Πηγή http://ydrohoos.gr/diathiki.htm
Με δεδομένη την περιγραφή των βημάτων προσπαθούμε να μπούμε μέσα στη λογική του Μυστικού Σχεδίου κι επομένως να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο αυτό εξελίχθηκε, καθώς και το κέρδος που είναι δυνατό ν’ αποφέρει στον άνθρωπο. Αυτό που έχουμε κατ’ αρχήν στα χέρια μας, είναι δύο όρια. Υπάρχει μία άσχημη κοινωνική δομή που τη χαρακτηρίσαμε ως τύπο Βαβυλώνας και η άριστη επίσης κοινωνική δομή τύπου Αθήνας, που είναι η δημοκρατία. Μ’ αυτά τα δύο διαφορετικά πράγματα στο νου, θα λέγαμε ότι αυτό, που απομένει, είναι η αποκάλυψη του μυστηρίου, συνεπώς η Λύτρωση. Γνωρίζοντας τι είναι αρνητικό και τι θετικό, δεν έχουμε παρά να ξεκλειδώσουμε τη γνώση, που στηρίζει το σύστημα και να προτείνουμε την πολυπόθητη δημοκρατία. Είναι όμως τόσο απλό; Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Χριστός ήταν αυτός ο παράγοντας και όχι ένας άλλος, έστω και με τη βοήθεια των αριθμών;
Σήμερα υπάρχουν στον κόσμο πολλές και μεγάλες θρησκείες… η κάθε μία απ’ αυτές ορίζει το ζήτημα Λύτρωση με τρόπο διαφορετικό και κατά συνέπεια το προτεινόμενο κοινωνικό μοντέλο ακολουθεί την κάθε γνώση. Όλες οι θρησκείες έχουν γνώση που τις συνδέει με το Θεό, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι συνδέονται απαραίτητα με τον Υιό Του. Στον ισλαμισμό οι μωαμεθανοί γνωρίζουν τον Αλλάχ και τον προφήτη του το Μωάμεθ. Ποιος είναι όμως ο Αλλάχ; Ο Πατέρας ή ο Υιός; Οι χριστιανοί ελπίζουν στον Υιό, αφού έχουν την αντίστοιχη γνώση. Ένας χριστιανός πιστεύει στο Χριστό και δέχεται τη γνώση του ως γνώση του Θεού. Είναι δυνατόν όμως η Λύτρωση ν’ αφορά κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους στον κόσμο, που στην κυριολεξία έτυχε να πιστεύουν στον Υιό κι επομένως να τον δέχονται; Ο μωαμεθανός, που δεν πιστεύει στον Υιό, εφόσον δεν έχει γνώση γι’ Αυτόν, δε θα λυτρωθεί;
Βλέπουμε λοιπόν ότι δεν είναι δυνατή η προσέγγιση του Μυστικού Σχεδίου από την πλευρά του μυστηρίου. Μυστήριο ήταν η εμφάνιση των κοσμοκρατόρων, αλλά αυτό για μερικούς δε σημαίνει τίποτε. Γιατί ο μωαμεθανός να δεχτεί τη σημαντικότητα της εμφάνισης του Χριστού από τη στιγμή που γι’ αυτόν είναι σημαντικός μόνον ο Προφήτης; Ο Χριστός είναι Κοσμοκράτορας για τους χριστιανούς, αλλά αυτό δε σημαίνει απολύτως τίποτε για κάποιους άλλους. Ο αρχαίος κόσμος αναγνώρισε τον Αλέξανδρο ως Υιό του Θεού και οι χριστιανοί, που έχτισαν το δικό τους πολιτισμό πάνω στον αρχαίο, δεν έχουν αυτήν την άποψη. Για το μέσο χριστιανό ο Αλέξανδρος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας μεγάλος στρατηλάτης, τυχερός κι άτυχος ταυτόχρονα, που εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις κι έδωσε θεϊκή υπόσταση στη μορφή του. Βλέπουμε ότι το ν’ αναγνωρίσουμε ορισμένα πρόσωπα ή γεγονότα, δε σημαίνει ότι παίρνουμε τη δυνατότητα να θέσουμε κοινές βάσεις και κοινά δεδομένα για το σύνολο των ανθρώπων.
Είναι αξίωμα ότι για να λυθεί κάποιο πρόβλημα, σημαντικό ή ασήμαντο θα πρέπει να υπάρχουν τα δεδομένα κι από εκείνο το σημείο να ξεκινά η αναζήτηση της λύσης. Δεν είναι δυνατό ν’ αναζητούμε λύση σε κοινά προβλήματα, όταν δεν υπάρχουν κοινές παραδοχές. Δεν είναι δυνατό να ξεκινά κάποιος να προτείνει μία λύση και οι υπόλοιποι ν’ αμφισβητούν τα δεδομένα. Από την παραπάνω διαπίστωση είναι δυνατό να προσανατολιστούμε ως προς την πορεία μας, αλλά είμαστε ταυτόχρονα υποχρεωμένοι να προσεγγίσουμε απ’ άλλο σημείο την κατάσταση. Αυτό σημαίνει ότι θέτουμε δύο όρια, που είναι αναμφισβήτητα και προσεγγίζουμε το πρόβλημα από την πλευρά που αφορά τον κάθε άνθρωπο ως ξεχωριστή οντότητα. Τα όρια είναι αναμφισβήτητα και παγκοσμίως αποδεκτά. Υπάρχει ο Θεός κι ο άνθρωπος. Εξαιτίας των θρησκειών και των ποικίλων απόψεων στο θέμα Θεός, είναι αδύνατο να βρούμε έναν κοινό τόπο. Θεός είναι ο Θεός των χριστιανών και γι’ αυτούς έχει Υιό το Χριστό. Θεός είναι ο Θεός των μωαμεθανών, αλλά δεν υπάρχει γνώση για τον Υιό, εφόσον τη μεταφορά της θείας βούλησης αναλαμβάνει ο Προφήτης. Είναι δυνατό να πείσει κάποιος τους μωαμεθανούς, αφού δεν έχουν την αντίστοιχη γνώση ότι ο Αλλάχ ταυτίζεται με το Θεό των χριστιανών κι επομένως υπάρχει και Υιός, που είναι ισχυρότερος από τον Προφήτη; Αυτό είναι αδύνατον και όχι μόνον αυτό, αλλά κι ανεπιθύμητο από τον Ίδιο το Θεό.
Αυτό το τελευταίο φαντάζει αυθαίρετο, αλλά δεν είναι.. το να πει κάποιος με μόνο όπλο τη λογική τι είναι επιθυμητό για το Θεό και τι όχι, είναι στην καλύτερη περίπτωση αστείο. Όμως σ’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει αυτή η δυνατότητα, γιατί υπάρχει ο Θεός. Ο Θεός δίνει γνώση για τον Εαυτό Του στους ανθρώπους κι αυτή η γνώση υπηρετεί την επιθυμία Του. Αυτός έδωσε γνώση για τον Υιό στους χριστιανούς κι ο Ίδιος έδωσε τον Προφήτη στους μωαμεθανούς, το Βούδα στους βουδιστές. Εφόσον η γνώση δίνεται απ’ Αυτόν, είναι αδύνατον ν’ αλλάξει κάποιος τα δεδομένα και να πείσει τους ανθρώπους για κάτι άλλο.
Αυτό το αδύνατο δεν είναι κάτι το αφηρημένο, αλλά κάτι το χειροπιαστό, εφόσον οι θρησκευτικοί πόλεμοι ακόμα μαστίζουν την ανθρωπότητα. Όπως δεν πείστηκαν αιώνες τώρα οι θρησκείες κι οι λαοί για την ορθότητα της γνώσης ο ένας του άλλου, έτσι είναι αδύνατο να πειστούν και τώρα. Η επιθυμία του Θεού σ’ αυτό το σημείο αποκαλύπτεται. Οποιαδήποτε επέμβαση πάνω σ’ ό,τι θεωρείται ιερό και συνδέεται με τον Ίδιο, πρέπει να τύχει σεβασμού, γιατί δημιουργεί τάσεις μέσα στις κοινωνίες των ανθρώπων. Αυτές οι τάσεις είναι υπεύθυνες για τις αιματοχυσίες σ’ όλους αυτούς τους αιώνες κι αυτό είναι έγκλημα εναντίον του Θεού. Ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο και δε θέλει με κανέναν τρόπο την παραμικρή θυσία. Δεν υπάρχει άνθρωπος που ο Θεός να μην τον αγαπά, όπως ένας τέλειος πατέρας το γιο του. Βλέπουμε ότι είναι επικίνδυνο να προσπαθεί κάποιος να πείσει κάποιον άλλο για κάτι για το οποίο δεν έχει προετοιμαστεί. Είναι θεομίσητη ενέργεια να ξεκινήσουμε σταυροφορίες, για να πείσουμε τους άπιστους, όπως είναι επίσης θεομίσητη ενέργεια να επιβάλλουμε τη γνώση του Προφήτη μέσω των ιερών πολέμων.
Εκατομμύρια άνθρωποι βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν σ’ αυτόν τον κόσμο, επειδή ορισμένοι ηλίθιοι είχαν την ιδέα να πείσουν ανθρώπους, που είχαν πίστη, για την ορθότητα μίας άλλης. Όλοι αυτοί οι ηλίθιοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά εγκληματίες κι αυτό γιατί ξέχασαν την πλέον βασική παραδοχή… ότι Θεός κι αγάπη πάντα ταυτίζονται. Ο άνθρωπος μπορεί στο όνομα του Θεού ν’ αγαπά τον άνθρωπο κι, αν έχει τη δυνατότητα, να τον βοηθά. Εν ονόματι του Θεού δεν μπορεί να επιβάλλει τίποτε και σε κανέναν. Από τον πλέον θρησκόληπτο μέχρι τον πλέον άθεο, οι άνθρωποι απολαμβάνουν την ίδια πατρική στοργή, όπως επίσης γεύονται και την ίδια οργή. Το τελευταίο δεν είναι αντίφαση, με την ταύτιση που δεχτήκαμε προηγουμένως, αλλά επιβεβαίωση.
Ένας άνθρωπος απολαμβάνει την αγάπη του Θεού αλλά, όταν, είτε εξαιτίας της θρησκοληψίας του είτε της αθεΐας του, προκαλεί αρνητικά φαινόμενα στους υπόλοιπους, ξεφεύγει από την αγάπη κι έρχεται αντιμέτωπος μ’ αυτήν. Ο Θεός δίνει αγάπη σ’ όλους και στον καθένα ξεχωριστά. Η προσωπική επιλογή του καθενός να επιβάλλει στους υπόλοιπους κάτι που δεν επιθυμούν, είναι ο λόγος, που προκαλεί την οργή. Η οργή του Θεού είναι η αγάπη Του προς τους άλλους, που βλέπει ο άνθρωπος, όταν ξεφεύγει ο ίδιος από το Λόγο του Θεού. Αν ο Θεός δεν αγαπούσε τον άνθρωπο ως σύνολο, αυτό θα ήταν αδύνατον, εφόσον αυτή η αγάπη θ’ ακολουθούσε τον άνθρωπο, ανάλογα με το αν οι επιλογές του ταυτίζονται ή όχι με τη θεία θέληση. Θ’ αγαπούσε τον άνθρωπο, ακόμα κι αν αυτός προσπαθούσε να επιβάλλει κάτι ανεπιθύμητο στους υπόλοιπους, ακόμα κι αν αυτό ταυτιζόταν με τη θεία θέληση. Αυτό όμως δε συμβαίνει κι ο άνθρωπος απολαμβάνει την αγάπη μόνον, όταν λειτουργεί ως άνθρωπος γενικά και σέβεται τους υπόλοιπους. Δεν έχει καμία σχέση, ούτε με τη γνώση ούτε με το δίκιο. Ο καθένας έχει δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει, όταν σέβεται τους ανθρώπους. Ο άθεος είναι αγαπητός στο Θεό, όταν αγαπά τους φίλους του, την οικογένειά του και σέβεται τους υπόλοιπους. Είναι μισητός μόνον, όταν εξαιτίας της αθεΐας του προκαλεί άσχημα φαινόμενα, είτε επειδή προσπαθεί να πείσει τους άλλους γι’ αυτό που πιστεύει είτε επειδή προσβάλλει κάποιον για την πίστη του. Το ίδιο αφορά και το άλλο άκρο, που αντιπροσωπεύεται από το θρησκόληπτο.
Βλέπουμε λοιπόν ότι είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε το μυστήριο από την πλευρά του Θεού και συνεπώς καταλήγουμε στον παράγοντα άνθρωπο. Σ’ αυτή και μόνον την περίπτωση είναι δυνατό να βρούμε έναν κοινό τόπο κι άρα τη δυνατότητα ν’ αντιληφθούμε τι συμβαίνει. Ο άνθρωπος-δημιούργημα που εξετάζουμε, έχει σταθερά χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε ιδιομορφίες που αναπτύσσει κατά τη διάρκεια της ζωής του ή τις όποιες εξωτερικές διαφορές, που είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτές. Ο άνθρωπος είναι πάντα ο ίδιος, είτε είναι μωαμεθανός είτε είναι χριστιανός είτε ασπάζεται οποιαδήποτε άλλη θρησκεία. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν υπάρχουν ορισμένες εξωτερικές διαφορές. Είναι πάντα άνθρωπος, είτε είναι λευκός είτε μαύρος είτε ερυθρόδερμος είτε οτιδήποτε άλλο. Η βάση μας λοιπόν είναι ο άνθρωπος, που είναι ο Υιός του Θεού. Αυτός που χαίρεται τη ζωή, τον έρωτα, τη φιλία και ως ευφυές ον αναζητά την υπηρεσία της τεχνολογίας στη ζωή του.
Ο κοινός τόπος που αναζητούμε, είναι ο άνθρωπος και οι επιθυμίες του. Υπάρχει μωαμεθανός, που χαίρεται τον έρωτα λιγότερο από ένα χριστιανό, εξαιτίας της πίστης του; Υπάρχει λευκός, που αναπτύσσει ισχυρότερες φιλίες, εξαιτίας του χρώματός του; Υπάρχει άνθρωπος σ’ αυτόν τον πλανήτη, που να μην ονειρεύτηκε ένα όμορφο σπίτι ή να μην εκτίμησε την αξία ενός όμορφου αυτοκινήτου; Βλέπουμε ότι τα δεδομένα μας είναι κοινά κι αναμφισβήτητα. Προσδιορίζοντας αυτά τα άκρα, βλέπουμε μία εντελώς νέα κατάσταση στην οποία υπάρχουν ανεξάρτητες δύο διαφορετικές οντότητες. Ο Θεός κι ο άνθρωπος. Υπάρχει ο Θεός-Δημιουργός κι ο άνθρωπος-δημιούργημα. Ο Δημιουργός ως Πατέρας κάνει δωρεά κι ο άνθρωπος ως Υιός παίρνει ό,τι είναι δυνατόν.
Σ’ αυτό το σημείο εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας κι είναι απαραίτητο να προσέξει ο αναγνώστης. Έχουμε κοινά κι αναμφισβήτητα δεδομένα για όλους κι επιπλέον ανακαλύψαμε μία σχέση. Υπάρχει ο Θεός κι ο άνθρωπος ως ανεξάρτητες οντότητες κι από κάποια στιγμή κι έπειτα αρχίζει ο πρώτος παράγοντας να επηρεάζει το δεύτερο μέσω της δωρεάς. Χωρίς ν’ απαιτείται ιδιαίτερη ευφυΐα, είναι δυνατό να γίνει κατανοητό ότι η έναρξη αυτής της δραστηριότητας σηματοδοτεί μία νέα φάση στη ζωή του ανθρώπου. Με μόνο εφόδιο αυτήν τη διαπίστωση είναι δυνατό ν’ αντιληφθούμε την ουσία του αμαρτήματος. Ο Ίδιος ο Θεός έδωσε ως πληροφορία στον άνθρωπο να μην αγγίζει τη γνώση, γιατί είναι αδύνατον εξαιτίας αυτής της επαφής να μην ακολουθήσει η καταδίκη. Οι δύο αυτές οντότητες αλληλοεπηρεάζονται, αλλά με γνώση των άσχημων συνεπειών. Ο Θεός έχει γνώση, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η λήψη της από τον άνθρωπο είναι λυτρωτική. Με βάση τα παραπάνω χωρίζουμε το χρόνο σε δύο υποχώρους. Ο πρώτος υποχώρος είναι αυτός στον οποίο οι δύο οντότητες συνυπάρχουν αλλά δεν αλληλοεπηρεάζονται. Αυτή η κατάσταση είναι τέλεια, γιατί ο άνθρωπος είναι τέλειος, εφόσον αντανακλά την τελειότητα του Δημιουργού. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει ο δεύτερος υποχώρος, όταν ο άνθρωπος παραλαμβάνει γνώση κι ακολουθεί μία άσχημη πορεία.
Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε για το λόγο ότι στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε το Μυστικό Σχέδιο από την πλευρά του ανθρώπου, είμαστε υποχρεωμένοι να διερευνήσουμε το σύνολο των όσων προέκυψαν μετά τη λήψη της όποιας γνώσης. Αυτό που λαμβάνουμε υπόψη μας δεν είναι, ούτε η ποιότητα ούτε η ποσότητα της γνώσης που έχει στην κατοχή της η κάθε θρησκεία. Αυτό που μας ενδιαφέρει, είναι η λήψη γνώσης και μόνον. Ο άνθρωπος είναι ένα ον, που χαρακτηρίζεται ως κοινωνικό. Είναι ένα ον με ξεχωριστά χαρίσματα, τα οποία είναι αποτέλεσμα θεϊκής δωρεάς σε προσωπικό επίπεδο. Επίσης είναι ον που λειτουργεί μέσα σε κοινωνικά πλαίσια. Όταν ο άνθρωπος παίρνει γνώση από το Θεό, ευνόητο είναι ότι αλλάζει χαρακτηριστικά, εφόσον η γνώση αυτή τείνει να τον τελειοποιήσει. Η θεία ευφυΐα αυτό το φαινόμενο το μεταφέρει και στην κοινωνία του, ώστε η δωρεά ν’ αγγίζει όλους τους ανθρώπους, αλλά ταυτόχρονα να υπηρετεί και το Σχέδιο.
Αυτό γίνεται με το πέρασμα της δωρεάς από το προσωπικό επίπεδο στο αντίστοιχο κοινωνικό, όπου και γίνεται κοινή. Απ’ αυτήν την κοινή δωρεά ευνοούνται οι επόμενες γενιές στο σύνολό τους, επειδή ξεκινούν με μεγαλύτερη ποσότητα γνώσης. Ο προικισμένος άνθρωπος προσφέρει στον εαυτό του, αλλά προσφέρει και στην κοινωνία. Οι επόμενες γενιές θα έχουν κτήμα τους, αυτό που ένας ιδιαίτερα ικανός άνθρωπος πρόσφερε στον εαυτό του. Με την παραπάνω διαπίστωση, που είναι αναμφισβήτητη, βλέπουμε ότι: όπως ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από ιδιαιτερότητες, έχει κοινούς στόχους κι επιθυμίες με τους υπόλοιπους, το ίδιο συμβαίνει και στις κοινωνίες. Οι ανθρώπινες κοινωνίες που βλέπουμε σήμερα ότι αναπτύσσουν διαφορετικές φιλοσοφίες, θα πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν ως οντότητες, που έχουν κοινούς στόχους αλλά τους προσεγγίζουν με διαφορετικό τρόπο, που είναι αποτέλεσμα διαφορετικής γνώσης. Με βάση αυτό είναι δυνατό να θεωρήσουμε ότι η χριστιανική κοινωνία διαφέρει, για παράδειγμα, από τη μωαμεθανική, όχι επειδή ο Θεός των χριστιανών δεν ταυτίζεται με τον Αλλάχ, αλλά, επειδή η γνώση που δίνει χαρακτηριστικά στην κοινωνία, προσεγγίζει τα προβλήματα του ανθρώπου με διαφορετικό τρόπο.
Χωρίς να εμβαθύνουμε ιδιαίτερα σ’ αυτό το σημείο, βλέπουμε ότι, αφού οι άνθρωποι και οι κοινωνίες έχουν όμοια χαρακτηριστικά, είναι δυνατό ν’ απομονώσουμε εκ νέου τις έννοιες, Θεός κι άνθρωπος, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση τον άνθρωπο τον ακολουθεί και η κοινωνία του. Φτάνουμε σ’ ένα σημείο, όπου ο Θεός βρίσκεται σ’ ένα απόλυτα ξεχωριστό επίπεδο και δεν έχει καμία σημασία πώς ονομάζεται από τους πιστούς Του. Ένας Θεός που είναι ορατός απ’ όλους με τα ίδια απόλυτα χαρακτηριστικά, αλλά και ταυτόχρονα Δημιουργός πολλών και διαφορετικών θρησκειών, που με τη σειρά τους δημιουργούν πολλούς και διάφορους τύπους κοινωνιών.
Όλα αυτά έχουν μεγάλη σημασία, γιατί είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό ότι, ανεξάρτητα από τη θρησκεία, ο άνθρωπος βλέπει το Θεό πάντα με τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά. Ο Θεός είναι Τέλειος, Πανάγαθος, Παντοδύναμος και Δημιουργός των πάντων στο μυαλό του κάθε ανθρώπου, άσχετα αν αυτός είναι χριστιανός, μωαμεθανός, σιντοϊστής ή οτιδήποτε άλλο. Όλα αυτά αφορούν το γενικό επίπεδο κι είναι κοινά για όλους. Τι γνωρίζει όμως ο Ιουδαίος, που πιστεύει στο Γιαχβέ και γιατί διαφέρει από το μωαμεθανό, που πιστεύει στον Αλλάχ;
Σ’ άλλο σημείο αναφέραμε ότι η γνώση για το Θεό δεν έχει απόλυτη σχέση με την ποιότητα και την ποσότητά της σ’ ό,τι αφορά το βασικό επίπεδο που χαρακτηρίσαμε ως γενικό. Για να υφίσταται αυτό το επίπεδο, απαιτείται μόνον κάποια γνώση —έστω και σχετική— και βασίζεται απόλυτα στα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που από τη φύση του αναζητά το Θεό. Οι θρησκείες, σ’ αυτό το επίπεδο, δεν παίζουν κανένα ρόλο κι αυτό γιατί στηρίζονται σε γνώση που έχει δοθεί σ’ αυτές από το Θεό κι εκμεταλλεύονται χαρακτηριστικά, που έχουν δοθεί στον άνθρωπο, επίσης από το Θεό. Η θρησκεία με λίγα λόγια δεν ανακάλυψε το Θεό κι ούτε έδωσε χαρακτηριστικά, που σχετίζονται με την τάση για πίστη, στον άνθρωπο.
Αφήνουμε αυτό το γενικό επίπεδο, που είναι κοινό για όλους κι εντοπίζουμε ένα νέο επίπεδο που εξαρτάται άμεσα από τη γνώση. Σ’ αυτό το επίπεδο, που δεν είναι κοινό για το σύνολο των ανθρώπων, παρά μόνο για το σύνολο των πιστών κάθε θρησκείας, πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει και η ποιότητα και η ποσότητα της γνώσης. Ο Θεός δεν έχει πλέον τα γενικά χαρακτηριστικά, που είναι κοινά για όλους, αλλά έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία αναγνωρίζει μόνον αυτός που έχει ειδική γνώση. Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζονται οι διαφορές μεταξύ των θρησκειών. Ο Ιουδαίος λατρεύει το Θεό ως άνθρωπος, αλλά τα χαρακτηριστικά του Θεού του, που είναι χαρακτηριστικά κυρίου, τον διαφοροποιούν από τους υπόλοιπους. Ο Ιουδαίος σύμφωνα μ’ αυτήν τη λογική είναι Ιουδαίος, όχι επειδή λατρεύει κάποιον άλλο Θεό σε σχέση με τους υπόλοιπους αλλά, επειδή έχει γνώση για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Θεού, που είναι αυτά του κυρίου.
Σ’ αυτό το σημείο βλέπουμε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχουμε υπόψη μας τη γνώση κάθε θρησκείας, εφόσον τα ιδιαίτερα λειτουργικά χαρακτηριστικά του Θεού, που υποστηρίζει η κάθε μία απ’ αυτές, είναι εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά των άλλων. Ενώ στο πρώτο επίπεδο ο Θεός είναι Ένας και δεν υπάρχει η παραμικρή διαφορά, σ’ αυτό το επίπεδο έχει τεράστια σημασία τ’ όνομά Του. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποιον Θεό λατρεύει ο κάθε άνθρωπος, αφού ο Γιαχβέ είναι εντελώς διαφορετικός από τον Αλλάχ ή το Χριστό. Βλέπουμε λοιπόν ότι η δωρεά γνώσης κατά πρώτον: δημιουργεί το πρώτο επίπεδο, διαχωρίζοντας το Θεό από τον άνθρωπο, ενώ κατά δεύτερον: αποδίδει χαρακτηριστικά στο Θεό. Ενώ ο Θεός είναι Ένας, ο Γιαχβέ δεν ταυτίζεται με τον Αλλάχ. Εξαιτίας της γνώσης ο Γιαχβέ είναι Κύριος και θυσιάζει τον Υιό Του κι εξαιτίας πάλι της γνώσης ο Αλλάχ γνωστοποιεί της βουλές Του, μέσω του Προφήτη.
Ενώ ο Θεός είναι ένας, είναι ταυτόχρονα και πολλοί. Η έννοια του ονόματος του Θεού, έχει πλέον τεράστια σημασία και δε συνδέεται σε καμία περίπτωση με τις γλώσσες των ανθρώπων. Οι μωαμεθανοί λατρεύουν τον Αλλάχ, όχι επειδή στη γλώσσα τους δεν υπάρχει η λέξη “Θεός”, αλλά γιατί ο Θεός τους είναι ο Αλλάχ. Ο Θεός αποκαλύπτει τ’ όνομά Του και δεν το ανακαλύπτουν οι άνθρωποι. Όπως έδωσε ο Θεός στους Έλληνες τ’ όνομα “Δίας”, έτσι μπορούσε να δώσει τ’ όνομα “Αλλάχ”. Ο Θεός αυτήν την αποκάλυψη την κάνει, γιατί, έχοντας γνώση του Σχεδίου, δίνει διαφορετική γνώση, ώστε να δημιουργηθεί διαφορετικός τύπος ανθρώπου, δηλαδή κοινωνίας, κι έτσι να εξελιχθεί το Σχέδιο. Ο άνθρωπος εξαρτάται άμεσα πλέον από το Θεό που λατρεύει. Ο μωαμεθανός λατρεύει τον πραγματικό Θεό και πρέπει ν’ αναζητά τη Θέωση στο λόγο του Προφήτη. Ο χριστιανός επίσης λατρεύει τον πραγματικό Θεό, αλλά είναι αναγκαίο η αναζήτησή του να στρέφεται αποκλειστικά στο Λόγο του Χριστού. Ο χριστιανός που στρέφεται προς το λόγο του Προφήτη, βρίσκεται μακριά από την υπόθεση Θέωση.
Αυτά συμβαίνουν γιατί ο Θεός δημιουργεί την επιθυμητή κοινωνία, μέσω της γνώσης και τον τύπο του ανθρώπου που αυτή παράγει. Ο Θεός δίνει την κατάλληλη γνώση στον κατάλληλο χώρο και στους κατάλληλους ανθρώπους. Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών, και κατά συνέπεια των ανθρώπων, απαιτούν διαφορετική γνώση κι επομένως αποκτά σημαντικό νόημα η ύπαρξη του Υιού, αλλά και του Προφήτη. Ο άνθρωπος που γεννιέται στην κοινωνία του Αλλάχ, ελέγχεται για την πίστη ή την απιστία του με βάση το λόγο του Προφήτη και σε καμία περίπτωση με βάση το Λόγο του Χριστού. Ο μωαμεθανός σε καμία περίπτωση δεν αποκτά χαρακτηριστικά απίστου, αν αγνοεί ή ακόμα κι αν μισεί τον Υιό του Θεού. Απλά, επειδή ο άνθρωπος έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, καμία γνώση δεν αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα. Αν ένας μωαμεθανός μισεί το Χριστό, αυτό σημαίνει ότι μισεί τους χριστιανούς, επομένως τους ανθρώπους. Δεν είναι άπιστος, επειδή μισεί το Χριστό, αλλά είναι άπιστος απέναντι στον Αλλάχ, επειδή ακριβώς κάτι δεν πάει καλά, που αναπτύχθηκε το μίσος μέσα του. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ όλους τους ανθρώπους, όλων των θρησκειών. Η κάθε θρησκεία αποτελεί μία κοινότητα ξεχωριστή κι ο άνθρωπος πρέπει να εκμεταλλευτεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη γνώση της θρησκείας του. Αν ο βουδιστής γεννηθεί και ζει σε μία κοινωνία βουδιστών, η γνώση του Βούδα είναι ασφαλής. Αν ο βουδιστής διατηρεί την πίστη στο Βούδα και ζει σε μία χριστιανική κοινωνία, αναζητώντας τη βοήθεια και του Χριστού, είναι αδύνατο να μην παγιδευτεί. Είναι αδύνατο να μη γίνει άπιστος απέναντι στο Θεό του, εφόσον καταστρέφει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Πώς είναι δυνατό να βοηθήσει αυτός ο άνθρωπος τα παιδιά του, όταν αυτά γεννιούνται και ζουν σε μία κοινωνία στην οποία η γνώση του πατέρα είναι ακατάλληλη;
Εξαιτίας αυτών των προβληματισμών φτάνουμε σε μία κατάσταση στην οποία τα δεδομένα είναι κοινά με το πρώτο επίπεδο, αλλά εξαιτίας της διαφοράς της γνώσης υπάρχουν ιδιαιτερότητες. Υπάρχει ο Θεός, ο άνθρωπος και η δωρεά του Θεού, αλλά σ’ αυτό το σημείο παίρνουν τα πάντα συγκεκριμένο όνομα. Στη θέση του Θεού υπάρχει ο Γιαχβέ, ο Χριστός, ο Αλλάχ, ενώ στη θέση των ανθρώπων αντίστοιχα, οι Ιουδαίοι, οι χριστιανοί, μωαμεθανοί. Εξαιτίας της γνώσης και άρα της θρησκείας, από το γενικό πάμε στο ειδικό κι από την πανανθρώπινη κοινωνία στην κάθε κοινωνία, που δημιουργείται από την αντίστοιχη θρησκεία.
Όλη αυτήν την πορεία του προβληματισμού την κάναμε για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι απαιτείται να βρεθεί ένας κοινός τόπος, σ’ ό,τι αφορά τους ανθρώπους και το Θεό Πατέρα, ώστε να γίνει κατ’ αρχήν αποδεκτό ότι είναι δυνατό να υπάρξει μία γενική και πανανθρώπινη λύση. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, εντοπίζοντας τα δεδομένα που μας χρειάζονται, είναι δυνατό να προσεγγίσουμε τις κοινωνίες αναζητώντας τη λύση, χωρίς να χρησιμοποιούμε υποκειμενικά κριτήρια, που είναι δυνατό να οδηγήσουν στην παρεξήγηση. Αυτό σημαίνει ότι, σεβόμενοι την πίστη του ανθρώπου προς το Θεό, πρέπει να εντοπίσουμε τον τύπο κοινωνίας, της οποίας η λύση των προβλημάτων να είναι ταυτόχρονα και παγκόσμια λύση.
Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να εντοπιστεί η πιο σύνθετη κοινωνία από πλευράς προβλημάτων, ώστε οι λύσεις να καλύπτουν το σύνολο των υπολοίπων. Είναι εντελώς διαφορετικό να επιλέξουμε τη χριστιανική κοινωνία με βάση τη συνθετότητα των προβλημάτων της, από το να την επιλέξουμε με βάση την ιδιότητα του Χριστού ως Υιού. Υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο που δε δέχονται το Χριστό κατά τρόπο όμοιο με τους χριστιανούς κι επομένως είναι αυθαίρετο ν’ αναζητήσουμε τη λύση στο Λόγο Του. Αν όμως εμείς αποδείξουμε ότι η χριστιανική κοινωνία είναι η πιο σύνθετη με βάση γενικά αποδεκτά κριτήρια, είναι αδύνατο ν’ αγνοηθεί ο Λόγος του Ιδρυτή της. Είτε πιστεύει ο μωαμεθανός στο Χριστό είτε όχι, η Λύτρωση των χριστιανών τον αφορά. Αν λυτρωθούν οι χριστιανοί εξαιτίας αυτού που θεωρούν Υιό, όλοι οι υπόλοιποι, εφόσον θα γευθούν τη Λύτρωση, θ’ αναγνωρίζουν κι Αυτόν, που είναι υπεύθυνος γι’ αυτό. Ο Αλλάχ έχει το Μωάμεθ Προφήτη, όμως εδώ κι αιώνες τα προβλήματα των μωαμεθανών όχι μόνο δε λύνονται, αλλά τείνουν να γίνουν πιο σύνθετα. Αν ο Χριστός λυτρώσει τους μωαμεθανούς, είναι αδύνατο να μην ταυτιστεί είτε με τον Αλλάχ είτε με τον άγνωστο Υιό Του.
Η απόδειξη για το ποια είναι η συνθετότερη των κοινωνιών είναι ό,τι πιο απλό υπάρχει. Εφόσον για όλους υπάρχει το δεδομένο ότι υπάρχει Θεός κι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, η κοινωνία του είναι δυνατό να επηρεάζεται από δύο παράγοντες: είτε από το Θεό είτε από τους ανθρώπους είτε και από τους δύο. Τα όρια είναι ο Θεός κι ο άνθρωπος και η ενδιάμεση κατάσταση, που είναι η συνθετότερη, έχει σχέση με τη δημοκρατία που αναπτύσσεται στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που έχουν κοινή πίστη. Οι ανθρώπινες κοινωνίες λειτουργούν είτε με βάση το Λόγο του Θεού, μ’ εντολές που μεταφέρονται μέσω δούλων του Θεού, είτε εντελώς δημοκρατικά, αγνοώντας οριακά ακόμα και το Λόγο του Θεού. Η δημοκρατία στην περίπτωση αυτή κρίνεται, όχι για τα θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα, αλλά για τη δυνατότητα παρέμβασης του ανθρώπινου παράγοντα. Δημοκρατία είναι ν’ αποφασίσουν οι άνθρωποι να φέρονται ως Θεοί και δημοκρατία είναι επίσης ν’ αποφασίσουν οι ίδιοι να φέρονται σαν ζώα.
Βλέπουμε ότι ο καθοριστικός παράγοντας, που γεννά την πολυπλοκότητα, είναι η ίδια η δημοκρατία κι αυτήν αναζητούμε. Από την εποχή του αμαρτήματος, όταν ο άνθρωπος πρωτοπήρε γνώση, η λειτουργία της κοινωνίας στηρίζεται στις εντολές που δόθηκαν σ’ εκλεκτούς. Από την κοινωνία της Βαβυλώνας μέχρι το βασικό χριστιανικό κορμό δεν υπάρχει διαφορά στα λειτουργικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας. Σ’ αυτό το σημείο δεν κρίνεται ούτε η ποιότητα της γνώσης ούτε η ποιότητα των δούλων. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι, που μεταφέρουν εντολές κι υποδεικνύουν στον άνθρωπο πώς πρέπει να ζήσει. Αυτός ο τύπος κοινωνίας αγγίζει τα όρια, είτε θετικά είτε αρνητικά, κι εξαρτάται από τις παραπάνω ποιότητες, έχοντας όμως πάντα τα ίδια λειτουργικά χαρακτηριστικά. Είτε τις εντολές τις δίνει ένας τρισάθλιος δούλος είτε ο Ίδιος ο Θεός, ο τύπος της κοινωνίας δεν αλλάζει. Το σύνολο των θρησκειών που υπάρχει στον κόσμο αυτήν τη στιγμή, δημιουργεί κοινωνίες αυτού του τύπου και η μόνη εξαίρεση, που είναι κι αυτή που μας ενδιαφέρει, είναι ο χριστιανισμός.
Ο χριστιανισμός είναι η μοναδική θρησκεία στον κόσμο, στην οποία η δημοκρατία κι επομένως ο ανθρώπινος παράγοντας έχει δυνατότητες παρέμβασης. Χριστιανός είναι ο θρησκόληπτος, που τρέχει στις εκκλησίες, όπως χριστιανός είναι κι ο φιλόσοφος που έχει τη δική του άποψη για τη ζωή. Η διαφορά αυτή παρουσιάζεται στο χριστιανισμό εξαιτίας δύο παραγόντων: ο πρώτος είναι ότι ο χριστιανισμός εδραιώθηκε σε χώρους, όπου γνώριζαν τη δημοκρατία κι ο δεύτερος είναι η τρομερή δύναμη του Λόγου του Χριστού. Ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος κι αυτό σημαίνει ότι έχει τις δυνατότητες να κινείται και στα δύο επίπεδα. Λειτουργεί ως Θεός, εφόσον δίνει εντολές σε δούλους, αλλά λειτουργεί κι ως άνθρωπος, εφόσον δίνει γνώση. Η δημοκρατία δεν είναι δυνατό ν’ απειλήσει το Λόγο του Χριστού, γιατί η ίδια στρέφεται γύρω από τον άνθρωπο, κι ο Χριστός υπήρξε άνθρωπος. Η πολυπλοκότητα που αναζητούσαμε, αποκαλύπτει σ’ αυτό το σημείο τη σπουδαιότητά της.
Δεν είναι δυνατό δίνοντας κάποιος λύση στην ισλαμική κοινωνία, να δώσει ταυτόχρονα και στην πανανθρώπινη. Το Ισλάμ έχει ένα μοντέλο ζωής, που είναι το προτεινόμενο από τον Προφήτη. Ο οποιοσδήποτε παρεμβαίνει σ’ αυτό το σημείο, είναι κατ’ αρχήν άπιστος και κατά συνέπεια αποβάλλεται. Το Ισλάμ και η δημοκρατία είναι έννοιες, που αδυνατούν να συνυπάρξουν. Ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία είτε ακολουθεί τον Προφήτη είτε όχι. Αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο το σύνολο των μεγάλων κοσμοθεωριών προέρχεται από το χώρο του χριστιανισμού. Οι χριστιανοί δεν είναι πιο έξυπνοι από τους υπόλοιπους, ώστε να εξηγείται μ’ αυτόν τον τρόπο το φαινόμενο. Οι χριστιανοί έχουν κάτω απ’ ορισμένες συνθήκες τη δυνατότητα να σκέφτονται πιο ελεύθερα και να μη χάνουν την ιδιότητά τους. Ακόμα κι ο άθεος είναι δυνατό ν’ ακολουθεί το Χριστό. Εξαιτίας της διπλής ιδιότητας του Χριστού ένας άθεος είναι δυνατό να Τον απαλλάξει από τα στοιχεία που Τον συνδέουν με το Θεό και να Τον ακολουθεί σαν ένα χαρισματικό φιλόσοφο. Η λύση στα προβλήματα των χριστιανών είναι η πιο δύσκολη, γιατί θα πρέπει να ικανοποιούνται οι άπειρες ανθρώπινες ανησυχίες, που εκφράζονται με τη μορφή θεωριών, αλλά ταυτόχρονα η ίδια η λύση να σέβεται και την πίστη των ανθρώπων σ’ ό,τι αφορά το Θεό. Το Θεό ο άνθρωπος είτε το σέβεται είτε όχι. Δεν υπάρχει σεβασμός απέναντι στο Θεό, όταν δε σέβεται κάποιος την πίστη του άλλου.
Με δεδομένο αυτόν το σεβασμό απέναντι στο Θεό, βλέπουμε ότι, προσπαθώντας να καλύψουμε τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλάζουν κατά πολύ τα δεδομένα. Στη νέα κατάσταση υπάρχει ο Θεός κι ένας τεράστιος αριθμός υποσυνόλων, που υποστηρίζουν κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο. Υπάρχει ο Θεός, οι χριστιανοί, οι μωαμεθανοί, οι βουδιστές, οι σιντοϊστές αλλά κι οι κομμουνιστές, οι σοσιαλιστές, οι υλιστές ακόμα κι ένας άνθρωπος μόνος του, που διατηρεί μία ιδιόμορφη άποψη για τη ζωή. Η ανάγκη να επιλέξουμε το χριστιανισμό βλέπουμε ότι είναι τεράστιας σημασίας, αφού αν καλυφτούν τα προβλήματά του, καλύπτονται τα πάντα.
Ένας άλλος σημαντικός λόγος για τον οποίο θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη μελέτη της κοινωνίας και όχι του μυστηρίου —εφόσον επιλέξουμε ως μοντέλο μελέτης τη χριστιανική κοινωνία— είναι ο τρόπος έκφρασης του Ιδρυτή της. Ο Χριστός λέει, για παράδειγμα, ότι η γενιά των συγχρόνων Του, αλλά κι αυτή που εξακολουθεί ώσπου να δοθεί το θαύμα, είναι “γενεά μοιχαλίς”. Στην Αποκάλυψη αναφέρεται μία “πόρνη”. Όλες αυτές οι έννοιες μπορούν μέσω των αριθμών να προσδιοριστούν, αλλά είναι αδύνατο ν’ αποκαλύψουν τη φύση τους. Τι θα πει πόρνη; Είναι μία συγκεκριμένη γυναίκα που κοιμάται με τους άθλιους; Όλα αυτά είναι δυνατό να γίνουν κατανοητά μόνον, αν βρούμε τις αναλογίες, που υπάρχουν μεταξύ του ανθρώπου και της κοινωνίας του.. αν βρούμε μηχανισμούς, που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία και μοιάζουν με τη γυναίκα για την οποία έγινε λόγος παραπάνω και διαπιστώσουμε το φαινόμενο της πορνείας.
Όλα αυτά όμως για να γίνουν, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τον παράγοντα άνθρωπο και μετά μέσω των αναλογιών ν’ αλλάξουμε επίπεδο. Θα πρέπει να βρούμε πότε και γιατί μία γυναίκα είναι πόρνη και ν’ ανιχνεύσουμε τη συμπεριφορά της σε μηχανισμούς που επηρεάζουν ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Είναι απαραίτητο να μπούμε πρώτα στην κοινωνία των ανθρώπων, ν’ αντιληφθούμε πώς αυτή λειτουργεί και να ελέγξουμε το σύνολο των μηχανισμών που επηρεάζουν την πορεία της, με βάση τη γνώση μας για τον άνθρωπο και για τη φύση του.
Για να συμβούν όλα αυτά, θα πρέπει να ταξιδέψουμε στο χρόνο και να βρεθούμε στο χώρο, όπου ο χριστιανισμός γεννήθηκε κατά τη στιγμή που αυτό συνέβη. Πότε γεννήθηκε ο χριστιανισμός; Όταν γεννήθηκε ο Χριστός; Όταν σταυρώθηκε ή σε κάποια άλλη στιγμή; Για να γίνει βέβαια αυτό αντιληπτό, απαιτείται ιδιαίτερη γνώση και θα το εξετάσουμε σ’ άλλο σημείο. Εδώ μας αρκεί ότι η ιουδαϊκή κοινωνία είναι μία κλειστή κοινωνία, που στηρίζει τη δομή της σε μία συγκεκριμένη γνώση. Ο Χριστός γεννήθηκε Ιουδαίος μέσα στην ιουδαϊκή κοινωνία κι είχε τη γνώση να γίνει Μεσσίας των Ιουδαίων. Η γέννησή Του είναι καθαρά ιουδαϊκού ενδιαφέροντος και δεν αφορά τον περίγυρο. Ο Χριστός δεν λειτούργησε σαν Μεσσίας ακολουθώντας κάποια ειδική στρατηγική κι αφέθηκε να εξοντωθεί από Ιουδαίους, εξαιτίας των εξουσιών που προκύπτουν από τη θρησκεία τους. Ο υπόλοιπος κόσμος επηρεάζεται μόνον εξαιτίας μίας ιδιόμορφης ενέργειας του Χριστού. Ο Ιουδαίος Χριστός απειλεί τη σκληρή ιουδαϊκή κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα δίνει δικαιώματα σε Ιουδαίους. Οι Ιουδαίοι είναι αυτοί που Τον απειλούν, αλλά οι Ιουδαίοι είναι κι αυτοί που σκέφτονται πώς να διαχειριστούν το κεφάλαιό Του.
Ο χριστιανισμός γεννιέται, όταν ο Χριστός παραδίδεται στην εξουσία και τα πάντα παραδίδονται σε Ιουδαίους. Η Σταύρωση του Χριστού αποτελεί την ύστατη στιγμή της πορείας Του, αλλά δεν είναι η γενεσιουργός αιτία του χριστιανισμού. Ο χριστιανισμός δημιουργήθηκε κατά το Μυστικό Δείπνο, ενώ η Σταύρωση δίνει μόνιμα χαρακτηριστικά σ’ αυτά που ο Χριστός δημιούργησε, κατά τη διάρκεια της ζωής Του. Απέκοψε ένα μέρος της ιουδαϊκής κοινωνίας από τον κύριο κορμό της και το έκανε τη βάση του χριστιανικού κόσμου. Αυτή η βάση δίνει τα ιουδαϊκά χαρακτηριστικά στο χριστιανισμό και με τον εντοπισμό της είναι δυνατό ν’ ανακαλύψουμε τα πραγματικά θεμέλια μίας σκληρής κοινωνίας, που είναι υπεύθυνη για το Μεσαίωνα, αλλά και για τα σύγχρονα προβλήματα, που φαντάζουν πολυσύνθετα κι ανυπέρβλητα.
Αν αντιληφθεί ο αναγνώστης τον ιουδαϊσμό, που στηρίζει το χριστιανισμό, είναι δυνατό να καταλάβει και να εκτιμήσει το Λόγο του Χριστού. Η δημοκρατία προστατεύει το σύνολο του συστήματος, γιατί λειτουργεί ως αποσβεστήρας. Αν επιχειρήσει κάποιος να επιτεθεί εναντίον του συστήματος σ’ οποιοδήποτε σημείο εκτός από τα θεμέλια, πέφτει στην παγίδα του. Το σύστημα κινδυνεύει μόνο με τη συντριβή των ιουδαϊκών θεμελίων του κι αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω του Λόγου του Χριστού. Βλέπουμε ότι είναι απαραίτητο να διακρίνουμε πρώτα τα θεμέλια κι από εκείνο το σημείο κι έπειτα ν’ αντιληφθούμε πώς αυτό λειτουργεί, ώστε από μία απλή και σκληρή βάση, να έχουμε ως αποτέλεσμα την ελαστική κορυφή της ψευδοδημοκρατίας.
Η ιουδαϊκή κοινωνία είναι τύπου Βαβυλώνας κι όμοιά της είναι η βάση του χριστιανικού κόσμου. Αν αντιληφθούμε, γιατί οι Ιουδαίοι έτρεμαν το Λόγο του Χριστού, θ’ αντιληφθούμε πού υπάρχει κίνδυνος και ποιοι είναι αυτοί που θίγονται άμεσα σήμερα, σε ενδεχόμενη επαναδιατύπωση του Λόγου του Χριστού. Ο Χριστός εκτέλεσε τις εντολές του Πατέρα Του, αλλά άφησε κι ως γνώση ότι: (Ματθ. 26.24) “Ο μεν Υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού… ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου ο Υιός του ανθρώπου παραδίδοται.. καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος.” (Καί ο μέν Υιός τού ανθρώπου πηγαίνει καθώς είναι γραμμένον δι’ αυτόν, αλλοίμονον όμως εις τόν άνθρωπον εκείνον, διά τού οποίου ο Υιός τού ανθρώπου παραδίδεται. Θα ήτο καλύτερα διά τόν άνθρωπον εκείνον εάν δέν είχε γεννηθή.). Αυτές οι σκέψεις στροβιλίζονταν στο μυαλό του Χριστού τη στιγμή που παραδόθηκε στην εξουσία και θα δούμε ποιοι ήταν αυτοί, που μετάνιωσαν την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκαν. Η κοινωνία τύπου Βαβυλώνας στο μεταξύ ωρύεται: “σταύρωσον Αυτόν” έκραζαν από κάτω οι κλέφτες, οι μοιχοί κι οι πόρνοι. Ένας ολόκληρος λαός μετατράπηκε σε όχλο. Έτρεχαν ανάμεσά τους οι άθλιοι και φώναζαν για να τους παρασύρουν. Ο πιο όμορφος άνθρωπος που πάτησε το πόδι Του στη Γη, άφωνος, χωρίς αντίσταση, επιτρέπει στους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους, να παρασύρουν το λαό σ’ αυτό για το οποίο είχε προετοιμαστεί. (Ματθ. 27.25) “πας ο λαός είπε.. το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών.” (Καί όλος ο λαός απεκρίθη, “Τό αίμα του άς βαρύνει εμάς καί τά παιδιά μας”.).
Οι Ιουδαίοι έχυσαν το αίμα του Χριστού, του Μεσσία τους κι αυτό, όπως αποδείχθηκε ιστορικά, βαρύνει καί αυτούς καί τα παιδιά τους. Ό,τι έχει συμβεί από τότε μέχρι τώρα στον πιο βασανισμένο λαό στον κόσμο, έχει να κάνει μ’ αυτήν τη φράση. Έχυσαν το αίμα του Χριστού κι απ’ αυτό το αίμα δημιουργήθηκε ο χριστιανισμός. Ο τελευταίος εγκληματίας της ανθρωπότητας, ο Χίτλερ, ήταν χριστιανός κι αυτό δείχνει τη βαρύτητα της ευθύνης που ανέλαβαν τότε οι Ιουδαίοι. Ο Χριστός ήταν ο λυτρωτής των Ιουδαίων κι αν άκουγαν και πίστευαν στο Λόγο Του, ποτέ μα ποτέ δε θα σκοτωνόταν, εξαιτίας της πίστης του, ούτε ένας Ιουδαίος από τότε μέχρι σήμερα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά αρχίζει κι αναπτύσσεται το Σχέδιο του οποίου την εφαρμογή ζούμε ακόμα και στις μέρες μας.
Το σύνολο των όσων περιγράψαμε μέχρι εδώ, έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι ο Χριστός είναι Ιουδαίος κι αυτοί οι οποίοι έχουν όφελος να τον ακούσουν είναι επίσης Ιουδαίοι. Το Σχέδιο σ’ αυτό το λεπτό σημείο αποκαλύπτεται. Ο Λόγος του Χριστού λυτρώνει τον άνθρωπο αλλά μόνον αυτόν που ζει σ’ αυτού του είδους την κοινωνία. Ο Χριστός δεν μπορούσε να κηρύξει το Λόγο Του στην Αθήνα, γιατί εκεί δε θα μπορούσαν να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την επιθυμητή εξέλιξη. Ο Λόγος του Χριστού είναι τέλειος, αλλά το μόνο που θα μπορούσε να συμβεί στην Αθήνα, θα ήταν να επιβεβαιωθεί η ταυτότητά Του εξαιτίας της γνώσης Του και να βελτιωθεί στο ελάχιστο η κοινωνία τού βήματος 5, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει Λόγος που να δίνει πλούτο ή να πολλαπλασιάζει τη γη, ώστε να πάρουν μέρος της κι οι φτωχοί. Η φτώχεια και το γενικό επίπεδο της τεχνολογίας ήταν η “Αχίλλειος πτέρνα” της κοινωνίας της δημοκρατίας. Ο Λόγος που λυτρώνει τον άνθρωπο, έπρεπε να πάει σ’ αυτούς που τον είχαν ανάγκη κι αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους ανθρώπους του βήματος της Βαβυλώνας.
Όμως το σύστημα της εξουσίας αυτού του τύπου κοινωνίας είναι τόσο ισχυρό, ώστε δεν επιτρέπει σε καμία φωνή ν’ ακουστεί. Αυτή ακριβώς η δύναμή του ήταν η ικανή κι αναγκαία συνθήκη, για να κυλήσουν τα πράγματα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ο Χριστός άφησε το Λόγο Του, που είναι ικανός ν’ ανατρέψει το σύστημα, αλλά συνολικά το έργο Του είναι αυτό για το οποίο έχυσε το αίμα Του. Η Καινή Διαθήκη είναι το έργο του Χριστού. Ό,τι ζούμε από τότε μέχρι σήμερα, οφείλεται σ’ αυτό ακριβώς το έργο. Η Καινή Διαθήκη και τα όσα περιέχονται μέσα σ’ αυτήν, είναι η αιτία των όσων συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή στον κόσμο.
Ως έργο η Καινή Διαθήκη είναι ένα έργο σύνθετο κι επικίνδυνα μυστηριώδες. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στο ίδιο βιβλίο περιέχονται πολλά διαφορετικά πράγματα και πολλές διαφορετικές φιλοσοφίες. Ο Χριστός υπηρετεί κατ’ αρχήν ένα Μυστικό Σχέδιο κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δράσει, όπως επιβάλλεται, λόγω Σχεδίου. Είδαμε ότι ο Χριστός στις προφητείες αποκαλείται Εμμανουήλ, ενώ στην αρχή του ευαγγελίου ο άγγελος, υπηρετώντας το Θεό, ζητά από τους γονείς Του να Τον ονομάσουν Ιησού. Αυτό που έχει σημασία, είναι να μπορέσουμε ν’ ανιχνεύσουμε, πότε ακριβώς μιλά ως Χριστός ή ως Εμμανουήλ ή ως Ιησούς και τι ακριβώς είναι αυτό που επιδιώκει κάθε φορά. Αυτό όσον αφορά αυτόν καθ’ αυτόν το Λόγο Του. Το σύνθετο έργο που λέγεται Καινή Διαθήκη, δε σταματά με το τέλος του Λόγου Του, αλλά συνεχίζει. Έχει περιγραφές από γεγονότα που συνέβησαν στους Αποστόλους κι όλα αυτά, για να προετοιμάσουν τον αναγνώστη να δεχτεί το λόγο τους, που κι αυτός περιέχεται μέσα στο ίδιο βιβλίο κι υπηρετεί κάποιους στόχους. Το τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι η εσχάτη των προφητειών, που έχουν δοθεί στους ανθρώπους από τον Ίδιο το Θεό. Εκεί μέσα περιέχεται η περιγραφή του συνόλου, όσων έχουν συμβεί στην ανθρωπότητα από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι κοσμοκράτορες μέχρι σήμερα.
Έχει σημασία η σειρά, όσων είναι γραμμένα μέσα στο έργο της Καινής Διαθήκης, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο υπηρετούν το θείο Σχέδιο και μόνο μ’ αυτήν τη σειρά η θεία παγίδα λειτουργεί τέλεια. Η σειρά ξεκινά το έργο με τον τέλειο Χριστό. Ο αναγνώστης ξεκινά και διαβάζει ένα Λόγο πανέμορφο, γεμάτο σοφία και γνώση. Ο Χριστός αγάπησε τον κόσμο και πρόσφερε τον Εαυτό Του για Θυσία. Δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο, για το οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει το Χριστό. Στο τέλος του έργου του ζωντανού Χριστού έχουμε τη Θυσία. Εκεί η ψυχή του αναγνώστη ταράσσεται και γεμίζει οργή. Ο θυμός αυτός είναι επιθυμητός, για να προετοιμαστεί για τις επόμενες φάσεις του έργου. Μετά τη Θυσία ο νεκρός πλέον Ιησούς μοιράζει τα πνευματικά δικαιώματα στους μαθητές… επιπλέον δίνει μόνον οδηγίες κι εντολές και όχι γνώση, πράγμα που δεν το έκανε όσο ήταν ζωντανός.
Το αμέσως επόμενο βήμα είναι η ζωή των Αποστόλων. Περιγράφονται οι Πράξεις τους, που στόχο έχουν να εμπεδώσουν την άποψη στον αναγνώστη ότι πράγματι αυτοί εκτελούν θεάρεστο έργο. Βέβαια κρύβουν επιμελώς το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι σταυρώθηκαν κι εξοντώθηκαν όλοι, και θα δούμε από ποιον. Όλη αυτή η προετοιμασία υπηρετεί το ζητούμενο, που είναι η εκμετάλλευση του θυμού που διέπει τον αναγνώστη, λόγω της γνώσης του για τη Θυσία, αλλά και την αχαριστία των ανθρώπων, προς την κατεύθυνση της εξουσίας. Τον προετοιμάζει να δεχτεί το λόγο των Αποστόλων, για τον οποίο θα δούμε αν και γιατί είναι όμοιος ή διαφορετικός από το Λόγο του Θεού. Η προετοιμασία είναι απαραίτητη, ώστε να μην υπάρχει το φαινόμενο της αμφισβήτησης σε απόψεις των Αποστόλων που αφορούν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, όταν υπάρχουν μέσα στο Ευαγγέλιο τέτοιου είδους απόψεις και από πλευράς Χριστού.
Τελευταίο και καθοριστικό μέρος του βιβλίου, είναι η Αποκάλυψη. Εκεί μιλάμε πλέον για τη θεία τιμωρία, που περιμένει όλους αυτούς, που δεν πιστεύουν στο Λόγο του Χριστού. Πράγματι, αυτή ακριβώς είναι η τιμωρία όσων απομακρύνονται από το Χριστό και την αλήθεια, αλλά υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Στο μυαλό του αναγνώστη έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα ο λόγος των Αποστόλων ως αληθινός κι αυτός είναι που συναντάμε καθημερινά μπροστά μας. Όλα αυτά είναι, εν συντομία, τα μέρη που αποτελούν το έργο, που ονομάζεται Καινή Διαθήκη. Αν για οποιονδήποτε λόγο η θεματολογία της δεν ακολουθούσε αυτήν τη σειρά, το βέβαιο είναι ότι θα ήταν αναποτελεσματική. Έτσι αρκεί ν’ αναφέρουμε ότι, αν οι επιστολές του Πέτρου ή του Παύλου μπουν μπροστά από το Λόγο του Χριστού κι ο αναγνώστης τις διαβάσει μ’ αυτήν τη σειρά, το βέβαιο είναι ότι θα τις αγνοήσει τελείως. Ο λόγος τους είναι όμοιος μ’ αυτόν των Φαρισαίων και το επόμενο θέμα, που είναι ο Λόγος του Χριστού, θα τους αποκάλυπτε πλήρως. Η χαρά που νιώθει κάποιος διαβάζοντας το Λόγο του Χριστού, μπορεί να συντρίψει το φόβο που νιώθει για την Αποκάλυψη. Έτσι, αν ο Λόγος του Χριστού ακολουθούσε την Αποκάλυψη, δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση η Αποκάλυψη να λειτουργήσει με τον τρόπο που λειτουργεί. Υποτίθεται οι Απόστολοι είναι οργισμένοι και γνώστες και η άποψη τους είναι η άποψη του Χριστού που δεν πρόλαβε να διατυπώσει. Η παρακοή αυτής της άποψης είναι αυτή, που υποτίθεται ότι οδηγεί στον κόσμο της Αποκάλυψης.
Την Καινή Διαθήκη θα τη μελετήσουμε με μεγάλη λεπτομέρεια και θα δούμε τι ακριβώς συμβαίνει και ποιος είναι ο επιδιωκόμενος στόχος. Πρώτο και κυριότερο μέρος της είναι ο Λόγος του Θεού, που δίνεται στους ανθρώπους μέσω του Υιού Του. Ο Χριστός είναι ο Υιός του Ανθρώπου, που ταυτίζεται με το Θεό Διόνυσο και μόνο μ’ αυτήν τη λογική, δικαιολογείται η ταύτιση του αίματος με τον οίνο. Για να μπορέσει κάποιος ν’ αντιληφθεί πού οδηγεί αυτή η ταύτιση και πώς προκύπτει, θα πρέπει πρώτα να έχει γνώση του ειδικού τρόπου μέσω του οποίου εκφράζεται ο Χριστός και κατόπιν ν’ αναλύσει τις έννοιες. Πριν όμως φτάσουμε σ’ αυτό, χρήσιμο είναι να πούμε μερικά λόγια γενικά για το Λόγο του Χριστού και την αξία αυτού του Λόγου.
Κάθε φιλοσοφική ανάλυση αυτού του Λόγου πρέπει πάντα να ξεκινά μ’ αφετηρία ορισμένα δεδομένα, τα οποία είναι ακλόνητα. Το κυριότερο από τα δεδομένα είναι η καταγωγή του Χριστού. Είναι Ιουδαίος κι απευθύνεται αποκλειστικά σε Ιουδαίους. Στο Λόγο Του δεν κάνει καμία αναφορά, σε κανενός άλλου είδους κοινωνία παρά μόνο στην κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Η κοινωνία αυτή είναι, όπως δεχτήκαμε από την αρχή, μία κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, όπου η δομή της εξουσίας δεν επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Επειδή αυτή η δομή στηρίζεται σε πνευματικά δικαιώματα πάνω στη γνώση του θείου θελήματος, είναι αδύνατον ο Χριστός να διαφύγει της προσοχής του συστήματος.
Από τη στιγμή που ο Χριστός υπέπεσε στην αντίληψη του συστήματος δύο ενδεχόμενα μπορούσαν να συμβούν στο διάστημα που ήταν ζωντανός. Το πρώτο ενδεχόμενο, και με τις περισσότερες πιθανότητες, ήταν να εξοντωθεί από το σύστημα, εφόσον έθιγε τις εξουσίες των δούλων. Το δεύτερο ήταν ν’ αναγνωριστεί από το σύστημα και ν’ αποδεχθεί αναγκαστικά το βασιλικό αξίωμα. Αυτό το αξίωμα ήταν απαραίτητο, γιατί το σύστημα διατηρούσε το λαό —μέσω της παιδείας— σε τέτοιο επίπεδο, ώστε ήταν απαραίτητη η άσκηση εξουσίας για την πραγματοποίηση της οποιασδήποτε μεταρρύθμισης. Όταν υπάρχει ένα σύστημα εξουσίας, που στηρίζεται σ’ αυτού του είδους τα πνευματικά δικαιώματα, είναι αδύνατον ο άνθρωπος, που τα κατέχει στην απόλυτη μορφή, να μην πάρει εξουσία. Η Θυσία ήταν επιδιωκόμενη από το Χριστό αλλά ένα Σχέδιο, όπως αυτό του Θεού, ήταν αναγκαίο να είναι απόλυτα τέλειο. Η τελειότητα φαίνεται στο γεγονός ότι η γενική κατάσταση ήταν φαινομενικά κάτω από τον έλεγχο αυτών που είχαν σκοπό να Τον εξοντώσουν. Ο λαός, στην κατάσταση που βρισκόταν, ήταν εύκολη υπόθεση να μετατραπεί σε όχλο και οι εξουσίες των φαύλων αρκετά ισχυρές, ώστε να μην είναι εύκολο να παραιτηθούν οι εκλεκτοί από τα δικαιώματά τους.
Ο Χριστός έζησε σ’ ένα ανθρωποκτόνο σύστημα και θυσιάστηκε ως άνθρωπος. Δεν προσπάθησε ν’ αλλάξει το σύστημα και να το βελτιώσει όσο ήταν δυνατό, λαμβάνοντας υπόψη του επιμέρους παραμέτρους. Η κατάσταση της κοινωνίας των Ιουδαίων επέτρεπε βελτίωση κι αυτή η βελτίωση θα είχε τη μορφή ευθυγράμμισης με το σύνολο της τότε γνωστής οργανωμένης κοινωνίας της αυτοκρατορίας. Η γνώση υπήρχε και χωρίς να θιγεί η εξουσία στο σύνολό της, θα μπορούσε να υπάρξει όφελος για τους Ιουδαίους. Αυτό όμως δε συνέβη, γιατί ο Χριστός υπηρετούσε απλά ένα Σχέδιο που επέβαλε η θεία θέληση. Η αποστολή του Χριστού σ’ αυτό το σημείο ακριβώς αποκαλύπτεται. Ενώ δεν αγγίζει το σύστημα που μισεί επιτρέποντάς το να Τον νικήσει φαινομενικά, αφήνει κληρονομιά ένα Λόγο που το ισοπεδώνει. Ο Χριστός δεν ήταν πολιτικός, που θα μελετούσε τις τρέχουσες συνθήκες, που αφορούσαν το ιουδαϊκό έθνος και στη συνέχεια θα έδινε τις καλύτερες δυνατές λύσεις. Καλύτερη δυνατή λύση δεν υπάρχει για το Χριστό. Μισούσε το σύστημα και μπορούσε να το ισοπεδώσει. Αυτό ακριβώς το νόημα έχει η Θυσία Του, αφού άφησε τον Εαυτό Του να νικηθεί.
Ο μέσος χριστιανός δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί το νόημα της Θυσίας, γιατί δε μένει στο Λόγο του Χριστού, αλλά αφήνεται στις εξουσίες αυτών που έχουν συμφέρον να μην τον ερμηνεύουν. (Ιωάν. 7.37) “εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω.” (Εάν κανείς διψά, άς έλθη σ’ εμέ καί άς πιή.). Ο άνθρωπος δεν μπορεί με κανέναν άλλο τρόπο να ξεδιψάσει το πνεύμα του, παρά με την επαφή με το Χριστό. Αυτή η επαφή γίνεται μέσω του Λόγου Του. Ο Λόγος του Χριστού είναι αυτός που έχει αξία κι αυτός πρέπει να ερμηνευτεί. Όμως ο τρόπος ζωής των χριστιανών στο σύνολό του, είναι δημιούργημα του λόγου των μαθητών. Ο άνθρωπος-Χριστός δεν ξέφευγε ούτε μία στιγμή από την προκαθορισμένη πορεία του. Η Θυσία έχει σχέση με την επιβίωση του πιο απάνθρωπου συστήματος που γνώρισε η ανθρωπότητα και η Θέωση με την κληρονομιά, που δόθηκε στους ανθρώπους. Ο Λόγος του Χριστού είναι Αυτός που, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες, θα καταλύσει το σύστημα και θα τιμωρήσει τους αχρείους δούλους με απόλυτα δίκαιο τρόπο.. “ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι” (ο ουρανός καί η γή θά παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δέν θά παρέλθουν,). Αυτή η έκφραση είναι τεράστιας σημασίας, όμως στα μάτια ενός σύγχρονου ανθρώπου φαίνεται εντελώς ουτοπιστική.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος στο σύνολό του σήμερα, είναι τρομερά σύνθετα και φαντάζουν άλυτα. Ο κόσμος έχει ανυπολόγιστες γνώσεις πάνω σ’ άπειρα θέματα κι αυτό ακριβώς είναι που τον κάνει άπιστο. Ένας νέος που ζει στη σημερινή κοινωνία της εκτός ορίων τεχνολογίας, της εύκολης επικοινωνίας και της επίσης εύκολης πρόσβασης στη γνώση, βλέπει τις ιερές Γραφές και τις υποτιμά. Ο Θεός, κι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό, δεν έχει την παραμικρή απαίτηση από μέρους των ανθρώπων να σέβονται αυτές τις Γραφές και να τις φοβούνται. Ο Θεός είναι μέσα στον κάθε άνθρωπο κι αυτό συμβαίνει λόγω της σχέσης, που υπάρχει μεταξύ Θεού-Πατέρα και Υιού-ανθρώπου. Είτε υπερτιμά κάποιος αυτές τις Γραφές —και χωρίς να τις ερμηνεύει τις φοβάται— είτε τις υποτιμά και τις αγνοεί, δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι ο κόσμος στο σύνολό του κατευθύνεται απ’ αυτές τις Γραφές κι είναι αδύνατον αυτή η συνθήκη ν’ αλλάξει.
Αν ένας νέος υποτιμά το Λόγο του Χριστού και η έκφραση, που προηγήθηκε, τον ξενίζει, αυτό δεν έχει καμία απολύτως σημασία για το Θεό. Ο Χριστός λέει την αλήθεια κι αυτή είναι η προτροπή για την αναζήτηση των λύσεων, που αφορούν τον κάθε άνθρωπο μέσα από το Λόγο Του. Αν αγνοεί κάποιος αυτήν την αλήθεια, τότε μπαίνει σ’ έναν άλλο δρόμο, αυτόν της θυσίας, εφόσον η μερική γνώση του ανθρώπου τον ωθεί σε λανθασμένες επιλογές, που καθόλου δε θίγουν το Θεό, αλλά καταστρέφουν τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι θνητός κι αυτό δεν πρέπει να διαφεύγει καμία φορά από τη σκέψη του. Η σοφία που έχει δοθεί ως δώρο στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, είναι ικανή να το βοηθήσει να βρει το δρόμο του, αλλά περαιτέρω εκβιασμός για την απόκτηση της απόλυτης σοφίας οδηγεί στο θάνατο. Όταν δεν ικανοποιείται κάποιος μ’ αυτά που του έχουν δοθεί κι είναι αρκετά —εφόσον ο Θεός είναι Δίκαιος— κι αρχίζει και χαράζει μία προσωπική πορεία, άσχετη μ’ αυτά που προτείνει ο Υιός, τότε φθείρεται και κυρίως χρονοτριβεί. Ο χρόνος είναι πολύτιμος για τον άνθρωπο και μόνον κοντά στο Θεό, υπάρχει αυτό που οι Γραφές ονομάζουν “Αιώνιος Ζωή”. Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε κατ’ αρχήν ότι είναι απαραίτητο να βρισκόμαστε κοντά στο Θεό και μ’ αυτό ως δεδομένο ν’ αρχίσουμε να ψάχνουμε τη λύση στο Λόγο του Υιού Του.
Εύκολα θ’ άρχιζε κάποιος ν’ αμφισβητεί εκ νέου τα παραπάνω φέροντας ως κύριο επιχείρημα τη διαφορά των κοινωνιών, που μας ενδιαφέρουν. Πράγματι, η κοινωνία των Ιουδαίων είναι πολύ διαφορετική φαινομενικά από τη σύγχρονη κοινωνία. Το κύριο μήνυμα του Λόγου του Χριστού είναι η αγάπη και το ζητούμενο, μία κοινωνία στην οποία αυτό θα είναι το κυρίαρχο συναίσθημα. Αυτό το πράγμα και μόνο να ψιθυρίσει κάποιος στην εποχή μας, θα φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου. Θα πάρει μία ετικέτα γραφικού και θα τελειώσει το λόγο του, όπως ακριβώς τον άρχισε, κάτω από τα χαμόγελα των “σοφών” της εποχής μας. Πράγματι, έτσι όπως είναι η “κοινωνία”, σήμερα, προβληματική στο σύνολό της, η λέξη αυτή στο άκουσμά της και μόνο φέρνει πλατιά χαμόγελα. Αυτό όμως οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι, ενώ ακούνε, δεν καταλαβαίνουν κι ενώ έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, δε βλέπουν. Αγάπη δε σημαίνει να ξυπνά ο άνθρωπος το πρωί μ’ ένα τεχνητό, πλατύ χαμόγελο κι όλη την ημέρα να μοιράζει και να δέχεται ασπασμούς κι άνθη. Αγάπη σημαίνει κάτι άλλο, που, για να κατανοήσει κάποιος, πρέπει να ερμηνεύσει πρώτα το Λόγο του Χριστού.
Ο Λόγος του Χριστού είναι μία κοσμοθεωρία τόσο καλά κλειδωμένη, ώστε, αν προσπαθήσει κάποιος να την ερμηνεύσει, να φτάσει σ’ αδιέξοδο… το βέβαιο είναι ότι θα καταλήξει στον ευκολονόητο αλλά και συμφέροντα —από πλευράς εξουσίας— λόγο των μαθητών. Ο Χριστός δίνει τις λύσεις που υπόσχεται, μέσω της επαφής του ανθρώπου με το Λόγο Του, μόνο σε προσωπικό επίπεδο και πάντα σε θέματα, που δεν απειλούν το Σχέδιο του Θεού. Ο Λόγος, για κάποιον που έχει σκοπό να αντλήσει απ’ αυτόν δόξα κι εξουσία, είναι μία τρομερή παγίδα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν δύο επίπεδα μελέτης αυτού του Λόγου. Αν το πρώτο είναι το παραπάνω, το δεύτερο, που δίνει παγκόσμιες λύσεις, δίνεται μόνον, όταν ωριμάσουν οι κατάλληλες συνθήκες.
Ένας άνθρωπος που ζει στο κοινωνικό σύστημα των ημερών μας, εύλογα θα είχε την απορία πώς μπορεί αυτός, ο τόσο απλός Λόγος, να δώσει λύσεις σε τόσο σύνθετα προβλήματα όπως τα σημερινά. Στις μέρες μας βλέπουμε να καταρρέουν ακατάλυτες και πανίσχυρες δομές του παρελθόντος, που στηρίχθηκαν σε κοσμοθεωρίες που τις χαρακτήριζε η πληθώρα των δεδομένων και τα πολλά επίπεδα αναφοράς. Μέσα σε μία νύχτα κατέρρευσε ο κομμουνισμός, που βασίστηκε σε μία θεωρία, που απασχόλησε το σύνολο των ανθρώπων του πνεύματος για περισσότερο από έναν αιώνα. Στο αντίπαλο στρατόπεδο τα χαμόγελα των νικητών οπαδών του καπιταλισμού γρήγορα έγιναν εκφράσεις αγωνίας και πόνου. Εκατέρωθεν πίστευαν για δεκαετίες ότι πηγή όλων των προβλημάτων είναι η ύπαρξη και μόνον του άλλου. Όμως με την εξάλειψη του ενός και την κατάρρευση της δομής του κομμουνισμού, ήρθαν στην επιφάνεια τα προβλήματα του καπιταλισμού. Η οικονομική κρίση, που μαστίζει κυρίως τ’ ανεπτυγμένα κράτη του Δυτικού κόσμου, είναι αδύνατο να ξεπεραστεί. Αυτό δεν είναι αυθαίρετο, αλλά βγαίνει αυτόματα με μία πολύ μικρή σκέψη. Το σύστημα αυτό στηρίζεται στην ύπαρξη διαφοράς δυναμικού μεταξύ των κοινωνιών των κρατών, όσον αφορά την οικονομία, τη γνώση, κλπ.
Απ’ αυτήν τη διαφορά ξεκινά το κύριο χαρακτηριστικό του συστήματος, που ονομάζεται διαδοχή. Όταν ο κόσμος μέσω της τεχνολογίας έχει γίνει επικίνδυνα μικρός κι ομοιογενής, αμέσως εξαλείφεται το κύριο δεδομένο, που ονομάζεται διαφορά δυναμικού και κατά συνέπεια γίνεται προβληματική και η υπόθεση της διαδοχής. Είναι δυνατόν όμως μία θεωρία, που περιγράφει αμπελώνες, γάμους και θερισμούς ν’ αποτελέσει τη βάση μίας παγκόσμιας λύσης; Ο Χριστός λέει πάντα την αλήθεια και η αλήθεια είναι ότι αυτό που φαίνεται και είναι για τον άνθρωπο σχεδόν αδύνατο, είναι δυνατό για το Θεό. Ό,τι απασχολεί το σύγχρονο άνθρωπο και την κοινωνία μέσα στην οποία αυτός ζει, είναι γνωστό στο Θεό κι ως εκ τούτου, λόγω θείας ικανότητας, η λύση αυτή είναι δυνατή. Το πρόβλημα όμως, που πρέπει να νικηθεί, είναι η αποκωδικοποίηση της θεωρίας κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τον ίδιο ακριβώς κώδικα, που χρησιμοποιήθηκε για να κλειδωθεί. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τις λύσεις πέρα απ’ αυτά, που περιγράφονται με λέξεις κι είναι κατανοητά και σ’ άλλους χώρους, οι οποίοι ναι μεν υπάρχουν αλλά δεν είναι ορατοί.
Για να είναι πλήρης μία κοσμοθεωρία, πρέπει να μπορεί να δίνει λύσεις ή τουλάχιστον να προτείνει στο σύνολο των επιπέδων και στο σύνολο των προβλημάτων. Αυτό σημαίνει ότι, για να είναι πλήρης η κοσμοθεωρία του Χριστού, πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τα εξής δεδομένα.. πρώτον: ο κάθε άνθρωπος ως ξεχωριστό ον πρέπει να βρει τις λύσεις στα προβλήματα, που τον απασχολούν και δεύτερον: ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον να μπορεί να υπάρξει σ’ ένα σύστημα, που από τα δεδομένα σημαίνει υποχρεώσεις, χωρίς να χάσει την προσωπική του ελευθερία. Δεν υπάρχει κοσμοθεωρία που να είναι λογική, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της αυτά τα δύο όρια ως δεδομένα. Αν λαμβάνει υπόψη μόνον την πρώτη συνθήκη και άρα επιλέξει ως στόχο αποκλειστικά την εξασφάλιση της ελευθερίας του ανθρώπου, οδηγούμαστε κατ’ ευθείαν στην αναρχία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση στο φασισμό. Η τέλεια ισορροπία βρίσκεται σε μία κατάσταση, όπου ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά θα ευτυχεί, αλλά συμμετοχή σ’ αυτήν την ευτυχία θα έχει η προσφορά ενός συστήματος του οποίου το παραγόμενο προϊόν θα είναι η καλύτερη συμβολή σ’ αυτήν την ευτυχία. Ένα σύστημα, που ναι μεν θα παράγει και θα υπηρετεί τον άνθρωπο αλλά θα είναι ανθρώπινο και όχι αδίστακτο κι ανθρωποκτόνο. Ο κάθε άνθρωπος θα το σέβεται και θα το προστατεύει κι ακριβώς τα ίδια θα του ανταποδίδονται.
Μ’ αυτά τα στοιχεία ως αρχή, εμείς πρέπει ν’ αναζητήσουμε τις λύσεις που προτείνει ο Χριστός κι είναι τέλειες. Πρέπει να βρούμε πώς λειτουργεί το σημερινό σύστημα και ποιες είναι οι δομές, που του δίνουν άσχημα χαρακτηριστικά. Αν αναζητήσουμε αυτές τις δομές, θα δούμε φαινόμενα, που είναι κάθε άλλο παρά μακριά από την κοινωνία στην οποία έζησε ο Χριστός και την οποία τόσο μίσησε. Ο Λόγος του “Λυτρωτού Κοσμοκράτορος” πρέπει να δίνει τη Λύτρωση, που σημαίνει ελευθερία στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, αλλά και —λόγω της απαραίτητης ύπαρξης της κοινωνικής δομής— να προσφέρει την απαραίτητη γνώση για τη μετάλλαξη προς το ιδανικό της κοινωνίας. Η ύπαρξη κοινωνικής δομής συνεπάγεται αυτόματα και την ύπαρξη εξουσίας. Έτσι, πρέπει να έχουμε υπόψη μας τη φιλοσοφία του Χριστού πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το κύριο πρόβλημα και η αληθινή μάστιγα της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι η ύπαρξη αυτής της εξουσίας, που καταδυναστεύει τους ανθρώπους και τους οδηγεί κατευθείαν στο θάνατο. Κοινωνία χωρίς εξουσία δε νοείται, γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί να δομηθεί ο ιστός, που τη μετατρέπει σε παραγωγική δύναμη. Οι άνθρωποι που συνθέτουν την κοινωνία, πρέπει ν’ απολαμβάνουν την προσωπική τους ελευθερία, αλλά και να μάθουν ν’ αυτοπεριορίζονται οικειοθελώς σε κάποιες εκδηλώσεις τους, εφόσον τα οφέλη του συστήματος είναι τεράστια. Αν το σύστημα απαιτεί για τη λειτουργία του εξουσία και στις σύγχρονες συνθήκες δούλους, οι ελεύθεροι όταν εργάζονται μέσα σ’ αυτές τις δομές, θα πρέπει να παίρνουν τη θέση των σημερινών δούλων, ώστε να εμποδιστεί η κατάρρευση της δομής.
Αυτό με την πρώτη ματιά φαίνεται άτοπο, αλλά δεν είναι. Για να γίνει αυτό κατανοητό, είναι απαραίτητο ν’ αντιληφθούμε πώς λειτουργεί το κοινωνικό μοντέλο που προτείνει ο Χριστός στο σύνολό του.. θα πρέπει να έχουμε γνώση των όσων αφορούν το σύστημα εξουσίας, σ’ ό,τι αφορά την λειτουργία του, αλλά και γνώση των όσων αφορούν τον άνθρωπο-μέλος, που έχει δικαιώματα κι υποχρεώσεις. Θα πρέπει να μελετήσουμε τη σύγχρονη κοινωνία και να δούμε ποιοι είναι οι παράγοντες, που προκαλούν το σύνολο των άσχημων φαινομένων, που ευθύνονται για τη δυστυχία του ανθρώπου. Η σύγχρονη ανθρώπινη κοινωνία είναι ένας συνδυασμός διαφορετικών τύπων κοινωνιών και η λειτουργία της στηρίζεται στην ομαλή μετάβαση της εξουσίας από τον ένα τύπο στον άλλο, όποτε αυτό χρειάζεται. Οι βασικοί αυτοί τύποι χρειάζεται: πρώτον, ν’ ανιχνευτούν και δεύτερον, να εξακριβωθούν τα αίτια, που εναλλάσσουν μεταξύ τους την εξουσία και τους επιδιωκόμενους στόχους αυτής της εναλλαγής.
Ο Λόγος του Χριστού είναι τέλειος κι αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μέσα σ’ αυτόν η λύση που αναζητούμε. Η πολυπλοκότητα της σημερινής κοινωνίας φαινομενικά είναι πολύ μακριά από τον απλό αυτό Λόγο. Ένας απροετοίμαστος, από πλευράς πίστης, είναι αδύνατο ν’ αναζητήσει τη λύση μέσα σ’ αυτόν. Η αναζήτηση της λύσης μας οδηγεί στο βασικό δεδομένο, που είναι ότι ο Χριστός με το Λόγο Του νικά τη δομή της κοινωνίας, τύπου Βαβυλώνας. Αν η σύγχρονη κοινωνία είναι σύνθετη όπως ισχυριζόμαστε, θα πρέπει να συνυπάρχουν αρμονικά μέσα σ’ αυτήν οι δύο βασικοί τύποι κοινωνιών, που είναι τα βήματα δύο και τέσσερα. Η δυνατότητα του σύγχρονου συστήματος ν’ αντιστέκεται σε οποιαδήποτε απειλή, αλλά και να διατηρείται πανίσχυρο μέσα στο χρόνο, αποκαλύπτει την ιδιομορφία της δόμησής του.
Η απόλυτη εξουσία βρίσκεται σ’ ένα σύστημα του οποίου η δομή είναι τύπου Βαβυλώνας. Αυτό το σύστημα έχει σταθερά χαρακτηριστικά, αλλά είναι ευάλωτο σ’ επιθέσεις εναντίον του. Το βάρος των επιθέσεων δέχεται το ελαστικότερο σύστημα του βήματος τέσσερα, που είναι δυνατό να μεταλλάσσεται. Αυτό σημαίνει ότι, αν υπάρχει μία πιθανότητα να νικηθεί το σύστημα, αυτό θα συμβεί μόνον, αν νικηθεί το πιο ισχυρό πλέγμα, που στηρίζει τις εξουσίες. Η κοινωνία τύπου Βαβυλώνας νικιέται μόνον κατά τον τρόπο με τον οποίο δομείται. Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον είναι γέννημα πνευματικών δικαιωμάτων, μόνο με γνώση ανώτερη από τη γνώση που έχει στην κατοχή της η κοινωνία, μπορεί να νικηθεί. Η κοινωνία του βήματος τέσσερα δεν μπορεί να νικηθεί, γιατί έχει την ιδιότητα να μεταλλάσσεται. Αυτό συμβαίνει, γιατί στηρίζεται στη σχετική γνώση και όχι στην απόλυτη, που σημαίνει γνώση για το Θεό. Η σχετική γνώση ανατρέπει μία άλλη και, χωρίς ν’ αλλάζουν τα βασικά στοιχεία της κοινωνίας αυτού του τύπου, εξακολουθεί να δρα αρνητικά για τον ελεύθερο άνθρωπο.
Αυτήν τη σύνθεση κοινωνικών μοντέλων εύκολα μπορεί να τη διακρίνει κάποιος στο πρόσωπο της σημερινής κοινωνίας. Η κοινωνία αυτή λειτουργεί με ψευδοδημοκρατικούς τύπους κι αυτό της δίνει το δικαίωμα να μη φθείρεται.. να μην ανατρέπεται ακόμα κι από ανθρώπους που έχουν μεγάλη γνώση. Αν η λειτουργία αυτής της κοινωνίας στηρίζεται στην εναλλαγή των σχετικών γνώσεων, αυτό σημαίνει ότι η απόλυτη, εφόσον υπάρξει, θα νικά τη σχετική κι έτσι φυσική συνέχεια θα είναι η οριστική κατάληξη στο βήμα πέντε. Μ’ αυτήν τη λογική η απόλυτη γνώση, αρκεί να νικήσει το πλέγμα στο οποίο στηρίζεται η απόλυτη εξουσία, κι είναι το κοινωνικό μοντέλο της Βαβυλώνας. Από το σημείο εκείνο κι ύστερα το βήμα τέσσερα αυτοκαταργείται. Τη μετάλλαξη του βήματος τέσσερα σε βήμα πέντε την εμποδίζει το μοντέλο της Βαβυλώνας και μόνο που υπάρχει στην κοινωνία. Αν η απόλυτη γνώση δοθεί απευθείας στο βήμα τέσσερα, χωρίς να καταλυθεί η Βαβυλώνα, είναι δυνατόν να μην υπάρξει εξέλιξη. Η αθλιότητα των δούλων είναι θέμα χρόνου να απειλήσει την κοινωνία, αναγκάζοντάς την να ξαναγυρίσει στις παλιές πρακτικές.
Με δεδομένα όλα αυτά βλέπουμε ότι το σύνθετο πρόβλημα, που ονομάζεται κοινωνία, απλοποιείται σημαντικά. Από το σύνθετο πηγαίνουμε στο απλό, που είναι κι ο βασικός στόχος. Αν διαπιστώσουμε πράγματι ότι ακόμα και στα χρόνια μας η απόλυτη εξουσία είναι στα χέρια ανθρώπων, όπως αυτοί που ήταν πολέμιοι του Χριστού, τότε αυτό που μένει, είναι να δούμε την ισχύ του Λόγου του Χριστού που θεωρήσαμε ως τη μόνη, που μπορεί να νικήσει το χειρότερο κι απεχθέστερο κοινωνικό σύστημα.
Ένα σύστημα όπως αυτό της Βαβυλώνας, θα πρέπει να έχει τη μορφή πυραμίδας και να είναι τεράστιο. Η βάση αυτής της πυραμίδας είναι το σύνολο των ανθρώπων, που βρίσκονται κάτω από την εξουσία της και κορυφή της είναι πάντα ένας άρχων. Άρχων είναι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος του οποίου η ισχύς κι ο λόγος ξεφεύγουν από τ’ ανθρώπινα προσωπικά μέτρα κι αυτό του δίνει το δικαίωμα να επιβάλλει την άποψή του ακόμα και σ’ αυτούς, που διαφωνούν ή και θίγονται ακόμα. Όταν αναφερθήκαμε στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, είπαμε ότι η οικογένεια είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Μία κοινωνία πατριαρχική της οποίας η κοινωνική πυραμίδα είναι ακλόνητη και πανίσχυρη, πρέπει να έχει το καλύτερο δυνατό υπόβαθρο. Υπόβαθρο στην προκειμένη περίπτωση είναι το βασικό κύτταρο, που είναι η οικογένεια. Αν ολόκληρο το σύστημα είναι άρρωστο και προβληματικό, αυτό σημαίνει αυτόματα ότι τα ίδια φαινόμενα παρατηρούνται και στη βάση, που είναι η οικογένεια.
Παραπάνω αναφέραμε ότι τα επίπεδα στα οποία πρέπει μία κοσμοθεωρία να δίνει λύσεις είναι δύο. Το βασικό επίπεδο είναι ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά και το γενικό επίπεδο είναι αυτό στο οποίο ο άνθρωπος συμμετέχει σε μία κοινωνική ομάδα ως μέλος ενός συνόλου. Αν υπάρχει πρόβλημα στο σύνολο, κι αυτό το πρόβλημα το γνώριζε ο Χριστός, τότε πρέπει να γνώριζε και το αντίστοιχο της βάσης. Η οικογένεια είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχει ο άνθρωπος στη ζωή του. Μέσα σ’ αυτήν αναπτύσσεται και μέσα απ’ αυτήν αντλεί στοιχεία. Ό,τι είναι ο Θεός για την ανθρωπότητα στο σύνολο της, είναι οι γονείς για τον άνθρωπο, που έρχεται στη ζωή. Χωρίς οικογένεια ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο, το οποίο είναι απαραίτητο για την τελική Θέωση.
Μέχρι αυτό το σημείο είναι τα πάντα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Δεν υπάρχει άνθρωπος είτε καλός είτε κακός, που να μην αντιλαμβάνεται και να μην προωθεί την ιδέα της οικογένειας. Η εξουσία προσπαθεί πάντα να ωθήσει τους ανθρώπους στη δημιουργία της οικογένειας.. αυτό διαπιστώνεται εύκολα, αν αναζητήσει κάποιος σε ιστορικές πηγές την αντίληψη γι’ αυτό που υπήρχε και υπάρχει σ’ όλων των ειδών τις κοινωνίες. Αν υπάρχει ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στις πιο αυταρχικές κοινωνίες και στις πιο σύγχρονες, αυτό είναι η απόλυτη ταύτιση στην ιδέα της οικογένειας. Η εξουσία ενδιαφερόταν πάντα κι ενδιαφέρεται ακόμα για την οικογένεια. Η φιλοσοφία επίσης, που προσπαθεί με τον καλύτερο τρόπο να βοηθήσει τον άνθρωπο να μπει στην κοινωνία με τα καλύτερα εφόδια, εξαίρει τη σημασία της οικογένειας. Αν η εξουσία είναι σε διαρκή πάλη κι αντιπαλότητα με κάποιον, αυτός ο αντίπαλος είναι η φιλοσοφία. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει ταύτιση απόψεων κι αυτό σημαίνει ότι κάπου υπάρχει ένα πρόβλημα, που δεν είναι άμεσα αντιληπτό. Η φιλοσοφία δε συνωμοτεί με την εξουσία κι αυτό σημαίνει ότι η οικογένεια είναι απαραίτητο στοιχείο στη ζωή του ανθρώπου.
Όμως η εμμονή της εξουσίας στη δημιουργία της οικογένειας από τους ανθρώπους, είναι το ύποπτο σημείο. Η εξουσία ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για τον άνθρωπο κι αυτό είναι γνωστό. Όσο πιο αυταρχική είναι η κοινωνία, τόσο πιο πολύ ταλαιπωρεί, όταν δε σκοτώνει τον άνθρωπο. Είναι δυνατόν αυτή η κοινωνία, που δε σέβεται τίποτε, ν’ αγωνιά τόσο για τα εφόδια που θα έχει ο άνθρωπος τη στιγμή που θα ενταχθεί σ’ αυτή; Αυτό είναι αντίφαση, γιατί ένας άνθρωπος που βγαίνει στην κοινωνία με εφόδια, το πρώτο που θα κάνει είναι να την πολεμήσει, εφόσον η εξουσία φέρεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Το βέβαιο είναι ότι η εξουσία κάτι επιδιώκει, αλλά δεν είναι ορατό.
Όταν η θεωρία αυτή ισχυρίζεται ότι καθρέφτης της κοινωνίας είναι η οικογένεια, αυτό σημαίνει ότι μία προβληματική κοινωνία έχει και προβληματικές οικογένειες. Όμως μέσα σε μία οικογένεια τα πράγματα είναι πολύ απλά και βασίζονται κατ’ αρχήν στην αγάπη. Αν η κοινωνία δεν αγαπάει τα παιδιά της και τα σκοτώνει, πρέπει και η οικογένεια να είναι κατ’ ανάγκη σ’ αυτήν τη συχνότητα; Υπάρχει μητέρα, που ζει σ’ αυταρχικό σύστημα και μισεί τα παιδιά που γεννά; Είναι δυνατόν το μίσος της κοινωνίας να μπαίνει μέσα στην οικογένεια και να την εξομοιώνει με την άθλια κοινωνία; Κανείς και με τίποτε δεν μπορεί να ισχυριστεί τέτοιο πράγμα. Ο πατέρας και η μητέρα αγαπούν τα παιδιά τους και θυσιάζονται γι’ αυτά. Καμία συνθήκη δεν μπορεί ν’ αλλάξει αυτά τα δεδομένα και να καταστρέψει τη δομή της. Η οικογένεια όμως δεν έχει ένα επίπεδο αναφοράς, αλλά δύο. Το ένα επίπεδο είναι αυτό που αναφέραμε κι έχει σχέση με τα παιδιά και τους γονείς και τ’ άλλο έχει σχέση με τους γονείς μεταξύ τους. Εφόσον εμείς αναζητούμε πρόβλημα στην οικογένεια, τότε δε θα το αναζητήσουμε στο πρώτο επίπεδο, που είναι αδύνατο να υπάρξει, αλλά στο δεύτερο. Εφόσον ισχυριζόμαστε κι επιμένουμε στην άποψη ότι η προβληματική κοινωνία στηρίζεται στην προβληματική οικογένεια, τότε σίγουρα πρέπει να υπάρχει πρόβλημα και το πρόβλημα αυτό —αν υπάρχει— βρίσκεται στις σχέσεις μεταξύ των γονιών.
Η κοινωνία, η σκληρή και βίαιη στην οποία έζησε ο Χριστός και περιγράφεται στο Ευαγγέλιο, κάθε φορά που απειλείται είναι αδίστακτη. Αυτή η βίαιη συμπεριφορά φτάνει στο αποκορύφωμά της με τη Σταύρωση του Χριστού, ενός ανθρώπου, που με το Λόγο Του την απειλεί. Αν όμως σταθεί κάποιος με μεγαλύτερη προσοχή στα φαινόμενα που περιγράφονται μέσα στο Ευαγγέλιο, θα διαπιστώσει κι ορισμένες άλλες, εξίσου βίαιες εκδηλώσεις αυτής της κοινωνίας. Η γυναίκα η μοιχαλίδα, όπως περιγράφεται μέσα στο Ευαγγέλιο, βρίσκεται κι αυτή πολύ κοντά στο θάνατο. Η αγριότητα της κοινωνίας φαίνεται στη μέθοδο με την οποία εκδηλώνεται. Δεν υπάρχει πιο άγρια μορφή θανάτωσης απ’ αυτή του λιθοβολισμού. Η σταύρωση είναι ποινή θανάτου, που εφαρμόζεται από επαγγελματίες σταυρωτές, που είναι απρόσωποι κι εκτελούν διαταγές. Ο πόνος έχει σχέση με τα καρφιά, που τρυπούν το σώμα κι εκεί εστιάζεται το μαρτύριο για κάποιον που παρακολουθεί την εκτέλεση της ποινής. Από την άλλη πλευρά ο λιθοβολισμός είναι η πιο απάνθρωπη μορφή θανάτωσης. Συμμέτοχος σ’ αυτόν είναι ο κόσμος και κάθε λίθος αντιπροσωπεύει το μίσος και το πάθος αυτού, που τον ρίχνει. Λυσσαλέο πρέπει να είναι το μίσος κάποιου, που συμμετέχει σε λιθοβολισμό. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν μπορεί να συνθλίψει με πέτρες ούτε το δολοφόνο της ίδιας του της μητέρας. Η ανθρώπινη συνείδηση ενός φυσιολογικού ατόμου δεν αντέχει τη θέα του αίματος και της παραμόρφωσης του ανθρώπινου σώματος. Ο άνθρωπος πρέπει να ξεφύγει από κάθε φραγμό και ν’ αγγίξει τη λύσσα ή την τρέλα, για να συμμετέχει σε λιθοβολισμό. Αν ο Χριστός καταδικαζόταν σε ποινή θανάτου με λιθοβολισμό, δε θα υπήρχε περίπτωση θανάτωσής Του. Οι άνθρωποι έγιναν όχλος κι απαίτησαν μία ποινή, στην εκτέλεση της οποίας όμως δε θα ήταν κι οι ίδιοι συμμέτοχοι. Ήταν σφάλμα κι αυτό αποδίδεται στην έλλειψη παιδείας. Λίγα λεπτά μετά τον παροξυσμό του όχλου υπήρξαν άνθρωποι, που πραγματικά μετάνιωσαν κι απόρησαν πώς ήταν δυνατό να μπήκαν στη λογική του όχλου. Στην περίπτωση όμως του λιθοβολισμού δεν υπάρχει ενδοιασμός, δεν υπάρχει έλεος. Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε κτήνη, σ’ ανθρωπόμορφα τέρατα. Ξεδιψούν τα πάθη τους με αίμα.
Η πιο άγρια κοινωνία που προστατεύει τη δομή της, έδειξε το αβυσσαλέο μίσος και πάθος της μόνο σ’ εκείνη την περίπτωση. Γιατί άραγε απειλείται η κοινωνία —εφόσον αυτό δείχνει η συμπεριφορά της— από μία γυναίκα που συνελήφθη για μοιχεία; Ο Χριστός απείλησε ανοιχτά την κοινωνία αυτή και η στάση της ήταν φυσιολογική, αφού υπήρχε άνθρωπος που την πολεμούσε. Πώς όμως απειλεί η μοιχαλίδα την κοινωνία; Τι ήταν αυτό που ξύπνησε την οργή και το πάθος των Ιουδαίων; Ο αρχιερέας Καϊάφας τεκμηρίωσε την άποψή του για την καταδίκη του Χριστού με τη λογική ότι συμφέρει ένας άνθρωπος να πεθάνει υπέρ του λαού, παρά να χαθεί ένα ολόκληρο έθνος. Η μοιχαλίδα όμως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταδικάστηκε μ’ αυτήν τη λογική. Μία απλή γυναίκα χωρίς γνώση, χωρίς καν να εναντιωθεί στο σύστημα, έρχεται αντιμέτωπη με τον πιο άγριο τρόπο θανάτωσης. Η πανίσχυρη Βαβυλώνα τρέμει κυριολεκτικά τη μοιχαλίδα κι αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς, είναι να βρούμε το γιατί.
Οι Ιουδαίοι έχουν πάρει γνώση από τον Ίδιο το Θεό μέσω των Εντολών. Μέσα στις Εντολές υπάρχει σαφέστατα η εντολή: “ού μοιχεύσεις”. Για το Θεό η μοιχεία είναι αμαρτία κι ο μοιχός ή η μοιχαλίδα αμαρτωλοί. Στις Δέκα Εντολές όμως, που δόθηκαν από το Θεό στους Ιουδαίους, συμπεριλαμβάνονται κι άλλες Εντολές των οποίων η παράβαση θεωρείται αμαρτία. Δε βλέπουμε όμως να λιθοβολείται κανένας κλέφτης, ούτε καν φονιάς, οι δε ψευδομάρτυρες υπάρχουν παντού και βεβαιώνουν οτιδήποτε βολεύει τους κρατούντες. Καμία παράβαση δεν τιμωρείται με τόσο μίσος και τόσο πάθος. Τι είναι αυτό που κάνει την παράβαση αυτής της εντολής αιτία αυτής της τρομερής τιμωρίας; Τι δεν ανέχονται οι Ιουδαίοι; Η μοιχεία είναι ένα σημαντικότατο πρόβλημα, που αφορά και την κοινωνία και τους ανθρώπους. Σ’ ένα τόσο σημαντικό πρόβλημα έπρεπε, όπως κι έγινε, να πάρει θέση ο Χριστός και η θέση αυτή να είναι η τέλεια και για τους ανθρώπους και για την κοινωνία.
Όμως πριν δούμε ποια είναι αυτή η θέση, πρέπει να κατανοήσουμε ορισμένα πράγματα. Η εξουσία, όπως εύκολα διαπιστώνει κάποιος, ωθεί τον άνθρωπο στη δημιουργία οικογένειας. Η μοιχεία χαλάει την οικογένεια κι αυτό είναι κατανοητό από το σύνολο των ανθρώπων. Το τρομερό ενδιαφέρον όμως της κοινωνίας για την τιμωρία της μοιχείας δεν μπορεί να εξηγηθεί. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν σκοτωθεί εξαιτίας των επιλογών του συστήματος και δε μετάνιωσε κανένας απ’ αυτούς, που προκάλεσαν αυτές τις συμφορές. Το σύστημα οργίζεται κι απειλεί, μέσω συγκεκριμένων δομών, όταν οι άνθρωποι αμφισβητούν το γάμο ή έστω ζητούν τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Πώς είναι δυνατό μία εξουσία που για να ικανοποιήσει τα σχέδια της, δε διστάζει να θυσιάσει μεγάλο αριθμό ανθρώπων, να μη νομιμοποιεί τις αμβλώσεις δείχνοντας μία τουλάχιστον ύποπτη ευαισθησία;
Για να καταλάβει ο αναγνώστης πώς λειτουργεί η σύνθετη κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε, ας σκεφτεί το εξής απλό: έστω ότι υπάρχει ένας πολιτικός —που την εξουσία του ως γνωστό την παίρνει μέσω εκλογής και όχι ελέω πνευματικών δικαιωμάτων— και παίρνει θέση υπέρ των αμβλώσεων, που είναι ένα πρόβλημα της κοινωνίας. Ποιος θα ξεσηκωθεί πρώτος; Ποιος θα κατηγορήσει μ’ όλη του τη δύναμη αυτόν τον άνθρωπο και θα καταφέρει —όπως καταφέρνει πάντα— να τον φιμώσει; Θα αναφερθούμε αργότερα σ’ αυτόν τον κάποιον που είναι εύκολο ν’ αντιληφθεί ο αναγνώστης. Αυτό που μας ενδιαφέρει σ’ αυτό το σημείο, είναι ότι η εξουσία, που έχει τα χαρακτηριστικά της ψευδοδημοκρατίας, ανέχεται, εφόσον ασκείται από ανθρώπους που εκλέγονται από το λαό, μερικά πράγματα, που γι’ άλλους φορείς είναι εγκλήματα αποτρόπαια. Οι φορείς αυτοί είναι οι ζητούμενοι μέσα στη σύνθετη κοινωνία κι έχουν τα χαρακτηριστικά που μας ενδιαφέρουν: πνευματικά δικαιώματα κι εκτός λογικής θυμό, σε θέματα που αφορούν το γάμο, τον έρωτα και τη μοιχεία.
Η μοιχεία είναι ένα πρόβλημα, που αφορά και τους ανθρώπους και τους μηχανισμούς της κοινωνίας. Τι είναι όμως μοιχεία; Πότε υπάρχει μοιχεία; Θεωρητικά όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει αυτό και πριν δούμε ποια είναι η γνώση, που μας δόθηκε μέσω του Χριστού, πρέπει πρώτα να δούμε τι έχει ο κάθε άνθρωπος υπόψη του για τη μοιχεία, που είναι κι άποψη του συνόλου. Οι άνθρωποι στη ζωή τους, ζουν στην πλειοψηφία τους σε δύο στάδια. Ένα στάδιο είναι αυτό που είναι ελεύθεροι από πλευράς πλαισίου γάμου κι ένα δεύτερο αυτό του έγγαμου βίου. Μοιχεία στο πρώτο στάδιο δε νοείται. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος κι ελεύθερα αποφασίζει. Μοιχός ή μοιχαλίδα χαρακτηρίζεται μόνον το άτομο, που έχει περάσει στο δεύτερο στάδιο. Ο ελεύθερος που έχει κρυφό δεσμό με παντρεμένη, μπορεί να χρεωθεί μ’ οποιονδήποτε χαρακτηρισμό, αλλά όχι μ’ αυτόν του μοιχού. Μοιχός είναι αποκλειστικά αυτός, που κατηγορείται γι’ απιστία, εφόσον είναι έγγαμος. Μοιχεία θεωρείται η πράξη και όχι η σκέψη. Μπορεί κάποιος να είναι μοιχός για όλη του τη ζωή, χωρίς ποτέ να χαρακτηριστεί μ’ αυτόν τον τρόπο από το σύστημα και την κοινωνία. Αυτό δεν είναι αυθαίρετο, αφού δεχόμαστε το Λόγο του Χριστού, που μας βεβαιώνει ότι και μόνο να επιθυμήσει κάποιος μία γυναίκα που βλέπει διαπράττει μοιχεία.
Το σύστημα όμως δε φιλοσοφεί, ούτε ασχολείται με τις επιθυμίες των ανθρώπων. Το μόνο που το ενδιαφέρει πραγματικά, είναι να υπάρχει και να εξουσιάζει. Η άποψη του κόσμου για την μοιχεία είναι η παραπάνω κι είναι η άποψη που εκφράζει και το σύστημα. Μοιχός και μοιχαλίδα είναι οι έγγαμοι, που απιστούν και κατά προέκταση είναι επίορκοι, εφόσον έχουν δώσει όρκους πίστης μέσω της γαμήλιας τελετής. Εδώ πρέπει να τονιστεί και το ενδιαφέρον στοιχείο ότι η κοινωνία εξαντλεί όχι μόνον την ευαισθησία της, αλλά και τη σκληρότητά της ως προς το αμάρτημα της μοιχείας, μόνον από την πλευρά της γυναίκας. Η μοιχαλίδα γυναίκα, κρίνεται και κατακρίνεται μέσα σε μία κοινωνία στην οποία, από τον καιρό που δημιουργήθηκε μ’ αυτήν τη μορφή, τα πορνεία είναι οι πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις. Η μοιχεία του άντρα όχι μόνο δεν κατακρίνεται από την κοινωνία, αλλά αντίθετα μεταξύ των αντρών —που έχουν και την εξουσία στα χέρια τους— η απόλαυση του έρωτα πέρα από τα συζυγικά όρια θεωρείται προσόν και δείγμα αντρισμού.
