Πηγή greek-language/ancient_greek/Ηρόδοτος – Ἱστορίαι/Ευτέρπη
| [2.1.1] | Τελευτήσαντος δὲ Κύρου παρέλαβε τὴν βασιληίην Καμβύσης, Κύρου ἐὼν παῖς καὶ Κασσανδάνης τῆς Φαρνάσπεω θυγατρός, τῆς προαποθανούσης Κῦρος αὐτός τε μέγα πένθος ἐποιήσατο καὶ τοῖσι ἄλλοισι προεῖπε πᾶσι τῶν ἦρχε πένθος ποιέεσθαι. | Όταν λοιπόν πέθανε ο Κύρος, τη βασιλεία την παρέλαβε ο Καμβύσης, γιος του Κύρου και της Κασσανδάνης, κόρης του Φαρνάσπη, η οποία είχε πεθάνει πριν από τον Κύρο και αυτός την είχε πενθήσει και ο ίδιος πολύ, αλλά και σε όλους τους άλλους, τους υπηκόους του, είχε επιβάλει να τηρήσουν πένθος. |
| [2.1.2] | ταύτης δὴ τῆς γυναικὸς ἐὼν παῖς καὶ Κύρου Καμβύσης Ἴωνας μὲν καὶ Αἰολέας ὡς δούλους πατρωίους ἐόντας ἐνόμιζε, ἐπὶ δὲ Αἴγυπτον ἐποιέετο στρατηλασίην, ἄλλους τε παραλαβὼν τῶν ἦρχε καὶ δὴ καὶ Ἑλλήνων τῶν ἐπεκράτεε. | Αυτής λοιπόν της Κασσανδάνης και του Κύρου γιος ο Καμβύσης θεωρούσε τους Ίωνες και τους Αιολείς δούλους του πατρογονικούς, και ετοίμαζε εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου, παίρνοντας μαζί του και τους άλλους υπηκόους του και τους Έλληνες όσους εξουσίαζε. |
| [2.2.1] | Οἱ δὲ Αἰγύπτιοι, πρὶν μὲν ἢ Ψαμμήτιχον σφέων βασιλεῦσαι, ἐνόμιζον ἑωυτοὺς πρώτους γενέσθαι πάντων ἀνθρώπων. ἐπειδὴ δὲ Ψαμμήτιχος βασιλεύσας ἠθέλησε εἰδέναι οἵτινες γενοίατο πρῶτοι, ἀπὸ τούτου νομίζουσι Φρύγας προτέρους γενέσθαι ἑωυτῶν, τῶν δὲ ἄλλων ἑωυτούς. | Οι Αιγύπτιοι ωστόσο, προτού να γίνει βασιλιάς τους ο Ψαμμήτιχος, νόμιζαν ότι αυτοί ήταν οι πρώτοι που είχαν δημιουργηθεί απ᾽ όλους τους ανθρώπους. Ο Ψαμμήτιχος όμως, όταν έγινε βασιλιάς, θέλησε να μάθει ποιοί είχαν γίνει πρώτοι και έτσι, από την εποχή του, οι Αιγύπτιοι θεωρούν ότι οι Φρύγες έγιναν πρώτα από αυτούς, και αυτοί πρώτα από τους υπόλοιπους. |
| [2.2.2] | Ψαμμήτιχος δὲ ὡς οὐκ ἐδύνατο πυνθανόμενος πόρον οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν οἳ γενοίατο πρῶτοι ἀνθρώπων, ἐπιτεχνᾶται τοιόνδε· παιδία δύο νεογνὰ ἀνθρώπων τῶν ἐπιτυχόντων διδοῖ ποιμένι τρέφειν ἐς τὰ ποίμνια τροφήν τινα τοιήνδε, ἐντειλάμενος μηδένα ἀντίον αὐτῶν μηδεμίαν φωνὴν ἱέναι, ἐν στέγῃ δὲ ἐρήμῃ ἐπ᾽ ἑωυτῶν κεῖσθαι αὐτὰ καὶ τὴν ὥρην ἐπαγινέειν σφι αἶγας, πλήσαντα δὲ [τοῦ] γάλακτος τἆλλα διαπρήσσεσθαι. | Ο Ψαμμήτιχος λοιπόν, όσο κι αν έψαχνε, τρόπο δεν έβρισκε κανέναν για να μάθει αυτό το πράγμα, ποιοί από τους ανθρώπους είχαν γίνει πρώτοι, και έτσι κατεβάζει τούτη την ιδέα: δίνει σε κάποιον βοσκό δυο νεογέννητα παιδιά από γονείς συνηθισμένους να τα μεγαλώσει στη στάνη του, και τον προστάζει η ανατροφή τους να είναι τέτοια ώστε κανένας να μη βγάζει μπροστά τους μιλιά, παρά να μένουν σε μια έρημη καλύβα μοναχά τους κι αυτός να τους πηγαίνει την ώρα όπου πρέπει τις κατσίκες, να τους δίνει μπόλικο γάλα και να κάνει και όλα τα άλλα χρειαζούμενα. |
| [2.2.3] | ταῦτα δὲ ἐποίεέ τε καὶ ἐνετέλλετο ὁ Ψαμμήτιχος θέλων ἀκοῦσαι τῶν παιδίων, ἀπαλλαχθέντων τῶν ἀσήμων κνυζημάτων, ἥντινα φωνὴν ῥήξουσι πρώτην. τά περ ὦν καὶ ἐγένετο. ὡς γὰρ διέτης χρόνος ἐγεγόνεε ταῦτα τῷ ποιμένι πρήσσοντι, ἀνοίγοντι τὴν θύρην καὶ ἐσιόντι τὰ παιδία ἀμφότερα προσπίπτοντα βεκός ἐφώνεον ὀρέγοντα τὰς χεῖρας. | Όλα αυτά ο Ψαμμήτιχος τα έκανε και τα πρόσταξε επειδή ήθελε ν᾽ ακούσει ποιά γλώσσα θα μιλούσαν πρώτη τα παιδιά όταν θα έπαυαν πια να βγάζουν άναρθρες κραυγές. Έτσι και έγινε. Είχαν περάσει πια δυο χρόνια όπου ο βοσκός έκανε αυτή τη δουλειά, όταν κάποτε ανοίγει την πόρτα και μπαίνει, και τα δυο παιδιά πέφτουν στα πόδια του και φωνάζουν «βεκός» απλώνοντας τα χέρια. |
| [2.2.4] | τὰ μὲν δὴ πρῶτα ἀκούσας ἥσυχος ἦν ὁ ποιμήν, ὡς δὲ πολλάκις φοιτῶντι καὶ ἐπιμελομένῳ πολλὸν ἦν τοῦτο τὸ ἔπος, οὕτω δὴ σημήνας τῷ δεσπότῃ ἤγαγε τὰ παιδία κελεύσαντος ἐς ὄψιν τὴν ἐκείνου. ἀκούσας δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Ψαμμήτιχος ἐπυνθάνετο οἵτινες ἀνθρώπων βεκός τι καλέουσι, πυνθανόμενος δὲ εὕρισκε Φρύγας καλέοντας τὸν ἄρτον. | Την πρώτη φορά όπου το άκουσε, ο βοσκός δεν έκανε λόγο· αλλά καθώς συχνοπήγαινε για να τα φροντίζει, η λέξη αυτή ακουγόταν πολλές φορές, και τότε ο βοσκός το μήνυσε του βασιλιά κι αυτός τον πρόσταξε να του πάει μπροστά του τα παιδιά. Άκουσε λοιπόν και ο ίδιος ο Ψαμμήτιχος και ρώτησε να μάθει τί πράγμα είναι αυτό το «βεκός» και ποιοί το λένε· και ανακάλυψε ότι έτσι ονομάζουν οι Φρύγες το ψωμί. |
| [2.2.5] | οὕτω συνεχώρησαν Αἰγύπτιοι καὶ τοιούτῳ σταθμησάμενοι πρήγματι τοὺς Φρύγας πρεσβυτέρους εἶναι ἑωυτῶν. ὧδε μὲν γενέσθαι τῶν ἱρέων τοῦ Ἡφαίστου τοῦ ἐν Μέμφι ἤκουον· Ἕλληνες δὲ λέγουσι ἄλλα τε μάταια πολλὰ καὶ ὡς γυναικῶν τὰς γλώσσας ὁ Ψαμμήτιχος ἐκταμὼν τὴν δίαιταν οὕτως ἐποιήσατο τῶν παιδίων παρὰ ταύτῃσι τῇσι γυναιξί. | Μ᾽ αυτόν τον τρόπο οι Αιγύπτιοι ζύγισαν την υπόθεση και παραδέχτηκαν ότι οι Φρύγες είναι αρχαιότεροί τους. Ότι έτσι έγιναν τα πράγματα, το άκουσα από τους ιερείς του Ηφαίστου στη Μέμφιδα. Όσο για τους Έλληνες, ανάμεσα στα πολλά άλλα κουραφέξαλα, λένε και τούτο, ότι δηλαδή ο Ψαμμήτιχος έκοψε τη γλώσσα μερικών γυναικών και σε αυτές τις γυναίκες ανάθεσε την ανατροφή των παιδιών. |
| [2.3.1] | κατὰ μὲν δὴ τὴν τροφὴν τῶν παιδίων τοσαῦτα ἔλεγον, ἤκουσα δὲ καὶ ἄλλα ἐν Μέμφι, ἐλθὼν ἐς λόγους τοῖσι ἱρεῦσι τοῦ Ἡφαίστου· καὶ δὴ καὶ ἐς Θήβας τε καὶ ἐς Ἡλίου πόλιν αὐτῶν τούτων εἵνεκεν ἐτραπόμην, ἐθέλων εἰδέναι εἰ συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι· οἱ γὰρ Ἡλιοπολῖται λέγονται Αἰγυπτίων εἶναι λογιώτατοι. | Αυτά λοιπόν μου είπαν σχετικά με το πώς μεγάλωσαν τα δυο παιδιά. Αλλά στη Μέμφιδα άκουσα και άλλα πράγματα κουβεντιάζοντας με τους ιερείς του Ηφαίστου· και μάλιστα, πήγα και στη Θήβα και στην Ηλιούπολη γι᾽ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, επειδή ήθελα να μάθω αν εκεί θα συμφωνούσαν με αυτά που μου είπαν στη Μέμφιδα· γιατί οι Ηλιουπολίτες λέγεται ότι είναι οι πιο μορφωμένοι από τους Αιγύπτιους. |
| [2.3.2] | τὰ μέν νυν θεῖα τῶν ἀπηγημάτων οἷα ἤκουον, οὐκ εἰμὶ πρόθυμος ἐξηγέεσθαι, ἔξω ἢ τὰ οὐνόματα αὐτῶν μοῦνον, νομίζων πάντας ἀνθρώπους ἴσον περὶ αὐτῶν ἐπίστασθαι· τὰ δ᾽ ἂν ἐπιμνησθέω αὐτῶν, ὑπὸ τοῦ λόγου ἐξαναγκαζόμενος ἐπιμνησθήσομαι. | Όσες λοιπόν ιστορίες άκουσα για τα θεία, δεν θα μου άρεσε να τις επαναλάβω, παρεκτός τα ονόματα των Θεών μόνο, επειδή πιστεύω ότι γι᾽ αυτά τα πράγματα όλοι οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες γνώσεις· αλλά και όσα θα αναφέρω, θα τα αναφέρω μόνο επειδή με αναγκάζει η εξιστόρηση. |
| [2.4.1] | ὅσα δὲ ἀνθρωπήια πρήγματα, ὧδε ἔλεγον ὁμολογέοντες σφίσι, πρώτους Αἰγυπτίους ἀνθρώπων ἁπάντων ἐξευρεῖν τὸν ἐνιαυτόν, δυώδεκα μέρεα δασαμένους τῶν ὡρέων ἐς αὐτόν. ταῦτα δὲ ἐξευρεῖν ἐκ τῶν ἄστρων ἔλεγον. ἄγουσι δὲ τοσῷδε σοφώτερον Ἑλλήνων, ἐμοὶ δοκέειν, ὅσῳ Ἕλληνες μὲν διὰ τρίτου ἔτεος ἐμβόλιμον ἐπεμβάλλουσι τῶν ὡρέων εἵνεκεν, Αἰγύπτιοι δὲ τριηκοντημέρους ἄγοντες τοὺς δυώδεκα μῆνας ἐπάγουσι ἀνὰ πᾶν ἔτος πέντε ἡμέρας πάρεξ τοῦ ἀριθμοῦ, καί σφι ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιὼν παραγίνεται. | Όσο για τα ανθρώπινα πράγματα, είπαν και συμφώνησαν μεταξύ τους ότι απ᾽ όλους τους ανθρώπους πρώτοι οι Αιγύπτιοι ανακάλυψαν το έτος και χώρισαν τις εποχές του σε δώδεκα μέρη. Είπαν μάλιστα ότι την ανακάλυψη αυτή την έκαναν από τα άστρα. Και λογαριάζουν, μου φαίνεται, σωστότερα οι Αιγύπτιοι από τους Έλληνες, επειδή οι Έλληνες, για να συμφωνούν οι εποχές, προσθέτουν κάθε δεύτερο χρόνο ένα παραπανίσιο μήνα, ενώ οι Αιγύπτιοι, χωρίζοντας τον καθένα από τους δώδεκα μήνες σε τριάντα ημέρες, προσθέτουν στο κάθε έτος πέντε ημέρες πάνω από τον αριθμό του, και έτσι σ᾽ αυτούς ο κύκλος των εποχών έρχεται και συμφωνεί. |
| [2.4.2] | δυώδεκά τε θεῶν ἐπωνυμίας ἔλεγον πρώτους Αἰγυπτίους νομίσαι καὶ Ἕλληνας παρὰ σφέων ἀναλαβεῖν, βωμούς τε καὶ ἀγάλματα καὶ νηοὺς θεοῖσι ἀπονεῖμαι σφέας πρώτους καὶ ζῷα ἐν λίθοισι ἐγγλύψαι. [καὶ] τούτων μέν νυν τὰ πλέω ἔργῳ ἐδήλουν οὕτω γενόμενα, βασιλεῦσαι δὲ πρῶτον Αἰγύπτου ἄνθρωπον ἔλεγον Μῖνα. | Μου είπαν επίσης ότι πρώτοι οι Αιγύπτιοι θέσπισαν τα ονόματα των δώδεκα Θεών, που οι Έλληνες τα πήραν από αυτούς, και ότι πρώτοι σκάλισαν μορφές στην πέτρα. Και μου το απέδειξαν στην πράξη ότι τα περισσότερα από τούτα έγιναν μ᾽ αυτόν τον τρόπο. Τον πρώτο άνθρωπο που βασίλευσε στην Αίγυπτο τον έλεγαν Μίνα. |
| [2.4.3] | ἐπὶ τούτου, πλὴν τοῦ Θηβαϊκοῦ νομοῦ, πᾶσαν Αἴγυπτον εἶναι ἕλος, καὶ αὐτῆς εἶναι οὐδὲν ὑπερέχον τῶν νῦν ἔνερθε λίμνης τῆς Μοίριος ἐόντων, ἐς τὴν ἀνάπλοος ἀπὸ θαλάσσης ἑπτὰ ἡμερέων ἐστὶ ἀνὰ τὸν ποταμόν. | Επί των ημερών του, όλη η Αίγυπτος, εκτός από την επαρχία της Θήβας, ήταν έλος· κανένα από τα σημερινά μέρη της, στα βόρεια της λίμνης Μοίριδας, όπου για ν᾽ ανέβει κανείς από τη θάλασσα χρειάζεται επτά ημερών ταξίδι στον ποταμό, δεν περίσσευε πάνω από το νερό. |
| [2.5.1] | καὶ εὖ μοι ἐδόκεον λέγειν περὶ τῆς χώρης. δῆλα γὰρ δὴ καὶ μὴ προακούσαντι, ἰδόντι δέ, ὅστις γε σύνεσιν ἔχει, ὅτι Αἴγυπτος ἐς τὴν Ἕλληνες ναυτίλλονται ἐστὶ Αἰγυπτίοισι ἐπίκτητός τε γῆ καὶ δῶρον τοῦ ποταμοῦ, καὶ τὰ κατύπερθε ἔτι τῆς λίμνης ταύτης μέχρι τριῶν ἡμερέων πλόου, τῆς πέρι ἐκεῖνοι οὐδὲν ἔτι τοιόνδε ἔλεγον, ἔστι δὲ ἕτερον τοιοῦτο. | Και θαρρώ ότι σωστά μου τα είπαν για τη χώρα τους. Γιατί είναι φανερό και δεν χρειάζεται να το έχει ακούσει κανείς, αρκεί μόνο να το δει και να του κόβει λίγο, ότι η Αίγυπτος όπου ταξιδεύουν οι Έλληνες, είναι για τους Αιγυπτίους πρόσθετη γη, δώρο του ποταμού, και ότι μάλιστα ίδια είναι και τα μέρη της πάνω από τη λίμνη που είπαμε, ώς τρεις ημέρες ταξίδι στον ποταμό, για τα οποία ωστόσο οι ιερείς δεν είπαν τέτοιο πράγμα. |
| [2.5.2] | Αἰγύπτου γὰρ φύσις ἐστὶ τῆς χώρης τοιήδε· πρῶτα μὲν προσπλέων ἔτι καὶ ἡμέρης δρόμον ἀπέχων ἀπὸ γῆς, κατεὶς καταπειρητηρίην πηλόν τε ἀνοίσεις καὶ ἐν ἕνδεκα ὀργυιῇσι ἔσεαι. τοῦτο μὲν ἐπὶ τοσοῦτο δηλοῖ πρόχυσιν τῆς γῆς ἐοῦσαν. | Η φύση λοιπόν αυτής της χώρας, της Αιγύπτου, είναι η ακόλουθη· πρώτα πρώτα, καθώς πλησιάζει κανείς πλέοντας, και ενώ έχει ακόμη μπροστά του μιας ημέρας ταξίδι, άμα ρίξει βολίδα, θα ανεβάσει τη λάσπη, και το βάθος θα είναι έντεκα οργιές: αυτό δείχνει ότι ώς εκεί φτάνει η πρόσχωση. |
| [2.6.1] | Αὐτῆς δὲ τῆς Αἰγύπτου μῆκος τὸ παρὰ θάλασσαν ἑξήκοντα σχοῖνοι, κατὰ ἡμεῖς διαιρέομεν εἶναι Αἴγυπτον ἀπὸ τοῦ Πλινθινήτεω κόλπου μέχρι Σερβωνίδος λίμνης, παρ᾽ ἣν τὸ Κάσιον ὄρος τείνει· ταύτης ὦν ἄπο οἱ ἑξήκοντα σχοῖνοί εἰσι. | Τώρα, το παραθαλάσσιο μήκος της Αιγύπτου είναι εξήντα σχοίνοι, καθώς εμείς ορίζουμε την Αίγυπτο, από τον Πλινθινήτη κόλπο ώς τη λίμνη Σερβωνίδα, ώς εκεί δηλαδή όπου απλώνεται το όρος Κάσιο: απ᾽ αυτήν είναι οι εξήντα σχοίνοι. |
| [2.6.2] | ὅσοι μὲν γὰρ γεωπεῖναί εἰσι ἀνθρώπων, ὀργυιῇσι μεμετρήκασι τὴν χώρην, ὅσοι δὲ ἧσσον γεωπεῖναι, σταδίοισι, οἳ δὲ πολλὴν ἔχουσι, παρασάγγῃσι, οἳ δὲ ἄφθονον λίην, σχοίνοισι. | Από τους κατοίκους της Αιγύπτου όσοι είναι μικροκαλλιεργητές, μετρούν τη γη με οργιές· όσοι είναι σε κατάσταση καλύτερη από τους μικροκαλλιεργητές, με στάδια, αυτοί που έχουν πολλή γη τη μετρούν με παρασάγγες και αυτοί που έχουν άφθονη, με σχοίνους. |
| [2.6.3] | δύναται δὲ ὁ μὲν παρασάγγης τριήκοντα στάδια, ὁ δὲ σχοῖνος ἕκαστος, μέτρον ἐὼν Αἰγύπτιον, ἑξήκοντα στάδια. οὕτως ἂν εἴησαν Αἰγύπτου στάδιοι ἑξακόσιοι καὶ τρισχίλιοι τὸ παρὰ θάλασσαν. | Ο παρασάγγης έχει τριάντα στάδια, κι ο κάθε σχοίνος, μέτρο αιγυπτιακό, εξήντα στάδια. Έτσι, η παραθαλάσσια Αίγυπτος θα πρέπει να είναι τρεις χιλιάδες εξακόσιοι στάδιοι. |
| [2.7.1] | ἐνθεῦτεν μὲν καὶ μέχρι Ἡλίου πόλιος ἐς τὴν μεσόγαιάν ἐστι εὐρέα Αἴγυπτος, ἐοῦσα πᾶσα ὑπτίη τε καὶ ἔνυδρος καὶ ἰλύς. ἔστι δὲ ὁδὸς ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης ἄνω ἰόντι παραπλησίη τὸ μῆκος τῇ ἐξ Ἀθηνέων ὁδῷ τῇ ἀπὸ τῶν δυώδεκα θεῶν τοῦ βωμοῦ φερούσῃ ἔς τε Πῖσαν καὶ ἐπὶ τὸν νηὸν τοῦ Διὸς τοῦ Ὀλυμπίου. | Από εδώ ώς την Ηλιούπολη, στα μεσόγεια, η Αίγυπτος είναι πλατιά, όλη ομαλή, με νερά, και λασπώδης. Για όποιον ανεβαίνει από τη θάλασσα, η διαδρομή ώς την Ηλιούπολη είναι παραπλήσια στο μήκος με τον δρόμο που από τον βωμό των δώδεκα Θεών στην Αθήνα οδηγεί στην Πίσα και στον ναό του Ολυμπίου Διός. |
| [2.7.2] | σμικρόν τι τὸ διάφορον εὕροι τις ἂν λογιζόμενος τῶν ὁδῶν τουτέων, τὸ μὴ ἴσας μῆκος εἶναι, οὐ πλέον πεντεκαίδεκα σταδίων· ἡ μὲν γὰρ ἐς Πῖσαν ἐξ Ἀθηνέων καταδεῖ πεντεκαίδεκα σταδίων [ὡς] μὴ εἶναι πεντακοσίων καὶ χιλίων, ἡ δὲ ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον. ἀπὸ δὲ Ἡλίου πόλιος ἄνω ἰόντι στεινή ἐστι Αἴγυπτος. | Αν μετρήσει κανείς αυτούς τους δύο δρόμους, θα βρει ότι η διαφορά που τους κάνει να μην έχουν το ίδιο μήκος είναι μικρή, όχι πάνω από δεκαπέντε στάδια· γιατί η διαδρομή από την Αθήνα στην Πίσα θέλει δεκαπέντε στάδια για να είναι χίλια πεντακόσια, ενώ η διαδρομή από τη θάλασσα ώς την Ηλιούπολη φτάνει σ᾽ αυτόν ακριβώς τον αριθμό. |
| [2.8.1] | τῇ μὲν γὰρ τῆς Ἀραβίης ὄρος παρατέταται, φέρον ἀπ᾽ ἄρκτου πρὸς μεσαμβρίην τε καὶ νότου, αἰεὶ ἄνω τεῖνον ἐς τὴν Ἐρυθρὴν καλεομένην θάλασσαν, ἐν τῷ αἱ λιθοτομίαι ἔνεισι αἱ ἐς τὰς πυραμίδας κατατμηθεῖσαι τὰς ἐν Μέμφι. ταύτῃ μὲν λῆγον ἀνακάμπτει ἐς τὰ εἴρηται τὸ ὄρος· τῇ δὲ αὐτὸ ἑωυτοῦ ἐστι μακρότατον, ὡς ἐγὼ ἐπυνθανόμην, δύο μηνῶν αὐτὸ εἶναι [τῆς] ὁδοῦ ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην, τὰ δὲ πρὸς τὴν ἠῶ λιβανωτοφόρα αὐτοῦ τὰ τέρματα εἶναι. | Αλλά γι᾽ αυτόν που ανεβαίνει από την Ηλιούπολη και πάνω, η Αίγυπτος είναι στενή. Γιατί από τη μια εκτείνεται το βουνό της Αραβίας, που πηγαίνει από τον βορρά προς τον νότο, όλο προς τα επάνω, προς τη λεγόμενη Ερυθρά θάλασσα, βουνό όπου βρίσκονται τα λατομεία απ᾽ όπου έκοψαν τις πέτρες για τις πυραμίδες της Μέμφιδας· εκεί καταλήγει το βουνό και ύστερα στρίβει προς τα μέρη για τα οποία μίλησα πριν· και όπως πληροφορήθηκα, στο σημείο του μεγαλύτερου μήκους του το βουνό είναι δυο μηνών δρόμος από τα ανατολικά προς τα δυτικά, και στο ανατολικό του άκρο βγάζουν λιβανωτό. |
| [2.8.2] | τοῦτο μέν νυν τὸ ὄρος τοιοῦτό ἐστι, τὸ δὲ πρὸς Λιβύης τῆς Αἰγύπτου ὄρος ἄλλο πέτρινον τείνει, ἐν τῷ αἱ πυραμίδες ἔνεισι, ψάμμῳ κατειλυμένον, τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τοῦ Ἀραβίου τὰ πρὸς μεσαμβρίην φέροντα. | Τέτοιας λογής λοιπόν είναι αυτό το βουνό. Προς τη μεριά της Λιβύης τώρα εκτείνεται άλλο βουνό της Αιγύπτου, πετρώδες, όπου βρίσκονται οι πυραμίδες, χωμένο στην άμμο, που ακολουθεί και αυτό την ίδια κατεύθυνση όπως το αραβικό που πηγαίνει προς τον νότο. |
| [2.8.3] | τὸ ὦν δὴ ἀπὸ Ἡλίου πόλιος οὐκέτι πολλὸν χωρίον ὡς εἶναι Αἰγύπτου, ἀλλ᾽ ὅσον τε ἡμερέων τεσσέρων ‹καὶ δέκα› ἀναπλόου ἐστὶ στεινὴ Αἴγυπτος ἐοῦσα· τῶν δὲ ὀρέων τῶν εἰρημένων τὸ μεταξὺ πεδιὰς μὲν γῆ, στάδιοι δὲ μάλιστα ἐδόκεόν μοι εἶναι, τῇ στεινότατόν ἐστι, διηκοσίων οὐ πλέους ἐκ τοῦ Ἀραβίου ὄρεος ἐς τὸ Λιβυκὸν καλεόμενον. τὸ δὲ ἐνθεῦτεν αὖτις εὐρέα Αἴγυπτός ἐστι. | Από την Ηλιούπολη λοιπόν και πάνω, όσο είναι Αίγυπτος ακόμη, η έκταση δεν είναι μεγάλη, και συγκεκριμένα η στενή Αίγυπτος είναι δεκατεσσάρων ημερών ταξίδι για όποιον ανεβαίνει πλέοντας στον ποταμό. Όσο για την έκταση ανάμεσα στα βουνά που είπαμε, είναι πεδιάδα, και στο στενότερο σημείο της δεν μου φάνηκε να είναι πάνω από διακόσιους σταδίους από το αραβικό όρος ώς το λεγόμενο λιβυκό. Από εκεί και πέρα η Αίγυπτος γίνεται και πάλι πλατιά. |
| [2.9.1] | Πέφυκε μέν νυν ἡ χώρη αὕτη οὕτως, ἀπὸ δὲ Ἡλίου πόλιος ἐς Θήβας ἐστὶ ἀνάπλοος ἐννέα ἡμερέων, στάδιοι δὲ τῆς ὁδοῦ ἑξήκοντα καὶ ὀκτακόσιοι καὶ τετρακισχίλιοι, σχοίνων ἑνὸς καὶ ὀγδώκοντα ἐόντων. | Έτσι λοιπόν είναι καμωμένη αυτή η χώρα και από την Ηλιούπολη ώς τη Θήβα το ταξίδι ανεβαίνοντας τον ποταμό είναι εννέα ημέρες, και η διαδρομή είναι τέσσερις χιλιάδες οκτακόσιοι εξήντα στάδιοι, δηλαδή ογδόντα ένας σχοίνοι. |
| [2.9.2] | οὗτοι συντιθέμενοι οἱ στάδιοι Αἰγύπτου, τὸ μὲν παρὰ θάλασσαν ἤδη μοι καὶ πρότερον δεδήλωται ὅτι ἑξακοσίων τέ ἐστι σταδίων καὶ τρισχιλίων, ὅσον δέ τι ἀπὸ θαλάσσης ἐς μεσόγαιαν μέχρι Θηβέων ἐστί, σημανέω· στάδιοι γάρ εἰσι εἴκοσι καὶ ἑκατὸν καὶ ἑξακισχίλιοι. τὸ δὲ ἀπὸ Θηβέων ἐς Ἐλεφαντίνην καλεομένην πόλιν στάδιοι χίλιοι καὶ ὀκτακόσιοί εἰσι. | Αυτοί λοιπόν είναι οι στάδιοι της Αιγύπτου, αν τους πάρουμε όλους μαζί· δηλαδή οι παραθαλάσσιοι τρεις χιλιάδες εξακόσιοι που είπα πριν, και όσοι είναι από τη θάλασσα ώς τα μεσόγεια, ώς τη Θήβα, που θα τους πω τώρα: οι στάδιοι αυτοί είναι έξι χιλιάδες εκατόν είκοσι. Όσο για τους σταδίους από τη Θήβα ώς την πόλη τη λεγόμενη Ελεφαντίνη, είναι χίλιοι οκτακόσιοι. |
| [2.10.1] | Ταύτης ὦν τῆς χώρης τῆς εἰρημένης ἡ πολλή, κατά περ οἱ ἱρέες ἔλεγον, ἐδόκεε καὶ αὐτῷ μοι εἶναι ἐπίκτητος Αἰγυπτίοισι. τῶν γὰρ ὀρέων τῶν εἰρημένων τῶν ὑπὲρ Μέμφιν πόλιν κειμένων τὸ μεταξὺ ἐφαίνετό μοι εἶναί κοτε κόλπος θαλάσσης, ὥσπερ τά τε περὶ Ἴλιον καὶ Τευθρανίην καὶ Ἔφεσόν τε καὶ Μαιάνδρου πεδίον, ὥς γε εἶναι σμικρὰ ταῦτα μεγάλοισι συμβαλεῖν. | Αυτής λοιπόν της χώρας για την οποία μιλάμε, όπως μου είπαν οι ιερείς και σύμφωνα με την εντύπωση που σχημάτισα κι εγώ ο ίδιος, το μεγαλύτερό της μέρος οι Αιγύπτιοι το απέκτησαν επιπρόσθετα. Γιατί η έκταση ανάμεσα στα βουνά που είπαμε και που βρίσκονται πάνω από την πόλη Μέμφιδα, μου φάνηκε ότι ήταν κάποτε θαλάσσιος κόλπος, όπως ήταν τα μέρη γύρω στο Ίλιο, στην Τευθρανία και στην Έφεσο, και όπως ήταν η πεδιάδα του Μαιάνδρου — όσο μπορούμε βέβαια να συγκρίνουμε πράγματα μικρά με μεγάλα: |
| [2.10.2] | τῶν γὰρ ταῦτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν ἑνὶ τῶν στομάτων τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου, οὐδεὶς αὐτῶν πλήθεος πέρι ἄξιος συμβληθῆναί ἐστι. | γιατί από τους ποταμούς που οι προσχώσεις τους δημιούργησαν αυτά τα μέρη, κανένας δεν είναι άξιος να συγκριθεί στο μέγεθος ούτε με ένα από τα στόμια του Νείλου, ο οποίος Νείλος έχει πέντε στόμια. |
| [2.10.3] | εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι ποταμοί, οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα, οἵτινες ἔργα ἀποδεξάμενοι μεγάλα εἰσί· τῶν ἐγὼ φράσαι ἔχω οὐνόματα καὶ ἄλλων καὶ οὐκ ἥκιστα Ἀχελῴου, ὃς ῥέων δι᾽ Ἀκαρνανίης καὶ ἐξιεὶς ἐς θάλασσαν τῶν Ἐχινάδων νήσων τὰς ἡμισέας ἤδη ἤπειρον πεποίηκε. | Υπάρχουν όμως και άλλοι ποταμοί, όχι βέβαια τόσο μεγάλοι σαν τον Νείλο, οι οποίοι ωστόσο έκαναν μεγάλα έργα· μπορώ να αναφέρω και άλλων ποταμών ονόματα, και ανάμεσά τους το τελευταίο δεν είναι του Αχελώου, ο οποίος, διασχίζοντας την Ακαρνανία, χύνεται στη θάλασσα και έχει ήδη κάνει στεριά τις μισές από τις Εχινάδες νήσους. |
| [2.11.1] | Ἔστι δὲ τῆς Ἀραβίης χώρης, Αἰγύπτου δὲ οὐ πρόσω, κόλπος θαλάσσης ἐσέχων ἐκ τῆς Ἐρυθρῆς καλεομένης [θαλάσσης], μακρὸς οὕτω δή τι καὶ στεινὸς ὡς ἔρχομαι φράσων· | Στη χώρα της Αραβίας, όχι μακριά από την Αίγυπτο, υπάρχει ένας θαλάσσιος κόλπος που εισχωρεί από τη λεγόμενη Ερυθρά θάλασσα, με μήκος και πλάτος όσο θα πω τώρα· |
| [2.11.2] | μῆκος μὲν πλόου ἀρξαμένῳ ἐκ μυχοῦ διεκπλῶσαι ἐς τὴν εὐρέαν θάλασσαν ἡμέραι ἀναισιμοῦνται τεσσεράκοντα εἰρεσίῃ χρεωμένῳ, εὖρος δέ, τῇ εὐρύτατός ἐστι ὁ κόλπος, ἥμισυ ἡμέρης πλόου. ῥηχίη δ᾽ ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην γίνεται. | για όποιον ξεκινήσει από τον μυχό, χρησιμοποιώντας το κουπί, ώσπου να βγει στην ανοιχτή θάλασσα, το μήκος είναι σαράντα ημέρες· το πλάτος, στο σημείο όπου ο κόλπος είναι πλατύτερος, είναι μισής ημέρας ταξίδι. Μέσα σ᾽ αυτόν τον κόλπο τα νερά φυραίνουν και φουσκώνουν κάθε μέρα. |
| [2.11.3] | ἕτερον τοιοῦτον κόλπον καὶ τὴν Αἴγυπτον δοκέω γενέσθαι κου, τὸν μὲν ἐκ τῆς βορηίης θαλάσσης [κόλπον] ἐσέχοντα ἐπ᾽ Αἰθιοπίης, τὸν δὲ [Ἀράβιον τὸν ἔρχομαι λέξων,] ἐκ τῆς νοτίης φέροντα ἐπὶ Συρίης, σχεδὸν μὲν ἀλλήλοισι συντετραίνοντας τοὺς μυχούς, ὀλίγον δέ τι παραλλάσσοντας τῆς χώρης. | Ένας τέτοιος κόλπος μού φαίνεται ότι ήταν κάποτε και η Αίγυπτος, οπότε ο ένας κόλπος εισχωρούσε από τη βορεινή θάλασσα ώς την Αιθιοπία και ο άλλος, ο αραβικός, για τον οποίο θα μιλήσω τώρα, έμπαινε από τη νότια θάλασσα στη Συρία, και οι μυχοί τους χώνονταν μέσα στην ξηρά, και θα ενώνονταν ο ένας με τον άλλο αν δεν τους χώριζε ένα μικρό κομμάτι γης. |
| [2.11.4] | εἰ ὦν ἐθελήσει ἐκτρέψαι τὸ ῥέεθρον ὁ Νεῖλος ἐς τοῦτον τὸν Ἀράβιον κόλπον, τί μιν κωλύει ῥέοντος τούτου χωσθῆναι ἐντός γε δισμυρίων ἐτέων; ἐγὼ μὲν γὰρ ἔλπομαί γε καὶ μυρίων ἐντὸς χωσθῆναι ἄν. κοῦ γε δὴ ἐν τῷ προαναισιμωμένῳ χρόνῳ πρότερον ἢ ἐμὲ γενέσθαι οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος καὶ πολλῷ μέζων ἔτι τούτου ὑπὸ τοσούτου τε ποταμοῦ καὶ οὕτως ἐργατικοῦ; | Αν λοιπόν θελήσει ο Νείλος να εκτρέψει τον ρου του σ᾽ αυτόν τον αραβικό κόλπο, τί τον εμποδίζει, καθώς θα κυλάει, να τον σκεπάσει μέσα σε είκοσι χιλιάδες χρόνια; Φαντάζομαι μάλιστα ότι και μέσα σε δέκα χιλιάδες χρόνια η πρόσχωση θα μπορούσε να γίνει· δε θα μπορούσε λοιπόν, όλον αυτόν τον καιρό που πέρασε προτού γεννηθώ εγώ, ένας ποταμός τόσο μεγάλος και τόσο εργατικός να σκεπάσει έναν κόλπο ακόμη και πολύ μεγαλύτερον απ᾽ αυτόν; |
| [2.12.1] | Τὰ περὶ Αἴγυπτον ὦν καὶ τοῖσι λέγουσι αὐτὰ πείθομαι καὶ αὐτὸς οὕτω κάρτα δοκέω εἶναι, ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῖσι ὄρεσι καὶ ἅλμην ἐπανθέουσαν, ὥστε καὶ τὰς πυραμίδας δηλέεσθαι, καὶ ψάμμον μοῦνον Αἰγύπτου ὄρος τοῦτο τὸ ὑπὲρ Μέμφιος ἔχον, | Σχετικά με την Αίγυπτο λοιπόν, και αυτούς που μου είπαν τα παραπάνω τους πιστεύω, αλλά και ο ίδιος έχω την ακράδαντη πεποίθηση ότι έτσι είναι τα πράγματα. Γιατί είδα ότι η Αίγυπτος προεξέχει από τη γύρω της περιοχή, στα βουνά της εμφανίζονται κοχύλια, υπάρχει άρμη κατακαθισμένη παντού, τόσο που φθείρονται και οι πυραμίδες, και άμμο έχει μόνο εκείνο το βουνό της Αιγύπτου που βρίσκεται πάνω από τη Μέμφιδα, |
