεσιν, διότι είναι ορατός και απτός και έχει σώμα, πάντα δε τα τοιαύτα πράγματα είναι αισθητά· τα δε αισθητά, τα οποία αντιλαμβα-

C. | νόμεθα διά της δόξης (γνώμης) εν βοηθεία της αισθήσεως, είδομεν ότι γίνονται και είναι γεννητά. Το δε γεννηθέν είπομεν ότι εξ ανάγκης εγένετο υπό τινος αιτίου. Τον ποιητήν όμως και πατέρα του σύμπαντος τούτου και να εύρη τις είναι δύσκολον, και αν τον εύρη, είναι αδύνατον να τον αποκαλύψη εις πάντας 34. Αλλά και το εξής πάλιν πρέπει τις να σκεφθή περί αυτού. Προς ποίον εκ των παραδειγμάτων βλέπων ο ποιητής του κόσμου κα-

29. | τεσκεύαζεν αυτόν; προς εκείνο το οποίον είναι αιωνίως το αυτό και κατά τον αυτόν τρόπον ή προς το λαβόν γέννησιν 35; Εάν μεν ο κόσμος ούτος είναι καλός και ο δημιουργός αυτού αγαθός, είναι φανερόν ότι έβλεπε πρός το αιώνιον παράδειγμα. Εάν δε τουναντίον (όπερ δεν επιτρέπεται ούτε να το είπη τις) 36 προς το λαβόν γέννησιν. Αλλά εις πάντας είναι προφανές ότι απέβλεπε προς το αιώνιον, διότι ο μεν κόσμος είναι το ωραιότατον όσων έλαβον γέννησιν 37, ο δε ποιητής του είναι το άριστον των αιτίων. Και, αν έχη γίνη τοιουτοτρόπως, εδημιουργήθη σύμφωνα προς εκείνο, το οποίον είναι καταληπτόν υπό του λόγου και της νοήσεως και είναι πάντοτε το αυτό. Και, αν ταύτα είναι

Β. | αληθή 38, ανάγκη πάσα ο κόσμος να είναι εικών τινος. Εκείνο δε, το οποίον είναι το μέγιστον εις παν πράγμα, είναι το να γίνεται έναρξις από της φυσικής αρχής αυτού. Λοιπόν και περί της εικόνος και του παραδείγματος αυτής πρέπει να διακρίνωμεν ακριβώς, ότι οι λόγοι (πρέπει να) είναι συγγενείς αυτών τούτων των πραγμάτων, τα οποία εξηγούσι 39. Περί εκείνου άρα, το οποίον είναι μόνιμον και σταθερόν και γίνεται καταφανές διά του νου, οι λόγοι πρέπει να είναι σταθεροί και αμετάβλητοι, και, εφ’ όσον είναι δυνατόν και αρμόζει εις λόγους να είναι αναντίρρητοι και ακίνητοι, εκ τούτων τίποτε δεν πρέπει να λείπη. Αλλ’ οι λόγοι, οίτινες εξηγούσι το πράγμα, το

C. | οποίον εικονίσθη κατά το παράδειγμα εκείνο, και το οποίον άρα είναι εικών, είναι πιθανοί και ανάλογοι προς το πράγμα. Τω όντι, ό,τι είναι προς την γένεσιν η ουσία, τούτο είναι προς την πίστιν η αλήθεια 40. Εάν λοιπόν, ω Σώκρατες, επειδή πολλοί είπον πολλά (διάφορα) περί θεών και της γενέσεως κόσμου, εάν δεν δυνηθώμεν να δώσωμεν εξηγήσεις ολοσχερώς και καθ’ όλα τα μέρη συμφώνους πρός εαυτάς και ακριβείς, μη θαυμάσης. Εάν όμως όχι ολιγώτερον άλλου τινός παρουσιάσωμεν λόγους πιθανούς, πρέπει να αρκεσθώμεν, ενθυμούμενοι ότι και εγώ ο

Δ. | ομιλών και υμείς οι κρίνοντες έχομεν φύσιν ανθρωπίνην, ούτως ώστε δεχόμενοι περί τούτων τον πιθανόν λόγον δεν πρέπει να ζητώμεν ακόμη περαιτέρω (βαθύτερον).

Σωκράτης
Άριστα, ω Τίμαιε· και πρέπει να αποδεχθώμεν απολύτως ό,τι λέγεις. Και το μεν προοίμιόν σου μας ήρεσε θαυμάσια· τώρα δε συνεχίζων τελείωνέ μας και το άσμα.

VI. Η αγαθότης του Θεού είναι η αιτία της Δημιουργίας, ήτις είναι ουσιωδώς Διακόσμησις. Διά τούτο ο κόσμος είναι είς και τέλειος. Εν τω σώματι αυτού ετέθη ψυχή, ίνα τον ζωογονή, εν τη ψυχή δε νους, ίνα την φωτίζη. Ούτως ο κόσμος είναι ζώον λογικόν, περιλαμβάνον πάντα τα αισθητά ζώα, όπως το παράδειγμα αυτού περιέχει πάντα τα νοητά ζώα.

Τίμαιος
λέγωμεν δὴ δι’ ἥντινα αἰτίαν γένεσιν καὶ τὸ πᾶν

[29e] τόδε ὁ συνιστὰς συνέστησεν. ἀγαθὸς ἦν, ἀγαθῷ δὲ οὐδεὶς περὶ οὐδενὸς οὐδέποτε ἐγγίγνεται φθόνος: τούτου δ’ ἐκτὸς ὢν πάντα ὅτι μάλιστα ἐβουλήθη γενέσθαι παραπλήσια ἑαυτῷ. ταύτην δὴ γενέσεως καὶ κόσμου μάλιστ’ ἄν τις ἀρχὴν κυριωτάτην



[30a] παρ’ ἀνδρῶν φρονίμων ἀποδεχόμενος ὀρθότατα ἀποδέχοιτ’ ἄν. βουληθεὶς γὰρ ὁ θεὸς ἀγαθὰ μὲν πάντα, φλαῦρον δὲ μηδὲν εἶναι κατὰ δύναμιν, οὕτω δὴ πᾶν ὅσον ἦν ὁρατὸν παραλαβὼν οὐχ ἡσυχίαν ἄγον ἀλλὰ κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως, εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας, ἡγησάμενος ἐκεῖνο τούτου πάντως ἄμεινον. θέμις δ’ οὔτ’ ἦν οὔτ’ ἔστιν τῷ ἀρίστῳ δρᾶν ἄλλο πλὴν τὸ κάλλιστον:

[30b] λογισάμενος οὖν ηὕρισκεν ἐκ τῶν κατὰ φύσιν ὁρατῶν οὐδὲν ἀνόητον τοῦ νοῦν ἔχοντος ὅλον ὅλου κάλλιον ἔσεσθαί ποτε ἔργον, νοῦν δ’ αὖ χωρὶς ψυχῆς ἀδύνατον παραγενέσθαι τῳ. διὰ δὴ τὸν λογισμὸν τόνδε νοῦν μὲν ἐν ψυχῇ, ψυχὴν δ’ ἐν σώματι συνιστὰς τὸ πᾶν συνετεκταίνετο, ὅπως ὅτι κάλλιστον εἴη κατὰ φύσιν ἄριστόν τε ἔργον ἀπειργασμένος. οὕτως οὖν δὴ κατὰ λόγον τὸν εἰκότα δεῖ λέγειν τόνδε τὸν κόσμον ζῷον ἔμψυχον ἔννουν τε τῇ ἀληθείᾳ διὰ τὴν τοῦ θεοῦ




[30c] γενέσθαι πρόνοιαν. τούτου δ’ ὑπάρχοντος αὖ τὰ τούτοις ἐφεξῆς ἡμῖν λεκτέον, τίνι τῶν ζῴων αὐτὸν εἰς ὁμοιότητα ὁ συνιστὰς συνέστησεν. τῶν μὲν οὖν ἐν μέρους εἴδει πεφυκότων μηδενὶ καταξιώσωμεν –ἀτελεῖ γὰρ ἐοικὸς οὐδέν ποτ’ ἂν γένοιτο καλόν–οὗ δ’ ἔστιν τἆλλα ζῷα καθ’ ἓν καὶ κατὰ γένη μόρια, τούτῳ πάντων ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τιθῶμεν. τὰ γὰρ δὴ νοητὰ ζῷα πάντα ἐκεῖνο ἐν ἑαυτῷ περιλαβὸν ἔχει, καθάπερ ὅδε ὁ





[30d] κόσμος ἡμᾶς ὅσα τε ἄλλα θρέμματα συνέστηκεν ὁρατά. τῷ γὰρ τῶν νοουμένων καλλίστῳ καὶ κατὰ πάντα τελέῳ μάλιστα αὐτὸν ὁ θεὸς ὁμοιῶσαι βουληθεὶς ζῷον ἓν ὁρατόν, πάνθ’ ὅσα


[31a] αὐτοῦ κατὰ φύσιν συγγενῆ ζῷα ἐντὸς ἔχον ἑαυτοῦ, συνέστησε. πότερον οὖν ὀρθῶς ἕνα οὐρανὸν προσειρήκαμεν, ἢ πολλοὺς καὶ ἀπείρους λέγειν ἦν ὀρθότερον; ἕνα, εἴπερ κατὰ τὸ παράδειγμα δεδημιουργημένος ἔσται. τὸ γὰρ περιέχον πάντα ὁπόσα νοητὰ ζῷα μεθ’ ἑτέρου δεύτερον οὐκ ἄν ποτ’ εἴη: πάλιν γὰρ ἂν ἕτερον εἶναι τὸ περὶ ἐκείνω δέοι ζῷον, οὗ μέρος ἂν εἴτην ἐκείνω, καὶ οὐκ ἂν ἔτι ἐκείνοιν ἀλλ’ ἐκείνῳ τῷ περιέχοντι τόδ’ ἂν ἀφωμοιωμένον λέγοιτο ὀρθότερον. ἵνα


[31b] οὖν τόδε κατὰ τὴν μόνωσιν ὅμοιον ᾖ τῷ παντελεῖ ζῴῳ, διὰ ταῦτα οὔτε δύο οὔτ’ ἀπείρους ἐποίησεν ὁ ποιῶν κόσμους, ἀλλ’ εἷς ὅδε μονογενὴς οὐρανὸς γεγονὼς ἔστιν καὶ ἔτ’ ἔσται.

Τίμαιος
Άς είπωμεν λοιπόν διά ποίαν αιτίαν εσύστησε την γένεσιν

Ε. | και το σύμπαν τούτο ο συστήσας αυτά. Ήτο αγαθός 41 και εις τον αγαθόν ουδείς φθόνος ουδέποτε γεννάται δι’ ουδέν πράγμα 42. Επειδή λοιπόν ήτο χωρίς φθόνον, ηθέλησε να γίνωσι πάντα τα πράγματα όσον το δυνατόν ομοιότατα με αυτόν. Και αν τις αποδέχηται την αρχήν ταύτην της γενέσεως και του κόσμου, λαβών από άνδρας σοφούς αυτήν 43 ως την βασι-

30. | μωτάτην πασών, ορθότατα θα απεδέχετο αυτήν. Διότι ο Θεός, θελήσας πάντα τα πράγματα να είναι αγαθά και ουδέν καθ’ όσον ήτο δυνατόν 44 να είναι άχρηστον 45, διά τούτο λαβών όσον ήτο ορατόν 46 και δεν ησύχαζεν, αλλ’ εκινείτο ακανονίστως και ατάκτως, το έφερεν εις τάξιν εκ της αταξίας, θεωρήσας ότι εκείνη είναι κατά πάντα καλυτέρα ταύτης. Διότι ούτε ήτο ούτε είναι θεμιτόν εις τον άριστον να πράττη άλλο παρά

Β. | το κάλλιστον 47. Συλλογισθείς λοιπόν εύρισκεν ότι κανέν πράγμα φύσει ορατόν, μη έχον νουν, θα είναι ποτε 48 εις το σύνολον του ωραιότερον έργον άλλου εις το σύνολόν του, το οποίον έχει νουν, και ότι νους πάλιν χωρίς ψυχήν είναι αδύνατον να υπάρξη εις κανένα 49. Ένεκα δε του λογισμού τούτου θέτων τον νουν εις την ψυχήν και την ψυχήν εις το σώμα εσύστησε το σύμπαν, ίνα το έργον, το οποίον εποίει, είναι κατά την φύσιν του όσον το δυνατόν ωραιότατον και άριστον. Ούτω λοιπόν μετά πιθανότητος πρέπει να λέγωμεν, ότι ο κόσμος ούτος είναι αληθώς ζώον, έχον ψυχήν και νουν, δημιουργηθέν υπό της προνοίας του Θεού.

C. | Τούτου τεθέντος, πρέπει τώρα να εξετάσωμεν την επακολουθούσαν ερώτησιν, δηλαδή καθ’ ομοιότητα τίνος ζώου συνέστησε τον κόσμον ο συστήσας αυτόν; Με ουδέν βεβαίως, από όσα έχουσι φύσει χαρακτήρα μέρους 50, θα δυνηθώμεν να τον παρομοιώσωμεν διότι κανέν, όπερ ομοιάζει με ατελές πράγμα, δύναται ποτε να γίνη ωραίον. Με εκείνο όμως, του οποίου μέρη είναι τα άλλα ζώα καθ’ έν και τα γένη αυτών, με αυτό περισσότερον πάντων των άλλων θα παραδεχθώμεν ότι είναι ομοιότατος ο κόσμος. Διότι εκείνο έχει περιλάβει εν εαυτώ πάντα τα νοητά ζώα, καθώς ο κόσμος· ούτος περιλαμβάνει ημάς και όσα άλλα ορατά

Δ. | ζώα εγεννήθησαν. Όθεν με το ωραιότατον και κατά πάντα τέλειον εκ των νοητών αντικειμένων ο Θεός θελήσας να κάμη όμοιον τον κόσμον συνέστησεν έν ορατόν (αισθητόν) ζώον, έχον εντός εαυτού πάντα τα άλλα ζώα, όσα είναι συγγενή με

31. | αυτό κατά την φύσιν του. Αλλ’ άρα γε ορθώς είπομεν ένα μόνον κόσμον (ουρανόν), ή ορθότερον είναι να λέγωμεν πολλούς και απείρους; Ένα 51, εάν αληθώς είναι δημιουργημένος κατά το παράδειγμα. Διότι εκείνο, το οποίον περιέχει όλα όσα υπάρχουσι νοητά ζώα, δεν δύναται ποτέ να είναι δεύτερον μετ’ άλλου. Διότι πάλιν έπρεπε να υπάρχη έν άλλο ζώον, όπερ θα περιελάμβαναν τα δύο εκείνα, και του οποίου μέρη θα ήσαν αυτά τα δύο· και όχι πλέον με τα δύο εκείνα, αλλά με εκείνο το περιέχον θα ελέγετο ορθότερον ότι επλάσθη όμοιος (ο κόσμος). Ίνα λοιπόν το

Β. | ζώον (ο κόσμος) τούτο και κατά την αριθμητικήν ενότητα είναι όμοιον με το τέλειον εκείνο ζώον, διά τούτο ο ποιητής αυτού δεν εποίησεν ούτε δύο ούτε απείρους κόσμους, αλλ’ υπάρχει και θα υπάρχη 52 πάντοτε είς ούτος ο κόσμος γεννηθείς μονογενής.

VII. Ο κόσμος σύγκειται εκ πυρός και γης, διό είναι ορατός και απτός. Αλλ’ ίνα αποτελέσωσι στερεόν σώμα, το πυρ και η γη συνεδέθησαν διά του αέρος και του ύδατος. Ούτως ο κόσμος συνέστη εκ των τεσσάρων τούτων ειδών, διατεταγμένων κατά γεωμετρικήν αναλογίαν, και περιλαμβάνει αυτά ολόκληρα, ώστε ουδέν υπάρχει εκτός αυτού. Διό είναι τέλειος και απηλλαγμένος πάσης φθοράς εξ επιδράσεως εξωτερικών αιτίων. Είναι σφαιρικός, λείος και κινείται πάντοτε περί εαυτόν ομοιομόρφως, αλλά δεν μεταβάλλει τόπον.

σωματοειδὲς δὲ δὴ καὶ ὁρατὸν ἁπτόν τε δεῖ τὸ γενόμενον εἶναι, χωρισθὲν δὲ πυρὸς οὐδὲν ἄν ποτε ὁρατὸν γένοιτο, οὐδὲ ἁπτὸν ἄνευ τινὸς στερεοῦ, στερεὸν δὲ οὐκ ἄνευ γῆς: ὅθεν ἐκ πυρὸς καὶ γῆς τὸ τοῦ παντὸς ἀρχόμενος συνιστάναι σῶμα ὁ θεὸς ἐποίει. δύο δὲ μόνω καλῶς συνίστασθαι τρίτου χωρὶς


[31c] οὐ δυνατόν: δεσμὸν γὰρ ἐν μέσῳ δεῖ τινα ἀμφοῖν συναγωγὸν γίγνεσθαι. δεσμῶν δὲ κάλλιστος ὃς ἂν αὑτὸν καὶ τὰ συνδούμενα ὅτι μάλιστα ἓν ποιῇ, τοῦτο δὲ πέφυκεν ἀναλογία κάλλιστα ἀποτελεῖν. ὁπόταν γὰρ ἀριθμῶν τριῶν εἴτε ὄγκων

[32a] εἴτε δυνάμεων ὡντινωνοῦν ᾖ τὸ μέσον, ὅτιπερ τὸ πρῶτον πρὸς αὐτό, τοῦτο αὐτὸ πρὸς τὸ ἔσχατον, καὶ πάλιν αὖθις, ὅτι τὸ ἔσχατον πρὸς τὸ μέσον, τὸ μέσον πρὸς τὸ πρῶτον, τότε τὸ μέσον μὲν πρῶτον καὶ ἔσχατον γιγνόμενον, τὸ δ’ ἔσχατον καὶ τὸ πρῶτον αὖ μέσα ἀμφότερα, πάνθ’ οὕτως ἐξ ἀνάγκης τὰ αὐτὰ εἶναι συμβήσεται, τὰ αὐτὰ δὲ γενόμενα ἀλλήλοις ἓν πάντα ἔσται. εἰ μὲν οὖν ἐπίπεδον μέν, βάθος δὲ μηδὲν ἔχον ἔδει γίγνεσθαι τὸ τοῦ παντὸς σῶμα, μία μεσότης ἂν ἐξήρκει




[32b] τά τε μεθ’ αὑτῆς συνδεῖν καὶ ἑαυτήν, νῦν δὲ στερεοειδῆ γὰρ αὐτὸν προσῆκεν εἶναι, τὰ δὲ στερεὰ μία μὲν οὐδέποτε, δύο δὲ ἀεὶ μεσότητες συναρμόττουσιν: οὕτω δὴ πυρός τε καὶ γῆς ὕδωρ ἀέρα τε ὁ θεὸς ἐν μέσῳ θείς, καὶ πρὸς ἄλληλα καθ’ ὅσον ἦν δυνατὸν ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον ἀπεργασάμενος, ὅτιπερ πῦρ πρὸς ἀέρα, τοῦτο ἀέρα πρὸς ὕδωρ, καὶ ὅτι ἀὴρ πρὸς ὕδωρ, ὕδωρ πρὸς γῆν, συνέδησεν καὶ συνεστήσατο οὐρανὸν ὁρατὸν καὶ ἁπτόν. καὶ διὰ ταῦτα ἔκ τε δὴ τούτων τοιούτων


[32c] καὶ τὸν ἀριθμὸν τεττάρων τὸ τοῦ κόσμου σῶμα ἐγεννήθη δι’ ἀναλογίας ὁμολογῆσαν, φιλίαν τε ἔσχεν ἐκ τούτων, ὥστε εἰς ταὐτὸν αὑτῷ συνελθὸν ἄλυτον ὑπό του ἄλλου πλὴν ὑπὸ τοῦ συνδήσαντος γενέσθαι. τῶν δὲ δὴ τεττάρων ἓν ὅλον ἕκαστον εἴληφεν ἡ τοῦ κόσμου σύστασις. ἐκ γὰρ πυρὸς παντὸς ὕδατός τε καὶ ἀέρος καὶ γῆς συνέστησεν αὐτὸν ὁ συνιστάς, μέρος οὐδὲν οὐδενὸς οὐδὲ δύναμιν ἔξωθεν ὑπολιπών, τάδε διανοηθείς,




[32d] πρῶτον μὲν ἵνα ὅλον ὅτι μάλιστα ζῷον τέλεον ἐκ τελέων

[33a] τῶν μερῶν εἴη, πρὸς δὲ τούτοις ἕν, ἅτε οὐχ ὑπολελειμμένων ἐξ ὧν ἄλλο τοιοῦτον γένοιτ’ ἄν, ἔτι δὲ ἵν’ ἀγήρων καὶ ἄνοσον ᾖ, κατανοῶν ὡς συστάτῳ σώματι θερμὰ καὶ ψυχρὰ καὶ πάνθ’ ὅσα δυνάμεις ἰσχυρὰς ἔχει περιιστάμενα ἔξωθεν καὶ προσπίπτοντα ἀκαίρως λύει καὶ νόσους γῆράς τε ἐπάγοντα φθίνειν ποιεῖ. διὰ δὴ τὴν αἰτίαν καὶ τὸν λογισμὸν τόνδε ἕνα ὅλον ὅλων ἐξ ἁπάντων τέλεον καὶ ἀγήρων καὶ ἄνοσον


[33b] αὐτὸν ἐτεκτήνατο. σχῆμα δὲ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ πρέπον καὶ τὸ συγγενές. τῷ δὲ τὰ πάντα ἐν αὑτῷ ζῷα περιέχειν μέλλοντι ζῴῳ πρέπον ἂν εἴη σχῆμα τὸ περιειληφὸς ἐν αὑτῷ πάντα ὁπόσα σχήματα: διὸ καὶ σφαιροειδές, ἐκ μέσου πάντῃ πρὸς τὰς τελευτὰς ἴσον ἀπέχον, κυκλοτερὲς αὐτὸ ἐτορνεύσατο, πάντων τελεώτατον ὁμοιότατόν τε αὐτὸ ἑαυτῷ σχημάτων, νομίσας μυρίῳ κάλλιον ὅμοιον ἀνομοίου. λεῖον δὲ δὴ κύκλῳ





[33c] πᾶν ἔξωθεν αὐτὸ ἀπηκριβοῦτο πολλῶν χάριν. ὀμμάτων τε γὰρ ἐπεδεῖτο οὐδέν, ὁρατὸν γὰρ οὐδὲν ὑπελείπετο ἔξωθεν, οὐδ’ ἀκοῆς, οὐδὲ γὰρ ἀκουστόν: πνεῦμά τε οὐκ ἦν περιεστὸς δεόμενον ἀναπνοῆς, οὐδ’ αὖ τινος ἐπιδεὲς ἦν ὀργάνου σχεῖν ᾧ τὴν μὲν εἰς ἑαυτὸ τροφὴν δέξοιτο, τὴν δὲ πρότερον ἐξικμασμένην ἀποπέμψοι πάλιν. ἀπῄει τε γὰρ οὐδὲν οὐδὲ προσῄειν αὐτῷ ποθεν–οὐδὲ γὰρ ἦν–αὐτὸ γὰρ ἑαυτῷ τροφὴν τὴν ἑαυτοῦ φθίσιν παρέχον καὶ πάντα ἐν ἑαυτῷ καὶ ὑφ’


[33d] ἑαυτοῦ πάσχον καὶ δρῶν ἐκ τέχνης γέγονεν: ἡγήσατο γὰρ αὐτὸ ὁ συνθεὶς αὔταρκες ὂν ἄμεινον ἔσεσθαι μᾶλλον ἢ προσδεὲς ἄλλων. χειρῶν δέ, αἷς οὔτε λαβεῖν οὔτε αὖ τινα ἀμύνασθαι χρεία τις ἦν, μάτην οὐκ ᾤετο δεῖν αὐτῷ προσάπτειν, οὐδὲ ποδῶν οὐδὲ ὅλως τῆς περὶ τὴν βάσιν


[34a] ὑπηρεσίας. κίνησιν γὰρ ἀπένειμεν αὐτῷ τὴν τοῦ σώματος οἰκείαν, τῶν ἑπτὰ τὴν περὶ νοῦν καὶ φρόνησιν μάλιστα οὖσαν: διὸ δὴ κατὰ ταὐτὰ ἐν τῷ αὐτῷ καὶ ἐν ἑαυτῷ περιαγαγὼν αὐτὸ ἐποίησε κύκλῳ κινεῖσθαι στρεφόμενον, τὰς δὲ ἓξ ἁπάσας κινήσεις ἀφεῖλεν καὶ ἀπλανὲς ἀπηργάσατο ἐκείνων. ἐπὶ δὲ τὴν περίοδον ταύτην ἅτ’ οὐδὲν ποδῶν δέον ἀσκελὲς καὶ ἄπουν αὐτὸ ἐγέννησεν. οὗτος δὴ πᾶς ὄντος ἀεὶ λογισμὸς θεοῦ περὶ τὸν ποτὲ

Παν ότι εγένετο πρέπει να είναι σωματοειδές και ορατόν και απτόν. Αλλ’ ουδέν πράγμα χωρίς του πυρός δύναται να είναι ποτε ορατόν, ούτε απτόν χωρίς στερεότητος, στερεόν δε δεν δύναται να είναι άνευ της γης. Όθεν ο Θεός εκ πυρός και γης 53 εποίει το σώμα του σύμπαντος, ότε ήρχισε να το συνιστά· αλλά δεν είναι δυνατόν μόνα να ενώνται καλώς δύο στοιχεία άνευ τρί-

C. | του τινός, διότι εν μέσω των δύο πρέπει να υπάρχη δεσμός, ήστις να συνδέη αυτά. Ο κάλλιστος δε των δεσμών είναι εκείνος, όστις και εαυτόν και τα συνδεόμενα πράγματα κάμνει εντελώς έν μόνον· τούτο δε κάλλιστα ποιεί φυσικώς η αναλογία 54. Διότι

32.| ,όταν εκ τριών αριθμών οιωνδήποτε, είτε όγκοι είτε δυνάμεις είναι ούτοι 55, ο μέσος είναι προς τον τελευταίον ακριβώς ό,τι είναι ο πρώτος προς τον μέσον, και πάλιν ο μέσος είναι προς τον πρώτον ό,τι είναι ο τελευταίος προς τον μέσον, τότε ο μέσος γινόμενος πρώτος και τελευταίος, ο δε τελευταίος και ο πρώτος γινόμενοι και οι δύο μέσοι, κατ’ ανάγκην θα συμβή να είναι όλοι το αυτό, και αφού γίνωσι το αυτό μεταξύ των, όλα θα είναι είναι έν μόνον πράγμα 56. Εάν λοιπόν το σώμα του παντός έμελλε να είναι μία επιφάνεια και να μη έχη κανέν βάθος, είς μέσος όρος θα ήρκει να συνδέση ομού εαυτόν και τα άλλα στοιχεία. Αλλά τώρα

Β. | απεναντίας, έπρεπε να είναι στερεόν αυτό, τα δε στερεά ουδέποτε συνδέονται διά μιας, αλλά πάντοτε διά δύο μεσοτήτων 57. Διά τούτο ο Θεός εν μέσω του πυρός και της γης θέσας ύδωρ και αέρα, και διατάξας ταύτα μεταξύ των όσον ήτο δυνατόν κατά την αυτήν αναλογίαν, ούτως ώστε, όπως το πυρ είναι προς τον αέρα, ούτως ο αήρ να είναι προς το ύδωρ, και όπως ο αήρ είναι προς το ύδωρ, ούτω το ύδωρ να είναι προς την γην 58, συνέδεσε και συνέστησε τον ορατόν και απτόν κόσμον.


C. | Και διά ταύτα και εκ τούτων των στοιχείων, τα οποία είναι τοιαύτα και τέσσαρα αριθμητικώς, εγεννήθη το σώμα του κόσμου αρμονικόν διά της αναλογίας 59 και (εις τα μέρη) έλαβε φιλίαν ώστε, γενόμενον έν και το αυτό με εαυτό, κατέστη αδιάλυτον υπό άλλου οιουδήποτε, πλην υπ’ εκείνου, όστις το συνέδεσεν. Έκαστον δε των τεσσάρων τούτων στοιχείων το περιέλαβεν ολόκληρον η σύστασις του κόσμου. Διότι εξ ολοκλήρου του πυρός και του ύδατος και του αέρος και της γης συνέστησεν αυτόν, εκείνος ο όποιος τον συνέστησε, χωρίς να αφήση έξω κανέν μέρος και καμμίαν ενέργειαν αυτών, έχων κατά νουν ταύτα:

Δ. | πρώτον μεν ίνα το όλον ζώον γίνη όσον το δυνατόν τέλειον

33. | και εκ μερών τελείων, και προς τούτοις έν, διότι δεν υπελείποντο πράγματα εξ ων ηδύνατο να γίνη άλλο τοιούτον, και προσέτι ίνα μη υπόκειται εις γήρας και νόσον. Διότι κατενόει, ότι το θερμόν και το ψυχρόν και όσα άλλα κάμνουσι βιαίας ενεργείας περικυκλούντα έξωθεν σώμα σύνθετον και προσβάλλοντα αυτό ακαίρως το διαλύουσι, και επιφέροντα νόσους και γήρας το καταστρέφουσι. Διά την αιτίαν λοιπόν ταύτην και διά τον συλλογισμόν τούτον έπλασεν αυτόν ούτως, ώστε να είναι έν όλον

Β. | αποτελούμενον εξ όλων των πραγμάτων, τέλειον, άνευ γήρατος και νόσου. Και σχήμα δε έδωκεν εις αυτόν εκείνο, όπερ ήρμοζε και ήτο συγγενές με αυτόν. Διότι εις το ζώον, όπερ έμελλε να περιέχη εντός αυτού όλα τα ζώα, ηδύνατο να αρμόζη εκείνο μόνον το σχήμα, το οποίον περιλαμβάνει εν εαυτώ πάντα τα σχήματα όσα υπάρχουσι. Διά τούτο και σφαιροειδές, εκ του κέντρου πανταχού προς τα άκρα εξ ίσου εκτεινόμενον, και κυκλικόν το ετόρνευσε, σχήμα δώσας τελειότατον και προς εαυτό ομοιότατον εκ πάντων των σχημάτων, διότι ενόμιζεν ότι το όμοιον είναι απείρως ωραιότερον του ανομοίου. Και λείον έπειτα έξωθεν ολό-

C. | γυρα το έκαμε με πάσαν ακρίβειαν, διά πολλούς λόγους. Διότι τούτο δεν είχε χρείαν ομμάτων, αφού ουδέν είχε μείνει έξω, όπερ να είναι ορατόν, ούτε ακοής, διότι δεν υπήρχε τι ακουστόν. Ούτε υπήρχε πέριξ αήρ, του οποίου δεν είχε χρείαν ίνα αναπνέη. Ούτε πάλιν είχε χρείαν να κατέχη όργανόν τι 60, ίνα δι’ αυτού δέχηται εντός εαυτού την τροφήν και αποβάλλη την πρότερον χωνευθείσαν, διότι ουδέν ηδύνατο να εξέλθη ούτε να εισέλθη εις αυτό από κανέν μέρος, επειδή και ουδέν υπήρχε. Διότι έχει πλασθή επίτηδες ούτως, ώστε αυτό εις εαυτό να δίδη ως τροφήν

Δ. | ό,τι εξ αυτού φθείρεται και πάντα εντός εαυτού και υφ’ εαυτού να πάσχη και να ενεργή· διότι ο συνθέσας αυτό ενόμισεν ότι, εάν είναι αύταρκες, θα είναι πολύ καλύτερον παρά εάν είχε χρείαν άλλων. Χείρας έπειτα, με τας οποίας δεν ήτο καμμία χρεία ούτε να συλλάβη ούτε να αποκρούση τι, δεν ενόμισεν ότι έπρεπεν ανωφελώς να προσάψη εις αυτό, ούτε πόδας ούτε

34. | γενικώς ό,τι χρησιμεύει εις το βάδισμα. Διότι απέδωκεν εις αυτό κίνησιν 61, οποία είναι κατάλληλος προς σώμα τοιούτον, εκείνην εκ των επτά, ήτις περισσότερον των άλλων αρμόζει εις τον νουν και την σοφίαν. Και διά τούτο στρέφων αυτό κατά τον αυτόν τρόπον, εν τω αυτώ τόπω και εν εαυτώ, το έκαμεν ούτως ώστε να κινήται κυκλικώς περιστρεφόμενον, τας άλλας δε έξ κινήσεις αφήρεσεν απ’ αυτού και το κατέστησεν ακίνητον ως προς αυτάς. Επειδή δε προς την κυκλικήν ταύτην περιστροφήν δεν είχε καμμίαν χρείαν ποδών, έπλασεν αυτό άνευ σκελών και άνευ ποδών.

VIII. Προ του σώματος τον κόσμον εδημιουργήθη η ψυχή αυτού, λογική, πανταχού διαχωρούσα. Ο Θεός έπλασεν αυτήν ούτω, συνδέσας την αναλλοίωτον ουσίαν μετά της μεταβλητής και μεριστής εις τρίτον είδος ουσίας (ψυχήν), ανέμιξεν είτα τας τρεις και το μίγμα διήρεσεν εις μέρη καθ’ ωρισμένας αναλογίας. Έπειτα το διέθεσεν εις δύο ομοκέντρους σφαίρας, μίαν εξωτερικήν, την των απλανών αστέρων, κινουμένην εξ ανατολών προς δυσμάς ομοιομόρφως, ετέραν εσωτερικήν, την των πλανητών, κινουμένην εξ αριστερών προς τα δεξιά διαφοροτρόπως.

[34b] ἐσόμενον θεὸν λογισθεὶς λεῖον καὶ ὁμαλὸν πανταχῇ τε ἐκ μέσου ἴσον καὶ ὅλον καὶ τέλεον ἐκ τελέων σωμάτων σῶμα ἐποίησεν: ψυχὴν δὲ εἰς τὸ μέσον αὐτοῦ θεὶς διὰ παντός τε ἔτεινεν καὶ ἔτι ἔξωθεν τὸ σῶμα αὐτῇ περιεκάλυψεν, καὶ κύκλῳ δὴ κύκλον στρεφόμενον οὐρανὸν ἕνα μόνον ἔρημον κατέστησεν, δι’ ἀρετὴν δὲ αὐτὸν αὑτῷ δυνάμενον συγγίγνεσθαι καὶ οὐδενὸς ἑτέρου προσδεόμενον, γνώριμον δὲ καὶ φίλον ἱκανῶς αὐτὸν αὑτῷ. διὰ πάντα δὴ ταῦτα εὐδαίμονα θεὸν αὐτὸν ἐγεννήσατο. τὴν δὲ δὴ ψυχὴν οὐχ ὡς νῦν ὑστέραν ἐπιχειροῦμεν λέγειν,





[34c] οὕτως ἐμηχανήσατο καὶ ὁ θεὸς νεωτέραν–οὐ γὰρ ἂν ἄρχεσθαι πρεσβύτερον ὑπὸ νεωτέρου συνέρξας εἴασεν–ἀλλά πως ἡμεῖς πολὺ μετέχοντες τοῦ προστυχόντος τε καὶ εἰκῇ ταύτῃ πῃ καὶ λέγομεν, ὁ δὲ καὶ γενέσει καὶ ἀρετῇ προτέραν καὶ πρεσβυτέραν ψυχὴν σώματος ὡς δεσπότιν καὶ ἄρξουσαν ἀρξομένου






[35a] συνεστήσατο ἐκ τῶνδέ τε καὶ τοιῷδε τρόπῳ. τῆς ἀμερίστου καὶ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ἐχούσης οὐσίας καὶ τῆς αὖ περὶ τὰ σώματα γιγνομένης μεριστῆς τρίτον ἐξ ἀμφοῖν ἐν μέσῳ συνεκεράσατο οὐσίας εἶδος, τῆς τε ταὐτοῦ φύσεως αὖ πέρι καὶ τῆς τοῦ ἑτέρου, καὶ κατὰ ταὐτὰ συνέστησεν ἐν μέσῳ τοῦ τε ἀμεροῦς αὐτῶν καὶ τοῦ κατὰ τὰ σώματα μεριστοῦ: καὶ τρία λαβὼν αὐτὰ ὄντα συνεκεράσατο εἰς μίαν πάντα ἰδέαν, τὴν θατέρου φύσιν δύσμεικτον οὖσαν εἰς ταὐτὸν συναρμόττων βίᾳ.


[35b] μειγνὺς δὲ μετὰ τῆς οὐσίας καὶ ἐκ τριῶν ποιησάμενος ἕν, πάλιν ὅλον τοῦτο μοίρας ὅσας προσῆκεν διένειμεν, ἑκάστην δὲ ἔκ τε ταὐτοῦ καὶ θατέρου καὶ τῆς οὐσίας μεμειγμένην. ἤρχετο δὲ διαιρεῖν ὧδε. μίαν ἀφεῖλεν τὸ πρῶτον ἀπὸ παντὸς μοῖραν, μετὰ δὲ ταύτην ἀφῄρει διπλασίαν ταύτης, τὴν δ’ αὖ τρίτην ἡμιολίαν μὲν τῆς δευτέρας, τριπλασίαν δὲ τῆς πρώτης, τετάρτην δὲ τῆς δευτέρας διπλῆν, πέμπτην δὲ τριπλῆν τῆς



[35c] τρίτης, τὴν δ’ ἕκτην τῆς πρώτης ὀκταπλασίαν, ἑβδόμην δ’ ἑπτακαιεικοσιπλασίαν τῆς πρώτης: μετὰ δὲ ταῦτα συνεπληροῦτο

[36a] τά τε διπλάσια καὶ τριπλάσια διαστήματα, μοίρας ἔτι ἐκεῖθεν ἀποτέμνων καὶ τιθεὶς εἰς τὸ μεταξὺ τούτων, ὥστε ἐν ἑκάστῳ διαστήματι δύο εἶναι μεσότητας, τὴν μὲν ταὐτῷ μέρει τῶν ἄκρων αὐτῶν ὑπερέχουσαν καὶ ὑπερεχομένην, τὴν δὲ ἴσῳ μὲν κατ’ ἀριθμὸν ὑπερέχουσαν, ἴσῳ δὲ ὑπερεχομένην. ἡμιολίων δὲ διαστάσεων καὶ ἐπιτρίτων καὶ ἐπογδόων γενομένων ἐκ τούτων τῶν δεσμῶν ἐν ταῖς πρόσθεν διαστάσεσιν,





[36b] τῷ τοῦ ἐπογδόου διαστήματι τὰ ἐπίτριτα πάντα συνεπληροῦτο, λείπων αὐτῶν ἑκάστου μόριον, τῆς τοῦ μορίου ταύτης διαστάσεως λειφθείσης ἀριθμοῦ πρὸς ἀριθμὸν ἐχούσης τοὺς ὅρους ἓξ καὶ πεντήκοντα καὶ διακοσίων πρὸς τρία καὶ τετταράκοντα καὶ διακόσια. καὶ δὴ καὶ τὸ μειχθέν, ἐξ οὗ ταῦτα κατέτεμνεν, οὕτως ἤδη πᾶν κατανηλώκει. ταύτην οὖν τὴν σύστασιν πᾶσαν διπλῆν κατὰ μῆκος σχίσας, μέσην πρὸς μέσην ἑκατέραν ἀλλήλαις οἷον χεῖ προσβαλὼν κατέκαμψεν

[36c] εἰς ἓν κύκλῳ, συνάψας αὑταῖς τε καὶ ἀλλήλαις ἐν τῷ καταντικρὺ τῆς προσβολῆς, καὶ τῇ κατὰ ταὐτὰ ἐν ταὐτῷ περιαγομένῃ κινήσει πέριξ αὐτὰς ἔλαβεν, καὶ τὸν μὲν ἔξω, τὸν δ’ ἐντὸς ἐποιεῖτο τῶν κύκλων. τὴν μὲν οὖν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῦ φύσεως, τὴν δ’ ἐντὸς τῆς θατέρου. τὴν μὲν δὴ ταὐτοῦ κατὰ πλευρὰν ἐπὶ δεξιὰ περιήγαγεν, τὴν δὲ θατέρου κατὰ διάμετρον ἐπ’ ἀριστερά, κράτος δ’ ἔδωκεν τῇ





[36d] ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περιφορᾷ: μίαν γὰρ αὐτὴν ἄσχιστον εἴασεν, τὴν δ’ ἐντὸς σχίσας ἑξαχῇ ἑπτὰ κύκλους ἀνίσους κατὰ τὴν τοῦ διπλασίου καὶ τριπλασίου διάστασιν ἑκάστην, οὐσῶν ἑκατέρων τριῶν, κατὰ τἀναντία μὲν ἀλλήλοις προσέταξεν ἰέναι τοὺς κύκλους, τάχει δὲ τρεῖς μὲν ὁμοίως, τοὺς δὲ τέτταρας ἀλλήλοις καὶ τοῖς τρισὶν ἀνομοίως, ἐν λόγῳ δὲ φερομένους. ἐπεὶ δὲ κατὰ νοῦν τῷ συνιστάντι πᾶσα ἡ τῆς ψυχῆς σύστασις ἐγεγένητο, μετὰ τοῦτο πᾶν τὸ σωματοειδὲς ἐντὸς

Ούτος λοιπόν ο Λογισμός του αιωνίως υπάρχοντος Θεού, τον

Β. | οποίον εσυλλογίσθη ως προς τον Θεόν, όστις έμελλε να γεννηθή, εποίησε σώμα λείον και ομαλόν και εις όλα τα μέρη απέχον εξ ίσου από το κέντρον, και ολόκληρον και τέλειον εκ τελείων μερών 62. Θέσας δε ψυχήν εις το μέσον αυτού την εξέτεινε πανταχού και ακόμη δι’ αυτής περιεκάλυψεν έξωθεν το σώμα αυτού 63 και κατεσκεύασεν ούτω κύκλον στρεφόμενον κυκλικώς, κόσμον ένα, μόνον, έρημον, αλλά διά της ιδίας αυτού αρετής ικανόν να γονιμοποιήται αφ’ εαυτού, χωρίς να έχη χρείαν άλλου ουδενός, ικανώς γνώριμον και φίλον εις εαυτόν. Δι’ όλα ταύτα εγέννησεν αυτόν Θεόν ευδαίμονα 64. Την δε ψυχήν, αν και τώρα επιχειρούμεν να ομιλήσωμεν

C. | περί αυτής τελευταίας, δεν εδημιούργησεν ούτω και ο Θεός υστερωτέραν. Διότι συνδέσας αυτήν με το σώμα δεν ήθελεν επιτρέψει το αρχαιότερον να εξουσιάζηται από το νεώτερον· αλλ’ ημείς κατά τινα τρόπον όπως μετέχομεν πολύ του τυχαίου και του ενδεχομένου, κατά τον αυτόν σχεδόν τρόπον και ομιλούμεν. Εκείνος όμως συνέστησε την ψυχήν προτέραν του σώματος και πρεσβυτέραν αυτού κατά την γένεσιν και την αρετήν, διότι έμελλεν αύτη να είναι κυρία και κυβερνήτρια του σώματος, όπερ έμελλε να κυβερνάται, συνέστησε δε αυτήν εκ των εξής πραγμάτων και κατά τον εξής τρόπον.

35. | Εκ της ουσίας, ήτις είναι αδιαίρετος και πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον (αμετάβλητος), και εκ της ουσίας, ήτις εις τα σώματα γίνεται διαιρετή, εκ των δύο τούτων, αναμίξας αυτάς ομού, έκαμε μεταξύ αυτών τρίτον είδος ουσίας, μεταξύ δηλ. της φύσεως του αυτού και του ετέρου 65, και ούτω την έστησεν εν τω μέσω του αδιαιρέτου (αμερούς) και του κατά τα σώματα διαιρετού. Και λαβών τα τρία ταύτα όντα τα συνέμιξε πάντα ούτως, ώστε να αποτελέσωσιν έν μόνον είδος προσαρμόζων διά της βίας εις την φύσιν εκείνου, όπερ είναι ταυτό (αναλλοίωτον),

Β. | την φύσιν του ετέρου, ήτις δυσκόλως μιγνύεται. Έπειτα δε μιγνύων ταύτα μετά του τρίτου είδους ουσίας, και εκ των τριών κατασκευάσας έν, πάλιν όλον τούτο το εμοίρασεν εις όσα μέρη έπρεπεν, εκ των οποίων έκαστον ήτο μίγμα εκ του ταυτού και του ετέρου και εκ της (τρίτης) ουσίας. Ήρχισε δε να διαιρή ως εξής: Κατά πρώτον αφήρεσεν από του όλου έν μέρος (1), έπειτα αφήρεσε διπλάσιον τούτου μέρος (2), τρίτον μέρος έλαβε το όλον και το ήμισυ του δευτέρου (2+1) ή το τριπλάσιον του πρώτου (1×3), τέταρτον δε μέρος έλαβε το διπλάσιον του δευτέ-

C.| ρου (2×2), πέμπτον το τριπλάσιον, του τρίτου (3×3), έκτον το οκταπλάσιον του πρώτου (1×8), έβδομον δε το εικοσιεπτα-

36. | πλάσιον του πρώτου (1×27) 66. Μετά ταύτα εγέμισε τα διπλάσια και τριπλάσια διαστήματα (σχέσεις ή λόγους), αποκόπτων ακόμη μέρη από του όλου και θέτων αυτά εις το μέσον εκείνων ούτως, ώστε εις έκαστον διάστημα υπήρχον δύο μέσοι όροι, των οποίων ο είς υπερέχει έν των άκρων κατά τόσον μέρος, καθ’ όσον υπερέχεται υπό του άλλου, ο δε άλλος υπερέχει και υπερέχεται κατά τον αυτόν αριθμόν (εξ ίσου). Επειδή δε ούτως έγιναν εκ των δεσμών τούτων (εκ της παρενθέσεως των μέσων όρων) εις τα πρότερα διαστήματα νέα διαστήματα, τα οποία ήσαν το όλον και ήμισυ του προηγουμένου, το όλον και έν τρίτον, και το όλον και έν όγδοον, συνεπλήρωσε πάντα εκείνα,

Β. | τα οποία ήσαν το όλον και έν τρίτον, με το διάστημα του όλου και ενός ογδόου, αφίνων εξ εκάστου αυτών έν μέρος, όπερ παριστάνει έν διάστημα έχον σχέσιν αριθμού προς αριθμόν, τοιαύτην, οία είναι η αναφορά του 256 (28) προς τον 243 (35), Και ούτω το μίγμα, από το οποίον απέκοπτε ταύτα, το είχεν ήδη καταναλώσει ολόκληρον 67. Όλην λοιπόν την σύστασιν ταύτην σχίσας εις δύο κατά μήκος και θέσας το έν ήμισυ επί του άλλου εις σχήμα Χ τα έκαμ-

C. | ψεν εις κύκλον, ενώσας αυτά έκαστον προς εαυτό (τα άκρα των) και αμφότερα μεταξύ των εις το σημείον του κύκλου το αντίθετον εις την πρώτην τομήν 68 αυτών, και επέβαλεν εις αυτά την κίνησιν εκείνην, ήτις στρέφεται πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον και εις τον αυτόν τόπον. Και τον ένα εκ των κύκλων έθεσεν έξω, τον δε άλλον εντός. Και την μεν εξωτερικήν κίνησιν του κύκλου εδήλωσε ρητώς ότι είναι της φύσεως του αμεταβλήτου (ταύτου), την δε εσωτερικήν της του ετέρου, και την μεν του ταυτού έστρεψε προς τα δεξιά κατά την πλευράν (ορθογωνίως), την δε κίνησιν του ετέρου προς τα αριστερά κατά την διαγώνιον 69. Έδωκε δε

Δ. | την επικράτησιν εις την περιφοράν, ήτις είναι η αυτή και ομοία προς εαυτήν, και αφήκεν αυτήν μίαν και άσχιστον, αλλά την εσωτερικήν σχίσας εξάκις εις επτά κύκλους ανίσους 70 κατά τα διπλάσια και τριπλάσια διαστήματα, τα οποία είναι τρία· και τα μεν και τα δε (εις εκάστην πρόοδον) 71 επρόσταξεν εις τους κύκλους να κινώνται κατ’ αντίθετον προς αλλήλους διεύθυνσιν, και ως προς την ταχύτητα τρεις μεν εξ ίσου, οι δε άλλοι τέσσαρες ανίσως προς αλλήλους και προς τους τρεις εκείνους, αλλά πάντοτε κανονικώς να κινώνται. 72

IX. Εν τη ψυχή ταύτη ετέθη το σώμα του παντός, και ούτως απετελέσθη το λογικόν ζώον, ο κόσμος. Διπλήν έχουσα κίνησιν η ψυχή, κατά τα αντικείμενα τα οποία θεωρεί, άλλοτε μεν μανθάνει το μεταβλητόν και έχει δόξας βεβαίας και αληθείς, άλλοτε δε το αμετάβλητον και ούτως αποτελείται νόησις και επιστήμη.

[36e] αὐτῆς ἐτεκταίνετο καὶ μέσον μέσῃ συναγαγὼν προσήρμοττεν: ἡ δ’ ἐκ μέσου πρὸς τὸν ἔσχατον οὐρανὸν πάντῃ διαπλακεῖσα κύκλῳ τε αὐτὸν ἔξωθεν περικαλύψασα, αὐτὴ ἐν αὑτῇ στρεφομένη, θείαν ἀρχὴν ἤρξατο ἀπαύστου καὶ ἔμφρονος βίου πρὸς τὸν σύμπαντα χρόνον. καὶ τὸ μὲν δὴ σῶμα ὁρατὸν οὐρανοῦ γέγονεν, αὐτὴ δὲ ἀόρατος μέν, λογισμοῦ δὲ μετέχουσα καὶ




[37a] ἁρμονίας ψυχή, τῶν νοητῶν ἀεί τε ὄντων ὑπὸ τοῦ ἀρίστου ἀρίστη γενομένη τῶν γεννηθέντων. ἅτε οὖν ἐκ τῆς ταὐτοῦ καὶ τῆς θατέρου φύσεως ἔκ τε οὐσίας τριῶν τούτων συγκραθεῖσα μοιρῶν, καὶ ἀνὰ λόγον μερισθεῖσα καὶ συνδεθεῖσα, αὐτή τε ἀνακυκλουμένη πρὸς αὑτήν, ὅταν οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ ὅταν ἀμέριστον, λέγει κινουμένη διὰ πάσης ἑαυτῆς ὅτῳ τ’ ἄν τι ταὐτὸν ᾖ καὶ ὅτου ἂν



[37b] ἕτερον, πρὸς ὅτι τε μάλιστα καὶ ὅπῃ καὶ ὅπως καὶ ὁπότε συμβαίνει κατὰ τὰ γιγνόμενά τε πρὸς ἕκαστον ἕκαστα εἶναι καὶ πάσχειν καὶ πρὸς τὰ κατὰ ταὐτὰ ἔχοντα ἀεί. λόγος δὲ ὁ κατὰ ταὐτὸν ἀληθὴς γιγνόμενος περί τε θάτερον ὂν καὶ περὶ τὸ ταὐτόν, ἐν τῷ κινουμένῳ ὑφ’ αὑτοῦ φερόμενος ἄνευ φθόγγου καὶ ἠχῆς, ὅταν μὲν περὶ τὸ αἰσθητὸν γίγνηται καὶ ὁ τοῦ θατέρου κύκλος ὀρθὸς ἰὼν εἰς πᾶσαν αὐτοῦ τὴν ψυχὴν διαγγείλῃ, δόξαι καὶ πίστεις γίγνονται βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς,




[37c] ὅταν δὲ αὖ περὶ τὸ λογιστικὸν ᾖ καὶ ὁ τοῦ ταὐτοῦ κύκλος εὔτροχος ὢν αὐτὰ μηνύσῃ, νοῦς ἐπιστήμη τε ἐξ ἀνάγκης ἀποτελεῖται: τούτω δὲ ἐν ᾧ τῶν ὄντων ἐγγίγνεσθον, ἄν ποτέ τις αὐτὸ ἄλλο πλὴν ψυχὴν εἴπῃ, πᾶν μᾶλλον ἢ τἀληθὲς ἐρεῖ.

Ότε δε όλη η σύστασις της ψυχής (του κόσμου) είχε γίνει κατά το θέλημα εκείνου όστις την εσύστησε, μετά τούτο 73

Ε. | όλον το έχον φύσιν σώματος εντός αυτής το κατεσκεύασε και το συνήρμοσε συνδέων το κέντρον του ενός με το κέντρον της άλλης. Αύτη δε (η ψυχή) εκ του κέντρου μέχρι των άκρων του ουρανού διαχυθείσα και ολόγυρα περικαλύψασα αυτόν έξωθεν, και αυτή στρεφομένη εντός εαυτής ήρχισε την πρώτην έναρξιν ζωής διηνεκούς και φρονίμου κατά τον άπαντα χρόνον 74. Και το μεν σώμα του κόσμου εδημιουργήθη

37. | ορατόν, αυτή όμως η ψυχή έγινεν αόρατος, άλλα μέτοχος λόγου και αρμονίας, υπό του αρίστου των νοητών και αιωνίων όντων γεννηθείσα αρίστη πάντων όσα εγεννήθησαν. Επειδή λοιπόν έγινεν εκ της μίξεως των τριών τούτων μερών, ήτοι εκ της φύσεως του ταυτού και της του ετέρου και εκ της (τρίτης) ουσίας, και κατ’ αναλογίαν διηρέθη και συνεδέθη 75 και αυτή εις εαυτήν περιστρέφεται, όταν συναντάται με πράγμα έχον φύσιν διαιρετήν, και ακόμη 76 όταν με άλλο τι αδιαίρετον, κινουμένη όλη εντός εαυτής λέγει με τι είναι τούτο ταυτόν και από τι

Β. | είναι διάφορον, και κατ’ αναφοράν προς τι εξόχως και πού και πώς και πότε συμβαίνει εις τον κόσμον των γινομένων έκαστον πράγμα να είναι και να πάσχη σχετικώς προς άλλα 77, ούτω δε και εις τον κόσμον των αιωνίων και αναλλοιώτων. Ο λόγος δε ούτος, όστις μετέχων του ταυτού είναι αληθής, είτε αντικείμενον έχει το έτερον είτε το ταυτό, φερόμενος άνευ ήχου και φωνής εντός του αφ’ εαυτού κινουμένου (της ψυχής), όταν μεν έρχηται εις σχέσιν με το αισθητόν, και ο κύκλος του ετέρου, ορθός ων το αναγγέλλη εις όλην την ψυχήν αυτού 78 τότε γεννώνται αι γνώμαι και αι πίστεις αι βέβαιαι και αληθείς. Όταν όμως έρχη-

C.| ται εις σχέσεις με το λογικόν (νοητόν) και ο κύκλος του ταυτού, τρέχων καλώς, το αναγγέλλη, τότε αποτελείται αναγκαίως η διάνοια και η επιστήμη. Εκείνο δε το ον εις το οποίον και αι δύο αύται γνώσεις γίνονται, εάν τις είπη ότι είναι άλλο πράγμα πλην της ψυχής, κάθε άλλο λέγει παρά την αλήθειαν 79.

X. Ίνα ο κόσμος μετάσχη της αιωνιότητος του προτύπου του, ο Θεός εδημιούργησε τον χρόνον, όστις είναι εικών κινητή της ακινήτου αιωνιότητος· διότι, καίτοι ο χρόνος ουδέποτε είναι, όμως γίνεται πάντοτε και απαύστως.

ὡς δὲ κινηθὲν αὐτὸ καὶ ζῶν ἐνόησεν τῶν ἀιδίων θεῶν γεγονὸς ἄγαλμα ὁ γεννήσας πατήρ, ἠγάσθη τε καὶ εὐφρανθεὶς ἔτι δὴ μᾶλλον ὅμοιον πρὸς τὸ παράδειγμα ἐπενόησεν ἀπεργάσασθαι.


[37d] καθάπερ οὖν αὐτὸ τυγχάνει ζῷον ἀίδιον ὄν, καὶ τόδε τὸ πᾶν οὕτως εἰς δύναμιν ἐπεχείρησε τοιοῦτον ἀποτελεῖν. ἡ μὲν οὖν τοῦ ζῴου φύσις ἐτύγχανεν οὖσα αἰώνιος, καὶ τοῦτο μὲν δὴ τῷ γεννητῷ παντελῶς προσάπτειν οὐκ ἦν δυνατόν: εἰκὼ δ’ ἐπενόει κινητόν τινα αἰῶνος ποιῆσαι, καὶ διακοσμῶν ἅμα οὐρανὸν ποιεῖ μένοντος αἰῶνος ἐν ἑνὶ κατ’ ἀριθμὸν ἰοῦσαν αἰώνιον εἰκόνα, τοῦτον ὃν δὴ χρόνον ὠνομάκαμεν.


[37e] ἡμέρας γὰρ καὶ νύκτας καὶ μῆνας καὶ ἐνιαυτούς, οὐκ ὄντας πρὶν οὐρανὸν γενέσθαι, τότε ἅμα ἐκείνῳ συνισταμένῳ τὴν γένεσιν αὐτῶν μηχανᾶται: ταῦτα δὲ πάντα μέρη χρόνου, καὶ τό τ’ ἦν τό τ’ ἔσται χρόνου γεγονότα εἴδη, ἃ δὴ φέροντες λανθάνομεν ἐπὶ τὴν ἀίδιον οὐσίαν οὐκ ὀρθῶς. λέγομεν γὰρ δὴ ὡς ἦν ἔστιν τε καὶ ἔσται, τῇ δὲ τὸ ἔστιν μόνον κατὰ τὸν


[38a] ἀληθῆ λόγον προσήκει, τὸ δὲ ἦν τό τ’ ἔσται περὶ τὴν ἐν χρόνῳ γένεσιν ἰοῦσαν πρέπει λέγεσθαι–κινήσεις γάρ ἐστον, τὸ δὲ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ἔχον ἀκινήτως οὔτε πρεσβύτερον οὔτε νεώτερον προσήκει γίγνεσθαι διὰ χρόνου οὐδὲ γενέσθαι ποτὲ οὐδὲ γεγονέναι νῦν οὐδ’ εἰς αὖθις ἔσεσθαι, τὸ παράπαν τε οὐδὲν ὅσα γένεσις τοῖς ἐν αἰσθήσει φερομένοις προσῆψεν, ἀλλὰ χρόνου ταῦτα αἰῶνα μιμουμένου καὶ κατ’ ἀριθμὸν κυκλουμένου γέγονεν εἴδη–καὶ πρὸς τούτοις ἔτι τὰ τοιάδε,


[38b] τό τε γεγονὸς εἶναι γεγονὸς καὶ τὸ γιγνόμενον εἶναι γιγνόμενον, ἔτι τε τὸ γενησόμενον εἶναι γενησόμενον καὶ τὸ μὴ ὂν μὴ ὂν εἶναι, ὧν οὐδὲν ἀκριβὲς λέγομεν. περὶ μὲν οὖν τούτων τάχ’ ἂν οὐκ εἴη καιρὸς πρέπων ἐν τῷ παρόντι διακριβολογεῖσθαι.

Άμα δε ενόησεν ότι τούτο (το παν) εκινήθη και έγινε ζωντανή εικών των αιωνίων Θεών (ιδεών) 80 ο Πατήρ, ο γεννήσας αυτό, το εθαύμασε και πλήρης χαράς εσκέφθη να το καταστήση ακόμη ομοιότερον με το παράδειγμα (πρότυπον). Επειδή δε αυτό

Δ. | ήτο ζώον αιώνιον, ούτω και το σύμπαν τούτο επεχείρησε τοιούτο να το κάμη όσον ήτο δυνατόν. Αλλά το ζώον εκείνο ήτο φύσει αιώνιον τούτο δε (την αιωνιότητα) δεν ήτο δυνατόν παντελώς να προσάψη εις το λαβόν γέννησιν. Επινοεί λοιπόν να κάμη εικόνα της αιωνιότητος κινητήν, και τακτοποιών συνάμα τον ουρανόν κάμνει της αιωνιότητος, ήτις μένει πάντοτε εις την ενότητα (εις το έν), αιώνιον εικόνα, ήτις προχωρεί (κινείται) κατ’ αριθμούς, και είναι εκείνο το οποίον έχομεν ονομάσει χρό-

Ε. | νον 81. Διότι τας ημέρας και τας νύκτας και τους μήνας και τους ενιαυτούς, οίτινες δεν ήσαν πριν ή ο ουρανός γεννηθή, τότε ενώ ούτος ελάμβανεν ύπαρξιν, ο δημιουργός παρήγαγε και ταύτα. Και πάντα ταύτα είναι μέρη του χρόνου, και το ήτο και το θα είναι είναι είδη του χρόνου και γενητά, τα οποία λεληθότως μεταφέρομεν όχι ορθώς εις την αιώνιον ουσίαν. Διότι λέγομεν βέβαια ότι αύτη ήτο και είναι και θα είναι, αλλ’ εις αυτήν αλη-

38. | θώς ειπείν αρμόζει μόνον το είναι, το δε ήτο και το θα είναι πρέπει να λέγωνται περί της γενέσεως, ήτις προβαίνει, εν χρόνω. Διότι τα δύο ταύτα είναι κινήσεις, ενώ εκείνο, όπερ είναι πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον ακινήτως, δεν δύναταί ποτε να γίνηται ούτε πρεσβύτερον ούτε νεώτερον, ούτε να έχη γίνη τώρα, ούτε να είναι εις το μέλλον, ούτε το παράπαν άλλο τι από όσα η γένεσις έδωκεν εις εκείνα, τα οποία κινούνται (και υποπίπτουσιν) εις την αίσθησιν, αλλά ταύτα είναι μορφαί του χρόνου, όστις μιμείται την αιωνιότητα και στρέφεται κατ’ αριθμητικάς ανα-

Β. | φοράς. Και ακόμη εκτός τούτων, όταν λέγωμεν ότι το γεγονός είναι 82 γεγονός, και ότι το γινόμενον είναι γινόμενον, προσέτι δε ότι το γενησόμενον είναι γενησόμενον και το μη ον είναι μη ον, ουδέν λέγομεν ακριβώς. Περί τούτων όμως ίσως δεν είναι καιρός αρμόζων τώρα να ακριβολογήσωμεν 83.

XI. Υπηρέται του χρόνου ετέθησαν εν τη σφαίρα του μεταβλητού (ετέρου) ο ήλιος, η σελήνη και πέντε άλλα άστρα πλανητά, ίνα διορίζωσι και φυλάττωσι τους αριθμούς τον χρόνου (χρονόμετρα).

χρόνος δ’ οὖν μετ’ οὐρανοῦ γέγονεν, ἵνα ἅμα γεννηθέντες ἅμα καὶ λυθῶσιν, ἄν ποτε λύσις τις αὐτῶν γίγνηται, καὶ κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς διαιωνίας φύσεως, ἵν’ ὡς ὁμοιότατος

[38c] αὐτῷ κατὰ δύναμιν ᾖ: τὸ μὲν γὰρ δὴ παράδειγμα πάντα αἰῶνά ἐστιν ὄν, ὁ δ’ αὖ διὰ τέλους τὸν ἅπαντα χρόνον γεγονώς τε καὶ ὢν καὶ ἐσόμενος. ἐξ οὖν λόγου καὶ διανοίας θεοῦ τοιαύτης πρὸς χρόνου γένεσιν, ἵνα γεννηθῇ χρόνος, ἥλιος καὶ σελήνη καὶ πέντε ἄλλα ἄστρα, ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά, εἰς διορισμὸν καὶ φυλακὴν ἀριθμῶν χρόνου γέγονεν: σώματα δὲ αὐτῶν ἑκάστων ποιήσας ὁ θεὸς ἔθηκεν εἰς τὰς περιφορὰς ἃς ἡ θατέρου περίοδος ᾔειν, ἑπτὰ οὔσας ὄντα




[38d] ἑπτά, σελήνην μὲν εἰς τὸν περὶ γῆν πρῶτον, ἥλιον δὲ εἰς τὸν δεύτερον ὑπὲρ γῆς, ἑωσφόρον δὲ καὶ τὸν ἱερὸν Ἑρμοῦ λεγόμενον εἰς τὸν τάχει μὲν ἰσόδρομον ἡλίῳ κύκλον ἰόντας, τὴν δὲ ἐναντίαν εἰληχότας αὐτῷ δύναμιν: ὅθεν καταλαμβάνουσίν τε καὶ καταλαμβάνονται κατὰ ταὐτὰ ὑπ’ ἀλλήλων ἥλιός τε καὶ ὁ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ ἑωσφόρος. τὰ δ’ ἄλλα οἷ δὴ καὶ δι’ ἃς αἰτίας ἱδρύσατο, εἴ τις ἐπεξίοι πάσας, ὁ λόγος




[38e] πάρεργος ὢν πλέον ἂν ἔργον ὧν ἕνεκα λέγεται παράσχοι. ταῦτα μὲν οὖν ἴσως τάχ’ ἂν κατὰ σχολὴν ὕστερον τῆς ἀξίας τύχοι διηγήσεως: ἐπειδὴ δὲ οὖν εἰς τὴν ἑαυτῷ πρέπουσαν ἕκαστον ἀφίκετο φορὰν τῶν ὅσα ἔδει συναπεργάζεσθαι χρόνον, δεσμοῖς τε ἐμψύχοις σώματα δεθέντα ζῷα ἐγεννήθη τό τε προσταχθὲν ἔμαθεν, κατὰ δὴ τὴν θατέρου φορὰν

[39a] πλαγίαν οὖσαν, διὰ τῆς ταὐτοῦ φορᾶς ἰούσης τε καὶ κρατουμένης, τὸ μὲν μείζονα αὐτῶν, τὸ δ’ ἐλάττω κύκλον ἰόν, θᾶττον μὲν τὰ τὸν ἐλάττω, τὰ δὲ τὸν μείζω βραδύτερον περιῄειν. τῇ δὴ ταὐτοῦ φορᾷ τὰ τάχιστα περιιόντα ὑπὸ τῶν βραδύτερον ἰόντων ἐφαίνετο καταλαμβάνοντα καταλαμβάνεσθαι: πάντας γὰρ τοὺς κύκλους αὐτῶν στρέφουσα ἕλικα διὰ τὸ διχῇ κατὰ





[39b] τὰ ἐναντία ἅμα προϊέναι τὸ βραδύτατα ἀπιὸν ἀφ’ αὑτῆς οὔσης ταχίστης ἐγγύτατα ἀπέφαινεν. ἵνα δ’ εἴη μέτρον ἐναργές τι πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει καὶ τὰ περὶ τὰς ὀκτὼ φορὰς πορεύοιτο, φῶς ὁ θεὸς ἀνῆψεν ἐν τῇ πρὸς γῆν δευτέρᾳ τῶν περιόδων, ὃ δὴ νῦν κεκλήκαμεν ἥλιον, ἵνα ὅτι μάλιστα εἰς ἅπαντα φαίνοι τὸν οὐρανὸν μετάσχοι τε ἀριθμοῦ τὰ ζῷα ὅσοις ἦν προσῆκον, μαθόντα παρὰ τῆς ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου





[39c] περιφορᾶς. νὺξ μὲν οὖν ἡμέρα τε γέγονεν οὕτως καὶ διὰ ταῦτα, ἡ τῆς μιᾶς καὶ φρονιμωτάτης κυκλήσεως περίοδος: μεὶς δὲ ἐπειδὰν σελήνη περιελθοῦσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ, ἐνιαυτὸς δὲ ὁπόταν ἥλιος τὸν ἑαυτοῦ περιέλθῃ κύκλον. τῶν δ’ ἄλλων τὰς περιόδους οὐκ ἐννενοηκότες ἄνθρωποι, πλὴν ὀλίγοι τῶν πολλῶν, οὔτε ὀνομάζουσιν οὔτε πρὸς ἄλληλα συμμετροῦνται σκοποῦντες ἀριθμοῖς, ὥστε ὡς ἔπος



[39d] εἰπεῖν οὐκ ἴσασιν χρόνον ὄντα τὰς τούτων πλάνας, πλήθει μὲν ἀμηχάνῳ χρωμένας, πεποικιλμένας δὲ θαυμαστῶς: ἔστιν δ’ ὅμως οὐδὲν ἧττον κατανοῆσαι δυνατὸν ὡς ὅ γε τέλεος ἀριθμὸς χρόνου τὸν τέλεον ἐνιαυτὸν πληροῖ τότε, ὅταν ἁπασῶν τῶν ὀκτὼ περιόδων τὰ πρὸς ἄλληλα συμπερανθέντα τάχη σχῇ κεφαλὴν τῷ τοῦ ταὐτοῦ καὶ ὁμοίως ἰόντος ἀναμετρηθέντα κύκλῳ. κατὰ ταῦτα δὴ καὶ τούτων ἕνεκα ἐγεννήθη τῶν ἄστρων ὅσα δι’ οὐρανοῦ πορευόμενα ἔσχεν τροπάς, ἵνα τόδε



[39e] ὡς ὁμοιότατον ᾖ τῷ τελέῳ καὶ νοητῷ ζῴῳ πρὸς τὴν τῆς διαιωνίας μίμησιν φύσεως.

Ο χρόνος λοιπόν εγεννήθη μετά του ουρανού, ίνα και οι δύο συγχρόνως γεννηθέντες συγχρόνως διαλυθώσιν, αν ποτε συμβή να διαλυθώσι, και (εγεννήθη) κατά το παράδειγμα της αιωνίου

C. | φύσεως, όπως όσον είναι δυνατόν γίνη ομοιότατος με αυτό. Διότι το παράδειγμα διατελεί υπάρχον κατά πάσαν την αιωνιότητα, ο δε χρόνος μέχρι τέλους απ’ αρχής είναι τοιούτος, ώστε είναι και θα είναι γεγενημένος. Εκ τοιούτου λοιπόν λόγου84 και εκ τοιαύτης διανοήσεως του Θεού, ως προς την γένεσιν του χρόνου, ίνα γεννηθή ο χρόνος, εγεννήθησαν ο Ήλιος, η Σελήνη και πέντε άλλα άστρα, τα οποία ονομάζονται πλανήται, κατάλληλοι προς διάκρισιν και διατήρησιν των αριθμών του χρόνου. Ότε δε τα σώματα εκάστου αυτών έπλασεν ο Θεός, τα έθεσεν εις τας τροχιάς, εις τας οποίας εκινείτο η περιστροφή του ετέρου, και αίτινες ήσαν επτά, διότι επτά ήσαν τα άστρα.

Δ. | Και την μεν Σελήνην έθεσεν εις την πρώτην πέριξ της γης, τον δε Ήλιον εις την δευτέραν υπεράνω της γης. Τον δε Εωσφόρον και τον λεγόμενον ιερόν του Ερμού αστέρα τους έκαμε να κινώνται εις κύκλον, όστις κατά την ταχύτητα τρέχει ίσα με τον του Ηλίου αλλά κατ’ εναντίαν προς τούτον τάσιν. Όθεν ο Ήλιος και ο Ερμής και ο Εωσφόρος (Αφροδίτη) καταφθάνουσιν ο είς τον άλλον και καταφθάνονται υπ’ αλλήλων κατά τον αυτόν τρόπον. Ως προς δε τους άλλους πού και διά ποίας αιτίας ετοποθέτησεν αυτούς, εάν τις θελήση να εξετάση όλας, ο λόγος ούτος, πάρεργος ων, ήθελεν απαιτήσει εργασίαν περισσο-

Ε. | τέραν παρά το αντικείμενον ένεκα του οποίου λέγεται. Αλλά ταύτα ύστερον με άνεσιν δύνανται επαξίως να εξηγηθώσιν. Ότε λοιπόν έφθασεν εις την αρμόζουσαν τροχιάν του έκαστον εξ εκείνων των άστρων, τα οποία έπρεπε να αποτελέσωσιν ομού τον χρόνον, και ότε τα σώματα αυτών, δεθέντα με δεσμούς εμψύχους, έγιναν ζώα και έμαθον ό,τι είχε προσταχθή εις αυτά,

39. | τότε κινούμενα κατά την κίνησιν του ετέρου, ήτις στρέφεται πλαγίως ως προς την κίνησιν του ταυτού και δεσπόζεται υπ’ αυτής, και περιφερόμενα άλλο μεν εξ αυτών εις κύκλον μεγαλύτερον, άλλο δε εις μικρότερον, τα τον μικρότερον κύκλον πορευόμενα έκαμνον ταχύτερον την περιφοράν των, ενώ τα διάνύοντα μείζονα κύκλον την έκαμνον βραδύτερον. Ούτω διά της κινήσεως του ταυτού τα φερόμενα ταχύτερον εφαίνοντο ότι κατεφθάνοντο υπό των κινουμένων βραδύτερον, ει και κατέφθαναν ταύτα. Διότι στρέφουσα η κίνησις αύτη όλους τους κύ-

Β. | κλους αυτών ελικοειδώς, επειδή ούτοι επροχώρουν συγχρόνως διά δύο οδών διαφόρων κατ’ εναντίαν διεύθυνσιν, το απερχόμενον βραδύτατα απ’ αυτής, ήτις είναι ταχυτάτη, εφαίνετο πλησιέστατα εις αυτήν 85. Και διά να υπάρχη έν φανερόν μέτρον των μεταξύ αυτών αναφορών βραδύτητος και ταχύτητος, κατά το οποίον να προβαίνωσιν εις τας οκτώ περιφοράς των ο Θεός ήναψε φως εις τον κύκλον όστις είναι ο δεύτερος ως προς την γην, το οποίον έχομεν ήδη ονομάσει Ήλιον, διά να φωτίζη όσον το δυνατόν όλον τον ουρανόν και διά να μετάσχωσι του αριθμού όσα ζώα έπρεπε να μετάσχωσι, μανθάνοντα αυτόν από την περιφοράν του ταυτού

C. | και ομοίου. Η νυξ λοιπόν και η ημέρα έχουσιν ούτω γεννηθή, αι οποίαι είναι η περίοδος της μιας εκείνης και σοφωτάτης κυκλικής κινήσεως 86, και ο μην, όταν η Σελήνη διανύσασα τον κύκλον της συναντήση πάλιν τον Ήλιον, και ο ενιαυτός, όταν ο Ήλιος επιτελέση τον ιδικόν του κύκλον. Τας περιόδους δε των άλλων αστέρων μη εξετάσαντες οι άνθρωποι, πλην ολίγων εκ των πολλών, ούτε όνομα έδωκαν εις αυτάς, ούτε εσκέφθησαν να μετρήσωσι τας μεταξύ των αναφοράς με αριθμούς· ώστε, ούτως ειπείν, δεν γνωρίζουσιν ότι αι περιφοραί αυτών είναι χρόνος,

Δ. | ει και απαιτούσιν άπειρον ποσόν αυτού και είναι θαυμασίως ποικίλαι. Είναι όμως ουχ ήττον εύκολον να κατανοήσωμεν, ότι ο τέλειος αριθμός του χρόνου τότε πληροί τον τέλειον ενιαυτόν, όταν αι ταχείαι πορείαι όλων των οκτώ περιόδων εκτελεσθείσαι συγχρόνως μεταξύ των επανέλθωσιν εις το σημείον της αναχωρήσεώς των, μετρηθείσαι υπό του κύκλου του ταυτού και ομοιομόρφως κινουμένου 87. Ωσαύτως και χάριν τούτων εγεννήθησαν όσα εκ των άστρων κινούμενα εις τον ουρανόν, επανέρχονται περιοδικώς, ίνα τούτο (το σύμπαν ή το αίσθητόν ζώον) είναι όσον

Ε. | το δυνατόν ομοιότατον με το τελειότατον και νοητόν ζώον, ως προς την μίμησιν της αιωνίας φύσεως.

XII. Αφού εδημιούργησε τον χρόνον ο Θεός, συμφώνως προς το παράδειγμα εποίησε τέσσαρα είδη ορατών ζώων, αναλόγων προς το πυρ, τον αέρα, το ύδωρ και την γην. Και πρώτον εδημιούργησε το θείον είδος, τους ουρανίους θεούς, τους αστέρας εκ πυρός, έδωκεν αυτοίς νόησιν και δύο κινήσεις, περί εαυτούς και εις τα εμπρός. Την γην όμως εποίησεν ακίνητον εν τω κέντρω του κόσμου 88.

καὶ τὰ μὲν ἄλλα ἤδη μέχρι χρόνου γενέσεως ἀπείργαστο εἰς ὁμοιότητα ᾧπερ ἀπεικάζετο, τὸ δὲ μήπω τὰ πάντα ζῷα ἐντὸς αὑτοῦ γεγενημένα περιειληφέναι, ταύτῃ ἔτι εἶχεν ἀνομοίως. τοῦτο δὴ τὸ κατάλοιπον ἀπηργάζετο αὐτοῦ πρὸς τὴν τοῦ παραδείγματος ἀποτυπούμενος φύσιν. ᾗπερ οὖν νοῦς ἐνούσας ἰδέας τῷ ὃ ἔστιν ζῷον, οἷαί τε ἔνεισι καὶ ὅσαι, καθορᾷ, τοιαύτας καὶ τοσαύτας διενοήθη δεῖν καὶ τόδε σχεῖν. εἰσὶν δὴ τέτταρες, μία μὲν οὐράνιον θεῶν γένος, ἄλλη δὲ


[40a] πτηνὸν καὶ ἀεροπόρον, τρίτη δὲ ἔνυδρον εἶδος, πεζὸν δὲ καὶ χερσαῖον τέταρτον. τοῦ μὲν οὖν θείου τὴν πλείστην ἰδέαν ἐκ πυρὸς ἀπηργάζετο, ὅπως ὅτι λαμπρότατον ἰδεῖν τε κάλλιστον εἴη, τῷ δὲ παντὶ προσεικάζων εὔκυκλον ἐποίει, τίθησίν τε εἰς τὴν τοῦ κρατίστου φρόνησιν ἐκείνῳ συνεπόμενον, νείμας περὶ πάντα κύκλῳ τὸν οὐρανόν, κόσμον ἀληθινὸν αὐτῷ πεποικιλμένον εἶναι καθ’ ὅλον. κινήσεις δὲ δύο προσῆψεν ἑκάστῳ, τὴν μὲν ἐν ταὐτῷ κατὰ ταὐτά, περὶ τῶν αὐτῶν ἀεὶ





[40b] τὰ αὐτὰ ἑαυτῷ διανοουμένῳ, τὴν δὲ εἰς τὸ πρόσθεν, ὑπὸ τῆς ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περιφορᾶς κρατουμένῳ: τὰς δὲ πέντε κινήσεις ἀκίνητον καὶ ἑστός, ἵνα ὅτι μάλιστα αὐτῶν ἕκαστον γένοιτο ὡς ἄριστον. ἐξ ἧς δὴ τῆς αἰτίας γέγονεν ὅσ’ ἀπλανῆ τῶν ἄστρων ζῷα θεῖα ὄντα καὶ ἀίδια καὶ κατὰ ταὐτὰ ἐν ταὐτῷ στρεφόμενα ἀεὶ μένει: τὰ δὲ τρεπόμενα καὶ πλάνην τοιαύτην ἴσχοντα, καθάπερ ἐν τοῖς πρόσθεν ἐρρήθη, κατ’ ἐκεῖνα γέγονεν. γῆν δὲ τροφὸν μὲν ἡμετέραν, ἰλλομένην δὲ



[40c] τὴν περὶ τὸν διὰ παντὸς πόλον τεταμένον, φύλακα καὶ δημιουργὸν νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἐμηχανήσατο, πρώτην καὶ πρεσβυτάτην θεῶν ὅσοι ἐντὸς οὐρανοῦ γεγόνασιν. χορείας δὲ τούτων αὐτῶν καὶ παραβολὰς ἀλλήλων, καὶ περὶ τὰς τῶν κύκλων πρὸς ἑαυτοὺς ἐπανακυκλήσεις καὶ προχωρήσεις, ἔν τε ταῖς συνάψεσιν ὁποῖοι τῶν θεῶν κατ’ ἀλλήλους γιγνόμενοι καὶ ὅσοι καταντικρύ, μεθ’ οὕστινάς τε ἐπίπροσθεν ἀλλήλοις ἡμῖν τε κατὰ χρόνους οὕστινας ἕκαστοι κατακαλύπτονται καὶ πάλιν ἀναφαινόμενοι φόβους καὶ σημεῖα τῶν


[40d] μετὰ ταῦτα γενησομένων τοῖς οὐ δυναμένοις λογίζεσθαι πέμπουσιν, τὸ λέγειν ἄνευ δι’ ὄψεως τούτων αὖ τῶν μιμημάτων μάταιος ἂν εἴη πόνος: ἀλλὰ ταῦτά τε ἱκανῶς ἡμῖν ταύτῃ καὶ τὰ περὶ θεῶν ὁρατῶν καὶ γεννητῶν εἰρημένα φύσεως ἐχέτω τέλος.

Και τα μεν άλλα όντα μέχρι της του χρόνου γεννήσεως είχον πλασθή καθ’ ομοιότητα του προτύπου αυτών. Αλλά καθ’ όσον δεν είχον περιληφθή εις το σύμπαν πάντα τα γεννηθέντα ζώα, κατά τούτο ήτο ακόμη ανόμοιον (προς το παράδειγμα). Τώρα λοιπόν και τούτο το υπόλοιπον αυτού (του κόσμου) ο Θεός το έπλασεν, εντυπώνων εις αυτό την φύσιν του παραδείγματος. Καθως λοιπόν ο νους βλέπει τας μορφάς (ιδέας) αίτινες περιλαμβάνονται εις το ζώον όπερ υπάρχει, οπόσαι δηλ. και ποίαι είναι, εσκέφθη ότι τόσας και τοιαύτας πρέπει να έχη και τούτο.

40. | Είναι δε τέσσαρες αύται, μία μεν το ουράνιον γένος των Θεών, άλλη δε είναι τα πτερωτά και αεροπορούντα, τρίτη το γένος των εν τω ύδατι ζώντων και τετάρτη το πεζόν και χερσαίον 89. Του θείου λοιπόν είδους ζώων το περισσότερον μέρος έκαμεν εκ πυρός, διά να είναι όσον το δυνατόν λαμπρότατον και κατά την όψιν ωραιότατον. Και δίδων εις αυτό το σχήμα του παντός το έκαμε τελείως κυκλικόν και το έθεσεν εις τον νουν του κύκλου όστις δεσπόζει πάντων 90, ίνα συνακολουθή αυτόν και το διένειμεν εις όλον τον ουρανόν πέριξ, διά να είναι αληθινόν και ποικίλον κόσμημα αυτού καθ’ όλην την έκτασίν του. Δύο δε κινήσεις έδωκεν εις έκαστον (των άστρων), την μίαν εν τω αυτώ τόπω και κατά τον αυτόν τρόπον, καθ’ όσον εν εαυτώ πάν-

Β. | τοτε διανοείται τα αυτά περί των αυτών 91, την άλλην δε κίνησιν προς τα εμπρός 92, καθ’ όσον έκαστον δεσπόζεται (ελκόμενον) υπό της περιφοράς του ταυτού και ομοίου. Κατά τας άλλας δε πέντε κινήσεις 93 τα έκαμεν ακίνητα και στάσιμα, διά να γίνη έκαστον αυτών όσον ήτο δυνατόν άριστον. Και εκ ταύτης της αιτίας εγεννήθησαν όσα εκ των άστρων είναι απλανή, ζώα θεία και αιώνια, τα οποία κατά τον αυτόν τρόπον και εις τον αυτόν τόπον στρεφόμενα μένουσι πάντοτε στάσιμα· όσα δε περιφέρονται και περιπλανώνται ούτως, ως προείπομεν, τοιουτοτρόπως εγεννήθησαν 94.

C. | Την γην τέλος, την τροφόν ημών, συσπειρουμένην περί τον άξονα, όστις εκτείνεται δι’ όλου του κόσμου, ο Θεός έκαμε φύλακα και αιτίαν της νυκτός και της ημέρας, πρώτην και πρεσβυτάτην των θεών, όσοι εγεννήθησαν εντός του ουρανού 95. Ως προς τους χορούς όμως αυτών, τας αμοιβαίας αυτών συνοδείας, τας προσεγγίσεις και απομακρύνσεις των κύκλων αυτών, ως και ποιοι των Θεών τούτων εις τας μεταξύ των συζυγίας πλησιάζουσα, και ποίοι έρχονται εις αντίθεσιν, μετά ποίους και εις ποίους χρόνους τινές αυτών ο είς κατόπιν του άλλου γίνονται αφα-

Δ. | νείς εις ημάς και πάλιν αναφαινόμενοι προξενούσι φόβους, και σημεία των μελλόντων να γίνωσι μετά ταύτα εις εκείνους, οίτινες δεν δύνανται να υπολογίζωσιν αυτά, το να γίνηται λόγος περί τούτων χωρίς να είναι προ των οφθαλμών μιμήματα (ουράνιοι χάρται) αυτών θα ήτο μάταιος κόπος 96. Αλλά ταύτα είναι αρκετά εις ημάς και όσα είπομεν περί της φύσεως των ορατών και γενητών Θεών, ας έχωσι τέλος εδώ.

XIII. Οι Θεοί της μυθολογίας είναι παραδόσεις, ας καλόν είναι να δεχόμεθα, αλλ’ άνευ συζητήσεως. Ο Δημιουργός καλεί νυν τους γενητούς Θεούς να πλάσωσι κατά μίμησιν αυτού τα άλλα είδη ζώων, αυτός δε ως αθάνατος δημιουργεί πρώτον το αθάνατον μέρος των ζώων.

περὶ δὲ τῶν ἄλλων δαιμόνων εἰπεῖν καὶ γνῶναι τὴν γένεσιν μεῖζον ἢ

[40e] καθ’ ἡμᾶς, πειστέον δὲ τοῖς εἰρηκόσιν ἔμπροσθεν, ἐκγόνοις μὲν θεῶν οὖσιν, ὡς ἔφασαν, σαφῶς δέ που τούς γε αὑτῶν προγόνους εἰδόσιν: ἀδύνατον οὖν θεῶν παισὶν ἀπιστεῖν, καίπερ ἄνευ τε εἰκότων καὶ ἀναγκαίων ἀποδείξεων λέγουσιν, ἀλλ’ ὡς οἰκεῖα φασκόντων ἀπαγγέλλειν ἑπομένους τῷ νόμῳ πιστευτέον. οὕτως οὖν κατ’ ἐκείνους ἡμῖν ἡ γένεσις περὶ τούτων τῶν θεῶν ἐχέτω καὶ λεγέσθω. Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ὠκεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέσθην, τούτων δὲ Φόρκυς Κρόνος τε καὶ Ῥέα καὶ ὅσοι μετὰ




[41a] τούτων, ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ῥέας Ζεὺς Ἥρα τε καὶ πάντες ὅσους ἴσμεν ἀδελφοὺς λεγομένους αὐτῶν, ἔτι τε τούτων ἄλλους ἐκγόνους: ἐπεὶ δ’ οὖν πάντες ὅσοι τε περιπολοῦσιν φανερῶς καὶ ὅσοι φαίνονται καθ’ ὅσον ἂν ἐθέλωσιν θεοὶ γένεσιν ἔσχον, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ τόδε τὸ πᾶν γεννήσας τάδε– “θεοὶ θεῶν, ὧν ἐγὼ δημιουργὸς πατήρ τε ἔργων, δι’ ἐμοῦ γενόμενα ἄλυτα ἐμοῦ γε μὴ ἐθέλοντος. τὸ μὲν οὖν δὴ





[41b] δεθὲν πᾶν λυτόν, τό γε μὴν καλῶς ἁρμοσθὲν καὶ ἔχον εὖ λύειν ἐθέλειν κακοῦ: δι’ ἃ καὶ ἐπείπερ γεγένησθε, ἀθάνατοι μὲν οὐκ ἐστὲ οὐδ’ ἄλυτοι τὸ πάμπαν, οὔτι μὲν δὴ λυθήσεσθέ γε οὐδὲ τεύξεσθε θανάτου μοίρας, τῆς ἐμῆς βουλήσεως μείζονος ἔτι δεσμοῦ καὶ κυριωτέρου λαχόντες ἐκείνων οἷς ὅτ’ ἐγίγνεσθε συνεδεῖσθε. νῦν οὖν ὃ λέγω πρὸς ὑμᾶς ἐνδεικνύμενος, μάθετε. θνητὰ ἔτι γένη λοιπὰ τρία ἀγέννητα: τούτων δὲ μὴ γενομένων οὐρανὸς ἀτελὴς ἔσται: τὰ γὰρ ἅπαντ’ ἐν


[41c] αὑτῷ γένη ζῴων οὐχ ἕξει, δεῖ δέ, εἰ μέλλει τέλεος ἱκανῶς εἶναι. δι’ ἐμοῦ δὲ ταῦτα γενόμενα καὶ βίου μετασχόντα θεοῖς ἰσάζοιτ’ ἄν: ἵνα οὖν θνητά τε ᾖ τό τε πᾶν τόδε ὄντως ἅπαν ᾖ, τρέπεσθε κατὰ φύσιν ὑμεῖς ἐπὶ τὴν τῶν ζῴων δημιουργίαν, μιμούμενοι τὴν ἐμὴν δύναμιν περὶ τὴν ὑμετέραν γένεσιν. καὶ καθ’ ὅσον μὲν αὐτῶν ἀθανάτοις ὁμώνυμον εἶναι προσήκει, θεῖον λεγόμενον ἡγεμονοῦν τε ἐν αὐτοῖς τῶν ἀεὶ δίκῃ καὶ ὑμῖν ἐθελόντων ἕπεσθαι, σπείρας καὶ ὑπαρξάμενος



[41d] ἐγὼ παραδώσω: τὸ δὲ λοιπὸν ὑμεῖς, ἀθανάτῳ θνητὸν προσυφαίνοντες, ἀπεργάζεσθε ζῷα καὶ γεννᾶτε τροφήν τε διδόντες αὐξάνετε καὶ φθίνοντα πάλιν δέχεσθε.”

Περί δε των άλλων δαιμόνων 97 να είπωμεν και να γνωρίσωμεν την γένεσιν αυτών είναι έργον υπερβαίνον τας δυνάμεις

Ε. | ημών. Αλλά πρέπει να εμπιστευώμεθα εις εκείνους οίτινες ωμίλησαν πρώτοι, οι οποίοι ήσαν απόγονοι των Θεών, ως έλεγον, και θα εγνώριζον καλά τους προγόνους των. Αδύνατον λοιπόν να μη πιστεύωμεν εις τα τέκνα των Θεών, ει και άνευ αποδείξεων πιθανών ή αναγκαίων ομιλούσιν. Αλλ’ επειδή λέγουσιν ότι τα διηγούνται ως οικογενειακά πράγματα, ημείς υπακούοντες εις τον νόμον πρέπει να τα πιστεύωμεν. Ούτω λοιπόν και η γένεσις των Θεών τούτων ας είναι και δι’ ημάς όπως ούτοι λέγουσι, και ας λέγηται: ότι εκ της Γης και του Ουρανού εγεννήθησαν παίδες ο Ωκεανός και η Θέτις· εκ τούτων δε ο Φόρκυς και ο Κρόνος και η Ρέα και όσοι μετ’ αυτών· εκ του Κρόνου δε και της

41. | Ρέας εγεννήθησαν ο Ζευς και η Ήρα και πάντες, όσους γνωρίζομεν ότι λέγονται αδελφοί αυτών, και ακόμη άλλοι απόγονοι τούτων. Ότε λοιπόν όλοι οι Θεοί, όσοι περιφέρονται φανερά, και όσοι φανερώνονται καθ’ όσον θέλουσιν 98, έλαβον γέννησιν, εκείνος, όστις εγέννησε το σύμπαν τούτο, λέγει εις αυτούς ταύτα: «Θεοί (τέκνα) Θεών, των οποίων εγώ είμαι ο δημιουργός και πατήρ, έργων, τα οποία γεννηθέντα δι’ εμού είναι αδιάλυτα όταν εγώ δεν θέλω 99. Αληθώς παν ότι εδέθη δύναται να λυθή, αλλ’ εκείνο το οποίον καλώς συνηρμόσθη και έχει καλώς να θέλη να λύση τις, πράττει έργον κακού 100. Διά τούτο, και επειδή έχετε

Β. | γεννηθή, δεν είσθε μεν αθάνατοι ουδέ αδιάλυτοι το παράπαν, αλλ’ όμως δεν θέλετε διαλυθή, ούτε θα υποκύψητε εις την μοίραν του θανάτου, διότι έχετε υπέρ υμών την θέλησίν μου, ήτις είναι δεσμός πολύ μεγαλύτερος και στερεώτερος παρά εκείνους, διά των οποίων συνεδέθητε, ότε εγεννάσθε. Τώρα λοιπόν ταύτα τα οποία λέγω και δηλώνω εις υμάς, ακούσατε. Γένη θνητά τρία ακόμη υπολείπονται να γεννηθώσι, και λοιπόν εάν ταύτα δεν γεννηθώσιν, ο κόσμος θα είναι ατελής, διότι δεν θα

C. | έχη εντός εαυτού όλα τα γένη των ζώων· και όμως πρέπει να τα έχη, εάν μέλλη να είναι όσον πρέπει τέλειος. Αλλ’ εάν ταύτα δι’ εμού γεννηθώσι και λάβωσι ζωήν, θα είναι ίσα με Θεούς. Διά να είναι λοιπόν ταύτα θνητά, τούτο δε το Παν πραγματικώς Άπαν (σύμπαν), αναλάβετε υμείς κατά την φύσιν υμών την δημιουργίαν των ζώων, μιμούμενοι την ενέργειάν μου εις την γένεσιν υμών. Και ως προς το μέρος αυτών εκείνο, το οποίον πρέπει να έχη το όνομα των αθανάτων, λεγόμενον θείον και διευθύνον εν αυτοίς το μέρος, όπερ θέλει να υπακούη εις την δικαιοσύνην και εις υμάς, τούτο εγώ θα σπείρω και θα προνοήσω

Δ. | να παραδώσω εις υμάς. Ως προς δε το λοιπόν υμείς συνυφαίνοντες το θνητόν με το αθάνατον δημιουργείτε και γεννάτε τα ζώα, και δίδοντες τροφήν αυξάνετε αυτά και όταν αποθνήσκωσι, δέχεστε αυτά πάλιν.