Η κοινωνία παρακολουθεί πάντα τη γυναίκα κι αυτήν κατακρίνει, άσχετα αν υπάρχουν χίλιοι σοβαροί λόγοι, που μπορούν να αιτιολογήσουν αυτήν την πράξη. Η γυναίκα που μπαίνει στην κοινωνία του γάμου, δεν αντιμετωπίζεται ως άνθρωπος, αφού δεν έχει το δικαίωμα να λειτουργήσει ως άνθρωπος.. εφόσον δεν έχει το δικαίωμα να σκέφτεται. Οι λόγοι που προαναφέραμε, που μπορεί να είναι καθ’ όλα υπαρκτοί και λογικοί, δε λογαριάζονται από κανέναν, επειδή δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Η γυναίκα, στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, είναι μία μηχανή παραγωγής ανθρώπων, όσον αφορά την κοινωνική της υπόσταση και η πιο οικονομική οικιακή βοηθός κι ερωμένη του άρχοντα άντρα. Η τραγική ειρωνεία είναι το γεγονός ότι οι ίδιες οι γυναίκες είναι αυτές που στηρίζουν τις δομές, που τις ταπεινώνουν και τις μεταμορφώνουν σ’ άβουλα όντα.
Η άποψη του Χριστού πάνω στο θέμα της μοιχείας είναι σχετικά κατανοητή για κάποιον, που έχει στοιχειώδη γνώση για τη φιλοσοφία και βρίσκεται έξω από το σύστημα εξουσίας. Το τελευταίο σημαίνει ότι μπορεί να εκφέρει άποψη, χωρίς να κινδυνεύει να τιμωρηθεί με τις μεθόδους που χρησιμοποιεί το σύστημα. Επιπλέον πρέπει και η ηλικία του να ευνοεί μία τέτοιου είδους φιλοσοφία και θα δούμε γιατί.
Στο Λόγο του Χριστού, πολύ κοντά στη “μοιχεία”, υπάρχει και μία έννοια, που στη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου βρίσκεται πολύ μακριά από την “απιστία”. Είναι η έννοια “πορνεία”. Σε καμία περίπτωση αυτές οι δύο έννοιες δεν μπορούν να έχουν σχέση μεταξύ τους για κάποιον που τις γνωρίζει, όπως τις παρουσιάζουν τα λεξικά όλων των γλωσσών. Ο Χριστός όμως αναφέρεται σ’ αυτή κι εμείς με τη σειρά μας πρέπει να προβληματιστούμε. Πορνεία στη σύγχρονη εποχή, σημαίνει αποκλειστικά την “παράδοση προς συνουσία της γυναικός επ’ αμοιβής”. Πόρνη για εμάς τους σύγχρονους είναι η γυναίκα που μπορούμε ν’ απολαύσουμε σεξουαλικά, όποτε αυτό μας ικανοποιεί, με μοναδική δέσμευση από μέρους μας την πληρωμή αμοιβής, της οποίας το ύψος είναι προκαθορισμένο.
Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί στο Λόγο Του ο Χριστός αναφέρει ορισμένα πράγματα που κατ’ αρχήν φαίνονται περίεργα. Ο Χριστός λέει: (Ματθ. 19.9) “λέγω δε υμίν ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού ει μη επί πορνεία και γαμήση άλλην, μοιχάται..” (Σάς λέγω δέ, ότι εκείνος, πού θά χωρίση τήν γυναίκα του, εκτός ένεκα πορνείας, και νυμφευθή άλλην, αυτός διαπράττει μοιχείαν.). Ο μόνος λόγος για τον οποίο μπορεί κάποιος να χωρίσει τη γυναίκα, σύμφωνα με το Χριστό, είναι αυτός της πορνείας. Αν η “πορνεία” έχει αυτήν την έννοια, την οποία εμείς γνωρίζουμε, τότε στην ουσία δεν επιτρέπεται να χωρίζει ο άνθρωπος σε καμία περίπτωση. Σε σχέση με το συνολικό αριθμό των ατόμων που συνθέτουν μία κοινωνία, οι γυναίκες αυτού του είδους είναι απειροελάχιστες. Ο Χριστός όμως σ’ ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα, πήρε θέση μόνο για το απειροελάχιστο; Ελεύθεροι από τα δεσμά του γάμου είναι αυτοί, που είναι νυμφευμένοι με πόρνες ή μ’ αυτήν την έννοια ο Χριστός αναφέρεται σε κάτι άλλο, το οποίο εμείς δε γνωρίζουμε; Γιατί ο Χριστός συνδέει την πορνεία με τη μοιχεία; Γιατί κάποιος, που χωρίζει για οποιονδήποτε άλλο λόγο τη γυναίκα του, μοιχάται;
Στη σύγχρονη κοινωνία η μοιχεία είναι λόγος διαζυγίου, ενώ η Καθολική εκκλησία σπάνια συνηγορεί στην έκδοση διαζυγίου για οποιονδήποτε λόγο. Μήπως όλοι οι άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί από το Θεό και το Λόγο του και μόνον η Καθολική εκκλησία τον σέβεται; Η κοινωνία στην οποία έζησε ο Χριστός, έδινε το δικαίωμα να χωρίζει ο άντρας τη γυναίκα του κι αυτό, όπως ο Χριστός μάς λέει, έγινε εξαιτίας της σκληροκαρδίας των ανθρώπων. Αν όμως συμβαίνει κι έχει ισχύ αυτό, ο άντρας ο οποίος έχει αυτό το δικαίωμα, γιατί δε χωρίζει τη γυναίκα του, όταν αυτή συλλαμβάνεται για μοιχεία και την παραδίδει στον όχλο για λιθοβολισμό; Μπορούσε κάλλιστα ο σύζυγος της μοιχαλίδας, από ανθρωπιστικούς και μόνο λόγους να τη χωρίσει κι ελεύθερη πλέον η γυναίκα να γλιτώσει και τη ζωή της και τον εξευτελισμό. Όμως όλα αυτά, που φαίνονται τόσο λογικά κι απλά, δε συμβαίνουν. Συμβαίνουν τα παράλογα κι απάνθρωπα κι αυτό είναι που πρέπει να μας προβληματίζει. Στην κοινωνία αυτού του τύπου, ο άντρας μπορεί να χωρίζει τη γυναίκα του κι αυτό βεβαιώνεται με το νόμο, που παραδόθηκε από το Μωυσή. Η γυναίκα όμως από την πλευρά της τι είναι δυνατό να πράξει; Ποια γυναίκα, εφόσον η επιθυμία της για έναν άλλο άντρα είναι τόσο δυνατή, ώστε να ξεπερνά το φόβο του λιθοβολισμού, αλλά και τον πολύ σημαντικό για τη γυναίκα εξευτελισμό, δε θα χώριζε τον άντρα της; Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι η γυναίκα δεν μπορεί, σ’ αυτήν τη μορφή κοινωνίας, να δράσει ως ελεύθερος άνθρωπος και ν’ αποφασίσει η ίδια για το προσωπικό της μέλλον. Στο Λόγο Του όμως ο Χριστός για την περίπτωση του χωρισμού, αναφέρει και την περίπτωση να χωρίσει η γυναίκα τον άντρα, που σημαίνει ότι αναφέρεται σε κάτι, το οποίο δεν υφίσταται στην κοινωνία αυτού του τύπου.
Θα εξετάσουμε τα πράγματα με τη σειρά τους και θα δούμε ακριβώς τι συμβαίνει. Η κοινωνία της Βαβυλώνας είναι η πατριαρχική κοινωνία στο ύψιστο σημείο της. Υπάρχουν ιστορικές πηγές, μέσα από τις οποίες μπορούμε ν’ αντλήσουμε στοιχεία και μ’ αυτά ακριβώς να βαδίσουμε. Η κοινωνία, όπως γνωρίζουμε, ωθεί τους ανθρώπους στη δημιουργία οικογένειας κι αυτό δε γίνεται με τρόπο αφηρημένο, εφόσον υπάρχουν νόμοι, μέσω των οποίων διακρίνεται μία οικογένεια ως νόμιμη ή μη. Η “νόμιμη” οικογένεια ξεκινά από ένα “νόμιμο” γάμο. Ο γάμος δεν έχει σχέση με τη θρησκεία και τη συγκεκριμένη ιεροτελεστία, που ακολουθείται. Γάμος σημαίνει σε κάθε περίπτωση την ένωση δύο ανθρώπων, που οδηγούνται στη δημιουργία της οικογένειας κι αυτήν την ένωση την εγκρίνει η κοινωνία. Όμως για να εγκρίνει κάτι η κοινωνία, πρέπει να το ελέγχει.. έτσι ένας γάμος, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του κάθε λαού (κουλτούρα, παιδεία), λειτουργεί ως ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο υπάρχουν δικαιώματα κι υποχρεώσεις.
Χωρίς να εξετάσουμε καν την περίπτωση του έρωτα, πηγαίνουμε κατ’ ευθείαν στην περίπτωση του νόμιμου γάμου, όπως τον αντιλαμβάνονταν στη Βαβυλώνα. Η πανίσχυρη πατριαρχία μεταβιβάζει τα δικαιώματά της από την κορυφή προς τη βάση. Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αυθαιρετεί ο βασιλιάς, αυθαιρετεί κι ο πατέρας της οικογένειας. Ο θηλυκός άνθρωπος, η γυναίκα, δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα που ο κάθε άντρας έχει, έστω και στοιχειωδώς, να σκέφτεται και ν’ αποφασίζει. Ο πατέρας ανάλογα με την ποιότητα του προϊόντος που διέθετε —δεν είναι ούτε υπερβολή ούτε προσβολή για τις γυναίκες— και με ύφος εμπόρου, δεχόταν τις προτάσεις και τις σκεφτόταν με τα κριτήρια που αυτός είχε. Αν η κόρη του ήταν όμορφη, ήταν μία καλή περίπτωση γι’ αυτόν ν’ ανεβεί κοινωνικά, εφόσον ο γαμπρός θα ήταν η καλύτερη επιλογή με βάση τα κοινωνικά κριτήρια κι επιπλέον η προίκα, για μία τέτοια περιζήτητη κοπέλα, θα έπεφτε σε δεύτερη μοίρα. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο πατέρας θεωρούνταν τυχερός, αφού ξεφορτωνόταν με μεγάλη άνεση ένα μεγάλο πρόβλημα. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η γυναίκα δεν ήταν και τόσο εμφανίσιμη και φτωχιά, ήταν χειρότερη ως συναλλαγή κι από ένα ζώο. Ο καθένας μπορούσε να τη ζητήσει και να την πάρει. Νέος, γέρος, κουτσός, στραβός, όλοι είχαν θέση σ’ αυτήν την ευτελή —από άποψης αξίας προϊόντος— συναλλαγή. Όλες οι άλλες περιπτώσεις βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα.
Όλα αυτά τα γελοία και ταπεινωτικά, που φαίνονται αρκετά μακριά από τη σημερινή εποχή, αν ψάξει κάποιος, θα δει ότι συνέβαιναν φανερά μέχρι πριν από ορισμένες δεκαετίες και κρυφά ακόμα και στις μέρες μας. Αφού λοιπόν συμβεί όλο το προηγούμενο σκηνικό της συναλλαγής και με τις ευχές της κοινωνίας πλέον, έχουμε δύο ανθρώπους, που είναι έτοιμοι να δημιουργήσουν οικογένεια. Τι είδους οικογένεια μπορούν να δημιουργήσουν δύο άνθρωποι από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον, όχι μόνο δε ρωτήθηκε, αλλά και υπάρχει πιθανότητα να συμβιβάστηκε ακόμα και με τη βία; Πάλι θα εξετάσουμε τ’ άκρα και θα θεωρήσουμε ότι τα ίδια συμβαίνουν και στο ενδιάμεσο. Η όμορφη κοπέλα, ένας πραγματικός ανθός, ένας πραγματικός ύμνος προς το Δημιουργό, σύρεται κυριολεκτικά σε γάμο μ’ έναν άνθρωπο που στην καλύτερη περίπτωση απλά δεν τον ξέρει κι είναι ανεκτός και στη χειρότερη μ’ ένα βρωμερό και χυδαίο άντρα, που με τα λεφτά του έχει συνηθίσει ν’ αγοράζει τα πάντα. Τι είδους οικογένεια μπορούν να φτιάξουν αυτοί οι δύο άνθρωποι;
Ένας άνθρωπος που ζει μέσα σε μία κοινωνία, δέχεται διάφορα ερεθίσματα και το πιο σημαντικό όλων αυτών είναι ο έρωτας. Ο έρωτας χτυπά αδιάκριτα και δεν ξεχωρίζει ούτε έγγαμους ούτε άγαμους. Οι άνθρωποι αγαπιούνται μεταξύ τους κι αυτό το δέχονται οι πάντες. Η νεαρή κοπέλα ως άνθρωπος, το πιθανότερο είναι να ήταν ερωτευμένη μ’ αυτόν που η ίδια ήθελε. Όταν όμως ο γάμος είναι μία καθαρά οικονομική συναλλαγή, αυτή δεν ερωτάται κι ούτε προβληματίζει κανέναν τι ακριβώς σκέφτεται η ίδια. Ο έρωτας είναι όμως ανίκητος και βασανίζει αυτόν που δεν τον σέβεται μέρα και νύχτα. Ιδιαίτερα τη νύχτα, γιατί εκείνη την ώρα καλείται η γυναίκα αυτή να είναι συνεπής στις συζυγικές της υποχρεώσεις, που τη φέρνουν στο ίδιο κρεβάτι μ’ έναν τρισάθλιο άνθρωπο, που την αγόρασε στην κυριολεξία και γκρέμισε ό,τι πιο όμορφο είχε κτίσει μέσα στην ψυχή της.
Μένουμε στο συναίσθημα εκείνης της ώρας, για να εξετάσουμε και το άλλο άκρο. Η ομορφιά αναφέραμε ότι είναι ένας ύμνος προς το Δημιουργό, αλλά δεν υπάρχει καμία πρόθεση να προσβάλλουμε και να υποτιμήσουμε την κοπέλα, που από άποψης ομορφιάς υστερεί. Η ομορφιά είναι δώρο κι είναι ευχαρίστηση να βλέπει κάποιος τους όμορφους ανθρώπους. Ο Δημιουργός όμως δεν είναι άδικος με κανέναν κι αυτό φαίνεται στο σημείο ότι ο έρωτας δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την ομορφιά. Οι όμορφοι δεν ερωτεύονται μεταξύ τους, όπως δεν ερωτεύονται μεταξύ τους αποκλειστικά οι όχι και τόσο εμφανίσιμοι. Με την ίδια λογική και το δεύτερο κορίτσι της υπόθεσής μας ήλπιζε κι ονειρευόταν τον άντρα της ζωής της όμορφο, γλυκό, καλό κι αυτό που γεύεται, είναι η πίκρα της συμβίωσης μ’ έναν άνθρωπο, που κι αυτός ευθυγραμμιζόμενος με την όλη κατάσταση, δεν παύει ποτέ να της δείχνει ότι ήταν αυτή μία επιλογή ανάγκης, εφόσον στην κοινωνία της Βαβυλώνας όποιος έχει λεφτά αγοράζει την ομορφιά. Κι αυτή η κοπέλα το βράδυ καλείται με τη σειρά της να εκπληρώσει τα συζυγικά της καθήκοντα. Το κρεβάτι, όπου δύο άνθρωποι πρέπει να γεύονται τη χαρά του έρωτα, γίνεται και στις δύο περιπτώσεις κρεβάτι μαρτυρίου, θυμού και μίσους. Εφόσον και οι δύο οι ακραίες περιπτώσεις καταλήγουν εδώ, απ’ αυτό το σημείο εξετάζουμε τη γυναίκα μέσα στο πλαίσιο, που λέγεται έγγαμος βίος.
Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι κι αυτό σημαίνει ότι στα ίδια ερεθίσματα αντιδρούν διαφορετικά. Το ισχυρότερο ερέθισμα είναι ο έρωτας. Μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε ώρα και στιγμή κι είναι υπεράνω των πάντων. Δεν τον σταματά ούτε ο νόμος ούτε ο φόβος και προπαντός η λογική. Μία γυναίκα όπως η παραπάνω, ζει μέσα στην κοινωνία κι αυτό είναι δεδομένο. Βλέπει, ακούει, αισθάνεται. Έτσι φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι, εφόσον ζει σε μία κοινωνία ανθρώπων κι ο γάμος της είναι ένας γάμος συναλλαγής και τίποτε άλλο, είναι ευάλωτη, αφού η καρδιά η ψυχή και το μυαλό της είναι ελεύθερα στον έρωτα. Άλλες γυναίκες σκέφτονται με γνώμονα τη λογική και κρατούν αυτόν τον έρωτα μέσα τους, χωρίς να τον εκδηλώνουν κι άλλες παρασύρονται απ’ αυτόν και τον ακολουθούν. Οι πρώτες δηλητηριάζονται απ’ αυτό το πανίσχυρο συναίσθημα κι οι δεύτερες παίρνουν ρίσκο.
Η γυναίκα που ακολουθεί τον έρωτα, είναι η γυναίκα που καλείται ο Χριστός να κρίνει κι είναι η “μοιχαλίς” του Ευαγγελίου. Το δεδομένο μας τώρα είναι ότι η γυναίκα αυτή είναι ερωτευμένη μ’ αυτόν με τον οποίο συνελήφθη επ’ αυτοφώρω. Αυτό είναι σίγουρο, γιατί αν ήθελε ν’ απολαύσει σαρκικό έρωτα —χωρίς να παρεμβάλλεται ο πραγματικός έρωτας— μπορούσε απλούστατα να το κάνει και με τον άντρα της, χωρίς να διακινδυνεύσει ούτε τη ζωή της ούτε την υπόληψή της. Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Πιο πάνω είδαμε ότι, εφόσον δεν εναπόκειται στη θέληση του άντρα, δεν μπορεί να υπάρξει διαζύγιο.
Από το σημείο αυτό παύει να πρωταγωνιστεί η γυναίκα κι εμφανίζονται άλλοι πρωταγωνιστές. Ο “ατιμασμένος” άντρας κι όλο αυτό το κακό συναπάντημα που ονομάζεται όχλος κι απαιτεί το λιθοβολισμό. Ο άντρας μπορεί να την προστατεύσει, αλλά δεν το κάνει. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο άντρας είναι πονηρός και καταλαβαίνει πλέον ότι έχει χαθεί το παιχνίδι γι’ αυτόν και το μόνο που του απομένει ως ικανοποίηση, είναι να τιμωρηθεί η γυναίκα. Ο άντρας αγόρασε στην ουσία τη γυναίκα κι ο ρόλος της κοινωνίας είναι να προστατεύει αυτήν την αγορά. Όταν η γυναίκα κατορθώνει και καταλύει αυτήν την άθλια φυλακή που της έχει επιβληθεί, τότε πια είναι ανεξέλεγκτη και πανίσχυρη. Ο θλιβερός άντρας τότε αντιλαμβάνεται ότι γι’ αυτόν δεν υπάρχει πλέον όφελος κι επιζητά την τιμωρία της. Ο όχλος που τον ακολουθεί, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύνολο όμοιων μ’ αυτόν ανθρώπων. Οι άνθρωποι αυτοί ζούνε παρόμοιες καταστάσεις και μ’ αυτόν τον τρόπο τρομάζουν τις δικές τους ζωντανές ιδιοκτησίες. Την απαιτούμενη κάλυψη δίνει το κοινωνικό σύστημα —που ειδικότερα στην κοινωνία των Ιουδαίων— έχει τη μορφή της θείας επιταγής. Όχι μόνον κάνουν κάτι το οποίο είναι δίκαιο για τ’ ανθρώπινα μέτρα, αλλά εκτελούν κάτι ανώτερο, όπως είναι η θεία εντολή. Αν προσπαθήσει κάποιος να διακρίνει πρόσωπα ανάμεσα στον όχλο, θα δει και πάλι τους πρεσβύτερους να πρωτοστατούν.
Εδώ γεννιέται κι ένας άλλος προβληματισμός. Εφόσον οι Ιουδαίοι τιμωρούν μ’ αυτόν τον τρόπο τη μοιχεία, που πραγματικά είναι αμαρτία, αφού το είπε ο Θεός, γιατί έχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά; Αν η μοιχαλίδα γυναίκα είναι μία φορά αμαρτωλή, η επαγγελματίας πόρνη μ’ αυτήν τη λογική είναι χίλιες. Πριν αφήσουν τις πέτρες, έπρεπε να συνεχίσουν την πορεία τους προς το πλησιέστερο πορνείο και με τις ίδιες πέτρες να λιθοβολήσουν και τις πόρνες. Τι συμβαίνει; Γιατί δεν το κάνουν; Σκοτώνουν μία γυναίκα, που μπορεί να είναι και μητέρα, επειδή δεν μπόρεσε να νικήσει τον έρωτα κι αφήνουν να ζουν οι πόρνες, που εκμεταλλεύονται τον έρωτα; Ας υποθέσουμε ότι συνεχίζουν το δρόμο τους και φτάνουν έξω από ένα πορνείο. Βάλλουν κατά του πορνείου με τους λίθους και το αποτέλεσμα είναι γνωστό, γνωστότατο… εξέρχονται μαινόμενοι άντρες από το σύνολο των κοινωνικών τάξεων, που, αν δε βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο πορνείο, σίγουρα θα ήταν παρόντες στο λιθοβολισμό της άπιστης και σίγουρα θα μιλούσαν για ηθική και τάξη και, το χειρότερο, για το Θεό. Εκτός βέβαια από τους πελάτες, θα εξέρχονταν και οι ιδιοκτήτες, που κι αυτοί απολαμβάνουν τιμές σε μία κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, εφόσον η δουλειά τους είναι οικονομικά αποδοτική και τους επιτρέπει επίσης μέσω “εξυπηρετήσεων” να έχουν ισχυρούς και πιστούς φίλους. Αυτή είναι η πορεία, που έπρεπε να γίνει και δεν έγινε ποτέ στη Βαβυλώνα. Όλα αυτά τα τόσο απάνθρωπα και τα τόσο φαινομενικά μακρινά είναι δίπλα μας και περιμένουν να μας εξουσιάσουν, να μας ελέγξουν, να μας βασανίσουν. Η διαφορά είναι ότι οι λίθοι έγιναν λόγια κι ο λιθοβολισμός είναι η κριτική τρίτων πάνω σε θέματα, που αφορούν την προσωπική ζωή του καθενός.
Ο τέλειος Χριστός πώς δίνει το φως Του σ’ όλα αυτά τα τραγικά συμβάντα; Η θεωρία υποστηρίζει ότι η θέση Του είναι τέλεια και δεν επιδέχεται βελτίωση, εφόσον είναι ο Ίδιος ο Υιός του Θεού. Δεν καταλαβαίνει το δίκιο των γυναικών, δεν αναγνωρίζει τον ανθρώπινο πόνο; Δε βλέπει τους υποκριτές, που ευκαιρία ψάχνουν να βασανίζουν; Τι σημαίνει αλήθεια “ει μη επί πορνεία” (εκτός ένεκα πορνείας); Μήπως δεν ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνουν οι λέξεις ή μήπως είμαστε τυφλοί, αφήνοντας τους άθλιους να μάς τις ερμηνεύουν; Ο Χριστός στο Λόγο Του μάς λέει ότι ο μόνος λόγος, εξαιτίας του οποίου μπορούμε να χωρίσουμε τη γυναίκα μας, είναι αυτός της πορνείας. Η γυναίκα πρέπει να είναι πόρνη. Δε μας λέει, κι αυτό εξαιτίας του Σχεδίου, πότε μία γυναίκα είναι πόρνη αλλά αντίθετα μάς λέει πότε δεν είναι κι αυτή είναι η άκρη του νήματος. (Ματθ. 5.32) “Εγώ δε λέγω υμίν ότι ός αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτή μοιχάσθαι,” (Εγώ όμως σάς λέγω, ότι όποιος χωρίση τήν σύζυγόν του εκτός ένεκα πορνείας, αυτός την αναγκάζει να διαπράξη μοιχείαν). Λίγο πιο πάνω ο Χριστός προσδιορίζει τη μοιχεία ως εξής: (Ματθ. 5.28-5.29) “Εγώ δέ λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτής ήδη εμοίχευσεν αυτή εν τη καρδία αυτού.” (Εγώ όμως σάς λέγω, ότι κάθε άνθρωπος πού βλέπει μιά γυναίκα καί τήν επιθυμεί, ήδη διέπραξε μέ αυτήν μοιχείαν μέσα στήν καρδιά του.). Ο Χριστός χρησιμοποιεί αυτόν τον προσδιορισμό για την έννοια “μοιχεία”, που είναι και βαθύτερος και γενικότερος. Χρησιμοποιεί όμως περιέργως την έννοια “πας” και όχι “άντρας”, ενώ στον προσδιορισμό της γυναίκας είναι σαφέστατος.
Ο Λόγος του Χριστού είναι πλήρης και κλειδωμένος. Αυτό σημαίνει ότι για ν’ αποδοθεί στο πλήρες εύρος του, θα πρέπει προηγουμένως να ξεκλειδωθεί. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση υπάρχει κίνδυνος παρανόησης. Άνθρωπος λοιπόν είναι αυτός που επιθυμεί και άνθρωπος είναι και η γυναίκα επίσης. Όπως επιθυμεί ο άντρας, μ’ όμοιο τρόπο επιθυμεί και η γυναίκα. Αυτό ισχύει βέβαια ποιοτικά και όχι ποσοτικά, γιατί ο άντρας λόγω της φύσης του που θα εξετάσουμε σ’ άλλο σημείο μπορεί να επιθυμήσει, εφόσον δεν έχει ενωθεί, όπως ενώνει ο Θεός, οποιονδήποτε βρεθεί μπροστά του. Ο μοιχός ή η μοιχαλίδα κατά το Χριστό, είναι αυτός, που επιθυμεί κάτι που προφανώς δεν έχει ή κάτι που απαγορεύεται ν’ αποκτήσει. Αν η γυναίκα επιθυμεί τον άντρα της, δεν είναι μοιχαλίδα, ενώ αν επιθυμεί κάποιον άλλο κι είναι παντρεμένη, τότε αυτόματα και χωρίς να προηγηθεί η ερωτική πράξη, είναι μοιχαλίδα, σύμφωνα πάντα με το Χριστό.
Υποθέτουμε ότι βρισκόμαστε στην περίπτωση στην οποία μία γυναίκα παντρεμένη επιθυμεί κάποιον τρίτο. Σε δεύτερη φάση ο Χριστός λέει ότι όποιος χωρίσει τη γυναίκα του, “εκτός ένεκα πορνείας”, την αναγκάζει να γίνει μοιχαλίδα. Αν ο άντρας αυτός αποφασίσει, για λόγους διάφορους κι άσχετους με την πίστη, να χωρίσει τη γυναίκα του, τότε τι συμβαίνει; Η γυναίκα μένει ελεύθερη κι, αν ο τρίτος είναι ελεύθερος, τότε κατευθύνεται προς αυτόν, εφόσον εκείνον ήθελε ακόμα και πριν χωρίσει… επομένως δεν έχουμε μοιχεία, αφού η γυναίκα ενώνεται με κάποιον με τον οποίο είναι ερωτευμένη. Από εδώ βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Χριστός κάτι άλλο εννοεί. Σύμφωνα με το Λόγο Του, όταν η γυναίκα επιθυμεί τον άντρα της και τον αγαπά, αν αυτός τη χωρίσει, τότε και μόνον τότε την αναγκάζει σε μοιχεία, εφόσον μ’ όποιον και να πάει, μόνον τον άντρα της θα επιθυμεί και θα σκέφτεται. Σ’ αυτό το σημείο αποκαλύπτεται πραγματικά τι εννοεί ο Χριστός, όταν μιλά για τη σκληροκαρδία. Είναι σκληρόκαρδος ο άντρας, που χωρίζει τη γυναίκα που αγαπά και τον αγαπά για λόγους διάφορους της αγάπης.
Σύμφωνα πάντα με το Χριστό, εδώ βλέπουμε να προκύπτει κάτι άλλο. Ο άντρας μπορεί να χωρίζει τη γυναίκα του μόνο για λόγους πορνείας. Σ’ αντίθετη περίπτωση την αναγκάζει σε μοιχεία. Εμείς ανακαλύψαμε μία περίπτωση στην οποία γι’ άλλους λόγους χώρισε κάποιος τη γυναίκα του, χωρίς να την αναγκάσει να γίνει μοιχαλίδα. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός κάνει λάθος ή μήπως τίποτε άλλο; Αυτό το άλλο σημαίνει ότι δε γνωρίζουμε τι σημαίνει πορνεία. Ο όρος “πορνεία” που γνωρίζουμε σήμερα, έχει σχέση με την αλήθεια, αλλά είναι πολύ μικρός όσον αφορά το εύρος του.
Η περίπτωση της γυναίκας που μετά το χωρισμό της, φαινομενικά όχι για λόγους πορνείας, δε γίνεται μοιχαλίδα, ρίχνει φως σ’ ένα πραγματικά σκοτεινό σημείο. Εφόσον η γυναίκα αυτή, όταν τη χωρίζει ο άντρας της δε γίνεται μοιχαλίδα, τι συμβαίνει στην περίπτωση που δεν τη χωρίζει; Ζει μέσα σ’ ένα πλαίσιο, όπως είναι ο γάμος, αλλά αυτή επιθυμεί κάποιον άλλο έξω απ’ αυτό το πλαίσιο. Αυτό τη χαρακτηρίζει ως μοιχαλίδα και μόνο ως σκέψη. Μία γυναίκα, σύμφωνα με τη λογική, θέλει να κάνει έρωτα μ’ αυτόν με τον οποίο είναι ερωτευμένη και με κανέναν άλλο. Στην περίπτωσή μας όμως η γυναίκα, λόγω της δέσμευσης του γάμου, είναι αναγκασμένη από τα δεδομένα να είναι συνεπής σ’ αυτές που αποκαλούνται συζυγικές υποχρεώσεις. Είναι αναγκασμένη να κάνει έρωτα όχι μ’ αυτόν που επιθυμεί, αλλά με κάποιον άλλο, έστω κι αν αυτός ο άλλος θεωρείται νόμιμος σύζυγος. Σημασία έχει ότι κάνει έρωτα, χωρίς αυτό να είναι επιθυμία της, για κάποιους λόγους άσχετους με τον πραγματικό έρωτα.
Η πόρνη που ζει κι εργάζεται στο πορνείο, τι διαφορετικό κάνει; Η μόνη διαφορά είναι ότι το σύνολο των λόγων έχει να κάνει αποκλειστικά με τη χρηματική αμοιβή. Σύμφωνα μ’ όλα αυτά, αν πόρνη είναι μία γυναίκα, που παραχωρεί το κορμί της προς σεξουαλική ικανοποίηση σε κάποιον τρίτο πέραν του άντρα που είναι ερωτευμένη, τότε πόρνες δεν είναι μόνον αυτές που εκμεταλλεύονται τον έρωτα, αλλά και οι γυναίκες που είναι καθ’ όλα νόμιμες σύζυγοι ενός νόμιμου γάμου, όταν κάνουν έρωτα με το νόμιμο σύζυγό τους, εφόσον δεν είναι ερωτευμένες μαζί του.
Όλα αυτά φαίνονται κάπως περίεργα και, για να υπάρξει πλήρης κατανόησή τους, πρέπει ν’ αναζητήσουμε πάλι τη βοήθεια του Χριστού μέσα από το Λόγο Του. Όταν οι Φαρισαίοι Τον ρωτούν, αν επιτρέπεται να χωρίζει κάποιος τη γυναίκα του, ο Χριστός απαντά τουλάχιστον μυστηριωδώς. Ξεκινά την απάντησή Του αναφερόμενος σε χρόνο, που καλύπτει το χρόνο ύπαρξης των προπατόρων και του Μωυσή. Δεν αναφέρεται ούτε στον Αβραάμ ούτε σε κανέναν άλλο, που κι αυτοί άφησαν λόγο σχετικό μ’ αυτό το θέμα. Ο Χριστός αναφέρεται σε χρόνο πολύ κοντά στη Δημιουργία.
Αν εξετάσει κάποιος το σύνολο των δεδομένων, που έχουν συγκεντρωθεί κι είναι επιστημονικά αξιόπιστα, τότε θα δει ότι η πατριαρχία ξεκινά πολύ αργότερα από τη μητριαρχία, που ως εκ τούτου είναι πιο κοντά στη Δημιουργία. Η κοινωνία τύπου Βαβυλώνας είναι κατ’ εξοχήν πατριαρχική κι ο γενάρχης των Ιουδαίων ανήκει σ’ αυτήν την περίοδο. Ό,τι ζουν οι Ιουδαίοι και τους απασχολεί ως ανθρώπους κι ως κοινωνία, είναι προβλήματα αυτού του τύπου της κοινωνίας που οι Προπάτορες με την αντίληψή τους δημιούργησαν. Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι Ιουδαίοι θεωρούν ενωμένους τους ανθρώπους μέσα από μία λογική, που τους έχει δοθεί κι είναι αυτή των προπατόρων. Στην αρχή της Δημιουργίας δεν υπάρχει γάμος, ούτε κάτι παρόμοιο. Ο γάμος είναι επινόηση της πατριαρχικής κοινωνίας κι αυτό υπηρετεί κάποιους συγκεκριμένους στόχους, που θα φανούν πιο κάτω. Οι άνθρωποι από τον καιρό της Δημιουργίας μέχρι τα χρόνια που η πατριαρχική κοινωνία επικράτησε οριστικά, ήταν ελεύθεροι από κάθε δέσμευση.
Η απάντηση του Χριστού σ’ εκείνον το χρόνο αναφέρεται. Αυτό το κάνει, γιατί έχει γνώση του προπατορικού αμαρτήματος, ενώ οι σύγχρονοί Του αλλά και οι σύγχρονοί μας δεν έχουν. Το αμάρτημα πράγματι υπήρξε κι ήταν το τέλος μίας εποχής και η αρχή μίας άλλης. Ο άνθρωπος ήταν τέλειος την εποχή της Δημιουργίας, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν τέλειες κι οι σχέσεις μεταξύ των αρσενικών και των θηλυκών ανθρώπων. Σ’ εκείνη την τελειότητα αναφέρεται ο Χριστός και όχι στην υποτιθέμενη τελειότητα που εκφράζουν με την άποψή τους οι πατριάρχες. Σ’ εκείνο το χρόνο πρέπει κι εμείς ν’ αναζητήσουμε την απάντηση που μας χρειάζεται.
Δεχτήκαμε, κι αυτό αποδεικνύεται εύκολα, ότι εκείνον τον καιρό δεν υπήρχε γάμος και οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να πράξουν κατά βούληση. (Ματθ. 19.4-19.6) “ουκ ανέγνωτε ότι ο ποιήσας απ’ αρχής άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και είπεν, ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν; ώστε ουκέτι εισί δύο, αλλά σαρξ μία. ό ούν ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω.” (Δέν εδιαβάσατε ότι ο Δημιουργός από τήν αρχήν τούς εδημιούργησε άνδρες καί γυναίκες, καί είπε, Διά τούτο ο άνθρωπος θά εγκαταλείψη τόν πατέρα καί τήν μητέρα καί θά προσκολληθή εις τήν γυναίκα του, καί οι δύο θά γίνουν μία σάρκα; Ώστε δέν είναι πλέον δύο αλλά μία σάρκα. Εκείνο λοιπόν, πού ο Θεός ένωσε, ο άνθρωπος άς μή τό χωρίζη.). Η ένωση αυτή, κατά το Χριστό, είναι και τέλεια και πανίσχυρη, εφόσον οι δύο ξεχωριστοί άνθρωποι γίνονται “σάρκα μία”. Όμως η κοινωνία των ανθρώπων δε γνώριζε τότε ούτε το γάμο ούτε όσα αυτός συνεπάγεται. Εφόσον όμως δεν υπάρχει γάμος, πώς είναι ενωμένοι οι άνθρωποι; Σύμφωνα με το Χριστό, ο Θεός τους ενώνει κι αυτός είναι ο τέλειος δεσμός. Οι αριθμοί της θεωρίας μας δείχνουν ότι: Θεός = Έρως = 28, κι αυτό είναι κάτι που το αντιλαμβανόμαστε όλοι. Στον έρωτα δεν υπάρχει πίστη κι απιστία, δεν υπάρχουν συζυγικές υποχρεώσεις, δεν υπάρχει χωρισμός. Όλα είναι τέλεια κι ο νέος διπλός άνθρωπος, γιατί περί αυτού πρόκειται, γνωρίζει τη Θέωση, εφόσον από τα δεδομένα μέσα σ’ αυτόν το δεσμό συνυπάρχει κι ο Θεός. Μέσα σ’ αυτήν την τέλεια κατάσταση ο λόγος του Παύλου φαίνεται τουλάχιστον βλακώδης: (Εφεσ. 5.22) “Αι γυναίκες τοις ιδίοις άνδρασιν υποτάσσεσθε” (Αι γυναίκες, νά υποτάσσεσθε εις τούς άνδρας σας). Στην ίδια συχνότητα βρίσκεται κι ο Πέτρος: (Πέτρ. Α’ 3.1) “Ομοίως αί γυναίκες υποτασσόμεναι τοις ιδίοις ανδράσιν,” (Ομοίως καί αί γυναίκες, νά υποτάσσεσθε εις τούς άνδρας σας,). Ο έρωτας δε χρειάζεται καν ανάλυση κι αυτό, γιατί είναι ένα συναίσθημα τέλειο και η γνώση γι’ αυτόν υπάρχει από τον καιρό της Δημιουργίας. Για τον έρωτα ο Πάρης αγνοεί τη βασιλεία και τη δόξα, κι ο Οδυσσέας για τον έρωτα εγκαταλείπει την Ωγυγία, όπου του προσφέρονται δώρα θεϊκής αξίας. Ό,τι λέει ο Χριστός για το διαζύγιο, τα λέει για την περίπτωση που υπάρχει έρωτας. Ο γάμος ως τελετή, ως επινόηση, ως πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν οι άνθρωποι με κάποιους κανόνες, δεν Τον απασχολεί καθόλου. Η αναφορά Του στη Δημιουργία μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο εξηγείται.
Έτσι με τα νέα δεδομένα, έχουμε μία νέα αντίληψη πάνω στις, απόψεις του Χριστού, που απ’ αυτό το σημείο και μετά δείχνουν την τελειότητά τους. Ο Χριστός μας λέει ορθά ότι, αν ένας άντρας εγκαταλείψει τη γυναίκα του, την αναγκάζει να γίνει μοιχαλίδα κι ο ίδιος γίνεται επίσης μοιχός, εφόσον ήταν “σάρκα μία” και για λόγους άσχετους με την πορνεία, χώρισαν. Εδώ εξηγείται επαρκώς κι αυτό που λέει για την πορνεία. Οι ερωτευμένοι είναι “σάρκα μία”. Αν δεν υπάρχει έρωτας, σημαίνει ότι δεν είναι “σάρκα μία”, άρα είναι χωρισμένοι εξ ορισμού. Εφόσον όμως η γυναίκα συζεί μαζί του, ενώ δεν υπάρχει ο έρωτας, σημαίνει αυτόματα ότι κάπου αλλού αποβλέπει. Αυτήν τη γυναίκα είναι που έχει δικαίωμα να χωρίσει ο άντρας, εφόσον δεν είναι “σάρκα μία” κι εφόσον αυτή είναι πόρνη εξαιτίας της πορνείας της.
Όλα αυτά τα πολύ λογικά περιγράφει ο Χριστός κι αυτό που πρέπει να βρούμε εμείς είναι, γιατί η κοινωνία έχει μία άλλη αντίληψη και πού αποσκοπεί. Στην κοινωνία της Βαβυλώνας υπάρχουν κύριοι και δούλοι. Είναι μία σκληρή κοινωνία, όπου κυριαρχεί η άποψη των κυρίων και οι υπόλοιποι απλά ακολουθούν… ο βασιλιάς είναι στην κορυφή κι ο πατέρας της οικογένειας στη βάση. Το σύνολο της κοινωνίας συνθέτει μία πυραμίδα της οποίας χαρακτηριστικό είναι η εξουσία. Ο ένας εξουσιάζει τον άλλο “ελέω πνευματικών δικαιωμάτων” κι αυτή η εξουσία καταλήγει στη βάση. Για την ύπαρξή του το σύστημα, επιδιώκει τη μεταφορά του χαρακτηριστικού της εξουσίας στη βάση, που είναι η οικογένεια. Επιδίωξή του είναι να έχει με κάθε θυσία ο πατέρας την εξουσία πάνω στα μέλη της οικογένειας. Πρέπει η γυναίκα και στη συνέχεια τα παιδιά να υποτάσσονται στον άντρα. Αν αφήσει το σύστημα να επικρατήσει ο έρωτας, τότε δεν μπορεί να μπει η εξουσία μέσα στην οικογένεια, εφόσον οι ερωτευμένοι άνθρωποι δεν εξουσιάζουν ο ένας τον άλλο, αλλά υπηρετούν ο ένας τον άλλο. Τα παιδιά θ’ απολαμβάνουν αγάπη και στοργή και όχι εξουσία. Όλα αυτά όμως διαταράσσουν την κοινωνική δομή κι αυτό, γιατί ο άνθρωπος, που απολαμβάνει τον έρωτα, δεν εξουσιάζεται κι αδιαφορεί για τα κοινωνικά αξιώματα, όταν μπορεί να επιβιώσει.
Το πατριαρχικό σύστημα στηρίζεται στη δουλεία, που ξεκινά από την οικογένεια και φτάνει στο θρόνο του βασιλιά. Ο άνθρωπος που υποτάσσεται σ’ άλλον άνθρωπο, επιζητά την εξουσία κι αυτό στη βάση σημαίνει ότι επιζητά να εξουσιάσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Εφόσον ο πατέρας υποτάσσεται, αυτόματα υποτάσσονται στην ίδια αρχή και τα παιδιά. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο αρχίζει και συντίθεται η κοινωνική πυραμίδα της Βαβυλώνας. Ο Χριστός στο Λόγο Του λέει ότι, εξαιτίας του δεσμού του έρωτα, ο άνθρωπος θα εγκαταλείψει τον πατέρα και τη μητέρα και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του και οι δύο θα γίνουν “σάρκα μία”. Ο κίνδυνος που διατρέχει η κοινωνία της Βαβυλώνας, βρίσκεται σ’ αυτά ακριβώς τα λόγια του Χριστού. Αν αρχίσουν οι άνθρωποι, ειδικότερα οι άνθρωποι των κατωτέρων τάξεων, να ερωτεύονται, τότε σπάζει η αλυσίδα της εξουσίας και η κατάσταση δε βρίσκεται κάτω από έλεγχο. Όταν οι άνθρωποι αποκοπούν κι αμφισβητήσουν την εξουσία, τότε γίνονται ευερέθιστοι με τους κλέφτες, τους υποκριτές και τους πόρνους, που τους αδικούν συστηματικά. Απ’ αυτήν την ανάγκη ξεκινά η αγωνία του συστήματος για την οικογένεια και το γάμο.
Ο γάμος, που είναι επινόηση του πατριαρχικού συστήματος, έχει αποκλειστικό στόχο να βάλει μέσα στην οικογένεια, τη μοιχεία. Μοιχεία = Εξουσία = 37. Αν ο Έρως = Θεός = Ευλογία = 28, τότε η Μοιχεία = Βλασφημία = 37. Επιδίωξη του συστήματος, μέσω του διαρκούς ελέγχου της προσωπικής ζωής των ανθρώπων, είναι να μην πάρει κανένας τον άνθρωπο τον οποίο αγαπά και όταν δεν το πετυχαίνει αυτό στόχος του είναι να καταστρέψει τη σχέση αγάπης. Για να το επιτύχει αυτό, ισοπεδώνει τη γυναίκα κι όλη η εξουσία περνάει στα χέρια του άντρα. Ο άντρας-πατέρας δίνει με δικά του κριτήρια την κόρη του σ’ όποιον θέλει αδιαφορώντας για την προσωπική της άποψη. Ο Θεός την ένωσε μ’ ένα νέο κι από εκεί κι ύστερα συμβαίνει αυτό που περιγράφει ο Χριστός. Οι δύο ερωτευμένοι άνθρωποι χωρίζονται και στην κοινωνία μπαίνουν ως μοιχοί. Αν η κοινωνία είναι απολυταρχική και κατά συνέπεια σκοτεινή και βρώμικη, το σύνολο των γάμων πραγματοποιούνται μ’ αυτόν τον τρόπο. Υπήρχαν εποχές κατά τις οποίες ακόμα κι αυτός ο άθλιος γάμος απαγορευόταν —πάντα με την άδεια και την υποστήριξη της εκκλησίας— ανάμεσα σ’ ανθρώπους που προέρχονταν από διαφορετική τάξη. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κι ειδικότερα εκεί όπου ο Χριστός κάνει λόγο για τη μοιχεία, αναφέρει και την Κόλαση των Ιουδαίων, που ονομάζεται Γέεννα. Η “Γέεννα” όμως ως λέξη έχει έναν αριθμό κι αυτός ο αριθμός είναι 22, που είναι ίδιος μ’ αυτόν του γάμου αλλά και του βδελύγματος. Βδέλυγμα = Γάμος = Γέεννα = 22.
Κάποιος πολύ εύκολα εξαιτίας των παραπάνω δεδομένων θα αμφισβητήσει το απόλυτο, που επικρατεί στην άποψη ότι μέσα στην οικογένεια μπαίνει πάντα ή σχεδόν πάντα η μοιχεία, εξαιτίας εξωτερικής επέμβασης. Πολλοί άνθρωποι στη σύγχρονη, αλλά και στις παλαιότερες εποχές παντρεύτηκαν από έρωτα και τίποτε διαφορετικό δεν έπραξαν από τους υπόλοιπους. Πράγματι, όχι μόνο δεν έκαναν κάτι διαφορετικό και καλύτερο, αλλά αυτό που έγινε τις περισσότερες φορές, ήταν κατά πολύ χειρότερο ακόμα κι απ’ αυτό που έκαναν άνθρωποι, που λίγες μέρες πριν από το γάμο τους δε γνωρίζονταν ούτε από την όψη. Υπάρχουν πάμπολλα τέτοια παραδείγματα κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει, εφόσον σύμφωνα με τη θεωρία, το λεπτό κι απαραίτητο στοιχείο για τη Θέωση είναι ο έρωτας. Φταίει ο έρωτας για την αποτυχία των περισσοτέρων, που τον ακολούθησαν; Αν η θεωρία υποστηρίζει ότι αυτό είναι το ιδανικό, πώς είναι δυνατό να υπάρχει αυτή η απόκλιση; Υποστηρίζουμε ότι ο Χριστός έχει την τέλεια γνώση και, λόγω θεϊκής προέλευσης, όχι μόνο δεν πρέπει να υπάρχει απόκλιση, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει ούτε μία περίπτωση στο σύνολο των ανθρώπων και στο σύνολο του χρόνου, που ν’ αποτελεί εξαίρεση. Από εδώ εύκολα φτάνουμε στην αμφισβήτηση της θεωρίας: ή δεν ερμηνεύουμε σωστά ή συμβαίνει κάτι άλλο, που εμείς πρέπει να βρούμε.
Επιστρέφουμε ξανά στις Γραφές και συγκεκριμένα στο Λόγο του Χριστού: (Ματθ. 19.10-19.12) “λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί αυτού.. ει ούτως εστίν η αιτία του ανθρώπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι. ο δε είπεν αυτοίς.. ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οις δέδοται.” (Οι μαθηταί τού λέγουν, “Εάν έτσι έχη τό πράγμα μεταξύ τού ανδρός καί τής γυναικός, δέν συμφέρει νά έλθη κανείς είς γάμον”. Αυτός δέ τούς είπε, “Δέν είναι όλοι εις θέσιν να δεχθούν τόν λόγον αυτόν, αλλ’ εκείνοι εις τούς οποίους έχει δοθή.). Ο Χριστός γνωρίζει το σύνολο των όσων πρέπει να συμβούν για να γκρεμιστεί η άθλια κοινωνία της Βαβυλώνας. Το βασικότερο σημείο είναι σ’ αυτό ακριβώς το θέμα. Ο Ίδιος ακολουθεί μία αποστολή, που δεν Του επιτρέπει να ξεκλειδώσει τις γνώσεις Του. Όπου μπορεί δίνει άμεσες συμβουλές, αλλά ποτέ δε λέει ψέματα. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να πει την άποψή Του, σ’ ό,τι αφορά το γάμο, αλλά σ’ αυτή και μόνον την περίπτωση δεν μπορεί να δώσει γνώση ούτε σε προσωπικό επίπεδο. Εφόσον δεν μπορεί να το κάνει αυτό και να σώσει έστω και λίγους, όσους αναζητούν τις λύσεις απ’ Αυτόν, τότε σημαίνει ότι σ’ αυτό το θέμα δεν υπάρχει καμία περίπτωση προσωπικού επιτεύγματος που θα μπορούσε Αυτός ο Ίδιος να προτείνει, αλλά μόνο μία συνολική εκ βάθρων αλλαγή του θεσμού, που είναι αδύνατο να προταθεί λόγω του Μυστικού Σχεδίου. Για το Χριστό, αν αποφασίσει κάποιος να παντρευτεί μέσα στην κοινωνία της Βαβυλώνας, είτε λόγω έρωτα είτε όχι, σημαίνει το ίδιο και το αυτό. Ο Χριστός γνωρίζει αυτό που σήμερα εμείς γνωρίζουμε. Γάμος που γίνεται μέσα στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας, είτε ξεκινά από τον έρωτα είτε από λόγους συμφέροντος, καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, που είναι η Μοιχεία = Εξουσία = 37.
Πώς όμως γίνεται δύο άνθρωποι, που είναι ερωτευμένοι και συνιστούν “σάρκα μία”, να νομιμοποιούν αυτόν το δεσμό και να καταλήγουν μοιχοί; Απ’ αυτό το σημείο και πέρα πρέπει να φιλοσοφήσουμε στο θέμα του έρωτα. Δύο ερωτευμένοι άνθρωποι ζουν μία κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η δυναμική. Ο άνθρωπος αγαπά και τον αγαπούν, σέβεται και τον σέβονται, υπηρετεί και τον υπηρετούν. Τα πάντα συμβαίνουν μ’ αυτόν τον όμορφο, ανταποδοτικό τρόπο. Όταν ο άνθρωπος πάψει να προσφέρει κάτι, αυτόματα παύει και να το δέχεται. Όταν δε σέβεται, δεν τον σέβονται. Ο άντρας και η γυναίκα είναι δύο άνθρωποι με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι διαφορές τους είναι τεράστιες, ενώ υπάρχουν κι άλλες σημαντικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων του ίδιου φύλου. Στην περίπτωση του έρωτα έχουμε απόλυτη ένωση μεταξύ δύο ανθρώπων. Όταν τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον κάθε άνθρωπο και το κάθε φύλο ξεχωριστά είναι τόσο σύνθετα και πολυπληθή, εύκολα καταλαβαίνει κάποιος, πόσο μεγάλη υπόθεση είναι ο έρωτας.
Για να κατανοήσουμε αυτό το πράγμα, θ’ αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Συμπληρωματικές γωνιές είναι αυτές των οποίων το άθροισμα είναι οι 90 μοίρες. Ξεκινά ένας άπειρος αριθμός συνδυασμών από το 1+89, φτάνει στο 45+45 και από εκεί ως το 89+1. Κάθε χαρακτηριστικό που διακρίνει τον άνθρωπο, είναι κι ένα τμήμα της γωνίας των 90 μοιρών. Ο άνθρωπος είναι τέλειος, όταν είναι διπλός, όταν είναι “σάρκα μία” και στο κάθε χαρακτηριστικό του συμπληρώνει το ιδανικό 90. Αν ένας άντρας είναι εγωιστής και στο σύνολο τού 90 αυτός από μόνος του έχει 80, δεν μπορεί να γίνει “σάρκα μία” με μία γυναίκα, που έχει κι αυτή 80. Όταν όμως συμβεί, κι αυτό γιατί στον έρωτα μπορούν να συμβούν τα πάντα, σημαίνει ότι λόγω της μεγάλης πληθώρας των δεδομένων, θα υπάρχουν άλλα εξίσου σημαντικά χαρακτηριστικά στα οποία θα υπάρχει το ιδεώδες 90.
Μ’ όλα αυτά στο μυαλό μας απορούμε, γιατί οι άνθρωποι, που γνώρισαν τον έρωτα, κι αυτό είναι δώρο του Θεού, δεν τον διατήρησαν κι έγιναν μ’ αυτόν τον τρόπο άσχημα παραδείγματα. Ένας όμορφος έρωτας δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα στην κοινωνία της Βαβυλώνας και κατ’ επέκταση στη σύγχρονη εποχή, εφόσον για τους λόγους που θα δούμε παρακάτω υπάρχει ο θεσμός του γάμου. Πρώτος και κύριος λόγος είναι η ιδιότητα που έχει ο γάμος και η κοινωνική αντίληψη που επικρατεί γι’ αυτόν να μεταβάλλει τα χαρακτηριστικά τού άντρα και δεύτερον, εξίσου σημαντικό, είναι η μεγάλη φτώχεια που έζησε η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, από την εποχή της πρώτης οργανωμένης κοινωνίας κι εντεύθεν. Ξεκινάμε από τον πρώτο λόγο και παρατηρούμε ότι στόχος της πατριαρχικής κοινωνίας είναι να περάσει τη μοιχεία, που παράγει την εξουσία, μέσα στο δεσμό που συνδέει τους δύο ανθρώπους. Ενώ στον έρωτα έχουμε “σάρκα μία”, στις υπόλοιπες σχέσεις έχουμε δύο. Στη δεύτερη περίπτωση είναι εύκολο να περάσει η εξουσία, αφού η οικογένεια είναι μία μικρή κοινωνία και πρέπει με κάποιον τρόπο να λειτουργήσει.
Η μικρή αυτή κοινωνία έχει μία άποψη, μία φωνή κι εξαιτίας της πατριαρχίας, η φωνή αυτή είναι του άντρα κι αυτό είναι φυσικό. Η κοινωνία αυτή ισοπεδώνει τη γυναίκα κι αυτό το διαπιστώσαμε στην περίπτωση της μοιχαλίδας και στην περίπτωση της κοπέλας, που παντρεύεται όχι αυτόν που επιθυμεί, αλλά αυτόν που της επιβάλλουν. Βασική μέριμνα αυτής της κοινωνίας είναι να στερεί από τη γυναίκα τη δυνατότητα να σκέφτεται και να ενεργεί με βάση τη θέλησή της. Όταν υπάρχει ο έρωτας μεταξύ δύο ανθρώπων κι αυτοί είναι ελεύθεροι από κάθε τυπική δέσμευση, τότε σημαίνει ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι υπάρχουν ως ζευγάρι, επειδή αυτοί οι ίδιοι το επιθυμούν. Δεν τους το επιβάλλει κανένας, άλλα αυτοί οι ίδιοι για να συνυπάρξουν, παραχωρούν ο καθένας ξεχωριστά ένα μέρος της ελευθερίας τους. Για να συμβούν όλα αυτά αυτόβουλα, σημαίνει ότι υπάρχει ελευθερία και σκέψης και κίνησης. Σκέπτεται ο καθένας ξεχωριστά και με βάση τις ανάγκες του αποφασίζει πώς πρέπει να ενεργήσει. Στον έρωτα δεν υπάρχει βέβαια ούτε σκέψη ούτε λογική παρά μόνο συναίσθημα. Τη σκέψη την αναφέραμε, γιατί αυτή προκύπτει, όταν συμβούν μερικά άσχημα πράγματα.
Οι άνθρωποι ταιριάζουν απόλυτα κι αυτό σημαίνει ότι τα επιμέρους χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου είναι τα ιδανικά για τον άλλο. Τότε ο έρωτας είναι αυτός, που μετατρέπει τους δύο ανθρώπους σ’ έναν. Πολλές φορές όμως, ίσως και λόγω υπερβάλλοντος ενθουσιασμού, αγνοούμε ορισμένα άσχημα χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να δηλητηριάσουν τη σχέση. Όταν αυτά τα χαρακτηριστικά αρχίζουν κι εμφανίζονται ή ακόμα και πολλαπλασιάζονται, τότε απαιτείται πλήρης ελευθερία από τον άνθρωπο, που θίγεται, ώστε να δράσει κατά βούληση, είτε είναι ο άντρας είτε είναι η γυναίκα. Αυτή η αντίδραση, εφόσον ο έρωτας είναι πραγματικός, θα τον σώσει και θα εξαφανίσει ή τουλάχιστον θα μειώσει τ’ άσχημα χαρακτηριστικά, ώστε να είναι πάντα σ’ ανεκτό —σύμφωνα με τις επιθυμίες του άλλου— επίπεδο. Αν ο έρωτας δεν είναι πραγματικός, αλλά είναι ένας παροδικός ενθουσιασμός, τότε αυτή η αντίδραση θα τον φθείρει τόσο, ώστε να είναι θέμα χρόνου η εξαφάνισή του.
Θ’ αναφέρουμε για ευκολία στην κατανόηση ένα παράδειγμα. Δύο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι και μέσα στον ενθουσιασμό, η γυναίκα υποτιμά ένα χαρακτηριστικό του άντρα, που όμως είναι πολύ σημαντικό. Ο άντρας του παραδείγματος λόγω χαρακτήρα ή λόγω παιδείας έχει το άσχημο χαρακτηριστικό να τη διορθώνει, όταν μιλά με τρόπο που τη μειώνει και την προσβάλλει. Όταν η γυναίκα έχει ελευθερία, μπορεί να ζητήσει εξηγήσεις και κατόπιν, ανάλογα με την εκτίμηση της, μπορεί να χωρίσει ή να παραμείνει αλλάζοντας τα δεδομένα. Έχει δικαίωμα αυτοδιάθεσης κι αυτό είναι σημαντικό. Αν ο άντρας εξακολουθεί να την προσβάλλει και να τη μειώνει, μπορεί κάλλιστα να σηκωθεί και να φύγει. Όλα αυτά συμβαίνουν, όταν υπάρχει η ελευθερία που απαιτείται για να γεννηθεί και ν’ αναπτυχθεί ο έρωτας.
Όμως τι συμβαίνει στην περίπτωση στην οποία παντρεύονται αυτοί οι δύο άνθρωποι; Έχουν τη δυνατότητα να επανεξετάσουν τη σχέση τους σ’ ανάλογη περίπτωση; Μέσα στο πλαίσιο του γάμου η γυναίκα ισοπεδώνεται. Δεν της δίνεται η δυνατότητα να ελέγξει τον άντρα της, όταν αυτός δε φέρεται με τον τρόπο που αυτή επιθυμεί και ο οποίος ήταν η αιτία που προκάλεσε τον έρωτα. Μειώνεται κατακόρυφα η διαπραγματευτική ικανότητα της γυναίκας μέσα στα πλαίσια του γάμου. Αν στη σύγχρονη εποχή η παντρεμένη γυναίκα αισθάνεται, όπως και είναι, παραμελημένη, εύκολα μπορεί κάποιος να διαπιστώσει, τι συνέβαινε παλαιότερα και σε κοινωνίες τύπου Βαβυλώνας.
Μία παραμελημένη γυναίκα, που έχει το δίκαιο σαφώς με το μέρος της, τι μπορεί να κάνει; Να επανεξετάσει τις σχέσεις της; Ν’ απειλήσει ότι θα εγκαταλείψει τον άντρα; Να του στερήσει τον έρωτά της; Τι απ’ όλα αυτά μπορεί να κάνει; Τίποτε απολύτως. Αν ζητήσει εξηγήσεις, ο άντρας είτε δώσει είτε δε δώσει, είναι το ίδιο και το αυτό. Να σηκωθεί να φύγει; Να πάει πού; Η κοινωνία είναι με τέτοιον τρόπο δομημένη, ώστε θα την εξοντώσει. Θ’ αρχίσουν όλοι: ψεύτες, κλέφτες, μοιχοί στην πλειοψηφία τους να την κατηγορούν και να τη διαβάλλουν. Ο λιθοβολισμός δεν καταργήθηκε ποτέ. Να γυρίσει στην οικογένειά της; Το πιο πιθανό είναι να μην τη δεχτούν, επειδή φοβούνται, αλλά και είναι ίδιοι με τον κόσμο που βασανίζει. Να μείνει μόνη της; Ποτέ μα ποτέ δε θα επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. Ό,τι θα κάνει, θα σχολιάζεται δυσμενώς και πρόστυχα. Οι φανταστικές ιστορίες θα έχουν την τιμητική τους. Να μείνει με τον άντρα της και να τον τιμωρήσει, όπως μόνο μία γυναίκα γνωρίζει; Υπάρχει νόμος για τα συζυγικά καθήκοντα. Καταγγέλλονται μερικοί βιασμοί κάθε χρόνο και σε κάθε κοινωνία κι αποσιωπώνται εκατομμύρια κάθε μέρα. Όταν η νόμιμη σύζυγος δε θέλει να κάνει έρωτα, κανένας δεν μπορεί να της το επιβάλλει. Ο καταναγκασμός σημαίνει αυτόματα και βιασμό. Όλα αυτά που, αν τ’ αναλύσει κάποιος, θα δει ότι είναι απλά ενδεικτικά και όχι το σύνολο, συμβαίνουν, όταν η γυναίκα ισοπεδώνεται μέσα στο γάμο και δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα αντίδρασης. Αυτό που εξετάζουμε εμείς όμως, είναι πώς οι ερωτευμένοι φτάνουν σ’ αυτό το σημείο.
Για να συμβούν όλα αυτά, πρέπει ν’ αλλάξει σημαντικά ο άντρας κι αυτό μπορεί κάποιος να το θεωρεί εξαίρεση και όχι κανόνα, όπως εμείς. Για να το καταλάβει κάποιος αυτό, πρέπει να γνωρίζει τι είδους φύση έχει ο άντρας. Ο Δημιουργός τον έφτιαξε με τέτοιον τρόπο, ώστε στον έρωτα να καλύπτει ολοκληρωτικά τη φύση της γυναίκας αλλά, όταν δεν μπαίνει στη δομή της γυναίκας, να είναι εντελώς διαφορετικός κι επικίνδυνος. Η γυναίκα είναι στατική κι αυτό, γιατί έχει την ιδιότητα να γεννά, που σημαίνει ανάληψη ευθυνών και μάλιστα των πιο σοβαρών στον κόσμο, εφόσον αυτή γεννά τον άνθρωπο Θεό. Ο Χριστός στο Λόγο Του λέει το εξής πάρα πολύ σημαντικό: “ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν” (Διά τούτο ο άνθρωπος θά εγκαταλείψη τόν πατέρα καί τήν μητέρα καί θά προσκολληθή εις τήν γυναίκα του, καί οι δύο θά γίνουν μία σάρκα). Το σημαντικό σ’ αυτόν το λόγο, που είναι σε μεγάλο βαθμό πολύπλοκος, είναι η λέξη “κολληθήσεται”, που σημαίνει προσκολλάται κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε κάτι που έχει σταθερά χαρακτηριστικά.
Αν δούμε το λόγο με μεγάλη προσοχή, τότε βλέπουμε ότι αυτός περιγράφει μία διαδρομή. Ο άντρας αποκολλάται από κάτι και προσκολλάται κάπου αλλού. Ο πατέρας και η μητέρα είναι αυτοί, που συνθέτουν μία οικογένεια κι αυτό είναι μία μορφή κοινωνίας. Η οικογένεια, όπως και η κοινωνία, δεν είναι κάτι αφηρημένο, αλλά έχει μία συγκεκριμένη δομή, που λόγω των σχέσεων αίματος είναι πανίσχυρη. Μέσα σ’ αυτήν τη δομή ζει ο άντρας κι απ’ αυτή, μέσω του έρωτα, αποκολλάται. Δεν είναι ο ίδιος η δομή, αλλά είναι αυτός, που αναπτύσσεται μέσα στη δομή. Η γυναίκα αναπτύσσει δομή από μόνη της κι, όταν ολοκληρωθεί η ανάπτυξή της, αυτήν τη δομή την προσφέρει στον άντρα, έτσι ώστε, όταν αποκολληθεί από τη δομή της οικογένειάς του, να προσκολληθεί σ’ αυτή. Απ’ αυτά όλα ως δεδομένα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η φύση του άντρα είναι ρευστή και χωρίς σταθερά χαρακτηριστικά, ενώ της γυναίκας ακριβώς τ’ αντίθετο.
Η Θέωση έχει να κάνει με το διπλό άνθρωπο. Ό,τι λέει ο Χριστός στο Λόγο Του, περιλαμβάνει το συνολικό χρόνο ζωής του ανθρώπου. Το κάθε φύλο όμως, σύμφωνα με το Χριστό, ακολουθεί διαφορετική διαδρομή. Αυτό το οποίο είναι σημαντικό, είναι ότι δεν υπάρχει στη ζωή του άντρα κανένα κενό στο οποίο θα πρέπει να υπάρξει ως δομή. Όταν αποκολληθεί, και γι’ αυτόν το λόγο αποκολλάται, προσκολλάται κατευθείαν στη γυναίκα του. Αυτό περιλαμβάνει το σύνολο των αντρών κι επομένως από εδώ βγαίνει το συμπέρασμα ότι η Θέωση αφορά το διπλό άνθρωπο, εφόσον ο άντρας μόλις ολοκληρωθεί ως άνθρωπος μέσα στην οικογένεια, αποκολλάται εντελώς φυσιολογικά απ’ αυτή και προσκολλάται αυτόματα στη γυναίκα του.
Η υπόσχεση του Θεού για την Αιώνιο Ζωή, σ’ αυτό το σημείο αποκαλύπτεται μέσω των αριθμών. Η Αιώνιος Ζωή σημαίνει, με γνώμονα τη λογική, την ένταξη στη θεία κοινωνία, εφόσον ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Εφόσον κύτταρο της όποιας κοινωνίας είναι η οικογένεια, τότε αυτή θα είναι η αγία οικογένεια. Όλα αυτά περιγράφουν την κατάσταση Θέωσης κι υπάρχουν όλα μαζί, αλλά και το καθένα ξεχωριστά, εξαιτίας της φύσης του ανθρώπου. Επομένως όλα αυτά πρέπει να βρίσκονται, όπως και συμβαίνει, στον ίδιο αριθμό. Αιώνιος ζωή = Θεία κοινωνία = Αγία οικογένεια = 63. Οι χριστιανοί σ’ αυτό που ονομάζουν μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, έχουν ορισμένες διαφορές όσον αφορά την τελετουργία του, αλλά στο ύψιστο επίπεδο υπάρχει ταύτιση με την πράξη που έκανε ο Χριστός κατά το Μυστικό Δείπνο. Αυτός που δέχεται τη θεία κοινωνία μέσα του, παίρνει ένα κομμάτι άρτου βαπτισμένο στον οίνο. Εφόσον αυτό είναι η Θέωση, αυτό είναι η αγία οικογένεια. Ο άρτος είναι η δομή κι ο οίνος το υγρό, που πληρεί τη δομή. Στην οικογένεια του ανθρώπου, η γυναίκα είναι ο άρτος κι ο άντρας ο οίνος. Αυτή είναι βάση της οικογένειας.
Το κάθε φύλο ακολουθεί διαφορετική διαδρομή κι αυτό πρέπει να το εξηγήσουμε. Ο Χριστός δε λέει σε καμία περίπτωση ότι κατ’ αντιστοιχία με τον άντρα αποκολλάται και η γυναίκα και κατόπιν βρίσκονται και γίνονται “σάρκα μία”. Ο Χριστός τη γυναίκα τη θεωρεί αυθύπαρκτη και μόνον, όταν υπάρχει, αποκολλάται ο άντρας από την οικογένεια και προσκολλάται σ’ αυτήν. Η γυναίκα υπάρχει πάντα ως δομή και ζει παράλληλα με τη δομή της οικογένειας. Μπορεί να ζει μέσα σε μία οικογένεια, αλλά δεν αποκολλάται για να γίνει “σάρκα μία”. Υπάρχει, και η ύπαρξή της προκαλεί την αποκόλληση του άντρα. Όταν η γυναίκα αναπτυχθεί πλήρως, δεν είναι ενταγμένη στην οικογένεια που τη γέννησε με τον τρόπο που είναι ο άντρας. Είναι ένα άτομο, που δεν εξαρτάται καθόλου από την οικογένεια.
Αν ψάξει κάποιος οπουδήποτε να πληροφορηθεί για τα χαρακτηριστικά της γυναίκας, θα δει ένα κοινό σημείο, που ανεξάρτητα από το βάθος της ανάλυσης υπάρχει παντού. Η γυναίκα σε σχέση με τον άντρα προσβάλλεται πολύ ευκολότερα από την υστερία κι άλλες νευρικές διαταραχές. Αυτό το χαρακτηριστικό το έχει η γυναίκα, λόγω του ότι είναι πλασμένη με τα χαρακτηριστικά του σταθερού μέσου, της δομής. Υστερία σημαίνει μία κατάσταση, που έχει ξεφύγει από ορισμένα όρια. Όρια έχει μόνον η δομή, που έχει σταθερά χαρακτηριστικά. Όταν αυτά τα όρια ξεπεραστούν για οποιονδήποτε λόγο, η γυναίκα παύει να έχει τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου και εισέρχεται στην κατάσταση της υστερίας. Ο άντρας λόγω φύσης είναι αδύνατον ή σχεδόν αδύνατον —χωρίς να υπάρχουν παθολογικές αιτίες— να υποστεί υστερικές διαταραχές. Αυτή η στερεή ψυχοσύνθεση της γυναίκας είναι κι ο λόγος, που επιτρέπει στην οικογένεια μέσα στην κοινωνία της Βαβυλώνας να της φέρεται με τον τρόπο που είδαμε στην αρχή της θεωρίας για το γάμο.
Η γυναίκα είναι μία ξεχωριστή δομή κι ως εκ τούτου ο άρχων πατέρας μπορεί με την εξουσία που του δίνει η κοινωνία να τη δώσει όπου θέλει. Αυτήν την ενέργεια ο πατέρας δεν μπορεί να την κάνει σε καμία περίπτωση, όσον αφορά το γιο-άντρα. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο γιος είναι προσκολλημένος στη δομή, είναι προσκολλημένος στη μητέρα και κατά συνέπεια η οποιαδήποτε αυθαιρεσία του πατέρα θα τον φέρει σ’ άμεση σύγκρουση με τη γυναίκα του. Όταν στην κοινωνία της Βαβυλώνας κυριαρχεί το φαινόμενο της μοιχείας, η σύγκρουση μεταξύ των συζύγων είναι το τελευταίο πράγμα που πρέπει να συμβεί. Σύγκρουση γυναίκας κι άντρα μέσα στα πλαίσια του γάμου σημαίνει εκ των προτέρων νίκη της γυναίκας. Αυτό θα το δούμε σ’ άλλο σημείο, όπως και τις σχέσεις, που αναπτύσσονται μεταξύ μητέρας και γιου.
Σ’ αυτό το σημείο μας ενδιαφέρει η γυναίκα ως κόρη, ως γυναίκα, που έχει δομή ικανή ν’ αποκολλήσει τον άντρα από την οικογένεια. Η πατριαρχική κοινωνία, εκμεταλλεύεται αυτά τα χαρακτηριστικά της γυναίκας και μ’ αυτόν τον τρόπο διατηρεί τα δικά της. Τι γίνεται όμως, όταν αυτή η δομή δεν ελέγχεται από τον πατέρα; Τι γίνεται όταν υπάρχει περίπτωση άρνησης αυτής της δομής να μετακινηθεί με τον τρόπο που επιθυμεί η εξουσία; Σ’ αυτό το σημείο έχουμε μία σύγκρουση, που, αν δεν ελεγχθεί από την αρχή, καταλήγει σε μία επανάσταση.
Η γυναίκα μπορεί να υπάρξει και με την οικογένειά της και χωρίς αυτήν. Αν δει κάποιος τα στατιστικά στοιχεία, που αφορούν έρευνες, που έχουν ως αντικείμενο τις οικογένειες των διαφόρων κοινωνιών, θα διαπιστώσει κάτι, που θα τον παραξενέψει. Η συντριπτική πλειοψηφία των εφήβων, που εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, είναι γυναίκες. Οι άντρες ακόμα και μία άσχημη οικογένεια, δεν την εγκαταλείπουν. Αυτό επιβεβαιώνει τη θεωρία για την ισχύ της γυναίκας, αλλά και για τη δομή. Η γυναίκα είναι πλασμένη για να επιβιώνει και όχι μόνον αυτή η ίδια, αλλά κι οι άνθρωποι-Θεοί που γεννά. Ο άντρας μόνος του δύσκολα επιβιώνει κι αυτό λόγω της ρευστότητας, που τον διακρίνει. Η επιβίωση είναι η πιο δύσκολη υπόθεση κι απαιτεί θυσίες υπεράνθρωπες που ο άντρας δεν μπορεί και δε θέλει να τις πραγματοποιήσει. Η επιβίωση και η έννοιά της δεν αναφέρονται μόνο στο καιρό της Δημιουργίας, αναφέρονται σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλες τις κοινωνίες. Όσο δύσκολο ήταν για μία γυναίκα να επιβιώσει μέσα στην αφιλόξενη φύση, έχοντας πάντα και το ενδεχόμενο να μεγαλώνει τα παιδιά της, τόσο δύσκολο είναι να επιβιώσει και μέσα σε μία πατριαρχική κοινωνία, που αντιμετωπίζει τη γυναίκα, που είναι ελεύθερη, ως απειλή την οποία πρέπει να εξοντώσει.
Αναφέραμε παραπάνω την έννοια της “θυσίας” κι αυτό είναι που χαρακτηρίζει τη γυναίκα. Για να τ’ αντιληφθεί κάποιος αυτό, πρέπει να σκεφτεί ορισμένα πράγματα για την κοινωνία. Η πατριαρχική κοινωνία στηρίζεται στη μοιχεία κι αυτή είναι η Κόλαση, που καίει μέρα-νύχτα τους ανθρώπους. Ο μοιχός επιθυμεί ό,τι βρίσκεται γύρω του κι αυτό, γιατί του λείπει η δομή μέσα στην οποία θα ενταχθεί, για να γίνει “σάρκα μία”. Η κοινωνία όμως είναι σκληρή και δεν προσφέρει την πολυτέλεια της αυτοδιάθεσης. Το μόνο που μένει, κι αυτό είναι επιθυμητό από την ίδια την εξουσία, είναι η πορνεία. Ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία της Βαβυλώνας είναι διαρκώς πεινασμένος σεξουαλικά. Η πορνεία δίνει τη διέξοδο στον άνθρωπο και χρησιμοποιείται ως αποσβεστήρας όλων των τάσεων. Αν δεν υπήρχε η πορνεία, θα ερχόταν στιγμή που οι ίδιοι οι άντρες, που κρατούν την εξουσία, θα τα διέλυαν όλα. Η πορνεία, για ν’ αντιληφθεί ο αναγνώστης την αξία της στο αυθεντικό μοντέλο της Βαβυλώνας, ελεγχόταν και προστατευόταν από το ίδιο το κράτος. Η πορνεία όμως απαιτεί την ύπαρξη πορνών κι αυτό είναι κάτι, που έπρεπε να λυθεί άμεσα. Δεν υπάρχει οικογένεια, που είναι διατεθειμένη να παραδώσει την κόρη της σε καμία περίπτωση σ’ ένα πορνείο, για να σωθεί το σύστημα. Αυτό το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί μ’ άλλο τρόπο. Ο τρόπος είναι απλός, εφόσον το σύστημα όλες τις παραπάνω γυναίκες, που βρήκαν τη δύναμη να ξεφύγουν από την εξουσία, δεν τις επανεντάσσει στο δυναμικό του.
Αυτό σημαίνει ότι όλες όσες φεύγουν από τα σπίτια τους, γίνονται πόρνες; Όχι βέβαια, αλλά συμβαίνουν ορισμένα άλλα πράγματα. Θυσίες όπως αυτές που κάνει μία γυναίκα, είναι αδύνατο να τις πραγματοποιήσει ένας άντρας. Αν η γυναίκα σκεπτόταν όπως ο άντρας, τότε αυτόματα μόνη της θα γινόταν πόρνη. Η γυναίκα προτιμά να δουλεύει σαν το δούλο μέρα-νύχτα για ένα κομμάτι ψωμί, αλλά πόρνη δε γίνεται. Η γυναίκα σκέφτεται πάντα τα παιδιά που έχει ή αυτά που θα γεννήσει και άποψή της είναι ότι η ομορφιά της κι ο πλούτος της είναι η αξιοπρέπειά της και η τιμή της. Η γυναίκα θέλει πάντα να κάνει τα παιδιά της τέλεια κι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς αξιοπρέπεια. Η κοινωνία σε μία τέτοια γυναίκα, αλλά και σ’ όλες τις γυναίκες, σ’ όλες τις εποχές φέρεται άδικα όσον αφορά την αμοιβή της εργασίας της. Με δεδομένο όμως ότι στην κοινωνία κυριαρχεί η σεξουαλική πείνα των αντρών, εύκολα καταλαβαίνει κάποιος τη δύναμη της γυναίκας. Δέχεται να πληρώνεται ελάχιστα σε σχέση με τον άντρα για την ίδια εργασία, την ώρα που ως πόρνη θα έβγαζε λεφτά, που δεν μπορεί να βγάλει κανένας άντρας με την εργασία του, όποια κι αν είναι αυτή.
Τι γίνεται όμως; Γιατί υπάρχουν πόρνες; Αν πραγματικά αυτή είναι η γυναίκα και η δύναμή της, πώς υπάρχουν πόρνες; Πάλι, και αυτή είναι η τραγωδία, πρόκειται για θυσία των γυναικών. Στην πατριαρχική κοινωνία η κοπέλα, που φεύγει από το σπίτι της, κακοπέφτει. Η υποκρισία και η προστυχιά της κοινωνίας συνεχώς τη διαβάλλουν και την απομονώνουν. Οι άντρες που δέχονται να έρθουν σ’ επαφή με μία γυναίκα, που έφυγε από το σπίτι της, δεν είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να προκύψει. Είναι τ’ αποβράσματα μίας άθλιας κοινωνίας κι επιπλέον είναι αδίστακτοι. Επειδή είναι άντρες και σκέφτονται πονηρά, παρασέρνουν τη γυναίκα στον έρωτα και μετά την εκμεταλλεύονται. Αυτή η εκμετάλλευση οφείλεται στο γεγονός ότι μέσα στο μυαλό του άντρα έρωτας και σεξ δεν ταυτίζονται πάντα… κατά συνέπεια μπορεί αυτός να παίξει με τα αισθήματά της και να την ξεγελάσει. Η γυναίκα εξαιτίας της έλλειψης γνώσης κι εμπειρίας, δεν μπορεί να ελέγξει τα όσα συμβαίνουν και παρασύρεται. Για έναν άντρα είναι πολύ εύκολο να ξεγελάσει μία γυναίκα σε κανονικές συνθήκες σ’ ό,τι αφορά την ειλικρίνεια των αισθημάτων του, πόσο μάλλον μία πικραμένη κι απογοητευμένη από τη ζωή. Το δέλεαρ του κέρδους από την πορνεία είναι μεγάλο κι έτσι αυτός ο άθλιος αργά ή γρήγορα θα ζητήσει από τη γυναίκα να καλύψει τις ανάγκες τους, επειδή αυτός συνήθως είναι και τεμπέλης και πολυέξοδος. Η γυναίκα καταφεύγει στην πορνεία, γιατί η απειλή της εγκατάλειψής της από τον άντρα είναι άμεση. Αυτό που την στηρίζει είναι η ελπίδα που πάντα είναι μάταια.
Πάλι η γυναίκα ακολουθεί το δρόμο της θυσίας και πάλι η κοινωνία δείχνει το σκληρό κι απάνθρωπο πρόσωπό της. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που να μη γνωρίζει πόσο βασανισμένες και πόσο δυστυχισμένες είναι οι πόρνες και δεν υπάρχει άθλιος, υποκριτής, ψεύτης και κλέφτης, που να μη τις κατηγορεί. Η κατηγορία δεν έχει σχέση μ’ αυτό που η έννοια περιγράφει. Η κατηγορία έχει σχέση με την άρνηση αυτών των ηλιθίων να βοηθήσουν τη γυναίκα να ξεφύγει από την πορνεία. Η ετικέτα μπαίνει μία φορά και δε βγαίνει ποτέ. Υπάρχουν άνθρωποι, που αγάπησαν πραγματικά γυναίκες που υπήρξαν πόρνες, αλλά η κατηγορία των αθλίων δεν τους άφησε ποτέ να τις τραβήξουν από το βούρκο. Ο Θεός όμως είναι Αγνός και Δίκαιος. Η πορνεία είναι αμαρτία και τιμωρείται. Αν η πόρνη του πορνείου μέσα στη δυστυχία της τιμωρείται μία φορά, η πόρνη που κοιμάται με το νόμιμο σύζυγό της, χίλιες. Η πόρνη κάποτε μπορεί να βρει τη λύτρωσή της και η πορνεία της ως πράξη κρατά λίγα λεπτά, η άλλη όμως πόρνη τιμωρείται για πάντα κι ώσπου να πεθάνει.
Στην κοινωνία της Βαβυλώνας αυτές οι γυναίκες αποτελούν ένα δυναμικό, το οποίο είναι απαραίτητο για τη σταθερότητα του συστήματος και θα δούμε γιατί ακριβώς. Κάποιος θα μπορούσε σ’ αυτό το σημείο ν’ αναρωτηθεί και δικαία, γιατί όλα αυτά, που περιγράφονται κι αφορούν παλαιότερες και πιο σκληρές κοινωνίες, είναι απαραίτητο να υπάρχουν και στη σημερινή εποχή. Η γυναίκα σήμερα έχει στο ενεργητικό της πολλές κατακτήσεις, έχει δώσει και δίνει ακόμα αγώνα για τη θέση της στην κοινωνία. Έχει εξασφαλίσει τις ίδιες σχεδόν συνθήκες με τον άντρα όσον αφορά την εργασία της, τα πολιτικά και κοινωνικά της δικαιώματα. Μπορεί αυτή η γυναίκα να συγκριθεί με τη γυναίκα άβουλο ον που περιγράψαμε πιο πριν; Μπορεί η σημερινή γυναίκα να συγκριθεί με τη γυναίκα του Ευαγγελίου; Θεωρητικά βέβαια όχι, αλλά πρακτικά θα πρέπει να το διερευνήσουμε.
Αναμφισβήτητα η κοινωνία μας έχει τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας του βήματος τέσσερα κι αυτή η κοινωνία μέσα της περιέχει όλες τις μορφές των κοινωνιών. Είναι μία κοινωνία σύνθετη, στην οποία ναι μεν δόθηκαν οι γνώσεις στους ανθρώπους κατά την διάρκεια των αιώνων μέσα από μία διαρκή πάλη, αλλά αυτές οι γνώσεις —αν παρατηρήσει κάποιος τον κόσμο γύρω του— δεν πρόσφεραν και πολλά πράγματα. Όταν περιγράφαμε το βήμα τέσσερα, αναφέραμε ότι είναι ανίκητο κι αυτό, γιατί καταφέρνει πάντα να διατηρεί τα χαρακτηριστικά του μ’ ελάχιστες φθορές, εφόσον έχει την ιδιότητα να οικειοποιείται την κάθε νέα γνώση. Οι κοινωνικοί αγώνες, που αφορούν τις κοινωνικές τάξεις και τα συμφέροντά τους, εξελίχθηκαν παράλληλα με τους αγώνες για ισότητα των γυναικών με τους κυρίαρχους άντρες. Αν πιστεύει κάποιος ότι οι ταξικοί αγώνες δικαιώθηκαν κι ο κόσμος ξέφυγε από τη φτώχεια, τότε μπορεί να πιστεύει ότι κι οι αγώνες των γυναικών δικαιώθηκαν. Τα προβλήματα σ’ αυτήν την κοινωνία, όχι μόνο δε λύνονται, αλλά αντίθετα κάθε προβληματισμός και κάθε αγώνας έχει την τάση να τα περιπλέκει. Οι γυναίκες πράγματι κατόρθωσαν πολλά πράγματα. Έχουν πολλά δικαιώματα και σχεδόν ίσες ευκαιρίες.
Εδώ είναι και το λεπτό σημείο. Το ζητούμενο για τις γυναίκες δεν είναι ν’ αποκτήσουν ούτε δικαιώματα ούτε ευκαιρίες. Το σύστημα τις αποπροσανατολίζει και τις εκμεταλλεύεται. Τις φέρνει σ’ αντιπαράθεση με τους άντρες και ξεχνούν πώς το ζητούμενο είναι η ευτυχία και όχι τα τυπικά δικαιώματα. Αν αυτά τα δικαιώματα έλυναν αυτόματα τις όποιες ανησυχίες των ανθρώπων, θα έλυναν κατ’ αρχήν τα προβλήματα των αντρών. Οι γυναίκες επιδιώκουν ισότητα με τους άντρες και δε βλέπουν ότι οι άντρες με τα διεκδικούμενα απ’ αυτές δικαιώματα υποφέρουν από το σύστημα. Το πρόβλημα σε μία κοινωνία, όπως η κοινωνία που ζούμε, δεν είναι η ισότητα των δικαιωμάτων μεταξύ των δύο φύλων αλλά το δικαίωμα να ζήσει κάποιος όμορφα και πλουσιοπάροχα, εφόσον δουλεύει και παράγει έργο. Οι γυναίκες βλέπουν το αντρικό πρόσωπο, που κρατά την εξουσία και νομίζουν λανθασμένα ότι το πρόβλημα βρίσκεται στο φύλο αυτού που την κρατά. Δεν μπορούν να δουν ότι το πρόβλημα είναι η εξουσία.
Όλοι οι αγώνες των ανθρώπων για κοινωνική δικαιοσύνη —στην πλειοψηφία τους αντρικοί— στρέφονται ενάντια στην εξουσία. Αν οι άντρες είχαν εξασφαλίσει τη λύση του συνόλου των προβλημάτων τους με την κατοχή και μόνον της εξουσίας, τότε η προσοχή τους θα ήταν στραμμένη προς το μέρος των γυναικών, που διεκδικούν αυτήν την εξουσία. Είναι όμως έτσι; Η πατριαρχική κοινωνία είναι πράγματι σκληρή κι απάνθρωπη. Ισοπεδώνει τη γυναίκα και την εξομοιώνει με δούλο. Πόσο όμως ο άντρας σ’ αυτήν την κοινωνία είναι ελεύθερος και άρα ευτυχισμένος; Το σύστημα πράγματι ισοπέδωσε τη γυναίκα, αλλά τι επιδίωξε μέσω αυτού; Έδωσε μία εξουσία στον άντρα πάνω στη γυναίκα που από τα δεδομένα δεν είναι λογικό να τη θέλει και τον υπέταξε. Ποιος λογικός άντρας, που είναι ερωτευμένος, θα επιδίωκε την εξουσία πάνω στη γυναίκα που αγαπά ανταλλάσσοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ελευθερία που επιθυμεί μέσα στην κοινωνία; Η γυναίκα δεν μπορεί να καταλάβει ότι η ταπείνωσή της είναι η αναγκαία συνθήκη για τη δουλεία των αντρών μέσα στο σύστημα που αυτοί υποτίθεται εξουσιάζουν. Το σύστημα θέλει, αποκλειστικά και μόνο, να διατηρήσει την εξουσία πάνω στους ανθρώπους και δε μάχεται ως φορέας των αντρών τις γυναίκες. Απλά χωρίς αυτήν την κατάσταση δεν μπορεί να υπάρξει. Ο φεμινισμός όχι μόνο δε βοήθησε τις γυναίκες, αλλά κι υπέσκαψε τις ελπίδες τους.
Απαραίτητο στοιχείο για την επίλυση ενός προβλήματος είναι η κατανόησή του. Δεν μπορεί να λύσει κάποιος ένα πρόβλημα, όταν δεν μπορεί να το ξεχωρίσει ανάμεσα σ’ άλλα, των οποίων η λύση δεν ενδιαφέρει. Η κοινωνία αυτής της μορφής έχει την τάση να περιπλέκει τα προβλήματα κι αυτό, γιατί στηρίζεται στη σχετική γνώση κι αυτή είναι που πολλαπλασιάζει τα δεδομένα. Φαινομενικά η κοινωνία είναι πιο προηγμένη και πιο δίκαιη απ’ αυτήν της Βαβυλώνας. Ποιος άνθρωπος όμως μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι δίκαιη ή το πιο βασικό ότι η ζωή μέσα σ’ αυτήν είναι πιο εύκολη; Η ζωή σήμερα είναι πιο δύσκολη από ποτέ, γιατί όσο πιο πολλά τα ερεθίσματα, τόσο πιο πολλές οι επιθυμίες. Στην κοινωνία της Βαβυλώνας οι άνθρωποι είχαν δυσκολίες ακόμα και στην επιβίωση τους, αλλά είχαν ένα σημαντικό πλεονέκτημα, που τους διατηρούσε κοντά στη Λύτρωση. Είχαν ορατότητα. Γνώριζαν ποιος ευθύνεται για την κατάντια τους, γνώριζαν ποιος τους σκοτώνει και ποιος τους κλέβει. Στη Γαλλική Επανάσταση δεν υπήρχε ενδοιασμός για το γενικό ξεσήκωμα. Οι εχθροί ήταν γνωστοί. Στη σημερινή κοινωνία όμως, ποιοι είναι οι εχθροί; Αν τα προβλήματα λύνονται μ’ επανάσταση και βία, ο κόσμος θα είχε επαναστατήσει με την εκτεταμένη διασπορά της γνώσης. Βία στη βία της εξουσίας. Ποια είναι όμως η εξουσία και πού βρίσκεται; Ο κόσμος ζητάει δημοκρατία και την έχει, ζητά δικαιώματα και τα έχει. Λύνονται όμως τα προβλήματα; Όπως έχουν παγιδευτεί οι άντρες, ζητώντας όλα τα παραπάνω, με τον ίδιο τρόπο έχουν παγιδευτεί κι οι γυναίκες.
Ο φεμινισμός δε βοηθά τη γυναίκα, γιατί απλούστατα δε σέβεται τη φύση της. Ο Δημιουργός έχει δώσει σε κάθε φύλο διαφορετικά χαρακτηριστικά κι αυτό δεν αλλάζει με καμία φιλοσοφία. Όταν ο άνθρωπος δε σέβεται τα χαρακτηριστικά του φύλου, δε σέβεται το Δημιουργό και κατά συνέπεια βρίσκεται σε λάθος δρόμο. Ο φεμινισμός δε σέβεται σε καμία περίπτωση την ίδια τη γυναίκα. Ίσες ευκαιρίες κι ίσα δικαιώματα με τον άντρα σε μία κοινωνία που δε σέβεται τίποτε, δεν αποφέρει σε καμία περίπτωση όφελος. Ο κόσμος στον οποίο ζητά να μπει η γυναίκα με ίσα δικαιώματα, είναι καθαρά αντρικός. Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο επιθυμία της γυναίκας είναι ν’ ανταγωνιστεί το πιο έξυπνο, “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού, ον. Ο κόσμος είναι εξαιρετικά περίπλοκος για τον άντρα και τον καταστρέφει. Πώς είναι δυνατόν οι γυναίκες να επιδιώκουν να μπουν μέσα σ’ αυτόν; Το χειρότερο έγκλημα εναντίον της γυναίκας είναι η άποψη περί ανταγωνισμού με τον άντρα, μέσα στο λαβύρινθο που ο ίδιος έφτιαξε κι ο ίδιος παγιδεύεται.
Η γυναίκα σε καμία περίπτωση δεν έχει την εξυπνάδα και την ευστροφία του άντρα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξυπνότερες γυναίκες από άντρες. Απλά η σχετική εξυπνάδα δεν είναι το ζητούμενο. Ο κόσμος αυτός δεν είναι φτιαγμένος από τους σχετικά έξυπνους άντρες, αλλά από τους απόλυτα έξυπνους άντρες. Όταν η γυναίκα θέλει να τον νικήσει, πρέπει να νικήσει την απόλυτη ευφυΐα και όχι τη σχετική. Οι γυναίκες είναι πανίσχυρα όντα κι αυτό συμβαίνει, γιατί πέρα από την επιδίωξη για την προσωπική τους ευτυχία έχουν να φέρουν σε πέρας ίσως την πιο σημαντική αποστολή που υπάρχει. Αν κάποιος άντρας δήλωνε ότι θα μπορούσε να ήταν πιο πιστός στα παιδιά του από τη φυσική μητέρα, θα φαινόταν τουλάχιστον γελοίος. Αυτό δείχνει τη δύναμη των φυσικών χαρακτηριστικών του κάθε φύλου κι αυτό αποδεικνύει, πόσο γελοίο είναι ν’ ανταγωνίζεται η γυναίκα τον άντρα σε χώρους, που, ενώ υποτίθεται είναι δικοί του, εκεί ακριβώς είναι δυστυχισμένος.
Ο φεμινισμός πρόσθεσε στη δυστυχία των γυναικών και τη μιζέρια. Είναι μιζέρια ν’ αρνείται κάποιος τη φύση του κι αντί να ζητά ευτυχία, να ζητά ανταγωνισμό. Είναι μιζέρια μία γυναίκα να μην αφήνεται στον έρωτα, που πυρπολεί το νου και την καρδιά της και να ζητά συνθήκες ισότητας. Είναι μιζέρια για μία γυναίκα να υποδύεται τον άντρα, να κοιμάται με τον έναν και με τον άλλο παριστάνοντας την απελευθερωμένη και να μην έχει έναν άντρα να την αγκαλιάζει και να χάνεται μέσα του. Είναι μιζέρια για μία γυναίκα να ζητά και ν’ απαιτεί απόλυτο καταμερισμό των καθηκόντων μέσα στο σπίτι την ίδια ώρα που ο άντρας ως πνευματώδες ον δε ζητά ανταλλάγματα ούτε ως δάσκαλος ούτε ως γελωτοποιός.
Η γυναίκα έχει την εντύπωση ότι όλοι αυτοί οι αγώνες που πραγματοποίησε, εξασθένισαν το πατριαρχικό σύστημα. Αγνοεί ότι το σύστημα ισχυροποίησε τη θέση του. Έχει ξεχάσει ότι το ζητούμενο είναι η αυτοδιάθεση, έχει ξεχάσει ότι το ζητούμενο είναι να μη γίνει πόρνη. Νομίζει ότι με το να γίνει γιατρός ή μηχανικός, βελτιώνει τη θέση της. Αγνοεί ότι αυτά είναι απλά επαγγέλματα που, αδιάφορο αν αμείβονται καλύτερα από ορισμένα άλλα, δεν προσφέρουν τίποτε παραπάνω από άποψη ελευθερίας.
Πώς όμως ισχυροποιείται το σύστημα από τα επιτεύγματα της γυναίκας; Λέγεται εύκολα αυτό, είναι όμως έτσι; Ο νέος ρόλος της γυναίκας ποιους εξυπηρετεί; Έθνη ολόκληρα εμπιστεύονται στις ημέρες μας το μέλλον τους στα χέρια γυναικών. Αν εμείς υποστηρίζουμε ότι επιδίωξη του συστήματος είναι η εξουσία του άντρα πάνω στη γυναίκα, τι ακριβώς προσφέρουν οι γυναίκες, που κρατούν την εξουσία στα χέρια τους, στις ομόφυλές τους; Τίποτε απολύτως δεν προσφέρουν οι γυναίκες, που έχουν εξουσία, στις γυναίκες από πλευράς ελευθερίας. Το μόνο που έχουν κατορθώσει αυτές οι γυναίκες, είναι να μεταλλαχθούν σε άντρες και για τους άντρες δεν υπάρχει διαφορά —εφόσον ακολουθούν την εξουσία αδιαφορώντας για το πρόσωπο, που την ασκεί πάντα εφήμερα— για τις γυναίκες όμως είναι σκοτάδι, αποπροσανατολισμός και θλίψη. Όταν ένας άνθρωπος μπει στο σύστημα, ανεξάρτητα από το φύλο, είναι υποχρεωμένος να ταυτιστεί μ’ αυτό.
Όταν μία γυναίκα ταυτίζεται μ’ αυτό σ’ όλη της τη ζωή υπακούοντας οικειοθελώς ως άντρας, δεν μπορεί, ούτε και θα της επιτρεπόταν ποτέ, να το καταστρέψει. Μία γυναίκα όμως στην κορυφή της εξουσίας είναι η τελική και μεγαλύτερη απογοήτευση για τη βάση. Όλες οι γυναίκες, που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, στήριξαν τις προσπάθειες της, βλέπουν ότι έχουν να κάνουν πλέον μ’ έναν υπηρέτη του συστήματος και όχι με μία γυναίκα που θα παλέψει γι’ αυτές. Η πατριαρχική κοινωνία δε νικιέται με την κατάληψη της κορυφής της πυραμίδας από μία γυναίκα. Και το σύνολο της εξουσίας να μεταβιβαστεί από τη μία μέρα στην άλλη στις γυναίκες, πάλι πατριαρχική θα παραμείνει και μάλιστα ισχυρότερη από ποτέ. Πλανώνται οικτρά οι γυναίκες, αν νομίζουν ότι με καλύτερη αντιπροσώπευση στα ανώτερα κι ανώτατα όργανα της εξουσίας, θα εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες γι’ αυτές και για τα παιδιά που φέρνουν στον κόσμο. Η πατριαρχική κοινωνία έχει μία βασική φιλοσοφία και μόνο με κατάρρευση αυτής της φιλοσοφίας γκρεμίζεται και η ίδια. Η γυναίκα μηχανικός δεν κτίζει με διαφορετικά υλικά μία γέφυρα, επειδή είναι διαφορετική από τον άντρα. Όταν πρέπει η γυναίκα εξουσία να προστατεύσει την πυραμίδα εξουσία, δεν μπορεί να κάνει τίποτε διαφορετικό απ’ αυτό που θα έκανε ο άντρας.
Η γυναίκα μεταλλάσσεται μέσα στο σύστημα κι αυτή η μετάλλαξη τής δίνει χαρακτηριστικά άντρα. Η ένταξη μέσα στο σύστημα είτε πρόκειται γι’ άντρα είτε πρόκειται για γυναίκα, οδηγεί σε μετάλλαξη. Αυτό που πρέπει ν’ αναζητήσουμε είναι η κατάσταση στην οποία οδηγούνται τα δύο φύλα, που προφανώς με διαφορετική αφετηρία θα έχουν κοινό τερματισμό. Ο άντρας χάνει ορισμένα χαρακτηριστικά του κι αναπτύσσει άλλα και το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τη γυναίκα. Για τον άντρα θα μιλήσουμε σ’ άλλο σημείο.. αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι να βρούμε τι όφελος έχει το σύστημα από τη γυναίκα. Ξεκινάμε από τα φυσικά χαρακτηριστικά της γυναίκας και γνωρίζουμε ορισμένα από τα δεδομένα. Έχοντας δομή, διατηρεί σε μεγαλύτερη πιστότητα τα χαρακτηριστικά που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο από ότι ο άντρας, που σημαίνει ότι ως χαρακτήρας είναι γενικά πιο τίμια, πιο πιστή και πιο δίκαιη, όταν φέρει εξουσία. Από πλευράς εξυπνάδας, πιο αργή απ’ ό,τι ένας άντρας, αλλά πιο πολύτιμη ως συνεργάτης, εφόσον οι φιλοδοξίες της δεν είναι όπως του άντρα ανεξέλεγκτες κι αυθαίρετες. Είναι πιο συνεπής κι όταν είναι συνεργάτης, είναι ακίνδυνη, γιατί δε ραδιουργεί και δεν εποφθαλμιά τη δόξα των άλλων, όπως συνήθως οι βιαστικοί άντρες, αλλά περιμένει την ανταμοιβή της. Όλα τα παραπάνω έχουν να κάνουν με την αυθεντική γυναίκα, που δεν αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά της κι είναι ευπρόσδεκτη από τους άντρες στο σύστημα, επειδή την εκμεταλλεύονται. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά έχουν ως αποτέλεσμα, εφόσον όλοι έχουν φιλοδοξίες και κανένας δεν αναγνωρίζει κανέναν, όταν δεν έχει όφελος, οι γυναίκες αυτές να μένουν στάσιμες, όσον αφορά την εξέλιξή τους. Μένουν γυναίκες κι είναι εύκολα θύματα για τους άντρες ανταγωνιστές να τις παρακάμψουν.
Μέχρι αυτό το σημείο τίποτε δε συμβαίνει. Συμβαίνει όμως, όταν σκεφτεί κάποιος ότι γι’ ανώτερες θέσεις, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η παιδεία. Η παιδεία όμως είναι κοινή και γι’ άντρες και για γυναίκες. Τα ίδια σχολεία βγάζουνε και την ίδια ύλη γνωρίζουνε. Τα πάντα οφείλονται στην παιδεία. Όλη η δύναμη του συστήματος στηρίζεται στην ελεγχόμενη γνώση, που περνά μέσω του συστήματος της παιδείας στον άνθρωπο. Το σύστημα προσπαθεί μέσα από την παιδεία, να δώσει στον άνθρωπο τα χαρακτηριστικά που είναι επιθυμητά σ’ αυτό. Όμως η γνώση που δίνεται, είναι προϊόν της πατριαρχικής κοινωνίας και δημιουργήθηκε με δεδομένο ότι αυτοί που την παίρνουν είναι άντρες. Βασικός στόχος αυτής της παιδείας είναι να περάσουν μέσα στα κύτταρα του άντρα την έννοια της “πίστης”. Πίστη στη θρησκεία, πίστη στην πατρίδα, πίστη στην οικογένεια. Όλα αυτά έχουν ως στόχο, ο ρευστός άντρας ν’ αρχίσει ν’ αναπτύσσει σταθερή δομή. Αυτό δεν είναι αναγκαίο στην περίπτωση της γυναίκας, εφόσον αυτή έχει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά από τη φύση της. Άτακτοι μαθητές είναι πάντα οι άντρες, ενώ συνεπείς, τακτικές κι υπάκουες πάντα οι γυναίκες.
Αμέσως επόμενος στόχος είναι να περάσει μέσα στον άνθρωπο η έννοια του “ανταγωνισμού” και η αναζήτηση της επιτυχίας, χωρίς να υπολογίζονται οι θυσίες που αυτή κοστίζει. Για τον άντρα αυτός ο ανταγωνισμός είναι μία φυσική του τάση, ενώ για τη γυναίκα πέρα από τη φύση της. Αν για να μπει ο άντρας στο σύστημα πρέπει ν’ αλλάζει χαρακτηριστικά, παίρνοντας αυτά της δομής, η γυναίκα πρέπει να χαλαρώσει τη δομή της. Εφόσον το ζητούμενο είναι η επιτυχία και η κοινωνική καταξίωση, είναι αναγκαίο να γίνει ανταγωνιστική και να ξεπεράσει τους ενδοιασμούς της όσον αφορά την έννοια της “θυσίας”. Αυτή η γυναίκα είναι, που μπαίνει στο σύστημα και μεταλλάσσεται σε άντρα.
Στη μελέτη της γυναίκας αναφέραμε κάτι, που μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά είναι αληθινό. Αν η γυναίκα ήταν όμοια με τον άντρα, θα γινόταν στην πρώτη δυσκολία πόρνη. Όταν το σύστημα μεταμορφώνει τη γυναίκα και της δίνει χαρακτηριστικά άντρα κι επιπλέον της δίνει μία διαφορετική φιλοσοφία πάνω στο θέμα της θυσίας, τότε αυτή η γυναίκα είναι έτοιμη σε κάθε στιγμή για πορνεία. Είναι η όμορφη, φιλόδοξη συμφοιτήτριά μας στο πανεπιστήμιο, που κατά σύμπτωση θυμάται ότι έχει απορίες συστηματικά έξω από τις ώρες παράδοσης κι ως εκ τούτου πρέπει να πάει στα γραφεία. Είναι η όμορφη γραμματέας μίας μεγάλης εταιρείας, που ένα μήνα αργότερα, αν μπει κάποιος ξανά στο γραφείο της, θ’ απουσιάζει, γιατί είχε τα απαιτούμενα “προσόντα” γραμματέως ανώτερου ιεραρχικά προϊσταμένου. Είναι η όμορφη συνδικαλίστρια, που μπορεί να υστερεί σε θεωρητική κατάρτιση, αλλά είναι απαραίτητος ο αυθορμητισμός της για το κίνημα, σύμφωνα με τον ηγέτη του, που κατά σύμπτωση γνωρίζει λεπτομέρειες του σώματός της, που σε ώρα συμβουλίου τουλάχιστον δε διακρίνονται. Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί σε μία πατριαρχική κοινωνία απαραίτητο στοιχείο για την ομαλή λειτουργία της είναι η ύπαρξη πορνείας. Η κοινωνία μας είναι σύνθετη κι αυτό σημαίνει ότι και η πορνεία —εφόσον την ακολουθεί— παίρνει σύνθετη μορφή. Στη σύνθετη κοινωνία μας οι πόρνες των πορνείων προέρχονται από τη λειτουργία του συστήματος με τη μορφή της Βαβυλώνας, ενώ όλες οι υπόλοιπες είναι δημιουργήματα της οποιασδήποτε παιδείας κι έχουν ως στόχο την επιτυχία, ό,τι κι αν αυτή κοστίσει σε θυσία.