| [2.12.2] | πρὸς δὲ τῇ χώρῃ οὔτε τῇ Ἀραβίῃ προσούρῳ ἐούσῃ τὴν Αἴγυπτον προσεικέλην οὔτε τῇ Λιβύῃ, οὐ μὲν οὐδὲ τῇ Συρίῃ (τῆς γὰρ Ἀραβίης τὰ παρὰ θάλασσαν Σύριοι νέμονται), ἀλλὰ μελάγγαιόν τε καὶ καταρρηγνυμένην ὥστε ἐοῦσαν ἰλύν τε καὶ πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ. | ενώ η Αίγυπτος στο έδαφος δεν μοιάζει ούτε με τη διπλανή της Αραβία ούτε με τη Λιβύη αλλά ούτε και με τη Συρία (γιατί στα παραθαλάσσια μέρη της Αραβίας κατοικούν Σύριοι), αφού το δικό της είναι μαύρο και ευκολότριφτο, δηλαδή λάσπη και πρόσχωση που την έχει φέρει ο ποταμός από την Αιθιοπία. |
| [2.12.3] | τὴν δὲ Λιβύην ἴδμεν ἐρυθροτέρην τε γῆν καὶ ὑποψαμμοτέρην, τὴν δὲ Ἀραβίην τε καὶ Συρίην ἀργιλωδεστέρην τε καὶ ὑπόπετρον ἐοῦσαν. | Όσο για το έδαφος της Λιβύης, γνωρίζουμε ότι είναι περισσότερο κόκκινο και αμμώδες, ενώ της Αραβίας και της Συρίας είναι περισσότερο αργιλώδες και πετρώδες. |
| [2.13.1] | ἔλεγον δὲ καὶ τόδε μοι μέγα τεκμήριον περὶ τῆς χώρης ταύτης οἱ ἱρέες, ὡς ἐπὶ Μοίριος βασιλέος, ὅκως ἔλθοι ὁ ποταμὸς ἐπὶ ὀκτὼ πήχεας τὸ ἐλάχιστον, ἄρδεσκε Αἴγυπτον τὴν ἔνερθε Μέμφιος. καὶ Μοίρι οὔκω ἦν ἔτεα εἰνακόσια τετελευτηκότι, ὅτε τῶν ἱρέων ταῦτα ἐγὼ ἤκουον. νῦν δέ, εἰ μὴ ἐπ᾽ ἑκκαίδεκα ἢ πεντεκαίδεκα πήχεας ἀναβῇ τὸ ἐλάχιστον ὁ ποταμός, οὐκ ὑπερβαίνει ἐς τὴν χώρην. | Οι ιερείς όμως μου ανέφεραν και τούτη τη μεγάλη απόδειξη γι᾽ αυτή τη χώρα: όταν βασιλιάς ήταν ο Μοίρις, όποτε ο ποταμός ανέβαινε οκτώ πήχες τουλάχιστον, άρδευε όλη την Αίγυπτο από τη Μέμφιδα και κάτω· και όταν το άκουσα εγώ αυτό από τους ιερείς, ο Μοίρις δεν είχε ακόμη εννιακόσια χρόνια πεθαμένος. Τώρα όμως, αν δεν ανέβει τουλάχιστον δεκαέξι ή δεκαπέντε πήχες ο ποταμός δεν πλημμυρίζει τον τόπο. |
| [2.13.2] | δοκέουσί τέ μοι Αἰγυπτίων οἱ ἔνερθε τῆς λίμνης τῆς Μοίριος οἰκέοντες τά τε ἄλλα χωρία καὶ τὸ καλεόμενον Δέλτα, ἢν οὕτω ἡ χώρη αὕτη κατὰ λόγον ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος καὶ τὸ ὅμοιον ἀποδιδοῖ ἐς αὔξησιν, μὴ κατακλύζοντος αὐτὴν τοῦ Νείλου πείσεσθαι τὸν πάντα χρόνον τὸν ἐπίλοιπον Αἰγύπτιοι τό κοτε αὐτοὶ Ἕλληνας ἔφασαν πείσεσθαι. | Και μου φαίνεται ότι οι Αιγύπτιοι που κατοικούν από τη λίμνη Μοίριδα και κάτω, σε διάφορες περιοχές και στο λεγόμενο Δέλτα, αν η χώρα τους αυξηθεί σε ύψος και απλωθεί σε έκταση με την ίδια αναλογία, οπότε ο Νείλος δεν θα την πλημμυρίζει, θα πάθουν από εκεί και ύστερα αυτό που κάποτε οι ίδιοι είπαν ότι θα πάθουν οι Έλληνες. |
| [2.13.3] | πυνθανόμενοι γὰρ ὡς ὕεται πᾶσα ἡ χώρη τῶν Ἑλλήνων, ἀλλ᾽ οὐ ποταμοῖσι ἄρδεται κατά περ ἡ σφετέρη, ἔφασαν Ἕλληνας ψευσθέντας κοτὲ ἐλπίδος μεγάλης κακῶς πεινήσειν. τὸ δὲ ἔπος τοῦτο ἐθέλει λέγειν ὡς, εἰ μὴ ἐθελήσει σφι ὕειν ὁ θεὸς ἀλλ᾽ αὐχμῷ διαχρᾶσθαι, λιμῷ οἱ Ἕλληνες αἱρεθήσονται· οὐ γὰρ δή σφι ἔστι ὕδατος οὐδεμία ἄλλη ἀποστροφὴ ὅτι μὴ ἐκ τοῦ Διὸς μοῦνον. | Όταν δηλαδή έμαθαν ότι τη χώρα των Ελλήνων την ποτίζει η βροχή και όχι ποτάμια, όπως τη δική τους, οι Αιγύπτιοι είπαν ότι αν η μεγάλη ελπίδα των Ελλήνων διαψευσθεί καμιά φορά, οι Έλληνες θα πεινάσουν άσχημα. Τα λόγια αυτά θέλουν να πουν ότι αν ο Θεός δεν θελήσει καμιά φορά να τους ρίξει βροχή αλλά κάνει ξηρασία, οι Έλληνες θα αφανιστούν από τον λιμό: γιατί νερό αυτοί δεν μπορούν να βρουν από πουθενά αλλού παρά μόνο από τον Δία. |
| [2.14.1] | καὶ ταῦτα μὲν ἐς Ἕλληνας Αἰγυπτίοισι ὀρθῶς ἔχοντα εἴρηται. φέρε δὲ νῦν καὶ αὐτοῖσι Αἰγυπτίοισι ὡς ἔχει φράσω. εἴ σφι θέλοι, ὡς καὶ πρότερον εἶπον, ἡ χώρη ἡ ἔνερθε Μέμφιος (αὕτη γάρ ἐστι ἡ αὐξανομένη) κατὰ λόγον τοῦ παροιχομένου χρόνου ἐς ὕψος αὐξάνεσθαι, ἄλλο τι ἢ οἱ ταύτῃ οἰκέοντες Αἰγυπτίων πεινήσουσι, εἰ μήτε γε ὕσεταί σφι ἡ χώρη μήτε ὁ ποταμὸς οἷός τε ἔσται ἐς τὰς ἀρούρας ὑπερβαίνειν; | Και όσο για τους Έλληνες, σωστά είναι αυτά που έχουν πει οι Αιγύπτιοι. Ας έρθω όμως τώρα και στους ίδιους τους Αιγυπτίους για να πω ποιά είναι γι᾽ αυτούς η κατάσταση: όπως είπα και πριν, αν η χώρα τους από τη Μέμφιδα και κάτω (γιατί αυτή είναι που ανεβαίνει) αυξηθεί στο ύψος με την ίδια αναλογία όπως στο παρελθόν, τί άλλο μπορεί να συμβεί παρά να πεινάσουν οι Αιγύπτιοι που κατοικούν σ᾽ αυτήν, αν στον τόπο τους δεν βρέχει και ο ποταμός δεν είναι ικανός να πλημμυρίσει τα χωράφια τους; |
| [2.14.2] | ἦ γὰρ δὴ νῦν γε οὗτοι ἀπονητότατα καρπὸν κομίζονται ἐκ γῆς τῶν τε ἄλλων ἀνθρώπων πάντων καὶ τῶν λοιπῶν Αἰγυπτίων, οἳ οὔτε ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὔλακας ἔχουσι πόνους οὔτε σκάλλοντες οὔτε ἄλλο ἐργαζόμενοι οὐδὲν τῶν ὧλλοι ἄνθρωποι περὶ λήιον πονέουσι, ἀλλ᾽ ἐπεάν σφι ὁ ποταμὸς αὐτόματος ἐπελθὼν ἄρσῃ τὰς ἀρούρας, ἄρσας δὲ ἀπολίπῃ ὀπίσω, τότε σπείρας ἕκαστος τὴν ἑωυτοῦ ἄρουραν ἐσβάλλει ἐς αὐτὴν ὗς, ἐπεὰν δὲ καταπατήσῃ τῇσι ὑσὶ τὸ σπέρμα, τὸν ἄμητον τὸ ἀπὸ τούτου μένει, ἀποδινήσας δὲ τῇσι ὑσὶ τὸν σῖτον οὕτω κομίζεται. | Γιατί στ᾽ αλήθεια αυτοί οι άνθρωποι κοπιάζουν λιγότερο απ᾽ όλους τους άλλους, μαζί και από τους υπόλοιπους Αιγυπτίους, για να πάρουν τον καρπό απ᾽ τη γη, αφού δεν κουράζονται ούτε με αλέτρι να ανοίγουν αυλάκια, ούτε να σκάβουν, ούτε να κάνουν καμιά από τις άλλες δουλειές που καταπονούν τους ανθρώπους στο χωράφι, παρά όταν φουσκώσει από μόνος του ο ποταμός και ποτίσει τα χωράφια, κι αφού τα ποτίσει, υποχωρήσει πάλι, τότε αυτοί σπέρνουν ο καθένας το χωράφι του, μπάζουν μέσα τους χοίρους, και όταν οι χοίροι παραχώσουν τον σπόρο με τα πατήματά τους, αυτοί περιμένουν ύστερα να έρθει ο θέρος, αλωνίζουν με τους χοίρους και έτσι συγκομίζουν τον καρπό. |
| [2.15.1] | Εἰ ὦν βουλόμεθα γνώμῃσι τῇσι Ἰώνων χρᾶσθαι τὰ περὶ Αἴγυπτον, οἵ φασι τὸ Δέλτα μοῦνον εἶναι Αἴγυπτον, ἀπὸ Περσέος καλεομένης σκοπιῆς λέγοντες τὸ παρὰ θάλασσαν εἶναι αὐτῆς μέχρι ταριχηίων τῶν Πηλουσιακῶν, τῇ δὴ τεσσεράκοντά εἰσι σχοῖνοι, τὸ δὲ ἀπὸ θαλάσσης λεγόντων ἐς μεσόγαιαν τείνειν αὐτὴν μέχρι Κερκασώρου πόλιος, κατ᾽ ἣν σχίζεται ὁ Νεῖλος ἔς τε Πηλούσιον ῥέων καὶ ἐς Κάνωβον, τὰ δὲ ἄλλα λεγόντων τῆς Αἰγύπτου τὰ μὲν Λιβύης, τὰ δὲ Ἀραβίης εἶναι, ἀποδεικνύοιμεν ἂν τούτῳ τῷ λόγῳ χρεώμενοι Αἰγυπτίοισι οὐκ ἐοῦσαν πρότερον χώρην. | Αν τώρα θέλουμε, μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη γνώμη που έχουν για την Αίγυπτο οι Ίωνες, οι οποίοι διατείνονται ότι Αίγυπτος είναι μόνο το Δέλτα, και το παραθαλάσσιο μέρος της, λένε, εκτείνεται από τη λεγόμενη σκοπιά του Περσέα ώς τα παστωτήρια του Πηλουσίου, σαράντα σχοίνοι απόσταση δηλαδή, ενώ στα μεσόγεια, λένε, η Αίγυπτος φτάνει από τη θάλασσα ώς την πόλη Κερκάσωρο, όπου χωρίζεται ο Νείλος και κυλάει προς το Πηλούσιο και προς την Κάνωβο· όσο για τα υπόλοιπα μέρη της Αιγύπτου, λένε, είναι άλλα της Λιβύης και άλλα της Αραβίας. Αν ακολουθήσουμε αυτόν τον υπολογισμό, θα αποδείξουμε ότι στο παρελθόν οι Αιγύπτιοι δεν είχαν τόπο. |
| [2.15.2] | ἤδη γάρ σφι τό γε Δέλτα, ὡς αὐτοὶ λέγουσι Αἰγύπτιοι καὶ ἐμοὶ δοκέει, ἐστὶ κατάρρυτόν τε καὶ νεωστὶ ὡς λόγῳ εἰπεῖν ἀναπεφηνός. εἰ τοίνυν σφι χώρη γε μηδεμία ὑπῆρχε, τί περιεργάζοντο δοκέοντες πρῶτοι ἀνθρώπων γεγονέναι; οὐδὲ ἔδει σφέας ἐς διάπειραν τῶν παιδίων ἰέναι, τίνα γλῶσσαν πρώτην ἀπήσουσι. | Γιατί πραγματικά το Δέλτα τους, όπως λένε και οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι και όπως μου φαίνεται κι εμένα, είναι προσχωσιγενές, και σαν να λέμε, δεν έχει πολύ καιρό όπου εμφανίστηκε. Αν λοιπόν οι Αιγύπτιοι δεν είχαν τόπο κανέναν, τότε γιατί να χάνουν τον κόπο τους με τη σκέψη ότι ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που δημιουργήθηκαν; Και δεν είχαν καμιά ανάγκη να κάνουν το πείραμα με τα παιδιά για να δουν ποιά γλώσσα θα μιλήσουν πρώτη. |
| [2.15.3] | ἀλλ᾽ οὔτε Αἰγυπτίους δοκέω ἅμα τῷ Δέλτα τῷ ὑπὸ Ἰώνων καλεομένῳ γενέσθαι αἰεί τε εἶναι ἐξ οὗ ἀνθρώπων γένος ἐγένετο, προϊούσης δὲ τῆς χώρης πολλοὺς μὲν τοὺς ὑπολειπομένους αὐτῶν γίνεσθαι, πολλοὺς δὲ τοὺς ὑποκαταβαίνοντας. τὸ δ᾽ ὦν πάλαι αἱ Θῆβαι Αἴγυπτος ἐκαλέετο, τῆς τὸ περίμετρον στάδιοί εἰσι εἴκοσι καὶ ἑκατὸν καὶ ἑξακισχίλιοι. | Δεν πιστεύω ωστόσο ότι οι Αιγύπτιοι δημιουργήθηκαν μαζί με το Δέλτα, όπως το λένε οι Ίωνες, αλλά ότι υπήρχαν ανέκαθεν αφότου δημιουργήθηκε το ανθρώπινο είδος, και καθώς μεγάλωνε η χώρα τους, πολλοί απ᾽ αυτούς έμεναν πίσω, αλλά και πολλοί άλλοι κατέβαιναν προς τα κάτω. Παλιότερα άλλωστε Αίγυπτο ονόμαζαν τη Θήβα, που έχει περίμετρο έξι χιλιάδες εκατόν είκοσι σταδίους. |
| [2.16.1] | εἰ ὦν ἡμεῖς ὀρθῶς περὶ αὐτῶν γινώσκομεν, Ἴωνες οὐκ εὖ φρονέουσι περὶ Αἰγύπτου· εἰ δὲ ὀρθή ἐστι ἡ γνώμη τῶν Ἰώνων, Ἕλληνάς τε καὶ αὐτοὺς Ἴωνας ἀποδείκνυμι οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι, οἵ φασι τρία μόρια εἶναι γῆν πᾶσαν, Εὐρώπην τε καὶ Ἀσίην καὶ Λιβύην. | Αν λοιπόν είναι σωστά τα όσα εμείς γνωρίζουμε γι᾽ αυτά τα πράγματα, τότε οι Ίωνες δεν σκέπτονται λογικά όσον αφορά την Αίγυπτο· αν όμως είναι ορθή η γνώμη των Ιώνων, τότε θα αποδείξω ότι οι Έλληνες και ειδικότερα οι Ίωνες δεν ξέρουν να μετράνε, αφού υποστηρίζουν ότι η γη ολόκληρη είναι χωρισμένη σε τρία μέρη, την Ευρώπη, την Ασία και τη Λιβύη. |
| [2.16.2] | τέταρτον γὰρ δή σφεας δεῖ προσλογίζεσθαι Αἰγύπτου τὸ Δέλτα, εἰ μήτε γέ ἐστι τῆς Ἀσίης μήτε τῆς Λιβύης· οὐ γὰρ δὴ ὁ Νεῖλός γέ ἐστι κατὰ τοῦτον τὸν λόγον ὁ τὴν Ἀσίην οὐρίζων τῇ Λιβύῃ. τοῦ Δέλτα δὲ τούτου κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος, ὥστε ἐν τῷ μεταξὺ Ἀσίης τε καὶ Λιβύης γίνοιτ᾽ ἄν. | Γιατί θα πρέπει να προσθέσουν και ένα τέταρτο μέρος, το Δέλτα της Αιγύπτου, αν αυτό δεν είναι ούτε στην Ασία ούτε στη Λιβύη· γιατί σύμφωνα με αυτόν τον υπολογισμό, δεν είναι βέβαια ο Νείλος σύνορο Ασίας και Λιβύης, αλλά χωρίζεται στην απάνω γωνία αυτού του Δέλτα, και άρα το μέρος αυτό πέφτει ανάμεσα στην Ασία και στη Λιβύη. |
| [2.17.1] | Καὶ τὴν μὲν Ἰώνων γνώμην ἀπίεμεν, ἡμεῖς δὲ ὧδέ κῃ περὶ τούτων λέγομεν, Αἴγυπτον μὲν πᾶσαν εἶναι ταύτην τὴν ὑπ᾽ Αἰγυπτίων οἰκεομένην κατά περ Κιλικίην τὴν ὑπὸ Κιλίκων καὶ Ἀσσυρίην τὴν ὑπὸ Ἀσσυρίων, οὔρισμα δὲ Ἀσίῃ καὶ Λιβύῃ οἴδαμεν οὐδὲν ἐὸν ὀρθῷ λόγῳ εἰ μὴ τοὺς Αἰγυπτίων οὔρους· | Ας αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος τη γνώμη των Ιώνων· όσο για μας, έχουμε να πούμε τα ακόλουθα για όλα αυτά: Αίγυπτος είναι όλη η περιοχή που κατοικείται από τους Αιγυπτίους, όπως η Κιλικία από τους Κίλικες και η Ασσυρία από τους Ασσυρίους, και καθαυτού σύνορο Ασίας και Λιβύης δεν γνωρίζουμε κανένα παρεκτός τα όρια των Αιγυπτίων. |
| [2.17.2] | εἰ δὲ τῷ ὑπ᾽ Ἑλλήνων νενομισμένῳ χρησόμεθα, νομιοῦμεν Αἴγυπτον πᾶσαν ἀρξαμένην ἀπὸ Καταδούπων τε καὶ Ἐλεφαντίνης πόλιος δίχα διαιρέεσθαι καὶ ἀμφοτερέων τῶν ἐπωνυμιέων ἔχεσθαι· τὰ μὲν γὰρ αὐτῆς εἶναι τῆς Λιβύης, τὰ δὲ τῆς Ἀσίης. | Αν όμως ακολουθήσουμε τα όσα πιστεύουν οι Έλληνες, θα θεωρήσουμε ότι ολόκληρη η Αίγυπτος, όπως αρχίζει από τους Καταρράκτες και από την πόλη Ελεφαντίνη, χωρίζεται στα δύο και έχει και των δύο τα ονόματα, αφού το ένα μέρος της βρίσκεται στη Λιβύη και το άλλο στην Ασία. |
| [2.17.3] | ὁ γὰρ δὴ Νεῖλος ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν Καταδούπων ῥέει μέσην Αἴγυπτον σχίζων ἐς θάλασσαν. μέχρι μέν νυν Κερκασώρου πόλιος ῥέει εἷς ἐὼν ὁ Νεῖλος, τὸ δὲ ἀπὸ ταύτης τῆς πόλιος σχίζεται τριφασίας ὁδούς. | Γιατί ο Νείλος, ξεκινώντας από τους Καταρράκτες, καθώς κυλάει προς τη θάλασσα, κόβει την Αίγυπτο στη μέση. Και ώς την πόλη Κερκάσωρο ο Νείλος κυλάει μονοκόμματος, αλλά από την πόλη αυτή και κάτω χωρίζεται σε τρία κανάλια. |
| [2.17.4] | καὶ ἡ μὲν πρὸς ἠῶ τρέπεται, τὸ καλέεται Πηλούσιον στόμα, ἡ δὲ ἑτέρη τῶν ὁδῶν πρὸς ἑσπέρην ἔχει· τοῦτο δὲ Κανωβικὸν στόμα κέκληται. ἡ δὲ δὴ ἰθέα τῶν ὁδῶν τῷ Νείλῳ ἐστὶ ἥδε· ἄνωθεν φερόμενος ἐς τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα ἀπικνέεται, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου σχίζων μέσον τὸ Δέλτα ἐς θάλασσαν ἐξίει, οὔτε ἐλαχίστην μοῖραν τοῦ ὕδατος παρεχόμενος ταύτῃ οὔτε ἥκιστα ὀνομαστήν, τὸ καλέεται Σεβεννυτικὸν στόμα. | Το ένα κανάλι, αυτό που λέγεται Πηλούσιο στόμιο, πηγαίνει ανατολικά, το άλλο πηγαίνει δυτικά, και είναι αυτό που λέγεται Κανωβικό στόμιο. Όσο για το κανάλι του Νείλου που πηγαίνει ίσα, είναι ως εξής: καθώς έρχεται από πάνω και φτάνει στην κορυφή του Δέλτα, ο Νείλος σχίζει το Δέλτα μες στη μέση και βγαίνει στη θάλασσα, και η ποσότητα του νερού που προσφέρει, δεν είναι ούτε η μικρότερη ούτε η λιγότερο ονομαστή· το στόμιο αυτό λέγεται Σεβεννυτικό. |
| [2.17.5] | ἔστι δὲ καὶ ἕτερα διφάσια στόματα ἀπὸ τοῦ Σεβεννυτικοῦ ἀποσχισθέντα φέροντα ἐς θάλασσαν, τοῖσι οὐνόματα κεῖται τάδε, τῷ μὲν Σαϊτικὸν αὐτῶν, τῷ δὲ Μενδήσιον. | Υπάρχουν και άλλα διχαλωτά στόμια που ξεκόβουν από το Σεβεννυτικό και οδηγούν στη θάλασσα· τα ονόματα αυτών των στομίων είναι τούτα: το ένα από αυτά είναι το Σαϊτικό και το άλλο είναι το Μενδήσιο. |
| [2.17.6] | τὸ δὲ Βολβίτινον στόμα καὶ τὸ Βουκολικὸν οὐκ ἰθαγενέα στόματά ἐστι ἀλλ᾽ ὀρυκτά. | Όσο για τα στόμια Βολβίτινο και Βουκολικό, δεν είναι φυσικά στόμια αλλά τεχνητά. |
| [2.18.1] | μαρτυρέει δέ μοι τῇ γνώμῃ, ὅτι τοσαύτη ἐστὶ Αἴγυπτος ὅσην τινὰ ἐγὼ ἀποδείκνυμι τῷ λόγῳ, καὶ τὸ Ἄμμωνος χρηστήριον γενόμενον, τὸ ἐγὼ τῆς ἐμεωυτοῦ γνώμης ὕστερον περὶ Αἴγυπτον ἐπυθόμην. | Τη γνώμη μου ότι η Αίγυπτος είναι τόση όση την παρουσίασα με τα γραφόμενά μου, την επιβεβαιώνει και ο χρησμός που έδωσε ο Άμμων· τον χρησμό αυτόν εγώ τον πληροφορήθηκα αφού είχα σχηματίσει τη γνώμη μου για την Αίγυπτο. |
| [2.18.2] | οἱ γὰρ δὴ ἐκ Μαρέης τε πόλιος καὶ Ἄπιος οἰκέοντες Αἰγύπτου τὰ πρόσουρα Λιβύῃ, αὐτοί τε δοκέοντες εἶναι Λίβυες καὶ οὐκ Αἰγύπτιοι καὶ ἀχθόμενοι τῇ περὶ τὰ ἱρὰ θρησκηίῃ, βουλόμενοι θηλέων βοῶν μὴ ἔργεσθαι, ἔπεμψαν ἐς Ἄμμωνος φάμενοι οὐδὲν σφίσι τε καὶ Αἰγυπτίοισι κοινὸν εἶναι· οἰκέειν τε γὰρ ἔξω τοῦ Δέλτα καὶ οὐδὲν ὁμολογέειν αὐτοῖσι, βούλεσθαί τε πάντων σφίσι ἐξεῖναι γεύεσθαι. | Οι κάτοικοι λοιπόν των περιοχών της Αιγύπτου των παραμεθορίων προς τη Λιβύη, από τις πόλεις Μαρέα και Άπη, πιστεύοντας ότι είναι Λίβυοι και όχι Αιγύπτιοι και βρίσκοντας ότι τους πέφτουν βαριές οι θρησκευτικές συνήθειες, επειδή ήθελαν να μην εμποδίζονται να τρώνε αγελάδες, έστειλαν και είπαν στον Άμμωνα ότι ανάμεσα σε αυτούς και στους Αιγυπτίους δεν υπάρχει τίποτε κοινό: κατοικούν έξω από το Δέλτα, με τους Αιγύπτιους σε τίποτε δεν μονιάζουν, και θέλουν να τους επιτρέπεται να τρώνε απ᾽ όλα. |
| [2.18.3] | ὁ δὲ θεός σφεας οὐκ ἔα ποιέειν ταῦτα, φὰς Αἴγυπτον εἶναι ταύτην τὴν ὁ Νεῖλος ἐπιὼν ἄρδει, καὶ Αἰγυπτίους εἶναι τούτους οἳ ἔνερθε Ἐλεφαντίνης πόλιος οἰκέοντες ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τούτου πίνουσι. οὕτω σφι ταῦτα ἐχρήσθη. | Ο Θεός όμως δεν τους άφησε να κάνουν τέτοια πράγματα, μόνο τους είπε ότι Αίγυπτος είναι ο τόπος που τον πλημμυρίζει και τον αρδεύει ο Νείλος και Αιγύπτιοι είναι όσοι κατοικούν από την πόλη Ελεφαντίνη και κάτω και πίνουν νερό απ᾽ αυτόν τον ποταμό. Τέτοιας λογής ήταν ο χρησμός που τους δόθηκε. |
| [2.19.1] | ἐπέρχεται δὲ ὁ Νεῖλος, ἐπεὰν πληθύῃ, οὐ μοῦνον τὸ Δέλτα ἀλλὰ καὶ τοῦ Λιβυκοῦ τε λεγομένου χωρίου εἶναι καὶ τοῦ Ἀραβίου ἐνιαχῇ καὶ ἐπὶ δύο ἡμερέων ἑκατέρωθι ὁδόν, καὶ πλεῦν ἔτι τούτου καὶ ἔλασσον. τοῦ ποταμοῦ δὲ φύσιος πέρι οὔτε τι τῶν ἱρέων οὔτε ἄλλου οὐδενὸς παραλαβεῖν ἐδυνάσθην. | Όταν λοιπόν φουσκώσει ο Νείλος, πλημμυρίζει όχι μόνο το Δέλτα αλλά και διάφορα σημεία της περιοχής που λέγεται ότι είναι λιβυκή, καθώς και της αραβικής, σε απόσταση δύο ημερών πάνω–κάτω από τη μια κι από την άλλη μεριά. Αλλά για τη φύση του ποταμού δεν κατόρθωσα να μάθω τίποτε, ούτε από τους ιερείς ούτε από κανέναν άλλο. |
| [2.19.2] | πρόθυμος δὲ ἔα τάδε παρ᾽ αὐτῶν πυθέσθαι, ὅ τι κατέρχεται μὲν ὁ Νεῖλος πληθύων ἀπὸ τροπέων τῶν θερινέων ἀρξάμενος ἐπὶ ἑκατὸν ἡμέρας, πελάσας δὲ ἐς τὸν ἀριθμὸν τουτέων τῶν ἡμερέων ὀπίσω ἀπέρχεται ἀπολείπων τὸ ῥέεθρον, ὥστε βραχὺς τὸν χειμῶνα ἅπαντα διατελέει ἐὼν μέχρις οὗ αὖτις τροπέων τῶν θερινέων. | Κι όμως εγώ πολύ το ήθελα να πάρω απ᾽ αυτούς πληροφορίες για τούτα τα πράγματα, γιατί δηλαδή ο Νείλος κατεβαίνει φουσκωμένος επί εκατό ημέρες, αρχίζοντας από το θερινό ηλιοστάσιο και όταν πλησιάζει αυτόν τον αριθμό των ημερών, υποχωρεί, η στάθμη του κατεβαίνει, και μένει χαμηλός όλον τον χειμώνα, ώς το θερινό ηλιοστάσιο και πάλι. |
| [2.19.3] | τούτων ὦν πέρι οὐδενὸς οὐδὲν οἷός τε ἐγενόμην παραλαβεῖν [παρὰ] τῶν Αἰγυπτίων, ἱστορέων αὐτοὺς ἥντινα δύναμιν ἔχει ὁ Νεῖλος τὰ ἔμπαλιν πεφυκέναι τῶν ἄλλων ποταμῶν. ταῦτά τε δὴ [τὰ λελεγμένα] βουλόμενος εἰδέναι ἱστόρεον καὶ ὅ τι αὔρας ἀποπνεούσας μοῦνος πάντων ποταμῶν οὐ παρέχεται. | Για όλα αυτά από κανέναν Αιγύπτιο δεν κατόρθωσα να πάρω πληροφορίες όταν τους ρωτούσα ποιά δύναμη έχει ο Νείλος και είναι καμωμένος αντίθετα από τους άλλους ποταμούς· τα παραπάνω λοιπόν ήθελα να μάθω και ρωτούσα, καθώς και γιατί ο Νείλος είναι ο μόνος απ᾽ όλους τους ποταμούς που από τη μεριά του δεν φυσούν άνεμοι. |
| [2.20.1] | Ἀλλὰ Ἑλλήνων μέν τινες ἐπίσημοι βουλόμενοι γενέσθαι σοφίην ἔλεξαν περὶ τοῦ ὕδατος τούτου τριφασίας ὁδούς, τῶν τὰς μὲν δύο [τῶν ὁδῶν] οὐδ ἀξιῶ μνησθῆναι εἰ μὴ ὅσον σημῆναι βουλόμενος μοῦνον. | Μερικοί Έλληνες ωστόσο, θέλοντας να γίνουν διάσημοι για τη σοφία τους, διατύπωσαν τρεις απόψεις γι᾽ αυτόν τον ποταμό· από τις απόψεις αυτές, τις δύο δεν τις κρίνω άξιες να αναφερθούν, θέλω ωστόσο να πω μόνο τί λένε· |
| [2.20.2] | τῶν ἡ ἑτέρη μὲν λέγει τοὺς ἐτησίας ἀνέμους εἶναι αἰτίους πληθύειν τὸν ποταμόν, κωλύοντας ἐς θάλασσαν ἐκρέειν τὸν Νεῖλον. πολλάκις δὲ ἐτησίαι μὲν οὐκ ὦν ἔπνευσαν, ὁ δὲ Νεῖλος τὠυτὸ ἐργάζεται. | η πρώτη λοιπόν από αυτές λέει ότι η αιτία που φουσκώνει ο Νείλος είναι οι ετήσιοι άνεμοι, που τον εμποδίζουν να κυλήσει προς τη θάλασσα. Πολλές φορές ωστόσο ετήσιοι άνεμοι δεν φύσηξαν, και ο Νείλος έκανε τα ίδια. |
| [2.20.3] | πρὸς δέ, εἰ ἐτησίαι αἴτιοι ἦσαν, χρῆν καὶ τοὺς ἄλλους ποταμούς, ὅσοι τοῖσι ἐτησίῃσι ἀντίοι ῥέουσι, ὁμοίως πάσχειν καὶ κατὰ ταὐτὰ τῷ Νείλῳ, καὶ μᾶλλον ἔτι τοσούτῳ ὅσῳ ἐλάσσονες ἐόντες ἀσθενέστερα τὰ ῥεύματα παρέχονται. εἰσὶ δὲ πολλοὶ μὲν ἐν τῇ Συρίῃ ποταμοί, πολλοὶ δὲ ἐν τῇ Λιβύῃ, οἳ οὐδὲν τοιοῦτο πάσχουσι οἷόν τι καὶ ὁ Νεῖλος. | Εξάλλου, αν η αιτία ήταν οι ετήσιοι άνεμοι, θα έπρεπε και οι άλλοι ποταμοί, όσοι κυλούν αντίθετα με τους ετήσιους ανέμους, να παθαίνουν τα ίδια με τον Νείλο, και μάλιστα ακόμη περισσότερο, αφού είναι μικρότεροι και έχουν πιο αδύναμα ρεύματα. Και υπάρχουν πολλοί ποταμοί στη Συρία, πολλοί και στη Λιβύη, αλλά τέτοια πράγματα όπως ο Νείλος δεν τα παθαίνουν. |
| [2.21.1] | ἡ δ᾽ ἑτέρη ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς λελεγμένης, λόγῳ δὲ εἰπεῖν θωμασιωτέρη, ἣ λέγει ἀπὸ τοῦ Ὠκεανοῦ ῥέοντα αὐτὸν ταῦτα μηχανᾶσθαι, τὸν δὲ Ὠκεανὸν γῆν περὶ πᾶσαν ῥέειν. | Αλλά η δεύτερη άποψη είναι ακόμη πιο αδαής απ᾽ αυτήν που ανέφερα, μόνο που είναι πιο εντυπωσιακή στο άκουσμά της: λέει ότι ο Νείλος κάνει αυτά τα καμώματα επειδή έρχεται από τον Ωκεανό, και ο Ωκεανός κυλάει γύρω γύρω σε όλη τη γη. |
| [2.22.1] | ἡ δὲ τρίτη τῶν ὁδῶν πολλὸν ἐπιεικεστάτη ἐοῦσα μάλιστα ἔψευσται. λέγει γὰρ δὴ οὐδ᾽ αὕτη οὐδέν, φαμένη τὸν Νεῖλον ῥέειν ἀπὸ τηκομένης χιόνος, ὃς ῥέει μὲν ἐκ Λιβύης διὰ μέσων Αἰθιόπων, ἐκδιδοῖ δὲ ἐς Αἴγυπτον. | Η τρίτη άποψη όμως, αν και είναι η ευλογοφανέστερη, είναι μολοντούτο η πλέον αναληθής· γιατί ούτε αυτή λέει τίποτε, αφού υποστηρίζει ότι ο Νείλος προέρχεται από το χιόνι που λιώνει· αυτός όμως έρχεται από τη Λιβύη, περνάει μέσα από την Αιθιοπία και βγαίνει στην Αίγυπτο. |
| [2.22.2] | κῶς ὦν δῆτα ῥέοι ἂν ἀπὸ χιόνος, ἀπὸ τῶν θερμοτάτων [τόπων] ῥέων ἐς τῶν [τὰ ψυχρότερα] τὰ πολλά ἐστι; ἀνδρί γε λογίζεσθαι τοιούτων πέρι οἵῳ τε ἐόντι, ὡς οὐδὲ οἰκὸς ἀπὸ χιόνος μιν ῥέειν, πρῶτον μὲν καὶ μέγιστον μαρτύριον οἱ ἄνεμοι παρέχονται πνέοντες ἀπὸ τῶν χωρέων τουτέων θερμοί· | Πώς λοιπόν προέρχεται από το χιόνι αφού από τόπους θερμούς κατεβαίνει σε τόπους που είναι γενικά πιο ψυχροί; Για τον άνθρωπο που είναι σε θέση να σκέπτεται σωστά γι᾽ αυτά τα πράγματα, δεν είναι λογικό να προέρχεται ο Νείλος από το χιόνι, και την πρώτη απόδειξη και τη μεγαλύτερη την προσφέρουν οι άνεμοι που φυσούν απ᾽ αυτές τις περιοχές και που είναι θερμοί· |
| [2.22.3] | δεύτερον δέ, ὅτι ἄνομβρος ἡ χώρη καὶ ἀκρύσταλλος διατελέει ἐοῦσα, ἐπὶ δὲ χιόνι πεσούσῃ πᾶσα ἀνάγκη ἐστὶ ὗσαι ἐν πέντε ἡμέρῃσι, ὥστε, εἰ ἐχιόνιζε, ὕετο ἂν ταῦτα τὰ χωρία· τρίτα δὲ οἱ ἄνθρωποι ὑπὸ τοῦ καύματος μέλανες ἐόντες· | ύστερα, σ᾽ αυτήν την περιοχή δεν πέφτει ούτε βροχή ούτε παγωνιά, ενώ αν πέσει χιόνι, πρέπει οπωσδήποτε να βρέξει μέσα σε πέντε ημέρες: άρα, αν χιόνιζε σ᾽ αυτά τα μέρη, θα έβρεχε κιόλας· τρίτον, οι άνθρωποι είναι μαύροι από την κάψα. |
| [2.22.4] | ἰκτῖνοι δὲ καὶ χελιδόνες δι᾽ ἔτεος ἐόντες οὐκ ἀπολείπουσι, γέρανοι δὲ φεύγουσαι τὸν χειμῶνα τὸν ἐν τῇ Σκυθικῇ χώρῃ γινόμενον φοιτῶσι ἐς χειμασίην ἐς τοὺς τόπους τούτους. εἰ τοίνυν ἐχιόνιζε καὶ ὅσον ὦν ταύτην τὴν χώρην δι᾽ ἧς τε ῥέει καὶ ἐκ τῆς ἄρχεται ῥέων ὁ Νεῖλος, ἦν ἄν τι τούτων οὐδέν, ὡς ἡ ἀνάγκη ἐλέγχει. | Έπειτα, τα περδικογέρακα και τα χελιδόνια μένουν εκεί όλον τον χρόνο, και οι γερανοί, για να γλιτώσουν από τον χειμώνα που κάνει στη χώρα της Σκυθίας, πηγαίνουν να ξεχειμάσουν σ᾽ αυτούς τους τόπους. Αν λοιπόν χιόνιζε έστω και ελάχιστα σ᾽ αυτή τη χώρα όπου κυλάει και απ᾽ όπου αρχίζει να κυλάει ο Νείλος, τίποτε από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε, και τούτο αποδεικνύεται αναγκαστικά. |
| [2.23.1] | ὁ δὲ περὶ τοῦ Ὠκεανοῦ λέξας ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀνενείκας οὐκ ἔχει ἔλεγχον· οὐ γάρ τινα ἔγωγε οἶδα ποταμὸν Ὠκεανὸν ἐόντα, Ὅμηρον δὲ ἤ τινα τῶν πρότερον γενομένων ποιητέων δοκέω τοὔνομα εὑρόντα ἐς ποίησιν ἐσενείκασθαι. | Όσο γι᾽ αυτόν που μίλησε για τον Ωκεανό, έχει αναγάγει την υπόθεση στο άγνωστο, και άρα δεν μπορεί να ελεγχθεί· γιατί εγώ δεν γνωρίζω να υπάρχει κανένας ποταμός Ωκεανός, παρά μου φαίνεται ότι ο Όμηρος είτε κάποιος παλιότερος ποιητής επινόησε το όνομα και το έμπασε στην ποίηση. |