XIV. Δημιουργεί λοιπόν τας λογικάς ψυχάς και διανέμει εις τα άστρα, όπου δεικνύει εις αυτάς την φύσιν των πραγμάτων (τας ιδέας), ίνα αναμιμνήσκωνται, όταν θα καταβώσιν εις τα επί της γης και των άλλων πλανητών σώματα. Και όσαι θα ζήσωσι μετά δικαιοσύνης θα επιστρέψωσι πάλιν εις τον αστέρα αυτών, αι δε άλλαι θα μεταβώσιν εις σώματα ζώων.

ταῦτ’ εἶπε, καὶ πάλιν ἐπὶ τὸν πρότερον κρατῆρα, ἐν ᾧ τὴν τοῦ παντὸς ψυχὴν κεραννὺς ἔμισγεν, τὰ τῶν πρόσθεν ὑπόλοιπα κατεχεῖτο μίσγων τρόπον μέν τινα τὸν αὐτόν, ἀκήρατα δὲ οὐκέτι κατὰ ταὐτὰ ὡσαύτως, ἀλλὰ δεύτερα καὶ τρίτα. συστήσας δὲ τὸ πᾶν διεῖλεν ψυχὰς ἰσαρίθμους τοῖς ἄστροις,





[41e] ἔνειμέν θ’ ἑκάστην πρὸς ἕκαστον, καὶ ἐμβιβάσας ὡς ἐς ὄχημα τὴν τοῦ παντὸς φύσιν ἔδειξεν, νόμους τε τοὺς εἱμαρμένους εἶπεν αὐταῖς, ὅτι γένεσις πρώτη μὲν ἔσοιτο τεταγμένη μία πᾶσιν, ἵνα μήτις ἐλαττοῖτο ὑπ’ αὐτοῦ, δέοι δὲ σπαρείσας αὐτὰς εἰς τὰ προσήκοντα ἑκάσταις ἕκαστα ὄργανα χρόνων

[42a] φῦναι ζῴων τὸ θεοσεβέστατον, διπλῆς δὲ οὔσης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τὸ κρεῖττον τοιοῦτον εἴη γένος ὃ καὶ ἔπειτα κεκλήσοιτο ἀνήρ. ὁπότε δὴ σώμασιν ἐμφυτευθεῖεν ἐξ ἀνάγκης, καὶ τὸ μὲν προσίοι, τὸ δ’ ἀπίοι τοῦ σώματος αὐτῶν, πρῶτον μὲν αἴσθησιν ἀναγκαῖον εἴη μίαν πᾶσιν ἐκ βιαίων παθημάτων σύμφυτον γίγνεσθαι, δεύτερον δὲ ἡδονῇ καὶ λύπῃ μεμειγμένον ἔρωτα, πρὸς δὲ τούτοις φόβον καὶ θυμὸν ὅσα

[42b] τε ἑπόμενα αὐτοῖς καὶ ὁπόσα ἐναντίως πέφυκε διεστηκότα: ὧν εἰ μὲν κρατήσοιεν, δίκῃ βιώσοιντο, κρατηθέντες δὲ ἀδικίᾳ. καὶ ὁ μὲν εὖ τὸν προσήκοντα χρόνον βιούς, πάλιν εἰς τὴν τοῦ συννόμου πορευθεὶς οἴκησιν ἄστρου, βίον εὐδαίμονα καὶ συνήθη ἕξοι, σφαλεὶς δὲ τούτων εἰς γυναικὸς φύσιν ἐν τῇ






[42c] δευτέρᾳ γενέσει μεταβαλοῖ: μὴ παυόμενός τε ἐν τούτοις ἔτι κακίας, τρόπον ὃν κακύνοιτο, κατὰ τὴν ὁμοιότητα τῆς τοῦ τρόπου γενέσεως εἴς τινα τοιαύτην ἀεὶ μεταβαλοῖ θήρειον φύσιν, ἀλλάττων τε οὐ πρότερον πόνων λήξοι, πρὶν τῇ ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περιόδῳ τῇ ἐν αὑτῷ συνεπισπώμενος τὸν πολὺν ὄχλον καὶ ὕστερον προσφύντα ἐκ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἀέρος

[42d] καὶ γῆς, θορυβώδη καὶ ἄλογον ὄντα, λόγῳ κρατήσας εἰς τὸ τῆς πρώτης καὶ ἀρίστης ἀφίκοιτο εἶδος ἕξεως. διαθεσμοθετήσας δὲ πάντα αὐτοῖς ταῦτα, ἵνα τῆς ἔπειτα εἴη κακίας ἑκάστων ἀναίτιος, ἔσπειρεν τοὺς μὲν εἰς γῆν, τοὺς δ’ εἰς σελήνην, τοὺς δ’ εἰς τἆλλα ὅσα ὄργανα χρόνου: τὸ δὲ μετὰ τὸν σπόρον τοῖς νέοις παρέδωκεν θεοῖς σώματα πλάττειν θνητά, τό τ’ ἐπίλοιπον, ὅσον ἔτι ἦν ψυχῆς ἀνθρωπίνης δέον



[42e] προσγενέσθαι, τοῦτο καὶ πάνθ’ ὅσα ἀκόλουθα ἐκείνοις ἀπεργασαμένους ἄρχειν, καὶ κατὰ δύναμιν ὅτι κάλλιστα καὶ ἄριστα τὸ θνητὸν διακυβερνᾶν ζῷον, ὅτι μὴ κακῶν αὐτὸ ἑαυτῷ γίγνοιτο αἴτιον.

Ταύτα είπε, και πάλιν εις τον αυτόν κρατήρα, εντός του οποίου πρότερον αναμιγνύων έκαμνε με το κράμα την ψυχήν, έχυσεν ό,τι είχε πρότερον υπολειφθή 101 αναμιγνύων αυτό εν μέρει μεν κατά τον αυτόν τρόπον, αλλ’ όχι πλέον ούτω καθαρόν και αμετάβλητον, αλλά δεύτερον και τρίτον (ως προς ταύτας τας ιδιότητας). Ότε δε εσύστησεν αυτό εις έν όλον, το διήρεσεν εις ψυχάς ισαρίθμους με τα άστρα, έδωκεν εκάστην ψυχήν εις έκαστον άστρον, και επιβιβάσας αυτάς ούτως ως εις έν όχημα έδει-

Ε. | ξεν εις αυτάς την φύσιν του παντός και είπεν εις αυτάς τους μοιραίους νόμους του: — ότι η πρώτη γένεσις 102 θα είναι διατεταγμένη η αυτή εις όλας, ίνα μη τις στερηθή τι υπ’ αυτού· ότι πρέπει αύται διασπαρείσαι εις έκαστον όργανον του χρόνου 103 το κατάλληλον εις εκάστην, να γεννήσωσι το θεοσεβέστατον

42. | ζώον· και ότι, επειδή είναι διπλή η ανθρωπίνη φύσις, το καλύτερον φύλον θα είναι εκείνο, όπερ και έπειτα θα καλήται ανήρ· ότι, ότε έπειτα εξ ανάγκης θα φυτευθώσιν εις (ενωθώσι με) τα σώματα, και μέρος μεν θα προστίθηται, μέρος δε θα αφαιρήται από του σώματος αυτών, πρώτον μεν θα είναι ανάγκη, όπως εκ των βιαίων τούτων παθημάτων γεννάται αίσθημα εις όλας έμφυτον, δεύτερον δε έρως μεμιγμένος με ηδονήν και λύ-

Β. | πην, και προς τούτοις φόβος και θυμός, και όσα άλλα πάθη ακολουθούσιν εις ταύτα και όσα αντιστρόφως είναι φύσει εναντία προς αυτά· και αν αύται δεσπόσωσι των παθών τούτων, θα ζήσωσιν εν δικαιοσύνη, αν δε δουλωθώσιν εις αυτά, εν αδικία. Και όστις ζήση καλώς κατά τον δοθέντα εις αυτόν χρόνον, πάλιν επανελθών εις την κατοικίαν του οικείου εις αυτόν άστρου, θα ζη ζωήν ευδαίμονα και ειθισμένην 104, όστις όμως αμαρτήση, ούτος κατά την δευτέραν γέννησιν θα μεταβληθή εις γυναίκα 105, και αν ακόμη και τότε δεν παύση από του να πράττη το κακόν, συμφώνως με το είδος της κακίας του θα μεταβάλληται εκάστοτε,

C. | καθ’ ομοιότητα των ηθών τα οποία απέκτησεν, εις τοιαύτην φύσιν θηρίου, και δεν θα εύρη την λήξιν των μεταμορφώσεων και των βασάνων τούτων, πριν ή ακολουθών την περιφοράν εκείνου, όπερ εν εαυτώ είναι ταυτόν και όμοιον, και διά του λόγου καθυποτάξας τον πολύν όχλον, όστις και ύστερον έχει προσκολληθή εις αυτόν εκ μερών πυρός και ύδατος και αέ-

Δ. | ρος και γης, όγκον θορυβώδη και παράλογον, επανέλθη εις την μορφήν της πρώτης και αρίστης καταστάσεώς του. Ότε δε πάντα ταύτα ενομοθέτησεν εις αυτούς 106 τότε διά να είναι αθώος από πάσης μετά ταύτα κακίας εκάστου αυτών, έσπειρεν άλλους μεν εις τον Ήλιον, άλλους δε εις την Σελήνην, άλλους εις άλλα, όσα υπάρχουσιν όργανα χρόνου, και μετά την σποράν ταύτην ανέθηκεν εις τους νέους θεούς να πλάσωσι τα θνητά σώματα, και πλάττοντες ούτοι όσον έλειπεν ακόμη εκ της ανθρωπίνης ψυχής και το οποίον έπρεπε να προστεθή, τούτο και

Ε. | ακόμη αφού πάντα όσα είναι ακόλουθα εις ταύτα δημιουργήσωσι, να άρχωσι και να κυβερνώσιν όσον το δυνατόν κάλλιστα και άριστα το θνητόν ζώον, εκτός εάν αυτό τούτο γίνηται αίτιον συμφορών εις εαυτό.

XV. Οι γενητοί θεοί πλάττουσι το σώμα εκ των τεσσάρων στοιχείων. Αλλ’ η τροφή, την οποίαν αναγκάζεται τούτο να εισάγη και εξάγη, και άλλα αίτια φέρουσιν αλλοιώσεις και γίνονται κώλυμα εις τας λογικάς κινήσεις. Εκ τούτου η ανάγκη της παιδαγωγίας.

καὶ ὁ μὲν δὴ ἅπαντα ταῦτα διατάξας ἔμενεν ἐν τῷ ἑαυτοῦ κατὰ τρόπον ἤθει: μένοντος δὲ νοήσαντες οἱ παῖδες τὴν τοῦ πατρὸς τάξιν ἐπείθοντο αὐτῇ, καὶ λαβόντες ἀθάνατον ἀρχὴν θνητοῦ ζῴου, μιμούμενοι τὸν σφέτερον δημιουργόν, πυρὸς καὶ γῆς ὕδατός τε καὶ ἀέρος ἀπὸ τοῦ κόσμου δανειζόμενοι



[43a] μόρια ὡς ἀποδοθησόμενα πάλιν, εἰς ταὐτὸν τὰ λαμβανόμενα συνεκόλλων, οὐ τοῖς ἀλύτοις οἷς αὐτοὶ συνείχοντο δεσμοῖς, ἀλλὰ διὰ σμικρότητα ἀοράτοις πυκνοῖς γόμφοις συντήκοντες, ἓν ἐξ ἁπάντων ἀπεργαζόμενοι σῶμα ἕκαστον, τὰς τῆς ἀθανάτου ψυχῆς περιόδους ἐνέδουν εἰς ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀπόρρυτον. αἱ δ’ εἰς ποταμὸν ἐνδεθεῖσαι πολὺν οὔτ’ ἐκράτουν οὔτ’ ἐκρατοῦντο, βίᾳ δὲ ἐφέροντο καὶ ἔφερον, ὥστε τὸ


[43b] μὲν ὅλον κινεῖσθαι ζῷον, ἀτάκτως μὴν ὅπῃ τύχοι προϊέναι καὶ ἀλόγως, τὰς ἓξ ἁπάσας κινήσεις ἔχον: εἴς τε γὰρ τὸ πρόσθε καὶ ὄπισθεν καὶ πάλιν εἰς δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κάτω τε καὶ ἄνω καὶ πάντῃ κατὰ τοὺς ἓξ τόπους πλανώμενα προῄειν. πολλοῦ γὰρ ὄντος τοῦ κατακλύζοντος καὶ ἀπορρέοντος κύματος ὃ τὴν τροφὴν παρεῖχεν, ἔτι μείζω θόρυβον ἀπηργάζετο τὰ τῶν προσπιπτόντων παθήματα ἑκάστοις, ὅτε



[43c] πυρὶ προσκρούσειε τὸ σῶμά τινος ἔξωθεν ἀλλοτρίῳ περιτυχὸν ἢ καὶ στερεῷ γῆς πάγῳ ὑγροῖς τε ὀλισθήμασιν ὑδάτων, εἴτε ζάλῃ πνευμάτων ὑπὸ ἀέρος φερομένων καταληφθείη, καὶ ὑπὸ πάντων τούτων διὰ τοῦ σώματος αἱ κινήσεις ἐπὶ τὴν ψυχὴν φερόμεναι προσπίπτοιεν: αἳ δὴ καὶ ἔπειτα διὰ ταῦτα ἐκλήθησάν τε καὶ νῦν ἔτι αἰσθήσεις συνάπασαι κέκληνται. καὶ δὴ καὶ τότε ἐν τῷ παρόντι πλείστην καὶ μεγίστην παρεχόμεναι κίνησιν, μετὰ τοῦ ῥέοντος ἐνδελεχῶς


[43d] ὀχετοῦ κινοῦσαι καὶ σφοδρῶς σείουσαι τὰς τῆς ψυχῆς περιόδους, τὴν μὲν ταὐτοῦ παντάπασιν ἐπέδησαν ἐναντία αὐτῇ ῥέουσαι καὶ ἐπέσχον ἄρχουσαν καὶ ἰοῦσαν, τὴν δ’ αὖ θατέρου διέσεισαν, ὥστε τὰς τοῦ διπλασίου καὶ τριπλασίου τρεῖς ἑκατέρας ἀποστάσεις καὶ τὰς τῶν ἡμιολίων καὶ ἐπιτρίτων καὶ ἐπογδόων μεσότητας καὶ συνδέσεις, ἐπειδὴ παντελῶς λυταὶ οὐκ ἦσαν πλὴν ὑπὸ τοῦ συνδήσαντος, πάσας μὲν



[43e] στρέψαι στροφάς, πάσας δὲ κλάσεις καὶ διαφθορὰς τῶν κύκλων ἐμποιεῖν, ὁσαχῇπερ ἦν δυνατόν, ὥστε μετ’ ἀλλήλων μόγις συνεχομένας φέρεσθαι μέν, ἀλόγως δὲ φέρεσθαι, τοτὲ μὲν ἀντίας, ἄλλοτε δὲ πλαγίας, τοτὲ δὲ ὑπτίας: οἷον ὅταν τις ὕπτιος ἐρείσας τὴν κεφαλὴν μὲν ἐπὶ γῆς, τοὺς δὲ πόδας ἄνω προσβαλὼν ἔχῃ πρός τινι, τότε ἐν τούτῳ τῷ πάθει τοῦ τε πάσχοντος καὶ τῶν ὁρώντων τά τε δεξιὰ ἀριστερὰ καὶ τὰ ἀριστερὰ δεξιὰ ἑκατέροις τὰ ἑκατέρων φαντάζεται. ταὐτὸν δὴ τοῦτο καὶ τοιαῦτα ἕτερα αἱ περιφοραὶ πάσχουσαι σφοδρῶς,




[44a] ὅταν τέ τῳ τῶν ἔξωθεν τοῦ ταὐτοῦ γένους ἢ τοῦ θατέρου περιτύχωσιν, τότε ταὐτόν τῳ καὶ θάτερόν του τἀναντία τῶν ἀληθῶν προσαγορεύουσαι ψευδεῖς καὶ ἀνόητοι γεγόνασιν, οὐδεμία τε ἐν αὐταῖς τότε περίοδος ἄρχουσα οὐδ’ ἡγεμών ἐστιν: αἷς δ’ ἂν ἔξωθεν αἰσθήσεις τινὲς φερόμεναι καὶ προσπεσοῦσαι συνεπισπάσωνται καὶ τὸ τῆς ψυχῆς ἅπαν κύτος, τόθ’ αὗται κρατούμεναι κρατεῖν δοκοῦσι. καὶ διὰ δὴ ταῦτα πάντα τὰ παθήματα νῦν κατ’ ἀρχάς τε ἄνους ψυχὴ γίγνεται


[44b] τὸ πρῶτον, ὅταν εἰς σῶμα ἐνδεθῇ θνητόν. ὅταν δὲ τὸ τῆς αὔξης καὶ τροφῆς ἔλαττον ἐπίῃ ῥεῦμα, πάλιν δὲ αἱ περίοδοι λαμβανόμεναι γαλήνης τὴν ἑαυτῶν ὁδὸν ἴωσι καὶ καθιστῶνται μᾶλλον ἐπιόντος τοῦ χρόνου, τότε ἤδη πρὸς τὸ κατὰ φύσιν ἰόντων σχῆμα ἑκάστων τῶν κύκλων αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι, τό τε θάτερον καὶ τὸ ταὐτὸν προσαγορεύουσαι κατ’ ὀρθόν, ἔμφρονα τὸν ἔχοντα αὐτὰς γιγνόμενον ἀποτελοῦσιν. ἂν μὲν οὖν δὴ καὶ συνεπιλαμβάνηταί τις ὀρθὴ τροφὴ παιδεύσεως,


[44c] ὁλόκληρος ὑγιής τε παντελῶς, τὴν μεγίστην ἀποφυγὼν νόσον, γίγνεται: καταμελήσας δέ, χωλὴν τοῦ βίου διαπορευθεὶς ζωήν, ἀτελὴς καὶ ἀνόητος εἰς ̔́Αιδου πάλιν ἔρχεται. ταῦτα μὲν οὖν ὕστερά ποτε γίγνεται: περὶ δὲ τῶν νῦν προτεθέντων δεῖ διελθεῖν ἀκριβέστερον, τὰ δὲ πρὸ τούτων, περὶ σωμάτων κατὰ μέρη τῆς γενέσεως καὶ περὶ ψυχῆς, δι’ ἅς τε αἰτίας καὶ προνοίας γέγονε θεῶν, τοῦ μάλιστα




[44d] εἰκότος ἀντεχομένοις, οὕτω καὶ κατὰ ταῦτα πορευομένοις διεξιτέον.

Και ότε ταύτα πάντα διέταξεν ο δημιουργός, έμενε κατά την φύσιν αυτού εις το οικείον ήθος 107. Και ενώ έμενεν ούτω, τα τέκνα νοήσαντα την διάταξιν του πατρός, υπήκουον εις αυτήν, και λαβόντες την αθάνατον αρχήν του θνητού ζώου, μιμούμενοι τον πατέρα αυτών, εδανείζοντο εκ του κόσμου, με τον σκοπόν να τα αποδώσωσι πάλιν 108, μόρια πυρός και γης και ύδατος και αέρος,

43. | και όσα ελάμβανον τα συνεκόλλων όχι με εκείνους τους αδιαλύτους δεσμούς με τους οποίους αυτοί συνεδέοντο, αλλά τα συνέδεον με πυκνούς γόμφους, αοράτους ένεκα της σμικρότητός των, και πλάττοντες εξ όλων τούτων των στοιχείων έκαστον σώμα, έν όλον, τας περιφοράς (κύκλους) της αθανάτου ψυχής συνέδεον εις σώμα πάσχον εισροάς και απορροάς (μορίων). Αι περιφοραί δε, εις ποταμόν εξωγκωμένον βυθισθείσαι, ούτε ενίκων

Β. | αυτόν ούτε ενικώντο, αλλά βιαίως εσύροντο και έσυρον ώστε το όλον ζωον εκινείτο, ατάκτως όμως και όπως έτυχε προχωρούν και αλόγως, έχον όλας τας έξ κινήσεις· διότι έβαινε και εμπρός και όπισθεν, και πάλιν δεξιά και αριστερά, και άνω και κάτω, και πανταχού πλανώμενον κατά τους έξ τούτους τρόπους. Τω όντι, ει και ήτο πολύ το ρεύμα το οποίον και επλημμύρει και έρρεεν έξω του σώματος και το οποίον έδιδε την τροφήν, ακόμη περισσότερον θόρυβον παρήγεν εκείνο το οποίον έκαστος

C. | έπασχεν από τα εξωτερικά συμβάντα, ότε το σώμα αυτού ήθελε τύχει να προσκρούση εις πυρ ξένον ή ήθελε καταληφθή υπό της στερεότητος της γης ή υπό υγράς ολισθήσεως του ύδατος, ή υπό θυέλλης των άνεμων συρομένων υπό του αέρος, και ότε υπό πάντων τούτων ωθούμεναι αι κινήσεις ήθελον διά του σώματος εμπέσει εις την ψυχήν. Αι κινήσεις δε αύται και έπειτα ωνομάσθησαν διά ταύτα και ακόμη και τώρα καλούνται αισθήσεις όλαι. Και τω όντι πάραυτα και τότε αύται παράγουσαι πλείστην και μεγίστην κίνησιν, και μετά του απαύστως ρέοντος

Δ. | ποταμού κινούσαι και σείουσαι σφοδρώς τους κύκλους της ψυχής, τον μεν του ταυτού εντελώς έδεσαν, ρέουσαι εναντίον αυτού, και τον ημπόδισαν να εξουσιάζη και να προχωρή, και τον κύκλον πάλιν του ετέρου διετάραξαν ούτως, ώστε και τας τρεις αποστάσεις του διπλασίου και τας τρεις του τριπλασίου και τα διάστήματα (μεσότητας) και τους δεσμούς του ενός και ημίσεος (1 1/2), του ενός και ενός τρίτου (1 1/3) και του ενός και ενός ογδόου (1 1/8), επειδή ούτοι και πρότερον δεν ήσαν εντελώς άλυτοι, ειμή υπό

Ε. | του συνδέσαντος αυτούς, έστρεψαν κατά πάσας τας στροφάς, επέφερον δε παν είδος θλάσεως και φθοράς των κύκλων, καθ’ όσους εδύναντο τρόπους. Ούτως αι περιφοραί αύται (της ψυχής), μόλις συνεχόμεναι μεταξύ των, εκινούντο μεν, αλλ’ εκινούντο αλόγως, άλλοτε εναντίαι, άλλοτε πλάγιαι και άλλοτε ύπτιαι. Ούτω, και όταν τις ανάποδα στηρίξας την κεφαλήν του, επί της γης, τους δε πόδας υψώσας προς τα άνω, ευρίσκηται απέναντι άλλου, τότε εις τοιαύτην κατάστασιν του πάσχοντος και του βλέποντος αυτόν τα δεξιά μέρη του ενός φαίνονται αριστερά εις τον άλλον, και τα αριστερά δεξιά αμοιβαίως. Το αυτό λοιπόν πάθος και άλλα τοιαύτα πάσχουσαι σφοδρώς αι περιφοραί, όταν τύχη να

44. | συναντήσωσι πράγμα τι εξωτερικόν ανήκον εις την τάξιν του ταυτού ή του ετέρου, τότε, λέγουσαι ότι αυτό είναι ταυτόν προς τι και διάφορον άλλου 109 εναντίον της αληθείας, γίνονται ψευδείς και ανόητοι, και ουδεμία υπάρχει πλέον μεταξύ αυτών περιστροφή άρχουσα και κυβερνώσα τας άλλας. Αν δε πάλιν αισθήσεις τινές, ωθούμεναι έξωθεν, εισέλθωσι και παρασύρωσι μεθ’ εαυτών όλην την ψυχήν, τότε αι περιφοραί, ενώ εξουσιάζονται 110, φαίνονται ότι εξουσιάζουσι. Και δι’ όλα ταύτα τα

Β. | παθήματά της η ψυχή και τώρα, όπως απ’ αρχής, γένεται ανόητος ευθύς άμα δεθή εις θνητόν σώμα. Όταν όμως το ρεύμα της αυξήσεως και της θρέψεως καταντά βαθμηδόν ολιγώτερον, και οι κύκλοι πάλιν επιτυχόντες γαλήνην πορεύωνται την οδόν αυτών, και γίνωνται κανονικώτεροι με την πρόοδον του χρόνου, τότε πλέον αι τροχιαί κατευθυνόμεναι κατά την τάξιν (το σχήμα) των κατ’ ιδίαν κύκλων οίτινες κινούνται κατά φύσιν, τότε λέγουσαι ορθώς τα κατηγορήματα του ταυτού και του ετέρου κατορθούσιν ώστε να γίνη συνετός ο έχων αυτάς. Αν δε και ορθή

C. | ανατροφή και παίδευσις επέλθη βοηθός είς τινα, ούτος αποφυγών την μεγίστην νόσον γίνεται ακέραιος και υγιής εντελώς. Εάν όμως αμελήση, πορευθείς την οδόν της ζωής με χωλόν τον πόδα, επιστρέφει εις τον Άδην χωρίς ουδέν να κατορθώση και να κερδήση. Τούτο δε συμβαίνει ύστερον κατά τινα χρόνον. Τώρα όμως πρέπει να εξετάσωμεν ακριβέστέρον τα προταθέντα (ζητήματα) και προ πάντων περί της γενέσεως των σωμάτων καθ’ έκαστον μέλος αυτών, και περί της ψυχής, διά ποίας αιτίας και προνοίας των θεών εγεννήθησαν, προσέχοντες εις το

Δ. | πιθανώτατον· ούτω και κατά ταύτα προχωρούντες πρέπει να εξετάσωμεν 111.

XVI. Την κεφαλήν πλάττουσι σφαιροειδή, ίνα κατοική εν αυτή η λογική ψυχή, και θέτουσιν επί της κορυφής του σώματος, όπερ είναι το όχημα αυτής. Εις το έμπροσθεν μέρος, εις το πρόσωπον προσέδεσαν τα όργανα των αισθήσεων και μάλιστα τα φωσφόρα όμματα, άτινα εμπεριέχουσι πυρ μη καίον, αλλά φωτεινόν. Εκ της συναντήσεως αυτού και του εξωτερικού φωτός γεννάται η αίσθησις της οράσεως, δι’ ης θεωρούμεν την τάξιν του παντός και τον αριθμόν, και ούτω κανονίζομεν τας εσωτερικάς κινήσεις της διανοίας και της βουλήσεως ημών. Προς τον αυτόν σκοπόν χρησιμεύει και η ακοή.

τὰς μὲν δὴ θείας περιόδους δύο οὔσας, τὸ τοῦ παντὸς σχῆμα ἀπομιμησάμενοι περιφερὲς ὄν, εἰς σφαιροειδὲς σῶμα ἐνέδησαν, τοῦτο ὃ νῦν κεφαλὴν ἐπονομάζομεν, ὃ θειότατόν τέ ἐστιν καὶ τῶν ἐν ἡμῖν πάντων δεσποτοῦν: ᾧ καὶ πᾶν τὸ σῶμα παρέδοσαν ὑπηρεσίαν αὐτῷ συναθροίσαντες θεοί, κατανοήσαντες ὅτι πασῶν ὅσαι κινήσεις ἔσοιντο μετέχοι. ἵν’ οὖν μὴ κυλινδούμενον ἐπὶ γῆς ὕψη τε καὶ βάθη παντοδαπὰ


[44e] ἐχούσης ἀποροῖ τὰ μὲν ὑπερβαίνειν, ἔνθεν δὲ ἐκβαίνειν, ὄχημα αὐτῷ τοῦτο καὶ εὐπορίαν ἔδοσαν: ὅθεν δὴ μῆκος τὸ σῶμα ἔσχεν, ἐκτατά τε κῶλα καὶ καμπτὰ ἔφυσεν τέτταρα θεοῦ μηχανησαμένου πορείαν, οἷς ἀντιλαμβανόμενον καὶ ἀπερειδόμενον διὰ πάντων τόπων πορεύεσθαι δυνατὸν γέγονε,


[45a] τὴν τοῦ θειοτάτου καὶ ἱερωτάτου φέρον οἴκησιν ἐπάνωθεν ἡμῶν. σκέλη μὲν οὖν χεῖρές τε ταύτῃ καὶ διὰ ταῦτα προσέφυ πᾶσιν: τοῦ δ’ ὄπισθεν τὸ πρόσθεν τιμιώτερον καὶ ἀρχικώτερον νομίζοντες θεοὶ ταύτῃ τὸ πολὺ τῆς πορείας ἡμῖν ἔδοσαν. ἔδει δὴ διωρισμένον ἔχειν καὶ ἀνόμοιον τοῦ σώματος τὸ πρόσθεν ἄνθρωπον. διὸ πρῶτον μὲν περὶ τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος, ὑποθέντες αὐτόσε τὸ πρόσωπον, ὄργανα ἐνέδησαν





[45b] τούτῳ πάσῃ τῇ τῆς ψυχῆς προνοίᾳ, καὶ διέταξαν τὸ μετέχον ἡγεμονίας τοῦτ’ εἶναι, τὸ κατὰ φύσιν πρόσθεν: τῶν δὲ ὀργάνων πρῶτον μὲν φωσφόρα συνετεκτήναντο ὄμματα, τοιᾷδε ἐνδήσαντες αἰτίᾳ. τοῦ πυρὸς ὅσον τὸ μὲν κάειν οὐκ ἔσχε, τὸ δὲ παρέχειν φῶς ἥμερον, οἰκεῖον ἑκάστης ἡμέρας, σῶμα ἐμηχανήσαντο γίγνεσθαι. τὸ γὰρ ἐντὸς ἡμῶν ἀδελφὸν ὂν τούτου πῦρ εἰλικρινὲς ἐποίησαν διὰ τῶν ὀμμάτων ῥεῖν λεῖον καὶ πυκνὸν ὅλον μέν, μάλιστα δὲ τὸ μέσον συμπιλήσαντες


[45c] τῶν ὀμμάτων, ὥστε τὸ μὲν ἄλλο ὅσον παχύτερον στέγειν πᾶν, τὸ τοιοῦτον δὲ μόνον αὐτὸ καθαρὸν διηθεῖν. ὅταν οὖν μεθημερινὸν ᾖ φῶς περὶ τὸ τῆς ὄψεως ῥεῦμα, τότε ἐκπῖπτον ὅμοιον πρὸς ὅμοιον, συμπαγὲς γενόμενον, ἓν σῶμα οἰκειωθὲν συνέστη κατὰ τὴν τῶν ὀμμάτων εὐθυωρίαν, ὅπῃπερ ἂν ἀντερείδῃ τὸ προσπῖπτον ἔνδοθεν πρὸς ὃ τῶν ἔξω συνέπεσεν. ὁμοιοπαθὲς δὴ δι’ ὁμοιότητα πᾶν γενόμενον, ὅτου τε ἂν αὐτό





[45d] ποτε ἐφάπτηται καὶ ὃ ἂν ἄλλο ἐκείνου, τούτων τὰς κινήσεις διαδιδὸν εἰς ἅπαν τὸ σῶμα μέχρι τῆς ψυχῆς αἴσθησιν παρέσχετο ταύτην ᾗ δὴ ὁρᾶν φαμεν. ἀπελθόντος δὲ εἰς νύκτα τοῦ συγγενοῦς πυρὸς ἀποτέτμηται: πρὸς γὰρ ἀνόμοιον ἐξιὸν ἀλλοιοῦταί τε αὐτὸ καὶ κατασβέννυται, συμφυὲς οὐκέτι τῷ πλησίον ἀέρι γιγνόμενον, ἅτε πῦρ οὐκ ἔχοντι. παύεταί τε οὖν ὁρῶν, ἔτι τε ἐπαγωγὸν ὕπνου γίγνεται: σωτηρίαν γὰρ ἣν οἱ θεοὶ τῆς ὄψεως ἐμηχανήσαντο, τὴν τῶν βλεφάρων



[45e] φύσιν, ὅταν ταῦτα συμμύσῃ, καθείργνυσι τὴν τοῦ πυρὸς ἐντὸς δύναμιν, ἡ δὲ διαχεῖ τε καὶ ὁμαλύνει τὰς ἐντὸς κινήσεις, ὁμαλυνθεισῶν δὲ ἡσυχία γίγνεται, γενομένης δὲ πολλῆς μὲν ἡσυχίας βραχυόνειρος ὕπνος ἐμπίπτει, καταλειφθεισῶν δέ τινων κινήσεων μειζόνων, οἷαι καὶ ἐν οἵοις ἂν τόποις λείπωνται,


[46a] τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα παρέσχοντο ἀφομοιωθέντα ἐντὸς ἔξω τε ἐγερθεῖσιν ἀπομνημονευόμενα φαντάσματα. τὸ δὲ περὶ τὴν τῶν κατόπτρων εἰδωλοποιίαν καὶ πάντα ὅσα ἐμφανῆ καὶ λεῖα, κατιδεῖν οὐδὲν ἔτι χαλεπόν. ἐκ γὰρ τῆς ἐντὸς ἐκτός τε τοῦ πυρὸς ἑκατέρου κοινωνίας ἀλλήλοις, ἑνός τε αὖ περὶ τὴν λειότητα ἑκάστοτε γενομένου καὶ πολλαχῇ μεταρρυθμισθέντος,




[46b] πάντα τὰ τοιαῦτα ἐξ ἀνάγκης ἐμφαίνεται, τοῦ περὶ τὸ πρόσωπον πυρὸς τῷ περὶ τὴν ὄψιν πυρὶ περὶ τὸ λεῖον καὶ λαμπρὸν συμπαγοῦς γιγνομένου. δεξιὰ δὲ φαντάζεται τὰ ἀριστερά, ὅτι τοῖς ἐναντίοις μέρεσιν τῆς ὄψεως περὶ τἀναντία μέρη γίγνεται ἐπαφὴ παρὰ τὸ καθεστὸς ἔθος τῆς προσβολῆς: δεξιὰ δὲ τὰ δεξιὰ καὶ τὰ ἀριστερὰ ἀριστερὰ τοὐναντίον, ὅταν μεταπέσῃ συμπηγνύμενον ᾧ συμπήγνυται φῶς,




[46c] τοῦτο δέ, ὅταν ἡ τῶν κατόπτρων λειότης, ἔνθεν καὶ ἔνθεν ὕψη λαβοῦσα, τὸ δεξιὸν εἰς τὸ ἀριστερὸν μέρος ἀπώσῃ τῆς ὄψεως καὶ θάτερον ἐπὶ θάτερον. κατὰ δὲ τὸ μῆκος στραφὲν τοῦ προσώπου ταὐτὸν τοῦτο ὕπτιον ἐποίησεν πᾶν φαίνεσθαι, τὸ κάτω πρὸς τὸ ἄνω τῆς αὐγῆς τό τ’ ἄνω πρὸς τὸ κάτω πάλιν ἀπῶσαν. ταῦτ’ οὖν πάντα ἔστιν τῶν συναιτίων οἷς θεὸς ὑπηρετοῦσιν χρῆται τὴν τοῦ ἀρίστου κατὰ τὸ δυνατὸν ἰδέαν




[46d] ἀποτελῶν: δοξάζεται δὲ ὑπὸ τῶν πλείστων οὐ συναίτια ἀλλὰ αἴτια εἶναι τῶν πάντων, ψύχοντα καὶ θερμαίνοντα πηγνύντα τε καὶ διαχέοντα καὶ ὅσα τοιαῦτα ἀπεργαζόμενα. λόγον δὲ οὐδένα οὐδὲ νοῦν εἰς οὐδὲν δυνατὰ ἔχειν ἐστίν. τῶν γὰρ ὄντων ᾧ νοῦν μόνῳ κτᾶσθαι προσήκει, λεκτέον ψυχήν–τοῦτο δὲ ἀόρατον, πῦρ δὲ καὶ ὕδωρ καὶ γῆ καὶ ἀὴρ σώματα πάντα ὁρατὰ γέγονεν–τὸν δὲ νοῦ καὶ ἐπιστήμης ἐραστὴν ἀνάγκη τὰς τῆς ἔμφρονος φύσεως αἰτίας πρώτας



[46e] μεταδιώκειν, ὅσαι δὲ ὑπ’ ἄλλων μὲν κινουμένων, ἕτερα δὲ κατὰ ἀνάγκης κινούντων γίγνονται, δευτέρας. ποιητέον δὴ κατὰ ταῦτα καὶ ἡμῖν: λεκτέα μὲν ἀμφότερα τὰ τῶν αἰτιῶν γένη, χωρὶς δὲ ὅσαι μετὰ νοῦ καλῶν καὶ ἀγαθῶν δημιουργοὶ καὶ ὅσαι μονωθεῖσαι φρονήσεως τὸ τυχὸν ἄτακτον ἑκάστοτε ἐξεργάζονται. τὰ μὲν οὖν τῶν ὀμμάτων συμμεταίτια πρὸς τὸ σχεῖν τὴν δύναμιν ἣν νῦν εἴληχεν εἰρήσθω: τὸ δὲ μέγιστον αὐτῶν εἰς ὠφελίαν ἔργον, δι’ ὃ θεὸς αὔθ’ ἡμῖν



[47a] δεδώρηται, μετὰ τοῦτο ῥητέον. ὄψις δὴ κατὰ τὸν ἐμὸν λόγον αἰτία τῆς μεγίστης ὠφελίας γέγονεν ἡμῖν, ὅτι τῶν νῦν λόγων περὶ τοῦ παντὸς λεγομένων οὐδεὶς ἄν ποτε ἐρρήθη μήτε ἄστρα μήτε ἥλιον μήτε οὐρανὸν ἰδόντων. νῦν δ’ ἡμέρα τε καὶ νὺξ ὀφθεῖσαι μῆνές τε καὶ ἐνιαυτῶν περίοδοι καὶ ἰσημερίαι καὶ τροπαὶ μεμηχάνηνται μὲν ἀριθμόν, χρόνου δὲ ἔννοιαν περί τε τῆς τοῦ παντὸς φύσεως ζήτησιν ἔδοσαν: ἐξ ὧν

[47b] ἐπορισάμεθα φιλοσοφίας γένος, οὗ μεῖζον ἀγαθὸν οὔτ’ ἦλθεν οὔτε ἥξει ποτὲ τῷ θνητῷ γένει δωρηθὲν ἐκ θεῶν. λέγω δὴ τοῦτο ὀμμάτων μέγιστον ἀγαθόν: τἆλλα δὲ ὅσα ἐλάττω τί ἂν ὑμνοῖμεν, ὧν ὁ μὴ φιλόσοφος τυφλωθεὶς ὀδυρόμενος ἂν θρηνοῖ μάτην; ἀλλὰ τούτου λεγέσθω παρ’ ἡμῶν αὕτη ἐπὶ ταῦτα αἰτία, θεὸν ἡμῖν ἀνευρεῖν δωρήσασθαί τε ὄψιν, ἵνα τὰς ἐν οὐρανῷ τοῦ νοῦ κατιδόντες περιόδους χρησαίμεθα ἐπὶ τὰς περιφορὰς τὰς τῆς παρ’ ἡμῖν διανοήσεως, συγγενεῖς



[47c] ἐκείναις οὔσας, ἀταράκτοις τεταραγμένας, ἐκμαθόντες δὲ καὶ λογισμῶν κατὰ φύσιν ὀρθότητος μετασχόντες, μιμούμενοι τὰς τοῦ θεοῦ πάντως ἀπλανεῖς οὔσας, τὰς ἐν ἡμῖν πεπλανημένας καταστησαίμεθα. φωνῆς τε δὴ καὶ ἀκοῆς πέρι πάλιν ὁ αὐτὸς λόγος, ἐπὶ ταὐτὰ τῶν αὐτῶν ἕνεκα παρὰ θεῶν δεδωρῆσθαι. λόγος τε γὰρ ἐπ’ αὐτὰ ταῦτα τέτακται, τὴν μεγίστην συμβαλλόμενος εἰς αὐτὰ μοῖραν, ὅσον τ’ αὖ μουσικῆς




[47d] φωνῇ χρήσιμον πρὸς ἀκοὴν ἕνεκα ἁρμονίας ἐστὶ δοθέν. ἡ δὲ ἁρμονία, συγγενεῖς ἔχουσα φορὰς ταῖς ἐν ἡμῖν τῆς ψυχῆς περιόδοις, τῷ μετὰ νοῦ προσχρωμένῳ Μούσαις οὐκ ἐφ’ ἡδονὴν ἄλογον καθάπερ νῦν εἶναι δοκεῖ χρήσιμος, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν γεγονυῖαν ἐν ἡμῖν ἀνάρμοστον ψυχῆς περίοδον εἰς κατακόσμησιν καὶ συμφωνίαν ἑαυτῇ σύμμαχος ὑπὸ Μουσῶν δέδοται: καὶ ῥυθμὸς αὖ διὰ τὴν ἄμετρον ἐν ἡμῖν καὶ χαρίτων



[47e] ἐπιδεᾶ γιγνομένην ἐν τοῖς πλείστοις ἕξιν ἐπίκουρος ἐπὶ ταὐτὰ ὑπὸ τῶν αὐτῶν ἐδόθη.

Οι Θεοί λοιπόν απομιμηθέντες το σχήμα του παντός, το οποίον είναι στρογγύλον, συνέδεσαν τους θείους κύκλους, οίτινες είναι δύο, εις έν σφαιροειδές σώμα, τούτο όπερ τώρα καλούμεν κεφαλήν και είναι το θειότατον πάντων των εν ημίν πραγμάτων και εξουσιάζει πάντα. Εις αυτό παρέδοσαν οι θεοί προς υπηρεσίαν και όλον το σώμα, συνενώσαντες τούτο, διότι κατενόησαν ότι έμελλε να μετέχη όλων των κινήσεων, αίτινες θα γίνωνται. Ίνα λοιπόν η κεφαλή κυλιομένη επί της γης, ήτις έχει

Ε. | ύψη και βάθη παντός είδους, μη δυσκολεύηται εκείνα μεν να υπερβαίνη, εκ τούτων δε να εξέρχηται, έδοσαν εις αυτήν το σώμα ως όχημα και προς ευκολίαν. Διά τούτο ακριβώς το σώμα έλαβε μήκος και εγέννησε τέσσαρα άκρα μέλη δυνάμενα να εκτείνωνται και να κάμπτωνται, τα οποία επρομήθευσεν ο Θεός 112 και διά τούτων συλλαμβάνον και στηριζόμενον έγινεν ικανόν

45. | να πορεύηται διά παντός τόπου, φέρον επάνωθεν ημών την κατοικίαν του θειοτάτου και ιερωτάτου. Σκέλη λοιπόν και χείρες τοιουτοτρόπως και διά τας αιτίας ταύτας προσετέθησαν εις πάντας. Επειδή δε οι θεοί ενόμιζον, ότι το έμπροσθεν μέρος είναι περισσότερον άξιον τιμής και εξουσίας παρά το όπισθεν, κατά την διεύθυνσιν ταύτην μας έδοσαν τον συνηθέστερον τρόπον του βαδίζειν. Έπρεπε δε ο άνθρωπος να έχη το έμπροσθεν του σώματος ανόμοιον με το όπισθεν. Διά τούτο πρώτον μεν πέριξ του δοχείου της κεφαλής, αφού έθεσαν εις τούτο το μέρος το πρόσωπον, συνέδεσαν μετ’ αυτού όργανα κατάλληλα προς πάσαν πρό-

Β. | νοιαν της ψυχής, και διέταξαν τούτο, το οποίον είναι φύσει έμπροσθεν, να είναι μέτοχον της κυβερνήσεως. Και εκ των οργάνων τούτων πρώτα έπλασαν τα φέροντα το φως, τα όμματα, και τα συνέδεσαν (εις το πρόσωπον) κατά τον εξής τρόπον: Όσον μέρος του πυρός δεν έχει την ιδιότητα να καίη, αλλά να μας δίδη το ήμερον φως, το ανήκον εις την ημέραν, εμηχανεύθησαν να το κάμωσιν εν σώμα. Τω όντι το εντός ημών καθαρόν πυρ, το οποίον είναι αδελφόν εκείνου, το έκαμον να ρέη διά μέσου των ομμάτων λείον και πυκνόν, αφού συνέ-

C. | σφίγξαν όλον το όμμα, αλλά περισσότερον το μέσον αυτού, ούτως ώστε να εμποδίζη το λοιπόν μέρος του πυρός, όσον ήτο πυκνότερον, και να αφίνη να διέρχηται το λεπτόν μόνον καθαρόν. Όταν λοιπόν υπάρχη φως της ημέρας πέριξ του ρεύματος τούτου της όψεως, τότε πίπτει όμοιον εις όμοιον 113 και συνενούμενα στερεώς αποτελούσιν έν μόνον σώμα ομοίας φύσεως κατά την διεύθυνσιν των ομμάτων εκεί, όπου το προστιθέμενον έσωθεν συγκρούεται προς εκείνο, όπερ έρχεται εις συνάντησίν του έξωθεν. Όθεν διά την ομοιότητα ταύτην όλον τούτο γινόμενον ομοιοπαθές οιονδήποτε πράγμα ήθελέ ποτε εγγίσει αυτό, ή εγγιχθή

Δ. | τούτο υπ’ άλλου, και διαδίδον τας κινήσεις αυτών καθ’ όλον το σώμα μέχρι της ψυχής παράγει την αίσθησιν εκείνην, διά της οποίας ακριβώς λέγομεν ότι βλέπομεν 114. Αλλ’ όταν το συγγενές πυρ απέρχηται, ότε γίνεται νυξ, το άλλο μένει αποκεκομμένον, διότι εξερχόμενον προς εκείνο, όπερ είναι ανόμοιον, μεταβάλλεται αυτό τούτο και σβύνεται, μη ον πλέον (συμφυές) της αυτής φύσεως με τον πλησίον αέρα, διότι ούτος δεν έχει πυρ. Παύει λοιπόν να βλέπη και προσέτι προκαλεί τον ύπνον. Διότι εκείνο το μέσον της σωτηρίας, όπερ οι θεοί επενόησαν χάριν της όψεως, τα βλέ-

Ε. | φαρα, όταν συγκλείωνται κατακλείουσιν εντός την δύναμιν του πυρός, αύτη δε διαλύει και εξομαλύνει τας εσωτερικάς κινήσεις και, όταν αύται εξομαλυνθώσιν, επέρχεται ησυχία. Και όταν μεν η ησυχία είναι πολλή, τότε μας έρχεται ύπνος με μικρά όνειρα· αλλ’ εάν απομείνωσι κινήσεις τινές ολίγον μεγάλαι, οποίαι

46. | είναι αύται και οποίοι είναι οι τόποι εις τους οποίους απέμειναν, τοιαύτα και τοσαύτα φαντάσματα παράγουσι κατ’ αφομοίωσιν των εντός και των έξωθεν, και ταύτα έπειτα, όταν εγερθώμεν, μας επανέρχονται εις την μνήμην. Ως προς δε τας εικόνας, αι οποίαι παράγονται εις τα κάτοπτρα και εις όλα τα πράγματα, τα οποία είναι στιλπνά και λεία, δεν είναι δύσκολον να τας εννοήσωμεν. Διότι εκ της προς άλληλα συνενώσεως και των δύο πυρών, του εσωτερικού και του εξωτερικού, εκ των οποίων πάλιν γίνεται εκάστοτε επί της λείας

Β. | επιφανείας έν μόνον, όπερ κατά πολλούς τρόπους ανακλάται, όλα τα τοιαύτα εξ ανάγκης εμφανίζονται, καθ όσον συνενούνται εις έν στερεώς επί της λείας και λαμπράς επιφανείας το πυρ, το οποίον είναι πέριξ του προσώπου, και εκείνο το οποίον εξέρχεται εκ της όψεως. Εκείνο δε το οποίον είναι δεξιά φαίνεται αριστερά, διότι η επαφή συμβαίνει εις μέρη αντίθετα της όψεως με μέρη αντίθετα (του λείου κατόπτρου), εναντίον του συνήθους τρόπου της οπτικής επαφής. Απεναντίας τα δεξιά φαίνονται δεξιά και τα αριστερά φαίνονται αριστερά (του κοίλου κατόπτρου), όταν το φως συν-

C. | δυαζόμενον με εκείνο, με το οποίον συνδυάζεται, μεταβάλλει την θέσιν του. Τούτο δε συμβαίνει, όταν η λειότης των κατόπτρων, υψουμένη από την μίαν και από την άλλην πλευράν, απωθήση το δεξιόν μέρος της όψεως εις το αριστερόν και αντιστρόφως. Εάν δε το κάτοπτρον στραφή ούτως ώστε η καμπύλη να διατίθεται κατά το μήκος του προσώπου, τούτο κάμνει τα πάντα να φαίνωνται ανεστραμμένα, απωθούν το κάτω μέρος εις το άνω του προσώπου και το άνω εις το κάτω. Ταύτα λοιπόν πάντα είναι από τα σΥνεργά αίτια (συναίτια), τα οποία μεταχειρίζεται ο Θεός ως υπηρέτας, ίνα πραγματο-

Δ. | ποιήση κατά το δυνατόν την ιδέαν του αρίστου. Και πιστεύεται μεν υπό των πλείστων, ότι ταύτα είναι ουχί συναίτια αλλά αίτια πάντων των πραγμάτων, ότι ταύτα ψύχουσι και θερμαίνουσι, συστέλλουσι και διαστέλλουσι, και παράγουσιν όσα είναι τοιαύτα, ενώ δεν είναι ικανά να έχωσι λόγον ούτε νουν προς ουδέν πράγμα. Διότι εκ των όντων, εκείνο εις το οποίον μόνον ανήκει να έχη τον νουν, πρέπει να είπωμεν ότι είναι η ψυχή· αύτη δε είναι αόρατος, ενώ το πυρ και το ύδωρ και ο αήρ και η γη είναι πάντα σώματα ορατά. Ο δε εραστής του νου και της επιστήμης ανάγκη να επιδιώκη τας πρώτας αιτίας

Ε. | τας αναφερομένας εις την νοούσαν φύσιν, όσαι δε γεννώνται από άλλας, αίτινες κινούνται και εξ ανάγκης κινούσιν άλλα, πρέπει να θεωρή ταύτας δευτέρας. Λοιπόν και ημείς πρέπει κατά ταύτα να εξετάζωμεν και τα δύο είδη των αιτίων, αλλά χωριστά εκείνα τα οποία μετά νου είναι δημιουργά πραγμάτων καλών και αγαθών, και εκείνα όσα εστερημένα φρονήσεως ποιούσιν εκάστοτε ό,τι τύχη άνευ τάξεως. Αρκούσι λοιπόν ταύτα ως προς τα συναίτια του να λάβωσι τα όμματα την δύναμιν εκείνην, την οποίαν έχουσιν. Αλλά ποίον είναι το μέγιστον έργον αυτών προς ωφέλειαν, διά το οποίον ο

47. | Θεός μας εδώρησεν αυτούς, πρέπει να είπωμεν τώρα. Η όψις τω όντι κατ’ εμέ μας είναι αιτία μεγίστης ωφελείας, διότι εκ των λόγων, όσοι τώρα λέγονται περί του παντός, ουδείς ήθελε ποτε λεχθή υπό των μη ιδόντων μήτε άστρα μήτε ήλιον μήτε ουρανόν, αλλά νυν η ημέρα και η νυξ, τας οποίας είδομεν, και οι μήνες και αι περίοδοι των ενιαυτών παρήγαγον τον αριθμόν και μας έδοσαν την έννοιαν του χρόνου και την έρευναν περί

Β. | της φύσεως του παντός. Εκ τούτων επορίσθημεν την αρχήν της φιλοσοφίας, της οποίας ουδέν μεγαλύτερον αγαθόν ούτε ήλθεν ούτε θα έλθη ποτέ εις το θνητόν γένος ως δώρον των Θεών. Λέγω λοιπόν ότι τούτο είναι το μέγιστον αγαθόν των οφθαλμών. Τα δε άλλα όσα είναι μικρότερα, προς τι να τα υμνώμεν; διά ταύτα μόνος ο μη ων φιλόσοφος τυφλωθείς, όταν οδύρηται, ματαίως θρηνεί. Αλλά τούτο ας λέγωμεν ημείς, ότι διά την αιτίαν ταύτην ο Θεός ανεύρε και μας εδώρησε την όψιν, ίνα βλέποντες τας περιόδους του Νου εν τω ουρανώ μεταχειριζώμεθα εις τας περιφοράς της εν ημίν διανοήσεως, αίτινες είναι συγγενείς

C. | με εκείνας, καίτοι αύται μεν είναι τεταραγμέναι, εκείναι δε αδιατάρακτοι· και ίνα ούτω λαμβάνοντες μαθήματα και μετέχοντες της ορθότητος των κατά φύσιν συλλογισμών, μιμούμενοι τας περιφοράς των Θεών, αίτινες είναι όλως σταθεραί, θέσωμεν εις τάξιν τας εν ημίν πεπλανημένας κινήσεις. Ως προς την φωνήν δε και την ακοήν ισχύει πάλιν ο αυτός λόγος, ότι δηλ. μας εδωρήθησαν παρά των Θεών προς τον αυτόν σκοπόν διά τας αυτάς αιτίας. Διότι και ο λόγος ετάχθη προς τον αυτόν σκοπόν και εις τούτον συνεισφέρει μεγίστην μερίδα. Και πάλιν ό,τι υπάρχει χρήσιμον προς ακοήν εις τον μουσικόν

D. | ήχον μας εδόθη ένεκα της αρμονίας. Η δε αρμονία, επειδή έχει κινήσεις ομοίας με τας περιόδους της ψυχής, αίτινες είναι εντός ημών, εδόθη υπό των μουσών εις τον μετά φρονήσεως μεταχειριζόμενον ταύτας· ουχί προς ηδονήν άλογον, καθώς τώρα νομίζεται ότι είναι χρήσιμος, αλλά ως σύμμαχος, ίνα φέρη εις τάξιν και συμφωνίαν προς εαυτήν την περιόδον της ψυχής, ήτις έγινεν εντός ημών άνευ αρμονίας. Και ο ρυθμός ομοίως μας εδόθη υπό των αυτών προς τον αυτόν σκοπόν ως επίκουρος διά την

Ε. | άνευ μέτρου και άνευ χάριτος διάθεσιν, ήτις είναι εις τους πλείστους ημών.

XVII. Εδείξαμεν τα δημιουργήματα του νου, αλλά μετά του νου συνεργάζεται και η ανάγκη, το στοιχείον όπερ δέχεται την δημιουργίαν. Ανάγκη λοιπόν να επαναλάβωμεν τα πράγματα απ’ αρχής, ίνα δώσωμεν πληρεστέραν εξήγησιν αυτών.

τὰ μὲν οὖν παρεληλυθότα τῶν εἰρημένων πλὴν βραχέων ἐπιδέδεικται τὰ διὰ νοῦ δεδημιουργημένα: δεῖ δὲ καὶ τὰ δι’ ἀνάγκης γιγνόμενα τῷ λόγῳ παραθέσθαι. μεμειγμένη γὰρ

[48a] οὖν ἡ τοῦδε τοῦ κόσμου γένεσις ἐξ ἀνάγκης τε καὶ νοῦ συστάσεως ἐγεννήθη: νοῦ δὲ ἀνάγκης ἄρχοντος τῷ πείθειν αὐτὴν τῶν γιγνομένων τὰ πλεῖστα ἐπὶ τὸ βέλτιστον ἄγειν, ταύτῃ κατὰ ταῦτά τε δι’ ἀνάγκης ἡττωμένης ὑπὸ πειθοῦς ἔμφρονος οὕτω κατ’ ἀρχὰς συνίστατο τόδε τὸ πᾶν. εἴ τις οὖν ᾗ γέγονεν κατὰ ταῦτα ὄντως ἐρεῖ, μεικτέον καὶ τὸ τῆς πλανωμένης εἶδος αἰτίας, ᾗ φέρειν πέφυκεν: ὧδε οὖν πάλιν



[48b] ἀναχωρητέον, καὶ λαβοῦσιν αὐτῶν τούτων προσήκουσαν ἑτέραν ἀρχὴν αὖθις αὖ, καθάπερ περὶ τῶν τότε νῦν οὕτω περὶ τούτων πάλιν ἀρκτέον ἀπ’ ἀρχῆς. τὴν δὴ πρὸ τῆς οὐρανοῦ γενέσεως πυρὸς ὕδατός τε καὶ ἀέρος καὶ γῆς φύσιν θεατέον αὐτὴν καὶ τὰ πρὸ τούτου πάθη: νῦν γὰρ οὐδείς πω γένεσιν αὐτῶν μεμήνυκεν, ἀλλ’ ὡς εἰδόσιν πῦρ ὅτι ποτέ ἐστιν καὶ ἕκαστον αὐτῶν λέγομεν ἀρχὰς αὐτὰ τιθέμενοι στοιχεῖα τοῦ παντός, προσῆκον αὐτοῖς οὐδ’ ἂν ὡς ἐν συλλαβῆς



[48c] εἴδεσιν μόνον εἰκότως ὑπὸ τοῦ καὶ βραχὺ φρονοῦντος ἀπεικασθῆναι. νῦν δὲ οὖν τό γε παρ’ ἡμῶν ὧδε ἐχέτω: τὴν μὲν περὶ ἁπάντων εἴτε ἀρχὴν εἴτε ἀρχὰς εἴτε ὅπῃ δοκεῖ τούτων πέρι τὸ νῦν οὐ ῥητέον, δι’ ἄλλο μὲν οὐδέν, διὰ δὲ τὸ χαλεπὸν εἶναι κατὰ τὸν παρόντα τρόπον τῆς διεξόδου δηλῶσαι τὰ δοκοῦντα, μήτ’ οὖν ὑμεῖς οἴεσθε δεῖν ἐμὲ λέγειν, οὔτ’ αὐτὸς αὖ πείθειν ἐμαυτὸν εἴην ἂν δυνατὸς ὡς ὀρθῶς ἐγχειροῖμ’



[48d] ἂν τοσοῦτον ἐπιβαλλόμενος ἔργον: τὸ δὲ κατ’ ἀρχὰς ῥηθὲν διαφυλάττων, τὴν τῶν εἰκότων λόγων δύναμιν, πειράσομαι μηδενὸς ἧττον εἰκότα, μᾶλλον δέ, καὶ ἔμπροσθεν ἀπ’ ἀρχῆς περὶ ἑκάστων καὶ συμπάντων λέγειν. θεὸν δὴ καὶ νῦν ἐπ’ ἀρχῇ τῶν λεγομένων σωτῆρα ἐξ ἀτόπου καὶ ἀήθους διηγήσεως πρὸς τὸ τῶν εἰκότων δόγμα διασῴζειν ἡμᾶς

[48e] ἐπικαλεσάμενοι πάλιν ἀρχώμεθα λέγειν.

Όσα είπομεν έως εδώ, πλην ολίγων, έχουσι δείξει ό,τι εδημιουργήθη υπό του νου. Τώρα πρέπει να προσθέσωμεν εις τον λόγον και τα υπό της ανάγκης γινόμενα. Διότι η γένεσις τούτου

48. | του κόσμου υπήρξε μικτή, εκ συνδυασμού ανάγκης και νου. Επειδή δε ο νους εδέσποζε της ανάγκης, πείθων αυτήν να φέρωσιν εις το βέλτιστον τα πλείστα των γινομένων, κατά ταύτα διά της ανάγκης νικωμένης υπό έμφρονος πειθούς, ούτω κατ’ αρχάς έλαβε σύστασιν τούτο το σύμπαν. Εάν τις λοιπόν, όπως έγινε το σύμπαν, ούτω και πράγματι θέλη να ομιλήση, πρέπει να αναμίξη (εις τον λόγον) και το είδος της μεταβαλλομένης αιτίας, και να την ακολουθή όπου κατά την φύσιν της φέρει. Πρέπει λοιπόν

Β. | να επανέλθωμεν οπίσω και λαβόντες αύθις άλλην αρχήν αυτών τούτων, αρμόζουσαν εις αυτά, καθώς επράξαμεν τότε περί αυτών, ούτω τώρα περί τούτων πρέπει να αρχίσωμεν απ’ αρχής. Και πρέπει την φύσιν του πυρός και του ύδατος και του αέρος και της γης, οποία ήτο προ της γενέσεως του ουρανού, να εξετάσωμεν αυτήν καθ’ εαυτήν και τα πρότερα πάθη αυτής. Διότι μέχρι του νυν ουδείς ακόμη εξέθεσε την γένεσιν αυτών, αλλ’ ως εάν εγνωρίζομεν τι είναι το πυρ και έκαστον αυτών, λέγομεν ότι είναι αρχαί, υποθέτοντες αυτά ως στοιχεία 115 (του αλφαβήτου) του παντός, ενώ δεν έπρεπεν ούτε με τας συλλαβάς λογικώς

C. | να παρομοιάζωνται ταύτα υπό ανθρώπου και ολίγην έχοντος φρόνησιν. Τώρα λοιπόν ό,τι ημείς διανοούμεθα έχει ως εξής: Περί της αρχής πάντων των πραγμάτων, ή περί των αρχών, ή όπως θέλει τις να εκφρασθή περί τούτων, τώρα δεν θα είπωμεν ουχί δι’ άλλην αιτίαν παρά διότι είναι δύσκολον κατά τον παρόντα τρόπον του εκθέτειν τα πράγματα να δηλώσω την γνώμην μου. Μη νομίζετε λοιπόν μήτε υμείς ότι πρέπει εγώ να είπω αυτήν, (διότι) ούτε εγώ αυτός θα ήμην ικανός να πείσω τον εαυτόν μου ότι ορθώς θα επεχείρουν, αν ανελάμβανον τοιούτον έργον. Αλλά

Δ. | διατηρών ό,τι κατ’ αρχάς είπον, δηλ. αποβλέπων εις την δύναμιν των πιθανών συλλογισμών, θα προσπαθήσω να είπω πράγματα ουχί ολιγώτερον αλλά περισσότερον άλλων πιθανά, ως πρότερον είπον απ’ αρχής περί εκάστου και περί όλων ομού των πραγμάτων. Και τώρα πάλιν εις την αρχήν του λόγου τούτου τον Θεόν επικαλούμενος σωτήρα, όπως μας οδηγήση σώους εκ διηγή-

Ε. | σεως παραδόξου και ασυνήθους εις δοξασίας πιθανάς, ας αρχίσωμεν εκ νέου να λέγωμεν.

XVIII. Εις τας αρχάς ας διεκρίναμεν πρότερον, ήτοι 1) το παράδειγμα, το ον (ιδέαν) και 2) το μίμημα, τα αισθητά αντικείμενα, προσθετέον 3) την δεξαμενήν και την τροφόν παντός όπερ γίνεται. Το στοιχείον τούτο δεν είναι πυρ, αήρ, ύδωρ, γη, διότι ταύτα μεταβάλλονται απαύστως και μεταβαίνουσιν εκ μιας εις άλλην κατάστασιν. Αι μεταβολαί όμως αύται συμβαίνουσιν αναγκαίως είς τι, όπερ μένει ταυτόν εαυτώ, και όπερ μη ον ωρισμένον σώμα δύναται να γίνη πάντα και να δεχθή πάσας τας ποιότητας, είναι άφθαρτον και αόρατον, καταληπτόν διά εικασίας και αναλογίας, αιώνιος Χώρος, παρέχων τόπον εις παν ό,τι γίνεται.

ἡ δ’ οὖν αὖθις ἀρχὴ περὶ τοῦ παντὸς ἔστω μειζόνως τῆς πρόσθεν διῃρημένη: τότε μὲν γὰρ δύο εἴδη διειλόμεθα, νῦν δὲ τρίτον ἄλλο γένος ἡμῖν δηλωτέον. τὰ μὲν γὰρ δύο ἱκανὰ ἦν ἐπὶ τοῖς ἔμπροσθεν λεχθεῖσιν, ἓν μὲν ὡς παραδείγματος εἶδος ὑποτεθέν, νοητὸν καὶ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ὄν, μίμημα δὲ

[49a] παραδείγματος δεύτερον, γένεσιν ἔχον καὶ ὁρατόν. τρίτον δὲ τότε μὲν οὐ διειλόμεθα, νομίσαντες τὰ δύο ἕξειν ἱκανῶς: νῦν δὲ ὁ λόγος ἔοικεν εἰσαναγκάζειν χαλεπὸν καὶ ἀμυδρὸν εἶδος ἐπιχειρεῖν λόγοις ἐμφανίσαι. τίν’ οὖν ἔχον δύναμιν καὶ φύσιν αὐτὸ ὑποληπτέον; τοιάνδε μάλιστα: πάσης εἶναι γενέσεως ὑποδοχὴν αὐτὴν οἷον τιθήνην. εἴρηται μὲν οὖν τἀληθές, δεῖ δὲ ἐναργέστερον εἰπεῖν περὶ αὐτοῦ, χαλεπὸν




[49b] δὲ ἄλλως τε καὶ διότι προαπορηθῆναι περὶ πυρὸς καὶ τῶν μετὰ πυρὸς ἀναγκαῖον τούτου χάριν: τούτων γὰρ εἰπεῖν ἕκαστον ὁποῖον ὄντως ὕδωρ χρὴ λέγειν μᾶλλον ἢ πῦρ, καὶ ὁποῖον ὁτιοῦν μᾶλλον ἢ καὶ ἅπαντα καθ’ ἕκαστόν τε, οὕτως ὥστε τινὶ πιστῷ καὶ βεβαίῳ χρήσασθαι λόγῳ, χαλεπόν. πῶς οὖν δὴ τοῦτ’ αὐτὸ καὶ πῇ καὶ τί περὶ αὐτῶν εἰκότως διαπορηθέντες ἂν λέγοιμεν; πρῶτον μέν, ὃ δὴ νῦν ὕδωρ ὠνομάκαμεν, πηγνύμενον ὡς δοκοῦμεν λίθους καὶ γῆν γιγνόμενον



[49c] ὁρῶμεν, τηκόμενον δὲ καὶ διακρινόμενον αὖ ταὐτὸν τοῦτο πνεῦμα καὶ ἀέρα, συγκαυθέντα δὲ ἀέρα πῦρ, ἀνάπαλιν δὲ συγκριθὲν καὶ κατασβεσθὲν εἰς ἰδέαν τε ἀπιὸν αὖθις ἀέρος πῦρ, καὶ πάλιν ἀέρα συνιόντα καὶ πυκνούμενον νέφος καὶ ὁμίχλην, ἐκ δὲ τούτων ἔτι μᾶλλον συμπιλουμένων ῥέον ὕδωρ, ἐξ ὕδατος δὲ γῆν καὶ λίθους αὖθις, κύκλον τε οὕτω διαδιδόντα εἰς ἄλληλα, ὡς φαίνεται, τὴν γένεσιν. οὕτω δὴ τούτων οὐδέποτε



[49d] τῶν αὐτῶν ἑκάστων φανταζομένων, ποῖον αὐτῶν ὡς ὂν ὁτιοῦν τοῦτο καὶ οὐκ ἄλλο παγίως διισχυριζόμενος οὐκ αἰσχυνεῖταί τις ἑαυτόν; οὐκ ἔστιν, ἀλλ’ ἀσφαλέστατα μακρῷ περὶ τούτων τιθεμένους ὧδε λέγειν: ἀεὶ ὃ καθορῶμεν ἄλλοτε ἄλλῃ γιγνόμενον, ὡς πῦρ, μὴ τοῦτο ἀλλὰ τὸ τοιοῦτον ἑκάστοτε προσαγορεύειν πῦρ, μηδὲ ὕδωρ τοῦτο ἀλλὰ τὸ τοιοῦτον ἀεί, μηδὲ ἄλλο ποτὲ μηδὲν ὥς τινα ἔχον βεβαιότητα, ὅσα



[49e] δεικνύντες τῷ ῥήματι τῷ τόδε καὶ τοῦτο προσχρώμενοι δηλοῦν ἡγούμεθά τι: φεύγει γὰρ οὐχ ὑπομένον τὴν τοῦ τόδε καὶ τοῦτο καὶ τὴν τῷδε καὶ πᾶσαν ὅση μόνιμα ὡς ὄντα αὐτὰ ἐνδείκνυται φάσις. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἕκαστα μὴ λέγειν, τὸ δὲ τοιοῦτον ἀεὶ περιφερόμενον ὅμοιον ἑκάστου πέρι καὶ συμπάντων οὕτω καλεῖν, καὶ δὴ καὶ πῦρ τὸ διὰ παντὸς τοιοῦτον, καὶ ἅπαν ὅσονπερ ἂν ἔχῃ γένεσιν: ἐν ᾧ δὲ ἐγγιγνόμενα ἀεὶ ἕκαστα αὐτῶν φαντάζεται καὶ πάλιν ἐκεῖθεν ἀπόλλυται,







[50a] μόνον ἐκεῖνο αὖ προσαγορεύειν τῷ τε τοῦτο καὶ τῷ τόδε προσχρωμένους ὀνόματι, τὸ δὲ ὁποιονοῦν τι, θερμὸν ἢ λευκὸν ἢ καὶ ὁτιοῦν τῶν ἐναντίων, καὶ πάνθ’ ὅσα ἐκ τούτων, μηδὲν ἐκεῖνο αὖ τούτων καλεῖν. ἔτι δὲ σαφέστερον αὐτοῦ πέρι προθυμητέον αὖθις εἰπεῖν. εἰ γὰρ πάντα τις σχήματα πλάσας ἐκ χρυσοῦ μηδὲν μεταπλάττων παύοιτο ἕκαστα εἰς ἅπαντα, δεικνύντος δή τινος αὐτῶν ἓν καὶ ἐρομένου



[50b] τί ποτ’ ἐστί, μακρῷ πρὸς ἀλήθειαν ἀσφαλέστατον εἰπεῖν ὅτι χρυσός, τὸ δὲ τρίγωνον ὅσα τε ἄλλα σχήματα ἐνεγίγνετο, μηδέποτε λέγειν ταῦτα ὡς ὄντα, ἅ γε μεταξὺ τιθεμένου μεταπίπτει, ἀλλ’ ἐὰν ἄρα καὶ τὸ τοιοῦτον μετ’ ἀσφαλείας ἐθέλῃ δέχεσθαί τινος, ἀγαπᾶν. ὁ αὐτὸς δὴ λόγος καὶ περὶ τῆς τὰ πάντα δεχομένης σώματα φύσεως. ταὐτὸν αὐτὴν ἀεὶ προσρητέον: ἐκ γὰρ τῆς ἑαυτῆς τὸ παράπαν οὐκ ἐξίσταται δυνάμεως–δέχεταί τε γὰρ ἀεὶ τὰ πάντα, καὶ


[50c] μορφὴν οὐδεμίαν ποτὲ οὐδενὶ τῶν εἰσιόντων ὁμοίαν εἴληφεν οὐδαμῇ οὐδαμῶς: ἐκμαγεῖον γὰρ φύσει παντὶ κεῖται, κινούμενόν τε καὶ διασχηματιζόμενον ὑπὸ τῶν εἰσιόντων, φαίνεται δὲ δι’ ἐκεῖνα ἄλλοτε ἀλλοῖον–τὰ δὲ εἰσιόντα καὶ ἐξιόντα τῶν ὄντων ἀεὶ μιμήματα, τυπωθέντα ἀπ’ αὐτῶν τρόπον τινὰ δύσφραστον καὶ θαυμαστόν, ὃν εἰς αὖθις μέτιμεν. ἐν δ’ οὖν τῷ παρόντι χρὴ γένη διανοηθῆναι τριττά, τὸ μὲν






[50d] γιγνόμενον, τὸ δ’ ἐν ᾧ γίγνεται, τὸ δ’ ὅθεν ἀφομοιούμενον φύεται τὸ γιγνόμενον. καὶ δὴ καὶ προσεικάσαι πρέπει τὸ μὲν δεχόμενον μητρί, τὸ δ’ ὅθεν πατρί, τὴν δὲ μεταξὺ τούτων φύσιν ἐκγόνῳ, νοῆσαί τε ὡς οὐκ ἂν ἄλλως, ἐκτυπώματος ἔσεσθαι μέλλοντος ἰδεῖν ποικίλου πάσας ποικιλίας, τοῦτ’ αὐτὸ ἐν ᾧ ἐκτυπούμενον ἐνίσταται γένοιτ’ ἂν παρεσκευασμένον εὖ, πλὴν ἄμορφον ὂν ἐκείνων ἁπασῶν τῶν ἰδεῶν ὅσας




[50e] μέλλοι δέχεσθαί ποθεν. ὅμοιον γὰρ ὂν τῶν ἐπεισιόντων τινὶ τὰ τῆς ἐναντίας τά τε τῆς τὸ παράπαν ἄλλης φύσεως ὁπότ’ ἔλθοι δεχόμενον κακῶς ἂν ἀφομοιοῖ, τὴν αὑτοῦ παρεμφαῖνον ὄψιν. διὸ καὶ πάντων ἐκτὸς εἰδῶν εἶναι χρεὼν τὸ τὰ πάντα ἐκδεξόμενον ἐν αὑτῷ γένη, καθάπερ περὶ τὰ ἀλείμματα ὁπόσα εὐώδη τέχνῃ μηχανῶνται πρῶτον τοῦτ’ αὐτὸ ὑπάρχον, ποιοῦσιν ὅτι μάλιστα ἀώδη τὰ δεξόμενα ὑγρὰ τὰς ὀσμάς: ὅσοι τε ἔν τισιν τῶν μαλακῶν σχήματα ἀπομάττειν ἐπιχειροῦσι, τὸ παράπαν σχῆμα οὐδὲν ἔνδηλον ὑπάρχειν ἐῶσι, προομαλύναντες δὲ ὅτι λειότατον ἀπεργάζονται.


[51a] ταὐτὸν οὖν καὶ τῷ τὰ τῶν πάντων ἀεί τε ὄντων κατὰ πᾶν ἑαυτοῦ πολλάκις ἀφομοιώματα καλῶς μέλλοντι δέχεσθαι πάντων ἐκτὸς αὐτῷ προσήκει πεφυκέναι τῶν εἰδῶν. διὸ δὴ τὴν τοῦ γεγονότος ὁρατοῦ καὶ πάντως αἰσθητοῦ μητέρα καὶ ὑποδοχὴν μήτε γῆν μήτε ἀέρα μήτε πῦρ μήτε ὕδωρ λέγωμεν, μήτε ὅσα ἐκ τούτων μήτε ἐξ ὧν ταῦτα γέγονεν: ἀλλ’ ἀνόρατον εἶδός τι καὶ ἄμορφον, πανδεχές, μεταλαμβάνον


[51b] δὲ ἀπορώτατά πῃ τοῦ νοητοῦ καὶ δυσαλωτότατον αὐτὸ λέγοντες οὐ ψευσόμεθα. καθ’ ὅσον δ’ ἐκ τῶν προειρημένων δυνατὸν ἐφικνεῖσθαι τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῇδ’ ἄν τις ὀρθότατα λέγοι: πῦρ μὲν ἑκάστοτε αὐτοῦ τὸ πεπυρωμένον μέρος φαίνεσθαι, τὸ δὲ ὑγρανθὲν ὕδωρ, γῆν τε καὶ ἀέρα καθ’ ὅσον ἂν μιμήματα τούτων δέχηται. λόγῳ δὲ δὴ μᾶλλον τὸ τοιόνδε διοριζομένους περὶ αὐτῶν διασκεπτέον: ἆρα ἔστιν τι πῦρ αὐτὸ ἐφ’ ἑαυτοῦ καὶ πάντα περὶ ὧν ἀεὶ λέγομεν οὕτως


[51c] αὐτὰ καθ’ αὑτὰ ὄντα ἕκαστα, ἢ ταῦτα ἅπερ καὶ βλέπομεν, ὅσα τε ἄλλα διὰ τοῦ σώματος αἰσθανόμεθα, μόνα ἐστὶν τοιαύτην ἔχοντα ἀλήθειαν, ἄλλα δὲ οὐκ ἔστι παρὰ ταῦτα οὐδαμῇ οὐδαμῶς, ἀλλὰ μάτην ἑκάστοτε εἶναί τί φαμεν εἶδος ἑκάστου νοητόν, τὸ δ’ οὐδὲν ἄρ’ ἦν πλὴν λόγος; οὔτε οὖν δὴ τὸ παρὸν ἄκριτον καὶ ἀδίκαστον ἀφέντα ἄξιον φάναι διισχυριζόμενον ἔχειν οὕτως, οὔτ’ ἐπὶ λόγου μήκει πάρεργον




[51d] ἄλλο μῆκος ἐπεμβλητέον: εἰ δέ τις ὅρος ὁρισθεὶς μέγας διὰ βραχέων φανείη, τοῦτο μάλιστα ἐγκαιριώτατον γένοιτ’ ἄν. ὧδε οὖν τήν γ’ ἐμὴν αὐτὸς τίθεμαι ψῆφον. εἰ μὲν νοῦς καὶ δόξα ἀληθής ἐστον δύο γένη, παντάπασιν εἶναι καθ’ αὑτὰ ταῦτα, ἀναίσθητα ὑφ’ ἡμῶν εἴδη, νοούμενα μόνον: εἰ δ’, ὥς τισιν φαίνεται, δόξα ἀληθὴς νοῦ διαφέρει τὸ μηδέν, πάνθ’ ὁπόσ’ αὖ διὰ τοῦ σώματος αἰσθανόμεθα θετέον βεβαιότατα.




[51e] δύο δὴ λεκτέον ἐκείνω, διότι χωρὶς γεγόνατον ἀνομοίως τε ἔχετον. τὸ μὲν γὰρ αὐτῶν διὰ διδαχῆς, τὸ δ’ ὑπὸ πειθοῦς ἡμῖν ἐγγίγνεται: καὶ τὸ μὲν ἀεὶ μετ’ ἀληθοῦς λόγου, τὸ δὲ ἄλογον: καὶ τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῖ, τὸ δὲ μεταπειστόν: καὶ τοῦ μὲν πάντα ἄνδρα μετέχειν φατέον, νοῦ δὲ θεούς, ἀνθρώπων δὲ γένος βραχύ τι. τούτων δὲ οὕτως ἐχόντων





[52a] ὁμολογητέον ἓν μὲν εἶναι τὸ κατὰ ταὐτὰ εἶδος ἔχον, ἀγέννητον καὶ ἀνώλεθρον, οὔτε εἰς ἑαυτὸ εἰσδεχόμενον ἄλλο ἄλλοθεν οὔτε αὐτὸ εἰς ἄλλο ποι ἰόν, ἀόρατον δὲ καὶ ἄλλως ἀναίσθητον, τοῦτο ὃ δὴ νόησις εἴληχεν ἐπισκοπεῖν: τὸ δὲ ὁμώνυμον ὅμοιόν τε ἐκείνῳ δεύτερον, αἰσθητόν, γεννητόν, πεφορημένον ἀεί, γιγνόμενόν τε ἔν τινι τόπῳ καὶ πάλιν ἐκεῖθεν ἀπολλύμενον, δόξῃ μετ’ αἰσθήσεως περιληπτόν: τρίτον δὲ αὖ γένος ὂν τὸ τῆς χώρας ἀεί, φθορὰν οὐ προσδεχόμενον,



[52b] ἕδραν δὲ παρέχον ὅσα ἔχει γένεσιν πᾶσιν, αὐτὸ δὲ μετ’ ἀναισθησίας ἁπτὸν λογισμῷ τινι νόθῳ, μόγις πιστόν, πρὸς ὃ δὴ καὶ ὀνειροπολοῦμεν βλέποντες καί φαμεν ἀναγκαῖον εἶναί που τὸ ὂν ἅπαν ἔν τινι τόπῳ καὶ κατέχον χώραν τινά, τὸ δὲ μήτ’ ἐν γῇ μήτε που κατ’ οὐρανὸν οὐδὲν εἶναι. ταῦτα δὴ πάντα καὶ τούτων ἄλλα ἀδελφὰ καὶ περὶ τὴν ἄυπνον καὶ ἀληθῶς φύσιν ὑπάρχουσαν ὑπὸ ταύτης τῆς ὀνειρώξεως



[52c] οὐ δυνατοὶ γιγνόμεθα ἐγερθέντες διοριζόμενοι τἀληθὲς λέγειν, ὡς εἰκόνι μέν, ἐπείπερ οὐδ’ αὐτὸ τοῦτο ἐφ’ ᾧ γέγονεν ἑαυτῆς ἐστιν, ἑτέρου δέ τινος ἀεὶ φέρεται φάντασμα, διὰ ταῦτα ἐν ἑτέρῳ προσήκει τινὶ γίγνεσθαι, οὐσίας ἁμωσγέπως ἀντεχομένην, ἢ μηδὲν τὸ παράπαν αὐτὴν εἶναι, τῷ δὲ ὄντως ὄντι βοηθὸς ὁ δι’ ἀκριβείας ἀληθὴς λόγος, ὡς ἕως ἄν τι τὸ μὲν ἄλλο ᾖ, τὸ δὲ ἄλλο, οὐδέτερον ἐν οὐδετέρῳ ποτὲ γενόμενον

[52d] ἓν ἅμα ταὐτὸν καὶ δύο γενήσεσθον.

Η νέα λοιπόν αρχή περί του παντός ας λάβη διαιρέσεις περισσοτέρας της πρώτης. Δηλαδή τότε μεν διεκρίναμεν δύο είδη, τώρα δε πρέπει να δηλώσωμεν και τρίτον άλλο είδος. Διότι τα δύο ήσαν επαρκή, προς όσα είπομεν πρότερον, έν μεν υπετέθη


49. | ως παράδειγμα, νοητόν και αιωνίως υπάρχον κατά τον αυτόν τρόπον, δεύτερον δε ως μίμημα του παραδείγματος, έχον γέννησιν και ον ορατόν. Τρίτον δε τότε δεν διεκρίναμεν, επειδή ενομίσαμεν ότι τα δύο ήσαν αρκετά. Αλλά τώρα φαίνεται ότι ο λόγος μας αναγκάζει και τρίτον είδος, δύσκολον και σκοτεινόν, να επιχειρήσωμεν να διασαφήσωμεν διά λόγων. Ποίαν λοιπόν φύσιν, ποίαν δύναμιν πρέπει να υπολάβωμεν ότι έχει αυτό; Τοιαύτην ακριβώς, ότι δηλ. είναι το υποδεχόμενον παν ό,τι γεννάται, ως μία τροφός. Είπομεν ούτω την αλήθειαν αλλά πρέπει να είπωμεν σαφέ-

Β. | στερα περί αυτού· τούτο όμως είναι δύσκολον, και δι’ άλλους λόγους και διότι χάριν αυτού είναι αναγκαίον να προβάλωμεν απορίας περί του πυρός και των άλλων τριών ειδών. Διότι είναι δύσκολον να είπωμεν περί εκάστου αυτών, ποίον πραγματικώς πρέπει να λέγωμεν ύδωρ μάλλον παρά πυρ, και ποίον οτιδήποτε άλλο, είτε όλα ομού (λαμβάνοντες) είτε και έν έκαστον, ούτως ώστε να λέγωμεν αξιόπιστα και ασφαλή. Πώς λοιπόν θα λέγωμεν ευλόγως το πράγμα αυτό καθ’ εαυτό, και τίνι τρόπω, και τι, όταν ευρισκώμεθα εις απορίαν; Και πρώτον εκείνο το

C. | οποίον ωνομάσαμεν ύδωρ, όταν πηγνύηται, ως φαίνεται βλέπομεν ότι γίνεται λίθοι και γη, έπειτα δε όταν διαλύηται και διαστέλληται, αυτό τούτο γίνεται αήρ και άνεμος. Και ο αήρ, όταν καή, γίνεται πυρ· τανάπαλιν δε το πυρ, όταν πυκνωθή και σβεσθή, μεταβαίνει πάλιν εις μορφήν αέρος. Και πάλιν ο αήρ, όταν συσταλή και πυκνωθή, γίνεται νέφος και ομίχλη· και εκ τούτων, όταν επί μάλλον συμπυκνωθώσι, ρέει ύδωρ· εξ ύδατος δε πάλιν γίνονται γη και λίθοι. Και τοιουτοτρόπως ταύτα αποτελούσι κύκλον μεταδίδοντα εις άλληλα την γέννησιν, ως εί-

Δ. | δομεν. Αλλ’ ούτως, επειδή ταύτα ουδέποτε φαίνονται έκαστον τα αυτά, ποιον εξ αυτών είναι εκείνο, όπερ εάν τις διισχυρισθή ότι είναι μονίμως τούτο και ουχί άλλο, δεν θα καταισχύνη εαυτόν; Δεν είναι (κανέν)· διό πολύ ασφαλέστερον περί τοιούτων πραγμάτων είναι να ομιλώμεν, όταν θέτωμεν ως βάσιν τούτο: ότι εκείνο το οποίον βλέπομεν, ότι πάντοτε γίνεται άλλο, π. χ. το πυρ, να μη λέγωμεν τούτο πυρ, αλλ’ εκείνο όπερ σταθερώς είναι τοιούτον 116 μήτε να λέγωμεν ύδωρ τούτο εδώ, αλλ’ εκείνο

Ε. | όπερ πάντοτε είναι τοιούτον, μήτε άλλο ουδέν ποτε ως να είχε σταθερότητά τινα, από εκείνα, όσα δηλούμεν μεταχειριζόμενοι την λέξιν τούτο και εκείνο και νομίζομεν ότι λέγομέν τι (ορθόν). Διότι ταύτα μη μένοντα πάντοτε αποφεύγουσι τον προσδιορισμόν του τούτου και εκείνου και του κατά τούτον τον τρόπον και οιονδήποτε άλλον, όστις δεικνύει ότι ταύτα είναι μόνιμα. Ταύτα λοιπόν δεν πρέπει να λέγωνται ούτω καθέν, αλλ’ εκείνο όπερ είναι πάντοτε τοιούτον και μεταβαίνει σταθερώς (εξ ενός εις άλλο, μένον) όμοιον, είτε περί εκάστου είτε περί πάντων των πραγμάτων πρέπει να λέγωμεν ούτω, και επομένως πυρ εκείνο όπερ είναι πάντοτε τοιούτον, και ομοίως παν άλλο πράγμα όπερ έχει γέννησιν. Και ούτως εκείνο, εις το οποίον έκαστον εκ των πραγμάτων τούτων, όταν γεννάται, εμφανίζεται, και πάλιν εκείθεν αφανίζεται, εκείνο

50. | μόνον δυνάμεθα να ονομάζωμεν μεταχειριζόμενοι τας λέξεις τούτο και εκείνο, το δε άλλο, οποιονδήποτε είναι, ή θερμόν ή λευκόν, ή οτιδήποτε εκ των εναντίων, και παν ό,τι γεννάται εκ τούτων, κανέν από ταύτα δεν πρέπει να καλήται ούτως. Αλλά περί τούτων πρέπει να προσπαθήσωμεν να είπωμεν πάλιν σαφέστερα. Εάν δηλαδή πλάσας τις εκ χρυσού πάντα τα είδη των σχημάτων δεν έπαυε να μεταπλάττη αυτά ούτως, ώστε καθέν να μετασχηματίζηται εις όλα τα άλλα, ότε έτερος ήθελε δείξει έν αυτών και ερωτήσει τι είναι, πολύ ασφαλέστερον

Β. | ως προς την αλήθειαν θα ήτο να είπη ότι είναι χρυσός, και το τρίγωνον λ. χ., και όσα άλλα σχήματα γίνονται εις αυτόν (τον χρυσόν), δεν πρέπει να λέγη ταύτα ότι είναι, διότι μεταβάλλονται, άμα (ο τεχνίτης) τα σχηματίση, αλλά να αρκήται αν μόλις δύνανται μετά τινος ασφαλείας να δέχωνται το τοιούτον. Ο αυτός δε λόγος δύναται να λεχθή και περί της φύσεως, ήτις δέχεται εν εαυτή πάντα τα σώματα· πρέπει πάντοτε να την ονομάζωμεν με το αυτό όνομα, διότι δεν εξέρχεται ποτέ εκ της ιδιότη-

C. | τος αυτής. Διότι δέχεται πάντοτε τα πάντα, και ουδέποτε κατ’ ουδένα τρόπον ουδεμίαν έλαβέ ποτε μορφήν ομοίαν με την των πραγμάτων, τα οποία εισέρχονται εις αυτήν. Διότι αύτη πρόκειται εις παν πράγμα εν τη φύσει ως εκμαγείον, το οποίον κινείται και λαμβάνει σχήμα υπ’ εκείνων τα οποία εισέρχονται εις αυτό, και διά ταύτα φαίνεται άλλοτε μεν κατά τούτον, άλλοτε δε κατ’ άλλον τρόπον. Τα δε εξερχόμενα και εισερχόμενα 117 είναι μιμήματα πάντοτε των όντων (των ιδεών), τυπωθέντα επ’ αυτών κατά τρόπον όστις δυσκόλως δύναται να εκφρασθή και είναι άξιος θαυμασμού, και τον οποίον μετά ταύτα θα εξετάσωμεν. Κατά το παρόν λοιπόν πρέπει να διανοηθώμεν τρία γένη, τ. έ. εκείνο το οποίον γεννάται, εκείνο εν τω οποίω γεννάται, και

Δ. | εκείνο κατά μίμησιν του οποίου γεννάται το γεννώμενον. Και ακριβώς το μεν δεχόμενον (την γέννησιν) πρέπει να παρομοιώσωμεν με την μητέρα, εκείνο εξ ου (έρχεται η γέννησις) με τον πατέρα, και το μεταξύ αυτών με τον υιόν. Και πρέπει να εννοήσωμεν ότι, επειδή το εκτύπωμα μέλλει να είναι κατά την όψιν ποικίλον, έχον πάσας τας ποικιλίας, κατ’ ουδένα άλλον τρόπον εκείνο, εις το οποίον γίνεται η εκτύπωσις, δύναται να είναι καλώς παρεσκευασμένον, πλην εάν είναι άμορφον, εστερημένον όλας εκείνας τας μορφάς, τας οποίας μέλλει να δεχθή οθεν-

Ε. | δήποτε. Διότι, αν είναι όμοιον με κανέν εκ των πραγμάτων τα οποία δέχεται έχοντα εναντίαν ή και όλως διάφορον φύσιν, οπότε ταύτα ήθελον έλθει, θα τα εδέχετο κακώς και κακώς θα τα παρίστανε, διότι θα παρουσίαζε την ιδικήν του όψιν. Διά τούτο και είναι αναγκαίον να είναι έξω (άνευ) οιασδήποτε μορφής το μέλλον να δεχθή πάσας εις εαυτό, όπως διά τας ευώδεις αλοιφάς πρώτον μηχανεύονται με τέχνην να υπάρχη τούτο, τ. έ. κάμνουν άοσμα τα υγρά, τα οποία θα δεχθώσι τας οσμάς· ομοίως και όσοι επιχειρούσι να αποτυπώσωσι σχήματα εις μαλακάς ύλας, δεν αφίνουσι να υπάρχη φανερόν κανέν σχήμα εις αυτάς, και πρότερον εξομαλύνοντες τας κάμνουσιν όσον το δυ-

51. | νατόν λειοτέρας. Ούτω λοιπόν και εκείνο, όπερ μέλλει να δεχθή πολλάκις εις όλον τον εαυτόν του τα ομοιώματα πάντων των όντων, τα οποία είναι αιώνια, πρέπει φύσει να είναι άνευ όλων τούτων των μορφών. Διά τούτο την μητέρα ταύτην και υποδοχήν (δοχείον) παντός, όπερ γεννάται ορατόν και αισθητόν, ας μη λέγωμεν μήτε γην, μήτε αέρα, μήτε πυρ, μήτε ύδωρ, μήτε άλλο τι όπερ γεννάται εκ τούτων, ή εκ του οποίου γεννώνται ταύτα. Αλλά δεν θα απατηθώμεν ονομάζοντες αυτήν είδος

Β. | τι (ιδέαν) αόρατον και άμορφον, ικανόν να δεχθή πάντα (πανδεχές), μετέχον του νου κατά τρόπον ανεξήγητον, και όπερ δύσκολον είναι να συλληφθή. Καθόσον δε εκ των ήδη ρηθέντων είναι δυνατόν να φθάσωμεν να εννοήσωμεν την φύσιν αυτού, δύναταί τις να είπη ορθότατα τα εξής: τ. έ. πυρ φαίνεται εκάστοτε το πυρωθέν μέρος αυτού, ύδωρ δε το υγρανθέν μέρος, γη δε και αήρ, καθόσον δέχεται εικόνας τούτων 118. Αλλά περί τούτων ανάγκη να εξετάσωμεν προσδιορίζοντες περισσότερον τα τοιαύτα. Άρα

C. | γε υπάρχει, πυρ, το οποίον είναι πυρ αυτό αφ’ εαυτού; και όλα τα άλλα, τα οποία πάντοτε ονομάζομεν ούτως, υπάρχουσιν αυτά καθ εαυτά έκαστον; Ή τα πράγματα, τα οποία και βλέπομεν και όσα άλλα διά του σώματος αισθανόμεθα, μόνα αυτά κατέχουσι την τοιαύτην αλήθειαν, άλλα δε δεν υπάρχουσιν εκτός αυτών ουδαμού και κατ’ ουδένα τρόπον, και ματαίως εκάστοτε λέγομεν ότι υπάρχει νοητή μορφή (ιδέα) εκάστου πράγματος, ενώ αύτη ουδέν άλλο είναι ειμή (κενός) λόγος; Δεν είναι βέβαια ορθόν αφίνοντες το παρόν ζήτημα άνευ εξετάσεως και κρίσεως να διισχυρισθώμεν λέγοντες ότι ούτως έχει, και ούτε εις λό-

Δ. | γον μακρόν να παρεμβάλωμεν πάρεργον άλλον μακρόν. Αλλ’ εάν με ολίγας λέξεις ήθελε φανή μέγα όριον προσδιωρισμένον, τούτο θα ήτο το σπουδαιότερον πάντων. Ιδού λοιπόν η γνώμη την οποίαν εγώ προβάλλω. Εάν ο νους και η αληθής γνώμη (δόξα) είναι δύο διάφορα πράγματα, τα είδη ταύτα, τα οποία υφ’ ημών δεν είναι αισθητά, αλλά μόνον νοητά, υπάρχουσι και απολύτως καθ’ εαυτά. Εάν όμως, καθώς εις μερικούς φαίνεται, η αληθής δόξα ουδόλως διαφέρει του νου, τότε πρέπει να παραδεχθωμεν ως βεβαιότατα πάντων πάντα όσα αισθανόμεθα διά του σώματος 119. Πρέπει λοι-

Ε. | πόν να είπωμεν, ότι ταύτα είναι δύο διάφορα πράγματα, διότι εγεννήθησαν χωριστά και είναι προς άλληλα ανόμοια. Διότι το μεν (ο νους) διά της διδασκαλίας, το δε άλλο διά της πίστεως γεννάται εις ημάς· το μεν συνοδεύεται πάντοτε υπό του αληθούς συλλογισμού, το δε είναι χωρίς λόγον· και το μεν είναι αμετακίνητον υπό της πειθούς, το δε δύναται να μεταπείθηται 120. Και της μεν δόξης, πρέπει να το είπωμεν, μετέχουσι πάντες οι άνθρωποι, του δε νου μόνοι οι Θεοί και ολίγον μέρος του ανθρωπίνου γένους 121. Επειδή λοιπόν ταύτα ούτως έχουσι, πρέπει

52. | να ομολογήσωμεν — ότι έν είναι το είδος, το οποίον είναι πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον, αγέννητον και άφθαρτον, όπερ ούτε εις εαυτό δέχεται άλλο τι έξωθεν, ούτε αυτό μεταβαίνει εις άλλο 122, αόρατον και με καμμίαν αίσθησιν αισθητόν, εκείνο ακριβώς το οποίον έλαχεν εις την νόησιν να θεωρή — ότι το αυτό έχον όνομα και όμοιον με τούτο είναι έν δεύτερον, αισθητόν, γεννημένον, όπερ διαρκώς ταράττεται, γεννάται είς τινα τόπον, και πάλιν εκείθεν καταστρέφεται, δύναται δε να συλλαμβάνηται υπό της δόξης διά της αισθήσεως — και ότι πάλιν τρίτον είδος, το του χώρου, όστις υπάρχει πάντοτε, δεν επιδέχε-

Β. | ται φθοράν, και παρέχει τόπον (έδραν) εις όλα όσα γεννώνται, αυτός δε δεν υπόκειται εις τας αισθήσεις, αλλ’ είναι αντιληπτός υπό τινος συλλογισμού αθεμίτου και μόλις είναι αντικείμενον 123 πίστεως (ουχί γνώσεως)· και προς αυτόν βλέποντες ονειροπολούμεν 124 και λέγομεν ότι παν ό,τι υπάρχει αναγκαίως είναι έν τινι τόπω και κατέχει χώρον τινα και εκείνο, το οποίον δεν είναι πού ούτε εις την γην ούτε εις τον ουρανόν, δεν είναι τίποτε. Όλα δε ταύτα και άλλα συγγενή με αυτά και ως προς την φύσιν ακόμη

C. | εκείνην, η οποία δεν κοιμάται 125 και υπάρχει αληθώς, ένεκα της ονειρώξεως ταύτης, δεν είμεθα ικανοί, όταν εγερθώμεν, να τα διακρίνωμεν και να λέγωμεν το αληθές, ότι δηλαδή η εικών (επειδή δεν είναι ιδικόν της ούτε αυτό τούτο διά το οποίον εγεννήθη και αυτή αύτη είναι πάντοτε φάντασμα άλλου τινός 126 πρέπει διά ταύτα να γεννάται εντός άλλου, λαμβάνουσα κατά τινα τρόπον ύπαρξιν, ή άλλως αυτή να μη είναι εντελώς τίποτε· αλλ’ εις το πραγματικώς υπάρχον (την ιδέαν) ο αληθής και ακριβής λόγος είναι βοηθός (προς απόδειξιν) ότι εφ’ όσον πράγμα τι είναι έν τι και άλλο τι είναι άλλο, ούτε το έν ούτε το άλλο θα ηδύνατο να ενωθή με το άλλο ούτως ώστε το αυτό συνάμα να γίνη έν και δύο.

