Την άλωση της Βαβυλώνας ακολούθησε η εκστρατεία που έκανε εναντίον των Σκυθών ο Δαρείος, ο ίδιος του. Γιατί, καθώς η Ασία έδινε καλές σοδειές αντρών και συγκεντρωνόταν χρήμα πολύ, ο Δαρείος ένιωσε την επιθυμία να πάρει εκδίκηση από τους Σκύθες, επειδή εκείνοι, με το να κάνουν πρωτύτερα εισβολή στη Μηδία και να νικήσουν σε πόλεμο το στρατό που βγήκε να τους αντισταθεί, έκαναν την αρχή της αδικίας.
Γιατί, όπως και παραπάνω έχω πει, οι Σκύθες εξουσίασαν την Άνω Ασία είκοσι οχτώ χρόνια. Δηλαδή, καταδιώκοντας τους Κιμμερίους, έκαναν εισβολή στην Ασία και κατέλυσαν το κράτος των Μήδων· γιατί αυτοί εξουσίαζαν την Ασία, πριν φτάσουν οι Σκύθες.
Λοιπόν, τους Σκύθες που έλειψαν από τη χώρα τους είκοσι οχτώ χρόνια και γύρισαν ύστερ᾽ από τόσο καιρό στα μέρη τους, τους περίμενε αγώνας καθόλου μικρότερος από τον αγώνα με τους Μήδους· γιατί συνάντησαν αντίσταση από στράτευμα πολυάριθμο, καθώς οι γυναίκες των Σκυθών, επειδή οι άντρες τους ήταν φευγάτοι για πολύ καιρό, έσμιγαν συχνά με τους δούλους τους.
Τους δούλους τους οι Σκύθες τούς τυφλώνουν όλους, κι αιτία είναι το γάλα που πίνουν· και νά πώς κάνουν: παίρνουν για φυσερά κούφια κόκαλα, ολόιδια με φλογέρα, κι αφού τα χώσουν στο αιδοίο της φοράδας, φυσούν με το στόμα τους· και την ώρα που ο ένας φυσά, ο άλλος αρμέγει. Και λένε πως ο λόγος του κάνουν αυτό είναι ο εξής· με το φύσημα και οι φλέβες της φοράδας φουσκώνουν και τα μαστάρια κατεβαίνουν.
Κι αφού αρμέξουν το γάλα, το χύνουν σε βαθουλωτά ξύλινα αγγειά, στήνουν τους τυφλούς γύρω γύρω απ᾽ τ᾽ αγγειά και τους βάζουν να χτυπούν το γάλα· κι απ᾽ αυτό, όσο στέκεται πάνω πάνω, το μαζεύουν και το ᾽χουν για ανώτερο, κι όσο μένει στον πάτο το ᾽χουν για κατώτερο από τ᾽ άλλο. Γι᾽ αυτούς λοιπόν τους λόγους οι Σκύθες καθέναν που θα πέσει στα χέρια τους τον τυφλώνουν, γιατί δεν αποζούν από τ᾽ αλέτρι, αλλά απ᾽ τα κοπάδια.
Λοιπόν από τούτους τους δούλους και τις γυναίκες τους τούς ξεπρόβαλε μια νέα γενιά, που, αφού έμαθαν το πώς γεννήθηκαν, τους πρόβαλαν αντίσταση, όταν αυτοί γυρνούσαν στην πατρίδα τους από τη Μηδία.
Και πρώτα πρώτα έκοψαν τους δρόμους που έφερναν στη χώρα τους σκάβοντας μια πλατιά τάφρο, που τραβούσε από τα βουνά της χώρας των Ταύρων ίσαμε τη λίμνη τη Μαιήτιδα, εκεί που αυτή έχει το μεγαλύτερο πλάτος· και κατόπι, καθώς οι Σκύθες προσπαθούσαν να μπουν στη χώρα τους, αυτοί στρατοπέδευσαν απέναντι και τους πολεμούσαν.
Κι ύστερ᾽ από πολλές μάχες οι Σκύθες δε βλέπανε κανένα όφελος από τη μάχη, οπότε ένας τους είπε τα εξής: «Τί ᾽ναι αυτά που κάνουμε, Σκύθες; Με το να δίνουμε μάχη με τους δούλους μας, από τη μια εμείς οι ίδιοι σκοτωνόμαστε και λιγοστεύουμε, κι από την άλλη σκοτώνοντας εκείνους αποδώ και πέρα θα ᾽χουμε λιγότερους υποταχτικούς.
Λοιπόν προτείνω ν᾽ αφήσουμε τώρα τις λόγχες και τα τόξα κι ο καθένας μας να πάρει το καμτσίκι που έχει για το άλογο και να προχωρήσουμε προς το μέρος τους. Γιατί, όσο μας έβλεπαν να κρατάμε όπλα, ετούτοι νόμιζαν πως είναι της ίδιας σειράς με μας κι από πατεράδες της ίδια σειράς· όμως, όταν μας δουν να κρατάμε καμτσίκια, κι όχι όπλα, θ᾽ αντιληφτούν ότι είναι δούλοι μας και θα το νιώσουν καλά και δε θα προβάλουν αντίσταση».
Τ᾽ άκουσαν αυτά οι Σκύθες και τα ᾽καναν πράξη· κι οι άλλοι σάστισαν μ᾽ αυτό που έβλεπαν, άφησαν κάθε σκέψη για μάχη και το ᾽βαλαν στα πόδια. Έτσι οι Σκύθες εξουσίασαν την Ασία και, όταν κατόπιν τους απόδιωξαν οι Μήδοι, μ᾽ αυτό τον τρόπο γύρισαν στον τόπο τους. Γι᾽ αυτό το λόγο λοιπόν ο Δαρείος, θέλοντας να πάρει εκδίκηση, έκανε επιστράτευση για να εκστρατεύσει εναντίον τους.
Κατά τα λεγόμενα των Σκυθών, απ᾽ όλα τα έθνη το πιο νέο είναι το δικό τους, και νά πώς δημιουργήθηκε· ο πρώτος άνθρωπος που γεννήθηκε σ᾽ αυτή τη χώρα, που ήταν ερημιά, λεγόταν Ταργίταος· και γονείς αυτουνού του Ταργίταου λένε πως είναι (εγώ δε δίνω πίστη στα λόγια τους, όμως το λένε) ο Δίας και μια θυγατέρα του ποταμού Βορυσθένη.
Ότι, την εποχή που βασίλευαν αυτοί, έπεσαν στη χώρα των Σκυθών, ουρανοκατέβατα, χρυσά σύνεργα, έν᾽ αλέτρι κι ένας ζυγός και μια σάγαρη και μια κούπα. Και πως από τους τρεις πρώτος τα είδε ο μεγαλύτερος και πήγε κοντά, θέλοντας να τα πάρει, όμως, μόλις πλησίασε, το χρυσάφι πύρωσε,
και πως, όταν αυτός αποτραβήχτηκε, πλησίασε ο δεύτερος, και έγινε πάλι το ίδιο με το χρυσάφι. Λοιπόν, λένε πως αυτούς τους απόδιωξε με το πύρωμά του το χρυσάφι, όμως, όταν πλησίασε ο τρίτος ο μικρότερος, σε τούτον το χρυσάφι έσβησε, και πως εκείνος το κουβάλησε στο σπίτι του· και πως τα μεγαλύτερα αδέρφια του ύστερ᾽ απ᾽ αυτό συμφώνησαν να παραδώσουν στον μικρότερο όλη τη βασιλική εξουσία.
Λένε λοιπόν πως απόγονοι του Λιπόξαη είναι η φυλή των Σκυθών που λέγονται Αυχάτες, του μεσαίου, του Αρπόξαη, αυτοί που λέγονται Κατίαροι και Τράσπιες, και του μικρότερού τους, η φυλή που βασιλεύει και λέγονται Παραλάτες·
Λοιπόν έτσι λένε ότι δημιουργήθηκε το έθνος τους οι Σκύθες, και λένε ακόμα πως από τον πρώτο βασιλιά τους, τον Ταργίταο, ώς την εισβολή του Δαρείου στη χώρα τους δεν πέρασαν περισσότερα από χίλια χρόνια, αλλά τόσα ακριβώς. Και το χρυσάφι τους το ιερό το φυλάνε οι βασιλιάδες τους με τη μεγαλύτερη φροντίδα και, προσφέροντάς του μεγάλες θυσίες κάθε χρόνο, ζητούν τη χάρη του.
Κι όποιος, όσο κρατά η γιορτή, κοιμηθεί τη νύχτα στο ύπαιθρο φυλάγοντας το ιερό χρυσάφι, λένε οι Σκύθες πως αυτός δε βγάζει τη χρονιά· και πως του δίνουν γι᾽ αυτό τόση γη, όση θα τρέξει ένα γύρο ο ίδιος πάνω σ᾽ άλογο σε μια μέρα. Και πως, καθώς η χώρα του ήταν απέραντη, ο Κολάξαης δημιούργησε τρία βασίλεια για τα παιδιά του, κι απ᾽ αυτά το ένα το έκανε πολύ μεγάλο, εκείνο όπου φυλάγεται το χρυσάφι.
Τώρα, για τα μέρη που βρίσκονται προς τον βόρειο άνεμο, πέρα απ᾽ τους πιο απόμακρους οικισμούς της χώρας τους, λένε πως είναι αδύνατο κανείς είτε να δει είτε να περάσει πιο πέρα, κι ο λόγος είναι τα φτερά που γεμίζουν τον αέρα· γιατί και η γη κι ο αέρας είναι γεμάτοι φτερά, κι αυτά είναι που δε σ᾽ αφήνουν να δεις.
Αυτά λοιπόν λένε για το έθνος τους και για τη χώρα που βρίσκεται πιο πέρ᾽ απ᾽ αυτούς οι Σκύθες, ενώ οι Έλληνες που κατοικούν στον Πόντο τα εξής: πως ο Ηρακλής, σαλαγώντας τα βόδια του Γηρυόνη, έφτασε σ᾽ αυτή τη χώρα που ήταν ερημιά, αυτή στην οποία ζουν τώρα οι Σκύθες.
Και πως ο Γηρυόνης κατοικούσε μακριά από τον Πόντο, αφού ζούσε στο νησί που οι Έλληνες το λένε Ερύθεια, εκεί κατά τα Γάδειρα, που είναι έξω από τις Ηράκλειες στήλες, στην ακρογιαλιά του Ωκεανού. Και λένε βέβαια μερικοί για τον Ωκεανό πως, ξεκινώντας αποκεί που ανατέλλει ο ήλιος, κυλά το ρέμα του γύρω απ᾽ ολόκληρη τη γη — αυτά όμως είναι μόνο λόγια· γιατί κανείς τους δε δίνει πραγματικές αποδείξεις.
Κι ο Ηρακλής αποκεί έφτασε στη χώρα που σήμερα ονομάζουμε Σκυθία· λοιπόν, καθώς τον βρήκε κακοχειμωνιά και παγωνιά, λένε πως έσυρε απάνω του τη λεοντή, σκεπάστηκε κι έπεσε σε ύπνο βαρύ, και πως τότε οι φοράδες του, που βοσκούσαν κάτω απ᾽ την άμαξα, έγιναν άφαντες — τα ᾽φερε έτσι κάποιος θεός.
Και πως, μόλις ο Ηρακλής ξύπνησε, βάλθηκε να τις ψάχνει, κι αφού διάβηκε απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη όλη τη χώρα, στο τέλος έφτασε στην περιοχή που ονομάζεται Υλαία· και πως εκεί βρήκε σε μια σπηλιά μια κόρη–τέρας: μια Έχιδνα με διπλή φύση, που από τους γοφούς και πάνω ήταν γυναίκα κι αποκεί και κάτω φίδι·
πως σάστισε βλέποντάς την κι ύστερα τη ρώτησε αν είδε πουθενά φοράδες αδέσποτες· και πως εκείνη του αποκρίθηκε ότι τις είχε η ίδια κι ότι δε θα του τις δώσει πίσω πριν σμίξει μαζί της· και πως ο Ηρακλής έσμιξε μαζί της μ᾽ αυτή την αντιμισθία.
Λοιπόν, λένε πως εκείνη όλο κι ανέβαλε να του δώσει πίσω τις φοράδες, γιατί ήθελε όσο γίνεται πιο πολύ καιρό να έχει τον Ηρακλή κοντά της, ενώ αυτός ήθελε να τις πάρει και να πάει στη δουλειά του· πως επιτέλους αυτή του τις έδωσε πίσω λέγοντας: «Τις φοράδες σου αυτές που έφτασαν εδώ σου τις φύλαξα εγώ κι εσύ μου πλήρωσες τα βρετίκια· γιατί μου χάρισες τρία αγόρια που έχω στην κοιλιά·
πες μου, τί να κάνω μ᾽ αυτά, όταν μεγαλώσουν, να τ᾽ αφήσω να ζήσουν εδώ (μια κι εγώ εξουσιάζω αυτή τη χώρα) ή να τα στείλω κοντά σου;» Λοιπόν, λένε πως εκείνη αυτή την ερώτηση έκανε, κι εκείνος της αποκρίθηκε:
«Όταν δεις πως τα παιδιά έγιναν άντρες, κάνε τα εξής και δε θ᾽ αστοχήσεις: όποιον απ᾽ αυτούς δεις να τεντώνει ετούτο το τόξο έτσι, πέρα για πέρα, και να ζώνεται ετούτον το ζωστήρα μ᾽ αυτό τον τρόπο, ε, αυτόν κάνε να κατοικήσει σ᾽ ετούτη τη χώρα· όποιος όμως δεν καταφέρνει τις πράξεις που εγώ παραγγέλνω, διώξε τον μακριά από τη χώρα. Κι αν κάνεις αυτά, και την ψυχή σου θα ευφράνεις και τις εντολές μου θα εκτελέσεις».
Λένε λοιπόν πως εκείνος τέντωσε το ένα από τα δυο τόξα του (γιατί ώς τότε δυο κουβαλούσε ο Ηρακλής) κι έδειξε πώς δενόταν ο ζωστήρας και κατόπι παράδωσε και το τόξο και το ζωστήρα (ετούτος είχε στο κούμπωμά του χρυσή κούπα)· και πως, αφού τα έδωσε, σηκώθηκε κι έφυγε· κι εκείνη απ᾽ τη μεριά της, όταν τα παιδιά που γέννησε έγιναν άντρες, πρώτα πρώτα τους έδωσε ονόματα: τον ένα τους τον είπε Αγάθυρσο, τον επόμενο Γελωνό και τον μικρότερο Σκύθη· ύστερα, έχοντας στο νου της την παραγγελία, έβαλε σε πράξη τις εντολές που είχε πάρει.
Και πως τα δυο από τα παιδιά της, τον Αγάθυρσο και τον Γελωνό, που δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα με τον άθλο που τους πρότεινε, τους έδιωξε απ᾽ τη χώρα τους η μάνα που τους γέννησε, όμως ο μικρότερός τους, ο Σκύθης, τα έβγαλε πέρα κι έμεινε για πάντα στη χώρα.
Και πως από τον Σκύθη, το γιο του Ηρακλή, κατάγεται η βασιλική δυναστεία των Σκυθών, κι από εκείνη την κούπα οι Σκύθες ακόμα και σήμερα κρεμούν στο ζωστήρα τους κούπες, και ακόμη, το που έμεινε μονάχα ο Σκύθης στη χώρα το χρωστά σε τέχνασμα της μητέρας του. Αυτά λοιπόν λένε οι Έλληνες που κατοικούν στον Πόντο.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη παράδοση —κι εγώ τη βρίσκω πολύ πιο κοντά στην αλήθεια απ᾽ τις άλλες— που λέει τα εξής: πως οι νομάδες Σκύθες που κατοικούσαν στην Ασία, στενεμένοι από τον πόλεμο που τους έκαναν οι Μασσαγέτες, διάβηκαν βιαστικά τον ποταμό Αράξη και πέρασαν στη χώρα των Κιμμερίων (γιατί η χώρα που τώρα κατοικούν οι Σκύθες λένε πως παλιότερα ήταν των Κιμμερίων)·
και πως με την εισβολή των Σκυθών οι Κιμμέριοι έκαναν συμβούλιο, αφού στρατός μεγάλος βάδιζε εναντίον τους, και κει υποστηρίχτηκαν δυο γνώμες αντίθετες μεταξύ τους, με πείσμα η καθεμιά τους, η πιο γενναία όμως ήταν των βασιλιάδων· γιατί η γνώμη του λαού εκεί το πήγαινε, πως θα ᾽χαν όφελος μόνο αν σηκωθούν να φύγουν, και να μη βάλουν σε κίνδυνο τη ζωή τους αντιμετωπίζοντας πολλούς εχθρούς, ενώ των βασιλιάδων η γνώμη ήταν να δώσουν μάχη με τους εισβολείς για τη γη τους.
Πως οι πρώτοι αποφάσισαν να σηκωθούν και να φύγουν παραδίνοντας χωρίς αντίσταση τη χώρα στους επιδρομείς, ενώ οι βασιλιάδες αποφάσισαν να πεθάνουν και να κείτονται στη χώρα τους, και να μη φύγουν μαζί με το λαό, λογαριάζοντας και πόση ευτυχία τούς χάρισε αυτή και πόσα βάσανα ήταν σίγουρο ότι θα τους περιμένουν αν φύγουν από την πατρίδα.
Και πως, καθώς πήραν αυτή την απόφαση, χωρίστηκαν σε δυο σχηματισμούς με ίσο αριθμό αντρών στον καθένα κι έδωσαν μάχη μεταξύ τους· και λένε πως τους βασιλιάδες, που μ᾽ αυτόν τον τρόπο αλληλοσκοτώθηκαν όλοι τους, τους έθαψε ο λαός των Κιμμερίων στις όχθες του ποταμού Τύρη (ο τάφος τους ακόμα φαίνεται), κι αφού τους έθαψαν έτσι, εγκατέλειψαν τη χώρα τους, κι οι Σκύθες, όταν μπήκαν σ᾽ αυτήν, κυρίεψαν μια έρημη χώρα.
Και σήμερα υπάρχουν στη Σκυθία τείχη Κιμμερικά, υπάρχει πορθμός Κιμμερικός, υπάρχει και περιοχή που λέγεται Κιμμερία· υπάρχει κι ο Βόσπορος που ονομάζεται Κιμμερικός.
Κι είναι φανερό ότι οι Κιμμέριοι, φεύγοντας προς την Ασία για να γλιτώσουν από τους Σκύθες, έχτισαν αποικία στη χερσόνησο, όπου σήμερα είναι χτισμένη η ελληνική πόλη Σινώπη. Κι είναι επίσης φανερό ότι οι Σκύθες τούς καταδίωξαν και μπήκαν στη χώρα των Μήδων παίρνοντας λάθος δρόμο.
Γιατί από τη μεριά τους οι Κιμμέριοι στη φυγή τους ακολουθούσαν σταθερά τον παραθαλάσσιο δρόμο, ενώ οι Σκύθες τούς καταδίωκαν έχοντας στο δεξί τους χέρι τον Καύκασο, κι έτσι, παίρνοντας το δρόμο που περνούσε από το εσωτερικό της χώρας, μπήκαν στη χώρα των Μήδων. Νά, αυτή είναι η άλλη παράδοση που την ακούσαμε κι από Έλληνες κι από βαρβάρους.
Ο Αριστέας πάλι, ο γιος του Καϋστροβίου από την Προκόννησο, γράφοντας το επικό του ποίημα, είπε πως έφτασε στη χώρα των Ισσηδόνων σε κατάσταση απολλώνειας έκστασης, κι ότι πιο πέρα από τους Ισσηδόνες κατοικούν άνθρωποι μονόφθαλμοι, οι Αριμασποί, και πέρ᾽ απ᾽ αυτούς οι γρύπες οι χρυσοφύλακες, και πιο βόρεια απ᾽ αυτούς οι Υπερβόρειοι, που φτάνουν ώς τη θάλασσα.
Λοιπόν, πως όλοι αυτοί, με εξαίρεση τους Υπερβορείους, πρώτα οι Αριμασποί κι ύστερα όλοι οι άλλοι, πατούσαν τη γη των γειτόνων τους, κι έτσι οι Αριμασποί έδιωξαν με τη βία τους Ισσηδόνες από τη χώρα τους, οι Ισσηδόνες τους Σκύθες, και οι Κιμμέριοι, που κατοικούσαν στις ακτές της νότιας θάλασσας, στενεμένοι από τους Σκύθες εγκατέλειψαν τη χώρα τους. Έτσι λοιπόν ούτε κι αυτός συμφωνεί με τους Σκύθες σ᾽ ό,τι αφορά τη χώρα αυτή.
Τώρα, από πού καταγόταν ο Αριστέας, ο ποιητής αυτού του έπους, έχει ειπωθεί· θα πω όμως την ιστορία που άκουσα γι᾽ αυτόν στην Προκόννησο και στην Κύζικο. Λένε δηλαδή πως ο Αριστέας, από οικογένεια της πρώτης σειράς μέσα στην πόλη τους, μόλις μπήκε μέσα σε υφαντήριο στην Προκόννησο, πέθανε, και πως ο υφαντής έκλεισε καλά το εργαστήρι του κι έσπευσε να ειδοποιήσει τους συγγενείς του νεκρού.
Και πως το νέο πια είχε κάνει το γύρο της πόλης, ότι ο Αριστέας πέθανε και πάει, όταν ήρθε από την πόλη Αρτάκη ένας Κυζικηνός και αμφισβητούσε την είδηση, επιμένοντας πως συναπαντήθηκε με τον Αριστέα που πορευόταν για την Κύζικο και πως πιάσανε κουβέντα. Κι αυτός με πείσμα ν᾽ αμφισβητεί, όμως οι συγγενείς του νεκρού έφτασαν στο υφαντήριο μ᾽ όλα τα χρειαζούμενα για να σηκώσουν το νεκρό για ταφή.
Όμως, λένε πως, όταν άνοιξαν την πόρτα της οικοδομής, δε φαινόταν ούτε πεθαμένος ούτε ζωντανός ο Αριστέας. Και πως ύστερα από έξι χρόνια παρουσιάστηκε αυτός στην Προκόννησο κι έγραψε αυτό το επικό ποίημα, που σήμερα οι Έλληνες το ονομάζουν Τα Αριμάσπεια, και πως μόλις το έγραψε έγινε άφαντος για δεύτερη φορά.
Λοιπόν αυτά λένε αυτές οι πολιτείες, εγώ όμως έμαθα τα παρακάτω περιστατικά που έγιναν στο Μεταπόντιο της Ιταλίας διακόσια σαράντα χρόνια ύστερ᾽ από τη δεύτερη φορά που έγινε άφαντος ο Αριστέας· τόσα τα έβγαζα συνδυάζοντας τα όσα λέγονται στην Προκόννησο και το Μεταπόντιο.
Οι Μεταποντίνοι λένε πως εμφανίστηκε στη χώρα τους ο ίδιος ο Αριστέας και τους παράγγειλε να ιδρύσουν βωμό για τον Απόλλωνα και δίπλα του να στήσουν ανδριάντα με επιγραφή «Αριστέας ο Προκοννήσιος», γιατί, τους είπε, η χώρα τους είναι η μοναδική από τις Ιταλιωτικές που την επισκέφτηκε ο Απόλλων, κι ότι ακόλουθός του ήταν ο ίδιος — αυτός που τώρα είναι Αριστέας. Αλλά πως τότε, όταν ήταν στην ακολουθία του θεού, ήταν κοράκι.
Και, λένε οι Μεταποντίνοι πως, αφού είπε αυτό, έγινε άφαντος· ακόμα, πως έστειλαν ανθρώπους τους στους Δελφούς και ρωτούσαν το θεό τί ήταν αυτός ο άνθρωπος–φάντασμα. Και πως η Πυθία τούς παράγγειλε ν᾽ ακούσουν το φάντασμα, κι αν το ακούσουν, θα ᾽χουν μεγαλύτερο διάφορο. Και πως αυτοί τα δέχτηκαν αυτά και τα εκτέλεσαν κατά γράμμα.
Και σήμερα είναι στημένος ανδριάντας με την επιγραφή «Αριστέας» ακριβώς δίπλα από το βωμό του Απόλλωνα, περιτριγυρισμένος από δαφνόδεντρα — κι ο βωμός βρίσκεται στην αγορά. Λοιπόν, σα να ᾽ναι αρκετά τα όσα είπαμε για τον Αριστέα.
Τώρα, τί υπάρχει πέρα απ᾽ τη χώρα που έχω πρόθεση να περιγράψω σ᾽ αυτό το μέρος της ιστορίας μου, κανένας δεν το ξέρει με βεβαιότητα· γιατί οπωσδήποτε δεν μπορώ να έχω πληροφορίες από κανέναν που να υποστηρίζει ότι τη γνώρισε ως αυτόπτης. Γιατί ακόμα κι ο Αριστέας, για τον οποίο έκανα λόγο λίγο παραπάνω, ούτε κι ως ποιητής ετούτος σ᾽ αυτό του το έπος είπε ότι έφτασε πιο πέρα από τους Ισσηδόνες, αλλά περιέγραψε τα πιο πέρα απ᾽ όσα είχε ακούσει, δηλώνοντας πως οι Ισσηδόνες είναι που τα λένε αυτά.
Από το εμπορικό κέντρο των Βορυσθενιτών (επειδή αυτό βρίσκεται ακριβώς στο μέσο της παραθαλάσσιας περιοχής [ολόκληρης] της Σκυθίας), από αυτό ξεκινώντας πρώτους συναντάς τους Καλλιπίδες, που είναι Ελληνοσκύθες, και πιο πάνω απ᾽ αυτούς άλλο έθνος, που ονομάζονται Αλιζώνες. Λοιπόν, κι ετούτοι και οι Καλλιπίδες στις άλλες τους ασχολίες δε διαφέρουν από τους Σκύθες, όμως σιτάρι και σπέρνουν και τρώνε, όπως και κρεμμύδια και σκόρδα και φακές και κεχρί.
Και πιο πάνω από τους Αλιζώνες κατοικούν οι Σκύθες γεωργοί, που σπέρνουν σιτάρι όχι για να το τρώνε, αλλά για να το πουλούν. Και πιο πάνω απ᾽ αυτούς κατοικούν οι Νευροί, αλλά η περιοχή που βρίσκεται βορειότερα απ᾽ τους Νευρούς, όσο ξέρουμε, είναι έρημη από ανθρώπους. Λοιπόν, αυτά τα έθνη βρίσκονται στην περιοχή του ποταμού Ύπανη, στα δυτικά του Βορυσθένη.
Τώρα, όταν περάσεις στην άλλη όχθη του Βορυσθένη, ξεκινώντας από τη θάλασσα πρώτα συναντάς την Υλαία· και πέρ᾽ απ᾽ αυτήν ζουν Σκύθες γεωργοί, αυτούς που οι Έλληνες που ζουν στις όχθες του ποταμού Ύπανη τους ονομάζουν Βορυσθενίτες, κρατώντας για τον εαυτό τους το όνομα Ολβιοπολίτες.
Λοιπόν αυτοί οι Σκύθες γεωργοί κατέχουν μια περιοχή που θέλει πορεία τριών ημερών προς τ᾽ ανατολικά και φτάνουν στον ποταμό που έχει τ᾽ όνομα Παντικάπης, ενώ προς τον άνεμο του βοριά θέλει ταξίδι με πλοίο έντεκα ημερών προς τις πηγές του Βορυσθένη· η χώρα όμως που βρίσκεται πιο πέρα απ᾽ αυτούς είναι ερημιά σε μεγάλη έκταση·
και πέρα απ᾽ την ερημιά ζουν οι Ανδροφάγοι, ένα έθνος διαφορετικό απ᾽ τ᾽ άλλα, εντελώς άσχετο με τους Σκύθες. Λοιπόν, η χώρα που βρίσκεται πιο πάνω απ᾽ αυτούς είναι πια κυριολεκτικά ερημιά και, όσο ξέρουμε, δε ζει εκεί κανένα ανθρώπινο έθνος.
Αλλά τη γη που βρίσκεται ανατολικά από τούτους τους Σκύθες γεωργούς, αφού περάσεις στην άλλη όχθη του ποταμού Παντικάπη, την κατοικούν πια οι νομάδες Σκύθες, που ούτε σπέρνουν τίποτε ούτε οργώνουν· όλη αυτή η γη είναι άδεντρη, εκτός από την Υλαία. Λοιπόν αυτοί οι νομάδες κατέχουν χώρα που προς τ᾽ ανατολικά θέλει πορεία δεκατεσσάρων ημερών και φτάνει ίσαμε τον ποταμό Γέρρο.
Και πέρα από τον ποταμό Γέρρο βρισκόμαστε πια στην περιοχή που την ονομάζουν βασιλική, και στους Σκύθες τους άριστους και τους περισσότερους, που θεωρούν δούλους τους τούς υπόλοιπους Σκύθες· κι η χώρα τους απλώνεται στα νότια ώς τη χώρα των Ταύρων, στ᾽ ανατολικά ώς την τάφρο, αυτήν δα που έσκαψαν τα παιδιά των τυφλών, κι ώς το εμπορικό κέντρο της λίμνης Μαιήτιδας, που ονομάζεται Κρημνοί, κι από την άλλη μεριά φτάνει ώς τον ποταμό Τάναη.
Και στα μέρη που βρίσκονται πιο πάνω απ᾽ τους βασιλικούς Σκύθες, προς τον άνεμο του βοριά, ζουν οι Μελάγχλαινοι, έθνος διαφορετικό από τους Σκύθες. Και στα μέρη τα πιο πέρα απ᾽ τους Μελαγχλαίνους βρίσκονται λίμνες και περιοχές ακατοίκητες από ανθρώπους, ώς εκεί που φτάνει η γνώση μας.
Όταν όμως περάσεις στην άλλη όχθη του ποταμού Τάναη, δε βρίσκεσαι πια στη χώρα των Σκυθών, αλλά εκεί την πρώτη μοίρα γης έχουν οι Σαυρομάτες, που αρχίζοντας από τον μυχό της λίμνης Μαιήτιδας κατέχουν τη γη που βρίσκεται προς τον άνεμο του βορρά και θέλει δρόμο δεκαπέντε ημερών να τη διανύσεις, και που σ᾽ όλη την έκτασή της είναι γυμνή κι από άγρια κι από ήμερα δέντρα· πέρα απ᾽ αυτούς ζουν οι Βουδίνοι έχοντας τη δεύτερη μοίρα γης, που ορίζουν περιοχή δασωμένη πυκνά απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη με κάθε λογής δέντρα.
Τώρα, πιο πάνω από τους Βουδίνους προς το βοριά, πρώτα πρώτα συναντάς μια έρημο που θέλει δρόμο εφτά ημερών να τη διανύσεις και, μετά την έρημο, αν στρίψεις και πάρεις το δρόμο που φέρνει ανατολικότερα, βρίσκεσαι στη χώρα των Θυσσαγετών, ένα έθνος πολυάριθμο και ξεκομμένο από τα άλλα.
Στη συνέχεια και στην ίδια περιοχή είναι εγκατεστημένοι αυτοί που ονομάζονται Ιύρκες, που κι αυτοί ζουν από το κυνήγι· νά πώς κάνουν: ο κυνηγός παραμονεύει ανεβασμένος σε δέντρο (κι η χώρα τους σ᾽ όλη την έκτασή της είναι γεμάτη δέντρα), και του καθενός το άλογο, γυμνασμένο, μένει πλαγιασμένο πάνω στην κοιλιά του, έτσι που να μη χτυπά στο μάτι, έτοιμο να ξεκινήσει, όπως κι ο σκύλος του· όταν λοιπόν από το δέντρο του δει το αγρίμι, του ρίχνει βέλη, καβαλικεύει τ᾽ άλογό του κι αρχίζει την καταδίωξη, κι ο σκύλος από κοντά.
Και πιο πάνω απ᾽ αυτούς, αν στρίψεις και πάρεις το δρόμο προς τ᾽ ανατολικότερα, βρίσκεσαι στη χώρα άλλων Σκυθών, που αποστάτησαν από τους βασιλικούς Σκύθες κι έτσι ήρθαν σ᾽ αυτά τα μέρη.
Λοιπόν όλες οι χώρες που καταγράψαμε ώς και την περιοχή αυτών των Σκυθών είναι πεδινές και με παχύ χώμα, όμως αποκεί και πέρα η γη είναι όλο πέτρες και τραχιά.
Κι αφού διανύσεις μεγάλη έκταση της τραχιάς γης, συναντάς ανθρώπους που ζουν στους πρόποδες ψηλών βουνών, που καταπώς λέγεται, είναι όλοι τους φαλακροί εκ γενετής, τόσο οι άντρες όσο κι οι γυναίκες, με πλατσουκωτή μύτη και μακρουλό πιγούνι, και μιλούν γλώσσα δική τους, ντύνονται όμως όπως οι Σκύθες και ζουν από δέντρα·
ποντικό λένε το δέντρο, από το οποίο ζουν, μεγάλο όσο περίπου κι η συκιά· ο καρπός που δίνει είναι όσο ένα κουκί, κι έχει και το κουκούτσι του· όταν ωριμάσει, τον στραγγίζουν μέσα σε σακούλες από ύφασμα και βγάζουν απόσταγμα πηχτό και μαύρο, και τ᾽ όνομα του αποστάγματος είναι άσχυ· τούτο το γλείφουν ή το πίνουν ανακατεύοντάς το με γάλα και, καθώς το κατακάθι του είναι πηχτό, πλάθουν απ᾽ αυτό πολτό και τον τρώνε·
γιατί δεν έχουν πολλά πρόβατα, αφού εκεί δεν υπάρχουν βοσκοτόπια της προκοπής. Στέγη τους έχουν ο καθένας ένα δέντρο, που το χειμώνα γύρω απ᾽ αυτό απλώνουν κετσέδες, το καλοκαίρι όμως βγάζουν τους κετσέδες.
Κανένας άνθρωπος δεν τους πειράζει αυτούς· γιατί τους θεωρούν ανθρώπους του θεού. Κι ούτε κρατούν κανένα πολεμικό όπλο. Κι είναι αυτοί που τους βάζουν κριτές στις διαφορές τους οι γειτονικοί λαοί, κι ακόμα όποιος, αποδιωγμένος απ᾽ την πατρίδα του, καταφύγει σ᾽ αυτούς, δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από κανένα· κι ονομάζονται Αγριππαίοι.
Λοιπόν, ώς αυτούς τους φαλακρούς η χώρα είναι πολλή γνωστή, η δική τους και των εθνών που συναντάμε πριν απ᾽ αυτούς· γιατί και μερικοί Σκύθες πηγαίνουν στη χώρα τους, κι εύκολα μπορείς να πάρεις πληροφορίες απ᾽ αυτούς, αλλά και Έλληνες που ξεκινούν από το εμπορικό κέντρο των Βορυσθενιτών κι από τ᾽ άλλα εμπορικά κέντρα του Πόντου. Κι οι Σκύθες που πηγαίνουν στη χώρα αυτή χρησιμοποιούν εφτά διερμηνείς κι εφτά γλώσσες για να τελειώσουν τις δουλειές τους.
Λοιπόν, ώς αυτούς η χώρα είναι γνωστή, κανείς όμως δεν ξέρει να πει τί ακριβώς υπάρχει πέρ᾽ από τους φαλακρούς· γιατί βουνά ψηλά, απάτητα κόβουν το δρόμο και κανείς δεν τα διαβαίνει· και λένε τούτοι οι φαλακροί (εγώ όμως δε δίνω πίστη στα λόγια τους) ότι στα βουνά κατοικούν άνθρωποι τραγοπόδαροι κι ότι, όταν διαβείς κι αυτών τη χώρα, άλλοι άνθρωποι, που κοιμούνται ύπνο έξι μηνών· εγώ αυτά τα απορρίπτω χωρίς συζήτηση.