| [2.24.1] | εἰ δὲ δεῖ μεμψάμενον γνώμας τὰς προκειμένας αὐτὸν περὶ τῶν ἀφανέων γνώμην ἀποδέξασθαι, φράσω δι᾽ ὅ τι μοι δοκέει πληθύεσθαι ὁ Νεῖλος τοῦ θέρεος. τὴν χειμερινὴν ὥρην ἀπελαυνόμενος ὁ ἥλιος ἐκ τῆς ἀρχαίης διεξόδου ὑπὸ τῶν χειμώνων ἔρχεται τῆς Λιβύης τὰ ἄνω. | Αν όμως πρέπει, αφού κατέκρινα τις προτεινόμενε απόψεις, να υιοθετήσω κι εγώ μια άποψη για τα σκοτεινά αυτά ζητήματα, θα πω για ποιόν λόγο νομίζω ότι ο Νείλος φουσκώνει το καλοκαίρι· τη χειμερινή περίοδο οι καταιγίδες απωθούν τον ήλιο από τη συνηθισμένη διαδρομή του και αυτός έρχεται στα επάνω μέρη της Λιβύης: |
| [2.24.2] | ὡς μέν νυν ἐν ἐλαχίστῳ δηλῶσαι, πᾶν εἴρηται· τῆς γὰρ ἂν ἀγχοτάτω τε ᾖ χώρης οὗτος ὁ θεὸς καὶ κατὰ ἥντινα, ταύτην οἰκὸς διψῆν τε ὑδάτων μάλιστα καὶ τὰ ἐγχώρια ῥεύματα μαραίνεσθαι τῶν ποταμῶν. | με λίγα λόγια, αυτό είναι όλο και δεν χρειάζονται περισσότερα· επειδή είναι εύλογο, η χώρα που τη σιμώνει περισσότερο τούτος ο Θεός και που βρίσκεται από πάνω της, να έχει τη μεγαλύτερη δίψα για νερό και οι κοίτες των ποταμών της να ξεραίνονται. |
| [2.25.1] | ὡς δὲ ἐν πλέονι λόγῳ δηλῶσαι, ὧδε ἔχει. διεξιὼν τῆς Λιβύης τὰ ἄνω ὁ ἥλιος τάδε ποιέει· ἅτε διὰ παντὸς τοῦ χρόνου αἰθρίου τε ἐόντος τοῦ ἠέρος τοῦ κατὰ ταῦτα τὰ χωρία καὶ ἀλεεινῆς τῆς χώρης ἐούσης καὶ ‹ἄνευ› ἀνέμων ψυχρῶν, διεξιὼν ποιέει οἷόν περ καὶ τὸ θέρος ἔωθε ποιέειν ἰὼν τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ. | Για να το πω όμως με περισσότερα λόγια, νά πώς γίνονται τα πράγματα· ο ήλιος, καθώς περνάει από τα επάνω μέρη της Λιβύης, κάνει το εξής: καθώς σ᾽ αυτά τα μέρη η ατμόσφαιρα είναι όλον τον χρόνο καθαρή, ο τόπος ζεστός και χωρίς ψυχρούς ανέμους, περνώντας ο ήλιος κάνει ό,τι κάνει πάντοτε το καλοκαίρι καθώς διασχίζει τη μέση του ουρανού· |
| [2.25.2] | ἕλκει γὰρ ἐπ᾽ ἑωυτὸν τὸ ὕδωρ, ἑλκύσας δὲ ἀπωθέει ἐς τὰ ἄνω χωρία, ὑπολαμβάνοντες δὲ οἱ ἄνεμοι καὶ διασκιδνάντες τήκουσι· καὶ εἰσὶ οἰκότως οἱ ἀπὸ ταύτης τῆς χώρης πνέοντες, ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι. | τραβάει δηλαδή προς τον εαυτό του το νερό, και τραβώντας το τό σπρώχνει προς τα επάνω μέρη, όπου το παραλαβαίνουν οι άνεμοι και το σκορπίζουν και το εξατμίζουν· και είναι εύλογο ότι οι άνεμοι που φυσούν απ᾽ αυτη την περιοχή, ο νοτιάς και ο λίβας, είναι απ᾽ όλους τους ανέμους αυτοί που φέρνουν την περισσότερη βροχή. |
| [2.25.3] | δοκέει δέ μοι οὐδὲ πᾶν τὸ ὕδωρ τὸ ἐπέτειον ἑκάστοτε ἀποπέμπεσθαι τοῦ Νείλου ὁ ἥλιος, ἀλλὰ καὶ ὑπολείπεσθαι περὶ ἑωυτόν. πρηϋνομένου δὲ τοῦ χειμῶνος ἀπέρχεται ὁ ἥλιος ἐς μέσον τὸν οὐρανὸν ὀπίσω, καὶ τὸ ἐνθεῦτεν ἤδη ὁμοίως ἀπὸ πάντων ἕλκει τῶν ποταμῶν. | Νομίζω ωστόσο ότι ο ήλιος δεν αποδιώχνει κάθε χρόνο όλο το νερό του Νείλου, αλλά κρατάει λίγο για τον εαυτό του. Και όταν ο χειμώνας γλυκάνει, ο ήλιος ξαναγυρίζει στη μέση του ουρανού, και από εκεί και πέρα τραβάει πια νερό με τον ίδιο τρόπο απ᾽ όλα τα ποτάμια. |
| [2.25.4] | τέως δὲ οἱ μὲν ὀμβρίου ὕδατος συμμισγομένου πολλοῦ αὐτοῖσι, ἅτε ὑομένης τε τῆς χώρης καὶ κεχαραδρωμένης, ῥέουσι μεγάλοι, τοῦ δὲ θέρεος τῶν τε ὄμβρων ἐπιλειπόντων αὐτοὺς καὶ ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἑλκόμενοι ἀσθενέες εἰσί. | Ώς εκείνη την εποχή όμως, οι ποταμοί αυτοί, καθώς ανακατώνεται με το δικό τους πολύ βρόχινο νερό, αφού βρέχει στον τόπο και σχηματίζονται χαράδρες, κυλούν άφθονοι· αλλά το καλοκαίρι όπου στερούνται πια τις βροχές και τους τραβάει ο ήλιος, γίνονται αδύναμοι. |
| [2.25.5] | ὁ δὲ Νεῖλος, ἐὼν ἄνομβρος, ἑλκόμενος δὲ ὑπὸ τοῦ ἡλίου, μοῦνος ποταμῶν τοῦτον τὸν χρόνον οἰκότως αὐτὸς ἑωυτοῦ ῥέει πολλῷ ὑποδεέστερος ἢ τοῦ θέρεος· τότε μὲν γὰρ μετὰ πάντων τῶν ὑδάτων ἴσον ἕλκεται, τὸν δὲ χειμῶνα μοῦνος πιέζεται. οὕτω τὸν ἥλιον νενόμικα τούτων αἴτιον εἶναι. | Ο Νείλος όμως, που δεν δέχεται βροχές και που τον τραβάει ο ήλιος, είναι εύλογα ο μόνος ποταμός που αυτή την εποχή του χρόνου κυλάει σε στάθμη χαμηλότερη απ᾽ ό,τι το καλοκαίρι· γιατί το καλοκαίρι μαζί με όλα τ᾽ άλλα νερά τραβιέται και αυτός, ενώ τον χειμώνα είναι ο μόνος που πάσχει. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο νομίζω εγώ ότι τα προκαλεί όλα αυτά ο ήλιος. |
| [2.26.1] | αἴτιος δὲ ὁ αὐτὸς οὗτος κατὰ γνώμην τὴν ἐμὴν καὶ τὸν ἠέρα ξηρὸν τὸν ταύτῃ εἶναι, διακαίων τὴν διέξοδον αὐτῷ· οὕτω τῆς Λιβύης τὰ ἄνω θέρος αἰεὶ κατέχει. | Κατά τη γνώμη μου μάλιστα ο ίδιος είναι και ο αίτιος που ο αέρας είναι ξερός σ᾽ αυτά τα μέρη, γιατί τον κατακαίει στο πέρασμά του· γι᾽ αυτό στα επάνω μέρη της Λιβύης είναι πάντα καλοκαίρι. |
| [2.26.2] | εἰ δὲ ἡ στάσις ἤλλακτο τῶν ὡρέων καὶ τοῦ οὐρανοῦ τῇ μὲν νῦν ὁ βορέης τε καὶ ὁ χειμὼν ἑστᾶσι, ταύτῃ μὲν τοῦ νότου ἦν ἡ στάσις καὶ τῆς μεσαμβρίης, τῇ δὲ ὁ νότος νῦν ἕστηκε, ταύτῃ δὲ ὁ βορέης, εἰ ταῦτα οὕτως εἶχε, ὁ ἥλιος ἂν ἀπελαυνόμενος ἐκ μέσου τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τοῦ χειμῶνος καὶ τοῦ βορέω ἤιε ἂν τὰ ἄνω τῆς Εὐρώπης κατά περ νῦν τῆς Λιβύης ἔρχεται, διεξιόντα δ᾽ ἄν μιν διὰ πάσης Εὐρώπης ἔλπομαι ποιέειν ἂν τὸν Ἴστρον τά περ νῦν ἐργάζεται τὸν Νεῖλον. | Αν όμως άλλαζε η θέση των εποχών, και στο σημείο του ουρανού όπου στέκουν τώρα ο βοριάς και ο χειμώνας, σ᾽ αυτή τη θέση αν βρισκόταν ο νοτιάς και το καλοκαίρι, και όπου είναι σήμερα ο νοτιάς αν πήγαινε ο βοριάς, αν γίνονταν αυτά, ο ήλιος, καθώς ο χειμώνας και ο βοριάς θα τον έδιωχναν από τη μέση του ουρανού, θα πήγαινε στα επάνω μέρη της Ευρώπης, όπως πηγαίνει τώρα στη Λιβύη, και καθώς θα περνούσε πάνω από όλη την Ευρώπη, θα έκανε, νομίζω, στον Ίστρο τα όσα σκαρώνει τώρα στον Νείλο. |
| [2.27.1] | τῆς αὔρης δὲ πέρι, ὅ τι οὐκ ἀποπνέει, τήνδε ἔχω γνώμην, ὡς κάρτα ἀπὸ θερμέων χωρέων οὐκ οἰκός ἐστι οὐδὲν ἀποπνέειν, αὔρη δὲ ἀπὸ ψυχροῦ τινος φιλέει πνέειν. | Όσο για τον άνεμο, ότι δηλαδή δεν φυσάει, έχω τούτη τη γνώμη, ότι δεν είναι φυσικό από πολύ θερμές περιοχές να φυσάει τίποτε, γιατί ο άνεμος φυσάει συνήθως από ψυχρούς τόπους. |
| [2.28.1] | Ταῦτα μέν νυν ἔστω ὡς ἔστι τε καὶ ὡς ἀρχὴν ἐγένετο. τοῦ δὲ Νείλου τὰς πηγὰς οὔτε Αἰγυπτίων οὔτε Λιβύων οὔτε Ἑλλήνων τῶν ἐμοὶ ἀπικομένων ἐς λόγους οὐδεὶς ὑπέσχετο εἰδέναι, εἰ μὴ ἐν Αἰγύπτῳ ἐν Σάϊ πόλι ὁ γραμματιστὴς τῶν ἱρῶν χρημάτων τῆς Ἀθηναίης. | Αυτά λοιπόν ας είναι όπως είναι και όπως έγιναν από την αρχή. Αλλά για τις πηγές του Νείλου κανένας, ούτε από τους Αιγυπτίους ούτε από τους Λιβύους ούτε από τους Έλληνες με τους οποίους συζήτησα, δεν μου δήλωσε ότι τις γνωρίζει, παρεκτός ο γραμματικός του ιερού θησαυρού της Αθηνάς στην πόλη Σάιδα της Αιγύπτου. |
| [2.28.2] | οὗτος δ᾽ ἔμοιγε παίζειν ἐδόκεε, φάμενος εἰδέναι ἀτρεκέως. ἔλεγε δὲ ὧδε, εἶναι δύο ὄρεα ἐς ὀξὺ τὰς κορυφὰς ἀπηγμένα, μεταξὺ Συήνης τε πόλιος κείμενα τῆς Θηβαΐδος καὶ Ἐλεφαντίνης, οὐνόματα δὲ εἶναι τοῖσι ὄρεσι τῷ μὲν Κρῶφι, τῷ δὲ Μῶφι. | Αυτός όμως μου φάνηκε ότι μάλλον αστειευόταν όταν μου έλεγε ότι έχει ακριβή γνώση· μου είπε πάντως τα εξής: ότι είναι δυο βουνά που καταλήγουν σε μυτερές κορυφές και που βρίσκονται ανάμεσα στην πόλη Συήνη της Θηβαΐδας και στην Ελεφαντίνη, και τα ονόματά τους είναι του ενός Κρώφι και του άλλου Μώφι· |
| [2.28.3] | τὰς ὦν δὴ πηγὰς τοῦ Νείλου ἐούσας ἀβύσσους ἐκ τοῦ μέσου τῶν ὀρέων τούτων ῥέειν, καὶ τὸ μὲν ἥμισυ τοῦ ὕδατος ἐπ᾽ Αἰγύπτου ῥέειν καὶ πρὸς βορέην ἄνεμον, τὸ δ᾽ ἕτερον ἥμισυ ἐπ᾽ Αἰθιοπίης τε καὶ νότου. | ανάμεσα λοιπόν απ᾽ αυτά τα βουνά τρέχουν οι πηγές του Νείλου, που είναι απύθμενες, και το μισό νερό κυλάει στην Αίγυπτο, κατά τον βορινό άνεμο, και το άλλο μισό στην Αιθιοπία, κατά τον νότο. |
| [2.28.4] | ὡς δὲ ἄβυσσοί εἰσι αἱ πηγαί, ἐς διάπειραν ἔφη τούτου Ψαμμήτιχον Αἰγύπτου βασιλέα ἀπικέσθαι. πολλέων γὰρ αὐτὸν χιλιάδων ὀργυιέων πλεξάμενον κάλον κατεῖναι ταύτῃ καὶ οὐκ ἐξικέσθαι ἐς βυσσόν. | Ότι οι πηγές είναι απύθμενες, είπε ο γραμματικός, το έβαλε σε δοκιμή ο βασιλιάς της Αιγύπτου Ψαμμήτιχος: έριξε μέσα εκεί ένα πλεκτό σχοινί πολλές χιλιάδες οργιές μακρύ, και το σχοινί δεν έφτασε στον πάτο. |
| [2.28.5] | οὗτος μὲν δὴ ὁ γραμματιστής, εἰ ἄρα ταῦτα γινόμενα ἔλεγε, ἀπέφαινε, ὡς ἐμὲ κατανοέειν, δίνας τινὰς ταύτῃ ἐούσας ἰσχυρὰς καὶ παλιρροίην, οἷα δὲ ἐμβάλλοντος τοῦ ὕδατος τοῖσι ὄρεσι μὴ δύνασθαι κατιεμένην καταπειρητηρίην ἐς βυσσὸν ἰέναι. | Με τα λεγόμενά του ωστόσο ο γραμματικός, αν βέβαια έλεγε αλήθεια ότι έγιναν αυτά τα πράγματα, φανέρωνε ότι εκεί πέρα υπάρχουν δίνες ισχυρές και παλίρροιες, καθώς το νερό αντιχτυπάει πάνω στα βουνά, και η βολίδα που ρίχνεται δεν μπορεί να φτάσει στον πάτο. |
| [2.29.1] | ἄλλου δὲ οὐδενὸς οὐδὲν ἐδυνάμην πυθέσθαι, ἀλλὰ τοσόνδε μὲν ἄλλο ἐπὶ μακρότατον ἐπυθόμην, μέχρι μὲν Ἐλεφαντίνης πόλιος αὐτόπτης ἐλθών, τὸ δ᾽ ἀπὸ τούτου ἀκοῇ ἤδη ἱστορέων. | Από άλλον κανέναν δεν μπόρεσα να μάθω τίποτε. Τα άλλα όμως όσα πληροφορήθηκα ερευνώντας όσο μπορούσα πιο μακριά και ώς την πόλη Ελεφαντίνη τα είδα με τα μάτια μου, ενώ από εκεί και πέρα τα αφηγούμαι εξ ακοής: είναι τα ακόλουθα. |
| [2.29.2] | ἀπὸ Ἐλεφαντίνης πόλιος ἄνω ἰόντι ἄναντές ἐστι χωρίον· ταύτῃ ὦν δεῖ τὸ πλοῖον διαδήσαντας ἀμφοτέρωθεν κατά περ βοῦν πορεύεσθαι· ἢν δὲ ἀπορραγῇ, τὸ πλοῖον οἴχεται φερόμενον ὑπὸ ἰσχύος τοῦ ῥόου. | Καθώς πηγαίνουμε από την πόλη Ελεφαντίνη και επάνω, το έδαφος είναι ανηφορικό· εκεί λοιπόν, για να προχωρήσει το πλοίο, πρέπει να το δέσουμε κι από τις δυο μεριές, σαν το βόδι· και αν σπάσει το σκοινί, το ρεύμα με τη δύναμή του παίρνει το πλοίο μακριά. |
| [2.29.3] | τὸ δὲ χωρίον τοῦτό ἐστι ἐπ᾽ ἡμέρας τέσσερας πλόος, σκολιὸς δὲ ταύτῃ κατά περ ὁ Μαίανδρός ἐστι ὁ Νεῖλος· σχοῖνοι δὲ δυώδεκά εἰσι οὗτοι τοὺς δεῖ τούτῳ τῷ τρόπῳ διεκπλῶσαι· καὶ ἔπειτα ἀπίξεαι ἐς πεδίον λεῖον, ἐν τῷ νῆσον περιρρέει ὁ Νεῖλος· Ταχομψὼ οὔνομα αὐτῇ ἐστι. | Η περιοχή αυτή είναι τεσσάρων ημερών ταξίδι, και εκεί ο Νείλος είναι ελικοειδής σαν τον Μαίανδρο· δώδεκα σχοίνους πρέπει να διαπλεύσει κανείς μ᾽ αυτόν τον τρόπο. Ύστερα φτάνουμε σε τόπο ομαλό όπου ο Νείλος κυλάει γύρω από ένα νησί, Ταχομψώ τ᾽ όνομά του. |
| [2.29.4] | οἰκέουσι δὲ τὰ ἀπὸ Ἐλεφαντίνης ἄνω Αἰθίοπες ἤδη καὶ τῆς νήσου τὸ ἥμισυ, τὸ δὲ ἥμισυ Αἰγύπτιοι. ἔχεται δὲ τῆς νήσου λίμνη μεγάλη, τὴν πέριξ νομάδες Αἰθίοπες νέμονται· τὴν διεκπλώσας ἐς τοῦ Νείλου τὸ ῥέεθρον ἥξεις, τὸ ἐς τὴν λίμνην ταύτην ἐκδιδοῖ· | Από την Ελεφαντίνη και πάνω κατοικούν Αιθίοπες, καθώς και στο μισό νησί, και στο άλλο μισό Αιγύπτιοι. Ενωμένη με το νησί είναι μεγάλη λίμνη, και τα γύρω της τα κατέχουν Αιθίοπες νομάδες· άμα τη διασχίσει κανείς, φτάνει στο ρεύμα του Νείλου που βγαίνει στη λίμνη. |
| [2.29.5] | καὶ ἔπειτα ἀποβὰς παρὰ τὸν ποταμὸν ὁδοιπορίην ποιήσεαι ἡμερέων τεσσεράκοντα· σκόπελοί τε γὰρ ἐν τῷ Νείλῳ ὀξέες ἀνέχουσι καὶ χοιράδες πολλαί εἰσι, δι᾽ ὧν οὐκ οἷά τέ ἐστι πλέειν. | Εκεί αποβιβάζεται και πορεύεται πεζός δίπλα στον ποταμό σαράντα ημέρες: γιατί στον Νείλο υπάρχουν σκόπελοι μυτεροί και πολλοί ύφαλοι, και εξαιτίας τους ταξίδι με πλοίο είναι αδύνατο να γίνει. |
| [2.29.6] | διεξελθὼν δὲ ἐν τῇσι τεσσεράκοντα ἡμέρῃσι τοῦτο τὸ χωρίον, αὖτις ἐς ἕτερον πλοῖον ἐσβὰς δυώδεκα ἡμέρας πλεύσεαι καὶ ἔπειτα ἥξεις ἐς πόλιν μεγάλην τῇ οὔνομά ἐστι Μερόη. λέγεται δὲ αὕτη ἡ πόλις εἶναι μητρόπολις τῶν ἄλλων Αἰθιόπων. | Άμα περάσουν αυτές οι σαράντα ημέρες και διασχίσει κανείς αυτή την περιοχή, μπαίνει σε άλλο πλοίο, ταξιδεύει δώδεκα ημέρες, και τότε φτάνει σε μεγάλη πόλη που το όνομά της είναι Μερόη· λέγεται ότι η πόλη αυτή είναι η μητρόπολη των άλλων Αιθιόπων. |
| [2.29.7] | οἱ δ᾽ ἐν ταύτῃ Δία θεῶν καὶ Διόνυσον μούνους σέβονται, τούτους τε μεγάλως τιμῶσι, καί σφι μαντήιον Διὸς κατέστηκε. στρατεύονται δέ, ἐπεάν σφεας ὁ θεὸς οὗτος κελεύῃ διὰ θεσπισμάτων, καὶ τῇ ἂν κελεύῃ, ἐκεῖσε. | Από τους Θεούς οι κάτοικοί της λατρεύουν μόνο τον Δία και τον Διόνυσο, τους τιμούν εξαιρετικά και διαθέτουν και μαντείο του Διός· κάνουν εκστρατείες όταν τους προστάζει ο θεός αυτός με τους χρησμούς του, και πηγαίνουν όπου τους προστάζει. |
| [2.30.1] | ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς πόλιος πλέων ἐν ἴσῳ χρόνῳ ἄλλῳ ἥξεις ἐς τοὺς αὐτομόλους ἐν ὅσῳ περ ἐξ Ἐλεφαντίνης ἦλθες ἐς τὴν μητρόπολιν τὴν Αἰθιόπων. τοῖσι δὲ αὐτομόλοισι τούτοισι οὔνομά ἐστι Ἀσμάχ, δύναται δὲ τοῦτο τὸ ἔπος κατὰ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν οἱ ἐξ ἀριστερῆς χειρὸς παριστάμενοι βασιλέϊ. | Ξεκινώντας απ᾽ αυτή την πόλη στον ποταμό, θέλει κανείς άλλο τόσο διάστημα όσο έκανε για να έρθει από την Ελεφαντίνη στη μητρόπολη των Αιθιόπων, και τότε φθάνει στους αυτομόλους. Το όνομα τούτων των αυτομόλων είναι Ασμάχ, και στα ελληνικά η λέξη τούτη σημαίνει αυτούς που στέκουν στο αριστερό χέρι του βασιλιά. |
| [2.30.2] | ἀπέστησαν δὲ αὗται τέσσερες καὶ εἴκοσι μυριάδες Αἰγυπτίων τῶν μαχίμων ἐς τοὺς Αἰθίοπας τούτους δι᾽ αἰτίην τοιήνδε· ἐπὶ Ψαμμητίχου βασιλέος φυλακαὶ κατέστασαν ἔν τε Ἐλεφαντίνῃ πόλι πρὸς Αἰθιόπων καὶ ἐν Δάφνῃσι τῇσι Πηλουσίῃσι ἄλλη [δὲ] πρὸς Ἀραβίων τε καὶ Συρίων καὶ ἐν Μαρέῃ πρὸς Λιβύης ἄλλη. | Οι Αιγύπτιοι αυτοί πολεμιστές, διακόσιες σαράντα χιλιάδες νοματαίοι, αυτομόλησαν κάποτε στους Αιθίοπες για την εξής αιτία. Όταν βασιλιάς ήταν ο Ψαμμήτιχος, ιδρύθηκαν φρουρές: στην πόλη Ελεφαντίνη προς τη μεριά της Αιθιοπίας, στις Πηλούσιες Δάφνες προς τη μεριά της Αραβίας και της Συρίας, και στη Μαρέα προς τη μεριά της Λιβύης. |
| [2.30.3] | ἔτι δὲ ἐπ᾽ ἐμεῦ καὶ Περσέων κατὰ ταὐτὰ αἱ φυλακαὶ ἔχουσι ὡς καὶ ἐπὶ Ψαμμητίχου ἦσαν· καὶ γὰρ ἐν Ἐλεφαντίνῃ Πέρσαι φρουρέουσι καὶ ἐν Δάφνῃσι. τοὺς ὦν δὴ Αἰγυπτίους τρία ἔτεα φρουρήσαντας ἀπέλυε οὐδεὶς τῆς φρουρῆς· οἱ δὲ βουλευσάμενοι καὶ κοινῷ λόγῳ χρησάμενοι πάντες ἀπὸ τοῦ Ψαμμητίχου ἀποστάντες ἤισαν ἐς Αἰθιοπίην. | Ακόμη μάλιστα και επί των ημερών μου οι Πέρσες έχουν τις φρουρές τους εκεί όπου βρίσκονταν και την εποχή του Ψαμμήτιχου· γιατί οι Πέρσες έχουν φρουρές και στην Ελεφαντίνη και στις Δάφνες. Αυτοί λοιπόν οι Αιγύπτιοι έμειναν τρία χρόνια στη φρουρά, και κανένας δεν πήγε να τους αντικαταστήσει· τότε κι αυτοί, αφού έκαναν συμβούλιο και το συμφώνησαν το πράγμα, λιποτάκτησαν από τον Ψαμμήτιχο και ξεκίνησαν για την Αιθιοπία. |
| [2.30.4] | Ψαμμήτιχος δὲ πυθόμενος ἐδίωκε· ὡς δὲ κατέλαβε, ἐδέετο πολλὰ λέγων καί σφεας θεοὺς πατρωίους ἀπολιπεῖν οὐκ ἔα καὶ τέκνα καὶ γυναῖκας. τῶν δέ τινα λέγεται δέξαντα τὸ αἰδοῖον εἰπεῖν, ἔνθα ἂν τοῦτο ᾖ, ἔσεσθαι αὐτοῖσι ἐνθαῦτα καὶ τέκνα καὶ γυναῖκας. | Το έμαθε ο Ψαμμήτιχος και τους πήρε το κατόπι· και όταν τους έφτασε, τους παρακαλούσε και τους έλεγε ένα σωρό και δεν τους άφηνε να παρατήσουν τους πατρώους Θεούς, τα παιδιά και τις γυναίκες τους· λένε ωστόσο ότι κάποιος από αυτούς έδειξε το πράμα του και είπε ότι όπου βρίσκεται αυτό, θα υπάρχουν για λόγου τους παιδιά και γυναίκες. |
| [2.30.5] | οὗτοι ἐπείτε ἐς Αἰθιοπίην ἀπίκοντο, διδοῦσι σφέας αὐτοὺς τῷ Αἰθιόπων βασιλέϊ. ὁ δέ σφεας τῷδε ἀντιδωρέεται· ἦσάν οἱ διάφοροί τινες γεγονότες τῶν Αἰθιόπων· τούτους ἐκέλευε ἐξελόντας τὴν ἐκείνων γῆν οἰκέειν. τούτων δὲ ἐσοικισθέντων ἐς τοὺς Αἰθίοπας ἡμερώτεροι γεγόνασι Αἰθίοπες ἤθεα μαθόντες Αἰγύπτια. | Μόλις λοιπόν οι Αιγύπτιοι έφτασαν στην Αιθιοπία, παραδόθηκαν στον βασιλιά της κι αυτός τους αντάμειψε με τον εξής τρόπο: υπήρχαν μερικοί Αιθίοπες που είχαν έρθει σε σύγκρουση μαζί του, κι αυτός διέταξε τους Αιγυπτίους να τους διώξουν από τη γη τους και να εγκατασταθούν αυτοί εκεί. Αφότου οι Αιγύπτιοι ανακατεύτηκαν με τους Αιθίοπες, τούτοι έμαθαν τα ήθη τους και έγιναν πιο ήρεμοι. |
| [2.31.1] | Μέχρι μέν νυν τεσσέρων μηνῶν πλόου καὶ ὁδοῦ γινώσκεται ὁ Νεῖλος πάρεξ τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ ῥεύματος· τοσοῦτοι γὰρ συμβαλλομένῳ μῆνες εὑρίσκονται ἀναισιμούμενοι ἐξ Ἐλεφαντίνης πορευομένῳ ἐς τοὺς αὐτομόλους τούτους· ῥέει δὲ ἀπὸ ἑσπέρης τε καὶ [ἡλίου] δυσμέων. τὸ δὲ ἀπὸ τοῦδε οὐδεὶς ἔχει σαφέως φράσαι· ἔρημος γάρ ἐστι ἡ χώρη αὕτη ὑπὸ καύματος. | Εκτός από το ρεύμα του όσο βρίσκεται στην Αίγυπτο, ο Νείλος είναι γνωστός για διάστημα τεσσάρων μηνών με ταξίδι στον ποταμό και πεζοπορία: αν κάνει κανείς τον λογαριασμό, τόσους μήνες θέλει όποιος πηγαίνει από την Ελεφαντίνη ώς τους αυτομόλους. Ο ποταμός κυλάει από τη μεριά όπου βασιλεύει ο ήλιος, από την δύση. Από εκεί και πέρα όμως, κανένας δεν έχει να πει τίποτε ξεκάθαρο· γιατί ο τόπος αυτός είναι έρημος εξαιτίας της μεγάλης ζέστης. |
| [2.32.1] | ἀλλὰ τάδε μὲν ἤκουσα ἀνδρῶν Κυρηναίων φαμένων ἐλθεῖν τε ἐπὶ τὸ Ἄμμωνος χρηστήριον καὶ ἀπικέσθαι ἐς λόγους Ἐτεάρχῳ τῷ Ἀμμωνίων βασιλέϊ, καί κως ἐκ λόγων ἄλλων ἀπικέσθαι ἐς λέσχην περὶ τοῦ Νείλου, ὡς οὐδεὶς αὐτοῦ οἶδε τὰς πηγάς, καὶ τὸν Ἐτέαρχον φάναι ἐλθεῖν κοτε παρ᾽ αὐτὸν Νασαμῶνας ἄνδρας. | Νά όμως τί άκουσα από κάτι Κυρηναίους που μου είπαν ότι είχαν πάει στο μαντείο του Άμμωνα όπου συζήτησαν με τον Ετέαρχο, βασιλιά των Αμμωνίων, και η κουβέντα τους πέρασε κάπως από διάφορα άλλα θέματα στον Νείλο και ότι κανένας δεν γνωρίζει τις πηγές του, και ο Ετέαρχος τους είπε ότι τον επισκέφτηκαν κάποτε κάτι Νασαμώνες, |
| [2.32.2] | τὸ δὲ ἔθνος τοῦτο ἐστὶ μὲν Λιβυκόν, νέμεται δὲ τὴν Σύρτιν τε καὶ τὴν πρὸς ἠῶ χώρην τῆς Σύρτιος οὐκ ἐπὶ πολλόν. | έθνος λιβυκό που κατοικούν στη Σύρτη και σε μικρή περιοχή ανατολικά της Σύρτης. |
| [2.32.3] | ἀπικομένους δὲ τοὺς Νασαμῶνας καὶ εἰρωτωμένους εἴ τι ἔχουσι πλέον λέγειν περὶ τῶν ἐρήμων τῆς Λιβύης, φάναι παρὰ σφίσι γενέσθαι ἀνδρῶν δυναστέων παῖδας ὑβριστάς, τοὺς ἄλλα τε μηχανᾶσθαι ἀνδρωθέντας περισσὰ καὶ δὴ καὶ ἀποκληρῶσαι πέντε ἑωυτῶν ὀψομένους τὰ ἔρημα τῆς Λιβύης, καὶ εἴ τι πλέον ἴδοιεν τῶν τὰ μακρότατα ἰδομένων. | Φτάσανε λοιπόν οι Νασαμώνες και όταν ρωτήθηκαν αν έχουν να πουν τίποτε παραπάνω από τα γνωστά για τις ερήμους της Λιβύης, αυτοί απάντησαν ότι ανάμεσά τους υπήρχαν κάτι γιοι σπουδαίων προσώπων, αναιδέστατοι, οι οποίοι, όταν ανδρώθηκαν, σκαρφίστηκαν πολλά και διάφορα, αλλά και τούτο: έβαλαν κλήρο, πέντε από αυτούς να εξερευνήσουν τις ερήμους της Λιβύης και να δουν ό,τι μπορούσαν πέρα από τα μακρινότερα μέρη που άλλοι είχαν δει. |
| [2.32.4] | τῆς γὰρ Λιβύης τὰ μὲν κατὰ τὴν βορηίην θάλασσαν ἀπ᾽ Αἰγύπτου ἀρξάμενοι μέχρι Σολόεντος ἄκρης, ἣ τελευτᾷ τῆς Λιβύης, παρήκουσι παρὰ πᾶσαν Λίβυες καὶ Λιβύων ἔθνεα πολλά, πλὴν ὅσον Ἕλληνες καὶ Φοίνικες ἔχουσι· τὰ δὲ ὑπὲρ θαλάσσης τε καὶ τῶν ἐπὶ θάλασσαν κατηκόντων ἀνθρώπων, [τὰ κατύπερθε] θηριώδης ἐστὶ ἡ Λιβύη· τὰ δὲ κατύπερθε τῆς θηριώδεος ψάμμος τέ ἐστι καὶ ἄνυδρος δεινῶς καὶ ἔρημος πάντων. | Γιατί στην περιοχή της Λιβύης προς τη βορινή θάλασσα, από την Αίγυπτο ώς το ακρωτήριο Σολόεντα, όπου τελειώνει η Λιβύη, κατοικούν παντού Λίβυοι, πλήθος έθνη λιβυκά, εκτός βέβαια από τα μέρη που κατέχουν οι Έλληνες και οι Φοίνικες· αλλά πέρα από τη θάλασσα και από τους ανθρώπους που κατοικούν κοντά στη θάλασσα, η Λιβύη είναι γεμάτη θηρία· και πέρα από την περιοχή των θηρίων είναι όλο άμμος, φοβερή ξηρασία και δεν υπάρχει ψυχή. |
| [2.32.5] | ἐπεὶ ὦν τοὺς νεηνίας ἀποπεμπομένους ὑπὸ τῶν ἡλίκων, ὕδατί τε καὶ σιτίοισι εὖ ἐξηρτυμένους, ἰέναι τὰ πρῶτα μὲν διὰ τῆς οἰκεομένης, ταύτην δὲ διεξελθόντας ἐς τὴν θηριώδεα ἀπικέσθαι, ἐκ δὲ ταύτης τὴν ἔρημον διεξιέναι τὴν ὁδὸν ποιευμένους πρὸς ζέφυρον ἄνεμον, | Ξαπόστειλαν λοιπόν τους νεαρούς οι συνομήλικοί τους, γερά εφοδιασμένους με νερό και τρόφιμα, κι αυτοί πήγανε πρώτα στην κατοικημένη περιοχή, τη διασχίσανε, φτάσανε στην περιοχή των θηρίων, από εκεί περάσανε στην έρημο, ακολουθώντας κατεύθυνση προς τον ζέφυρο, |
| [2.32.6] | διεξελθόντας δὲ χῶρον πολλὸν ψαμμώδεα καὶ ἐν πολλῇσι ἡμέρῃσι ἰδεῖν δή κοτε δένδρεα ἐν πεδίῳ πεφυκότα, καί σφεας προσελθόντας ἅπτεσθαι τοῦ ἐπεόντος ἐπὶ τῶν δενδρέων καρποῦ, ἁπτομένοισι δέ σφι ἐπελθεῖν ἄνδρας σμικρούς, μετρίων ἐλάσσονας ἀνδρῶν, λαβόντας δὲ ἄγειν σφέας· φωνῆς δὲ οὔτε τι τῆς ἐκείνων τοὺς Νασαμῶνας γινώσκειν οὔτε τοὺς ἄγοντας τῶν Νασαμώνων. | και αφού είχαν διατρέξει μια μεγάλη αμμώδη περιοχή, ύστερα από πολλές ημέρες, είδαν κάποτε δέντρα φυτρωμένα σ᾽ ένα πλάτωμα· πλησίασαν λοιπόν να κόψουν τους καρπούς που κρέμονταν από τα δέντρα, και καθώς τους έκοβαν, έπεσαν απάνω τους κάτι κοντοί άνθρωποι, με ανάστημα κάτω από το μέτριο, τους έπιασαν και τους πήραν μαζί τους· ούτε οι Νασαμώνες γνώριζαν καθόλου τη γλώσσα αυτών των ανθρώπων ούτε αυτοί που τους πήραν μαζί τους τη γλώσσα των Νασαμώνων· |
| [2.32.7] | ἄγειν τε δὴ αὐτοὺς δι᾽ ἑλέων μεγίστων, καὶ διεξελθόντας ταῦτα ἀπικέσθαι ἐς πόλιν ἐν τῇ πάντας εἶναι τοῖσι ἄγουσι τὸ μέγαθος ἴσους, χρῶμα δὲ μέλανας. παρὰ δὲ τὴν πόλιν ῥέειν ποταμὸν μέγαν, ῥέειν δὲ ἀπὸ ἑσπέρης αὐτὸν πρὸς ἥλιον ἀνατέλλοντα, φαίνεσθαι δὲ ἐν αὐτῷ κροκοδείλους. | τους οδήγησαν λοιπόν μέσα από μεγάλα έλη, και αφού τα πέρασαν, έφτασαν σε μια πόλη όπου όλοι είχαν το ίδιο ανάστημα με τους απαγωγείς, και μαύρο χρώμα. Κοντά σ᾽ αυτή την πόλη κυλάει μεγάλος ποταμός, και κυλάει από τη δύση προς την ανατολή, και μέσα του φαίνονται κροκόδειλοι. |
| [2.33.1] | ὁ μὲν δὴ τοῦ Ἀμμωνίου Ἐτεάρχου λόγος ἐς τ‹οσ›οῦτό μοι δεδηλώσθω, πλὴν ὅτι ἀπονοστῆσαί τε ἔφασκε τοὺς Νασαμῶνας, ὡς οἱ Κυρηναῖοι ἔλεγον, καὶ ἐς τοὺς οὗτοι ἀπίκοντο ἀνθρώπους, γόητας εἶναι ἅπαντας. | Δεν έχω άλλα να αναφέρω για την αφήγηση του Ετεάρχου του Αμμωνίου, παρεκτός ότι οι Νασαμώνες, καθώς είπε και καθώς μου είπαν οι Κυρηναίοι, γύρισαν στην πατρίδα τους και ότι στον τόπο όπου πήγαν, όλοι οι άνθρωποι είναι μάγοι. |
| [2.33.2] | τὸν δὲ δὴ ποταμὸν τοῦτον τὸν παραρρέοντα καὶ Ἐτέαρχος συνεβάλλετο εἶναι Νεῖλον, καὶ δὴ καὶ ὁ λόγος οὕτω αἱρέει. ῥέει γὰρ ἐκ Λιβύης ὁ Νεῖλος καὶ μέσην τάμνων Λιβύην· καὶ ὡς ἐγὼ συμβάλλομαι τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος, τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν ἴσων μέτρων ὁρμᾶται. | Όσο για τον ποταμό που κυλάει εκεί γύρω, ο Ετέαρχος είχε κι αυτός τη γνώμη ότι είναι ο Νείλος, πράγμα που το αποδείχνει και η λογική. Γιατί ο Νείλος ξεκινάει από τη Λιβύη, κόβει τη Λιβύη στη μέση, και όπως εγώ συμπεραίνω κρίνοντας εκείνα που δεν ξέρουμε από τα φανερά, κάνει την ίδια διαδρομή όπως και ο Ίστρος. |