Μετά την ανάγνωση των παραπάνω, θα υπέθετε κάποιος ότι μπερδέψαμε το θέμα κι εκεί που μιλούσαμε για το γάμο, καταλήξαμε κάπου αλλού. Αυτό δε συμβαίνει, γιατί όλος αυτός ο προβληματισμός ήταν απαραίτητος, για ν’ αποδείξουμε πως αλλάζει χαρακτηριστικά ο άντρας αν κι ερωτευμένος μετά το γάμο. Η δημιουργία οικογένειας, μέσω του νόμιμου γάμου στη σύγχρονη κοινωνία, είναι η πιο δύσκολη και σκληρή πάλη που μπορεί να δώσει ο άνθρωπος. Μέσα σ’ έναν κόσμο ρευστό, που παρασέρνει και κατόπιν συνθλίβει τους ανθρώπους, η προσπάθεια δημιουργίας μίας σταθερής δομής, όπως η οικογένεια είναι το σπουδαιότερο προσωπικό επίτευγμα. Δύο άνθρωποι ερωτευμένοι ή ένας διπλός άνθρωπος, είναι ό,τι πιο τέλειο υπάρχει κι αυτό λόγω της θείας επέμβασης. Θα μπορούσε κάποιος να τους παρομοιάσει με δύο τέλειους χορευτές, που χορεύουν το τέλειο χορό τους μέσα σε μία κοινωνία βρώμικη κι εχθρική, αδιαφορώντας για τα όσα συμβαίνουν μέσα σ’ αυτή. Οι δύο χορευτές νομιμοποιούν τη σχέση τους μέσα από το γάμο και το λογικό είναι να συνεχίσουν το μεθυστικό χορό τους και μέσα σ’ αυτόν. Λογικό όμως δεν υπάρχει σε μία κοινωνία, όπως αυτή στην οποία ζούμε, γιατί αν υπήρχε, θα βλέπαμε και τ’ αποτελέσματα αυτής της λογικής.
Ο άντρας είναι ρευστός κι αυτή η ρευστότητα τον κάνει επικίνδυνο μέσα σε μία κοινωνία, όπως είναι η οικογένεια που η κοινή αντίληψη τη θέλει άκαμπτη και με απόλυτα προσδιορισμένους τους ρόλους των μελών της. Ο Χριστός έχει απόλυτη γνώση του τι ακριβώς συμβαίνει με τον άντρα κι αυτό είναι που κάνει τέλεια την άποψή Του για τη μοιχεία. Σύμφωνα μ’ αυτό, η μοιχεία ξεκινά από την απλή επιθυμία. Ο άντρας έχει από το Δημιουργό του την τάση να επιθυμεί. Χωρίς αυτήν την τάση δε θα μπορούσε ν’ αποκολληθεί από την οικογένεια του. Σε μία κοινωνία ελευθέρων ανθρώπων η τάση είναι αυτή, που κατευθύνει τον άντρα προς τη γυναίκα, που μπορεί να γίνει “σάρκα μία” μ’ αυτόν. Ο άντρας πολιορκεί τη δομή της γυναίκας κι έπειτα την κατακτά. Οι γυναίκες, όπως είδαμε μέσα από το Λόγο, είναι στατικές και η τάση της επιθυμίας του άντρα, τον κάνει να περιφέρεται ανάμεσα σ’ αυτές. Ο άντρας περιφέρεται διαρκώς όσο είναι ελεύθερος ανάμεσα στις γυναίκες και μ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε συνεχείς κρούσεις. Σύμφωνα με τις δυνατότητες του κάθε άντρα, μπορεί να υπάρχει το φαινόμενο της πολιορκίας σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Οι γυναίκες είναι συνεχώς σε κατάσταση άμυνας κι όπλο τους είναι η άρνηση. Η φύση του άντρα τον κάνει να φέρεται παράλογα κι αυτό, γιατί, ενώ το ζητούμενο εν γνώση του είναι ο έρωτας, αυτός κυνηγά την υπερβολή. Αν είχε ο άντρας δυνατότητα να διαλέξει ανάμεσα σε πολλές όμορφες γυναίκες, όποια ήθελε ή ακόμα και το σύνολο, δεν υπάρχει πάνω στον πλανήτη άντρας που να μη διάλεγε το σύνολο. Η φύση του άντρα είναι η υπερβολή, ενώ αντίθετα της γυναίκας το μέτρο.
Μέσα από διαδοχικές καταστάσεις αρνήσεων, αλλά και κατακτήσεων, ο άντρας βρίσκει επιτέλους τη γυναίκα με την οποία μπορεί να γίνει “σάρκα μία”. Η καινούρια κατάσταση που ζει είναι τέλεια, αλλά αυτή η τελειότητα δεν μπορεί να νικήσει τη φύση. Ο ερωτευμένος άντρας έπαψε να επιθυμεί; Χάνει τα χαρακτηριστικά του; Όχι βέβαια, αλλά έχουμε σ’ αυτήν την περίπτωση ένα άλλο φαινόμενο. Ο άντρας από τη στιγμή που ερωτεύεται, αυτόματα φοβάται. Ο φόβος αυτός έχει να κάνει με τη γυναίκα, που, όταν είναι ελεύθερη να δράσει, είναι επικίνδυνη για έναν άντρα που δεν αρκείται στην απλή επιθυμία και προχωρά παραπέρα. Η γυναίκα αυτή, είναι η ευτυχία για τον άντρα κι αυτή η γνώση τον αναγκάζει ν’ αλλάζει παντελώς τη συμπεριφορά του.. το τέλειο είναι ότι αυτή η αλλαγή γίνεται οικειοθελώς. Η φύση του εκτονώνεται μέσα στην ίδια της δομή της γυναίκας. Αντί να περιφέρεται ανάμεσα στις γυναίκες, περιφέρεται ανάμεσα στα χαρακτηριστικά της ίδιας γυναίκας.
Η γυναίκα έχει μία σταθερότητα, που της στερεί τη φαντασία. Στις συναλλαγές της ξέρει να κάνει πρόσθεση, όταν πρέπει να προσθέσει κι αφαίρεση, όταν πρέπει ν’ αφαιρέσει. Ο άντρας είναι εξαιρετικά ευφυής κι αυτό δεν είναι πάντα ευεργετικό, αλλά μπορεί ν’ αποδειχθεί και τραγικό. Ο άντρας είναι σε θέση να παγιδευτεί και μόνος του. Είναι δυνατό να κάνει αφαίρεση έχοντας στο νου του, μακροπρόθεσμα, απ’ αυτήν την αφαίρεση να προκύψει πολλαπλασιασμός. Είναι ρευστό ον κι αυτό του δίνει τη δυνατότητα να κινείται στο χρόνο. Η γυναίκα όμως δεν είναι έτσι κι είναι λόγω αποστολής καρφωμένη στο παρόν. Περπατά στέρεα στο έδαφος και ξέρει σε κάθε στιγμή τι ακριβώς έχει και τι ακριβώς θέλει. Δεν αφήνει τη φαντασία να την παρασύρει, γιατί η φαντασία έχει σημείο αναφοράς το μέλλον κι αυτό είναι κάτι το ξένο για τη γυναίκα. Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί μόνον έτσι εξηγείται ο διαρκής έλεγχος στον οποίο αναγκαστικά υπόκειται ο άντρας απ’ αυτή. Αν η γυναίκα είχε τα χαρακτηριστικά του άντρα, τότε ο ένας θα κορόιδευε τον άλλο, δημιουργώντας φανταστικές συνθήκες κι ως εκ τούτου δε θα γίνονταν ποτέ “σάρκα μία”.
Ένα παράδειγμα θα βοηθούσε στην κατανόηση των παραπάνω. Έχουμε ένα ερωτευμένο ζευγάρι κι αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η συμπεριφορά του άντρα. Ο άντρας επιθυμεί συνεχώς και δεν παύει ως το θάνατό του. Όταν όμως είναι ερωτευμένος, δε θυσιάζει τον έρωτα για κάτι περιστασιακό. Υποθέτουμε ότι η γυναίκα τον συλλαμβάνει να βγαίνει κρυφά με κάποια άλλη. Το βέβαιο είναι ότι θα του κάνει τη ζωή δύσκολη και τυχόν επανασύνδεση θα γίνει με κάποιους όρους.. σε περίπτωση παραβίασης οι γυναίκες βρίσκουν πάντα τη δύναμη και δίνουν τέλος. Αν η γυναίκα σκεφτόταν ως άντρας, η παραπάνω περίπτωση θα ήταν εύκολη για έναν άντρα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί τα πάντα και μάλιστα θα εύρισκε κι επιχειρήματα. Θα μπορούσε να πει ότι εκμεταλλεύεται την άλλη, για να μπορέσει να κάνει κάποιες κοινωνικές επαφές, που θα ήταν υπέρ του μέλλοντος και των δύο. Ένας άντρας αυτά τα πιστεύει, γιατί τα σκέφτεται, η γυναίκα όμως όχι.
Μία γυναίκα ξέρει πάντα τι έχει και τι θέλει. Όταν μοιράζεται τον άντρα της για ένα υποτιθέμενο κέρδος, αμέσως αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει άντρα. Όταν η γυναίκα αντιλαμβάνεται ότι ο άντρας δεν είναι δικός της, παύει να σκέφτεται το μέλλον, εφόσον δεν υπάρχει παρόν. Ο κόσμος της γυναίκας είναι απλός και πανίσχυρος. Όσο ερωτευμένη κι αν είναι, δεν μπορεί να την παρασύρει ο άντρας. Μπορεί κάποιος σε φυσιολογικές συνθήκες να πείσει τη γυναίκα του να γίνει πόρνη, εφόσον είναι μία δουλειά προσοδοφόρα; Μπορεί κάποιος να πείσει τη γυναίκα του να γεννήσει παιδί, για να το πουλήσουν, εφόσον έχει τη δυνατότητα να γεννά όσα θέλει; Μέσα σ’ αυτήν τη δομή περιφέρεται ο άντρας όταν είναι ερωτευμένος κι είναι ευτυχισμένος.
Όμως όταν ο γάμος είναι αυτός που ακολουθεί, αλλάζουν μερικά βασικά δεδομένα. Ο κύριος λόγος για τον οποίο ο άντρας άλλαξε τα χαρακτηριστικά του, εξαφανίζεται. Ο φόβος που είχε ο άντρας μήπως χάσει τη γυναίκα του, αρχίζει και χάνεται μέσα στα πλαίσια του γάμου. Η πίστη του, εκτός του έρωτα, κρατούσαν τη γυναίκα κοντά του κι από την επόμενη ημέρα του γάμου, αυτό δεν είναι απαραίτητο. Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, η κοινωνία του εξασφαλίζει τη ζωντανή ιδιοκτησία του. Ο άντρας βλέπει πλέον —εφόσον είναι πονηρός— ότι μπορεί να ξεφεύγει μέσα από τη δομή της γυναίκας του, χωρίς να υπάρχουν σοβαρές επιπτώσεις. Στην αρχή δειλά αρχίζει να κάνει δοκιμές, ώστε να μπορέσει να εκτιμήσει την κατάσταση στο σύνολό της. Οι δοκιμές αυτές έχουν στην αρχή να κάνουν με τη συνέπεια και κατόπιν, ανάλογα με τις συνθήκες, προχωρά. Η γυναίκα όλα αυτά τ’ αντιλαμβάνεται, αλλά μέσα στο πλαίσιο του γάμου, δεν μπορεί ν’ αντιδράσει. Οι χορευτές χωρίστηκαν πλέον, εφόσον ο γάμος επιτρέπει στον άντρα ν’ αποκολληθεί χωρίς συνέπειες κι αναγκάζει τη γυναίκα να συνεχίζει μόνη της ένα χορό, που υποτίθεται είναι ο τέλειος χορός του έρωτα. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, παύει να υφίσταται ο έρωτας και η μοιχεία εγκαθίσταται στην οικογένεια. Ο άντρας που είναι πλέον ανεξέλεγκτος και πράττει όπως επιθυμεί, στην οικογένεια έχει πάρει τη μορφή της εξουσίας και του οικονομικού πόρου.
Παράλληλα μ’ αυτό το πρόβλημα, που έχει να κάνει με τη φύση του άντρα, συνυπάρχει κι αυτό της φτώχειας και της ανέχειας. Οι περισσότεροι άνθρωποι πάνω στη Γη έζησαν και ζουν κάτω από συνθήκες φτώχειας. Πολλοί απ’ αυτούς βλέπουν το ζήτημα του γάμου σαν μία πρώτης τάξης ευκαιρία για οικονομική αποκατάσταση. Στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, οι γάμοι είχαν πάντα μέσα τους την οικονομική συναλλαγή και μ’ αυτόν τον τρόπο οι άμεσα ευνοούμενοι ήταν αυτοί, που διέθεταν την οικονομική ισχύ. Η σημερινή κοινωνία υποτίθεται ότι έχει ξεπεράσει όλα αυτά τ’ άσχημα χαρακτηριστικά και φαινομενικά δίνει άλλη διάσταση στο γάμο, εφόσον οι γυναίκες τώρα πια έχουν δικαιώματα. Οι γυναίκες έχουν βέβαια δικαιώματα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να νικήσουν την παραπάνω κατάσταση. Όταν συμβαίνουν όλα αυτά κι επιπλέον υπεισέρχεται ο παράγοντας φτώχεια, τότε τα πράγματα παίρνουν τραγική μορφή. Η γυναίκα, η ερωτευμένη, αγωνίστηκε και νίκησε για χάρη του έρωτα όλες τις “καλοπροαίρετες” συμβουλές, αλλά κι επεμβάσεις. Ακολούθησε τον άντρα που επιθυμούσε παρ’ όλη τη φτώχεια του. Όταν ο άντρας είναι φτωχός και ζητά, σύμφωνα με τα δεδομένα που ισχύουν στη σημερινή κοινωνία, μία γυναίκα από την οικογένειά της, πάντα υπάρχουν παρασκηνιακές αντιδράσεις. Οι υπάρχουσες οικογένειες ποτέ δεν υπολογίζουν σοβαρά τον έρωτα κι αντιδρούν πάντα, όταν η φτώχεια είναι η προσφερόμενη κατάσταση.
Παρ’ όλα αυτά η γυναίκα ακολούθησε τον έρωτά της και ζει μία κατάσταση, όπως η παραπάνω. Θυσιάστηκε για να δει τον άντρα της —αργά αλλά σταθερά— να γίνεται μοιχός, να την έχει εγκλωβίσει μέσα σε τέσσερις τοίχους —συνήθως με παιδιά από την αρχή του γάμου— και ν’ αδιαφορεί παντελώς για το τι σκέφτεται και πώς αισθάνεται. Αν αυτή η γυναίκα μετά από χρόνια συμβουλέψει την κόρη της για το πώς πρέπει να φέρεται όσον αφορά τους άντρες, τι περιμένουμε να της πει; Ν’ ακολουθήσει τον έρωτά της και να μην ακούσει κανένα; Να μη συμβιβαστεί σε καμία περίπτωση; Ή το πιο πιθανό να της δείξει την ίδια της τη ζωή, που κυλά μέσα στη μιζέρια και την αδιαφορία και, που είναι προϊόν έρωτα; Δε θα συμβουλέψει αυτή η γυναίκα την κόρη της να βρει κάποιον ν’ αποκατασταθεί, τουλάχιστον οικονομικώς; Δε θα της περιγράψει πόσο όμοιοι είναι οι άντρες μετά το γάμο; Δε θ’ αποτυπώσει στην ψυχή της την άποψη ότι έτσι κι αλλιώς όλοι οι γάμοι είναι ίδιοι και ότι πρέπει να εξασφαλίσει τουλάχιστον κάποια οικονομική άνεση για τον εαυτό της και τα παιδιά της;
Η πορνεία στη σύγχρονη εποχή είναι ένα σύνθετο φαινόμενο.. ανάμεσα στις πόρνες που απαιτούνται για τη λειτουργία της κοινωνίας είναι κι οι γυναίκες, που είναι προϊόντα κάποιας παιδείας. Παιδεία είναι και η άποψη της μητέρας. Παιδεία είναι ό,τι μπορεί ν’ αντλήσει κάποιος απ’ οποιαδήποτε πηγή κι είναι έτοιμη γνώση που τη χρησιμοποιεί. Αν αυτή η κόρη ακούσει τη μητέρα της, τι διαφορετικό θα κάνει από μία πόρνη; Ο Ίδιος ο Θεός θα της μιλά κι αυτή θα προσπαθεί να καταλάβει τι μάρκα είναι τα παπούτσια του. Ο Ίδιος ο Θεός θα την αγαπάει κι αυτή θα προτιμά τον άντρα, που έχει καλό αυτοκίνητο, καλό σπίτι και καλό όνομα. Δεν υπάρχει άντρας σ’ αυτόν τον κόσμο, που να μη έχει διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια, αυτήν την πορνεία των γυναικών. Οι γυναίκες αυτές είναι παντού. Μας περιτριγυρίζουν και μας βασανίζουν με την πορνεία τους. Η εξωτερική ομορφιά είναι δώρο από το Θεό κι αντιληπτή απ’ όλους. Οι όμορφες γυναίκες αρέσουν σ’ όλους τους άντρες, άσχετα αν ο έρωτας δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους. Απαραίτητη προϋπόθεση για την πορνεία είναι η ομορφιά της γυναίκας. Η ομορφιά είναι το ζητούμενο κι αυτό είναι, που πληρώνεται είτε άμεσα είτε έμμεσα.
Όταν μία γυναίκα είναι όμορφη και η παιδεία τής υποδεικνύει την εξασφάλισή της, εύκολα αντιλαμβανόμαστε χωρίς ιδιαίτερο κόπο την πορεία της. Έχετε δει ποτέ το γιο μίας πλούσιας οικογένειας να συνοδεύει ή να παντρεύεται μία μέτρια εμφανισιακά κοπέλα, ανεξάρτητα από τη δική του εμφάνιση; Έχετε προσέξει μήπως, πώς είναι στην όψη οι γυναίκες που κάθονται στη θέση του συνοδηγού υπερπολυτελών αυτοκινήτων; Ποιος άντρας δεν έχει πληγωθεί, όταν μία όμορφη κοπέλα που γνώρισε αυτός κι οι φίλοι του, δε βρίσκει, όπως όλες άλλωστε, πιο συμπαθή και πιο ενδιαφέρον το φίλο, που τυχαίνει να είναι κι ο πλουσιότερος της παρέας; Όταν συμβαίνουν όλα αυτά στη ζωή ενός άντρα, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος, γιατί ο άντρας αυτός θέλει να γίνει πλούσιος και διάσημος.
Η κοινωνία υπενθυμίζει πάντοτε ότι τα πάντα έχουν την τιμή τους. Σ’ αυτόν τον κόσμο όλα αγοράζονται ακόμα κι αυτή η ομορφιά. Όταν ο άντρας, αυτό το υπερκινητικό ον, βρίσκει παντού την άρνηση λόγω της φτώχειας του, τι περιμένουμε να κάνει; Ακόμα και στην περίπτωση που ερωτεύεται, βλέπει πάντα τι συμβαίνει και πληγώνεται, άσχετα αν ο ίδιος δεν είναι πια μέσα στον ανταγωνισμό. Η σύνθετη φύση του τον κρατά συνεχώς σε υπερδιέγερση κι αυτό τον κάνει δυστυχισμένο. Αν δεν υπήρχε πορνεία σ’ αυτόν το κόσμο, ο ίδιος αυτός άντρας δε θα ήταν δυστυχισμένος. Δε θα έβλεπε τον πλούσιο φίλο του ν’ αλλάζει συνεχώς γυναίκες, στην πλειοψηφία τους όμορφες κι επιθυμητές. (Μάρκ. 9.47-9.49) “και εάν ο οφθαλμός σου σκανδαλίζη σε, έκβαλε αυτόν.. καλόν σοί εστί μονόφθαλμον εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού, ή δύο οφθαλμούς έχοντα βληθήναι εις τη γέενναν του πυρός, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται.” (Καί εάν τό μάτι σου σέ σκανδαλίζη, βγάλε το… είναι καλύτερα να μπής μονόφθαλμος εις τήν βασιλείαν τού Θεού παρά νά έχης δύο μάτια καί νά ριφθής εις τήν γέενναν, όπου τό σκουλήκι τους δέν πεθαίνει καί η φωτιά δέν σβήνει.).
Ο άντρας βλέπει κι αυτό είναι που τον πληγώνει. Δεν έχει σημασία, αν είναι ερωτευμένος ή όχι. Σ’ αυτήν την κοινωνία, μόνον τυφλός μπορεί κάποιος να είναι ήρεμος. Η ομορφιά είναι πάντα επιθυμητή και σ’ έναν κόσμο που αγοράζεται, όλοι θέλουν να φτάσουν σε θέση στην οποία να μπορούν να το κάνουν. Ο ερωτευμένος άντρας που παντρεύεται, δεν παύει ποτέ να βλέπει. Ο γάμος του εξαφανίζει το φόβο. Σ’ αυτήν την περίπτωση υπάρχουν δύο ενδεχόμενα: είτε αυτός ο άντρας να είναι πλούσιος είτε φτωχός. Αν είναι πλούσιος η πορνεία συνεχώς τον περιβάλλει και τον βάζει σε πειρασμό. Η όμορφη γραμματέας δεν έχει ενδοιασμούς, αν αυτός είναι ή δεν είναι παντρεμένος. Πάντα όμορφη, περιποιημένη και λίγο απρόσεκτη, όταν κάθεται, όταν σκύβει ή όταν περπατά. Τι μπορεί να κάνει ο άντρας; Η φύση του τον ωθεί προς τη δομή. Ο άντρας είναι μία φωτιά, που όταν έχει την ευκαιρία, πυρπολεί το χώρο γύρω του. Αν η γυναίκα του μέσα στα πλαίσια του γάμου είχε περιθώρια αντίδρασης, θα έσωζε τον έρωτα. Αν υπήρχαν όμως αυτά τα περιθώρια, δε θα υπήρχε και η πορνεία και η γυναίκα θα ήταν πιο ήσυχη. Στα ελεύθερα ερωτευμένα ζευγάρια δεν υπάρχει το φαινόμενο της απιστίας. Η απιστία εμφανίζεται μόνο μετά το γάμο. Ο θεσμός του γάμου είναι αυτός που τη δημιουργεί, αφού χαλάει τη δυναμική, που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους, που είναι “σάρκα μία”.
Στην αντίθετη πλευρά, ο φτωχός άντρας βρίσκεται κι αυτός στην ίδια ακριβώς κατάσταση με μία τεράστια διαφορά. Επιθυμεί κι αυτός έχοντας συναίσθηση της ελευθερίας που του εξασφαλίζει ο γάμος, αλλά αυτός μόνο βλέπει την πορνεία κι αυτό τον κάνει να θυμώνει. Δεν έχει σημασία, αν έμενε πιστός ή όχι στον έρωτά του, σημασία έχει ότι, όπως ο κάθε άνθρωπος, θέλει κι αυτός να είναι επιθυμητός. Η πορνεία όμως είναι σκληρή κι ανελέητη κι αυτό τον κάνει να θυμώνει, αφού αισθάνεται μειωμένος κι ασήμαντος. Αν όλα αυτά αφορούν τους ερωτευμένους άντρες, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος τι συμβαίνει με τους άντρες, που παντρεύτηκαν, επειδή έπρεπε να παντρευτούν και η γυναίκα τους είναι πολύ μακριά από το γούστο τους.
Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί η θεωρία υποστηρίζει ότι η κοινωνία ως σύστημα εξουσίας, επιθυμεί με κάθε θυσία να μπει η μοιχεία μέσα στην οικογένεια. Αν κατορθώσει αυτό, που είναι εύκολο με την τεράστια πορνεία που υπάρχει και βάλει σε πειρασμό τους άντρες, τότε αρχίζει και λειτουργεί άψογα. Αυτό συμβαίνει λόγω της άπειρης πρώτης ύλης, με τα τέλεια χαρακτηριστικά. Η ύλη αυτή είναι οι άντρες, που είναι παντρεμένοι και τα χαρακτηριστικά είναι αυτά που αναφέραμε παραπάνω. Από τον καιρό της Βαβυλώνας, όταν ο άνθρωπος έχτισε για πρώτη φορά τον κοινωνικό ιστό, που περιέχει μέσα του την εξουσία, αγωνίζεται για την εξασφάλιση της πορνείας. Οι πλούσιοι που γεύονται την πορνεία, είναι απαραίτητοι για να υπάρχουν ως ζωντανά παραδείγματα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι αγωνίζονται ν’ αποκτήσουν κάποτε στην κοινωνία τον πλούτο και την ισχύ, που θα τους δώσει τη δυνατότητα να γευτούν αυτήν την πορνεία. Όταν ο άντρας αισθάνεται μειωμένος κι ασήμαντος, τότε αρχίζει και γίνεται επικίνδυνος. Είναι σε θέση να κάνει τα πάντα, για να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση. Στίβει το μυαλό του μέρα και νύχτα, για να μπορέσει να σκεφθεί κάτι που θα βελτιώσει την κατάστασή του. Εδώ είναι το λεπτό σημείο της άθλιας κοινωνίας στην οποία ζούμε, αλλά και η απαραίτητη προϋπόθεση, για να επιτευχθεί το Μυστικό Σχέδιο του Θεού. Η κοινωνία στην οποία ζούμε, αλλά κι αυτή στην οποία έζησαν όλοι οι άνθρωποι από τον καιρό της Βαβυλώνας, προετοιμάζει τους ανθρώπους για την είσοδό τους στον κάτω κόσμο.
Η πρώτη ύλη είναι οι παραπάνω άντρες και, για να μη διαταράσσεται αυτή η κατάσταση, η εξουσία λαμβάνει μέριμνα. Αιώνες τώρα η εξουσία είτε “ελέω πνευματικών δικαιωμάτων” είτε μέσω ψευδοδημοκρατικών διαδικασιών, επηρεάζει τον κόσμο και προβάλλει ως τέλειους ανθρώπους αυτούς, που είναι παντρεμένοι κι οικογενειάρχες. Διαμορφώνει μία άποψη στον κόσμο ότι ο ικανός άντρας είναι μόνον αυτός, που είναι καλός οικογενειάρχης και πάντα σύμφωνα με τη λογική της Βαβυλώνας. Ένας οικογενειάρχης πολιτικός δεν είναι καλός, αν δεν ασκεί εξουσία πρώτα στην ίδια του την οικογένεια. Ένας γιος με φιλοσοφία ενάντια στην εξουσία και την καταπίεση, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να του προκύψει. Εξουσία και καταπίεση πρώτα πάνω στην ίδια του την οικογένεια και μετά ακολουθεί μία λαμπρή καριέρα. Όλα αυτά συμβαίνουν και μπορεί άνετα κάποιος να τα διαπιστώσει. Ο άνθρωπος όμως έχει κοντή μνήμη κι ελάχιστη κρίση, όταν θίγονται τα συμφέροντά του. Όλοι υποτίθεται, από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο δούλο του συστήματος, αγωνίζονται για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής απ’ όλες τις απόψεις. Χαίρονται, όταν μιλούν για τις κατακτήσεις των ανθρώπων, άσχετα αν αυτές κατακτήθηκαν απ’ άλλους νικώντας ανθρώπους όμοιους μ’ αυτούς, που σήμερα μιλούν για δημοκρατία.
Όλοι αυτοί εκτιμούν ότι παράγοντας της ευτυχίας είναι πάντα η οικογένεια μέσω του νόμιμου γάμου, αλλά κανένας δεν μας εξηγεί, γιατί ο αυταρχισμός άλλων κοινωνιών υποστήριζε με τόση θέρμη το γάμο. Υπήρχαν σκοτεινές κι απάνθρωπες κοινωνίες, που τους ανθρώπους που δεν παντρεύονταν, τους κυνηγούσαν και μέσω νόμων. Γιατί το σύστημα, που τόσο ενδιαφέρεται για εμάς, κυνηγούσε τους ανθρώπους για τις επιλογές τους; Γιατί κυνηγά ακόμα και τώρα τους ασήμαντους μ’ αυτό που λέγεται κοινωνική κριτική ή κουτσομπολιό και τους σημαντικούς με την άρνηση να τους επιτρέψει ν’ ακολουθήσουν τις φιλοδοξίες τους; Γιατί πρέπει ο πολιτικός να είναι παντρεμένος, για να θεωρείται άξιος κι έντιμος; Σε μία κοινωνία, που αναζητά την ελευθερία, πιο άξιος δεν είναι ένας άνθρωπος, που τουλάχιστον νίκησε μία ανεπιθύμητη γι’ αυτόν κατάσταση; Όλα αυτά τα περιγράφουμε, γιατί είναι πανάρχαια και σύγχρονα προβλήματα κι οριοθετούν ορισμένες φάσεις στη ζωή του ανθρώπου.
Πρώτη ύλη, για να σταθεί το σύστημα, είναι οι παντρεμένοι άντρες, που για λόγους πολύ φυσικούς αισθάνονται μειωμένοι και μ’ αυτό ως δεδομένο, σκύβουν το κεφάλι κι αναζητούν την κοινωνική τους καταξίωση, που θα είναι ταυτόχρονα και μία αυτοεπιβεβαίωση. Η κοινωνία, τους άντρες έξω από το πλαίσιο του γάμου τους θεωρεί ανεπιθύμητους κι ως εκ τούτου τους πολεμά. Γιατί όμως μπορεί ένας άγαμος άνθρωπος ν’ απειλεί την κοινωνία, συνεπώς και την εξουσία; Τι μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος ν’ απειλήσει; Για ν’ αντιληφθούμε τα παραπάνω, πρέπει να ξαναθυμηθούμε τα δεδομένα μας. Ο άντρας είναι πολύ έξυπνο ον κι αυτό ισχύει από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Η κοινωνία στηρίζει τη δύναμή της στην πορνεία των γυναικών, που είναι άμεσο αποτέλεσμα της φιλοσοφίας του γάμου και της φτώχειας. Το σύστημα επιθυμεί να βάλει μέσα στην οικογένεια, μέσα στο δεσμό των ανθρώπων τη μοιχεία, για να υπάρξει εξουσία. Όταν συμβεί αυτό, αρχίζει να χτίζει τη δομή της κοινωνίας. Άμεση συνέπεια όμως αυτού είναι η γυναίκα, που ισοπεδώνεται στην οικογένεια, να είναι επιρρεπής σ’ αυτό που ονομάζουμε όλοι μοιχεία ως πράξη.
Οι ελεύθεροι άνθρωποι είναι συνήθως νέοι, ωραίοι κι, εφόσον φλερτάρουν, αναπτύσσουν χαρακτηριστικά, που γοητεύουν τις γυναίκες. Είναι πνευματώδεις, ευγενικοί και δίνουν αξία στην παραμελημένη γυναίκα. Όμως, όταν η εξουσία επιθυμεί τη γυναίκα άβουλο ον και τον άντρα έξω από την οικογένεια ν’ αγωνίζεται για πνευματικά δικαιώματα κι εξουσία, αυτοί οι νέοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Η ύπαρξή τους και μόνον, αν υπάρχει έρωτας πριν από το γάμο, ανατρέπει την όλη στρατηγική των αντρών. Οι ερωτευμένοι άντρες αρχίζουν σιγά-σιγά να ξεφεύγουν κι αυτό γίνεται μόλις διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Αν αυτοί οι ελεύθεροι βρίσκονται στο περιβάλλον ενός ερωτευμένου, που παντρεύτηκε, αυτός φοβάται και δεν ακολουθεί την επιθυμητή πορεία.
Δεύτερη περίπτωση είναι αυτή της άμεσης αγοράς της γυναίκας. Είναι η περίπτωση στην οποία ο γαμπρός είναι πλούσιος και η γυναίκα ούτε καν ρωτήθηκε. Ο πλούσιος αγοράζει όμως ό,τι καλύτερο υπάρχει διαθέσιμο. Οι παραπάνω νέοι, κι αυτοί με τη σειρά τους, διαλέγουν κι όπως είναι φυσικό διαλέγουν ό,τι καλύτερο σε σχέση με την ομορφιά. Η όμορφη γυναίκα ενός πλούσιου μοιχού, είναι η καλύτερη λεία γι’ αυτούς. Όμως ο πλούσιος έχει αγοράσει τη γυναίκα κι γι’ αυτό απαιτεί προστασία από την κοινωνία που υπηρετεί ως δούλος. Σ’ αυτήν την κοινωνία ο πλούσιος αποτελεί πρότυπο και πρέπει να προστατευτεί, για να μπορέσουν οι άνθρωποι να παρασυρθούν. Πλούσιος μ’ όμορφη γυναίκα είναι καλό πρότυπο. Πλούσιος όμως μ’ όμορφη γυναίκα, που προσφέρει τον έρωτα της σ’ έναν ελεύθερο φτωχό, είναι ό,τι χειρότερο.
Το πρότυπο το χρησιμοποιεί η κοινωνία για να κατευθύνει τους φτωχούς. Εδώ πρότυπο γίνεται ο νέος κι ελεύθερος, που απολαμβάνει τον έρωτα μίας όμορφης γυναίκας, χωρίς να πραγματοποιήσει καμία θυσία. Πρότυπο δεν μπορεί να είναι σε καμία περίπτωση ένας άνθρωπος νέος, έξυπνος και φτωχός. Η πορνεία είναι επιθυμητή από την κοινωνία, μόνο για να παρασέρνει τους ανθρώπους. Πρότυπο πρέπει να είναι ένας πλούσιος αυτοδημιούργητος ή όχι, που τα έχει όλα, όταν είναι σχεδόν γέρος. Η κοινωνία της εξουσίας πρέπει να προστατεύσει τους εκλεκτούς της απ’ αυτούς τους νέους κι άχρηστους γι’ αυτήν ανθρώπους. Πώς το κάνει; Το κύριο όπλο της είναι η κοινωνική κριτική, που τρομάζει τις γυναίκες κι ειδικά αυτές που έχουν παιδιά. Ο άντρας μπορεί να περιφέρεται από πορνείο σε πορνείο όλη την ημέρα και κανένας δε λέει τίποτε. Μπορεί να κυνηγά γυναίκες, που εργάζονται γι’ αυτόν, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και κανένας πάλι δε θα πει τίποτε. Αν τολμήσει όμως η γυναίκα να κινηθεί, όπως είναι και δικαίωμά της, εφόσον είναι άνθρωπος και όχι ζώο, αφού κι αυτή θέλει να ζήσει, τότε πέφτει όλη η υποκρισία της κοινωνίας πάνω της. Στα χρόνια του Χριστού με τους λίθους, στα χρόνια τα δικά μας με τα ψεύτικα λόγια. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό, γιατί δεν αρκεί μόνο να φοβάται η γυναίκα σύζυγος, αλλά και να μη φοβάται ο άντρας σύζυγος.
Βασικός παράγοντας για τη δημιουργία της κοινωνίας τύπου Βαβυλώνας είναι η δημιουργία συνθηκών σεξουαλικής πείνας όσον αφορά τους άντρες. Η εξουσία εκμεταλλεύεται αυτήν την πείνα, αναβαθμίζει την αξία της πορνείας και στη συνέχεια λειτουργεί με τρόπο άψογο. Πώς όμως μπορεί όλους αυτούς τους ελεύθερους κι επικίνδυνους γι’ αυτήν ανθρώπους, να τους αναγκάσει σε σεξουαλική πείνα; Οι άνθρωποι αυτοί εκτός από τις παντρεμένες γυναίκες, απειλούν και τις ελεύθερες. Ένας τέτοιος άνθρωπος, αν και φτωχός, μπορεί να γίνει “σάρκα μία” με μία όμορφη κοπέλα και να στερήσει τη δυνατότητα από έναν πλούσιο να κάνει μία καλή αγορά, που είναι και το ζητούμενο στη δημιουργία προτύπων. Όχι μόνον αυτοί οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι, όσον αφορά τις γυναίκες μέσα στο γάμο, αλλά απειλούν και την πατριαρχική εξουσία, που θέλει να έχει έλεγχο πάνω στην κόρη-προϊόν. Αν ο κάθε νέος γινόταν “σάρκα μία” με τη νέα που ήθελε, με δεδομένο την ισχύ της δομής της γυναίκας, τίποτε δε θα μπορούσε να τους σταματήσει. Σ’ αυτό το σημείο το πρόβλημα είναι μεγάλο και η αντιμετώπισή του η πιο σοβαρή υπόθεση. Αν το σύστημα έχει βρει λύση, τότε αυτή η λύση πρέπει να έχει γεννηθεί απευθείας στη Βαβυλώνα και να ισχύει ακριβώς η ίδια μέχρι και σήμερα. Η λύση αυτή δεν πρέπει να επιτρέπει σε καμία περίπτωση αμφισβήτηση κι επιπλέον να καλύπτεται με τέτοιον τρόπο, ώστε ενδεχόμενη αμφισβήτησή της να δίνει στο σύστημα τη δυνατότητα να επιχειρηματολογεί και μάλιστα σοβαρά.
Σε κάποιο σημείο της θεωρίας αναφέραμε ότι, αν κάποιος πολιτικός επιχειρηματολογήσει για μερικά θέματα, που είναι πολύ σοβαρά κι αφορούν την κοινωνία της Βαβυλώνας, θα κινηθούν ορισμένοι φορείς κάποιας εξουσίας και θα τον εξοντώσουν. Υπάρχουν μερικά θέματα, που για όποιον ασκεί εξουσία και μόνον η αναφορά τους θεωρείται ταμπού. Έχει αναρωτηθεί κάποιος, ποιες απαγορεύσεις συνδέουν με τη Βαβυλώνα; Δε μιλάμε για φόνους ή κλοπές ή αξιόποινες πράξεις, που παραβιάζουν και τις Εντολές του Θεού, αλλά κι αυτό που αναφέρει ο Χριστός ως “χρυσό κανόνα”. Έχει αναρωτηθεί κάποιος, γιατί η κοινωνία της Βαβυλώνας τότε και η σύγχρονη κοινωνία σήμερα δείχνουν τόση μεγάλη ευαισθησία στο θέμα των αμβλώσεων; Δεν υπάρχει σήμερα μεγάλο δυτικό κράτος με ισχυρή δομή κι εξουσία, που να νομιμοποιεί τις αμβλώσεις. Γιατί άραγε; Αυτοί, που εξουσιάζουν αυτά τα κράτη, δε δίστασαν να εξοντώσουν εκατομμύρια ζωντανών ανθρώπων, “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού. Ηγέτες μεγάλων χωρών καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου, που σημαίνει ότι ξεπέρασαν κι αυτά ακόμα τα αισχρά όρια της εξουσίας. Όλα αυτά λίγα χρόνια πριν και όχι στην πραγματική εποχή της Βαβυλώνας. Ούτε ένας όμως απ’ αυτούς τους ηγέτες δε νομιμοποίησε τις αμβλώσεις. Στέλνει κάποιος εκατομμύρια ανθρώπων στα κρεματόρια και δείχνει τέτοια ευαισθησία για ένα γονιμοποιημένο ωάριο; Σκοτώνει όποιον βρίσκεται μπροστά του κι ονομάζεται ήρωας και δεν έχει δικαίωμα μία γυναίκα να κάνει άμβλωση; Περίεργο δεν είναι; Ρίχνει βόμβες σκοτώνοντας άμαχο πληθυσμό, γυναίκες και παιδιά και δε νομιμοποιεί τις αμβλώσεις; “Φόνος”, φωνάζουν κι ωρύονται οι ιερείς όλων των ιερατείων του κόσμου και κοντά τους οι πολιτικοί μας ηγέτες. Ευαισθησία για το φόνο ενός αγέννητου ανθρώπου κι αναισθησία για εκατομμύρια φόνους ανθρώπων, που έχουν γεννηθεί; Τι φοβούνται; Γιατί δεν το κάνουν; Χιλιάδες κατακτήσεις όσον αφορά τα δικαιώματα των ανθρώπων μας χωρίζουν από τη Βαβυλώνα κι όμως, σ’ αυτό το θέμα δεν υπάρχει η παραμικρή διαφορά. Φοβούνται τις αμβλώσεις αυτοί που έχουν την εξουσία, γιατί, αν τις νομιμοποιήσουν, θα πάνε στα σπίτια τους όλοι οι ψεύτες, οι κλέφτες κι οι υποκριτές την επόμενη ακριβώς μέρα. Πράγματι για το Θεό, αλλά και για την ίδια τη μητέρα, που πραγματοποιεί την άμβλωση, αυτό είναι αδικία.
Πράγματι στερείται η δυνατότητα από έναν άνθρωπο να γεννηθεί. Όμως όλα αυτά ισχύουν για το Θεό και μόνο για την ίδια τη γυναίκα, που γνωρίζει τον πόνο που αυτή η πράξη δημιουργεί. Όταν η γυναίκα έχει φτιαχτεί ειδικά από το Θεό για να γεννά ανθρώπους, που όταν ωριμάσουν οι συνθήκες θα γίνουν Θεοί-άνθρωποι, σημαίνει ότι ως μητέρα είναι όμοιά Του. Ο Θεός της έδωσε χαρακτηριστικά όμοια με τα δικά Του, τα θεϊκά, εφόσον κι Αυτός γεννά κι έτσι γυναίκα-μητέρα και Θεός σ’ αυτό το θέμα ταυτίζονται. Όμως οι υποκριτές γιατί ωρύονται; Γιατί επικαλούνται το Θεό; Απλούστατα, γιατί, αν νομιμοποιηθούν οι αμβλώσεις κι επειδή οι άνθρωποι στο σύνολο τους συμφωνούν ότι πρόκειται γι’ αδικία, τότε πρέπει να συμβούν ορισμένα πράγματα.
Για ν’ αποφύγουμε αυτήν την κατάσταση, που είναι απαράδεκτη, είναι απαραίτητο να ενημερώσουμε τον κόσμο. Πρέπει να ενημερωθεί η νεολαία για τον έρωτα, για την προφύλαξη, για ν’ αποφευχθεί μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Όμως το σύστημα τρέμει και μόνο στην ιδέα ότι πρέπει να ενημερώσει τους νέους και πολύ περισσότερο τις νέες πάνω στο θέμα του σεξ. Αιώνες τώρα το θέμα αυτό είναι ταμπού για όλον τον κόσμο και πολύ περισσότερο για τις νέες κοπέλες. Το σύστημα δε θέλει να ενημερώσει, γιατί απλούστατα επιθυμεί την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Την επιθυμεί, γιατί μία ελεύθερη και τις περισσότερες φορές φτωχιά κοπέλα —οι πλούσιοι σ’ όλες τις κοινωνίες βρίσκουν λύσεις— που στερείται της δυνατότητας άμβλωσης, γίνεται αντικείμενο των χειρότερων σχολιασμών. Σύσσωμη η κοινωνία πέφτει πάνω της να την κατασπαράξει κι αυτή και την οικογένεια της. Η πόρνη, που ονομάζεται κοινωνία, χύνει όλο της το φαρμάκι σε μία νέα κοπέλα, που ακολούθησε απλά τη φύση της και το Δημιουργό. Δεν εγκλημάτησε, ούτε επόρνευσε. Έγινε “σάρκα μία” μ’ αυτόν που ήθελε. Δε γνώριζε τίποτε για τον έρωτα, επειδή αυτός θεωρείται πάντα σκοτεινό θέμα. Δεν προφυλάχθηκε, γιατί δε γνώριζε κι αυτό, γιατί δεν επιτρέπεται να γνωρίζει.
Η πατριαρχική κοινωνία χρειάζεται ανθρώπους-θύματα, για να κρίνει και μ’ αυτόν τον τρόπο να επιβιώνει και η ίδια. Τη γυναίκα-θύμα την κατακρίνει, όχι επειδή θέλει να τιμωρήσει αυτήν την ίδια αλλά, επειδή θέλει να τρομάζει τις υπόλοιπες. Αν κατορθώσει αυτό, που αιώνες τώρα καταφέρνει, στερεί από τους νέους τη δυνατότητα να γευτούν τον έρωτα και στη συνέχεια να γίνουν “σάρκα μία” μέσω αυτού. Στερεί τη δυνατότητα από τους νέους να επιλέγουν το σύντροφο τους ελεύθερα. Η κοινωνία αυτή φοβόταν πάντα τις γυναίκες και μία γυναίκα, που γεύεται τον έρωτα είναι επικίνδυνη. Δεν μπορεί ο πατέρας της ν’ αποφασίζει γι’ αυτήν αυθαίρετα. Αν όμως δε συμβεί αυτό, καταρρέει η πορνεία που επιθυμεί το σύστημα. Αν ο πλούσιος κι ο φτωχός διεκδικούν —όπως συμβαίνει στον έρωτα— με τις ίδιες πιθανότητες την ομορφιά, καταρρέει το επιθυμητό πρότυπο. Αν αυτό συμβεί σε μεγάλη κλίμακα και οι άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, οι δυσκολίες λόγω φτώχειας ν’ απολαύσουν τον έρωτά τους αργά ή γρήγορα, θα τους οδηγήσουν να στραφούν εναντίον του συστήματος. Θα πιάσουν από το λαιμό τους κλέφτες και θα τους σκίσουν στα δύο. Όλη αυτή η αντιμετώπιση του σαρκικού έρωτα, όσον αφορά τους νέους, από μέρους του συστήματος, οδηγεί στην επιθυμητή κατάσταση, που είναι αυτή της σεξουαλικής πείνας.
Οι νέοι άνθρωποι πραγματικά για αιώνες υπέφεραν απ’ αυτήν την άθλια κατάσταση. Σήμερα τα πράγματα δεν είναι ίδια σ’ αυτό το σημείο, αλλά η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί αισθητά. Αν κάποτε η αυστηρότητα επέβαλε στις νέες να μην ακολουθούν τον έρωτά τους, σήμερα συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Οι νέες οι ίδιες, εξαιτίας της παιδείας που τους δίνεται, διαχειρίζονται τους εαυτούς τους με γνώμονα το συμφέρον και όχι τα αισθήματα. Μία όμορφη γυναίκα γνωρίζει από πολύ νωρίς πόση μεγάλη αξία έχει η ομορφιά της κι επενδύει σ’ αυτή. Γνωρίζει ότι έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι των άλλων και προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο τρόπο. Σ’ αυτήν την άθλια κοινωνία στην οποία ζούμε δεν υπάρχει πόρτα που να μην ανοίγει στην ομορφιά, επομένως και στην πορνεία. Οι γυναίκες πράγματι αγωνίστηκαν για τη θέση τους στην κοινωνία, αλλά αγωνίστηκαν σαν τυφλά όντα. Έκαναν αυτό ακριβώς που τους επέβαλε η κοινωνία και σήμερα βρίσκονται στη χειρότερη κατάσταση από τον καιρό της Δημιουργίας.
Η καταπίεση ακόμα και με τη μορφή της ωμής βίας, κάποτε νικιέται. Έρχεται κάποια στιγμή, που η επανάσταση του καθενός από εμάς είναι ανάγκη και όχι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη να μπορεί ν’ αναπνέει κάποιος, γιατί μόνον έτσι υπάρχει ζωή. Επομένως, αν μας στερούν την αναπνοή, αγωνιζόμαστε ακόμα και με κίνδυνο της ζωής μας συνειδητά, εφόσον δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε. Η τραγικότητα της κατάστασης φαίνεται σ’ αυτό το σημείο. Οι άνθρωποι αναπνέουν και χαίρονται γι’ αυτό. Δεν μπορούν όμως να καταλάβουν ότι αυτό που αναπνέουν είναι μολυσμένος αέρας και τίποτε άλλο. Δεν εξηγείται μία τόσο θλιβερή κι άρρωστη κατάσταση, όταν θεωρητικά όλοι οι άνθρωποι, είτε άντρες είτε γυναίκες απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους. Η καταπίεση, όπως βλέπουμε μέσω των ιστορικών στοιχείων, κάποτε νικιέται, όμως αυτό που είναι ανίκητο είναι το σκοτάδι. Σκοτάδι είναι να μη μπορεί ο άνθρωπος να ξεχωρίσει από τα δεδομένα, αυτά που επιθυμεί. Σκοτάδι είναι ν’ αποφασίζει συνειδητά αυτό, που, αν του το επέβαλλαν, θα τον έκανε να επαναστατήσει.
Οι γυναίκες για αιώνες αγωνίζονταν για μία θέση στον Ήλιο, που σημαίνει αυτοδιάθεση και σήμερα με τα υποτιθέμενα δικαιώματα που απολαμβάνουν, κάνουν αυτόβουλα αυτό, που τις εξομοιώνει με τους δούλους. Αντί να διαλέγει ο άρχων-πατέρας το σύντροφό τους, με βάση εξωερωτικά κριτήρια, διαλέγουν αυτές οι ίδιες. Αντί να τις ωθούν εξωγενείς παράγοντες, επομένως ορατοί προς την πορνεία, ωθούνται συνειδητά από μόνες τους. Η αυστηρή στάση του πατέρα μπορεί σήμερα να μη μετράει όσο άλλοτε αλλά αυτό το υποκαθιστά η συνειδητή σκέψη για την επιτυχία. Σ’ έναν κόσμο στον οποίο τα πάντα αγοράζονται και τα πάντα πωλούνται, η γυναίκα αγωνίστηκε να μην είναι αντικείμενο αγοραπωλησιών και τα κατάφερε. Δεν είναι πια προϊόν, αλλά ένας σύγχρονος πωλητής. Γνωρίζει την αξία της και αυτοπροωθείται. Το σύστημα μ’ αυτόν τον τρόπο έμεινε ανέγγιχτο. Το ζητούμενο είναι η ύπαρξη πορνείας και όχι αυτή καθ’ αυτή η διαχείριση των πορνών. Στην περίπτωση των γυναικών φτάσαμε στην τραγική αυτοδιαχείριση, που είναι και η πιο σκοτεινή κι ανίκητη κατάσταση. Ο καταπιεστής δεν είναι πλέον ορατός ούτε μισητός, αφού είναι η ίδια η γυναίκα. Μέσω της παιδείας η κοινωνία πέρασε έναν άντρα μέσα στο μυαλό της γυναίκας κι αυτός είναι υπαίτιος της όλης κατάστασης. Ρευστοποιήθηκε η αρχική δομή της γυναίκας και η πορνεία ήταν το άμεσο αποτέλεσμα. Μ’ αυτήν τη λογική θα φτάσουμε σε σημείο, οι ίδιες οι γυναίκες να κάνουνε πορείες κατά των αμβλώσεων, γιατί όταν αυτοϋποβάλλονται σε θυσίες, φυσικό είναι να ζητούν το μέγιστο κέρδος. Όταν μία γυναίκα συνειδητά καλλιεργεί χαρακτηριστικά, που κάποτε της επιβαλλόταν με τη βία, φυσικό είναι να θέλει την αναβάθμιση της αξίας της έναντι άλλων γυναικών, που πραγματοποιούν λιγότερες θυσίες.
Παλαιότερα δεν έστελναν τις γυναίκες στα σχολεία, γιατί η επαφή τους με τη γνώση, τις καθιστούσε επικίνδυνες για την κοινωνία και τις πρακτικές της. Στην εποχή μας συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ωθούν τη γυναίκα με κάθε τρόπο στο σύστημα της παιδείας βάζοντάς της μέσα στο μυαλό έννοιες όπως “καριέρα”, “ισότητα”, ώστε η ίδια από μόνη της ν’ αυτοπεριορίζεται. Κάποτε τρόμαζε την κοπέλα ένας αυστηρός πατέρας, στις μέρες μας την τρομάζει η ιδέα ότι, αν ακολουθήσει τον έρωτα, θυσιάζει μία λαμπρή καριέρα. Όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία και αφορούν τις γυναίκες κι έχουν να κάνουν με αποφάσεις άλλων ή των ιδίων προσωπικά, είναι όσα επιθυμεί το σύστημα, εφόσον το ζητούμενο είναι η σεξουαλική πείνα των αντρών. Όταν ο άντρας φλέγεται απ’ αυτήν την ανάγκη, που είναι το πιο φυσικό πράγμα, τότε γίνεται κι αυτός —αν κι ελεύθερος— μέλος του συνόλου των αντρών, που αποτελούν και την επιθυμητή πρώτη ύλη για την ύπαρξη του συστήματος.
Για να μη θεωρηθεί το παραπάνω αυθαίρετο και προσωπική άποψη του γράφοντος, θα επικαλεστούμε τη μαρτυρία κάποιου, που έχει προσωπική εμπειρία και θεωρείται αξιόπιστος από το σύστημα. Αυτός δεν είναι άλλος από τον Παύλο. (Κορινθ. Α’ 7.8-7.10) “Λέγω δέ τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστίν εάν μείνωσιν ως καγώ. ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν. κρείσσον γαρ έστι γαμήσαι ή πυρούσθαι.” (Εις τούς αγάμους καί εις τάς χήρας λέγω, ότι είναι καλόν γι’ αυτούς, εάν μείνουν όπως είμαι καί εγώ. Αλλ’ εάν δέν μπορούν νά μείνουν εγκρατείς, άς παντρευθούν.. είναι καλύτερα να παντρεύεται κανείς παρά νά καίεται από τήν επιθυμίαν.). “Πυρούσθαι” λέει ο Παύλος.. γιατί να μην τον πιστέψουμε; Αφού μιλά από προσωπική εμπειρία. Έναν πόνο ή μία ανάγκη δεν μπορεί κάποιος να την περιγράψει, αν δε γνωρίζει. Ο Παύλος θα μας απασχολήσει σ’ άλλο σημείο περισσότερο, αφού πρέπει να βρεθεί και να καταλογιστεί η όποια ευθύνη του για τα όσα συμβαίνουν.
Εδώ μας ενδιαφέρει ότι ο άντρας σε περίπτωση που δεν είναι “σάρκα μία” κι επομένως δεν απολαμβάνει τον έρωτα, όχι απλά δεν είναι άνετος, αλλά φλέγεται στην κυριολεξία. Με την ύπαρξη της πορνείας, επειδή το σύστημα δίνει τη δυνατότητα ν’ αποφύγουν αυτήν την κατάσταση οι εκλεκτοί του και στερεί την ίδια δυνατότητα από τους μη εκλεκτούς, παρασέρνει τους άντρες. Ποιοι είναι όμως αυτοί; Όλοι οι άντρες-δούλοι του στο σύνολό τους. Ουδείς εξαιρείται. Οι πλούσιοι αγωνίζονται μέρα και νύχτα, για να διατηρήσουν τα δικαιώματά τους και οι φτωχοί με τους ίδιους ρυθμούς, για να τ’ αποκτήσουν. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, όλοι εντάσσονται στο μεγάλο θυσιαστήριο, που ονομάζεται ζωή. Η ζωή δίνεται ως δώρο στους ανθρώπους από το Θεό για να τη ζήσουν κι αυτοί το αρνούνται. Όταν η άρνηση είναι η φιλοσοφία της ζωής, τότε η ζωή γίνεται η ίδια η Κόλαση. Αρνείται ο άνθρωπος όσο είναι νέος να ζήσει και υποβάλλει τον εαυτό του σε υπέρμετρες θυσίες κι όταν γεράσει, αρνείται να πεθάνει. Η κοινωνία της εξουσίας σήμερα βρίσκεται στο υψηλότερο ποιοτικά σημείο της. Αυτό, γιατί, ενώ υπάρχουν συνθήκες φαινομενικής ελευθερίας, ο άνθρωπος που ζει μέσα σ’ αυτή είναι εντελώς ανελεύθερος.
Η επιτυχία του συστήματος είναι ότι μπήκε μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και για ό,τι συμβαίνει είναι υπεύθυνος ο καθένας από μόνος του. Έτσι δικαιώνεται κι ο Λόγος του Χριστού, όταν λέει: (Ματθ. 10.28-10.29) “και μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι.. φοβηθήτε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεέννη.” (Μή φοβάσθε εκείνους πού σκοτώνουν τό σώμα, αλλά δέν μπορούν νά σκοτώσουν τήν ψυχήν. Νά φοβάσθε μάλλον εκείνον, πού μπορεί νά κάνη καί ψυχήν καί σώμα να χαθούν εις τήν γέενναν.). Το σύστημα σήμερα έχει καταφέρει αυτό που μας περιγράφει ο Χριστός. Έχει εξαφανίσει τους ορατούς εχθρούς. Οι εχθροί του ανθρώπου στην εποχή μας δεν είναι εύκολο ν’ αναγνωριστούν κι αυτό συμβαίνει, εξαιτίας της σύνθετης μορφής της κοινωνίας. Στην εποχή μας δε χρειάζεται να υπάρχει κάποιος για να μετατρέψει τον άντρα σε δούλο μ’ απειλή της ζωής του, εφόσον γίνεται μόνος του και με τεράστια θέληση. Στην εποχή μας δε χρειάζεται εξουσία για να μετατρέψει τη γυναίκα σε πόρνη, εφόσον κι αυτή τα καταφέρνει πολύ καλά από μόνη της.
Όλες οι παραπάνω συνθήκες δείχνουν τη θέληση της κοινωνίας να προστατεύσει την πορνεία, που τη συντηρεί. Ο γάμος σ’ αυτήν την κοινωνία είναι η βασικότερη φροντίδα της εξουσίας. Η τεράστια ευφυΐα, που διακρίνει το πατριαρχικό σύστημα, φαίνεται σ’ αυτήν εδώ τη λεπτομέρεια, που παγιδεύει και τους πιο έξυπνους άντρες, πόσο μάλλον τις γυναίκες, που για αιώνες στερούνταν μαζί με τ’ άλλα και την επαφή με τη γνώση. Η τραγική ειρωνεία για τις γυναίκες είναι ότι, ενώ ο γάμος είναι η δύναμη του συστήματος, εν τούτοις ο θεσμός αυτός είναι πανίσχυρος, όχι λόγω της θέλησης των αντρών, αλλά των γυναικών. Οι γυναίκες στήριζαν χιλιάδες χρόνια αυτόν το θεσμό κι εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο πράγμα. Εύκολα θα έλεγε κάποιος ότι οι γυναίκες είναι κουτές και στηρίζουν ένα θεσμό που τις βασανίζει και τις ισοπεδώνει. Ισχύει όμως αυτό; Αντίθετα απ’ ότι φαίνεται, αυτή η θέληση δεν έχει να κάνει με την κουταμάρα αλλά με την πονηριά. Οι γυναίκες είναι πονηρές κι αυτό, λόγω χαρακτηριστικών που τους έχουν δοθεί από το Δημιουργό.
Η πονηριά δεν έχει καμία σχέση με την ευφυΐα. Η πονηριά είναι στοιχείο που διακρίνει τη γυναίκα κι αυτή είναι η άμυνά της στην ευφυΐα του άντρα. Η γυναίκα ζει πάντα στο παρόν, γιατί αναλαμβάνει υποχρεώσεις. Οι άνθρωποι που γεννά έχουν ανάγκες, που επείγουν και καμία στρατηγική μακροπρόθεσμη δεν τις καλύπτει. Αν μετακινηθεί η γυναίκα στο χρόνο, το ισχνό σήμερα είναι ικανό να σκοτώσει τα παιδιά της. Ο άντρας αντίθετα μπορεί και μετακινείται. Σχεδιάζει και προγραμματίζει καταστάσεις, που αφορούν το μέλλον κι εκεί ζει. Όμως οι ανάγκες της μετακίνησης της κοινωνίας από τη μία κατάσταση σε μία άλλη, υποχρεωτικά απειλούν και τη στατικότητα της γυναίκας. Η πονηριά είναι η άμυνα σ’ αυτήν τη διαρκή κίνηση του άντρα, που τείνει πάντα ν’ ανατρέψει το παρόν. Το παρόν σε κάθε ανατροπή του απαιτεί θυσίες κι αυτές οι θυσίες είναι, σε μέγιστο βαθμό, θυσίες ανθρώπων.
Όταν η μητέρα βλέπει μία κατάσταση που δεν την αντιλαμβάνεται στο βαθμό που την αντιλαμβάνεται ο άντρας, θέτει σ’ εφαρμογή την πονηριά της και μ’ αυτόν τον τρόπο, αποτελεί το στοιχείο, που δίνει την απαιτούμενη αδράνεια το σύστημα. Η πονηριά της υποδεικνύει ως ασφαλές το περιβάλλον στο οποίο ζει και γνωρίζει για την ανάπτυξη των παιδιών της. Το μητρικό της ένστικτο είναι ανίκητο κι είναι από τα δεδομένα της Δημιουργίας. Εφόσον συμβαίνει αυτό, τότε πέφτει σε δεύτερη μοίρα ο έρωτας, που αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για τη Θέωσή της. Η σκληρή στάση της κοινωνίας στο θέμα του γάμου, ενώ έχει ως βασικό θύμα αυτήν την ίδια, δεν την κάμπτει.
Η “θυσία” ως έννοια δεν αγγίζει τη γυναίκα, εφόσον είναι και μητέρα. Η προσωπική της ζωή περνά σε δεύτερη μοίρα, όταν πρόκειται για το μέλλον των παιδιών της. Η ζωή των ανθρώπων πάνω στον πλανήτη Γη δεν ήταν ποτέ εύκολη κι αυτή είναι η ρίζα όλων των κακών. Η γυναίκα εκτελεί και μοιχεία και πορνεία, σύμφωνα με τη γενική άποψη του Χριστού, χωρίς να λογαριάζει προσωπικό κόστος. Μπορεί να σταθεί μ’ αξιοπρέπεια και για όλη της τη ζωή δίπλα σ’ έναν άντρα, που από την άποψη του έρωτα μπορεί να της είναι από αδιάφορος έως απεχθής, με μόνο αντάλλαγμα υλικά αγαθά, που βοηθούν τη ζωή των παιδιών της. Επειδή βλέπει την άπειρη πορνεία, που περιβάλλει τους άντρες από την εποχή της Βαβυλώνας, κυρίαρχο συναίσθημα της είναι ο φόβος. Η γυναίκα φοβάται. Φοβάται πάντα μία πιθανή εγκατάλειψη από μέρους του άντρα. Ο φόβος αυτός έχει να κάνει περισσότερο με το μέλλον των παιδιών της, παρά με το μέλλον αυτής της ίδιας. Η γυναίκα μπορεί κι αγωνίζεται σ’ όλες τις συνθήκες, απλά σ’ αυτήν την περίπτωση γνωρίζει την αντιμετώπιση της κοινωνίας, που θα στερήσει από τα παιδιά της ένα καλύτερο μέλλον.
Η ειρωνεία έγκειται στο γεγονός ότι η γυναίκα στηρίζει το γάμο για ν’ αποφύγει μία εγκατάλειψη από τον άντρα της —λόγω της εκτεταμένης πορνείας— κι αγνοεί ότι ο γάμος είναι η γενεσιουργός αιτία της πορνείας. Στηρίζει ένα θεσμό, για ν’ αποφύγει μία κατάσταση, που είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης του θεσμού. Μ’ αυτήν τη φιλοσοφία η γυναίκα είναι εύκολο θύμα του άντρα, που ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση και την κοινωνική του θέση, επωφελείται της πορνείας ή αγωνίζεται να επωφεληθεί. Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα η γυναίκα εγκλωβίζεται μέσα σε τέσσερις τοίχους και παίρνει ό,τι της δίνουν και όχι αυτό που δικαιούται. Η ζωντανή πλέον ιδιοκτησία αναλαμβάνει με χαμηλότατο κόστος το ρόλο της ερωμένης, της οικιακής βοηθού και της τροφού των παιδιών. Ο άντρας αποκολλάται, εφόσον υπήρξε κολλημένος σ’ αυτήν κι αυτό το κενό το αντικαθιστά μ’ εξουσία. Αυτό είναι και το τέλος του έρωτα, αν υπήρξε ποτέ. Από εδώ και πέρα ο άντρας είναι ο πρωταγωνιστής στην κοινωνία και η γυναίκα δεν εμφανίζεται ποτέ ξανά. Η γυναίκα δρα πλέον μέσα στα πλαίσια της οικογένειας και θα δούμε σ’ άλλο σημείο, πόσο θετική ή αρνητική είναι η δράση αυτή από μία γυναίκα, που δεν είναι “σάρκα μία” με τον άντρα και υποτάσσεται στην εξουσία του. Η αμέσως επόμενη μέρα από το σημαντικότερο σταθμό του κάθε ανθρώπου, που είναι ο γάμος, φέρνει τους ανθρώπους αντιμέτωπους μ’ εντελώς διαφορετικά δεδομένα.
Θα μελετήσουμε την περίπτωση, στην οποία προϋπήρξε του γάμου ο έρωτας, ώστε να καλύπτουμε και την περίπτωση που δεν υπήρξε. Ο ρευστός άντρας ο οποίος πάντα επιθυμεί, βρίσκεται πλέον στην κοινωνία ως άτομο, ενώ μερικά πράγματα, που απορροφούσαν τη σκέψη του κι απαιτούσαν θυσίες, διασφαλίζονται από την κοινωνία. Εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του, αλλά έχει πια την υπεροχή. Δεν ελέγχεται για την ασυνέπεια ή την έλλειψη ευαισθησίας, που πριν το γάμο θα του κόστιζαν βαρύτατα. Δεν απειλείται, αν απαιτείται η παρουσία του, όταν αυτός είναι απών. Πολλοί σοφοί σ’ όλες τις εποχές διατύπωσαν την άποψη τους για το γάμο, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να τον βελτιώσει, αφού δεν επιδέχεται βελτίωση.
Ότι ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα ή το άλλο εξίσου σημαντικό ότι η φτώχεια είναι που σκοτώνει τον έρωτα, είναι απόψεις, που υπάρχουν παγιωμένες στο μυαλό πολλών ανθρώπων. Ως θεσμό εξετάσαμε το γάμο αρκετά ικανοποιητικά, για ν’ αντιληφθεί κάποιος τα προβλήματα και όχι για ν’ αποκτήσει γνώση του συνόλου των πιθανών αιτιών, που επιδρούν αρνητικά στον έρωτα. Η φτώχεια είναι αυτή, που θα μας απασχολήσει σ’ αυτό το σημείο. Δύο άνθρωποι ερωτευμένοι και γνώστες της οικονομικής τους κατάστασης πέφτουν θύματα της φτώχειας που υποτίθεται γνωρίζουν. Αυτό συμβαίνει, γιατί απαιτείται μεγάλος κόπος και θυσία, για να κατακτηθεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση ευτυχίας. Από τη στιγμή που δύο άνθρωποι ενώνουν τις τύχες τους μέσα στα πλαίσια του γάμου, αρχίζουν υποχρεώσεις τεράστιες και δυσβάσταχτες. Ένα σπίτι, όπου θα στεγαστεί ο έρωτας, είναι πανάκριβη υπόθεση. Απαιτούνται ατελείωτες ώρες εργασίας και θυσίας για το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αν ο γάμος ως θεσμός προσφέρει, όπως είπαμε, ευκαιρία για τον άντρα ν’ αποκοπεί από τη γυναίκα του, οι τεράστιες οικονομικές δυσκολίες αναγκάζουν την ίδια γυναίκα να τον απομακρύνει. Η γυναίκα θυσιάζει τις ώρες που θα ήθελε ν’ απολαμβάνει με τον άντρα της, ωθώντας τον προς τη χωρίς όριο εργασία. Τον σπρώχνει στο καθημερινό άγχος του ανταγωνισμού, για να φέρει όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά στο σπίτι, ώστε να δημιουργηθεί μία κατάσταση πιο άνετη και πιο ανθρώπινη. Όμως η χωρίς μέτρο εργασία έχει κόστος, που εκ πρώτης όψεως δε φαίνεται. Το χαρούμενο κι ευφυές ον, ο ερωτευμένος άντρας, γυρνά σπίτι πάντα κουρασμένος κι αγχωμένος. Κουβαλά τα προβλήματα της δουλειάς μέσα στο σπίτι του κι αυτό δημιουργεί κλίμα έντασης. Γίνεται ευερέθιστος κι αυτό τον κάνει ν’ αλλάζει τα χαρακτηριστικά του. Είναι πολύ κουρασμένος για να παίξει με τα παιδιά του και οι υποχρεώσεις στη δουλειά εξαντλούν την υπομονή του, που όμως είναι απαραίτητη για να συνυπάρξει σ’ ένα σπίτι με άλλους ανθρώπους.. άσχετα αν η γυναίκα του είναι ο έρωτάς του και τα παιδιά του η ζωή του. Απαιτείται τεράστια υπομονή να γυρίσει κάποιος σπίτι του κατακουρασμένος κι αντί της επιθυμητής ησυχίας να έχει ν’ αντιμετωπίσει το πανδαιμόνιο που προκαλούν —όπως είναι φυσικό— τα παιδιά. Όταν η υπομονή εξαντληθεί, τότε πια μπαίνει στο σπίτι η εξουσία. Δεν επιθυμεί πλέον, αλλά απαιτεί. Ένα χαμόγελο από τη γυναίκα του, έστω κι ερωτικό, δεν είναι αρκετό για ν’ ανεχθεί την προχειρότητα του φαγητού. Είναι κατακουρασμένος κι έχει απαιτήσεις. Είναι αγχωμένος κι αγνοεί αυτό που του λέει η γυναίκα του και στο οποίο κάποτε έδινε σημασία. Οι νύχτες γίνονται μονότονες και το μόνο που αλλάζει είναι ο χρόνος.
Όμως ο άντρας, ο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού, έχει ένα χαρακτηριστικό το οποίο δε μεταβάλλεται σε καμία περίπτωση. Είναι θνητός και δεν αντέχει στη σπατάλη του χρόνου. Τα χαρακτηριστικά του πνεύματός του είναι όμοια με του Θεού. Μπορεί και σκέφτεται περίπλοκα, έχει δυνατότητα σύνθεσης κι ανάλυσης κι όλα αυτά τον κάνουν να φέρεται ως Θεός. Ο Βενιαμίν των Θεών είναι καθ’ όλα ένας Θεός, αλλά δεν το γνωρίζει. Εκτελεί στρατηγικές, ταξιδεύει στο χρόνο, μπορεί με τη γνώση της ιστορίας να χωρέσει στο μυαλό του το σύνολο του παρελθόντος και με την ευφυΐα του να προβλέψει με κάποια ασφάλεια το μέλλον. Έχει τη δυνατότητα δημιουργίας και μέσω αυτής τη δυνατότητα επέμβασης στα όσα πρόκειται να συμβούν. Όμως όλα αυτά, δεν μπορούν να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει τη φύση του. Είναι θνητός, γιατί έτσι τον έφτιαξε ο Δημιουργός. Η ζωή που δίνεται στον κάθε άνθρωπο, για να ζήσει, είναι υπεραρκετή, εφόσον είναι δώρο του Θεού κι ο Θεός ως Δημιουργός του γνωρίζει τις ανάγκες του ανθρώπου καλύτερα απ’ αυτόν. Μ’ αυτήν τη λογική, αν ακολουθήσει κάποιος τις Εντολές του Θεού, ζει αυτό που περιγράφουν οι Γραφές ως Αιώνιο Ζωή. Οι Εντολές που δόθηκαν από το Θεό είναι τέλειες, αλλά είναι πολύ επικίνδυνες. Εφόσον υπάρχει Μυστικό Σχέδιο και με δεδομένο ότι ο άνθρωπος ακόμα και σήμερα δεν έχει απολαύσει την Αιώνιο Ζωή, οι Εντολές μέχρι τώρα δεν έχουν γίνει κατανοητές. Δεν έγιναν βέβαια κατανοητές, γιατί οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να πιστέψουν, επιβεβαιώνοντας τον Ησαία: (Ιωάν. 12.40-12.41) “τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι, και ιάσομαι αυτούς.” (Ετύφλωσε τά μάτια τους καί επώρωσε τήν καρδιά τους διά νά μή ιδούν μέ τά μάτια καί καταλάβουν μέ τήν καρδιά καί επιστρέψουν καί εγώ τούς θεραπεύσω.), αλλά και γιατί κάποιοι έχουν όφελος απ’ όλη αυτήν την κατάσταση. Ο Θεός όμως αγαπά τον άνθρωπο και δεν απαίτησε από κανένα να προσπαθήσει να ερμηνεύσει τις Γραφές. Έτσι του έδωσε την ευκαιρία ν’ αγγίξει τη Θέωση πράττοντας κατά συνείδηση, εκμεταλλευόμενος τα χαρακτηριστικά που του έδωσε ο Ίδιος ο Δημιουργός. Ο άνθρωπος σπαταλά χρόνο υπερπολύτιμο κι αυτό τον κάνει τραγικά θνητό. Σκέφτεται ως Θεός, δουλεύει σκληρά σκύβοντας το κεφάλι, αλλά αυτό που τον περιμένει είναι το τέλος.
Ο άντρας που μελετούσαμε πιο πάνω είδαμε ότι αναγκάστηκε από τις συνθήκες να δουλέψει σκληρά για ν’ ανεβάσει το επίπεδο ζωής του. Αυτό αναγκαστικά τον έθεσε στην ουσία έξω από τη σάρκα της γυναίκας του κι έξω από την οικογένεια γενικότερα. Η κοινωνία είναι φτιαγμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε ο άντρας αυτός από τη στιγμή που αποφασίζει ν’ αγωνιστεί μέσα σ’ αυτή, να παρασέρνεται στο θάνατο. Αυτό γίνεται μ’ απλό τρόπο: ο νέος άνθρωπος σκέφτεται ότι, για ν’ απολαύσει τη ζωή του, απαιτείται κάποια εργασία, που ν’ αμείβεται όσο το δυνατόν καλύτερα. Όσο πιο μεγάλη η αμοιβή, τόσο πιο εύκολη γίνεται η ζωή. Το σύστημα όμως είναι πονηρό και ξέρει να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους. Μοιράζει υπεραξία με τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργεί ανάλογες συνθήκες μ’ αυτές ενός κεκλιμένου επιπέδου. Στην αρχή η υπεραξία είναι μικρή αλλά αρκετή, ώστε να προσελκύει τους ανθρώπους κι όσο περνούν τα χρόνια που υπηρετεί ο άνθρωπος το σύστημα, τόσο αυξάνει.
Η πονηριά του συστήματος φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο μοιράζει την υπεραξία κι είναι ακλόνητη. Ο κάθε άνθρωπος έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία δε μεταβάλλονται εύκολα και μία μεταβολή τους, αν υπάρχει, είναι εντελώς ασήμαντη. Ο ευφυής είναι πάντα ευφυής κι ο κουτός πάντα κουτός. Είναι αδύνατον ένας άνθρωπος με την πάροδο του χρόνου να μεταπηδήσει από τη μία κατάσταση στην άλλη. Έτσι, αν το σύστημα πλήρωνε υπεραξία στην ευφυΐα, θα έπρεπε τα παιδιά θαύματα να έπαιρναν τους υψηλότερους μισθούς, από τη στιγμή που εκδηλώνουν τις δυνατότητες τους μέχρι και το θάνατό τους. Το σύστημα όμως δεν αναζητά την ευφυΐα, απλά την εκμεταλλεύεται. Το σύστημα θέλει δούλους να το υπηρετούν. Όσο πιο πολύ υπηρετούν, τόσο μεγαλύτερη και η αμοιβή. Όμως από το σύνολο των ανθρώπων είναι δύσκολο να ξεχωρίσει το σύστημα αυτούς, που του χρειάζονται. Δεν μπορεί να βγάλει αγγελία, που να λέει ότι ζητούνται δούλοι. Αυτό που εκμεταλλεύεται είναι η ίδια του η δομή, που έχει το σχήμα της πυραμίδας. Η βάση της πυραμίδας είναι τεράστια και μέσα σ’ αυτή γεννιέται κι υπάρχει το σύνολο των ανθρώπων. Ο σημερινός άνθρωπος από τη στιγμή που γεννιέται, ζει μέσα στην κοινωνία. Δεν έχει καμία σημασία, αν είναι πλούσιος ή φτωχός, σημασία έχει ότι είναι υποχρεωμένος να ζει μέσα σε προκαθορισμένα πλαίσια. Το σύνολο των ανθρώπων, που ζουν σ’ αυτήν τη βάση, έχει και το μέγιστο δυνατό βαθμό ελευθερίας.
Η πατριαρχική πυραμίδα στη βάση είναι πολύ αδύνατη, γιατί σ’ αυτό το επίπεδο βρίσκεται και η μέγιστη δύναμη της ανθρωπότητας. Εκεί υπάρχουν οι φτωχοί στο σύνολό τους, που αναζητούν την ομορφιά της ζωής κι είναι έτοιμοι σε κάθε στιγμή ν’ ακολουθήσουν μία φωνή, που θα τους λυτρώσει. Στη βάση αυτή βρίσκονται και οι θανάσιμοι εχθροί του συστήματος, που είναι πάντα οι νέοι. Ένας νέος, ανεξάρτητα από το οικονομικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται η οικογένειά του, είναι πάντα ευαίσθητος σε θέματα που αφορούν τον έρωτα, την ισότητα και την κοινωνική αδικία. Αυτό, το καθόλου αυθαίρετο, προκύπτει μέσα από το Ευαγγέλιο. Ο Χριστός περιτριγυριζόταν γενικά από φτωχούς ανθρώπους, που ήλπιζαν σε μία ανώτερη βοήθεια, για να μπορέσουν κάποτε να ζήσουν κι αυτοί ως άνθρωποι. Οι πλούσιοι της κοινωνίας των Ιουδαίων δεν πλησίασαν ποτέ το Χριστό. Ο μόνος πραγματικά πλούσιος άνθρωπος, που ζήτησε από το Χριστό τη βοήθεια Του, ήταν ένας νέος. (Ματθ. 19.22).
Οι νέοι είναι ευαίσθητοι σε θέματα, που αφορούν τη ζωή και την ευτυχία κι αυτή η ευαισθησία ώθησε εκείνον το νέο στην αναζήτηση της γνώσης. Μόνον ένας ευαίσθητος άνθρωπος, που έχει την οικονομική άνεση, μπορεί ν’ αντιληφθεί ότι δεν αρκεί μόνον αυτή. Σε μία κοινωνία στην οποία τα πάντα αγοράζονται —ακόμα και η ευτυχία— μόνον ένας πλούσιος νέος καταλαβαίνει το κενό του πλούτου. Σ’ αυτήν την τεράστια βάση της πυραμίδας βρίσκονται οι νέοι στο σύνολό τους. Οι νέοι εκείνη τη στιγμή παίρνουν αποφάσεις, που αφορούν το μέλλον τους κι αυτό τους ωθεί προς το Θεό, για να κάνουν την καλύτερη δυνατή επιλογή. Το σύστημα φοβάται το τεράστιο δυναμικό αυτών των ανθρώπων, που αποτελεί την απόλυτη πλειοψηφία. Φοβάται έναν αμέτρητο αριθμό ανθρώπων, που ζουν συστηματικά στη φτώχεια κι είναι έτοιμοι να παραδώσουν τη δύναμή τους σ’ οποιονδήποτε μπορεί να τους λυτρώσει.
Η φροντίδα της εξουσίας είναι να μπορέσει όλους αυτούς τους ανθρώπους να τους στρέψει προς μία κατεύθυνση και μ’ αυτόν τον τρόπο να τους ελέγχει. Για να το επιτύχει αυτό, χρειάζονται απαραίτητα δύο στοιχεία. Ένα στοιχείο είναι μία φαινομενική διέξοδος από τη φτώχεια κι ένα άλλο στοιχείο, είναι να υπάρχει πάντα η σταθερά, που διατηρεί αυτήν τη διέξοδο. Ο κόσμος με τα χιλιάδες προβλήματα που τον απασχολούν, είναι σαν ένας τεράστιος λέβητας, που βράζει κι είναι πάντα έτοιμος να εκραγεί. Η διέξοδος που αναφέραμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία βαλβίδα ασφαλείας. Όμως το τραγικό σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι αυτή η βαλβίδα, που υπάρχει έστω και για λίγους, δεν οδηγεί στη ζωή, ώστε να υπάρχουν έστω και λίγοι, που θα σωθούν βάζοντας με την ύπαρξή τους και μόνον τα θεμέλια της Σωτηρίας και των υπολοίπων, αλλά κατευθείαν στο θάνατο.
Βασικό μέλημα της κοινωνίας, είναι η ύπαρξη του γάμου και η ύπαρξη της πορνείας. Αυτά τα δύο στοιχεία λειτουργούν υπέρ του συστήματος, γιατί προετοιμάζουν τους ανθρώπους για τεράστιες θυσίες. Αυτό γίνεται για τους λόγους που θα δούμε. Στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας και κατ’ επέκταση στην κοινωνία στην οποία ζούμε, ο γάμος είναι ο σημαντικότερος σταθμός στη ζωή των ανθρώπων. Αν η βάση της πυραμίδας αφηνόταν ελεύθερη, χωρίς να υπάρχει ο θεσμός του γάμου, ο καθένας θα έβρισκε το σύντροφό του και θ’ αναζητούσε την ήρεμη ζωή, έστω και μέσα στη φτώχεια. Οι νέοι, είτε πλούσιοι είτε φτωχοί με την ευαισθησία, που τους διακρίνει, αλλά και με το συναίσθημα του έρωτα, θα έμπαιναν μέσα σε μία δυναμική όπως αυτή της “σάρκας μίας”, που δε διακρίνει τον πλούτο. Ένας πλούσιος θα γινόταν “σάρκα μία” με μία φτωχή και με τον ίδιο τρόπο ένας φτωχός με μία πλούσια. Όμως αυτό το πολύ φυσικό γι’ ανθρώπους, που είναι νέοι και γνωρίζουν τον έρωτα, είναι ο θανάσιμος εχθρός του συστήματος.
Το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη διαφορά του δυναμικού που του προσφέρει ο “πλούτος” ως έννοια. Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί. Οι μεν πλούσιοι ν’ αγωνίζονται μέχρι θανάτου, για να διατηρήσουν ή και ν’ αυξήσουν το πλεονέκτημα του πλούτου, οι δε φτωχοί ν’ αγωνίζονται κι αυτοί μέχρι θανάτου, για να τ’ αποκτήσουν. Αν ο κάθε άνθρωπος διάλεγε τη σύντροφο ή το σύντροφό του αποκλειστικά μέσω του έρωτα, μέσα σ’ ελάχιστες γενιές ο πλούτος, που ξεχωρίζει τους πλούσιους από τους φτωχούς, θα είχε εξανεμιστεί κι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την ομογενοποίηση της κοινωνίας. Η σοβαρότητα που διέπει το γάμο ως απόφαση, και η αντιμετώπισή του από πλευράς κοινωνίας, τον κάνουν άκρως επικίνδυνο για τους ανθρώπους. Όταν η εμπειρία από την υπάρχουσα κατάσταση διδάσκει ότι, όπως και να έχει το πράγμα, η φθορά είναι ανίκητη κι ο έρωτας τρωτός, τότε η πονηριά αρχίζει και μπαίνει μέσα στο μυαλό του ανθρώπου. Ο άντρας που είναι και το θήραμα του συστήματος, αρχίζει και σκέφτεται πονηρά… δεν ντρέπεται να κάνει πράγματα, που είναι οφθαλμοφανή κι είναι αδύνατο να περάσουν απαρατήρητα. Ο γάμος στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας είναι μία καθαρά εμπορική πράξη. Στις εμπορικές πράξεις το ζητούμενο είναι το κέρδος κι αυτό συμβαίνει με το γάμο. Ο πονηρός φτωχός νέος επιθυμεί να παντρευτεί μία πλούσια κι ο πονηρός πλούσιος νέος επιθυμεί να παντρευτεί επίσης μία πλούσια, για να γίνει πλουσιότερος.
Όλα αυτά προέρχονται από την παιδεία που παίρνει ο άνθρωπος, είτε μέσω της εκπαίδευσης είτε μέσω του οικογενειακού περιβάλλοντος. Σ’ αυτό το σημείο θ’ αναρωτηθεί κάποιος και δίκαια: “είναι δυνατό μέσα από την εκπαίδευση να προκύψει κάτι τέτοιο; Είναι δυνατό μαθαίνοντας ο νέος τη σοφία των ανθρώπων, να γίνει καιροσκόπος και όχι ολοκληρωμένος άνθρωπος;”. Ακριβώς εδώ είναι η ειρωνεία της εκπαίδευσης. Μαθαίνει στον άνθρωπο όμορφα πράγματα κι εμπλουτίζει τις ιδέες του. Από την άλλη μεριά όμως τον κάνει να θαυμάζει μεγάλους ιστορικούς άντρες. Έχοντας μεγάλες ιδέες, αλλά κι ανθρώπινα πρότυπα, ένας άντρας είναι ό,τι καλύτερο για το σύστημα. Πιστεύει στις γνώσεις του, πιστεύει στην αξία του κι είναι έτοιμος ν’ αγωνιστεί. Ένα τέτοιο άτομο είναι έτοιμο για κάθε είδους θυσία. Το πρώτο πράγμα που θυσιάζει ο άνθρωπος αυτός, που είναι φιλόδοξος και νέος, είναι ο έρωτας. Η γυναίκα στον έρωτα έχει απαιτήσεις κι αυτό απορροφά τη δυναμικότητα του άντρα, που απαιτείται για να προχωρήσει. Μόνος του ο άντρας έχει τεράστιες δυνατότητες κι αυτές είναι που τον παρασέρνουν.
Όμως σ’ αυτήν την κοινωνία αυτό που μετράει πραγματικά είναι το χρήμα. Χωρίς αυτό είναι αδύνατο να μπορεί κάποιος να τρέφει φιλοδοξίες. Το χρήμα φέρνει γνωριμίες, το χρήμα δημιουργεί διασυνδέσεις και το χρήμα είναι, που ανοίγει όλες τις πόρτες. Ένας άντρας, έχοντας αυτό ως δεδομένο, αλλά και την ισχύουσα κοινή αντίληψη για τη φθορά του γάμου, δεν είναι δύσκολο ν’ αποφασίσει. Επιδεικνύει τα προσόντα του κι είναι οικειοθελώς έτοιμος προς πώληση. Όπως ακριβώς για να εξασφαλισθεί η υψηλή τιμή πώλησης ενός αυτοκινήτου, είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα διαφημιστικό φυλλάδιο όπου αναγράφονται όλα τα χαρακτηριστικά του και οι δυνατότητές του. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν εφόσον εξασφαλίσει τον πλούτο μέσω του γάμου, είναι έτοιμος πλέον να γίνει διάσημος πολιτικός, γιατρός ή δικηγόρος. Αυτός είναι που θυσιάστηκε για τις φιλοδοξίες του κι αυτές, είναι γέννημα της ανώτερης παιδείας. Όλοι οι άνθρωποι όμως δεν έχουν αυτήν την παιδεία, επομένως δεν καλυπτόμαστε.
Πάλι πρωταγωνιστεί η φτώχεια κι αυτή είναι, που δείχνει το δρόμο. Ο πονηρός νέος βλέπει τον πατέρα του ν’ αγωνίζεται μέρα νύχτα για ένα πιάτο φαί, χωρίς να έχει καταφέρει τίποτε στη ζωή του ούτε γι’ αυτόν τον ίδιο, πόσο μάλλον για τα παιδιά του. Ένας πετυχημένος γάμος είναι το καλύτερο διαβατήριο, για να ξεφύγει κάποιος από τη φτώχεια, χωρίς κόπο και προπάντων νέος. Ο ίδιος ο πατέρας και η ίδια η μητέρα συμβουλεύουν, χωρίς κανέναν ενδοιασμό ή σεβόμενοι τουλάχιστον κάποια προσχήματα, το παιδί τους να κάνει μία έξυπνη εμπορική πράξη μέσω του γάμου. Όλα αυτά συμβαίνουν από την πλευρά του άντρα στην κοινωνία της Βαβυλώνας και από την πλευρά του νέου και της νέας στη σύγχρονη πολυσύνθετη κοινωνία.
Σ’ αυτό το σημείο θα έλεγε κάποιος ότι, αν συμβαίνει αυτό, τότε το σύστημα απειλείται, εφόσον ο φτωχός θέλει πλούσια και η φτωχή πλούσιο. Αυτό που θα επιτύγχανε ο έρωτας και θα ήταν η καταστροφή, πώς συμβαίνει συνειδητά από τους ανθρώπους κι αποτελεί τη βάση του συστήματος; Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του τι θέλω και του τι μπορώ. Όλοι θέλουν πλούτο, αλλά αυτό είναι αδύνατον. Οι πλούσιοι είναι λίγοι και οι φτωχοί άπειροι. Οι άνθρωποι δεν ντρέπονται να κάνουν ούτε αυτά, που αποκλείεται να περάσουν απαρατήρητα και άρα ασχολίαστα κι αυτό έχει νόημα εδώ: μία καλλονή ίδια με την Αφροδίτη παντρεμένη μ’ έναν άσχημο κακόψυχο μεσήλικα κι ένας όμορφος Άδωνις με μία γυναίκα, που στην εμφάνιση και την ψυχή είναι όμοια με τον παραπάνω κύριο. Το ποιος ακριβώς από τα μέλη του ζεύγους έχει τα πλούτη, δε θα πρέπει να διευκρινιστεί. Όλα αυτά συμβαίνουν στη βάση της πυραμίδας κι αφορούν το σύνολο των ανθρώπων, που είναι ενταγμένοι στην κοινωνία κι έχουν κάνει το γάμο μία οικονομική πράξη.
Σε άλλο μέρος αναφέραμε τους ελεύθερους, από πλευράς γάμου, ανθρώπους κι είδαμε ότι αποτελούν εχθρούς του συστήματος, ενώ οι παντρεμένοι την πρώτη ύλη από την οποία αντλεί στοιχεία. Το σύστημα φοβάται την αταξία κι επιδιώκει να προσανατολίζει κατά βούληση τον κόσμο. Η άπειρη βάση μας τώρα πια, με το θεσμό του γάμου, έχει ορισμένα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Ποια είναι αυτά; Ακριβώς μετά το γάμο, που λαμβάνεται ως εμπορική πράξη, έχουμε κερδισμένους και χαμένους. Κερδισμένοι είναι αυτοί, που πέτυχαν ν’ αποκτήσουν μέσω του γάμου τον πλούτο και χαμένοι αυτοί, που επιδίωξαν αλλά δεν το κατάφεραν ή το κατάφεραν σε μικρότερο βαθμό. Το σύστημα επιδιώκει μ’ αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη δύο μεγάλων μερίδων στην κοινωνία: τους βολεμένους κι αυτούς που δεν τα κατάφεραν. Βολεμένος είναι κι ένας βλαξ, που νομίζει ότι κάτι έκανε, επειδή πήρε ένα σπίτι προίκα, για να βάλει το φτωχό απ’ όλες τις απόψεις κεφάλι του. Βολεμένος είναι κι αυτός, που δεν είχε καν δουλειά κι ο γάμος τού την εξασφάλισε. Όλοι αυτοί, οι δήθεν βολεμένοι, είναι, που επιθυμούν τη διατήρηση της κατάστασης όπως έχει κι είναι ενάντιοι σε κάθε αλλαγή. Είναι αυτοί που χαρακτηρίζονται ως συντηρητικοί. Εφόσον μέσα στο σύστημα κατόρθωσαν να επιτύχουν αυτό που το μικρό τους το μυαλό θεωρεί επίτευγμα, κάθε αμφισβήτηση του συστήματος τους φέρνει στο ίδιο στρατόπεδο με την εξουσία.
Από την αχανή έδρα της πυραμίδας, όπου το άπειρον των απόψεων είναι το φυσιολογικό, φτάνουμε στο επιθυμητό για το σύστημα περιβάλλον. Δύο είναι οι κυρίαρχες απόψεις: η μία άποψη είναι η διατήρηση του συστήματος ως έχει και η άλλη η ανατροπή του. Ο πλούτος και η εξουσία φυσικά στην πλευρά που το προστατεύει και η γνώση και το πνεύμα στην άλλη πλευρά, που όμως ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν είναι συμπαγής. Οι άνθρωποι του πνεύματος και της ελευθερίας, ποτέ σχεδόν δεν έχουν κοινή μεταξύ τους άποψη. Η άλλη πλευρά, όταν διαπνέεται από πνεύμα ελευθερίας, τότε δεν μπορεί από τα δεδομένα να είναι συμπαγής, εφόσον αυτό προϋποθέτει ή την ύπαρξη εξουσίας ή την κοινή άποψη, πράγμα από τα δεδομένα αδύνατον, αφού η κοινωνία του βήματος 4 λειτουργεί με σχετική γνώση, που σημαίνει ότι η διαφορά των απόψεων είναι σίγουρη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν την ενεργή κοινωνία, μέσα στην οποία ζούμε και προσπαθούμε να βρούμε την ευτυχία. Όλοι αυτοί βρίσκονται μέσα στη μεγάλη δεξαμενή, που βράζει και η βαλβίδα ασφαλείας δεν επιτρέπει την έκρηξη της. Η φτώχεια που ζει η ανθρωπότητα, είναι αυτή, που δημιουργεί τις εντάσεις κι αυτή, που δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους. Όμως η ύπαρξη αυτών των δύο μεγάλων κατηγοριών δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα να επιβιώνει.
Οι μεγάλες αυτές κατηγορίες διαβιώνουν κι οι δύο μέσα σε συνθήκες φτώχειας. Η διαφορά τους όμως βρίσκεται στο φορέα στον οποίο έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους. Οι συντηρητικοί πιστεύουν στο σύστημα κι απ’ αυτό περιμένουν τη Λύτρωση. Επειδή όμως αυτό είναι αδύνατον, το σύστημα τούς μαθαίνει να μισούν τους ανθρώπους του άλλου χώρου, με το επιχείρημα ότι αυτοί φταίνε, επειδή το σύστημα δεν είναι αρκετά δυνατό, ώστε να κάνει τις κινήσεις, που απαιτούνται και να έρθει η Λύτρωση ως φυσικό αποτέλεσμα. Ενώ οι άνθρωποι πρέπει να μισούν και ν’ αγωνίζονται εναντίον αυτών που τους κλέβουν και τους εκμεταλλεύονται, μισούν άλλους ανθρώπους που κι αυτοί αγωνίζονται για να επιβιώσουν, έχοντας όμως άλλες ιδέες. Αντί να μισεί κάποιος τον κλέφτη, μισεί αυτόν που έχει άλλη άποψη, αντί οι πολλοί να μισούν τους λίγους, που τους εκμεταλλεύονται, μισούν οι μισοί πολλοί τους άλλους μισούς πολλούς κι αυτό είναι το επιθυμητό για τους κλέφτες, αφού μπορούν να κλέβουν άφοβα κι απερίσπαστα.
Ο άντρας που εξετάζουμε, μετά το νόμιμο γάμο κι ανάλογα πάντα με την ψυχοσύνθεσή του βλέπει, κρίνει κι αποφασίζει σε ποια από τις δύο πλευρές της μεγάλης αυτής βάσης θα τοποθετηθεί. Μιλάμε για την ψυχοσύνθεση, γιατί ο άνθρωπος ανάλογα με τις ευαισθησίες του μετά το γάμο αντιλαμβάνεται αν και κατά πόσο είναι απ’ αυτούς που θεωρήσαμε ικανοποιημένους. Μπορεί κάποιος, μέσω του γάμου, να έχει τη δυνατότητα ν’ απολαύσει άπειρα υλικά αγαθά κι, ενώ για την κοινή λογική είναι ανάμεσα σ’ αυτούς, που είναι θεωρητικά ικανοποιημένοι, αυτός αντιλαμβάνεται διαφορετικά την κατάσταση και βλέπει την προσωπική του φθορά ως το μεγαλύτερο πρόβλημα. Αυτό το λέμε, γιατί δεν υπάρχει στη ζωή του ανθρώπου όσον αφορά τα υλικά αγαθά μία σταθερά, ώστε σε περίπτωση κάλυψής της να μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι πέτυχε ως προς αυτήν την ανάγκη και από εκεί και πέρα να μπορέσει ν’ αγωνιστεί για να βελτιώσει τη ζωή του, όσον αφορά τις βαθύτερες και σημαντικότερες εσωτερικές ανάγκες. Ο κάθε άνθρωπος είναι πλασμένος διαφορετικά από το Δημιουργό κι αυτό δείχνει την αγάπη του Δημιουργού προς τον καθένα ξεχωριστά και επιτρέπει επίσης τη δημιουργία μίας κοινωνίας δίκαιης κι ανθρώπινης.
Αυτό που μας ενδιαφέρει σ’ αυτό το σημείο, είναι ότι από τη στιγμή του γάμου και μετά αρχίζει ένας δύσκολος αγώνας για την επιβίωση.. η ύπαρξη των παιδιών και μόνο δημιουργεί συνθήκες, που σπρώχνουν τον άνθρωπο στην αναζήτηση οικονομικών πόρων, πολλαπλάσιων απ’ αυτούς, που απαιτούνται για την ατομική του συντήρηση. Το πόσο δύσκολο είναι να συντηρήσει κάποιος μία οικογένεια, το γνωρίζει ο καθένας, που ζει στην υπάρχουσα κοινωνία και προσπαθεί ως μισθωτός, ν’ αντεπεξέλθει στις άπειρες ανάγκες που έχει η οικογένεια. Η νέα μας σταθερά σ’ αυτήν τη φάση είναι η δημιουργία —την αμέσως επόμενη ημέρα του γάμου— υποχρεώσεων, που είναι δυσβάσταχτες. Οι υποχρεώσεις αυτές δεν είναι μόνον υλικές, αλλά και ηθικές κι αυτή ακριβώς είναι η αιτία, για την οποία ο πλούτος από μόνος του, δεν μπορεί να διαχωρίσει τις δύο πλευρές των ανθρώπων στη βάση της πυραμίδας. Ο έγγαμος βίος κι ό,τι συνεπάγεται η μοιχεία, έναν ελεύθερο άνθρωπο τον βυθίζει στο σκοτάδι και το άγχος. Αυτοί οι ελεύθεροι άνθρωποι, που δεν έχουν το πρόβλημα της επιβίωσης και θεωρητικά πρέπει να βρίσκονται στην πλευρά της τάξης και της εξουσίας, είναι εχθροί του συστήματος και θα δούμε πώς τους αντιμετωπίζει. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι λίγοι και δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο, που μας ενδιαφέρει άμεσα.
Οι άνθρωποι θεωρητικά διαλέγουν πάντα πλευρά κι αυτό, γιατί, όπως εύκολα διαπιστώνει κάποιος, δεν υπάρχει κατάσταση που να μην εκμεταλλεύεται το σύστημα. Το πρόβλημα, που βασανίζει τον άνθρωπο σ’ όλες τις μορφές της κοινωνίας, είναι η φτώχεια και λίγοι είναι οι άνθρωποι, που μέσα σ’ αυτού του είδους τις κοινωνίες, μπορούν να την ανεχθούν. Όταν οι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις φτώχειας, εύκολο είναι ν’ αντιληφθούμε πόσο δύσκολο είναι να μπορέσει κάποιος ν’ αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του γάμου και της οικογένειας. Οι ελεύθεροι από πλευράς γάμου άνθρωποι, οι χαμογελαστοί, έξυπνοι άντρες, δουλεύοντας, αν και φτωχοί, μπορούν εύκολα, αν όχι πλήρως, πάντως να καλύψουν τις ανάγκες τους. Ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο της ζωής τους, είναι επικίνδυνοι για το σύστημα. Δεν έχουν ανάγκη κανέναν, αφού όσο και να υποτιμάται η δουλειά τους, μπορούν ν’ αντεπεξέρχονται κι επιπλέον είναι στη φάση της αναζήτησης του έρωτα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να τολμήσει οτιδήποτε. Δεν έχει υποχρεώσεις, που τρέχουν και τον κρατούν δέσμιο τους. Είναι νέος, δυνατός και δε φοβάται ούτε τη ζωή ούτε τη δουλειά. Αυτός είναι ο εργάτης ενός εργοστασίου, που δε φοβάται να κοιτάξει ή να επιδιώξει την περιπέτεια με την όμορφη γυναίκα του αφεντικού του. Είναι ο υπάλληλος, που αποκαλύπτει, όπου μπορεί, τις ανομίες των προϊσταμένων του.
Αυτός ο ίδιος άνθρωπος από τη στιγμή που παντρεύεται, αλλάζει παντελώς χαρακτηριστικά. Η δουλειά είναι πλέον πολύτιμη και οι υποχρεώσεις δυσβάσταχτες. Η αυθαιρεσία του έρωτα και το θάρρος της γνώμης είναι πράγματα που πρέπει να ξεχάσει, γιατί κοστίζουν αρκετά. Ποιος άντρας θα επέστρεφε σπίτι του με το χαρτί της απόλυσης και θα δεχόταν συγχαρητήρια από τη γυναίκα του για το θάρρος της γνώμης που τον διακρίνει; Ποιος άντρας, που συντηρεί οικογένεια, σε μία διένεξη εν ώρα εργασίας θα έπαιρνε το μέρος ενός εργάτη και όχι του αφεντικού του; Ο ίδιος άντρας θα είχε το θάρρος να καταγγείλει τη συμπεριφορά του εργοδότη του, που παρενοχλεί σεξουαλικά τις εργάτριες; Ένας ελεύθερος άντρας θα μπορούσε να είναι επικίνδυνος σε μία τέτοια υπόθεση. Ένας νεαρός εργάτης δεν απολαμβάνει καμία ιδιαίτερη μεταχείριση και γνωρίζει ότι, όπου και να πάει να δουλέψει, είναι το ίδιο, επομένως δε χάνει και πολλά πράγματα. Απ’ αυτά τα παραδείγματα αλλαγής συμπεριφοράς του ίδιου ανθρώπου, εύκολα καταλαβαίνει κάποιος τι επιδιώκει το σύστημα μέσω του γάμου.
Η οικογένεια έχει τεράστιες απαιτήσεις κι αυτή η αλλαγή συμβαίνει εντελώς ξαφνικά στη ζωή του άντρα, που έχει και το κύριο βάρος της συντήρησής της. Ενώ μία μέρα πριν το γάμο υπάρχει και με την εργασία του είναι αυτάρκης, δύο μέρες μετά θυμίζει ναυαγό στ’ αγριεμένα κύματα. Ενώ η δουλειά του δεν άλλαξε καθόλου, όπως κι ο μισθός του, η ζωή του έγινε άπειρα πιο δύσκολη, εφόσον ο γάμος πολλαπλασίασε τις υποχρεώσεις του. Όλα αυτά είναι μία γενική κατάσταση που αντιμετωπίζουν όλοι οι άνθρωποι, είτε εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά το γάμο είτε όχι. Αν ο γάμος στην κοινωνία, χωρίζει τη βάση της πυραμίδας σε δύο μεγάλες μερίδες, οι υποχρεώσεις του από την άποψη μέσων, επιδρούν στη μεταβολή του χαρακτήρα του άντρα κι ειδικότερα στον τομέα, που είναι υπερευαίσθητος στους νέους άντρες, αυτόν της ανοχής. Από την επόμενη μέρα του γάμου το σύστημα έχει ανθρώπους, που, άσχετα αν δεν το υποστηρίζουν ή το μισούν, σίγουρα το ανέχονται. Αυτή η ανοχή είναι που αποτελεί τη βάση, πάνω στην οποία στηρίζεται η υπερκατασκευή που ονομάζεται σύστημα εξουσίας. Οι άνθρωποι που είναι ενεργά στοιχεία της κοινωνίας κι επιπλέον είναι δεσμευμένοι με υποχρεώσεις, ανέχονται την ύπαρξη του συστήματος, που εξασφαλίζει τουλάχιστον την οικογένειά τους από μία ενδεχόμενη αναρχία, που είναι επικίνδυνη.
Πριν δούμε πώς ακριβώς χτίζεται η δομή της κοινωνικής πυραμίδας, χρήσιμο είναι να δούμε πρώτα, εφόσον μιλάμε για υποχρεώσεις, τι συμβαίνει στον καταμερισμό του βάρους αυτών ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Αν εξαιρέσει κάποιος τον τομέα της γεωργικής παραγωγής, στον οποίο μία οικογένεια εργάζεται στο σύνολό της, στις οργανωμένες κοινωνίες, όπου υπάρχουν και οι άλλες μορφές παραγωγής, αυτό δε συμβαίνει. Η γυναικεία παρουσία στην παραγωγή είναι πολύ πρόσφατη κι αυτό έγινε μετά από αγώνες, αλλά και από την ανάγκη να υπάρχουν εργατικά χέρια, σε περιόδους κατά τις οποίες οι άντρες δεν μπορούσαν να εργαστούν. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι είναι αυτοί, που ουσιαστικά έβαλαν τη γυναίκα μέσα στη μηχανή παραγωγής και θεμελίωσαν την κατάσταση, που επικρατεί στην εποχή μας.
Είναι απορίας άξια αυτή η επίμονη άρνηση της κοινωνίας, ιδιαίτερα στα πιο σκοτεινά χρόνια της, στο θέμα της εργασίας των γυναικών. Γιατί άραγε δεν επιθυμούν αυτοί, που έχουν εξουσία, να εργάζονται οι γυναίκες; Τι επιδιώκουν μ’ αυτήν τη στάση; Αν ο άντρας θυμίζει το ναυαγό μέσα στα κύματα την αμέσως επομένη ημέρα του γάμου, πόσο ευκολότερη θα ήταν η ζωή του αν μοιραζόταν το βάρος της; Σ’ αυτό το σημείο δεν πρόκειται για μία ιδέα που είναι δύσκολο ν’ αντιληφθεί ένας κουτός άνθρωπος. Εδώ τα πράγματα είναι απλά κι όλοι ανεξαιρέτως μπορούν να το αντιληφθούν. Τα μισά βάρη ο ένας, τα μισά ο άλλος. Η γυναίκα έδωσε σκληρούς αγώνες, για να κατακτήσει όσα δικαιωματικά τής ανήκουν και όχι άδικα, εφόσον έπρεπε να νικήσει αυτούς, που έχουν συμφέρον να δουλεύει μόνον ο άντρας. Η πατριαρχική κοινωνία επιθυμεί, όσο τίποτε άλλο, να εργάζεται μόνον ο άντρας κι αυτός να φέρει το βάρος της συντήρησης της οικογένειας. Οι γυναίκες ισοπεδώνονται μέσα σ’ αυτό το σύστημα, αλλά αυτός που τυραννιέται μέρα-νύχτα είναι ο άντρας. Το σύστημα δεν έχει στόχο τη γυναίκα, αλλά τον άντρα. Η στάση του προς τη γυναίκα θα μπορούσε να ήταν τέλεια, αν δεν το επηρέαζε στον έλεγχο των αντρών.