Βέβαια, τη χώρα που βρίσκεται ανατολικά από τους φαλακρούς ξέρουμε πως πραγματικά την κατοικούν οι Ισσηδόνες, όμως για τα πιο πάνω μέρη, προς τον άνεμο του βοριά, είτε απ᾽ τη μεριά των φαλακρών είτε από τη μεριά των Ισσηδόνων, δεν ξέρουμε τίποτα, εκτός απ᾽ ό,τι λένε τούτοι οι ίδιοι.
Νά τώρα τί λογής έθιμα ακούμε πως έχουν οι Ισσηδόνες· όταν πεθάνει κάποιου ο πατέρας, όλοι οι συγγενείς φέρνουν ζώα της βοσκής και κατόπι, αφού τα θυσιάσουν και λιανίσουν τα κρέατά τους, λιανίζουν και τον πεθαμένο γονιό του νοικοκύρη, και, αφού ανακατέψουν όλα τα κρέατα, στρώνουν τραπέζι.
Και το κεφάλι του νεκρού, αφού το ξυρίσουν και το παστρέψουν, το επιχρυσώνουν, κι έπειτα το κρατούν σαν κειμήλιο, προσφέροντάς του κάθε χρόνο μεγάλες θυσίες. Το κάθε παιδί αυτό κάνει για τον πατέρα του, όπως οι Έλληνες τα μνημόσυνα. Εξάλλου, κι αυτοί έχουν τη φήμη ότι είναι δίκαιοι, κι ότι γυναίκες και άντρες έχουν τα ίδια δικαιώματα.
Λοιπόν και γι᾽ αυτούς έχουμε πληροφορίες, αλλά για το τί υπάρχει πιο πέρα απ᾽ αυτούς, οι Ισσηδόνες είναι που λένε πως εκεί βρίσκονται οι μονόφθαλμοι άνθρωποι και οι γρύπες οι χρυσοφύλακες· κι απ᾽ αυτούς τα πήραν και τα λένε οι Σκύθες κι από τους Σκύθες έφτασαν σε μας τους άλλους, και τους αποκαλούμε με τη σκυθική λέξη Αριμασπούς· γιατί στα σκυθικά άριμα σημαίνει ένα, και σπου, μάτι.
Και σ᾽ όλ᾽ αυτά τα μέρη που καταγράφτηκαν κάνει μια τέτοια βαρυχειμωνιά, καθώς στους οχτώ μήνες το κρύο είναι ανυπόφορο, έτσι που χύνοντας στο χώμα νερό δε θα κάνεις λάσπη· μόνο ανάβοντας φωτιά θα κάνεις λάσπη. Κι η θάλασσα κρουσταλλιάζει κι όλος ο Κιμμέριος Βόσπορος, και οι Σκύθες που ζουν στην περιοχή που κλείνει η τάφρος κάνουν εκστρατεία περνώντας πάνω απ᾽ τον πάγο και σέρνουν τ᾽ αμάξια τους στην αντικρινή ακτή, στη χώρα των Σίνδων.
Έτσι λοιπόν τους οχτώ μήνες έχουν συνέχεια χειμώνα, αλλά και τους άλλους τέσσερες κάνει κρύο σ᾽ αυτά τα μέρη. Κι ο χειμώνας αυτός παρουσιάζει φαινόμενα που δεν τα συναντάς στους χειμώνες όλων των άλλων χωρών, αφού εδώ την εποχή των βροχών δεν πέφτει καμιά βροχή αξιόλογη, όμως το καλοκαίρι βρέχει ασταμάτητα.
Επίσης, την εποχή που στ᾽ άλλα μέρη βροντά ο ουρανός τότε εδώ δε βροντά, όμως το καλοκαίρι χαλά ο κόσμος απ᾽ τις βροντές· κι αν βροντήσει το χειμώνα, σαστίζουν οι άνθρωποι —θεϊκό σημάδι!—, το ίδιο κι αν γίνει σεισμός, είτε χειμώνα είτε καλοκαίρι, στη χώρα των Σκυθών, το έχουν για θεϊκό σημάδι.
Και τ᾽ άλογά τους δείχνουν αντοχή σ᾽ ετούτον το χειμώνα, ενώ τα μουλάρια και τα γαϊδούρια δεν μπορούν να τον υποφέρουν με κανένα τρόπο· όμως στ᾽ άλλα μέρη τ᾽ άλογα, αν τ᾽ αφήσεις στην παγωνιά, τουρτουρίζουν και ψοφάν, ενώ τα γαϊδούρια και τα μουλάρια αντέχουν.
Και νομίζω πως αυτός είναι ο λόγος που σ᾽ αυτά τα μέρη τα βόδια δε βγάζουν κέρατα κι έχουν τη ράτσα των βοδιών με τα μικρά κέρατα· κι έρχεται να στηρίξει αυτή την άποψή μου κι ένας στίχος του Ομήρου, στην Οδύσσεια, που λέει τα εξής:
Καὶ Λιβύην, ὅθι τ᾽ ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι·
Κι εκεί που κέρατα στ᾽ αρνιά μεμιάς φυτρώνουν, στη Λιβύη,
που ορθά ειπώθηκε, δηλαδή ότι στα θερμά κλίματα τα κέρατα φυτρώνουν νωρίς. Αντίθετα, στα δυνατά κρύα τα ζώα είτε δε βγάζουν καθόλου κέρατα είτε, αν βγάλουν, χαρά στο πράμα!
Αυτά λοιπόν συμβαίνουν εκεί εξαιτίας του κρύου, μου φαίνεται όμως παράξενο (πώς να γίνει; απ᾽ την αρχή της η ιστορία μου τις θέλει τις παρεκβάσεις), για ποιό λόγο σ᾽ ολόκληρη την περιοχή της Ηλείας δεν μπορούν να γεννηθούν μουλάρια — ούτε να πεις πως το μέρος είναι ψυχρό ούτε άλλη αιτία φανερή υπάρχει. Λένε λοιπόν οι ντόπιοι κάτοικοι της Ηλείας πως από κάποια κατάρα είναι που δε γεννιούνται στη χώρα τους μουλάρια.
Αλλά, όταν κοντεύει η εποχή που βατεύονται οι φοράδες, τις πηγαίνουν στους γείτονές τους, κι έπειτα στα μέρη των γειτόνων αμολάν τους γαϊδάρους να τις καβαλήσουν, ώσπου οι φοράδες να πιάσουν· ύστερα τις φέρνουν πίσω στον τόπο τους.
Κι όσο για τα φτερά, που κατά τα λεγόμενα των Σκυθών γεμίζουν τον αέρα, κι εξαιτίας τους δεν μπορεί κανείς ούτε να δει τα μέρη της μεγάλης στεριάς που βρίσκονται πιο πέρα ούτε να τα διαβεί, νά η γνώμη που σχημάτισα γι᾽ αυτά: στα μέρη που βρίσκονται πιο πάνω απ᾽ αυτή τη χώρα το χιόνι δε σταματά να πέφτει, λιγότερο βέβαια το καλοκαίρι απ᾽ ό,τι το χειμώνα, όπως είναι φυσικό·
λοιπόν, όποιος είδε από κοντά να πέφτει χιόνι πυκνό, ξέρει αυτό που λέω· δηλαδή, οι νιφάδες του χιονιού μοιάζουν με φτερά. Και καθώς ο χειμώνας εκεί είναι τόσο βαρύς, τα μέρη της χώρας που βρίσκονται προς το βοριά είναι ακατοίκητα. Τα φτερά λοιπόν, για τα οποία κάνουν λόγο οι Σκύθες κι οι γειτονικοί τους λαοί, είναι κατά τη γνώμη μου, μια μεταφορική έκφραση για το χιόνι. Λοιπόν έχουμε περιγράψει τα μέρη που λένε πως είναι στην άκρη του κόσμου.
Τώρα, για τους Υπερβορείους ούτε οι Σκύθες έχουν να πουν κάτι ούτε κάποιοι άλλοι απ᾽ αυτούς που ζουν σ᾽ αυτή την περιοχή, εκτός βέβαια από τους Ισσηδόνες· όμως νομίζω πως κι αυτοί δε λένε τίποτα· γιατί τότε θα το λέγανε κι οι Σκύθες, όπως λένε για τους μονόφθαλμους. Αλλά ο Ησίοδος βέβαια έχει κάνει λόγο για τους Υπερβορείους, έχει κάνει λόγο κι ο Όμηρος στους Επιγόνους, αν βέβαια τωόντι ο Όμηρος έγραψε αυτό το έπος.
Πολύ περισσότερα όμως λένε γι᾽ αυτούς οι κάτοικοι της Δήλου, κάνοντας λόγο για προσφορές στους θεούς, που, σκευασμένες σε καλαμιές σιταριού, στέλνονται από τους Υπερβορείους και φτάνουν στους Σκύθες, κι από τους Σκύθες τις παραλαμβάνουν πια ο ένας ύστερ᾽ απ᾽ τον άλλον οι γειτονικοί λαοί διαδοχικά και τις μεταφέρουν όλο και πιο δυτικά, ώσπου φτάνουν στο Αδριατικό πέλαγος·
κι αποκεί, αφού τις ξεπροβοδίσουν προς τα νότια, οι πρώτοι Έλληνες που τις παραλαβαίνουν είναι οι Δωδωναίοι, κι απ᾽ εκεί τις κατεβάζουν στο Μαλιακό κόλπο και τις περνάνε απέναντι, στην Εύβοια, κι από πόλη σε πόλη τις μεταφέρουν ώς την Κάρυστο· όμως την Άνδρο, που ήταν η σειρά της, την προσπερνούν· γιατί οι Καρύστιοι είναι που τις φέρνουν στην Τήνο, κι οι Τήνιοι στη Δήλο.
Μ᾽ αυτόν τον τρόπο λοιπόν λένε πως οι προσφορές αυτές έφτασαν στη Δήλο, και πως οι Υπερβόρειοι την πρώτη φορά έστειλαν δυο κοπέλες να μεταφέρουν τις προσφορές, που οι κάτοικοι της Δήλου τις ονομάζουν Υπερόχη και Λαοδίκη· και πως μαζί μ᾽ αυτές, για να τις προστατεύουν, οι Υπερβόρειοι έστειλαν πέντε συμπολίτες τους ως συνοδούς, αυτούς που σήμερα τους ονομάζουν Περφερείς κι απολαμβάνουν μεγάλες τιμές στη Δήλο.
Επειδή όμως αυτοί που στάλθηκαν δεν τους γύρισαν πίσω, τους Υπερβορείους, λένε, τους έπιασε φόβος μήπως κάθε φορά τούς συμβαίνει να στέλνουν τους ανθρώπους τους και να μη τους βλέπουν να γυρίζουν· έτσι λοιπόν φέρνουν στα σύνορα της χώρας τους τις προσφορές στους θεούς σκευασμένες σε καλαμιές σιταριού κι εξορκίζοντας τους γείτονές τους τούς προστάζουν να τις ξεπροβοδίσουν από τη χώρα τους σε άλλο έθνος.
Και λένε πως μ᾽ αυτό τον τρόπο αυτές ξεπροβοδίζονται και φτάνουν στη Δήλο, και ξέρω —το είδα ο ίδιος— ένα έθιμο παρόμοιο μ᾽ αυτές τις προσφορές: οι γυναίκες της Θράκης και της Παιονίας, όταν κάνουν θυσίες στην Άρτεμη τη βασίλισσα, δεν προσφέρουν τις θυσίες αυτές χωρίς καλαμιές σιταριού.
Ξέρω λοιπόν πως ετούτες κάνουν αυτά, κι όσο για τις κοπέλες αυτές που ήρθαν από τους Υπερβορείους, μετά το θάνατό τους στη Δήλο τούς προσφέρουν λατρεία κόβοντας τα μαλλιά τους και οι κοπέλες και τ᾽ αγόρια της Δήλου· οι κοπέλες, αφού κόψουν μια πλεξούδα από τα μαλλιά τους και την τυλίξουν γύρω από αδράχτι, την αποθέτουν στον τάφο τους
(κι ο τάφος τους βρίσκεται στο εσωτερικό του ναού της Άρτεμης κι απάνω του βλάστησε λιόδεντρο), και τ᾽ αγόρια της Δήλου τυλίγουν ένα τσουλούφι απ᾽ τα μαλλιά τους σε πρασινάδα και τ᾽ αποθέτουν με τη σειρά τους πάνω στον τάφο. Λοιπόν ετούτες τις τιμές προσφέρουν οι κάτοικοι της Δήλου σ᾽ αυτές.
Κι οι ίδιοι λένε πως κι άλλες δυο κοπέλες απ᾽ τη χώρα των Υπερβορείων, η Άργη και η Ώπη, πέρασαν μέσ᾽ από τις χώρες των ίδιων ακριβώς λαών που αναφέραμε κι έφτασαν στη Δήλο ακόμα πιο πριν από την Υπερόχη και τη Λαοδίκη.
Λένε λοιπόν πως αυτές έφτασαν στην Ελλάδα φέρνοντας στην Ειλείθυια τις προσφορές που της είχαν τάξει για να ᾽χει η Λητώ καλή λευτεριά, ενώ η Άργη και η Ώπη έφτασαν μαζί με τις θεές αυτές, και πως οι Δήλιοι πρόσφεραν σ᾽ αυτές διαφορετική λατρεία·
δηλαδή οι γυναίκες τους συγκεντρώνουν τάματα γι᾽ αυτές αναφέροντας τα ονόματά τους καθώς ψέλνουν τον θρησκευτικό ύμνο που σύνθεσε γι᾽ αυτές ο Ωλήν από τη Λυκία, και πως οι νησιώτες και οι Ίωνες απ᾽ αυτές έμαθαν να ψέλνουν ύμνους στην Ώπη και την Άργη, αναφωνώντας τα ονόματά τους και συγκεντρώνοντας τάματα (κι αυτός ο Ωλήν ήρθε από τη Λυκία και σύνθεσε και τους άλλους παλιούς ύμνους που τραγουδιούνται στη Δήλο)·
και πως, όταν καίονται τα μεριά των σφαχταριών της θυσίας πάνω στο βωμό, τη στάχτη τους την παίρνουν και την απλώνουν όλη πάνω στον τάφο της Ώπης και της Άργης. Κι ο τάφος τους βρίσκεται πίσω από το ναό της Άρτεμης, προς τ᾽ ανατολικά, ακριβώς δίπλα από την αίθουσα συμποσίων των Κείων.
Με αυτά είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε για τους Υπερβορείους. Γιατί δε θα κάνω λόγο για όσα λέγονται σχετικά με τον Άβαρη, που λένε ότι ήταν Υπερβόρειος, πως τάχα περιπλανιόταν σ᾽ ολόκληρο τον κόσμο περιφέροντας το βέλος του χωρίς να βάζει τίποτα στο στόμα του. Κι αν τέλος πάντων υπάρχει λαός Υπερβορείων, θα υπάρχει και λαός Υπερνοτίων.
Γελώ ακόμα και βλέποντας ότι πολλοί κιόλας σχεδίασαν χάρτες της οικουμένης, κι όμως κανείς δεν έδωσε λογικές εξηγήσεις απ᾽ αυτούς που εικονίζουν τον Ωκεανό να κυλά τα ρεύματά του γύρω γύρω από τη γη, που την παρασταίνουν ολοστρόγγυλη, λες κι έγινε με τόρνο, και που κάνουν την Ασία και την Ευρώπη ίσες. Γιατί εγώ θα δώσω με λίγα λόγια και το μέγεθος της καθεμιάς από τις δυο και ποιά εικόνα παρουσιάζουν και η μια και η άλλη.
Η χώρα όπου ζουν οι Πέρσες φτάνει στη θάλασσα του νότου, που ονομάζεται Ερυθρά· πιο πέρ᾽ απ᾽ αυτούς κατοικούν προς τον άνεμο του βοριά οι Μήδοι, πιο πέρ᾽ από τους Μήδους οι Σάσπειρες και πιο πέρα απ᾽ τους Σάσπειρες οι Κόλχοι, που η χώρα τους φτάνει στη θάλασσα του βοριά, όπου χύνεται ο ποταμός Φάσις. Αυτοί οι τέσσερες λαοί είναι που ζουν εδώ, από θάλασσα σε θάλασσα.
Από τη μια μεριά η πρώτη χερσόνησος, ξεκινώντας στο βόρειο μέρος της από τον ποταμό Φάση, προχωρά ακολουθώντας την παραλία του Πόντου και του Ελλήσποντου ώς το ακρωτήριο της Τρωάδας, το Σίγειο, ενώ, στο νότιο μέρος της, αυτή ακριβώς η ίδια χερσόνησος, ξεκινώντας από τον Μυριανδικό κόλπο, που γειτονεύει με τη Φοινίκη, προχωρά παραθαλάσσια ώς το ακρωτήριο Τριόπιο. Σ᾽ αυτή τη χερσόνησο ζουν τριάντα έθνη ανθρώπων.
Αυτή λοιπόν είναι η μια απ᾽ τις δυο χερσονήσους, ενώ η άλλη αρχίζει από τη χώρα των Περσών και προχωρά ώς την Ερυθρά θάλασσα, δηλαδή την αποτελούν η Περσία και η γειτονική της χώρα, η Ασσυρία και, μετά την Ασσυρία, η Αραβία· το τέρμα της —ένα τέρμα απλώς συμβατικό— είναι ο Αραβικός κόλπος, προς τον οποίο ο Δαρείος χάραξε διώρυγα που η αρχή της είναι στο Νείλο.
Λοιπόν, από τη χώρα των Περσών ώς τη Φοινίκη η περιοχή είναι πλατιά και εκτεταμένη, αλλά από τη Φοινίκη και μετά η χερσόνησος συνεχίζεται στη γραμμή της παραλίας της δικής μας θάλασσας, με τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, όπου και το τέρμα της· αυτή τη χερσόνησο την κατοικούν μόνο τρία έθνη.
Αυτά λοιπόν τα μέρη της Ασίας συναντά κανείς δυτικά απ᾽ τη χώρα των Περσών, ενώ τα πιο πέρα απ᾽ τους Πέρσες και τους Μήδους και τους Σάσπειρες και τους Κόλχους, αυτά που βρίσκονται προς το φως της μέρας και την ανατολή του ήλιου, ορίζονται απ᾽ τη μια μεριά από την Ερυθρά θάλασσα κι από την άλλη, από το βοριά, από την Κασπία θάλασσα και τον ποταμό Αράξη, που κυλά το ρέμα του προς την ανατολή του ήλιου.
Λοιπόν η Ασία είναι κατοικημένη ώς και τη χώρα των Ινδών· αλλά αποκεί και πέρα, ανατολικά, τα μέρη της είναι ακατοίκητα και κανείς δεν μπορεί να πει τί λογής είναι.
Λοιπόν αυτό το σχήμα κι αυτό το μέγεθος έχει η Ασία, ενώ η Λιβύη βρίσκεται στην άλλη χερσόνησο· γιατί απ᾽ την Αίγυπτο πια αρχίζει η Λιβύη. Λοιπόν, όσο είμαστε στην Αίγυπτο, η χερσόνησος αυτή είναι στενή (αφού από τη θάλασσά μας ώς την Ερυθρά θάλασσα η απόσταση είναι εκατό χιλιάδες οργιές, που κάνουν περίπου χίλιους σταδίους), ενώ ύστερ᾽ από αυτή τη στενή περιοχή έρχεται και γίνεται πολύ πλατιά η χερσόνησος, που ονομάζεται Λιβύη.
Απορώ λοιπόν μ᾽ εκείνους που τράβηξαν διαχωριστικές γραμμές και μοίρασαν τη γη σε Λιβύη και Ασία και Ευρώπη· γιατί οι διαφορές ανάμεσα σ᾽ αυτές είναι μεγάλες, αφού σε μάκρος η Ευρώπη απλώνεται όσο οι δυο άλλες μαζί, κι όσο για το πλάτος μού φαίνεται ότι ούτε σύγκριση μπορεί να δεχτεί.
Γιατί βέβαια είναι γνωστό πως η Λιβύη βρέχεται γύρω γύρω από θάλασσα, εκτός από το μέρος της που συνορεύει με την Ασία, κάτι που πρώτος, απ᾽ ό,τι ξέρουμε, το έκανε ολοφάνερο ο Νεκώς, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, που, όταν σταμάτησε το σκάψιμο της διώρυγας που από το Νείλο φτάνει στον Αραβικό κόλπο, έστειλε με πλοίο Φοίνικες, με εντολή να γυρίσουν από τις Ηράκλειες στήλες και, διασχίζοντας τη βόρεια θάλασσα, να καταπλεύσουν στην Αίγυπτο·
λοιπόν ξεκίνησαν οι Φοίνικες από την Ερυθρά θάλασσα και αρμένιζαν στη νότια θάλασσα· και, κάθε που ερχόταν φθινόπωρο, έπιαναν στεριά σ᾽ όποιο μέρος της Λιβύης έφταναν με τα πλοία τους, έσπερναν τη γη και περίμεναν να ωριμάσει το σιτάρι,
κι αφού το θέριζαν συνέχιζαν το ταξίδι τους· κι έτσι διάβηκαν δυο χρόνια και τον τρίτο χρόνο προσπέρασαν τις Ηράκλειες στήλες και κατάπλευσαν στην Αίγυπτο. Και λέγανε —εγώ βέβαια δε δίνω πίστη στα λόγια τους, μπορεί όμως κάποιος άλλος να έδωσε— ότι, καθώς έκαναν με τα πλοία τους το γύρο της Λιβύης, είχαν τον ήλιο στο δεξί τους χέρι.
Έτσι λοιπόν έγινε για πρώτη φορά γνωστή η Λιβύη και δεύτεροι που κάνουν λόγο γι᾽ αυτήν είναι οι Καρχηδόνιοι, μια και ο Σατάσπης, ο γιος του Τεάσπη, απ᾽ τη γενιά των Αχαιμενιδών, δεν έκανε με πλοίο το γύρο της Λιβύης, αν και του ανατέθηκε αυτή η αποστολή, αλλά φοβήθηκε και το μάκρος του ταξιδιού και την ερημιά και γύρισε πίσω, κι ούτε έφερε σε πέρας τον άθλο που του επέβαλε η μητέρα του.
Γιατί βίασε μια παρθένα, τη θυγατέρα του Ζωπύρου, του γιου του Μεγαβύζου· έπειτα, ενώ ήταν, με διαταγή του βασιλιά Ξέρξη, να παλουκωθεί γι᾽ αυτό το έγκλημα, η μητέρα του Σατάσπη, που ήταν αδερφή του Δαρείου, ζήτησε χάρη γι᾽ αυτόν, λέγοντας στον Ξέρξη πως η ίδια της
θα τον βάλει αναγκαστικά να κάνει το γύρο της Λιβύης με πλοίο, ώσπου κάνοντας το γύρο της να καταπλεύσει στον Αραβικό κόλπο. Κι όταν ο Ξέρξης έδωσε τη συγκατάθεσή του μ᾽ αυτό τον όρο, ο Σατάσπης πορεύτηκε στην Αίγυπτο και, αφού πήρε αποκεί καράβι και ναύτες, κατευθύνθηκε στις Ηράκλειες στήλες,
άφησε πίσω του το ακρωτήριο της Λιβύης που λέγεται Σολόης, και κατόπι έβαλε πλώρη προς το νότο και διέσχισε με το πλοίο του μεγάλη έκταση θάλασσας σε μήνες πολλούς· όμως το μάκρος του ταξιδιού δεν έλεγε να πάρει τέλος —κάθε άλλο!—,
γι᾽ αυτό έδωσε στο πλοίο αντίστροφη πορεία και πήρε το δρόμο του γυρισμού για την Αίγυπτο. Κι απ᾽ αυτήν έφτασε στο βασιλιά Ξέρξη και του αφηγόταν, λέγοντας πως με το πλοίο τους πέρασαν, στα μέρη τα πιο απόμακρα, από χώρα ανθρώπων μικροκαμωμένων, που φορούσαν ρούχα από φύλλα φοινικιάς· κι ετούτοι, κάθε φορά που το καράβι του έπιανε στεριά, έπαιρναν τα βουνά αφήνοντας έρημες τις πολιτείες τους· οι δικοί του όμως μπαίνοντας σ᾽ αυτές δεν άγγιζαν τίποτε, μόνο πρόβατα έπαιρναν απ᾽ αυτές.
Τώρα, αν δεν ολοκλήρωσε με το καράβι του το γύρο της Λιβύης, είναι επειδή το καράβι δεν μπορούσε πια να προχωρήσει πιο μπροστά αλλά έμενε ακίνητο. Ο Ξέρξης όμως δεν παραδεχόταν ότι του λέει την αλήθεια, και, επειδή δεν έφερε σε πέρας τον άθλο που του είχαν αναθέσει, τον παλούκωσε, τιμωρώντας τον με την αρχική ποινή.
Κι ένας ευνούχος αυτουνού του Σατάσπη, μόλις πληροφορήθηκε πως το αφεντικό του είχε πεθάνει, αμέσως δραπέτευσε στη Σάμο, παίρνοντας μαζί του πολλά χρήματα, που κάποιος Σάμιος του τα πήρε και τα κατακράτησε — τ᾽ όνομά του το ξέρω καλά, αλλά προτιμώ να μην το αναφέρω.
Η Ασία πάλι στο μεγαλύτερό της μέρος εξερευνήθηκε από τον Δαρείο, που θέλοντας του ποταμού Ινδού, του δεύτερου μέσα σε όλους τους ποταμούς που τρέφει κροκοδείλους, τούτου του ποταμού να μάθει σε ποιά θάλασσα είναι οι εκβολές, στέλνει με στόλο κι άλλους, που βασιζόταν πως θα του πουν την αλήθεια, και μάλιστα τον Σκύλακα τον Καρυανδέα.
Κι αυτοί, ξεκινώντας από την πόλη Κασπάτυρο και την περιοχή Πακτυϊκή, έπλεαν κατά το ρέμα του ποταμού προς το φως της μέρας και την ανατολή του ήλιου ώς τη θάλασσα, κι ύστερ᾽ από ταξίδι τριάντα μηνών μέσ᾽ από θάλασσα, με κατεύθυνση προς τη δύση, φτάνουν σ᾽ εκείνο το σημείο, απ᾽ όπου ο βασιλιάς της Αιγύπτου τους Φοίνικες, για τους οποίους έκανα λόγο προηγουμένως, τους έστειλε με αποστολή να κάνουν με τα καράβια τους το γύρο της Λιβύης.
Αυτοί λοιπόν με το στόλο τους έκαναν το γύρο της χώρας και κατόπι ο Δαρείος και τους Ινδούς υπέταξε και πήρε τη θάλασσα αυτή στους ορισμούς του. Έτσι και η Ασία, με εξαίρεση τις ανατολικές περιοχές της, στις άλλες αποδείχτηκε πως παρουσιάζει το ίδιο σχήμα με τη Λιβύη.
Αλλά για την Ευρώπη κανένας δε φαίνεται να ξέρει αν βρέχονται από θάλασσα είτε τα μέρη της που βρίσκονται προς την ανατολή του ήλιου είτε αυτά που βρίσκονται προς το βοριά, οπότε θα ήταν τριγυρισμένη από θάλασσα· γνωστό όμως είναι πως στο μάκρος απλώνεται όσο οι άλλες δυο μαζί.
Κι ούτε μπορώ να βγάλω συμπέρασμα για ποιό λόγο, ενώ η γη είναι μια, της έχουν δώσει τρία ονόματα, που τα πήραν από γυναίκες, και γιατί όρισαν διαχωριστικές γραμμές τον ποταμό της Αιγύπτου, το Νείλο και τον Φάση της Κολχίδας (άλλοι όμως στη θέση του βάζουν τον Τάναη, τον ποταμό της Μαιήτιδας λίμνης, και τον πορθμό των Κιμμερίων), κι ούτε μπόρεσα να μάθω τα ονόματα εκείνων που χάραξαν τις διαχωριστικές γραμμές κι ούτε από πού πήραν κι έβαλαν τα ονόματα.
Δηλαδή, πρώτα πρώτα για τη Λιβύη οι περισσότεροι Έλληνες λένε ότι πήρε τ᾽ όνομά της από τη Λιβύη, μια ντόπια γυναίκα, κι η Ασία τ᾽ όνομα της γυναίκας του Προμηθέα. Όμως οι Λυδοί θέλουν τ᾽ όνομα αυτό δικό τους, λέγοντας πως η Ασία πήρε τ᾽ όνομά της από τον Ασία, το γιο του Κότη, γιου του Μάνη (κι όχι απ᾽ την Ασία, τη γυναίκα του Προμηθέα), απ᾽ τον ίδιο που μια φυλή στις Σάρδεις ονομάστηκε Ασιάς.
Τέλος, για την Ευρώπη κανένας άνθρωπος δεν ξέρει ούτε αν βρέχεται γύρω γύρω από θάλασσα ούτε από πού πήρε αυτό το όνομα ούτε ποιός ήταν που την ονόμασε έτσι — το μόνο που μένει να πούμε είναι πως η χώρα πήρε τ᾽ όνομά της από την Ευρώπη της Τύρου· και βέβαια στο παρελθόν δεν είχε κανένα όνομα, όπως κι οι δύο άλλες.
Αλλά τούτη η γυναίκα ολοφάνερα είναι Ασιάτισσα, και δεν πάτησε το πόδι της στην ήπειρο αυτή — όλο κι όλο πέρασε από τη Φοινίκη στην Κρήτη κι απ᾽ την Κρήτη στη Λυκία. Γι᾽ αυτά λοιπόν ας περιοριστούμε σ᾽ όσα είπαμε· γιατί θα τις αναφέρνουμε με τα καθιερωμένα τους ονόματα.
Ο Εύξεινος Πόντος τώρα, που εναντίον του βάδιζε με το στρατό του ο Δαρείος, είναι η περιοχή που παρουσιάζει τους πιο καθυστερημένους λαούς από κάθε άλλη, με μοναδική εξαίρεση τους Σκύθες. Γιατί ούτε μπορούμε ν᾽ αναφέρουμε τιμητικά για τον πολιτισμό του κανέναν λαό απ᾽ αυτούς που ζουν στην περιοχή του ούτε ξέρουμε κανέναν άνθρωπο που αναδείχτηκε αξιόλογος, εκτός απ᾽ το λαό των Σκυθών και τον Ανάχαρση.
Λοιπόν ο λαός των Σκυθών βρήκε τη σοφότερη λύση, απ᾽ όσο ξέρουμε, για το πιο σπουδαίο θέμα που απασχολεί τους ανθρώπους, όμως τις άλλες του εκδηλώσεις δεν τις θαυμάζω. Για το σπουδαιότερο λοιπόν θέμα βρήκαν μια τέτοια λύση, ώστε κανένας εχθρός που θα πατήσει τη χώρα τους να μη γλιτώνει απ᾽ τα χέρια τους, κι όταν θέλουν να γίνουν άφαντοι, κανείς να μην μπορεί να τους ανακαλύψει·
γιατί άνθρωποι που ούτε πολιτείες ούτε τείχη έχουν χτίσει, αλλά όλοι τους είναι φερέοικοι και καβαλάρηδες με τόξα, και δε ζούνε από τ᾽ αλέτρι, αλλά από τα κοπάδια τους, κι έχουν τα σπίτια τους πάνω σε άμαξες, πώς δε θα ᾽ναι αυτοί ακαταμάχητοι και η συνάντησή τους ακατόρθωτη;
Κι έχουν επινοήσει αυτή τη λύση καθώς και η χώρα τους προσφέρεται και τα ποτάμια είναι σύμμαχοί τους· γιατί και η χώρα τους, πεδινή καθώς είναι, βγάζει πολλή πρασινάδα κι έχει άφθονα νερά, και ποτάμια τη διασχίζουν που αν τα μετρήσεις δεν είναι και πολύ λιγότερα απ᾽ τις διώρυγες της Αιγύπτου.
Θ᾽ αναφέρω μόνο όσα απ᾽ αυτά είναι πλωτά για τα καράβια που έρχονται από τη θάλασσα: ο Ίστρος με το πενταπλό δέλτα του, κατόπι ο Τύρης και ο Ύπανης κι ο Βορυσθένης κι ο Παντικάπης κι ο Υπάκυρης και ο Γέρρος κι ο Τάναης. Και τώρα, πού κυλούν τα νερά τους.
Ο Ίστρος είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου, απ᾽ όλους όσους ξέρουμε, και πάντοτε η στάθμη των νερών του παραμένει η ίδια χειμώνα καλοκαίρι· είναι ο δυτικότερος από τους ποταμούς που διασχίζουν με το ρέμα τους τη χώρα των Σκυθών, κι ο λόγος που έγινε ο μεγαλύτερος από όλους είναι επειδή κι άλλοι ποταμοί χύνονται στα νερά του.
Νά ποιοί είναι οι ποταμοί που τον κάνουν μεγάλο: οι πέντε που διασχίζουν με τα νερά τους τη χώρα των Σκυθών, δηλαδή εκείνος που οι Σκύθες ονομάζουν Πόρατα κι οι Έλληνες Πυρετό, και οι άλλοι: ο Τιάραντος κι ο Άραρος κι ο Νάπαρης κι ο Ορδησσός.
Ο πρώτος στην καταγραφή μας είναι μεγάλος και, κυλώντας τα νερά του ανατολικότερα απ᾽ τους άλλους, τα ενώνει με τα νερά του Ίστρου· κι αυτός που είναι δεύτερος στην καταγραφή μας, ο Τιάραντος, κυλά κάπως δυτικότερα κι είναι μικρότερος, ενώ ο Άραρος κι ο Νάπαρης κι ο Ορδησσός κυλούν ανάμεσα σ᾽ αυτούς τους δύο και χύνονται στον Ίστρο.
Αυτοί λοιπόν οι ποταμοί που πηγάζουν από τη Σκυθία δυναμώνουν το ρέμα του· κι από τη χώρα των Αγαθύρσων ο ποταμός Μάρης κυλώντας τα νερά του έρχεται κι ενώνεται με τον Ίστρο.
Κι από τις βουνοκορφές του Αίμου τρεις άλλοι μεγάλοι ποταμοί, που κυλούν το ρέμα τους προς το βοριά, χύνονται σ᾽ αυτόν, ο Άτλας κι ο Αύρας κι ο Τίβισης· κι απ᾽ τη Θράκη, απ᾽ την περιοχή των Κροβύζων Θρακών, κυλώντας τα νερά τους ο Άθρης κι ο Νόης κι ο Αρτάνης χύνονται στον Ίστρο· σ᾽ αυτόν χύνεται κι ο ποταμός Σκίος από τη χώρα των Παιόνων και το βουνό Ροδόπη, αφού διασχίζει τον Αίμο στη μέση του.
Κι ο ποταμός Άγγρος κυλώντας το ρέμα του από τη χώρα των Ιλλυριών προς τον άνεμο του βοριά χύνεται στην πεδιάδα των Τριβαλλών και στον ποταμό Βρόγγο, κι ο Βρόγγος στον Ίστρο· έτσι τα νερά και των δυο, που είναι ποταμοί μεγάλοι, τα δέχεται ο Ίστρος. Κι από τη χώρα που βρίσκεται πιο πέρα από την Ομβρική, ο ποταμός Κάρπης κι ένας δεύτερος, ο Άλπης, που κι αυτοί κυλούν το ρέμα τους προς τον άνεμο του βοριά, χύνονται σ᾽ αυτόν.
Γιατί ο Ίστρος διασχίζει με το ρέμα του ολόκληρη την Ευρώπη, ξεκινώντας από τη χώρα των Κελτών, που κατοικούν τη δυτικότερη περιοχή της Ευρώπης —μόνο οι Κύνητες ζουν πιο δυτικά απ᾽ αυτούς—, και διασχίζοντας με το ρέμα του ολόκληρη την Ευρώπη χύνεται στα πλευρά της χώρας των Σκυθών.