| [2.33.3] | Ἴστρος τε γὰρ ποταμὸς ἀρξάμενος ἐκ Κελτῶν καὶ Πυρήνης πόλιος ῥέει μέσην σχίζων τὴν Εὐρώπην οἱ δὲ Κελτοί εἰσι ἔξω Ἡρακλέων στηλέων, ὁμουρέουσι δὲ Κυνησίοισι, οἳ ἔσχατοι πρὸς δυσμέων οἰκέουσι τῶν ἐν τῇ Εὐρώπῃ κατοικημένων. | Ο ποταμός Ίστρος ξεκινάει από τη χώρα των Κελτών και από την πόλη Πυρήνη και κόβει στη μέση την Ευρώπη· αυτοί οι Κελτοί βρίσκονται πέρα από τις Στήλες του Ηρακλέους και συνορεύουν με τους Κυνησίους, που κατοικούν στα μακρινότερα κατοικημένα δυτικά μέρη της Ευρώπης· |
| [2.33.4] | τελευτᾷ δὲ ὁ Ἴστρος ἐς θάλασσαν ῥέων τὴν τοῦ Εὐξείνου πόντου διὰ πάσης Εὐρώπης, τῇ Ἰστρίην οἱ Μιλησίων οἰκέουσι ἄποικοι. | και καταλήγει ο Ίστρος, κυλώντας μέσα από την Ευρώπη ολόκληρη, στη θάλασσα του Εύξεινου Πόντου, στην Ιστρία, όπου κατοικούν άποικοι από τη Μίλητο. |
| [2.34.1] | ὁ μὲν δὴ Ἴστρος, ῥέει γὰρ δι᾽ οἰκεομένης, πρὸς πολλῶν γινώσκεται, περὶ δὲ τῶν τοῦ Νείλου πηγέων οὐδεὶς ἔχει λέγειν· ἀοίκητός τε γὰρ καὶ ἔρημός ἐστι ἡ Λιβύη δι᾽ ἧς ῥέει. περὶ δὲ τοῦ ῥεύματος αὐτοῦ, ἐπ᾽ ὅσον μακρότατον ἱστορεῦντα ἦν ἐξικέσθαι, εἴρηται· ἐκδιδοῖ δὲ ἐς Αἴγυπτον. ἡ δὲ Αἴγυπτος τῆς ὀρεινῆς Κιλικίης μάλιστά κῃ ἀντίη κεῖται. | Ο Ίστρος λοιπόν, επειδή κυλάει μέσα από κατοικημένους τόπους, είναι γνωστός σε πολλούς, ενώ για τις πηγές του Νείλου κανένας δεν ξέρει να πει τίποτε· γιατί η Λιβύη, όπου κυλάει ο Νείλος, είναι ακατοίκητη και έρημη. Για το ρεύμα του όμως, όσο μακρύτερα μπόρεσαν να φτάσουν οι έρευνές μου, είπα τα σχετικά· καταλήγει λοιπόν ο Νείλος στην Αίγυπτο. Και η Αίγυπτος βρίσκεται απέναντι σχεδόν στην ορεινή Κιλικία. |
| [2.34.2] | ἐνθεῦτεν δὲ ἐς Σινώπην τὴν ἐν τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ πέντε ἡμερέων ἰθέα ὁδὸς εὐζώνῳ ἀνδρί· ἡ δὲ Σινώπη τῷ Ἴστρῳ ἐκδιδόντι ἐς θάλασσαν ἀντίον κεῖται. οὕτω τὸν Νεῖλον δοκέω διὰ πάσης τῆς Λιβύης διεξιόντα ἐξισοῦσθαι τῷ Ἴστρῳ. Νείλου μέν νυν πέρι τοσαῦτα εἰρήσθω. | Από εκεί ώς τη Σινώπη, στον Εύξεινο Πόντο, χρειάζεται κανείς, όταν δεν είναι φορτωμένος, πέντε ημερών δρόμο· και η Σινώπη βρίσκεται απέναντι στο σημείο όπου ο Ίστρος εκβάλλει στη θάλασσα. Νομίζω συνεπώς ότι ο Νείλος, που διατρέχει ολόκληρη τη Λιβύη, είναι ίσος με τον Ίστρο. Σχετικά με τον Νείλο λοιπόν αρκούν τα όσα είπα. |
| [2.35.1] | Ἔρχομαι δὲ περὶ Αἰγύπτου μηκυνέων τὸν λόγον, ὅτι πλεῖστα θωμάσια ἔχει [ἢ ἡ ἄλλη πᾶσα χώρη] καὶ ἔργα λόγου μέζω παρέχεται πρὸς πᾶσαν χώρην· τούτων εἵνεκα πλέω περὶ αὐτῆς εἰρήσεται. | Για την Αίγυπτο όμως πρόκειται να μιλήσω δια μακρών, επειδή από οποιαδήποτε άλλη χώρα αυτή διαθέτει τα περισσότερα θαυμαστά πράγματα, και τα έργα της υπερβαίνουν κάθε περιγραφή σε σύγκριση με τις άλλες χώρες· για τους παραπάνω λόγους θα πω περισσότερα σχετικά με αυτήν. |
| [2.35.2] | Αἰγύπτιοι ἅμα τῷ οὐρανῷ τῷ κατὰ σφέας ἐόντι ἑτεροίῳ καὶ τῷ ποταμῷ φύσιν ἀλλοίην παρεχομένῳ ἢ οἱ ἄλλοι ποταμοί, τὰ πολλὰ πάντα ἔμπαλιν τοῖσι ἄλλοισι ἀνθρώποισι ἐστήσαντο ἤθεά τε καὶ νόμους, ἐν τοῖσι αἱ μὲν γυναῖκες ἀγοράζουσι καὶ καπηλεύουσι, οἱ δὲ ἄνδρες κατ᾽ οἴκους ἐόντες ὑφαίνουσι· ὑφαίνουσι δὲ οἱ μὲν ἄλλοι ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες, Αἰγύπτιοι δὲ κάτω. | Μαζί με το ξεχωριστό κλίμα τους, που είναι διαφορετικό, και με τη φύση του ποταμού τους, που είναι αλλιώτικη από των άλλων ποταμών, οι Αιγύπτιοι έχουν θεσπίσει και όλα σχεδόν τα ήθη και τα έθιμά τους αντίθετα με των άλλων ανθρώπων· στους Αιγύπτιους, οι γυναίκες πηγαίνουν στην αγορά, αυτές κάνουν το λιανεμπόριο, ενώ οι άνδρες μένουν στο σπίτι και υφαίνουν· και ενώ οι άλλοι άνθρωποι υφαίνουν σπρώχνοντας το υφάδι προς τα επάνω, οι Αιγύπτιοι το σπρώχνουν προς τα κάτω. |
| [2.35.3] | τὰ ἄχθεα οἱ μὲν ἄνδρες ἐπὶ τῶν κεφαλέων φορέουσι, αἱ δὲ γυναῖκες ἐπὶ τῶν ὤμων. οὐρέουσι αἱ μὲν γυναῖκες ὀρθαί, οἱ δὲ ἄνδρες κατήμενοι. εὐμαρείῃ χρέωνται ἐν τοῖσι οἴκοισι, ἐσθίουσι δὲ ἔξω ἐν τῇσι ὁδοῖσι, ἐπιλέγοντες ὡς τὰ μὲν αἰσχρὰ ἀναγκαῖα δὲ ἐν ἀποκρύφῳ ἐστὶ ποιέειν χρεόν, τὰ δὲ μὴ αἰσχρὰ ἀναφανδόν. | Τα φορτία οι άνδρες τα κουβαλούν στο κεφάλι τους, οι γυναίκες στους ώμους. Οι γυναίκες ουρούν ορθές, οι άνδρες καθιστοί. Οι Αιγύπτιοι αποπατούν μέσα στα σπίτια τους, αλλά τρώνε έξω στους δρόμους, με το επιχείρημα ότι οι αισχρές ανάγκες πρέπει να γίνονται κρυφά, αλλά οι μη αισχρές φανερά. |
| [2.35.4] | ἱρᾶται γυνὴ μὲν οὐδεμία οὔτε ἔρσενος θεοῦ οὔτε θηλέης, ἄνδρες δὲ πάντων τε καὶ πασέων. τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶ οὐδεμία ἀνάγκη μὴ βουλομένοισι, τῇσι δὲ θυγατράσι πᾶσα ἀνάγκη καὶ μὴ βουλομένῃσι. | Ιέρειες δεν υπάρχουν καθόλου, ούτε για θεούς ούτε για θεές: όλων των θεοτήτων οι ιερείς, αρσενικών και θηλυκών, είναι άνδρες. Τα αγόρια δεν είναι υποχρεωμένα να τρέφουν τους γονείς τους, αν δεν το θέλουν, αλλά τα κορίτσια είναι υποχρεωμένα, έστω και αν δεν το θέλουν. |
| [2.36.1] | οἱ ἱρέες τῶν θεῶν τῇ μὲν ἄλλῃ κομῶσι, ἐν Αἰγύπτῳ δὲ ξυρῶνται. τοῖσι ἄλλοισι ἀνθρώποισι νόμος ἅμα κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλὰς τοὺς μάλιστα ἱκνέεται, Αἰγύπτιοι δὲ ὑπὸ τοὺς θανάτους ἀνιεῖσι τὰς τρίχας αὔξεσθαι τάς τε ἐν τῇ κεφαλῇ καὶ τῷ γενείῳ, τέως ἐξυρημένοι. | Στους άλλους τόπους οι ιερείς των θεών αφήνουν μακριά τα μαλλιά τους, στην Αίγυπτο ξυρίζονται. Στους άλλους ανθρώπους συνηθίζεται, όταν υπάρχει πένθος, οι στενοί συγγενείς να κόβουν τα μαλλιά τους, ενώ οι Αιγύπτιοι ξυρισμένοι τον άλλον καιρό, μόλις πεθάνει κανείς, αφήνουν να μεγαλώνουν οι τρίχες στο κεφάλι και στα γένια τους. |
| [2.36.2] | τοῖσι μὲν ἄλλοισι ἀνθρώποισι χωρὶς θηρίων ‹ἡ› δίαιτα ἀποκέκριται, Αἰγυπτίοισι δὲ ὁμοῦ θηρίοισι ἡ δίαιτά ἐστι. ἀπὸ πυρῶν καὶ κριθέων ὧλλοι ζώουσι, Αἰγυπτίων δὲ τῷ ποιευμένῳ ἀπὸ τούτων τὴν ζόην ὄνειδος μέγιστόν ἐστι, ἀλλὰ ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία, τὰς ζειὰς μετεξέτεροι καλέουσι. | Οι άλλοι άνθρωποι ζουν χωριστά από τα ζώα, οι Αιγύπτιοι ζουν μαζί με τα ζώα. Οι άλλοι τρέφονται με σιτάρι και κριθάρι, αλλά για τους Αιγυπτίους είναι μεγάλη ντροπή να τρώει κανείς τέτοια πράγματα: οι ίδιοι σιτίζονται με ασπροσίταρο, αυτό που άλλοι το λένε ασπροκαλάμποκο. |
| [2.36.3] | φυρῶσι τὸ μὲν σταῖς τοῖσι ποσί, τὸν δὲ πηλὸν τῇσι χερσί, [καὶ τὴν κόπρον ἀναιρέονται]. τὰ αἰδοῖα ὧλλοι μὲν ἐῶσι ὡς ἐγένοντο, πλὴν ὅσοι ἀπὸ τούτων ἔμαθον, Αἰγύπτιοι δὲ περιτάμνονται. εἵματα τῶν μὲν ἀνδρῶν ἕκαστος ἔχει δύο, τῶν δὲ γυναικῶν ἓν ἑκάστη. | Τη ζύμη τη ζυμώνουν με τα πόδια, αλλά τον πηλό με τα χέρια, και την κοπριά τη φυλάνε. Τα γεννητικά τους όργανα οι άλλοι άνθρωποι τα αφήνουν όπως είναι καμωμένα, ενώ οι Αιγύπτιοι μόνο, καθώς και όσοι πήραν απ᾽ αυτούς τη συνήθεια, κάνουν περιτομή. Το ρούχο των ανδρών αποτελείται από δυο κομμάτια, των γυναικών από ένα. |
| [2.36.4] | τῶν ἱστίων τοὺς κρίκους καὶ τοὺς κάλους οἱ μὲν ἄλλοι ἔξωθεν προσδέουσι, Αἰγύπτιοι δὲ ἔσωθεν. γράμματα γράφουσι καὶ λογίζονται ψήφοισι Ἕλληνες μὲν ἀπὸ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ δεξιὰ φέροντες τὴν χεῖρα, Αἰγύπτιοι δὲ ἀπὸ τῶν δεξιῶν ἐπὶ τὰ ἀριστερά· καὶ ποιεῦντες ταῦτα αὐτοὶ μέν φασι ἐπιδέξια ποιέειν, Ἕλληνας δὲ ἐπαρίστερα. διφασίοισι δὲ γράμμασι χρέωνται, καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ἱρά, τὰ δὲ δημοτικὰ καλέεται. | Τους κρίκους και τα σχοινιά για τα πανιά οι άλλοι άνθρωποι τα δένουν απ᾽ έξω, οι Αιγύπτιοι από μέσα. Οι Έλληνες γράφουν τα γράμματα και κάνουν τους λογαριασμούς φέροντας το χέρι από τα αριστερά προς τα δεξιά, οι Αιγύπτιοι από τα δεξιά προς τα αριστερά· μολοντούτο, οι Αιγύπτιοι λένε ότι οι ίδιοι γράφουν προς τα δεξιά και οι Έλληνες προς τα αριστερά. Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούν δύο ειδών γράμματα, που λέγονται τα πρώτα ιερά, τα δεύτερα δημώδη. |
| [2.37.1] | θεοσεβέες δὲ περισσῶς ἐόντες μάλιστα πάντων ἀνθρώπων νόμοισι τοιοισίδε χρέωνται. ἐκ χαλκέων ποτηρίων πίνουσι, διασμῶντες ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην, οὐκ ὁ μέν, ὁ δ᾽ οὔ, ἀλλὰ πάντες. | Καθώς είναι περισσότερο θεοφοβούμενοι από όλους τους ανθρώπους, οι Αιγύπτιοι ακολουθούν τούτα τα έθιμα: πίνουν από χάλκινα ποτήρια που τα καθαρίζουν κάθε μέρα, και τούτο δεν το κάνουν μόνο μερικοί, αλλά όλοι γενικά. |
| [2.37.2] | εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα, ἐπιτηδεύοντες τοῦτο μάλιστα. τά τε αἰδοῖα περιτάμνονται καθαρειότητος εἵνεκεν, προτιμῶντες καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι. οἱ δὲ ἱρέες ξυρῶνται πᾶν τὸ σῶμα διὰ τρίτης ἡμέρης, ἵνα μήτε φθεὶρ μήτε ἄλλο μυσαρὸν μηδὲν ἐγγίνηταί σφι θεραπεύουσι τοὺς θεούς. | Φορούν λινά ρούχα, πάντοτε φρεσκοπλυμένα, και αυτό είναι κάτι που το φροντίζουν πολύ. Και την περιτομή στα γεννητικά τους όργανα για λόγους καθαριότητας την κάνουν, επειδή προτιμούν να είναι καθαροί παρά κόσμιοι. Όσο για τους ιερείς, μέρα παρά μέρα, ξυρίζουν όλο τους το σώμα ώστε να μην πιάνουν ούτε ψείρες ούτε κανένα άλλο βρομερό ζωύφιο ενώ υπηρετούν τους θεούς. |
| [2.37.3] | ἐσθῆτα δὲ φορέουσι οἱ ἱρέες λινέην μούνην καὶ ὑποδήματα βύβλινα· ἄλλην δέ σφι ἐσθῆτα οὐκ ἔξεστι λαβεῖν οὐδὲ ὑποδήματα ἄλλα. λοῦνται δὲ δίς τε τῆς ἡμέρης ἑκάστης ψυχρῷ καὶ δὶς ἑκάστης νυκτός. ἄλλας τε θρησκηίας ἐπιτελέουσι μυρίας ὡς εἰπεῖν λόγῳ. | Οι ιερείς φορούν μονοκόμματο λινό ρούχο και σανδάλια από πάπυρο· δεν τους επιτρέπεται να φορούν ούτε άλλο ρούχο ούτε άλλα ποδήματα. Πλένονται με κρύο νερό δυο φορές την ημέρα και δυο φορές τη νύχτα. Τηρούν και άλλα θρησκευτικά έθιμα, αμέτρητα, που λέει ο λόγος. |
| [2.37.4] | πάσχουσι δὲ καὶ ἀγαθὰ οὐκ ὀλίγα· οὔτε τι γὰρ τῶν οἰκηίων τρίβουσι οὔτε δαπανῶνται, ἀλλὰ καὶ σιτία σφί ἐστι ἱρὰ πεσσόμενα, καὶ κρεῶν βοέων καὶ χηνέων πλῆθός τι ἑκάστῳ γίνεται πολλὸν ἡμέρης ἑκάστης, δίδοται δέ σφι καὶ οἶνος ἀμπέλινος· ἰχθύων δὲ οὔ σφι ἔξεστι πάσασθαι. | Έχουν όμως και ευεργετήματα που δεν είναι λίγα: δεν καταναλώνουν ούτε ξοδεύουν τίποτε από το έχει τους, αλλά τους μαγειρεύουν ιερή τροφή, κάθε μέρα δίνουν στον καθένα τους άφθονο βοδινό κρέας και κρέας από χήνα, τους δίνουν μάλιστα και κρασί από σταφύλι. Ψάρια δεν τους επιτρέπεται να τρώνε. |
| [2.37.5] | κυάμους δὲ οὔτε τι μάλα σπείρουσι Αἰγύπτιοι ἐν τῇ χώρῃ, τούς τε γενομένους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται· οἱ δὲ δὴ ἱρέες οὐδὲ ὁρέοντες ἀνέχονται, νομίζοντες οὐ καθαρὸν εἶναί μιν ὄσπριον. ἱρᾶται δὲ οὐκ εἷς ἑκάστου τῶν θεῶν ἀλλὰ πολλοί, τῶν εἷς ἐστι ἀρχιερέως· ἐπεὰν δέ τις ἀποθάνῃ, τούτου ὁ παῖς ἀντικατίσταται. | Κουκιά οι Αιγύπτιοι δεν σπέρνουν στον τόπο τους, και όσα φυτρώνουν, δεν τα τρώνε ούτε ωμά ούτε μαγειρεμένα· οι ιερείς μάλιστα δεν θέλουν ούτε στα μάτια τους να τα βλέπουν, επειδή θεωρούν ότι τα όσπρια αυτά δεν είναι αγνά. Τον κάθε Θεό δεν τον υπηρετεί ένας ιερέας αλλά πολλοί, και απ᾽ αυτούς ο ένας είναι ο αρχιερέας· όταν κάποιος πεθάνει, τον αντικαθιστά ο γιος του. |
| [2.38.1] | τοὺς δὲ βοῦς τοὺς ἔρσενας τοῦ Ἐπάφου εἶναι νομίζουσι καὶ τούτου εἵνεκα δοκιμάζουσι αὐτοὺς ὧδε· τρίχα ἢν καὶ μίαν ἴδηται ἐπεοῦσαν μέλαιναν, οὐ καθαρὸν εἶναι νομίζει. | Οι Αιγύπτιοι θεωρούν ότι οι ταύροι ανήκουν στον Έπαφο, και γι᾽ αυτό τους υποβάλλουν στην ακόλουθη εξέταση: αν δουν ότι υπάρχει απάνω στον ταύρο έστω και μια μαύρη τρίχα, τότε θεωρούν ότι το ζώο δεν είναι αγνό. |
| [2.38.2] | δίζηται δὲ ταῦτα ἐπὶ τούτῳ τεταγμένος τῶν τις ἱρέων καὶ ὀρθοῦ ἑστεῶτος τοῦ κτήνεος καὶ ὑπτίου καὶ τὴν γλῶσσαν ἐξειρύσας, εἰ καθαρὴ τῶν προκειμένων σημηίων, τὰ ἐγὼ ἐν ἄλλῳ λόγῳ ἐρέω. κατορᾷ δὲ καὶ τὰς τρίχας τῆς οὐρῆς εἰ κατὰ φύσιν ἔχει πεφυκυίας. | Την εξέταση αυτή την κάνει ένας από τους ιερείς, ειδικά ταγμένος, που ψάχνει το ζώο και ορθό και ξαπλωμένο, και που του τραβάει έξω τη γλώσσα για να δει αν είναι καθαρή από ορισμένα σημάδια για τα οποία θα κάνω λόγο σε άλλο σημείο. Ο ιερέας εξετάζει επίσης τις τρίχες της ουράς αν είναι φυσιολογικά φυτρωμένες. |
| [2.38.3] | ἢν δὲ τούτων πάντων ᾖ καθαρός, σημαίνεται βύβλῳ περὶ τὰ κέρεα εἱλίσσων καὶ ἔπειτα γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει τὸν δακτύλιον· καὶ οὕτω ἀπάγουσι. ἀσήμαντον δὲ θύσαντι θάνατος ἡ ζημίη ἐπίκειται. δοκιμάζεται μέν νυν τὸ κτῆνος τρόπῳ τοιῷδε, θυσίη δέ σφι ἥδε κατέστηκε· | Και αν ο ταύρος βρεθεί καθαρός από όλα τούτα, ο ιερέας τον σημαδεύει τυλίγοντάς του πάπυρο γύρω στα κέρατα, ύστερα του βάζει το χώμα το ειδικό για το σημάδεμα, που το σφραγίζει με το δαχτυλίδι του, και τότε παίρνουν τον ταύρο. Όποιος θυσιάσει ασημάδευτον ταύρο τιμωρείται με θάνατο. Μ᾽ αυτον λοιπόν τον τρόπο εξετάζεται το ζώο· όσο για τη θυσία, γίνεται ως εξής: |
| [2.39.1] | ἀγαγόντες τὸ σεσημασμένον κτῆνος πρὸς τὸν βωμὸν ὅκου ἂν θύωσι, πῦρ ἀνακαίουσι, ἔπειτα δὲ ἐπ᾽ αὐτοῦ οἶνον κατὰ τοῦ ἱρηίου ἐπισπείσαντες καὶ ἐπικαλέσαντες τὸν θεὸν σφάζουσι, σφάξαντες δὲ ἀποτάμνουσι τὴν κεφαλήν. | Αφού οδηγήσουν το σημαδεμένο ζώο στον βωμό όπου θα το θυσιάσουν, ανάβουν φωτιά, ύστερα ραντίζουν το ιερό σφάγιο με κρασί πάνω στο βωμό, και επικαλούμενοι τον Θεό το σφάζουν, και αφού το σφάξουν, του κόβουν το κεφάλι. |
| [2.39.2] | σῶμα μὲν δὴ τοῦ κτήνεος δείρουσι, κεφαλῇ δὲ κείνῃ πολλὰ καταρησάμενοι φέρουσι, τοῖσι μὲν ἂν ᾖ ἀγορὴ καὶ Ἕλληνές σφι ἔωσι ἐπιδήμιοι ἔμποροι, οἱ δὲ φέροντες ἐς τὴν ἀγορὴν ἀπ᾽ ὦν ἔδοντο, τοῖσι δὲ ἂν μὴ παρέωσι Ἕλληνες, οἱ δ᾽ ἐκβάλλουσι ἐς τὸν ποταμόν. | Το σώμα του ζώου το γδέρνουν· το κεφάλι του όμως, αφού του ρίξουν όλες τις κατάρες, το παίρνουν, και όπου υπάρχει αγορά και βρίσκονται Έλληνες έμποροι, το πηγαίνουν εκεί και το πουλάνε· όπου όμως δεν υπάρχουν Έλληνες, το πετάνε στον ποταμό. |
| [2.39.3] | καταρῶνται δὲ τάδε λέγοντες τῇσι κεφαλῇσι, εἴ τι μέλλει ἢ σφίσι τοῖσι θύουσι ἢ Αἰγύπτῳ τῇ συναπάσῃ κακὸν γενέσθαι, ἐς κεφαλὴν ταύτην τραπέσθαι. | Και οι κατάρες που λένε στο κεφάλι είναι τούτες: αν πρόκειται να βρει κακό είτε αυτούς που κάνουν τη θυσία είτε την Αίγυπτο γενικά, να πέσει απάνω στο κεφάλι. |
| [2.39.4] | κατὰ μέν νυν τὰς κεφαλὰς τῶν θυομένων κτηνέων καὶ τὴν ἐπίσπεισιν τοῦ οἴνου πάντες Αἰγύπτιοι νόμοισι τοῖσι αὐτοῖσι χρέωνται ὁμοίως ἐς πάντα τὰ ἱρά, καὶ ἀπὸ τούτου τοῦ νόμου οὐδὲ ἄλλου οὐδενὸς ἐμψύχου κεφαλῆς γεύσεται Αἰγυπτίων οὐδείς. | Σχετικά με τα κεφάλια των ζώων που θυσιάζονται και με το ράντισμα με κρασί, οι Αιγύπτιοι όλοι ακολουθούν τα ίδια έθιμα, σε όλες τις θυσίες, και εξαιτίας αυτού του εθίμου κανένας Αιγύπτιος δεν τρώει κεφάλι ούτε από άλλο κανένα ζωντανό. |
| [2.40.1] | ἡ δὲ δὴ ἐξαίρεσις τῶν ἱρῶν καὶ ἡ καῦσις ἄλλη περὶ ἄλλο ἱρόν σφι κατέστηκε. τὴν δ᾽ ὦν μεγίστην τε δαίμονα ἥγηνται εἶναι καὶ μεγίστην οἱ ὁρτὴν ἀνάγουσι, ταύτην ἔρχομαι ἐρέων. | Όσο όμως για την αφαίρεση των σπλάχνων και την καύση των ζώων, αυτά τα πράγματα γίνονται διαφορετικά από τη μια θυσία στην άλλη. Θα μιλήσω ωστόσο για τη θεά που οι Αιγύπτιοι θεωρούν ότι είναι η μεγαλύτερη και που της κάνουν τη μεγαλύτερη εορτή. |
| [2.40.2] | ἐπεὰν ἀποδείρωσι τὸν βοῦν, κατευξάμενοι κοιλίην μὲν κείνην πᾶσαν ἐξ ὦν εἷλον, σπλάγχνα δὲ αὐτοῦ λείπουσι ἐν τῷ σώματι καὶ τὴν πιμελήν, σκέλεα δὲ ἀποτάμνουσι καὶ τὴν ὀσφὺν ἄκρην καὶ τοὺς ὤμους τε καὶ τὸν τράχηλον. | Όταν λοιπόν γδάρουν πια το ζώο και πουν τις προσευχές τους, του αφαιρούν ολόκληρο το στομάχι, αφήνουν μέσα στο σώμα τα εντόσθια και το ξίγκι, και του κόβουν τα πόδια, την άκρη της νεφραμιάς, τη σπάλα και το σβέρκο. |
| [2.40.3] | ταῦτα δὲ ποιήσαντες τὸ ἄλλο σῶμα τοῦ βοὸς πιμπλᾶσι ἄρτων καθαρῶν καὶ μέλιτος καὶ ἀσταφίδος καὶ σύκων καὶ λιβανωτοῦ καὶ σμύρνης καὶ τῶν ἄλλων θυωμάτων, πλήσαντες δὲ τούτων καταγίζουσι, ἔλαιον ἄφθονον καταχέοντες. | Αφού γίνουν όλα αυτά, γεμίζουν το υπόλοιπο σώμα του ταύρου με αγνό ψωμί, μέλι, σταφίδες, σύκα, λιβάνι, σμύρνα και άλλα αρώματα, και αφού το γεμίσουν με όλα αυτά τα πράγματα, το καίνε ραντίζοντάς το με άφθονο λάδι. |
| [2.40.4] | προνηστεύσαντες δὲ θύουσι, καιομένων δὲ τῶν ἱρῶν τύπτονται πάντες· ἐπεὰν δὲ ἀποτύψωνται, δαῖτα προτιθέαται τὰ ἐλίποντο τῶν ἱρῶν. | Πριν από τη θυσία νηστεύουν, και όσο γίνεται το κάψιμο, μοιρολογούν όλοι· και όταν πια πάψουν τον θρήνο, στρώνουν τραπέζι με ό,τι έχει απομείνει από τη θυσία. |
| [2.41.1] | τοὺς μέν νυν καθαροὺς βοῦς τοὺς ἔρσενας καὶ τοὺς μόσχους οἱ πάντες Αἰγύπτιοι θύουσι, τὰς δὲ θηλέας οὔ σφι ἔξεστι θύειν, ἀλλ᾽ ἱραί εἰσι τῆς Ἴσιος. | Όλοι οι Αιγύπτιοι θυσιάζουν αγνούς ταύρους και μοσχαράκια· αγελάδες όμως δεν επιτρέπεται να θυσιάζουν, γιατί οι αγελάδες είναι ιερές, ανήκουν στην Ίσιδα. |
| [2.41.2] | τὸ γὰρ τῆς Ἴσιος ἄγαλμα ἐὸν γυναικήιον βούκερών ἐστι, κατά περ Ἕλληνες τὴν Ἰοῦν γράφουσι, καὶ τὰς βοῦς τὰς θηλέας Αἰγύπτιοι πάντες ὁμοίως σέβονται προβάτων πάντων μάλιστα μακρῷ. | Άλλωστε, το άγαλμα της Ίσιδας, άγαλμα γυναίκας, έχει κέρατα αγελάδας, όπως δηλαδή απεικονίζουν οι Έλληνες την Ιώ, και τις αγελάδες όλοι οι Αιγύπτιοι τις σέβονται εξίσου, πολύ περισσότερο από όλα τα βοσκήματα. |
| [2.41.3] | τῶν εἵνεκα οὔτε ἀνὴρ Αἰγύπτιος οὔτε γυνὴ ἄνδρα Ἕλληνα φιλήσειε ἂν τῷ στόματι, οὐδὲ μαχαίρῃ ἀνδρὸς Ἕλληνος χρήσεται οὐδ᾽ ὀβελοῖσι οὐδὲ λέβητι, οὐδὲ κρέως καθαροῦ βοὸς διατετμημένου Ἑλληνικῇ μαχαίρῃ γεύσεται. | Για τον λόγο αυτό, ουδέποτε Αιγύπτιος ή Αιγυπτία θα φιλούσαν Έλληνα στο στόμα ούτε θα χρησιμοποιούσαν το μαχαίρι του, τη σούβλα του ή το λεβέτι του, ούτε θα γεύονταν κρέας από αγνό βόδι, εφόσον το βόδι θα ήταν τεμαχισμένο με ελληνικό μαχαίρι. |
| [2.41.4] | θάπτουσι δὲ τοὺς ἀποθνῄσκοντας βοῦς τρόπον τόνδε· τὰς μὲν θηλέας ἐς τὸν ποταμὸν ἀπιεῖσι, τοὺς δὲ ἔρσενας κατορύσσουσι ἕκαστοι ἐν τοῖσι προαστείοισι, τὸ κέρας τὸ ἕτερον ἢ καὶ ἀμφότερα ὑπερέχοντα σημηίου εἵνεκεν· ἐπεὰν δὲ σαπῇ καὶ προσίῃ ὁ τεταγμένος χρόνος, ἀπικνέεται ἐς ἑκάστην πόλιν βᾶρις ἐκ τῆς Προσωπίτιδος καλεομένης νήσου. | Τα βοοειδή που ψοφούν, οι Αιγύπτιοι τα θάβουν με τον ακόλουθο τρόπο: τις αγελάδες τις ρίχνουν στο ποτάμι, ενώ τους ταύρους τούς παραχώνουν στα περίχωρα του κάθε τόπου, με το ένα κέρατό τους ή και τα δυο να προεξέχουν για σημάδι· όταν το ζώο αποσυντεθεί και περάσει ο καθορισμένος χρόνος, φτάνει στην κάθε πόλη μια μαούνα από τη νήσο τη λεγόμενη Προσωπίτιδα· |
| [2.41.5] | ἡ δ᾽ ἔστι μὲν ἐν τῷ Δέλτα, περίμετρον δὲ αὐτῆς εἰσὶ σχοῖνοι ἐννέα. ἐν ταύτῃ ὦν τῇ Προσωπίτιδι νήσῳ ἔνεισι μὲν καὶ ἄλλαι πόλιες συχναί, ἐκ τῆς δὲ αἱ βάριες παραγίνονται ἀναιρησόμεναι τὰ ὀστέα τῶν βοῶν, οὔνομα τῇ πόλι Ἀτάρβηχις, ἐν δ᾽ αὐτῇ Ἀφροδίτης ἱρὸν ἅγιον ἵδρυται. | το νησί αυτό βρίσκεται στο Δέλτα και έχει περίμετρο εννέα σχοίνους. Στο νησί υπάρχουν και πολλές άλλες πόλεις, και το όνομα της πόλης απ᾽ όπου έρχονται οι μαούνες για να παραλάβουν τα οστά των βοδιών, είναι Ατάρβηχις, και υπάρχει εκεί ιερός ναός της Αφροδίτης. |
| [2.41.6] | ἐκ ταύτης τῆς πόλιος πλανῶνται πολλοὶ ἄλλοι ἐς ἄλλας πόλις, ἀνορύξαντες δὲ τὰ ὀστέα ἀπάγουσι καὶ θάπτουσι ἐς ἕνα χῶρον πάντες. κατὰ ταὐτὰ δὲ τοῖσι βουσὶ καὶ τἆλλα κτήνεα θάπτουσι ἀποθνῄσκοντα. καὶ γὰρ περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται· κτείνουσι γὰρ δὴ οὐδὲ ταῦτα. | Απ᾽ αυτή την πόλη ξεκινούν πολλοί για τις άλλες πόλεις, και αφού ξεθάψουν τα οστά, τα πηγαίνουν και τα θάβουν όλοι σε ένα χώρο. Με τον ίδιο τρόπο όπως τα βόδια θάβουν οι Αιγύπτιοι και τα άλλα ζώα που ψοφάνε· γιατί έτσι είναι τα σχετικά έθιμά τους, και δεν σκοτώνουν ούτε αυτά. |
| [2.42.1] | ὅσοι μὲν δὴ Διὸς Θηβαιέος ἵδρυνται ἱρὸν ἢ νομοῦ τοῦ Θηβαίου εἰσί, οὗτοι μὲν [νῦν] πάντες ὀΐων ἀπεχόμενοι αἶγας θύουσι. | Όσοι Αιγύπτιοι έχουν στον τόπο τους ιερό του Δία του Θηβαίου ή είναι από τον νομό της Θήβας, απέχουν όλοι από τα πρόβατα και θυσιάζουν γίδες. |
| [2.42.2] | θεοὺς γὰρ δὴ οὐ τοὺς αὐτοὺς ἅπαντες ὁμοίως Αἰγύπτιοι σέβονται, πλὴν Ἴσιός τε καὶ Ὀσίριος, τὸν δὴ Διόνυσον εἶναι λέγουσι· τούτους δὲ ὁμοίως ἅπαντες σέβονται. ὅσοι δὲ τοῦ Μένδητος ἔκτηνται ἱρὸν ἢ νομοῦ τοῦ Μενδησίου εἰσί, οὗτοι δὲ αἰγῶν ἀπεχόμενοι ὄϊς θύουσι. | Γιατί οι Αιγύπτιοι δεν λατρεύουν όλοι εξίσου τους ίδιους θεούς, εκτός από την Ίσιδα και τον Όσιρη, που λένε μάλιστα ότι είναι ο Διόνυσος: αυτούς τους δύο τούς λατρεύουν όλοι εξίσου. Όσοι όμως διαθέτουν ιερό του Μένδητα ή είναι από τον Μενδήσιο νομό, απέχουν από τις γίδες και θυσιάζουν πρόβατα. |
| [2.42.3] | Θηβαῖοι μέν νυν καὶ ὅσοι διὰ τούτους ὀΐων ἀπέχονται, διὰ τάδε λέγουσι τὸν νόμον τόνδε σφίσι τεθῆναι· Ἡρακλέα θελῆσαι πάντως ἰδέσθαι τὸν Δία καὶ τὸν οὐκ ἐθέλειν ὀφθῆναι ὑπ᾽ αὐτοῦ, τέλος δέ, ἐπείτε λιπαρέειν τὸν Ἡρακλέα, τὸν Δία μηχανήσασθαι ‹τάδε›· | Οι Θηβαίοι λοιπόν και όσοι τους ακολουθούν και δεν θυσιάζουν πρόβατα, λένε ότι το έθιμο αυτό καθιερώθηκε ανάμεσά τους για τον εξής λόγο: ο Ηρακλής θέλησε κάποτε να αντικρίσει οπωσδήποτε τον Δία, αλλά ο Δίας δεν ήθελε να τον δει ο Ηρακλής· στο τέλος όμως, επειδή ο Ηρακλής συνέχισε τα παρακάλια του, ο Δίας σκαρφίστηκε το εξής: |
| [2.42.4] | κριὸν ἐκδείραντα προσχέσθαι τε τὴν κεφαλὴν ἀποταμόντα τοῦ κριοῦ καὶ ἐνδύντα τὸ νάκος οὕτω οἱ ἑωυτὸν ἐπιδέξαι. ἀπὸ τούτου κριοπρόσωπον τοῦ Διὸς τὤγαλμα ποιεῦσι Αἰγύπτιοι, ἀπὸ δὲ Αἰγυπτίων Ἀμμώνιοι, ἐόντες Αἰγυπτίων τε καὶ Αἰθιόπων ἄποικοι καὶ φωνὴν μεταξὺ ἀμφοτέρων νομίζοντες. | έγδαρε ένα κριάρι, του έκοψε το κεφάλι, το κράτησε ψηλά μπροστά του, ντύθηκε την προβιά, και έτσι παρουσιάστηκε. Για το λόγο αυτό οι Αιγύπτιοι φτιάχνουν το άγαλμα του Δία με πρόσωπο κριαριού, και από τους Αιγυπτίους πήραν παράδειγμα και οι Αμμώνιοι, που είναι άποικοι των Αιγυπτίων και των Αιθιόπων και μιλούν γλώσσα ενδιάμεση ανάμεσα στις δύο άλλες. |
| [2.42.5] | δοκέειν δέ μοι, καὶ τὸ οὔνομα Ἀμμώνιοι ἀπὸ τοῦδε σφίσι τὴν ἐπωνυμίην ἐποιήσαντο· Ἀμοῦν γὰρ Αἰγύπτιοι καλέουσι τὸν Δία. τοὺς δὲ κριοὺς οὐ θύουσι Θηβαῖοι, ἀλλ᾽ εἰσί σφι ἱροὶ διὰ τοῦτο. | Νομίζω μάλιστα ότι από εδώ έβγαλαν και το όνομά τους οι Αμμώνιοι· γιατί οι Αιγύπτιοι τον Δία τον λένε Αμούν. Οι Θηβαίοι δεν θυσιάζουν κριάρια, επειδή, γι᾽ αυτόν τον λόγο, είναι γι᾽ αυτούς ιερά. |
