Ἱστορίαι Βιβλίο Δ [4.1.1] – [4.205.1] – Μελπομένη

Πηγή greek-language/ancient_greek/Ηρόδοτος – Ἱστορίαι/Μελπομένη

[4.1.1]Μετὰ δὲ τὴν Βαβυλῶνος αἵρεσιν ἐγένετο ἐπὶ Σκύθας αὐτοῦ Δαρείου ἔλασις. ἀνθεύσης γὰρ τῆς Ἀσίης ἀνδράσι καὶ χρημάτων μεγάλων συνιόντων ἐπεθύμησε ὁ Δαρεῖος τείσασθαι Σκύθας, ὅτι ἐκεῖνοι πρότεροι ἐσβαλόντες ἐς τὴν Μηδικὴν καὶ νικήσαντες μάχῃ τοὺς ἀντιουμένους ὑπῆρξαν ἀδικίης.Την άλωση της Βαβυλώνας ακολούθησε η εκστρατεία που έκανε εναντίον των Σκυθών ο Δαρείος, ο ίδιος του. Γιατί, καθώς η Ασία έδινε καλές σοδειές αντρών και συγκεντρωνόταν χρήμα πολύ, ο Δαρείος ένιωσε την επιθυμία να πάρει εκδίκηση από τους Σκύθες, επειδή εκείνοι, με το να κάνουν πρωτύτερα εισβολή στη Μηδία και να νικήσουν σε πόλεμο το στρατό που βγήκε να τους αντισταθεί, έκαναν την αρχή της αδικίας.
[4.1.2]τῆς γὰρ ἄνω Ἀσίης ἦρξαν, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, Σκύθαι ἔτεα δυῶν δέοντα τριήκοντα. Κιμμερίους γὰρ ἐπιδιώκοντες ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀσίην, καταπαύοντες τῆς ἀρχῆς Μήδους· οὗτοι γὰρ πρὶν ἢ Σκύθας ἀπικέσθαι ἦρχον τῆς Ἀσίης.Γιατί, όπως και παραπάνω έχω πει, οι Σκύθες εξουσίασαν την Άνω Ασία είκοσι οχτώ χρόνια. Δηλαδή, καταδιώκοντας τους Κιμμερίους, έκαναν εισβολή στην Ασία και κατέλυσαν το κράτος των Μήδων· γιατί αυτοί εξουσίαζαν την Ασία, πριν φτάσουν οι Σκύθες.
[4.1.3]τοὺς δὲ Σκύθας ἀποδημήσαντας ὀκτὼ καὶ εἴκοσι ἔτεα καὶ διὰ χρόνου τοσούτου κατιόντας ἐς τὴν σφετέρην ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος τοῦ Μηδικοῦ· εὗρον γὰρ ἀντιουμένην σφι στρατιὴν οὐκ ὀλίγην· αἱ γὰρ τῶν Σκυθέων γυναῖκες, ὥς σφι οἱ ἄνδρες ἀπῆσαν χρόνον πολλόν, ἐφοίτων παρὰ τοὺς δούλους.Λοιπόν, τους Σκύθες που έλειψαν από τη χώρα τους είκοσι οχτώ χρόνια και γύρισαν ύστερ᾽ από τόσο καιρό στα μέρη τους, τους περίμενε αγώνας καθόλου μικρότερος από τον αγώνα με τους Μήδους· γιατί συνάντησαν αντίσταση από στράτευμα πολυάριθμο, καθώς οι γυναίκες των Σκυθών, επειδή οι άντρες τους ήταν φευγάτοι για πολύ καιρό, έσμιγαν συχνά με τους δούλους τους.
[4.2.1]τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῦσι τοῦ γάλακτος εἵνεκεν τοῦ πίνουσι, ποιεῦντες ὧδε· ἐπεὰν φυσητῆρας λάβωσι ὀστεΐνους, αὐλοῖσι προσεμφερεστάτους, τούτους ἐσθέντες ἐς τῶν θηλέων ἵππων τὰ ἄρθρα φυσῶσι τοῖσι στόμασι, ἄλλοι δὲ ἄλλων φυσώντων ἀμέλγουσι. φασὶ δὲ τοῦδε εἵνεκα τοῦτο ποιέειν· τὰς φλέβας πίμπλασθαι φυσωμένας τῆς ἵππου καὶ τὸ οὖθαρ κατίεσθαι.Τους δούλους τους οι Σκύθες τούς τυφλώνουν όλους, κι αιτία είναι το γάλα που πίνουν· και νά πώς κάνουν: παίρνουν για φυσερά κούφια κόκαλα, ολόιδια με φλογέρα, κι αφού τα χώσουν στο αιδοίο της φοράδας, φυσούν με το στόμα τους· και την ώρα που ο ένας φυσά, ο άλλος αρμέγει. Και λένε πως ο λόγος του κάνουν αυτό είναι ο εξής· με το φύσημα και οι φλέβες της φοράδας φουσκώνουν και τα μαστάρια κατεβαίνουν.
[4.2.2]ἐπεὰν δὲ ἀμέλξωσι τὸ γάλα, ἐσχέαντες ἐς ξύλινα ἀγγήια κοῖλα καὶ περιστίξαντες κατὰ τὰ ἀγγήια τοὺς τυφλοὺς δονέουσι τὸ γάλα, καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ ἐπιστάμενον ἀπαρύσαντες ἡγεῦνται εἶναι τιμιώτερον, τὸ δ᾽ ὑπιστάμενον ἧσσον τοῦ ἑτέρου. τούτων μὲν εἵνεκα ἅπαντα τὸν ἂν λάβωσι οἱ Σκύθαι ἐκτυφλοῦσι· οὐ γὰρ ἀρόται εἰσὶ ἀλλὰ νομάδες.Κι αφού αρμέξουν το γάλα, το χύνουν σε βαθουλωτά ξύλινα αγγειά, στήνουν τους τυφλούς γύρω γύρω απ᾽ τ᾽ αγγειά και τους βάζουν να χτυπούν το γάλα· κι απ᾽ αυτό, όσο στέκεται πάνω πάνω, το μαζεύουν και το ᾽χουν για ανώτερο, κι όσο μένει στον πάτο το ᾽χουν για κατώτερο από τ᾽ άλλο. Γι᾽ αυτούς λοιπόν τους λόγους οι Σκύθες καθέναν που θα πέσει στα χέρια τους τον τυφλώνουν, γιατί δεν αποζούν από τ᾽ αλέτρι, αλλά απ᾽ τα κοπάδια.
[4.3.1]ἐκ τούτων δὴ ὦν σφι τῶν δούλων καὶ τῶν γυναικῶν ἐπετράφη νεότης, οἳ ἐπείτε ἔμαθον τὴν σφετέρην γένεσιν, ἠντιοῦντο αὐτοῖσι κατιοῦσι ἐκ τῶν Μήδων.Λοιπόν από τούτους τους δούλους και τις γυναίκες τους τούς ξεπρόβαλε μια νέα γενιά, που, αφού έμαθαν το πώς γεννήθηκαν, τους πρόβαλαν αντίσταση, όταν αυτοί γυρνούσαν στην πατρίδα τους από τη Μηδία.
[4.3.2]καὶ πρῶτα μὲν τὴν χώρην ἀπετάμοντο, τάφρον ὀρυξάμενοι εὐρέαν κατατείνουσαν ἐκ τῶν Ταυρικῶν ὀρέων ἐς τὴν Μαιῆτιν λίμνην, τῇ πέρ ἐστι μεγίστη· μετὰ δὲ πειρωμένοισι ἐσβάλλειν τοῖσι Σκύθῃσι ἀντικατιζόμενοι ἐμάχοντο.Και πρώτα πρώτα έκοψαν τους δρόμους που έφερναν στη χώρα τους σκάβοντας μια πλατιά τάφρο, που τραβούσε από τα βουνά της χώρας των Ταύρων ίσαμε τη λίμνη τη Μαιήτιδα, εκεί που αυτή έχει το μεγαλύτερο πλάτος· και κατόπι, καθώς οι Σκύθες προσπαθούσαν να μπουν στη χώρα τους, αυτοί στρατοπέδευσαν απέναντι και τους πολεμούσαν.
[4.3.3]γινομένης δὲ μάχης πολλάκις καὶ οὐ δυναμένων οὐδὲν πλέον ἔχειν τῶν Σκυθέων τῇ μάχῃ, εἷς αὐτῶν ἔλεξε τάδε· Οἷα ποιεῦμεν, ἄνδρες Σκύθαι. δούλοισι τοῖσι ἡμετέροισι μαχόμενοι αὐτοί τε κτεινόμενοι ἐλάσσονες γινόμεθα καὶ ἐκείνους κτείνοντες ἐλασσόνων τὸ λοιπὸν ἄρξομεν.Κι ύστερ᾽ από πολλές μάχες οι Σκύθες δε βλέπανε κανένα όφελος από τη μάχη, οπότε ένας τους είπε τα εξής: «Τί ᾽ναι αυτά που κάνουμε, Σκύθες; Με το να δίνουμε μάχη με τους δούλους μας, από τη μια εμείς οι ίδιοι σκοτωνόμαστε και λιγοστεύουμε, κι από την άλλη σκοτώνοντας εκείνους αποδώ και πέρα θα ᾽χουμε λιγότερους υποταχτικούς.
[4.3.4]νῦν ὦν μοι δοκέει αἰχμὰς μὲν καὶ τόξα μετεῖναι, λαβόντα δὲ ἕκαστον τοῦ ἵππου τὴν μάστιγα ἰέναι ἆσσον αὐτῶν. μέχρι μὲν γὰρ ὥρων ἡμέας ὅπλα ἔχοντας, οἱ δὲ ἐνόμιζον ὅμοιοί τε καὶ ἐξ ὁμοίων ἡμῖν εἶναι· ἐπεὰν δὲ ἴδωνται μάστιγας ἀντὶ ὅπλων ἔχοντας, μαθόντες ὡς εἰσὶ ἡμέτεροι δοῦλοι καὶ συγγνόντες τοῦτο οὐκ ὑπομενέουσι.Λοιπόν προτείνω ν᾽ αφήσουμε τώρα τις λόγχες και τα τόξα κι ο καθένας μας να πάρει το καμτσίκι που έχει για το άλογο και να προχωρήσουμε προς το μέρος τους. Γιατί, όσο μας έβλεπαν να κρατάμε όπλα, ετούτοι νόμιζαν πως είναι της ίδιας σειράς με μας κι από πατεράδες της ίδια σειράς· όμως, όταν μας δουν να κρατάμε καμτσίκια, κι όχι όπλα, θ᾽ αντιληφτούν ότι είναι δούλοι μας και θα το νιώσουν καλά και δε θα προβάλουν αντίσταση».
[4.4.1]ταῦτα ἀκούσαντες οἱ Σκύθαι ἐποίευν ἐπιτελέα· οἱ δ᾽ ἐκπλαγέντες τῷ γινομένῳ τῆς μάχης τε ἐπελάθοντο καὶ ἔφευγον. οὕτως οἱ Σκύθαι τῆς τε Ἀσίης ἦρξαν καὶ ἐξελασθέντες αὖτις ὑπὸ Μήδων κατῆλθον τρόπῳ τοιούτῳ ἐς τὴν σφετέρην. τῶν δὲ εἵνεκα ὁ Δαρεῖος τείσασθαι βουλόμενος συνήγειρε ἐπ᾽ αὐτοὺς στράτευμα.Τ᾽ άκουσαν αυτά οι Σκύθες και τα ᾽καναν πράξη· κι οι άλλοι σάστισαν μ᾽ αυτό που έβλεπαν, άφησαν κάθε σκέψη για μάχη και το ᾽βαλαν στα πόδια. Έτσι οι Σκύθες εξουσίασαν την Ασία και, όταν κατόπιν τους απόδιωξαν οι Μήδοι, μ᾽ αυτό τον τρόπο γύρισαν στον τόπο τους. Γι᾽ αυτό το λόγο λοιπόν ο Δαρείος, θέλοντας να πάρει εκδίκηση, έκανε επιστράτευση για να εκστρατεύσει εναντίον τους.
[4.5.1]Ὡς δὲ Σκύθαι λέγουσι, νεώτατον ἁπάντων ἐθνέων εἶναι τὸ σφέτερον, τοῦτο δὲ γενέσθαι ὧδε· ἄνδρα γενέσθαι πρῶτον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ ἐούσῃ ἐρήμῳ τῷ οὔνομα εἶναι Ταργίταον· τοῦ δὲ Ταργιτάου τούτου τοὺς τοκέας λέγουσι εἶναι, ἐμοὶ μὲν οὐ πιστὰ λέγοντες, λέγουσι δ᾽ ὦν, Δία τε καὶ Βορυσθένεος τοῦ ποταμοῦ θυγατέρα.Κατά τα λεγόμενα των Σκυθών, απ᾽ όλα τα έθνη το πιο νέο είναι το δικό τους, και νά πώς δημιουργήθηκε· ο πρώτος άνθρωπος που γεννήθηκε σ᾽ αυτή τη χώρα, που ήταν ερημιά, λεγόταν Ταργίταος· και γονείς αυτουνού του Ταργίταου λένε πως είναι (εγώ δε δίνω πίστη στα λόγια τους, όμως το λένε) ο Δίας και μια θυγατέρα του ποταμού Βορυσθένη.
[4.5.2]γένεος μὲν τοιούτου δή τινος γενέσθαι τὸν Ταργίταον, τούτου δὲ γενέσθαι παῖδας τρεῖς, Λιπόξαϊν καὶ Ἀρπόξαϊν καὶ νεώτατον Κολάξαϊν.Λοιπόν, πως από μια τέτοια γενιά γεννήθηκε ο Ταργίταος και πως απόχτησε τρία παιδιά, τον Λιπόξαη και τον Αρπόξαη και τον μικρότερο, τον Κολάξαη.
[4.5.3]ἐπὶ τούτων ἀρχόντων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ φερόμενα χρύσεα ποιήματα, ἄροτρόν τε καὶ ζυγὸν καὶ σάγαριν καὶ φιάλην, πεσεῖν ἐς τὴν Σκυθικήν, καὶ [τὸν] ἰδόντα πρῶτον τὸν πρεσβύτατον ἆσσον ἰέναι αὐτῶν βουλόμενον λαβεῖν, τὸν δὲ χρυσὸν ἐπιόντος καίεσθαι.Ότι, την εποχή που βασίλευαν αυτοί, έπεσαν στη χώρα των Σκυθών, ουρανοκατέβατα, χρυσά σύνεργα, έν᾽ αλέτρι κι ένας ζυγός και μια σάγαρη και μια κούπα. Και πως από τους τρεις πρώτος τα είδε ο μεγαλύτερος και πήγε κοντά, θέλοντας να τα πάρει, όμως, μόλις πλησίασε, το χρυσάφι πύρωσε,
[4.5.4]ἀπαλλαχθέντος δὲ τούτου προσιέναι τὸν δεύτερον, καὶ τὸν αὖτις ταὐτὰ ποιέειν. τοὺς μὲν δὴ καιόμενον τὸν χρυσὸν ἀπώσασθαι, τρίτῳ δὲ τῷ νεωτάτῳ ἐπελθόντι κατασβῆναι, καί μιν ἐκεῖνον κομίσαι ἐς ἑωυτοῦ· καὶ τοὺς πρεσβυτέρους ἀδελφεοὺς πρὸς ταῦτα συγγνόντας τὴν βασιληίην πᾶσαν παραδοῦναι τῷ νεωτάτῳ.και πως, όταν αυτός αποτραβήχτηκε, πλησίασε ο δεύτερος, και έγινε πάλι το ίδιο με το χρυσάφι. Λοιπόν, λένε πως αυτούς τους απόδιωξε με το πύρωμά του το χρυσάφι, όμως, όταν πλησίασε ο τρίτος ο μικρότερος, σε τούτον το χρυσάφι έσβησε, και πως εκείνος το κουβάλησε στο σπίτι του· και πως τα μεγαλύτερα αδέρφια του ύστερ᾽ απ᾽ αυτό συμφώνησαν να παραδώσουν στον μικρότερο όλη τη βασιλική εξουσία.
[4.6.1]ἀπὸ μὲν δὴ Λιποξάϊος γεγονέναι τούτους τῶν Σκυθέων οἳ Αὐχάται γένος καλέονται, ἀπὸ δὲ τοῦ μέσου Ἀρποξάϊος οἳ Κατίαροί τε καὶ Τράσπιες καλέονται, ἀπὸ δὲ τοῦ νεωτάτου αὐτῶν τοὺς βασιλέας οἳ καλέονται Παραλάται·Λένε λοιπόν πως απόγονοι του Λιπόξαη είναι η φυλή των Σκυθών που λέγονται Αυχάτες, του μεσαίου, του Αρπόξαη, αυτοί που λέγονται Κατίαροι και Τράσπιες, και του μικρότερού τους, η φυλή που βασιλεύει και λέγονται Παραλάτες·
[4.6.2]σύμπασι δὲ εἶναι οὔνομα Σκολότους, †τοῦ βασιλέος ἐπωνυμίην· Σκύθας δὲ Ἕλληνες ὠνόμασαν.και πως το κοινό όνομα όλων τους, Σκολότες, το πήραν απ᾽ τον βασιλιά τους· Σκύθες τούς ονόμασαν οι Έλληνες.
[4.7.1]γεγονέναι μέν νυν σφέας ὧδε λέγουσι οἱ Σκύθαι, ἔτεα δὲ σφίσι ἐπείτε γεγόνασι τὰ σύμπαντα λέγουσι εἶναι ἀπὸ τοῦ πρώτου βασιλέος Ταργιτάου ἐς τὴν Δαρείου διάβασιν τὴν ἐπὶ σφέας χιλίων οὐ πλέω ἀλλὰ τοσαῦτα. τὸν δὲ χρυσὸν τοῦτον τὸν ἱρὸν φυλάσσουσι οἱ βασιλέες ἐς τὰ μάλιστα καὶ θυσίῃσι μεγάλῃσι ἱλασκόμενοι μετέρχονται ἀνὰ πᾶν ἔτος.Λοιπόν έτσι λένε ότι δημιουργήθηκε το έθνος τους οι Σκύθες, και λένε ακόμα πως από τον πρώτο βασιλιά τους, τον Ταργίταο, ώς την εισβολή του Δαρείου στη χώρα τους δεν πέρασαν περισσότερα από χίλια χρόνια, αλλά τόσα ακριβώς. Και το χρυσάφι τους το ιερό το φυλάνε οι βασιλιάδες τους με τη μεγαλύτερη φροντίδα και, προσφέροντάς του μεγάλες θυσίες κάθε χρόνο, ζητούν τη χάρη του.
[4.7.2]ὃς δ᾽ ἂν ἔχων τὸν χρυσὸν τὸν ἱρὸν ἐν τῇ ὁρτῇ ὑπαίθριος κατακοιμηθῇ, οὗτος λέγεται ὑπὸ Σκυθέων οὐ διενιαυτίζειν· δίδοσθαι δέ οἱ διὰ τοῦτο ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ αὐτός. τῆς δὲ χώρης ἐούσης μεγάλης τριφασίας τὰς βασιληίας τοῖσι παισὶ τοῖσι ἑωυτοῦ καταστήσασθαι Κολάξαϊν καὶ τουτέων μίαν ποιῆσαι μεγίστην, ἐν τῇ τὸν χρυσὸν φυλάσσεσθαι.Κι όποιος, όσο κρατά η γιορτή, κοιμηθεί τη νύχτα στο ύπαιθρο φυλάγοντας το ιερό χρυσάφι, λένε οι Σκύθες πως αυτός δε βγάζει τη χρονιά· και πως του δίνουν γι᾽ αυτό τόση γη, όση θα τρέξει ένα γύρο ο ίδιος πάνω σ᾽ άλογο σε μια μέρα. Και πως, καθώς η χώρα του ήταν απέραντη, ο Κολάξαης δημιούργησε τρία βασίλεια για τα παιδιά του, κι απ᾽ αυτά το ένα το έκανε πολύ μεγάλο, εκείνο όπου φυλάγεται το χρυσάφι.
[4.7.3]τὰ δὲ κατύπερθε πρὸς βορέην [λέγουσι] ἄνεμον τῶν ὑπεροίκων τῆς χώρης οὐκ οἷά τε εἶναι ἔτι προσωτέρω οὔτε ὁρᾶν οὔτε διεξιέναι ὑπὸ πτερῶν κεχυμένων· πτερῶν γὰρ καὶ τὴν γῆν καὶ τὸν ἠέρα εἶναι πλέον, καὶ ταῦτα εἶναι τὰ ἀποκληίοντα τὴν ὄψιν.Τώρα, για τα μέρη που βρίσκονται προς τον βόρειο άνεμο, πέρα απ᾽ τους πιο απόμακρους οικισμούς της χώρας τους, λένε πως είναι αδύνατο κανείς είτε να δει είτε να περάσει πιο πέρα, κι ο λόγος είναι τα φτερά που γεμίζουν τον αέρα· γιατί και η γη κι ο αέρας είναι γεμάτοι φτερά, κι αυτά είναι που δε σ᾽ αφήνουν να δεις.
[4.8.1]Σκύθαι μὲν ὧδε ὑπὲρ σφέων τε αὐτῶν καὶ τῆς χώρης τῆς κατύπερθε λέγουσι, Ἑλλήνων δὲ οἱ τὸν Πόντον οἰκέοντες ὧδε. Ἡρακλέα ἐλαύνοντα τὰς Γηρυόνεω βοῦς ἀπικέσθαι ἐς γῆν ταύτην ἐοῦσαν ἐρήμην, ἥντινα νῦν Σκύθαι νέμονται.Αυτά λοιπόν λένε για το έθνος τους και για τη χώρα που βρίσκεται πιο πέρ᾽ απ᾽ αυτούς οι Σκύθες, ενώ οι Έλληνες που κατοικούν στον Πόντο τα εξής: πως ο Ηρακλής, σαλαγώντας τα βόδια του Γηρυόνη, έφτασε σ᾽ αυτή τη χώρα που ήταν ερημιά, αυτή στην οποία ζουν τώρα οι Σκύθες.
[4.8.2]Γηρυόνεα δὲ οἰκέειν ἔξω τοῦ Πόντου, κατοικημένον τὴν Ἕλληνες λέγουσι Ἐρύθειαν νῆσον, τὴν πρὸς Γηδείροισι τοῖσι ἔξω Ἡρακλέων στηλέων ἐπὶ τῷ Ὠκεανῷ. τὸν δὲ Ὠκεανὸν λόγῳ μὲν λέγουσι ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων ἀρξάμενον γῆν περὶ πᾶσαν ῥέειν, ἔργῳ δὲ οὐκ ἀποδεικνῦσι.Και πως ο Γηρυόνης κατοικούσε μακριά από τον Πόντο, αφού ζούσε στο νησί που οι Έλληνες το λένε Ερύθεια, εκεί κατά τα Γάδειρα, που είναι έξω από τις Ηράκλειες στήλες, στην ακρογιαλιά του Ωκεανού. Και λένε βέβαια μερικοί για τον Ωκεανό πως, ξεκινώντας αποκεί που ανατέλλει ο ήλιος, κυλά το ρέμα του γύρω απ᾽ ολόκληρη τη γη — αυτά όμως είναι μόνο λόγια· γιατί κανείς τους δε δίνει πραγματικές αποδείξεις.
[4.8.3]ἐνθεῦτεν τὸν Ἡρακλέα ὡς ἀπικέσθαι ἐς τὴν νῦν Σκυθικὴν χώρην καλεομένην (καταλαβεῖν γὰρ αὐτὸν χειμῶνά τε καὶ κρυμόν), ἐπειρυσάμενον [δὲ] τὴν λεοντέην κατυπνῶσαι, τὰς δέ οἱ ἵππους [τὰς] ὑπὸ τοῦ ἅρματος νεμομένας ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ ἀφανισθῆναι θείῃ τύχῃ.Κι ο Ηρακλής αποκεί έφτασε στη χώρα που σήμερα ονομάζουμε Σκυθία· λοιπόν, καθώς τον βρήκε κακοχειμωνιά και παγωνιά, λένε πως έσυρε απάνω του τη λεοντή, σκεπάστηκε κι έπεσε σε ύπνο βαρύ, και πως τότε οι φοράδες του, που βοσκούσαν κάτω απ᾽ την άμαξα, έγιναν άφαντες — τα ᾽φερε έτσι κάποιος θεός.
[4.9.1]ὡς δ᾽ ἐγερθῆναι τὸν Ἡρακλέα, δίζησθαι, πάντα δὲ τῆς χώρης ἐπεξελθόντα τέλος ἀπικέσθαι ἐς τὴν Ὑλαίην καλεομένην γῆν· ἐνθαῦτα δὲ αὐτὸν εὑρεῖν ἐν ἄντρῳ μειξοπάρθενόν τινα ἔχιδναν διφυέα, τῆς τὰ μὲν ἄνω ἀπὸ τῶν γλουτῶν εἶναι γυναικός, τὰ δὲ ἔνερθε ὄφιος.Και πως, μόλις ο Ηρακλής ξύπνησε, βάλθηκε να τις ψάχνει, κι αφού διάβηκε απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη όλη τη χώρα, στο τέλος έφτασε στην περιοχή που ονομάζεται Υλαία· και πως εκεί βρήκε σε μια σπηλιά μια κόρη–τέρας: μια Έχιδνα με διπλή φύση, που από τους γοφούς και πάνω ήταν γυναίκα κι αποκεί και κάτω φίδι·
[4.9.2]ἰδόντα δὲ καὶ θωμάσαντα ἐπειρέσθαι μιν εἴ κου εἶδεν ἵππους πλανωμένας· τὴν δὲ φάναι ἑωυτὴν ἔχειν καὶ οὐκ ἀποδώσειν ἐκείνῳ πρὶν ἤ οἱ μειχθῇναι· τὸν δὲ Ἡρακλέα μιχθῆναι ἐπὶ τῷ μισθῷ τούτῳ.πως σάστισε βλέποντάς την κι ύστερα τη ρώτησε αν είδε πουθενά φοράδες αδέσποτες· και πως εκείνη του αποκρίθηκε ότι τις είχε η ίδια κι ότι δε θα του τις δώσει πίσω πριν σμίξει μαζί της· και πως ο Ηρακλής έσμιξε μαζί της μ᾽ αυτή την αντιμισθία.
[4.9.3]κείνην τε δὴ ὑπερβάλλεσθαι τὴν ἀπόδοσιν τῶν ἵππων, βουλομένην ὡς πλεῖστον χρόνον συνεῖναι τῷ Ἡρακλέϊ, καὶ τὸν κομισάμενον ἐθέλειν ἀπαλλάσσεσθαι· τέλος δὲ ἀποδιδοῦσαν αὐτὴν εἰπεῖν· Ἵππους μὲν δὴ ταύτας ἀπικομένας ἐνθάδε ἔσωσά τοι ἐγώ, σῶστρα δὲ σὺ παρέσχες· ἔχω γὰρ ἐκ σέο παῖδας τρεῖς.Λοιπόν, λένε πως εκείνη όλο κι ανέβαλε να του δώσει πίσω τις φοράδες, γιατί ήθελε όσο γίνεται πιο πολύ καιρό να έχει τον Ηρακλή κοντά της, ενώ αυτός ήθελε να τις πάρει και να πάει στη δουλειά του· πως επιτέλους αυτή του τις έδωσε πίσω λέγοντας: «Τις φοράδες σου αυτές που έφτασαν εδώ σου τις φύλαξα εγώ κι εσύ μου πλήρωσες τα βρετίκια· γιατί μου χάρισες τρία αγόρια που έχω στην κοιλιά·
[4.9.4]τούτους, ἐπεὰν γένωνται τρόφιες, ὅ τι χρὴ ποιέειν ἐξηγέο σύ, εἴτε αὐτοῦ κατοικίζω (χώρης γὰρ τῆσδε ἔχω τὸ κράτος αὐτή) εἴτε ἀποπέμπω παρὰ σέ. τὴν μὲν δὴ ταῦτα ἐπειρωτᾶν, τὸν δὲ λέγουσι πρὸς ταῦτα εἰπεῖν·πες μου, τί να κάνω μ᾽ αυτά, όταν μεγαλώσουν, να τ᾽ αφήσω να ζήσουν εδώ (μια κι εγώ εξουσιάζω αυτή τη χώρα) ή να τα στείλω κοντά σου;» Λοιπόν, λένε πως εκείνη αυτή την ερώτηση έκανε, κι εκείνος της αποκρίθηκε:
[4.9.5]Ἐπεὰν ἀνδρωθέντας ἴδῃ τοὺς παῖδας, τάδε ποιεῦσα οὐκ ἂν ἁμαρτάνοις· τὸν μὲν ἂν ὁρᾷς αὐτῶν τόδε [τὸ] τόξον ὧδε διατεινόμενον καὶ τῷ ζωστῆρι τῷδε κατὰ τάδε ζωννύμενον, τοῦτον μὲν τῆσδε τῆς χώρης οἰκήτορα ποιεῦ· ὃς δ᾽ ἂν τούτων τῶν ἔργων τῶν ἐντέλλομαι λείπηται, ἔκπεμπε ἐκ τῆς χώρης. καὶ ταῦτα ποιεῦσα αὐτή τε εὐφρανέαι καὶ τὰ ἐντεταλμένα ποιήσεις.«Όταν δεις πως τα παιδιά έγιναν άντρες, κάνε τα εξής και δε θ᾽ αστοχήσεις: όποιον απ᾽ αυτούς δεις να τεντώνει ετούτο το τόξο έτσι, πέρα για πέρα, και να ζώνεται ετούτον το ζωστήρα μ᾽ αυτό τον τρόπο, ε, αυτόν κάνε να κατοικήσει σ᾽ ετούτη τη χώρα· όποιος όμως δεν καταφέρνει τις πράξεις που εγώ παραγγέλνω, διώξε τον μακριά από τη χώρα. Κι αν κάνεις αυτά, και την ψυχή σου θα ευφράνεις και τις εντολές μου θα εκτελέσεις».
[4.10.1]τὸν μὲν δὴ εἰρύσαντα τῶν τόξων τὸ ἕτερον (δύο γὰρ δὴ φορέειν τέως Ἡρακλέα) καὶ τὸν ζωστῆρα προδέξαντα παραδοῦναι τὸ τόξον τε καὶ τὸν ζωστῆρα ἔχοντα ἐπ᾽ ἄκρης τῆς συμβολῆς φιάλην χρυσέην, δόντα δὲ ἀπαλλάσσεσθαι. τὴν δ᾽, ἐπεί οἱ γενομένους τοὺς παῖδας ἀνδρωθῆναι, τοῦτο μέν σφι οὐνόματα θέσθαι, τῷ μὲν Ἀγάθυρσον αὐτῶν, τῷ δ᾽ ἑπομένῳ Γελωνόν, Σκύθην δὲ τῷ νεωτάτῳ, τοῦτο δὲ τῆς ἐπιστολῆς μεμνημένην αὐτὴν ποιῆσαι τὰ ἐντεταλμένα.Λένε λοιπόν πως εκείνος τέντωσε το ένα από τα δυο τόξα του (γιατί ώς τότε δυο κουβαλούσε ο Ηρακλής) κι έδειξε πώς δενόταν ο ζωστήρας και κατόπι παράδωσε και το τόξο και το ζωστήρα (ετούτος είχε στο κούμπωμά του χρυσή κούπα)· και πως, αφού τα έδωσε, σηκώθηκε κι έφυγε· κι εκείνη απ᾽ τη μεριά της, όταν τα παιδιά που γέννησε έγιναν άντρες, πρώτα πρώτα τους έδωσε ονόματα: τον ένα τους τον είπε Αγάθυρσο, τον επόμενο Γελωνό και τον μικρότερο Σκύθη· ύστερα, έχοντας στο νου της την παραγγελία, έβαλε σε πράξη τις εντολές που είχε πάρει.
[4.10.2]καὶ δὴ δύο μέν οἱ τῶν παίδων, τόν τε Ἀγάθυρσον καὶ τὸν Γελωνόν, οὐκ οἵους τε γενομένους ἐξικέσθαι πρὸς τὸν προκείμενον ἄεθλον, οἴχεσθαι ἐκ τῆς χώρης ἐκβληθέντας ὑπὸ τῆς γειναμένης, τὸν δὲ νεώτατον αὐτῶν Σκύθην ἐπιτελέσαντα καταμεῖναι ἐν τῇ χώρῃ.Και πως τα δυο από τα παιδιά της, τον Αγάθυρσο και τον Γελωνό, που δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα με τον άθλο που τους πρότεινε, τους έδιωξε απ᾽ τη χώρα τους η μάνα που τους γέννησε, όμως ο μικρότερός τους, ο Σκύθης, τα έβγαλε πέρα κι έμεινε για πάντα στη χώρα.
[4.10.3]καὶ ἀπὸ μὲν Σκύθεω τοῦ Ἡρακλέος γενέσθαι τοὺς αἰεὶ βασιλέας γινομένους Σκυθέων, ἀπὸ δὲ τῆς φιάλης ἔτι καὶ ἐς τόδε φιάλας ἐκ τῶν ζωστήρων φορέειν Σκύθας· τὸ δὴ μοῦνον μηχανήσασθαι τὴν μητέρα Σκύθῃ. ταῦτα δὲ Ἑλλήνων οἱ τὸν Πόντον οἰκέοντες λέγουσι.Και πως από τον Σκύθη, το γιο του Ηρακλή, κατάγεται η βασιλική δυναστεία των Σκυθών, κι από εκείνη την κούπα οι Σκύθες ακόμα και σήμερα κρεμούν στο ζωστήρα τους κούπες, και ακόμη, το που έμεινε μονάχα ο Σκύθης στη χώρα το χρωστά σε τέχνασμα της μητέρας του. Αυτά λοιπόν λένε οι Έλληνες που κατοικούν στον Πόντο.
[4.11.1]Ἔστι δὲ καὶ ἄλλος λόγος ἔχων ὧδε, τῷ μάλιστα λεγομένῳ αὐτὸς πρόσκειμαι· Σκύθας τοὺς νομάδας οἰκέοντας ἐν τῇ Ἀσίῃ, πολέμῳ πιεσθέντας ὑπὸ Μασσαγετέων, οἴχεσθαι διαβάντας ποταμὸν Ἀράξην ἐπὶ γῆν τὴν Κιμμερίην (τὴν γὰρ νῦν νέμονται Σκύθαι, αὕτη λέγεται τὸ παλαιὸν εἶναι Κιμμερίων),Αλλά υπάρχει και μια άλλη παράδοση —κι εγώ τη βρίσκω πολύ πιο κοντά στην αλήθεια απ᾽ τις άλλες— που λέει τα εξής: πως οι νομάδες Σκύθες που κατοικούσαν στην Ασία, στενεμένοι από τον πόλεμο που τους έκαναν οι Μασσαγέτες, διάβηκαν βιαστικά τον ποταμό Αράξη και πέρασαν στη χώρα των Κιμμερίων (γιατί η χώρα που τώρα κατοικούν οι Σκύθες λένε πως παλιότερα ήταν των Κιμμερίων)·
[4.11.2]τοὺς δὲ Κιμμερίους ἐπιόντων Σκυθέων βουλεύεσθαι ὡς στρατοῦ ἐπιόντος μεγάλου, καὶ δὴ τὰς γνώμας σφέων κεχωρισμένας, ἐντόνους μὲν ἀμφοτέρας, ἀμείνω δὲ τὴν τῶν βασιλέων· τὴν μὲν γὰρ δὴ τοῦ δήμου φέρειν γνώμην ὡς ἀπαλλάσσεσθαι πρῆγμα εἴη μηδὲ πρὸς πολλοὺς δεόμενον κινδυνεύειν, τὴν δὲ τῶν βασιλέων διαμάχεσθαι περὶ τῆς χώρης τοῖσι ἐπιοῦσι.και πως με την εισβολή των Σκυθών οι Κιμμέριοι έκαναν συμβούλιο, αφού στρατός μεγάλος βάδιζε εναντίον τους, και κει υποστηρίχτηκαν δυο γνώμες αντίθετες μεταξύ τους, με πείσμα η καθεμιά τους, η πιο γενναία όμως ήταν των βασιλιάδων· γιατί η γνώμη του λαού εκεί το πήγαινε, πως θα ᾽χαν όφελος μόνο αν σηκωθούν να φύγουν, και να μη βάλουν σε κίνδυνο τη ζωή τους αντιμετωπίζοντας πολλούς εχθρούς, ενώ των βασιλιάδων η γνώμη ήταν να δώσουν μάχη με τους εισβολείς για τη γη τους.
[4.11.3]οὐκ ὦν δὴ ἐθέλειν πείθεσθαι οὔτε τοῖσι βασιλεῦσι τὸν δῆμον οὔτε τῷ δήμῳ τοὺς βασιλέας. τοὺς μὲν δὴ ἀπαλλάσσεσθαι βουλεύεσθαι ἀμαχητὶ τὴν χώρην παραδιδόντας τοῖσι ἐπιοῦσι, τοῖσι δὲ βασιλεῦσι δόξαι ἐν τῇ ἑωυτῶν κεῖσθαι ἀποθανόντας μηδὲ συμφεύγειν τῷ δήμῳ, λογισαμένους ὅσα τε ἀγαθὰ πεπόνθασι καὶ ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν.Πως οι πρώτοι αποφάσισαν να σηκωθούν και να φύγουν παραδίνοντας χωρίς αντίσταση τη χώρα στους επιδρομείς, ενώ οι βασιλιάδες αποφάσισαν να πεθάνουν και να κείτονται στη χώρα τους, και να μη φύγουν μαζί με το λαό, λογαριάζοντας και πόση ευτυχία τούς χάρισε αυτή και πόσα βάσανα ήταν σίγουρο ότι θα τους περιμένουν αν φύγουν από την πατρίδα.
[4.11.4]ὡς δὲ δόξαι σφι ταῦτα, διαστάντας καὶ ἀριθμὸν ἴσους γενομένους μάχεσθαι πρὸς ἀλλήλους· καὶ τοὺς μὲν ἀποθανόντας πάντας ὑπ᾽ ἑωυτῶν θάψαι τὸν δῆμον τῶν Κιμμερίων παρὰ ποταμὸν Τύρην (καί σφεων ἔτι δῆλός ἐστι ὁ τάφος), θάψαντας δὲ οὕτω τὴν ἔξοδον ἐκ τῆς χώρης ποιέεσθαι, Σκύθας δὲ ἐπελθόντας λαβεῖν τὴν χώρην ἐρήμην.Και πως, καθώς πήραν αυτή την απόφαση, χωρίστηκαν σε δυο σχηματισμούς με ίσο αριθμό αντρών στον καθένα κι έδωσαν μάχη μεταξύ τους· και λένε πως τους βασιλιάδες, που μ᾽ αυτόν τον τρόπο αλληλοσκοτώθηκαν όλοι τους, τους έθαψε ο λαός των Κιμμερίων στις όχθες του ποταμού Τύρη (ο τάφος τους ακόμα φαίνεται), κι αφού τους έθαψαν έτσι, εγκατέλειψαν τη χώρα τους, κι οι Σκύθες, όταν μπήκαν σ᾽ αυτήν, κυρίεψαν μια έρημη χώρα.
[4.12.1]καὶ νῦν ἔστι μὲν ἐν τῇ Σκυθικῇ Κιμμέρια τείχεα, ἔστι δὲ πορθμήια Κιμμέρια, ἔστι δὲ καὶ χώρη οὔνομα Κιμμερίη, ἔστι δὲ Βόσπορος Κιμμέριος καλεόμενος.Και σήμερα υπάρχουν στη Σκυθία τείχη Κιμμερικά, υπάρχει πορθμός Κιμμερικός, υπάρχει και περιοχή που λέγεται Κιμμερία· υπάρχει κι ο Βόσπορος που ονομάζεται Κιμμερικός.
[4.12.2]φαίνονται δὲ οἱ Κιμμέριοι φεύγοντες ἐς τὴν Ἀσίην τοὺς Σκύθας καὶ τὴν χερσόνησον κτίσαντες ἐν τῇ νῦν Σινώπη πόλις Ἑλλὰς οἴκηται. φανεροὶ δέ εἰσι καὶ οἱ Σκύθαι διώξαντες αὐτοὺς καὶ ἐσβαλόντες ἐς γῆν τὴν Μηδικήν, ἁμαρτόντες τῆς ὁδοῦ.Κι είναι φανερό ότι οι Κιμμέριοι, φεύγοντας προς την Ασία για να γλιτώσουν από τους Σκύθες, έχτισαν αποικία στη χερσόνησο, όπου σήμερα είναι χτισμένη η ελληνική πόλη Σινώπη. Κι είναι επίσης φανερό ότι οι Σκύθες τούς καταδίωξαν και μπήκαν στη χώρα των Μήδων παίρνοντας λάθος δρόμο.
[4.12.3]οἱ μὲν γὰρ Κιμμέριοι αἰεὶ τὴν παρὰ θάλασσαν ἔφευγον, οἱ δὲ Σκύθαι ἐν δεξιῇ τὸν Καύκασον ἔχοντες ἐδίωκον ἐς οὗ ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Μηδικήν, ἐς μεσόγαιαν τῆς ὁδοῦ τραφθέντες. οὗτος δὲ ἄλλος ξυνὸς Ἑλλήνων τε καὶ Βαρβάρων λεγόμενος λόγος εἴρηται.Γιατί από τη μεριά τους οι Κιμμέριοι στη φυγή τους ακολουθούσαν σταθερά τον παραθαλάσσιο δρόμο, ενώ οι Σκύθες τούς καταδίωκαν έχοντας στο δεξί τους χέρι τον Καύκασο, κι έτσι, παίρνοντας το δρόμο που περνούσε από το εσωτερικό της χώρας, μπήκαν στη χώρα των Μήδων. Νά, αυτή είναι η άλλη παράδοση που την ακούσαμε κι από Έλληνες κι από βαρβάρους.
[4.13.1]ἔφη δὲ Ἀριστέης ὁ Καϋστροβίου ἀνὴρ Προκοννήσιος, ποιέων ἔπεα, ἀπικέσθαι ἐς Ἰσσηδόνας φοιβόλαμπτος γενόμενος, Ἰσσηδόνων δὲ ὑπεροικέειν Ἀριμασποὺς ἄνδρας μουνοφθάλμους, ὑπὲρ δὲ τούτων τοὺς χρυσοφύλακας γρῦπας, τούτων δὲ τοὺς Ὑπερβορέους κατήκοντας ἐπὶ θάλασσαν.Ο Αριστέας πάλι, ο γιος του Καϋστροβίου από την Προκόννησο, γράφοντας το επικό του ποίημα, είπε πως έφτασε στη χώρα των Ισσηδόνων σε κατάσταση απολλώνειας έκστασης, κι ότι πιο πέρα από τους Ισσηδόνες κατοικούν άνθρωποι μονόφθαλμοι, οι Αριμασποί, και πέρ᾽ απ᾽ αυτούς οι γρύπες οι χρυσοφύλακες, και πιο βόρεια απ᾽ αυτούς οι Υπερβόρειοι, που φτάνουν ώς τη θάλασσα.
[4.13.2]τούτους ὦν πάντας πλὴν Ὑπερβορέων, ἀρξάντων Ἀριμασπῶν αἰεὶ τοῖσι πλησιοχώροισι ἐπιτίθεσθαι, καὶ ὑπὸ μὲν Ἀριμασπῶν ἐξωθέεσθαι ἐκ τῆς χώρης Ἰσσηδόνας, ὑπὸ δὲ Ἰσσηδόνων Σκύθας, Κιμμερίους δὲ οἰκέοντας ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ ὑπὸ Σκυθέων πιεζομένους ἐκλιπεῖν τὴν χώρην. οὕτω οὐδὲ οὗτος συμφέρεται περὶ τῆς χώρης ταύτης Σκύθῃσι.Λοιπόν, πως όλοι αυτοί, με εξαίρεση τους Υπερβορείους, πρώτα οι Αριμασποί κι ύστερα όλοι οι άλλοι, πατούσαν τη γη των γειτόνων τους, κι έτσι οι Αριμασποί έδιωξαν με τη βία τους Ισσηδόνες από τη χώρα τους, οι Ισσηδόνες τους Σκύθες, και οι Κιμμέριοι, που κατοικούσαν στις ακτές της νότιας θάλασσας, στενεμένοι από τους Σκύθες εγκατέλειψαν τη χώρα τους. Έτσι λοιπόν ούτε κι αυτός συμφωνεί με τους Σκύθες σ᾽ ό,τι αφορά τη χώρα αυτή.
[4.14.1]Καὶ ὅθεν μὲν ἦν Ἀριστέης ὁ ταῦτα ποιήσας, εἴρηται· τὸν δὲ περὶ αὐτοῦ ἤκουον λόγον ἐν Προκοννήσῳ καὶ Κυζίκῳ, λέξω. Ἀριστέην γὰρ λέγουσι, ἐόντα τῶν ἀστῶν οὐδενὸς γένος ὑποδεέστερον, ἐσελθόντα ἐς κναφήιον ἐν Προκοννήσῳ ἀποθανεῖν, καὶ τὸν κναφέα κατακληίσαντα τὸ ἐργαστήριον οἴχεσθαι ἀγγελέοντα τοῖσι προσήκουσι τῷ νεκρῷ.Τώρα, από πού καταγόταν ο Αριστέας, ο ποιητής αυτού του έπους, έχει ειπωθεί· θα πω όμως την ιστορία που άκουσα γι᾽ αυτόν στην Προκόννησο και στην Κύζικο. Λένε δηλαδή πως ο Αριστέας, από οικογένεια της πρώτης σειράς μέσα στην πόλη τους, μόλις μπήκε μέσα σε υφαντήριο στην Προκόννησο, πέθανε, και πως ο υφαντής έκλεισε καλά το εργαστήρι του κι έσπευσε να ειδοποιήσει τους συγγενείς του νεκρού.
[4.14.2]ἐσκεδασμένου δὲ ἤδη τοῦ λόγου ἀνὰ τὴν πόλιν ὡς τεθνεὼς εἴη ὁ Ἀριστέης, ἐς ἀμφισβασίας τοῖσι λέγουσι ἀπικνέεσθαι ἄνδρα Κυζικηνὸν ἥκοντα ἐξ Ἀρτάκης πόλιος, φάντα συντυχεῖν τέ οἱ ἰόντι ἐπὶ Κυζίκου καὶ ἐς λόγους ἀπικέσθαι. καὶ τοῦτον μὲν ἐντεταμένως ἀμφισβατέειν, τοὺς δὲ προσήκοντας τῷ νεκρῷ ἐπὶ τὸ κναφήιον παρεῖναι ἔχοντας τὰ πρόσφορα ὡς ἀναιρησομένους.Και πως το νέο πια είχε κάνει το γύρο της πόλης, ότι ο Αριστέας πέθανε και πάει, όταν ήρθε από την πόλη Αρτάκη ένας Κυζικηνός και αμφισβητούσε την είδηση, επιμένοντας πως συναπαντήθηκε με τον Αριστέα που πορευόταν για την Κύζικο και πως πιάσανε κουβέντα. Κι αυτός με πείσμα ν᾽ αμφισβητεί, όμως οι συγγενείς του νεκρού έφτασαν στο υφαντήριο μ᾽ όλα τα χρειαζούμενα για να σηκώσουν το νεκρό για ταφή.
[4.14.3]ἀνοιχθέντος δὲ τοῦ οἰκήματος οὔτε τεθνεῶτα οὔτε ζῶντα φαίνεσθαι Ἀριστέην. μετὰ δὲ ἑβδόμῳ ἔτεϊ φανέντα αὐτὸν ἐς Προκόννησον ποιῆσαι τὰ ἔπεα ταῦτα τὰ νῦν ὑπ᾽ Ἑλλήνων Ἀριμάσπεα καλέεται, ποιήσαντα δὲ ἀφανισθῆναι τὸ δεύτερον.Όμως, λένε πως, όταν άνοιξαν την πόρτα της οικοδομής, δε φαινόταν ούτε πεθαμένος ούτε ζωντανός ο Αριστέας. Και πως ύστερα από έξι χρόνια παρουσιάστηκε αυτός στην Προκόννησο κι έγραψε αυτό το επικό ποίημα, που σήμερα οι Έλληνες το ονομάζουν Τα Αριμάσπεια, και πως μόλις το έγραψε έγινε άφαντος για δεύτερη φορά.
[4.15.1]ταῦτα μὲν αἱ πόλιες αὗται λέγουσι, τάδε δὲ οἶδα Μεταποντίνοισι τοῖσι ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα μετὰ τὴν ἀφάνισιν τὴν δευτέρην Ἀριστέω ἔτεσι τεσσεράκοντα καὶ διηκοσίοισι, ὡς ἐγὼ συμβαλλόμενος ἐν Προκοννήσῳ τε καὶ Μεταποντίῳ εὕρισκον.Λοιπόν αυτά λένε αυτές οι πολιτείες, εγώ όμως έμαθα τα παρακάτω περιστατικά που έγιναν στο Μεταπόντιο της Ιταλίας διακόσια σαράντα χρόνια ύστερ᾽ από τη δεύτερη φορά που έγινε άφαντος ο Αριστέας· τόσα τα έβγαζα συνδυάζοντας τα όσα λέγονται στην Προκόννησο και το Μεταπόντιο.
[4.15.2]Μεταποντῖνοί φασι αὐτὸν Ἀριστέην φανέντα σφι ἐς τὴν χώρην κελεῦσαι βωμὸν Ἀπόλλωνος ἱδρύσασθαι καὶ Ἀριστέω τοῦ Προκοννησίου ἐπωνυμίην ἔχοντα ἀνδριάντα παρ᾽ αὐτὸν στῆσαι· φάναι γάρ σφι τὸν Ἀπόλλωνα Ἰταλιωτέων μούνοισι δὴ ἀπικέσθαι ἐς τὴν χώρην, καὶ αὐτός οἱ ἕπεσθαι ὁ νῦν ἐὼν Ἀριστέης· τότε δέ, ὅτε εἵπετο τῷ θεῷ, εἶναι κόραξ.Οι Μεταποντίνοι λένε πως εμφανίστηκε στη χώρα τους ο ίδιος ο Αριστέας και τους παράγγειλε να ιδρύσουν βωμό για τον Απόλλωνα και δίπλα του να στήσουν ανδριάντα με επιγραφή «Αριστέας ο Προκοννήσιος», γιατί, τους είπε, η χώρα τους είναι η μοναδική από τις Ιταλιωτικές που την επισκέφτηκε ο Απόλλων, κι ότι ακόλουθός του ήταν ο ίδιος — αυτός που τώρα είναι Αριστέας. Αλλά πως τότε, όταν ήταν στην ακολουθία του θεού, ήταν κοράκι.
[4.15.3]καὶ τὸν μὲν εἰπόντα ταῦτα ἀφανισθῆναι, σφέας δὲ Μεταποντῖνοι λέγουσι ἐς Δελφοὺς πέμψαντας τὸν θεὸν ἐπειρωτᾶν ὅ τι τὸ φάσμα τοῦ ἀνθρώπου εἴη. τὴν δὲ Πυθίην σφέας κελεύειν πείθεσθαι τῷ φάσματι, πειθομένοισι δὲ ἄμεινον συνοίσεσθαι. καὶ σφέας δεξαμένους ταῦτα ποιῆσαι ἐπιτελέα.Και, λένε οι Μεταποντίνοι πως, αφού είπε αυτό, έγινε άφαντος· ακόμα, πως έστειλαν ανθρώπους τους στους Δελφούς και ρωτούσαν το θεό τί ήταν αυτός ο άνθρωπος–φάντασμα. Και πως η Πυθία τούς παράγγειλε ν᾽ ακούσουν το φάντασμα, κι αν το ακούσουν, θα ᾽χουν μεγαλύτερο διάφορο. Και πως αυτοί τα δέχτηκαν αυτά και τα εκτέλεσαν κατά γράμμα.
[4.15.4]καὶ νῦν ἕστηκε ἀνδριὰς ἐπωνυμίην ἔχων Ἀριστέω παρ᾽ αὐτῷ τῷ ἀγάλματι τοῦ Ἀπόλλωνος, πέριξ δὲ αὐτὸν δάφναι ἑστᾶσι· τὸ δὲ ἄγαλμα ἐν τῇ ἀγορῇ ἵδρυται. Ἀριστέω μέν νυν πέρι τοσαῦτα εἰρήσθω.Και σήμερα είναι στημένος ανδριάντας με την επιγραφή «Αριστέας» ακριβώς δίπλα από το βωμό του Απόλλωνα, περιτριγυρισμένος από δαφνόδεντρα — κι ο βωμός βρίσκεται στην αγορά. Λοιπόν, σα να ᾽ναι αρκετά τα όσα είπαμε για τον Αριστέα.
[4.16.1]Τῆς δὲ γῆς τῆς πέρι ὅδε ὁ λόγος ὅρμηται λέγεσθαι, οὐδεὶς οἶδε ἀτρεκέως ὅ τι τὸ κατύπερθέ ἐστι· οὐδενὸς γὰρ δὴ αὐτόπτεω εἰδέναι φαμένου δύναμαι πυθέσθαι· οὐδὲ γὰρ οὐδὲ Ἀριστέης, τοῦ περ ὀλίγῳ πρότερον τούτων μνήμην ἐποιεύμην, οὐδὲ οὗτος προσωτέρω Ἰσσηδόνων αὐτὸς ἐν τοῖσι ἔπεσι ποιέων ἔφησε ἀπικέσθαι, ἀλλὰ τὰ κατύπερθε ἔλεγε ἀκοῇ, φὰς Ἰσσηδόνας εἶναι τοὺς ταῦτα λέγοντας.Τώρα, τί υπάρχει πέρα απ᾽ τη χώρα που έχω πρόθεση να περιγράψω σ᾽ αυτό το μέρος της ιστορίας μου, κανένας δεν το ξέρει με βεβαιότητα· γιατί οπωσδήποτε δεν μπορώ να έχω πληροφορίες από κανέναν που να υποστηρίζει ότι τη γνώρισε ως αυτόπτης. Γιατί ακόμα κι ο Αριστέας, για τον οποίο έκανα λόγο λίγο παραπάνω, ούτε κι ως ποιητής ετούτος σ᾽ αυτό του το έπος είπε ότι έφτασε πιο πέρα από τους Ισσηδόνες, αλλά περιέγραψε τα πιο πέρα απ᾽ όσα είχε ακούσει, δηλώνοντας πως οι Ισσηδόνες είναι που τα λένε αυτά.
[4.16.2]ἀλλ᾽ ὅσον μὲν ἡμεῖς ἀτρεκέως ἐπὶ μακρότατον οἷοί τε ἐγενόμεθα ἀκοῇ ἐξικέσθαι, πᾶν εἰρήσεται.Αλλά όσες εξακριβωμένες πληροφορίες μπορέσαμε να εξασφαλίσουμε από διηγήσεις άλλων για τις πιο απομακρυσμένες περιοχές, θα τις εκθέσουμε όλες.
[4.17.1]ἀπὸ τοῦ Βορυσθενεϊτέων ἐμπορίου (τοῦτο γὰρ τῶν παραθαλασσίων μεσαίτατόν ἐστι πάσης τῆς Σκυθίης), ἀπὸ τούτου πρῶτοι Καλλιπίδαι νέμονται ἐόντες Ἕλληνες Σκύθαι, ὑπὲρ δὲ τούτων ἄλλο ἔθνος οἳ Ἀλιζῶνες καλέονται. οὗτοι δὲ καὶ οἱ Καλλιπίδαι τὰ μὲν ἄλλα κατὰ ταὐτὰ Σκύθῃσι ἐπασκέουσι, σῖτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται, καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ φακοὺς καὶ κέγχρους.Από το εμπορικό κέντρο των Βορυσθενιτών (επειδή αυτό βρίσκεται ακριβώς στο μέσο της παραθαλάσσιας περιοχής [ολόκληρης] της Σκυθίας), από αυτό ξεκινώντας πρώτους συναντάς τους Καλλιπίδες, που είναι Ελληνοσκύθες, και πιο πάνω απ᾽ αυτούς άλλο έθνος, που ονομάζονται Αλιζώνες. Λοιπόν, κι ετούτοι και οι Καλλιπίδες στις άλλες τους ασχολίες δε διαφέρουν από τους Σκύθες, όμως σιτάρι και σπέρνουν και τρώνε, όπως και κρεμμύδια και σκόρδα και φακές και κεχρί.
[4.17.2]ὑπὲρ δὲ Ἀλιζώνων οἰκέουσι Σκύθαι ἀροτῆρες, οἳ οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν σῖτον ἀλλ᾽ ἐπὶ πρήσι. τούτων δὲ κατύπερθε οἰκέουσι Νευροί, Νευρῶν δὲ τὸ πρὸς βορέην ἄνεμον ἔρημος ἀνθρώπων, ὅσον ἡμεῖς ἴδμεν. ταῦτα μὲν παρὰ τὸν Ὕπανιν ποταμόν ἐστι ἔθνεα πρὸς ἑσπέρης τοῦ Βορυσθένεος.Και πιο πάνω από τους Αλιζώνες κατοικούν οι Σκύθες γεωργοί, που σπέρνουν σιτάρι όχι για να το τρώνε, αλλά για να το πουλούν. Και πιο πάνω απ᾽ αυτούς κατοικούν οι Νευροί, αλλά η περιοχή που βρίσκεται βορειότερα απ᾽ τους Νευρούς, όσο ξέρουμε, είναι έρημη από ανθρώπους. Λοιπόν, αυτά τα έθνη βρίσκονται στην περιοχή του ποταμού Ύπανη, στα δυτικά του Βορυσθένη.
[4.18.1]ἀτὰρ διαβάντι τὸν Βορυσθένεα ἀπὸ θαλάσσης πρῶτον μὲν ἡ Ὑλαίη, ἀπὸ δὲ ταύτης ἄνω ἰόντι οἰκέουσι Σκύθαι γεωργοί, τοὺς Ἕλληνες οἱ οἰκέοντες ἐπὶ τῷ Ὑπάνι ποταμῷ καλέουσι Βορυσθενεΐτας, σφέας δὲ αὐτοὺς Ὀλβιοπολίτας.Τώρα, όταν περάσεις στην άλλη όχθη του Βορυσθένη, ξεκινώντας από τη θάλασσα πρώτα συναντάς την Υλαία· και πέρ᾽ απ᾽ αυτήν ζουν Σκύθες γεωργοί, αυτούς που οι Έλληνες που ζουν στις όχθες του ποταμού Ύπανη τους ονομάζουν Βορυσθενίτες, κρατώντας για τον εαυτό τους το όνομα Ολβιοπολίτες.
[4.18.2]οὗτοι ὦν οἱ γεωργοὶ Σκύθαι νέμονται τὸ μὲν πρὸς τὴν ἠῶ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ὁδοῦ, κατήκοντες ἐπὶ ποταμὸν τῷ οὔνομα κεῖται Παντικάπης, τὸ δὲ πρὸς βορέην ἄνεμον πλόον ἀνὰ τὸν Βορυσθένεα ἡμερέων ἕνδεκα· ἤδη δὲ κατύπερθε τούτων ἔρημός ἐστι ἐπὶ πολλόν.Λοιπόν αυτοί οι Σκύθες γεωργοί κατέχουν μια περιοχή που θέλει πορεία τριών ημερών προς τ᾽ ανατολικά και φτάνουν στον ποταμό που έχει τ᾽ όνομα Παντικάπης, ενώ προς τον άνεμο του βοριά θέλει ταξίδι με πλοίο έντεκα ημερών προς τις πηγές του Βορυσθένη· η χώρα όμως που βρίσκεται πιο πέρα απ᾽ αυτούς είναι ερημιά σε μεγάλη έκταση·
[4.18.3]μετὰ δὲ τὴν ἔρημον Ἀνδροφάγοι οἰκέουσι, ἔθνος ἐὸν ἴδιον καὶ οὐδαμῶς Σκυθικόν. τὸ δὲ τούτων κατύπερθε ἔρημος ἤδη ἀληθέως καὶ ἔθνος ἀνθρώπων οὐδέν, ὅσον ἡμεῖς ἴδμεν.και πέρα απ᾽ την ερημιά ζουν οι Ανδροφάγοι, ένα έθνος διαφορετικό απ᾽ τ᾽ άλλα, εντελώς άσχετο με τους Σκύθες. Λοιπόν, η χώρα που βρίσκεται πιο πάνω απ᾽ αυτούς είναι πια κυριολεκτικά ερημιά και, όσο ξέρουμε, δε ζει εκεί κανένα ανθρώπινο έθνος.
[4.19.1]τὸ δὲ πρὸς τὴν ἠῶ τῶν γεωργῶν τούτων Σκυθέων διαβάντι τὸν Παντικάπην ποταμὸν νομάδες ἤδη Σκύθαι νέμονται, οὔτε τι σπείροντες οὐδὲν οὔτε ἀροῦντες· ψιλὴ δὲ δενδρέων ἡ πᾶσα αὕτη πλὴν τῆς Ὑλαίης. οἱ δὲ νομάδες οὗτοι τὸ πρὸς τὴν ἠῶ ἡμερέων τεσσέρων καὶ δέκα ὁδὸν νέμονται χώρην κατατείνουσαν ἐπὶ ποταμὸν Γέρρον.Αλλά τη γη που βρίσκεται ανατολικά από τούτους τους Σκύθες γεωργούς, αφού περάσεις στην άλλη όχθη του ποταμού Παντικάπη, την κατοικούν πια οι νομάδες Σκύθες, που ούτε σπέρνουν τίποτε ούτε οργώνουν· όλη αυτή η γη είναι άδεντρη, εκτός από την Υλαία. Λοιπόν αυτοί οι νομάδες κατέχουν χώρα που προς τ᾽ ανατολικά θέλει πορεία δεκατεσσάρων ημερών και φτάνει ίσαμε τον ποταμό Γέρρο.
[4.20.1]πέρην δὲ τοῦ Γέρρου ταῦτα δὴ τὰ καλεύμενα βασιλήιά ἐστι καὶ Σκύθαι οἱ ἄριστοί τε καὶ πλεῖστοι καὶ τοὺς ἄλλους νομίζοντες Σκύθας δούλους σφετέρους εἶναι· κατήκουσι δὲ οὗτοι τὸ μὲν πρὸς μεσαμβρίην ἐς τὴν Ταυρικήν, τὸ δὲ πρὸς ἠῶ ἐπί τε τάφρον τὴν δὴ οἱ ἐκ τῶν τυφλῶν γενόμενοι ὤρυξαν, καὶ ἐπὶ τῆς λίμνης τῆς Μαιήτιδος τὸ ἐμπόριον τὸ καλέεται Κρημνοί· τὰ δὲ αὐτῶν κατήκουσι ἐπὶ ποταμὸν Τάναϊν.Και πέρα από τον ποταμό Γέρρο βρισκόμαστε πια στην περιοχή που την ονομάζουν βασιλική, και στους Σκύθες τους άριστους και τους περισσότερους, που θεωρούν δούλους τους τούς υπόλοιπους Σκύθες· κι η χώρα τους απλώνεται στα νότια ώς τη χώρα των Ταύρων, στ᾽ ανατολικά ώς την τάφρο, αυτήν δα που έσκαψαν τα παιδιά των τυφλών, κι ώς το εμπορικό κέντρο της λίμνης Μαιήτιδας, που ονομάζεται Κρημνοί, κι από την άλλη μεριά φτάνει ώς τον ποταμό Τάναη.
[4.20.2]τὰ δὲ κατύπερθε πρὸς βορέην ἄνεμον τῶν βασιληίων Σκυθέων οἰκέουσι Μελάγχλαινοι, ἄλλο ἔθνος καὶ οὐ Σκυθικόν. Μελαγχλαίνων δὲ τὸ κατύπερθε λίμναι καὶ ἔρημός ἐστι ἀνθρώπων, κατ᾽ ὅσον ἡμεῖς ἴδμεν.Και στα μέρη που βρίσκονται πιο πάνω απ᾽ τους βασιλικούς Σκύθες, προς τον άνεμο του βοριά, ζουν οι Μελάγχλαινοι, έθνος διαφορετικό από τους Σκύθες. Και στα μέρη τα πιο πέρα απ᾽ τους Μελαγχλαίνους βρίσκονται λίμνες και περιοχές ακατοίκητες από ανθρώπους, ώς εκεί που φτάνει η γνώση μας.
[4.21.1]Τάναϊν δὲ ποταμὸν διαβάντι οὐκέτι Σκυθική, ἀλλ᾽ ἡ μὲν πρώτη τῶν λαξίων Σαυροματέων ἐστί, οἳ ἐκ τοῦ μυχοῦ ἀρξάμενοι τῆς Μαιήτιδος λίμνης νέμονται τὸ πρὸς βορέην ἄνεμον, ἡμερέων πεντεκαίδεκα ὁδόν, πᾶσαν ἐοῦσαν ψιλὴν καὶ ἀγρίων καὶ ἡμέρων δενδρέων· ὑπεροικέουσι δὲ τούτων δευτέρην λάξιν ἔχοντες Βουδῖνοι, γῆν νεμόμενοι πᾶσαν δασέαν ὕλῃ παντοίῃ.Όταν όμως περάσεις στην άλλη όχθη του ποταμού Τάναη, δε βρίσκεσαι πια στη χώρα των Σκυθών, αλλά εκεί την πρώτη μοίρα γης έχουν οι Σαυρομάτες, που αρχίζοντας από τον μυχό της λίμνης Μαιήτιδας κατέχουν τη γη που βρίσκεται προς τον άνεμο του βορρά και θέλει δρόμο δεκαπέντε ημερών να τη διανύσεις, και που σ᾽ όλη την έκτασή της είναι γυμνή κι από άγρια κι από ήμερα δέντρα· πέρα απ᾽ αυτούς ζουν οι Βουδίνοι έχοντας τη δεύτερη μοίρα γης, που ορίζουν περιοχή δασωμένη πυκνά απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη με κάθε λογής δέντρα.
[4.22.1]Βουδίνων δὲ κατύπερθε πρὸς βορῆν ἐστὶ πρώτη μὲν ἔρημος ἐπ᾽ ἡμερέων ἑπτὰ ὁδόν, μετὰ δὲ τὴν ἔρημον ἀποκλίνοντι μᾶλλον πρὸς ἀπηλιώτην ἄνεμον νέμονται Θυσσαγέται, ἔθνος πολλὸν καὶ ἴδιον· ζῶσι δὲ ἀπὸ θήρης.Τώρα, πιο πάνω από τους Βουδίνους προς το βοριά, πρώτα πρώτα συναντάς μια έρημο που θέλει δρόμο εφτά ημερών να τη διανύσεις και, μετά την έρημο, αν στρίψεις και πάρεις το δρόμο που φέρνει ανατολικότερα, βρίσκεσαι στη χώρα των Θυσσαγετών, ένα έθνος πολυάριθμο και ξεκομμένο από τα άλλα.
[4.22.2]συνεχέες δὲ τούτοισι ἐν τοῖσι αὐτοῖσι τόποισι κατοικημένοι εἰσὶ τοῖσι οὔνομα κεῖται Ἰύρκαι, καὶ οὗτοι ἀπὸ θήρης ζώοντες τρόπῳ τοιῷδε· λοχᾷ ἐπὶ δένδρεον ἀναβάς, τὰ δέ ἐστι πυκνὰ ἀνὰ πᾶσαν τὴν χώρην· ἵππος δὲ ἑκάστῳ δεδιδαγμένος ἐπὶ γαστέρα κεῖσθαι ταπεινότητος εἵνεκα ἕτοιμός ἐστι καὶ κύων· ἐπεὰν δὲ ἀπίδῃ τὸ θηρίον ἀπὸ τοῦ δενδρέου, τοξεύσας [καὶ] ἐπιβὰς ἐπὶ τὸν ἵππον διώκει, καὶ ὁ κύων ἔχεται.Στη συνέχεια και στην ίδια περιοχή είναι εγκατεστημένοι αυτοί που ονομάζονται Ιύρκες, που κι αυτοί ζουν από το κυνήγι· νά πώς κάνουν: ο κυνηγός παραμονεύει ανεβασμένος σε δέντρο (κι η χώρα τους σ᾽ όλη την έκτασή της είναι γεμάτη δέντρα), και του καθενός το άλογο, γυμνασμένο, μένει πλαγιασμένο πάνω στην κοιλιά του, έτσι που να μη χτυπά στο μάτι, έτοιμο να ξεκινήσει, όπως κι ο σκύλος του· όταν λοιπόν από το δέντρο του δει το αγρίμι, του ρίχνει βέλη, καβαλικεύει τ᾽ άλογό του κι αρχίζει την καταδίωξη, κι ο σκύλος από κοντά.
[4.22.3]ὑπὲρ δὲ τούτων τὸ πρὸς τὴν ἠῶ ἀποκλίνοντι οἰκέουσι Σκύθαι ἄλλοι, ἀπὸ τῶν βασιληίων Σκυθέων ἀποστάντες καὶ οὕτως ἀπικόμενοι ἐς τοῦτον τὸν χῶρον.Και πιο πάνω απ᾽ αυτούς, αν στρίψεις και πάρεις το δρόμο προς τ᾽ ανατολικότερα, βρίσκεσαι στη χώρα άλλων Σκυθών, που αποστάτησαν από τους βασιλικούς Σκύθες κι έτσι ήρθαν σ᾽ αυτά τα μέρη.
[4.23.1]μέχρι μὲν δὴ τῆς τούτων τῶν Σκυθέων χώρης ἐστὶ ἡ καταλεχθεῖσα πᾶσα πεδιάς τε γῆ καὶ βαθύγαιος, τὸ δ᾽ ἀπὸ τούτου λιθώδης τ᾽ ἐστὶ καὶ τρηχέα.Λοιπόν όλες οι χώρες που καταγράψαμε ώς και την περιοχή αυτών των Σκυθών είναι πεδινές και με παχύ χώμα, όμως αποκεί και πέρα η γη είναι όλο πέτρες και τραχιά.
[4.23.2]διεξελθόντι δὲ καὶ τῆς τρηχέης χῶρον πολλὸν οἰκέουσι ὑπώρεαν ὀρέων ὑψηλῶν ἄνθρωποι λεγόμενοι εἶναι πάντες φαλακροὶ ἐκ γενετῆς γινόμενοι, καὶ ἔρσενες καὶ θήλεαι ὁμοίως, καὶ σιμοὶ καὶ γένεια ἔχοντες μεγάλα, φωνὴν δὲ ἰδίην ἱέντες, ἐσθῆτι δὲ χρεώμενοι Σκυθικῇ, ζώοντες δὲ ἀπὸ δενδρέων.Κι αφού διανύσεις μεγάλη έκταση της τραχιάς γης, συναντάς ανθρώπους που ζουν στους πρόποδες ψηλών βουνών, που καταπώς λέγεται, είναι όλοι τους φαλακροί εκ γενετής, τόσο οι άντρες όσο κι οι γυναίκες, με πλατσουκωτή μύτη και μακρουλό πιγούνι, και μιλούν γλώσσα δική τους, ντύνονται όμως όπως οι Σκύθες και ζουν από δέντρα·
[4.23.3]ποντικὸν μὲν οὔνομα τῷ δενδρέῳ ἀπ᾽ οὗ ζῶσι, μέγαθος δὲ κατὰ συκέην μάλιστά κῃ· καρπὸν δὲ φορέει κυάμῳ ἴσον, πυρῆνα δὲ ἔχει. τοῦτο ἐπεὰν γένηται πέπον, σακκέουσι ἱματίοισι, ἀπορρέει δὲ ἀπ᾽ αὐτοῦ παχὺ καὶ μέλαν, οὔνομα δὲ τῷ ἀπορρέοντί ἐστι ἄσχυ· τοῦτο καὶ λείχουσι καὶ γάλακτι συμμίσγοντες πίνουσι, καὶ ἀπὸ τῆς παχύτητος αὐτοῦ τῆς τρυγὸς παλάθας συντιθεῖσι καὶ ταύτας σιτέονται.ποντικό λένε το δέντρο, από το οποίο ζουν, μεγάλο όσο περίπου κι η συκιά· ο καρπός που δίνει είναι όσο ένα κουκί, κι έχει και το κουκούτσι του· όταν ωριμάσει, τον στραγγίζουν μέσα σε σακούλες από ύφασμα και βγάζουν απόσταγμα πηχτό και μαύρο, και τ᾽ όνομα του αποστάγματος είναι άσχυ· τούτο το γλείφουν ή το πίνουν ανακατεύοντάς το με γάλα και, καθώς το κατακάθι του είναι πηχτό, πλάθουν απ᾽ αυτό πολτό και τον τρώνε·
[4.23.4]πρόβατα γάρ σφι οὐ πολλά ἐστι· οὐ γάρ τι σπουδαῖαι αἱ νομαὶ αὐτόθι εἰσί. ὑπὸ δενδρέῳ δὲ ἕκαστος κατοίκηται, τὸν μὲν χειμῶνα ἐπεὰν τὸ δένδρεον περικαλύψῃ πίλῳ στεγνῷ λευκῷ, τὸ δὲ θέρος ἄνευ πίλου.γιατί δεν έχουν πολλά πρόβατα, αφού εκεί δεν υπάρχουν βοσκοτόπια της προκοπής. Στέγη τους έχουν ο καθένας ένα δέντρο, που το χειμώνα γύρω απ᾽ αυτό απλώνουν κετσέδες, το καλοκαίρι όμως βγάζουν τους κετσέδες.
[4.23.5]τούτους οὐδεὶς ἀδικέει ἀνθρώπων (ἱροὶ γὰρ λέγονται εἶναι), οὐδέ τι ἀρήιον ὅπλον ἐκτέαται. καὶ τοῦτο μὲν τοῖσι περιοικέουσι οὗτοί εἰσι οἱ τὰς διαφορὰς διαιρέοντες, τοῦτο δέ, ὃς ἂν φεύγων καταφύγῃ ἐς τούτους, ὑπ᾽ οὐδενὸς ἀδικέεται· οὔνομα δέ σφί ἐστι Ἀργιππαῖοι.Κανένας άνθρωπος δεν τους πειράζει αυτούς· γιατί τους θεωρούν ανθρώπους του θεού. Κι ούτε κρατούν κανένα πολεμικό όπλο. Κι είναι αυτοί που τους βάζουν κριτές στις διαφορές τους οι γειτονικοί λαοί, κι ακόμα όποιος, αποδιωγμένος απ᾽ την πατρίδα του, καταφύγει σ᾽ αυτούς, δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από κανένα· κι ονομάζονται Αγριππαίοι.
[4.24.1]μέχρι μέν νυν τῶν φαλακρῶν τούτων πολλὴ περιφάνεια τῆς χώρης ἐστὶ καὶ τῶν ἔμπροσθε ἐθνέων· καὶ γὰρ Σκυθέων τινὲς ἀπικνέονται ἐς αὐτούς, τῶν οὐ χαλεπόν ἐστι πυθέσθαι, καὶ Ἑλλήνων τῶν ἐκ Βορυσθένεός τε ἐμπορίου καὶ τῶν ἄλλων Ποντικῶν ἐμπορίων. Σκυθέων δὲ οἳ ἂν ἔλθωσι ἐς αὐτοὺς δι᾽ ἑπτὰ ἑρμηνέων καὶ δι᾽ ἑπτὰ γλωσσέων διαπρήσσονται.Λοιπόν, ώς αυτούς τους φαλακρούς η χώρα είναι πολλή γνωστή, η δική τους και των εθνών που συναντάμε πριν απ᾽ αυτούς· γιατί και μερικοί Σκύθες πηγαίνουν στη χώρα τους, κι εύκολα μπορείς να πάρεις πληροφορίες απ᾽ αυτούς, αλλά και Έλληνες που ξεκινούν από το εμπορικό κέντρο των Βορυσθενιτών κι από τ᾽ άλλα εμπορικά κέντρα του Πόντου. Κι οι Σκύθες που πηγαίνουν στη χώρα αυτή χρησιμοποιούν εφτά διερμηνείς κι εφτά γλώσσες για να τελειώσουν τις δουλειές τους.
[4.25.1]μέχρι μὲν δὴ τούτων γινώσκεται, τὸ δὲ τῶν φαλακρῶν κατύπερθε οὐδεὶς ἀτρεκέως οἶδε φράσαι· ὄρεα γὰρ ὑψηλὰ ἀποτάμνει ἄβατα καὶ οὐδείς σφεα ὑπερβαίνει· οἱ δὲ φαλακροὶ οὗτοι λέγουσι, ἐμοὶ μὲν οὐ πιστὰ λέγοντες, οἰκέειν τὰ ὄρεα αἰγίποδας ἄνδρας, ὑπερβάντι δὲ τούτους ἀνθρώπους ἄλλους οἳ τὴν ἑξάμηνον κατεύδουσι· τοῦτο δὲ οὐκ ἐνδέκομαι ἀρχήν.Λοιπόν, ώς αυτούς η χώρα είναι γνωστή, κανείς όμως δεν ξέρει να πει τί ακριβώς υπάρχει πέρ᾽ από τους φαλακρούς· γιατί βουνά ψηλά, απάτητα κόβουν το δρόμο και κανείς δεν τα διαβαίνει· και λένε τούτοι οι φαλακροί (εγώ όμως δε δίνω πίστη στα λόγια τους) ότι στα βουνά κατοικούν άνθρωποι τραγοπόδαροι κι ότι, όταν διαβείς κι αυτών τη χώρα, άλλοι άνθρωποι, που κοιμούνται ύπνο έξι μηνών· εγώ αυτά τα απορρίπτω χωρίς συζήτηση.