ΤΟΜΟΣ Β


XIX. Προ της του κόσμου δημιουργίας ήσαν το ον, ο χώρος και η γένεσις. Αλλ’ εν τω χώρω υπάρχουσι πρώτον τα τέσσαρα στοιχεία λογικώς ειμή χρονικώς, συγκεχυμένα, Άνευ είδους και αριθμού, ύστερον όμως διατάσσονται.

οὗτος μὲν οὖν δὴ παρὰ τῆς ἐμῆς ψήφου λογισθεὶς ἐν κεφαλαίῳ δεδόσθω λόγος, ὄν τε καὶ χώραν καὶ γένεσιν εἶναι, τρία τριχῇ, καὶ πρὶν οὐρανὸν γενέσθαι: τὴν δὲ δὴ γενέσεως τιθήνην ὑγραινομένην καὶ πυρουμένην καὶ τὰς γῆς τε καὶ ἀέρος μορφὰς δεχομένην, καὶ ὅσα ἄλλα τούτοις πάθη συνέπεται


[52e] πάσχουσαν, παντοδαπὴν μὲν ἰδεῖν φαίνεσθαι, διὰ δὲ τὸ μήθ’ ὁμοίων δυνάμεων μήτε ἰσορρόπων ἐμπίμπλασθαι κατ’ οὐδὲν αὐτῆς ἰσορροπεῖν, ἀλλ’ ἀνωμάλως πάντῃ ταλαντουμένην σείεσθαι μὲν ὑπ’ ἐκείνων αὐτήν, κινουμένην δ’ αὖ πάλιν ἐκεῖνα σείειν: τὰ δὲ κινούμενα ἄλλα ἄλλοσε ἀεὶ φέρεσθαι διακρινόμενα, ὥσπερ τὰ ὑπὸ τῶν πλοκάνων τε καὶ ὀργάνων τῶν περὶ τὴν τοῦ σίτου κάθαρσιν σειόμενα καὶ


[53a] ἀνικμώμενα τὰ μὲν πυκνὰ καὶ βαρέα ἄλλῃ, τὰ δὲ μανὰ καὶ κοῦφα εἰς ἑτέραν ἵζει φερόμενα ἕδραν: τότε οὕτω τὰ τέτταρα γένη σειόμενα ὑπὸ τῆς δεξαμενῆς, κινουμένης αὐτῆς οἷον ὀργάνου σεισμὸν παρέχοντος, τὰ μὲν ἀνομοιότατα πλεῖστον αὐτὰ ἀφ’ αὑτῶν ὁρίζειν, τὰ δὲ ὁμοιότατα μάλιστα εἰς ταὐτὸν συνωθεῖν, διὸ δὴ καὶ χώραν ταῦτα ἄλλα ἄλλην ἴσχειν, πρὶν καὶ τὸ πᾶν ἐξ αὐτῶν διακοσμηθὲν γενέσθαι. καὶ τὸ μὲν δὴ πρὸ τούτου πάντα ταῦτ’ εἶχεν ἀλόγως καὶ ἀμέτρως:


[53b] ὅτε δ’ ἐπεχειρεῖτο κοσμεῖσθαι τὸ πᾶν, πῦρ πρῶτον καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα, ἴχνη μὲν ἔχοντα αὑτῶν ἄττα, παντάπασί γε μὴν διακείμενα ὥσπερ εἰκὸς ἔχειν ἅπαν ὅταν ἀπῇ τινος θεός, οὕτω δὴ τότε πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσατο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς. τὸ δὲ ᾗ δυνατὸν ὡς κάλλιστα ἄριστά τε ἐξ οὐχ οὕτως ἐχόντων τὸν θεὸν αὐτὰ συνιστάναι, παρὰ πάντα ἡμῖν ὡς ἀεὶ τοῦτο λεγόμενον ὑπαρχέτω: νῦν δ’ οὖν τὴν διάταξιν αὐτῶν ἐπιχειρητέον ἑκάστων καὶ γένεσιν




[53c] ἀήθει λόγῳ πρὸς ὑμᾶς δηλοῦν, ἀλλὰ γὰρ ἐπεὶ μετέχετε τῶν κατὰ παίδευσιν ὁδῶν δι’ ὧν ἐνδείκνυσθαι τὰ λεγόμενα ἀνάγκη, συνέψεσθε.

Ούτος λοιπόν είναι ο λόγος, τον οποίον εσκέφθην και δύναμαι να δώσω περιληπτικώς περί της γνώμης μου, δηλ. ότι υπήρχε το ον και ο χώρος και η γένεσις, τρία πράγματα τριχώς, και πριν ή γεννηθή ο κόσμος 1 και ότι η τροφός της γεννήσεως, υγραινομένη και πυρουμένη, και δεχομένη τας μορφάς της γης και του αέρος και πάσχουσα

όλα τα άλλα πάθη, όσα ακολουθούσιν εις ταύτα, εφαίνετο ποικίλη κατά την όψιν· αλλ’ επειδή ήτο πλήρης δυνάμεων μήτε ομοίων μήτε ισορρόπων, εις κανέν μέρος της δεν ήτο εις ισορροπίαν, αλλ’ όλως ανωμάλως ταλαντευομένη εσείετο αύτη υπ’ εκείνων και κινουμένη αυτή πάλιν έσειεν εκείνα. Ταύτα δε τα πράγματα κινούμενα άλλα εις άλλο μέρος, χωριζόμενα πάντοτε μετεφέροντο, όπως εις τον καθαρισμόν του σίτου σειόμενα και ανεμιζόμενα υπό του κοσκίνου και

των άλλων οργάνων τα μεν πυκνά και βαρέα μέρη σωρεύονται εις έν μέρος, τα δε αραιά και ελαφρά φέρονται εις άλλην θέσιν 2. Ούτω τότε συνέβη εις τα τέσσαρα γένη εκείνα, σειόμενα υπό της δεξαμενής, ενώ αύτη εκινείτο ως όργανον, το οποίον προξενεί σεισμόν, τα μεν ανομοιότατα μέρη εχωρίζοντο πολύ μεταξύ των, τα δε ομοιότατα πάλιν συνωθούμενα συνηνούντο. Και διά τούτο κατελάμβανον τα μεν χώρον διάφορον παρά τα άλλα, πριν ή γεννηθή εξ αυτών τούτο το παν συντεταγμένον. Και όντως προ τούτου πάντα ευρίσκοντο άνευ λόγου και μέ-

Β. | τρου· αλλ’ ότε ο Θεός επεχείρησε να διακοσμήση το παν, πρώτον το πυρ και το ύδωρ και την γην και τον αέρα, τα οποία είχον μεν ίχνη τινά αυτών, αλλ’ ήσαν εις τοιαύτην κατάστασιν εις την οποίαν είναι φυσικόν να ευρίσκηται παν πράγμα, από το οποίον λείπει ο Θεός, ταύτα εις τοιαύτην κατάστασιν φυσικώς όντα τότε, ο Θεός τα εκόσμησε με μορφάς και αριθμούς· Το ότι δε ο Θεός συνέστησε τα πράγματα ταύτα κατά τρόπον όσον το δυνατόν κάλλιστον και άριστον, ενώ ήσαν εις πολύ διάφορον κατάστασιν, τούτο πρέπει να θεωρήται πάντοτε ως υπονοούμενον εις τους λόγους ημών περί παντός πράγματος. Τώρα δε πρέπει να επιχειρήσω να δηλώσω με λόγον ασυνήθη την διά-

C. | ταξιν εκάστου και την γένεσιν αυτών. Αλλ’ επειδή γνωριζετε και τας επιστημονικάς μεθόδους, διά των οποίων είναι αναγκαίον να αποδεικνύωνται τα λεγόμενα, θέλετε με ακολουθήσει.

XX. Τα τέσσαρα στοιχειώδη σώματα, πυρ, αήρ, ύδωρ, γη, είναι και αυτά σύνθετα, τα στοιχεία δ’ αυτών είναι τριγωνικά σχήματα απείρως μικρά. Τα τρίγωνα είναι σκαληνά ή ισοσκελή. Τα σκαληνά συνδυαζόμενα γεννώσι τρία στερεά, την πυραμίδα, το οκτάεδρον και το εικοσάεδρον, τα ισοσκελή γεννώσι μόνον τον κύβον.

πρῶτον μὲν δὴ πῦρ καὶ γῆ καὶ ὕδωρ καὶ ἀὴρ ὅτι σώματά ἐστι, δῆλόν που καὶ παντί: τὸ δὲ τοῦ σώματος εἶδος πᾶν καὶ βάθος ἔχει. τὸ δὲ βάθος αὖ πᾶσα ἀνάγκη τὴν ἐπίπεδον περιειληφέναι φύσιν: ἡ δὲ ὀρθὴ τῆς ἐπιπέδου βάσεως ἐκ τριγώνων συνέστηκεν. τὰ δὲ τρίγωνα πάντα ἐκ δυοῖν ἄρχεται


[53d] τριγώνοιν, μίαν μὲν ὀρθὴν ἔχοντος ἑκατέρου γωνίαν, τὰς δὲ ὀξείας: ὧν τὸ μὲν ἕτερον ἑκατέρωθεν ἔχει μέρος γωνίας ὀρθῆς πλευραῖς ἴσαις διῃρημένης, τὸ δ’ ἕτερον ἀνίσοις ἄνισα μέρη νενεμημένης. ταύτην δὴ πυρὸς ἀρχὴν καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων ὑποτιθέμεθα κατὰ τὸν μετ’ ἀνάγκης εἰκότα λόγον πορευόμενοι: τὰς δ’ ἔτι τούτων ἀρχὰς ἄνωθεν θεὸς οἶδεν καὶ ἀνδρῶν ὃς ἂν ἐκείνῳ φίλος ᾖ. δεῖ δὴ λέγειν ποῖα



[53e] κάλλιστα σώματα γένοιτ’ ἂν τέτταρα, ἀνόμοια μὲν ἑαυτοῖς, δυνατὰ δὲ ἐξ ἀλλήλων αὐτῶν ἄττα διαλυόμενα γίγνεσθαι: τούτου γὰρ τυχόντες ἔχομεν τὴν ἀλήθειαν γενέσεως πέρι γῆς τε καὶ πυρὸς τῶν τε ἀνὰ λόγον ἐν μέσῳ. τόδε γὰρ οὐδενὶ συγχωρησόμεθα, καλλίω τούτων ὁρώμενα σώματα εἶναί που καθ’ ἓν γένος ἕκαστον ὄν. τοῦτ’ οὖν προθυμητέον, τὰ διαφέροντα κάλλει σωμάτων τέτταρα γένη συναρμόσασθαι καὶ φάναι τὴν τούτων ἡμᾶς φύσιν ἱκανῶς εἰληφέναι.






[54a] τοῖν δὴ δυοῖν τριγώνοιν τὸ μὲν ἰσοσκελὲς μίαν εἴληχεν φύσιν, τὸ δὲ πρόμηκες ἀπεράντους: προαιρετέον οὖν αὖ τῶν ἀπείρων τὸ κάλλιστον, εἰ μέλλομεν ἄρξεσθαι κατὰ τρόπον. ἂν οὖν τις ἔχῃ κάλλιον ἐκλεξάμενος εἰπεῖν εἰς τὴν τούτων σύστασιν, ἐκεῖνος οὐκ ἐχθρὸς ὢν ἀλλὰ φίλος κρατεῖ: τιθέμεθα δ’ οὖν τῶν πολλῶν τριγώνων κάλλιστον ἕν, ὑπερβάντες τἆλλα, ἐξ οὗ τὸ ἰσόπλευρον τρίγωνον ἐκ τρίτου συνέστηκεν.


[54b] διότι δέ, λόγος πλείων: ἀλλὰ τῷ τοῦτο ἐλέγξαντι καὶ ἀνευρόντι δὴ οὕτως ἔχον κεῖται φίλια τὰ ἆθλα. προῃρήσθω δὴ δύο τρίγωνα ἐξ ὧν τό τε τοῦ πυρὸς καὶ τὰ τῶν ἄλλων σώματα μεμηχάνηται, τὸ μὲν ἰσοσκελές, τὸ δὲ τριπλῆν κατὰ δύναμιν ἔχον τῆς ἐλάττονος τὴν μείζω πλευρὰν ἀεί. τὸ δὴ πρόσθεν ἀσαφῶς ῥηθὲν νῦν μᾶλλον διοριστέον. τὰ γὰρ τέτταρα γένη δι’ ἀλλήλων εἰς ἄλληλα ἐφαίνετο πάντα γένεσιν ἔχειν, οὐκ ὀρθῶς φανταζόμενα: γίγνεται μὲν γὰρ ἐκ




[54c] τῶν τριγώνων ὧν προῃρήμεθα γένη τέτταρα, τρία μὲν ἐξ ἑνὸς τοῦ τὰς πλευρὰς ἀνίσους ἔχοντος, τὸ δὲ τέταρτον ἓν μόνον ἐκ τοῦ ἰσοσκελοῦς τριγώνου συναρμοσθέν. οὔκουν δυνατὰ πάντα εἰς ἄλληλα διαλυόμενα ἐκ πολλῶν σμικρῶν ὀλίγα μεγάλα καὶ τοὐναντίον γίγνεσθαι, τὰ δὲ τρία οἷόν τε: ἐκ γὰρ ἑνὸς ἅπαντα πεφυκότα λυθέντων τε τῶν μειζόνων πολλὰ σμικρὰ ἐκ τῶν αὐτῶν συστήσεται, δεχόμενα τὰ προσήκοντα ἑαυτοῖς σχήματα, καὶ σμικρὰ ὅταν αὖ πολλὰ κατὰ

[54d] τὰ τρίγωνα διασπαρῇ, γενόμενος εἷς ἀριθμὸς ἑνὸς ὄγκου μέγα ἀποτελέσειεν ἂν ἄλλο εἶδος ἕν. ταῦτα μὲν οὖν λελέχθω περὶ τῆς εἰς ἄλληλα γενέσεως: οἷον δὲ ἕκαστον αὐτῶν γέγονεν εἶδος καὶ ἐξ ὅσων συμπεσόντων ἀριθμῶν, λέγειν ἂν ἑπόμενον εἴη. ἄρξει δὴ τό τε πρῶτον εἶδος καὶ σμικρότατον συνιστάμενον, στοιχεῖον δ’ αὐτοῦ τὸ τὴν ὑποτείνουσαν τῆς ἐλάττονος πλευρᾶς διπλασίαν ἔχον μήκει: σύνδυο δὲ τοιούτων κατὰ διάμετρον συντιθεμένων καὶ τρὶς τούτου





[54e] γενομένου, τὰς διαμέτρους καὶ τὰς βραχείας πλευρὰς εἰς ταὐτὸν ὡς κέντρον ἐρεισάντων, ἓν ἰσόπλευρον τρίγωνον ἐξ ἓξ τὸν ἀριθμὸν ὄντων γέγονεν. τρίγωνα δὲ ἰσόπλευρα συνιστάμενα τέτταρα κατὰ σύντρεις ἐπιπέδους γωνίας μίαν στερεὰν


[55a] γωνίαν ποιεῖ, τῆς ἀμβλυτάτης τῶν ἐπιπέδων γωνιῶν ἐφεξῆς γεγονυῖαν: τοιούτων δὲ ἀποτελεσθεισῶν τεττάρων πρῶτον εἶδος στερεόν, ὅλου περιφεροῦς διανεμητικὸν εἰς ἴσα μέρη καὶ ὅμοια, συνίσταται. δεύτερον δὲ ἐκ μὲν τῶν αὐτῶν τριγώνων, κατὰ δὲ ἰσόπλευρα τρίγωνα ὀκτὼ συστάντων, μίαν ἀπεργασαμένων στερεὰν γωνίαν ἐκ τεττάρων ἐπιπέδων: καὶ γενομένων ἓξ τοιούτων τὸ δεύτερον αὖ σῶμα οὕτως ἔσχεν τέλος. τὸ δὲ τρίτον ἐκ δὶς ἑξήκοντα τῶν στοιχείων συμπαγέντων,



[55b] στερεῶν δὲ γωνιῶν δώδεκα, ὑπὸ πέντε ἐπιπέδων τριγώνων ἰσοπλεύρων περιεχομένης ἑκάστης, εἴκοσι βάσεις ἔχον ἰσοπλεύρους τριγώνους γέγονεν. καὶ τὸ μὲν ἕτερον ἀπήλλακτο τῶν στοιχείων ταῦτα γεννῆσαν, τὸ δὲ ἰσοσκελὲς τρίγωνον ἐγέννα τὴν τοῦ τετάρτου φύσιν, κατὰ τέτταρα συνιστάμενον, εἰς τὸ κέντρον τὰς ὀρθὰς γωνίας συνάγον, ἓν ἰσόπλευρον τετράγωνον ἀπεργασάμενον: ἓξ δὲ τοιαῦτα




[55c] συμπαγέντα γωνίας ὀκτὼ στερεὰς ἀπετέλεσεν, κατὰ τρεῖς ἐπιπέδους ὀρθὰς συναρμοσθείσης ἑκάστης: τὸ δὲ σχῆμα τοῦ συστάντος σώματος γέγονεν κυβικόν, ἓξ ἐπιπέδους τετραγώνους ἰσοπλεύρους βάσεις ἔχον. ἔτι δὲ οὔσης συστάσεως μιᾶς πέμπτης, ἐπὶ τὸ πᾶν ὁ θεὸς αὐτῇ κατεχρήσατο ἐκεῖνο διαζωγραφῶν. ἃ δή τις εἰ πάντα λογιζόμενος ἐμμελῶς ἀποροῖ πότερον ἀπείρους χρὴ κόσμους εἶναι λέγειν ἢ πέρας ἔχοντας, τὸ μὲν

Πρώτον μεν, ότι το πυρ, η γη, το ύδωρ και ο αήρ είναι σώματα, είναι βέβαια γνωστόν εις πάντας. Παν δε είδος σώματος πρέπει να έχη και βάθος και στερεότητα 3 και το στερεόν πάλιν αναγκαίως περιορίζεται υπό επιπέδων επιφανειών 4. Αλλ’ η επίπεδος και ευθύγραμμος επιφάνεια αποτελείται εκ τριγώνων, τα

Δ. | δε τρίγωνα πάντα αρχήν έχουσι δύο άλλα έχοντα και το έν και το άλλο μίαν γωνίαν ορθήν και δύο οξείας. Εκ τούτων δέ τινα (τα ισοσκελή) έχουσιν εκ των δύο μερών ίσον μέρος γωνίας ορθής περιεχομένης υπό πλευρών ίσων, άλλα δε (τα σκαληνά) έχουσι μέρη άνισα διηρημένα διά πλευρών ανίσων. Ας υποθέσωμεν λοιπόν ότι αύτη είναι η αρχή του πυρός και των άλλων σωμάτων, προχωρούντες αναγκαίως κατά τον πιθανόν λόγον 5, διότι τας ανωτέρας αρχάς τούτων γινώσκει μόνος ο Θεός και

Ε. | εκείνος εκ των ανδρών, όστις είναι φίλος αυτού. Πρέπει λοιπόν να είπωμεν ποία είναι τα κάλλιστα εκείνα σώματα, τα οποία δύνανται να γίνωσι, τα τέσσαρα δηλαδή, ανόμοια μεν μεταξύ των, αλλά τινά εξ αυτών ικανά όντα να γεννώνται τα μεν εκ των δε, καθόσον ταύτα διαλύονται. Διότι εάν επιτύχωμεν τούτο, θα έχωμεν την αλήθειαν περί γενέσεως της γης και του πυρός και των δύο άλλων, τα οποία είναι μέσοι ανάλογοι αυτών. Διότι κατά τούτο δεν θα υποχωρήσωμεν εις κανένα, ότι δηλ. δύνανται να υπάρχωσί πού σώματα ορατά ωραιότερα από ταύτα, έκαστον εις το γένος του. Πρέπει λοιπόν να έχωμεν προθυμίαν, ίνα συναρμόσωμεν τα τέσσαρα είδη σωμάτων, διαφέροντα κατά την καλλονήν, και είτα είπωμεν, ότι ικανώς κατελάβομεν την φύσιν αυτών.

54. | Εκ των δύο ειδών τριγώνων το ισοσκελές μίαν μόνην έχει φύσιν, το δε σκαληνόν απείρους, πρέπει δε εκ των απείρων να προτιμώμεν το κάλλιστον, εάν θέλωμεν να αρχίσωμεν καθώς πρέπει. Αν λοιπόν τις δύναται να εκλέξη και να είπη άλλο ωραιότερον διά την σύστασιν των σωμάτων τούτων, ούτος ουχί ως εχθρός αλλ’ ως φίλος νικά. Ημείς δε εκ των πολλών τριγώνων θέτομεν έν ως το κάλλιστον, παραλείποντες τα άλλα, εκείνο δηλ. εκ του οποίου επαναλαμβανομένου σχηματίζεται τρίτον, ισόπλευ-

Β. | ρον 6 διατί δε τούτο, ο λόγος είναι μακρός, αλλ’ εις εκείνον όστις δύναται να αναιρέση τούτο και να εύρη ότι δεν έχει ούτως, ως βραβείον πρόκειται η φιλία ημών. Ας εκλέξωμεν λοιπόν δύο τρίγωνα, εκ των οποίων κατεσκευάσθησαν το σώμα του πυρός και το των άλλων (στοιχείων), το μεν (να είναι) ισοσκελές, το δε άλλο να έχη την μεγαλυτέραν των καθέτων κατά την δύναμιν τριπλασίαν της μικροτέρας 7. Εκείνο δε, το οποίον πρότερον έχω ειπεί όχι σαφώς, τώρα πρέπει καλύτερα να προσδιορίσω. Τα τέσσαρα δηλαδή είδη (στοιχεία) μας εφαίνοντο τότε ότι όλα αμοιβαίως εγεννώντο τα μεν εκ των δε, αλλά δεν εφανταζόμεθα ορθώς. Διότι γεννώνται

C. | μεν εκ των τριγώνων, τα οποία εξελέξαμεν, τέσσαρα είδη, τα τρία μεν εκ του ενός, το οποίον έχει τας πλευράς ανίσους, αλλ’ έν μόνον, το τέταρτον, αποτελείται εκ του ισοσκελούς τριγώνου. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν όλα, διαλυόμενα εις άλληλα να γίνωνται εκ πολλών μικρών ολίγα μεγάλα, και αντιστρόφως, αλλά μόνα τα τρία πρώτα. Διότι ταύτα, επειδή εγεννήθησαν όλα εξ ενός τριγώνου, όταν λυθώσι τα μεγαλύτερα συστήματα (αθροί-


Δ. | σματα), πολλά μικρότερα θα συσταθώσι, λαμβάνοντα τας καταλλήλους εις αυτά μορφάς, και ούτως, όταν πάλιν τα πολύ μικρά χωρισθώσιν εις τρίγωνα, εάν εξ ενός όγκου γίνη μία ενότης, δύναται να αποτελεσθή έν άλλο είδος μέγα 8. Aρκούσι λοιπόν όσα είπομεν περί της αμοιβαίας γενέσεως του ενός εκ του άλλου των ειδών τούτων. Εκείνο δε όπερ ων ακόλουθον εις ταύτα πρέπει να είπωμεν, είναι: τι είναι έκαστον είδος, όπερ γίνεται εξ αυτών, και εκ της συμπτώσεως ποίων αριθμών γίνεται. Και θα αρχίσωμεν με το είδος το πρώτον και έχον την σμικροτάτην σύστασιν. Στοιχείον τούτου είναι το τρίγωνον το έχον την υποτείνουσαν διπλασίαν της μικροτέρας καθέτου κατά το μήκος, συνδυάζοντες δε ανά δύο εκ των τριγώνων τούτων διά της δια-

Ε. | γωνίου, και τούτο ποιούντες τρεις φοράς, ούτως ώστε αι διαγώνιοι και αι μικρότεραι κάθετοι να συνενώνται εις έν κοινόν σημείον ως εις κέντρον, γίνεται έν ισόπλευρον τρίγωνον εκ των έξ τα οποία υπήρχον 9. Όταν έπειτα συνενωθώσι τέσσαρα τρίγωνα

55. | ισόπλευρα, ανά τρεις ομού επίπεδοι γωνίαι αποτελούσι μίαν στερεάν γωνίαν, κειμένην εφεξής της αμβλυτέρας των επιπέδων γωνιών· και επειδή απετελέσθησαν τέσσαρες τοιούτοι συνδυασμοί σχηματίζεται ούτω το πρώτον στερεόν είδος 10, όπερ έχει την ιδιότητα να διαιρή εις μέρη ίσα και όμοια την όλην επιφάνειαν σφαίρας (εις την οποίαν είναι εγγεγραμμένη). Δεύτερον είδος γίνεται εκ των αυτών τριγώνων, αλλ’ ενουμένων εις οκτώ ισόπλευρα τρίγωνα, ώστε να αποτελώσι μίαν στερεάν γωνίαν έχουσαν τέσσαρας επιπέδους γωνίας, και όταν γίνωσιν έξ τοιαύτα, τότε το

Β. | δεύτερον πάλιν σώμα αποτελείται 11. Το τρίτον είδος στερεού σύγκειται εξ εκατόν είκοσι στοιχείων (τριγώνων) ομού ηνωμένων και εκ δώδεκα στερεών γωνιών, των οποίων εκάστη περιέχεται υπό πέντε επιπέδων ισοπλεύρων τριγώνων, και έχει ως βάσεις (όψεις) είκοσι ισόπλευρα τρίγωνα 12. Και ούτω το έν εκ των στοιχείων, αφού εγέννησε πάντα ταύτα, εξηντλήθη. Το δε ισοσκελές τρίγωνον εγέννησε το τέταρτον είδος σώματος, καθ’ όσον ανά τέσσαρα ισοσκελή ηνούντο ούτως, ώστε αι ορθαί γωνίαι να συνενώνται εις το κέντρον και να γεννάται έν τετράγωνον ισόπλευ-

C. | ρον 13. Έξ δε τοιαύτα συνενωθέντα αποτελούσιν οκτώ στερεάς γωνίας, των οποίων εκάστη συνίσταται από τρεις επιπέδους ορθάς· το δε σχήμα του ούτω συναποτελεσθέντος σώματος γίνεται κυβικόν έχον έξ επιπέδους τετραγώνους ισοπλεύρους βάσεις (έδρας) 14. Προσέτι δε, επειδή υπήρχεν είς πέμπτος συνδυασμός, ο Θεός μετεχειρίσθη αυτόν, ίνα κοσμήση το σχήμα του παντός 15.
Εάν δε τις ταύτα πάντα ακριβώς αναλογιζόμενος απορή αν πρέπη να λέγη ότι οι κόσμοι είναι άπειροι, ή ότι έχουσι πέρας,

XXI. Τα ειρημένα 4 στερεά συνδυαζόμενα γεννώσι τα 4 στοιχειώδη σώματα. Η μεν γη σύγκειται εκ κύβων, το ύδωρ εξ εικοσαέδρων, ο αήρ εξ οκταέδρων και το πυρ εκ τριγωνικών πυραμίδων. Όθεν τα σωμάτια του πυρός είναι τα οξύτατα, τμητικώτατα, ευκινητότατα και κουφότατα σχετικώς προς τα των άλλων, τα της γης δε είναι τα μέγιστα, αμβλύτατα, βαρύτατα και δυσκινητότατα.

[55d] ἀπείρους ἡγήσαιτ’ ἂν ὄντως ἀπείρου τινὸς εἶναι δόγμα ὧν ἔμπειρον χρεὼν εἶναι, πότερον δὲ ἕνα ἢ πέντε αὐτοὺς ἀληθείᾳ πεφυκότας λέγειν ποτὲ προσήκει, μᾶλλον ἂν ταύτῃ στὰς εἰκότως διαπορήσαι. τὸ μὲν οὖν δὴ παρ’ ἡμῶν ἕνα αὐτὸν κατὰ τὸν εἰκότα λόγον πεφυκότα μηνύει θεόν, ἄλλος δὲ εἰς ἄλλα πῃ βλέψας ἕτερα δοξάσει. καὶ τοῦτον μὲν μεθετέον, τὰ δὲ γεγονότα νῦν τῷ λόγῳ γένη διανείμωμεν εἰς πῦρ καὶ γῆν καὶ ὕδωρ καὶ ἀέρα. γῇ μὲν δὴ τὸ κυβικὸν εἶδος δῶμεν:



[55e] ἀκινητοτάτη γὰρ τῶν τεττάρων γενῶν γῆ καὶ τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη, μάλιστα δὲ ἀνάγκη γεγονέναι τοιοῦτον τὸ τὰς βάσεις ἀσφαλεστάτας ἔχον: βάσις δὲ ἥ τε τῶν κατ’ ἀρχὰς τριγώνων ὑποτεθέντων ἀσφαλεστέρα κατὰ φύσιν ἡ τῶν ἴσων πλευρῶν τῆς τῶν ἀνίσων, τό τε ἐξ ἑκατέρου συντεθὲν ἐπίπεδον ἰσόπλευρον ἰσοπλεύρου τετράγωνον τριγώνου κατά τε μέρη καὶ καθ’ ὅλον στασιμωτέρως ἐξ ἀνάγκης βέβηκεν. Διὸ




[56a] γῇ μὲν τοῦτο ἀπονέμοντες τὸν εἰκότα λόγον διασῴζομεν, ὕδατι δ’ αὖ τῶν λοιπῶν τὸ δυσκινητότατον εἶδος, τὸ δ’ εὐκινητότατον πυρί, τὸ δὲ μέσον ἀέρι: καὶ τὸ μὲν σμικρότατον σῶμα πυρί, τὸ δ’ αὖ μέγιστον ὕδατι, τὸ δὲ μέσον ἀέρι: καὶ τὸ μὲν ὀξύτατον αὖ πυρί, τὸ δὲ δεύτερον ἀέρι, τὸ δὲ τρίτον ὕδατι. ταῦτ’ οὖν δὴ πάντα, τὸ μὲν ἔχον ὀλιγίστας βάσεις εὐκινητότατον ἀνάγκη πεφυκέναι, τμητικώτατόν τε

[56b] καὶ ὀξύτατον ὂν πάντῃ πάντων, ἔτι τε ἐλαφρότατον, ἐξ ὀλιγίστων συνεστὸς τῶν αὐτῶν μερῶν: τὸ δὲ δεύτερον δευτέρως τὰ αὐτὰ ταῦτ’ ἔχειν, τρίτως δὲ τὸ τρίτον. ἔστω δὴ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ κατὰ τὸν εἰκότα τὸ μὲν τῆς πυραμίδος στερεὸν γεγονὸς εἶδος πυρὸς στοιχεῖον καὶ σπέρμα: τὸ δὲ δεύτερον κατὰ γένεσιν εἴπωμεν ἀέρος, τὸ δὲ τρίτον ὕδατος. πάντα οὖν δὴ ταῦτα δεῖ διανοεῖσθαι σμικρὰ οὕτως, ὡς καθ’





[56c] ἓν ἕκαστον μὲν τοῦ γένους ἑκάστου διὰ σμικρότητα οὐδὲν ὁρώμενον ὑφ’ ἡμῶν, συναθροισθέντων δὲ πολλῶν τοὺς ὄγκους αὐτῶν ὁρᾶσθαι: καὶ δὴ καὶ τὸ τῶν ἀναλογιῶν περί τε τὰ πλήθη καὶ τὰς κινήσεις καὶ τὰς ἄλλας δυνάμεις πανταχῇ τὸν θεόν, ὅπῃπερ ἡ τῆς ἀνάγκης ἑκοῦσα πεισθεῖσά τε φύσις ὑπεῖκεν, ταύτῃ πάντῃ δι’ ἀκριβείας ἀποτελεσθεισῶν ὑπ’ αὐτοῦ συνηρμόσθαι ταῦτα ἀνὰ λόγον.

το δόγμα ότι είναι άπειροι δύναται να το θεωρή αληθώς ότι εί-
Δ. | ναι γνώμη ανθρώπου απείρου (αμαθούς) εις πράγματα εις τα οποία οφείλει να είναι έμπειρος. Αλλά, αν πρέπη να λέγη ότι όντως ούτοι εγεννήθησαν είς ή πέντε, επιμείνας εις τούτο, μάλλον ευλόγως δύναται να απορή. Η γνώμη όμως ημών είναι ότι κατά πάντα ορθόν λόγον είς μόνος κόσμος εγεννήθη, άλλος όμως αποβλέπων εις άλλα, θα έχη ίσως διάφορον γνώμην. Αλλ’ ας αφήσωμεν τούτον, και ας διανείμωμεν τα είδη, τα οποία εύρομεν διά του λόγου, εις πυρ, γην, ύδωρ και αέρα. Και εις την γην ας δώσωμεν το κυβικόν σχήμα, διότι αύτη είναι εκ

Ε. | των τεσσάρων ειδών η μάλλον ευκίνητος και εξ όλων των σωμάτων η μάλλον εύπλαστος, και τοιούτο προ πάντων πρέπει να είναι εκείνο, όπερ έχει τας βάσεις ασφαλεστάτας. Διότι εκ των κατ’ αρχάς υποτεθέντων τριγώνων φύσει ασφαλεστέρα είναι η βάσις των εχόντων δύο πλευράς ίσας παρά την βάσιν των εχόντων αυτάς ανίσους, και εκ των επιφανειών, αίτινες αποτελούνται εκ του ενός και εκ του άλλου, το ισόπλευρον τετράγωνον είναι κατ’ ανάγκην σταθερώτερον του ισοπλεύρου τριγώνου και κατά τα μέρη και κατά το όλον. Διό αποδίδοντες τούτο εις την γην

56. | διατηρούμεν την πιθανότητα του λόγου· εις το ύδωρ δε έπειτα (ας δώσωμεν) το σχήμα, όπερ εκ των υπολοίπων είναι το μάλλον δυσκίνητον, εις δε το πυρ το ευκινητότατον πάντων, και εις τον αέρα το μέσον σχήμα· και το σμικρότατον σώμα ας δώσωμεν εις το πυρ, το μέγιστον εις το ύδωρ και το μέσον εις τον αέρα, και ακόμη το μεν οξύτατον εις το πυρ, το δεύτερον (μετά το πυρ) εις τον αέρα και το τρίτον εις το ύδωρ. Εξ όλων λοιπόν

Β. | τούτων το έχον τας ολιγωτέρας βάσεις αναγκαίως είναι το μάλλον ευκίνητον, διότι εξ όλων είναι πανταχόθεν το μάλλον κοπτικόν και οξύ, και προσέτι το ελαφρότατον, διότι αποτελείται εξ ολιγίστου αριθμού των αυτών μερών· το δε ερχόμενον δεύτερον πρέπει να έχη τας αυτάς ιδιότητας εις δεύτερον βαθμόν, και το τρίτον εις τρίτον βαθμόν. Λοιπόν συμφώνως με τον ορθόν λόγον και τον πιθανόν, το στερεόν το λαβόν το σχήμα της πυραμίδος είναι το στοιχείον και το σπέρμα του πυρός, και το δεύτερον κατά την γέννησιν (το κανονικόν οκτάεδρον) ας το είπωμεν του αέρος, και το τρίτον (το κανονικόν εικοσάεδρον) του ύδατος. Πάντα λοιπόν ταύτα πρέπει να τα συλλαμβάνωμεν με

C. | την διάνοιαν τόσον σμικρά, ώστε έν έκαστον εξ εκάστου είδους μόνον μας είναι όλως αόρατον και όταν πολλά αυτών συναθροισθώσιν εις έν τότε φαίνεται η μάζα αυτών. Και ως προς τας αναλογίας εις τας ποσότητας και τας κινήσεις και τας άλλας δυνάμεις πάσας πρέπει να νοώμεν ότι ο Θεός, καθ’ ίσον του φυσικού νόμου η ανάγκη εκουσίως και πειθομένη υπεχώρει εις αυτόν, κατά τόσον, αφού πανταχού ακριβώς τας απετέλεσε, τας συνήρμοσε λογικώς.

XXII. Μεταμορφώσεις των τεσσάρων στοιχειωδών σωμάτων εις άλληλα. Σωμάτιον ύδατος (20εδρον) δύναται να δώση δύο αέρος (8εδρα) και έν πυρός (4εδρον). Έν αέρος αποτελεί δύο πυρός κ.λ. Ανάπαλιν εκ πυρός γίνεται αήρ και εξ αέρος ύδωρ. Αι μεταμορφώσεις αύται φέρουσι μεταβολήν θέσεως. Εκ της μίξεως των στοιχείων γεννώνται τα διάφορα ορατά σώματα.

ἐκ δὴ πάντων ὧνπερ τὰ γένη προειρήκαμεν ὧδ’ ἂν κατὰ


[56d] τὸ εἰκὸς μάλιστ’ ἂν ἔχοι. γῆ μὲν συντυγχάνουσα πυρὶ διαλυθεῖσά τε ὑπὸ τῆς ὀξύτητος αὐτοῦ φέροιτ’ ἄν, εἴτ’ ἐν αὐτῷ πυρὶ λυθεῖσα εἴτ’ ἐν ἀέρος εἴτ’ ἐν ὕδατος ὄγκῳ τύχοι, μέχριπερ ἂν αὐτῆς πῃ συντυχόντα τὰ μέρη, πάλιν συναρμοσθέντα αὐτὰ αὑτοῖς, γῆ γένοιτο–οὐ γὰρ εἰς ἄλλο γε εἶδος ἔλθοι ποτ’ ἄν–ὕδωρ δὲ ὑπὸ πυρὸς μερισθέν, εἴτε καὶ ὑπ’ ἀέρος, ἐγχωρεῖ γίγνεσθαι συστάντα ἓν μὲν πυρὸς σῶμα, δύο




[56e] δὲ ἀέρος: τὰ δὲ ἀέρος τμήματα ἐξ ἑνὸς μέρους διαλυθέντος δύ’ ἂν γενοίσθην σώματα πυρός. καὶ πάλιν, ὅταν ἀέρι πῦρ ὕδασίν τε ἤ τινι γῇ περιλαμβανόμενον ἐν πολλοῖς ὀλίγον, κινούμενον ἐν φερομένοις, μαχόμενον καὶ νικηθὲν καταθραυσθῇ, δύο πυρὸς σώματα εἰς ἓν συνίστασθον εἶδος ἀέρος: καὶ κρατηθέντος ἀέρος κερματισθέντος τε ἐκ δυοῖν ὅλοιν καὶ ἡμίσεος ὕδατος εἶδος ἓν ὅλον ἔσται συμπαγές. ὧδε γὰρ δὴ λογισώμεθα αὐτὰ πάλιν, ὡς ὅταν ἐν πυρὶ λαμβανόμενον τῶν
γενομένου, τὰς διαμέτρους καὶ τὰς βραχείας πλευρὰς

[57a] ἄλλων ὑπ’ αὐτοῦ τι γένος τῇ τῶν γωνιῶν καὶ κατὰ τὰς πλευρὰς ὀξύτητι τέμνηται, συστὰν μὲν εἰς τὴν ἐκείνου φύσιν πέπαυται τεμνόμενον–τὸ γὰρ ὅμοιον καὶ ταὐτὸν αὑτῷ γένος ἕκαστον οὔτε τινὰ μεταβολὴν ἐμποιῆσαι δυνατὸν οὔτε τι παθεῖν ὑπὸ τοῦ κατὰ ταὐτὰ ὁμοίως τε ἔχοντος–ἕως δ’ ἂν εἰς ἄλλο τι γιγνόμενον ἧττον ὂν κρείττονι μάχηται, λυόμενον οὐ παύεται. τά τε αὖ σμικρότερα ὅταν ἐν τοῖς μείζοσιν πολλοῖς περιλαμβανόμενα








[57b] ὀλίγα διαθραυόμενα κατασβεννύηται, συνίστασθαι μὲν ἐθέλοντα εἰς τὴν τοῦ κρατοῦντος ἰδέαν πέπαυται κατασβεννύμενα γίγνεταί τε ἐκ πυρὸς ἀήρ, ἐξ ἀέρος ὕδωρ: ἐὰν δ’ εἰς ταὐτὰ ἴῃ καὶ τῶν ἄλλων τι συνιὸν γενῶν μάχηται, λυόμενα οὐ παύεται, πρὶν ἢ παντάπασιν ὠθούμενα καὶ διαλυθέντα ἐκφύγῃ πρὸς τὸ συγγενές, ἢ νικηθέντα, ἓν ἐκ πολλῶν ὅμοιον τῷ κρατήσαντι γενόμενον, αὐτοῦ σύνοικον μείνῃ. Καὶ

[57c] δὴ καὶ κατὰ ταῦτα τὰ παθήματα διαμείβεται τὰς χώρας ἅπαντα: διέστηκεν μὲν γὰρ τοῦ γένους ἑκάστου τὰ πλήθη κατὰ τόπον ἴδιον διὰ τὴν τῆς δεχομένης κίνησιν, τὰ δὲ ἀνομοιούμενα ἑκάστοτε ἑαυτοῖς, ἄλλοις δὲ ὁμοιούμενα, φέρεται διὰ τὸν σεισμὸν πρὸς τὸν ἐκείνων οἷς ἂν ὁμοιωθῇ τόπον. ὅσα μὲν οὖν ἄκρατα καὶ πρῶτα σώματα διὰ τοιούτων αἰτιῶν γέγονεν: τὸ δ’ ἐν τοῖς εἴδεσιν αὐτῶν ἕτερα ἐμπεφυκέναι γένη τὴν ἑκατέρου τῶν στοιχείων αἰτιατέον σύστασιν,



[57d] μὴ μόνον ἓν ἑκατέραν μέγεθος ἔχον τὸ τρίγωνον φυτεῦσαι κατ’ ἀρχάς, ἀλλ’ ἐλάττω τε καὶ μείζω, τὸν ἀριθμὸν δὲ ἔχοντα τοσοῦτον ὅσαπερ ἂν ᾖ τἀν τοῖς εἴδεσι γένη. διὸ δὴ συμμειγνύμενα αὐτά τε πρὸς αὑτὰ καὶ πρὸς ἄλληλα τὴν ποικιλίαν ἐστὶν ἄπειρα: ἧς δὴ δεῖ θεωροὺς γίγνεσθαι τοὺς μέλλοντας περὶ φύσεως εἰκότι λόγῳ χρήσεσθαι.

Εκ πάντων όσα προείπομεν περί των τεσσάρων ειδών τούτων, ιδού πώς κατά μεγίστην πιθανότητα δύνανται να έχωσι

Δ. | ταύτα. Η γη ερχομένη εις συνάντησιν με το πυρ και διαλυθείσα υπό της οξύτητος αυτού διασκορπίζεται, είτε διαλυομένη τυχόν εις αυτό το πυρ είτε εις την μάζαν του αέρος είτε εις την του ύδατος· έως ου τα μέρη αυτής τα τυχόν ευρεθέντα ομού εις μέρος τι συναρμοσθώσι μεταξύ των και ούτω γίνη πάλιν γη. Διότι βεβαίως δεν δύναταί ποτε η γη να μεταβή εις άλλο είδος. Το ύδωρ όμως διαιρεθέν υπό του πυρός ή και υπό του αέρος, δυνάμεθα να δεχθώμεν ότι γίνεται ανασυνιστώμενον 16 έν σώμα πυρός και δύο αέρος. Ως προς τα τμήματα δε του αέρος, εξ ενός

Ε. | μέρους αυτών, όταν διαλυθή, δύνανται να γίνωσι δύο σώματα πυρός. Και ανάπαλιν, όταν ολίγον πυρ περιλαμβανόμενον υπό πολλού αέρος ή ύδατος ή γης τινος, παρασυρόμενον υπό της κινήσεως αυτών και νικηθέν εις την μάχην, θραυσθή, δύο σώματα πυρός δύνανται να συντεθώσιν εις έν μόνον είδος αέρος· και όταν ο αήρ νικηθή και κατακερματισθή, εκ δύο όλων και ενός ημίσεος αυτού, αποτελεσθή έν όλον συμπαγές ύδατος. Τω


57. | όντι, ας εξετάσωμεν αυτά πάλιν κατά τον ακόλουθον τρόπον: Όταν έν είδος εκ των άλλων περιεχόμενων εντός του πυρός κόπτηται υπ’ αυτού διά της οξύτητος των γωνιών και των πλευρών του, μεταβαίνον ως προς την σύστασίν του εις την φύσιν του πυρός παύει πλέον από του να κόπτηται. Διότι έκαστον είδος, όμοιον ον και ταυτόν προς εαυτό, δεν είναι δυνατόν ούτε να επιφέρη μεταβολήν ούτε να πάθη τι υπό είδους ίσου και ομοίου προς αυτό 17. Εν όσω όμως έν είδος μεταβαίνει εις άλλο, και ασθενέστερον ον μάχεται κατά ισχυροτέρου, δεν παύει από του να διαλύηται. Αλλ’ όταν τα μικρότερα είδη, ολίγα όντα, περικλεισμένα εντός των μεγαλυτέρων, πολλών όντων σβύνωνται θραυόμενα, εάν μεν θέλωσι να έλθωσιν εις το είδος του νικήσαντος αυτά, παύουσιν από του να σβύνωνται και εκ του πυρός γί-

Β. | νεται αήρ, εκ δε του αέρος γίνεται ύδωρ. Αν όμως κινώνται κατ’ αυτού (του ισχυροτέρου) 18 και αν έν από τα άλλα είδη συνδραμόν συμπολεμή, δεν παύουσιν από του να διαλύωνται πριν ή ολοσχερώς απωθούμενα και διαλελυμένα καταφύγωσιν εις το είδος της φύσεώς των, ή αφού νικηθώσι και γίνωσιν εκ πολλών έν μόνον πράγμα όμοιον προς το νικήσαν, μείνωσιν ίνα κατοικώσι μετ’ αυτού. Και βεβαίως διά τα παθήματα ταύτα έκα-

C. | στον των ειδών τούτων μεταβάλλει τόπον 19. Διότι ο (αρχικός) όγκος εκάστου είδους είναι αποχωρισμένος των άλλων εις ιδιαίτερον τόπον ένεκα της κινήσεως του περιέχοντος αυτά χώρου, και εκείνα, άπερ εκάστοτε γίνονται ανόμοια προς εαυτά, όμοια δε προς άλλα, μεταφέρονται υπό του σεισμού εις τον τόπον εκείνων, με τα οποία ήθελον ομοιωθή. Όσα λοιπόν είναι άκρατα (απλά) και πρώτα σώματα όλα έγιναν διά τοιούτων αιτίων. Ότι δε εις τα γένη αυτών άλλα είδη εγεννήθησαν, τούτου την αιτίαν πρέπει ν’ αποδώσωμεν εις την σύστασιν εκάστου των δύο στοιχείων 20· διότι, δι’ εκάστην

Δ. | σύστασιν δεν παρήχθη κατ’ αρχάς το τρίγωνον με έν μόνον μέγεθος, αλλά έγιναν και μεγαλύτερα και μικρότερα, τοσαύτα δε τον αριθμόν, όσα δύνανται να είναι τα είδη εις τα γένη 21. Τοιουτοτρόπως αναμιγνυόμενα ταύτα προς εαυτά και μεταξύ των είναι άπειρα κατά την ποικιλίαν, της οποίας πρέπει να γίνωσι θεωροί οι μέλλοντες να είπωσιν ορθά περί της φύσεως.

XXIII. Η κίνησις και η στάσις. Αίτια κινήσεως η ανομοιότης και η ανισότης (διαφορά). Το σύμπαν κυκλοτερές ον σφίγγει τα σώματα και ουδαμού αφίνει κενόν. Συνοχή σωμάτων. Η κίνησις είναι αδιάλειπτος.

κινήσεως οὖν στάσεώς τε πέρι, τίνα τρόπον καὶ μεθ’ ὧντινων γίγνεσθον, εἰ μή τις διομολογήσεται, πόλλ’ ἂν εἴη


[57e] ἐμποδὼν τῷ κατόπισθεν λογισμῷ. τὰ μὲν οὖν ἤδη περὶ αὐτῶν εἴρηται, πρὸς δ’ ἐκείνοις ἔτι τάδε, ἐν μὲν ὁμαλότητι μηδέποτε ἐθέλειν κίνησιν ἐνεῖναι. τὸ γὰρ κινησόμενον ἄνευ τοῦ κινήσοντος ἢ τὸ κινῆσον ἄνευ τοῦ κινησομένου χαλεπόν, μᾶλλον δὲ ἀδύνατον, εἶναι: κίνησις δὲ οὐκ ἔστιν τούτων ἀπόντων, ταῦτα δὲ ὁμαλὰ εἶναί ποτε ἀδύνατον. οὕτω δὴ στάσιν μὲν ἐν ὁμαλότητι, κίνησιν δὲ εἰς ἀνωμαλότητα ἀεὶ


[58a] τιθῶμεν: αἰτία δὲ ἀνισότης αὖ τῆς ἀνωμάλου φύσεως. ἀνισότητος δὲ γένεσιν μὲν διεληλύθαμεν: πῶς δέ ποτε οὐ κατὰ γένη διαχωρισθέντα ἕκαστα πέπαυται τῆς δι’ ἀλλήλων κινήσεως καὶ φορᾶς, οὐκ εἴπομεν. ὧδε οὖν πάλιν ἐροῦμεν. ἡ τοῦ παντὸς περίοδος, ἐπειδὴ συμπεριέλαβεν τὰ γένη, κυκλοτερὴς οὖσα καὶ πρὸς αὑτὴν πεφυκυῖα βούλεσθαι συνιέναι, σφίγγει πάντα καὶ κενὴν χώραν οὐδεμίαν ἐᾷ λείπεσθαι. Διὸ




[58b] δὴ πῦρ μὲν εἰς ἅπαντα διελήλυθε μάλιστα, ἀὴρ δὲ δεύτερον, ὡς λεπτότητι δεύτερον ἔφυ, καὶ τἆλλα ταύτῃ: τὰ γὰρ ἐκ μεγίστων μερῶν γεγονότα μεγίστην κενότητα ἐν τῇ συστάσει παραλέλοιπεν, τὰ δὲ σμικρότατα ἐλαχίστην. ἡ δὴ τῆς πιλήσεως σύνοδος τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα συνωθεῖ. σμικρῶν οὖν παρὰ μεγάλα τιθεμένων καὶ τῶν ἐλαττόνων τὰ μείζονα διακρινόντων, τῶν δὲ μειζόνων ἐκεῖνα συγκρινόντων, πάντ’ ἄνω κάτω μεταφέρεται πρὸς τοὺς ἑαυτῶν τόπους:


[58c] μεταβάλλον γὰρ τὸ μέγεθος ἕκαστον καὶ τὴν τόπων μεταβάλλει στάσιν. οὕτω δὴ διὰ ταῦτά τε ἡ τῆς ἀνωμαλότητος διασῳζομένη γένεσις ἀεὶ τὴν ἀεὶ κίνησιν τούτων οὖσαν ἐσομένην τε ἐνδελεχῶς παρέχεται.

Περί κινήσεως όμως και ηρεμίας, με ποίον τρόπον και διά ποίας αιτίας γίνονται, εάν δεν συμφωνήσωμεν πρώτον, πολλά θα υπάρξωσιν εμπόδια εις τους επομένους συλλογισμούς. Τινά

Ε. | μεν περί αυτών έχομεν ήδη είπει· αλλ’ εκτός εκείνων θα είπωμεν και ταύτα: ότι όπου υπάρχει ομαλότης (το ομοιόμορφον) δεν δύναται να υπάρχη κίνησις. Διότι πράγμα μέλλον να κινηθή χωρίς το μέλλον να κινήση ή πράγμα μέλλον να κινήση χωρίς το μέλλον να κινηθή είναι δύσκολον ή μάλλον αδύνατον. Λοιπόν άνευ των δύο τούτων κίνησις δεν υπάρχει· ταύτα δε να είναι όμοια είναι αδύνατον 22. Ούτω πάντοτε την ηρεμίαν ας ανάγωμεν εις την ομαλότητα, την δε κίνησιν εις την ανωμα-

58 | λίαν (διαφοράν). Η ανισότης δε πάλιν είναι αιτία της ανωμαλίας. Και της μεν ανισότητος εξητάσαμεν 23 την γένεσιν. Αλλά πώς άρα γε δεν συμβαίνει ώστε χωρισθέντα ταύτα κατά τα είδη αυτών έκαστα να παύσωσιν από του να κινώνται και να μεταφέρωνται τα μεν διά των δε, ταύτα δεν έχομεν είπει. Λοιπόν πάλιν θα είπωμεν ούτως: Η περιφορά του σύμπαντος αφού περιέλαβεν εις εαυτήν τα ειρημένα γένη, επειδή είναι κυκλική κατά την μορφήν και έχει την φυσικήν τάσιν να επανέρχηται εις εαυτήν, συσφίγγει πάντα τα πράγματα και δεν αφίνει να μένη τόπος κενός ουδείς. Διά τούτο προ πάντων το πυρ εισδύει

Β. | εις όλα τα πράγματα και κατά δεύτερον λόγον ο αήρ, καθό φύσει δεύτερος κατά την λεπτότητα, και τα άλλα είδη κατά τον αυτόν τρόπον. Διότι όσα έγιναν εκ μερών μεγίστων αφίνουσι μέγιστον κενόν εις την σύστασιν αυτών, τα δε σμικρότατα ελάχιστον. Όθεν η κίνησις της συμπυκνώσεως ωθεί τα μικρά εις τα κενά των μεγάλων 24. Όταν λοιπόν τα μικρά τίθενται πλησίων των μεγάλων, και τα μεν σμικρά χωρίζωσι τα μεγάλα, τα δε μεγάλα συμπιέζωσι τα μικρά, όλα άνω-κάτω μεταφέρονται εις τους ιδιαιτέρους αυτών τόπους. Διότι έκαστον μεταβάλ-

C | λον το μέγεθος μεταβάλλει και τον τόπον, εν ω ίσταται. Ούτω και διά τους λόγους τούτους η γέννησις της ανωμαλίας, διατηρουμένη πάντοτε, παράγει την συνεχή κίνησιν των στοιχείων τούτων, ήτις είναι και θα είναι αδιακόπως.

XXIV. Τα διάφορα γένη ή ποιότητες του πυρός — του αέρος — και του ύδατος (Χημεία).

μετὰ δὴ ταῦτα δεῖ νοεῖν ὅτι πυρός τε γένη πολλὰ γέγονεν, οἷον φλὸξ τό τε ἀπὸ τῆς φλογὸς ἀπιόν, ὃ κάει μὲν οὔ, φῶς δὲ τοῖς ὄμμασιν παρέχει, τό τε φλογὸς ἀποσβεσθείσης ἐν


[58d] τοῖς διαπύροις καταλειπόμενον αὐτοῦ: κατὰ ταὐτὰ δὲ ἀέρος, τὸ μὲν εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰθὴρ καλούμενος, ὁ δὲ θολερώτατος ὁμίχλη τε καὶ σκότος, ἕτερά τε ἀνώνυμα εἴδη, γεγονότα διὰ τὴν τῶν τριγώνων ἀνισότητα. τὰ δὲ ὕδατος διχῇ μὲν πρῶτον, τὸ μὲν ὑγρόν, τὸ δὲ χυτὸν γένος αὐτοῦ. τὸ μὲν οὖν ὑγρὸν διὰ τὸ μετέχον εἶναι τῶν γενῶν τῶν ὕδατος ὅσα σμικρά, ἀνίσων ὄντων, κινητικὸν αὐτό τε καθ’ αὑτὸ καὶ ὑπ’ ἄλλου διὰ τὴν ἀνωμαλότητα καὶ τὴν τοῦ σχήματος ἰδέαν γέγονεν: τὸ


[58e] δὲ ἐκ μεγάλων καὶ ὁμαλῶν στασιμώτερον μὲν ἐκείνου καὶ βαρὺ πεπηγὸς ὑπὸ ὁμαλότητός ἐστιν, ὑπὸ δὲ πυρὸς εἰσιόντος καὶ διαλύοντος αὐτὸ τὴν ὁμαλότητα ἀποβάλλει, ταύτην δὲ ἀπολέσαν μετίσχει μᾶλλον κινήσεως, γενόμενον δὲ εὐκίνητον, ὑπὸ τοῦ πλησίον ἀέρος ὠθούμενον καὶ κατατεινόμενον ἐπὶ γῆν, τήκεσθαι μὲν τὴν τῶν ὄγκων καθαίρεσιν, ῥοὴν δὲ τὴν κατάτασιν ἐπὶ γῆν ἐπωνυμίαν ἑκατέρου τοῦ πάθους ἔλαβεν.


[59a] πάλιν δ’ ἐκπίπτοντος αὐτόθεν τοῦ πυρός, ἅτε οὐκ εἰς κενὸν ἐξιόντος, ὠθούμενος ὁ πλησίον ἀὴρ εὐκίνητον ὄντα ἔτι τὸν ὑγρὸν ὄγκον εἰς τὰς τοῦ πυρὸς ἕδρας συνωθῶν αὐτὸν αὑτῷ συμμείγνυσιν: ὁ δὲ συνωθούμενος ἀπολαμβάνων τε τὴν ὁμαλότητα πάλιν, ἅτε τοῦ τῆς ἀνωμαλότητος δημιουργοῦ πυρὸς ἀπιόντος, εἰς ταὐτὸν αὑτῷ καθίσταται. καὶ τὴν μὲν τοῦ πυρὸς ἀπαλλαγὴν ψῦξιν, τὴν δὲ σύνοδον ἀπελθόντος ἐκείνου πεπηγὸς εἶναι γένος προσερρήθη. τούτων δὴ πάντων




[59b] ὅσα χυτὰ προσείπομεν ὕδατα, τὸ μὲν ἐκ λεπτοτάτων καὶ ὁμαλωτάτων πυκνότατον γιγνόμενον, μονοειδὲς γένος, στίλβοντι καὶ ξανθῷ χρώματι κοινωθέν, τιμαλφέστατον κτῆμα χρυσὸς ἠθημένος διὰ πέτρας ἐπάγη: χρυσοῦ δὲ ὄζος, διὰ πυκνότητα σκληρότατον ὂν καὶ μελανθέν, ἀδάμας ἐκλήθη. τὸ δ’ ἐγγὺς μὲν χρυσοῦ τῶν μερῶν, εἴδη δὲ πλείονα ἑνὸς ἔχον, πυκνότητι δέ, τῇ μὲν χρυσοῦ πυκνότερον ὄν, καὶ γῆς μόριον ὀλίγον καὶ λεπτὸν μετασχόν, ὥστε σκληρότερον εἶναι, τῷ

[59c] δὲ μεγάλα ἐντὸς αὑτοῦ διαλείμματα ἔχειν κουφότερον, τῶν λαμπρῶν πηκτῶν τε ἓν γένος ὑδάτων χαλκὸς συσταθεὶς γέγονεν: τὸ δ’ ἐκ γῆς αὐτῷ μειχθέν, ὅταν παλαιουμένω διαχωρίζησθον πάλιν ἀπ’ ἀλλήλων, ἐκφανὲς καθ’ αὑτὸ γιγνόμενον ἰὸς λέγεται. τἆλλα δὲ τῶν τοιούτων οὐδὲν ποικίλον ἔτι διαλογίσασθαι τὴν τῶν εἰκότων μύθων μεταδιώκοντα ἰδέαν: ἣν ὅταν τις ἀναπαύσεως ἕνεκα τοὺς περὶ τῶν ὄντων ἀεὶ καταθέμενος λόγους, τοὺς γενέσεως πέρι διαθεώμενος


[59d] εἰκότας ἀμεταμέλητον ἡδονὴν κτᾶται, μέτριον ἂν ἐν τῷ βίῳ παιδιὰν καὶ φρόνιμον ποιοῖτο. ταύτῃ δὴ καὶ τὰ νῦν ἐφέντες τὸ μετὰ τοῦτο τῶν αὐτῶν πέρι τὰ ἑξῆς εἰκότα δίιμεν τῇδε. τὸ πυρὶ μεμειγμένον ὕδωρ, ὅσον λεπτὸν ὑγρόν τε διὰ τὴν κίνησιν καὶ τὴν ὁδὸν ἣν κυλινδούμενον ἐπὶ γῆς ὑγρὸν λέγεται, μαλακόν τε αὖ τῷ τὰς βάσεις ἧττον ἑδραίους οὔσας ἢ τὰς γῆς ὑπείκειν, τοῦτο ὅταν πυρὸς ἀποχωρισθὲν ἀέρος τε μονωθῇ,






[59e] γέγονεν μὲν ὁμαλώτερον, συνέωσται δὲ ὑπὸ τῶν ἐξιόντων εἰς αὑτό, παγέν τε οὕτως τὸ μὲν ὑπὲρ γῆς μάλιστα παθὸν ταῦτα χάλαζα, τὸ δ’ ἐπὶ γῆς κρύσταλλος, τὸ δὲ ἧττον, ἡμιπαγές τε ὂν ἔτι, τὸ μὲν ὑπὲρ γῆς αὖ χιών, τὸ δ’ ἐπὶ γῆς συμπαγὲν ἐκ δρόσου γενόμενον πάχνη λέγεται. τὰ δὲ δὴ πλεῖστα ὑδάτων εἴδη μεμειγμένα ἀλλήλοις–σύμπαν μὲν τὸ γένος,




[60a] διὰ τῶν ἐκ γῆς φυτῶν ἠθημένα, χυμοὶ λεγόμενοι–διὰ δὲ τὰς μείξεις ἀνομοιότητα ἕκαστοι σχόντες τὰ μὲν ἄλλα πολλὰ ἀνώνυμα γένη παρέσχοντο, τέτταρα δὲ ὅσα ἔμπυρα εἴδη, διαφανῆ μάλιστα γενόμενα, εἴληφεν ὀνόματα αὐτῶν, τὸ μὲν τῆς ψυχῆς μετὰ τοῦ σώματος θερμαντικὸν οἶνος, τὸ δὲ λεῖον καὶ διακριτικὸν ὄψεως διὰ ταῦτά τε ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον λιπαρόν τε φανταζόμενον ἐλαιηρὸν εἶδος, πίττα καὶ κίκι καὶ ἔλαιον αὐτὸ ὅσα τ’ ἄλλα τῆς αὐτῆς δυνάμεως: ὅσον δὲ διαχυτικὸν



[60b] μέχρι φύσεως τῶν περὶ τὸ στόμα συνόδων, ταύτῃ τῇ δυνάμει γλυκύτητα παρεχόμενον, μέλι τὸ κατὰ πάντων μάλιστα πρόσρημα ἔσχεν, τὸ δὲ τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν τῷ κάειν, ἀφρῶδες γένος, ἐκ πάντων ἀφορισθὲν τῶν χυμῶν, ὀπὸς ἐπωνομάσθη.

Μετά ταύτα πρέπει να έχωμεν κατά νουν ότι πολλά είδη πυρός υπάρχουσιν, ως η φλοξ και εκείνο όπερ απορρέει εκ της φλογός και όπερ δεν καίει μεν, αλλά δίδει φως εις τους οφθαλμούς, και εκείνο όπερ εκ του πυρός μένει εις τα διάπυρα σώ-

Δ. | ματα, όταν η φλοξ σβεσθή 25. Κατά τον αυτόν τρόπον εις τον αέρα υπάρχει το καθαρώτατον μέρος ονομαζόμενον αιθήρ, και το θολερώτατον καλούμενον νέφος και σκότος, και άλλα είδη χωρίς όνομα, τα οποία εγεννήθησαν διά την ανισότητα των τριγώνων. Τα δε είδη του ύδατος είναι κατά πρώτον δύο, το υγρόν και το χυτόν 26. Το μεν υγρόν, επειδή σύγκειται εκ μερών ύδατος σμικρών και ανίσων, είναι κινητόν υφ’ εαυτού και υπ’ άλλου, ένεκα της ανωμαλίας του και των ιδιοτήτων του


Ε. | σχήματός του. Το άλλο όμως, επειδή αποτελείται εκ μερών μεγάλων και ίσων, ον στασιμώτερον του πρώτου και βαρύ, είναι συμπαγές ένεκα της ομαλότητός του, αλλ’ υπό την ενέργειαν του πυρός, το οποίον διαπερά και διαλύει αυτό, αποβάλλον το ομοιόμορφον αυτού αποκτά περισσοτέραν κίνησιν, και επειδή γίνεται ευκίνητον, ωθείται υπό του πλησίον αέρος και εκτείνεται επί της γης, και τήξις μεν η διάλυσις της μάζης του, ροή δε η επί της γης διάχυσις αυτού ωνομάσθησαν, έκα-

59. | στον των παθών τούτων. Και πάλιν, όταν εξέρχηται εξ αυτού το πυρ, επειδή τούτο δεν μεταβαίνει εις το κενόν, ο πλησίον αήρ, ωθούμενος υπ’ αυτού και ωθών τον υγρόν όγκον, ακόμη ευκίνητον όντα, εις τους τόπους τους οποίους αφήκε κενούς το πυρ, τον συμπιέζει εις εαυτόν· ούτος δε (ο υγρός όγκος) διά της πιέσεως επανακτών την ομαλότητα αυτού, διότι απήλθε το πυρ, το αίτιον της ανωμαλίας, γίνεται ως πρότερον ο αυτός προς εαυτόν. Και η μεν αποχώρησις του πυρός ωνομάσθη ψύξις, η δε μετά την αποχώρησιν τούτου συμπύκνωσις ωνομάσθη πήξις. Εξ όλων δε τούτων, όσα ωνομάσαμεν χυτά ύδατα, εκείνο το

Β. | οποίον, επειδή γίνεται εκ λεπτοτάτων και ομαλωτάτων μερών, είναι το πυκνότατον, έν απλούν είδος μετέχον χρώματος στιλπνού και ξανθού, απόκτημα πολυτιμότατον, είναι ο χρυσός, όστις γίνεται στερεός, διότι υπέστη διήθησιν διά μέσου πέτρας. Και ο όζος του χρυσού, όστις διά την πυκνότητα αυτού είναι σκληρότατος και μελανός το χρώμα, ωνομάσθη αδάμας 27. Εκείνο δε ου τα μέρη είναι μικρά ως τα του χρυσού, αλλ’ έχει είδη πλείω του ενός, είναι δε και πυκνότερον του χρυσού, και

C. | έχει ολίγον και λεπτόν μέρος γης, ώστε να είναι σκληρότερον, αλλά επειδή έχει εντός εαυτού μεγάλα διαλείμματα, είναι ελαφρότερον, τούτο είναι έν είδος εκ των λαμπρών και συμπιεστών υδάτων και στερεοποιηθέν αποτελεί τον χαλκόν. Το δε μέρος της γης το μιχθέν μετ’ αυτού, όταν και τα δύο παλαιούμενα αποχωρίζωνται πάλιν απ’ αλλήλων, γινόμενον φανερόν ως υπάρχον καθ’ εαυτό λέγεται ιός (σκωρία). Περί δε των άλλων, εκ των τοιούτων ουδόλως είναι δύσκολον να εξηγηθή τις ακόμη, ακολουθών την πιθαναλογίαν διά της οποίας, (όταν

Δ. | χάριν αναπαύσεως αφίνη τους λόγους περί των αιωνίων όντων και προσέχων εις τους πιθανούς λόγους περί εκείνου, όπερ γίνεται, αποκτά ηδονήν αμεταμέλητον), δύναται να εύρη παιδιάν μεμετρημένην και φρόνιμον εν τη ζωή του. Ούτω δε και ημείς τώρα ομοίως οδηγούμενοι, ως πρότερον, θα εκθέσωμεν περί των πραγμάτων τούτων τας εξής πιθανότητας τοιουτοτρόπως. Το ύδωρ, αναμιχθέν με το πυρ, όσον είναι λεπτόν και υγρόν (και διά την κίνησιν και τον δρόμον, τον οποίον λαμβάνει κυλιόμενον επί της γης, λέγεται υγρόν), και μαλακόν συνάμα, διότι αι βάσεις αυτού, ούσαι ολιγώτερον στερεαί παρά τας βάσεις της γης, ευκόλως υποχωρούσι, τούτο (το ύδωρ), όταν αποχωρισθέν

Ε. | από του πυρός και από του αέρος μείνη μόνον, γίνεται ομαλώτερον και διά την αποχώρησιν εκείνην συνωθείται εις εαυτό· και τοιουτοτρόπως πυκνωθέν, εκείνο όπερ πάσχει τούτο εις μέγαν βαθμόν υπεράνω της γης λέγεται χάλαζα, το δε επί της γης παθόν τούτο ονομάζεται κρύσταλλος (πάγος), το δε παθόν εις ολιγώτερον βαθμόν και κατά το ήμισυ μόνον πηχθέν, τούτο, αν είναι υπεράνω της γης, καλείται χιών, και εάν πυκνωθή επί της γης και γεννάται εκ της δρόσου, λέγεται πάχνη. Αι δε πολυάριθμοι ποιότητες ύδατος, αι οποίαι είναι ανάμικτοι

60. | μεταξύ των και διυλίζονται διά των φυτών της γης όλαι ομού λέγονται χυμοί. Ούτοι δε, ένεκα των αναμίξεων, επειδή είναι έκαστος διάφορος του άλλου, οι μεν περισσότεροι απετέλεσαν ανώνυμα είδη, τέσσαρα όμως, τα οποία περιέχουσι πυρ, επειδή ήσαν μάλλον προφανή, έλαβον ίδια ονόματα· και το μεν δυνάμενον να θερμαίνη την ψυχήν άμα και το σώμα είναι ο οίνος· το δε άλλο, το οποίον είναι λείον και ικανόν να διαστέλλη την όρασιν και διά τούτο, είναι λαμπρόν κατά την όψιν και φαίνεται στιλπνόν και παχύ είναι το ελαιώδες είδος, ήτοι η πίσσα,

Β. | ο χυμός της ρητίνης, αυτό το έλαιον και όσοι άλλοι χυμοί είναι της αυτής φύσεως. Εκείνο δε το είδος, το οποίον είναι διαχυτικόν όσον το επιτρέπει η φύσις του οργανισμού του στόματος, και διά της ιδιότητος ταύτης παράγει την γλυκύτητα, έλαβεν εν γένει το όνομα μέλι· και εκείνο, όπερ διαλύει με την καυστικότητα αυτού τας σάρκας και κάμνει αφρόν και καλώς διακρίνεται από όλους τους άλλους χυμούς, ωνομάσθη οπός.

XXV. Τα διάφορα είδη ή ποιότητες της γης.

γῆς δὲ εἴδη, τὸ μὲν ἠθημένον διὰ ὕδατος τοιῷδε τρόπῳ γίγνεται σῶμα λίθινον. τὸ συμμιγὲς ὕδωρ ὅταν ἐν τῇ συμμείξει κοπῇ, μετέβαλεν εἰς ἀέρος ἰδέαν: γενόμενος δὲ


[60c] ἀὴρ εἰς τὸν ἑαυτοῦ τόπον ἀναθεῖ. κενὸν δ’ ὑπερεῖχεν αὐτῶν οὐδέν: τὸν οὖν πλησίον ἔωσεν ἀέρα. ὁ δὲ ἅτε ὢν βαρύς, ὠσθεὶς καὶ περιχυθεὶς τῷ τῆς γῆς ὄγκῳ, σφόδρα ἔθλιψεν συνέωσέν τε αὐτὸν εἰς τὰς ἕδρας ὅθεν ἀνῄει ὁ νέος ἀήρ: συνωσθεῖσα δὲ ὑπὸ ἀέρος ἀλύτως ὕδατι γῆ συνίσταται πέτρα, καλλίων μὲν ἡ τῶν ἴσων καὶ ὁμαλῶν διαφανὴς μερῶν, αἰσχίων δὲ ἡ ἐναντία. τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν






[60d] πᾶν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου συστάν, ᾧ γένει κέραμον ἐπωνομάκαμεν, τοῦτο γέγονεν: ἔστιν δὲ ὅτε νοτίδος ὑπολειφθείσης χυτὴ γῆ γενομένη διὰ πυρὸς ὅταν ψυχθῇ, γίγνεται τὸ μέλαν χρῶμα ἔχον λίθος. τὼ δ’ αὖ κατὰ ταὐτὰ μὲν ταῦτα ἐκ συμμείξεως ὕδατος ἀπομονουμένω πολλοῦ, λεπτοτέρων δὲ ἐκ γῆς μερῶν ἁλμυρώ τε ὄντε, ἡμιπαγῆ γενομένω καὶ λυτὼ πάλιν ὑφ’ ὕδατος, τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος λίτρον, τὸ δ’ εὐάρμοστον ἐν ταῖς κοινωνίαις


[60e] ταῖς περὶ τὴν τοῦ στόματος αἴσθησιν ἁλῶν κατὰ λόγον νόμου θεοφιλὲς σῶμα ἐγένετο. τὰ δὲ κοινὰ ἐξ ἀμφοῖν ὕδατι μὲν οὐ λυτά, πυρὶ δέ, διὰ τὸ τοιόνδε οὕτω συμπήγνυται. γῆς ὄγκους πῦρ μὲν ἀήρ τε οὐ τήκει: τῆς γὰρ συστάσεως τῶν διακένων αὐτῆς σμικρομερέστερα πεφυκότα, διὰ πολλῆς εὐρυχωρίας ἰόντα, οὐ βιαζόμενα, ἄλυτον αὐτὴν ἐάσαντα ἄτηκτον παρέσχεν: τὰ δὲ ὕδατος ἐπειδὴ μείζω πέφυκεν μέρη, βίαιον ποιούμενα τὴν διέξοδον, λύοντα αὐτὴν τήκει. γῆν




[61a] μὲν γὰρ ἀσύστατον ὑπὸ βίας οὕτως ὕδωρ μόνον λύει, συνεστηκυῖαν δὲ πλὴν πυρὸς οὐδέν: εἴσοδος γὰρ οὐδενὶ πλὴν πυρὶ λέλειπται. τὴν δὲ ὕδατος αὖ σύνοδον τὴν μὲν βιαιοτάτην πῦρ μόνον, τὴν δὲ ἀσθενεστέραν ἀμφότερα, πῦρ τε καὶ ἀήρ, διαχεῖτον, ὁ μὲν κατὰ τὰ διάκενα, τὸ δὲ καὶ κατὰ τὰ τρίγωνα: βίᾳ δὲ ἀέρα συστάντα οὐδὲν λύει πλὴν κατὰ τὸ στοιχεῖον, ἀβίαστον δὲ κατατήκει μόνον πῦρ. τὰ δὴ τῶν συμμείκτων ἐκ γῆς τε καὶ ὕδατος σωμάτων, μέχριπερ ἂν






[61b] ὕδωρ αὐτοῦ τὰ τῆς γῆς διάκενα καὶ βίᾳ συμπεπιλημένα κατέχῃ, τὰ μὲν ὕδατος ἐπιόντα ἔξωθεν εἴσοδον οὐκ ἔχοντα μέρη περιρρέοντα τὸν ὅλον ὄγκον ἄτηκτον εἴασεν, τὰ δὲ πυρὸς εἰς τὰ τῶν ὑδάτων διάκενα εἰσιόντα, ὅπερ ὕδωρ γῆν, τοῦτο πῦρ ἀέρα ἀπεργαζόμενα, τηχθέντι τῷ κοινῷ σώματι ῥεῖν μόνα αἴτια συμβέβηκεν: τυγχάνει δὲ ταῦτα ὄντα, τὰ μὲν ἔλαττον ἔχοντα ὕδατος ἢ γῆς, τό τε περὶ τὴν ὕαλον γένος



[61c] ἅπαν ὅσα τε λίθων χυτὰ εἴδη καλεῖται, τὰ δὲ πλέον ὕδατος αὖ, πάντα ὅσα κηροειδῆ καὶ θυμιατικὰ σώματα συμπήγνυται.

Εκ δε των ειδών της γης το μεν καθαρισθέν διά μέσου του ύδατος γίνεται λίθινον σώμα κατά τον εξής τρόπον. Το ύδωρ το αναμεμιγμένον μετ’ αυτής, όταν εις την μίξιν κατατμηθή, μεταβάλλεται εις μορφήν αέρος, και όταν γίνη αήρ τρέχει επάνω

C | εις τον τόπον αυτού. Επειδή δε δεν υπάρχει κανέν κενόν πέριξ, τον μεν πλησίον αέρα απωθεί, ούτος δε, επειδή είναι βαρύς ωθούμενος και διαχεόμενος πέριξ της μάζης της γης, θλίβει αυτήν σφοδρώς και την σπρώχνει εις τους τόπους, οπόθεν είχεν εξέλθει ο νεωστί σχηματισθείς αήρ. Συμπιεσθείσα έπειτα υπό του αέρος η γη γίνεται μετά του ύδατος, όπερ δεν δύναται πλέον να διαλυθή, πέτρα, ωραιοτέρα μεν εκείνη, ήτις αποτελουμένη εκ μερών ίσων και ομοιομόρφων είναι διαφανής, ασχημοτέρα δε η εναντίας έχουσα ιδιότητας. Εκείνη όμως, ήτις υπό της ταχύτητος του πυρός εστερήθη πάσης υγρασίας και συνεπυκνώθη εις σώμα ξηρότερον του πρώτου, γίνεται εκείνο, το οποίον ωνομά-

D. | σαμεν κέραμον. Ενίοτε δε, όταν απομείνη υγρασία, η γη, επειδή εχύθη διά του πυρός, όταν ψυχθή, γίνεται ο λίθος ο έχων χρώμα μέλαν. Εκ των δύο δε τούτων, τα οποία τοιουτοτρόπως γυμνούνται μεγάλης ποσότητος ύδατος, όπερ ήτο ανάμικτον μετ’ αυτών, και αποτελούνται εκ μερών γης λεπτοτέρων και είναι αλμυρά, όταν η πήξις αυτών γίνη κατά το ήμισυ και είναι ταύτα ακόμη διαλυτά υπό του ύδατος σχηματίζεται το νίτρον, το οποίον είναι ικανόν να καθαρίζη (από) το έλαιον και την γην, και προσέτι εκείνο, όπερ τόσον καλώς προσαρμόζεται εις τα αρτύ-

Ε. | ματα διά την αίσθησιν του στόματος, το σώμα των αλάτων, το οποίον είναι τόσον προσφιλές εις τους θεούς, καθώς λέγει ο νόμος 28. Τα δε σύνθετα, εκ των δύο ειδών (γης και ύδατος), τα οποία υπό μεν του ύδατος δεν είναι διαλυτά, είναι όμως υπό του πυρός, συμπηγνύονται τοιουτοτρόπως διά τον εξής λόγον. Όγκους γης 29 δεν διαλύει ούτε το πυρ ούτε ο αήρ, διότι, επειδή ταύτα αποτελούνται από μέρη φύσει μικρότερα των κενών της συστάσεως της γης και μεταβαίνουσιν άνευ βίας διά μέσου πολλής ευρυχωρίας, αφίνουσιν αδιάλυτον και δεν τήκουσιν αυτήν. Αλλά τα μέρη του ύδατος, επειδή είναι φύσει μεγαλύτερα, ευ-

61. | ρίσκοντα διά βίας έξοδον, διαλύουσι και τήκουσιν αυτήν. Την γην λοιπόν, ήτις δεν είναι συμπαγής, μόνον το ύδωρ δύναται τοιουτοτρόπως να διαλύση διά της βίας, αλλ’ όταν είναι συμπαγής ουδέν άλλο την διαλύει πλην του πυρός, διότι εις ουδέν άλλο απομένει είσοδος εκεί παρά εις το πυρ. Και πάλιν την πύκνωσιν του ύδατος, όταν είναι βιαιοτάτη, μόνον το πυρ, όταν δε είναι ασθενεστέρα και τα δύο, πυρ και αήρ την διαλύουσιν, ο μεν αήρ εισερχόμενος εις τα κενά, το δε πυρ και εις τα στοιχειώδη τρίγωνα 30. Τον δε αέρα τον ισχυρώς πυκνωθέντα ουδέν δύναται να διαλύση, εκτός εάν διαλύση εις τα στοιχεία του, εάν δε είναι αβίαστος η πύκνωσις, μόνον το πυρ διαλύει αυτόν 31. Ως προς τα σώματα δε τα μικτά εκ γης και ύδατος, ενόσω το ύδωρ κατέ-

Β. | χει τα κενά της γης συμπεπιεσμένης με δύναμιν, τα μέρη του ύδατος τα επερχόμενα έξωθεν μη ευρίσκοντα είσοδον και περιρρέοντα όλον τον όγκον, την αφίνουσιν αδιάλυτον· αλλά τα μέρη του πυρός εισερχόμενα εις τα κενά των υδάτων, εκείνο όπερ το ύδωρ προξενεί εις την γην, τούτο προξενούντα τα μέρη του πυρός εις το ύδωρ, γίνονται αυτά μόνα αίτια εις το μικτόν σώμα να διαλυθή και να γίνη ρευστόν. Και τοιαύτα σώματα συμβαίνει άλλα μεν να έχωσιν ολιγώτερον ύδωρ παρά γην, και ταύτα είναι πάντα τα είδη της υάλου και πάντες οι λίθοι, οίτι-

C. | νες καλούνται χυτοί, άλλα δε ανάπαλιν, έχουσι περισσότερον ύδωρ και είναι όλα τα σώματα τα κηροειδή και τα κατάλληλα προς αρωματισμόν (θυμιάματα).

XXVI. Οργανικά παθήματα (εντυπώσεις) και αισθήσεις. Απτικά αισθήματα. Εντύπωσις του θερμού εξηγουμένη εκ της φύσεως του πυρός. Εντύπωσις του ψυχρού εξηγουμένη εκ των περί το σώμα υγρών τεινόντων να εισέλθωσιν εις αυτό. Το αίσθημα του σκληρού και του μαλακού. Το βαρύ και το κούφον, το κάτω και το άνω, εξηγούμενα εκ του νόμου καθ’ ον το όμοιον έλκει προς εαυτό το όμοιον. Η εντύπωσις του λείου και του τραχέος 32.