| [2.42.6] | μιῇ δὲ ἡμέρῃ τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἐν ὁρτῇ τοῦ Διός, κριὸν ἕνα κατακόψαντες καὶ ἀποδείραντες κατὰ τὠυτὸ ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῦ Διὸς καὶ ἔπειτα ἄλλο ἄγαλμα Ἡρακλέος προσάγουσι πρὸς αὐτό. ταῦτα δὲ ποιήσαντες τύπτονται οἱ περὶ τὸ ἱρὸν ἅπαντες τὸν κριὸν καὶ ἔπειτα ἐν ἱρῇ θήκῃ θάπτουσι αὐτόν. | Και μια φορά τον χρόνο, στην εορτή του Δία, κομματιάζουν ένα κριάρι, το γδέρνουν με τον ίδιο τρόπο, το φορούν στο άγαλμα του Δία και ύστερα φέρνουν κοντά του ένα άλλο άγαλμα, του Ηρακλή. Και αφού κάνουν αυτά τα πράγματα, όλοι όσοι βρίσκονται γύρω στο ιερό, μοιρολογούν το κριάρι και ύστερα το θάβουν σε τάφον ιερό. |
| [2.43.1] | Ἡρακλέος δὲ πέρι τόνδε [τὸν] λόγον ἤκουσα, ὅτι εἴη τῶν δυώδεκα θεῶν. τοῦ ἑτέρου δὲ πέρι Ἡρακλέος, τὸν Ἕλληνες οἴδασι, οὐδαμῇ Αἰγύπτου ἐδυνάσθην ἀκοῦσαι. | Για τον Ηρακλή ωστόσο άκουσα να λέγεται και τούτο, ότι είναι ένας από τους δώδεκα θεούς. Όσο για τον άλλο Ηρακλή, αυτόν που γνωρίζουν οι Έλληνες, πουθενά στην Αίγυπτο δεν κατόρθωσα να πληροφορηθώ τίποτε. |
| [2.43.2] | καὶ μὲν ὅτι γε οὐ παρ᾽ Ἑλλήνων ἔλαβον τὸ οὔνομα Αἰγύπτιοι τοῦ Ἡρακλέος, ἀλλ᾽ Ἕλληνες μᾶλλον παρ᾽ Αἰγυπτίων καὶ Ἑλλήνων οὗτοι οἱ θέμενοι τῷ Ἀμφιτρύωνος γόνῳ τοὔνομα Ἡρακλέα, πολλά μοι καὶ ἄλλα τεκμήριά ἐστι τοῦτο οὕτω ἔχειν, ἐν δὲ καὶ τόδε, ὅτι τε τοῦ Ἡρακλέος τούτου οἱ γονέες ἀμφότεροι ἦσαν Ἀμφιτρύων καὶ Ἀλκμήνη γεγονότες τὸ ἀνέκαθεν ἀπ᾽ Αἰγύπτου καὶ διότι Αἰγύπτιοι οὔτε Ποσειδέωνος οὔτε Διοσκούρων τὰ οὐνόματά φασι εἰδέναι, οὐδέ σφι θεοὶ οὗτοι ἐν τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι ἀποδεδέχαται. | Σχετικά όμως με το όνομα του Ηρακλή, ότι δεν το πήραν οι Αιγύπτιοι από τους Έλληνες αλλά μάλλον οι Έλληνες από τους Αιγυπτίους, και μάλιστα οι Έλληνες εκείνοι που έδωσαν στον απόγονο του Αμφιτρύωνα το όνομα Ηρακλής, διαθέτω και πολλές άλλες αποδείξεις ότι έτσι έχουν τα πράγματα, αλλά και τούτη, ότι του εν λόγω Ηρακλή οι γονείς, ο Αμφιτρύων και η Αλκμήνη, είχαν και οι δύο παλαιή αιγυπτιακή καταγωγή, καθώς και επειδή οι Αιγύπτιοι λένε ότι δεν γνωρίζουν τα ονόματα ούτε του Ποσειδώνα ούτε των Διοσκούρων, και ότι τούτοι οι θεοί δεν περιλαμβάνονται ανάμεσα στους άλλους θεούς τους· |
| [2.43.3] | καὶ μὲν εἴ γε παρ᾽ Ἑλλήνων ἔλαβον οὔνομά τευ δαίμονος, τούτων οὐκ ἥκιστα ἀλλὰ μάλιστα ἔμελλον μνήμην ἕξειν, εἴ περ καὶ τότε ναυτιλίῃσι ἐχρέωντο καὶ ἦσαν Ἑλλήνων τινὲς ναυτίλοι, ὡς ἔλπομαί τε καὶ ἐμὴ γνώμη αἱρέει. ὥστε τούτων ἂν καὶ μᾶλλον τῶν θεῶν τὰ οὐνόματα ἐξεπιστέατο Αἰγύπτιοι ἢ τοῦ Ἡρακλέος. | και όμως, αν είχαν πάρει από τους Έλληνες το όνομα οποιουδήποτε θεού, οι Αιγύπτιοι θα είχαν διατηρήσει την ανάμνηση αυτών ακριβώς των θεών, και μάλιστα ζωηρότατη, εφόσον βέβαια έκαναν πράγματι από τότε θαλασσινά ταξίδια και εφόσον υπήρχαν και Έλληνες ναυτικοί, όπως νομίζω και πιστεύω εγώ. Συνεπώς, οι Αιγύπτιοι θα γνώριζαν καλύτερα τα ονόματα αυτών των θεών παρά το όνομα του Ηρακλή. |
| [2.43.4] | ἀλλά τις ἀρχαῖός ἐστι θεὸς Αἰγυπτίοισι Ἡρακλέης· ὡς δὲ αὐτοὶ λέγουσι, ἔτεά ἐστι ἑπτακισχίλια καὶ μύρια ἐς Ἄμασιν βασιλεύσαντα, ἐπείτε ἐκ τῶν ὀκτὼ θεῶν οἱ δυώδεκα θεοὶ ἐγένοντο τῶν Ἡρακλέα ἕνα νομίζουσι. | Πράγματι, ανάμεσα στους Αιγυπτίους υπήρχε αρχαίος θεός Ηρακλής —και όπως λένε οι ίδιοι, οι οκτώ θεοί έγιναν δώδεκα· και έναν απ᾽ αυτούς οι Αιγύπτιοι θεωρούν τον Ηρακλή— δεκαεπτά χιλιάδες χρόνια προτού βασιλεύσει ο Άμασις. |
| [2.44.1] | καὶ θέλων δὲ τούτων πέρι σαφές τι εἰδέναι ἐξ ὧν οἷόν τε ἦν, ἔπλευσα καὶ ἐς Τύρον τῆς Φοινίκης, πυνθανόμενος αὐτόθι εἶναι ἱρὸν Ἡρακλέος ἅγιον. | Θέλοντας εντούτοις να συγκεντρώσω σαφείς πληροφορίες για όλα αυτά από όπου ήταν δυνατόν, πήγα δια θαλάσσης στην Τύρο της Φοινίκης, όπου είχα μάθει ότι υπάρχει ιερός ναός του Ηρακλή. |
| [2.44.2] | καὶ εἶδον πλουσίως κατεσκευασμένον ἄλλοισί τε πολλοῖσι ἀναθήμασι, καὶ ἐν αὐτῷ ἦσαν στῆλαι δύο, ἡ μὲν χρυσοῦ ἀπέφθου, ἡ δὲ σμαράγδου λίθου λάμποντος τὰς νύκτας μέγαθος· ἐς λόγους δὲ ἐλθὼν τοῖσι ἱρεῦσι τοῦ θεοῦ εἰρόμην ὁκόσος χρόνος εἴη ἐξ οὗ σφι τὸ ἱρὸν ἵδρυται. | Και τον είδα τον ναό· ήταν πλούσια στολισμένος με αναθήματα, και εκτός από τα άλλα υπήρχαν εκεί μέσα και δύο στήλες, η μια από ατόφιο χρυσάφι, η άλλη από ένα τεράστιο σμαράγδι που τη νύχτα λαμποκοπούσε· έπιασα λοιπόν κουβέντα με τους ιερείς του θεού και τους ρώτησα πριν από πόσον καιρό είχε ανεγερθεί ο ναός τους. |
| [2.44.3] | εὗρον δὲ οὐδὲ τούτους τοῖσι Ἕλλησι συμφερομένους· ἔφασαν γὰρ ἅμα Τύρῳ οἰκιζομένῃ καὶ τὸ ἱρὸν τοῦ θεοῦ ἱδρυθῆναι, εἶναι δὲ ἔτεα ἀπ᾽ οὗ Τύρον οἰκέουσι τριηκόσια καὶ δισχίλια. εἶδον δὲ ἐν τῇ Τύρῳ καὶ ἄλλο ἱρὸν Ἡρακλέος ἐπωνυμίην ἔχοντος Θασίου εἶναι. | Και διαπίστωσα ότι ούτε αυτοί δεν συμφωνούν με τους Έλληνες· γιατί μου είπαν ότι το ιερό του θεού είχε ανεγερθεί όταν οικιζόταν η Τύρος, και η Τύρος κατοικείται εδώ και δυο χιλιάδες τριακόσια χρόνια. Στην Τύρο μάλιστα είδα και άλλο ιερό του Ηρακλή, που έχει την επωνυμία Θάσιος. |
| [2.44.4] | ἀπικόμην δὲ καὶ ἐς Θάσον, ἐν τῇ εὗρον ἱρὸν Ἡρακλέος ὑπὸ Φοινίκων ἱδρυμένον, οἳ κατ᾽ Εὐρώπης ζήτησιν ἐκπλώσαντες Θάσον ἔκτισαν· καὶ ταῦτα καὶ πέντε γενεῇσι ἀνδρῶν πρότερά ἐστι ἢ τὸν Ἀμφιτρύωνος Ἡρακλέα ἐν τῇ Ἑλλάδι γενέσθαι. | Πήγα λοιπόν και στη Θάσο και βρήκα εκεί ιερό του Ηρακλή που το είχαν ανεγείρει οι Φοίνικες οι οποίοι ίδρυσαν τη Θάσο όταν αρμένιζαν αναζητώντας την Ευρώπη· όλα αυτά έγιναν παλαιότερα, τουλάχιστον πέντε γενιές προτού γεννηθεί στην Ελλάδα ο Ηρακλής του Αμφιτρύωνα. |
| [2.44.5] | τὰ μέν νυν ἱστορημένα δηλοῖ σαφέως παλαιὸν θεὸν Ἡρακλέα ἐόντα. καὶ δοκέουσι δέ μοι οὗτοι ὀρθότατα Ἑλλήνων ποιέειν, οἳ διξὰ Ἡράκλεια ἱδρυσάμενοι ἔκτηνται, καὶ τῷ μὲν ὡς ἀθανάτῳ, Ὀλυμπίῳ δὲ ἐπωνυμίην θύουσι, τῷ δὲ ἑτέρῳ ὡς ἥρωι ἐναγίζουσι. | Σαφώς λοιπόν το δείχνουν οι έρευνες ότι ο Ηρακλής είναι παλαιός θεός. Και νομίζω ότι κάνουν πολύ σωστά οι Έλληνες εκείνοι που έχουν καθιερώσει διττή λατρεία του Ηρακλή, και στον ένα, τον αθάνατο, με την επωνυμία του Ολύμπιου, προσφέρουν θυσίες, ενώ στον άλλον, τον ήρωα, κάνουν μνημόσυνα. |
| [2.45.1] | λέγουσι δὲ πολλὰ καὶ ἄλλα ἀνεπισκέπτως οἱ Ἕλληνες· εὐήθης δὲ αὐτῶν καὶ ὅδε ὁ μῦθός ἐστι τὸν περὶ τοῦ Ἡρακλέος λέγουσι, ὡς αὐτὸν ἀπικόμενον ἐς Αἴγυπτον στέψαντες οἱ Αἰγύπτιοι ὑπὸ πομπῆς ἐξῆγον ὡς θύσοντες τῷ Διί· τὸν δὲ τέως μὲν ἡσυχίην ἔχειν, ἐπεὶ δὲ αὐτοῦ πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο, ἐς ἀλκὴν τραπόμενον πάντας σφέας καταφονεῦσαι. | Απερίσκεπτα πράγματα λένε πολλά οι Έλληνες· ανάμεσα στα άλλα είναι και τούτο το ανόητο παραμύθι που λένε για τον Ηρακλή, ότι βρέθηκε κάποτε στην Αίγυπτο και οι Αιγύπτιοι τον στεφάνωσαν και τον πήγαιναν με πομπή να τον θυσιάσουν στον Δία· αυτός, ο Ηρακλής, στην αρχή δεν ανησύχησε· όταν όμως έφτασαν κοντά στον βωμό και άρχισαν οι άλλοι τις προετοιμασίες για τη θυσία, ο Ηρακλής όρμησε πάνω τους και τους σκότωσε όλους. |
| [2.45.2] | ἐμοὶ μέν νυν δοκέουσι ταῦτα λέγοντες τῆς Αἰγυπτίων φύσιος καὶ τῶν νόμων πάμπαν ἀπείρως ἔχειν οἱ Ἕλληνες· τοῖσι γὰρ οὐδὲ κτήνεα ὁσίη θύειν ἐστὶ χωρὶς ὀΐων καὶ ἐρσένων βοῶν καὶ μόσχων, ὅσοι ἂν καθαροὶ ἔωσι, καὶ χηνῶν, κῶς ἂν οὗτοι ἀνθρώπους θύοιεν; | Με τέτοια πράγματα που λένε οι Έλληνες, μου φαίνεται ότι δεν έχουν ιδέα για τον χαρακτήρα και τα έθιμα των Αιγυπτίων· γιατί στους Αιγυπτίους δεν επιτρέπεται να θυσιάζουν ούτε τα ταπεινά ζώα, εκτός από πρόβατα, βόδια και μοσχάρια, όσα είναι αγνά, καθώς και χήνες: πώς λοιπόν θα θυσιάζαν ανθρώπους; |
| [2.45.3] | ἔτι δὲ ἕνα ἐόντα τὸν Ἡρακλέα καὶ ἔτι ἄνθρωπον, ὡς δή φασι, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι; καὶ περὶ μὲν τούτων τοσαῦτα ἡμῖν εἰποῦσι καὶ παρὰ τῶν θεῶν καὶ παρὰ τῶν ἡρώων εὐμένεια εἴη. | Εξάλλου, ο Ηρακλής ήταν ένας, και άνθρωπος ακόμη, όπως λένε: είναι λοιπόν φυσικό να σκότωσε τόσες χιλιάδες ανθρώπους; Αρκετά όμως είναι τα όσα είπα σχετικά, και άμποτε να έχω την εύνοια των θεών και των ηρώων. |
| [2.46.1] | Τὰς δὲ δὴ αἶγας καὶ τοὺς τράγους τῶνδε εἵνεκα οὐ θύουσι Αἰγυπτίων οἱ εἰρημένοι. τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λογίζονται εἶναι οἱ Μενδήσιοι, τοὺς δὲ ὀκτὼ θεοὺς τούτους προτέρους τῶν δυώδεκα θεῶν φασι γενέσθαι. | Όσο για τους Αιγυπτίους για τους οποίους είπα προηγουμένως ότι δεν θυσίαζαν γίδες και τράγους, ο λόγος είναι ο εξής: οι Μενδήσιοι θεωρούν ότι ο Παν είναι ένας από τους οκτώ θεούς, και υποστηρίζουν ότι οι οκτώ θεοί δημιουργήθηκαν πριν από τους δώδεκα. |
| [2.46.2] | γράφουσί τε δὴ καὶ γλύφουσι οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ ἀγαλματοποιοὶ τοῦ Πανὸς τὤγαλμα κατά περ Ἕλληνες αἰγοπρόσωπον καὶ τραγοσκελέα, οὔτι τοιοῦτον νομίζοντες εἶναί μιν ἀλλ᾽ ὅμοιον τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι. ὅτευ δὲ εἵνεκα τοιοῦτον γράφουσι αὐτόν, οὔ μοι ἥδιόν ἐστι λέγειν. | Και το ομοίωμα του Πάνα ζωγράφοι και αγαλματοποιοί το κατασκευάζουν όπως ακριβώς και οι Έλληνες, δηλαδή με πρόσωπο γίδας και πόδια τράγου, και όχι βέβαια επειδή θαρρούν ότι έτσι είναι: το ξέρουν ότι είναι ίδιος με τους άλλους θεούς. Για ποιό λόγο όμως τον παριστάνουν έτσι, θα προτιμούσα να μην το πω. |
| [2.46.3] | σέβονται δὲ πάντας τοὺς αἶγας οἱ Μενδήσιοι, καὶ μᾶλλον τοὺς ἔρσενας τῶν θηλέων, καὶ τούτων οἱ αἰπόλοι τιμὰς μέζονας ἔχουσι· ἐκ δὲ τούτων εἷς μάλιστα, ὅστις ἐπεὰν ἀποθάνῃ, πένθος μέγα παντὶ τῷ Μενδησίῳ νομῷ τίθεται. | Σέβονται πάντως οι Μενδήσιοι και τις γίδες και τους τράγους, και περισσότερο τους τράγους, και ανάμεσά τους οι γιδοβοσκοί κατέχουν τιμητική θέση· από τους τράγους μάλιστα τιμούν ιδιαίτερα έναν, που όταν πεθάνει, μεγάλο πένθος κηρύσσεται σε όλον τον Μενδήσιο νομό. |
| [2.46.4] | καλέεται δὲ ὅ τε τράγος καὶ ὁ Πὰν αἰγυπτιστὶ Μένδης. ἐγένετο δὲ ἐν τῷ νομῷ τούτῳ ἐπ᾽ ἐμεῦ τοῦτο τὸ τέρας· γυναικὶ τράγος ἐμίσγετο ἀναφανδόν· τοῦτο ἐς ἐπίδεξιν ἀνθρώπων ἀπίκετο. | Στα αιγυπτιακά μάλιστα τόσο ο τράγος όσο και ο Παν λέγονται Μένδης. Επί των ημερών μου πάντως έγινε κάτι τερατώδες: τράγος έσμιξε με γυναίκα, και μάλιστα μπροστά στα μάτια του κόσμου. |
| [2.47.1] | ὗν δὲ Αἰγύπτιοι μιαρὸν ἥγηνται θηρίον εἶναι· καὶ τοῦτο μέν, ἤν τις ψαύσῃ αὐτῶν παριὼν ὑός, αὐτοῖσι τοῖσι ἱματίοισι ἀπ᾽ ὦν ἔβαψε ἑωυτὸν βὰς ἐς τὸν ποταμόν, τοῦτο δὲ οἱ συβῶται ἐόντες Αἰγύπτιοι ἐγγενέες ἐς ἱρὸν οὐδὲν τῶν ἐν Αἰγύπτῳ ἐσέρχονται μοῦνοι πάντων, οὐδέ σφι ἐκδίδοσθαι οὐδεὶς θυγατέρα ἐθέλει οὐδ᾽ ἄγεσθαι ἐξ αὐτῶν, ἀλλ᾽ ἐκδίδονταί τε οἱ συβῶται καὶ ἄγονται ἐξ ἀλλήλων. | Για τον χοίρο οι Αιγύπτιοι πιστεύουν ότι είναι ακάθαρτο ζώο· λόγου χάρη, ο Αιγύπτιος που θα τύχει στο πέρασμά του ν᾽ αγγίξει χοίρο, πηγαίνει αμέσως και βουτάει στο ποτάμι, όπως είναι, με τα ρούχα· έπειτα, οι χοιροβοσκοί, ακόμη και όταν είναι ιθαγενείς Αιγύπτιοι, είναι οι μόνοι άνθρωποι στην Αίγυπτο που δεν μπορούν να μπουν σε κανέναν ναό, και οι άλλοι δεν δέχονται να τους δώσουν τις θυγατέρες τους για συζύγους ούτε παίρνουν οι ίδιοι θυγατέρες χοιροβοσκών· έτσι, οι χοιροβοσκοί παίρνουν και δίνουν τις θυγατέρες τους για συζύγους μεταξύ τους. |
| [2.47.2] | τοῖσι μέν νυν ἄλλοισι θεοῖσι θύειν ὗς οὐ δικαιεῦσι Αἰγύπτιοι, Σελήνῃ δὲ καὶ Διονύσῳ μούνοισι τοῦ αὐτοῦ χρόνου, τῇ αὐτῇ πανσελήνῳ, τοὺς ὗς θύσαντες πατέονται τῶν κρεῶν. δι᾽ ὅ τι δὲ τοὺς ὗς ἐν μὲν τῇσι ἄλλῃσι ὁρτῇσι ἀπεστυγήκασι, ἐν δὲ ταύτῃ θύουσι, ἔστι μὲν λόγος περὶ αὐτοῦ ὑπ᾽ Αἰγυπτίων λεγόμενος, ἐμοὶ μέντοι ἐπισταμένῳ οὐκ εὐπρεπέστερός ἐστι λέγεσθαι. | Στους Αιγυπτίους δεν επιτρέπεται να θυσιάσουν χοίρους σε άλλους θεούς παρεκτός στη Σελήνη και στον Διόνυσο, πράγμα που γίνεται την ίδια εποχή, κατά την ίδια πανσέληνο, οπότε οι Αιγύπτιοι τρώνε το κρέας των χοίρων που θυσιάζουν. Για το γεγονός ότι στις άλλες εορτές αποστρέφονται τους χοίρους ενώ σε αυτήν τους θυσιάζουν, υπάρχει σχετική εξήγηση που την αναφέρουν οι Αιγύπτιοι και που εγώ τη γνωρίζω, αλλά δεν θα ήταν ευπρεπές από μέρους μου να την παραθέσω. |
| [2.47.3] | θυσίη δὲ ἥδε τῶν ὑῶν τῇ Σελήνῃ ποιέεται· ἐπεὰν θύσῃ, τὴν οὐρὴν ἄκρην καὶ τὸν σπλῆνα καὶ τὸν ἐπίπλοον συνθεὶς ὁμοῦ κατ᾽ ὦν ἐκάλυψε πάσῃ τοῦ κτήνεος τῇ πιμελῇ τῇ περὶ τὴν νηδὺν γινομένῃ καὶ ἔπειτα καταγίζει πυρί· τὰ δὲ ἄλλα [κρέα] σιτέονται ἐν τῇ πανσελήνῳ ἐν τῇ ἂν τὰ ἱρὰ θύωσι, ἐν ἄλλῃ δὲ ἡμέρῃ οὐκ ἂν ἔτι γευσαίατο. οἱ δὲ πένητες αὐτῶν ὑπ᾽ ἀσθενείης βίου σταιτίνας πλάσαντες ὗς καὶ ὀπτήσαντες ταύτας θύουσι. | Πάντως, η θυσία των χοίρων στη Σελήνη γίνεται ως εξής: αφού θυσιάσουν το ζώο, σκεπάζουν την άκρη της ουράς, τη σπλήνα και τη μπόλια, όλα μαζί, με το λίπος που υπάρχει γύρω στην κοιλιά του, και ύστερα τα καίνε στη φωτιά· το υπόλοιπο κρέας το τρώνε κατά την πανσέληνο όπου γίνεται η θυσία, αλλά τις άλλες ημέρες δεν το βάζουν στο στόμα τους. Όσο για τους φτωχούς, που δεν έχουν τα μέσα, πλάθουν χοίρους από ζυμάρι, τους ψήνουν και τους θυσιάζουν. |
| [2.48.1] | Τῷ δὲ Διονύσῳ τῆς ὁρτῆς τῇ δορπίῃ χοῖρον πρὸ τῶν θυρέων σφάξας ἕκαστος διδοῖ ἀποφέρεσθαι τὸν χοῖρον αὐτῷ τῷ ἀποδομένῳ τῶν συβωτέων. | Στην εορτή του Διόνυσου τώρα, την παραμονή, ο καθένας σφάζει μπροστά στην πόρτα του έναν χοίρο και ύστερα τον δίνει πίσω στον χοιροβοσκό που του τον πούλησε να τον πάρει μακριά. |
| [2.48.2] | τὴν δὲ ἄλλην ἀνάγουσι ὁρτὴν τῷ Διονύσῳ οἱ Αἰγύπτιοι πλὴν χορῶν κατὰ ταὐτὰ σχεδὸν πάντα Ἕλλησι· ἀντὶ δὲ φαλλῶν ἄλλα σφί ἐστι ἐξευρημένα, ὅσον τε πηχυαῖα ἀγάλματα νευρόσπαστα, τὰ περιφορέουσι κατὰ κώμας γυναῖκες, νεῦον τὸ αἰδοῖον, οὐ πολλῷ τεῳ ἔλασσον ἐὸν τοῦ ἄλλου σώματος· προηγέεται δὲ αὐλός, αἱ δὲ ἕπονται ἀείδουσαι τὸν Διόνυσον. | Όσο για την υπόλοιπη εορτή του Διόνυσου, σε όλα σχεδόν, παρεκτός στους χορούς, οι Αιγύπτιοι την τελούν όπως και οι Έλληνες· ωστόσο, αντί για τους φαλλούς, αυτοί έχουν βρει και κάνουν άλλα πράγματα, όπως οι μαριονέτες, έναν πήχη ψηλές, που τις περιφέρουν στα χωριά οι γυναίκες και που το γεννητικό τους όργανο κουνιέται και δεν είναι πολύ μικρότερο από το υπόλοιπο σώμα· μπροστά πηγαίνει το σουραύλι και ακολουθούν οι γυναίκες τραγουδώντας τον Διόνυσο. |
| [2.48.3] | δι᾽ ὅ τι δὲ μέζον τε ἔχει τὸ αἰδοῖον καὶ κινέει μοῦνον τοῦ σώματος, ἔστι λόγος περὶ αὐτοῦ ἱρὸς λεγόμενος. | Για το γεγονός ότι το γεννητικό όργανο είναι τόσο μεγάλο και ότι μόνο αυτό κουνιέται από όλο το σώμα, υπάρχει κάποια ιερή εξήγηση που αναφέρεται σχετικά. |
| [2.49.1] | ἤδη ὦν δοκέει μοι Μελάμπους ὁ Ἀμυθέωνος τῆς θυσίης ταύτης οὐκ εἶναι ἀδαὴς ἀλλ᾽ ἔμπειρος. Ἕλλησι γὰρ δὴ Μελάμπους ἐστὶ ὁ ἐξηγησάμενος τοῦ Διονύσου τό τε οὔνομα καὶ τὴν θυσίην καὶ τὴν πομπὴν τοῦ φαλλοῦ· ἀτρεκέως μὲν οὐ πάντα συλλαβὼν τὸν λόγον ἔφηνε, ἀλλ᾽ οἱ ἐπιγενόμενοι τούτῳ σοφισταὶ μεζόνως ἐξέφηναν· τὸν δ᾽ ὦν φαλλὸν τὸν τῷ Διονύσῳ πεμπόμενον Μελάμπους ἐστὶ ὁ κατηγησάμενος, καὶ ἀπὸ τούτου μαθόντες ποιεῦσι τὰ ποιεῦσι Ἕλληνες. | Έτσι, μου φαίνεται ότι ο Μελάμπους του Αμυθάωνα δεν είχε άγνοια γι᾽ αυτή τη θυσία αλλά τη γνώριζε καλά. Γιατί ο Μελάμπους ήταν εκείνος που έμαθε στους Έλληνες το όνομα του Διόνυσου, τη θυσία και την πομπή του φαλλού· για την ακρίβεια, δεν εξέθεσε αυτός την υπόθεση στο σύνολό της, αλλά οι κατοπινότεροι διδάσκαλοι, που πρόσθεσαν περισσότερα· πάντως όμως, ο Μελάμπους ήταν εκείνος που δίδαξε την περιφορά του φαλλού προς τιμήν του Διόνυσου, και απ᾽ αυτόν έμαθαν οι Έλληνες να κάνουν τα όσα κάνουν. |
| [2.49.2] | ἐγὼ μέν νύν φημι Μελάμποδα γενόμενον ἄνδρα σοφὸν μαντικήν τε ἑωυτῷ συστῆσαι καὶ πυθόμενον ἀπ᾽ Αἰγύπτου ἄλλα τε πολλὰ ἐσηγήσασθαι Ἕλλησι καὶ τὰ περὶ τὸν Διόνυσον, ὀλίγα αὐτῶν παραλλάξαντα· οὐ γὰρ δὴ συμπεσεῖν γε φήσω τά τε ἐν Αἰγύπτῳ ποιεύμενα τῷ θεῷ καὶ τὰ ἐν τοῖσι Ἕλλησι· ὁμότροπα γὰρ ἂν ἦν τοῖσι Ἕλλησι καὶ οὐ νεωστὶ ἐσηγμένα. | Σοφός άνθρωπος, καθώς υποστηρίζω ότι ήταν, ο Μελάμπους έγινε κύριος της μαντικής τέχνης, και από την Αίγυπτο έμαθε πολλά και διάφορα, μεταξύ τους και τα σχετικά με τον Διόνυσο και τα μετέδωσε στους Έλληνες με μικρές παραλλαγές· γιατί δεν παραδέχομαι ότι από απλή σύμπτωση μοιάζουν τα όσα γίνονται στην Αίγυπτο προς τιμήν του θεού με τα όσα κάνουν οι Έλληνες, αφού, αν ήταν έτσι, τα τελευταία αυτά θα έμοιαζαν με τις άλλες συνήθειες των Ελλήνων και δεν θα είχαν παρουσιαστεί τόσο πρόσφατα. |
| [2.49.3] | οὐ μὲν οὐδὲ φήσω ὅκως Αἰγύπτιοι παρ᾽ Ἑλλήνων ἔλαβον ἢ τοῦτο ἢ ἄλλο κού τι νόμαιον. πυθέσθαι δέ μοι δοκέει μάλιστα Μελάμπους τὰ περὶ τὸν Διόνυσον παρὰ Κάδμου τε τοῦ Τυρίου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἐκ Φοινίκης ἀπικομένων ἐς τὴν νῦν Βοιωτίην καλεομένην χώρην. | Ούτε παραδέχομαι ότι οι Αιγύπτιοι πήραν από τους Έλληνες αυτό το έθιμο ή οποιοδήποτε άλλο. Αλλά έχω τη γνώμη ότι τα σχετικά με τον Διόνυσο ο Μελάμπους τα έμαθε κυρίως από τον Κάδμο τον Τύριο και από τους συντρόφους του που ήρθαν από τη Φοινίκη στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Βοιωτία. |
| [2.50.1] | σχεδὸν δὲ καὶ πάντων τὰ οὐνόματα τῶν θεῶν ἐξ Αἰγύπτου ἐλήλυθε ἐς τὴν Ἑλλάδα. διότι μὲν γὰρ ἐκ τῶν βαρβάρων ἥκει, πυνθανόμενος οὕτω εὑρίσκω ἐόν· δοκέω δ᾽ ὦν μάλιστα ἀπ᾽ Αἰγύπτου ἀπῖχθαι. | Άλλωστε, όλων σχεδόν των θεών τα ονόματα έχουν έρθει στην Ελλάδα από την Αίγυπτο. Το γεγονός ότι έγινε έτσι, ότι δηλαδή ήρθαν από τους βαρβάρους, το εξακρίβωσα χάρη στις έρευνές μου· και έχω τη γνώμη ότι ήρθαν κυρίως από την Αίγυπτο. |
| [2.50.2] | ὅτι γὰρ δὴ μὴ Ποσειδέωνος καὶ Διοσκόρων, ὡς καὶ πρότερόν μοι ταῦτα εἴρηται, καὶ Ἥρης καὶ Ἰστίης καὶ Θέμιος καὶ Χαρίτων καὶ Νηρηίδων, τῶν ἄλλων θεῶν Αἰγυπτίοισι αἰεί κοτε τὰ οὐνόματά ἐστι ἐν τῇ χώρῃ. λέγω δὲ τὰ λέγουσι αὐτοὶ Αἰγύπτιοι. τῶν δὲ οὔ φασι θεῶν γινώσκειν τὰ οὐνόματα, οὗτοι δέ μοι δοκέουσι ὑπὸ Πελασγῶν ὀνομασθῆναι, πλὴν Ποσειδέωνος· τοῦτον δὲ τὸν θεὸν παρὰ Λιβύων ἐπύθοντο. | Γιατί εκτός από του Ποσειδώνα και των Διοσκούρων, πράγμα που το ανέφερα και προηγουμένως, καθώς επίσης της Ήρας, της Εστίας, της Θέμιδας, των Χαρίτων και των Νηρηίδων, τα ονόματα των άλλων θεών των Αιγυπτίων υπάρχουν από πάντα στην Αίγυπτο. Λέω πάντως ό,τι λένε οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι. Όσο για τα ονόματα των θεών που οι Αιγύπτιοι λένε ότι δεν τα γνωρίζουν, τα έβγαλαν, έχω τη γνώμη, οι Πελασγοί, με εξαίρεση τον Ποσειδώνα: αυτόν τον θεό οι Αιγύπτιοι τον έμαθαν από τους Λίβυους. |
| [2.50.3] | οὐδαμοὶ γὰρ ἀπ᾽ ἀρχῆς Ποσειδέωνος οὔνομα ἔκτηνται εἰ μὴ Λίβυες, καὶ τιμῶσι τὸν θεὸν τοῦτον αἰεί. Νομίζουσι δ᾽ ὦν Αἰγύπτιοι οὐδ᾽ ἥρωσι οὐδέν. | Γιατί μόνο οι Λίβυοι, και κανένας άλλος, κατείχαν εξαρχής το όνομα του Ποσειδώνα και τιμούν ανέκαθεν αυτόν τον θεό. Λατρευτικά έθιμα για τους ήρωες οι Αιγύπτιοι δεν έχουν καθόλου. |
| [2.51.1] | Ταῦτα μέν νυν καὶ ἄλλα πρὸς τούτοισι, τὰ ἐγὼ φράσω, Ἕλληνες ἀπ᾽ Αἰγυπτίων νενομίκασι· τοῦ δὲ Ἑρμέω τὰ ἀγάλματα ὀρθὰ ἔχειν τὰ αἰδοῖα ποιεῦντες οὐκ ἀπ᾽ Αἰγυπτίων μεμαθήκασι, ἀλλ᾽ ἀπὸ Πελασγῶν πρῶτοι μὲν Ἑλλήνων ἁπάντων Ἀθηναῖοι παραλαβόντες, παρὰ δὲ τούτων ὧλλοι. | Αυτά λοιπόν τα έθιμα, καθώς και άλλα, που θα τα αναφέρω, πήραν οι Έλληνες από τους Αιγυπτίους, τα αγάλματα όμως του Ερμή με ορθωμένο το μόριό τους οι Έλληνες δεν έμαθαν από τους Αιγύπτιους να τα φτιάχνουν έτσι, αλλά από τους Πελασγούς, και πρώτοι απ᾽ όλους τους Έλληνες τα πήραν οι Αθηναίοι και από αυτούς τα πήραν οι υπόλοιποι. |
| [2.51.2] | Ἀθηναίοισι γὰρ ἤδη τηνικαῦτα ἐς Ἕλληνας τελέουσι Πελασγοὶ σύνοικοι ἐγένοντο ἐν τῇ χώρῃ, ὅθεν περ καὶ Ἕλληνες ἤρξαντο νομισθῆναι. ὅστις δὲ τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται, τὰ Σαμοθρήικες ἐπιτελέουσι παραλαβόντες παρὰ Πελασγῶν, οὗτος ὡνὴρ οἶδε τὸ λέγω. | Γιατί οι Αθηναίοι λογαριάζονταν ήδη Έλληνες όταν οι Πελασγοί πήγαν να κατοικήσουν στον τόπο τους, οπότε άρχισαν κι αυτοί να θεωρούνται Έλληνες. Και όποιος έχει μυηθεί στα όργια των Καβείρων, αυτά που τελούν οι Σαμοθράκες, οι οποίοι τα έχουν πάρει από τους Πελασγούς, καταλαβαίνει τί εννοώ. |
| [2.51.3] | τὴν γὰρ Σαμοθρηίκην οἴκεον πρότερον Πελασγοὶ οὗτοι οἵ περ Ἀθηναίοισι σύνοικοι ἐγένοντο, καὶ παρὰ τούτων Σαμοθρήικες τὰ ὄργια παραλαμβάνουσι. | Γιατί τη Σαμοθράκη την κατοικούσαν παλαιότερα αυτοί ακριβώς οι Πελασγοί που πήγαν και συγκατοίκησαν με τους Αθηναίους, και απ᾽ αυτούς πήραν οι Σαμοθράκες τα όργια. |
| [2.51.4] | ὀρθὰ ὦν ἔχειν τὰ αἰδοῖα τἀγάλματα τοῦ Ἑρμέω Ἀθηναῖοι πρῶτοι Ἑλλήνων μαθόντες παρὰ Πελασγῶν ἐποιήσαντο. οἱ δὲ Πελασγοὶ ἱρόν τινα λόγον περὶ αὐτοῦ ἔλεξαν, τὰ ἐν τοῖσι ἐν Σαμοθρηίκῃ μυστηρίοισι δεδήλωται. | Έτσι λοιπόν τα αγάλματα του Ερμή με ορθωμένο το μόριο πρώτοι από τους Έλληνες τα έφτιαξαν οι Αθηναίοι που τα έμαθαν από τους Πελασγούς. Και οι Πελασγοί έχουν γι᾽ αυτό κάποιαν ιερή εξήγηση που παρασταίνεται στα μυστήρια της Σαμοθράκης. |
| [2.52.1] | ἔθυον δὲ πάντα πρότερον οἱ Πελασγοὶ θεοῖσι ἐπευχόμενοι, ὡς ἐγὼ ἐν Δωδώνῃ οἶδα ἀκούσας, ἐπωνυμίην δὲ οὐδ᾽ οὔνομα ἐποιεῦντο οὐδενὶ αὐτῶν· οὐ γὰρ ἀκηκόεσάν κω. θεοὺς δὲ προσωνόμασάν σφεας ἀπὸ τοῦ τοιούτου ὅτι κόσμῳ θέντες τὰ πάντα πρήγματα καὶ πάσας νομὰς εἶχον. | Παλιά, όπως άκουσα στη Δωδώνη, σε όλες τους τις θυσίες οι Πελασγοί προσεύχονταν στους θεούς, χωρίς όμως να προφέρουν για κανέναν τους όνομα ή επωνυμία: αυτά τα πράγματα δεν τα είχαν ακούσει ακόμη· και ονόμασαν τους θεούς τους έτσι για τον λόγο ότι αυτοί είχαν βάλει τάξη σε όλα τα πράγματα και τα είχαν μοιρασμένα όπως πρέπει. |
| [2.52.2] | ἔπειτε δὲ χρόνου πολλοῦ διεξελθόντος ἐπύθοντο ἐκ τῆς Αἰγύπτου ἀπιγμένα τὰ οὐνόματα τῶν θεῶν τῶν ἄλλων, Διονύσου δὲ ὕστερον πολλῷ ἐπύθοντο· καὶ μετὰ χρόνον ἐχρηστηριάζοντο περὶ [τῶν] οὐνομάτων ἐν Δωδώνῃ· τὸ γὰρ δὴ μαντήιον τοῦτο νενόμισται ἀρχαιότατον τῶν ἐν Ἕλλησι χρηστηρίων εἶναι, καὶ ἦν τὸν χρόνον τοῦτον μοῦνον. | Αφού όμως πέρασε πολύς καιρός, έμαθαν οι Πελασγοί τα ονόματα των θεών, τα οποία ήρθαν από την Αίγυπτο, τόσο των άλλων όσο και του Διόνυσου, που όμως το έμαθαν πολύ αργότερα· και αφού πέρασε κι άλλος καιρός, ζήτησαν από το μαντείο της Δωδώνης χρησμό για τα ονόματα: γιατί το μαντείο αυτό θεωρείται ότι είναι το αρχαιότερο στην Ελλάδα, και την εποχή εκείνη ήταν το μόνο. |
| [2.52.3] | ἐπεὶ ὦν ἐχρηστηριάζοντο ἐν τῇ Δωδώνῃ οἱ Πελασγοὶ εἰ ἀνέλωνται τὰ οὐνόματα τὰ ἀπὸ τῶν βαρβάρων ἥκοντα, ἀνεῖλε τὸ μαντήιον χρᾶσθαι. ἀπὸ μὲν δὴ τούτου τοῦ χρόνου ἔθυον τοῖσι οὐνόμασι τῶν θεῶν χρεώμενοι. παρὰ δὲ Πελασγῶν Ἕλληνες ἐδέξαντο ὕστερον. | Όταν λοιπόν ρώτησαν οι Πελασγοί τη Δωδώνη, να πάρουν ή όχι τα ονόματα αυτά που προέρχονταν από τους βαρβάρους, το μαντείο τούς απάντησε να τα χρησιμοποιήσουν. Και από την εποχή εκείνη οι Πελασγοί χρησιμοποιούσαν πια στις θυσίες τους τα ονόματα των θεών. Ύστερα οι Έλληνες τα πήραν από τους Πελασγούς. |