Λοιπόν, με το να χύνουν τα νερά τους στο ρέμα του και οι ποταμοί που καταγράψαμε και πολλοί άλλοι, ο Ίστρος γίνεται το μεγαλύτερο ποτάμι του κόσμου — βέβαια τα πρωτεία τα έχει ο Νείλος, αν η σύγκριση περιοριστεί στα νερά που έχουν από τις πηγές τους τα δυο ποτάμια· γιατί το Νείλο δεν τον δυναμώνει κανένας ποταμός ούτε κανένα κεφαλόβρυσο χύνοντας τα νερά τους στα δικά του.
Και η στάθμη των νερών του Ίστρου παραμένει η ίδια χειμώνα καλοκαίρι, κι ο λόγος, κατά τη γνώμη μου, είναι ο εξής: το χειμώνα τα νερά του έχουν την κανονική τους στάθμη, κι αν έχουμε κάποια διαφορά προς τα πάνω, αυτή είναι μικρή· γιατί σ᾽ αυτή την περιοχή το χειμώνα οι βροχές είναι πολύ πολύ σπάνιες, συνέχεια πέφτει χιόνι.
Όμως το καλοκαίρι το χιόνι που έπεσε το χειμώνα, και είναι άφθονο, λιώνει, κι από χίλιες μεριές χύνεται στον Ίστρο· έτσι και το χιόνι αυτό, καθώς χύνεται στα νερά του, τον δυναμώνει, και μαζί με το χιόνι κι οι βροχές, πολλές και βαρβάτες· γιατί το καλοκαίρι πια βρέχει.
Κι όσο περισσότερο νερό τραβά απάνω του ο ήλιος το καλοκαίρι, με την εξάτμιση, απ᾽ ό,τι το χειμώνα, τόσο τα νερά που σμίγουν με τον Ίστρο το καλοκαίρι είναι πολλαπλάσια απ᾽ ό,τι το χειμώνα· και καθώς έχουμε αυτή την αντιπαράθεση, το αποτέλεσμα είναι μια εξισορρόπηση, έτσι που ο Ίστρος να φαίνεται πάντοτε το ίδιο μεγάλος.
Ο ένας λοιπόν από τους ποταμούς των Σκυθών είναι ο Ίστρος κι ακολουθεί ο Τύρης, που ξεκινά από τον άνεμο του βοριά και πηγάζει από μεγάλη λίμνη που είναι σύνορο ανάμεσα στη Σκυθία και τη χώρα των Νευρών. Και στο στόμιό του έχουν εγκατασταθεί Έλληνες που λέγονται Τυρίτες.
Τρίτος ποταμός ο Ύπανης· ξεκινά από τη Σκυθία και πηγάζει από λίμνη μεγάλη, που η περιοχή της ένα γύρο είναι βοσκοτόπι άγριων άσπρων αλόγων· και πετυχημένα ονομάτισαν αυτή τη λίμνη Μάνα του Ύπανη.
Απ᾽ αυτήν λοιπόν αναβλύζοντας ο ποταμός Ύπανης κυλά σε απόσταση που θέλει ταξίδι πέντε ημερών με πλοίο ρηχός κι ακόμα με γλυκό νερό· αποκεί και πέρα όμως, κι ενώ θέλει ακόμα για τη θάλασσα ταξίδι με πλοίο τεσσάρων ημερών, τα νερά του πικρίζουν φοβερά.
Γιατί χύνει σ᾽ αυτόν τα νερά της μια πηγή πικρή, μα τόση πικρή, που, αν και μικρή, αλλάζει τη γεύση των νερών του Ύπανη, που λίγα ποτάμια είναι σαν κι αυτόν μεγάλα. Και η πηγή αυτή βρίσκεται στα σύνορα της χώρας των γεωργών Σκυθών και των Αλιζώνων· η πηγή αυτή, όπως και η περιοχή απ᾽ όπου πηγάζουν τα νερά της, στη σκυθική γλώσσα έχει το όνομα Εξαμπαίος — στη γλώσσα των Ελλήνων Ιερά οδός.
Ο Τύρης και ο Ύπανης φέρνουν τις κοίτες τους τη μια κοντά στην άλλη στη χώρα των Αλιζώνων, αλλά αποκεί και πέρα ο καθένας συνεχίζει τη ροή του προς διαφορετική κατεύθυνση, κι έτσι πλαταίνει ο ενδιάμεσος χώρος.
Τέταρτος τώρα ποταμός ο Βορυσθένης που είναι, ύστερ᾽ από τον Ίστρο, ο μεγαλύτερος απ᾽ αυτούς, και που, κατά τη γνώμη μας, συντρέχει τον άνθρωπο στις ανάγκες του περισσότερο από κάθε άλλον ποταμό, όχι μόνο της Σκυθίας, αλλά κι απ᾽ όλους τους άλλους, εκτός από το Νείλο της Αιγύπτου· γιατί δεν υπάρχει ποταμός στον κόσμο που μπορεί να συγκριθεί με το Νείλο·
από τους υπόλοιπους όμως ο Βορυσθένης είναι που συντρέχει περισσότερο τον άνθρωπο σ᾽ όλα τα πάντα, καθώς χαρίζει για τα κοπάδια τα πιο ωραία και τα πιο βολικά βοσκοτόπια, και ψάρια τα πρώτα, ασυναγώνιστα, και πάρα πολλά, και το νερό του είναι να το πίνεις και να ευφραίνεται η ψυχή σου· κυλά τα νερά του ολοκάθαρα δίπλα σε ποταμούς θολούς· κοντά στις όχθες του βγαίνουν τα καλύτερα γεννήματα και, όση γη μένει άσπαρτη, βγάζει χλόη, την πιο πυκνή.
Και στις εκβολές του πήζουν από μόνοι τους σβόλοι αλατιού αμέτρητοι. Και δίνει τεράστια ψάρια χωρίς αγκάθια, που τα λένε αντακαίους, για να τα κάνουν παστά, κι άλλα πολλά αξιοθαύμαστα.
Λοιπόν, ώς την περιοχή Γέρρος, όπου φτάνεις ύστερ᾽ από ταξίδι με πλοίο σαράντα ημερών, είναι γνωστό πως το ρέμα του έρχεται απ᾽ τη μεριά του ανέμου του βοριά, από εκεί και πέρα όμως κανένας δεν ξέρει να πει ποιών ανθρώπων τις χώρες διασχίζει· υποθέτουμε πως κυλά διασχίζοντας έρημη περιοχή κι ύστερα φτάνει στη χώρα των γεωργών Σκυθών· γιατί οι Σκύθες αυτοί ζουν στις όχθες ενός τμήματός του που το μήκος του είναι δέκα ημερών ταξίδι με πλοίο.
Και μόνο για τις πηγές αυτουνού του ποταμού, όπως και του Νείλου, δεν μπορώ να κάνω λόγο, ούτε, νομίζω, κανένας άλλος Έλληνας. Και, καθώς ο Βορυσθένης κυλώντας το ρέμα του πλησιάζει στη θάλασσα, ενώνεται μ᾽ αυτόν ο Ύπανης και χύνεται στο ίδιο μ᾽ αυτόν βαλτοτόπι.
Και το κομμάτι της στεριάς που είναι ανάμεσά τους προχωρά στη θάλασσα, σα γλώσσα, κι ονομάζεται ακρωτήριο του Ιππολάου και σ᾽ αυτό έχει ιδρυθεί ναός της Δήμητρας· και πέρ᾽ από το ναό, στις όχθες του Ύπανη, έχουν χτίσει την πόλη τους οι Βορυσθενίτες. Αυτά είχα να πω για τούτα τα ποτάμια.
Άλλος ποταμός μετά απ᾽ αυτούς, πέμπτος στη σειρά, που έχει τ᾽ όνομα Παντικάπης· κι αυτός κυλά απ᾽ το βοριά και πηγάζει από λίμνη· στην περιοχή ανάμεσα σ᾽ αυτόν και τον Βορυσθένη ζουν οι γεωργοί Σκύθες· διασχίζει την Υλαία, κι αφού την προσπεράσει, έρχεται και γίνεται ένα με τον Βορυσθένη.
Έκτος ποταμός ο Υπάκυρης, που έχει τις πηγές του σε μια λίμνη, και, διασχίζοντας με το ρέμα του τη χώρα των νομάδων Σκυθών, χύνεται στη θάλασσα, στην περιοχή της πόλης Καρκινίτιδας, αποκόβοντας τη χώρα αυτή από την Υλαία κι από τον λεγόμενο Αχίλλειο δρόμο, που πέφτουν δεξιότερα.
Έβδομος ποταμός ο Γέρρος· έχει ξεκόψει από τον Βορυσθένη σ᾽ εκείνη την περιοχή, όπου αρχίζει να γίνεται γνωστός ο Βορυσθένης· λοιπόν, ακολουθώντας δικό του δρόμο αποκεί και πέρα, έχει πάρει τ᾽ όνομα του τόπου, του Γέρρου, και, καθώς κυλά προς τη θάλασσα, χωρίζει τη χώρα των νομάδων απ᾽ τη χώρα των βασιλικών Σκυθών, και χύνεται στον Υπάκυρη.
Όγδοος ποταμός τέλος είναι ο Τάναης, που κυλά από ψηλά πηγάζοντας από λίμνη μεγάλη και χύνεται σε λίμνη ακόμα μεγαλύτερη, που ονομάζεται Μαιήτιδα· αυτή είναι σύνορο ανάμεσα στους βασιλικούς Σκύθες και τους Σαυρομάτες. Και σ᾽ ετούτον τον Τάναη χύνει τα νερά του άλλος ποταμός, που έχει το όνομα Ύργης.
Λοιπόν, έτσι έχει ευεργετηθεί η χώρα των Σκυθών μ᾽ αυτά τα ξακουστά ποτάμια· και για τα ζώα τους, η χλόη που βγάζει η Σκυθία είναι αυτή που τρέφει τη χολή περισσότερο από κάθε άλλη χλόη, απ᾽ όσες γνωρίζουμε· κι ότι αυτή είναι η αλήθεια, μπορεί να το διαπιστώσει κανείς ανοίγοντας τα σπλάχνα των ζώων τους.
Λοιπόν, τα απαραίτητα για τη ζωή τους με τόση ευκολία τα εξασφαλίζουν οι Σκύθες, ενώ οι υπόλοιπες συνήθειές τους έχουν διαμορφωθεί κατά τον εξής τρόπο: προσπέφτουν μόνο σ᾽ αυτούς τους θεούς: στην Εστία κυρίως, κατόπι στο Δία και τη Γη, τη Γη που τη θεωρούν γυναίκα του Δία, κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς στον Απόλλωνα και στην Ουρανία Αφροδίτη και στον Ηρακλή και στον Άρη. Αυτούς λοιπόν τους λατρεύουν όλοι οι Σκύθες, αλλά οι βασιλικοί Σκύθες κάνουν θυσίες και στον Ποσειδώνα.
Στη σκυθική γλώσσα η Εστία ονομάζεται Ταβιτί, κι ο Δίας Παπαίος, όνομα πάρα πολύ, κατά τη γνώμη μου, ταιριαστό, η Γη Απί, ο Απόλλων Γοιτόσυρος, η Ουρανία Αφροδίτη Αργίμπασα και ο Ποσειδών Θαγιμασάδας. Αγάλματα όμως και βωμούς και ναούς δε συνηθίζουν να χτίζουν, παρεχτός για τον Άρη· γι᾽ αυτόν συνηθίζουν.
Τώρα, ο τρόπος της θυσίας σε κάθε λατρευτική εκδήλωση είναι κοινός για όλους τους θεούς κι ακολουθούν την εξής ιεροτελεστία· το σφάγιο στέκεται όρθιο με τα μπροστινά του πόδια δεμένα, κι ο θύτης όρθιος πίσω από το ζώο τραβά απότομα την άκρη του σκοινιού και το ρίχνει καταγής·
και την ώρα που το σφάγιο πέφτει, αυτός καλεί με τ᾽ όνομά του το θεό στον οποίο προσφέρει τη θυσία, κι έπειτα λοιπόν περνά θηλιά γύρω απ᾽ το λαιμό του ζώου, κι αφού μπήξει σ᾽ αυτήν ένα στειλιάρι, μ᾽ αυτό στρίβει ένα γύρο το σκοινί, ώσπου να στραγγαλίσει το ζώο, χωρίς ούτε φωτιά να ᾽χει ανάψει ούτε να το ᾽χει ραντίσει ούτε να ᾽χει κάνει σπονδές· το στραγγαλίζει, το γδέρνει κι ύστερα αρχίζει να το ψήνει.
Καθώς όμως η γη της Σκυθίας είναι εξαιρετικά άδεντρη, νά ποιόν τρόπο επινόησαν για να ψήνουν το κρέας· γδέρνουν τα σφάγια κι ύστερα απογυμνώνουν τα κόκαλα από τις σάρκες· κατόπι βάζουν το κρέας μες σε χύτρες του τόπου τους (αν τυχαίνει να έχουν), που μοιάζουν πάρα πολύ με τους κρατήρες της Λέσβου, μόνο που είναι πολύ μεγαλύτερες· το ρίχνουν μέσα σ᾽ αυτές κι ύστερα, ανάβοντας φωτιά από κάτω με τα κόκαλα των σφαγίων, το βράζουν· κι αν δεν τους βρίσκονται χύτρες, βάζουν όλα τα κρέατα μες στις κοιλιές των σφαχταριών και, αφού ρίξουν μέσα νερό, ανάβουν από κάτω φωτιά με τα κόκαλα,
που βγάζουν μια φλόγα που χαίρεσαι να τη βλέπεις· τα κρέατα, καθώς τα κόκαλα έχουν αφαιρεθεί, χωρούν άνετα μες στις κοιλιές· κι έτσι και το βόδι καλομαγειρεύεται με δικά του υλικά, το ίδιο και το καθένα από τ᾽ άλλα σφάγια. Κι όταν ψηθούν τα κρέατα, ο θύτης παίρνει ένα μέρος από το κρέας κι απ᾽ τα υπόλοιπα σπλάχνα και τα ρίχνει μπροστά του. Θυσιάζουν και τ᾽ άλλα βοσκήματα και προπάντων άλογα.
Στους άλλους θεούς λοιπόν αυτά τα ζώα θυσιάζουν και μ᾽ αυτό τον τρόπο, στον Άρη όμως αλλιώς: στην έδρα κάθε περιφέρειας καθενός απ᾽ τα βασίλειά τους έχουν ιδρύσει έναν τέτοιο ναό του Άρη: συσσωρεύουν δεμάτια με φρύγανα σε μάκρος και πλάτος περίπου τριών σταδίων — το ύψος βέβαια είναι μικρότερο· κατασκευάζουν ένα τετράγωνο επίπεδο πάνω απ᾽ αυτόν το σωρό, που οι τρεις πλευρές του είναι απότομες, μόνο απ᾽ την τέταρτη μπορεί κανείς ν᾽ ανεβεί·
λοιπόν κάθε χρόνο προσθέτουν στο σωρό εκατό πενήντα φορτώματα με φρύγανα· γιατί πάντοτε με το χειμώνα έρχονται και κάθονται τα φρύγανα. Λοιπόν σε κάθε περιφέρεια πάνω σ᾽ αυτόν τον όγκο έχουν στήσει όρθιον σιδερένιο ακινάκη του παλιού καιρού, κι αυτός είναι το άγαλμα του Άρη. Σ᾽ αυτόν τον ακινάκη προσφέρουν κάθε χρόνο θυσίες βοσκημάτων κι αλόγων, αλλά, πέρ᾽ απ᾽ ό,τι στους άλλους θεούς, του κάνουν επιπλέον και την εξής θυσία:
από τους εχθρούς που πιάνουν ζωντανούς, στους εκατό τον ένα τον θυσιάζουν, όχι βέβαια με τον ίδιο τρόπο με τα βοσκήματα, αλλά διαφορετικά· δηλαδή ραντίζουν τα κεφάλια τους με κρασί κι ύστερα σφάζουν τους ανθρώπους μέσα σε αγγείο που το ανεβάζουν πάνω στο σωρό των φρυγάνων και καταβρέχουν τον ακινάκη με το αίμα.
Λοιπόν, στο πάνω μέρος του σωρού ανεβάζουν αυτό το αγγείο, ενώ στο κάτω μέρος, δίπλα στο ναό, κάνουν τα εξής: όλων των αντρών που κατάσφαξαν κόβουν τον δεξιό ώμο μαζί με το χέρι και τον πετούν με ορμή στον αέρα, κι έπειτα, αφού τελειώσουν και με τα υπόλοιπα σφάγια, γυρίζουν στα σπίτια τους· και το χέρι κείτεται στο μέρος που έπεσε, και σ᾽ άλλο μέρος το πτώμα του νεκρού.
Αυτές λοιπόν είναι οι καθιερωμένες θυσίες τους· τους χοίρους δεν έχουν τί να τους κάνουν, ούτε τρέφουν χοίρους στη χώρα τους — ούτε να τους δουν στα μάτια τους!
Τώρα, τα πολεμικά τους έθιμα διαμορφώθηκαν με τον εξής τρόπο: όταν Σκύθης πολεμιστής σκοτώσει τον πρώτο εχθρό, ρουφά το αίμα του· κι όσους σκοτώσει στη μάχη, αυτουνών τα κεφάλια τα παραδίνει στο βασιλιά· γιατί, αν παραδώσει κεφάλι εχθρού, παίρνει μερίδιο από τα λάφυρα που θα πέσουν στα χέρια τους, αν όμως δεν παραδώσει, δεν παίρνει·
τα κεφάλια αυτά τα γδέρνουν με τον εξής τρόπο· τα κόβουν ένα γύρο στο ύψος των αυτιών, πιάνουν απ᾽ τα μαλλιά το πάνω μέρος και το τραβάν προς τα έξω· ύστερα καθαρίζουν το δέρμα από τις σάρκες με παγίδι βοδιού, το δουλεύουν με τα χέρια τους, κι αφού έτσι το κάνουν μαλακό, το έχουν για πετσέτα, και το βάζουν να κρέμεται απ᾽ τα χαλινάρια του αλόγου που ο καθένας τους καβαλικεύει, κι αγάλλεται η ψυχή του· γιατί όποιος έχει τις περισσότερες τέτοιες πετσέτες, αυτός κρίνεται πρώτο παλικάρι.
Και πολλοί από τα δέρματα των εχθρών κάνουν και πανωφόρια και τα φορούν, ράβοντάς τα το ένα με το άλλο, σαν κάπες· και πολλοί γδέρνουν το δεξί χέρι του σκοτωμένου εχθρού και παίρνουν το δέρμα μαζί με τα νύχια του κι ύστερα το κάνουν κάλυμμα της φαρέτρας τους· και τ᾽ ανθρώπινο δέρμα το ᾽βλεπες παχύ κι αστραφτερό, πιο αστραφτερό σχεδόν από κάθε άλλο δέρμα, γιατί είναι άσπρο.
Αυτά λοιπόν συνηθίζουν να κάνουν με τα πτώματα των εχθρών τους· τώρα, με τα κεφάλια, πάντως όχι όλων, αλλά των πιο μισημένων, κάνουν τα εξής: ο καθένας τους αποχωρίζει με πριόνι το κρανίο από το κάτω απ᾽ τα φρύδια μέρος του κεφαλιού και το καθαρίζει καλά· κι αν είναι φτωχός, ετούτος το ντύνει γύρω γύρω με τομάρι βοδιού, όλο κι όλο, και το μεταχειρίζεται όπως είναι· αν όμως είναι πλούσιος, το ντύνει βέβαια γύρω γύρω με τομάρι βοδιού, αλλά κι επιχρυσώνει το εσωτερικό του, κι έτσι το μεταχειρίζεται για ποτήρι.
Το ίδιο κάνουν και με τα κεφάλια συγγενών τους, αν τους χωρίσει έχθρα κι ο βασιλιάς τούς δώσει δίκιο. Κι όταν έρθουν ξένοι στο σπίτι τους, που τους θεωρούν σπουδαίους, βγάζουν και κάνουν επίδειξη αυτών των κεφαλιών, κι αρχίζουν να λένε πως είναι από συγγενείς τους που όμως τους πολέμησαν, αλλά αυτοί τους νίκησαν — το ᾽χουν για ανδραγάθημα!
Ο κάθε διοικητής περιφέρειας μια φορά το χρόνο στην επικράτειά του ανακατεύει κρασί με νερό μέσα σε κρατήρα, απ᾽ τον οποίο πίνουν όσοι Σκύθες έχουν σκοτώσει εχθρό· όμως εκείνοι που δεν το κατόρθωσαν αυτό, δε χαίρονται το κρασί αυτό, αλλά καταφρονεμένοι μένουν παράμερα — ντροπή πιο μεγάλη δεν υπάρχει γι᾽ αυτούς· κι όσοι απ᾽ τους πολεμιστές έχουν σκοτώσει πάρα πολλούς εχθρούς, αυτοί κρατούν από δυο ποτήρια και πίνουν κι απ᾽ το ένα κι απ᾽ το άλλο μαζί.
Οι μάντεις των Σκυθών είναι πολλοί, που βγάζουν τις μαντείες τους από πολλές βέργες ιτιάς με τον εξής τρόπο: κουβαλούν μεγάλα δεμάτια με βέργες, τα βάζουν χάμω κι απλώνουν τις βέργες στη σειρά, και, καθώς μια μια τις τοποθετούν, απαγγέλνουν τις προφητείες τους· και λέγοντάς τες συγκεντρώνουν ξανά σε δέσμη τις βέργες κι έπειτα πάλι τις τοποθετούν στη σειρά μια μια.
Αυτός λοιπόν είναι ο πατροπαράδοτος τρόπος της μαντικής τους, όμως οι Εναρείς, που γυναικοφέρνουν, λένε πως η Αφροδίτη είναι που τους έδωσε τη μαντική· γι᾽ αυτό βγάζουν τις μαντείες τους με φλούδα φλαμουριάς· σχίζουν τη φλούδα της φλαμουριάς στα τρία, την πλέκουν μέσ᾽ από τα δάχτυλά τους σε πλεξίδα, κι ύστερα την ξεπλέκουν, και τότε λένε τους χρησμούς τους.
Κι όταν πέσει άρρωστος ο βασιλιάς των Σκυθών, στέλνει να καλέσουν τρεις, τους πιο ονομαστούς, από τους μάντεις που βγάζουν τις μαντείες με τον τρόπο που είπαμε· κι η συνηθισμένη απάντησή τους είναι η εξής, ότι πάτησε τον όρκο του στη βασιλική εστία ο δείνα κι ο δείνα, αναφέροντας κάποιον από τους πολίτες, όποιον τέλος πάντων αναφέρουν
(κι είναι έθιμο των Σκυθών πολύ σεβαστό, όταν θέλουν να δώσουν τον πιο μεγάλο όρκο, να ορκίζονται στη βασιλική εστία). Κι αμέσως σέρνουν δεμένο χεροπόδαρα αυτόν που θα ισχυριστούν ότι πάτησε τον όρκο, όποιος και να ᾽ναι. Και μόλις φτάνει, τον καθίζουν στο σκαμνί οι μάντεις, πως η μαντική τους τον αποκάλυψε να έχει πατήσει τον όρκο του στις βασιλικές εστίες, κι αυτός είναι ο λόγος που υποφέρει ο βασιλιάς· κι αυτός ν᾽ αρνιέται πως όχι, δεν πάτησε τον όρκο, και να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του.
Καθώς αυτός αρνιέται, ο βασιλιάς στέλνει και καλούν άλλους, διπλάσιους μάντεις· στην περίπτωση λοιπόν που κι αυτοί, εξασκώντας τη μαντική τους, τον καταδικάσουν για επιορκία, του κόβουν το κεφάλι αμέσως και διαμοιράζονται μεταξύ τους με κλήρο την περιουσία του οι μάντεις που τον έκριναν πρώτοι·
αν όμως οι δεύτεροι μάντεις τον αθωώσουν, τότε έρχονται άλλοι μάντεις, κι άλλοι, κι άλλοι· λοιπόν, αν οι περισσότεροι τον αθωώσουν, ο νόμος λέει να σκοτώσουν τους πρώτους μάντεις.
Και νά λοιπόν με ποιό τρόπο τούς σκοτώνουν· φορτώνουν ώς απάνω μια άμαξα με φρύγανα, βάζουν τα βόδια στο ζυγό, κι ύστερα τους μάντεις, με πεδικλωμένα τα πόδια, τα χέρια δεμένα πίσω και φιμωμένους, τους στριμώχνουν μες στα φρύγανα, που τα βάζουν φωτιά από κάτω, κι ύστερα ξιπάζουν τα βόδια και τα βάζουν να τρέχουν.
Λοιπόν πολλά βόδια καίονται μαζί με τους μάντεις και πολλά γλιτώνουν μισοκαμένα, όταν καεί το τιμόνι του ζυγού του αμαξιού τους. Με τον τρόπο που είπαμε τους καίνε και για άλλες αιτίες, και τους φωνάζουν ψευτομάντεις.
Όταν είναι να δώσουν επίσημο όρκο σε κάποιον οι Σκύθες, νά πώς κάνουν: μέσα σε μεγάλο πήλινο κρασοπότηρο χύνουν κρασί και αίμα εκείνων που δένονται με όρκο και τ᾽ ανακατεύουν· το αίμα το παίρνουν τρυπώντας με ξόβεργα ή χαράζοντας με μαχαίρι κάτι λίγο απ᾽ το σώμα τους, κι έπειτα βουτούν στο κρασοπότηρο ακινάκη και βέλη και σάγαρη και ακόντιο· αυτά κάνουν, λένε ύστερα πολλές ευχές και τέλος πίνουν ώς τον πάτο κι αυτοί που δίνουν τον όρκο κι οι σημαντικότεροι από τους συντρόφους τους.
Οι τάφοι των βασιλιάδων τους βρίσκονται στους Γέρρους, στο σημείο που τελειώνει το πλωτό τμήμα του Βορυσθένη. Εκεί, όταν πεθαίνει ο βασιλιάς τους, σκάβουν στη γη μεγάλο λάκκο τετράγωνο, κι όταν τον αποτελειώσουν, παίρνουν σηκωτό το νεκρό, που το σώμα του το έχουν αλείψει γύρω γύρω με κερί και την κοιλιά του την έχουν ανοίξει, την έχουν καθαρίσει, την έχουν γεμίσει με κομμένο κύπερο, με μόσκο, με σπόρο από σέλινο και άνηθο, και την έχουν ράψει πάλι, και τον μεταφέρουν πάνω σε άμαξα σε άλλη φυλή.
Κι εκείνοι που δέχονται στη χώρα τους το νεκρό που μεταφέρθηκε, κάνουν ό,τι και οι βασιλικοί Σκύθες: κόβουν μια άκρη από τ᾽ αυτί τους, κουρεύουν γύρω γύρω τα μαλλιά τους, καταματώνουν το μέτωπο και τη μύτη τους, περνούν βέλη μέσ᾽ από το αριστερό τους χέρι.
Κι από εκεί μεταφέρουν τη σορό του βασιλιά τους σε άλλη φυλή της επικράτειάς τους· στη συνοδεία τώρα είναι και άνθρωποι της φυλής στην οποία τον είχαν μεταφέρει προηγουμένως. Κι αφού, μεταφέροντας το νεκρό, περάσουν απ᾽ όλες τις φυλές, φτάνουν στους Γέρρους, τη φυλή που ζει στο πιο απόμακρο μέρος της επικράτειάς τους, στον τόπο των ταφών.
Κατόπι βάζουν το νεκρό στον τάφο του, πάνω σε στρώμα από φύλλα· δίπλα από τον νεκρό, από τη μια μεριά κι από την άλλη, μπήγουν κοντάρια, πάνω απ᾽ αυτά τοποθετούν ξύλα κι έπειτα κάνουν μια στέγη από καλαμιές· τώρα, στο πλατύ μέρος του τάφου που μένει άδειο, θάβουν μια απ᾽ τις παλλακίδες του βασιλιά που την έχουν πνίξει, και τον οινοχόο και τον μάγειρα και τον ιπποκόμο και τον υπηρέτη και τον αγγελιοφόρο του βασιλιά, και άλογα, και τα πρώτα και καλύτερα απ᾽ όλα τ᾽ άλλα, και χρυσά ποτήρια· δεν του αφιερώνουν όμως τίποτε ασημένιο ή χάλκινο.
Κι όταν κλείσει ο χρόνος τον κύκλο του, ξανάρχονται και κάνουν τα εξής: παίρνουν τους πιο πιστούς απ᾽ τους υπόλοιπους υπηρέτες (κι ετούτοι είναι Σκύθες απ᾽ τον τόπο τους· γιατί αυτοί προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ᾽ όποιον ο βασιλιάς ο ίδιος τούς ορίσει, στη χώρα τους δεν έχουν υπηρέτες από δουλεμπόριο),
λοιπόν, αφού πνίξουν πενήντα απ᾽ αυτούς τους υπηρέτες και πενήντα άλογα, τα πρώτα και καλύτερα, τους βγάζουν την κοιλιά, την καθαρίζουν, τη γεμίζουν άχερο και τη ράβουν·
ύστερα παίρνουν το μισό από ρόδα αμαξιού και το στήνουν με το άνοιγμα προς τ᾽ απάνω και το στηρίζουν πάνω σε δυο παλούκια μπηγμένα στη γη, στηρίζουν και το άλλο μισό της ρόδας πάνω σ᾽ άλλα δυο· αφού μ᾽ αυτό τον τρόπο στηρίξουν πολλά τέτοια μισά από ρόδες, κατόπι, ανάλογα με το μάκρος των αλόγων, τους περνούν χοντρά ξύλα ώς το σβέρκο τους και τα ανεβάζουν πάνω στις ρόδες·
κι απ᾽ αυτές (ο λόγος πάντοτε για τα μισά τους), όσες τοποθετήθηκαν πιο μπροστά συγκρατούν τους ώμους των αλόγων κι εκείνες που είναι πιο πίσω συγκρατούν τις κοιλιές, εκεί κατά τα μεριά τους· και τα πόδια τους, και τα μπροστινά και τα πισινά, κρέμονται στον αέρα· βάζουν στα άλογα χαλινάρι και γκέμια, τα τεντώνουν προς τα εμπρός κι ύστερα τα δένουν σε πασσάλους.
Και τον καθένα από τους πενήντα νεαρούς που έχουν πνίξει τον ανεβάζουν πάνω σ᾽ άλογο· νά πώς τον ανεβάζουν: περνάνε πέρα πέρα δίπλα απ᾽ τη ραχοκοκαλιά του νεκρού ώς το σβέρκο του ένα ίσιο παλούκι, που το κάτω μέρος του περισσεύει· λοιπόν αυτό το μπήγουν σε τρύπα του χοντρού ξύλου που περνά πέρα πέρα το άλογο. Στήνουν λοιπόν γύρω απ᾽ τον τάφο τέτοιους καβαλάρηδες κι ύστερα φεύγουν.
Μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο θάβουν τους βασιλιάδες τους· τώρα, τους άλλους Σκύθες, όταν πεθάνουν, οι πιο στενοί συγγενείς τους τούς πηγαίνουν, ξαπλωμένους πάνω σε άμαξες, από το ένα στο άλλο στα σπίτια των φίλων τους, κι ο καθένας από τούτους δέχεται στο σπίτι του αυτούς που συνοδεύουν το νεκρό και τους κάνει μεγάλο τραπέζι, κι ό,τι προσφέρει σ᾽ αυτούς, το προσφέρει και στο νεκρό· μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο γίνεται η περιφορά των νεκρών για σαράντα μέρες κι ύστερα τους θάβουν·
μετά από την ταφή οι Σκύθες διώχνουν από πάνω τους κάθε βρομιά με τον εξής τρόπο· πλένουν τα μαλλιά τους με αλοιφή, τα ξεπλένουν κι ύστερα νά τί κάνουν για το σώμα τους· μπήγουν στη γη τρία παλούκια γερτά, έτσι που οι κορυφές τους να ενώνονται επάνω, κι ύστερα απλώνουν γύρω γύρω τέντες από μαλλί, φράζουν όσο γίνεται πιο καλά το μέσα μέρος και ρίχνουν λιθάρια πυρωμένα απ᾽ τη φωτιά σε σκάφη που τοποθετούν στο χώρο που περιβάλλεται από τα παλούκια και τις τέντες.
Κι έχουν ένα καννάβι που φυτρώνει στη γη τους, ολόιδιο με το λινάρι, μονάχα στο πάχος και στο μάκρος διαφέρουν· σ᾽ αυτά το καννάβι είναι πολύ μεγαλύτερο. Ετούτο βλασταίνει από τη γη, και από μόνο του και με σπορά, κι οι Θράκες απ᾽ τη μεριά τους κάνουν απ᾽ αυτό πανωφόρια σ᾽ όλα τα πάντα ολόιδια με τα λινά· κι όποιος δεν είναι πολύ της δουλειάς, αδύνατο να ξεχωρίσει αν είναι από λινάρι ή από καννάβι· όποιος δεν έχει δει ποτέ του καννάβι, θα πιστέψει πως το πανωφόρι είναι λινό.
Λοιπόν οι Σκύθες παίρνουν το σπόρο απ᾽ αυτό το καννάβι, μπαίνουν κάτω από τις τέντες κι απλώνουν το σπόρο πάνω στα πυρωμένα λιθάρια· κι ετούτος ο σπόρος μόλις τον απλώσουν καίγεται και δίνει αχνό τόσο πολύ, που βάζει κάτω κάθε ελληνικό ατμόλουτρο· κι οι Σκύθες να ουρλιάζουν από αγαλλίαση·
Οι γυναίκες τους πάλι παίρνουν ξύλο από κυπαρίσσι κι από κέδρο κι από λίβανο, το μουλιάζουν σε νερό κι ύστερα το ξένουν πάνω σε μια κοφτερή πέτρα· έπειτα τη μάζα απ᾽ τα ξεφτίδια, καθώς είναι πηχτή, την κάνουν κατάπλασμα κι αλείφουν μ᾽ αυτήν όλο το σώμα και το πρόσωπό τους· κι έτσι και το σώμα τους μοσχομυρίζει απ᾽ αυτό το κατάπλασμα και, όταν την άλλη μέρα το βγάζουν από πάνω τους, δείχνουν καθαρές και λαμπρόθωρες.
Κι όσο για τα ξένα έθιμα, κι ετούτοι ούτε να τ᾽ ακούσουν θέλουν· κι αν αυτό ισχύει για τα έθιμα κάθε άλλου λαού, για τα ελληνικά ισχύει απόλυτα, όπως το έδειξαν ολοφάνερα στην περίπτωση του Ανάχαρση και πάλι, για δεύτερη φορά, του Σκύλη.
Δηλαδή, στην πρώτη περίπτωση, ο Ανάχαρσης, αφού περιηγήθηκε πολλές χώρες κι άντλησε απ᾽ αυτές μεγάλη σοφία, ξαναγύριζε στα μέρη των Σκυθών· λοιπόν, καθώς το πλοίο του διέσχιζε τον Ελλήσποντο, έπιασε σκάλα στην Κύζικο·
και —γιατί βρήκε τους Κυζικηνούς να πανηγυρίζουν τη γιορτή της Μητέρας των θεών με ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια— ο Ανάχαρσης έκαμε τάμα στη Μητέρα, αν γυρίσει στην πατρίδα του σώος και αβλαβής, να κάνει θυσία καταπώς έβλεπε να κάνουν οι Κυζικηνοί και να τελέσει ολονυχτία.
Κι όταν έφτασε στη Σκυθία, χώθηκε στην περιοχή που λέγεται Υλαία (κι αυτή βρίσκεται δίπλα στον Αχίλλειο δρόμο, κι είναι από τη μια άκρη ώς την άλλη δασωμένη με δέντρα κάθε λογής), χώθηκε λοιπόν σ᾽ αυτήν ο Ανάχαρσης και τελούσε για χάρη της θεάς τη γιορτή με όλο το τυπικό της, κρατώντας τύμπανο κι έχοντας κρεμασμένα στο στήθος του ειδώλια της θεάς.