καὶ τὰ μὲν δὴ σχήμασι κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα πεποικιλμένα εἴδη σχεδὸν ἐπιδέδεικται: τὰ δὲ παθήματα αὐτῶν δι’ ἃς αἰτίας γέγονεν πειρατέον ἐμφανίζειν. πρῶτον μὲν οὖν ὑπάρχειν αἴσθησιν δεῖ τοῖς λεγομένοις ἀεί, σαρκὸς δὲ καὶ τῶν περὶ σάρκα γένεσιν, ψυχῆς τε ὅσον θνητόν, οὔπω διεληλύθαμεν: τυγχάνει δὲ οὔτε ταῦτα χωρὶς




[61d] τῶν περὶ τὰ παθήματα ὅσα αἰσθητικὰ οὔτ’ ἐκεῖνα ἄνευ τούτων δυνατὰ ἱκανῶς λεχθῆναι, τὸ δὲ ἅμα σχεδὸν οὐ δυνατόν. ὑποθετέον δὴ πρότερον θάτερα, τὰ δ’ ὑποτεθέντα ἐπάνιμεν αὖθις. ἵνα οὖν ἑξῆς τὰ παθήματα λέγηται τοῖς γένεσιν, ἔστω πρότερα ἡμῖν τὰ περὶ σῶμα καὶ ψυχὴν ὄντα. πρῶτον μὲν οὖν ᾗ πῦρ θερμὸν λέγομεν, ἴδωμεν ὧδε σκοποῦντες, τὴν διάκρισιν καὶ τομὴν αὐτοῦ περὶ τὸ σῶμα ἡμῶν γιγνομένην




[61e] ἐννοηθέντες. ὅτι μὲν γὰρ ὀξύ τι τὸ πάθος, πάντες σχεδὸν αἰσθανόμεθα: τὴν δὲ λεπτότητα τῶν πλευρῶν καὶ γωνιῶν ὀξύτητα τῶν τε μορίων σμικρότητα καὶ τῆς φορᾶς τὸ τάχος, οἷς πᾶσι σφοδρὸν ὂν καὶ τομὸν ὀξέως τὸ προστυχὸν ἀεὶ


[62a] τέμνει, λογιστέον ἀναμιμνῃσκομένοις τὴν τοῦ σχήματος αὐτοῦ γένεσιν, ὅτι μάλιστα ἐκείνη καὶ οὐκ ἄλλη φύσις διακρίνουσα ἡμῶν κατὰ σμικρά τε τὰ σώματα κερματίζουσα τοῦτο ὃ νῦν θερμὸν λέγομεν εἰκότως τὸ πάθημα καὶ τοὔνομα παρέσχεν. τὸ δ’ ἐναντίον τούτων κατάδηλον μέν, ὅμως δὲ μηδὲν ἐπιδεὲς ἔστω λόγου. τὰ γὰρ δὴ τῶν περὶ τὸ σῶμα ὑγρῶν μεγαλομερέστερα εἰσιόντα, τὰ σμικρότερα ἐξωθοῦντα, εἰς τὰς ἐκείνων οὐ δυνάμενα ἕδρας ἐνδῦναι, συνωθοῦντα ἡμῶν

[62b] τὸ νοτερόν, ἐξ ἀνωμάλου κεκινημένου τε ἀκίνητον δι’ ὁμαλότητα καὶ τὴν σύνωσιν ἀπεργαζόμενα πήγνυσιν: τὸ δὲ παρὰ φύσιν συναγόμενον μάχεται κατὰ φύσιν αὐτὸ ἑαυτὸ εἰς τοὐναντίον ἀπωθοῦν. τῇ δὴ μάχῃ καὶ τῷ σεισμῷ τούτῳ τρόμος καὶ ῥῖγος ἐτέθη, ψυχρόν τε τὸ πάθος ἅπαν τοῦτο καὶ τὸ δρῶν αὐτὸ ἔσχεν ὄνομα. σκληρὸν δέ, ὅσοις ἂν ἡμῶν ἡ σὰρξ ὑπείκῃ, μαλακὸν δέ, ὅσα ἂν τῇ σαρκί: πρὸς ἄλληλά τε οὕτως. ὑπείκει δὲ ὅσον ἐπὶ σμικροῦ βαίνει: τὸ δὲ ἐκ




[62c] τετραγώνων ὂν βάσεων, ἅτε βεβηκὸς σφόδρα, ἀντιτυπώτατον εἶδος, ὅτι τε ἂν εἰς πυκνότητα συνιὸν πλείστην ἀντίτονον ᾖ μάλιστα. βαρὺ δὲ καὶ κοῦφον μετὰ τῆς τοῦ κάτω φύσεως ἄνω τε λεγομένης ἐξεταζόμενον ἂν δηλωθείη σαφέστατα. φύσει γὰρ δή τινας τόπους δύο εἶναι διειληφότας διχῇ τὸ πᾶν ἐναντίους, τὸν μὲν κάτω, πρὸς ὃν φέρεται πάνθ’ ὅσα τινὰ ὄγκον σώματος ἔχει, τὸν δὲ ἄνω, πρὸς ὃν ἀκουσίως ἔρχεται πᾶν, οὐκ ὀρθὸν οὐδαμῇ νομίζειν: τοῦ γὰρ παντὸς


[62d] οὐρανοῦ σφαιροειδοῦς ὄντος, ὅσα μὲν ἀφεστῶτα ἴσον τοῦ μέσου γέγονεν ἔσχατα, ὁμοίως αὐτὰ χρὴ ἔσχατα πεφυκέναι, τὸ δὲ μέσον τὰ αὐτὰ μέτρα τῶν ἐσχάτων ἀφεστηκὸς ἐν τῷ καταντικρὺ νομίζειν δεῖ πάντων εἶναι. τοῦ δὴ κόσμου ταύτῃ πεφυκότος, τί τῶν εἰρημένων ἄνω τις ἢ κάτω τιθέμενος οὐκ ἐν δίκῃ δόξει τὸ μηδὲν προσῆκον ὄνομα λέγειν; ὁ μὲν γὰρ μέσος ἐν αὐτῷ τόπος οὔτε κάτω πεφυκὼς οὔτε ἄνω λέγεσθαι δίκαιος, ἀλλ’ αὐτὸ ἐν μέσῳ: ὁ δὲ πέριξ οὔτε δὴ μέσος οὔτ’ ἔχων διάφορον αὑτοῦ μέρος ἕτερον θατέρου μᾶλλον πρὸς τὸ μέσον ἤ τι τῶν καταντικρύ. τοῦ δὲ ὁμοίως πάντῃ πεφυκότος ποῖά τις ἐπιφέρων ὀνόματα αὐτῷ ἐναντία καὶ πῇ καλῶς ἂν ἡγοῖτο λέγειν; εἰ γάρ τι καὶ στερεὸν εἴη κατὰ μέσον τοῦ







[63a] παντὸς ἰσοπαλές, εἰς οὐδὲν ἄν ποτε τῶν ἐσχάτων ἐνεχθείη διὰ τὴν πάντῃ ὁμοιότητα αὐτῶν: ἀλλ’ εἰ καὶ περὶ αὐτὸ πορεύοιτό τις ἐν κύκλῳ, πολλάκις ἂν στὰς ἀντίπους ταὐτὸν αὐτοῦ κάτω καὶ ἄνω προσείποι. τὸ μὲν γὰρ ὅλον, καθάπερ εἴρηται νυνδή, σφαιροειδὲς ὄν, τόπον τινὰ κάτω, τὸν δὲ ἄνω λέγειν ἔχειν οὐκ ἔμφρονος: ὅθεν δὲ ὠνομάσθη ταῦτα καὶ ἐν οἷς ὄντα εἰθίσμεθα δι’ ἐκεῖνα καὶ τὸν οὐρανὸν ὅλον οὕτω διαιρούμενοι






[63b] λέγειν, ταῦτα διομολογητέον ὑποθεμένοις τάδε ἡμῖν. εἴ τις ἐν τῷ τοῦ παντὸς τόπῳ καθ’ ὃν ἡ τοῦ πυρὸς εἴληχε μάλιστα φύσις, οὗ καὶ πλεῖστον ἂν ἠθροισμένον εἴη πρὸς ὃ φέρεται, ἐπεμβὰς ἐπ’ ἐκεῖνο καὶ δύναμιν εἰς τοῦτο ἔχων, μέρη τοῦ πυρὸς ἀφαιρῶν ἱσταίη τιθεὶς εἰς πλάστιγγας, αἴρων τὸν ζυγὸν καὶ τὸ πῦρ ἕλκων εἰς ἀνόμοιον ἀέρα βιαζόμενος




[63c] δῆλον ὡς τοὔλαττόν που τοῦ μείζονος ῥᾷον βιᾶται: ῥώμῃ γὰρ μιᾷ δυοῖν ἅμα μετεωριζομένοιν τὸ μὲν ἔλαττον μᾶλλον, τὸ δὲ πλέον ἧττον ἀνάγκη που κατατεινόμενον συνέπεσθαι τῇ βίᾳ, καὶ τὸ μὲν πολὺ βαρὺ καὶ κάτω φερόμενον κληθῆναι, τὸ δὲ σμικρὸν ἐλαφρὸν καὶ ἄνω. ταὐτὸν δὴ τοῦτο δεῖ φωρᾶσαι δρῶντας ἡμᾶς περὶ τόνδε τὸν τόπον. ἐπὶ γὰρ γῆς βεβῶτες γεώδη γένη διιστάμενοι, καὶ γῆν ἐνίοτε αὐτήν, ἕλκομεν εἰς ἀνόμοιον ἀέρα βίᾳ καὶ παρὰ φύσιν, ἀμφότερα τοῦ




[63d] συγγενοῦς ἀντεχόμενα, τὸ δὲ σμικρότερον ῥᾷον τοῦ μείζονος βιαζομένοις εἰς τὸ ἀνόμοιον πρότερον συνέπεται: κοῦφον οὖν αὐτὸ προσειρήκαμεν, καὶ τὸν τόπον εἰς ὃν βιαζόμεθα, ἄνω, τὸ δ’ ἐναντίον τούτοις πάθος βαρὺ καὶ κάτω. ταῦτ’ οὖν δὴ διαφόρως ἔχειν αὐτὰ πρὸς αὑτὰ ἀνάγκη διὰ τὸ τὰ πλήθη τῶν γενῶν τόπον ἐναντίον ἄλλα ἄλλοις κατέχειν–τὸ γὰρ ἐν ἑτέρῳ κοῦφον ὂν τόπῳ τῷ κατὰ τὸν ἐναντίον τόπον ἐλαφρῷ






[63e] καὶ τῷ βαρεῖ τὸ βαρὺ τῷ τε κάτω τὸ κάτω καὶ τὸ ἄνω τῷ ἄνω πάντ’ ἐναντία καὶ πλάγια καὶ πάντως διάφορα πρὸς ἄλληλα ἀνευρεθήσεται γιγνόμενα καὶ ὄντα–τόδε γε μὴν ἕν τι διανοητέον περὶ πάντων αὐτῶν, ὡς ἡ μὲν πρὸς τὸ συγγενὲς ὁδὸς ἑκάστοις οὖσα βαρὺ μὲν τὸ φερόμενον ποιεῖ, τὸν δὲ τόπον εἰς ὃν τὸ τοιοῦτον φέρεται, κάτω, τὰ δὲ τούτοις ἔχοντα ὡς ἑτέρως θάτερα. περὶ δὴ τούτων αὖ τῶν παθημάτων ταῦτα αἴτια εἰρήσθω. λείου δ’ αὖ καὶ τραχέος παθήματος αἰτίαν πᾶς που κατιδὼν καὶ ἑτέρῳ δυνατὸς ἂν εἴη λέγειν: σκληρότης γὰρ ἀνωμαλότητι μειχθεῖσα, τὸ δ’

[64a] ὁμαλότης πυκνότητι παρέχεται.

Και τα μεν ποικίλα είδη, τα οποία γεννώνται εκ των διαφόρων σχημάτων, εκ των συνδυασμών και εκ των αμοιβαίων μεταβολών αρκετά έχουσιν αποδειχθή. Τώρα δε πρέπει να προσπαθήσωμεν να διασαφήσωμεν τας εξ αυτών εντυπώσεις, διά ποίας αιτίας γίνονται. Πρώτον λοιπόν εις πάντα, περί των οποίων γίνεται λόγος, πρέπει να υπάρχη μία σχετική αίσθησις 33. Αλλά περί της γενέσεως της σαρκός και των σχετικών με την σάρκα, και περί της ψυχής, καθ’ όσον είναι θνητή, δεν ωμιλήσαμεν ακόμη. Αλλ’ ούτε περί τούτων χωριστά από των αισθητικών

Δ. | εντυπώσεων, ούτε περί εκείνων άνευ τούτων είναι δυνατόν να ομιλήσωμεν προσηκόντως, συγχρόνως δε περί αμφοτέρων να είπωμεν είναι σχεδόν αδύνατον. Πρέπει λοιπόν να προτάξωμεν πρότερον τα μεν, εις δε τα άλλα, τα οποία θα επιταχθώσι, θα επανέλθωμεν περαιτέρω. Ίνα λοιπόν αι εντυπώσεις εξηγηθώσιν ευθύς μετά τα (παράγοντα αυτάς) είδη, ας αρχίσωμεν πρώτον από τας κοινάς εις το σώμα άμα και εις την ψυχήν. Και πρώτον, πως λέγομεν ότι το πυρ είναι θερμόν, ας ίδωμεν, εξετάζοντες το ζήτημα ως εξής, σκεπτόμενοι δηλ. περί του χωρισμού και της διαιρέσεως, τα οποία δι’ αυτού γίνονται εις το

Ε. | σώμα ημών. Ότι η εντύπωσις αύτη είναι τι οξύ, τούτο σχεδόν πάντες αισθανόμεθα. Πρέπει δε να υπολογίσωμεν την λεπτότητα των πλευρών και την οξύτητα των γωνιών και την σμικρότητα των μερών και την ταχύτητα της κινήσεως, διότι δι’ όλα ταύτα το πυρ ον βίαιον και οξέως κοπτερόν κόπτει πάντοτε ό,τι ήθελε

62. | τύχει, και να ενθυμηθώμεν την γέννησιν του σχήματος του πυρός, ότι δηλ. είναι ακριβώς αύτη η φύσις και όχι άλλη, ήτις διαιρούσα τα σώματα ημών και εις μικρά μέρη κατακερματίζουσα αυτά παράγει το πάθος τούτο, το οποίον λέγομεν θερμότητα, και άμα το όνομα αυτού. Το δε πάθημα το εναντίον εις τούτο είναι μεν φανερόν, αλλ’ όμως ας μη μείνη ανεξήγητον. Τα χονδρά δηλαδή μέρη των πέριξ του σώματος ημών υγρών, εισερχόμενα εις αυτό και αποδιώκοντα τα μικρότερα, επειδή δεν δύνανται να

Β. | εισδύσωσιν εις τας θέσεις τούτων, συμπιέζουσι το υγρόν το οποίον είναι εν ημίν, και εξ ανωμάλου και τεταραγμένου διά την ομαλότητα και την πίεσιν το καθιστώσιν ακίνητον και ομαλόν. Τούτο δε παρά φύσιν συμπιεζόμενον, μάχεται κατά φύσιν αυτό εαυτό απωθούν προς το εναντίον. Εις την μάχην λοιπόν ταύτην και εις τον σεισμόν τούτον εδόθη όνομα τρόμος και ρίγος, και η όλη εντύπωσις αύτη και το παράγον αυτήν ωνομάσθη ψυχρόν (ψύχος). Σκληρόν δε ωνομάσθη παν σώμα εις το οποίον υποχωρεί η σαρξ ημών, μαλακόν δε το υποχωρούν εις την σάρκα. Ούτω δε και μεταξύ των τα σώματα. Υποχωρούσι δε όσα στηρίζονται επί μικρών βάσεων, και διά ταύτα, το αποτελούμε-

C. | νον εκ βάσεων τετραγώνων, επειδή καλώς στηρίζεται, είναι το μάλλον ανθιστάμενον είδος και εκείνο όπερ, όταν φθάση εις την μεγίστην πυκνότητα, δύναται ν’ αντιτάξη την μεγίστην αντίστασιν. Το βαρύ δε και το ελαφρόν δύνανται να εξηγηθώσι σαφέστατα, αν εξετασθώσι σχετικώς, με το λεγόμενον άνω και κάτω. Διότι ουδόλως είναι ορθόν να νομίζωμεν ότι εν τη φύσει υπάρχουσι δύο τόποι εναντίοι, οι οποίοι περιλαμβάνουσι το παν εις δύο μέρη διαιρούντες αυτό, ο είς μεν κάτω, εις τον οποίον φέρονται πάντα όσα έχουσιν όγκον τινά σώματος, ο άλλος δε

D. | άνω, εις τον οποίον παν ό,τι έρχεται ακουσίως έρχεται. Διότι, επειδή όλος ο κόσμος είναι σφαιροειδής, τα πράγματα, τα οποία ισαπέχοντα του κέντρου είναι εις τα άκρα, πρέπει κατά φυσικήν ανάγκην να είναι άκρα κατά τον αυτόν τρόπον, το δε κέντρον, απέχον κατά το αυτό μέτρον από τα άκρα, πρέπει να θεωρήται ότι είναι εις αντίθεσιν προς πάντα. Λοιπόν, επειδή τοιούτος φύσει είναι ο κόσμος, ποίον των ειρημένων πραγμάτων θα ηδύνατό τις να θέση άνω ή κάτω χωρίς να φανή δικαίως ότι αποδίδει εις αυτό όνομα, όπερ ουδόλως αρμόζει εις αυτό ; Τω όντι ο τόπος, όστις είναι εν τω μέσω του κόσμου, δεν είναι δίκαιον να λέγηται ότι φύσει είναι άνω ούτε κάτω, αλλά μόνον ότι είναι εις το μέσον, και ο εν τη περιφερεία φανερώς δεν είναι εν τω μέσω, ούτε έχει μέρος τι ιδικόν του, όπερ είναι εις αναφοράν, διάφορον αλλού μέρους προς το μέσον ή προς άλλο, όπερ κείται εις αντίθεσίν προς αυτό 34. Και όταν τι είναι φύσει πανταχόθεν ομοιόμορφον, ποία ονόματα εναντία αποδίδων τις εις αυτό και τίνι τρόπω θα ηδύνατο να νομίζη ότι λέγει ορθά; Διότι, και αν

63. | υπήρχεν εις το κέντρον του παντός στερεόν σώμα ισόρροπον, ουδέποτε θα ηδύνατο να φερθή εις κανέν των άκρων, αφού ταύτα είναι πανταχόθεν όμοια. Αλλά και αν τις ήθελε πορευθή πέριξ αυτού κυκλικώς σταματών πολλάκις αντίπους, τον αυτόν τόπον αυτού θα έλεγεν εκάστοτε άνω και κάτω. Τω όντι, επειδή, ως είπομεν ήδη, το όλον είναι σφαιροειδές, δεν είναι φρονίμου ανθρώπου ίδιον να λέγη, ότι τόπος τις αυτού κείται κάτω, άλλος δε άνω. Πόθεν δ’ ελήφθησαν τα ονόματα ταύτα, και εις ποία πράγματα αποδίδοντες αυτά συνηθίσαμεν εξ αιτίας αυτών διαιρούντες και τον κόσμον όλον ομοίως να ομιλώμεν περί αυτού, πρέπει περί τούτου να συνεννοηθώμεν ορμώμενοι εκ των ακολού-

Β. | θων αρχών. Εάν εις τον τόπον του σύμπαντος, τον οποίον η φύσις του πυρός κατέλαβεν 35 ιδία, όπου και είναι συνηθροισμένον το μεγαλύτερον μέρος αυτού, προς το οποίον φέρεται παν άλλο πυρ, αναβάς τις εις εκείνον τον τόπον και έχων δύναμιν εις τούτο, ήθελεν αφαιρέσει μέρη του πυρός τούτου και θέσας εις τας πλάστιγγας ήθελε τα ζυγίσει, καθ’ όσον ήθελεν ανυψοί τον ζυγόν και έλκει το πυρ διά της βίας εις τον ανόμοιον προς αυτό αέρα, είναι φανερόν ότι η μικροτέρα μερίς θα υπεχώρει εις την

C. | δύναμιν του ευκολώτερον μεγαλυτέρου 36. Διότι, όταν δύο πράγματα ανυψώνται ομού από μίαν μόνην δύναμιν, κατ’ ανάγκην το μικρότερον υποχωρεί εις την βίαν περισσότερον, το δε μεγαλύτερον ανθιστάμενον υποχωρεί ολιγώτερον, και το μεν πολύ λέγεται βαρύ και ότι φέρεται κάτω, το δε σμικρόν λέγεται ελαφρόν και ότι φέρεται άνω. Το αυτό τούτο δυνάμεθα να εύρωμεν και ενεργούντες επί του τόπου τούτου ημών. Ιστάμενοι δηλαδή επί της γης, όταν εις διαφόρους πλάστιγγας ζυγίζωμεν γεώδεις ουσίας, ενίοτε δε και αληθινήν γην, τας σύρομεν διά της βίας και παρά φύσιν εις τον αέρα, όστις είναι ανόμοιος με αυτάς, ενώ

D. | και αύτη και εκείνη (η γη) τείνουσι προς το όμοιον αυτών· αλλά τότε το μικρότερον ευκολώτερον του μεγαλυτέρου υποχωρεί εις το βιάζον αυτό και πορεύεται προς το ανόμοιον· λοιπόν τούτο ονομάζομεν ελαφρόν, το δε μέρος προς το οποίον το βιάζομεν καλούμεν άνω, το δε εναντίον πάθος καλούμεν βαρύ και τον τόπον κάτω. Ότι δε ταύτα έχουσιν αναφοράν διάφορον μεταξύ των συμβαίνει κατ’ ανάγκην, διότι η αρχική μάζα εκάστου στοιχείου κατέχει τόπον διάφορον και εναντίον του των άλλων. Τω όντι εκείνο, όπερ είς τινα τόπον είναι ελαφρόν αναφορικώς προς εκείνο, όπερ είναι ελαφρόν εις αντίθετον τόπον, και το βαρύ αναφορικώς προς το βαρύ και το κάτω προς το κάτω και το άνω προς το άνω, όλα

Ε. | ταύτα θα ευρεθώσιν ότι και συμβαίνουσι και είναι μεταξύ των εναντία και πλάγια και όλως διάφορα 37. Το εξής όμως πρέπει να διανοώμεθα περί όλων αυτών, ότι δηλ. η τάσις προς το συγγενές η υπάρχουσα εις όλα κάμνει (να καλώμεν) βαρύ το φερόμενον σώμα, και κάτω τον τόπον εις τον οποίον φέρεται το τοιούτον, τα δε έχοντα εναντίαν διεύθυνσιν λαμβάνουσιν εναντία ονόματα. Περί των παθημάτων λοιπόν τούτων ας είναι αύται αι αιτίαι, τας οποίας ημείς προβάλλομεν. Την αιτίαν δε της εντυπώσεως του λείου και του τραχέος, πας οιοσδήποτε, προσέξας μόνον, δύναται και εις άλλον να είπη

64. | αυτήν, είναι δηλ. σκληρότης ηνωμένη με ανωμαλίαν, του λείου δε αιτία είναι ομαλότης ηνωμένη με πυκνότητα.

XXVII. Περί των παθών εν γένει. Εντυπώσεις ευάρεστοι ή δυσάρεστοι ή ουδέτεραι.

μέγιστον δὲ καὶ λοιπὸν τῶν κοινῶν περὶ ὅλον τὸ σῶμα παθημάτων τὸ τῶν ἡδέων καὶ τῶν ἀλγεινῶν αἴτιον ἐν οἷς διεληλύθαμεν, καὶ ὅσα διὰ τῶν τοῦ σώματος μορίων αἰσθήσεις κεκτημένα καὶ λύπας ἐν αὑτοῖς ἡδονάς θ’ ἅμα ἑπομένας ἔχει. ὧδ’ οὖν κατὰ παντὸς αἰσθητοῦ καὶ ἀναισθήτου παθήματος τὰς αἰτίας λαμβάνωμεν, ἀναμιμνῃσκόμενοι τὸ τῆς



[64b] εὐκινήτου τε καὶ δυσκινήτου φύσεως ὅτι διειλόμεθα ἐν τοῖς πρόσθεν: ταύτῃ γὰρ δὴ μεταδιωκτέον πάντα ὅσα ἐπινοοῦμεν ἑλεῖν. τὸ μὲν γὰρ κατὰ φύσιν εὐκίνητον, ὅταν καὶ βραχὺ πάθος εἰς αὐτὸ ἐμπίπτῃ, διαδίδωσιν κύκλῳ μόρια ἕτερα ἑτέροις ταὐτὸν ἀπεργαζόμενα, μέχριπερ ἂν ἐπὶ τὸ φρόνιμον ἐλθόντα ἐξαγγείλῃ τοῦ ποιήσαντος τὴν δύναμιν: τὸ δ’ ἐναντίον ἑδραῖον ὂν κατ’ οὐδένα τε κύκλον ἰὸν πάσχει μόνον,




[64c] ἄλλο δὲ οὐ κινεῖ τῶν πλησίον, ὥστε οὐ διαδιδόντων μορίων μορίοις ἄλλων ἄλλοις τὸ πρῶτον πάθος ἐν αὐτοῖς ἀκίνητον εἰς τὸ πᾶν ζῷον γενόμενον ἀναίσθητον παρέσχεν τὸ παθόν. ταῦτα δὲ περί τε ὀστᾶ καὶ τὰς τρίχας ἐστὶν καὶ ὅσ’ ἄλλα γήϊνα τὸ πλεῖστον ἔχομεν ἐν ἡμῖν μόρια: τὰ δὲ ἔμπροσθεν περὶ τὰ τῆς ὄψεως καὶ ἀκοῆς μάλιστα, διὰ τὸ πυρὸς ἀέρος τε ἐν αὐτοῖς δύναμιν ἐνεῖναι μεγίστην. τὸ δὴ τῆς ἡδονῆς καὶ λύπης ὧδε δεῖ διανοεῖσθαι: τὸ μὲν παρὰ φύσιν καὶ


[64d] βίαιον γιγνόμενον ἁθρόον παρ’ ἡμῖν πάθος ἀλγεινόν, τὸ δ’ εἰς φύσιν ἀπιὸν πάλιν ἁθρόον ἡδύ, τὸ δὲ ἡρέμα καὶ κατὰ σμικρὸν ἀναίσθητον, τὸ δ’ ἐναντίον τούτοις ἐναντίως. τὸ δὲ μετ’ εὐπετείας γιγνόμενον ἅπαν αἰσθητὸν μὲν ὅτι μάλιστα, λύπης δὲ καὶ ἡδονῆς οὐ μετέχον, οἷον τὰ περὶ τὴν ὄψιν αὐτὴν παθήματα, ἣ δὴ σῶμα ἐν τοῖς πρόσθεν ἐρρήθη καθ’ ἡμέραν συμφυὲς ἡμῶν γίγνεσθαι. ταύτῃ γὰρ τομαὶ μὲν καὶ καύσεις καὶ ὅσα ἄλλα πάσχει λύπας οὐκ ἐμποιοῦσιν, οὐδὲ

[64e] ἡδονὰς πάλιν ἐπὶ ταὐτὸν ἀπιούσης εἶδος, μέγισται δὲ αἰσθήσεις καὶ σαφέσταται καθ’ ὅτι τ’ ἂν πάθῃ καὶ ὅσων ἂν αὐτή πῃ προσβαλοῦσα ἐφάπτηται: βία γὰρ τὸ πάμπαν οὐκ ἔνι τῇ διακρίσει τε αὐτῆς καὶ συγκρίσει. τὰ δ’ ἐκ μειζόνων μερῶν σώματα μόγις εἴκοντα τῷ δρῶντι, διαδιδόντα δὲ εἰς ὅλον τὰς κινήσεις, ἡδονὰς ἴσχει καὶ λύπας, ἀλλοτριούμενα





[65a] μὲν λύπας, καθιστάμενα δὲ εἰς τὸ αὐτὸ πάλιν ἡδονάς. ὅσα δὲ κατὰ σμικρὸν τὰς ἀποχωρήσεις ἑαυτῶν καὶ κενώσεις εἴληφεν, τὰς δὲ πληρώσεις ἁθρόας καὶ κατὰ μεγάλα, κενώσεως μὲν ἀναίσθητα, πληρώσεως δὲ αἰσθητικὰ γιγνόμενα, λύπας μὲν οὐ παρέχει τῷ θνητῷ τῆς ψυχῆς, μεγίστας δὲ ἡδονάς: ἔστιν δὲ ἔνδηλα περὶ τὰς εὐωδίας. ὅσα δὲ ἀπαλλοτριοῦται μὲν ἁθρόα, κατὰ σμικρὰ δὲ μόγις τε εἰς ταὐτὸν



[65b] πάλιν ἑαυτοῖς καθίσταται, τοὐναντίον τοῖς ἔμπροσθεν πάντα ἀποδίδωσιν: ταῦτα δ’ αὖ περὶ τὰς καύσεις καὶ τομὰς τοῦ σώματος γιγνόμενά ἐστιν κατάδηλα.

Μέγιστον δε μας υπολείπεται ακόμη περί των παθημάτων των κοινών εις όλον το σώμα (να ίδωμεν) το αίτιον της ηδονής και της λύπης και εις όσα παθήματα εξητάσαμεν ήδη, και εις όσα παράγοντα αισθήσεις εις τα ιδιαίτερα μέρη του σώματος έχουσιν ως επακόλουθα αυτών συνάμα λύπας και ηδονάς 38. Ας θεωρήσωμεν λοιπόν κατά τον ακόλουθον τρόπον τας αιτίας τας σχετικάς προς παν πάθημα αισθητόν ή μη αισθητόν 39 ενθυμούμενοι

πώς διεκρίναμεν περί της φύσεως της ευκινήτου και της δυσκινήτου· διότι τοιουτοτρόπως πρέπει να επιδιώξωμεν παν πράγμα, το οποίον επιθυμούμεν να συλλάβωμεν. Τω όντι, το φύσει ακίνητον όργανον, όταν και σμικρόν πάθημα συμβή εις αυτό, το μεταδίδει κυκλικώς, διότι τα μέρη διαδοχικώς το αναπλάττουσι, μέχρις ου ελθόντα εις την συνείδησιν εξαγγείλωσιν εις αυτήν την δύναμιν του ενεργήσαντος αιτίου. Το εναντίον του όμως, επειδή είναι στάσιμον και δεν προβαίνει δι’ ουδενός κύκλου, δέχεται μόνον την εντύπωσιν, αλλά δεν κινεί κανέν άλλο πράγμα

C. | πλησίον. Ώστε, επειδή μέρη δεν μεταδίδουσιν εις άλλα μέρη την πρώτην εντύπωσιν, ήτις εις αυτά μένει ακίνητος και δεν μεταδίδεται εις το όλον ζώον, το παθόν την εντύπωσιν δεν την αισθάνεται. Και τούτο συμβαίνει εις τα οστά και εις τας τρίχας και εις όσα άλλα μέρη έχομεν εντός ημών, τα οποία αποτελούνται κατά το πλείστον εκ γης. Το πρότερον δε λεχθέν εφαρμόζει εις την όψιν προ πάντων και την ακοήν, διότι εις ταύτας υπάρχει μεγίστη ενέργεια πυρός και αέρος. Την ηδονήν δε και την λύπην τοιουτοτρόπως πρέπει να νοώ-

D. | μεν: η εντύπωσις η βιαία και παρά φύσιν γινομένη αιφνιδίως είναι αλγεινή, η δε επανερχομένη πάλιν αιφνιδίως εις την φύσιν ημών είναι ηδεία, η δε ενεργούσα ηρέμα και κατ’ ολίγον δεν είναι αισθητή. Το εναντίον δε συμβαίνει εις τας εναντίας τούτων εντυπώσεις. Πάσαι δε αι γινόμεναι μετ’ ευκολίας είναι μεν λίαν αισθηταί, αλλά δεν παράγουσιν ούτε ηδονήν ούτε λύπην, καθώς είναι αι εντυπώσεις της όψεως, η οποία την ημέραν, ως είπομεν


Ε. | πρότερον, γίνεται σώμα συγγενές με ημάς 40. Εις την όψιν τω όντι αι τομαί και τα καύματα και αι εντυπώσεις αι άλλαι, όσας δέχεται, δεν προξενούσι λύπας, ούτε πάλιν ηδονάς, όταν αύτη επανέρχεται εις την προτέραν κατάστασιν αυτής, αλλά μόνον μέγιστα και σαφέστατα αισθήματα, και καθ’ όσον αυτή παθαίνεται, και καθ’ όσον αυτή κινείται να ενεργήση επί άλλων πραγμάτων, (σ.45 C). Διότι ουδεμία υπάρχει βία ούτε εις την διαστολήν ούτε εις την συστολήν της όψεως. Τα σώματα όμως τα αποτελούμενα εκ μεγαλυτέρων του πυρός μερών δυσκόλως υποχωρούντα εις το ενεργούν

65. | αίτιον αλλά διαδίδοντα εις το όλον τας κινήσεις, έχουσιν ηδονάς και λύπας, λύπας μεν όταν αλλοιούνται, ηδονάς δε όταν επανέρχωνται εις την πρώτην κατάστασιν αυτών. Όσα δε όργανα ολίγον κατ’ ολίγον πάσχουσι τους αποχωρισμούς και τας κενώσεις αυτών, τας δε πληρώσεις διά μιας και αφθόνους, την κένωσιν μη αισθανόμενα, την πλήρωσιν όμως αισθανόμενα, λύπας μεν δεν γεννώσιν εις το θνητόν μέρος της ψυχής, ηδονάς όμως μεγίστας. Και ταύτα είναι φανερά ως προς τας καλάς οσμάς 41.

Όσα δε όργανα αλλοιούνται αίφνης, μόλις δε και κατ’ ολίγον αποκαθίστανται εις την προτέραν κατάστασίν των, παράγουσι πάντα φαινόμενα εναντία προς τα πρώτα· και τούτο είναι φανερόν εις τα καύματα και τας πληγάς του σώματος.

XXVIII. Αι εντυπώσεις της γεύσεως. Το στρυφνόν και αυστηρόν, το τραχύ και δριμύ, το πικρόν και γλυκύ κ.λ.

καὶ τὰ μὲν δὴ κοινὰ τοῦ σώματος παντὸς παθήματα, τῶν τ’ ἐπωνυμιῶν ὅσαι τοῖς δρῶσιν αὐτὰ γεγόνασι, σχεδὸν εἴρηται: τὰ δ’ ἐν ἰδίοις μέρεσιν ἡμῶν γιγνόμενα, τά τε πάθη καὶ τὰς αἰτίας αὖ τῶν δρώντων, πειρατέον εἰπεῖν, ἄν πῃ



[65c] δυνώμεθα. πρῶτον οὖν ὅσα τῶν χυμῶν πέρι λέγοντες ἐν τοῖς πρόσθεν ἀπελίπομεν, ἴδια ὄντα παθήματα περὶ τὴν γλῶτταν, ἐμφανιστέον ᾗ δυνατόν. φαίνεται δὲ καὶ ταῦτα, ὥσπερ οὖν καὶ τὰ πολλά, διὰ συγκρίσεών τέ τινων καὶ διακρίσεων γίγνεσθαι, πρὸς δὲ αὐταῖς κεχρῆσθαι μᾶλλόν τι τῶν ἄλλων τραχύτησί τε καὶ λειότησιν. ὅσα μὲν γὰρ εἰσιόντα περὶ τὰ φλέβια, οἷόνπερ δοκίμια τῆς γλώττης



[65d] τεταμένα ἐπὶ τὴν καρδίαν, εἰς τὰ νοτερὰ τῆς σαρκὸς καὶ ἁπαλὰ ἐμπίπτοντα γήϊνα μέρη κατατηκόμενα συνάγει τὰ φλέβια καὶ ἀποξηραίνει, τραχύτερα μὲν ὄντα στρυφνά, ἧττον δὲ τραχύνοντα αὐστηρὰ φαίνεται: τὰ δὲ τούτων τε ῥυπτικὰ καὶ πᾶν τὸ περὶ τὴν γλῶτταν ἀποπλύνοντα, πέρα μὲν τοῦ μετρίου τοῦτο δρῶντα καὶ προσεπιλαμβανόμενα ὥστε ἀποτήκειν αὐτῆς τῆς φύσεως, οἷον ἡ τῶν λίτρων



[65e] δύναμις, πικρὰ πάνθ’ οὕτως ὠνόμασται, τὰ δὲ ὑποδεέστερα τῆς λιτρώδους ἕξεως ἐπὶ τὸ μέτριόν τε τῇ ῥύψει χρώμενα ἁλυκὰ ἄνευ πικρότητος τραχείας καὶ φίλα μᾶλλον ἡμῖν φαντάζεται. τὰ δὲ τῇ τοῦ στόματος θερμότητι κοινωνήσαντα καὶ λεαινόμενα ὑπ’ αὐτοῦ, συνεκπυρούμενα καὶ πάλιν αὐτὰ ἀντικάοντα τὸ διαθερμῆναν, φερόμενά τε ὑπὸ κουφότητος ἄνω πρὸς τὰς τῆς κεφαλῆς αἰσθήσεις, τέμνοντά τε


[66a] πάνθ’ ὁπόσοις ἂν προσπίπτῃ, διὰ ταύτας τὰς δυνάμεις δριμέα πάντα τὰ τοιαῦτα ἐλέχθη. τὸ δὲ αὖ τῶν προλελεπτυσμένων μὲν ὑπὸ σηπεδόνος, εἰς δὲ τὰς στενὰς φλέβας ἐνδυομένων, καὶ τοῖς ἐνοῦσιν αὐτόθι μέρεσιν γεώδεσιν καὶ ὅσα ἀέρος συμμετρίαν ἔχοντα, ὥστε κινήσαντα περὶ ἄλληλα ποιεῖν κυκᾶσθαι, κυκώμενα δὲ περιπίπτειν τε καὶ εἰς ἕτερα ἐνδυόμενα ἕτερα κοῖλα ἀπεργάζεσθαι περιτεινόμενα τοῖς εἰσιοῦσιν—

[66b] ἃ δὴ νοτίδος περὶ ἀέρα κοίλης περιταθείσης, τοτὲ μὲν γεώδους, τοτὲ δὲ καὶ καθαρᾶς, νοτερὰ ἀγγεῖα ἀέρος, ὕδατα κοῖλα περιφερῆ τε γενέσθαι, καὶ τὰ μὲν τῆς καθαρᾶς διαφανεῖς περιστῆναι κληθείσας ὄνομα πομφόλυγας, τὰ δὲ τῆς γεώδους ὁμοῦ κινουμένης τε καὶ αἰρομένης ζέσιν τε καὶ ζύμωσιν ἐπίκλην λεχθῆναι–τὸ δὲ τούτων αἴτιον τῶν παθημάτων ὀξὺ προσρηθῆναι. σύμπασιν δὲ τοῖς περὶ ταῦτα εἰρημένοις

[66c] πάθος ἐναντίον ἀπ’ ἐναντίας ἐστὶ προφάσεως: ὁπόταν ἡ τῶν εἰσιόντων σύστασις ἐν ὑγροῖς, οἰκεία τῇ τῆς γλώττης ἕξει πεφυκυῖα, λεαίνῃ μὲν ἐπαλείφουσα τὰ τραχυνθέντα, τὰ δὲ παρὰ φύσιν συνεστῶτα ἢ κεχυμένα τὰ μὲν συνάγῃ, τὰ δὲ χαλᾷ, καὶ πάνθ’ ὅτι μάλιστα ἱδρύῃ κατὰ φύσιν, ἡδὺ καὶ προσφιλὲς παντὶ πᾶν τὸ τοιοῦτον ἴαμα τῶν βιαίων παθημάτων γιγνόμενον κέκληται γλυκύ.

Και περί μεν των κοινών εις όλον το σώμα εντυπώσεων και περί των ονομάτων των διδομένων εις τα πράγματα τα παράγοντα αυτάς αρκετά ελέχθησαν. Όσα δε πάθη συμβαίνουσιν εις μεμονωμένα μέρη ημών, τας εντυπώσεις και τας αιτίας τας παραγούσας αυτά, ταύτα πρέπει να προσπαθήσωμεν να είπωμεν αν δυνά-

C. | μεθα. Πρώτον λοιπόν πρέπει να εξηγήσωμεν, όσον είναι δυνατόν, εκείνο το οποίον ομιλούντες πρότερον περί των χυμών, έχομεν παραλίπει, δηλαδή τα παθήματα τα οποία είναι ίδια της γλώσσης. Και ταύτα δε φαίνονται ότι συμβαίνουσιν, όπως και τα περισσότερα εκ των άλλων, διά συγκρίσεων (συστολών) και διακρίσεων (διαστολών), και εκτός τούτων έχουσι ταύτα περισσότερον των άλλων τραχύτητας και λειότητας. Διότι όλα τα γεώδη μέρη, τα εισερχόμενα όπου είναι αι μικραί φλέβες, αίτινες ως

D. | δοκιμαστήρια της γλώσσης εκτείνονται 42 μέχρι της καρδίας, πίπτοντα εις τα υγρά και μαλακά μέρη της σαρκός και διαλυόμενα συστέλλουσι τας μικράς φλέβας και τας αποξηραίνουσι, και εκείνα άτινα είναι τραχύτερα φαίνονται στρυφνά, τα δε ολιγώτερον στρυφνά φαίνονται τραχέα. Εκείνα δε εξ αυτών, τα οποία είναι καθαρτικά και αποπλύνουσιν όλα τα περί την γλώσσαν, όταν κάμνωσι τούτο πέραν του μέτρου και προσκολλώνται ούτως, ώστε να φθείρωσι αυτήν την γλώσσαν, οποία είναι η ενέργεια του νί-

Ε. | τρου, πάντα τα τοιαύτα καλούνται πικρά. Εκείνα δε τα οποία έχουσι μικροτέραν την δύναμιν του νίτρου και ενεργούσι τον καθαρισμόν μετά μέτρου, μας φαίνονται αλυκά (σάλτσαι) άνευ πολύ μεγάλης πικρίας και μάλλον ευάρεστα. Εκείνα δε εις τα οποία μετεδόθη η θερμότης του στόματος και έγειναν λεία υπό τούτου, επειδή πυρούνται και πάλιν δε αυτά καίουσι το θερμάναν αυτά στόμα και υπό της ελαφρότητος φέρονται άνω προς τας αισθήσεις της κεφαλής και κόπτουσι πάντα όσα τύχωσι, διά

66. | ταύτας τας δυνάμεις των ωνομάσθησαν δριμέα. Όσα δε αυτών έγειναν ήδη λεπτά υπό της σήψεως και εισδύουσιν εις τας στενάς φλέβας, ευρισκόμενα ως προς τα γεώδη μέρη και τα του αέρος, όσα υπάρχουσιν εκεί, εις αναλογίαν τοιαύτην, ώστε να κινώσι τα μεν πέριξ των δε, και να τα κάμνωσι να αναμιγνύωνται, και αναμιγνυόμενα να εμπίπτωσι και να εισδύωσι τα μεν εις τα δε, ώστε να παράγωσιν άλλα κοιλώματα εκτεινόμενα πέριξ

Β. | των εισερχομένων εις τας φλέβας, τα οποία επειδή απλούται πέριξ του αέρος κοίλη υγρασία άλλοτε μεν γεώδης, άλλοτε δε καθαρά, γίνονται αγγεία υγρά εξ αέρος ή ύδατα κοίλα και στρογγύλα — εκείνα μεν της καθαράς υγρότητος είναι διαρκή και έχουσιν όνομα πομφόλυγες, τα δε της γεώδους κινουμένης και υψουμένης καλούνται ζέσις και ζύμωσις. Το αίτιον δε των παθών τούτων καλείται οξύ. Η εναντία δε εντύπωσις εις όλα τα

C. | ειρημένα περί τούτων γεννάται εξ εναντίας αιτίας. Και οσάκις τα εισερχόμενα εις το στόμα, χυνόμενα εις τα υγρά αυτού και όντα φύσει συγγενή με τας ιδιότητας της γλώσσης, κάμνουσι λείον διά της επαλείψεως ό,τι είναι τραχύ, τα δε παρά φύσιν συντεθέντα ή χυμένα άλλα μεν πιέζουσι, άλλα δε χαλαρούσι, και κάθε πράγμα όσον είναι δυνατόν αποκαθιστώσι σύμφωνον με την φύσιν του, ευάρεστον και αγαπητόν εις πάντας υπάρχον παν τοιούτον θεραπευτικόν των βιαίων εντυπώσεων καλείται γλυκύ.

XXIX. Περί οσφρήσεως. Ατέλειαι των αισθημάτων τούτων. Γένεσις αυτών. Ευάρεστοι και δυσάρεστοι οσμαί. Περί ακοής. Είδη του ήχου.

[66d] καὶ τὰ μὲν ταύτῃ ταῦτα: περὶ δὲ δὴ τὴν τῶν μυκτήρων δύναμιν, εἴδη μὲν οὐκ ἔνι. τὸ γὰρ τῶν ὀσμῶν πᾶν ἡμιγενές, εἴδει δὲ οὐδενὶ συμβέβηκεν συμμετρία πρὸς τό τινα σχεῖν ὀσμήν: ἀλλ’ ἡμῶν αἱ περὶ ταῦτα φλέβες πρὸς μὲν τὰ γῆς ὕδατός τε γένη στενότεραι συνέστησαν, πρὸς δὲ τὰ πυρὸς ἀέρος τε εὐρύτεραι, διὸ τούτων οὐδεὶς οὐδενὸς ὀσμῆς πώποτε ᾔσθετό τινος, ἀλλὰ ἢ βρεχομένων ἢ σηπομένων ἢ τηκομένων ἢ θυμιωμένων γίγνονταί τινων. μεταβάλλοντος γὰρ

[66e] ὕδατος εἰς ἀέρα ἀέρος τε εἰς ὕδωρ ἐν τῷ μεταξὺ τούτων γεγόνασιν, εἰσίν τε ὀσμαὶ σύμπασαι καπνὸς ἢ ὁμίχλη, τούτων δὲ τὸ μὲν ἐξ ἀέρος εἰς ὕδωρ ἰὸν ὁμίχλη, τὸ δὲ ἐξ ὕδατος εἰς ἀέρα καπνός: ὅθεν λεπτότεραι μὲν ὕδατος, παχύτεραι δὲ ὀσμαὶ σύμπασαι γεγόνασιν ἀέρος. δηλοῦνται δὲ ὁπόταν τινὸς ἀντιφραχθέντος περὶ τὴν ἀναπνοὴν ἄγῃ τις βίᾳ τὸ πνεῦμα εἰς αὑτόν: τότε γὰρ ὀσμὴ μὲν οὐδεμία συνδιηθεῖται, τὸ δὲ πνεῦμα τῶν ὀσμῶν ἐρημωθὲν αὐτὸ μόνον




[67a] ἕπεται. δύ’ οὖν ταῦτα ἀνώνυμα τὰ τούτων ποικίλματα γέγονεν, οὐκ ἐκ πολλῶν οὐδὲ ἁπλῶν εἰδῶν ὄντα, ἀλλὰ διχῇ τό θ’ ἡδὺ καὶ τὸ λυπηρὸν αὐτόθι μόνω διαφανῆ λέγεσθον, τὸ μὲν τραχῦνόν τε καὶ βιαζόμενον τὸ κύτος ἅπαν, ὅσον ἡμῶν μεταξὺ κορυφῆς τοῦ τε ὀμφαλοῦ κεῖται, τὸ δὲ ταὐτὸν τοῦτο καταπραῧνον καὶ πάλιν ᾗ πέφυκεν ἀγαπητῶς ἀποδιδόν. τρίτον δὲ αἰσθητικὸν ἐν ἡμῖν μέρος ἐπισκοποῦσιν τὸ περὶ



[67b] τὴν ἀκοήν, δι’ ἃς αἰτίας τὰ περὶ αὐτὸ συμβαίνει παθήματα, λεκτέον. ὅλως μὲν οὖν φωνὴν θῶμεν τὴν δι’ ὤτων ὑπ’ ἀέρος ἐγκεφάλου τε καὶ αἵματος μέχρι ψυχῆς πληγὴν διαδιδομένην, τὴν δὲ ὑπ’ αὐτῆς κίνησιν, ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μὲν ἀρχομένην, τελευτῶσαν δὲ περὶ τὴν τοῦ ἥπατος ἕδραν, ἀκοήν: ὅση δ’ αὐτῆς ταχεῖα, ὀξεῖαν, ὅση δὲ βραδυτέρα, βαρυτέραν: τὴν δὲ ὁμοίαν ὁμαλήν τε καὶ λείαν, τὴν δὲ ἐναντίαν τραχεῖαν:


[67c] μεγάλην δὲ τὴν πολλήν, ὅση δὲ ἐναντία, σμικράν. τὰ δὲ περὶ συμφωνίας αὐτῶν ἐν τοῖς ὕστερον λεχθησομένοις ἀνάγκη ῥηθῆναι.

D. | Και περί μεν τούτων (των χυμών) αρκούσι τα ειρημένα. Περί δε της λειτουργίας των μυκτήρων είδη μεν δεν διακρίνονται. Διότι παν το γένος των οσμών είναι ατελές, και ουδέν είδος 43 έχει τοιαύτην αναλογίαν, ώστε να έχη πάντως μίαν οσμήν. Αι φλέβες ημών εις τα μέρη ταύτα είναι πεπλασμέναι λίαν στεναί ως προς τα είδη της γης και του ύδατος, και λίαν ευρείαι ως προς τα του πυρός και του αέρος. Διά τούτο ουδείς ουδέποτε ησθάνθη οσμήν τινα αυτών, αλλά αι οσμαί γίνονται από πράγματα, τα

Ε. | οποία ή βρέχονται ή σήπονται ή διαλύονται ή εξατμίζονται. Διότι όταν το ύδωρ μεταβάλλεται εις αέρα και ο αήρ εις ύδωρ, διαρκούσης της μεταβολής γίνονται αι οσμαί και είναι όλαι ή καπνός ή νέφος (ατμός) 44. Εκ τούτων δε εκείνο, όπερ εξ αέρος μεταβαίνει εις ύδωρ, είναι νέφος, εκείνο δε όπερ εξ ύδατος εις αέρα είναι καπνός. Όθεν όλαι αι οσμαί είναι λεπτότεραι του ύδατος και παχύτεραι του αέρος. Τούτο δε γίνεται φανερόν, όταν τεθή κώλυμα τι εις την αναπνοήν 45 και έλκη τις διά βίας εις εαυτόν την πνοήν, διότι τότε ουδεμία οσμή στραγγίζεται δι’ αυτού, ο αήρ δε μόνος, εστερημένος οσμής, υποχωρεί εις την προσ-

67. | πάθειαν (εισπνέεται). Διά ταύτα λοιπόν αι ποικιλίαι των οσμών δεν έλαβον ονόματα, επειδή δεν αποτελούνται ούτε εκ πολλών ειδών ούτε εξ’ απλών ειδών, αλλά διττώς μόνα καλούνται, φανερά όντα, το ευάρεστον και το δυσάρεστον, εκ των οποίων τούτο μεν βιάζει και κάμνει τραχείαν όλην την κοιλότητα την μεταξύ της κεφαλής και του ομφαλού ημών 46, το άλλο δε καταπραΰνει και πάλιν εις την φυσικήν κατάστασιν αγαπητώς επαναφέρει αυτήν. Πρέπει τώρα να εξετάσωμεν τρίτον είδος αισθήσεων, το της

Β. | ακοής και να είπωμεν διά ποίας αίτιας γεννώνται αι σχετικαί εντυπώσεις. Εν γένει λοιπόν ας θέσωμεν, ότι ο ήχος είναι το πλήγμα, το οποίον διά μέσου των ώτων υπό του αέρος, του εγκεφάλου και του αίματος 47 διαδίδεται μέχρι της ψυχής, και ότι η κίνησις η υπό του πλήγματος γινομένη, από της κεφαλής αρχίζουσα και καταλήγουσα εις την έδραν του ήπατος, είναι το αίσθημα της ακοής. Και η μεν ταχεία κίνησις είναι ο οξύς ήχος, η δε βραδυτέρα είναι ο βαρύτερος 48, η δε ομοιόμορφος είναι ο

C. | ομαλός και λείος, η δε εναντία ο τραχύς, η δε μεγάλη ο ισχυρός και η εναντία είναι ο μικρός, ως προς δε τας συμφωνίας αυτών ανάγκη να ομιλήσωμεν βραδύτερον.

XXX. Περί όψεως. Γένεσις των χρωμάτων. Λευκόν και μέλαν — Μαρμαρυγή. Λαμπρόν, ερυθρόν, ξανθόν κ.λ. Συναίτια δημιουργίας. Το θείον αίτιον και το αναγκαίον αίτιον.

τέταρτον δὴ λοιπὸν ἔτι γένος ἡμῖν αἰσθητικόν, ὃ διελέσθαι δεῖ συχνὰ ἐν ἑαυτῷ ποικίλματα κεκτημένον, ἃ σύμπαντα μὲν χρόας ἐκαλέσαμεν, φλόγα τῶν σωμάτων ἑκάστων ἀπορρέουσαν, ὄψει σύμμετρα μόρια ἔχουσαν πρὸς αἴσθησιν: ὄψεως δ’ ἐν τοῖς πρόσθεν αὐτὸ περὶ τῶν αἰτίων τῆς γενέσεως

[67d] ἐρρήθη. τῇδ’ οὖν τῶν χρωμάτων πέρι μάλιστα εἰκὸς πρέποι τ’ ἂν ἐπιεικεῖ λόγῳ διεξελθεῖν: τὰ φερόμενα ἀπὸ τῶν ἄλλων μόρια ἐμπίπτοντά τε εἰς τὴν ὄψιν τὰ μὲν ἐλάττω, τὰ δὲ μείζω, τὰ δ’ ἴσα τοῖς αὐτῆς τῆς ὄψεως μέρεσιν εἶναι: τὰ μὲν οὖν ἴσα ἀναίσθητα, ἃ δὴ καὶ διαφανῆ λέγομεν, τὰ δὲ μείζω καὶ ἐλάττω, τὰ μὲν συγκρίνοντα, τὰ δὲ διακρίνοντα αὐτήν, τοῖς περὶ τὴν σάρκα θερμοῖς καὶ ψυχροῖς καὶ τοῖς






[67e] περὶ τὴν γλῶτταν στρυφνοῖς, καὶ ὅσα θερμαντικὰ ὄντα δριμέα ἐκαλέσαμεν, ἀδελφὰ εἶναι, τά τε λευκὰ καὶ τὰ μέλανα, ἐκείνων παθήματα γεγονότα ἐν ἄλλῳ γένει τὰ αὐτά, φανταζόμενα δὲ ἄλλα διὰ ταύτας τὰς αἰτίας. οὕτως οὖν αὐτὰ προσρητέον: τὸ μὲν διακριτικὸν τῆς ὄψεως λευκόν, τὸ δ’ ἐναντίον αὐτοῦ μέλαν, τὴν δὲ ὀξυτέραν φορὰν καὶ γένους πυρὸς ἑτέρου προσπίπτουσαν καὶ διακρίνουσαν τὴν ὄψιν μέχρι τῶν ὀμμάτων, αὐτάς τε τῶν ὀφθαλμῶν τὰς διεξόδους

[68a] βίᾳ διωθοῦσαν καὶ τήκουσαν, πῦρ μὲν ἁθρόον καὶ ὕδωρ, ὃ δάκρυον καλοῦμεν, ἐκεῖθεν ἐκχέουσαν, αὐτὴν δὲ οὖσαν πῦρ ἐξ ἐναντίας ἀπαντῶσαν, καὶ τοῦ μὲν ἐκπηδῶντος πυρὸς οἷον ἀπ’ ἀστραπῆς, τοῦ δ’ εἰσιόντος καὶ περὶ τὸ νοτερὸν κατασβεννυμένου, παντοδαπῶν ἐν τῇ κυκήσει ταύτῃ γιγνομένων χρωμάτων, μαρμαρυγὰς μὲν τὸ πάθος προσείπομεν, τὸ δὲ τοῦτο ἀπεργαζόμενον λαμπρόν τε καὶ στίλβον ἐπωνομάσαμεν.

[68b] τὸ δὲ τούτων αὖ μεταξὺ πυρὸς γένος, πρὸς μὲν τὸ τῶν ὀμμάτων ὑγρὸν ἀφικνούμενον καὶ κεραννύμενον αὐτῷ, στίλβον δὲ οὔ: τῇ δὲ διὰ τῆς νοτίδος αὐγῇ τοῦ πυρὸς μειγνυμένου χρῶμα ἔναιμον παρασχομένῃ, τοὔνομα ἐρυθρὸν λέγομεν. λαμπρόν τε ἐρυθρῷ λευκῷ τε μειγνύμενον ξανθὸν γέγονεν: τὸ δὲ ὅσον μέτρον ὅσοις, οὐδ’ εἴ τις εἰδείη, νοῦν ἔχει τὸ λέγειν, ὧν μήτε τινὰ ἀνάγκην μήτε τὸν εἰκότα λόγον καὶ μετρίως ἄν τις εἰπεῖν εἴη δυνατός. ἐρυθρὸν δὲ δὴ



[68c] μέλανι λευκῷ τε κραθὲν ἁλουργόν: ὄρφνινον δέ, ὅταν τούτοις μεμειγμένοις καυθεῖσίν τε μᾶλλον συγκραθῇ μέλαν. πυρρὸν δὲ ξανθοῦ τε καὶ φαιοῦ κράσει γίγνεται, φαιὸν δὲ λευκοῦ τε καὶ μέλανος, τὸ δὲ ὠχρὸν λευκοῦ ξανθῷ μειγνυμένου. λαμπρῷ δὲ λευκὸν συνελθὸν καὶ εἰς μέλαν κατακορὲς ἐμπεσὸν κυανοῦν χρῶμα ἀποτελεῖται, κυανοῦ δὲ λευκῷ κεραννυμένου γλαυκόν, πυρροῦ δὲ μέλανι πράσιον. τὰ δὲ



[68d] ἄλλα ἀπὸ τούτων σχεδὸν δῆλα αἷς ἂν ἀφομοιούμενα μείξεσιν διασῴζοι τὸν εἰκότα μῦθον. εἰ δέ τις τούτων ἔργῳ σκοπούμενος βάσανον λαμβάνοι, τὸ τῆς ἀνθρωπίνης καὶ θείας φύσεως ἠγνοηκὼς ἂν εἴη διάφορον, ὅτι θεὸς μὲν τὰ πολλὰ εἰς ἓν συγκεραννύναι καὶ πάλιν ἐξ ἑνὸς εἰς πολλὰ διαλύειν ἱκανῶς ἐπιστάμενος ἅμα καὶ δυνατός, ἀνθρώπων δὲ οὐδεὶς οὐδέτερα τούτων ἱκανὸς οὔτε ἔστι νῦν οὔτε εἰς αὖθίς ποτε ἔσται.




[68e] ταῦτα δὴ πάντα τότε ταύτῃ πεφυκότα ἐξ ἀνάγκης ὁ τοῦ καλλίστου τε καὶ ἀρίστου δημιουργὸς ἐν τοῖς γιγνομένοις παρελάμβανεν, ἡνίκα τὸν αὐτάρκη τε καὶ τὸν τελεώτατον θεὸν ἐγέννα, χρώμενος μὲν ταῖς περὶ ταῦτα αἰτίαις ὑπηρετούσαις, τὸ δὲ εὖ τεκταινόμενος ἐν πᾶσιν τοῖς γιγνομένοις αὐτός. διὸ δὴ χρὴ δύ’ αἰτίας εἴδη διορίζεσθαι, τὸ μὲν ἀναγκαῖον, τὸ δὲ θεῖον, καὶ τὸ μὲν θεῖον ἐν ἅπασιν ζητεῖν



[69a] κτήσεως ἕνεκα εὐδαίμονος βίου, καθ’ ὅσον ἡμῶν ἡ φύσις ἐνδέχεται, τὸ δὲ ἀναγκαῖον ἐκείνων χάριν, λογιζόμενον ὡς ἄνευ τούτων οὐ δυνατὰ αὐτὰ ἐκεῖνα ἐφ’ οἷς σπουδάζομεν μόνα κατανοεῖν οὐδ’ αὖ λαβεῖν οὐδ’ ἄλλως πως μετασχεῖν.

Το τέταρτον γένος αισθητών πραγμάτων μας υπολείπεται, όπερ πρέπει να διαιρέσωμεν εις είδη, διότι κατέχει πολυαρίθμους ποικιλίας, τας οποίας όλας ομού εκαλέσαμεν χρώματα, (και είναι) φλοξ απορρέουσα από έκαστον των σωμάτων και έχουσα μόρια ανάλογα προς την όψιν, ώστε να είναι αισθητά.

Δ. | Περί των αιτίων δε της παραγωγής της όψεως είπομεν ολίγα εις τα προηγούμενα 49. Περί των χρωμάτων λοιπόν τούτο φαίνεται πιθανώτατον, και θα ήτο πρέπον νυν να διεξέλθωμεν περί αυτού προσηκόντως· ότι δηλαδή τα μόρια, τα οποία απορρέουσιν από των άλλων πραγμάτων και πίπτουσιν εις την όψιν, είναι άλλα μεν μικρότερα, άλλα δε μεγαλύτερα, και άλλα ίσα προς τα μέρη αυτής της όψεως. Και τα μεν ίσα δεν είναι αισθητά και τα λέγομεν διαφανή, τα δε μεγαλύτερα και τα μικρότερα, εκείνα μεν όντα ικανά να συστέλλωσι, ταύτα δε να διαστέλλωσι την όψιν, είναι τοιαύτα, οποία προς την σάρκα είναι το θερμόν και το ψυχρόν και προς την γλώσσαν το στρυφνόν και όσα θερμαντικά όντα

Ε. | τα εκαλέσαμεν δριμέα. Και το λευκόν και το μέλαν είναι αι αυταί εντυπώσεις των πραγμάτων τούτων, αίτινες όμως γίνονται εις άλλο γένος, και φαίνονται διάφοροι διά τας ειρημένας αιτίας 50. Ούτω λοιπόν πρέπει να ονομάζωμεν αυτά, το μεν διαστέλλον την όψιν λευκόν, το δε εναντίον αυτού μέλαν. Εάν δε οξυτέρα ορμή πυρός διαφόρου γένους (εξωτερικού) προσπέση εις το οπτικόν πυρ και διαστείλη αυτό μέχρι των ομμάτων, βιαίως ωθούσα και διαλύουσα

68. | τους πόρους των οφθαλμών, ώστε να εκχύνεται πυρ και ύδωρ άφθονον, το οποίον καλούμεν δάκρυα, ενώ αυτή αύτη η ορμή είναι πυρ, και έρχεται εις συνάντησιν (ενώ το έν πυρ πηδά έξω ως από αστραπήν, το δε άλλο εισέρχεται και σβύνεται εις την υγρασίαν του οφθαλμού), και εις την σύγχυσιν ταύτην γεννώνται ποικίλα χρώματα, την εντύπωσιν ταύτην ονομάζομεν μαρμαρυγήν 51, εκείνο δε όπερ παράγει αυτήν ονομάζομεν λαμπρόν και

Β. | στίλβον. Το δε μεταξύ τούτων είναι γένος πυρός, το οποίον φθάνει εις το υγρόν των ομμάτων και αναμιγνύεται με αυτό, αλλά δεν στίλβει, και την λάμψιν ταύτην του πυρός η οποία αναμιγνύεται μετά του υγρού, επειδή παρέχει χρώμα του αίματος, την ονομάζομεν ερυθρόν. Το λαμπρόν ενούμενον με το ερυθρόν και το λευκόν γεννά το ξανθόν. Αλλά κατά ποίον μέτρον είναι έκαστον τούτων, ουδέ εάν τις γνωρίζη αυτό, έχει σημασίαν προς αυτόν να το εξετάζη, διότι ουδείς θα ηδύνατο να δείξη επαρκώς ανάγκην τινά αυτού ούτε λόγον πιθανόν. Το δε ερυθρόν ενωθέν με το μέλαν και το λευκόν,

C. | παράγει το πορφυρούν. Όταν δε εις ταύτα, αφού μιχθώσι και καώσι, προστεθή περισσότερον μέλαν, γεννάται το σκοτεινόν (βαθύ) χρώμα. Το πυρρόν δε γεννάται εκ της μίξεως του ξανθού και του φαιού, το δε φαιόν εκ του λευκού και του μέλανος, το δε ωχρόν (κίτρινον) εκ του λευκού μιχθέντος με το ξανθόν. Το λευκόν δε συνδυαζόμενον με το λαμπρόν και μεταπίπτον εις πυκνόν μέλαν παράγει το κυανούν χρώμα. Το δε κυανούν ενούμενον με το λευκόν παράγει το γλαυκόν και το πυρρόν συνδυαζόμενον με το μέλαν

Δ. | παράγει το πράσινον. Τα δε λοιπά χρώματα εκ τούτων των παραδειγμάτων είναι σχεδόν φανερόν με ποίας μίξεις δύνανται να εξηγηθώσι και να διατηρηθή η πιθανότης του λόγου. Αλλ’ εάν τις εξετάζων ταύτα εν τη πραγματικότητα θέλη να κάμη δοκιμήν αυτών, θα εδεικνύετο αγνοών την διαφοράν μεταξύ της ανθρωπίνης και της θείας φύσεως, ότι δηλ. ο Θεός έχει την επιστήμην άμα και την δύναμιν επαρκείς, ίνα αναμιγνύη πολλά πράγματα εις έν και πάλιν εκ του ενός να τα διαλύη εις πολλά, αλλ’ εκ των ανθρώπων ουδείς είναι ικανός να κάμη ούτε το έν ούτε το άλλο εκ

Ε. | τούτων, ούτε τώρα ούτε θα είναι ποτέ εις το μέλλον. Ταύτα λοιπόν πάντα γεννηθέντα τοιουτοτρόπως εξ ανάγκης, ο δημιουργός του καλλίστου και του αρίστου τα προσελάμβανε τότε εις τα γεννώμενα πράγματα, ότε εγέννα τον αυτάρκη και τον τελειότατον Θεόν, μεταχειριζόμενος αυτά ως βοηθητικάς αιτίας, ενώ το αγαθόν εις όλα τα γεννώμενα αυτός το επραγματοποίει. Διά τούτο πρέπει να διακρίνωμεν δύο είδη αιτιών, το μεν αναγκαίον, το δε άλλο θείον, και το μεν θείον να ζητώμεν εις όλα τα

69. | πράγματα, διά να ζήσωμεν ευτυχείς εφ’ όσον η φύσις ημών επιδέχεται· το δε αναγκαίον χάριν εκείνου, αναλογιζόμενοι ότι άνευ αυτού δεν είναι δυνατόν ούτε εκείνο, το οποίον επιποθούμεν, να κατανοήσωμεν μεμονωμένον, ούτε πάλιν να το συλλάβωμεν 52 ή να μετάσχωμεν αυτού κατ’ άλλον τινά τρόπον.

XXXI. Ο Δημιουργός εκ της αταξίας έφερε τα όντα εις τάξιν. Δημιουργία της ψυχής του ανθρώπου. Το λογικόν μέρος αυτής έπλασεν ο Θεός και έθεσεν εν τη κεφαλή. Το θνητόν μέρος επλάσθη υπό των γεννητών Θεών και διηρέθη εις δύο μέρη, το θυμικόν, όπερ ετοποθετήθη εις το στήθος, και το επιθυμητικόν. Σύστασις και λειτουργία της καρδίας και του πνεύμονος.

ὅτ’ οὖν δὴ τὰ νῦν οἷα τέκτοσιν ἡμῖν ὕλη παράκειται τὰ τῶν αἰτίων γένη διυλισμένα, ἐξ ὧν τὸν ἐπίλοιπον λόγον δεῖ συνυφανθῆναι, πάλιν ἐπ’ ἀρχὴν ἐπανέλθωμεν διὰ βραχέων, ταχύ τε εἰς ταὐτὸν πορευθῶμεν ὅθεν δεῦρο ἀφικόμεθα,



[69b] καὶ τελευτὴν ἤδη κεφαλήν τε τῷ μύθῳ πειρώμεθα ἁρμόττουσαν ἐπιθεῖναι τοῖς πρόσθεν. ὥσπερ γὰρ οὖν καὶ κατ’ ἀρχὰς ἐλέχθη, ταῦτα ἀτάκτως ἔχοντα ὁ θεὸς ἐν ἑκάστῳ τε αὐτῷ πρὸς αὑτὸ καὶ πρὸς ἄλληλα συμμετρίας ἐνεποίησεν, ὅσας τε καὶ ὅπῃ δυνατὸν ἦν ἀνάλογα καὶ σύμμετρα εἶναι. τότε γὰρ οὔτε τούτων, ὅσον μὴ τύχῃ, τι μετεῖχεν, οὔτε τὸ παράπαν ὀνομάσαι τῶν νῦν ὀνομαζομένων ἀξιόλογον ἦν οὐδέν, οἷον πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ εἴ τι τῶν ἄλλων: ἀλλὰ πάντα ταῦτα



[69c] πρῶτον διεκόσμησεν, ἔπειτ’ ἐκ τούτων πᾶν τόδε συνεστήσατο, ζῷον ἓν ζῷα ἔχον τὰ πάντα ἐν ἑαυτῷ θνητὰ ἀθάνατά τε. καὶ τῶν μὲν θείων αὐτὸς γίγνεται δημιουργός, τῶν δὲ θνητῶν τὴν γένεσιν τοῖς ἑαυτοῦ γεννήμασιν δημιουργεῖν προσέταξεν. οἱ δὲ μιμούμενοι, παραλαβόντες ἀρχὴν ψυχῆς ἀθάνατον, τὸ μετὰ τοῦτο θνητὸν σῶμα αὐτῇ περιετόρνευσαν ὄχημά τε πᾶν τὸ σῶμα ἔδοσαν ἄλλο τε εἶδος ἐν αὐτῷ ψυχῆς προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν, δεινὰ καὶ ἀναγκαῖα ἐν ἑαυτῷ




[69d] παθήματα ἔχον, πρῶτον μὲν ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ, ἔπειτα λύπας, ἀγαθῶν φυγάς, ἔτι δ’ αὖ θάρρος καὶ φόβον, ἄφρονε συμβούλω, θυμὸν δὲ δυσπαραμύθητον, ἐλπίδα δ’ εὐπαράγωγον: αἰσθήσει δὲ ἀλόγῳ καὶ ἐπιχειρητῇ παντὸς ἔρωτι συγκερασάμενοι ταῦτα, ἀναγκαίως τὸ θνητὸν γένος συνέθεσαν. καὶ διὰ ταῦτα δὴ σεβόμενοι μιαίνειν τὸ θεῖον, ὅτι μὴ πᾶσα ἦν ἀνάγκη, χωρὶς ἐκείνου κατοικίζουσιν εἰς


[69e] ἄλλην τοῦ σώματος οἴκησιν τὸ θνητόν, ἰσθμὸν καὶ ὅρον διοικοδομήσαντες τῆς τε κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθους, αὐχένα μεταξὺ τιθέντες, ἵν’ εἴη χωρίς. ἐν δὴ τοῖς στήθεσιν καὶ τῷ καλουμένῳ θώρακι τὸ τῆς ψυχῆς θνητὸν γένος ἐνέδουν. καὶ ἐπειδὴ τὸ μὲν ἄμεινον αὐτῆς, τὸ δὲ χεῖρον ἐπεφύκει, διοικοδομοῦσι τοῦ θώρακος αὖ τὸ κύτος, διορίζοντες οἷον





[70a] γυναικῶν, τὴν δὲ ἀνδρῶν χωρὶς οἴκησιν, τὰς φρένας διάφραγμα εἰς τὸ μέσον αὐτῶν τιθέντες. τὸ μετέχον οὖν τῆς ψυχῆς ἀνδρείας καὶ θυμοῦ, φιλόνικον ὄν, κατῴκισαν ἐγγυτέρω τῆς κεφαλῆς μεταξὺ τῶν φρενῶν τε καὶ αὐχένος, ἵνα τοῦ λόγου κατήκοον ὂν κοινῇ μετ’ ἐκείνου βίᾳ τὸ τῶν ἐπιθυμιῶν κατέχοι γένος, ὁπότ’ ἐκ τῆς ἀκροπόλεως τῷ τ’ ἐπιτάγματι καὶ λόγῳ μηδαμῇ πείθεσθαι ἑκὸν ἐθέλοι: τὴν δὲ δὴ καρδίαν



[70b] ἅμμα τῶν φλεβῶν καὶ πηγὴν τοῦ περιφερομένου κατὰ πάντα τὰ μέλη σφοδρῶς αἵματος εἰς τὴν δορυφορικὴν οἴκησιν κατέστησαν, ἵνα, ὅτε ζέσειεν τὸ τοῦ θυμοῦ μένος, τοῦ λόγου παραγγείλαντος ὥς τις ἄδικος περὶ αὐτὰ γίγνεται πρᾶξις ἔξωθεν ἢ καί τις ἀπὸ τῶν ἔνδοθεν ἐπιθυμιῶν, ὀξέως διὰ πάντων τῶν στενωπῶν πᾶν ὅσον αἰσθητικὸν ἐν τῷ σώματι, τῶν τε παρακελεύσεων καὶ ἀπειλῶν αἰσθανόμενον, γίγνοιτο ἐπήκοον καὶ ἕποιτο πάντῃ, καὶ τὸ βέλτιστον οὕτως ἐν αὐτοῖς



[70c] πᾶσιν ἡγεμονεῖν ἐῷ. τῇ δὲ δὴ πηδήσει τῆς καρδίας ἐν τῇ τῶν δεινῶν προσδοκίᾳ καὶ τῇ τοῦ θυμοῦ ἐγέρσει, προγιγνώσκοντες ὅτι διὰ πυρὸς ἡ τοιαύτη πᾶσα ἔμελλεν οἴδησις γίγνεσθαι τῶν θυμουμένων, ἐπικουρίαν αὐτῇ μηχανώμενοι τὴν τοῦ πλεύμονος ἰδέαν ἐνεφύτευσαν, πρῶτον μὲν μαλακὴν καὶ ἄναιμον, εἶτα σήραγγας ἐντὸς ἔχουσαν οἷον σπόγγου κατατετρημένας, ἵνα τό τε πνεῦμα καὶ τὸ πῶμα δεχομένη,



[70d] ψύχουσα, ἀναπνοὴν καὶ ῥᾳστώνην ἐν τῷ καύματι παρέχοι: διὸ δὴ τῆς ἀρτηρίας ὀχετοὺς ἐπὶ τὸν πλεύμονα ἔτεμον, καὶ περὶ τὴν καρδίαν αὐτὸν περιέστησαν οἷον μάλαγμα, ἵν’ ὁ θυμὸς ἡνίκα ἐν αὐτῇ ἀκμάζοι, πηδῶσα εἰς ὑπεῖκον καὶ ἀναψυχομένη, πονοῦσα ἧττον, μᾶλλον τῷ λόγῳ μετὰ θυμοῦ δύναιτο ὑπηρετεῖν.

Επειδή λοιπόν τώρα, ως εις τέκτονας τα υλικά, ευρίσκονται ενώπιον ημών τα δύο είδη των αιτιών, καλώς ωρισμένα, εκ των οποίων πρέπει να συνυφάνωμεν τον επίλοιπον λόγον ημών, πάλιν ας επανέλθωμεν συντόμως εις την αρχήν και ταχέως ας πορευθώμεν εις αυτό εκείνο το σημείον, εκ του οποίου ορμηθέντες εφθά-

Β. | σαμεν εδώ, και ας δοκιμάσωμεν να θέσωμεν εις τον λόγον και κεφαλήν και τέλος αρμόζοντα εις τα προειρημένα. Καθώς λοιπόν και κατ’ αρχάς είπομεν, εις τα πράγματα ταύτα, τα οποία ευρίσκοντο εις αταξίαν, ο Θεός έθεσεν εις έκαστον αναλογίας (συμμετρίας) και προς εαυτό και προς τα άλλα, καθ’ όσας και όπου ήτο δυνατόν να γίνωσιν ανάλογα και σύμμετρα. Διότι τότε ουδέν πράγμα μετείχεν αναλογιών και μέτρων, εκτός αν τι εξ αυτών μετείχε κατά τύχην, ούτε το παράπαν υπήρχε κανέν άξιον να λάβη το όνομα των πραγμάτων, τα οποία τώρα έχουσι το όνομα τούτο, ως

C | πυρ και ύδωρ και ει τι άλλο. Αλλ’ όλα ταύτα κατά πρώτον ο Θεός διέταξε, και έπειτα εκ τούτων εσύστησε το σύμπαν τούτο, ζώον ον, το οποίον περιλαμβάνει εν εαυτώ όλα τα ζώα, θνητά και αθάνατα. Και των μεν θείων πραγμάτων αυτός ούτος έγεινε δημιουργός, την γέννησιν δε των θνητών ανέθεσεν εις τα πλάσματα αυτού 53, ίνα τα δημιουργήσωσι. Και ούτοι μιμούμενοι αυτόν, λαβόντες παρ’ αυτού την αθάνατον αρχήν της ψυχής, μετά τούτο ετόρνευσαν πέριξ αυτής έν σώμα θνητόν, και όλον τούτο το σώμα έδοσαν εις αυτήν ως όχημα· και έν άλλο είδος ψυχής έπλασαν προσέτι, το θνητόν, το οποίον έχει εντός αυτού φοβερά και

Δ. | αναπόφευκτα πάθη 54, πρώτον μεν την ηδονήν, το μέγιστον δέλεαρ του κακού, έπειτα τας λύπας, διά τας οποίας φεύγομεν ταγαθά, και προσέτι θάρρος και φόβον, άφρονας συμβούλους, και τον θυμόν, όστις δυσκόλως ακούει τας συμβουλάς, και την ελπίδα, ήτις ευκόλως παρασύρεται υπό του παραλόγου αισθήματος και του τα πάντα τολμώντος έρωτος. Αναμίξαντες δε ταύτα ομού διά της ανάγκης έπλασαν το θνητόν γένος. Και διά ταύτα φοβούμενοι μήπως μιάνωσι το θείον, ει μη μό-

Ε. | νον όσον ήτο απολύτως αναγκαίον, χωριστά από εκείνο (το θείον), κατώκισαν το θνητόν 55 εις άλλην κατοικίαν του σώματος, και έκτισαν ισθμόν και όριον μεταξύ της κεφαλής και του στήθους, θέσαντες εν τω μέσω τον αυχένα, διά να είναι κεχωρισμένον. Εις το στήθος λοιπόν και εις τον λεγόμενον θώρακα έδεσαν το θνητόν είδος της ψυχής. Και επειδή μέρος μεν αυτής είναι φύσει καλύτερον, μέρος δε χειρότερον, ωκοδόμησαν την κοιλότητα του θώρακος και εν τω μέσω αυτής έπλασαν χώρισμα, καθώς χωρίζεται η κατοικία των ανδρών από της των γυναικών, θέσαντες

70. | ως μεσότοιχον το διάφραγμα. Το μέρος λοιπόν της ψυχής, το μετέχον ανδρείας και θυμού, επειδή είναι φιλόνεικον κατώκισαν πλησιέστερον της κεφαλής, μεταξύ του διαφράγματος και του αυχένος, ίνα δύναται να ακούη την φωνήν του λογικού και από κοινού μετ’ αυτού εξουσιάζη διά της βίας τας επιθυμίας, οπόταν αύται δεν θέλουσιν εκουσίως να υπακούωσιν ευπειθώς εις τα εκ της ακροπόλεως ερχόμενα προστάγματα και λόγους. Την καρδίαν δε, ήτις είναι ο δεσμός των φλεβών και η πηγή του αίματος του

Β. | κυκλοφορούντος ορμητικώς εις όλα τα μέλη του σώματος, ετοποθέτησαν εις την κατοικίαν του δορυφόρου (του λόγου), ίνα οσάκις ο θυμός ήθελε βράσει διά άγγελμα του λόγου, ότι γίνεται πράξις τις άδικος ως προς ταύτα τα μέλη ή έξωθεν, ή εκ μέρους των εσωτερικών επιθυμιών, ταχέως τότε διά μέσου πάντων των στενών πόρων, πάντα τα μέρη του σώματος όσα δέχονται τα αισθήματα, ακούοντα τας προτροπάς και τας απειλάς, υπακούωσιν εις αυτάς και ακολουθώσι κατά πάντα, και αφίνωσιν ούτω το άριστον μέρος να ηγεμονεύη εις όλα ταύτα. Εις την ανασκίρτησιν

C. | δε της καρδίας διά την προσδοκίαν των κινδύνων και διά την εξέγερσιν του θυμού, προγινώσκοντες οι θεοί ότι όλη αύτη η οίδησις (φούσκωμα) των οργιζομένων έμελλε να γίνεται διά του πυρός, ίνα προμηθεύσωσιν επικουρίαν εις αυτήν, εφύτευσαν εκεί τον πνεύμονα, όστις είναι προ πάντων μαλακός και χωρίς αίμα, και έχει εντός σπήλαια τετρυπημένα ως τα του σπόγγου, ίνα δεχόμενος την πνοήν και το ποτόν και δροσίζων παρέχη αναπνοήν και ανακούφισιν εις τόσην θερμότητα. Διά τούτο τους οχετούς της

Δ. | τραχείας αρτηρίας διηύθυνον εις τον πνεύμονα· τούτον δε έθεσαν περί την καρδίαν ως τι μαλακόν πράγμα, επί του οποίου αύτη να σκιρτά, ίνα, όταν ο θυμός εν τη καρδία είναι εις την ακμήν του, πηδώσα επί πράγματος αποχωρούντος και λαμβάνουσα αναψυχήν, με ολιγώτερον κόπον δύναται περισσότερον να υπηρετή τον λόγον διά του θυμού.

XXXII. Το επιθυμητικόν τροφής, ποτού κ.λ. ετέθη μεταξύ του διαφράγματος και τον ομφαλού και προσεδέθη ως εις φάτνην, ίνα τρέφηται και τρέφη το σώμα. Το ήπαρ πυκνόν, λείον, λαμπρόν, γλυκύπικρον αντανακλά τα διανοήματα τον νου και ως κάτοπτρον παρουσιάζει αυτά εις την άλογον ταύτην ψυχήν. Ο σπλην διατηρεί το ήπαρ λαμπρόν και καθαρόν. Μαντική. Σχέσις ήπατος και μαντικής, ην έχει το άφρον μέρος της ψυχής.

τὸ δὲ δὴ σίτων τε καὶ ποτῶν ἐπιθυμητικὸν τῆς ψυχῆς καὶ ὅσων ἔνδειαν διὰ τὴν τοῦ σώματος ἴσχει φύσιν, τοῦτο


[70e] εἰς τὸ μεταξὺ τῶν τε φρενῶν καὶ τοῦ πρὸς τὸν ὀμφαλὸν ὅρου κατῴκισαν, οἷον φάτνην ἐν ἅπαντι τούτῳ τῷ τόπῳ τῇ τοῦ σώματος τροφῇ τεκτηνάμενοι: καὶ κατέδησαν δὴ τὸ τοιοῦτον ἐνταῦθα ὡς θρέμμα ἄγριον, τρέφειν δὲ συνημμένον ἀναγκαῖον, εἴπερ τι μέλλοι ποτὲ θνητὸν ἔσεσθαι γένος. ἵν’ οὖν ἀεὶ νεμόμενον πρὸς φάτνῃ καὶ ὅτι πορρωτάτω τοῦ βουλευομένου κατοικοῦν, θόρυβον καὶ βοὴν ὡς ἐλαχίστην παρέχον,


[71a] τὸ κράτιστον καθ’ ἡσυχίαν περὶ τοῦ πᾶσι κοινῇ καὶ ἰδίᾳ συμφέροντος ἐῷ βουλεύεσθαι, διὰ ταῦτα ἐνταῦθ’ ἔδοσαν αὐτῷ τὴν τάξιν. εἰδότες δὲ αὐτὸ ὡς λόγου μὲν οὔτε συνήσειν ἔμελλεν, εἴ τέ πῃ καὶ μεταλαμβάνοι τινὸς αὐτῶν αἰσθήσεως, οὐκ ἔμφυτον αὐτῷ τὸ μέλειν τινῶν ἔσοιτο λόγων, ὑπὸ δὲ εἰδώλων καὶ φαντασμάτων νυκτός τε καὶ μεθ’ ἡμέραν μάλιστα ψυχαγωγήσοιτο, τούτῳ δὴ θεὸς ἐπιβουλεύσας αὐτῷ τὴν ἥπατος



[71b] ἰδέαν συνέστησε καὶ ἔθηκεν εἰς τὴν ἐκείνου κατοίκησιν, πυκνὸν καὶ λεῖον καὶ λαμπρὸν καὶ γλυκὺ καὶ πικρότητα ἔχον μηχανησάμενος, ἵνα ἐν αὐτῷ τῶν διανοημάτων ἡ ἐκ τοῦ νοῦ φερομένη δύναμις, οἷον ἐν κατόπτρῳ δεχομένῳ τύπους καὶ κατιδεῖν εἴδωλα παρέχοντι, φοβοῖ μὲν αὐτό, ὁπότε μέρει τῆς πικρότητος χρωμένη συγγενεῖ, χαλεπὴ προσενεχθεῖσα ἀπειλῇ, κατὰ πᾶν ὑπομειγνῦσα ὀξέως τὸ ἧπαρ, χολώδη χρώματα ἐμφαίνοι, συνάγουσά τε πᾶν ῥυσὸν καὶ τραχὺ ποιοῖ,



[71c] λοβὸν δὲ καὶ δοχὰς πύλας τε τὸ μὲν ἐξ ὀρθοῦ κατακάμπτουσα καὶ συσπῶσα, τὰ δὲ ἐμφράττουσα συγκλείουσά τε, λύπας καὶ ἄσας παρέχοι, καὶ ὅτ’ αὖ τἀναντία φαντάσματα ἀποζωγραφοῖ πρᾳότητός τις ἐκ διανοίας ἐπίπνοια, τῆς μὲν πικρότητος ἡσυχίαν παρέχουσα τῷ μήτε κινεῖν μήτε προσάπτεσθαι τῆς ἐναντίας ἑαυτῇ φύσεως ἐθέλειν, γλυκύτητι δὲ τῇ κατ’ ἐκεῖνο συμφύτῳ πρὸς αὐτὸ χρωμένη καὶ πάντα




[71d] ὀρθὰ καὶ λεῖα αὐτοῦ καὶ ἐλεύθερα ἀπευθύνουσα, ἵλεών τε καὶ εὐήμερον ποιοῖ τὴν περὶ τὸ ἧπαρ ψυχῆς μοῖραν κατῳκισμένην, ἔν τε τῇ νυκτὶ διαγωγὴν ἔχουσαν μετρίαν, μαντείᾳ χρωμένην καθ’ ὕπνον, ἐπειδὴ λόγου καὶ φρονήσεως οὐ μετεῖχε. μεμνημένοι γὰρ τῆς τοῦ πατρὸς ἐπιστολῆς οἱ συστήσαντες ἡμᾶς, ὅτε τὸ θνητὸν ἐπέστελλεν γένος ὡς ἄριστον εἰς δύναμιν ποιεῖν, οὕτω δὴ κατορθοῦντες καὶ τὸ φαῦλον


[71e] ἡμῶν, ἵνα ἀληθείας πῃ προσάπτοιτο, κατέστησαν ἐν τούτῳ τὸ μαντεῖον. ἱκανὸν δὲ σημεῖον ὡς μαντικὴν ἀφροσύνῃ θεὸς ἀνθρωπίνῃ δέδωκεν: οὐδεὶς γὰρ ἔννους ἐφάπτεται μαντικῆς ἐνθέου καὶ ἀληθοῦς, ἀλλ’ ἢ καθ’ ὕπνον τὴν τῆς φρονήσεως πεδηθεὶς δύναμιν ἢ διὰ νόσον, ἢ διά τινα ἐνθουσιασμὸν παραλλάξας. ἀλλὰ συννοῆσαι μὲν ἔμφρονος τά τε ῥηθέντα ἀναμνησθέντα ὄναρ ἢ ὕπαρ ὑπὸ τῆς μαντικῆς τε καὶ ἐνθουσιαστικῆς φύσεως, καὶ ὅσα ἂν φαντάσματα


[72a] ὀφθῇ, πάντα λογισμῷ διελέσθαι ὅπῃ τι σημαίνει καὶ ὅτῳ μέλλοντος ἢ παρελθόντος ἢ παρόντος κακοῦ ἢ ἀγαθοῦ: τοῦ δὲ μανέντος ἔτι τε ἐν τούτῳ μένοντος οὐκ ἔργον τὰ φανέντα καὶ φωνηθέντα ὑφ’ ἑαυτοῦ κρίνειν, ἀλλ’ εὖ καὶ πάλαι λέγεται τὸ πράττειν καὶ γνῶναι τά τε αὑτοῦ καὶ ἑαυτὸν σώφρονι μόνῳ προσήκειν. ὅθεν δὴ καὶ τὸ τῶν προφητῶν γένος ἐπὶ



[72b] ταῖς ἐνθέοις μαντείαις κριτὰς ἐπικαθιστάναι νόμος: οὓς μάντεις αὐτοὺς ὀνομάζουσίν τινες, τὸ πᾶν ἠγνοηκότες ὅτι τῆς δι’ αἰνιγμῶν οὗτοι φήμης καὶ φαντάσεως ὑποκριταί, καὶ οὔτι μάντεις, προφῆται δὲ μαντευομένων δικαιότατα ὀνομάζοιντ’ ἄν. ἡ μὲν οὖν φύσις ἥπατος διὰ ταῦτα τοιαύτη τε καὶ ἐν τόπῳ ᾧ λέγομεν πέφυκε, χάριν μαντικῆς: καὶ ἔτι μὲν δὴ ζῶντος ἑκάστου τὸ τοιοῦτον σημεῖα ἐναργέστερα ἔχει, στερηθὲν δὲ τοῦ ζῆν γέγονε τυφλὸν καὶ τὰ μαντεῖα ἀμυδρότερα



[72c] ἔσχεν τοῦ τι σαφὲς σημαίνειν. ἡ δ’ αὖ τοῦ γείτονος αὐτῷ σύστασις καὶ ἕδρα σπλάγχνου γέγονεν ἐξ ἀριστερᾶς χάριν ἐκείνου, τοῦ παρέχειν αὐτὸ λαμπρὸν ἀεὶ καὶ καθαρόν, οἷον κατόπτρῳ παρεσκευασμένον καὶ ἕτοιμον ἀεὶ παρακείμενον ἐκμαγεῖον. διὸ δὴ καὶ ὅταν τινὲς ἀκαθαρσίαι γίγνωνται διὰ νόσους σώματος περὶ τὸ ἧπαρ, πάντα ἡ σπληνὸς καθαίρουσα αὐτὰ δέχεται μανότης, ἅτε κοίλου καὶ ἀναίμου ὑφανθέντος:



[72d] ὅθεν πληρούμενος τῶν ἀποκαθαιρομένων μέγας καὶ ὕπουλος αὐξάνεται, καὶ πάλιν, ὅταν καθαρθῇ τὸ σῶμα, ταπεινούμενος εἰς ταὐτὸν συνίζει.

Το μέρος δε της ψυχής, το οποίον επιθυμεί τας τροφάς και τα ποτά και όσα έχει χρείαν ένεκα της φύσεως του σώματος, τούτο κατώκισαν εν τω μέσω μεταξύ του διαφράγματος και του ορίου

Ε. | του ομφαλού, κατασκευάσαντες εις όλον τούτον τον τόπον ως μίαν φάτνην διά την θρέψιν του σώματος. Και εδώ έδεσαν αυτό ως θρέμμα άγριον, το οποίον όμως ήτο αναγκαίον να τρέφηται, ως συνδεδεμένον (μεθ’ ημών), εάν βέβαια έμελλε να υπάρχη το ανθρώπινον γένος. Ίνα λοιπόν πάντοτε, βόσκον εις την φάτνην και κατοικούν όσον το δυνατόν μακρότερον του μέρους, το οποίον


71. | βουλεύεται, προξενή ελάχιστον θόρυβον και ενόχλησιν, και αφίνη το καλλίτερον μέρος να σκέπτηται και αποφασίζη με ησυχίαν περί του κοινού συμφέροντος εις όλα τα μέρη, διά ταύτα έδοσαν εις αυτό θέσιν ενταύθα. Και επειδή εγνώριζον, ότι τούτο δεν έμελλε να ακούη τον λόγον, και ότι εάν και κατά τινα τρόπον ήθελε μετάσχη τινός εκ των αισθήσεων, δεν ήτο εις την φύσιν αυτού να φροντίζη περί του αιτίου αυτής, και ότι νύκτα και ημέραν θα παρασύρηται υπό εικόνων και φαντασμάτων, προϊδόντες

Β. | τούτο οι θεοί κατεσκεύασαν το ήπαρ και το έθεσαν εις την κατοικίαν αυτού. Και έπλασαν τούτο πυκνόν, λείον και λαμπρόν και γλυκύ 56, έχον δε και πικρίαν, ίνα η δύναμις των νοημάτων, η οποία φέρεται από τον νουν καταβαίνουσα εις αυτό, ως εις κάτοπτρον, το οποίον δέχεται τας εικόνας και αφίνει να βλέπη τις αυτάς, προξενή μεν φόβον εις το μέρος τούτο της ψυχής, (όπερ συμβαίνει) οσάκις μεταχειριζομένη μέρος της συγγενούς αυτής πικρίας η δύναμις αύτη επιτιθεμένη βαρεία και απειλητική, και αναμιγνύουσα αυτήν ταχέως καθ’ όλον το ήπαρ εμφανίζει τα χρώ-

C. | ματα της χολής και πιέζουσα αυτό το κάμνει όλον πλήρες ρυτίδων και τραχύ, ενώ κάμπτουσα τον λοβόν όντα ορθόν και συστέλλουσα αυτόν, φράττουσα δε και συγκλείουσα τας θύρας και τα αγγεία της χολής, παράγει λύπας και αηδίας· — και ίνα αντιστρόφως, όταν έμπνευσις πραότητος, ερχομένη εκ της διανοίας, ζωγραφίζη τας εναντίας εικόνας προξενούσα ησυχίαν από της πικρίας, επειδή ούτε κινείται ούτε θέλει να θίγη την φύσιν, ήτις είναι εναντία προς εαυτήν (την πικρίαν), και μεταχειριζομένη προς αυτήν την έμφυτον εις αυτήν γλυκύτητα και καθιστώσα πάλιν πάντα ορθά και

Δ. | λεία και ελεύθερα, — ίνα (λέγω) η έμπνευσις καθιστά γαλήνιον και ήμερον το μέρος της ψυχής, το οποίον κατοικεί πλησίον του ήπατος, και την νύκτα έχει διάθεσιν κατάλληλον να μαντεύη κατά τον ύπνον, επειδή δεν μετέχει λόγου και φρονήσεως. Διότι ενεθυμούντο το πρόσταγμα του πατρός οι πλάσαντες ημάς, ότε διέταττε να ποιήσωσι το ανθρώπινον γένος όσον το δυνατόν άριστον, και διά τούτο διορθούντες και το κακόν μέρος

ημών, ίνα κατά τινα τρόπον προσεγγίζη την αλήθειαν, έθεσαν εις τούτον τον τόπον το μαντείον. Ικανή δε απόδειξις του ότι ο Θεός έδωκε την μαντείαν εις την ανθρωπίνην αφροσύνην, είναι ότι ουδείς, όστις είναι εις τον νουν του, έρχεται εις μαντείαν εμπνευσμένην και αληθή, αλλά μόνον εις τον ύπνον, όταν έχη δέσει την δύναμιν της συνειδήσεώς του ή όταν δι’ ασθένειαν ή ενθουσιασμόν τινα γίνη έξω εαυτού. Ίδιον όμως του έμφρονος ανθρώπου είναι να σκέπτηται αναλογιζόμενος τους ρηθέντας λόγους ή κατά τον ύπνον ή κατά την εγρή-

72. | γορσιν υπό της μαντικής και ενθουσιαστικής φύσεως, και όσαι εικόνες εφάνησαν, πάσας διά του λογισμού να αναλύη, κατά τίνα τρόπον και προς ποίον δηλουσί τι κακόν ή αγαθόν, μέλλον ή παρελθόν ή παρόν. Ο δε παθών μανίαν και διατελών ακόμη εις το πάθος τούτο δεν δύναται να κρίνη αφ’ εαυτού ούτε τα οράματα ούτε τους λόγους αυτού, αλλά από πολλού χρόνου και ορθώς λέγεται ότι το να πράττη και να γνωρίζη εαυτόν και τα εαυτού πράγματα είναι έργον μόνου του σώφρονος 57. Εκ τούτου βέβαια

Β. | προήλθε και το έθος να γίνωνται κριταί των εμπνευσμένων μαντείων οι προφήται 58, τους οποίους τινές ονομάζουσι μάντεις, διότι αγνοούσιν εντελώς, ότι ούτοι είναι μόνον ερμηνευταί φωνών και οραμάτων αινιγματικών και ουδόλως μάντεις, και δικαιότατα δύνανται να ονομάζωνται ερμηνευταί των μαντείων (προφητειών). Διά ταύτα λοιπόν η φύσις του ήπατος έγεινε τοιαύτη και ετέθη εις τον τόπον τον οποίον είπομεν, δηλαδή χάριν της μαντικής. Και εφ’ όσον τις ζη, το ήπαρ έχει φανερώτατα σημεία, αλλά όταν στερηθή της ζωής, γίνεται τυφλόν και τα μαντεύματα είναι λίαν αμυδρά ή ώστε να δηλώσι τι σαφές 59.

C. | Σπλην. Η κατασκευή δε και η έδρα του γειτονεύοντος εις το ήπαρ σπλάγχνου (του σπληνός) έγεινεν εις τα αριστερά χάριν του ήπατος, δηλ. διά να το διατηρή πάντοτε λαμπρόν και καθαρόν, ως εις κάτοπτρον παρακείμενον έν μάκτρον (σπόγγος) έτοιμον πάντοτε και προητοιμασμένον. Διά τούτο και όταν γεννώνται πέριξ του ήπατος ακαθαρσίαι εκ νόσου τινός του σώματος, η αραιότης του σπληνός καθαρίζει αυτάς όλας δεχομένου εντός εαυτού, διότι έχει υφανθή κοίλος και χωρίς αίματος. Όθεν γεμίζων από

Δ. | τας ακαθαρσίας αυξάνει μεγάλως και εξογκούται, και πάλιν όταν το σώμα καθαρισθή, ταπεινούται και επανέρχεται εις τον πρώτον όγκον αυτού.

XXXIII. Το θνητόν μέρος της ψυχής. Έντερα. Μυελός. Οστά. Σπέρμα. Εγκέφαλος. Κεφαλή. Σπονδυλική στήλη – Νεύρα και Σάρκες. Στόμα. Δέρμα. Τρίχες – Όνυχες 60.