Για να καταλάβει κάποιος και να μπορέσει να ερμηνεύσει τη στάση του συστήματος ως προς τη γυναικεία εργασία, θα πρέπει να γνωρίζει όλα όσα αναφέραμε για τη μοιχεία και την πορνεία. Το σύστημα θέλει να υπάρχει οπωσδήποτε η μοιχεία και η πορνεία μέσα στην οικογένεια. Αυτό πρέπει οπωσδήποτε να επιτευχθεί και η γυναικεία εργασία είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο. Όταν ένας γάμος δεν είναι προϊόν έρωτα ή κατά τη διάρκεια του αυτός εξαλείφεται, τότε η δυνατότητα της γυναίκας να εργαστεί, απειλεί να τον τινάξει στον αέρα. Η γυναίκα πρέπει να βρίσκεται μέσα στο σπίτι φοβισμένη κι εξαρτώμενη, γιατί μόνον έτσι ανέχεται το μοιχό κι εκτελεί πορνεία. Ο φόβος της έχει να κάνει με την άποψη, που της έχει δοθεί ειδικά γι’ αυτόν το λόγο από το σπίτι της και της καλλιεργείται ακόμα ότι ο αγώνας για τη ζωή είναι δύσκολος. Η γυναίκα προετοιμάζεται για να πιστέψει ότι μόνον από τον άντρα είναι δυνατό να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες συνθήκες, ώστε να μεγαλώσουν σωστά τα παιδιά της. Όταν κατορθώνει η κοινωνία και περνά αυτό μέσα στο μυαλό της γυναίκας, τότε εξασφαλίζει αυτό, που θεωρήσαμε απαραίτητο για τη λειτουργία της κι είναι η συζυγική πίστη από μέρους των γυναικών και η επίσης απαραίτητη υποταγή της. Γενικά, αν παρατηρήσουμε γύρω μας, εύκολα θα διαπιστώσουμε ότι οι πραγματικές απαιτήσεις, για να μπορέσει να εργαστεί κάποιος οπουδήποτε είναι ελάχιστες. Ο άντρας είναι το εξυπνότερο ον στον πλανήτη, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αυτή η ευφυΐα τού είναι απαραίτητη και για την εργασία του. Η εργασία απαιτεί ανάλογα με τη φύση της και σωματική και πνευματική δύναμη, που όμως καλύπτεται ανετότατα κι από τα δύο φύλα. Η σημερινή κοινωνία της οποίας οι γυναίκες έχουν κατακτήσει το σύνολο σχεδόν των χώρων απασχόλησης, το αποδεικνύει. Το σύστημα όμως για αιώνες δεν επέτρεπε ν’ απομυθοποιήσει η γυναίκα το ζήτημα της εργασίας κι αυτό, γιατί κινδυνεύει μ’ αυτόν τον τρόπο ο θεσμός του γάμου.
Ο γάμος έχει ως αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από τα αισθήματα, που υπάρχουν μεταξύ των συζύγων, την ώθηση του άντρα προς την πορνεία που είναι το άμεσο αποτέλεσμα λόγω της φύσης του. Αν η γυναίκα εργάζεται, ο άντρας δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει την επιθυμητή πορεία και να υποταχθεί στο σύστημα, γιατί αλλάζουν βασικά δεδομένα. Η γυναίκα που εργάζεται, έχει γνώση της πραγματικότητας κι αυτό σημαίνει ότι η μείωση αυτού που περιγράψαμε ως διαπραγματευτική ικανότητα, δεν μπορεί να είναι κατακόρυφη. Αν δεν επιθυμεί τη συνέχιση ενός άθλιου γάμου, μπορεί άνετα ν’ ακολουθήσει τις επιλογές της, χωρίς να είναι αναγκασμένη να γυρίσει πίσω στην οικογένειά της, που ξέρουμε πώς αντιδρά.
Η εργασία της γυναίκας θίγει επίσης και τον τύπο του γάμου στον οποίο δεν προϋπάρχει καν ο έρωτας. Η γυναίκα δίνεται στον άντρα από τον πατέρα της και με γνώση της κατάστασης, που της έχει δοθεί, σέβεται το γάμο. Στην κοινωνία, όπου η ομορφιά αγοράζεται και κανένας δε γίνεται “σάρκα μία” μ’ αυτή ή αυτόν που επιθυμεί, η εργασία της γυναίκας είναι απειλή. Όταν οι περισσότεροι γάμοι είναι περισσότερο οικονομικές συμφωνίες, τότε οι δύο άνθρωποι μένουν συνεχώς χωρισμένοι και ποτέ “σάρκα μία”. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε στιγμή μπορούν να ερωτευτούν και να διαλύσουν τη συμφωνία. Μία γυναίκα στο χώρο εργασίας της, εφόσον δεν είναι “σάρκα μία” με το νόμιμο σύζυγο της, είναι ανά πάσα στιγμή ευάλωτη στον έρωτα. Ο όμορφος συνεργάτης της τη σέβεται, την ακούει με προσοχή, την κάνει και γελάει, προσέχει τα όμορφά της μάτια, την κολακεύει και γενικά την κάνει να αισθάνεται όμορφα, την κάνει να αισθάνεται πως υπάρχει. Η σύγκριση με το νόμιμο σύζυγο είναι αναπόφευκτη. Το κυρίαρχο στοιχείο στον έγγαμο βίο είναι η αδιαφορία σ’ όλα τα θέματα. Δεν υπάρχει προσοχή στο φέρσιμο, στην ομιλία, στην εμφάνιση και γενικά σ’ όλα εκείνα τα λεπτά σημεία, στα οποία είναι απαραίτητος ο σεβασμός της αξιοπρέπειας του άλλου κι ειδικά της γυναίκας. Όλα αυτά, που είναι απαραίτητα για την εισαγωγή στην Κόλαση, ανατρέπονται από τη δυνατότητα της γυναίκας να εργαστεί.
Η άθλια κοινωνία κατόρθωσε να περάσει την άποψη για την εργασία της γυναίκας ως ταμπού και η ειρωνεία είναι ότι είναι ταμπού για τους άντρες, που βασανίζονται απ’ αυτήν την κατάσταση. Παλαιότερα, και συμβαίνει ακόμα και στις μέρες μας, η κοινωνία με τον τρόπο της έθιγε τον αντρισμό και την ικανότητα του άντρα, σε περίπτωση που επέτρεπε στη γυναίκα του να δουλεύει, ενώ για τη γυναίκα άφηνε να εννοηθεί ότι δεν ήταν καλή σύζυγος και μητέρα και πάντα υπήρχε το υπονοούμενο μίας πιθανής απιστίας. Όμως όλα αυτά έχουν ξεπεραστεί κι εμείς πρέπει να δούμε τι συμβαίνει στο σύνολο του χρόνου όσον αφορά το γάμο.
Από τη στιγμή που η γυναίκα δε βοηθά οικονομικά τον άντρα στα οικογενειακά βάρη, έχουμε την άριστη πρώτη ύλη για το σύστημα. Ο άντρας σκύβει πιο εύκολα το κεφάλι και τελική επιθυμία τού συστήματος, είναι να προσκυνά σαν δούλος και όχι απλά να σιωπά. Το τρομερό όπλο του συστήματος είναι η υπεραξία, που μοιράζεται κατά βούληση. Ο εργάτης πριν και μετά το γάμο εισπράττει ακριβώς τα ίδια από την εργασία του κι ο μισθός του δεν ακολουθεί την ξαφνική και δυσανάλογη αύξηση των υποχρεώσεών του. Αυτό είναι και το μυστικό της επιτυχίας του συστήματος. Η μόνη διέξοδος είναι η υπεραξία, εφόσον ο άνθρωπος έχει και κάποια όρια αντοχής στην εργασία του. Η υπεραξία είναι αυτή, που στον ίδιο χρόνο εργασίας, βελτιώνει τις αποδοχές. Υπεραξία είναι η οποιαδήποτε αύξηση, ακόμα και η πιο ασήμαντη του μισθού, οποιουδήποτε εργάζεται ως μισθωτός, πέρα από τη βασική αμοιβή του εργάτη. Υπεραξία είναι η διαφορά του μισθού ενός γιατρού, που εργάζεται σ’ ένα κρατικό νοσοκομείο από το μισθό του εργάτη και υπεραξία είναι επίσης η διαφορά που εισπράττει στο μισθό του ένας εργάτης, επειδή είναι σπιούνος του αφεντικού του. Για την υπεραξία θα μιλήσουμε σ’ άλλο σημείο.. αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι από τη στιγμή του γάμου κι έπειτα, οι τεράστιες δυσκολίες ωθούν τους ανθρώπους προς την υπεραξία και κατά συνέπεια προς το σύστημα, εφόσον αυτό τη μοιράζει.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, όπως αναφέραμε, ελάχιστα αλλάζουν. Ο έξυπνος είναι πάντα έξυπνος κι ο κουτός πάντα κουτός. Για να εξασφαλίσει λοιπόν το σύστημα μία ομαλότητα, όσον αφορά τη διασπορά αυτών των υπεραξιών, ήταν απαραίτητο ν’ ακολουθεί ορισμένα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που κι αυτά να μεταβάλλονται με τρόπο ανάλογο. Ήταν απαραίτητο να μοιράζει την υπεραξία, ανάμεσα στους ανθρώπους με κοινά χαρακτηριστικά και κοινό επίπεδο, μ’ έναν τρόπο που θ’ αυξάνει προοδευτικά, ώστε να δίνει κίνητρα σ’ αυτούς, για να το υπηρετούν. Το μόνο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, που αυξάνεται συνεχώς, είναι η ηλικία κι αυτή επιλέχθηκε κι, όπως θα δούμε, η επιλογή αυτή είναι τέλεια.
Ως βιολογικό ον ο άνθρωπος κατά τη συνολική διάρκεια της ζωής του δεν έχει την ίδια δύναμη, είτε αυτή είναι πνευματική είτε σωματική. Το μέγιστο αυτής της δύναμης εμφανίζεται κάπου μεταξύ των 30 και 40 χρόνων της ζωής του. Αυτό δε σημαίνει ότι υπάρχει κάποια διαχωριστική γραμμή, απλά από τη μετάβαση του άντρα από την εφηβεία στην αντρική νεότητα και μετά, ακολουθεί μία περίοδος κατά την οποία ο άνθρωπος συνεχώς βελτιώνεται, εφόσον η φύση του το υποδεικνύει, σωματικά και πνευματικά. Το περιθώριο της βελτίωσης, είναι αυτό που μας δίνει τη δυνατότητα να μιλάμε για πορεία και όχι για τελικό προορισμό. Όταν σταματήσει πλέον ο άνθρωπος να βελτιώνεται ή τέλος πάντων να επιθυμεί τη βελτίωση κι αναζητά τη δημιουργία, τότε μόνο μιλάμε για πλήρη ισχύ και τελικά χαρακτηριστικά. Από εκείνο το σημείο και πέρα αρχίζει μία πορεία προς το γήρας, που κι αυτή δεν έχει μία σταθερή διαχωριστική γραμμή για τους ανθρώπους. Αυτό που είναι όμως βέβαιο, είναι η σωματική φθορά, που δεν ακολουθεί πάντα τις βουλές του πνεύματος.
Αν προσπαθούσαμε να σχηματοποιήσουμε τη ζωή του άντρα σε σχέση με την ισχύ του, είτε σωματική είτε ψυχική, θα βλέπαμε ότι μοιάζει μ’ ένα τραπέζιο. Η μεγάλη βάση είναι η συνολική διάρκεια της ζωής του και η μικρή βάση είναι η χρονική διάρκεια, κατά την οποία είναι πλήρως ανεπτυγμένος και τα χαρακτηριστικά του ευδιάκριτα και στην ύψιστη μορφή τους. Οι δύο πλάγιες γραμμές είναι αυτές, που χαρακτηρίζουν την πορεία ωρίμανσής του, η πρώτη από τη στιγμή της γέννησης του μέχρι και το μέγιστο σημείο του, ενώ η δεύτερη από εκείνο το σημείο μέχρι και το θάνατό του. Σε καμία περίπτωση, όσο κι αν το πνεύμα επιθυμεί, δεν μπορεί ο άνθρωπος ν’ αλλάξει το σχήμα αυτού του τραπεζίου. Η πνευματική φθορά μπορεί για λίγο να καθυστερήσει, αλλά αυτό σημαίνει αποκλειστικά μία μικρή και μόνο μετατόπιση παράλληλα της πλάγιας γραμμής. Στην περίπτωση αυτή, στο καλύτερο ενδεχόμενο, το τραπέζιο θα είναι διπλό, με όλα τα στοιχεία κοινά, εκτός απ’ αυτό της πλάγιας γραμμής της πνευματικής παρακμής. Αυτή η κατάσταση έχει να κάνει πάντα με τον κάθε άνθρωπο προσωπικά, εφόσον ο κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του απόλυτα μεγέθη. Μπορεί κάποιος στην παρακμή του να είναι ανώτερος από κάποιον άλλο στην ακμή. Αυτό που ενδιαφέρει εμάς, είναι η πορεία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Όλα αυτά μπορεί κάποιος να τα θεωρήσει προφανή και ν’ απορεί γιατί τ’ αναφέρουμε. Η αναφορά τους γίνεται, γιατί αυτό, που μας ενδιαφέρει, είναι ν’ ανακαλύψουμε πώς λειτουργεί το σύστημα και πού στηρίζεται.
Το σύστημα μοιράζει την υπεραξία ακολουθώντας την ηλικία του ανθρώπου κι αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του. Είναι όμως λογικό ένας άνθρωπος ν’ αμείβεται σαν ν’ ακμάζει συνεχώς και μέχρι το θάνατό του, όταν εμείς βλέπουμε ότι από ένα σημείο κι έπειτα, η παρακμή είναι η μόνιμη κατάσταση; Τι ακριβώς επιδιώκει το σύστημα απ’ αυτήν την ανώμαλη κατάσταση; Γιατί ένας άνθρωπος, που βρίσκεται ένα βήμα πριν το θάνατό του, παίρνει ως αμοιβή πολλαπλάσιο της αμοιβής ενός νέου και δραστήριου ανθρώπου με τα ίδια προσόντα; Ένας νέος, που βρίσκεται στη βάση, αν σηκώσει το κεφάλι του, εύκολα θα δει την πυραμίδα, που υψώνεται πάνω από το κεφάλι του κι, αν προσπαθήσει να διακρίνει λίγο αυτούς, που βρίσκονται στην κορυφή της, θα δει ορισμένα χαρακτηριστικά. Στην κορυφή αυτή βρίσκονται άντρες στην πλειοψηφία, με τεράστιες εξουσίες και μ’ επίσης τεράστιες αποδοχές από άποψης αμοιβής με το σύστημα της υπεραξίας. Στην πυραμίδα της εξουσίας της κοινωνίας στην οποία ζούμε, βρίσκονται άνθρωποι μισθωτοί, που αμείβονται με διαφορετικά κριτήρια από τους υπολοίπους. Οι πλούσιοι αυτού του κόσμου στηρίζουν αυτήν την πυραμίδα, αλλά δεν είναι ενεργά στοιχεία της. Ο πλούτος που έχει στην κατοχή του ο καθένας, δεν έχει σχέση με την αμοιβή που παίρνει ένας μισθωτός για την εργασία του. Η αμοιβή αυτή μπορεί από μόνη της να είναι ένας μικρός θησαυρός, αλλά δεν παύει σε καμία περίπτωση να είναι μισθός. Το σημαντικό που διακρίνουμε κοιτώντας την πυραμίδα, είναι η σημαντική διαφορά σ’ εξουσία κι αμοιβή, που χωρίζει τα επίπεδά της με φορά εξέτασης από κάτω προς τα επάνω.
Κάποιος που θεωρεί προφανές το σχόλιο μας για την πορεία που ακολουθεί ο θνητός άνθρωπος, πώς ερμηνεύει αυτήν την κατάσταση; Ένας πρωθυπουργός μίας χώρας δεν είναι θνητός άνθρωπος; Δεν έχει παρακμή; Είναι τόσο ξεχωριστός και προικισμένος, ώστε ένα βήμα πριν το θάνατο να είναι με διαφορά καλύτερος από τον ανθό ενός έθνους; Όπου και να κοιτάξει κάποιος, θα δει ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα παγκόσμιο. Δε συμβαίνουν διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές χώρες, εφόσον αυτό είναι κάτι που αντιμετωπίζεται με συνολική αλλαγή της φιλοσοφίας. Ανανέωση φωνάζουν οι από κάτω στους από πάνω. Ναι, είναι επιθυμητή η ανανέωση, αλλά ποιος μπορεί να βεβαιώσει τον κόσμο ότι κι αυτοί, που φωνάζουν σήμερα, δε θα είναι οι γηραιοί του αύριο, που δε θα δέχονται την αλλαγή; Πώς μπορούμε να δούμε το πρόβλημα της ανανέωσης, αν δε δούμε συνολικά τον κόσμο και τη φιλοσοφία; Οι τύχες των ζωντανών, αλλά κι αυτών που θα έρθουν στη ζωή, κρέμονται από τις αποφάσεις ανθρώπων, που βρίσκονται μερικές αναπνοές πριν το θάνατο. Όλα αυτά συμβαίνουν κι είναι προφανή. Εφόσον όμως ζούμε σε μία απάνθρωπη, κι όποτε μπορεί ανθρωποκτόνο, κοινωνία, τότε σημαίνει ότι με δεδομένο την πανίσχυρη βούλησή της αυτό είναι και το επιθυμητό. Η πατριαρχική κοινωνία επιθυμεί, αφού αυτό κάνει, να μοιράζει υπεραξία σ’ απόλυτη αναλογία με την ηλικία του ανθρώπου ως το θάνατό του. Με την ονομασία θάνατο σ’ αυτήν την περίπτωση δεν εννοούμε κατ’ ανάγκη βιολογικό. Ο θάνατος ενός ανθρώπου μπορεί να έχει και μεταφορική σημασία, εφόσον από τη στιγμή που εγκαταλείπει τη μηχανή παραγωγής ή εξουσίας για το σύστημα είναι νεκρός. Σ’ ορισμένες βέβαια περιπτώσεις πολιτικών, ιερέων, βασιλιάδων, οι θάνατοι ταυτίζονται.
Με τη γνώση του σχήματος, που προσδιορίζει την ισχύ του καθενός ανθρώπου και του σχήματος, που αμείβει το σύστημα αυτήν την ισχύ, βλέπουμε μία αντίφαση. Ένα τραπέζιο σε καμία περίπτωση δεν έχει σχέση μ’ ένα τρίγωνο, που μάλιστα στο κατώτατο σημείο του τραπεζίου, το τρίγωνο, έχει την ανώτατη τιμή. Αυτό που επιδιώκει το σύστημα μ’ αυτήν την ιδιαιτερότητα, είναι να παρασύρει την προσανατολισμένη πλέον βάση της πυραμίδας στη δουλεία, που είναι απαραίτητη για να υπάρξει το ίδιο και να λειτουργήσει. Το σύστημα απαιτεί δούλους.. ο ένας δούλος να προσκυνά τον άλλο και μ’ αυτόν τον τρόπο η βάση της πυραμίδας ν’ ακολουθεί την κορυφή. Ο άνθρωπος που ήταν στη βάση της πυραμίδας, από τη στιγμή του γάμου και μετά, βρέθηκε σ’ εξαιρετικά δύσκολη οικονομική θέση. Σ’ ό,τι αφορά την αμοιβή του δεν είναι δυνατό να σημειωθούν θεαματικές αλλαγές, αφού αυτός δεν μπορεί να γίνει ούτε πιο παραγωγικός λόγω ανθρώπινων ορίων ούτε πιο έξυπνος, για να κάνει κάτι άλλο. Το μόνο που μπορεί να βελτιώσει τη θέση του, είναι η υπεραξία. Την υπεραξία όμως τη δίνει το σύστημα κι αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος αυτός πρέπει, όχι μόνο να τ’ ανέχεται, αλλά και να το υπηρετεί. Από εκείνο το σημείο, το σύστημα τον ελέγχει και τον χρησιμοποιεί.
Σ’ άλλο σημείο θα δούμε πώς και γιατί εξασφαλίζει το σύστημα τη δυνατότητα να μοιράζει υπεραξίες. Εδώ μας ενδιαφέρει ο άντρας, που μπαίνει στο σύστημα της υπεραξίας. Το σύστημα τον αναγκάζει να βρίσκεται συνεχώς σ’ αναμονή. Αυτός ο άνθρωπος συνεχώς περιμένει. Το σύστημα δεν ενδιαφέρεται, για το αν και κατά πόσο αποδίδει.. ενδιαφέρεται να περάσει μέσα στο μυαλό αυτού του ανθρώπου ότι είναι ζήτημα χρόνου, εφόσον είναι υπάκουος σ’ αυτό, να πάρει την υπεραξία που χρειάζεται. Το τραγικό σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι ότι ο άνθρωπος αγνοεί το πιο βασικό χαρακτηριστικό του. Αγνοεί ότι είναι θνητός και ότι το τέλος είναι αναπόφευκτο και θυσιάζει το θεϊκό δώρο, που είναι η ζωή. Όταν αυτός ο άνθρωπος έχει μία οικογένεια, προϊόν ενός γάμου συμφέροντος, το βέβαιο είναι ότι αναζητά να σβήσει τα πάθη του μέσα στην πορνεία. Η πορνεία όμως ως απόλαυση, είναι ένα είδος πολυτέλειας. Πρέπει αυτός ο άνθρωπος να βρει πρώτα τα μέσα να συντηρήσει την οικογένειά του και κατόπιν να εξασφαλίσει τους πόρους, που απαιτούνται, για να κάνει αυτό που λέμε “μεγάλη ζωή”.
Φυσικά κανένας δεν παραδέχεται ότι περιμένει να βελτιώσει τα οικονομικά του για ν’ απολαύσει την πορνεία, αλλά πώς μπορούν ν’ απαντηθούν τα παρακάτω ερωτήματα; Ζει και μοιράζεται τη ζωή του —ενώ ως άνθρωπος έχει χαρακτηριστικά δοσμένα από το Δημιουργό γι’ αναζήτηση του έρωτα— με μία γυναίκα, που δεν τον ενδιαφέρει ερωτικά. Δουλεύει σαν δούλος για να συντηρεί αυτήν τη γυναίκα και τα κοινά παιδιά. Εισπράττει παραπάνω απ’ όσα του χρειάζονται και τα επενδύει ή τα καταθέτει. Γιατί; Γιατί να ζει κάποιος και να ταλαιπωρείται χωρίς λόγο; Ένας νέος ερωτευμένος απολαμβάνει κάθε στιγμή της ζωής του. Ρουφάει και την τελευταία σταγόνα ευτυχίας και χαράς. Χαίρεται τη ζωή, είτε είναι πλούσιος είτε είναι φτωχός. Ο άλλος όμως γιατί ζει; Γιατί γεννήθηκε; Γεννήθηκε μήπως για να είναι καλός υπάλληλος και να χειροκροτεί τους ισχυρούς αυτής της γης; Είναι δυνατόν ο Θεός να έδωσε ζωή σε κάποιον μόνο για να δουλεύει σαν δούλος για τους άλλους; Γιατί ο νέος χαίρεται τη ζωή; Γιατί ο νέος αγνοεί τον αξιωματούχο, που περνάει δίπλα του, ενώ ο άλλος τρέχει να του φιλήσει τα χέρια; Τι μεσολάβησε και δύο άνθρωποι με κοινή αφετηρία είναι τόσο διαφορετικοί; Γιατί ο ένας είναι ελεύθερος, χαμογελαστός κι όμορφος σαν Θεός κι ο άλλος δούλος, φτηνός και μίζερος, ίδιος με το διάβολο; Για ν’ αντιληφθεί κάποιος όλα αυτά, είναι απαραίτητο να ξεχωρίζει ορισμένα πράγματα και ν’ αντλεί γνώσεις από τον Υιό του Θεού.
Αυτό που χωρίζει τους δύο αυτούς ανθρώπους, είναι ο γάμος που έχει πραγματοποιήσει ο ένας και η διαφορά της ηλικίας. Ο ηλικιωμένος δούλος θυσίασε τα πάντα, εξαιτίας της λανθασμένης προσωπικής εκτίμησης που έκανε, όταν ήταν νέος. Αγνόησε παντελώς το Δημιουργό, δεν έγινε “σάρκα μία”, αλλά ξεπουλήθηκε για ευτελή υλικά αγαθά. Αγνόησε το Δημιουργό κι έγινε μοιχός. Δεν ασχολήθηκε καθόλου με τον Υιό του Θεού και με τις συμβουλές Του. Όταν ήταν νέος αυτός ο άνθρωπος, δε φέρθηκε κατά τρόπον ανάλογο μ’ αυτόν που υποδεικνύει ο Χριστός στο νεανίσκο. Αυτός όχι μόνο δε μοίρασε την περιουσία του, αλλά για ν’ αποκτήσει περιουσία έγινε μοιχός. Άρχισε να γίνεται και κλέφτης, αφού, όταν εισπράττει υπεραξία, σημαίνει από τα δεδομένα ότι κλέβει τον κόπο κάποιου άλλου και ότι η αγάπη προς τον πλησίον είναι γι’ αυτόν κάτι ξένο. Όσο για την ψευδομαρτυρία, αυτή υπάρχει από τη στιγμή που υπάρχει εξουσία. Όταν ο άνθρωπος υπηρετεί την εξουσία, είναι υποχρεωμένος να μαρτυρεί όσα του υποδεικνύουν και όχι όσα γνωρίζει ή πιστεύει. Οι υποδείξεις του Χριστού γίνονται στο νεανίσκο κι αυτό, γιατί μόνον ένας νεανίσκος, μπορεί να μπει στη Βασιλεία των Ουρανών, επειδή βρίσκεται στο στάδιο της απόφασης κι αυτό σημαίνει έλλειψη υποχρεώσεων, αλλά και μεγάλο περιθώριο ζωής.
Όλα αυτά αφορούν την πυραμίδα της εξουσίας κι αφορούν ανθρώπους, που αντιλαμβάνονται το κέρδος που απορρέει από μία στάση υπακοής απέναντι στο σύστημα. Η πυραμίδα όμως συντίθεται από ελάχιστα άτομα σε σχέση με το τεράστιο δυναμικό της βάσης της. Εύλογα δηλαδή τίθεται το ερώτημα, πώς ένας τέτοιος μικρός αριθμός ανθρώπων μπορεί και δίνει την επιθυμητή ροπή στους ανθρώπους, ώστε ν’ ακολουθούν το σύστημα. Αυτό που συμβαίνει στη βάση, είναι ότι στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι είναι φτωχοί κι απ’ αυτό το τεράστιο σύνολο, το σύστημα επιλέγει κατά βούληση ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων. Οι άνθρωποι εύκολα παρασέρνονται απ’ αυτό που ονομάζουμε ποιότητα ζωής κι έχει σχέση πάντα με την οικονομική άνεση. Το σύστημα ξεχωρίζει με κάποια διαδικασία ορισμένους ανθρώπους κι αλλάζει σε μέγιστο βαθμό τη ζωή τους. Από το καθημερινό άγχος της δουλειάς, τους εντάσσει σ’ ένα προστατευμένο κι ασφαλές, από κάθε άποψη, περιβάλλον. Ο άνθρωπος που υπηρετεί το σύστημα, δεν έχει άγχος για την επόμενη μέρα. Γνωρίζει εκ των προτέρων ότι είτε δουλέψει, εφόσον έχει δουλειά, είτε δε δουλέψει, θα πληρωθεί και όχι μόνον αυτό είναι εξασφαλισμένο, αλλά γνωρίζει από πριν τη μισθολογική του εξέλιξη και την πορεία του μέσα στο σύστημα. Οι άνθρωποι που έχουν ακριβώς τα ίδια προσόντα λόγω εκπαίδευσης και ζουν μέσα στη φτώχεια, είναι οι άνθρωποι που το σύστημα εκμεταλλεύεται. Το σύστημα έχει τη δυνατότητα να επιλέξει από το τεράστιο δυναμικό της βάσης. Η επιλογή όμως στο κατώτατο σημείο του συστήματος είναι μία διαδικασία, που έχει πάντα μέσα της υποκειμενικά κριτήρια. Αυτό σημαίνει ότι αν το σύστημα ζητά κάποιους, που έχουν μία δύσκολη ειδικότητα, όπως της πυρηνικής φυσικής, από τα δεδομένα η προσφορά είναι πολύ περιορισμένη και τις περισσότερες φορές δεν καλύπτει ούτε καν τη ζήτηση. Σ’ αυτό το επίπεδο δεν υπάρχει το υποκειμενικό στοιχείο, παρά το λόγο έχουν οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Όταν όμως το σύστημα για λειτουργικούς λόγους χρειάζεται ανθρώπους, που σε κάθε εποχή έχουν τη στοιχειώδη απαιτούμενη γνώση, τότε επιλέγει κατά βούληση. Αν στη σημερινή εποχή το σύστημα ζητήσει ανθρώπους, που πρέπει να έχουν τη βασική παιδεία, τότε αυτό σημαίνει ότι ζητά ανθρώπους από ένα τεράστιο ποσοστό της βάσης. Το ποσοστό αυτό υπερκαλύπτει τη ζήτηση και για μία θέση μπορεί να υπάρχουν χιλιάδες υποψήφιοι. Σ’ αυτό το σημείο το σύστημα έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει σύμφωνα με το συμφέρον του. Αυτό σημαίνει ότι θα επιλέξει από τις χιλιάδες ανθρώπων, αυτούς, που θα το υπηρετήσουν πιστά και θα εκτελούν χωρίς κανέναν ενδοιασμό τις εντολές του. Τη γνώση αυτών των στοιχείων για τον κάθε ενδιαφερόμενο, την αντλεί το σύστημα μέσα από οργανώσεις τις οποίες ελέγχει κι είναι άριστα δικτυωμένες μέσα στην κοινωνία. Ο αφισοκολλητής ενός πολιτικού κόμματος έχει σίγουρα πιο μεγάλες πιθανότητες να ενταχθεί στο σύστημα από κάποιον, που είναι άγνωστος σ’ αυτό. Από τη στιγμή που εντάσσεται κάποιος στο σύστημα, έχει ορισμένα πλεονεκτήματα που κάνουν τη ζωή του πιο εύκολη. Από τον καιρό της Βαβυλώνας μέχρι και σήμερα, μεταξύ δύο μισθωτών από τους οποίους ο ένας υπηρετεί το σύστημα, ενώ ο άλλος δουλεύει για ιδιώτη, ο πρώτος πάντα υπερείχε.
Όλα αυτά αναφέρονται, γιατί προκαλούν μία σειρά αντιδράσεων, που ευνοούν το σύστημα και σταθεροποιούν τη γενικά ασταθή βάση. Πρώτο και κύριο όφελος του συστήματος απ’ αυτήν τη διαδικασία είναι ότι αντλεί από τη βάση, λόγω υπεραξίας, το σύνολο σχεδόν των ανθρώπων, που έχουν γνώση, αν όχι να το ανατρέψουν, τουλάχιστον να το απειλήσουν. Η αφαίμαξη αυτή της βάσης από μορφωμένους ανθρώπους, δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα να μετατρέπει τη βάση σ’ ένα σύνολο φτωχών ανθρώπων, που και να θέλουν λόγω παιδείας, είναι αδύνατο να διατυπώσουν άποψη. Από την άλλη πλευρά όλους αυτούς, που προέρχονται από τη φτωχή βάση, χωρίς να τους προσφέρει τίποτε το σημαντικό, τους κάνει πολέμιους της βάσης, ανεξάρτητα αν τα παιδιά που θα φέρουν στον κόσμο θ’ ανήκουν σ’ αυτή κι αυτό σημαίνει ότι δε θα έχουν απαραίτητα την ίδια με τους γονείς τους τύχη. Το σύστημα μ’ αυτόν τον τρόπο τυλίγει τη βάση και βάζει ανθρώπους του ακόμα και στη μικρότερη κοινωνική μονάδα, που είναι η οικογένεια. Σύστημα δεν είναι ο αρχηγός ενός κράτους μόνο, σύστημα είναι κι ο κλητήρας μίας υπηρεσίας, που μπορεί να εισπράττει το μισθό ενός απλού εργάτη αλλά απολαμβάνει συνθήκες, που για έναν εργάτη, είναι άπιαστο όνειρο.
Δεν υπάρχει εργάτης του ιδιωτικού τομέα, που να μην αγωνιά για το μέλλον. Αυτή η αγωνία έχει να κάνει, όχι μόνο με τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες, αλλά και με τη σωματική φθορά. Φοβάται ο εργάτης μήπως η μείωση της απόδοσής του —εξαιτίας της σωματικής φθοράς— σημαίνει μείωση του μισθού ή ακόμα και απώλεια της θέσης εργασίας. Όλα αυτά δεν απασχολούν καθόλου έναν υπάλληλο του συστήματος. Επειδή εντάσσει μ’ αυτόν τον τρόπο ανθρώπους του το σύστημα μέσα στην κοινωνία, θέτει θεμέλια, που είναι πανίσχυρα. Ποιος μπορεί να φωνάξει και να διαμαρτυρηθεί εναντίον όλων αυτών των διακρίσεων, χωρίς να έρθει σ’ αντίθεση με τον πατέρα ή τον αδερφό, που κατάφεραν να ενταχθούν σ’ αυτό;
Όμως όλα αυτά και πάλι δε θα μπορούσαν να ισχυροποιήσουν το σύστημα, αν δεν υπήρχε μεγάλη και δυσβάσταχτη φτώχεια, καθώς και τα δοθέντα χαρακτηριστικά κυρίως στον άντρα, από το Δημιουργό. Ο Χριστός γνωρίζοντας και την ισχύουσα τότε κατάσταση, αλλά και το μέλλον που είναι το δικό μας παρόν, προτείνει κάτι που για το σύγχρονο άνθρωπο αγγίζει την ουτοπία, αν όχι την αφέλεια. Ο Χριστός, για κάποιον που στερείται φιλοσοφίας, φαίνεται με το Λόγο Του τουλάχιστον αφελής. (Ματθ. 19.24-19.25) “ευκοπώτερόν έστι κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν.” (είναι ευκολώτερον να περάση μιά καμήλα από τήν τρύπα μιάς βελόνας παρά πλούσιος να μπή εις τήν βασιλείαν τού Θεού.). Αυτόν το λόγο του Χριστού, αν δεν προσπαθήσει κάποιος να τον φιλοσοφήσει, δεν τον κατανοεί, τον παρεξηγεί και πέφτει στην παγίδα να τον υποτιμήσει. Ο Χριστός έχει την τέλεια γνώση κι αυτό σημαίνει ότι γνωρίζει τις δυσκολίες της ζωής των ανθρώπων. Ο Χριστός ξέρει ότι ο πλούτος δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να περάσει τη ζωή του πολύ πιο ευχάριστα κι ωραία από ό,τι η φτώχεια.
Σ’ αυτό το σημείο όμως, επειδή απευθύνεται στο σύνολο των ανθρώπων στην πλειοψηφία τους φτωχούς, δίνει κατεύθυνση. Ο Λόγος του Χριστού είναι πολύ πυκνός κι αυτό τον κάνει επικίνδυνο. Σ’ αυτό το σημείο, έχοντας γνώση του συνόλου των αναγκών του ανθρώπου, αλλά και της ευχέρειας που δίνει ο πλούτος, μιλά με τέτοιον τρόπο, ώστε να υποτιμηθεί σίγουρα ο Λόγος Του. Μιλάει ως άνθρωπος εκτός πραγματικότητας και μ’ αυτόν τον τρόπο παραδίδει το Λόγο Του σ’ ανθρώπους, που τον εκμεταλλεύονται εναντίον των ανθρώπων. Ενώ προτείνει στους ανθρώπους κάτι συγκεκριμένο, το Λόγο τον εκμεταλλεύονται οι άθλιοι, που παριστάνουν τους ανθρώπους του Θεού, για να μπορούν να ελέγχουν τις τάσεις της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο Χριστός εδώ αναφέρεται στους πλούσιους και όχι στον πλούτο. Προσπαθεί να κάνει τους ανθρώπους στατικούς και να τους εμποδίσει να κινηθούν προς την απόκτησή του. Ο φτωχός ή ο πλούσιος έχουν την τάση ως άνθρωποι να κινούνται προς τον πλούτο. Ο φτωχός για να γίνει πλούσιος κι ο πλούσιος πλουσιότερος. Αυτή η κίνηση καταστρέφει τον άνθρωπο, επειδή, όπου και να φτάσει, δε σταματά κι αυτό λόγω χαρακτηριστικών. Ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο προσπαθεί ν’ αποτρέψει μία κίνηση και δεν υποτιμά, σε καμία περίπτωση, την αξία που έχει ο πλούτος, στην αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων. Αν υποτιμούσε τον πλούτο και τον θεωρούσε εχθρό του ανθρώπου, δε θα πρότεινε στο νεανίσκο να μοιράσει τον πλούτο του στους φτωχούς. Αυτό που είναι καταστροφικό για τον άνθρωπο, είναι η τάση του για την απόκτησή του. Αν ο άνθρωπος ήταν αθάνατος, δε θα μπορούσε να προτείνει ο Χριστός κάτι τέτοιο, εφόσον υπάρχουν πάντα τα χρονικά περιθώρια. Όμως για το θνητό άνθρωπο είναι καταστροφή, αφού θυσιάζει ό,τι πολυτιμότερο έχει, που είναι ο χρόνος.
Ο άνθρωπος έχει κρίση “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού-Πατέρα κι αυτό του δίνει τη δυνατότητα να κρίνει τα δεδομένα: το όμορφο από το άσχημο, το καλό από το κακό, το χρήσιμο από το άχρηστο. Αυτή η κρίση έχει να κάνει και με τα υλικά αγαθά. Έτσι μπορεί ο άνθρωπος να ξεχωρίσει ένα καλό σπίτι από ένα κακό κι ένα καλό αυτοκίνητο από ένα άλλο. Όλα αυτά, που είναι αρεστά σ’ όλους, προϋποθέτουν πλούτο για την απόκτησή τους. Ο Χριστός, θέλοντας να προστατεύσει τους ανθρώπους από τη θυσία χρόνου που οικειοθελώς είναι διαθέσιμοι να κάνουν, τους αποστρέφει από τον πλούτο. Το φτωχό τον θέλει στατικό κι αυτή η στατικότητα, είναι η μόνη πιθανή λύση για τη Σωτηρία του. Αν αυτή η στατικότητα του φτωχού συνδυαστεί με την άποψη του Χριστού για τη “σάρκα μία”, τότε το σίγουρο είναι μία άπειρη, ευχάριστη ζωή, έστω και μέσα στη φτώχεια. Ο Χριστός γνωρίζει την αποστολή Του και στο μέτρο που δύναται, προσπαθεί να σώσει όσους ανθρώπους μένουν στο Λόγο Του. Είναι αδύνατο να μην έρθει το σκάνδαλο για το Χριστό κι αυτό σημαίνει ότι, μέχρι να εκπληρωθεί το Σχέδιο του Θεού, η στατικότητα του φτωχού είναι η μόνη λύση. Σκάνδαλον = Σύστημα = 32.
Ο Χριστός με τη γνώση του μέλλοντος και των ειδικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου, προτείνει πράγματα που φαίνονται αδύνατα όσο και αφελή. Γνωρίζει ότι ο άνθρωπος βλέπει κι επιθυμεί. Γνωρίζει ότι είναι πονηρός κι έξυπνος, ώστε να μπορεί ν’ αντιληφθεί τρόπους, για να μπορέσει ν’ απολαύσει τον πλούτο. Γνωρίζει όμως κι, αυτό που υποτιμά ο άνθρωπος όσο είναι νέος, ότι όλα αυτά είναι χρονοβόρα. Οποιοσδήποτε αγώνας γι’ απόκτηση πλούτου, είναι θυσία χρόνου που σε καμία περίπτωση δεν αντέχει ο θνητός άνθρωπος. (Ματθ. 5.29-5.30) “ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σού.. συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν.” (Εάν ο δεξιός σου οφθαλμός σέ σκανδαλίζη, βγάλε τον καί πέταξέ τον μακρυά, διότι σε συμφέρει να χαθή ένα από τά μέλη σου παρά νά ριφθή όλον σου τό σώμα εις τήν γέεναν.). Πάντα ο οφθαλμός σκανδαλίζει τον άνθρωπο κι αυτό είναι που τον εντάσσει στη γέεννα. Βλέπει τον πλούτο, τα όμορφα σπίτια, τα όμορφα αυτοκίνητα και ζηλεύει. Θέλει να τ’ αποκτήσει κι αυτό τον βάζει στον πειρασμό να δοκιμάσει πράγματα, που είναι εντελώς αντίθετα από το προσωπικό του συμφέρον. Αποδεικνύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι η Γέενα υπάρχει για τους ζωντανούς και όχι για τους βιολογικά νεκρούς. Ο άνθρωπος περνά, λόγω του οφθαλμού του, στην κατάσταση του διαρκούς αγώνα για την απόκτηση του πλούτου, που είναι η γέεννά του. Αν τώρα συνδυάσουμε τ’ αρχικά, για γάμους συμφέροντος και για εκτεταμένη πορνεία, τότε με βασική κίνηση του ανθρώπου το γάμο για την απόκτηση πλούτου, αποδεικνύεται έμμεσα, αυτό που δείχνουν οι αριθμοί, Γέεννα = Γάμος = 22.
Ένας τυφλός μ’ αυτήν τη νέα θεώρηση, έχει πιο πολλές πιθανότητες να ζήσει σ’ αυτήν τη ζωή ευτυχισμένος, παρά ένας που βλέπει, επιβεβαιώνοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο το λόγο του Χριστού. Ένας τυφλός δε γνωρίζει την ομορφιά, ώστε να κυνηγά την απόλυτη ομορφιά με τον πλούτο του. Η γυναίκα που είναι σύντροφός του, είναι η ομορφότερη. Δε βλέπει τα όμορφα αυτοκίνητα, ώστε να τα ονειρεύεται και δε θέλει να τα οδηγήσει, αφού δεν μπορεί. Όλα γι’ αυτόν είναι τέλεια, εφόσον όλες οι εικόνες είναι δικές του επιθυμίες και όχι εξωτερικά ερεθίσματα. Ο Χριστός γνωρίζοντας την κατάσταση, που θ’ ακολουθήσει, υποτιμά την αξία του πλούτου, θέτοντας τις προτεραιότητες του ανθρώπου με την πραγματική τους σειρά κι ως γνώστης, προσπαθεί να εμποδίσει τους ανθρώπους να μπουν στον αγώνα για την απόκτησή του.
Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί αυτό που θέλουμε κατ’ αρχήν να γίνει κατανοητό, είναι η δυνατότητα του συστήματος να προσανατολίζει τη βάση. Ο άνθρωπος με τα ελάχιστα προσόντα που απαιτεί το σύστημα, απολαμβάνει μία μικρή διαφορά πλούτου, λόγω υπεραξίας, από το συνάνθρωπο του με τα ίδια τυπικά προσόντα. Αυτός ο πλούτος, σε συνδυασμό με την ικανότητα του ανθρώπου να βλέπει και την εξέλιξη μέσα στο σύστημα, ερεθίζει τον οφθαλμό του. Αυτός που εντάχθηκε στο σύστημα, θ’ αγωνιστεί μέχρι θανάτου, για να προστατεύσει την ισχύουσα κατάσταση που τον ευνοεί.. ο άλλος που με τα ίδια προσόντα απορρίφθηκε, θ’ αγωνιστεί ν’ αποκτήσει όλα όσα βλέπει κι επιθυμεί μ’ άλλο τρόπο. Το σύστημα εντάσσει απλούς ανθρώπους στη δομή του και καταφέρνει εκτός από την υποστήριξή τους, να εντάξει τους υπόλοιπους στο κυνήγι του πλούτου. Αυτό που προτείνει ο Χριστός, φαίνεται αδύνατο κι αφελές, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα ν’ αποκτηθεί πλούτος. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το σύστημα απομακρύνει τους ανθρώπους από το Χριστό και τους κάνει δούλους. Δεν μπορεί κανένας ν’ αποκτήσει πλούτο, χωρίς να σέβεται το σύστημα. Δεν υπάρχει πλούσιος, που να μη σέβεται το σύστημα, αφού αυτό προστατεύει τον πλούτο του κι αυτό του δίνει τη δυνατότητα να τον πολλαπλασιάσει. Για όλους αυτούς αναρχία σημαίνει εξαφάνιση των κεκτημένων δικαιωμάτων κι ως εκ τούτου είναι προστάτες του συστήματος.
Αν παρατηρήσει ο αναγνώστης τα μέχρι τώρα δεδομένα θα αντιληφθεί τι ακριβώς επιτυγχάνει το σύστημα. Με τη βοήθεια του θεσμού του γάμου χωρίζει την αχανή και τεράστια βάση σε παντρεμένους κι ελεύθερους. Στη συνέχεια χρησιμοποιεί αυτή την αφύσικη κατάσταση ως δεδομένη και ο πονηρός ανθρώπινος οφθαλμός σε συνδυασμό με την άθλια συμπεριφορά του συστήματος απέναντι στις ελεύθερες γυναίκες ωθεί τους περισσότερους στήν πραγματοποίηση γάμου με οικονομικά κίνητρα. Εφόσον ο γάμος είναι αυτής της φύσης, υπάρχουν ικανοποιημένοι και δυσαρεστημένοι. Η βάση χωρίζεται πλέον στα δύο. Οι τεράστιες υποχρεώσεις που συνεπάγεται ο γάμος και με την ισχύουσα άποψη της κοινωνίας όσον αφορά τη γυναικεία εργασία, φέρνουν τον άντρα σε δυσχερή θέση. Για ν’ αποφύγει το σύστημα την έκρηξη, δίνει τη δυνατότητα σ’ ένα ποσοστό ν’ απολαύσει υπεραξία… δημιουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο την άμυνά του και κατόπιν αυτή η κατάσταση ωθεί τους υπόλοιπους στην αναζήτηση του πλούτου με κάθε θυσία. Αν αυτά συνδυαστούν και με την επιθυμητή μοιχεία που προσπαθεί η κοινωνία να βάλει μέσα στην οικογένεια, τότε εύκολο είναι να καταλάβουμε, πόσο μεγάλο πάθος διακρίνει όλους τους ανθρώπους ν’ αποκτήσουν τον επιθυμητό πλούτο, που είναι η μόνη δυνατότητά τους να σβήσουν τα πάθη τους μέσα στην πορνεία.
Αν το σύστημα καταφέρει να ωθήσει τους ανθρώπους της βάσης προς την αναζήτηση του πλούτου, τότε εξασφαλίζει διπλό όφελος. Το ενδιαφέρον του βρίσκεται στην ένταξη των ανθρώπων σ’ έναν αγώνα, από τον οποίο είτε αποκτήσουν αυτά που επιθυμούν είτε δεν τ’ αποκτήσουν, αυτοί θα είναι οι χαμένοι. Δεν ενδιαφέρεται σε καμία περίπτωση για το ποιος θα πλουτίσει ή ποιος θ’ αποτύχει. Το σύστημα περιμένει πάντα τον πλούσιο, για να του αποδώσει τιμές και να τον καταξιώσει ως πρότυπο. Το διπλό κέρδος είναι ότι βάζει τους ανθρώπους σ’ έναν αγώνα, όπως είναι αυτός της απόκτησης του πλούτου και με δεδομένο ότι θα υπηρετήσει τον πλούσιο —αφού υπηρετείται απ’ αυτόν— κατορθώνει και πραγματοποιεί μία νέα αφαίμαξη της βάσης. Ελκύει τους μορφωμένους μέσα στη δομή του μέσω υπεραξίας, ενώ τους πραγματικά έξυπνους και πονηρούς ανθρώπους που, αν μείνουν στη βάση είναι επικίνδυνοι, τους ελκύει μέσω του πλούτου. Σ’ οποιαδήποτε μορφή κοινωνίας στην οποία υπάρχει δομή και κεντρική εξουσία, υπάρχουν πάντα οι δυνατότητες απόκτησης πλούτου. Το σύστημα λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, ώστε ένας πραγματικά έξυπνος άνθρωπος να βρίσκει αργά ή γρήγορα έναν τρόπο για ν’ αποκτήσει πλούτο.
Ο έξυπνος άνθρωπος, αν ακολουθήσει τις συμβουλές του Χριστού, και δεν αγωνιστεί για πλούτο, όσον αφορά τη διαβίωσή του κι αν στην ένωσή του με τ’ άλλο φύλο γίνει “σάρκα μία”, είναι επικίνδυνος για το σύστημα. Ένας άνθρωπος, που είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του κι αγαπά κι ασχολείται με τα παιδιά του, αγνοώντας τον πλούτο και δουλεύοντας μόνο για τα έξοδά του, είναι μη επιθυμητός από το σύστημα. Αν αυτός ο άνθρωπος είναι κι έξυπνος, τότε με δεδομένο ότι στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην εργασία του και όχι σ’ όλα τ’ άλλα εφευρήματα της εξουσίας, σίγουρα θ’ αρχίσει να μιλά και το πιθανότερο να χλευάζει. Ένας τέτοιος άνθρωπος διακρίνει το σπιούνο, που προσπαθεί να γίνει αρεστός στ’ αφεντικό του, για να εισπράξει υπεραξία. Αν είναι εργάτης και δε θέλει να εξελιχθεί, δεν έχει κανένα πρόβλημα να ξεσκεπάσει και να διασύρει αυτό το ανθρωποειδές. Ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον βρίσκει πάντα την ευκαιρία να διατυπώσει την άποψή του για ορισμένα πράγματα στο μικρό του περιβάλλον. Ένας έξυπνος άνθρωπος με τη διεισδυτική του ματιά, γρήγορα θα δει την πορνεία και τη μοιχεία των ανθρώπων, που συνθέτουν το σύστημα. Αν επηρεάζει και το περιβάλλον του λόγω των δυνατοτήτων του, τότε πραγματικά αρχίζει να φθείρει το σύστημα.
Το πρότυπο που ωθεί τους ανθρώπους προς τον πλούτο, είναι ένα ανθρώπινο πρότυπο, που δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ. Τέτοιο πρότυπο είναι ο πλούσιος κι ευτυχισμένος, που ό,τι επιθυμεί το έχει κι επιπλέον τυχαίνει και της γενικότερης κοινωνικής αναγνώρισης. Ο Χριστός γνωρίζοντας τι ακριβώς συμβαίνει, μας περιγράφει με σαφήνεια τα συμβαίνοντα. Ευκολότερο είναι γι’ Αυτόν να περάσει μία καμήλα από την τρύπα μίας βελόνας, παρά ένας πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών. Δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση να μπορεί ένας άνθρωπος πλούσιος ν’ απολαύσει αυτό που λέμε Αιώνιο Ζωή. Αυτό συμβαίνει, λόγω της τεράστιας πορνείας που υπάρχει στον κόσμο και στην ύπαρξη του θεσμού του γάμου.
Στην κοινωνία στην οποία ζούμε, όλα αγοράζονται και πολυτιμότερο όλων είναι για τους άντρες η γυναικεία ομορφιά. Δεν υπάρχει άντρας, που να μη θέλει η γυναίκα του να είναι όμορφη. Η ομορφιά είναι ένα μέγεθος, που στην ύψιστη μορφή του είναι απόλυτο. Η γυναίκα, που είναι ωραία, είναι επιθυμητή απ’ όλους τους άντρες. Η ομορφιά που βλέπει ο άντρας σ’ αυτή, με την οποία είναι ερωτευμένος, δεν έχει σχέση μ’ αυτό που ονομάζουμε απόλυτη γυναικεία ομορφιά. Όλοι οι άντρες επιθυμούν αυτήν την απόλυτη ομορφιά και τη θαυμάζουν. Ο Θεός όμως έχει κάνει έτσι τους ανθρώπους, ώστε κατά τη διάρκεια της ζωής τους να βρίσκουν τον έρωτα, που γεμίζει την ψυχή του ανθρώπου σε τέτοιο σημείο, ώστε ν’ αγνοεί την απόλυτη ομορφιά. Η γυναίκα που είναι όμορφη, παλαιότερα λόγω της εξουσίας του πατέρα και στην εποχή μας λόγω της προσωπικής της επιλογής, στις περισσότερες των περιπτώσεων, γίνεται σύζυγος κάποιου πλούσιου. Ένας πλούσιος κι ελεύθερος, όταν βρίσκεται στη φάση της ζωής του κατά την οποία αναζητά τον έρωτα, βρίσκεται πάντα στη μέση της άπειρης πορνείας που έχει δημιουργήσει η κοινωνία. Ο πλούτος τού δίνει τη δυνατότητα να πάρει, όποια γυναίκα θέλει και με δεδομένη την τάση του άντρα προς την ομορφιά, σίγουρα θα επιλέξει και μ’ αυτό το κριτήριο.
Ένας φτωχός μπορεί κι αυτός να επιθυμεί μία όμορφη γυναίκα, αλλά γι’ αυτόν ο μόνος τρόπος να την αποκτήσει είναι ο έρωτας. Αν αυτή η γυναίκα τον ακολουθήσει, σημαίνει ότι ακολουθεί αυτόν και τίποτε άλλο εκ του πονηρού. Αν δεν μπορέσει να την αποκτήσει μέσω του έρωτα, δεν υπάρχει καμία άλλη περίπτωση να το επιτύχει. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει ν’ αναζητήσει αλλού τον έρωτα. Σημασία έχει ότι και στις δύο περιπτώσεις ο φτωχός άνθρωπος αποφεύγει το σφάλμα, που τον οδηγεί στο θάνατο. Στην πρώτη περίπτωση γνωρίζει τον έρωτα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση αποφεύγει τη μοιχεία και την πορνεία. Ο πλούσιος δεν έχει αυτήν τη δυνατότητα. Επιθυμεί κι αυτός την ομορφιά όπως όλοι, αλλά στην περίπτωσή του σπάνια, αν όχι ποτέ, συναντά την άρνηση. Η άρνηση σώζει το φτωχό, ενώ η σίγουρη αποδοχή, δημιουργεί αμφιβολίες και δυστυχία. Ο έρωτας είναι μία κατάσταση τέλεια και για να συμβεί απαιτείται παρέμβαση του Θεού. Είναι μία μέθη που τη γνωρίζουν μόνον οι άνθρωποι, που έχουν ερωτευτεί. Μέσα σ’ αυτήν τη σχέση, δεν υπάρχει ούτε σκέψη ούτε λογική. Όλα είναι τέλεια, εφόσον υπάρχει ο Θεός.
Η ομορφιά ή ο πλούτος είναι πράγματα χωρίς σημασία. Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι έρωτας κατόπιν παραγγελίας δεν υπάρχει. Ο πλούσιος επιθυμεί την πιο όμορφη και η τραγωδία είναι ότι μπορεί να την έχει, όποτε θέλει. Όσο όμως και να την επιθυμεί αυτό δε φθάνει για να τη συμπαρασύρει στην κατάσταση του έρωτα που είναι μοναδική. Μπορεί να την ενθουσιάσει, αλλά ποτέ δε θα καταφέρει κάτι που καταφέρνει ο Θεός. Ό,τι και να συμβεί, σε καμία περίπτωση αυτός ο άνθρωπος δε θα έχει την ευτυχία ενός φτωχού, που βρήκε τον έρωτα, εφόσον ποτέ δε θα ξέρει, αν η γυναίκα αυτή ακολούθησε αυτόν ή τα πλούτη του. Ακόμα και στην περίπτωση του έρωτα, η γνώση και μόνον της δυνατότητας που έχουν οι άνθρωποι στην υποκρισία, δε θα επιτρέψει ποτέ την εξάλειψη του συνόλου των αμφιβολιών. Αν, σύμφωνα με το Χριστό, το πιο σημαντικό πράγμα είναι η “σάρκα μία”, που δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να γευτεί την Αιώνιο Ζωή, τότε σύμφωνα μ’ όλα αυτά, ο πλούσιος έχει ελάχιστες δυνατότητες να το επιτύχει.
Ο άνθρωπος πρέπει να κινηθεί στο περιβάλλον του και να γνωρίσει όλα τα φαινόμενα, που έχουν σχέση με τις σχέσεις των δύο φύλων. Πρέπει να απομυθοποιήσει την ομορφιά και να ζητά τον έρωτα, που προσφέρει τα πάντα. Ένας κινητικός νέος εύκολα θα διαπιστώσει ότι η όμορφη κοπέλα με την οποία σχετίζεται κι είναι επιθυμητή από πολλούς, δεν είναι πλασμένη γι’ αυτόν, εφόσον δεν μπορεί να τον παρασύρει στη μέθη των συναισθημάτων του έρωτα. Όταν συμβαίνει αυτό, πρέπει να συνεχίσει την αναζήτηση και θα διαπιστώσει ότι τα πάντα συμβαίνουν στον έρωτα. Ο έρωτας μπορεί να τον οδηγήσει ακόμα και σε μία γυναίκα, που δεν είναι καθόλου επιθυμητή από κανέναν κι όμως γι’ αυτόν μπορεί να γίνει το παν. Όμως για να συμβούν όλα αυτά, πρέπει να μην υπάρχει το παραμικρό, που να επηρεάζει τους ανθρώπους στην εκλογή τους.
Ο πλούτος παραμορφώνει την εικόνα και δεν μπορεί ο άνθρωπος ν’ ακολουθήσει ελεύθερη πορεία. Ποτέ ο πλούσιος δε θα μπορέσει να φτάσει στη μη επιθυμητή γυναίκα, που θα του προσφέρει τον έρωτα, εφόσον η ομορφιά θα του παραδίδεται συνεχώς. Με τη διακοπή της σχέσης του με την όμορφη, που δεν τον ικανοποιεί, εμφανίζεται μπροστά του άλλη, εξίσου όμορφη κι αυτό μπορεί να γίνεται επ’ άπειρον, εφόσον ο άνθρωπος βλέπει την ομορφιά κι επηρεάζεται. Ένα τεράστιο τείχος από όμορφες γυναίκες υψώνεται συνεχώς εμπρός στον πλούσιο και του στερεί τη δυνατότητα να γευθεί τον έρωτα.
Ο έξυπνος άνθρωπος, που αναφέραμε πιο πάνω, έχει τη δυνατότητα να διακρίνει το τι συμβαίνει και να μιλά. Εξαιτίας της στάσης του απέναντι στη ζωή και τον πλούτο, όλα αυτά τ’ αποκαλύπτει, εφόσον δεν έχει ανάγκη κανέναν. Εύκολα διακρίνει την πορνεία στα μάτια της όμορφης γυναίκας του αφεντικού του και δεν κωλύεται να τ’ αποκαλύψει. Βλέπει επίσης εύκολα το πάθος του αφεντικού του για πορνεία, εφόσον η φύση του δεν έχει υγιώς εγκλωβιστεί μέσα στη γυναίκα του εξαιτίας του έρωτα κι αυτό τον ωθεί σε μία διαρκή αναζήτηση. Όταν κάποιος είναι νέος, αυτή η αναζήτηση του δίνει την ευκαιρία κάποτε να βρει τον έρωτα. Όμως από τη στιγμή που παντρεύεται και μπαίνει μέσα στα πλαίσια του γάμου, που δεν επιτρέπει αλλαγές, τότε δυστυχεί. Η δυστυχία αυτή, σε σχέση με το περιορισμένο της ζωής του ανθρώπου, καταλήγει στην τραγωδία.
Ο χρόνος περνά κι ο άνθρωπος γερνάει. Νέος, έστω και παντρεμένος, μπορούσε να ελπίζει. Όμως όταν γεράσει, τη δίψα αυτήν τη σβήνει μόνο με την πορνεία. Ο άνθρωπος είτε νέος είτε γέρος, την ομορφιά τη βλέπει πάντα με τα ίδια κριτήρια. Οι γέροντες δεν επιθυμούν γερόντισσες, αλλά νέες που βρίσκονται στο απόγειο της ομορφιάς τους. Όταν αυτός ο γηραιός άνθρωπος είναι διψασμένος για έρωτα από τη νιότη του, η γνώση της κατάστασής του, αλλά και η φυσιολογική άρνηση που συναντά από τις νέες γυναίκες, τον κάνουν επικίνδυνο. Αυτός ο άνθρωπος ζηλεύει τους νέους όσο τίποτε στον κόσμο. Ζηλεύει τον έρωτα και τα όμορφα κορμιά των νέων. Αντιλαμβάνεται την κοροϊδία της πορνείας, αλλά είναι πολύ βαριά άρρωστος για να την αποφύγει. Πληρώνει για ν’ απολαύσει ένα νεανικό κορμί και πληγώνεται βλέποντας ότι ως άντρας, δεν είναι ικανός να συγκινήσει. Όταν ένας άντρας, που κατασπατάλησε το χρόνο, που του δόθηκε να ζήσει, φτάσει σε σημείο ν’ αντιληφθεί ότι ως άντρας έχει τελειώσει, τότε ακριβώς είναι ικανός για οτιδήποτε. Μπορεί να κάνει οτιδήποτε του ζητηθεί, αρκεί να μπορεί να έχει τον πλούτο που απαιτεί η πορνεία για να την απολαύσει κάποιος. Ο άνθρωπος αυτός εξαιτίας της ζήλιας και του φθόνου που τον διακρίνει, είτε έχει πλούτο είτε δεν έχει, για ν’ απολαύσει την πορνεία, στηρίζει παντοιοτρόπως το σύστημα, που έχει την τάση και τα μέσα να εξοντώνει τους ανθρώπους και να τους οδηγεί σ’ αρρωστημένες καταστάσεις. Είναι αδύνατο για κάποιον άνθρωπο, που φτάνει προς το τέλος της ζωής του, χωρίς να έχει απολαύσει τίποτε το όμορφο από τη ζωή, ν’ ανεχθεί τους νέους ν’ απολαμβάνουν τα πάντα χωρίς την παραμικρή θυσία.
Ένας νέος άνθρωπος, που μένει κοντά στο Λόγο του Υιού του Θεού, του Χριστού, μπορεί να ζήσει ακόμα και μέσα στη φτώχεια μία υπέροχη ζωή. Ο Χριστός δεν απαιτεί καμία θυσία από μέρους των ανθρώπων. Είναι αναγκαία η περίεργη στάση Του λόγω της αποστολής Του, αλλά στα θέματα στα οποία ένας άνθρωπος έχει την ανάγκη της συμβουλής σε προσωπικό επίπεδο, η συμβουλή δίνεται απλόχερα. Ο Χριστός στο Λόγο Του αναφέρει ως Υιός του Θεού ότι δε θέλει τη θυσία αλλά την αγάπη. Λέει επίσης ότι οι πλούσιοι είναι αδύνατο να μπουν στη Βασιλεία των Ουρανών κι αρνείται να καταδικάσει τη μοιχαλίδα. Όλα αυτά τα λέει ο Χριστός, αλλά αυτό που βλέπουν οι άνθρωποι, είναι ένας νέος κι όμορφος σοφός. Κατηγορεί ως Υιός του Θεού τους γραμματείς και τους Φαρισαίους γι’ απιστία προς το Θεό και δίνει ελπίδα στους φτωχούς. Αν τα πράγματα είναι απλά κι ο διαχωρισμός της κοινωνίας είναι απλός κι είναι αυτός μεταξύ πλουσίων και φτωχών, τότε συμβαίνουν παράλογα πράγματα. Οι εχθροί Του δίκαια είναι οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, αφού τους κατονομάζει. Εχθροί Του είναι επίσης οι πλούσιοι, εφόσον ισοπεδώνει την υπόσταση τους λέγοντας πως είναι αδύνατο να μπούνε στη Βασιλεία των Ουρανών κι αυτό σε μία κοινωνία που φαινομενικά τη διακρίνει η υψηλή πίστη προς το Θεό.
Αν η κοινωνία ήταν απλής μορφής, τότε θα έπρεπε να είχαν ταυτιστεί μαζί του οι φτωχοί στο σύνολό τους. Η φτώχεια δεν είναι θέμα φιλοσοφίας, για να μη μπορεί να την αντιληφθεί κάποιος. Η φτώχεια τυραννάει τον άνθρωπο και τη γνωρίζει από τη στιγμή που γεννιέται. Τι συμβαίνει όμως; Η συντριπτική πλειοψηφία των Ιουδαίων ζει μέσα στη φτώχεια. Αν ταυτιζόταν με το Χριστό, θα μπορούσε να Τον προστατεύσει και να μη σταυρωνόταν. Κάτω από το παλάτι του Πόντιου Πιλάτου δε βρίσκονταν μόνο οι πλούσιοι και οι αξιωματούχοι των Ιουδαίων.. βρισκόταν ένας ολόκληρος λαός. Για να επηρεαστεί και να μετατραπεί σε όχλο, θα έπρεπε να υπάρχουν άνθρωποι, που ναι μεν ήταν φτωχοί, αλλά μισούσαν το νεότατο Χριστό. Καταλάβαιναν αυτά που τους έλεγε, αλλά δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση ν’ αφήσουν τους ανθρώπους να τα βιώσουν. Μίσος ακατανίκητο ωθεί ανθρώπους που τους κατατρώει η φτώχεια να μην ακούν έναν άνθρωπο, που τους λυτρώνει απ’ αυτή.
Στην περίπτωση του λιθοβολισμού της μοιχαλίδας μιλήσαμε για μία μορφή μίσους, που δεν μπορεί να ερμηνευθεί με την ανθρώπινη λογική. Είναι ένα μίσος που έχει να κάνει μ’ αρρώστους ψυχικά ανθρώπους. Ο Χριστός σε καμία περίπτωση δε θα θανατωνόταν, αν καταδικαζόταν σε λιθοβολισμό. Οι άνθρωποι του λαού παρασύρθηκαν και με τις φωνές τους καταδίκασαν έναν άνθρωπο. Αυτοί όμως που τους παρέσυραν, θα μπορούσαν να λιθοβολήσουν το Χριστό μ’ ένα πάθος άρρωστο κι απάνθρωπο. Ποιοι είναι αυτοί; Ποιοι μπορεί να έχουν λόγους, που τους οδηγούν στην προτίμηση της φτώχειας και στην άρνηση ενός λυτρωτικού Λόγου; Ποιοι αρνούνται να χαμογελάσουν στο Θεό και στη ζωή και προτιμούν να υποτάσσονται στους κλέφτες, τους ψεύτες και τους πόρνους; Το Ευαγγέλιο είναι αυτό, που θα μας διαφωτίσει(Ματθ. 27.20) “Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους ίνα αιτήσωνται τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν απολέσωσιν.” (Οι αρχιερείς όμως καί οι πρεσβύτεροι κατώρθωσαν νά πείσουν τόν όχλον νά ζητήσουν τόν Βαραββάν τόν δέ Ιησούν νά εξολοθρεύσουν.). Οι αρχιερείς είναι πολύ λογικό ν’ απαιτούν το θάνατο του Χριστού, γιατί θίγονται απευθείας οι εξουσίες τους. Οι “πρεσβύτεροι” όμως ποιοι είναι; Στην ελληνική γλώσσα, που είναι και η γλώσσα της Καινής Διαθήκης, είναι προσδιορισμός ηλικίας. Οι πρεσβύτεροι είναι οι γέροντες.
Οι Ιουδαίοι χρησιμοποιούν αυτήν τη λέξη για να προσδιορίζουν τα μέλη του ιουδαϊκού συμβουλίου. Σε μία πατριαρχική κοινωνία το συμβούλιο, που έχει την εξουσία, σίγουρα δεν αποτελείται από νέους. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση, οι πρεσβύτεροι, που αναφέρονται στο Ευαγγέλιο, είναι οι γέροντες. Οι γέροντες επηρέασαν το λαό στο σύνολο του και τον μετέτρεψαν σε όχλο. Εφόσον ο λαός επηρεάστηκε στο σύνολό του, ενώ στη συντριπτική του πλειοψηφία ήταν φτωχός και δεν τον συνέφερε ο θάνατος του Χριστού, τότε οι πρεσβύτεροι αυτοί δεν ήταν μόνο τα μέλη του συμβουλίου, αλλά οι πρεσβύτεροι της κοινωνίας στο σύνολό τους. Ο άνθρωπος που παγιδεύεται κι ωθείται στη θυσία από το σύστημα, που είναι σχήματος τύπου πυραμίδας και στο οποίο οι εξουσίες μεταβιβάζονται ελέω πνευματικών δικαιωμάτων με φορά από πάνω προς τα κάτω, στερείται τη δυνατότητα απόλαυσης της ζωής. Η πυραμίδα λόγω μορφής επιλέγει αυτούς, που θα καταλάβουν τα υψηλά σημεία, ανάμεσα σ’ αυτούς που πραγματοποιούν τις θυσίες. Οι θέσεις όμως συνεχώς περιορίζονται κι αυτό σημαίνει ότι δημιουργείται ένα άλλο, τεράστιο δυναμικό ανθρώπων, που αγωνίζονται πιστά σαν δούλοι για το σύστημα, αλλά είναι αδύνατο να καταλάβουν κάποια ανώτερη θέση. Αυτοί οι πιστοί του συστήματος γερνούν παράλληλα με τους πιστούς, που κατέλαβαν τις υπάρχουσες θέσεις κι έχουν την αυτή φιλοσοφία.
Το σύστημα μοιράζει την υπεραξία ανάλογα με την ηλικία και όχι με τις πραγματικές δυνατότητες του ανθρώπου. Στη βάση μοιράζει την ελάχιστη κι αυτό αποτελεί το δόλωμα για τον άνθρωπο-θήραμα. Μέχρι ένα σημείο της πυραμίδας έχουν τη δυνατότητα να φθάσουν όλοι, είτε υποστηρίζουν το σύστημα είτε όχι. Οι υπάλληλοι οποιουδήποτε κρατικού μηχανισμού γνωρίζουν ότι από τη στιγμή που προσλαμβάνονται, θα έχουν μία εξέλιξη, είτε αγωνιστούν γι’ αυτήν είτε όχι. Από το σημείο εκείνο και πέρα και μέχρι την κορυφή, το σύστημα γίνεται τελείως σκληρό κι απάνθρωπο. Δεν έχει απλά απαίτηση από τον άνθρωπο να το ανέχεται και ν’ αγωνίζεται, όταν κινδυνεύει, εφόσον αυτό τον συμφέρει κι είναι λογικό. Το σύστημα απαιτεί οι άνθρωποι να γίνονται συνεργοί και συνένοχοι του. Πληρώνει τεράστια υπεραξία κι έχει απαιτήσεις. Δεν αρκείται στο να υποστηρίζεται, αλλ’ απαιτεί από τους ανθρώπους στην καλύτερη περίπτωση να το ισχυροποιούν και στη χειρότερη να χειροκροτούν με πάθος τις επιλογές του. Οι άνθρωποι του στη βάση είναι υποχρεωμένοι, εφόσον δε θέλουν να χάσουν τη δουλειά τους, να υπακούουν απλά και να εκτελούν ως όργανα. Ένας υπάλληλος μίας υπηρεσίας χαμηλού βαθμού, μπορεί να λέει την άποψη του χωρίς κανένα πρόβλημα. Ένας εφοριακός μπορεί σε ώρα εργασίας να πει —χωρίς κανένα πρόβλημα— σ’ έναν πολίτη ότι το καινούριο φορολογικό μέτρο είναι άδικο και σε καμία περίπτωση δεν απειλείται με απόλυση. Αυτός είναι υποχρεωμένος ως όργανο να εκτελέσει την εντολή, είτε συμφωνεί είτε όχι. Δεν ελέγχεται για την άποψή του, παρά ελέγχεται αν υπακούσει ή όχι στην εντολή.
Στο υψηλό σημείο της πυραμίδας, ο ανώτατος υπάλληλος ελέγχεται για την άποψή του. Δεν είναι όργανο, που εκτελεί κι αυτό σημαίνει ότι ο μισθός του αποβλέπει σ’ άλλου είδους ενέργειες. Ο άνθρωπος αυτός είναι πραγματικός δούλος, γιατί ποτέ δε δικαιούται να διαφωνεί. Η άποψη του πρέπει πάντα να ευθυγραμμίζεται με την άποψη της κορυφής. Ένας ανώτερος υπάλληλος ενός υπουργείου δεν μπορεί να σχολιάσει ένα νόμο, που πάρθηκε από τον υπουργό, γιατί έρχεται σ’ απευθείας αντίθεση μαζί του. Η άποψη του ελέγχεται και με δεδομένο ότι κοντά στην κορυφή της πυραμίδας οι υπάρχουσες θέσεις ελαχιστοποιούνται, τότε εύκολα μπορεί κάποιος να καταλάβει τις προοπτικές κάποιου, που είναι απείθαρχος. Γνώμη διαφορετική από τη γνώμη της κορυφής της εξουσίας, σημαίνει αυτόματα αμφισβήτηση της ιεραρχίας. Οι προϊστάμενοι ενός ανώτερου υπαλλήλου δεν έχουν απλά την απαίτηση να εκτελεί, αλλά να συμφωνεί απόλυτα και σ’ αυτό που πρέπει να εκτελέσει.
Όταν κάποιος ενεργεί πάντα με τρόπο, που φαινομενικά δείχνει απόλυτη ταύτιση με τον προϊστάμενο του, τότε αυτός ισοπεδώνεται ως προσωπικότητα. Κανένας δε γνωρίζει πότε πραγματικά συμφωνεί και πότε είναι αναγκασμένος να το κάνει. Αυτή η έλλειψη πραγματικής εικόνας και με δεδομένο ότι στην κορυφή της εξουσίας συμβαίνουν πάντα ατασθαλίες ή ύποπτες επιλογές, φθείρει τον άνθρωπο και τον κάνει εξαρτώμενο. Αν ένας απατεώνας, που έχει πρόσβαση στην κορυφή της εξουσίας, προσπαθήσει να πάρει ένα μεγάλο τεχνικό έργο με ύποπτες διαδικασίες, τότε συμβαίνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Ακόμα και φίλος του πρωθυπουργού να είναι, δε φτάνει η υπογραφή του για την ανάληψη του έργου. Ο πρωθυπουργός δίνει εντολή στον υπουργό του. Αυτός έχει δύο επιλογές: ή ν’ αρνηθεί, που σημαίνει ότι θα πάει σπίτι του αδύναμος, γιατί, όπως θα δούμε, τον ελέγχει το σύστημα από τότε που ξεκίνησε την καριέρα του ή να συμβιβαστεί και να σώσει τη θέση του και όχι μόνον αυτό, αλλά να διατηρεί και καλές σχέσεις με την απόλυτη εξουσία. Από τον υπουργό η εντολή θα πάει στον υφιστάμενό του, που κι αυτός θα βρεθεί στην ίδια θέση, κι από εκεί θα συμβούν οι ίδιες με την αρχική διαδικασία, ώσπου αυτός ο απατεώνας καλυφτεί από τις απαιτούμενες εντολές και πάρει το έργο.
Όλα αυτά τα λέμε, γιατί είναι απαραίτητο να κατανοήσει κάποιος ότι το σύστημα στην κορυφή του λειτουργεί σε κατάσταση απόλυτης δουλείας. Το σύστημα κάνει όλους τους ανθρώπους, που το υπηρετούν στην κορυφή του, βρώμικους κι ενόχους. Αυτό το κάνει, γιατί η εξουσία που δίνεται στους ανθρώπους της κορυφής είναι τεράστια κι ο άνθρωπος που την παίρνει, πρέπει να είναι βρώμικος και μπλεγμένος σ’ ανομίες τέτοιου βαθμού, ώστε ακόμα κι αν βρεθεί στην απόλυτη κορυφή, να είναι τελείως ανίσχυρος να έχει γνώμη, που θίγει το σύστημα. Ένας άνθρωπος που φτάνει στην κορυφή και για οποιονδήποτε λόγο μιλά για κοινωνική αδικία, για σκάνδαλα, πρέπει να είναι ευάλωτος. Αν αρχίσει να μιλά γι’ όλα αυτά τα πράγματα, πρέπει αυτοί που είναι υφιστάμενοι του κι επιθυμούν όσο τίποτε άλλο την απόλυτη εξουσία, να έχουν στα χέρια τα στοιχεία, που είναι ικανά να τον εξοντώσουν.
Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο η υπεραξία γίνεται τεράστια, όσο μεγαλώνει η εξουσία κι ακολουθεί την ηλικία. Αν η υπεραξία ακολουθούσε το τραπέζιο και, για παράδειγμα, ως ηλικία στην οποία θα άρχιζε η μείωσή της ήταν τα 40 έτη του άντρα, τότε κάποιος που θα τα πλησίαζε, δε θα είχε κανέναν ενδοιασμό να θυσιάσει μερικά χρόνια υπεραξίας και ν’ ανοίξει το στόμα του, εναντίον του συστήματος. Το πονηρό σύστημα μοιράζοντας εξουσία μέσα απ’ ορισμένες συγκεκριμένες διαδικασίες, που είναι τρομερά χρονοβόρες για τα μέτρα του θνητού ανθρώπου, καταφέρνει δύο πράγματα που το κάνουν τρομερά ισχυρό. Το πρώτο είναι ότι φαινομενικά την εξουσία μπορεί να την πάρει οι καθένας και δεύτερο ότι στην κορυφή κυριαρχούν οι πρεσβύτεροι, οι γέροντες. Το σύστημα Βαβυλώνας και της Δυτικής φεουδαρχίας, στα οποία η εξουσία μοιραζόταν με απευθείας επιλογή των κρατούντων, ήταν ευάλωτο, γιατί ναι μεν εξασφάλιζε δούλους και πρεσβυτέρους στην κορυφή, αλλά η ιδέα και μόνον του αποκλεισμού φτωχών ανθρώπων από τη δομή έκανε ορατή την αδικία.
Το σύστημα αυτό, αν βρεθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, όπως η φτώχεια κι οι κατάλληλοι άνθρωποι να κατευθύνουν τη βάση, βρίσκεται πολύ εύκολα σε κατάσταση αντιπαλότητας μ’ αυτή. Οι μεγάλες επαναστάσεις των ανθρώπων ήταν εύκολη υπόθεση να πραγματοποιηθούν, εφόσον ο κόσμος χωρίς την απαιτούμενη παιδεία μπορούσε ν’ αντιληφθεί την τεράστια κλοπή και να διακρίνει τους υπεύθυνους για την κατάσταση. Ο Γάλλος χωρικός ή ο Ρώσος, ανεξάρτητα από παιδεία κι ευφυΐα, μπορούσαν να δείξουν μία μέρα πριν την επανάσταση, αυτούς που τους έκλεβαν. Η σημερινή κοινωνία όμως δεν ανατρέπεται μ’ επανάσταση αλλά με γνώση.
Η γνώση αυτή είναι πιο σύνθετη κι απαιτεί από τους ανθρώπους ανώτερη παιδεία απ’ ότι οι απλές επαναστάσεις. Στις μέρες μας δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί και να περιγράψει κάποιος με σαφήνεια τους ανθρώπους, που είναι υπεύθυνοι για την απέραντη φτώχεια. Ποιοι είναι αυτοί; Οι πολιτικοί; Με την ψευδοδημοκρατία οι πολίτες εκλέγουν τους πολιτικούς κι αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει επανάσταση, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να τους αντικαταστήσουν μ’ άλλους ανθρώπους, που θα είναι πάλι δική τους επιλογή. Οι βιομήχανοι; Οι κεφαλαιοκράτες; Πάλι αδιέξοδο. Δεν υπάρχει δουλεία, που να οδηγεί τους ανθρώπους στα χέρια τους. Δεν υποχρεώνει κανένας τους εργάτες να πάνε να δουλέψουν στα εργοστάσια, όπου τους κλέβουν. Μόνοι τους πηγαίνουν και όχι μόνον πηγαίνουν, αλλά κι επιστρατεύουν τις γνωριμίες τους, για να βρουν μία θέση εργασίας. Το σύστημα γενικά; Σύστημα είναι, από τον αρχηγό ενός κράτους μέχρι το διορισμένο κηπουρό ενός δημοτικού πάρκου. Ποιος φταίει; Ο αρχηγός, που είναι ένας κι αλλάζει ή ο κηπουρός που εισπράττει ελάχιστα; Η παγκόσμια κατάσταση δείχνει ότι υπάρχει εχθρός του ανθρώπου, αλλά είναι δύσκολο να τον διακρίνουμε. Η σημερινή κοινωνία δεν είναι λιγότερο αιμοβόρα από την κοινωνία της Βαβυλώνας, αλλά είναι αδύνατο ν’ αντιληφθεί κάποιος τι συμβαίνει.
Η αναφορά σ’ όλα αυτά έγινε, για να διαπιστώσουμε ένα κοινό σημείο ανάμεσα στην κορυφή της κοινωνίας της Βαβυλώνας και στην κορυφή της σύγχρονης κοινωνίας. Το κοινό σημείο είναι οι πρεσβύτεροι, που είτε έχουν εξουσίες είτε όχι, ακολουθούν πιστά το σύστημα. Το σύστημα ξεκινά από το θεσμό του γάμου και στήνει μία ακαταμάχητη παγίδα στους ανθρώπους. Οι αβάσταχτες υποχρεώσεις που δημιουργεί στον άντρα, τον ωθούν προς την υπεραξία του συστήματος ή προς την αναζήτηση του πλούτου. Από τη στιγμή που σκύβει το κεφάλι ο άνθρωπος κι αγωνίζεται γι’ αυτά αγνοώντας το Χριστό, ούτε καν αντιλαμβάνεται πώς από νέος γίνεται πρεσβύτερος. Ο άνθρωπος κι ειδικά όταν είναι νέος, είναι απόλυτα όμοιος με το Θεό. Σκέφτεται με τρόπο ανάλογο και η ρευστότητα της φύσης του άντρα, τον κάνει να ταξιδεύει στο χρόνο. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι ο Θεός κάνει το ίδιο πράγμα, αλλά είναι Αθάνατος, Άφθαρτος και Τέλειος. Ο άντρας δεν έχει την πολυτέλεια ν’ αναπτύσσει στρατηγική, που είναι απαραίτητη μέσα στο σύστημα για την απόκτηση του πλούτου. Δεν μπορεί να πει σε καμία περίπτωση ο άνθρωπος ότι θα θυσιάσει μερικά χρόνια από τη ζωή του και μετά θα την απολαύσει. Ο χρόνος είναι εξαιρετικά περιορισμένος και η μόνη λύση προέρχεται από το Λόγο του Χριστού. “Αδράνεια”!!. (Ματθ. 6.19-6.20) “Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι..” (Μή θησαυρίζετε διά τόν εαυτόν σας θησαυρούς εις τήν γήν, όπου ο σκόρος καί η σαπίλα τούς καταστρέφουν καί όπου οι κλέπται κάνουν διάρρηξιν καί τούς κλέβουν). (Λουκ. 12.23) “η ψυχή πλείον εστί της τροφής και το σώμα του ενδύματος.” (Η ζωή αξίζει περισσότερον από τήν τροφήν, καί τό σώμα από τό ένδυμα.). (Λουκ. 12.20-12.21) “αφρων, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου.. α δε ητοίμασας τίνι έσται;” (Ανόητε, αυτήν τήν νύχτα ζητούν από σέ τήν ψυχήν σου. Εκείνα δέ πού ετοίμασες, ποιός θα τά πάρη;). Και (Ματθ. 6.34) “μη ούν μεριμνήσητε εις την αύριον… η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής.. αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής.” (Μή μεριμνάτε λοιπόν διά τήν αύριον, διότι η αυριανή ημέρα θά φροντίσει διά τά δικά της πράγματα. Φθάνει η στενοχώρια τής ημέρας.). Αν αντιληφθεί κάποιος αυτό, που είναι οφθαλμοφανές σ’ αυτήν την περίπτωση, τότε και μόνο μπορεί ν’ απολαύσει τη ζωή του.
Για ν’ αντιληφθεί όμως κάποιος το Λόγο του Χριστού, πρέπει απαραίτητα να πληρεί ορισμένες προϋποθέσεις. Αν παντρεύτηκε κάποιος μία γυναίκα που δεν ήθελε, αλλά τον ώθησε η ανάγκη, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ν’ αντισταθεί στον πειρασμό. Ο ερωτευμένος άντρας νιώθει την ευτυχία και τη χαρά που του δίνει η γυναίκα του. Όμως αυτή η κατάσταση δεν ισχύει και για το μοιχό. Ο μοιχός έχει ελεύθερο χρόνο και δε δεσμεύεται από τον έρωτα. Για τον ερωτευμένο είναι χαρά να κάθεται συνεχώς στο ίδιο περιβάλλον, με τη γυναίκα που αγαπά. Ο μοιχός είναι αδύνατο να καθίσει στο σπίτι του, αφού δεν έχει τίποτε να κάνει και ν’ ασχοληθεί. Με δεδομένη την τάση του άντρα να γίνει “σάρκα μία”, ο μοιχός συνέχεια βρίσκεται σε φάση αναζήτησης. Ο πρώτος μπορεί να παραμείνει στατικός και ν’ ακολουθήσει πλήρως το Λόγο του Χριστού, αφού ο Χριστός απευθύνεται σ’ αυτόν. Ο δεύτερος είναι αδύνατον. Απ’ αυτό, εύκολα διαπιστώνει κάποιος ότι οι άνθρωποι, που αναζητούν τον πλούτο ή την υπεραξία μέσω του συστήματος, είναι οι μοιχοί.
Οι άντρες την επόμενη μέρα του γάμου τους επιβαρύνονται με τεράστιες υποχρεώσεις, αλλά έχοντας τώρα μία εικόνα της κοινωνίας, που τους περιμένει. Στην περίπτωση που ο έρωτας προϋπήρχε του γάμου, βλέπουμε τον άντρα να έχει όλη τη θέληση να μείνει προσκολλημένος στη γυναίκα του, αλλά οι νέες συνθήκες τον αναγκάζουν ν’ αναζητήσει πρόσθετους οικονομικούς πόρους. Η εργασία που έχει ένας απλός άνθρωπος χωρίς παιδεία, σε καμία περίπτωση δεν αμείβεται τόσο, ώστε να εξασφαλίσει την κάλυψη των νέων οικονομικών αναγκών. Ο εργάτης δεν λαμβάνει διαφορά στην αμοιβή του, όπως οι δούλοι, ανάλογα με την οικογενειακή του κατάσταση. Αυτή η διαφορά είναι υπεραξία και δε δίνεται ποτέ στον εργάτη. Δεν υπάρχει καμία εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας κατά την οποία ο εργάτης μόνος του, χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια να μπορούσε να ζήσει, έστω κι ανεκτά με ανθρώπινα παραδεκτές ώρες εργασίας. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο απλός εργάτης για ν’ αντεπεξέλθει, είναι να πολλαπλασιάσει τις ώρες εργασίας του. Αν η κοινωνία κατορθώσει να τυπώσει στο μυαλό του εργάτη ότι πρέπει να δουλέψει περισσότερο από το κανονικό, για να μπορέσει να ζήσει και να μη διαμαρτύρεται, τότε έχει πετύχει το στόχο της. Ο εργάτης αργά ή γρήγορα θα γίνει μοιχός. Η καθημερινή ρουτίνα της δουλειάς, η υπερβολική κόπωση, αλλά κι ο χρόνος που τρέχει, αλλάζουν τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Ο νέος άνθρωπος σκύβει το κεφάλι και δουλεύει μέρα και νύχτα γι’ αυτούς που αγαπά. Ο χρόνος που δαπανά στη δουλειά του, τον απομονώνει από τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι αγαπά.
Η πιο κρίσιμη ηλικία του άντρα είναι η μέση ηλικία. Όλοι οι άντρες ό,τι κι αν φιλοδοξούν να επιτύχουν, όσες θυσίες κι αν έχουν κάνει, σ’ αυτήν την ηλικία σηκώνουν το κεφάλι και βλέπουν τον κόσμο γύρω τους. Δεν είναι ούτε νέοι ούτε γέροι κι, αφού η κατάσταση που ακολουθεί άμεσα είναι το γήρας, αγχώνονται. Δεν μπορούν σ’ αυτήν την ηλικία να φερθούν ούτε σαν νέοι ούτε σαν γέροι. Αν ήταν ερωτευμένοι κάποτε με τη γυναίκα τους, αυτή η κρίση θα τους στρέψει κατ’ αρχήν προς αυτήν τη γυναίκα με την οποία ήταν κάποτε ερωτευμένοι και τώρα παντρεμένοι. Αν το κάνουν αυτό μετά από μία εξαντλητική πορεία θυσίας και κόπωσης, αυτό που τους περιμένει σίγουρα είναι η απογοήτευση. Η γυναίκα που κάποτε αγάπησαν, δεν είναι η όμορφη γυναίκα που κάποτε την επιθυμούσαν πολλοί, αλλά αυτή χάριζε τον έρωτά της μόνο σ’ αυτόν. Είναι μία γυναίκα γερασμένη και καταπονημένη, που δεν προσέχει τον εαυτό της και το μόνο που την ενδιαφέρει, είναι η οικογένεια ως κοινωνική δομή, μέσα στην οποία αναπτύσσονται τα παιδιά της. Η γυναίκα που κάποτε δάμαζε τον άντρα και τα πάθη του είναι μία νικημένη νοικοκυρά. Οι απαιτήσεις της που κάποτε ήταν πολύ μεγάλες, έχουν μειωθεί στο ελάχιστο. Δεν απαιτεί πλέον την απόλυτη προσήλωση ερωτευμένου παρά λίγα ψίχουλα συντροφικής αγάπης και σεβασμού. Η γυναίκα σ’ αυτήν τη φάση της ζωής της δεν αντιμετωπίζει τραγικά προβλήματα, εφόσον ο χρόνος της δεν πήγε χαμένος. Δε νοσταλγεί τα νιάτα της με την απόγνωση του άντρα. Αυτό συμβαίνει γιατί τα παιδιά της ήταν αυτά, που έκαναν αυτόν το χρόνο πολύτιμο και δε θα διανοούνταν καν ν’ ανταλλάξει τις υπέροχες στιγμές που αυτά της έδωσαν, με τα νεανικά καπρίτσια του έρωτα.
Ο άντρας όμως είναι το τραγικό πρόσωπο. Αποφάσισε να θυσιάσει λίγο χρόνο για να βελτιώσει τη ζωή του και βλέπει ότι παρασύρθηκε κι έφτασε στις πύλες του γήρατος. Ένας άντρας μπορεί να δουλεύει σκληρά ημέρα και νύχτα και να διαπιστώσει στα πενήντα του ότι το μόνο που κατάφερε, ήταν να κτίσει ένα σπίτι, αν το έκτισε κι αυτό με τις δυσκολίες της ζωής. Νύχτα φεύγει νύχτα έρχεται, για να προλάβει τις δουλειές του. Δεν προσέχει τη γυναίκα του, όχι επειδή δεν το θέλει αλλά, επειδή δεν μπορεί. Τα παιδιά του μεγαλώνουν κι αυτός δε βρίσκεται στο σπίτι, για να τ’ απολαύσει και να παίξει μαζί τους. Όταν φτάσει στη μέση ηλικία, ο πανικός του είναι τόσο μεγάλος, ώστε τον κάνει να φέρεται παράλογα. Σ’ αυτήν την ηλικία τα παιδιά του έχουν μεγαλώσει αρκετά, ώστε έχουν τη δική τους προσωπικότητα κι αυτό σημαίνει άποψη.
Ο πατέρας αυτός, λόγω της απουσίας του από την οικογένεια, είναι αδύνατο να διανοηθεί ότι δεν έχει πλέον να κάνει με παιδιά, αλλά με άντρες και γυναίκες, που ναι μεν είναι παιδιά του, αλλά του είναι εντελώς άγνωστα. Γίνεται γκρινιάρης, φωνάζει χωρίς λόγο για ν’ αυτοεπιβεβαιωθεί και προσπαθεί συνεχώς ν’ αποδείξει ότι δεν έχασε τον έλεγχο, αλλά ότι εξακολουθεί να είναι ο πάνσοφος πατέρας, που καλύπτει σ’ όλα τα θέματα τα παιδιά του. Προσπαθεί να τους επιβάλλει τις απόψεις του πάνω σ’ όλα τα θέματα, προσπαθεί επίσης να τους προσανατολίσει σύμφωνα με τα δικά του δεδομένα και όχι λαμβάνοντας υπόψη του τα επιμέρους χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού του. Η κατάσταση αυτή είναι ένα φιάσκο, εφόσον στην καλύτερη μορφή της τα παιδιά αναγκάζονται από αγάπη κι υποκρίνονται ότι συμφωνούν, ενώ στη χειρότερη έχουμε τη σύγκρουση, που διαλύει οριστικά κι αμετάκλητα τις σχέσεις μεταξύ πατέρα και παιδιών.
Αυτός ο άνθρωπος έχει άγχος για τη ζωή που σπατάλησε για το τίποτε και ζει σε μία οικογένεια, που θεωρητικά μόνον υπάρχει, εφόσον ούτε η γυναίκα του τον καλύπτει ούτε τα παιδιά του τού δίνουν την πρέπουσα σημασία. Η συνέπεια είναι να νιώθει εξαιρετικά αδικημένος. Πνίγεται από την αδικία κι αυτό τον ωθεί ακόμα πιο μακριά από την οικογένεια του. Όσο περνά ο χρόνος, τόσο πιο πολύ μισεί τον κόσμο. Μισεί αυτούς, που έχουν χρήματα και περνούν μία εύκολη ζωή. Μισεί αυτούς, που έχουν τα μέσα κι απολαμβάνουν την πορνεία. Απ’ όλα αυτά το συναίσθημα της αδικίας, που τον πνίγει, είναι αυτό, που τον κάνει να μισεί τους νέους περισσότερο. Οι νέοι, ποτέ και σε καμία εποχή, δεν πήραν στα σοβαρά το θέμα της εργασίας ή της κοινωνικής επιτυχίας. Οι γεροντότεροι τους θεωρούν τεμπέληδες, ασυνεπείς και γενικά ανώριμους. Η δίψα τους για τη ζωή τους ωθεί καμία φορά σ’ ακραίες καταστάσεις, που προκαλούν τους μεγαλύτερους.
Αυτήν την πρόκληση δεν την αντέχει κάποιος, που έζησε με τον τρόπο του άντρα που μελετήσαμε. Μισεί τους νέους και γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτά που καταφέρνουν πανεύκολα. Γελάνε κι αυτό τον ερεθίζει. Αυτός ο άνθρωπος, από τη στιγμή που αισθάνεται μ’ αυτόν τον τρόπο, είτε ωφελήθηκε από το σύστημα είτε αδικήθηκε, είναι έτοιμος να το προστατεύσει, εφόσον αυτό μόνο μπορεί να ταπεινώσει τους αυθάδεις νέους. Αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ ευάλωτος σε κηρύγματα ηθικού περιεχομένου και προσπαθεί να τα μεταδώσει, έχοντας την ελπίδα ότι θα πάψει να βασανίζεται απ’ όλους αυτούς, που διασκεδάζουν τη ζωή τους. Τα κέντρα που δίνουν αυτές τις κατευθύνσεις είναι γνωστά και θα τα εξετάσουμε σ’ άλλο σημείο. Σημασία εδώ έχει ότι ο άνθρωπος αυτός, που κάποτε ήταν ερωτευμένος και τρελός για τη ζωή, βλέπει ακριβώς τα ίδια πράγματα που έκανε κι αυτός όταν ήταν νέος, κι ερεθίζεται και θυμώνει.
Αν όλα αυτά συμβαίνουν σ’ ένα πρώην ερωτευμένο, εύκολα μπορεί κάποιος ν’ αντιληφθεί τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό και στην ψυχή ενός μοιχού από τότε που παντρεύτηκε. Τον έρωτα δεν τον γνωρίζει ούτε στο ελάχιστο. Δεν έχει να θυμηθεί ούτε μία περίπτωση ανέμελης ζωής και ξεγνοιασιάς. Αν αυτό συνδυαστεί και με μία οικονομική αποτυχία, τότε εύκολα βλέπουμε ότι το μίσος εναντίον των νέων είναι τεράστιο. Το μίσος που τους χαρακτηρίζει, τους κάνει πολύ εύκολους στο θέμα της κατεύθυνσης από το σύστημα. Οι άνθρωποι αυτοί, που είναι γονείς και διέπονται απ’ αυτό το τεράστιο μίσος, είναι εκείνοι, που βάζουν την πιο σκληρή εξουσία στη βάση της κοινωνίας. Εκείνοι που βάζουν ψεύτικες ιδέες στα μυαλά των παιδιών τους για την κοινωνική επιτυχία, την ηθική, τη ζωή. Είναι οι άνθρωποι, που δεν επιτρέπουν στις κόρες τους να βγουν από το σπίτι και να συναναστραφούν, όπως είναι φυσικό με άντρες. Είναι οι άντρες, που βλέπουν ένα φτωχό νέο να χαίρεται τον έρωτα με την κόρη τους και θυμώνουν, μέχρι του σημείου να γίνονται βίαιοι. Το πρόβλημα τους δεν είναι η κόρη τους, αλλά ο θρασύς νέος τον οποίο αποκαλούν αλήτη, επειδή γελάει και χαίρεται τη ζωή αρνούμενος να υποταχθεί. Μισούν το νέο και τον ζηλεύουν, επειδή παρ’ όλη τη φτώχεια του μπορεί και χαίρεται τον έρωτα, πράγμα που δεν κατάφερναν οι ίδιοι. Όταν ήταν νέοι σκέφτονταν να βολευτούν με κάποια προίκα και χλεύαζαν αυτούς, που ακολουθούσαν τον έρωτα. Η αποτυχία της ζωής τους όμως, τους κάνει κι αντιλαμβάνονται ότι οι φτωχοί αυτοί νέοι με το θράσος και τη νεανική τους ομορφιά, βρίσκονται πολύ κοντά στην επιτυχία κι αυτό δεν είναι διατεθειμένοι να το επιτρέψουν. Αρχίζουν και δέχονται θεωρίες, που υπηρετούν το σύστημα και που εγκληματικά αποδίδονται στον τέλειο Θεό. Περιστρέφονται γύρω από τα κέντρα, που υπάρχουν για να τους παγιδεύουν. Όσο πιο πολύ μισούν τους νέους, τόσο πιο ακραίες θέσεις παίρνουν για την ηθική. Συμπαθούν προκλητικά τους χειρότερους ανάμεσα στους νέους, που δεν είναι άλλοι παρά αυτοί που φέρονται σαν αυτούς. Αυτοί που θυσιάζονται και δουλεύουν μέρα νύχτα, για να γίνουν σπουδαίοι σε μία άθλια κοινωνία. Αυτοί οι άνθρωποι, που βλέπουν το τέλος να είναι πολύ κοντά και το παρελθόν τους άθλιο, είναι αυτοί που, όταν προσπαθούσαμε να καταλάβουμε πώς είναι δυνατό φτωχοί άνθρωποι ν’ αγνοήσουν το Λόγο του Χριστού, δεν μπορούσαμε. Τον πλούτο όλου του κόσμου να δώσει κάποιος σ’ αυτούς τους άθλιους, δε θα καταφέρει να σβήσει το μίσος τους για τους νέους.
Το σύστημα, μ’ όλες αυτές τις διαδικασίες που υποστηρίζει μέσα στην κοινωνία και με δεδομένο ότι ο χρόνος για το θνητό άνθρωπο κυλάει γρήγορα και αλύπητα, δημιουργεί ένα κοινωνικό στρώμα μέσα στο άπειρο της βάσης, που, χωρίς να έχει κανένα όφελος από την ύπαρξή του, εν τούτοις το υποστηρίζει. Αυτός είναι —με βάση και το μέγεθος αυτής της μερίδας των ανθρώπων, μέσα στο σύνολο της κοινωνικής βάσης— ο αντικειμενικός του στόχος. Η δημιουργία ενός τεράστιου ανθρώπινου δυναμικού, που, χωρίς να έχει την παραμικρή απαίτηση, και μόνον από ψυχολογικά προβλήματα να στηρίζει ένα σύστημα που κατατρώει κι αυτούς τους ίδιους.
Πώς ήταν δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι ν’ ανεχθούν σε μία απάνθρωπη κοινωνία, όπως αυτή των Ιουδαίων, τον όμορφο και προπάντων νεότατο Χριστό να δώσει στους νέους χαρά και Λύτρωση και στον Εαυτό Του δόξα και τιμή; “Σταύρωσον αυτόν” φώναζαν με λύσσα κι έτρεχαν ανάμεσα στο πλήθος. Απειλούσαν, φώναζαν, επικαλούνταν το Θεό, παρακαλούσαν. Τίποτε δεν τους ένοιαζε παρά να θανατωθεί Αυτός ο νέος. Αυτοί είναι, που μπορούν κι αναπτύσσουν τέτοιο μίσος, που μπορούν πέρα από κάθε λογική ακόμα και να λιθοβολήσουν. (Ιωάν. 8.8-8.9) “ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον επ’ αυτή. και πάλιν κάτω κύψας έγραφεν εις την γην. οι δε ακούσαντες εξήρχοντο εις καθ’ είς, αρξάμενοι από των πρεσβυτέρων έως των εσχάτων..” (“Ο αναμάρτητος από σάς άς ρίξη πρώτος τήν πέτρα εναντίον της”. Και πάλιν έσκυψε κάτω καί έγραφε εις τήν γήν. Όταν τό άκουσαν εκείνοι, έφυγαν ο ένας ύστερα από τόν άλλον, πρώτοι οι γεροντότεροι). Ο όχλος, που σ’ αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύνολο ανθρώπων, αλλά ως αγέλη ζώων, περιλάμβανε πάλι μέσα του τους διψασμένους για εκδίκηση και αίμα πρεσβύτερους. Αυτοί, που μετέτρεψαν σε όχλο τους Ιουδαίους και καταδίκασαν το Χριστό, ήταν και στην περίπτωση της μοιχαλίδας με τις πέτρες στα χέρια, έτοιμοι να τιμωρήσουν. Το Θεό-Χριστό όμως Τον φοβούνταν, όπως το σκοτάδι το φως και δεν τόλμησαν να Του εναντιωθούν. Όταν όμως μίλησε γι’ αμαρτία και μοιχεία, πρώτοι αποχώρησαν, γιατί όλη τους τη ζωή τη σκόρπισαν μέσα στη μοιχεία και την πορνεία κι αυτό σημαίνει ότι ήταν απόλυτοι γνώστες του θέματος. Αυτοί οι άθλιοι μετατρέπουν τους ανθρώπους σε όχλο και τους κάνουν να φέρονται με κτηνώδη τρόπο απέναντι ακόμα και σ’ ανθρώπους, που υπηρετούν τους ανθρώπους πραγματικά. Δεν είναι τυχαίο που σ’ αυτήν την περίπτωση και μόνο χρησιμοποιεί τον προσδιορισμό “αναμάρτητος”, καθώς επίσης κι όταν αφήνει τη γυναίκα να φύγει και της λέει να μην αμαρτάνει.
Ο Χριστός χρησιμοποιεί πολλές έννοιες χαρακτηρισμού όπως κλέφτες, ανθρωποκτόνοι, υποκριτές, πόρνοι. Όλοι είναι αμαρτωλοί, αλλά γιατί μόνο σ’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει αυτός ο προσδιορισμός; Οι αριθμοί δείχνουν ότι, Μοιχεία = Μοιχός = Εξουσία = Βάρβαρος = Θεομαχία = Βλασφημία = Αμαρτωλός = Βεεζελβούλ = 37. Όλα αυτά τα συνώνυμα που προκύπτουν μέσα από τους αριθμούς μόνον, είναι ικανά να δώσουν την εξήγηση στο ερώτημα γιατί ο Χριστός χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο. Είναι επίσης ικανά να στηρίξουν τη θεωρία μας, που λέει ότι η εξουσία και το σύστημα έχει ισχύ μόνον, αν καταφέρει και σκορπίσει μέσα στον κόσμο τη μοιχεία, που δίνει την εξουσία στον πατέρα μέσα στην οικογένεια κι από εκεί σ’ όλη την κοινωνία, μετατρέποντας το σύστημα σε πατριαρχικό.
Σ’ αυτό το σημείο και για λόγους δικαιοσύνης είναι χρήσιμο να διευκρινίσουμε ορισμένα πράγματα. Η συμπεριφορά ενός ανθρώπου, που έχει βγει από το στάδιο της νεότητας, είναι κατά κανόνα αυτή που περιγράψαμε. Το υπερβολικό άγχος κι ο φόβος για το μέλλον, οδηγεί τις περισσότερες φορές στο μίσος ενάντια στη συμπεριφορά των νέων. Αυτός ο άνθρωπος δε μισεί τους νέους, επειδή τους ζηλεύει γι’ αυτήν την ιδιότητά τους αποκλειστικά. Ο πρεσβύτερος ακόμα κι ο πιο αμετανόητος για την όλη πορεία του, ακόμα κι αυτός, που συνειδητά θα έκανε τα ίδια πράγματα στη ζωή του, αν την ξαναζούσε, απειλείται από τους νέους. Ο άνθρωπος που λειτουργεί μέσα στο σύστημα, είναι βέβαιο ότι πραγματοποιεί ορισμένες θυσίες. Οι θυσίες αυτές όσο πιο μεγάλες είναι, τόσο πιο πολύ ωθούν τον άνθρωπο μέσα στην κοινωνία και σ’ αυτό που λέμε κοινωνική καταξίωση. Όμως στην κοινωνία, εφόσον είναι κοινωνία εξουσίας, κοινωνική καταξίωση σημαίνει αυτόματα κι ανάλογη εξουσία. Οι νέοι βλέπουν τη ζωή διαφορετικά από τους πρεσβύτερους κι αυτό δημιουργεί σημεία τριβής. Διαφορετική άποψη σε μία κοινωνία εξουσίας, σημαίνει αμφισβήτηση της υπάρχουσας φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία της κοινωνίας, στην οποία ζούμε σήμερα, στηρίζει αποκλειστικά τη φιλοσοφία της εξουσίας.