Και κάποιος Σκύθης αντικρίζοντάς τον να κάνει αυτά πήγε και τα πρόλαβε στον βασιλιά Σαύλιο. Λοιπόν ετούτος πήγε κι ο ίδιος του και, βλέποντας τον Ανάχαρση να κάνει αυτά, του έριξε βέλος και τον σκότωσε. Ακόμα και σήμερα αν κάποιος ρωτήσει για τον Ανάχαρση, οι Σκύθες λένε πως δεν τον ξέρουν, κι ο λόγος είναι που πήγε κι έμεινε καιρό στην Ελλάδα και οι συνήθειες που κρατούσε ήταν ξενόφερτες.
Κι από τις πληροφορίες που πήρα από τον Τίμνη, τον αντιπρόσωπο του Αριαπείθη, ο Ανάχαρσης ήταν θείος του βασιλιά των Σκυθών Ιδανθύρσου απ᾽ τη μεριά του πατέρα του, και γιος του Γνούρου, του γιου του Λύκου, γιου του Σπαργαπείθη· Ανάχαρση, αν ήσουνα απ᾽ αυτή την οικογένεια, να ξέρεις ότι σε σκότωσε ο αδερφός σου! — γιατί ο Ιδάνθυρσος ήταν γιος του Σαυλίου, κι ο Σαύλιος είναι που σκότωσε τον Ανάχαρση.
Όμως άκουσα κιόλας κάποια διαφορετική ιστορία που λέγεται στην Πελοπόννησο, δηλαδή πως ο Ανάχαρσης στάλθηκε από το βασιλιά των Σκυθών στην Ελλάδα και πήρε ελληνική μόρφωση, κι όταν γύρισε στην πατρίδα του είπε σ᾽ αυτόν που τον έστειλε πως οι Έλληνες δε διαθέτουν τον καιρό τους για ν᾽ αποχτήσουν οποιαδήποτε γνώση, εκτός από τους Λακεδαιμονίους, που είναι, μονάχα αυτοί, σε θέση και να μιλούν και ν᾽ ακούν με σύνεση.
Αλλά αυτή την ιστορία την έπλασαν οι Έλληνες έτσι, για ανέκδοτο, πάντως ο άνθρωπος, όπως είπαμε παραπάνω, σκοτώθηκε. Λοιπόν αυτό το τέλος βρήκε για τα ξενόφερτα έθιμα και τη συναναστροφή του με Έλληνες.
Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια από τότε, όταν ο Σκύλης, ο γιος του Αριαπείθη, είχε παρόμοια περιπέτεια μ᾽ αυτόν. Δηλαδή ανάμεσα στ᾽ άλλα παιδιά του ο Αριαπείθης, ο βασιλιάς των Σκυθών, απόχτησε τον Σκύλη· ετούτος γεννήθηκε από γυναίκα Ιστριανή, που δεν είχε καμιά σχέση με τον τόπο, κι αυτή η μητέρα του τού δίδαξε την ελληνική γλώσσα και τα γράμματα.
Κατόπι, ύστερ᾽ από χρόνια, τον Αριαπείθη τον σκότωσε με δόλο ο Σπαργαπείθης, ο βασιλιάς των Αγαθύρσων, κι ο Σκύλης κληρονόμησε και το βασίλειο και τη γυναίκα του πατέρα του, που λεγόταν Οποίη. Λοιπόν, αυτή η Οποίη ήταν από γνήσια σκυθική οικογένεια κι είχε γιο από τον Αριαπείθη, τον Όρικο.
Βασίλευε λοιπόν στους Σκύθες ο Σκύλης, αλλά δεν του άρεζε καθόλου ο τρόπος που ζούσαν οι Σκύθες, ενώ πολύ περισσότερο τον τραβούσαν τα συνήθεια των Ελλήνων, καθότι προς τα εκεί τον οδηγούσε η ανατροφή που είχε πάρει, κι έκανε κάτι τέτοιο: κάθε φορά που έφερνε το στρατό των Σκυθών στην πόλη των Βορυσθενιτών (κι ετούτοι οι Βορυσθενίτες λένε πως κατάγονται από τη Μίλητο), μόλις έφτανε στην πόλη ο Σκύλης, το στρατό του τον άφηνε στα περίχωρα
και ο ίδιος έμπαινε στα τείχη κι έκλεινε τις πύλες· αμέσως τότε πετούσε τη σκυθική φορεσιά και φορούσε ελληνικά ρούχα, κι έτσι ντυμένος περιδιάβαζε στην αγορά χωρίς συνοδεία δορυφόρων ή κάποιου άλλου (κι είχαν μπει φρουροί στις πύλες, μήπως τον δει κανένας Σκύθης ντυμένο μ᾽ αυτά τα ρούχα) και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα ζούσε όπως οι Έλληνες, και πρόσφερε λατρεία στους θεούς σύμφωνα με την ελληνική θρησκεία.
Περνούσε εκεί ένα μήνα ή και περισσότερο κι ύστερα ντυνόταν τη σκυθική φορεσιά κι έφευγε. Αυτό το έκανε πολλές φορές, μάλιστα και αρχοντικό έχτισε στον Βορυσθένη και σ᾽ αυτό έφερε τη ντόπια γυναίκα που παντρεύτηκε εκεί.
Και καθώς μ᾽ όλ᾽ αυτά δεν μπορούσε παρά να ᾽χει κακό τέλος, η συμφορά τού ήρθε από μια τέτοια αφορμή: θέλησε να μυηθεί στις τελετές του Βακχείου· και την ώρα που ήταν να καταπιαστεί με την τελετή, παρουσιάστηκε θεϊκό σημάδι καταπληχτικό.
Το μεγάλο και αρχοντικό σπίτι που είχε στην πόλη των Βορυσθενιτών, που και λίγο παραπάνω ανάφερα, είχε μαντρότοιχο με ολόγυρα στημένες σφίγγες και γρύπες από μάρμαρο· εκεί ο θεός έριξε αστροπελέκι. Όλα τα πάντα έγιναν στάχτη, όμως παρ᾽ όλ᾽ αυτά ο Σκύλης τέλεσε τη μυσταγωγία — καθόλου δεν τον σταμάτησε η κακοσημαδιά.
Λοιπόν οι Σκύθες περιγελούν τους Έλληνες που παραδίνονται σε βακχική μανία· γιατί λένε πως είναι παράλογο να παραδέχεσαι για θεό αυτόν που σπρώχνει τους ανθρώπους στη μανία.
Κι όταν μυήθηκε ο Σκύλης στα μυστήρια του Βακχείου, ένας Βορυσθενίτης τού την άναψε λέγοντας στους Σκύθες: «Εμάς λοιπόν περιγελάτε, κύριοι Σκύθες, που κάνουμε τελετές στο Βάκχο κι ο θεός μάς παίρνει τα μυαλά; τώρα αυτός ο θεός πήρε τα μυαλά και του δικού σας βασιλιά κι έχει μέσα του το Βάκχο κι ο θεός τον έκανε μανιακό. Κι αν δε με πιστεύετε, κάντε τον κόπο να ᾽ρθείτε μαζί μου, κι εγώ θα σας τον δείξω».
Τον ακολούθησαν οι προεστοί των Σκυθών, κι ο Βορυσθενίτης τούς ανέβασε κρυφά πάνω σ᾽ έναν πύργο και τους έβαλε να καθίσουν. Κι όταν ο Σκύλης περνούσε αποκεί με το θίασο της βακχικής τελετής και τον είδαν οι Σκύθες σε διονυσιακή μανία, ήταν σαν να τους χτύπησε πολύ μεγάλη συμφορά· βγήκαν έξω και ανακοίνωσαν σ᾽ όλο το στρατό τα όσα είδαν.
Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, όταν ο Σκύλης ξεκίνησε με το στρατό του για τον τόπο του, οι Σκύθες σήκωσαν επανάσταση εναντίον του, αφού ανακήρυξαν αρχηγό τον αδερφό του, τον Οκταμασάδη, γιο της θυγατέρας του Τήρη.
Κι ο Σκύλης, ακούοντας για το κίνημα που γινόταν εναντίον του και την αιτία του, ζήτησε καταφύγιο στη Θράκη. Κι ο Οκταμασάδης, μαθαίνοντας αυτά, εκστράτευσε εναντίον της Θράκης· κι όταν έφτασε στις όχθες του Ίστρου, βγήκαν να τον αντιμετωπίσουν οι Θράκες· αλλά, ενώ όπου να ᾽ταν θα έρχονταν αυτοί στα χέρια, ο Σιτάλκης έστειλε ανθρώπους του στον Οκταμασάδη με τέτοια λόγια:
«Για ποιό λόγο ν᾽ αναμετρηθούμε; Είσαι γιος της αδερφής μου κι έχεις μαζί σου τον αδερφό μου. Παράδωσέ μου τον αυτόν κι εγώ σου παραδίνω τον δικό σου, τον Σκύλη· κι ούτε εσύ να μπεις στον κίνδυνο του πολέμου ούτε εγώ».
Ο Σιτάλκης με τους κήρυκές του έκανε αυτή την πρόταση· γιατί ο Οκταμασάδης είχε μαζί του εξορισμένο αδερφό του Σιτάλκη. Ο Οκταμασάδης λοιπόν λέει ναι σ᾽ αυτά, κι αφού παράδωσε στο Σιτάλκη τον θείο του από τη μεριά της μάνας του, πήρε τον αδερφό του, τον Σκύλη.
Κι ο Σιτάλκης πήρε τον δικό του αδερφό και τον οδήγησε στη χώρα του, όμως ο Οκταμασάδης έκοψε το κεφάλι του Σκύλη επιτόπου. Με τέτοια φροντίδα λοιπόν φυλάνε τα έθιμά τους οι Σκύθες και τέτοιες τιμωρίες επιβάλλουν σε όσους βάζουν πάνω απ᾽ αυτά ξενόφερτες συνήθειες.
Τώρα, για τον πληθυσμό της Σκυθίας δεν μπόρεσα να έχω εξακριβωμένες πληροφορίες, αλλά άκουσα διαφορετικούς υπολογισμούς για τον αριθμό τους· δηλαδή πως πάρα πολλοί λέγονται Σκύθες, όμως οι γνήσιοι είναι λίγοι.
Αλλά νά κάτι σχετικό που μου έδειξαν και το είδα· υπάρχει μια τοποθεσία ανάμεσα στον Βορυσθένη και τον Ύπανη που λέγεται Εξαμπαίος (την ανέφερα και λίγο παραπάνω, λέγοντας πως εκεί βρίσκεται πηγή πικρού νερού, που το νερό που αναβλύζει απ᾽ αυτήν και χύνεται στον Ύπανη κάνει τα νερά του να μην πίνονται).
Σ᾽ αυτή την τοποθεσία έχει στηθεί χάλκινο λεβέτι, πιο μεγάλο ώς έξι φορές από τον κρατήρα που βρίσκεται στο στόμιο του Βοσπόρου, που τον αφιέρωσε στους θεούς ο Παυσανίας, ο γιος του Κλεομβρότου.
Όποιος ακόμα δεν τον έχει δει αυτόν, θα του δώσω να καταλάβει με τα παρακάτω: εξακόσιους αμφορείς χωρά άνετα το λεβέτι της Σκυθίας, και το πάχος του σκυθικού αυτού λεβετιού είναι έξι δάχτυλα. Λένε λοιπόν οι ντόπιοι πως το έκαναν από μύτες βελών.
Δηλαδή πως, θέλοντας ο βασιλιάς τους, που τ᾽ όνομά του ήταν Αριάνταν, να μάθει πόσοι είναι οι Σκύθες, διέταξε όλους τους Σκύθες να φέρει ο καθένας τους μια μύτη βέλους· κι όποιος δε φέρει, απειλούσε πως θα τον θανατώσει.
Λοιπόν, λένε πως συγκεντρώθηκε τεράστια ποσότητα από μύτες βελών, και του ήρθε η ιδέα να κάνει ένα μνημείο για την υστεροφημία του· και πως από εκείνες τις μύτες των βελών έκανε τούτο το χάλκινο λεβέτι και το αφιέρωσε στον Εξαμπαίο που είπαμε. Αυτά λοιπόν άκουσα για τον πληθυσμό της Σκυθίας.
Η χώρα αυτή δεν έχει να δείξει τίποτε αξιοθαύμαστο, εκτός από τους ποταμούς της, τους πάρα πολύ μεγάλους και πάρα πολλούς. Το μόνο αξιοθαύμαστο που έχει να δείξει εκτός από τους ποταμούς και τη μεγάλη έκταση της πεδιάδας, αυτό θα πω: δείχνουν ίχνος από το πέλμα του Ηρακλή σε βράχο, στην όχθη του ποταμού Τύρη, που οπωσδήποτε μοιάζει με πέλμα ανθρώπου, έχει όμως μάκρος δυο πήχες. Αυτό λοιπόν τέτοιας λογής είναι, όμως θα ξαναπιάσω την εξιστόρηση που αρχικά ξεκίνησα να κάνω.
Ο Δαρείος ετοίμαζε την εκστρατεία εναντίον των Σκυθών κι έστελνε παντού αγγελιοφόρους για να παραγγείλουν σ᾽ άλλους να στείλουν πεζικό, σ᾽ άλλους καράβια, σ᾽ άλλους να ενώσουν με γέφυρα τις ακτές του θρακικού Βοσπόρου. Τότε ο Αρτάβανος, ο γιος του Υστάσπη κι αδερφός του Δαρείου, τον συμβούλευε να μην εκστρατέψει με κανένα τρόπο ο ίδιος εναντίον των Σκυθών, αναπτύσσοντάς του διεξοδικά τί μπλέξιμο χωρίς διέξοδο ήταν οι Σκύθες,
όμως —γιατί με τις φρόνιμες συμβουλές του δεν έπειθε τον Δαρείο— παραιτήθηκε απ᾽ την προσπάθειά του, κι ο άλλος, όταν είχε κάνει όλες τις ετοιμασίες, ξεκίνησε από τα Σούσα με το στρατό του για εκστρατεία.
Τότε ένας Πέρσης, ο Οιόβαζος, που είχε τρία παιδιά κι όλα τους είχαν επιστρατευθεί, παρακάλεσε τον Δαρείο να του κάνει χάρη και να του αφήσει το ένα. Κι εκείνος του είπε πως, μια και ήταν φίλος και το αίτημά του ήταν λογικό, θα του αφήσει όλα του τα παιδιά.
Λοιπόν του Οιοβάζου η χαρά δεν περιγραφόταν, με την ελπίδα πως τα αγόρια του απαλλάχτηκαν από την εκστρατεία· κι ο άλλος διέταξε τους αρμόδιους γι᾽ αυτά να σκοτώσουν όλα τα παιδιά του Οιοβάζου. Κι έτσι αυτά, με το να σφαγούν, έμειναν πίσω.
Κι ο Δαρείος πορεύτηκε από τα Σούσα κι έφτασε στην περιοχή της Χαλκηδόνας, στις ακτές του Βοσπόρου, στο σημείο όπου τις είχαν ενώσει με γέφυρα· αποκεί ανέβηκε σε καράβι κι αρμένιζε προς τα νησιά που λέγονται Κυανές, αυτά που οι Έλληνες λένε ότι τον παλιό καιρό μετακινούνταν, και καθισμένος σε θρόνο στο ακρωτήριο αγνάντευε τον Πόντο, πραγματικά αξιοθαύμαστον·
γιατί η φύση τον έπλασε απ᾽ όλα τα πελάγη πιο θαυμαστό, κι έχει μάκρος έντεκα χιλιάδες εκατό σταδίους και πλάτος, στο πλατύτερο μέρος του, τρεις χιλιάδες τριακόσιους σταδίους.
Το στόμιο αυτού του πελάγους έχει πλάτος τέσσερες σταδίους και το μάκρος του στομίου, θα λέγαμε ο λαιμός, ακριβώς αυτό που λέμε Βόσπορος (το σημείο δηλαδή στο οποίο ενώθηκαν οι ακτές με γέφυρα), πιάνει εκατόν είκοσι σταδίους· κι ο Βόσπορος κατευθύνεται προς την Προποντίδα.
Κι η Προποντίδα, που έχει πλάτος πεντακόσιους σταδίους και μάκρος χίλιους τετρακόσιους, χύνεται στον Ελλήσποντο, που είναι στενός, εφτά στάδιοι το πλάτος του, αλλά το μάκρος του τετρακόσιοι· και χύνεται ο Ελλήσποντος σε πέλαγος ανοιχτό, αυτό που ονομάζεται Αιγαίο.
Λοιπόν, νά πώς μέτρησαν αυτές τις αποστάσεις· ένα καράβι διανύει κατά μέσο όρο περίπου εβδομήντα χιλιάδες οργιές τη μέρα, την εποχή που οι μέρες είναι μεγάλες, και εξήντα χιλιάδες τη νύχτα.
Λοιπόν, από το στόμιό του ώς τον ποταμό Φάση (γιατί η απόσταση αυτή είναι η μεγαλύτερη σε μάκρος του Πόντου) το ταξίδι κρατά εννιά μέρες κι οχτώ νύχτες, που μας κάνουν ένα εκατομμύριο εκατό δέκα χιλιάδες οργιές, κι οι οργιές αυτές μας κάνουν έντεκα χιλιάδες εκατό σταδίους.
Κι από τη Σινδική ώς τη Θεμισκύρα, που βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Θερμώδοντα (γιατί η απόσταση αυτή είναι η μεγαλύτερη του Πόντου σε πλάτος) το ταξίδι με πλοίο κρατά τρεις μέρες και δυο νύχτες, που μας κάνουν τριακόσιες τριάντα χιλιάδες οργιές, δηλαδή τρεις χιλιάδες τριακόσιους σταδίους.
Λοιπόν μ᾽ αυτόν τον τρόπο έχω υπολογίσει τις αποστάσεις ετούτου του Πόντου και του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου, κι είναι όπως τους έχω περιγράψει· κι ακόμα ο Πόντος έχει να μας δείξει και μια λίμνη που χύνεται στα νερά του, που δεν είναι και πολύ μικρότερη απ᾽ τον ίδιο, και λέγεται Μαιήτιδα και μητέρα του Πόντου.
Χάρηκε το θέαμα του Πόντου ο Δαρείος κι ύστερα γύρισε με το καράβι πίσω προς τη γέφυρα, που αρχιμηχανικός της ήταν ο Μανδροκλής από τη Σάμο· κατόπι χάρηκε και το θέαμα του Βοσπόρου κι έστησε στην ακτή του δυο μαρμάρινες στήλες και χάραξε επάνω τους επιγραφές, τη μια με γράμματα ασσυριακά, την άλλη με ελληνικά, με τα ονόματα όλων των εθνών που οδηγούσε· κι οδηγούσε όλα, σε όσα εξουσίαζε· ο στρατός που έδωσαν αυτά τα έθνη μετρήθηκε και βγήκε, χωρίς το ναυτικό αλλά μαζί με το ιππικό, εφτακόσιες χιλιάδες, και τα καράβια που συγκεντρώθηκαν, εξακόσια.
Λοιπόν αυτές τις στήλες, αφού πέρασε καιρός απ᾽ τα γεγονότα αυτά, οι Βυζάντιοι τις κουβάλησαν στην πόλη τους και τις χρησιμοποίησαν για να χτίσουν το ναό της Ορθωσίας Άρτεμης, άφησαν μόνο μια πλάκα (κι αυτή την άφησαν δίπλα στο ναό του Διονύσου στο Βυζάντιο, χαραγμένη ολόκληρη με ασσυριακά γράμματα)· και η περιοχή του Βοσπόρου, που ο βασιλιάς Δαρείος ένωσε τις ακτές του με γέφυρα, όπως οι υπολογισμοί μου με κάνουν να υποθέσω, βρίσκεται στη μέση της απόστασης που χωρίζει το Βυζάντιο από το ναό που είναι στο στόμιο του Πόντου.
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Δαρείος, ενθουσιασμένος από την πλωτή γέφυρα, έδωσε στον αρχιμηχανικό της, τον Μανδροκλή από τη Σάμο, χίλια δυο δώρα. Λοιπόν, από τα πρώτα και καλύτερα απ᾽ αυτά ο Μανδροκλής έκανε αφιέρωμα στο Ηραίο, μια τοιχογραφία που είχε ζωγραφισμένη ολόκληρη τη γέφυρα του Βοσπόρου και τον βασιλιά Δαρείο να κάθεται σε θρόνο πάνω σε εξέδρα και το στρατό του να διαβαίνει· αφού λοιπόν έβαλε και ζωγράφισαν αυτά, χάραξε την εξής επιγραφή:
Ο Μανδροκλής γεφύρωσε τις όχθες του Βοσπόρου, που ψάρια πλήθος τρέφει· κι ενθύμιο της γέφυρας και τάμα του στην Ήρα, η ζωγραφιά ετούτη. Το θέλημά σου, βασιλιά, ως το ᾽θελε η καρδιά σου, το τέλεψα, και νά το· κορόνα στο κεφάλι μου και για τη Σάμο δόξα.
Έδωσε τα δώρα του στον Μανδροκλή ο Δαρείος κι ύστερα πέρασε στην Ευρώπη· είχε δώσει εντολή στους Ίωνες να διασχίσουν με τα πλοία τους τον Πόντο ώς τον ποταμό Ίστρο, κι όταν φτάσουν στον Ίστρο, να τον περιμένουν εκεί, ενώνοντας με γέφυρα τις δυο όχθες του ποταμού. Γιατί οδηγοί του στόλου ήταν Ίωνες, Αιολείς και Ελλησπόντιοι.
Πέρασε λοιπόν το ναυτικό στράτευμα από τις Κυανές κι έβαλε πλώρη κατευθείαν για τον Ίστρο· κι ανεβαίνοντας από τη θάλασσα προς τις πηγές του, ύστερα από ταξίδι με τα πλοία δυο ημερών, έστηναν γέφυρα στο λαιμό του ποταμού, εκεί όπου σχίζεται σε κανάλια ο Ίστρος.
Κι ο Δαρείος πέρασε το Βόσπορο από τη γέφυρα κι αμέσως ύστερα πορευόταν διασχίζοντας τη Θράκη, και φτάνοντας στις πηγές του ποταμού Τεάρου στρατοπέδευσε για τρεις μέρες.
Κι ο Τέαρος, λένε οι κάτοικοι της περιοχής, είναι το πρώτο απ᾽ όλα τα ποτάμια για τη γιατρειά από κάθε αρρώστια και προπάντων για τη γιατρειά ανθρώπων και αλόγων από ψώρα. Τριάντα οχτώ είναι οι πηγές του κι αναβλύζουν όλες απ᾽ τον ίδιο βράχο· κι άλλες είναι ψυχρές κι άλλες θερμές.
Οι δρόμοι που φέρνουν σ᾽ αυτές έχουν το ίδιο μάκρος, κι αυτός που έρχεται από την πόλη Ηραίο που βρίσκεται κοντά στην Πέρινθο κι εκείνος που έρχεται από την Απολλωνία του Ευξείνου Πόντου, κι ο ένας κι ο άλλος δυο ημερών. Κι ετούτος ο Τέαρος χύνεται στον ποταμό Κοντάδεσδο, κι ο Κοντάδεσδος στον Αγριάνη, κι ο Αγριάνης στον Έβρο, κι αυτός τέλος στη θάλασσα, στην περιοχή της πόλης Αίνος.
Φτάνοντας λοιπόν σ᾽ αυτό τον ποταμό ο Δαρείος στρατοπέδευσε, κι αμέσως, καθώς η ψυχή του ευχαριστήθηκε από το νερό του, έστησε κι εκεί στήλη χαράζοντας επιγραφή με τα εξής λόγια:
«Τα κεφαλόβρυσα του ποταμού Τεάρου χαρίζουν το πρώτο κι ωραιότερο νερό απ᾽ όλα τα ποτάμια του κόσμου, και σ᾽ αυτά έφτασε οδηγώντας σε εκστρατεία το στράτευμά του ο πρώτος κι ωραιότερος απ᾽ όλους τους άντρες του κόσμου, ο Δαρείος, ο γιος του Υστάσπη, των Περσών κι όλης της Ασίας ο βασιλιάς». Αυτή λοιπόν η επιγραφή χαράχτηκε εκεί.
Κι ο Δαρείος ξεκινώντας αποκεί έφτασε σ᾽ άλλον ποταμό, που ονομάζεται Αρτησκός και διασχίζει με το ρέμα του τη χώρα των Οδρυσών. Φτάνοντας λοιπόν σ᾽ αυτό τον ποταμό έκανε κάτι τέτοιο· διάλεξε ένα τόπο και τον έδειξε στο στρατό του και διέταξε κάθε στρατιώτης να περάσει από δίπλα και ν᾽ αφήσει μια πέτρα σ᾽ αυτό τον ορισμένο τόπο. Ο στρατός λοιπόν εκτέλεσε αυτή τη διαταγή κι αμέσως ύστερα ο Δαρείος, αφήνοντας εκεί μεγάλους σωρούς από πέτρες, πήρε το στράτευμά του και προχώρησε.
Και πριν φτάσει στον Ίστρο, πρώτους υπέταξε τους Γέτες, που πιστεύουν πως είναι αθάνατοι. Γιατί οι Θράκες που έχουν τον Σαλμυδησσό και κατοικούν βορειότερα από τις πόλεις Απολλωνία και Μεσημβρία, που ονομάζονται Σκυρμιάδες και Νιψαίοι, παραδόθηκαν στο Δαρείο χωρίς αντίσταση· αντίθετα οι Γέτες έδειξαν αποκοτιά κι υποδουλώθηκαν αμέσως, αυτοί που ήταν οι πιο αντρειωμένοι κι οι πιο δίκαιοι από τους Θράκες.
Λέγοντας πως είναι αθάνατοι, νά τί εννοούν· πιστεύουν ότι δεν πεθαίνουν και ότι καθένας τους που χάνεται πηγαίνει και συναντά τον θεό τον Σάλμοξη· κι άλλοι τους τον ίδιο αυτό θεό τον λένε Γεβελέιζη.
Και κάθε πέντε χρόνια έναν τους, που του έπεσε ο κλήρος, τον στέλνουν μαντατοφόρο στον Σάλμοξη, με παραγγελίες για ό,τι κάθε φορά έχουν ανάγκη. Νά πώς τον στέλνουν· ορισμένοι απ᾽ αυτούς μπαίνουν στη γραμμή κρατώντας τρία ακόντια, κι άλλοι πιάνουν απ᾽ τα χέρια κι απ᾽ τα πόδια αυτόν που στέλνουν να συναντήσει τον Σάλμοξη, κι αφού τον ανεβοκατεβάσουν στον αέρα, τον ρίχνουν πάνω στις αιχμές των ακοντίων.
Κι αν ετούτος σφηνωθεί στις αιχμές και πεθάνει, πιστεύουν ότι εξιλέωσαν τον θεό· αν όμως δεν πεθάνει, τα βάζουν με τον μαντατοφόρο, λέγοντας πως είναι κακός, κι αφού τον φορτώσουν με κατηγορίες, στέλνουν άλλον· ό,τι παραγγελίες έχουν του τις δίνουν όσο ακόμα είναι ζωντανός.
Οι ίδιοι αυτοί Θράκες, όταν βροντά κι αστράφτει, ρίχνοντας βέλη ψηλά προς τον ουρανό φοβερίζουν το θεό, γιατί πιστεύουν πως δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός απ᾽ τον δικό τους.
Από τους Έλληνες που είναι εγκατεστημένοι στον Ελλήσποντο και στον Πόντο πληροφορήθηκα πως ετούτος ο Σάλμοξης ήταν άνθρωπος κι έζησε στη Σάμο, σα δούλος, μάλιστα δούλος του Πυθαγόρα, του γιου του Μνησάρχου·
και πως εκεί κέρδισε την ελευθερία του, απόχτησε μεγάλη περιουσία κι αφού την απόχτησε έφυγε αποκεί και πήγε στη χώρα του· και καθώς οι Θράκες ζούσαν στη μιζέρια και ήταν αβανάκηδες, ο Σάλμοξης τούτος που έμαθε πώς ζούσαν οι Ίωνες, και φερσίματα πολύ πιο σοφά απ᾽ ό,τι θα περίμενες στη Θράκη —ο άνθρωπος είχε ζήσει ανάμεσα σε Έλληνες και κοντά στον Πυθαγόρα που στη σοφία δεν είχε τον όμοιό του—, ίδρυσε μια λέσχη για άντρες,
όπου φιλοξενώντας τους πρώτους της πόλης και τραπεζώνοντάς τους τούς έκανε πρωτάκουστη διδασκαλία, δηλαδή πως ούτε ο ίδιος ούτε οι συμπότες του ούτε οι απόγονοί τους, στον αιώνα, θα πεθάνουν, αλλά πως θα πάνε σ᾽ έναν τέτοιο τόπο, όπου αιώνια θα περιδιαβάζουν απολαμβάνοντας απόλυτη ευτυχία.
Και την ώρα που έκανε όσα καταγράψαμε κι έλεγε αυτά, κατασκεύαζε και μια υπόγεια κατοικία. Κι όταν αποτέλειωσε την κατοικία αυτή, χάθηκε από τα μάτια των Θρακών, κατέβηκε στο υπόγειο κι έζησε εκεί τρία χρόνια.
Κι οι άλλοι να τον αποζητούν και να τον κλαίνε σαν πεθαμένο· και τον τέταρτο χρόνο εμφανίστηκε στους Θράκες κι έτσι πείστηκαν στα λόγια του Σάλμοξη. Αυτά λένε πως έκανε.
Εγώ τα όσα λένε γι᾽ αυτόν και για την υπόγεια κατοικία του ούτε τ᾽ αμφισβητώ ούτε πάλι τους δίνω μεγάλη πίστη, νομίζω όμως πως τούτος ο Σάλμοξης έζησε πολλά χρόνια πριν από τον Πυθαγόρα.
Τώρα, είτε έζησε κάποιος άνθρωπος Σάλμοξης είτε οι Γέτες τον έχουν θεό του τόπου τους, από μένα χαιρετίσματα. Αυτοί λοιπόν, που πιστεύουν σε τέτοια πράματα, υποδουλώθηκαν από τους Πέρσες κι αμέσως ακολούθησαν τον υπόλοιπο στρατό.
Κι ο Δαρείος έφτασε στον Ίστρο, μαζί του και το πεζικό, και πέρασαν όλοι στην άλλη όχθη· κι αμέσως ύστερα ο Δαρείος διέταξε τους Ίωνες να διαλύσουν την πλωτή γέφυρα και να τον ακολουθήσουν πεζοί, όπως κι ο στρατός που ήταν στα καράβια.
Την ώρα λοιπόν που ήταν να διαλύσουν οι Ίωνες τη γέφυρα και να εκτελέσουν τις διαταγές του, ο Κώης, ο γιος του Ερξάνδρου, που ήταν στρατηγός των Μυτιληναίων, είπε στον Δαρείο τα εξής, αφού προηγουμένως ρώτησε αν του άρεσε να δέχεται γνώμη από κάποιον που ήθελε να την εκφράσει:
«Βασιλιά μου, μια κι έβαλες στο νου σου να εκστρατεύσεις σε μια χώρα, όπου δε θα δεις ούτε γη δουλεμένη μ᾽ αλέτρι ούτε πολιτεία κατοικημένη, άφησε λοιπόν αυτή τη γέφυρα να στέκεται στη θέση της κι ας μείνουν να τη φρουρούν αυτοί που τη συνδέσανε.
Τώρα, αν τα πράματα μας έρθουν όπως τα θέλουμε και βρούμε τους Σκύθες, θα έχουμε δρόμο γυρισμού, κι αν πάλι δεν μπορέσουμε να τους βρούμε, τουλάχιστο θα ᾽ναι εξασφαλισμένος ο γυρισμός μας. Εγώ δε φοβήθηκα ποτέ μήπως νικηθούμε από τους Σκύθες σε μάχη, αλλά πολύ περισσότερο, μήπως δεν μπορέσουμε να τους βρούμε και στην περιπλάνησή μας μάς βρει κανένα κακό.
Και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως τα λέω αυτά για το συμφέρο μου, για να μείνω πίσω· λοιπόν εγώ αφήνω στην κρίση σου τη γνώμη που πιστεύω πως είναι η καλύτερη για σένα, βασιλιά μου· θα σε ακολουθήσω όμως και δε θα δεχτώ να μείνω πίσω».
Τη χάρηκε πολύ αυτή τη γνώμη ο Δαρείος και του αποκρίθηκε έτσι: «Ξένε μου από τη Λέσβο, αν γυρίσω σώος στ᾽ ανάκτορά μου, οπωσδήποτε να έρθεις να παρουσιαστείς μπροστά μου, για να σε αμείψω για τις καλές σου συμβουλές με καλές πράξεις».
«Άνδρες Ίωνες, παίρνω πίσω την απόφαση για τη γέφυρα που σας ανακοίνωσα προηγουμένως· κι εσείς κρατήστε αυτό το σκοινί και νά τί να κάνετε: από την ώρα που θα με δείτε να βαδίζω εναντίον των Σκυθών, αρχίστε αμέσως να λύνετε κάθε μέρα κι από έναν κόμπο· κι αν μες σ᾽ αυτό το διάστημα δεν εμφανιστώ αλλά περάσουν έτσι μια μια οι μέρες που μετριούνται με τους κόμπους, πάρτε τα καράβια σας και γυρίστε στις πόλεις σας.
Αλλά ώς εκείνη τη μέρα, μια και άλλαξα γνώμη, να φρουρείτε τη γέφυρα, δείχνοντας όλο το ζήλο σας για τη διατήρηση και τη φύλαξή της. Κι αν τα κάνετε αυτά, θα μου προσφέρετε μεγάλη υπηρεσία». Αυτά λοιπόν είπε ο Δαρείος και χωρίς να χάσει καιρό προχώρησε μπροστά.
Μπροστά από τη χώρα των Σκυθών, από τη μεριά της θάλασσας, βρίσκεται η Θράκη. Καθώς όμως η γη αυτή σχηματίζει κόλπο, αποκεί και πέρα αρχίζει η Σκυθία, κι ο Ίστρος χύνεται σ᾽ αυτή, με το στόμιό του στραμμένο προς τον νοτιοανατολικό άνεμο.
Τώρα, αρχίζοντας από τον Ίστρο, θα περιγράψω την παραθαλάσσια περιοχή της Σκυθίας, έτσι που να μπορεί να υπολογιστεί η έκτασή της: από τον Ίστρο και πέρα είμαστε στην αρχαία Σκυθία, που βρίσκεται προς τα μεσημβρινά και το νότιο άνεμο, μέχρι μια πόλη που τη λένε Καρκινίτιδα.
Αποκεί και πέρα η χώρα που βρέχεται από την ίδια θάλασσα είναι ορεινή και προεξέχει, από τη μεριά του Πόντου, και ανήκει στο έθνος των Ταύρων, ώς τη χερσόνησο που λέγεται Τραχία, κι αυτή φτάνει στη θάλασσα που βρέχει τη χώρα από τ᾽ ανατολικά.
Γιατί οι δυο πλευρές της χώρας των Σκυθών βρέχονται από θάλασσα, η ανατολική και η νότια, όπως της Αττικής· και οι Ταύροι κατέχουν ένα μέρος της Σκυθίας, όπως ας πούμε θα συνέβαινε στην Αττική, στην περίπτωση που τα υψώματα του Σουνίου (που όσο μπαίνουν στη θάλασσα, τόσο ψηλώνουν), στην έκταση που ορίζει η γραμμή από το δήμο του Θορικού ώς το δήμο του Αναφλύστου, τα κατοικούσε άλλη φυλή κι όχι Αθηναίοι. Η παρομοίωσή μου ισχύει στο μέτρο που μπορούμε να παρομοιάσουμε μεγαλύτερα πράματα με μικρότερα.