[4.25.2]ἀλλὰ τὸ μὲν πρὸς ἠῶ τῶν φαλακρῶν γινώσκεται ἀτρεκέως ὑπὸ Ἰσσηδόνων οἰκεομένην, τὸ μέντοι κατύπερθε πρὸς βορέην ἄνεμον οὐ γινώσκεται οὔτε τῶν φαλακρῶν οὔτε τῶν Ἰσσηδόνων, εἰ μὴ ὅσα αὐτῶν τούτων λεγόντων.Βέβαια, τη χώρα που βρίσκεται ανατολικά από τους φαλακρούς ξέρουμε πως πραγματικά την κατοικούν οι Ισσηδόνες, όμως για τα πιο πάνω μέρη, προς τον άνεμο του βοριά, είτε απ᾽ τη μεριά των φαλακρών είτε από τη μεριά των Ισσηδόνων, δεν ξέρουμε τίποτα, εκτός απ᾽ ό,τι λένε τούτοι οι ίδιοι.
[4.26.1]νόμοισι δὲ Ἰσσηδόνες τοιοισίδε λέγονται χρᾶσθαι. ἐπεὰν ἀνδρὶ ἀποθάνῃ πατήρ, οἱ προσήκοντες πάντες προσάγουσι πρόβατα καὶ ἔπειτα ταῦτα θύσαντες καὶ καταταμόντες τὰ κρέα κατατάμνουσι καὶ τὸν τοῦ δεκομένου τεθνεῶτα γονέα, ἀναμείξαντες δὲ πάντα τὰ κρέα δαῖτα προτίθενται.Νά τώρα τί λογής έθιμα ακούμε πως έχουν οι Ισσηδόνες· όταν πεθάνει κάποιου ο πατέρας, όλοι οι συγγενείς φέρνουν ζώα της βοσκής και κατόπι, αφού τα θυσιάσουν και λιανίσουν τα κρέατά τους, λιανίζουν και τον πεθαμένο γονιό του νοικοκύρη, και, αφού ανακατέψουν όλα τα κρέατα, στρώνουν τραπέζι.
[4.26.2]τὴν δὲ κεφαλὴν αὐτοῦ ψιλώσαντες καὶ ἐκκαθήραντες καταχρυσοῦσι καὶ ἔπειτα ἅτε ἀγάλματι χρέωνται, θυσίας μεγάλας ἐπετείους ἐπιτελέοντες. παῖς δὲ πατρὶ τοῦτο ποιέει, κατά περ Ἕλληνες τὰ γενέσια. ἄλλως δὲ δίκαιοι καὶ οὗτοι λέγονται εἶναι, ἰσοκρατέες δὲ ὁμοίως αἱ γυναῖκες τοῖσι ἀνδράσι.Και το κεφάλι του νεκρού, αφού το ξυρίσουν και το παστρέψουν, το επιχρυσώνουν, κι έπειτα το κρατούν σαν κειμήλιο, προσφέροντάς του κάθε χρόνο μεγάλες θυσίες. Το κάθε παιδί αυτό κάνει για τον πατέρα του, όπως οι Έλληνες τα μνημόσυνα. Εξάλλου, κι αυτοί έχουν τη φήμη ότι είναι δίκαιοι, κι ότι γυναίκες και άντρες έχουν τα ίδια δικαιώματα.
[4.27.1]γινώσκονται μὲν δὴ καὶ οὗτοι, τὸ δὲ ἀπὸ τούτων τὸ κατύπερθε Ἰσσηδόνες εἰσὶ οἱ λέγοντες τοὺς μουνοφθάλμους ἀνθρώπους καὶ τοὺς χρυσοφύλακας γρῦπας εἶναι, παρὰ δὲ τούτων Σκύθαι παραλαβόντες λέγουσι· παρὰ δὲ Σκυθέων ἡμεῖς οἱ ἄλλοι νενομίκαμεν, καὶ ὀνομάζομεν αὐτοὺς σκυθιστὶ Ἀριμασπούς· ἄριμα γὰρ ἓν καλέουσι Σκύθαι, σποῦ δὲ ὀφθαλμόν.Λοιπόν και γι᾽ αυτούς έχουμε πληροφορίες, αλλά για το τί υπάρχει πιο πέρα απ᾽ αυτούς, οι Ισσηδόνες είναι που λένε πως εκεί βρίσκονται οι μονόφθαλμοι άνθρωποι και οι γρύπες οι χρυσοφύλακες· κι απ᾽ αυτούς τα πήραν και τα λένε οι Σκύθες κι από τους Σκύθες έφτασαν σε μας τους άλλους, και τους αποκαλούμε με τη σκυθική λέξη Αριμασπούς· γιατί στα σκυθικά άριμα σημαίνει ένα, και σπου, μάτι.
[4.28.1]δυσχείμερος δὲ αὕτη ἡ καταλεχθεῖσα πᾶσα χώρη οὕτω δή τί ἐστι, ἔνθα τοὺς μὲν ὀκτὼ τῶν μηνῶν ἀφόρητος οἷος γίνεται κρυμός, ἐν τοῖσι ὕδωρ ἐκχέας πηλὸν οὐ ποιήσεις, πῦρ δὲ ἀνακαίων ποιήσεις πηλόν· ἡ δὲ θάλασσα πήγνυται καὶ ὁ Βόσπορος πᾶς ὁ Κιμμέριος, καὶ ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου οἱ ἐντὸς τάφρου Σκύθαι κατοικημένοι στρατεύονται καὶ τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι πέρην ἐς τοὺς Σίνδους.Και σ᾽ όλ᾽ αυτά τα μέρη που καταγράφτηκαν κάνει μια τέτοια βαρυχειμωνιά, καθώς στους οχτώ μήνες το κρύο είναι ανυπόφορο, έτσι που χύνοντας στο χώμα νερό δε θα κάνεις λάσπη· μόνο ανάβοντας φωτιά θα κάνεις λάσπη. Κι η θάλασσα κρουσταλλιάζει κι όλος ο Κιμμέριος Βόσπορος, και οι Σκύθες που ζουν στην περιοχή που κλείνει η τάφρος κάνουν εκστρατεία περνώντας πάνω απ᾽ τον πάγο και σέρνουν τ᾽ αμάξια τους στην αντικρινή ακτή, στη χώρα των Σίνδων.
[4.28.2]οὕτω μὲν δὴ τοὺς ὀκτὼ μῆνας διατελέει χειμὼν ἐών, τοὺς δ᾽ ἐπιλοίπους τέσσερας ψύχεα αὐτόθι ἐστί. κεχώρισται δὲ οὗτος ὁ χειμὼν τοὺς τρόπους πᾶσι τοῖσι ἐν ἄλλοισι χωρίοισι γινομένοισι χειμῶσι, ἐν τῷ τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν, τὸ δὲ θέρος ὕων οὐκ ἀνίει.Έτσι λοιπόν τους οχτώ μήνες έχουν συνέχεια χειμώνα, αλλά και τους άλλους τέσσερες κάνει κρύο σ᾽ αυτά τα μέρη. Κι ο χειμώνας αυτός παρουσιάζει φαινόμενα που δεν τα συναντάς στους χειμώνες όλων των άλλων χωρών, αφού εδώ την εποχή των βροχών δεν πέφτει καμιά βροχή αξιόλογη, όμως το καλοκαίρι βρέχει ασταμάτητα.
[4.28.3]βρονταί τε ἦμος τῇ ἄλλῃ γίνονται, τηνικαῦτα μὲν οὐ γίνονται, θέρεος δὲ ἀμφιλαφέες· ἢν δὲ χειμῶνος βροντὴ γένηται, ὡς τέρας [νενόμισται]. ὣς δὲ καὶ ἢν σεισμὸς γένηται, ἤν τε θέρεος ἤν τε χειμῶνος, ἐν τῇ Σκυθικῇ τέρας νενόμισται.Επίσης, την εποχή που στ᾽ άλλα μέρη βροντά ο ουρανός τότε εδώ δε βροντά, όμως το καλοκαίρι χαλά ο κόσμος απ᾽ τις βροντές· κι αν βροντήσει το χειμώνα, σαστίζουν οι άνθρωποι —θεϊκό σημάδι!—, το ίδιο κι αν γίνει σεισμός, είτε χειμώνα είτε καλοκαίρι, στη χώρα των Σκυθών, το έχουν για θεϊκό σημάδι.
[4.28.4]ἵπποι δὲ ἀνεχόμενοι φέρουσι τὸν χειμῶνα τοῦτον, ἡμίονοι δὲ οὐδὲ ὄνοι οὐκ ἀνέχονται ἀρχήν· τῇ δὲ ἄλλῃ ἵπποι μὲν ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι, ὄνοι δὲ καὶ ἡμίονοι ἀνέχονται.Και τ᾽ άλογά τους δείχνουν αντοχή σ᾽ ετούτον το χειμώνα, ενώ τα μουλάρια και τα γαϊδούρια δεν μπορούν να τον υποφέρουν με κανένα τρόπο· όμως στ᾽ άλλα μέρη τ᾽ άλογα, αν τ᾽ αφήσεις στην παγωνιά, τουρτουρίζουν και ψοφάν, ενώ τα γαϊδούρια και τα μουλάρια αντέχουν.
[4.29.1]δοκέει δέ μοι καὶ τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κόλον διὰ ταῦτα οὐ φύειν κέρεα αὐτόθι· μαρτυρέει δέ μοι τῇ γνώμῃ καὶ Ὁμήρου ἔπος ἐν Ὀδυσσηίῃ ἔχον ὧδε·Και νομίζω πως αυτός είναι ο λόγος που σ᾽ αυτά τα μέρη τα βόδια δε βγάζουν κέρατα κι έχουν τη ράτσα των βοδιών με τα μικρά κέρατα· κι έρχεται να στηρίξει αυτή την άποψή μου κι ένας στίχος του Ομήρου, στην Οδύσσεια, που λέει τα εξής:
Καὶ Λιβύην, ὅθι τ᾽ ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι·Κι εκεί που κέρατα στ᾽ αρνιά μεμιάς φυτρώνουν, στη Λιβύη,
ὀρθῶς εἰρημένον, ἐν τοῖσι θερμοῖσι ταχὺ παραγίνεσθαι τὰ κέρεα· ἐν δὲ τοῖσι ἰσχυροῖσι ψύχεσι ἢ οὐ φύει κέρεα τὰ κτήνεα ἀρχὴν ἢ φύοντα φύει μόγις.που ορθά ειπώθηκε, δηλαδή ότι στα θερμά κλίματα τα κέρατα φυτρώνουν νωρίς. Αντίθετα, στα δυνατά κρύα τα ζώα είτε δε βγάζουν καθόλου κέρατα είτε, αν βγάλουν, χαρά στο πράμα!
[4.30.1]ἐνθαῦτα μέν νυν διὰ τὰ ψύχεα γίνεται ταῦτα· θωμάζω δέ (προσθήκας γὰρ δή μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο) ὅ τι ἐν τῇ Ἠλείῃ πάσῃ χώρῃ οὐ δυνέαται γίνεσθαι ἡμίονοι, οὔτε ψυχροῦ τοῦ χώρου ἐόντος οὔτε ἄλλου φανεροῦ αἰτίου οὐδενός. φασὶ δὲ αὐτοὶ Ἠλεῖοι ἐκ κατάρης τευ οὐ γίνεσθαι σφίσι ἡμιόνους.Αυτά λοιπόν συμβαίνουν εκεί εξαιτίας του κρύου, μου φαίνεται όμως παράξενο (πώς να γίνει; απ᾽ την αρχή της η ιστορία μου τις θέλει τις παρεκβάσεις), για ποιό λόγο σ᾽ ολόκληρη την περιοχή της Ηλείας δεν μπορούν να γεννηθούν μουλάρια — ούτε να πεις πως το μέρος είναι ψυχρό ούτε άλλη αιτία φανερή υπάρχει. Λένε λοιπόν οι ντόπιοι κάτοικοι της Ηλείας πως από κάποια κατάρα είναι που δε γεννιούνται στη χώρα τους μουλάρια.
[4.30.2]ἀλλ᾽ ἐπεὰν προσίῃ ἡ ὥρη κυΐσκεσθαι τὰς ἵππους, ἐξελαύνουσι ἐς τοὺς πλησιοχώρους αὐτὰς καὶ ἔπειτά σφι ἐν τῇ τῶν πέλας ἐπιεῖσι τοὺς ὄνους, ἐς οὗ ἂν σχῶσι αἱ ἵπποι ἐν γαστρί· ἔπειτα δὲ ὀπίσω ἀπελαύνουσι.Αλλά, όταν κοντεύει η εποχή που βατεύονται οι φοράδες, τις πηγαίνουν στους γείτονές τους, κι έπειτα στα μέρη των γειτόνων αμολάν τους γαϊδάρους να τις καβαλήσουν, ώσπου οι φοράδες να πιάσουν· ύστερα τις φέρνουν πίσω στον τόπο τους.
[4.31.1]περὶ δὲ τῶν πτερῶν τῶν Σκύθαι λέγουσι ἀνάπλεον εἶναι τὸν ἠέρα, καὶ τούτων εἵνεκα οὐκ οἷά τε εἶναι οὔτε ἰδεῖν τὸ πρόσω τῆς ἠπείρου οὔτε διεξιέναι, τήνδε ἔχω περὶ αὐτῶν γνώμην· τὰ κατύπερθε ταύτης τῆς χώρης αἰεὶ νίφεται, ἐλάσσονι δὲ τοῦ θέρεος ἢ τοῦ χειμῶνος, ὥσπερ καὶ οἰκός·Κι όσο για τα φτερά, που κατά τα λεγόμενα των Σκυθών γεμίζουν τον αέρα, κι εξαιτίας τους δεν μπορεί κανείς ούτε να δει τα μέρη της μεγάλης στεριάς που βρίσκονται πιο πέρα ούτε να τα διαβεί, νά η γνώμη που σχημάτισα γι᾽ αυτά: στα μέρη που βρίσκονται πιο πάνω απ᾽ αυτή τη χώρα το χιόνι δε σταματά να πέφτει, λιγότερο βέβαια το καλοκαίρι απ᾽ ό,τι το χειμώνα, όπως είναι φυσικό·
[4.31.2]ἤδη ὦν ὅστις ἀγχόθεν χιόνα ἁδρὴν πίπτουσαν εἶδε, οἶδε τὸ λέγω· οἶκε γὰρ ἡ χιὼν πτεροῖσι· καὶ διὰ τὸν χειμῶνα τοῦτον ἐόντα τοιοῦτον ἀνοίκητα τὰ πρὸς βορῆν ἐστὶ τῆς ἠπείρου ταύτης. τὰ ὦν πτερὰ εἰκάζοντας τὴν χιόνα τοὺς Σκύθας τε καὶ τοὺς περιοίκους δοκέω λέγειν. ταῦτα μέν νυν τὰ λέγεται μακρότατα εἴρηται.λοιπόν, όποιος είδε από κοντά να πέφτει χιόνι πυκνό, ξέρει αυτό που λέω· δηλαδή, οι νιφάδες του χιονιού μοιάζουν με φτερά. Και καθώς ο χειμώνας εκεί είναι τόσο βαρύς, τα μέρη της χώρας που βρίσκονται προς το βοριά είναι ακατοίκητα. Τα φτερά λοιπόν, για τα οποία κάνουν λόγο οι Σκύθες κι οι γειτονικοί τους λαοί, είναι κατά τη γνώμη μου, μια μεταφορική έκφραση για το χιόνι. Λοιπόν έχουμε περιγράψει τα μέρη που λένε πως είναι στην άκρη του κόσμου.
[4.32.1]Ὑπερβορέων δὲ πέρι ἀνθρώπων οὔτε τι Σκύθαι λέγουσι οὐδὲν οὔτε τινὲς ἄλλοι τῶν ταύτῃ οἰκημένων, εἰ μὴ ἄρα Ἰσσηδόνες. ὡς δ᾽ ἐγὼ δοκέω, οὐδ᾽ οὗτοι λέγουσι οὐδέν· ἔλεγον γὰρ ἂν καὶ Σκύθαι, ὡς περὶ τῶν μουνοφθάλμων λέγουσι. ἀλλ᾽ Ἡσιόδῳ μέν ἐστι περὶ Ὑπερβορέων εἰρημένα, ἔστι δὲ καὶ Ὁμήρῳ ἐν Ἐπιγόνοισι, εἰ δὴ τῷ ἐόντι γε Ὅμηρος ταῦτα τὰ ἔπεα ἐποίησε.Τώρα, για τους Υπερβορείους ούτε οι Σκύθες έχουν να πουν κάτι ούτε κάποιοι άλλοι απ᾽ αυτούς που ζουν σ᾽ αυτή την περιοχή, εκτός βέβαια από τους Ισσηδόνες· όμως νομίζω πως κι αυτοί δε λένε τίποτα· γιατί τότε θα το λέγανε κι οι Σκύθες, όπως λένε για τους μονόφθαλμους. Αλλά ο Ησίοδος βέβαια έχει κάνει λόγο για τους Υπερβορείους, έχει κάνει λόγο κι ο Όμηρος στους Επιγόνους, αν βέβαια τωόντι ο Όμηρος έγραψε αυτό το έπος.
[4.33.1]πολλῷ δέ τι πλεῖστα περὶ αὐτῶν Δήλιοι λέγουσι, φάμενοι ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ πυρῶν ἐξ Ὑπερβορέων φερόμενα ἀπικνέεσθαι ἐς Σκύθας, ἀπὸ δὲ Σκυθέων ἤδη δεκομένους αἰεὶ τοὺς πλησιοχώρους ἑκάστους κομίζειν αὐτὰ τὸ πρὸς ἑσπέρης ἑκαστάτω ἐπὶ τὸν Ἀδρίην,Πολύ περισσότερα όμως λένε γι᾽ αυτούς οι κάτοικοι της Δήλου, κάνοντας λόγο για προσφορές στους θεούς, που, σκευασμένες σε καλαμιές σιταριού, στέλνονται από τους Υπερβορείους και φτάνουν στους Σκύθες, κι από τους Σκύθες τις παραλαμβάνουν πια ο ένας ύστερ᾽ απ᾽ τον άλλον οι γειτονικοί λαοί διαδοχικά και τις μεταφέρουν όλο και πιο δυτικά, ώσπου φτάνουν στο Αδριατικό πέλαγος·
[4.33.2]ἐνθεῦτεν δὲ πρὸς μεσαμβρίην προπεμπόμενα πρώτους Δωδωναίους Ἑλλήνων δέκεσθαι, ἀπὸ δὲ τούτων καταβαίνειν ἐπὶ τὸν Μηλιέα κόλπον καὶ διαπορεύεσθαι ἐς Εὔβοιαν, πόλιν τε ἐς πόλιν πέμπειν μέχρι Καρύστου, τὸ δ᾽ ἀπὸ ταύτης ἐκλείπειν Ἄνδρον· Καρυστίους γὰρ εἶναι τοὺς κομίζοντας ἐς Τῆνον, Τηνίους δὲ ἐς Δῆλον.κι αποκεί, αφού τις ξεπροβοδίσουν προς τα νότια, οι πρώτοι Έλληνες που τις παραλαβαίνουν είναι οι Δωδωναίοι, κι απ᾽ εκεί τις κατεβάζουν στο Μαλιακό κόλπο και τις περνάνε απέναντι, στην Εύβοια, κι από πόλη σε πόλη τις μεταφέρουν ώς την Κάρυστο· όμως την Άνδρο, που ήταν η σειρά της, την προσπερνούν· γιατί οι Καρύστιοι είναι που τις φέρνουν στην Τήνο, κι οι Τήνιοι στη Δήλο.
[4.33.3]ἀπικνέεσθαι μέν νυν οὕτω ταῦτα τὰ ἱρὰ λέγουσι ἐς Δῆλον, πρῶτον δὲ τοὺς Ὑπερβορέους πέμψαι φερούσας τὰ ἱρὰ δύο κόρας, τὰς ὀνομάζουσι Δήλιοι εἶναι Ὑπερόχην τε καὶ Λαοδίκην· ἅμα δὲ αὐτῇσι ἀσφαλείης εἵνεκεν πέμψαι τοὺς Ὑπερβορέους τῶν ἀστῶν ἄνδρας πέντε πομπούς, τούτους οἳ νῦν Περφερέες καλέονται, τιμὰς μεγάλας ἐν Δήλῳ ἔχοντες.Μ᾽ αυτόν τον τρόπο λοιπόν λένε πως οι προσφορές αυτές έφτασαν στη Δήλο, και πως οι Υπερβόρειοι την πρώτη φορά έστειλαν δυο κοπέλες να μεταφέρουν τις προσφορές, που οι κάτοικοι της Δήλου τις ονομάζουν Υπερόχη και Λαοδίκη· και πως μαζί μ᾽ αυτές, για να τις προστατεύουν, οι Υπερβόρειοι έστειλαν πέντε συμπολίτες τους ως συνοδούς, αυτούς που σήμερα τους ονομάζουν Περφερείς κι απολαμβάνουν μεγάλες τιμές στη Δήλο.
[4.33.4]ἐπεὶ δὲ τοῖσι Ὑπερβορέοισι τοὺς ἀποπεμφθέντας ὀπίσω οὐκ ἀπονοστέειν, δεινὰ ποιευμένους εἴ σφεας αἰεὶ καταλάμψεται ἀποστέλλοντας μὴ ἀποδέκεσθαι, οὕτω δὴ φέροντας ἐς τοὺς οὔρους τὰ ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν πυρῶν καλάμῃ τοῖσι πλησιοχώροισι ἐπισκήπτειν κελεύοντας προπέμπειν σφέα ἀπὸ ἑωυτῶν ἐς ἄλλο ἔθνος.Επειδή όμως αυτοί που στάλθηκαν δεν τους γύρισαν πίσω, τους Υπερβορείους, λένε, τους έπιασε φόβος μήπως κάθε φορά τούς συμβαίνει να στέλνουν τους ανθρώπους τους και να μη τους βλέπουν να γυρίζουν· έτσι λοιπόν φέρνουν στα σύνορα της χώρας τους τις προσφορές στους θεούς σκευασμένες σε καλαμιές σιταριού κι εξορκίζοντας τους γείτονές τους τούς προστάζουν να τις ξεπροβοδίσουν από τη χώρα τους σε άλλο έθνος.
[4.33.5]καὶ ταῦτα μὲν οὕτω προπεμπόμενα ἀπικνέεσθαι λέγουσι ἐς Δῆλον· οἶδα δὲ αὐτὸς τούτοισι τοῖσι ἱροῖσι τόδε ποιεύμενον προσφερές, τὰς Θρηικίας καὶ τὰς Παιονίδας γυναῖκας, ἐπεὰν θύωσι τῇ Ἀρτέμιδι τῇ βασιληίῃ, οὐκ ἄνευ πυρῶν καλάμης ἐχούσας τὰ ἱρά.Και λένε πως μ᾽ αυτό τον τρόπο αυτές ξεπροβοδίζονται και φτάνουν στη Δήλο, και ξέρω —το είδα ο ίδιος— ένα έθιμο παρόμοιο μ᾽ αυτές τις προσφορές: οι γυναίκες της Θράκης και της Παιονίας, όταν κάνουν θυσίες στην Άρτεμη τη βασίλισσα, δεν προσφέρουν τις θυσίες αυτές χωρίς καλαμιές σιταριού.
[4.34.1]καὶ ταῦτα μὲν δὴ ταύτας οἶδα ποιεύσας, τῇσι δὲ παρθένοισι ταύτῃσι τῇσι ἐξ Ὑπερβορέων τελευτησάσῃσι ἐν Δήλῳ κείρονται καὶ αἱ κόραι καὶ οἱ παῖδες οἱ Δηλίων· αἱ μὲν πρὸ γάμου πλόκαμον ἀποταμόμεναι καὶ περὶ ἄτρακτον εἱλίξασαι ἐπὶ τὸ σῆμα τιθεῖσιΞέρω λοιπόν πως ετούτες κάνουν αυτά, κι όσο για τις κοπέλες αυτές που ήρθαν από τους Υπερβορείους, μετά το θάνατό τους στη Δήλο τούς προσφέρουν λατρεία κόβοντας τα μαλλιά τους και οι κοπέλες και τ᾽ αγόρια της Δήλου· οι κοπέλες, αφού κόψουν μια πλεξούδα από τα μαλλιά τους και την τυλίξουν γύρω από αδράχτι, την αποθέτουν στον τάφο τους
[4.34.2](τὸ δὲ σῆμά ἐστι ἔσω ἐς τὸ Ἀρτεμίσιον ἐσιόντι ἀριστερῆς χειρός, ἐπιπέφυκε δέ οἱ ἐλαίη), ὅσοι δὲ παῖδες τῶν Δηλίων περὶ χλόην τινὰ εἱλίξαντες τῶν τριχῶν προτιθεῖσι καὶ οὗτοι ἐπὶ τὸ σῆμα. αὗται μὲν δὴ ταύτην τιμὴν ἔχουσι πρὸς τῶν Δήλου οἰκητόρων,(κι ο τάφος τους βρίσκεται στο εσωτερικό του ναού της Άρτεμης κι απάνω του βλάστησε λιόδεντρο), και τ᾽ αγόρια της Δήλου τυλίγουν ένα τσουλούφι απ᾽ τα μαλλιά τους σε πρασινάδα και τ᾽ αποθέτουν με τη σειρά τους πάνω στον τάφο. Λοιπόν ετούτες τις τιμές προσφέρουν οι κάτοικοι της Δήλου σ᾽ αυτές.
[4.35.1]φασὶ δὲ οἱ αὐτοὶ οὗτοι καὶ τὴν Ἄργην τε καὶ τὴν Ὦπιν, ἐούσας παρθένους ἐξ Ὑπερβορέων, κατὰ τοὺς αὐτοὺς τούτους ἀνθρώπους πορευομένας ἀπικέσθαι ἐς Δῆλον ἔτι πρότερον Ὑπερόχης τε καὶ Λαοδίκης.Κι οι ίδιοι λένε πως κι άλλες δυο κοπέλες απ᾽ τη χώρα των Υπερβορείων, η Άργη και η Ώπη, πέρασαν μέσ᾽ από τις χώρες των ίδιων ακριβώς λαών που αναφέραμε κι έφτασαν στη Δήλο ακόμα πιο πριν από την Υπερόχη και τη Λαοδίκη.
[4.35.2]ταύτας μέν νυν τῇ Εἰλειθυίῃ ἀποφερούσας ἀντὶ τοῦ ὠκυτόκου τὸν ἐτάξαντο φόρον ἀπικέσθαι, τὴν δὲ Ἄργην τε καὶ τὴν Ὦπιν ἅμα αὐτοῖσι τοῖσι θεοῖσι ἀπικέσθαι λέγουσι καί σφι τιμὰς ἄλλας δεδόσθαι πρὸς σφέων·Λένε λοιπόν πως αυτές έφτασαν στην Ελλάδα φέρνοντας στην Ειλείθυια τις προσφορές που της είχαν τάξει για να ᾽χει η Λητώ καλή λευτεριά, ενώ η Άργη και η Ώπη έφτασαν μαζί με τις θεές αυτές, και πως οι Δήλιοι πρόσφεραν σ᾽ αυτές διαφορετική λατρεία·
[4.35.3]καὶ γὰρ ἀγείρειν σφι τὰς γυναῖκας, ἐπονομαζούσας τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ τόν σφι Ὠλὴν ἀνὴρ Λύκιος ἐποίησε, παρὰ δὲ σφέων μαθόντας νησιώτας τε καὶ Ἴωνας ὑμνέειν Ὦπίν τε καὶ Ἄργην ὀνομάζοντάς τε καὶ ἀγείροντας (οὗτος δὲ ὁ Ὠλὴν καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς παλαιοὺς ὕμνους ἐποίησε ἐκ Λυκίης ἐλθὼν τοὺς ἀειδομένους ἐν Δήλῳ),δηλαδή οι γυναίκες τους συγκεντρώνουν τάματα γι᾽ αυτές αναφέροντας τα ονόματά τους καθώς ψέλνουν τον θρησκευτικό ύμνο που σύνθεσε γι᾽ αυτές ο Ωλήν από τη Λυκία, και πως οι νησιώτες και οι Ίωνες απ᾽ αυτές έμαθαν να ψέλνουν ύμνους στην Ώπη και την Άργη, αναφωνώντας τα ονόματά τους και συγκεντρώνοντας τάματα (κι αυτός ο Ωλήν ήρθε από τη Λυκία και σύνθεσε και τους άλλους παλιούς ύμνους που τραγουδιούνται στη Δήλο)·
[4.35.4]καὶ τῶν μηρίων καταγιζομένων ἐπὶ τῷ βωμῷ τὴν σποδὸν ταύτην ἐπὶ τὴν θήκην τὴν Ὤπιός τε καὶ Ἄργης ἀναισιμοῦσθαι ἐπιβαλλομένην. ἡ δὲ θήκη αὐτέων ἐστὶ ὄπισθε τοῦ Ἀρτεμισίου, πρὸς ἠῶ τετραμμένη, ἀγχοτάτω τοῦ Κηίων ἱστιητορίου.και πως, όταν καίονται τα μεριά των σφαχταριών της θυσίας πάνω στο βωμό, τη στάχτη τους την παίρνουν και την απλώνουν όλη πάνω στον τάφο της Ώπης και της Άργης. Κι ο τάφος τους βρίσκεται πίσω από το ναό της Άρτεμης, προς τ᾽ ανατολικά, ακριβώς δίπλα από την αίθουσα συμποσίων των Κείων.
[4.36.1]Καὶ ταῦτα μὲν Ὑπερβορέων πέρι εἰρήσθω. τὸν γὰρ περὶ Ἀβάριος λόγον τοῦ λεγομένου εἶναι Ὑπερβορέου οὐ λέγω, [λέγων] ὡς τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾶσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος. εἰ δέ εἰσι ὑπερβόρεοί τινες ἄνθρωποι, εἰσὶ καὶ ὑπερνότιοι ἄλλοι.Με αυτά είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε για τους Υπερβορείους. Γιατί δε θα κάνω λόγο για όσα λέγονται σχετικά με τον Άβαρη, που λένε ότι ήταν Υπερβόρειος, πως τάχα περιπλανιόταν σ᾽ ολόκληρο τον κόσμο περιφέροντας το βέλος του χωρίς να βάζει τίποτα στο στόμα του. Κι αν τέλος πάντων υπάρχει λαός Υπερβορείων, θα υπάρχει και λαός Υπερνοτίων.
[4.36.2]γελῶ δὲ ὁρῶν γῆς περιόδους γράψαντας πολλοὺς ἤδη καὶ οὐδένα νόον ἐχόντως ἐξηγησάμενον. οἳ Ὠκεανόν τε ῥέοντα γράφουσι πέριξ τὴν γῆν, ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου, καὶ τὴν Ἀσίην τῇ Εὐρώπῃ ποιεύντων ἴσην. ἐν ὀλίγοισι γὰρ ἐγὼ δηλώσω μέγαθός τε ἑκάστης αὐτέων καὶ οἵη τίς ἐστι ἐς γραφὴν ἑκάστη.Γελώ ακόμα και βλέποντας ότι πολλοί κιόλας σχεδίασαν χάρτες της οικουμένης, κι όμως κανείς δεν έδωσε λογικές εξηγήσεις απ᾽ αυτούς που εικονίζουν τον Ωκεανό να κυλά τα ρεύματά του γύρω γύρω από τη γη, που την παρασταίνουν ολοστρόγγυλη, λες κι έγινε με τόρνο, και που κάνουν την Ασία και την Ευρώπη ίσες. Γιατί εγώ θα δώσω με λίγα λόγια και το μέγεθος της καθεμιάς από τις δυο και ποιά εικόνα παρουσιάζουν και η μια και η άλλη.
[4.37.1]Πέρσαι οἰκέουσι κατήκοντες ἐπὶ τὴν νοτίην θάλασσαν τὴν Ἐρυθρὴν καλεομένην· τούτων δ᾽ ὑπεροικέουσι πρὸς βορέην ἄνεμον Μῆδοι, Μήδων δὲ Σάσπειρες, Σασπείρων δὲ Κόλχοι κατήκοντες ἐπὶ τὴν βορηίην θάλασσαν, ἐς τὴν Φᾶσις ποταμὸς ἐκδιδοῖ. ταῦτα τέσσερα ἔθνεα οἰκέει ἐκ θαλάσσης ἐς θάλασσαν.Η χώρα όπου ζουν οι Πέρσες φτάνει στη θάλασσα του νότου, που ονομάζεται Ερυθρά· πιο πέρ᾽ απ᾽ αυτούς κατοικούν προς τον άνεμο του βοριά οι Μήδοι, πιο πέρ᾽ από τους Μήδους οι Σάσπειρες και πιο πέρα απ᾽ τους Σάσπειρες οι Κόλχοι, που η χώρα τους φτάνει στη θάλασσα του βοριά, όπου χύνεται ο ποταμός Φάσις. Αυτοί οι τέσσερες λαοί είναι που ζουν εδώ, από θάλασσα σε θάλασσα.
[4.38.1]ἐνθεῦτεν δὲ τὸ πρὸς ἑσπέρης ἀκταὶ διφάσιαι ἀπ᾽ αὐτῆς κατατείνουσι ἐς θάλασσαν, τὰς ἐγὼ ἀπηγήσομαι.Αποδώ με κατεύθυνση προς τα δυτικά φτάνουν στη θάλασσα δυο χερσόνησοι που θα τις περιγράψω.
[4.38.2]ἔνθεν μὲν ἡ ἀκτὴ ἡ ἑτέρη τὰ πρὸς βορέην ἀπὸ Φάσιος ἀρξαμένη παρατέταται ἐς θάλασσαν παρά τε τὸν Πόντον καὶ τὸν Ἑλλήσποντον μέχρι Σιγείου τοῦ Τρωϊκοῦ, τὰ δὲ πρὸς νότου ἡ αὐτὴ αὕτη ἀκτὴ ἀπὸ τοῦ Μυριανδρικοῦ κόλπου τοῦ πρὸς Φοινίκῃ κειμένου τείνει τὰ ἐς θάλασσαν μέχρι Τριοπίου ἄκρης. οἰκέει δ᾽ ἐν τῇ ἀκτῇ ταύτῃ ἔθνεα ἀνθρώπων τριήκοντα.Από τη μια μεριά η πρώτη χερσόνησος, ξεκινώντας στο βόρειο μέρος της από τον ποταμό Φάση, προχωρά ακολουθώντας την παραλία του Πόντου και του Ελλήσποντου ώς το ακρωτήριο της Τρωάδας, το Σίγειο, ενώ, στο νότιο μέρος της, αυτή ακριβώς η ίδια χερσόνησος, ξεκινώντας από τον Μυριανδικό κόλπο, που γειτονεύει με τη Φοινίκη, προχωρά παραθαλάσσια ώς το ακρωτήριο Τριόπιο. Σ᾽ αυτή τη χερσόνησο ζουν τριάντα έθνη ανθρώπων.
[4.39.1]αὕτη μέν νυν ἡ ἑτέρη τῶν ἀκτέων, ἡ δὲ δὴ ἑτέρη ἀπὸ Περσέων ἀρξαμένη παρατέταται ἐς τὴν Ἐρυθρὴν θάλασσαν, ἥ τε Περσικὴ καὶ ἀπὸ ταύτης ἐκδεκομένη ἡ Ἀσσυρίη καὶ ἀπὸ Ἀσσυρίης ἡ Ἀραβίη· λήγει δὲ αὕτη, οὐ λήγουσα εἰ μὴ νόμῳ, ἐς τὸν κόλπον τὸν Ἀράβιον, ἐς τὸν Δαρεῖος ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχα ἐσήγαγε.Αυτή λοιπόν είναι η μια απ᾽ τις δυο χερσονήσους, ενώ η άλλη αρχίζει από τη χώρα των Περσών και προχωρά ώς την Ερυθρά θάλασσα, δηλαδή την αποτελούν η Περσία και η γειτονική της χώρα, η Ασσυρία και, μετά την Ασσυρία, η Αραβία· το τέρμα της —ένα τέρμα απλώς συμβατικό— είναι ο Αραβικός κόλπος, προς τον οποίο ο Δαρείος χάραξε διώρυγα που η αρχή της είναι στο Νείλο.
[4.39.2]μέχρι μέν νυν Φοινίκης ἀπὸ Περσέων χῶρος πλατὺς καὶ πολλός ἐστι, τὸ δ᾽ ἀπὸ Φοινίκης παρήκει διὰ τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτὴ αὕτη παρά τε Συρίην τὴν Παλαιστίνην καὶ Αἴγυπτον, ἐς τὴν τελευτᾷ· ἐν τῇ ἔθνεά ἐστι τρία μοῦνα.Λοιπόν, από τη χώρα των Περσών ώς τη Φοινίκη η περιοχή είναι πλατιά και εκτεταμένη, αλλά από τη Φοινίκη και μετά η χερσόνησος συνεχίζεται στη γραμμή της παραλίας της δικής μας θάλασσας, με τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, όπου και το τέρμα της· αυτή τη χερσόνησο την κατοικούν μόνο τρία έθνη.
[4.40.1]ταῦτα μὲν ἀπὸ Περσέων τὰ πρὸς ἑσπέρης τῆς Ἀσίης ἔχοντά ἐστι, τὰ δὲ κατύπερθε Περσέων καὶ Μήδων καὶ Σασπείρων καὶ Κόλχων, τὰ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατέλλοντα, ἔνθεν μὲν ἡ Ἐρυθρὴ παρήκει θάλασσα, πρὸς βορέω δὲ ἡ Κασπίη τε θάλασσα καὶ ὁ Ἀράξης ποταμός, ῥέων πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα.Αυτά λοιπόν τα μέρη της Ασίας συναντά κανείς δυτικά απ᾽ τη χώρα των Περσών, ενώ τα πιο πέρα απ᾽ τους Πέρσες και τους Μήδους και τους Σάσπειρες και τους Κόλχους, αυτά που βρίσκονται προς το φως της μέρας και την ανατολή του ήλιου, ορίζονται απ᾽ τη μια μεριά από την Ερυθρά θάλασσα κι από την άλλη, από το βοριά, από την Κασπία θάλασσα και τον ποταμό Αράξη, που κυλά το ρέμα του προς την ανατολή του ήλιου.
[4.40.2]μέχρι δὲ τῆς Ἰνδικῆς οἰκέεται ἡ Ἀσίη· τὸ δὲ ἀπὸ ταύτης ἔρημος ἤδη τὸ πρὸς τὴν ἠῶ, οὐδὲ ἔχει οὐδεὶς φράσαι οἷον δή τι ἐστί.Λοιπόν η Ασία είναι κατοικημένη ώς και τη χώρα των Ινδών· αλλά αποκεί και πέρα, ανατολικά, τα μέρη της είναι ακατοίκητα και κανείς δεν μπορεί να πει τί λογής είναι.
[4.41.1]τοιαύτη μὲν καὶ τοσαύτη ἡ Ἀσίη ἐστί, ἡ δὲ Λιβύη ἐν τῇ ἀκτῇ τῇ ἑτέρῃ ἐστί· ἀπὸ γὰρ Αἰγύπτου Λιβύη ἤδη ἐκδέκεται. κατὰ μέν νυν Αἴγυπτον ἡ ἀκτὴ αὕτη στεινή ἐστι· ἀπὸ γὰρ τῆσδε τῆς θαλάσσης ἐς τὴν Ἐρυθρὴν θάλασσαν δέκα μυριάδες εἰσὶ ὀργυιέων, αὗται δ᾽ ἂν εἶεν χίλιοι στάδιοι· τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ στεινοῦ τούτου κάρτα πλατέα τυγχάνει ἐοῦσα ἡ ἀκτὴ ἥτις Λιβύη κέκληται.Λοιπόν αυτό το σχήμα κι αυτό το μέγεθος έχει η Ασία, ενώ η Λιβύη βρίσκεται στην άλλη χερσόνησο· γιατί απ᾽ την Αίγυπτο πια αρχίζει η Λιβύη. Λοιπόν, όσο είμαστε στην Αίγυπτο, η χερσόνησος αυτή είναι στενή (αφού από τη θάλασσά μας ώς την Ερυθρά θάλασσα η απόσταση είναι εκατό χιλιάδες οργιές, που κάνουν περίπου χίλιους σταδίους), ενώ ύστερ᾽ από αυτή τη στενή περιοχή έρχεται και γίνεται πολύ πλατιά η χερσόνησος, που ονομάζεται Λιβύη.
[4.42.1]Θωμάζω ὦν τῶν διουρισάντων καὶ διελόντων Λιβύην [τε] καὶ Ἀσίην καὶ Εὐρώπην· οὐ γὰρ σμικρὰ τὰ διαφέροντα αὐτέων ἐστί· μήκεϊ μὲν γὰρ παρ᾽ ἀμφοτέρας παρήκει ἡ Εὐρώπη, εὔρεος δὲ πέρι οὐδὲ συμβάλλειν ἀξίη φαίνεταί μοι εἶναι.Απορώ λοιπόν μ᾽ εκείνους που τράβηξαν διαχωριστικές γραμμές και μοίρασαν τη γη σε Λιβύη και Ασία και Ευρώπη· γιατί οι διαφορές ανάμεσα σ᾽ αυτές είναι μεγάλες, αφού σε μάκρος η Ευρώπη απλώνεται όσο οι δυο άλλες μαζί, κι όσο για το πλάτος μού φαίνεται ότι ούτε σύγκριση μπορεί να δεχτεί.
[4.42.2]Λιβύη μὲν γὰρ δηλοῖ ἑωυτὴν ἐοῦσα περίρρυτος, πλὴν ὅσον αὐτῆς πρὸς τὴν Ἀσίην οὐρίζει, Νεκῶ τοῦ Αἰγυπτίων βασιλέος πρώτου τῶν ἡμεῖς ἴδμεν καταδέξαντος, ὃς ἐπείτε τὴν διώρυχα ἐπαύσατο ὀρύσσων τὴν ἐκ τοῦ Νείλου διέχουσαν ἐς τὸν Ἀράβιον κόλπον, ἀπέπεμψε Φοίνικας ἄνδρας πλοίοισι, ἐντειλάμενος ἐς τὸ ὀπίσω δι᾽ Ἡρακλέων στηλέων διεκπλέειν ἕως ἐς τὴν βορηίην θάλασσαν καὶ οὕτω ἐς Αἴγυπτον ἀπικνέεσθαι.Γιατί βέβαια είναι γνωστό πως η Λιβύη βρέχεται γύρω γύρω από θάλασσα, εκτός από το μέρος της που συνορεύει με την Ασία, κάτι που πρώτος, απ᾽ ό,τι ξέρουμε, το έκανε ολοφάνερο ο Νεκώς, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, που, όταν σταμάτησε το σκάψιμο της διώρυγας που από το Νείλο φτάνει στον Αραβικό κόλπο, έστειλε με πλοίο Φοίνικες, με εντολή να γυρίσουν από τις Ηράκλειες στήλες και, διασχίζοντας τη βόρεια θάλασσα, να καταπλεύσουν στην Αίγυπτο·
[4.42.3]ὁρμηθέντες ὦν οἱ Φοίνικες ἐκ τῆς Ἐρυθρῆς θαλάσσης ἔπλεον τὴν νοτίην θάλασσαν· ὅκως δὲ γίνοιτο φθινόπωρον, προσίσχοντες ἂν σπείρεσκον τὴν γῆν, ἵνα ἑκάστοτε τῆς Λιβύης πλέοντες γινοίατο, καὶ μένεσκον τὸν ἄμητον·λοιπόν ξεκίνησαν οι Φοίνικες από την Ερυθρά θάλασσα και αρμένιζαν στη νότια θάλασσα· και, κάθε που ερχόταν φθινόπωρο, έπιαναν στεριά σ᾽ όποιο μέρος της Λιβύης έφταναν με τα πλοία τους, έσπερναν τη γη και περίμεναν να ωριμάσει το σιτάρι,
[4.42.4]θερίσαντες δ᾽ ἂν τὸν σῖτον ἔπλεον, ὥστε δύο ἐτέων διεξελθόντων τρίτῳ ἔτεϊ κάμψαντες Ἡρακλέας στήλας ἀπίκοντο ἐς Αἴγυπτον. καὶ ἔλεγον ἐμοὶ μὲν οὐ πιστά, ἄλλῳ δέ [δή] τεῳ, ὡς περιπλέοντες τὴν Λιβύην τὸν ἥλιον ἔσχον ἐς τὰ δεξιά.κι αφού το θέριζαν συνέχιζαν το ταξίδι τους· κι έτσι διάβηκαν δυο χρόνια και τον τρίτο χρόνο προσπέρασαν τις Ηράκλειες στήλες και κατάπλευσαν στην Αίγυπτο. Και λέγανε —εγώ βέβαια δε δίνω πίστη στα λόγια τους, μπορεί όμως κάποιος άλλος να έδωσε— ότι, καθώς έκαναν με τα πλοία τους το γύρο της Λιβύης, είχαν τον ήλιο στο δεξί τους χέρι.
[4.43.1]οὕτω μὲν αὕτη ἐγνώσθη τὸ πρῶτον, μετὰ δὲ Καρχηδόνιοί εἰσι οἱ λέγοντες, ἐπεὶ Σατάσπης γε ὁ Τεάσπιος ἀνὴρ Ἀχαιμενίδης οὐ περιέπλωσε Λιβύην, ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο πεμφθείς, ἀλλὰ δείσας τό τε μῆκος τοῦ πλόου καὶ τὴν ἐρημίην ἀπῆλθε ὀπίσω, οὐδ᾽ ἐπετέλεσε τὸν ἐπέταξέ οἱ ἡ μήτηρ ἄεθλον.Έτσι λοιπόν έγινε για πρώτη φορά γνωστή η Λιβύη και δεύτεροι που κάνουν λόγο γι᾽ αυτήν είναι οι Καρχηδόνιοι, μια και ο Σατάσπης, ο γιος του Τεάσπη, απ᾽ τη γενιά των Αχαιμενιδών, δεν έκανε με πλοίο το γύρο της Λιβύης, αν και του ανατέθηκε αυτή η αποστολή, αλλά φοβήθηκε και το μάκρος του ταξιδιού και την ερημιά και γύρισε πίσω, κι ούτε έφερε σε πέρας τον άθλο που του επέβαλε η μητέρα του.
[4.43.2]θυγατέρα γὰρ Ζωπύρου τοῦ Μεγαβύξου ἐβιήσατο παρθένον· ἔπειτα, μέλλοντος [αὐτοῦ] διὰ ταύτην τὴν αἰτίην ἀνασκολοπιεῖσθαι ὑπὸ Ξέρξεω βασιλέος, ἡ μήτηρ τοῦ Σατάσπεος ἐοῦσα Δαρείου ἀδελφεὴ παραιτήσατο, φᾶσά οἱ αὐτὴ μέζω ζημίην ἐπιθήσειν ἤ περ ἐκεῖνον.Γιατί βίασε μια παρθένα, τη θυγατέρα του Ζωπύρου, του γιου του Μεγαβύζου· έπειτα, ενώ ήταν, με διαταγή του βασιλιά Ξέρξη, να παλουκωθεί γι᾽ αυτό το έγκλημα, η μητέρα του Σατάσπη, που ήταν αδερφή του Δαρείου, ζήτησε χάρη γι᾽ αυτόν, λέγοντας στον Ξέρξη πως η ίδια της
[4.43.3]Λιβύην γάρ οἱ ἀνάγκην ἔσεσθαι περιπλέειν, ἐς ὃ ἂν ἀπίκηται περιπλέων αὐτὴν ἐς τὸν Ἀράβιον κόλπον. συγχωρήσαντος δὲ Ξέρξεω ἐπὶ τούτοισι ὁ Σατάσπης ἀπικόμενος ἐς Αἴγυπτον καὶ λαβὼν νέα τε καὶ ναύτας παρὰ τούτων ἔπλεε ἐπὶ Ἡρακλέας στήλας·θα τον βάλει αναγκαστικά να κάνει το γύρο της Λιβύης με πλοίο, ώσπου κάνοντας το γύρο της να καταπλεύσει στον Αραβικό κόλπο. Κι όταν ο Ξέρξης έδωσε τη συγκατάθεσή του μ᾽ αυτό τον όρο, ο Σατάσπης πορεύτηκε στην Αίγυπτο και, αφού πήρε αποκεί καράβι και ναύτες, κατευθύνθηκε στις Ηράκλειες στήλες,
[4.43.4]διεκπλώσας δὲ καὶ κάμψας τὸ ἀκρωτήριον τῆς Λιβύης τῷ οὔνομα Σολόεις ἐστί, ἔπλεε πρὸς μεσαμβρίην, περήσας δὲ θάλασσαν πολλὴν ἐν πολλοῖσι μησί, ἐπείτε τοῦ πλεῦνος αἰεὶ ἔδεε, ἀποστρέψας ὀπίσω ἀπέπλεε ἐς Αἴγυπτον.άφησε πίσω του το ακρωτήριο της Λιβύης που λέγεται Σολόης, και κατόπι έβαλε πλώρη προς το νότο και διέσχισε με το πλοίο του μεγάλη έκταση θάλασσας σε μήνες πολλούς· όμως το μάκρος του ταξιδιού δεν έλεγε να πάρει τέλος —κάθε άλλο!—,
[4.43.5]ἐκ δὲ ταύτης ἀπικόμενος παρὰ βασιλέα Ξέρξεα ἔλεγε φὰς τὰ προσωτάτω ἀνθρώπους σμικροὺς παραπλέειν ἐσθῆτι φοινικηίῃ διαχρεωμένους, οἳ ὅκως σφεῖς καταγοίατο τῇ νηὶ φεύγεσκον πρὸς τὰ ὄρεα καταλείποντες τὰς πόλιας· αὐτοὶ δὲ ἀδικέειν οὐδὲν ἐσιόντες, πρόβατα δὲ μοῦνα ἐξ αὐτέων λαμβάνειν.γι᾽ αυτό έδωσε στο πλοίο αντίστροφη πορεία και πήρε το δρόμο του γυρισμού για την Αίγυπτο. Κι απ᾽ αυτήν έφτασε στο βασιλιά Ξέρξη και του αφηγόταν, λέγοντας πως με το πλοίο τους πέρασαν, στα μέρη τα πιο απόμακρα, από χώρα ανθρώπων μικροκαμωμένων, που φορούσαν ρούχα από φύλλα φοινικιάς· κι ετούτοι, κάθε φορά που το καράβι του έπιανε στεριά, έπαιρναν τα βουνά αφήνοντας έρημες τις πολιτείες τους· οι δικοί του όμως μπαίνοντας σ᾽ αυτές δεν άγγιζαν τίποτε, μόνο πρόβατα έπαιρναν απ᾽ αυτές.
[4.43.6]τοῦ δὲ μὴ περιπλῶσαι Λιβύην παντελέως αἴτιον τόδε ἔλεγε, τὸ πλοῖον τὸ πρόσω οὐ δυνατὸν ἔτι εἶναι προβαίνειν ἀλλ᾽ ἐνίσχεσθαι. Ξέρξης δέ οὔ οἱ συγγινώσκων λέγειν ἀληθέα, οὐκ ἐπιτελέσαντά γε τὸν προκείμενον ἄεθλον, ἀνεσκολόπισε, τὴν ἀρχαίην δίκην ἐπιτιμῶν.Τώρα, αν δεν ολοκλήρωσε με το καράβι του το γύρο της Λιβύης, είναι επειδή το καράβι δεν μπορούσε πια να προχωρήσει πιο μπροστά αλλά έμενε ακίνητο. Ο Ξέρξης όμως δεν παραδεχόταν ότι του λέει την αλήθεια, και, επειδή δεν έφερε σε πέρας τον άθλο που του είχαν αναθέσει, τον παλούκωσε, τιμωρώντας τον με την αρχική ποινή.
[4.43.7]τούτου δὲ τοῦ Σατάσπεος εὐνοῦχος ἀπέδρη ἐς Σάμον, ἐπείτε ἐπύθετο τάχιστα τὸν δεσπότεα τετελευτηκότα, ἔχων χρήματα μεγάλα, τὰ Σάμιος ἀνὴρ κατέσχε, τοῦ ἐπιστάμενος τὸ οὔνομα ἑκὼν ἐπιλήθομαι.Κι ένας ευνούχος αυτουνού του Σατάσπη, μόλις πληροφορήθηκε πως το αφεντικό του είχε πεθάνει, αμέσως δραπέτευσε στη Σάμο, παίρνοντας μαζί του πολλά χρήματα, που κάποιος Σάμιος του τα πήρε και τα κατακράτησε — τ᾽ όνομά του το ξέρω καλά, αλλά προτιμώ να μην το αναφέρω.
[4.44.1]Τῆς δὲ Ἀσίης τὰ πολλὰ ὑπὸ Δαρείου ἐξευρέθη, ὃς βουλόμενος Ἰνδὸν ποταμόν, ὃς κροκοδείλους δεύτερος οὗτος ποταμῶν πάντων παρέχεται, τοῦτον τὸν ποταμὸν εἰδέναι τῇ ἐς θάλασσαν ἐκδιδοῖ, πέμπει πλοίοισι ἄλλους τε τοῖσι ἐπίστευε τὴν ἀληθείην ἐρέειν καὶ δὴ καὶ Σκύλακα ἄνδρα Καρυανδέα.Η Ασία πάλι στο μεγαλύτερό της μέρος εξερευνήθηκε από τον Δαρείο, που θέλοντας του ποταμού Ινδού, του δεύτερου μέσα σε όλους τους ποταμούς που τρέφει κροκοδείλους, τούτου του ποταμού να μάθει σε ποιά θάλασσα είναι οι εκβολές, στέλνει με στόλο κι άλλους, που βασιζόταν πως θα του πουν την αλήθεια, και μάλιστα τον Σκύλακα τον Καρυανδέα.
[4.44.2]οἱ δὲ ὁρμηθέντες ἐκ Κασπατύρου τε πόλιος καὶ τῆς Πακτυϊκῆς γῆς ἔπλεον κατὰ ποταμὸν πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολὰς ἐς θάλασσαν, διὰ θαλάσσης δὲ πρὸς ἑσπέρην πλέοντες τριηκοστῷ μηνὶ ἀπικνέονται ἐς τοῦτον τὸν χῶρον ὅθεν ὁ Αἰγυπτίων βασιλεὺς τοὺς Φοίνικας τοὺς πρότερον εἶπα ἀπέστειλε περιπλέειν Λιβύην.Κι αυτοί, ξεκινώντας από την πόλη Κασπάτυρο και την περιοχή Πακτυϊκή, έπλεαν κατά το ρέμα του ποταμού προς το φως της μέρας και την ανατολή του ήλιου ώς τη θάλασσα, κι ύστερ᾽ από ταξίδι τριάντα μηνών μέσ᾽ από θάλασσα, με κατεύθυνση προς τη δύση, φτάνουν σ᾽ εκείνο το σημείο, απ᾽ όπου ο βασιλιάς της Αιγύπτου τους Φοίνικες, για τους οποίους έκανα λόγο προηγουμένως, τους έστειλε με αποστολή να κάνουν με τα καράβια τους το γύρο της Λιβύης.
[4.44.3]μετὰ δὲ τούτους περιπλώσαντας Ἰνδούς τε κατεστρέψατο Δαρεῖος καὶ τῇ θαλάσσῃ ταύτῃ ἐχρᾶτο. οὕτω καὶ τῆς Ἀσίης, πλὴν τὰ πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα, τὰ ἄλλα ἀνεύρηται ὅμοια παρεχομένη τῇ Λιβύῃ.Αυτοί λοιπόν με το στόλο τους έκαναν το γύρο της χώρας και κατόπι ο Δαρείος και τους Ινδούς υπέταξε και πήρε τη θάλασσα αυτή στους ορισμούς του. Έτσι και η Ασία, με εξαίρεση τις ανατολικές περιοχές της, στις άλλες αποδείχτηκε πως παρουσιάζει το ίδιο σχήμα με τη Λιβύη.
[4.45.1]Ἡ δὲ Εὐρώπη πρὸς οὐδαμῶν φανερή ἐστι γινωσκομένη, οὔτε τὰ πρὸς ἥλιον ἀνατέλλοντα οὔτε τὰ πρὸς βορέην, εἰ περίρρυτός ἐστι· μήκεϊ δὲ γινώσκεται παρ᾽ ἀμφοτέρας παρήκουσα.Αλλά για την Ευρώπη κανένας δε φαίνεται να ξέρει αν βρέχονται από θάλασσα είτε τα μέρη της που βρίσκονται προς την ανατολή του ήλιου είτε αυτά που βρίσκονται προς το βοριά, οπότε θα ήταν τριγυρισμένη από θάλασσα· γνωστό όμως είναι πως στο μάκρος απλώνεται όσο οι άλλες δυο μαζί.
[4.45.2]οὐδ᾽ ἔχω συμβαλέσθαι ἐπ᾽ ὅτευ μιῇ ἐούσῃ γῇ οὐνόματα τριφάσια κεῖται, ἐπωνυμίας ἔχοντα γυναικῶν, καὶ οὐρίσματα αὐτῇ Νεῖλός τε ὁ Αἰγύπτιος ποταμὸς ἐτέθη καὶ Φᾶσις ὁ Κόλχος (οἱ δὲ Τάναϊν ποταμὸν τὸν Μαιήτην καὶ Πορθμήια τὰ Κιμμέρια λέγουσι), οὐδὲ τῶν διουρισάντων τὰ οὐνόματα πυθέσθαι, καὶ ὅθεν ἔθεντο τὰς ἐπωνυμίας.Κι ούτε μπορώ να βγάλω συμπέρασμα για ποιό λόγο, ενώ η γη είναι μια, της έχουν δώσει τρία ονόματα, που τα πήραν από γυναίκες, και γιατί όρισαν διαχωριστικές γραμμές τον ποταμό της Αιγύπτου, το Νείλο και τον Φάση της Κολχίδας (άλλοι όμως στη θέση του βάζουν τον Τάναη, τον ποταμό της Μαιήτιδας λίμνης, και τον πορθμό των Κιμμερίων), κι ούτε μπόρεσα να μάθω τα ονόματα εκείνων που χάραξαν τις διαχωριστικές γραμμές κι ούτε από πού πήραν κι έβαλαν τα ονόματα.
[4.45.3]ἤδη γὰρ Λιβύη μὲν ἐπὶ Λιβύης λέγεται ὑπὸ τῶν πολλῶν Ἑλλήνων ἔχειν τὸ οὔνομα γυναικὸς αὐτόχθονος, ἡ δὲ Ἀσίη ἐπὶ τῆς Προμηθέος γυναικὸς τὴν ἐπωνυμίην. καὶ τούτου μὲν μεταλαμβάνονται τοῦ οὐνόματος Λυδοί, φάμενοι ἐπὶ Ἀσίεω τοῦ Κότυος τοῦ Μάνεω κεκλῆσθαι τὴν Ἀσίην, ἀλλ᾽ οὐκ ἐπὶ τῆς Προμηθέος Ἀσίης· ἐπ᾽ ὅτευ καὶ τὴν ἐν Σάρδισι φυλὴν κεκλῆσθαι Ἀσιάδα.Δηλαδή, πρώτα πρώτα για τη Λιβύη οι περισσότεροι Έλληνες λένε ότι πήρε τ᾽ όνομά της από τη Λιβύη, μια ντόπια γυναίκα, κι η Ασία τ᾽ όνομα της γυναίκας του Προμηθέα. Όμως οι Λυδοί θέλουν τ᾽ όνομα αυτό δικό τους, λέγοντας πως η Ασία πήρε τ᾽ όνομά της από τον Ασία, το γιο του Κότη, γιου του Μάνη (κι όχι απ᾽ την Ασία, τη γυναίκα του Προμηθέα), απ᾽ τον ίδιο που μια φυλή στις Σάρδεις ονομάστηκε Ασιάς.
[4.45.4]ἡ δὲ δὴ Εὐρώπη οὔτε εἰ περίρρυτός ἐστι γινώσκεται πρὸς οὐδαμῶν ἀνθρώπων, οὔτε ὁκόθεν τὸ οὔνομα ἔλαβε τοῦτο, οὔτε ὅστις οἱ ἦν ὁ θέμενος φαίνεται, εἰ μὴ ἀπὸ τῆς Τυρίης φήσομεν Εὐρώπης λαβεῖν τὸ οὔνομα τὴν χώρην· πρότερον δὲ ἦν ἄρα ἀνώνυμος ὥσπερ αἱ ἕτεραι.Τέλος, για την Ευρώπη κανένας άνθρωπος δεν ξέρει ούτε αν βρέχεται γύρω γύρω από θάλασσα ούτε από πού πήρε αυτό το όνομα ούτε ποιός ήταν που την ονόμασε έτσι — το μόνο που μένει να πούμε είναι πως η χώρα πήρε τ᾽ όνομά της από την Ευρώπη της Τύρου· και βέβαια στο παρελθόν δεν είχε κανένα όνομα, όπως κι οι δύο άλλες.
[4.45.5]ἀλλ᾽ αὕτη γε ἐκ τῆς Ἀσίης τε φαίνεται ἐοῦσα καὶ οὐκ ἀπικομένη ἐς τὴν γῆν ταύτην ἥτις νῦν ὑπὸ Ἑλλήνων Εὐρώπη καλέεται, ἀλλ᾽ ὅσον ἐκ Φοινίκης ἐς Κρήτην, ἐκ Κρήτης δὲ ἐς Λυκίην. ταῦτα μέν νυν ἐπὶ τοσοῦτο εἰρήσθω· τοῖσι γὰρ νομιζομένοισι αὐτῶν χρησόμεθα.Αλλά τούτη η γυναίκα ολοφάνερα είναι Ασιάτισσα, και δεν πάτησε το πόδι της στην ήπειρο αυτή — όλο κι όλο πέρασε από τη Φοινίκη στην Κρήτη κι απ᾽ την Κρήτη στη Λυκία. Γι᾽ αυτά λοιπόν ας περιοριστούμε σ᾽ όσα είπαμε· γιατί θα τις αναφέρνουμε με τα καθιερωμένα τους ονόματα.
[4.46.1]Ὁ δὲ Πόντος ὁ Εὔξεινος, ἐπ᾽ ὃν ἐστρατεύετο ὁ Δαρεῖος, χωρέων πασέων παρέχεται ἔξω τοῦ Σκυθικοῦ ἔθνεα ἀμαθέστατα· οὔτε γὰρ ἔθνος τῶν ἐντὸς τοῦ Πόντου οὐδὲν ἔχομεν προβαλέσθαι σοφίης πέρι οὔτε ἄνδρα λόγιον οἴδαμεν γενόμενον, πάρεξ τοῦ Σκυθικοῦ ἔθνεος καὶ Ἀναχάρσιος.Ο Εύξεινος Πόντος τώρα, που εναντίον του βάδιζε με το στρατό του ο Δαρείος, είναι η περιοχή που παρουσιάζει τους πιο καθυστερημένους λαούς από κάθε άλλη, με μοναδική εξαίρεση τους Σκύθες. Γιατί ούτε μπορούμε ν᾽ αναφέρουμε τιμητικά για τον πολιτισμό του κανέναν λαό απ᾽ αυτούς που ζουν στην περιοχή του ούτε ξέρουμε κανέναν άνθρωπο που αναδείχτηκε αξιόλογος, εκτός απ᾽ το λαό των Σκυθών και τον Ανάχαρση.
[4.46.2]τῷ δὲ Σκυθικῷ γένεϊ ἓν μὲν τὸ μέγιστον τῶν ἀνθρωπηίων πρηγμάτων σοφώτατα πάντων ἐξεύρηται τῶν ἡμεῖς ἴδμεν, τὰ μέντοι ἄλλα οὐκ ἄγαμαι. τὸ δὲ μέγιστον οὕτω σφι ἀνεύρηται ὥστε ἀποφυγεῖν τε μηδένα ἐπελθόντα ἐπὶ σφέας, μὴ βουλομένους τε ἐξευρεθῆναι καταλαβεῖν μὴ οἷόν τε εἶναι·Λοιπόν ο λαός των Σκυθών βρήκε τη σοφότερη λύση, απ᾽ όσο ξέρουμε, για το πιο σπουδαίο θέμα που απασχολεί τους ανθρώπους, όμως τις άλλες του εκδηλώσεις δεν τις θαυμάζω. Για το σπουδαιότερο λοιπόν θέμα βρήκαν μια τέτοια λύση, ώστε κανένας εχθρός που θα πατήσει τη χώρα τους να μη γλιτώνει απ᾽ τα χέρια τους, κι όταν θέλουν να γίνουν άφαντοι, κανείς να μην μπορεί να τους ανακαλύψει·
[4.46.3]τοῖσι γὰρ μήτε ἄστεα μήτε τείχεα ᾖ ἐκτισμένα, ἀλλὰ φερέοικοι ἐόντες πάντες ἔωσι ἱπποτοξόται, ζῶντες μὴ ἀπ᾽ ἀρότου ἀλλ᾽ ἀπὸ κτηνέων, οἰκήματά τέ σφι ᾖ ἐπὶ ζευγέων, κῶς οὐκ ἂν εἴησαν οὗτοι ἄμαχοί τε καὶ ἄποροι προσμίσγειν;γιατί άνθρωποι που ούτε πολιτείες ούτε τείχη έχουν χτίσει, αλλά όλοι τους είναι φερέοικοι και καβαλάρηδες με τόξα, και δε ζούνε από τ᾽ αλέτρι, αλλά από τα κοπάδια τους, κι έχουν τα σπίτια τους πάνω σε άμαξες, πώς δε θα ᾽ναι αυτοί ακαταμάχητοι και η συνάντησή τους ακατόρθωτη;
[4.47.1]ἐξεύρηται δέ σφι ταῦτα τῆς τε γῆς ἐούσης ἐπιτηδέης καὶ τῶν ποταμῶν ἐόντων σφι συμμάχων· ἥ τε γὰρ γῆ ἐοῦσα πεδιὰς αὕτη ποιώδης τε καὶ εὔυδρός ἐστι, ποταμοί τε δι᾽ αὐτῆς ῥέουσι οὐ πολλῷ τεῳ ἀριθμὸν ἐλάσσονες τῶν ἐν Αἰγύπτῳ διωρύχων.Κι έχουν επινοήσει αυτή τη λύση καθώς και η χώρα τους προσφέρεται και τα ποτάμια είναι σύμμαχοί τους· γιατί και η χώρα τους, πεδινή καθώς είναι, βγάζει πολλή πρασινάδα κι έχει άφθονα νερά, και ποτάμια τη διασχίζουν που αν τα μετρήσεις δεν είναι και πολύ λιγότερα απ᾽ τις διώρυγες της Αιγύπτου.
[4.47.2]ὅσοι δὲ ὀνομαστοί τέ εἰσι αὐτῶν καὶ προσπλωτοὶ ἀπὸ θαλάσσης, τούτους ὀνομανέω. Ἴστρος μὲν πεντάστομος, μετὰ δὲ Τύρης τε καὶ Ὕπανις καὶ Βορυσθένης καὶ Παντικάπης καὶ Ὑπάκυρις καὶ Γέρρος καὶ Τάναϊς· ῥέουσι δὲ οὗτοι κατὰ τάδε.Θ᾽ αναφέρω μόνο όσα απ᾽ αυτά είναι πλωτά για τα καράβια που έρχονται από τη θάλασσα: ο Ίστρος με το πενταπλό δέλτα του, κατόπι ο Τύρης και ο Ύπανης κι ο Βορυσθένης κι ο Παντικάπης κι ο Υπάκυρης και ο Γέρρος κι ο Τάναης. Και τώρα, πού κυλούν τα νερά τους.
[4.48.1]Ἴστρος μὲν ἐὼν μέγιστος ποταμῶν πάντων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν, ἴσος αἰεὶ αὐτὸς ἑωυτῷ ῥέει καὶ θέρεος καὶ χειμῶνος, πρῶτος δὲ τὸ ἀπ᾽ ἑσπέρης τῶν ἐν τῇ Σκυθικῇ ῥέων κατὰ τοιόνδε μέγιστος γέγονε, ποταμῶν καὶ ἄλλων ἐς αὐτὸν ἐκδιδόντων.Ο Ίστρος είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου, απ᾽ όλους όσους ξέρουμε, και πάντοτε η στάθμη των νερών του παραμένει η ίδια χειμώνα καλοκαίρι· είναι ο δυτικότερος από τους ποταμούς που διασχίζουν με το ρέμα τους τη χώρα των Σκυθών, κι ο λόγος που έγινε ο μεγαλύτερος από όλους είναι επειδή κι άλλοι ποταμοί χύνονται στα νερά του.
[4.48.2]εἰσὶ δὲ οἵδε οἱ μέγαν αὐτὸν ποιεῦντες, διὰ μέν γε τῆς Σκυθικῆς χώρης πέντε μὲν ῥέοντες, τόν τε Σκύθαι Πόρατα καλέουσι, Ἕλληνες δὲ Πυρετόν, καὶ ἄλλος Τιάραντος καὶ Ἄραρός τε καὶ Νάπαρις καὶ Ὀρδησσός.Νά ποιοί είναι οι ποταμοί που τον κάνουν μεγάλο: οι πέντε που διασχίζουν με τα νερά τους τη χώρα των Σκυθών, δηλαδή εκείνος που οι Σκύθες ονομάζουν Πόρατα κι οι Έλληνες Πυρετό, και οι άλλοι: ο Τιάραντος κι ο Άραρος κι ο Νάπαρης κι ο Ορδησσός.
[4.48.3]ὁ μὲν πρῶτος λεχθεὶς τῶν ποταμῶν μέγας καὶ πρὸς ἠῶ ῥέων ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ, ὁ δὲ δεύτερος λεχθεὶς Τιάραντος πρὸς ἑσπέρης τε μᾶλλον καὶ ἐλάσσων, ὁ δὲ δὴ Ἄραρός τε καὶ ὁ Νάπαρις καὶ ὁ Ὀρδησσὸς διὰ μέσου τούτων ἰόντες ἐσβάλλουσι ἐς τὸν Ἴστρον.Ο πρώτος στην καταγραφή μας είναι μεγάλος και, κυλώντας τα νερά του ανατολικότερα απ᾽ τους άλλους, τα ενώνει με τα νερά του Ίστρου· κι αυτός που είναι δεύτερος στην καταγραφή μας, ο Τιάραντος, κυλά κάπως δυτικότερα κι είναι μικρότερος, ενώ ο Άραρος κι ο Νάπαρης κι ο Ορδησσός κυλούν ανάμεσα σ᾽ αυτούς τους δύο και χύνονται στον Ίστρο.
[4.48.4]οὗτοι μὲν αὐθιγενέες Σκυθικοὶ ποταμοὶ συμπληθύουσι αὐτόν, ἐκ δὲ Ἀγαθύρσων Μάρις ποταμὸς ῥέων συμμίσγεται τῷ Ἴστρῳ.Αυτοί λοιπόν οι ποταμοί που πηγάζουν από τη Σκυθία δυναμώνουν το ρέμα του· κι από τη χώρα των Αγαθύρσων ο ποταμός Μάρης κυλώντας τα νερά του έρχεται κι ενώνεται με τον Ίστρο.
[4.49.1]ἐκ δὲ τοῦ Αἵμου τῶν κορυφέων τρεῖς ἄλλοι μεγάλοι ῥέοντες πρὸς βορῆν ἄνεμον ἐσβάλλουσι ἐς αὐτόν, Ἄτλας καὶ Αὔρας καὶ Τίβισις· διὰ δὲ Θρηίκης καὶ Θρηίκων τῶν Κροβύζων ῥέοντες Ἄθρυς καὶ Νόης καὶ Ἀρτάνης ἐκδιδοῦσι ἐς τὸν Ἴστρον· ἐκ δὲ Παιόνων καὶ ὄρεος Ῥοδόπης Σκίος ποταμὸς μέσον σχίζων τὸν Αἷμον ἐκδιδοῖ ἐς αὐτόν.Κι από τις βουνοκορφές του Αίμου τρεις άλλοι μεγάλοι ποταμοί, που κυλούν το ρέμα τους προς το βοριά, χύνονται σ᾽ αυτόν, ο Άτλας κι ο Αύρας κι ο Τίβισης· κι απ᾽ τη Θράκη, απ᾽ την περιοχή των Κροβύζων Θρακών, κυλώντας τα νερά τους ο Άθρης κι ο Νόης κι ο Αρτάνης χύνονται στον Ίστρο· σ᾽ αυτόν χύνεται κι ο ποταμός Σκίος από τη χώρα των Παιόνων και το βουνό Ροδόπη, αφού διασχίζει τον Αίμο στη μέση του.
[4.49.2]ἐξ Ἰλλυριῶν δὲ ῥέων πρὸς βορῆν ἄνεμον Ἄγγρος ποταμὸς ἐσβάλλει ἐς πεδίον τὸ Τριβαλλικὸν καὶ ἐς ποταμὸν Βρόγγον, ὁ δὲ Βρόγγος ἐς τὸν Ἴστρον· οὕτω ἀμφοτέρους ἐόντας μεγάλους ὁ Ἴστρος δέκεται. ἐκ δὲ τῆς κατύπερθε χώρης Ὀμβρικῶν Κάρπις ποταμὸς καὶ ἄλλος Ἄλπις πρὸς βορῆν ἄνεμον καὶ οὗτοι ῥέοντες ἐκδιδοῦσι ἐς αὐτόν.Κι ο ποταμός Άγγρος κυλώντας το ρέμα του από τη χώρα των Ιλλυριών προς τον άνεμο του βοριά χύνεται στην πεδιάδα των Τριβαλλών και στον ποταμό Βρόγγο, κι ο Βρόγγος στον Ίστρο· έτσι τα νερά και των δυο, που είναι ποταμοί μεγάλοι, τα δέχεται ο Ίστρος. Κι από τη χώρα που βρίσκεται πιο πέρα από την Ομβρική, ο ποταμός Κάρπης κι ένας δεύτερος, ο Άλπης, που κι αυτοί κυλούν το ρέμα τους προς τον άνεμο του βοριά, χύνονται σ᾽ αυτόν.
[4.49.3]ῥέει γὰρ δὴ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ὁ Ἴστρος, ἀρξάμενος ἐκ Κελτῶν, οἳ ἔσχατοι πρὸς ἡλίου δυσμέων μετὰ Κύνητας οἰκέουσι τῶν ἐν τῇ Εὐρώπῃ· ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικῆς ἐσβάλλει.Γιατί ο Ίστρος διασχίζει με το ρέμα του ολόκληρη την Ευρώπη, ξεκινώντας από τη χώρα των Κελτών, που κατοικούν τη δυτικότερη περιοχή της Ευρώπης —μόνο οι Κύνητες ζουν πιο δυτικά απ᾽ αυτούς—, και διασχίζοντας με το ρέμα του ολόκληρη την Ευρώπη χύνεται στα πλευρά της χώρας των Σκυθών.
[4.50.1]τούτων ὦν τῶν καταλεχθέντων καὶ ἄλλων πολλῶν συμβαλλομένων τὸ σφέτερον ὕδωρ γίνεται ὁ Ἴστρος ποταμῶν μέγιστος, ἐπεὶ ὕδωρ γε ἓν πρὸς ἓν συμβάλλειν ὁ Νεῖλος πλήθεϊ ἀποκρατέει· ἐς γὰρ δὴ τοῦτον οὔτε ποταμὸς οὔτε κρήνη οὐδεμία ἐκδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται.Λοιπόν, με το να χύνουν τα νερά τους στο ρέμα του και οι ποταμοί που καταγράψαμε και πολλοί άλλοι, ο Ίστρος γίνεται το μεγαλύτερο ποτάμι του κόσμου — βέβαια τα πρωτεία τα έχει ο Νείλος, αν η σύγκριση περιοριστεί στα νερά που έχουν από τις πηγές τους τα δυο ποτάμια· γιατί το Νείλο δεν τον δυναμώνει κανένας ποταμός ούτε κανένα κεφαλόβρυσο χύνοντας τα νερά τους στα δικά του.
[4.50.2]ἴσος δὲ αἰεὶ ῥέει ἔν τε θέρεϊ καὶ χειμῶνι ὁ Ἴστρος κατὰ τοιόνδε τι, ὡς ἐμοὶ δοκέει· τοῦ μὲν χειμῶνός ἐστι ὅσος περ ἐστί, ὀλίγῳ τε μέζων τῆς ἑωυτοῦ φύσιος γίνεται· ὕεται γὰρ ἡ γῆ αὕτη τοῦ χειμῶνος πάμπαν ὀλίγῳ, νιφετῷ δὲ τὰ πάντα χρᾶται.Και η στάθμη των νερών του Ίστρου παραμένει η ίδια χειμώνα καλοκαίρι, κι ο λόγος, κατά τη γνώμη μου, είναι ο εξής: το χειμώνα τα νερά του έχουν την κανονική τους στάθμη, κι αν έχουμε κάποια διαφορά προς τα πάνω, αυτή είναι μικρή· γιατί σ᾽ αυτή την περιοχή το χειμώνα οι βροχές είναι πολύ πολύ σπάνιες, συνέχεια πέφτει χιόνι.