Οι νέοι, όσο σκληρή κι αν είναι η κοινωνία, ζουν διαφορετικά από τους υπόλοιπους. Δεν μπορεί κανένας, επειδή δεν έχει ο ίδιος τη δυνατότητα ν’ απολαύσει ορισμένα πράγματα, να εμποδίσει ένα νέο ν’ απολαύσει τα ίδια. Αυτό συμβαίνει γιατί ό,τι είναι δυνατό να επιθυμεί ο άνθρωπος είναι στις δυνατότητες του νέου να το απολαύσει. Σ’ αυτό το σημείο, η εξουσία είναι εξαιρετικά αδύναμη, αφού σε περίπτωση που η επέμβασή της είναι δυναμική, οι νέοι δε διστάζουν ν’ απαντήσουν εξίσου δυναμικά. Το πιο επικίνδυνο τμήμα της ανθρώπινης κοινωνίας για την εξουσία, είναι οι νέοι. Έχουν αξιοθαύμαστες πνευματικές και σωματικές δυνατότητες, με τις οποίες μπορούν να διαλύσουν τα πάντα. Όλους αυτούς, η εξουσία προσπαθεί να τους παγιδεύσει και όχι να τους νικήσει. Οι δυσκολίες της ζωής στον οικονομικό τομέα και οι μεγάλες οικονομικές κρίσεις, έχουν πάντα τα περισσότερα θύματά τους ανάμεσα στους νέους. Η κινητικότητα δε, που διακρίνει τους νέους στο χώρο των ιδεολογιών, τους κάνει σε τέτοιες περιπτώσεις να στρέφονται, ενάντια στην εξουσία και το σύστημα.
Σ’ αυτό το σημείο δημιουργείται και το σημείο τριβής ανάμεσα σ’ αυτούς και τους πρεσβυτέρους, που την ασκούνε. Οι νέοι από τη φύση τους είναι ανυπότακτοι και δεν πιστεύουν στην αξία της εξουσίας. Η “ισότητα”, είτε είναι κοινωνική είτε οικονομική, είναι μία έννοια που την κατανοούν απόλυτα. Ο αγώνας της γυναίκας, για ισότητα και δικαιώματα, σε καμία περίπτωση δε στρεφόταν εναντίον ενός νέου άντρα. Οι νέοι άντρες με το πνεύμα τους βοήθησαν στη διάδοση και την εμπέδωση αυτής της φιλοσοφίας. Όλα αυτά τα λέμε, γιατί πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σ’ όλα τα κινήματα στα οποία παίρνουν μέρος οι νέοι άνθρωποι, δεν επιδιώκουν απαραίτητα την εναλλαγή της εξουσίας, μετά το πέρας της οποίας θα έχουν προσωπικό συμφέρον, που σημαίνει ότι θ’ αντικαταστήσουν κάποιους άλλους στην πυραμίδα της εξουσίας. Οι νέοι λόγω φιλοσοφίας είναι έτοιμοι να δεχτούν μία θεωρία, που θα εξασφαλίζει ελευθερία και μία οικονομική ευχέρεια, έστω και στοιχειώδη, που δε θ’ απαιτεί εξαντλητική εργασία.
Ο Χριστός εμφανίστηκε στην Ιουδαία κι ο Λόγος Του, ήταν για τους νέους, ένας Λόγος που τους ενθουσίαζε. Δεν υποσχέθηκε θέσεις εξουσίας, που θα μοιράζονταν εκ νέου μετά την ανατροπή του συστήματος. Ο Χριστός πρότεινε έναν τρόπο ζωής, που σε καμία περίπτωση δεν απαιτούσε θυσία και κατανάλωση χρόνου. Αυτή η θεωρία είναι θεωρία νέου ανθρώπου κι απευθύνεται αποκλειστικά σε νέους ανθρώπους. Αν ο Χριστός —αν και νέος στην ηλικία— κατηγορούσε το σύστημα για όλα όσα το κατηγόρησε, αλλά στρεφόταν εναντίον προσώπων κι επιλογών της εξουσίας, τότε το βέβαιο είναι ότι δε θα θανατωνόταν. Όταν στρέφεται κάποιος εναντίον προσώπων μέσα στο σύστημα και όχι εναντίον της φιλοσοφίας του συστήματος, τότε επιβιώνει, επειδή πλαισιώνεται ταχύτατα από ανθρώπους, που, κι αυτοί ως δούλοι του συστήματος εξουσίας, αναζητούν έναν κύριο ο οποίος θα τους δώσει θέσεις εξουσίας. Αν ο Χριστός κατηγορούσε απευθείας τον Καϊάφα, θα εξασφάλιζε στο περιβάλλον του, όλους τους εχθρούς του κι αντιπάλους του. Αν κατηγορούσε τον Πόντιο Πιλάτο, θα εξασφάλιζε την υποστήριξη όλων των ανθρώπων, που είχαν εξουσία κι είχαν τάσεις αυτονομιστικές. Όλα αυτά τα γνωρίζει ο Χριστός, εφόσον σίγουρα τον πλησίασαν τέτοιοι άνθρωποι, που όταν βλέπουν ένα κοινωνικό ρεύμα, αυτόματα προσπαθούν να το εκμεταλλευτούν και να το εντάξουν στην εξουσία τους.
Ο Λόγος του Χριστού ήταν Λόγος ειπωμένος από ένα νέο κι απευθυνόταν αποκλειστικά σε νέους. Άνθρωπος, που έχει ενταχθεί στο σύστημα και παίρνει εξουσία, είναι αδύνατο να σεβαστεί το Λόγο αυτό. (Ιωάν. 21.18) “βόσκε τα πρόβατα μου. αμήν αμήν λέγω σοι, ότε ης νεώτερος, εζώννυες σε αυτόν και περιεπάτεις όπου ήθελες.. όταν δε γηράσης, εκτενείς τας χείρας σου, και άλλος σε ζώσει, και οίσει όπου ου θέλεις.” (Βόσκε τά πρόβατα μου. Αλήθεια, αλήθεια σού λέγω, όταν ήσο νεώτερος, έζωνες τόν εαυτόν σου καί περπατούσες όπου ήθελες. Όταν όμως γεράσης, θά απλώσης τά χέρια σου καί άλλος θά σέ ζώση καί θά σέ φέρει εκεί όπου δέν θέλεις.). Ο Χριστός γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει στον ίδιο άνθρωπο με την πάροδο του χρόνου. Η επεξήγηση που ακολουθεί στο Ευαγγέλιο, είναι προσωπική άποψη του Ιωάννη και θα δούμε αλλού, αν είναι σωστή ή όχι. Ο άνθρωπος αλλάζει, σύμφωνα με το Χριστό, με την πάροδο του χρόνου και κάνει πράγματα που δεν επιθυμεί και προφανώς έχουν σχέση με την εξουσία. Όλα αυτά μας οδηγούν στο ν’ αναγνωρίσουμε ότι μεταξύ των πρεσβυτέρων δεν υπήρχαν μόνον άνθρωποι, που μισούσαν θανάσιμα ένα νέο, όπως ο Χριστός, αλλά κι άνθρωποι που λόγω ιδεολογίας και ηλικίας, έβλεπαν να μεταμορφώνεται η βάση σε μία μάζα ανθρώπων, χωρίς χαρακτηριστικά που την κάνουν να ελέγχεται.. άνθρωποι που θυσίασαν τη ζωή τους για την ιδεολογία τους και μέσα σε μία κοινωνία εξουσίας πήραν εξουσία υπηρετώντας την. Αυτοί οι άνθρωποι ως γηραιότεροι ζήλευαν το Χριστό λόγω της δόξας που έπαιρνε.
Ο κάθε άνθρωπος που θυσιάζεται για τη δόξα κι αποσπά ψίχουλα, ζηλεύει ένα νέο, που παίρνει το σύνολό της. Αυτή η ζήλια δεν είναι απαραίτητα μίσος ανθρωποκτόνο. Όταν όμως ο άνθρωπος αυτός ανατρέπει όλα όσα πιστεύει κάποιος, που έχει θυσιαστεί, τότε είναι θανάσιμος αντίπαλος, που ξεφεύγει από τα πλαίσια της σχέσης ηλικίας. Ένας αυτονομιστής Ιουδαίος ως άνθρωπος, ζήλευε φυσιολογικά ένα νέο, που μάγευε τα πλήθη κι ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό να τον οδηγήσει σε φονική πράξη. Όμως όταν αυτός ο άνθρωπος έχει υποταχτεί σ’ όλη του τη ζωή σ’ εξουσίες, που υπηρετούν την ιδεολογία του κι αγωνίζεται γι’ αυτή, θεωρεί εχθρό του κάποιον, που ανατρέπει αυτήν την ιδεολογία. Αυτός ο άνθρωπος, που αγωνίζεται σ’ όλη του τη ζωή να ξεσηκώσει τους Ιουδαίους εναντίον των κατακτητών, βλέπει ως θανάσιμο αντίπαλο κάποιον, που στρέφει τους νέους εναντίον της εξουσίας, που ασκείται μέσα στο λαό από τους ίδιους τους ανθρώπους του και λέει ν’ αποδίδονται “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι”.
Ο Χριστός πολέμησε την εξουσία, αλλά όχι όπως το αντιλαμβάνεται η εξουσία κι αυτό Τον οδήγησε στο θάνατο. Οι πρεσβύτεροι που υπηρετούν την εξουσία, δεν τη μάχονται ως έννοια, αλλά την παλεύουν με σκοπό την εναλλαγή. Αυτοί οι πρεσβύτεροι, όταν βρίσκονται σε διαφορετικά στρατόπεδα, είναι θανάσιμοι εχθροί μεταξύ τους. Ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο συγκέντρωνε θανάσιμους εχθρούς απέναντί Του, τους οποίους θα είχε, ακόμα κι αν ήταν ο Ίδιος πρεσβύτερος. Ο Χριστός συγκέντρωσε απέναντί Του το σύνολο των ανθρώπων που έχουν εξουσίες, από τη μικρότερη μέχρι και τη μεγαλύτερη. Ο Χριστός μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ελέγχει την πορεία Του. Ήξερε πάντα ποιους είχε εχθρούς και γι’ αυτό κράτησε τη θεωρία στο επίπεδο της νεανικής θεωρίας, ειπωμένη από νέο. Ήθελε με κάθε θυσία εξαιτίας της αποστολής Του να σταυρωθεί κι αυτό θα γινόταν μόνον, αν χώριζε την κοινωνία στα πραγματικά αντίπαλα μέρη: τους νέους και τους πρεσβύτερους. Από τη στιγμή που η κοινωνία μετά το Χριστό δεν άλλαξε, σημαίνει ότι ο Λόγος του Χριστού δεν εφαρμόστηκε, εφόσον η κοινωνία μοιράζει τις εξουσίες, μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες και δίνει τις μεγαλύτερες στους πρεσβύτερους.
Απαραίτητο είναι να διευκρινίσουμε και κάτι άλλο. Μιλάμε γενικά για νέους και για πρεσβύτερους και τους χωρίζουμε με τέτοιον τρόπο, ώστε οι μεν να φαίνονται άγγελοι, ενώ οι άλλοι διάβολοι. Αυτό σε γενικές γραμμές είναι σωστό, αλλά άπειρα άδικο για τις εξαιρέσεις. Η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης είναι ένα δεδομένο, που δεν πρέπει να εξαιρείται και ν’ αγνοείται σε καμία περίπτωση. Ο κάθε άνθρωπος είναι τόσο διαφορετικός από έναν άλλο, ώστε όσο και ν’ αναζητήσει κάποιος κοινό σημείο, δύσκολα θα βρει. Κοινά χαρακτηριστικά είναι αυτά, που δόθηκαν από το Δημιουργό και τον ξεχωρίζουν απ’ άλλα όντα. Από το σημείο αυτό και πέρα τα κοινά σημεία, που χωρίζουν τους ανθρώπους μέσα σε μία κοινωνία σ’ όμοιους κι ανόμοιους, είναι τεχνητά δημιουργήματα, που έχουν να κάνουν με συνθήκες, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί από την ίδια την κοινωνία και σε προσωπικούς συμβιβασμούς του καθενός. Ένας πλούσιος, που εκμεταλλεύεται τον κόσμο λόγω του συστήματος, μπορεί να είναι χίλιες φορές καλύτερος άνθρωπος από έναν εκμεταλλευόμενο εργάτη.. ή ακόμα ένας άνθρωπος, που υπακούει στο σύστημα σαν δούλος, μπορεί να είναι πολλαπλάσια πιο αγνός από ένα νεαρό, που φαινομενικά αγωνίζεται για ελευθερία.
Η κοινωνία στην προκειμένη περίπτωση έχει δημιουργήσει τις συνθήκες και οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να επιλέξουν. Οι συνθήκες έφεραν τον πιο πάνω άνθρωπο στο χώρο του πλούτου κι, εφόσον πρέπει —γιατί αυτό είναι κοινή αντίληψη— να μείνει σ’ αυτόν το χώρο, κάνει τους προσωπικούς του συμβιβασμούς, ακόμα κι ως εκμεταλλευτής. Ο άθλιος νέος, που αγωνίζεται φαινομενικά για την ελευθερία, είναι οδηγημένος από τις συνθήκες σ’ αυτόν το χώρο, που σημαίνει ότι, αν ήταν πλούσιος, δε θα το έκανε και προσπαθεί με προσωπικούς πάλι συμβιβασμούς να εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Όταν προσπαθεί κάποιος να ερμηνεύσει το φαινόμενο άνθρωπος, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ν’ αγνοεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, τα χαρακτηριστικά του καθενός ξεχωριστά.
Οι πρεσβύτεροι πράγματι είναι το μεγάλο πρόβλημα αυτής της κοινωνίας, αλλά δεν πρέπει να βάλουμε όλους τους ανθρώπους σ’ ένα καλούπι. Υπάρχουν πρεσβύτεροι, που σκέφτονται υπέροχα κι ενθαρρύνουν τους νέους, χωρίς κανέναν ενδοιασμό σ’ όλους τους αγώνες τους, δείχνοντας εμπιστοσύνη στις δυνατότητες τους και στην αγαθότητα των προθέσεων τους. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν νέοι, που είναι τόσο βρώμικοι και τόσο δουλικοί, ώστε όμοιοι τους δε βρίσκονται ανάμεσα και στους χειρότερους πρεσβύτερους. Αυτοί οι νέοι είναι οι χειρότεροι εχθροί των νέων ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Ενώ δεν ανήκουν θεωρητικά σ’ αυτούς, που έχουν την εξουσία κι είναι ορατοί εχθροί των νέων, πρακτικά αποτελούν τους ανθρώπους, που υπηρετούν το σύστημα καλύτερα από κάθε πρεσβύτερο. Οι νέοι αυτοί είναι νέοι μόνο στην ηλικία, εφόσον δρουν και φέρονται ως πρεσβύτεροι. Όταν ένας νέος θυσιάζει και χλευάζει τον έρωτα, αναζητώντας την καταξίωση μέσα στο σύστημα, υπηρετώντας ως δούλος τον κύριο της επιλογής του και πιστεύοντας ότι μόνο με την κοινωνική καταξίωση ή τα χρήματα θα μπορέσει ν’ απολαύσει τη γυναικεία ομορφιά που του ταιριάζει —και θυμώνει πραγματικά, όταν βλέπει τους νέους ν’ αγωνίζονται για καλύτερη ζωή— τότε αυτός δε δικαιούται σε καμία περίπτωση να λέγεται νέος. Είναι ένας άθλιος δούλος, που αναζητά την πορνεία και την κλοπή κι είναι έτοιμος σε κάθε στιγμή να υποστηρίξει τις επιλογές της εξουσίας, που του εξασφαλίζει όσα επιθυμεί.
Ενώ κύριος διαχωρισμός ανάμεσα στους άντρες είναι αυτός της ηλικίας, παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν ηλικιωμένοι, που είναι όμοιοι με τους νέους και το αντίστροφο. Το σύστημα όλα αυτά τα γνωρίζει κι όπως είναι φυσικό, παίρνει τα μέτρα του. Τους πρώτους προσπαθεί να τους απομονώσει κι αυτό είναι κατορθωτό, αφού αυτοί είναι ολιγάριθμοι. Τους δεύτερους, που είναι οι νέοι οι οποίοι είναι όμοιοι με τους πρεσβύτερους, τους ενθαρρύνει συστηματικά. Αυτή η ενθάρρυνση δεν αποβλέπει τόσο στη διαιώνισή του συστήματος —που πάντα είναι εξασφαλισμένη κι αυτοί ιδιαίτερα ηλίθιοι για να επενδύσει κάποιος σ’ αυτούς— αλλά αποβλέπει στο ν’ αποτελέσουν πρότυπα νέων που αναγνωρίζονται και τιμώνται, ώστε να προσελκύουν τους υπόλοιπους στην παγίδα του συστήματος. Όμως ποιοι είναι αυτοί οι νέοι και πώς τους δημιουργεί το σύστημα; Ο άντρας είναι το πιο ευφυές ον στον κόσμο. Όταν είναι ελεύθερος αποτελεί κίνδυνο για το σύστημα κι αυτό εξαιτίας της ικανότητάς του να βλέπει καθαρά και να μπορεί ν’ αγωνίζεται με πάθος για τις ιδέες του. Ο νέος άντρας με την ομορφιά του και το επιθυμητό από τις γυναίκες κορμί του, είναι ερωτικό ον κι εκείνη τη στιγμή της νεότητάς του, βρίσκεται στο απόγειο της φύσης του. Αφού αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των νέων που τους κάνουν επικίνδυνους, για να βρούμε τους άθλιους, που στην ηλικία συμβαδίζουν, πρέπει να σκεφτούμε ανάποδα. Η ευφυΐα είναι αυτή που κάνει το νέο επικίνδυνο και η έλλειψη της, εφόσον δεν είναι οι άνθρωποι ίδιοι, πετυχαίνει τ’ αντίθετο. Η ομορφιά και η γύρω ανταπόκριση από το άλλο φύλο τού δίνει τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, που πλάθουν τη φιλοσοφία του, ενώ η έλλειψη αυτών των στοιχείων δημιουργεί τ’ αντίθετο. Οι νέοι που αναζητούμε σύμφωνα με τις παραπάνω υποθέσεις, πρέπει να είναι είτε πιο κουτοί απ’ ό,τι θέλουν να παρουσιάζονται είτε λιγότερο επιθυμητοί απ’ ό,τι θέλουν. Δεν είναι αναγκαίο να είναι οι πιο κουτοί κι οι πιο άσχημοι ανάμεσα στους νέους.. πρέπει όμως απαραίτητα να είναι πιο κουτοί και λιγότερο επιθυμητοί απ’ αυτό που φαντάζονται για τους εαυτούς τους. Ποιος όμως είναι έξυπνος; Ποιος είναι επιθυμητός; Ακριβώς σ’ αυτό το ερώτημα η προστυχιά της κοινωνίας επεμβαίνει δημιουργώντας ψεύτικα πρότυπα.
Ο κάθε άνθρωπος από το Θεό είναι φτιαγμένος, ώστε με την ευφυΐα του να μπορεί να ευτυχήσει και με την εμφάνιση του να γνωρίσει τον έρωτα. Κανένας δεν είναι αδικημένος παρά μόνον αυτοί, που αδικούν τους εαυτούς τους. Πώς όμως επεμβαίνει η εξουσία και δημιουργεί πρότυπα; Πριν μπούμε στους κατ’ εξοχήν μηχανισμούς που έχει δημιουργήσει η κοινωνία, για να παράγουν ανθρώπους της αρεσκείας της, είναι απαραίτητο να τονίσουμε το πιο σημαντικό πράγμα. Το αλάνθαστο σημείο, για να μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει τι είναι επιθυμητό και τι δεν είναι, πρέπει να τ’ αναζητά στην επιβράβευση ή στην καταδίκη. Τι σημαίνει αυτό; Όταν η κοινωνία δίνει επαίνους είτε μέσω διαδικασιών είτε μέσω των λόγων των δούλων της, τότε αυτό που έχει συμβεί, είναι επικίνδυνο κι οδηγεί σε παγίδα. Όταν αυτοί οι ίδιοι κατηγορούν μ’ οποιονδήποτε τρόπο κάτι, αυτό σημαίνει ότι τους απειλεί κι οδηγεί τους ανθρώπους προς άλλη κατεύθυνση. (Ιωάν. 5.41-5.44) “δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω… αλλ’ έγνωκα υμάς ότι την αγάπην του Θεού ουκ έχετε εν εαυτοίς… εγώ ελήλυθα εν τω ονόματι του πατρός μου, και ου λαμβάνετέ με.. εάν άλλος έλθει εν τω ονόματι τω ιδίω, εκείνον λήψεσθε. πως δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε;” (Τιμάς εκ μέρους ανθρώπων δέν δέχομαι, εξ άλλου σάς ξέρω, ότι δέν έχετε μέσα σας αγάπην διά τόν Θεόν. Εγώ έχω έλθει εξ ονόματος τού Πατέρα μου καί δέν μέ δέχεσθε.. εάν έλθη άλλος εξ ονόματος τού εαυτού του εκείνον θά τόν δεχθήτε. Πώς μπορείτε σείς νά έχετε πίστιν, αφού δέχεσθε τιμάς ο ένας από τόν άλλον καί δέν ζητάτε τήν τιμήν πού προέρχεται από τόν μόνον Θεόν;). Ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο είναι σαφέστατος και θεωρεί ότι είναι αδύνατο να πιστεύει κάποιος στον πραγματικό Θεό, από τη στιγμή που παίρνει τιμές από μέρους των ανθρώπων. Εφόσον η πίστη μας οδηγεί κοντά στο Θεό και η πίστη μας οδηγεί στη Θέωση, που είναι η εξομοίωση με το Χριστό, τότε πρέπει κι εμείς ν’ αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα με την ίδια λογική. Αυτό σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να δεχόμαστε τιμές από τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι, που έχουν τη δυνατότητα ν’ αποδώσουν τιμές στην κοινωνία, είναι άνθρωποι της εξουσίας κι αυτό σημαίνει ότι για να το κάνουν, είναι απαραίτητο ο επαινούμενος να τους βοηθά και να θυσιάζεται. Αυτό το γενικό κι αλάνθαστο σημείο πρέπει να είναι η πυξίδα κάθε ανθρώπου μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία.
Για να κατορθώσει το σύστημα να βάλει ανάμεσα στους ανθρώπους τον έπαινο, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει πρότυπα. Ο καθένας που παίρνει κάποιον έπαινο, πρέπει να μοιάζει με κάποιο πρότυπο κι ανάλογα με την ποιότητα του προτύπου, ακολουθεί και η ποιότητα του επαίνου. Το σύστημα μ’ αυτόν τον τρόπο έχει τη δυνατότητα, εφόσον ελέγχει το σύνολο των μηχανισμών ενημέρωσης, να προσφέρει ανάλογα με τις ανάγκες του πρότυπα. Επειδή είναι πονηρό, μέσα στα πρότυπα αυτά εντάσσει και πραγματικά πρότυπα, που έχουν σχέση με την ανθρωπιά την αυτοθυσία, που προσδίδει πολλές φορές στους ανθρώπους η αγάπη για το συνάνθρωπο. Όλα όμως τα πρότυπα είναι ελεγμένα κι υπηρετούν τις ανάγκες της συγκεκριμένης εποχής. Σήμερα μπορεί το σύστημα να βραβεύσει ανθρώπους εκ του πονηρού, για τους αγώνες τους για τη δημοκρατία, ενώ το ίδιο σύστημα κάποτε τους σκότωνε και τους κατηγορούσε. Τα πρότυπα θα πρέπει να έχουν πάντα προσαρμοστεί στις τρέχουσες ανάγκες και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να προκαλούν ανοιχτά την αμφισβήτηση. Κάποτε ήταν τιμή για τον άντρα να πάρει γυναίκα παρθένο και να το γνωρίζει ο κόσμος, στα χρόνια μας ένα σχόλιο για την παρθενιά, είναι τουλάχιστον γελοίο. Για ν’ αποφύγει αυτήν τη γελοιότητα το σύστημα, προσαρμόζει τα πρότυπα στις ανάγκες των καιρών.
Ξαναγυρίζοντας στους νέους, που είναι επικίνδυνοι, πρέπει να δούμε τι συμβαίνει και πώς δημιουργούνται. Ένας νέος στη σημερινή κοινωνία πώς μπορεί να πάρει έπαινο; Αν αντιληφθούμε πώς και πότε συμβαίνει αυτό, τότε μπορούμε να βρούμε και τα κέντρα παραγωγής δούλων. Η κοινωνία επικροτεί συγκεκριμένες ενέργειες των νέων και για να συμβεί αυτό, χρειάζεται ένα μέτρο. Οι νέοι στη σύγχρονη κοινωνία εντάσσονται πολύ νωρίς μέσα στο σύστημα εκπαίδευσης κι ως γνωστό, μέσα σ’ αυτό υπάρχει μία κατάταξη, που υποτίθεται απεικονίζει τις ικανότητες των νέων. Αυτή η κατάταξη δίνει το δικαίωμα σε κάποιους να ξεχωρίσουν αυτούς που θέλουν κι έπειτα να τους βραβεύσουν. Το πρότυπο του καλού μαθητή είναι το πιο αποδοτικό στις ημέρες μας. Ποιος όμως είναι καλός μαθητής και πώς αξιολογείται; Καλός μαθητής είναι ένας Αϊνστάιν ή ένας μαθητής, που οικειοθελώς καθαρίζει τον πίνακα, για να είναι συμπαθής στο δάσκαλό του; Αν ο δάσκαλος ήταν ο Σωκράτης, τότε σίγουρα ο καλύτερος μαθητής του θα ήταν ένας μαθητής της κλάσης του Πλάτωνα. Ο δάσκαλος όμως, που έχει ενταχθεί στο σύστημα παιδείας, είναι ένας υπάλληλος που στόχο του έχει να περάσει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα την ώρα της εργασίας του. Ανώδυνα όμως με την υπερκινητικότητα μίας ευφυΐας δε νοείται, επομένως ο μαθητής, που σκουπίζει τον πίνακα, έχει περισσότερες πιθανότητες να πάρει τον έπαινο.
Όταν ένας τέτοιος μαθητής παίρνει έναν έπαινο, αρχίζει πραγματικά το σύστημα και παράγει δούλους, εφόσον είναι ένα πρότυπο με πολύ άσχημα χαρακτηριστικά. Ο ευφυής μαθητής αργά ή γρήγορα θα έρθει σε σύγκρουση με το δάσκαλό του κι αυτό είναι φυσικό. Ο δάσκαλος κάνει μία δουλειά για να πληρωθεί και περιμένει να τελειώσει η ώρα του μαθήματος για να λυτρωθεί. Όμως ο νεαρός μαθητής απαιτεί προσοχή και προσήλωση από το δάσκαλο, για να μπορέσει να λειτουργήσει. Επειδή αυτά δεν υπάρχουν, επωφελείται ο δούλος, που σκουπίζει τον πίνακα και, για να εξασφαλίσει ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, σπιουνεύει τους συμμαθητές του στο δάσκαλο. Όταν τα παιδιά μαθαίνουν μέσα από το σπίτι τους ν’ αναζητούν τον έπαινο, τότε γίνονται τόσο δούλοι, όσο χρειάζεται για να τον αποσπάσουν. Στην πατριαρχική κοινωνία, ο άρχων πατέρας τιμά με την εξουσία που έχει το δούλο γιο του, επειδή τον υπακούει πάντα και τον τιμά ακόμα περισσότερο, όταν αυτός λαμβάνει τιμές κι επαίνους, που με τη σειρά τους τιμούν το δούλο πατέρα. Το σύστημα παιδείας —θα το δούμε σ’ άλλο σημείο αναλυτικότερα, εδώ έγινε απλά αναφορά— είναι ένας μηχανισμός, που μέσω ψευδών καταστάσεων, δημιουργεί δούλους ανάμεσα στους νέους, απόλυτα όμοιους μ’ αυτούς που υπηρετούν το σύστημα. Περιττό βέβαια ν’ αναφέρουμε πως ένας νέος, που ξημεροβραδιάζεται στις εκκλησίες και συναναστρέφεται με τους ιερωμένους, παίρνει κι αυτός τον έπαινό του χωρίς δυσκολία.
Βασικός στόχος του συστήματος είναι ο άνθρωπος να σκύψει το κεφάλι και να καταναλωθεί. Κατανάλωση είναι και η χωρίς φρένο αναζήτηση του πλούτου και η τρομερή δουλειά που απαιτεί. Το σύστημα δεν μπορεί εδώ να επέμβει με συγκεκριμένο έπαινο, αλλά σιωπηρά υποστηρίζει την εικόνα του “ευγενούς” νέου, που εργάζεται σκληρά, με στόχο την επιτυχία, αγνοώντας τους δήθεν πειρασμούς που συναντά μπροστά του. Ένα πρότυπο, που προέκυψε τελευταία στην κοινωνία, είναι αυτό του πολιτικοποιημένου νέου. Παλαιότερα —κι ειδικά στα πανεπιστήμια— υπήρχαν νέοι, που πραγματικά αγωνίζονταν και πραγματικά απειλούσαν το σύστημα. Άπειροι αγώνες ξεκίνησαν μέσα από τα πανεπιστήμια και βοήθησαν τη φτωχή μερίδα των ανθρώπων. Όλους αυτούς τους κατηγορούσε και τους απειλούσε το σύστημα διαρκώς. Ο αναρχικός ή αριστερός φοιτητής ήταν απειλή για την κοινωνία κι οδηγούνταν στην απομόνωση. Όλα αυτά ίσχυαν, όσο οι αγώνες ξεκινούσαν μέσα από τα σπλάχνα της νεολαίας. Σήμερα το σύστημα, με τη λογική του δούλου μαθητή, επαινεί τους πολιτικοποιημένους νέους, μόνον που τους θέλει θλιβερούς αφισοκολλητές και τραγικά βλάκες μ’ ευφυΐα μαγνητοφώνου, εφόσον το μόνο που τους ζητείται είναι να επαναλαμβάνουν.
Όλα αυτά στρεβλώνουν την πραγματική εικόνα που έχει ο καθένας για τον εαυτό του και δημιουργούν μία σύγχυση στο μυαλό του νέου. Αργά ή γρήγορα ο δούλος μαθητής με τους καλούς βαθμούς, θα πιστέψει ότι είναι ο Αϊνστάιν, ενώ ο βλαξ πολιτικοποιημένος νέος, θα πιστέψει ότι είναι ο Περικλής. Αυτοί όλοι υπηρετούν το σύστημα ως δούλοι, γιατί αυτό διατηρεί την ψευδαίσθησή τους, ενώ ενδεχόμενη κατάλυσή του, θα τους φέρει αντιμέτωπους με νέους, που πραγματικά θα τους αφανίσουν λόγω δυνατοτήτων. Αυτοί οι άνθρωποι από εκείνο το σημείο παύουν να ζουν και θυσιάζονται ονειρευόμενοι το μέλλον. Η συμμαθήτρια που είναι ερωτευμένη μ’ αυτούς, είναι ανάξια, γιατί αυτοί ονειρεύονται την Ασπασία. Ο συμμαθητής που τους αγαπά κι είναι πραγματικός φίλος, είναι ανάξιος γι’ αυτούς, γιατί δεν είναι διάσημος και πλούσιος. Όταν το σύστημα κατορθώνει και, μέσα από αλλεπάλληλες αξιολογήσεις, χαλάει την ισορροπία του ανθρώπου, παράγει δούλους.
Ο πιο επικίνδυνος δούλος είναι ο νέος δούλος κι αυτό, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία εναντίον του. Δεν μπορεί κάποιος να κατηγορήσει ένα νέο, με τον ίδιο τρόπο που κατηγορεί έναν πρεσβύτερο. Δεν μπορεί να τον αποκαλέσει κλέφτη, επειδή δεν κλέβει. Δεν μπορεί να τον αποκαλέσει δούλο της πορνείας, επειδή είναι νέος και φαινομενικά δεν έχει το πρόβλημα αυτό. Είναι ένας νέος, που φαινομενικά είναι ίδιος μ’ όλους τους υπόλοιπους, που είναι υγιείς. Όμως το σύστημα έχει καταφέρει και τον έχει εντάξει μέσα στη δομή του, από τη στιγμή που τον έπεισε ότι είναι πιο σημαντικός από τους άλλους, δίνοντάς του τεκμήρια, όπως επαίνους, πτυχία κι επιπλέον υποσχέσεις για μία ζωή μέσα στην κοινωνία, που θα χαρακτηρίζεται από τον πλούτο και την κοινωνική καταξίωση. Το σύστημα μ’ όλους αυτούς τους επαίνους και τις διακρίσεις έναντι των υπολοίπων, χωρίς κανένα απολύτως κόστος, καταφέρνει και μετατρέπει ένα νέο άνθρωπο σε υποχείριο του.
Αν συνηθίσει κάποιος στον έπαινο για ό,τι κάνει, γίνεται σαν το ναρκομανή. Αναζητά απεγνωσμένα και με τεράστιο πάθος την αναγνώριση, αγνοώντας το κόστος που πληρώνει σε προσωπικό επίπεδο. Αγνοεί παντελώς τη φύση του και ζει αποκλειστικά για την αναγνώριση. Είναι ο νέος, που αφού αγωνιστεί ως δούλος σ’ έναν πολιτικό αγώνα, θα πάρει ένα εύγε από έναν αξιωματούχο, πού είναι δούλος σαν κι αυτόν και θα το θεωρεί την κορυφαία στιγμή της ζωής του. Όταν ένας άνθρωπος θεωρεί σπουδαία πράγματα, αστειότητες αυτού του τύπου κι αγνοεί τη ζωή και τη χαρά του να ζει κάποιος μέσα σ’ αυτήν τη ζωή, είναι σαν ν’ αυτοκτονεί. Το σύστημα έχει στημένο έναν ολόκληρο μηχανισμό, στον οποίο όλοι αυτοί οι εθισμένοι για διάκριση κι εξουσία, παίρνουν τις —εκ των προτέρων— καθορισμένες δόσεις τους. Όταν βέβαια θελήσει κάποιος κάτι παραπάνω, τότε τιμωρείται κι αυτή η τιμωρία όχι μόνο δε βλάπτει το σύστημα, αλλά το ισχυροποιεί. Αν κάποιος αφισοκολλητής υπερβεί τα όριά του και ζητήσει κάτι παραπάνω, η τιμωρία είναι εξασφαλισμένη, γιατί το απαιτούν οι ανώτεροι, αφού μπαίνει στα πόδια τους, αλλά κι οι κατώτεροι, εφόσον ο θλιβερός αυτός άνθρωπος, όταν αποβληθεί, αφήνει χώρο που αγωνίζονται οι δούλοι να καταλάβουν.
Αυτή η κατάσταση ξεκινά από τους νέους, καταλήγει στην κορυφή της εξουσίας και ισχύει σ’ όλες τις δομές, που υπάρχουν στην κοινωνία. Όμως αυτός ο άθλιος νέος πώς εμπλέκεται στην υπόθεση της μοιχείας και της πορνείας, που —όπως υποστηρίζει η θεωρία— είναι το βασικό συστατικό που χρησιμοποιεί η εξουσία για το χτίσιμό της; Ένας νέος δεν είναι όμοιος με έναν πρεσβύτερο, που είτε λόγω γάμου είτε λόγω πανικού, αναζητά τον έρωτα μέσα στην πορνεία. Ένας νέος έχει πάντα τη δυνατότητα να βρει τον έρωτα και να τον απολαύσει. Πράγματι όλοι οι νέοι έχουν τις δυνατότητες ν’ απολαύσουν τη ζωή τους, όποια θέση και να πάρουν απέναντι στο σύστημα. Ό,τι δεδομένο υπάρχει για ένα νέο όμοιο με το Χριστό, το ίδιο ισχύει και για ένα δούλο. Η διαφορά είναι ότι ο ένας ζει στο παρόν κι ο άλλος στο μέλλον. Όταν οι μηχανισμοί της κοινωνίας καταφέρνουν και μπαίνουν μέσα στη λογική του ανθρώπου, παραμορφώνουν την εικόνα που βλέπει. Ένας άνθρωπος ακόμα και τη στιγμή που παίρνει έναν έπαινο, σκέφτεται τι πρέπει να κάνει για να επαινεθεί εκ νέου. Αυτό από μόνο του τον απομακρύνει από το Θεό και το Λόγο του Υιού Του.
Η στατικότητα που προτείνει ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο, χαλάει. Ο άνθρωπος κινείται πλέον σ’ ένα κεκλιμένο επίπεδο, που οδηγεί κατευθείαν στο θάνατο. Όταν κάποιος είναι νέος κι ονειρεύεται να γίνει πρωθυπουργός, παύει να ζει, μέχρι να το καταφέρει. Ακόμα κι αν το καταφέρει, θα το καταφέρει νεκρός. Τι σημαίνει αυτό; Ο νέος, όταν είναι όμορφος και δυνατός, ζηλεύει την ισχύ και τη δόξα του πρωθυπουργού. Αγνοεί όμως ότι ο πρωθυπουργός είναι ένας γέροντας, που έζησε ως δούλος όλη του τη ζωή κι ελάχιστο χρόνο απόλαυσε το είδος ζωής που του πρόσφερε η πρωθυπουργική ιδιότητα. Επειδή ο νέος έχει χαρακτηριστικά Θεού, σκέφτεται και βρίσκει πιθανούς τρόπους ή στρατηγικές, που θα του δώσουν αυτό που επιθυμεί. Η τεράστια ευφυΐα του τον σπρώχνει προς το στόχο του. Όμως ο άνθρωπος είναι θνητός. Όλα αυτά τα σκέφτεται, όταν είναι νέος και δεν του λείπει τίποτε. Αγνοεί ότι υπηρετώντας το σύστημα σαν δούλος, χωρίς να ζει, γερνά. Βλέπει στην κορυφή πρόσωπα, που λάμπουν και φαντάζεται τον εαυτό του σ’ εκείνο το σημείο. Παρασύρεται κι αγνοεί ότι όλοι εκείνοι οι γέροντες, αν είχαν τη δυνατότητα, θα πετούσαν στα σκουπίδια τους τίτλους, για να ξαναγίνουν νέοι.
Αγνοεί το Ευαγγέλιο, που περιγράφει μ’ εξαιρετική ακρίβεια τι συμβαίνει. Στην κοινωνία των Ιουδαίων θέλει αγώνα και θυσία, για να γίνει κάποιος άρχων όπως ο Νικόδημος. Αυτός ο αγώνας σημαίνει ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι, που θυσιάζουν την προσωπική τους ζωή, για να γίνουν όμοιοι του. Ο Νικόδημος δε ζήτησε από το Χριστό τρόπο για ν’ αυξήσει τις εξουσίες, ζήτησε απλά αυτό το οποίο δεν απόλαυσε καμία φορά, που είναι η νεότητα. Να ξαναγεννηθεί ήθελε ο Νικόδημος, που σημαίνει ότι ήταν απογοητευμένος από τη ζωή του και ότι η πείρα που είχε αποκτήσει πλέον, θα τον οδηγούσε σε διαφορετικές επιλογές. Όλοι οι πρεσβύτεροι αυτού του κόσμου είναι όμοιοι με το Νικόδημο. Μερικές ανάσες πριν από το θάνατο, που είναι φυσικός για τους θνητούς, αντιλαμβάνονται όλοι τη ματαιοπονία της αναζήτησης της υψηλής κοινωνικής θέσης.
Είναι μάταιο για τον άνθρωπο να θέλει ν’ αλλάξει τη θέση του κι όταν το καταφέρει να διαπιστώσει ότι δεν έχει ζωή για να ζήσει σ’ αυτήν τη θέση. Είναι μάταιο ν’ αναζητά κάποιος τον πλούτο κι, όταν τον βρει, να είναι γέροντας, που μετά βίας μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι του πόνου. Αυτήν τη ματαιότητα δεν την καταλαβαίνουν οι νέοι, γιατί νομίζουν ότι έχουν τη νεότητα σε μεγάλη διάρκεια και μπορούν να τη σκορπίζουν. Ο Θεός όλα τα δίνει με μέτρο και η δικαιοσύνη Του έδωσε και τη νεότητα με μέτρο. Οποιαδήποτε όμως ανθρώπινη παρέμβαση στη διαχείριση του χρόνου ζωής, μετατρέπει τον άνθρωπο σε τραγικό θύμα.
Αυτοί οι άθλιοι νέοι, με την παραμορφωμένη λογική και γνώση, είναι τέτοια θύματα. Αν κι ελεύθεροι, από πλευράς γάμου, είναι μοιχοί κι αναζητούν την πορνεία. Αυτό γίνεται επειδή, όταν ο νέος αυτός ταξιδεύει στο χρόνο, βρίσκεται σε κίνηση. Ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε κίνηση, μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο, βλέπει όλα τα φαινόμενα παροδικά. Αυτός ο νέος, όπως κι ο κάθε νέος, ελκύεται από την ομορφιά. Όταν αξιολογεί τον εαυτό του λανθασμένα, σημαίνει ότι αναζητά την απόλυτη ομορφιά. Φαντάζεται λοιπόν τον εαυτό του περιτριγυρισμένο απ’ όμορφες γυναίκες, που τον λατρεύουν. Όμως όταν κάποιος ονειρεύεται, δε ζει το παρόν. Ο άντρας οδηγούμενος από τις σεξουαλικές του ανάγκες συνάπτει σχέσεις που όμως υποτιμά. Αγνοεί τον έρωτα της κοπέλας που έχει και την εκμεταλλεύεται, μέχρι να έρθει η ώρα που ονειρεύεται. Όμως αυτή η ώρα αργεί και οι κοπέλες δε δέχονται να προσβάλλονται. Αυτός ο νέος αργά ή γρήγορα θα φθαρεί, θα διαπιστώσει ότι γερνά και όχι μόνο δεν έχει κάνει αυτά που ονειρεύεται, αλλά έχασε κι αυτά που είχε. Αν αυτό συμβεί αργά, τότε δε θα ξεφύγει ποτέ από την παθιασμένη αναζήτηση της πορνείας, που είναι και η μόνη λύση στο πρόβλημά του.
Έχουμε περιγράψει τον αγώνα, που χρειάζεται σ’ αυτήν την κοινωνία, για ν’ αποκτήσει κάποιος τα μέσα και ν’ απολαύσει την πορνεία. Όμως το σημαντικό εδώ, είναι ότι αυτός ο νέος είναι μοιχός ακόμα και σ’ ελεύθερη σχέση. Έχει υπερεκτιμήσει τον εαυτό του και δεν εκτιμά αυτό που έχει, αλλά αναζητά το τέλειο το οποίο κι επιθυμεί. Αυτοί οι νέοι που δεν μπορεί κάποιος να τους ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους, είναι αυτοί που γεννιούνται για να υπάρξουν ως πρεσβύτεροι. Είναι οι άνθρωποι που θα τους θυμούνται πολλοί ως μετριότητες στο σχολείο από πλευράς ικανοτήτων.. από τότε θυσιάζονταν για να καταφέρουν κάτι σημαντικό κι ενώ στο μεταξύ έχουν χαθεί τα ίχνη τους, ξαναεμφανίζονται μεσήλικες με τίτλους και διεκδικούν αξιώματα. Είναι ο πολιτικός, που κάποιος θα τον θυμάται ως βλάκα κι απομονωμένο από τις παρέες και ο οποίος μετά από χρονοβόρες σπουδές σ’ όλον τον κόσμο, εμφανίστηκε μέσα σε μία νύχτα ως ευφυΐα κι ως σωτήρας. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι για τους νέους ανθρώπους, γιατί τους παρασύρουν. Όσο πιο κουτοί είναι, τόσο το καλύτερο για το σύστημα. Οι άντρες λόγω της φύσης τους ως πνευματικά όντα δημιουργούν, κι είναι φυσικό ν’ αναζητούν τον έπαινο, είτε προέρχεται από τους γονείς είτε από την κοινωνία.
Όταν το σύστημα έχει την ευχέρεια να επαινεί κι αυτό το γεγονός να βρίσκει ανταπόκριση στο σύνολο της κοινωνίας, τότε καταφέρνει ορισμένα πράγματα, που είναι επιθυμητά. Για τους κουτούς ανθρώπους προβλέπει πάντα —με μόνο στοιχείο τη δουλεία— την απόδοση τιμής που είναι ψίχουλα εξουσίας. Όμως αυτά τα ψίχουλα ερεθίζουν τους πραγματικά έξυπνους. Ένας έξυπνος άνθρωπος, που βλέπει έναν καταξιωμένο κουτό, βασανίζεται και βάζει το μυαλό του να δουλέψει σ’ εκείνη την κατεύθυνση. Άγχεται, γιατί βλέπει αυτό, που είναι πραγματικότητα και σωστό. Βλέπει ότι ένας κουτός είναι σε καλύτερη θέση από εκείνον, που είναι έξυπνος. Αυτό το άγχος τον υποτάσσει κι είναι θέμα χρόνου να βρει τρόπο να ξεπεράσει τον κουτό. Όμως το σύστημα μέχρι την κορυφή του παρουσιάζει μεγάλες διαφορές, ως προς την ποιότητα των ανθρώπων, που το υπηρετούν. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να παγιδεύσει από τον λιγότερο ευφυή, μέχρι μία διάνοια. Ο λιγότερο ευφυής θ’ ακολουθήσει τη μικρή πορεία του, μέχρι να βρει μπροστά του έναν ανώτερο, πιο δούλο και πιο έξυπνο. Η πραγματική ευφυΐα θα νικά συνέχεια τους ανωτέρους του, μόνον που η χρονοβόρα αυτή δραστηριότητα, θα τον κάνει να ταυτιστεί με το σύστημα.
Από ένα σημείο και πέρα ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει πίσω, γιατί μία ενδεχόμενη αλλαγή, τού στερεί και τα λίγα που μπορεί σ’ εκείνη την ηλικία ν’ απολαύσει. Ο μεσήλικας, που κάποτε σηκώνει το κεφάλι και βλέπει ότι έχασε τη νεότητα του, σ’ εκείνο το σημείο παίρνει για δεύτερη φορά τη σημαντική απόφαση για το τι ακριβώς πρέπει να κάνει. Αυτήν τη φορά όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά για το σύστημα. Ο άνθρωπος αυτός φοβάται να χάσει όλα τα δικαιώματα του και ν’ ανταγωνιστεί τους νέους με ίσους όρους. Θέλει με κάθε θυσία να κρατήσει τις υπεραξίες του και γίνεται ο γνωστός θαμώνας των μπαρ, που αναζητά πόρνες, φορώντας ακριβά ρούχα κι οδηγώντας πανάκριβο σπορ και προπάντων νεανικό αυτοκίνητο. Οι υπόλοιποι αμετανόητοι, ακριβώς τότε παίρνουν νέες αποφάσεις θυσίας, με τις οποίες, αν μέχρι εκείνη την ηλικία εξασφάλισαν τον πλούτο, από το σημείο εκείνο αναζητούν και τη δόξα.
Όλα τα παραπάνω είναι η εικόνα της πορείας του σύγχρονου άντρα, που επιταχύνεται μετά την ένταξη του στην “εν γάμω” κοινωνία. Όλες οι φιλοδοξίες κι οι αγώνες που πραγματοποιεί ο άντρας, τον μετατρέπουν σε δούλο και τον θέτουν έξω από την οικογένεια. Ακόμα και στην περίπτωση του έρωτα είναι αδύνατο να παρεκκλίνει κάποιος απ’ αυτήν την πορεία. Η “σάρκα μία” που μας περιγράφει ο Χριστός, γίνεται διπλή σάρκα κι αυτήν τη σχέση τη διατηρεί ο θεσμός του γάμου και η πονηριά τής γυναίκας, που αρνείται να εγκαταλείψει τον άντρα, θυσιαζόμενη για τα παιδιά της.
Απ’ αυτό το σημείο και πέρα θα εξετάσουμε τη γυναίκα μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και τη ζωή της, από την επομένη μέρα του γάμου ως και το θάνατο της. Η γυναίκα, σύμφωνα με το Λόγο του Χριστού, είναι αυθύπαρκτο ον κι απ’ αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε(Ματθ. 19.4-19.6) “ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν” (Διά τούτο ο άνθρωπος θά εγκαταλείψη τόν πατέρα καί τήν μητέρα καί θά προσκολληθή εις τήν γυναίκα του, καί οι δύο θά γίνουν μία σάρκα). Αυτός ο λόγος, εξαιρετικά πυκνός σ’ αυτό το σημείο, έχει διαφορετική σημασία απ’ αυτήν που διερευνήσαμε σ’ άλλο σημείο της θεωρίας, που έχει σχέση με τον έρωτα. Η γυναίκα ως αυθύπαρκτη κι ανεξάρτητη δομή, ελκύει τον άντρα που έχει άλλη φύση κι αποτέλεσμα αυτής της έλξης είναι η “σάρκα μία”. Όταν ερμηνεύουμε την κατάσταση του γάμου σε κοινωνίες απλές, τύπου Βαβυλώνας, αλλά και σύνθετες, είδαμε ότι ζητούμενο είναι η μοιχεία κι αυτό είναι αποτέλεσμα ενός γάμου συμφέροντος ή η τεχνητή φθορά του πραγματικού έρωτα, μέσα στις πραγματικά δύσκολες συνθήκες, στις οποίες ζουν οι άνθρωποι και προσπαθούν να επιβιώσουν.
Όμως ό,τι και να συμβαίνει, απ’ όπου κι αν προέρχεται η φθορά και η μοιχεία, αυτό που μας απασχολεί είναι ένα και βρίσκεται στο λόγο του Χριστού: “ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα” (Διά τούτο ο άνθρωπος θά εγκαταλείψη τόν πατέρα καί τήν μητέρα). Όταν ο πατέρας και η μητέρα δεν είναι “σάρκα μία”, άρα ένα λειτουργικά τέλειο σύνολο, τι ακριβώς συμβαίνει; Ο Χριστός περιγράφει την ιδανική κατάσταση κι αυτή είναι μία κατάσταση, που το πιο πιθανό είναι να μην ισχύει στην κοινωνία μας. Άρα είναι φυσιολογικό εξαιτίας αυτής της διαφοράς να γεννιούνται προβλήματα, που ευνοούν το σύστημα και κατατρύχουν τους ανθρώπους. Ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο, περιγράφει τον άντρα ως γιο.. αυτή η περιγραφή δείχνει μία κίνηση, της οποίας το αποτέλεσμα είναι ο υγιής και τέλειος εγκλωβισμός του γιου-άντρα πλέον μέσα στη δομή της γυναίκας του. Όμως, ο υγιής απεγκλωβισμός της φύσης του γιου από τη σύνθεση του πατέρα και της μητέρας του, είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί, όταν ισχύει αυτό που περιγράφει ο Χριστός. Όταν δηλαδή ο πατέρας και η μητέρα είναι “σάρκα μία”.
Όταν υπάρχει γάμος κι αυτός, όπως είδαμε, δημιουργεί το φαινόμενο της μοιχείας μέσα στο κοινωνικό κύτταρο, την οικογένεια, φυσικό είναι να μη λειτουργούν φυσιολογικά κι άλλα φαινόμενα. Όταν οι γονείς είναι “σάρκα μία”, ο πατέρας κινείται μέσα στη δομή της μητέρας, δηλαδή της γυναίκας του. Όταν υπάρχει και γιος, εφόσον η δομή της μητέρας, αλλά και η φύση του πατέρα δε μεταλλάσσονται, σημαίνει αυτόματα ότι ο γιος μοιράζεται με τον πατέρα την ίδια δομή, που είναι αυτή της μητέρας. Σύμφωνα με το Χριστό και το Δημιουργό, αυτό είναι φυσιολογικό και τέλειο, αλλά μόνο στην περίπτωση που οι γονείς είναι “σάρκα μία”.
Όταν υπάρχει μοιχεία και λόγω κοινωνίας ο άντρας αναγκάζεται ν’ αποκολληθεί από τη δομή της γυναίκας του και να μεταμορφωθεί σε φορέα εξουσίας μέσα στην οικογένεια, τότε αλλάζει εντελώς η κατάσταση. Ο γιος είναι από τα δεδομένα μέσα στη δομή της μητέρας του, αλλά σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, αυτήν τη δομή τη μονοπωλεί. Ο άντρας πατέρας, με την απουσία του, αφήνει τεράστιο χώρο τον οποίο σ’ άλλη περίπτωση δε θα δικαιούνταν ο γιος να καταλάβει. Όταν αυτή η μη φυσιολογική κατάσταση υποτίθεται ότι ωριμάζει, τότε πάλι έχει ισχύ ο Λόγος του Χριστού, που λέει ότι ο άνθρωπος εγκαταλείπει τον πατέρα του και τη μητέρα του για να προσκολληθεί στη γυναίκα του. Η εγκατάλειψη αυτήν τη φορά δεν έχει σχέση με τη “σάρκα μία”, που σημαίνει πατέρα και μητέρα, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση έχει σχέση μόνο με τη μητέρα. Όταν δηλαδή έχουμε μοιχεία, ο άνθρωπος εγκαταλείπει για τη γυναίκα του μόνον τη μητέρα, δηλαδή τη δομή που τον φιλοξένησε μέχρι να ωριμάσει. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο είναι το πρόβλημα κι εδώ πρέπει να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας. Πριν όμως συμβεί αυτό, είναι απαραίτητο να δούμε τα πράγματα από την αρχή και να καταλήξουμε σ’ αυτό το σημείο.
Η γυναίκα ως ον είναι αυθύπαρκτη. Από τη στιγμή που γεννιέται, μπορεί κι ωριμάζει κάτω απ’ οποιεσδήποτε συνθήκες. Το εξαιρετικά ανεπτυγμένο, αλλά και ισχυρότατο μητρικό της ένστικτο, είναι αυτό, που στην ουσία τής δίνει αυτά τα χαρακτηριστικά. Η πρώτη κοινωνία που αντίκρισε ο άνθρωπος, ήταν η μητριαρχική κι αυτό δείχνει την αυθεντικότητα της ισχύος της γυναίκας. Η μητριαρχική κοινωνία δεν ήταν μία κοινωνία, που επιβίωνε μέσω πολύπλοκων τεχνητών μηχανισμών. Ήταν μία κοινωνία, η οποία δεν είχε καμία απολύτως ανάγκη εφευρημάτων. Η μόνη μέριμνα που δινόταν ως σύστημα, ήταν η δυνατότητα να μπορούν οι γυναίκες να γεννούν και να εξουσιάζουν τα παιδιά τους, χωρίς καμία παρεμβολή στο έργο τους, από τον πολύ πιο ισχυρό σωματικά και πνευματικά άντρα. Η ισχύς της γυναίκας, που την κάνει το πιο ισχυρό κι ανίκητο πλάσμα στον πλανήτη, είναι η πίστη και η αυτοθυσία, που τη διακρίνει στις σχέσεις της με τα παιδιά της.
Με την κοσμογονική αλλαγή, που σημειώθηκε με την ένταξη της ανθρωπότητας στην εποχή της πατριαρχίας στην οποία ζούμε ακόμα και σήμερα, σημειώθηκαν σ’ όλα τα επίπεδα τεράστιες αλλαγές. Καμία αλλαγή όμως και σε καμία περίπτωση, δεν είναι ικανή ν’ αλλάξει τη δομή και τα χαρακτηριστικά της γυναίκας ως σύνολο. Οι διαφορές μεταξύ των γυναικών στο σύνολο της συμπεριφοράς τους είναι σχεδόν μηδαμινές. Ο άντρας, λόγω ρευστότητας κι ευφυΐας, μπορεί να καταλάβει σχεδόν όλο το φάσμα, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη, αντρική και γυναικεία συμπεριφορά. Οι γυναίκες, προικισμένες ειδικά από το Δημιουργό, για να επιτελέσουν την ύψιστη αποστολή τους, έχουν πανίσχυρη δομή και σταθερότητα κι ένα σχεδόν αλάθητο ένστικτο, που τις κατευθύνει. Οι άντρες στερούνται ενστίκτου, που είναι στην ουσία μόνιμη επαφή με το Θεό, έστω κι ακατανόητη, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο μπορούν με τα ίδια δεδομένα να πραγματοποιήσουν παντελώς διαφορετικά πράγματα. Η γυναίκα με το ένστικτο, ως πυξίδα στη ζωή της, ακολουθεί μία συγκεκριμένη πορεία κι είναι σχεδόν αδύνατη κάθε παρέκκλιση. Αυτό το ένστικτο που της δίνει δύναμη, είναι και η κατ’ εξοχήν αδυναμία της την οποία εκμεταλλεύεται το σύστημα.. είναι αδυναμία, γιατί αν σκεφτεί κάποιος ότι η εξουσία επιθυμεί κάποια προβλέψιμα χαρακτηριστικά για να ελέγχει τη βάση, τότε εύκολα καταλαβαίνει πόσο απλό είναι αυτό, αν κατορθώσει και κατευθύνει αυτήν την τεράστια ανθρώπινη μάζα που αποτελεί το μισό πληθυσμό.
Το σύστημα, για να ελέγξει τους ανθρώπους, προσπαθεί να τους δώσει κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία κάνουν τη συμπεριφορά τους προβλέψιμη κι ως εκ τούτου την επιθυμητή για τη λειτουργία του. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι δύσκολο να δημιουργηθούν στην περίπτωση του άντρα κι αυτό εξαιτίας της φύσης του. Η δημιουργία όμως τεχνητών συνθηκών και η εκμετάλλευση της αλλαγής του άντρα, όταν γερνάει, είναι αρκετά για την ανάπτυξη τους. Η τεράστια αχανής βάση της πυραμίδας που μελετήσαμε, έστω και με τον έλεγχο ενός σοβαρού ποσοστού των αντρών αυτής, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ελεγχθεί και να εξουσιαστεί, σύμφωνα με το πρότυπο της Βαβυλώνας ή της σύγχρονης κοινωνίας. Ο μισός ανθρώπινος πληθυσμός αποτελείται από γυναίκες κι αυτό σημαίνει ότι αυτή η αχανής βάση, είναι μόνο στο μισό της ομόφυλη της εξουσίας της πατριαρχικής κοινωνίας. Δεν υπάρχει γυναίκα, αιώνες τώρα, που να μη γνωρίζει και να μην έχει συνείδηση της μειονεκτικής θέσης της μέσα στην κοινωνία. Η πατριαρχική κοινωνία είναι μία μορφή κοινωνίας, που καταδυναστεύει το σύνολο των ανθρώπων. Αν λάβει κάποιος υπόψη του ότι εχθροί αυτής της κοινωνίας είναι το πιο δυναμικό κι ευφυές τμήμα των αντρών, οι νέοι, αλλά κι οι γυναίκες στο σύνολό τους, τότε είναι απορίας άξιον πώς συντηρείται. Οι νέοι το πολεμούν συνέχεια, είτε συνειδητά με λόγους κι έργα είτε εν αγνοία τους με τη στάση τους απέναντι στη ζωή. Οι γυναίκες όμως; Οι γυναίκες είναι οι κατ’ εξοχήν αδικημένες από το σύστημα και όχι μόνο δεν το πολεμούν, αλλά και το στηρίζουν.
Αυτό το φαινομενικά αυθαίρετο πρέπει να τ’ αποδείξουμε. Οι γυναίκες έδωσαν μεγάλες μάχες για τα δικαιώματα τους κι αυτό είναι ένα επιχείρημα εναντίον της παραπάνω άποψης. Η μεγάλη κι ουσιαστική διαφορά είναι ότι οι αγώνες αυτοί δόθηκαν μέσα στο σύστημα για δικαιώματα, που απορρέουν μέσα από τεχνητές συνθήκες που δημιουργεί το σύστημα. Η γυναίκα θεωρεί τον εαυτό της αδικημένο και παγιδεύεται στα επιφανειακά και χωρίς ουσία δικαιώματα, τα οποία δήθεν απολαμβάνουν οι άντρες. Η γυναίκα ανταγωνίζεται τον άντρα και τον μάχεται αγνοώντας τον κύριο υπεύθυνο, που είναι το σύστημα. Οι άντρες θυσιάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, για ν’ ανατρέψουν τα ανθρωποκτόνα συστήματα και οι γυναίκες τους μάχονται, στηρίζοντας έμμεσα το σύστημα. Αυτό συμβαίνει, γιατί η γυναίκα φοβάται την αστάθεια και την αναρχία, που αντιλαμβάνεται ότι θ’ ακολουθήσει, αν πολεμήσει το σύστημα απευθείας. Αυτός ο φόβος είναι, που μετατρέπει τη δύναμη της σ’ αδυναμία. Οι γυναίκες, τα πιο ισχυρά όντα, θα μπορούσαν στο σύνολο τους να παρομοιαστούν μ’ έναν ποταμό λάβας. Μόνες τους και χωρίς καμία βοήθεια, θα μπορούσαν, αν στρέφονταν εναντίον του συστήματος, να το συντρίψουν και να το εξαφανίσουν από το πρόσωπο της Γης. Δε στρέφονται, γιατί απλούστατα δεν έχουν την εκρηκτική ευφυΐα του άντρα, για να μπορέσουν ν’ αντιληφθούν τι ακριβώς συμβαίνει και το πιο σημαντικό… δεν αντιλαμβάνονται τι ακριβώς θα επακολουθήσει.
Το σύστημα, εκμεταλλευόμενο τη γνώση του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γυναίκας, την τρομοκρατεί και την ωθεί στον αυτοπεριορισμό. Το ένστικτο που την κυβερνά λόγω συγκεκριμένης αποστολής, δεν της επιτρέπει πολλά περιθώρια αυτοσχεδιασμού. Μία γυναίκα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει ούτε Διογένης “ο κυνικός”, ούτε ο Μέγας Αλέξανδρος. Οι προαναφερθέντες άντρες με κοινά αντρικά χαρακτηριστικά, δρουν και φιλοσοφούν μέσα στην κοινωνία που τους γέννησε με διαμετρικά αντίθετο τρόπο. Οι γυναίκες δεν μπορούν να παρουσιάσουν τόσο μεγάλες διαφορές στη συμπεριφορά τους. Το σύστημα κινδυνεύει κι απειλείται διαρκώς από τους άντρες, που είναι απρόβλεπτοι. Το ίδιο σύστημα, που αγωνίζεται εναντίον όλων των αντρών, πετυχαίνει κι ελέγχει τη γυναίκα με απόλυτο τρόπο και χωρίς καθόλου κόπο. Η τεράστια βάση της ανθρώπινης πυραμίδας χωρίζεται αυθαίρετα, και χωρίς να τηρηθούν σε καμία περίπτωση ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα.
Στο πατριαρχικό σύστημα αυτή η βάση χωρίζεται σε άνω και κάτω. Άνω είναι το σύνολο του αντρικού πληθυσμού, ενώ κάτω είναι το σύνολο του γυναικείου. Ο διαχωρισμός αυτών των στρωμάτων, έχει ως γενικό αποτέλεσμα, η τεράστια δύναμη των γυναικών να περνά πολύ πιο κάτω από τα σημεία έδρασης της πυραμίδας της εξουσίας και κατ’ αυτόν τον τρόπο να μην τη θίγει. Με το γάμο καταφέρνει το σύστημα, περνώντας τη μοιχεία και την εξουσία μέσα στην οικογένεια, να μην αναμειγνύονται αυτά τα στρώματα. Το σύστημα δίνει στον άντρα το δικαίωμα να εξουσιάζει τη γυναίκα του, με συνέπεια ο μεν άντρας να μετατρέπεται σ’ υπηρέτη του συστήματος, η δε γυναίκα να παραμένει στο κατώτερο στρώμα, που είναι επιθυμητό απ’ αυτό. Αν αφεθεί ο έρωτας να κυριαρχήσει, τότε το σύστημα κινδυνεύει, γιατί αυτά τα στρώματα αναμειγνύονται και η ευφυΐα του άντρα βρίσκει ανταπόκριση μέσα σε μία πανίσχυρη δομή, που είναι ανίκητη. Οι γυναίκες, αυτούς τους άντρες —που είδαμε ότι ως πρεσβύτεροι σκοτώνουν την ελπίδα που γεννούν αυτές οι ίδιες, ως γιο— μπορούν να τους εξοντώσουν σ’ ελάχιστο χρόνο, αν το αντιληφθούν.
Οι γυναίκες διατηρούν συζυγική σχέση μ’ αυτούς τους άντρες κι υποτάσσονται στην αθλιότητα τους, για χάρη των παιδιών τους. Αν για κάποιο λόγο αντιληφθούν ότι αυτή η θυσία, που είναι τρομερή στην περίπτωση της μοιχείας, είναι τραγική ειρωνεία, τότε αυτοί οι άντρες θα κατασπαραχθούν στην κυριολεξία από τις γυναίκες, μ’ έναν τρόπο που ο αντρικός νους δε διανοείται. Οι μαινόμενες Βάκχες είναι η λάβα, που δεν μπορεί πλέον να κατευθυνθεί. Αυτό είναι βέβαια το τελικό στάδιο, αλλά το αναφέρουμε, για να γίνει κατανοητό με πόση μεγάλη ευφυΐα καταφέρνει το σύστημα κι εξοντώνει τους νέους, που είναι ό,τι πιο ιερό έχουν οι γυναίκες ως μητέρες, εκμεταλλευόμενο τις συνήθειες των πρεσβυτέρων, τους οποίους οι γυναίκες απλά ανέχονται ως συζύγους. Το σύστημα κατορθώνει και συμμαχεί με τις γυναίκες, έχοντας στόχο τους νέους… οι γυναίκες συμμαχούν μ’ αυτό, γιατί νομίζουν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο, έστω και θυσιαζόμενες, τους προστατεύουν.
Η γυναίκα, από τη στιγμή που μπαίνει στον επιθυμητό από την κοινωνία γάμο, παύει να υφίσταται ως γυναίκα και υπάρχει πλέον ως μητέρα. Σε μία κοινωνία στην οποία, από τα δεδομένα, η ζωή είναι δύσκολη, τα συμφέροντα ανάμεσα στη φύση της γυναίκας κι αυτήν της μητέρας είναι αλληλοσυγκρουόμενα. Αυτά τ’ αντίθετα συμφέροντα είναι, που θα φθείρουν και τον έρωτα, τις λίγες φορές που υπάρχει. Η γυναίκα ως άνθρωπος, θέλει ν’ απολαμβάνει το σύντροφό της, όσο το δυνατόν πιο πολύ, ενώ η γυναίκα-μητέρα θυσιάζει την προσωπική της ευχαρίστηση, που απαιτεί χρόνο κι ωθεί τον άντρα στον αγώνα της ζωής, που τον καταστρέφει. Από τη στιγμή που μία γυναίκα γίνει μητέρα, θέλει και θυσιάζεται, για να μη λείψει το παραμικρό από τα παιδιά της. Όμως όλα αυτά τ’ αγαθά σε μία κοινωνία, που δίνει ελάχιστα στους εργαζόμενους, απαιτούν θυσίες, τις οποίες το θνητό κορμί του άντρα δεν αντέχει. Από τη στιγμή, που στην ιδανική περίπτωση του έρωτα, αυτός φθαρεί για λόγους που πια γνωρίζουμε, τα πράγματα παίρνουν την επιθυμητή για το σύστημα κατεύθυνση. Το σύστημα επιθυμεί όσο τίποτε άλλο στην περίπτωση της γυναίκας, ν’ απορροφηθεί ως άνθρωπος στη μέριμνα για τα παιδιά της.
Απ’ αυτό το σημείο και πέρα, για τα όσα συμβαίνουν, γνώση μπορεί ν’ αντλήσει κάποιος, μόνον από το Λόγο του Χριστού. Ο Χριστός από τη στιγμή που εμφανίστηκε πάνω στη Γη, έδωσε στον κόσμο μία κατεύθυνση, η οποία ήταν η επιθυμητή για το Θεό και για το Σχέδιο Θέωσης, που είχε θέσει σε λειτουργία. Όλα όσα επακολούθησαν, ήταν εις γνώση του Χριστού, αφού Αυτός τα προκάλεσε. Ο Ίδιος σε προσωπικό επίπεδο, κι αυτό είναι η μεγαλύτερη προσφορά Του στον κάθε θνητό άνθρωπο, αποκαλύπτει την αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι μετά τον ερχομό Του θα προκύψουν προβλήματα, μέσα στην οικογένεια κι αυτά τα περιγράφει ο Χριστός. Μόνον τυφλοί άνθρωποι δεν μπορούν να δουν την αλήθεια μέσα από το Ευαγγέλιο και μ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνουν τις Γραφές.
Ο Χριστός λέει τα πολύ αποκαλυπτικά: (Ματθ. 10.34-10.36) “Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην.. ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής.. και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού.” (Μή νομίσετε πώς ήλθα νά βάλω ειρήνην εις τήν γήν. Δέν ήλθα νά βάλω ειρήνην αλλά μαχαίρι. Ήλθα νά χωρίσω άνθρωπον από τόν πατέρα του καί θυγατέρα από τήν μητέρα της καί νύμφην από τήν πενθεράν της. Καί εχθροί τού ανθρώπου θά γίνουν οι δικοί του.). Στο (Λουκ. 12.51-12.54) επίσης λέει: “δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη; ουχί, λέγω υμίν, αλλ’ ή διαμερισμόν. έσονται γαρ από του νυν πέντε εν οίκω ενί διαμεμερισμένοι, τρεις επί δυσί και δύο επί τρισί… διαμερισθήσονται πατήρ επί υιώ και υιός επί πατρί, μήτηρ επί θυγατρί και θυγάτηρ επί μητρί, πενθερά επί την νύμφην αυτής και νύμφη επί την πενθεράν αυτής.” (Νομίζετε ότι ήλθα διά νά δώσω ειρήνην εις τήν γήν; Όχι, σάς λέγω, αλλά χωρισμόν. Διότι από τώρα καί εις τό εξής θά υπάρχουν εις ένα σπίτι πέντε άνθρωποι χωρισμένοι σέ μερίδες, τρείς εναντίον δύο καί δύο εναντίον τριών. Θά χωρισθούν ο πατέρας εναντίον τού υιού καί ο υιός εναντίον τού πατέρα, η μητέρα εναντίον τής θυγατέρας καί η θυγατέρα εναντίον τής μητέρας, η πεθερά εναντίον τής νύφης της καί η νύφη εναντίον τής πεθεράς της.). Όλα όσα αναφέρει ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο, έχουν να κάνουν με τα όσα διαδραματίζονται μέσα στο σπίτι του καθενός, που ζει στην κοινωνία, της οποίας τα θεμέλια έθεσε ο Ίδιος. Η γυναίκα, από τη στιγμή που η κοινωνία περιορίζει την ελευθερία σκέψης κι επιλογής της, από τη στιγμή που ωριμάζει, γίνεται σύζυγος, που βιώνει τις παραπάνω συνθήκες. Από τη στιγμή που η γυναίκα παντρεύεται, επιθυμία του συστήματος είναι να γίνει αμέσως μητέρα.
Σ’ άλλο σημείο αναφέραμε ότι αλάθητο σημείο για να ξεχωρίζει κάποιος τι ωφελεί το σύστημα, είναι να γνωρίζει τι συμβουλεύει, με δήθεν καλοπροαίρετη διάθεση. Δεν υπάρχει ζευγάρι, το οποίο, από τη στιγμή που ενώνεται με τα δεσμά του γάμου, δε δέχεται πιέσεις απ’ όλες τις κατευθύνσεις για θέματα, που αφορούν την τεκνοποίηση. Κοινό στοιχείο όλων αυτών των δήθεν φιλικών προτροπών και συμβουλών είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη γέννηση παιδιών. Όλοι βιάζονται να δουν απογόνους κι ο καθένας για το δικό του λόγο, που είναι άσχετος με την ευτυχία των ανθρώπων. Δύο άνθρωποι όταν, ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχει ερωτική έλξη, αποφασίζουν να συμβιώσουν, χρειάζονται χρόνο. Ο χρόνος αυτός είναι απαραίτητος για να διαπιστωθεί από τους ίδιους, που είναι οι άμεσα κι αποκλειστικοί ενδιαφερόμενοι, αν μπορούν να συμβιώσουν.
Η πραγματική συμβίωση δύο ανθρώπων είναι μία πραγματικά δύσκολη υπόθεση. Μέσω αυτής έρχονται στην επιφάνεια χαρακτηριστικά των ανθρώπων, που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά σε καμία άλλη περίπτωση. Η συμβίωση απαιτεί ορισμένες θυσίες, που, αν ο έρωτας δεν είναι πραγματικός, τον φθείρουν, ενώ στην αντίθετη περίπτωση είναι μία πραγματική απόλαυση. Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο, από το να μπορεί κάποιος να ζει με τον έρωτά του μέσα στο ίδιο σπίτι. Στο σπίτι αυτό υπάρχει συνεχώς ο Ίδιος ο Θεός. Οι νέοι άνθρωποι πολύ συχνά παρασύρονται από τον ενθουσιασμό τους —κι αυτό δεν είναι κακό, εφόσον όλα αυτά τους οδηγούν στο να εκτιμήσουν τον πραγματικό έρωτα— και νομίζουν ότι είναι έτοιμοι για τη μόνιμη συμβίωση. Τα επιπόλαια αισθήματα όμως, όταν έρχονται οι πρώτες δυσκολίες της ζωής, εγκαταλείπουν τους ανθρώπους. Ένας έρωτας, που δε δοκιμάζεται μέσα σε πραγματικές συνθήκες συμβίωσης, ποτέ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απόλυτα ως πραγματικός. Οι άνθρωποι χρειάζονται χρόνο κι αυτός ο χρόνος είναι, που θα τους δώσει την ευκαιρία να εκτιμήσουν τα αισθήματά τους.
Στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας η γυναίκα πήγαινε με τη μορφή λαφύρου σ’ ένα σπίτι που δε γνώριζε και η εκ των προτέρων απουσία του έρωτα, τής εξασφάλιζε μία ζωή μέσα στην Κόλαση. Ζούσε ανάμεσα σ’ ανθρώπους που τις περισσότερες φορές, κατέληγε να μισεί. Αυτού του τύπου η κοινωνία, δεν πρόσφερε στη γυναίκα την πολυτέλεια της σκέψης και των πολλών επιλογών. Εφόσον προερχόταν και η ίδια από μία παρόμοια οικογένεια, δύο επιλογές είχε: η πρώτη ήταν να πολεμήσει εναντίον του συνόλου της κοινωνίας και η δεύτερη ήταν να γεννήσει το γρηγορότερο δυνατόν τα παιδιά της και ν’ αφιερωθεί σ’ αυτά, γεγονός που συνδέεται με τη φύση της και την ικανοποιεί όσο τίποτε άλλο. Η κοινωνία εκμεταλλευόμενη αυτήν τη βέβαιη επιλογή της γυναίκας, λειτούργησε για αιώνες χωρίς το παραμικρό απ’ αυτήν πρόβλημα. Στη σημερινή κοινωνία τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά και θα πίστευε κάποιος ότι ειδικά στα χρόνια που ζούμε, η πρόοδος είναι τεράστια. Φαινομενικά η πρόοδος είναι κάτι, που φαίνεται με την πρώτη ματιά, αλλά η περαιτέρω εμβάθυνση φέρνει στο φως τα ίδια ακριβώς προβλήματα. Η γυναίκα σήμερα είναι ελεύθερη να γνωρίσει τον έρωτα και να έχει τις δικές της συναναστροφές. Η σύγχρονη γυναίκα δεν είναι απαραίτητο να περιμένει το γάμο για να γευθεί το σαρκικό έρωτα. Μπορεί να ερωτευθεί και στη συνέχεια ν’ απολαύσει και η ίδια το σαρκικό έρωτα. Όταν ο έρωτας είναι απ’ όλες τις πλευρές πλήρης, οι άνθρωποι έχουν γνώση πολλών αληθειών, που αφορούν τη σχέση τους. Η γυναίκα της Βαβυλώνας με τη σύγχρονη γυναίκα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν έχουν καμία σχέση και η σύγκριση δείχνει πραγματικά πόσο σημαντική πρόοδος έχει επιτευχθεί.
Όμως το σύστημα και στη μία περίπτωση και στην άλλη επιδιώκει τα ίδια πράγματα.. εφόσον υπάρχει το ίδιο τεράστιο πρόβλημα εξουσίας κι ανισότητας, σημαίνει ότι τα καταφέρνει εξίσου καλά. Οι νεαρές γυναίκες απολαμβάνουν σήμερα τον έρωτα, όπως φυσιολογικά έχουν δικαίωμα να το κάνουν, αλλά δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν σε ποιο σημείο και με ποιον τρόπο τις ισοπεδώνει το σύστημα. Αυτό που είναι απαραίτητο για να διαπιστωθεί αν οι δύο άνθρωποι είναι “σάρκα μία”, είναι απαγορευμένο στη σύγχρονη κοινωνία. Η συμβίωση, που θα φθείρει τα επιπόλαια αισθήματα μέσα σ’ ελάχιστο χρόνο, είναι κάτι, που σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται από το σύστημα. Θεωρητικά σήμερα είναι όλα ελεύθερα —κι αυτό μετά από αγώνες— και κανένας δεν μπορεί, όση ισχύ κι αν έχει, να τα περιορίσει. Οι γυναίκες μπορούν κι επιλέγουν μόνες τους το σύντροφο τους κι αυτό είναι, που τις δίνει τεράστια χαρά και τις ξεχωρίζει από τις γυναίκες-αντικείμενα της Βαβυλώνας. Όμως αυτό που απαγορεύεται, είναι η συμβίωση.
Συμβίωση, από τη Βαβυλώνα μέχρι και σήμερα, σημαίνει γάμος και σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται το πρόβλημα για τους ανθρώπους, αλλά και η δύναμη της εξουσίας του συστήματος. Ακόμα κι ο πιο δυνατός υπέροχος έρωτας, πρέπει να περάσει μέσα από το φίλτρο του γάμου, μέσα από μία εντός πλαισίου συμβίωση. Το σύστημα απαιτεί να υπάρχει αυτό το πλαίσιο, γιατί αλλάζει εντελώς τ’ αρχικά δεδομένα. Η γυναίκα από τη στιγμή που ενώνεται με τα δεσμά του γάμου, τα οποία σήμερα είναι μία φαινομενικά τυπική διαδικασία, εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο, που περιορίζει την ελευθερία της. Την ελευθερία, όταν προϋπάρχει ο έρωτας, δεν την περιορίζει ο άντρας της, αλλά ένα σύνολο άσχετων μ’ αυτήν ανθρώπων, που σε καμία περίπτωση δε δικαιούνται να έχουν τον παραμικρό λόγο. Η γυναίκα ερωτεύθηκε κι ενώθηκε με τον άντρα που αγάπησε και σε καμία περίπτωση με τη μητέρα, τον πατέρα ή τ’ αδέρφια του. Όμως η νέα κατάσταση επιβάλλει στη γυναίκα απόψεις ανθρώπων, που στην καλύτερη περίπτωση, τής είναι αδιάφοροι. Αγαπάει έναν άντρα κι εξαιτίας αυτής της αγάπης, πέρα από τις φυσιολογικές θυσίες που πρέπει να πραγματοποιήσει, είναι υποχρεωμένη ν’ ανέχεται κι ένα σύνολο αγνώστων ανθρώπων. Αν ο ψευδοέρωτας φθείρεται τάχιστα μέσα από τη συμβίωση, εύκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος το μέγεθος της επιτάχυνσης αυτής της φθοράς μετά από μία τεράστια εξωτερική και υποχρεωτική παρέμβαση. Η σύγχρονη γυναίκα των μεγάλων κατακτήσεων έρχεται ακριβώς στην ίδια κατάσταση με τη γυναίκα της Βαβυλώνας, μόνον που αυτήν τη φορά —κι αυτό είναι τραγικότερο— κατόπιν ελεύθερης επιλογής.
Η γυναίκα σήμερα έχει ένα πλεονέκτημα, που στην ουσία δε λειτουργεί, γιατί και η κοινωνία έγινε πιο πονηρή: αν μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα δεν ικανοποιείται, μπορεί να χωρίσει, χωρίς να είναι υποχρεωμένη ν’ αντιμετωπίσει το σύνολο της κοινωνίας. Η προστυχιά της κοινωνίας, που δήθεν καλοπροαίρετα εύχεται καλούς και πολλούς απογόνους, έχει στόχο να περιορίσει αυτό το μεσοδιάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου η σύγχρονη γυναίκα μπορεί, αλλά και πρέπει να πάρει σοβαρές αποφάσεις. Όλοι πιέζουν για επίσπευση της επιθυμητής τεκνοποίησης. Ακόμα κι όταν δεν μπορούν να πιέσουν απευθείας, εφόσον το νεαρό ζευγάρι αποφασίζει από κοινού να δει πώς εξελίσσονται τα πράγματα, τότε οι πρόστυχοι άνθρωποι, που κατά τραγική ειρωνεία ανήκουν στο γενικότερο οικογενειακό περιβάλλον, αρχίζουν και σκορπούν δηλητήριο. Μήπως είναι ανίκανος; Μήπως δεν μπορεί να κάνει παιδιά εξαιτίας κάποιου γυναικολογικού προβλήματος που απέκρυψε; Μήπως; Μήπως; Χιλιάδες βρωμερά μήπως από ανθρώπους, που πρέπει να χαίρονται και να καμαρώνουν δύο νέους ερωτευμένους ανθρώπους, που σ’ εκείνη τη στιγμή της ζωής τους γνωρίζουν το Θεό και τη Θέωση. Η γυναίκα που θ’ αποφασίσει να γεννήσει παιδί, επειδή δεν άντεξε αυτές τις έντονες πιέσεις, πριν ξεκαθαρίσει μέσα της τα αισθήματα της και χωρίς να έχει εξασφαλίσει συνθήκες έρωτα μέσα στο πλαίσιο του γάμου, εγκληματεί. Είναι έγκλημα η γυναίκα να γεννά παιδιά για έναν άντρα, χωρίς να είναι βέβαιη γι’ αυτόν. Είναι σε πρώτη φάση έγκλημα σε βάρος του εαυτού της και σε δεύτερη φάση έγκλημα εναντίον του γιου της. Αν συμβεί αυτό, η γυναίκα ταυτίζεται απόλυτα με τη γυναίκα τύπου Βαβυλώνας κι αυτό στηρίζει το σύστημα. Η γυναίκα εγκαταλείπει τον εαυτό της ως άνθρωπο κι αποφασίζει ν’ αφιερωθεί στα παιδιά της, μεταλλασσόμενη σε γυναίκα-μητέρα, που μέσα στο γάμο δεν είναι “σάρκα μία”. Η γυναίκα-μητέρα ανεξάρτητα με ποιες διαδικασίες κατέληξε σ’ αυτήν τη μοναδική πλέον ιδιότητα, υποτάσσεται χωρίς όρους στον άντρα που της επέβαλαν. Στις μέρες μας δεν υφίσταται η επιβολή συζύγου, η γυναίκα όμως, λόγω της φύσης της, υποτάσσεται εντελώς εκούσια στον άντρα της, μ’ αποτέλεσμα να διατηρούνται τα επιθυμητά για το σύστημα χαρακτηριστικά της βάσης. Από τη στιγμή που η γυναίκα γίνει μητέρα, γίνεται ο πυρήνας του σπιτιού και η ζωή της συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με τη ζωή των παιδιών της.
Η ζωή μέσα σ’ αυτό το σπίτι είναι αυτή, που περιγράφει ο Χριστός στο Λόγο Του. Στην ιδανική κατάσταση, που περιγράφει κατ’ αρχήν ο Χριστός, έχουμε τον πατέρα και τη μητέρα ως “σάρκα μία” και μέσα απ’ αυτήν τη “σάρκα μία” υπάρχει η δυνατότητα για τη μελλοντική απελευθέρωση του γιου ως πνεύμα και την ένωσή του με τη γυναίκα που επιθυμεί. Όμως στην περίπτωση που ο Χριστός μιλά για τα όσα συμβούν μετά την αποστολή Του, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Υπάρχουν άνθρωποι έξω από τη φυσική οικογένεια, που αποτελείται από τον πατέρα, τη μητέρα και τα παιδιά και την επηρεάζουν με τρόπο αρνητικό. Η πεθερά που αναφέρει ο Χριστός, είναι ένας τέτοιος άνθρωπος.
Για να μπορέσουμε ν’ αντιληφθούμε τι ακριβώς συμβαίνει και δημιουργείται αυτή η ένταση μέσα στην οικογένεια, πρέπει κατ’ αρχήν να ξεχωρίσουμε ορισμένα πράγματα. Ο άνθρωπος γενικά, είτε πρόκειται γι’ άντρα είτε για γυναίκα, έχει δύο σημαντικές φάσεις στη ζωή του. Πρώτη φάση και σημαντικότερη είναι η φάση, που περιλαμβάνει το χρόνο ζωής του από τη στιγμή της γέννησής του μέχρι την ενηλικίωσή του, κατά τη διάρκεια της οποίας παίρνει τα τέλεια χαρακτηριστικά του “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού.. είναι ώριμος να γίνει “σάρκα μία” και μ’ αυτόν τον τρόπο να βαδίζει προς τη Θέωση, που είναι πλέον προσωπική υπόθεση και λαμβάνει χώρα στη δεύτερη φάση της ζωής του. Η δεύτερη φάση σ’ αντίθεση με την πρώτη, έχει να κάνει αποκλειστικά με προσωπικούς χειρισμούς του καθενός από εμάς και δεν επιτρέπεται κανένας συμβιβασμός, εφόσον και η γνώση και η ωριμότητα δόθηκαν στην πρώτη φάση. Ο άνθρωπος μεγαλώνει κι ολοκληρώνεται ως ον μέσα στην οικογένεια, είτε είναι άντρας είτε γυναίκα. Επομένως μέσα στους κόλπους της θα συμβεί αυτή η μεταβολή. Από τη στιγμή που επέλθει η μεταβολή το αμέσως επόμενο σύμπτωμα, θα είναι η αποκόλληση.
Ελάχιστο χρόνο πριν συμβεί αυτή η ωρίμανση που επιταχύνει ο έρωτας, ο άνθρωπος έχει ανάγκη την οικογένεια του κι επίσης, ελάχιστο χρόνο μετά, ο ίδιος άνθρωπος σκέφτεται και δρα προς την κατεύθυνση δημιουργίας της δικής του οικογένειας. Από τη στιγμή που η μοιχεία είναι το καθεστώς μέσα στην οικογένεια, η αποκόλληση θα γίνει για το γιο από τη μητέρα, ενώ στην περίπτωση της κόρης δε συμβαίνει το ίδιο, εφόσον υπάρχει μέσα στην οικογένεια σε συνθήκες ψυχικής αυτονομίας. Ο άντρας-πατέρας που έχει βγει πλέον από την κύρια δομή της οικογένειας, που είναι η μητέρα, δεν πρωταγωνιστεί σ’ αυτήν τη σημαντικότατη φάση της ζωής των παιδιών του. Πρωταγωνιστής είναι μόνον η μητέρα κι αυτό, γιατί είναι η μόνη που αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει.. είναι η μόνη, που σε συνθήκες μοιχείας θίγεται κι αυτό τη μετατρέπει σ’ αρνητικό παράγοντα για τα παιδιά της.
Πριν όμως δούμε πώς συμβαίνει αυτό, πρέπει να ορίσουμε κατ’ αρχήν δύο επίπεδα, που αφορούν τις σχέσεις μητέρας και παιδιών. Πρώτο επίπεδο είναι η σχέση μητέρας και παιδιών, που ωριμάζουν μέσα στην οικογένεια, στην ουσία μέσα στη δομή τής ίδιας της μητέρας και δεύτερο επίπεδο είναι η σχέση της μητέρας και των ενήλικων πλέον παιδιών της, που έχουν διαμορφώσει την προσωπικότητα τους κι είναι υπεύθυνα αποκλειστικά για τις αποφάσεις, που αφορούν τη ζωή τους. Αν ο κόσμος αυτήν τη στιγμή καταφέρνει να επιβιώνει και να ελπίζει, παρ’ όλες τις περιπέτειες και το σκοτάδι που έχει ζήσει, αυτό το οφείλει στις μητέρες των ανθρώπων. Οι μητέρες των ανθρώπων δε σταμάτησαν ποτέ να γεννούν ανθρώπους “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού. Οι κληρονόμοι της Βασιλείας των Ουρανών είναι παιδιά των μητέρων τους και του Θεού. (Ματθ. 19.14-19.15) “ο δε Ιησούς είπεν άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με.. των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών.” (Ο Ιησούς όμως τούς είπε, “Αφήστε τά παιδιά καί μή τά εμποδίζετε νά έλθουν σ’ εμέ, διότι σέ τέτοιους ανήκει η βασιλεία τών ουρανών”.).
Ο άνθρωπος από τη στιγμή που γεννιέται, έχει χαρακτηριστικά Θεού. Η Κόλαση που βιώνει αιώνες τώρα είναι προσωπική του επιλογή κι αυτό συμβαίνει μετά από ορισμένες λανθασμένες επιλογές. Ο Θεός όμως που αγαπά τον άνθρωπο ως υιό, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ δίνοντας του για τα παιδικά του χρόνια μητέρα, που είναι απολύτως όμοια με το θηλυκό Θεό. Ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στην προσωπική της ζωή, η μητέρα που μεγάλωσε ή μεγαλώνει παιδιά σ’ αυτόν τον κόσμο —και μέχρι τη στιγμή της ωρίμανσής τους— είναι τέλεια και είναι αυτή που πραγματικά βαστά τους ανθρώπους στα πόδια τους. Η παιδική ηλικία των ανθρώπων έχει εξασφαλιστεί από το Θεό για το σύνολο των ανθρώπων. Ο άνθρωπος σ’ όλη αυτήν τη φάση της ζωής του μεγαλώνει μέσα στον Ίδιο το Θεό κι αυτό είναι που δικαιολογεί την άποψη του Χριστού στο (Ματθ. 11.25): “εξομολογούμαι σοι, πάτερ, κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις.. ναι, ο πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν σου.” (Σέ δοξάζω Πατέρα, Κύριε τού ουρανού καί τής γής, διότι έκρυψες αυτά από σοφούς καί ευφυείς καί τά εφανέρωσες σε νήπια. Ναί, Πατέρα, διότι αυτό ήτο τό θέλημά σου.).
Ο άνθρωπος αιώνες τώρα βαδίζει στο σκοτάδι κι αυτό είναι η αιτία όλων των δεινών. Οι σοφοί αυτού του κόσμου κατευθύνουν τους ανθρώπους κι αυτοί οι ίδιοι, εφόσον δεν έχουν καταφέρει τίποτε απολύτως ακόμα και για τους εαυτούς τους, βαδίζουν στο σκοτάδι. Ο Χριστός προτρέπει τους μαθητές Του να περπατούν, όσο ακόμα υπάρχει φως, όσο ακόμα είναι ζωντανός. Ο Χριστός κατέχει τη Σοφία του Θεού, που δίνει φως στους ανθρώπους.. όμως αυτοί οι άνθρωποι είναι ενήλικες. Αυτό σημαίνει ότι έχουν πάρει τις προσωπικές τους αποφάσεις, που μέσα στην τεράστια παγίδα, που είναι η κοινωνία, είναι λανθασμένες. Τα παιδιά όμως, αν και σε φάση ωρίμανσης, είναι σε καλύτερη μοίρα απ’ αυτούς, γιατί απολαμβάνουν απευθείας το Θεό μέσω της μητέρας τους. Η μητέρα, ανεξάρτητα από το πόσο φωτισμένος είναι ο δικός της δρόμος, εξασφαλίζει στα παιδιά της με την αγάπη και την πίστη της αυθεντικό φως Θεού. Οι ανώριμοι άνθρωποι που έχουν απευθείας σχέση με το Θεό μέσω της μητέρας, έχουν χαρακτηριστικά ανώτερα των ώριμων σοφών. Τα παιδιά ζουν μέσα στη Βασιλεία των Ουρανών, που τους παρέχεται απλόχερα. Ακόμα κι όταν οι άνθρωποι μπουν στο σύνολό τους στη Βασιλεία αυτή, για τα παιδιά δε θα συμβεί τίποτε διαφορετικό. Η μητέρα θυσιάζεται για τα παιδιά της και δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος, που να στερήθηκε στην παιδική ηλικία του τη Βασιλεία των Ουρανών.
Αν διαβάσει κάποιος τα όσα έχουν γραφτεί μέχρι τώρα, εύκολα βγάζει το συμπέρασμα ότι, για ό,τι κακό συμβαίνει, ευθύνονται οι άντρες και πρέπει να καταδικαστούν ως οι κύριοι κι αποκλειστικοί υπεύθυνοι. Όμως αυτό δε συμβαίνει, γιατί απλούστατα οι άντρες μόνοι τους δεν έχουν σε καμία περίπτωση τη δυνατότητα να βυθίσουν στο σκοτάδι το σύνολο της κοινωνίας, που αποτελείται από άντρες, γυναίκες και παιδιά. Η πάναγνη μητέρα φέρει κι αυτή το δικό της μερίδιο σ’ αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση. Το τραγικότερο όμως είναι ότι ο λόγος για τον οποίο η μητέρα γίνεται συνεργός στα εγκλήματα της κοινωνίας, είναι η χωρίς μέτρο κι όριο αγάπη της για τα παιδιά της. Το σύστημα επιδιώκει με κάθε θυσία τη μετατροπή της γυναίκας αποκλειστικά σε μητέρα κι αυτό γιατί προσδοκά απ’ αυτήν την ακούσια συνενοχή της, στα όσα δεινά ετοιμάζει για τους ανθρώπους τους οποίους αυτή γεννά.
Η γυναίκα από τη στιγμή που γίνεται μητέρα, πέφτει στην παγίδα του συστήματος κι αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στα παιδιά της. Αυτό είναι, με δεδομένο ότι το μητρικό ένστικτο της γυναίκας είναι πιο ισχυρό από το ερωτικό, η Θέωσή της. Η γυναίκα από τη στιγμή που γίνεται μητέρα, ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω της, ανεξάρτητα από το πόσο φωτεινή ή σκοτεινή είναι η κοινωνία, γνωρίζει αυτό που οι Γραφές ονομάζουν Θέωση. Η γυναίκα, όλους αυτούς τους ατελείωτους αιώνες του σκότους, ήταν συνδεδεμένη άμεσα με το Θεό κι απ’ αυτήν τη σύνδεση, άμεσο όφελος είχαν τα παιδιά της. Ο Χριστός προτείνει στατικότητα κι αυτήν τη στατικότητα την έχει η γυναίκα από τη φύση της. Όλος ο χρόνος μέχρι την ωρίμανση των παιδιών της είναι χρόνος ευτυχίας και χαράς για τη Θεά μητέρα. Το σύστημα προβάλλει όσο τίποτε άλλο αυτήν τη χαρά για να παγιδεύσει τις γυναίκες, ώστε να εγκαταλείψουν τελείως τη φύση τους, που τις θέλει και γυναίκες-ανθρώπους με δικαιώματα και προσωπική ζωή.
Η μητέρα γυναίκα γεννά τους ανθρώπους στο σύνολο τους κι αυτό σημαίνει ότι γεννά κι άντρες και γυναίκες. Οι διαφορές των δύο φύλων όμως είναι τεράστιες κι αυτό, όπως είναι φυσικό, εφόσον προέρχεται από το Δημιουργό, σημαίνει ότι εμφανίζονται από πολύ μικρή ηλικία. Η μητέρα είναι γυναίκα μ’ ορισμένα χαρακτηριστικά και τα παιδιά της είναι είτε αρσενικά, μ’ εντελώς διαφορετικά απ’ αυτή χαρακτηριστικά, είτε θηλυκά με χαρακτηριστικά απολύτως όμοια. Αυτό όμως δημιουργεί διαφορετικές συνθήκες ωρίμανσης για τα παιδιά διαφορετικού φύλου μέσα στη δομή της μητέρας. Τ’ αρσενικό παιδί ως πνεύμα ρευστό, διαρρέει το τμήμα αυτής της δομής που η μητέρα έχει προετοιμάσει ειδικά γι’ αυτό, ανεξάρτητα αν μέσα στη δομή της υπάρχει ο σύντροφος ή όχι. Τ’ αρσενικό παιδί γίνεται “σάρκα μία” με τη μητέρα για όσο διάστημα αναπτύσσεται, με την ίδια ακριβώς τελειότητα με την οποία γίνονται “σάρκα μία” δύο ερωτευμένοι άνθρωποι. Το θηλυκό παιδί σ’ αντίθεση με το αρσενικό, δε διαρρέει τη δομή της μητέρας.. απλά υπάρχει κι αναπτύσσεται μέσα σ’ αυτή. Αντλεί συνεχώς στοιχεία από τη μητέρα μέχρι την ωρίμανση, χωρίς ποτέ να γίνεται “σάρκα μία” μ’ αυτήν.
Όταν η ωρίμανση επιτευχθεί, τότε με τον ίδιο φυσικό τρόπο με τον οποίο υπήρχαν η μία δομή μέσα στην άλλη, συνυπάρχουν ανεξάρτητες κι ώριμες μέχρι και την τυπική αποκόλληση τους από το χαλαρό πλέον πλαίσιο την οικογένειας. Η δομή του θηλυκού κοριτσιού, που υπάρχει πλήρης και ανεξάρτητη, είναι αυτή της οποίας η ύπαρξη αποκολλά τον άντρα από τον πατέρα του και τη μητέρα του. Όμως το μεγάλο πρόβλημα δεν έχει σχέση με τη μητέρα και τη σχέση της με την κόρη, αλλά με τη σχέση μητέρας και γιου.
Ο άνθρωπος ως ον έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, που τον διαχωρίζουν από τ’ άλλα όντα και τον συνδέουν απευθείας με το Θεό. Ο Θεός δεν έχει συγκεκριμένο φύλο κι αυτό σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι ούτε θηλυκός ούτε αρσενικός. Εφόσον όμως δημιούργησε τους ανθρώπους “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, έχει τ’ απόλυτα χαρακτηριστικά των δύο φύλων κατά βούληση. Ο άνθρωπος ο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, είναι είτε αρσενικός είτε θηλυκός. Όμως η παραπάνω συνθήκη μας δείχνει και κάτι άλλο. Λόγω της σχέσης με το Θεό ο αρσενικός άνθρωπος έχει και θηλυκά χαρακτηριστικά, που όμως δεν επαρκούν για τη Θέωση του, γι’ αυτό κι είναι αναγκαίο να γίνει “σάρκα μία” με τη γυναίκα, που έχει τ’ απόλυτα θηλυκά χαρακτηριστικά. Το ίδιο ισχύει και για τη γυναίκα κι αυτό είναι, που μας ενδιαφέρει σ’ αυτήν την περίπτωση. Η γυναίκα από τη στιγμή που γίνεται μητέρα, είναι ώριμος πλέον άνθρωπος κι αυτό, σύμφωνα με τα παραπάνω, σημαίνει ότι έχει τ’ απόλυτα θηλυκά χαρακτηριστικά, αλλά και μερικά ατροφικά αντρικά χαρακτηριστικά. Αυτά τ’ αντρικά χαρακτηριστικά είναι, που της δίνουν τη δυνατότητα να μεγαλώσει τα αρσενικά παιδιά της, ακόμα και στην περίπτωση που δεν είναι “σάρκα μία” με το σύντροφο της.
Τ’ αρσενικό παιδί είναι πνεύμα κι όταν αναπτύσσεται, αναζητά πνεύμα για να καλύψει τις ανάγκες του. Στην ιδανική περίπτωση το πνεύμα αυτό είναι ο πατέρας, που δίνει συνεχώς δυνάμεις στο γιο του, μέχρι να επέλθει η εξομοίωση. Αν η γυναίκα δε διέθετε πνεύμα σε περίπτωση μοιχείας, δε θα μπορούσε να μεγαλώσει κατ’ αποκλειστικότητα τα παιδιά της ως μητέρα και πατέρας ταυτόχρονα κι αυτό, γιατί το αρσενικό παιδί γρήγορα, λόγω των αναγκών του, θα την ξεπερνούσε και θα την εγκατέλειπε. Τ’ αρσενικό παιδί έχει υπερβολικές ανάγκες όσον αφορά την πνευματική του τροφή και η ανάπτυξη του είναι εκρηκτική. Το παιδί αυτό είναι απόλυτα όμοιο με το Θεό, εφόσον έχει γεννηθεί με τα χαρακτηριστικά Του κι επιπλέον ζει με το Θεό, που παίρνει τη μορφή της μητέρας του. Ο γιος αναπτύσσεται μέσα στη δομή της μητέρας όμοια μ’ ένα τέρας, που αυξάνει τον όγκο του με ταχύτατους ρυθμούς. Είναι απόλυτα θέμα χρόνου να ξεπεράσει τ’ αντρικά χαρακτηριστικά της μητέρας του, που τον τρέφουν και ν’ αναζητήσει αλλού την τροφή του. Τα αντρικά χαρακτηριστικά της μητέρας έχουν δοθεί από το Θεό, ώστε σε καμία περίπτωση να μην αναπτυχθεί το παιδί μ’ ελλείψεις, είτε προέρχονται από το σύστημα είτε από κάποιο άσχημο συμβάν. Τα παιδιά που δε γνωρίζουν τον πατέρα τους, είτε επειδή είναι μοιχός κι είναι έξω από τη δομή είτε επειδή είναι πραγματικά νεκρός, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να στερηθούν ό,τι μπορεί να ευνοήσει τη φυσιολογική τους ανάπτυξη. Ο Θεός έχει δώσει την ευφυΐα στη γυναίκα με μοναδικό στόχο τη δυνατότητα άψογης λειτουργίας ως μητέρα.
Ό,τι έχει κατακτήσει η ανθρωπότητα ως επίτευγμα πνευματικής εργασίας, το οφείλει σχεδόν αποκλειστικά στον άντρα. Από την άλλη πλευρά η ελπίδα και τα πραγματικά δεδομένα, που οδηγούν στη Θέωση, που είναι και το πιο σημαντικό πράγμα, οφείλονται στη γυναίκα.. αυτή θυσιάζεται οικειοθελώς και χωρίς να ζητά ανταλλάγματα κατά την περίοδο κατά την οποία είναι μητέρα. Η ευφυΐα της μητέρας που είναι αρκετή, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του νεαρού γιου της, σε κάποια φάση εξαντλείται. Ο γιος αρχίζει κι αναζητά πλέον το πνεύμα έξω από τη μητέρα κι αυτό είναι επιθυμητό από το Δημιουργό. Στην ιδανική κατάσταση κι εφόσον ο άντρας στην περίπτωση “σάρκας μίας” αγγίζει τη Θέωση, ο γιος στρέφεται προς αυτόν, για να μπορέσει να ξεδιψάσει τη φύση του. Όμως στην πατριαρχική κοινωνία δεν υπάρχει ιδανική κατάσταση κι αυτή η στροφή τού ενδιαφέροντος τού γιου προς τον πατέρα, δεν πραγματοποιείται. Αυτήν την ιδανική κατάσταση έχει βιώσει μόνον ο Χριστός και την περιγράφει απόλυτα μέσα στο Λόγο Του. Η σχέση πατέρα και γιου που περιγράφει ο Χριστός, στην οικογένεια της μοιχείας δεν είναι εφικτή κι αυτό είναι αποτέλεσμα ορισμένων πραγματικά άσχημων φαινομένων, που συμβαίνουν μέσα στην οικογένεια. Όταν ο γιος φτάσει στη φάση της νεαρής ηλικίας και δεν πετυχαίνει την επαφή με τον πατέρα του, τότε αρχίζει κι αναζητά τις πηγές του έξω από το πλαίσιο της οικογένειας.
Η αποτυχία αυτής της ιδανικής επαφής πατέρα και γιου συμβαίνει για δύο πολύ σημαντικούς λόγους. Πρώτος και κυριότερος λόγος είναι η πλήρης απορρόφηση του πατέρα στις δραστηριότητες του κι αυτό σημαίνει ότι υπάρχει έλλειψη ελεύθερου χρόνου, που είναι και η βασική προϋπόθεση γι’ αυτήν την επαφή. Δεύτερος λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό —και είναι ο πιο ύποπτος— είναι η συνειδητή επιλογή της μητέρας, που ζει μέσα στη μοιχεία και μισεί γι’ αυτόν το λόγο τον άντρα της, να εμποδίσει με κάθε θυσία αυτήν την επαφή, που θα δούμε γιατί τη θίγει. Ο πρώτος λόγος είναι προφανής και γίνεται εύκολα κατανοητός, αν αναλογιστεί κάποιος τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι μέσα στον αγώνα για την επιβίωση. Ένας άντρας που σκοτώνεται στη δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ, είναι αδύνατον, όσο κι αν αγαπά τα παιδιά του, να βρει το χρόνο και προπάντων τη διάθεση που απαιτεί η ενασχόληση μαζί τους. Ο δεύτερος λόγος είναι πιο σημαντικός, γιατί σ’ αυτόν επενδύει η εξουσία, όταν ωθεί τη γυναίκα να γίνει μητέρα και ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με τα παιδιά της.