τὰ μὲν οὖν περὶ ψυχῆς, ὅσον θνητὸν ἔχει καὶ ὅσον θεῖον, καὶ ὅπῃ καὶ μεθ’ ὧν καὶ δι’ ἃ χωρὶς ᾠκίσθη, τὸ μὲν ἀληθὲς ὡς εἴρηται, θεοῦ συμφήσαντος τότ’ ἂν οὕτως μόνως διισχυριζοίμεθα: τό γε μὴν εἰκὸς ἡμῖν εἰρῆσθαι, καὶ νῦν καὶ ἔτι μᾶλλον ἀνασκοποῦσι διακινδυνευτέον τὸ φάναι καὶ πεφάσθω.



[72e] τὸ δ’ ἑξῆς δὴ τούτοισιν κατὰ ταὐτὰ μεταδιωκτέον: ἦν δὲ τὸ τοῦ σώματος ἐπίλοιπον ᾗ γέγονεν. ἐκ δὴ λογισμοῦ τοιοῦδε συνίστασθαι μάλιστ’ ἂν αὐτὸ πάντων πρέποι. τὴν ἐσομένην ἐν ἡμῖν ποτῶν καὶ ἐδεστῶν ἀκολασίαν ᾔδεσαν οἱ συντιθέντες ἡμῶν τὸ γένος, καὶ ὅτι τοῦ μετρίου καὶ ἀναγκαίου διὰ μαργότητα πολλῷ χρησοίμεθα πλέονι: ἵν’ οὖν μὴ φθορὰ διὰ νόσους ὀξεῖα γίγνοιτο καὶ ἀτελὲς τὸ γένος εὐθὺς





[73a] τὸ θνητὸν τελευτῷ, ταῦτα προορώμενοι τῇ τοῦ περιγενησομένου πώματος ἐδέσματός τε ἕξει τὴν ὀνομαζομένην κάτω κοιλίαν ὑποδοχὴν ἔθεσαν, εἵλιξάν τε πέριξ τὴν τῶν ἐντέρων γένεσιν, ὅπως μὴ ταχὺ διεκπερῶσα ἡ τροφὴ ταχὺ πάλιν τροφῆς ἑτέρας δεῖσθαι τὸ σῶμα ἀναγκάζοι, καὶ παρέχουσα ἀπληστίαν, διὰ γαστριμαργίαν ἀφιλόσοφον καὶ ἄμουσον πᾶν ἀποτελοῖ τὸ γένος, ἀνυπήκοον τοῦ θειοτάτου τῶν παρ’ ἡμῖν.



[73b] τὸ δὲ ὀστῶν καὶ σαρκῶν καὶ τῆς τοιαύτης φύσεως πέρι πάσης ὧδε ἔσχεν. τούτοις σύμπασιν ἀρχὴ μὲν ἡ τοῦ μυελοῦ γένεσις: οἱ γὰρ τοῦ βίου δεσμοί, τῆς ψυχῆς τῷ σώματι συνδουμένης, ἐν τούτῳ διαδούμενοι κατερρίζουν τὸ θνητὸν γένος: αὐτὸς δὲ ὁ μυελὸς γέγονεν ἐξ ἄλλων. τῶν γὰρ τριγώνων ὅσα πρῶτα ἀστραβῆ καὶ λεῖα ὄντα πῦρ τε καὶ ὕδωρ καὶ ἀέρα καὶ γῆν δι’ ἀκριβείας μάλιστα ἦν παρασχεῖν δυνατά, ταῦτα ὁ θεὸς ἀπὸ τῶν ἑαυτῶν ἕκαστα γενῶν χωρὶς


[73c] ἀποκρίνων, μειγνὺς δὲ ἀλλήλοις σύμμετρα, πανσπερμίαν παντὶ θνητῷ γένει μηχανώμενος, τὸν μυελὸν ἐξ αὐτῶν ἀπηργάσατο, καὶ μετὰ ταῦτα δὴ φυτεύων ἐν αὐτῷ κατέδει τὰ τῶν ψυχῶν γένη, σχημάτων τε ὅσα ἔμελλεν αὖ σχήσειν οἷά τε καθ’ ἕκαστα εἴδη, τὸν μυελὸν αὐτὸν τοσαῦτα καὶ τοιαῦτα διῃρεῖτο σχήματα εὐθὺς ἐν τῇ διανομῇ τῇ κατ’ ἀρχάς. καὶ τὴν μὲν τὸ θεῖον σπέρμα οἷον ἄρουραν μέλλουσαν ἕξειν ἐν αὑτῇ περιφερῆ πανταχῇ πλάσας ἐπωνόμασεν τοῦ μυελοῦ


[73d] ταύτην τὴν μοῖραν ἐγκέφαλον, ὡς ἀποτελεσθέντος ἑκάστου ζῴου τὸ περὶ τοῦτ’ ἀγγεῖον κεφαλὴν γενησόμενον: ὃ δ’ αὖ τὸ λοιπὸν καὶ θνητὸν τῆς ψυχῆς ἔμελλε καθέξειν, ἅμα στρογγύλα καὶ προμήκη διῃρεῖτο σχήματα, μυελὸν δὲ πάντα ἐπεφήμισεν, καὶ καθάπερ ἐξ ἀγκυρῶν βαλλόμενος ἐκ τούτων πάσης ψυχῆς δεσμοὺς περὶ τοῦτο σύμπαν ἤδη τὸ σῶμα ἡμῶν ἀπηργάζετο, στέγασμα μὲν αὐτῷ πρῶτον συμπηγνὺς περὶ


[73e] ὅλον ὀστέινον. τὸ δὲ ὀστοῦν συνίστησιν ὧδε. γῆν διαττήσας καθαρὰν καὶ λείαν ἐφύρασε καὶ ἔδευσεν μυελῷ, καὶ μετὰ τοῦτο εἰς πῦρ αὐτὸ ἐντίθησιν, μετ’ ἐκεῖνο δὲ εἰς ὕδωρ βάπτει, πάλιν δὲ εἰς πῦρ, αὖθίς τε εἰς ὕδωρ: μεταφέρων δ’ οὕτω πολλάκις εἰς ἑκάτερον ὑπ’ ἀμφοῖν ἄτηκτον ἀπηργάσατο. καταχρώμενος δὴ τούτῳ περὶ μὲν τὸν ἐγκέφαλον αὐτοῦ σφαῖραν περιετόρνευσεν ὀστεΐνην, ταύτῃ δὲ στενὴν διέξοδον


[74a] κατελείπετο: καὶ περὶ τὸν διαυχένιον ἅμα καὶ νωτιαῖον μυελὸν ἐξ αὐτοῦ σφονδύλους πλάσας ὑπέτεινεν οἷον στρόφιγγας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς κεφαλῆς, διὰ παντὸς τοῦ κύτους. καὶ τὸ πᾶν δὴ σπέρμα διασῴζων οὕτως λιθοειδεῖ περιβόλῳ συνέφραξεν, ἐμποιῶν ἄρθρα, τῇ θατέρου προσχρώμενος ἐν αὐτοῖς ὡς μέσῃ ἐνισταμένῃ δυνάμει, κινήσεως καὶ κάμψεως ἕνεκα. τὴν δ’ αὖ τῆς ὀστεΐνης φύσεως ἕξιν ἡγησάμενος



[74b] τοῦ δέοντος κραυροτέραν εἶναι καὶ ἀκαμπτοτέραν, διάπυρόν τ’ αὖ γιγνομένην καὶ πάλιν ψυχομένην σφακελίσασαν ταχὺ διαφθερεῖν τὸ σπέρμα ἐντὸς αὑτῆς, διὰ ταῦτα οὕτω τὸ τῶν νεύρων καὶ τὸ τῆς σαρκὸς γένος ἐμηχανᾶτο, ἵνα τῷ μὲν πάντα τὰ μέλη συνδήσας ἐπιτεινομένῳ καὶ ἀνιεμένῳ περὶ τοὺς στρόφιγγας καμπτόμενον τὸ σῶμα καὶ ἐκτεινόμενον παρέχοι, τὴν δὲ σάρκα προβολὴν μὲν καυμάτων, πρόβλημα δὲ χειμώνων, ἔτι δὲ πτωμάτων οἷον τὰ πιλητὰ ἔσεσθαι κτήματα,



[74c] σώμασιν μαλακῶς καὶ πρᾴως ὑπείκουσαν, θερμὴν δὲ νοτίδα ἐντὸς ἑαυτῆς ἔχουσαν θέρους μὲν ἀνιδίουσαν καὶ νοτιζομένην ἔξωθεν ψῦχος κατὰ πᾶν τὸ σῶμα παρέξειν οἰκεῖον, διὰ χειμῶνος δὲ πάλιν αὖ τούτῳ τῷ πυρὶ τὸν προσφερόμενον ἔξωθεν καὶ περιιστάμενον πάγον ἀμυνεῖσθαι μετρίως. ταῦτα ἡμῶν διανοηθεὶς ὁ κηροπλάστης, ὕδατι μὲν καὶ πυρὶ καὶ γῇ συμμείξας καὶ συναρμόσας, ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ συνθεὶς



[74d] ζύμωμα ὑπομείξας αὐτοῖς, σάρκα ἔγχυμον καὶ μαλακὴν συνέστησεν: τὴν δὲ τῶν νεύρων φύσιν ἐξ ὀστοῦ καὶ σαρκὸς ἀζύμου κράσεως μίαν ἐξ ἀμφοῖν μέσην δυνάμει συνεκεράσατο, ξανθῷ χρώματι προσχρώμενος. ὅθεν συντονωτέραν μὲν καὶ γλισχροτέραν σαρκῶν, μαλακωτέραν δὲ ὀστῶν ὑγροτέραν τε ἐκτήσατο δύναμιν νεῦρα: οἷς συμπεριλαβὼν ὁ θεὸς ὀστᾶ καὶ μυελόν, δήσας πρὸς ἄλληλα νεύροις, μετὰ ταῦτα σαρξὶν


[74e] πάντα αὐτὰ κατεσκίασεν ἄνωθεν. ὅσα μὲν οὖν ἐμψυχότατα τῶν ὀστῶν ἦν, ὀλιγίσταις συνέφραττε σαρξίν, ἃ δ’ ἀψυχότατα ἐντός, πλείσταις καὶ πυκνοτάταις, καὶ δὴ κατὰ τὰς συμβολὰς τῶν ὀστῶν, ὅπῃ μήτινα ἀνάγκην ὁ λόγος ἀπέφαινεν δεῖν αὐτὰς εἶναι, βραχεῖαν σάρκα ἔφυσεν, ἵνα μήτε ἐμποδὼν ταῖς καμπαῖσιν οὖσαι δύσφορα τὰ σώματα ἀπεργάζοιντο, ἅτε δυσκίνητα γιγνόμενα, μήτ’ αὖ πολλαὶ καὶ πυκναὶ σφόδρα τε ἐν ἀλλήλαις ἐμπεπιλημέναι, διὰ στερεότητα ἀναισθησίαν ἐμποιοῦσαι, δυσμνημονευτότερα καὶ κωφότερα τὰ περὶ τὴν διάνοιαν ποιοῖεν. διὸ δὴ τό τε τῶν μηρῶν καὶ κνημῶν καὶ




[75a] τὸ περὶ τὴν τῶν ἰσχίων φύσιν τά τε περὶ τὰ τῶν βραχιόνων ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεων, καὶ ὅσα ἄλλα ἡμῶν ἄναρθρα, ὅσα τε ἐντὸς ὀστᾶ δι’ ὀλιγότητα ψυχῆς ἐν μυελῷ κενά ἐστιν φρονήσεως, ταῦτα πάντα συμπεπλήρωται σαρξίν: ὅσα δὲ ἔμφρονα, ἧττον–εἰ μή πού τινα αὐτὴν καθ’ αὑτὴν αἰσθήσεων ἕνεκα σάρκα οὕτω συνέστησεν, οἷον τὸ τῆς γλώττης εἶδος– τὰ δὲ πλεῖστα ἐκείνως: ἡ γὰρ ἐξ ἀνάγκης γιγνομένη καὶ




[75b] συντρεφομένη φύσις οὐδαμῇ προσδέχεται πυκνὸν ὀστοῦν καὶ σάρκα πολλὴν ἅμα τε αὐτοῖς ὀξυήκοον αἴσθησιν. μάλιστα γὰρ ἂν αὐτὰ πάντων ἔσχεν ἡ περὶ τὴν κεφαλὴν σύστασις, εἴπερ ἅμα συμπίπτειν ἠθελησάτην, καὶ τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος σαρκώδη ἔχον ἐφ’ ἑαυτῷ καὶ νευρώδη κρατεράν τε κεφαλὴν βίον ἂν διπλοῦν καὶ πολλαπλοῦν καὶ ὑγιεινότερον καὶ ἀλυπότερον τοῦ νῦν κατεκτήσατο. νῦν δὲ τοῖς περὶ τὴν ἡμετέραν γένεσιν δημιουργοῖς, ἀναλογιζομένοις πότερον πολυχρονιώτερον


[75c] χεῖρον ἢ βραχυχρονιώτερον βέλτιον ἀπεργάσαιντο γένος, συνέδοξεν τοῦ πλείονος βίου, φαυλοτέρου δέ, τὸν ἐλάττονα ἀμείνονα ὄντα παντὶ πάντως αἱρετέον: ὅθεν δὴ μανῷ μὲν ὀστῷ, σαρξὶν δὲ καὶ νεύροις κεφαλήν, ἅτε οὐδὲ καμπὰς ἔχουσαν, οὐ συνεστέγασαν. κατὰ πάντα οὖν ταῦτα εὐαισθητοτέρα μὲν καὶ φρονιμωτέρα, πολὺ δὲ ἀσθενεστέρα παντὸς ἀνδρὸς προσετέθη κεφαλὴ σώματι. τὰ δὲ νεῦρα διὰ





[75d] ταῦτα καὶ οὕτως ὁ θεὸς ἐπ’ ἐσχάτην τὴν κεφαλὴν περιστήσας κύκλῳ περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν ὁμοιότητι, καὶ τὰς σιαγόνας ἄκρας αὐτοῖς συνέδησεν ὑπὸ τὴν φύσιν τοῦ προσώπου: τὰ δ’ ἄλλα εἰς ἅπαντα τὰ μέλη διέσπειρε, συνάπτων ἄρθρον ἄρθρῳ. τὴν δὲ δὴ τοῦ στόματος ἡμῶν δύναμιν ὀδοῦσιν καὶ γλώττῃ καὶ χείλεσιν ἕνεκα τῶν ἀναγκαίων καὶ τῶν ἀρίστων διεκόσμησαν οἱ διακοσμοῦντες ᾗ νῦν

[75e] διατέτακται, τὴν μὲν εἴσοδον τῶν ἀναγκαίων μηχανώμενοι χάριν, τὴν δ’ ἔξοδον τῶν ἀρίστων: ἀναγκαῖον μὲν γὰρ πᾶν ὅσον εἰσέρχεται τροφὴν διδὸν τῷ σώματι, τὸ δὲ λόγων νᾶμα ἔξω ῥέον καὶ ὑπηρετοῦν φρονήσει κάλλιστον καὶ ἄριστον πάντων ναμάτων. τὴν δ’ αὖ κεφαλὴν οὔτε μόνον ὀστεΐνην ψιλὴν δυνατὸν ἐᾶν ἦν διὰ τὴν ἐν ταῖς ὥραις ἐφ’ ἑκάτερον ὑπερβολήν, οὔτ’ αὖ συσκιασθεῖσαν κωφὴν καὶ ἀναίσθητον διὰ τὸν τῶν σαρκῶν ὄχλον περιιδεῖν γιγνομένην: τῆς δὴ



[76a] σαρκοειδοῦς φύσεως οὐ καταξηραινομένης λέμμα μεῖζον περιγιγνόμενον ἐχωρίζετο, δέρμα τὸ νῦν λεγόμενον. τοῦτο δὲ διὰ τὴν περὶ τὸν ἐγκέφαλον νοτίδα συνιὸν αὐτὸ πρὸς αὑτὸ καὶ βλαστάνον κύκλῳ περιημφιέννυεν τὴν κεφαλήν: ἡ δὲ νοτὶς ὑπὸ τὰς ῥαφὰς ἀνιοῦσα ἦρδε καὶ συνέκλεισεν αὐτὸ ἐπὶ τὴν κορυφήν, οἷον ἅμμα συναγαγοῦσα, τὸ δὲ τῶν ῥαφῶν παντοδαπὸν εἶδος γέγονε διὰ τὴν τῶν περιόδων δύναμιν καὶ τῆς τροφῆς, μᾶλλον μὲν ἀλλήλοις μαχομένων τούτων πλείους,



[76b] ἧττον δὲ ἐλάττους. τοῦτο δὴ πᾶν τὸ δέρμα κύκλῳ κατεκέντει πυρὶ τὸ θεῖον, τρηθέντος δὲ καὶ τῆς ἰκμάδος ἔξω δι’ αὐτοῦ φερομένης τὸ μὲν ὑγρὸν καὶ θερμὸν ὅσον εἰλικρινὲς ἀπῄειν, τὸ δὲ μεικτὸν ἐξ ὧν καὶ τὸ δέρμα ἦν, αἰρόμενον μὲν ὑπὸ τῆς φορᾶς ἔξω μακρὸν ἐτείνετο, λεπτότητα ἴσην ἔχον τῷ κατακεντήματι, διὰ δὲ βραδυτῆτα ἀπωθούμενον ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος πάλιν ἐντὸς ὑπὸ τὸ δέρμα




[76c] εἱλλόμενον κατερριζοῦτο: καὶ κατὰ ταῦτα δὴ τὰ πάθη τὸ τριχῶν γένος ἐν τῷ δέρματι πέφυκεν, συγγενὲς μὲν ἱμαντῶδες ὂν αὐτοῦ, σκληρότερον δὲ καὶ πυκνότερον τῇ πιλήσει τῆς ψύξεως, ἣν ἀποχωριζομένη δέρματος ἑκάστη θρὶξ ψυχθεῖσα συνεπιλήθη. τούτῳ δὴ λασίαν ἡμῶν ἀπηργάσατο τὴν κεφαλὴν ὁ ποιῶν, χρώμενος μὲν αἰτίοις τοῖς εἰρημένοις, διανοούμενος δὲ ἀντὶ σαρκὸς αὐτὸ δεῖν εἶναι στέγασμα τῆς


[76d] περὶ τὸν ἐγκέφαλον ἕνεκα ἀσφαλείας κοῦφον καὶ θέρους χειμῶνός τε ἱκανὸν σκιὰν καὶ σκέπην παρέχειν, εὐαισθησίας δὲ οὐδὲν διακώλυμα ἐμποδὼν γενησόμενον. τὸ δ’ ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους καταπλοκῇ τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος ὀστοῦ τε, συμμειχθὲν ἐκ τριῶν, ἀποξηρανθὲν ἓν κοινὸν συμπάντων σκληρὸν γέγονεν δέρμα, τοῖς μὲν συναιτίοις τούτοις δημιουργηθέν, τῇ δὲ αἰτιωτάτῃ διανοίᾳ τῶν ἔπειτα ἐσομένων ἕνεκα εἰργασμένον. ὡς γάρ ποτε ἐξ ἀνδρῶν γυναῖκες καὶ τἆλλα




[76e] θηρία γενήσοιντο, ἠπίσταντο οἱ συνιστάντες ἡμᾶς, καὶ δὴ καὶ τῆς τῶν ὀνύχων χρείας ὅτι πολλὰ τῶν θρεμμάτων καὶ ἐπὶ πολλὰ δεήσοιτο ᾔδεσαν, ὅθεν ἐν ἀνθρώποις εὐθὺς γιγνομένοις ὑπετυπώσαντο τὴν τῶν ὀνύχων γένεσιν. τούτῳ δὴ τῷ λόγῳ καὶ ταῖς προφάσεσιν ταύταις δέρμα τρίχας ὄνυχάς τε ἐπ’ ἄκροις τοῖς κώλοις ἔφυσαν.

Περί της ψυχής λοιπόν, πόσον μέρος έχει θνητόν και πόσον θείον και πού και μετά ποίων οργάνων και διά τίνας αιτίας ετοποθετήθησαν ταύτα τα μέρη χωριστά, την αλήθειαν, ως είπομεν, μόνον όταν ο Θεός συμφωνήση, τότε δυνάμεθα να διισχυρισθώμεν ότι γνωρίζομεν αυτήν. Ότι όμως είπομεν πιθανά, και τώρα και εφεξής όσον περισσότερον εξετάζομεν τούτο, δυνάμεθα να διακινδυνεύσω-

Ε. | μεν να το βεβαιώσωμεν και το βεβαιούμεν. Το δε ακολουθούν εις ταύτα πρέπει να επιζητήσωμεν κατά τον αυτόν τρόπον, είναι δε τούτο το πώς έγεινε το επίλοιπον του σώματος 61. Ότι δε συνετέθη κατά τον εξής συλλογισμόν, δύναται να αρμόζη εις αυτό περισσότερον πάντων. Οι συστήσαντες το γένος ημών εγνώριζον την ακολασίαν των ποτών και των φαγητών, η οποία θα υπάρχη εις ημάς, και ότι διά την λαιμαργίαν θα κάμνωμεν χρήσιν αυτών πολύ περισσοτέραν του πρέποντος και του αναγκαίου. Λοιπόν διά να μη γείνη διά τας νόσους αιφνιδία καταστροφή, και ίνα μη το ανθρώπινον γένος απολεσθή ευθύς πριν ή φθάση εις την τελειό-

73. | τητά του, ταύτα προβλέποντες, κατεσκεύασαν δοχείον όπερ καλείται κάτω κοιλία, ίνα περιλαμβάνη το περίσσευμα του ποτού και του φαγητού, και συνέστρεψαν εις γύρους τα έντερα, όπως μη διαπερώσα έξω η τροφή ταχέως αναγκάζη το σώμα να ζητή πάλιν ταχέως άλλην τροφήν, και ίνα μη γεννώσα απληστίαν καταστήση όλον το ανθρώπινον γένος ένεκα της γαστριμαργίας αφιλόσοφον και άμουσον και ανυπότακτον εις το θειότατον μέρος, το οποίον είναι εντός ημών. Περί δε των οστών και των σαρκών και περί όλου εκείνου,

Β. | το οποίον είναι ομοίας φύσεως, λέγομεν ότι ταύτα έχουσιν ως εξής: Εις όλα ταύτα αρχή υπήρξεν η γέννησις του μυελού. Διότι οι δεσμοί της ζωής, διά των οποίων η ψυχή είναι συνδεδεμένη με το σώμα, επειδή είναι δεδεμένοι εις τον μυελόν, είναι ως αι ρίζαι του ανθρωπίνου γένους. Αυτός δε ο μυελός έγεινεν εξ άλλων πραγμάτων. Δηλαδή εκ των τριγώνων όσα ήσαν αρχικά, κανονικά και λεία, ικανά να παραγάγωσι μετά της μεγίστης ακριβείας πυρ και ύδωρ και αέρα και γην, ο Θεός αποχωρίζων από

C | τα σχετικά είδη αυτών και αναμιγνύων μεταξύ των μετά τινος αναλογίας, ίνα προμηθεύση το κοινόν γεννητικόν σπέρμα εις όλον το ανθρώπινον γένος, κατεσκεύασε τον μυελόν εξ αυτών. Και μετά τούτο εφύτευσεν εις τον μυελόν τα τρία είδη της ψυχής και τα συνέδεσε. Και όσα και οποία ήσαν τα σχήματα, τα οποία έκαστον των ειδών αυτών έμελλε να έχη, εις τοσαύτα και τοιαύτα σχήματα διήρεσεν αυτόν τον μυελόν ευθύς κατά την αρχικήν διανομήν. Και το μέρος αυτού, όπερ έμελλε να έχη εν εαυτώ, ως αγρός, το θείον σπέρμα, πλάσας αυτό στρογγύλον παν

Δ. | ταχόθεν επωνόμασεν εγκέφαλον, διότι όταν έκαστον ζώον ήθελεν αποτελεσθή, το αγγείον, όπερ θα περιείχε το μέρος τούτο, θα ήτο η κεφαλή. Το μέρος δε, το οποίον έμελλε να κατέχη το λοιπόν και θνητόν μέρος της ψυχής, διήρεσεν εις σχήματα στρογγύλα άμα και προμήκη και τα ωνόμασεν όλα μυελόν· και εκ τούτων ως εξ αγκυρών ρίπτων τους δεσμούς όλης της ψυχής πέριξ αυτού έπλασεν όλον το σώμα ημών, αφού πρώτον συνέπηξε δι’ όλον τον μυελόν έν σκέπασμα οστέινον.

Ε. | Το οστούν δε τούτο συνέστησεν ως εξής: Κοσκινίσας γην καθαράν και λεπτήν εζύμωσεν αυτήν και ύγρανε με μυελόν· μετά δε τούτο την έβαλεν εις το πυρ, έπειτα την εβύθισεν εις το ύδωρ και πάλιν εις το πυρ και πάλιν εις το ύδωρ, και μεταφέρων τοιουτοτρόπως πολλάκις αυτήν εις τούτο και εις εκείνο την έκαμε τοιαύτην, ώστε να μη δύναται να διαλυθή ούτε υπό του ενός ούτε υπό του άλλου. Μεταχειριζόμενος λοιπόν ταύτην την ύλην ετόρνευσε πέριξ του εγκεφάλου οστεΐνην σφαίραν, εις την οποίαν

74. | αφήκε στενήν διέξοδον. Και πέριξ του αυχενίου και του νωτιαίου μυελού πλάσας εκ της αυτής ύλης σπονδύλους, διέταξε τον ένα υπό τον άλλον ως στρόφιγγας αρχίσας από της κεφαλής καθ’ όλον τον κορμόν. Και ίνα διασώση το όλον σπέρμα, περιέφραξεν αυτό εντός λιθίνου περιβόλου, κατασκευάσας αρθρώσεις, και μεταχειριζόμενος την ενέργειαν του ετέρου (του μεταβλητού), ίνα ούτω μεταξύ αυτών εκτελήται κίνησις και κάμψις 62. Θεωρήσας δε ότι ο τρόπος του είναι της οστεΐνης φύσεως ήτο

Β. | πολύ σαθρότερος του δέοντος και ακαμπτότερος, και ότι γινόμενος διάπυρος και ψυχόμενος 63 εναλλάξ, θα σαπή και θα διαφθείρη ταχέως το σπέρμα εντός αυτού, διά τούτο επενόησε τα νεύρα και την σάρκα, ίνα με εκείνα μεν, συνδέσας όλα τα άλλα μέλη, καθ’ όσον (τα νεύρα) εντείνονται ή χαλαρούνται, δώση εις το σώμα την ευκολίαν να κάμπτηται και να εκτείνηται πέριξ των σπονδύλων. Την δε σάρκα επενόησεν, ίνα γίνη προπύργιον κατά των υπερβολικών καυμάτων και ασφάλεια κατά του χειμώνος, προσέτι δε και κατά των πτώσεων, ως ένδυμα συμπιλητόν, διότι η σαρξ

C. | μαλακώς και ευκόλως υποχωρεί εις τα άλλα σώματα και έχει εν εαυτή υγρόν θερμόν, το οποίον κατά μεν το θέρος ιδρώνει και νοτίζον την επιφάνειαν δύναται να προξενή εις όλον το σώμα φυσικόν ψύχος, τον δε χειμώνα απεναντίας με αυτό τούτο το πυρ δύναται να υπερασπίζηται αρκούντως κατά του ψύχους, το οποίον την προσβάλλει και την περικυκλώνει έξωθεν. Ταύτα διανοηθείς ο Πλάστης ημών, συμμείξας και συναρμόσας την σάρκα εξ ύδατος και πυρός και γης συνθέσας ζύμωμα από οξύ και αλμυρόν, και

Δ. | αναμίξας ταύτα εσχημάτισεν ούτω την σάρκα πλήρη χυμών και μαλακήν. Τα δε νεύρα έκαμεν από μίγμα οστών και αζύμου σαρκός, ως μίαν μέσην φύσιν μεταξύ εκείνων και ταύτης, μεταχειρισθείς προσέτι, χρώμα ξανθόν. Διά τούτο τα νεύρα απέκτησαν φύσιν περισσότερον έντονον και γλοιώδη, παρά τας σάρκας, περισσότερον δε μαλακήν και υγράν παρά τα οστά. Διά τούτων (νεύρων και σαρκών) περικαλύψας ο Θεός τα οστά και τον μυελόν,

Ε. | τα συνέδεσε μεταξύ των διά των νεύρων και μετά ταύτα εσκέπασε πάντα ταύτα διά σαρκών. Και όσα μεν οστά περιείχον μεγαλύτερον μέρος ψυχής, τα περιέφραξε με ολιγίστας σάρκας, όσα δε είχον ολιγώτερον με πλείστας και πυκνοτάτας 64. Και προσέτι κατά τας συνδέσεις των οστών, όπου ο λόγος δεν εδείκνυεν ανάγκην τινά, διά την οποίαν έπρεπε να υπάρχωσι σάρκες, έθεσεν ολίγας σάρκας, ίνα μη εμπόδιον γινόμεναι εις τας κάμψεις κάμνωσι τα σώματα δυσμεταχείριστα (βαρέα), ως γινόμενα ούτω δυσκίνητα, και ίνα πάλιν, όταν θα ήσαν πολλαί και πυκναί και πολύ πεπιεσμέναι μεταξύ των, διά την στερεότητα αυτών παράγουσαι αναισθησίαν, μη καθιστώσι τας ενεργείας της διανοίας περισσότερον δυσμνημονεύτους και περισσότερον μωράς.

75. | Διά τούτο και οι μηροί και αι κνήμαι, τα ισχία, τα οστά των βραχιόνων και πήχεων, και πάντα τα άλλα όσα είναι άνευ αρθρώσεων, και όσα εντός ημών δι’ ολιγότητα ψυχής εις τον μυελόν είναι κενά νοήσεως, πάντα ταύτα είναι πλήρη σαρκών· όσα δε έχουσιν εντός αυτών νόησιν, έχουσιν ολίγας σάρκας, εκτός εκεί όπου ο Θεός συνέστησεν ούτω σάρκα τινά, ίνα υπάρχη αυτή καθ’ εαυτήν όργανον αισθήσεων, καθώς είναι η γλώσσα. Αλλά τα πλείστα συνέστησε κατά τον ανωτέρω τρόπον. Διότι ο οργανισμός όστις γίνεται και συντηρείται κατά τους νόμους της ανάγκης 65 ου-

Β. | δαμώς επιδέχεται πυκνόν οστούν και πολλήν σάρκα και μετά τούτων συγχρόνως οξύτητα αισθήσεων. Τω όντι περισσότερον παντός άλλου οργάνου η κεφαλή θα είχε τα δύο ταύτα, εάν ηδύνατο να ευρίσκωνται αυτά ομού, και το ανθρώπινον γένος, έχον κεφαλήν σαρκώδη και νευρώδη και ισχυράν, ήθελεν αποκτήσει βίον δις και πολλάκις μακροχρονιώτερον και υγιεινότερον και αλυπότερον του σημερινού. Νυν όμως οι δημιουργοί της γενέσεως ημών συλλογιζόμενοι, εάν έπρεπε να πλάσωσι γένος πολυχρονιώτερον

C. | και χειρότερον, ή βραχυχρονιώτερον αλλά καλύτερον, έκριναν ομοφώνως, ότι κατά πάντα τρόπον ο ολιγοχρονιώτερος και καλύτερος βίος είναι απολύτως προτιμότερος του πολυχρονιωτέρου αλλά φαυλοτέρου. Διά τούτο και με λεπτόν μεν οστούν, ουχί όμως με σάρκας και με νεύρα, εστέγασαν την κεφαλήν, διότι δεν έμελλε να έχη ουδέ κάμψεις. Συμφώνως λοιπόν προς πάσας ταύτας τας αιτίας, η κεφαλή ευαισθητοτέρα και φρονιμωτέρα αλλά πολύ ασθενεστέρα του λοιπού μέρους του ανθρώπου προσετέθη εις το σώμα αυτού. Διά τούτο και τα νεύρα ο Θεός ομοίως στήσας πέριξ του κάτω άκρου της κεφαλής ολόγυρα περί τον τράχηλον, εκόλ-

Δ. | λησεν αυτά ομοιομόρφως και συνέδεσε μετ’ αυτών τα άκρα (κλείδας) των σιαγόνων υπό το πρόσωπον, τα άλλα δε διένειμεν εις όλα τα άλλα μέλη συνδέων άρθρωσιν με άρθρωσιν. Στόμα. Ομοίως δε την σύστασιν του στόματος ημών με τους οδόντας και την γλώσσαν και τα χείλη διέταξαν οι διακοσμήσαντες αυτόν, όπως είναι τώρα διατεταγμένος και ένεκα της


Ε. | ανάγκης και χάριν του αρίστου (αγαθού). Και την είσοδον μεν εποίησαν χάριν της ανάγκης, την έξοδον δε χάριν του αρίστου. Διότι αναγκαίον μεν είναι παν ό,τι εισέρχεται, ίνα δίδη τροφήν εις το σώμα, αλλά το ρεύμα των λόγων, όπερ ρέει έξω και υπηρετεί την νόησιν, είναι το κάλλιστον και άριστον πάντων των ναμάτων. Δέρμα. Εξ άλλου την κεφαλήν δεν ήτο δυνατόν να αφήση μόνον οστεΐνην και γυμνήν διά την κατά τας εποχάς υπερβολικήν ζέστην ή το ψύχος, ούτε να επιτρέψη αφού αύτη σκεπασθή να γίνη κωφή και αναίσθητος από το βάρος των σαρκών.

76. | Διά τούτο, όταν η σαρξ ξηραίνεται, συνήθως αποχωρίζεται 66 πέριξ έν κατάλειμμα μεγαλύτερον της σαρκός, εκείνο όπερ τώρα λέγεται δέρμα· τούτο δε διά την πέριξ του εγκεφάλου υγρασίαν αυξάνον κυκλικώς και συνερχόμενον εις εαυτό περιέβαλαν όλην την κεφαλήν. Η δε υγρασία εξερχομένη υπό τας ραφάς επότιζεν αυτό και συνέκλειεν εις την κορυφήν της κεφαλής, συλλέγουσα αυτό ως εις ένα δεσμόν. Τα διάφορα δε είδη των ραφών υπάρχουσι διά την ενέργειαν των περιόδων (της ψυχής) και διά την της τροφής, και όταν αύται μάχωνται περισσότε-

Β. | ρον αναμεταξύ των, αι ραφαί είναι περισσότεραι, όταν δε ολιγώτερον, ολιγώτεραι. Όλον λοιπόν τούτο το δέρμα η θεότης εκέντει ολόγυρα διά πυρός, αφού δε ετρυπήθη, και το υγρόν εφέρετο έξω δι’ αυτού, το μεν υγρόν και θερμόν, καθ’ όσον ήτο καθαρόν, απήρχετο, το δε μικτόν εκ των στοιχείων, εκ των οποίων ήτο και το δέρμα, ωθούμενον άνω υπό της ιδίας αυτού ορμής, εξετείνετο μακράν, έχον λεπτότητα ίσην με το κέντημα. Αλλ’ ένεκα της βραδύτητός του απωθούμενον υπό του αέρος του περιεστώτος έξωθεν, πάλιν στρεφόμενον εντός ελάμβανε ρίζας υπό το δέρμα. Κατ’

C. | ακολουθίαν λοιπόν των παθημάτων τούτων, εγεννήθησαν αι τρίχες εις το δέρμα, συγγενείς με αυτό, καθ’ όσον είναι όμοιαι με ιμάντας, αλλά είναι σκληρότεραι και πυκνότεραι ένεκα της εκ του ψύχους πυκνώσεως, την οποίαν υπέστη εκάστη θριξ ψυχθείσα, όταν απεχωρίζετο από του δέρματος. Ούτω λοιπόν πυκνότριχα έπλασε την κεφαλήν ο ποιήσας αυτήν, μεταχειριζόμενος τας ειρημένας αιτίας, φρονών ότι τούτο, αντί της σαρκός, πέριξ του εγκε-

Δ. | φάλου έπρεπε να είναι το κάλυμμα αυτού προς ασφάλειάν του ελαφρόν, και κατά τε το θέρος και τον χειμώνα ικανόν να παρέχη σκιάν και σκέπην, αλλά μη δυνάμενον να γείνη ουδόλως εμπόδιον εις την ορθότητα των αισθήσεων. Όνυχες. Εκείνη δε η πλοκή νεύρου, δέρματος και οστού η πέριξ των δακτύλων, αφού εμίχθη εκ των τριών τούτων και εξηράνθη, έγεινεν εξ όλων έν μόνον πράγμα, έν σκληρόν δέρμα, το οποίον εδημιουργήθη μεν διά τας δευτέρας ταύτας αιτίας, αλλά παρήχθη υπό της ανωτάτης αιτίας, της Διανοίας, χάριν εκείνων τα οποία έμελλον να υπάρξωσιν έπειτα. Διότι οι συστήσαντες ημάς εγίνωσκον ότι ένα καιρόν εκ των ανδρών θα γεννηθώσι γυναίκες και

Ε. | τάλλα ζώα, και ότι πολλά θρέμματα θα λάβωσιν ανάγκην να μεταχειρισθώσι τους όνυχας εις πολλάς περιστάσεις. Όθεν και τους όνυχας έπλασαν ευθύς άμα εγεννήθησαν οι άνθρωποι. Διά τον λόγον τούτον και διά τας αιτίας ταύτας δέρμα, τρίχας και όνυχας έπλασαν εις τας άκρας των μελών.

XXXIV. Δημιουργία των φυτών. Μετέχουσι της επιθυμητικής ψυχής και είναι μόνον χρήσιμα προς συντήρησιν του ανθρώπου.

ἐπειδὴ δὲ πάντ’ ἦν τὰ τοῦ θνητοῦ ζῴου συμπεφυκότα

[77a] μέρη καὶ μέλη, τὴν δὲ ζωὴν ἐν πυρὶ καὶ πνεύματι συνέβαινεν ἐξ ἀνάγκης ἔχειν αὐτῷ, καὶ διὰ ταῦτα ὑπὸ τούτων τηκόμενον κενούμενόν τ’ ἔφθινεν, βοήθειαν αὐτῷ θεοὶ μηχανῶνται. τῆς γὰρ ἀνθρωπίνης συγγενῆ φύσεως φύσιν ἄλλαις ἰδέαις καὶ αἰσθήσεσιν κεραννύντες, ὥσθ’ ἕτερον ζῷον εἶναι, φυτεύουσιν: ἃ δὴ νῦν ἥμερα δένδρα καὶ φυτὰ καὶ σπέρματα παιδευθέντα ὑπὸ γεωργίας τιθασῶς πρὸς ἡμᾶς ἔσχεν, πρὶν δὲ ἦν μόνα τὰ



[77b] τῶν ἀγρίων γένη, πρεσβύτερα τῶν ἡμέρων ὄντα. πᾶν γὰρ οὖν ὅτιπερ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν, ζῷον μὲν ἂν ἐν δίκῃ λέγοιτο ὀρθότατα: μετέχει γε μὴν τοῦτο ὃ νῦν λέγομεν τοῦ τρίτου ψυχῆς εἴδους, ὃ μεταξὺ φρενῶν ὀμφαλοῦ τε ἱδρῦσθαι λόγος, ᾧ δόξης μὲν λογισμοῦ τε καὶ νοῦ μέτεστιν τὸ μηδέν, αἰσθήσεως δὲ ἡδείας καὶ ἀλγεινῆς μετὰ ἐπιθυμιῶν. πάσχον γὰρ διατελεῖ πάντα, στραφέντι δ’ αὐτῷ ἐν ἑαυτῷ περὶ ἑαυτό, τὴν




[77c] μὲν ἔξωθεν ἀπωσαμένῳ κίνησιν, τῇ δ’ οἰκείᾳ χρησαμένῳ, τῶν αὑτοῦ τι λογίσασθαι κατιδόντι φύσει οὐ παραδέδωκεν ἡ γένεσις. διὸ δὴ ζῇ μὲν ἔστιν τε οὐχ ἕτερον ζῴου, μόνιμον δὲ καὶ κατερριζωμένον πέπηγεν διὰ τὸ τῆς ὑφ’ ἑαυτοῦ κινήσεως ἐστερῆσθαι.

Ότε δε πάντα τα μέρη και τα μέλη του θνητού ζώου φυσι-

77. | κώς συνηνώθησαν, επειδή συνέβαινεν εξ ανάγκης να έχη τούτο την ζωήν εκ του πυρός και του αέρος, και δι’ αυτό διαλυόμενον και γινόμενον ισχνόν υπό τούτων εφθείρετο, οι Θεοί εμηχανεύθησαν μέσον βοηθείας εις αυτόν. Τω όντι αναμίξαντες την ανθρωπίνην φύσιν με άλλας μορφάς και αισθήσεις, παρήγαγον φύσιν συγγενή με αυτήν, ώστε να γίνη άλλο είδος ζώων, τα οποία είναι τα νυν ήμερα δένδρα και τα φυτά και τα σπέρματα τα καλλιεργηθέντα υπό της γεωργίας, τα οποία μας έγειναν οικεία, ενώ

Β. | πρότερον 67 υπήρχον μόνον τα άγρια είδη, αρχαιότερα όντα των ημέρων. Διότι παν πράγμα μετέχον της ζωής, ευλόγως δύναται να λέγηται ορθότατα ζων. Και τούτο δε, περί του οποίου τώρα λέγομεν, μετέχει του τρίτου είδους της ψυχής, το οποίον ελέχθη ότι ετοποθετήθη μεταξύ του διαφράγματος και του ομφαλού, και το οποίον ουδόλως μετέχει γνώμης, συλλογισμού και νου, αλλά μόνον αισθήσεως ευαρέστου και δυσαρέστου και επιθυμιών. Διότι είναι πάντοτε παθητικόν και η γένεσίς του δεν επέτρεψε ώστε στρεφόμενον εις εαυτό, απωθών την εξωτερικήν κίνησιν, και μετα-

C. | χειριζόμενον την ιδικήν του, να σκεφθή τι των ιδικών του πραγμάτων, γνωρίζον την φύσιν αυτού. Διό τούτο ζη μεν και δεν είναι διάφορον του ζώου, αλλά ίσταται ακίνητον και ερριζωμένον εις το έδαφος, διότι είναι εστερημένον αυτοκινησίας.

XXXV. Περί αναπνοής. Φλέβες. Αναπνοή — Εκπνοή.

ταῦτα δὴ τὰ γένη πάντα φυτεύσαντες οἱ κρείττους τοῖς ἥττοσιν ἡμῖν τροφήν, τὸ σῶμα αὐτὸ ἡμῶν διωχέτευσαν τέμνοντες οἷον ἐν κήποις ὀχετούς, ἵνα ὥσπερ ἐκ νάματος ἐπιόντος ἄρδοιτο. καὶ πρῶτον μὲν ὀχετοὺς κρυφαίους ὑπὸ

[77d] τὴν σύμφυσιν τοῦ δέρματος καὶ τῆς σαρκὸς δύο φλέβας ἔτεμον νωτιαίας, δίδυμον ὡς τὸ σῶμα ἐτύγχανεν δεξιοῖς τε καὶ ἀριστεροῖς ὄν: ταύτας δὲ καθῆκαν παρὰ τὴν ῥάχιν, καὶ τὸν γόνιμον μεταξὺ λαβόντες μυελόν, ἵνα οὗτός τε ὅτι μάλιστα θάλλοι, καὶ ἐπὶ τἆλλα εὔρους ἐντεῦθεν ἅτε ἐπὶ κάταντες ἡ ἐπίχυσις γιγνομένη παρέχοι τὴν ὑδρείαν ὁμαλήν. μετὰ δὲ ταῦτα σχίσαντες περὶ τὴν κεφαλὴν τὰς φλέβας καὶ δι’




[77e] ἀλλήλων ἐναντίας πλέξαντες διεῖσαν, τὰς μὲν ἐκ τῶν δεξιῶν ἐπὶ τἀριστερὰ τοῦ σώματος, τὰς δ’ ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ δεξιὰ κλίναντες, ὅπως δεσμὸς ἅμα τῇ κεφαλῇ πρὸς τὸ σῶμα εἴη μετὰ τοῦ δέρματος, ἐπειδὴ νεύροις οὐκ ἦν κύκλῳ κατὰ κορυφὴν περιειλημμένη, καὶ δὴ καὶ τὸ τῶν αἰσθήσεων πάθος ἵν’ ἀφ’ ἑκατέρων τῶν μερῶν εἰς ἅπαν τὸ σῶμα εἴη διάδηλον. τὸ δ’ ἐντεῦθεν ἤδη τὴν ὑδραγωγίαν παρεσκεύασαν τρόπῳ τινὶ




[78a] τοιῷδε, ὃν κατοψόμεθα ῥᾷον προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε, ὅτι πάντα ὅσα ἐξ ἐλαττόνων συνίσταται στέγει τὰ μείζω, τὰ δὲ ἐκ μειζόνων τὰ σμικρότερα οὐ δύναται, πῦρ δὲ πάντων γενῶν σμικρομερέστατον, ὅθεν δι’ ὕδατος καὶ γῆς ἀέρος τε καὶ ὅσα ἐκ τούτων συνίσταται διαχωρεῖ καὶ στέγειν οὐδὲν αὐτὸ δύναται. ταὐτὸν δὴ καὶ περὶ τῆς παρ’ ἡμῖν κοιλίας διανοητέον, ὅτι σιτία μὲν καὶ ποτὰ ὅταν εἰς αὐτὴν ἐμπέσῃ,




[78b] στέγει, πνεῦμα δὲ καὶ πῦρ σμικρομερέστερα ὄντα τῆς αὑτῆς συστάσεως οὐ δύναται. τούτοις οὖν κατεχρήσατο ὁ θεὸς εἰς τὴν ἐκ τῆς κοιλίας ἐπὶ τὰς φλέβας ὑδρείαν, πλέγμα ἐξ ἀέρος καὶ πυρὸς οἷον οἱ κύρτοι συνυφηνάμενος, διπλᾶ κατὰ τὴν εἴσοδον ἐγκύρτια ἔχον, ὧν θάτερον αὖ πάλιν διέπλεξεν δίκρουν: καὶ ἀπὸ τῶν ἐγκυρτίων δὴ διετείνατο οἷον σχοίνους κύκλῳ διὰ παντὸς πρὸς τὰ ἔσχατα τοῦ πλέγματος. τὰ μὲν



[78c] οὖν ἔνδον ἐκ πυρὸς συνεστήσατο τοῦ πλοκάνου ἅπαντα, τὰ δ’ ἐγκύρτια καὶ τὸ κύτος ἀεροειδῆ, καὶ λαβὼν αὐτὸ περιέστησεν τῷ πλασθέντι ζῴῳ τρόπον τοιόνδε. τὸ μὲν τῶν ἐγκυρτίων εἰς τὸ στόμα μεθῆκεν: διπλοῦ δὲ ὄντος αὐτοῦ κατὰ μὲν τὰς ἀρτηρίας εἰς τὸν πλεύμονα καθῆκεν θάτερον, τὸ δ’ εἰς τὴν κοιλίαν παρὰ τὰς ἀρτηρίας: τὸ δ’ ἕτερον σχίσας τὸ μέρος ἑκάτερον κατὰ τοὺς ὀχετοὺς τῆς ῥινὸς ἀφῆκεν κοινόν, ὥσθ’ ὅτε μὴ κατὰ στόμα ἴοι θάτερον, ἐκ τούτου πάντα καὶ τὰ




[78d] ἐκείνου ῥεύματα ἀναπληροῦσθαι. τὸ δὲ ἄλλο κύτος τοῦ κύρτου περὶ τὸ σῶμα ὅσον κοῖλον ἡμῶν περιέφυσεν, καὶ πᾶν δὴ τοῦτο τοτὲ μὲν εἰς τὰ ἐγκύρτια συρρεῖν μαλακῶς, ἅτε ἀέρα ὄντα, ἐποίησεν, τοτὲ δὲ ἀναρρεῖν μὲν τὰ ἐγκύρτια, τὸ δὲ πλέγμα, ὡς ὄντος τοῦ σώματος μανοῦ, δύεσθαι εἴσω δι’ αὐτοῦ καὶ πάλιν ἔξω, τὰς δὲ ἐντὸς τοῦ πυρὸς ἀκτῖνας διαδεδεμένας ἀκολουθεῖν ἐφ’ ἑκάτερα ἰόντος τοῦ ἀέρος, καὶ τοῦτο,



[78e] ἕωσπερ ἂν τὸ θνητὸν συνεστήκῃ ζῷον, μὴ διαπαύεσθαι γιγνόμενον: τούτῳ δὲ δὴ τῷ γένει τὸν τὰς ἐπωνυμίας θέμενον ἀναπνοὴν καὶ ἐκπνοὴν λέγομεν θέσθαι τοὔνομα. πᾶν δὲ δὴ τό τ’ ἔργον καὶ τὸ πάθος τοῦθ’ ἡμῶν τῷ σώματι γέγονεν ἀρδομένῳ καὶ ἀναψυχομένῳ τρέφεσθαι καὶ ζῆν: ὁπόταν γὰρ εἴσω καὶ ἔξω τῆς ἀναπνοῆς ἰούσης τὸ πῦρ ἐντὸς συνημμένον ἕπηται, διαιωρούμενον δὲ ἀεὶ διὰ τῆς κοιλίας εἰσελθὸν τὰ


[79a] σιτία καὶ ποτὰ λάβῃ, τήκει δή, καὶ κατὰ σμικρὰ διαιροῦν, διὰ τῶν ἐξόδων ᾗπερ πορεύεται διάγον, οἷον ἐκ κρήνης ἐπ’ ὀχετοὺς ἐπὶ τὰς φλέβας ἀντλοῦν αὐτά, ῥεῖν ὥσπερ αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα.

Ότε λοιπόν παρήγαγον πάντα ταύτα τα γένη οι ανώτεροι προς τροφήν ημών των κατωτέρων, ήνοιξαν οχετούς εις το σώμα ημών, όπως ορύττονται οχετοί εις τους κήπους, διά να ποτίζηται ως από ρεύμα πηγής. Και πρώτον

Δ. | μεν κατεσκεύασαν δύο κρυφούς οχετούς εκεί ένθα το δέρμα προσφύεται εις την σάρκα, ήτοι τας δύο νωτιαίας φλέβας 68, όπως και το σώμα ήτο διπλούν, έχον μέρη δεξιά και μέρη αριστερά. Τας φλέβας ταύτας διηύθυναν παρά την ράχιν περιλαμβάνοντες εις το μέσον τον γόνιμον μυελόν, ίνα και ούτος διατελή, όσον είναι δυνατόν, θαλερός, και ίνα ο υπό του αίματος ποτισμός των άλλων, γινόμενος εντεύθεν ευκολώτερος, ως ρέων από υψηλού εις χαμηλόν μέρος, καθίστα ομαλήν την ύδρευσιν των μερών τούτων 69. Μετά δε ταύτα διαιρέσαντες τας φλέβας ταύτας πέριξ της

Ε. | κεφαλής και συμπλέξαντες αυτάς μεταξύ των έδωκαν εις αυτάς εναντίαν διεύθυνσιν, τας μεν εκ δεξιών ερχομένας στρέψαντες προς τα αριστερά, τας δε εξ αριστερών προς τα δεξιά, όπως ούτω υπάρχη παρεκτός του δέρματος και άλλος δεσμός της κεφαλής με το σώμα, επειδή αύτη δεν είχε περικυκλωθή υπό νεύρων κατά την κορυφήν, και ίνα ωσαύτως η εντύπωσις των αισθήσεων και εκ του ενός και εκ του άλλου των μερών τούτων δύναται να μεταδίδηται εις όλον το σώμα. Έπειτα δε διέταξαν την του υγρού κυκλοφορίαν κατά τοιούτον τινα τρόπον, τον οποίον θα εννοήσωμεν ευ-

78. | κολώτερον, αν πρώτον συμφωνήσωμεν περί των εξής: ότι πάντα τα πράγματα, τα οποία σύγκεινται από στοιχεία μικρότερα, κρατούσι τα μεγαλύτερα, όσα δε συνίστανται εκ μεγαλυτέρων δεν δύνανται να κρατώσι τα μικρότερα· και ότι το πυρ εκ πάντων των ειδών είναι το έχον τα σμικρότερα μέρη, και διά τούτο διαχωρεί διά του ύδατος, της γης και του αέρος και πάντων όσα εκ τούτων αποτελούνται, και ουδέν δύναται να κρατήση αυτό. Το αυτό ακριβώς πρέπει να νοήσωμεν και περί της κοιλίας ημών, ότι δηλ. τας τροφάς και τα ποτά όταν εισέρχωνται εις αυτήν, τα κρατεί, αλλά

Β. | τον αέρα και το πυρ, τα οποία αποτελούνται από μέρη μικρότερα αυτής, δεν δύναται να κρατή. Τα δύο ταύτα λοιπόν μετεχειρίσθη ο Θεός, ίνα διοχετεύη το υγρόν εκ της κοιλίας εις τας φλέβας, δηλ, συνύφανε πλέγμα εξ αέρος και πυρός, ως είναι οι αλιευτικοί κάλαθοι, έχον εις το στόμα δύο σάκκους εκ των οποίων τον ένα έπλεξε δισχιδή. Από τους σάκκους τούτους εξέτεινε τρόπον τινά σχοίνους ολόγυρα πανταχού μέχρι των άκρων του πλέγματος. Και τα μεν εσωτερικά μέρη του δικτύου τούτου τα έκαμεν

C. | όλα από πυρ, τους σάκκους δε και το κοίλον μέρος (δοχείον) από αέρια στοιχεία. Έπειτα λαβών όλον τούτο το έθεσεν εις το ήδη πεπλασμένον ζώον, κατά τον εξής τρόπον: Τον ένα σάκκον εισήγαγεν εις το στόμα, επειδή δε αυτός ήτο διπλούς, το έν μέρος του κατεβίβασε διά της τραχείας αρτηρίας εις τον πνεύμονα, το δε άλλο πλησίον της αρτηρίας εις την κοιλίαν. Τον δε άλλον σάκκον, αφού έσχισεν αυτόν, διεβίβασε και τα δύο ταύτα μέρη διά των οχετών της ρινός, έχοντα συγκοινωνίαν με τον πρώτον, ούτως ώστε όταν εκείνος δεν ήθελε διέλθει διά του στόματος, να πληρώνται εκ τούτου και πάντα τα ρεύματα του άλλου 70. Το άλλο δε μέρος

Δ. | του πλέγματος προσεκόλλησεν εις το κοίλον μέρος του σώματος ημών, και το όλον τούτο ομού έκαμεν άλλοτε να συρρέη ομαλώς εις τους σάκκους, διότι είναι εξ αέρος, άλλοτε δε οι σάκκοι να ρέωσιν οπίσω. Ούτω δε το πλέγμα, επειδή το σώμα ημών είναι αραιόν, έκαμον άλλοτε μεν να εισδύη εις τούτο, και πάλιν άλλοτε να εξέρχηται, αι δε ακτίνες του εσωτερικού πυρός, αίτινες είναι συνδεδεμέναι με αυτό, να το ακολουθώσι καθ’ όσον ο αήρ κινείται προς την μίαν ή την άλλην διεύθυνσιν. Και έκαμον τούτο

Ε. | να μη παύση ποτέ να γίνηται, εφ’ όσον υπάρχει το θνητόν ζώον. Εις αυτό δε ο θέσας τα ονόματα λέγομεν, ότι τα ωνόμασεν αναπνοήν και εκπνοήν. Και πάσα αύτη η ενέργεια και το πάθος τελείται εις το σώμα ημών ούτως, ώστε τούτο ποτιζόμενον και δροσιζόμενον να δύναται να τρέφηται και να ζη. Διότι οσάκις η αναπνοή εισέρχηται και εξέρχηται, και το πυρ το μετ’ αυτής συνδεδεμένον ακολουθή αυτήν, και πάντοτε υψούμενον και ταπεινούμενον εισέρχηται διά

79. | της κοιλίας και έρχηται εις επαφήν με τας τροφάς και τα ποτά, διαλύει ταύτα, τα διαιρεί εις μικρά τεμάχια, τα φέρει διά των εξόδων, διά των οποίων διέρχεται, ως από πηγής εις τους οχετούς χύνον πάλιν αυτά εις τας φλέβας και κάμνει τα ρεύματα ταύτα των φλεβών να ρέωσι διά του σώματος ως διά τινος αύλακος.

XXXVI. Περί αναπνοής (συνέχεια).

πάλιν δὲ τὸ τῆς ἀναπνοῆς ἴδωμεν πάθος, αἷς χρώμενον αἰτίαις τοιοῦτον γέγονεν οἷόνπερ τὰ νῦν ἐστιν. ὧδ’ οὖν.

[79b] ἐπειδὴ κενὸν οὐδέν ἐστιν εἰς ὃ τῶν φερομένων δύναιτ’ ἂν εἰσελθεῖν τι, τὸ δὲ πνεῦμα φέρεται παρ’ ἡμῶν ἔξω, τὸ μετὰ τοῦτο ἤδη παντὶ δῆλον ὡς οὐκ εἰς κενόν, ἀλλὰ τὸ πλησίον ἐκ τῆς ἕδρας ὠθεῖ: τὸ δ’ ὠθούμενον ἐξελαύνει τὸ πλησίον ἀεί, καὶ κατὰ ταύτην τὴν ἀνάγκην πᾶν περιελαυνόμενον εἰς τὴν ἕδραν ὅθεν ἐξῆλθεν τὸ πνεῦμα, εἰσιὸν ἐκεῖσε καὶ ἀναπληροῦν αὐτὴν συνέπεται τῷ πνεύματι, καὶ τοῦτο ἅμα πᾶν




[79c] οἷον τροχοῦ περιαγομένου γίγνεται διὰ τὸ κενὸν μηδὲν εἶναι. διὸ δὴ τὸ τῶν στηθῶν καὶ τὸ τοῦ πλεύμονος ἔξω μεθιὲν τὸ πνεῦμα πάλιν ὑπὸ τοῦ περὶ τὸ σῶμα ἀέρος, εἴσω διὰ μανῶν τῶν σαρκῶν δυομένου καὶ περιελαυνομένου, γίγνεται πλῆρες: αὖθις δὲ ἀποτρεπόμενος ὁ ἀὴρ καὶ διὰ τοῦ σώματος ἔξω ἰὼν εἴσω τὴν ἀναπνοὴν περιωθεῖ κατὰ τὴν τοῦ στόματος καὶ τὴν τῶν μυκτήρων δίοδον. τὴν δ’ αἰτίαν τῆς ἀρχῆς αὐτῶν θετέον


[79d] τήνδε. πᾶν ζῷον αὑτοῦ τἀντὸς περὶ τὸ αἷμα καὶ τὰς φλέβας θερμότατα ἔχει, οἷον ἐν ἑαυτῷ πηγήν τινα ἐνοῦσαν πυρός: ὃ δὴ καὶ προσῃκάζομεν τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι, κατὰ μέσον διατεταμένον ἐκ πυρὸς πεπλέχθαι πᾶν, τὰ δὲ ἄλλα ὅσα ἔξωθεν, ἀέρος. τὸ θερμὸν δὴ κατὰ φύσιν εἰς τὴν αὑτοῦ χώραν ἔξω πρὸς τὸ συγγενὲς ὁμολογητέον ἰέναι: δυοῖν δὲ τοῖν διεξόδοιν οὔσαιν, τῆς μὲν κατὰ τὸ σῶμα ἔξω, τῆς δὲ αὖ



[79e] κατὰ τὸ στόμα καὶ τὰς ῥῖνας, ὅταν μὲν ἐπὶ θάτερα ὁρμήσῃ, θάτερα περιωθεῖ, τὸ δὲ περιωσθὲν εἰς τὸ πῦρ ἐμπῖπτον θερμαίνεται, τὸ δ’ ἐξιὸν ψύχεται. μεταβαλλούσης δὲ τῆς θερμότητος καὶ τῶν κατὰ τὴν ἑτέραν ἔξοδον θερμοτέρων γιγνομένων πάλιν ἐκείνῃ ῥέπον αὖ τὸ θερμότερον μᾶλλον, πρὸς τὴν αὑτοῦ φύσιν φερόμενον, περιωθεῖ τὸ κατὰ θάτερα: τὸ δὲ τὰ αὐτὰ πάσχον καὶ τὰ αὐτὰ ἀνταποδιδὸν ἀεί, κύκλον οὕτω σαλευόμενον ἔνθα καὶ ἔνθα ἀπειργασμένον ὑπ’ ἀμφοτέρων τὴν ἀναπνοὴν καὶ ἐκπνοὴν γίγνεσθαι παρέχεται.

Ας εξετάσωμεν τώρα πάλιν την λειτουργίαν της αναπνοής, διά ποίων αιτίων έγεινε τοιαύτη, οποία τώρα υπάρχει. Λοιπόν (έγει-

Β. | νεν) ως εξής: Επειδή ουδέν υπάρχει κενόν, εις το οποίον να δύναται να εισέλθη πράγμα κινούμενον, η δε πνοή απωθείται υφ’ ημών έξω, είναι ήδη φανερόν το επακόλουθον εις τούτο, ότι δηλ. αύτη δεν (εξέρχεται) εις το κενόν, αλλ’ αποδιώκει εκ της θέσεώς του τον πλησίον αέρα, ούτος δε ωθούμενος αποδιώκει τον πλησίον του πάντοτε, και ούτως αναγκαίως ωθείται κυκλικώς όλος, έως ου εισέλθη εις την θέσιν, όθεν εξήλθεν η αναπνοή, και αναπληρώσας αυτήν, πάλιν παρακολουθεί την εκπνοήν. Και τούτο γίνεται συγχρόνως όλον, ως τροχός περιστρεφόμενος, διότι κενόν δεν

C. | υπάρχει. Διά τούτο βέβαια το στήθος και ο πνεύμων, όταν εξάγη την πνοήν, πάλιν πληρούται υπό του αέρος, όστις είναι πέριξ του σώματος και εισέρχεται και εισχωρεί διά των αραιών σαρκών. Και πάλιν έπειτα αποσυρόμενος ο αήρ και εξερχόμενος διά του σώματος κύκλω, ωθεί μέσα την αναπνοήν διά της διόδου του στόματος και των μυκτήρων. Η αιτία δε διά την οποίαν τούτο έλαβεν αρχήν, πρέπει να δεχθώμεν ότι είναι η εξής: Παν ζώον έχει

Δ. | θερμότατα τα εντός αυτού πλησίον του αίματος και των φλεβών, ως εάν υπήρχε πηγή πυρός εν αυτώ, και τούτο ωμοιάσαμεν με το πλέγμα ψαροκοφίνου, (ειπόντες) ότι όλον το μέρος, το οποίον εκτείνεται εις το μέσον, είναι πεπλεγμένον εκ πυρός, ενώ το άλλο, όσον κείται έξωθεν, είναι εξ αέρος. Η θερμότης όμως, πρέπει να το ομολογήσωμεν, φυσικώς φέρεται έξω προς την εαυτής θέσιν και προς την άλλην θερμότητα την ομοίαν με αυτήν. Αλλ’ επειδή δύο υπάρχουσιν έξοδοι, η μία διά της επιφανείας του σώματος και η

Ε. | άλλη διά του στόματος και των μυκτήρων, οσάκις (η θερμότης αύτη) ορμά προς το έν μέρος, ωθεί άμα τον αέρα όστις είναι προς το άλλο, ο δε αποκρουσθείς πίπτων εις το πυρ θερμαίνεται, ενώ ο εξελθών ψύχεται. Επειδή δε ούτω η θερμότης μεταβάλλει θέσιν και ο χώρος ο πλησίον της άλλης εξόδου γίνεται θερμότερος, πάλιν το θερμότερον ρέπον προς ταύτην, ως φερόμενον προς την ομοίαν με αυτόν φύσιν, απωθεί το ευρισκόμενον εις το άλλο μέρος. Τούτο δε πάσχουσα και ανταποδίδουσα διηνεκώς τα αυτά, γεννά κύκλον χωρούντα εμπρός και οπίσω και παράγοντα δι’ αμφοτέρων (των ωθήσεων) την αναπνοήν και εκπνοήν.

XXXVII. Εξήγησις άλλων φυσικών φαινομένων.

καὶ δὴ καὶ τὰ τῶν περὶ τὰς ἰατρικὰς σικύας παθημάτων

[80a] αἴτια καὶ τὰ τῆς καταπόσεως τά τε τῶν ῥιπτουμένων, ὅσα ἀφεθέντα μετέωρα καὶ ὅσα ἐπὶ γῆς φέρεται, ταύτῃ διωκτέον, καὶ ὅσοι φθόγγοι ταχεῖς τε καὶ βραδεῖς ὀξεῖς τε καὶ βαρεῖς φαίνονται, τοτὲ μὲν ἀνάρμοστοι φερόμενοι δι’ ἀνομοιότητα τῆς ἐν ἡμῖν ὑπ’ αὐτῶν κινήσεως, τοτὲ δὲ σύμφωνοι δι’ ὁμοιότητα. τὰς γὰρ τῶν προτέρων καὶ θαττόνων οἱ βραδύτεροι κινήσεις ἀποπαυομένας ἤδη τε εἰς ὅμοιον ἐληλυθυίας,



[80b] αἷς ὕστερον αὐτοὶ προσφερόμενοι κινοῦσιν ἐκείνας, καταλαμβάνουσιν, καταλαμβάνοντες δὲ οὐκ ἄλλην ἐπεμβάλλοντες ἀνετάραξαν κίνησιν, ἀλλ’ ἀρχὴν βραδυτέρας φορᾶς κατὰ τὴν τῆς θάττονος, ἀποληγούσης δέ, ὁμοιότητα προσάψαντες, μίαν ἐξ ὀξείας καὶ βαρείας συνεκεράσαντο πάθην: ὅθεν ἡδονὴν μὲν τοῖς ἄφροσιν, εὐφροσύνην δὲ τοῖς ἔμφροσιν διὰ τὴν τῆς θείας ἁρμονίας μίμησιν ἐν θνηταῖς γενομένην φοραῖς παρέσχον. καὶ δὴ καὶ τὰ τῶν ὑδάτων πάντα ῥεύματα, ἔτι δὲ


[80c] τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα καὶ τὰ θαυμαζόμενα ἠλέκτρων περὶ τῆς ἕλξεως καὶ τῶν Ἡρακλείων λίθων, πάντων τούτων ὁλκὴ μὲν οὐκ ἔστιν οὐδενί ποτε, τὸ δὲ κενὸν εἶναι μηδὲν περιωθεῖν τε αὑτὰ ταῦτα εἰς ἄλληλα, τό τε διακρινόμενα καὶ συγκρινόμενα πρὸς τὴν αὑτῶν διαμειβόμενα ἕδραν ἕκαστα ἰέναι πάντα, τούτοις τοῖς παθήμασιν πρὸς ἄλληλα συμπλεχθεῖσιν τεθαυματουργημένα τῷ κατὰ τρόπον ζητοῦντι φανήσεται.

Και τώρα κατά τον αυτόν τρόπον δυνάμεθα να εύρωμεν

80. | τας αιτίας των επενεργειών των ιατρικών σικυών, της καταπόσεως, της κινήσεως των ριπτομένων σωμάτων, είτε των υψουμένων εις τον αέρα, είτε των ριπτομένων επί της γης 71, καθώς και των ήχων όσοι φαίνονται ταχείς και βραδείς, οξείς και βαρείς 72, οίτινες άλλοτε μεν έρχονται εις ασυμφωνίαν διά την ανωμαλίαν της κινήσεως, την οποίαν γεννώσιν εις ημάς, άλλοτε δε εις αρμονίαν διά την ομαλότητα. Διότι τας κινήσεις των πρότερον ερχομένων και ταχυτέρων ήχων οι βραδύτεροι ήχοι φθάνουσιν, όταν εκείναι αι κινήσεις μέλλωσι να παύσωσι και να

Β. | έλθωσιν ούτω εις ομοιότητα με εκείνας, δι’ ων αυτοί οι ήχοι οι ερχόμενοι ύστερον τας κινώσι. Καταφθάνοντες δε ούτω δεν τας διαταράττουσι προσθέτοντες νέαν κίνησιν, αλλά προσάπτοντες αρχήν κινήσεως βραδυτέρας εις την της ταχυτέρας, ήτις καταλήγει εις το να γίνη ομοία με αυτήν, αποτελούσι διά της μίξεως του οξέος και του βαρέος μίαν μόνην εντύπωσιν. Όθεν εις μεν τους άφρονας προξενούσιν ηδονήν, εις δε τους έμφρονας ευφροσύνην διά την μίμησιν της θείας αρμονίας, ήτις κατορθούται εις θνητάς κινήσεις.

C. | Προσέτι δε και ως προς τα ρεύματα πάντα των υδάτων, και τας πτώσεις των κεραυνών και τα θαυμάσια των ηλέκτρων και των Ηρακλείων λίθων (μαγνήτου) ένεκα της έλξεως 73, εις ουδέν τούτων υπάρχει ποτέ δύναμις ελκτική. Αλλά διότι δεν υπάρχει ουδέν κενόν και τα πράγματα απωθούνται κύκλω αμοιβαίως, και διότι πάντα διηρημένα και ηνωμένα πορεύονται έκαστον αμοιβαίως εις την οικείαν θέσιν του, διά της προς άλληλα πλοκής όλων τούτων των παθημάτων, θα φανή εις τον μεθοδικώς ζητούντα ότι παράγονται τα θαύματα ταύτα.

XXXVIΙΙ. Φύσις και κίνησις του αίματος. Θρέψις και αύξησις του σώματος. Γήρας και θάνατος.

[80d] καὶ δὴ καὶ τὸ τῆς ἀναπνοῆς, ὅθεν ὁ λόγος ὥρμησεν, κατὰ ταῦτα καὶ διὰ τούτων γέγονεν, ὥσπερ ἐν τοῖς πρόσθεν εἴρηται, τέμνοντος μὲν τὰ σιτία τοῦ πυρός, αἰωρουμένου δὲ ἐντὸς τῷ πνεύματι συνεπομένου, τὰς φλέβας τε ἐκ τῆς κοιλίας τῇ συναιωρήσει πληροῦντος τῷ τὰ τετμημένα αὐτόθεν ἐπαντλεῖν: καὶ διὰ ταῦτα δὴ καθ’ ὅλον τὸ σῶμα πᾶσιν τοῖς ζῴοις τὰ τῆς τροφῆς νάματα οὕτως ἐπίρρυτα γέγονεν. νεότμητα δὲ καὶ ἀπὸ συγγενῶν ὄντα, τὰ μὲν καρπῶν, τὰ δὲ χλόης,


[80e] ἃ θεὸς ἐπ’ αὐτὸ τοῦθ’ ἡμῖν ἐφύτευσεν, εἶναι τροφήν, παντοδαπὰ μὲν χρώματα ἴσχει διὰ τὴν σύμμειξιν, ἡ δ’ ἐρυθρὰ πλείστη περὶ αὐτὰ χρόα διαθεῖ, τῆς τοῦ πυρὸς τομῆς τε καὶ ἐξομόρξεως ἐν ὑγρῷ δεδημιουργημένη φύσις. ὅθεν τοῦ κατὰ τὸ σῶμα ῥέοντος τὸ χρῶμα ἔσχεν οἵαν ὄψιν διεληλύθαμεν ὃ καλοῦμεν αἷμα, νομὴν σαρκῶν καὶ σύμπαντος τοῦ σώματος,




[81a] ὅθεν ὑδρευόμενα ἕκαστα πληροῖ τὴν τοῦ κενουμένου βάσιν: ὁ δὲ τρόπος τῆς πληρώσεως ἀποχωρήσεώς τε γίγνεται καθάπερ ἐν τῷ παντὶ παντὸς ἡ φορὰ γέγονεν, ἣν τὸ συγγενὲς πᾶν φέρεται πρὸς ἑαυτό. τὰ μὲν γὰρ δὴ περιεστῶτα ἐκτὸς ἡμᾶς τήκει τε ἀεὶ καὶ διανέμει πρὸς ἕκαστον εἶδος τὸ ὁμόφυλον ἀποπέμποντα, τὰ δὲ ἔναιμα αὖ, κερματισθέντα ἐντὸς παρ’ ἡμῖν καὶ περιειλημμένα ὥσπερ ὑπ’




[81b] οὐρανοῦ συνεστῶτος ἑκάστου τοῦ ζῴου, τὴν τοῦ παντὸς ἀναγκάζεται μιμεῖσθαι φοράν: πρὸς τὸ συγγενὲς οὖν φερόμενον ἕκαστον τῶν ἐντὸς μερισθέντων τὸ κενωθὲν τότε πάλιν ἀνεπλήρωσεν. ὅταν μὲν δὴ πλέον τοῦ ἐπιρρέοντος ἀπίῃ, φθίνει πᾶν, ὅταν δὲ ἔλαττον, αὐξάνεται. νέα μὲν οὖν σύστασις τοῦ παντὸς ζῴου, καινὰ τὰ τρίγωνα οἷον ἐκ δρυόχων ἔτι ἔχουσα τῶν γενῶν, ἰσχυρὰν μὲν τὴν σύγκλεισιν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, συμπέπηγεν δὲ ὁ πᾶς ὄγκος αὐτῆς


[81c] ἁπαλός, ἅτ’ ἐκ μυελοῦ μὲν νεωστὶ γεγονυίας, τεθραμμένης δὲ ἐν γάλακτι: τὰ δὴ περιλαμβανόμενα ἐν αὐτῇ τρίγωνα ἔξωθεν ἐπεισελθόντα, ἐξ ὧν ἂν ᾖ τά τε σιτία καὶ ποτά, τῶν ἑαυτῆς τριγώνων παλαιότερα ὄντα καὶ ἀσθενέστερα καινοῖς ἐπικρατεῖ τέμνουσα, καὶ μέγα ἀπεργάζεται τὸ ζῷον τρέφουσα ἐκ πολλῶν ὁμοίων. ὅταν δ’ ἡ ῥίζα τῶν τριγώνων χαλᾷ διὰ τὸ πολλοὺς ἀγῶνας ἐν πολλῷ χρόνῳ πρὸς πολλὰ





[81d] ἠγωνίσθαι, τὰ μὲν τῆς τροφῆς εἰσιόντα οὐκέτι δύναται τέμνειν εἰς ὁμοιότητα ἑαυτοῖς, αὐτὰ δὲ ὑπὸ τῶν ἔξωθεν ἐπεισιόντων εὐπετῶς διαιρεῖται: φθίνει δὴ πᾶν ζῷον ἐν τούτῳ κρατούμενον, γῆράς τε ὀνομάζεται τὸ πάθος. τέλος δέ, ἐπειδὰν τῶν περὶ τὸν μυελὸν τριγώνων οἱ συναρμοσθέντες μηκέτι ἀντέχωσιν δεσμοὶ τῷ πόνῳ διιστάμενοι, μεθιᾶσιν τοὺς τῆς ψυχῆς αὖ δεσμούς, ἡ δὲ λυθεῖσα κατὰ φύσιν μεθ’ ἡδονῆς



[81e] ἐξέπτατο: πᾶν γὰρ τὸ μὲν παρὰ φύσιν ἀλγεινόν, τὸ δ’ ᾗ πέφυκεν γιγνόμενον ἡδύ. καὶ θάνατος δὴ κατὰ ταὐτὰ ὁ μὲν κατὰ νόσους καὶ ὑπὸ τραυμάτων γιγνόμενος ἀλγεινὸς καὶ βίαιος, ὁ δὲ μετὰ γήρως ἰὼν ἐπὶ τέλος κατὰ φύσιν ἀπονώτατος τῶν θανάτων καὶ μᾶλλον μεθ’ ἡδονῆς γιγνόμενος ἢ λύπης.

Δ. | Και λοιπόν και η αναπνοή, εκ της οποίας έλαβεν αρχήν ο λόγος ούτος, γίνεται, ως είπομεν πρότερον, κατά τούτον τον τρόπον και διά τούτων των μέσων: Το πυρ κατακόπτει τας τροφάς και παρακολουθούν την πνοήν, ήτις υψούται έσωθεν, διά ταύτης της συνανυψώσεώς του εκ της κοιλίας γεμίζει τας φλέβας, μεταβιβάζον εξ αυτών τας κεκομμένας (χωνευμένας) τροφάς. Και ούτως αι πηγαί της θρέψεως επιρρέουσιν (ίνα ποτίσωσιν) όλον το σώμα εις πάντα τα ζώα. Ταύτα δε τα κομμάτια, ενόσω είναι νέα και παρά-

Ε. | γονται από συγγενείς ουσίας, άλλα μεν από καρπούς άλλα δε από χόρτα, τα οποία ο Θεός εφύτευσε δι’ αυτό ακριβώς, ίνα είναι τροφή εις ημάς, διατηρούσι ποικιλώτατα χρώματα ένεκα της μίξεως. Αλλά το χρώμα, όπερ κατά το πλείστον επικρατεί, είναι το ερυθρόν χρώμα, χαρακτηριστικόν δημιουργηθέν εκ της κόψεως του πυρός και της εντυπώσεως την οποίαν έκαμεν εις το υγρόν. Όθεν το χρώμα του υγρού, το οποίον ρέει εις το σώμα, έχει την όψιν την οποίαν περιεγράψαμεν, καλούμεν δε αυτό αίμα, και εί-

81. | ναι η τροφή των σαρκών και όλου του σώματος, και εξ αυτού όλα τα μέλη αντλούντα γεμίζουσι τους τόπους, οίτινες κενούνται. Ο δε τρόπος της πληρώσεως και της κενώσεως γίνεται, όπως γίνεται η κίνησις παντός πράγματος εις το σύμπαν, καθ’ ην έκαστον πράγμα φέρεται προς το συγγενές (όμοιον) αυτού. Διότι τα πράγματα τα υπάρχοντα πέριξ ημών έξω διαρκώς μας διαλύουσι και διανέμουσι το αφαιρεθέν, αποστέλλοντα εις τα καθ’ έκαστα είδη ό,τι είναι της αυτής φύσεως. Και τα μέλη λοιπόν τα έχοντα αίμα εντός ημών, τα οποία κατεκόπησαν και είναι περικεκαλυμμένα

Β. | υπό του οργανισμού εκάστου ζώου, όπως ημείς υπό του ουρανού, αναγκάζονται να μιμώνται την κίνησιν του παντός. Και ούτω ενώ πορεύεται προς το συγγενές του έκαστον των πραγμάτων, τα οποία εκόπησαν εντός ημών, το κενωθέν πληρούται πάλιν. Και όταν το εξερχόμενον είναι περισσότερον του εισερχομένου, καταστρέφεται το όλον, όταν δε ολιγώτερον, αυξάνεται το όλον 74. Όταν λοιπόν η σύστασις του ζώου είναι νέα και έχη τα τρίγωνα καινουργή, ως εάν μόλις ήρχοντο από την ρίζαν των στοιχείων, έχει

C. | τότε ισχυράν την συνοχήν των μερών προς άλληλα, ενώ ο όλος όγκος αυτής είναι απαλός, διότι προ μικρού εγεννήθη εκ του μυελού και ετράφη με το γάλα 75. Τα δε τρίγωνα εκείνα, τα οποία αύτη δέχεται εντός εαυτής έξωθεν εισελθόντα, εκ των οποίων αποτελούνται αι τροφαί και τα ποτά, επειδή είναι παλαιότερα των δικών της τριγώνων και διά τούτο ασθενέστερα, αύτη τα κατανικά κόπτουσα αυτά με τα καινουργή τα ιδικά της, και καθιστά το ζώον μέγα, τρέφουσα αυτό εκ πολλών στοιχείων ομοίων. Αλλά όταν η γενεά 76 των τριγώνων τούτων χαλαρωθή διά τους πολλούς αγώνας, τους οποίους επί πολύν χρόνον εναντίον πολλών ηγωνί-

Δ. | σθη, ταύτα δεν δύνανται πλέον να κόπτωσι τα της τροφής, τα οποία εισέρχονται, ούτως ώστε να τα αφομοιώσι προς εαυτά, αλλά αυτά ταύτα υπό των έξωθεν εισερχομένων κόπτονται ευκόλως. Εξασθενίζεται τότε όλον το ζώον νικηθέν τοιουτοτρόπως, και το πάθος τούτο ονομάζεται γήρας. Και επί τέλους, όταν οι δεσμοί, οίτινες συνδέουσι τα τρίγωνα του μυελού, καταβληθέντες υπό του κόπου δεν αντέχωσι πλέον, αφίνουσι να διαλυθώσι και οι δεσμοί της ψυχής. Αύτη δε κατά φύσιν ελευθερωθείσα (από του

Ε. | σώματος), πετά μετά χαράς, Διότι παν ό,τι είναι εναντίον της φύσεως είναι δυσάρεστον, ό,τι δε γίνεται σύμφωνα με την φύσιν είναι ευάρεστον. Και ο θάνατος λοιπόν ομοίως, ο προερχόμενος από νόσους και πληγάς είναι δυσάρεστος και βίαιος, αλλ’ εκείνος, όστις μετά του γήρατος έρχεται εις τέλος σύμφωνον με την φύσιν, είναι ο μάλλον άπονος των θανάτων και γίνεται με ευχαρίστησιν μάλλον παρά με λύπην.

XXXIX. Νοσολογία 77.

τὸ δὲ τῶν νόσων ὅθεν συνίσταται, δῆλόν που καὶ παντί.


[82a] τεττάρων γὰρ ὄντων γενῶν ἐξ ὧν συμπέπηγεν τὸ σῶμα, γῆς πυρὸς ὕδατός τε καὶ ἀέρος, τούτων ἡ παρὰ φύσιν πλεονεξία καὶ ἔνδεια καὶ τῆς χώρας μετάστασις ἐξ οἰκείας ἐπ’ ἀλλοτρίαν γιγνομένη, πυρός τε αὖ καὶ τῶν ἑτέρων ἐπειδὴ γένη πλείονα ἑνὸς ὄντα τυγχάνει, τὸ μὴ προσῆκον ἕκαστον ἑαυτῷ προσλαμβάνειν, καὶ πάνθ’ ὅσα τοιαῦτα, στάσεις καὶ νόσους παρέχει: παρὰ φύσιν γὰρ ἑκάστου γιγνομένου καὶ μεθισταμένου θερμαίνεται μὲν ὅσα ἂν πρότερον ψύχηται,


[82b] ξηρὰ δὲ ὄντα εἰς ὕστερον γίγνεται νοτερά, καὶ κοῦφα δὴ καὶ βαρέα, καὶ πάσας πάντῃ μεταβολὰς δέχεται. μόνως γὰρ δή, φαμέν, ταὐτὸν ταὐτῷ κατὰ ταὐτὸν καὶ ὡσαύτως καὶ ἀνὰ λόγον προσγιγνόμενον καὶ ἀπογιγνόμενον ἐάσει ταὐτὸν ὂν αὑτῷ σῶν καὶ ὑγιὲς μένειν: ὃ δ’ ἂν πλημμελήσῃ τι τούτων ἐκτὸς ἀπιὸν ἢ προσιόν, ἀλλοιότητας παμποικίλας καὶ νόσους φθοράς τε ἀπείρους παρέξεται. δευτέρων δὴ συστάσεων αὖ κατὰ φύσιν συνεστηκυιῶν,

[82c] δευτέρα κατανόησις νοσημάτων τῷ βουλομένῳ γίγνεται συννοῆσαι. μυελοῦ γὰρ ἐξ ἐκείνων ὀστοῦ τε καὶ σαρκὸς καὶ νεύρου συμπαγέντος, ἔτι τε αἵματος ἄλλον μὲν τρόπον, ἐκ δὲ τῶν αὐτῶν γεγονότος, τῶν μὲν ἄλλων τὰ πλεῖστα ᾗπερ τὰ πρόσθεν, τὰ δὲ μέγιστα τῶν νοσημάτων τῇδε χαλεπὰ συμπέπτωκεν: ὅταν ἀνάπαλιν ἡ γένεσις τούτων πορεύηται, τότε ταῦτα διαφθείρεται. κατὰ φύσιν γὰρ σάρκες μὲν καὶ νεῦρα ἐξ αἵματος γίγνεται, νεῦρον μὲν ἐξ ἰνῶν διὰ τὴν συγγένειαν,



[82d] σάρκες δὲ ἀπὸ τοῦ παγέντος ὃ πήγνυται χωριζόμενον ἰνῶν: τὸ δὲ ἀπὸ τῶν νεύρων καὶ σαρκῶν ἀπιὸν αὖ γλίσχρον καὶ λιπαρὸν ἅμα μὲν τὴν σάρκα κολλᾷ πρὸς τὴν τῶν ὀστῶν φύσιν αὐτό τε τὸ περὶ τὸν μυελὸν ὀστοῦν τρέφον αὔξει, τὸ δ’ αὖ διὰ τὴν πυκνότητα τῶν ὀστῶν διηθούμενον καθαρώτατον γένος τῶν τριγώνων λειότατόν τε καὶ λιπαρώτατον, λειβόμενον ἀπὸ τῶν ὀστῶν καὶ στάζον, ἄρδει τὸν



[82e] μυελόν. καὶ κατὰ ταῦτα μὲν γιγνομένων ἑκάστων ὑγίεια συμβαίνει τὰ πολλά: νόσοι δέ, ὅταν ἐναντίως. ὅταν γὰρ τηκομένη σὰρξ ἀνάπαλιν εἰς τὰς φλέβας τὴν τηκεδόνα ἐξιῇ, τότε μετὰ πνεύματος αἷμα πολύ τε καὶ παντοδαπὸν ἐν ταῖς φλεψὶ χρώμασι καὶ πικρότησι ποικιλλόμενον, ἔτι δὲ ὀξείαις καὶ ἁλμυραῖς δυνάμεσι, χολὰς καὶ ἰχῶρας καὶ φλέγματα παντοῖα ἴσχει: παλιναίρετα γὰρ πάντα γεγονότα καὶ διεφθαρμένα τό τε αἷμα αὐτὸ πρῶτον διόλλυσι, καὶ αὐτὰ οὐδεμίαν



[83a] τροφὴν ἔτι τῷ σώματι παρέχοντα φέρεται πάντῃ διὰ τῶν φλεβῶν, τάξιν τῶν κατὰ φύσιν οὐκέτ’ ἴσχοντα περιόδων, ἐχθρὰ μὲν αὐτὰ αὑτοῖς διὰ τὸ μηδεμίαν ἀπόλαυσιν ἑαυτῶν ἔχειν, τῷ συνεστῶτι δὲ τοῦ σώματος καὶ μένοντι κατὰ χώραν πολέμια, διολλύντα καὶ τήκοντα. ὅσον μὲν οὖν ἂν παλαιότατον ὂν τῆς σαρκὸς τακῇ, δύσπεπτον γιγνόμενον μελαίνει μὲν ὑπὸ παλαιᾶς συγκαύσεως, διὰ δὲ τὸ πάντῃ διαβεβρῶσθαι




[83b] πικρὸν ὂν παντὶ χαλεπὸν προσπίπτει τοῦ σώματος ὅσον ἂν μήπω διεφθαρμένον ᾖ, καὶ τοτὲ μὲν ἀντὶ τῆς πικρότητος ὀξύτητα ἔσχεν τὸ μέλαν χρῶμα, ἀπολεπτυνθέντος μᾶλλον τοῦ πικροῦ, τοτὲ δὲ ἡ πικρότης αὖ βαφεῖσα αἵματι χρῶμα ἔσχεν ἐρυθρώτερον, τοῦ δὲ μέλανος τούτῳ συγκεραννυμένου χλοῶδες: ἔτι δὲ συμμείγνυται ξανθὸν χρῶμα μετὰ τῆς πικρότητος, ὅταν νέα συντακῇ σὰρξ ὑπὸ τοῦ περὶ τὴν φλόγα πυρός. καὶ τὸ μὲν κοινὸν ὄνομα πᾶσιν τούτοις ἤ τινες


[83c] ἰατρῶν που χολὴν ἐπωνόμασαν, ἢ καί τις ὢν δυνατὸς εἰς πολλὰ μὲν καὶ ἀνόμοια βλέπειν, ὁρᾶν δὲ ἐν αὐτοῖς ἓν γένος ἐνὸν ἄξιον ἐπωνυμίας πᾶσιν: τὰ δ’ ἄλλα ὅσα χολῆς εἴδη λέγεται, κατὰ τὴν χρόαν ἔσχεν λόγον αὐτῶν ἕκαστον ἴδιον. ἰχὼρ δέ, ὁ μὲν αἵματος ὀρὸς πρᾷος, ὁ δὲ μελαίνης χολῆς ὀξείας τε ἄγριος, ὅταν συμμειγνύηται διὰ θερμότητα ἁλμυρᾷ δυνάμει: καλεῖται δὲ ὀξὺ φλέγμα τὸ τοιοῦτον. τὸ δ’ αὖ μετ’ ἀέρος τηκόμενον ἐκ νέας καὶ ἁπαλῆς σαρκός, τούτου δὲ



[83d] ἀνεμωθέντος καὶ συμπεριληφθέντος ὑπὸ ὑγρότητος, καὶ πομφολύγων συστασῶν ἐκ τοῦ πάθους τούτου καθ’ ἑκάστην μὲν ἀοράτων διὰ σμικρότητα, συναπασῶν δὲ τὸν ὄγκον παρεχομένων ὁρατόν, χρῶμα ἐχουσῶν διὰ τὴν τοῦ ἀφροῦ γένεσιν ἰδεῖν λευκόν, ταύτην πᾶσαν τηκεδόνα ἁπαλῆς σαρκὸς μετὰ πνεύματος συμπλακεῖσαν λευκὸν εἶναι φλέγμα φαμέν. φλέγματος δὲ αὖ νέου συνισταμένου ὀρὸς ἱδρὼς καὶ δάκρυον,


[83e] ὅσα τε ἄλλα τοιαῦτα σώματα τὸ καθ’ ἡμέραν χεῖται καθαιρόμενα: καὶ ταῦτα μὲν δὴ πάντα νόσων ὄργανα γέγονεν, ὅταν αἷμα μὴ ἐκ τῶν σιτίων καὶ ποτῶν πληθύσῃ κατὰ φύσιν, ἀλλ’ ἐξ ἐναντίων τὸν ὄγκον παρὰ τοὺς τῆς φύσεως λαμβάνῃ νόμους. διακρινομένης μὲν οὖν ὑπὸ νόσων τῆς σαρκὸς ἑκάστης, μενόντων δὲ τῶν πυθμένων αὐταῖς ἡμίσεια τῆς συμφορᾶς ἡ δύναμις–ἀνάληψιν γὰρ ἔτι μετ’ εὐπετείας ἴσχει—



[84a] τὸ δὲ δὴ σάρκας ὀστοῖς συνδοῦν ὁπότ’ ἂν νοσήσῃ, καὶ μηκέτι αὐτὸ ἐξ ἰνῶν †αἷμα καὶ νεύρων ἀποχωριζόμενον ὀστῷ μὲν τροφή, σαρκὶ δὲ πρὸς ὀστοῦν γίγνηται δεσμός, ἀλλ’ ἐκ λιπαροῦ καὶ λείου καὶ γλίσχρου τραχὺ καὶ ἁλμυρὸν αὐχμῆσαν ὑπὸ κακῆς διαίτης γένηται, τότε ταῦτα πάσχον πᾶν τὸ τοιοῦτον καταψήχεται μὲν αὐτὸ πάλιν ὑπὸ τὰς σάρκας καὶ τὰ νεῦρα, ἀφιστάμενον ἀπὸ τῶν ὀστῶν, αἱ δ’ ἐκ τῶν


[84b] ῥιζῶν συνεκπίπτουσαι τά τε νεῦρα γυμνὰ καταλείπουσι καὶ μεστὰ ἅλμης: αὐταὶ δὲ πάλιν εἰς τὴν αἵματος φορὰν ἐμπεσοῦσαι τὰ πρόσθεν ῥηθέντα νοσήματα πλείω ποιοῦσιν. χαλεπῶν δὲ τούτων περὶ τὰ σώματα παθημάτων γιγνομένων μείζω ἔτι γίγνεται τὰ πρὸ τούτων, ὅταν ὀστοῦν διὰ πυκνότητα σαρκὸς ἀναπνοὴν μὴ λαμβάνον ἱκανήν, ὑπ’ εὐρῶτος θερμαινόμενον, σφακελίσαν μήτε τὴν τροφὴν καταδέχηται


[84c] πάλιν τε αὐτὸ εἰς ἐκείνην ἐναντίως ἴῃ ψηχόμενον, ἡ δ’ εἰς σάρκας, σὰρξ δὲ εἰς αἷμα ἐμπίπτουσα τραχύτερα πάντα τῶν πρόσθεν τὰ νοσήματα ἀπεργάζηται: τὸ δ’ ἔσχατον πάντων, ὅταν ἡ τοῦ μυελοῦ φύσις ἀπ’ ἐνδείας ἤ τινος ὑπερβολῆς νοσήσῃ, τὰ μέγιστα καὶ κυριώτατα πρὸς θάνατον τῶν νοσημάτων ἀποτελεῖ, πάσης ἀνάπαλιν τῆς τοῦ σώματος φύσεως ἐξ ἀνάγκης ῥυείσης.