[4.50.3]τοῦ δὲ θέρεος ἡ χιὼν ἡ ἐν τῷ χειμῶνι πεσοῦσα, ἐοῦσα ἀμφιλαφής, τηκομένη πάντοθεν ἐκδιδοῖ ἐς τὸν Ἴστρον. αὕτη τε δὴ ἡ χιὼν ἐκδιδοῦσα ἐς αὐτὸν συμπληθύει καὶ ὄμβροι πολλοί τε καὶ λάβροι σὺν αὐτῇ· ὕει γὰρ δὴ τὸ θέρος.Όμως το καλοκαίρι το χιόνι που έπεσε το χειμώνα, και είναι άφθονο, λιώνει, κι από χίλιες μεριές χύνεται στον Ίστρο· έτσι και το χιόνι αυτό, καθώς χύνεται στα νερά του, τον δυναμώνει, και μαζί με το χιόνι κι οι βροχές, πολλές και βαρβάτες· γιατί το καλοκαίρι πια βρέχει.
[4.50.4]ὅσῳ δὲ πλέον ἐπ᾽ ἑωυτὸν ὕδωρ ὁ ἥλιος ἐπέλκεται ἐν τῷ θέρεϊ ἢ ἐν τῷ χειμῶνι, τοσούτῳ τὰ συμμισγόμενα τῷ Ἴστρῳ πολλαπλήσιά ἐστι τοῦ θέρεος ἤ περ τοῦ χειμῶνος· ἀντιτιθέμενα δὲ ταῦτα ἀντισήκωσις γίνεται, ὥστε ἴσον μιν αἰεὶ φαίνεσθαι ἐόντα.Κι όσο περισσότερο νερό τραβά απάνω του ο ήλιος το καλοκαίρι, με την εξάτμιση, απ᾽ ό,τι το χειμώνα, τόσο τα νερά που σμίγουν με τον Ίστρο το καλοκαίρι είναι πολλαπλάσια απ᾽ ό,τι το χειμώνα· και καθώς έχουμε αυτή την αντιπαράθεση, το αποτέλεσμα είναι μια εξισορρόπηση, έτσι που ο Ίστρος να φαίνεται πάντοτε το ίδιο μεγάλος.
[4.51.1]Εἷς μὲν δὴ τῶν ποταμῶν τοῖσι Σκύθῃσί ἐστι ὁ Ἴστρος, μετὰ δὲ τοῦτον Τύρης, ὃς ἀπὸ βορέω μὲν ἀνέμου ὁρμᾶται, ἄρχεται δὲ ῥέων ἐκ λίμνης μεγάλης ἣ οὐρίζει τήν τε Σκυθικὴν καὶ τὴν Νευρίδα γῆν. ἐπὶ δὲ τῷ στόματι αὐτοῦ κατοίκηνται Ἕλληνες, οἳ Τυρῖται καλέονται.Ο ένας λοιπόν από τους ποταμούς των Σκυθών είναι ο Ίστρος κι ακολουθεί ο Τύρης, που ξεκινά από τον άνεμο του βοριά και πηγάζει από μεγάλη λίμνη που είναι σύνορο ανάμεσα στη Σκυθία και τη χώρα των Νευρών. Και στο στόμιό του έχουν εγκατασταθεί Έλληνες που λέγονται Τυρίτες.
[4.52.1]τρίτος δὲ Ὕπανις ποταμὸς ὁρμᾶται μὲν ἐκ τῆς Σκυθικῆς, ῥέει δὲ ἐκ λίμνης μεγάλης τὴν πέριξ νέμονται ἵπποι ἄγριοι λευκοί. καλέεται δὲ ἡ λίμνη αὕτη ὀρθῶς μήτηρ Ὑπάνιος.Τρίτος ποταμός ο Ύπανης· ξεκινά από τη Σκυθία και πηγάζει από λίμνη μεγάλη, που η περιοχή της ένα γύρο είναι βοσκοτόπι άγριων άσπρων αλόγων· και πετυχημένα ονομάτισαν αυτή τη λίμνη Μάνα του Ύπανη.
[4.52.2]ἐκ ταύτης ὦν ἀνατέλλων ὁ Ὕπανις ποταμὸς ῥέει ἐπὶ μὲν πέντε ἡμερέων πλόον βραχὺς καὶ γλυκύς ἐστι, ἀπὸ δὲ τούτου πρὸς θαλάσσης τεσσέρων ἡμερέων πλόον πικρὸς αἰνῶς.Απ᾽ αυτήν λοιπόν αναβλύζοντας ο ποταμός Ύπανης κυλά σε απόσταση που θέλει ταξίδι πέντε ημερών με πλοίο ρηχός κι ακόμα με γλυκό νερό· αποκεί και πέρα όμως, κι ενώ θέλει ακόμα για τη θάλασσα ταξίδι με πλοίο τεσσάρων ημερών, τα νερά του πικρίζουν φοβερά.
[4.52.3]ἐκδιδοῖ γὰρ ἐς αὐτὸν κρήνη πικρή, οὕτω δή τι ἐοῦσα πικρή, ἣ μεγάθεϊ σμικρὴ ἐοῦσα κιρνᾷ τὸν Ὕπανιν, ἐόντα ποταμὸν ἐν ὀλίγοισι μέγαν. ἔστι δὲ ἡ κρήνη αὕτη ἐν οὔροισι χώρης τῆς τε ἀροτήρων Σκυθέων καὶ Ἀλιζώνων· οὔνομα δὲ τῇ κρήνῃ καὶ ὅθεν ῥέει τῷ χώρῳ Σκυθιστὶ μὲν Ἐξαμπαῖος, κατὰ δὲ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν Ἱραὶ Ὁδοί.Γιατί χύνει σ᾽ αυτόν τα νερά της μια πηγή πικρή, μα τόση πικρή, που, αν και μικρή, αλλάζει τη γεύση των νερών του Ύπανη, που λίγα ποτάμια είναι σαν κι αυτόν μεγάλα. Και η πηγή αυτή βρίσκεται στα σύνορα της χώρας των γεωργών Σκυθών και των Αλιζώνων· η πηγή αυτή, όπως και η περιοχή απ᾽ όπου πηγάζουν τα νερά της, στη σκυθική γλώσσα έχει το όνομα Εξαμπαίος — στη γλώσσα των Ελλήνων Ιερά οδός.
[4.52.4]συνάγουσι δὲ τὰ τέρματα ὅ τε Τύρης καὶ ὁ Ὕπανις κατὰ Ἀλιζῶνας· τὸ δὲ ἀπὸ τούτου ἀποστρέψας ἑκάτερος ῥέει εὐρύνων τὸ μέσον.Ο Τύρης και ο Ύπανης φέρνουν τις κοίτες τους τη μια κοντά στην άλλη στη χώρα των Αλιζώνων, αλλά αποκεί και πέρα ο καθένας συνεχίζει τη ροή του προς διαφορετική κατεύθυνση, κι έτσι πλαταίνει ο ενδιάμεσος χώρος.
[4.53.1]τέταρτος δὲ Βορυσθένης ποταμός, ὅς ἐστι μέγιστός τε μετὰ Ἴστρον τούτων καὶ πολυαρκέστατος κατὰ γνώμας τὰς ἡμετέρας οὔτι μοῦνον τῶν Σκυθικῶν ποταμῶν ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων, πλὴν Νείλου τοῦ Αἰγυπτίου· τούτῳ γὰρ οὐκ οἷά τέ ἐστι συμβαλεῖν ἄλλον ποταμόν·Τέταρτος τώρα ποταμός ο Βορυσθένης που είναι, ύστερ᾽ από τον Ίστρο, ο μεγαλύτερος απ᾽ αυτούς, και που, κατά τη γνώμη μας, συντρέχει τον άνθρωπο στις ανάγκες του περισσότερο από κάθε άλλον ποταμό, όχι μόνο της Σκυθίας, αλλά κι απ᾽ όλους τους άλλους, εκτός από το Νείλο της Αιγύπτου· γιατί δεν υπάρχει ποταμός στον κόσμο που μπορεί να συγκριθεί με το Νείλο·
[4.53.2]τῶν δὲ λοιπῶν Βορυσθένης ἐστὶ πολυαρκέστατος, ὃς νομάς τε καλλίστας καὶ εὐκομιδεστάτας κτήνεσι παρέχεται ἰχθῦς τε ἀρίστους διακριδὸν καὶ πλείστους, πίνεσθαί τε ἥδιστός ἐστι, ῥέει τε καθαρὸς παρὰ θολεροῖσι, σπόρος τε παρ᾽ αὐτὸν ἄριστος γίνεται, ποίη τε, τῇ οὐ σπείρεται ἡ χώρη, βαθυτάτη.από τους υπόλοιπους όμως ο Βορυσθένης είναι που συντρέχει περισσότερο τον άνθρωπο σ᾽ όλα τα πάντα, καθώς χαρίζει για τα κοπάδια τα πιο ωραία και τα πιο βολικά βοσκοτόπια, και ψάρια τα πρώτα, ασυναγώνιστα, και πάρα πολλά, και το νερό του είναι να το πίνεις και να ευφραίνεται η ψυχή σου· κυλά τα νερά του ολοκάθαρα δίπλα σε ποταμούς θολούς· κοντά στις όχθες του βγαίνουν τα καλύτερα γεννήματα και, όση γη μένει άσπαρτη, βγάζει χλόη, την πιο πυκνή.
[4.53.3]ἅλες τε ἐπὶ τῷ στόματι αὐτοῦ αὐτόματοι πήγνυνται ἄπλετοι. κήτεά τε μεγάλα ἀνάκανθα, τὰ ἀντακαίους καλέουσι, παρέχεται ἐς ταρίχευσιν, ἄλλα τε πολλὰ θωμάσαι ἄξια.Και στις εκβολές του πήζουν από μόνοι τους σβόλοι αλατιού αμέτρητοι. Και δίνει τεράστια ψάρια χωρίς αγκάθια, που τα λένε αντακαίους, για να τα κάνουν παστά, κι άλλα πολλά αξιοθαύμαστα.
[4.53.4]μέχρι μέν νυν Γέρρου χώρου, ἐς τὸν τεσσεράκοντα ἡμερέων πλόος ἐστί, γινώσκεται ῥέων ἀπὸ βορέω ἀνέμου, τὸ δὲ κατύπερθε δι᾽ ὧν ῥέει ἀνθρώπων οὐδεὶς ἔχει φράσαι· φαίνεται δὲ ῥέων δι᾽ ἐρήμου ἐς τῶν γεωργῶν Σκυθέων τὴν χώρην· οὗτοι γὰρ οἱ Σκύθαι παρ᾽ αὐτὸν ἐπὶ δέκα ἡμερέων πλόον νέμονται.Λοιπόν, ώς την περιοχή Γέρρος, όπου φτάνεις ύστερ᾽ από ταξίδι με πλοίο σαράντα ημερών, είναι γνωστό πως το ρέμα του έρχεται απ᾽ τη μεριά του ανέμου του βοριά, από εκεί και πέρα όμως κανένας δεν ξέρει να πει ποιών ανθρώπων τις χώρες διασχίζει· υποθέτουμε πως κυλά διασχίζοντας έρημη περιοχή κι ύστερα φτάνει στη χώρα των γεωργών Σκυθών· γιατί οι Σκύθες αυτοί ζουν στις όχθες ενός τμήματός του που το μήκος του είναι δέκα ημερών ταξίδι με πλοίο.
[4.53.5]μούνου δὲ τούτου τοῦ ποταμοῦ καὶ Νείλου οὐκ ἔχω φράσαι τὰς πηγάς, δοκέω δέ, οὐδὲ οὐδεὶς Ἑλλήνων. ἀγχοῦ τε δὴ θαλάσσης ὁ Βορυσθένης ῥέων γίνεται καί οἱ συμμίσγεται ὁ Ὕπανις ἐς τὠυτὸ ἕλος ἐκδιδούς.Και μόνο για τις πηγές αυτουνού του ποταμού, όπως και του Νείλου, δεν μπορώ να κάνω λόγο, ούτε, νομίζω, κανένας άλλος Έλληνας. Και, καθώς ο Βορυσθένης κυλώντας το ρέμα του πλησιάζει στη θάλασσα, ενώνεται μ᾽ αυτόν ο Ύπανης και χύνεται στο ίδιο μ᾽ αυτόν βαλτοτόπι.
[4.53.6]τὸ δὲ μεταξὺ τῶν ποταμῶν τούτων ἐὸν ἔμβολον τῆς χώρης Ἱππόλεω ἄκρη καλέεται, ἐν δὲ αὐτῷ ἱρὸν Δήμητρος ἐνίδρυται· πέρην δὲ τοῦ ἱροῦ ἐπὶ τῷ Ὑπάνι Βορυσθενεῗται κατοίκηνται.Και το κομμάτι της στεριάς που είναι ανάμεσά τους προχωρά στη θάλασσα, σα γλώσσα, κι ονομάζεται ακρωτήριο του Ιππολάου και σ᾽ αυτό έχει ιδρυθεί ναός της Δήμητρας· και πέρ᾽ από το ναό, στις όχθες του Ύπανη, έχουν χτίσει την πόλη τους οι Βορυσθενίτες. Αυτά είχα να πω για τούτα τα ποτάμια.
[4.54.1]ταῦτα μὲν τὰ ἀπὸ τούτων τῶν ποταμῶν, μετὰ δὲ τούτους πέμπτος ποταμὸς ἄλλος τῷ οὔνομα Παντικάπης· ῥέει μὲν καὶ οὗτος ἀπὸ βορέω τε καὶ ἐκ λίμνης, καὶ τὸ μεταξὺ τούτου τε καὶ τοῦ Βορυσθένεος νέμονται οἱ γεωργοὶ Σκύθαι, ἐκδιδοῖ δὲ ἐς τὴν Ὑλαίην, παραμειψάμενος δὲ ταύτην τῷ Βορυσθένεϊ συμμίσγεται.Άλλος ποταμός μετά απ᾽ αυτούς, πέμπτος στη σειρά, που έχει τ᾽ όνομα Παντικάπης· κι αυτός κυλά απ᾽ το βοριά και πηγάζει από λίμνη· στην περιοχή ανάμεσα σ᾽ αυτόν και τον Βορυσθένη ζουν οι γεωργοί Σκύθες· διασχίζει την Υλαία, κι αφού την προσπεράσει, έρχεται και γίνεται ένα με τον Βορυσθένη.
[4.55.1]ἕκτος δὲ Ὑπάκυρις ποταμός, ὃς ὁρμᾶται μὲν ἐκ λίμνης, διὰ μέσων δὲ τῶν νομάδων Σκυθέων ῥέων ἐκδιδοῖ κατὰ Καρκινῖτιν πόλιν, ἐς δεξιὴν ἀπέργων τήν τε Ὑλαίην καὶ τὸν Ἀχιλλήιον δρόμον καλεόμενον.Έκτος ποταμός ο Υπάκυρης, που έχει τις πηγές του σε μια λίμνη, και, διασχίζοντας με το ρέμα του τη χώρα των νομάδων Σκυθών, χύνεται στη θάλασσα, στην περιοχή της πόλης Καρκινίτιδας, αποκόβοντας τη χώρα αυτή από την Υλαία κι από τον λεγόμενο Αχίλλειο δρόμο, που πέφτουν δεξιότερα.
[4.56.1]ἕβδομος δὲ Γέρρος ποταμὸς ἀπέσχισται μὲν ἀπὸ τοῦ Βορυσθένεος κατὰ τοῦτο τῆς χώρης ἐς ὃ γινώσκεται ὁ Βορυσθένης. ἀπέσχισται μέν νυν ἐκ τούτου τοῦ χώρου, οὔνομα δὲ ἔχει τό περ ὁ χῶρος αὐτός, Γέρρος, ῥέων δὲ ἐς θάλασσαν οὐρίζει τήν τε τῶν νομάδων χώρην καὶ τὴν τῶν βασιληίων Σκυθέων, ἐκδιδοῖ δὲ ἐς τὸν Ὑπάκυριν.Έβδομος ποταμός ο Γέρρος· έχει ξεκόψει από τον Βορυσθένη σ᾽ εκείνη την περιοχή, όπου αρχίζει να γίνεται γνωστός ο Βορυσθένης· λοιπόν, ακολουθώντας δικό του δρόμο αποκεί και πέρα, έχει πάρει τ᾽ όνομα του τόπου, του Γέρρου, και, καθώς κυλά προς τη θάλασσα, χωρίζει τη χώρα των νομάδων απ᾽ τη χώρα των βασιλικών Σκυθών, και χύνεται στον Υπάκυρη.
[4.57.1]ὄγδοος δὲ δὴ Τάναϊς ποταμός, ὃς ῥέει τἀνέκαθεν ἐκ λίμνης μεγάλης ὁρμώμενος, ἐκδιδοῖ δὲ ἐς μέζω ἔτι λίμνην καλεομένην Μαιῆτιν, ἣ οὐρίζει Σκύθας τε τοὺς βασιληίους καὶ Σαυρομάτας. ἐς δὲ Τάναϊν τοῦτον ἄλλος ποταμὸς ἐσβάλλει τῷ οὔνομά ἐστι Ὕργις.Όγδοος ποταμός τέλος είναι ο Τάναης, που κυλά από ψηλά πηγάζοντας από λίμνη μεγάλη και χύνεται σε λίμνη ακόμα μεγαλύτερη, που ονομάζεται Μαιήτιδα· αυτή είναι σύνορο ανάμεσα στους βασιλικούς Σκύθες και τους Σαυρομάτες. Και σ᾽ ετούτον τον Τάναη χύνει τα νερά του άλλος ποταμός, που έχει το όνομα Ύργης.
[4.58.1]τοῖσι μὲν δὴ ὀνομαστοῖσι ποταμοῖσι οὕτω δή τι οἱ Σκύθαι ἐσκευάδαται, τοῖσι δὲ κτήνεσι ἡ ποίη ‹ἡ› ἀναφυομένη ἐν τῇ Σκυθικῇ ἐστι ἐπιχολωτάτη πασέων ποιέων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν· ἀνοιγομένοισι δὲ τοῖσι κτήνεσι ἔστι σταθμώσασθαι ὅτι τοῦτο οὕτω ἔχει.Λοιπόν, έτσι έχει ευεργετηθεί η χώρα των Σκυθών μ᾽ αυτά τα ξακουστά ποτάμια· και για τα ζώα τους, η χλόη που βγάζει η Σκυθία είναι αυτή που τρέφει τη χολή περισσότερο από κάθε άλλη χλόη, απ᾽ όσες γνωρίζουμε· κι ότι αυτή είναι η αλήθεια, μπορεί να το διαπιστώσει κανείς ανοίγοντας τα σπλάχνα των ζώων τους.
[4.59.1]Τὰ μὲν δὴ μέγιστα οὕτω σφι εὔπορά ἐστι, τὰ δὲ λοιπὰ νόμαια κατὰ τάδε σφι διάκειται. θεοὺς μὲν μούνους τούσδε ἱλάσκονται, Ἱστίην μὲν μάλιστα, ἐπὶ δὲ Δία τε καὶ Γῆν, νομίζοντες τὴν Γῆν τοῦ Διὸς εἶναι γυναῖκα, μετὰ δὲ τούτους Ἀπόλλωνά τε καὶ οὐρανίην Ἀφροδίτην καὶ Ἡρακλέα καὶ Ἄρεα, τούτους μὲν πάντες Σκύθαι νενομίκασι, οἱ δὲ [καλεόμενοι] βασιλήιοι Σκύθαι καὶ τῷ Ποσειδέωνι θύουσι.Λοιπόν, τα απαραίτητα για τη ζωή τους με τόση ευκολία τα εξασφαλίζουν οι Σκύθες, ενώ οι υπόλοιπες συνήθειές τους έχουν διαμορφωθεί κατά τον εξής τρόπο: προσπέφτουν μόνο σ᾽ αυτούς τους θεούς: στην Εστία κυρίως, κατόπι στο Δία και τη Γη, τη Γη που τη θεωρούν γυναίκα του Δία, κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς στον Απόλλωνα και στην Ουρανία Αφροδίτη και στον Ηρακλή και στον Άρη. Αυτούς λοιπόν τους λατρεύουν όλοι οι Σκύθες, αλλά οι βασιλικοί Σκύθες κάνουν θυσίες και στον Ποσειδώνα.
[4.59.2]ὀνομάζεται δὲ σκυθιστὶ Ἱστίη μὲν Ταβιτί, Ζεὺς δέ, ὀρθότατα κατὰ γνώμην γε τὴν ἐμὴν καλεόμενος, Παπαῖος, Γῆ δὲ Ἀπί, Ἀπόλλων δὲ Γοιτόσυρος, οὐρανίη δὲ Ἀφροδίτη Ἀργίμπασα, Ποσειδέων δὲ Θαγιμασάδας. ἀγάλματα δὲ καὶ βωμοὺς καὶ νηοὺς οὐ νομίζουσι ποιέειν πλὴν Ἄρεϊ· τούτῳ δὲ νομίζουσι.Στη σκυθική γλώσσα η Εστία ονομάζεται Ταβιτί, κι ο Δίας Παπαίος, όνομα πάρα πολύ, κατά τη γνώμη μου, ταιριαστό, η Γη Απί, ο Απόλλων Γοιτόσυρος, η Ουρανία Αφροδίτη Αργίμπασα και ο Ποσειδών Θαγιμασάδας. Αγάλματα όμως και βωμούς και ναούς δε συνηθίζουν να χτίζουν, παρεχτός για τον Άρη· γι᾽ αυτόν συνηθίζουν.
[4.60.1]θυσίη δὲ ἡ αὐτὴ πᾶσι κατέστηκε περὶ πάντα τὰ ἱρὰ ὁμοίως, ἐρδομένη ὧδε· τὸ μὲν ἱρήιον αὐτὸ ἐμπεποδισμένον τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἕστηκε, ὁ δὲ θύων ὄπισθε τοῦ κτήνεος ἑστεὼς σπάσας τὴν ἀρχὴν τοῦ στρόφου καταβάλλει μιν,Τώρα, ο τρόπος της θυσίας σε κάθε λατρευτική εκδήλωση είναι κοινός για όλους τους θεούς κι ακολουθούν την εξής ιεροτελεστία· το σφάγιο στέκεται όρθιο με τα μπροστινά του πόδια δεμένα, κι ο θύτης όρθιος πίσω από το ζώο τραβά απότομα την άκρη του σκοινιού και το ρίχνει καταγής·
[4.60.2]πίπτοντος δὲ τοῦ ἱρηίου ἐπικαλέει τὸν θεὸν τῷ ἂν θύῃ καὶ ἔπειτα βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα, σκυταλίδα δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει, οὔτε πῦρ ἀνακαύσας οὔτε καταρξάμενος οὔτ᾽ ἐπισπείσας· ἀποπνίξας δὲ καὶ ἀποδείρας τρέπεται πρὸς ἕψησιν.και την ώρα που το σφάγιο πέφτει, αυτός καλεί με τ᾽ όνομά του το θεό στον οποίο προσφέρει τη θυσία, κι έπειτα λοιπόν περνά θηλιά γύρω απ᾽ το λαιμό του ζώου, κι αφού μπήξει σ᾽ αυτήν ένα στειλιάρι, μ᾽ αυτό στρίβει ένα γύρο το σκοινί, ώσπου να στραγγαλίσει το ζώο, χωρίς ούτε φωτιά να ᾽χει ανάψει ούτε να το ᾽χει ραντίσει ούτε να ᾽χει κάνει σπονδές· το στραγγαλίζει, το γδέρνει κι ύστερα αρχίζει να το ψήνει.
[4.61.1]τῆς δὲ γῆς τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης ὧδέ σφι ἐς τὴν ἕψησιν τῶν κρεῶν ἐξεύρηται. ἐπεὰν ἀποδείρωσι τὰ ἱρήια, γυμνοῦσι τὰ ὀστέα τῶν κρεῶν· ἔπειτα δὲ ἐσβάλλουσι, ἢν μὲν τύχωσι ἔχοντες, ‹ἐς› λέβητας ἐπιχωρίους, μάλιστα Λεσβίοισι κρητῆρσι προσεικέλους, χωρὶς ἢ ὅτι πολλῷ μέζονας· ἐς τούτους ἐσβαλόντες ἕψουσι ὑποκαίοντες τὰ ὀστέα τῶν ἱρηίων· ἢν δὲ μή σφι παρῇ λέβης, οἱ δὲ ἐς τὰς γαστέρας τῶν ἱρηίων ἐμβαλόντες τὰ κρέα πάντα καὶ παραμείξαντες ὕδωρ ὑποκαίουσι τὰ ὀστέα.Καθώς όμως η γη της Σκυθίας είναι εξαιρετικά άδεντρη, νά ποιόν τρόπο επινόησαν για να ψήνουν το κρέας· γδέρνουν τα σφάγια κι ύστερα απογυμνώνουν τα κόκαλα από τις σάρκες· κατόπι βάζουν το κρέας μες σε χύτρες του τόπου τους (αν τυχαίνει να έχουν), που μοιάζουν πάρα πολύ με τους κρατήρες της Λέσβου, μόνο που είναι πολύ μεγαλύτερες· το ρίχνουν μέσα σ᾽ αυτές κι ύστερα, ανάβοντας φωτιά από κάτω με τα κόκαλα των σφαγίων, το βράζουν· κι αν δεν τους βρίσκονται χύτρες, βάζουν όλα τα κρέατα μες στις κοιλιές των σφαχταριών και, αφού ρίξουν μέσα νερό, ανάβουν από κάτω φωτιά με τα κόκαλα,
[4.61.2]τὰ δὲ αἴθεται κάλλιστα, αἱ δὲ γαστέρες χωρέουσι εὐπετέως τὰ κρέα ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων· καὶ οὕτω βοῦς τε ἑωυτὸν ἐξέψει καὶ τἆλλα ἱρήια ἑωυτὸ ἕκαστον. ἐπεὰν δὲ ἑψηθῇ τὰ κρέα, ὁ θύσας τῶν κρεῶν καὶ τῶν σπλάγχνων ἀπαρξάμενος ῥίπτει ἐς τὸ ἔμπροσθε. θύουσι δὲ καὶ τὰ ἄλλα πρόβατα καὶ ἵππους μάλιστα.που βγάζουν μια φλόγα που χαίρεσαι να τη βλέπεις· τα κρέατα, καθώς τα κόκαλα έχουν αφαιρεθεί, χωρούν άνετα μες στις κοιλιές· κι έτσι και το βόδι καλομαγειρεύεται με δικά του υλικά, το ίδιο και το καθένα από τ᾽ άλλα σφάγια. Κι όταν ψηθούν τα κρέατα, ο θύτης παίρνει ένα μέρος από το κρέας κι απ᾽ τα υπόλοιπα σπλάχνα και τα ρίχνει μπροστά του. Θυσιάζουν και τ᾽ άλλα βοσκήματα και προπάντων άλογα.
[4.62.1]Τοῖσι μὲν δὴ ἄλλοισι τῶν θεῶν οὕτω θύουσι καὶ ταῦτα τῶν κτηνέων, τῷ δὲ Ἄρεϊ ὧδε· κατὰ νομοὺς ἑκάστοισι τῶν ἀρχέων ἵδρυταί σφι Ἄρεος ἱρὸν τοιόνδε· φρυγάνων φάκελοι συννενέαται ὅσον τε ἐπὶ σταδίους τρεῖς μῆκος καὶ εὖρος, ὕψος δὲ ἔλασσον· ἄνω δὲ τούτου τετράγωνον ἄπεδον πεποίηται, καὶ τὰ μὲν τρία τῶν κώλων ἐστὶ ἀπότομα, κατὰ δὲ τὸ ἓν ἐπιβατόν.Στους άλλους θεούς λοιπόν αυτά τα ζώα θυσιάζουν και μ᾽ αυτό τον τρόπο, στον Άρη όμως αλλιώς: στην έδρα κάθε περιφέρειας καθενός απ᾽ τα βασίλειά τους έχουν ιδρύσει έναν τέτοιο ναό του Άρη: συσσωρεύουν δεμάτια με φρύγανα σε μάκρος και πλάτος περίπου τριών σταδίων — το ύψος βέβαια είναι μικρότερο· κατασκευάζουν ένα τετράγωνο επίπεδο πάνω απ᾽ αυτόν το σωρό, που οι τρεις πλευρές του είναι απότομες, μόνο απ᾽ την τέταρτη μπορεί κανείς ν᾽ ανεβεί·
[4.62.2]ἔτεος δὲ ἑκάστου ἁμάξας πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἐπινέουσι φρυγάνων· ὑπονοστέει γὰρ δὴ αἰεὶ ὑπὸ τῶν χειμώνων. ἐπὶ τούτου δὴ τοῦ ὄγκου ἀκινάκης σιδήρεος ἵδρυται ἀρχαῖος ἑκάστοισι, καὶ τοῦτ᾽ ἐστὶ τοῦ Ἄρεος τὸ ἄγαλμα. τούτῳ δὲ τῷ ἀκινάκῃ θυσίας ἐπετείους προσάγουσι προβάτων καὶ ἵππων, καὶ δὴ καὶ τοισίδ᾽ ἔτι πλέω θύουσι ἢ τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι.λοιπόν κάθε χρόνο προσθέτουν στο σωρό εκατό πενήντα φορτώματα με φρύγανα· γιατί πάντοτε με το χειμώνα έρχονται και κάθονται τα φρύγανα. Λοιπόν σε κάθε περιφέρεια πάνω σ᾽ αυτόν τον όγκο έχουν στήσει όρθιον σιδερένιο ακινάκη του παλιού καιρού, κι αυτός είναι το άγαλμα του Άρη. Σ᾽ αυτόν τον ακινάκη προσφέρουν κάθε χρόνο θυσίες βοσκημάτων κι αλόγων, αλλά, πέρ᾽ απ᾽ ό,τι στους άλλους θεούς, του κάνουν επιπλέον και την εξής θυσία:
[4.62.3]ὅσους [δ᾽] ἂν τῶν πολεμίων ζωγρήσωσι, ἀπὸ τῶν ἑκατὸν ἀνδρῶν ἄνδρα ἕνα θύουσι τρόπῳ οὐ τῷ αὐτῷ [ᾧ] καὶ τὰ πρόβατα, ἀλλ᾽ ἑτεροίῳ· ἐπεὰν γὰρ οἶνον ἐπισπείσωσι κατὰ τῶν κεφαλέων, ἀποσφάζουσι τοὺς ἀνθρώπους ἐς ἄγγος καὶ ἔπειτα ἀνενείκαντες ἄνω ἐπὶ τὸν ὄγκον τῶν φρυγάνων καταχέουσι τὸ αἷμα τοῦ ἀκινάκεος.από τους εχθρούς που πιάνουν ζωντανούς, στους εκατό τον ένα τον θυσιάζουν, όχι βέβαια με τον ίδιο τρόπο με τα βοσκήματα, αλλά διαφορετικά· δηλαδή ραντίζουν τα κεφάλια τους με κρασί κι ύστερα σφάζουν τους ανθρώπους μέσα σε αγγείο που το ανεβάζουν πάνω στο σωρό των φρυγάνων και καταβρέχουν τον ακινάκη με το αίμα.
[4.62.4]ἄνω μὲν δὴ φορέουσι τοῦτο, κάτω δὲ παρὰ τὸ ἱρὸν ποιεῦσι τάδε· τῶν ἀποσφαγέντων ἀνδρῶν τοὺς δεξιοὺς ὤμους πάντας ἀποταμόντες σὺν τῇσι χερσὶ ἐς τὸν ἠέρα ἱεῖσι καὶ ἔπειτα καὶ τὰ ἄλλα ἀπέρξαντες ἱρήια ἀπαλλάσσονται· χεὶρ δὲ τῇ ἂν πέσῃ κεῖται καὶ χωρὶς ὁ νεκρός.Λοιπόν, στο πάνω μέρος του σωρού ανεβάζουν αυτό το αγγείο, ενώ στο κάτω μέρος, δίπλα στο ναό, κάνουν τα εξής: όλων των αντρών που κατάσφαξαν κόβουν τον δεξιό ώμο μαζί με το χέρι και τον πετούν με ορμή στον αέρα, κι έπειτα, αφού τελειώσουν και με τα υπόλοιπα σφάγια, γυρίζουν στα σπίτια τους· και το χέρι κείτεται στο μέρος που έπεσε, και σ᾽ άλλο μέρος το πτώμα του νεκρού.
[4.63.1]Θυσίαι μέν νυν αὗταί σφι κατεστέασι, ὑσὶ δὲ οὗτοι οὐδὲν νομίζουσι οὐδὲ τρέφειν ἐν τῇ χώρῃ τὸ παράπαν θέλουσι.Αυτές λοιπόν είναι οι καθιερωμένες θυσίες τους· τους χοίρους δεν έχουν τί να τους κάνουν, ούτε τρέφουν χοίρους στη χώρα τους — ούτε να τους δουν στα μάτια τους!
[4.64.1]τὰ δ᾽ ἐς πόλεμον ἔχοντα ὧδέ σφι διάκειται· ἐπεὰν τὸν πρῶτον ἄνδρα καταβάλῃ ἀνὴρ Σκύθης, τοῦ αἵματος ἐμπίνει· ὅσους δ᾽ ἂν φονεύσῃ ἐν τῇ μάχῃ, τούτων τὰς κεφαλὰς ἀποφέρει τῷ βασιλέϊ· ἀπενείκας μὲν γὰρ κεφαλὴν τῆς ληίης μεταλαμβάνει τὴν ἂν λάβωσι, μὴ ἐνείκας δὲ οὔ.Τώρα, τα πολεμικά τους έθιμα διαμορφώθηκαν με τον εξής τρόπο: όταν Σκύθης πολεμιστής σκοτώσει τον πρώτο εχθρό, ρουφά το αίμα του· κι όσους σκοτώσει στη μάχη, αυτουνών τα κεφάλια τα παραδίνει στο βασιλιά· γιατί, αν παραδώσει κεφάλι εχθρού, παίρνει μερίδιο από τα λάφυρα που θα πέσουν στα χέρια τους, αν όμως δεν παραδώσει, δεν παίρνει·
[4.64.2]ἀποδείρει δὲ αὐτὴν τρόπῳ τοιῷδε· περιταμὼν κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα καὶ λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει, μετὰ δὲ σαρκίσας βοὸς πλευρῇ δέψει τῇσι χερσί, ὀργάσας δὲ αὐτὸ ἅτε χειρόμακτρον ἔκτηται, ἐκ δὲ [τῶν] χαλινῶν τοῦ ἵππου τὸν αὐτὸς ἐλαύνει, ἐκ τούτου ἐξάπτει καὶ ἀγάλλεται· ὃς γὰρ ἂν πλεῖστα [δέρματα] χειρόμακτρα ἔχῃ, ἀνὴρ ἄριστος οὗτος κέκριται.τα κεφάλια αυτά τα γδέρνουν με τον εξής τρόπο· τα κόβουν ένα γύρο στο ύψος των αυτιών, πιάνουν απ᾽ τα μαλλιά το πάνω μέρος και το τραβάν προς τα έξω· ύστερα καθαρίζουν το δέρμα από τις σάρκες με παγίδι βοδιού, το δουλεύουν με τα χέρια τους, κι αφού έτσι το κάνουν μαλακό, το έχουν για πετσέτα, και το βάζουν να κρέμεται απ᾽ τα χαλινάρια του αλόγου που ο καθένας τους καβαλικεύει, κι αγάλλεται η ψυχή του· γιατί όποιος έχει τις περισσότερες τέτοιες πετσέτες, αυτός κρίνεται πρώτο παλικάρι.
[4.64.3]πολλοὶ δὲ αὐτῶν ἐκ τῶν ἀποδαρμάτων καὶ χλαίνας ἐπείνυσθαι ποιεῦσι, συρράπτοντες κατά περ βαίτας· πολλοὶ δὲ ἀνδρῶν ἐχθρῶν τὰς δεξιὰς χεῖρας νεκρῶν ἐόντων ἀποδείραντες αὐτοῖσι ὄνυξι καλύπτρας τῶν φαρετρέων ποιεῦνται· δέρμα δὲ ἀνθρώπου καὶ παχὺ καὶ λαμπρὸν ἦν ἄρα, σχεδὸν δερμάτων πάντων λαμπρότατον λευκότητι.Και πολλοί από τα δέρματα των εχθρών κάνουν και πανωφόρια και τα φορούν, ράβοντάς τα το ένα με το άλλο, σαν κάπες· και πολλοί γδέρνουν το δεξί χέρι του σκοτωμένου εχθρού και παίρνουν το δέρμα μαζί με τα νύχια του κι ύστερα το κάνουν κάλυμμα της φαρέτρας τους· και τ᾽ ανθρώπινο δέρμα το ᾽βλεπες παχύ κι αστραφτερό, πιο αστραφτερό σχεδόν από κάθε άλλο δέρμα, γιατί είναι άσπρο.
[4.64.4]πολλοὶ δὲ καὶ ὅλους ἄνδρας ἐκδείραντες καὶ διατείναντες ἐπὶ ξύλων ἐπ᾽ ἵππων περιφέρουσι.Μάλιστα, πολλοί γδέρνουν ολόκληρο το σώμα του εχθρού, και, κρατώντας το δέρμα του τεντωμένο σε ξύλα, το ανεμίζουν πέρα δώθε πάνω απ᾽ τ᾽ άλογό τους.
[4.65.1]ταῦτα μὲν δὴ οὕτω σφι νενόμισται, αὐτὰς δὲ τὰς κεφαλάς, οὔτι πάντων ἀλλὰ τῶν ἐχθίστων, ποιεῦσι τάδε· ἀποπρίσας [ἕκαστος] πᾶν τὸ ἔνερθε τῶν ὀφρύων ἐκκαθαίρει· καὶ ἢν μὲν ᾖ πένης, ὁ δὲ ἔξωθεν ὠμοβοέην μούνην περιτείνας οὕτω χρᾶται, ἢν δὲ [ᾖ] πλούσιος, τὴν μὲν ὠμοβοέην περιτείνει, ἔσωθεν δὲ καταχρυσώσας οὕτω χρᾶται ποτηρίῳ.Αυτά λοιπόν συνηθίζουν να κάνουν με τα πτώματα των εχθρών τους· τώρα, με τα κεφάλια, πάντως όχι όλων, αλλά των πιο μισημένων, κάνουν τα εξής: ο καθένας τους αποχωρίζει με πριόνι το κρανίο από το κάτω απ᾽ τα φρύδια μέρος του κεφαλιού και το καθαρίζει καλά· κι αν είναι φτωχός, ετούτος το ντύνει γύρω γύρω με τομάρι βοδιού, όλο κι όλο, και το μεταχειρίζεται όπως είναι· αν όμως είναι πλούσιος, το ντύνει βέβαια γύρω γύρω με τομάρι βοδιού, αλλά κι επιχρυσώνει το εσωτερικό του, κι έτσι το μεταχειρίζεται για ποτήρι.
[4.65.2]ποιεῦσι δὲ τοῦτο καὶ ἐκ τῶν οἰκηίων, ἤν σφι διάφοροι γένωνται καὶ ἢν ἐπικρατήσῃ αὐτοῦ παρὰ τῷ βασιλέϊ. ξείνων δέ οἱ ἐλθόντων τῶν ἂν λόγον ποιῆται, τὰς κεφαλὰς ταύτας παραφέρει καὶ ἐπιλέγει ὥς οἱ ἐόντες οἰκήιοι πόλεμον προσεθήκαντο καί σφεων αὐτὸς ἐπεκράτησε, ταύτην ἀνδραγαθίην λέγοντες.Το ίδιο κάνουν και με τα κεφάλια συγγενών τους, αν τους χωρίσει έχθρα κι ο βασιλιάς τούς δώσει δίκιο. Κι όταν έρθουν ξένοι στο σπίτι τους, που τους θεωρούν σπουδαίους, βγάζουν και κάνουν επίδειξη αυτών των κεφαλιών, κι αρχίζουν να λένε πως είναι από συγγενείς τους που όμως τους πολέμησαν, αλλά αυτοί τους νίκησαν — το ᾽χουν για ανδραγάθημα!
[4.66.1]ἅπαξ δὲ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἑκάστου ὁ νομάρχης ἕκαστος ἐν τῷ ἑωυτοῦ νομῷ κίρναται κρητῆρα οἴνου, ἀπ᾽ οὗ πίνουσι τῶν Σκυθέων τοῖσι ἂν ἄνδρες πολέμιοι ἀραιρημένοι ἔωσι· τοῖσι δ᾽ ἂν μὴ κατεργασμένον ᾖ τοῦτο, οὐ γεύονται τοῦ οἴνου τούτου, ἀλλ᾽ ἠτιμωμένοι ἀποκατέαται· ὄνειδος δέ σφί ἐστι μέγιστον τοῦτο· ὅσοι δὲ ἂν αὐτῶν καὶ κάρτα πολλοὺς ἄνδρας ἀραιρηκότες ἔωσι, οὗτοι δὲ σύνδυο κύλικας ἔχοντες πίνουσι ὁμοῦ.Ο κάθε διοικητής περιφέρειας μια φορά το χρόνο στην επικράτειά του ανακατεύει κρασί με νερό μέσα σε κρατήρα, απ᾽ τον οποίο πίνουν όσοι Σκύθες έχουν σκοτώσει εχθρό· όμως εκείνοι που δεν το κατόρθωσαν αυτό, δε χαίρονται το κρασί αυτό, αλλά καταφρονεμένοι μένουν παράμερα — ντροπή πιο μεγάλη δεν υπάρχει γι᾽ αυτούς· κι όσοι απ᾽ τους πολεμιστές έχουν σκοτώσει πάρα πολλούς εχθρούς, αυτοί κρατούν από δυο ποτήρια και πίνουν κι απ᾽ το ένα κι απ᾽ το άλλο μαζί.
[4.67.1]Μάντιες δὲ Σκυθέων εἰσὶ πολλοί, οἳ μαντεύονται ῥάβδοισι εἰτεΐνῃσι πολλῇσι ὧδε· ἐπεὰν φακέλους ῥάβδων μεγάλους ἐνείκωνται, θέντες χαμαὶ διεξειλίσσουσι αὐτούς, καὶ ἐπὶ μίαν ἑκάστην ῥάβδον τιθέντες θεσπίζουσι, ἅμα τε λέγοντες ταῦτα συνειλέουσι τὰς ῥάβδους ὀπίσω καὶ αὖτις κατὰ μίαν συντιθεῖσι.Οι μάντεις των Σκυθών είναι πολλοί, που βγάζουν τις μαντείες τους από πολλές βέργες ιτιάς με τον εξής τρόπο: κουβαλούν μεγάλα δεμάτια με βέργες, τα βάζουν χάμω κι απλώνουν τις βέργες στη σειρά, και, καθώς μια μια τις τοποθετούν, απαγγέλνουν τις προφητείες τους· και λέγοντάς τες συγκεντρώνουν ξανά σε δέσμη τις βέργες κι έπειτα πάλι τις τοποθετούν στη σειρά μια μια.
[4.67.2]αὕτη μέν σφι ἡ μαντικὴ πατρωίη ἐστί, οἱ δὲ Ἐνάρεες οἱ ἀνδρόγυνοι τὴν Ἀφροδίτην σφι λέγουσι μαντικὴν δοῦναι· φιλύρης ὦν φλοιῷ μαντεύονται· ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ, διαπλέκων ἐν τοῖσι δακτύλοισι τοῖσι ἑωυτοῦ καὶ διαλύων χρᾷ.Αυτός λοιπόν είναι ο πατροπαράδοτος τρόπος της μαντικής τους, όμως οι Εναρείς, που γυναικοφέρνουν, λένε πως η Αφροδίτη είναι που τους έδωσε τη μαντική· γι᾽ αυτό βγάζουν τις μαντείες τους με φλούδα φλαμουριάς· σχίζουν τη φλούδα της φλαμουριάς στα τρία, την πλέκουν μέσ᾽ από τα δάχτυλά τους σε πλεξίδα, κι ύστερα την ξεπλέκουν, και τότε λένε τους χρησμούς τους.
[4.68.1]ἐπεὰν δὲ βασιλεὺς ὁ Σκυθέων κάμῃ, μεταπέμπεται τῶν μαντίων ἄνδρας τρεῖς τοὺς εὐδοκιμέοντας μάλιστα, οἳ τρόπῳ τῷ εἰρημένῳ μαντεύονται· καὶ λέγουσι οὗτοι ὡς τὸ ἐπίπαν μάλιστα τάδε, ὡς τὰς βασιληίας ἱστίας ἐπιώρκηκε ὃς καὶ ὅς, λέγοντες τῶν ἀστῶν τὸν ἂν δὴ λέγωσι.Κι όταν πέσει άρρωστος ο βασιλιάς των Σκυθών, στέλνει να καλέσουν τρεις, τους πιο ονομαστούς, από τους μάντεις που βγάζουν τις μαντείες με τον τρόπο που είπαμε· κι η συνηθισμένη απάντησή τους είναι η εξής, ότι πάτησε τον όρκο του στη βασιλική εστία ο δείνα κι ο δείνα, αναφέροντας κάποιον από τους πολίτες, όποιον τέλος πάντων αναφέρουν
[4.68.2]τὰς δὲ βασιληίας ἱστίας νόμος Σκύθῃσι τὰ μάλιστά ἐστι ὀμνύναι τότε ἐπεὰν τὸν μέγιστον ὅρκον ἐθέλωσι ὀμνύναι. αὐτίκα δὲ διαλελαμμένος ἄγεται οὗτος τὸν ἂν δὴ φῶσι ἐπιορκῆσαι, ἀπιγμένον δὲ ἐλέγχουσι οἱ μάντιες ὡς ἐπιορκήσας φαίνεται ἐν τῇ μαντικῇ τὰς βασιληίας ἱστίας καὶ διὰ ταῦτα ἀλγέει ὁ βασιλεύς· ὁ δὲ ἀρνέεται, οὐ φάμενος ἐπιορκῆσαι, καὶ δεινολογέεται.(κι είναι έθιμο των Σκυθών πολύ σεβαστό, όταν θέλουν να δώσουν τον πιο μεγάλο όρκο, να ορκίζονται στη βασιλική εστία). Κι αμέσως σέρνουν δεμένο χεροπόδαρα αυτόν που θα ισχυριστούν ότι πάτησε τον όρκο, όποιος και να ᾽ναι. Και μόλις φτάνει, τον καθίζουν στο σκαμνί οι μάντεις, πως η μαντική τους τον αποκάλυψε να έχει πατήσει τον όρκο του στις βασιλικές εστίες, κι αυτός είναι ο λόγος που υποφέρει ο βασιλιάς· κι αυτός ν᾽ αρνιέται πως όχι, δεν πάτησε τον όρκο, και να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του.
[4.68.3]ἀρνεομένου δὲ τούτου ὁ βασιλεὺς μεταπέμπεται ἄλλους διπλησίους μάντιας· καὶ ἢν μὲν καὶ οὗτοι ἐσορῶντες ἐς τὴν μαντικὴν καταδήσωσι ἐπιορκῆσαι, τοῦ δὲ ἰθέως τὴν κεφαλὴν ἀποτάμνουσι καὶ τὰ χρήματα αὐτοῦ διαλαγχάνουσι οἱ πρῶτοι τῶν μαντίων·Καθώς αυτός αρνιέται, ο βασιλιάς στέλνει και καλούν άλλους, διπλάσιους μάντεις· στην περίπτωση λοιπόν που κι αυτοί, εξασκώντας τη μαντική τους, τον καταδικάσουν για επιορκία, του κόβουν το κεφάλι αμέσως και διαμοιράζονται μεταξύ τους με κλήρο την περιουσία του οι μάντεις που τον έκριναν πρώτοι·
[4.68.4]ἢν δὲ οἱ ἐπελθόντες μάντιες ἀπολύσωσι, ἄλλοι πάρεισι μάντιες καὶ μάλα ἄλλοι· ἢν ὦν οἱ πλεῦνες τὸν ἄνθρωπον ἀπολύσωσι, δέδοκται τοῖσι πρώτοισι τῶν μαντίων αὐτοῖσι ἀπόλλυσθαι.αν όμως οι δεύτεροι μάντεις τον αθωώσουν, τότε έρχονται άλλοι μάντεις, κι άλλοι, κι άλλοι· λοιπόν, αν οι περισσότεροι τον αθωώσουν, ο νόμος λέει να σκοτώσουν τους πρώτους μάντεις.
[4.69.1]ἀπολλύουσι δῆτα αὐτοὺς τρόπῳ τοιῷδε· ἐπεὰν ἅμαξαν φρυγάνων πλήσωσι καὶ ὑποζεύξωσι βοῦς, ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῖρας ὀπίσω δήσαντες καὶ στομώσαντες κατεργνῦσι ἐς μέσα τὰ φρύγανα, ὑποπρήσαντες δὲ αὐτὰ ἀπιεῖσι φοβήσαντες τοὺς βοῦς.Και νά λοιπόν με ποιό τρόπο τούς σκοτώνουν· φορτώνουν ώς απάνω μια άμαξα με φρύγανα, βάζουν τα βόδια στο ζυγό, κι ύστερα τους μάντεις, με πεδικλωμένα τα πόδια, τα χέρια δεμένα πίσω και φιμωμένους, τους στριμώχνουν μες στα φρύγανα, που τα βάζουν φωτιά από κάτω, κι ύστερα ξιπάζουν τα βόδια και τα βάζουν να τρέχουν.
[4.69.2]πολλοὶ μὲν δὴ συγκατακαίονται τοῖσι μάντισι βόες, πολλοὶ δὲ περικεκαυμένοι ἀποφεύγουσι, ἐπεὰν αὐτῶν ὁ ῥυμὸς κατακαυθῇ. κατακαίουσι δὲ τρόπῳ τῷ εἰρημένῳ καὶ δι᾽ ἄλλας αἰτίας τοὺς μάντις, ψευδομάντιας καλέοντες.Λοιπόν πολλά βόδια καίονται μαζί με τους μάντεις και πολλά γλιτώνουν μισοκαμένα, όταν καεί το τιμόνι του ζυγού του αμαξιού τους. Με τον τρόπο που είπαμε τους καίνε και για άλλες αιτίες, και τους φωνάζουν ψευτομάντεις.
[4.69.3]τοὺς δ᾽ ἂν ἀποκτείνῃ βασιλεύς, τούτων οὐδὲ τοὺς παῖδας λείπει, ἀλλὰ πάντα τὰ ἔρσενα κτείνει, τὰ δὲ θήλεα οὐκ ἀδικέει.Κι όποιους σκοτώνει ο βασιλιάς, ετούτων ούτε τ᾽ αγόρια τους τ᾽ αφήνει, αλλά σκοτώνει όλα τ᾽ αρσενικά παιδιά τους, όμως στα θηλυκά δεν κάνει κακό.
[4.70.1]Ὅρκια δὲ ποιεῦνται Σκύθαι ὧδε πρὸς τοὺς ἂν ποιέωνται· ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες αἷμα συμμίσγουσι τῶν τὸ ὅρκιον ταμνομένων, τύψαντες ὑπέατι ἢ ἐπιταμόντες μαχαίρῃ σμικρὸν τοῦ σώματος καὶ ἔπειτα ἀποβάψαντες ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκην καὶ ὀϊστοὺς καὶ σάγαριν καὶ ἀκόντιον· ἐπεὰν δὲ ταῦτα ποιήσωσι, κατεύχονται πολλὰ καὶ ἔπειτα ἀποπίνουσι αὐτοί τε οἱ τὸ ὅρκιον ποιεύμενοι καὶ τῶν ἑπομένων οἱ πλείστου ἄξιοι.Όταν είναι να δώσουν επίσημο όρκο σε κάποιον οι Σκύθες, νά πώς κάνουν: μέσα σε μεγάλο πήλινο κρασοπότηρο χύνουν κρασί και αίμα εκείνων που δένονται με όρκο και τ᾽ ανακατεύουν· το αίμα το παίρνουν τρυπώντας με ξόβεργα ή χαράζοντας με μαχαίρι κάτι λίγο απ᾽ το σώμα τους, κι έπειτα βουτούν στο κρασοπότηρο ακινάκη και βέλη και σάγαρη και ακόντιο· αυτά κάνουν, λένε ύστερα πολλές ευχές και τέλος πίνουν ώς τον πάτο κι αυτοί που δίνουν τον όρκο κι οι σημαντικότεροι από τους συντρόφους τους.
[4.71.1]Ταφαὶ δὲ τῶν βασιλέων ἐν Γέρροισί εἰσι, ἐς ὃ ὁ Βορυσθένης ἐστὶ προσπλωτός. ἐνθαῦτα, ἐπεάν σφι ἀποθάνῃ ὁ βασιλεύς, ὄρυγμα γῆς μέγα ὀρύσσουσι τετράγωνον, ἕτοιμον δὲ τοῦτο ποιήσαντες ἀναλαμβάνουσι τὸν νεκρόν, κατακεκηρωμένον μὲν τὸ σῶμα, τὴν δὲ νηδὺν ἀνασχισθεῖσαν καὶ καθαρθεῖσαν, πλέην κυπέρου κεκομμένου καὶ θυμιήματος καὶ σελίνου σπέρματος καὶ ἀννήσου, συνερραμμένην ὀπίσω, καὶ κομίζουσι ἐν ἁμάξῃ ἐς ἄλλο ἔθνος.Οι τάφοι των βασιλιάδων τους βρίσκονται στους Γέρρους, στο σημείο που τελειώνει το πλωτό τμήμα του Βορυσθένη. Εκεί, όταν πεθαίνει ο βασιλιάς τους, σκάβουν στη γη μεγάλο λάκκο τετράγωνο, κι όταν τον αποτελειώσουν, παίρνουν σηκωτό το νεκρό, που το σώμα του το έχουν αλείψει γύρω γύρω με κερί και την κοιλιά του την έχουν ανοίξει, την έχουν καθαρίσει, την έχουν γεμίσει με κομμένο κύπερο, με μόσκο, με σπόρο από σέλινο και άνηθο, και την έχουν ράψει πάλι, και τον μεταφέρουν πάνω σε άμαξα σε άλλη φυλή.
[4.71.2]οἳ δὲ ἂν παραδέξωνται κομισθέντα τὸν νεκρόν, ποιεῦσι τά περ οἱ βασιλήιοι Σκύθαι· τοῦ ὠτὸς ἀποτάμνονται, τρίχας περικείρονται, βραχίονας περιτάμνονται, μέτωπον καὶ ῥῖνα καταμύσσονται, διὰ τῆς ἀριστερῆς χειρὸς ὀϊστοὺς διαβυνέονται.Κι εκείνοι που δέχονται στη χώρα τους το νεκρό που μεταφέρθηκε, κάνουν ό,τι και οι βασιλικοί Σκύθες: κόβουν μια άκρη από τ᾽ αυτί τους, κουρεύουν γύρω γύρω τα μαλλιά τους, καταματώνουν το μέτωπο και τη μύτη τους, περνούν βέλη μέσ᾽ από το αριστερό τους χέρι.
[4.71.3]ἐνθεῦτεν δὲ κομίζουσι ἐν τῇ ἁμάξῃ [τοῦ βασιλέος] τὸν νέκυν ἐς ἄλλο ἔθνος τῶν ἄρχουσι· οἱ δέ σφι ἕπονται ἐς τοὺς πρότερον ἦλθον. ἐπεὰν δὲ πάντας περιέλθωσι τὸν νέκυν κομίζοντες, ἐν Γέρροισι ἔσχατα κατοικημένοισί εἰσι τῶν ἐθνέων τῶν ἄρχουσι καὶ ἐν τῇσι ταφῇσι.Κι από εκεί μεταφέρουν τη σορό του βασιλιά τους σε άλλη φυλή της επικράτειάς τους· στη συνοδεία τώρα είναι και άνθρωποι της φυλής στην οποία τον είχαν μεταφέρει προηγουμένως. Κι αφού, μεταφέροντας το νεκρό, περάσουν απ᾽ όλες τις φυλές, φτάνουν στους Γέρρους, τη φυλή που ζει στο πιο απόμακρο μέρος της επικράτειάς τους, στον τόπο των ταφών.
[4.71.4]καὶ ἔπειτα, ἐπεὰν θέωσι τὸν νέκυν ἐν τῇσι θήκῃσι ἐπὶ στιβάδος, παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῦ νεκροῦ ξύλα ὑπερτείνουσι καὶ ἔπειτα ῥιψὶ καταστεγάζουσι, ἐν δὲ τῇ λοιπῇ εὐρυχωρίῃ τῆς θήκης τῶν παλλακέων τε μίαν ἀποπνίξαντες θάπτουσι καὶ τὸν οἰνοχόον καὶ μάγειρον καὶ ἱπποκόμον καὶ διήκονον καὶ ἀγγελιηφόρον καὶ ἵππους καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων ἀπαρχὰς καὶ φιάλας χρυσέας· ἀργύρῳ δὲ οὐδὲν οὐδὲ χαλκῷ χρέωνται.Κατόπι βάζουν το νεκρό στον τάφο του, πάνω σε στρώμα από φύλλα· δίπλα από τον νεκρό, από τη μια μεριά κι από την άλλη, μπήγουν κοντάρια, πάνω απ᾽ αυτά τοποθετούν ξύλα κι έπειτα κάνουν μια στέγη από καλαμιές· τώρα, στο πλατύ μέρος του τάφου που μένει άδειο, θάβουν μια απ᾽ τις παλλακίδες του βασιλιά που την έχουν πνίξει, και τον οινοχόο και τον μάγειρα και τον ιπποκόμο και τον υπηρέτη και τον αγγελιοφόρο του βασιλιά, και άλογα, και τα πρώτα και καλύτερα απ᾽ όλα τ᾽ άλλα, και χρυσά ποτήρια· δεν του αφιερώνουν όμως τίποτε ασημένιο ή χάλκινο.
[4.71.5]ταῦτα δὲ ποιήσαντες χοῦσι πάντες χῶμα μέγα, ἁμιλλώμενοι καὶ προθυμεόμενοι ὡς μέγιστον ποιῆσαι.Κάνουν όλ᾽ αυτά κι ύστερα όλοι τους σωρεύουν χώμα πολύ, ξεσυνερίζονται και βάζουν τα δυνατά τους να κάνουν τύμβο όσο πιο ψηλό μπορούν.
[4.72.1]ἐνιαυτοῦ δὲ περιφερομένου αὖτις ποιεῦσι τοιόνδε· λαβόντες τῶν λοιπῶν θεραπόντων τοὺς ἐπιτηδεοτάτους (οἱ δέ εἰσι Σκύθαι ἐγγενέες· οὗτοι γὰρ θεραπεύουσι τοὺς ἂν αὐτὸς ὁ βασιλεὺς κελεύσῃ, ἀργυρώνητοι δὲ οὐκ εἰσί σφι θεράποντες),Κι όταν κλείσει ο χρόνος τον κύκλο του, ξανάρχονται και κάνουν τα εξής: παίρνουν τους πιο πιστούς απ᾽ τους υπόλοιπους υπηρέτες (κι ετούτοι είναι Σκύθες απ᾽ τον τόπο τους· γιατί αυτοί προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ᾽ όποιον ο βασιλιάς ο ίδιος τούς ορίσει, στη χώρα τους δεν έχουν υπηρέτες από δουλεμπόριο),
[4.72.2]τούτων ὦν τῶν διηκόνων ἐπεὰν ἀποπνίξωσι πεντήκοντα καὶ ἵππους τοὺς καλλιστεύοντας πεντήκοντα, ἐξελόντες αὐτῶν τὴν κοιλίην καὶ καθήραντες ἐμπιπλᾶσι ἀχύρων καὶ συρράπτουσι·λοιπόν, αφού πνίξουν πενήντα απ᾽ αυτούς τους υπηρέτες και πενήντα άλογα, τα πρώτα και καλύτερα, τους βγάζουν την κοιλιά, την καθαρίζουν, τη γεμίζουν άχερο και τη ράβουν·
[4.72.3]ἁψῖδος δὲ ἥμισυ ἐπὶ δύο ξύλα στήσαντες ὕπτιον καὶ τὸ ἕτερον ἥμισυ τῆς ἁψῖδος ἐπ᾽ ἕτερα δύο, καταπήξαντες τρόπῳ τοιούτῳ πολλὰ ταῦτα, ἔπειτα τῶν ἵππων κατὰ τὰ μήκεα ξύλα παχέα διελάσαντες μέχρι τῶν τραχήλων ἀναβιβάζουσι αὐτοὺς ἐπὶ τὰς ἁψῖδας·ύστερα παίρνουν το μισό από ρόδα αμαξιού και το στήνουν με το άνοιγμα προς τ᾽ απάνω και το στηρίζουν πάνω σε δυο παλούκια μπηγμένα στη γη, στηρίζουν και το άλλο μισό της ρόδας πάνω σ᾽ άλλα δυο· αφού μ᾽ αυτό τον τρόπο στηρίξουν πολλά τέτοια μισά από ρόδες, κατόπι, ανάλογα με το μάκρος των αλόγων, τους περνούν χοντρά ξύλα ώς το σβέρκο τους και τα ανεβάζουν πάνω στις ρόδες·
[4.72.4]τῶν δὲ αἱ μὲν πρότεραι ἁψῖδες ὑπέχουσι τοὺς ὤμους τῶν ἵππων, αἱ δὲ ὄπισθε παρὰ τοὺς μηροὺς τὰς γαστέρας ὑπολαμβάνουσι· σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα. χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ἐμβαλόντες ἐς τοὺς ἵππους κατατείνουσι ἐς τὸ πρόσθε αὐτῶν καὶ ἔπειτα ἐκ πασσάλων δέουσι.κι απ᾽ αυτές (ο λόγος πάντοτε για τα μισά τους), όσες τοποθετήθηκαν πιο μπροστά συγκρατούν τους ώμους των αλόγων κι εκείνες που είναι πιο πίσω συγκρατούν τις κοιλιές, εκεί κατά τα μεριά τους· και τα πόδια τους, και τα μπροστινά και τα πισινά, κρέμονται στον αέρα· βάζουν στα άλογα χαλινάρι και γκέμια, τα τεντώνουν προς τα εμπρός κι ύστερα τα δένουν σε πασσάλους.
[4.72.5]τῶν δὲ δὴ νεηνίσκων τῶν ἀποπεπνιγμένων τῶν πεντήκοντα ἕνα ἕκαστον ἀναβιβάζουσι ἐπὶ τὸν ἵππον, ὧδε ἀναβιβάζοντες, ἐπεὰν νεκροῦ ἑκάστου παρὰ τὴν ἄκανθαν ξύλον ὀρθὸν διελάσωσι μέχρι τοῦ τραχήλου· κάτωθεν δὲ ὑπερέχει τοῦ ξύλου τούτου τὸ ἐς τόρμον πηγνύουσι τοῦ ἑτέρου ξύλου τοῦ διὰ τοῦ ἵππου. ἐπιστήσαντες δὲ κύκλῳ τὸ σῆμα ἱππέας τοιούτους ἀπελαύνουσι.Και τον καθένα από τους πενήντα νεαρούς που έχουν πνίξει τον ανεβάζουν πάνω σ᾽ άλογο· νά πώς τον ανεβάζουν: περνάνε πέρα πέρα δίπλα απ᾽ τη ραχοκοκαλιά του νεκρού ώς το σβέρκο του ένα ίσιο παλούκι, που το κάτω μέρος του περισσεύει· λοιπόν αυτό το μπήγουν σε τρύπα του χοντρού ξύλου που περνά πέρα πέρα το άλογο. Στήνουν λοιπόν γύρω απ᾽ τον τάφο τέτοιους καβαλάρηδες κι ύστερα φεύγουν.
[4.73.1]οὕτω μὲν τοὺς βασιλέας θάπτουσι, τοὺς δὲ ἄλλους Σκύθας, ἐπεὰν ἀποθάνωσι, περιάγουσι οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες κατὰ τοὺς φίλους ἐν ἁμάξῃσι κειμένους, τῶν δὲ ἕκαστος ὑποδεκόμενος εὐωχέει τοὺς ἑπομένους καὶ τῷ νεκρῷ πάντων παρατιθεῖ τῶν καὶ τοῖσι ἄλλοισι. ἡμέρας δὲ τεσσεράκοντα οὕτω οἱ ἰδιῶται περιάγονται, ἔπειτα θάπτονται.Μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο θάβουν τους βασιλιάδες τους· τώρα, τους άλλους Σκύθες, όταν πεθάνουν, οι πιο στενοί συγγενείς τους τούς πηγαίνουν, ξαπλωμένους πάνω σε άμαξες, από το ένα στο άλλο στα σπίτια των φίλων τους, κι ο καθένας από τούτους δέχεται στο σπίτι του αυτούς που συνοδεύουν το νεκρό και τους κάνει μεγάλο τραπέζι, κι ό,τι προσφέρει σ᾽ αυτούς, το προσφέρει και στο νεκρό· μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο γίνεται η περιφορά των νεκρών για σαράντα μέρες κι ύστερα τους θάβουν·
[4.73.2]θάψαντες δὲ οἱ Σκύθαι καθαίρονται τρόπῳ τοιῷδε· σμησάμενοι τὰς κεφαλὰς καὶ ἐκπλυνάμενοι ποιεῦσι περὶ τὸ σῶμα τάδε· ἐπεὰν ξύλα στήσωσι τρία ἐς ἄλληλα κεκλιμένα, περὶ ταῦτα πίλους εἰρινέους περιτείνουσι, συμφράξαντες δὲ ὡς μάλιστα λίθους ἐκ πυρὸς διαφανέας ἐσβάλλουσι ἐς σκάφην κειμένην ἐν μέσῳ τῶν ξύλων τε καὶ τῶν πίλων.μετά από την ταφή οι Σκύθες διώχνουν από πάνω τους κάθε βρομιά με τον εξής τρόπο· πλένουν τα μαλλιά τους με αλοιφή, τα ξεπλένουν κι ύστερα νά τί κάνουν για το σώμα τους· μπήγουν στη γη τρία παλούκια γερτά, έτσι που οι κορυφές τους να ενώνονται επάνω, κι ύστερα απλώνουν γύρω γύρω τέντες από μαλλί, φράζουν όσο γίνεται πιο καλά το μέσα μέρος και ρίχνουν λιθάρια πυρωμένα απ᾽ τη φωτιά σε σκάφη που τοποθετούν στο χώρο που περιβάλλεται από τα παλούκια και τις τέντες.
[4.74.1]ἔστι δέ σφι κάνναβις φυομένη ἐν τῇ χώρῃ πλὴν παχύτητος καὶ μεγάθεος τῷ λίνῳ ἐμφερεστάτη· ταύτῃ δὲ πολλῷ ὑπερφέρει ἡ κάνναβις. αὕτη καὶ αὐτομάτη καὶ σπειρομένη φύεται, καὶ ἐξ αὐτῆς Θρήικες μὲν καὶ εἵματα ποιεῦνται τοῖσι λινέοισι ὁμοιότατα. οὐδ᾽ ἄν, ὅστις μὴ κάρτα τρίβων εἴη αὐτῆς, διαγνοίη λίνου ἢ καννάβιός ἐστι· ὃς δὲ μὴ εἶδέ κω τὴν κανναβίδα, λίνεον δοκήσει εἶναι τὸ εἷμα.Κι έχουν ένα καννάβι που φυτρώνει στη γη τους, ολόιδιο με το λινάρι, μονάχα στο πάχος και στο μάκρος διαφέρουν· σ᾽ αυτά το καννάβι είναι πολύ μεγαλύτερο. Ετούτο βλασταίνει από τη γη, και από μόνο του και με σπορά, κι οι Θράκες απ᾽ τη μεριά τους κάνουν απ᾽ αυτό πανωφόρια σ᾽ όλα τα πάντα ολόιδια με τα λινά· κι όποιος δεν είναι πολύ της δουλειάς, αδύνατο να ξεχωρίσει αν είναι από λινάρι ή από καννάβι· όποιος δεν έχει δει ποτέ του καννάβι, θα πιστέψει πως το πανωφόρι είναι λινό.
[4.75.1]ταύτης ὦν οἱ Σκύθαι τῆς καννάβιος τὸ σπέρμα ἐπεὰν λάβωσι, ὑποδύνουσι ὑπὸ τοὺς πίλους καὶ ἔπειτα ἐπιβάλλουσι τὸ σπέρμα ἐπὶ τοὺς διαφανέας λίθους [τῷ πυρί]· τὸ δὲ θυμιᾶται ἐπιβαλλόμενον καὶ ἀτμίδα παρέχεται τοσαύτην ὥστε Ἑλληνικὴ οὐδεμία ἄν μιν πυρίη ἀποκρατήσειε.Λοιπόν οι Σκύθες παίρνουν το σπόρο απ᾽ αυτό το καννάβι, μπαίνουν κάτω από τις τέντες κι απλώνουν το σπόρο πάνω στα πυρωμένα λιθάρια· κι ετούτος ο σπόρος μόλις τον απλώσουν καίγεται και δίνει αχνό τόσο πολύ, που βάζει κάτω κάθε ελληνικό ατμόλουτρο· κι οι Σκύθες να ουρλιάζουν από αγαλλίαση·
[4.75.2]οἱ δὲ Σκύθαι ἀγάμενοι τῇ πυρίῃ ὠρύονται· τοῦτό σφι ἀντὶ λουτροῦ ἐστι· οὐ γὰρ δὴ λούονται ὕδατι τὸ παράπαν τὸ σῶμα·κι αυτό είναι το λουτρό τους· γιατί καθόλου μα καθόλου δε λούζουν το σώμα τους.
[4.75.3]αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν ὕδωρ παραχέουσαι κατασώχουσι περὶ λίθον τρηχὺν τῆς κυπαρίσσου καὶ κέδρου καὶ λιβάνου ξύλου, καὶ ἔπειτα τὸ κατασωχόμενον τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσονται πᾶν τὸ σῶμα καὶ τὸ πρόσωπον· καὶ ἅμα μὲν εὐωδίη σφέας ἀπὸ τούτου ἴσχει, ἅμα δὲ ἀπαιρέουσαι τῇ δευτέρῃ ἡμέρῃ τὴν καταπλαστὺν γίνονται καθαραὶ καὶ λαμπραί.Οι γυναίκες τους πάλι παίρνουν ξύλο από κυπαρίσσι κι από κέδρο κι από λίβανο, το μουλιάζουν σε νερό κι ύστερα το ξένουν πάνω σε μια κοφτερή πέτρα· έπειτα τη μάζα απ᾽ τα ξεφτίδια, καθώς είναι πηχτή, την κάνουν κατάπλασμα κι αλείφουν μ᾽ αυτήν όλο το σώμα και το πρόσωπό τους· κι έτσι και το σώμα τους μοσχομυρίζει απ᾽ αυτό το κατάπλασμα και, όταν την άλλη μέρα το βγάζουν από πάνω τους, δείχνουν καθαρές και λαμπρόθωρες.
[4.76.1]Ξεινικοῖσι δὲ νομαίοισι καὶ οὗτοι αἰνῶς χρᾶσθαι φεύγουσι, μήτε τεῶν ἄλλων, Ἑλληνικοῖσι δὲ καὶ ἥκιστα, ὡς διέδεξαν Ἀνάχαρσίς τε καὶ δεύτερα αὖτις Σκύλῃς.Κι όσο για τα ξένα έθιμα, κι ετούτοι ούτε να τ᾽ ακούσουν θέλουν· κι αν αυτό ισχύει για τα έθιμα κάθε άλλου λαού, για τα ελληνικά ισχύει απόλυτα, όπως το έδειξαν ολοφάνερα στην περίπτωση του Ανάχαρση και πάλι, για δεύτερη φορά, του Σκύλη.
[4.76.2]τοῦτο μὲν γὰρ Ἀνάχαρσις, ἐπείτε γῆν πολλὴν θεωρήσας καὶ ἀποδεξάμενος κατ᾽ αὐτὴν σοφίην πολλὴν ἐκομίζετο ἐς ἤθεα τὰ Σκυθέων, πλέων δι᾽ Ἑλλησπόντου προσίσχει ἐς Κύζικον,Δηλαδή, στην πρώτη περίπτωση, ο Ανάχαρσης, αφού περιηγήθηκε πολλές χώρες κι άντλησε απ᾽ αυτές μεγάλη σοφία, ξαναγύριζε στα μέρη των Σκυθών· λοιπόν, καθώς το πλοίο του διέσχιζε τον Ελλήσποντο, έπιασε σκάλα στην Κύζικο·
[4.76.3]καὶ εὗρε γὰρ τῇ Μητρὶ τῶν θεῶν ἀνάγοντας τοὺς Κυζικηνοὺς ὁρτὴν κάρτα μεγαλοπρεπέως, εὔξατο τῇ Μητρὶ ὁ Ἀνάχαρσις, ἢν σῶς καὶ ὑγιὴς ἀπονοστήσῃ ἐς ἑωυτοῦ, θύσειν τε κατὰ ταὐτὰ κατ᾽ ἃ ὥρα τοὺς Κυζικηνοὺς ποιεῦντας καὶ παννυχίδα στήσειν.και —γιατί βρήκε τους Κυζικηνούς να πανηγυρίζουν τη γιορτή της Μητέρας των θεών με ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια— ο Ανάχαρσης έκαμε τάμα στη Μητέρα, αν γυρίσει στην πατρίδα του σώος και αβλαβής, να κάνει θυσία καταπώς έβλεπε να κάνουν οι Κυζικηνοί και να τελέσει ολονυχτία.
[4.76.4]ὡς δὲ ἀπίκετο ἐς τὴν Σκυθικήν, καταδὺς ἐς τὴν καλεομένην Ὑλαίην (ἡ δ᾽ ἔστι μὲν παρὰ τὸν Ἀχιλλήιον δρόμον, τυγχάνει δὲ πᾶσα ἐοῦσα δενδρέων παντοίων πλέη), ἐς ταύτην δὴ καταδὺς ὁ Ἀνάχαρσις τὴν ὁρτὴν ἐπετέλεε πᾶσαν τῇ θεῷ, τύμπανόν τε ἔχων καὶ ἐκδησάμενος ἀγάλματα.Κι όταν έφτασε στη Σκυθία, χώθηκε στην περιοχή που λέγεται Υλαία (κι αυτή βρίσκεται δίπλα στον Αχίλλειο δρόμο, κι είναι από τη μια άκρη ώς την άλλη δασωμένη με δέντρα κάθε λογής), χώθηκε λοιπόν σ᾽ αυτήν ο Ανάχαρσης και τελούσε για χάρη της θεάς τη γιορτή με όλο το τυπικό της, κρατώντας τύμπανο κι έχοντας κρεμασμένα στο στήθος του ειδώλια της θεάς.
[4.76.5]καὶ τῶν τις Σκυθέων καταφρασθεὶς αὐτὸν ταῦτα ποιεῦντα ἐσήμηνε τῷ βασιλέϊ Σαυλίῳ· ὁ δὲ καὶ αὐτὸς ἀπικόμενος ὡς εἶδε τὸν Ἀνάχαρσιν ποιεῦντα ταῦτα, τοξεύσας αὐτὸν ἀπέκτεινε. καὶ νῦν ἤν τις εἴρηται περὶ Ἀναχάρσιος, οὔ φασί μιν Σκύθαι γινώσκειν, διὰ τοῦτο ὅτι ἐξεδήμησέ τε ἐς τὴν Ἑλλάδα καὶ ξεινικοῖσι ἔθεσι διεχρήσατο.Και κάποιος Σκύθης αντικρίζοντάς τον να κάνει αυτά πήγε και τα πρόλαβε στον βασιλιά Σαύλιο. Λοιπόν ετούτος πήγε κι ο ίδιος του και, βλέποντας τον Ανάχαρση να κάνει αυτά, του έριξε βέλος και τον σκότωσε. Ακόμα και σήμερα αν κάποιος ρωτήσει για τον Ανάχαρση, οι Σκύθες λένε πως δεν τον ξέρουν, κι ο λόγος είναι που πήγε κι έμεινε καιρό στην Ελλάδα και οι συνήθειες που κρατούσε ήταν ξενόφερτες.
[4.76.6]ὡς δ᾽ ἐγὼ ἤκουσα Τύμνεω τοῦ Ἀριαπείθεος ἐπιτρόπου, εἶναι αὐτὸν Ἰδανθύρσου τοῦ Σκυθέων βασιλέος πάτρων, παῖδα δὲ εἶναι Γνούρου τοῦ Λύκου τοῦ Σπαργαπείθεος. εἰ ὦν ταύτης ἦν τῆς οἰκίης ὁ Ἀνάχαρσις, ἴστω ὑπὸ τοῦ ἀδελφεοῦ ἀποθανών· Ἰδάνθυρσος γὰρ ἦν παῖς Σαυλίου, Σαύλιος δὲ ἦν ὁ ἀποκτείνας Ἀνάχαρσιν.Κι από τις πληροφορίες που πήρα από τον Τίμνη, τον αντιπρόσωπο του Αριαπείθη, ο Ανάχαρσης ήταν θείος του βασιλιά των Σκυθών Ιδανθύρσου απ᾽ τη μεριά του πατέρα του, και γιος του Γνούρου, του γιου του Λύκου, γιου του Σπαργαπείθη· Ανάχαρση, αν ήσουνα απ᾽ αυτή την οικογένεια, να ξέρεις ότι σε σκότωσε ο αδερφός σου! — γιατί ο Ιδάνθυρσος ήταν γιος του Σαυλίου, κι ο Σαύλιος είναι που σκότωσε τον Ανάχαρση.