Από τη στιγμή που υπάρχει ένα σταθερό κι άκαμπτο πλαίσιο, όπως ο γάμος, η γυναίκα ακολουθεί μία προκαθορισμένη πορεία. Η μοιχεία που επιδιώκει πάντα το σύστημα σ’ αυτήν τη φάση, λειτουργεί με τέλειο τρόπο. Όταν οι γονείς είναι μοιχοί μεταξύ τους, κατάσταση που δεν έχει σχέση απαραίτητα με την απιστία, τότε μέσα στην οικογένεια δημιουργείται ένα λειτουργικό πλαίσιο, για την ύπαρξη του οποίου απαραίτητη προϋπόθεση είναι το φαινόμενο της εξουσίας. Δύο άνθρωποι που ενώνονται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες εκτός του έρωτα για να σχηματίσουν οικογένεια, για να συμβιώσουν και να συνυπάρξουν, είναι απαραίτητο ν’ ακολουθούν ορισμένους κανόνες. Στην πατριαρχική κοινωνία ο άντρας είναι ο άρχων της οικογένειας κι αυτό του δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνει αυτούς τους κανόνες σύμφωνα με το συμφέρον του. Αυτός αποφασίζει για όσα σημαντικά πράγματα συμβαίνουν στην οικογένεια κι αυτός αποφασίζει μεροληπτικά για τον εαυτό του τις ελευθερίες που θ’ απολαμβάνει κάθε μέλος της οικογένειας. Η κοινωνία σπάνια παρεξηγεί τις καθημερινές εξόδους του άντρα, ενώ σίγουρα παρεξηγεί κάτι αντίστοιχο από μέρους της γυναίκας. Όλα αυτά που τόσο πιο έντονα εμφανίζονται, όσο πιο σκοτεινή και καθυστερημένη είναι η οικογένεια, έχουν ένα σίγουρο αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα αυτό είναι η δημιουργία έντασης μέσα στην οικογένεια.
Η γυναίκα που κάθεται στο σπίτι, ανέχεται τον άντρα, γιατί δε βλέπει εύκολα μία άλλη λύση. Αυτή η ανοχή, όταν η αδικία από μέρους του άντρα γίνεται συστηματική και απάνθρωπη, αργά αλλά σταθερά μετατρέπεται σε μίσος. Η γυναίκα λόγω της αυτόνομης φύσης αλλά και του πανίσχυρου μητρικού της ενστίκτου μπορεί με μία στοιχειωδώς ανθρώπινη συμπεριφορά του άντρα να τον υπηρετήσει πιστά και μ’ αξιοπρέπεια μέχρι το τέλος της ζωής της, όταν διαπιστώσει καλοσύνη και συνθήκες, που ευνοούν τα παιδιά της. Η γυναίκα που ζει μ’ έναν άντρα, μπορεί να είναι πιστή όμοια με μία ερωτευμένη, χωρίς να της ασκείται η παραμικρή πίεση. Ο άντρας που είναι μοιχός, τυραννιέται μέρα και νύχτα κι αυτό τον ωθεί σε δραστηριότητες, που τον φθείρουν. Η μοιχαλίδα γυναίκα με τη στατικότητα που τη διακρίνει, αλλά και με το ιερό πάθος για τα παιδιά της, έχει τη δυνατότητα να ευτυχήσει αγνοώντας παντελώς τον έρωτα. Αυτές οι διαφορές είναι τα αίτια εξαιτίας των οποίων, ενώ το φαινόμενο της μοιχείας στη σημερινή κοινωνία είναι κυρίαρχο, οι οικογένειες παρουσιάζουν έντονες διαφορές ποιότητας μεταξύ τους. Η εσκεμμένη επέμβαση της μητέρας συμβαίνει στις περιπτώσεις στις οποίες η μοιχεία είναι διευρυμένη κι ο ένας δεν ανέχεται τον άλλο ούτε στιγμή. Όταν συμβαίνει αυτό, ο άντρας παύει να είναι άνθρωπος και καταντάει να λειτουργεί στην οικογένεια ως μία οντότητα που αναγκαστικά, εφόσον το απαιτούν οι συνθήκες, όλα τα μέλη της οικογένειας πρέπει ν’ ανέχονται ως αναγκαίο κακό.
Ο άντρας-εξουσία, μέσα στην οικογένεια είναι το επιθυμητό από το σύστημα πρότυπο. Τον άντρα-εξουσία πρώτη απ’ όλους μισεί η γυναίκα του. Είναι αναγκασμένη να υποκρίνεται για τα μάτια του άθλιου κόσμου, που θέλει να μπαίνει μέσα στα σπίτια των ανθρώπων, ότι είναι ευτυχισμένοι και ότι τα πάντα λειτουργούν αρμονικά. Η γυναίκα αυτή έκανε τις επιλογές της κι αποφάσισε να υποστεί όλες τις απαραίτητες θυσίες για να γίνει μητέρα και μ’ αυτόν τον τρόπο να ευτυχήσει. Η μητέρα αυτή που ως γυναίκα ατύχησε, πιστεύει πως ό,τι έχει στον κόσμο κι αγαπά, είναι τα παιδιά της. Τα παιδιά που μεγαλώνουν μέσα σε μία τέτοια οικογένεια, ανήκουν αποκλειστικά στη γυναίκα. Ο πατέρας είναι ένας άγνωστος και η παρουσία του είναι αισθητή μόνον, όταν πρόκειται να καλυφτούν οι οικονομικές ανάγκες. Ο πατέρας είναι ένα ταμείο από το οποίο το κάθε μέλος της οικογένειας εισπράττει ποσόν ανάλογο με τη συμπεριφορά του.
Μία γυναίκα που μισεί τον άντρα της και τον ανέχεται, γιατί είναι απαραίτητος για την επιβίωση της οικογένειας, τον υπακούει και μαθαίνει και στα παιδιά της να κάνουν το ίδιο. Μαθαίνει στα παιδιά να υποκρίνονται απέναντι στον πατέρα και καλλιεργεί συστηματικά το φόβο απέναντί του. Ποιος άνθρωπος στα παιδικά του χρόνια δεν άκουσε την απειλή από μέρους της μητέρας του γι’ αποκάλυψη στον πατέρα κάποιων παραπτωμάτων; Η μητέρα δεν έχει σε καμία περίπτωση ανάγκη την αυστηρότητα του πατέρα, για να επιβάλλει την τάξη στα παιδιά της. Τα παιδιά που έζησαν και μεγάλωσαν μόνο με τη μητέρα τους, είναι πιο υπάκουα και πιο ήσυχα από τα υπόλοιπα. Η επίκληση του ονόματος του πατέρα για μία πιθανή τιμωρία, είναι εντελώς εκ του πονηρού. Η γυναίκα μ’ αυτόν τον τρόπο έχει τη διακριτική ευχέρεια, άλλοτε ν’ αποκαλύπτει κι άλλοτε να σιωπά. Όταν το παράπτωμα είναι σοβαρό, ενώ αυτή έχει την απόλυτη εξουσία πάνω στα παιδιά, καταφέρνει δύο πράγματα. Πρώτον καταφέρνει την απαραίτητη τιμωρία και δεύτερον καταφέρνει αυτή η τιμωρία να συνδέεται με τον πατέρα. Από τη στιγμή που ως μητέρα καταφέρνει και τιμωρεί —κάτι το οποίο απαιτεί τιμωρία— χωρίς κόστος, αναλαμβάνει και να παρηγορεί τα παιδιά της. Το παιδί μαθαίνει μ’ αυτόν τον τρόπο να θεωρεί ως δικό του άνθρωπο μόνον τη μητέρα. Υπάρχει η περίπτωση και μόνον η συνεχής επίκληση του πατέρα ως τιμωρού, να κάνει τα παιδιά να τον φοβούνται, έστω κι αν αυτός δεν τα έχει αγγίξει ποτέ του, έστω κι αν αυτός τα λατρεύει.
Η γυναίκα δημιουργώντας όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα προσπαθεί με κάθε τρόπο να διασφαλίσει τους κόπους και τις θυσίες της. Όταν συνδέει όλη την ύπαρξη της με τα παιδιά της, είναι αδύνατο ν’ αφήσει αυτά τα παιδιά να γίνουν και παιδιά ενός ανθρώπου που μισεί. Ο μοιχός που συμπεριφέρεται απαίσια στη σύζυγο του, σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα κτήνος. Μπορεί να είναι ένας καλός άνθρωπος, που σ’ οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα ήταν ένα υπόδειγμα. Απλά δεν μπορεί ο κάθε άντρας, όταν αναγκάζεται να ζήσει με μία γυναίκα, ν’ αντέξει το σύνολο των καταστάσεων που απαιτεί μία οικογένεια για μία στοιχειώδη λειτουργία. Μπορεί ένας άντρας —κι αυτό λόγω αδυναμίας— να είναι ένας απεχθής σύζυγος, παρότι έχει πολλούς πραγματικούς φίλους κι είναι αγαπητός στο κοινωνικό του περιβάλλον. Η γυναίκα τα γνωρίζει όλα αυτά και φοβάται μία πιθανή επαφή των παιδιών της μ’ αυτόν τον άνθρωπο, που μπορεί να τα γοητεύσει και να υποβαθμίσει το ρόλο της.
Ένα παιδί, όταν μεγαλώνει μέσα σ’ ένα τεχνητό καθεστώς φόβου απέναντι στον πατέρα, νιώθει προδομένο, όταν ανακαλύπτει έναν υπέροχο άνθρωπο, που το αγαπά. Αυτό ακριβώς το σύμπτωμα φοβάται η μητέρα και προσπαθεί μ’ οποιονδήποτε τρόπο να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Η πονηριά της πολλές φορές παρασέρνει και τον άντρα, που όπως είναι φυσικό δε γνωρίζει την ακριβή κατάσταση. Όταν βλέπει ομαλότητα στις σχέσεις πατέρα και παιδιών, επεμβαίνει από την πλευρά του πατέρα. Δημιουργεί τεχνητές καταστάσεις κι απαιτεί από τον άντρα της για το υποτιθέμενο καλό των παιδιών, να δείξει αυστηρότητα και προπαντός ν’ αποφύγει την οικειότητα μαζί τους. Ο άντρας πέφτει στην παγίδα, θυσιάζει την αγάπη του κι απομακρύνεται από τα παιδιά του λόγω εσφαλμένης γνώσης, που προέρχεται από το σύστημα κι αναφέρεται στην αυστηρότητα και στ’ αποτελέσματα της. Ο πατέρας, ειδικά στα θέματα που απασχολούν τα παιδιά, που είναι έτοιμα να ωριμάσουν, έχει αρκετές γνώσεις, ώστε και να μπορέσει να τα ωθήσει στο σωστό δρόμο και να τα κατακτήσει.
Όταν η γυναίκα καταφέρνει όλα αυτά τα πράγματα, τότε το σκηνικό μέσα στην οικογένεια αλλάζει εντελώς κι αντί να έχουμε φυσικές εξελίξεις, οδηγούμαστε σε καταστάσεις επικίνδυνες. Πώς μπορεί όμως μία μητέρα, που αγαπά τόσο πολύ τα παιδιά της να γίνει επικίνδυνη γι’ αυτά; Μία μητέρα, που θυσιάζεται καθημερινά, για να ικανοποιήσει τα παιδιά της, πώς είναι δυνατό να μετατραπεί στον πιο αρνητικό παράγοντα; Τα πάντα ξεκινούν από το γεγονός ότι ζούμε σε μία άθλια και σκοτεινή κοινωνία. Μία κοινωνία που δεν επιτρέπει σε κανένα να γευθεί, έστω κι ελάχιστα τη χαρά της ζωής. Μία κοινωνία που επιθυμεί να μετατρέψει τους ανθρώπους σε ζώα, για να ικανοποιήσει τ’ άγρια ένστικτά της. Η μεγαλύτερη χαρά της γυναίκας είναι να γίνει μητέρα, να δει τα παιδιά της να μεγαλώνουν και να γίνονται μέρα με την ημέρα όμοια με το Θεό. Όμως η γυναίκα, έστω και μητέρα, δεν παύει ποτέ να είναι άνθρωπος και μέλος της κοινωνίας. Όταν το σύστημα, εκμεταλλευόμενο την ψυχοσύνθεση της γυναίκας, την ωθεί με κάθε θυσία στο να γίνει μητέρα, την εκμεταλλεύεται.
Η γυναίκα έχει τη δύναμη ν’ αγνοήσει τον έρωτα και να ζήσει μία ζωή, χωρίς να καταδιώκεται απ’ αυτόν, όπως ο άντρας. Αυτή η δύναμη προέρχεται από τη μέγιστη μορφή της αγάπης που μπορεί ν’ αναπτύξει ο άνθρωπος κι είναι η αγάπη της μητέρας προς το παιδί. Το σύστημα σ’ αυτό στηρίζει τις δυνάμεις του. Ωθεί τη γυναίκα ν’ αγνοήσει τη φύση της, που έχει ανάγκη τον έρωτα και την αναγκάζει να ταυτίζει τη ζωή της μ’ αυτή των παιδιών της. Όπως είναι φυσικό, ο άνθρωπος δυσκολεύεται να δεχτεί μερικά πράγματα. Μπορεί κάποιος να πείσει μία γυναίκα ότι για το γενικό καλό, θα πρέπει να θυσιάσει ένα παιδί της; Μπορεί κάποιος να φανταστεί μία μητέρα να εκμεταλλεύεται τα παιδιά της, για να μπορεί αυτή να τεμπελιάζει στο σπίτι της; Όλα αυτά είναι αδύνατα, γιατί η γυναίκα είναι πλασμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να υπηρετεί και όχι να υπηρετείται από τα παιδιά της.
Ανάμεσα στα πράγματα που ο άνθρωπος-γυναίκα αρνείται να δεχτεί, είναι η ωρίμανση των παιδιών κι ειδικότερα των αρσενικών παιδιών. Είναι αδύνατον —και σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται το παγκόσμιο πρόβλημα— μία γυναίκα, που θυσίασε στην κυριολεξία τη ζωή της για τα παιδιά της, να δεχτεί ότι αυτά ωρίμασαν και την επόμενη φάση της ζωής της θα πρέπει να τη ζήσει χωρίς αυτά.
Όταν ο Χριστός αναφέρει το φυσιολογικό, που είναι η εγκατάλειψη από μέρους του άντρα της δομής της οικογένειας, αναφέρεται στην περίπτωση που ο πατέρας και η μητέρα είναι “σάρκα μία”. Όταν η μητέρα είναι και γυναίκα, που απολαμβάνει τον έρωτα του άντρα της, αυτή η εγκατάλειψη είναι ανώδυνη κι αποτελεί χαρά για την οικογένεια. Η μητέρα χαίρεται και δοξάζει το Θεό, που την αξίωσε να μεγαλώσει μέσα στα σπλάχνα της ένα νεαρό Θεό. Χαίρεται, όταν βλέπει το παιδί, που κάποτε η ίδια ήταν όλη του η ζωή, να περιφέρεται ανάμεσα στους ανθρώπους αναζητώντας τον έρωτα και την ευτυχία. Η μητέρα αισθάνεται όπως ένας άνθρωπος, που κρατά στα χέρια του ένα μικρό πουλάκι κι απ’ αυτόν εξαρτάται ολόκληρη η ζωή του. Ο Θεός την έχει προικίσει, ώστε να μην υπολογίζει το κόστος υπηρετώντας το γιο της.. της δίνει τη δυνατότητα να νιώσει τη χαρά που νιώθει αυτός ο άνθρωπος, που ανοίγει τη χούφτα του κι ελευθερώνει το πουλί, χαρίζοντάς του το υπέρτατο αγαθό, που είναι η ελευθερία του. Για να συμβούν όμως όλα αυτά, θα πρέπει η γυναίκα να έχει έναν άντρα, που της δίνει ευτυχία. Ο άνθρωπος-γυναίκα είναι ευτυχισμένος, όταν ζει σε συνθήκες έρωτα. Το μητρικό ένστικτο τής δόθηκε επιπλέον, για να μπορεί μέσα σ’ αυτήν την ευτυχία να μεγαλώσει με δύναμη κι αυτοθυσία τα παιδιά της.
Η γυναίκα στην κοινωνία της Βαβυλώνας και στη σύγχρονη δεν έχει την πολυτέλεια του έρωτα κι από εδώ ξεκινούν όλα τ’ άσχημα για την ανθρωπότητα. Επειδή δεν έχει πού να στραφεί, αγωνίζεται να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη μητρική ευτυχία. Δεν ανοίγει τη χούφτα της κι αφήνει το παιδί της να παλεύει για την ελευθερία του. Η τρομερή αγάπη ανάμεσα στο γιο και στη μητέρα είναι αυτή, που στο τέλος σκοτώνει το παιδί και το μετατρέπει σ’ έναν άνθρωπο χρήσιμο για την κοινωνία της εξουσίας. Όταν το παιδί σπάσει αυτούς τους δεσμούς, τότε και μόνον τότε είναι έτοιμο να μπει στη Βασιλεία των Ουρανών. Το μεγάλο κι άλυτο πρόβλημα που δεν επιτρέπει στην κοινωνία να μεταλλαχθεί, είναι η υποτίμηση του έρωτα κι ο καταναγκασμός των ανθρώπων να μοιράζονται τη ζωή τους μ’ ανθρώπους που στην καλύτερη περίπτωση απλά ανέχονται. Αν οι άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, σε καμία περίπτωση η μητέρα, που γνωρίζει το μέγεθος της ευτυχίας που προσφέρει ο έρωτας, δε θα εμπόδιζε το γιο της ν’ αρχίσει την αναζήτηση. Αν η ίδια γευόταν τον έρωτα, δε θα έβλεπε μ’ αγωνία το μέλλον μετά από τη φυσιολογική εγκατάλειψή της από το γιο της. Η αγάπη που αναπτύσσεται μεταξύ τους είναι τόσο μεγάλη, ώστε σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να επιτρέψει τη γέννηση της αδιαφορίας.
Όμως απ’ αυτό το υγιές ενδιαφέρον τού γιου προς τη μητέρα μέχρι την απαίτηση από μέρους της για κοινή πορεία υπάρχει μία τεράστια διαφορά, που σε καμία περίπτωση δεν καλύπτεται. Ο γιος από τη στιγμή που προσκολλάται στη γυναίκα του, γίνεται ένα με τη δομή της κι είναι ένας καινούριος διπλός άνθρωπος, που έχει μπροστά του μία ζωή να ζήσει. Η κάθε επέμβαση της μητέρας ως δομής που φιλοξένησε το γιο της, τη φέρνει αντιμέτωπη με την καινούρια δομή στην οποία αυτός φιλοξενείται και δημιουργεί ένταση. Η γυναίκα του γιου της σε καμία περίπτωση —κι αυτό είναι το σωστό— δε δέχεται να μοιράζεται το σύντροφο της. Είναι θέμα χρόνου να επέλθει η ρήξη και να μάχεται σκληρά η μία την άλλη. Η μάχη αυτή, εφόσον είναι μεταξύ γυναικών, είναι τόσο σκληρή, ώστε ο άντρας δεν μπορεί ν’ αντέξει. Οι γυναίκες είναι πανίσχυρες και μπορούν ν’ ακολουθούν τις επιλογές τους, όσο σκληρές κι αν είναι. Ο άντρας δεν μπορεί ν’ αλλάξει τη φύση του και να συμμετέχει σε τέτοιου είδους θυσίες. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ν’ αποφασίσει, ακόμα και με την απόλυτη γνώση πράγματα, που είναι μεν σωστά αλλά απαιτούν σκληρότητα. Γνωρίζει ότι η ευτυχία σε κάθε περίπτωση είναι με τη γυναίκα του και όχι με τη μητέρα του. Γνωρίζει ότι ένα ζευγάρι δεν μπορεί να λειτουργήσει με εξωτερικές παρεμβάσεις, όσο καλοπροαίρετες κι αν είναι. Οτιδήποτε εισέρχεται ανάμεσα στους ανθρώπους, που είναι “σάρκα μία”, διαταράσσει τη δυναμική και τείνει να σκοτώσει τον έρωτα χωρίζοντας έτσι τους ανθρώπους. Όλα αυτά τα γνωρίζει ο άντρας και ξέρει ότι πρέπει να σταματήσει μιά για πάντα κάθε παρέμβαση της μητέρας του. Όμως η ευφυΐα του και η ευαίσθητη φύση του δεν του δίνουν αυτήν τη δυνατότητα. Είναι αρκετά έξυπνος, ώστε να καταλάβει την αγωνία αλλά και τ’ αδιέξοδα της μητέρας του, που τον κάνουν μοναδικό στη ζωή της. Γνωρίζει ότι αν την αποκλείσει από τη ζωή του, τη στέλνει στο θάνατο. Για μία γυναίκα της οποίας ολόκληρη η ζωή είναι μία τραγωδία και η μόνη ελπίδα είναι τα παιδιά της, ένας αποκλεισμός από τη ζωή τους σημαίνει θάνατος. Ελάχιστα διαφέρει από ένα νεκρό μία γυναίκα, που ζει μ’ έναν άνθρωπο που δεν αγάπησε ποτέ και τα παιδιά της όταν ενηλικιωθούν, την εγκαταλείπουν.
Όλα αυτά τα γνωρίζει ο γιος κι είναι εξαιρετικά ευαίσθητος, για να πάρει τις σωστές αποφάσεις. Προσπαθεί με τεχνάσματα και συμβιβασμούς να κατορθώσει το ακατόρθωτο και στο τέλος όλοι μαζί βρίσκονται στην Κόλαση κι ακολουθούν την επιθυμητή για το σύστημα πορεία. Η γυναίκα που τον αγάπησε, αργά αλλά σταθερά παύει να τον αγαπά και γίνεται κι αυτή με τη σειρά μητέρα κλείνοντας ένα ραντεβού με το θάνατο. Όλες αυτές οι καταστάσεις τις οποίες έχουν βιώσει όλοι οι άνθρωποι σχεδόν, δίνουν γνώση κι αυτή η γνώση είναι επικίνδυνη. Η γυναίκα που είδε να χάνει τη μάχη από τη μητέρα του άντρα της, γνωρίζει πλέον ορισμένα πράγματα, που την κάνουν επικίνδυνη αυτήν τη φορά για το γιο της και μ’ αυτόν τον τρόπο η ιστορία επαναλαμβάνεται με το πέρασμα των γενιών, χωρίς ν’ αλλάζει το παραμικρό.
Η γνώση που παραπάνω θεωρήσαμε επικίνδυνη, είναι η γνώση των δεδομένων που έχει η γυναίκα, που έχασε τη μάχη της από τη μητέρα τού άντρα της. Όσο εξελισσόταν η μάχη μεταξύ των δύο δομών, ο άντρας προσπαθώντας να συμβιβάσει τ’ ασυμβίβαστα, αποκάλυψε τις σκέψεις του στη γυναίκα του. Όλες τις φοβίες και τις ευαισθησίες του άντρα απέναντι στη μητέρα του τις γνωρίζει η γυναίκα, όχι επειδή τις ανακάλυψε μόνη της, αλλά επειδή της γνωστοποιήθηκαν από τον άντρα της. Ο άντρας της γνωστοποίησε πόσο πολύ υπέφερε η μητέρα του στη ζωή της και πόσο άδικο θα ήταν να την εγκαταλείψει. Ο ίδιος της αποκάλυψε ότι η μόνη χαρά πλέον στη ζωή της μητέρας του, είναι αυτός. Η ίδια γνωρίζει από μόνη της ότι τελικά η απόφαση του ήταν να μην εγκαταλείψει τη μητέρα του κι αυτό σήμανε το τέλος του έρωτα. Μ’ όλα αυτά στο μυαλό της η μοιχαλίδα, η γυναίκα που ζει μ’ έναν άντρα με τον οποίο δεν είναι “σάρκα μία”, ακολουθεί μία πορεία, που είναι εγκληματική για το γιο της.
Αν ακολουθούσε το Λόγο του Χριστού, την επομένη κιόλας ημέρα που θα διαπίστωνε ότι δεν υπάρχει έρωτας και άρα “σάρκα μία”, θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον άντρα της. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα έσωζε τον εαυτό της και τα παιδιά της. Μία γυναίκα μόνη μπορεί πάντα να μεγαλώσει τα παιδιά της και μάλιστα χωρίς κανέναν ενδοιασμό ν’ αναζητήσει τον έρωτα. Από τη στιγμή που δεν τον εγκαταλείπει, εκτελεί συνειδητά πορνεία, που είναι η μεγαλύτερη θυσία για μία γυναίκα. Το τραγικό όμως είναι ότι αυτή η θυσία όχι μόνον είναι ανώφελη, αλλά κι επικίνδυνη. Από τη στιγμή που η γυναίκα δεν εγκαταλείπει τον άντρα και ζει μαζί του για να εξασφαλίσει τους καρπούς των κόπων του για τα κοινά παιδιά, αρχίζει και γίνεται τρομερά επικίνδυνη. Η θυσία για τη γυναίκα είναι κάτι το αυτονόητο, όταν πρόκειται για τα παιδιά της κι αυτό δυστυχώς το γνωρίζει το σύστημα.
Αν η οποιαδήποτε γυναίκα πάρει τη σωστή και δύσκολη απόφαση έγκαιρα και τραβήξει το δρόμο της, εξοντώνεται στην κυριολεξία από το κοινωνικό της περιβάλλον, που είναι κι αυτό παγιδευμένο. Στο μυαλό όλων των ανθρώπων είναι αποτυπωμένο αυτό, που εξυπηρετεί το σύστημα και δεν είναι τίποτε άλλο από την άποψη ότι έπρεπε να παραμείνει μέσα στο πλαίσιο του γάμου για τα παιδιά της. Ενώ αυτή πήρε την πιο δύσκολη απόφαση υπέρ των παιδιών της, οι άθλιοι γύρω της προτείνουν ως θυσία το πιο εύκολο για τη γυναίκα. Το δύσκολο είναι να πάρει κάποιος μία απόφαση, που χρειάζεται τρομερούς κόπους κι αγώνα και όχι αυτό, που δεν απαιτεί τίποτε. Το μητρικό ένστικτο της γυναίκας μπορεί να την κρατήσει ήρεμη κι ευτυχισμένη μέσα σ’ ένα σπίτι στο οποίο ο άντρας είναι ξένος. Η γυναίκα δεν έχει ενδοιασμό να εκμεταλλεύεται τον κόπο αυτού του ξένου και ν’ απολαμβάνει άπειρο χρόνο κοντά στα παιδιά της. Το πραγματικά δύσκολο είναι να βγει έξω στην κοινωνία και να παλέψει για τα παιδιά της. Να τα στερηθεί όλη την ημέρα για να τους δώσει ένα κομμάτι ψωμί. Να γίνει και μητέρα και πατέρας για ένα διάστημα, μέχρι να βρει τον άντρα που θα γίνει “σάρκα μία”. Η ύπουλη κοινωνία θεωρεί το εύκολο δύσκολο και το δύσκολο εύκολο. Τη γυναίκα τη θέλει ζωντανή ιδιοκτησία όσον αφορά τις επιλογές της, ενώ στη σχέση με τα παιδιά της τη θέλει επικίνδυνη.
Η γυναίκα όπως κι ο άντρας, είναι θνητοί. Είδαμε στην περίπτωση του άντρα ότι την χωρίς μέτρο εργασία κι την υπέρμετρη φιλοδοξία ακολουθεί κάποια στιγμή η εξόντωση, γιατί αυτός έχει αρχίσει στο μεταξύ να γερνά. Η γυναίκα δεν έχει αυτό το πρόβλημα, γιατί, όπως γνωρίζουμε, ο χρόνος που δαπάνησε για τα παιδιά της, είναι ένας χρόνος με νόημα και όχι κενός, όπως ο χρόνος του άντρα. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Η γυναίκα γερνάει όπως κι ο άντρας. Αν ήταν αθάνατη, ο γιος της που τη λατρεύει, θα μπορούσε για να τη λυτρώσει και για να λυτρωθεί ο ίδιος, να την ωθήσει προς τον έρωτα, ώστε να βρει κάποιο νόημα στη ζωή της και να μην παραμένει προσκολλημένη σ’ αυτόν. Όμως η θνητή γυναίκα έχει στο μεταξύ γεράσει κι έχει κουραστεί από τη ζωή. Ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι για νέους, που θέλει δυνάμεις, ζωντάνια και δίψα για ζωή. Η γυναίκα που βαδίζει προς το τέλος της ζωής της ούτε μπορεί ούτε θέλει να παίζει με τον έρωτα. Είχε τη δύναμη να τον αρνηθεί νέα, είναι δυνατό να τον ακολουθήσει στην ηλικία που ο άνθρωπος αναζητά την ηρεμία; Ακόμα κι αν υπάρχουν τα δεδομένα, η κοινωνία δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση μία τέτοια κατάσταση, που την απειλεί.
Η κοινωνία θέλει και το καταφέρνει να επιβεβαιώσει το Λόγο του Χριστού, που μέσα στην οικογένεια βάζει και την πεθερά να μάχεται τη νύφη. Η μητέρα του άντρα πρέπει οπωσδήποτε να παραμένει στη μάχη, που, όταν συμβαίνει μέσα σε μία οικογένεια, δημιουργεί και συντηρεί την επιθυμητή μοιχεία. Η κοινωνία έχει νικήσει, όταν αναγκάζει τη γυναίκα να πάρει την εύκολη γι’ αυτήν απόφαση να εκτελέσει πορνεία κι όταν βάζει τη μητέρα του άντρα στην οικογένεια. Όταν συμβούν όλα αυτά, συμβαίνει αυτό που περιγράφει ο Χριστός. Μία οικογένεια που τη βαστούν ενωμένοι μόνον οι τύποι και μέσα σ’ αυτή υπάρχουν συγκεκριμένες αντιπαραθέσεις. Οι αντιπαραθέσεις αυτές, που περιγράφονται σαφώς από το Χριστό, είναι αυτές που βάζουν φωτιά στη Γη.
Ο Χριστός ακολούθησε πιστά το Σχέδιο του Πατέρα Του και η φωτιά που άναψε στη Γη κι είναι η αιτία της απώλειας της ειρήνης, είναι όλες αυτές οι συγκρούσεις. Τίποτε απ’ όσα περιγράφει ο Χριστός δεν είναι ανακριβές. Κάθε λέξη είναι τέλεια ειπωμένη και δε χρειάζεται ούτε να προσθέσει κάποιος κάτι ούτε ν’ αφαιρέσει. Δεν είναι τυχαίο ότι στην οικογένεια δεν παίρνει μέρος ούτε ο πεθερός, ο πατέρας του άντρα, ούτε κι οι γονείς της γυναίκας. Όσοι αναφέρονται, αυτοί και μόνο είναι οι πρωταγωνιστές. Αν εξετάσουμε αυτούς, που συγκρούονται, θα δούμε τις αιτίες για τις οποίες συμβαίνουν όλα αυτά και τ’ αποτελέσματα που μένουν, ώστε και η επόμενη γενιά να υποφέρει το ίδιο. Τα συγκρουόμενα μέλη, αν παρατηρήσει κάποιος με προσοχή το Λόγο του Χριστού, αφορούν μέσα στην οικογένεια μέλη του ίδιου φύλου. Δε συγκρούονται σε καμία περίπτωση ο πατέρας με την κόρη ή ο γιος με τη μητέρα. Πάντα συγκρούονται ο πατέρας με το γιο και η μητέρα με την κόρη μέσα στη φυσική οικογένεια, ενώ ο μόνος εξωτερικός παράγοντας, που έχει δράση κι είναι η πεθερά, συγκρούεται αποκλειστικά με τη νύφη.
Για ν’ αντιληφθεί κάποιος όλα αυτά, πρέπει να έχει στο μυαλό του ότι: είτε ο γάμος ξεκίνησε με τη μοιχεία μέσα του, όπως συμβαίνει στην κοινωνία της Βαβυλώνας, είτε ο έρωτας φθάρθηκε κι εμφανίστηκε η μοιχεία, για να υπάρχει όλο αυτό το σύνολο, σημαίνει ότι η γυναίκα έχει αποφασίσει να εκτελέσει πορνεία. Αυτή η απόφαση είναι, που την οδηγεί στην υποταγή και γι’ αυτό στο Λόγο του Χριστού δεν περιγράφεται σύγκρουση μεταξύ άντρα και γυναίκας. Όλη αυτή η κατάσταση είναι αυτό που συνέβη μετά την έλευση του Χριστού υπηρετώντας το Μυστικό Σχέδιο και μέχρι να τελειώσει υπηρετεί το σύστημα, αφού αυτό την προκαλεί. Η πεθερά μπαίνει μέσα στην οικογένεια, όταν υπάρχει διπλή μοιχεία. Πρώτη μοιχεία είναι η δική της που την αποδεικνύει η προσκόλλησή της πάνω στο γιο της και δεύτερη μοιχεία είναι του γιου της, που με τη σειρά της αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δίνει τη δυνατότητα στη μητέρα του να μάχεται τη γυναίκα του.
Η σύγκρουση πεθεράς και νύφης είναι η πιο ισχυρή κι αυτή είναι η πιο επιθυμητή. Ως μοιχαλίδα η μητέρα γνωρίζει πώς σκέφτεται η μοιχαλίδα νύφη της και μ’ αυτόν τον τρόπο έχει τη δυνατότητα να υπηρετεί το γιο της και να εξασφαλίζει την παρουσία της. Γνωρίζει ότι δύο άνθρωποι, που ζουν μαζί, πολλές φορές ερωτεύονται ανεξάρτητα από τις συνθήκες, που προηγήθηκαν, κι αυτό δεν το επιτρέπει σε καμία περίπτωση, εφόσον την απειλεί. Αν το ζευγάρι αρχίσει και βρίσκει το δρόμο του έρωτα, αυτή η γυναίκα τον πολεμάει δημιουργώντας συνθήκες, που φέρνουν γκρίνια και συνεπώς φθορά στη σχέση. Όταν καταφέρει κι εξαλείψει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο, τότε φέρεται στη νύφη με το χειρότερο τρόπο κι εξαιτίας της μοιχείας, που συνεπάγεται την απουσία του άντρα από το σπίτι, είναι τα μάτια του και τ’ αυτιά του μέσα στο σπίτι. Επειδή η μοιχαλίδα μητέρα γνωρίζει πώς σκέφτεται η νύφη και θέλει να διατηρήσει αυτόν το γάμο, που της δίνει τη δυνατότητα να μένει κοντά στο γιο της, αρχίζει κι ελέγχει έντονα τη νύφη. Δε θέλει να συναναστρέφεται με κανέναν, που μπορεί να την επηρεάσει και δεν την αφήνει μόνη. Μ’ αυτό καταφέρνει και σώζει δήθεν την υπόληψη του γιου της από μία απιστία, αλλά το πιο σημαντικό αποτρέπει την εγκατάλειψη. Αν η γυναίκα που πήρε την εύκολη κι επιθυμητή απόφαση για το σύστημα ερωτευτεί, τότε ο έρωτας μπορεί να την ωθήσει σε μία καινούργια σκέψη κι απόφαση. Η μητέρα του άντρα το φοβάται αυτό, γιατί αν ο γιος της μείνει μόνος, την επόμενη φορά σίγουρα θα την περιορίσει, αν δεν την αποβάλλει για πάντα από την οικογένεια του φοβούμενος μία δεύτερη εγκατάλειψη.
Το σύνολο αυτής της άσχημης συμπεριφοράς της πεθεράς απέναντι στη νύφη, εκτός των άλλων, διδάσκει στη γυναίκα-νύφη ορισμένα πράγματα. Γνωρίζει ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει έρωτας, ο άντρας, εξαιτίας της αδυναμίας του να γίνει “σάρκα μία” με τη γυναίκα του, καλύπτοντας τις ανάγκες της φύσης του κι εφόσον δεν είναι αυθύπαρκτη δομή, ξαναγυρνά στη μητέρα του. Αυτή η συμπεριφορά της πεθεράς προϋποθέτει πάνω απ’ όλα ελευθερία, που με τη σειρά της προϋποθέτει εμπιστοσύνη. Η πεθερά είναι ελεύθερη να δρα κατά βούληση, μόνον αν ο γιος της την εμπιστεύεται. Όπως, όταν ήταν μικρός, αυτή του εξασφάλιζε τις επιθυμητές γι’ αυτόν συνθήκες, έτσι και παντρεμένος της εμπιστεύεται το σπίτι του. Αντί να του φυλάγει πλέον τα παιχνίδια, του φυλάγει τη γυναίκα. Για να εξασφαλίσει η πεθερά την παρουσία της και το ρόλο της, είναι πολλές φορές σε θέση να περιγράφει ψεύτικες καταστάσεις, που προκαλούν άγχος στον άντρα κι ενισχύουν τη θέση της. Η ζωντανή ιδιοκτησία που εξασφαλίζει στον άντρα η πατριαρχική κοινωνία, έχει μόνιμο φρουρό μέσα στο σπίτι, που την παρακολουθεί μέρα και νύχτα. Ο μοιχός άντρας μ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται κι έχει τη δυνατότητα ν’ απουσιάζει, όποτε θέλει από το σπίτι είτε ακολουθώντας τις άρρωστες φιλοδοξίες του είτε απολαμβάνοντας την άπειρη πορνεία που προσέφερε και προσφέρει η κοινωνία.
Όλη αυτή η γνώση των όσων συμβαίνουν, κάνουν επικίνδυνη τη γυναίκα. Από τη στιγμή που αφιερώνει τη ζωή της στα παιδιά της, είναι αδύνατο να τ’ αφήσει αμαχητί. Έτσι το πρώτο πράγμα που σκέφτεται είναι να δημιουργήσει συνθήκες και σχέσεις, που, όταν έρθει η ώρα, θα της δώσουν τη δυνατότητα να νικήσει κι αυτή τον έρωτα του γιου της διασφαλίζοντας έτσι τη μη φυσιολογική επαφή μ’ αυτόν ως το θάνατό της. Από τη στιγμή που η πεθερά μπαίνει ανάμεσα στο ζευγάρι, αλλάζουν οι συνθήκες κι αυτό που πλέον ισχύει, είναι ότι η οικογένεια ζει μέσα σε συνθήκες έντασης. Ο άντρας είναι πρακτικά απών, ακολουθώντας αυτά που του υποδεικνύει το σύστημα, και υπάρχει μέσα στο σπίτι ως η ύψιστη μορφή εξουσίας με δικαιώματα, που σε κάποιες άλλες εποχές ήταν ακόμα ζωής και θανάτου πάνω στα μέλη της οικογένειας. Η πεθερά και μητέρα του είναι ένας επιστάτης, που βλέπει και κρίνει τα πάντα και στη συνέχεια αναφέρει τα όσα συμβαίνουν στον άντρα-εξουσία.
Ανάλογα με τη συμπεριφορά αυτής της εξουσίας απέναντι στη γυναίκα και την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, που, όπως θα δούμε, είναι σημαντικότατος παράγοντας, η γυναίκα κινείται, όσον αφορά τα αισθήματα της απέναντι στον άντρα, ανάμεσα στην ανοχή και το μίσος. Από τη στιγμή που γίνεται μητέρα, αγγίζει τη Θέωση. Είναι ο Θεός των παιδιών της και σ’ αυτά χαρίζει τη ζωή της. Καμία γυναίκα δεν ξεχωρίζει τ’ αρσενικά παιδιά από τα θηλυκά. Όμως ο Χριστός ως απόλυτος γνώστης δεν μπορεί να κάνει λάθος κι είναι αναγκαίο να βρούμε σε ποιο σημείο εμφανίζεται η αντιπαλότητα μεταξύ μητέρας και κόρης. Η κόρη κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής της δε στερείται σε καμία περίπτωση την αγάπη της μητέρας. Μεγαλώνει μέσα στο ίδιο περιβάλλον αγάπης όπως και οι γιοι. Η διαφορά είναι ότι, όπως προέκυψε κι από το Λόγο του Χριστού, είναι δομή αυθύπαρκτη. Όταν φτάσει η κόρη στο σημείο ωρίμανσης, είναι γυναίκα όμοια ακριβώς με τη μητέρα της. Όμως η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι η κόρη, ώριμη και τέλεια, είναι νεότατη και η φύση της την ωθεί στον έρωτα. Συνυπάρχει με τη μητέρα αλλά η συνύπαρξη γίνεται προβληματική λόγω διαφοράς φιλοσοφίας πάνω στα θέματα της ζωής. Η μητέρα έζησε ως μοιχαλίδα μέσα σ’ ένα σύστημα, που δεν αφήνει άλλα περιθώρια κι αποτύπωσε μέσα από τις εμπειρίες της, από τη συνολική κατάσταση μία άποψη. Όλα τα δεδομένα γύρω της την ωθούν να πιστεύει ότι είναι αδύνατο ν’ αποφευχθούν ορισμένα πράγματα. Το ισχυρό μητρικό της ένστικτο, που την έκανε ν’ αγνοήσει τον έρωτα και να νιώσει αλλά ισχυρότερα συναισθήματα, την απαλλάσσει από πολύπλοκες σκέψεις και της δίνει επιπλέον άλλοθι. Το άλλοθι το χρειάζεται, γιατί οι προτροπές κι οι πιέσεις δεν έχουν την αγνότητα που απαιτούν οι σχέσεις μητέρας και κόρης.
Η γυναίκα γνωρίζει από την προσωπική της εμπειρία ότι όσο πιο νέα κι όμορφη παντρεύεται κάποια, τόσο πιο εύκολα μπορεί να βρει τον κατάλληλο γαμπρό. Το σύνολο της ζωής της και η γνώση για τη ζωή των άλλων την κάνουν να σκέφτεται λανθασμένα κι επικίνδυνα αλλά μ’ επιχειρήματα. Όταν όπου και να γυρίσει, βλέπει την ίδια άθλια κατάσταση, που υπάρχει μεταξύ των συζύγων, όταν βλέπει γυναίκες που κάποτε ζήλεψε, επειδή είχαν τη δύναμη ν’ ακολουθήσουν τον έρωτα και ζουν πολλές φορές χειρότερα από την ίδια, που παντρεύτηκε με το ζόρι, τότε τα πράγματα είναι εύκολα… αφού η μιζέρια των συναισθημάτων είναι σίγουρη, τουλάχιστον να μη συνοδεύεται από την οικονομική φτώχεια. Επειδή η ίδια αγνοεί τον έρωτα και η γνώση της τον υποτιμά, αρχίζει κι ωθεί την κόρη της προς την πορνεία. Δε θέλει ν’ ακούσει κουβέντα για το φτωχό γειτονόπουλο, που έχει κατασυγκινήσει την κόρη της. Από το μυαλό της παρελαύνουν όλοι οι πλούσιοι γόνοι της περιοχής και φαντάζεται την κόρη της μία λαμπρή κυρία. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι η ίδια η μητέρα ωθεί την κόρη της στην πορνεία κι είναι βέβαιη ότι αυτό είναι το καλό της. Είναι τόσο βέβαιη, ώστε πιστεύει ότι κάποτε η κόρη της θα της το αναγνωρίσει. Είναι τόσο άθλια και βρώμικη η κοινωνία, ώστε πραγματικά έρχεται στιγμή που γίνεται αυτή η αναγνώριση. Σημασία έχει ότι όλες αυτές οι διαφορετικές απόψεις δημιουργούν ένταση μέσα στην οικογένεια και δικαιώνεται ο Χριστός στο Λόγο Του. Στην πατριαρχική κοινωνία αυτή η μάχη μεταξύ μητέρας και κόρης δεν κρατά πολύ, γιατί η εξουσία, ο πατέρας, θα έρθει η στιγμή που θα δώσει τη λύση που ήδη γνωρίζουμε.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε το εξής πολύ σημαντικό: η μοιχαλίδα γυναίκα της οποίας οι σχέσεις απέναντι στον άντρα είναι γενικά τυπικές και χαρακτηρίζονται από την αδιαφορία, στο σημείο αυτό αρχίζουν κι ενισχύονται. Η γυναίκα ξέρει ακριβώς πώς σκέφτεται η κόρη της κι αυτό είναι που την κάνει επικίνδυνη. Ξέρει ότι, αν τα πράγματα αφεθούν στην τύχη τους, θα έρθει στιγμή που η κόρη δε θα μπορεί να ελεγχθεί. Γνωρίζει τη δύναμη της κόρης, που είναι όμοια με τη δική της. Γνωρίζει ότι, ό,τι είναι να συμβεί, πρέπει να συμβεί το ταχύτερο δυνατόν. Βιάζεται αυτή η μητέρα να παντρέψει την κόρη της, γιατί, αν η κόρη της γευθεί τον έρωτα, είναι έτοιμη να θυσιαστεί γι’ αυτόν. Όλος ο μύθος για την παρθενιά που συνεπάγεται αγνότητα και τα συναφή, είναι ψέματα, που τα καλλιεργεί η μητέρα για ν’ αποτρέψει την κόρη από τη γνώση του έρωτα. Το καθεστώς σεξουαλικής πείνας που χαρακτηρίζει τις καθυστερημένες κοινωνίες, ενώ στηρίζει το σύστημα, που ισοπεδώνει τις γυναίκες, παρ’ όλ’ αυτά καλλιεργείται μέσα στην οικογένεια από τη μητέρα. Εδώ ακριβώς η μητέρα παίρνει μεγάλο ρίσκο. Προσπαθεί με κάθε θυσία να κάνει το σαρκικό έρωτα ταμπού για την κόρη της κι όταν έρθει αυτή η στιγμή που θα τον γευτεί, να μη γνωρίζει πώς να προφυλαχθεί. Η μητέρα αρνείται να ενημερώσει την κόρη πάνω στο θέμα της προφύλαξης, γιατί σε περίπτωση που το κάνει, παύει να είναι ταμπού.
Το σύνολο των ανεπιθύμητων εγκυμοσύνων που οδηγούν στο τεράστιο πρόβλημα των αμβλώσεων, είναι αποτέλεσμα της ηλιθιότητας των ανθρώπων. Αν ενημερώσει κάποιος, έστω και στοιχειωδώς τους νέους, σε καμία περίπτωση δε θα υπάρχει αυτό το θλιβερό δίλημμα. Η κοινωνία όμως φοβάται την ενημέρωση, γιατί δε θα μπορεί πλέον να δημιουργεί την επιθυμητή γι’ αυτή σεξουαλική πείνα των νεαρών αντρών, που τους ωθεί στην υπεραξία και στην πορνεία. Οι γυναίκες με τη γνώση του έρωτα στη συνολική του μορφή, δε θ’ ακολουθούσαν την επιθυμητή πορεία, που οδηγεί στην τεράστια μοιχεία που απαιτεί η κοινωνία για τη λειτουργία της. Η γυναίκα που τόσο πολύ υπέφερε από το σύστημα σ’ όλο το διάστημα της πατριαρχίας, μ’ αυτόν τον άθλιο τρόπο προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια. Αυτή η επικίνδυνη συμπεριφορά συναντάται στο ύψιστο σημείο μόνο στην περίπτωση που η οικογένεια είναι της μορφής που περιγράφει ο Χριστός. Η συμπεριφορά της μητέρας καθορίζεται ανάλογα πάντα με το αν υπάρχουν ή όχι αρσενικά παιδιά. Μία μητέρα που έχει μόνον κόρες, σίγουρα έχει συμπεριφορά καλύτερη απέναντι τους. Αυτή η περίπτωση εδώ δε μας ενδιαφέρει, γιατί εξετάζουμε τις δυσχερέστερες κι επομένως καλυπτόμαστε.
Η μητέρα που έχει αρσενικό παιδί, βιάζεται πάντα ν’ αποκαταστήσει όσο το ταχύτερο γίνεται κι όσο καλύτερα ως μητέρα με τη φιλοσοφία της τα κορίτσια. Αυτό γίνεται, γιατί μόνο στην περίπτωση του γιου μπορεί να εξασφαλίσει επαφή μέχρι το τέλος. Αν παντρευτεί ο γιος πριν από τις κόρες, γίνεται πολύ δύσκολο να μπει στην οικογένειά του, έχοντας αυτήν την εκκρεμότητα. Τη νύφη θέλει να τη βρει σίγουρα μόνη, για να μπορέσει να λειτουργήσει σύμφωνα με τα γνωστά. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ο γιος να επιβάλλει την παρουσία μέσα στο σπίτι και της μητέρας και της αδερφής. Το κύριο επιχείρημα του αδιεξόδου καταρρίπτεται, εφόσον η μητέρα έχει κάτι ν’ ασχοληθεί κι αυτό είναι η κόρη. Η μητέρα, αν δεν κατορθώσει να μπει από την αρχή στην οικογένεια του γιου, είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρει μετά. Η γυναίκα θα έχει ισχυροποιήσει τη θέση της στο σπίτι του γιου της κι αυτό σημαίνει μεγαλύτερη δυσκολία. Η συνήθεια σ’ άλλους καιρούς, ο αδερφός ν’ αποκαθιστά πρώτα τις αδερφές και μετά να παντρεύεται, ήταν καθιερωμένη εκ του πονηρού, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο το σύστημα έλεγχε την κατάσταση.
Πριν δούμε αυτήν καθ’ αυτήν τη σχέση μητέρας και γιου, είναι αναγκαίο να δούμε κάτι, που εκ πρώτης όψεως είναι περίεργο. Ενώ μέσα στην οικογένεια συμβαίνουν συγκρούσεις, ο Χριστός δεν αναφέρει σε καμία περίπτωση συγκρούσεις μεταξύ μελών της οικογένειας, που ανήκουν σε διαφορετικό φύλο. Η μητέρα δε συγκρούεται με το γιο ούτε η κόρη με τον πατέρα. Ο Φρόιντ πολύ σωστά εντόπισε το ευαίσθητο αυτό σημείο στις σχέσεις των μελών της οικογένειας και όχι μόνον αυτό, αλλά έδωσε και μία ονομασία, που όπως θα δούμε, είναι μέσα στη θεωρία των αριθμών. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας είναι αυτά, που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις των παιδιών με το γονέα του αντίθετου φίλου. Ο Φρόιντ όμως αγνοεί το πιο σημαντικό δεδομένο. Αγνοεί ότι αυτά που πραγματικά συμβαίνουν και παρατήρησε, συμβαίνουν σε οικογένειες της υπάρχουσας κοινωνίας. Αγνοεί ότι τις περισσότερες φορές συμβαίνει να είναι οι γονείς μοιχοί μεταξύ τους. Το αγόρι θέλει να έχει δική του τη μητέρα κι εκδηλώνει μία έντονη ζήλια απέναντι στο πατέρα. Όμως αυτό συμβαίνει, γιατί το αγόρι μεγαλώνει μόνο με τη μητέρα, ενώ ο πατέρας είναι ένας άγνωστος. Δεν είναι “σάρκα μία” ο πατέρας με τη μητέρα, ώστε το αγόρι να θεωρεί δεδομένη την ύπαρξη του. Ο πατέρας είναι ένας άγνωστος, που ξεκινά το πρωί από το σπίτι για τη δουλειά κι επιστρέφει το βράδυ εξουθενωμένος κι αυτό τον κάνει νευρικό κι απαιτητικό. Όταν επιβάλλει κάποιος στο παιδί να κάνει πράγματα που δε θέλει, όπως το να σταματήσει το παιχνίδι και να είναι ήσυχο, τότε αυτός ο κάποιος είναι εχθρός του. Η μητέρα κάνει πολλές φορές το ίδιο, αλλά αυτή είναι διαφορετική, εφόσον ζούνε μαζί. Ο άγνωστος όμως, που είναι ο πατέρας, είναι εχθρός και δεν έχει τη δυνατότητα να έρχεται σ’ επαφή συνέχεια με το παιδί. Το σύνολο όλων αυτών και με το δεδομένο ότι ο γιος έχει τρομερή αγάπη στη μητέρα, τον ωθούν στο να εκδηλώνει τη ζήλια.
Η μοιχαλίδα μητέρα, που από ανάγκη ανέχεται τον άντρα της, γνωρίζει αυτήν τη ζήλια και την καλλιεργεί, για να μπορέσει στο τέλος να επιτύχει το στόχο της. Αν ο πατέρας και η μητέρα ήταν “σάρκα μία” και η οικονομική τους κατάσταση αρκετά καλή, ώστε να περιορίζονται οι ώρες απουσίας του πατέρα, τότε η μητέρα θ’ άλλαζε για λίγο στάση και θα γινόταν αυτή ο φανταστικός εχθρός του αγοριού, για να το αναγκάσει να ομαλοποιήσει τις σχέσεις με τον πατέρα. Στην περίπτωση της μοιχείας, αυτό είναι αδύνατο να συμβεί, επειδή η μητέρα θυσιάστηκε για το παιδί και το θέλει δικό της.
Από την άλλη πλευρά στη σχέση του πατέρα με την κόρη συμβαίνει το ίδιο αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Το κορίτσι μεγαλώνει με πολύ λιγότερη φροντίδα από το υπερκινητικό αγόρι, ενώ παράλληλα είναι πολύ πιο ήσυχο και πειθαρχημένο. Ο πατέρας που συνήθως είναι κουρασμένος κι αυτό τον κάνει νευρικό, λατρεύει το κορίτσι που είναι ήσυχο, ενδιαφέρεται γι’ αυτόν κι έχει την τάση να τον υπηρετεί. Στην κόρη αρέσει να χώνεται στην αγκαλιά του πατέρα, που αντιπροσωπεύει τη δύναμη και βάζει σε τάξη το θορυβώδη κι ενοχλητικό αδερφό. Για έναν κουρασμένο άντρα το κορίτσι είναι το ιδανικό παιδί, αφού είναι τόσο ήσυχο, που γαληνεύει την ψυχή και τόσο πρόθυμο, που δίνει την επιβεβαίωση που χρειάζεται ο πατέρας ότι είναι μέλος της οικογένειας. Ο πατέρας όλα αυτά τ’ ανταποδίδει μ’ όμορφα λόγια, που κολακεύουν την κόρη, η οποία ως γυναίκα είναι φιλάρεσκη από τη στιγμή που γεννιέται. Ενώ για τ’ αγόρι το τέλος της βασιλείας του έρχεται από τη στιγμή που εμφανίζεται ο πατέρας, για την κόρη εκείνη τη στιγμή αρχίζουν όλα. Όλοι οι λόγοι, που κάνουν τη μητέρα συνήθως ν’ απειλεί τους γιους μέσω της πατρικής τιμωρίας, για την κόρη δεν υπάρχουν. Η κόρη σε καμία περίπτωση όσο είναι μικρή, δε φοβάται τον πατέρα.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο το οποίο πρέπει να τονίσουμε, είναι η εξαιρετικά γρήγορη ωρίμανση του κοριτσιού. Το κορίτσι είναι ακόμα μικρό παιδάκι, όταν αρχίζει κι αντιλαμβάνεται τι γίνεται γύρω του. Ανάμεσα στ’ άλλα που αρχίζει ν’ αντιλαμβάνεται από πολύ νωρίς, είναι και η μοιχεία. Το μικρό κορίτσι βράζει στην κυριολεξία, όταν η μητέρα για οποιονδήποτε λόγο φέρεται άσχημα στον πατέρα κι ακόμα περισσότερο, όταν τον κατηγορεί στο περιβάλλον της. Τον πατέρα τον γνώρισε ως Θεό καλόκαρδο και τρυφερό και δεν αντέχει ν’ ακούει τη μητέρα της να τον περιγράφει ως αποτυχημένο, μίζερο κι ανθρωπάκι. Οι σχέσεις αυτές διαταράσσονται και φτάνουν στο μίσος, όταν ο πατέρας για χιλιάδες άσχετους λόγους φέρεται σαν να ήταν ο χειρότερος εχθρός, παραδίδοντας την κόρη με τη μορφή εμπορεύματος σε κάποιον που αυτή δεν επιθυμεί. Ενώ το σύνολο των τριβών το προκαλεί η μητέρα, που θέλει να σπρώξει την κόρη στο γάμο, αυτός που τελικά χρεώνεται αυτό το σπρώξιμο, είναι ο πατέρας και μ’ αυτόν τον, τρόπο η οικογένεια αποδεσμεύει ένα δυσβάσταχτο βάρος γι’ αυτήν. Μ’ αυτόν τον τρόπο λειτουργεί το σύστημα.
Η πιο δύσκολη περίπτωση, όσον αφορά την ανάλυση της, είναι η σχέση μητέρας και γιου. Αν είχε κάποιος τη δυνατότητα να ξεκολλήσει για μία στιγμή από την κοινωνία και τα όσα αυτή συνεπάγεται, τότε θα έμενε κατάπληκτος με τα όσα συμβαίνουν. Η κοινωνία ως γνωστόν είναι πατριαρχικής μορφής. Αυτό σημαίνει ότι οι άντρες είναι αυτοί, που έχουν την εξουσία. Την εξουσία αυτή μάχονται διαρκώς οι γυναίκες με πολλούς και διάφορους τρόπους και καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Αν σ’ όλα αυτά προσθέσουμε ότι οι γυναίκες γεννούν τους άντρες κι αποδεδειγμένα είναι το φύλο, που μπορεί να υποστεί όλες τις θυσίες για τα παιδιά αυτού του κόσμου, είναι απορίας άξιο, γιατί η ανθρωπότητα ζει και βασανίζεται μέσα σ’ αυτές τις τραγικές συνθήκες. Το σύνολο του κόσμου χιλιάδες χρόνια τώρα, γεύεται μία ζωή της οποίας τα κύρια χαρακτηριστικά είναι η φτώχεια, η δυστυχία κι ο φόβος. Σε μία πατριαρχική κοινωνία οι άντρες έχουν την εξουσία και η ύπαρξη αυτής της εξουσίας γεννά εκτός των άλλων κι αρνητικά φαινόμενα για τους ανθρώπους στο σύνολο τους. Δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, που να μην πιστεύει ότι η αυθαιρεσία της εξουσίας είναι η πληγή της ανθρωπότητας. Όλοι οι άνθρωποι, όταν η κατάσταση γίνεται οριακή γι’ αυτούς, ξεσηκώνονταν εναντίον της εξουσίας. Οι επαναστάσεις των ανθρώπων στρέφονται πάντα ενάντια στην εξουσία. Όλα αυτά, αν τα σκεφτεί κάποιος, θα βγάλει αβίαστα το συμπέρασμα ότι φταίνε οι άντρες. Οι άντρες έχουν την εξουσία κι επομένως οι άντρες είναι αυτοί, που στερούν από το σύνολο των ανθρώπων την ευημερία και το πιο σημαντικό πράγμα, που είναι η ελευθερία.
Αυτό το απλοϊκό συμπέρασμα είναι σωστό σε γενικές γραμμές, αλλά αν το κοιτάξει κάποιος με αναλυτικότερη μάτια, θα δει ότι οδηγεί σ’ αδιέξοδο. Αν ήταν απόλυτο αυτό το συμπέρασμα, τότε το σύνολο των δεδομένων θα έπρεπε να το επιβεβαιώνει. Πλήρης επιβεβαίωση θα υπήρχε, αν οι άντρες στο σύνολο τους απολάμβαναν μία ευχάριστη ζωή σε βάρος των γυναικών. Πολλές γυναίκες ξεσηκώνονται κι απαιτούν δικαιώματα, που σημαίνει συνθήκες ισότητας. Όμως για ποιες συνθήκες ισότητας μιλούν κι αγωνίζονται, όταν το σύνολο των επαναστάσεων στα πλαίσια της πατριαρχικής κοινωνίας έγιναν από τους άντρες, που αγωνίζονται εναντίον της εξουσίας; Πώς είναι δυνατό να πιστεύουν ότι με τα δικαιώματα, που τους στερούνται, είναι δυνατό να λυθούν τα προβλήματα αυτού του κόσμου, όταν αυτοί, που τ’ απολαμβάνουν, ζουν μέσα στη φτώχεια και την ανελευθερία; Πώς είναι δυνατό να υψώνουν τη φωνή τους και να διατυπώνουν άποψη, όταν η παιδεία, που προκαλεί αυτήν την άποψη, είναι προϊόν αντρικής φιλοσοφίας; Οι γυναίκες που αγωνίζονται για τα δικαιώματα τους, έχουν τις ίδιες πηγές γνώσεων με τους άντρες, που κι αυτοί αγωνίζονται. Οι μεγάλοι αρχαίοι φιλόσοφοι όπως κι οι σύγχρονοι είναι πηγές, που ενέπνευσαν τους ανθρώπους. Όταν οι άντρες, που έχουν την εξουσία, δεν μπορούν να βρουν λύσεις για τους ίδιους, πώς είναι δυνατόν οι γυναίκες να πιστεύουν ότι η λύση είναι ν’ αποκτήσουν κι αυτές τα δικαιώματα των αδικημένων; Αίμα ανθρώπινο χύθηκε, για να μπορέσουν οι γυναίκες ν’ απολαύσουν τα ονειρεμένα γι’ αυτές πολιτικά δικαιώματα. Αγωνίστηκαν στα πλαίσια του συστήματος και σήμερα βρίσκονται στη χειρότερη από πότε κατάσταση. Ακόμα και στην κοινωνία της Βαβυλώνας ήταν καλύτερα, γιατί κανένας δεν μπορεί να στερήσει από τους ανθρώπους την ελπίδα. Η ελπίδα ακόμα και η πιο μάταια δίνει δύναμη στον άνθρωπο να ζήσει. Οι γυναίκες είχαν πάντα την ελπίδα κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό γι’ αυτές.
Η σύγχρονη γυναίκα δεν μπορεί να ελπίζει, γιατί έχει τη δυνατότητα ν’ αγωνιστεί σ’ έναν εκ των προτέρων χαμένο αγώνα. Οι πόρτες της εξουσίας άνοιξαν διάπλατα γι’ αυτές, μόνον που αυτήν τη φορά φαίνεται η απροθυμία τους ν’ αγωνιστούν εναντίον καταστάσεων, που είναι ανίκητες. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία, είναι τόσο σύνθετο, ώστε ακόμα και η ελεύθερη διακίνηση θεωριών και γνώσεων δεν απειλεί το σύστημα εξουσίας.
Υπήρχαν εποχές, όταν η εξουσία ήταν απαράδεκτα αυταρχική και ταυτόχρονα απλοϊκή στη δομή της, κατά την διάρκεια των οποίων οι φιλόσοφοι την απειλούσαν άμεσα. Ο κλέφτης φεουδάρχης δε θα μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχος γνωρίζοντας ότι ανάμεσα στους δούλους του περιφέρεται κάποιος άνθρωπος, που γνωρίζει τον Πλάτωνα και το Σωκράτη. Οι άνθρωποι αγνοούν τη φτώχεια, όταν γνωρίζουν κάποια αλήθεια, που φωτίζει τη ζωή τους. Είναι ευχάριστο συναίσθημα να μπορεί ν’ αγωνίζεται κάποιος για μία θεωρία που πιστεύει ότι είναι σωστή. Οι Γάλλοι χωρικοί όπως κι οι Ρώσοι αργότερα, χάρηκαν πραγματικά, όταν άκουσαν αυτό που ήθελαν κι αποδείχθηκε αυτό που πίστευαν. Δεν είχε καμία σημασία, αν έμεναν σε καλύβες και η τροφή της ημέρας έβγαινε δύσκολα. Όταν το συναίσθημα πλημμυρίζει την ψυχή, η πείνα είναι ζήτημα δευτερεύον. Ελευθερία φώναζε ο όμορφος χωρικός και πετούσε πάνω από τη γη. Η δύναμη της πίστης δίνει φτερά στον άνθρωπο και τον ενθουσιάζει. Σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσε κάποιος να υπογραμμίσει ότι σχεδόν τίποτε δεν κερδήθηκε για όλους αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους. Το κέρδος είναι τεράστιο αλλά για την ανθρωπότητα στο σύνολο της. Οι φτωχοί άνθρωποι παρέμειναν φτωχοί.
Όλα αυτά είναι σωστά αλλά για κάποιον, που ζει στο μέλλον. Αγνοεί αυτός ο κάποιος δύο πολύ σημαντικά πράγματα. Το κυριότερο: ότι ο άνθρωπος είναι θνητός και η “φτώχεια” είναι έννοια σχετική. Ο Αλέξανδρος παραμέρισε μόνο μπροστά στο Διογένη που θαύμαζε. Ο Διογένης ήταν πιο φτωχός από τον πιο φτωχό χωρικό, που ξεσηκώθηκε. Όμως αυτή η συνάντηση ήταν η πιο σπουδαία συνάντηση, που έχει υπάρξει πάνω στη Γη. Όλο το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης βρίσκεται στην απαίτηση του μεγάλου Διογένη. Το κοινό σημείο μεταξύ του Διογένη και των χωρικών ήταν η γνώση. Δεν έχει καμία σημασία η ποιότητα της ή το μέγεθος της. Σημασία έχει ότι δίνει τη δύναμη στον άνθρωπο να χαμογελά, ακόμα κι αν ζει στην οικονομική αθλιότητα. Οι θνητοί χωρικοί εκείνης της εποχής έζησαν τ’ όνειρο. Δεν προδόθηκαν. Οι κομμουνιστές που αγωνίστηκαν στη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν προδόθηκαν ποτέ. Αγωνίστηκαν και πέθαναν με την ελπίδα. Εμείς οι σύγχρονοι που βλέπουμε το παρελθόν, αντιλαμβανόμαστε την προδοσία. Ο αγωνιστής εκείνης της εποχής, αλλά κι όλων των εποχών, πέθανε χαμογελαστός. Γι’ αυτόν δεν ήταν αδικία που πεθαίνοντας δεν προλάβαινε να δει τη μελλοντική κοινωνία. Γι’ αυτόν ήταν σπουδαίο ότι αγωνίστηκε κι επειδή ήταν θνητός, πέθανε μέσα στα όνειρα δικαιωμένος. Δεν είδε την προδοσία παρά είχε την πολυτέλεια να φαντάζεται τον κόσμο, όπως ήθελε και όχι όπως έγινε.
Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί πρέπει να δούμε τι συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στον κόσμο. Σήμερα οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι περισσότερο από ποτέ κι αυτό, γιατί δεν μπορούν να πλάσουν όνειρα. Δεν υπάρχει γνώση, που να δίνει ελπίδα, έστω και λανθασμένη. Έχουν δοκιμαστεί τα πάντα κι ο άνθρωπος έχει κουραστεί ν’ αγωνίζεται άδικα. Ο σημερινός άνθρωπος δεν μπορεί να έχει τη λάμψη του χωρικού στα μάτια του. Η λάμψη ήταν προϊόν ελπίδας. Έλαμπαν τα μάτια του ανθρώπου του οποίου το στομάχι πονούσε από την πείνα και περιέγραφε την εκάστοτε μεγάλη θεωρία. Έλαμπαν τα μάτια του φτωχού ανθρώπου, όταν μιλούσε για τον Υιό του Θεού, το Χριστό και πίστευε σ’ Αυτόν. Σήμερα ο άνθρωπος είναι παντελώς χαμένος. Έχει αποπροσανατολιστεί πλήρως. Δεν πιστεύει σε τίποτε κι αυτό είναι που μεγεθύνει τα προβλήματα του. Όλα καταρρέουν γύρω του κι αυτό, που τον απογοητεύει, είναι ότι κι αυτά τα λίγα που θα γευθεί, απαιτούν απάνθρωπο και θανατηφόρο αγώνα.
Αγνοεί τελείως το Λόγο του Χριστού, που μέσα του κρύβει την αλήθεια. “Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται οι δε Λόγοι μου ου μη παρέλθωσι” (ο ουρανός καί η γή θά παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δέν θά παρέλθουν,), λέει ο Χριστός και οι άνθρωποι σ’ Αυτόν πιστεύουν. Γιατί όμως, όταν ο Χριστός αρνείται να κάνει θαύμα, προσδιορίζει τη γενιά των ανθρώπων με περίεργο τρόπο; Από την εποχή του Χριστού ως τις μέρες μας δεν έχουν δει οι άνθρωποι θαύμα. Αν έβλεπαν, τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά, εφόσον η υπόσχεση έχει δοθεί από το Χριστό για Θέωση κι από το Λόγο προκύπτει ότι θα δοθεί μέσω θαύματος. Το θαύμα του Ιωνά δεν το είδαν ακόμα οι άνθρωποι. Αυτό σημαίνει ότι εμείς είμαστε η γενιά που περιγράφει ο Χριστός: (Ματθ. 12.39) “γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί, και σημείον ου δοθήσεται αυτή ει μη το σημείον Ιωνά του προφήτου.” (Η γενεά η πονηρή καί η μοιχαλίς ζητεί θαύμα, καί θαύμα δέν θά τής δοθή άλλο παρά τού Ιωνά τού προφήτου.). Τη γενιά των ανθρώπων από τότε ως σήμερα μπορεί κάποιος, σύμφωνα με τ’ άθλια χαρακτηριστικά της, να τη χαρακτηρίσει με πολλούς τρόπους, που να είναι άμεσα αντιληπτοί και να την εκφράζουν απόλυτα. Μπορεί να τη χαρακτηρίσει γενιά της αθλιότητας, της υποκρισίας, της κλοπής, του ψεύδους και υπάρχουν χιλιάδες άλλοι όροι, που θα μπορούσαν να τη χαρακτηρίσουν. Επειδή όμως, όπως όλοι σήμερα γνωρίζουμε, τα πάντα ξεκινούν από την εξουσία, αυτό είναι και το κύριο χαρακτηριστικό της. Το σωστό θα ήταν, να τη χαρακτήριζε γενιά της εξουσίας. Δε γνωρίζει ο Χριστός τι θ’ ακολουθήσει; Γιατί ο καθ’ όλα περίεργος χαρακτηρισμός με τη λέξη “μοιχαλίς”; Γιατί είναι η γενιά μας “μοιχαλίς”; Η μοιχεία είναι ένα φαινόμενο, που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των ανθρώπων κι αυτό εκ πρώτης όψεως είναι διάφορο της γενικής κατάστασης που επικρατεί. Πώς η μοιχεία δίνει τ’ άσχημα χαρακτηριστικά στην κοινωνία;
Με δεδομένο αυτόν το χαρακτηρισμό, που δόθηκε από το Χριστό, επανερχόμαστε στο σημείο στο οποίο αναρωτηθήκαμε πώς είναι δυνατόν οι γυναίκες ν’ αδικούνται από τους άντρες στο σύνολο τους, όταν αυτές τους γεννούν και η αγάπη μεταξύ τους είναι η μεγαλύτερη δυνατή. Ο άντρας γεννιέται με πρώτη ιδιότητα αυτή του γιου. Είναι γιος κι αφού η μοιχεία είναι τεράστια, είναι γιος της μητέρας του και όχι του πατέρα του. Δε βλέπει ο γιος πώς φέρεται η κοινωνία στη μητέρα του και στις γυναίκες γενικότερα; Η άπειρη ευφυΐα του και η τρομερή αγάπη προς τη μητέρα του έπρεπε να τον ωθήσουν προς την εξεύρεση λύσης. Γιατί αδρανεί και γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο συνένοχος του συστήματος; Για να τα διαπιστώσουμε όλα αυτά, είναι απαραίτητο να παρακολουθήσουμε τα πράγματα από τη στιγμή που γεννιέται. Στην κοινωνία της μοιχείας στην οποία ζούμε, η λήψη της απόφασης θυσίας από την πλευρά της μητέρας είναι το σημαντικότερο συμβάν στη ζωή της. Αν η γυναίκα για οποιονδήποτε λόγο πάρει λανθασμένη απόφαση, μπορεί κι έχει τη δύναμη ν’ αλλάζει πορεία. Στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων αυτή είναι, που παίρνει τις σοβαρές αποφάσεις, που χρειάζονται γενναιότητα. Η γυναίκα εγκαταλείπει έναν άντρα, ακόμα κι όταν τον αγαπά, αν μεσολαβήσουν συνθήκες και γεγονότα, που κατά την κρίση της το απαιτούν. Δεν έχει σημασία, αν όλα τα δεδομένα είναι σωστά ή λανθασμένα. Σημασία έχει ότι, όταν κρίνει πως πρέπει να ενεργήσει κατά κάποιο τρόπο, αγνοεί το κόστος. Δεν υπάρχει κόστος, που να σταματά τη γυναίκα.
Όμως από τη στιγμή που γίνεται μητέρα, αλλάζει το σύνολο των δεδομένων. Ναι μεν αγνοεί το κόστος και θυσιάζεται, αλλά αυτήν τη φορά εμπλέκει σ’ αυτήν τη θυσία κι ανθρώπους που δεν έχει δικαίωμα να εμπλέξει. Η μητέρα ξεκινά πάντα με το σκεπτικό ότι ενεργεί υπέρ των παιδιών της. Δεν υπάρχει μητέρα, που να σκέφτεται διαφορετικά. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι ξεκινά με δικό της σκεπτικό, χωρίς να γνωρίζει ποιο είναι το καλύτερο. Το πρόβλημα είναι η προσωπική άποψη της μητέρας για το καλό και το κακό. Κανένας δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει την αγάπη της για τα παιδιά της, γιατί αυτό τον φέρνει σ’ αντίθεση με το Δημιουργό. Όμως η αγάπη δεν έχει σχέση με την κρίση. Ο καθένας μπορεί να την κρίνει για τις επιλογές της. Από τη στιγμή που αυτές οι επιλογές είναι προϊόν προσωπικής κρίσης, αυτό σημαίνει ότι δημιουργούν πρόβλημα. Ο διάβολος, σύμφωνα με τις Γραφές, δεν είναι λάθος του Δημιουργού. Ο διάβολος είναι ανυπάκουος και βάζει πάνω απ’ όλα την προσωπική του κρίση. Εφόσον η πατριαρχική κοινωνία των αντρών έχει αυτά τ’ άσχημα χαρακτηριστικά και οι γυναίκες γεννούν τους άντρες, το σφάλμα πρέπει να βρίσκεται σε κάποια προσωπική λανθασμένη άποψη. Εφόσον οι γυναίκες έχουν μία άποψη για τη θυσία υπέρ των παιδιών τους κι αυτή η άποψη είναι κοινή μέσα στην κοινωνία, το πρόβλημα αρχίζει κι εμφανίζεται. Η γυναίκα έχει δικαιώματα αναμφισβήτητα πάνω στα παιδιά της. Τα δικαιώματα αυτά δεν τα λαμβάνει “τιμής ένεκεν”, αλλά της αποδίδονται από τα ίδια τα παιδιά της μετά από τους υπεράνθρωπους αγώνες της.
Όλα αυτά τα δικαιώματα δεν της δίνουν βέβαια σε καμία περίπτωση δικαίωμα να φέρεται σαν Θεός παρακάμπτοντας τον πραγματικό Θεό. Ο Θεός, όταν έφτιαξε τον άνθρωπο, αποφάσισε να έχει και πατέρα και μητέρα. Αυτός τον δημιούργησε, Αυτός ξέρει τα χαρακτηριστικά του. Όταν η μητέρα γίνεται μοιχαλίδα, αγνοεί το Θεό και τον πολεμά. Ο Θεός μισεί τη μοιχαλίδα γυναίκα, γιατί στερεί από τον υιό Του τον άνθρωπο το ιδανικό περιβάλλον. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από δύο γονείς και όχι μόνον από μητέρα. Η γυναίκα που θυσιάζεται για τα παιδιά της και τα στερεί μ’ αυτόν τον τρόπο τον πατέρα, γίνεται η αιτία των κακών. Σ’ αυτόν τον κόσμο μεγαλύτερη προσφορά, από άποψης θυσίας, προσέφεραν οι γυναίκες, που αρνήθηκαν να γεννήσουν παιδιά μοιχείας παρά αυτές, που γέννησαν και τα έκαναν δούλους. Είναι σκληρός ο λόγος αυτός, αλλά είναι αληθινός, επειδή σήμερα δεν υπάρχει έστω κι ένας, που να πιστεύει στο Θεό Πατέρα και να υποστηρίζει ότι αδικήθηκε από τη μητέρα του, αφού στερήθηκε το περιβάλλον της “σάρκας μίας” των γονιών.
Δεν έχει κανένας το δικαίωμα να στερεί από τους ανθρώπους αυτά, που ο Θεός Πατέρας ετοίμασε γι’ αυτούς. Η γυναίκα είτε είναι “σάρκα μία” είτε μοιχαλίδα κι επομένως προσηλωμένη απόλυτα στο παιδί της, προσφέρει ακριβώς τα ίδια πράγματα σ’ αυτό. Ο έρωτας δεν αποσπά τη γυναίκα, ώστε να στερήσει το παιδί της από τη φροντίδα. Έτσι θέλησε ο Θεός, έτσι είναι τέλεια. Η μοιχαλίδα δεν προσηλώνεται σε καμία περίπτωση περισσότερο, ώστε η προσφορά της να είναι μεγαλύτερη. Αντίθετα η προσήλωση αυτή αφαιρεί. Η προσήλωση είναι αυτή που, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, δεν αφήνει τη μητέρα να προσφέρει το πολυτιμότερο αγαθό στον άνθρωπο, που είναι η ελευθερία. Ο άνθρωπος που γνωρίζει τη Θέωση, είναι ο διπλός άνθρωπος κι αυτή η Θέωση εκτός απ’ αυτόν αφορά και τα παιδιά που έρχονται στον κόσμο. Ο κάθε άνθρωπος είτε άντρας είτε γυναίκα ως “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, έχει διπλά χαρακτηριστικά, όπως αυτά του Δημιουργού. Ο άντρας έχει και θηλυκά χαρακτηριστικά, που απαιτούνται για την επιβίωση του, ενώ η γυναίκα έχει κι αυτή αντρικά. Ο άνθρωπος πολλές φορές στη ζωή του και για διάφορους λόγους μένει μόνος του. Για λόγους ισορροπίας και για να μην παρατηρηθούν άσχημα φαινόμενα, έχει χαρακτηριστικά διπλού ανθρώπου, που τον βοηθούν ν’ αντεπεξέλθει για μικρό χρονικό διάστημα. Ο άντρας που σύμφωνα με το Λόγο του Χριστού αποκολλάται από τον πατέρα του και τη μητέρα του και προσκολλάται στη γυναίκα του, πρέπει να έχει τη δυνατότητα, αν τύχει οτιδήποτε, ακόμα κι ένας ξαφνικός θάνατος της γυναίκας του, να μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του, χωρίς να γυρνά στην αρχική δομή της μητέρας του.
Ο άνθρωπος σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γυρνά πίσω. Πρέπει να μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του κι αυτό προϋποθέτει δυνατότητα αυτονομίας που τη δίνουν τα μεικτά χαρακτηριστικά. Ο άντρας που είναι ρευστός, πήρε από το Δημιουργό μία στοιχειώδη δομή, που περιορίζει τη φύση του, αλλά τον βοηθά να επιβιώσει. Αν ο άντρας δεν είχε τα θηλυκά χαρακτηριστικά, με τη δυνατότητά του να ταξιδεύει στο χρόνο θ’ αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα. Μία ερωτική απογοήτευση ή θα τον έστελνε πίσω στη μητέρα του ή θα τον σκορπούσε ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον σκοτώνοντάς τον. Από την άλλη πλευρά η γυναίκα ως άτομο δεν έχει αυτήν την ανάγκη, αφού μπορεί να υπάρξει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Μπορεί να ζήσει μόνη, μπορεί να ζήσει ως “σάρκα μία” με την ίδια άνεση. Τα αντρικά χαρακτηριστικά τής δόθηκαν για να μπορεί ν’ ανατρέφει αρσενικά παιδιά, αν για οποιονδήποτε λόγο στερηθούν τον πατέρα τους. Αν η γυναίκα δεν είχε αυτά τ’ αρσενικά χαρακτηριστικά, το παιδί σε πολύ μικρή ηλικία θα την εγκατέλειπε ακολουθώντας δικές του επιλογές. Η εγκατάλειψη αυτή βέβαια σε ηλικία ανωριμότητας είναι επικίνδυνη κι ο Δημιουργός δε θα μπορούσε να την επιτρέψει. Η γυναίκα πρέπει, όπως και έχει τη δυνατότητα, να υπερκαλύπτει την ευφυΐα του γιου της και των φίλων του, που τείνουν να τον παρασύρουν.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δόθηκαν από το Δημιουργό, για να μην υπάρχει καμία περίπτωση τραγωδίας στην οποία ο άνθρωπος θα βρεθεί με λιγοστά εφόδια. Τα εφόδια αυτά όμως δεν είναι αρκετά, για να οδηγήσουν από μόνα τους στη Θέωση. Δόθηκαν για την επιβίωση του ανθρώπου κι ο άνθρωπος μπορεί να τα χρησιμοποιεί μ’ ασφάλεια για λίγο χρόνο, ώσπου να δώσει λύσεις στα προβλήματά του. Οποιαδήποτε επέμβαση σ’ αυτά τ’ ατροφικά χαρακτηριστικά του αντίθετου φύλου είτε από το σύστημα είτε από τη μητέρα είναι εγκληματική και δίνει στον άνθρωπο χαρακτηριστικά διαφορετικά απ’ αυτά που επιθυμεί ο Δημιουργός.
Όταν η μητέρα είναι μοιχαλίδα και το αρσενικό παιδί ζει και μεγαλώνει μέσα σε μία τέτοια οικογένεια, αλλάζουν όλα τα χαρακτηριστικά του και γι’ αυτό υπεύθυνη είναι η μητέρα. Η γνώση της μητέρας που την κάνει επικίνδυνη, είναι αυτή την οποία πλήρωσε και πιο ακριβά. Στην περίπτωση που δεν προϋπήρχε ο έρωτας του γάμου, είδε τη μητέρα τού άντρα της σαν επιστάτη μέσα σ’ ένα άκαμπτο πλαίσιο εξουσίας. Στην αντίθετη περίπτωση όπου ο έρωτας προϋπήρχε, είδε τη φθορά του έρωτα, η οποία οδήγησε το γάμο στην ίδια κατάληξη.. είδε τη μητέρα του άντρα να ισχυροποιεί τη θέση της και να δίνει, μέσα στην οικογένεια του γιου της, μόνιμα χαρακτηριστικά στην παρουσία της. Η μοιχαλίδα μην έχοντας τίποτε άλλο στον κόσμο, προσηλώνεται στο γιο της, εφόσον η γνώση της δείχνει ότι μέχρι το τέλος της μπορεί να είναι κοντά του. Από τη στιγμή που το αντιλαμβάνεται αυτό είτε εσκεμμένα είτε όχι, δρα με τέτοιον τρόπο, ώστε να βρεθεί στη θέση της πεθεράς. Στα παιδικά του χρόνια το παιδί ελάχιστα χρειάζεται τον πατέρα από άποψη ανάγκης. Η μητέρα το καλύπτει και δε στερείται τίποτε. Αυτό όμως που στερείται είναι ο πατέρας ως άνθρωπος. Το παιδί μεγαλώνει σαν ορφανός. Στα παιδικά χρόνια είναι απαραίτητο ο γιος να γνωρίζει τον πατέρα, όχι γιατί τον έχει ανάγκη, αλλά γιατί, όταν θα τον έχει, θα πρέπει να υπάρχει επαφή.
Όταν στην οικογένεια της μοιχείας ο πατέρας είναι εξουσία και συνεχώς απών, τότε είναι ένας άγνωστος. Το παιδί εξελίσσεται κανονικά αλλά, όταν θα έχει ανάγκη τον πατέρα, δε θα υπάρχουν γέφυρες μεταξύ τους. Σ’ όλα του τα παιδικά χρόνια τον έβλεπε σαν εξουσία και σαν την ύψιστη μορφή τιμωρίας. Με κυρίαρχο το συναίσθημα του φόβου είναι αδύνατο να επέλθει επαφή. Μπορεί ένα παιδί να ρωτήσει τον πατέρα του για τον έρωτα, τη στιγμή που τον φοβάται; Μπορεί το ίδιο παιδί να ζητήσει από τον πατέρα του ν’ ασχοληθεί μαζί του περισσότερο, όταν έχει μάθει να λειτουργεί χωρίς άγχος μόνον κατά την απουσία του; Όλα αυτά τα δημιουργεί η μητέρα. Η μητέρα ανέχεται τον πατέρα και δε θέλει σε καμία περίπτωση να μοιραστεί τη μοναδικότητα στην εκτίμηση του παιδιού. Όταν η γυναίκα γκρινιάζει ή κατηγορεί τον πατέρα μπροστά στο γιο, πάντα εγκληματεί, είτε το κάνει άθελά της είτε εκ του πονηρού. Το αγόρι δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει και παρεξηγεί. Αγαπά υπερβολικά τη μητέρα, εφόσον αυτή μόνο γνωρίζει και μισεί τον πατέρα. Όταν έχει αυτήν την άποψη για τον πατέρα, φυσικό είναι να τον ζηλεύει τις λίγες φορές, συνήθως μπροστά σε κόσμο που της φέρεται με τρυφερότητα. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα του Φρόιντ είναι αποτέλεσμα της λανθασμένης άποψης του παιδιού για τον πατέρα. Ένα παιδί βέβαια δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να έχει ασφαλή κρίση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να χρεωθούν οι γονείς αυτήν τη λανθασμένη εντύπωση κι ειδικότερα η μητέρα, που λόγω μεγαλύτερης επαφής έχει την ευχέρεια να καλύψει ορισμένα πράγματα. Το αγόρι σύμφωνα με το Χριστό κατοικεί μέσα στη δομή της “σάρκας μίας” του πατέρα και της μητέρας, μέχρι να αποκολληθεί, ώστε να προσκολληθεί αμέσως στη γυναίκα του. Ο Δημιουργός έχει προβλέψει, ο γιος να περνά το σύνολο του χρόνου μέχρι την τελική αποκόλληση μέσα σ’ αυτήν τη δομή και όχι στην ελλιπή δομή της μοιχαλίδας. Στη “σάρκα μία” ο διπλός άνθρωπος έχει τα τέλεια χαρακτηριστικά και των δύο φύλων. Υπάρχουν τ’ αυθεντικά θηλυκά χαρακτηριστικά της μητέρας, που είναι απαραίτητα για ν’ αναπτυχθεί ο άνθρωπος, αλλά υπάρχουν και τα τέλεια αντρικά χαρακτηριστικά του πατέρα, που του δίνουν τροφή μέχρι την ωρίμανσή του. Τα προβλήματα της εφηβείας του άντρα έχουν σχέση με την ελλιπή οικογένεια μέσα στην οποία αναπτύσσεται. Ο έφηβος άντρας είναι για τη μητέρα ένα παιδί, που δεν μπορεί να πάρει μόνο του τις σωστές αποφάσεις, ενώ για τον πατέρα είναι ένας άντρας, που πρέπει να πάρει αποφάσεις σοβαρές, αρκεί να είναι ταυτόσημες με τις δικές του. Όλα αυτά συμβαίνουν στην οικογένεια της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μοιχεία. Αν οι συνθήκες ήταν τέλειες, όπως τις περιγράφει ο Χριστός, η εφηβεία θα ήταν η πιο όμορφη ηλικία στη ζωή του ανθρώπου. Η “σάρκα μία” με τα τέλεια χαρακτηριστικά των δύο φύλων θα εφοδίαζε το γιο μ’ όλη τη γνώση, που του είναι απαραίτητη για να ζήσει.
Όμως πριν ασχοληθούμε μ’ αυτήν την τέλεια κατάσταση, πρέπει να δούμε την ατελή και να επισημάνουμε τις φάσεις της, ώστε να βρούμε τις αιτίες από τις οποίες αυτές προκύπτουν. Από τη στιγμή που δύο άνθρωποι ενώνονται για να δημιουργήσουν οικογένεια, η σχέση μεταξύ τους είναι ή ο έρωτας —η “σάρκα μία”— ή η μοιχεία στην οποία εμφανίζονται δύο σάρκες. Αυτό είναι απόλυτο και δεν επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη σκέψη. Άσπρο, μαύρο. Δεν υπάρχουν λίγο ερωτευμένοι ή λίγο μοιχοί. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει έρωτας μεταξύ των δύο γονιών, υπάρχει η μοιχεία. Σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσε κάποιος να προβληματιστεί και να επιχειρηματολογήσει με βάση την ύπαρξη σημαντικών διαφορών σε θέματα, που έχουν σχέση με την ποιότητα της κάθε οικογένειας. Εφόσον υπάρχει μόνον έρωτας και μόνο μοιχεία, θα έπρεπε και οι οικογένειες να χωρίζονται σ’ απόλυτα καλές κι απόλυτα κακές, πράγμα βέβαια που δε συμβαίνει.
Πώς όμως δύο έννοιες τόσο απόλυτες και τόσο διαφορετικές γεννούν το σύνολο των ποιοτήτων, που μπορούν να υπάρξουν στον τομέα της οικογένειας; Μπορεί το φως να γεννήσει σκοτάδι και το σκοτάδι φως; Πώς δύο μοιχοί μπορούν να δημιουργήσουν οικογένεια, που να έχει μέσα της τη χαρά; Για ν’ αντιληφθεί κάποιος όλα αυτά, πρέπει κατ’ αρχήν να μην ξεχνά αυτό που δείχνουν οι αριθμοί ότι Μοιχεία = Εξουσία = 37, αλλά και την υπάρχουσα κατάσταση, που είναι η πατριαρχική κοινωνία. Στην οικογένεια που υπάρχει σήμερα, υπάρχει μοιχεία και την εξουσία την έχει ο άντρας. Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι αυτό, που πραγματικά γεννά τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της οικογένειας, είναι η εξουσία και όχι η μοιχεία, που γεννά αυτήν την εξουσία. Ενώ οι άνθρωποι μεταξύ τους είναι απόλυτα ή “σάρκα μία” ή μοιχοί αυτό που προσδιορίζει τη λειτουργία της οικογένειας πραγματικά, είναι η εξουσία, που δίνεται στον άντρα. Η μοιχεία είναι απόλυτη, ενώ η εξουσία σχετική. Ο μοιχός δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση τη γυναίκα του, είτε επιθυμεί κάποια άλλη είτε όχι. Ένας μοιχός όμως μπορεί ν’ ασκεί εξουσία με διαφορετικό τρόπο από κάποιον άλλο. Υπάρχουν καλοί κύριοι και σκληροί κύριοι κι αυτοί είναι, που καθορίζουν τα όρια μίας μεγάλης ποικιλίας συμπεριφορών. Από τη στιγμή που η γυναίκα πάρει την απόφαση να θυσιαστεί, υποτάσσεται στον άντρα, που είναι πλέον ο κύριος της. Στην καλύτερη των περιπτώσεων ο κύριος είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος του οποίου η σχέση με τη γυναίκα του είναι σχέση συνεργατών και προϊόν αυτής της συνεργασίας είναι η καλύτερη δυνατή ανατροφή των παιδιών. Η χειρότερη των περιπτώσεων είναι αυτή στην οποία ο άντρας κάνοντας χρήση των δικαιωμάτων εξουσίας που του παρέχει η κοινωνία, φέρεται σαν κτήνος.
Όλες οι οικογένειες υπάρχουν και λειτουργούν ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα. Για να καταλάβει κάποιος πόσο απέχουν από την ιδανική κατάσταση που περιγράφει ο Χριστός, αρκεί να πούμε ότι η καλύτερη των περιπτώσεων απέχει από την ιδανική όσο η μέρα με τη νύχτα, το άσπρο με το μαύρο. Η μοιχεία δημιουργεί την εξουσία και η καλύτερη εξουσία από τη στιγμή και μόνον που υπάρχει φέρνει το σκοτάδι. Το ζητούμενο είναι σύμφωνα με το Λόγο του Χριστού, να πραγματοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή η αποκόλληση του γιου, ώστε να γίνει “σάρκα μία” με τη γυναίκα του. Για να γίνει όμως αυτό, η μητέρα πρέπει να είναι “σάρκα μία” με τον άντρα της, ώστε να έχει τη δική της προσωπική ζωή, που θα την κάνει να επιτρέψει αυτήν την αποκόλληση. Η παραπάνω ιδανική συνεργασία των γονιών δεν προσφέρει τίποτε απολύτως. Όταν το παιδί ωριμάσει, η συνεργασία αυτή θα φτάσει απλά στο τέλος της και η γυναίκα πάλι θα προσανατολιστεί στο γιο της. Το πρόβλημα σε κάθε περίπτωση είναι η μοιχεία και όχι η εξουσία που γεννιέται από τη μοιχεία. Απ’ αυτήν την ιδανική για τη μοιχεία κατάσταση φτάνουμε στο άλλο άκρο στο οποίο αντί της συνεργασίας υπάρχει ο φόβος. Αυτά τα δύο άκρα είναι, που καθορίζουν και τη συμπεριφορά της γυναίκας απέναντι στο σύζυγο. Το ένα άκρο είναι η ανοχή και τ’ άλλο το μίσος.
Ο δεύτερος κατά σειρά παράγοντας που επηρεάζει τη σχέση μεταξύ των μοιχών συζύγων, είναι η οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικογένεια. Όταν ο άντρας είναι πλούσιος, η ανοχή είναι πιο μεγάλη, εφόσον η θυσία δίνει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος προς τα παιδιά της γυναίκας. Ο γιος της γυναίκας μ’ αυτά τα δεδομένα, θα είναι για πάντα και δικός της και πλούσιος. Όταν υπάρχει πλούτος, η γυναίκα-μητέρα ανέχεται και τη χειρότερη συμπεριφορά, αρκεί αυτός ο πλούτος να είναι στη διάθεση των παιδιών της. Η σύζυγος ενός πλουσίου ανέχεται μ’ ευκολία τις απιστίες του. Η σύζυγος πάντα καταλαβαίνει πότε ο άντρας της την απατά. Η γνώση της όμως για την πορνεία, που υπάρχει στον κόσμο, την κάνουν να φοβάται να συμπεριφερθεί με σκληρότητα. Η σύζυγος του πλουσίου γνωρίζει ότι πολύ εύκολα θα βρεθεί αντικαταστάτρια της κι έτσι προσποιείται την ανίδεη. Όταν ο άπιστος σύζυγος είναι φτωχός, δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να φερθεί διαφορετικά. Ένας φτωχός και παντρεμένος γνωρίζει ότι η αντικαταστάτρια δύσκολα θα βρεθεί και θα χρειαστεί μεγάλος αγώνας, για να μπορέσει ν’ αρχίσει πάλι από την αρχή. Η φτωχή μοιχαλίδα γυναίκα φέρεται σκληρά στην απιστία, γιατί φοβάται δύο πράγματα: το κυριότερο είναι η αντιμετώπιση των παιδιών της από την κοινωνία, που κρίνει τα πάντα και το δεύτερο είναι ότι στην ακραία περίπτωση που ο άντρας της ερωτευτεί κάποια άλλη και την εγκαταλείψει, θα χάσει έναν πολύτιμο πόρο.. για να τον εξασφαλίσει εκ νέου, θα πρέπει ν’ ανεχθεί κάποιον άλλο, εφόσον έχει αγνοήσει τον έρωτα κι ασχολείται αποκλειστικά με τα παιδιά της. Αυτοί οι οικονομικοί πόροι, που είναι απαραίτητοι για να μπορέσει η μητέρα να μεγαλώσει τα παιδιά της —ανεξάρτητα από το μέγεθός τους— είναι και η αιτία για την οποία υποτάσσεται συστηματικά.
Η κριτική της κοινωνίας που είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο δε χωρίζει μία γυναίκα τον άντρα της, αφού έχει τη δύναμη να την καταστρέψει, δεν μπορεί να καθορίσει τη συνολική συμπεριφορά της μέσα στην οικογένεια. Αυτό εύκολα αποδεικνύεται από τις συνθήκες, που είναι κυρίαρχες μέσα στην οικογένεια. Η υποταγή της γυναίκας στον άντρα είναι εκ του πονηρού και όχι λόγω επιβολής από την κοινωνία. Η γυναίκα είναι πανίσχυρη κι αυτό σημαίνει ότι μέσα στο γάμο μπορεί να φθείρει αυτήν την εξουσία, που της είναι επιβεβλημένη από το εξωτερικό κοινωνικό περιβάλλον. Η γυναίκα έχει τη δύναμη, την υπομονή και την αντοχή να πολεμήσει το σύζυγο μέχρι θανάτου. Αν η εξουσία του άντρα δε συνοδευόταν από την ύπουλη τακτική της κοινωνίας, της αντρικής αποκλειστικά εργασίας, το σύνολο των γάμων ελάχιστα μετά τη δημιουργία τους θα γινόταν ένα ανίσχυρο τυπικό πλαίσιο, που θα είχε ξεπεραστεί αιώνες πριν. Για να προστατεύσει η γυναίκα τον εαυτό της και τα παιδιά της, θα διατηρούσε το τυπικό αλλά θ’ απέβαλλε τον άντρα της για πάντα μέσα από το χώρο της οικογένειας. Η κοινωνία εκμεταλλευόμενη τη φτώχεια των ανθρώπων εξοντώνει τον άντρα στην εργασία κι αυτό με τη σειρά του τον κάνει πολύτιμο για τη γυναίκα. Η μοιχαλίδα γυναίκα δέχεται την εξουσία του άντρα μόνον, αν κρίνει, όπως συμβαίνει πάντα, ότι υπάρχει συμφέρον για τα παιδιά. Τον τεμπέλη άντρα που είναι ανίκανος να προσφέρει την οικονομική βοήθεια απλά τον ανέχεται, γιατί πρέπει να προστατεύσει τα παιδιά της από μία αρνητική αντιμετώπισή τους από την κοινωνία.
Το νέο στοιχείο που προκύπτει, είναι ότι οι οικονομικές ανάγκες διατηρούν αυτήν καθ’ αυτήν τη δυναμική της εξουσίας μέσα στην οικογένεια. Αυτό σημαίνει ότι, όταν η γυναίκα δεν ικανοποιείται πλήρως από τις οικονομικές παροχές του άντρα, δεν ανέχεται σε καμία περίπτωση αυτήν την εξουσία. Η ανοχή της εξουσίας και η δήθεν υποταγή της γυναίκας είναι εντελώς εκ του πονηρού. Το σύνολο των δεδομένων που κυριαρχούν μέσα σε μία οικογένεια, είναι και τα κύρια στοιχεία που η κοινωνία της εξουσίας επιθυμεί να υπάρχουν, ώστε η κατάσταση να διαιωνίζεται επ’ άπειρον. Όταν ισχύουν όλα αυτά, η μοιχαλίδα γυναίκα γίνεται ο κεντρικός πυρήνας της οικογένειας και μεγαλώνει τα παιδιά της σύμφωνα απολύτως με τη δική της άποψη.
Τ’ αρσενικό παιδί είναι βέβαια δύσκολη υπόθεση ν’ ανατραφεί και το σύνολο των λαθών της μητέρας είναι αυτό, που δημιουργεί τον άντρα δούλο, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία. Η μητέρα είναι πλασμένη από το Δημιουργό με τέτοιον τρόπο, ώστε στην πρώτη φάση της ζωής του αγοριού —και για ελάχιστο χρόνο σ’ οποιαδήποτε φάση— να είναι τέλεια, για να μη λείψει τίποτε από το γιο. Το μυστήριο του έρωτα και της “σάρκας μίας” είναι ακριβώς το ίδιο μυστήριο με τη σχέση μητέρας και γιου. Σ’ αυτές τις δύο φαινομενικά διαφορετικές περιπτώσεις έχουμε ένα στόχο: η δομή να εντάξει μέσα της το πνεύμα και το πνεύμα να διαρρεύσει τη δομή κατά τρόπο τέλειο. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπάρχει μέρος της δομής, που να μη διαρρέεται, αλλά και πνεύμα, που να περισσεύει. Ο έρωτας είναι ο Θεός, που κατορθώνει αυτήν την τελειότητα και τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει αντρικό πνεύμα για το οποίο να μην υπάρχει δομή, που να το κάνει “σάρκα μία” μ’ αυτή. Στον έρωτα συμβαίνουν τα πιο παράλογα και τέλεια πράγματα. Μία γυναίκα που ένας μέτριος άντρας θα τη χαρακτήριζε κουτή, θα μπορούσε να είναι “σάρκα μία” με τη μεγαλύτερη διάνοια όλων των εποχών.
Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της μητέρας και του γιου. Ο κάθε άντρας παίρνει από το Δημιουργό κάποια χαρακτηριστικά. Όμως η κάθε γυναίκα θα μπορούσε να είναι μητέρα οποιουδήποτε άντρα, εφόσον μόνον ο Δημιουργός δίνει χαρακτηριστικά. Η πιο κουτή γυναίκα θα μπορούσε να είναι μητέρα του πιο έξυπνου ανθρώπου και η πιο έξυπνη του πιο κουτού. Ο Θεός έδωσε το μητρικό ένστικτο στη γυναίκα, για να μπορεί πάντα να εξασφαλίζει χώρο στο γιο που θα μεγαλώσει. Αυτός ο χώρος, ανεξάρτητα από το αν η δομή της γυναίκας διαρρέεται από άντρα ή όχι, υπάρχει πάντα κι είναι σταθερός. Είναι ο χώρος στον οποίο το παιδί βρίσκει τα πάντα. Η κατανόηση, η εμπιστοσύνη, η τρυφερότητα κι όλα όσα μπορεί να δώσει η μητέρα απ’ αγάπη στο γιο της υπάρχουν εκεί μέσα. Όταν η γυναίκα είναι “σάρκα μία”, ο γιος της ζει στο χώρο, που έχει προετοιμαστεί γι’ αυτόν αλλά, όταν οι ανάγκες της φύσης του ξεπεράσουν τις δυνατότητες της μητέρας, τον συντηρεί ο πατέρας. Ο πατέρας της “σάρκας μίας” είναι αυτός, που με το πνεύμα του διατηρεί το γιο μέσα στη δομή για όλο το διάστημα μέχρι την ωρίμανση.
Όταν όμως, όπως συμβαίνει πάντα, κυριαρχεί το φαινόμενο της μοιχείας, ο παράγων πατέρας δεν υπάρχει. Η γυναίκα υστερεί πάρα πολύ και σ’ αυτό το σημείο διαπράττεται το έγκλημα εναντίον των ανθρώπων. Η γυναίκα, αδυνατώντας να τον κρατήσει στην προκαθορισμένη δομή της, μεταλλάσσεται και φέρεται ως “σάρκα μία” με το γιο. Το έγκλημα της μητέρας είναι ότι στην αγωνία της να τον κρατήσει μέχρι την ωρίμανση του, αφού του στέρησε με τις επιλογές της τον πραγματικό πατέρα, τον βγάζει στην κοινωνία με θηλυκά χαρακτηριστικά. Η μητέρα ξέρει ότι, αν βγει στην κοινωνία ο γιος ως πνεύμα ανώριμο, το βέβαιο είναι ότι θα παρασυρθεί από διάφορες τάσεις, που υπάρχουν πάντα μέσα στην κοινωνία. Αυτή η γνώση της την κάνει να καλλιεργεί στο γιο της τα θηλυκά χαρακτηριστικά του. Μαθαίνει στο γιο να κρατά αμυντική στάση στο σύνολο των παρορμήσεων του. Μαθαίνει στο γιο γενικά να φέρεται σαν γυναίκα. Ενώ ο γιος πλάστηκε από το Δημιουργό ως πνεύμα, που βγαίνει από μία δομή για να μπει σε μία άλλη, η μητέρα τον μαθαίνει να υπάρχει σαν αυτόνομο ον. Από τη στιγμή που η μητέρα είναι μοιχαλίδα, τα πρώτα μαθήματα γυναικείας συμπεριφοράς του γιου τα δίνει μέσα στη δομή της οικογένειας. Εκμεταλλεύεται γι’ αυτόν το λόγο τον άγνωστο πατέρα, ο οποίος είναι ένα ξένο κομμάτι της κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας και είναι ο ορατός φορέας της εξουσίας.
Η γυναίκα που είναι αυθύπαρκτη κι ανεξάρτητη, από τη στιγμή που παίρνει την απόφαση της θυσίας φέρεται καθαρά μ’ ένα γυναικείο τρόπο. Υποτάσσεται επειδή το θέλει, υποκρίνεται επειδή πρέπει μ’ αυτόν τον τρόπο ν’ αποφεύγει τη σύγκρουση και λέει ψέματα από τη στιγμή που υπάρχει εξουσία μ’ απόψεις όχι πάντα ίδιες με τις δικές της. Αυτή η συμπεριφορά δεν αγγίζει στο απειροελάχιστο τη δομή της γυναίκας. Το μητρικό ένστικτο την απομονώνει από το εξωτερικό περιβάλλον κι είναι τόσο ισχυρό, ώστε το σύνολο των παραχωρήσεων που κάνει ως άτομο είναι ασήμαντο. Επειδή η μητέρα γνωρίζει ότι ο γιος πολύ σύντομα θα βγει στην κοινωνία, κρίνει —με βάση την προσωπική της άποψη και φιλοσοφία— ότι πρέπει να είναι προετοιμασμένος. Η γυναίκα που είναι αυθύπαρκτη, δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη από φιλοσοφία, γνώση και τακτική απέναντι στα προβλήματα και την κοινωνία. Έχει ένστικτο, που της δίνει τέλεια χαρακτηριστικά. Η αδράνεια και η αμυντική θέση που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά της, δεν είναι σε καμία περίπτωση προϊόν παιδείας. Η γυναίκα ακόμα κι αν μεγαλώσει χωρίς καμία φροντίδα, δε διαφέρει σε καμία περίπτωση από μία άλλη γυναίκα, που πήρε το σύνολο των εφοδίων. Οι πόρνες είναι δημιουργήματα της άσχημης κοινωνίας και όχι γυναίκες, που δεν πήραν έτοιμη γνώση για την ηθική και την καλή γενικά συμπεριφορά. Όταν η γυναίκα έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, που της δίνουν δύναμη, δρα με τον πιο εσφαλμένο τρόπο. Βλέπει το γιο της εντελώς διαφορετικό κι ευάλωτο.