Ως προς τας νόσους, πόθεν προέρχονται αύται, είναι φανερόν ίσως εις πάντας. Τω όντι, επειδή τέσσαρα είναι τα είδη, εκ των

82. | οποίων συνεπήχθη το σώμα, γη, πυρ, ύδωρ και αήρ, αφθονία ή έλλειψις τούτων παρά φύσιν, και μεταβολή γινομένη εκ του οικείου αυτών τόπου εις ξένον, ή και το να προσλαμβάνη έκαστον εις εαυτό ιδιότητα μη αρμόζουσαν εις αυτό, είτε του πυρός είτε άλλου είδους, (διότι υπάρχουσι πολλαί ιδιότητες ενός είδους), πάντα ταύτα και άλλα τοιαύτα παράγουσι διαταράξεις και νοσήματα. Διότι, όταν παράγεται ή μετατοπίζεται παρά φύσιν έν τούτων, θερμαίνονται εκείνα τα οποία ήσαν ψυχρά πρότερον, τα δε ξηρά

Β. | γίνονται ύστερον υγρά, και τα κούφα βαρέα, και δέχονται πάσας τας δυνατάς μεταβολάς. Τω όντι, μόνον όταν το αυτό εις το αυτό πράγμα κατά την αυτήν έννοιαν και τον αυτόν τρόπον και κατ’ αναλογίαν προστίθεται και αφαιρείται, μόνον τότε το πράγμα είναι ακόμη το αυτό προς εαυτό και σώον και υγιές. Αλλ’ εκείνο, το οποίον ήθελε παραβή τινα εκ τούτων των όρων, είτε εισερχόμενον είτε εξερχόμενον, προξενεί ποικίλας μεταβολάς και νόσους και απείρους φθοράς.

C. | Και επειδή κατά φύσιν έγειναν δεύτεραι πάλιν συνθέσεις 78, ο θέλων να σκεφθή θα έλθη εις νέαν αναγνώρισιν νοσημάτων. Τω όντι, επειδή ο μυελός, το οστούν, η σαρξ και το νεύρον συνεστήθησαν εκ των πρώτων ειδών, προσέτι δε και το αίμα, αλλά κατά τρόπον διάφορον, τα πλείστα των νοσημάτων συμβαίνουσι καθώς είπομεν πρότερον, αλλά τα μέγιστα και βαρέα γίνονται τοιαύτα κατά τον εξής τρόπον: Όταν η γένεσις τούτων (των δευτέρων συνθέσεων) συμβαίνη αντίστροφα, τότε αύται φθείρονται. Διότι κατά φύσιν αι σάρκες και τα νεύρα γίνονται εξ αί-

Δ. | ματος, τα μεν νεύρα εκ των ινών αυτού διά την ταυτότητα της φύσεως, αι δε σάρκες εκ του επιλοίπου, όπερ πηγνύεται, καθ’ όσον αποχωρίζεται των ινών 79. Το εξερχόμενον δε πάλιν εκ των νεύρων και της σαρκός, υγρόν γλοιώδες και παχύ, χρησιμεύει εις το να προσκολλά την σάρκα εις τα οστά και συνάμα να τρέφη και να αυξάνη αυτό το πέριξ του μυελού οστούν. Και το στραγγιζόμενον διά της πυκνότητος των οστών, ήτοι το καθαρώτατον είδος των τριγώνων, και λειότατον και παχύτατον, ρέον και στά-

Ε. | ζον από τα οστά, ποτίζει τον μυελόν. Και όταν πάντα γίνωνται κατά τούτον τον τρόπον, ως επί το πλείστον επικρατεί υγιεία, όταν δε κατ’ ενάντιον τρόπον, νόσος. Διότι όταν η σαρξ φθειρομένη εκβάλλη αντιστρόφως το διεφθαρμένον υγρόν εις τας φλέβας, τότε μετά του αέρος 80 υπάρχει εις τας φλέβας αίμα άφθονον και παντός είδους, ποικίλον εκ των χρωμάτων και των πικριών και ακόμη εκ των οξέων και αλμυρών χυμών, πλήρες από χολάς και ιχώρας (ορούς) και φλέγματα παντοειδή. Διότι, επειδή πάντα γίνονται αντιστρόφως και διαφθείρονται, καταστρέφουσιν αυτό το

83. | αίμα πρώτον, και μη δίδοντα πλέον καμμίαν τροφήν εις το σώμα, μεταφέρονται πανταχού διά των φλεβών, χωρίς να διατηρώσι πλέον την τάξιν της φυσικής κυκλοφορίας (περιόδους) 81, πολεμούντα μεν αυτά εαυτά, διότι δεν δύνανται να έχωσι καμμίαν ωφέλειαν αυτά εξ εαυτών, εχθρά δε όντα και καταστρεπτικά και διαλυτικά παντός, το οποίον εις το σώμα συντηρείται και μένει εις την θέσιν του. Όσον λοιπόν εκ της σαρκός παλαιότατον ον φθαρή, επειδή δυσκόλως χωνεύεται, γίνεται μέλαν διά την παρατεταμένην καύσιν, και επειδή είναι πικρόν, διότι διεφθάρη παντα-

Β. | χού, προσβάλλει βαρέως παν μέρος του σώματος, το οποίον δεν έχει ακόμη φθαρή. Και ενίοτε το μέλαν χρώμα αντί της πικρότητος αποκτά δριμύτητα, όταν δηλ. η πικρία πολύ λεπτύνεται. Άλλοτε δε η πικρία βαφείσα εις το αίμα λαμβάνει χρώμα ερυθρότερον και αν αναμιχθή και μέλαν γίνεται πράσινον (χλοώδες). Προσέτι δε το ξανθόν χρώμα μιγνύεται με την πικρίαν, όταν είναι νέα η σαρξ και φθείρηται υπό του πυρός της φλογώσεως. Και πάντα ταύτα τα υγρά έλαβον κοινόν όνομα χολήν, δοθέν υπό

C. | τινων ιατρών ή και υπό άλλου τινός, όστις ήτο ικανός να προσέχη εις πολλά και ανόμοια πράγματα και να βλέπη ότι εις αυτά υπάρχει έν κοινόν χαράκτηριστικόν άξιον μιας επωνυμίας εις όλα. Τα διάφορα δε είδη της χολής, οσαδήποτε αναφέρονται, από το χρώμα έλαβεν έκαστον αυτών ίδιον όνομα. Ως προς τον ιχώρα δε, ο μεν ορός του αίματος είναι ήμερος, ο δε της μαύρης και οξείας χολής είναι άγριος (δριμύς), όταν ένεκα της θερμότητος αναμιγνύεται με αλμυράν δύναμιν (χυμόν)· ονομάζεται δε ούτος οξύ φλέγμα. Εκείνο δε πάλιν, όπερ διά (της επιδράσεως)

Δ. | του αέρος διαλύεται εκ νέας και τρυφεράς σαρκός, αφού εξογκωθή υπό του ανέμου και περικυκλωθή υπό της υγρότητος, επειδή εκ του πάθους τούτου γεννώνται πομφόλυγες, των οποίων εκάστη είναι αόρατος διά την σμικρότητα, αλλά όλαι ομού παρουσιάζουσιν ένα όγκον ορατόν και έχουσι χρώμα λευκόν διά την γέννησιν αφρού, όλη αύτη η φθορά σαρκός τρυφεράς αναμεμιγμένη με αέρα λέγομεν ότι είναι το λευκόν φλέγμα. Ορός δε

Ε. | του φλέγματος το οποίον νεωστί εσχηματίσθη είναι ο ιδρώς και το δάκρυον και όσα άλλα τοιαύτα χύνει το σώμα έξω καθ’ ημέραν καθαριζόμενον. Και όλα ταύτα γίνονται αίτια νοσημάτων, όταν το αίμα δεν γίνεται άφθονον φυσικώς εκ των τροφών και των ποτών, αλλ’ απεναντίας λαμβάνη όγκον παρά τους νόμους της φύσεως. Καίτοι λοιπόν διαλύονται υπό των νόσων τα μέρη της σαρκός, εάν μένωσιν αι ρίζαι αυτών, η δύναμις του κακού ελαττούται εις το ήμισυ, διότι η σαρξ δύναται ευκόλως να αναπλασθή.

84. | Αλλά όταν νοσήση το υγρόν το συνδέον τας σάρκας με τα οστά, και αποχωριζόμενον από των ινών άμα και των νεύρων, δεν γίνεται πλέον τροφή εις το οστούν, ούτε δεσμός της σαρκός με το οστούν, αλλ’ ενώ ήτο λιπαρόν και λείον και γλοιώδες, γίνεται τραχύ και αλμυρόν, διότι εξηράνθη υπό της κακής διαίτης, τότε παν το πάσχον τα τοιαύτα φθείρεται αφ’ εαυτού υπό τας σάρκας και τα νεύρα και αποχωρίζεται από των οστών. Αι δε σάρκες

Β. | πίπτουσαι εκ των ριζών αυτών αφίνουσι τα νεύρα γυμνά και πλήρη άλμης, εμπίπτουσαι δε πάλιν εις το ρεύμα του αίματος, πολλαπλασιάζουσι τα ειρημένα νοσήματα. Αλλά αν και είναι βαρέα τα παθήματα ταύτα του σώματος, υπάρχουσιν ακόμη μεγαλύτερα τούτων, προηγούμενα 82 αυτών, οσάκις το οστούν ένεκα της πυκνότητος της σαρκός μη έχον αρκετήν αναπνοήν, θερμαινόμενον υπό του ευρώτος (μούχλας) και σηπόμενον (γαγγραινιά-

C. | ζον) δεν δέχεται πλέον τροφήν, η δε τροφή χυνομένη πάλιν εις τας σάρκας και αι σάρκες εις το αίμα καθιστώσι τα νοσήματα πάντα βαρύτερα των προειρημένων. Το χείριστον δε πάντων είναι, όταν αυτή η φύσις του μυελού νοσήση διά τινα έλλειψιν ή υπερβολήν, και τούτο παράγει τα μέγιστα νοσήματα και τα μάλιστα ικανά να φέρωσι τον θάνατον, διότι τότε εξ ανάγκης πάσα η φύσις του σώματος βαίνει αντίστροφα.

XL. Νοσολογία (συνέχεια) 83.

τρίτον δ’ αὖ νοσημάτων εἶδος τριχῇ δεῖ διανοεῖσθαι


[84d] γιγνόμενον, τὸ μὲν ὑπὸ πνεύματος, τὸ δὲ φλέγματος, τὸ δὲ χολῆς. ὅταν μὲν γὰρ ὁ τῶν πνευμάτων τῷ σώματι ταμίας πλεύμων μὴ καθαρὰς παρέχῃ τὰς διεξόδους ὑπὸ ῥευμάτων φραχθείς, ἔνθα μὲν οὐκ ἰόν, ἔνθα δὲ πλεῖον ἢ τὸ προσῆκον πνεῦμα εἰσιὸν τὰ μὲν οὐ τυγχάνοντα ἀναψυχῆς σήπει, τὰ δὲ τῶν φλεβῶν διαβιαζόμενον καὶ συνεπιστρέφον αὐτὰ τῆκόν τε τὸ σῶμα εἰς τὸ μέσον αὐτοῦ διάφραγμά τ’ ἴσχον



[84e] ἐναπολαμβάνεται, καὶ μυρία δὴ νοσήματα ἐκ τούτων ἀλγεινὰ μετὰ πλήθους ἱδρῶτος πολλάκις ἀπείργασται. πολλάκις δ’ ἐν τῷ σώματι διακριθείσης σαρκὸς πνεῦμα ἐγγενόμενον καὶ ἀδυνατοῦν ἔξω πορευθῆναι τὰς αὐτὰς τοῖς ἐπεισεληλυθόσιν ὠδῖνας παρέσχεν, μεγίστας δέ, ὅταν περὶ τὰ νεῦρα καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν καὶ ἀνοιδῆσαν τούς τε ἐπιτόνους καὶ τὰ συνεχῆ νεῦρα οὕτως εἰς τὸ ἐξόπισθεν κατατείνῃ τούτοις: ἃ δὴ καὶ ἀπ’ αὐτοῦ τῆς συντονίας τοῦ παθήματος τὰ νοσήματα τέτανοί τε καὶ ὀπισθότονοι προσερρήθησαν. ὧν καὶ τὸ φάρμακον χαλεπόν: πυρετοὶ γὰρ οὖν δὴ τὰ τοιαῦτα ἐπιγιγνόμενοι


[85a] μάλιστα λύουσιν. τὸ δὲ λευκὸν φλέγμα διὰ τὸ τῶν πομφολύγων πνεῦμα χαλεπὸν ἀποληφθέν, ἔξω δὲ τοῦ σώματος ἀναπνοὰς ἴσχον ἠπιώτερον μέν, καταποικίλλει δὲ τὸ σῶμα λεύκας ἀλφούς τε καὶ τὰ τούτων συγγενῆ νοσήματα ἀποτίκτον. μετὰ χολῆς δὲ μελαίνης κερασθὲν ἐπὶ τὰς περιόδους τε τὰς ἐν τῇ κεφαλῇ θειοτάτας οὔσας ἐπισκεδαννύμενον καὶ συνταράττον αὐτάς, καθ’ ὕπνον μὲν ἰὸν πρᾳΰτερον,




[85b] ἐγρηγορόσιν δὲ ἐπιτιθέμενον δυσαπαλλακτότερον: νόσημα δὲ ἱερᾶς ὂν φύσεως ἐνδικώτατα ἱερὸν λέγεται. φλέγμα δ’ ὀξὺ καὶ ἁλμυρὸν πηγὴ πάντων νοσημάτων ὅσα γίγνεται καταρροϊκά: διὰ δὲ τοὺς τόπους εἰς οὓς ῥεῖ παντοδαποὺς ὄντας παντοῖα ὀνόματα εἴληφεν. ὅσα δὲ φλεγμαίνειν λέγεται τοῦ σώματος, ἀπὸ τοῦ κάεσθαί τε καὶ φλέγεσθαι, διὰ χολὴν γέγονε πάντα. λαμβάνουσα μὲν οὖν ἀναπνοὴν ἔξω παντοῖα


[85c] ἀναπέμπει φύματα ζέουσα, καθειργνυμένη δ’ ἐντὸς πυρίκαυτα νοσήματα πολλὰ ἐμποιεῖ, μέγιστον δέ, ὅταν αἵματι καθαρῷ συγκερασθεῖσα τὸ τῶν ἰνῶν γένος ἐκ τῆς ἑαυτῶν διαφορῇ τάξεως, αἳ διεσπάρησαν μὲν εἰς αἷμα, ἵνα συμμέτρως λεπτότητος ἴσχοι καὶ πάχους καὶ μήτε διὰ θερμότητα ὡς ὑγρὸν ἐκ μανοῦ τοῦ σώματος ἐκρέοι, μήτ’ αὖ πυκνότερον δυσκίνητον





[85d] ὂν μόλις ἀναστρέφοιτο ἐν ταῖς φλεψίν. καιρὸν δὴ τούτων ἶνες τῇ τῆς φύσεως γενέσει φυλάττουσιν: ἃς ὅταν τις καὶ τεθνεῶτος αἵματος ἐν ψύξει τε ὄντος πρὸς ἀλλήλας συναγάγῃ, διαχεῖται πᾶν τὸ λοιπὸν αἷμα, ἐαθεῖσαι δὲ ταχὺ μετὰ τοῦ περιεστῶτος αὐτὸ ψύχους συμπηγνύασιν. ταύτην δὴ τὴν δύναμιν ἐχουσῶν ἰνῶν ἐν αἵματι χολὴ φύσει παλαιὸν αἷμα γεγονυῖα καὶ πάλιν ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς τοῦτο τετηκυῖα, θερμὴ καὶ ὑγρὰ κατ’ ὀλίγον τὸ πρῶτον ἐμπίπτουσα πήγνυται



[85e] διὰ τὴν τῶν ἰνῶν δύναμιν, πηγνυμένη δὲ καὶ βίᾳ κατασβεννυμένη χειμῶνα καὶ τρόμον ἐντὸς παρέχει. πλείων δ’ ἐπιρρέουσα, τῇ παρ’ αὐτῆς θερμότητι κρατήσασα τὰς ἶνας εἰς ἀταξίαν ζέσασα διέσεισεν: καὶ ἐὰν μὲν ἱκανὴ διὰ τέλους κρατῆσαι γένηται, πρὸς τὸ τοῦ μυελοῦ διαπεράσασα γένος κάουσα ἔλυσεν τὰ τῆς ψυχῆς αὐτόθεν οἷον νεὼς πείσματα μεθῆκέν τε ἐλευθέραν, ὅταν δ’ ἐλάττων ᾖ τό τε σῶμα ἀντίσχῃ τηκόμενον, αὐτὴ κρατηθεῖσα ἢ κατὰ πᾶν τὸ σῶμα ἐξέπεσεν, ἢ διὰ τῶν φλεβῶν εἰς τὴν κάτω συνωσθεῖσα ἢ τὴν ἄνω κοιλίαν, οἷον φυγὰς ἐκ πόλεως στασιασάσης ἐκ


[86a] τοῦ σώματος ἐκπίπτουσα, διαρροίας καὶ δυσεντερίας καὶ τὰ τοιαῦτα νοσήματα πάντα παρέσχετο. τὸ μὲν οὖν ἐκ πυρὸς ὑπερβολῆς μάλιστα νοσῆσαν σῶμα συνεχῆ καύματα καὶ πυρετοὺς ἀπεργάζεται, τὸ δ’ ἐξ ἀέρος ἀμφημερινούς, τριταίους δ’ ὕδατος διὰ τὸ νωθέστερον ἀέρος καὶ πυρὸς αὐτὸ εἶναι: τὸ δὲ γῆς, τετάρτως ὂν νωθέστατον τούτων, ἐν τετραπλασίαις περιόδοις χρόνου καθαιρόμενον, τεταρταίους πυρετοὺς ποιῆσαν ἀπαλλάττεται μόλις.

Τρίτον δε είδος νοσημάτων υπάρχει, όπερ δέον να θεωρήσω- μεν ότι γίνεται εκ τριών αιτίων, υπό του αέρος, δεύτερον υπό του

Δ. | φλέγματος και τρίτον υπό της χολής. Διότι όταν ο ταμίας του αέρος εις το σώμα, δηλ. ο πνεύμων, δεν παρέχη τας διεξόδους καθαράς, διότι έχει φραχθή από άλλα ρεύματα 84, εξ ενός μεν επειδή ο αήρ δεν δύναται να εισέρχηται, εξ ετέρου δε επειδή εισέρχεται περισσότερος του δέοντος, σαπίζει όσα μέρη δεν λαμβάνουσιν αναψυχήν (δεν δροσίζονται), εισδύων δε διά βίας εις τας φλέβας και συστρέφων αυτάς, διαλύει το σώμα και μένει εγκεκλεισμένος εν μέσω αυτού, πιέζων το διάφραγμα. Εκ των αιτιών

Ε. | τούτων γεννώνται πολυάριθμα νοσήματα οδυνηρά μετά αφθόνου ιδρώτος. Πολλάκις δε, όταν η σαρξ εις το σώμα χωρίζηται, ο αήρ, ο οποίος γεννάται εντός και αδυνατεί να εύρη έξοδον, προξενεί τους αυτούς πόνους, τους οποίους γεννώσι και τα εξωτερικά αίτια, πόνους, οίτινες είναι μέγιστοι, οσάκις ο αήρ, περικυκλώνων τα νεύρα και τας παρακειμένας μικράς φλέβας και εξογκώνων τους μυς των ώμων και τα σχετικά νεύρα, παράγη μίαν τάσιν προς τα οπίσω. Τα νοσήματα δε ταύτα ακριβώς διά το πάθημα της τάσεως ωνομάσθησαν τέτανοι και οπισθότονοι. Και η θεραπεία τούτων είναι δύσκολος· διότι μόνον οι πυρετοί επερχόμενοι δύναν-

85. | ται υπέρ παν άλλο να διαλύσωσιν αυτάς. Ούτω το λευκόν φλέγμα διά τον αέρα των πομφολύγων του είναι επικίνδυνον, όταν εγκλείεται ούτος, και εάν έχη εκπνοάς έξω του σώματος είναι ηπιώτερον, αλλά καθιστά το σώμα ποικίλον, διότι γεννά εξανθήματα και λευκά στίγματα και άλλα τοιαύτα νοσήματα. Εάν δε αναμιχθή με μαύρην χολήν και διασκορπισθή εις τας εν τη κεφαλή κυκλοφορίας, αίτινες είναι θειόταται, και συνταράξη αυτάς, όταν μεν επέρχεται κατά τον ύπνον είναι ημερώτερον, όταν δε επιτίθεται κατά την εγρήγορσιν δυσκόλως το σώμα απαλλάσσεται

Β. | αυτού. Και το νόσημα τούτο, επειδή είναι φύσεως ιεράς, δικαίως λέγεται ιερά νόσος. — Το οξύ δε και αλμυρόν φλέγμα είναι η πηγή όλων των καταρροϊκών νοσημάτων· και επειδή οι τόποι, εις τους οποίους ρέει, είναι διαφορώτατοι, λαμβάνει και διάφορα ονόματα. — Ως προς τας φλογώσεις δε του σώματος, αίτινες καλούνται ούτω εκ του ότι το σώμα καίεται και φλέγεται, όλαι γεν-


C. | νώνται εκ της χολής. Διότι, όταν αύτη ευρίσκη αναπνοάς προς τα έξω, βράζουσα εκπέμπει ποικίλα εξογκώματα, αλλ’ εάν μένη κατάκλειστος μέσα, γεννά πολλά νοσήματα φλογιστικά. Και το μέγιστον είναι, όταν η χολή, αναμιχθείσα με καθαρόν αίμα, διασκορπίζη έξω της θέσεως των τας ίνας, αίτινες ήσαν διεσπαρμένοι εις το αίμα, ίνα τούτο έχη συμμετρίαν λεπτότητος και πάχους, και διά την πολλήν θερμότητα μη τρέχη ως ρευστόν έξω του σώματος αραιωθέντος 85, μήτε πάλιν διά την πολλήν πυκνότητα γενόμενον δυσκίνητον μόλις και μετά βίας κυκλοφορή εις τας φλέβας.

Δ. | Την αναλογίαν (μέτρον) ταύτην διατηρούσιν αι ίνες δι’ αυτήν την φυσικήν σύστασίν των. Διότι, όταν τις αφαιρών αυτάς και εκ νεκρού και πηχθέντος αίματος τας συνάγη, τότε όλον το λοιπόν αίμα αφανίζεται. Εάν όμως αφεθώσιν εκεί, ταχέως θα το πήξωσι με την βοήθειαν του περικυκλούντος αυτό ψύχους. Επειδή δε ταύτην την δύναμιν έχουσιν αι ίνες εις το αίμα, η χολή, ήτις ήτο φύσει παλαιόν αίμα 86, και ήτις πάλιν από τας σάρκας επιστρέφει ίνα διαλυθή εις αυτό, κατά πρώτον χυνομένη θερμή και υγρά ολίγον κατ’ ολίγον, διά της επενεργείας των ινών πήγνυται· πηγνυμένη δε και

Ε. | σβυνομένη διά βίας, παράγει εντός χειμώνα και τρόμον. Όταν δε επιρρέη αφθονωτέρα και υπερνικά διά της θερμότητος αυτής, βράζουσα διαταράττει και θέτει εις αταξίαν τας ίνας. Και εάν είναι ικανή να νικήση μέχρι τέλους, εισχωρήσασα εις την ουσίαν του μυελού, διαλύει εκείθεν καίουσα τα παλαμάρια της ψυχής, όπως λύουσι τα σχοινία ενός πλοίου, και την αφίνει ελευθέραν. Όταν όμως είναι ασθενεστέρα και το σώμα ανθίσταται εις την διάλυσιν, τότε η χολή νικάται και ή φεύγει εξ όλου του σώματος, ή αποκρουσθείσα διά των φλεβών εις την κάτω ή την άνω κοιλίαν, φεύγουσα εκ του σώματος, ως εξόριστος από πόλιν στασιά-

86. | σασαν 87, παράγει διαρροίας και δυσεντερίας και πάντα τα άλλα τοιαύτα νοσήματα. Όταν τέλος το σώμα νοσήση προ πάντων από υπερβολικόν πυρ (θερμότητα), γεννώνται καύματα και πυρετοί συνεχείς, όταν δε από υπερβολήν αέρος, καθημερινοί πυρετοί 88, τριταίοι δε από υπερβολήν ύδατος, διότι το ύδωρ κινείται βραδύτερον του αέρος και του πυρός· όταν δε από υπερβολήν γης, επειδή αύτη είναι κατά τέταρτον λόγον βραδυτάτη και καθαρίζεται εις περιόδους τετραπλασίας χρόνου, γεννώνται οι τεταρταίοι 89 πυρετοί και μετά μεγάλης δυσκολίας θεραπεύονται.

XLI. Ψυχικαί νόσοι 90.

[86b] καὶ τὰ μὲν περὶ τὸ σῶμα νοσήματα ταύτῃ συμβαίνει γιγνόμενα, τὰ δὲ περὶ ψυχὴν διὰ σώματος ἕξιν τῇδε. νόσον μὲν δὴ ψυχῆς ἄνοιαν συγχωρητέον, δύο δ’ ἀνοίας γένη, τὸ μὲν μανίαν, τὸ δὲ ἀμαθίαν. πᾶν οὖν ὅτι πάσχων τις πάθος ὁπότερον αὐτῶν ἴσχει, νόσον προσρητέον, ἡδονὰς δὲ καὶ λύπας ὑπερβαλλούσας τῶν νόσων μεγίστας θετέον τῇ ψυχῇ: περιχαρὴς γὰρ ἄνθρωπος ὢν ἢ καὶ τἀναντία ὑπὸ



[86c] λύπης πάσχων, σπεύδων τὸ μὲν ἑλεῖν ἀκαίρως, τὸ δὲ φυγεῖν, οὔθ’ ὁρᾶν οὔτε ἀκούειν ὀρθὸν οὐδὲν δύναται, λυττᾷ δὲ καὶ λογισμοῦ μετασχεῖν ἥκιστα τότε δὴ δυνατός. τὸ δὲ σπέρμα ὅτῳ πολὺ καὶ ῥυῶδες περὶ τὸν μυελὸν γίγνεται καὶ καθαπερεὶ δένδρον πολυκαρπότερον τοῦ συμμέτρου πεφυκὸς ᾖ, πολλὰς μὲν καθ’ ἕκαστον ὠδῖνας, πολλὰς δ’ ἡδονὰς κτώμενος ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις καὶ τοῖς περὶ τὰ τοιαῦτα τόκοις, ἐμμανὴς τὸ πλεῖστον γιγνόμενος τοῦ βίου διὰ τὰς μεγίστας ἡδονὰς




[86d] καὶ λύπας, νοσοῦσαν καὶ ἄφρονα ἴσχων ὑπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν, οὐχ ὡς νοσῶν ἀλλ’ ὡς ἑκὼν κακὸς δοξάζεται: τὸ δὲ ἀληθὲς ἡ περὶ τὰ ἀφροδίσια ἀκολασία κατὰ τὸ πολὺ μέρος διὰ τὴν ἑνὸς γένους ἕξιν ὑπὸ μανότητος ὀστῶν ἐν σώματι ῥυώδη καὶ ὑγραίνουσαν νόσος ψυχῆς γέγονεν. καὶ σχεδὸν δὴ πάντα ὁπόσα ἡδονῶν ἀκράτεια καὶ ὄνειδος ὡς ἑκόντων λέγεται τῶν κακῶν, οὐκ ὀρθῶς ὀνειδίζεται: κακὸς



[86e] μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς, διὰ δὲ πονηρὰν ἕξιν τινὰ τοῦ σώματος καὶ ἀπαίδευτον τροφὴν ὁ κακὸς γίγνεται κακός, παντὶ δὲ ταῦτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται. καὶ πάλιν δὴ τὸ περὶ τὰς λύπας ἡ ψυχὴ κατὰ ταὐτὰ διὰ σῶμα πολλὴν ἴσχει κακίαν. ὅτου γὰρ ἂν ἢ τῶν ὀξέων καὶ τῶν ἁλυκῶν φλεγμάτων καὶ ὅσοι πικροὶ καὶ χολώδεις χυμοὶ κατὰ τὸ σῶμα πλανηθέντες ἔξω μὲν μὴ λάβωσιν ἀναπνοήν, ἐντὸς δὲ εἱλλόμενοι




[87a] τὴν ἀφ’ αὑτῶν ἀτμίδα τῇ τῆς ψυχῆς φορᾷ συμμείξαντες ἀνακερασθῶσι, παντοδαπὰ νοσήματα ψυχῆς ἐμποιοῦσι μᾶλλον καὶ ἧττον καὶ ἐλάττω καὶ πλείω, πρός τε τοὺς τρεῖς τόπους ἐνεχθέντα τῆς ψυχῆς, πρὸς ὃν ἂν ἕκαστ’ αὐτῶν προσπίπτῃ, ποικίλλει μὲν εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά, ποικίλλει δὲ θρασύτητός τε καὶ δειλίας, ἔτι δὲ λήθης ἅμα καὶ δυσμαθίας. πρὸς δὲ τούτοις, ὅταν οὕτως




[87b] κακῶς παγέντων πολιτεῖαι κακαὶ καὶ λόγοι κατὰ πόλεις ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ λεχθῶσιν, ἔτι δὲ μαθήματα μηδαμῇ τούτων ἰατικὰ ἐκ νέων μανθάνηται, ταύτῃ κακοὶ πάντες οἱ κακοὶ διὰ δύο ἀκουσιώτατα γιγνόμεθα: ὧν αἰτιατέον μὲν τοὺς φυτεύοντας ἀεὶ τῶν φυτευομένων μᾶλλον καὶ τοὺς τρέφοντας τῶν τρεφομένων, προθυμητέον μήν, ὅπῃ τις δύναται, καὶ διὰ τροφῆς καὶ δι’ ἐπιτηδευμάτων μαθημάτων τε φυγεῖν μὲν κακίαν, τοὐναντίον δὲ ἑλεῖν. ταῦτα μὲν οὖν δὴ τρόπος ἄλλος λόγων.

Β. | Και τα μεν νοσήματα του σώματος τοιουτοτρόπως γεννώνται, τα δε της ψυχής γίνονται εκ της σωματικής διαθέσεως κατά τον εξής τρόπον: Ότι η νόσος της ψυχής είναι η αφροσύνη· δέον να το ομολογήσωμεν, αλλά της αφροσύνης δύο είναι τα είδη· το έν είναι η μανία και το άλλο η αμαθία. Οιονδήποτε λοιπόν πάθος, όπερ πάσχων τις έχει εν εαυτώ το έν ή το άλλο, δέον να είπωμεν αυτό νόσον. Και ηδοναί δε και λύπαι υπερβολικαί πρέπει να παραδεχθώμεν ότι είναι εκ των μεγίστων νόσων της ψυχής. Διότι ο άνθρωπος όστις αισθάνεται υπερβολικήν χαράν, ή και υπό

C. | λύπης ευρίσκεται εις την εναντίαν κατάστασιν, σπεύδων άλλο μεν να συλλάβη ουχί εις κατάλληλον καιρόν, άλλο δε να αποφύγη, δεν δύναται ούτε να ίδη ούτε να ακούση ορθώς κανέν πράγμα, αλλά λυσσά και δεν έχει πλέον την δύναμιν να κάμνη χρήσιν του λογικού. Εκείνος δε, εις τον οποίον γεννάται σπέρμα άφθονον και ορμητικόν εις τον μυελόν, και είναι ως δένδρον, όπερ καρποφορεί περισσότερον του φυσικού μέτρου, ούτος δοκιμάζων πολλάς λύπας και πολλάς ηδονάς εις τας επιθυμίας και εις τα αποτελέσματα αυτών, και γινόμενος μανιακός κατά το περισσότερον μέρος της ζωής του διά τας μεγίστας ταύτας ηδονάς και

Δ. | λύπας, ενώ έχει την ψυχήν νοσηράν και άφρονα ένεκα του σώματος, δεν θεωρείται ως έχων νόσον, αλλά κακώς νομίζεται ότι είναι εκουσίως κακός. Αλλ’ όμως το αληθές είναι ότι η ακολασία εις τας αφροδισίους ηδονάς κατέστη εις αυτόν νόσος της ψυχής κατά μέγα μέρος ένεκα διαθέσεως ενός μόνου είδους, όπερ διά την αραιότητα των οστών ρέει εις το σώμα και το υγραίνει. Και σχεδόν πάντα όσα λέγονται ακρασία εις τας ηδονάς προς όνειδος, ως εάν οι κακοί ήσαν τοιούτοι εκουσίως, δεν προσάπτουσιν ορθώς

Ε. | όνειδος. Διότι ουδείς είναι κακός εκουσίως 91 αλλά διά τινα κακήν διάθεσιν του σώματος ή δι’ έλλειψιν ανατροφής ο κακός γίνεται κακός. Και ταύτα είναι ατυχήματα εις πάντας και συμβαίνουσιν και εις εκείνον, όστις δεν θέλει. Και πάλιν ως προς τας λύπας κατά τον αυτόν τρόπον η ψυχή λαμβάνει πολλάς συμφοράς διά του σώματος. Διότι όπου οι χυμοί των οξέων φλεγμάτων, και των αλυκών και όσοι είναι πικροί και χολώδεις πλανηθέντες εις το σώμα δεν ευρίσκουσι μεν αναπνοήν προς τα έξω, αλλά περιφερόμενοι εντός αποτελούσι κράμα αναμιγνύοντες τους ιδίους αυ-

87. | τών ατμούς με την κίνησιν της ψυχής, εκεί παράγουσι παντοειδή ψυχικά νοσήματα άλλοτε μεν περισσότερα, άλλοτε δε ολιγώτερα, και άλλοτε μικρότερα ή μεγαλείτερα, Και τα νοσήματα ταύτα μεταφερόμενα εις τας τρεις έδρας της ψυχής, όπου έκαστον αυτών προσπέση, εκεί παράγει πολλάς και διαφόρους ποικιλίας δυσαρεσκείας και λύπης, και άλλας θρασύτητος και δειλίας, και προσέτι λήθης ομού και δυσμαθίας. Εκτός δε τούτων, όταν από ανθρώπους ούτω κακώς συγκεκροτημένους γίνωνται κακαί πολιτείαι, και κατ’ ιδίαν και δημοσίως εις τας πόλεις εκφωνών-

Β. | ται λόγοι, προσέτι δε δεν μανθάνωνται υπό των νέων μαθήματα θεραπεύοντα τα κακά ταύτα, τότε, τοιουτοτρόπως όλοι γίνονται κακοί, όσοι είναι τοιούτοι, διά τας δύο αιτίας όλως ακουσίας. Και διά ταύτα πρέπει να μεμφώμεθα τους γονείς μάλλον παρά τα τέκνα και τους ανατρέφοντας μάλλον παρά τους ανατρεφομένους. Λοιπόν πρέπει να έχωμεν προθυμίαν, όσον είναι δυνατόν διά της αγωγής, διά των θεσμών και των διδασκαλιών να φεύγωμεν την κακίαν· να αποκτήσωμεν δε το εναντίον. Αλλά τούτο είναι άλλη σειρά λόγων.

XLII. Θεραπευτική 92.

[87c] τὸ δὲ τούτων ἀντίστροφον αὖ, τὸ περὶ τὰς τῶν σωμάτων καὶ διανοήσεων θεραπείας αἷς αἰτίαις σῴζεται, πάλιν εἰκὸς καὶ πρέπον ἀνταποδοῦναι: δικαιότερον γὰρ τῶν ἀγαθῶν πέρι μᾶλλον ἢ τῶν κακῶν ἴσχειν λόγον. πᾶν δὴ τὸ ἀγαθὸν καλόν, τὸ δὲ καλὸν οὐκ ἄμετρον: καὶ ζῷον οὖν τὸ τοιοῦτον ἐσόμενον σύμμετρον θετέον. συμμετριῶν δὲ τὰ μὲν σμικρὰ διαισθανόμενοι συλλογιζόμεθα, τὰ δὲ κυριώτατα καὶ μέγιστα




[87d] ἀλογίστως ἔχομεν. πρὸς γὰρ ὑγιείας καὶ νόσους ἀρετάς τε καὶ κακίας οὐδεμία συμμετρία καὶ ἀμετρία μείζων ἢ ψυχῆς αὐτῆς πρὸς σῶμα αὐτό: ὧν οὐδὲν σκοποῦμεν οὐδ’ ἐννοοῦμεν, ὅτι ψυχὴν ἰσχυρὰν καὶ πάντῃ μεγάλην ἀσθενέστερον καὶ ἔλαττον εἶδος ὅταν ὀχῇ, καὶ ὅταν αὖ τοὐναντίον συμπαγῆτον τούτω, οὐ καλὸν ὅλον τὸ ζῷον–ἀσύμμετρον γὰρ ταῖς μεγίσταις συμμετρίαις–τὸ δὲ ἐναντίως ἔχον πάντων θεαμάτων τῷ δυναμένῳ καθορᾶν κάλλιστον καὶ ἐρασμιώτατον.





[87e] οἷον οὖν ὑπερσκελὲς ἢ καί τινα ἑτέραν ὑπέρεξιν ἄμετρον ἑαυτῷ τι σῶμα ὂν ἅμα μὲν αἰσχρόν, ἅμα δ’ ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν πόνων πολλοὺς μὲν κόπους, πολλὰ δὲ σπάσματα καὶ διὰ τὴν παραφορότητα πτώματα παρέχον μυρίων κακῶν αἴτιον ἑαυτῷ, ταὐτὸν δὴ διανοητέον καὶ περὶ τοῦ συναμφοτέρου, ζῷον ὃ καλοῦμεν, ὡς ὅταν τε ἐν αὐτῷ ψυχὴ κρείττων



[88a] οὖσα σώματος περιθύμως ἴσχῃ, διασείουσα πᾶν αὐτὸ ἔνδοθεν νόσων ἐμπίμπλησι, καὶ ὅταν εἴς τινας μαθήσεις καὶ ζητήσεις συντόνως ἴῃ, κατατήκει, διδαχάς τ’ αὖ καὶ μάχας ἐν λόγοις ποιουμένη δημοσίᾳ καὶ ἰδίᾳ δι’ ἐρίδων καὶ φιλονικίας γιγνομένων διάπυρον αὐτὸ ποιοῦσα σαλεύει, καὶ ῥεύματα ἐπάγουσα, τῶν λεγομένων ἰατρῶν ἀπατῶσα τοὺς πλείστους, τἀναίται αἰτιᾶσθαι ποιεῖ: σῶμά τε ὅταν αὖ μέγα καὶ ὑπέρψυχον σμικρᾷ συμφυὲς ἀσθενεῖ τε διανοίᾳ γένηται, διττῶν



[88b] ἐπιθυμιῶν οὐσῶν φύσει κατ’ ἀνθρώπους, διὰ σῶμα μὲν τροφῆς, διὰ δὲ τὸ θειότατον τῶν ἐν ἡμῖν φρονήσεως, αἱ τοῦ κρείττονος κινήσεις κρατοῦσαι καὶ τὸ μὲν σφέτερον αὔξουσαι, τὸ δὲ τῆς ψυχῆς κωφὸν καὶ δυσμαθὲς ἀμνῆμόν τε ποιοῦσαι, τὴν μεγίστην νόσον ἀμαθίαν ἐναπεργάζονται. μία δὴ σωτηρία πρὸς ἄμφω, μήτε τὴν ψυχὴν ἄνευ σώματος κινεῖν μήτε σῶμα ἄνευ ψυχῆς, ἵνα ἀμυνομένω γίγνησθον ἰσορρόπω καὶ



[88c] ὑγιῆ. τὸν δὴ μαθηματικὸν ἤ τινα ἄλλην σφόδρα μελέτην διανοίᾳ κατεργαζόμενον καὶ τὴν τοῦ σώματος ἀποδοτέον κίνησιν, γυμναστικῇ προσομιλοῦντα, τόν τε αὖ σῶμα ἐπιμελῶς πλάττοντα τὰς τῆς ψυχῆς ἀνταποδοτέον κινήσεις, μουσικῇ καὶ πάσῃ φιλοσοφίᾳ προσχρώμενον, εἰ μέλλει δικαίως τις ἅμα μὲν καλός, ἅμα δὲ ἀγαθὸς ὀρθῶς κεκλῆσθαι. κατὰ δὲ ταὐτὰ ταῦτα καὶ τὰ μέρη θεραπευτέον, τὸ τοῦ παντὸς





[88d] ἀπομιμούμενον εἶδος. τοῦ γὰρ σώματος ὑπὸ τῶν εἰσιόντων καομένου τε ἐντὸς καὶ ψυχομένου, καὶ πάλιν ὑπὸ τῶν ἔξωθεν ξηραινομένου καὶ ὑγραινομένου καὶ τὰ τούτοις ἀκόλουθα πάσχοντος ὑπ’ ἀμφοτέρων τῶν κινήσεων, ὅταν μέν τις ἡσυχίαν ἄγον τὸ σῶμα παραδιδῷ ταῖς κινήσεσι, κρατηθὲν διώλετο, ἐὰν δὲ ἥν τε τροφὸν καὶ τιθήνην τοῦ παντὸς προσείπομεν μιμῆταί τις, καὶ τὸ σῶμα μάλιστα μὲν μηδέποτε ἡσυχίαν ἄγειν ἐᾷ, κινῇ δὲ καὶ σεισμοὺς ἀεί τινας ἐμποιῶν αὐτῷ διὰ


[88e] παντὸς τὰς ἐντὸς καὶ ἐκτὸς ἀμύνηται κατὰ φύσιν κινήσεις, καὶ μετρίως σείων τά τε περὶ τὸ σῶμα πλανώμενα παθήματα καὶ μέρη κατὰ συγγενείας εἰς τάξιν κατακοσμῇ πρὸς ἄλληλα, κατὰ τὸν πρόσθεν λόγον ὃν περὶ τοῦ παντὸς ἐλέγομεν, οὐκ ἐχθρὸν παρ’ ἐχθρὸν τιθέμενον ἐάσει πολέμους ἐντίκτειν τῷ σώματι καὶ νόσους, ἀλλὰ φίλον παρὰ φίλον τεθὲν ὑγίειαν




[89a] ἀπεργαζόμενον παρέξει. τῶν δ’ αὖ κινήσεων ἡ ἐν ἑαυτῷ ὑφ’ αὑτοῦ ἀρίστη κίνησις–μάλιστα γὰρ τῇ διανοητικῇ καὶ τῇ τοῦ παντὸς κινήσει συγγενής–ἡ δὲ ὑπ’ ἄλλου χείρων: χειρίστη δὲ ἡ κειμένου τοῦ σώματος καὶ ἄγοντος ἡσυχίαν δι’ ἑτέρων αὐτὸ κατὰ μέρη κινοῦσα. διὸ δὴ τῶν καθάρσεων καὶ συστάσεων τοῦ σώματος ἡ μὲν διὰ τῶν γυμνασίων ἀρίστη, δευτέρα δὲ ἡ διὰ τῶν αἰωρήσεων κατά τε τοὺς πλοῦς καὶ ὅπῃπερ ἂν ὀχήσεις ἄκοποι γίγνωνται: τρίτον δὲ εἶδος κινήσεως



[89b] σφόδρα ποτὲ ἀναγκαζομένῳ χρήσιμον, ἄλλως δὲ οὐδαμῶς τῷ νοῦν ἔχοντι προσδεκτέον, τὸ τῆς φαρμακευτικῆς καθάρσεως γιγνόμενον ἰατρικόν. τὰ γὰρ νοσήματα, ὅσα μὴ μεγάλους ἔχει κινδύνους, οὐκ ἐρεθιστέον φαρμακείαις. πᾶσα γὰρ σύστασις νόσων τρόπον τινὰ τῇ τῶν ζῴων φύσει προσέοικε. καὶ γὰρ ἡ τούτων σύνοδος ἔχουσα τεταγμένους τοῦ βίου γίγνεται χρόνους τοῦ τε γένους σύμπαντος, καὶ καθ’ αὑτὸ τὸ ζῷον εἱμαρμένον ἕκαστον ἔχον τὸν βίον φύεται,




[89c] χωρὶς τῶν ἐξ ἀνάγκης παθημάτων: τὰ γὰρ τρίγωνα εὐθὺς κατ’ ἀρχὰς ἑκάστου δύναμιν ἔχοντα συνίσταται μέχρι τινὸς χρόνου δυνατὰ ἐξαρκεῖν, οὗ βίον οὐκ ἄν ποτέ τις εἰς τὸ πέραν ἔτι βιῴη. τρόπος οὖν ὁ αὐτὸς καὶ τῆς περὶ τὰ νοσήματα συστάσεως: ἣν ὅταν τις παρὰ τὴν εἱμαρμένην τοῦ χρόνου φθείρῃ φαρμακείαις, ἅμα ἐκ σμικρῶν μεγάλα καὶ πολλὰ ἐξ ὀλίγων νοσήματα φιλεῖ γίγνεσθαι. διὸ παιδαγωγεῖν δεῖ διαίταις πάντα τὰ τοιαῦτα, καθ’ ὅσον ἂν ᾖ τῳ σχολή,


[89d] ἀλλ’ οὐ φαρμακεύοντα κακὸν δύσκολον ἐρεθιστέον.

C. | Εκείνο δε πάλιν, το οποίον είναι αντίστροφον προς ταύτα, ήτοι το αναφερόμενον εις τας θεραπείας των σωμάτων και των διανοιών, δηλαδή διά ποίων μέσων συντηρούνται ταύτα, πάλιν είναι φυσικόν και πρέπον να εκθέσωμεν προς ανταπόδοσιν. Διότι είναι ορθότερον ο λόγος να πραγματεύηται περί των αγαθών μάλλον παρά περί των κακών. Παν λοιπόν το αγαθόν είναι καλόν· το δε καλόν δεν είναι άνευ μέτρου. Και το ζώον λοιπόν, το οποίον μέλλει να είναι τοιούτον, πρέπει να υποθέσωμεν ότι έχει μέτρον και αναλογίαν. Αλλά εκ των συμμετριών αντιλαμβανόμενοι τας

Δ. | σμικράς τας μετρούμεν, τας δε σπουδαιοτάτας και τας μεγίστας τας αμελούμεν εντελώς. Διότι ως προς τας υγείας και τας νόσους, και τας αρετάς και τας κακίας ουδεμία συμμετρία ή ασυμμετρία είναι μεγαλυτέρα από εκείνην την ψυχής προς το σώμα αυτής. Και εκ τούτων ουδέν εξετάζομεν, ούτε εννοούμεν ότι, όταν ψυχή ισχυρά και μεγάλη κατά παν μέρος αυτής φέρηται υπό σώματος ασθενεστέρου ή μικροτέρου, και όταν ακόμη τα δύο ταύτα συνδυάζωνται αντιστρόφως, το όλον ζώον δεν είναι ωραίον. Διότι είναι ασύμμετρον κατά τας σπουδαιοτάτας συμμετρίας, το δε ευρισκόμενον εις εναντίαν κατάστασιν είναι το ωραιότατον και ερασμιώτατον θέαμα εις εκείνον, όστις δύναται να παρατηρή. Καθώς

Ε. | λοιπόν σώμα τι με σκέλη μακρότατα ή έχον άλλην τινά αφθονίαν δυσανάλογον προς εαυτό, όχι μόνον είναι αισχρόν, αλλά και εις τους κοινούς σκοπούς 93 προξενούν πολλούς καμάτους και πολλά σπάσματα και διά την παραφοράν αυτού πολλάς πτώσεις, είναι αίτιον εις εαυτό πολλών κακών, ούτω το αυτό τούτο πρέπει να νοήσωμεν και περί του συνδυασμού τούτου, το οποίον ονομάζομεν ζώον. Ότι δηλ. όταν η ψυχή ήτις είναι εις αυτό, ούσα

88. | υπερτέρα του σώματος, ευρίσκεται εις ερεθισμόν μέγαν ταράττουσα αυτό όλον εντός, το γεμίζει από νόσους· και όταν αύτη παραδίδεται συντόνως εις μελέτας και ζητήματα, φθείρει αυτό· και όταν κάμνη διδαχάς και μάχας διά λόγων δημοσίως και ιδιωτικώς, διά των ερίδων και φιλονεικιών, αίτινες γεννώνται, φλέγουσα αυτό όλον το διαλύει 94, και παράγουσα ρεύματα απατά τους πλείστους των λεγομένων ιατρών και κάμνει αυτούς να αποδίδωσι το κακόν εις άλλας αιτίας. Και όταν πάλιν σώμα τι μέγα και γενναιότατον ευρίσκεται συνδεδεμένον με μικράν και ασθενή διά-

Β. | νοιαν, επειδή φύσει υπάρχουσιν εις τους ανθρώπους δύο είδη επιθυμιών, τροφής διά το σώμα και σοφίας δι’ εκείνο, όπερ εν ημίν είναι το θειότατον, επειδή αι κινήσεις του ισχυροτέρου νικώσι και αυξάνουσι το μέρος αυτών, ενώ την ψυχήν καθιστώσι μωράν και δύσκολον να μανθάνη και να ενθυμήται, παράγουσι την μεγίστην νόσον, την αμαθίαν. Υπάρχει όμως μία μόνη σωτηρία εις αμφότερα ταύτα, να μη ασκώμεν την ψυχήν άνευ του σώματος μήτε το σώμα άνευ της ψυχής, ίνα ούτω υπερασπιζόμενα το έν

C. | κατά του άλλου γίνωνται ισόρροπα και υγιά. Ο μαθηματικός 95 λοιπόν ή ο εργαζόμενος με τον νουν αυτού συντόνως εις τινα άλλην επιστήμην πρέπει να δίδη και εις το σώμα την απαιτουμένην άσκησιν, προσοικειούμενος την γυμναστικήν, και πάλιν ο επιμελώς περιποιούμενος το σώμα του πρέπει να αποδίδη αντί τούτου τας κινήσεις της ψυχής του, μεταχειριζόμενος μουσικήν και μελετών πάσαν φιλοσοφίαν, εάν μέλλη δικαίως να ονομάζηται συνάμα μεν ωραίος, συνάμα δε αγαθός αληθώς. Και συμφώνως προς αυτά ταύτα πρέπει να θεραπεύωμεν και τα ιδιαίτερα μέλη του σώματος, μιμούμενοι τα συμβαίνοντα εις το σύμπαν. Δηλαδή επειδή το σώμα καίεται και ψύχεται από τα

Δ. | εισερχόμενα, και πάλιν από τα έξω πράγματα ξηραίνεται και υγραίνεται και δέχεται εντυπώσεις συμφώνους με ταύτα τα πράγματα ένεκα των δύο κινήσεων τούτων, όταν τις παραδίδη έρμαιον εις τας κινήσεις ταύτας το σώμα του ενώ ευρίσκεται εις ανάπαυσιν, τούτο νικηθέν υπ’ αυτών καταστρέφεται. Εάν όμως μιμήται εκείνην, την οποίαν ωνομάσαμεν μητέρα και τροφόν του παντός 96 και δεν αφίνη ποτέ το σώμα του να μένη εις ησυχίαν, αλλά το κινή και διαρκώς προξενή εις αυτό όλον σεισμούς τινας, τότε το υπε-

Ε. | ρασπίζει συμφώνως προς την φύσιν κατά των εξωτερικών και εσωτερικών κινήσεων, και με τον μέτριον τούτον σεισμόν βάλλει εις τάξιν κατά συγγένειαν προς την αμοιβαίαν αυτών θέσιν τας πλανωμένας εντυπώσεις του σώματος και τα μέρη αυτού συμφώνως προς όσα είπομεν πρότερον ομιλούντες περί του παντός. Ο πράττων ταύτα δεν θα θέση εχθρόν πλησίον εχθρού ούτε θα αφίση να γεννηθώσι πόλεμοι και ασθένειαι εις το σώμα αυτού, αλλά θα κάμη ώστε φίλος τεθείς πλησίον φίλου να παρέχη την

89. | υγιείαν. Αφ’ ετέρου εκ των κινήσεων αρίστη είναι η γινομένη εν εαυτή και αφ’ εαυτής (διότι είναι συγγενεστάτη με την κίνησιν της διανοίας και της του σύμπαντος), χειροτέρα δε είναι η γινομένη υπ’ άλλου, και χειρίστη είναι εκείνη ήτις εις το σώμα, όταν κατάκειται και ησυχάζη, δίδεται υπό άλλων κατά τα ιδιαίτερα μέρη αυτού. Διά τούτο εκ των καθάρσεων και των αναπλάσεων του σώματος εκείνη, η οποία γίνεται διά της γυμναστικής είναι η αρίστη· δευτέρα δε έρχεται η διά των αιωρήσεων, είτε εντός πλοίων είτε εντός οιωνδήποτε οχημάτων γίνονται χωρίς να προ-

Β. | ξενώσι κόπον. Τρίτον δε είδος κινήσεων είναι χρήσιμον μόνον, όταν απολύτως αναγκάζεται τις, άλλως δε δεν πρέπει ουδέποτε να το δέχηται όστις έχει νουν, και τούτο είναι το γινόμενον διά φαρμακευτικής καθάρσεως χάριν ιατρείας. Διότι τα νοσήματα, όσα δεν έχουσι μεγάλους κινδύνους δεν πρέπει να τα ερεθίζωμεν με φάρμακα. Και τω όντι, η πορεία των νόσων ομοιάζει τρόπον τινά με την φύσιν των ζώων, διότι και η σύστασις των ζώων έχει περίοδον ζωής προσδιωρισμένην διά τα ιδιαίτερα είδη 97, ομοίως δε έκαστον ζώον καθ’ εαυτό έχει εκ φύσεως μοιραίον χρόνον ζωής εξαιρουμένων των αναποφεύκτων παθημάτων. Διότι τα τρίγωνα

C. | εκάστου ατόμου ευθύς εξ αρχής αποτελούνται με μίαν προσδιωρισμένην δύναμιν, ώστε είναι ικανά να διαρκέσωσι μέχρι τινός χρόνου, πέραν του οποίου δεν δύναται να εξακολουθήση η ζωή. Κατά τον αυτόν τρόπον είναι και η σύστασις των νοσημάτων. Και όταν τις καταστρέφη ταύτην έξω του πεπρωμένου χρόνου με φάρμακα, γίνονται συνήθως εκ μικρών μεγάλα νοσήματα και εξ ολίγων πολλά. Διά τούτο πρέπει πάντα τα τοιαύτα νοσήματα να κυβερνά τις με δίαιτας του ζην, καθ’ όσον έχει την ευκολίαν, αλλά

Δ. | να μη τα ερεθίζη με φάρμακα και να κάμνη δυσκολωτέραν την θεραπείαν του κακού.

XLIII. Αγωγή ψυχής 98.

καὶ περὶ μὲν τοῦ κοινοῦ ζῴου καὶ τοῦ κατὰ τὸ σῶμα αὐτοῦ μέρους, ᾗ τις ἂν καὶ διαπαιδαγωγῶν καὶ διαπαιδαγωγούμενος ὑφ’ αὑτοῦ μάλιστ’ ἂν κατὰ λόγον ζῴη, ταύτῃ λελέχθω: τὸ δὲ δὴ παιδαγωγῆσον αὐτὸ μᾶλλόν που καὶ πρότερον παρασκευαστέον εἰς δύναμιν ὅτι κάλλιστον καὶ ἄριστον εἰς τὴν παιδαγωγίαν εἶναι. δι’ ἀκριβείας μὲν οὖν περὶ τούτων




[89e] διελθεῖν ἱκανὸν ἂν γένοιτο αὐτὸ καθ’ αὑτὸ μόνον ἔργον: τὸ δ’ ἐν παρέργῳ κατὰ τὰ πρόσθεν ἑπόμενος ἄν τις οὐκ ἄπο τρόπου τῇδε σκοπῶν ὧδε τῷ λόγῳ διαπεράναιτ’ ἄν. καθάπερ εἴπομεν πολλάκις, ὅτι τρία τριχῇ ψυχῆς ἐν ἡμῖν εἴδη κατῴκισται, τυγχάνει δὲ ἕκαστον κινήσεις ἔχον, οὕτω κατὰ ταὐτὰ καὶ νῦν ὡς διὰ βραχυτάτων ῥητέον ὅτι τὸ μὲν αὐτῶν ἐν ἀργίᾳ διάγον καὶ τῶν ἑαυτοῦ κινήσεων ἡσυχίαν ἄγον ἀσθενέστατον ἀνάγκη γίγνεσθαι, τὸ δ’ ἐν γυμνασίοις ἐρρωμενέστατον:




[90a] διὸ φυλακτέον ὅπως ἂν ἔχωσιν τὰς κινήσεις πρὸς ἄλληλα συμμέτρους. τὸ δὲ δὴ περὶ τοῦ κυριωτάτου παρ’ ἡμῖν ψυχῆς εἴδους διανοεῖσθαι δεῖ τῇδε, ὡς ἄρα αὐτὸ δαίμονα θεὸς ἑκάστῳ δέδωκεν, τοῦτο ὃ δή φαμεν οἰκεῖν μὲν ἡμῶν ἐπ’ ἄκρῳ τῷ σώματι, πρὸς δὲ τὴν ἐν οὐρανῷ συγγένειαν ἀπὸ γῆς ἡμᾶς αἴρειν ὡς ὄντας φυτὸν οὐκ ἔγγειον ἀλλὰ οὐράνιον, ὀρθότατα λέγοντες: ἐκεῖθεν γάρ, ὅθεν ἡ πρώτη τῆς ψυχῆς γένεσις ἔφυ, τὸ θεῖον τὴν κεφαλὴν καὶ ῥίζαν ἡμῶν


[90b] ἀνακρεμαννὺν ὀρθοῖ πᾶν τὸ σῶμα. τῷ μὲν οὖν περὶ τὰς ἐπιθυμίας ἢ περὶ φιλονικίας τετευτακότι καὶ ταῦτα διαπονοῦντι σφόδρα πάντα τὰ δόγματα ἀνάγκη θνητὰ ἐγγεγονέναι, καὶ παντάπασιν καθ’ ὅσον μάλιστα δυνατὸν θνητῷ γίγνεσθαι, τούτου μηδὲ σμικρὸν ἐλλείπειν, ἅτε τὸ τοιοῦτον ηὐξηκότι: τῷ δὲ περὶ φιλομαθίαν καὶ περὶ τὰς ἀληθεῖς φρονήσεις ἐσπουδακότι καὶ ταῦτα μάλιστα τῶν αὑτοῦ γεγυμνασμένῳ





[90c] φρονεῖν μὲν ἀθάνατα καὶ θεῖα, ἄνπερ ἀληθείας ἐφάπτηται, πᾶσα ἀνάγκη που, καθ’ ὅσον δ’ αὖ μετασχεῖν ἀνθρωπίνῃ φύσει ἀθανασίας ἐνδέχεται, τούτου μηδὲν μέρος ἀπολείπειν, ἅτε δὲ ἀεὶ θεραπεύοντα τὸ θεῖον ἔχοντά τε αὐτὸν εὖ κεκοσμημένον τὸν δαίμονα σύνοικον ἑαυτῷ, διαφερόντως εὐδαίμονα εἶναι. θεραπεία δὲ δὴ παντὶ παντὸς μία, τὰς οἰκείας ἑκάστῳ τροφὰς καὶ κινήσεις ἀποδιδόναι. τῷ δ’ ἐν ἡμῖν θείῳ συγγενεῖς εἰσιν κινήσεις αἱ τοῦ παντὸς διανοήσεις


[90d] καὶ περιφοραί: ταύταις δὴ συνεπόμενον ἕκαστον δεῖ, τὰς περὶ τὴν γένεσιν ἐν τῇ κεφαλῇ διεφθαρμένας ἡμῶν περιόδους ἐξορθοῦντα διὰ τὸ καταμανθάνειν τὰς τοῦ παντὸς ἁρμονίας τε καὶ περιφοράς, τῷ κατανοουμένῳ τὸ κατανοοῦν ἐξομοιῶσαι κατὰ τὴν ἀρχαίαν φύσιν, ὁμοιώσαντα δὲ τέλος ἔχειν τοῦ προτεθέντος ἀνθρώποις ὑπὸ θεῶν ἀρίστου βίου πρός τε τὸν παρόντα καὶ τὸν ἔπειτα χρόνον.

Αρκούσι τα ειρημένα περί του ζώου κατά το σύνολον αυτού και περί του σωματικού μέρους αυτού και περί του τρόπου καθ’ ον τις κυβερνών τούτο και κυβερνώμενος 99 υπ’ αυτού δύναται να ζήση συμφωνότατα με τον λόγον. Αλλά περισσότερον τούτου και πρότερον αυτού το μέρος εκείνο, όπερ θα παιδαγωγήση αυτό (το σώμα), πρέπει όσον είναι δυνατόν να το προετοιμάσωμεν ούτως, ώστε να είναι κάλλιστον και άριστον προς το έργον της παιδαγωγίας. Να πραγματευθώμεν λοιπόν ακριβώς περί τούτων θα ήτο έργον

Ε. | αρκετά μέγα καθ’ εαυτό· αλλά εάν τις εν παρέργω θίξη αυτό, αναλόγως προς όσα πρότερον είπομεν, όχι εκτός του προκειμένου θα ηδύνατο να περάνη αυτό διά του συλλογισμού θεωρών τα πράγματα ως έπεται. Συμφώνως προς εκείνα, τα οποία πολλάκις είπομεν, ότι δηλ. τρία είδη ψυχής κατοικούσιν εντός ημών εις τρεις διαφόρους τόπους, και ότι έκαστον έχει τας κινήσεις του, κατά τον αυτόν τρόπον και τώρα όσον το δυνατόν συντομώτατα πρέπει να είπωμεν, ότι εκείνο εξ αυτών, το οποίον διάγει εις αργίαν και το οποίον ησυχάζει καθ’ όλας τας κινήσεις του, εξ ανάγκης γίνεται ασθενέστατον. Το δε διάγον εις γυμνάσια είναι ισχυρότατον.

90. | Διά τούτο πρέπει να προσέχωμεν, όπως έχωσι μεταξύ των τας κινήσεις αναλόγους. Και ως προς μεν το είδος της ψυχής, το οποίον είναι εντός ημών κυρίαρχον, πρέπει να νοώμεν τούτο, ότι δηλ. ο Θεός το έδωκεν εις έκαστον ημών ως θείον δαιμόνιον, και είναι εκείνο, το οποίον λέγομεν ότι κατοικεί εις την κορυφήν του σώματος ημών, και το οποίον από της γης μας υψώνει προς την συγγένειαν ημών εν τω ουρανώ. Διότι, και τούτο λέγομεν ορθότατα, είμεθα φυτόν όχι γήινον αλλά ουράνιον. Διότι η θεότης,

Β. | εκείθεν, οπόθεν η ψυχή έλαβε την πρώτην αρχήν της, κρατούσα την κεφαλήν και ρίζαν ημών ανηρτημένην 100, διατηρεί όρθιον όλον το σώμα ημών. Εις εκείνον λοιπόν, ο οποίος δαπανάται εις επιθυμίας ή φιλονικείας και εις ταύτα καταπονείται μεθ’ υπερβολής, εξ ανάγκης γεννώνται γνώμαι θνηταί, και κατά πάντα τρόπον, όσον είναι δυνατόν εις ένα να είναι θνητός, ουδέν τούτου λείπει απ’ αυτόν, διότι μόνον το θνητόν μέρος έχει θρέψη. Εκείνος όμως, όστις παρεδόθη εις την φιλομάθειαν και εις την νόησιν της αληθείας, και εκ των δυνάμεων αυτού ταύτας προ πάντων έχει γυμνάση, είναι απολύτως αναγκαίον ούτος να νοή πράγματα αθά-

C. | νατα και θεία, αν βεβαίως δύναται να φθάση την αλήθειαν· καθ’ όσον δε η ανθρωπίνη φύσις δύναται να μετάσχη της αθανασίας, κανέν μέρος τούτου δεν θα λείπη εις αυτόν, και επειδή πάντοτε υπηρετεί το θείον και διατηρεί εν τάξει και τιμά τον δαίμονα, όστις κατοικεί εντός αυτού, θα είναι εξόχως ευδαίμων. Και η θεραπεία όλων είναι μία μόνη πάντοτε, ήτοι να δίδωνται εις έκαστον μέρος αι κατάλληλοι τροφαί και κινήσεις. Αλλ’ εις το εν-


Δ. | τός ημών κατοικούν θείον συγγενείς κινήσεις είναι τα διανοήματα του παντός και αι περιφοραί αυτού. Ταύτας λοιπόν ακολουθών έκαστος, και διορθόνων τας κινήσεις, αίτινες κατά την γέννησιν ημών διεφθάρησαν εντός της κεφαλής ημών, πρέπει με την μάθησιν των αρμονιών και των κύκλων του παντός να εξομοιώνη το νοούν (υποκείμενον) προς το νοούμενον (αντικείμενον) 101 κατά την αρχικήν φύσιν αυτού, αφού δε εξομοιώση αυτά θα δώση ούτω τέλος εις τον βίον εκείνον τον άριστον, τον οποίον οι θεοί προέθεσαν διά τον παρόντα και τον μέλλοντα χρόνον.

XLIV. Περί γενέσεως γυναικών και ζώων 102.

[90e] καὶ δὴ καὶ τὰ νῦν ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς παραγγελθέντα διεξελθεῖν περὶ τοῦ παντὸς μέχρι γενέσεως ἀνθρωπίνης σχεδὸν ἔοικε τέλος ἔχειν. τὰ γὰρ ἄλλα ζῷα ᾗ γέγονεν αὖ, διὰ βραχέων ἐπιμνηστέον, ὃ μή τις ἀνάγκη μηκύνειν: οὕτω γὰρ ἐμμετρότερός τις ἂν αὑτῷ δόξειεν περὶ τοὺς τούτων λόγους εἶναι. τῇδ’ οὖν τὸ τοιοῦτον ἔστω λεγόμενον. τῶν γενομένων ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ καὶ τὸν βίον ἀδίκως διῆλθον, κατὰ λόγον τὸν εἰκότα γυναῖκες μετεφύοντο ἐν τῇ δευτέρᾳ




[91a] γενέσει: καὶ κατ’ ἐκεῖνον δὴ τὸν χρόνον διὰ ταῦτα θεοὶ τὸν τῆς συνουσίας ἔρωτα ἐτεκτήναντο, ζῷον τὸ μὲν ἐν ἡμῖν, τὸ δ’ ἐν ταῖς γυναιξὶν συστήσαντες ἔμψυχον, τοιῷδε τρόπῳ ποιήσαντες ἑκάτερον. τὴν τοῦ ποτοῦ διέξοδον, ᾗ διὰ τοῦ πλεύμονος τὸ πῶμα ὑπὸ τοὺς νεφροὺς εἰς τὴν κύστιν ἐλθὸν καὶ τῷ πνεύματι θλιφθὲν συνεκπέμπει δεχομένη, συνέτρησαν εἰς τὸν ἐκ τῆς κεφαλῆς κατὰ τὸν αὐχένα καὶ διὰ τῆς ῥάχεως



[91b] μυελὸν συμπεπηγότα, ὃν δὴ σπέρμα ἐν τοῖς πρόσθεν λόγοις εἴπομεν: ὁ δέ, ἅτ’ ἔμψυχος ὢν καὶ λαβὼν ἀναπνοήν, τοῦθ’ ᾗπερ ἀνέπνευσεν, τῆς ἐκροῆς ζωτικὴν ἐπιθυμίαν ἐμποιήσας αὐτῷ, τοῦ γεννᾶν ἔρωτα ἀπετέλεσεν. διὸ δὴ τῶν μὲν ἀνδρῶν τὸ περὶ τὴν τῶν αἰδοίων φύσιν ἀπειθές τε καὶ αὐτοκρατὲς γεγονός, οἷον ζῷον ἀνυπήκοον τοῦ λόγου, πάντων δι’ ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῖ κρατεῖν: αἱ δ’ ἐν



[91c] ταῖς γυναιξὶν αὖ μῆτραί τε καὶ ὑστέραι λεγόμεναι διὰ τὰ αὐτὰ ταῦτα, ζῷον ἐπιθυμητικὸν ἐνὸν τῆς παιδοποιίας, ὅταν ἄκαρπον παρὰ τὴν ὥραν χρόνον πολὺν γίγνηται, χαλεπῶς ἀγανακτοῦν φέρει, καὶ πλανώμενον πάντῃ κατὰ τὸ σῶμα, τὰς τοῦ πνεύματος διεξόδους ἀποφράττον, ἀναπνεῖν οὐκ ἐῶν εἰς ἀπορίας τὰς ἐσχάτας ἐμβάλλει καὶ νόσους παντοδαπὰς ἄλλας παρέχει, μέχριπερ ἂν ἑκατέρων ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ


[91d] ἔρως συναγαγόντες, οἷον ἀπὸ δένδρων καρπὸν καταδρέψαντες, ὡς εἰς ἄρουραν τὴν μήτραν ἀόρατα ὑπὸ σμικρότητος καὶ ἀδιάπλαστα ζῷα κατασπείραντες καὶ πάλιν διακρίναντες μεγάλα ἐντὸς ἐκθρέψωνται καὶ μετὰ τοῦτο εἰς φῶς ἀγαγόντες ζῴων ἀποτελέσωσι γένεσιν. γυναῖκες μὲν οὖν καὶ τὸ θῆλυ πᾶν οὕτω γέγονεν: τὸ δὲ τῶν ὀρνέων φῦλον μετερρυθμίζετο, ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύον, ἐκ τῶν ἀκάκων ἀνδρῶν, κούφων δέ, καὶ μετεωρολογικῶν μέν, ἡγουμένων δὲ δι’ ὄψεως


[91e] τὰς περὶ τούτων ἀποδείξεις βεβαιοτάτας εἶναι δι’ εὐήθειαν. τὸ δ’ αὖ πεζὸν καὶ θηριῶδες γέγονεν ἐκ τῶν μηδὲν προσχρωμένων φιλοσοφίᾳ μηδὲ ἀθρούντων τῆς περὶ τὸν οὐρανὸν φύσεως πέρι μηδέν, διὰ τὸ μηκέτι ταῖς ἐν τῇ κεφαλῇ χρῆσθαι περιόδοις, ἀλλὰ τοῖς περὶ τὰ στήθη τῆς ψυχῆς ἡγεμόσιν ἕπεσθαι μέρεσιν. ἐκ τούτων οὖν τῶν ἐπιτηδευμάτων τά τ’ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα ὑπὸ συγγενείας ἤρεισαν, προμήκεις τε καὶ παντοίας ἔσχον τὰς





[92a] κορυφάς, ὅπῃ συνεθλίφθησαν ὑπὸ ἀργίας ἑκάστων αἱ περιφοραί: τετράπουν τε τὸ γένος αὐτῶν ἐκ ταύτης ἐφύετο καὶ πολύπουν τῆς προφάσεως, θεοῦ βάσεις ὑποτιθέντος πλείους τοῖς μᾶλλον ἄφροσιν, ὡς μᾶλλον ἐπὶ γῆν ἕλκοιντο. τοῖς δ’ ἀφρονεστάτοις αὐτῶν τούτων καὶ παντάπασιν πρὸς γῆν πᾶν τὸ σῶμα κατατεινομένοις ὡς οὐδὲν ἔτι ποδῶν χρείας οὔσης, ἄποδα αὐτὰ καὶ ἰλυσπώμενα ἐπὶ γῆς ἐγέννησαν. τὸ δὲ



[92b] τέταρτον γένος ἔνυδρον γέγονεν ἐκ τῶν μάλιστα ἀνοητοτάτων καὶ ἀμαθεστάτων, οὓς οὐδ’ ἀναπνοῆς καθαρᾶς ἔτι ἠξίωσαν οἱ μεταπλάττοντες, ὡς τὴν ψυχὴν ὑπὸ πλημμελείας πάσης ἀκαθάρτως ἐχόντων, ἀλλ’ ἀντὶ λεπτῆς καὶ καθαρᾶς ἀναπνοῆς ἀέρος εἰς ὕδατος θολερὰν καὶ βαθεῖαν ἔωσαν ἀνάπνευσιν: ὅθεν ἰχθύων ἔθνος καὶ τὸ τῶν ὀστρέων συναπάντων τε ὅσα ἔνυδρα γέγονεν, δίκην ἀμαθίας ἐσχάτης ἐσχάτας οἰκήσεις


[92c] εἰληχότων. καὶ κατὰ ταῦτα δὴ πάντα τότε καὶ νῦν διαμείβεται τὰ ζῷα εἰς ἄλληλα, νοῦ καὶ ἀνοίας ἀποβολῇ καὶ κτήσει μεταβαλλόμενα. καὶ δὴ καὶ τέλος περὶ τοῦ παντὸς νῦν ἤδη τὸν λόγον ἡμῖν φῶμεν ἔχειν: θνητὰ γὰρ καὶ ἀθάνατα ζῷα λαβὼν καὶ συμπληρωθεὶς ὅδε ὁ κόσμος οὕτω, ζῷον ὁρατὸν τὰ ὁρατὰ περιέχον, εἰκὼν τοῦ νοητοῦ θεὸς αἰσθητός, μέγιστος καὶ ἄριστος κάλλιστός τε καὶ τελεώτατος γέγονεν εἷς οὐρανὸς ὅδε μονογενὴς ὤν.

Ε. | Και ήδη εκείνο, όπερ εξ αρχής ανελάβομεν να πραγματευθώμεν περί του σύμπαντος μέχρι της γενέσεως του ανθρώπου, δυνάμεθα να είπωμεν, ότι έφθασεν εις το τέλος αυτού. Διότι ως προς τα άλλα ζώα, με ποίον τρόπον ταύτα εγεννήθησαν, θα κάμωμεν σύντομον λόγον χωρίς να μακρολογήσωμεν περισσότερον του αναγκαίου. Και ούτω δυνάμεθα να φρονώμεν, ότι ετηρήσαμεν ακριβώς το προσήκον μέτρον εις τους περί αυτών λόγους. Θα είπωμεν λοιπόν τα τοιαύτα ως εξής: Εκ των γεννηθέντων ανδρών όσοι ήσαν δειλοί και διήλθον την ζωήν αυτών εις αδικίας, κατά πιθανόν λόγον εις την δευτέραν γέννησιν μετεβλήθησαν εις γυναίκας. Και διά

91. | ταύτα κατ’ εκείνον τον χρόνον οι θεοί επενόησαν τον έρωτα της συνουσίας, συστήσαντες έν ζώον έμψυχον εντός ημών των ανδρών και έν άλλο εις τας γυναίκας, και εδημιούργησαν και το έν και το άλλο κατά τον εξής τρόπον: Τον οχετόν του ποτού εκεί όπου το ποτόν αφού έλθη διά του πνεύμονος υπό τους νεφρούς εις την κύστιν, έπειτα αποκρούει αυτό έξω υπό την πίεσιν του αέρος, τον έθεσαν δι’ οπής εις συγκοινωνίαν με τον μυελόν, όστις εκ της κεφαλής διά του αυχένος χωρεί διά της σπονδυλικής στήλης, και τον οποίον

Β. | εις τους προηγουμένους λόγους ημών ωνομάσαμεν σπέρμα. Ούτος (ο μυελός) επειδή είναι έμψυχος και εύρεν αναπνοήν, εγέννησεν εις αυτόν την ζωτικήν επιθυμίαν της εκροής εκείθεν, όθεν δύναται να αναπνέη, και παρήγαγεν ούτω τον έρωτα της γεννήσεως. Και διά ταύτα το γεννητικόν μόριον (των ανδρών) γενόμενον απειθές και δεσποτικόν, ως ζώον μη υπακούον εις τον λόγον, θέλει να εξουσιάζη τα πάντα με τας μανιώδεις επιθυμίας του. Εις δε τας γυναίκας αι λεγόμεναι μήτραι και υστέραι διά τας αυτάς αι-

C. | τίας, επειδή υπάρχει εντός αυτών ως ζώον επιθυμούν να γεννά παίδας, όταν μένη χωρίς να παράγη καρπόν πολύν χρόνον μετά την ωρισμένην εποχήν του, αγανακτεί και βαρυθυμεί και πλανώμενον πανταχού του σώματος, φράττει τας εξόδους του αέρος, και εμποδίζον την αναπνοήν φέρει το ζώον εις τας εσχάτας αμηχανίας, και προξενεί παντοίας άλλας νόσους. Και τούτο (γίνεται), έως ου η επιθυμία και ο έρως συνενώσαντες και τους δύο, τρόπον

Δ. | τινα συλλέγοντες καρπόν από δένδρων, σπείρωσιν εις την μήτραν, ως εις καλλιεργημένον αγρόν ζώα 103, αόρατα διά την σμικρότητα αυτών και άπλαστα ακόμη, έπειτα τα διαχωρίσωσι και τα θρέψωσι μέσα όσον να γίνωσι μεγάλα, και μετά τούτο τα φέρωσιν εις το φως και τελειώσωσι την γέννησιν αυτών. Αι γυναίκες λοιπόν και όλον το θηλυκόν γένος τοιαύτην έλαβον γέννησιν. Το γένος έπειτα των πτηνών παρήχθη διά μεταμορφώσεως, γεννών πτερά αντί τριχών, από άνδρας ακάκους αλλά κούφους, και οίτινες ομιλούσι περί των ουρανίων πιστεύοντες διά την μω-

Ε. | ρίαν των ότι διά της όψεως ευρίσκουσι τας βεβαιοτάτας αποδείξεις περί τούτων 104. Το δε χερσαίον και άγριον γένος εγεννήθη εξ εκείνων, οίτινες δεν ασχολούνται εις την φιλοσοφίαν και δεν εξετάζουσι τίποτε περί της φύσεως του ουρανού, διότι δεν μεταχειρίζονται τους κύκλους της κεφαλής, αλλά ακολουθούσιν ως οδηγούς μόνον τα μέρη της ψυχής, τα οποία είναι εις τα στήθη. Ένεκα των έξεων τούτων στηρίζουσιν εις την γην τα έμπροσθεν μέλη και τας κεφαλάς, ελκόμενα εις αυτήν υπό της συγγενείας, και έχουσι τας κεφαλάς επιμήκεις 105 και πολυειδείς, κατά τον τρόπον κατά τον οποίον οι κύκλοι της ψυχής των συνεθλίβησαν υπό της αργίας. Εκ ταύτης δε της αιτίας η γενεά αυτών έγεινε με

92. | τέσσαρας και περισσοτέρους πόδας, καθ’ όσον ο Θεός έδωκε μεγαλύτερον αριθμόν βάσεων εις τα έχοντα περισσοτέραν έλλειψιν φρενών, ίνα έλκωνται περισσότερον εις την γην. Όσα δε εξ αυτών είναι όλως εστερημένα νου και απλώνουσιν εις την γην ολόκληρον το σώμα αυτών, επειδή δεν είχον πλέον χρείαν ποδών, τα παρήγαγον άνευ ποδών και έρποντα επί της γης. Το δε τέταρτον γένος, το οποίον ζη εις τα ύδατα, εγεννήθη εξ εκείνων, οίτινες είναι εντελώς ανόητοι και αμαθείς, τους οποίους οι θεοί, οι

Β. | μεταπλάττοντες, δεν έκριναν αξίους ούτε καθαράς αναπνοής, διότι είχον την ψυχήν των ακάθαρτον υπό πάσης υπερβολής, αλλά αντί της λεπτής και καθαράς αναπνοής του αέρος απώθησαν αυτούς εις την θολεράν και βαθείαν αναπνοήν του ύδατος. Ούτως εγεννήθη το γένος των ιχθύων και των οστρέων και των άλλων, όσα είναι εντός των υδάτων, και προς τιμωρίαν της αμαθείας αυτών έλαβον την εσχάτην


κατοικίαν 106. Και συμφώνως προς πάντα ταύτα τότε και τώρα τα ζώα μεταβαίνουσι το έν εις το άλλο 107 και μεταμορφούνται καθ’ όσον αποβάλλουσιν ή αποκτώσι νουν ή ανοησίαν 108. Και τώρα πλέον δυνάμεθα να είπωμεν ότι λαμβάνει τέλος ο λόγος ημών περί του σύμπαντος. Διότι τοιουτοτρόπως εδημιουργήθη ούτος ο κόσμος, όστις περιλαβών τα ζώα τα θνητά και τα αθάνατα, και γενόμενος πλήρης εξ αυτών είναι ούτω ζώον ορατόν, περιέχον τα ορατά πράγματα, εικών του νοητού, Θεός αισθητός, μέγιστος και άριστος, ωραιότατος και τελειότατος, ο κόσμος ούτος είς και μονογενής.

Κρίσεις περί της πλατωνικής κοσμογονίας και ιδεολογίας

Αναγκαίον θεωρούμεν να ανακεφαλαιώσωμεν και να κρίνωμεν ενταύθα τας γενικάς αρχάς της διδασκαλίας του Πλάτωνος περί κόσμου και ψυχής, αφαιρούντες την μυθικήν μορφήν της εκθέσεως. Το ίδιον της φιλοσοφίας του Πλάτωνος, η αθάνατος δόξα αυτού είναι η περί των ιδεών θεωρία και η διαλεκτική μέθοδος. 1) Πάντα τα πράγματα έχουσιν έκαστον μίαν ουσίαν άληπτον υπό των αισθήσεων και μίαν ιδέαν αντιστοιχούσαν εις αυτά, ούτω δε πάντα, πνεύμα και ύλη, χώρος και χρόνος, φυτόν και ζώον κλπ. σύγκεινται εξ ιδεών και στοιχείων νοητών. Η ιδέα είναι η ουσία και η υπόστασις των όντων, είναι η αρχή, ήτις παρέχει εις τα όντα ύπαρξιν (το είναι) και ουσίαν, και δι’ ης ταύτα νοούνται και γινώσκονται. 2) Πάσα ιδέα συνδέεται ενδομύχως και αχωρίστως προς την εναντίαν αυτής ιδέαν και αμφότεραι αποτελούσιν έν όλον, ώστε δοθείσης της μιας δίδοται άμα και η ετέρα. Ούτως ο τρόπος του είναι, η αχώριστος μορφή των ιδεών είναι η διαλεκτική, στηριζομένη επί της συνυπάρξεως των εναντίων. Επειδή δε πάσαι αι ιδέαι αλληλουχούνται, ο νους εκ μιας αυτών ορμώμενος δύναται να ανεύρη πάσας τας άλλας και να γνωρίση την φύσιν του παντός.

Αι ιδέαι λοιπόν, τα νοητά, είναι τα μόνα πραγματικά όντα, διότι ταύτα είναι καθολικά και αμιγή, αιώνια και αναλλοίωτα· δεν είναι απλώς υποκειμενικαί έννοιαι, νοήματα ψυχής, αλλ’ απ’ εναντίας αι έννοιαι ημών προϋποθέτουσι τας ιδέας ως αντικείμενα έχοντα ιδίαν ανεξάρτητον ύπαρξιν. Τα αισθητά όμως, τα οποία απαύστως ρέουσι και μεταβάλλονται, και γεννώνται και φθείρονται, είναι όντα σχετικά και εξηρτημένα, απλά φαινόμενα, εν οις εμφανίζονται αι ιδέαι. Η σχέσις αισθητού και ιδέας είναι σχέσις εικόνος και αρχετύπου, μιμήσεως και παραδείγματος. Το αισθητόν άρα δεν είναι όντως ον, ή άλλως, είναι μη ον, είναι τι γινόμενον. Όπως δε εις το αντίτυπον, εις τον ορατόν κόσμον υπάρχει κλίμαξ όντων από του ατελεστάτου μέχρι του τελειοτάτου, του Σύμπαντος, ούτω και εν τω νοητώ κόσμω αι ιδέαι αποτελούσιν ιεραρχίαν, εις την κορυφήν της οποίας ίσταται η ιδέα του Αγαθού, ήτις δεσπόζει του όλου, και περιέχει και εξηγεί τας άλλας ιδέας, υπερέχουσα αυτών κατά την πραγματικότητα και την τελειότητα. Απέναντι αυτής αι άλλαι είναι υπάλληλοι και εξηρτημέναι, αποτελούσιν όμως ολοκληρωτικόν μέρος της φύσεως αυτής, και εν αυτή ευρίσκουσι την τελειότητα και την ενότητα αυτών, ούτως ώστε εκείνη είναι ο τελικός αυτών σκοπός και αύται υπάρχουσι χάριν εκείνης, ή άλλως, εκείνη παρέχει εις ταύτας το είναι και την ουσίαν. Περιέχει άρα η ιδέα του Αγαθού και το νοητόν και το νοούν και υπερέχει αυτών. Αλλά τι είναι αυτό το Αγαθόν δεν ορίζει ο Πλάτων. Την ιδέαν του Αγαθού καλεί Θεόν, αι άλλαι είναι (κατώτεροι) Θεοί.

Έχομεν ούτω την ιδέαν, ήτις είναι η μόνη πραγματικότης, το παντελώς ον, και διά τούτο εκτός αυτής ουδέν υπάρχει, ει μη το (σχετικώς) μη ον. Αλλ’ η ιδέα ως κατ’ εξοχήν πραγματικότης είναι και η υπερτάτη ενέργεια, είναι το ον, όπερ ποιεί το μη ον μέτοχον εαυτού, εικόνα εαυτού, και ούτως αύτη μεν γίνεται αιτία ποιητική, αρχή δημιουργική, το δε μη ον γίνεται τοιούτον τι, οίον είναι το ον. Αύτη είναι η θεία αγαθότης. Το απόλυτον αγαθόν γεννά το σχετικόν αγαθόν, αγαθόν δ’ είναι ή μετέχει του αγαθού πάσα ύπαρξις θετική. Μόνη η απόλυτος άρνησις είναι το κακόν. Ούτως ο Πλάτων την Κοσμογονίαν εξηγεί μόνον διά της θείας αγαθότητος, το δε στοιχείον της ανάγκης προσθέτει έξωθεν διά της ύλης. Επειδή δε το αγαθόν έγκειται κυρίως εν τη αναλογία και τω νόμω, εν τη τάξει και εν αρμονία, ενί λόγω εν τη ενότητι, ο Πλάτων την ενότητα πανταχού ζητεί να καταλάβη και εξηγήση. Αδιαφορών προς τα φαινόμενα μεταρσιούται εις τον Ουρανόν των ιδεών και πλήρης ενθέου ζέσεως μελετά την υπόστασιν των πραγμάτων, το όντως ον, την ιδέαν, ης ίδιον χαρακτηριστικόν είναι η ενότης και η δημιουργία της ενότητος, ήτοι η εις έν αρμονικόν σύστημα διάταξις του παντός.

Αι πρώται αρχαί της Φύσεως είναι ο χώρος και ο χρόνος, ήτοι αι δύο μορφαί της εξωτερικότητος των όντων, οι δύο όροι της κινήσεως και της γενέσεως. Τας ιδέας ταύτας προσδιορίζει ο Τίμαιος τον μεν χρόνον εν κεφ. Χ — XI τον δε χώρον εν κεφ. XIII. Όπως η κίνησις και η γένεσις υπήρξαν αείποτε «αεί γενόμεναι» σ. 27 «και πριν ουρανόν γενέσθαι» σελ. 52, ούτω και ο αχώριστος απ’ αυτών χρόνος είναι άπειρος, μήτε αρχήν έχων μήτε τέλος, της ακινήτου αιωνιότητος αιώνιος κινητή εικών, ρέουσα διηνεκώς και προσδιοριζομένη δι’ αριθμών. Μόνον το μέτρον του χρόνου γεννάται διά της κινήσεως των αστέρων. Εξ άλλου ο χώρος είναι το δοχείον πασών των μορφών, των εικόνων των ιδεών, και αν δεν είναι αυτή η ύλη, είναι πάντοτε αχώριστος της ύλης, ήτις είναι η ιδέα του μη όντος, η καθαρά δυνατότης, ην γονιμοποιεί η υπερτάτη πραγματικότης, η Ιδέα. Ο Πλάτων λέγει, ότι είναι δύσκολον να εννοηθή η ιδέα της ύλης, διότι αληθώς είναι δυσχερής ο ορισμός αυτής, αλλά και διότι αυτός ο φιλόσοφος, όπως θεωρεί πάσας τας ιδέας εκτός της συστηματικής υπάρξεως αυτών, ούτω και την ύλην, αποκόπτων από του όλου και εξετάζων αυτήν εν τη αφηρημένη ταύτη καταστάσει της, συλλαμβάνει ως την απόλυτον αδιοριστίαν. Οπωσδήποτε η ιδέα της ύλης είναι αιώνιος, όπως αιώνιος είναι ο χώρος και τα γεωμετρικά σχήματα αυτού και αι σχέσεις και οι νόμοι αυτών· πάντα είναι τα μέρη του θείου λόγου, της απολύτου ιδέας.

Η ύλη λοιπόν ως δυνατότης του κόσμου υπήρξε πάντοτε εν τη απολύτω ιδέα· αείποτε άρα υπήρξε κίνησις και μορφή τις εν τω κόσμω, διότι η ιδέα ως ψυχή και νους εισδύουσα εις τον κόσμον πάντοτε ενεργεί, ίνα πραγματοποιή αυτόν. Όμως η τελεία τάξις και διακόσμησις δεν πραγματοποιείται αμέσως, αλλά διαδοχικώς και προοδευτικώς διακοσμείται το παν συμφώνως προς τας ιδέας, το αυτοζώον. Ο κόσμος άρα είναι γεννητός, ρέει και γεννάται πάντοτε, είναι διηνεκής γένεσις, ουχί μεν αΐδιος, αλλά και άνευ αρχής εν χρόνω. Την παράλογον παράστασιν του χάους δεν ήτο δυνατόν να παραδεχθή ο Πλάτων, εκτός εάν ως χάος νοήται ατελής τις διάταξις σχετικώς προς άλλην τελειοτέραν. Ο κόσμος όμως είναι πάντοτε ζώον έμψυχον και έννουν.

Η ψυχή ως μέσος όρος μεταξύ του νοητού και υλικού, του αμεταβλήτου και του μεταβλητού, της ιδέας και της ύλης, συνδέουσα ταύτα προς άλληλα, διαμορφοί, διοργανοί και ζωοποιεί την ύλην κινούσα αυτήν και προσδιορίζουσα κατά αριθμητικάς και γεωμετρικάς σχέσεις, και απεργάζεται αυτήν πραγματικόν ομοίωμα των ιδεών. Ούτως ο κόσμος είναι είς, τέλειος την μορφήν (σφαιροειδής), περιστρέφεται απαύστως περί το αυτό κέντρον, είναι αυτάρκης και μηδενός έχων χρείαν είναι ευδαίμων Θεός μονογενής.

Αι μεγάλαι αρχαί της φυσικής του Πλάτωνος είναι η της περιώσεως ή κυκλικής ώσεως, η της έλξεως των ομοίων, ο νόμος των μεταμορφώσεων των σωμάτων, και τέλος η διάκρισις τεσσάρων στοιχειωδών σωμάτων. Η μεν γη είναι εν τω κέντρω, το δε πυρ εν τοις άκροις του κόσμου· του αέρος και του ύδατος αι χώραι κείνται μεταξύ δύο πρώτων.

Της νοούσης ψυχής τα νοητά στοιχεία, ως είρηται, είναι αι τρεις αύται ιδέαι, η του ταυτού ή της ενότητος (αμέριστος ουσία), η του ετέρου ή των πολλών (μεριστή ουσία), και τρίτη η ουσία η συνενούσα τας δύο πρώτας. Κατά ταύτα η ψυχή έχει δύο αρχικάς κινήσεις, την του ταυτού και την του ετέρου, εις εκατέραν των οποίων αντιστοιχεί είς των κύκλων αυτής. Αι κινήσεις αύται είναι βεβαίως αι δύο ενέργειαι του πνεύματος, ήτοι: α) η νόησις ή ο λόγος (κίνησις του ταυτού) αντικείμενον έχουσα το αναλλοίωτον και όντως ον, τας ιδέας· β) η δόξα (κίνησις του ετέρου) αντικείμενον έχουσα τον αισθητόν και αλλοιούμενον κόσμον. Ο Πλάτων όμως διακρίνει και τρίτον είδος γνώσεως, τον διασκεπτικόν νουν, ή την διάνοιαν, ήτις αντιστοιχεί προς την μικτήν ουσίαν και αντικείμενον έχει τα μεταξύ των δύο πρώτων, τας γενικάς εννοίας και τα μαθηματικά, ήτοι τους τρόπους και τους νόμους, καθ’ ους αι ιδέαι απεικονίζονται εν τοις αισθητοίς.

Αι θεωρίαι του Πλάτωνος περί του Πλανητικού συστήματος, περί της οργανικής φύσεως κλπ. είναι βεβαίως σήμερον εν πολλοίς εσφαλμέναι επιστημονικώς, αλλ’ όμως έχουσι φιλοσοφικήν αξίαν, καθ’ όσον εν αυταίς ο λόγος προσπαθεί να εύρη εαυτόν εν τη φύσει, ως εν κατόπτρω, καθ’ όσον ο νους ζητεί να αποδείξη, ότι η φύσις είναι έργον του Αγαθού. Δια τούτο ο Πλάτων πάντα εξηγεί τελολογικώς, ολιγωρεί δε των ποιητικών αιτίων.