[4.77.1]καίτοι τινὰ ἤδη ἤκουσα λόγον ἄλλον ὑπὸ Πελοποννησίων λεγόμενον, ὡς ὑπὸ τοῦ Σκυθέων βασιλέος Ἀνάχαρσις ἀποπεμφθεὶς τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο, ὀπίσω τε ἀπονοστήσας φαίη πρὸς τὸν ἀποπέμψαντα Ἕλληνας πάντας ἀσχόλους εἶναι ἐς πᾶσαν σοφίην πλὴν Λακεδαιμονίων, τούτοισι δὲ εἶναι μούνοισι σωφρόνως δοῦναί τε καὶ δέξασθαι λόγον.Όμως άκουσα κιόλας κάποια διαφορετική ιστορία που λέγεται στην Πελοπόννησο, δηλαδή πως ο Ανάχαρσης στάλθηκε από το βασιλιά των Σκυθών στην Ελλάδα και πήρε ελληνική μόρφωση, κι όταν γύρισε στην πατρίδα του είπε σ᾽ αυτόν που τον έστειλε πως οι Έλληνες δε διαθέτουν τον καιρό τους για ν᾽ αποχτήσουν οποιαδήποτε γνώση, εκτός από τους Λακεδαιμονίους, που είναι, μονάχα αυτοί, σε θέση και να μιλούν και ν᾽ ακούν με σύνεση.
[4.77.2]ἀλλ᾽ οὗτος μὲν ὁ λόγος ἄλλως πέπαισται ὑπ᾽ αὐτῶν Ἑλλήνων, ὁ δ᾽ ὦν ἀνὴρ ὥσπερ πρότερον εἰρέθη διεφθάρη. οὗτος μέν νυν οὕτω δὴ [τι] ἔπρηξε διὰ ξεινικά τε νόμαια καὶ Ἑλληνικὰς ὁμιλίας.Αλλά αυτή την ιστορία την έπλασαν οι Έλληνες έτσι, για ανέκδοτο, πάντως ο άνθρωπος, όπως είπαμε παραπάνω, σκοτώθηκε. Λοιπόν αυτό το τέλος βρήκε για τα ξενόφερτα έθιμα και τη συναναστροφή του με Έλληνες.
[4.78.1]πολλοῖσι δὲ κάρτα ἔτεσι ὕστερον Σκύλης ὁ Ἀριαπείθεος ἔπαθε παραπλήσια τούτῳ. Ἀριαπείθεϊ γὰρ τῷ Σκυθέων βασιλέϊ γίνεται μετ᾽ ἄλλων παίδων Σκύλης· ἐξ Ἰστριηνῆς δὲ γυναικὸς οὗτος γίνεται καὶ οὐδαμῶς ἐγχωρίης, τὸν ἡ μήτηρ αὐτὴ γλῶσσάν τε Ἑλλάδα καὶ γράμματα ἐδίδαξε.Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια από τότε, όταν ο Σκύλης, ο γιος του Αριαπείθη, είχε παρόμοια περιπέτεια μ᾽ αυτόν. Δηλαδή ανάμεσα στ᾽ άλλα παιδιά του ο Αριαπείθης, ο βασιλιάς των Σκυθών, απόχτησε τον Σκύλη· ετούτος γεννήθηκε από γυναίκα Ιστριανή, που δεν είχε καμιά σχέση με τον τόπο, κι αυτή η μητέρα του τού δίδαξε την ελληνική γλώσσα και τα γράμματα.
[4.78.2]μετὰ δὲ χρόνῳ ὕστερον Ἀριαπείθης μὲν τελευτᾷ δόλῳ ὑπὸ Σπαργαπείθεος τοῦ Ἀγαθύρσων βασιλέος, Σκύλης δὲ τήν τε βασιληίην παρέλαβε καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πατρός, τῇ οὔνομα ἦν Ὀποίη. ἦν δὲ αὕτη ἡ Ὀποίη ἀστή, ἐξ ἧς ἦν Ὄρικος Ἀριαπείθεϊ παῖς.Κατόπι, ύστερ᾽ από χρόνια, τον Αριαπείθη τον σκότωσε με δόλο ο Σπαργαπείθης, ο βασιλιάς των Αγαθύρσων, κι ο Σκύλης κληρονόμησε και το βασίλειο και τη γυναίκα του πατέρα του, που λεγόταν Οποίη. Λοιπόν, αυτή η Οποίη ήταν από γνήσια σκυθική οικογένεια κι είχε γιο από τον Αριαπείθη, τον Όρικο.
[4.78.3]βασιλεύων δὲ Σκυθέων ὁ Σκύλης διαίτῃ μὲν οὐδαμῶς ἠρέσκετο Σκυθικῇ, ἀλλὰ πολλὸν πρὸς τὰ Ἑλληνικὰ μᾶλλον τετραμμένος ἦν ἀπὸ παιδεύσιος τῆς ἐπεπαίδευτο, ἐποίεέ τε τοιοῦτον· εὖτε ἀγάγοι τὴν στρατιὴν τὴν Σκυθέων ἐς τὸ Βορυσθενεϊτέων ἄστυ (οἱ δὲ Βορυσθενεῗται οὗτοι λέγουσι σφέας αὐτοὺς εἶναι Μιλησίους), ἐς τούτους ὅκως ἔλθοι ὁ Σκύλης, τὴν μὲν στρατιὴν καταλίπεσκε ἐν τῷ προαστίῳ,Βασίλευε λοιπόν στους Σκύθες ο Σκύλης, αλλά δεν του άρεζε καθόλου ο τρόπος που ζούσαν οι Σκύθες, ενώ πολύ περισσότερο τον τραβούσαν τα συνήθεια των Ελλήνων, καθότι προς τα εκεί τον οδηγούσε η ανατροφή που είχε πάρει, κι έκανε κάτι τέτοιο: κάθε φορά που έφερνε το στρατό των Σκυθών στην πόλη των Βορυσθενιτών (κι ετούτοι οι Βορυσθενίτες λένε πως κατάγονται από τη Μίλητο), μόλις έφτανε στην πόλη ο Σκύλης, το στρατό του τον άφηνε στα περίχωρα
[4.78.4]αὐτὸς δὲ ὅκως ἔλθοι ἐς τὸ τεῖχος καὶ τὰς πύλας ἐγκληίσειε, τὴν στολὴν ἀποθέμενος τὴν Σκυθικὴν λάβεσκε ἂν Ἑλληνίδα ἐσθῆτα, ἔχων δ᾽ ἂν ταύτην ἀγόραζε οὔτε δορυφόρων ἑπομένων οὔτε ἄλλου οὐδενός (τὰς δὲ πύλας ἐφύλασσον, μή τίς μιν Σκυθέων ἴδοι ἔχοντα ταύτην τὴν στολήν), καὶ τἆλλα ἐχρᾶτο διαίτῃ Ἑλληνικῇ καὶ θεοῖσι ἱρὰ ἐποίεε κατὰ νόμους τοὺς Ἑλλήνων.και ο ίδιος έμπαινε στα τείχη κι έκλεινε τις πύλες· αμέσως τότε πετούσε τη σκυθική φορεσιά και φορούσε ελληνικά ρούχα, κι έτσι ντυμένος περιδιάβαζε στην αγορά χωρίς συνοδεία δορυφόρων ή κάποιου άλλου (κι είχαν μπει φρουροί στις πύλες, μήπως τον δει κανένας Σκύθης ντυμένο μ᾽ αυτά τα ρούχα) και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα ζούσε όπως οι Έλληνες, και πρόσφερε λατρεία στους θεούς σύμφωνα με την ελληνική θρησκεία.
[4.78.5]ὅτε δὲ διατρίψειε μῆνα ἢ πλέον τούτου, ἀπαλλάσσετο ἐνδὺς τὴν Σκυθικὴν στολήν. ταῦτα ποιέεσκε πολλάκις, καὶ οἰκία τε ἐδείματο ἐν Βορυσθένεϊ καὶ γυναῖκα ἔγημε ἐς αὐτὰ ἐπιχωρίην.Περνούσε εκεί ένα μήνα ή και περισσότερο κι ύστερα ντυνόταν τη σκυθική φορεσιά κι έφευγε. Αυτό το έκανε πολλές φορές, μάλιστα και αρχοντικό έχτισε στον Βορυσθένη και σ᾽ αυτό έφερε τη ντόπια γυναίκα που παντρεύτηκε εκεί.
[4.79.1]ἐπείτε δὲ ἔδεέ οἱ κακῶς γενέσθαι, ἐγένετο ἀπὸ προφάσιος τοιῆσδε· ἐπεθύμησε Διονύσῳ Βακχείῳ τελεσθῆναι· μέλλοντι δέ οἱ ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετὴν ἐγένετο φάσμα μέγιστον.Και καθώς μ᾽ όλ᾽ αυτά δεν μπορούσε παρά να ᾽χει κακό τέλος, η συμφορά τού ήρθε από μια τέτοια αφορμή: θέλησε να μυηθεί στις τελετές του Βακχείου· και την ώρα που ήταν να καταπιαστεί με την τελετή, παρουσιάστηκε θεϊκό σημάδι καταπληχτικό.
[4.79.2]ἦν οἱ ἐν Βορυσθενεϊτέων τῇ πόλι οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή, τῆς καὶ ὀλίγῳ τι πρότερον τούτων μνήμην εἶχον, τὴν πέριξ λευκοῦ λίθου σφίγγες τε καὶ γρῦπες ἕστασαν· ἐς ταύτην ὁ θεὸς ἐνέσκηψε βέλος. καὶ ἡ μὲν κατεκάη πᾶσα, Σκύλης δὲ οὐδὲν τούτου εἵνεκα ἧσσον ἐπετέλεσε τὴν τελετήν.Το μεγάλο και αρχοντικό σπίτι που είχε στην πόλη των Βορυσθενιτών, που και λίγο παραπάνω ανάφερα, είχε μαντρότοιχο με ολόγυρα στημένες σφίγγες και γρύπες από μάρμαρο· εκεί ο θεός έριξε αστροπελέκι. Όλα τα πάντα έγιναν στάχτη, όμως παρ᾽ όλ᾽ αυτά ο Σκύλης τέλεσε τη μυσταγωγία — καθόλου δεν τον σταμάτησε η κακοσημαδιά.
[4.79.3]Σκύθαι δὲ τοῦ βακχεύειν πέρι Ἕλλησι ὀνειδίζουσι· οὐ γάρ φασι οἰκὸς εἶναι θεὸν ἐξευρίσκειν τοῦτον ὅστις μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους.Λοιπόν οι Σκύθες περιγελούν τους Έλληνες που παραδίνονται σε βακχική μανία· γιατί λένε πως είναι παράλογο να παραδέχεσαι για θεό αυτόν που σπρώχνει τους ανθρώπους στη μανία.
[4.79.4]ἐπείτε δὲ ἐτελέσθη τῷ Βακχείῳ ὁ Σκύλης, διεπρήστευσε τῶν τις Βορυσθενεϊτέων πρὸς τοὺς Σκύθας λέγων· Ἡμῖν γὰρ καταγελᾶτε, ὦ Σκύθαι, ὅτι βακχεύομεν καὶ ἡμέας ὁ θεὸς λαμβάνει· νῦν οὗτος ὁ δαίμων καὶ τὸν ὑμέτερον βασιλέα λελάβηκε, καὶ βακχεύει τε καὶ ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται. εἰ δέ μοι ἀπιστέετε, ἕπεσθε, καὶ ὑμῖν ἐγὼ δέξω.Κι όταν μυήθηκε ο Σκύλης στα μυστήρια του Βακχείου, ένας Βορυσθενίτης τού την άναψε λέγοντας στους Σκύθες: «Εμάς λοιπόν περιγελάτε, κύριοι Σκύθες, που κάνουμε τελετές στο Βάκχο κι ο θεός μάς παίρνει τα μυαλά; τώρα αυτός ο θεός πήρε τα μυαλά και του δικού σας βασιλιά κι έχει μέσα του το Βάκχο κι ο θεός τον έκανε μανιακό. Κι αν δε με πιστεύετε, κάντε τον κόπο να ᾽ρθείτε μαζί μου, κι εγώ θα σας τον δείξω».
[4.79.5]εἵποντο τῶν Σκυθέων οἱ προεστεῶτες, καὶ αὐτοὺς ἀναγαγὼν ὁ Βορυσθενεΐτης λάθρῃ ἐπὶ πύργον κατεῖσε. ἐπείτε δὲ παρήιε σὺν τῷ θιάσῳ ὁ Σκύλης καὶ εἶδόν μιν βακχεύοντα οἱ Σκύθαι, κάρτα συμφορὴν μεγάλην ἐποιήσαντο, ἐξελθόντες δὲ ἐσήμαινον πάσῃ τῇ στρατιῇ τὰ ἴδοιεν.Τον ακολούθησαν οι προεστοί των Σκυθών, κι ο Βορυσθενίτης τούς ανέβασε κρυφά πάνω σ᾽ έναν πύργο και τους έβαλε να καθίσουν. Κι όταν ο Σκύλης περνούσε αποκεί με το θίασο της βακχικής τελετής και τον είδαν οι Σκύθες σε διονυσιακή μανία, ήταν σαν να τους χτύπησε πολύ μεγάλη συμφορά· βγήκαν έξω και ανακοίνωσαν σ᾽ όλο το στρατό τα όσα είδαν.
[4.80.1]ὡς δὲ μετὰ ταῦτα ἐξήλαυνε ὁ Σκύλης ἐς ἤθεα τὰ ἑωυτοῦ, οἱ Σκύθαι προστησάμενοι τὸν ἀδελφεὸν αὐτοῦ Ὀκταμασάδην, γεγονότα ἐκ τῆς Τήρεω θυγατρός, ἐπανιστέατο τῷ Σκύλῃ.Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, όταν ο Σκύλης ξεκίνησε με το στρατό του για τον τόπο του, οι Σκύθες σήκωσαν επανάσταση εναντίον του, αφού ανακήρυξαν αρχηγό τον αδερφό του, τον Οκταμασάδη, γιο της θυγατέρας του Τήρη.
[4.80.2]ὁ δὲ μαθὼν τὸ γινόμενον ἐπ᾽ ἑωυτῷ καὶ τὴν αἰτίην δι᾽ ἣν ἐποιέετο, καταφεύγει ἐς τὴν Θρηίκην. πυθόμενος δὲ ὁ Ὀκταμασάδης ταῦτα ἐστρατεύετο ἐπὶ τὴν Θρηίκην· ἐπείτε δὲ ἐπὶ τῷ Ἴστρῳ ἐγένετο, ἠντίασάν μιν οἱ Θρήικες, μελλόντων δὲ αὐτῶν συνάψειν ἔπεμψε Σιτάλκης παρὰ τὸν Ὀκταμασάδην λέγων τοιάδε·Κι ο Σκύλης, ακούοντας για το κίνημα που γινόταν εναντίον του και την αιτία του, ζήτησε καταφύγιο στη Θράκη. Κι ο Οκταμασάδης, μαθαίνοντας αυτά, εκστράτευσε εναντίον της Θράκης· κι όταν έφτασε στις όχθες του Ίστρου, βγήκαν να τον αντιμετωπίσουν οι Θράκες· αλλά, ενώ όπου να ᾽ταν θα έρχονταν αυτοί στα χέρια, ο Σιτάλκης έστειλε ανθρώπους του στον Οκταμασάδη με τέτοια λόγια:
[4.80.3]Τί δεῖ ἡμέας ἀλλήλων πειρηθῆναι; εἶς μέν μευ τῆς ἀδελφεῆς παῖς, ἔχεις δέ μευ ἀδελφεόν. σὺ τ᾽ ἐμοὶ ἀπόδος τοῦτον καὶ ἐγώ σοι τὸν σὸν Σκύλην παραδίδωμι· στρατιῇ δὲ μήτε σὺ κινδυνεύσῃς μήτ᾽ ἐγώ.«Για ποιό λόγο ν᾽ αναμετρηθούμε; Είσαι γιος της αδερφής μου κι έχεις μαζί σου τον αδερφό μου. Παράδωσέ μου τον αυτόν κι εγώ σου παραδίνω τον δικό σου, τον Σκύλη· κι ούτε εσύ να μπεις στον κίνδυνο του πολέμου ούτε εγώ».
[4.80.4]ταῦτά οἱ πέμψας ὁ Σιτάλκης ἐπεκηρυκεύετο· ἦν γὰρ παρὰ τῷ Ὀκταμασάδῃ ἀδελφεὸς Σιτάλκεω πεφευγὼς τοῦτον. ὁ δὲ Ὀκταμασάδης καταινέει ταῦτα, ἐκδοὺς δὲ τὸν ἑωυτοῦ μήτρωα Σιτάλκῃ ἔλαβε τὸν ἀδελφεὸν Σκύλην.Ο Σιτάλκης με τους κήρυκές του έκανε αυτή την πρόταση· γιατί ο Οκταμασάδης είχε μαζί του εξορισμένο αδερφό του Σιτάλκη. Ο Οκταμασάδης λοιπόν λέει ναι σ᾽ αυτά, κι αφού παράδωσε στο Σιτάλκη τον θείο του από τη μεριά της μάνας του, πήρε τον αδερφό του, τον Σκύλη.
[4.80.5]καὶ Σιτάλκης μὲν παραλαβὼν τὸν ἀδελφεὸν ἀπήγετο, Σκύλεω δὲ Ὀκταμασάδης αὐτοῦ ταύτῃ ἀπέταμε τὴν κεφαλήν. οὕτω μὲν περιστέλλουσι τὰ σφέτερα νόμαια Σκύθαι, τοῖσι δὲ παρακτωμένοισι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι.Κι ο Σιτάλκης πήρε τον δικό του αδερφό και τον οδήγησε στη χώρα του, όμως ο Οκταμασάδης έκοψε το κεφάλι του Σκύλη επιτόπου. Με τέτοια φροντίδα λοιπόν φυλάνε τα έθιμά τους οι Σκύθες και τέτοιες τιμωρίες επιβάλλουν σε όσους βάζουν πάνω απ᾽ αυτά ξενόφερτες συνήθειες.
[4.81.1]Πλῆθος δὲ τὸ Σκυθέων οὐκ οἷός τε ἐγενόμην ἀτρεκέως πυθέσθαι, ἀλλὰ διαφόρους λόγους περὶ τοῦ ἀριθμοῦ ἤκουον· καὶ γὰρ κάρτα πολλοὺς εἶναί σφεας καὶ ὀλίγους ὡς Σκύθας εἶναι.Τώρα, για τον πληθυσμό της Σκυθίας δεν μπόρεσα να έχω εξακριβωμένες πληροφορίες, αλλά άκουσα διαφορετικούς υπολογισμούς για τον αριθμό τους· δηλαδή πως πάρα πολλοί λέγονται Σκύθες, όμως οι γνήσιοι είναι λίγοι.
[4.81.2]τοσόνδε μέντοι ἀπέφαινόν μοι ἐς ὄψιν· ἔστι μεταξὺ Βορυσθένεός τε ποταμοῦ καὶ Ὑπάνιος χῶρος, οὔνομα δέ οἵ ἐστι Ἐξαμπαῖος, τοῦ καὶ ὀλίγῳ τι πρότερον τούτων μνήμην εἶχον, φάμενος ἐν αὐτῷ κρήνην ὕδατος πικροῦ εἶναι ἀπ᾽ ἧς τὸ ὕδωρ ἀπορρέον τὸν Ὕπανιν ἄποτον ποιέειν.Αλλά νά κάτι σχετικό που μου έδειξαν και το είδα· υπάρχει μια τοποθεσία ανάμεσα στον Βορυσθένη και τον Ύπανη που λέγεται Εξαμπαίος (την ανέφερα και λίγο παραπάνω, λέγοντας πως εκεί βρίσκεται πηγή πικρού νερού, που το νερό που αναβλύζει απ᾽ αυτήν και χύνεται στον Ύπανη κάνει τα νερά του να μην πίνονται).
[4.81.3]ἐν τούτῳ τῷ χώρῳ κεῖται χαλκήιον, μεγάθεϊ καὶ ἑξαπλήσιον τοῦ ἐπὶ στόματι τοῦ Πόντου κρητῆρος, τὸν Παυσανίης ὁ Κλεομβρότου ἀνέθηκε.Σ᾽ αυτή την τοποθεσία έχει στηθεί χάλκινο λεβέτι, πιο μεγάλο ώς έξι φορές από τον κρατήρα που βρίσκεται στο στόμιο του Βοσπόρου, που τον αφιέρωσε στους θεούς ο Παυσανίας, ο γιος του Κλεομβρότου.
[4.81.4]ὃς δὲ μὴ εἶδέ κω τοῦτον, ὧδε δηλώσω· ἑξακοσίους ἀμφορέας εὐπετέως χωρέει τὸ ἐν Σκύθῃσι χαλκήιον, πάχος δὲ τὸ Σκυθικὸν τοῦτο χαλκήιόν ἐστι δακτύλων ἕξ. τοῦτο ὦν ἔλεγον οἱ ἐπιχώριοι ἀπὸ ἀρδίων γενέσθαι.Όποιος ακόμα δεν τον έχει δει αυτόν, θα του δώσω να καταλάβει με τα παρακάτω: εξακόσιους αμφορείς χωρά άνετα το λεβέτι της Σκυθίας, και το πάχος του σκυθικού αυτού λεβετιού είναι έξι δάχτυλα. Λένε λοιπόν οι ντόπιοι πως το έκαναν από μύτες βελών.
[4.81.5]βουλόμενον γὰρ τὸν σφέτερον βασιλέα, τῷ οὔνομα εἶναι Ἀριάνταν, [τοῦτον] εἰδέναι τὸ πλῆθος τὸ Σκυθέων κελεύειν μὲν πάντας Σκύθας ἄρδιν ἕκαστον μίαν [ἀπὸ τοῦ ὀϊστοῦ] κομίσαι· ὃς δ᾽ ἂν μὴ κομίσῃ, θάνατον ἀπείλεε.Δηλαδή πως, θέλοντας ο βασιλιάς τους, που τ᾽ όνομά του ήταν Αριάνταν, να μάθει πόσοι είναι οι Σκύθες, διέταξε όλους τους Σκύθες να φέρει ο καθένας τους μια μύτη βέλους· κι όποιος δε φέρει, απειλούσε πως θα τον θανατώσει.
[4.81.6]κομισθῆναί τε δὴ χρῆμα πολλὸν ἀρδίων καί οἱ δόξαι ἐξ αὐτέων μνημόσυνον ποιήσαντι λιπέσθαι· ἐκ τουτέων δέ μιν τὸ χαλκήιον ποιῆσαι τοῦτο καὶ ἀναθεῖναι ἐς τὸν Ἐξαμπαῖον τοῦτον. ταῦτα δὴ περὶ τοῦ πλήθεος τοῦ Σκυθέων ἤκουον.Λοιπόν, λένε πως συγκεντρώθηκε τεράστια ποσότητα από μύτες βελών, και του ήρθε η ιδέα να κάνει ένα μνημείο για την υστεροφημία του· και πως από εκείνες τις μύτες των βελών έκανε τούτο το χάλκινο λεβέτι και το αφιέρωσε στον Εξαμπαίο που είπαμε. Αυτά λοιπόν άκουσα για τον πληθυσμό της Σκυθίας.
[4.82.1]θωμάσια δὲ ἡ χώρη αὕτη οὐκ ἔχει, χωρὶς ἢ ὅτι ποταμούς τε πολλῷ μεγίστους καὶ ἀριθμὸν πλείστους. τὸ δὲ ἀποθωμάσαι ἄξιον καὶ πάρεξ τῶν ποταμῶν καὶ τοῦ μεγάθεος τοῦ πεδίου παρέχεται, εἰρήσεται· ἴχνος Ἡρακλέος φαίνουσι ἐν πέτρῃ ἐνεόν, τὸ ἔοικε μὲν βήματι ἀνδρός, ἔστι δὲ τὸ μέγαθος δίπηχυ, παρὰ τὸν Τύρην ποταμόν. τοῦτο μέν νυν τοιοῦτόν ἐστι, ἀναβήσομαι δὲ ἐς τὸν κατ᾽ ἀρχὰς ἤια λέξων λόγον.Η χώρα αυτή δεν έχει να δείξει τίποτε αξιοθαύμαστο, εκτός από τους ποταμούς της, τους πάρα πολύ μεγάλους και πάρα πολλούς. Το μόνο αξιοθαύμαστο που έχει να δείξει εκτός από τους ποταμούς και τη μεγάλη έκταση της πεδιάδας, αυτό θα πω: δείχνουν ίχνος από το πέλμα του Ηρακλή σε βράχο, στην όχθη του ποταμού Τύρη, που οπωσδήποτε μοιάζει με πέλμα ανθρώπου, έχει όμως μάκρος δυο πήχες. Αυτό λοιπόν τέτοιας λογής είναι, όμως θα ξαναπιάσω την εξιστόρηση που αρχικά ξεκίνησα να κάνω.
[4.83.1]Παρασκευαζομένου Δαρείου ἐπὶ τοὺς Σκύθας καὶ περιπέμποντος ἀγγέλους ἐπιτάξοντας τοῖσι μὲν πεζὸν στρατόν, τοῖσι δὲ νέας παρέχειν, τοῖσι δὲ ζευγνύναι τὸν Θρηίκιον Βόσπορον, Ἀρτάβανος ὁ Ὑστάσπεος, ἀδελφεὸς ἐὼν Δαρείου, ἐχρήιζε μηδαμῶς αὐτὸν στρατιὴν ἐπὶ Σκύθας ποιέεσθαι, καταλέγων τῶν Σκυθέων τὴν ἀπορίην.Ο Δαρείος ετοίμαζε την εκστρατεία εναντίον των Σκυθών κι έστελνε παντού αγγελιοφόρους για να παραγγείλουν σ᾽ άλλους να στείλουν πεζικό, σ᾽ άλλους καράβια, σ᾽ άλλους να ενώσουν με γέφυρα τις ακτές του θρακικού Βοσπόρου. Τότε ο Αρτάβανος, ο γιος του Υστάσπη κι αδερφός του Δαρείου, τον συμβούλευε να μην εκστρατέψει με κανένα τρόπο ο ίδιος εναντίον των Σκυθών, αναπτύσσοντάς του διεξοδικά τί μπλέξιμο χωρίς διέξοδο ήταν οι Σκύθες,
[4.83.2]ἀλλ᾽ οὐ γὰρ ἔπειθε συμβουλεύων οἱ χρηστά, ὁ μὲν ἐπέπαυτο, ὁ δέ, ἐπειδή οἱ τὰ πάντα παρεσκεύαστο, ἐξήλαυνε τὸν στρατὸν ἐκ Σούσων.όμως —γιατί με τις φρόνιμες συμβουλές του δεν έπειθε τον Δαρείο— παραιτήθηκε απ᾽ την προσπάθειά του, κι ο άλλος, όταν είχε κάνει όλες τις ετοιμασίες, ξεκίνησε από τα Σούσα με το στρατό του για εκστρατεία.
[4.84.1]ἐνθαῦτα τῶν Περσέων Οἰόβαζος ἐδεήθη Δαρείου τριῶν ἐόντων οἱ παίδων καὶ πάντων στρατευομένων ἕνα αὐτῷ καταλειφθῆναι. ὁ δέ οἱ ἔφη ὡς φίλῳ ἐόντι καὶ μετρίων δεομένῳ πάντας τοὺς παῖδας καταλείψειν.Τότε ένας Πέρσης, ο Οιόβαζος, που είχε τρία παιδιά κι όλα τους είχαν επιστρατευθεί, παρακάλεσε τον Δαρείο να του κάνει χάρη και να του αφήσει το ένα. Κι εκείνος του είπε πως, μια και ήταν φίλος και το αίτημά του ήταν λογικό, θα του αφήσει όλα του τα παιδιά.
[4.84.2]ὁ μὲν δὴ Οἰόβαζος περιχαρὴς ἦν, ἐλπίζων τοὺς υἱέας στρατηίης ἀπολελύσθαι, ὁ δὲ κελεύει τοὺς ἐπὶ τούτων ἐπεστεῶτας ἀποκτεῖναι πάντας τοὺς Οἰοβάζου παῖδας. καὶ οὗτοι μὲν ἀποσφαγέντες αὐτοῦ ταύτῃ ἐλείποντο·Λοιπόν του Οιοβάζου η χαρά δεν περιγραφόταν, με την ελπίδα πως τα αγόρια του απαλλάχτηκαν από την εκστρατεία· κι ο άλλος διέταξε τους αρμόδιους γι᾽ αυτά να σκοτώσουν όλα τα παιδιά του Οιοβάζου. Κι έτσι αυτά, με το να σφαγούν, έμειναν πίσω.
[4.85.1]Δαρεῖος δὲ ἐπείτε πορευόμενος ἐκ Σούσων ἀπίκετο τῆς Καλχηδονίης ἐπὶ τὸν Βόσπορον, ἵνα ἔζευκτο ἡ γέφυρα, ἐνθεῦτεν ἐσβὰς ἐς νέα ἔπλεε ἐπὶ τὰς Κυανέας καλευμένας, τὰς πρότερον πλαγκτὰς Ἕλληνές φασι εἶναι, ἑζόμενος δὲ ἐπὶ ῥίῳ ἐθηεῖτο τὸν Πόντον, ἐόντα ἀξιοθέητον·Κι ο Δαρείος πορεύτηκε από τα Σούσα κι έφτασε στην περιοχή της Χαλκηδόνας, στις ακτές του Βοσπόρου, στο σημείο όπου τις είχαν ενώσει με γέφυρα· αποκεί ανέβηκε σε καράβι κι αρμένιζε προς τα νησιά που λέγονται Κυανές, αυτά που οι Έλληνες λένε ότι τον παλιό καιρό μετακινούνταν, και καθισμένος σε θρόνο στο ακρωτήριο αγνάντευε τον Πόντο, πραγματικά αξιοθαύμαστον·
[4.85.2]πελαγέων γὰρ ἁπάντων πέφυκε θωμασιώτατος, τοῦ τὸ μὲν μῆκος στάδιοί εἰσι ἑκατὸν καὶ χίλιοι καὶ μύριοι, τὸ δὲ εὖρος, τῇ εὐρύτατος αὐτὸς ἑωυτοῦ, στάδιοι τριηκόσιοι καὶ τρισχίλιοι.γιατί η φύση τον έπλασε απ᾽ όλα τα πελάγη πιο θαυμαστό, κι έχει μάκρος έντεκα χιλιάδες εκατό σταδίους και πλάτος, στο πλατύτερο μέρος του, τρεις χιλιάδες τριακόσιους σταδίους.
[4.85.3]τούτου τοῦ πελάγεος τὸ στόμα ἐστὶ εὖρος τέσσερες στάδιοι, μῆκος δὲ τοῦ στόματος, ὁ αὐχήν, τὸ δὴ Βόσπορος κέκληται, κατ᾽ ὃ δὴ ἔζευκτο ἡ γέφυρα, ἐπὶ σταδίους εἴκοσι καὶ ἑκατόν ἐστι· τείνει δ᾽ ἐς τὴν Προποντίδα ὁ Βόσπορος.Το στόμιο αυτού του πελάγους έχει πλάτος τέσσερες σταδίους και το μάκρος του στομίου, θα λέγαμε ο λαιμός, ακριβώς αυτό που λέμε Βόσπορος (το σημείο δηλαδή στο οποίο ενώθηκαν οι ακτές με γέφυρα), πιάνει εκατόν είκοσι σταδίους· κι ο Βόσπορος κατευθύνεται προς την Προποντίδα.
[4.85.4]ἡ δὲ Προποντίς, ἐοῦσα εὖρος μὲν σταδίων πεντακοσίων, μῆκος δὲ τετρακοσίων καὶ χιλίων, καταδιδοῖ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, ἐόντα στεινότητα μὲν ἑπτὰ σταδίους, μῆκος δὲ τετρακοσίους. ἐκδιδοῖ δὲ ὁ Ἑλλήσποντος ἐς χάσμα πελάγεος τὸ δὴ Αἰγαῖον καλέεται.Κι η Προποντίδα, που έχει πλάτος πεντακόσιους σταδίους και μάκρος χίλιους τετρακόσιους, χύνεται στον Ελλήσποντο, που είναι στενός, εφτά στάδιοι το πλάτος του, αλλά το μάκρος του τετρακόσιοι· και χύνεται ο Ελλήσποντος σε πέλαγος ανοιχτό, αυτό που ονομάζεται Αιγαίο.
[4.86.1]μεμέτρηται δὲ ταῦτα ὧδε· νηῦς ἐπίπαν μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἑπτακισμυρίας, νυκτὸς δὲ ἑξακισμυρίας.Λοιπόν, νά πώς μέτρησαν αυτές τις αποστάσεις· ένα καράβι διανύει κατά μέσο όρο περίπου εβδομήντα χιλιάδες οργιές τη μέρα, την εποχή που οι μέρες είναι μεγάλες, και εξήντα χιλιάδες τη νύχτα.
[4.86.2]ἤδη ὦν ἐς μὲν Φᾶσιν ἀπὸ τοῦ στόματος (τοῦτο γάρ ἐστι τοῦ Πόντου μακρότατον) ἡμερέων ἐννέα πλόος ἐστὶ καὶ νυκτῶν ὀκτώ· αὗται ἕνδεκα μυριάδες καὶ ἑκατὸν ὀργυιέων γίνονται, ἐκ δὲ τῶν ὀργυιέων τουτέων στάδιοι ἑκατὸν καὶ χίλιοι καὶ μύριοί εἰσι.Λοιπόν, από το στόμιό του ώς τον ποταμό Φάση (γιατί η απόσταση αυτή είναι η μεγαλύτερη σε μάκρος του Πόντου) το ταξίδι κρατά εννιά μέρες κι οχτώ νύχτες, που μας κάνουν ένα εκατομμύριο εκατό δέκα χιλιάδες οργιές, κι οι οργιές αυτές μας κάνουν έντεκα χιλιάδες εκατό σταδίους.
[4.86.3]ἐς δὲ Θεμισκύρην τὴν ἐπὶ Θερμώδοντι ποταμῷ ἐκ τῆς Σινδικῆς (κατὰ τοῦτο γάρ ἐστι τοῦ Πόντου εὐρύτατον) τριῶν τε ἡμερέων καὶ δύο νυκτῶν πλόος· αὗται δὲ τρεῖς μυριάδες καὶ τριήκοντα ὀργυιέων γίνονται, στάδιοι δὴ τριηκόσιοι καὶ τρισχίλιοι.Κι από τη Σινδική ώς τη Θεμισκύρα, που βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Θερμώδοντα (γιατί η απόσταση αυτή είναι η μεγαλύτερη του Πόντου σε πλάτος) το ταξίδι με πλοίο κρατά τρεις μέρες και δυο νύχτες, που μας κάνουν τριακόσιες τριάντα χιλιάδες οργιές, δηλαδή τρεις χιλιάδες τριακόσιους σταδίους.
[4.86.4]ὁ μέν νυν Πόντος οὗτος καὶ Βόσπορός τε καὶ Ἑλλήσποντος οὕτω τέ μοι μεμετρέαται καὶ κατὰ τὰ εἰρημένα πεφύκασι, παρέχεται δὲ καὶ λίμνην ὁ Πόντος [οὗτος] ἐκδιδοῦσαν ἐς αὐτὸν οὐ πολλῷ τεῳ ἐλάσσω ἑωυτοῦ, ἣ Μαιῆτίς τε καλέεται καὶ μήτηρ τοῦ Πόντου.Λοιπόν μ᾽ αυτόν τον τρόπο έχω υπολογίσει τις αποστάσεις ετούτου του Πόντου και του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου, κι είναι όπως τους έχω περιγράψει· κι ακόμα ο Πόντος έχει να μας δείξει και μια λίμνη που χύνεται στα νερά του, που δεν είναι και πολύ μικρότερη απ᾽ τον ίδιο, και λέγεται Μαιήτιδα και μητέρα του Πόντου.
[4.87.1]ὁ δὲ Δαρεῖος, ὡς ἐθεήσατο τὸν Πόντον, ἔπλεε ὀπίσω ἐπὶ τὴν γέφυραν, τῆς ἀρχιτέκτων ἐγένετο Μανδροκλέης Σάμιος· θεησάμενος δὲ καὶ τὸν Βόσπορον στήλας ἔστησε δύο ἐπ᾽ αὐτοῦ λίθου λευκοῦ, ἐνταμὼν γράμματα ἐς μὲν τὴν Ἀσσύρια, ἐς δὲ τὴν Ἑλληνικά, ἔθνεα πάντα ὅσα περ ἦγε· ἦγε δὲ πάντα τῶν ἦρχε· τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν, χωρὶς τοῦ ναυτικοῦ, ἑβδομήκοντα σὺν ἱππεῦσι, νέες δὲ ἑξακόσιαι συνελέχθησαν.Χάρηκε το θέαμα του Πόντου ο Δαρείος κι ύστερα γύρισε με το καράβι πίσω προς τη γέφυρα, που αρχιμηχανικός της ήταν ο Μανδροκλής από τη Σάμο· κατόπι χάρηκε και το θέαμα του Βοσπόρου κι έστησε στην ακτή του δυο μαρμάρινες στήλες και χάραξε επάνω τους επιγραφές, τη μια με γράμματα ασσυριακά, την άλλη με ελληνικά, με τα ονόματα όλων των εθνών που οδηγούσε· κι οδηγούσε όλα, σε όσα εξουσίαζε· ο στρατός που έδωσαν αυτά τα έθνη μετρήθηκε και βγήκε, χωρίς το ναυτικό αλλά μαζί με το ιππικό, εφτακόσιες χιλιάδες, και τα καράβια που συγκεντρώθηκαν, εξακόσια.
[4.87.2]τῇσι μέν νυν στήλῃσι ταύτῃσι Βυζάντιοι κομίσαντες ἐς τὴν πόλιν ὕστερον τούτων ἐχρήσαντο πρὸς τὸν βωμὸν τῆς Ὀρθωσίης Ἀρτέμιδος, χωρὶς ἑνὸς λίθου· οὗτος δὲ κατελείφθη παρὰ τοῦ Διονύσου τὸν νηὸν ἐν Βυζαντίῳ γραμμάτων Ἀσσυρίων πλέος. τοῦ δὲ Βοσπόρου ὁ χῶρος τὸν ἔζευξε βασιλεὺς Δαρεῖος, ὡς ἐμοὶ δοκέειν συμβαλλομένῳ, μέσον ἐστὶ Βυζαντίου τε καὶ τοῦ ἐπὶ στόματι ἱροῦ.Λοιπόν αυτές τις στήλες, αφού πέρασε καιρός απ᾽ τα γεγονότα αυτά, οι Βυζάντιοι τις κουβάλησαν στην πόλη τους και τις χρησιμοποίησαν για να χτίσουν το ναό της Ορθωσίας Άρτεμης, άφησαν μόνο μια πλάκα (κι αυτή την άφησαν δίπλα στο ναό του Διονύσου στο Βυζάντιο, χαραγμένη ολόκληρη με ασσυριακά γράμματα)· και η περιοχή του Βοσπόρου, που ο βασιλιάς Δαρείος ένωσε τις ακτές του με γέφυρα, όπως οι υπολογισμοί μου με κάνουν να υποθέσω, βρίσκεται στη μέση της απόστασης που χωρίζει το Βυζάντιο από το ναό που είναι στο στόμιο του Πόντου.
[4.88.1]Δαρεῖος δὲ μετὰ ταῦτα ἡσθεὶς τῇ σχεδίῃ τὸν ἀρχιτέκτονα αὐτῆς Μανδροκλέα τὸν Σάμιον ἐδωρήσατο πᾶσι δέκα. ἀπ᾽ ὧν δὴ Μανδροκλέης ἀπαρχήν, ζῷα γραψάμενος πᾶσαν τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου καὶ βασιλέα τε Δαρεῖον ἐν προεδρίῃ κατήμενον καὶ τὸν στρατὸν αὐτοῦ διαβαίνοντα, ταῦτα γραψάμενος ἀνέθηκε ἐς τὸ Ἥραιον, ἐπιγράψας τάδε·Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Δαρείος, ενθουσιασμένος από την πλωτή γέφυρα, έδωσε στον αρχιμηχανικό της, τον Μανδροκλή από τη Σάμο, χίλια δυο δώρα. Λοιπόν, από τα πρώτα και καλύτερα απ᾽ αυτά ο Μανδροκλής έκανε αφιέρωμα στο Ηραίο, μια τοιχογραφία που είχε ζωγραφισμένη ολόκληρη τη γέφυρα του Βοσπόρου και τον βασιλιά Δαρείο να κάθεται σε θρόνο πάνω σε εξέδρα και το στρατό του να διαβαίνει· αφού λοιπόν έβαλε και ζωγράφισαν αυτά, χάραξε την εξής επιγραφή:
[4.88.2]Βόσπορον ἰχθυόεντα γεφυρώσας ἀνέθηκε
Μανδροκλέης Ἥρῃ μνημόσυνον σχεδίης,
αὑτῷ μὲν στέφανον περιθείς, Σαμίοισι δὲ κῦδος,
Δαρείου βασιλέος ἐκτελέσας κατὰ νοῦν.
ταῦτα μέν νυν τοῦ ζεύξαντος τὴν γέφυραν μνημόσυνα ἐγένετο,
Ο Μανδροκλής γεφύρωσε τις όχθες του Βοσπόρου, που ψάρια πλήθος τρέφει·
κι ενθύμιο της γέφυρας και τάμα του στην Ήρα, η ζωγραφιά ετούτη.
Το θέλημά σου, βασιλιά, ως το ᾽θελε η καρδιά σου,
το τέλεψα, και νά το·
κορόνα στο κεφάλι μου και για τη Σάμο δόξα.
[4.89.1]Δαρεῖος δὲ δωρησάμενος Μανδροκλέα διέβαινε ἐς τὴν Εὐρώπην, τοῖσι Ἴωσι παραγγείλας πλέειν ἐς τὸν Πόντον μέχρι Ἴστρου ποταμοῦ, ἐπεὰν δὲ ἀπίκωνται ἐς τὸν Ἴστρον, ἐνθαῦτα αὐτὸν περιμένειν, ζευγνύντας τὸν ποταμόν· τὸ γὰρ δὴ ναυτικὸν ἦγον Ἴωνές τε καὶ Αἰολέες καὶ Ἑλλησπόντιοι.Έδωσε τα δώρα του στον Μανδροκλή ο Δαρείος κι ύστερα πέρασε στην Ευρώπη· είχε δώσει εντολή στους Ίωνες να διασχίσουν με τα πλοία τους τον Πόντο ώς τον ποταμό Ίστρο, κι όταν φτάσουν στον Ίστρο, να τον περιμένουν εκεί, ενώνοντας με γέφυρα τις δυο όχθες του ποταμού. Γιατί οδηγοί του στόλου ήταν Ίωνες, Αιολείς και Ελλησπόντιοι.
[4.89.2]ὁ μὲν δὴ ναυτικὸς στρατὸς ‹τὰς› Κυανέας διεκπλώσας ἔπλεε ἰθὺ τοῦ Ἴστρου, ἀναπλώσας δὲ ἀνὰ ποταμὸν δυῶν ἡμερέων πλόον ἀπὸ θαλάσσης τοῦ ποταμοῦ τὸν αὐχένα, ἐκ τοῦ σχίζεται τὰ στόματα τοῦ Ἴστρου, ἐζεύγνυε.Πέρασε λοιπόν το ναυτικό στράτευμα από τις Κυανές κι έβαλε πλώρη κατευθείαν για τον Ίστρο· κι ανεβαίνοντας από τη θάλασσα προς τις πηγές του, ύστερα από ταξίδι με τα πλοία δυο ημερών, έστηναν γέφυρα στο λαιμό του ποταμού, εκεί όπου σχίζεται σε κανάλια ο Ίστρος.
[4.89.3]Δαρεῖος δὲ ὡς διέβη τὸν Βόσπορον κατὰ τὴν σχεδίην, ἐπορεύετο διὰ τῆς Θρηίκης, ἀπικόμενος δὲ ἐπὶ Τεάρου ποταμοῦ τὰς πηγὰς ἐστρατοπεδεύσατο ἡμέρας τρεῖς.Κι ο Δαρείος πέρασε το Βόσπορο από τη γέφυρα κι αμέσως ύστερα πορευόταν διασχίζοντας τη Θράκη, και φτάνοντας στις πηγές του ποταμού Τεάρου στρατοπέδευσε για τρεις μέρες.
[4.90.1]ὁ δὲ Τέαρος λέγεται ὑπὸ τῶν περιοίκων εἶναι ποταμῶν ἄριστος τά τε ἄλλα ‹τὰ› ἐς ἄκεσιν φέροντα καὶ δὴ καὶ ἀνδράσι καὶ ἵπποισι ψώρην ἀκέσασθαι. εἰσὶ δὲ αὐτοῦ αἱ πηγαὶ δυῶν δέουσαι τεσσεράκοντα, ἐκ πέτρης τῆς αὐτῆς ῥέουσαι· καὶ αἱ μὲν αὐτέων εἰσὶ ψυχραί, αἱ δὲ θερμαί.Κι ο Τέαρος, λένε οι κάτοικοι της περιοχής, είναι το πρώτο απ᾽ όλα τα ποτάμια για τη γιατρειά από κάθε αρρώστια και προπάντων για τη γιατρειά ανθρώπων και αλόγων από ψώρα. Τριάντα οχτώ είναι οι πηγές του κι αναβλύζουν όλες απ᾽ τον ίδιο βράχο· κι άλλες είναι ψυχρές κι άλλες θερμές.
[4.90.2]ὁδὸς δ᾽ ἐπ᾽ αὐτάς ἐστι ἴση ἐξ Ἡραίου τε πόλιος τῆς παρὰ Περίνθῳ καὶ ἐξ Ἀπολλωνίης τῆς ἐν τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ, δυῶν ἡμερέων ἑκατέρη. ἐκδιδοῖ δὲ ὁ Τέαρος οὗτος ἐς τὸν Κοντάδεσδον ποταμόν, ὁ δὲ Κοντάδεσδος ἐς τὸν Ἀγριάνην, ὁ δὲ Ἀγριάνης ἐς τὸν Ἕβρον, ὁ δὲ ἐς θάλασσαν τὴν παρ᾽ Αἴνῳ πόλι.Οι δρόμοι που φέρνουν σ᾽ αυτές έχουν το ίδιο μάκρος, κι αυτός που έρχεται από την πόλη Ηραίο που βρίσκεται κοντά στην Πέρινθο κι εκείνος που έρχεται από την Απολλωνία του Ευξείνου Πόντου, κι ο ένας κι ο άλλος δυο ημερών. Κι ετούτος ο Τέαρος χύνεται στον ποταμό Κοντάδεσδο, κι ο Κοντάδεσδος στον Αγριάνη, κι ο Αγριάνης στον Έβρο, κι αυτός τέλος στη θάλασσα, στην περιοχή της πόλης Αίνος.
[4.91.1]ἐπὶ τοῦτον ὦν τὸν ποταμὸν ἀπικόμενος ὁ Δαρεῖος ὡς ἐστρατοπεδεύσατο, ἡσθεὶς τῷ ποταμῷ στήλην ἔστησε καὶ ἐνθαῦτα, γράμματα ἐγγράψας λέγοντα τάδε·Φτάνοντας λοιπόν σ᾽ αυτό τον ποταμό ο Δαρείος στρατοπέδευσε, κι αμέσως, καθώς η ψυχή του ευχαριστήθηκε από το νερό του, έστησε κι εκεί στήλη χαράζοντας επιγραφή με τα εξής λόγια:
[4.91.2]Τεάρου ποταμοῦ κεφαλαὶ ὕδωρ ἄριστόν τε καὶ κάλλιστον παρέχονται πάντων ποταμῶν· καὶ ἐπ᾽ αὐτὰς ἀπίκετο ἐλαύνων ἐπὶ Σκύθας στρατὸν ἀνὴρ ἄριστός τε καὶ κάλλιστος πάντων ἀνθρώπων, Δαρεῖος ὁ Ὑστάσπεος, Περσέων τε καὶ πάσης τῆς ἠπείρου βασιλεύς. ταῦτα δὴ ἐνθαῦτα ἐγράφη.«Τα κεφαλόβρυσα του ποταμού Τεάρου χαρίζουν το πρώτο κι ωραιότερο νερό απ᾽ όλα τα ποτάμια του κόσμου, και σ᾽ αυτά έφτασε οδηγώντας σε εκστρατεία το στράτευμά του ο πρώτος κι ωραιότερος απ᾽ όλους τους άντρες του κόσμου, ο Δαρείος, ο γιος του Υστάσπη, των Περσών κι όλης της Ασίας ο βασιλιάς». Αυτή λοιπόν η επιγραφή χαράχτηκε εκεί.
[4.92.1]Δαρεῖος δὲ ἐνθεῦτεν ὁρμηθεὶς ἀπίκετο ἐπ᾽ ἄλλον ποταμὸν τῷ οὔνομα Ἀρτησκός ἐστι, ὃς διὰ Ὀδρυσέων ῥέει. ἐπὶ τοῦτον δὴ τὸν ποταμὸν ἀπικόμενος ἐποίησε τοιόνδε· ἀποδέξας χωρίον τῇ στρατιῇ ἐκέλευε πάντα ἄνδρα λίθον ἕνα παρεξιόντα τιθέναι ἐς τὸ ἀποδεδεγμένον τοῦτο χωρίον. ὡς δὲ ταῦτα ἡ στρατιὴ ἐπετέλεσε, ἐνθαῦτα κολωνοὺς μεγάλους τῶν λίθων καταλιπὼν ἀπήλαυνε τὴν στρατιήν.Κι ο Δαρείος ξεκινώντας αποκεί έφτασε σ᾽ άλλον ποταμό, που ονομάζεται Αρτησκός και διασχίζει με το ρέμα του τη χώρα των Οδρυσών. Φτάνοντας λοιπόν σ᾽ αυτό τον ποταμό έκανε κάτι τέτοιο· διάλεξε ένα τόπο και τον έδειξε στο στρατό του και διέταξε κάθε στρατιώτης να περάσει από δίπλα και ν᾽ αφήσει μια πέτρα σ᾽ αυτό τον ορισμένο τόπο. Ο στρατός λοιπόν εκτέλεσε αυτή τη διαταγή κι αμέσως ύστερα ο Δαρείος, αφήνοντας εκεί μεγάλους σωρούς από πέτρες, πήρε το στράτευμά του και προχώρησε.
[4.93.1]πρὶν δὲ ἀπικέσθαι ἐπὶ τὸν Ἴστρον, πρώτους αἱρέει Γέτας τοὺς ἀθανατίζοντας. οἱ μὲν γὰρ τὸν Σαλμυδησσὸν ἔχοντες Θρήικες καὶ ὑπὲρ Ἀπολλωνίης τε καὶ Μεσαμβρίης πόλιος οἰκημένοι, καλεόμενοι δὲ Σκυρμιάδαι καὶ Νιψαῖοι, ἀμαχητὶ σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Δαρείῳ· οἱ δὲ Γέται πρὸς ἀγνωμοσύνην τραπόμενοι αὐτίκα ἐδουλώθησαν, Θρηίκων ἐόντες ἀνδρηιότατοι καὶ δικαιότατοι.Και πριν φτάσει στον Ίστρο, πρώτους υπέταξε τους Γέτες, που πιστεύουν πως είναι αθάνατοι. Γιατί οι Θράκες που έχουν τον Σαλμυδησσό και κατοικούν βορειότερα από τις πόλεις Απολλωνία και Μεσημβρία, που ονομάζονται Σκυρμιάδες και Νιψαίοι, παραδόθηκαν στο Δαρείο χωρίς αντίσταση· αντίθετα οι Γέτες έδειξαν αποκοτιά κι υποδουλώθηκαν αμέσως, αυτοί που ήταν οι πιο αντρειωμένοι κι οι πιο δίκαιοι από τους Θράκες.
[4.94.1]ἀθανατίζουσι δὲ τόνδε τὸν τρόπον· οὔτε ἀποθνῄσκειν ἑωυτοὺς νομίζουσι ἰέναι τε τὸν ἀπολλύμενον παρὰ Σάλμοξιν δαίμονα· οἱ δὲ αὐτῶν τὸν αὐτὸν τοῦτον ὀνομάζουσι Γεβελέϊζιν.Λέγοντας πως είναι αθάνατοι, νά τί εννοούν· πιστεύουν ότι δεν πεθαίνουν και ότι καθένας τους που χάνεται πηγαίνει και συναντά τον θεό τον Σάλμοξη· κι άλλοι τους τον ίδιο αυτό θεό τον λένε Γεβελέιζη.
[4.94.2]διὰ πεντετηρίδος δὲ τὸν πάλῳ λαχόντα αἰεὶ σφέων αὐτῶν ἀποπέμπουσι ἄγγελον παρὰ τὸν Σάλμοξιν, ἐντελλόμενοι τῶν ἂν ἑκάστοτε δέωνται. πέμπουσι δὲ ὧδε· οἱ μὲν αὐτῶν ταχθέντες ἀκόντια τρία ἔχουσι, ἄλλοι δὲ διαλαβόντες τοῦ ἀποπεμπομένου παρὰ τὸν Σάλμοξιν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, ἀνακινήσαντες αὐτὸν μετέωρον ῥίπτουσι ἐς τὰς λόγχας.Και κάθε πέντε χρόνια έναν τους, που του έπεσε ο κλήρος, τον στέλνουν μαντατοφόρο στον Σάλμοξη, με παραγγελίες για ό,τι κάθε φορά έχουν ανάγκη. Νά πώς τον στέλνουν· ορισμένοι απ᾽ αυτούς μπαίνουν στη γραμμή κρατώντας τρία ακόντια, κι άλλοι πιάνουν απ᾽ τα χέρια κι απ᾽ τα πόδια αυτόν που στέλνουν να συναντήσει τον Σάλμοξη, κι αφού τον ανεβοκατεβάσουν στον αέρα, τον ρίχνουν πάνω στις αιχμές των ακοντίων.
[4.94.3]ἢν μὲν δὴ ἀποθάνῃ ἀναπαρείς, τοῖσι δὲ ἵλεος ὁ θεὸς δοκέει εἶναι· ἢν δὲ μὴ ἀποθάνῃ, αἰτιῶνται αὐτὸν τὸν ἄγγελον, φάμενοί μιν ἄνδρα κακὸν εἶναι, αἰτιησάμενοι δὲ τοῦτον ἄλλον ἀποπέμπουσι· ἐντέλλονται δὲ ἔτι ζῶντι.Κι αν ετούτος σφηνωθεί στις αιχμές και πεθάνει, πιστεύουν ότι εξιλέωσαν τον θεό· αν όμως δεν πεθάνει, τα βάζουν με τον μαντατοφόρο, λέγοντας πως είναι κακός, κι αφού τον φορτώσουν με κατηγορίες, στέλνουν άλλον· ό,τι παραγγελίες έχουν του τις δίνουν όσο ακόμα είναι ζωντανός.
[4.94.4]οὗτοι οἱ αὐτοὶ Θρήικες καὶ πρὸς βροντήν τε καὶ ἀστραπὴν τοξεύοντες ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀπειλέουσι τῷ θεῷ, οὐδένα ἄλλον θεὸν νομίζοντες εἶναι εἰ μὴ τὸν σφέτερον.Οι ίδιοι αυτοί Θράκες, όταν βροντά κι αστράφτει, ρίχνοντας βέλη ψηλά προς τον ουρανό φοβερίζουν το θεό, γιατί πιστεύουν πως δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός απ᾽ τον δικό τους.
[4.95.1]ὡς δὲ ἐγὼ πυνθάνομαι τῶν τὸν Ἑλλήσποντον καὶ Πόντον οἰκεόντων Ἑλλήνων, τὸν Σάλμοξιν τοῦτον ἐόντα ἄνθρωπον δουλεῦσαι ἐν Σάμῳ, δουλεῦσαι δὲ Πυθαγόρῃ τῷ Μνησάρχου·Από τους Έλληνες που είναι εγκατεστημένοι στον Ελλήσποντο και στον Πόντο πληροφορήθηκα πως ετούτος ο Σάλμοξης ήταν άνθρωπος κι έζησε στη Σάμο, σα δούλος, μάλιστα δούλος του Πυθαγόρα, του γιου του Μνησάρχου·
[4.95.2]ἐνθεῦτεν δὲ αὐτὸν γενόμενον ἐλεύθερον χρήματα κτήσασθαι συχνά, κτησάμενον δὲ ἀπελθεῖν ἐς τὴν ἑωυτοῦ. ἅτε δὲ κακοβίων τε ἐόντων τῶν Θρηίκων καὶ ὑπαφρονεστέρων, τὸν Σάλμοξιν τοῦτον ἐπιστάμενον δίαιτάν τε Ἰάδα καὶ ἤθεα βαθύτερα ἢ κατὰ Θρήικας, οἷα Ἕλλησί τε ὁμιλήσαντα καὶ Ἑλλήνων οὐ τῷ ἀσθενεστάτῳ σοφιστῇ Πυθαγόρῃ, κατασκευάσασθαι ἀνδρεῶνα,και πως εκεί κέρδισε την ελευθερία του, απόχτησε μεγάλη περιουσία κι αφού την απόχτησε έφυγε αποκεί και πήγε στη χώρα του· και καθώς οι Θράκες ζούσαν στη μιζέρια και ήταν αβανάκηδες, ο Σάλμοξης τούτος που έμαθε πώς ζούσαν οι Ίωνες, και φερσίματα πολύ πιο σοφά απ᾽ ό,τι θα περίμενες στη Θράκη —ο άνθρωπος είχε ζήσει ανάμεσα σε Έλληνες και κοντά στον Πυθαγόρα που στη σοφία δεν είχε τον όμοιό του—, ίδρυσε μια λέσχη για άντρες,
[4.95.3]ἐς τὸν πανδοκεύοντα τῶν ἀστῶν τοὺς πρώτους καὶ εὐωχέοντα ἀναδιδάσκειν ὡς οὔτε αὐτὸς οὔτε οἱ συμπόται αὐτοῦ οὔτε οἱ ἐκ τούτων αἰεὶ γινόμενοι ἀποθανέονται, ἀλλ᾽ ἥξουσι ἐς χῶρον τοῦτον ἵνα αἰεὶ περιεόντες ἕξουσι τὰ πάντα ἀγαθά.όπου φιλοξενώντας τους πρώτους της πόλης και τραπεζώνοντάς τους τούς έκανε πρωτάκουστη διδασκαλία, δηλαδή πως ούτε ο ίδιος ούτε οι συμπότες του ούτε οι απόγονοί τους, στον αιώνα, θα πεθάνουν, αλλά πως θα πάνε σ᾽ έναν τέτοιο τόπο, όπου αιώνια θα περιδιαβάζουν απολαμβάνοντας απόλυτη ευτυχία.
[4.95.4]ἐν ᾧ δὲ ἐποίεε τὰ καταλεχθέντα καὶ ἔλεγε ταῦτα, ἐν τούτῳ κατάγαιον οἴκημα ἐποιέετο. ὡς δέ οἱ παντελέως εἶχε τὸ οἴκημα, ἐκ μὲν τῶν Θρηίκων ἠφανίσθη, καταβὰς δὲ κάτω ἐς τὸ κατάγαιον οἴκημα διαιτᾶτο ἐπ᾽ ἔτεα τρία.Και την ώρα που έκανε όσα καταγράψαμε κι έλεγε αυτά, κατασκεύαζε και μια υπόγεια κατοικία. Κι όταν αποτέλειωσε την κατοικία αυτή, χάθηκε από τα μάτια των Θρακών, κατέβηκε στο υπόγειο κι έζησε εκεί τρία χρόνια.
[4.95.5]οἱ δέ μιν ἐπόθεόν τε καὶ ἐπένθεον ὡς τεθνεῶτα. τετάρτῳ δὲ ἔτεϊ ἐφάνη τοῖσι Θρήιξι, καὶ οὕτω πιθανά σφι ἐγένετο τὰ ἔλεγε ὁ Σάλμοξις. ταῦτά φασί μιν ποιῆσαι.Κι οι άλλοι να τον αποζητούν και να τον κλαίνε σαν πεθαμένο· και τον τέταρτο χρόνο εμφανίστηκε στους Θράκες κι έτσι πείστηκαν στα λόγια του Σάλμοξη. Αυτά λένε πως έκανε.
[4.96.1]ἐγὼ δὲ περὶ μὲν τούτου καὶ τοῦ καταγαίου οἰκήματος οὔτε ἀπιστέω οὔτε ὦν πιστεύω τι λίην, δοκέω δὲ πολλοῖσι ἔτεσι πρότερον τὸν Σάλμοξιν τοῦτον γενέσθαι Πυθαγόρεω.Εγώ τα όσα λένε γι᾽ αυτόν και για την υπόγεια κατοικία του ούτε τ᾽ αμφισβητώ ούτε πάλι τους δίνω μεγάλη πίστη, νομίζω όμως πως τούτος ο Σάλμοξης έζησε πολλά χρόνια πριν από τον Πυθαγόρα.
[4.96.2]εἴτε δὲ ἐγένετό τις Σάλμοξις ἄνθρωπος, εἴτ᾽ ἐστὶ δαίμων τις Γέτῃσι οὗτος ἐπιχώριος, χαιρέτω. οὗτοι μὲν δὴ τρόπῳ τοιούτῳ χρεώμενοι ὡς ἐχειρώθησαν ὑπὸ Περσέων, εἵποντο τῷ ἄλλῳ στρατῷ.Τώρα, είτε έζησε κάποιος άνθρωπος Σάλμοξης είτε οι Γέτες τον έχουν θεό του τόπου τους, από μένα χαιρετίσματα. Αυτοί λοιπόν, που πιστεύουν σε τέτοια πράματα, υποδουλώθηκαν από τους Πέρσες κι αμέσως ακολούθησαν τον υπόλοιπο στρατό.
[4.97.1]Δαρεῖος δὲ ὡς ἀπίκετο καὶ ὁ πεζὸς ἅμ᾽ αὐτῷ στρατὸς ἐπὶ τὸν Ἴστρον, ἐνθαῦτα διαβάντων πάντων Δαρεῖος ἐκέλευσε τούς ‹τε› Ἴωνας τὴν σχεδίην λύσαντας ἕπεσθαι κατ᾽ ἤπειρον ἑωυτῷ καὶ τὸν ἐκ τῶν νεῶν στρατόν.Κι ο Δαρείος έφτασε στον Ίστρο, μαζί του και το πεζικό, και πέρασαν όλοι στην άλλη όχθη· κι αμέσως ύστερα ο Δαρείος διέταξε τους Ίωνες να διαλύσουν την πλωτή γέφυρα και να τον ακολουθήσουν πεζοί, όπως κι ο στρατός που ήταν στα καράβια.
[4.97.2]μελλόντων δὲ τῶν Ἰώνων λύειν καὶ ποιέειν τὰ κελευόμενα Κώης ὁ Ἐρξάνδρου, στρατηγὸς ἐὼν Μυτιληναίων, ἔλεξε Δαρείῳ τάδε, πυθόμενος πρότερον εἴ οἱ φίλον εἴη γνώμην ἀποδέκεσθαι παρὰ τοῦ βουλομένου ἀποδείκνυσθαι·Την ώρα λοιπόν που ήταν να διαλύσουν οι Ίωνες τη γέφυρα και να εκτελέσουν τις διαταγές του, ο Κώης, ο γιος του Ερξάνδρου, που ήταν στρατηγός των Μυτιληναίων, είπε στον Δαρείο τα εξής, αφού προηγουμένως ρώτησε αν του άρεσε να δέχεται γνώμη από κάποιον που ήθελε να την εκφράσει:
[4.97.3]Ὦ βασιλεῦ, ἐπὶ γῆν γὰρ μέλλεις στρατεύεσθαι τῆς οὔτε ἀρηρομένον φανήσεται οὐδὲν οὔτε πόλις οἰκεομένη· σύ νυν γέφυραν ταύτην ἔα κατὰ χώρην ἑστάναι, φυλάκους αὐτῆς λιπὼν τούτους οἵ περ μιν ἔζευξαν.«Βασιλιά μου, μια κι έβαλες στο νου σου να εκστρατεύσεις σε μια χώρα, όπου δε θα δεις ούτε γη δουλεμένη μ᾽ αλέτρι ούτε πολιτεία κατοικημένη, άφησε λοιπόν αυτή τη γέφυρα να στέκεται στη θέση της κι ας μείνουν να τη φρουρούν αυτοί που τη συνδέσανε.
[4.97.4]καὶ ἤν τε κατὰ νόον πρήξωμεν εὑρόντες Σκύθας, ἔστι ἄποδος ἡμῖν, ἤν τε καὶ μή σφεας εὑρεῖν δυνώμεθα, ἥ γε ἄποδος ἡμῖν ἀσφαλής· οὐ γὰρ ἔδεισά κω μὴ ἑσσωθέωμεν ὑπὸ Σκυθέων μάχῃ, ἀλλὰ μᾶλλον μὴ οὐ δυνάμενοί σφεας εὑρεῖν πάθωμέν τι ἀλώμενοι.Τώρα, αν τα πράματα μας έρθουν όπως τα θέλουμε και βρούμε τους Σκύθες, θα έχουμε δρόμο γυρισμού, κι αν πάλι δεν μπορέσουμε να τους βρούμε, τουλάχιστο θα ᾽ναι εξασφαλισμένος ο γυρισμός μας. Εγώ δε φοβήθηκα ποτέ μήπως νικηθούμε από τους Σκύθες σε μάχη, αλλά πολύ περισσότερο, μήπως δεν μπορέσουμε να τους βρούμε και στην περιπλάνησή μας μάς βρει κανένα κακό.
[4.97.5]καὶ τάδε λέγειν φαίη τις ἄν με ἐμεωυτοῦ εἵνεκεν, ὡς καταμένω· ἐγὼ δὲ γνώμην μὲν τὴν εὕρισκον ἀρίστην σοί, βασιλεῦ, ἐς μέσον φέρω, αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην.Και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως τα λέω αυτά για το συμφέρο μου, για να μείνω πίσω· λοιπόν εγώ αφήνω στην κρίση σου τη γνώμη που πιστεύω πως είναι η καλύτερη για σένα, βασιλιά μου· θα σε ακολουθήσω όμως και δε θα δεχτώ να μείνω πίσω».
[4.97.6]κάρτα τε ἥσθη τῇ γνώμῃ Δαρεῖος καί μιν ἀμείψατο τοῖσδε· Ξεῖνε Λέσβιε, σωθέντος ἐμεῦ ὀπίσω ἐς οἶκον τὸν ἐμὸν ἐπιφάνηθί μοι πάντως, ἵνα σε ἀντὶ χρηστῆς συμβουλίης χρηστοῖσι ἔργοισι ἀμείψωμαι.Τη χάρηκε πολύ αυτή τη γνώμη ο Δαρείος και του αποκρίθηκε έτσι: «Ξένε μου από τη Λέσβο, αν γυρίσω σώος στ᾽ ανάκτορά μου, οπωσδήποτε να έρθεις να παρουσιαστείς μπροστά μου, για να σε αμείψω για τις καλές σου συμβουλές με καλές πράξεις».
[4.98.1]ταῦτα εἴπας καὶ ἀπάψας ἅμματα ἑξήκοντα ἐν ἱμάντι, καλέσας ἐς λόγους τοὺς Ἰώνων τυράννους ἔλεγε τάδε·Αυτά είπε κι ύστερα, δένοντας εξήντα κόμπους σ᾽ ένα σκοινί, κάλεσε σε σύναξη τους τυράννους των Ιώνων κι έλεγε τα εξής:
[4.98.2]Ἄνδρες Ἴωνες, ἡ μὲν πρότερον γνώμη ἀποδεχθεῖσα ἐς τὴν γέφυραν μετείσθω μοι, ἔχοντες δὲ τὸν ἱμάντα τόνδε ποιέετε τάδε· ἐπεάν ἐμὲ ἴδητε τάχιστα πορευόμενον ἐπὶ Σκύθας, ἀπὸ τούτου ἀρξάμενοι τοῦ χρόνου λύετε ἅμμα ἓν ἑκάστης ἡμέρης· ἢν δὲ ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ μὴ παρέω ἀλλὰ διεξέλθωσι ὑμῖν αἱ ἡμέραι τῶν ἁμμάτων, ἀποπλέετε ἐς τὴν ὑμετέρην αὐτῶν.«Άνδρες Ίωνες, παίρνω πίσω την απόφαση για τη γέφυρα που σας ανακοίνωσα προηγουμένως· κι εσείς κρατήστε αυτό το σκοινί και νά τί να κάνετε: από την ώρα που θα με δείτε να βαδίζω εναντίον των Σκυθών, αρχίστε αμέσως να λύνετε κάθε μέρα κι από έναν κόμπο· κι αν μες σ᾽ αυτό το διάστημα δεν εμφανιστώ αλλά περάσουν έτσι μια μια οι μέρες που μετριούνται με τους κόμπους, πάρτε τα καράβια σας και γυρίστε στις πόλεις σας.
[4.98.3]μέχρι δὲ τούτου, ἐπείτε οὕτω μετέδοξε, φυλάσσετε τὴν σχεδίην, πᾶσαν προθυμίην σωτηρίης τε καὶ φυλακῆς παρεχόμενοι· ταῦτα δὲ ποιεῦντες ἐμοὶ μεγάλως χαριεῖσθε. Δαρεῖος μὲν ταῦτα εἴπας ἐς τὸ πρόσω ἠπείγετο.Αλλά ώς εκείνη τη μέρα, μια και άλλαξα γνώμη, να φρουρείτε τη γέφυρα, δείχνοντας όλο το ζήλο σας για τη διατήρηση και τη φύλαξή της. Κι αν τα κάνετε αυτά, θα μου προσφέρετε μεγάλη υπηρεσία». Αυτά λοιπόν είπε ο Δαρείος και χωρίς να χάσει καιρό προχώρησε μπροστά.
[4.99.1]Τῆς δὲ Σκυθικῆς γῆς ἡ Θρηίκη τὸ ἐς θάλασσαν πρόκειται. κόλπου δὲ ἀγομένου τῆς γῆς ταύτης ἡ Σκυθική τε ἐκδέκεται καὶ ὁ Ἴστρος ἐκδιδοῖ ἐς αὐτήν, πρὸς εὖρον ἄνεμον τὸ στόμα τετραμμένος.Μπροστά από τη χώρα των Σκυθών, από τη μεριά της θάλασσας, βρίσκεται η Θράκη. Καθώς όμως η γη αυτή σχηματίζει κόλπο, αποκεί και πέρα αρχίζει η Σκυθία, κι ο Ίστρος χύνεται σ᾽ αυτή, με το στόμιό του στραμμένο προς τον νοτιοανατολικό άνεμο.
[4.99.2]τὸ δὲ ἀπὸ Ἴστρου ἔρχομαι σημανέων τὸ πρὸς θάλασσαν αὐτῆς, τῆς Σκυθικῆς χώρης ἐς μέτρησιν. ἀπὸ Ἴστρου αὕτη ἤδη ‹ἡ› ἀρχαίη Σκυθίη ἐστί, πρὸς μεσαμβρίην τε καὶ νότον ἄνεμον κειμένη, μέχρι πόλιος Καρκινίτιδος καλεομένης.Τώρα, αρχίζοντας από τον Ίστρο, θα περιγράψω την παραθαλάσσια περιοχή της Σκυθίας, έτσι που να μπορεί να υπολογιστεί η έκτασή της: από τον Ίστρο και πέρα είμαστε στην αρχαία Σκυθία, που βρίσκεται προς τα μεσημβρινά και το νότιο άνεμο, μέχρι μια πόλη που τη λένε Καρκινίτιδα.
[4.99.3]τὸ δὲ ἀπὸ ταύτης τὴν μὲν ἐπὶ θάλασσαν τὴν αὐτὴν φέρουσαν, ἐοῦσαν ὀρεινήν τε χώρην καὶ προκειμένην τὸ ἐς Πόντον, νέμεται τὸ Ταυρικὸν ἔθνος μέχρι Χερσονήσου τῆς Τρηχέης καλεομένης· αὕτη δὲ ἐς θάλασσαν τὴν πρὸς ἀπηλιώτην ἄνεμον κατήκει.Αποκεί και πέρα η χώρα που βρέχεται από την ίδια θάλασσα είναι ορεινή και προεξέχει, από τη μεριά του Πόντου, και ανήκει στο έθνος των Ταύρων, ώς τη χερσόνησο που λέγεται Τραχία, κι αυτή φτάνει στη θάλασσα που βρέχει τη χώρα από τ᾽ ανατολικά.
[4.99.4]ἔστι γὰρ τῆς Σκυθικῆς τὰ δύο μέρεα τῶν οὔρων ἐς θάλασσαν φέροντα, τήν τε πρὸς μεσαμβρίην καὶ τὴν πρὸς τὴν ἠῶ, κατά περ τῆς Ἀττικῆς χώρης· καὶ παραπλήσια ταύτῃ καὶ οἱ Ταῦροι νέμονται τῆς Σκυθικῆς, ὡς εἰ τῆς Ἀττικῆς ἄλλο ἔθνος καὶ μὴ Ἀθηναῖοι νεμοίατο τὸν γουνὸν τὸν Σουνιακόν, μᾶλλον ἐς τὸν πόντον [τὴν ἄκρην] ἀνέχοντα, τὸν ἀπὸ Θορικοῦ μέχρι Ἀναφλύστου δήμου.Γιατί οι δυο πλευρές της χώρας των Σκυθών βρέχονται από θάλασσα, η ανατολική και η νότια, όπως της Αττικής· και οι Ταύροι κατέχουν ένα μέρος της Σκυθίας, όπως ας πούμε θα συνέβαινε στην Αττική, στην περίπτωση που τα υψώματα του Σουνίου (που όσο μπαίνουν στη θάλασσα, τόσο ψηλώνουν), στην έκταση που ορίζει η γραμμή από το δήμο του Θορικού ώς το δήμο του Αναφλύστου, τα κατοικούσε άλλη φυλή κι όχι Αθηναίοι. Η παρομοίωσή μου ισχύει στο μέτρο που μπορούμε να παρομοιάσουμε μεγαλύτερα πράματα με μικρότερα.
[4.99.5]λέγω δὲ ὡς εἶναι ταῦτα σμικρὰ μεγάλοισι συμβαλεῖν. τοιοῦτο ἡ Ταυρική ἐστι. ὃς δὲ τῆς Ἀττικῆς ταῦτα μὴ παραπέπλωκε, ἐγὼ δὲ ἄλλως δηλώσω· ὡς εἰ τῆς Ἰηπυγίης ἄλλο ἔθνος καὶ μὴ Ἰήπυγες ἀρξάμενοι ἐκ Βρεντεσίου λιμένος ἀποταμοίατο μέχρι Τάραντος καὶ νεμοίατο τὴν ἄκρην. δύο δὲ λέγων ταῦτα πολλὰ λέγω παρόμοια τοῖσι ἄλλοισι οἶκε ἡ Ταυρική.Λοιπόν, ένα τέτοιο σχήμα έχει η χώρα των Ταύρων. Και για όποιον δεν έχει περάσει με καράβι δίπλα απ᾽ αυτές τις ακτές της Αττικής, θα φέρω ένα άλλο παράδειγμα: ας υποθέσουμε πως απ᾽ τη χερσόνησο της Ιαπυγίας έκοβε μια περιοχή, που ορίζεται από μια γραμμή που πιάνει απ᾽ το λιμάνι του Βρεντεσίου ώς τον Τάραντα, και κατοικούσε στο ακρωτήριο άλλο έθνος κι όχι οι Ιάπυγες. Αναφέροντας αυτά τα παραδείγματα εννοώ ότι υπάρχουν κι άλλες περιοχές με παρόμοιο σχήμα, σαν κι αυτό που έχει η χώρα των Ταύρων.
[4.100.1]τὸ δ᾽ ἀπὸ τῆς Ταυρικῆς ἤδη Σκύθαι τὰ κατύπερθε τῶν Ταύρων καὶ τὰ πρὸς θαλάσσης τῆς ἠοίης νέμονται, τοῦ τε Βοσπόρου τοῦ Κιμμερίου τὰ πρὸς ἑσπέρης καὶ τῆς λίμνης τῆς Μαιήτιδος μέχρι Τανάϊδος ποταμοῦ, ὃς ἐκδιδοῖ ἐς μυχὸν τῆς λίμνης ταύτης.Τώρα, από τη χώρα των Ταύρων και πέρα κατοικούν πια οι Σκύθες στα μέρη που βρίσκονται βορειότερα από τους Ταύρους και σ᾽ εκείνα που είναι προς τη μεριά της ανατολικής θάλασσας (δηλαδή όσα βρίσκονται δυτικά από τον Κιμμέριο Βόσπορο και τη λίμνη Μαιήτιδα), ώς τον ποταμό Τάναη, που χύνεται στο μυχό αυτής της λίμνης.