Ο άντρας δεν έχει ισχυρές εσωτερικές άμυνες, που δίνουν στο άτομο αδράνεια. Ο άντρας από τη μία στιγμή στην άλλη μπορεί ν’ αλλάξει εκ βάθρων τις απόψεις του. Τη μία στιγμή τον επηρεάζει ένας φίλος του, την άλλη ο ίδιος άνθρωπος του φαίνεται κουτός. Αποφασίζει να μελετήσει όλη την ημέρα κι είναι έτοιμος να τα παρατήσει, γιατί την επόμενη στιγμή κρίνει ότι είναι καλύτερα γι’ αυτόν να παίξει. Η μητέρα είναι σταθερή. Αν πείσει κάποιος τη μητέρα ότι μία συγκεκριμένη ενέργεια του παιδιού είναι άσχημη, μέχρι να προκύψει το ίδιο θέμα εκ νέου, θα έχει ακριβώς την ίδια άποψη. Η γυναίκα δε γεννά απόψεις, αλλά είναι αυτή, που διατηρεί τις κυρίαρχες. Όταν η κοινωνία πείθει τη γυναίκα ότι είναι απαραίτητη η ένταξη του γιου της μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, μόνον κάποια πολύ ισχυρή άποψη μπορεί να της αλλάξει την παλιά, η οποία και πάλι θα προέρχεται από την κοινωνία. Η γυναίκα που είναι ενταγμένη σ’ οποιαδήποτε μορφή κοινωνίας, είναι αυτή, που φυλάει τις υπάρχουσες απόψεις. Η δομή της εμπλουτίζεται κι ισχυροποιείται από τις εκάστοτε κυρίαρχες απόψεις. Το σύστημα που ελέγχει με τον τρόπο που είδαμε τις κυρίαρχες αυτές τάσεις, απευθύνεται στις γυναίκες, που γεννούν τους άντρες. Όταν η κοινωνία, που λειτουργεί με τη δημιουργία προτύπων, πείσει τη γυναίκα για την ποιότητα αυτών των προτύπων, τη μετατρέπει σε συνεργό της.
Η σταθερότητα της δομής της σε συνδυασμό με το μητρικό ένστικτο, που σημαίνει ανάληψη υποχρεώσεων, την κάνει υλιστικό άτομο. Μία γυναίκα που γνωρίζει τη δυσκολία της ζωής, εξ ορισμού αναζητά τον πλούτο. Ο πλούτος σημαίνει επιβίωση κι όταν είναι μεγάλος, σημαίνει καλή ζωή. Ο Χριστός όταν μιλούσε για τους πλούσιους, μιλούσε για τους άντρες, που χρησιμοποιούν τον πλούτο για την απόλαυση της πορνείας. Για τη γυναίκα ο πλούτος είναι σιγουριά κι αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητος. Μέσω αυτού τα παιδιά της δε θα στερηθούν ποτέ τίποτε κι επιπλέον θα έχουν στη διάθεσή τους όλο το χρόνο, που απαιτείται για ν’ ακολουθήσουν τις φιλοδοξίες τους, που προκαλούνται από την κοινωνία μέσω των προτύπων. Πολλοί νομίζουν ότι οι γυναίκες είναι σπάταλες και μάλιστα πιο σπάταλες από τους άντρες. Αυτό είναι βασικό λάθος γιατί, σύμφωνα με τις Γραφές, “άσωτος” είναι ο γιος κι αυτό λόγω της φύσης του. Όταν ο Χριστός λέει ότι ο φίλος θυσιάζει τη ζωή του για το φίλο, σημαίνει ότι υπάρχει περίπτωση η θυσία να είναι οικονομικής φύσης. Όταν μπορεί κάποιος να θυσιάσει τη ζωή του, μπορεί ευκολότερα να θυσιάσει την περιουσία του. Οι γυναίκες δε θυσιάζουν τη ζωή τους παρά μόνο για τα παιδιά τους. Όταν συμβαίνει αυτό και με δεδομένη την άποψή τους για τον πλούτο, εύκολα βγάζει κάποιος το συμπέρασμα ότι η οικονομική θυσία θα γίνει από μέρους τους, αλλά για ν’ αφήσουν στα παιδιά τους όσο το δυνατόν περισσότερα. Η φιλαρέσκεια της γυναίκας, όταν υπάρχουν οι δυνατότητες, την ωθούν απλά στη σπατάλη χρημάτων για πράγματα που οι άντρες θεωρούν περιττά, αλλά για τις ίδιες τις γυναίκες δεν είναι καθόλου τέτοια.
Η μοιχαλίδα είναι μία γυναίκα, στην προσωπική ζωή της οποίας κυρίαρχη έννοια είναι αυτή της θυσίας, με άμεσο όφελος την οικονομική δυνατότητα να μεγαλώσει τα παιδιά της. Ο άνθρωπος αυτό που γνωρίζει, αυτό εφαρμόζει. Όταν η γυναίκα είναι ικανοποιημένη από τη ζωή της, νομίζει ότι βρήκε το μυστικό της ζωής και προσπαθεί να το μεταφέρει. Το έγκλημα σε βάρος του γιου της είναι ότι προσπαθεί να βάλει μέσα στην ψυχή του την έννοια της θυσίας ως κάτι το απαραίτητο και την επίσης απαραίτητη ανταπόδοσή της σε πλούτο. Ο Χριστός ως άντρας προσπαθεί να μεταφέρει στον άνθρωπο τη φιλοσοφία της αδράνειας, όσον αφορά την τάση γι’ αναζήτηση του πλούτου, ενώ η γυναίκα επιδιώκει τ’ αντίθετο.
Σ’ άλλο σημείο της θεωρίας αναφέραμε ότι το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης ήταν η απαίτηση του Διογένη να παραμερίσει ο Αλέξανδρος. Μεταξύ των αντρών υπάρχουν πολλοί, που αντιλαμβάνονται αυτό το μεγαλείο, έστω κι αν για διάφορους λόγους δεν το αναζητούν. Οι άντρες με το πνεύμα τους βλέπουν καθαρά ότι πρόκειται για μία συνάντηση πραγματικά μεγάλων αντρών. Δεν υπάρχει όμως ούτε μία γυναίκα στον κόσμο, που θα επέτρεπε στον εαυτό της να την κατακτήσει ο Διογένης, όπως και δεν υπάρχει ούτε μία γυναίκα στον κόσμο, που, αν ήταν γιος της, θ’ αντιλαμβανόταν τη στάση του. Το σύνολο των γυναικών θα επιθυμούσαν είτε τον έρωτα του Αλεξάνδρου είτε την τύχη της Ολυμπιάδας.
Αυτό το τελευταίο είναι η πληγή της ανθρωπότητας. Σ’ έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος για τους λίγους, οι γυναίκες προσπαθούν με κάθε θυσία, αν δεν καταφέρουν να γίνουν “σάρκα μία” με κάποιον απ’ αυτούς, να εμφυσήσουν στους γιους τους τη φιλοδοξία να γίνουν όμοιοί τους. Είναι ιδανικό γι’ αυτές, ν’ απολαμβάνει κάποια τον έρωτα ενός τέτοιου άντρα, αλλά από τη στιγμή που αυτό δε συμβαίνει, είναι επίσης ιδανικό να είναι μητέρα κάποιου όμοιού του. Η κοινωνία της υπεραξίας και του πλούτου που διακριτικά μοιράζει, στηρίζεται στις μητέρες, που προσπαθούν να εντάξουν μέσα σ’ αυτήν τη δομή τα παιδιά τους. Όμως η υπεραξία απαιτεί κόπο και θυσίες που ένας άντρας από μόνος του είναι αδύνατον, όσο είναι νέος, να δεχτεί. Προσπαθεί περισσότερο να νικήσει το σύστημα, παρά να θυσιάσει τη ζωή του για να εισπράξει. Η γυναίκα που δεν υπολογίζει την έννοια “κόστος” και βλέπει τη δυνατότητα που προσφέρει το σύστημα, θεωρεί ανωριμότητα από την πλευρά του γιου της την απροθυμία του για θυσία. Δεν υπάρχει γυναίκα στον κόσμο, που να μην απορεί γιατί ο γιος της δε μελετά λίγα χρόνια εντατικά, ώστε να γίνει επιστήμονας. Απορεί πώς ο πανέξυπνος, κατά τ’ άλλα γιος της, προτιμά να περιφέρεται στους δρόμους, παρά να κάνει τη θυσία, που θα βελτιώσει μιά για πάντα τη ζωή του. Η θυσία απαιτεί θηλυκά χαρακτηριστικά κι αυτή είναι η αιτία για την οποία η γυναίκα δεν αντιλαμβάνεται τις επιλογές του γιου… αυτός είναι και λόγος, για τον οποίο προσπαθεί να τα καλλιεργήσει όσο το δυνατόν περισσότερο.
Η εκπαίδευση ξεκινά από το σπίτι και γι’ αυτό το λόγο η μητέρα, όπως αναφέραμε, χρησιμοποιεί τον πατέρα. Οι μητέρες θέλουν πάντα να είναι ο πατέρας αυστηρός απέναντι στα παιδιά. Μ’ αυτό καταφέρνουν δύο πράγματα: πρώτον, να μην υπάρχει ποτέ και σε καμία περίπτωση επαφή πατέρα και γιου και δεύτερον, επιθυμεί την εξουσία στη σκληρότερη μορφή, όχι μόνο για να μάθει στο γιο της να ζει μ’ αυτή και συνεπώς να την επιδιώκει, αλλά και για να του καλλιεργήσει τα θηλυκά χαρακτηριστικά. Η εξουσία του πατέρα μέσα στην οικογένεια της μοιχείας γίνεται εμφανής με δύο μόνον τρόπους. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει επαφή και κατά συνέπεια ανταλλαγή απόψεων, ο πατέρας εξουσιάζει τα παιδιά, είτε με τη βία όσο είναι μικρά είτε με τις οικονομικές στερήσεις όσο μεγαλώνουν. Η μητέρα βρίσκεται ανάμεσα στα παιδιά και στον πατέρα-εξουσία. Έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει κι από τις δύο πλευρές. Ο πατέρας συνήθως είναι άσχετος με τα όσα συμβαίνουν στην οικογένεια. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στη μητέρα, άλλοτε ν’ αποκαλύπτει κι άλλοτε να κρύβει. Κάνει την αποκάλυψη, για να επιβάλλει τις απόψεις της μέσω της εξουσίας του πατέρα, ενώ με την απόκρυψη κερδίζει την εμπιστοσύνη του γιου. Μ’ αυτόν τον τρόπο μαθαίνει στο γιο να υποτάσσεται για τ’ όφελός του κι επίσης του μαθαίνει να χρησιμοποιεί τη μεγάλη του ευφυΐα, για να πολλαπλασιάζει αυτό το όφελος. Ο άντρας-γιος αρχίζει πλέον κι αναπτύσσει θηλυκά χαρακτηριστικά κι είναι έτοιμος να πραγματοποιήσει τις θυσίες που απαιτεί η κοινωνία.
Αν η μητέρα μέσα στην οικογένεια της μοιχείας δεν καλλιεργούσε αυτά τα χαρακτηριστικά, τότε ο γιος γρήγορα θα την εγκατέλειπε κι ακόμα πιο γρήγορα θα ερχόταν σε σύγκρουση πνεύμα με πνεύμα με τον άγνωστο πατέρα, του οποίου δεν ανέχεται την εξουσία. Η έλλειψη του πατέρα αναγκάζει τη μητέρα να προστατεύσει το γιο αναπτύσσοντας μέσα του άμυνες, που ναι μεν υπάρχουν, αλλά είναι ατροφικές και δοσμένες από το Δημιουργό για επιβίωση. Αν το πρώτο έγκλημα της μοιχαλίδας μητέρας είναι η στέρηση του πατέρα για το γιο, το δεύτερο βρίσκεται στην καλλιέργεια αυτών των χαρακτηριστικών. Η μητέρα κάθε φορά που αγνοεί το Θεό, εγκληματεί σε βάρος του γιου. Όταν αγνοεί κάποιος το Θεό οδηγείται προς τη λανθασμένη απόφαση. Η κάθε μητέρα κι αυτό είναι σωστό ακόμα και στις λανθασμένες αρχικές συνθήκες, προσπαθεί να βοηθήσει το γιο της. Όταν ο γιος είναι παιδί και ζει μέσα στη δομή της μητέρας, είναι καθαρά πνεύμα. Οι άμυνες του είναι οι άμυνες της μητέρας. Ο γιος δεν έχει ανάγκη να κρίνει και ν’ αποφασίσει για τα προβλήματα του, αφού υπάρχει η μητέρα, που κρίνει κι αποφασίζει σωστά με τις εξουσίες, που της δόθηκαν από το Δημιουργό. Ο γιος όταν βρίσκεται σ’ αυτήν τη φάση, δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη τα φυσικά θηλυκά χαρακτηριστικά που διαθέτει. Όμως από τη στιγμή που ο γιος βρίσκεται μέσα στην κοινωνία, που τείνει να τον παρασύρει σε διάφορες καταστάσεις, υποχρεώνεται η μητέρα να του δημιουργήσει άμυνες.
Αν οι γονείς ήταν “σάρκα μία”, αυτές δε θα χρειάζονταν να υπάρχουν σε καμία περίπτωση. Ο πατέρας-πνεύμα θα επισκίαζε όλες τις εξωτερικές τάσεις και θα τροφοδοτούσε με γνώση και τη μητέρα και το γιο, που βρίσκεται στη δομή της. Η γυναίκα της “σάρκας μίας”, δεν έχει την ευφυΐα του άντρα που γεννά συνεχώς ιδέες ή θεωρίες, αλλά έχει αρκετή ευφυΐα, ώστε να κατανοεί και ως δομή να προστατεύει τους καρπούς των μόχθων του άντρα. Όταν συμβαίνει αυτό, ο γιος δεν μπορεί να βγει πριν τη στιγμή της ωρίμανσης κι απροετοίμαστος μέσα από τη δομή της μητέρας του. Ο πατέρας τον τροφοδοτεί συνέχεια, μέχρι να παρατηρηθεί η εξομοίωση, ενώ η μητέρα, που είναι σάρκα αυτού του άντρα, ανοίγει τη δομή της, όταν αυτή η γνώση εξομοιωθεί. Όταν το παιδί γίνει όμοιος με τον πατέρα, η μητέρα δεν έχει κανένα φόβο να τον αφήσει μέσα στην κοινωνία, αφού η όμοια με του άντρα της γνώση είναι υπεραρκετή για την επιβίωσή του. Όταν αυτή εμπιστεύεται τον άντρα της, εμπιστεύεται αυτόματα και το γιο της, που είναι όμοιός του.
Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται η ορφάνια του γιου. Ο πατέρας είτε είναι σοφός είτε δεν είναι, έχει δύο υπερπολύτιμα χαρακτηριστικά: πρώτον, εφόσον είναι “σάρκα μία”, ζει σε συνθήκες έρωτα, άρα και τον εκτιμά και δεύτερον, τα λίγα ή τα πολλά που θα δώσει στο γιο του, θα είναι σίγουρα μ’ αγνές προθέσεις. Ο πατέρας αγαπάει πάντα το γιο του και σε καμία περίπτωση δε θα του έδινε γνώση εκ του πονηρού. Η γνώση που παίρνει ο γιος έξω από τη “σάρκα μία” είναι πάντα ύποπτη. Κανένας άνθρωπος όσο σοφός και να είναι, δεν μπορεί να καταλάβει ποια ακριβώς γνώση δίνεται εκ του πονηρού με στόχο τον έλεγχο των ανθρώπων και ποια είναι αγνή. Από τη στιγμή που ο γιος στερείται τον πατέρα και μπαίνει μέσα στην κοινωνία και τους μηχανισμούς, που δίνουν γνώση, είναι απαραίτητο να διατηρεί άμυνες. Κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει τη μητέρα, που δημιουργεί άμυνες στο γιο της. Από τη στιγμή που υπάρχει μοιχεία, αυτός είναι ορφανός.. επομένως οι άμυνες είναι απαραίτητες. Η γυναίκα όμως γρήγορα έρχεται αντιμέτωπη με το Θεό. Ο γιος αναπτύσσοντας φυσιολογικά τα θηλυκά χαρακτηριστικά του φτάνει σύντομα με την απόκτηση γνώσης, έστω και με κόπο, στο σημείο ωρίμανσης. Είναι φυσιολογικός άνθρωπος κι οι άμυνες τον βοήθησαν να ωριμάσει, μέχρι να προσκολληθεί στη γυναίκα του. Από τη στιγμή που προσκολλάται, παύει πάλι να χρησιμοποιεί τα θηλυκά χαρακτηριστικά και ως “σάρκα μία” έχει τα τέλεια θηλυκά χαρακτηριστικά της γυναίκας του αυτήν τη φορά. Η γυναίκα του αναλαμβάνει να εκλέγει τις προτεραιότητες και τις θυσίες που αναγκαστικά ο άνθρωπος πρέπει να πραγματοποιήσει για να επιβιώσει.
Όμως η μητέρα με τη σχετική γνώση του ανθρώπου και όχι την απόλυτη του Θεού, δεν μπορεί να διακρίνει το σημείο της ωρίμανσης. Από τη στιγμή που υπάρχει αυτή η αδυναμία, υπάρχει και το πρόβλημα. Η μητέρα που αδυνατεί ν’ αντιληφθεί την ωρίμανση, πολεμά τον έρωτα του γιου και μέσω αυτού το Θεό. Ο Θεός φέρνει την ωρίμανση και η μητέρα δεν την επιτρέπει. Ο Θεός δημιουργεί συνθήκες “σάρκας μίας” και η μητέρα δεν επιτρέπει τη λειτουργία της. Αν το παιδί ήταν ανώριμο και η “σάρκα μία” των γονιών του δεδομένο, δε θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Το παιδί θα ζούσε τους ψευδοέρωτες του και πάντα μέχρι την ωρίμανση θα μπορούσε να επιστρέφει στην αρχική δομή, που του χάριζε ασφάλεια. Αν το έρωτας δεν ήταν πραγματικός, θα τον ξεπερνούσε κι αυτό θα του πρόσθετε εμπειρία. Όλες αυτές οι προσπάθειες για εγκατάλειψη της αρχικής δομής, θα γίνονταν εύκολα, εφόσον οι γονείς θα το επέτρεπαν, χωρίς να καταπιέζουν. Όμως στην περίπτωση του πραγματικού έρωτα η εγκατάλειψη θα ήταν πλήρης κι αυτό θα χαροποιούσε τους γονείς, που έχουν γνώση της “σάρκας μίας”.
Όταν η γυναίκα είναι μοιχαλίδα, πολεμά όλες αυτές τις προσπάθειες. Γνωρίζει ότι θα υπάρχουν, όπως είναι φυσικό, λάθος εκτιμήσεις του γιου, αλλά δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει την τελική και τέλεια. Έχει άλλοθι, όταν πολεμά κάποιον ψευδοέρωτα και δικαιώνεται, αλλά αυτό το άλλοθι της δίνει τη δυνατότητα να πολεμήσει και τον πραγματικό έρωτα. Ο άντρας από τη στιγμή που γνωρίζει τον έρωτα και γίνεται “σάρκα μία”, γίνεται ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ενδιαφέρεται μόνο για τη σύντροφο του και για κανέναν άλλο. Δεν παύει ν’ αγαπά τη μητέρα του ή τους γονείς του στη “σάρκα μία”, αλλά επεμβάσεις στη ζωή του δέχεται μόνον από τη γυναίκα του, που από τα δεδομένα είναι άμεσα ενδιαφερόμενη. Αυτή η τεράστια αλλαγή για μία μητέρα, που είναι μοιχαλίδα κι έχει προσηλωθεί απόλυτα στο γιο της, μοιάζει με προδοσία. Της είναι αδύνατο να καταλάβει ότι ο γιος, που λίγες στιγμές πριν την είχε σαν βασίλισσα, μπορεί και την αγνοεί. Ο θυμός της μητέρας είναι αυτός, που ξεκινά τον πόλεμο. Αγνοεί ότι ο γιος της είναι ευτυχισμένος και θεωρεί ότι η κατάσταση αυτή είναι μία κατάσταση, που τον καταστρέφει.
Ένα κύριο γνώρισμα των γιων που ερωτεύονται, είναι η παύση του συνόλου των θυσιών και κατά συνέπεια και των φιλοδοξιών. Η μητέρα, όταν ανέπτυξε τα θηλυκά χαρακτηριστικά του γιου της, του έδωσε και τη δική της γυναικεία άποψη για την επιτυχία. Δόξα και πλούτος για ένα γυναικείο μυαλό είναι ό,τι καλύτερο. Στη βρωμερή κοινωνία στην οποία ζούμε και τα δύο απαιτούν υπερβολικές θυσίες από κάθε άποψη. Για να τ’ αποκτήσει ο άνθρωπος, πρέπει να σκύψει το κεφάλι και ν’ αγνοήσει τα πάντα γύρω του. Όσο ο γιος είναι μικρός κι επηρεάζεται απ’ αυτή, τα πράγματα είναι εύκολα λόγω της μεγάλης αγάπης. Ο γιος θέλει να κάνει υπερήφανη τη μητέρα του, που τον υπηρετεί μ’ αυτοθυσία. Ο χρόνος κυλά κι ο γιος θυσιάζει τα πάντα. Δεν παίζει με τους φίλους του, για να διαβάζει για το σχολείο, δε βλέπει τηλεόραση, για να κάνει φροντιστήριο ξένων γλωσσών και γενικά δεν ακολουθεί τη φύση του, που τον ωθεί στην ανεμελιά και το παιχνίδι. Όλα αυτά είναι προϊόν των θηλυκών χαρακτηριστικών, που του έχει αναπτύξει η μητέρα. Τους ψευδοέρωτες που αισθάνεται ο γιος, αρκετά γρήγορα η μητέρα τους φοβάται, γιατί τείνουν να παρασύρουν το γιο, αλλά σ’ αυτήν τη φάση είναι αρκετά δυνατή για να τους νικήσει.
Η μεγάλη σύγκρουση που οδηγεί την οικογένεια στο υψηλότερο σημείο έντασης, είναι κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Τα αισθήματα και οι ορμές του γιου σ’ αυτήν την ηλικία είναι εντονότατες κι αυτό είναι φυσικό, εφόσον βρίσκεται στο στάδιο της ωρίμανσης. Η αγάπη προς τη μητέρα είναι αδύνατο να νικήσει τον έρωτα του γιου για τη γυναίκα του κι ειδικότερα, αν αυτός ο έρωτας δεν περιορίζεται στα αισθήματα, αλλά είναι ολοκληρωμένος. Ο γιος της μοιχείας αγνοεί το σύνολο των συμφωνηθέντων με τη μητέρα του για την πορεία του κι ακολουθεί σαν τυφλός τον έρωτα. Είναι επιθετικός, ευέξαπτος και πείσμων. Δε δέχεται κουβέντα, αμφισβητεί τους πάντες και τα πάντα κι είναι έτοιμος για οποιαδήποτε σύγκρουση.
Η σύγκρουση πατέρα και γιου που περιγράφει ο Χριστός, γίνεται σ’ αυτό ακριβώς το σημείο. Μέχρι τότε η μητέρα που ορίζει πλήρως το γιο, εμπόδιζε οποιαδήποτε τριβή μεταξύ πατέρα και γιου, μαθαίνοντας στο γιο να φέρεται σαν γυναίκα και να υποτάσσεται στον πατέρα, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί με τις απόψεις του. Ο πατέρας σ’ όλη αυτήν τη σύγκρουση δεν παίρνει μέρος, επειδή αντιλαμβάνεται κάποιο πρόβλημα κι ως εκ τούτου διατηρεί άποψη που η διαφορετικότητά της δημιουργεί τριβές. Ο πατέρας της μοιχείας είναι παντελώς άσχετος με το σύνολο των όσων συμβαίνουν μέσα στο σπίτι. Η ψευδοϋποταγή των μελών της οικογένειας δεν του δίνει περιθώρια γνώσης. Στο προσκήνιο των εξελίξεων και στο επίκεντρο της σύγκρουσης, τον πατέρα τον τοποθετεί η μητέρα. Όταν βλέπει ότι η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου κι ο γιος είναι αποφασισμένος να την αγνοήσει, επιστρατεύει τον πατέρα. Επενδύει σ’ αυτόν, γιατί η εξουσία του έχει σχέση με την οικονομική ευχέρεια του γιου.
Ο πατέρας εύκολα παρασύρεται και δίνει εντονότατα χαρακτηριστικά σ’ αυτήν τη μάχη. Ενώ το πνεύμα του και η γνώση του, αφού κι αυτός αντιμετώπισε τα ίδια προβλήματα με το γιο του, τον φέρνουν στην ίδια πλευρά, παρ’ όλ’ αυτά γίνεται ο δεινότερος εχθρός του γιου. Αυτό που παρασέρνει τον πατέρα είναι ο εγωισμός, που πάντα διακρίνει τους άντρες. Αντί να καθίσει και να συζητήσει τα προβλήματα του γιου σε πρώτη φάση, δίνει εντολές ως άρχοντας. Όλη η κατάσταση της ψευδοϋποταγής που έχει στήσει η γυναίκα του μέσα στο σπίτι, τού δίνει αυτήν την ευχέρεια. Ο γιος δεν υπακούει. Ο γιος δεν υπακούει στη μητέρα που αγαπά κι είναι δεμένος μαζί της, είναι δυνατό να υπακούσει στον πατέρα που έχει μάθει να μην εκτιμά; Η άρνηση αυτή φέρνει για πρώτη φορά τον πατέρα μπροστά σε μία νέα κατάσταση. Ο πατέρας-εξουσία νιώθει να χάνει τα χαρακτηριστικά του και προβληματίζεται. Όμως ακόμα κι αυτός ο έντονος προβληματισμός δεν τον καθιστά πολέμιο του γιου του. Η μητέρα που θέλει οπωσδήποτε να κερδίσει τη μάχη —που είναι η επιβίωση της— ξαναχτυπά. Αυτή η ίδια ερεθίζει τον πατέρα και τον εγωισμό του, ώστε η κατάσταση να πάρει ακραίες θέσεις. Και οι δύο, γιος και πατέρας, είναι σε θέση να βρουν τις λύσεις. Όμως όταν ερεθιστεί ο εγωισμός του πατέρα, αρχίζει παράλληλα να ερεθίζεται και του γιου. Ενώ πρακτικά η ζωή των δύο ήταν μία τυπική συμβίωση, έρχονται και συγκρούονται με τόσο πάθος σαν να επρόκειτο για την ίδια την επιβίωση τους. Καθώς μεταφέρει η μητέρα τη σύγκρουση προς την πλευρά του άντρα, καταφέρνει να πιέσει τρομερά το γιο κι επιπλέον να μη φορτωθεί αυτή η ίδια τη σύγκρουση. Ενώ είναι αυτή, που προκαλεί όλη αυτήν την ένταση, καταφέρνει και παίζει ταυτόχρονα το ρόλο του παρηγορητή.
Όταν ο έρωτας του γιου είναι ο πραγματικός —και δε θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να θιγεί— τότε συμβαίνουν δύο ενδεχόμενα: αν δε νικηθεί ο έρωτας, διαταράσσονται οι σχέσεις παιδιού-γονιών οριστικά κι ανάλογα με την ψυχοσύνθεση του γιου και την ένταση της σύγκρουσης ο γιος είναι επιρρεπής σ’ εσφαλμένες εν γνώσει του επιλογές. Τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και το σύνολο των ενεργειών, που δεν καλύπτουν ορμές, που έχουν δοθεί από το Δημιουργό είναι κάτι το συνηθισμένο. Ενώ είναι γνωστή η καταστρεπτική τους δράση, παρ’ όλ’ αυτά τον κάνουν δούλο τους. Ένας γιος που ανεβαίνει στη μοτοσικλέτα του και τρέχει σαν τρελός, έχει πρόβλημα.. δεν αντιδρά έτσι, επειδή είναι παράλογος. Ένας γιος που μπαίνει στον άθλιο κόσμο των ναρκωτικών, δεν μπαίνει, επειδή καλύπτει ανάγκες του, αλλά επειδή πνίγεται από τα προβλήματα του κι αναζητά διέξοδο, έστω και μέσα στην παραίσθηση.. Αν στην αντίθετη περίπτωση νικηθεί ο έρωτας του νέου, τότε αυτός είναι ο νέος, που στην αρχή της θεωρίας διακρίναμε, με τα χαρακτηριστικά του πρεσβυτέρου. Σημασία έχει ότι η κοινωνία καταφέρνει μέσα απ’ αυτές τις απάνθρωπες συγκρούσεις ανθρώπων που τους ενώνει η πραγματική αγάπη, να παράγει ανθρώπους, που της χρειάζονται. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται ο Χριστός, όταν λέει: (Ματθ. 10.36) “και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού.”.
Ο Χριστός γνωρίζει ότι μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία που ονομάζει μοιχαλίδα, θα επέλθει αργά ή γρήγορα η σύγκρουση και προσπαθεί να δώσει στους νέους δύναμη, όσο βέβαια Του επιτρέπει η αποστολή Του. Πρέπει να μισεί ο άνθρωπος τον πατέρα και τη μητέρα του, αν θέλει να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Αν δεν τους μισεί, τους υπακούει και συντηρεί τ’ άσχημα χαρακτηριστικά της κοινωνίας. Επιστρέφουμε σ’ αυτήν την οδυνηρή σύγκρουση και βλέπουμε ότι υπάρχουν ορισμένα δεδομένα των οποίων η ύπαρξη είναι καθοριστική. Το κύριο δεδομένο είναι η προσπάθεια της μητέρας να δώσει θηλυκά χαρακτηριστικά στο παιδί της όμοια με τα δικά της. Ο Χριστός μέσα στο Λόγο Του αναφέρει ότι η ύψιστη σχέση μεταξύ των ανθρώπων είναι η φιλία. Η φιλία είναι τόσο ισχυρή, που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στη θυσία. Όμως η φιλία είναι μία σχέση, που αφορά σ’ αυτό το υψηλό επίπεδο μόνον τους άντρες. Οι γυναίκες δε γνωρίζουν τι σημαίνει πραγματική φιλία, εφόσον δεν μπορούν λόγω των χαρακτηριστικών τους να διαρρεύσουν η μία στην άλλη. Οι δομές τους μπορεί να συνυπάρχουν και να συναναστρέφονται μεταξύ τους, αλλά αυτή η συναναστροφή δεν έχει την ένταση που περιγράφει ο Χριστός κι αυτό σημαίνει ότι ο Δημιουργός δεν έδωσε στις γυναίκες χαρακτηριστικά, για ν’ αναπτύξουν αυτού του είδους τη σχέση.
Η μητέρα εφόσον είναι γυναίκα, δε γνωρίζει την αξία της φιλίας κι επομένως δεν την κατανοεί.. επειδή καλλιεργεί τις άμυνες του γιου της και τον εξουσιάζει, η φιλία είναι γι’ αυτή όχι μόνον άγνωστη, αλλά κι αντίπαλος. Η μοιχαλίδα μητέρα δεν ανέχεται σε καμία περίπτωση ο γιος της ν’ αναπτύξει φιλίες, που τον επηρεάζουν και μειώνουν τη δύναμή της. Ο Χριστός ανάμεσα στους άντρες βάζει τη φιλία ως το πολυτιμότερο αγαθό… η μητέρα σ’ αυτό το σημείο εναντιώνεται πάλι στο Δημιουργό κι αυτό είναι καταστροφικό. Ο γιος της μοιχαλίδας είναι συνήθως χωρίς φίλους, αφού η μητέρα τον έχει πείσει ότι είναι άχρηστοι, τεμπέληδες και τον εκμεταλλεύονται. Η μητέρα εκμεταλλεύεται την αγάπη του γιου, όταν είναι μικρός και της δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη, κι εμποδίζει την τάση του για την ανάπτυξη φιλίας. Φίλος για τη μητέρα αυτή νοείται μόνον κάποιος χειρότερος από το γιο της, που έχει υποταχθεί ακόμα πιο πολύ απ’ αυτόν και θυσιάζεται με μεγαλύτερη ευκολία. Αυτοί οι άνθρωποι αναπτύσσουν μεταξύ τους μία ψεύτικη σχέση φιλίας, που γρήγορα τους εγκαταλείπει και τους κάνει να αισθάνονται ακόμα πιο μόνοι.
Η μεγαλύτερη νίκη που επιτρέπει η μητέρα σε βάρος της από το γιο της, είναι η δημιουργία φίλων. Η μητέρα φοβάται τους φίλους, γιατί χαλούν τη δομή του γιου της και μ’ αυτόν τον τρόπο μειώνουν τις εξουσίες της. Όμως ο κυριότερος λόγος είναι ότι οι φίλοι, τη στιγμή της αναπόφευκτης σύγκρουσης βρίσκονται στο πλευρό του παιδιού της. Η μητέρα προκαλεί την τεράστια σύγκρουση με τον πατέρα, αλλά έχει ελπίδες μόνον, όταν αυτή αποτελεί τη μοναδική διέξοδο του γιου. Όταν ο γιος έχει φίλους, η μοναδικότητα εξανεμίζεται κι αφού έχει αντίθετη άποψη, στρέφεται προς τους φίλους του. Ένας έφηβος που μεγαλώνει ανάμεσα σε φίλους, είναι τόσο δυνατός, ώστε δεν υπολογίζει κανέναν. Τραγικές συνθήκες αντιμετωπίζουν μόνον οι γιοι, που είναι απομονωμένοι, μέχρι του σημείου να θεωρούνται αντικοινωνικοί υπηρετώντας τις απαιτήσεις των γονιών τους και, όταν βρεθούν μπροστά σε τέτοιου είδους προβλήματα, να μην έχουν πού να στραφούν. Τα παιδιά των ακραίων αντιδράσεων είναι παιδιά, που πνίγονται μέσα στη δομή της μοιχαλίδας. Η καταπίεση που ασκείται πάνω τους τα οδηγεί στην υποτίμηση της αξίας της ζωής. Για τον άντρα το μεγαλύτερο αγαθό που μπορεί ν’ απολαύσει ως ον ανεξάρτητο δομής, έρωτα, είναι η φιλία. Η φιλία είναι η δύναμη του άντρα και στους φίλους στρέφεται ο άνθρωπος, όταν έχει πρόβλημα.
Για τη μητέρα είναι αδιανόητο ο γιος της να εμπιστεύεται τους φίλους του, με τον τρόπο με τον οποίο εμπιστεύεται αυτήν. Η μητέρα θεωρεί ότι ο γιος της έχει ανάγκη μόνον από την αγάπη της και ότι μόνον αυτή η ασύγκριτη αγάπη αξίζει εμπιστοσύνη. Όμως ο Χριστός ο Ίδιος προσδιορίζει τη δύναμη της φιλίας, όταν αρνείται να δει τη μητέρα Του και τους αδερφούς Του. Ορίζει μητέρα κι αδερφούς αυτούς, που κάνουν το θέλημά Του, που είναι το θέλημα του Θεού και τελικά το θέλημα του Φίλου. Οι φίλοι κατά το Χριστό είναι για τον άνθρωπο και μητέρα και πατέρας. Η τάση προς την κατεύθυνση της φιλίας τρομάζει τη μητέρα, που την καταπολεμά από πολύ νωρίς. Χρησιμοποιεί όλα τα μέσα και οι άδικες συνθήκες, που κυριαρχούν στην κοινωνία, την ευνοούν. Όταν μετατρέπει το γιο σ’ άτομο με θηλυκά χαρακτηριστικά, τον πείθει ότι η θυσία είναι απαραίτητη, για ν’ απολαύσει τον πλούτο κι ενδεχομένως τη δόξα.
Η φτώχεια που κατατρέχει τους ανθρώπους, κάνει κατανοητό από το γιο αυτόν τον προσανατολισμό της μητέρας. Όταν οι φίλοι του γιου δεν έχουν τον ίδιο μ’ αυτόν προσανατολισμό από την οικογένεια τους, γίνονται φθαρτοί στα μάτια του, γιατί τους πολεμά η μητέρα του. Δεν είναι καλοί μαθητές και δε σκέφτονται το μέλλον με τον ίδιο τρόπο. Αυτό δίνει όπλα στη μητέρα, ώστε ν’ αμφισβητεί την άποψή τους και στη συνέχεια να πονηρεύει το γιο της λέγοντάς του ότι αυτοί τον μισούν και θέλουν το κακό του, επειδή τον ζηλεύουν. Όταν στη φάση της σύγκρουσης που συμβαίνει οπωσδήποτε κατά τη στιγμή της ωρίμανσης, ο γιος δεν έχει φίλους, είναι τρομερά αδύναμος. Αν η μητέρα εκμεταλλευτεί αυτήν την αδυναμία και νικήσει τον έρωτα του γιου της, τότε δεν έχει να φοβάται τίποτε, εφόσον ο πραγματικός έρωτας δεν είναι κάτι που συμβαίνει σ’ οποιαδήποτε φάση της ζωής κατά παραγγελία. Επειδή είναι πονηρή, προσπαθεί στη συνέχεια με χίλιους δύο ολέθριους τρόπους να επουλώσει τις πληγές του έρωτα του γιου της.
Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός άντρα, είναι να μάθει και να κρατήσει τις απόψεις της μητέρας του για τις γυναίκες. Όταν νικηθεί ο έρωτας του, η μητέρα συστηματικά τον δηλητηριάζει. Η μοιχαλίδα γυναίκα γνωρίζει την πορνεία από προσωπική της εμπειρία. Ο άνθρωπος έχει πάντα την άποψη ότι αυτό, που βιώνει είναι και το απόλυτο. Η μοιχαλίδα γυναίκα με την προσωπική της γνώση έχει την εντύπωση ότι όλες οι γυναίκες είναι όμοιες μ’ αυτήν. Όταν αυτή η γυναίκα περιγράφει τις γυναίκες στο γιο της, στην ουσία περιγράφει τον εαυτό της. Για να βοηθήσει το γιο της να ξεπεράσει το πρόβλημά του, αρχίζει και περιγράφει τις αηδίες που η ίδια διέπραξε σ’ όλη της τη ζωή. Όταν η μητέρα λέει στο γιο ότι η γυναίκα που αγαπάει τον θέλει για να βολευτεί, μιλά για τον εαυτό της. Όταν η γυναίκα αυτή μιλά για την αγάπη ενός κοριτσιού, που αγάπησε το γιο της και περιγράφει αυτήν την αγάπη ως πορνεία, μιλά για τον εαυτό της, γιατί πάντα υπήρξε πόρνη.
Η μοιχαλίδα είναι πάντα πόρνη και μάλιστα η χειρότερη. Ο Θεός μισεί τη μοιχαλίδα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο και γι’ αυτό την τιμωρεί. Την τιμωρεί μέρα και νύχτα μέχρι το θάνατό της… όσο τα παιδιά της είναι μικρά, την τιμωρεί με το να ξαπλώνει μ’ έναν άντρα που σιχαίνεται.. όταν αυτά μεγαλώσουν, την τιμωρεί με την απόλυτη εγκατάλειψη και το μίσος του γιου, όταν αυτός νικήσει… στην περίπτωση που νικήσει αυτή, την τιμωρεί με το να είναι αυτή και μόνον υπεύθυνη για την Κόλαση που ζει ο γιος της. Στη σημερινή κοινωνία, όταν ο Χριστός λέει ότι αυτό που ενώνει ο Θεός, ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να χωρίζει, απευθύνεται μόνο στη μοιχαλίδα, που έχει την εγκληματική τάση να το κάνει συστηματικά. Όταν αυτή η γυναίκα νικήσει τον έρωτα του γιου της και τον δηλητηριάσει με την εσφαλμένη κι άθλια άποψή της για τα υπέροχα κορίτσια που γεννά ο Θεός, τότε μετατρέπει το γιο της σ’ ένα ον, που ξεφεύγει απ’ αυτό που επιθυμούσε ο Δημιουργός, όταν έπλασε τον άντρα. Ο γιος με την άποψη της μητέρας του για την πορνεία, το βόλεμα αλλά και την εκμετάλλευση της πορνείας, κλείνεται στον εαυτό του και θωρακίζεται σαν γυναίκα. Η πονηρή μητέρα τού βάζει στο μυαλό ότι μπορεί με την επιτυχία να έχει όποια γυναίκα θέλει, αφού όλες είναι ίδιες και μ’ αυτόν τον τρόπο τον σκοτώνει.
Ο άντρας μ’ αυτήν την άποψη, που υπηρετεί την κοινωνία της υπεραξίας, έφηβος ακόμα αναζητά τη δουλεία, που θα του εξασφαλίσει με τον καιρό την πορνεία που επιθυμεί. Αυτός ο άρρωστος άνθρωπος είναι που ακολουθεί το σύστημα κι αντί να συγκαταλέγεται μεταξύ των νέων, εισάγεται απευθείας στην κατηγορία των πρεσβυτέρων ή εθνικών. Στην αντίθετη περίπτωση στην οποία ο νέος νικά την εξουσία της μητέρας του, τα πράγματα εξελίσσονται επίσης πολύ δυσάρεστα. Αν αυτός ο νέος νικήσει την οικογένεια του, δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι νίκησε στο σύνολο των επιπέδων. Η γυναίκα που αγαπά, είναι κι αυτή παιδί μοιχείας και πρέπει να δώσει κι αυτή τη δική της μάχη. Η διαφορά είναι ότι η μάχη του κοριτσιού ξεκινά εξ αντικειμένου με πιο άσχημες συνθήκες ανάλογα με τον τύπο της κοινωνίας.
Το ζητούμενο εδώ δεν είναι η πορεία του κοριτσιού, αλλά τι μπορεί να συμβεί στο γιο, αν αυτό το κορίτσι δεν μπορέσει να νικήσει, όπως συμβαίνει συνήθως εξαιτίας της αθλιότητας της κοινωνίας. Ο γιος που χωρίς φίλους, χωρίς στηρίγματα, κέρδισε τη μάχη και γκρέμισε τ’ αρνητικά δεδομένα, βλέπει ότι έγιναν όλα άδικα. Αυτή η αδικία σε συνδυασμό με το τεράστιο κενό που αφήνει ο έρωτας, μπορεί στη μία περίπτωση να τον ωθήσει σε πράξεις απελπισίας. Στην άλλη περίπτωση μπορεί να τον ξαναγυρίσει στη μοιχαλίδα, που αυτήν τη φορά θα τον δηλητηριάσει ακόμα πιο εύκολα, αφού θεωρεί ότι προδόθηκε, επειδή αγνοεί τι συνέβη στη γυναίκα του . Ο γιος που αισθάνεται προδομένος, ακούει τη μητέρα του, που περιγράφει τις γυναίκες ως ύπουλα όντα, που σκοπεύουν μόνο να βολευτούν και ψάχνουν κάποιον για να τον τυλίξουν.
Το γιο που κατόρθωσε να νικήσει την οικογένεια του και δικαιώθηκε από τη γυναίκα του, που τον ακολούθησε, αναλαμβάνει να εξοντώσει η κοινωνία. Τον βυθίζει σε τόσο μεγάλη φτώχεια και μιζέρια, ώστε, κι αν ακόμα δουλεύει σ’ όλη του τη ζωή, δεν καταφέρνει τίποτε απολύτως. Η κοινωνία καταστρέφει τη δυναμική τού έρωτα μέσω του γάμου και η οικονομική ανέχειά του την κάνει παράδειγμα προς αποφυγήν.
Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα, γυρνάμε στην αρχή της θεωρίας για το γάμο. Αυτό που πρέπει να κατανοήσει ο αναγνώστης, είναι ότι ο Χριστός με τη λέξη “μοιχαλίς” παρουσιάζει την πατριαρχική κοινωνία. Αν συμβούν όλα όσα συμβαίνουν μέσα στην άθλια κοινωνία και στ’ άθλια κύτταρα της, που είναι οι οικογένειες της μοιχείας, τότε μόνον παράγονται οι πόρνοι, που έχουν την εξουσία. Οι άντρες που παίρνουν και καλλιεργούν συστηματικά τα θηλυκά χαρακτηριστικά, είναι αυτοί που ο Χριστός ονομάζει “πόρνους”. Ενώ από τη μητριαρχία πέρασε ο άνθρωπος στην πατριαρχία, αυτό πού άλλαξε, ήταν το φύλο αυτών που κρατούν την εξουσία και όχι η θηλυκή νοοτροπία των κρατούντων. Οι γυναίκες εξακολουθούν να έχουν την εξουσία, μόνον που σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι αυθεντικές γυναίκες, αλλά άντρες που βιώνουν ανώμαλες καταστάσεις και φέρονται σαν γυναίκες.
Όμως πώς μπορεί κάποιος να χαρακτηριστεί πόρνος και πώς αυτός αναγνωρίζεται; Στην αρχή της θεωρίας υποστηρίξαμε ότι, αν οι γυναίκες είχαν τα χαρακτηριστικά του άντρα, θα γίνονταν σίγουρα πόρνες. Οι άντρες ξοδεύουν μέρος του κόπου τους για να πληρώνουν τις πόρνες κι αυτό είναι ένα φαινόμενο, που υπάρχει από τότε που υπήρξαν οι οργανωμένες κοινωνίες. Αυτό συμβαίνει, γιατί οι ορμές του άντρα, από τη στιγμή που ο άντρας δε βρίσκει τον έρωτα, τον εξουσιάζουν. Η τάση αυτή δόθηκε από το Δημιουργό, για να μπορεί ο άνθρωπος να βρίσκει τον έρωτα και να μη ζει στατικά και μόνος του. Ο άντρας από τη στιγμή που ζει μόνος και για οποιονδήποτε λόγο, σε καμία περίπτωση δεν είναι φυσιολογικός. Αυτή η τάση του άντρα τον ωθεί προς τις γυναίκες και σε μία διαρκή αναζήτηση. Αυτή η αναζήτηση δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θα οδηγήσει τον άντρα στον έρωτα, χωρίς λάθος εκτιμήσεις. Οι λανθασμένες εκτιμήσεις θα υπάρχουν πάντα και κανένας δε γνωρίζει εκ των προτέρων, πού θα βρει τον έρωτα του. Το βέβαιο είναι ότι, όταν βρίσκει ο άνθρωπος τον έρωτα του, λυτρώνεται. Από τη στιγμή εκείνη παύουν να τον κυβερνούν οι ορμές του γι’ αναζήτηση και γίνεται “σάρκα μία”.
Όπως το σύνολο των όσων δημιουργεί ο Θεός διακρίνεται από την τελειότητα και τη δυναμική, έτσι κι ο έρωτας έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Από τη στιγμή που δε γνωρίζει ο άντρας ποια θα είναι η γυναίκα του, δοκιμάζει. Καμία μορφή κοινωνίας και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει αυτήν την εκδήλωση της δυναμικής του έρωτα. Όλες οι αηδίες που έχουν αναπτυχθεί ως θεάρεστες και καθορίζουν την ηθική στάθμη της κοινωνίας, είναι εκ του πονηρού. Οι απόψεις για την παρθενιά και την αγνότητα δείχνουν: κατά πρώτον, την ηλιθιότητα αυτών, που τις αναπτύσσουν και κατά δεύτερον, την κακία και τους στόχους τους. Για να επιτύχουν αυτούς τους στόχους χρησιμοποιούν ταυτόχρονα και τις Γραφές. Όλες οι έννοιες που υπάρχουν στις Γραφές, είναι έννοιες, που έχουν μεταφορική σημασία και κατά συνέπεια είναι κλειδωμένες. Έννοια που χρησιμοποιείται σε Γραφές, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καμία περίπτωση απευθείας στο λόγο, χωρίς προηγουμένως να έχει ξεκλειδωθεί.
Για παράδειγμα θ’ αναφέρουμε τη λέξη “παρθένος”, που είναι μία λέξη πραγματικά θεάρεστη. Στην Αποκάλυψη χρησιμοποιείται για να δείξει το βέλτιστο της ποιότητας των ανθρώπων. (Αποκ. Ιωάν. 14.4-14.5) “ούτοι εισίν οι μετά γυναικών ουκ εμολύνθησαν… παρθένοι γαρ εισίν. ούτοι εισίν οι ακολουθούντες τω αρνίω όπου αν υπάγη. ούτοι ηγοράσθησαν από των ανθρώπων απαρχή τω Θεώ και των αρνίω.. και ουχ ευρέθη ψεύδος εν τω στόματι αυτών.. άμωμοι γαρ εισίν.” (Αυτοί είναι πού δέν εμολύνθησαν μέ γυναίκες, είναι δηλαδή παρθένοι. Αυτοί είναι πού ακολουθούν τό Αρνίον όπου πηγαίνει. Εξαγοράσθηκαν από τήν ανθρωπότητα σάν πρωτογεννήματα διά τόν Θεόν καί διά τό Αρνίον, καί δέν ευρέθηκε ψεύδος εις τό στόμα τους, διότι είναι άμεμπτοι.). Αυτοί οι εξαιρετικοί άνθρωποι που πράγματι υπήρξαν κι ήταν άνθρωποι του Θεού, ήταν παρθένοι. Ήταν τέλειοι και δε βρέθηκε ψέμα στο στόμα τους. Όταν όμως αδυνατεί κάποιος ν’ αντιληφθεί τι σημαίνει η έννοια “Αρνίον”, πώς μπορεί ν’ αντιληφθεί τι σημαίνει η έννοια “παρθένος”; Το κείμενο είναι γραμμένο με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Αν κατέχει κάποιος τι σημαίνει “δράκων”, “θηρίον” κι άλλες έννοιες, τότε μόνο μπορεί να γνωρίζει και τις έννοιες που “εκ πρώτης όψεως γνωρίζει”. Όταν τα πάντα έχουν σχεδιαστεί από το Θεό με μαθηματική ακρίβεια κι υπηρετούν ένα Σχέδιο, τότε αυτό σημαίνει αυτόματα ότι πιο επικίνδυνη έννοια είναι αυτή η οποία νομίζουμε ότι μας είναι γνωστή, παρά αυτή που αγνοούμε εντελώς.
Η κοινωνία έχει στόχο, γιατί αυτό βολεύει το σύστημα, να βυθίσει τον κόσμο στη μοιχεία, που τη στηρίζει. Η λέξη “παρθένος”, όπως τη γνωρίζουν οι άνθρωποι, σημαίνει ότι κάποιος ή κάποια δεν έχει γευθεί το σαρκικό έρωτα. Όμως αυτή η σημασία δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που περιγράφουν οι Γραφές. Ο αριθμός της λέξης “παρθένος” είναι 48 και μέσω των αριθμών μπορούμε να καταλάβουμε γιατί είναι θεάρεστη. Ο Θεός αγαπά τους παρθένους, γιατί αγαπά τους νεανίσκους και τους φρόνιμους. Αυτούς αγαπά και σ’ αυτούς δίνει την ευχή Του. Αυτοί παίρνουν την ευχή του Θεού κι αυτοί είναι για τους ανθρώπους το Φως του Θεού. Για να τα καταλάβει όμως κάποιος όλα αυτά, πρέπει να γνωρίζει τον κώδικα. Έτσι: 48 = Παρθένος = Νεανίσκος = Εκλεκτός λαός = Λαός του Θεού = Φρόνιμοι = Ευχή του Θεού = Φως του Θεού.
Όλα όσα περιγράψαμε, έχουν σχέση μεταξύ τους κι επιβεβαιώνουν τις Γραφές. Η αποχή όμως από το σαρκικό έρωτα, σε καμία περίπτωση δεν επιβεβαιώνει κάτι. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, για να του δώσει χαρά και όχι για να τον βασανίσει. Ο άνθρωπος αγνοεί το Θεό και βασανίζεται. Ο άνθρωπος παρερμηνεύει κι όταν δεν το κάνει ο ίδιος, υπακούει σ’ αυτούς, που το κάνουν. Ο Θεός μισεί τη μοιχεία και την πορνεία. Σιχαίνεται τους μοιχούς και τους πόρνους. Είναι δυνατό να μισήσει δύο νέους ανθρώπους, που χαίρονται τον έρωτα; Ο έρωτας είναι η τέλεια χαρά για τον άνθρωπο κι ο Θεός τού την έδωσε μαζί με το πνεύμα, για να τον χαίρεται ακόμα περισσότερο. Δεν τον έπλασε όμοιο με τα ζώα για να ζευγαρώνει συγκεκριμένες εποχές. Τον έπλασε με τέτοιον τρόπο, ώστε να χαίρεται πάντα τον έρωτά του. Ο άνθρωπος κάνει λάθη. Λάθη υπάρχουν και στον έρωτα. Νομίζει κάποιος ότι τον βρήκε, αλλά ο χρόνος δείχνει ότι δε συμβαίνει αυτό. Ο Θεός αυτά τα γνωρίζει. Από τη στιγμή που δεν είναι “σάρκα μία”, μπορούν να χωρίσουν οποιαδήποτε ώρα και στιγμή θέλουν. Αν δε χωρίσουν, τους μισεί ο Θεός, γιατί συνυπάρχουν ως μοιχοί. Ο Θεός κάνει γνωστή τη θέληση Του σ’ αυτούς τους ανθρώπους, με το έντονο συναίσθημα της λύτρωσης μετά το χωρισμό. Όπως λυτρώνεται ο άνθρωπος, όταν γνωρίζει τον έρωτα και ησυχάζει, έτσι λυτρώνεται κι όταν κάνει λάθος εκτίμηση και ξαναρχίζει την αναζήτηση. Από τη στιγμή που αναζητά ο άνθρωπος, ο Θεός τον βοηθά και δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρει τον έρωτα.
Κάποιος εύκολα θα έλεγε ότι, αν αυτό συνέβαινε σήμερα, ο κόσμος θα εισερχόταν σε καταστάσεις, που θα ήταν τουλάχιστον πρόστυχες. Πράγματι, αν συμβεί αυτό, χωρίς ν’ αλλάξουν θεμελιώδεις αρχές στην κοινωνία, θα υπάρξουν αυτά τ’ άσχημα χαρακτηριστικά. Όμως αυτά υπάρχουν, γιατί υπάρχει πορνεία. Πρέπει να εξαλειφθούν όλες οι επιμέρους παράμετροι, για να λειτουργήσουν όλα τέλεια. Την πορνεία τη δημιουργούν δύο πράγματα, που πρέπει να νικηθούν οπωσδήποτε: ο θεσμός του γάμου και η φτώχεια. Αν αφεθεί ο άνθρωπος ελεύθερος να χωρίζει, χωρίς να νικηθούν αυτά τα δύο βασικά προβλήματα, τότε θα έχουμε πράγματι πρόστυχες καταστάσεις. Ο κόσμος θα γίνει πιο βρώμικος από ποτέ. Οι πλούσιοι θ’ απολαμβάνουν τα πάντα κι οι φτωχοί απολύτως τίποτε. Έτσι η φτωχή μοιχαλίδα θα προτιμά να γίνεται ερωμένη ενός πλουσίου, παρά ν’ ανέχεται το φτωχό και μοιχό σύζυγο της.
Αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχουν αυτοί οι παράγοντες, τότε τι ακριβώς θα συμβεί; Κάποιος θα έλεγε ότι τα πάντα θα ήταν χαλαρά, δε θα υπήρχε σεβασμός σε τίποτε και πάνω απ’ όλα σ’ αυτό που ο Θεός αγαπά περισσότερο, την οικογένεια. Ο Θεός αγαπά την οικογένεια όσο τίποτε άλλο. Αγαπά την οικογένεια, γιατί μέσα απ’ αυτή γεννιούνται τα παιδιά Του, οι άνθρωποι. Αν όμως ο Θεός υποστηρίζει τον έρωτα των ελεύθερων επιλογών, πώς είναι δυνατό ν’ αγαπά ταυτόχρονα και την οικογένεια, που από τα δεδομένα αυτές οι επιλογές την απειλούν; Για να μπορέσει κάποιος να το αντιληφθεί αυτό, θα πρέπει κατ’ αρχήν να πιστεύει στο Θεό. Αν ο άνθρωπος πιστεύει στο Θεό, πιστεύει και στον έρωτα. Ο Θεός είναι δυνατός, άρα δυνατός είναι κι ο έρωτας. Ο διπλός άνθρωπος της “σάρκας μίας” είναι αυτός, που έχει το προνόμιο να γεννά Θεούς, επομένως να δημιουργεί οικογένεια.
Όταν οι άνθρωποι πιστέψουν στο Θεό, τότε θα έχουν δύο φάσεις στη ζωή τους: η πρώτη φάση θα είναι μέσα στην οικογένεια και η δεύτερη μέσα στη γυναίκα τους. Όταν συμβαίνει αυτό για το σύνολο των ανθρώπων, τότε σημαίνει αυτόματα ότι όλο το τεράστιο δυναμικό της πορνείας δε θα υπάρχει. Δε θα υπάρχει η ελεύθερη νέα πόρνη, που θα παρασέρνει τον άντρα μακριά από τη γυναίκα του για να τον εκμεταλλευτεί. Η γυναίκα αυτή θα είναι διπλή και θ’ αδιαφορεί για τον άντρα που βρίσκεται δίπλα της. Το σύνολο των ανθρώπων θα είναι διπλοί και η αναζήτηση θα γίνεται στη φάση, που πραγματικά έχει προβλεφθεί από το Δημιουργό. Τα αγόρια και τα κορίτσια που βγαίνουν από τη “σάρκα μία” των γονιών τους, θ’ αναζητούν τον έρωτα και θα τον βρίσκουν. Δε θα υπάρχουν άθλιοι μοιχοί, που θ’ αγοράζουν όσο-όσο τον έρωτα της μικρής γυναίκας, που είναι δροσερή κι όμορφη. Ο άντρας όσο ακόρεστη κι αν είναι η φύση του, από τη στιγμή που δρα σ’ ελεύθερες συνθήκες, θα έρθει η ώρα που δε θα μπορεί να περιφέρει τον εαυτό του ως εραστή. Ο έρωτας λυτρώνει και ξεκουράζει. Σε καμία περίπτωση σ’ αυτές τις συνθήκες ο άντρας δε θα γερνά αναζητώντας τον έρωτα. Ο άντρας θα γερνά μαζί με τη γυναίκα του καμαρώνοντας τα παιδιά τους, που θα είναι παιδιά αγάπης και στοργής. Δε θα είναι μοιχοί, που σιχαίνονται ο ένας τον άλλο. Ο γιος θα είναι για τον πατέρα χαρά και όχι ο τεμπέλης, που ζει σε βάρος του.
Όμως όλα αυτά τ’ απλά δε συμβαίνουν, γιατί κάποιοι δεν τα επιτρέπουν. Αυτοί οι κάποιοι είναι τα παιδιά της μοιχαλίδας, που νικήθηκαν απ’ αυτήν. Έχασαν τον έρωτα και μπήκαν στη λογική της μητέρας τους. Έγιναν με λίγα λόγια όμοιοι της. Όταν ένας άντρας έχει την ίδια άποψη με τη μητέρα του για τη ζωή κι ό,τι αυτή συνεπάγεται, είναι πόρνος. Οι πόρνοι είναι οι πιο άθλιοι άνθρωποι, που υπήρξαν ποτέ πάνω στη Γη. Είναι εχθροί και του Θεού και των ανθρώπων. Αυτοί οι άνθρωποι ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους στο σύνολο των απόψεών τους πάνω στον έρωτα και την ευτυχία. Είναι επικίνδυνοι, γιατί, ενώ έχουν την ευφυΐα του άντρα, έχουν χαρακτηριστικά γυναίκας.
Η κοινωνία παίρνει από την εξουσία τις απόψεις που έχει και που σύμφωνα μ’ αυτές λειτουργεί. Η εξουσία απαιτεί εξαντλητικούς κόπους και θυσίες για ν’ αποκτηθεί. Οι άντρες της κορυφής της κοινωνικής πυραμίδας, που έχουν υποστεί τα πάνδεινα, είναι αυτοί, που προφανώς είναι πόρνοι. Είδαμε ότι η μοιχαλίδα μητέρα, όταν δεν μπορεί πλέον να κρατήσει μέσα της την εκρηκτική ευφυΐα του γιου της, μεταλλάσσεται. Όσο το παιδί της είναι μικρό, βρίσκεται στη δομή, που έχει προετοιμαστεί γι’ αυτό και μπορεί να σκέφτεται ως άνθρωπος, μπορεί να σκέφτεται τον έρωτα, ενώ όταν το παιδί μεγαλώνει, αδυνατεί να έχει διπλά χαρακτηριστικά. Οι ανάγκες του παιδιού είναι απαιτητικές και οι προβληματισμοί του τόσο έντονοι, ώστε δεν μπορεί να τους καλύψει χωρίς μετάλλαξη. Η μητέρα δεν μπορεί να σκεφτεί σαν πατέρας, που έχει προηγούμενη γνώση και να καθοδηγήσει το γιο. Η καθοδήγηση γίνεται με πνεύμα ανώτερο. Όσο το παιδί ήταν μικρό καλλιεργούσε τις άμυνές του, αλλά η γνώση του ήταν περιορισμένη. Όταν η μητέρα βλέπει ότι οι γνώσεις του γιου είναι μεγάλες και δεν μπορεί να τις ελέγξει, τότε διαπιστώνει ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Δεν έχει γνώσεις για να το κατευθύνει κι αυτές οι γνώσεις που διαθέτει ο γιος τον κάνουν ευάλωτο. Όσο ήταν μικρός σκεπτόταν κι ενεργούσε σαν άντρας, αλλά υπήρχε καθοδήγηση.
Όταν η καθοδήγηση γίνεται αδύνατη, τότε η μητέρα γίνεται “σάρκα μία” με το γιο. “Σάρκα μία”, μητέρας και γιου σημαίνει ότι η μητέρα προσηλώνεται στο γιο και τον υπηρετεί. Ο γιος ως άνθρωπος, που βρίσκεται έξω από τη δομή της γυναίκας του, αντί να χρησιμοποιεί τα δικά του ασθενικά χαρακτηριστικά, χρησιμοποιεί τα πανίσχυρα της μητέρας του. Είναι ένας διπλός άνθρωπος, χωρίς να υφίσταται έρωτας. Όμως ο έρωτας έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τον άντρα, γιατί η γυναίκα-δομή απορροφά μέσα της τον άντρα. Στην περίπτωση μητέρας και γιου η μητέρα δεν απορροφά το γιο, αλλά τον ωθεί να κάνει πράγματα, που πιστεύει ότι είναι ιδανικά γι’ αυτόν. Χρησιμοποιεί τη μεγάλη ευφυΐα του γιου για το υποτιθέμενο καλό του, μόνον που αυτό το καλό είναι προϊόν γυναικείας φιλοσοφίας. Αυτός ο διπλός άνθρωπος, ενώ στη μορφή είναι άντρας, έχει μέσα του τη γυναίκα, που είναι η μητέρα του. Δεν μπορεί να κάνει φιλίες, γιατί η γυναίκα, που υπάρχει μέσα του κι έχει άποψη, τις υποτιμά. Δεν μπορεί να διαφωνήσει με κάποιον, που είναι προϊστάμενος του, γιατί η γυναίκα που έχει μέσα του προτιμά τη θυσία για το όφελος.
Όμως ο άνθρωπος είναι θνητός. Αυτή η ζωή της θυσίας τον φθείρει. Τα χρόνια περνούν κι αγχώνεται. Τελειώνει το λύκειο και η γυναίκα, που υπάρχει μέσα του απαιτεί την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο. Τελειώνει κι αυτό κι έχει άλλες βλέψεις. Ο άντρας καταλαβαίνει μόνος του πότε είναι επιθυμητός και πότε όχι. Όσο είναι νέος του δίνονται οι ευκαιρίες για τον έρωτα. Όταν περνούν τα χρόνια, μειώνονται αυτές οι ευκαιρίες. Αυτή η μείωση του προκαλεί άγχος και τον προβληματίζει. Όχι, λέει η γυναίκα μέσα του. Συνέχισε. Όλες οι γυναίκες είναι πόρνες και θέλουν επιτυχημένους. Όσο πιο επιτυχημένος είσαι, τόσο πιο όμορφη πόρνη θα πάρεις. Όλες οι γυναίκες είναι ίδιες. Μία μέρα θα γίνεις πλούσιος και διάσημος κι όλες θα τρέχουν από πίσω σου. Προχώρα, βιάσου, θυσιάσου, ταπεινώσου. Οπότε, έρχεται μία “ωραία πρωία” κι ο άνθρωπος αυτός διαπιστώνει ότι δεν έχει κάνει τίποτε απολύτως στη ζωή του. Δεν έζησε ούτε μία στιγμή σαν άνθρωπος, δεν απόλαυσε απολύτως τίποτε από όσα είναι δυνατό ν’ αναζητά ο άνθρωπος ακολουθώντας τη φύση του.
Πώς είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να υποστηρίζει θεωρίες υπέρ του έρωτα, όταν στην περίπτωση που εφαρμοστούν, τον εξομοιώνουν με τους νεκρούς; Πώς είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να μη μισεί τους νέους; Πώς είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να μην αρπάξει το λίθο εναντίον της μοιχαλίδας; Όχι μόνο θα τον αρπάξει, αλλά θα νιώσει και την υπέρτατη ευχαρίστηση. Μισεί τη μοιχαλίδα, όχι για λόγους ηθικής, αλλά επειδή ζηλεύει αυτόν με τον οποίο διέπραξε τη μοιχεία. Μισεί τη μοιχαλίδα, που επέλεξε κάποιον άλλο και όχι αυτόν το βρωμερό. Μισεί τη γυναίκα που έδωσε δωρεάν την ευχαρίστηση που ο βρωμερός πληρώνει. Μισεί τη μοιχαλίδα, που είναι όμοια με τη γυναίκα του. Μία ζωή αγωνίστηκε, για να πάρει όμορφη πόρνη κι αυτός αντιμετωπίζει την αδιαφορία, ενώ κάποιος νέος απολαμβάνει τον έρωτα.
Είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να δει τη λέξη “παρθένος” μέσα στις Γραφές και να μην τη στρέψει εναντίον των ανθρώπων που τόσο μισεί; Είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να μην αναπτύξει άποψη για την ηθική; Είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να είναι δάσκαλος και να μην ευνοεί το δούλο μαθητή, που είναι όμοιος του; Είναι δυνατό να μη μισεί το μαθητή, που είναι έξυπνος κι ερωτευμένος;
Όλοι αυτοί οι άθλιοι και θεομίσητοι άνθρωποι είναι αυτοί, που βυθίζουν την ανθρωπότητα στο σκοτάδι. Οι άνθρωποι αυτοί, όταν παίρνουν την εξουσία και το σύνολο των μέσων που αυτή διαθέτει, προσπαθούν με κάθε τρόπο να δηλητηριάσουν τους ανθρώπους, παρασέρνοντάς τους στη δυστυχία. Προσπαθούν να τους κάνουν όμοιους μ’ αυτούς, βρώμικους, ηλίθιους, δούλους και προπαντός “ανήθικους”. Αυτή η τελευταία έννοια πρέπει να μας απασχολήσει, γιατί το πρόβλημα των ανθρώπων που ζουν σ’ οργανωμένες κοινωνίες, είναι η συμβίωση με τα χαρακτηριστικά του καθενός σε πλήρη ανάπτυξη.
Η “ηθική” είναι μία έννοια, που απασχολεί το σύνολο της κοινωνίας και πάνω σ’ αυτό το θέμα ποικίλουν οι απόψεις. Τι είναι ηθικό; Τι είναι ανήθικο; Ο καθένας λέει ό,τι θέλει κι αυτό βέβαια είναι δικαίωμά του. Όμως αυτός ο καθένας από τη στιγμή που έχει εξουσία και ταυτόχρονα δεν έχει επαφή με το Θεό, είναι επικίνδυνος. Γίνεται επικίνδυνος, γιατί μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία η άποψη του καθενός επηρεάζει κι ένα χώρο ανάλογο με το αξίωμα αυτού, που την εκφέρει. Ο καθένας έχει τη φιλοσοφία του πάνω στο θέμα της ηθικής κι αυτό δεν είναι πρόβλημα. Όσο η άποψη του καθενός έχει να κάνει με τις δικές του αποκλειστικά επιλογές, δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Αν θεωρεί κάποιος ανήθικο να κάνει έρωτα με κάποιον άλλο, αυτό είναι δικαίωμά του και κανένας δεν μπορεί να του επιβάλλει μία διαφορετική άποψη. Όμως το πρόβλημα δημιουργείται από τη στιγμή που η άποψη για την ηθική είναι κατευθυνόμενη. Άνθρωποι, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο βρίσκονται σε θέση ισχύος, αναλύουν τις απόψεις τους κι αυτές διαχέονται στην κοινωνία. Από τη στιγμή που ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα λόγω θείας καταγωγής να έχει άποψη, όλοι οι παραπάνω είναι ύποπτοι αν όχι βρωμεροί υπάνθρωποι.
Πριν δούμε πώς αυτές οι απόψεις επηρεάζουν την κοινωνία, πρέπει να δούμε την άποψη του Θεού για την ηθική. Για τον άνθρωπο, που δεν επηρεάζεται από την οργανωμένη κοινωνία παρά μόνον από το Θεό, δεν υπάρχει η έννοια της ηθικής. Ο άνθρωπος πλάστηκε με κάποια χαρακτηριστικά από το Δημιουργό. Αν τ’ ακολουθήσει και τα σεβαστεί, δε θα τον απασχολήσει ποτέ η έννοια της ηθικής. Ο άνθρωπος αυτός είναι μόνον ο νέος άνθρωπος, που ως παιδί ακολουθεί τις ορμές του και παίζει κι ως νεανίσκος αναζητά τον έρωτα. Σ’ αυτήν τη φάση της ζωής του δεν υπάρχει τίποτε ανήθικο και χωρίς εξωτερική επέμβαση ποτέ δε θ’ αντιληφθεί αυτό το πρόβλημα. Ο νέος αγαπά μία νέα κι ό,τι κι αν κάνουν, είναι αρεστό στο Θεό. Δεν κάνουν τίποτε εκ του πονηρού κι αυτό φαίνεται εύκολα από την ψυχική τους ευφορία.
Όταν ο άνθρωπος δεν πολεμά το Θεό, απολαμβάνει αυτήν την ψυχική ανάταση και μία μοναδική έξαψη. Ο Θεός μ’ αυτόν τον τρόπο δείχνει στους ανθρώπους ότι βρίσκονται στον καλό δρόμο. Αν υπήρχε δυνατότητα ν’ απομονώσουμε νέους ανθρώπους, χωρίς να γίνει η παραμικρή επέμβαση από πλευράς γνώσης πάνω τους, τότε αυτοί οι νέοι θα γνώριζαν σίγουρα την Αιώνιο Ζωή. Ένας διπλός άνθρωπος χωρίς την παραμικρή γνώση είναι τόσο κοντά στο Θεό, που, χωρίς να διαβάσει ποτέ τις Γραφές, θα Τον ανακαλύψει κι αυτό για να Τον ευχαριστήσει. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει πρόβλημα ηθικής για τους ανθρώπους, που ακολουθούν τα χαρακτηριστικά τους, αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα προέρχεται απ’ αλλού. Κάποιοι, που έχουν όφελος, δίνουν κατευθύνσεις στους ανθρώπους κι αυτές οι κατευθύνσεις είναι, που παρακάμπτουν το Θεό. Από τη στιγμή που το επιτυγχάνουν, κατορθώνουν και κάνουν τον άνθρωπο ανήθικο. Ενώ δεν υπάρχει πρόβλημα ηθικής, από τη στιγμή που ο άνθρωπος χάνει την επαφή με το Θεό, γίνεται ανήθικος. “Ηθικός” άνθρωπος δηλαδή δεν υπάρχει. Υπάρχει ο άνθρωπος και το ανήθικο ανθρωποειδές. Όμως από τη στιγμή που οι άνθρωποι βλέπουν πρόβλημα αυτής της μορφής, το πρόβλημα δεν είναι του ανθρώπου, αλλά της κοινωνίας του.
“Ου μοιχεύσεις” λέει ο Θεός. Γιατί ο άνθρωπος να γίνεται μοιχός; Γιατί να μη μπορεί να έχει ελευθερία; Φταίει ο άνθρωπος και κατ’ επέκταση ο Θεός ή η κοινωνία, που αναγκάζει τον άνθρωπο να παίρνει αποφάσεις ενάντια στη φύση του; Μία κοπέλα που την πάντρεψαν, χωρίς καν να το καταλάβει, γιατί φταίει αν γίνει μοιχαλίδα; Φταίει αυτή ή αυτοί που την πάντρεψαν; Φταίει η γυναίκα-άνθρωπος, που πλάστηκε για να ζήσει και να χαρεί ή αυτοί, που αγνόησαν το Θεό; Ο άνθρωπος κάνει χιλιάδες λάθη στη ζωή του, γιατί όμως στο θέμα του γάμου εξαντλείται η αυστηρότητα του συστήματος; Είναι η πόρνη ανήθικη; Αν είναι η πόρνη ανήθικη, πόσο πιο ανήθικοι είναι αυτοί, που τη συντηρούν; Ποιοι είναι αυτοί, που συντηρούν την πορνεία και μ’ αυτόν τον τρόπο την ανηθικότητα; Οι νέοι δεν έχουν ανάγκη τις πόρνες για ευνόητους λόγους. Όμως ακόμα και να τις έχουν, δεν έχουν τη δυνατότητα να τις συντηρήσουν. Από εδώ βγαίνει το συμπέρασμα ότι ανήθικοι είναι αυτοί, που έχουν τις δυνατότητες κι αυτοί βρίσκονται ψηλά και στην κλίμακα της ηλικίας και στην κλίμακα του συστήματος.
Αν αυτό συνδυαστεί με το γεγονός ότι οι θεωρίες για την ηθική έχουν κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω, τότε εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα, που είναι κι ευνόητο. Για ηθική μιλάνε αποκλειστικά οι ανήθικοι. Οι άνθρωποι απλά δε γνωρίζουν αυτήν την έννοια. Όμως σε ποιους απευθύνονται αυτά τα μηνύματα; Ποιοι πρέπει να υπακούσουν; Η εξουσία στέλνει το μήνυμα και κάποιοι το παίρνουν. Εκατομμύρια άνθρωποι έζησαν και πέθαναν σ’ αυτόν το κόσμο υποφέροντας απ’ αυτού του είδους τις θεωρίες. Άνθρωποι καταδίωκαν με λύσσα ανθρώπους, που δεν έκαναν τίποτε άλλο, παρά να υπακούν στη συνείδηση τους και κατά συνέπεια στο Θεό. Επί αιώνες ο σαρκικός έρωτας ήταν ταμπού. Η παρθενία της γυναίκας έφτασε να βρίσκεται κι επίσημα γραμμένη στα συμβόλαια του γάμου. Άνθρωποι βασανίστηκαν κι αφανίστηκαν απ’ αυτές τις συνθήκες. Ποιος φταίει; Οι ίδιοι, πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι, κατατρέχουν τους ανθρώπους και προσπαθούν να φάνε τις σάρκες τους. Δύο μέτρα και δύο σταθμά. Είναι ανήθικη η κοπέλα που είναι ερωτευμένη με τ’ αγόρι και την καταδιώκουν. Τα πορνεία αυτού του κόσμου δεν έκλεισαν ποτέ κι είναι ανήθικες οι κοπέλες; Βέβαια η ανθρωπότητα προχωρά προς τα εμπρός, έστω κι αν ματώνει σ’ αυτήν τη διαδρομή. Η ηθική κι αυτοί οι θεωρητικοί της, αναγκάζονται να προσαρμοστούν.
Ο κύριος στόχος τους όμως ποτέ δεν έπαψε να είναι ένας και μοναδικός, οι νέοι. Ό,τι άσχημο συμβαίνει, οφείλεται στους νέους και όχι σ’ αυτούς, που τους δίνουν τα χαρακτηριστικά. Οι νέοι δε δουλεύουν, οι νέοι μπλέκουν στα ναρκωτικά, οι νέοι είναι ανήθικοι, εφόσον δεν έχουν σεξουαλικές φοβίες. Για όλα φταίνε οι νέοι. Όλες αυτές οι άθλιες απόψεις είναι εκ του πονηρού για να φοβίσουν τους γονείς. Πρέπει ο γονιός να φοβάται κι εξαιτίας αυτού του φόβου να καταπιέζει τα παιδιά. Είναι αδύνατο χωρίς καταπίεση να παραχθούν νέες πόρνες, που υπηρετούν τους άθλιους και βρωμερούς ηθικολόγους. Είναι αδύνατο χωρίς την καταπίεση να δημιουργηθούν νέοι δούλοι, που με τη σειρά τους θα γίνουν οι ηθικολόγοι του μέλλοντος. Αν οι νέοι ζήσουν ελεύθερα, θα επαναστατήσουν κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο για το σύστημα. Όμως το πονηρό σύστημα αμύνεται, έχοντας μία αποτελεσματική υποδομή. Η υποδομή αυτή είναι η μοιχαλίδα μητέρα. Πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες μέσα στην κοινωνία, για να ενεργεί η γυναίκα αυτή. Αν η κοινωνία είναι ελεύθερη κι όμορφη, δεν μπορεί να καταπιέζει το γιο της. Αν δεν υπάρχουν παραδείγματα πορνείας, δεν μπορεί να επιχειρηματολογεί πάνω σ’ αυτή. Δεν μπορεί να ωθεί το γιο της στη θυσία, εφόσον δεν υπάρχει ορατή γι’ αυτόν ανταπόδοση. Οι μητέρες των γιων είναι αυτές, που υιοθετούν περισσότερο αυτές τις απόψεις και τις διατηρούν μέσα στην κοινωνία. Αυτές οι μητέρες είναι, που θυσιάζουν τις κόρες τους για να δείξουν το καλό παράδειγμα. Προσφέρουν τη μικρή κόρη τους σ’ έναν άντρα με τα επιθυμητά γι’ αυτές, χαρακτηριστικά, ώστε όταν έρθει η ώρα του γιου, να πάρει κι αυτός τη γυναίκα που επιθυμεί μέσα από τις ίδιες διαδικασίες. Μία τέτοια μητέρα ωρύεται με την ανηθικότητα ενός πλούσιου, που εγκαταλείπει την κόρη της, ενώ, όταν ο γιος της είναι ερωτευμένος με μία φτωχιά κοπέλα, την πολεμά σαν να της σκότωσε τα παιδιά της.
Όλη η γενική κοινωνική άποψη για την ηθική έχει αποδέκτες τους άθλιους της κοινωνίας. Οι πιο μίζεροι, οι πιο δυστυχισμένοι κι οι πιο βρωμεροί άνθρωποι, που υπάρχουν, είναι αυτοί, που ηθικολογούν. Ό,τι επιθυμεί το σύστημα να περάσει μέσα στην κοινωνία, το περνάει μέσω αυτών των ανθρώπων. Η κοινωνία που λειτουργεί χρησιμοποιώντας πρότυπα, στηρίζεται αποκλειστικά σ’ αυτούς. Αν το επιθυμητό πρότυπο είναι, η κοπέλα να είναι παρθένος, αυτοί το στηρίζουν. Το στηρίζουν, καταπιέζοντας τα παιδιά τους και κρίνοντας τ’ άλλα. Αν το επιθυμητό πρότυπο είναι ο καλός μαθητής, τα καταπιέζουν για να γίνουν καλοί μαθητές και χαίρονται με τις ηλίθιες τελετές που προσφέρει δωρεάν το σύστημα. Όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι είναι η δύναμη της κοινωνίας μέσα στο άπειρο της μάζας. “Ποιος είναι αυτός; Γιατί μπήκε σ’ εκείνο το σπίτι; Ο γιος του τάδε κάνει παρέα μ’ εκείνον τον αλήτη! Η κόρη του δείνα λέει ο γιος μου κάνει συστηματικά έρωτα μ’ ένα φίλο του! Γιατί αυτό; Γιατί εκείνο; Ο τάδε έπιασε τη γυναίκα του με κάποιον άλλο! Ποιος είναι ο πατέρας του; Εκείνος ο πλούσιος; Τι καλό παιδί!! Όχι σαν τον άλλο, το γιο του εργάτη, που κάνει και τον έξυπνο! Ψωμί δεν έχουν να φάνε, οι εξυπνάδες τους έλειπαν!”
Όλα τα παραπάνω, που είναι ταυτόχρονα για γέλια και για κλάματα είναι πράγματα, που συμβαίνουν γύρω μας και μας βασανίζουν. Όσο ο άνθρωπος είναι νέος έχει κάποια δυνατότητα αντίστασης. Όταν τα χρόνια περάσουν και ζήσει μέσα στη μιζέρια, γίνεται κι αυτός ίδιος με τους παραπάνω ηλίθιους.
Τι λέει όμως ο Υιός του Θεού για όλα αυτά; (Ματθ. 7.2-7.6) “Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν. τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς; ή πώς ερείς τω αδελφώ σου, άφες εκβάλω το κάρφος από του οφθαλμού σου, και ιδού η δοκός εν τω οφθαλμώ σου; υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου.” (Μή κατακρίνετε, διά νά μή κατακριθήτε, διότι μέ τό κριτήριον πού κρίνετε, θά κριθήτε, καί μέ τό μέτρον πού μετράτε, θά μετρηθήτε. Γιατί βλέπεις τήν αγκίδα, πού είναι εις τό μάτι τού αδελφού σου, ενώ τό δοκάρι, πού είναι εις τό μάτι σου, δέν τό παρατηρείς; Η πώς θά πής εις τόν αδελφόν σου, “Άφησέ με νά βγάλω τήν αγκίδα από τό μάτι σου”, όταν υπάρχη εκείνο τό δοκάρι εις τό δικό σου μάτι; Υποκριτά, βγάλε πρώτα από τό δικό σου μάτι τό δοκάρι, καί τότε θά ιδής καθαρά γιά νά βγάλης τήν αγκίδα από τό μάτι τού αδελφού σου.)
Ο Χριστός είναι απόλυτος σ’ αυτό το σημείο και δε θέλει καμία περαιτέρω διευκρίνιση ο Λόγος Του. Απαγορεύεται από τον Υιό του Θεού να κατακρίνει ο ένας άνθρωπος τον άλλο. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται αυτό, που οδηγεί κατευθείαν στην υποκρισία. Όμως σ’ αυτόν το λόγο, είναι απαραίτητο να σταθούμε στις αναλογίες που κρατά ο Χριστός. Αυτός που κατακρίνει την αγκίδα, έχει δοκάρι στο μάτι του. Δεν περιγράφει σε καμία περίπτωση τ’ αντίθετο. Αυτό σε συνδυασμό ότι με το ίδιο μέτρο με το οποίο κρίνει κάποιος θα κριθεί, σημαίνει ότι όσο πιο διεφθαρμένος και πιο άθλιος είναι κάποιος, τόσο πιο εύκολα κρίνει. Κρίνει, γιατί του το επιτρέπουν οι γνώσεις του. Αυτός μόνο μπορεί να διακρίνει την αγκίδα που έχει κάποιος στο μάτι του. Όταν έχει δοκάρι στο μάτι του, είναι τόσο μεγάλο που δεν το βλέπει στο σύνολό του, ενώ την βλέπει την αγκίδα. Ένας γέροντας μοιχός, που όλη τη ζωή του την έζησε στη μοιχεία και την πορνεία, εύκολα κρίνει ένα νέο, που αρχίζει και παίρνει λάθος δρόμο, γιατί αυτόν το δρόμο τον γνωρίζει. Ο ένας έχει το δοκάρι κι ο άλλος την αγκίδα. Όμως αυτός ο άθλιος γέροντας, όταν κριθεί θα κριθεί με το ίδιο μέτρο από κάποιον χειρότερο, που θα βλέπει το δοκάρι στο μάτι του, χωρίς να βλέπει τα δικά του χειρότερα χάλια.
Πρέπει ένας άνθρωπος, κατά το Χριστό, για να κρίνει κάποιον άλλο, να είναι χειρότερος απ’ αυτόν, ώστε να μπορεί να κατανοήσει το πρόβλημα. Ένας νέος δεν μπορεί να κρίνει για ηθική τους μεγαλύτερους, γιατί απλούστατα δε γνωρίζει. Δεν μπορεί να καταλάβει, γιατί αυτοί περιφέρονται στην πορνεία, εφόσον έχουν γυναίκες. Ο νέος είναι αγνός και νομίζει ότι ζώντας με τη γυναίκα που αγαπά, δεν έχει την ανάγκη του πορνείου. Δεν μπορεί να καταλάβει την αθλιότητα και τη μοιχεία. Όμως οι μοιχοί μεταξύ τους την καταλαβαίνουν και η κριτική πάει πάντα με κατεύθυνση από τον περισσότερο άθλιο στο λιγότερο. Αυτοί που θα κατακριθούν περισσότερο, είναι αυτοί που, όπως θα δούμε αλλού, κρίνουν τους πάντες “ελέω πνευματικών δικαιωμάτων” κι είναι οι χειρότεροι όλων. Αφού γνωρίσαμε την κατεύθυνση και τη φορά της υποκρισίας, αρχίζουμε ν’ αναζητούμε τους τελικούς αποδέκτες, που φυσιολογικά πρέπει να είναι νέοι κι αυτοί με τη σειρά τους να φέρονται ανάλογα, ώστε να περιμένουν την ανταπόδοση.
Εξουσία στην οικογένεια είναι ο πατέρας, αλλ’ αυτός εξ ορισμού ανήκει στην κατηγορία των πρεσβυτέρων και φυσικά φέρεται όπως κι αυτοί. Η απουσία του από τη δομή της οικογένειας αφήνει ένα τεράστιο κενό, το οποίο είναι δυσαναπλήρωτο. Η μητέρα σ’ αυτές τις μορφές κοινωνίας έχει συνήθως πολλά παιδιά ν’ αναθρέψει κι αυτό δημιουργεί σημαντικές δυσκολίες. Τ’ αρσενικά παιδιά είναι αυτά, που έχουν μέγιστες ανάγκες κι από εκείνο το σημείο ξεκινά το πρόβλημα. Η μητέρα, όταν μετά τη μετάλλαξή της γίνεται “σάρκα μία” με το γιο, χρησιμοποιεί για δική της ευκολία την ευφυΐα του, που της λείπει. Ενώ ο πατέρας είναι απών, από ένα σημείο και πέρα, το κενό που αυτός δημιουργεί, όσον αφορά την ευφυΐα, δεν υπάρχει. Ποιος είναι όμως αυτός ο γιος; Πώς γίνεται η επιλογή; Σ’ αυτό το σημείο τα πράγματα είναι απλά, γιατί ο πρωτότοκος είναι αυτός, που ξεχωρίζει.
Ο πρωτότοκος είναι αυτός, που δίνει για πρώτη φορά στη μητέρα το αίσθημα μίας πιθανής εγκατάλειψης. Αν κατορθώσει και νικήσει τον πρωτότοκο, τότε τα πράγματα είναι απλά στο σύνολο τους. Όταν αντιμετωπίζει προβλήματα μ’ αυτόν, τα υπόλοιπα παιδιά της είναι πολύ μικρά, για να της δημιουργήσουν το παραμικρό πρόβλημα. Αν κατορθώσει και γίνει “σάρκα μία” με το γιο της, τότε αλλάζουν τα δεδομένα στο σύνολο τους. Τα υπόλοιπα παιδιά δε θα έχουν ν’ αντιμετωπίσουν μόνον τις φοβίες της μητέρας που η ευφυΐα τους τις νικά, αλλά ένα σύνολο τέλειων αρσενικών και θηλυκών χαρακτηριστικών, που είναι αυτά της μητέρας και του μεγάλου αδερφού. Αν η μητέρα κατορθώσει και μπει μέσα στο πνεύμα του μεγαλύτερου, δε χρειάζεται ν’ ανησυχεί καν για τις εξελίξεις. Μένει προσκολλημένη πάνω του κι αυτό σημαίνει ότι το σύνολο της γυναικείας φιλοσοφίας της υποστηρίζεται από μία αντρική εξυπνάδα και γνώση, που την κάνουν ανίκητη.
Αν είναι δύσκολο για τον πρωτότοκο να νικήσει τη μητέρα του, που υστερεί σημαντικά σε σχέση μ’ αυτόν στο σύνολο των πνευματικών δυνατοτήτων, τα μικρότερα παιδιά βρίσκονται σε μία κατάσταση, που είναι αδύνατο να νικηθεί. Όταν τα παιδιά, που αγαπούν τη μητέρα τους, βλέπουν ότι καμαρώνει και παίρνει χαρά από τις δραστηριότητες του πρωτότοκου, είναι δύσκολο να μην ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Αν η ευφυΐα τους αμφισβητεί την ποιότητα όσων κάνει αυτός, πρέπει να έρθουν πλέον σ’ αντιπαράθεση με τον ίδιο και όχι με τη μητέρα, που επικροτεί. Όμως αμφισβήτηση απέναντι στον αδερφό σημαίνει μία μάχη, που είναι εξ αντικειμένου δύσκολη υπόθεση. Αν αυτός ο αδερφός βρίσκεται στην κατάσταση θυσίας, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί αρνητικό, γιατί κανένας δε γνωρίζει το μέλλον. Ο μικρός αδερφός μπορεί να βλέπει τον αγώνα του μεγαλύτερου και ν’ απορεί, αλλά δεν μπορεί να διατυπώσει άποψη για το σωστό ή το λανθασμένο. Ο αδερφός σε κάθε περίπτωση είναι νέος και η κοινωνία βοηθά συστηματικά αυτούς, που θυσιάζονται μέσα σ’ αυτή.
Η απουσία του πατέρα δημιουργεί κι ένα άλλο τεράστιο πρόβλημα. Η κοινωνία παραδίδει την εξουσία σ’ αυτόν και άσχετα με το πόσο τη δικαιούται απαιτείται σ’ αυτή την περίπτωση γνώση για την άσκησή της. Η γνώση αυτή έχει σχέση με τη ζωή και τις επιλογές των παιδιών. Η απουσία σ’ αυτό το σημείο μεγιστοποιεί το πρόβλημα. Δημιουργείται ένας νέος μη φυσικός φορέας εξουσίας που απουσιάζει και η εξουσία του είναι δυνατό να παραδοθεί σε άλλο μέλος της οικογένειας. Ο πατέρας, για παράδειγμα, δε γνωρίζει πού συχνάζει και με ποιους συναναστρέφεται ο μικρός του γιος, ώστε να επηρεάσει τη ζωή του μέσω της εξουσίας του. Αντίθετα ο αδερφός αυτά τα γνωρίζει. Αν την άποψη της μητέρας για τη φιλία και για τις συναναστροφές την έχει υιοθετήσει κι ο πρωτότοκος, τότε η εξουσία στενεύει τον κλοιό γύρω από τα μέλη της. Η μητέρα περνά την εξουσία της, αλλά και την εξουσία του πατέρα στα χέρια του γιου κι αυτή η μεταφορά εξουσίας είναι αυτή, που διαταράσσει και τις σχέσεις μεταξύ των αδερφών.
Η μητέρα έχει μία φιλοσοφία για το πότε “εκτίθεται” το κορίτσι της στα μάτια του κόσμου. Η εξουσία της όμως δεν είναι δυνατό να επηρεάσει τη ζωή της κόρης της, γιατί υπάρχει αδυναμία στη δυνατότητα ελέγχου. Δεν μπορεί η μητέρα να παρακολουθεί το κορίτσι στις εκτός σπιτιού δραστηριότητές του . Αυτό το πρόβλημα λύνεται με την εξουσία του γιου. Ο γιος είναι τα μάτια και τ’ αυτιά της μητέρας. Μπορεί και συχνάζει στα μέρη στα οποία συχνάζει η νεολαία κι αυτό του δίνει τη δυνατότητα και να βλέπει και ν’ ακούει τα συμβαίνοντα. Αιώνες τώρα οι γυναίκες φοβούνται περισσότερο κι από τον πατέρα κι από τη μητέρα το μεγάλο αδερφό. Αυτός είναι, που έχει τα επιθυμητά για την κοινωνία χαρακτηριστικά. Είναι ένας μικρός πόρνος-υποκριτής. Ενώ είναι άντρας, σκέφτεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο σκέφτεται η μητέρα του. Ό,τι απαιτήσεις έχει η μητέρα του, τις ίδιες απαιτήσεις έχει κι αυτός. Χαίρεται η μητέρα, γιατί η κόρη της έχει σχέσεις με κάποιον πλούσιο, χαίρεται κι αυτός. Την περιορίζει η μητέρα, την περιορίζει κι αυτός. Θυμώνει η μητέρα για τον έρωτα της κόρης της, θυμώνει κι αυτός, ενώ μπορεί να φτάσει ακόμα και στη βία. Όπως οι πόρνοι, έτσι κι αυτός κρίνει. Κρίνει συνεχώς τους πάντες και τα πάντα με τα δικά του υποκειμενικά κριτήρια. Ανταλλάσσει πληροφορίες με τη μητέρα του και μ’ αυτόν τον τρόπο είναι πλήρως ενημερωμένοι κι οι δύο σ’ όλα τα επίπεδα. Αυτός περιγράφει τα όσα συμβαίνουν ανάμεσα στους νέους, ενώ η μητέρα του περιγράφει τι άποψη έχουν οι ομοειδείς μ’ αυτή κριτές.
Αυτή η συνεχής ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ μητέρας και παιδιών είναι αυτή, που δίνει τροφή στην κοινωνία της πορνείας. Αν οι νέοι ήταν απόλυτα απομονωμένοι από τους πρεσβύτερους, τότε οι τελευταίοι δε θα είχαν καμία απολύτως πηγή ενημέρωσης. Όμως οι νέοι που είναι ψυχικά πρεσβύτεροι, είναι αυτοί, που κάνουν το μεγαλύτερο κακό. Λέει ένας φίλος στο φίλο του για τον έρωτα του και τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν για ν’ αποφύγουν τον έλεγχο κι αυτός πηγαίνει και το λέει στη μητέρα του. Από εκεί κι ύστερα ενημερώνονται οι πάντες, χωρίς να γνωρίζουν οι θιγόμενοι πώς έγινε γνωστό. Οι χειρότερες οικογένειες είναι αυτές, που είναι αυστηρών ηθικών αρχών. Επειδή είναι δύσκολο να ελέγξει κάποιος τους νέους και να τους επιβάλλει άποψη, το πιο εύκολο είναι να τους φοβίσει. Είναι απαραίτητο για μία τέτοια οικογένεια ν’ αναπτύσσεται κοινωνική κριτική. Ποιος έκανε τι; Ποιανού κόρη έπαθε κάτι άσχημο;
Όταν αναφερθήκαμε στις αμβλώσεις είπαμε ότι είναι απαραίτητη η απαγόρευση τους, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο η κοινωνία δημιουργεί θύματα ανάμεσα στους νέους, που τα χρησιμοποιεί ως παράδειγμα προς αποφυγή. Μία άθλια οικογένεια, που καταπιέζει το κορίτσι της σαν να ήταν ζώο, χρειάζεται θύματα για να επιβιώσει. Χρειάζεται απαραίτητα να πάθει κάποια ζημιά το κορίτσι του γείτονα, που είναι πιο υγιές άτομο, για να δώσει επιχειρήματα στους ηλίθιους. Πρέπει αυτό το κορίτσι να πάει σ’ έναν πρακτικό χασάπη και να πάθει ανεπανόρθωτη ζημιά, για να δικαιωθεί η ηλίθια γειτόνισσα, που απαιτεί από την κόρη της να μείνει παρθένος. Οι πρεσβύτεροι μαθαίνουν το σύνολο των όσων συμβαίνουν από τους νεαρούς πόρνους, που περιφέρονται ανάμεσα στους νέους.
Όταν ο Χριστός μιλά για την κριτική, χρησιμοποιεί και τον όρο “υποκρισία”, αφού αυτόν, που κρίνει, τον ονομάζει υποκριτή. Όμως γιατί είναι υποκριτής; Δεν μπορεί κάποιος να έχει απόλυτες απόψεις και πάνω σ’ αυτές να κρίνει; Όχι, δεν υπάρχει αυτή η περίπτωση. Οι άνθρωποι λειτουργούν στα πλαίσια μίας συγκεκριμένης κοινωνίας με κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που τους δόθηκαν από το Δημιουργό. Ο άντρας είναι πάντα άντρας και η γυναίκα είναι πάντα γυναίκα. Όταν ο μικρός κι άθλιος πόρνος καταπιέζει την αδερφή του, κρύβει πάντα τον αγώνα του να πείσει κι αυτός μία άλλη κοπέλα να κάνει αυτά που απαγορεύει στην αδερφή του. Όταν ο άντρας αναζητά τον έρωτα, προσπαθεί να πείσει τη γυναίκα, που είναι στατική. Ο μικρός πόρνος αγνοεί ότι και η γυναίκα, που τον ενδιαφέρει, είναι κι αυτή αδερφή ενός άλλου μικρού πόρνου-υποκριτή. Οι συμβουλές του αδερφού έχουν πάντα σχέση με την ηθική, την αγνότητα, την κοινωνική αποδοχή, ενώ οι ερωτικοί του λόγοι πάντα με την επανάσταση. Να σέβεται τους γονείς, λέει στην αδερφή, να μη σέβεται κανένα, λέει στη γυναίκα που αγαπά. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται η υποκρισία. Δύο ακραίες απόψεις πάνω στο ίδιο θέμα. Η αδερφή παρθένος και το κορίτσι που τον ενδιαφέρει, ερωτικά απελευθερωμένο. Το πλεονέκτημα του μικρού πόρνου σε σχέση με τη μητέρα του, που τον κάνει πιο επικίνδυνο, είναι η γνώση του και η εξυπνάδα. Γνωρίζει εκ των προτέρων τι καταστάσεις ζει η αδερφή του, γιατί τις ίδιες δημιουργεί κι αυτός για κάποια άλλη. Γνωρίζει σε ποια σημεία είναι αδύνατη, γιατί στα ίδια σημεία πιέζει ο ίδιος στη δική του περίπτωση. Η μητέρα όλα αυτά δεν τα γνωρίζει, γιατί είναι γυναίκα κι αδυνατεί να σκεφτεί σαν άντρας. Η καταπίεση της αδερφής είναι πάντα επίτευγμα του μεγάλου αδερφού. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται το μεγάλο επίτευγμα της κοινωνίας… δεν μπορεί να λειτουργήσει κοινωνία μοιχείας και πορνείας χωρίς υποκρισία.
Όμως όταν ο Χριστός λέει ότι αυτός, που κρίνει, θα κριθεί με το ίδιο μέτρο, εννοεί ότι όσο πιο βρώμικος, μίζερος κι άθλιος είναι κάποιος, τόσο πιο μεγάλη τιμωρία τον περιμένει. Ένας άνθρωπος που είναι πραγματικά ευτυχισμένος, γνωρίζει ορισμένα βασικά και θεμελιώδη πράγματα. Δεν υπάρχει ευτυχία, που να στηρίζεται στην εξουσία. Ευτυχία χωρίς ελευθερία και σεβασμό απέναντι στον άλλο, δεν υπάρχει. Ο ευτυχισμένος άνθρωπος σέβεται τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Αυτός ο σεβασμός προέρχεται από τη γνώση. Δεν μπορεί κάποιος να σέβεται την προσωπικότητα του άλλου και κατ’ επέκταση τις επιλογές του, χωρίς να έχει γνώση. Η ψευδοεξουσία μέσα στην οικογένεια κρύβει τις προσωπικότητες των μελών της και τις ισοπεδώνει. Όμως από τη στιγμή που υπάρχει γνώση, υπάρχει και σεβασμός. Ο άνθρωπος που σέβεται την οικογένεια του, γνωρίζει εκ των προτέρων ότι πρέπει να σέβεται και τον κοινωνικό του περίγυρο.. δεν μπορεί κάποιος να εμπιστεύεται τα παιδιά του και να θέλει να ελέγχει τα παιδιά των άλλων. Αυτά που συμβαίνουν γύρω του, θέλει να τα μαθαίνει, όχι βέβαια για να κρίνει τους ανθρώπους, αλλά για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του. Αν μάθει τι συνέβη σ’ ένα κορίτσι, που έκανε άμβλωση κι έπαθε ζημιά εξαιτίας των απάνθρωπων νόμων και της κοινωνίας, προβληματίζεται κι αυτός ο προβληματισμός τον ωθεί στην παροχή γνώσης στα παιδιά του. Πρέπει να τα ενημερώσει και μ’ αυτόν τον τρόπο να τα προφυλάξει.
Ο άνθρωπος πρέπει να έχει επαφή με το περιβάλλον του και να μη ζει απομονωμένος. Αυτή η επαφή γίνεται μέσω μίας συνεχούς ανταλλαγής πληροφοριών. Όμως ο άνθρωπος που θέλει να είναι κοντά στο Θεό, δεν πρέπει να κρίνει. Μαθαίνει, για να προστατευτεί και για να προστατεύσει τους ανθρώπους που αγαπά. Αυτός ο σεβασμός και η συνεχής ενημέρωση δίνουν δύναμη στον άνθρωπο. Τίποτε δεν μπορεί να τον απειλήσει και τίποτε δεν μπορεί να του κάνει τη ζωή δύσκολη. Δε θα βρεθεί ποτέ σε κατάσταση να δίνει εξηγήσεις σε κανέναν. Τα παιδιά του θα κάνουν ό,τι είναι σωστό κι ανθρώπινο να κάνουν. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν πηγαίνει σε καμία περίπτωση να πάρει το κορίτσι του κατασφαγμένο και μισοπεθαμένο από έναν απατεώνα γιατρό, που πραγματοποιεί εκτρώσεις. Ένας τέτοιος άνθρωπος δε θα έχει ποτέ πρόβλημα με τα ναρκωτικά, γιατί ο γιος του δε θα έχει ποτέ την ανάγκη να δραπετεύσει από την αθλιότητα. Όταν αυτός ο άνθρωπος, μ’ αυτήν την τακτική γνωρίζει ότι προσφέρει στην οικογένεια του, δεν έχει το παραμικρό άγχος. Η προσφορά του ανταποδίδεται απ’ αυτούς που αγαπά κι αυτό του δίνει τη δύναμη ν’ αδιαφορεί, όχι για τα όσα γίνονται γύρω του, αλλά για όσα λέγονται σε βάρος του ίδιου και των άλλων. Αυτός που δεν κρίνει, μπορεί να μη διαφεύγει της κριτικής της κοινωνίας εντελώς, αλλά έχει τη δύναμη να την αγνοεί.
Από την άλλη πλευρά κυριαρχεί η αθλιότητα, η μιζέρια και η μοιχεία. Όσο πιο άθλιος και μίζερος είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο έντονα ασκεί κριτική και τόσο πιο μεγάλη τιμωρία τον περιμένει. Ο μοιχός σε καμία περίπτωση δε γνωρίζει τι συμβαίνει στην οικογένεια του. Φέρεται στη γυναίκα του απάνθρωπα και στα παιδιά του όπως σε ζώα. Όταν υπάρχει εξουσία σε συνδυασμό με την άγνοια —το ένα γεννά τ’ άλλο— τότε αυτόματα υπάρχει καταπίεση. Η καταπίεση φέρνει τη δυστυχία κι αυτό είναι βαρύ φορτίο για τον άνθρωπο. Ο άθλιος που είναι δυστυχισμένος εξαιτίας της μοιχείας, υποφέρει και δεν ξέρει πού να στραφεί. Αυτός ο άνθρωπος, όπως όλοι, μαθαίνει τι ακριβώς συμβαίνει γύρω του. Όμως η μεγάλη διαφορά με τον υγιή άνθρωπο βρίσκεται στη χρήση της πληροφορίας. Ο πρώτος θέλει να βελτιωθεί και μοιράζει γνώση, ενώ ο δεύτερος, ακολουθώντας την ίδια πρακτική, θέλει να ελαφρύνει τη μιζέρια του. Επιθυμεί να βλέπει γύρω του μεγαλύτερη δυστυχία, για να αισθάνεται ευτυχής.. έχει ανάγκη να μυρίζει το θάνατο, για να αισθάνεται ζωντανός. Η καταπίεση του δημιουργεί ένταση μέσα στην οικογένεια και μίσος. Οι πληροφορίες και η κριτική σε βάρος των ανθρώπων επιτρέπουν στην οικογένεια της αθλιότητας να επιζεί.
Μαθαίνει αυτός ο άνθρωπος για το κορίτσι του γείτονα κι αντί να προστατεύσει τα παιδιά του, κάνει την πληροφορία άλλοθι, για να καταπιέσει ακόμα περισσότερο. Αντί να συμπονέσει το κορίτσι και να κατηγορήσει την αθλιότητα και την προστυχιά της κοινωνίας που το άφησε χωρίς γνώση, επιτίθεται σ’ αυτό. Γι’ αυτόν το κορίτσι είναι πόρνη και η τιμωρία του δίκαιη. Είναι πόρνη το κορίτσι, που ακολουθεί το Δημιουργό κι υποφέρει εξαιτίας της κοινωνίας, κι είναι αγνή η κόρη του, που εκτελεί πορνεία. Πορνεία εκτελεί το καταπιεσμένο κορίτσι, που οδηγείται στο γάμο, χωρίς να μεσολαβήσει ο έρωτας. Πόρνη είναι η κοπέλα, που σπουδάζει και μαθαίνει πιάνο, μέχρι ο πατέρας της και η μητέρα της να της βρουν τον εκλεκτό τους. Είναι πόρνη και την αμέσως επόμενη μέρα του γάμου της, γίνεται μοιχαλίδα. Αυτός ο άνθρωπος που θέλει οπωσδήποτε την κόρη του πόρνη, κρίνει συνεχώς. Όσο πιο άθλιος είναι, τόσο πιο περίπλοκα και διεστραμμένα σκέφτεται. Κρίνει πάντα μ’ αυστηρότητα και χύνει το δηλητήριο μολύνοντας τον κόσμο.