Λοιπόν, ένα τέτοιο σχήμα έχει η χώρα των Ταύρων. Και για όποιον δεν έχει περάσει με καράβι δίπλα απ᾽ αυτές τις ακτές της Αττικής, θα φέρω ένα άλλο παράδειγμα: ας υποθέσουμε πως απ᾽ τη χερσόνησο της Ιαπυγίας έκοβε μια περιοχή, που ορίζεται από μια γραμμή που πιάνει απ᾽ το λιμάνι του Βρεντεσίου ώς τον Τάραντα, και κατοικούσε στο ακρωτήριο άλλο έθνος κι όχι οι Ιάπυγες. Αναφέροντας αυτά τα παραδείγματα εννοώ ότι υπάρχουν κι άλλες περιοχές με παρόμοιο σχήμα, σαν κι αυτό που έχει η χώρα των Ταύρων.
Τώρα, από τη χώρα των Ταύρων και πέρα κατοικούν πια οι Σκύθες στα μέρη που βρίσκονται βορειότερα από τους Ταύρους και σ᾽ εκείνα που είναι προς τη μεριά της ανατολικής θάλασσας (δηλαδή όσα βρίσκονται δυτικά από τον Κιμμέριο Βόσπορο και τη λίμνη Μαιήτιδα), ώς τον ποταμό Τάναη, που χύνεται στο μυχό αυτής της λίμνης.
Τέλος, στα βορειότερα, προς το εσωτερικό της χώρας, η Σκυθία συνορεύει, με αφετηρία τον Ίστρο, πρώτα με τους Αγαθύρσους, κατόπι με τους Νευρούς, ύστερα με τους Ανδροφάγους και τέλος με τους Μελαγχλαίνους.
Λοιπόν η Σκυθία σχηματίζει τετράγωνο που οι δυο πλευρές του βρέχονται από θάλασσα, καθώς το μάκρος της έκτασής της προς το εσωτερικό είναι απόλυτα ίσο με το μάκρος της παραθαλάσσιας έκτασής της.
Γιατί η απόσταση από τον Ίστρο ώς τον Βορυσθένη είναι δρόμος δέκα ημερών, κι από τον Βορυσθένη ώς τη λίμνη τη Μαιήτιδα άλλων δέκα. Κι από τη θάλασσα προς το εσωτερικό, ώς τους Μελαγχλαίνους που κατοικούν βορειότερα απ᾽ τους Σκύθες, ο δρόμος είναι είκοσι ημερών.
Λοιπόν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, δρόμος μιας μέρας ισοδυναμεί με διακόσιους σταδίους. Κι έτσι η Σκυθία απλώνεται οριζόντια σε τέσσερες χιλιάδες σταδίους και κάθετα (από τη θάλασσα ώς τα βόρεια σύνορά της) σε άλλους τόσους σταδίους. Αυτό λοιπόν είναι το μέγεθος της χώρας αυτής.
Κι οι Σκύθες, καθώς τα ᾽βαλαν κάτω κι είδαν πως μόνοι τους δεν μπορούσαν ν᾽ αποκρούσουν το στρατό του Δαρείου σε ανοιχτή μάχη, έστελναν αγγελιοφόρους στους γειτονικούς λαούς· αλλά κι εκείνων οι βασιλιάδες είχαν συγκεντρωθεί και συσκέπτονταν, καθότι μεγάλος στρατός βάδιζε προς τις χώρες τους.
Κι οι βασιλιάδες που συγκεντρώθηκαν ήταν των Ταύρων και των Αγαθύρσων και των Ανδροφάγων και των Μελαγχλαίνων και των Γελωνών και των Βουδίνων και των Σαυροματών.
Απ᾽ αυτούς, οι Ταύροι κρατούν τις εξής συνήθειες· θυσιάζουν στην Παρθένο θεά τούς ναυαγούς κι όσους Έλληνες φέρει το κύμα στη στεριά τους, μ᾽ έναν τέτοιο τρόπο: κάνουν τις αρχικές ιεροπραξίες κι ύστερα τους χτυπούν με ρόπαλο στο κεφάλι.
Κι άλλοι λένε πως το σώμα το ρίχνουν κάτω, στο γκρεμό (γιατί ο ναός είναι χτισμένος πάνω σε γκρεμό), και το κεφάλι το μπήγουν σε πάσσαλο, κι άλλοι πάλι για το κεφάλι λένε τα ίδια, αλλά για το σώμα, πως δεν το ρίχνουν κάτω, στο γκρεμό, αλλά το θάβουν στη γη. Και η θεότητα αυτή, που στη χάρη της τους θυσιάζουν, οι Ταύροι οι ίδιοι τους λένε πως είναι η Ιφιγένεια, η κόρη του Αγαμέμνονα.
Και τους εχθρούς, όσους πιάσουν αιχμάλωτους, νά τί τους κάνουν: κόβουν το κεφάλι και το φέρνουν στο σπίτι τους κι έπειτα το καρφώνουν σε μεγάλο πάσσαλο, που τον στήνουν όρθιο ψηλά πάνω από το σπίτι, έτσι που να ξεπερνά πολύ τη στέγη του, συνήθως πιο ψηλά από την καπνοδόχο· λένε πως τα κεφάλια αυτά τα κρεμάνε ψηλά, φρουρούς όλου του σπιτιού· και ζουν από τα λάφυρα κι από τον πόλεμο.
Οι Αγάθυρσοι τώρα πάνω απ᾽ όλα έχουν την καλοπέραση και στολίζονται με χρυσαφικά όσο κανένας άλλος· με τις γυναίκες σμίγουν σαν όλες να είναι ολωνών, για να νιώθει ο ένας σαν αδερφός του άλλου, κι αυτή τους η συγγένεια να διώχνει το φθόνο και την έχθρα απ᾽ ανάμεσά τους· όσο για τ᾽ άλλα έθιμά τους, τα πήραν από τους Θράκες.
Κι οι Νευροί κρατούν τα έθιμα των Σκυθών· αυτούς, μια γενιά πριν από την εκστρατεία του Δαρείου, τους βρήκε κακό, ν᾽ αναγκαστούν απ᾽ τα φίδια ν᾽ αφήσουν τη χώρα τους και να φύγουν. Γιατί η γη τους έβγαζε φίδια με το σωρό, όμως τα περισσότερα έπεσαν απάνω τους απ᾽ το βοριά, από την έρημο, τόσο που, στενεμένοι, πήγαν και κατοίκησαν μαζί με τους Βουδίνους, αφήνοντας έρημη τη χώρα τους.
Μάλιστα δεν αποκλείεται οι άνθρωποι αυτοί να είναι μάγοι. Γιατί, καταπώς λένε οι Σκύθες και οι Έλληνες που ζουν στη Σκυθία, καθένας από τους Νευρούς μια φορά κάθε χρόνο για λίγες μέρες γίνεται λύκος κι ύστερα αμέσως ξαναπαίρνει την πρώτη του μορφή. Βέβαια, λέγοντας αυτά εμένα δε με πείθουν, όμως δε σταματούν να τα λένε, μάλιστα και όρκο παίρνουν λέγοντάς τα.
Οι Ανδροφάγοι πάλι έχουν τα πιο άγρια συνήθεια απ᾽ όλους τους λαούς· ούτε το δίκιο λογαριάζουν ούτε σέβονται κανένα νόμο· κι είναι νομάδες, η φορεσιά τους είναι παρόμοια με τη σκυθική· μιλάνε δική τους γλώσσα, κι απ᾽ όλους αυτούς τους λαούς μονάχα αυτοί είναι ανθρωποφάγοι.
Κι οι Βουδίνοι είναι λαός μεγάλος και πολυάριθμος, με βαθυγάλαζα μάτια, κοκκινοτρίχηδες. Κι έχει χτιστεί στη χώρα τους πόλη ξύλινη, που τ᾽ όνομά της είναι Γελωνός· η κάθε πλευρά του τείχους της έχει μάκρος τριάντα σταδίους, το ύψος του είναι μεγάλο, κι ολόκληρο είναι από ξύλο, και τα σπίτια τους είναι ξύλινα, και τα λατρευτικά τους χτίσματα·
γιατί σ᾽ αυτή την πόλη υπάρχουν λατρευτικά χτίσματα που, καταπώς στην Ελλάδα, έχουν αγάλματα και βωμούς και ναούς, όλα από ξύλο, και κάθε τρία χρόνια τελούν Διονύσια και είναι μυημένοι στα βακχικά μυστήρια. Γιατί οι Γελωνοί από καταγωγή είναι Έλληνες, που ξεσηκώθηκαν απ᾽ τα εμπορικά κέντρα κι εγκαταστάθηκαν στη χώρα των Βουδίνων, κι η γλώσσα που μιλούν είναι ανάμεικτη, σκυθοελληνική.
Αυτή τη γλώσσα λοιπόν των Γελωνών δεν τη μιλούν οι Βουδίνοι, ούτε Γελωνοί και Βουδίνοι ζουν με τον ίδιο τρόπο· γιατί οι Βουδίνοι, καθότι ντόπιοι, είναι νομάδες κι οι μόνοι στην περιοχή αυτή που τρων κουκουνάρια από πεύκο, ενώ οι Γελωνοί δουλεύουν τη γη και τρων ψωμί σιταρένιο κι έχουν κήπους, και δε μοιάζουν καθόλου με τους Βουδίνους στην όψη και στο χρώμα. Βέβαια οι Έλληνες και τους Βουδίνους τούς λένε Γελωνούς, αυτό όμως είναι λάθος.
Κι η χώρα τους έχει από τη μια άκρη ώς την άλλη πυκνά δάση με κάθε λογής δέντρα για ξυλεία· μες στο πιο μεγάλο δάσος βρίσκεται λίμνη μεγάλη και βαθιά με γύρω γύρω βάλτους και καλαμιώνες· στα νερά της πιάνουν βίδρες και κάστορες κι άλλα άγρια ζώα με τετράγωνο πρόσωπο, που τα δέρματά τους τα παίρνουν και τα ράβουν πάνω στις κάπες τους, ενώ τ᾽ αμελέτητά τους τα χρησιμοποιούν για τις αρρώστιες της μήτρας.
Κι όσο για τους Σαυρομάτες, διηγούνται αυτή την ιστορία: όταν οι Έλληνες έκαναν πόλεμο με τις Αμαζόνες (και τις Αμαζόνες οι Σκύθες τις λένε Οιόρπατα, που στην ελληνική γλώσσα σημαίνει τον ανδροκτόνο· γιατί οιόρ λένε τον άντρα, και το πατά σημαίνει σκοτώνω), τότε έχουν να λένε πως οι Έλληνες τις νίκησαν σε μάχη στο Θερμώδοντα ποταμό και γύριζαν με τα καράβια τους φέρνοντας μαζί τους σε τρία καράβια όσες Αμαζόνες μπόρεσαν να πιάσουν ζωντανές. Όμως αυτές στ᾽ ανοιχτά της θάλασσας όρμησαν πάνω στους άντρες και τους έσφαξαν,
αλλά δεν είχαν ιδέα από καράβια ούτε πώς κουμαντάρουν το τιμόνι ούτε τα πανιά ούτε τα κουπιά· κι έτσι, αφού κατάσφαξαν τους άντρες, αρμένιζαν όπου τους πήγαινε το κύμα κι ο άνεμος, και φτάνουν στη Μαιήτιδα λίμνη, στους Κρημνούς· αυτοί οι Κρημνοί βρίσκονται στη χώρα των ελευθέρων Σκυθών. Εκεί οι Αμαζόνες αποβιβάστηκαν στη στεριά και πήραν να πορεύονται για κατοικημένους τόπους. Της πρώτης αγέλης αλόγων που συνάντησαν να βόσκει άρπαξαν τ᾽ άλογα και καβάλα πάνω σ᾽ αυτά διαγούμιζαν τη χώρα των Σκυθών.
Κι οι Σκύθες δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί συμβαίνει. Γιατί δε γνώριζαν ούτε τη γλώσσα ούτε τη φορεσιά ούτε τη φυλή τους, αλλά απορούσαν, από πού να ήρθαν, και νόμιζαν πως είναι άντρες της ίδιας ηλικίας όλοι, νέοι, και τέλος έδωσαν μάχη μ᾽ αυτές. Κι όταν τελείωσε η μάχη, τα πτώματα έμειναν στα χέρια των νικητών, των Σκυθών, κι έτσι έμαθαν πως ήταν γυναίκες.
Έκαναν λοιπόν σύσκεψη κι αποφάσισαν να μην τις σκοτώνουν πια, ό,τι κι αν γίνει, αλλά να στείλουν κοντά τους τούς νεότερους απ᾽ το στρατό τους, τόσους, όσες σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους υπόθεσαν ότι είναι εκείνες· και να στρατοπεδεύσουν κοντά σ᾽ εκείνες και να κάνουν κι αυτοί ό,τι θα ᾽καναν κι εκείνες, κι αν τους επιτεθούν αυτές, να μη δώσουν μάχη, αλλά ν᾽ αποτραβιούνται, κι όταν σταματήσουν αυτές την καταδίωξη, να πάνε κοντά τους και να στρατοπεδεύσουν. Ο λόγος που πήραν αυτές τις αποφάσεις οι Σκύθες ήταν που ήθελαν ν᾽ αποχτήσουν παιδιά απ᾽ αυτές.
Έστειλαν λοιπόν τους νεαρούς κι αυτοί εκτελούσαν τις εντολές που πήραν. Κι οι Αμαζόνες κατάλαβαν πως δεν ήρθαν για να τις κάνουν κανένα κακό και τους άφηναν στην ησυχία τους· και κάθε μέρα που περνούσε το ένα στρατόπεδο σίμωνε στο άλλο. Κι οι νεαροί, όπως άλλωστε κι οι Αμαζόνες, δεν είχαν μαζί τους τίποτε άλλο παρά μονάχα τα όπλα και τ᾽ άλογά τους, και ζούσαν την ίδια ζωή μ᾽ εκείνες, από κυνήγι και διαγούμισμα.
Λοιπόν οι Αμαζόνες το μεσημέρι έκαναν κάτι τέτοιο· διασκορπίζονταν κι η καθεμιά τους χωριστά ή δυο δυο απομακρύνονταν από τις άλλες, για να ξαλαφρώσουν με την άνεσή τους. Βλέποντας αυτό οι Σκύθες, έκαναν κι αυτοί το ίδιο. Κι ένας τους πέτυχε μια τους ξεμοναχιασμένη κι άρχισε να της βάζει χέρι, κι η Αμαζόνα δεν τον έκανε πέρα, αλλά τον άφησε να κάνει τη δουλειά του.
Να του μιλήσει βέβαια δεν μπορούσε (γιατί ο ένας δεν καταλάβαινε τη γλώσσα του άλλου), όμως του έλεγε με χειρονομίες να ᾽ρθει την άλλη μέρα στο ίδιο μέρος και να φέρει μαζί τους κι άλλον ένα, εννοώντας να γίνουν δυο οι νεαροί, κι αυτή θα φέρει κι άλλη μια.
Κι ο νεαρός, όταν γύρισε πίσω, διηγήθηκε αυτά στους υπόλοιπους, και την άλλη μέρα ήρθε στο γνωστό μέρος κι ετούτος που λέμε κι έφερε κι έναν άλλο, και βρήκε την Αμαζόνα να τον περιμένει μαζί με μια άλλη. Κι όταν τα ᾽μαθαν αυτά οι υπόλοιποι νεαροί, με τη σειρά τους κορφολόγησαν τις υπόλοιπες Αμαζόνες.
Κατόπι έκαναν τα στρατόπεδά τους ένα και ζούσαν μαζί κι ο καθένας είχε γυναίκα εκείνη με την οποία έσμιξε την πρώτη φορά. Τώρα, τη γλώσσα των γυναικών οι άντρες δεν μπορούσαν να τη μάθουν, όμως οι γυναίκες κατάλαβαν τη γλώσσα των αντρών.
Κι όταν έφτασαν να συνεννοούνται, οι άντρες είπαν στις Αμαζόνες τα εξής: «Εμείς έχουμε γονείς, έχουμε και χτήματα. Λοιπόν, ας σταματήσουμε να ζούμε μια τέτοια ζωή κι ας πάμε στον κόσμο τον πολύ και να ζούμε εκεί· γυναίκες μας θα έχουμε εσάς, καμιά άλλη!»
Κι εκείνες αποκρίθηκαν: «Εμάς μας είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί με τις γυναίκες του τόπου σας· γιατί άλλες οι δικές τους συνήθειες, άλλες οι δικές μας. Εμείς έχουμε να κάνουμε με τόξα και ακόντια και ιππασία, και δεν ξέρουμε από γυναίκειες δουλειές, ενώ οι γυναίκες του τόπου σας δεν κάνουν τίποτ᾽ απ᾽ αυτά που αραδιάσαμε, αλλά καταγίνονται με γυναίκειες δουλειές και κάθονται στις άμαξές σας — ούτε στο κυνήγι πάνε ούτε πουθενά αλλού.
Θα μας ήταν λοιπόν αδύνατο να ζήσουμε μονοιασμένες μαζί μ᾽ εκείνες. Αλλά, αν θέλετε να μας έχετε γυναίκες σας και να σας έχει ο κόσμος για τους πιο δίκαιους ανθρώπους, πηγαίνετε να βρείτε τους γονείς σας, πάρτε με κλήρο ό,τι σας πέφτει από τα χτήματα κι ύστερα ελάτε να ζήσουμε χωριστά από τους άλλους».
Οι νεαροί τις άκουσαν κι έκαναν ό,τι τους είπαν. Πήραν με κλήρο ό,τι τους έπεφτε από τα χτήματα και γύρισαν στις Αμαζόνες. Κι οι γυναίκες τούς είπαν τα εξής:
«Μας κυρίεψε φόβος και τρόμος· μπορούμε να ζήσουμε σ᾽ αυτό τον τόπο, την ώρα που από τη μια σας ξεκόψαμε από τους πατεράδες σας κι από την άλλη ρημάξαμε για τα καλά τη γη σας;
Αλλά μια και θέλετε να μας έχετε γυναίκες, νά τί να κάνετε μαζί μας: ελάτε, να σηκωθούμε και να φύγουμε απ᾽ αυτή τη χώρα, να διαβούμε τον ποταμό Τάναη και να ζούμε εκεί».
Οι νεαροί τις άκουσαν και σ᾽ αυτά. Διάβηκαν τον Τάναη και πορεύονταν σε τόπο που θέλει πορεία τριών ημερών από τον Τάναη προς την ανατολή του ήλιου και τριών από τη λίμνη Μαιήτιδα προς τον άνεμο του βοριά. Έφτασαν σε τούτη την περιοχή, όπου είναι εγκατεστημένοι σήμερα, και την έκαναν πατρίδα τους.
Κι οι γυναίκες των Σαυροματών πήραν και ζουν από τότε σαν τις Αμαζόνες του παλιού καιρού, και βγαίνουν συχνά από το σπίτι τους για κυνήγι καβάλα σ᾽ άλογα μαζί με τους άντρες τους, αλλά και χωρίς τους άντρες τους, και πηγαίνουν στον πόλεμο φορώντας τα ίδια ρούχα με τους άντρες τους.
Κι όσο για τη γλώσσα που μιλούν οι Σαυρομάτες, είναι τα σκυθικά, κάνουν όμως πολλά λάθη μιλώντας τα — κι η αιτία είναι παλιά: δεν τα έμαθαν καλά οι Αμαζόνες. Κι όσο για το γάμο, νά πώς τα κανόνισαν· καμιά κοπέλα δεν παντρεύεται προτού σκοτώσει εχθρό στρατιώτη. Μάλιστα μερικές απ᾽ αυτές και πεθαίνουν γερασμένες, πριν να παντρευτούν, γιατί δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν αυτό τον όρο.
Λοιπόν ο αγγελιοφόροι των Σκυθών έφτασαν στη σύναξη των βασιλιάδων των εθνών που μόλις καταγράψαμε και τους μιλούσαν προσπαθώντας να τους εξηγήσουν ότι ο Πέρσης, αφού στην άλλη ήπειρο, την Ασία, υποδούλωσε όλους τους λαούς, γεφύρωσε το λαιμό του Βοσπόρου και διάβηκε στη δική τους ήπειρο, κι αφού διάβηκε και υποδούλωσε τους Θράκες, κάνει γέφυρα στον ποταμό Ίστρο, θέλοντας να υποτάξει κι όλες τις χώρες της περιοχής μας.
«Έτσι λοιπόν ούτε να περάσει απ᾽ το νου σας η ιδέα να βγείτε από τη μέση, να σταυρώσετε τα χέρια σας και να μας αφήσετε να χαθούμε, αλλά μονοιασμένοι όλοι ν᾽ αντιμετωπίσουμε τον εχθρό που πατά τη γη μας. Λοιπόν, δεν θα τα πράξετε αυτά; Τότε δε μένει σε μας παρά, στενεμένοι, ή ν᾽ αφήσουμε τη χώρα μας και να φύγουμε ή να μείνουμε και να υποταχτούμε με όρους·
γιατί τί άλλο μπορούμε να ελπίζουμε, αν εσείς αρνηθείτε να μας βοηθήσετε; Αλλά ύστερ᾽ απ᾽ αυτά κι εσάς σας περιμένει μοίρα το ίδιο βαριά. Γιατί μ᾽ όση εχθρική διάθεση έρχεται ο Πέρσης εναντίον μας, μ᾽ άλλη τόση κι εναντίον σας, κι ούτε με την κατάκτηση της χώρας μας θα ικανοποιηθεί τόσο, ώστε να σας αφήσει ήσυχους.
Θα σας πούμε ένα μεγάλο επιχείρημα γι᾽ αυτά που λέμε· δηλαδή, αν ο Πέρσης κινούσε για εκστρατεία μονάχα εναντίον μας, θέλοντας να πάρει εκδίκηση για την παλιά του υποδούλωση, έπρεπε να βαδίσει εναντίον της χώρας μας χωρίς ν᾽ αγγίξει κανέναν άλλο, κι έτσι θα έκανε σε όλους φανερό πως κάνει εκστρατεία εναντίον των Σκυθών, όχι κι εναντίον άλλων.
Αντίθετα τώρα, μόλις διάβηκε στην ήπειρό μας, αμέσως βάλθηκε να υποτάζει τους πάντες, κι έτσι έχει κιόλας στην εξουσία του και τους υπόλοιπους Θράκες, αλλά ακόμα και τους γείτονές μας, τους Γέτες».
Ύστερ᾽ από αυτές τις προτάσεις των Σκυθών, οι βασιλιάδες που είχαν έρθει από τα έθνη αυτά έκαναν σύσκεψη κι οι γνώμες τους μοιράστηκαν στα δύο· από τη μια ο Γελωνός κι ο Βουδίνος κι ο Σαυρομάτης κράτησαν την ίδια στάση, δέχτηκαν να βοηθήσουν τους Σκύθες, κι από την άλλη ο Αγάθυρσος κι ο Νευρός κι ο Ανδροφάγος κι οι βασιλιάδες των Μελαγχλαίνων και των Ταύρων έδωσαν την ακόλουθη απάντηση στους Σκύθες:
«Αν δεν ήσασταν εσείς που πρώτοι κάνατε κακό στους Πέρσες και που πρώτοι τους κηρύξατε πόλεμο, και μας ζητούσατε αυτά που τώρα ζητάτε, τότε τα λόγια σας θα φαίνονταν σωστά κι εμείς θα σας ακούαμε και θα κάναμε ό,τι κι εσείς·
αντίθετα τώρα κι εσείς πατήσατε τη γη τους χωρίς να μας ρωτήσετε κι είχατε στην εξουσία σας τους Πέρσες, για όσο καιρό ο θεός σάς ευνοούσε, κι εκείνοι, καθώς ο ίδιος αυτός θεός τούς παρακίνησε, σας ανταποδίδουν τα ίσα.
Όσο για μας, ούτε τότε κάναμε κάποιο κακό σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους ούτε τώρα θα επιχειρήσουμε να τους κάνουμε κακό πρώτοι· αν όμως βαδίσουν κι εναντίον της χώρας μας και μας κάνουν πρώτοι αυτοί κακό, τότε κι εμείς δε θα συμβιβαστούμε· αλλά, ώσπου να ξεκαθαρίσουν όλ᾽ αυτά, εμείς δε βγαίνουμε από τη χώρα μας· καθότι πιστεύουμε πως οι Πέρσες δεν έρχονται εναντίον μας, αλλά εναντίον εκείνων που βρίσκονται στην αρχή της αδικίας».
Όταν οι απεσταλμένοι γύρισαν κι έφεραν αυτές τις απαντήσεις, οι Σκύθες έκαναν σύσκεψη κι αποφάσισαν, μια και οι άλλοι δεν ήρθαν να τους ενισχύσουν σα σύμμαχοι, να μη δώσουν καμιά μάχη κατά μέτωπο, αλλά ν᾽ αποσύρονται αθόρυβα, και το ιππικό τους να υποχωρεί με αργό ρυθμό, και ρίχνοντας χώμα ν᾽ αχρηστεύουν τα πηγάδια που θα συναντούν στο δρόμο τους, και τις πηγές, και να ρημάζουν τη βλάστηση της γης, χωρισμένοι στα δυο·
και με τη μια μοίρα, που βασιλιάς της ήταν ο Σκώπασης, να ενωθούν οι Σαυρομάτες· λοιπόν αυτοί να κάνουν τακτική υποχώρηση, αν ο Πέρσης στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση, κατευθείαν προς τον ποταμό Τάναη, ακολουθώντας στην υποχώρησή τους την ακτή της λίμνης Μαιήτιδας· όμως, έτσι και πάρει ν᾽ αποτραβιέται ο Πέρσης, να του επιτεθούν και να τον καταδιώκουν. Λοιπόν αυτή ήταν η μια μοίρα από τη χώρα των βασιλικών Σκυθών, που διατάχτηκε ν᾽ ακολουθήσει το δρόμο που είπαμε.
Οι άλλες δυο μοίρες της βασιλικής χώρας, και η μεγάλη, που αρχηγός της ήταν ο Ιδάνθυρσος, και η τρίτη, που βασιλιάς της ήταν ο Τάξακης, αποφάσισαν να συγκεντρωθούν στο ίδιο μέρος και να ενισχυθούν με το στρατό των Γελωνών και των Βουδίνων, και, κρατώντας απόσταση δρόμου μιας ημέρας από τους Πέρσες, ν᾽ αποτραβιούνται αργά αργά, τηρώντας κατά την υποχώρησή τους τις αποφάσεις που πάρθηκαν.
Λοιπόν πρώτα να υποχωρούν με κατεύθυνση κατευθείαν προς τις χώρες εκείνων που αρνήθηκαν να γίνουν σύμμαχοί τους, για να τους κάνουν κι αυτούς εμπολέμους (μια και με τη θέλησή τους δεν πήραν απάνω τους τον πόλεμο εναντίον των Περσών, να τους κάνουν τώρα εμπολέμους με το στανιό)· ύστερ᾽ απ᾽ αυτό να γυρίσουν στη χώρα τους και ν᾽ αναλάβουν επίθεση, αν τ᾽ αποφασίσουν, ύστερ᾽ από εκτίμηση της κατάστασης.
Οι Σκύθες πήραν αυτές τα αποφάσεις και κίνησαν να συναντήσουν το στρατό του Δαρείου, αφού έστειλαν εμπροσθοφυλακή τους πρώτους και καλύτερους απ᾽ το ιππικό. Και τις άμαξες, μες στις οποίες ζούσαν τα παιδιά τους κι όλες οι γυναίκες τους, τις ξαπόστειλαν από πριν, με εντολή να προχωρούν όλο και πιο βορινά, και μαζί κι όλα τα βοσκήματά τους — κράτησαν μόνο όσα χρειάζονταν για την τροφή τους, τόσα μόνο.
Λοιπόν αυτός ο κόσμος στάλθηκε από πιο πριν μακριά, ενώ η εμπροσθοφυλακή των Σκυθών βρήκε τους Πέρσες να ᾽χουν προχωρήσει δρόμο τριών ημερών από τον Ίστρο· κι από την ώρα που τους βρήκαν, στρατοπέδευαν αφήνοντας απόσταση από τον εχθρό δρόμο μιας μέρας κι αφάνιζαν ό,τι βλάσταινε από τη γη.
Κι οι Πέρσες, όταν φάνηκε το σκυθικό ιππικό και το είδαν, βάδιζαν εναντίον τους ακολουθώντας τα ίχνη τους — κι εκείνοι ολοένα να υποχωρούν. Κατόπι, καθώς οι Πέρσες στράφηκαν εναντίον της μοίρας που ήταν μόνη, συνέχισαν την καταδίωξη προς τ᾽ ανατολικά και προς τον Τάναη.
Κι όταν εκείνοι διάβηκαν τον ποταμό Τάναη, τον διάβηκαν κι οι Πέρσες στο κατόπι τους και τους καταδίωκαν, ώσπου διέσχισαν τη χώρα των Σαυροματών κι έφτασαν στη χώρα των Βουδίνων.
Όσο καιρό λοιπόν οι Πέρσες διέσχιζαν τη χώρα των Σκυθών και των Σαυροματών, δεν έβρισκαν τίποτε να ρημάξουν, αφού η γη ήταν χέρσα, όταν όμως μπήκαν στη χώρα των Βουδίνων, εκεί λοιπόν βρήκαν στο δρόμο τους το ξύλινο τείχος, που το είχαν εγκαταλείψει οι Βουδίνοι, και, καθώς το τείχος ήταν άδειο εντελώς από υπερασπιστές, του έβαλαν φωτιά.
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό συνέχιζαν την καταδίωξη ολοένα και πιο μπροστά ακολουθώντας τα ίχνη των Σκυθών, ώσπου διάβηκαν απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη τη χώρα αυτή κι έφτασαν στην έρημο. Κι η έρημος αυτή είναι εντελώς ακατοίκητη· βρίσκεται πέρα από τη χώρα των Βουδίνων και η έκτασή της είναι δρόμος εφτά ημερών.
Πάνω απ᾽ την έρημο κατοικούν οι Θυσσαγέτες, κι από τη χώρα τους τέσσερες μεγάλοι ποταμοί, που διασχίζουν τη χώρα των Μαιητών, χύνονται στη λίμνη που λέγεται Μαιήτιδα, κι έχουν τα εξής ονόματα: Λύκος, Όαρος, Τάναης, Σύργης.
Έφτασε λοιπόν ο Δαρείος στην έρημο και τότε σταμάτησε την πορεία και στρατοπέδευσε στις όχθες του ποταμού Οάρου. Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτό άρχισε να χτίζει οχτώ μεγάλα τείχη, αφήνοντας ανάμεσά τους ίση απόσταση, περίπου εξήντα σταδίους, που τα ερείπιά τους σώζονταν ακόμη στην εποχή μου.
Κι ενώ αυτός καταγινόταν μ᾽ αυτά, οι Σκύθες που καταδίωκε, κάνοντας κυκλικό ελιγμό στα βορινότερα, ξαναγυρνούσαν στη Σκυθία. Και καθώς αυτοί είχαν γίνει εντελώς άφαντοι και χάθηκαν απ᾽ τα μάτια του, ο Δαρείος άφησε μισοτελειωμένα εκείνα τα τείχη και κάνοντας μεταβολή πορευόταν προς τα δυτικά, υποθέτοντας πως αυτοί είναι όλοι κι όλοι οι Σκύθες και πως πήραν να φεύγουν προς τα δυτικά.
Και κάνοντας ταχύτατη προέλαση με το στρατό του έφτασε στη Σκυθία, όπου αμέσως ήρθε σ᾽ επαφή και με τις δύο μοίρες των Σκυθών, κι αφού ήρθε σ᾽ επαφή, καταδίωκε το στρατό τους που υποχωρούσε αφήνοντας απόσταση από τον εχθρό μιας μέρας δρόμο.
Και καθώς ο Δαρείος δε χαλάρωνε την καταδίωξη, οι Σκύθες, σύμφωνα με το σχέδιό τους, υποχωρώντας μπήκαν στις χώρες εκείνων που αρνήθηκαν να συμμαχήσουν μαζί τους, και πρώτα πρώτα στη χώρα των Μελαγχλαίνων.
Με την εισβολή τους Σκύθες και Πέρσες έκαναν τη χώρα αυτή άνω κάτω και κατόπι, οι Σκύθες μπροστά κι οι Πέρσες πίσω τους, πάτησαν τα μέρη των Ανδροφάγων, κι αφού κι αυτούς τους έκαναν άνω κάτω, συνέχισαν την υποχώρησή τους στη χώρα των Νευρών, τους έκαναν κι αυτούς άνω κάτω κι ύστερα οι Σκύθες συνέχισαν την υποχώρησή τους στους Αγαθύρσους.
Κι οι Αγάθυρσοι, βλέποντας τους γείτονές τους να καταδιώκονται από τους Σκύθες και τις χώρες τους να γίνονται άνω κάτω, πριν να εισβάλουν στη χώρα τους οι Σκύθες, έστειλαν κήρυκες κι απαγόρευαν τους Σκύθες να διαβούν τα σύνορά τους, προειδοποιώντας τους πως, αν δοκιμάσουν να κάνουν εισβολή, θ᾽ αναμετρηθούν πρώτα μ᾽ αυτούς.
Λοιπόν οι Αγάθυρσοι, ύστερ᾽ από αυτή την προειδοποίηση, κατευθύνθηκαν βιαστικά προς τα σύνορά τους, με την απόφαση να φράξουν το δρόμο στους εισβολείς, ενώ οι Μελάγχλαινοι και οι Ανδροφάγοι και οι Νευροί, όταν μπήκαν στη χώρα τους οι Πέρσες ταυτόχρονα με τους Σκύθες, όχι μόνο δεν έδειξαν αντρειοσύνη, αλλά ξέχασαν τις φοβέρες τους και πήραν να φεύγουν ολοένα και πιο βορινά, στην έρημο, πανικόβλητοι.
Οι Σκύθες πάλι, ύστερα από την απαγόρευση, δε συνέχισαν την πορεία τους προς τη χώρα των Αγαθύρσων, αλλά από τη χώρα των Νευρών κατευθύνθηκαν προς τη δική τους, μπρος αυτοί και πίσω τους οι Πέρσες.
Και καθώς αυτό το κυνηγητό άρχισε να παρατραβά και δεν είχε σταματημό, ο Δαρείος έστειλε έναν ιππέα στο βασιλιά των Σκυθών Ιδάνθυρσο και του έλεγε τα εξής: «Άνθρωπε που ᾽χεις το δαίμονα μέσα σου, γιατί ολοένα φεύγεις, ενώ είναι στο χέρι σου να κάνεις το έν᾽ από τούτα τα δύο: δηλαδή, αν πιστεύεις πως είσαι σε θέση ν᾽ αναμετρηθείς με τη στρατιωτική μου δύναμη, τότε μείνε στη θέση σου, σταμάτησε την περιπλάνηση και δώσε μάχη· αν όμως παραδέχεσαι ότι είσαι κατώτερος, και σ᾽ αυτή την περίπτωση επίσης σταμάτησε να τρέχεις και κάνε διαπραγματεύσεις με τον αφέντη σου, δίνοντας γην και ύδωρ».
Η απάντηση του βασιλιά των Σκυθών Ιδανθύρσου σ᾽ αυτά ήταν η εξής: «Νά τί συμβαίνει με μένα, Πέρση· εγώ ώς τώρα μπροστά σε κανέναν άνθρωπο δεν το ᾽βαλα στα πόδια, ούτε τώρα μπροστά σε σένα το βάζω στα πόδια, ούτε κι έκανα ώς τώρα κάτι διαφορετικό απ᾽ ό,τι συνήθιζα να κάνω τον καιρό της ειρήνης.
Για ποιό λόγο δε δίνω μάχη μαζί σου; κι αυτό θα σου το εξηγήσω· εμείς δεν έχουμε ούτε πολιτείες ούτε γη καλλιεργημένη, ώστε ο φόβος μήπως πέσουν στα χέρια των εχθρών ή ρημαχτούν να μας κάνει να ᾽ρθούμε στα χέρια και να δώσουμε μάχη με σας· αν όμως νιώθετε την ανάγκη οπωσδήποτε να φτάσουμε εκεί το γρηγορότερο, νά, συμβαίνει να υπάρχουν οι τάφοι των προγόνων μας.