[4.100.2]ἤδη ὦν ἀπὸ μὲν Ἴστρου τὰ κατύπερθε ἐς τὴν μεσόγαιαν φέροντα ἀποκληίεται ἡ Σκυθικὴ ὑπὸ πρώτων Ἀγαθύρσων, μετὰ δὲ Νευρῶν, ἔπειτα δὲ Ἀνδροφάγων, τελευταίων δὲ Μελαγχλαίνων.Τέλος, στα βορειότερα, προς το εσωτερικό της χώρας, η Σκυθία συνορεύει, με αφετηρία τον Ίστρο, πρώτα με τους Αγαθύρσους, κατόπι με τους Νευρούς, ύστερα με τους Ανδροφάγους και τέλος με τους Μελαγχλαίνους.
[4.101.1]ἔστι ὦν τῆς Σκυθικῆς ὡς ἐούσης τετραγώνου, τῶν δύο μερέων κατηκόντων ἐς θάλασσαν, πάντῃ ἴσον τό τε ἐς τὴν μεσόγαιαν φέρον καὶ τὸ παρὰ τὴν θάλασσαν.Λοιπόν η Σκυθία σχηματίζει τετράγωνο που οι δυο πλευρές του βρέχονται από θάλασσα, καθώς το μάκρος της έκτασής της προς το εσωτερικό είναι απόλυτα ίσο με το μάκρος της παραθαλάσσιας έκτασής της.
[4.101.2]ἀπὸ γὰρ Ἴστρου ἐπὶ Βορυσθένεα δέκα ἡμερέων ὁδός, ἀπὸ Βορυσθένεός τε ἐπὶ τὴν λίμνην τὴν Μαιῆτιν ἑτερέων δέκα· καὶ τὸ ἀπὸ θαλάσσης ἐς μεσόγαιαν ἐς τοὺς Μελαγχλαίνους τοὺς κατύπερθε Σκυθέων οἰκημένους εἴκοσι ἡμερέων ὁδός.Γιατί η απόσταση από τον Ίστρο ώς τον Βορυσθένη είναι δρόμος δέκα ημερών, κι από τον Βορυσθένη ώς τη λίμνη τη Μαιήτιδα άλλων δέκα. Κι από τη θάλασσα προς το εσωτερικό, ώς τους Μελαγχλαίνους που κατοικούν βορειότερα απ᾽ τους Σκύθες, ο δρόμος είναι είκοσι ημερών.
[4.101.3]ἡ δὲ ὁδὸς ἡ ἡμερησίη ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι. Οὕτω ἂν εἴη τῆς Σκυθικῆς τὰ ἐπικάρσια τετρακισχιλίων σταδίων καὶ τὰ ὄρθια τὰ ἐς τὴν μεσόγαιαν φέροντα ἑτέρων τοσούτων σταδίων. ἡ μέν νυν γῆ αὕτη ἐστὶ μέγαθος τοσαύτη.Λοιπόν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, δρόμος μιας μέρας ισοδυναμεί με διακόσιους σταδίους. Κι έτσι η Σκυθία απλώνεται οριζόντια σε τέσσερες χιλιάδες σταδίους και κάθετα (από τη θάλασσα ώς τα βόρεια σύνορά της) σε άλλους τόσους σταδίους. Αυτό λοιπόν είναι το μέγεθος της χώρας αυτής.
[4.102.1]Οἱ δὲ Σκύθαι δόντες σφίσι λόγον ὡς οὐκ οἷοί τέ εἰσι τὸν Δαρείου στρατὸν ἰθυμαχίῃ διώσασθαι μοῦνοι, ἔπεμπον ἐς τοὺς πλησιοχώρους ἀγγέλους· τῶν δὲ καὶ δὴ οἱ βασιλέες συνελθόντες ἐβουλεύοντο ὡς στρατοῦ ἐπελαύνοντος μεγάλου.Κι οι Σκύθες, καθώς τα ᾽βαλαν κάτω κι είδαν πως μόνοι τους δεν μπορούσαν ν᾽ αποκρούσουν το στρατό του Δαρείου σε ανοιχτή μάχη, έστελναν αγγελιοφόρους στους γειτονικούς λαούς· αλλά κι εκείνων οι βασιλιάδες είχαν συγκεντρωθεί και συσκέπτονταν, καθότι μεγάλος στρατός βάδιζε προς τις χώρες τους.
[4.102.2]ἦσαν δὲ οἱ συνελθόντες βασιλέες Ταύρων καὶ Ἀγαθύρσων καὶ Νευρῶν καὶ Ἀνδροφάγων καὶ Μελαγχλαίνων καὶ Γελωνῶν καὶ Βουδίνων καὶ Σαυροματέων.Κι οι βασιλιάδες που συγκεντρώθηκαν ήταν των Ταύρων και των Αγαθύρσων και των Ανδροφάγων και των Μελαγχλαίνων και των Γελωνών και των Βουδίνων και των Σαυροματών.
[4.103.1]τούτων Ταῦροι μὲν νόμοισι τοιοισίδε χρέωνται· θύουσι μὲν τῇ παρθένῳ τούς τε ναυηγοὺς καὶ τοὺς ἂν λάβωσι Ἑλλήνων ἐπαναχθέντες τρόπῳ τοιῷδε· καταρξάμενοι ῥοπάλῳ παίουσι τὴν κεφαλήν.Απ᾽ αυτούς, οι Ταύροι κρατούν τις εξής συνήθειες· θυσιάζουν στην Παρθένο θεά τούς ναυαγούς κι όσους Έλληνες φέρει το κύμα στη στεριά τους, μ᾽ έναν τέτοιο τρόπο: κάνουν τις αρχικές ιεροπραξίες κι ύστερα τους χτυπούν με ρόπαλο στο κεφάλι.
[4.103.2]οἱ μὲν δὴ λέγουσι ὡς τὸ σῶμα ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ὠθέουσι κάτω (ἐπὶ γὰρ κρημνοῦ ἵδρυται τὸ ἱρόν), τὴν δὲ κεφαλὴν ἀνασταυροῦσι, οἱ δὲ κατὰ μὲν τὴν κεφαλὴν ὁμολογέουσι, τὸ μέντοι σῶμα οὐκ ὠθέεσθαι ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ λέγουσι ἀλλὰ γῇ κρύπτεσθαι. τὴν δὲ δαίμονα ταύτην τῇ θύουσι λέγουσι αὐτοὶ Ταῦροι Ἰφιγένειαν τὴν Ἀγαμέμνονος εἶναι.Κι άλλοι λένε πως το σώμα το ρίχνουν κάτω, στο γκρεμό (γιατί ο ναός είναι χτισμένος πάνω σε γκρεμό), και το κεφάλι το μπήγουν σε πάσσαλο, κι άλλοι πάλι για το κεφάλι λένε τα ίδια, αλλά για το σώμα, πως δεν το ρίχνουν κάτω, στο γκρεμό, αλλά το θάβουν στη γη. Και η θεότητα αυτή, που στη χάρη της τους θυσιάζουν, οι Ταύροι οι ίδιοι τους λένε πως είναι η Ιφιγένεια, η κόρη του Αγαμέμνονα.
[4.103.3]πολεμίους δὲ ἄνδρας τοὺς ἂν χειρώσωνται ποιεῦσι τάδε· ἀποταμὼν ἕκαστος κεφαλὴν ἀποφέρεται ἐς τὰ οἰκία, ἔπειτα ἐπὶ ξύλου μεγάλου ἀναπείρας ἱστᾷ ὑπὲρ τῆς οἰκίης ὑπερέχουσαν πολλόν, μάλιστα δὲ ὑπὲρ τῆς καπνοδόκης· φασὶ δὲ τούτους φυλάκους τῆς οἰκίης πάσης ὑπεραιωρέεσθαι. ζῶσι δὲ ἀπὸ ληίης τε καὶ πολέμου.Και τους εχθρούς, όσους πιάσουν αιχμάλωτους, νά τί τους κάνουν: κόβουν το κεφάλι και το φέρνουν στο σπίτι τους κι έπειτα το καρφώνουν σε μεγάλο πάσσαλο, που τον στήνουν όρθιο ψηλά πάνω από το σπίτι, έτσι που να ξεπερνά πολύ τη στέγη του, συνήθως πιο ψηλά από την καπνοδόχο· λένε πως τα κεφάλια αυτά τα κρεμάνε ψηλά, φρουρούς όλου του σπιτιού· και ζουν από τα λάφυρα κι από τον πόλεμο.
[4.104.1]Ἀγάθυρσοι δὲ ἁβρότατοι ἄνδρες εἰσὶ καὶ χρυσοφόροι τὰ μάλιστα, ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῖξιν ποιεῦνται, ἵνα κασίγνητοί τε ἀλλήλων ἔωσι καὶ οἰκήιοι ἐόντες πάντες μήτε φθόνῳ μήτ᾽ ἔχθεϊ χρέωνται ἐς ἀλλήλους. τὰ δὲ ἄλλα νόμαια Θρήιξι προσκεχωρήκασι.Οι Αγάθυρσοι τώρα πάνω απ᾽ όλα έχουν την καλοπέραση και στολίζονται με χρυσαφικά όσο κανένας άλλος· με τις γυναίκες σμίγουν σαν όλες να είναι ολωνών, για να νιώθει ο ένας σαν αδερφός του άλλου, κι αυτή τους η συγγένεια να διώχνει το φθόνο και την έχθρα απ᾽ ανάμεσά τους· όσο για τ᾽ άλλα έθιμά τους, τα πήραν από τους Θράκες.
[4.105.1]Νευροὶ δὲ νόμοισι μὲν χρέωνται Σκυθικοῖσι, γενεῇ δὲ μιῇ πρότερόν σφεας τῆς Δαρείου στρατηλασίης κατέλαβε ἐκλιπεῖν τὴν χώρην πᾶσαν ὑπὸ ὀφίων. ὄφιας γάρ σφι πολλοὺς μὲν ἡ χώρη ἀνέφαινε, οἱ δὲ πλεῦνες ἄνωθέν σφι ἐκ τῶν ἐρήμων ἐπέπεσον, ἐς οὗ πιεζόμενοι οἴκησαν μετὰ Βουδίνων τὴν ἑωυτῶν ἐκλιπόντες.Κι οι Νευροί κρατούν τα έθιμα των Σκυθών· αυτούς, μια γενιά πριν από την εκστρατεία του Δαρείου, τους βρήκε κακό, ν᾽ αναγκαστούν απ᾽ τα φίδια ν᾽ αφήσουν τη χώρα τους και να φύγουν. Γιατί η γη τους έβγαζε φίδια με το σωρό, όμως τα περισσότερα έπεσαν απάνω τους απ᾽ το βοριά, από την έρημο, τόσο που, στενεμένοι, πήγαν και κατοίκησαν μαζί με τους Βουδίνους, αφήνοντας έρημη τη χώρα τους.
[4.105.2]κινδυνεύουσι δὲ οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι. λέγονται γὰρ ὑπὸ Σκυθέων καὶ Ἑλλήνων τῶν ἐν τῇ Σκυθικῇ κατοικημένων ὡς ἔτεος ἑκάστου ἅπαξ τῶν Νευρῶν ἕκαστος λύκος γίνεται ἡμέρας ὀλίγας καὶ αὖτις ὀπίσω ἐς τὠυτὸ ἀποκατίσταται. ἐμὲ μέν νυν ταῦτα λέγοντες οὐ πείθουσι, λέγουσι δὲ οὐδὲν ἧσσον, καὶ ὀμνῦσι δὲ λέγοντες.Μάλιστα δεν αποκλείεται οι άνθρωποι αυτοί να είναι μάγοι. Γιατί, καταπώς λένε οι Σκύθες και οι Έλληνες που ζουν στη Σκυθία, καθένας από τους Νευρούς μια φορά κάθε χρόνο για λίγες μέρες γίνεται λύκος κι ύστερα αμέσως ξαναπαίρνει την πρώτη του μορφή. Βέβαια, λέγοντας αυτά εμένα δε με πείθουν, όμως δε σταματούν να τα λένε, μάλιστα και όρκο παίρνουν λέγοντάς τα.
[4.106.1]Ἀνδροφάγοι δὲ ἀγριώτατα πάντων ἀνθρώπων ἔχουσι ἤθεα, οὔτε δίκην νομίζοντες οὔτε νόμῳ οὐδενὶ χρεώμενοι. νομάδες δέ εἰσι, ἐσθῆτά τε φορέουσι τῇ Σκυθικῇ ὁμοίην, γλῶσσαν δὲ ἰδίην ‹ἔχουσι›, ἀνθρωποφαγέουσι δὲ μοῦνοι τούτων.Οι Ανδροφάγοι πάλι έχουν τα πιο άγρια συνήθεια απ᾽ όλους τους λαούς· ούτε το δίκιο λογαριάζουν ούτε σέβονται κανένα νόμο· κι είναι νομάδες, η φορεσιά τους είναι παρόμοια με τη σκυθική· μιλάνε δική τους γλώσσα, κι απ᾽ όλους αυτούς τους λαούς μονάχα αυτοί είναι ανθρωποφάγοι.
[4.107.1]Μελάγχλαινοι δὲ εἵματα μὲν μέλανα φορέουσι πάντες, ἐπ᾽ ὧν καὶ τὰς ἐπωνυμίας ἔχουσι, νόμοισι δὲ Σκυθικοῖσι χρέωνται.Κι οι Μελάγχλαινοι, όλοι τους φορούν μαύρα ρούχα, κι απ᾽ αυτά πήραν τ᾽ όνομά τους, και κρατούν τα ίδια έθιμα με τους Σκύθες.
[4.108.1]Βουδῖνοι δέ, ἔθνος ἐὸν μέγα καὶ πολλόν, γλαυκόν τε πᾶν ἰσχυρῶς ἐστι καὶ πυρρόν. πόλις δὲ ἐν αὐτοῖσι πεπόλισται ξυλίνη, οὔνομα δὲ τῇ πόλι ἐστὶ Γελωνός· τοῦ δὲ τείχεος μέγαθος κῶλον ἕκαστον τριήκοντα σταδίων ἐστί, ὑψηλὸν δὲ καὶ πᾶν ξύλινον, καὶ ‹αἱ› οἰκίαι αὐτῶν ξύλιναι καὶ τὰ ἱρά.Κι οι Βουδίνοι είναι λαός μεγάλος και πολυάριθμος, με βαθυγάλαζα μάτια, κοκκινοτρίχηδες. Κι έχει χτιστεί στη χώρα τους πόλη ξύλινη, που τ᾽ όνομά της είναι Γελωνός· η κάθε πλευρά του τείχους της έχει μάκρος τριάντα σταδίους, το ύψος του είναι μεγάλο, κι ολόκληρο είναι από ξύλο, και τα σπίτια τους είναι ξύλινα, και τα λατρευτικά τους χτίσματα·
[4.108.2]ἔστι γὰρ δὴ αὐτόθι Ἑλληνικῶν θεῶν ἱρὰ Ἑλληνικῶς κατεσκευασμένα ἀγάλμασί τε καὶ βωμοῖσι καὶ νηοῖσι ξυλίνοισι, καὶ τῷ Διονύσῳ τριετηρίδας ἀνάγουσι καὶ βακχεύουσι. εἰσὶ γὰρ οἱ Γελωνοὶ τὸ ἀρχαῖον Ἕλληνες, ἐκ τῶν δὲ ἐμπορίων ἐξαναστάντες οἴκησαν ἐν τοῖσι Βουδίνοισι· καὶ γλώσσῃ τὰ μὲν Σκυθικῇ, τὰ δὲ Ἑλληνικῇ χρέωνται.γιατί σ᾽ αυτή την πόλη υπάρχουν λατρευτικά χτίσματα που, καταπώς στην Ελλάδα, έχουν αγάλματα και βωμούς και ναούς, όλα από ξύλο, και κάθε τρία χρόνια τελούν Διονύσια και είναι μυημένοι στα βακχικά μυστήρια. Γιατί οι Γελωνοί από καταγωγή είναι Έλληνες, που ξεσηκώθηκαν απ᾽ τα εμπορικά κέντρα κι εγκαταστάθηκαν στη χώρα των Βουδίνων, κι η γλώσσα που μιλούν είναι ανάμεικτη, σκυθοελληνική.
[4.109.1]Βουδῖνοι δὲ οὐ τῇ αὐτῇ γλώσσῃ χρέωνται καὶ Γελωνοί, οὐδὲ δίαιτα ἡ αὐτή· οἱ μὲν γὰρ Βουδῖνοι ἐόντες αὐτόχθονες νομάδες τέ εἰσι καὶ φθειροτραγέουσι μοῦνοι τῶν ταύτῃ, Γελωνοὶ δὲ γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι καὶ κήπους ἐκτημένοι, οὐδὲν τὴν ἰδέην ὅμοιοι οὐδὲ τὸ χρῶμα. ὑπὸ μέντοι Ἑλλήνων καλέονται καὶ οἱ Βουδῖνοι Γελωνοί, οὐκ ὀρθῶς καλεόμενοι.Αυτή τη γλώσσα λοιπόν των Γελωνών δεν τη μιλούν οι Βουδίνοι, ούτε Γελωνοί και Βουδίνοι ζουν με τον ίδιο τρόπο· γιατί οι Βουδίνοι, καθότι ντόπιοι, είναι νομάδες κι οι μόνοι στην περιοχή αυτή που τρων κουκουνάρια από πεύκο, ενώ οι Γελωνοί δουλεύουν τη γη και τρων ψωμί σιταρένιο κι έχουν κήπους, και δε μοιάζουν καθόλου με τους Βουδίνους στην όψη και στο χρώμα. Βέβαια οι Έλληνες και τους Βουδίνους τούς λένε Γελωνούς, αυτό όμως είναι λάθος.
[4.109.2]ἡ δὲ χώρη σφέων πᾶσά ἐστι δασέα ἴδῃσι παντοίῃσι· ἐν δὲ τῇ ἴδῃ τῇ πλείστῃ ἐστὶ λίμνη μεγάλη τε καὶ πολλὴ καὶ ἕλος καὶ κάλαμος περὶ αὐτήν. ἐν δὲ ταύτῃ ἐνύδριες ἁλίσκονται καὶ κάστορες καὶ ἄλλα θηρία τετραγωνοπρόσωπα, τῶν τὰ δέρματα παρὰ τὰς σισύρνας παραρράπτεται, καὶ οἱ ὄρχιες αὐτοῖσί εἰσι χρήσιμοι ἐς ὑστερέων ἄκεσιν.Κι η χώρα τους έχει από τη μια άκρη ώς την άλλη πυκνά δάση με κάθε λογής δέντρα για ξυλεία· μες στο πιο μεγάλο δάσος βρίσκεται λίμνη μεγάλη και βαθιά με γύρω γύρω βάλτους και καλαμιώνες· στα νερά της πιάνουν βίδρες και κάστορες κι άλλα άγρια ζώα με τετράγωνο πρόσωπο, που τα δέρματά τους τα παίρνουν και τα ράβουν πάνω στις κάπες τους, ενώ τ᾽ αμελέτητά τους τα χρησιμοποιούν για τις αρρώστιες της μήτρας.
[4.110.1]Σαυροματέων δὲ πέρι ὧδε λέγεται. ὅτε Ἕλληνες Ἀμαζόσι ἐμαχέσαντο (τὰς δὲ Ἀμαζόνας καλέουσι οἱ Σκύθαι Οἰόρπατα, δύναται δὲ τὸ οὔνομα τοῦτο κατὰ Ἑλλάδα γλῶσσαν ἀνδροκτόνοι· οἰὸρ γὰρ καλέουσι ἄνδρα, τὸ δὲ πατὰ κτείνειν), τότε λόγος τοὺς Ἕλληνας νικήσαντας τῇ ἐπὶ Θερμώδοντι μάχῃ ἀποπλέειν ἄγοντας τρισὶ πλοίοισι τῶν Ἀμαζόνων ὅσας ἐδυνέατο ζωγρῆσαι, τὰς δὲ ἐν τῷ πελάγεϊ ἐπιθεμένας ἐκκόψαι τοὺς ἄνδρας.Κι όσο για τους Σαυρομάτες, διηγούνται αυτή την ιστορία: όταν οι Έλληνες έκαναν πόλεμο με τις Αμαζόνες (και τις Αμαζόνες οι Σκύθες τις λένε Οιόρπατα, που στην ελληνική γλώσσα σημαίνει τον ανδροκτόνο· γιατί οιόρ λένε τον άντρα, και το πατά σημαίνει σκοτώνω), τότε έχουν να λένε πως οι Έλληνες τις νίκησαν σε μάχη στο Θερμώδοντα ποταμό και γύριζαν με τα καράβια τους φέρνοντας μαζί τους σε τρία καράβια όσες Αμαζόνες μπόρεσαν να πιάσουν ζωντανές. Όμως αυτές στ᾽ ανοιχτά της θάλασσας όρμησαν πάνω στους άντρες και τους έσφαξαν,
[4.110.2]πλοῖα δὲ οὐ γινώσκειν αὐτὰς οὐδὲ πηδαλίοισι χρᾶσθαι οὐδὲ ἱστίοισι οὐδὲ εἰρεσίῃ· ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἐξέκοψαν τοὺς ἄνδρας, ἐφέροντο κατὰ κῦμα καὶ ἄνεμον· καὶ ἀπικνέονται τῆς λίμνης τῆς Μαιήτιδος ἐπὶ Κρημνούς. οἱ δὲ Κρημνοί εἰσι γῆς τῆς Σκυθέων τῶν ἐλευθέρων. ἐνθαῦτα ἀποβᾶσαι ἀπὸ τῶν πλοίων αἱ Ἀμαζόνες ὁδοιπόρεον ἐς τὴν οἰκεομένην. ἐντυχοῦσαι δὲ πρώτῳ ἱπποφορβίῳ τοῦτο διήρπασαν καὶ ἐπὶ τούτων ἱππαζόμεναι ἐληίζοντο τὰ τῶν Σκυθέων.αλλά δεν είχαν ιδέα από καράβια ούτε πώς κουμαντάρουν το τιμόνι ούτε τα πανιά ούτε τα κουπιά· κι έτσι, αφού κατάσφαξαν τους άντρες, αρμένιζαν όπου τους πήγαινε το κύμα κι ο άνεμος, και φτάνουν στη Μαιήτιδα λίμνη, στους Κρημνούς· αυτοί οι Κρημνοί βρίσκονται στη χώρα των ελευθέρων Σκυθών. Εκεί οι Αμαζόνες αποβιβάστηκαν στη στεριά και πήραν να πορεύονται για κατοικημένους τόπους. Της πρώτης αγέλης αλόγων που συνάντησαν να βόσκει άρπαξαν τ᾽ άλογα και καβάλα πάνω σ᾽ αυτά διαγούμιζαν τη χώρα των Σκυθών.
[4.111.1]οἱ δὲ Σκύθαι οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ πρῆγμα· οὔτε γὰρ φωνὴν οὔτε ἐσθῆτα οὔτε τὸ ἔθνος ἐγίνωσκον, ἀλλ᾽ ἐν θώματι ἦσαν ὁκόθεν ἔλθοιεν, ἐδόκεον δ᾽ αὐτὰς εἶναι ἄνδρας τὴν πρώτην ἡλικίην ἔχοντας, μάχην τε δὴ πρὸς αὐτὰς ἐποιεῦντο. ἐκ δὲ τῆς μάχης τῶν νεκρῶν ἐκράτησαν οἱ Σκύθαι καὶ οὕτως ἔγνωσαν ἐούσας γυναῖκας.Κι οι Σκύθες δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί συμβαίνει. Γιατί δε γνώριζαν ούτε τη γλώσσα ούτε τη φορεσιά ούτε τη φυλή τους, αλλά απορούσαν, από πού να ήρθαν, και νόμιζαν πως είναι άντρες της ίδιας ηλικίας όλοι, νέοι, και τέλος έδωσαν μάχη μ᾽ αυτές. Κι όταν τελείωσε η μάχη, τα πτώματα έμειναν στα χέρια των νικητών, των Σκυθών, κι έτσι έμαθαν πως ήταν γυναίκες.
[4.111.2]βουλευομένοισι ὦν αὐτοῖσι ἔδοξε κτείνειν μὲν οὐδενὶ τρόπῳ ἔτι αὐτάς, ἑωυτῶν δὲ τοὺς νεωτάτους ἀποπέμψαι ἐς αὐτάς, πλῆθος εἰκάσαντας ὅσαι περ ἐκεῖναι ἦσαν· τούτους δὲ στρατοπεδεύεσθαι πλησίον ἐκεινέων καὶ ποιέειν τά περ ἂν καὶ ἐκεῖναι ποιέωσι· ἢν δὲ αὐτοὺς διώκωσι, μάχεσθαι μὲν μή, ὑποφεύγειν δέ· ἐπεὰν δὲ παύσωνται, ἐλθόντας αὐτοὺς πλησίον στρατοπεδεύεσθαι. ταῦτα ἐβουλεύσαντο οἱ Σκύθαι βουλόμενοι ἐξ αὐτέων παῖδας ἐκγενήσεσθαι.Έκαναν λοιπόν σύσκεψη κι αποφάσισαν να μην τις σκοτώνουν πια, ό,τι κι αν γίνει, αλλά να στείλουν κοντά τους τούς νεότερους απ᾽ το στρατό τους, τόσους, όσες σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους υπόθεσαν ότι είναι εκείνες· και να στρατοπεδεύσουν κοντά σ᾽ εκείνες και να κάνουν κι αυτοί ό,τι θα ᾽καναν κι εκείνες, κι αν τους επιτεθούν αυτές, να μη δώσουν μάχη, αλλά ν᾽ αποτραβιούνται, κι όταν σταματήσουν αυτές την καταδίωξη, να πάνε κοντά τους και να στρατοπεδεύσουν. Ο λόγος που πήραν αυτές τις αποφάσεις οι Σκύθες ήταν που ήθελαν ν᾽ αποχτήσουν παιδιά απ᾽ αυτές.
[4.112.1]ἀποπεμφθέντες δὲ οἱ νεηνίσκοι ἐποίευν τὰ ἐντεταλμένα. ἐπεὶ δὲ ἔμαθον αὐτοὺς αἱ Ἀμαζόνες ἐπ᾽ οὐδεμιῇ δηλήσι ἀπιγμένους, ἔων χαίρειν· προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ ἐπ᾽ ἡμέρῃ ἑκάστῃ. εἶχον δὲ οὐδὲν οὐδ᾽ οἱ νεηνίσκοι, ὥσπερ οὐδὲ αἱ Ἀμαζόνες, εἰ μὴ τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἵππους· ἀλλὰ ζόην ἔζωον τὴν αὐτὴν ἐκείνῃσι, θηρεύοντές τε καὶ ληιζόμενοι.Έστειλαν λοιπόν τους νεαρούς κι αυτοί εκτελούσαν τις εντολές που πήραν. Κι οι Αμαζόνες κατάλαβαν πως δεν ήρθαν για να τις κάνουν κανένα κακό και τους άφηναν στην ησυχία τους· και κάθε μέρα που περνούσε το ένα στρατόπεδο σίμωνε στο άλλο. Κι οι νεαροί, όπως άλλωστε κι οι Αμαζόνες, δεν είχαν μαζί τους τίποτε άλλο παρά μονάχα τα όπλα και τ᾽ άλογά τους, και ζούσαν την ίδια ζωή μ᾽ εκείνες, από κυνήγι και διαγούμισμα.
[4.113.1]ἐποίευν δὲ αἱ Ἀμαζόνες ἐς τὴν μεσαμβρίην τοιόνδε· ἐγίνοντο σποράδες κατὰ μίαν τε καὶ δύο, πρόσω δὴ ἀπ᾽ ἀλληλέων ἐς εὐμαρείην ἀποσκιδνάμεναι. μαθόντες δὲ καὶ οἱ Σκύθαι ἐποίευν τὠυτὸ τοῦτο. καί τις μουνωθεισέων τινὶ αὐτέων ἐνεχρίμπτετο, καὶ ἡ Ἀμαζὼν οὐκ ἀπωθέετο ἀλλὰ περιεῖδε χρήσασθαι.Λοιπόν οι Αμαζόνες το μεσημέρι έκαναν κάτι τέτοιο· διασκορπίζονταν κι η καθεμιά τους χωριστά ή δυο δυο απομακρύνονταν από τις άλλες, για να ξαλαφρώσουν με την άνεσή τους. Βλέποντας αυτό οι Σκύθες, έκαναν κι αυτοί το ίδιο. Κι ένας τους πέτυχε μια τους ξεμοναχιασμένη κι άρχισε να της βάζει χέρι, κι η Αμαζόνα δεν τον έκανε πέρα, αλλά τον άφησε να κάνει τη δουλειά του.
[4.113.2]καὶ φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε (οὐ γὰρ συνίεσαν ἀλλήλων), τῇ δὲ χειρὶ ἔφραζε ἐς τὴν ὑστεραίην ἐλθεῖν ἐς τὠυτὸ χωρίον καὶ ἕτερον ἄγειν, σημαίνουσα δύο γενέσθαι καὶ αὐτὴ ἑτέρην ἄξειν.Να του μιλήσει βέβαια δεν μπορούσε (γιατί ο ένας δεν καταλάβαινε τη γλώσσα του άλλου), όμως του έλεγε με χειρονομίες να ᾽ρθει την άλλη μέρα στο ίδιο μέρος και να φέρει μαζί τους κι άλλον ένα, εννοώντας να γίνουν δυο οι νεαροί, κι αυτή θα φέρει κι άλλη μια.
[4.113.3]ὁ δὲ νεηνίσκος ἐπεὶ ἀπῆλθε, ἔλεξε ταῦτα πρὸς τοὺς λοιπούς· τῇ δὲ ὑστεραίῃ ἦλθε ἐς τὸ χωρίον αὐτός τε οὗτος καὶ ἕτερον ἦγε, καὶ τὴν Ἀμαζόνα εὗρε δευτέρην αὐτὴν ὑπομένουσαν. οἱ δὲ λοιποὶ νεηνίσκοι ὡς ἐπύθοντο ταῦτα, καὶ αὐτοὶ ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων.Κι ο νεαρός, όταν γύρισε πίσω, διηγήθηκε αυτά στους υπόλοιπους, και την άλλη μέρα ήρθε στο γνωστό μέρος κι ετούτος που λέμε κι έφερε κι έναν άλλο, και βρήκε την Αμαζόνα να τον περιμένει μαζί με μια άλλη. Κι όταν τα ᾽μαθαν αυτά οι υπόλοιποι νεαροί, με τη σειρά τους κορφολόγησαν τις υπόλοιπες Αμαζόνες.
[4.114.1]μετὰ δὲ συμμείξαντες τὰ στρατόπεδα οἴκεον ὁμοῦ, γυναῖκα ἔχων ἕκαστος ταύτην τῇ τὸ πρῶτον συνεμείχθη. τὴν δὲ φωνὴν τὴν μὲν τῶν γυναικῶν οἱ ἄνδρες οὐκ ἐδυνέατο μαθεῖν, τὴν δὲ τῶν ἀνδρῶν αἱ γυναῖκες συνέλαβον.Κατόπι έκαναν τα στρατόπεδά τους ένα και ζούσαν μαζί κι ο καθένας είχε γυναίκα εκείνη με την οποία έσμιξε την πρώτη φορά. Τώρα, τη γλώσσα των γυναικών οι άντρες δεν μπορούσαν να τη μάθουν, όμως οι γυναίκες κατάλαβαν τη γλώσσα των αντρών.
[4.114.2]ἐπεὶ δὲ συνῆκαν ἀλλήλων, ἔλεξαν πρὸς τὰς Ἀμαζόνας τάδε οἱ ἄνδρες· Ἡμῖν εἰσὶ μὲν τοκέες, εἰσὶ δὲ καὶ κτήσιες. νῦν ὦν μηκέτι πλεῦνα χρόνον ζόην τοιήνδε ἔχωμεν, ἀλλ᾽ ἀπελθόντες ἐς τὸ πλῆθος διαιτώμεθα· γυναῖκας δὲ ἕξομεν ὑμέας καὶ οὐδαμὰς ἄλλας.Κι όταν έφτασαν να συνεννοούνται, οι άντρες είπαν στις Αμαζόνες τα εξής: «Εμείς έχουμε γονείς, έχουμε και χτήματα. Λοιπόν, ας σταματήσουμε να ζούμε μια τέτοια ζωή κι ας πάμε στον κόσμο τον πολύ και να ζούμε εκεί· γυναίκες μας θα έχουμε εσάς, καμιά άλλη!»
[4.114.3]αἱ δὲ πρὸς ταῦτα ἔλεξαν τάδε· Ἡμεῖς οὐκ ἂν δυναίμεθα οἰκέειν μετὰ τῶν ὑμετερέων γυναικῶν· οὐ γὰρ τὰ αὐτὰ νόμαια ἡμῖν τε κἀκείνῃσί ἐστι. ἡμεῖς μὲν τοξεύομέν τε καὶ ἀκοντίζομεν καὶ ἱππαζόμεθα, ἔργα δὲ γυναικήια οὐκ ἐμάθομεν· αἱ δὲ ὑμέτεραι γυναῖκες τούτων μὲν οὐδὲν τῶν ἡμεῖς κατελέξαμεν ποιεῦσι, ἔργα δὲ γυναικήια ἐργάζονται μένουσαι ἐν τῇσι ἁμάξῃσι, οὔτ᾽ ἐπὶ θήρην ἰοῦσαι οὔτε ἄλλῃ οὐδαμῇ.Κι εκείνες αποκρίθηκαν: «Εμάς μας είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί με τις γυναίκες του τόπου σας· γιατί άλλες οι δικές τους συνήθειες, άλλες οι δικές μας. Εμείς έχουμε να κάνουμε με τόξα και ακόντια και ιππασία, και δεν ξέρουμε από γυναίκειες δουλειές, ενώ οι γυναίκες του τόπου σας δεν κάνουν τίποτ᾽ απ᾽ αυτά που αραδιάσαμε, αλλά καταγίνονται με γυναίκειες δουλειές και κάθονται στις άμαξές σας — ούτε στο κυνήγι πάνε ούτε πουθενά αλλού.
[4.114.4]οὐκ ἂν ὦν δυναίμεθα ἐκείνῃσι συμφέρεσθαι. ἀλλ᾽ εἰ βούλεσθε γυναῖκας ἔχειν ἡμέας καὶ δοκέειν εἶναι δικαιότατοι, ἐλθόντες παρὰ τοὺς τοκέας ἀπολάχετε τῶν κτημάτων τὸ μέρος, καὶ ἔπειτα ἐλθόντες οἰκέωμεν ἐπ᾽ ἡμέων αὐτῶν.Θα μας ήταν λοιπόν αδύνατο να ζήσουμε μονοιασμένες μαζί μ᾽ εκείνες. Αλλά, αν θέλετε να μας έχετε γυναίκες σας και να σας έχει ο κόσμος για τους πιο δίκαιους ανθρώπους, πηγαίνετε να βρείτε τους γονείς σας, πάρτε με κλήρο ό,τι σας πέφτει από τα χτήματα κι ύστερα ελάτε να ζήσουμε χωριστά από τους άλλους».
[4.115.1]ἐπείθοντο καὶ ἐποίησαν ταῦτα οἱ νεηνίσκοι. ἐπείτε δὲ ἀπολαχόντες τῶν κτημάτων τὸ ἐπιβάλλον ἦλθον ὀπίσω παρὰ τὰς Ἀμαζόνας, ἔλεξαν αἱ γυναῖκες πρὸς αὐτοὺς τάδε·Οι νεαροί τις άκουσαν κι έκαναν ό,τι τους είπαν. Πήραν με κλήρο ό,τι τους έπεφτε από τα χτήματα και γύρισαν στις Αμαζόνες. Κι οι γυναίκες τούς είπαν τα εξής:
[4.115.2]Ἡμέας ἔχει φόβος τε καὶ δέος, ὅκως χρὴ οἰκέειν ἐν τῷδε τῷ χώρῳ, τοῦτο μὲν ὑμέας ἀποστερησάσας πατέρων, τοῦτο δὲ τὴν γῆν τὴν ὑμετέρην δηλησαμένας πολλά.«Μας κυρίεψε φόβος και τρόμος· μπορούμε να ζήσουμε σ᾽ αυτό τον τόπο, την ώρα που από τη μια σας ξεκόψαμε από τους πατεράδες σας κι από την άλλη ρημάξαμε για τα καλά τη γη σας;
[4.115.3]ἀλλ᾽ ἐπείτε ἀξιοῦτε ἡμέας γυναῖκας ἔχειν, τάδε ποιέετε ἅμα ἡμῖν· φέρετε ἐξαναστέωμεν ἐκ τῆς γῆς τῆσδε καὶ περήσαντες Τάναϊν ποταμὸν οἰκέωμεν. ἐπείθοντο καὶ ταῦτα οἱ νεηνίσκοι.Αλλά μια και θέλετε να μας έχετε γυναίκες, νά τί να κάνετε μαζί μας: ελάτε, να σηκωθούμε και να φύγουμε απ᾽ αυτή τη χώρα, να διαβούμε τον ποταμό Τάναη και να ζούμε εκεί».
[4.116.1]διαβάντες δὲ τὸν Τάναϊν ὁδοιπόρεον πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα τριῶν μὲν ἡμερέων ἀπὸ τοῦ Τανάϊδος ὁδόν, τριῶν δὲ ἀπὸ τῆς λίμνης τῆς Μαιήτιδος πρὸς βορέην ἄνεμον. ἀπικόμενοι δὲ ἐς τοῦτον τὸν χῶρον ἐν τῷ νῦν κατοίκηνται, οἴκησαν τοῦτον.Οι νεαροί τις άκουσαν και σ᾽ αυτά. Διάβηκαν τον Τάναη και πορεύονταν σε τόπο που θέλει πορεία τριών ημερών από τον Τάναη προς την ανατολή του ήλιου και τριών από τη λίμνη Μαιήτιδα προς τον άνεμο του βοριά. Έφτασαν σε τούτη την περιοχή, όπου είναι εγκατεστημένοι σήμερα, και την έκαναν πατρίδα τους.
[4.116.2]καὶ διαίτῃ ἀπὸ τούτου χρέωνται τῇ παλαιῇ τῶν Σαυροματέων αἱ γυναῖκες, καὶ ἐπὶ θήρην ἐπ᾽ ἵππων ἐκφοιτῶσαι ἅμα τοῖσι ἀνδράσι καὶ χωρὶς τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἐς πόλεμον φοιτῶσαι καὶ στολὴν τὴν αὐτὴν τοῖσι ἀνδράσι φορέουσαι.Κι οι γυναίκες των Σαυροματών πήραν και ζουν από τότε σαν τις Αμαζόνες του παλιού καιρού, και βγαίνουν συχνά από το σπίτι τους για κυνήγι καβάλα σ᾽ άλογα μαζί με τους άντρες τους, αλλά και χωρίς τους άντρες τους, και πηγαίνουν στον πόλεμο φορώντας τα ίδια ρούχα με τους άντρες τους.
[4.117.1]φωνῇ δὲ οἱ Σαυρομάται νομίζουσι Σκυθικῇ, σολοικίζοντες αὐτῇ ἀπὸ τοῦ ἀρχαίου, ἐπεὶ οὐ χρηστῶς ἐξέμαθον αὐτὴν αἱ Ἀμαζόνες. τὰ περὶ γάμων δὲ ὧδέ σφι διάκειται· οὐ γαμέεται παρθένος οὐδεμία πρὶν [ἂν] τῶν πολεμίων ἄνδρα ἀποκτείνῃ. αἱ δέ τινες αὐτέων καὶ τελευτῶσι γηραιαὶ πρὶν γήμασθαι, οὐ δυνάμεναι τὸν νόμον ἐκπλῆσαι.Κι όσο για τη γλώσσα που μιλούν οι Σαυρομάτες, είναι τα σκυθικά, κάνουν όμως πολλά λάθη μιλώντας τα — κι η αιτία είναι παλιά: δεν τα έμαθαν καλά οι Αμαζόνες. Κι όσο για το γάμο, νά πώς τα κανόνισαν· καμιά κοπέλα δεν παντρεύεται προτού σκοτώσει εχθρό στρατιώτη. Μάλιστα μερικές απ᾽ αυτές και πεθαίνουν γερασμένες, πριν να παντρευτούν, γιατί δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν αυτό τον όρο.
[4.118.1]Ἐπὶ τούτων ὦν τῶν καταλεχθέντων ἐθνέων τοὺς βασιλέας ἁλισμένους ἀπικόμενοι τῶν Σκυθέων οἱ ἄγγελοι ἔλεγον ἐκδιδάσκοντες ὡς ὁ Πέρσης, ἐπειδή οἱ τὰ ἐν τῇ ἠπείρῳ τῇ ἑτέρῃ πάντα κατέστραπται, γέφυραν ζεύξας ἐπὶ τῷ αὐχένι τοῦ Βοσπόρου διαβέβηκε ἐς τήνδε τὴν ἤπειρον, διαβὰς δὲ καὶ καταστρεψάμενος Θρήικας γεφυροῖ ποταμὸν Ἴστρον, βουλόμενος καὶ τάδε πάντα ὑπ᾽ ἑωυτῷ ποιήσασθαι.Λοιπόν ο αγγελιοφόροι των Σκυθών έφτασαν στη σύναξη των βασιλιάδων των εθνών που μόλις καταγράψαμε και τους μιλούσαν προσπαθώντας να τους εξηγήσουν ότι ο Πέρσης, αφού στην άλλη ήπειρο, την Ασία, υποδούλωσε όλους τους λαούς, γεφύρωσε το λαιμό του Βοσπόρου και διάβηκε στη δική τους ήπειρο, κι αφού διάβηκε και υποδούλωσε τους Θράκες, κάνει γέφυρα στον ποταμό Ίστρο, θέλοντας να υποτάξει κι όλες τις χώρες της περιοχής μας.
[4.118.2]Ὑμεῖς ὦν μηδενὶ τρόπῳ ἐκ τοῦ μέσου κατήμενοι περιίδητε ἡμέας διαφθαρέντας, ἀλλὰ τὠυτὸ νοήσαντες ἀντιάζωμεν τὸν ἐπιόντα. οὐκ ὦν ποιήσετε ταῦτα; ἡμεῖς μὲν πιεζόμενοι ἢ ἐκλείψομεν τὴν χώρην ἢ μένοντες ὁμολογίῃ χρησόμεθα.«Έτσι λοιπόν ούτε να περάσει απ᾽ το νου σας η ιδέα να βγείτε από τη μέση, να σταυρώσετε τα χέρια σας και να μας αφήσετε να χαθούμε, αλλά μονοιασμένοι όλοι ν᾽ αντιμετωπίσουμε τον εχθρό που πατά τη γη μας. Λοιπόν, δεν θα τα πράξετε αυτά; Τότε δε μένει σε μας παρά, στενεμένοι, ή ν᾽ αφήσουμε τη χώρα μας και να φύγουμε ή να μείνουμε και να υποταχτούμε με όρους·
[4.118.3]τί γὰρ πάθωμεν μὴ βουλομένων ὑμέων τιμωρέειν; ὑμῖν δὲ οὐδὲν ἐπὶ τούτῳ ἔσται ἐλαφρότερον· ἥκει γὰρ ὁ Πέρσης οὐδέν τι μᾶλλον ἐπ᾽ ἡμέας ἢ οὐ καὶ ἐπ᾽ ὑμέας, οὐδέ οἱ καταχρήσει ἡμέας καταστρεψαμένῳ ὑμέων ἀπέχεσθαι.γιατί τί άλλο μπορούμε να ελπίζουμε, αν εσείς αρνηθείτε να μας βοηθήσετε; Αλλά ύστερ᾽ απ᾽ αυτά κι εσάς σας περιμένει μοίρα το ίδιο βαριά. Γιατί μ᾽ όση εχθρική διάθεση έρχεται ο Πέρσης εναντίον μας, μ᾽ άλλη τόση κι εναντίον σας, κι ούτε με την κατάκτηση της χώρας μας θα ικανοποιηθεί τόσο, ώστε να σας αφήσει ήσυχους.
[4.118.4]μέγα δὲ ὑμῖν λόγων τῶνδε μαρτύριον ἐρέομεν· εἰ γὰρ ἐπ᾽ ἡμέας μούνους ἐστρατηλάτεε ὁ Πέρσης τείσασθαι τῆς πρόσθε δουλοσύνης βουλόμενος, χρῆν αὐτὸν πάντων τῶν ἄλλων ἀπεχόμενον ἰέναι οὕτω ἐπὶ τὴν ἡμετέρην, καὶ ἂν ἐδήλου πᾶσι ὡς ἐπὶ Σκύθας ἐλαύνει καὶ οὐκ ἐπὶ τοὺς ἄλλους.Θα σας πούμε ένα μεγάλο επιχείρημα γι᾽ αυτά που λέμε· δηλαδή, αν ο Πέρσης κινούσε για εκστρατεία μονάχα εναντίον μας, θέλοντας να πάρει εκδίκηση για την παλιά του υποδούλωση, έπρεπε να βαδίσει εναντίον της χώρας μας χωρίς ν᾽ αγγίξει κανέναν άλλο, κι έτσι θα έκανε σε όλους φανερό πως κάνει εκστρατεία εναντίον των Σκυθών, όχι κι εναντίον άλλων.
[4.118.5]νῦν δὲ ἐπείτε τάχιστα διέβη ‹ἐς› τήνδε τὴν ἤπειρον, τοὺς αἰεὶ ἐμποδὼν γινομένους ἡμεροῦται πάντας. τούς τε δὴ ἄλλους ἔχει ὑπ᾽ ἑωυτῷ Θρήικας καὶ δὴ καὶ τοὺς ἡμῖν ἐόντας πλησιοχώρους Γέτας.Αντίθετα τώρα, μόλις διάβηκε στην ήπειρό μας, αμέσως βάλθηκε να υποτάζει τους πάντες, κι έτσι έχει κιόλας στην εξουσία του και τους υπόλοιπους Θράκες, αλλά ακόμα και τους γείτονές μας, τους Γέτες».
[4.119.1]ταῦτα Σκυθέων ἐπαγγελλομένων ἐβουλεύοντο οἱ βασιλέες οἱ ἀπὸ τῶν ἐθνέων ἥκοντες, καί σφεων ἐσχίσθησαν αἱ γνῶμαι. ὁ μὲν Γελωνὸς καὶ ὁ Βουδῖνος καὶ ὁ Σαυρομάτης κατὰ τὠυτὸ γενόμενοι ὑπεδέκοντο Σκύθῃσι τιμωρήσειν, ὁ δὲ Ἀγάθυρσος καὶ Νευρὸς καὶ Ἀνδροφάγος καὶ οἱ τῶν Μελαγχλαίνων καὶ Ταύρων τάδε Σκύθῃσι ὑπεκρίναντο·Ύστερ᾽ από αυτές τις προτάσεις των Σκυθών, οι βασιλιάδες που είχαν έρθει από τα έθνη αυτά έκαναν σύσκεψη κι οι γνώμες τους μοιράστηκαν στα δύο· από τη μια ο Γελωνός κι ο Βουδίνος κι ο Σαυρομάτης κράτησαν την ίδια στάση, δέχτηκαν να βοηθήσουν τους Σκύθες, κι από την άλλη ο Αγάθυρσος κι ο Νευρός κι ο Ανδροφάγος κι οι βασιλιάδες των Μελαγχλαίνων και των Ταύρων έδωσαν την ακόλουθη απάντηση στους Σκύθες:
[4.119.2]Εἰ μὲν μὴ ὑμεῖς ἔατε οἱ πρότερον ἀδικήσαντες Πέρσας καὶ ἄρξαντες πολέμου, τούτων δεόμενοι τῶν νῦν δέεσθε λέγειν τε ἂν ἐφαίνεσθε ἡμῖν ὀρθά, καὶ ἡμεῖς ὑπακούσαντες τὠυτὸ ἂν ὑμῖν ἐπρήσσομεν.«Αν δεν ήσασταν εσείς που πρώτοι κάνατε κακό στους Πέρσες και που πρώτοι τους κηρύξατε πόλεμο, και μας ζητούσατε αυτά που τώρα ζητάτε, τότε τα λόγια σας θα φαίνονταν σωστά κι εμείς θα σας ακούαμε και θα κάναμε ό,τι κι εσείς·
[4.119.3]νῦν δὲ ὑμεῖς τε ἐς τὴν ἐκείνων ἐσβαλόντες γῆν ἄνευ ἡμέων ἐπεκρατέετε Περσέων ὅσον χρόνον ὑμῖν ὁ θεὸς παρεδίδου, καὶ ἐκεῖνοι, ἐπεί σφεας ὡυτὸς θεὸς ἐγείρει, τὴν ὁμοίην ὑμῖν ἀποδιδοῦσι.αντίθετα τώρα κι εσείς πατήσατε τη γη τους χωρίς να μας ρωτήσετε κι είχατε στην εξουσία σας τους Πέρσες, για όσο καιρό ο θεός σάς ευνοούσε, κι εκείνοι, καθώς ο ίδιος αυτός θεός τούς παρακίνησε, σας ανταποδίδουν τα ίσα.
[4.119.4]ἡμεῖς δὲ οὔτε τι τότε ἠδικήσαμεν τοὺς ἄνδρας τούτους οὐδὲν οὔτε νῦν πρότεροι πειρησόμεθα ἀδικέειν. ἢν μέντοι ἐπίῃ καὶ ἐπὶ τὴν ἡμετέρην ἄρξῃ τε ἀδικέων, καὶ ἡμεῖς οὐ πεισόμεθα. μέχρι δὲ τοῦτο ἴδωμεν, μενέομεν παρ᾽ ἡμῖν αὐτοῖσι· ἥκειν γὰρ δοκέομεν οὐκ ἐπ᾽ ἡμέας Πέρσας, ἀλλ᾽ ἐπὶ τοὺς αἰτίους τῆς ἀδικίης γενομένους.Όσο για μας, ούτε τότε κάναμε κάποιο κακό σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους ούτε τώρα θα επιχειρήσουμε να τους κάνουμε κακό πρώτοι· αν όμως βαδίσουν κι εναντίον της χώρας μας και μας κάνουν πρώτοι αυτοί κακό, τότε κι εμείς δε θα συμβιβαστούμε· αλλά, ώσπου να ξεκαθαρίσουν όλ᾽ αυτά, εμείς δε βγαίνουμε από τη χώρα μας· καθότι πιστεύουμε πως οι Πέρσες δεν έρχονται εναντίον μας, αλλά εναντίον εκείνων που βρίσκονται στην αρχή της αδικίας».
[4.120.1]Ταῦτα ὡς ἀπενειχθέντα ἐπύθοντο οἱ Σκύθαι, ἐβουλεύοντο ἰθυμαχίην μὲν μηδεμίαν ποιέεσθαι ἐκ τοῦ ἐμφανέος, ὅτε δή σφι οὗτοί γε σύμμαχοι οὐ προσεγίνοντο, ὑπεξιόντες δὲ καὶ ὑπεξελαύνοντες τὰ φρέατα τὰ παρεξίοιεν αὐτοὶ καὶ τὰς κρήνας συγχοῦν, τὴν ποίην τε ἐκ τῆς γῆς ἐκτρίβειν, διχοῦ σφέας διελόντες.Όταν οι απεσταλμένοι γύρισαν κι έφεραν αυτές τις απαντήσεις, οι Σκύθες έκαναν σύσκεψη κι αποφάσισαν, μια και οι άλλοι δεν ήρθαν να τους ενισχύσουν σα σύμμαχοι, να μη δώσουν καμιά μάχη κατά μέτωπο, αλλά ν᾽ αποσύρονται αθόρυβα, και το ιππικό τους να υποχωρεί με αργό ρυθμό, και ρίχνοντας χώμα ν᾽ αχρηστεύουν τα πηγάδια που θα συναντούν στο δρόμο τους, και τις πηγές, και να ρημάζουν τη βλάστηση της γης, χωρισμένοι στα δυο·
[4.120.2]καὶ πρὸς μὲν τὴν μίαν τῶν μοιρέων, τῆς ἐβασίλευε Σκώπασις, προσχωρέειν Σαυρομάτας· τούτους μὲν δὴ ὑπάγειν, ἢν ἐπὶ τοῦτο τράπηται ὁ Πέρσης, ἰθὺ Τανάϊδος ποταμοῦ παρὰ τὴν Μαιῆτιν λίμνην ὑποφεύγοντας, ἀπελαύνοντός τε τοῦ Πέρσεω ἐπιόντας διώκειν. αὕτη μέν σφι μία ἦν μοῖρα τῆς βασιληίης τεταγμένη ταύτην τὴν ὁδὸν ἥ περ εἴρηται.και με τη μια μοίρα, που βασιλιάς της ήταν ο Σκώπασης, να ενωθούν οι Σαυρομάτες· λοιπόν αυτοί να κάνουν τακτική υποχώρηση, αν ο Πέρσης στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση, κατευθείαν προς τον ποταμό Τάναη, ακολουθώντας στην υποχώρησή τους την ακτή της λίμνης Μαιήτιδας· όμως, έτσι και πάρει ν᾽ αποτραβιέται ο Πέρσης, να του επιτεθούν και να τον καταδιώκουν. Λοιπόν αυτή ήταν η μια μοίρα από τη χώρα των βασιλικών Σκυθών, που διατάχτηκε ν᾽ ακολουθήσει το δρόμο που είπαμε.
[4.120.3]τὰς δὲ δύο τῶν βασιληίων, τήν τε μεγάλην τῆς ἦρχε Ἰδάνθυρσος καὶ τὴν τρίτην τῆς ἐβασίλευε Τάξακις, συνελθούσας ἐς τὠυτὸ καὶ Γελωνῶν τε καὶ Βουδίνων προσγενομένων, ἡμέρης καὶ τούτους ὁδῷ προέχοντας τῶν Περσέων ὑπεξάγειν, ὑπιόντας τε καὶ ποιεῦντας τὰ βεβουλευμένα.Οι άλλες δυο μοίρες της βασιλικής χώρας, και η μεγάλη, που αρχηγός της ήταν ο Ιδάνθυρσος, και η τρίτη, που βασιλιάς της ήταν ο Τάξακης, αποφάσισαν να συγκεντρωθούν στο ίδιο μέρος και να ενισχυθούν με το στρατό των Γελωνών και των Βουδίνων, και, κρατώντας απόσταση δρόμου μιας ημέρας από τους Πέρσες, ν᾽ αποτραβιούνται αργά αργά, τηρώντας κατά την υποχώρησή τους τις αποφάσεις που πάρθηκαν.
[4.120.4]πρῶτα μέν νυν ὑπάγειν σφέας ἰθὺ τῶν χωρέων τῶν ἀπειπαμένων τὴν σφετέρην συμμαχίην, ἵνα καὶ τούτους ἐκπολεμώσωσι· εἰ δὲ μὴ ἑκόντες γε ὑπέδυσαν τὸν πόλεμον τὸν πρὸς Πέρσας, ἀλλ᾽ ἀέκοντας ἐκπολεμῶσαι· μετὰ δὲ τοῦτο ὑποστρέφειν ἐς τὴν σφετέρην καὶ ἐπιχειρέειν, ἢν δὴ βουλευομένοισι δοκέῃ.Λοιπόν πρώτα να υποχωρούν με κατεύθυνση κατευθείαν προς τις χώρες εκείνων που αρνήθηκαν να γίνουν σύμμαχοί τους, για να τους κάνουν κι αυτούς εμπολέμους (μια και με τη θέλησή τους δεν πήραν απάνω τους τον πόλεμο εναντίον των Περσών, να τους κάνουν τώρα εμπολέμους με το στανιό)· ύστερ᾽ απ᾽ αυτό να γυρίσουν στη χώρα τους και ν᾽ αναλάβουν επίθεση, αν τ᾽ αποφασίσουν, ύστερ᾽ από εκτίμηση της κατάστασης.
[4.121.1]ταῦτα οἱ Σκύθαι βουλευσάμενοι ὑπηντίαζον τὴν Δαρείου στρατιήν, προδρόμους ἀποστείλαντες τῶν ἱππέων τοὺς ἀρίστους. τὰς δὲ ἁμάξας ἐν τῇσί σφι διαιτᾶτο τὰ τέκνα τε καὶ αἱ γυναῖκες πάσαι, καὶ τὰ πρόβατα πάντα, πλὴν ὅσα σφι ἐς φορβὴν ἱκανὰ ἦν, τοσαῦτα ὑπολιπόμενοι τὰ ἄλλα ἅμα τῇσι ἁμάξῃσι προέπεμψαν, ἐντειλάμενοι αἰεὶ τὸ πρὸς βορέω ἐλαύνειν.Οι Σκύθες πήραν αυτές τα αποφάσεις και κίνησαν να συναντήσουν το στρατό του Δαρείου, αφού έστειλαν εμπροσθοφυλακή τους πρώτους και καλύτερους απ᾽ το ιππικό. Και τις άμαξες, μες στις οποίες ζούσαν τα παιδιά τους κι όλες οι γυναίκες τους, τις ξαπόστειλαν από πριν, με εντολή να προχωρούν όλο και πιο βορινά, και μαζί κι όλα τα βοσκήματά τους — κράτησαν μόνο όσα χρειάζονταν για την τροφή τους, τόσα μόνο.
[4.122.1]ταῦτα μὲν δὴ προεκομίζετο, τῶν δὲ Σκυθέων οἱ πρόδρομοι ὡς εὗρον τοὺς Πέρσας ὅσον τε τριῶν ἡμερέων ὁδὸν ἀπέχοντας ἀπὸ τοῦ Ἴστρου, οὗτοι μὲν τούτους εὑρόντες ἡμέρης ὁδῷ προέχοντες ἐστρατοπεδεύοντο τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα λεαίνοντες.Λοιπόν αυτός ο κόσμος στάλθηκε από πιο πριν μακριά, ενώ η εμπροσθοφυλακή των Σκυθών βρήκε τους Πέρσες να ᾽χουν προχωρήσει δρόμο τριών ημερών από τον Ίστρο· κι από την ώρα που τους βρήκαν, στρατοπέδευαν αφήνοντας απόσταση από τον εχθρό δρόμο μιας μέρας κι αφάνιζαν ό,τι βλάσταινε από τη γη.
[4.122.2]οἱ δὲ Πέρσαι ὡς εἶδον ἐπιφανεῖσαν τῶν Σκυθέων τὴν ἵππον, ἐπήισαν κατὰ στίβον αἰεὶ ὑπαγόντων. καὶ ἔπειτα (πρὸς γὰρ τὴν μίαν τῶν μοιρέων ἴθυσαν) οἱ Πέρσαι ἐδίωκον πρὸς ἠῶ τε καὶ τοῦ Τανάϊδος.Κι οι Πέρσες, όταν φάνηκε το σκυθικό ιππικό και το είδαν, βάδιζαν εναντίον τους ακολουθώντας τα ίχνη τους — κι εκείνοι ολοένα να υποχωρούν. Κατόπι, καθώς οι Πέρσες στράφηκαν εναντίον της μοίρας που ήταν μόνη, συνέχισαν την καταδίωξη προς τ᾽ ανατολικά και προς τον Τάναη.
[4.122.3]διαβάντων δὲ τούτων τὸν Τάναϊν ποταμὸν οἱ Πέρσαι ἐπιδιαβάντες ἐδίωκον, ἐς ὃ τῶν Σαυροματέων τὴν χώρην διεξελθόντες ἀπίκοντο ἐς τὴν τῶν Βουδίνων.Κι όταν εκείνοι διάβηκαν τον ποταμό Τάναη, τον διάβηκαν κι οι Πέρσες στο κατόπι τους και τους καταδίωκαν, ώσπου διέσχισαν τη χώρα των Σαυροματών κι έφτασαν στη χώρα των Βουδίνων.
[4.123.1]ὅσον μὲν δὴ χρόνον οἱ Πέρσαι ἤισαν διὰ τῆς Σκυθικῆς καὶ τῆς Σαυρομάτιδος χώρης, οἱ δὲ εἶχον οὐδὲν σίνεσθαι, ἅτε τῆς χώρης ἐούσης χέρσου· ἐπείτε δὲ ἐς τὴν τῶν Βουδίνων χώρην ἐσέβαλον, ἐνθαῦτα δὴ ἐντυχόντες τῷ ξυλίνῳ τείχεϊ, ἐκλελοιπότων τῶν Βουδίνων καὶ κεκενωμένου τοῦ τείχεος πάντων, ἐνέπρησαν αὐτό.Όσο καιρό λοιπόν οι Πέρσες διέσχιζαν τη χώρα των Σκυθών και των Σαυροματών, δεν έβρισκαν τίποτε να ρημάξουν, αφού η γη ήταν χέρσα, όταν όμως μπήκαν στη χώρα των Βουδίνων, εκεί λοιπόν βρήκαν στο δρόμο τους το ξύλινο τείχος, που το είχαν εγκαταλείψει οι Βουδίνοι, και, καθώς το τείχος ήταν άδειο εντελώς από υπερασπιστές, του έβαλαν φωτιά.
[4.123.2]τοῦτο δὲ ποιήσαντες εἵποντο αἰεὶ τὸ πρόσω κατὰ στίβον, ἐς ὃ διεξελθόντες ταύτην ἐς τὴν ἔρημον ἀπίκοντο. ἡ δὲ ἔρημος αὕτη ὑπὸ οὐδαμῶν νέμεται ἀνδρῶν, κεῖται δὲ ὑπὲρ τῆς Βουδίνων χώρης, ἐοῦσα πλῆθος ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ.Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό συνέχιζαν την καταδίωξη ολοένα και πιο μπροστά ακολουθώντας τα ίχνη των Σκυθών, ώσπου διάβηκαν απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη τη χώρα αυτή κι έφτασαν στην έρημο. Κι η έρημος αυτή είναι εντελώς ακατοίκητη· βρίσκεται πέρα από τη χώρα των Βουδίνων και η έκτασή της είναι δρόμος εφτά ημερών.
[4.123.3]ὑπὲρ δὲ τῆς ἐρήμου Θυσσαγέται οἰκέουσι, ποταμοὶ δὲ ἐξ αὐτῶν τέσσερες μεγάλοι ῥέοντες διὰ Μαιητέων ἐκδιδοῦσι ἐς τὴν λίμνην τὴν καλεομένην Μαιῆτιν, τοῖσι οὐνόματα κεῖται τάδε, Λύκος, Ὄαρος, Τάναϊς, Σύργις.Πάνω απ᾽ την έρημο κατοικούν οι Θυσσαγέτες, κι από τη χώρα τους τέσσερες μεγάλοι ποταμοί, που διασχίζουν τη χώρα των Μαιητών, χύνονται στη λίμνη που λέγεται Μαιήτιδα, κι έχουν τα εξής ονόματα: Λύκος, Όαρος, Τάναης, Σύργης.
[4.124.1]ἐπεὶ ὦν ὁ Δαρεῖος ἦλθε ἐς τὴν ἔρημον, παυσάμενος τοῦ δρόμου ἵδρυσε τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ Ὀάρῳ. τοῦτο δὲ ποιήσας ὀκτὼ τείχεα ἐτείχεε μεγάλα, ἴσον ἀπ᾽ ἀλλήλων ἀπέχοντα, σταδίους ὡς ἑξήκοντα μάλιστά κῃ, τῶν ἔτι ἐς ἐμὲ τὰ ἐρείπια σόα ἦν.Έφτασε λοιπόν ο Δαρείος στην έρημο και τότε σταμάτησε την πορεία και στρατοπέδευσε στις όχθες του ποταμού Οάρου. Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτό άρχισε να χτίζει οχτώ μεγάλα τείχη, αφήνοντας ανάμεσά τους ίση απόσταση, περίπου εξήντα σταδίους, που τα ερείπιά τους σώζονταν ακόμη στην εποχή μου.
[4.124.2]ἐν ᾧ δὲ οὗτος πρὸς ταῦτα ἐτράπετο, οἱ διωκόμενοι Σκύθαι περιελθόντες τὰ κατύπερθε ὑπέστρεφον ἐς τὴν Σκυθικήν. ἀφανισθέντων δὲ τούτων τὸ παράπαν, ὡς οὐκέτι ἐφαντάζοντό σφι, οὕτω δὴ ὁ Δαρεῖος τείχεα μὲν ἐκεῖνα ἡμίεργα μετῆκε, αὐτὸς δὲ ὑποστρέψας ἤιε πρὸς ἑσπέρην, δοκέων τούτους τε πάντας τοὺς Σκύθας εἶναι καὶ πρὸς ἑσπέρην σφέας φεύγειν.Κι ενώ αυτός καταγινόταν μ᾽ αυτά, οι Σκύθες που καταδίωκε, κάνοντας κυκλικό ελιγμό στα βορινότερα, ξαναγυρνούσαν στη Σκυθία. Και καθώς αυτοί είχαν γίνει εντελώς άφαντοι και χάθηκαν απ᾽ τα μάτια του, ο Δαρείος άφησε μισοτελειωμένα εκείνα τα τείχη και κάνοντας μεταβολή πορευόταν προς τα δυτικά, υποθέτοντας πως αυτοί είναι όλοι κι όλοι οι Σκύθες και πως πήραν να φεύγουν προς τα δυτικά.
[4.125.1]ἐλαύνων δὲ τὴν ταχίστην τὸν στρατὸν ὡς ἐς τὴν Σκυθικὴν ἀπίκετο, ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι τῶν Σκυθέων, ἐντυχὼν δὲ ἐδίωκε ὑπεκφέροντας ἡμέρης ὁδῷ.Και κάνοντας ταχύτατη προέλαση με το στρατό του έφτασε στη Σκυθία, όπου αμέσως ήρθε σ᾽ επαφή και με τις δύο μοίρες των Σκυθών, κι αφού ήρθε σ᾽ επαφή, καταδίωκε το στρατό τους που υποχωρούσε αφήνοντας απόσταση από τον εχθρό μιας μέρας δρόμο.
[4.125.2]καί οὐ γὰρ ἀνίει ἐπιὼν ὁ Δαρεῖος, οἱ Σκύθαι κατὰ τὰ βεβουλευμένα ὑπέφευγον ἐς τῶν ἀπειπαμένων τὴν σφετέρην συμμαχίην, πρώτην δὲ ἐς τῶν Μελαγχλαίνων τὴν γῆν.Και καθώς ο Δαρείος δε χαλάρωνε την καταδίωξη, οι Σκύθες, σύμφωνα με το σχέδιό τους, υποχωρώντας μπήκαν στις χώρες εκείνων που αρνήθηκαν να συμμαχήσουν μαζί τους, και πρώτα πρώτα στη χώρα των Μελαγχλαίνων.
[4.125.3]ὡς δὲ ἐσβαλόντες τούτους ἐτάραξαν οἵ τε Σκύθαι καὶ οἱ Πέρσαι, κατηγέοντο οἱ Σκύθαι ἐς τῶν Ἀνδροφάγων τοὺς χώρους, ταραχθέντων δὲ καὶ τούτων ὑπῆγον ἐπὶ τὴν Νευρίδα, ταρασσομένων δὲ καὶ τούτων ἤισαν ὑποφεύγοντες οἱ Σκύθαι ἐς τοὺς Ἀγαθύρσους.Με την εισβολή τους Σκύθες και Πέρσες έκαναν τη χώρα αυτή άνω κάτω και κατόπι, οι Σκύθες μπροστά κι οι Πέρσες πίσω τους, πάτησαν τα μέρη των Ανδροφάγων, κι αφού κι αυτούς τους έκαναν άνω κάτω, συνέχισαν την υποχώρησή τους στη χώρα των Νευρών, τους έκαναν κι αυτούς άνω κάτω κι ύστερα οι Σκύθες συνέχισαν την υποχώρησή τους στους Αγαθύρσους.
[4.125.4]Ἀγάθυρσοι δὲ ὁρῶντες καὶ τοὺς ὁμούρους φεύγοντας ὑπὸ Σκυθέων καὶ τεταραγμένους, πρὶν ἤ σφι ἐμβαλεῖν τοὺς Σκύθας πέμψαντες κήρυκα ἀπηγόρευον Σκύθῃσι μὴ ἐπιβαίνειν τῶν σφετέρων οὔρων, προλέγοντες ὡς εἰ πειρήσονται ἐσβαλλόντες, σφίσι πρῶτα διαμαχήσονται.Κι οι Αγάθυρσοι, βλέποντας τους γείτονές τους να καταδιώκονται από τους Σκύθες και τις χώρες τους να γίνονται άνω κάτω, πριν να εισβάλουν στη χώρα τους οι Σκύθες, έστειλαν κήρυκες κι απαγόρευαν τους Σκύθες να διαβούν τα σύνορά τους, προειδοποιώντας τους πως, αν δοκιμάσουν να κάνουν εισβολή, θ᾽ αναμετρηθούν πρώτα μ᾽ αυτούς.
[4.125.5]Ἀγάθυρσοι μὲν προείπαντες ταῦτα ἐβοήθεον ἐπὶ τοὺς οὔρους, ἐρύκειν ἐν νόῳ ἔχοντες τοὺς ἐπιόντας· Μελάγχλαινοι δὲ καὶ Ἀνδροφάγοι καὶ Νευροὶ ἐσβαλόντων τῶν Περσέων ἅμα Σκύθῃσι οὔτε πρὸς ἀλκὴν ἐτράποντο ἐπιλαθόμενοί τε τῆς ἀπειλῆς ἔφευγον αἰεὶ τὸ πρὸς βορέω ἐς τὴν ἔρημον τεταραγμένοι.Λοιπόν οι Αγάθυρσοι, ύστερ᾽ από αυτή την προειδοποίηση, κατευθύνθηκαν βιαστικά προς τα σύνορά τους, με την απόφαση να φράξουν το δρόμο στους εισβολείς, ενώ οι Μελάγχλαινοι και οι Ανδροφάγοι και οι Νευροί, όταν μπήκαν στη χώρα τους οι Πέρσες ταυτόχρονα με τους Σκύθες, όχι μόνο δεν έδειξαν αντρειοσύνη, αλλά ξέχασαν τις φοβέρες τους και πήραν να φεύγουν ολοένα και πιο βορινά, στην έρημο, πανικόβλητοι.
[4.125.6]οἱ δὲ Σκύθαι ἐς μὲν τοὺς Ἀγαθύρσους οὐκέτι ἀπείπαντας ἀπικνέοντο, οἱ δὲ ἐκ τῆς Νευρίδος χώρης ἐς τὴν σφετέρην κατηγέοντο τοῖσι Πέρσῃσι.Οι Σκύθες πάλι, ύστερα από την απαγόρευση, δε συνέχισαν την πορεία τους προς τη χώρα των Αγαθύρσων, αλλά από τη χώρα των Νευρών κατευθύνθηκαν προς τη δική τους, μπρος αυτοί και πίσω τους οι Πέρσες.
[4.126.1]ὡς δὲ πολλὸν τοῦτο ἐγίνετο καὶ οὐκ ἐπαύετο, πέμψας Δαρεῖος ἱππέα παρὰ τὸν Σκυθέων βασιλέα Ἰδάνθυρσον ἔλεγε τάδε· Δαιμόνιε ἀνδρῶν, τί φεύγεις αἰεί, ἐξεόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν; εἰ μὲν γὰρ ἀξιόχρεος δοκέεις εἶναι σεωυτῷ τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι ἀντιωθῆναι, σὺ δὲ στάς τε καὶ παυσάμενος πλάνης μάχεσθαι· εἰ δὲ συγγινώσκεαι εἶναι ἥσσων, σὺ δὲ καὶ οὕτω παυσάμενος τοῦ δρόμου δεσπότῃ τῷ σῷ δῶρα φέρων γῆν τε καὶ ὕδωρ ἐλθὲ ἐς λόγους.Και καθώς αυτό το κυνηγητό άρχισε να παρατραβά και δεν είχε σταματημό, ο Δαρείος έστειλε έναν ιππέα στο βασιλιά των Σκυθών Ιδάνθυρσο και του έλεγε τα εξής: «Άνθρωπε που ᾽χεις το δαίμονα μέσα σου, γιατί ολοένα φεύγεις, ενώ είναι στο χέρι σου να κάνεις το έν᾽ από τούτα τα δύο: δηλαδή, αν πιστεύεις πως είσαι σε θέση ν᾽ αναμετρηθείς με τη στρατιωτική μου δύναμη, τότε μείνε στη θέση σου, σταμάτησε την περιπλάνηση και δώσε μάχη· αν όμως παραδέχεσαι ότι είσαι κατώτερος, και σ᾽ αυτή την περίπτωση επίσης σταμάτησε να τρέχεις και κάνε διαπραγματεύσεις με τον αφέντη σου, δίνοντας γην και ύδωρ».
[4.127.1]πρὸς ταῦτα ὁ Σκυθέων βασιλεὺς Ἰδάνθυρσος ἔλεγε τάδε· Οὕτω τὸ ἐμὸν ἔχει, ὦ Πέρσα· ἐγὼ οὐδένα κω ἀνθρώπων δείσας ἔφυγον οὔτε πρότερον οὔτε νῦν σὲ φεύγω· οὐδέ τι νεώτερόν εἰμι ποιήσας νῦν ἢ καὶ ἐν εἰρήνῃ ἐώθεα ποιέειν.Η απάντηση του βασιλιά των Σκυθών Ιδανθύρσου σ᾽ αυτά ήταν η εξής: «Νά τί συμβαίνει με μένα, Πέρση· εγώ ώς τώρα μπροστά σε κανέναν άνθρωπο δεν το ᾽βαλα στα πόδια, ούτε τώρα μπροστά σε σένα το βάζω στα πόδια, ούτε κι έκανα ώς τώρα κάτι διαφορετικό απ᾽ ό,τι συνήθιζα να κάνω τον καιρό της ειρήνης.
[4.127.2]ὅ τι δὲ οὐκ αὐτίκα μάχομαί τοι, ἐγὼ καὶ τοῦτο σημανέω· ἡμῖν οὔτε ἄστεα οὔτε γῆ πεφυτευμένη ἔστι, τῶν πέρι δείσαντες μὴ ἁλῷ ἢ καρῇ ταχύτερον ἂν ὑμῖν συμμίσγοιμεν ἐς μάχην· εἰ δὲ δέοι πάντως ἐς τοῦτο κατὰ τάχος ἀπικνέεσθαι, τυγχάνουσι ἡμῖν ἐόντες τάφοι πατρώιοι.Για ποιό λόγο δε δίνω μάχη μαζί σου; κι αυτό θα σου το εξηγήσω· εμείς δεν έχουμε ούτε πολιτείες ούτε γη καλλιεργημένη, ώστε ο φόβος μήπως πέσουν στα χέρια των εχθρών ή ρημαχτούν να μας κάνει να ᾽ρθούμε στα χέρια και να δώσουμε μάχη με σας· αν όμως νιώθετε την ανάγκη οπωσδήποτε να φτάσουμε εκεί το γρηγορότερο, νά, συμβαίνει να υπάρχουν οι τάφοι των προγόνων μας.
[4.127.3]φέρετε, τούτους ἀνευρόντες συγχέειν πειρᾶσθε αὐτούς, καὶ γνώσεσθε τότε εἴτε ὑμῖν μαχησόμεθα περὶ τῶν τάφων εἴτε καὶ οὐ μαχησόμεθα. πρότερον δέ, ἢν μὴ ἡμέας λόγος αἱρῇ, οὐ συμμείξομέν τοι.Εμπρός λοιπόν, βρείτε τους τάφους αυτούς και κάντε πως τους καταπατάτε, και τότε θα μάθετε αν θα δώσουμε μάχη εναντίον σας για τους τάφους ή δε θα δώσουμε. Πριν όμως απ᾽ αυτό, εκτός αν έχουμε κάποιο λόγο για να τ᾽ αποφασίσουμε, δε θα ᾽ρθούμε στα χέρια μαζί σου.
[4.127.4]ἀμφὶ μὲν μάχῃ τοσαῦτα εἰρήσθω, δεσπότας δὲ ἐμοὺς ἐγὼ Δία τε νομίζω τὸν ἐμὸν πρόγονον καὶ Ἱστίην τὴν Σκυθέων βασίλειαν μούνους εἶναι. σοὶ δὲ ἀντὶ μὲν δώρων γῆς τε καὶ ὕδατος δῶρα πέμψω τοιαῦτα οἷα σοὶ πρέπει ἐλθεῖν, ἀντὶ δὲ τοῦ ὅτι δεσπότης ἔφησας εἶναι ἐμός, κλαίειν λέγω. [τοῦτό ἐστι ἡ ἀπὸ Σκυθέων ῥῆσις.]Λοιπόν, όσο για τη μάχη αρκούν αυτά, κι όσο για αφέντες μου, εγώ αναγνωρίζω μονάχα τον Δία τον προπάτορά μου και την Εστία τη βασίλισσα των Σκυθών. Τέλος, αντί να σου δωρίσω γην και ύδωρ, θα σου δώσω δώρα τέτοια που σου αξίζουν· είπες ακόμα πως είσαι αφέντης μου· σ᾽ αυτό η απάντησή μου είναι: άι στα κομμάτια!»