Η Πλατωνική φιλοσοφία δεν είναι μόνον η ευγενεστάτη και καθαρωτάτη εκδήλωσις του Ελληνικού πνεύματος, αλλ’ είναι και η τελειοτάτη ποιητική έκφρασις της εποπτικής νοήσεως. Εις τον υλισμόν των Ιώνων αντιτάσσει την αιωνιότητα του νου, εις δε τον άγονον ενισμόν των Ελεατών την αιωνιότητα της ύλης. Αλλ’ ο Πλάτων ανευρών και ακραδάντως εμπεδώσας τας αιωνίους αρχάς της επιστήμης, δεν ήτο δυνατόν αυτός αμέσως να εφαρμόση και αναπτύξη αυτάς ούτως, ώστε να πραγματοποιήση την απόλυτον γνώσιν. Εκ τούτου πηγάζουσιν αι ατέλειαι του συστήματος αυτού. Ως προς την μέθοδον λ. χ. αντί να εξάγη και να αποδεικνύη τους όρους, τας ιδέας και τας ουσιώδεις αναφοράς αυτών, προϋποθέτει αυτούς παραλαμβάνων έξωθεν και άλλοτε μεν εκ της πείρας ανάγεται εις τας αρχάς και αντί να εξηγή διά των αρχών τα γινόμενα, αντιστρόφως εξηγεί τας αρχάς διά των γινομένων, άλλοτε δε δι’ εμμέσου και αρνητικής μεθόδου ζητεί να αποδείξη την ύπαρξιν και τας σχέσεις των εναντίων. Αλλ’ ούτως, επειδή δεν προσδιορίζει την ενδόμυχον φύσιν και ουσίαν των όρων, δεν δύναται να διαλλάξη την αντίθεσιν αυτών, ούτε να αναγάγη τας ιδέας εις έν σύστημα και να πραγματοποιήση την ενότητα της επιστήμης.

Αι ιδέαι πάλιν προς μεν τα αισθητά είναι υποστάσεις αυτών, αλλά προς το αγαθόν γίνονται τρόποι της ιδέας ταύτης. Αφ’ ετέρου εκάστη των ιδεών είναι μονοειδές τι, καθ’ αυτό ον τέλειον. (Φαίδ.). Ούτως αι ιδέαι είναι τούτο μεν χωρισταί και αυθυπόστατοι, τούτο δε μέλη αχώριστα υπερτέρας ενότητος. Ο Πλάτων βεβαίως αποκλίνει μάλλον ή οι οπαδοί αυτού εις την ενότητα. Και αληθώς αι ιδέαι δεν χωρίζονται, διότι είναι ανεξάρτητοι από του χρόνου και του χώρου, οίτινες είναι οι όροι του χωρισμού, του μη όντος, της πενίας. Αλλ’ όμως ο Πλάτων δεν επιχειρεί να πορισθή, να εξαγάγη τας ιδέας εκ της απολύτου ιδέας· το ζήτημα πραγματεύεται εμπειρικώς. Αν αι ιδέαι ηδύναντο να μεταβαίνωσιν εις αλλήλας και να έχωσι την ύπαρξιν αυτών εν αλλήλαις, θα ήτο ευχερής η διαλεκτική ανάπτυξις αυτών. Αλλ’ αι ιδέαι παρίστανται ως ανεξάρτητοι, αυτοτελείς και αΐδιοι ουσίαι, επιδεκτικαί μόνον συγκρίσεως και εξωτερικών σχέσεων. Η δε του αγαθού παρίσταται μεν ως αρχή της γνώσεως και της υπάρξεως, αλλ’ ούτε η ιδέα εκείνη διορίζεται ακριβώς, ούτε αι έννοιαι αύται εξάγονται εξ εκείνης λογικώς. Ούτως η Πλατωνική αρχή απέβη άγονος και ανίσχυρος να συνδιαλλάξη τας αντιφάσεις. Ο κόσμος των ιδεών δεν είναι το τέλειον, αύταρκες, όντως ον; Διατί λοιπόν να καταπέση εις την αντίπαλον ύλην και να μολυνθή; Προς το αγαθόν ο Πόρος συνεζεύχθη με την Πενίαν (Συμπ.), ίνα γεννήσωσι το κράμα τούτο της τελειότητος και της αθλιότητος, όπερ άγεται κόσμος; Τοιαύται ενστάσεις θα κατέπιπτον, αν η δημιουργία συνελαμβάνετο, ουχί ως πτώσις της ιδέας, αλλ’ ως πρόοδος, ουχί ως αγαθόν έργον αυθαιρέτου βουλήσεως, αλλ’ ως αναγκαίος σταθμός της θείας ζωής.

Αναλόγως προς τον κόσμον των ιδεών διοργανοί ο Πλάτων και την ανθρωπίνην κοινωνίαν. Η Πολιτεία αυτού είναι ως ιδανική υπόστασις, ης απλά μόνον συμβεβηκότα είναι τα άτομα. Οι πολίται ζώσι μόνον διά την πόλιν. Ιδιοκτησία και οικογένεια καταλύονται, αντ’ αυτών δε επιβάλλεται η κοινοκτησία και η κοινογαμία. Πάσα ελευθερία του ατόμου προγράφεται αμειλίκτως. Αύτη η ποίησις και η θρησκεία είναι ανεκταί μόνον ως μέσα προς το αγαθόν της πόλεως. Τοιαύτη όμως τυραννική πολιτεία είναι απραγματοποίητος. Ο Πλάτων είχε βεβαίως προ οφθαλμών τας συγχρόνους πολιτείας και μάλιστα την Σπαρτιατικήν. Αλλά πάσαι κατεστράφησαν ταχέως, διότι δεν ανεγνώριζον τα δίκαια και την ενέργειαν των ατόμων. Καταλυθείσης της αρχαίας πολιτείας, φυσικόν ήτο να υπολάβη το άτομον ότι το ύψιστον καθήκον αυτού ήτο να φεύγη την ύλην, την κατά Πλάτωνα πηγήν του κακού, να ταλαιπωρή την σάρκα, να καταφρονή πάντα κοινωνικόν δεσμόν και εν ερήμω μονάζον να ζητή ασκητικώς να ομοιωθή προς τον Θεόν. Το ιστορικόν τούτο φαινόμενον είναι εν μέρει καρπός μιας όψεως της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Η σαρξ, το καθαρώς ανθρώπινον, ετιμήθη και εδοξάσθη βραδύτατα εν ταις νεωτέραις κοινωνίαις διά της αναπτύξεως της χριστιανικής ιδέας του θεανθρώπου.

Ο Πλάτων ούτε την ιδέαν του αγαθού διώρισε σαφώς, ούτε συνέλαβε την αληθή φύσιν του Απολύτου όντος. Τούτο κατενόησεν ο Αριστοτέλης, αντί του Αγαθού ανακηρύξας υπερτάτην αρχήν την Νόησιν. Η νόησις είναι ανωτέρα του αγαθού, διότι το αγαθόν, ως αγαθόν, είναι μία ιδέα, και εξ άλλου το νοούμενον αγαθόν είναι υπέρτερον του μη νοουμένου. Προσέτι κατ’ αυτόν τον Πλάτωνα (Θεαίτ.) αναγκαίως υπάρχει πάντοτε υπεναντίον τι εις το αγαθόν, όπερ ούτως αδυνατεί να απαλλαγή της αντιθέσεως και να διαλλάξη πάντα τα εναντία. Η νόησις όμως νοεί εαυτήν και πάντα τα άλλα. Η δε απόλυτος νόησις νοούσα ποιεί τα πράγματα και είναι νους άμα και νοητόν.

Ο Πλάτων εδίδαξεν, ως είπομεν, ότι ο νοητός κόσμος των ιδεών είναι ο μόνος αληθινός, και ότι το άτομον έχει ύπαρξιν παροδικήν και φαινομενικήν. Αλλ’ ο Αριστοτέλης αντέταξεν, ότι η τοιαύτη ιδέα είναι απλή δύναμις, ήτοι υπάρχει μόνον εν δυνάμει, και ότι εν τω ατόμω μόνον υπάρχει ενεργεία, ήτοι είναι πραγματικότης. Η ιδέα, κατά τον Αριστοτέλην, είναι ουσιωδώς ενέργεια, είναι δηλ. εσωτερική αρχή (δύναμις), ήτις ενεργοποιείται και εξωτερικεύεται, και ούτως είναι ενότης του εσωτερικού και του εξωτερικού, της ύλης και του είδους, του καθολικού και του ατομικού, ή άλλως, δεν είναι αφηρημένον τι και ατελές, αλλά συγκεκριμένη πραγματικότης. Η ιδέα είναι εν τω ατόμω, είναι η εσωτερική μορφή, ήτις ενεργοποιεί την απλήν δύναμιν αυτού, μορφώνει την ύλην αυτού. Επειδή λοιπόν το άτομον είναι αυτό το καθολικόν (το γένος, η ιδέα), η νόησις (το καθόλου) αναγνωρίζει εαυτήν εν τω ατόμω και ούτως είναι νόησις της νοήσεως. — Ίνα εννοήση τις την επί της παγκοσμίου ιστορίας τεραστίαν επίδρασιν της Αριστοτελικής αρχής της Ατομικότητος, ην ήσκησε παραλλήλως προς την Πλατωνικήν αρχήν της Καθολικότητος, αρκεί να παρακολουθήση την εξέλιξιν αυτής από του Σοφού των Στωικών και του περί πάντων Επέχοντος υποκειμένου των Σκεπτικών μέχρι του ανθρωπίνου Νου των Αλεξανδρινών, αναγνωρίζοντος εαυτόν ως την πρώτην απόρροιαν του θείου Νου, μέχρι του Θεανθρώπου των Χριστιανών, δι’ ου εφανερώθη εις αυτήν την αισθητικήν αντίληψιν ημών η ταυτότης της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. «Εγώ (το ατομικόν) και ο Πατήρ μου (το καθολικόν) έν εσμέν». Η διδασκαλία αύτη της συνδιαλλαγής των δύο φύσεων, επομένως και των δύο φιλοσοφικών θεωριών, αποτελεί αυτήν την ουσίαν του Χριστιανισμού και εξηγεί την μεγάλην ιστορικήν αξίαν και επενέργειαν αυτού.

Ο Μετάφρ.

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Τίμαιος

Αποτελεί σύστημα μεταφυσικής φιλοσοφίας περί γενέσεως του κόσμου και περί φύσεως του ανθρώπου, που παρουσιάζει πολλή συγγένεια με τις θεωρίες των Πυθαγορείων. Ο Τίμαιος αναπτύσσει βαθύτατες ιδέες γιά τον χαρακτήρα του κόσμου και ο Σωκράτης διευκρινίζει, συντελώντας στην ενάργεια και την παραστικότητα του πλατωνικού ύφους. Η μετάφραση έγινε από τον Π. Γρατσιάτο.

Η «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ»

ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ.

ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61

Σημειώσεις Α Τόμου

1 Το λοιπόν μέρος του Κεφ. I είναι ελευθέρα συγκεφαλαίωσις των βιβλίων II – V της Πολιτείας περί τάξεως των φυλάκων, περί αγωγής, γυναικών κλπ.

2 Πρβλ. Πολιτείας II σ. 369 ε – 374 ε.

3 Πολιτ. σ. 374 Δ.

4 Πολιτ. V σ. 460α.

5 Φυλάκων. Πολιτ. III b. 415 C.—Δ. IV, 429 GΔ, V, 460 Δ

6 Διότι αυτά θα είναι οι μέλλοντες φύλακες της πόλεως (πολιτείας).

7 Η πράξις είναι η απόδειξις και τρόπον τινά η συμπλήρωσις της θεωρίας. Ούτω και ο Θεός εχάρη διά το έργον του, ότε είδεν αυτό να κινήται (όρα σελ. 37. C). «Ως δε ο πατήρ είδεν ότι αυτό εκινήθη, εχάρη και ηθέλησε να το κάμη περισσότερον όμοιον, με το παράδειγμα». Ασκήσεις ή άθλοι του σώματος είναι δρόμος, πάλη κ.λ.

8 Ο Κριτίας, μαθητής του Σωκράτους, ήτο γενναίας φύσεως, μετείχε δε και φιλοσοφικών συνδιαλέξεων και εκαλείτο αμαθής (ιδιώτης) μεταξύ φιλοσόφων, φιλόσοφος δε μεταξύ ιδιωτών· υπήρξε δε και είς των 30 τυράννων εν Αθήναις». (Σχολ.).

9 Ο Ερμοκράτης στρατηγός Συρακούσιος, συντελέσας εις την ήτταν των Αθηναίων στρατηγών Δημοσθένους και Νικίου. Ησχολείτο και εις την πολιτικήν και εις την φιλοσοφίαν (Σχ.).

10 Εν τη «Πολιτεία» ο Πλάτων (III σ. 392) διακρίνει την ποίησιν εις μίμησιν και διήγησιν, και επί τέλους καταδικάζει αυτήν όλην εις μίμησιν. Ενταύθα την θεωρεί ως μίμησιν χρήσιμον.

11 Να φαντασθήτε την ιδανικήν πολιτείαν, περιπεπλεγμένην εις πόλεμον φανταστικόν.

12 Των Αθηνών.

13 Τα μικρά Παναθήναια.

14 Ή όπερ καίτοι δεν διεκοινώθη, αλλ’ ο Κριτίας το διηγείτο ως κ.λ.

15 Τα Απατούρια ήσαν εορτή εν Αθήναις, ήτις προς τιμήν του Διονύσου ετελείτο κατά τον μήνα Πυανεψιώνα (Οκτώβριον) και διήρκει ημέρας τρεις, των οποίων η πρώτη ελέγετο Ανάρρυσις, διότι πολλαί θυσίαι εγίνοντο κατ’ αυτήν. Η δευτέρα ελέγετο Δορπία, διότι κατ’ αυτήν εγίνοντο ευωχίαι και δείπνα πολλά. Η τρίτη εκαλείτο Κουρεώτις, διότι τότε οι κούροι, ήτοι οι παίδες και τα κοράσια ηλικίας 3 ή 4 ετών, κατεγράφοντο εις τα βιβλία των φρατριών. Αι φυλαί ήσαν κατ’ αρχάς τέσσαρες, από δε Κλεισθένους δέκα και μετά ταύτα δώδεκα. Εκάστη δε των φυλών διηρέθη εις τρία μέρη και το τρίτον εκλήθη πατρία και φρατρία, οι δε ανήκοντες εις την αυτήν φυλήν και φρατρίαν ως συγγενείς μεταξύ των ελέγοντο φράτορες. Εις τους φράτορας τούτους εγίνετο η εγγραφή των παίδων (Προκλ. 27 F).

16 Διότι έγραψε ποιήματα διδακτικά και γνωμικά. Ήτο λοιπόν ποιητής ηθικός.

17 Ο Πλούταρχος (περί Ίσιδ. και Οσίρ., λέγει: «Το εν Σάει έδος της Αθηνάς, την οποίαν και Ίσιν νομίζουσιν, είχε τοιαύτην επιγραφήν· «Εγώ ειμι παν το γεγονός και ον και εσόμενον και τον εμόν πέπλον ουδείς πω θνητός απεκάλυψεν». Ο Πρόκλος όμως αναφέρει (30 Δ. Ε.) ότι το επίγραμμα είχεν ούτω: «Τα όντα και τα εσόμενα και τα γεγονότα εγώ ειμι· τον εμόν χιτώνα ουδείς απεκάλυψεν. Ον εγώ καρπόν έτεκον, ήλιος εγένετο». Το πρώτον μέρος της επιγραφής χαρακτηρίζει το Αιγυπτιακόν πνεύμα, όπερ είναι πρόβλημα εις εαυτό, και όπερ πανταχού επί του εδάφους και υπό το έδαφος θέτει προβλήματα (πυραμίδας, σφίγγας κ.λ.) προς λύσιν. Αλλ’ ο τεχθείς καρπός, ο ήλιος, το σαφές, είναι το αποτέλεσμα και η λύσις του προβλήματος. Το φως, η σαφήνεια αύτη είναι το πνεύμα, ο υιός της Νηίθ της υπό τον πέπλον κρυπτομένης θεότητος. Ο Απόλλων των Ελλήνων είναι η λύσις του προβλήματος της αληθείας, όπερ έθηκεν η Νηίθ. Το εν Δελφοίς παράγγελμα αυτού ήτο «Άνθρωπε, γνώθι σαυτόν (την φύσιν και ουσίαν σου). Η λύσις είναι: Το φως το της γνώσεως. Η σχέσις αύτη των δύο πνευμάτων, του Ελληνικού και του Αιγυπτιακού ή εν γένει του Ασιατικού, θαυμασίως παριστάνεται εν τω μύθω του Οιδίποδος και της σφιγγός. Η σφιγξ — το μέγα Αιγυπτιακόν σύμβολον — εμφανισθείσα εις τας Θήβας, έθηκε το πρόβλημα: «Τι είναι το ον, όπερ την πρωίαν βαίνει επί τεσσάρων ποδών, την μεσημερίαν επί δύο και την εσπέραν επί τριών». Ο Οιδίπους έλυσεν αυτό είπών ότι είναι ο άνθρωπος και κατεκρήμνισε την σφίγγα. Ό,τι εζήτει και δεν ηδύνατο να εύρη η Ανατολή, τούτο εύρεν η Ελλάς, ότι δηλ. η ουσία της Φύσεως είναι ο νους, όστις υπάρχει ως νους μόνον εν τη συνειδήσει του ανθρώπου. Αλλ’ η συνείδησις, η γνώσις είναι κατ’ αρχάς ατελής, και ο σοφός βασιλεύς εμπλέκεται εις την τραγικήν αντίθεσιν της γνώσεως και της αγνοίας, μη έχων συνείδησιν του χαρακτήρος των ιδίων αυτού πράξεων. Αλλά το Ελληνικόν πνεύμα βαθμηδόν εκτήσατο πλήρη συνείδησιν εαυτού. Ο Αιγύπτιος ιερεύς είπεν ότι οι Έλληνες είναι πάντοτε παίδες. Ημείς, λέγει ο Έγελος εν τη φιλοσοφία της Ιστορίας, εξ ης παραλαμβάνομεν τας κρίσεις ταύτας, δυνάμεθα τουναντίον να είπωμεν, ότι οι Αιγύπτιοι είναι οι εύρωστοι παίδες, οίτινες ζητούσι μόνον σαφή αντίληψιν εαυτών εν ιδεώδει μορφή, ίνα γίνωσι νεανίαι (οίοι εγένοντο οι Έλληνες).

18 Ο Φορωνεύς έζη προ του κατακλυσμού του Δευκαλίωνος, ήτο υιός του Ινάχου και εβασίλευσε του Άργους. Λέγεται πρώτος, διότι υπήρξεν ο πρώτος των ανθρώπων. (Ο Ίναχος ήτο ποταμός, κατ’ άλλους, διότι αυτός πρώτος θνητός εβασίλευσε, και κατ’ άλλους, διότι πρώτος ίδρυσε το Άργος. Η Νιόβη ήτο θυγάτηρ του Φορωνέως, ήτις εγέννησεν εκ του Διός υιόν Άργον, εξ ου ωνομάσθη και η πόλις. Αύτη δεν πρέπει να συγχέηται με την Νιόβην, θυγατέρα του Ταντάλου.

19 Του Δευκαλίωνος. Λέγουσιν ότι συνέβησαν τρεις κατακλυσμοί, πρώτος επί Ωγύγου, βασιλέως της Αττικής, δεύτερος επί Δευκαλίωνος, και τρίτος επί Δαρδάνου.

20 Ο Πλούταρχος (Περί Ίσ. και Οσίρ.) λέγει ότι ο Σόλων διήκουσε Σόγχιτος Σαΐτου. Αλλ’ ο Πρόκλος (σελ. 31 Δ) λέγει ότι ο Σόλων εν Σάει εγνώρισεν ιερέα ονομοζόμενον Παφενεΐτ, εν Ηλίου πόλει τον Οχοιάπι, εν Σεβεννύτω δε Εθήμων, ως λέγουσιν αι ιστορίαι των Αιγυπτίων· και ίσως ο Πατενεΐτ είναι ο Σαΐτης ιερεύς ο ειπών εις αυτόν την επομένην διήγησιν.

21 Η διατάραξις, εξ ης γεννάται η εκπύρωσις. Εν τω Πολιτικώ λέγει ο Πλάτων, ότι αι καταστροφαί αύται συμβαίνουσιν, ότε ο κόσμος κατά τινας χρονικάς περιόδους εγκαταλειφθείς υπό του θεού κινείται αφ’ εαυτού αντιθέτως. Αλλά και τούτο λέγεται ως μύθος, ουχί ως γεγονός βέβαιον και λογικώς γνωστόν. Όμοια και εν τη αρχή του 3ου βιβλίου των Νόμων.

22 Πανταχού επί της γης πάντοτε υπήρξαν άνθρωποι και πράξεις ανθρώπιναι. Και εν τοις φοβερωτάτοις κατακλυσμοίς δεν καταστρέφονται όλοι, αλλ’ οι επιζώντες είναι ολίγοι αμαθείς και αδιάφοροι, και διά τούτο η μνήμη των συμβάντων αφανίζεται. Εν Αιγύπτω όμως μεγάλοι κατακλυσμοί δεν γίνονται, και η μνήμη των σπουδαίων γεγονότων, όπου αν συμβώσι, διατηρείται θρησκευτικώς εις τας ιεράς Γραφάς. Βλέπε Θεαίτ. 175 Α.

23 Ο Πρόκλος (σ. 44 Δ) λέγει ότι κατά τον μύθον ο Ήφαιστος ερών της Αθηνάς αφήκε το σπέρμα εις γην και εκείθεν εβλάστησε το γένος των Αθηναίων. Οι θεοί ούτοι είναι παράστασις δύο στοιχείων, της γης και του πυρός.

24 Η έκφρασις δεν φαίνεται λογική. Πώς ήτο δυνατόν να γραφή τότε, ότε ιδρύθη η πόλις, ο αριθμ. 8000; Πώς δε προ 9000 ετών ιδρύθησαν άμα και εμεγαλούργησαν αι Αθήναι;

25 Ιστορικώς η Αίγυπτος ανήκει εις την Ασίαν. Πολλοί των αρχαίων εθεώρουν ότι και γεωγραφικώς η Αίγυπτος ήτο μέρος της Ασίας.

26 Τα συμβάντα ταύτα είναι αυτά τα κατά των Περσών κατορθώματα των Αθηναίων.

27 Ο Πρόκλος λέγει (σελ 59) ότι «ο Κριτίας ενόμιζεν ότι εις τοιαύτα αντικείμενα, ως είναι εκείνο όπερ ώρισεν ο Σωκράτης, να ίδη την Πολιτείαν δρώσαν, το σπουδαιότερον είναι να εύρη τις διήγησιν, διά της οποίας θα δυνηθή να εκτελέση το πρόσταγμα καθώς πρέπει». Και τούτο έπραξεν ο Κριτίας, λαβών τον πόλεμον Αθηναίων και Ατλαντίνων, ως δυνάμενον να παραστήση τον τρόπον, καθ’ ον παράγεται η αρίστη πολιτεία.

28 Ο Σωκράτης επραγματεύθη περί πολιτείας θεωρητικώς. Ο Κριτίας θα περιγράψη αυτήν δρώσαν. Ο Τίμαιος θα εκθέση τας αρχάς αυτής. Περί Ερμοκράτους δεν γίνεται λόγος.

29 Την διήγησιν των ιερέων, την οποίαν έφερεν ο Σόλων εξ Αιγύπτου.

30 Ο Πλάτων άρχεται από της διακρίσεως του φαινομένου και της ουσίας. Αφ’ ενός είναι το σύνολον των αισθητών όντων, τα οποία γεννώνται, διαιρούνται και μεταβάλλονται, αφ’ έτερου ο νόμος και η ουσία εκάστου, ήτις είναι νοητή, αδιαίρετος και αμετάβλητος. Και πρώτον θεωρεί τα υλικά πράγματα κατά τον απλούστατον διορισμόν αυτών, την κίνησιν, της οποίας διορισμοί είναι ο χώρος και ο χρόνος. Βεβαίως επέκεινα της κινήσεως συλλαμβάνουν τι, όπερ όμως διαφεύγει την νόησιν και την φαντασίαν, και όπερ καλούμεν πρώτην ύλην, ήτις δύναται να δεχθή πάσας τας μορφάς και να γίνη ύδωρ, γη και ει τι άλλο, αλλ’ ουδέν εκ τούτων είναι και μένει η αυτή προς εαυτήν εν τη αδιοριστία αυτής. Ο Πλάτων ταυτίζει αυτήν με τον χώρον, όστις όμως είναι μόνον είς των διορισμών αυτής.

Ουρανία Μηχανική.

Η ύλη κινουμένη τείνει προς τι κέντρον και κατά τον Πλάτωνα η ενέργεια της βαρύτητος ασκείται κατά τον νόμον των ομοίων, πάντα δε τα σώματα τείνουσι να ενωθώσι προς τα ομογενή. Έκαστον αυτών είναι βαρύ μόνον, όταν είναι εκτός της θέσεώς του. Και, επειδή το σύμπαν είναι σφαιρικόν, δεν δύναται να θεωρηθή μέρος τι ως το άνω μάλλον ή το κάτω. — Η ύλη κείται εν χώρω, ήτοι τα μέρη αυτής είναι εκτός αλλήλων, αλλ’ επειδή ταύτα είναι ολότητες κινούμεναι κατά τον νόμον των ομοίων, παρά τον χωρισμόν (την άπωσιν) υπάρχει η ένωσις (η έλξις) της ύλης. Όταν δε πολλά τοιαύτα σώματα απωθούμενα και ελκόμενα αποτελώσιν έν σύστημα, τότε υπάρχει κοινόν κέντρον και μερικά κέντρα. Έκαστον σώμα έχει εν τω συστήματι την ωρισμένην θέσιν του προς αποφυγήν συγχύσεως· πάντα δε κινούνται εις κεκλεισμένας καμπύλας περί το καθολικόν κέντρον, ίνα τηρήσωσι την αναφοράν των προς αυτό, και συνάμα κινούνται περί εαυτά, ίνα έχωσιν αναφοράν προς εαυτά ως ανεξάρτητα. Τας κινήσεις ταύτας, τας αναφοράς των, τα μεγέθη και τας διαρκείας αυτών ο Πλάτων παριστάνει διά της δημιουργίας της ψυχής του κόσμου. Ο κόσμος έχει θαυμασίαν τάξιν, έχει γενικούς νόμους, καθολικάς αρχάς και το σύνολον τούτων είναι ο λόγος, η ψυχή του κόσμου.

Ο Θεός εκ της αδιαιρέτου ουσίας και εκ της διαιρετής εποίησε τρίτην, την ψυχήν, ήτις μετέχει της φύσεως του ταυτού και του ετέρου και εν μέσω των μεταβολών αυτής μένει η αυτή προς εαυτήν. Έπειτα το μίγμα εχώρισεν εις όσα έπρεπε μέρη κατά γεωμετρικάς και αρμονικάς αναλογίας, και εδημιούργησε πάντας τους αστέρας. Ο νους, η ύλη και η ψυχή παριστώσι τας τρεις παγκοσμίας αρχάς του ταυτού, του ετέρου και της τρίτης ουσίας. Εκ της ενώσεως αυτών εμορφώθησαν δύο σφαίραι ομόκεντροι, η των απλανών αστέρων και εντός αυτής η των πλανητών. Επειδή η ψυχή μετέχει της φύσεως του ταυτού, διό απλανείς και πλανήται κινούνται την περί εαυτούς αναλλοίωτον κίνησιν, αλλ’ οι επτά πλανήται τεθειμένοι εν τη εσωτερική σφαίρα (εν εκλειπτική) και υποκείμενοι εις την φύσιν του ετέρου εκτελούσιν εις χρόνους διαφόρους περιστροφάς εναντίας προς τας των απλανών. Μόνη η γη μένει ακίνητος εν τω μέσω του παντός και περί αυτήν στρέφονται οι αστέρες.

31 Το γίγνεσθαι (η γένεσις) είναι η ενότης δύο εννοιών, του είναι και του μη είναι. Το γίγνεσθαι είναι η κίνησις ή μετάβασις του ενός τούτων εις το άλλο. Γέννησις, μεταβολή κ.λ. κ.λ. είναι μορφαί ή τρόποι γενέσεως. Το γινόμενον τείνει εις το είναι, αλλ’ εφ’ όσον γίνεται δεν είναι όντως ον. Όντως ον είναι ο κόσμος των ιδεών, των νοητών, τα οποία νοούνται και δεν ορώνται. Το πάντοτε γινόμενον και ουδέποτε ον είναι ο ορατός, ο αισθητός κόσμος, τα φαινόμενα. Ό,τι λέγει ενταύθα ο Τίμαιος συμφωνεί προς τα της Εξόδου (3, 14)· «Και είπεν ο Θεός προς Μωυσήν, «Εγώ ειμι ο ων, και ερείς τοις υιοίς Ισραήλ, «Ο ων με απέσταλκε προς υμάς». Ο ιερός Αυγουστίνος θαυμάζει διά την συμφωνίαν ταυτην και άγεται να παραδεχθή, ότι ο Πλάτων είχε γνώσιν της Αγ. Γραφής!

32 Η γένεσις και η φθορά αποτελούσι συνεχή κίνησιν εν τω αισθητώ κόσμω. Διό ο θάνατος είναι μεταμόρφωσις της ύλης και γέννησις νέων μορφών, και συμβιβάζεται με την αγαθότητα του Θεού, όστις ηθέλησε να είναι αγαθός ο κόσμος. Η φθορά του μέρους, λέγει ο Πρόκλος (115 C.—Δ), είναι αγαθόν, εάν μέλλη να σώζηται το όλον. Και είναι τούτο αναγκαίον προς συντήρησιν του κόσμου, διότι άλλως, διά να σώζωνται τα μέρη, θα εδαπανάτο και θα εξέλειπε το όλον.

33 Το δόγμα τούτο — ότι είναι καλόν εκείνο, όπερ έχει παράδειγμα αναλλοίωτον και _ον_, ενώ το έχον παράδειγμα, όπερ μεταβάλλεται και γίνεται, δεν είναι καλόν — συμφωνεί προς την εν τω 10ω της Πολιτείας βιβλίω θεωρίαν περί ποιήσεως. Κατ’ αυτήν η τέχνη ως μίμησις είναι απορριπτέα, διότι μιμείται τα πράγματα και ουχί τας ιδέας, των οποίων (ιδεών) είναι μιμήσεις, ατελείς εκδηλώσεις, τα πράγματα.

34 Η παράστασις του Θεού πατρός και ποιητού διά της προηγηθείσης εν Ελλάδι φιλοσοφικής κινήσεως απέβαλλε βαθμηδόν την υλικότητα, υπό την οποίαν παρουσιάζεται εις τον λαόν και εις την ποίησιν, έως ου διά του Πλάτωνος έγινε πνευματική έννοια ήτις έλαβε την πλήρη διαμόρφωσιν αυτής υπό του Χριστιανισμού και των Νεοπλατωνικών. Ο Θεός είναι νους και δημιουργεί ως νους, ήτοι θέτει τους διορισμούς αυτού, τας ιδέας, αίτινες δεν είναι τι διάφορον αυτού, και αίτινες εμφανίζονται και πραγματοποιούνται εν τω φαινομενικώ τούτω κόσμω. Το φαινόμενον έχει λόγον και ουσίαν, ήτις δεν είναι αισθητή, διότι δεν είναι τι ατομικόν, αλλ’ είναι όλως καθολική και νοητή. Τα καθόλου, τα νοητά ταύτα είναι αι ιδέαι, ήτοι νοήματα αντικειμενικά άμα και υποκειμενικά, κινούντα και ζωογονούντα τα πράγματα και τα πνεύματα. Ούτως η ιδέα του κόσμου αναγκαίως προϋπάρχει αυτού αναλλοίωτος και αιώνιος εν τω απολύτω νω. Ο αισθητός κόσμος, απ’ εναντίας, μεταβάλλεται διηνεκώς και ό,τι είναι τώρα παρόν εν αυτώ μετ’ ολίγον αφανίζεται και γίνεται παρελθόν. Και, αν συγκρίνωμεν την ιδέαν του κόσμου και τον Θεόν, δυνάμεθα να είπωμεν, ότι, καίτοι είναι έν και το αυτό, λογικώς όμως ο νους, ο Θεός, είναι πρότερος του νοητού, επομένως είναι και πρώτη αιτία των πραγμάτων. Επειδή δε η σχέσις αύτη έχει αναλογίαν με την σχέσιν πατρός και υιού, ή τεχνίτου (δημιουργού) και ποιήματος, δύναται να λέγηται εικονικώς ότι ο Θεός γεννά ένα υιόν (μονογενή) και ότι κατά το πρότυπον τούτο δημιουργεί τον κόσμον (και τα πάντα δι’ αυτού εγένοντο. Ιωάν.). Ο Χριστιανισμός έπειτα συμβιβάζων την αντίθεσιν ταύτην του καθολικού και του μερικού εδίδαξεν, ότι ο πατήρ αποκαλύπτει και θεωρεί εαυτόν εν τω υιώ, εν τη ενώσει δε ταύτη προς τον υιόν ο Θεός γίνεται πνεύμα απόλυτον. Ο υιός ούτω δεν είναι απλούν όργανον, αλλ’ αυτό το περιεχόμενον της αποκαλύψεως. Υπό τους μύθους λοιπόν και τας αλληγορίας πρέπει να ανευρίσκηται ο κρυπτόμενος νους. Και, ίνα συλλάβωμεν τον νουν τούτον και εν γένει ίνα κατανοήσωμεν την Φύσιν και τας σχέσεις αυτής προς το πνεύμα, πρέπει να απομακρύνωμεν πάσαν υλικήν και παχυλήν παράστασιν. Προς τούτο πρέπει να έχωμεν προ οφθαλμών 1) ότι ο λεγόμενος άπειρος χώρος υπάρχει, ίνα χωρή, χωρεί δε την ύλην, επομένως χώρος και ύλη είναι αχώριστα· 2) η ύλη, ήτις προϋποθέτει τον χώρον και τον χρόνον και την ενότητα αυτών, την κίνησιν, είναι και αυτή εν τη ιδέα της αιωνία και απόλυτος, αιωνίως εμφανιζομένη και μορφουμένη υπό των άλλων ιδεών· 3) η δημιουργία είναι αιωνία· η ιδέα, ο λόγος διηνεκώς δημιουργεί και συντηρεί (πρόνοια), όπως η ψυχή διηνεκώς πλάττει και συντηρεί το σώμα και τα μέλη αυτού.

35 Το δεύτερον μέρος του διλήμματος τούτου είναι αδύνατον, διότι γεγεννημένα παραδείγματα δεν ήτο δυνατόν να υπάρχωσι προ της δημιουργίας. Εάν δε η ύλη προϋπήρχε της δημιουργίας, τότε δεν εδημιουργήθη και δεν θα ηδύνατό τις να βλέπη δεδημιουργημένον παράδειγμα εν αυτή, ήτις ήτο αγέννητος. Εάν πάλιν δεχθώμεν πρώτην δημιουργίαν ύλης αμόρφου και πλημμελούς, αύτη δεν δύναται να θεωρηθή ως πρότυπον της δημιουργίας, διότι το άμορφον και το πλημμελές δεν δύναται να είναι πρότυπον της μορφής και της τάξεως, αίτινες είναι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της δημιουργίας κατά τον Πλάτωνα. Ίσως ο Πλάτων ηθέλησε να εξηγήση την δημιουργίαν κατά πάσαν δυνατήν αυτής εκδήλωσιν, διό την αιωνιότητα και το απόλυτον του παραδείγματος παρέστησεν ως όρους της δημιουργίας απολύτους και πάντοτε αληθείς.

36 Ίνα είπωμεν ότι τον κόσμον έπλασε κατά παράδειγμα γεννητόν, δέον να δεχθώμεν ότι ο Θεός δεν είναι αγαθός, αλλά τούτο είναι βλασφημία.

37 Βεβαίως ο κόσμος είναι κάλλιστος, διότι είναι έργον και αποκάλυψις του λόγου, όστις είναι είς και μόνος. Αλλ’ η φράσις ότι ο κόσμος είναι το κάλλιστον πάντων των δημιουργημάτων δεν φαίνεται λογική, διότι είς μόνος κόσμος εγεννήθη, και επομένως λείπει πας όρος συγκρίσεως. Εκτός εάν συγκρίνηται το όλον με τα μέρη του, ήτοι με εαυτό, όπερ άτοπον.

38 Τούτο είναι το συμπέρασμα του συλλογισμού και εν ταυτώ η βεβαίωσις ότι ο κόσμος είναι εικών, φαινόμενον και ουχί πραγματικότης. Ο φαινομενικός ούτος κόσμος είναι ουχί απόλυτος και ανεξάρτητος, αλλά σχετικός και τεθειμένος. Τίθεται δε ή δημιουργείται υπό της ιδέας κατά τον Πλάτωνα, υπό του πνεύματος κατά την γλώσσαν των νεωτέρων.

39 Και ούτω πρέπει να είναι ταύτα συμμετρικά και ανάλογα μεταξύ των, ήτοι 1) δύο πράγματα, το ον και το γινόμενον (γεννητόν), 2) δύο γνώσεις, η νόησις και η δόξα. 3) δύο λόγοι, οι βέβαιοι και οι πιθανοί (Πρόκλ. 103 Δ).

40 Η μελέτη του όντος καταλήγει εις την αλήθειαν, ενώ η του γινομένου δεν υπερβαίνει την πίστιν. Η αλήθεια είναι η επιστήμη, η πίστις είναι η δόξα, η γνώμη. Ο Πρόκλος (105 Α.) λέγει· «Ως η αλήθεια προς το νοητόν παράδειγμα, ούτως η πίστις προς την γενετήν εικόνα». Και εν τη πολιτεία (βιβλίω 7) ο Πλάτων διακρίνει τέσσαρας βαθμούς ή παθήματα ή μοίρας της ψυχής. Πρώτον είναι η νόησις, ήτοι η κατ’ εξοχήν γνώσις, η κυρίως λεγομένη φιλοσοφική νόησις, δεύτερον είναι η διάνοια, τουτέστιν η διασκεπτική ή συλλογιστική νόησις, ήτις περιλαμβάνει τα μαθηματικά και εν γένει τας φυσικάς επιστήμας, τρίτον είναι η πίστις, ήτοι η παράστασις, η παραστατική αλήθεια, και τέταρτον είναι η εικασία, ήτοι η διά των αισθήσεων, των εικόνων και των φαντασιών γνώσις, η πιθανότης. Τα δύο πρώτα μέρη συνιστώσι την επιστήμην, τα δε δύο τελευταία την δόξαν. Κατά ταύτα και ο Παύλος (I Κορινθ. XII 8, 9) λέγει· «Ω μεν διά του πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας (φιλοσοφική νόησις), άλλω δε λόγος γνώσεως (η γνώσις η εν γένει, αι μερικαί επιστήμαι) κατά το αυτό πνεύμα· ετέρω δε πίστις εν τω αυτώ πνεύματι, άλλω δε κ λ.»

41 Εν τη Πολιτεία (VI) λέγει ότι η πρώτη αιτία είναι η ιδέα, αυτό το αγαθόν, όπερ είναι ταυτόν με τον νουν (Φιλήβ. 22 C). Αν η αγαθότης νυν γίνεται απλή ιδιότης του δημιουργού, τούτο προέρχεται εκ της μυθικής μορφής, ην έλαβε το έργον της δημιουργίας. Η αγαθότης αύτη δεν πρέπει να νοήται υπό την στενήν ηθικήν σημασίαν, αλλ’ υπό την καθολικήν έννοιαν, ότι τα πράγματα έχουσιν ύπαρξιν ιδίαν, και ευρίσκουσι τα μέσα να συντηρώνται. Εν τούτω γενικώς αναγνωρίζεται η θεία αγαθότης, αντιθέτως προς την θείαν δύναμιν, ενώπιον της οποίας ουδέν πράγμα οσονδήποτε ισχυρόν και στερεόν, δύναται να υφίσταται.

42 Ο Έγελος λέγει· «Το ότι ο Θεός δεν είναι φθονερός αναμφιβόλως είναι μεγάλη, ωραία, αληθής, αλλά και αφελής παράστασις. Παρά τοις αρχαίοις, τουναντίον, ευρίσκομεν ότι η Νέμεσις, η δίκη, η ειμαρμένη είναι ο μόνος προσδιορισμός των θεών, οίτινες καταρρίπτουσι και ταπεινούσι παν ό,τι είναι μέγα και δεν ανέχονται να υπάρχη ό,τι είναι έξοχον και υψηλόν. Αλλά η μεγαλόνοια των υστέρων φιλοσόφων ανέτρεψε την διδασκαλίαν ταύτην. Διότι εν τη απλή έννοια της Νεμέσεως δεν εμπεριέχεται ακόμη κανείς ηθικός διορισμός, διότι τιμωρία μόνη υπάρχει η ταπείνωσις παντός, όπερ υπερβαίνει τα όρια, αλλά τα όρια ταύτα δεν παρουσιάζονται ακόμη ως ηθικά, και η τιμωρία δεν είναι ακόμη η αναγνώρισις του ηθικού αντιθέτως προς το ανήθικον. Ούτως η θεωρία του Πλάτωνος είναι πολύ υψηλοτέρα της δοξασίας των νεωτέρων, οίτινες λέγοντες ότι ο Θεός είναι Θεός άγνωστος, όστις δεν απεκαλύφθη εις ημάς και περί του οποίου ουδέν δυνάμεθα να γινώσκωμεν, αποδίδουν φθόνον εις τον Θεόν. Τω όντι· διατί ο Θεός να μη αποκαλύπτηται εις ημάς, εάν σπουδαίως ζητώμεν την γνώσιν αυτού; Έν φως ουδέν αποβάλλει, εάν άλλο αναφθή εξ αυτού, και διά τούτο οι Αθηναίοι ετιμώρουν τους εμποδίζοντας να γίνηται τούτο. Εάν η γνώσις του Θεού μας απηγορεύετο, ίνα γινώσκωμεν μόνον το πεπερασμένον και ίνα μη φθάσωμεν εις το απόλυτον, ο Θεός θα ήτο φθονερός Θεός ή θα εγίνετο κενή λέξις. Τοιαύται θεωρίαι ουδέν έτερον σημαίνουσιν ειμή ότι θέλομεν να αμελώμεν ό,τι είναι υψηλότερον και θείον και να επιδιώκωμεν τα ποταπά συμφέροντα και τας προσωπικάς γνώμας ημών. Η ταπεινότης αύτη είναι αμάρτημα, είναι το κατά του Αγίου Πνεύματος αμάρτημα (Εγ. ιστ. της Φιλ. Α’).

43 Τούτο είναι επιχείρημα ή λόγος πιθανός. Ούτως ο Θαλής έλεγε: Πρεσβύτατον των όντων είναι ο Θεός, διότι είναι αγέννητον, κάλλιστον δε ο κόσμος, διότι είναι ποίημα Θεού.

44 Κατά δύναμιν λέγει ο Πλάτων, δηλών ότι ο Θεός ενεργεί ουχί αυθαιρέτως, αλλά κατά νόμους, οίτινες είναι αύται αι ιδέαι, αι αποτελούσαι την ουσίαν των όντων.

45 Ο Τίμαιος λέγει φλαύρον, όπερ είναι η άτακτος ύλη, ην ο Θεός μετεχειρίσθη, ούτως ώστε να μη μείνη κανέν φλαύρον, αχρείον, και τούτο έγινε διά της τάξεως. Η ύλη έχει φύσιν ιδίαν προερχομένην εκ της ανάγκης, ήτις δύναται να πεισθή, όχι να καταστραφή.

46 Ο Έγελος παρατηρεί ότι ταύτα είναι μυθική έκφρασις προερχομένη εκ της ανάγκης, εις ην ευρίσκεται ο Πλάτων να αρχίση με άμεσόν τινα διορισμόν, όστις είναι όμως απαράδεκτος, όπως διατυπούται. Προσέτι φαίνεται ότι παριστά τον Θεόν, ως δημιουργόν μόνον, ήτοι κοσμήτορα της ύλης, και ότι αύτη, αιωνία ούσα και ανεξάρτητος, ευρέθη υπό του Θεού ως χάος. Αλλά και τούτο είναι μύθος. Ο Πλάτων ομιλεί ενταύθα κατά τρόπον δημώδη, ίνα κάμη έναρξιν του λόγου του. Δεν πρέπει λοιπόν να δίδωμεν προσοχήν εις τας εκφράσεις ταύτας, αλλ’ εις τας αληθείς φιλοσοφικάς θεωρίας του.

47 Το έξοχον αγαθόν και το έξοχον καλόν είναι τα χαρακτηριστικά της μεγίστης τελειότητος.

48 Πρόκειται περί του κόσμου, όστις θα δημιουργηθή.

49 Ο νους θεωρείται ως μέρος η λειτουργία της ψυχής.

50 Το παράδειγμα είναι το νοητόν ζώον. Πώς τούτο είναι παράδειγμα του αισθητού; Δεν είναι είδος (μέρος), αλλά γένος, εν ω περιέχονται πάντα τα γένη. Εκ του ομοιώματος, όπερ είναι ο αισθητός κόσμος, δυνάμεθα να συμπεράνωμεν περί του προτύπου, όπερ πρέπει να είναι τοιούτον, ώστε ο αισθητός κόσμος και έν έκαστον των εν αυτώ να ευρίσκωσι τα παράδειγμα αυτών.

51 Τα αυτόζωον ως ιδέα είναι έν, διότι είναι παν, λοιπόν και ο ορατός κόσμος κατ’ ανάγκην είναι είς, διότι άλλως δεν θα ήτο τέλειον ομοίωμα του νοητού κόσμου του τα πάντα περιλαμβάνοντος.

52 Επειδή ο κόσμος γεννάται, άρα θα είναι. Εις το ον όμως ανήκει μόνον το είναι (εστί).

53 Πρόκειται περί της δημιουργίας του κόσμου, ήτοι της τάξεως, διό η δημιουργία γίνεται εκ στοιχειώδους ύλης, περί ης θα γίνη λόγος πάλιν εν σελ. 48 Ε, όπως και περί του κόσμου ως ενός ζώου εν σ. 69 C.

54 Η γεωμετρική. Τρεις κύριαι αναλογίαι υπάρχουσιν.

1) Η αριθμητική, ως 2:4 = 4:6, όπου ο μέσος υπερέχει τον ένα άκρον και υπερέχεται υπό του ετέρου κατά το αυτό ποσόν·

2) Η γεωμετρική, ως 2:4 = 4:8, όπου ο μέσος είναι, τοσάκις μείζων του ενός άκρου, οσάκις είναι ελάσσων του έτερου, και

3) Η αρμονική, ως 6:8 = 8:12, όπου ο μέσος είναι μείζων ενός άκρου κατά κλάσμα (μέρος) τούτου, ίσον προς το κλάσμα, καθ’ ό ο μέσος υπερέχεται υπό του άλλου άκρου. Ούτως ο 8 είναι ίσος προς 6+6/3 = 8 και ίσος προς 12 — 12/3 = 8· ώστε ο 8 υπερέχει τον 6 κατά το 1/3 αυτού και υπερέχεται υπό του 12 κατά το αυτό μέρος, ήτοι κατά το 1/3 αυτού.

Ο Πλάτων ορίζων τας αναλογίας ορμάται εκ του μέσου αναλόγου, διότι ούτος αποτελεί τον δεσμόν. Η αναφορά λοιπόν της αριθμητικής αναλογίας είναι η της ισότητος, η της γεωμετρικής είναι η της ταυτότητος, και η της αρμονικής η της ομοιότητος. Η γεωμετρική κυρίως λέγεται αναλογία, αι άλλαι δύο λέγονται μεσότητες.

55 Πρόκειται περί της γεωμετρικής αναλογίας, ήτις είναι αναγκαία διά τον ειρημένον τέλειον δεσμόν και ήτις διά τούτο καλείται γεωμετρική, διότι παριστά αναφοράς σχημάτων επιπέδων ή στερεών. Οι αρχαίοι διέκρινον αριθμούς γραμμικούς ή πλευράς, επιπέδους και στερεούς. Ο γραμμικός παριστά ό,τι είναι εν τη γεωμετρία η πλευρά· κυρίως όμως πλευραί είναι οι πρώτοι αριθμοί. Πρώτοι απλώς και ασύνθετοι είναι οι υπό μηδενός μεν αριθμού, υπό μόνης δε της μονάδος μετρούμενοι, ως ο 3, 5, 7, 11, 13, 17 και οι τούτοις όμοιοι. Λέγονται δε οι αυτοί γραμμικοί και ευθυμετρικοί, διότι και τα μήκη και αι γραμμαί κατά μίαν διάστασιν θεωρούνται. Είναι δε εκ των αριθμών οι μεν επίπεδοι, όσοι υπό δύο αριθμών πολλαπλασιάζονται, τούτων δε οι μεν τρίγωνοι, οι δε τετράγωνοι, κ. λ. Ο επίπεδος είναι το γινόμενον δύο πλευρών ή πρώτων αριθμών, ως λ. χ. ο 6, διότι 6 = 2×3. Αν οι δύο παράγοντες αυτού είναι ίσοι, λέγεται τετράγωνος. Ο στερεός είναι γινόμενον τριών πρώτων, και, αν ούτοι είναι ίσοι, λέγεται κύβος. Φανερόν είναι ότι γεωμετρική αναλογία δεν δύναται να αποτελεσθή υπό μόνων πρώτων αριθμών. Εν τω προκειμένω χωρίω του Τιμαίου πρέπει να αποκλεισθώσι και όσαι αναλογίαι έχουσιν όρον πρώτον αριθμόν, λ.χ. η αναλογία 2:3 = 6:9 ή 3:6 = 6:12, διότι ο 2 και ο 3 δεν δύνανται να παραστήσωσιν επίπεδον σχήμα. Όγκοι είναι οι στερεοί αριθμοί· δυνάμεις είναι οι επίπεδοι.

56 Εν τη γεωμετρική αναλογία το γινόμενον των άκρων είναι ίσον με το των μέσων, και η αναλογία δεν μεταβάλλεται, αν οι μέσοι γίνωσιν άκροι και οι άκροι μέσοι. Ο Πλάτων δεν διακρίνει αναλογίαν από προόδου 4:6:9, και διά τούτο μεταχειρίζεται τον μέσον καθ’ ενικόν. Ο μέσος είναι ο δεσμός των άκρων. Ο Έγελος θαυμάζει τα θεωρήματα του Πλάτωνος περί αναλογίας και ταυτότητος των όρων αυτής. «Τούτο, λέγει, είναι έξοχον, το διετηρήσαμεν δε και ημείς εν τη φιλοσοφία ημών. Η διάκρισις, ήτις δεν είναι διάκρισις, διότι αίρεται, είναι ο συλλογισμός, εν ώ οι άκροι συνδέονται διά του μέσου, όστις περιλαμβάνει και ταυτίζει αυτούς και τους κάμνει έν. Οι όροι του συλλογισμού είναι το Καθολικόν, το Μερικόν και το Ατομικόν· έκαστος αυτών γίνεται εκ περιτροπής υποκείμενον και κατηγορούμενον και μέσον ή δεσμός αυτών και ούτω πάντες συνταυτίζονται· ο συλλογισμός είναι η μορφή του λόγου. Το Απόλυτον είναι ο συλλογισμός, ή άλλως: παν πράγμα είναι είς συλλογισμός. Παν πράγμα είναι μία έννοια, και η ύπαρξις αυτού είναι η διαφορά (κρίσις) των διορισμών του, ούτως ώστε η καθολική φύσις του δίδει εαυτή εξωτερικήν πραγματικότητα μερικευομένη και τιθεμένη ως έν ατομικόν δι’ αρνητικής επιστροφής εις εαυτήν. Ή ανάπαλιν· το πραγματικόν είναι το ατομικόν, όπερ διά του μερικού υψούται εις το καθολικόν και τίθεται ως έν και ταυτόν εαυτώ. Αι κατά του συλλογισμού αναρριπτόμεναι ενστάσεις αποβλέπουσιν εις τον τυπικόν συλλογισμόν, όστις δεν συνδέει τους άκρους ουχί διά μέσου συγκεκριμένου, ως είναι το καθόλου, το γένος (λ. χ. άνθρωπος), όπερ συνδέει το ατομικόν (Πέτρος) με το μερικόν (την ειδοποιόν διαφοράν λογικός), αλλά διά μέσου όστις είναι μία αισθητή ποιότης ή εξωτερικός διορισμός (π. χ. το ερυθρόν, η βαρύτης) και ούτως οι άκροι (ρόδον και χρώμα, ή ήλιος και πλανήται) μένουσιν ανεξάρτητοι και αδιάφοροι προς αλλήλους (εάν λάβωμεν την βαρύτητα ως μέσον, θα συμπεράνωμεν ότι οι πλανήται πίπτουσιν επί του ηλίου, δι’ άλλου μέσου, της φυγοκέντρου δυνάμεως, θα συμπεράνωμεν ότι φεύγουσι τον ήλιον). «Ταύτα όμως καταλύει η Πλατ. φιλοσοφία, εν ή οι άκροι δεν μένουσιν ανεξάρτητοι ούτε απ’ αλλήλων ούτε από του μέσου· το κύριον είναι η ταυτότης αυτών. Εν τω συλλογισμώ του λόγου το υποκείμενον, το περιεχόμενον, διά του άλλου και εν τω άλλω ενούται προς εαυτό, διότι οι όροι συνταυτίζονται. Τούτο είναι εν άλλαις λέξεσιν η φύσις του απολύτου, του Θεού. Ο Θεός, τιθέμενος ως υποκείμενον, είναι τούτο: δηλ. γεννά τον υιόν του, τον κόσμον, πραγματοποιείται εν τη πραγματικότητι ταύτη, ήτις φαίνεται ως άλλο, αλλ’ εν αυτή μένει ο αυτός προς εαυτόν (αναφέρεται εις εαυτόν, ευρίσκει εαυτόν), αναιρεί την πτώσιν, μηδενίζει τον χωρισμόν και εν τω άλλω (εν τη φύσει) συνενοί εαυτόν προς εαυτόν και γίνεται ούτω πνεύμα. Ούτως ο Θεός είναι είς συλλογισμός. Εν τη Πλατ. φιλοσοφία έχομεν ούτω το κάλλιστον και το ύψιστον. Ταύτα είναι μεν καθαρά νοήματα, αλλά περιέχουσι παν πράγμα εν εαυτοίς· διότι πάσαι αι συγκεκριμέναι μορφαί ή υπάρξεις εξαρτώνται εκ των διορισμών της Νοήσεως μόνον. Οι Πατέρες της εκκλησίας εύρον ούτω παρά Πλάτωνι την Τριάδα, ην επεθύμουν να κατανοήσωσι και αποδείξωσι λογικώς. Παρά τω Πλάτωνι η αλήθεια τω όντι έχει τους αυτούς διορισμούς ως η Τριάς. Αλλ’ αι μορφαί αύται ημελήθησαν επί δισχίλια έτη από των χρόνων του Πλάτωνος, διότι εις την χριστιανικήν θρησκείαν δεν είχον μεταβή ως καθαρά νοήματα (αλλά διά παραστάσεων και εικόνων) και εθεωρούντο ότι ήσαν διδασκαλίαι εκ πλάνης γινόμεναι δεκταί, έως ου κατά τους νεωτέρους χρόνους οι άνθρωποι ήρξαντο να καταλαμβάνωσιν ότι η έννοια (ο λόγος) εμπεριέχεται εις τους διορισμούς τούτους και ότι η Φύσις και το Πνεύμα δι’ αυτών μόνων δύνανται να κατανοηθώσι». Δυνάμεθα λοιπόν να είπωμεν, ότι ο Πλάτων γράφων τον Τίμαιον εδημιούργει το παράδειγμα, το πρότυπον, καθ’ ο η διάνοια των επερχομένων γενεών έμελλεν εξελισσομένη να πλάση τον πνευματικόν κόσμον αυτής.

57 Το δόγμα τούχο επολεμήθη σφοδρώς, λόγω ότι, αν είναι 2:4:8, ανάλογα θα είναι και τα τετράγωνα 4:16:64 και οι κύβοι 8:64:512 μεθ’ ενός μόνου μέσου. Αλλ’ όμως επειδή πρόκειται περί των στοιχείων, ο Πλάτων έχει προ οφθαλμών ως πλευράς μεν τους πρώτους αριθμούς, ως επιπέδους δε και στερεούς τα πολλαπλάσια των πρώτων. Μόνον επί τοιούτων αριθμών ισχύει το ρηθέν, ότι μεταξύ δύο επιπέδων μία μόνη μεσότης εξαρκεί, διότι δυνατόν ενίοτε να είναι πλείονες, αλλά πάντοτε είναι μία μόνη, όταν οι αριθμοί είναι μεν πολλαπλάσια πρώτων αριθμών, αλλά τετράγωνοι. Έστωσαν πρώτοι 5 και 7, τα τετράγωνα αυτών είναι 25 και 49, μέσος δε ανάλογος τετραγωνικός τούτων είναι το γινόμενον των ριζών 5×7. Τω όντι 25:35 = 35:49, ένθα 25×49 = 35×35 = 1225. Αλλά, και αν λάβωμεν τα τετράγωνα 9 και 16 έχοντα πλευράς ή ρίζας τους 3 και 4, ων ο 4 είναι πολλαπλάσιον του 2, πάλιν θα έχωμεν ένα μόνον μέσον, τον 3×4 = 12, ήτοι θα έχωμεν 9:12 = 12:16 (Πρόκλ. 148 C). Εάν όμως αμφότεραι αι ρίζαι είναι πολλαπλάσια πρώτων και δη τετράγωνα, τότε οι μέσοι ανάλογοι θα είναι πλείονες. Έστωσαν ρίζαι τα τετράγωνα 4 και 9. Τούτων τα τετράγ. 16 και 81 έχουσι μέσον ανάλογον το γινόμ. των ριζών 4×9 = 36, και ούτος δύναται να εξαρκή προς αναλογίαν, 16:36 = 36:81. Εν τούτοις οι αριθμοί 4 και 9 ως τετράγ. έχουσι μέσον ανάλογον το γινόμ. των ριζών 2×3 = 6, δι’ ου ευρίσκομεν άλλους δύο μέσους μεταξύ 16 και 81, τους 4×6 = 24 και 6×9 = 54. Έχομεν άρα 16:24 = 54:81. Λοιπόν προς την δι’ αναλογίας σύνδεσιν δύο επιφανειών τετραγώνων μία μεσότης δύναται να εξαρκή, εάν όμως τα τετράγ. ταύτα ρίζας έχωσι πρώτους αριθμούς, τότε μία μόνη μεσότης δύναχαι να υπάρχη.

Εάν νυν ληφθώσι δύο επίπεδοι, πολλαπλάσια άλλων, ουχί δε τετράγωνοι αμφότεροι, ή ο είς μόνος, τότε δεν θα εύρωμεν ένα μόνον μέσον γεωμ. ανάλογον, αλλά θα έχωμεν χρείαν δύο. Έστωσαν οι επίπεδοι 15 (= 3×5) και 77 (= 7×11), οι μέσοι αυτών θα ευρεθώσι πολλαπλασιαζομένων των παραγόντων 3×11 = 33 και 5×7 = 35. Λοιπόν 15:33 = 35:77. Μία μόνη μέση αδύνατον είναι να υπάρχη. Τω όντι έστω αύτη Χ. Θα έχωμεν λοιπόν 15:Χ = Χ:77 ή Χ2 = 15×77, άρα Χ = τετραγωνική ρίζα (15×77) = τετραγωνική ρίζα 1155, αλλ’ η ρίζα του 1155 δεν είναι ακέραιος αριθμός, διότι ο 34 είναι ρίζα του 1156. Πάλιν ας λάβωμεν δύο επιπέδους 18 και 28, ων οι παράγοντες 3×6 και 4×7 δεν είναι πάντες πρώτοι και θα έχωμεν μέσους αναλόγους 21 (= 3×7) και 24 (= 4×6). Αλλά και ενταύθα ο μέσος είναι είς μόνος, όταν οι παράγοντες εκατέρου, λ. χ. των 18 και 32, έχωσι προς αλλήλους οίαν σχέσιν και οι του ετέρου, οι 3×6, και 4×8, ων οι 6 και 8 είναι διπλάσιοι των 3 και 4. Εδώ ο μέσος μεταξύ 18 και 32 είναι μόνος ο 24, διότι 3×8 και 4×6 δίδουσιν αμφότεραι 24. Τω όντι 18:Χ = Χ:32, εξ ης Χ2 = 18×32 και Χ = τετραγωνική ρίζα (18×32) = τετραγωνική ρίζα 576 = 24.

Προς αναλογίαν όμως των στερεών είς μόνος μέσος δεν εξαρκεί. Και πρώτον οι κύβοι, των πρώτων αριθμών έχουσι πάντοτε δύο μέσους. Έστωσαν οι κύβοι 8 και 27, ων ρίζαι οι 2 και 3. Τούτων των κύβων δύο μεσότητες υπάρχουσι, 2×2×3 = 12 και 3×3×2 = 18· ήτοι προκύπτει η αναλογία 8:12 = 18:27 ήτις είναι συνεχής (κατά τον ημιόλιον λόγον, Προκλ. 148 Ε) δηλ. 8:12 = 12:18 = 18:27. Άλλον μέσον είναι αδύνατον να εύρωμεν. Εάν όμως αι κυβικαί ρίζαι δεν είναι πρώτοι αριθμοί, είς μόνος μέσος δύναται να αρκή αλλά, ως είπομεν, ο λόγος είναι πάντοτε περί των πρώτων και των πολλαπλασίων αυτών. Π. χ. οι αριθμοί 64 και 799 ως τετράγωνα μεν των 8 και 27 έχουσι μέσον ανάλογον τον 216, όστις είναι γινόμενον των 8×27, ως κύβοι δε του 4 και 9 έχουσι δύο άλλους ανεξαρτήτους μέσους 4×4×9 = 144 και 9×9×4 = 324, λοιπόν 64:144 = 324:729 ή 64:144 = 144:324 = 324:729. Ο μέσος 216 εξηγείται και κατά τα ανωτέρω, διότι μεταξύ των κυβικών ριζών 4 και 9, υπάρχει ο μέσος 2×3 = 6, του ο δε κύβος είναι ο 216.

Επί τέλους, εάν οι στερεοί αριθμοί δεν είναι κυβικοί, τότε θα έχωμεν πάντοτε δύο μέσους. Ούτω μεταξύ των στερεών 105 (= 3×5×7) και 385 (= 5×7×11) οι μέσοι είναι 3×5×11 = 165 και 5×7×7 = 245, λοιπόν 105:165 = 245:385, ή πολλαπλασιαζομένων άλλως των παραγόντων, 105:175 = 231:385 ή και 105:147 = 275:385. Το αυτό συμβαίνει, και όταν οι παράγοντες ή πάντες ή τινές δεν είναι πρώτοι αριθμοί.

Εκ τούτων αποδεικνύεται ότι ο Πλάτων, λέγων ότι προς σύνδεσιν δύο επιπέδων αρκεί είς μέσος· προς σύνδεσιν δε δύο στερεών απαιτούνται δύο μέσοι, είχεν υπ’ όψει περιπτώσεις στοιχειώδεις και ανεπιδέκτους αναγωγής, ήτοι τετράγωνα και κύβους πρώτων αριθμών, τους κύβους δε ιδία ένεκα της ανάγκης αναλογίας συνεχούς, οία πυρ: αέρα = αήρ:ύδωρ = ύδωρ:γην.

58 Ο μέσος εν τη φύσει είναι διπλούς και ούτως εν αυτή επικρατεί ο αριθμός τέσσαρα. Η αιτία, δι’ ην η τριάς του συλλογισμού του λόγου μεταβάλλεται εις τετράδα εν τη φύσει, είναι ότι εκείνο όπερ εν τη νοήσει είναι έν, τούτο εν τη φύσει χωρίζεται. Διότι εν αυτή, ίνα η αντίθεσις υπάρχη ως αντίθεσις, πρέπει να είναι διπλή, και ούτως αριθμούντες έχομεν τέσσαρας όρους. Ούτως εν τω απολύτω συλλογισμώ, το έν είναι ο Θεός, το δεύτερον, ο μέσος (μεσίτης) είναι ο Υιός, το τρίτον είναι το Πνεύμα, — ο Μέσος είναι απλούς. Αλλά, όταν την παράστασιν του θεού εφαρμόσωμεν εις τον κόσμον, έχομεν ως μέσον την Φύσιν και το Πεπερασμένον πνεύμα, ως την οδόν της επιστροφής από της φύσεως, το δε επιστραφέν είναι το απόλυτον Πνεύμα. Η ζώσα αύτη πορεία, ούτος ο χωρισμός, η θέσις των διαφορών και η ένωσις, η συνταύτισις αυτών, είναι ο ζων Θεός (Έγελ. Ιστορ. Φιλ. τόμ. Α’ σ. 254).

59 Η φιλία είναι αρμονία, τα ανάλογα είναι εν αρμονία και φιλία· διό ο κόσμος συντηρείται και δεν δύναται να διαλυθή, ειμή υπό του συνδέσαντος αυτόν. Αλλ’ ούτος αγαθός ων δεν δύναται να θέλη να τον διαλύση άρα ο κόσμος θα υπάρχη πάντοτε.

60 Η περατότης των πραγμάτων συνίσταται εις το ότι διάφορόν τι, εξωτερικόν τι υπάρχει προς άλλο τι αντικείμενον. Εν τη ιδέα υπάρχει βεβαίως ο διορισμός, ο περιορισμός, η διαφορά, το άλλο, αλλά τούτο συνάμα διαλύεται, αναιρείται, εν τη ιδέα, εν τω ενί. Αύτη είναι διαφορά, εξ ης ουδεμία περατότης πηγάζει, διότι επίσης αναιρείται. Το πέρας ούτως είναι εν τω απείρω, και τούτο είναι μέγα διανόημα του Πλάτωνος.

61 Του σφαιρικού σώματος η κίνησις είναι η κυκλική, ήτις είναι πάντοτε κατά ένα τρόπον και μάλλον σύμφωνος προς τον νουν και την φρόνησιν, αίτινες είναι πάντοτε επίσης καθ’ ένα τρόπον. Αι άλλαι έξ κινήσεις είναι αι προς τα εμπρός, οπίσω, δεξιά, αριστερά, κάτω, άνω.

62 Δήλα δη αποτελούμενον εκ πάντων των υπαρχόντων στοιχείων χωρίς να μείνη υπόλοιπον κανέν.

63 Η ψυχή, ευρίσκεται ουχί μόνον εν τω κέντρω, αλλά, πανταχού, και ούτω δεν περιέχεται υπό του σώματος αλλά το περιέχει. Επανορθοί ο Πλ. την προτέραν φράσιν «ότι ο Θεός έθηκε ψυχήν εν τω κέντρω του σώματος», δεικνύων, ότι κάλλιον δύναται να λέγηται ότι το σώμα είναι εν τη ψυχή.

64 Ο κόσμος ενταύθα διά της ψυχής είναι μία ολότης· νυν πρώτον ο μονογενής Θεός, ο μέσος και η ταυτότης (των άκρων) είναι το αληθές απόλυτον. Ο πρώτος εκείνος Θεός, όστις ήτο μόνον αγαθότης, είναι, τουναντίον, απλή υπόθεσις και ένεκα τούτου ούτε διορίζεται ούτε αυθορίζεται, είναι απροσδιόριστος. Νυν όμως ο Πλ. εμφανίζει διωρισμένην παράστασιν του Θεού. Ο Πλάτων απολογείται αφελώς ότι ήρξατο από του αφηρημένου. Αλλ’ η έναρξις κατ’ ανάγκην είναι αφηρημένη, είναι απλή προϋπόθεσις της παραστατικής ενεργείας. Το συγκεκριμένον, το αληθές εμφανίζεται ύστερον. Εύκολον είναι να δείξη τις ότι με τοιαύτας παραστάσεις ο Πλάτων περιπίπτει εις αντιφάσεις. Αλλ’ ημείς πρέπει να προσέχωμεν εις τα εποπτικά νοήματα αυτού περί του αληθούς. Και το αληθές είναι ούτος ο γεννητός Θεός (Έγ.).

65 Ο Πλάτων δεν εννοεί, ότι ο Θεός εδημιούργησε την ψυχήν ενώσας μερίδα της ιδέας με μερίδα της ύλης. Το αμέριστον δεν μερίζεται, το δε γινόμενον είναι αισθητόν, υλικόν, και είναι άτοπον να ομιλώμεν περί ψυχικής ύλης. Έπειτα, αν η ψυχή επλάσθη προ του σώματος, πόθεν ελήφθη η μερίς χάριν αυτής; Ο Πλάτων εννοεί ότι η ψυχή μετέχει της φύσεως, του τρόπου του είναι αμφοτέρων, του αμερίστου και του μεριστού, και είναι η ενότης, ο μέσος όρος αυτών. Η ψυχή είναι ενότης διαφορών, τούτο είναι το ουσιώδες. Η σύνθεσις και η διάκρισις είναι εικονικαί εκφράσεις. Η ψυχή δεν είναι σύνθετος, αλλά απλή και διά τούτο αθάνατος. Ο Έγελος λέγει ότι «εν τω βαθεί τουτώ χωρίω ο Πλάτ. αναγνωρίζει εν τη ουσία της ψυχής την αυτήν ιδέαν, ην εξέφρασε και ως ουσίαν του σωματικού. Το μεριστόν είναι κατά τον Πλατ. το άλλο, όπερ είναι άλλο, έτερον εν εαυτώ, ουχί έτερον προς άλλο ή άλλου. Ενταύθα οι αφηρημένοι διορισμοί· — το έν το οποίον είναι η ταυτότης, το έτερον, όπερ είναι το εν εαυτώ άλλο, το εναντίον, το διάφορον, — εμφανίζονται πάλιν. Το απόλυτον είναι η ενότης ή ταυτότης του ταυτού και μη ταυτού. Ο Πλάτων κατωτέρω λέγει ότι αι τρεις ουσίαι εμίχθησαν εις έν· αλλά δεν είναι τρεις· η τρίτη δεν είναι τρίτη αντιθέτως προς τας άλλας· είναι η ενότης αυτών. (Αυτός ο Πλάτων κατωτέρω καλεί την τρίτην μόνην ουσίαν, ως κατ’ εξοχήν ουσίαν, διότι βεβαίως δι’ αυτής και εν αυτή τελείται το έργον της δημιουργίας). Λέγει προσέτι ότι εβίασεν ο Θεός την δυσκόλως μιγνυομένην φύσιν του ετέρου. Αύτη είναι αναμφιβόλως η βία ην η ιδέα ασκεί επί των πολλών, των μεμερισμένων, τα οποία ιδανικεύει, και καθιστά διορισμούς αυτής. (Εγ. Ιστορ. Φιλ. Α’ 257 – 258). Ο Πλούταρχος «Περί της εν τω Τιμαίω ψυχογονίας» ΙΑ’ 4 λέγει: Οι περί τον Κράντορα, νομίζοντες ότι ίδιον έργον της ψυχής είναι προ πάντων να κρίνη τα νοητά και τα αισθητά, λέγουσιν ότι συνεκράθη εκ της αμεταβλήτου και της μεταβλητής φύσεως, εκ της του ταυτού και του ετέρου (εκ του νοητικού και του αισθητικού).

66 Η ψυχή του κόσμου περιλαμβάνει πάσας τας αναφοράς αριθμού και μέτρου, και εξ αυτής πηγάζει η αρμονία του παντός. Την μουσικήν δε αρμονίαν και το σύστημα των αστέρων θεωρεί ο Πλάτων ως τας πρώτας αποκαλύψεις των αοράτων αριθμών και της συμφωνίας αυτών. Ορίζει δε τας αναφοράς ταύτας ως εξής: Με βάσιν 1 και με λόγον 2 σχηματίζεται η πρόοδος 1:2:4:8, με λόγον δε 3 η πρόοδος 1:3:9:27. Αύται, αι τετρακτύς, συγχωνευόμεναι, αποτελούσι την σειράν 1:2:3:4:9:8:27, περί ης ομιλεί ο Πλάτων. Οι 4 και 9 είναι τετράγωνα των 2 και 3, οι 8 και 27 κύβοι των αυτών 2 και 3. Ο 27 είναι το άθροισμα των έξ πρώτων. Οι αριθμοί ούτοι κατά τον Πλάτωνα παριστώσι τας αποστάσεις του Ηλίου και των πλανητών από της γης. Η μονάς είναι η απόστασις της Σελήνης από της γης, του Ηλίου η απόστασις είναι διπλασία της Σελήνης, της Αφροδίτης τριπλάσια, του Ερμού τετραπλασία, του Άρεως οκταπλασία, του Διός εννεαπλασία και του Κρόνου εικοσιεπταπλασία.

τρίγωνο προόδων 4 βαθμών προς την τελειότητα

Οι σχολιασταί διατάσσουσι συνήθως τας δύο προόδους εις γωνίαν, ης κορυφή είναι η μονάς, η αριστερά πλευρά η πρώτη πρόοδος και η δεξιά είναι η δευτέρα. Οι αντίστοιχοι 2 και 3 είναι οι πρώτοι επίπεδοι, οι 4 και 9 οι πρώτοι τετράγωνοι, οι 8 και 27 οι πρώτοι κύβοι. Οι τέσσαρες όροι εκάστης προόδου δεικνύουσι τους τέσσαρας βαθμούς, ους το φυσικόν ον πρέπει να διανύση, ίνα φθάση εις το πλήρωμα και εις την τελειότητα αυτού.

Η πρώτη σειρά 1:2:4:8 προβαίνει κατά διαστήματα διπλάσια, η δε άλλη 1:3:9:27 κατά διαστήματα τριπλάσια. Ταύτα επληρώθησαν ύστερον διά δύο μέσων, ων ο μεν είναι εις αρμονικήν αναλογίαν προς τους άκρους, ο δε εις αριθμητικήν. Εάν εκτελέσωμεν ταύτα, θα έχωμεν κλάσματα. Ίνα όμως έχωμεν ακεραίους, πρέπει να ληφθή ως μονάς ο 384, ως έπραξεν ο Κράντωρ και ο Εύδοξος (Πλουτ. περί της εν τω Τιμ. ψυχογονίας), ώστε η πρόοδος 1:2:4:8 θα αντιστοιχή προς την 384:768:1536:3072. Προς εύρεσιν του μεταξύ 384 και 768 αρμονικού μέσου, πολλαπλασιάζονται ούτοι και το γινόμενον 294912 πολλαπλασιάζεται επί 2, το δε γινόμενον 589824 διαιρείται διά του αθροίσματος 1152 των δύο άκρων, τα δε πηλίκον 512 είναι αρμονικός ανάλογος μεταξύ 384 και 768, διότι υπερέχει τον 384 κατά 128, ήτοι κατά 1/3×384, και υπερέχεται υπό του 768 κατά 256, ήτοι κατά 1/3×768. Ούτως ο αρμονικός μέσος μεταξύ 768 και 1536 είναι 1024, μεταξύ δε 1536 και 3072 είναι 2048. Ομοίως διά τα τριπλά διαστήματα η πρόοδος 384:1152:3456:10368 = 1:3:9:27, ο αρμονικός μέσος μεταξύ 384 και 1152 είναι 576, μεταξύ 1152 και 3456 είναι 1728 και μεταξύ 3456 και 10368 είναι 5184.

Προς εύρεσιν δε του αριθμητικού μέσου διαιρείται διά 2 το άθροισμα των δύο δεδομένων όρων· όθεν ο αριθμ. μέσος μεταξύ 384 και 768 είναι 576.

Κατά τα ανωτέρω θα έχωμεν:

Άκροι    Μέσοι         Μέσοι             Άκροι

αρμονικοί    αριθμητικοί

1:2)   384,      512,           576,            768,

2:4)   768,     1024,         1152,           1536,

4:8)  1536,    2048,         2304,           3072.

Ομοίως

1:3)    384,        576,       768,           1152,

3:9)   1122,      1728,      2304,           3456,

9:27)  3456,     5184,      6912,          10368.

Ο Κερκυραίος Ανδρέας Μαυρομμάτης σχολιάζων το σχετικόν χωρίον του Πλουτ. Περί της εν τω Τιμαίω ψυχογονίας XV 4 δίδει τους εξής αλγεβρικούς τύπους των δύο μέσων και της σχέσεως αυτών. Έστωσαν άκροι οι α, β, ων μείζων ο β.

Αριθμητικός μέσος θα είναι ο

αρμονικός δε ο

Ο αριθμητ. υπερέχει και υπερέχεται κατά

ο δε αρμονικός του μεν α υπερέχει κατά

του δε β υπολείπεται κατά

και φανερόν είναι ότι έχομεν ως

προς

ούτως

προς α και

προς β.

Αν ήδη λάβωμεν την αρχικήν τετρακτύν και αντί του 384 αρχίσωμεν από της μονάδος, θα έχωμεν διά τα διπλάσια διαστήματα την εξής σειράν:

1) 1, 4/3, 3/2, 2, 8/3, 3, 4, 16/3, 6, 8,

διά δε τα τριπλάσια,

2) 1, 3/2, 2, 3, 9/2, 6, 9, 27/2, 18, 27.

Τα διαστήματα της (1) σειράς είναι επίτριτα 4/3 = 4:3 = 1 1/3 και επόγδοα 9:8 = 1 1/8. Τω όντι 512 = 384+128 = 1 1/3 και 768 = 512+256 = 1 1/3. Μεταξύ δε του 512 και 576, έχομεν 576 = 512+64 = 1 1/8. Εν τη δευτέρα (2) σειρά, ήτοι των τριπλασίων διαστημάτων, έχομεν διαστήματα ημιόλια 3:2 = 1 1/2 και επίτριτα. Τω όντι 576 = 384+182 = 1 1/2, 768 = 576+192 = 1 1/3, και 1152 = 768+384 = 1 1/2 κ.λ.π.

Εκ των διαστημάτων τούτων τα επίτριτα (1 1/3) αναπληρούνται δι’ επογδόων (1 1/8) και περιέχουσιν υπόλοιπον (λείμμα), όπερ είναι προς τον επόμενον αριθμόν ως ο 243 είναι προς τον 256. Τω όντι, αν πληρωθή το επίτριτον διάστημα μεταξύ 384 και 512 δι’ επογδόου (1 1/8), θα έχωμεν 384/8 = 48· λοιπόν 384+48 = 432 και πάλιν 432/8 = 54, λοιπόν 432+54 = 486, αλλά μεταξύ 486 και 512 δεν υπάρχει επόγδοον διάστημα, διότι 486/8 = 60 3/4, επομένως 486+60 3/4 = 546 3/4, όπερ υπερβαίνει τον 512, μένει λοιπόν διάστημα (υπόλειμμα) μικρότερον των άλλων, και ενώ εις το επόγδοον διάστημα (1 1/8 = (9/8) η μεταξύ των αριθμών αναφορά είναι ως 8:9, ενταύθα, εις ακεραίους αριθμούς είναι ως 486:512, ή ως τα ημίση αυτών 243:256, ήτοι 1 13/243. Και πάλιν μεταξύ 512 και 576 υπάρχει διάστημα επόγδοον (1 1/8) ακέραιον· μεταξύ δε 576 και 768 είναι επίτριτον (1 1/3) πληρούμενον ως το πρώτον με δύο επόγδοα και έν λείμμα, και θα έχωμεν 576, 648, 729, 768. Ομοίως διά το επόμενον διάστημα θα έχωμεν 768, 864, 972, 1024 κ. έ. Εις δε τας σειράς των τριπλασίων έχομεν διαστήματα επίτριτα πληρούμενα ομοίως, και ημιόλια, περί ων δεν αναφέρει ο Τίμαιος, ως ευνόητα ίσως. Πληρούμεν τα ημιόλια παρεμβάλλοντες δύο επόγδοα και έν λείμμα, ως είδομεν ανωτέρω, και μετά το λείμμα προσθέτοντες άλλο επόγδοον διάστημα. Μεταξύ λοιπόν 384, και 576, όπου υπάρχει ημιόλιον διάστημα,

θα έχωμεν

, 512, 576, ων ο β είναι

ο γ είναι

ο δε 512 είναι ο

Πάντα ταύτα υπελογίσθησαν σχετικώς με το δωρικόν διατονικόν οκτάχορδον, εν τω οποίω η αναφορά του δι’ οκτώ είναι 1:2, διό 384 και 768 παριστώσι την συμφωνίαν δι’ οκτώ. Αλλά μεταξύ 384 και 512 υπάρχει αναφορά 6:8 (= 1 1/3 = 4/3 = 8/6) αντιστοιχούσα προς την διά τεσσάρων συμφωνίαν και μεταξύ 384 και 576 είναι αναφορά 6 προς 9 (1+1/2 = 3/2 = 9/6), ήτις είναι η συμφωνία διά πέντε. Η αναφορά δε 8 προς 9 (1 1/8 = 9/8) παριστά ολόκληρον τόνον, ώστε το διά τεσσάρων διάστημα περιλαμβάνει τόνους δύο και ήμισυν, το δε διά πέντε περιλαμβάνει το διά τεσσάρων και προσέτι ένα άλλον ακέραιον τόνον. Τα αρχικά ταύτα διαστήματα παρατηρεί ο Πλούτ. (15) παριστά η αναλογία 6:8 = 8:12 (ήτοι 6:12 = διά οκτώ, 8:12 = διά πέντε, 6:8 = διά τεσσάρων), ήτις διά τούτο εκλήθη αρμονική, παρά Πλουτάρχω όμως υπεναντία.

Ιδού το διάγραμμα του πρώτου οκταχόρδου, κατά τας χορδάς του οποίου (ήτοι κατά τους νόμους της μουσικής αρμονίας) ο Θεός ενηρμόνισε τον κόσμον (Fraccaroli).

Διαστήματα          Χορδαί

νήτη         384

1 τόνος . . . . .

παρανήτη      432

1 τόνος . . . . .

τρίτη            486

λείμμα . . . . .

παραμέση     512

1 τόνος . . . . .

μέση         576

1 τόνος . . . . .

λιχανός         684

1 τόνος . . . . .

παρυπάτη     729

λείμμα . . . . .

υπάτη         768

Όροι αριθμητικής σειράς, 6:9:12

η υπεροχή του εννέα = τρία η λείψις του εννέα = τρία

Ο εννέα κατ’ ίσον αριθμόν (3) υπερέχει του έξ και λείπεται του δώδεκα.

Όροι αρμονικής σειράς, 6:8:12

Η υπεροχή των οκτώ δύο = τριτημόριον του 6. Η ένδεια του οκτώ τέσσαρα = τριτημόριον του 12.

Ο οκτώ κατά το αυτό μέρος των άκρων (1/3) υπερβάλλει του 6 και λείπεται του 12.

67 Μεγάλη πρόοδος, λέγει ο Έγελος, δεν εγένετο διά των αριθμητικών τούτων σχέσεων, διότι δεν προσφέρουσι πολύ εις την ιδέαν, εις την θεωρητικήν νόησιν. Αι σχέσεις και οι νόμοι της φύσεως δεν δύνανται να εκφρασθώσιν υπό των ξηρών τούτων αριθμών, διότι ούτοι αποτελούσιν επειρικήν σχέσιν, ήτις δεν είναι η βάσις των αναλογιών της φύσεως (Ιστ. της Φιλοσ.).

68 Επειδή ο λόγος είναι περί της ψυχής του κόσμου, δέον να αποκλεισθή πάσα παράστασις ύλης. Έχομεν ούτως όλως μαθηματικήν παράστασιν, εις την οποίαν έπειτα θα εφαρμοσθή η φυσική μετά της δημιουργίας του κόσμου νυν αύτη είναι συνεχής σειρά αναλογικών αναφορών εφαρμοζομένων εις την διπλήν τετρακτύν. Την συνεχή ταύτην σειράν εικονίζει ο Πλάτων ως ταινίαν, ην ο δημιουργός διαιρεί εις δύο μέρη, ταύτα επιθέτει το έν επί του άλλου εις σχήμα Χ, κάμπτει τα άκρα αυτών, τα οποία συνδέει εις τα σημείον το αντίθετον της πρώτης τμήσεως των δύο μερών, και ούτω κλείει εντός αυτών σφαίραν, ήτις περικυκλούται έξωθεν υπό της κινήσεως του ταυτού. Πρότερον (34 Β) είπεν, ότι η ψυχή του κόσμου περιβάλλει αυτόν έξωθεν και ότι ούτος κινείται κυκλικήν κίνησιν περί εαυτόν (περί τον άξονα αυτού), ήτοι την κίνησιν του ταυτού. Αναγκαίως δε εκ των κύκλων των σχηματισθέντων διά του Χ ο είς είναι εσωτερικός, ο δε άλλος εξωτερικός· ο εξωτερικός παριστά τον ισημερινόν και είναι σύμβολον του ουρανού των απλανών αστέρων, ο δ’ εσωτερικός είναι η εκλειπτική και αντιστοιχεί προς τον κύκλον των πλανητών. Ο Ιταλός μεταφραστής του Τιμαίου G. Fraccaroli, δικαίως κρίνει ότι είναι αληθέσταται αι εξής παρατηρήσεις του Άγγλου μεταφραστού Archre Hind. «Ό,τι υπάρχει και συμβαίνει εν τη υλική φύσει είναι (κατά Πλάτωνα) απλώς το υλικόν σύμβολον της αΰλου αληθείας, είναι το αναγκαίον αποτέλεσμα της κανονικής εξελίξεως του πνεύματος, κατά τον νόμον της φύσεως του, εν ταις σωματικαίς εκδηλώσεσιν. Ο Πλάτων βέβαια δεν θέλει να είπη ότι η άυλος και αμέριστος ουσία της ψυχής αποτελείται εκ κύκλων και μερίζεται κατά μαθηματικάς αναλογίας. Ο κύκλος είναι κατ’ αυτόν σύμβολον της ενεργείας της νοήσεως· αποδίδων δε τους αρμονικούς αριθμούς εις την ψυχήν, θέλει να είπη ότι πάσαι αι αναφοραί ή αρμονίαι, μαθηματικαί ή άλλαι, αίτινες ευρίσκονται εν τω κόσμω του χώρου και του χρόνου, είναι η διά μαθηματικών όρων φυσική έκφρασις αιωνίου τινός νόμου της ψυχής».

69 Εκ των δύο τούτων κινήσεων, η μεν εξωτερική (του ισημερινού) μετέχει της φύσεως του ταυτού και κινείται προς τα δεξιά κατά την πλευράν, η δε εσωτερική (της εκλειπτικής) είναι της φύσεως του ετέρου και κινείται προς τα αριστερά κατά την διαγώνιον. Ίνα νοήσωμεν την κατά πλευράν και κατά διαγώνιον κίνησιν, έστω η σφαίρα αβγδ.

σφαίρα, που εξηγεί την κατά πλευράν και κατά διαγώνιον κίνηση

Έστω βδ ο Ισημερινός και εζ η εκλειπτική, ηζ και εθ οι τροπικοί. Εάν αχθώσιν αι ευθείαι εη και θζ, θα έχωμεν το ορθογώνιον ηεθζ, ου εζ έσται η διαγώνιος. Επειδή ο ισημερινός βδ είναι παράλληλος προς τους τροπικούς ηζ και εθ, ορθώς λέγεται ότι κινείται κατά την πλευράν ηζ ή εθ· και επειδή η εκλειπτική είναι και η διαγώνιος του σχήματος, ακριβώς λέγεται ότι κινείται κατά την διαγώνιον. Την ισημερινήν κίνησιν παριστά η ημερησία περιστροφή περί την γην του ουρανού των απλανών αστέρων, ήτις φαίνεται εις τον υπολαμβάνοντα ότι η γη είναι ακίνητος και άνευ στροφής περί εαυτήν. Διότι βλέπομεν, ότι οι αστέρες συνάμα ανατέλλουσι και δύουσι και κατ’ ανάγκην ή ημείς στρεφόμεθα ή ο ουρανός. Ο Πλάτων δέχεται ότι κινείται ο ουρανός, επομένως αρνείται την περιστροφήν της γης, λέγων δε κινήσεις προς τα δεξιά και τα αριστερά εννοεί δεξιάν και αριστεράν αυτού του κόσμου και ουχί ως προς ημάς. Η δεξιά ημών αντιστοιχεί προς την αριστεράν του κόσμου και τανάπαλιν.

Ο εξωτερικός λοιπόν κύκλος, ο περιλαμβάνων τον ουρανόν των απλανών, στρέφεται από ανατολών προς δυσμάς· ο δε εσωτερικός, διηρημένος εις επτά ομοκέντρους, ήτοι ο των πλανητών κύκλος, εάν κινήται αντιθέτως, θα στρέφηται από δυσμών προς ανατολάς. Αλλ’ η κίνησις του εξωτερικού ουρανού επικρατεί και παρασύρει μεθ’ εαυτής και τους εσωτερικούς κύκλους. Ούτοι άρα έχουσι δύο εναντίας κινήσεις, την μίαν επιβαλλομένην έξωθεν και την άλλην οικείαν, όπως τις φερόμενος πρός τινα διεύθυνσιν υπό πλοίου περιπατεί επ’ αυτού κατ’ αντίθετον διεύθυνσιν. Τούτο σαφώς εξηγεί Τίμαιος ο Λοκρός, 96, C. Δ.: «ο εξωτερικός κύκλος παρασύρει πάντα όσα περιέχει εντός εαυτού, καθ’ άπασαν την κίνησιν απ’ ανατολής προς δύσιν, ο δε εσωτερικός κύκλος, ων της φύσεως του έτερου (μεταβλητού), στρέφεται από δυσμών προς ανατολάς και κινείται αφ’ εαυτού, αλλά συμπαρασύρεται κύκλω έξωθεν υπό της κινήσεως του ταυτού, ήτις έχει δύναμιν κυρίαρχον επί του κόσμου». Οι δύο κύκλοι δεν κείνται επί του αυτού επιπέδου.

Κατά Πλάτωνα οι κύκλοι (τροχιαί) των 7 πλανητών απέχουσιν αλλήλων κατά τα διπλάσια και τριπλάσια διαστήματα· τρεις αυτών, ο Ερμής, η Αφροδίτη και ο Ήλιος, έχουσιν ίσην ταχύτητα, οι δε λοιποί διάφορον· τέλος δε κινούνται αντιθέτως προς αλλήλους. Αλλά τι εννοείται διά της αντιθέτου ταύτης κινήσεως; Άρα γε ότι ο Ερμής και η Αφροδίτη π. χ. (38 Δ) στρέφονται αντιθέτως προς τον Ήλιον; Αλλά πώς τούτο συμβιβάζεται προς τα ειρημένα, ότι ο εσωτερικός κύκλος όλος στρέφεται προς τα αριστερά, ενώ νυν μέρος αυτού θα εστρέφετο προς δυσμάς, μέρος δε προς ανατολάς; Εκτός τούτου το μέρος το στρεφόμενον προς τα δεξιά θα εστρέφετο συμφώνως προς την κίνησιν του εξωτερικού κύκλου, από του οποίου φύσει διαφέρει. Την πιθανωτέραν λύσιν της δυσκολίας ταύτης παρέχουσιν ίσως αι ομόκεντροι σφαίραι του Ευδόξου, μεγάλου μαθηματικού. Ενταύθα αρκεί να είπωμεν μόνον ότι αι λέξεις της § 38 Δ, «την εναντίαν ειληχότας αυτώ δύναμιν», δύνανται να ερμηνευθώσιν ουχί ως δηλούσαι κίνησιν εναντίαν, αλλά μόνον τάσιν εναντίαν, ή δύναμιν του προβαίνειν αντιθέτως. Ούτω θα εξηγείτο η οπισθοδρόμησις, χωρίς να αποκλείηται η πρόοδος.

70 Ο Γάλλος μεταφραστής M. Schwalbé παρατηρεί ενταύθα ότι «οι επτά αριθμοί 1, 2, 3, 4, 8, 9, 27 παριστώσιν αρκετά καλώς τους υπό των πλανητών περιγραφομένους κύκλους. Τω όντι αι μέσαι αποστάσεις των πλανητών από του ηλίου είναι: Ερμής 0,387, Αφροδίτη 0,723, Γη 1,000, Άρης 1,524, Ήρα 2,667, Παλλάς 2,768, Ζευς 5,203, Κρόνος 9,539. Πολλαπλασιάζοντες τας αποστάσεις ταύτας επί 3, ίνα έχωμεν την περιφέρειαν, ευρίσκομεν: 1,14; 2,16; 3,00; 4,56; 8,00; 8,30; 15,6; 28,61;»

71 Προφανώς αι δύο αύται πρόοδοι ηνωμέναι, ως μονάδος λαμβανομένου του πρώτου κύκλου κοινού εις αμφοτέρας, παρέχουσι την σειράν 1, 2, 3, 4, 9, 8, 27.

72 Οι 3 πρώτοι είναι οι κύκλοι του Ηλίου, της Αφροδίτης και του Ερμού, οι λοιποί τέσσαρες είναι ο της Σελήνης, του Άρεως, του Διός και του Κρόνου.

73 Το ύστερον ενταύθα πρέπει να νοήται ουχί χρονικώς, αλλά λογικώς. Και τα επόμενα δε δεν πρέπει να νοώνται υλικώς.