Εμπρός λοιπόν, βρείτε τους τάφους αυτούς και κάντε πως τους καταπατάτε, και τότε θα μάθετε αν θα δώσουμε μάχη εναντίον σας για τους τάφους ή δε θα δώσουμε. Πριν όμως απ᾽ αυτό, εκτός αν έχουμε κάποιο λόγο για να τ᾽ αποφασίσουμε, δε θα ᾽ρθούμε στα χέρια μαζί σου.
Λοιπόν, όσο για τη μάχη αρκούν αυτά, κι όσο για αφέντες μου, εγώ αναγνωρίζω μονάχα τον Δία τον προπάτορά μου και την Εστία τη βασίλισσα των Σκυθών. Τέλος, αντί να σου δωρίσω γην και ύδωρ, θα σου δώσω δώρα τέτοια που σου αξίζουν· είπες ακόμα πως είσαι αφέντης μου· σ᾽ αυτό η απάντησή μου είναι: άι στα κομμάτια!»
Λοιπόν ο κήρυκας πήρε βιαστικά το δρόμο του για να δώσει αυτό το μήνυμα στον Δαρείο, κι οι βασιλιάδες των Σκυθών με το ν᾽ ακούσουν τη λέξη δουλεία έγιναν πυρ και μανία.
Και στέλνουν τη μοίρα του στρατού τους που συμπαρατάχτηκε με τους Σαυρομάτες, με αρχηγό τον Σκώπαση, με την εντολή να έρθει σε συνεννόηση με τους Ίωνες που φρουρούσαν τη γέφυρα του Ίστρου· για το στρατό που έμεινε πίσω, αποφάσισαν να σταματήσει να περιπλανά τους Πέρσες και να κάνει εφόδους εναντίον τους την ώρα που έβγαιναν για ζωοτροφές. Λοιπόν παραμόνευαν πότε οι στρατιώτες του Δαρείου έβγαιναν για ζωοτροφές κι ενεργούσαν σύμφωνα με το σχέδιό τους.
Στις μάχες ιππικού με ιππικό πάντοτε οι Σκύθες τούς έτρεπαν σε φυγή, αλλά οι ιππείς των Περσών στη φευγάλα τους έτρεχαν να καλυφθούν από το πεζικό, και το πεζικό τούς βοηθούσε· κι οι Σκύθες, αφού στρίμωχναν το ιππικό του εχθρού πάνω στο πεζικό του, γυρνούσαν πίσω, γιατί φοβόντουσαν το πεζικό. Παρόμοιες εφόδους έκαναν οι Σκύθες και τη νύχτα.
Τώρα θα πω το πιο παράξενο σ᾽ όλη αυτή την ιστορία: σύμμαχοι στους Πέρσες και εμπόδιο στους Σκύθες που έκαναν εφόδους στο στρατόπεδο του Δαρείου ήταν οι φωνές των γαϊδουριών και η όψη των μουλαριών.
Γιατί η Σκυθία δεν τρέφει ούτε γαϊδούρια ούτε μουλάρια, όπως έχω αναφέρει παραπάνω, κι ούτε βρίσκεις σ᾽ ολόκληρη τη χώρα των Σκυθών έστω κι ένα γάιδαρο ή ένα μουλάρι, εξαιτίας του κρύου. Λοιπόν, με τ᾽ ανοικονόμητα γκαρίσματά τους τα γαϊδούρια έφερναν αναστάτωση στο ιππικό των Σκυθών,
και πολλές φορές, την ώρα που έκαναν επέλαση εναντίον των Περσών, νά που, με το που άκουαν τη φωνή των γαϊδουριών, τ᾽ άλογά τους έκαναν πίσω τρομαγμένα, και στέκονταν απορημένα με ορθωμένα τ᾽ αυτιά — κι ο λόγος ήταν που δεν είχαν ακούσει προηγουμένως τέτοια φωνή κι ούτε είδαν τέτοια ζώα. Για τους Πέρσες αυτό ήταν μια ανάσα σ᾽ αυτό τον πόλεμο.
Κι οι Σκύθες, όποτε έβλεπαν τους Πέρσες να τα ᾽χουν χαμένα, για να τους κάνουν να μείνουν περισσότερο καιρό στη Σκυθία, και μένοντας εκεί να τυραννιένται καθώς τους έλειπαν όλα τα πάντα, έκαναν το εξής: άφηναν πίσω μερικά απ᾽ τα κοπάδια τους με τους τσοπάνηδες και, καθώς οι ίδιοι τους αποτραβιούνταν σε άλλο τόπο, οι Πέρσες κάνοντας επιδρομές έπαιρναν τα πρόβατα και παίρνοντάς τα καμάρωναν για το κατόρθωμά τους.
Το ίδιο περίπου πράμα επαναλήφθηκε πολλές φορές, έτσι που στο τέλος τον Δαρείο τον έζωσαν οι δυσκολίες κι οι βασιλιάδες των Σκυθών μαθαίνοντας αυτό έστειλαν κήρυκα με δώρα στον Δαρείο, ένα πουλί κι ένα ποντίκι κι έναν βάτραχο και πέντε βέλη.
Κι οι Πέρσες ρωτούσαν αυτόν που έφερε τα δώρα τί σημαίνουν αυτά που δόθηκαν· κι αυτός αποκρίθηκε πως μονάχα μια εντολή είχε πάρει, να τα δώσει και στη στιγμή να φύγει, και προκαλούσε τους Πέρσες από μόνοι τους, αν είναι σοφοί, να καταλάβουν τί θέλουν να πουν αυτά δώρα. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την απάντηση οι Πέρσες έκαναν σύσκεψη.
Λοιπόν η γνώμη του Δαρείου ήταν ότι οι Σκύθες τού παραδίνονταν και του έδιναν γην και ύδωρ, εξηγώντας έτσι τη συμβολική σημασία τους: πως το ποντίκι ζει στη γη και τρώει τα ίδια γεννήματα με τον άνθρωπο, κι ο βάτραχος στο νερό, ενώ το πουλί μοιάζει πάρα πολύ με το άλογο, κι όσο για τα βέλη, πως οι Σκύθες τού παραδίνουν την πολεμική δύναμή τους.
Αυτή λοιπόν τη γνώμη διατύπωσε ο Δαρείος, όμως μ᾽ αυτήν ήρθε να συγκρουστεί η γνώμη του Γωβρύα, ενός από τους εφτά άντρες που εκθρόνισαν τον μάγο, που εξήγησε έτσι τη συμβολική σημασία των δώρων:
«Πέρσες, αν δε γίνετε πουλιά να πετάξετε ψηλά στον ουρανό ή δε γίνετε ποντίκια να τρυπώσετε κάτω από τη γη ή δε γίνετε βάτραχοι να βρεθείτε μ᾽ ένα πήδημα στις λίμνες, δε θα γυρίσετε πίσω στον τόπο σας· το χτύπημα θα σας έρθει απ᾽ αυτά τα βέλη».
Οι Πέρσες λοιπόν έτσι ερμήνευαν τα δώρα, ενώ η μια μοίρα του στρατού των Σκυθών, αυτή που αρχικά πήρε την εντολή να φρουρεί τη γειτονική με τη Μαιήτιδα λίμνη περιοχή, και, τότε, να έρθει σε συνεννοήσεις με τους Ίωνες στον Ίστρο, φτάνοντας στη γέφυρα έλεγαν τα εξής:
«Άνδρες Ίωνες, ήρθαμε προσφέροντάς σας την ελευθερία, αν βέβαια δεχτείτε να μας ακούσετε. Γιατί μάθαμε πως ο Δαρείος σάς έδωσε εντολή εξήντα μέρες όλο κι όλο να φρουρήσετε τη γέφυρα, κι αν μέσα σ᾽ αυτό το διάστημα δεν παρουσιαστεί, να σηκωθείτε να φύγετε·
τώρα λοιπόν ούτε εκείνος θα μπορεί να σας κατηγορήσει ούτε εμείς, αν κάνετε τα εξής: μείνετε στη θέση σας όσες μέρες σάς έχει ορίσει, κι αποκεί και πέρα σηκωθείτε να φύγετε». Οι Ίωνες δέχτηκαν τις προτάσεις τους κι ετούτοι με βιασύνη μεγάλη γύρισαν πίσω.
Κι οι Σκύθες που έμειναν πίσω, ύστερ᾽ από την αποστολή των δώρων στον Δαρείο, αντιπαρατάχτηκαν με το πεζικό και το ιππικό τους στους Πέρσες, για να δώσουν μάχη· κι είχαν μπει σε τάξη μάχης, όταν νά ένας λαγός να τρέχει ανάμεσα στους δυο στρατούς κι οι Σκύθες, ο ένας ύστερ᾽ απ᾽ τον άλλο, να κυνηγάνε το λαγό, καθώς περνούσε από μπροστά τους. Και καθώς οι Σκύθες χάλασαν τις γραμμές τους κι έβγαζαν φωνές μεγάλες, ρώτησε ο Δαρείος για την οχλοβοή των εχθρών, κι όταν του είπαν πως ετούτοι κυνηγούν το λαγό, είπε λοιπόν σ᾽ αυτούς που συνήθιζε να τους λέει και τ᾽ άλλα:
«Οι άνθρωποι αυτοί μας έχουν μεγάλη καταφρόνια και μου φαίνεται τώρα πως ο Γωβρύας είχε δίκιο σ᾽ όσα είπε για τα δώρα. Λοιπόν, καθότι κι εγώ πια πιστεύω πως αυτή είναι η σημασία τους, αυτό που μας χρειάζεται είναι να σκεφτούμε καλά πώς θα επιστρέψουμε σώοι και ασφαλείς». Σ᾽ αυτά ο Γωβρύας είπε: «Βασιλιά μου, εγώ βέβαια κι απ᾽ ό,τι άκουα γνώριζα σχεδόν πόσο δύσκολο είναι να τα βάλει κανείς με αυτούς τους ανθρώπους, αλλά το έμαθα καλύτερα τώρα που ήρθα εδώ, βλέποντάς τους να μας περιπαίζουν.
Η γνώμη μου λοιπόν τώρα είναι, μόλις πέσει η νύχτα, ν᾽ ανάψουμε αμέσως τις φωτιές, όπως και τις άλλες νύχτες συνηθίσαμε να κάνουμε, κι ύστερα να ξεγελάσουμε τους στρατιώτες που έχουν τη μικρότερη αντοχή στις ταλαιπωρίες, να δέσουμε γερά όλα τα γαϊδούρια και να σηκωθούμε να φύγουμε, προτού οι Σκύθες προελάσουν κατευθείαν στον Ίστρο για να διαλύσουν τη γέφυρα ή περάσει κάπως απ᾽ το μυαλό των Ιώνων πως θα μπορέσουν να μας αποτελειώσουν».
Ο Γωβρύας λοιπόν αυτές τις συμβουλές έδινε, κι ο Δαρείος, αργότερα, σαν έπεσε η νύχτα, έβαλε σ᾽ εφαρμογή αυτό το σχέδιο· τους εξαντλημένους στρατιώτες, και που κι αν χάνονταν μικρή η ζημιά, τους άφησε εκεί στο στρατόπεδο, και μαζί, δεμένα γερά, κι όλα τα γαϊδούρια·
και νά για ποιό λόγο άφησε πίσω και τα γαϊδούρια και τους ανήμπορους στρατιώτες· τα γαϊδούρια, για να ξεκουφαίνουν με τις φωνές τους, κι όσο για τους ανθρώπους, ο πραγματικός λόγος που τους άφησε ήταν βέβαια η ανημποριά τους, όμως φανερά προφασίστηκε το εξής, πως τάχα ο ίδιος ο Δαρείος όπου να ᾽ναι θα κάνει επίθεση εναντίον των Σκυθών με τους ακμαίους στρατιώτες, κι αυτοί, όσο κρατούσε η μάχη, θα φρουρούσαν το στρατόπεδο.
Αυτές τις εντολές έδωσε ο Δαρείος σ᾽ όσους έμειναν πίσω κι ύστερα άναψε τις φωτιές και κίνησε με τη μεγαλύτερη βιασύνη προς τον Ίστρο. Και τα γαϊδούρια, καθώς το στρατόπεδο ερημώθηκε, έβγαλαν πολύ δυνατότερες φωνές κι οι Σκύθες ακούοντας τις φωνές των γαϊδουριών υπόθεσαν πως οπωσδήποτε οι Πέρσες έμεναν στη θέση τους.
Ξημέρωνε η μέρα κι εκείνοι που έμειναν στο στρατόπεδο κατάλαβαν πως ο Δαρείος τούς είχε αφήσει στο έλεος του εχθρού· απλώνοντας λοιπόν τα χέρια προς τους Σκύθες τούς έλεγαν τα καθέκαστα· κι αυτοί, όταν τ᾽ άκουσαν αυτά, για πότε κιόλας ενώθηκαν σ᾽ ένα στρατιωτικό σώμα όλοι τους, οι δυο μοίρες των Σκυθών και η τρίτη τους που ήταν μαζί με τους Σαυρομάτες, και οι Βουδίνοι και οι Γελωνοί, και πήραν να καταδιώκουν τους Πέρσες με κατεύθυνση προς τον Ίστρο.
Λοιπόν, ο περσικός στρατός ήταν στο μεγαλύτερό του μέρος πεζοί και δεν ήξερε τους δρόμους (αφού μάλιστα δεν υπήρχαν δρόμοι στρωμένοι), ενώ ο σκυθικός ήταν ιππικό και ήξερε ποιοί δρόμοι ήταν συντομότεροι· έτσι έχασε ο ένας τα ίχνη του άλλου κι οι Σκύθες έφτασαν στη γέφυρα αφήνοντας πολύ πίσω τους Πέρσες.
Είδαν πως οι Πέρσες δεν είχαν φτάσει ακόμα κι έλεγαν στους Ίωνες που ήταν μες στα καράβια τους: «Άνδρες Ίωνες, πάνε, τελειώσανε οι μέρες οι μετρημένες, κι εσείς, με το που μένετε ακόμα εδώ, πατάτε τις συμφωνίες μας.
Αλλά, αφού ο φόβος ήταν που σας κρατούσε ώς τώρα, διαλύστε τώρα αμέσως το πέραμα και γυρίστε στον τόπο σας να χαίρεστε τη λευτεριά σας, ευγνωμονώντας τους θεούς και τους Σκύθες· κι όσο για κείνον που προηγουμένως σας δυνάστευε, θα του κάνουμε τέτοια περιποίηση, ώστε αποδώ και πέρα να μην εκστρατεύσει εναντίον κανενός».
Γι᾽ αυτές τις προτάσεις οι Ίωνες έκαναν σύσκεψη. Λοιπόν ο Μιλτιάδης ο Αθηναίος, που ήταν στρατηγός και τύραννος των Χερσονησιτών που κατοικούσαν στον Ελλήσποντο, πρότεινε ν᾽ ακούσουν τους Σκύθες και να ελευθερώσουν την Ιωνία,
όμως ο Ιστιαίος ο Μιλήσιος έκανε αντίθετη πρόταση κι έλεγε πως στον Δαρείο το χρωστούσαν όλοι τους το τυραννικό αξίωμα που είχαν στις πόλεις τους, αλλά, αν καταλυθεί η δύναμη του Δαρείου, ούτε ο ίδιος του θα μπορεί να εξουσιάζει τη Μίλητο ούτε άλλος κανείς άλλη πόλη· γιατί η κάθε πόλη θα προτιμήσει να ᾽χει δημοκρατία παρά τύραννο.
Νά ποιοί ήταν αυτοί που με την ψήφο τους έγινε δεκτή η αντίθετη πρόταση κι ο βασιλιάς τούς είχε σε εκτίμηση: οι τύραννοι των πόλεων του Ελλησπόντου, ο Δάφνης της Αβύδου κι ο Ίπποκλος της Λαμψάκου κι ο Ηρόφαντος του Παρίου κι ο Μητρόδωρος της Προκοννήσου κι ο Αρισταγόρας της Κυζίκου κι ο Αρίστων του Βυζαντίου·
αυτοί λοιπόν ήταν από τον Ελλήσποντο, κι απ᾽ την Ιωνία ο Στράττης της Χίου κι ο Αιάκης της Σάμου κι ο Λαοδάμας από τη Φώκαια κι ο Ιστιαίος ο Μιλήσιος, αυτός που έκανε την αντίθετη πρόταση από τον Μιλτιάδη. Από την Αιολία αξιόλογος ήταν εκεί μονάχα ο Αρισταγόρας της Κύμης.
Αυτοί λοιπόν προτίμησαν την πρόταση του Ιστιαίου κι αποφάσισαν να τη συμπληρώσουν με τ᾽ ακόλουθα έργα και λόγια: απ᾽ τη μια να διαλύουν το τμήμα της γέφυρας που ήταν προς τη μεριά της Σκυθίας σε απόσταση που καλύπτει βολή τόξου, έτσι που και να δίνουν την εντύπωση πως κάτι κάνουν, την ώρα που δεν έκαναν τίποτε, και οι Σκύθες να μη δοκιμάσουν να διαβούν με τη βία από τη γέφυρα στην απέναντι όχθη· κι από την άλλη να πουν, καθώς θα διέλυαν το τμήμα της γέφυρας που ήταν προς το μέρος της Σκυθίας, πως θα έκαναν όλα όσα άρεζαν στους Σκύθες.
Συμπλήρωσαν λοιπόν την πρότασή τους μ᾽ αυτό κι ύστερα βγήκε κι απάντησε για λογαριασμό όλων ο Ιστιαίος μ᾽ αυτά τα λόγια: «Άνδρες Σκύθες, ήρθατε φέρνοντας καλές ειδήσεις, κι η βιασύνη σας έρχεται στην ώρα της. Κι από τη μεριά σας ακολουθάτε το σωστό δρόμο κι από τη δική μας σας προσφέρουμε τις κατάλληλες υπηρεσίες. Γιατί, όπως βλέπετε, και το πέραμα το διαλύουμε και θα κάνουμε με ζήλο τα πάντα, στην επιθυμία μας να κερδίσουμε την ελευθερία μας.
Λοιπόν, όσο εμείς θα διαλύουμε τη γέφυρα, δικό σας έργο είναι να ψάξετε να βρείτε εκείνους, κι όταν τους βρείτε, να πάρετε την εκδίκηση που τους αξίζει, και για μας και για σας τους ίδιους».
Οι Σκύθες λοιπόν πίστεψαν για δεύτερη φορά πως οι Ίωνες τους λένε την αλήθεια και γύρισαν πίσω ν᾽ αναζητήσουν τους Πέρσες, αλλά έπεσαν πέρα για πέρα έξω στον υπολογισμό τους για το δρόμο επιστροφής που πήραν εκείνοι. Και γι᾽ αυτό, το φταίξιμο πέφτει στους ίδιους τους Σκύθες, που ρήμαξαν τα βοσκοτόπια των αλόγων και γέμισαν με χώμα τις πηγές αυτής της περιοχής.
Γιατί, αν δεν είχαν κάνει αυτά, θα ᾽ταν του χεριού τους, αν θέλανε, ν᾽ ανακαλύψουν εύκολα τους Πέρσες· νά που όμως τώρα, εκείνα τα σχέδιά τους που τότε τους φάνηκαν υπέροχα, αυτά τα ίδια στάθηκαν αιτία να πέσουν έξω.
Λοιπόν, ενώ οι Σκύθες, περνώντας από τα μέρη της χώρας τους όπου βρισκόταν χλόη για τ᾽ άλογά τους και νερό, απ᾽ εκεί περνώντας έψαχναν να βρουν τους εχθρούς, με την ιδέα πως κι εκείνοι από τέτοιους τόπους θα επιχειρήσουν να γλιτώσουν, οι Πέρσες πορεύονταν ακολουθώντας πιστά το δρόμο που πάτησαν οι ίδιοι τους την πρώτη φορά, κι έτσι, δύσκολα βέβαια, βρήκαν το πέραμα.
Στην ακολουθία του Δαρείου ήταν κι ένας Αιγύπτιος, ο άνθρωπος με τη δυνατότερη φωνή στον κόσμο· αυτόν τον άντρα διέταξε ο Δαρείος να σταθεί στην άκρη του Ίστρου και να φωνάζει τον Ιστιαίο τον Μιλήσιο. Κι αυτός εκτελούσε τη διαταγή κι ο Ιστιαίος, ακούοντας το κάλεσμα —δε χρειάστηκε να φωνάξει δεύτερη φορά ο κήρυκας— διέθεσε όλα τα καράβια για να περνάν το στρατό στην άλλη όχθη και ξανάκανε τη γέφυρα.
Λοιπόν οι Πέρσες μ᾽ αυτό τον τρόπο ξέφυγαν απ᾽ τα χέρια των εχθρών κι οι Σκύθες για δεύτερη φορά αστόχησαν στην καταδίωξη των Περσών. Και για τους Ίωνες έκαναν διπλή κρίση: αν τους κατατάξει κανείς στους ελεύθερους, είναι οι πιο δειλοί κι οι πιο άναντροι του κόσμου, κι αν τους κατατάξει στους δούλους, δε βρίσκονται στον κόσμο ανδράποδα που να φιλούν έτσι τα πόδια του αφέντη τους και πιο ανίκανα ν᾽ αποδράσουν. Αυτά σέρνουν στους Ίωνες οι Σκύθες.
Κι ο Δαρείος διέσχισε τη Θράκη κι έφτασε στη Χερσόνησο, στη Σηστό· κι αποκεί ο ίδιος του διάβηκε με τα πλοία στην Ασία κι άφησε στρατηγό στην Ευρώπη τον Μεγάβαζο, Πέρση, που κάποτε ο Δαρείος τού έκανε μεγάλη τιμή λέγοντας μπροστά σε Πέρσες ένα τέτοιο λόγο·
δηλαδή, καθώς άπλωσε το χέρι του ο Δαρείος για να φάει ρόδια, μόλις άνοιξε το πρώτο ρόδι, ο αδερφός του ο Αρτάβανος τον ρώτησε τί θα ᾽θελε ν᾽ αποχτήσει σε τέτοιο αριθμό, όσα ήταν τα σπόρια του ροδιού. Κι ο Δαρείος είπε πως προτιμούσε να ᾽χει τόσους Μεγάβαζους, παρά την Ελλάδα στην εξουσία του.
φτάνοντας δηλαδή στο Βυζάντιο πληροφορήθηκε πως οι Χαλκηδόνιοι έχτισαν την πόλη τους δεκαεφτά χρόνια πριν από τους Βυζαντίους, κι όταν το πληροφορήθηκε αυτό είπε πως οι Χαλκηδόνιοι έπρεπε να ήταν εκείνο τον καιρό τυφλοί· γιατί πώς αλλιώς, να ᾽χουν μπροστά τους το καλύτερο μέρος για να χτίσουν πόλη και να προτιμήσουν το κατώτερο, ε, θα ᾽ταν τυφλοί οι άνθρωποι.
Αυτός λοιπόν έκανε αυτές τις επιχειρήσεις, ενώ τον ίδιο ακριβώς καιρό στάλθηκε άλλο μεγάλο εκστρατευτικό σώμα εναντίον της Λιβύης, με πρόφαση που θα εκθέσω, αφού πρώτα διηγηθώ τα εξής.
Τα παιδιά των παιδιών των αντρών που επιβιβάστηκαν στην Αργώ αποδιώχτηκαν από τους Πελασγούς, που άρπαξαν τις γυναίκες των Αθηναίων από τη Βραυρώνα, κι αποδιωγμένα απ᾽ αυτούς από τη Λήμνο, έφυγαν με τα καράβια τους κι αρμένισαν προς τη Λακωνία, όπου εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο κι άναβαν φωτιές.
Βλέποντάς τους οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν αγγελιοφόρο, για να μάθουν ποιοί είναι κι από πού· κι αυτοί στην ερώτηση του αγγελιοφόρου αποκρίθηκαν πως ήταν Μινύες και παιδιά των ηρώων που ταξίδεψαν με την Αργώ, που τους έσπειραν όταν έπιασαν στεριά στη Λήμνο.
Κι οι Λακεδαιμόνιοι ακούοντας τα καθέκαστα για την καταγωγή των Μινύων έστειλαν για δεύτερη φορά αγγελιοφόρο και ρωτούσαν τί ήθελαν κι ήρθαν στη χώρα τους και γιατί άναβαν φωτιές. Κι αυτοί αποκρίθηκαν ότι, αποδιωγμένοι από τους Πελασγούς, ήρθαν στη γη των πατέρων τους· πως, σε καμιά άλλη χώρα δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, όσο εδώ· και πως το αίτημά τους είναι να ζήσουν μαζί τους παίρνοντας το μερίδιό τους στ᾽ αξιώματα και κλήρο γης.
Κι οι Λακεδαιμόνιοι πρόθυμα δέχτηκαν στη χώρα τους τούς Μινύες με τους όρους που πρόβαλαν αυτοί. Εκείνο που τους έκανε να τους δεχτούν με τόση προθυμία ήταν που ανάμεσα στους Αργοναύτες ήταν κι οι γιοι του Τυνδάρεω. Δέχτηκαν λοιπόν τους Μινύες και τους έδωσαν κλήρο στη γη και τους μοίρασαν ανάμεσα στις φυλές τους. Κι εκείνοι αμέσως παντρεύτηκαν γυναίκες του τόπου· αυτές που έφεραν από τη Λήμνο τις πάντρεψαν με άλλους.
Λοιπόν, δεν πέρασε πολύς καιρός και νά που οι Μινύες έγιναν προκλητικοί, προβάλλοντας την απαίτηση να ᾽χουν κι αυτοί σειρά για το βασιλικό αξίωμα και κάνοντας κι άλλα ανεπίτρεπτα.
Οι Λακεδαιμόνιοι λοιπόν αποφάσισαν να τους σκοτώσουν· τους έπιασαν και τους έβαλαν στη φυλακή· κι οι Λακεδαιμόνιοι, όσους είναι να σκοτώσουν, τους σκοτώνουν τη νύχτα — ποτέ τη μέρα·
ενώ λοιπόν ήταν να τους εκτελέσουν, οι γυναίκες των Μινύων, που ήταν ντόπιες και θυγατέρες των προεστών της Σπάρτης, ζήτησαν τη χάρη να μπουν στη φυλακή και να συζητήσει η καθεμιά τους με τον άντρα της. Και τους δόθηκε η άδεια, γιατί πίστευαν ότι αποκλείεται αυτές να κάνουν κάποιο δόλο.
Κι αυτές μόλις μπήκαν μέσα έκαναν το εξής: έδωσαν όλα τα ρούχα που φορούσαν στους άντρες τους κι αυτές πήραν των αντρών τους τα ρούχα. Κι οι Μινύες φόρεσαν τα ρούχα των γυναικών και, σα να ᾽ταν γυναίκες, βγήκαν έξω, κι αφού γλίτωσαν μ᾽ αυτό τον τρόπο, πήγαν πάλι κι εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο.
Και τον ίδιο καιρό ακριβώς ο Θήρας, ο γιος του Αυτεσίωνα, γιου του Τεισαμενού, γιου του Θερσάνδρου, γιου του Πολυνείκη, ξεκινούσε από τη Σπάρτη για να ιδρύσει αποικία.
Κι ο Θήρας αυτός, που ήταν Καδμείος από καταγωγή, ήταν αδερφός της μητέρας των παιδιών του Αριστοδήμου, του Ευρυσθένη και του Προκλή· κι όσο τα παιδιά ήταν ανήλικα, ο Θήρας κρατούσε τη βασιλεία στη Σπάρτη ως επίτροπός τους.
Όταν όμως οι ανεψιοί του μεγάλωσαν και πήραν στα χέρια τους την εξουσία, τότε ο Θήρας (του ήταν ανυπόφορο να τον εξουσιάζουν άλλοι, αυτόν που είχε απολαύσει την εξουσία), αρνήθηκε να μείνει στη Λακεδαίμονα, αλλά είπε πως φεύγει με καράβι στους συγγενείς του.
Λοιπόν, στο νησί που τώρα λέγεται Θήρα, προηγουμένως όμως αυτό το ίδιο λεγόταν Καλλίστη, ζούσαν απόγονοι του Μεμβλιάρου, του γιου του Ποικίλου, από τη Φοινίκη. Γιατί ο Κάδμος, ο γιος του Αγήνορα, αναζητώντας την Ευρώπη, αποβιβάστηκε στο νησί που σήμερα λέγεται Θήρα· κι αφού αποβιβάστηκε, είτε του άρεσε ο τόπος είτε για όποιον άλλο λόγο θέλησε να το κάνει αυτό, τέλος πάντων, άφησε σ᾽ εκείνο το νησί κι άλλους Φοίνικες, μάλιστα κι έναν συγγενή του, τον Μεμβλίαρο.
Λοιπόν, για το νησί αυτών ξεκίνησε να ιδρύσει αποικία ο Θήρας έχοντας μαζί του λαό απ᾽ όλες τις φυλές της Σπάρτης, για να ζήσει μαζί τους, όχι να τους αποδιώξει από τον τόπο τους —κάθε άλλο!—, ίσα ίσα αποζητούσε τη φιλία τους.
Και καθώς οι Μινύες ύστερ᾽ από την απόδρασή τους από τη φυλακή εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο κι οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να τους σκοτώσουν, ο Θήρας ζήτησε χάρη γι᾽ αυτούς, να μη τους σκοτώσουν, κι αναλάμβανε ο ίδιος να τους οδηγήσει έξω από τη χώρα.
Οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν δεκτή την πρότασή του κι έτσι κατευθύνθηκε με τρεις τριακοντόρους στους απογόνους του Μεμβλιάρου, όμως δεν πήρε μαζί του όλους τους Μινύες, μόνο κάτι λίγους.
Γιατί οι περισσότεροι απ᾽ αυτούς στράφηκαν εναντίον των Παρεωρητών και των Καυκώνων, τους απόδιωξαν από τη χώρα τους κι ύστερα οι ίδιοι τους χωρίστηκαν σε έξι λόχους και έχτισαν σ᾽ αυτή την περιοχή τις εξής πόλεις: το Λέπρεο, τη Μάκιστο, τις Φρίξες, τον Πύργο, το Έπιο, το Νούδιο· στην εποχή μας τις περισσότερες απ᾽ αυτές τις κυρίεψαν οι Ηλείοι. Και το νησί πήρε τ᾽ όνομά του από τον οικιστή του, τον Θήρα.
Και καθώς ο γιος του αρνήθηκε ν᾽ ανεβεί μαζί του στο καράβι, «Κοίταξε, του είπε, σ᾽ αφήνω εδώ αρνί ανάμεσα σε λύκους»· απ᾽ αυτή τη φράση δόθηκε στο νεαρό το όνομα Οιόλυκος, και του έμεινε. Από τον Οιόλυκο γεννήθηκε ο Αιγέας κι απ᾽ αυτόν πήραν τ᾽ όνομά τους οι Αιγείδες, φυλή μεγάλη στη Σπάρτη.
Αλλά, καθώς οι άνθρωποι αυτής της φυλής έβλεπαν πως δεν τους ζούσαν τα παιδιά, πήραν χρησμό και ίδρυσαν ναό στ᾽ όνομα των Ερινύων του Λαΐου και του Οιδίποδα, κι έκτοτε τούς ζούσαν. Ακριβώς το ίδιο έγινε και στη Θήρα αργότερα στους απογόνους αυτών των ανθρώπων.
Ο Γρίννος, ο γιος του Αισανία, που ήταν απόγονος αυτού του Θήρα και βασιλιάς του νησιού της Θήρας, έφτασε στους Δελφούς προσφέροντας στους θεούς εκατόμβη εκ μέρους της πόλης του· στην ακολουθία του ήταν ανάμεσα στους άλλους πολίτες κι ο Βάττος, ο γιος του Πολυμνήστου, που καταγόταν από τους Μινύες, από το γένος του Ευφήμου.
Ο Γρίννος, ο βασιλιάς της Θήρας, ζήτησε χρησμό για άλλες υποθέσεις, αλλά η Πυθία τού δίνει χρησμό να χτίσει πόλη στη Λιβύη. Κι αυτός αποκρίθηκε λέγοντας: «Άρχοντά μου Απόλλωνα, εγώ τα ᾽χω κιόλας τα χρονάκια μου κι είμαι ασήκωτα βαρύς· λοιπόν, πρόσταξε κάποιο νεότερο να τα κάνει αυτά». Και λέγοντας αυτά έδειχνε προς τη μεριά του Βάττου.
Το πράμα τότε σταμάτησε εκεί, όταν όμως γύρισαν στο νησί τους, παραμέλησαν το χρησμό, καθότι ούτε τη Λιβύη ήξεραν κατά πού πέφτει ούτε τολμούσαν να στείλουν για αποικία σε άγνωστη κατεύθυνση.
Λοιπόν ύστερ᾽ απ᾽ αυτά για εφτά χρόνια δεν έβρεχε στη Θήρα και σ᾽ αυτό το διάστημα τους ξεράθηκαν όλα, εκτός από ένα, τα δέντρα στο νησί. Κι όταν οι Θηραίοι ζήτησαν χρησμό, η Πυθία έφερε στη μέση την αποικία της Λιβύης.
Και καθώς δε βλέπανε καμιά γιατρειά στο κακό που τους βρήκε, στέλνουν απεσταλμένους στην Κρήτη να ψάξουν να βρουν αν κάποιος, Κρητικός ή ξένος, είχε πάει στη Λιβύη. Κι αυτοί έκαναν το γύρο της Κρήτης κι έφτασαν στην πόλη Ίτανο, όπου συνάντησαν έναν ψαρά κοχυλιών —τ᾽ όνομά του ήταν Κορώβιος— που τους είπε πως, παρασυρμένος απ᾽ τον άνεμο, έφτασε στη Λιβύη, μάλιστα στο νησί Πλατιά της Λιβύης.
Τον έπεισαν λοιπόν δίνοντάς του χρήματα και τον πήραν μαζί τους στη Θήρα, κι από τη Θήρα κίνησαν με καράβι ανιχνευτές, την πρώτη φορά λίγοι· ο Κορώβιος τους οδήγησε στο νησί αυτό, την Πλατιά που λέγαμε, κι αυτοί αφήνουν εκεί τον Κορώβιο με τρόφιμα για κάμποσους μήνες και κίνησαν με μεγάλη βιασύνη να φέρουν στους Θηραίους τα νέα για το νησί.
Καθώς όμως αυτοί δεν έλεγαν να γυρίσουν και πέρασε περισσότερος καιρός απ᾽ ό,τι είχαν ορίσει, του Κορώβιου τελειώσαν όλες οι τροφές· κι αργότερα ένα καράβι από τη Σάμο, που καραβοκύρης του ήταν ο Κωλαίος, καθώς αρμένιζε για την Αίγυπτο, παρασύρθηκε από τον άνεμο σ᾽ αυτή την Πλατιά· όταν έμαθαν από τον Κορώβιο όλη την περιπέτειά του, του αφήνουν τρόφιμα για ένα χρόνο
κι οι ίδιοι τους ανοίχτηκαν από το νησί στο πέλαγος κι αρμένιζαν λαχταρώντας να φτάσουν στην Αίγυπτο, όμως άνεμος ανατολικός τους πήγαινε πίσω. Ο άνεμος δεν έλεγε να πέσει, κι αυτοί διάβηκαν τις Ηράκλειες στήλες κι έφτασαν στην Ταρτησσό — κάποιο θεό θα είχαν στο τιμόνι τους.
Αυτό το εμπορικό κέντρο εκείνη την εποχή ήταν παρθένο, κι έτσι, όταν αυτοί πήραν το δρόμο του γυρισμού, κουβάλησαν πραγματικά τα πιο μεγάλα κέρδη από φορτίο καραβιού, απ᾽ όσο ξέρουμε εμείς, αν βέβαια δε βάλουμε στο λογαριασμό τον Σώστρατο, το γιο του Λαοδάμαντα, τον Αιγινήτη· γιατί μ᾽ αυτόν κανένας δεν μπορεί να συγκριθεί.