| [2.53.1] | ὅθεν δὲ ἐγένοντο ἕκαστος τῶν θεῶν, εἴτε αἰεὶ ἦσαν πάντες, ὁκοῖοί τέ τινες τὰ εἴδεα, οὐκ ἠπιστέατο μέχρι οὗ πρώην τε καὶ χθὲς ὡς εἰπεῖν λόγῳ. | Αλλά το πώς γεννήθηκε ο κάθε θεός, αν όλοι οι θεοί υπήρχαν ανέκαθεν και τί λογής ήταν η εξωτερική τους εμφάνιση, οι Έλληνες, ώς χτες ακόμη, που λέει ο λόγος, δεν ήξεραν. |
| [2.53.2] | Ἡσίοδον γὰρ καὶ Ὅμηρον ἡλικίην τετρακοσίοισι ἔτεσι δοκέω μευ πρεσβυτέρους γενέσθαι καὶ οὐ πλέοσι. οὗτοι δέ εἰσι οἱ ποιήσαντες θεογονίην Ἕλλησι καὶ τοῖσι θεοῖσι τὰς ἐπωνυμίας δόντες καὶ τιμάς τε καὶ τέχνας διελόντες καὶ εἴδεα αὐτῶν σημήναντες. | Γιατί έχω τη γνώμη ότι ο Ησίοδος και ο Όμηρος έζησαν όχι περισσότερα από τετρακόσια χρόνια πριν από μένα, και αυτοί ήταν που δημιούργησαν για τους Έλληνες τη γενεαλογία των θεών, που έδωσαν στους θεούς τις επωνυμίες τους, που τους μοίρασαν τιμές και ασχολίες και καθόρισαν τη μορφή του καθενός. |
| [2.53.3] | οἱ δὲ πρότερον ποιηταὶ λεγόμενοι τούτων τῶν ἀνδρῶν γενέσθαι ὕστερον, ἔμοιγε δοκέειν, ἐγένοντο. τούτων τὰ μὲν πρῶτα αἱ Δωδωνίδες ἱέρειαι λέγουσι, τὰ δὲ ὕστερα τὰ ἐς Ἡσίοδόν τε καὶ Ὅμηρον ἔχοντα ἐγὼ λέγω. | Όσο για τους ποιητές που λέγεται ότι υπήρξαν πριν από τούτους, εγώ τουλάχιστον έχω τη γνώμη ότι υπήρξαν μετά. Από όλα τούτα, τα πρώτα τα λένε οι ιέρειες της Δωδώνης, τα τελευταία, όσα αναφέρονται στον Ησίοδο και στον Όμηρο, τα λέω εγώ. |
| [2.54.1] | χρηστηρίων δὲ πέρι τοῦ τε ἐν Ἕλλησι καὶ τοῦ ἐν Λιβύῃ τόνδε Αἰγύπτιοι λόγον λέγουσι. ἔφασαν οἱ ἱρέες τοῦ Θηβαιέος Διὸς δύο γυναῖκας ἱερείας ἐκ Θηβέων ἐξαχθῆναι ὑπὸ Φοινίκων, καὶ τὴν μὲν αὐτέων πυθέσθαι ἐς Λιβύην πρηθεῖσαν, τὴν δὲ ἐς τοὺς Ἕλληνας· ταύτας δὲ τὰς γυναῖκας εἶναι τὰς ἱδρυσαμένας τὰ μαντήια πρώτας ἐν τοῖσι εἰρημένοισι ἔθνεσι. | Όσο για τα μαντεία, το ελληνικό και της Λιβύης, οι Αιγύπτιοι αφηγούνται την ακόλουθη ιστορία. Οι ιερείς του Δία του Θηβαίου μού είπαν ότι οι Φοίνικες άρπαξαν δύο ιέρειες από τη Θήβα και μαθεύτηκε ότι τις πούλησαν, τη μια στη Λιβύη, την άλλη στην Ελλάδα· αυτές οι γυναίκες είναι που ίδρυσαν πρώτες τα μαντεία στους τόπους που ανέφερα. |
| [2.54.2] | εἰρομένου δέ μευ ὁκόθεν οὕτω ἀτρεκέως ἐπιστάμενοι λέγουσι, ἔφασαν πρὸς ταῦτα ζήτησιν μεγάλην ἀπὸ σφέων γενέσθαι τῶν γυναικῶν τουτέων, καὶ ἀνευρεῖν μέν σφεας οὐ δυνατοὶ γενέσθαι, πυθέσθαι δὲ ὕστερον ταῦτα περὶ αὐτέων τά περ δὴ ἔλεγον. | Και όταν τους ρώτησα πώς είναι τόσο βέβαιοι γι᾽ αυτά που λένε, οι ιερείς μού απάντησαν ότι είχαν ψάξει πολύ γι᾽ αυτές τις γυναίκες, και να τις βρουν βέβαια δεν το κατόρθωσαν, αλλά αργότερα πληροφορήθηκαν γι᾽ αυτές τα όσα μου είπαν. |
| [2.55.1] | ταῦτα μέν νυν τῶν ἐν Θήβῃσι ἱρέων ἤκουον, τάδε δὲ Δωδωναίων φασὶ αἱ προμάντιες· δύο πελειάδας μελαίνας ἐκ Θηβέων τῶν Αἰγυπτιέων ἀναπταμένας τὴν μὲν αὐτέων ἐς Λιβύην, τὴν δὲ παρὰ σφέας ἀπικέσθαι· | Αυτά λοιπόν μου είπαν οι Θηβαίοι ιερείς· αλλά οι προφήτισσες της Δωδώνης λένε τα ακόλουθα: δυο μαύρες περιστέρες πέταξαν από τη Θήβα της Αιγύπτου, και πήγαν η μια στη Λιβύη, η άλλη κοντά τους· |
| [2.55.2] | ἱζομένην δέ μιν ἐπὶ φηγὸν αὐδάξασθαι φωνῇ ἀνθρωπηίῃ ὡς χρεὸν εἴη μαντήιον αὐτόθι Διὸς γενέσθαι, καὶ αὐτοὺς ὑπολαβεῖν θεῖον εἶναι τὸ ἐπαγγελλόμενον αὐτοῖσι καί σφεα ἐκ τούτου ποιῆσαι. | η δεύτερη αυτή πήγε και κάθισε σε μια ιερή βελανιδιά και μίλησε με φωνή ανθρώπινη και είπε ότι έπρεπε να ιδρύσουν εκεί μαντείο του Δία, και οι Δωδωναίοι θεώρησαν ότι τούτο ήταν γι᾽ αυτούς θεϊκό άγγελμα, και έπραξαν ανάλογα. |
| [2.55.3] | τὴν δὲ ἐς τοὺς Λίβυας οἰχομένην πελειάδα λέγουσι Ἄμμωνος χρηστήριον κελεῦσαι τοὺς Λίβυας ποιέειν· ἔστι δὲ καὶ τοῦτο Διός. Δωδωναίων δὲ αἱ ἱέρειαι, τῶν τῇ πρεσβυτάτῃ οὔνομα ἦν Προμένεια, τῇ δὲ μετὰ ταύτην Τιμαρέτη, τῇ δὲ νεωτάτῃ Νικάνδρη, ἔλεγον ταῦτα· συνωμολόγεον δέ σφι καὶ οἱ ἄλλοι Δωδωναῖοι οἱ περὶ τὸ ἱρόν. | Η περιστέρα πάλι που έφυγε και πήγε στους Λίβυους, τους πρόσταξε, λένε, να ιδρύσουν το μαντείο του Άμμωνα, που είναι κι αυτό του Δία. Όλα αυτά μου τα είπαν οι ιέρειες των Δωδωναίων, που η μεγαλύτερή τους λεγόταν Προμένεια, η νεότερή της Τιμαρέτη και η νεότερη απ᾽ όλες Νικάνδρη· μαζί τους συμφώνησαν και οι άλλοι Δωδωναίοι που είχαν σχέση με το ιερό. |
| [2.56.1] | ἐγὼ δ᾽ ἔχω περὶ αὐτῶν γνώμην τήνδε. εἰ ἀληθέως οἱ Φοίνικες ἐξήγαγον τὰς ἱρὰς γυναῖκας καὶ τὴν μὲν αὐτέων ἐς Λιβύην, τὴν δὲ ἐς τὴν Ἑλλάδα ἀπέδοντο, δοκέει ἐμοὶ ἡ γυνὴ αὕτη τῆς νῦν Ἑλλάδος, πρότερον δὲ Πελασγίης καλεομένης τῆς αὐτῆς ταύτης, πρηθῆναι ἐς Θεσπρωτούς· | Όσο για μένα, έχω σχετικά με αυτά την ακόλουθη γνώμη. Αν πράγματι οι Φοίνικες πήραν τις άγιες γυναίκες και τις πούλησαν, τη μια στη Λιβύη και την άλλη στην Ελλάδα, νομίζω ότι η γυναίκα αυτή της σημερινής Ελλάδας, της ίδιας δηλαδή χώρας που παλαιότερα ονομαζόταν Πελασγία, πουλήθηκε στη Θεσπρωτία· |
| [2.56.2] | ἔπειτα δουλεύουσα αὐτόθι ἱδρύσασθαι ὑπὸ φηγῷ πεφυκυίῃ ἱρὸν Διός, ὥσπερ ἦν οἰκὸς ἀμφιπολεύουσαν ἐν Θήβῃσι Διός ἱρόν, ἔνθα ἀπίκετο, ἐνθαῦτα μνήμην αὐτοῦ ἔχειν. | ύστερα, δούλη σ᾽ αυτόν τον τόπο, κάτω από τη βελανιδιά που φύτρωσε εκεί, ίδρυσε το ιερό του Δία, αφού ήταν εύλογο, μια που υπηρετούσε το ιερό του Δία στη Θήβα, εδώ όπου ήρθε να έχει ανάμνηση αυτού του γεγονότος. |
| [2.56.3] | ἐκ δὲ τούτου χρηστήριον κατηγήσατο, ἐπείτε συνέλαβε τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν. φάναι δέ οἱ ἀδελφεὴν ἐν Λιβύῃ πεπρῆσθαι ὑπὸ τῶν αὐτῶν Φοινίκων ὑπ᾽ ὧν καὶ αὐτὴ ἐπρήθη. | Ύστερα εγκαινίασε το μαντείο αμέσως μόλις έμαθε την ελληνική γλώσσα. Αυτή είπε επίσης ότι η αδελφή της πουλήθηκε στη Λιβύη από τους ίδιους Φοίνικες που είχαν πουλήσει και την ίδια. |
| [2.57.1] | πελειάδες δέ μοι δοκέουσι κληθῆναι πρὸς Δωδωναίων ἐπὶ τοῦδε αἱ γυναῖκες, διότι βάρβαροι ἦσαν, ἐδόκεον δέ σφι ὁμοίως ὄρνισι φθέγγεσθαι. | Έχω πάντως τη γνώμη ότι περιστέρες τις είπαν οι Δωδωναίοι αυτές τις γυναίκες επειδή ήταν βάρβαρες και η ομιλία τους τούς φαινόταν σαν τη φωνή των πουλιών. |
| [2.57.2] | μετὰ δὲ χρόνον τὴν πελειάδα ἀνθρωπηίῃ φωνῇ αὐδάξασθαι λέγουσι, ἐπείτε συνετά σφι ηὔδα ἡ γυνή· ἕως δὲ ἐβαρβάριζε, ὄρνιθος τρόπον ἐδόκεέ σφι φθέγγεσθαι, ἐπεὶ τέῳ τρόπῳ ἂν πελειάς γε ἀνθρωπηίῃ φωνῇ φθέγξαιτο; μέλαιναν δὲ λέγοντες εἶναι τὴν πελειάδα σημαίνουσι ὅτι Αἰγυπτίη ἡ γυνὴ ἦν. | Πέρασε όμως καιρός, και λένε ότι η περιστέρα μίλησε με φωνή ανθρωπινή, αφού εκφράστηκε με τρόπο κατανοητό γι᾽ αυτούς· όσο όμως μιλούσε βαρβαρικά, αυτοί έπαιρναν την ομιλία της για φωνή πουλιού: γιατί πώς είναι δυνατόν περιστέρα να μιλάει με ανθρωπινή φωνή; Όσο για τα λεγόμενά τους ότι η περιστέρα ήταν μαύρη, δείχνουν μ᾽ αυτά ότι η γυναίκα ήταν Αιγυπτία. |
| [2.57.3] | ἡ δὲ μαντηίη ἥ τε ἐν Θήβῃσι τῇσι Αἰγυπτίῃσι καὶ ἐν Δωδώνῃ παραπλήσιαι ἀλλήλῃσι τυγχάνουσι ἐοῦσαι. ἔστι δὲ καὶ τῶν ἱρῶν ἡ μαντικὴ ἀπ᾽ Αἰγύπτου ἀπιγμένη. | Πάντως, η μαντεία στη Θήβα της Αιγύπτου και η μαντεία στη Δωδώνη είναι παραπλήσιες μεταξύ τους. Και η μαντεία με βάση τα σφάγια των θυσιών έχει επίσης έρθει από την Αίγυπτο. |
| [2.58.1] | πανηγύριας δὲ ἄρα καὶ πομπὰς καὶ προσαγωγὰς πρῶτοι ἀνθρώπων Αἰγύπτιοί εἰσι οἱ ποιησάμενοι, καὶ παρὰ τούτων Ἕλληνες μεμαθήκασι. τεκμήριον δέ μοι τούτου τόδε· αἱ μὲν γὰρ φαίνονται ἐκ πολλοῦ τευ χρόνου ποιεύμεναι, αἱ δὲ Ἑλληνικαὶ νεωστὶ ἐποιήθησαν. | Πάντως, οι Αιγύπτιοι είναι οι πρώτοι άνθρωποι που έκαναν πανηγύρια, πομπές και λιτανείες, και από αυτούς τα έχουν μάθει οι Έλληνες· γιατί στην πρώτη περίπτωση αυτά τα πράγματα φαίνεται ότι γίνονται από πολύν καιρό, ενώ στην περίπτωση των Ελλήνων είναι πρόσφατα δημιουργήματα. |
| [2.59.1] | πανηγυρίζουσι δὲ Αἰγύπτιοι οὐκ ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ, πανηγύρις δὲ συχνάς, μάλιστα μὲν καὶ προθυμότατα ἐς Βούβαστιν πόλιν τῇ Ἀρτέμιδι, δεύτερα ἐς Βούσιριν πόλιν τῇ Ἴσι· | Και δεν πανηγυρίζουν μόνο μια φορά τον χρόνο οι Αιγύπτιοι, αλλά έχουν πολλές εορτές, με πρώτη και καλύτερη την εορτή στην πόλη Βούβαστη προς τιμήν της Άρτεμης, και δεύτερη την εορτή στην πόλη Βούριση προς τιμήν της Ίσιδας· |
| [2.59.2] | ἐν ταύτῃ γὰρ δὴ τῇ πόλι ἐστὶ μέγιστον Ἴσιος ἱρόν, ἵδρυται δὲ ἡ πόλις αὕτη τῆς Αἰγύπτου ἐν μέσῳ τῷ Δέλτα, Ἶσις δέ ἐστι κατὰ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν Δημήτηρ. | σ᾽ αυτή την πόλη βρίσκεται πολύ μεγάλο ιερό της Ίσιδας, και αυτή η πόλη της Αιγύπτου είναι χτισμένη στη μέση του Δέλτα, και η Ίσις στην ελληνική γλώσσα λέγεται Δήμητρα. |
| [2.59.3] | τρίτα δ᾽ ἐς Σάϊν πόλιν τῇ Ἀθηναίῃ πανηγυρίζουσι, τέταρτα δὲ ἐς Ἡλίου πόλιν τῷ Ἡλίῳ, πέμπτα δὲ ἐς Βουτοῦν πόλιν τῇ Λητοῖ, ἕκτα δὲ ἐς Πάπρημιν πόλιν τῷ Ἄρεϊ. | Τρίτο πανηγύρι κάνουν στην πόλη Σάιδα προ τιμήν της Αθηνάς, τέταρτο στην Ηλιούπολη προς τιμήν του Ηλίου, πέμπτο στην πόλη Βουτού προς τιμήν της Λητώς και έκτο στην πόλη Πάπρημη προς τιμήν του Άρη. |
| [2.60.1] | ἐς μέν νυν Βούβαστιν πόλιν ἐπεὰν κομίζωνται, ποιεῦσι τοιάδε· πλέουσί τε γὰρ δὴ ἅμα ἄνδρες γυναιξὶ καὶ πολλόν τι πλῆθος ἑκατέρων ἐν ἑκάστῃ βάρι· αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι, οἱ δὲ αὐλέουσι κατὰ πάντα τὸν πλόον, αἱ δὲ λοιπαὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες ἀείδουσι καὶ τὰς χεῖρας κροτέουσι. | Όσον αφορά την πόλη Βούβαστη, καθώς μεταφέρονται εκεί, κάνουν τα εξής: στην κάθε μαούνα ταξιδεύουν μαζί άνδρες και γυναίκες, μεγάλο πλήθος και από τούτους και από εκείνες· μερικές γυναίκες κρατούν κρόταλα και τα χτυπούν, μερικοί άνδρες παίζουν το σουραύλι σε όλο το ταξίδι, ενώ οι υπόλοιποι, άνδρες και γυναίκες, τραγουδούν και κροτούν τα χέρια τους. |
| [2.60.2] | ἐπεὰν δὲ πλέοντες κατά τινα πόλιν ἄλλην γένωνται, ἐγχρίμψαντες τὴν βᾶριν τῇ γῇ ποιεῦσι τοιάδε· αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν ποιεῦσι τά περ εἴρηκα, αἱ δὲ τωθάζουσι βοῶσαι τὰς ἐν τῇ πόλι ταύτῃ γυναῖκας, αἱ δὲ ὀρχέονται, αἱ δὲ ἀνασύρονται ἀνιστάμεναι. ταῦτα παρὰ πᾶσαν πόλιν παραποταμίην ποιεῦσι. | Και καθώς πλέουν το ποτάμι, όποτε φτάνουν σε καμιά πόλη, φέρνουν τη μαούνα κοντά στη στεριά και κάνουν τα εξής: οι πρώτες γυναίκες κάνουν αυτά που είπα, άλλες περιγελούν φωναχτά τις γυναίκες της πόλης, άλλες χορεύουν και άλλες στέκονται όρθιες και σηκώνουν ψηλά τα φουστάνια τους. Και τα κάνουν αυτά σε όλες τις παραποτάμιες πόλεις, |
| [2.60.3] | ἐπεὰν δὲ ἀπίκωνται ἐς τὴν Βούβαστιν, ὁρτάζουσι μεγάλας ἀνάγοντες θυσίας, καὶ οἶνος ἀμπέλινος ἀναισιμοῦται πλέων ἐν τῇ ὁρτῇ ταύτῃ ἢ ἐν τῷ ἅπαντι ἐνιαυτῷ τῷ ἐπιλοίπῳ. συμφοιτῶσι δέ, ὅ τι ἀνὴρ καὶ γυνή ἐστι πλὴν παιδίων, καὶ ἐς ἑβδομήκοντα μυριάδας, ὡς οἱ ἐπιχώριοι λέγουσι. | και όταν πια φτάσουν στη Βούβαστη, εορτάζουν εκτελώντας μεγάλες θυσίες, και στην εορτή αυτή πίνεται περισσότερο σταφυλόκρασο παρ᾽ όσο ολόκληρη την υπόλοιπη χρονιά. Άνδρες και γυναίκες, χώρια τα παιδιά, φτάνουν να μαζεύονται εκεί ακόμη και επτακόσιες χιλιάδες, όπως λένε οι ντόπιοι. |
| [2.61.1] | ταῦτα μὲν δὴ ταύτῃ ποιέεται, ἐν δὲ Βουσίρι πόλι ὡς ἀνάγουσι τῇ Ἴσι τὴν ὁρτήν, εἴρηται πρότερόν μοι. τύπτονται [μὲν] γὰρ δὴ μετὰ τὴν θυσίην πάντες καὶ πᾶσαι, μυριάδες κάρτα πολλαὶ ἀνθρώπων· τὸν δὲ τύπτονται, οὔ μοι ὅσιόν ἐστι λέγειν. | Αυτά λοιπόν γίνονται εκεί· όσο για την πόλη Βούσιρη και πώς τελούν εκεί την εορτή προς τιμήν της Ίσιδας, μίλησα προηγουμένως. Πάντως, μετά τη θυσία μοιρολογούν όλοι και όλες, πολλές χιλιάδες άνθρωποι· αλλά για ποιόν μοιρολογούν, δεν μου επιτρέπεται να το πω. |
| [2.61.2] | ὅσοι δὲ Καρῶν εἰσι ἐν Αἰγύπτῳ οἰκέοντες, οὗτοι δὲ τοσούτῳ ἔτι πλέω ποιεῦσι τούτων ὅσῳ καὶ τὰ μέτωπα κόπτονται μαχαίρῃσι, καὶ τούτῳ εἰσὶ δῆλοι ὅτι εἰσὶ ξεῖνοι καὶ οὐκ Αἰγύπτιοι. | Όσοι Κάρες είναι κάτοικοι Αιγύπτου, κάνουν μάλιστα ακόμη περισσότερα απ᾽ αυτά, αφού κόβουν ακόμη και τα κούτελά τους με μαχαίρια, και έτσι φανερώνονται ότι είναι ξένοι και όχι Αιγύπτιοι. |
| [2.62.1] | ἐς Σάϊν δὲ πόλιν ἐπεὰν συλλεχθέωσι τῇσι θυσίῃσι ἔν τινι λύχνα καίουσι πάντες πολλὰ ὑπαίθρια περὶ τὰ δώματα κύκλῳ. τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου, ἐπιπολῆς δὲ ἔπεστι αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον, καὶ τοῦτο καίεται παννύχιον, καὶ τῇ ὁρτῇ οὔνομα κεῖται λυχνοκαΐη. | Στην πόλη Σάιδα πάλι, όταν συναχτούν για τις θυσίες μια νύχτα ανάβουν όλοι λυχνάρια πολλά, έξω στο ύπαιθρο, γύρω στα σπίτια. Τα λυχνάρια αυτά είναι τσανάκια γεμάτα αλάτι και λάδι· το φιτίλι τους βρίσκεται στην επιφάνεια και καίει όλη τη νύχτα, και το όνομα της εορτής είναι λυχνοκαΐα. |
| [2.62.2] | οἳ δ᾽ ἂν μὴ ἔλθωσι τῶν Αἰγυπτίων ἐς τὴν πανήγυριν ταύτην, φυλάσσοντες τὴν νύκτα τῆς θυσίης καίουσι καὶ αὐτοὶ πάντες τὰ λύχνα, καὶ οὕτω οὐκ ἐν Σάϊ μούνῃ καίεται ἀλλὰ καὶ ἀνὰ πᾶσαν Αἴγυπτον. ὅτευ δὲ εἵνεκα φῶς ἔλαχε καὶ τιμὴν ἡ νὺξ αὕτη, ἔστι ἱρὸς περὶ αὐτοῦ λόγος λεγόμενος. | Και όσοι Αιγύπτιοι δεν πάνε σ᾽ αυτό το πανηγύρι, τηρούν τη νύχτα της θυσίας και ανάβουν όλοι λυχνάρια, και έτσι τα λυχνάρια δεν ανάβουν μόνο στη Σάιδα αλλά σε όλη την Αίγυπτο. Για το γεγονός ότι αυτή τη νύχτα τη φωταγωγούν και την τιμούν, υπάρχει και αναφέρεται κάποια ιερή εξήγηση. |
| [2.63.1] | ἐς δὲ Ἡλίου τε πόλιν καὶ Βουτοῦν θυσίας μούνας ἐπιτελέουσι φοιτῶντες. ἐν δὲ Παπρήμι θυσίας μὲν καὶ ἱρὰ κατά περ καὶ τῇ ἄλλῃ ποιεῦσι· εὖτ᾽ ἂν δὲ γίνηται καταφερὴς ὁ ἥλιος, ὀλίγοι μέν τινες τῶν ἱρέων περὶ τὤγαλμα πεπονέαται, οἱ δὲ πολλοὶ αὐτῶν ξύλων κορύνας ἔχοντες ἑστᾶσι τοῦ ἱροῦ ἐν τῇ ἐσόδῳ· ἄλλοι δὲ εὐχωλὰς ἐπιτελέοντες, πλεῦνες χιλίων ἀνδρῶν, ἕκαστοι ἔχοντες ξύλα καὶ οὗτοι ἐπὶ τὰ ἕτερα ἁλέες ἑστᾶσι. | Όσο για την Ηλιούπολη και τη Βουτού, ο κόσμος, που συνάζεται εκεί, μόνο θυσίες προσφέρει. Στην Πάπρημη όμως κάνουν και θυσίες και τελετές, όπως και αλλού· μόνο που εκεί, μόλις ο ήλιος πάει να βασιλέψει, κάτι λίγοι ιερείς ασχολούνται με το άγαλμα του θεού, ενώ οι περισσότεροί τους, κρατώντας ξύλινα ρόπαλα, στέκονται στην είσοδο του ναού· απέναντι σ᾽ αυτούς, κάνοντας ταξίματα και κρατώντας και αυτοί όλοι τους ξύλα, στέκονται συναγμένοι πάνω από χίλιοι άλλοι άνθρωποι. |
| [2.63.2] | τὸ δὲ ἄγαλμα ἐὸν ἐν νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν. οἱ μὲν δὴ ὀλίγοι οἱ περὶ τὤγαλμα λελειμμένοι ἕλκουσι τετράκυκλον ἅμαξαν ἄγουσαν τὸν νηόν τε καὶ τὸ ἐν τῷ νηῷ ἐνεὸν ἄγαλμα, οἱ δὲ οὐκ ἐῶσι ἐν τοῖσι προπυλαίοισι ἑστεῶτες ἐσιέναι, οἱ δὲ εὐχωλιμαῖοι τιμωρέοντες τῷ θεῷ παίουσι αὐτοὺς ἀλεξομένους. | Το άγαλμα ωστόσο, μέσα σ᾽ ένα μικρό, ξύλινο, επιχρυσωμένο ναό, το έχουν μεταφέρει από την προηγουμένη σε άλλο ιερό οίκημα. Από τη μια λοιπόν, οι λίγοι ιερείς που έχουν μείνει γύρω στο άγαλμα σέρνουν τετράτροχη άμαξα που κουβαλάει τον μικρό ναό και τον Θεό που είναι μέσα, και από την άλλη, εκείνοι που στέκονται στα προπύλαια, δεν τους αφήνουν να μπουν ενώ οι πιστοί διαφεντεύουν τον Θεό χτυπώντας τους, και αυτοί αμύνονται. |
| [2.63.3] | ἐνθαῦτα μάχη ξύλοισι καρτερὴ γίνεται, κεφαλάς τε συναράσσονται καί, ὡς ἐγὼ δοκέω, πολλοὶ καὶ ἀποθνῄσκουσι ἐκ τῶν τρωμάτων· οὐ μέντοι οἵ γε Αἰγύπτιοι ἔφασαν ἀποθνῄσκειν οὐδένα. | Γίνεται γερή μάχη εκεί πέρα, σπάνε κεφάλια, και έχω τη γνώμη ότι μπορεί ακόμη και να πεθαίνουν πολλοί από τα τραύματα· ωστόσο οι Αιγύπτιοι δεν παραδέχονται ότι πεθαίνει κανένας. |
| [2.63.4] | τὴν δὲ πανήγυριν ταύτην ἐκ τοῦδε νομίσαι φασὶ οἱ ἐπιχώριοι· οἰκέειν ἐν τῷ ἱρῷ τούτῳ τοῦ Ἄρεος τὴν μητέρα, καὶ τὸν Ἄρεα ἀπότροφον γενόμενον ἐλθεῖν ἐξανδρωμένον ἐθέλοντα τῇ μητρὶ συμμεῖξαι, καὶ τοὺς προπόλους τῆς μητρός, οἷα οὐκ ὀπωπότας αὐτὸν πρότερον, οὐ περιορᾶν παριέναι ἀλλὰ ἀπερύκειν, τὸν δὲ ἐξ ἄλλης πόλιος ἀγαγόμενον ἀνθρώπους τούς τε προπόλους τρηχέως περισπεῖν καὶ ἐσελθεῖν παρὰ τὴν μητέρα. ἀπὸ τούτου τῷ Ἄρεϊ ταύτην τὴν πληγὴν ἐν τῇ ὁρτῇ νενομικέναι φασί. | Για το πανηγύρι αυτό πάντως οι ντόπιοι λένε ότι καθιερώθηκε για τον εξής λόγο: στον ναό αυτό κατοικούσε η μητέρα του Άρη· ο Άρης είχε ανατραφεί μακριά από τη μητέρα του, και όταν ανδρώθηκε, ήρθε και ήθελε να σμίξει μαζί της, αλλά οι υπηρέτες της μητέρας του, που δεν τον είχαν ξαναδεί, δεν τον άφηναν να μπει, μόνο τον έδιωχναν, κι αυτός πήγε κι έφερε ανθρώπους από άλλη πόλη, έκανε στους υπηρέτες τα πάνδεινα, και έφτασε ώς τη μητέρα του. Απ᾽ αυτό το περιστατικό λένε ότι καθιερώθηκαν τα χτυπήματα στην εορτή προς τιμήν του Άρη. |
| [2.64.1] | καὶ τὸ μὴ μίσγεσθαι γυναιξὶ ἐν ἱροῖσι μηδὲ ἀλούτους ἀπὸ γυναικῶν ἐς ἱρὰ ἐσιέναι οὗτοί εἰσι οἱ πρῶτοι θρῃσκεύσαντες. οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι σχεδὸν πάντες ἄνθρωποι, πλὴν Αἰγυπτίων καὶ Ἑλλήνων, μίσγονται ἐν ἱροῖσι καὶ ἀπὸ γυναικῶν [ἀνιστάμενοι] ἄλουτοι ἐσέρχονται ἐς ἱρόν, νομίζοντες ἀνθρώπους εἶναι κατά περ τὰ ἄλλα κτήνεα. | Οι Αιγύπτιοι ωστόσο είναι εκείνοι που καθιέρωσαν πρώτοι τη θρησκευτική συνήθεια να μη σμίγουν με γυναίκες μέσα στους ναούς και να μην μπαίνουν σε ναό χωρίς να πλυθούν, αφού έχουν σμίξει με γυναίκα. Όσο για τους άλλους ανθρώπους, όλοι σχεδόν εκτός από τους Αιγυπτίους και τους Έλληνες, σμίγουν με γυναίκες μέσα στους ναούς και μπαίνουν στους ναούς χωρίς να πλυθούν αφού έχουν πάει με γυναίκα, θεωρώντας ότι οι άνθρωποι είναι σαν τα άλλα ζώα· |
| [2.64.2] | καὶ γὰρ τὰ πάντα κτήνεα ὁρᾶν καὶ ὀρνίθων γένεα ὀχευόμενα ἔν τε τοῖσι νηοῖσι τῶν θεῶν καὶ ἐν τοῖσι τεμένεσι. εἰ ὦν εἶναι τῷ θεῷ τοῦτο μὴ φίλον, οὐκ ἂν οὐδὲ τὰ κτήνεα ποιέειν. οὗτοι μέν νυν τοιαῦτα ἐπιλέγοντες ποιεῦσι ἔμοιγε οὐκ ἀρεστά· | γιατί το βλέπουμε ότι όλα τα άλλα ζώα και διάφορα είδη πουλιών σμίγουν και μέσα στους ναούς των θεών και στους ιερούς χώρους. Αν όμως αυτό δεν ήταν ευάρεστο στους θεούς, δεν θα το έκαναν ούτε τα ζώα: τέτοιας λογής δικαιολογίες επικαλούνται αυτοί οι άνθρωποι για να κάνουν πράγματα που εμένα τουλάχιστον δεν μου αρέσουν. |
| [2.65.1] | Αἰγύπτιοι δὲ θρῃσκεύουσι περισσῶς τά τε ἄλλα περὶ τὰ ἱρὰ καὶ δὴ καὶ τάδε. | Πάντως οι Αιγύπτιοι τηρούν με το παραπάνω τα θρησκευτικά έθιμα σε όλα τα ιερά πράγματα, αλλά ιδιαίτερα σε τούτα. |
| [2.65.2] | Ἐοῦσα δὲ Αἴγυπτος ὅμουρος τῇ Λιβύῃ οὐ μάλα θηριώδης ἐστί. τὰ δὲ ἐόντα σφι ἅπαντα ἱρὰ νενόμισται, καὶ τὰ μὲν σύντροφα [αὐτοῖσι] τοῖσι ἀνθρώποισι, τὰ δὲ οὔ. τῶν δὲ εἵνεκεν ἀνεῖται [τὰ] ἱρὰ εἰ λέγοιμι, καταβαίην ἂν τῷ λόγῳ ἐς τὰ θεῖα πρήγματα, τὰ ἐγὼ φεύγω μάλιστα ἀπηγέεσθαι. τὰ δὲ καὶ εἴρηκα αὐτῶν ἐπιφαύσας, ἀναγκαίῃ καταλαμβανόμενος εἶπον. | Αν και συνορεύει με τη Λιβύη, η Αίγυπτος δεν έχει πολλά ζώα. Και όσα ζώα υπάρχουν εκεί, θεωρούνται ιερά, και άλλα από αυτά ζουν μαζί με τους ανθρώπους, άλλα όχι. Αν όμως έλεγα για ποιό λόγο θεωρούνται ιερά, θα έφτανα να συζητήσω τα θεϊκά πράγματα, που αποφεύγω πάρα πολύ να τα σχολιάσω. Και τα όσα έχω πει γι᾽ αυτά μέσες–άκρες, μ᾽ έκανε η ανάγκη και τα είπα. |
| [2.65.3] | νόμος δέ ἐστι περὶ τῶν θηρίων ὧδε ἔχων. μελεδωνοὶ ἀποδεδέχαται τῆς τροφῆς χωρὶς ἑκάστων καὶ ἔρσενες καὶ θήλεαι τῶν Αἰγυπτίων, τῶν παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδέκεται τὴν τιμήν. | Υπάρχει λοιπόν για τα ζώα έθιμο και είναι το εξής. Οι Αιγύπτιοι έχουν διορισμένους επιμελητές, άνδρες και γυναίκες, για τη διατροφή των ζώων, του κάθε είδους χωριστά, και το τιμητικό αυτό αξίωμα πηγαίνει από πατέρα σε γιο. |
| [2.65.4] | οἱ δὲ ἐν τῇσι πόλισι ἕκαστοι εὐχὰς τάσδε σφι ἀποτελέουσι· εὐχόμενοι τῷ θεῷ τοῦ ἂν ᾖ τὸ θηρίον, ξυρῶντες τῶν παιδίων ἢ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἢ τὸ ἥμισυ ἢ τὸ τρίτον μέρος τῆς κεφαλῆς, ἱστᾶσι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας· τὸ δ᾽ ἂν ἑλκύσῃ, τοῦτο τῇ μελεδωνῷ τῶν θηρίων διδοῖ· ἡ δ᾽ ἀντ᾽ αὐτοῦ τάμνουσα ἰχθῦς παρέχει βορὴν τοῖσι θηρίοισι. | Οι πολίτες της κάθε πόλης εκπληρώνουν τα τάματά τους με τον ακόλουθο τρόπο: προσευχόμενοι στον θεό που του είναι αφιερωμένο το ζώο, ξυρίζουν το κεφάλι των παιδιών τους, είτε ολόκληρο είτε το μισό είτε το ένα τρίτο του, και ζυγίζουν τις τρίχες με ασήμι· όσο ασήμι βγει, δίνεται στην επιμελήτρια των θηρίων· αυτή πάλι, για τα χρήματα, κομματιάζει ψάρια και τα δίνει τροφή στα ζώα. |
| [2.65.5] | τροφὴ μὲν δὴ αὐτοῖσι τοιαύτη ἀποδέδεκται· τὸ δ᾽ ἄν τις τῶν θηρίων τούτων ἀποκτείνῃ, ἢν μὲν ἑκών, θάνατος ἡ ζημίη, ἢν δὲ ἀέκων, ἀποτίνει ζημίην τὴν ἂν οἱ ἱρέες τάξωνται. ὅς δ᾽ ἂν ἶβιν ἢ ἴρηκα ἀποκτείνῃ, ἤν τε ἑκὼν ἤν τε ἀέκων, τεθνάναι ἀνάγκη. | Έτσι λοιπόν είναι κανονισμένη η διατροφή των ζώων· τώρα, όποιος σκοτώσει κανένα απ᾽ αυτά τα ζώα, αν το κάνει με τη θέλησή του, η τιμωρία είναι θάνατος, αν το κάνει χωρίς να το θέλει, πληρώνει πρόστιμο που το ορίζουν οι ιερείς. Όποιος όμως σκοτώσει ίβιδα ή γεράκι, είτε με τη θέλησή του είτε όχι, θανατώνεται οπωσδήποτε. |
| [2.66.1] | πολλῶν δὲ ἐόντων ὁμοτρόφων τοῖσι ἀνθρώποισι θηρίων πολλῷ ἂν ἔτι πλέω ἐγίνετο, εἰ μὴ κατελάμβανε τοὺς αἰελούρους τοιάδε. ἐπεὰν τέκωσι αἱ θήλεαι, οὐκέτι φοιτῶσι παρὰ τοὺς ἔρσενας· οἱ δὲ διζήμενοι μίσγεσθαι αὐτῇσι οὐκ ἔχουσι. | Τα ζώα που ζουν μαζί με τους ανθρώπους είναι ήδη πολλά, αλλά θα ήταν ακόμη περισσότερα αν με τα γατιά δεν συνέβαινε το εξής: τα θηλυκά, μόλις γεννήσουν, δεν πλησιάζουν πια τα αρσενικά· τα αρσενικά θέλουν να σμίξουν με τα θηλυκά αλλά δεν έχουν τον τρόπο· |
| [2.66.2] | πρὸς ὦν ταῦτα σοφίζονται τάδε· ἁρπάζοντες ἀπὸ τῶν θηλέων καὶ ὑπαιρεόμενοι τὰ τέκνα κτείνουσι, κτείναντες μέντοι οὐ πατέονται. αἱ δὲ στερισκόμεναι τῶν τέκνων, ἄλλων δὲ ἐπιθυμέουσαι, οὕτω δὴ ἀπικνέονται παρὰ τοὺς ἔρσενας· φιλότεκνον γὰρ τὸ θηρίον. | σκαρφίζονται λοιπόν οι γάτοι το εξής: κλέβουν τα μικρά από τις γάτες, τα παίρνουν και τα σκοτώνουν, χωρίς ωστόσο να τα τρώνε αφού τα σκοτώσουν. Οι γάτες πάλι, που χάνουν τα γατάκια τους, θέλουν άλλα, και έτσι πάνε και σμίγουν με τους γάτους· γιατί το ζώο αυτό είναι φιλότεκνο. |