74 Έχομεν ούτω το σωματικόν σύμπαν, και εν αυτώ την ψυχήν, ως το απλούν όπερ περιβάλλει το πολλαπλούν. Η ουσία του σωματικού και η της ψυχής είναι η ενότης εν τη διαφορά. Η αυτή ουσία είναι διπλή. 1) τεθειμένη εν τη διαφορά, συσχηματοποιείται εντός του ενός εις πολλά σημεία, άτινα όμως είναι κινήσεις· 2) είναι πραγματικότης· αμφότεραι δε, ουσία και πραγματικότης, είναι το όλον τούτο εν τη αντιθέσει ψυχής και σώματος, και τούτο είναι πάλιν έν. Το Πνεύμα διαχωρεί εις πάντα, και το σωματικόν είναι το εναντίον· αυτού μόνον καθ’ όσον είναι αυτό τούτο πνεύμα. Ψυχή και σώμα ή κόσμος είναι ουσιωδώς ταυτά. Η ψυχή, ήτις άρχει του σώματος του κόσμου, είναι η αυτή ουσία οία είναι το αισθητόν τούτο Σύμπαν· είναι τα αυτά σημεία, άπερ αποτελούσι την πραγματικότητα αυτού. Ο Θεός, η απόλυτος ουσία, η υπόστασις, δεν βλέπει ειμή εαυτήν, γεννά μόνον εαυτόν (Εγέλ. Ιστ. Φιλ. Α’).

75 Αναφέρεται εις τον αρχικόν μερισμόν της ψυχής κατά τους 7 αριθμούς της τετρακτύος και εις την σύνδεσιν διά των δεσμών, δηλ. των αριθμητικών και αρμονικών μέσων, οίτινες συνδέουσι τους αριθμούς. Τινές ως τρίτην ουσίαν υπολαμβάνουσι την ζωήν, εξ ης και των δύο άλλων έγινεν η ψυχή.

76 Ουσία σκεδαστή είναι το πολλαπλούν, το φαινόμενον, η αμέριστος είναι το νοητόν.

77 Η ψυχή παρίσταται ως αποτελουμένη εκ στοιχείων ετερογενών, διότι διάφορα και σχετικά προς τα στοιχεία ταύτα είναι τα πράγματα, τα οποία πρέπει να μανθάνη. Οι σχολιασταί παρατηρούσιν ότι ενταύθα αναφέρονται πάσαι σχεδόν αι υπό του Αριστοτέλους αριθμούμεναι δέκα κατηγορίαι. Ο Πλούταρχος (Περί της εν Τιμ. ψυχογον.) λέγει ότι «εν τούτοις και των δέκα κατηγοριών ποιείται υπογραφήν ο Πλάτων».

78 Και εν τω Σοφιστή λέγει ο Πλάτων, ότι λόγος και διάνοια είναι το αυτό, πλην ότι η διάνοια είναι ο διάλογος τον οποίον η ψυχή διαλέγεται εντός εαυτής, άνευ φωνής, ενώ ο λόγος είναι ο αυτός διάλογος εξερχόμενος διά του στόματος μετά φωνής. Ο λόγος, ως διάνοια, ανήκει εις τα μέρος της ψυχής όπερ και εν τω ανθρωπίνω σώματι είναι αθάνατον. Είναι δε φύσει κατά ταυτόν, και διά τούτο είναι αληθής, οιονδήποτε αν έχη αντικείμενον, νοητόν ή αισθητόν. Και περί μεν του αισθητού δόξα μόνον και πίστις δύνανται να υπάρχωσιν, αλλ’ ίνα αύται είναι αληθείς, πρέπει το υλικόν του λόγου να είναι υγιές, ορθόν, (δύναται να λογίζηταί τις ορθώς, καίτοι ορμάται εκ σφαλερών διδομένων). Το υλικόν όμως θα είναι ορθόν, αν ο κύκλος του εναντίου, του αισθητού χωρή ορθώς, και ούτω μεταδίδη εις το θνητόν μέρος της ψυχής τας αισθήσεις κανονικώς. Αν δε το αντικείμενον του λόγου είναι νοητόν, ίνα υπάρξη η αληθής επιστήμη αυτού, δέον να τρέχη καλώς ο κύκλος του ταυτού, άλλως ο συλλογισμός θα είναι ατελής ή ουχί ελεύθερος ή θα ορμάται εκ προϋποθέσεων κακώς γινωσκομένων ή νοουμένων (Fraccaroli).

79 Αύτη είναι τώρα η ιδέα, η ουσία του κόσμου ως του εν εαυτώ ευδαίμονος Θεού. Ενταύθα συμφώνως προς την ιδέαν ταύτην κατά πρώτον εμφανίζεται ο κόσμος, ενταύθα κατά πρώτον η ιδέα του όλου είναι τελεία και πλήρης. Έως εδώ εγεννάτο μόνον η ουσία του αισθητού, ουχί δε ο κόσμος ως αισθητός, διότι, καίτοι ο Πλάτων ωμίλει πρότερον περί πυρός και των λοιπών, έδιδεν εκεί μόνον την ουσίαν του αισθητού. Φαίνεται δ’ ενταύθα ότι αρχίζει πάλιν περί των προτέρων, περί των οποίων ήδη έχει πραγματευθή. Αλλά, επειδή πρέπει ν’ αρχίζωμεν από του αφηρημένου, ίνα φθάσωμεν εις το συγκεκριμένον και αληθές, τούτο εμφανίζεται κατ’ αρχάς ύστερον, και όταν ευρεθή, τότε έχει την μορφήν και την όψιν νέας πάλιν ενάρξεως, και μάλιστα εις το ασύνδετον ύφος του Πλάτωνος. Διά τούτο θα ήτο καλύτερον, αν έλειπον εκείναι αι εκφράσεις, πυρ κλ. (Εγέλ. Ιστ. Φιλ.) Σημείωσις. — Η Πλατωνική φιλοσοφία διαφοροτρόπως ενοήθη κατά διαφόρους εποχάς. Διότι ο Πλάτων, ως γνωστόν, δεν συνέταξε συστηματικήν έκθεσιν των θεωριών αυτού. Αυτή δε η περίτεχνος διαλογική μορφή και οι μύθοι αλλότρια εισάγοντες στοιχεία την φαντασίαν μάλλον ή την λογικήν νόησιν διεγείρουσι και πολλαχώς δυσχεραίνουσι την κατανόησιν των θεωρημάτων. Ατυχώς δε δεν εσώθησαν τα «άγραφα δόγματα περί αγαθού», άτινα κατέγραφον οι μαθηταί. Μέγα εξ άλλου ελάττωμα ως προς το περιεχόμενον ή τους διορισμούς της ιδέας είναι ότι αι δημώδεις παραστάσεις και τα καθαρά νοήματα συμφύρονται άνευ διακρίσεως και εσωτερικού δεσμού. Ο Πλάτων βεβαίως πλην της παραστάσεως είχε και καθαράν έννοιαν της απολύτου ουσίας, του πνεύματος, ουχί όμως και της όλης πραγματικότητος αυτού. Διά τούτο παραστάσεις και έννοιαι της Ουσίας χωρίζονται και αντιτίθενται, αλλ’ όμως δεν δηλούται ότι μόνη η έννοια είναι η Ουσία. Ούτως ομιλεί μεν ο Πλάτων περί Θεού και πάλιν εν καθαροίς νοήμασι περί της απολύτου ουσίας των πραγμάτων, αλλ’ ομιλεί περί αυτών ως κεχωρισμένων ή χαλαρώς και φαινομενικώς μόνον συνδεδεμένων, ο δε Θεός, ως ακατάληπτος ουσία, ανήκει πάντοτε εις την παράστασιν. Άλλοτε πάλιν αντί αναπτύξεως της εννοίας εισάγει μύθους, διηγήματα, παραστάσεις υλικάς, ίνα διορίση το νοητόν και πνευματικόν. — Οι Νεοπλατωνικοί, οίτινες την μυθολογίαν εξήγουν αλληγορικώς και παρίστανον ως εκδήλωσιν ιδεών, μετεποίουν εις φιλοσοφικά θεωρήματα τους Πλατωνικούς μύθους, ενίοτε δε υπελάμβανον ως έκφρασιν του Απολύτου ό,τι παρά Πλάτωνι εκτίθεται εν μορφή καθαράς νοήσεως, καίτοι ο Πλάτων δεν είχε κάμει διάκρισιν μεταξύ αυτών. Ούτως ο Πρόκλος την περί του Όντος διδασκαλίαν του αριστουργήματος της Πλατωνικής διαλεκτικής, του «Παρμενίδου», εθεώρει ορθώς ως την αληθινήν θεολογίαν, ως την αληθή αποκάλυψιν των μυστηρίων της θείας ουσίας. Διότι εν τω θαυμασίω τούτω διαλόγω αποδεικνύεται ότι η Ιδέα είναι ενότης αντιθέτων διορισμών, ότι λ. χ. το έν και τα πολλά δεικνύονται διαλεκτικά σημεία και είναι εκάτερον ταυτόν προς το εναντίον του.

Η τοιαύτη δ’ ενότης είναι πραγματικώς η Αλήθεια, είναι η Θεία Ουσία, ήτις θέτει άμα και αναιρεί εις εαυτήν πάντα διορισμόν. Αλλ’ όμως ο Πλάτων δεν εδήλωσεν ούτω σαφώς την συνείδησιν ταύτην της ιδέας, ουδέ ότι η Ουσία αύτη των πραγμάτων είναι αυτή η θεία Ουσία, και διά τούτο εν τη κοσμογονία του Τιμαίου ο Θεός και η Ουσία των πραγμάτων φαίνονται κεχωρισμένα (Εγέλου Ιστ. Φιλοσ. Β’ σ. 244).

Νεοπλατωνικών δογμάτων μετέχων και ο Πλούταρχος εν τω «Περί της εν τω Τιμαίω Ψυχογονίας» υπεμνημάτισε το εν σελ. 35 – 36 Στεφ. χωρίον του Πλάτωνος, διαιρέσας και αυτός την συγγραφήν του εις δύο μέρη. Το πρώτον τούτων πραγματεύεται περί των στοιχείων, εξ ων συνέστη η ψυχή του κόσμου, το έτερον δε περί των αριθμών και των λόγων, καθ’ ους διηρέθη τα μίγμα αυτών. Κρίνομεν ωφέλιμον διά τον Έλληνα σπουδαστήν του Πλάτωνος να συνοψίσωμεν ενταύθα τα κυριώτερα σημεία των εξηγήσεων του Πλουτάρχου περί των στοιχείων. Και πρώτον ανασκευάζει τους λέγοντας ότι ο Πλάτων διδάσκει, ότι ο κόσμος και η ψυχή αυτού είναι αγένητος. Έπειτα επιχειρεί να αποδείξη ότι ο δημιουργός ταύτα ευρισκόμενα εν αταξία ήγαγεν εις τάξιν. Ο κόσμος, λέγει, και έκαστον των μερών αυτού συνέστη εκ σωματικής ουσίας και εκ νοητής, και εκείνη μεν παρέσχεν εις το γινόμενον ύλην και υποκείμενον, αύτη δε μορφήν και είδος. Η ύλη άμα μορφωθή είναι απτή και ορατή, η ψυχή όμως διαφεύγει πάσαν αίσθησιν και είναι δύναμις αυτοκίνητος και πηγή και αρχή κινήσεως, και δεν είναι μεν αρμονία, διεκοσμήθη όμως διά λόγου και αρμονίας. Πάσα η ουσία εξ ης συνέστη ο κόσμος δεν εγένετο εκ του μη όντος, αλλ’ υπέκειτο ήδη και υποκειμένη διετέθη και διετάχθη υπό του δημιουργού. Προ της γενέσεως του κόσμου υπήρχεν ακοσμία και αταξία, έχουσα το μεν σωματικόν άμορφον και ασύστατον, το δε κινητικόν έμπληκτον και άλογον, αλλ’ ο δημιουργός διεκόσμησε και συνήρμοσε τας δύο ταύτας αρχάς. Εκ των συστατικών της του κόσμου «Ψυχής» η λεγομένη μεριστή περί τα σώματα ουσία είναι όχι σωματική ύλη, αλλ’ η άτακτος και αόριστος, αυτοκίνητος δε και κινητική αρχή, την οποίαν ο Πλάτων πολλαχού λέγει ανάγκην, εν δε τοις Νόμοις καλεί ψυχήν άτακτον και κακοποιόν. Διότι αρχή και αιτία του κακού εν τω κόσμω δεν δύναται να είναι το υποκείμενον, η άποιος, άμορφος και άμοιρος πάσης αιτίας ύλη, ούτε ο δημιουργός, όστις αγαθός ων πάντα ηθέλησε να εξομοιώση προς εαυτόν κατά το δυνατόν, αλλ’ η κινητική της ύλης και περί τα σώματα γενομένη μεριστή άτακτος και άλογος, ουχί όμως άψυχος κίνησις, καθ’ όσον, ως ελέχθη, η μεν ψυχή είναι αιτία και αρχή κινήσεως, ο δε νους (λόγος) αρχή τάξεως και αρμονίας περί την κίνησιν. Η ψυχή δ’ αύτη, η εναντία και αντίπαλος προς την αγαθοεργόν κίνησιν, μετέσχε νου και λογισμού και αρμονίας, ίνα γίνη κόσμου ψυχή. Ούτως ο Θεός δεν ανέστησε την ύλην εν αργία ευρισκομένην, αλλ’ έστησεν αυτήν ταραττομένην υπό της ανοήτου και αλόγου αιτίας. Εν τω Φαίδρω ο Πλάτων εκ του αυτοκινήτου της ψυχής συμπεραίνει το αγένητον, εκ δε του αγενήτου το αθάνατον αυτής. Εν τω Τιμαίω φαίνεται μεν αναιρών το αΐδιον και αγένητον αυτής, αλλ’ αίρει την αντίφασιν, διότι αγένητον λέγει την προ της γενέσεως του κόσμου τα πάντα κινούσαν πλημμελώς και ατάκτως, γενομένην δε λέγει και γενητήν εκείνην, ην ο Θεός εκ ταύτης και εκ της μονίμου και αρίστης ουσίας εποίησεν έννουν και κατέστησεν ηγεμόνα του παντός. Ούτω και το σώμα του κόσμου πού μεν λέγει αγένητον, πού δε γενητόν διδάσκων σαφώς ότι ο Θεός εδημιούργησεν ουχί σώμα απλώς, ουδέ όγκον και ύλην, αλλά συμμετρίαν σώματος και κάλλος και ομοιότητα. Τον κόσμον όμως (το όλον) πάντοτε ονομάζει γεγονότα και γενητόν, ουδέποτε δε αγένητον και αΐδιον.

Η ψυχή λοιπόν του κόσμου συνέστη εκ δύο υποκειμένων, ήτοι 1) της κρείττονος και αναλλοιώτου ουσίας, ήτις λέγεται αμέριστος και αμερής διά το απλούν και απαθές και καθαρόν αυτής και 2) της χείρονος της περί τα σώματα μεριστής, ήτις είναι αυτή η δοξαστική και φανταστική και συμπαθής προς το αισθητόν κίνησις και ήτις δεν εγένετο, αλλ’ υφίστατο αϊδίως, όπως η άλλη. Λέγων δε ο Πλάτων ότι πριν να γίνη ο κόσμος υπήρχον τα τρία ταύτα: το ον, η χώρα και η γένεσις, νοεί δι’ αυτών το νοητόν (την αμέριστον ουσίαν), την ύλην (τον χώρον) και την μεταβαλλομένην ουσίαν (την μεριστήν). Τα τρία ταύτα στοιχεία είναι αχώριστα, (όπως αχώριστοι είναι αι ψυχικαί ενέργειαι του διανοητικού, του βουλητικού και του αισθηματικού), όπως και ο λόγος επιχειρών να χωρίση το ταυτόν και το έτερον, το έν και τα πολλά, το αμέριστον και το μεριστόν δεν δύναται να τα χωρίση εντελώς. Η ταυτότης, το ταυτόν, είναι η ιδέα των αναλλοιώτων, των ωσαύτως εχόντων, το δε θάτερον η ιδέα των μεταβλητών, των διαφόρως εχόντων, και του μεν θατέρου έργον είναι να χωρίζη και αλλοιοί και πολλά να ποιή· του δε ταυτού έργον είναι να συνάγη και συνενοί τα πολλά εις έν. Αλλ’ ουδ’ έτερον δύναται να υπάρξη και να νοηθή άνευ του ετέρου και αμφότερα εις άλληλα αντανακλώνται. Το ταυτόν άνευ του θατέρου δεν θα είχε διαφοράν, άρα ούτε κίνησιν, ούτε γένεσιν, το δε θάτερον άνευ του ταυτού δεν θα είχε τάξιν, άρα ούτε σύστασιν ούτε γένεσιν. Αλλ’ η τοιαύτη μέθεξις αλλήλων, ίνα είναι γόνιμος, δείται τρίτου τινός, ως ύλης υποδεχομένης και διατιθεμένης υπ’ αμφοτέρων. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παν έργον του Θεού, αλλ’ έχουσα σύμφυτον εν εαυτή την μοίραν του κακού διεκοσμήθη υπό του Θεού διά της ενότητος, της ταυτότητος και της ετερότητος.

80 Η Γένεσις (Α. 31) λέγει· «Και είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησε· και ιδού ήσαν καλά λίαν». Ο κόσμος είναι η εικών παραδείγματος και ως ανωτέρω (σελ. 34 Β) ερρήθη είναι Θεός ευδαίμων και ως το παράδειγμα είναι ζώον αΐδιον ή κατά πληθυντικόν θεοί αΐδιοι. Θεοί έπειτα ρητώς λέγονται ουχί μόνον ο κόσμος σύμπας, αλλά και τα καθέκαστα ουράνια σώματα και τέλος και αυτοί οι θεοί της μυθολογίας. Αλλά τινες των Θεών τούτων είναι ρητώς κατώτεροι, και μόνη αμφιβολία αντιθέσεως προς τον ένα Θεόν, Πατέρα και Δημιουργόν, δύναται να εγείρη το παράδειγμα, ήτοι αι ιδέαι, διότι το αρχέτυπον τούτο είναι λογικώς πρότερον της Δημιουργίας και δεν είναι γεννητόν. Ο Πλάτων όμως συλλαμβάνει τον νοητόν κόσμον ως την πραγματικότητα αντιθέτως προς τον αισθητόν κόσμον, τον οποίον θεωρεί ως φαινόμενον, και διά τούτο δύναται να καλή τον νοητόν κόσμον ζώον αΐδιον. Ο νοητός κόσμος, το αΐδιον ζώον, ποιείται υπό του Θεού και η νόησις του όντος μετέχει της φύσεως του νοούντος. Θεοί άρα δύνανται να καλώνται αι ιδέαι κατά μέθεξιν (ουχί καθ’ ομοίωσιν).

81 Αν η εικών πρέπει να παριστάνη το παράδειγμα εις ό,τι έχει ουσιώδες, τότε ό,τι εν τω παραδείγματι είναι ουσία, τούτο θα είναι εν τη εικόνι φαινόμενον και ποιότης, αλλά δεν θα δύναταί ποτε να λείπη. Ο πεπερασμένος χρόνος λοιπόν δεν θα ήτο πλέον εικών της αιωνιότητος. Άρα και η εικών θα μετέχη αιωνιότητος. Και όπως ο χρόνος, ούτω και ο κόσμος, εάν θα είναι εικών του Όντος, θα εξακολουθή να γίνηται αδιαλείπτως και ατελευτήτως· θα τείνη εκ φύσεως απαύστως να φθάση το ον χωρίς ποτε να δύναται να φθάση αυτό.

82 Επειδή ο κόσμος είναι μία συνεχής γένεσις (γίγνεσθαι), είναι άτοπον να γίνηται περί αυτού χρήσις του είναι (εστίν).

83 Ο Πλάτων τον θείον κόσμον καλεί Παράδειγμα, όπερ είναι μόνον εν τη νοήσει νοητόν και ταυτόν εαυτώ. Αλλά το όλον τούτο πάλιν αντιθέτει προς εαυτό, ούτως ώστε υπάρχει έν δεύτερον, όπερ είναι η εικών του πρώτου, ο κόσμος ο ων γεννητός και αισθητός. Το δεύτερον τούτο είναι το σύστημα της ουρανίου κινήσεως· το πρώτον είναι το αΐδιον ζώον. Το δεύτερον, όπερ έχει σύστασιν και γένεσιν εν εαυτώ, δεν δύναται να γίνη εντελώς όμοιον προς το πρώτον, την αιώνιον Ιδέαν. Εγένετο όμως αυτοκίνητος εικών του αιωνίου, όπερ μένει εν τη ενότητι, και η αιώνιος αύτη εικών ήτις αυτοκινείται ρυθμικώς κατά τους αριθμούς είναι ο λεγόμενος χρόνος. Ο αληθής χρόνος είναι αιώνιος, είναι το παρόν. Διότι η Υπόστασις δεν δύναται να γίνη ούτε πρεσβυτέρα ούτε νεωτέρα και ο χρόνος ως άμεσος εικών του αιωνίου δεν έχει ως μέρη του ούτε το μέλλον ούτε το παρελθόν. Ο χρόνος είναι στιγμή, διορισμός της ιδέας, ως ο χώρος, — ο αντικειμενικός τρόπος του πνευματικού είναι χώρος και χρόνος ουχί αισθητοί· — ο άμεσος τρόπος, καθ’ ον το πνεύμα μεταβαίνει εις την αντικειμενικήν μορφήν, το αισθητόν όπερ δεν είναι αισθητόν. (Εγέλ. Ιστ. Φιλ.).

84 Η Ιδέα του Λόγου ως δημιουργού του κόσμου, δι’ ου τα πάντα εγένοντο, ως του μονογενούς υιού του Θεού κλ., εκ της Ελληνικής φιλοσοφίας μετέβη διά του Αλεξανδρινού Ιουδαϊσμού εις τον Χριστιανισμόν. Ο ιουδαϊσμός ούτος εξηγών την θρησκείαν του διά της φιλοσοφίας είχε συμβιβάση διά μέσου της ιδέας του Λόγου την εθνικήν πίστιν του εις Θεόν με τας διδασκαλίας των Ελλήνων φιλοσόφων. Η φιλοσοφική αύτη έννοια του λόγου είναι προ πάντων έργον Φίλωνος του Ιουδαίου, φιλοσόφου, όστις ήτο σύγχρονος του Χριστού, εγίνωσκε την Πλατωνικήν φιλοσοφίαν, την Πυθαγορικήν, την Αριστοτελικήν και την Στωικήν και κατ’ εκλογήν μετεχειρίζετο αυτάς. Η μεταφυσική ιδέα του Φίλωνος εμφανίζεται εν τω 4ω Ευαγγελίω επεξειργασμένη εν μορφή πλήρει και τελεία προς σκοπόν ηθικόν και θρησκευτικόν. Εναυτώ ο λόγος είναι η αρχή δι’ ης ο άνθρωπος αναγεννάται πνευματικώς και ενούται προς τον Θεόν. Ο θείος ούτος μεσίτης, ο λόγος, ενεσαρκώθη εν τω προσώπω του Χριστού κλ.

85 Ο διαπρεπής αστρονόμος Sciaparelli (Οι Πρόδρομοι του Κοπερνίκου σ. 16) μετέφρασε το χωρίον τούτο ως εξής: Εκείνοι ων ο κύκλος ήτο ελάσσων έβαινον ταχύτερον, εκείνοι δε ων ο κύκλος ήτο μείζων ετέλουν βραδύτερον την περιφοράν των. Και ούτως εν τη κινήσει της φύσεως του ταυτού οι ταχύτερον τελούντες την περιστροφήν των εφαίνοντο ότι κατεφθάνοντο υπό των χωρούντων βραδύτερον, ενώ συνέβαινε το εναντίον. Διότι, επειδή η κίνησις αύτη έκαμνε πάντας να διανύωσιν έλικα, οι δε πλανήται εκινούντο εναντίως προς αυτήν, οι βραδύτερον απομακρυνόμενοι από του ταυτού (όπερ υπερέβαινε πάντας κατά την ταχύτητα) εφαίνοντο ότι το ηκολούθουν εγγύτερον ή πάντες οι άλλοι.

86 Η ημέρα και η νυξ εγεννήθησαν εκ της κινήσεως του ουρανού, ήτις είναι μία και πάντοτε η αυτή. Τω όντι θα ήρκει η ημερησία στροφή του ουρανού προς γέννησιν της ημέρας και της νυκτός, διότι και ο ήλιος μεταφέρεται εκ της επικρατήσεως της κινήσεως ταύτης. Αλλά διά μόνης της ημερησίας κινήσεως θα εγεννώντο ίσαι ημέραι και νύκτες άνευ άλλης περιόδου. Διά τούτο απαιτείται η περιστροφή των πλανητών επί της εκλειπτικής, η δε περίοδος της σελήνης παράγει τον μήνα και η του ηλίου το έτος.

87 Ήτοι υπό της ημερησίας κινήσεως, ήτις είναι ούτως η μετρική μονάς πασών των κινήσεων. Εκ της ημερησίας περιστροφής του κόσμου περί τον άξονα αυτού προέρχεται η ημερησία περιστροφή πάντων των ουρανίων σωμάτων πέριξ της γης.

88 Φυσική. — Εν τω 12 κεφ. ο Πλάτων μεταβαίνει από της μηχανικής εις την φυσικήν, όπου τα πράγματα θεωρούνται ως υπάρχοντα καθ’ εαυτά και έχοντα ποιότητας, δι’ ων προσδιορίζονται ατομικώς. Πρώτη και γενικωτάτη ποιότης είναι το φως, εξ ου επλάσθησαν ο ήλιος και οι αστέρες και όπερ είναι διάφορον της φλογός ή του πυρός. Το φως δεν καταστρέφει, δεν καίει και εκ τούτου διακρίνεται του πυρός και του θερμού. Είναι σώμα, διότι υπάρχει τι ατομικόν διαφέρον από των άλλων, αλλ’ είναι αβαρές και εκτείνεται πανταχού μετ’ απολύτου ταχύτητος. Αλλ’ άμα έλθη εις σχέσιν με το σκοτεινόν, με τα σώματα και καταστήση ταύτα ορατά, τότε το φως υφίσταται διαφοράς διευθύνσεως και ποσότητος (περί την λάμψιν). Εκ των σωμάτων ανακλάται το φως πανταχού. Αλλ’ ένεκα της διαχύσεως αυτού μη έχον σχεδόν συγκέντρωσιν υποχωρεί εις τα τέσσαρα φυσικά στοιχεία.

Τα στοιχεία ταύτα είναι ανάλογα. Το πυρ είναι προς το ύδωρ όπως ο αήρ προς την γην και ανάπαλιν η γη είναι προς τον αέρα ως το ύδωρ προς το πυρ. Ταύτα είναι τα κατ’ εξοχήν σώματα της φύσεως, τα οποία δύνανται να αποσυντεθώσιν εις απλούστερα, αλλά τότε αποβάλλουσι τον ουσιώδη και ευεργετικόν χαρακτήρα αυτών, νεκρούνται, καθίστανται απολύτως ανίκανα να παραγάγωσί τι ζων. Του πυρός και του αέρος την αναφοράν δεικνύει η πείρα, διότι ισχυρά πίεσις αέρος παράγει πυρ· αμφότερα δε προσβάλλουσι τα διάφορα σώματα. Το ύδωρ και ο αήρ είναι ρευστά, αλλά το ύδωρ δεν είναι ελαστικόν, ούτε πιεστόν, ενώ ο αήρ είναι αδιάφορος προς τον χώρον ον κατέχει. Η γη είναι εξόχως στερεά. Εν πάση μεταμορφώσει το κυριώτερον στοιχείον είναι το ύδωρ, διότι είναι σώμα ουδέτερον, επιδεκτικόν μεταβολής και διορισμού. Ο αήρ, ως ενεργητικόν στοιχείον, εξαφανίζει τον διορισμόν· Το πυρ, τέλος, είναι το εξόχως φθαρτικόν στοιχείον.

89 Τα 4 είδη των ζώων αντιστοιχούσι προς τα 4 είδη των στοιχείων, πυρ, αέρα, ύδωρ, γην.

90 Ο κόσμος ήδη εδημιουργήθη και έχει την ψυχήν αυτού από του κέντρου εκτεινομένην εις πάσαν την περιφέρειαν. Τώρα θα δημιουργηθώσι τα καθέκαστα ζώα, και πρώται αι διάνοιαι αίτινες θα κυβερνώσι τα καθέκαστα μέρη του παντός, και αίτινες είναι οι κατώτεροι θεοί, οίτινες ετέθησαν εις τον νουν του δεσπόζοντος κύκλου, ίνα ακολουθώσιν αυτόν.

91 Ομιλεί περί των απλανών αστέρων και των διανοιών αίτινες άρχουσιν αυτών. Καθ’ όσον ούτοι είναι διάνοιαι θείαι και αναλλοίωτοι, έκαστος κινείται την κίνησιν του ταυτού, ήτοι την περί τον ίδιον άξονα, όπως και το σύμπαν. Αλλ’ είναι και μέρη του παντός, και δη του ογδόου κύκλου, όστις στρέφεται περί εαυτόν. Έχουσιν άρα οι αστέρες ούτοι μίαν κίνησιν ιδίαν περί τον άξονα αυτών και ετέραν κίνησιν μεταθέσεως κοινήν εις όλην την σφαίραν εις ην ανήκουσιν. Είναι λοιπόν απλανείς ουχί απολύτως αλλά κατ’ αναφοράν προς την σφαίραν αυτών, εν η μένουσι πάντοτε εις την αυτήν θέσιν.

92 Την κίνησιν ταύτην ποιούσι προς τα εμπρός σχετικώς με την κίνησιν περί τον ίδιον άξονα, αλλά και ταύτην κυκλικώς περί τον άξονα του παντός, ανήκουσαν εις πάσαν την σφαίραν των απλανών.

93 Οι απλανείς δεν κινούνται ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τα αριστερά, ούτε προς τα άνω ούτε προς τα κάτω, ούτε προς τα οπίσω.

94 Τινές δεν παραδέχονται ότι ο Πλάτων αποδίδει εις τους πλανήτας και περιστροφήν περί τον ίδιον άξονα. Διότι, λέγουσιν, εάν και τούτους καλή ορατούς θεούς, θεότητα καλεί και την γην, την οποίαν θεωρεί ακίνητον.

95 Ο Αριστοτέλης κακώς λέγει ότι ο Πλάτων εδόξαζεν ότι η γη κινείται περί τον ίδιον άξονα. Εν τούτοις ο Πλούταρχος και άλλοι βεβαιούσιν ότι ο Πλάτων εις πρεσβυτικήν ηλικίαν μετέβαλε γνώμην περί της γης, λέγων ότι το κέντρον προσήκεν εις κρείττον τι. Και εν τοις Νόμοις VII 821 – 22 και εν τη Επινομίδι (987 Β) φαίνεται κλίνων προς το ηλιοκεντρικόν σύστημα. Ίσως ο Αριστοτέλης συνέχεε την προφορικήν διδασκαλίαν, τα άγραφα δόγματα, με τα γεγραμμένα. — Η γη συσπειρουμένη περί τον άξονα του παντός και ακινήτως ηρεμούσα παράγει την ημέραν και την νύκτα διά της αντιστάσεώς της εις την κίνησιν και συνάμα φυλάττει αυτάς. Η ακινησία της, λέγει ο Πλούταρχος, δίδει εις τα άστρα, ανατολήν και δύσιν.

96 Ο Τίμαιος λέγει παραβολάς, επανακυκλήσεις κ.λ. Κατά τον Πρόκλον παραβολή είναι η θέσις δύο πλανητών επί του αυτού μήκους (αι κατά το μήκος αυτών συντάξεις, αι συνανατολαί και συγκαταδύσεις). Επανακύκλησις είναι η βραδύτης, κοινώς όμως ερμηνεύεται ως η επάνοδος του άστρου εις το αυτό σημείον του κύκλου, η επιτέλεσις της περιφοράς.

97 Ενταύθα μόνον ομιλεί περί των θεών της μυθολογίας μετά τινος ειρωνείας, καίτοι θέλει να σεβασθή την λαϊκήν θρησκείαν, εις ην όμως δεν επίστευεν ο φιλόσοφος.

98 Οι πρώτοι είναι οι αστέρες, οι άλλοι φαίνονται ότι είναι οι Θεοί της μυθολογίας.

99 Το περίφημον τούτο χωρίον αναφέρουσι και χριστιανοί συγγραφείς. Ηδύνατο να είπη (τα άστρα) και τέκνα Θεού ή εμά τέκνα.

100 Διό και ο κόσμος θα διαρκή πάντοτε κατά το θέλημα του Θεού.

101 Πρόκειται ουχί περί δημιουργίας, αλλά περί διακρίσεως· η ψυχή δηλ. του κόσμου, ίνα έλθη εις πραγματικήν ύπαρξιν, πρέπει να διακριθή εις ατομικάς ψυχάς. Πρώτη διάκρισις εγένετο με την δημιουργίαν των Θεών, ήτις αφήκεν υπόλοιπα.

102 Η ενσάρκωσις εις σώμα ανθρώπου άρρενος. Αι αμαρτήσασαι ψυχαί ενσαρκούνται εν δευτέρα γενέσει εις σώμα γυναικός.

103 Εις τους αστέρας, οίτινες εδημιουργήθησαν, ίνα σημειώσι και μετρώσι τον χρόνον.

104 Ειθισμένη υπό της ψυχής πριν ή ενσαρκωθή, επειδή εκεί επάνω είναι η αληθής πατρίς αυτής, ενώ η γη είναι μία εξορία προς αυτήν.

105 Αλλά πώς δύνανται να υπάρξωσιν άνδρες, αν μη υπάρξωσι συγχρόνως και γυναίκες;

106 Αφού ο Θεός εξήγησεν εις τας ψυχάς τους νόμους της φύσεως και είπε πως θα προβή εις την γένεσιν αυτών, ήτοι την ενσάρκωσιν αυτών, εκτελεί την επαγγελίαν του και διανέμει αυτάς εις τους πλανήτας, ετοίμους να δεχθώσι μετά των σωμάτων και τα θνητά μέρη αυτών. Εν σελ. 41 λέγεται ότι ο Θεός ένειμεν εκάστην ψυχήν εις έκαστον άστρον, και υπέσχετο νέαν διασποράν, ήτις εκτελείται νυν. (41-42). Ούτως υπάρχει μία διανομή και είτα μία σπορά ψυχών.

107 Επανέρχεται εις την λογικήν έννοιαν του Θεού, όστις είναι πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον. Ό,τι δε ελέχθη περί των ενεργειών του νοείται εικονικώς. Ούτω λέγει αμέσως, νοήσαντες, διότι τα παραγγέλματα του Θεού είναι ληπτά υπό του νου, ουχί υπό των αισθήσεων.

108 Η ύλη λαμβάνεται επί δανείω προς γέννησιν του ανθρωπίνου σώματος, όπερ ουδέποτε είναι, αλλά πάντοτε γίνεται, και πρέπει να αποδοθή. Εκ τούτου η ανάγκη του θανάτου. «Γη ει και εις γην απελεύση».

109 Αποβάλλεται τότε η ικανότης προς την διαλεκτικήν, ήτοι προς το σχηματίζειν ορθάς κρίσεις ταυτότητος και ετερότητος. Πρβ. Σοφ. σ. 253 Δ.

110 Ευστόχως ο Martin σημειοί ενταύθα: «Ενίοτε ζωηρότατον αισθητικόν πάθος, αντί να περισπά την ψυχήν, κυριεύει αυτήν όλην, εξεγείρει τας διανοητικάς δυνάμεις και συγκεντροί επιτυχώς αυτάς εις τον ζητούμενον σκοπόν. Τότε ο νους φαίνεται θριαμβεύων, αλλά τούτο είναι ψευδής επίφασις. Ο νους είναι πράγματι ικανός δούλος, αλλά δούλος· εργάζεται ουχί δι’ εαυτόν, αλλά υπέρ του πάθους, όπερ δεσπόζει αυτού.

111 Ενταύθα λήγουσι τα υπομνήματα του Πρόκλου.

112 Ουχί ο Θεός ο Πατήρ, αλλ’ ο κατώτερος ο αναλαβών το έργον.

113 Οι αρχαίοι φιλόσοφοι εξήγουν την γνώσιν οι μεν διά της ενεργείας του ομοίου επί του ομοίου, οι δε διά της του εναντίου επί του εναντίου.

114 Οι Πυθαγορικοί έλεγον ότι η όψις είναι πυρ εσωτερικόν, όπερ εξέρχεται εκ των ομμάτων και θίγει τα αντικείμενα. Οι ατομολόγοι εδόξαζον ότι εικόνες αποσπώνται από των αντικειμένων και προσβάλλουσι τα όμματα. Πρώτος ο Εμπεδοκλής φαίνεται ότι συνεδύασε τας δύο θεωρίας, έπειτα δε ο Πλάτων αναμίξας τας φωτεινάς απορροάς των ομμάτων και τας των αντικειμένων εξήγει την όψιν διά της συναντήσεως αυτών (Πλατωνική συναύγεια).

115 Λογοπαίγνιον. Τα τέσσαρα είδη, πυρ, αήρ, ύδωρ, γη, θεωρούνται κοινώς τα στοιχεία του παντός ή τα γράμματα του αλφαβήτου του παντός, ενώ δεν είναι ούτε συλλαβαί, ήτοι ούτε πρώτα στοιχεία, ούτε πρώτος συνδυασμός πρώτων στοιχείων. Μόλις λοιπόν δύνανται να συγκρίνωνται με ακεραίας λέξεις.

116 Την ιδέαν πυρ, ή και τον χώρον.

117 Εν τω Φαίδωνι όμως σ. 102 Δ – Ε λέγει ότι τα εισερχόμενα και εξερχόμενα (εις τα πράγματα, ουχί εις τον χώρον) είναι αι ιδέαι.

118 Τα τέσσαρα είδη πυρ κ.λ. δεν είναι στοιχεία, ως ημείς τα νοούμεν, αλλά καταστάσεις της ύλης, ήτοι καυστόν, υγρόν κ.λ. είναι εικόνες της ιδέας) του πυρός κ.λ.

119 Εάν η διανοητική ενέργεια πρέπη να έχη αντικείμενον διάφορον της αισθητικής, ταύτης μεν ίδια είναι τα αισθητά, εκείνης δε τα νοητά, άρα τα νοητά υπάρχουσιν. Εάν όμως τα εξαγόμενα εκατέρας δεν διαφέρωσιν, ήτοι αν εις εκατέραν απονέμωμεν τον αυτόν βαθμόν βεβαιότητος, τότε αι αισθητικαί αντιλήψεις θα είναι το μάλιστα βέβαιον. Αλλά τούτο είναι αδύνατον κατά τον Πλάτωνα, εις την διδασκαλίαν του οποίου αντίκειται όλως το δόγμα: ουδέν εν τω νω ο μη πρότερον εν τη αισθήσει.

120 Ακίνητον πειθοί, ήτις είναι η άνευ λόγου πεποίθησις η υποβολή (Θεαίτ. 201).

121 Ο Fraccaroli ορθότερον ίσως μεταφράζει: μικρού μέρους του νου μετέχει το ανθρώπινον γένος.

122 Αποκλείει εδώ την εν τω Φαίδωνι θεωρίαν της μεθέξεως, ήτοι της εμμονής της ιδέας εν τω φαινομένω, ότι δηλ. το φαινόμενον μετέχει της ιδέας της ποιότητος αυτού. Ενταύθα η μέθεξις γίνεται μίμησις· το φαινόμενον δεν μετέχει της ιδέας, αλλ’ είναι μίμησις αυτής.

123 Ειπών ότι η διδαχή είναι καρπός του νου, η πειθώ δε της δόξης, αριθμεί τα τρία στοιχεία της δημιουργίας, ων 1) η ιδέα την οποίαν εποπτεύει η νόησις, 2) το φαινόμενον ή το πράγμα, ληπτόν υπό της δόξης και αισθήσεως και 3) η χώρα, αντικείμενον της πίστεως, ήτις είναι το πρώτον μέρος της δόξης, διότι έτερον, κατώτέρον μέρος είναι η εικασία. Τις είναι όμως ο νόθος λογισμός, ο Πλάτων δεν εξηγεί.

124 Σφαλερώς αντιλαμβανόμεθα, ότι το να είναι τα πράγματα εν τόπω είναι νόμος καθολικός. Διότι ο Θεός και αι ιδέαι δεν είναι εν τόπω κατά Πλάτωνα.

125 Παρομοιάζει την εκ των αισθημάτων προερχομένην δόξαν με την εντύπωσιν του ονειρώττοντος, όστις όμως νομίζει ότι βλέπει την αλήθειαν. Εάν λοιπόν ο κόσμος των αισθήσεων είναι ο κόσμος των ονείρων, ο του νου είναι ο της αληθείας. Η αίσθησις άρα είναι κώλυμα εις τον νουν, διότι τον εμποδίζει ν’ απαλλαγή των όρων του χώρου και του χρόνου.

126 Της ιδέας. Η εικών δεν λαμβάνει ύπαρξιν εκ της ιδέας, ης είναι απλή μίμησις, αλλ’ εξ άλλου, εκ της χώρας. Η ιδέα όμως υπάρχει καθ’ εαυτήν και επομένως δεν δύναται να μεταβή εις άλλο και να γίνη πρότυπον άμα και εικών. Αλλ’ αν αι ιδέαι έχουσιν ύπαρξιν χωριστήν εκτός των πραγμάτων, δεν έπεται ότι είναι εκτός του Θεού, όστις είναι ουσία, ως αι ιδέαι, ενώ τα πράγματα δεν είναι ουσία.

Σημειώσεις Β Τόμου

1 Πώς δύναται να υπάρχη γένεσις προ της διακοσμήσεως του παντός ; Γένεσιν εννοεί τα στοιχειώδη σώματα, τα οποία ήσαν ατελώς πεπλασμένα εν τω χώρω, όστις πρέπει πάντοτε να έχη δεχθή μορφάς τινας, διότι η φύσις του είναι να δέχηται τοιαύτας και να χωρή.

2 Τα πράγματα κινούνται ατάκτως ως υπό του Θεού εγκαταλελειμμένα. Αλλ’ η κίνησις δεν είναι άνευ τέλους, διότι τα όμοια μέρη έτεινον να ενωθώσι με τα όμοια, επομένως τα άτομα είδη να χωρισθώσι. Και ταύτα εναντίον της δόξης του Δημοκρίτου και των ατομολόγων. Η κίνησις αύτη και το αποτέλεσμα αυτής είναι μέρος της ανάγκης, εις ην ο Θεός έθεσε τάξιν. Όρα κατωτέρω σελ. 57. Τα 4 είδη διατηρούσιν ακόμη την τάσιν να συνενωθώσιν έκαστον καθ’ εαυτό χωριστά των άλλων, εάν ποτε ο νέος νόμος αφήση αυτά ελεύθερα.

3 Τ. έ. πρέπει να έχη και τρίτην διάστασιν, βάθος.

4 Ο Πλάτων ανατρέχει εις το στοιχειωδέστατον σχήμα, όπερ είναι το ευθύγραμμον. Πάσα επίπεδος επιφάνεια δύναται να διαιρεθή εις τρίγωνα, παν δε τρίγωνον εις δύο άλλα ορθογώνια τρίγωνα. Ώστε το ορθογώνιον τρίγωνον είναι το πρώτον στοιχείον του σχήματος. Αλλά τα ορθογώνια ταύτα τρίγωνα δύνανται να είναι ισοσκελή ή σκαληνά. Εάν μεν είναι ισοσκελή, έχουσι τας δύο οξείας γωνίας ίσας μεταξύ των, ήτοι η ετέρα ορθή γωνία του ορθογωνίου είναι διηρημένη εκατέρωθεν εις δύο ημίση, όπως ίσαι είναι και αι κάθετοι πλευραί αι ανήκουσαι εις τας δύο ταύτας γωνίας. Εάν τα τρίγωνα είναι σκαληνά, έχουσιν ανίσους τας οξείας γωνίας. Έστω το ισοσκελές τρίγωνον ΑΒΓ ορθογώνιον εις Α. Αι γωνίαι Β και Γ είναι ίσαι, ήτοι αι κάθετοι ΑΒ και ΑΓ τέμνουσιν εις δύο ίσα μέρη τας λοιπάς 90 μοίρας τας αναγκαίας, ίνα αποτελεσθώσιν αι 180 μοίραι, ας περιέχει το τρίγωνον. Αι κάθετοι αύται καθ’ υπόθεσιν είναι ίσαι. Έστω ήδη το σκαληνόν α β γ ορθογώνιον εις α. Αι γωνίαι β και γ είναι άνισοι, όπως άνισοι είναι και αι κάθετοι α β και α γ.

Σκαληνό ορθογώνιο τρίγωνο

5 Ήτοι κατ’ εκείνον τον λόγον δι’ ον είναι αναγκαίον να αρκώμεθα εις την πιθανότητα ή όστις κατ’ ανάγκην δεν δύναται να είναι παρά πιθανός.

6 Δύο τρίγωνα ορθογώνια σκαληνά και ίσα, κοινήν έχοντα την μείζονα κάθετον, αποτελούσιν ισόπλευρον τρίγωνον, όταν η ελάσσων κάθετος είναι το ήμισυ της υποτεινούσης. Έστωσαν τα ορθογώνια σκαληνά και ίσα τρίγωνα ΑΒΔ και ΑΓΔ, κοινήν έχοντα την κάθετον ΑΔ, την δε κάθετον ΒΔ ίσην προς το ήμισυ της υποτεινούσης ΑΒ. Διά τούτο ΔΓ είναι ήμισυ της ΑΓ, άρα ΒΔ+ΔΓ=ΑΒ=ΑΓ.

Ισόπλευρο τρίγωνο ΑΒΓ αποτελούμενο από 2 ορθογώνια σκαληνά

7 Είναι το αυτό σκαληνόν ορθογώνιον τρίγωνον έχον την ελάσσονα κάθετον ίσην με το ήμισυ της υποτεινούσης. Εις το τρίγωνον τούτο το τετράγωνον της μείζονος καθέτου είναι το τριπλάσιον του τετραγώνου της ελάσσονος (τριπλασία δύναμις). Έστω το ανωτέρω τρίγωνον ΑΔΒ. Εάν ΑΒ είναι διπλασία της ΒΔ, τότε (ΑΒ)2 θα είναι τετραπλάσιον του (ΒΔ)2. Αλλά κατά το Πυθαγορικόν θεώρημα (ΑΔ)2=(ΑΒ)2—(ΒΔ)2. Άρα το (ΑΔ)2 είναι τριπλάσιον του (ΒΔ)2.

8 Το ύδωρ, ο αήρ και το πυρ, αποτελούμενα στοιχειωδώς εκ των αυτών σκαληνών τριγώνων, δύνανται να μεταβάλλωνται εναλλάξ, ούτως ώστε το αποτελούμενον εκ μεγαλυτέρων στοιχείων, π.χ. το ύδωρ, δύναται να διαλύηται εις εκείνα των μικροτέρων στοιχείων, λοιπόν το ύδωρ εις αέρα, έως ου διαλυθή εις τα στοιχειώδη τρίγωνα, τα οποία έπειτα δύνανται να συνδεθώσι πάλιν εις νέαν ενότητα, και, όταν αύτη αποτελέση έν σύνολον, τότε υπάρχει το νέον είδος· δηλαδή τα τρίγωνα, τα οποία πρότερον απετέλουν το ύδωρ, θα δύνανται τώρα ν’ αποτελέσωσι το πυρ, τα δε του πυρός το ύδωρ κ.τ.λ.

9 Αύτη είναι άλλη ιδιότης του ειρημένου ορθογωνίου σκαληνού τριγώνου. Έστωσαν δύο ορθογώνια σκαληνά τρίγωνα ίσα ΑΒΓ και ΑΖΓ κοινήν έχοντα την υποτείνουσαν ΑΓ διπλασίαν της μικροτέρας καθέτου ΒΓ. Αύτη γίνεται η διαγώνιος του τετραπλεύρου ΑΒΓΖ. Διά τούτο λέγει ο Τίμαιος ότι διά της διαγωνίου (διαμέτρου) συνδέονται τα τρίγωνα μάλλον παρά διά της υποτεινούσης. Διά προεκβολών επαναλαμβάνοντες δις τα δύο ταύτα τρίγωνα έχομεν τα τετράπλευρα ΗΒΓΔ και ΕΔΓΖ, πάντα δε γεννώσι τα ισόπλευρον τρίγωνον ΑΗΕ. Τούτο λοιπόν προκύπτει από έξ τρίγωνα ορθογώνια σκαληνά, των οποίων έκαστον έχει την υποτείνουσαν διπλασίαν της ελάσσονος καθέτου και είναι ίσα προς άλληλα.

Ισόπλευρο τρίγωνο ΑΗΕ αποτελούμενο από 2 ορθογώνια σκαληνά

10 Πάντα τα κανονικά πολύεδρα διαιρούσιν εις μέρη ίσα και όμοια την σφαίραν, εν η είναι εγγεγραμμένα. Το ελάχιστον κανονικόν πολύεδρον είναι η πυραμίς, ης η βάσις και αι έδραι είναι τρίγωνα ισόπλευρα. Η αμβλυτάτη επίπεδος γωνία είναι εκείνη, ήτις μάλλον προσεγγίζει εις τας δύο ορθάς. Αλλ’ η ενταύθα περιγραφομένη στερεά γωνία αποτελεί ακριβώς δύο ορθάς γωνίας. Διότι τα τρίγωνα, εξ ων αποτελείται το τετράεδρον τούτο, έχουσι τας γωνίας ίσας, δι’ ό τρεις εκ των γωνιών τούτων οπουδήποτε ληφθείσαι ισούνται προς δύο ορθάς, ου μόνον αι τρεις αι αποτελούσαι έν τρίγωνον, αλλά και αι τρεις αι αποτελούσαι μίαν στερεάν γωνίαν. Σημειωτέον ότι ο Πλάτων προσδιορίζων τα αρχικά σχήματα νοεί όχι την ύλην, αλλά τον χώρον. Εισάγει εις το άπειρον τα πέρας, όπερ είναι ο αριθμός και το μέτρον· τα γεωμετρικά δε σχήματα είναι αριθμός και μέτρον. Αι επιφάνειαι λοιπόν αυτού δεν είναι υλικαί, αλλά όρια μαθηματικά και μέτρα· τα δε γεωμετρικά στερεά, τα οποία αι επιφάνειαι περιγράφουσι, δεν είναι υλικά στερεά, αλλ’ αντιστοιχούσι προς τους αριθμούς εκείνους, οίτινες μεσάζουσι μεταξύ ιδεών και πραγμάτων. Ο Πλάτων ζητών τα πρώτα στοιχεία ουχί της ύλης, τα άτομα, αλλά τα των σχημάτων, ευρίσκει πρώτον το ορθογώνιον τρίγωνον, όπερ είναι η απλουστάτη εφαρμογή του πέρατος.

11 Είναι το οκτάεδρον, όπερ έχει οκτώ έδρας τριγωνικάς και έξ γωνίας. Είναι δε το σχήμα του αέρος.

12 Είναι το 20εδρον· το σχήμα του ύδατος· έχει 20 έδρας, ων εκάστη σύγκειται από έξ στοιχειώδη ορθογώνια σκαληνά τρίγωνα. Αποτελείται λοιπόν από 120 στοιχεία. Ούτω το οκτάεδρον σύγκειται από 48 και το τετράεδρον από 24 στοιχεία.

13 Έστωσαν τέσσαρα ισοσκελή ορθογώνια τρίγωνα αεβ, βεγ, γεδ, δεα, ηνωμένα ούτως ώστε η ορθή γωνία εκάστου να είναι εν τω κέντρω. Έχομεν ούτω το τετράγωνον αβγδ.

Τετράγωνο αποτελούμενο από 4 ισοσκελή τρίγωνα

14 Ο κύβος είναι το στοιχειώδες σχήμα της γης.

15 Υπονοεί το δωδεκάεδρον, το πέμπτον κανονικόν στερεόν το υπάρχον εν τη φύσει. Ο Έγελος παρατηρεί: Εν τω κόσμω τούτω των μεταβολών η μορφή είναι το τοπικόν σχήμα. Διότι όπως εν τω κόσμω, όστις είναι άμεσος εικών του αιωνίου, ο χρόνος είναι η απόλυτος αρχή, ούτως ενταύθα η απόλυτος ιδανική αρχή είναι η καθαρά ύλη ως τοιαύτη, η ύπαρξις (das bestehen = subsister) του χώρου. 1) Ύλη, 2) χώρος 3) γένεσις. Ο χώρος είναι η ιδανική ουσία του φαινομενικού τούτου κόσμου, ο μέσος ο συνενών το θετικόν και το αρνητικόν, οι διορισμοί δ’ αυτού είναι τα σχήματα. Και τω όντι εκ των διαστάσεων του χώρου η επιφάνεια πρέπει να εκλαμβάνηται ως αληθής πραγματικότης, διότι είναι 1) ο απόλυτος μέσος μεταξύ 2) γραμμής και του 3) σημείου. Ούτω δε και το τρίγωνον είναι το πρώτον των σχημάτων, ενώ ο κύκλος ουδέν όριον έχει εν εαυτώ. Και ενταύθα ο Πλάτων προβαίνει εις την εξαγωγήν των σχημάτων, ένθα το τρίγωνον αποτελεί την θεμελιώδη αρχήν.

16 Εις το ύδωρ αποδίδεται το εικοσάεδρον, όπερ περιέχει δύο οκτάεδρα (άπερ παριστώσι τον αέρα) και έν τετράεδρον (όπερ παριστά το πυρ). Διά τούτο εκ παντός μέρους αέρος δύνανται να γεννηθώσι δύο πυρός, διότι παν οκτάεδρον περιέχει δύο τετράεδρα, ήτοι με τας οκτώ έδρας του οκταέδρου δύνανται να σχηματισθώσι δύο τετράεδρα κ.λ, διότι πρόκειται πάντοτε περί επιφανειών περιοριζουσών τον χώρον.

17 Επειδή το πυρ, ο αήρ και το ύδωρ δύνανται να μεταβαίνωσιν εις άλληλα συντιθέμενα και αποσυντιθέμενα, όταν ο χωρισμός τελεσθή, παύει πάσα πάλη μεταξύ αυτών. Ο αήρ άμα διαλυθή εις πυρ, δεν παλαίει πλέον προς το πυρ διότι ουδέν παλαίει προς εαυτό, αλλ’ αφομοιούται με το νικήσαν στοιχείον.

18 Ο Πλάτων α’) εξηγεί πως τα μεγαλύτερα σχήματα διαλύονται υπό των μικροτέρων, και τα μικρότερα υπό των μεγαλυτέρων· β’) δηλοί ότι μικρός όγκος των μεγαλυτέρων σχημάτων κεκλεισμένος εις μέγαν όγκον των μικροτέρων, και μικρός όγκος των μικροτέρων σχημάτων κεκλεισμένος εις μέγαν όγκον των μεγαλυτέρων, δύναται ν’ ανακτήση προσδιωρισμένον σχήμα, γινόμενος όμοιος προς το νικήσαν στοιχείον.

19 Ενταύθα ομιλεί πάλιν περί της κινήσεως του χώρου, της δεξαμενής (52–53) και επαναλαμβάνει ότι έκαστον είδος τείνει να συνενωθή εν εαυτώ (63Β) χωριζόμενον από των άλλων. Παριστάνεται λοιπόν εδώ η κίνησις της ανάγκης πριν ή ο Θεός εισαγάγη κόσμον, τάξιν εις το σύμπαν.

20 Του σκαληνού και του ισοσκελούς.

21 Ο Πλάτων λέγει «τα γένη εν τοις είδεσι» εννοών γένη τα κατώτερα είδη. Μετεφράσαμεν ακολουθούντες την συνήθη χρήσιν των όρων.

22 Εν σελ 57Α είπεν ότι μεταξύ ομοίων δεν δύναται να υπάρχη ούτε ενέργεια ούτε πάθος.

23 Ότε δηλ. επραγματεύθη περί της συστάσεως της ύλης και εξήτασε τα διάφορα σχήματα των στοιχειωδών τριγώνων.

24 Ο Πλάτων αρνείται ουχί τον σχηματισμόν, την γέννησιν του κενού, αλλά την διάρκειαν αυτού. Τω όντι, επειδή τα 4 είδη αποτελούνται από γεωμετρικά στερεά, όταν εισέρχωνται εις άλληλα, αναγκαίως καταλείπουσι κενά διαλείμματα, ως μη εφαρμοζόμενα ακριβώς, λ.χ. αι πυραμίδες και τα εικοσείεδρα. Αποτελούνται ούτω κενά πρόσκαιρα, και εκ της ανάγκης της πληρώσεως αυτών συμβαίνει η κίνησις. Ο Martin λέγει: «Παν σωμάτιον κινούμενον ωθεί προ αυτού άλλο και τούτο άλλο κ.λ., πάντα δε ταύτα ωθούμενα αποτελούσι κυκλικήν άλυσιν, ης ο πρώτος και ο τελευταίος κρίκος εφάπτονται, ώστε εκάστη θέσις, πληρούται άμα κενωθή και ούτω το κενόν ουδέποτε υπάρχει. Αύτη είναι η Πλατωνική Θεωρία της περιώσεως (κυκλικής ωθήσεως), της αντιπεριστάσεως παρ’ Αριστοτέλει, της περιστάσεως παρά Στωικοίς… Η αρχή αύτη της κυκλικής ώσεως, ή της έλξεως των ομοίων, άλλη (αρχή) αποδίδουσα 4 διακεκριμένας χώρας εις τον αρχικόν όγκον εκάστου των 4 ειδών στοιχειωδών σωμάτων, τέλος ο νόμος των μεταμορφώσεων των σωματίων, τοιαύται είναι αι μεγάλαι αρχαί της φυσικής του Πλάτωνος».

25 Το πυρ λοιπόν του Πλάτωνα περιέχει 1)την φλόγα, 2) το φως, 3) την θερμότητα.

26 Και εκ τούτου δείκνυται, ότι τα 4 στοιχεία θεωρεί ο Πλάτων 4 καταστάσεις της ύλης, και ότι η ύλη αποδίδεται εις την μίαν ή την άλλην των καταστάσεων τούτων καθ’ όσον δύναται ν’ ανάγηται εις αυτήν. Ούτω και τα μέταλλα ανάγονται εις το δεύτερον είδος του ύδατος, διότι εις υψηλήν θερμοκρασίαν δύνανται να διαλύωνται, ενώ εις το πρώτον ανήκουσι τα σώματα, τα οποία είναι υγρά εις την κανονικήν θερμοκρασίαν. Αι καταστάσεις αύται είναι, ως είπομεν, μόνον ποιότητες.

27 Όζος δηλοί δεσμός, βλαστός, ενταύθα δε το σκληρότερον μέρος του μετάλλου. Αδάμας δεν δηλοί το γνωστόν πολύτιμον ορυκτόν, αλλ’ είδος σκληροτάτου σιδήρου, πιθανώς αιματίτην.

28 Το άλας λοιπόν είναι το πρώτον των αρτυμάτων, επειδή συνηθίζετο εις τας θυσίας· διά τούτο λέγει ότι είναι αρεστόν εις τους θεούς συμφώνως με την κρατούσαν συνήθειαν.

29 Όταν η γη είναι εν κανονική καταστάσει, ουχί υπό του πυρός πιεζομένη, ότε δύναται να διαλυθή υπό του πυρός.

30 Ο αήρ διαλύει τον πάγον, την χιόνα κ.λ., το δε πυρ ου μόνον τούτο ποιεί, αλλά και εξατμίζει το ύδωρ, ήτοι το μεταβάλλει εις αέρα.

31 Το πυρ διαστέλλει τον συνήθη αέρα· ως προς τον συμπεπυκνωμένον, το πυρ δεν δύναται να τον διαστείλη, αλλά τον μεταμορφώνει εις πυρ.

32 Η Φυσική και η Φυσιολογία του Πλάτωνος, λέγει ο Έγελος, είναι ως παιδική προσπάθεια προς κατανόησιν των αισθητών φαινομένων εν τη πολλαπλότητι αυτών. Πολλαχού αναγνωρίζομεν την θεωρητικήν νόησιν, αλλά ως επί το πλείστον η εξήγησις γίνεται κατά όλως εξωτερικόν τρόπον· π.χ. κατά εξωτερικήν τελολογίαν. Η μέθοδος καθ’ ην ο Πλάτων πραγματεύεται την φυσικήν, είναι διάφορος της σημερινής, διότι, ενώ παρ’ αυτώ λείπει η εμπειρική γνώσις, εν τη νεωτέρα φυσική λείπει η ιδέα. Οπωσδήποτε ο Πλάτων ενίοτε εκφέρει βαθυτάτας κρίσεις και θεωρίας.

33 Πάντα τα πράγματα πρέπει να θεωρώνται κατ’ αναφοράν προς τας αισθήσεις ημών. Ενταύθα είμεθα εις τους πιθανούς συλλογισμούς, ουχί εις τους απολύτους. Η ύλη είναι αντικείμενον της αισθήσεως, διό πρέπει να θεωρήται ουχί καθ’ εαυτήν, όπως έως τώρα εγίνετο, αλλά σχετικώς προς τον ιδικόν μας τρόπον του αισθάνεσθαι.

34 Επειδή ο κόσμος είναι σφαιρικός, δεν δύναται να υπάρχη μέρος αυτού άνω και άλλο κάτω. Προ πάντων το κέντρον δεν είναι ούτε άνω ούτε κάτω, διότι πάντα στρέφονται πέριξ αυτού, και τούτο είναι προς πάντα εν τη αυτή αναφορά. Και πάλιν έκαστον σημείον της περιφερείας ισαπέχει του κέντρου, επομένως και το ζενίθ είναι ως το ναδίρ.

35 Η γη κατέχει το κέντρον, το πυρ τα άκρα, και μεταξύ αυτών το ύδωρ, εγγύτερον εις την γην, και ο αήρ εγγύτερον εις το πυρ. Αλλ’ υπάρχουσι και μέρη των στοιχειωδών τούτων σωμάτων διεσπαρμένα πανταχού του κόσμου.

36 Η βαρύτης ενταύθα εξηγείται διά της τάσεως του ομοίου προς το όμοιον. Ούτω το πυρ τείνει προς το πυρ, η γη προς την γην. Ημείς, οικούμεν την χώραν του ύδατος και της γης, διό, αν θέσωμεν ύδωρ ή γην εις την πλάστιγγα, τα βλέπομεν βαρύνοντα προς τα κάτω, διότι τείνουσι να ενωθώσι με την μάζαν αυτών. Το αυτό θα συνέβαινε και εις το πυρ, εάν ηδυνάμεθα να κάμωμεν ανάλογον πείραμα εν τη χώρα του. Θα εβλέπομεν τότε εκεί φαινόμενον έλξεως ανάλογον με το ημέτερον, ουχί όμως προς την γην, αλλά προς την σφαίραν του πυρός. Ούτως αποδεικνύεται η πλάνη των κοινών παραστάσεων του άνω και του κάτω (Fraccaroli).

37 Εάν ήτο αληθές ότι τα βαρέα βαίνουσι προς τα κάτω και τα κούφα προς τα άνω κατά την κοινήν αντίληψιν του άνω και κάτω, πάντα τα βαρέα θα έβαινον πρoς μίαν διεύθυνσιν, και πάντα τα κούφα προς την εναντίαν. H Πλατωνική όμως θεωρία της έλξεως των όγκων αναγνωρίζει άμα και εξηγεί πώς η κίνησις των βαρέων, και η των κούφων λαμβάνει διαφόρους διευθύνσεις. Τω όντι η πτώσις σώματος (του βαρέος) ακολουθεί την σχετικήν γηίνην ακτίνα, και το πυρ (το κούφον) αναβαίνει εις τον ουρανόν εκ διαφόρων μερών της σφαίρας ημών και διά τούτο κατά διευθύνσεις διαφόρους απ’ αλλήλων, εναντίας μεν εάν οι δύο τόποι είναι εις τους αντίποδας, πλαγίως δε κατά τας άλλας περιπτώσεις. Η αντίθεσις και η λοξότης αύτη δεικνύουσι πόσον είναι σφαλεραί αι κοιναί παραστάσεις του άνω και του κάτω.

38 Εν τοις ηγουμένοις εθεώρησε τα αισθήματα ως εντυπώσεις προερχομένας εκ των διαφόρων εξωτερικών αντικειμένων. Νυν θεωρεί αυτά κατ’ αναφοράν προς το υποκείμενον και προς την ηδονήν και λύπην, την οποίαν παράγουσιν εν αυτώ. Και προ πάντων διακρίνει μεταξύ των εντυπώσεων, αίτινες γεννώσιν αισθήματα, τας συνοδευομένας υπό ηδονής ή λύπης από των αδιαφόρων (όρα και σ. 86 B).

39 Παν πάθημα (εντύπωσις) δεν είναι και αίσθησις.

40 Όρα σελ. 45 C. Η όψις ωραίας εικόνος προξενεί μεν ηδονήν, αλλά ηδονήν ψυχικήν και μη διεγείρουσαν ευαρέστως το οπτικόν όργανον, ως θα επέδρα το άρωμα άνθους επί του οσφραντηρίου. Το αυτό και περί ακοής.

41 Ίνα εις την εντύπωσιν επακολουθή αίσθησις δέον το δεχόμενον αυτήν όργανον να την μεταδίδη εις την ψυχήν. Ίνα δε είναι δυσάρεστος ή ευάρεστος δέον ακόμη 1) να είναι ή εναντία προς την φύσιν του οργάνου, ή ικανή να το αποκαταστήση εις την φυσικήν κατάστασίν του, 2) τα μέρη του οργάνου να παρέχωσιν αντίστασιν μείζονα ή ελάσσονα, 3) ίνα η αίσθησις είναι ζωηρά, δέον η εντύπωσις να επέρχηται αθρόα και ουχί ολίγον κατ’ ολίγον.

42 Κατά τον Πλάτωνα την λειτουργίαν των νεύρων εκτελούσι μικραί φλέβες, των οποίων το κέντρον είναι το ήπαρ, ως έδρα της θνητής ψυχής.

43 Εννοεί τα 4 στοιχειώδη είδη, εξ ων αισθάνεταί τις οσμήν μόνον, όταν το ύδωρ μεταβάλληται εις αέρα κ.λ.π

44 Λοιπόν ύλη άμορφος υπάρχουσα ακόμη εν τω χρόνω.

45 Όταν τις πάθη έμφραξιν εις την ρίνα, δεν αισθάνεται οσμάς, και αν ακόμη βιαίως εισπνέη τον αέρα.

46 Π. χ. η οσμή της αμμωνίας ερεθίζει ου μόνον την ρίνα αλλά και τον εγκέφαλον, τα όμματα, τον λάρυγγα κ.λ.π.

47 Ο αήρ προσβάλλει τον εγκέφαλον, ο εγκέφαλος μεταδίδει την προσβολήν εις το αίμα και τούτο εις την ψυχήν.

48 Προφανώς ο Πλάτων δεν εξηγεί ορθώς τον οξύν και τον βαρύν ήχον, οίτινες φθάνουσιν εις το ους συγχρόνως και ουχί διαδοχικώς. Η διαφορά προέρχεται εκ του αριθμού των παλμών εν ωρισμένω χρόνω. Του οξέος οι παλμοί διαδέχονται αλλήλους ταχύτερον.

49 Σελ. 45 Β. Εδώ εξηγεί τα αίσθημα του χρώματος. Εάν το πυρ του αντικειμένου είναι το αυτό με το της όψεως δεν υπάρχει αίσθημα. Εάν είναι μείζον ή ελάσσον, τότε η διαφορά παράγει τo αίσθημα.

50 Ο Ιταλός μεταφραστής εξαίρει την διδασκαλίαν, ότι αι εντυπώσεις των διαφόρων αισθήσεων παράγονται πάσαι εκ της αυτής αιτίας, ήτις προσβάλλει διαφοροτρόπως τα διάφορα όργανα. Τα πράγματα λοιπόν κατά ταύτα έχουσι σταθεράν υπόστασιν, καίτοι ημείς τα αντιλαμβανόμεθα διαφοροτρόπως κατά τας διαφόρους αισθήσεις ημών. Παρατηρητέον έτι την αντίθεσιν του λευκού και του μέλανος. Τα άλλα χρώματα θεωρεί ο Πλάτων ως τροποποιήσεις ή βαθμούς διαμέσους μεταξύ των αντιθέτων τούτων.

51 Απλούστερον δυνάμεθα να είπωμεν, ότι η λάμψις, η μαρμαρυγή γεννάται εκ της επί της κόρης συγκρούσεως των δύο πυρών, του πυρός όπερ έρχεται εκ του εξωτερικού αντικειμένου και εκείνου όπερ εξέρχεται εκ των ομμάτων. Η σύγκρουσις αύτη παράγει δάκρυα κ.λ.

52 Περί των συναιτίων και της ανάγκης όρα σελ. 46C, 48Α και 76Δ. Η θεωρία των θείων απαιτεί την μελέτην των φυσικών νόμων ως αναγκαίον βοήθημα. Είναι δε αύτη υγιεστάτη αρχή, συνδιαλλάττουσα την θρησκείαν και την επιστήμην· ο κόσμος κυβερνάται υπό νόμων, ους μελετά η επιστήμη, αλλ’ ο έσχατος λόγος αυτών είναι το αντικείμενον της θρησκείας και της φιλοσοφίας· η επιστήμη είναι μέσον, η θρησκεία και η φιλοσοφία σκοπός· αλλά μόνον διά της θεωρίας του γινομένου δυνάμεθα να φθάσωμεν εις την γνώσιν του όντος. Ο Πλάτων εν σελ. 59C εθεώρει την σπουδήν των φυσικών νόμων ως πάρεργόν τι. Ενταύθα όμως κρίνει αυτήν καλύτερον και δικαιότερον.

53 Τρόπος μεταβάσεως από του θείου εις το πεπερασμένον και γήινον.

54 Η διαίρεσις θείου και θνητού είναι η αυτή με την εν τη Πολιτεία διάκρισιν λογιστικού και αλόγου, η υποδιαίρεσις του θνητού προς την υποδιαίρεσιν του αλόγου εις θυμοειδές και επιθημητικόν εν τη Πολιτεία και προς την του ευγενούς και κακού ίππου εν τω Φαίδρω.

55 Τα μέρη της ψυχής, κατά τον Πλάτωνα, είναι τρία: τo νοητικόν, το θυμοειδές και τελευταίον το επιθυμητικόν. Ταύτα δεν είναι δυνάμεις αλλά μέρη οικούντα εις διάφορα μέρη του σώματος. Από τούτων διακρίνονται αι δυνάμεις της ψυχής εξαρτώμεναι εκ των σχέσεων υποκειμένου και αντικειμένου, και αίτινες είναι η επιστήμη, η δόξα και η αίσθησις. Η ψυχολογία του Πλάτωνος έχει χαρακτήρα ηθικοτελολογικόν.

56 Το ήπαρ έχει τας ιδιότητας ταύτας χάριν των δύο λειτουργιών αυτού. Είναι ως κάτοπτρον εις ό αντανακλάται η νόησις της ψυχής, και ή διαταράττει αυτήν διά της πικρίας της χολής ή πραΰνει διά της γλυκύτητος ην έχει, ώστε να την διαθέτη προς μαντείαν καθ’ ύπνους, ήτις αναπληροί εν τω μορίω τούτω της ψυχής την συνείδησιν και τον λόγον, άτινα λείπουσιν εν αυτώ.

57 Ο Πλάτων λοιπόν αποδίδει την μαντείαν εις το άλογον, το σωματικόν μέρος του ανθρώπου, και θεωρεί πολύ κατωτέραν της συνειδητής γνώσεως.

58 Διερμηνείς.

59 Δήλα δη η οιωνοσκοπία είναι όλως αβέβαιον και αμφίβολον πράγμα.

60 Ο Τίμαιος εξακολουθεί πραγματευόμενος τα μέλη του οργανισμού εκ τελολογικής απόψεως. Το υπογάστριον σκοπόν έχει να δέχηται το περίσσευμα των τροφών, αι δε περιστροφαί των εντέρων σκοπόν έχουσι να κρατώσι τας τροφάς περισσότερον χρόνον, ίνα μη ανανεώνται αύται συχνά. Ο μυελός επλάσθη, ίνα συνάπτη τους ζωτικούς δεσμούς τους ενούντας την ψυχήν προς το σώμα. Ο εγκέφαλος, κυκλοτερής γενόμενος, εδέχθη την αθάνατον ψυχήν. Το λοιπόν μέρος του μυελού διηρέθη εις σχήματα στρογγύλα και επιμήκη, και εις ταύτα ως εις αγκύρας προσεδέθη η θνητή ψυχή. Έπειτα εποιήθησαν τα οστά· δι’ οστεΐνης σφαίρας εστεγάσθη ο εγκέφαλος και περί τον διαυχένιον και τον νωτιαίον μυελόν ετέθησαν σφόνδυλοι ως στρόφιγγες οι μεν υπό τους δε. Έπειτα επλάσθησαν τα νεύρα και η σαρξ· εκείνα μεν ίνα συνδέωσι τα μέλη και ίνα δίδωσιν εις τας αρθρώσεις την δύναμιν να κινώνται ελευθέρως, αι δε σάρκες, ίνα προφυλάττωσι το σώμα κατά της θερμότητος και του ψύχους. Αι σάρκες διενεμήθησαν κατά λόγον της θέσεως και της χρήσεως των μελών. Τέλος επλάσθησαν το δέρμα ως περικάλυμμα της σαρκός, και αι τρίχες και οι όνυχες ως όργανα αμύνης, άτινα έλαβον την πλήρη εξέλιξιν αυτών εις τα άλλα ζώα.

61 Όρα σελ. 61C.

62 Η κάμψις είναι κίνησις ουχί κυκλική, ούτε πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον δεν έχει λοιπόν την φύσιν του ταυτού. Έπειτα είναι πολλαπλή ως προς τας αρθρώσεις.

63 Κατά τας μεταβολάς της θερμοκρασίας.

64 Επειδή ο μυελός είναι η έδρα της ψυχής, το ποσόν αυτού αντιστοιχεί προς το της ψυχής. Αλλ’ αι φράσεις αύται δεν πρέπει να λαμβάνωνται υλικώς. Ο Πλάτων διακρίνει την ουσίαν του νωτιαίου μυελού από του των άλλων οστών.

65 Η ανάγκη και ενταύθα φαίνεται ως μία διάταξις, ην έχουσι τα πράγματα καθ’ εαυτά ανεξαρτήτως πάσης εκ προνοίας διατάξεως.

66 Ο Τίμαιος λέγει απεχωρίζετο, εκθέτων την πρώτην μόρφωσιν του ανθρώπου υπό μυθικήν μορφήν.

67 Εννοεί προ της δημιουργίας του ανθρώπου. Ο Πυθαγορικός Τίμαιος δεν ομιλεί περί κρεωφαγίας.

68 Ο Πλάτων δεν εγίνωσκε την θεωρίαν της κυκλοφορίας του αίματος· δεν διακρίνει τας φλέβας από των αρτηριών, καλεί δε αρτηρίας τους οχετούς της αναπνοής. Η μία των δύο φλεβών ενταύθα είναι αρτηρία.

69 Η άρδευσις του σώματος γίνεται, λέγει, διά των φλεβών τούτων.

70 Το χωρίον τούτο είναι δυσκολώτατον, διαφωνούσι δε οι σχολιασταί περί την εξήγησιν αυτού. Ο Γαληνός ομολογεί ότι είναι πράγματα δυσνόητα και δύσρητα. Πιθανώτεραι φαίνονται αι ερμηνείαι αι αναφέρουσαι την περιγραφομένην συσκευήν εις το εσωτερικόν του σώματος ημών. Κατά τον Stallbaun. π. χ. το πλέγμα είναι η συσκευή των πνευμόνων μετά του οισοφάγου και της τραχείας αρτηρίας· και το όλον παριστάνεται ως κύρτος μετά δύο εγκυρτίων ή χωνίων, του οισοφάγου και της τραχείας, ήτις είναι δίκρους δηλ. μερίζεται εις δύο βρόγχους· σχοίνοι δε είναι αι διακλαδώσεις των βρόγχων, τα βρόγχια, τα οποία διανέμουσι τον αέρα καθ’ όλον τον πνεύμονα. Αλλά και η εξήγησις αύτη δεν δύναται ευχερώς να συμβιβασθή με τον τρόπον, καθ’ ον ο Θεός προσεκόλλησε το όλον σύστημα εις το σώμα. Οι δύο σάκκοι ή χωνία εισέρχονται ο μεν εις το στόμα, ο δε εσχισμένος εις τους δύο οχετούς της ρινός, ουχί εις τους βρόγχους. Προστίθεται έπειτα ότι ο του στόματος είναι διπλούς και το έν μέρος καταβαίνει διά της τραχείας εις τον πνεύμονα, το δ’ άλλο παρά την τραχείαν, δηλαδή διά του οισοφάγου εις την κοιλίαν, άρα ο οισοφάγος και η αρτηρία είναι δύο παράλληλα τμήματα του αυτού σάκκου, όστις διά τούτο λέγεται διπλούς, ενώ ο άλλος, ο της ρινός, είναι μόνον δίκρους. Ελέχθη πρότερον ότι το εσωτερικόν μέρος του συστήματος εγένετο εκ πυρός, το δε εξωτερικόν εξ αέρος. Ο αήρ άρα οτέ μεν εισρέει οτέ δε αναρρέει διά των σάκκων εις τους πνεύμονας, το εσωτερικόν πυρ ακολουθεί και αυτό την κίνησίν του, και όλον το αναπνευστικόν σύστημα οτέ μεν καταβαίνει, οτέ δε αναβαίνει εντός του σώματος, όπερ είναι υποχωρητικόν. Αι δυσκολίαι δεν αίρονται εφ’ όσον το πλέγμα εκλαμβάνεται ως σώμα. Ο Πλάτων κατά τον Fraccaroli, δεν ομιλεί περί του πνευμονικού συστήματος και των προσαρτημάτων αυτού, αλλά περί των στοιχείων αέρος και ύδατος, άτινα ζωογονούσι το σύστημα τούτο και παρά τούτου λαμβάνουσι μορφήν. Τω όντι· το ότι το εσωτερικόν μέρος αυτού σύγκειται εκ πυρός, οι δε σάκκοι και το δοχείον εξ αέρος, ερρέθη επιμονώτερον παρά εάν επρόκειτο να δειχθή η απλή στοιχειώδης σύστασις πράγματος στερεού. Προσέτι το σύστημα τούτο ή μέρος αυτού ουδαμού συνταυτίζεται με όργανόν τι του σώματος, αλλά έκαστον μέρος αυτού εφαρμόζεται εις τα όργανα του σώματος. Έπειτα φράσεις τινάς δεν δυνάμεθα να εξηγήσωμεν και να εννοήσωμεν ει μη κατά τούτον τον τρόπον, καθώς εκείνην εν η γίνεται λόγος περί του διπλού σάκκου διά της ρινός και ως λόγος τούτου αναφέρεται, ότι όταν ο άλλος δεν διέρχεται διά του στόματος, δύναται να τον αναπληρή ούτος. Εάν επρόκειτο περί αληθούς οχετού θα επροβλέπετο η περίπτωσις της εμφράξεως· απεναντίας όμως προβλέπεται η περίπτωσις της μη διαβάσεως διά του στόματος. Δεν πρόκειται λοιπόν περί σωματικού οργάνου, αλλά περί ρεύματος, περί τινος, το οποίον μέλλει να διέλθη διά τινος οργάνου. Περιπλέον το σύστημα τούτο λέγεται ότι εισέρχεται εις το σώμα ημών, διότι το σώμα είναι μανόν. Είπε δε και ανωτέρω ότι η κοιλία δεν στέγει ούτε αέρα ούτε πυρ, τα οποία όμως είναι αναγκαία διά την πέψιν των τροφών και την θρέψιν του σώματος. Έπρεπε λοιπόν να προΐδη τον αέρα τούτον και το πυρ τούτο ούτως, ώστε να μένωσι σταθερώς εν τη κοιλία, αφού αύτη δεν ηδύνατο να τα κρατή. Και τούτο εγένετο διά της αναπνοής ήτοι διά του συστήματος τούτου. Ο αήρ και το πυρ διαχωρούσι διά της κοιλίας, και αήρ και πυρ, λέγεται ρητώς, ότι είναι τα περί ου ο λόγος πλέγμα. — Η εξήγησις αύτη είναι σύμφωνος προς τα επόμενα όπου επί μάλλον αναλύεται το φαινόμενον της αναπνοής· η πνοή εξερχομένη απωθεί τον εξωτερικόν αέρα, ούτος απωθεί άλλον και καθ’ εξής κυκλικώς μέχρις ου πληρωθή ο χώρος, τον οποίον αφήκε κενόν η αναπνοή, (Όρα Αριστοτέλην περί αναπνοής, Κεφάλ. 5).

71 Διά της αδυναμίας του κενού και της περιώσεως, ο Πλάτων εξηγεί πάντα ταύτα τα φαινόμενα.

72 Περί της διαδόσεως του ήχου εγένετο λόγος εν σελ. 67Β.

73 Η ροή των υδάτων προέρχεται εκ του αέρος, όπως η διάλυσις των χυτών μετάλλων (σ. 58Ε). Η πτώσις των κεραυνών αναλογεί προς την βολήν των λίθων. Το ήλεκτρον περιέχει αέρα ή πυρ, όπερ όταν το ήλεκτρον τρίβεται, εξέρχεται. Ο αήρ ωθούμενος διά της περιώσεως απωθεί τα ελαφρά αντικείμενα τα οποία συναντά.

74 Τα εξωτερικά πράγματα φθείρουσιν ημάς αφαιρούντα εξ ημών το όμοιον αυτοίς κατά τον νόμον της έλξεως των ομοίων· ανάλογον δε συμβαίνει και εντός ημών. Είμεθα μικρόκοσμοι υπείκοντες εις νόμους αναλόγους προς τους του μεγάλου κόσμου. Όθεν ό,τι προς το σώμα ημών είναι ο ουρανός (τα εξωτερικά πράγματα), τούτο είναι το σώμα ημών προς τα στοιχεία τα ερχόμενα, ίνα αποτελέσωσι το αίμα ημών. Το σώμα ελκύει προς εαυτό τα στοιχεία ταύτα, ήτοι τρέφεται εξ αυτών. Αλλά τρέφεται, εφ’ όσον έχει την δύναμιν να έλκη, εφ’ όσον η κτήσις υπερέχει ή είναι ίση προς την απώλειαν.

75 Μετά της θρέψεως εξηγεί και την αύξησιν του ζώου.

76 Η ρίζα [ως λέγει τα κείμενον] των τριγώνων σημαίνει πιθανώς τα αρχικά τρίγωνα του ατόμου, ήτοι τα ιδιάζοντα εις την ανθρωπίνην φύσιν.

77 Πρώτη τάξις νόσων αιτίαν έχει την υπερβολήν ή την έλλειψιν, την μετάθεσιν και τας αλλοιώσεις των 4 συστατικών του σώματος στοιχείων, πυρός, αέρος, ύδατος, γης. Αι νόσοι αύται, εν αις είναι και οι πυρετοί, είναι αι πολυαριθμότεραι. Δευτέρα τάξις νόσων, ολιγώτερον συχνών αλλά δεινοτέρων, αιτίαν έχει τας δευτέρας συστάσεις, ήτοι τα μέλη του οργανισμού, το κρέας, το αίμα, τα οστά, τον μυελόν κ.λ. Αι νόσοι γεννώνται όταν τα μέλη ταύτα, αντί να παράγωσιν άλληλα εις την φυσικήν κατάστασίν των, αποσυντίθενται και επιστρέφουσιν έκαστον εις το όργανον, εξ ου παρήχθη. Ούτως εκ της φθοράς του αίματος και της σαρκός, γεννώνται η χολή και το φλέγμα. Φοβερώτατον των νοσημάτων τούτων είναι το προσβάλλον τον μυελόν.

78 Το νόσημα δύναται να εξαρτάται εκ της διαφθοράς των στοιχείων ή εκ της συνθέσεως αυτών, ήτοι του μυελού, οστού, σαρκός, νεύρων ή αίματος, άτινα είναι συνθέσεις των στοιχείων.

79 Τοιούτον είναι το εν τω σώματι θερμόν και ζωντανόν αίμα. Διάφορον τούτου είναι το νεκρόν και ψυχρόν αίμα.

80 Κατά τον Πλάτωνα εις τας φλέβας πλην του αίματος υπάρχει και αήρ, ου η υπερβολή γεννά νοσήματα βαρέα.

81 Καίτοι ο Πλάτων αγνοεί την κυκλοφορίαν του αίματος, ουχ ήττον επίστευεν ότι τούτο εκινείτο εις τας φλέβας κατά νόμους ωρισμένους.

82 Προηγούνται κατά την γέννησιν, είτε διότι η σαρξ θεωρείται προγενεστέρα του αίματος, είτε διότι αι αριθμηθείσαι νόσοι παράγονται εξ ελαττώματος της θρέψεως, αι δε επόμεναι μάλλον εξ ελαττώματος οργανικού. Είναι άρα εκ των της δευτέρας συστάσεως.

83 Τρίτον είδος νοσημάτων προέρχεται εκ του αναπνεομένου αέρος, εκ του φλέγματος και της χολής. Ενταύθα ανήκει και η ιερά νόσος. Οι αρχαίοι εκάλουν ιεράν νόσον την επιληψίαν, ένεκα των παραδόξων φαινομένων αυτής, διά τα οποία απεδίδετο εις ενέργειαν θείαν ή δαιμονίαν. Αλλά την δεισιδαιμονίαν ταύτην αναιρεί ο συγγραφεύς του περί ιρής νούσου βιβλίου. Αξία σημειώσεως εδώ είναι η παρατήρησις περί της επιληψίας κατά τον ύπνον, ότε είναι ημερωτέρα.

84 Ως συμβαίνει εις την πνευμονικήν φθίσιν. Κατωτέρω όμως φαίνεται ομιλών περί της πλευρίτιδος.

85 Η ρευστότης του αίματος και η αραίωσις του σώματος είναι αποτελέσματα της θερμότητος.

86 Όρα σ. 83Α. Το αίμα ποιεί την σάρκα, η φθορά δε ταύτης είναι αιτία της νοσηράς χολής.

87 Ή εξέρχεται εξ όλου του σώματος ή εξ ωρισμένων πόρων οιονεί λάθρα, ως εξόριστος.

88 Ήτοι ανανεούμενοι μετά παν διάστημα 24 ωρών.

89 Ομιλεί περί των πυρετών ως κυρίων νοσημάτων, ουχί ως συμπτωμάτων.

90 Αι νόσοι της ψυχής εξαρτώνται εκ της καταστάσεως του σώματος. Αι μέγισται είναι η παραφροσύνη και η αμαθία. Ωσαύτως και η υπερβολή ηδονής και λύπης. Ουχ ήττον διαταράσσεται η ψυχή, όταν αφθονία σπέρματος παρασύρη εις ακρασίαν και ακολασίαν. Και όταν έτι η χολή, το φλέγμα και οι χυμοί, μη ευρίσκοντες διέξοδον εις τα έξω αναμιγνύουσι τους ατμούς των με τας κινήσεις της ψυχής και τας εμποδίζουσιν. Ούτω γεννώνται βαθεία λύπη, θρασύτης και δειλία, λήθη και ηλιθιότης. Η κακία είναι ακουσία. Ο κακός έχει χρείαν θεραπείας και αγωγής.

91 Πολλαχού ο Πλάτων επαναλαμβάνει ότι οι κακοί εις πάντα είναι άκοντες κακοί. Βάσις της διδασκαλίας ταύτης είναι ότι η νοητική ψυχή είναι φύσει αγαθή, ως δημιουργηθείσα αμέσως υπό του Θεού, όστις πάντα εποίησεν αγαθά, και ότι άρα πάσα η επιμέλεια ημών πρέπει να είναι αύτη: να αναγάγωμεν αυτήν εις την φυσικήν αυτής κατάστασιν και εις την ομοιότητα προς τας κυκλικάς κινήσεις του παντός (90Δ), ελευθερούντες αυτήν από των κωλυμάτων, τα οποία αντιτάσσουσιν η αισθητική ψυχή και τα εξωτερικά πράγματα.

92 Η θεραπευτική του Πλάτωνος είναι μάλλον υγιεινής κανόνες προς διατήρησιν της αρμονίας μεταξύ ψυχής και σώματος. Διότι αν έν εξ αυτών υπερισχύη του ετέρου γεννώνται νόσοι. Διό πρέπει να ασκώμεν το σώμα διά της γυμναστικής και την ψυχήν διά της μουσικής. Προσέτι το σώμα διά της κινήσεως να υπερασπίζωμεν κατά των εξωτερικών επιδράσεων. Η μάλλον σωτηρία κίνησις είναι η της γυμναστικής, δευτέρα η του περιπάτου εν πλοίω ή οχήματι και τελευταία η κάθαρσις διά φαρμάκων.

93 Ο Martin μεταφράζει: εις πάντας τους κόπους, τους οποίους πρέπει να υφίστανται πάντα τα μέλη.

94 Το σώμα πρέπει λοιπόν να παιδαγωγήται ούτως, ώστε να ανταποκρίνεται προς τας απαιτήσεις της ψυχής.

95 Τα μαθηματικά μετά των εφαρμογών αυτών ήσαν εν τη αρχαιότητι η μόνη επιστήμη αξία του ονόματος. — Η διανοητική κόπωσις επιφέρει μελαγχολίαν, ή ως λέγεται σήμερον νευρασθένειαν.

96 Τροφός και τιθήνη είναι, ως γινώσκομεν ήδη, η χώρα, νυν δε η χώρα η γονιμοποιηθείσα και κινουμένη κίνησιν συμφυή, δι’ ης τα στοιχειώδη είδη βαίνουσιν έκαστον εις την οικείαν θέσιν. Η μίμησις εδώ περιορίζεται εις την διατάραξιν. Η χώρα ταράττουσα ό,τι δέχεται εν εαυτή, αποχωρίζει τα μέρη αυτού και παρασκευάζει την ύλην προς την τάξιν, ην θα δεχθή. Ούτω το σώμα, ταράττον ομοίως τα εις αυτό εισερχόμενα, τα στέλλει εις την θέσιν των το όμοιον προς το όμοιον.

97 Έκαστον είδος έχει όριον μέσον και όριον μέγιστον ζωής, και έκαστον άτομον εντός των ορίων τούτων έχει ίδιον αυτού όριον· επλάσθη ίνα τόσον ζήση. Και εάν το όριον τούτο μετατεθή, αίτιον είναι τα εξ ανάγκης παθήματα.

98 Επειδή η ψυχή άρχει του σώματος, ανάγκη να την παρασκευάζωμεν ούτως, ώστε να είναι ικανωτάτη προς παιδαγωγίαν. Επειδή πάλιν αύτη περιέχει τρία είδη ψυχής, πρέπει ταύτα ν’ ασκώνται αρμονικώς. Πρέπει δε πρώτην να τιμώμεν την αθάνατον (την λογικήν), ήτις είναι εν ημίν ως θείος δαίμων. Ούτω μόνον θα γίνωμεν μακάριοι και αθάνατοι.

99 Το σώμα πρέπει να κυβερνάται, και ουχί να βιάζηται, αλλά να βοηθήται η φύσις αυτού, και τούτο λέγει ο Πλάτων διαπαιδαγωγείν και διαπαιδαγωγείσθαι.

100 Και κατά τον Αριστοτέλην, ομοίως η κεφαλή εις τα ζώα, είναι ό,τι αι ρίζαι εις τα φυτά (Περί ψυχής II 4, 7).

101 Η νοητική ψυχή του ανθρώπου δέον να ζητή να γείνη ομοία με την ψυχήν του κόσμου, αφ’ ης απεμακρύνθη ένεκα της ενώσεώς της με τα σωματικά όργανα και την αισθητικήν ψυχήν.

102 Αι γυναίκες εγεννήθησαν εξ ανδρών, οίτινες έζησαν δειλοί και άδικοι και προς τιμωρίαν μετεμορφώθησαν εις γυναίκας. Τα πτηνά εγεννήθησαν εξ ανδρών κούφων, ακάκων και ζητούντων να εξηγήσωσι διά των αισθήσεων τα ουράνια. Τα χερσαία εξ ανδρών αφιλοσόφων και δούλων εις τα πάθη των. Οι ηλιθιώτεροι έγειναν τετράποδα, και οι ηλιθιώτατοι ερπετά. Οι ανοητότατοι, αμαθέστατοι και ακάθαρτοι ηθικώς μετεβλήθησαν εις ιχθύς.

103 Ο Πλάτων μαντεύει ενταύθα τα σπερματοζωάρια πολλούς αιώνας προ της ανακαλύψεως αυτών.

104 Αινίττεται ίσως τους Ίωνας φιλοσόφους και τον Δημόκριτον.

105 Ουχί ομοίας προς το σχήμα του παντός, όπερ είναι σφαιρικόν.

106 Τελευταίαν κατοίκησιν ουχί ως προς τον τόπον, αλλά ως προς το σώμα, εις το οποίον εισέρχεται η ψυχή.

107 Ουχί λοιπόν εις φυτά.

108 Ταύτα πάντα διαφέρουσι των εν τω Φαίδρω. Τα ζώα ενταύθα είναι πάντα ψυχαί ανθρώπιναι αμαρτήσασαι και τιμωρηθείσαι. Εν τω Φαίδρω όμως φαίνεται ότι μόνον άτομά τινα είναι τοιαύτα, άλλα δε ουχί (σ. 249 Β).