[4.128.1]ὁ μὲν δὴ κῆρυξ οἰχώκεε ἀγγελέων ταῦτα Δαρείῳ, οἱ δὲ Σκυθέων βασιλέες ἀκούσαντες τῆς δουλοσύνης τὸ οὔνομα ὀργῆς ἐπλήσθησαν.Λοιπόν ο κήρυκας πήρε βιαστικά το δρόμο του για να δώσει αυτό το μήνυμα στον Δαρείο, κι οι βασιλιάδες των Σκυθών με το ν᾽ ακούσουν τη λέξη δουλεία έγιναν πυρ και μανία.
[4.128.2]τὴν μὲν δὴ μετὰ Σαυροματέων μοῖραν ταχθεῖσαν, τῆς ἦρχε Σκώπασις, πέμπουσι Ἴωσι κελεύοντες ἐς λόγους ἀπικέσθαι, τούτοισι οἳ τὸν Ἴστρον ἐζευγμένον ἐφρούρεον· αὐτῶν δὲ τοῖσι ὑπολειπομένοισι ἔδοξε πλανᾶν μὲν μηκέτι Πέρσας, σῖτα δὲ ἑκάστοτε ἀναιρεομένοισι ἐπιτίθεσθαι. νωμῶντες ὦν σῖτα ἀναιρεομένους τοὺς Δαρείου ἐποίευν τὰ βεβουλευμένα.Και στέλνουν τη μοίρα του στρατού τους που συμπαρατάχτηκε με τους Σαυρομάτες, με αρχηγό τον Σκώπαση, με την εντολή να έρθει σε συνεννόηση με τους Ίωνες που φρουρούσαν τη γέφυρα του Ίστρου· για το στρατό που έμεινε πίσω, αποφάσισαν να σταματήσει να περιπλανά τους Πέρσες και να κάνει εφόδους εναντίον τους την ώρα που έβγαιναν για ζωοτροφές. Λοιπόν παραμόνευαν πότε οι στρατιώτες του Δαρείου έβγαιναν για ζωοτροφές κι ενεργούσαν σύμφωνα με το σχέδιό τους.
[4.128.3]ἡ μὲν δὴ ἵππος τὴν ἵππον αἰεὶ τρέπεσκε ἡ τῶν Σκυθέων, οἱ δὲ τῶν Περσέων ἱππόται φεύγοντες ἐσέπιπτον ἐς τὸν πεζόν, ὁ δὲ πεζὸς ἂν ἐπεκούρεε· οἱ δὲ Σκύθαι ἐσαράξαντες τὴν ἵππον ὑπέστρεφον, τὸν πεζὸν φοβεόμενοι. ἐποιεῦντο δὲ καὶ τὰς νύκτας παραπλησίας προσβολὰς οἱ Σκύθαι.Στις μάχες ιππικού με ιππικό πάντοτε οι Σκύθες τούς έτρεπαν σε φυγή, αλλά οι ιππείς των Περσών στη φευγάλα τους έτρεχαν να καλυφθούν από το πεζικό, και το πεζικό τούς βοηθούσε· κι οι Σκύθες, αφού στρίμωχναν το ιππικό του εχθρού πάνω στο πεζικό του, γυρνούσαν πίσω, γιατί φοβόντουσαν το πεζικό. Παρόμοιες εφόδους έκαναν οι Σκύθες και τη νύχτα.
[4.129.1]τὸ δὲ τοῖσι Πέρσῃσί τε ἦν σύμμαχον καὶ τοῖσι Σκύθῃσι ἀντίξοον ἐπιτιθεμένοισι τῷ Δαρείου στρατοπέδῳ, θῶμα μέγιστον ἐρέω, τῶν τε ὄνων ἡ φωνὴ καὶ τῶν ἡμιόνων τὸ εἶδος.Τώρα θα πω το πιο παράξενο σ᾽ όλη αυτή την ιστορία: σύμμαχοι στους Πέρσες και εμπόδιο στους Σκύθες που έκαναν εφόδους στο στρατόπεδο του Δαρείου ήταν οι φωνές των γαϊδουριών και η όψη των μουλαριών.
[4.129.2]οὔτε γὰρ ὄνον οὔτε ἡμίονον γῆ ἡ Σκυθικὴ φέρει, ὡς καὶ πρότερόν μοι δεδήλωται· οὐδὲ ἔστι ἐν τῇ Σκυθικῇ πάσῃ χώρῃ τὸ παράπαν οὔτε ὄνος οὔτε ἡμίονος διὰ τὰ ψύχεα. ὑβρίζοντες ὦν οἱ ὄνοι ἐτάρασσον τὴν ἵππον τῶν Σκυθέων.Γιατί η Σκυθία δεν τρέφει ούτε γαϊδούρια ούτε μουλάρια, όπως έχω αναφέρει παραπάνω, κι ούτε βρίσκεις σ᾽ ολόκληρη τη χώρα των Σκυθών έστω κι ένα γάιδαρο ή ένα μουλάρι, εξαιτίας του κρύου. Λοιπόν, με τ᾽ ανοικονόμητα γκαρίσματά τους τα γαϊδούρια έφερναν αναστάτωση στο ιππικό των Σκυθών,
[4.129.3]πολλάκις δὲ ἐπελαυνόντων ἐπὶ τοὺς Πέρσας μεταξὺ ὅκως ἀκούσειαν οἱ ἵπποι τῶν ὄνων τῆς φωνῆς, ἐταράσσοντό τε ὑποστρεφόμενοι καὶ ἐν θώματι ἔσκον, ὀρθὰ ἱστάντες τὰ ὦτα, ἅτε οὔτε ἀκούσαντες πρότερον φωνῆς τοιαύτης οὔτε ἰδόντες [τὸ] εἶδος. ταῦτα μέν νυν ἐπὶ σμικρόν τι ἐφέροντο τοῦ πολέμου.και πολλές φορές, την ώρα που έκαναν επέλαση εναντίον των Περσών, νά που, με το που άκουαν τη φωνή των γαϊδουριών, τ᾽ άλογά τους έκαναν πίσω τρομαγμένα, και στέκονταν απορημένα με ορθωμένα τ᾽ αυτιά — κι ο λόγος ήταν που δεν είχαν ακούσει προηγουμένως τέτοια φωνή κι ούτε είδαν τέτοια ζώα. Για τους Πέρσες αυτό ήταν μια ανάσα σ᾽ αυτό τον πόλεμο.
[4.130.1]οἱ δὲ Σκύθαι ὅκως τοὺς Πέρσας ἴδοιεν τεθορυβημένους, ἵνα παραμένοιέν τε ἐπὶ πλέω χρόνον ἐν τῇ Σκυθικῇ καὶ παραμένοντες ἀνιῴατο τῶν πάντων ἐπιδευέες ἐόντες, ἐποίευν τοιάδε· ὅκως τῶν προβάτων τῶν σφετέρων αὐτῶν καταλίποιεν μετὰ τῶν νομέων, αὐτοὶ ἂν ὑπεξήλαυνον ἐς ἄλλον χῶρον· οἱ δὲ ἂν Πέρσαι ἐπελθόντες λάβεσκον τὰ πρόβατα καὶ λαβόντες ἐπῄροντο ἂν τῷ πεποιημένῳ.Κι οι Σκύθες, όποτε έβλεπαν τους Πέρσες να τα ᾽χουν χαμένα, για να τους κάνουν να μείνουν περισσότερο καιρό στη Σκυθία, και μένοντας εκεί να τυραννιένται καθώς τους έλειπαν όλα τα πάντα, έκαναν το εξής: άφηναν πίσω μερικά απ᾽ τα κοπάδια τους με τους τσοπάνηδες και, καθώς οι ίδιοι τους αποτραβιούνταν σε άλλο τόπο, οι Πέρσες κάνοντας επιδρομές έπαιρναν τα πρόβατα και παίρνοντάς τα καμάρωναν για το κατόρθωμά τους.
[4.131.1]πολλάκις δὲ τοιούτου γινομένου τέλος Δαρεῖός τε ἐν ἀπορίῃσι εἴχετο καὶ οἱ Σκυθέων βασιλέες μαθόντες τοῦτο ἔπεμπον κήρυκα δῶρα Δαρείῳ φέροντα ὄρνιθά τε καὶ μῦν καὶ βάτραχον καὶ ὀϊστοὺς πέντε.Το ίδιο περίπου πράμα επαναλήφθηκε πολλές φορές, έτσι που στο τέλος τον Δαρείο τον έζωσαν οι δυσκολίες κι οι βασιλιάδες των Σκυθών μαθαίνοντας αυτό έστειλαν κήρυκα με δώρα στον Δαρείο, ένα πουλί κι ένα ποντίκι κι έναν βάτραχο και πέντε βέλη.
[4.131.2]Πέρσαι δὲ τὸν φέροντα τὰ δῶρα ἐπειρώτεον τὸν νόον τῶν διδομένων· ὁ δὲ οὐδὲν ἔφη οἱ ἐπεστάλθαι ἄλλο ἢ δόντα τὴν ταχίστην ἀπαλλάσσεσθαι· αὐτοὺς δὲ τοὺς Πέρσας ἐκέλευε, εἰ σοφοί εἰσι, γνῶναι τὸ θέλει τὰ δῶρα λέγειν. ταῦτα ἀκούσαντες οἱ Πέρσαι ἐβουλεύοντο.Κι οι Πέρσες ρωτούσαν αυτόν που έφερε τα δώρα τί σημαίνουν αυτά που δόθηκαν· κι αυτός αποκρίθηκε πως μονάχα μια εντολή είχε πάρει, να τα δώσει και στη στιγμή να φύγει, και προκαλούσε τους Πέρσες από μόνοι τους, αν είναι σοφοί, να καταλάβουν τί θέλουν να πουν αυτά δώρα. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την απάντηση οι Πέρσες έκαναν σύσκεψη.
[4.132.1]Δαρείου μέν νυν ἡ γνώμη ἦν Σκύθας ἑωυτῷ διδόναι σφέας τε αὐτοὺς καὶ γῆν τε καὶ ὕδωρ, εἰκάζων τῇδε, ὡς μῦς μὲν ἐν γῇ γίνεται καρπὸν τὸν αὐτὸν ἀνθρώπῳ σιτεόμενος, βάτραχος δὲ ἐν ὕδατι, ὄρνις δὲ μάλιστα οἶκε ἵππῳ, τοὺς δὲ ὀϊστοὺς ὡς τὴν ἑωυτῶν ἀλκὴν παραδιδοῦσι.Λοιπόν η γνώμη του Δαρείου ήταν ότι οι Σκύθες τού παραδίνονταν και του έδιναν γην και ύδωρ, εξηγώντας έτσι τη συμβολική σημασία τους: πως το ποντίκι ζει στη γη και τρώει τα ίδια γεννήματα με τον άνθρωπο, κι ο βάτραχος στο νερό, ενώ το πουλί μοιάζει πάρα πολύ με το άλογο, κι όσο για τα βέλη, πως οι Σκύθες τού παραδίνουν την πολεμική δύναμή τους.
[4.132.2]αὕτη μὲν Δαρείῳ ἀπεδέδεκτο ἡ γνώμη, συνεστήκεε δὲ ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἡ Γωβρύεω, τῶν ἀνδρῶν τῶν ἑπτὰ ἑνὸς τῶν τὸν μάγον κατελόντων, εἰκάζοντος τὰ δῶρα λέγειν·Αυτή λοιπόν τη γνώμη διατύπωσε ο Δαρείος, όμως μ᾽ αυτήν ήρθε να συγκρουστεί η γνώμη του Γωβρύα, ενός από τους εφτά άντρες που εκθρόνισαν τον μάγο, που εξήγησε έτσι τη συμβολική σημασία των δώρων:
[4.132.3]Ἢν μὴ ὄρνιθες γενόμενοι ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανόν, ὦ Πέρσαι, ἢ μύες γενόμενοι κατὰ τῆς γῆς καταδύητε, ἢ βάτραχοι γενόμενοι ἐς τὰς λίμνας ἐσπηδήσητε, οὐκ ἀπονοστήσετε ὀπίσω ὑπὸ τῶνδε τῶν τοξευμάτων βαλλόμενοι.«Πέρσες, αν δε γίνετε πουλιά να πετάξετε ψηλά στον ουρανό ή δε γίνετε ποντίκια να τρυπώσετε κάτω από τη γη ή δε γίνετε βάτραχοι να βρεθείτε μ᾽ ένα πήδημα στις λίμνες, δε θα γυρίσετε πίσω στον τόπο σας· το χτύπημα θα σας έρθει απ᾽ αυτά τα βέλη».
[4.133.1]Πέρσαι μὲν δὴ οὕτω τὰ δῶρα εἴκαζον, ἡ δὲ Σκυθέων μία μοῖρα ἡ ταχθεῖσα πρότερον μὲν παρὰ τὴν Μαιῆτιν λίμνην φρουρέειν, τότε δὲ ἐπὶ τὸν Ἴστρον Ἴωσι ἐς λόγους ἐλθεῖν, ὡς ἀπίκετο ἐπὶ τὴν γέφυραν, ἔλεγε τάδε·Οι Πέρσες λοιπόν έτσι ερμήνευαν τα δώρα, ενώ η μια μοίρα του στρατού των Σκυθών, αυτή που αρχικά πήρε την εντολή να φρουρεί τη γειτονική με τη Μαιήτιδα λίμνη περιοχή, και, τότε, να έρθει σε συνεννοήσεις με τους Ίωνες στον Ίστρο, φτάνοντας στη γέφυρα έλεγαν τα εξής:
[4.133.2]Ἄνδρες Ἴωνες, ἐλευθερίην ἥκομεν ὑμῖν φέροντες, ἤν πέρ γε ἐθέλητε ἐσακούειν. πυνθανόμεθα γὰρ Δαρεῖον ἐντείλασθαι ὑμῖν ἑξήκοντα ἡμέρας μούνας φρουρήσαντας τὴν γέφυραν, αὐτοῦ μὴ παραγενομένου ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ, ἀπαλλάσσεσθαι ἐς τὴν ὑμετέρην.«Άνδρες Ίωνες, ήρθαμε προσφέροντάς σας την ελευθερία, αν βέβαια δεχτείτε να μας ακούσετε. Γιατί μάθαμε πως ο Δαρείος σάς έδωσε εντολή εξήντα μέρες όλο κι όλο να φρουρήσετε τη γέφυρα, κι αν μέσα σ᾽ αυτό το διάστημα δεν παρουσιαστεί, να σηκωθείτε να φύγετε·
[4.133.3]νῦν ὦν ὑμεῖς τάδε ποιεῦντες ἐκτὸς μὲν ἔσεσθε πρὸς ἐκείνου αἰτίης, ἐκτὸς δὲ πρὸς ἡμέων· τὰς προκειμένας ἡμέρας παραμείναντες τὸ ἀπὸ τούτου ἀπαλλάσσεσθε. οὗτοι μέν νυν ὑποδεξαμένων Ἰώνων ποιήσειν ταῦτα ὀπίσω τὴν ταχίστην ἠπείγοντο,τώρα λοιπόν ούτε εκείνος θα μπορεί να σας κατηγορήσει ούτε εμείς, αν κάνετε τα εξής: μείνετε στη θέση σας όσες μέρες σάς έχει ορίσει, κι αποκεί και πέρα σηκωθείτε να φύγετε». Οι Ίωνες δέχτηκαν τις προτάσεις τους κι ετούτοι με βιασύνη μεγάλη γύρισαν πίσω.
[4.134.1]Πέρσῃσι δὲ μετὰ τὰ δῶρα [τὰ] ἐλθόντα Δαρείῳ ἀντετάχθησαν οἱ ὑπολειφθέντες Σκύθαι πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες. τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε· τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι ὥρων τὸν λαγὸν ἐδίωκον. ταραχθέντων δὲ τῶν Σκυθέων καὶ βοῇ χρεωμένων εἴρετο ὁ Δαρεῖος τῶν ἀντιπολεμίων τὸν θόρυβον· πυθόμενος δέ σφεας τὸν λαγὸν διώκοντας εἶπε ἄρα πρὸς τούς περ ἐώθεε καὶ τὰ ἄλλα λέγειν·Κι οι Σκύθες που έμειναν πίσω, ύστερ᾽ από την αποστολή των δώρων στον Δαρείο, αντιπαρατάχτηκαν με το πεζικό και το ιππικό τους στους Πέρσες, για να δώσουν μάχη· κι είχαν μπει σε τάξη μάχης, όταν νά ένας λαγός να τρέχει ανάμεσα στους δυο στρατούς κι οι Σκύθες, ο ένας ύστερ᾽ απ᾽ τον άλλο, να κυνηγάνε το λαγό, καθώς περνούσε από μπροστά τους. Και καθώς οι Σκύθες χάλασαν τις γραμμές τους κι έβγαζαν φωνές μεγάλες, ρώτησε ο Δαρείος για την οχλοβοή των εχθρών, κι όταν του είπαν πως ετούτοι κυνηγούν το λαγό, είπε λοιπόν σ᾽ αυτούς που συνήθιζε να τους λέει και τ᾽ άλλα:
[4.134.2]Οὗτοι ὧνδρες ἡμέων πολλὸν καταφρονέουσι, καί μοι νῦν φαίνεται Γωβρύης εἶπαι περὶ τῶν Σκυθικῶν δώρων ὀρθῶς. ὡς ὦν οὕτω ἤδη δοκεόντων καὶ αὐτῷ μοι ἔχειν, βουλῆς ἀγαθῆς δεῖ ὅκως ἀσφαλέως ἡ κομιδὴ ἡμῖν ἔσται τὸ ὀπίσω. πρὸς ταῦτα Γωβρύης εἶπε· Ὦ βασιλεῦ, ἐγὼ σχεδὸν μὲν καὶ λόγῳ ἠπιστάμην τούτων τῶν ἀνδρῶν τὴν ἀπορίην, ἐλθὼν δὲ μᾶλλον ἐξέμαθον, ὁρῶν αὐτοὺς ἐμπαίζοντας ἡμῖν.«Οι άνθρωποι αυτοί μας έχουν μεγάλη καταφρόνια και μου φαίνεται τώρα πως ο Γωβρύας είχε δίκιο σ᾽ όσα είπε για τα δώρα. Λοιπόν, καθότι κι εγώ πια πιστεύω πως αυτή είναι η σημασία τους, αυτό που μας χρειάζεται είναι να σκεφτούμε καλά πώς θα επιστρέψουμε σώοι και ασφαλείς». Σ᾽ αυτά ο Γωβρύας είπε: «Βασιλιά μου, εγώ βέβαια κι απ᾽ ό,τι άκουα γνώριζα σχεδόν πόσο δύσκολο είναι να τα βάλει κανείς με αυτούς τους ανθρώπους, αλλά το έμαθα καλύτερα τώρα που ήρθα εδώ, βλέποντάς τους να μας περιπαίζουν.
[4.134.3]νῦν ὦν μοι δοκέει, ἐπεὰν τάχιστα νὺξ ἐπέλθῃ, ἐκκαύσαντας τὰ πυρὰ ὡς ἐώθαμεν καὶ ἄλλοτε ποιέειν, τῶν στρατιωτέων τοὺς ἀσθενεστάτους ἐς τὰς ταλαιπωρίας ἐξαπατήσαντας καὶ τοὺς ὄνους πάντας καταδήσαντας ἀπαλλάσσεσθαι, πρὶν ἢ καὶ ἐπὶ τὸν Ἴστρον ἰθῦσαι Σκύθας λύσοντας τὴν γέφυραν, ἢ καί τι Ἴωσι δόξαι τὸ ἡμέας οἷόν τε ἔσται ἐξεργάσασθαι.Η γνώμη μου λοιπόν τώρα είναι, μόλις πέσει η νύχτα, ν᾽ ανάψουμε αμέσως τις φωτιές, όπως και τις άλλες νύχτες συνηθίσαμε να κάνουμε, κι ύστερα να ξεγελάσουμε τους στρατιώτες που έχουν τη μικρότερη αντοχή στις ταλαιπωρίες, να δέσουμε γερά όλα τα γαϊδούρια και να σηκωθούμε να φύγουμε, προτού οι Σκύθες προελάσουν κατευθείαν στον Ίστρο για να διαλύσουν τη γέφυρα ή περάσει κάπως απ᾽ το μυαλό των Ιώνων πως θα μπορέσουν να μας αποτελειώσουν».
[4.135.1]Γωβρύης μὲν ταῦτα συνεβούλευε, μετὰ δὲ νύξ τε ἐγένετο καὶ Δαρεῖος ἐχρᾶτο τῇ γνώμῃ ταύτῃ· τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν ἦν ἐλάχιστος ἀπολλυμένων λόγος, καὶ τοὺς ὄνους πάντας καταδήσας κατέλιπε αὐτοῦ ταύτῃ ἐν τῷ στρατοπέδῳ·Ο Γωβρύας λοιπόν αυτές τις συμβουλές έδινε, κι ο Δαρείος, αργότερα, σαν έπεσε η νύχτα, έβαλε σ᾽ εφαρμογή αυτό το σχέδιο· τους εξαντλημένους στρατιώτες, και που κι αν χάνονταν μικρή η ζημιά, τους άφησε εκεί στο στρατόπεδο, και μαζί, δεμένα γερά, κι όλα τα γαϊδούρια·
[4.135.2]κατέλιπε δὲ τούς τε ὄνους καὶ τοὺς ἀσθενέας τῆς στρατιῆς τῶνδε εἵνεκεν, ἵνα οἱ μὲν ὄνοι βοὴν παρέχωνται· οἱ δὲ ἄνθρωποι ἀσθενείης μὲν εἵνεκεν κατελείποντο, προφάσιος δὲ τῆσδε δηλαδή, ‹ὡς› αὐτὸς μὲν σὺν τῷ καθαρῷ τοῦ στρατοῦ ἐπιθήσεσθαι μέλλοι τοῖσι Σκύθῃσι, οὗτοι δὲ τὸ στρατόπεδον τοῦτον τὸν χρόνον ῥυοίατο.και νά για ποιό λόγο άφησε πίσω και τα γαϊδούρια και τους ανήμπορους στρατιώτες· τα γαϊδούρια, για να ξεκουφαίνουν με τις φωνές τους, κι όσο για τους ανθρώπους, ο πραγματικός λόγος που τους άφησε ήταν βέβαια η ανημποριά τους, όμως φανερά προφασίστηκε το εξής, πως τάχα ο ίδιος ο Δαρείος όπου να ᾽ναι θα κάνει επίθεση εναντίον των Σκυθών με τους ακμαίους στρατιώτες, κι αυτοί, όσο κρατούσε η μάχη, θα φρουρούσαν το στρατόπεδο.
[4.135.3]ταῦτα τοῖσι ὑπολειπομένοισι ὑποθέμενος ὁ Δαρεῖος καὶ πυρὰ ἐκκαύσας τὴν ταχίστην ἠπείγετο ἐπὶ τὸν Ἴστρον. οἱ δὲ ὄνοι ἐρημωθέντες τοῦ ὁμίλου οὕτω δὴ μᾶλλον πολλῷ ἵεσαν τῆς φωνῆς, ἀκούσαντες δὲ οἱ Σκύθαι τῶν ὄνων πάγχυ κατὰ χώρην ἤλπιζον τοὺς Πέρσας εἶναι.Αυτές τις εντολές έδωσε ο Δαρείος σ᾽ όσους έμειναν πίσω κι ύστερα άναψε τις φωτιές και κίνησε με τη μεγαλύτερη βιασύνη προς τον Ίστρο. Και τα γαϊδούρια, καθώς το στρατόπεδο ερημώθηκε, έβγαλαν πολύ δυνατότερες φωνές κι οι Σκύθες ακούοντας τις φωνές των γαϊδουριών υπόθεσαν πως οπωσδήποτε οι Πέρσες έμεναν στη θέση τους.
[4.136.1]ἡμέρης δὲ γενομένης γνόντες οἱ ὑπολειφθέντες ὡς προδεδομένοι εἶεν ὑπὸ Δαρείου, χεῖράς τε προετείνοντο τοῖσι Σκύθῃσι καὶ ἔλεγον τὰ κατήκοντα· οἱ δὲ ὡς ἤκουσαν ταῦτα, τὴν ταχίστην συστραφέντες, αἵ τε δύο μοῖραι τῶν Σκυθέων καὶ ἡ μετὰ Σαυροματέων καὶ Βουδῖνοι καὶ Γελωνοί, ἐδίωκον τοὺς Πέρσας ἰθὺ τοῦ Ἴστρου.Ξημέρωνε η μέρα κι εκείνοι που έμειναν στο στρατόπεδο κατάλαβαν πως ο Δαρείος τούς είχε αφήσει στο έλεος του εχθρού· απλώνοντας λοιπόν τα χέρια προς τους Σκύθες τούς έλεγαν τα καθέκαστα· κι αυτοί, όταν τ᾽ άκουσαν αυτά, για πότε κιόλας ενώθηκαν σ᾽ ένα στρατιωτικό σώμα όλοι τους, οι δυο μοίρες των Σκυθών και η τρίτη τους που ήταν μαζί με τους Σαυρομάτες, και οι Βουδίνοι και οι Γελωνοί, και πήραν να καταδιώκουν τους Πέρσες με κατεύθυνση προς τον Ίστρο.
[4.136.2]ἅτε δὲ τοῦ Περσικοῦ μὲν τοῦ πολλοῦ ἐόντος πεζοῦ στρατοῦ καὶ τὰς ὁδοὺς οὐκ ἐπισταμένου ὥστε οὐ τετμημένων [τῶν] ὁδῶν, τοῦ δὲ Σκυθικοῦ ἱππότεω καὶ τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ ἐπισταμένου, ἁμαρτόντες ἀλλήλων, ἔφθησαν πολλῷ οἱ Σκύθαι τοὺς Πέρσας ἐπὶ τὴν γέφυραν ἀπικόμενοι.Λοιπόν, ο περσικός στρατός ήταν στο μεγαλύτερό του μέρος πεζοί και δεν ήξερε τους δρόμους (αφού μάλιστα δεν υπήρχαν δρόμοι στρωμένοι), ενώ ο σκυθικός ήταν ιππικό και ήξερε ποιοί δρόμοι ήταν συντομότεροι· έτσι έχασε ο ένας τα ίχνη του άλλου κι οι Σκύθες έφτασαν στη γέφυρα αφήνοντας πολύ πίσω τους Πέρσες.
[4.136.3]μαθόντες δὲ τοὺς Πέρσας οὔκω ἀπιγμένους ἔλεγον πρὸς τοὺς Ἴωνας ἐόντας ἐν τῇσι νηυσί· Ἄνδρες Ἴωνες, αἵ τε ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται καὶ οὐ ποιέετε δίκαια ἔτι παραμένοντες.Είδαν πως οι Πέρσες δεν είχαν φτάσει ακόμα κι έλεγαν στους Ίωνες που ήταν μες στα καράβια τους: «Άνδρες Ίωνες, πάνε, τελειώσανε οι μέρες οι μετρημένες, κι εσείς, με το που μένετε ακόμα εδώ, πατάτε τις συμφωνίες μας.
[4.136.4]ἀλλ᾽ ἐπεὶ πρότερον δειμαίνοντες ἐμένετε, νῦν λύσαντες τὸν πόρον τὴν ταχίστην ἄπιτε χαίροντες ἐλεύθεροι, θεοῖσί τε καὶ Σκύθῃσι εἰδότες χάριν. τὸν δὲ πρότερον ἐόντα ὑμέων δεσπότην ἡμεῖς παραστησόμεθα οὕτως ὥστε ἐπὶ μηδαμοὺς ἔτι ἀνθρώπους αὐτὸν στρατεύσεσθαι.Αλλά, αφού ο φόβος ήταν που σας κρατούσε ώς τώρα, διαλύστε τώρα αμέσως το πέραμα και γυρίστε στον τόπο σας να χαίρεστε τη λευτεριά σας, ευγνωμονώντας τους θεούς και τους Σκύθες· κι όσο για κείνον που προηγουμένως σας δυνάστευε, θα του κάνουμε τέτοια περιποίηση, ώστε αποδώ και πέρα να μην εκστρατεύσει εναντίον κανενός».
[4.137.1]πρὸς ταῦτα Ἴωνες ἐβουλεύοντο. Μιλτιάδεω μὲν τοῦ Ἀθηναίου, στρατηγέοντος καὶ τυραννεύοντος Χερσονησιτέων τῶν ἐν Ἑλλησπόντῳ, ἦν γνώμη πείθεσθαι Σκύθῃσι καὶ ἐλευθεροῦν Ἰωνίην,Γι᾽ αυτές τις προτάσεις οι Ίωνες έκαναν σύσκεψη. Λοιπόν ο Μιλτιάδης ο Αθηναίος, που ήταν στρατηγός και τύραννος των Χερσονησιτών που κατοικούσαν στον Ελλήσποντο, πρότεινε ν᾽ ακούσουν τους Σκύθες και να ελευθερώσουν την Ιωνία,
[4.137.2]Ἱστιαίου δὲ τοῦ Μιλησίου ἐναντίη ταύτῃ, λέγοντος ὡς νῦν μὲν διὰ Δαρεῖον ἕκαστος αὐτῶν τυραννεύει πόλιος, τῆς Δαρείου δὲ δυνάμιος καταιρεθείσης οὔτε αὐτὸς Μιλησίων οἷός τε ἔσεσθαι ἄρχειν οὔτε ἄλλον οὐδένα οὐδαμῶν· βουλήσεσθαι γὰρ ἑκάστην τῶν πολίων δημοκρατέεσθαι μᾶλλον ἢ τυραννεύεσθαι.όμως ο Ιστιαίος ο Μιλήσιος έκανε αντίθετη πρόταση κι έλεγε πως στον Δαρείο το χρωστούσαν όλοι τους το τυραννικό αξίωμα που είχαν στις πόλεις τους, αλλά, αν καταλυθεί η δύναμη του Δαρείου, ούτε ο ίδιος του θα μπορεί να εξουσιάζει τη Μίλητο ούτε άλλος κανείς άλλη πόλη· γιατί η κάθε πόλη θα προτιμήσει να ᾽χει δημοκρατία παρά τύραννο.
[4.137.3]Ἱστιαίου δὲ γνώμην ταύτην ἀποδεικνυμένου αὐτίκα πάντες ἦσαν τετραμμένοι πρὸς ταύτην τὴν γνώμην, πρότερον τὴν Μιλτιάδεω αἱρεόμενοι.Κι όταν ο Ιστιαίος διατύπωσε αυτή την πρόταση, όλοι αμέσως γύρισαν και δέχτηκαν αυτή τη γνώμη, ενώ προηγουμένως υποστήριζαν την πρόταση του Μιλτιάδη.
[4.138.1]ἦσαν δὲ οὗτοι οἱ διαφέροντές τε τὴν ψῆφον καὶ ἐόντες λόγου πρὸς βασιλέος, Ἑλλησποντίων μὲν τύραννοι Δάφνις τε Ἀβυδηνὸς καὶ Ἵπποκλος Λαμψακηνὸς καὶ Ἡρόφαντος Παριηνὸς καὶ Μητρόδωρος Προκοννήσιος καὶ Ἀρισταγόρης Κυζικηνὸς καὶ Ἀρίστων Βυζάντιος·Νά ποιοί ήταν αυτοί που με την ψήφο τους έγινε δεκτή η αντίθετη πρόταση κι ο βασιλιάς τούς είχε σε εκτίμηση: οι τύραννοι των πόλεων του Ελλησπόντου, ο Δάφνης της Αβύδου κι ο Ίπποκλος της Λαμψάκου κι ο Ηρόφαντος του Παρίου κι ο Μητρόδωρος της Προκοννήσου κι ο Αρισταγόρας της Κυζίκου κι ο Αρίστων του Βυζαντίου·
[4.138.2]οὗτοι μὲν [ἦσαν] οἱ ἐξ Ἑλλησπόντου, ἀπ᾽ Ἰωνίης δὲ Στράττις τε Χῖος καὶ Αἰάκης Σάμιος καὶ Λαοδάμας Φωκαιεὺς καὶ Ἱστιαῖος Μιλήσιος, τοῦ ἦν γνώμη ἡ προκειμένη ἐναντίη τῇ Μιλτιάδεω· Αἰολέων δὲ παρῆν λόγιμος μοῦνος Ἀρισταγόρης Κυμαῖος.αυτοί λοιπόν ήταν από τον Ελλήσποντο, κι απ᾽ την Ιωνία ο Στράττης της Χίου κι ο Αιάκης της Σάμου κι ο Λαοδάμας από τη Φώκαια κι ο Ιστιαίος ο Μιλήσιος, αυτός που έκανε την αντίθετη πρόταση από τον Μιλτιάδη. Από την Αιολία αξιόλογος ήταν εκεί μονάχα ο Αρισταγόρας της Κύμης.
[4.139.1]οὗτοι ὦν ἐπείτε τὴν Ἱστιαίου αἱρέοντο γνώμην, ἔδοξέ σφι πρὸς ταύτῃ τάδε ἔργα τε καὶ ἔπεα προσθεῖναι, τῆς μὲν γεφύρης λύειν τὰ κατὰ τοὺς Σκύθας ἐόντα, λύειν δὲ ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται, ἵνα καὶ ποιέειν τι δοκέωσι ποιεῦντες μηδὲν καὶ οἱ Σκύθαι μὴ πειρῴατο βιώμενοι [καὶ βουλόμενοι] διαβῆναι τὸν Ἴστρον κατὰ τὴν γέφυραν, εἰπεῖν τε λύοντας τῆς γεφύρης τὸ ἐς τὴν Σκυθικὴν ἔχον ὡς πάντα ποιήσουσι τὰ Σκύθῃσί ἐστι ἐν ἡδονῇ.Αυτοί λοιπόν προτίμησαν την πρόταση του Ιστιαίου κι αποφάσισαν να τη συμπληρώσουν με τ᾽ ακόλουθα έργα και λόγια: απ᾽ τη μια να διαλύουν το τμήμα της γέφυρας που ήταν προς τη μεριά της Σκυθίας σε απόσταση που καλύπτει βολή τόξου, έτσι που και να δίνουν την εντύπωση πως κάτι κάνουν, την ώρα που δεν έκαναν τίποτε, και οι Σκύθες να μη δοκιμάσουν να διαβούν με τη βία από τη γέφυρα στην απέναντι όχθη· κι από την άλλη να πουν, καθώς θα διέλυαν το τμήμα της γέφυρας που ήταν προς το μέρος της Σκυθίας, πως θα έκαναν όλα όσα άρεζαν στους Σκύθες.
[4.139.2]ταῦτα μὲν προσέθηκαν τῇ γνώμῃ, μετὰ δὲ ἐκ πάντων ὑπεκρίνατο Ἱστιαῖος τάδε λέγων· Ἄνδρες Σκύθαι, χρηστὰ ἥκετε φέροντες καὶ ἐς καιρὸν ἐπείγεσθε· καὶ τά τε ἀπ᾽ ὑμέων ἡμῖν χρηστῶς ὁδοῦται καὶ τὰ ἀπ᾽ ἡμέων ἐς ὑμέας ἐπιτηδέως ὑπηρετέεται. ὡς γὰρ ὁρᾶτε, καὶ λύομεν τὸν πόρον καὶ προθυμίην πᾶσαν ἕξομεν, θέλοντες εἶναι ἐλεύθεροι.Συμπλήρωσαν λοιπόν την πρότασή τους μ᾽ αυτό κι ύστερα βγήκε κι απάντησε για λογαριασμό όλων ο Ιστιαίος μ᾽ αυτά τα λόγια: «Άνδρες Σκύθες, ήρθατε φέρνοντας καλές ειδήσεις, κι η βιασύνη σας έρχεται στην ώρα της. Κι από τη μεριά σας ακολουθάτε το σωστό δρόμο κι από τη δική μας σας προσφέρουμε τις κατάλληλες υπηρεσίες. Γιατί, όπως βλέπετε, και το πέραμα το διαλύουμε και θα κάνουμε με ζήλο τα πάντα, στην επιθυμία μας να κερδίσουμε την ελευθερία μας.
[4.139.3]ἐν ᾧ δὲ ἡμεῖς τάδε λύομεν, ὑμέας καιρός ἐστι δίζησθαι ἐκείνους, εὑρόντας δὲ ὑπέρ τε ἡμέων καὶ ὑμέων αὐτῶν τείσασθαι οὕτω ὡς κείνους πρέπει.Λοιπόν, όσο εμείς θα διαλύουμε τη γέφυρα, δικό σας έργο είναι να ψάξετε να βρείτε εκείνους, κι όταν τους βρείτε, να πάρετε την εκδίκηση που τους αξίζει, και για μας και για σας τους ίδιους».
[4.140.1]Σκύθαι μὲν τὸ δεύτερον Ἴωσι πιστεύσαντες λέγειν ἀληθέα ὑπέστρεφον ἐπὶ ζήτησιν τῶν Περσέων καὶ ἡμάρτανον πάσης τῆς ἐκείνων διεξόδου. αἴτιοι δὲ τούτου αὐτοὶ οἱ Σκύθαι ἐγένοντο, τὰς νομὰς τῶν ἵππων τὰς ταύτῃ διαφθείραντες καὶ τὰ ὕδατα συγχώσαντες.Οι Σκύθες λοιπόν πίστεψαν για δεύτερη φορά πως οι Ίωνες τους λένε την αλήθεια και γύρισαν πίσω ν᾽ αναζητήσουν τους Πέρσες, αλλά έπεσαν πέρα για πέρα έξω στον υπολογισμό τους για το δρόμο επιστροφής που πήραν εκείνοι. Και γι᾽ αυτό, το φταίξιμο πέφτει στους ίδιους τους Σκύθες, που ρήμαξαν τα βοσκοτόπια των αλόγων και γέμισαν με χώμα τις πηγές αυτής της περιοχής.
[4.140.2]εἰ γὰρ ταῦτα μὴ ἐποίησαν, παρεῖχε ἄν σφι, εἰ ἐβούλοντο, εὐπετέως ἐξευρεῖν τοὺς Πέρσας· νῦν δὲ τά σφι ἐδόκεε ἄριστα βεβουλεῦσθαι, κατὰ ταῦτα ἐσφάλησαν.Γιατί, αν δεν είχαν κάνει αυτά, θα ᾽ταν του χεριού τους, αν θέλανε, ν᾽ ανακαλύψουν εύκολα τους Πέρσες· νά που όμως τώρα, εκείνα τα σχέδιά τους που τότε τους φάνηκαν υπέροχα, αυτά τα ίδια στάθηκαν αιτία να πέσουν έξω.
[4.140.3]Σκύθαι μέν νυν τῆς σφετέρης χώρης τῇ χιλός τε τοῖσι ἵπποισι καὶ ὕδατα ἦν, ταύτῃ διεξιόντες ἐδίζηντο τοὺς ἀντιπολέμους, δοκέοντες καὶ ἐκείνους διὰ τοιούτων τὴν ἀπόδρησιν ποιέεσθαι· οἱ δὲ δὴ Πέρσαι τὸν πρότερον ἑωυτῶν γενόμενον στίβον, τοῦτον φυλάσσοντες ἤισαν καὶ οὕτω μόγις εὗρον τὸν πόρον.Λοιπόν, ενώ οι Σκύθες, περνώντας από τα μέρη της χώρας τους όπου βρισκόταν χλόη για τ᾽ άλογά τους και νερό, απ᾽ εκεί περνώντας έψαχναν να βρουν τους εχθρούς, με την ιδέα πως κι εκείνοι από τέτοιους τόπους θα επιχειρήσουν να γλιτώσουν, οι Πέρσες πορεύονταν ακολουθώντας πιστά το δρόμο που πάτησαν οι ίδιοι τους την πρώτη φορά, κι έτσι, δύσκολα βέβαια, βρήκαν το πέραμα.
[4.140.4]οἷα δὲ νυκτός τε ἀπικόμενοι καὶ λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες ἐς πᾶσαν ἀρρωδίην ἀπίκοντο μή σφεας οἱ Ἴωνες ἔωσι ἀπολελοιπότες.Και καθώς έφτασαν νύχτα και βρήκαν τη γέφυρα διαλυμένη, τους έπιασε ανείπωτη τρομάρα μήπως οι Ίωνες έφυγαν αφήνοντάς τους στην τύχη τους.
[4.141.1]ἦν δὲ περὶ Δαρεῖον ἀνὴρ Αἰγύπτιος φωνέων μέγιστον ἀνθρώπων· τοῦτον τὸν ἄνδρα καταστάντα ἐπὶ τοῦ χείλεος τοῦ Ἴστρου ἐκέλευε Δαρεῖος καλέειν Ἱστιαῖον Μιλήσιον. ὁ μὲν δὴ ἐποίεε ταῦτα, Ἱστιαῖος δὲ ἐπακούσας τῷ πρώτῳ κελεύσματι τάς τε νέας ἁπάσας παρεῖχε διαπορθμεύειν τὴν στρατιὴν καὶ τὴν γέφυραν ἔζευξε.Στην ακολουθία του Δαρείου ήταν κι ένας Αιγύπτιος, ο άνθρωπος με τη δυνατότερη φωνή στον κόσμο· αυτόν τον άντρα διέταξε ο Δαρείος να σταθεί στην άκρη του Ίστρου και να φωνάζει τον Ιστιαίο τον Μιλήσιο. Κι αυτός εκτελούσε τη διαταγή κι ο Ιστιαίος, ακούοντας το κάλεσμα —δε χρειάστηκε να φωνάξει δεύτερη φορά ο κήρυκας— διέθεσε όλα τα καράβια για να περνάν το στρατό στην άλλη όχθη και ξανάκανε τη γέφυρα.
[4.142.1]Πέρσαι μὲν ὦν οὕτω ἐκφεύγουσι, Σκύθαι δὲ διζήμενοι καὶ τὸ δεύτερον ἥμαρτον τῶν Περσέων, καὶ τοῦτο μέν, ὡς ἐόντας Ἴωνας ἐλευθέρους, κακίστους τε καὶ ἀνανδροτάτους κρίνουσι εἶναι ἁπάντων ἀνθρώπων, τοῦτο δέ, ὡς δούλων Ἰώνων τὸν λόγον ποιεύμενοι, ἀνδράποδα φιλοδέσποτά φασι εἶναι καὶ ἄδρηστα μάλιστα. ταῦτα μὲν δὴ Σκύθῃσι ἐς Ἴωνας ἀπέρριπται.Λοιπόν οι Πέρσες μ᾽ αυτό τον τρόπο ξέφυγαν απ᾽ τα χέρια των εχθρών κι οι Σκύθες για δεύτερη φορά αστόχησαν στην καταδίωξη των Περσών. Και για τους Ίωνες έκαναν διπλή κρίση: αν τους κατατάξει κανείς στους ελεύθερους, είναι οι πιο δειλοί κι οι πιο άναντροι του κόσμου, κι αν τους κατατάξει στους δούλους, δε βρίσκονται στον κόσμο ανδράποδα που να φιλούν έτσι τα πόδια του αφέντη τους και πιο ανίκανα ν᾽ αποδράσουν. Αυτά σέρνουν στους Ίωνες οι Σκύθες.
[4.143.1]Δαρεῖος δὲ διὰ τῆς Θρηίκης πορευόμενος ἀπίκετο ἐς Σηστὸν τῆς Χερσονήσου· ἐνθεῦτεν δὲ αὐτὸς μὲν διέβη τῇσι νηυσὶ ἐς τὴν Ἀσίην, λείπει δὲ στρατηγὸν ἐν τῇ Εὐρώπῃ Μεγάβαζον ἄνδρα Πέρσην, τῷ Δαρεῖός κοτε ἔδωκε γέρας, τοιόνδε εἴπας ἐν Πέρσῃσι ἔπος·Κι ο Δαρείος διέσχισε τη Θράκη κι έφτασε στη Χερσόνησο, στη Σηστό· κι αποκεί ο ίδιος του διάβηκε με τα πλοία στην Ασία κι άφησε στρατηγό στην Ευρώπη τον Μεγάβαζο, Πέρση, που κάποτε ο Δαρείος τού έκανε μεγάλη τιμή λέγοντας μπροστά σε Πέρσες ένα τέτοιο λόγο·
[4.143.2]ὁρμημένου Δαρείου ῥοιὰς τρώγειν, ὡς ἄνοιξε τάχιστα τὴν πρώτην τῶν ῥοιέων, εἴρετο αὐτὸν ὁ ἀδελφεὸς Ἀρτάβανος ὅ τι βούλοιτ᾽ ἄν οἱ τοσοῦτο πλῆθος γενέσθαι ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι. Δαρεῖος δὲ εἶπε Μεγαβάζους ἄν οἱ τοσούτους ἀριθμὸν γενέσθαι βούλεσθαι μᾶλλον ἢ τὴν Ἑλλάδα ὑπήκοον.δηλαδή, καθώς άπλωσε το χέρι του ο Δαρείος για να φάει ρόδια, μόλις άνοιξε το πρώτο ρόδι, ο αδερφός του ο Αρτάβανος τον ρώτησε τί θα ᾽θελε ν᾽ αποχτήσει σε τέτοιο αριθμό, όσα ήταν τα σπόρια του ροδιού. Κι ο Δαρείος είπε πως προτιμούσε να ᾽χει τόσους Μεγάβαζους, παρά την Ελλάδα στην εξουσία του.
[4.143.3]ἐν μὲν δὴ Πέρσῃσι ταῦτά μιν εἴπας ἐτίμα, τότε δὲ αὐτὸν ὑπέλιπε στρατηγὸν ἔχοντα τῆς στρατιῆς τῆς ἑωυτοῦ ὀκτὼ μυριάδας.Λοιπόν λέγοντας αυτά μπροστά στους Πέρσες τον τιμούσε, και τότε τον άφησε στρατηγό με ογδόντα χιλιάδες άντρες απ᾽ το στρατό του.
[4.144.1]οὗτος δὲ ὁ Μεγάβαζος εἴπας τόδε [τὸ] ἔπος ἐλίπετο ἀθάνατον μνήμην πρὸς Ἑλλησποντίων·Αλλά κι ο Μεγάβαζος αυτός άφησε τ᾽ όνομά του για πάντα στη μνήμη των Ελλησποντίων·
[4.144.2]γενόμενος γὰρ ἐν Βυζαντίῳ ἐπύθετο ἑπτακαίδεκα ἔτεσι πρότερον Καλχηδονίους κτίσαντας τὴν χώρην Βυζαντίων, πυθόμενος δὲ ἔφη Καλχηδονίους τοῦτον τὸν χρόνον τυγχάνειν ἐόντας τυφλούς· οὐ γὰρ ἂν τοῦ καλλίονος παρεόντος κτίζειν χώρου τὸν αἰσχίονα ἑλέσθαι, εἰ μὴ ἦσαν τυφλοί.φτάνοντας δηλαδή στο Βυζάντιο πληροφορήθηκε πως οι Χαλκηδόνιοι έχτισαν την πόλη τους δεκαεφτά χρόνια πριν από τους Βυζαντίους, κι όταν το πληροφορήθηκε αυτό είπε πως οι Χαλκηδόνιοι έπρεπε να ήταν εκείνο τον καιρό τυφλοί· γιατί πώς αλλιώς, να ᾽χουν μπροστά τους το καλύτερο μέρος για να χτίσουν πόλη και να προτιμήσουν το κατώτερο, ε, θα ᾽ταν τυφλοί οι άνθρωποι.
[4.144.3]οὗτος δὴ ὦν τότε ὁ Μεγάβαζος στρατηγὸς λειφθεὶς ἐν τῇ χώρῃ Ἑλλησποντίων τοὺς μὴ μηδίζοντας κατεστρέφετο.Λοιπόν ο Μεγάβαζος αυτός τότε έμεινε πίσω στην περιοχή του Ελλησπόντου και υποδούλωνε όσους δεν ήταν με το μέρος των Περσών.
[4.145.1]Οὗτος μέν νυν ταῦτα ἔπρησσε, τὸν αὐτὸν δὲ τοῦτον χρόνον ἐγίνετο ἐπὶ Λιβύην ἄλλος στρατιῆς μέγας στόλος, διὰ πρόφασιν τὴν ἐγὼ ἀπηγήσομαι προδιηγησάμενος πρότερον τάδε.Αυτός λοιπόν έκανε αυτές τις επιχειρήσεις, ενώ τον ίδιο ακριβώς καιρό στάλθηκε άλλο μεγάλο εκστρατευτικό σώμα εναντίον της Λιβύης, με πρόφαση που θα εκθέσω, αφού πρώτα διηγηθώ τα εξής.
[4.145.2]τῶν ἐκ τῆς Ἀργοῦς ἐπιβατέων παίδων παῖδες ἐξελασθέντες ὑπὸ Πελασγῶν τῶν ἐκ Βραυρῶνος ληισαμένων τὰς Ἀθηναίων γυναῖκας, ὑπὸ τούτων δὴ ἐξελασθέντες ἐκ Λήμνου οἴχοντο πλέοντες ἐς Λακεδαίμονα, ἱζόμενοι δὲ ἐν τῷ Τηϋγέτῳ πῦρ ἀνέκαιον.Τα παιδιά των παιδιών των αντρών που επιβιβάστηκαν στην Αργώ αποδιώχτηκαν από τους Πελασγούς, που άρπαξαν τις γυναίκες των Αθηναίων από τη Βραυρώνα, κι αποδιωγμένα απ᾽ αυτούς από τη Λήμνο, έφυγαν με τα καράβια τους κι αρμένισαν προς τη Λακωνία, όπου εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο κι άναβαν φωτιές.
[4.145.3]Λακεδαιμόνιοι δὲ ἰδόντες ἄγγελον ἔπεμπον πευσόμενοι τίνες τε καὶ ὁκόθεν εἰσί· οἱ δὲ τῷ ἀγγέλῳ εἰρωτῶντι ἔλεγον ὡς εἴησαν μὲν Μινύαι, παῖδες δὲ εἶεν τῶν ἐν τῇ Ἀργοῖ πλεόντων ἡρώων, προσσχόντας γὰρ τούτους ἐς Λῆμνον φυτεῦσαι σφέας.Βλέποντάς τους οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν αγγελιοφόρο, για να μάθουν ποιοί είναι κι από πού· κι αυτοί στην ερώτηση του αγγελιοφόρου αποκρίθηκαν πως ήταν Μινύες και παιδιά των ηρώων που ταξίδεψαν με την Αργώ, που τους έσπειραν όταν έπιασαν στεριά στη Λήμνο.
[4.145.4]οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἀκηκοότες τὸν λόγον τῆς γενεῆς τῶν Μινυέων, πέμψαντες τὸ δεύτερον εἰρώτων τί θέλοντες ἥκοιέν τε ἐς τὴν χώρην καὶ πῦρ αἴθοιεν. οἱ δὲ ἔφασαν ὑπὸ Πελασγῶν ἐκβληθέντες ἥκειν ἐς τοὺς πατέρας· δικαιότατον γὰρ εἶναι οὕτω τοῦτο γίνεσθαι· δέεσθαι δὲ οἰκέειν ἅμα τούτοισι μοῖράν τε τιμέων μετέχοντες καὶ τῆς γῆς ἀπολαχόντες.Κι οι Λακεδαιμόνιοι ακούοντας τα καθέκαστα για την καταγωγή των Μινύων έστειλαν για δεύτερη φορά αγγελιοφόρο και ρωτούσαν τί ήθελαν κι ήρθαν στη χώρα τους και γιατί άναβαν φωτιές. Κι αυτοί αποκρίθηκαν ότι, αποδιωγμένοι από τους Πελασγούς, ήρθαν στη γη των πατέρων τους· πως, σε καμιά άλλη χώρα δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, όσο εδώ· και πως το αίτημά τους είναι να ζήσουν μαζί τους παίρνοντας το μερίδιό τους στ᾽ αξιώματα και κλήρο γης.
[4.145.5]Λακεδαιμονίοισι δὲ ἕαδε δέκεσθαι τοὺς Μινύας ἐπ᾽ οἷσι θέλουσι αὐτοί. μάλιστα δὲ ἐνῆγέ σφεας ὥστε ποιέειν ταῦτα τῶν Τυνδαριδέων ἡ ναυτιλίη ἐν τῇ Ἀργοῖ. δεξάμενοι δὲ τοὺς Μινύας γῆς τε μετέδοσαν καὶ ἐς φυλὰς διεδάσαντο. οἱ δὲ αὐτίκα μὲν γάμους ἔγημαν, τὰς δὲ ἐκ Λήμνου ἤγοντο ἐξέδοσαν ἄλλοισι.Κι οι Λακεδαιμόνιοι πρόθυμα δέχτηκαν στη χώρα τους τούς Μινύες με τους όρους που πρόβαλαν αυτοί. Εκείνο που τους έκανε να τους δεχτούν με τόση προθυμία ήταν που ανάμεσα στους Αργοναύτες ήταν κι οι γιοι του Τυνδάρεω. Δέχτηκαν λοιπόν τους Μινύες και τους έδωσαν κλήρο στη γη και τους μοίρασαν ανάμεσα στις φυλές τους. Κι εκείνοι αμέσως παντρεύτηκαν γυναίκες του τόπου· αυτές που έφεραν από τη Λήμνο τις πάντρεψαν με άλλους.
[4.146.1]χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διελθόντος αὐτίκα οἱ Μινύαι ἐξύβρισαν, τῆς τε βασιληίης μεταιτέοντες καὶ ἄλλα ποιεῦντες οὐκ ὅσια.Λοιπόν, δεν πέρασε πολύς καιρός και νά που οι Μινύες έγιναν προκλητικοί, προβάλλοντας την απαίτηση να ᾽χουν κι αυτοί σειρά για το βασιλικό αξίωμα και κάνοντας κι άλλα ανεπίτρεπτα.
[4.146.2]τοῖσι ὦν Λακεδαιμονίοισι ἔδοξε αὐτοὺς ἀποκτεῖναι, συλλαβόντες δέ σφεας κατέβαλον ἐς ἐρκτήν. κτείνουσι δὲ τοὺς ἂν κτείνωσι Λακεδαιμόνιοι νυκτός, μετ᾽ ἡμέρην δὲ οὐδένα.Οι Λακεδαιμόνιοι λοιπόν αποφάσισαν να τους σκοτώσουν· τους έπιασαν και τους έβαλαν στη φυλακή· κι οι Λακεδαιμόνιοι, όσους είναι να σκοτώσουν, τους σκοτώνουν τη νύχτα — ποτέ τη μέρα·
[4.146.3]ἐπεὶ ὦν ἔμελλόν σφεας καταχρήσεσθαι, παραιτήσαντο αἱ γυναῖκες τῶν Μινυέων, ἐοῦσαι ἀσταί τε καὶ τῶν πρώτων Σπαρτιητέων θυγατέρες, ἐσελθεῖν τε ἐς τὴν ἐρκτὴν καὶ ἐς λόγους ἐλθεῖν ἑκάστη τῷ ἑωυτῆς ἀνδρί. οἱ δέ σφεας παρῆκαν, οὐδένα δόλον δοκέοντες ἐξ αὐτέων ἔσεσθαι.ενώ λοιπόν ήταν να τους εκτελέσουν, οι γυναίκες των Μινύων, που ήταν ντόπιες και θυγατέρες των προεστών της Σπάρτης, ζήτησαν τη χάρη να μπουν στη φυλακή και να συζητήσει η καθεμιά τους με τον άντρα της. Και τους δόθηκε η άδεια, γιατί πίστευαν ότι αποκλείεται αυτές να κάνουν κάποιο δόλο.
[4.146.4]αἱ δὲ ἐπείτε ἐσῆλθον, ποιεῦσι τοιάδε· πᾶσαν τὴν εἶχον ἐσθῆτα παραδοῦσαι τοῖσι ἀνδράσι αὐταὶ τὴν τῶν ἀνδρῶν ἔλαβον. οἱ δὲ Μινύαι ἐνδύντες τὴν γυναικηίην ἐσθῆτα ἅτε γυναῖκες ἐξήισαν ἔξω, ἐκφυγόντες δὲ τρόπῳ τοιούτῳ ἵζοντο αὖτις ἐς τὸ Τηΰγετον.Κι αυτές μόλις μπήκαν μέσα έκαναν το εξής: έδωσαν όλα τα ρούχα που φορούσαν στους άντρες τους κι αυτές πήραν των αντρών τους τα ρούχα. Κι οι Μινύες φόρεσαν τα ρούχα των γυναικών και, σα να ᾽ταν γυναίκες, βγήκαν έξω, κι αφού γλίτωσαν μ᾽ αυτό τον τρόπο, πήγαν πάλι κι εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο.
[4.147.1]τὸν δὲ αὐτὸν τοῦτον χρόνον Θήρας ὁ Αὐτεσίωνος τοῦ Τεισαμενοῦ τοῦ Θερσάνδρου τοῦ Πολυνείκεος ἔστελλε ἐς ἀποικίην ἐκ Λακεδαίμονος.Και τον ίδιο καιρό ακριβώς ο Θήρας, ο γιος του Αυτεσίωνα, γιου του Τεισαμενού, γιου του Θερσάνδρου, γιου του Πολυνείκη, ξεκινούσε από τη Σπάρτη για να ιδρύσει αποικία.
[4.147.2]ἦν δὲ ὁ Θήρας οὗτος, γένος ἐὼν Καδμεῖος, τῆς μητρὸς ἀδελφεὸς τοῖσι Ἀριστοδήμου παισὶ Εὐρυσθένεϊ καὶ Προκλέϊ· ἐόντων δ᾽ ἔτι τῶν παίδων τούτων νηπίων ἐπιτροπαίην εἶχε ὁ Θήρας τὴν ἐν Σπάρτῃ βασιληίην.Κι ο Θήρας αυτός, που ήταν Καδμείος από καταγωγή, ήταν αδερφός της μητέρας των παιδιών του Αριστοδήμου, του Ευρυσθένη και του Προκλή· κι όσο τα παιδιά ήταν ανήλικα, ο Θήρας κρατούσε τη βασιλεία στη Σπάρτη ως επίτροπός τους.
[4.147.3]αὐξηθέντων δὲ τῶν ἀδελφιδέων καὶ παραλαβόντων τὴν ἀρχήν, οὕτω δὴ ὁ Θήρας δεινὸν ποιεύμενος ἄρχεσθαι ὑπ᾽ ἄλλων ἐπείτε ἐγεύσατο ἀρχῆς, οὐκ ἔφη μενέειν ἐν τῇ Λακεδαίμονι ἀλλ᾽ ἀποπλεύσεσθαι ἐς τοὺς συγγενέας.Όταν όμως οι ανεψιοί του μεγάλωσαν και πήραν στα χέρια τους την εξουσία, τότε ο Θήρας (του ήταν ανυπόφορο να τον εξουσιάζουν άλλοι, αυτόν που είχε απολαύσει την εξουσία), αρνήθηκε να μείνει στη Λακεδαίμονα, αλλά είπε πως φεύγει με καράβι στους συγγενείς του.
[4.147.4]ἦσαν δὲ ἐν τῇ νῦν Θήρῃ καλεομένῃ νήσῳ, πρότερον δὲ Καλλίστῃ τῇ αὐτῇ ταύτῃ, ἀπόγονοι Μεμβλιάρεω τοῦ Ποικίλεω ἀνδρὸς Φοίνικος. Κάδμος γὰρ ὁ Ἀγήνορος Εὐρώπην διζήμενος προσέσχε ἐς τὴν νῦν Θήρην καλεομένην· προσσχόντι δὲ εἴτε δή οἱ ἡ χώρη ἤρεσε, εἴτε καὶ ἄλλως ἠθέλησε ποιῆσαι τοῦτο, καταλείπει γὰρ ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ ἄλλους τε τῶν Φοινίκων καὶ δὴ καὶ τῶν ἑωυτοῦ συγγενέων Μεμβλιάρεων.Λοιπόν, στο νησί που τώρα λέγεται Θήρα, προηγουμένως όμως αυτό το ίδιο λεγόταν Καλλίστη, ζούσαν απόγονοι του Μεμβλιάρου, του γιου του Ποικίλου, από τη Φοινίκη. Γιατί ο Κάδμος, ο γιος του Αγήνορα, αναζητώντας την Ευρώπη, αποβιβάστηκε στο νησί που σήμερα λέγεται Θήρα· κι αφού αποβιβάστηκε, είτε του άρεσε ο τόπος είτε για όποιον άλλο λόγο θέλησε να το κάνει αυτό, τέλος πάντων, άφησε σ᾽ εκείνο το νησί κι άλλους Φοίνικες, μάλιστα κι έναν συγγενή του, τον Μεμβλίαρο.
[4.147.5]οὗτοι ἐνέμοντο τὴν Καλλίστην καλεομένην ἐπὶ γενεάς, πρὶν ἢ Θήραν ἐλθεῖν ἐκ Λακεδαίμονος, ὀκτὼ ἀνδρῶν.Οι απόγονοί του λοιπόν όριζαν το νησί που λεγόταν Καλλίστη, οχτώ κιόλας γενιές προτού φτάσει ο Θήρας από τη Λακεδαίμονα.
[4.148.1]ἐπὶ τούτους δὴ ὦν ὁ Θήρας λεὼν ἔχων ἀπὸ τῶν φυλέων ἔστελλε, συνοικήσων τούτοισι καὶ οὐδαμῶς ἐξελῶν αὐτοὺς ἀλλὰ κάρτα οἰκηιεύμενος.Λοιπόν, για το νησί αυτών ξεκίνησε να ιδρύσει αποικία ο Θήρας έχοντας μαζί του λαό απ᾽ όλες τις φυλές της Σπάρτης, για να ζήσει μαζί τους, όχι να τους αποδιώξει από τον τόπο τους —κάθε άλλο!—, ίσα ίσα αποζητούσε τη φιλία τους.
[4.148.2]ἐπείτε δὲ καὶ οἱ Μινύαι ἐκδράντες ἐκ τῆς ἐρκτῆς ἵζοντο ἐς τὸ Τηΰγετον, τῶν Λακεδαιμονίων βουλευομένων σφέας ἀπολλύναι παραιτέεται ὁ Θήρας, ὅκως μήτε φόνος γένηται, αὐτός τε ὑπεδέκετό σφεας ἐξάξειν ἐκ τῆς χώρης.Και καθώς οι Μινύες ύστερ᾽ από την απόδρασή τους από τη φυλακή εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο κι οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να τους σκοτώσουν, ο Θήρας ζήτησε χάρη γι᾽ αυτούς, να μη τους σκοτώσουν, κι αναλάμβανε ο ίδιος να τους οδηγήσει έξω από τη χώρα.
[4.148.3]συγχωρησάντων δὲ τῇ γνώμῃ τῶν Λακεδαιμονίων, τρισὶ τριηκοντέροισι ἐς τοὺς Μεμβλιάρεω ἀπογόνους ἔπλωσε, οὔτι πάντας ἄγων τοὺς Μινύας ἀλλ᾽ ὀλίγους τινάς.Οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν δεκτή την πρότασή του κι έτσι κατευθύνθηκε με τρεις τριακοντόρους στους απογόνους του Μεμβλιάρου, όμως δεν πήρε μαζί του όλους τους Μινύες, μόνο κάτι λίγους.
[4.148.4]οἱ γὰρ πλεῦνες αὐτῶν ἐτράποντο ἐς τοὺς Παρωρεάτας καὶ Καύκωνας, τούτους δὲ ἐξελάσαντες ἐκ τῆς χώρης σφέας αὐτοὺς ἓξ μοίρας διεῖλον, καὶ ἔπειτα ἔκτισαν πόλιας τάσδε ἐν αὐτοῖσι, Λέπρεον, Μάκιστον, Φρίξας, Πύργον, Ἔπιον, Νούδιον· τουτέων δὲ τὰς πλεῦνας ἐπ᾽ ἐμέο Ἠλεῖοι ἐπόρθησαν. τῇ δὲ νήσῳ ἐπὶ τοῦ οἰκιστέω Θήρα ἡ ἐπωνυμίη ἐγένετο.Γιατί οι περισσότεροι απ᾽ αυτούς στράφηκαν εναντίον των Παρεωρητών και των Καυκώνων, τους απόδιωξαν από τη χώρα τους κι ύστερα οι ίδιοι τους χωρίστηκαν σε έξι λόχους και έχτισαν σ᾽ αυτή την περιοχή τις εξής πόλεις: το Λέπρεο, τη Μάκιστο, τις Φρίξες, τον Πύργο, το Έπιο, το Νούδιο· στην εποχή μας τις περισσότερες απ᾽ αυτές τις κυρίεψαν οι Ηλείοι. Και το νησί πήρε τ᾽ όνομά του από τον οικιστή του, τον Θήρα.
[4.149.1]ὁ δὲ παῖς οὐ γὰρ ἔφη οἱ συμπλεύσεσθαι, τοιγαρῶν ἔφη αὐτὸν καταλείψειν ὄϊν ἐν λύκοισι· ἐπὶ τοῦ ἔπεος τούτου οὔνομα τῷ νεηνίσκῳ [τούτῳ] Οἰόλυκος ἐγένετο, καί κως τὸ οὔνομα τοῦτο ἐπεκράτησε. Οἰολύκου δὲ γίνεται Αἰγεύς, ἐπὶ οὗ Αἰγεῖδαι καλέονται, φυλὴ μεγάλη ἐν Σπάρτῃ.Και καθώς ο γιος του αρνήθηκε ν᾽ ανεβεί μαζί του στο καράβι, «Κοίταξε, του είπε, σ᾽ αφήνω εδώ αρνί ανάμεσα σε λύκους»· απ᾽ αυτή τη φράση δόθηκε στο νεαρό το όνομα Οιόλυκος, και του έμεινε. Από τον Οιόλυκο γεννήθηκε ο Αιγέας κι απ᾽ αυτόν πήραν τ᾽ όνομά τους οι Αιγείδες, φυλή μεγάλη στη Σπάρτη.
[4.149.2]τοῖσι δὲ ἐν τῇ φυλῇ ταύτῃ ἀνδράσι οὐ γὰρ ὑπέμειναν τὰ τέκνα, ἱδρύσαντο ἐκ θεοπροπίου Ἐρινύων τῶν Λαΐου τε καὶ Οἰδιπόδεω ἱρόν. καὶ μετὰ τοῦτο ὑπέμεινε τὠυτὸ τοῦτο καὶ ἐν Θήρῃ τοῖσι ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν τούτων γεγονόσι.Αλλά, καθώς οι άνθρωποι αυτής της φυλής έβλεπαν πως δεν τους ζούσαν τα παιδιά, πήραν χρησμό και ίδρυσαν ναό στ᾽ όνομα των Ερινύων του Λαΐου και του Οιδίποδα, κι έκτοτε τούς ζούσαν. Ακριβώς το ίδιο έγινε και στη Θήρα αργότερα στους απογόνους αυτών των ανθρώπων.
[4.150.1]Μέχρι μέν νυν τούτου τοῦ λόγου Λακεδαιμόνιοι Θηραίοισι κατὰ ταὐτὰ λέγουσι, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου μοῦνοι Θηραῖοι ὧδε γενέσθαι λέγουσι.Λοιπόν, ώς αυτό το σημείο η εξιστόρηση των Λακεδαιμονίων και των Θηραίων ταυτίζονται, αποδώ και πέρα όμως μόνο των Θηραίων συνεχίζεται, ως εξής.
[4.150.2]Γρῖννος ὁ Αἰσανίου, ἐὼν Θήρα τούτου ἀπόγονος καὶ βασιλεύων Θήρης τῆς νήσου, ἀπίκετο ἐς Δελφοὺς ἄγων ἀπὸ τῆς πόλιος ἑκατόμβην· εἵποντο δέ οἱ καὶ ἄλλοι τῶν πολιητέων καὶ δὴ καὶ Βάττος ὁ Πολυμνήστου, ἐὼν γένος Εὐφημίδης τῶν Μινυέων.Ο Γρίννος, ο γιος του Αισανία, που ήταν απόγονος αυτού του Θήρα και βασιλιάς του νησιού της Θήρας, έφτασε στους Δελφούς προσφέροντας στους θεούς εκατόμβη εκ μέρους της πόλης του· στην ακολουθία του ήταν ανάμεσα στους άλλους πολίτες κι ο Βάττος, ο γιος του Πολυμνήστου, που καταγόταν από τους Μινύες, από το γένος του Ευφήμου.
[4.150.3]χρεωμένῳ δὲ τῷ Γρίννῳ τῷ βασιλέϊ τῶν Θηραίων περὶ ἄλλων χρᾷ ἡ Πυθίη κτίζειν ἐν Λιβύῃ πόλιν. ὁ δὲ ἀμείβετο λέγων· Ἐγὼ μέν, ὦναξ, πρεσβύτερός τε ἤδη εἰμὶ καὶ βαρὺς ἀείρεσθαι· σὺ δέ τινα τῶνδε τῶν νεωτέρων κέλευε ταῦτα ποιέειν. ἅμα τε ἔλεγε ταῦτα καὶ ἐδείκνυε ἐς τὸν Βάττον.Ο Γρίννος, ο βασιλιάς της Θήρας, ζήτησε χρησμό για άλλες υποθέσεις, αλλά η Πυθία τού δίνει χρησμό να χτίσει πόλη στη Λιβύη. Κι αυτός αποκρίθηκε λέγοντας: «Άρχοντά μου Απόλλωνα, εγώ τα ᾽χω κιόλας τα χρονάκια μου κι είμαι ασήκωτα βαρύς· λοιπόν, πρόσταξε κάποιο νεότερο να τα κάνει αυτά». Και λέγοντας αυτά έδειχνε προς τη μεριά του Βάττου.
[4.150.4]τότε μὲν τοσαῦτα, μετὰ δὲ ἀπελθόντες ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου, οὔτε Λιβύην εἰδότες ὅκου γῆς εἴη οὔτε τολμῶντες ἐς ἀφανὲς χρῆμα ἀποστέλλειν ἀποικίην.Το πράμα τότε σταμάτησε εκεί, όταν όμως γύρισαν στο νησί τους, παραμέλησαν το χρησμό, καθότι ούτε τη Λιβύη ήξεραν κατά πού πέφτει ούτε τολμούσαν να στείλουν για αποικία σε άγνωστη κατεύθυνση.
[4.151.1]ἑπτὰ δὲ ἐτέων μετὰ ταῦτα οὐκ ὗε τὴν Θήρην, ἐν τοῖσι τὰ δένδρεα πάντα σφι τὰ ἐν τῇ νήσῳ πλὴν ἑνὸς ἐξαυάνθη. χρεωμένοισι δὲ τοῖσι Θηραίοισι προέφερε ἡ Πυθίη τὴν ἐς Λιβύην ἀποικίην.Λοιπόν ύστερ᾽ απ᾽ αυτά για εφτά χρόνια δεν έβρεχε στη Θήρα και σ᾽ αυτό το διάστημα τους ξεράθηκαν όλα, εκτός από ένα, τα δέντρα στο νησί. Κι όταν οι Θηραίοι ζήτησαν χρησμό, η Πυθία έφερε στη μέση την αποικία της Λιβύης.
[4.151.2]ἐπείτε δὲ κακοῦ οὐδὲν ἦν σφι μῆχος, πέμπουσι ἐς Κρήτην ἀγγέλους διζημένους εἴ τις Κρητῶν ἢ μετοίκων ἀπιγμένος εἴη ἐς Λιβύην. περιπλανώμενοι δὲ αὐτὴν οὗτοι ἀπίκοντο καὶ ἐς Ἴτανον πόλιν, ἐν ταύτῃ δὲ συμμίσγουσι ἀνδρὶ πορφυρέϊ τῷ οὔνομα ἦν Κορώβιος, ὃς ἔφη ὑπ᾽ ἀνέμων ἀπενειχθεὶς ἀπικέσθαι ἐς Λιβύην καὶ Λιβύης ἐς Πλατέαν νῆσον.Και καθώς δε βλέπανε καμιά γιατρειά στο κακό που τους βρήκε, στέλνουν απεσταλμένους στην Κρήτη να ψάξουν να βρουν αν κάποιος, Κρητικός ή ξένος, είχε πάει στη Λιβύη. Κι αυτοί έκαναν το γύρο της Κρήτης κι έφτασαν στην πόλη Ίτανο, όπου συνάντησαν έναν ψαρά κοχυλιών —τ᾽ όνομά του ήταν Κορώβιος— που τους είπε πως, παρασυρμένος απ᾽ τον άνεμο, έφτασε στη Λιβύη, μάλιστα στο νησί Πλατιά της Λιβύης.
[4.151.3]μισθῷ δὲ τοῦτον πείσαντες ἦγον ἐς Θήρην, ἐκ δὲ Θήρης ἔπλεον κατάσκοποι ἄνδρες τὰ πρῶτα οὐ πολλοί· κατηγησαμένου δὲ τοῦ Κορωβίου ἐς τὴν νῆσον ταύτην δὴ τὴν Πλατέαν τὸν μὲν Κορώβιον λείπουσι, σιτία παρακαταλιπόντες ὅσων δὴ μηνῶν, αὐτοὶ δὲ ἔπλεον τὴν ταχίστην ἀπαγγελέοντες Θηραίοισι περὶ τῆς νήσου.Τον έπεισαν λοιπόν δίνοντάς του χρήματα και τον πήραν μαζί τους στη Θήρα, κι από τη Θήρα κίνησαν με καράβι ανιχνευτές, την πρώτη φορά λίγοι· ο Κορώβιος τους οδήγησε στο νησί αυτό, την Πλατιά που λέγαμε, κι αυτοί αφήνουν εκεί τον Κορώβιο με τρόφιμα για κάμποσους μήνες και κίνησαν με μεγάλη βιασύνη να φέρουν στους Θηραίους τα νέα για το νησί.
[4.152.1]ἀποδημεόντων δὲ τούτων πλέω χρόνον τοῦ συγκειμένου, τὸν Κορώβιον ἐπέλιπε τὰ πάντα. μετὰ δὲ νηῦς Σαμίη, τῆς ναύκληρος ἦν Κωλαῖος, πλέουσα ἐπ᾽ Αἰγύπτου ἀπηνείχθη ἐς τὴν Πλατέαν ταύτην· πυθόμενοι δὲ οἱ Σάμιοι παρὰ τοῦ Κορωβίου τὸν πάντα λόγον σιτία οἱ ἐνιαυτοῦ καταλείπουσι.Καθώς όμως αυτοί δεν έλεγαν να γυρίσουν και πέρασε περισσότερος καιρός απ᾽ ό,τι είχαν ορίσει, του Κορώβιου τελειώσαν όλες οι τροφές· κι αργότερα ένα καράβι από τη Σάμο, που καραβοκύρης του ήταν ο Κωλαίος, καθώς αρμένιζε για την Αίγυπτο, παρασύρθηκε από τον άνεμο σ᾽ αυτή την Πλατιά· όταν έμαθαν από τον Κορώβιο όλη την περιπέτειά του, του αφήνουν τρόφιμα για ένα χρόνο
[4.152.2]αὐτοὶ δέ ἀναχθέντες ἐκ τῆς νήσου καὶ γλιχόμενοι Αἰγύπτου ἔπλεον, ἀποφερόμενοι ἀπηλιώτῃ ἀνέμῳ. καὶ οὐ γὰρ ἀνίει τὸ πνεῦμα, Ἡρακλέας στήλας διεκπερήσαντες ἀπίκοντο ἐς Ταρτησσόν, θείῃ πομπῇ χρεώμενοι.κι οι ίδιοι τους ανοίχτηκαν από το νησί στο πέλαγος κι αρμένιζαν λαχταρώντας να φτάσουν στην Αίγυπτο, όμως άνεμος ανατολικός τους πήγαινε πίσω. Ο άνεμος δεν έλεγε να πέσει, κι αυτοί διάβηκαν τις Ηράκλειες στήλες κι έφτασαν στην Ταρτησσό — κάποιο θεό θα είχαν στο τιμόνι τους.
[4.152.3]τὸ δὲ ἐμπόριον τοῦτο ἦν ἀκήρατον τοῦτον τὸν χρόνον, ὥστε ἀπονοστήσαντες οὗτοι ὀπίσω μέγιστα δὴ Ἑλλήνων πάντων τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν ἐκ φορτίων ἐκέρδησαν, μετά γε Σώστρατον τὸν Λαοδάμαντος Αἰγινήτην· τούτῳ γὰρ οὐκ οἷά τέ ἐστι ἐρίσαι ἄλλον.Αυτό το εμπορικό κέντρο εκείνη την εποχή ήταν παρθένο, κι έτσι, όταν αυτοί πήραν το δρόμο του γυρισμού, κουβάλησαν πραγματικά τα πιο μεγάλα κέρδη από φορτίο καραβιού, απ᾽ όσο ξέρουμε εμείς, αν βέβαια δε βάλουμε στο λογαριασμό τον Σώστρατο, το γιο του Λαοδάμαντα, τον Αιγινήτη· γιατί μ᾽ αυτόν κανένας δεν μπορεί να συγκριθεί.