Λοιπόν οι Σάμιοι ξεχώρισαν από τα κέρδη το ένα δέκατο, έξι τάλαντα, και κατασκεύασαν έναν χάλκινο κρατήρα αργολικού τύπου, με ανάγλυφες κεφαλές γρυπών γύρω γύρω, και τον αφιέρωσαν στο Ηραίο, βάζοντας για στήριγμά του τρία κολοσσιαία χάλκινα αγάλματα, που είχαν ύψος εφτά πήχες, και βάση τα γόνατά τους.
Στο μεταξύ οι Θηραίοι, αφήνοντας τον Κορώβιο στο νησί, έφτασαν στη Θήρα κι ανακοίνωσαν ότι είχαν ιδρύσει αποικία σε νησί στη Λιβύη. Κι οι Θηραίοι αποφάσισαν να στείλουν, ύστερ᾽ από κλήρωση, από τα δυο αδέρφια τον ένα, κι άντρες απ᾽ όλους τους οικισμούς του νησιού, που ήταν εφτά, με αρχηγό και βασιλιά τους τον Βάττο. Έτσι λοιπόν αρμάτωσαν δυο πεντηκοντόρους για την Πλατιά.
Αυτά λοιπόν λένε οι Θηραίοι, και σ᾽ ό,τι ακολουθεί σ᾽ αυτή την εξιστόρηση συμφωνούν πια οι Θηραίοι με τους Κυρηναίους. Όμως σ᾽ ό,τι έχει να κάνει με τον Βάττο οι Κυρηναίοι διαφωνούν εντελώς με τους Θηραίους. Νά τί λένε αυτοί: Στην Κρήτη βρίσκεται μια πόλη, η Οαξός, όπου βασίλευε ο Ετέαρχος· αυτός, όταν έχασε τη γυναίκα του, για να μη μείνει δίχως μάνα η θυγατέρα του, που ονομαζόταν Φρονίμη, για χάρη της παντρεύτηκε άλλη γυναίκα.
Όμως η νιοφερμένη βάλθηκε να γίνει όνομα και πράμα μητριά της Φρονίμης, την κακομεταχειριζόταν —και τί δε σοφιζόταν εναντίον της!— και τέλος της φόρτωσε πως ήταν εξώλης και προώλης και πείθει τον άντρα της ότι αυτό πράγματι συμβαίνει. Και τούτος πήρε τοις μετρητοίς τα λόγια της γυναίκας του κι έβαλε μπροστά ένα καταχθόνιο σχέδιο για τη θυγατέρα του.
Δηλαδή, στην Οαξό βρισκόταν κάποιος έμπορος από τη Θήρα, ο Θεμίστων· αυτόν τον έφερε στο σπίτι του ο Ετέαρχος και του έκανε τραπέζι κι ύστερα τον έδεσε με όρκο να του προσφέρει όποια εξυπηρέτηση του ζητήσει. Τον έδεσε λοιπόν με όρκο κα ύστερα φέρνει και του παραδίνει τη θυγατέρα του και τον προστάζει να την πάρει μαζί του και να τη ρίξει στη θάλασσα.
Αλλά ο Θεμίστων, καταγαναχτισμένος που εξαπατήθηκε με όρκο, διέλυσε το φιλικό δεσμό κι έκανε το εξής: πήρε μαζί του το κορίτσι κι άνοιξε πανιά, κι όταν έφτασε στην ανοιχτή θάλασσα, για να διώξει από πάνω του το κρίμα του όρκου που έδωσε στον Ετέαρχο, την έδεσε γερά με σκοινί και την κατέβασε στο πέλαγος, αλλά την τράβηξε απάνω και πήγε στη Θήρα.
Κατόπι τη Φρονίμη την πήρε στο σπίτι του ο Πολύμνηστος, ένας από τους προεστούς της Θήρας, και την είχε παλλακίδα· με το γύρισμα του χρόνου τού γεννήθηκε γιος που ᾽χε αδύναμη φωνή και τραύλιζε, και του έδωσαν το όνομα Βάττος, όπως λένε οι Θηραίοι και οι Κυρηναίοι· όμως, όπως εγώ πιστεύω, του έδωσαν κάποιο άλλο
και πήρε διαφορετικό όνομα, Βάττος, αφού πήγε στη Λιβύη· πως δηλαδή του δόθηκε το παρανόμι Βάττος από τον χρησμό που πήρε στους Δελφούς κι από το αξίωμα που απόχτησε· γιατί οι Λίβυες τον βασιλιά τον αποκαλούν βάττο, και πιστεύω πως γι᾽ αυτό το λόγο η Πυθία δίνοντάς του χρησμό τον αποκάλεσε Βάττο, στη γλώσσα των Λιβύων, επειδή ήξερε πως θα γίνει βασιλιάς στη Λιβύη.
Γιατί όταν μεγάλωσε κι έγινε άντρας, πήγε στους Δελφούς για τη φωνή του· και στην ερώτησή του η Πυθία απάντησε με τον ακόλουθο χρησμό: Ρωτάς, Βάττε, για τη φωνή· μα ο άρχοντας ο Φοίβος, ο Απόλλωνας, σε στέλνει στη χώρα που τα πρόβατα περσεύουν, στη Λιβύη, της αποικίας οικιστή, σα να ᾽λεγε, αν χρησιμοποιούσε λέξη ελληνική: «Βασιλιά, ρωτάς για τη φωνή…».
Κι αυτός αποκρίθηκε έτσι: «Άρχοντά μου Απόλλωνα, εγώ ήρθα στο ναό σου για να πάρω χρησμό για τη φωνή, κι εσύ με το χρησμό σου άλλα μού παραγγέλνεις, που ξεπερνούν τη μπόρεσή μου, προστάζοντας να ιδρύσω αποικία στη Λιβύη· με ποιά δύναμη, με ποιό στρατό;». Λέγοντας όμως αυτά δεν έπειθε το θεό να του δώσει διαφορετικό χρησμό· και, καθώς ο θεός τού έδινε τον ίδιο χρησμό, τον πρώτο, στο τέλος ο Βάττος σηκώθηκε κι έφυγε στη Θήρα.
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά και γι᾽ αυτόν τον ίδιο και για τους υπόλοιπους Θηραίους τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Κι οι Θηραίοι, μη μπορώντας να εξηγήσουν τις συμφορές, έστειλαν ανθρώπους στους Δελφούς για το κακό που τους βρήκε.
Κι η Πυθία τούς έδωσε χρησμό, πως, αν έχτιζαν αποικία στην Κυρήνη της Λιβύης, η κατάστασή τους θα καλυτέρευε. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά οι Θηραίοι έστειλαν τον Βάττο με δυο πεντηκοντόρους. Πήγαν με τα καράβια τους στη Λιβύη, αλλά, καθώς δεν είχαν τίποτ᾽ άλλο να κάνουν, ξαναγύρισαν στη Θήρα·
την ώρα όμως που αποβιβάζονταν στο νησί, οι Θηραίοι τούς πετροβολούσαν και δεν τους άφηναν να πατήσουν στη στεριά, αλλά τους πρόσταζαν να ξαναπάνε πίσω με τα καράβια τους. Κι αυτοί, στενεμένοι, γύρισαν πίσω κι έχτισαν αποικία σε νησί που βρίσκεται κοντά στη Λιβύη, που τ᾽ όνομά του, όπως είπαμε παραπάνω, είναι Πλατιά. Και λένε πως το νησί αυτό έχει την έκταση της σημερινής πόλης των Κυρηναίων.
Έζησαν εκεί δυο χρόνια, αλλά καμιά προκοπή δεν έβλεπαν, κι έτσι αφήνοντας στο νησί ένα σύντροφό τους όλοι οι υπόλοιποι πήγαν με καράβι στους Δελφούς· κι όταν έφτασαν στο μαντείο, ζητούσαν χρησμό, λέγοντας πως και στη Λιβύη ζουν και μέρα καλή δε βλέπουν ζώντας εκεί.
Κι η Πυθία τούς αποκρίθηκε με τον ακόλουθο χρησμό: Τη χώρα όπου τα πρόβατα περσεύουν, τη Λιβύη, που πήγα και δεν πήγες, λες πως την ξέρεις πιο καλά από μένα; Ας θαυμάσω τη θαυμαστή σοφία σου!
Τ᾽ άκουσαν αυτά οι σύντροφοι του Βάττου και γύρισαν με τα καράβια τους πίσω· γιατί ο θεός δεν τους χάριζε το χρέος που είχαν, να ιδρύσουν αποικία, πριν φτάσουν στην ίδια τη Λιβύη.
Έφτασαν λοιπόν στο νησί και πήραν μαζί τους το σύντροφο που είχαν αφήσει, κι ύστερα ίδρυσαν αποικία σε τοποθεσία της στεριάς της Λιβύης, απέναντι από το νησί που το έλεγαν Άζιρη· απ᾽ τα δεξιά κι απ᾽ τ᾽ αριστερά την κλείνουν πανέμορφα δασωμένα φαράγγια κι εκεί κοντά, απ᾽ τη μεριά του ενός φαραγγιού, κυλά τα νερά του ποταμός.
Σ᾽ αυτό τον τόπο ζούσαν έξι χρόνια· και τον έβδομο χρόνο τούς ξεσήκωσαν οι Λίβυες, πως τάχα θα τους οδηγήσουν σε καλύτερο τόπο, και τους έπεισαν να τον εγκαταλείψουν.
Λοιπόν οι Λίβυες τους ξεσήκωσαν αποκεί και τους οδηγούσαν προς τα δυτικά, και, για να μη δουν οι Έλληνες στο πέρασμά τους τον ομορφότερο τόπο, υπολόγισαν καλά τις ώρες της πορείας και τη διάρκεια της μέρας, κι έτσι τους περνούσαν αποκεί νύχτα. Ο τόπος αυτός λεγόταν Ίρασα.
Κατόπι τούς οδήγησαν σε μια πηγή, τη λεγόμενη του Απόλλωνα, και τους είπαν: «Άνδρες Έλληνες, ο τόπος αυτός είναι ό,τι πρέπει για να ζήσει κανείς· γιατί εδώ ο ουρανός κάνει τρύπα».
Λοιπόν, όσο ζούσε ο Βάττος, ο οικιστής της πόλης, που βασίλεψε σαράντα χρόνια, κι ο γιος του Αρκεσίλαος, που βασίλεψε δεκαέξι χρόνια, οι Κυρηναίοι κατοικούσαν στην πόλη τους όντας τόσοι, όσοι ξεκίνησαν αρχικά για να χτίσουν την αποικία·
όμως στη βασιλεία του τρίτου, που ονομαζόταν Βάττος ο Ευδαίμων, η Πυθία με χρησμό ξεσήκωσε όλους τους Έλληνες να παν με τα καράβια τους για να εγκατασταθούν μαζί με τους Κυρηναίους στη Λιβύη· γιατί τους καλούσαν οι Κυρηναίοι στον τόπο τους τάζοντάς τους ότι θα μοιραστούν τη γη μαζί τους.
Κι ο χρησμός έλεγε τ᾽ ακόλουθα: Η γη ξαναμοιράζεται στην τρισχαριτωμένη, την ποθητή Λιβύη· κι όποιος κινήσει αργότερα, του λέω και να το ξέρει, πικρά θα μετανιώσει.
Λοιπόν, καθώς έβλεπαν πλήθος πολύ να συγκεντρώνεται στην Κυρήνη και τη γη τους σε μεγάλη έκταση ένα γύρο να τη μοιράζονται σε κλήρους οι Έλληνες, οι Λίβυες της περιοχής κι ο βασιλιάς τους (τ᾽ όνομά του ήταν Αδικράν), έτσι που οι Κυρηναίοι τούς στερούσαν τη γη και τους καταφρονούσαν, έστειλαν απεσταλμένους στην Αίγυπτο και δήλωσαν υποταγή στον Απρίη, το βασιλιά της Αιγύπτου.
Κι αυτός συγκέντρωσε μεγάλο εκστρατευτικό σώμα Αιγυπτίων και το έστειλε εναντίον της Κυρήνης. Κι οι Κυρηναίοι βγήκαν με το στρατό τους στην τοποθεσία Ίρασα, κοντά στην πηγή Θέστη, κι ήρθαν στα χέρια με τους Αιγυπτίους και βγήκαν νικητές στη σύγκρουση.
Γιατί, καθώς δεν είχαν προηγουμένως δοκιμάσει τους Έλληνες και τους είχαν για παρακατιανούς, έπαθαν τέτοια πανωλεθρία οι Αιγύπτιοι, που ελάχιστοι απ᾽ αυτούς γύρισαν στην Αίγυπτο, με συνέπεια, κατηγορώντας τον Απρίη γι᾽ αυτό, να επαναστατήσουν οι Αιγύπτιοι εναντίον του.
Λοιπόν αυτός ο Βάττος απόχτησε γιο, τον Αρκεσίλαο, που παίρνοντας τη βασιλεία το πρώτο που έκανε ήταν να τα βάλει με τ᾽ αδέρφια του, ώσπου αυτοί τον άφησαν μονάχο και τράβηξαν για άλλη περιοχή της Λιβύης και με δική τους πρωτοβουλία ίδρυσαν την πόλη, που και τώρα όπως και τότε λέγεται Βάρκη· κι από τη μια έχτιζαν την πόλη τους κι από την άλλη ξεσήκωναν τους Λίβυες να επαναστατήσουν εναντίον των Κυρηναίων.
Κι αργότερα ο Αρκεσίλαος έκανε εκστρατεία εναντίον των Λιβύων που δέχτηκαν στη χώρα τους τούς αποστάτες και που κι οι ίδιοι τους σήκωσαν επανάσταση· κι οι Λίβυες από το φόβο που πήραν σηκώθηκαν κι έφυγαν βιαστικά προς τις ανατολικές περιοχές της Λιβύης·
κι ο Αρκεσίλαος τους πήρε καταπόδι στη φυγή τους, ώσπου καταδιώκοντάς τους έφτασε στον Λευκώνα της Λιβύης κι οι Λίβυες αποφάσισαν να του επιτεθούν. Κι ήρθαν στα χέρια και πήραν τόσο μεγάλη νίκη από τους Κυρηναίους, ώστε να πέσουν εκεί εφτά χιλιάδες Κυρηναίοι οπλίτες.
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την πανωλεθρία του Αρκεσιλάου, που έπεσε άρρωστος κι είχε πιει κάποιο φάρμακο, τον στραγγάλισε ο αδερφός του ο Λέαρχος, και τον Λέαρχο τον σκότωσε η γυναίκα του Αρκεσιλάου — τ᾽ όνομά της ήταν Ερυξώ.
Τον Αρκεσίλαο διαδέχτηκε στο βασιλικό αξίωμα ο γιος του ο Βάττος, κουτσός και σακάτης. Κι οι Κυρηναίοι, για τη συμφορά που τους βρήκε, έστειλαν στους Δελφούς να ρωτήσουν πώς να κυβερνηθεί η πόλη τους, για να ευημερήσει·
κι η Πυθία τούς πρόσταξε να καλέσουν νομοθέτη από τη Μαντίνεια της Αρκαδίας. Οι Κυρηναίοι λοιπόν πήγαν και ζήτησαν κι οι Μαντινείς τούς έδωσαν άντρα που είχε πολύ μεγάλη υπόληψη στην πόλη τους, που τον έλεγαν Δημώνακτα.
Έφτασε λοιπόν αυτός στην Κυρήνη, έμαθε τα καθέκαστα κι ύστερα πρώτα πρώτα τους έκανε τρεις φυλές, χωρίζοντάς τους ως εξής: στη μια φυλή έβαλε τους Θηραίους και τους γύρω τους, στη δεύτερη τους Πελοποννήσιους και τους Κρητικούς, στην τρίτη όλους τους νησιώτες· κατόπι, αφού ξεχώρισε και προνομιακά παραχώρησε στον Βάττο χτήματα βασιλικά και θρησκευτικά αξιώματα, όλα τ᾽ άλλα που προηγουμένως ήταν στα χέρια των βασιλιάδων τα έκανε κοινό κτήμα του λαού.
Λοιπόν όσο κρατούσε το θρόνο αυτός ο Βάττος, η πόλη έτσι κυβερνιόταν, αλλά στην εποχή του γιου του, του Αρκεσιλάου, επικράτησε μεγάλη αναταραχή για το ποιός θα έχει την εξουσία.
Γιατί ο Αρκεσίλαος, ο γιος του Βάττου του κουτσού και της Φερετίμης, αρνήθηκε να στρέξει στις ρυθμίσεις που όρισε ο Δημώναξ από τη Μαντίνεια, αλλά διεκδικούσε τα προνόμια των προγόνων του. Έτσι ξεσήκωσε εμφύλια διαμάχη, νικήθηκε και κατέφυγε στη Σάμο, ενώ η μητέρα του κατέφυγε στη Σαλαμίνα της Κύπρου.
Στη Σαλαμίνα εκείνο τον καιρό είχε την εξουσία ο Ευέλθων, αυτός που αφιέρωσε στους Δελφούς το αξιοθέατο θυμιατήρι — κειμήλιο σήμερα στον θησαυρό των Κορινθίων. Με το που έφτασε σ᾽ αυτόν η Φερετίμη, του ζητούσε εκστρατευτικό σώμα που θα τους ξανάδινε την εξουσία στην Κυρήνη.
Όμως ο Ευέλθων τής έδινε όλα τα πάντα, εκτός από στρατό· κι αυτή, κάθε φορά που έπαιρνε το δώρο της, έλεγε: «Ωραίο είναι κι αυτό, ομορφότερο όμως εκείνο», να της δώσει δηλαδή το εκστρατευτικό σώμα που ζητούσε·
και, καθώς σε κάθε δώρο που της χάριζε, εκείνη επαναλάμβανε αυτή τη φράση, ο Ευέλθων τής έστειλε τελευταίο δώρο, αδράχτι και ρόκα — κι από κοντά και μια τουλούπα μαλλί· η Φερετίμη επανέλαβε την ίδια φράση, και τότε ο Ευέλθων είπε πως τέτοια δώρα δίνουν στις γυναίκες, κι όχι στρατεύματα.
Κι ο Αρκεσίλαος, ζώντας αυτό τον καιρό στη Σάμο, στρατολογούσε όποιον έβρισκε, τάζοντας κλήρους από αναδασμό γης. Και καθώς συγκεντρωνόταν στρατός πολύς, κίνησε και πήγε ο Αρκεσίλαος στους Δελφούς, για να πάρει χρησμό απ᾽ το μαντείο για το γυρισμό του από την εξορία.
Κι η Πυθία τού έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: «Για τέσσερες Βάττους κι Αρκεσιλάους τέσσερες, οχτώ ανθρώπινες γενιές, ο Λοξίας σάς δίνει να βασιλέψετε στην Κυρήνη·
όμως για παραπάνω, η συμβουλή του είναι ούτε καν να δοκιμάσετε. Αλλά εσύ να ηρεμήσεις, όταν γυρίσεις στην πόλη σου. Κι αν βρεις το καμίνι γεμάτο αμφορείς, μην τους ψήσεις ολότελα, αλλά βγάλ᾽ τους έξω, στον αέρα· όμως, αν πυρώσεις ολότελα το καμίνι, μη μπεις στον κυκλωμένο απ᾽ τα κύματα τόπο· αλλιώς θα πεθάνεις κι εσύ κι ο πρώτος στην ομορφιά ταύρος».
Αυτός είναι ο χρησμός που έδωσε στον Αρκεσίλαο η Πυθία. Κι αυτός πήρε μαζί του όσους στρατολόγησε στη Σάμο και γύρισε από την εξορία στην Κυρήνη, νίκησε και πήρε την εξουσία· ξέχασε όμως τον χρησμό και βάλθηκε να εκδικηθεί τους πολιτικούς του αντιπάλους για την εξορία του.
Κι απ᾽ αυτούς άλλοι πήραν των ομματιών τους κι έφυγαν μια για πάντα από τη χώρα, ενώ κάτι άλλους τους έπιασε ο Αρκεσίλαος και τους έστειλε στην Κύπρο για θανάτωση. Λοιπόν, αυτούς οι Κνίδιοι, καθώς οι άνεμοι τούς έφεραν στη χώρα τους, τους διέσωσαν και τους έστειλαν στη Θήρα. Και κάποιους άλλους Κυρηναίους που ζήτησαν καταφύγιο σε μεγάλο πύργο ενός ιδιώτη, του Αγλωμάχου, ο Αρκεσίλαος σώρεψε γύρω γύρω ξύλα και τους έβαλε φωτιά.
Και τότε, όταν πια η φωτιά είχε τελειώσει το έργο της, κατάλαβε ότι αυτό εννοούσε ο χρησμός, η συμβουλή της Πυθίας, αν βρει τους αμφορείς στο καμίνι, να μην τους ψήσει ολότελα· εκτοπίστηκε με τη θέλησή του από την πόλη των Κυρηναίων, επειδή φοβόταν το θάνατο που, σύμφωνα με τον χρησμό, τον περίμενε, καθώς πίστευε πως ο κυκλωμένος απ᾽ τα κύματα τόπος ήταν η Κυρήνη.
Κι είχε παντρευτεί μια συγγένισσά του, μια θυγατέρα του βασιλιά των Βαρκαίων, του ονομαζόμενου Αλάζειρ. Πηγαίνει λοιπόν στην αυλή του, οπότε πολίτες της Βάρκης και μερικοί από τους Κυρηναίους εξορίστους, καθώς πληροφορήθηκαν ότι περιδιαβάζει στην αγορά, τον σκοτώνουν, και κοντά σ᾽ αυτόν και τον πεθερό του Αλάζειρα. Λοιπόν ο Αρκεσίλαος, είτε θεληματικά είτε αθέλητα, ξαστόχησε τον χρησμό και πορεύτηκε ώς το τέλος το δρόμο της μοίρας του.
Κι η μητέρα του η Φερετίμη, όσο καιρό ο Αρκεσίλαος —μια κι είχε κάνει κακό της κεφαλής του— ζούσε στη Βάρκη, κρατούσε τ᾽ αξιώματα του γιου της στην Κυρήνη, όλα τα πάντα, παρούσα και στις συνεδριάσεις της βουλής·
όταν όμως έμαθε πως της πέθανε ο γιος στη Βάρκη, έφυγε βιαστικά για την Αίγυπτο. Γιατί ο Αρκεσίλαος είχε προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες στον Καμβύση, το γιο του Κύρου· δηλαδή ήταν ο Αρκεσίλαος αυτός που παρέδωσε την Κυρήνη στον Καμβύση κι όρισε και τον φόρο που θα του πλήρωνε.
Έφτασε λοιπόν η Φερετίμη στην Αίγυπτο και πρόσπεσε ως ικέτης στον Αρυάνδη, ζητώντας να τη βοηθήσει, προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως της σκότωσαν το γιο για τα φιλικά του αισθήματα προς τους Πέρσες.
Κι αυτός ο Αρυάνδης ήταν αντιβασιλέας της Αιγύπτου, διορισμένος από τον Καμβύση, που, αργότερα, πήγε να παραβγεί με τον Δαρείο κι έφαγε το κεφάλι του. Δηλαδή, άκουσε και είδε πως ο Δαρείος ήθελε, για να μείνει στον αιώνα τ᾽ όνομά του, να κάνει κάτι που δεν το είχε κατορθώσει άλλος βασιλιάς, κι ο Αρυάνδης πήγε να τον μιμηθεί, ώσπου πήρε την αμοιβή του.
Γιατί ο Δαρείος έβαλε να λαγαρίσουν τέλεια στη φωτιά χρυσάφι, έτσι που να γίνει το πιο καθαρό του κόσμου, κι έκοψε νομίσματα απ᾽ αυτό· κι ο Αρυάνδης, διοικητής της Αιγύπτου, έκανε το ίδιο πράμα με ασήμι· και τώρα το νόμισμα με το πιο καθαρό ασήμι είναι το αρυανδικό. Όταν λοιπόν έμαθε ο Δαρείος αυτές του τις πράξεις, του φόρτωσε άλλη κατηγορία, πως τάχα σήκωνε επανάσταση, και τον σκότωσε.
Τότε ο Αρυάνδης αυτός σπλαχνίστηκε τη Φερετίμη και της δίνει όλη τη στρατιωτική δύναμη της Αιγύπτου, και τον πεζικό και το ναυτικό στρατό, και στρατηγό του πεζικού διόρισε τον Άμαση, τον Μαράφιο, και του ναυτικού τον Βάδρη, από καταγωγή Πασαργάδη.
Και πριν βγάλει διαταγή να ξεκινήσει το εκστρατευτικό σώμα, ο Αρυάνδης έστειλε κήρυκα στη Βάρκη και ζητούσε να μάθει ποιός ήταν ο φονιάς του Αρκεσιλάου. Κι οι Βαρκαίοι όλοι τους έπαιρναν απάνω τους το φόνο — κι αν δεν έπαθαν οι άνθρωποι απ᾽ αυτόν πολλά και φοβερά! Τα έμαθε αυτά ο Αρυάνδης και τότε έστειλε το εκστρατευτικό σώμα, μαζί και τη Φερετίμη.
Λοιπόν, η δικαιολογία που προβλήθηκε ήταν πρόσχημα, όμως, κατά τη γνώμη μου, το εκστρατευτικό σώμα στάλθηκε για την υποδούλωση της Λιβύης. Γιατί στη Λιβύη ζουν πολλά και κάθε είδους έθνη, κι απ᾽ αυτά λίγα ήταν στην εξουσία του βασιλιά, τα περισσότερα όμως δε λογάριαζαν καθόλου τον Δαρείο.
Οι Λίβυες τώρα, ζουν στις ακόλουθες περιοχές, αρχίζοντας από την Αίγυπτο· η πρώτη χώρα των Λιβύων είναι αυτή που κατοικούν οι Αδυρμαχίδες, που στα περισσότερα κρατούν τα συνήθεια των Αιγυπτίων, αλλά φορούν τα ίδια ρούχα με τους άλλους Λίβυες. Κι οι γυναίκες τους στη μια και στην άλλη γάμπα τους φορούν χάλκινα βραχιόλια, έχουν μακριά μαλλιά, και τις ψείρες που τσακώνουν απάνω της η καθεμιά τους, τις δίνει μια δαγκωματιά, έτσι για εκδίκηση, κι ύστερα τις φτύνει·
απ᾽ όλους τους Λίβυες μονάχα αυτοί κάνουν αυτό το κάμωμα, μονάχα αυτοί επίσης παρουσιάζουν τις παρθένες, όταν είναι να παντρευτούν, στο βασιλιά τους· κι όποια καλαρέσει του βασιλιά, απ᾽ αυτόν χάνει την παρθενιά της. Αυτοί οι Αδυρμαχίδες λοιπόν κατέχουν την περιοχή από τα σύνορα της Αιγύπτου ώς το λιμάνι που λέγεται Πλυνός.
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς έρχονται οι Γιλιγάμες, που κατοικούν τη χώρα προς τα δυτικά ώς το νησί Αφροδισιάδα. Στην περιοχή αυτή, απέναντι από την ακτή, βρίσκεται το νησί Πλατιά, όπου έχτισαν αποικία οι Κυρηναίοι, και στη στεριά το λιμάνι Μενέλαος και η πόλη Άζιρη, που την κατοικούσαν οι Κυρηναίοι· κι αποκεί αρχίζει το σίλφιο·
Αμέσως ύστερ᾽ από τους Γιλιγάμες, προς τα δυτικά, κατοικούν οι Ασβύστες· ζουν στη χώρα που βρίσκεται πιο πάνω από την Κυρήνη. Οι Ασβύστες δε φτάνουν στη θάλασσα, γιατί τις παραθαλάσσιες περιοχές τις κατέχουν οι Κυρηναίοι. Στ᾽ άρματα που τα σέρνουν τέσσερα άλογα δεν είναι οι τελευταίοι, αλλά οι πρώτοι από τους Λίβυες, κι όσο για τις συνήθειες που κρατούν, στα περισσότερα πασχίζουν να μιμηθούν τους Κυρηναίους.
Αμέσως ύστερ᾽ από τους Ασβύστες, προς τα δυτικά, κατοικούν οι Αυσχίσες· αυτοί ζουν πιο πάνω από τη Βάρκη και φτάνουν ώς τη θάλασσα, στο ύψος της πόλης των Ευεσπερίδων. Στη μέση της χώρας των Αυσχισών ζουν οι Βάκαλες, μικρός λαός, που φτάνουν ώς τη θάλασσα στο ύψος της πόλης Ταύχειρα της χώρας των Βαρκαίων· και κρατούν τα ίδια έθιμα μ᾽ εκείνους που κατοικούν πιο πάνω από την Κυρήνη.
Αμέσως ύστερ᾽ από τους Αυσχίσες, προς τα δυτικά, κατοικούν οι Νασαμώνες, έθνος μεγάλο, που το καλοκαίρι αφήνουν τα βοσκήματά τους στην παραλία κι ανεβαίνουν στην περιοχή Αύγιλα, για να τρυγήσουν τον καρπό της φοινικιάς· κι οι φοινικιές φυτρώνουν εκεί πολλές και φουντωμένες, κι όλες δίνουν καρπό. Και τις ακρίδες, αφού τις πιάσουν, τις ξεραίνουν στον ήλιο, τις αλέθουν, κι ύστερα πασπαλίζοντας τη σκόνη τους πάνω στο γάλα, το πίνουν.
Και, καθώς έχουν συνήθειο ο καθένας τους να έχει πολλές γυναίκες, τις έχουν όλοι μαζί για σμίξιμο, μ᾽ έναν τρόπο παρόμοιο με τους Μασσαγέτες: όποιος στήνει πρώτος το μπαστούνι του μπροστά στο σπίτι της καθεμιάς, σμίγει μαζί της. Κι έχουν το έθιμο, όταν ένας Νασαμώνας παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, όλοι οι καλεσμένοι την πρώτη νύχτα να περνούν τη νύφη ένα χέρι· μόλις ο καθένας τους κάνει τη δουλειά του μαζί της, της δίνει το δώρο που έφερε από το σπίτι του.
Παίρνουν όρκο και ασκούν τη μαντική κάπως έτσι· ορκίζονται στ᾽ όνομα των ανθρώπων του τόπου τους που φημίζονται ως οι πιο δίκαιοι και οι πρώτοι και καλύτεροι του καιρού τους, με το χέρι ν᾽ αγγίζει τους τάφους τους· πηγαίνουν στους τάφους των προγόνων τους για να πάρουν χρησμούς, φωνάζοντας τ᾽ όνομά τους· ύστερα κοιμούνται πάνω στους τάφους, κι όποιο όνειρο δουν στον ύπνο τους, αυτό το έχουν για χρησμό.
Δίνουν το λόγο τους με τον εξής τρόπο: ο ένας δίνει στον άλλο να πιει από το χέρι του κι ο ίδιος πίνει από το χέρι του άλλου· κι αν δεν έχουν κανένα ποτό, παίρνουν τότε σκόνη από τη γη και τη γλείφουν.
Με τους Νασαμώνες συνορεύουν οι Ψύλλοι· αυτοί εξολοθρεύτηκαν κάπως έτσι· ο άνεμος του νότου φυσώντας έκανε κατάξερες τις στέρνες του νερού· και η χώρα τους, καθώς βρίσκεται ολόκληρη στην περιοχή της Σύρτης, έμεινε χωρίς νερό· κι ετούτοι, ύστερ᾽ από σύσκεψη, αποφάσισαν όλοι μαζί να εκστρατεύσουν εναντίον του νοτιά (λέω αυτά που λεν οι Λίβυες), κι όταν έφτασαν στους αμμότοπους, φύσηξε ο νοτιάς και τους παράχωσε. Εξολοθρεύτηκαν λοιπόν αυτοί και τη χώρα τους την έχουν οι Νασαμώνες.
Πιο πέρα απ᾽ αυτούς, προς τον άνεμο του νότου, στη χώρα με τα πολλά θηρία, ζουν οι Γαράμαντες, που φεύγουν μακριά από κάθε άνθρωπο κι από κάθε συναναστροφή, κι ούτε κρατούν κανένα πολεμικό όπλο ούτε ξέρουν ν᾽ αντιμετωπίζουν εχθρό.
Λοιπόν αυτοί κατοικούν πιο μέσα από τους Νασαμώνες, αλλά απ᾽ τη μεριά της θάλασσας, αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς, προς τα δυτικά, ζουν οι Μάκες, που κουρεύονται έτσι που να ᾽χουν λοφίο στο κεφάλι: αφήνουν τις τρίχες που είναι γύρω στην κορυφή να μεγαλώνουν και ξυρίζουν τις γύρω γύρω σύρριζα· και στον πόλεμο φορούν μπροστά στο στήθος τους για προστασία τομάρια στρουθοκαμήλων.
Τη χώρα τους τη διασχίζει ο ποταμός Κίνυψ, που έχει τις πηγές του σε λόφο, που του έδωσαν τ᾽ όνομα των Χαρίτων, και χύνεται στη θάλασσα. Κι αυτός ο λόφος των Χαρίτων είναι σκεπασμένος από πυκνό δάσος, ενώ η υπόλοιπη Λιβύη που περιγράψαμε είναι άδεντρη· η απόστασή του από τη θάλασσα είναι διακόσιοι στάδιοι.
Αμέσως ύστερ᾽ από αυτούς τους Μάκες έρχονται οι Γινδάνες, που οι γυναίκες τους φορούν η καθεμιά τους γύρω από τον αστράγαλο πολλά βραχιόλια δερμάτινα, για τον εξής λόγο, όπως λένε: για κάθε άντρα που κάνει έρωτα μαζί της, φορά κι ένα βραχιόλι· κι όποια έχει τα περισσότερα, αυτήν έχουν για πρώτη και καλύτερη, αφού αγαπήθηκε από περισσότερους άντρες.
Το ακρωτήριο της χώρας αυτών των Γινδάνων που προχωρά βαθιά στη θάλασσα το κατοικούν οι Λωτοφάγοι, που ζουν τρώγοντας μονάχα τον καρπό του λωτού· κι ο καρπός του λωτού είναι μεγάλος όσο του μαστιχόδεντρου, και είναι γλυκός σαν τον καρπό της χουρμαδιάς· οι Λωτοφάγοι κάνουν και κρασί απ᾽ τον καρπό αυτό.
Αμέσως ύστερ᾽ από τους Λωτοφάγους, απ᾽ τη μεριά της θάλασσας, έρχονται οι Μάχλυες, που κι αυτοί ζουν απ᾽ τον λωτό, όχι όμως όσο εκείνοι που ανάφερα προηγουμένως. Και φτάνουν ώς το μεγάλο ποταμό που τ᾽ όνομά του είναι Τρίτων· κι αυτός χύνεται στη μεγάλη λίμνη, την Τριτωνίδα· μες στη λίμνη βρίσκεται νησί, που λέγεται Φλα· και λένε πως οι Λακεδαιμόνιοι πήραν χρησμό να χτίσουν σ᾽ αυτό αποικία.
Κι επίσης έχουν να λένε κι αυτή την ιστορία, πως ο Ιάσων, αφού η Αργώ ναυπηγήθηκε στην εντέλεια στ᾽ ακρογιάλια του Πηλίου, φόρτωσε στο καράβι τάμα, εκτός από την εκατόμβη, έναν χάλκινο τρίποδα κι έκανε το γύρο της Πελοποννήσου, θέλοντας να φτάσει στους Δελφούς.
Κι όταν έφτασε με το καράβι του στον Μαλέα, τον άρπαξε άνεμος βοριάς και τον παράσερνε προς τη Λιβύη· και πως, πριν αντικρίσει τη στεριά, βρέθηκε στις ξέρες της λίμνης Τριτωνίδας. Καθώς λοιπόν δεν είχε τρόπο να βγει αποκεί μέσα, λένε πως εμφανίστηκε ο Τρίτων και πρόσταζε τον Ιάσονα να του δώσει τον τρίποδα, λέγοντας ότι και το πέρασμα θα του δείξει και θα τους στείλει πίσω σώους και αβλαβείς.