| [2.66.3] | πυρκαϊῆς δὲ γινομένης θεῖα πρήγματα καταλαμβάνει τοὺς αἰελούρους. οἱ μὲν γὰρ Αἰγύπτιοι διαστάντες φυλακὰς ἔχουσι τῶν αἰελούρων, ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον, οἱ δὲ αἰέλουροι διαδύνοντες καὶ ὑπερθρῲσκοντες τοὺς ἀνθρώπους ἐσάλλονται ἐς τὸ πῦρ. | Και όταν ξεσπάσει καμιά πυρκαγιά, αλλόκοτα πράγματα συμβαίνουν με τις γάτες. Από τη μια οι Αιγύπτιοι στέκονται γύρω γύρω και προσέχουν τις γάτες χωρίς να φροντίζουν να σβήσουν την πυρκαγιά, από την άλλη οι γάτες γλιστρούν ανάμεσα από τους ανθρώπους ή πηδούν από πάνω τους και ορμούν μέσα στη φωτιά. |
| [2.66.4] | ταῦτα δὲ γινόμενα πένθεα μεγάλα τοὺς Αἰγυπτίους καταλαμβάνει. ἐν ὁτέοισι δ᾽ ἂν οἰκίοισι αἰέλουρος ἀποθάνῃ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, οἱ ἐνοικέοντες πάντες ξυροῦνται τὰς ὀφρύας μούνας, παρ᾽ ὁτέοισι δ᾽ ἂν κύων, πᾶν τὸ σῶμα καὶ τὴν κεφαλήν. | Όταν λοιπόν συμβεί τέτοιο πράγμα, μεγάλο πένθος πέφτει στους Αιγυπτίους. Και σε όποιο σπίτι πεθάνει γάτα από φυσικό θάνατο, οι κάτοικοί του όλοι ξυρίζουν τα φρύδια τους μόνο, ενώ σε όποιο πεθάνει σκύλος, ξυρίζουν όλο τους το σώμα και το κεφάλι. |
| [2.67.1] | ἀπάγονται δὲ οἱ αἰέλουροι ἀποθανόντες ἐς ἱρὰς στέγας, ἔνθα θάπτονται ταριχευθέντες, ἐν Βουβάστι πόλι· τὰς δὲ κύνας ἐν τῇ ἑωυτῶν ἕκαστοι πόλι θάπτουσι ἐν ἱρῇσι θήκῃσι. ὡς δὲ αὕτως τῇσι κυσὶ οἱ ἰχνευταὶ θάπτονται. τὰς δὲ μυγαλᾶς καὶ τοὺς ἴρηκας ἀπάγουσι ἐς Βουτοῦν πόλιν, τὰς δὲ ἴβις ἐς Ἑρμέω πόλιν. | Τις γάτες που ψοφούν τις πηγαίνουν σε ιερά κτίρια, στην πόλη Βούβαστη, και τις θάβουν αφού τις ταριχεύσουν· τους σκύλους πάλι τους θάβουν στην πόλη του ο καθένας, σε ιερούς τάφους. Με τον ίδιο τρόπο όπως τους σκύλους θάβουν και τους ιχνεύμονες. Τους αρουραίους και τα γεράκια τα πηγαίνουν στην πόλη Βουτού, ενώ τις ίβιδες στην Ερμούπολη. |
| [2.67.2] | τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας καὶ τοὺς λύκους οὐ πολλῷ τεῳ ἐόντας ἀλωπέκων μέζονας αὐτοῦ θάπτουσι τῇ ἂν εὑρεθέωσι κείμενοι. | Τις αρκούδες όμως, που είναι σπάνιες, και τους λύκους, που δεν είναι πολύ μεγαλύτεροι από τις αλεπούδες, τους θάβουν εκεί όπου θα βρεθούν πεσμένοι. |
| [2.68.1] | Τῶν δὲ κροκοδείλων φύσις ἐστὶ τοιήδε· τοὺς χειμεριωτάτους μῆνας τέσσερας ἐσθίει οὐδέν, ἐὸν δὲ τετράπουν χερσαῖον καὶ λιμναῖόν ἐστι· τίκτει μὲν γὰρ ᾠὰ ἐν γῇ καὶ ἐκλέπει καὶ τὸ πολλὸν τῆς ἡμέρης διατρίβει ἐν τῷ ξηρῷ, τὴν δὲ νύκτα πᾶσαν ἐν τῷ ποταμῷ· θερμότερον γὰρ δή ἐστι τὸ ὕδωρ τῆς τε αἰθρίης καὶ τῆς δρόσου. | Των κροκοδείλων τώρα η φύση είναι η εξής: τους τέσσερις βαρύτερους μήνες του χειμώνα ο κροκόδειλος δεν τρώει τίποτε· είναι τετράποδο αλλά ζει και στην ξηρά και στις λίμνες· τα αυγά του τα γεννάει και τα εκκολάπτει στη στεριά, και το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το περνάει στην ξηρά, αλλά όλη τη νύχτα μένει μέσα στον ποταμό, γιατί το νερό του είναι πιο ζεστό απ᾽ ό,τι ο αέρας και η δροσιά. |
| [2.68.2] | πάντων δὲ τῶν ἡμεῖς ἴδμεν θνητῶν τοῦτο ἐξ ἐλαχίστου μέγιστον γίνεται· τὰ μὲν γὰρ ᾠὰ χηνέων οὐ πολλῷ μέζονα τίκτει, καὶ ὁ νεοσσὸς κατὰ λόγον τοῦ ᾠοῦ γίνεται, αὐξανόμενος δὲ γίνεται καὶ ἐς ἑπτακαίδεκα πήχεας καὶ μέζων ἔτι. | Απ᾽ όλα τα θνητά πλάσματα που γνωρίζουμε, ο κροκόδειλος είναι το μόνο που από τόσο μικρό στην αρχή γίνεται ύστερα τόσο μεγάλο· γιατί τα αυγά του, όταν τα γεννάει, δεν είναι πολύ μεγαλύτερα από της χήνας, και το κροκοδειλάκι, όταν βγαίνει, έχει μέγεθος ανάλογο με του αυγού· μεγαλώνοντας όμως ο κροκόδειλος μπορεί να γίνει ακόμη και δεκαεπτά πήχες, ή και μεγαλύτερος. |
| [2.68.3] | ἔχει δὲ ὀφθαλμοὺς μὲν ὑός, ὀδόντας δὲ μεγάλους καὶ χαυλιόδοντας [κατὰ λόγον] τοῦ σώματος. γλῶσσαν δὲ μοῦνον θηρίων οὐκ ἔφυσε. οὐδὲ κινέει τὴν κάτω γνάθον, ἀλλὰ καὶ τοῦτο μοῦνον θηρίων τὴν ἄνω γνάθον προσάγει τῇ κάτω. | Έχει μάτια χοίρου, δόντια μεγάλα και χαυλιόδοντες ανάλογους με το σώμα του. Είναι το μόνο ζώο που δεν έχει γλώσσα. Και δεν κουνάει την κάτω σιαγόνα του, αλλά φέρνει την επάνω προς την κάτω, και είναι και σε τούτο επίσης το μόνο ζώο. |
| [2.68.4] | ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν ἄρρηκτον ἐπὶ τοῦ νώτου. τυφλὸν δὲ ἐν ὕδατι, ἐν δὲ τῇ αἰθρίῃ ὀξυδερκέστατον. ἅτε δὴ ὦν ἐν ὕδατι δίαιταν ποιεύμενον, τὸ στόμα ἔνδοθεν φορέει πᾶν μεστὸν βδελλέων. τὰ μὲν δὴ ἄλλα ὄρνεα καὶ θηρία φεύγει μιν, ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, ἅτε ὠφελεομένῳ πρὸς αὐτοῦ· | Έχει δυνατά νύχια και δέρμα λεπιδωτό στη ράχη και αδιαπέραστο. Μέσα στο νερό ο κροκόδειλος είναι τυφλός, αλλά έξω έχει οξύτατη όραση. Δεδομένου ότι ζει μέσα στο νερό, έχει το εσωτερικό του στόματός του γεμάτο βδέλλες. Και ενώ τα άλλα πουλιά και ζώα φεύγουν μπροστά στον κροκόδειλο, ο τροχίλος έχει ειρήνη μαζί του, δεδομένου ότι ο κροκόδειλος έχει όφελος από αυτόν· |
| [2.68.5] | ἐπεὰν γὰρ ἐς τὴν γῆν ἐκβῇ ἐκ τοῦ ὕδατος ὁ κροκόδειλος καὶ ἔπειτα χάνῃ (ἔωθε γὰρ τοῦτο ὡς τὸ ἐπίπαν ποιέειν πρὸς τὸν ζέφυρον), ἐνθαῦτα ὁ τροχίλος ἐσδύνων ἐς τὸ στόμα αὐτοῦ καταπίνει τὰς βδέλλας· ὁ δὲ ὠφελεόμενος ἥδεται καὶ οὐδὲν σίνεται τὸν τροχίλον. | γιατί όταν ο κροκόδειλος βγαίνει στη στεριά και χάσκει έπειτα με ορθάνοικτο το στόμα του (πράγμα που συνηθίζει πάντοτε να το κάνει στραμμένος προς τον ζέφυρο), τότε ο τροχίλος πηγαίνει και χώνεται μέσα στο στόμα του και καταπίνει τις βδέλλες· ο κροκόδειλος λοιπόν έχει όφελος, ευχαριστιέται και δεν κάνει κακό στον τροχίλο. |
| [2.69.1] | τοῖσι μὲν δὴ τῶν Αἰγυπτίων ἱροί εἰσι οἱ κροκόδειλοι, τοῖσι δὲ οὔ, ἀλλ᾽ ἅτε πολεμίους περιέπουσι. οἱ δὲ περί τε Θήβας καὶ τὴν Μοίριος λίμνην οἰκέοντες καὶ κάρτα ἥγηνται αὐτοὺς εἶναι ἱρούς. | Μεταξύ των Αιγυπτίων άλλοι θεωρούν τους κροκοδείλους ιερούς, άλλοι όχι, και μάλιστα τους βλέπουν σαν εχθρούς. Ιδιαίτερα ιερούς θεωρούν τους κροκοδείλους αυτοί που κατοικούν στη Θήβα και γύρω στη λίμνη Μοίριδα. |
| [2.69.2] | ἐκ πάντων δὲ ἕνα ἑκάτεροι τρέφουσι κροκόδειλον, δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα, ἀρτήματά τε λίθινα χυτὰ καὶ χρύσεα ἐς τὰ ὦτα ἐσθέντες καὶ ἀμφιδέας περὶ τοὺς ἐμπροσθίους πόδας καὶ σιτία ἀποτακτὰ διδόντες καὶ ἱρήια καὶ περιέποντες ὡς κάλλιστα ζῶντας· ἀποθανόντας δὲ ταριχεύσαντες θάπτουσι ἐν ἱρῇσι θήκῃσι. | Οι δύο αυτοί τόποι τρέφουν ο καθένας τους από έναν κροκόδειλο που τον έχουν γυμνάσει και είναι ήμερος· του κρεμούν στα αυτιά σκουλαρίκια γυάλινα και χρυσά, του φορούν κρικέλια στα μπροστινά του πόδια, του δίνουν ειδική τροφή και σφάγια ιερά, και όσο ζουν αυτοί οι κροκόδειλοι, τους περιποιούνται άριστα· και όταν ψοφήσουν τους θάβουν σε ιερούς τάφους. |
| [2.69.3] | οἱ δὲ περὶ Ἐλεφαντίνην πόλιν οἰκέοντες καὶ ἐσθίουσι αὐτούς, οὐκ ἡγεόμενοι ἱροὺς εἶναι. καλέονται δὲ οὐ κροκόδειλοι ἀλλὰ χάμψαι. κροκοδείλους δὲ Ἴωνες ὠνόμασαν, εἰκάζοντες αὐτῶν τὰ εἴδεα τοῖσι παρὰ σφίσι γινομένοισι κροκοδείλοισι τοῖσι ἐν τῇσι αἱμασιῇσι. | Αλλά όσοι κατοικούν στην περιοχή της πόλης Ελεφαντίνης, τους τρώνε κιόλας τους κροκόδειλους, γιατί δεν τους θεωρούν ιερούς. Και δεν τους λένε κροκόδειλους οι Αιγύπτιοι αλλά χάμψες. Κροκόδειλους τους ονομάζουν οι Ίωνες λόγω της ομοιότητάς τους με τους κροκόδειλους που έχουν αυτοί στις ξερολιθιές. |
| [2.70.1] | ἄγραι δέ σφεων πολλαὶ κατεστᾶσι καὶ παντοῖαι· ἣ δ᾽ ὦν ἐμοὶ δοκέει ἀξιωτάτη ἀπηγήσιος εἶναι, ταύτην γράφω. ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετίει ἐς μέσον τὸν ποταμόν, αὐτὸς δὲ ἐπὶ τοῦ χείλεος τοῦ ποταμοῦ ἔχων δέλφακα ζωὴν ταύτην τύπτει. | Τους κροκοδείλους τούς πιάνουν με πολλούς και διάφορους τρόπους. Θα γράψω γι᾽ αυτόν που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται ότι αξίζει περισσότερο να αναφερθεί. Δολώνουν το αγκίστρι με σπάλα από γουρουνόπουλο, το ρίχνουν στη μέση του ποταμού και πάνε και κάθονται στην όχθη έχοντας κοντά τους ένα ζωντανό γουρουνόπουλο που το χτυπάνε. |
| [2.70.2] | ἐπακούσας δὲ τῆς φωνῆς ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει· οἱ δὲ ἕλκουσι. ἐπεὰν δὲ ἐξελκυσθῇ ἐς γῆν, πρῶτον ἁπάντων ὁ θηρευτὴς πηλῷ κατ᾽ ὦν ἔπλασε αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς· τοῦτο δὲ ποιήσας κάρτα εὐπετέως τὰ λοιπὰ χειροῦται, μὴ δὲ τοῦτο ποιήσας, σὺν πόνῳ. | Ακούει τις φωνές ο κροκόδειλος, τρέχει προς τις φωνές, πέφτει πάνω στη σπάλα, την καταπίνει και τον τραβάνε έξω. Μόλις λοιπόν τον τραβήξουν στη στεριά, πρώτα απ᾽ όλα ο κυνηγός τού σκεπάζει τα μάτια με λάσπη· αν το κάνει αυτό, όλα τα άλλα γίνονται εύκολα, αν όμως δεν το κάνει, θα κοπιάσει πολύ. |
| [2.71.1] | Οἱ δὲ ἵπποι οἱ ποτάμιοι νομῷ μὲν τῷ Παπρημίτῃ ἱροί εἰσι, τοῖσι δὲ ἄλλοισι Αἰγυπτίοισι οὐκ ἱροί. φύσιν δὲ παρέχονται ἰδέης τοιήνδε· τετράπουν ἐστί, δίχηλον, ὁπλαὶ βοός, σιμόν, λοφιὴν ἔχον ἵππου, χαυλιόδοντας φαῖνον, οὐρὴν ἵππου καὶ φωνήν, μέγαθος ὅσον τε βοῦς ὁ μέγιστος. τὸ δέρμα δ᾽ αὐτοῦ οὕτω δή τι παχύ ἐστι ὥστε αὔου γενομένου ξυστὰ ποιέεσθαι [ἀκόντια] ἐξ αὐτοῦ. | Οι ιπποπόταμοι είναι ιεροί στον Παπρημίτη νομό, αλλά για τους άλλους Αιγυπτίους δεν είναι ιεροί. Όσο για την εξωτερική τους εμφάνιση, είναι ως εξής: ο ιπποπόταμος είναι ζώο τετράποδο, δίχηλο, με οπλές σαν του βοδιού, με πλακουτσή μύτη, με πεταχτούς χαυλιόδοντες, με ουρά και φωνή σαν του αλόγου και με μέγεθος σαν ενός μεγάλου βοδιού. Το δέρμα του είναι τόσο χοντρό ώστε το ξεραίνουν και φτιάχνουν από αυτό στειλιάρια για ακόντια. |
| [2.72.1] | Γίνονται δὲ καὶ ἐνύδριες ἐν τῷ ποταμῷ, τὰς ἱρὰς ἥγηνται εἶναι. νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν. ἱροὺς δὲ τούτους τοῦ Νείλου φασὶ εἶναι, καὶ τῶν ὀρνίθων τοὺς χηναλώπεκας. | Ζουν επίσης βίδρες στον ποταμό, που οι Αιγύπτιοι θεωρούν ότι είναι ιερές. Από τα ψάρια πάλι θεωρούν ότι είναι ιερά το λεγόμενο λεπιδωτό και το χέλι, που λένε ότι είναι αφιερωμένοι στον Νείλο, και από τα πουλιά οι χηναλεπούδες. |
| [2.73.1] | Ἔστι δὲ καὶ ἄλλος ὄρνις ἱρός, τῷ οὔνομα φοῖνιξ. ἐγὼ μέν μιν οὐκ εἶδον εἰ μὴ ὅσον γραφῇ· καὶ γὰρ δὴ καὶ σπάνιος ἐπιφοιτᾷ σφι δι᾽ ἐτέων, ὡς Ἡλιοπολῖται λέγουσι, πεντακοσίων. | Υπάρχει και άλλο ένα ιερό πουλί, που τ᾽ όνομά του είναι φοίνιξ. Εγώ δεν το έχω δει παρά μόνο ζωγραφιστό· άλλωστε, σπάνια πηγαίνει εκεί: κάθε πεντακόσια χρόνια, λένε οι Ηλιουπολίτες. |
| [2.73.2] | φοιτᾶν δὲ τότε φασὶ ἐπεάν οἱ ἀποθάνῃ ὁ πατήρ. ἔστι δέ, εἰ τῇ γραφῇ παρόμοιος, τοσόσδε καὶ τοιόσδε· τὰ μὲν αὐτοῦ χρυσόκομα τῶν πτερῶν, τὰ δὲ ἐρυθρά. ἐς τὰ μάλιστα αἰετῷ περιήγησιν ὁμοιότατος καὶ τὸ μέγαθος. | Και πηγαίνει, λένε, όταν πεθάνει ο πατέρας του. Όσο για το μέγεθος και την εμφάνισή του, αν βέβαια ο φοίνιξ είναι όπως στις ζωγραφιές, είναι ως εξής: τα φτερά του είναι άλλα χρυσωπά, άλλα κόκκινα. Στην εμφάνιση και το μέγεθος μοιάζει πολύ με τον αετό. |
| [2.73.3] | τοῦτον δὲ λέγουσι μηχανᾶσθαι τάδε, ἐμοὶ μὲν οὐ πιστὰ λέγοντες, ἐξ Ἀραβίης ὁρμώμενον ἐς τὸ ἱρὸν τοῦ Ἡλίου κομίζειν τὸν πατέρα ἐν σμύρνῃ ἐμπλάσσοντα καὶ θάπτειν ἐν τοῦ Ἡλίου τῷ ἱρῷ· | Και λένε γι᾽ αυτόν ότι κάνει τούτα τα πράγματα, αλλά εγώ δεν πιστεύω τα όσα λένε: ότι ξεκινάει από την Αραβία φέρνοντας στο ιερό του Ηλίου τον πατέρα του τυλιγμένο μέσα σε σμύρνα και τον θάβει στο ιερό του Ηλίου· |
| [2.73.4] | κομίζειν δὲ οὕτω· πρῶτον τῆς σμύρνης ᾠὸν πλάσσειν ὅσον [τε] δυνατός ἐστι φέρειν, μετὰ δὲ πειρᾶσθαι αὐτὸ φορέοντα, ἐπεὰν δὲ ἀποπειρηθῇ, οὕτω δὴ κοιλήναντα τὸ ᾠὸν τὸν πατέρα ἐς αὐτὸ ἐντιθέναι, σμύρνῃ δὲ ἄλλῃ ἐμπλάσσειν τοῦτο κατ᾽ ὅ τι τοῦ ᾠοῦ ἐκκοιλήνας ἐνέθηκε τὸν πατέρα, ἐγκειμένου δὲ τοῦ πατρὸς γίνεσθαι τὠυτὸ βάρος, ἐμπλάσαντα δὲ κομίζειν μιν ἐπ᾽ Αἰγύπτου ἐς τοῦ Ἡλίου τὸ ἱρόν. ταῦτα μὲν τοῦτον τὸν ὄρνιν λέγουσι ποιέειν. | και τον φέρνει με τον εξής τρόπο: πρώτα πρώτα φτιάχνει από σμύρνα ένα αυγό τόσο βαρύ όσο να μπορεί να το σηκώσει, και ύστερα κάνει τη δοκιμή, να το σηκώσει δηλαδή, και άμα κάνει τη δοκιμή, σχηματίζει στο αυγό ένα κοίλωμα, βάζει μέσα σ᾽ αυτό τον πατέρα του, γεμίζει με άλλη σμύρνα το κοίλωμα που έκανε στο αυγό και όπου έβαλε τον πατέρα του, οπότε, με τον πατέρα μέσα, το βάρος είναι το ίδιο, και αφού τον συσκευάσει έτσι τον πατέρα του, τον πηγαίνει στην Αίγυπτο, στο ιερό του Ηλίου. Αυτά λένε ότι κάνει τούτο το ιερό πουλί. |
| [2.74.1] | Εἰσὶ δὲ περὶ Θήβας ἱροὶ ὄφιες, ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες, οἳ μεγάθεϊ ἐόντες σμικροὶ δύο κέρεα φορέουσι πεφυκότα ἐξ ἄκρης τῆς κεφαλῆς, τοὺς θάπτουσι ἀποθανόντας ἐν τῷ ἱρῷ τοῦ Διός· τούτου γάρ σφεας τοῦ θεοῦ φασι εἶναι ἱρούς. | Στην περιοχή της Θήβας υπάρχουν κάτι ιερά φίδια που δεν κάνουν καθόλου κακό στους ανθρώπους, μικρά στο μέγεθος, με δύο κέρατα φυτρωμένα στην άκρη του κεφαλιού τους, και αυτά τα φίδια, όταν ψοφήσουν, τα θάβουν στο ιερό του Δία· γιατί σ᾽ αυτόν τον Θεό είναι, λένε, αφιερωμένα. |
| [2.75.1] | Ἔστι δὲ χῶρος τῆς Ἀραβίης κατὰ Βουτοῦν πόλιν μάλιστά κῃ κείμενος, καὶ ἐς τοῦτο τὸ χωρίον ἦλθον πυνθανόμενος περὶ τῶν πτερωτῶν ὀφίων. ἀπικόμενος δὲ εἶδον ὀστέα ὀφίων καὶ ἀκάνθας πλήθεϊ μὲν ἀδύνατα ἀπηγήσασθαι, σωροὶ δὲ ἦσαν ἀκανθέων καὶ μεγάλοι καὶ ὑποδεέστεροι καὶ ἐλάσσονες ἔτι τούτων, πολλοὶ δὲ ἦσαν οὗτοι. | Απέναντι στην πόλη Βουτού, πολύ κοντά, βρίσκεται μια περιοχή της Αραβίας, και στην περιοχή αυτή πήγα για να πάρω πληροφορίες για τα φτερωτά φίδια. Όταν έφτασα λοιπόν εκεί είδα κόκαλα φιδιών και ραχοκοκαλιές τόσα πολλά που δεν περιγράφεται· υπήρχαν σωροί από ραχοκοκαλιές μεγάλοι, μικροί και μικρότεροι από τούτους, πολλοί και αυτοί. |
| [2.75.2] | ἔστι δὲ ὁ χῶρος οὗτος, ἐν τῷ αἱ ἄκανθαι κατακεχύαται, τοιόσδε τις· ἐσβολὴ ἐξ ὀρέων στεινῶν ἐς πεδίον μέγα, τὸ δὲ πεδίον τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ. | Ο τόπος αυτός, όπου βρίσκονται σκορπισμένες οι ραχοκοκαλιές, είναι ως εξής: είναι ένα πέρασμα από ορεινές κλεισούρες σε μια μεγάλη πεδιάδα, και η πεδιάδα αυτή ενώνεται με την πεδιάδα της Αιγύπτου. |
| [2.75.3] | λόγος δέ ἐστι ἅμα τῷ ἔαρι πτερωτοὺς ὄφις ἐκ τῆς Ἀραβίης πέτεσθαι ἐπ᾽ Αἰγύπτου, τὰς δὲ ἴβις τὰς ὄρνιθας ἀπαντώσας ἐς τὴν ἐσβολὴν ταύτης τῆς χώρης οὐ παριέναι τοὺς ὄφις ἀλλὰ κατακτείνειν. | Λέγεται λοιπόν ότι την άνοιξη ξεκινούν από την Αραβία για την Αίγυπτο πετώντας φίδια φτερωτά, αλλά τα πουλιά ίβιδες ανταμώνουν τα φίδια στο πέρασμα αυτής της περιοχής και δεν τ᾽ αφήνουν να περάσουν, μόνο τα σκοτώνουν. |
| [2.75.4] | καὶ τὴν ἶβιν διὰ τοῦτο τὸ ἔργον τετιμῆσθαι λέγουσι Ἀράβιοι μεγάλως πρὸς Αἰγυπτίων· ὁμολογέουσι δὲ καὶ Αἰγύπτιοι διὰ ταῦτα τιμᾶν τὰς ὄρνιθας ταύτας. | Οι Άραβες λένε ότι γι᾽ αυτό το έργο της οι Αιγύπτιοι τιμούν την ίβιδα τόσο πολύ· και οι Αιγύπτιοι συμφωνούν ότι γι᾽ αυτό τιμούν τούτα τα πουλιά. |
| [2.76.1] | εἶδος δὲ τῆς μὲν ἴβιος τόδε· μέλαινα δεινῶς πᾶσα, σκέλεα δὲ φορέει γεράνου, πρόσωπον δὲ ἐς τὰ μάλιστα ἐπίγρυπον, μέγαθος ὅσον κρέξ. τῶν μὲν δὴ μελαινέων τῶν μαχομένων πρὸς τοὺς ὄφις ἥδε ἰδέη, τῶν δ᾽ ἐν ποσὶ μᾶλλον εἱλευμένων τοῖσι ἀνθρώποισι (διξαὶ γὰρ δή εἰσι ἴβιες) ἥδε· | Όσο για την εμφάνισή της, η ίβιδα είναι ως εξής: είναι όλη κατάμαυρη, έχει πόδια σαν του γερανού, ράμφος εξαιρετικά γρυπό, και το μέγεθός της είναι σαν του ορτυκοσούρτη· αυτήν την εμφάνιση όμως την έχουν οι μαύρες ίβιδες, αυτές που πολεμούν τα φίδια, ενώ εκείνες που μπερδεύονται αδιάκοπα μέσα στα πόδια των ανθρώπων (γιατί υπάρχουν βέβαια δύο ειδών ίβιδες), έχουν την εξής εμφάνιση: |
| [2.76.2] | ψιλὴ τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν δειρὴν πᾶσαν, λευκὴ πτεροῖσι πλὴν κεφαλῆς καὶ [τοῦ] αὐχένος καὶ ἄκρων τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου (ταῦτα δὲ τὰ εἶπον πάντα μέλαινά ἐστι δεινῶς), σκέλεα δὲ καὶ πρόσωπον ἐμφερὴς τῇ ἑτέρῃ. | έχουν γυμνό όλο το κεφάλι και τον λαιμό, έχουν άσπρα φτερά, με εξαίρεση το κεφάλι, τον λαιμό, την άκρη από τις φτερούγες τους και την άκρη της ουράς (όλα τούτα που είπα είναι κατάμαυρα), ενώ στα πόδια και στο ράμφος μοιάζουν με την άλλη ίβιδα. |
| [2.76.3] | τοῦ δὲ ὄφιος ἡ μορφὴ οἵη περ τῶν ὕδρων. πτίλα δὲ οὐ πτερωτὰ φορέει, ἀλλὰ τοῖσι τῆς νυκτερίδος πτεροῖσι μάλιστά κῃ ἐμφερέστατα. τοσαῦτα μὲν θηρίων πέρι ἱρῶν εἰρήσθω. | Όσο για την μορφή των φιδιών, είναι σαν της νεροφίδας. Τα φτερά τους δεν έχουν πούπουλα αλλά μοιάζουν πολύ με της νυχτερίδας. Αρκετά όμως είπα για τα ιερά ζώα. |
| [2.77.1] | Αὐτῶν δὲ δὴ Αἰγυπτίων οἳ μὲν περὶ τὴν σπειρομένην Αἴγυπτον οἰκέουσι, μνήμην ἀνθρώπων πάντων ἐπασκέοντες μάλιστα λογιώτατοί εἰσι μακρῷ τῶν ἐγὼ ἐς διάπειραν ἀπικόμην. | Από τους ίδιους τους Αιγυπτίους τώρα, όσοι κατοικούν στην καλλιεργούμενη Αίγυπτο, φροντίζουν περισσότερο απ᾽ όλους τους ανθρώπους να διασώζουν τη μνήμη του παρελθόντος, και απ᾽ όσους ανθρώπους γνώρισα εγώ και δοκίμασα, είναι οι πλέον μορφωμένοι. |
| [2.77.2] | τρόπῳ δὲ ζόης τοιῷδε διαχρέωνται· συρμαΐζουσι τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι, νομίζοντες ἀπὸ τῶν τρεφόντων σιτίων πάσας τὰς νούσους τοῖσι ἀνθρώποισι γίνεσθαι. | Ζουν λοιπόν με τον εξής τρόπο· τρεις ημέρες συνέχεια κάθε μήνα καθαρίζονται φροντίζοντας την υγεία τους με εμετικά και κλύσματα, επειδή πιστεύουν ότι όλες οι αρρώστιες των ανθρώπων προέρχονται από τις τροφές που τρώνε. |
| [2.77.3] | εἰσὶ μὲν γὰρ καὶ ἄλλως Αἰγύπτιοι μετὰ Λίβυας ὑγιηρέστατοι πάντων ἀνθρώπων τῶν ὡρέων ἐμοὶ δοκέειν εἵνεκεν, ὅτι οὐ μεταλλάσσουσι αἱ ὧραι· ἐν γὰρ τῇσι μεταβολῇσι τοῖσι ἀνθρώποισι αἱ νοῦσοι μάλιστα γίνονται, τῶν τε ἄλλων πάντων καὶ δὴ καὶ τῶν ὡρέων μάλιστα. | Άλλωστε, μετά τους Λίβυους, οι Αιγύπτιοι είναι οι υγιέστεροι απ᾽ όλους τους ανθρώπους, χάρη, νομίζω, στις εποχές του έτους, επειδή οι εποχές εκεί δεν αλλάζουν· γιατί οι αρρώστιες έρχονται στους ανθρώπους κυρίως με τις αλλαγές, και όλων των άλλων πραγμάτων βέβαια, αλλά περισσότερο των εποχών του έτους. |
| [2.77.4] | ἀρτοφαγέουσι δὲ ἐκ τῶν ὀλυρέων ποιεῦντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῖνοι κυλλήστις ὀνομάζουσι. οἴνῳ δὲ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται· οὐ γάρ σφί εἰσι ἐν τῇ χώρῃ ἄμπελοι. ἰχθύων δὲ τοὺς μὲν πρὸς ἥλιον αὐήναντες ὠμοὺς σιτέονται, τοὺς δὲ ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους. | Οι Αιγύπτιοι τρώνε ψωμί από ασπροκαλάμποκο που το φτιάχνουν καρβέλια και τα λένε κυλλήστεις. Όσο για το κρασί που πίνουν, είναι καμωμένο από κριθάρι, γιατί στη χώρα τους δεν υπάρχουν αμπέλια. Τα ψάρια τα τρώνε ωμά, άλλα ξεραμένα στον ήλιο, άλλα παστωμένα στην άρμη. |
| [2.77.5] | ὀρνίθων δὲ τούς τε ὄρτυγας καὶ τὰς νήσσας καὶ τὰ σμικρὰ τῶν ὀρνιθίων ὠμὰ σιτέονται προταριχεύσαντες· τὰ δὲ ἄλλα ὅσα ἢ ὀρνίθων ἢ ἰχθύων σφί ἐστι ἐχόμενα, χωρὶς ἢ ὁκόσοι σφι ἱροὶ ἀποδεδέχαται, τοὺς λοιποὺς ὀπτοὺς καὶ ἑφθοὺς σιτέονται. | Από τα πουλιά, τα ορτύκια, τις πάπιες και τα μικρά πουλάκια τα τρώνε ωμά, αφού πρώτα τα παστώσουν. Από τα άλλα, όσα θεωρούν ότι ανήκουν είτε στα πουλιά είτε στα ψάρια, με εξαίρεση όσα έχουν για ιερά, τα υπόλοιπα οι Αιγύπτια τα τρώνε ψητά ή βραστά. |
| [2.78.1] | ἐν δὲ τῇσι συνουσίῃσι τοῖσι εὐδαίμοσι αὐτῶν, ἐπεὰν ἀπὸ δείπνου γένωνται, περιφέρει ἀνὴρ νεκρὸν ἐν σορῷ ξύλινον πεποιημένον, μεμιμημένον ἐς τὰ μάλιστα καὶ γραφῇ καὶ ἔργῳ, μέγαθος ὅσον τε πάντῃ πηχυαῖον ἢ δίπηχυν, δεικνὺς δὲ ἑκάστῳ τῶν συμποτέων λέγει· Ἐς τοῦτον ὁρέων πῖνέ τε καὶ τέρπευ· ἔσεαι γὰρ ἀποθανὼν τοιοῦτος. ταῦτα μὲν παρὰ τὰ συμπόσια ποιεῦσι. | Στα συμπόσια των πλουσίων, όταν σηκωθούν από το δείπνο, κάποιος περιφέρει μέσα στο φέρετρο το ξύλινο ομοίωμα ενός νεκρού, τέλεια απομίμηση με ζωγραφική και σκάλισμα, μακρύ ίσαμε μια ή δυο πήχες, και δείχνοντάς το στον κάθε χαροκόπο, λέει: «Κοίταζέ τον και πίνε και ευφραίνου· γιατί έτσι θα είσαι όταν πεθάνεις». Αυτά λοιπόν κάνουν στα συμπόσια. |
| [2.79.1] | πατρίοισι δὲ χρεώμενοι νόμοισι ἄλλον οὐδένα ἐπικτῶνται. τοῖσι ἄλλα τε ἐπάξιά ἐστι νόμιμα καὶ δὴ καὶ ἄεισμα ἕν ἐστι, Λίνος, ὅς περ ἔν τε Φοινίκῃ ἀοίδιμός ἐστι καὶ ἐν Κύπρῳ καὶ ἄλλῃ, κατὰ μέντοι ἔθνεα οὔνομα ἔχει· | Οι Αιγύπτιοι ακολουθούν τα πατροπαράδοτα έθιμά τους και δεν προσθέτουν άλλο κανένα. Υπάρχουν και άλλα αξιομνημόνευτα έθιμα, καθώς και ένα τραγούδι, ο Λίνος, που τον τραγουδούν και στη Φοινίκη και στην Κύπρο και αλλού, με το όνομα βέβαια που έχει στο κάθε έθνος· |
| [2.79.2] | συμφέρεται δὲ ὡυτὸς εἶναι τὸν οἱ Ἕλληνες Λίνον ὀνομάζοντες ἀείδουσι, ὥστε πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα ἀποθωμάζειν με τῶν περὶ Αἴγυπτον ἐόντων, ἐν δὲ δὴ καὶ τὸν Λίνον ὁκόθεν ἔλαβον [τὸ οὔνομα]· φαίνονται δὲ αἰεί κοτε τοῦτον ἀείδοντες· ἔστι δὲ Αἰγυπτιστὶ ὁ Λίνος καλεύμενος Μανερῶς. | υπάρχει πάντως ομοφωνία ότι είναι ο ίδιος που οι Έλληνες τον τραγουδούν ονομάζοντάς τον Λίνο, έτσι ώστε ανάμεσα στα άλλα που υπάρχουν στην Αίγυπτο και που με κάνουν να απορώ, είναι και ο Λίνος, από πού δηλαδή πήραν το όνομα· φαίνεται πάντως ότι τον τραγουδούσαν ανέκαθεν· και στα αιγυπτιακά ο Λίνος λέγεται Μανερώς. |
| [2.79.3] | ἔφασαν δέ μιν Αἰγύπτιοι τοῦ πρώτου βασιλεύσαντος Αἰγύπτου παῖδα μουνογενέα γενέσθαι, ἀποθανόντα δὲ αὐτὸν ἄωρον θρήνοισι τούτοισι ὑπὸ Αἰγυπτίων τιμηθῆναι, καὶ ἀοιδήν τε ταύτην πρώτην καὶ μούνην σφίσι γενέσθαι. | Λένε ωστόσο οι Αιγύπτιοι ότι τούτος ήταν ο μοναδικός γιος του πρώτου που βασίλευσε στην Αίγυπτο και ότι πέθανε πρόωρα και οι Αιγύπτιοι τον τίμησαν μ᾽ αυτούς τους θρήνους και έτσι δημιουργήθηκε αυτό το τραγούδι, το πρώτο και μοναδικό τους. |
| [2.80.1] | συμφέρονται δὲ καὶ τόδε ἄλλο Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων μούνοισι Λακεδαιμονίοισι· οἱ νεώτεροι αὐτῶν τοῖσι πρεσβυτέροισι συντυγχάνοντες εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται καὶ ἐπιοῦσι ἐξ ἕδρης ὑπανιστέαται. | Υπάρχει και κάτι άλλο όπου οι Αιγύπτιοι συμφωνούν μόνο με τους Λακεδαιμόνιους από όλους τους Έλληνες: οι νέοι τους, όταν συναντήσουν γεροντότερους στο δρόμο, παραμερίζουν και τους κάνουν τόπο, και όταν πλησιάσουν γεροντότεροι, οι νέοι σηκώνονται από τη θέση τους. |
| [2.80.2] | τόδε μέντοι ἄλλο Ἑλλήνων οὐδαμοῖσι συμφέρονται· ἀντὶ τοῦ προσαγορεύειν ἀλλήλους ἐν τῇσι ὁδοῖσι προσκυνέουσι κατιέντες μέχρι τοῦ γούνατος τὴν χεῖρα. | Σε κάτι άλλο όμως οι Αιγύπτιοι δεν συμφωνούν με κανέναν από τους Έλληνες: αντί να χαιρετιούνται στον δρόμο, υποκλίνονται κατεβάζοντας το χέρι ώς το γόνατο. |