[4.152.4]οἱ δὲ Σάμιοι τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες ἓξ τάλαντα ἐποιήσαντο χαλκήιον κρητῆρος Ἀργολικοῦ τρόπον· πέριξ δὲ αὐτὸ γρυπῶν κεφαλαὶ πρόκροσσοί εἰσι· καὶ ἀνέθηκαν ἐς τὸ Ἥραιον, ὑποστήσαντες αὐτῷ τρεῖς χαλκέους κολοσσοὺς ἑπταπήχεας, τοῖσι γούνασι ἐρηρεισμένους.Λοιπόν οι Σάμιοι ξεχώρισαν από τα κέρδη το ένα δέκατο, έξι τάλαντα, και κατασκεύασαν έναν χάλκινο κρατήρα αργολικού τύπου, με ανάγλυφες κεφαλές γρυπών γύρω γύρω, και τον αφιέρωσαν στο Ηραίο, βάζοντας για στήριγμά του τρία κολοσσιαία χάλκινα αγάλματα, που είχαν ύψος εφτά πήχες, και βάση τα γόνατά τους.
[4.152.5]Κυρηναίοισι δὲ καὶ Θηραίοισι ἐς Σαμίους ἀπὸ τούτου τοῦ ἔργου πρῶτα φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν.Ύστερ᾽ από αυτή την πράξη λοιπόν οι Κυρηναίοι και οι κάτοικοι της Θήρας συνδέθηκαν για πρώτη φορά με μεγάλη φιλία με τους Σαμίους.
[4.153.1]οἱ δὲ Θηραῖοι ἐπείτε τὸν Κορώβιον λιπόντες ἐν τῇ νήσῳ ἀπίκοντο ἐς τὴν Θήρην, ἀπήγγελλον ὥς σφι εἴη νῆσος ἐπὶ Λιβύῃ ἐκτισμένη. Θηραίοισι δὲ ἕαδε ἀδελφεόν τε ἀπ᾽ ἀδελφεοῦ πέμπειν πάλῳ λαχόντα καὶ ἀπὸ τῶν χώρων ἁπάντων ἑπτὰ ἐόντων ἄνδρας, εἶναι δέ σφεων καὶ ἡγεμόνα καὶ βασιλέα Βάττον. οὕτω δὴ στέλλουσι δύο πεντηκοντέρους ἐς τὴν Πλατέαν.Στο μεταξύ οι Θηραίοι, αφήνοντας τον Κορώβιο στο νησί, έφτασαν στη Θήρα κι ανακοίνωσαν ότι είχαν ιδρύσει αποικία σε νησί στη Λιβύη. Κι οι Θηραίοι αποφάσισαν να στείλουν, ύστερ᾽ από κλήρωση, από τα δυο αδέρφια τον ένα, κι άντρες απ᾽ όλους τους οικισμούς του νησιού, που ήταν εφτά, με αρχηγό και βασιλιά τους τον Βάττο. Έτσι λοιπόν αρμάτωσαν δυο πεντηκοντόρους για την Πλατιά.
[4.154.1]Ταῦτα δὲ Θηραῖοι λέγουσι, τὰ δ᾽ ἐπίλοιπα τοῦ λόγου συμφέρονται ἤδη Θηραῖοι Κυρηναίοισι. Κυρηναῖοι γὰρ τὰ περὶ Βάττον οὐδαμῶς ὁμολογέουσι Θηραίοισι. λέγουσι γὰρ οὕτω· ἔστι τῆς Κρήτης Ὀαξὸς πόλις, ἐν τῇ ἐγένετο Ἐτέαρχος βασιλεύς, ὃς ἐπὶ θυγατρὶ ἀμήτορι τῇ οὔνομα ἦν Φρονίμη, ἐπὶ ταύτῃ ἔγημε ἄλλην γυναῖκα.Αυτά λοιπόν λένε οι Θηραίοι, και σ᾽ ό,τι ακολουθεί σ᾽ αυτή την εξιστόρηση συμφωνούν πια οι Θηραίοι με τους Κυρηναίους. Όμως σ᾽ ό,τι έχει να κάνει με τον Βάττο οι Κυρηναίοι διαφωνούν εντελώς με τους Θηραίους. Νά τί λένε αυτοί: Στην Κρήτη βρίσκεται μια πόλη, η Οαξός, όπου βασίλευε ο Ετέαρχος· αυτός, όταν έχασε τη γυναίκα του, για να μη μείνει δίχως μάνα η θυγατέρα του, που ονομαζόταν Φρονίμη, για χάρη της παντρεύτηκε άλλη γυναίκα.
[4.154.2]ἡ δὲ ἐπεσελθοῦσα ἐδικαίου καὶ τῷ ἔργῳ εἶναι μητρυιὴ τῇ Φρονίμῃ, παρέχουσά τε κακὰ καὶ πᾶν ἐπ᾽ αὐτῇ μηχανωμένη, καὶ τέλος μαχλοσύνην ἐπενείκασά οἱ πείθει τὸν ἄνδρα ταῦτα ἔχειν οὕτω. ὁ δὲ ἀναγνωσθεὶς ὑπὸ τῆς γυναικὸς ἔργον οὐκ ὅσιον ἐμηχανᾶτο ἐπὶ τῇ θυγατρί.Όμως η νιοφερμένη βάλθηκε να γίνει όνομα και πράμα μητριά της Φρονίμης, την κακομεταχειριζόταν —και τί δε σοφιζόταν εναντίον της!— και τέλος της φόρτωσε πως ήταν εξώλης και προώλης και πείθει τον άντρα της ότι αυτό πράγματι συμβαίνει. Και τούτος πήρε τοις μετρητοίς τα λόγια της γυναίκας του κι έβαλε μπροστά ένα καταχθόνιο σχέδιο για τη θυγατέρα του.
[4.154.3]ἦν γὰρ δὴ Θεμίσων ἀνὴρ Θηραῖος ἔμπορος ἐν τῇ Ὀαξῷ· τοῦτον ὁ Ἐτέαρχος παραλαβὼν ἐπὶ ξείνια ἐξορκοῖ ἦ μέν οἱ διηκονήσειν ὅ τι ἂν δεηθῇ. ἐπείτε δὴ ἐξώρκωσε, ἀγαγών οἱ παραδιδοῖ τὴν ἑωυτοῦ θυγατέρα καὶ ταύτην ἐκέλευε καταποντῶσαι ἀπαγαγόντα.Δηλαδή, στην Οαξό βρισκόταν κάποιος έμπορος από τη Θήρα, ο Θεμίστων· αυτόν τον έφερε στο σπίτι του ο Ετέαρχος και του έκανε τραπέζι κι ύστερα τον έδεσε με όρκο να του προσφέρει όποια εξυπηρέτηση του ζητήσει. Τον έδεσε λοιπόν με όρκο κα ύστερα φέρνει και του παραδίνει τη θυγατέρα του και τον προστάζει να την πάρει μαζί του και να τη ρίξει στη θάλασσα.
[4.154.4]ὁ δὲ Θεμίσων περιημεκτήσας τῇ ἀπάτῃ τοῦ ὅρκου καὶ διαλυσάμενος τὴν ξεινίην ἐποίεε τοιάδε· παραλαβὼν τὴν παῖδα ἀπέπλεε, ὡς δὲ ἐγίνετο ἐν τῷ πελάγεϊ, ἀποσιεύμενος τὴν ἐξόρκωσιν τοῦ Ἐτεάρχου σχοινίοισι αὐτὴν διαδήσας κατῆκε ἐς τὸ πέλαγος, ἀνασπάσας δὲ ἀπίκετο ἐς τὴν Θήρην.Αλλά ο Θεμίστων, καταγαναχτισμένος που εξαπατήθηκε με όρκο, διέλυσε το φιλικό δεσμό κι έκανε το εξής: πήρε μαζί του το κορίτσι κι άνοιξε πανιά, κι όταν έφτασε στην ανοιχτή θάλασσα, για να διώξει από πάνω του το κρίμα του όρκου που έδωσε στον Ετέαρχο, την έδεσε γερά με σκοινί και την κατέβασε στο πέλαγος, αλλά την τράβηξε απάνω και πήγε στη Θήρα.
[4.155.1]ἐνθεῦτεν δὲ τὴν Φρονίμην παραλαβὼν Πολύμνηστος, ἐὼν τῶν Θηραίων ἀνὴρ δόκιμος, ἐπαλλακεύετο. χρόνου δὲ περιιόντος ἐξεγένετό οἱ παῖς ἰσχόφωνος καὶ τραυλός, τῷ οὔνομα ἐτέθη Βάττος, ὡς Θηραῖοί τε καὶ Κυρηναῖοι λέγουσι, ὡς μέντοι ἐγὼ δοκέω, ἄλλο τι·Κατόπι τη Φρονίμη την πήρε στο σπίτι του ο Πολύμνηστος, ένας από τους προεστούς της Θήρας, και την είχε παλλακίδα· με το γύρισμα του χρόνου τού γεννήθηκε γιος που ᾽χε αδύναμη φωνή και τραύλιζε, και του έδωσαν το όνομα Βάττος, όπως λένε οι Θηραίοι και οι Κυρηναίοι· όμως, όπως εγώ πιστεύω, του έδωσαν κάποιο άλλο
[4.155.2]Βάττος δὲ μετωνομάσθη, ἐπείτε ἐς Λιβύην ἀπίκετο, ἀπό τε τοῦ χρηστηρίου τοῦ γενομένου ἐν Δελφοῖσι αὐτῷ καὶ ἀπὸ τῆς τιμῆς τὴν ἔσχε τὴν ἐπωνυμίην ποιεύμενος· Λίβυες γὰρ βασιλέα βάττον καλέουσι, καὶ τούτου εἵνεκα δοκέω θεσπίζουσαν τὴν Πυθίην καλέσαι μιν Λιβυκῇ γλώσσῃ, εἰδυῖαν ὡς βασιλεὺς ἔσται ἐν Λιβύῃ.και πήρε διαφορετικό όνομα, Βάττος, αφού πήγε στη Λιβύη· πως δηλαδή του δόθηκε το παρανόμι Βάττος από τον χρησμό που πήρε στους Δελφούς κι από το αξίωμα που απόχτησε· γιατί οι Λίβυες τον βασιλιά τον αποκαλούν βάττο, και πιστεύω πως γι᾽ αυτό το λόγο η Πυθία δίνοντάς του χρησμό τον αποκάλεσε Βάττο, στη γλώσσα των Λιβύων, επειδή ήξερε πως θα γίνει βασιλιάς στη Λιβύη.
[4.155.3]ἐπείτε γὰρ ἠνδρώθη οὗτος, ἦλθε ἐς Δελφοὺς περὶ τῆς φωνῆς· ἐπειρωτῶντι δέ οἱ χρᾷ ἡ Πυθίη τάδε·
Βάττ᾽, ἐπὶ φωνὴν ἦλθες· ἄναξ δέ σε Φοῖβος Ἀπόλλων
ἐς Λιβύην πέμπει μηλοτρόφον οἰκιστῆρα,
ὥσπερ εἰ εἴποι Ἑλλάδι γλώσσῃ χρεωμένη· Ὦ βασιλεῦ, ἐπὶ φωνὴν ἦλθες.
Γιατί όταν μεγάλωσε κι έγινε άντρας, πήγε στους Δελφούς για τη φωνή του· και στην ερώτησή του η Πυθία απάντησε με τον ακόλουθο χρησμό:
Ρωτάς, Βάττε, για τη φωνή· μα ο άρχοντας ο Φοίβος, ο Απόλλωνας, σε στέλνει
στη χώρα που τα πρόβατα περσεύουν, στη Λιβύη, της αποικίας οικιστή,
σα να ᾽λεγε, αν χρησιμοποιούσε λέξη ελληνική: «Βασιλιά, ρωτάς για τη φωνή…».
[4.155.4]ὁ δ᾽ ἀμείβετο τοῖσδε· Ὦναξ, ἐγὼ μὲν ἦλθον παρὰ σὲ χρησόμενος περὶ τῆς φωνῆς, σὺ δέ μοι ἄλλα ἀδύνατα χρᾷς, κελεύων Λιβύην ἀποικίζειν· τέῳ δυνάμι, κοίῃ χειρί; ταῦτα λέγων οὐκὶ ἔπειθε ἄλλα οἱ χρᾶν· ὡς δὲ κατὰ ταὐτὰ ἐθέσπιζέ οἱ καὶ πρότερον, οἴχετο μεταξὺ ἀπολιπὼν ὁ Βάττος ἐς τὴν Θήρην.Κι αυτός αποκρίθηκε έτσι: «Άρχοντά μου Απόλλωνα, εγώ ήρθα στο ναό σου για να πάρω χρησμό για τη φωνή, κι εσύ με το χρησμό σου άλλα μού παραγγέλνεις, που ξεπερνούν τη μπόρεσή μου, προστάζοντας να ιδρύσω αποικία στη Λιβύη· με ποιά δύναμη, με ποιό στρατό;». Λέγοντας όμως αυτά δεν έπειθε το θεό να του δώσει διαφορετικό χρησμό· και, καθώς ο θεός τού έδινε τον ίδιο χρησμό, τον πρώτο, στο τέλος ο Βάττος σηκώθηκε κι έφυγε στη Θήρα.
[4.156.1]μετὰ δὲ αὐτῷ τε τούτῳ καὶ τοῖσι ἄλλοισι Θηραίοισι συνεφέρετο παλιγκότως. ἀγνοεῦντες δὲ τὰς συμφορὰς οἱ Θηραῖοι ἔπεμπον ἐς Δελφοὺς περὶ τῶν παρεόντων κακῶν.Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά και γι᾽ αυτόν τον ίδιο και για τους υπόλοιπους Θηραίους τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Κι οι Θηραίοι, μη μπορώντας να εξηγήσουν τις συμφορές, έστειλαν ανθρώπους στους Δελφούς για το κακό που τους βρήκε.
[4.156.2]ἡ δὲ Πυθίη σφι ἔχρησε συγκτίζουσι Βάττῳ Κυρήνην τῆς Λιβύης ἄμεινον πρήξειν. ἀπέστελλον μετὰ ταῦτα τὸν Βάττον οἱ Θηραῖοι δύο πεντηκοντέροισι. πλώσαντες δὲ ἐς τὴν Λιβύην οὗτοι, οὐ γὰρ εἶχον ὅ τι ποιέωσι ἄλλο, ὀπίσω ἀπαλλάσσοντο ἐς τὴν Θήρην·Κι η Πυθία τούς έδωσε χρησμό, πως, αν έχτιζαν αποικία στην Κυρήνη της Λιβύης, η κατάστασή τους θα καλυτέρευε. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά οι Θηραίοι έστειλαν τον Βάττο με δυο πεντηκοντόρους. Πήγαν με τα καράβια τους στη Λιβύη, αλλά, καθώς δεν είχαν τίποτ᾽ άλλο να κάνουν, ξαναγύρισαν στη Θήρα·
[4.156.3]οἱ δὲ Θηραῖοι καταγομένους ἔβαλλον καὶ οὐκ ἔων τῇ γῇ προσίσχειν, ἀλλ᾽ ὀπίσω πλέειν ἐκέλευον. οἱ δὲ ἀναγκαζόμενοι ὀπίσω ἀπέπλεον καὶ ἔκτισαν νῆσον ἐπὶ Λιβύῃ κειμένην, τῇ οὔνομα, ὡς καὶ πρότερον εἰρέθη, ἐστὶ Πλατέα. λέγεται δὲ ἴση εἶναι ἡ νῆσος τῇ νῦν Κυρηναίων πόλι.την ώρα όμως που αποβιβάζονταν στο νησί, οι Θηραίοι τούς πετροβολούσαν και δεν τους άφηναν να πατήσουν στη στεριά, αλλά τους πρόσταζαν να ξαναπάνε πίσω με τα καράβια τους. Κι αυτοί, στενεμένοι, γύρισαν πίσω κι έχτισαν αποικία σε νησί που βρίσκεται κοντά στη Λιβύη, που τ᾽ όνομά του, όπως είπαμε παραπάνω, είναι Πλατιά. Και λένε πως το νησί αυτό έχει την έκταση της σημερινής πόλης των Κυρηναίων.
[4.157.1]Ταύτην οἰκέοντες δύο ἔτεα, οὐδὲν γάρ σφι χρηστὸν συνεφέρετο, ἕνα αὐτῶν καταλιπόντες οἱ λοιποὶ πάντες ἀπέπλεον ἐς Δελφούς, ἀπικόμενοι δὲ ἐπὶ τὸ χρηστήριον ἐχρέωντο, φάμενοι οἰκέειν τε τὴν Λιβύην καὶ οὐδὲν ἄμεινον πρήσσειν οἰκεῦντες.Έζησαν εκεί δυο χρόνια, αλλά καμιά προκοπή δεν έβλεπαν, κι έτσι αφήνοντας στο νησί ένα σύντροφό τους όλοι οι υπόλοιποι πήγαν με καράβι στους Δελφούς· κι όταν έφτασαν στο μαντείο, ζητούσαν χρησμό, λέγοντας πως και στη Λιβύη ζουν και μέρα καλή δε βλέπουν ζώντας εκεί.
[4.157.2]ἡ δὲ Πυθίη σφι πρὸς ταῦτα χρᾷ τάδε·
αἰ τὺ ἐμεῦ Λιβύην μηλοτρόφον οἶδας ἄμεινον,
μὴ ἐλθὼν ἐλθόντος, ἄγαν ἄγαμαι σοφίην σευ.
Κι η Πυθία τούς αποκρίθηκε με τον ακόλουθο χρησμό:
Τη χώρα όπου τα πρόβατα περσεύουν, τη Λιβύη,
που πήγα και δεν πήγες, λες πως την ξέρεις πιο καλά από μένα; Ας θαυμάσω τη θαυμαστή σοφία σου!
ἀκούσαντες δὲ τούτων οἱ ἀμφὶ τὸν Βάττον ἀπέπλεον ὀπίσω· οὐ γὰρ δή σφεας ἀπίει ὁ θεὸς τῆς ἀποικίης, πρὶν δὴ ἀπίκωνται ἐς αὐτὴν τὴν Λιβύην.Τ᾽ άκουσαν αυτά οι σύντροφοι του Βάττου και γύρισαν με τα καράβια τους πίσω· γιατί ο θεός δεν τους χάριζε το χρέος που είχαν, να ιδρύσουν αποικία, πριν φτάσουν στην ίδια τη Λιβύη.
[4.157.3]ἀπικόμενοι δὲ ἐς τὴν νῆσον καὶ ἀναλαβόντες τὸν ἔλιπον ἔκτισαν αὐτῆς τῆς Λιβύης χῶρον ἀντίον τῆς νήσου τῷ οὔνομα ἦν Ἄζιρις, τὸν νάπαι τε κάλλισται ἐπ᾽ ἀμφότερα συγκληίουσι καὶ ποταμὸς τὰ ἐπὶ θάτερα παραρρέει.Έφτασαν λοιπόν στο νησί και πήραν μαζί τους το σύντροφο που είχαν αφήσει, κι ύστερα ίδρυσαν αποικία σε τοποθεσία της στεριάς της Λιβύης, απέναντι από το νησί που το έλεγαν Άζιρη· απ᾽ τα δεξιά κι απ᾽ τ᾽ αριστερά την κλείνουν πανέμορφα δασωμένα φαράγγια κι εκεί κοντά, απ᾽ τη μεριά του ενός φαραγγιού, κυλά τα νερά του ποταμός.
[4.158.1]τοῦτον οἴκεον τὸν χῶρον ἓξ ἔτεα· ἑβδόμῳ δέ σφεας ἔτεϊ παραιτησάμενοι οἱ Λίβυες ὡς ἐς ἀμείνονα χῶρον ἄξουσι, ἀνέγνωσαν ἐκλιπεῖν.Σ᾽ αυτό τον τόπο ζούσαν έξι χρόνια· και τον έβδομο χρόνο τούς ξεσήκωσαν οι Λίβυες, πως τάχα θα τους οδηγήσουν σε καλύτερο τόπο, και τους έπεισαν να τον εγκαταλείψουν.
[4.158.2]ἦγον δέ σφεας ἐνθεῦτεν οἱ Λίβυες ἀναστήσαντες πρὸς ἑσπέρην, καὶ τὸν κάλλιστον τῶν χώρων ἵνα διεξιόντες οἱ Ἕλληνες μὴ ἴδοιεν, συμμετρησάμενοι τὴν ὥρην τῆς ἡμέρης νυκτὸς παρῆγον. ἔστι δὲ τῷ χώρῳ τούτῳ οὔνομα Ἴρασα.Λοιπόν οι Λίβυες τους ξεσήκωσαν αποκεί και τους οδηγούσαν προς τα δυτικά, και, για να μη δουν οι Έλληνες στο πέρασμά τους τον ομορφότερο τόπο, υπολόγισαν καλά τις ώρες της πορείας και τη διάρκεια της μέρας, κι έτσι τους περνούσαν αποκεί νύχτα. Ο τόπος αυτός λεγόταν Ίρασα.
[4.158.3]ἀγαγόντες δέ σφεας ἐπὶ κρήνην λεγομένην εἶναι Ἀπόλλωνος εἶπαν· Ἄνδρες Ἕλληνες, ἐνθαῦτα ὑμῖν ἐπιτήδεον οἰκέειν· ἐνθαῦτα γὰρ ὁ οὐρανὸς τέτρηται.Κατόπι τούς οδήγησαν σε μια πηγή, τη λεγόμενη του Απόλλωνα, και τους είπαν: «Άνδρες Έλληνες, ο τόπος αυτός είναι ό,τι πρέπει για να ζήσει κανείς· γιατί εδώ ο ουρανός κάνει τρύπα».
[4.159.1]ἐπὶ μέν νυν Βάττου τε τοῦ οἰκιστέω τῆς ζόης, ἄρξαντος ἐπὶ τεσσεράκοντα ἔτεα, καὶ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ Ἀρκεσίλεω, ἄρξαντος ἑκκαίδεκα ἔτεα, οἴκεον οἱ Κυρηναῖοι ἐόντες τοσοῦτοι ὅσοι ἀρχὴν ἐς τὴν ἀποικίην ἐστάλησαν·Λοιπόν, όσο ζούσε ο Βάττος, ο οικιστής της πόλης, που βασίλεψε σαράντα χρόνια, κι ο γιος του Αρκεσίλαος, που βασίλεψε δεκαέξι χρόνια, οι Κυρηναίοι κατοικούσαν στην πόλη τους όντας τόσοι, όσοι ξεκίνησαν αρχικά για να χτίσουν την αποικία·
[4.159.2]ἐπὶ δὲ τοῦ τρίτου, Βάττου τοῦ Εὐδαίμονος καλεομένου, Ἕλληνας πάντας ὥρμησε χρήσασα ἡ Πυθίη πλέειν συνοικήσοντας Κυρηναίοισι Λιβύην· ἐπεκαλέοντο γὰρ οἱ Κυρηναῖοι ἐπὶ γῆς ἀναδασμῷ.όμως στη βασιλεία του τρίτου, που ονομαζόταν Βάττος ο Ευδαίμων, η Πυθία με χρησμό ξεσήκωσε όλους τους Έλληνες να παν με τα καράβια τους για να εγκατασταθούν μαζί με τους Κυρηναίους στη Λιβύη· γιατί τους καλούσαν οι Κυρηναίοι στον τόπο τους τάζοντάς τους ότι θα μοιραστούν τη γη μαζί τους.
[4.159.3]ἔχρησε δὲ ὧδε ἔχοντα·
ὃς δέ κεν ἐς Λιβύην πολυήρατον ὕστερον ἔλθῃ
γᾶς ἀναδαιομένας, μετά οἵ ποκά φαμι μελήσειν.
Κι ο χρησμός έλεγε τ᾽ ακόλουθα:
Η γη ξαναμοιράζεται στην τρισχαριτωμένη, την ποθητή Λιβύη·
κι όποιος κινήσει αργότερα, του λέω και να το ξέρει, πικρά θα μετανιώσει.
[4.159.4]συλλεχθέντος δὲ ὁμίλου πολλοῦ ἐς τὴν Κυρήνην περιταμνόμενοι γῆν πολλὴν οἱ περίοικοι Λίβυες καὶ ὁ βασιλεὺς αὐτῶν τῷ οὔνομα ἦν Ἀδικράν, οἷα τῆς τε χώρης στερισκόμενοι καὶ περιυβριζόμενοι ὑπὸ τῶν Κυρηναίων, πέμψαντες ἐς Αἴγυπτον ἔδοσαν σφέας αὐτοὺς Ἀπρίῃ τῷ Αἰγύπτου βασιλέϊ.Λοιπόν, καθώς έβλεπαν πλήθος πολύ να συγκεντρώνεται στην Κυρήνη και τη γη τους σε μεγάλη έκταση ένα γύρο να τη μοιράζονται σε κλήρους οι Έλληνες, οι Λίβυες της περιοχής κι ο βασιλιάς τους (τ᾽ όνομά του ήταν Αδικράν), έτσι που οι Κυρηναίοι τούς στερούσαν τη γη και τους καταφρονούσαν, έστειλαν απεσταλμένους στην Αίγυπτο και δήλωσαν υποταγή στον Απρίη, το βασιλιά της Αιγύπτου.
[4.159.5]ὁ δὲ συλλέξας στρατὸν Αἰγυπτίων πολλὸν ἔπεμψε ἐπὶ τὴν Κυρήνην. οἱ δὲ Κυρηναῖοι ἐκστρατευσάμενοι ἐς Ἴρασα χῶρον καὶ ἐπὶ κρήνην Θέστην συνέβαλόν τε τοῖσι Αἰγυπτίοισι καὶ ἐνίκησαν τῇ συμβολῇ.Κι αυτός συγκέντρωσε μεγάλο εκστρατευτικό σώμα Αιγυπτίων και το έστειλε εναντίον της Κυρήνης. Κι οι Κυρηναίοι βγήκαν με το στρατό τους στην τοποθεσία Ίρασα, κοντά στην πηγή Θέστη, κι ήρθαν στα χέρια με τους Αιγυπτίους και βγήκαν νικητές στη σύγκρουση.
[4.159.6]ἅτε γὰρ οὐ πεπειρημένοι πρότερον [οἱ] Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων καὶ παραχρεώμενοι διεφθάρησαν οὕτω ὥστε ὀλίγοι τινὲς αὐτῶν ἀπενόστησαν ἐς Αἴγυπτον. ἀντὶ τούτων Αἰγύπτιοι καὶ ταῦτα ἐπιμεμφόμενοι Ἀπρίῃ ἀπέστησαν ἀπ᾽ αὐτοῦ.Γιατί, καθώς δεν είχαν προηγουμένως δοκιμάσει τους Έλληνες και τους είχαν για παρακατιανούς, έπαθαν τέτοια πανωλεθρία οι Αιγύπτιοι, που ελάχιστοι απ᾽ αυτούς γύρισαν στην Αίγυπτο, με συνέπεια, κατηγορώντας τον Απρίη γι᾽ αυτό, να επαναστατήσουν οι Αιγύπτιοι εναντίον του.
[4.160.1]τούτου δὲ τοῦ Βάττου παῖς γίνεται Ἀρκεσίλεως, ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῖσι ἑωυτοῦ ἀδελφεοῖσι ἐστασίασε, ἐς ὅ μιν οὗτοι ἀπολιπόντες οἴχοντο ἐς ἄλλον χῶρον τῆς Λιβύης καὶ ἐπ᾽ ἑωυτῶν βαλόμενοι ἔκτισαν πόλιν ταύτην ἣ τότε καὶ νῦν Βάρκη καλέεται· κτίζοντες δ᾽ ἅμα αὐτὴν ἀπιστᾶσι ἀπὸ τῶν Κυρηναίων τοὺς Λίβυας.Λοιπόν αυτός ο Βάττος απόχτησε γιο, τον Αρκεσίλαο, που παίρνοντας τη βασιλεία το πρώτο που έκανε ήταν να τα βάλει με τ᾽ αδέρφια του, ώσπου αυτοί τον άφησαν μονάχο και τράβηξαν για άλλη περιοχή της Λιβύης και με δική τους πρωτοβουλία ίδρυσαν την πόλη, που και τώρα όπως και τότε λέγεται Βάρκη· κι από τη μια έχτιζαν την πόλη τους κι από την άλλη ξεσήκωναν τους Λίβυες να επαναστατήσουν εναντίον των Κυρηναίων.
[4.160.2]μετὰ δὲ Ἀρκεσίλεως ἐς τοὺς ὑποδεξαμένους τε τῶν Λιβύων καὶ ἀποστάντας τοὺς αὐτοὺς τούτους ἐστρατεύετο· οἱ δὲ Λίβυες δείσαντες αὐτὸν οἴχοντο φεύγοντες πρὸς τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων.Κι αργότερα ο Αρκεσίλαος έκανε εκστρατεία εναντίον των Λιβύων που δέχτηκαν στη χώρα τους τούς αποστάτες και που κι οι ίδιοι τους σήκωσαν επανάσταση· κι οι Λίβυες από το φόβο που πήραν σηκώθηκαν κι έφυγαν βιαστικά προς τις ανατολικές περιοχές της Λιβύης·
[4.160.3]ὁ δὲ Ἀρκεσίλεως εἵπετο φεύγουσι, ἐς οὗ ἐν Λεύκωνί τε τῆς Λιβύης ἐγίνετο ἐπιδιώκων καὶ ἔδοξε τοῖσι Λίβυσι ἐπιθέσθαι οἱ. συμβαλόντες δὲ ἐνίκησαν τοὺς Κυρηναίους τοσοῦτον ὥστε ἑπτακισχιλίους ὁπλίτας Κυρηναίων ἐνθαῦτα πεσεῖν.κι ο Αρκεσίλαος τους πήρε καταπόδι στη φυγή τους, ώσπου καταδιώκοντάς τους έφτασε στον Λευκώνα της Λιβύης κι οι Λίβυες αποφάσισαν να του επιτεθούν. Κι ήρθαν στα χέρια και πήραν τόσο μεγάλη νίκη από τους Κυρηναίους, ώστε να πέσουν εκεί εφτά χιλιάδες Κυρηναίοι οπλίτες.
[4.160.4]μετὰ δὲ τὸ τρῶμα τοῦτο Ἀρκεσίλεων μὲν κάμνοντά τε καὶ φάρμακον πεπωκότα ὁ ἀδελφεὸς Λέαρχος ἀποπνίγει, Λέαρχον δὲ ἡ γυνὴ ἡ Ἀρκεσίλεω δόλῳ κτείνει, τῇ οὔνομα ἦν Ἐρυξώ.Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την πανωλεθρία του Αρκεσιλάου, που έπεσε άρρωστος κι είχε πιει κάποιο φάρμακο, τον στραγγάλισε ο αδερφός του ο Λέαρχος, και τον Λέαρχο τον σκότωσε η γυναίκα του Αρκεσιλάου — τ᾽ όνομά της ήταν Ερυξώ.
[4.161.1]διεδέξατο δὲ τὴν βασιληίην τοῦ Ἀρκεσίλεω ὁ παῖς Βάττος, χωλός τε ἐὼν καὶ οὐκ ἀρτίπους. οἱ δὲ Κυρηναῖοι πρὸς τὴν καταλαβοῦσαν συμφορὴν ἔπεμπον ἐς Δελφοὺς ἐπειρησομένους ὅντινα τρόπον καταστησάμενοι κάλλιστα ἂν οἰκέοιεν.Τον Αρκεσίλαο διαδέχτηκε στο βασιλικό αξίωμα ο γιος του ο Βάττος, κουτσός και σακάτης. Κι οι Κυρηναίοι, για τη συμφορά που τους βρήκε, έστειλαν στους Δελφούς να ρωτήσουν πώς να κυβερνηθεί η πόλη τους, για να ευημερήσει·
[4.161.2]ἡ δὲ Πυθίη ἐκέλευε ἐκ Μαντινέης τῆς Ἀρκάδων καταρτιστῆρα ἀγαγέσθαι. αἴτεον ὦν οἱ Κυρηναῖοι, καὶ οἱ Μαντινέες ἔδοσαν ἄνδρα τῶν ἀστῶν δοκιμώτατον, τῷ οὔνομα ἦν Δημῶναξ.κι η Πυθία τούς πρόσταξε να καλέσουν νομοθέτη από τη Μαντίνεια της Αρκαδίας. Οι Κυρηναίοι λοιπόν πήγαν και ζήτησαν κι οι Μαντινείς τούς έδωσαν άντρα που είχε πολύ μεγάλη υπόληψη στην πόλη τους, που τον έλεγαν Δημώνακτα.
[4.161.3]οὗτος [ὦν] ὡνὴρ ἀπικόμενος ἐς τὴν Κυρήνην καὶ μαθὼν ἕκαστα τοῦτο μὲν τριφύλους ἐποίησέ σφεας, τῇδε διαθείς· Θηραίων μὲν καὶ τῶν περιοίκων μίαν μοῖραν ἐποίησε, ἄλλην δὲ Πελοποννησίων καὶ Κρητῶν, τρίτην δὲ νησιωτέων πάντων· τοῦτο δὲ, τῷ βασιλέϊ Βάττῳ τεμένεα ἐξελὼν καὶ ἱερωσύνας, τὰ ἄλλα πάντα τὰ πρότερον εἶχον οἱ βασιλέες ἐς μέσον τῷ δήμῳ ἔθηκε.Έφτασε λοιπόν αυτός στην Κυρήνη, έμαθε τα καθέκαστα κι ύστερα πρώτα πρώτα τους έκανε τρεις φυλές, χωρίζοντάς τους ως εξής: στη μια φυλή έβαλε τους Θηραίους και τους γύρω τους, στη δεύτερη τους Πελοποννήσιους και τους Κρητικούς, στην τρίτη όλους τους νησιώτες· κατόπι, αφού ξεχώρισε και προνομιακά παραχώρησε στον Βάττο χτήματα βασιλικά και θρησκευτικά αξιώματα, όλα τ᾽ άλλα που προηγουμένως ήταν στα χέρια των βασιλιάδων τα έκανε κοινό κτήμα του λαού.
[4.162.1]ἐπὶ μὲν δὴ τούτου τοῦ Βάττου οὕτω διετέλεε ἐόντα, ἐπὶ δὲ τοῦ τούτου παιδὸς Ἀρκεσίλεω πολλὴ ταραχὴ περὶ τῶν τιμέων ἐγένετο.Λοιπόν όσο κρατούσε το θρόνο αυτός ο Βάττος, η πόλη έτσι κυβερνιόταν, αλλά στην εποχή του γιου του, του Αρκεσιλάου, επικράτησε μεγάλη αναταραχή για το ποιός θα έχει την εξουσία.
[4.162.2]Ἀρκεσίλεως γὰρ ὁ Βάττου τε τοῦ χωλοῦ καὶ Φερετίμης οὐκ ἔφη ἀνέξεσθαι κατὰ [τὰ] ὁ Μαντινεὺς Δημῶναξ ἔταξε, ἀλλὰ ἀπαίτεε τὰ τῶν προγόνων γέρεα. ἐνθεῦτεν στασιάζων ἑσσώθη καὶ ἔφυγε ἐς Σάμον, ἡ δὲ μήτηρ οἱ ἐς Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου ἔφυγε.Γιατί ο Αρκεσίλαος, ο γιος του Βάττου του κουτσού και της Φερετίμης, αρνήθηκε να στρέξει στις ρυθμίσεις που όρισε ο Δημώναξ από τη Μαντίνεια, αλλά διεκδικούσε τα προνόμια των προγόνων του. Έτσι ξεσήκωσε εμφύλια διαμάχη, νικήθηκε και κατέφυγε στη Σάμο, ενώ η μητέρα του κατέφυγε στη Σαλαμίνα της Κύπρου.
[4.162.3]τῆς δὲ Σαλαμῖνος τοῦτον τὸν χρόνον ἐπεκράτεε Εὐέλθων, ὃς τὸ ἐν Δελφοῖσι θυμιητήριον, ἐὸν ἀξιοθέητον, ἀνέθηκε, τὸ ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ κεῖται. ἀπικομένη δὲ παρὰ τοῦτον ἡ Φερετίμη ἐδέετο στρατιῆς ἣ κατάξει σφέας ἐς τὴν Κυρήνην.Στη Σαλαμίνα εκείνο τον καιρό είχε την εξουσία ο Ευέλθων, αυτός που αφιέρωσε στους Δελφούς το αξιοθέατο θυμιατήρι — κειμήλιο σήμερα στον θησαυρό των Κορινθίων. Με το που έφτασε σ᾽ αυτόν η Φερετίμη, του ζητούσε εκστρατευτικό σώμα που θα τους ξανάδινε την εξουσία στην Κυρήνη.
[4.162.4]ὁ δὲ Εὐέλθων πᾶν μᾶλλον ἢ στρατιήν οἱ ἐδίδου· ἡ δὲ λαμβάνουσα τὸ διδόμενον καλὸν μὲν ἔφη καὶ τοῦτο εἶναι, κάλλιον δὲ ἐκεῖνο, τὸ δοῦναί οἱ δεομένῃ στρατιήν.Όμως ο Ευέλθων τής έδινε όλα τα πάντα, εκτός από στρατό· κι αυτή, κάθε φορά που έπαιρνε το δώρο της, έλεγε: «Ωραίο είναι κι αυτό, ομορφότερο όμως εκείνο», να της δώσει δηλαδή το εκστρατευτικό σώμα που ζητούσε·
[4.162.5]τοῦτο γὰρ ἐπὶ παντὶ τῷ διδομένῳ ἔλεγε, τελευταῖόν οἱ ἐξέπεμψε δῶρον ὁ Εὐέλθων ἄτρακτον χρύσεον καὶ ἠλακάτην, προσῆν δὲ [οἱ] καὶ εἴριον· ἐπειπάσης δὲ αὖτις τῆς Φερετίμης τὠυτὸ ἔπος ὁ Εὐέλθων ἔφη τοιούτοισι γυναῖκας δωρέεσθαι ἀλλ᾽ οὐ στρατιῇ.και, καθώς σε κάθε δώρο που της χάριζε, εκείνη επαναλάμβανε αυτή τη φράση, ο Ευέλθων τής έστειλε τελευταίο δώρο, αδράχτι και ρόκα — κι από κοντά και μια τουλούπα μαλλί· η Φερετίμη επανέλαβε την ίδια φράση, και τότε ο Ευέλθων είπε πως τέτοια δώρα δίνουν στις γυναίκες, κι όχι στρατεύματα.
[4.163.1]ὁ δὲ Ἀρκεσίλεως τοῦτον τὸν χρόνον ἐὼν ἐν Σάμῳ συνήγειρε πάντα ἄνδρα ἐπὶ γῆς ἀναδασμῷ. συλλεγομένου δὲ στρατοῦ πολλοῦ ἐστάλη ἐς Δελφοὺς ὁ Ἀρκεσίλεως χρησόμενος τῷ χρηστηρίῳ περὶ κατόδου.Κι ο Αρκεσίλαος, ζώντας αυτό τον καιρό στη Σάμο, στρατολογούσε όποιον έβρισκε, τάζοντας κλήρους από αναδασμό γης. Και καθώς συγκεντρωνόταν στρατός πολύς, κίνησε και πήγε ο Αρκεσίλαος στους Δελφούς, για να πάρει χρησμό απ᾽ το μαντείο για το γυρισμό του από την εξορία.
[4.163.2]ἡ δὲ Πυθίη οἱ χρᾷ τάδε· Ἐπὶ μὲν τέσσερας Βάττους καὶ Ἀρκεσίλεως τέσσερας, ὀκτὼ ἀνδρῶν γενεάς, διδοῖ ὑμῖν Λοξίης βασιλεύειν Κυρήνης· πλέον μέντοι τούτου οὐδὲ πειρᾶσθαι παραινέει.Κι η Πυθία τού έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: «Για τέσσερες Βάττους κι Αρκεσιλάους τέσσερες, οχτώ ανθρώπινες γενιές, ο Λοξίας σάς δίνει να βασιλέψετε στην Κυρήνη·
[4.163.3]σὺ μέντοι ἥσυχος εἶναι κατελθὼν ἐς τὴν σεωυτοῦ. ἢν δὲ τὴν κάμινον εὕρῃς πλέην ἀμφορέων, μὴ ἐξοπτήσῃς τοὺς ἀμφορέας ἀλλ᾽ ἀπόπεμπε κατ᾽ οὖρον· εἰ δὲ ἐξοπτήσεις τὴν κάμινον, μὴ ἐσέλθῃς ἐς τὴν ἀμφίρρυτον· εἰ δὲ μή, ἀποθανέαι καὶ αὐτὸς καὶ ταῦρος ὁ καλλιστεύων.όμως για παραπάνω, η συμβουλή του είναι ούτε καν να δοκιμάσετε. Αλλά εσύ να ηρεμήσεις, όταν γυρίσεις στην πόλη σου. Κι αν βρεις το καμίνι γεμάτο αμφορείς, μην τους ψήσεις ολότελα, αλλά βγάλ᾽ τους έξω, στον αέρα· όμως, αν πυρώσεις ολότελα το καμίνι, μη μπεις στον κυκλωμένο απ᾽ τα κύματα τόπο· αλλιώς θα πεθάνεις κι εσύ κι ο πρώτος στην ομορφιά ταύρος».
[4.164.1]ταῦτα ἡ Πυθίη Ἀρκεσίλεῳ χρᾷ. ὁ δὲ παραλαβὼν τοὺς ἐκ τῆς Σάμου κατῆλθε ἐς τὴν Κυρήνην καὶ ἐπικρατήσας τῶν πρηγμάτων τοῦ μαντηίου οὐκ ἐμέμνητο, ἀλλὰ δίκας τοὺς ἀντιστασιώτας αἴτεε τῆς ἑωυτοῦ φυγῆς.Αυτός είναι ο χρησμός που έδωσε στον Αρκεσίλαο η Πυθία. Κι αυτός πήρε μαζί του όσους στρατολόγησε στη Σάμο και γύρισε από την εξορία στην Κυρήνη, νίκησε και πήρε την εξουσία· ξέχασε όμως τον χρησμό και βάλθηκε να εκδικηθεί τους πολιτικούς του αντιπάλους για την εξορία του.
[4.164.2]τῶν δὲ οἱ μὲν τὸ παράπαν ἐκ τῆς χώρης ἀπαλλάσσοντο, τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος ὁ Ἀρκεσίλεως ἐς Κύπρον ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ· τούτους μέν νυν Κνίδιοι ἀπενειχθέντας πρὸς τὴν σφετέρην ἐρρύσαντο καὶ ἐς Θήρην ἀπέστειλαν· ἑτέρους δέ τινας τῶν Κυρηναίων ἐς πύργον μέγαν Ἀγλωμάχου καταφυγόντας ἰδιωτικὸν ὕλην περινήσας ὁ Ἀρκεσίλεως ἐνέπρησε.Κι απ᾽ αυτούς άλλοι πήραν των ομματιών τους κι έφυγαν μια για πάντα από τη χώρα, ενώ κάτι άλλους τους έπιασε ο Αρκεσίλαος και τους έστειλε στην Κύπρο για θανάτωση. Λοιπόν, αυτούς οι Κνίδιοι, καθώς οι άνεμοι τούς έφεραν στη χώρα τους, τους διέσωσαν και τους έστειλαν στη Θήρα. Και κάποιους άλλους Κυρηναίους που ζήτησαν καταφύγιο σε μεγάλο πύργο ενός ιδιώτη, του Αγλωμάχου, ο Αρκεσίλαος σώρεψε γύρω γύρω ξύλα και τους έβαλε φωτιά.
[4.164.3]μαθὼν δὲ ἐπ᾽ ἐξεργασμένοισι τὸ μαντήιον ἐὸν τοῦτο, ὅτι μιν ἡ Πυθίη οὐκ ἔα εὑρόντα ἐν τῇ καμίνῳ τοὺς ἀμφορέας ἐξοπτῆσαι, ἔργετο ἑκὼν τῆς τῶν Κυρηναίων πόλιος, δειμαίνων τε τὸν κεχρησμένον θάνατον καὶ δοκέων τὴν ἀμφίρρυτον Κυρήνην εἶναι.Και τότε, όταν πια η φωτιά είχε τελειώσει το έργο της, κατάλαβε ότι αυτό εννοούσε ο χρησμός, η συμβουλή της Πυθίας, αν βρει τους αμφορείς στο καμίνι, να μην τους ψήσει ολότελα· εκτοπίστηκε με τη θέλησή του από την πόλη των Κυρηναίων, επειδή φοβόταν το θάνατο που, σύμφωνα με τον χρησμό, τον περίμενε, καθώς πίστευε πως ο κυκλωμένος απ᾽ τα κύματα τόπος ήταν η Κυρήνη.
[4.164.4]εἶχε δὲ γυναῖκα συγγενέα ἑωυτοῦ, θυγατέρα δὲ τῶν Βαρκαίων τοῦ βασιλέος, τῷ οὔνομα ἦν Ἀλάζειρ· παρὰ τοῦτον ἀπικνέεται, καί μιν Βαρκαῖοί τε ἄνδρες καὶ τῶν ἐκ Κυρήνης φυγάδων τινὲς καταμαθόντες ἀγοράζοντα κτείνουσι, πρὸς δὲ καὶ τὸν πενθερὸν αὐτοῦ Ἀλάζειρα. Ἀρκεσίλεως μέν νυν εἴτε ἑκὼν εἴτε ἀέκων ἁμαρτὼν τοῦ χρησμοῦ ἐξέπλησε μοῖραν τὴν ἑωυτοῦ.Κι είχε παντρευτεί μια συγγένισσά του, μια θυγατέρα του βασιλιά των Βαρκαίων, του ονομαζόμενου Αλάζειρ. Πηγαίνει λοιπόν στην αυλή του, οπότε πολίτες της Βάρκης και μερικοί από τους Κυρηναίους εξορίστους, καθώς πληροφορήθηκαν ότι περιδιαβάζει στην αγορά, τον σκοτώνουν, και κοντά σ᾽ αυτόν και τον πεθερό του Αλάζειρα. Λοιπόν ο Αρκεσίλαος, είτε θεληματικά είτε αθέλητα, ξαστόχησε τον χρησμό και πορεύτηκε ώς το τέλος το δρόμο της μοίρας του.
[4.165.1]ἡ δὲ μήτηρ Φερετίμη, τέως μὲν ὁ Ἀρκεσίλεως ἐν τῇ Βάρκῃ διαιτᾶτο ἐξεργασμένος ἑωυτῷ κακόν, ἡ δὲ εἶχε αὐτὴ τοῦ παιδὸς τὰ γέρεα ἐν Κυρήνῃ καὶ τἆλλα νεμομένη καὶ ἐν βουλῇ παρίζουσα.Κι η μητέρα του η Φερετίμη, όσο καιρό ο Αρκεσίλαος —μια κι είχε κάνει κακό της κεφαλής του— ζούσε στη Βάρκη, κρατούσε τ᾽ αξιώματα του γιου της στην Κυρήνη, όλα τα πάντα, παρούσα και στις συνεδριάσεις της βουλής·
[4.165.2]ἐπείτε δὲ ἔμαθε ἐν τῇ Βάρκῃ ἀποθανόντα οἱ τὸν παῖδα, φεύγουσα οἰχώκεε ἐς Αἴγυπτον. ἦσαν γάρ οἱ ἐκ τοῦ Ἀρκεσίλεω εὐεργεσίαι ἐς Καμβύσεα τὸν Κύρου πεποιημέναι· οὗτος γὰρ ἦν ὁ Ἀρκεσίλεως ὃς Κυρήνην Καμβύσῃ ἔδωκε καὶ φόρον ἐτάξατο.όταν όμως έμαθε πως της πέθανε ο γιος στη Βάρκη, έφυγε βιαστικά για την Αίγυπτο. Γιατί ο Αρκεσίλαος είχε προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες στον Καμβύση, το γιο του Κύρου· δηλαδή ήταν ο Αρκεσίλαος αυτός που παρέδωσε την Κυρήνη στον Καμβύση κι όρισε και τον φόρο που θα του πλήρωνε.
[4.165.3]ἀπικομένη δὲ ἐς Αἴγυπτον ἡ Φερετίμη Ἀρυάνδεω ἱκέτις ἔζετο, τιμωρῆσαι ἑωυτῇ κελεύουσα, προϊσχομένη πρόφασιν ὡς διὰ τὸν μηδισμὸν ὁ παῖς οἱ τέθνηκε.Έφτασε λοιπόν η Φερετίμη στην Αίγυπτο και πρόσπεσε ως ικέτης στον Αρυάνδη, ζητώντας να τη βοηθήσει, προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως της σκότωσαν το γιο για τα φιλικά του αισθήματα προς τους Πέρσες.
[4.166.1]ὁ δὲ Ἀρυάνδης ἦν οὗτος τῆς Αἰγύπτου ὕπαρχος ὑπὸ Καμβύσεω κατεστεώς, ὃς ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων παρισεύμενος Δαρείῳ διεφθάρη. πυθόμενος γὰρ καὶ ἰδὼν Δαρεῖον ἐπιθυμέοντα μνημόσυνον ἑωυτοῦ λιπέσθαι τοῦτο τὸ μὴ ἄλλῳ εἴη βασιλέϊ κατεργασμένον, ἐμιμέετο τοῦτον, ἐς οὗ ἔλαβε τὸν μισθόν.Κι αυτός ο Αρυάνδης ήταν αντιβασιλέας της Αιγύπτου, διορισμένος από τον Καμβύση, που, αργότερα, πήγε να παραβγεί με τον Δαρείο κι έφαγε το κεφάλι του. Δηλαδή, άκουσε και είδε πως ο Δαρείος ήθελε, για να μείνει στον αιώνα τ᾽ όνομά του, να κάνει κάτι που δεν το είχε κατορθώσει άλλος βασιλιάς, κι ο Αρυάνδης πήγε να τον μιμηθεί, ώσπου πήρε την αμοιβή του.
[4.166.2]Δαρεῖος μὲν γὰρ χρυσίον καθαρώτατον ἀπεψήσας ἐς τὸ δυνατώτατον νόμισμα ἐκόψατο, Ἀρυάνδης δὲ ἄρχων Αἰγύπτου ἀργύριον τὠυτὸ τοῦτο ἐποίεε· καὶ νῦν ἐστὶ ἀργύριον καθαρώτατον τὸ Ἀρυανδικόν. μαθὼν δέ μιν Δαρεῖος ταῦτα ποιεῦντα, αἰτίην οἱ ἄλλην ἐπενείκας ὥς οἱ ἐπανίσταιτο, ἀπέκτεινε.Γιατί ο Δαρείος έβαλε να λαγαρίσουν τέλεια στη φωτιά χρυσάφι, έτσι που να γίνει το πιο καθαρό του κόσμου, κι έκοψε νομίσματα απ᾽ αυτό· κι ο Αρυάνδης, διοικητής της Αιγύπτου, έκανε το ίδιο πράμα με ασήμι· και τώρα το νόμισμα με το πιο καθαρό ασήμι είναι το αρυανδικό. Όταν λοιπόν έμαθε ο Δαρείος αυτές του τις πράξεις, του φόρτωσε άλλη κατηγορία, πως τάχα σήκωνε επανάσταση, και τον σκότωσε.
[4.167.1]τότε δὲ οὗτος ὁ Ἀρυάνδης κατοικτίρας Φερετίμην διδοῖ αὐτῇ στρατὸν τὸν ἐξ Αἰγύπτου ἅπαντα, καὶ τὸν πεζὸν καὶ τὸν ναυτικόν· στρατηγὸν δὲ τοῦ μὲν πεζοῦ Ἄμασιν ἀπέδεξε ἄνδρα Μαράφιον, τοῦ δὲ ναυτικοῦ Βάδρην ἐόντα Πασαργάδην γένος.Τότε ο Αρυάνδης αυτός σπλαχνίστηκε τη Φερετίμη και της δίνει όλη τη στρατιωτική δύναμη της Αιγύπτου, και τον πεζικό και το ναυτικό στρατό, και στρατηγό του πεζικού διόρισε τον Άμαση, τον Μαράφιο, και του ναυτικού τον Βάδρη, από καταγωγή Πασαργάδη.
[4.167.2]πρὶν δὲ ἢ ἀποστεῖλαι τὴν στρατιήν, ὁ Ἀρυάνδης πέμψας ἐς τὴν Βάρκην κήρυκα ἐπυνθάνετο τίς εἴη ὁ Ἀρκεσίλεων ἀποκτείνας. οἱ δὲ Βαρκαῖοι αὐτοὶ ὑπεδέκοντο πάντες· πολλά τε γὰρ καὶ κακὰ πάσχειν ὑπ᾽ αὐτοῦ. πυθόμενος δὲ ταῦτα ὁ Ἀρυάνδης οὕτω δὴ τὴν στρατιὴν ἀπέστειλε ἅμα τῇ Φερετίμῃ.Και πριν βγάλει διαταγή να ξεκινήσει το εκστρατευτικό σώμα, ο Αρυάνδης έστειλε κήρυκα στη Βάρκη και ζητούσε να μάθει ποιός ήταν ο φονιάς του Αρκεσιλάου. Κι οι Βαρκαίοι όλοι τους έπαιρναν απάνω τους το φόνο — κι αν δεν έπαθαν οι άνθρωποι απ᾽ αυτόν πολλά και φοβερά! Τα έμαθε αυτά ο Αρυάνδης και τότε έστειλε το εκστρατευτικό σώμα, μαζί και τη Φερετίμη.
[4.167.3]αὕτη μέν νυν αἰτίη πρόσχημα τοῦ λόγου ἐγίνετο, ἐπέμπετο δὲ ἡ στρατιή, ὡς ἐμοὶ δοκέειν, ἐπὶ Λιβύων καταστροφῇ. Λιβύων γὰρ δὴ ἔθνεα πολλὰ καὶ παντοῖά ἐστι, καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ὀλίγα βασιλέος ἦν ὑπήκοα, τὰ δὲ πλέω ἐφρόντιζε Δαρείου οὐδέν.Λοιπόν, η δικαιολογία που προβλήθηκε ήταν πρόσχημα, όμως, κατά τη γνώμη μου, το εκστρατευτικό σώμα στάλθηκε για την υποδούλωση της Λιβύης. Γιατί στη Λιβύη ζουν πολλά και κάθε είδους έθνη, κι απ᾽ αυτά λίγα ήταν στην εξουσία του βασιλιά, τα περισσότερα όμως δε λογάριαζαν καθόλου τον Δαρείο.
[4.168.1]Οἰκέουσι δὲ κατὰ τάδε Λίβυες. ἀπ᾽ Αἰγύπτου ἀρξάμενοι πρῶτοι Ἀδυρμαχίδαι Λιβύων κατοίκηνται, οἳ νόμοισι μὲν τὰ πλέω Αἰγυπτίοισι χρέωνται, ἐσθῆτα δὲ φορέουσι οἵην περ οἱ ἄλλοι Λίβυες. αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν ψέλιον περὶ ἑκατέρῃ τῶν κνημέων φορέουσι χάλκεον· τὰς κεφαλὰς δὲ κομῶσαι, τοὺς φθεῖρας ἐπεὰν λάβωσι, τοὺς ἑωυτῆς ἑκάστη ἀντιδάκνει καὶ οὕτω ῥίπτει.Οι Λίβυες τώρα, ζουν στις ακόλουθες περιοχές, αρχίζοντας από την Αίγυπτο· η πρώτη χώρα των Λιβύων είναι αυτή που κατοικούν οι Αδυρμαχίδες, που στα περισσότερα κρατούν τα συνήθεια των Αιγυπτίων, αλλά φορούν τα ίδια ρούχα με τους άλλους Λίβυες. Κι οι γυναίκες τους στη μια και στην άλλη γάμπα τους φορούν χάλκινα βραχιόλια, έχουν μακριά μαλλιά, και τις ψείρες που τσακώνουν απάνω της η καθεμιά τους, τις δίνει μια δαγκωματιά, έτσι για εκδίκηση, κι ύστερα τις φτύνει·
[4.168.2]οὗτοι δὲ μοῦνοι Λιβύων τοῦτο ἐργάζονται, καὶ τῷ βασιλέϊ μοῦνοι τὰς παρθένους μελλούσας συνοικέειν ἐπιδεικνύουσι· ἣ δὲ ἂν τῷ βασιλέϊ ἀρεστὴ γένηται, ὑπὸ τούτου διαπαρθενεύεται. παρήκουσι δὲ οὗτοι οἱ Ἀδυρμαχίδαι ἀπ᾽ Αἰγύπτου μέχρι λιμένος τῷ οὔνομα Πλυνός ἐστι.απ᾽ όλους τους Λίβυες μονάχα αυτοί κάνουν αυτό το κάμωμα, μονάχα αυτοί επίσης παρουσιάζουν τις παρθένες, όταν είναι να παντρευτούν, στο βασιλιά τους· κι όποια καλαρέσει του βασιλιά, απ᾽ αυτόν χάνει την παρθενιά της. Αυτοί οι Αδυρμαχίδες λοιπόν κατέχουν την περιοχή από τα σύνορα της Αιγύπτου ώς το λιμάνι που λέγεται Πλυνός.
[4.169.1]τούτων δὲ ἔχονται Γιλιγάμαι, νεμόμενοι τὸ πρὸς ἑσπέρην χώρην μέχρι Ἀφροδισιάδος νήσου. ἐν δὲ τῷ μεταξὺ χώρῳ τούτῳ ἥ τε Πλατέα νῆσος ἐπίκειται, τὴν ἔκτισαν οἱ Κυρηναῖοι, καὶ ἐν τῇ ἠπείρῳ Μενέλαος λιμήν ἐστι καὶ Ἄζιρις, τὴν οἱ Κυρηναῖοι οἴκεον· καὶ τὸ σίλφιον ἄρχεται ἀπὸ τούτου.Ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς έρχονται οι Γιλιγάμες, που κατοικούν τη χώρα προς τα δυτικά ώς το νησί Αφροδισιάδα. Στην περιοχή αυτή, απέναντι από την ακτή, βρίσκεται το νησί Πλατιά, όπου έχτισαν αποικία οι Κυρηναίοι, και στη στεριά το λιμάνι Μενέλαος και η πόλη Άζιρη, που την κατοικούσαν οι Κυρηναίοι· κι αποκεί αρχίζει το σίλφιο·
[4.169.2]παρήκει δὲ ἀπὸ Πλατέης νήσου μέχρι τοῦ στόματος τῆς Σύρτιος τὸ σίλφιον. νόμοισι δὲ χρέωνται οὗτοι παραπλησίοισι τοῖσι ἑτέροισι.η περιοχή που βγάζει σίλφιο απλώνεται από το νησί Πλατιά ώς το έμπα της Σύρτης. Κρατούν κι αυτοί συνήθειες παρόμοιες με τους άλλους Λίβυες.
[4.170.1]Γιλιγαμέων δὲ ἔχονται τὸ πρὸς ἑσπέρης Ἀσβύσται· οὗτοι ὑπὲρ Κυρήνης οἰκέουσι. ἐπὶ θάλασσαν δὲ οὐ κατήκουσι Ἀσβύσται· τὸ γὰρ παρὰ θάλασσαν Κυρηναῖοι νέμονται. τεθριπποβάται δὲ οὐκ ἥκιστα ἀλλὰ μάλιστα Λιβύων εἰσί, νόμους δὲ τοὺς πλεῦνας μιμέεσθαι ἐπιτηδεύουσι τοὺς Κυρηναίων.Αμέσως ύστερ᾽ από τους Γιλιγάμες, προς τα δυτικά, κατοικούν οι Ασβύστες· ζουν στη χώρα που βρίσκεται πιο πάνω από την Κυρήνη. Οι Ασβύστες δε φτάνουν στη θάλασσα, γιατί τις παραθαλάσσιες περιοχές τις κατέχουν οι Κυρηναίοι. Στ᾽ άρματα που τα σέρνουν τέσσερα άλογα δεν είναι οι τελευταίοι, αλλά οι πρώτοι από τους Λίβυες, κι όσο για τις συνήθειες που κρατούν, στα περισσότερα πασχίζουν να μιμηθούν τους Κυρηναίους.
[4.171.1]Ἀσβυστέων δὲ ἔχονται τὸ πρὸς ἑσπέρης Αὐσχίσαι· οὗτοι ὑπὲρ Βάρκης οἰκέουσι, κατήκοντες ἐπὶ θάλασσαν κατ᾽ Εὐεσπερίδας. Αὐσχισέων δὲ κατὰ μέσον τῆς χώρης οἰκέουσι Βάκαλες, ὀλίγον ἔθνος, κατήκοντες ἐπὶ θάλασσαν κατὰ Ταύχειρα πόλιν τῆς Βαρκαίης· νόμοισι δὲ τοῖσι αὐτοῖσι χρέωνται τοῖσι καὶ οἱ ὑπὲρ Κυρήνης.Αμέσως ύστερ᾽ από τους Ασβύστες, προς τα δυτικά, κατοικούν οι Αυσχίσες· αυτοί ζουν πιο πάνω από τη Βάρκη και φτάνουν ώς τη θάλασσα, στο ύψος της πόλης των Ευεσπερίδων. Στη μέση της χώρας των Αυσχισών ζουν οι Βάκαλες, μικρός λαός, που φτάνουν ώς τη θάλασσα στο ύψος της πόλης Ταύχειρα της χώρας των Βαρκαίων· και κρατούν τα ίδια έθιμα μ᾽ εκείνους που κατοικούν πιο πάνω από την Κυρήνη.
[4.172.1]Αὐσχισέων δὲ τούτων τὸ πρὸς ἑσπέρης ἔχονται Νασαμῶνες, ἔθνος ἐὸν πολλόν, οἳ τὸ θέρος καταλιπόντες ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ τὰ πρόβατα ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῦντες τοὺς φοίνικας· οἱ δὲ πολλοὶ καὶ ἀμφιλαφέες πεφύκασι, πάντες ἐόντες καρποφόροι. τοὺς δὲ ἀττελέβους ἐπεὰν θηρεύσωσι, αὐήναντες πρὸς τὸν ἥλιον καταλέουσι καὶ ἔπειτα ἐπὶ γάλα ἐπιπάσσοντες πίνουσι.Αμέσως ύστερ᾽ από τους Αυσχίσες, προς τα δυτικά, κατοικούν οι Νασαμώνες, έθνος μεγάλο, που το καλοκαίρι αφήνουν τα βοσκήματά τους στην παραλία κι ανεβαίνουν στην περιοχή Αύγιλα, για να τρυγήσουν τον καρπό της φοινικιάς· κι οι φοινικιές φυτρώνουν εκεί πολλές και φουντωμένες, κι όλες δίνουν καρπό. Και τις ακρίδες, αφού τις πιάσουν, τις ξεραίνουν στον ήλιο, τις αλέθουν, κι ύστερα πασπαλίζοντας τη σκόνη τους πάνω στο γάλα, το πίνουν.
[4.172.2]γυναῖκας δὲ νομίζοντες πολλὰς ἔχειν ἕκαστος ἐπίκοινον αὐτέων τὴν μίξιν ποιεῦνται τρόπῳ παραπλησίῳ τῷ καὶ Μασσαγέται· ἐπεὰν σκίπωνα προστήσωνται, μίσγονται. πρῶτον δὲ γαμέοντος Νασαμῶνος ἀνδρὸς νόμος ἐστὶ τὴν νύμφην νυκτὶ τῇ πρώτῃ διὰ πάντων διεξελθεῖν τῶν δαιτυμόνων μισγομένην· τῶν δὲ ὡς ἕκαστός οἱ μειχθῇ, διδοῖ δῶρον τὸ ἂν ἔχῃ φερόμενος ἐξ οἴκου.Και, καθώς έχουν συνήθειο ο καθένας τους να έχει πολλές γυναίκες, τις έχουν όλοι μαζί για σμίξιμο, μ᾽ έναν τρόπο παρόμοιο με τους Μασσαγέτες: όποιος στήνει πρώτος το μπαστούνι του μπροστά στο σπίτι της καθεμιάς, σμίγει μαζί της. Κι έχουν το έθιμο, όταν ένας Νασαμώνας παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, όλοι οι καλεσμένοι την πρώτη νύχτα να περνούν τη νύφη ένα χέρι· μόλις ο καθένας τους κάνει τη δουλειά του μαζί της, της δίνει το δώρο που έφερε από το σπίτι του.
[4.172.3]ὁρκίοισι δὲ καὶ μαντικῇ χρέωνται τοιῇδε· ὀμνύουσι μὲν τοὺς παρὰ σφίσι ἄνδρας δικαιοτάτους καὶ ἀρίστους λεγομένους γενέσθαι, τούτους τῶν τύμβων ἁπτόμενοι, μαντεύονται δὲ ἐπὶ τῶν προγόνων φοιτῶντες τὰ σήματα καὶ κατευξάμενοι ἐπικατακοιμῶνται· τὸ δ᾽ ἂν ἴδῃ ἐν τῇ ὄψι ἐνύπνιον, τούτῳ χρᾶται.Παίρνουν όρκο και ασκούν τη μαντική κάπως έτσι· ορκίζονται στ᾽ όνομα των ανθρώπων του τόπου τους που φημίζονται ως οι πιο δίκαιοι και οι πρώτοι και καλύτεροι του καιρού τους, με το χέρι ν᾽ αγγίζει τους τάφους τους· πηγαίνουν στους τάφους των προγόνων τους για να πάρουν χρησμούς, φωνάζοντας τ᾽ όνομά τους· ύστερα κοιμούνται πάνω στους τάφους, κι όποιο όνειρο δουν στον ύπνο τους, αυτό το έχουν για χρησμό.
[4.172.4]πίστισι δὲ τοιῃσίδε χρέωνται· ἐκ τῆς χειρὸς διδοῖ πιεῖν καὶ αὐτὸς ἐκ τῆς τοῦ ἑτέρου πίνει· ἢν δὲ μὴ ἔχωσι ὑγρὸν μηδέν, οἱ δὲ τῆς χαμᾶθεν σποδοῦ λαβόντες λείχουσι.Δίνουν το λόγο τους με τον εξής τρόπο: ο ένας δίνει στον άλλο να πιει από το χέρι του κι ο ίδιος πίνει από το χέρι του άλλου· κι αν δεν έχουν κανένα ποτό, παίρνουν τότε σκόνη από τη γη και τη γλείφουν.
[4.173.1]Νασαμῶσι δὲ προσόμουροί εἰσι Ψύλλοι. οὗτοι ἐξαπολώλασι τρόπῳ τοιῷδε· ὁ νότος σφι πνέων ἄνεμος τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε, ἡ δὲ χώρη σφι πᾶσα ἐντὸς ἐοῦσα τῆς Σύρτιος ἦν ἄνυδρος· οἱ δὲ βουλευσάμενοι κοινῷ λόγῳ ἐστρατεύοντο ἐπὶ τὸν νότον (λέγω δὲ ταῦτα τὰ λέγουσι Λίβυες), καὶ ἐπείτε ἐγίνοντο ἐν τῇ ψάμμῳ, πνεύσας ὁ νότος κατέχωσέ σφεας. ἐξαπολομένων δὲ τούτων ἔχουσι τὴν χώρην οἱ Νασαμῶνες.Με τους Νασαμώνες συνορεύουν οι Ψύλλοι· αυτοί εξολοθρεύτηκαν κάπως έτσι· ο άνεμος του νότου φυσώντας έκανε κατάξερες τις στέρνες του νερού· και η χώρα τους, καθώς βρίσκεται ολόκληρη στην περιοχή της Σύρτης, έμεινε χωρίς νερό· κι ετούτοι, ύστερ᾽ από σύσκεψη, αποφάσισαν όλοι μαζί να εκστρατεύσουν εναντίον του νοτιά (λέω αυτά που λεν οι Λίβυες), κι όταν έφτασαν στους αμμότοπους, φύσηξε ο νοτιάς και τους παράχωσε. Εξολοθρεύτηκαν λοιπόν αυτοί και τη χώρα τους την έχουν οι Νασαμώνες.
[4.174.1]τούτων δὲ κατύπερθε πρὸς νότον ἄνεμον ἐν τῇ θηριώδεϊ οἰκέουσι Γαράμαντες, οἳ πάντα ἄνθρωπον φεύγουσι καὶ παντὸς ὁμιλίην, καὶ οὔτε ὅπλον ἐκτέαται ἀρήιον οὐδὲν οὔτε ἀμύνεσθαι ἐπιστέαται.Πιο πέρα απ᾽ αυτούς, προς τον άνεμο του νότου, στη χώρα με τα πολλά θηρία, ζουν οι Γαράμαντες, που φεύγουν μακριά από κάθε άνθρωπο κι από κάθε συναναστροφή, κι ούτε κρατούν κανένα πολεμικό όπλο ούτε ξέρουν ν᾽ αντιμετωπίζουν εχθρό.
[4.175.1]οὗτοι μὲν δὴ κατύπερθε οἰκέουσι Νασαμώνων, τὸ δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν ἔχονται τὸ πρὸς ἑσπέρης Μάκαι, οἳ λόφους κείρονται, τὸ μὲν μέσον τῶν τριχῶν ἀνιέντες αὔξεσθαι, τὰ δὲ ἔνθεν καὶ ἔνθεν κείροντες ἐν χροΐ, ἐς δὲ τὸν πόλεμον στρουθῶν καταγαίων δορὰς φορέουσι προβλήματα.Λοιπόν αυτοί κατοικούν πιο μέσα από τους Νασαμώνες, αλλά απ᾽ τη μεριά της θάλασσας, αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς, προς τα δυτικά, ζουν οι Μάκες, που κουρεύονται έτσι που να ᾽χουν λοφίο στο κεφάλι: αφήνουν τις τρίχες που είναι γύρω στην κορυφή να μεγαλώνουν και ξυρίζουν τις γύρω γύρω σύρριζα· και στον πόλεμο φορούν μπροστά στο στήθος τους για προστασία τομάρια στρουθοκαμήλων.
[4.175.2]διὰ δὲ αὐτῶν Κῖνυψ ποταμὸς ῥέων ἐκ λόφου καλευμένου Χαρίτων ἐς θάλασσαν ἐκδιδοῖ. ὁ δὲ λόφος οὗτος ὁ Χαρίτων δασὺς ἴδῃσί ἐστι, ἐούσης τῆς ἄλλης τῆς προκαταλεχθείσης Λιβύης ψιλῆς· ἀπὸ θαλάσσης δὲ ἐς αὐτὸν στάδιοι διηκόσιοί εἰσι.Τη χώρα τους τη διασχίζει ο ποταμός Κίνυψ, που έχει τις πηγές του σε λόφο, που του έδωσαν τ᾽ όνομα των Χαρίτων, και χύνεται στη θάλασσα. Κι αυτός ο λόφος των Χαρίτων είναι σκεπασμένος από πυκνό δάσος, ενώ η υπόλοιπη Λιβύη που περιγράψαμε είναι άδεντρη· η απόστασή του από τη θάλασσα είναι διακόσιοι στάδιοι.
[4.176.1]Μακέων δὲ τούτων ἐχόμενοι Γινδᾶνές εἰσι, τῶν αἱ γυναῖκες περισφύρια δερμάτων πολλὰ ἑκάστη φορέει κατὰ τοιόνδε τι, ὡς λέγεται· κατ᾽ ἄνδρα ἕκαστον μειχθέντα περισφύριον περιδέεται· ἣ δ᾽ ἂν πλεῖστα ἔχῃ, αὕτη ἀρίστη δέδοκται εἶναι ὡς ὑπὸ πλείστων ἀνδρῶν φιληθεῖσα.Αμέσως ύστερ᾽ από αυτούς τους Μάκες έρχονται οι Γινδάνες, που οι γυναίκες τους φορούν η καθεμιά τους γύρω από τον αστράγαλο πολλά βραχιόλια δερμάτινα, για τον εξής λόγο, όπως λένε: για κάθε άντρα που κάνει έρωτα μαζί της, φορά κι ένα βραχιόλι· κι όποια έχει τα περισσότερα, αυτήν έχουν για πρώτη και καλύτερη, αφού αγαπήθηκε από περισσότερους άντρες.
[4.177.1]ἀκτὴν δὲ προέχουσαν ἐς τὸν πόντον τούτων τῶν Γινδάνων νέμονται Λωτοφάγοι, οἳ τὸν καρπὸν μοῦνον τοῦ λωτοῦ τρώγοντες ζώουσι. ὁ δὲ τοῦ λωτοῦ καρπός ἐστι μέγαθος ὅσον τε τῆς σχίνου, γλυκύτητα δὲ τοῦ φοίνικος τῷ καρπῷ προσείκελος. ποιεῦνται δὲ ἐκ τοῦ καρποῦ τούτου οἱ Λωτοφάγοι καὶ οἶνον.Το ακρωτήριο της χώρας αυτών των Γινδάνων που προχωρά βαθιά στη θάλασσα το κατοικούν οι Λωτοφάγοι, που ζουν τρώγοντας μονάχα τον καρπό του λωτού· κι ο καρπός του λωτού είναι μεγάλος όσο του μαστιχόδεντρου, και είναι γλυκός σαν τον καρπό της χουρμαδιάς· οι Λωτοφάγοι κάνουν και κρασί απ᾽ τον καρπό αυτό.
[4.178.1]Λωτοφάγων δὲ τὸ παρὰ θάλασσαν ἔχονται Μάχλυες, [τῷ] λωτῷ μὲν καὶ οὗτοι χρεώμενοι, ἀτὰρ ἧσσόν γε τῶν πρότερον λεχθέντων. κατήκουσι δὲ ἐπὶ ποταμὸν μέγαν τῷ οὔνομα Τρίτων ἐστί· ἐκδιδοῖ δὲ οὗτος ἐς λίμνην μεγάλην Τριτωνίδα· ἐν δὲ αὐτῇ νῆσος ἔνι τῇ οὔνομα Φλά. ταύτην δὲ τὴν νῆσον Λακεδαιμονίοισί φασι λόγιον εἶναι κτίσαι.Αμέσως ύστερ᾽ από τους Λωτοφάγους, απ᾽ τη μεριά της θάλασσας, έρχονται οι Μάχλυες, που κι αυτοί ζουν απ᾽ τον λωτό, όχι όμως όσο εκείνοι που ανάφερα προηγουμένως. Και φτάνουν ώς το μεγάλο ποταμό που τ᾽ όνομά του είναι Τρίτων· κι αυτός χύνεται στη μεγάλη λίμνη, την Τριτωνίδα· μες στη λίμνη βρίσκεται νησί, που λέγεται Φλα· και λένε πως οι Λακεδαιμόνιοι πήραν χρησμό να χτίσουν σ᾽ αυτό αποικία.
[4.179.1]Ἔστι δὲ καὶ ὅδε λόγος λεγόμενος, Ἰήσονα, ἐπείτε οἱ ἐξεργάσθη ὑπὸ τῷ Πηλίῳ ἡ Ἀργώ, ἐσθέμενον ἐς αὐτὴν ἄλλην τε ἑκατόμβην καὶ δὴ καὶ τρίποδα χάλκεον περιπλέειν Πελοπόννησον βουλόμενον ἐς Δελφοὺς ἀπικέσθαι.Κι επίσης έχουν να λένε κι αυτή την ιστορία, πως ο Ιάσων, αφού η Αργώ ναυπηγήθηκε στην εντέλεια στ᾽ ακρογιάλια του Πηλίου, φόρτωσε στο καράβι τάμα, εκτός από την εκατόμβη, έναν χάλκινο τρίποδα κι έκανε το γύρο της Πελοποννήσου, θέλοντας να φτάσει στους Δελφούς.
[4.179.2]καί μιν, ὡς πλέοντα γενέσθαι κατὰ Μαλέην, ὑπολαβεῖν ἄνεμον βορέην καὶ ἀποφέρειν πρὸς τὴν Λιβύην· πρὶν δὲ κατιδέσθαι γῆν, ἐν τοῖσι βράχεσι γενέσθαι λίμνης τῆς Τριτωνίδος. καί οἱ ἀπορέοντι τὴν ἐξαγωγὴν λόγος ἐστὶ φανῆναι Τρίτωνα καὶ κελεύειν τὸν Ἰήσονα ἑωυτῷ δοῦναι τὸν τρίποδα, φάμενόν σφι καὶ τὸν πόρον δέξειν καὶ ἀπήμονας ἀποστελέειν.Κι όταν έφτασε με το καράβι του στον Μαλέα, τον άρπαξε άνεμος βοριάς και τον παράσερνε προς τη Λιβύη· και πως, πριν αντικρίσει τη στεριά, βρέθηκε στις ξέρες της λίμνης Τριτωνίδας. Καθώς λοιπόν δεν είχε τρόπο να βγει αποκεί μέσα, λένε πως εμφανίστηκε ο Τρίτων και πρόσταζε τον Ιάσονα να του δώσει τον τρίποδα, λέγοντας ότι και το πέρασμα θα του δείξει και θα τους στείλει πίσω σώους και αβλαβείς.