Όμως από τη στιγμή που ο άθλιος αυτός άνθρωπος απομακρύνεται από το Χριστό και κρίνει, ανοίγει τον τάφο του. Από εκείνη τη στιγμή παύει να είναι ελεύθερος και ζει ως δούλος. Γίνεται δούλος της ηλιθιότητας του κι αυτό, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος. Όταν ένας άνθρωπος γίνει κριτής και μάλιστα αυστηρός, τότε δύο είναι οι πιθανές καταστάσεις που πρόκειται να ζήσει στο υπόλοιπο της ζωής του: η μία είναι να ζει μέσα στην υποκρισία και στο ψέμα, καταφέρνοντας μέσα από εξοντωτικές θυσίες να μη δώσει δικαίωμα να κριθεί και η άλλη —και πιο πιθανή— είναι να έρθει η ώρα που θα δώσει δικαίωμα στους ομοίους του να τον κρίνουν. Και στις δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος παύει να ζει, εφόσον δεν αισθάνεται ελεύθερος κι ανάλογα με την αυστηρότητα της ηθικολογίας του στενεύει ο κλοιός γύρω του.
Αυτός ο άνθρωπος δε ζει για να χαίρεται, αλλά ζει για να κρίνει με άμεση συνέπεια να κρίνεται. Ένας τέτοιος άθλιος στερείται το σύνολο των όσων έχουν προνοηθεί από το Δημιουργό για τον άνθρωπο. Αγνοεί τον έρωτα, εφόσον δε σέβεται τη γυναίκα του και την εξουσιάζει. Χωρίς την εξουσία μόνον η γυναίκα φέρεται ως άνθρωπος και η ηθικολογία απαιτεί ζωώδη συμπεριφορά, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της εξουσίας της μοιχείας. Ο ίδιος άθλιος, που είναι μοιχός, ζει και μόνος σαν το ζώο. Το ύψιστο αγαθό για τους άντρες είναι η φιλία. Όταν υπάρχει “σάρκα μία”, το πνεύμα του άντρα ακολουθούμενο από τη δομή της γυναίκας προάγει τη φιλία. Όταν αυτός ο άνθρωπος φέρεται στη γυναίκα του σαν ζώο κλείνοντας τη σπίτι, σημαίνει ότι η φιλία είναι καθαρά δική του υπόθεση. Όμως πώς μπορεί κάποιος να κάνει φίλους, όταν είναι άθλιος και κρίνει; Ποιος άνθρωπος θέλει να κρίνεται; Ποιος άνθρωπος μπορεί να γίνει φίλος μ’ έναν άθλιο; Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί τα μυστικά του σ’ έναν άνθρωπο που τον συντηρεί η δυστυχία των άλλων; Η φιλία χτίζεται πάνω στην εμπιστοσύνη. Πώς μπορεί κάποιος να εξομολογηθεί —όπως κάνουν οι φίλοι— τα προβλήματά του σ’ έναν άθλιο, ο οποίος θα χρησιμοποιήσει αυτά τα προβλήματα, για να δείξει στους άλλους πόσο σωστός είναι; Ο άνθρωπος που κρίνει, ζει εντελώς απομονωμένος, και η μόνη του χαρά είναι η δυστυχία των άλλων και η αναγνώριση της “ακεραιότητας” από τα κέντρα, που σκορπούν το μίσος μέσα στην κοινωνία.
Όμως οι άνθρωποι είναι πλασμένοι με τέτοιον τρόπο, ώστε να ενεργούν πάντα σύμφωνα με τη θέληση του Δημιουργού. Αυτό σημαίνει ότι ο πόρνος μπορεί να έγινε έτσι με τη θέληση του, αλλά η γυναίκα και τα παιδιά του μπορεί να μην έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, που είναι προϊόν προσωπικής επιλογής. Αλίμονο στον πόρνο, που κρίνει μ’ αυστηρότητα φυσιολογικές ανθρώπινες ενέργειες. Θα έρθει η ώρα, που τα παιδιά του θα κάνουν τα ίδια και δε θα ξέρει πού να κρυφτεί. Ο άνθρωπος εκείνη την ώρα θα προτιμούσε να μην είχε γεννηθεί. Όλος ο κόσμος που είχε δει κακό από τις κρίσεις του, θα πέσει πάνω του και θα τον κατασπαράξει. Ο άθλιος που συναναστρέφεται άθλιους, θα εξοντωθεί από τους ίδιους του τους λόγους. Είναι αδύνατον, όταν κρίνει κάποιος ορισμένα πράγματα που δεν τον αφορούν, να μη βρεθεί αντιμέτωπος με την κρίση, όταν κάνει τα ίδια πράγματα. Είναι αδύνατο να κατηγορεί σ’ όλον τον κόσμο τα παιδιά του γείτονα, επειδή δρουν φυσιολογικά ως νέοι και να διαφύγει της προσοχής, όταν τα παιδιά του κι αυτά φυσιολογικά θα κάνουν τα ίδια. Όταν αποκαλέσει πόρνη το κορίτσι του γείτονα, επειδή έχει δεσμό εκτός γάμου, είναι αδύνατο να τον ξεχάσουν οι πληγωμένοι γονείς της, όταν η κόρη του με τη σειρά της θα κάνει το ίδιο πράγμα.
Όταν κρίνει ένας άνθρωπος, γίνεται δούλος των λόγων του. Όταν ο βρωμιάρης περιγράφει για μία νέα κοπέλα καταστάσεις, που μόνο στο άθλιο και διεστραμμένο μυαλό του υπάρχουν, να είναι σίγουρος ότι σ’ όλη του τη ζωή θ’ αγωνίζεται, για ν’ αποδείξει ότι αυτός ήταν σωστός κι ο λόγος του δίκαιος. Η αθλιότητα της κοινωνίας στηρίζεται σ’ αυτήν την κριτική, που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους και γι’ αυτό την προωθεί. Όσο πιο σκοτεινή είναι η κοινωνία, τόσο πιο έντονο είναι αυτό το φαινόμενο. Όταν μία οικογένεια ζει σε μία τέτοια κοινωνία, είναι αδύνατο να μην υπάρχει μέσα της η μοιχεία και η εξουσία. Οι άνθρωποι πρέπει να συμπεριφέρονται με συγκεκριμένο τρόπο κι αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω της εξουσίας.
Επιστρέφουμε στην οικογένεια και βλέπουμε ότι ο μεγάλος αδερφός ασκεί την κύρια εξουσία. Επειδή υπάρχει ο καταναγκασμός ενάντια στη φύση των ανθρώπων, που είναι κάτω απ’ αυτήν την εξουσία, υπάρχει κι ο θάνατος. Αυτός είναι ο λόγος που ο Χριστός αναφέρει: (Ματθ. 10.21) “Παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς.” (Θά παραδώση δέ ο αδελφός τόν αδελφόν εις θάνατον καί ο πατέρας τό παιδί, καί θά επαναστατήσουν τά παιδιά κατά τών γονέων καί θά τους θανατώσουν.). Η σειρά με την οποία περιγράφει τα γεγονότα ο Χριστός, φαίνεται με την πρώτη ανάγνωση λανθασμένη. Είναι όμως δυνατόν ο Χριστός να κάνει λάθη; Γιατί πρώτα ο αδερφός παραδίδει τον αδερφό κι έπειτα ο πατέρας τα τέκνα; Για να το αντιληφθεί κάποιος αυτό, πρέπει να γνωρίζει τη λειτουργία της οικογένειας της μοιχείας. Ο πατέρας-εξουσία είναι παρών-απών. Η μητέρα που είναι μέσα στην οικογένεια χρησιμοποιεί την ευφυΐα του πρωτότοκου. Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, ο έλεγχός τους γίνεται απ’ αυτούς τους δύο. Στο θάνατο τα παραδίδει τ’ αδέρφια ο αδερφός. Ο πατέρας εμφανίζεται μόνο στην τελική σύγκρουση, όταν απαιτείται εκβιασμός μέσω της οικονομικής απειλής. Ο μεγάλος αδερφός δεν μπορεί να νικήσει τον έρωτα του μικρότερου, ενώ ο πατέρας μπορεί. Ο πατέρας μπορεί ν’ απειλήσει με φτώχεια το γιο και μ’ αυτόν τον τρόπο να τον υποτάξει. Ο Χριστός όμως συνεχίζει κι αναφέρει ότι κι οι γονείς θα έχουν την ίδια τύχη. Πώς και πότε συμβαίνει αυτό; Όταν οι γονείς καταφέρνουν να εντάξουν τα παιδιά τους μέσα στη μοιχεία, τότε τα έχουν θανατώσει. Τα έχουν νικήσει και τα έχουν κάνει δούλους. Η ζωή της μοιχείας είναι ο θάνατος.
Όταν μελετούσαμε πώς λειτουργεί ο θνητός άνθρωπος στα πλαίσια της κοινωνίας, είδαμε ότι υπάρχει μία ηλικία κατά την οποία δεν είναι ούτε νέος ούτε γέρος. Βλέπει γύρω του τη ζωή και πανικοβάλλεται. Σ’ αυτήν την ηλικία τα παιδιά του έχουν μεγαλώσει και κατά συνέπεια έχει προηγηθεί η σύγκρουση του μ’ αυτά. Ο άνθρωπος αυτός βλέπει ότι δαπάνησε το πιο όμορφο διάστημα της ζωής του μέσα στη μοιχεία και στη δουλεία. Μαζί μ’ αυτά όμως βλέπει και κάτι άλλο: βλέπει ότι τα παιδιά του δουλεύουν, είναι ανεξάρτητα κι ακολουθούν το δρόμο τους. Δεν υπάρχουν υποχρεώσεις κι αυτό δίνει μία αίσθηση ελευθερίας κι ανακούφισης. Ο άνθρωπος αυτός για πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνεται ότι είναι ελεύθερος και μέσω της σκληρής δουλειάς έχει και χρήματα, για να ζήσει όμορφα. Επιθυμεί να διασκεδάσει, να ταξιδέψει και να χαρεί τη ζωή του. Αλλά με ποιους; Τη γυναίκα του τη σιχαινόταν από τότε που ήταν νέοι, τώρα που πέρασαν τα χρόνια θα τη σκεφτεί; Ξυπνά ο άντρας μέσα του κι αρχίζει ν’ αναζητά τον έρωτα. Σκέπτεται σοβαρά, μέχρι και να χωρίσει. Δεν έχει υποχρεώσεις και το καθήκον του το έκανε. Τα παιδιά του μεγάλωσαν και δεν τον έχουν ανάγκη. Όμως μάταια σκέφτεται. Τα νικημένα παιδιά του που τα βούτηξε μέσα στη μοιχεία, είναι αδύνατο να επιτρέψουν τέτοιο πράγμα. Του επιτίθενται με τα ίδια μέσα. Όπως απαιτούσε αυτός συμβιβασμό από μέρους τους, έτσι απαιτούν κι αυτά με τη σειρά τους. Δεν υπάρχει περίπτωση παιδιά της μοιχείας και της εξουσίας να επιτρέψουν χωρισμό των γονιών. Ακόμα κι αν γνωρίζουν τις απαράδεκτες συνθήκες, είναι αδύνατο να συμφωνήσουν. Προτιμούν ο πατέρας να περιφέρεται στα πορνεία δυστυχισμένος, παρά να χωρίσει τη γυναίκα του και μητέρα τους κι επιπλέον να δημιουργήσει συγκληρονόμους. Τα παιδιά πληρώνουν μ’ αυτόν το τρόπο με το ίδιο νόμισμα τους γονείς τους. Αν ήταν παιδιά του έρωτα, δε θα υπήρχε περίπτωση να φτάσουν σ’ αυτό το σημείο, κι αν έφταναν, θα επέτρεπαν τη Λύτρωση των γονιών τους. Όμως είναι μοιχοί κι όπως ζουν αυτοί τη μοιχεία τους, υποχρεώνουν τους γονείς να συνεχίσουν τη δική τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο διαιωνίζεται η μοιχεία, που γεννά την εξουσία και στηρίζει το σύστημα.
Όταν ο Χριστός λέει ότι εχθροί του ανθρώπου θα γίνουν οι δικοί του, αναφέρεται σ’ αυτό ακριβώς το καθεστώς, που διέπει τη λειτουργία της οικογένειας. Η ζωή των ανθρώπων ποτέ δεν ήταν εύκολη κι από εκεί ξεκινούν όλα τα προβλήματα. Αν διαβάσει κάποιος τα παραπάνω, θα έλεγε χωρίς κανέναν ενδοιασμό ότι για όλα τα δεινά φταίνε οι γονείς των ανθρώπων. Όμως μπορεί κάποιος, χωρίς να δει τις καταστάσεις μέσα στην κοινωνία, να τους κατηγορήσει; Όπως είδαμε, σύμφωνα με το Χριστό, αυτοί είναι εχθροί του ανθρώπου. Η μητέρα είναι αυτή, που μετατρέπει το γιο της σε πόρνο. Ο πατέρας είναι αυτός, που φέρεται απάνθρωπα και στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Όλες βέβαια οι οικογένειες δεν είναι ίδιες, ούτε όλοι οι άνθρωποι βιώνουν τις ίδιες καταστάσεις. Υπήρξαν κι υπάρχουν οικογένειες, που αγωνίζονται πραγματικά για τα παιδιά τους, χωρίς να πέφτουν στην παγίδα του συστήματος.
Η τραγική ειρωνεία στην κατάσταση που διέπει την κοινωνία, είναι ότι όλα προέρχονται από την εκμετάλλευση της αγάπης. Αγαπά ο πατέρας τα παιδιά του και πεθαίνει κάθε μέρα αγωνιζόμενος για την επιβίωσή τους. Αγαπά η μητέρα τα παιδιά της και φτάνει στην πορνεία, για να μην τα λείψει τίποτε. Εχθρός δεν είναι αυτός, που ξεκινά πάντα από το μίσος. Εχθρός είναι αυτός, που φέρεται εχθρικά ανεξάρτητα από τις προθέσεις. Όταν βυθίζει κάποιος έναν άνθρωπο στο σκοτάδι και στη δυστυχία, είναι εχθρός, ακόμα κι αν δρα με τις καλύτερες προθέσεις. Η μητέρα αγαπά το γιο της και νομίζει ότι, αν του εξασφαλίσει τον πλούτο μέσα από το γάμο, τον κάνει ευτυχισμένο. Όμως από τη στιγμή που αναγκάζεται κάποιος να γίνει μοιχός, ζει στην Κόλαση κι αυτό οφείλεται σε αποφάσεις ανθρώπων, που δεν είχαν αυτές τις προθέσεις.
Όλα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα, εφόσον πρόκειται για τη γενική κατάσταση, ότι από κάπου προέρχονται. Η μητέρα ως γυναίκα έχει ορισμένα χαρακτηριστικά. Κάποιοι της δίνουν το δικαίωμα να τα καλλιεργεί και να τα μεταδίδει στους γιους της. Κάποιος δίνει τέτοιες γνώσεις, που ενθαρρύνουν τη μητέρα να έχει άποψη πάνω σε θέματα, για τα οποία δεν πρέπει κανένας να επιβάλλει την άποψη του στους ανθρώπους. Όσο ιερή κι αν είναι η σχέση, που υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπάρχει επέμβαση, όσον αφορά τις επιλογές του καθενός. Κανένας δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει τις αγνές προθέσεις των γονιών, που θυσιάζονται για τα παιδιά τους. Αυτό βέβαια που είναι αμφισβητήσιμο, είναι η σωστή κρίση. Μέσα στην κοινωνία καλλιεργείται συστηματικά η άποψη ότι υπάρχουν άνθρωποι, που έχουν γνώση κι είναι ώριμοι, και το αντίθετο. Όμως, επειδή η κοινωνία εξουσιάζεται από τους πρεσβύτερους, η επικρατούσα άποψη τους ευνοεί.
Το τεράστιο πρόβλημα της μοιχείας είναι αυτό, που δίνει τη δυνατότητα σ’ όλους αυτούς να διατηρούν την εξουσία κι εφόσον ευνοούνται απ’ αυτό, το σύνολο των απόψεών τους είναι ύποπτο. Δεν υπάρχει πρεσβύτερος, που να μην εκθειάζει την οικογένεια ως πλαίσιο και να μην την προωθεί ως θεάρεστη πράξη. Όμως όταν στην κοινωνία της εξουσίας οι άνθρωποι ζουν σε συνθήκες φτώχειας κι αντιμετωπίζουν ακόμα και πρόβλημα επιβίωσης, τότε τα πράγματα παίρνουν κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η κοινή άποψη για την ωριμότητα και οι ανυπέρβλητες δυσκολίες της ζωής έχουν ένα αποτέλεσμα.. την άμεση επέμβαση με μορφή συμβουλών στη ζωή των παιδιών, τα οποία από τη στιγμή που ωριμάζουν, είναι ολοκληρωμένοι άνθρωποι. Όταν ο γονιός, από τον πιο απλό μέχρι τον πιο μορφωμένο, έχει για την ωριμότητα την άποψη του συστήματος κι επιπλέον τη γνώση για τη φτώχεια, αυθαιρετεί και συμβουλεύει.
Όμως πώς μπορεί ένας γονιός να βοηθήσει το παιδί του, όταν αυτός ο ίδιος έχει αποτύχει στη ζωή του; Πώς μπορεί ένας γονιός να πει στο παιδί του ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος; Αν γνώριζαν το σωστό, θα το εφάρμοζαν στη ζωή τους. Το σύνολο των συμβουλών έχει μέσα του την έννοια της “θυσίας”. Όλες οι συμβουλές είναι της αυτής φιλοσοφίας και κατευθύνουν τον άνθρωπο προς την εξομοίωση του με τα επιθυμητά πρότυπα. Εδώ θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει και να ρωτήσει: “είναι κακό ο άνθρωπος να θυσιάσει μερικές απολαύσεις νέος, για να δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες για το μέλλον; Είναι κακό ο άνθρωπος ν’ αγωνιστεί νέος, για να ξεφύγει από τη φτώχεια;”. Αυτά είναι ερωτήματα, που είναι εντελώς φυσιολογικά στην κοινωνία στην οποία ζούμε. Όμως από τη στιγμή που υπάρχουν, σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει συμβιβαστεί με την έννοια της θυσίας και δείχνει ανήμπορος να δράσει διαφορετικά.
Όμως ποιος έχει περισσότερη γνώση, ο Χριστός ή ο κάθε γονιός; Είναι δυνατόν ένας γονιός να έχει περισσότερη γνώση από τον Υιό του Θεού; Αφού δεν το πιστεύει κανένας αυτό, πώς είναι δυνατό να παρακάμπτει τον Ίδιο το Χριστό; Συμβουλές στους νέους δίνει ο Χριστός και δίνουν επίσης οι γονείς. Γιατί δεν ταυτίζονται; Δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, που να συμβούλεψε τα παιδιά του κατά τρόπο όμοιο με το Χριστό. Είπε κανένας στα παιδιά του να μοιράσουν ό,τι έχουν και δεν έχουν και ν’ ακολουθήσουν το Χριστό; Είπε κανένας στα παιδιά του ν’ ακολουθούν μόνον τις Εντολές; Όλοι πιστεύουν στο Χριστό, αλλά κανένας δε σέβεται το Λόγο Του. Όλοι περιμένουν βοήθεια από το Θεό, αλλά κανένας δεν παίρνει απ’ αυτή, που δόθηκε. Όσοι είναι οι άνθρωποι σ’ αυτόν τον κόσμο, τόσες είναι κι οι προσωπικές απόψεις. Κανένας δεν ευθυγραμμίζεται με τον Υιό του Θεού, ενώ όλοι είναι σύμφωνοι με την ισχύουσα φιλοσοφία της θυσίας. Οι άνθρωποι παρασύρονται πάντα από τα εύκολα κι απ’ αυτά, που τους ευνοούν.
Η πονηρή κοινωνία σ’ αυτό το σημείο δείχνει την εφευρετικότητα της προσφέροντας την έννοια της “εμπειρίας”. Η έννοια αυτή είναι εντελώς παράλογη, από τη στιγμή που οι γενιές επαναλαμβάνουν συνεχώς τ’ άσχημα χαρακτηριστικά τους. Αν ήταν θέμα εμπειρίας, θα είχαν εξαλειφθεί όλα τ’ άσχημα χαρακτηριστικά με το πέρασμα των αιώνων. Εμπειρία υπάρχει μόνον, όταν μία ενέργεια είναι συνεχώς επαναλαμβανόμενη κι ως εκ τούτου παρουσιάζει βελτίωση. Ένας άνθρωπος που μαθαίνει να κατασκευάζει παπούτσια, χρειάζεται την εμπειρία κάποιου, που κατασκευάζει παπούτσια σ’ όλη του τη ζωή. Δεν είναι ανάγκη να τα εφεύρει εκ νέου ούτε να κάνει τ’ αρχικά σφάλματα. Όμως την εμπειρία την έχει αυτός, που έκανε μία ενέργεια περισσότερες από μία φορά. Εμπειρία στη ζωή δεν υπάρχει, εφόσον όλοι ζουν μία και μοναδική φορά. Ένας τριαντάχρονος νομίζει ότι είναι πιο έμπειρος από έναν εικοσάχρονο, ενώ αυτός θεωρείται εντελώς ανώριμος από ένα γέροντα. Στην πραγματικότητα κανένας δεν έχει εμπειρία, γιατί όλοι τους ζουν την κάθε φάση της ζωής τους μία και μοναδική φορά.
Ο Χριστός λέει ότι την πραγματική σοφία της Βασιλείας των Ουρανών, την έχουν τα παιδιά. Κάνει λάθος ο Χριστός κι έχουν δίκιο οι πρεσβύτεροι; Ο Χριστός οπωσδήποτε δεν κάνει λάθος, γιατί τα παιδιά έχουν επαφή με το Θεό… λειτουργούν ακριβώς με τον τρόπο που επιθυμεί ο Δημιουργός και βρίσκονται στη φάση που η μητέρα έχει σ’ επάρκεια όλα της τα χαρακτηριστικά. Η μόνη περίοδος κατά την οποία ο άνθρωπος γεύεται την τελειότητα, είναι η παιδική ηλικία. Το πρόβλημα εμφανίζεται, όταν η γυναίκα, που είναι μοιχαλίδα, παύει να καλύπτει τις ανάγκες του γιου. Ο πατέρας που είναι καλός συνεργάτης, μπορεί να του δώσει πολλά ωφέλιμα πράγματα, αλλά όχι το πολυτιμότερο, που είναι η τάση της αναζήτησης της ελευθερίας και του έρωτα, που οδηγεί στη Θέωση. Όμως πώς είναι δυνατόν ένας δούλος να μιλήσει για ελευθερία; Πώς ένας άνθρωπος, που συμβιβάστηκε, μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο σωστό δρόμο; (Ιωάν. 8.21) “εγώ υπάγω και ζητήσετέ με, και εν τη αμαρτία υμών αποθανείσθε…” (Εγώ φεύγω καί θά μέ ζητήσετε αλλά θά πεθάνετε μέσα στήν αμαρτίαν σας.). Από τη στιγμή που κανένας δεν ακούει το Λόγο του Χριστού, αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο ζει, αλλά και πεθαίνει μέσα στην αμαρτία. Ο Αμαρτωλός = Μοιχός = 37, σύμφωνα με το Χριστό δε διδάσκεται από τη ζωή. Ακόμα και κοντά στο θάνατό του βρίσκεται μέσα στην αμαρτία.
Μ’ αυτό ως δεδομένο, οι προσωπικές συμβουλές σε καμία περίπτωση δεν είναι θέμα εμπειρίας. Αν κάποιος δεν είναι αμαρτωλός, έχει γνώση, ενώ ο αμαρτωλός δεν την αποκτά ποτέ. Η άποψη για την εμπειρία είναι αυτονόητο ότι ευνοεί τους πρεσβύτερους κι εφόσον η εμπειρία είναι σ’ απευθείας αναλογία με την ηλικία, ευνοείται το σύστημα. Όπως η υπεραξία δεν ακολουθεί τις πραγματικές δυνατότητες του ανθρώπου, αλλά την ηλικία του, έτσι και η έννοια της εμπειρίας ακολουθεί. Λίγο πριν το θάνατό του ο άνθρωπος έχει τη μεγαλύτερη αμοιβή κι απολαμβάνει την προσοχή των άλλων στο σύνολο των προβλημάτων της ζωής. Αυτοί οι πρεσβύτεροι είναι, που δηλητηριάζουν τον κόσμο και δίνουν την εσφαλμένη γνώση στους γονείς, αλλά και το δικαίωμα της αυθαιρεσίας. Μέσα στην κοινωνία των πλουσίων και των φτωχών, όλοι οι πρεσβύτεροι δεν έχουν την ίδια ισχύ από την άποψη της επιρροής. Υπάρχουν μερικοί τους οποίους έχουν μάθει οι άνθρωποι ν’ ακούνε με μεγάλη προσοχή κι εμπιστοσύνη.
Με δεδομένο ότι όλη η προσπάθεια της εξουσίας για τη διατήρηση της μοιχείας αποβλέπει στη δημιουργία πόρνων, τα πράγματα εμφανίζονται με κάποια σειρά. Όταν ένας νέος γίνεται πόρνος, αυτό σημαίνει ότι θυσιάζεται κι αυτή η θυσία τού δίνει την τάση να κρίνει. Οι γυναίκες μόνον κρίνουν κι αυτό προέρχεται από το Δημιουργό. Ο Θεός έδωσε το δικαίωμα στη γυναίκα να κρίνει, όταν έχει μικρά παιδιά κι αυτό, για να προσφέρει σ’ αυτά το καλύτερο. Όμως η γυναίκα δε φέρει τη θυσία ως ένα μεγάλο βάρος αλλά ως χαρά. Η μητέρα δεν κρίνει, ώστε να γίνει υποκρίτρια. Δε λέει κάτι αρνητικό στο παιδί για να τ’ απολαύσει η ίδια. Η μητέρα στερείται για να δώσει. Απ’ αυτό ξεκινά και το δικαίωμα της κρίσης. Ο πόρνος κρίνει, γιατί αντιλαμβάνεται το βάρος. Λέει ψέματα για να δικαιώσει τον εαυτό του και την επιλογή του. Ο νέος όσο κι αν έχει διαβρωθεί από το σύστημα, πάντα έχει τη δυνατότητα να εγκαταλείψει τη θυσία και να βρει το δρόμο του. Όμως όσο τα χρόνια περνούν, τόσο πιο πολύ στενεύουν τα περιθώρια και κάποια στιγμή, δεν υπάρχει πια ο δρόμος της επιστροφής.
Ο πόρνος θυσιάζεται κι υπηρετεί. Το σύστημα χωρίς αυτόν δεν μπορεί να δομηθεί. Αν υπάρχουν κέντρα, που κατευθύνουν τους ανθρώπους, τότε αυτά τα κέντρα είναι, που δίνουν την άποψη σ’ αυτούς τους ανθρώπους, καθώς και το δικαίωμα να κρίνουν. Όμως απ’ αυτό το τελευταίο δικαίωμα προκύπτει η υποχρέωση της δικής τους κρίσης. Όταν αγνοεί κάποιος το Χριστό και κρίνει, πέφτει στην παγίδα του συστήματος. Αυτό που ενδιαφέρει το σύστημα, δεν είναι η αστεία κριτική τους, αλλά η δυνατότητά του να τους κρίνει. Ο ένας κρίνει τον άλλο και μ’ αυτόν τον τρόπο, περνά μέσα στην κοινωνία η άποψη των πρεσβυτέρων.
Με την ανάλυση των βημάτων που έχει βαδίσει η ανθρωπότητα στο σύνολό της, διαπιστώσαμε τη θεία παρέμβαση, που υπηρετεί ένα Μυστικό Σχέδιο, που ως στόχο έχει τη Θέωση του ανθρώπου. Ο Θεός έδωσε γνώση και μέσα απ’ αυτή γεννήθηκε μία τάξη “εκλεκτών”. Από τη στιγμή που η Θέωση δεν ήρθε για τους ανθρώπους και με δεδομένη την εξουσία της πατριαρχικής κοινωνίας, αυτό, που κατ’ αρχήν είναι και το πιο πιθανό, είναι ότι αυτοί όλοι οι άνθρωποι, αντλώντας δύναμη από τη γνώση που τους δόθηκε, εκμεταλλεύονται τον κόσμο. Αν σ’ αυτό συνυπολογίσει κάποιος ότι ο άνθρωπος είναι θνητός, τότε εύκολα επίσης βγαίνει το συμπέρασμα ότι το σύνολο της φιλοσοφίας του συστήματος έχει την τάση να υπηρετεί τους πρεσβύτερους. Ο “εκλεκτός” ανεξάρτητα με την ηλικία στην οποία επιλέχθηκε, βαδίζει πάντα προς το γήρας. Όταν η γνώση τού παρέχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί, προσαρμόζει αυτήν τη γνώση στις ανάγκες του και τη χρησιμοποιεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Όταν αυτή η γνώση γίνεται εξουσία, ελκύει τους ανθρώπους προς τον “εκλεκτό”, που έχει πλέον γεράσει. Μαζί μ’ αυτόν γερνούν κι αυτοί, που αρχικά τον υπηρετούσαν, κι όταν πια αυτοί ως νεότεροι ανέρχονται στη θέση που χηρεύει, απαιτούν μέσω της ίδιας γνώσης την ανταπόδοση της θυσίας τους σε υπηρεσία, ως αντάλλαγμα από μέρους των νεοτέρων. Με την πάροδο του χρόνου, πάνω στην αρχική και τέλεια γνώση, προστίθενται απόψεις πρεσβυτέρων, που, ενώ δεν προέρχονται από το Θεό, καλύπτουν την αρχική γνώση. Στο τέλος επέρχεται τέτοια σύγχυση, ώστε καθίσταται αναγκαιότατη η ύπαρξη ανθρώπων, που διαχειρίζονται τις γνώσεις, που δήθεν προέρχονται από το Θεό.
Ο Χριστός εμφανίστηκε στη Γη σε μία περίοδο κατά την οποία οι Ιουδαίοι βρίσκονταν σε τέλεια σύγχυση. Σε καμία περίπτωση δεν αμφισβήτησε ο Χριστός ότι ο Αβραάμ ή ο Ισαάκ κι άλλοι Ιουδαίοι ήρθαν σ’ επαφή με τον αληθινό Θεό. Όμως το πρόβλημα της κοινωνίας των Ιουδαίων προέρχεται από τη σύγχυση, η οποία υπάρχει ανάμεσα στην πληθώρα των σχετικών γνώσεων —που είναι προσωπικές απόψεις ανθρώπων της εξουσίας— και της αληθινής γνώσης του Θεού. Αυτό είναι, που οδηγεί το Χριστό στην προφητεία του Ησαία: (Μάρκ. 7.6-7.8) “ούτος ο λαός τοι χείλεσί με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού. μάτην δε σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων.” (Ο λαός αυτός μέ τά χείλη μέ τιμά, ενώ η καρδιά τους είναι μακρυά από εμέ, τού κάκου μάλιστα μέ σέβονται, διότι διδάσκουν διδασκαλίας, πού είναι ανθρώπιναι εντολαί.). Ενώ παρακάτω συνεχίζει: “αφέντες γαρ την εντολήν του Θεού κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων, βαπτισμούς ξεστών και ποτηρίων, και άλλα παρόμοια τοιαύτα πολλά ποιείται. και έλεγεν αυτοίς.. καλώς αθετείτε την εντολήν του Θεού ίνα την παράδοσιν υμών τηρήσητε.” (Αφήνετε τήν εντολήν τού Θεού καί κρατάτε τήν παράδοσιν τών ανθρώπων, πλύσεις σκευών καί ποτηριών καί άλλα τέτοια παρόμοια κάνετε”, Καί τούς έλεγε, “Ωραία παραβαίνετε τήν εντολήν τού Θεού, διά νά φυλάξετε τήν παράδοσίν σας.).
Το σύνολο βέβαια αυτών των σχετικών γνώσεων δεν προέρχεται από τους απλούς ανθρώπους, αλλά απ’ αυτούς, που κατευθύνουν τους ανθρώπους. Η ταύτιση των εθνικών με τους πρεσβύτερους, τους γραμματείς και τους Φαρισαίους, μας ωθεί προς το Λόγο του Χριστού. Αφού ο Θεός αφήσει τη γνώση στον “εκλεκτό”, αρχίζει ύστερα μία διαδικασία προσηλυτισμού. Επομένως την ευθύνη για τα όσα συμβαίνουν —που είναι στο σύνολό τους αρνητικά— την έχουν αυτοί, που έχουν την εξουσία να πραγματοποιούν προσηλυτισμό. Οι άνθρωποι που αυθαίρετα παριστάνουν τους “εκλεκτούς” του Θεού, φέρουν την ευθύνη στο σύνολό της. Όταν οι άνθρωποι στο σύνολό τους πιστεύουν στο Θεό —εφόσον απ’ Αυτόν προέρχονται— και στην αλήθεια των Λόγων του Υιού Του, τότε η έλλειψη δυνατότητας για Θέωση οδηγεί σ’ αυτούς, που διαχειρίζονται το Λόγο του Θεού. Ο Μωυσής πήρε γνώση των Εντολών από τον Ίδιο το Θεό κι αυτή η γνώση ήταν αρκετή για τους ανθρώπους. Όταν ο Χριστός εμφανίστηκε στους Ιουδαίους, η γνώση του Μωυσή έπρεπε να είναι ικανή, για να δώσει στους Ιουδαίους τη δυνατότητα να Τον αναγνωρίσουν. Όμως ο χρόνος που κύλησε, από τη στιγμή που δόθηκε η γνώση μέχρι την εμφάνιση του Χριστού, είχε δώσει τη δυνατότητα στους άθλιους να μετατρέψουν τη γνώση σ’ εξουσία και από τη στιγμή που τη γεύονται είναι αδύνατο να την εγκαταλείψουν.
Οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι από τη νεότητά τους μπήκαν στο δρόμο της θυσίας κι αυτό τους μετέτρεψε σε πόρνους. Οι μεγαλύτεροι πόρνοι μεταξύ αυτών ήταν οι πρεσβύτεροι. Όταν ένας άνθρωπος υπηρετεί σ’ όλη του τη ζωή την ιεραρχία, δεν μπορεί να εγκαταλείψει τα δικαιώματα εξουσίας, που του δίνονται απ’ αυτή. Αυτοί οι άθλιοι γνώριζαν τι ακριβώς έλεγε ο Χριστός κι αυτή η γνώση τους, Τον σκότωσε. Αν δεν καταλάβαιναν το Λόγο Του, δε θα υπήρχε η παραμικρή τριβή, αφού θα τον υποτιμούσαν. Όμως όπως αυτοί είχαν τη γνώση των όσων συνέβαιναν, την ίδια γνώση είχε κι ο Χριστός. Ο Χριστός επιτέθηκε σ’ αυτούς κι αυτή η επίθεση, λαμβάνοντας υπόψη μας τη γνώση των όσων ακολούθησαν, έχει κάποιο νόημα που δεν είναι εύκολα αντιληπτό. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο άνθρωπος που πιστεύει στο Θεό, πιστεύει και στις δυνάμεις Του. Είναι αδύνατο αυτές οι δυνάμεις να μην πετύχουν το στόχο τους.
Όταν επιτίθεται ο Χριστός σε κάποιους που θέλει να ξεσκεπάσει, το πετυχαίνει σε κάθε περίπτωση. Από τη στιγμή που δεν το πέτυχε, αυτό σημαίνει ότι η επίθεση έγινε γι’ άλλο λόγο από τον προφανή. Το ότι δεν το πέτυχε, το αποδεικνύει η ύπαρξη του ιουδαϊκού έθνους, που εξακολουθεί κι υπάρχει με τις ίδιες αρχές. Ο Χριστός είχε μία αποστολή και μέρος αυτής της αποστολής ήταν κι ο Λόγος Του εναντίον αυτών των ανθρώπων. Έτσι, μ’ αυτά τα δεδομένα η επίθεση δεν έγινε για να τους νικήσει, αλλά για να προσδιορίσει τους ανθρώπους που Αυτός θεωρεί εχθρούς Του. Ο Χριστός σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητεί την ποιότητα των γνώσεων τους, που προέρχονται από το Θεό. Ο Χριστός αμφισβητεί τις πρακτικές τους και τις εξουσίες που παίρνουν απ’ αυτήν τη γνώση. Ο Χριστός κατηγορεί τους ανθρώπους, που δήθεν υπηρετούν το Θεό, για να δώσει σ’ εμάς γνώση: (Λουκ. 16.15-16.16) “υμείς εστέ οι δικαιούντες εαυτούς ενώπιον των ανθρώπων, ο δε Θεός γινώσκει τας καρδίας υμών.. ότι το εν ανθρώποις υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον του Θεού.” (Σείς είσθε πού παριστάνετε εμπρός εις τούς ανθρώπους ότι είσθε εν τάξει μέ τόν Θεόν, αλλ’ ο Θεός ξέρει τήν καρδιά σας.. διότι εκείνο που εξυψώνουν οι άνθρωποι είναι διά τόν Θεόν αποκρουστικόν.).
Αυτός που προσπαθεί να υψωθεί στα μάτια των ανθρώπων δεν είναι άνθρωπος του Θεού, γιατί αγωνιζόμενος γι’ αυτό, θέτει τον εαυτό του στη διάθεση της κριτικής των άλλων. Αυτοί οι άνθρωποι θυσιαζόμενοι, για να εξασφαλίσουν την ευνοϊκή κρίση των υπολοίπων, κρίνουν τους υπόλοιπους, που αρνούνται να πάρουν μέρος στη θυσία. Αυτή η κατάσταση που δημιουργεί ψευδή πρότυπα, είναι το βδέλυγμα ενώπιον του Θεού, εφόσον είναι δημιούργημα των ανθρώπων, που έχουν ξεφύγει από τη φύση τους. Οι άνθρωποι που ξεφεύγουν από τη φύση τους, γίνονται ακόμα χειρότεροι, όταν γεράσουν.
Τα δημιουργήματα που αποτελούν το βδέλυγμα, είναι στη χειρότερη τους μορφή αυτό που ονομάζει ο Χριστός: (Μάρκ. 7.5) “παράδοσιν των πρεσβυτέρων,”. Αυτή η παράδοση έχει να κάνει μ’ ένα σύνολο συνηθειών, που είναι χωρίς ουσία και δείχνουν τη μέγιστη υποκρισία. Είναι μικρότητες, που έχουν ως κύριο στόχο ν’ αποπροσανατολίσουν τους ανθρώπους, ώστε να μη μπορούν να δουν την πραγματική εικόνα αυτών των αθλίων. (Ματθ. 23.25-23.28) “Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι καθαρίζετε το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος, έσωθεν δε γέμουσιν εξ αρπαγής και ακρασίας. Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και της παροψίδος, ίνα γένηται και το εκτός αυτών καθαρόν. Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οίτινες έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν δε γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας. ούτω και υμείς έξωθεν μεν φαίνεσθε τοις ανθρώποις δίκαιοι, έσωθεν δε μεστοί έστε υποκρίσεως και ανομίας.” (Αλλοίμονον σ’ εσάς, γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, διότι καθαρίζετε τό εξωτερικόν μέρος τού ποτηριού καί του πιάτου, μέσα δέ είναι γεμάτα από αρπαγήν καί αδικίαν. Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισε πρώτα τό εσωτερικόν τού ποτηρίου καί τού πιάτου, διά νά γίνει καί τό εξωτερικόν του καθαρόν. Αλλοίμονον σ’ εσάς, γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, διότι μοιάζετε μέ τάφους ασβεστωμένους, οι οποίοι απ’ έξω μέν φαίνονται ωραίοι, αλλά μέσα είναι γεμάτοι από κόκκαλα νεκρών καί από κάθε ακαθαρσίαν. Έτσι καί σείς, απ’ έξω μέν φαίνεσθε εις τους ανθρώπους δίκαιοι, αλλ’ από μέσα είσθε γεμάτοι υποκρισίαν καί ανομίαν.).
Το σύνολο των όσων λέει ο Χριστός γι’ αυτούς τους ανθρώπους αφορά τη διαφορά μεταξύ των όσων δείχνουν εξωτερικά στους ανθρώπους και των όσων κλείνουν μέσα τους. Αυτοί είναι οι υποκριτές, που έχουν το δοκάρι στα μάτια τους και κρίνουν τους απλούς ανθρώπους. Το δοκάρι αυτό είναι υπεύθυνο για το χαρακτηρισμό τους από το Χριστό ως “τυφλών οδηγών”. Οι οδηγοί που βρήκε ο Χριστός στο δρόμο του, ήταν τυφλοί κι υπεύθυνοι για τα όσα άσχημα συνέβαιναν στους Ιουδαίους. Αυτοί οι τυφλοί οδηγοί είναι που τριγυρίζουν ξηρά και θάλασσα για να κάνουν προσήλυτο κάποιον και τον κάνουν παιδί της Γέεννας δύο φορές περισσότερο απ’ αυτούς. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της υποκρισίας κι εξηγεί επαρκώς ο Χριστός πώς γίνεται: (Ματθ. 23.4-23.5) “δεσμεύουσι γαρ φορτία βαρέα και δυσβάστακτα και επιτιθέασιν επί τους ώμους των ανθρώπων, τω δε δακτύλω αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά. πάντα δε τα έργα αυτών ποιούσι προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις.” (Δένουν φορτία βαρειά καί δυσβάστακτα καί τά βάζουν εις τούς ώμους τών ανθρώπων, αλλ’ αυτοί οι ίδιοι δέν θέλουν ούτε μέ τό δάκτυλό τους νά τά κινήσουν. Όλα τους τά έργα τά κάνουν, διά νά φανούν εις τούς ανθρώπους.).
Από την εποχή που θυσιάστηκε ο Χριστός μέχρι και σήμερα, οι άνθρωποι ζούνε συνθήκες ανάλογες μ’ αυτές που έζησαν οι Ιουδαίοι στον καιρό Του. Από τη στιγμή που δεχόμαστε ότι υπάρχει Μυστικό Σχέδιο και η γνώση του Χριστού για τ’ αναπόφευκτα σκάνδαλα, σημαίνει ότι αυτήν τη στιγμή υπάρχουν άνθρωποι, που είναι όμοιοι μ’ αυτούς που προσδιορίζει ο Χριστός. Η κοινωνία μέσα στην οποία ζει ο άνθρωπος σήμερα, είναι μία κοινωνία, που αναζητά τη θυσία και δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες. Υπάρχουν άνθρωποι, που δένουν βαριά και δυσβάσταχτα φορτία στους ανθρώπους και μ’ αυτόν τον τρόπο τα κάνουν παιδιά της Γέεννας. Όμως ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τι κάνουν για να φανούν στα μάτια των ανθρώπων; Ποιες είναι οι συνήθειες τους, που τους φανερώνουν; Υπάρχουν άνθρωποι, που πλαταίνουν τα φυλακτά τους και μεγαλώνουν τις άκρες των ενδυμάτων τους. Υπάρχουν άνθρωποι, που βασανίζουν και σκοτώνουν τους προφήτες μέσα στις συναγωγές τους; Τι είναι συναγωγή; Σ’ άλλο σημείο της θεωρίας αναφέραμε ότι, αν για λόγους ανθρωπιστικούς μιλήσει κάποιος για τις αμβλώσεις ή θέσει θέμα για την αναγκαιότητα της ύπαρξης του θεσμού του γάμου, τότε αυτόματα ένα σύστημα, που λειτουργεί μέσα στο σύστημα της κοινωνίας, θα κινηθεί εναντίον του.
Ποιο είναι όμως αυτό το σύστημα; Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν βασανιστεί κι εκδιωχθεί από την κοινωνία λόγω των διαφορετικών τους θέσεων με τις ισχύουσες απόψεις. Οι άνθρωποι που τους καταδιώκουν, είναι αυτοί που νομίζουν ότι έχουν την απόλυτη γνώση —που είναι αυτή του Θεού— κι υποτίθεται ότι υπηρετούν το Θεό. Ο Χριστός γνωρίζει εκ των προτέρων ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν και μετά τη Σταύρωσή Του.. γι’ αυτόν το λόγο συμβουλεύει τους ανθρώπους να τηρούν όσα τους λένε, αλλά να μην πράττουν σύμφωνα με τα έργα τους. Από το Χριστό και τη γνώση Του προέκυψαν εκλεκτοί, όπως κάθε φορά που δίνεται γνώση από το Θεό. Αυτοί οι εκλεκτοί με το πέρασμα του χρόνου, δημιούργησαν την ίδια κατάσταση μ’ αυτήν που είχε ν’ αντιμετωπίσει ο Χριστός και οι άνθρωποι δε γνωρίζουν τι πραγματικά πρέπει να κάνουν. Η συναγωγή ξαναδημιουργήθηκε, αλλά αυτήν τη φορά με τη μορφή που όλοι γνωρίζουμε κι είναι η εκκλησία. Οι αριθμοί δείχνουν την ταύτιση, Εκκλησία = Συναγωγή = 35.
Οι άθλιοι υποκριτές σήμερα βρίσκονται με την ίδια ισχύ κι αθλιότητα μέσα στην εκκλησία. Η περιγραφή του Χριστού για τα χαρακτηριστικά των υποκριτών, γραμματέων και Φαρισαίων, είναι σχεδόν φωτογραφική των ανθρώπων της εκκλησίας: ένα σύνολο ανθρώπων που ο Θεός μισεί, γιατί δε σέβονται τα χαρακτηριστικά που τους έδωσε ο Ίδιος κι επιπλέον αγωνίζονται ν’ αλλάξουν και τα χαρακτηριστικά των υπολοίπων. Η εκκλησία, ενώ είχε τη δυνατότητα ν’ αφαιρέσει από το Ευαγγέλιο —όπως κάνει πάντα με τα όσα δεν τη συμφέρουν— τα κομμάτια που τη φωτογραφίζουν, παρ’ όλ’ αυτά δεν το έκανε. Δεν το έκανε εκ του πονηρού. Στηρίζεται στην άποψη, που επικρατεί —και θα δούμε ποιος ευθύνεται— ότι μόνον αυτή έχει το δικαίωμα να ερμηνεύει το Λόγο του Θεού και κανένας άλλος. Ακριβώς μετά τη Σταύρωση του Χριστού βρέθηκαν άνθρωποι με μία πανίσχυρη γνώση στα χέρια τους και προσπάθησαν να την εκμεταλλευτούν. Για να γίνει όμως η εκμετάλλευση με μεγαλύτερη ασφάλεια, έπρεπε ν’ αποτρέπει τον κίνδυνο διείσδυσης μέσα στη δομή των σοφών του τότε κόσμου. Έτσι οι άθλιοι της εκκλησίας έκλεισαν τις διόδους για τους ανθρώπους που είχαν τη γνώση να αμυνθούν υπέρ των ανθρώπων, απειλώντας τις πρακτικές της.
Ο Χριστός μέσα στο Λόγο Του αναφέρει δύο τύπους λαών, τους Έλληνες και τους Ιουδαίους. Οι εν λόγω άθλιοι, απέκλεισαν τους Έλληνες ταυτίζοντάς τους αυθαίρετα με τους εθνικούς, ενώ τους Ιουδαίους, που είχαν την παιδεία να ερμηνεύσουν το Λόγο του Χριστού, τους έκαναν μισητούς στους χριστιανούς μέσω αυτών των κειμένων. Ενώ ο Λόγος του Χριστού είναι πανίσχυρος κι ανίκητος, οι διαχειριστές του ήταν ό,τι χειρότερο υπήρχε ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνη την εποχή. Ο Πέτρος κι ο Παύλος όταν έγραψαν τις επιστολές τους, που αποτελούν και τη βάση της δημιουργίας της εκκλησίας, ήδη ήταν πρεσβύτεροι και μέσα απ’ αυτές τις επιστολές προσπάθησαν να κατοχυρώσουν τα δικαιώματά τους και τις εξουσίες τους. Το σύνολο των ανθρώπων που παγιδεύτηκαν μέσα στην εκκλησία, παγιδεύτηκαν εξαιτίας του τέλειου Λόγου του Χριστού και των ανθρώπινων εντολών του Πέτρου και του Παύλου. Όταν ο Χριστός στο τέλος του Ευαγγελίου του Ιωάννη, ρωτά επίμονα τον Πέτρο αν τον αγαπά, δείχνει τη γνώση Του. Όταν του λέει ότι, όταν θα γεράσει, άλλος θα τον ζώσει, εννοεί ότι ο Πέτρος δε θ’ αντισταθεί ως πρεσβύτερος στον πειρασμό να εκμεταλλευτεί προς όφελός του τα δικαιώματα που πήρε.
Με τις επιστολές του Πέτρου και του Παύλου χτίστηκε η εκκλησία και μέσα απ’ αυτή γεννήθηκε η χειρότερη και πιο επικίνδυνη κοινωνία που γνώρισε ο κόσμος. Αυτά τα χαρακτηριστικά τα έχει, γιατί σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ξεπεραστεί ο Λόγος του Χριστού κι από κανέναν άνθρωπο, ενώ αυτοί, που είναι εγκλωβισμένοι μέσα, είναι αναγκασμένοι να τηρούν νόμους κι αρχές ιουδαϊκές. Ό,τι ο Χριστός υποστηρίζει στο Λόγο του, ανατρέπεται και διαστρεβλώνεται μέσα από τις επιστολές. Οι άνθρωποι είναι τυφλοί και φοβισμένοι και δεν μπορούν να δουν τι ακριβώς συμβαίνει και ποιος το δημιουργεί. Για ό,τι άσχημο έχει συμβεί, από τότε μέχρι σήμερα, αποκλειστικός υπεύθυνος είναι η εκκλησία. Ακόμα και για τις διώξεις και τις σφαγές των χριστιανών είναι υπεύθυνη η εκκλησία, επειδή δε μοίρασε ποτέ γνώση, αλλά προσπάθησε να κάνει τους χριστιανούς μία κοινωνία, που ελέγχεται. Όταν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες δίωκαν τους χριστιανούς, το έκαναν όχι, επειδή πίστευαν οι χριστιανοί στον Υιό του Θεού, αλλά επειδή είχαν αρχίσει να κατευθύνονται απόλυτα από διάφορα άλλα κέντρα. Ο ψευδομέγας Κωνσταντίνος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας άθλιος, μικρός άνθρωπος, γιος μίας μοιχαλίδας, που είδε την κατάσταση εκ του πονηρού και την εκμεταλλεύτηκε. Από τη Ρώμη που τον αμφισβητούσε, μετακινήθηκε για να σώσει τις εξουσίες του. Η μητέρα του που ήταν πονηρή, είδε ότι οι χριστιανοί ελέγχονται εύκολα και μέσα από συμφωνίες με την ηγεσία τους, κατάφερε να δώσει μία τρομερή δύναμη στο γιο της. Η ιστορία, έστω κι αν το αποκρύπτει, γνωρίζει το ποιόν του Κωνσταντίνου και της μητέρας του.
Θα εξετάσουμε την ιστορία, όταν αναλύσουμε το Μυστικό Σχέδιο του Θεού.. αυτό που μας ενδιαφέρει τώρα, είναι να δούμε πώς η κοινωνία της μοιχείας λειτουργεί κι αναπαράγει τ’ άσχημα χαρακτηριστικά της. Ήδη από την εποχή του Πέτρου και του Παύλου είχαν εδραιώσει τις θέσεις τους οι πρεσβύτεροι μέσα στην ηγεσία της εκκλησίας. Αυτοί οι πρεσβύτεροι ήταν στην πλειοψηφία τους παιδιά ιουδαϊκής φιλοσοφίας κι ως εκ τούτου οι απόψεις τους καθαρά ιουδαϊκές. Το επίπεδό τους ήταν το χαμηλότερο δυνατό, που μπορούσε να υπάρξει. Όταν οι λεγόμενοι πατέρες της εκκλησίας μπήκαν μέσα στη δομή της, ήδη είχαν παγιωθεί απόψεις και το κύριο έργο τους ήταν να εξευγενίσουν αυτές τις άθλιες κι εύθραυστες απόψεις δίνοντάς τους κάποια φιλοσοφική διάσταση, ώστε ν’ αντέξουν στον χρόνο. Αν θελήσει κάποιος να δει πόσο οφθαλμοφανείς είναι αυτές οι αθλιότητες, δεν έχει παρά να διαβάσει το Ευαγγέλιο στο σημείο που κατακρίνει ο Χριστός τους υποκριτές και θα δει ότι αυτό που απαγορεύει ρητά, είναι αυτό που η εκκλησία θεωρεί θεμέλιο της. (Ματθ. 23.9-23.10) “και πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης.. εις γαρ έστιν ο πατήρ υμών, ο εν τοις ουρανοίς.” (Καί κανένα μή ονομάσετε πατέρα σας εις τήν γήν, διότι ένας είναι ο Πατέρας σας, εκείνος, πού είναι εις τούς ουρανούς.). Η εκκλησία θεωρεί ως βάση της όχι το Λόγο του Χριστού, αλλά το λόγο των πατέρων της. Η εκκλησία όλους τους ανθρώπους της τους αποκαλεί πατέρες κι αυτοί είναι, που έχουν την εξουσία της.
Όταν διερευνούσαμε τη δομή του συστήματος και τη μορφή που πρέπει να έχει η κοινωνία, ώστε αυτό να υφίσταται, θεωρήσαμε ως απαραίτητη την προϋπόθεση της μοιχείας. Από την ερμηνεία του Λόγου του Χριστού, είδαμε ότι ο θεσμός του γάμου γεννά το σύνολο της μοιχείας. Η εκκλησία επιτίθεται στον καθένα που είναι ενάντιος του γάμου κι αυτό, για να διατηρήσει τα δικαιώματα που της δίνουν εξουσία. Ο Θεός τιμωρεί κάθε περίπτωση που Αυτός παρακάμπτεται κι αυτή η τιμωρία αφορά αυτόν που έχει προσωπική άποψη, εκεί όπου υπάρχει μόνον ο Θεός. Όποιος παριστάνει το Θεό, βυθίζεται στον κόσμο των νεκρών και δε βγαίνει ποτέ από εκεί μέσα. Όταν ο Χριστός λέει και το τονίζει ότι αυτό που ο Θεός ενώνει, ο άνθρωπος δεν πρέπει να το χωρίζει, εννοεί ότι κανένας άλλος δεν μπορεί να επέμβει. Όταν οδηγούν στην εκκλησία δύο ανθρώπους των οποίων δε γνωρίζει κανένας ούτε τις προθέσεις ούτε τα αισθήματα, ο ιερέας που παριστάνει το Θεό, είναι ένοχος θανάτου. Είναι ένοχος, γιατί δέχεται να παίξει το ρόλο του Θεού, ενώ ο θάνατος αφορά τους ανθρώπους που ενώνει. Απέναντι στην τελειότητα της δυναμικής του έρωτα που περιγράφει ο Χριστός, η εκκλησία αντικαθιστά το Θεό μ’ ένα θλιβερό, αγράμματο μοιχό ιερέα. Ο Χριστός περιέγραψε με σχετική ακρίβεια τη σχέση μεταξύ των δύο φύλων. Όμως αυτή η περιγραφή είναι, που την κάνει επικίνδυνη. Ο άνθρωπος όσο σοφός κι αν είναι, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να βρει κάποιο μειονέκτημα στη θεωρία του Χριστού. Όμως από τη στιγμή που πιστεύει στο Χριστό, η εκκλησία τον παγιδεύει στις απόψεις της.
Για να λειτουργήσει η κοινωνία μέσα στα πλαίσια της εξουσίας, πρέπει οπωσδήποτε να εντάξει μέσα της τους μηχανισμούς που παράγουν τα φαινόμενα της μοιχείας και της πορνείας. Οι άνθρωποι δεν εξουσιάζονται χωρίς αυτά τα στοιχεία. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται ο ρόλος της εκκλησίας: γεννήθηκε σε μία περίοδο κατά την οποία η εξουσία υπήρχε κι είχαν δημιουργηθεί από άλλες θρησκείες οι κατάλληλες συνθήκες. Για να ελκύσει προς το μέρος της τους άθλιους πρεσβύτερους, που είχαν την εξουσία, δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση ν’ απειλεί την υπάρχουσα δομή, αλλά να θέτει τις βάσεις για μία ακόμα πιο σκληρή κοινωνία, που αποτελούσε το δέλεαρ γι’ αυτούς. Ένας άνθρωπος που είχε την εξουσία πάνω στη δομή της τότε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, θα έπρεπε, για να μετακινηθεί στο θέμα της θρησκείας, ν’ αυξάνει και όχι να μειώνει τις εξουσίες του. Για να υπάρξει όμως ομαλή λειτουργία, είναι απαραίτητο, αυτό που ισχύει στην κορυφή —σύμφωνα με τη θεωρία μας— να μεταδοθεί και στη βάση. Αυτή ήταν η αιτία για την οποία υπήρξαν οι Επιστολές. Δίνονται εξουσίες χωρίς κόστος για την ιεραρχία σε πρεσβύτερους, που ναι μεν δε βελτιώνουν τη ζωή τους, αλλά παρασύρονται και δίνουν άσχημα χαρακτηριστικά στην κοινωνία. Ένας πρεσβύτερος που κρίνει τον έναν και τον άλλο σε θέματα πίστης και συμπεριφοράς σε καμία περίπτωση δε βελτιώνει το βιοτικό του επίπεδο. Αυτό όμως που καταφέρνει, είναι να προκαλέσει άγχος στους υπόλοιπους και μ’ αυτόν τον τρόπο να τους αποπροσανατολίσει.
Η εκκλησία σ’ αυτόν ακριβώς τον αποπροσανατολισμό στηρίζεται. Δημιουργεί απάνθρωπες συνθήκες που τη συντηρούν και τις εκμεταλλεύεται για να κάνει αναγκαία την παρουσία της. Η δομή της εκκλησίας είναι μία δομή του τύπου της Βαβυλώνας. Η ιεραρχία είναι απόλυτη και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται διαφορετική άποψη απ’ αυτή των ηγετών της. Το περίφημο “αλάθητο” είτε του Πάπα είτε της ηγεσίας της Ορθόδοξης εκκλησίας είναι αυτό, που συντηρεί αυτήν τη δομή. Οι άνθρωποι πολλές φορές αμφισβήτησαν αυτό το αλάθητο και το πολέμησαν. Αυτό όμως που δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν είναι ότι το αλάθητο δε δόθηκε ως δικαίωμα στην ηγεσία της για να επηρεάζει ή να θίγει την κοινωνία, αλλά για τους ίδιους τους ανθρώπους της εκκλησίας. Με το αλάθητο ο Πάπας δεν απειλεί έναν πιστό Ιταλό, αλλά το σύνολο των ιερέων της Καθολικής εκκλησίας. Η κοινωνία τύπου Βαβυλώνας που υπάρχει μέσα στην ίδια τη δομή της εκκλησίας, στηρίζεται αποκλειστικά στα πνευματικά δικαιώματα. Το αλάθητο λοιπόν είναι αυτό που δίνει αυτά τα δικαιώματα στην ηγεσία, για να μπορεί να μοιράζει με τη σειρά της σεβόμενη την ιεραρχία τα ίδια και στη βάση.
Η δύναμη της εκκλησίας είναι ο Λόγος του Χριστού, που είναι ανίκητος. Η εξουσία της όμως στηρίζεται στην αθλιότητα των Επιστολών και στα συγγραφικά έργα εκείνων που ονομάζονται πατέρες της. Όλοι αυτοί οι εργάτες της εκκλησίας γεύτηκαν την εξουσία που δίνει η εκκλησία κι επειδή ακριβώς τη γεύτηκαν, προσπάθησαν να τη διαφυλάξουν. Όμως ο Λόγος του Χριστού, που είναι η δύναμη της εκκλησίας, έχει γι’ αυτήν το μειονέκτημα ότι η τελειότητά Του δε νικιέται.. επειδή υπήρξε μετά από τη μεγάλη Αθήνα, δεν μπορούσε ν’ αποκρυφτεί. Αν μπορούσε η εκκλησία, όπως και το έκανε, όταν υπήρχαν αυτές οι δυνατότητες, θα έκρυβε τελείως το Λόγο του Χριστού. Οι άνθρωποι αγάπησαν το Θεό και τον Υιό Του κι έμαθαν για τη ζωή και τα θαύματά Του. Η εκκλησία θα εκμεταλλεύονταν αν μπορούσε αυτήν την αγάπη κι εξαιτίας της άγνοιας του κόσμου, θα επέτρεπε την ανάγνωση μόνον των έργων των πατέρων της. Ο κόσμος εκείνη την εποχή μπορεί στο σύνολό του να ήταν χαμηλής παιδείας, αλλά υπήρχαν άνθρωποι, που μπορούσαν να νικήσουν σε κάθε περίπτωση το λόγο των πατέρων. Την πνευματική δύναμη και τη σοφία της Αλεξάνδρειας δεν την έχει ξαναζήσει σε καμία περίοδο της η ανθρωπότητα. Απ’ αυτήν την αρνητική κατάσταση για την εκκλησία, προέκυψε η υποχρέωση να δίνει και το Λόγο του Χριστού στους πιστούς.
Όμως ο λυτρωτικός Λόγος του Χριστού, που απευθύνεται στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, έχει το μειονέκτημα για την εκκλησία ότι κάποιος άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη σοφία, αλλά με γνώση μόνον της γλώσσας με την οποία είναι γραμμένος, μπορεί να κρίνει τις πρακτικές της. Όταν κρίνονται αυτές οι πρακτικές, που αφορούν τις εξουσίες της, τότε απαιτούνται τα πνευματικά δικαιώματα και το αλάθητο. Η εκκλησία έστειλε στο θάνατο πολλούς ανθρώπους, που την απείλησαν και μισεί τον κάθε άνθρωπο, που την αμφισβητεί ακόμα και με τη στάση του απέναντι στη ζωή.
Ο Χριστός έχει γνώση των όσων πρόκειται να συμβούν και γι’ αυτόν το λόγο προσπαθεί να προστατεύσει τους ανθρώπους. Όταν μιλά για τους υποκριτές, δεν προτείνει ούτε επανάσταση ούτε αγώνα. Προτείνει απλά αποφυγή της σύγκρουσης. Η εκκλησία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιτεθεί άμεσα σε κάποιον, που δεν ακολουθεί τους κανόνες της. Η επίθεση γίνεται μόνον, αν κάποιος, που δεν πιστεύει στις πρακτικές της, επιχειρεί να παρασύρει και τους άλλους. (Ματθαίον 23.3) “πάντα ουν όσα εάν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε.” (Όλα λοιπόν όσα σάς πούν νά τηρήσετε, τηρήσατέ τα, αλλά μή κάνετε σύμφωνα μέ τά έργα τους.). Ο Χριστός επιτίθεται εναντίον των υποκριτών, γιατί βαδίζει προς τη Θυσία, που είναι μέρος της αποστολής Του. Όμως δε θέλει σε καμία περίπτωση και κανένας να θυσιαστεί εξαιτίας Του.
Ο άνθρωπος που έζησε μέσα στην κοινωνία, που ελέγχεται από την εκκλησία, έπρεπε σε κάθε περίπτωση να μην την πολεμά, εφόσον είχε τη δυνατότητα να τον εξοντώσει. Όταν η εκκλησία έχει τη δυνατότητα, στην κυριολεξία να εξοντώσει τον καθένα, που την πολεμά, αυτονόητο είναι ότι το αλάθητο και τ’ απόλυτα δικαιώματα αφορούν τις λειτουργίες της. Ένας ιερέας σε κάθε περίπτωση είναι άνθρωπος κι αυτό σημαίνει ότι έχει άποψη. Όμως ο ιερέας έχει κι επιπλέον γνώση, γιατί γνωρίζει δύο πολύ βασικά πράγματα: πρώτον, το Λόγο του Χριστού και δεύτερον, την εσωτερική εικόνα της διαφθοράς και της αθλιότητας της εκκλησίας. Αυτόν τον άνθρωπο έχει ως στόχο το αλάθητο. Οι άνθρωποι της κορυφής της εκκλησίας δεν μπορούν να έχουν διαφορετική άποψη απ’ αυτήν των Πέτρου και Παύλου, γιατί συγκεντρώνουν το σύνολο της εξουσίας κι αυτό τους ευνοεί. Όταν όμως κάποιος χαμηλόβαθμος απειλεί με την άποψη του την ιεραρχία, απειλεί την κορυφή της και το αλάθητο είναι η άμυνα της.
Εκατομμύρια άνθρωποι έζησαν και πέθαναν μέσα σε πάθη, που οδήγησαν την ανθρωπότητα σε πολέμους και καταστροφές, υπηρετώντας τις διάφορες εκκλησίες και τις δήθεν απόψεις τους για το Θεό. Οι ορθόδοξοι θεωρούν τους καθολικούς υπεύθυνους για τα άσχημα χαρακτηριστικά της κοινωνίας και συμβαίνει και το αντίθετο. Ποιος όμως έχει δίκιο; Οι μεν ή οι δε; Κανένας απολύτως. Όλοι είναι θύματα ανθρώπων, που διψούν και θυσιάζονται για να πάρουν μία εξουσία και μία εφήμερη δόξα. Άνθρωποι που είναι έτοιμοι να σκοτώσουν τον καθένα, που απειλεί αυτήν την άθλια και μίζερη εξουσία τους.
Η εκκλησία πήρε την τελική κι απάνθρωπη μορφή που γνωρίζουν οι άνθρωποι σήμερα, μετά το πέρας της αποτύπωσης του λόγου των πατέρων της. Από τη στιγμή που τελείωσαν εκείνοι το έργο τους, η εκκλησία έκλεισε για πάντα τις πόρτες της προς τη φιλοσοφία και τους ανθρώπους της. Οι πρώτοι και τελευταίοι φιλόσοφοι που γνώρισε η εκκλησία, ήταν αυτοί οι πατέρες και η αλληλοεκμετάλλευσή τους οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Η εκκλησία, όσο αυτοί ζούσανε, τους έδωσε εξουσία κι αυτοί ανταπέδωσαν με μία υποτυπώδη φιλοσοφική ανάλυση του ρόλου και της εξουσίας της σε σχέση με τον Υιό, το Χριστό. Σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο έφτασε η εκκλησία στο μέγιστο ύψος της συνεργασίας της με τη φιλοσοφία. Από εκείνο το σημείο κι ύστερα, οι φιλόσοφοι μόνον κακό θα μπορούσαν να της κάνουν και κατ’ αυτόν τον τρόπο τους χαρακτήρισε ως εχθρούς της.
Οι άθλιοι αυτοκράτορες της τότε Κωνσταντινούπολης υιοθέτησαν τη χριστιανική πίστη εκ του πονηρού. Μετέφεραν την άποψη τους, όσο απάνθρωπη κι εγκληματική κι αν ήταν, μέσω ενός τέλειου συστήματος, όπως ήταν αυτό της εκκλησίας. Αυτή η δυνατότητα της εκκλησίας την έκανε και την κάνει απαραίτητη ακόμα και σήμερα. Για να έχουν όμως αυτήν τη δυνατότητα, έπρεπε να την προστατεύσουν κι αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με την απόκρυψη της γνώσης από τα μάτια των ανθρώπων. Οι φιλόσοφοι που υπήρχαν κι ήταν σύγχρονοι των πατέρων, αδιαφορούσαν για τους χριστιανούς, εφόσον κινούνταν σ’ άλλους χώρους. Αυτό που έπρεπε να γίνει, ήταν η κατάργηση όλων των συνθηκών μέσα στις οποίες γεννιέται η φιλοσοφία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον έλεγχο της γνώσης και την κατευθυνόμενη παιδεία. Από εκείνο το σημείο και πέρα οι αυτοκράτορες έδωσαν την απόλυτη εξουσία του πνεύματος στην εκκλησία, που οδηγούσε στο Μεσαίωνα. Όμως ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση υπήρχε κίνδυνος, γιατί για να λειτουργήσει η εκκλησία ως πνευματική ηγεσία, ήταν αναγκαίο να παραδίδει γνώση τουλάχιστον στους ανθρώπους της. Το πρόβλημα που είχε ν’ αντιμετωπίσει, ήταν ότι ανάμεσα σ’ αυτούς που αναγκαστικά προετοίμαζε από τη νεότητα τους, θα υπήρχαν σίγουρα κι ανήσυχα πνεύματα, που όπως θα δούμε κάτω από ορισμένες συνθήκες θα την απειλούσαν.
Ο άνθρωπος πλάστηκε, όπως περιγράφει ο Χριστός, από το Δημιουργό να ζει δύο φάσεις στη ζωή του. Η πρώτη είναι μέσα στη δομή της οικογένειας του και η δεύτερη μέσα στη δομή της γυναίκας του. Δεν υπάρχει καμία άλλη κατάσταση, που να έχει προβλεφθεί από το Θεό και να οδηγεί στη Θέωση. Όταν η εκκλησία παίρνει ένα νέο και του δίνει γνώση, φοβάται ότι αυτήν τη γνώση ίσως κάποτε τη χρησιμοποιήσει εναντίον της, όταν μπει στη δομή της γυναίκας του, γνωρίσει τον έρωτα και συνεπώς τη Θέωση. Αυτός ο νέος άνθρωπος που έχει και την επιπλέον γνώση της κατάστασης, που επικρατεί μέσα στην εκκλησία, είναι επικίνδυνος από την άποψη της πειθαρχίας, εφόσον ο ερωτευμένος δεν μπαίνει σε καλούπια, αλλά και λόγω της δυνατότητας του να επηρεάσει το περιβάλλον του αρνητικά προς την εκκλησία. Αυτό το δυσεπίλυτο πρόβλημα η εκκλησία το έλυσε με τον πιο άθλιο κι απάνθρωπο τρόπο, που είναι η καθιέρωση της υποχρεωτικής αγαμίας και η σύνδεσή της με όρκο. Μ’ αυτό το μέτρο η εκκλησία κατορθώνει τα σημαντικά αποτελέσματα που ακολουθούν: το πρώτο και κυριότερο είναι ότι απωθεί απ’ αυτή το σύνολο των υγιών ανθρώπων, που βρίσκονται στη νεότητα τους και ως νεαροί έχουν τη δυνατότητα ν’ απολαύσουν την Αιώνιο Ζωή. Το δεύτερο είναι ότι συνδέοντας την αγαμία με όρκο κατορθώνει κι αυτούς που την εγκαταλείπουν να τους παρουσιάζει ως επίορκους κι ως αντίχριστους στα μάτια του κόσμου.
Όταν ισχύουν αυτά, που απαιτούν σοβαρές αποφάσεις, που αφορούν τη ζωή στο σύνολο της, η εκκλησία κατορθώνει και μαζεύει μέσα από την κοινωνία το σύνολο των χειρότερων ανθρώπων. Ο οποιοσδήποτε άθλιος έχει θέση σ’ αυτή. Κλέφτες, ψεύτες, μοιχοί, πόρνοι, διεστραμμένοι, κομπλεξικοί είναι οι άνθρωποι που την υπηρετούν κι είναι στο σύνολο τους δυστυχισμένοι. Ποιος υγιής άνθρωπος θα μπορούσε ν’ αφήσει τις χαρές της ζωής για να υπηρετήσει την εκκλησία; Ακόμα κι αν υπάρχει σύγχυση μέσα στον άνθρωπο για τη σχέση Θεού και εκκλησίας, ένας υγιής άνθρωπος δεν παίρνει τέτοια απόφαση. Ο άνθρωπος αυτός έχει, σύμφωνα με το Χριστό, δύο πολύτιμα εφόδια: τον έρωτα και τους φίλους. Ακόμα κι αν δεν έχει γνωρίσει τον έρωτα και τον υποτιμά, όταν αυτός ο άνθρωπος είναι κοντά στο Θεό, έχει φίλους. Δεν υπάρχει πραγματικός φίλος, που να μην προσπαθήσει να εμποδίσει το φίλο του με οποιονδήποτε τρόπο να μπει στη δομή της εκκλησίας.
Έτσι η εκκλησία συγκεντρώνει όλους τους μικρούς πόρνους των οποίων τα χαρακτηριστικά περιγράψαμε. Όλους όσους είναι ανίκανοι να φτάσουν στη Θέωση και η κακία τους τούς κάνει να εμποδίζουν και τους άλλους. Αυτοί οι μικροί πόρνοι, που δεν είναι δημιουργήματα του Θεού, αλλά της κοινωνίας και της δομής της, είναι αυτοί, που παράγονται από άσχημα χαρακτηριστικά κι είναι απαραίτητοι για τη διαιώνισή τους. Όλοι αυτοί είναι γεννήματα της μοιχείας, που επικρατεί κι είναι αυτοί, που αγωνίζονται για την επικράτηση της. Μαζί μ’ αυτούς συγκεντρώνει κι ένα μεγάλο πλήθος άχρηστων ανθρώπων όπως: τεμπέληδες, θρασύδειλους, μέθυσους, που είναι ανίκανοι να επιβιώσουν διαφορετικά. Η υποχρεωτική αγαμία συνδέει όλους αυτούς τους άθλιους με την έννοια “παρθένος” κι είναι το άλλοθι της εκκλησίας για την πρακτική της. Νεανίσκος = Παρθένος = Φιλοσοφία = 48.
Η φιλοσοφία που οδηγεί τον άνθρωπο προς το Θεό, είναι προϊόν ψυχικής υγείας και θείας καταγωγής. Για ν’ αγγίξει ένας άνθρωπος το Θεό, πρέπει ή να μη γνωρίζει τίποτε και ν’ ακολουθεί τη φύση του ή να έχει γνώση και ψυχική υγεία, ώστε να επιβεβαιώσει τη φύση του και να χαρεί. Η εκκλησία έχει ως στόχο να δηλητηριάσει τους απλούς ανθρώπους με ψευδή γνώση, που τους κάνει να αγνοούν τη φύση τους, ενώ δίνει την πραγματική γνώση στους ψυχικά άρρωστους. Ένας άνθρωπος, που έχει αρνηθεί τον έρωτα, που έχει αρνηθεί τη φιλία, που έχει ουσιαστικά αρνηθεί τους ανθρώπους στο σύνολο τους, ακόμα κι αν λάβει έτοιμη γνώση, δε θα μπορέσει να παράγει φιλοσοφία. Ενώ η ανθρωπότητα στο σύνολο της συνεχώς αγωνίζεται για βελτίωση και πρόοδο, η εκκλησία κι οι άνθρωποι της δεν έχουν μετακινηθεί ούτε ένα χιλιοστό προς τα εμπρός. Είναι τόσο ψυχικά άρρωστοι, που θίγονται προσωπικά, όταν ένας άνθρωπος χαίρεται τη ζωή του και μαζί μ’ αυτόν κι ο Θεός.
Τις συνθήκες που περιέγραψε ο Χριστός για την οικογένεια και για την αποστολή Του, αυτοί τις διαφυλάγουν με κάθε θυσία. Αν μοιχός, σύμφωνα με το Χριστό, είναι ο καθένας, που επιθυμεί μία γυναίκα, εύκολα μπορεί να καταλάβει κάποιος πόσο οριακή γίνεται η κατάσταση για έναν επαγγελματία άγαμο. Εύκολα μπορεί να καταλάβει κάποιος πόσο άρρωστος και διεστραμμένος είναι ένας τέτοιος επαγγελματίας, όταν επιπλέον γεράσει. Όταν απλοί άνθρωποι πρεσβύτεροι σηκώνουν το λίθο εναντίον της μοιχαλίδας, εύκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί, πόσο κτήνος μπορεί να γίνει ο παραπάνω άνθρωπος. Αν η μοιχαλίδα γυναίκα νικώντας τον έρωτα του εφήβου γιου της τον μετατρέπει σε πόρνο, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος το μέγεθος αυτής της πορνείας, όταν υπάρχει ένας αποτελεσματικός μηχανισμός, που λειτουργεί με όμοιο τρόπο.
Η μητέρα καλλιεργεί τα θηλυκά χαρακτηριστικά του γιου της και η εκκλησία των ανθρώπων της. Οι άνθρωποι της κορυφής της είναι τέλειες πόρνες γυναίκες. Αυτό συμβαίνει, γιατί λόγω ηλικίας έχουν ξεπεράσει τον έρωτα κι έχουν περάσει στο χώρο της διαστροφής. Πραγματοποιούν απάνθρωπες προσωπικές θυσίες που μόνο μία μητέρα για τα παιδιά της θα μπορούσε ν’ αντέξει κι επιπλέον έχουν ένα βρωμερό αντρικό μυαλό, που τους κάνει επικίνδυνους. Αυτοί είναι, που λόγω του αλάθητου περνούν την άποψη τους, όταν βρίσκονται στη χειρότερη δυνατή ψυχική κατάσταση προς τους κατώτερους ιεραρχικά κι από εκεί μέσω του μηχανισμού της εκκλησίας στους ανθρώπους. Αν ο κατώτατος ιερέας έχει μία στοιχειώδη ψυχική υγεία και δεν μπορεί να παράγει ο ίδιος τη βρωμιά, αναγκάζεται να μεταφέρει αυτήν της ιεραρχίας.
Σ’ αυτό το σημείο χρήσιμο είναι να κάνουμε μία παρατήρηση, που δείχνει ορισμένα χρήσιμα πράγματα. Ενώ η Καθολική εκκλησία έχει υποχρεωτική την αγαμία στο σύνολο του Σώματος της, η Ορθόδοξη εκκλησία μόνο στην ανώτερη ιεραρχία. Αυτό συμβαίνει, όχι γιατί η μία εκκλησία είναι πιο υγιής από την άλλη, άλλα εξαιτίας των λαών που αυτές ελέγχουν. Οι Έλληνες, που είναι η βάση της ορθόδοξης Κωνσταντινούπολης, για να αποκτήσουν τα εθνικά χαρακτηριστικά τους, έπρεπε λάβουν μία υποτυπώδη γνώση της φιλοσοφίας. Αυτή η υποτυπώδης γνώση τους κάνει ευερέθιστους κι ως εκ τούτου ο έλεγχός τους είναι δύσκολος. Οι ανάγκες της εκκλησίας για ανθρώπους, θα την οδηγούσαν σε δυσλειτουργία, εφόσον οι Έλληνες δεν αρνιούνται εύκολα τον έρωτα. Από την άλλη πλευρά ένας κληρικός τύπου Καθολικής εκκλησίας κι Έλληνας θα ήταν πάντα επικίνδυνος για την εκκλησία, εφόσον δε θα ήταν εύκολο γι’ αυτόν να τηρήσει τους όρκους του. Αν συνέβαινε αυτό, οι Έλληνες στο σύνολο τους θα πολεμούσαν την εκκλησία για υποκρισία. Με δεδομένες τις χαμηλότερες προδιαγραφές, η Ορθόδοξη εκκλησία καταφέρνει δύο πράγματα.. πρώτον: βρίσκει ιερείς, έστω κι άθλιους συμφεροντολόγους των οποίων η ανικανότητα και η ανεπάρκεια δεν τη θίγει και δεύτερον: ενισχύεται, εφόσον αυτοί οι ιερείς χρεώνονται τα πάντα και η άθλια ιεραρχία έχει τη δυνατότητα να τους κρίνει.
Έτσι, μ’ αυτό ως δεδομένο, βλέπουμε ότι οι πιο υγιείς ιερείς στο σύνολο του χριστιανικού κόσμου είναι η βάση της Ορθόδοξης εκκλησίας. Ακόμα κι ο χειρότερος, που κλέβει και προσπαθεί να επωφεληθεί με κάθε τρόπο, είναι χιλιάδες φορές καλύτερος από τον ιερέα, που έχει βλέψεις ιεραρχίας κι έχει μπει στην αγαμία. Η κορυφή της ιεραρχίας επιτίθεται σ’ αυτούς συνεχώς και οι άνθρωποι παγιδεύονται κι αγνοούν τα πραγματικά δεδομένα. Βλέπουν την ανεπάρκεια των ιερέων και νομίζουν ότι η ιεραρχία προσπαθεί να την καλύψει, ενώ στην ουσία προσπαθεί να χειροτερέψει την κατάσταση. Ένας ιερέας που έχει παιδιά, είναι όμοιος μ’ έναν οποιονδήποτε άνθρωπο, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση μ’ αυτόν. Χαίρεται και λυπάται με τα ίδια πράγματα και ζει στον πραγματικό κόσμο. Έχει παιδιά και αγωνιά, όπως ο κάθε πατέρας γι’ αυτά, κι εύκολα μπορεί να συναναστραφεί με ανθρώπους.
Ο ιερέας της αγαμίας, είναι εντελώς αντικοινωνικός κι απάνθρωπος. Μισεί τους ανθρώπους, που χαίρονται, όσο μπορούν τη ζωή. Τους υποτιμά, εφόσον νομίζει ότι είναι εξυπνότερος και σοφότερος απ’ αυτούς. Αγνοεί τις ανησυχίες τους, εφόσον δεν τον αφορούν. Δεν τον ενδιαφέρει, αν ο άνθρωπος κυριολεκτικά πεθαίνει κάθε μέρα στη δουλειά, για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί γι’ αυτόν και τα παιδιά του. Το μόνο, που τον ενδιαφέρει, είναι η δόξα, εφόσον με τα κλοπιμαία είναι πάντα γεμάτο το τραπέζι του. Μένει σε παλάτια τη στιγμή που οι δυνατότητες του και η εργατικότητα του δε θα του επέτρεπαν να μένει ούτε σε καλύβα. Κυνηγά τη δόξα, που του δίνεται από ομοίους του, με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν τον ενδιαφέρει, αν για τα συμφέροντα της εκκλησίας πρέπει να σκοτωθούν εκατομμύρια ανθρώπων, Θεών αληθινών. Αγνοεί τον ανθρώπινο πόνο, τη φτώχεια, την απελπισία. Θεωρεί καθήκον τού κάθε ανθρώπου, να του αποδίδει τιμές αγίου και να του προσφέρει τα παιδιά του.
Τα παιδιά αυτού του κόσμου, που είναι ό,τι πιο πολύτιμο υπάρχει στον κόσμο για Θεό κι ανθρώπους, απαιτεί να τα δηλητηριάσει. Τα παιδιά των ανθρώπων και του Θεού, που μεγαλώνουν μέσα από τη φτώχεια και τις αιματηρές θυσίες, τα μετατρέπει σε δούλους. Παλεύουν μέρα και νύχτα οι γονείς, για να τα μεγαλώσουν, ανέχονται όλες τις εξουσίες και τις αθλιότητες, για να τα πάρει έτοιμα ο πόρνος και να τα οδηγήσει στο θάνατο. Σταυροφορίες, είτε σε καιρό ειρήνης είτε σε καιρό πολέμου, είναι τ’ όνειρο του. Από τον καιρό της Δημιουργίας, δεν υπήρξαν χειρότεροι άνθρωποι απ’ αυτούς πάνω στη Γη. Ο Θεός τους μισεί και τους εγκαθιστά για πάντα στον κάτω κόσμο. Ανάμεσα τους, δεν υπάρχει ούτε ένας, που να ευχαριστήθηκε έστω και για μία στιγμή τη ζωή και τη Βασιλεία των Ουρανών. Ζουν και πεθαίνουν μέσα στην αθλιότητα, το ψέμα και την απέραντη μοιχεία. Θυσιάζουν όλη τους τη ζωή, για να πάρουν στην καλύτερη περίπτωση τη δόξα μίας αναφοράς στην ιστορία.
Εκατοντάδες χιλιάδες πόρνοι θυσιάζονται, για να γνωρίζει ο άνθρωπος μερικούς απ’ αυτούς, που στο τέλος θα είναι κι αυτοί, που θα κριθούν. (Ματθ. 23.5-23.7) “πλατύνουσι γαρ τα φυλακτήρια αυτών και μεγαλύνουσι τα κράσπεδα των ιματίων αυτών, φιλούσι δε την πρωτοκλισίαν εν τοις δείπνοις και τας πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς” (Πλαταίνουν τά φυλαχτά τους καί μεγαλώνουν τά άκρα τών ενδυμάτων τους. Τους αρέσει δέ νά έχουν τήν πρώτην θέσιν εις τά δείπνα καί τά πρώτα καθίσματα εις τάς συναγωγάς). Σπαταλούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, για να ικανοποιήσουν την ηλιθιότητά τους. Γίνονται μοιχοί και πόρνοι, για να κάθονται στις πρώτες θέσεις των αστείων κοινωνικών εκδηλώσεων. Ποιος νέος κι υγιής άνθρωπος δε θα ήθελε να ζει μέσα στη χαρά του έρωτα κι ανάμεσα σε φίλους κάθε μέρα και κάθε ώρα; Ποιος υγιής άνθρωπος θ’ αντάλλαζε αυτήν τη χαρά μ’ ανείπωτες θυσίες πολλών χρόνων, για να σταθεί γέροντας κι άρρωστος μία φορά το χρόνο στις επίσημες θέσεις μίας παρέλασης; Ποιος ανταλλάσσει τη χαρά μίας ολόκληρης ζωής για τη ψευδοχαρά και ικανοποίηση μίας στιγμής, που μπορεί και να μην έρθει; Αυτός που σκέφτονται όλοι. Ένας ηλίθιος. Μόνον ένας ηλίθιος θα γνώριζε το Λόγο του Χριστού και θα προτιμούσε το Λόγο του Πέτρου. Μόνον ένας ηλίθιος θα εγκατέλειπε τη χαρά και τη Λύτρωση, για τη λύπη και τη θυσία. Αυτός ο ηλίθιος είναι, που μέρα και νύχτα κρίνει, για να υψώσει τον εαυτό του.
Ο άνθρωπος από τη στιγμή που ζει σ’ αυτήν την κοινωνία, όσο υγιής και να είναι, δεν μπορεί να εξαλείψει την αγκίδα από το μάτι του. Αυτήν την αγκίδα (που έχουν όλοι οι άνθρωποι) βλέπουν οι άθλιοι, που έχουν τα δοκάρια στα μάτια τους. Ακόμα κι ένας νέος, όμορφος, υγιής, όταν ζει σε μία κοινωνία, όπου κυριαρχεί η σεξουαλική πείνα, αναγκάζεται να γίνει μοιχός. Αυτήν τη μικρή κι ασήμαντη μοιχεία κρίνουν οι άθλιοι επαγγελματίες μοιχοί κι αγνοούν ότι το σύνολο της ζωής τους είναι βυθισμένο στην πιο αισχρή μορφή της μοιχείας. Σ’ αυτούς αναφέρεται ο Χριστός όταν λέει: (Ματθαίον 23.13) “Ουαί δε υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κατεσθίετε τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσευχόμενοι..” (Αλλοίμονον σ’ εσάς γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, διότι κατατρώγετε τάς περιουσίας τών χηρών καί γιά πρόφαση κάνετε μακρές προσευχές.).
Σ’ αυτό το σημείο γίνεται και μία επιβεβαίωση για την ταυτότητα των εθνικών. Πέραν του ότι αποδεικνύεται από τη διασταύρωση των Ευαγγελίων αυτή η ταυτότητα, όταν ο Χριστός αποκαλύπτει αυτούς στους οποίους θα παραδοθεί ο Υιός του Ανθρώπου. Σ’ αυτό το σημείο δείχνει ακριβώς ποιοι είναι. Η απόδειξη βρίσκεται στο Λόγο του Χριστού: (Ματθ. 6.7-6.8) “Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί… δοκούσι γαρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται.” (Όταν δέ προσεύχεσθε, μή λέγετε πολλά καί ανόητα, όπως κάνουν οι εθνικοί, που νομίζουν ότι μέ τήν πολυλογίαν τους θα εισακουσθούν.). Η πολυλογία είναι αυτή, που κάνει τις προσευχές μακρές και η πολυλογία είναι, που αποκαλύπτει τους εθνικούς. Οι εθνικοί είναι η άθλια ιεραρχία της εκκλησίας, που, ενώ κατακλέβει τον κόσμο, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, προσεύχεται. Στους ανθρώπους που αγαπά ο Χριστός, λέει ακριβώς παρακάτω: (Ματθ. 6.8) “μη ουν ομοιωθήτε αυτοίς.. οίδε γαρ ο πατήρ υμων ων χρείαν έχετε προ του υμάς αιτήσαι αυτόν.” (Μή γίνετε λοιπόν όμοιοι μ’ αυτούς, διότι ο Πατέρας σας γνωρίζει καλά εκείνα πού έχετε ανάγκην, πρίν τού τά ζητήσετε.).
Ο Χριστός σε καμία περίπτωση δε θέλει οι άνθρωποι να γίνουν όμοιοι μ’ αυτούς τους υποκριτές, που είναι εχθροί Του. Επειδή έχει γνώση τι θα συνέβαινε, προσπαθεί με κάθε τρόπο να σώσει όσους μένουν σε επαφή μαζί Του κι αυτό γίνεται μέσω του Λόγου Του. Γνωρίζει πόσο τεράστιες δυνάμεις θα πάρουν οι εθνικοί μέσω της εκκλησίας και δε θέλει σε καμία περίπτωση να γίνει Αυτός αιτία κακών για τους ανθρώπους. Αυτή ακριβώς η πρόθεση Του αποκαλύπτεται, όταν, ενώ προτείνει να μην εξομοιωθούν οι άνθρωποι με τους εθνικούς, τους προτείνει να φέρονται υπάκουα όσον αφορά τους τύπους, αλλά να μην κάνουν τα ίδια. “πάντα ουν όσα εάν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε.”.
Από το σύνολο των παραπάνω βλέπουμε ότι προκύπτουν τρεις μεγάλες ομάδες ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Πρώτη είναι αυτή της εξουσίας, της εκκλησίας, που είναι οι εθνικοί. Δεύτερη μία μεγάλη μερίδα του κόσμου, που επηρεάζεται απ’ αυτούς και όχι μόνον τηρεί αυτά που της προτείνουν οι εθνικοί, αλλά προχωρούν ακόμα περισσότερο και δρουν απολύτως όμοια. Και τρίτη είναι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, που είτε λόγω επαφής με το Λόγο του Χριστού είτε λόγω προσωπικής φιλοσοφίας, τηρούν τα προτεινόμενα, αλλά δε γίνονται όμοιοι, σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Η δύναμη της εκκλησίας στηρίζεται στη δεύτερη μερίδα, που εκτελεί όλα όσα της προτείνουν οι εθνικοί με ιδιαίτερο ζήλο. Η εκκλησία μόνη της ως δομή δε θα μπορούσε να υπάρξει σε καμία περίπτωση, αν δεν εξασφάλιζε ερείσματα μέσα στην κοινωνία.
Όταν ο Χριστός ρωτά επίμονα τον Πέτρο, αν Τον αγαπά, συνεχίζει και του δίνει την εντολή να βόσκει τα πρόβατα Του. Η ύπαρξη της εκκλησίας οφείλεται στο ότι προσφέρει θεωρητικά ποιμένες σ’ ένα ποίμνιο, που έχει αυτήν την ανάγκη. Αν θεωρήσουμε την ανθρωπότητα ως ένα ποίμνιο, βλέπουμε μία ανομοιογένεια, που δεν εξηγείται σύμφωνα με τα παραπάνω. Βλέπουμε ότι μερικά πρόβατα έχουν μεγάλη ανάγκη από ποιμένα, ενώ άλλα επιθυμούν την ελευθερία. Αν η δομή της εκκλησίας υπάρχει συμπαγής λόγω των πνευματικών δικαιωμάτων των ηγετών της, εμείς πρέπει ν’ ανιχνεύσουμε την επαφή με το σύνολο των ανθρώπων και τις μεθόδους μέσα από τις οποίες περνά την άποψη της σ’ αυτούς. Δεν υπάρχει μηχανισμός εξουσίας, που να έχει την αποτελεσματικότητα και τις δυνάμεις της εκκλησίας. Σαν δομή τύπου Βαβυλώνας έχει μία άποψη, αυτή του ηγέτη κι αυτή η άποψη φτάνει χωρίς καμία φθορά ή μεταποίηση στη βάση, που είναι οι απλοί ιερείς. Οποιοσδήποτε λειτουργήσει με πνεύμα διαφορετικό, αποβάλλεται και συνθλίβεται. Την άποψη που έχει ο Πατριάρχης ή ο Πάπας, είναι υποχρεωμένος να την υιοθετήσει κι ο ιερέας του πιο απομακρυσμένου χωριού ατόφια και χωρίς καμία προσωπική επεξεργασία.
Όταν υπάρχει μία απόφαση, που έχει ληφθεί στο υψηλότερο σημείο της ιεραρχίας, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καλύπτει ιδιομορφίες, που αφορούν τον καθένα ξεχωριστά. Ένα παράδειγμα θα ήταν χρήσιμο σ’ αυτό το σημείο. Είπαμε ότι ο γάμος είναι το πιο επιθυμητό στοιχείο για την κοινωνία της εξουσίας. Ο Πάπας το γνωρίζει αυτό και το αλάθητό του τού δίνει τη δυνατότητα να πάρει μία απόφαση με την οποία απαγορεύει σε κάθε περίπτωση το διαζύγιο. Έχει γνώση του επιθυμητού κι επιπλέον έχει δυνατότητα να επιβάλλει την άποψη του. Αυτή η άποψη υιοθετείται από το σύνολο των ιερέων της Καθολικής εκκλησίας. Όμως ιερέας δεν είναι μόνον ο Πάπας ή οι καρδινάλιοι, ιερέας είναι κι αυτός, που υποτίθεται ιερουργεί σ’ ένα μικρό χωριό της Σικελίας. Ο τελευταίος ζει ανάμεσα σ’ ανθρώπους κι αυτή η επαφή τον φέρνει κοντά στον πόνο τους και τα προβλήματα τους. Αν αυτός ο ιερέας διαπιστώσει ότι ένας σύζυγος είναι όμοιος μ’ ένα κτήνος και φέρεται βάναυσα και κακοποιεί τη γυναίκα του και το παιδί του, βλέπει τη δυνατότητα χωρισμού ως Λύτρωση για τους ανθρώπους, που δυστυχούν. Έχει προσωπική άποψη κι αυτό του δίνει το δικαίωμα να σκεφτεί ως άνθρωπος. Όμως πόσο μπορεί να σκεφτεί κάποιος, όταν υποχρεούται να υιοθετήσει μία άποψη, που δεν αλλάζει σε καμία περίπτωση; Ο ιερέας αυτός είναι αναγκασμένος να μην προτείνει και να μη βοηθήσει στη Λύτρωση αυτών των ανθρώπων σε καμία περίπτωση. Το αυθαίρετο του Πάπα και η τεράστια δύναμή του μέσα στη Δυτική εκκλησία ήταν αυτά που επέβαλαν την υποχρεωτική αγαμία και στη βάση της. Ο Πάπας επέβαλε την αγαμία, επειδή γνώριζε ότι ένας ιερέας με γνώση ανθρώπινων προβλημάτων θα δυσανασχετούσε στην ακαμψία του νόμου. Πρέπει ο ιερέας της Δύσης να βασανίζεται τόσο πολύ, που να μένει πρακτικά αναίσθητος κι ως εκ τούτου να υπακούει σ’ οτιδήποτε.
Αυτό στην Ορθόδοξη εκκλησία είναι αδύνατο να συμβεί, γιατί υπάρχουν οι Έλληνες, που έχουν πάρει ορισμένα χαρακτηριστικά. Έναν ιερέα της βάσης, που εθελοτυφλεί στα προσωπικά προβλήματα των ανθρώπων, τον μισούν και δε φοβούνται να τον πολεμήσουν. Αν έβλεπαν τον άνθρωποκτήνος να φερόταν μ’ αυτόν τον τρόπο, θα βοηθούσαν σε κάθε περίπτωση τη γυναίκα του να χωρίσει κι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να μείνει εκτεθειμένη η εκκλησία. Η ιεραρχία της Ορθόδοξης εκκλησίας είναι απόλυτα όμοια μ’ αυτή της Δυτικής και θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ζηλεύει σε κάθε περίπτωση τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα της. Ο τέλειος και διευρυμένος οργανισμός της εκκλησίας μ’ αυτόν τον τρόπο περνά μία άποψη, που είναι η άποψη του κέντρου στην περιφέρεια και μ’ αυτόν τον τρόπο εκτείνεται στο σύνολο της βάσης. Έτσι η εκκλησία δημιουργεί έναν τεράστιο ιστό, που ενώνει τη Ρώμη ή την Κωνσταντινούπολη με το τελευταίο χωριό του χώρου που ελέγχει. Η πολιτική και η στρατιωτική εξουσία είναι πολύ αδύναμες, για να μπορέσουν να συγκριθούν μ’ αυτό το κολοσσιαίο κατασκεύασμα, που ελέγχει το σύνολο του χώρου, αδιαφορώντας ακόμα και γι’ αυτά τα εθνικά σύνορα. Η άποψη του Πάπα μεταφέρεται με την ίδια πιστότητα σ’ όλο το Δυτικό κόσμο και όχι μόνο στους Ιταλούς. Η εκκλησία μ’ αυτόν τον ιστό, εδράζεται στο σύνολο της κοινωνίας.
Όμως ποιοι είναι οι άνθρωποι της; Σε ποιους στηρίζεται; Ιστορικά, αν εξετάσει κάποιος την πορεία της εκκλησίας, θα δει ότι η δύναμη της είναι αντιστρόφως ανάλογη του πνευματικού επιπέδου της ανθρωπότητας. Η περίοδος κατά την οποία ήταν η εκκλησία πανίσχυρη, ήταν ο Μεσαίωνας, που ήταν και η χειρότερη για τους ανθρώπους περίοδος. Κατά το Μεσαίωνα επικρατούσε πλήρως το σκοτάδι και η πνευματική κίνηση ήταν μηδαμινή. Οι άνθρωποι τότε δεν ήταν σε καμία περίπτωση κατώτεροι, ούτε σε σχέση με τους μεγάλους φιλοσόφους της Αθήνας ούτε με τους σύγχρονους. Η αιτία για την οποία υπήρχε αυτή η πνευματική καθυστέρηση, ήταν ο απόλυτος έλεγχος των ανθρώπων και η απόκρυψη από μέρους της εκκλησίας της γνώσης. Άνθρωποι, σαν το Σωκράτη και τον Πλάτωνα, γεννήθηκαν άπειροι στη Δυτική Ευρώπη του Μεσαίωνα, αλλά η εκκλησία άλλες φορές τους τρόμαζε κι άλλες φορές τους σκότωνε. Ο αντίστοιχος Μεσαίωνας της Ορθόδοξης εκκλησίας ήταν η άθλια απ’ όλες τις απόψεις Βυζαντινή εποχή. Απόλυτο σκοτάδι δεν μπορούσε να επιβληθεί λόγω του χώρου, όπου δεν ελεγχόταν η γνώση, αλλά η εκμετάλλευση και η αθλιότητα ήταν ίδιες. Στο κέντρο υπήρχε κάποια πνευματική δραστηριότητα, αλλά στην περιφέρεια η εκκλησία προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βυθίσει στο σκοτάδι τον άνθρωπο, που στην πλειοψηφία του ζούσε μέσα στην αθλιότητα και τη φτώχεια.
Μ’ όλα αυτά στο μυαλό μας, βλέπουμε ότι η εκκλησία είναι δυνατή, όταν υπάρχει σκοτάδι και φτώχεια. Η φτώχεια είναι ένας παράγοντας, που δεν ξεπεράστηκε ακόμα, ενώ το σκοτάδι είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι η εκκλησία στηρίζεται στους φτωχούς και τους κατώτερους, από πλευράς παιδείας, ανθρώπους. Αυτό είναι το πιο φυσικό, γιατί η εκκλησία προσπαθεί να επιβάλλει ένα μοντέλο ζωής, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Μπορεί να πάει ο Ράιχ στην εκκλησία και να δεχτεί υποδείξεις, που αφορούν τη ζωή του, από έναν αγράμματο και αστοιχείωτο ιερέα; Μπορεί ένας άνθρωπος με άποψη, που είναι προϊόν παιδείας, ν’ ανεχθεί την κριτική των άλλων; Ο άνθρωπος, που έχει επαφή με το πνεύμα κι ως εκ τούτου με το Θεό, δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει ένα δόγμα σκληρό και άκαμπτο. Προσπαθεί να ερμηνεύσει το σύνολο των ερεθισμάτων κι αυτό τον φέρνει σ’ αντίθεση με την εκκλησία και τους ανθρώπους της.
Όταν αναφερθήκαμε στην κοινωνία ως σύνολο, είδαμε αυτό, που αποδείχθηκε και στην περίπτωση του Χριστού, ότι υπάρχουν άνθρωποι που προτιμούν ακόμα και τη φτώχεια από το φως, που τους εκμηδενίζει. Οι πρεσβύτεροι, που άρχισαν να διαλύονται πρώτοι στην περίπτωση της μοιχαλίδας, όπως κι οι πρεσβύτεροι, που προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τον όχλο εναντίον του Χριστού, ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν. Όλοι αυτοί, που απέτυχαν στη ζωή τους, στηρίζουν τους μηχανισμούς, που τους βαστούν στο προσκήνιο. Όταν ο άνθρωπος αγνοεί το Θεό κι αγωνίζεται μέχρι το θάνατο του, είτε για τον πλούτο είτε για τη δόξα, δεν μπορεί παρά να στηρίζει το σύστημα. Αν οι άνθρωποι αρχίσουν στη νεότητα τους κι ερωτεύονται, αρνούμενοι να υποταχθούν, οι πρεσβύτεροι δε διαφέρουν καθόλου από τους πραγματικά νεκρούς. Τι αξία και τι σημασία μπορεί να δώσει ένας νέος, που ζει ευτυχισμένος με τους φίλους τους και τον έρωτα του, σ’ έναν άνθρωπο, που απέχει λίγες στιγμές από το θάνατο και σ’ όλη του τη ζωή αγωνίστηκε για να πάρει ένα αστείο αξίωμα;
Οι πρεσβύτεροι στρέφονται προς την εκκλησία, γιατί εκεί βρίσκουν όμοιους τους και με την ίδια αγωνία. Ο ένας αναλαμβάνει να παρηγορήσει τον άλλο αποδίδοντας του τιμές. Ο Χριστός τα γνωρίζει όλα αυτά και γι’ αυτό, όταν αναφέρεται στους υποκριτές γραμματείς και Φαρισαίους, αναφέρει την τάση τους για πρωτοκαθεδρία στις συναγωγές και στα δείπνα. Όταν ένας άνθρωπος γεράσει και δε βρει την ευτυχία, μόνο με τέτοιες ηλιθιότητες ικανοποιείται. Αν δεν υπήρχαν οι συναγωγές, πώς θα μπορούσαν να ψευδοϊκανοποιούνται στην αυτοκριτική τους; Ένας πρεσβύτερος, που ζει με μία γυναίκα που ποτέ δεν αγάπησε και του οποίου τα παιδιά, όταν έγιναν όμοια μ’ αυτόν, τον εγκατέλειψαν, δεν έχει επιλογές. Ο άνθρωπος έχει την τάση ν’ ακούει και να βλέπει αυτά, που καλύπτουν τις εσωτερικές του ανάγκες. Ένας νέος δεν μπορεί ν’ ακούει έναν πρεσβύτερο, ακριβώς γιατί ο λόγος του δεν καλύπτει καμία του ανάγκη. Ο πρεσβύτερος όμως ακούει τον πρεσβύτερο κι ειδικά αν αυτά που λέει μετριάζουν τη μιζέρια του. Ένας τέτοιος πρεσβύτερος ακούει με χαρά έναν ιερέα, που είναι ακόμα χειρότερος απ’ αυτόν, αν του δίνει συγχαρητήρια για την αντοχή του στη μοιχεία.
Ο ιερέας δεν ερμηνεύει τη μοιχεία σύμφωνα με το Χριστό, αλλά σύμφωνα με τον Πέτρο και τον Παύλο. Μοιχός, γι’ αυτόν, είναι εκείνος, που χωρίς να ξεφεύγει από το πλαίσιο του γάμου, είχε εξωσυζυγική σχέση. Όταν ο ιερέας λέει ότι είναι αμαρτία η μοιχεία κι αμαρτωλός ο μοιχός, με την παραπάνω ερμηνεία δικαιώνει το μίζερο πρεσβύτερο, που εγκλωβίστηκε μέσα στη μοιχεία. Οι πρεσβύτεροι στο σύνολο τους έρχονται σε σύγκρουση με τα παιδιά τους κι αυτό, γιατί αδυνατούν να σκεφτούν με τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι νέοι. Αυτό τους κάνει να προσπαθούν να επιβάλλουν την άποψη τους με την εξουσία που τους δίνει η εκκλησία. Ο πρεσβύτερος χαίρεται κι επιβεβαιώνει τη φιλοσοφία του μέσα στην εκκλησία. Όταν ο ιερέας κατηγορεί τους νέους και μιλά για διάβρωση και παρακμή της νεολαίας, δικαιώνει τον πρεσβύτερο. Όταν αυτός ο πρεσβύτερος είναι ταυτόχρονα και του κατώτερου πνευματικού επιπέδου, νομίζει ότι δικαιώνεται απόλυτα, εφόσον η άθλια ζωή του μοιάζει με τη ζωή που υποτίθεται ότι επιθυμεί ο Θεός για τους ανθρώπους και την αντιλαμβάνεται σαν προσωπική θυσία υπέρ Αυτού.
Αν σταθεί κάποιος έξω από μία εκκλησία, θα δει ότι εκτός από τους πρεσβύτερους, είτε επιτυχημένους ε