Ο Ιάσων τον άκουσε, κι έτσι και τη διέξοδο από τις ξέρες τούς έδειξε ο Τρίτων και τον τρίποδα πήρε και τον έβαλε στο ναό του, κι ύστερα, καθισμένος πάνω στον τρίποδα, προφήτεψε κι αποκάλυψε στους συντρόφους του Ιάσονα όλα τα μελλούμενα, πως —ό,τι γράφει δεν ξεγράφει—, όταν κάποιος απ᾽ τους απογόνους των αντρών που ταξίδευαν με την Αργώ θα πάρει τον τρίποδα, τότε θα χτιστούν γύρω από την Τριτωνίδα λίμνη εκατό ελληνικές πόλεις. Και λένε πως, όταν τ᾽ άκουσαν οι Λίβυες της περιοχής, έκρυψαν τον τρίποδα.
Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς τους Μάχλυες έρχονται οι Αυσείς. Κι ετούτοι και οι Μάχλυες ζουν γύρω από τη λίμνη Τριτωνίδα, κι έχουν σύνορο ανάμεσά τους τον ποταμό Τρίτωνα. Αλλά, ενώ οι Μάχλυες αφήνουν μακριά τα μαλλιά τους στο πίσω μέρος του κεφαλιού, οι Αυσείς τ᾽ αφήνουν από μπροστά.
Και στην ετήσια γιορτή της Αθηνάς, οι κοπέλες τους, χωρισμένες σε δυο στρατόπεδα, στήνουν πόλεμο ανάμεσά τους με πέτρες και ξύλα, λέγοντας ότι προσφέρουν την πατροπαράδοτη λατρεία στη θεά του τόπου, αυτή που οι Έλληνες τη λέμε Αθηνά. Κι όσες κοπέλες σκοτώνονται από τα χτυπήματα, τις λένε ψευτοπαρθένες.
Και πριν δώσουν το σύνθημα ν᾽ αρχίσει η μάχη, νά τί κάνουν· την κοπέλα που κάθε φορά βγαίνει πρώτη στην ομορφιά τη στολίζουν, με κοινή φροντίδα, με κορινθιακή περικεφαλαία κι ελληνική πανοπλία, την ανεβάζουν σε άρμα για να κάνει ένα γύρο [της λίμνης]·
τώρα, με τί στόλιζαν τις κοπέλες αυτές προτού έρθουν οι Έλληνες και γειτονέψουν, δεν ξέρω να το πω, πιστεύω όμως πως τις στόλιζαν με όπλα αιγυπτιακά· γιατί υποστηρίζω πως την ασπίδα και το κράνος οι Έλληνες τα πήραν από την Αίγυπτο.
Για την Αθηνά λένε πως ήταν θυγατέρα του Ποσειδώνα και της λίμνης Τριτωνίδας, και πως, έχοντας κάποιο παράπονο απ᾽ τον πατέρα της, είπε στον Δία να την πάρει για παιδί του, κι ο Δίας την αναγνώρισε θυγατέρα του. Αυτές τις ιστορίας λένε, ενώ σμίγουν με τις γυναίκες σα ν᾽ ανήκουν όλες σε όλους, οικογένειες δεν κάνουν, αλλά σμίγουν σαν κτήνη.
Κι όταν μια γυναίκα γεννήσει παιδί και πάρει αυτό να ζωηρεύει, συγκεντρώνονται στο ίδιο μέρος οι άντρες τον τρίτο μήνα, και, μ᾽ όποιον απ᾽ αυτούς μοιάζει το νήπιο, αυτός περνά για πατέρας του.
Αυτή λοιπόν είναι η περιγραφή των παραθαλασσίων από τους νομάδες Λίβυες· τώρα, πιο πέρα απ᾽ αυτούς, προς το εσωτερικό, βρίσκεται η Λιβύη των άγριων θηρίων, και πιο πέρα από τη χώρα των άγριων θηρίων συναντούμε ένα φρύδι άμμου, που πιάνει μια γραμμή από τις Θήβες της Αιγύπτου ώς τις Ηράκλειες στήλες.
Και, σε απόσταση δρόμου δέκα ημερών, πάνω σ᾽ αυτό το φρύδι βρίσκονται όγκοι αλατιού, από σβόλους μεγάλους, που σχηματίζουν λόφους, και στην κορυφή του κάθε λόφου μέσ᾽ από το αλάτι εκτοξεύεται ψηλά νερό κρύο και γλυκό, και γύρω απ᾽ αυτό κατοικούν άνθρωποι, οι τελευταίοι προς τη μεριά της ερήμου και πιο πέρ᾽ απ᾽ τη χώρα των άγριων θηρίων· ξεκινώντας από τις Θήβες πρώτους συναντάς, ύστερ᾽ από δρόμο δέκα ημερών, τους Αμμωνίους, που ο ναός τους έχει πρότυπό του το ναό του Δία στις Θήβες· γιατί, όπως και προηγουμένως έχω πει, το άγαλμα του Δία στις Θήβες έχει πρόσωπο κριαριού.
Και τυχαίνει να ᾽χουν κι άλλο νερό, από πηγή, που τα χαράματα αναβλύζει χλιαρό, και, την ώρα που η αγορά γεμίζει κόσμο, πιο δροσερό· έρχεται το μεσημέρι, και γίνεται κατάκρυο, και τότε ποτίζουν τα περιβόλια τους·
και, καθώς παίρνει να γέρνει η μέρα, σιγά σιγά χάνεται και η δροσιά του, ώσπου ο ήλιος βασιλεύει και το νερό αναβλύζει χλιαρό, κι ολοένα αναβλύζει και πιο ζεστό· κι όταν πλησιάζουν τα μεσάνυχτα, τότε κοχλάζει καυτό· περνούν τα μεσάνυχτα κι από την ώρα εκείνη ώς την αυγή αναβλύζει ολοένα και δροσερότερο. Η πηγή αυτή είναι γνωστή με τ᾽ όνομα Πηγή του Ήλιου.
Κι άλλες δέκα μέρες δρόμο μέσ᾽ από το φρύδι της άμμου ύστερ᾽ από τους Αμμωνίους βρίσκεται λόφος από αλάτι όμοιος με των Αμμωνίων, και νερό, και γύρω απ᾽ αυτόν ζουν άνθρωποι· τ᾽ όνομα του τόπου αυτού είναι Αύγιλα· σ᾽ αυτό τον τόπο πηγαίνουν οι Νασαμώνες για να τρυγήσουν τον καρπό της χουρμαδιάς.
Κι ύστερ᾽ από δρόμο άλλων δέκα ημερών από τα Αύγιλα, άλλος λόφος από αλάτι και νερό και πολλές φοινικιές που δίνουν καρπό, παρόμοια με τους άλλους λόφους· εκεί ζουν άνθρωποι που τ᾽ όνομά τους είναι Γαράμαντες, έθνος εξαιρετικά μεγάλο, που κουβαλούν χώμα και το στρώνουν πάνω στο αλάτι κι έτσι σπέρνουν.
Από τη χώρα τους ώς τους Λωτοφάγους η πιο σύντομη απόσταση είναι δρόμος τριάντα ημερών. Στη χώρα τους είναι που ζουν τα βόδια που βόσκουν προχωρώντας προς τα πίσω, για τον εξής λόγο· έχουν τα κέρατά τους κυρτωμένα προς τα μπρος·
κι έτσι βόσκουν προχωρώντας προς τα πίσω, αφού δεν μπορούν να προχωρήσουν προς τα μπρος, γιατί τα κέρατά τους καρφώνονται στη γη. Διαφορά άλλη από τ᾽ άλλα βόδια δεν έχουν, παρά μονάχα σ᾽ αυτό και στο δέρμα τους, που είναι πιο παχύ και πιο ανθεκτικό.
Κι οι Γαράμαντες αυτοί βγαίνουν και κυνηγούν τους τρωγλοδύτες Αιθίοπες με άρματα που τα σέρνουν τέσσερα άλογα. Γιατί οι τρωγλοδύτες Αιθίοπες είναι πιο γοργοπόδαροι απ᾽ όλους τους λαούς, απ᾽ αυτούς για τους οποίους μας έρχονται πληροφορίες. Και τρέφονται οι τρωγλοδύτες με φίδια και σαύρες κι άλλα παρόμοια ερπετά· η γλώσσα που μιλούν δε μοιάζει με καμιά άλλη, είναι κάτι σαν τα τσιρίσματα που βγάζουν οι νυχτερίδες.
Σε απόσταση δρόμου άλλων δέκα ημερών από τους Γαράμαντες, άλλος λόφος από άμμο, και νερό, και άνθρωποι να ζουν γύρω απ᾽ αυτόν, που τ᾽ όνομά τους είναι Ατάραντες, κι είναι αυτοί οι μόνοι άνθρωποι, απ᾽ όσους ξέρουμε, που δεν έχουν ονόματα· γιατί έχουν όλοι τους το κοινό όνομα της φυλής τους, Ατάραντες, όμως ξεχωριστό όνομα για τον καθένα τους δε βάζουν.
Ετούτοι καταριούνται τον ήλιο, όταν η ζέστη του γίνεται ανυπόφερτη, κι ακόμα τον περιλούζουν με τις πιο χοντρές βρισιές, γιατί με τη φωτιά του κάνει τη ζωή τους κόλαση, μαραίνει και τους ανθρώπους και τη γη τους.
Κι ύστερ᾽ από δρόμο άλλων δέκα ημερών, άλλος λόφος από αλάτι, και νερό, κι άνθρωποι να κατοικούν γύρω του. Αμέσως ύστερ᾽ από αυτό τον αλατόλοφο συναντάς βουνό, που τ᾽ όνομά του είναι Άτλας, που πιάνει μικρή έκταση και το σχήμα του είναι τέλειος κύκλος, και, απ᾽ ό,τι λένε, τόσο ψηλό, που είναι αδύνατο να δει κανείς τις κορυφές του, γιατί χειμώνα καλοκαίρι είναι σκεπασμένες με σύννεφα· οι άνθρωποι του τόπου λένε πως είναι η κολόνα τ᾽ ουρανού.
Απ᾽ τ᾽ όνομα αυτού του βουνού πήραν κι οι άνθρωποι αυτοί το δικό τους, δηλαδή ονομάζονται Άτλαντες. Και λένε γι᾽ αυτούς πως δεν τρώνε κανένα ζώο ούτε όνειρα βλέπουν.
Λοιπόν ώς κι αυτούς τους Άτλαντες μπορώ να καταγράψω τα ονόματα των λαών που ζουν σ᾽ αυτό το φρύδι, όχι όμως και πιο πέρα απ᾽ αυτούς. Κι αυτό το φρύδι της άμμου φτάνει ώς τις Ηράκλειες στήλες, μάλιστα προχωρεί και πιο πέρα.
Και σ᾽ αυτό τον τόπο, σε μια έκταση που θέλει δέκα ημερών δρόμο να τη διαβείς, βρίσκεται ορυκτό αλάτι και ζουν άνθρωποι. Και χτίζουν τα σπίτια τους με πλιθιά απ᾽ αλάτι, αφού σ᾽ αυτά πια τα μέρη της Λιβύης δε βρέχει ποτέ· γιατί πώς θα μπορούσαν ν᾽ αντέξουν οι τοίχοι που είναι απ᾽ αλάτι, αν έβρεχε;
Το αλάτι που βγάζουν εκεί από τη γη είναι και άσπρο και κόκκινο. Τώρα, πιο πέρα από το φρύδι της άμμου, προς τα νότια και στο εσωτερικό της Λιβύης, έρημη και χωρίς νερό και χωρίς θηρία και χωρίς βροχές και χωρίς δέντρα είναι η χώρα, κι από υγρασία καν τίποτε.
Έτσι λοιπόν οι Λίβυες, από την Αίγυπτο ώς τη λίμνη Τριτωνίδα, είναι νομάδες, κρεοφάγοι και γαλατοπότες, αλλά δε βάζουν στο στόμα τους κρέας αγελάδας, όπως οι Αιγύπτιοι και για τον ίδιο λόγο, και δεν τρέφουν χοίρους.
Κρέας αγελάδας ούτε οι γυναίκες των Κυρηναίων στέργουν να φάνε, για χάρη της Ίσιδας της Αιγύπτου, αλλά και νηστείες και γιορτές κάνουν γι᾽ αυτήν· κι οι γυναίκες των Βαρκαίων όχι μόνο κρέας αγελάδας, αλλά ούτε και χοιρινό βάζουν στο στόμα τους.
Λοιπόν έτσι τα ᾽χουν αυτά, όμως στα δυτικά απ᾽ την Τριτωνίδα λίμνη μέρη δεν υπάρχουν πια νομάδες Λίβυες, κι ούτε κρατούν τα ίδια συνήθεια ούτε με τα μικρά παιδιά τους κάνουν κάτι σαν κι αυτό που συνηθίζουν να κάνουν οι νομάδες.
Γιατί οι νομάδες Λίβυες (όλοι τους; δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα, πάντως όμως πολλοί απ᾽ αυτούς), νά τί κάνουν: των μικρών παιδιών τους, όταν γίνουν τεσσάρων χρονών, καυτηριάζουν με ακάθαρτο μαλλί προβάτου τις φλέβες της κορυφής του κεφαλιού τους, μερικοί μάλιστα απ᾽ αυτούς και τις φλέβες των μηλιγγιών τους, κι ο λόγος είναι να μην υποφέρουν σ᾽ όλη τους τη ζωή από το φλέγμα που κατεβαίνει από το κεφάλι τους.
Και γι᾽ αυτό το ᾽χουν να το λένε πως είναι οι πιο γεροί απ᾽ όλους. Και πραγματικά οι Λίβυες, απ᾽ όλους όσους γνωρίζουμε, είναι οι πιο γεροί. Τώρα, αν το χρωστάνε σ᾽ αυτό, δεν μπορώ να το βεβαιώσω, όπως και να ᾽χει όμως είναι οι πιο γεροί απ᾽ όλους. Κι αν την ώρα που καυτηριάζουν τα μικρά παιδιά τα πιάσουν σπασμοί, βρήκαν τη γιατρειά· τα ραντίζουν δηλαδή με κάτουρο τράγου και τα σώζουν. Ό,τι λέω είναι τα λόγια των ίδιων των Λιβύων.
Κι από θυσίες, νά τί έχουμε στους νομάδες· κόβουν μια άκρη από τ᾽ αφτί του ζώου, τη ρίχνουν ψηλά, πάνω από το ναό, κι ύστερα του στρίβουν προς τα πίσω το λαιμό και το σφάζουν. Θυσίες κάνουν μονάχα στον ήλιο και τη σελήνη· σ᾽ αυτούς κάνουν θυσίες όλοι οι Λίβυες, όσοι όμως ζουν γύρω από τη λίμνη Τριτωνίδα, πρώτ᾽ απ᾽ όλους στην Αθηνά, κατόπι στον Τρίτωνα και τον Ποσειδώνα.
Και βέβαια τη φορεσιά και τις αιγίδες των αγαλμάτων της Αθηνάς τα πήραν οι Έλληνες από τις Λίβυσσες· γιατί, αν εξαιρέσουμε το ότι τα φορέματα των Λιβυσσών είναι δερμάτινα και τα κρόσσια που κρέμονται από τις αιγίδες σ᾽ αυτές δεν είναι φίδια, αλλά δερμάτινες λουρίδες, σ᾽ όλα τ᾽ άλλα η εμφάνιση είναι η ίδια.
Ακόμα και η λέξη μάς δείχνει ότι η στολή των παλλαδίων μάς ήρθε από τη Λιβύη· γιατί οι Λίβυσσες φορούν πάνω απ᾽ τα ρούχα τους τομάρια αίγας χωρίς το τρίχωμά τους, με πολλά κρόσσια βαμμένα με ριζάρι, κι είναι απ᾽ αυτά τα τομάρια αίγας που οι Έλληνες τους έδωσαν το όνομα αιγίδες.
Και πιστεύω πως οι θρήνοι και οι κοπετοί στις ιεροτελεστίες για πρώτη φορά εκεί ακούστηκαν· γιατί πολύ τα συνηθίζουν οι Λίβυσσες και τα κάνουν ωραία. Και να ζεύουν τέσσερα άλογα στο ίδιο άρμα από τους Λίβυες το έμαθαν οι Έλληνες.
Και τους νεκρούς τους τούς θάβουν οι νομάδες όπως ακριβώς κι οι Έλληνες, με εξαίρεση τους Νασαμώνες· αυτοί λοιπόν τους θάβουν καθιστούς, κι έχουν το νου τους, την ώρα που κάποιος ψυχομαχά, να τον βάλουν να καθίσει, για να μη πεθάνει τ᾽ ανάσκελα. Τα σπίτια τους τα χτίζουν πλέκοντας καλάμια απ᾽ ασφοδείλια με βούρλα, κι είναι κινητά· αυτές λοιπόν είναι οι συνήθειες που κρατούν.
Τώρα, αμέσως ύστερ᾽ από τους Αυσείς, προς τα δυτικά του ποταμού Τρίτωνα, βρίσκονται πια Λίβυες γεωργοί και που συνηθίζουν να κατοικούν σε σπίτια· αυτοί ονομάζονται Μάξυες, που αφήνουν μακριά μαλλιά στη δεξιά μεριά του κεφαλιού τους, κουρεύουν όμως την αριστερή, κι αλείφουν το σώμα τους με κοκκινάδι· ισχυρίζονται πως κατάγονται από άντρες που ήρθαν από την Τροία.
Γιατί η γη της ανατολικής Λιβύης, όπου ζουν οι νομάδες, ώς τον ποταμό Τρίτωνα, είναι χαμηλή κι όλο άμμο, τα μέρη όμως των γεωργών, από τον ποταμό αυτό και δυτικότερα, είναι πολύ ορεινά και με πυκνά δάση και γεμάτα άγρια θηρία.
Γιατί κι εκείνα τα φίδια τα τεράστια και τα λιοντάρια σ᾽ αυτά τα μέρη βρίσκονται, κι οι ελέφαντες κι οι αρκούδες και τα φίδια ασπίδες και γαϊδούρια που έχουν κέρατα και οι σκυλοκέφαλοι και οι ακέφαλοι, που έχουν τα μάτια στο στήθος, καταπώς λένε οι Λίβυες, και οι άντρες οι άγριοι και οι γυναίκες οι άγριες κι ένα πλήθος άλλα θηρία που μπορείς να τα δεις με τα μάτια σου.
Από τα ζώα αυτά κανένα δε ζει στα μέρη των νομάδων, αλλά άλλες ράτσες, τέτοιας λογής: αντιλόπες και ζαρκάδια κι αγριοκάτσικα και γαϊδούρια, όχι αυτά που έχουν κέρατα, αλλά άλλη ράτσα, που δεν πίνουν νερό, και όρυες (το ζώο αυτό είναι μεγάλο όσο ένα βόδι, και με τα κέρατά του κάνουν τους βραχίονες της φοινικικής κιθάρας)
και αλεπουδίτσες και ύαινες και σκαντζόχοιροι και άγρια κριάρια και δίκτυες και τσακάλια και πάνθηρες και βόρυες και κροκόδειλοι, της στεριάς, με τρεις πήχες περίπου μάκρος, ολόιδιοι με τις σαύρες, και στρουθοκάμηλοι και μικρά φίδια, που καθένα τους έχει κι από ένα κέρατο. Αυτά τα ζώα λοιπόν ζουν σ᾽ αυτή την περιοχή, όπως κι εκείνα που ζουν σ᾽ άλλα μέρη, εκτός από το ελάφι και το αγριογούρουνο· ελάφια κι αγριογούρουνα δε βρίσκεις πουθενά στη Λιβύη.
Από ποντίκια σ᾽ αυτά τα μέρη έχουμε τρεις ράτσες· τη μια τη λένε δίποδες, τη δεύτερη ζεγέριες (η λέξη είναι λιβυκή, στα ελληνικά θα τη λέγαμε λόφοι) και την τρίτη σκαντζοχοιροπόντικα. Υπάρχουν και γατιά, που ζουν μες στο σίλφιο, ολόιδια με της Ταρτησσού. Λοιπόν τόσες ράτσες άγριων ζώων έχει η γη των νομάδων Λιβύων, όσες μπορέσαμε να καταγράψουμε ύστερα από αναζήτηση που κράτησε πολλά χρόνια.
Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς έρχονται οι Γύζαντες, που στη χώρα τους πολύ μέλι δίνουν οι μέλισσες, πολύ περισσότερο όμως λένε ότι κάνουν οι άνθρωποι που ξέρουν να το δουλεύουν. Κι όλοι τους αλείφουν το σώμα τους με κοκκινάδι κι έχουν για τροφή τους τούς πιθήκους, που τους βρίσκουν άφθονους στα βουνά.
Οι Καρχηδόνιοι λένε πως στην περιοχή αυτή βρίσκεται ένα νησί, που τ᾽ ονομάζουν Κύρανη, με μάκρος διακόσιους σταδίους, στο πλάτος όμως στενό, που μπορεί κανείς να περάσει σ᾽ αυτό απ᾽ τη στεριά με τα πόδια, γεμάτο λιόδεντρα κι αμπέλια.
Και πως στο νησί αυτό βρίσκεται μια λίμνη, που από το βούρκο του βυθού της οι παρθένες του τόπου βγάζουν απάνω, με φτερά πουλιών αλειμμένα με πίσσα, ψήγματα χρυσού. Τώρα, κατά πόσο αυτό είναι αληθινό, δεν το ξέρω — γράφω ό,τι μου είπαν. Τίποτε όμως δεν αποκλείεται, αφού είδα με τα μάτια μου να βγάζουν πίσσα από τα νερά λίμνης στη Ζάκυνθο,
όπου υπάρχουν και άλλες πολλές λίμνες, κι η πιο μεγάλη τους αυτή που, απ᾽ όποια μεριά κι αν μετρηθεί, έχει μάκρος εβδομήντα πόδια, ενώ το βάθος της είναι δυο οργιές· εκεί δένουν κλαδιά μυρτιάς σ᾽ ένα κοντάρι και το βυθίζουν στα νερά της και κατόπι βγάζουν απάνω την πίσσα, που έχει κολλήσει στα κλαδιά της μυρτιάς· έχει μυρωδιά ασφάλτου και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα είναι ανώτερη από την πίσσα της Πιερίας· τη ρίχνουν λοιπόν σε λάκκο που έχουν σκάψει κοντά στη λίμνη· κι αφού μαζευτεί αρκετή, την παίρνουν τότε απ᾽ το λάκκο και τη χύνουν σε αμφορείς.
Κι ό,τι κι αν ρίξεις στη λίμνη, περνά κάτω απ᾽ τη γη και ξαναπροβάλλει στη θάλασσα, που απέχει περίπου τέσσερες σταδίους από τη λίμνη. Με ανάλογο τρόπο λοιπόν φαίνονται αληθινά και τα όσα λέγονται για το νησί που βρίσκεται στις ακτές της Λιβύης.
Λένε επίσης οι Καρχηδόνιοι πως είναι ένας τόπος της Λιβύης και άνθρωποι που ζουν πιο πέρα από τις Ηράκλειες στήλες, όπου, όταν οι έμποροι φτάνουν και βγάζουν από το καράβι τις πραμάτειες τους, τις αραδιάζουν τη μια δίπλα στην άλλη στην ακρογιαλιά, κι ύστερα ξαναμπαίνουν στο καράβι τους και σηκώνουν καπνό· κι οι άνθρωποι του τόπου βλέποντας τον καπνό κατεβαίνουν στη θάλασσα κι έπειτα βάζουν εκεί χρυσό, αντίτιμο για τις πραμάτειες, και αποτραβιούνται μακριά από τις πραμάτειες.
Τότε οι Καρχηδόνιοι βγαίνουν στη στεριά και κάνουν λογαριασμό, κι αν τους φανεί πως ο χρυσός είναι τόσος, όσο αξίζουν οι πραμάτειες τους, τον παίρνουν και πηγαίνουν στο καλό· αν όμως αυτές αξίζουν περισσότερο, ξαναμπαίνουν στα πλοία τους και περιμένουν, κι οι άλλοι πλησιάζουν και βάζουν κι άλλο χρυσό, ωσότου τους κάνουν να συμφωνήσουν.
Και λένε πως κανένας τους δεν τρώει το δίκιο του άλλου· δηλαδή πως ούτε οι ίδιοι τους αγγίζουν το χρυσάφι προτού φτάσει στο ποσό που αξίζουν οι πραμάτειες τους ούτε οι ντόπιοι αγγίζουν τις πραμάτειες προτού πάρουν οι άλλοι το χρυσάφι.
Αυτοί λοιπόν είναι οι Λίβυες που μπορούμε να τους αναφέρουμε με τ᾽ όνομά τους· και για τους περισσότερους απ᾽ αυτούς τ᾽ όνομα του βασιλιά των Περσών ούτε τώρα λέει τίποτε ούτε και τότε.
Κι αυτό που ακόμη έχω να προσθέσω για τη χώρα αυτή, είναι ότι τέσσερα, όχι περισσότερα, έθνη, απ᾽ όσο ξέρουμε, την κατοικούν· κι από τα έθνη αυτά τα δυο είναι εντόπια, τ᾽ άλλα δυο όχι, δηλαδή εντόπιοι είναι οι Λίβυες κι οι Αιθίοπες, που οι πρώτοι κατοικούν τις βορινές, οι δεύτεροι τις νότιες περιοχές της Λιβύης, ενώ οι Φοίνικες κι οι Έλληνες είναι ξενοφερμένοι.
Δε μου φαίνεται επίσης ότι η Λιβύη είναι τίποτε αξιόλογη για τον πλούτο της γης της, έτσι που να συγκριθεί με την Ασία ή την Ευρώπη, εκτός από μια περιοχή της, την Κίνυπο (γιατί η περιοχή έχει το ίδιο όνομα με τον ποταμό).
Ετούτη λοιπόν στην παραγωγή δημητριακών είναι στην ίδια σειρά με τις πρώτες και καλύτερες χώρες, και δε μοιάζει καθόλου με την υπόλοιπη Λιβύη· γιατί το χώμα της είναι μαύρο και παίρνει νερό από πηγές· και δε φοβάται καθόλου την αναβροχιά, κι ούτε, πίνοντας βροχή πάνω από το συνηθισμένο, πλημμυρίζει· γιατί σ᾽ αυτή την περιοχή της Λιβύης βρέχει· και τα σπαρτά τους έχουν την ίδια απόδοση σε καρπό με τη χώρα των Βαβυλωνίων.
Καρπερή είναι και η γη που καλλιεργούν οι Ευεσπερίτες· δηλαδή, τις χρονιές που έχουν τις καλύτερες σοδειές, το ένα δίνει εκατό, ενώ στην Κίνυπο το ένα τριακόσια.
Αλλά και η χώρα των Κυρηναίων, που έχει το μεγαλύτερο υψόμετρο απ᾽ όλη τη Λιβύη που κατοικείται από τους νομάδες, παρουσιάζει κάτι το αξιοθαύμαστο: τρεις σοδειές το χρόνο! Δηλαδή πρώτα τα γεννήματα των παραθαλάσσιων περιοχών καλούν ανυπόμονα τον θεριστή και τον τρυγητή· με το σόδιασμά τους, έρχονται με τη σειρά τους τα γεννήματα των μεσιανών περιοχών να καλούν ανυπόμονα να σοδιαστούν·
τώρα, σοδιάστηκαν τα γεννήματα των μεσιανών περιοχών, ωριμάζουν και καλούν το θεριστή εκείνα που βγαίνουν στα ψηλώματα, έτσι που οι άνθρωποι καταρούφηξαν και καταφάγανε τα πρώτα γεννήματα την ώρα που ωριμάζουν τα τελευταία. Μ᾽ αυτό τον τρόπο οι Κυρηναίοι καταγίνονται οχτώ μήνες το χρόνο με το σόδιασμα. Αλλά σα να είπα αρκετά γι᾽ αυτά.
Κι οι Πέρσες που έστειλε ο Αρυάνδης από την Αίγυπτο για να βοηθήσουν τη Φερετίμη έφτασαν στη Βάρκη και την πολιορκούσαν, ζητώντας να τους παραδώσουν τους πρωταίτιους του φόνου του Αρκεσιλάου· αυτοί όμως, καθώς ο λαός στο σύνολό του ήταν συνένοχος, δε δέχτηκαν την πρόταση.
Τότε λοιπόν οι Πέρσες πολιορκούσαν τη Βάρκη εννιά μήνες, και σκάβοντας υπόγεια λαγούμια που κατευθύνονταν στο τείχος κι επιχειρώντας ορμητικές εφόδους. Λοιπόν, τα λαγούμια τα εντόπισε ένας σιδεράς με μια ασπίδα χάλκινη, με την εξής επινόηση· γύριζε μ᾽ αυτή στην περιοχή που προστατευόταν από το τείχος και την έφερνε σ᾽ επαφή με το έδαφος της πόλης·
λοιπόν αλλού, ενώ ακουμπούσε την ασπίδα στη γη, δεν ακουγόταν ξεκάθαρα τίποτε, όμως, εκεί όπου οι εχθροί έσκαβαν, αντηχούσε ο χαλκός της ασπίδας. Άνοιγαν λοιπόν οι Βαρκαίοι σ᾽ εκείνα τα σημεία αντίθετο λαγούμι και σκότωναν τους Πέρσες που έσκαβαν το δικό τους. Λοιπόν, αυτό μ᾽ ετούτη την επινόηση το αντιμετώπισαν οι Βαρκαίοι, κι από την άλλη απέκρουαν τις εφόδους.
Έτσι για πολύ καιρό είχαν μεγάλη φθορά και πολλούς σκοτωμένους και οι δυο μεριές, και περισσότερο οι Πέρσες, όταν ο Άμασης, ο στρατηγός του πεζικού, σοφίστηκε το εξής· είδε πως τους Βαρκαίους δεν μπορεί να τους κυριέψει με μάχη, μπορούσε όμως με δόλο, και νά τί κάνει: έβαλε να σκάψουν τη νύχτα μεγάλη τάφρο και ν᾽ απλώσουν απάνω της ξύλα φτενά, και πάνω πάνω σκέπασε τα ξύλα με χώμα, που το σκόρπισε έτσι ώστε να έχει το ίδιο ύψος με το άλλο έδαφος.
Ξημέρωσε η άλλη μέρα και καλούσε τους Βαρκαίους σε διαπραγματεύσεις. Κι αυτοί με χαρά ανταποκρίθηκαν κι έφτασαν να στρέξουν να κάνουν συνθήκη. Κι η συνθήκη έγινε μ᾽ έναν τέτοιο όρο —η ανταλλαγή των επίσημων όρκων έγινε πάνω στην κρυμμένη τάφρο—: όσο το έδαφος που πατάμε παραμένει όπως είναι, οι όρκοι να είναι σεβαστοί· οι Βαρκαίοι να δεχτούν να πληρώσουν στο βασιλιά το φόρο που του αξίζει κι οι Πέρσες να μη κάνουν καμιά πράξη βίας σ᾽ αυτούς.
Και ύστερ᾽ από τους όρκους οι Βαρκαίοι, δίνοντας πίστη σ᾽ αυτούς, και οι ίδιοι τους βγήκαν έξω από την πόλη κι άφησαν ελεύθερη την είσοδο σ᾽ όποιον ήθελε, έχοντας ανοίξει τις πύλες. Αλλά οι Πέρσες γκρέμισαν την κρυμμένη στοά και τρέχοντας μπήκαν μέσα στο τείχος. Κι ο λόγος που γκρέμισαν τη στοά που είχαν κάνει ήταν να μη φανούν επίορκοι, αφού ο επίσημος όρκος που έδωσαν ήταν να μένουν σεβαστές οι ένορκες συμφωνίες για πάντα, όσο το έδαφος εκείνο έμενε στη θέση του· από την ώρα όμως που γκρεμίστηκε, οι όρκοι πήγαν περίπατο.
Η Φερετίμη λοιπόν τους Βαρκαίους που πρωτοστάτησαν στο φόνο, όταν οι Πέρσες τούς παράδωσαν στα χέρια της, τους παλούκωσε ένα γύρο ψηλά στο τείχος κι έκοψε τα βυζιά των γυναικών τους και τα ᾽βαλε κι αυτά να κρέμονται ένα γύρο στο τείχος.
Όσο για τους υπόλοιπους Βαρκαίους, πρόσταξε να τους πάρουν οι Πέρσες λεία πολέμου, εκτός από εκείνους που ανήκαν στην οικογένεια του Βάττου και δεν είχαν ανάμειξη στο φόνο· στα χέρια τους άφησε τη διακυβέρνηση της πόλης η Φερετίμη.
Λοιπόν οι Πέρσες αιχμαλώτισαν τους υπόλοιπους Βαρκαίους και πήραν το δρόμο του γυρισμού· κι όταν εμφανίστηκαν μπροστά στην πόλη των Κυρηναίων, για να διώξουν από πάνω τους κάποιο κρίμα, σύμφωνα μ᾽ έναν χρησμό, οι Κυρηναίοι τούς άφησαν να περάσουν μέσα απ᾽ την πόλη τους.
Και, καθώς το στράτευμα διέσχιζε την πόλη, ενώ ο Βάδρης, ο αρχηγός του ναυτικού, πρότεινε να κυριέψουν την πόλη, ο Άμασης, ο αρχηγός του πεζικού, δεν έστρεξε, γιατί, έλεγε, η αποστολή τους ήταν από τις ελληνικές πόλεις μόνο τη Βάρκη να χτυπήσουν· τέλος, όταν διέσχισαν την πόλη και στρατοπέδευσαν στο λόφο του Λυκαίου Δία, μετάνιωσαν που δεν πήραν την Κυρήνη και δοκίμασαν να μπουν σ᾽ αυτή για δεύτερη φορά, αλλά οι Κυρηναίοι δεν το ανέχτηκαν.
Και, χωρίς κανένας να τους μάχεται, πανικός έπιασε τους Πέρσες και ύστερ᾽ από φευγάλα εξήντα περίπου σταδίων σταμάτησαν και πήραν ανάσα. Στρατοπέδευσαν λοιπόν εκεί, όταν ήρθε ο αγγελιοφόρος από τον Αρυάνδη καλώντας τους να επιστρέψουν στη χώρα τους. Κι οι Πέρσες, ύστερ᾽ από παράκλησή τους που έγινε δεκτή από τους Κυρηναίους, πήραν εφόδια για το δρόμο και σηκώθηκαν κι έφυγαν για την Αίγυπτο.
Όμως αποκεί και πέρα τους πήραν από κοντά οι Λίβυες και, για τις φορεσιές και τις πανοπλίες τους, σκότωναν όσους έμεναν πίσω ή ξεστράτιζαν, ώσπου έφτασαν στην Αίγυπτο.
Λοιπόν, το πιο απόμακρο μέρος της Λιβύης, στο οποίο έφτασε αυτό το εκστρατευτικό σώμα, ήταν οι Ευεσπερίδες. Και τους Βαρκαίους που αιχμαλώτισαν τους άρπαξαν με τη βία από την Αίγυπτο και τους πήγαν στο βασιλιά· κι ο βασιλιάς Δαρείος τούς έδωσε ένα χωριό της Βακτριανής, για να εγκατασταθούν. Κι ετούτοι ονόμασαν το χωριό αυτό Βάρκη, που ακόμα και στον καιρό μου είχε τον κόσμο του, στη Βακτριανή.
Αλλά ούτε και το νήμα της ζωής της Φερετίμης κόπηκε ωραία στο τέλος. Γιατί, μόλις γύρισε στην Αίγυπτο, ύστερ᾽ από την εκδίκηση που πήρε από τους Βαρκαίους, βρήκε φριχτό θάνατο. Δηλαδή την έφαγαν ζωντανή τα σκουλήκια που κόχλαζαν μες στις σάρκες της — νά λοιπόν που ο άνθρωπος που δε βάζει όρια στην εκδίκησή του τραβά επάνω του το μίσος των θεών. Τέτοια λοιπόν και τόσο σκληρή εκδίκηση πήρε απ᾽ τους Βαρκαίους η Φερετίμη του Βάττου.
Τα σχόλια είναι κλειστά.