[4.179.3]πειθομένου δὲ τοῦ Ἰήσονος οὕτω δὴ τόν τε διέκπλοον τῶν βραχέων δεικνύναι τὸν Τρίτωνά σφι καὶ τὸν τρίποδα θεῖναι ἐν τῷ ἑωυτοῦ ἱρῷ ἐπιθεσπίσαντά τε τῷ τρίποδι καὶ τοῖσι σὺν Ἰήσονι σημήναντα τὸν πάντα λόγον, ὡς ἐπεὰν τὸν τρίποδα κομίσηται τῶν τις ἐκγόνων τῶν ἐν τῇ Ἀργοῖ συμπλεόντων, τότε ἑκατὸν πόλιας οἰκῆσαι περὶ τὴν Τριτωνίδα λίμνην Ἑλληνίδας πᾶσαν εἶναι ἀνάγκην. ταῦτα ἀκούσαντας τοὺς ἐπιχωρίους τῶν Λιβύων κρύψαι τὸν τρίποδα.Ο Ιάσων τον άκουσε, κι έτσι και τη διέξοδο από τις ξέρες τούς έδειξε ο Τρίτων και τον τρίποδα πήρε και τον έβαλε στο ναό του, κι ύστερα, καθισμένος πάνω στον τρίποδα, προφήτεψε κι αποκάλυψε στους συντρόφους του Ιάσονα όλα τα μελλούμενα, πως —ό,τι γράφει δεν ξεγράφει—, όταν κάποιος απ᾽ τους απογόνους των αντρών που ταξίδευαν με την Αργώ θα πάρει τον τρίποδα, τότε θα χτιστούν γύρω από την Τριτωνίδα λίμνη εκατό ελληνικές πόλεις. Και λένε πως, όταν τ᾽ άκουσαν οι Λίβυες της περιοχής, έκρυψαν τον τρίποδα.
[4.180.1]Τούτων δὲ ἔχονται τῶν Μαχλύων Αὐσέες. οὗτοι δὲ καὶ οἱ Μάχλυες πέριξ τὴν Τριτωνίδα λίμνην οἰκέουσι, τὸ μέσον δέ σφι οὐρίζει ὁ Τρίτων. καὶ οἱ μὲν Μάχλυες τὰ ὀπίσω κομῶσι τῆς κεφαλῆς, οἱ δὲ Αὐσέες τὰ ἔμπροσθε.Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς τους Μάχλυες έρχονται οι Αυσείς. Κι ετούτοι και οι Μάχλυες ζουν γύρω από τη λίμνη Τριτωνίδα, κι έχουν σύνορο ανάμεσά τους τον ποταμό Τρίτωνα. Αλλά, ενώ οι Μάχλυες αφήνουν μακριά τα μαλλιά τους στο πίσω μέρος του κεφαλιού, οι Αυσείς τ᾽ αφήνουν από μπροστά.
[4.180.2]ὁρτῇ δὲ ἐνιαυσίῃ Ἀθηναίης αἱ παρθένοι αὐτῶν δίχα διαστᾶσαι μάχονται πρὸς ἀλλήλας λίθοισί τε καὶ ξύλοισι, τῇ αὐθιγενέϊ θεῷ λέγουσαι τὰ πάτρια ἀποτελέειν, τὴν Ἀθηναίην καλέομεν. τὰς δὲ ἀποθνῃσκούσας τῶν παρθένων ἐκ τῶν τρωμάτων ψευδοπαρθένους καλέουσι.Και στην ετήσια γιορτή της Αθηνάς, οι κοπέλες τους, χωρισμένες σε δυο στρατόπεδα, στήνουν πόλεμο ανάμεσά τους με πέτρες και ξύλα, λέγοντας ότι προσφέρουν την πατροπαράδοτη λατρεία στη θεά του τόπου, αυτή που οι Έλληνες τη λέμε Αθηνά. Κι όσες κοπέλες σκοτώνονται από τα χτυπήματα, τις λένε ψευτοπαρθένες.
[4.180.3]πρὶν δὲ ἀνεῖναι αὐτὰς μάχεσθαι, τάδε ποιεῦσι· κοινῇ παρθένον τὴν καλλιστεύουσαν ἑκάστοτε κοσμήσαντες κυνέῃ τε Κορινθίῃ καὶ πανοπλίῃ Ἑλληνικῇ καὶ ἐπ᾽ ἅρμα ἀναβιβάσαντες περιάγουσι τὴν [λίμνην] κύκλῳ.Και πριν δώσουν το σύνθημα ν᾽ αρχίσει η μάχη, νά τί κάνουν· την κοπέλα που κάθε φορά βγαίνει πρώτη στην ομορφιά τη στολίζουν, με κοινή φροντίδα, με κορινθιακή περικεφαλαία κι ελληνική πανοπλία, την ανεβάζουν σε άρμα για να κάνει ένα γύρο [της λίμνης]·
[4.180.4]ὁτέοισι δὲ τὸ πάλαι ἐκόσμεον τὰς παρθένους πρὶν ἤ σφι Ἕλληνας παροικισθῆναι, οὐκ ἔχω εἰπεῖν, δοκέω δ᾽ ὦν Αἰγυπτίοισι ὅπλοισι κοσμέεσθαι αὐτάς· ἀπὸ γὰρ Αἰγύπτου καὶ τὴν ἀσπίδα καὶ τὸ κράνος φημὶ ἀπῖχθαι ἐς τοὺς Ἕλληνας.τώρα, με τί στόλιζαν τις κοπέλες αυτές προτού έρθουν οι Έλληνες και γειτονέψουν, δεν ξέρω να το πω, πιστεύω όμως πως τις στόλιζαν με όπλα αιγυπτιακά· γιατί υποστηρίζω πως την ασπίδα και το κράνος οι Έλληνες τα πήραν από την Αίγυπτο.
[4.180.5]τὴν δὲ Ἀθηναίην φασὶ Ποσειδέωνος εἶναι θυγατέρα καὶ τῆς Τριτωνίδος λίμνης, καί μιν μεμφθεῖσάν τι τῷ πατρὶ δοῦναι ἑωυτὴν τῷ Διί, τὸν δὲ Δία ἑωυτοῦ μιν ποιήσασθαι θυγατέρα. ταῦτα μὲν λέγουσι, μεῖξιν δὲ ἐπίκοινον τῶν γυναικῶν ποιέονται, οὔτε συνοικέοντες κτηνηδόν τε μισγόμενοι.Για την Αθηνά λένε πως ήταν θυγατέρα του Ποσειδώνα και της λίμνης Τριτωνίδας, και πως, έχοντας κάποιο παράπονο απ᾽ τον πατέρα της, είπε στον Δία να την πάρει για παιδί του, κι ο Δίας την αναγνώρισε θυγατέρα του. Αυτές τις ιστορίας λένε, ενώ σμίγουν με τις γυναίκες σα ν᾽ ανήκουν όλες σε όλους, οικογένειες δεν κάνουν, αλλά σμίγουν σαν κτήνη.
[4.180.6]ἐπεὰν δὲ γυναικὶ τὸ παιδίον ἁδρὸν γένηται, συμφοιτῶσι ἐς τὠυτὸ οἱ ἄνδρες τρίτου μηνός, καὶ τῷ ἂν οἴκῃ τῶν ἀνδρῶν τὸ παιδίον, τούτου παῖς νομίζεται.Κι όταν μια γυναίκα γεννήσει παιδί και πάρει αυτό να ζωηρεύει, συγκεντρώνονται στο ίδιο μέρος οι άντρες τον τρίτο μήνα, και, μ᾽ όποιον απ᾽ αυτούς μοιάζει το νήπιο, αυτός περνά για πατέρας του.
[4.181.1]Οὗτοι μὲν οἱ παραθαλάσσιοι τῶν νομάδων Λιβύων εἰρέαται, ὑπὲρ δὲ τούτων ἐς μεσόγαιαν ἡ θηριώδης ἐστὶ Λιβύη, ὑπὲρ δὲ τῆς θηριώδεος ὀφρύη ψάμμης κατήκει, παρατείνουσα ἀπὸ Θηβέων τῶν Αἰγυπτιέων ἐπ᾽ Ἡρακλέας στήλας.Αυτή λοιπόν είναι η περιγραφή των παραθαλασσίων από τους νομάδες Λίβυες· τώρα, πιο πέρα απ᾽ αυτούς, προς το εσωτερικό, βρίσκεται η Λιβύη των άγριων θηρίων, και πιο πέρα από τη χώρα των άγριων θηρίων συναντούμε ένα φρύδι άμμου, που πιάνει μια γραμμή από τις Θήβες της Αιγύπτου ώς τις Ηράκλειες στήλες.
[4.181.2]ἐν δὲ τῇ ὀφρύῃ ταύτῃ μάλιστα διὰ δέκα ἡμερέων ὁδοῦ ἁλός ἐστι τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους ἐν κολωνοῖσι, καὶ ἐν κορυφῇσι ἑκάστου τοῦ κολωνοῦ ἀνακοντίζει ἐκ μέσου τοῦ ἁλὸς ὕδωρ ψυχρὸν καὶ γλυκύ, περὶ δὲ αὐτὸ ἄνθρωποι οἰκέουσι ἔσχατοι πρὸς τῆς ἐρήμου καὶ ὑπὲρ τῆς θηριώδεος, πρῶτοι μὲν ἀπὸ Θηβέων διὰ δέκα ἡμερέων ὁδοῦ Ἀμμώνιοι, ἔχοντες τὸ ἱρὸν ἀπὸ τοῦ Θηβαιέος Διός· καὶ γὰρ τὸ ἐν Θήβῃσι, ὡς καὶ πρότερον εἴρηταί μοι, κριοπρόσωπον τοῦ Διὸς τὤγαλμά ἐστι.Και, σε απόσταση δρόμου δέκα ημερών, πάνω σ᾽ αυτό το φρύδι βρίσκονται όγκοι αλατιού, από σβόλους μεγάλους, που σχηματίζουν λόφους, και στην κορυφή του κάθε λόφου μέσ᾽ από το αλάτι εκτοξεύεται ψηλά νερό κρύο και γλυκό, και γύρω απ᾽ αυτό κατοικούν άνθρωποι, οι τελευταίοι προς τη μεριά της ερήμου και πιο πέρ᾽ απ᾽ τη χώρα των άγριων θηρίων· ξεκινώντας από τις Θήβες πρώτους συναντάς, ύστερ᾽ από δρόμο δέκα ημερών, τους Αμμωνίους, που ο ναός τους έχει πρότυπό του το ναό του Δία στις Θήβες· γιατί, όπως και προηγουμένως έχω πει, το άγαλμα του Δία στις Θήβες έχει πρόσωπο κριαριού.
[4.181.3]τυγχάνει δὲ καὶ ἄλλο σφι ὕδωρ κρηναῖον ἐόν, τὸ τὸν μὲν ὄρθρον γίνεται χλιαρόν, ἀγορῆς δὲ πληθυούσης ψυχρότερον· μεσαμβρίη τέ ἐστι καὶ τὸ κάρτα γίνεται ψυχρόν. τηνικαῦτα δὲ ἄρδουσι τοὺς κήπους·Και τυχαίνει να ᾽χουν κι άλλο νερό, από πηγή, που τα χαράματα αναβλύζει χλιαρό, και, την ώρα που η αγορά γεμίζει κόσμο, πιο δροσερό· έρχεται το μεσημέρι, και γίνεται κατάκρυο, και τότε ποτίζουν τα περιβόλια τους·
[4.181.4]ἀποκλινομένης δὲ τῆς ἡμέρης ὑπίεται τοῦ ψυχροῦ, ἐς οὗ δύεταί τε ὁ ἥλιος καὶ τὸ ὕδωρ γίνεται χλιαρόν· ἐπὶ δὲ μᾶλλον ἰὸν ἐς τὸ θερμὸν ἐς μέσας νύκτας πελάζει, τηνικαῦτα δὲ ζέει ἀμβολάδην· παρέρχονταί τε μέσαι νύκτες καὶ ψύχεται μέχρι ἐς ἠῶ. ἐπίκλησιν δὲ αὕτη ἡ κρήνη καλέεται ἡλίου.και, καθώς παίρνει να γέρνει η μέρα, σιγά σιγά χάνεται και η δροσιά του, ώσπου ο ήλιος βασιλεύει και το νερό αναβλύζει χλιαρό, κι ολοένα αναβλύζει και πιο ζεστό· κι όταν πλησιάζουν τα μεσάνυχτα, τότε κοχλάζει καυτό· περνούν τα μεσάνυχτα κι από την ώρα εκείνη ώς την αυγή αναβλύζει ολοένα και δροσερότερο. Η πηγή αυτή είναι γνωστή με τ᾽ όνομα Πηγή του Ήλιου.
[4.182.1]μετὰ δὲ Ἀμμωνίους, διὰ τῆς ὀφρύης τῆς ψάμμου δι᾽ ἀλλέων δέκα ἡμερέων ὁδοῦ, κολωνός τε ἁλός ἐστι ὅμοιος τῷ Ἀμμωνίῳ καὶ ὕδωρ, καὶ ἄνθρωποι περὶ αὐτὸν οἰκέουσι· τῷ δὲ χώρῳ τούτῳ οὔνομα Αὔγιλά ἐστι. ἐς τοῦτον τὸν χῶρον οἱ Νασαμῶνες ὀπωριεῦντες τοὺς φοίνικας φοιτῶσι.Κι άλλες δέκα μέρες δρόμο μέσ᾽ από το φρύδι της άμμου ύστερ᾽ από τους Αμμωνίους βρίσκεται λόφος από αλάτι όμοιος με των Αμμωνίων, και νερό, και γύρω απ᾽ αυτόν ζουν άνθρωποι· τ᾽ όνομα του τόπου αυτού είναι Αύγιλα· σ᾽ αυτό τον τόπο πηγαίνουν οι Νασαμώνες για να τρυγήσουν τον καρπό της χουρμαδιάς.
[4.183.1]ἀπὸ δὲ Αὐγίλων διὰ δέκα ἡμερέων ἀλλέων ὁδοῦ ἕτερος ἁλὸς κολωνὸς καὶ ὕδωρ καὶ φοίνικες καρποφόροι πολλοί, κατά περ καὶ ἐν τοῖσι ἑτέροισι· καὶ ἄνθρωποι οἰκέουσι ἐν αὐτῷ τοῖσι οὔνομα Γαράμαντές ἐστι, ἔθνος μέγα ἰσχυρῶς, οἳ ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐπιφορέοντες οὕτω σπείρουσι.Κι ύστερ᾽ από δρόμο άλλων δέκα ημερών από τα Αύγιλα, άλλος λόφος από αλάτι και νερό και πολλές φοινικιές που δίνουν καρπό, παρόμοια με τους άλλους λόφους· εκεί ζουν άνθρωποι που τ᾽ όνομά τους είναι Γαράμαντες, έθνος εξαιρετικά μεγάλο, που κουβαλούν χώμα και το στρώνουν πάνω στο αλάτι κι έτσι σπέρνουν.
[4.183.2]συντομώτατον δ᾽ ἐστὶ ἐς τοὺς Λωτοφάγους, ἐκ τῶν τριήκοντα ἡμερέων ἐς αὐτοὺς ὁδός ἐστι, ἐν τοῖσι καὶ οἱ ὀπισθονόμοι βόες γίνονται. ὀπισθονόμοι δὲ διὰ τόδε εἰσί· τὰ κέρεα ἔχουσι κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθε.Από τη χώρα τους ώς τους Λωτοφάγους η πιο σύντομη απόσταση είναι δρόμος τριάντα ημερών. Στη χώρα τους είναι που ζουν τα βόδια που βόσκουν προχωρώντας προς τα πίσω, για τον εξής λόγο· έχουν τα κέρατά τους κυρτωμένα προς τα μπρος·
[4.183.3]διὰ τοῦτο ὀπίσω ἀναχωρέοντες νέμονται· ἐς γὰρ τὸ ἔμπροσθε οὐκ οἷοί τέ εἰσι προεμβαλλόντων ἐς τὴν γῆν τῶν κερέων. ἄλλο δὲ οὐδὲν διαφέρουσι τῶν ἄλλων βοῶν ὅτι μὴ τοῦτο καὶ τὸ δέρμα ἐς παχύτητά τε καὶ τρῖψιν.κι έτσι βόσκουν προχωρώντας προς τα πίσω, αφού δεν μπορούν να προχωρήσουν προς τα μπρος, γιατί τα κέρατά τους καρφώνονται στη γη. Διαφορά άλλη από τ᾽ άλλα βόδια δεν έχουν, παρά μονάχα σ᾽ αυτό και στο δέρμα τους, που είναι πιο παχύ και πιο ανθεκτικό.
[4.183.4]οἱ Γαράμαντες δὴ οὗτοι τοὺς τρωγλοδύτας Αἰθίοπας θηρεύουσι τοῖσι τεθρίπποισι· οἱ γὰρ τρωγλοδύται Αἰθίοπες πόδας τάχιστοι ἀνθρώπων πάντων εἰσὶ τῶν ἡμεῖς πέρι λόγους ἀποφερομένους ἀκούομεν. σιτέονται δὲ οἱ τρωγλοδύται ὄφις καὶ σαύρας καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἑρπετῶν· γλῶσσαν δὲ οὐδεμιῇ ἄλλῃ παρομοίην νενομίκασι, ἀλλὰ τετρίγασι κατά περ αἱ νυκτερίδες.Κι οι Γαράμαντες αυτοί βγαίνουν και κυνηγούν τους τρωγλοδύτες Αιθίοπες με άρματα που τα σέρνουν τέσσερα άλογα. Γιατί οι τρωγλοδύτες Αιθίοπες είναι πιο γοργοπόδαροι απ᾽ όλους τους λαούς, απ᾽ αυτούς για τους οποίους μας έρχονται πληροφορίες. Και τρέφονται οι τρωγλοδύτες με φίδια και σαύρες κι άλλα παρόμοια ερπετά· η γλώσσα που μιλούν δε μοιάζει με καμιά άλλη, είναι κάτι σαν τα τσιρίσματα που βγάζουν οι νυχτερίδες.
[4.184.1]ἀπὸ δὲ Γαραμάντων δι᾽ ἀλλέων δέκα ἡμερέων ὁδοῦ ἄλλος ἁλός τε κολωνὸς καὶ ὕδωρ, καὶ ἄνθρωποι περὶ αὐτὸν οἰκέουσι τοῖσι οὔνομά ἐστι Ἀτάραντες, οἳ ἀνώνυμοί εἰσι μοῦνοι ἀνθρώπων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν· ἁλέσι μὲν γάρ σφί ἐστι Ἀτάραντες οὔνομα, ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ αὐτῶν οὔνομα οὐδὲν κεῖται.Σε απόσταση δρόμου άλλων δέκα ημερών από τους Γαράμαντες, άλλος λόφος από άμμο, και νερό, και άνθρωποι να ζουν γύρω απ᾽ αυτόν, που τ᾽ όνομά τους είναι Ατάραντες, κι είναι αυτοί οι μόνοι άνθρωποι, απ᾽ όσους ξέρουμε, που δεν έχουν ονόματα· γιατί έχουν όλοι τους το κοινό όνομα της φυλής τους, Ατάραντες, όμως ξεχωριστό όνομα για τον καθένα τους δε βάζουν.
[4.184.2]οὗτοι τῷ ἡλίῳ ὑπερβάλλοντι καταρῶνται καὶ πρὸς τούτοισι πάντα τὰ αἰσχρὰ λοιδορέονται, ὅτι σφέας καίων ἐπιτρίβει, αὐτούς τε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν χώρην αὐτῶν.Ετούτοι καταριούνται τον ήλιο, όταν η ζέστη του γίνεται ανυπόφερτη, κι ακόμα τον περιλούζουν με τις πιο χοντρές βρισιές, γιατί με τη φωτιά του κάνει τη ζωή τους κόλαση, μαραίνει και τους ανθρώπους και τη γη τους.
[4.184.3]μετὰ δὲ δι᾽ ἀλλέων δέκα ἡμερέων [ὁδοῦ] ἄλλος κολωνὸς ἁλὸς καὶ ὕδωρ, καὶ ἄνθρωποι περὶ αὐτὸν οἰκέουσι. ἔχεται δὲ τοῦ ἁλὸς τούτου ὄρος τῷ οὔνομα [ἐστὶ] Ἄτλας. ἔστι δὲ στεινὸν καὶ κυκλοτερὲς πάντῃ, ὑψηλὸν δὲ οὕτω δή τι λέγεται ὡς τὰς κορυφὰς αὐτοῦ οὐκ οἷά τε εἶναι ἰδέσθαι· οὐδέκοτε γὰρ αὐτὰς ἀπολείπειν νέφεα οὔτε θέρεος οὔτε χειμῶνος. τοῦτον [τὸν] κίονα τοῦ οὐρανοῦ λέγουσι οἱ ἐπιχώριοι εἶναι.Κι ύστερ᾽ από δρόμο άλλων δέκα ημερών, άλλος λόφος από αλάτι, και νερό, κι άνθρωποι να κατοικούν γύρω του. Αμέσως ύστερ᾽ από αυτό τον αλατόλοφο συναντάς βουνό, που τ᾽ όνομά του είναι Άτλας, που πιάνει μικρή έκταση και το σχήμα του είναι τέλειος κύκλος, και, απ᾽ ό,τι λένε, τόσο ψηλό, που είναι αδύνατο να δει κανείς τις κορυφές του, γιατί χειμώνα καλοκαίρι είναι σκεπασμένες με σύννεφα· οι άνθρωποι του τόπου λένε πως είναι η κολόνα τ᾽ ουρανού.
[4.184.4]ἐπὶ τούτου τοῦ ὄρεος οἱ ἄνθρωποι οὗτοι ἐπώνυμοι ἐγένοντο· καλέονται γὰρ δὴ Ἄτλαντες. λέγονται δὲ οὔτε ἔμψυχον οὐδὲν σιτέεσθαι οὔτε ἐνύπνια ὁρᾶν.Απ᾽ τ᾽ όνομα αυτού του βουνού πήραν κι οι άνθρωποι αυτοί το δικό τους, δηλαδή ονομάζονται Άτλαντες. Και λένε γι᾽ αυτούς πως δεν τρώνε κανένα ζώο ούτε όνειρα βλέπουν.
[4.185.1]μέχρι μὲν δὴ τῶν Ἀτλάντων τούτων ἔχω τὰ οὐνόματα τῶν ἐν τῇ ὀφρύῃ κατοικημένων καταλέξαι, τὸ δ᾽ ἀπὸ τούτων οὐκέτι. διήκει δ᾽ ὦν ἡ ὀφρύη μέχρι Ἡρακλέων στηλέων καὶ τὸ ἔξω τουτέων.Λοιπόν ώς κι αυτούς τους Άτλαντες μπορώ να καταγράψω τα ονόματα των λαών που ζουν σ᾽ αυτό το φρύδι, όχι όμως και πιο πέρα απ᾽ αυτούς. Κι αυτό το φρύδι της άμμου φτάνει ώς τις Ηράκλειες στήλες, μάλιστα προχωρεί και πιο πέρα.
[4.185.2]ἔστι δὲ ἁλός τε μέταλλον ἐν αὐτῇ διὰ δέκα ἡμερέων ὁδοῦ καὶ ἄνθρωποι οἰκέοντες. τὰ δὲ οἰκία τούτοισι πᾶσι ἐκ τῶν ἁλίνων χόνδρων οἰκοδομέαται. ταῦτα γὰρ ἤδη τῆς Λιβύης ἄνομβρά ἐστι· οὐ γὰρ ἂν ἐδυνέατο μένειν οἱ τοῖχοι ἐόντες ἅλινοι, εἰ ὗε.Και σ᾽ αυτό τον τόπο, σε μια έκταση που θέλει δέκα ημερών δρόμο να τη διαβείς, βρίσκεται ορυκτό αλάτι και ζουν άνθρωποι. Και χτίζουν τα σπίτια τους με πλιθιά απ᾽ αλάτι, αφού σ᾽ αυτά πια τα μέρη της Λιβύης δε βρέχει ποτέ· γιατί πώς θα μπορούσαν ν᾽ αντέξουν οι τοίχοι που είναι απ᾽ αλάτι, αν έβρεχε;
[4.185.3]ὁ δὲ ἃλς αὐτόθι καὶ λευκὸς καὶ πορφύρεος τὸ εἶδος ὀρύσσεται. ὑπὲρ δὲ τῆς ὀφρύης ταύτης, τὸ πρὸς νότου καὶ ἐς μεσόγαιαν τῆς Λιβύης, ἔρημος καὶ ἄνυδρος καὶ ἄθηρος καὶ ἄνομβρος καὶ ἄξυλός ἐστι ἡ χώρη, καὶ ἰκμάδος ἐστὶ ἐν αὐτῇ οὐδέν.Το αλάτι που βγάζουν εκεί από τη γη είναι και άσπρο και κόκκινο. Τώρα, πιο πέρα από το φρύδι της άμμου, προς τα νότια και στο εσωτερικό της Λιβύης, έρημη και χωρίς νερό και χωρίς θηρία και χωρίς βροχές και χωρίς δέντρα είναι η χώρα, κι από υγρασία καν τίποτε.
[4.186.1]Οὕτω μὲν μέχρι τῆς Τριτωνίδος λίμνης ἀπ᾽ Αἰγύπτου νομάδες εἰσὶ κρεοφάγοι τε καὶ γαλακτοπόται Λίβυες, καὶ θηλέων τε βοῶν οὔτι γευόμενοι, δι᾽ ὅ τι περ οὐδὲ Αἰγύπτιοι, καὶ ὗς οὐ τρέφοντες.Έτσι λοιπόν οι Λίβυες, από την Αίγυπτο ώς τη λίμνη Τριτωνίδα, είναι νομάδες, κρεοφάγοι και γαλατοπότες, αλλά δε βάζουν στο στόμα τους κρέας αγελάδας, όπως οι Αιγύπτιοι και για τον ίδιο λόγο, και δεν τρέφουν χοίρους.
[4.186.2]βοῶν μέν νυν θηλέων οὐδ᾽ αἱ Κυρηναίων γυναῖκες δικαιεῦσι πατέεσθαι διὰ τὴν ἐν Αἰγύπτῳ Ἶσιν, ἀλλὰ καὶ νηστηίας αὐτῇ καὶ ὁρτὰς ἐπιτελέουσι· αἱ δὲ τῶν Βαρκαίων γυναῖκες οὐδὲ ὑῶν πρὸς τῇσι βουσὶ γεύονται.Κρέας αγελάδας ούτε οι γυναίκες των Κυρηναίων στέργουν να φάνε, για χάρη της Ίσιδας της Αιγύπτου, αλλά και νηστείες και γιορτές κάνουν γι᾽ αυτήν· κι οι γυναίκες των Βαρκαίων όχι μόνο κρέας αγελάδας, αλλά ούτε και χοιρινό βάζουν στο στόμα τους.
[4.187.1]ταῦτα μὲν δὴ οὕτω ἔχει, τὸ δὲ πρὸς ἑσπέρης τῆς Τριτωνίδος λίμνης οὐκέτι νομάδες εἰσὶ Λίβυες, οὐδὲ νόμοισι τοῖσι αὐτοῖσι χρεώμενοι, οὐδὲ κατὰ τὰ παιδία ποιεῦντες οἷόν τι καὶ οἱ νομάδες ἐώθασι ποιέειν.Λοιπόν έτσι τα ᾽χουν αυτά, όμως στα δυτικά απ᾽ την Τριτωνίδα λίμνη μέρη δεν υπάρχουν πια νομάδες Λίβυες, κι ούτε κρατούν τα ίδια συνήθεια ούτε με τα μικρά παιδιά τους κάνουν κάτι σαν κι αυτό που συνηθίζουν να κάνουν οι νομάδες.
[4.187.2]οἱ γὰρ δὴ τῶν Λιβύων νομάδες, εἰ μὲν πάντες οὐκ ἔχω ἀτρεκέως τοῦτο εἰπεῖν, ποιεῦσι δὲ αὐτῶν συχνοὶ τοιάδε· τῶν παιδίων τῶν σφετέρων, ἐπεὰν τετραέτεα γένηται, οἰσύπῃ προβάτων καίουσι τὰς ἐν τῇσι κορυφῇσι φλέβας, μετεξέτεροι δὲ αὐτῶν τὰς ἐν τοῖσι κροτάφοισι, τοῦδε εἵνεκα ὡς μή σφεας ἐς τὸν πάντα χρόνον καταρρέον φλέγμα ἐκ τῆς κεφαλῆς δηλῆται.Γιατί οι νομάδες Λίβυες (όλοι τους; δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα, πάντως όμως πολλοί απ᾽ αυτούς), νά τί κάνουν: των μικρών παιδιών τους, όταν γίνουν τεσσάρων χρονών, καυτηριάζουν με ακάθαρτο μαλλί προβάτου τις φλέβες της κορυφής του κεφαλιού τους, μερικοί μάλιστα απ᾽ αυτούς και τις φλέβες των μηλιγγιών τους, κι ο λόγος είναι να μην υποφέρουν σ᾽ όλη τους τη ζωή από το φλέγμα που κατεβαίνει από το κεφάλι τους.
[4.187.3]καὶ διὰ τοῦτο σφέας λέγουσι εἶναι ὑγιηροτάτους. εἰσὶ γὰρ ὡς ἀληθέως οἱ Λίβυες ἀνθρώπων πάντων ὑγιηρότατοι τῶν ἡμεῖς ἴδμεν· εἰ μὲν διὰ τοῦτο, οὐκ ἔχω ἀτρεκέως εἰπεῖν, ὑγιηρότατοι δ᾽ ὦν εἰσί. ἦν δὲ καίουσι τὰ παιδία σπασμὸς ἐπιγένηται, ἐξεύρηταί σφι ἄκος· τράγου γὰρ οὖρον σπείσαντες ῥύονταί σφεα. λέγω δὲ τὰ λέγουσι αὐτοὶ Λίβυες.Και γι᾽ αυτό το ᾽χουν να το λένε πως είναι οι πιο γεροί απ᾽ όλους. Και πραγματικά οι Λίβυες, απ᾽ όλους όσους γνωρίζουμε, είναι οι πιο γεροί. Τώρα, αν το χρωστάνε σ᾽ αυτό, δεν μπορώ να το βεβαιώσω, όπως και να ᾽χει όμως είναι οι πιο γεροί απ᾽ όλους. Κι αν την ώρα που καυτηριάζουν τα μικρά παιδιά τα πιάσουν σπασμοί, βρήκαν τη γιατρειά· τα ραντίζουν δηλαδή με κάτουρο τράγου και τα σώζουν. Ό,τι λέω είναι τα λόγια των ίδιων των Λιβύων.
[4.188.1]θυσίαι δὲ τοῖσι νομάσι εἰσὶ αἵδε. ἐπεὰν τοῦ ὠτὸς ἀπάρξωνται τοῦ κτήνεος, ῥιπτέουσι ὑπὲρ τὸν δόμον, τοῦτο δὲ ποιήσαντες ἀποστρέφουσι τὸν αὐχένα αὐτοῦ. θύουσι δὲ ἡλίῳ καὶ σελήνῃ μούνοισι. τούτοισι μέν νυν πάντες Λίβυες θύουσι, ἀτὰρ οἱ περὶ τὴν Τριτωνίδα λίμνην νέμοντες τῇ Ἀθηναίῃ μάλιστα, μετὰ δὲ τῷ Τρίτωνι καὶ τῷ Ποσειδέωνι.Κι από θυσίες, νά τί έχουμε στους νομάδες· κόβουν μια άκρη από τ᾽ αφτί του ζώου, τη ρίχνουν ψηλά, πάνω από το ναό, κι ύστερα του στρίβουν προς τα πίσω το λαιμό και το σφάζουν. Θυσίες κάνουν μονάχα στον ήλιο και τη σελήνη· σ᾽ αυτούς κάνουν θυσίες όλοι οι Λίβυες, όσοι όμως ζουν γύρω από τη λίμνη Τριτωνίδα, πρώτ᾽ απ᾽ όλους στην Αθηνά, κατόπι στον Τρίτωνα και τον Ποσειδώνα.
[4.189.1]τὴν δὲ ἄρα ἐσθῆτα καὶ τὰς αἰγίδας τῶν ἀγαλμάτων τῆς Ἀθηναίης ἐκ τῶν Λιβυσσέων ἐποιήσαντο οἱ Ἕλληνες· πλὴν γὰρ ἢ ὅτι σκυτίνη ἡ ἐσθὴς τῶν Λιβυσσέων ἐστὶ καὶ οἱ θύσανοι οἱ ἐκ τῶν αἰγίδων αὐτῇσι οὐκ ὄφιές εἰσι ἀλλὰ ἱμάντινοι, τὰ δὲ ἄλλα πάντα κατὰ τὠυτὸ ἔσταλται.Και βέβαια τη φορεσιά και τις αιγίδες των αγαλμάτων της Αθηνάς τα πήραν οι Έλληνες από τις Λίβυσσες· γιατί, αν εξαιρέσουμε το ότι τα φορέματα των Λιβυσσών είναι δερμάτινα και τα κρόσσια που κρέμονται από τις αιγίδες σ᾽ αυτές δεν είναι φίδια, αλλά δερμάτινες λουρίδες, σ᾽ όλα τ᾽ άλλα η εμφάνιση είναι η ίδια.
[4.189.2]καὶ δὴ καὶ τὸ οὔνομα κατηγορέει ὅτι ἐκ Λιβύης ἥκει ἡ στολὴ τῶν Παλλαδίων· αἰγέας γὰρ περιβάλλονται ψιλὰς περὶ τὴν ἐσθῆτα θυσανωτὰς αἱ Λίβυσσαι, κεχριμένας ἐρευθεδάνῳ, ἐκ δὲ τῶν αἰγέων τουτέων αἰγίδας οἱ Ἕλληνες μετωνόμασαν.Ακόμα και η λέξη μάς δείχνει ότι η στολή των παλλαδίων μάς ήρθε από τη Λιβύη· γιατί οι Λίβυσσες φορούν πάνω απ᾽ τα ρούχα τους τομάρια αίγας χωρίς το τρίχωμά τους, με πολλά κρόσσια βαμμένα με ριζάρι, κι είναι απ᾽ αυτά τα τομάρια αίγας που οι Έλληνες τους έδωσαν το όνομα αιγίδες.
[4.189.3]δοκέει δ᾽ ἔμοιγε καὶ ‹ἡ› ὀλολυγὴ ἐπὶ ἱροῖσι ἐνθαῦτα πρῶτον γενέσθαι· κάρτα γὰρ ταύτῃ χρέωνται αἱ Λίβυσσαι καὶ χρέωνται καλῶς. καὶ τέσσερας ἵππους συζευγνύναι παρὰ Λιβύων οἱ Ἕλληνες μεμαθήκασι.Και πιστεύω πως οι θρήνοι και οι κοπετοί στις ιεροτελεστίες για πρώτη φορά εκεί ακούστηκαν· γιατί πολύ τα συνηθίζουν οι Λίβυσσες και τα κάνουν ωραία. Και να ζεύουν τέσσερα άλογα στο ίδιο άρμα από τους Λίβυες το έμαθαν οι Έλληνες.
[4.190.1]θάπτουσι δὲ τοὺς ἀποθνῄσκοντας οἱ νομάδες κατά περ οἱ Ἕλληνες, πλὴν Νασαμώνων· οὗτοι δὲ κατημένους θάπτουσι, φυλάσσοντες, ἐπεὰν ἀπίῃ τὴν ψυχήν, ὅκως μιν κατίσουσι μηδὲ ὕπτιος ἀποθανέεται. οἰκήματα δὲ σύμπηκτα ἐξ ἀνθερίκων ἐνειρμένων περὶ σχοίνους ἐστί, καὶ ταῦτα περιφορητά. νόμοισι μὲν τοιούτοισι οὗτοι χρέωνται.Και τους νεκρούς τους τούς θάβουν οι νομάδες όπως ακριβώς κι οι Έλληνες, με εξαίρεση τους Νασαμώνες· αυτοί λοιπόν τους θάβουν καθιστούς, κι έχουν το νου τους, την ώρα που κάποιος ψυχομαχά, να τον βάλουν να καθίσει, για να μη πεθάνει τ᾽ ανάσκελα. Τα σπίτια τους τα χτίζουν πλέκοντας καλάμια απ᾽ ασφοδείλια με βούρλα, κι είναι κινητά· αυτές λοιπόν είναι οι συνήθειες που κρατούν.
[4.191.1]Τὸ δὲ πρὸς ἑσπέρης τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ Αὐσέων ἔχονται ἀροτῆρες ἤδη Λίβυες καὶ οἰκίας νομίζοντες ἐκτῆσθαι, τοῖσι οὔνομα κεῖται Μάξυες, οἳ τὰ ἐπὶ δεξιὰ τῶν κεφαλέων κομῶσι, τὰ δ᾽ ἐπ᾽ ἀριστερὰ κείρουσι, τὸ δὲ σῶμα μίλτῳ χρίονται. φασὶ δὲ οὗτοι εἶναι τῶν ἐκ Τροίης ἀνδρῶν.Τώρα, αμέσως ύστερ᾽ από τους Αυσείς, προς τα δυτικά του ποταμού Τρίτωνα, βρίσκονται πια Λίβυες γεωργοί και που συνηθίζουν να κατοικούν σε σπίτια· αυτοί ονομάζονται Μάξυες, που αφήνουν μακριά μαλλιά στη δεξιά μεριά του κεφαλιού τους, κουρεύουν όμως την αριστερή, κι αλείφουν το σώμα τους με κοκκινάδι· ισχυρίζονται πως κατάγονται από άντρες που ήρθαν από την Τροία.
[4.191.2]ἡ δὲ χώρη αὕτη τε καὶ ἡ λοιπὴ τῆς Λιβύης ἡ πρὸς ἑσπέρην πολλῷ θηριωδεστέρη τε καὶ δασυτέρη ἐστὶ τῆς τῶν νομάδων χώρης.Λοιπόν αυτά τα μέρη, όπως και η υπόλοιπη Λιβύη που πέφτει δυτικότερα, έχουν άγρια θηρία και δάση πολύ περισσότερα απ᾽ ό,τι η χώρα των νομάδων.
[4.191.3]ἡ μὲν γὰρ δὴ πρὸς τὴν ἠῶ τῆς Λιβύης, τὴν οἱ νομάδες νέμουσι, ἐστὶ ταπεινή τε καὶ ψαμμώδης μέχρι τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ, ἡ δὲ ἀπὸ τούτου τὸ πρὸς ἑσπέρης, ἡ τῶν ἀροτήρων, ὀρεινή τε κάρτα καὶ δασέα καὶ θηριώδης·Γιατί η γη της ανατολικής Λιβύης, όπου ζουν οι νομάδες, ώς τον ποταμό Τρίτωνα, είναι χαμηλή κι όλο άμμο, τα μέρη όμως των γεωργών, από τον ποταμό αυτό και δυτικότερα, είναι πολύ ορεινά και με πυκνά δάση και γεμάτα άγρια θηρία.
[4.191.4]καὶ γὰρ οἱ ὄφιες οἱ ὑπερμεγάθεες καὶ οἱ λέοντες κατὰ τούτους εἰσὶ καὶ οἱ ἐλέφαντές τε καὶ ἄρκτοι καὶ ἀσπίδες τε καὶ ὄνοι οἱ τὰ κέρεα ἔχοντες καὶ οἱ κυνοκέφαλοι καὶ οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν τοῖσι στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες, ὡς δὴ λέγονταί γε ὑπὸ Λιβύων, καὶ οἱ ἄγριοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἄγριαι καὶ ἄλλα πλήθεϊ πολλὰ θηρία ἀκατάψευστα.Γιατί κι εκείνα τα φίδια τα τεράστια και τα λιοντάρια σ᾽ αυτά τα μέρη βρίσκονται, κι οι ελέφαντες κι οι αρκούδες και τα φίδια ασπίδες και γαϊδούρια που έχουν κέρατα και οι σκυλοκέφαλοι και οι ακέφαλοι, που έχουν τα μάτια στο στήθος, καταπώς λένε οι Λίβυες, και οι άντρες οι άγριοι και οι γυναίκες οι άγριες κι ένα πλήθος άλλα θηρία που μπορείς να τα δεις με τα μάτια σου.
[4.192.1]κατὰ τοὺς νομάδας δέ ἐστι τούτων οὐδέν, ἀλλ᾽ ἄλλα τοιάδε, πύγαργοι καὶ ζορκάδες καὶ βουβάλιες καὶ ὄνοι, οὐκ οἱ τὰ κέρεα ἔχοντες ἀλλ᾽ ἄλλοι ἄποτοι (οὐ γὰρ δὴ πίνουσι), καὶ ὄρυες, τῶν τὰ κέρεα τοῖσι φοίνιξι οἱ πήχεες ποιεῦνται (μέγαθος δὲ τὸ θηρίον τοῦτο κατὰ βοῦν ἐστι),Από τα ζώα αυτά κανένα δε ζει στα μέρη των νομάδων, αλλά άλλες ράτσες, τέτοιας λογής: αντιλόπες και ζαρκάδια κι αγριοκάτσικα και γαϊδούρια, όχι αυτά που έχουν κέρατα, αλλά άλλη ράτσα, που δεν πίνουν νερό, και όρυες (το ζώο αυτό είναι μεγάλο όσο ένα βόδι, και με τα κέρατά του κάνουν τους βραχίονες της φοινικικής κιθάρας)
[4.192.2]καὶ βασσάρια καὶ ὕαιναι καὶ ὕστριχες καὶ κριοὶ ἄγριοι καὶ δίκτυες καὶ θῶες καὶ πάνθηρες καὶ βόρυες, καὶ κροκόδειλοι ὅσον τε τριπήχεες χερσαῖοι, τῇσι σαύρῃσι ἐμφερέστατοι, καὶ στρουθοὶ κατάγαιοι καὶ ὄφιες σμικροί, κέρας ἓν ἕκαστος ἔχοντες. ταῦτά τε δὴ αὐτόθι ἐστὶ θηρία καὶ τά περ τῇ ἄλλῃ, πλὴν ἐλάφου τε καὶ ὑὸς ἀγρίου· ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύῃ πάμπαν οὐκ ἔστι.και αλεπουδίτσες και ύαινες και σκαντζόχοιροι και άγρια κριάρια και δίκτυες και τσακάλια και πάνθηρες και βόρυες και κροκόδειλοι, της στεριάς, με τρεις πήχες περίπου μάκρος, ολόιδιοι με τις σαύρες, και στρουθοκάμηλοι και μικρά φίδια, που καθένα τους έχει κι από ένα κέρατο. Αυτά τα ζώα λοιπόν ζουν σ᾽ αυτή την περιοχή, όπως κι εκείνα που ζουν σ᾽ άλλα μέρη, εκτός από το ελάφι και το αγριογούρουνο· ελάφια κι αγριογούρουνα δε βρίσκεις πουθενά στη Λιβύη.
[4.192.3]μυῶν δὲ γένεα τριξὰ αὐτόθι ἐστί· οἱ μὲν δίποδες καλέονται, οἱ δὲ ζεγέριες (τὸ δὲ οὔνομα τοῦτο ἐστὶ μὲν Λιβυστικόν, δύναται δὲ κατ᾽ Ἑλλάδα γλῶσσαν βουνοί), οἱ δὲ ἐχινέες. εἰσὶ δὲ καὶ γαλαῖ ἐν τῷ σιλφίῳ γινόμεναι, τῇσι Ταρτησσίῃσι ὁμοιόταται. τοσαῦτα μέν νυν θηρία ἡ τῶν νομάδων Λιβύων γῆ ἔχει, ὅσον ἡμεῖς ἱστορέοντες ἐπὶ μακρότατον οἷοί τε ἐγενόμεθα ἐξικέσθαι.Από ποντίκια σ᾽ αυτά τα μέρη έχουμε τρεις ράτσες· τη μια τη λένε δίποδες, τη δεύτερη ζεγέριες (η λέξη είναι λιβυκή, στα ελληνικά θα τη λέγαμε λόφοι) και την τρίτη σκαντζοχοιροπόντικα. Υπάρχουν και γατιά, που ζουν μες στο σίλφιο, ολόιδια με της Ταρτησσού. Λοιπόν τόσες ράτσες άγριων ζώων έχει η γη των νομάδων Λιβύων, όσες μπορέσαμε να καταγράψουμε ύστερα από αναζήτηση που κράτησε πολλά χρόνια.
[4.193.1]Μαξύων δὲ Λιβύων Ζαύηκες ἔχονται, τοῖσι αἱ γυναῖκες ἡνιοχέουσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον.Αμέσως ύστερ᾽ από τους Λιβύους Μάξυες έρχονται οι Ζαύηκες, που οι γυναίκες τους οδηγούν τ᾽ άρματά τους στον πόλεμο.
[4.194.1]τούτων δὲ Γύζαντες ἔχονται, ἐν τοῖσι μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλέον λέγεται δημιοργοὺς ἄνδρας ποιέειν. μιλτοῦνται δ᾽ ὦν πάντες οὗτοι καὶ πιθηκοφαγέουσι· οἱ δέ σφι ἄφθονοι ὅσοι ἐν τοῖσι ὄρεσι γίνονται.Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς έρχονται οι Γύζαντες, που στη χώρα τους πολύ μέλι δίνουν οι μέλισσες, πολύ περισσότερο όμως λένε ότι κάνουν οι άνθρωποι που ξέρουν να το δουλεύουν. Κι όλοι τους αλείφουν το σώμα τους με κοκκινάδι κι έχουν για τροφή τους τούς πιθήκους, που τους βρίσκουν άφθονους στα βουνά.
[4.195.1]κατὰ τούτους δὲ λέγουσι Καρχηδόνιοι κεῖσθαι νῆσον τῇ οὔνομα εἶναι Κύραυιν, μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων, πλάτος δὲ στεινήν, διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου, ἐλαιέων τε μεστὴν καὶ ἀμπέλων.Οι Καρχηδόνιοι λένε πως στην περιοχή αυτή βρίσκεται ένα νησί, που τ᾽ ονομάζουν Κύρανη, με μάκρος διακόσιους σταδίους, στο πλάτος όμως στενό, που μπορεί κανείς να περάσει σ᾽ αυτό απ᾽ τη στεριά με τα πόδια, γεμάτο λιόδεντρα κι αμπέλια.
[4.195.2]λίμνην δὲ ἐν αὐτῇ εἶναι, ἐκ τῆς αἱ παρθένοι τῶν ἐπιχωρίων πτεροῖσι ὀρνίθων κεχριμένοισι πίσσῃ ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῦ. ταῦτα εἰ μὲν ἔστι ἀληθέως οὐκ οἶδα, τὰ δὲ λέγεται γράφω. εἴη δ᾽ ἂν πᾶν, ὅκου καὶ ἐν Ζακύνθῳ ἐκ λίμνης καὶ ὕδατος πίσσαν ἀναφερομένην αὐτὸς ἐγὼ ὥρων.Και πως στο νησί αυτό βρίσκεται μια λίμνη, που από το βούρκο του βυθού της οι παρθένες του τόπου βγάζουν απάνω, με φτερά πουλιών αλειμμένα με πίσσα, ψήγματα χρυσού. Τώρα, κατά πόσο αυτό είναι αληθινό, δεν το ξέρω — γράφω ό,τι μου είπαν. Τίποτε όμως δεν αποκλείεται, αφού είδα με τα μάτια μου να βγάζουν πίσσα από τα νερά λίμνης στη Ζάκυνθο,
[4.195.3]εἰσὶ μὲν καὶ πλεῦνες αἱ λίμναι αὐτόθι, ἡ δ᾽ ὦν μεγίστη αὐτέων ἑβδομήκοντα ποδῶν πάντῃ, βάθος δὲ διόργυιός ἐστι· ἐς ταύτην κοντὸν κατιεῖσι ἐπ᾽ ἄκρῳ μυρσίνην προσδήσαντες, καὶ ἔπειτα ἀναφέρουσι τῇ μυρσίνῃ πίσσαν, ὀδμὴν μὲν ἔχουσαν ἀσφάλτου, τὰ δ᾽ ἄλλα τῆς Πιερικῆς πίσσης ἀμείνω· ἐσχέουσι δὲ ἐς λάκκον ὀρωρυγμένον ἀγχοῦ τῆς λίμνης· ἐπεὰν δὲ ἀθροίσωσι συχνήν, οὕτω ἐς τοὺς ἀμφορέας ἐκ τοῦ λάκκου καταχέουσι.όπου υπάρχουν και άλλες πολλές λίμνες, κι η πιο μεγάλη τους αυτή που, απ᾽ όποια μεριά κι αν μετρηθεί, έχει μάκρος εβδομήντα πόδια, ενώ το βάθος της είναι δυο οργιές· εκεί δένουν κλαδιά μυρτιάς σ᾽ ένα κοντάρι και το βυθίζουν στα νερά της και κατόπι βγάζουν απάνω την πίσσα, που έχει κολλήσει στα κλαδιά της μυρτιάς· έχει μυρωδιά ασφάλτου και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα είναι ανώτερη από την πίσσα της Πιερίας· τη ρίχνουν λοιπόν σε λάκκο που έχουν σκάψει κοντά στη λίμνη· κι αφού μαζευτεί αρκετή, την παίρνουν τότε απ᾽ το λάκκο και τη χύνουν σε αμφορείς.
[4.195.4]ὅ τι δ᾽ ἂν ἐσπέσῃ ἐς τὴν λίμνην, ὑπὸ γῆν ἰὸν ἀναφαίνεται ἐν τῇ θαλάσσῃ· ἡ δὲ ἀπέχει ὡς τέσσερα στάδια ἀπὸ τῆς λίμνης. οὕτω ὦν καὶ τὰ ἀπὸ τῆς νήσου τῆς ἐπὶ Λιβύῃ κειμένης οἰκότα ἐστὶ ἀληθείῃ.Κι ό,τι κι αν ρίξεις στη λίμνη, περνά κάτω απ᾽ τη γη και ξαναπροβάλλει στη θάλασσα, που απέχει περίπου τέσσερες σταδίους από τη λίμνη. Με ανάλογο τρόπο λοιπόν φαίνονται αληθινά και τα όσα λέγονται για το νησί που βρίσκεται στις ακτές της Λιβύης.
[4.196.1]λέγουσι δὲ καὶ τάδε Καρχηδόνιοι, εἶναι τῆς Λιβύης χῶρόν τε καὶ ἀνθρώπους ἔξω Ἡρακλέων στηλέων κατοικημένους, ἐς τοὺς ἐπεὰν ἀπίκωνται καὶ ἐξέλωνται τὰ φορτία, θέντες αὐτὰ ἐπεξῆς παρὰ τὴν κυματωγήν, ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῖα τύφειν καπνόν· τοὺς δ᾽ ἐπιχωρίους ἰδομένους τὸν καπνὸν ἰέναι ἐπὶ τὴν θάλασσαν καὶ ἔπειτα ἀντὶ τῶν φορτίων χρυσὸν τιθέναι καὶ ἐξαναχωρέειν πρόσω ἀπὸ τῶν φορτίων.Λένε επίσης οι Καρχηδόνιοι πως είναι ένας τόπος της Λιβύης και άνθρωποι που ζουν πιο πέρα από τις Ηράκλειες στήλες, όπου, όταν οι έμποροι φτάνουν και βγάζουν από το καράβι τις πραμάτειες τους, τις αραδιάζουν τη μια δίπλα στην άλλη στην ακρογιαλιά, κι ύστερα ξαναμπαίνουν στο καράβι τους και σηκώνουν καπνό· κι οι άνθρωποι του τόπου βλέποντας τον καπνό κατεβαίνουν στη θάλασσα κι έπειτα βάζουν εκεί χρυσό, αντίτιμο για τις πραμάτειες, και αποτραβιούνται μακριά από τις πραμάτειες.
[4.196.2]τοὺς δὲ Καρχηδονίους ἐκβάντας σκέπτεσθαι, καὶ ἢν μὲν φαίνηταί σφι ἄξιος ὁ χρυσὸς τῶν φορτίων, ἀνελόμενοι ἀπαλλάσσονται, ἢν δὲ μὴ ἄξιος, ἐσβάντες ὀπίσω ἐς τὰ πλοῖα κατέαται, οἱ δὲ προσελθόντες ἄλλον πρὸς ὦν ἔθηκαν χρυσόν, ἐς οὗ ἂν πείθωσι.Τότε οι Καρχηδόνιοι βγαίνουν στη στεριά και κάνουν λογαριασμό, κι αν τους φανεί πως ο χρυσός είναι τόσος, όσο αξίζουν οι πραμάτειες τους, τον παίρνουν και πηγαίνουν στο καλό· αν όμως αυτές αξίζουν περισσότερο, ξαναμπαίνουν στα πλοία τους και περιμένουν, κι οι άλλοι πλησιάζουν και βάζουν κι άλλο χρυσό, ωσότου τους κάνουν να συμφωνήσουν.
[4.196.3]ἀδικέειν δὲ οὐδετέρους· οὔτε γὰρ αὐτοὺς τοῦ χρυσοῦ ἅπτεσθαι πρὶν ἄν σφι ἀπισωθῇ τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων, οὔτ᾽ ἐκείνους τῶν φορτίων ἅπτεσθαι πρότερον ἢ αὐτοὶ τὸ χρυσίον λάβωσι.Και λένε πως κανένας τους δεν τρώει το δίκιο του άλλου· δηλαδή πως ούτε οι ίδιοι τους αγγίζουν το χρυσάφι προτού φτάσει στο ποσό που αξίζουν οι πραμάτειες τους ούτε οι ντόπιοι αγγίζουν τις πραμάτειες προτού πάρουν οι άλλοι το χρυσάφι.
[4.197.1]Οὗτοι μέν εἰσι τοὺς ἡμεῖς ἔχομεν Λιβύων ὀνομάσαι· καὶ τούτων οἱ πολλοὶ βασιλέος τοῦ Μήδων οὔτε τι νῦν οὔτε τότε ἐφρόντιζον οὐδέν.Αυτοί λοιπόν είναι οι Λίβυες που μπορούμε να τους αναφέρουμε με τ᾽ όνομά τους· και για τους περισσότερους απ᾽ αυτούς τ᾽ όνομα του βασιλιά των Περσών ούτε τώρα λέει τίποτε ούτε και τότε.
[4.197.2]τοσόνδε δὲ ἔτι ἔχω εἰπεῖν περὶ τῆς χώρης ταύτης, ὅτι τέσσερα ἔθνεα νέμεται αὐτὴν καὶ οὐ πλέω τούτων, ὅσον ἡμεῖς ἴδμεν, καὶ τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων, τὰ δὲ δύο οὔ, Λίβυες μὲν καὶ Αἰθίοπες αὐτόχθονες, οἱ μὲν τὰ πρὸς βορέω, οἱ δὲ τὰ πρὸς νότου τῆς Λιβύης οἰκέοντες, Φοίνικες δὲ καὶ Ἕλληνες ἐπήλυδες.Κι αυτό που ακόμη έχω να προσθέσω για τη χώρα αυτή, είναι ότι τέσσερα, όχι περισσότερα, έθνη, απ᾽ όσο ξέρουμε, την κατοικούν· κι από τα έθνη αυτά τα δυο είναι εντόπια, τ᾽ άλλα δυο όχι, δηλαδή εντόπιοι είναι οι Λίβυες κι οι Αιθίοπες, που οι πρώτοι κατοικούν τις βορινές, οι δεύτεροι τις νότιες περιοχές της Λιβύης, ενώ οι Φοίνικες κι οι Έλληνες είναι ξενοφερμένοι.
[4.198.1]δοκέει δέ μοι οὐδ᾽ ἀρετὴν εἶναί τις ἡ Λιβύη σπουδαίη ὥστε ἢ Ἀσίῃ ἢ Εὐρώπῃ παραβληθῆναι, πλὴν Κίνυπος μούνης· τὸ γὰρ δὴ αὐτὸ οὔνομα ἡ γῆ τῷ ποταμῷ ἔχει.Δε μου φαίνεται επίσης ότι η Λιβύη είναι τίποτε αξιόλογη για τον πλούτο της γης της, έτσι που να συγκριθεί με την Ασία ή την Ευρώπη, εκτός από μια περιοχή της, την Κίνυπο (γιατί η περιοχή έχει το ίδιο όνομα με τον ποταμό).
[4.198.2]αὕτη δὲ ὁμοίη τῇ ἀρίστῃ γέων Δήμητρος καρπὸν ἐκφέρειν οὐδὲ οἶκε οὐδὲν τῇ ἄλλῃ Λιβύῃ· μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος πίδαξι, καὶ οὔτε αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν οὔτε ὄμβρον πλέω πιοῦσα δεδήληται· ὕεται γὰρ δὴ ταῦτα τῆς Λιβύης· τῶν δὲ ἐκφορίων τοῦ καρποῦ ταὐτὰ μέτρα τῇ Βαβυλωνίῃ γῇ κατίσταται.Ετούτη λοιπόν στην παραγωγή δημητριακών είναι στην ίδια σειρά με τις πρώτες και καλύτερες χώρες, και δε μοιάζει καθόλου με την υπόλοιπη Λιβύη· γιατί το χώμα της είναι μαύρο και παίρνει νερό από πηγές· και δε φοβάται καθόλου την αναβροχιά, κι ούτε, πίνοντας βροχή πάνω από το συνηθισμένο, πλημμυρίζει· γιατί σ᾽ αυτή την περιοχή της Λιβύης βρέχει· και τα σπαρτά τους έχουν την ίδια απόδοση σε καρπό με τη χώρα των Βαβυλωνίων.
[4.198.3]ἀγαθὴ δὲ γῆ καὶ τὴν Εὐεσπερῖται νέμονται· ἐπ᾽ ἑκατοστὰ γάρ, ἐπεὰν αὐτὴ ἑωυτῆς ἄριστα ἐνείκῃ, ἐκφέρει, ἡ δὲ ἐν τῇ Κίνυπι ἐπὶ τριηκόσια.Καρπερή είναι και η γη που καλλιεργούν οι Ευεσπερίτες· δηλαδή, τις χρονιές που έχουν τις καλύτερες σοδειές, το ένα δίνει εκατό, ενώ στην Κίνυπο το ένα τριακόσια.
[4.199.1]ἔχει δὲ καὶ ἡ Κυρηναίη χώρη, ἐοῦσα ὑψηλοτάτη ταύτης τῆς Λιβύης τὴν οἱ νομάδες νέμονται, τρεῖς ὥρας ἐν ἑωυτῇ ἀξίας θώματος. πρῶτα μὲν γὰρ τὰ παραθαλάσσια τῶν καρπῶν ὀργᾷ ἀμᾶσθαί τε καὶ τρυγᾶσθαι· τούτων τε δὴ συγκεκομισμένων τὰ ὑπὲρ τῶν θαλασσιδίων χώρων [τὰ μέσα] ὀργᾷ συγκομίζεσθαι, τὰ βουνοὺς καλέουσι·Αλλά και η χώρα των Κυρηναίων, που έχει το μεγαλύτερο υψόμετρο απ᾽ όλη τη Λιβύη που κατοικείται από τους νομάδες, παρουσιάζει κάτι το αξιοθαύμαστο: τρεις σοδειές το χρόνο! Δηλαδή πρώτα τα γεννήματα των παραθαλάσσιων περιοχών καλούν ανυπόμονα τον θεριστή και τον τρυγητή· με το σόδιασμά τους, έρχονται με τη σειρά τους τα γεννήματα των μεσιανών περιοχών να καλούν ανυπόμονα να σοδιαστούν·
[4.199.2]συγκεκόμισταί τε οὗτος ὁ μέσος καρπὸς καὶ ὁ ἐν τῇ κατυπερτάτῃ τῆς γῆς πεπαίνεταί τε καὶ ὀργᾷ, ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῖος συμπαραγίνεται. οὕτως ἐπ᾽ ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίος ὀπώρη ἐπέχει. ταῦτα μέν νυν ἐπὶ τοσοῦτο εἰρήσθω.τώρα, σοδιάστηκαν τα γεννήματα των μεσιανών περιοχών, ωριμάζουν και καλούν το θεριστή εκείνα που βγαίνουν στα ψηλώματα, έτσι που οι άνθρωποι καταρούφηξαν και καταφάγανε τα πρώτα γεννήματα την ώρα που ωριμάζουν τα τελευταία. Μ᾽ αυτό τον τρόπο οι Κυρηναίοι καταγίνονται οχτώ μήνες το χρόνο με το σόδιασμα. Αλλά σα να είπα αρκετά γι᾽ αυτά.
[4.200.1]Οἱ δὲ Φερετίμης τιμωροὶ Πέρσαι ἐπείτε ἐκ τῆς Αἰγύπτου σταλέντες ὑπὸ Ἀρυάνδεω ἀπίκατο ἐς τὴν Βάρκην, ἐπολιόρκεον τὴν πόλιν ἐπαγγελλόμενοι ἐκδιδόναι τοὺς αἰτίους τοῦ φόνου τοῦ Ἀρκεσίλεω· τῶν δὲ πᾶν γὰρ ἦν τὸ πλῆθος μεταίτιον, οὐκ ἐδέκοντο τοὺς λόγους.Κι οι Πέρσες που έστειλε ο Αρυάνδης από την Αίγυπτο για να βοηθήσουν τη Φερετίμη έφτασαν στη Βάρκη και την πολιορκούσαν, ζητώντας να τους παραδώσουν τους πρωταίτιους του φόνου του Αρκεσιλάου· αυτοί όμως, καθώς ο λαός στο σύνολό του ήταν συνένοχος, δε δέχτηκαν την πρόταση.
[4.200.2]ἐνθαῦτα δὴ ἐπολιόρκεον τὴν Βάρκην ἐπὶ μῆνας ἐννέα, ὀρύσσοντές τε ὀρύγματα ὑπόγαια φέροντα ἐς τὸ τεῖχος καὶ προσβολὰς καρτερὰς ποιεύμενοι. τὰ μέν νυν ὀρύγματα ἀνὴρ χαλκεὺς ἀνεῦρε ἐπιχάλκῳ ἀσπίδι, ὧδε ἐπιφρασθείς· περιφέρων αὐτὴν ἐντὸς τοῦ τείχεος προσῖσχε πρὸς τὸ δάπεδον τῆς πόλιος.Τότε λοιπόν οι Πέρσες πολιορκούσαν τη Βάρκη εννιά μήνες, και σκάβοντας υπόγεια λαγούμια που κατευθύνονταν στο τείχος κι επιχειρώντας ορμητικές εφόδους. Λοιπόν, τα λαγούμια τα εντόπισε ένας σιδεράς με μια ασπίδα χάλκινη, με την εξής επινόηση· γύριζε μ᾽ αυτή στην περιοχή που προστατευόταν από το τείχος και την έφερνε σ᾽ επαφή με το έδαφος της πόλης·
[4.200.3]τὰ μὲν δὴ ἄλλα ἔσκε κωφὰ πρὸς τὰ προσῖσχε, κατὰ δὲ τὰ ὀρυσσόμενα ἠχέεσκε ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος. ἀντορύσσοντες δ᾽ ἂν ταύτῃ οἱ Βαρκαῖοι ἔκτεινον τῶν Περσέων τοὺς γεωρυχέοντας. τοῦτο μὲν δὴ οὕτως ἐξευρέθη, τὰς δὲ προσβολὰς ἀπεκρούοντο οἱ Βαρκαῖοι.λοιπόν αλλού, ενώ ακουμπούσε την ασπίδα στη γη, δεν ακουγόταν ξεκάθαρα τίποτε, όμως, εκεί όπου οι εχθροί έσκαβαν, αντηχούσε ο χαλκός της ασπίδας. Άνοιγαν λοιπόν οι Βαρκαίοι σ᾽ εκείνα τα σημεία αντίθετο λαγούμι και σκότωναν τους Πέρσες που έσκαβαν το δικό τους. Λοιπόν, αυτό μ᾽ ετούτη την επινόηση το αντιμετώπισαν οι Βαρκαίοι, κι από την άλλη απέκρουαν τις εφόδους.
[4.201.1]χρόνον δὲ δὴ πολλὸν τριβομένων καὶ πιπτόντων ἀμφοτέρων πολλῶν καὶ οὐκ ἧσσον τῶν Περσέων Ἄμασις ὁ στρατηγὸς τοῦ πεζοῦ μηχανᾶται τοιάδε· μαθὼν τοὺς Βαρκαίους ὡς κατὰ μὲν τὸ ἰσχυρὸν οὐκ αἱρετοὶ εἶεν, δόλῳ δὲ αἱρετοί, ποιέει τοιάδε· νυκτὸς τάφρην ὀρύξας εὐρέαν ἐπέτεινε ξύλα ἀσθενέα ὑπὲρ αὐτῆς, κατύπερθε δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐπεφόρησε, ποιέων τῇ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον.Έτσι για πολύ καιρό είχαν μεγάλη φθορά και πολλούς σκοτωμένους και οι δυο μεριές, και περισσότερο οι Πέρσες, όταν ο Άμασης, ο στρατηγός του πεζικού, σοφίστηκε το εξής· είδε πως τους Βαρκαίους δεν μπορεί να τους κυριέψει με μάχη, μπορούσε όμως με δόλο, και νά τί κάνει: έβαλε να σκάψουν τη νύχτα μεγάλη τάφρο και ν᾽ απλώσουν απάνω της ξύλα φτενά, και πάνω πάνω σκέπασε τα ξύλα με χώμα, που το σκόρπισε έτσι ώστε να έχει το ίδιο ύψος με το άλλο έδαφος.
[4.201.2]ἅμα ἡμέρῃ δὲ ἐς λόγους προεκαλέετο τοὺς Βαρκαίους. οἱ δὲ ἀσπαστῶς ὑπήκουσαν, ἐς ὅ σφι ἕαδε ὁμολογίῃ χρήσασθαι. τὴν δὲ ὁμολογίην ἐποιεῦντο τοιήνδε τινά, ἐπὶ τῆς κρυπτῆς τάφρου τάμνοντες ὅρκια, ἔστ᾽ ἂν ἡ γῆ αὕτη οὕτω ἔχῃ, μένειν τὸ ὅρκιον κατὰ χώρην, καὶ Βαρκαίους τε ὑποτελέειν φάναι ἀξίην βασιλέϊ καὶ Πέρσας μηδὲν ἄλλο νεοχμοῦν κατὰ Βαρκαίους.Ξημέρωσε η άλλη μέρα και καλούσε τους Βαρκαίους σε διαπραγματεύσεις. Κι αυτοί με χαρά ανταποκρίθηκαν κι έφτασαν να στρέξουν να κάνουν συνθήκη. Κι η συνθήκη έγινε μ᾽ έναν τέτοιο όρο —η ανταλλαγή των επίσημων όρκων έγινε πάνω στην κρυμμένη τάφρο—: όσο το έδαφος που πατάμε παραμένει όπως είναι, οι όρκοι να είναι σεβαστοί· οι Βαρκαίοι να δεχτούν να πληρώσουν στο βασιλιά το φόρο που του αξίζει κι οι Πέρσες να μη κάνουν καμιά πράξη βίας σ᾽ αυτούς.
[4.201.3]μετὰ δὲ τὸ ὅρκιον Βαρκαῖοι μὲν πιστεύσαντες τούτοισι αὐτοί τε ἐξήισαν ἐκ τοῦ ἄστεος καὶ τῶν πολεμίων ἔων παριέναι ἐς τὸ τεῖχος τὸν βουλόμενον, τὰς πάσας πύλας ἀνοίξαντες. οἱ δὲ Πέρσαι καταρρήξαντες τὴν κρυπτὴν γέφυραν ἔθεον ἔσω ἐς τὸ τεῖχος. κατέρρηξαν δὲ τοῦδε εἵνεκα τὴν ἐποίησαν γέφυραν, ἵνα ἐμπεδορκέοιεν, ταμόντες τοῖσι Βαρκαίοισι χρόνον μένειν αἰεὶ τὸ ὅρκιον ὅσον ἂν ἡ γῆ μένῃ κατὰ [τὰ] τότε εἶχε· καταρρήξασι δὲ οὐκέτι ἔμενε τὸ ὅρκιον κατὰ χώρην.Και ύστερ᾽ από τους όρκους οι Βαρκαίοι, δίνοντας πίστη σ᾽ αυτούς, και οι ίδιοι τους βγήκαν έξω από την πόλη κι άφησαν ελεύθερη την είσοδο σ᾽ όποιον ήθελε, έχοντας ανοίξει τις πύλες. Αλλά οι Πέρσες γκρέμισαν την κρυμμένη στοά και τρέχοντας μπήκαν μέσα στο τείχος. Κι ο λόγος που γκρέμισαν τη στοά που είχαν κάνει ήταν να μη φανούν επίορκοι, αφού ο επίσημος όρκος που έδωσαν ήταν να μένουν σεβαστές οι ένορκες συμφωνίες για πάντα, όσο το έδαφος εκείνο έμενε στη θέση του· από την ώρα όμως που γκρεμίστηκε, οι όρκοι πήγαν περίπατο.
[4.202.1]τοὺς μέν νυν αἰτιωτάτους τῶν Βαρκαίων ἡ Φερετίμη, ἐπείτε οἱ ἐκ τῶν Περσέων παρεδόθησαν, ἀνεσκολόπισε κύκλῳ τοῦ τείχεος, τῶν δέ σφι γυναικῶν τοὺς μαζοὺς ἀποταμοῦσα περιέστιξε καὶ τούτοισι τὸ τεῖχος·Η Φερετίμη λοιπόν τους Βαρκαίους που πρωτοστάτησαν στο φόνο, όταν οι Πέρσες τούς παράδωσαν στα χέρια της, τους παλούκωσε ένα γύρο ψηλά στο τείχος κι έκοψε τα βυζιά των γυναικών τους και τα ᾽βαλε κι αυτά να κρέμονται ένα γύρο στο τείχος.
[4.202.2]τοὺς δὲ λοιποὺς τῶν Βαρκαίων ληίην ἐκέλευσε θέσθαι τοὺς Πέρσας, πλὴν ὅσοι αὐτῶν ἦσαν Βαττιάδαι τε καὶ τοῦ φόνου οὐ μεταίτιοι· τούτοισι δὲ τὴν πόλιν ἐπέτρεψε ἡ Φερετίμη.Όσο για τους υπόλοιπους Βαρκαίους, πρόσταξε να τους πάρουν οι Πέρσες λεία πολέμου, εκτός από εκείνους που ανήκαν στην οικογένεια του Βάττου και δεν είχαν ανάμειξη στο φόνο· στα χέρια τους άφησε τη διακυβέρνηση της πόλης η Φερετίμη.
[4.203.1]τοὺς ὦν δὴ λοιποὺς τῶν Βαρκαίων οἱ Πέρσαι ἀνδραποδισάμενοι ἀπήισαν ὀπίσω· καὶ ἐπείτε ἐπὶ τῇ Κυρηναίων πόλι ἐπέστησαν, οἱ Κυρηναῖοι λόγιόν τι ἀποσιεύμενοι διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεος.Λοιπόν οι Πέρσες αιχμαλώτισαν τους υπόλοιπους Βαρκαίους και πήραν το δρόμο του γυρισμού· κι όταν εμφανίστηκαν μπροστά στην πόλη των Κυρηναίων, για να διώξουν από πάνω τους κάποιο κρίμα, σύμφωνα μ᾽ έναν χρησμό, οι Κυρηναίοι τούς άφησαν να περάσουν μέσα απ᾽ την πόλη τους.
[4.203.2]διεξιούσης δὲ τῆς στρατιῆς Βάδρης μὲν ὁ τοῦ ναυτικοῦ στρατοῦ στρατηγὸς ἐκέλευε αἱρέειν τὴν πόλιν, Ἄμασις δὲ ὁ τοῦ πεζοῦ οὐκ ἔα· ἐπὶ Βάρκην γὰρ ἀποσταλῆναι μούνην Ἑλληνίδα πόλιν· ἐς ὃ διεξελθοῦσι καὶ ἱζομένοισι ἐπὶ Διὸς Λυκαίου ὄχθον μετεμέλησέ σφι οὐ σχοῦσι τὴν Κυρήνην. καὶ ἐπειρῶντο τὸ δεύτερον παριέναι ἐς αὐτήν, οἱ δὲ Κυρηναῖοι οὐ περιώρων.Και, καθώς το στράτευμα διέσχιζε την πόλη, ενώ ο Βάδρης, ο αρχηγός του ναυτικού, πρότεινε να κυριέψουν την πόλη, ο Άμασης, ο αρχηγός του πεζικού, δεν έστρεξε, γιατί, έλεγε, η αποστολή τους ήταν από τις ελληνικές πόλεις μόνο τη Βάρκη να χτυπήσουν· τέλος, όταν διέσχισαν την πόλη και στρατοπέδευσαν στο λόφο του Λυκαίου Δία, μετάνιωσαν που δεν πήραν την Κυρήνη και δοκίμασαν να μπουν σ᾽ αυτή για δεύτερη φορά, αλλά οι Κυρηναίοι δεν το ανέχτηκαν.
[4.203.3]τοῖσι δὲ Πέρσῃσι οὐδενὸς μαχομένου φόβος ἐνέπεσε, ἀποδραμόντες δὲ ὅσον τε ἑξήκοντα στάδια ἵζοντο. ἱδρυθέντι δὲ τῷ στρατοπέδῳ ταύτῃ ἦλθε παρὰ Ἀρυάνδεω ἄγγελος ἀποκαλέων αὐτούς. οἱ δὲ Πέρσαι Κυρηναίων δεηθέντες ἐπόδιά σφι δοῦναι ἔτυχον, λαβόντες δὲ ταῦτα ἀπαλλάσσοντο ἐς τὴν Αἴγυπτον.Και, χωρίς κανένας να τους μάχεται, πανικός έπιασε τους Πέρσες και ύστερ᾽ από φευγάλα εξήντα περίπου σταδίων σταμάτησαν και πήραν ανάσα. Στρατοπέδευσαν λοιπόν εκεί, όταν ήρθε ο αγγελιοφόρος από τον Αρυάνδη καλώντας τους να επιστρέψουν στη χώρα τους. Κι οι Πέρσες, ύστερ᾽ από παράκλησή τους που έγινε δεκτή από τους Κυρηναίους, πήραν εφόδια για το δρόμο και σηκώθηκαν κι έφυγαν για την Αίγυπτο.
[4.203.4]παραλαβόντες δὲ τὸ ἐνθεῦτεν αὐτοὺς Λίβυες τῆς τε ἐσθῆτος εἵνεκα καὶ τῆς σκευῆς τοὺς ὑπολειπομένους αὐτῶν καὶ ἐπελκομένους ἐφόνευον, ἐς ὃ ἐς τὴν Αἴγυπτον ἀπίκοντο.Όμως αποκεί και πέρα τους πήραν από κοντά οι Λίβυες και, για τις φορεσιές και τις πανοπλίες τους, σκότωναν όσους έμεναν πίσω ή ξεστράτιζαν, ώσπου έφτασαν στην Αίγυπτο.
[4.204.1]οὗτος ὁ Περσέων στρατὸς τῆς Λιβύης ἑκαστάτω ἐς Εὐεσπερίδας ἦλθε. τοὺς δὲ ἠνδραποδίσαντο τῶν Βαρκαίων, τούτους δὲ ἐκ τῆς Αἰγύπτου ἀνασπάστους ἐποίησαν παρὰ βασιλέα· βασιλεὺς δέ σφι Δαρεῖος ἔδωκε τῆς Βακτρίης χώρης κώμην ἐγκατοικῆσαι. οἱ δὲ τῇ κώμῃ ταύτῃ οὔνομα ἔθεντο Βάρκην, ἥ περ ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦν οἰκεομένη ἐν γῇ τῇ Βακτρίῃ.Λοιπόν, το πιο απόμακρο μέρος της Λιβύης, στο οποίο έφτασε αυτό το εκστρατευτικό σώμα, ήταν οι Ευεσπερίδες. Και τους Βαρκαίους που αιχμαλώτισαν τους άρπαξαν με τη βία από την Αίγυπτο και τους πήγαν στο βασιλιά· κι ο βασιλιάς Δαρείος τούς έδωσε ένα χωριό της Βακτριανής, για να εγκατασταθούν. Κι ετούτοι ονόμασαν το χωριό αυτό Βάρκη, που ακόμα και στον καιρό μου είχε τον κόσμο του, στη Βακτριανή.
[4.205.1]Οὐ μὲν οὐδὲ ἡ Φερετίμη εὖ τὴν ζόην κατέπλεξε. ὡς γὰρ δὴ τάχιστα ἐκ τῆς Λιβύης τεισαμένη τοὺς Βαρκαίους ἀπενόστησε ἐς τὴν Αἴγυπτον, ἀπέθανε κακῶς· ζῶσα γὰρ εὐλέων ἐξέζεσε, ὡς ἄρα ἀνθρώποισι αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται. ἡ μὲν δὴ Φερετίμης τῆς Βάττου τοιαύτη τε καὶ τοσαύτη τιμωρίη ἐγένετο ἐς Βαρκαίους.Αλλά ούτε και το νήμα της ζωής της Φερετίμης κόπηκε ωραία στο τέλος. Γιατί, μόλις γύρισε στην Αίγυπτο, ύστερ᾽ από την εκδίκηση που πήρε από τους Βαρκαίους, βρήκε φριχτό θάνατο. Δηλαδή την έφαγαν ζωντανή τα σκουλήκια που κόχλαζαν μες στις σάρκες της — νά λοιπόν που ο άνθρωπος που δε βάζει όρια στην εκδίκησή του τραβά επάνω του το μίσος των θεών. Τέτοια λοιπόν και τόσο σκληρή εκδίκηση πήρε απ᾽ τους Βαρκαίους η Φερετίμη του Βάττου.

Τα σχόλια είναι κλειστά.