| [2.81.1] | ἐνδεδύκασι δὲ κιθῶνας λινέους περὶ τὰ σκέλεα θυσανωτούς, τοὺς καλέουσι καλασίρις· ἐπὶ τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα λευκὰ ἐπαναβληδὸν φορέουσι. οὐ μέντοι ἔς γε τὰ ἱρὰ ἐσφέρεται εἰρίνεα οὐδὲ συγκαταθάπτεταί σφι· οὐ γὰρ ὅσιον. | Οι Αιγύπτιοι φορούν λινούς χιτώνες, θυσανωτούς γύρω στα σκέλια, που τους λένε καλασίρεις· από πάνω φορούν λευκούς ριχτούς μανδύες, μάλλινους. Αλλά στους ναούς δεν μπαίνουν μάλλινα, ούτε θάβεται κανείς φορώντας τα: δεν επιτρέπεται. |
| [2.81.2] | ὁμολογέουσι δὲ ταῦτα τοῖσι Ὀρφικοῖσι καλεομένοισι καὶ Βακχικοῖσι, ἐοῦσι δὲ Αἰγυπτίοισι καὶ Πυθαγορείοισι. οὐδὲ γὰρ τούτων τῶν ὀργίων μετέχοντα ὅσιόν ἐστι ἐν εἰρινέοισι εἵμασι θαφθῆναι. ἔστι δὲ περὶ αὐτῶν ἱρὸς λόγος λεγόμενος. | Σε τούτα οι Αιγύπτιοι συμβαδίζουν με τις τελετές που λέγονται ορφικές και βακχικές αλλά που είναι αιγυπτιακές και πυθαγορικές. Και όποιος παίρνει μέρος σ᾽ αυτά τα όργια, δεν επιτρέπεται να ταφεί φορώντας μάλλινα ρούχα. Υπάρχει για όλα τούτα και αναφέρεται κάποια ιερή εξήγηση. |
| [2.82.1] | Καὶ τάδε ἄλλα Αἰγυπτίοισί ἐστι ἐξευρημένα, μείς τε καὶ ἡμέρη ἑκάστη θεῶν ὅτευ ἐστί, καὶ τῇ ἕκαστος ἡμέρῃ γενόμενος ὁτέοισι ἐγκυρήσει καὶ ὅκως τελευτήσει καὶ ὁκοῖός τις ἔσται· καὶ τούτοισι τῶν Ἑλλήνων οἱ ἐν ποιήσι γενόμενοι ἐχρήσαντο. | Έχουν και άλλα πράγματα επινοήσει οι Αιγύπτιοι, όπως τα ακόλουθα: ότι ο κάθε μήνας και η κάθε ημέρα ανήκουν σε έναν από τους Θεούς, και το τί θα τύχει στον καθένα, πώς θα πεθάνει και τί λογής ζωή θα κάνει, ανάλογα με την ημέρα που γεννήθηκε· και μερικοί από τους Έλληνες που ασχολήθηκαν με την ποίηση τα χρησιμοποίησαν αυτά τα πράγματα. |
| [2.82.2] | τέρατά τε πλέω σφι ἀνεύρηται ἢ τοῖσι ἄλλοισι ἅπασι ἀνθρώποισι· γενομένου γὰρ τέρατος φυλάσσουσι γραφόμενοι τὠποβαῖνον, καὶ ἤν κοτε ὕστερον παραπλήσιον τούτῳ γένηται, κατὰ τὠυτὸ νομίζουσι ἀποβήσεσθαι. | Τα μαντέματα που έχουν επινοήσει οι Αιγύπτιοι είναι περισσότερα από όλων των άλλων ανθρώπων μαζί· όταν δηλαδή παρουσιαστεί κάτι αλλόκοτο, περιμένουν, καταγράφουν την κατάληξη, και αν αργότερα συμβεί κάτι παρόμοιο θεωρούν ότι ίδια θα είναι πάλι η κατάληξη. |
| [2.83.1] | μαντικὴ δὲ αὐτοῖσι ὧδε διάκειται· ἀνθρώπων μὲν οὐδενὶ πρόσκειται ἡ τέχνη, τῶν δὲ θεῶν μετεξετέροισι. καὶ γὰρ Ἡρακλέος μαντήιον αὐτόθι ἔστι καὶ Ἀπόλλωνος καὶ Ἀθηναίης καὶ Ἀρτέμιδος καὶ Ἄρεος καὶ Διός, καὶ τό γε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται πάντων τῶν μαντηίων, Λητοῦς ἐν Βουτοῖ πόλι ἐστί. οὐ μέντοι αἵ γε μαντηίαι σφι κατὰ τὠυτὸ ἑστᾶσι, ἀλλὰ διάφοροί εἰσι. | Όσο για τη μαντεία, στους Αιγυπτίους η κατάστασή της είναι ως εξής: δεν είναι δουλειά κανενός από τους ανθρώπους, και από τους Θεούς μόνο μερικών. Υπάρχουν δηλαδή εκεί μαντεία του Ηρακλή, του Απόλλωνα, της Αθηνάς, της Άρτεμης, του Άρη και του Δία, καθώς και εκείνο που το περιβάλλουν με τις μεγαλύτερες τιμές απ᾽ όλα τα μαντεία, της Λητώς, που βρίσκεται στην πόλη Βουτού. Στους Αιγυπτίους ωστόσο οι μαντείες δεν γίνονται με έναν τρόπο και τον ίδιο αλλά με διάφορους. |
| [2.84.1] | ἡ δὲ ἰητρικὴ κατὰ τάδε σφι δέδασται· μιῆς νούσου ἕκαστος ἰητρός ἐστι καὶ οὐ πλεόνων. πάντα δ᾽ ἰητρῶν ἐστι πλέα· οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς, οἱ δὲ ὀδόντων, οἱ δὲ τῶν κατὰ νηδύν, οἱ δὲ τῶν ἀφανέων νούσων. | Η ιατρική πάλι είναι μοιρασμένη ανάμεσά τους με τον εξής τρόπο: ο κάθε γιατρός είναι για μια αρρώστια, όχι για περισσότερες. Ο τόπος είναι γεμάτος γιατρούς· άλλοι είναι γιατροί για τα μάτια, άλλοι για το κεφάλι, άλλοι για τα δόντια, άλλοι για τα σχετικά με την κοιλιά, άλλοι για τις κρυφές αρρώστιες. |
| [2.85.1] | θρῆνοι δὲ καὶ ταφαί σφεων εἰσὶ αἵδε. τοῖσι ἂν ἀπογένηται ἐκ τῶν οἰκίων ἄνθρωπος τοῦ τις καὶ λόγος ᾖ, τὸ θῆλυ γένος πᾶν τὸ ἐκ τῶν οἰκίων τούτων κατ᾽ ὦν ἐπλάσατο τὴν κεφαλὴν πηλῷ ἢ καὶ τὸ πρόσωπον, κἄπειτα ἐν τοῖσι οἰκίοισι λιποῦσαι τὸν νεκρὸν αὐταὶ ἀνὰ τὴν πόλιν στρωφώμεναι τύπτονται ἐπεζωμέναι καὶ φαίνουσαι τοὺς μαζούς, σὺν δέ σφι αἱ προσήκουσαι πᾶσαι. | Τα μοιρολόγια και οι κηδείες των Αιγυπτίων είναι ως εξής: στο σπίτι όπου θα πεθάνει άνθρωπος αξιόλογος, όλες οι γυναίκες του σπιτιού αλείβουν με λάσπη το κεφάλι τους ή και το πρόσωπό τους, και ύστερα αφήνουν στο σπίτι τον πεθαμένο κι αυτές περιέρχονται την πόλη και μοιρολογούν με το φόρεμα κατεβασμένο ώς τη μέση και έξω τα στήθη τους, και μαζί τους όλες οι συγγένισσές τους. |
| [2.85.2] | ἑτέρωθεν δὲ οἱ ἄνδρες τύπτονται, ὑπεζωμένοι καὶ οὗτοι. ἐπεὰν δὲ ταῦτα ποιήσωσι, οὕτω ἐς τὴν ταρίχευσιν κομίζουσι. | Από την άλλη, μοιρολογούν οι άνδρες, γυμνοί κι αυτοί ώς τη μέση. Αφού λοιπόν τα κάνουν αυτά, πηγαίνουν τον νεκρό για ταρίχευση ως εξής. |
| [2.86.1] | εἰσὶ δὲ οἳ ἐπ᾽ αὐτῷ τούτῳ κατέαται καὶ τέχνην ἔχουσι ταύτην. | Υπάρχουν εκείνοι που είναι αφιερωμένοι στην ταρίχευση και την έχουν για επάγγελμά τους. |
| [2.86.2] | οὗτοι, ἐπεάν σφι κομισθῇ νεκρός, δεικνύουσι τοῖσι κομίσασι παραδείγματα νεκρῶν ξύλινα, τῇ γραφῇ μεμιμημένα, καὶ τὴν μὲν σπουδαιοτάτην αὐτέων φασὶ εἶναι τοῦ οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι τὸ οὔνομα ἐπὶ τοιούτῳ πρήγματι ὀνομάζειν, τὴν δὲ δευτέρην δεικνύουσι ὑποδεεστέρην τε ταύτης καὶ εὐτελεστέρην, τὴν δὲ τρίτην εὐτελεστάτην· φράσαντες δὲ πυνθάνονται παρ᾽ αὐτῶν κατὰ ἥντινα βούλονταί σφι σκευασθῆναι τὸν νεκρόν. | Αυτοί, όταν τους πάνε τον νεκρό, δείχνουν σ᾽ εκείνους που τον έφεραν ξύλινα ομοιώματα νεκρών, ζωγραφιστές απομιμήσεις, και τους λένε ότι η καλύτερη ταρίχευση είναι εκείνου που το όνομά του δεν θεωρώ επιτρεπτό να το αναφέρω σε τέτοια υπόθεση, ενώ η δεύτερη ταρίχευση που δείχνουν είναι κατώτερη από τούτην και φτηνότερη, και η τρίτη ακόμη πιο φτηνή· τα εξηγούν λοιπόν αυτά και ύστερα ρωτούν τους άλλους με ποιόν τρόπο θέλουν να τους περιποιηθούν τον νεκρό. |
| [2.86.3] | οἱ μὲν δὴ ἐκποδὼν μισθῷ ὁμολογήσαντες ἀπαλλάσσονται, οἱ δὲ ὑπολειπόμενοι ἐν οἰκήμασι ὧδε τὰ σπουδαιότατα ταριχεύουσι· πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ διὰ τῶν μυξωτήρων ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον, τὰ μὲν αὐτοῦ οὕτω ἐξάγοντες, τὰ δὲ ἐγχέοντες φάρμακα. | Αυτοί συμφωνούν το αντίτιμο και φεύγουν, ενώ οι άλλοι μένουν στη θέση τους για να κάνουν την ταρίχευση, που το ανώτερο είδος της γίνεται ως εξής: πρώτα βγάζουν από τα ρουθούνια τον εγκέφαλο μ᾽ έναν σιδερένιο γάντζο, ένα μέρος του δηλαδή, και τον υπόλοιπο χύνοντας μέσα φάρμακα. |
| [2.86.4] | μετὰ δὲ λίθῳ Αἰθιοπικῷ ὀξέϊ παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην ἐξ ὦν εἷλον τὴν κοιλίην πᾶσαν, ἐκκαθήραντες δὲ αὐτὴν καὶ διηθήσαντες οἴνῳ φοινικηίῳ αὖτις διηθέουσι θυμιήμασι τετριμμένοισι. | Ύστερα, με κοφτερή αιθιοπική πέτρα, σχίζουν τη λάπα, βγάζουν έξω όλα τα εντόσθια, καθαρίζουν την κοιλιά, την πλένουν με φοινικόκρασο και την καθαρίζουν πάλι με τριμμένα μυρωδικά. |
| [2.86.5] | ἔπειτα τὴν νηδὺν σμύρνης ἀκηράτου τετριμμένης καὶ κασίης καὶ τῶν ἄλλων θυμιημάτων, πλὴν λιβανωτοῦ, πλήσαντες συρράπτουσι ὀπίσω. ταῦτα δὲ ποιήσαντες ταριχεύουσι λίτρῳ, κρύψαντες ἡμέρας ἑβδομήκοντα· πλεῦνας δὲ τουτέων οὐκ ἔξεστι ταριχεύειν. | Κατόπιν, γεμίζουν την κοιλιά με αγνή τριμμένη σμύρνα, κανέλα και άλλα μυρωδικά, εκτός από λιβανωτό, και την ξαναράβουν. Αφού λοιπόν τα κάνουν αυτά, ταριχεύουν τον νεκρό με νίτρο και τον φυλάνε εβδομήντα ημέρες· η ταρίχευση δεν επιτρέπεται να κρατήσει περισσότερο. |
| [2.86.6] | ἐπεὰν δὲ παρέλθωσι αἱ ἑβδομήκοντα, λούσαντες τὸν νεκρὸν κατειλίσσουσι πᾶν αὐτοῦ τὸ σῶμα σινδόνος βυσσίνης τελαμῶσι κατατετμημένοισι, ὑποχρίοντες τῷ κόμμι, τῷ δὴ ἀντὶ κόλλης τὰ πολλὰ χρέωνται Αἰγύπτιοι. | Και όταν περάσουν οι εβδομήντα ημέρες, πλένουν τον νεκρό, και του τυλίγουν όλο του το σώμα με ταινίες κομμένες από λινό ύφασμα, αλειμμένες από κάτω με κόμμι, που οι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούν πολύ αντί για κόλλα. |
| [2.86.7] | ἐνθεῦτεν δὲ παραδεξάμενοί μιν οἱ προσήκοντες ποιεῦνται ξύλινον τύπον ἀνθρωποειδέα, ποιησάμενοι δὲ ἐσεργνῦσι τὸν νεκρόν, καὶ κατακληίσαντες οὕτω θησαυρίζουσι ἐν οἰκήματι θηκαίῳ, ἱστάντες ὀρθὸν πρὸς τοῖχον. | Τότε τον παίρνουν οι δικοί του, φτιάχνουν ένα καλούπι σε σχήμα ανθρώπου, και όταν το φτιάξουν, βάζουν μέσα τον νεκρό, και κλεισμένον έτσι τον φυλάνε στον νεκρικό θάλαμο αφού τον ακουμπήσουν ορθό στον τοίχο. |
| [2.87.1] | οὕτω μὲν τοὺς τὰ πολυτελέστατα σκευάζουσι νεκρούς, τοὺς δὲ τὰ μέσα βουλομένους, τὴν δὲ πολυτελείην φεύγοντας σκευάζουσι ὧδε· | Έτσι λοιπόν περιποιούνται τους νεκρούς της κατηγορίας πολυτελείας· τους νεκρούς τώρα εκείνων που θέλουν το μεσαίο είδος και αποφεύγουν τις πολυτέλειες, τους περιποιούνται ως εξής: |
| [2.87.2] | ἐπεὰν [τοὺς] κλυστῆρας πλήσωνται τοῦ ἀπὸ κέδρου ἀλείφατος γινομένου, ἐν ὦν ἔπλησαν τοῦ νεκροῦ τὴν κοιλίην, οὔτε ἀναταμόντες αὐτὸν οὔτε ἐξελόντες τὴν νηδύν, κατὰ δὲ τὴν ἕδρην ἐσηθήσαντες καὶ ἐπιλαβόντες τὸ κλύσμα τῆς ὀπίσω ὁδοῦ ταριχεύουσι τὰς προκειμένας ἡμέρας, τῇ δὲ τελευταίῃ ἐξιεῖσι ἐκ τῆς κοιλίης τὴν κεδρίην τὴν ἐσῆκαν πρότερον. | γεμίζουν πρώτα τα κλύσματα με λάδι που βγαίνει από κέδρο και ύστερα γεμίζουν με αυτό την κοιλιά του νεκρού, που δεν τον ανοίγουν ούτε του πλένουν την κοιλιά, αλλά του κάνουν κλύσμα από την έδρα και το σταματούν για να μην ξαναβγεί από πίσω, τον ταριχεύουν όσες ημέρες πρέπει, και την τελευταία τού αφαιρούν από την κοιλιά την κεδρία που του είχαν βάλει προηγουμένως. |
| [2.87.3] | ἡ δὲ ἔχει τοσαύτην δύναμιν ὥστε ἅμα ἑωυτῇ τὴν νηδὺν καὶ τὰ σπλάγχνα κατατετηκότα ἐξάγει· τὰς δὲ σάρκας τὸ λίτρον κατατήκει, καὶ δὴ λείπεται τοῦ νεκροῦ τὸ δέρμα μοῦνον καὶ τὰ ὀστέα. ἐπεὰν δὲ ταῦτα ποιήσωσι, ἀπ᾽ ὦν ἔδωκαν οὕτω τὸν νεκρόν, οὐδὲν ἔτι πρηγματευθέντες. | Και η κεδρία έχει τόση δύναμη ώστε μαζί της βγάζει και την κοιλιά και τα σπλάχνα λιωμένα· όσο για τις σάρκες, τις λιώνει το νίτρο, και έτσι μένουν μόνο το δέρμα και τα κόκαλα του νεκρού. Όταν τα κάνουν αυτά, δίνουν πίσω τον νεκρό χωρίς να ασχοληθούν με τίποτε άλλο. |
| [2.88.1] | ἡ δὲ τρίτη ταρίχευσίς ἐστι ἥδε, ἣ τοὺς χρήμασι ἀσθενεστέρους σκευάζει. συρμαίῃ διηθήσαντες τὴν κοιλίην ταριχεύουσι τὰς ἑβδομήκοντα ἡμέρας καὶ ἔπειτα ἀπ᾽ ὦν ἔδωκαν ἀποφέρεσθαι. | Η τρίτη ταρίχευση, με την οποία περιποιούνται τους οικονομικά αδύναμους, είναι η εξής: τους καθαρίζουν με συρμαία την κοιλιά, τους ταριχεύουν εβδομήντα ημέρες και ύστερα τους δίνουν πίσω. |
| [2.89.1] | τὰς δὲ γυναῖκας τῶν ἐπιφανέων ἀνδρῶν, ἐπεὰν τελευτήσωσι, οὐ παραυτίκα διδοῦσι ταριχεύειν, οὐδὲ ὅσαι ἂν ἔωσι εὐειδέες κάρτα καὶ λόγου πλεῦνος γυναῖκες· ἀλλ᾽ ἐπεὰν τριταῖαι ἢ τεταρταῖαι γένωνται, οὕτω παραδιδοῦσι τοῖσι ταριχεύουσι. | Τις συζύγους ωστόσο των επιφανών ανδρών και όσες γυναίκες είναι πολύ όμορφες ή ξακουσμένες, όταν πεθάνουν, δεν τις παραδίνουν αμέσως για ταρίχευση, αλλά μόνο όταν περάσουν τρεις–τέσσερις ημέρες, τότε τις παραδίνουν στους ταριχευτές. |
| [2.89.2] | τοῦτο δὲ ποιεῦσι οὕτω τοῦδε εἵνεκεν, ἵνα μή σφι οἱ ταριχευταὶ μίσγωνται τῇσι γυναιξί. λαμφθῆναι γάρ τινά φασι μισγόμενον νεκρῷ προσφάτῳ γυναικός, κατεῖπαι δὲ τὸν ὁμότεχνον. | Ο λόγος που το κάνουν αυτό είναι τούτος, για να μη σμίγουν οι ταριχευτές με τις γυναίκες. Γιατί λένε ότι κάποτε έπιασαν κάποιον να σμίγει με γυναίκα πρόσφατα πεθαμένη, και τον πρόδωσε ο συνάδελφός του. |
| [2.90.1] | ὃς δ᾽ ἂν ἢ αὐτῶν Αἰγυπτίων ἢ ξείνων ὁμοίως ὑπὸ κροκοδείλου ἁρπασθεὶς ἢ ὑπ᾽ αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ φαίνηται τεθνεώς, κατ᾽ ἣν ἂν πόλιν ἐξενειχθῇ, τούτους πᾶσα ἀνάγκη ἐστὶ ταριχεύσαντας αὐτὸν καὶ περιστείλαντας ὡς κάλλιστα θάψαι ἐν ἱρῇσι θήκῃσι· | Όποιον αρπάξει κροκόδειλος ή δείχνει να πνίγηκε απλώς στον ποταμό, είτε Αιγύπτιος είναι είτε ξένος, άσχετα, ανάγκη πάσα, στην πόλη όπου θα ξεβραστεί, να τον ταριχεύσουν και να τον στολίσουν όσο γίνεται καλύτερα και να τον θάψουν στους ιερούς τάφους· |
| [2.90.2] | οὐδὲ ψαῦσαι ἔξεστι αὐτοῦ ἄλλον οὐδένα οὔτε τῶν προσηκόντων οὔτε τῶν φίλων, ἀλλά μιν οἱ ἱρέες αὐτοὶ οἱ τοῦ Νείλου, ἅτε πλέον τι ἢ ἀνθρώπου νεκρόν, χειραπτάζοντες θάπτουσι. | και δεν επιτρέπεται να τον αγγίξει άλλος κανένας, ούτε από τους συγγενείς ούτε από τους φίλους του, παρά μόνο οι ίδιοι οι ιερείς του Νείλου, που τον πιάνουν με τα χέρια τους και τον θάβουν, σαν να είναι κάτι παραπάνω από πεθαμένος άνθρωπος. |
| [2.91.1] | Ἑλληνικοῖσι δὲ νομαίοισι φεύγουσι χρᾶσθαι, τὸ δὲ σύμπαν εἰπεῖν, μηδ᾽ ἄλλων [μηδαμὰ] μηδαμῶν ἀνθρώπων νομαίοισι. οἱ μέν νυν ἄλλοι Αἰγύπτιοι οὕτω τοῦτο φυλάσσουσι. ἔστι δὲ Χέμμις πόλις μεγάλη νομοῦ τοῦ Θηβαϊκοῦ ἐγγὺς Νέης πόλιος. | Ελληνικά έθιμα οι Αιγύπτιοι αποφεύγουν να ακολουθούν και με λίγα λόγια έθιμα άλλων ανθρώπων, από οπουδήποτε. Ωστόσο, οι άλλοι Αιγύπτιοι το τηρούν βέβαια αυτό, αλλά στον θηβαϊκό νομό, κοντά στη Νεάπολη, υπάρχει η μεγαλούπολη Χέμμις, |
| [2.91.2] | ἐν ταύτῃ τῇ πόλι ἔστι Περσέος τοῦ Δανάης ἱρὸν τετράγωνον, πέριξ δὲ αὐτοῦ φοίνικες πεφύκασι. τὰ δὲ πρόπυλα τοῦ ἱροῦ λίθινά ἐστι κάρτα μεγάλα· ἐπὶ δὲ αὐτοῖσι ἀνδριάντες δύο ἑστᾶσι λίθινοι μεγάλοι. ἐν δὲ τῷ περιβεβλημένῳ τούτῳ νηός τε ἔνι καὶ ἄγαλμα ἐν αὐτῷ ἐνέστηκε τοῦ Περσέος. | και στην πόλη αυτή βρίσκεται τετράγωνο τέμενος του Περσέα, του γιου της Δανάης, και γύρω του είναι φυτρωμένοι φοίνικες. Τα προπύλαια του τεμένους είναι πέτρινα, πολύ μεγάλα· και στο σημείο αυτό είναι στημένοι δυο μεγάλοι πέτρινοι ανδριάντες· μέσα λοιπόν σ᾽ αυτόν τον περίβολο υπάρχει ναός και μέσα στον ναό ορθώνεται άγαλμα του Περσέα. |
| [2.91.3] | οὗτοι οἱ Χεμμῖται λέγουσι τὸν Περσέα πολλάκις μὲν ἀνὰ τὴν γῆν φαίνεσθαί σφι, πολλάκις δὲ ἔσω τοῦ ἱροῦ, σανδάλιόν τε αὐτοῦ πεφορημένον εὑρίσκεσθαι, ἐὸν τὸ μέγαθος δίπηχυ, τὸ ἐπεὰν φανῇ, εὐθενέειν ἅπασαν Αἴγυπτον. | Αυτοί οι Χεμμίτες λένε ότι ο Περσέας εμφανίζεται πολλές φορές εδώ κι εκεί στον τόπο τους, πολλές φορές και μέσα στο τέμενος, και ότι βρίσκεται το φορεμένο σάνδαλό του, που έχει μέγεθος δυο πήχες, και ότι όποτε εμφανισθεί αυτό, η Αίγυπτος ευημερεί. |
| [2.91.4] | ταῦτα μὲν λέγουσι, ποιεῦσι δὲ τάδε Ἑλληνικὰ τῷ Περσέϊ· ἀγῶνα γυμνικὸν τιθεῖσι διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχοντα, παρέχοντες ἄεθλα κτήνεα καὶ χλαίνας καὶ δέρματα. | Αυτά λοιπόν λένε, και προς τιμήν του Περσέα ακολουθούν τούτα τα ελληνικά έθιμα: διοργανώνουν αγώνα γυμνικόν, που περιέχει όλα τα αγωνίσματα, και για βραβεία δίνουν ζώα, χλαίνες και δέρματα. |
| [2.91.5] | εἰρομένου δέ μευ ὅ τι σφι μούνοισι ἔωθε ὁ Περσεὺς ἐπιφαίνεσθαι καὶ ὅ τι κεχωρίδαται Αἰγυπτίων τῶν ἄλλων ἀγῶνα γυμνικὸν τιθέντες, ἔφασαν τὸν Περσέα ἐκ τῆς ἑωυτῶν πόλιος γεγονέναι· τὸν γὰρ Δαναὸν καὶ τὸν Λυγκέα ἐόντας Χεμμίτας ἐκπλῶσαι ἐς τὴν Ἑλλάδα. ἀπὸ δὲ τούτων γενεηλογέοντες κατέβαινον ἐς τὸν Περσέα. | Και όταν τους ρώτησα γιατί ο Περσέας συνηθίζει να εμφανίζεται μόνο σε αυτούς και γιατί αυτοί ξεχωρίζουν από τους άλλους Αιγυπτίους με το να οργανώνουν αγώνα γυμνικόν, μου είπαν ότι ο Περσέας κατάγεται από την πόλη τους· γιατί ο Δαναός και ο Λυγκέας που πήγαν δια θαλάσσης στην Ελλάδα ήταν Χεμμίτες. Ξεκινώντας λοιπόν απ᾽ αυτούς τους δυο τη γενεαλογία, οι Χεμμίτες φτάνουν ώς τον Περσέα. |
| [2.91.6] | ἀπικόμενον δὲ αὐτὸν ἐς Αἴγυπτον κατ᾽ αἰτίην τὴν καὶ Ἕλληνες λέγουσι, οἴσοντα ἐκ Λιβύης τὴν Γοργοῦς κεφαλήν, ἔφασαν ἐλθεῖν καὶ παρὰ σφέας καὶ ἀναγνῶναι τοὺς συγγενέας πάντας· ἐκμεμαθηκότα δέ μιν ἀπικέσθαι ἐς Αἴγυπτον τὸ τῆς Χέμμιος οὔνομα, πεπυσμένον παρὰ τῆς μητρός· ἀγῶνα δέ οἱ γυμνικὸν αὐτοῦ κελεύσαντος ἐπιτελέειν. | Και όταν ο Περσέας έφτασε στην Αίγυπτο, για την ίδια αιτία όπως τη λένε και οι Έλληνες, για να φέρει δηλαδή από τη Λιβύη το κεφάλι της Γοργόνας, πήγε και στον τόπο τους, μου είπαν οι Χεμμίτες, και αναγνώρισε όλους τους συγγενείς του· όταν δηλαδή έφτασε στην Αίγυπτο ο Περσέας, ήξερε καλά το όνομα της Χέμμιδας, που το είχε μάθει από τη μητέρα του· και αυτός τους πρόσταξε να τελούν τον γυμνικό αγώνα. |
| [2.92.1] | Ταῦτα μὲν πάντα οἱ κατύπερθε τῶν ἑλέων οἰκέοντες Αἰγύπτιοι νομίζουσι. οἱ δὲ δὴ ἐν τοῖσι ἕλεσι κατοικημένοι τοῖσι μὲν αὐτοῖσι νόμοισι χρέωνται τοῖσι καὶ οἱ ἄλλοι Αἰγύπτιοι, καὶ τἆλλα καὶ γυναικὶ μιῇ ἕκαστος αὐτῶν συνοικέει κατά περ Ἕλληνες, ἀτὰρ πρὸς εὐτελείην τῶν σιτίων τάδε σφι ἄλλα ἐξεύρηται. | Αυτά όλα τα έθιμα τα έχουν οι Αιγύπτιοι που κατοικούν πάνω από τα έλη. Όσο γι᾽ αυτούς που κατοικούν στα έλη, ακολουθούν τα ίδια έθιμα με τους άλλους Αιγυπτίους, ανάμεσα στα άλλα και το έθιμο να έχουν ο καθένας μόνο μια γυναίκα, όπως και οι Έλληνες· αυτοί όμως, για να τους κοστίζουν φτηνά τα τρόφιμα, έχουν επινοήσει άλλους τρόπους, τους εξής: |
| [2.92.2] | ἐπεὰν πλήρης γένηται ὁ ποταμὸς καὶ τὰ πεδία πελαγίσῃ, φύεται ἐν τῷ ὕδατι κρίνεα πολλά, τὰ Αἰγύπτιοι καλέουσι λωτόν. ταῦτ᾽ ἐπεὰν δρέψωσι, αὐαίνουσι πρὸς ἥλιον καὶ ἔπειτα τὸ ἐκ μέσου τοῦ λωτοῦ, τῇ μήκωνι ἐὸν ἐμφερές, πτίσαντες ποιεῦνται ἐξ αὐτοῦ ἄρτους ὀπτοὺς πυρί. | όταν φουσκώνει ο ποταμός και πλημμυρίσουν τα χωράφια, φυτρώνουν μέσα στο νερό κρίνα πολλά που οι Αιγύπτιοι τα ονομάζουν λωτούς. Τα κόβουν λοιπόν αυτά, τα ξεραίνουν στον ήλιο και έπειτα το μεσαίο μέρος του λωτού, που μοιάζει με την παπαρούνα, το κοπανίζουν και φτιάχνουν απ᾽ αυτό ψωμιά που τα ψήνουν στη φωτιά. |
| [2.92.3] | ἔστι δὲ καὶ ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ τούτου ἐδωδίμη καὶ ἐγγλύσσει ἐπιεικέως, ἐὸν στρογγύλον, μέγαθος κατὰ μῆλον. | Φαγώσιμη είναι και η ρίζα του λωτού, και γλυκίζει λίγο και είναι στρογγυλή, με μέγεθος σαν του μήλου. |
| [2.92.4] | ἔστι δὲ καὶ ἄλλα κρίνεα ῥόδοισι ἐμφερέα, ἐν τῷ ποταμῷ γινόμενα καὶ ταῦτα, ἐξ ὧν ὁ καρπὸς ἐν ἄλλῃ κάλυκι παραφυομένῃ ἐκ τῆς ῥίζης γίνεται, κηρίῳ σφηκῶν ἰδέην ὁμοιότατον· ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίνεται συχνά, τρώγεται δὲ καὶ ἁπαλὰ ταῦτα καὶ αὖα. | Υπάρχουν και άλλα κρίνα που μοιάζουν με ρόδα και φυτρώνουν κι αυτά στον ποταμό· ο καρπός τους βγαίνει από άλλο κάλυκα, που φυτρώνει δίπλα από τη ρίζα, και μοιάζει πολύ με την κερήθρα των μελισσών· μέσα ο καρπός έχει πολλούς σπόρους, σαν τα κουκούτσια της ελιάς, που τρώγονται και φρέσκοι και ξεραμένοι. |
| [2.92.5] | τὴν δὲ βύβλον τὴν ἐπέτειον γινομένην ἐπεὰν ἀνασπάσωσι ἐκ τῶν ἑλέων, τὰ μὲν ἄνω αὐτῆς ἀποτάμνοντες ἐς ἄλλο τι τρέπουσι, τὸ δὲ κάτω λελειμμένον ὅσον τε ἐπὶ πῆχυν τρώγουσι καὶ πωλέουσι. οἳ δὲ ἂν καὶ κάρτα βούλωνται χρηστῇ τῇ βύβλῳ χρᾶσθαι, ἐν κλιβάνῳ διαφανέϊ πνίξαντες οὕτω τρώγουσι. οἱ δέ τινες αὐτῶν ζῶσι ἀπὸ τῶν ἰχθύων μούνων, τοὺς ἐπεὰν λάβωσι καὶ ἐξέλωσι τὴν κοιλίην, αὐαίνουσι πρὸς ἥλιον καὶ ἔπειτα αὔους ἐόντας σιτέονται. | Τον πάπυρο τώρα, που φυτρώνει κάθε χρόνο, τον ξεριζώνουν από τα έλη, κόβουν το επάνω μέρος του που το χρησιμοποιούν αλλού, και το κάτω μέρος του, όσο μείνει, ίσαμε έναν πήχη μακρύ, το τρώνε και το πουλάνε. Όσοι πάλι θέλουν να αξιοποιήσουν τον πάπυρο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τον κλείνουν και τον ψήνουν σε πυρακτωμένο φούρνο και έτσι τον τρώνε. Εξάλλου, μερικοί από αυτούς ζούνε μόνο με ψάρια, που τα πιάνουν, τους βγάζουν τα εντόσθια, τα ξεραίνουν στον ήλιο και ύστερα τα τρώνε ξεραμένα. |
| [2.93.1] | Οἱ δὲ ἰχθύες οἱ ἀγελαῖοι ἐν μὲν τοῖσι ποταμοῖσι οὐ μάλα γίνονται, τρεφόμενοι δὲ ἐν τῇσι λίμνῃσι τοιάδε ποιεῦσι. ἐπεάν σφεας ἐσίῃ οἶστρος κυίσκεσθαι, ἀγεληδὸν ἐκπλέουσι ἐς θάλασσαν· ἡγέονται δὲ οἱ ἔρσενες ἀπορραίνοντες τοῦ θοροῦ, αἱ δὲ ἑπόμεναι ἀνακάπτουσι καὶ ἐξ αὐτοῦ κυίσκονται. | Ψάρια ωστόσο που ζουν σε κοπάδια, δεν γεννιούνται πολλά στους ποταμούς· ζουν όμως στις λίμνες και κάνουν τα εξής: όταν τα καταλάβει η επιθυμία της γονιμοποίησης, ξεκινούν κοπαδιαστά για τη θάλασσα· μπροστά πηγαίνουν τα αρσενικά χύνοντας το σπέρμα τους, και ακολουθούν τα θηλυκά που το καταπίνουν και γονιμοποιούνται απ᾽ αυτό. |
| [2.93.2] | ἐπεὰν δὲ πλήρεες γένωνται ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἀναπλέουσι ὀπίσω ἐς ἤθεα τὰ ἑωυτῶν ἕκαστοι. ἡγέονται μέντοι γε οὐκέτι οἱ αὐτοί, ἀλλὰ τῶν θηλέων γίνεται ἡ ἡγεμονίη. ἡγεύμεναι δὲ ἀγεληδὸν ποιεῦσι οἷόν περ ἐποίευν οἱ ἔρσενες· τῶν γὰρ ᾠῶν ἀπορραίνουσι κατ᾽ ὀλίγους τῶν κέγχρων, οἱ δὲ ἔρσενες καταπίνουσι ἑπόμενοι. εἰσὶ δὲ οἱ κέγχροι οὗτοι ἰχθύες. | Και όταν η εγκυμοσύνη ολοκληρωθεί στη θάλασσα, τα ψάρια γυρίζουν πίσω, στους συνηθισμένους τόπους τους. Μπροστά όμως τώρα δεν πηγαίνουν τα αρσενικά, αλλά την πρωτοπορία την έχουν τα θηλυκά. Και καθώς προπορεύονται κοπαδιαστά, κάνουν τώρα ό,τι έκαναν πριν τα αρσενικά: σκορπίζουν δηλαδή πότε πότε λίγα αυγά, που είναι σαν το κεχρί, και οι αρσενικοί που ακολουθούν τα καταπίνουν. Το κεχρί αυτό είναι ψάρια. |
| [2.93.3] | ἐκ δὲ τῶν περιγινομένων καὶ μὴ καταπινομένων κέγχρων οἱ τρεφόμενοι ἰχθύες γίνονται. οἳ δ᾽ ἂν αὐτῶν ἁλῶσι ἐκπλέοντες ἐς θάλασσαν, φαίνονται τετριμμένοι τὰ ἐπ᾽ ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων, οἳ δ᾽ ἂν ὀπίσω ἀναπλέοντες, τὰ ἐπὶ δεξιὰ τετρίφαται. | Και από το κεχρί που γλιτώνει και δεν καταπίνεται, βγαίνουν όσα ψάρια μεγαλώνουν. Όσα ψάρια πιάνονται καθώς κατεβαίνουν προς τη θάλασσα, παρουσιάζουν γδαρσίματα στο αριστερό μέρος του κεφαλιού· όσα πιάνονται στον γυρισμό, είναι γδαρμένα από δεξιά. |
| [2.93.4] | πάσχουσι δὲ ταῦτα διὰ τόδε· ἐχόμενοι τῆς γῆς ἐπ᾽ ἀριστερὰ καταπλέουσι ἐς θάλασσαν, καὶ ἀναπλέοντες ὀπίσω τῆς αὐτῆς ἀντέχονται, ἐγχριμπτόμενοι καὶ ψαύοντες ὡς μάλιστα, ἵνα δὴ μὴ ἁμάρτοιεν τῆς ὁδοῦ διὰ τὸν ῥόον. | Το παθαίνουν αυτό για τον εξής λόγο: κατεβαίνοντας προς τη θάλασσα ακολουθούν την αριστερή όχθη, και ανεβαίνοντας στον γυρισμό πηγαίνουν πάλι κοντά σ᾽ αυτήν, και ακουμπούν απάνω της όσο μπορούν περισσότερο και τρίβονται, για να μη χάσουν βέβαια τον δρόμο τους εξαιτίας του ρεύματος. |
| [2.93.5] | ἐπεὰν δὲ πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος, τά τε κοῖλα τῆς γῆς καὶ τὰ τέλματα τὰ παρὰ τὸν ποταμὸν πρῶτα ἄρχεται πίμπλασθαι διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ· καὶ αὐτίκα τε πλέα γίνεται ταῦτα καὶ παραχρῆμα ἰχθύων σμικρῶν πίμπλαται πάντα· | Όταν λοιπόν αρχίζει να φουσκώνει ο Νείλος, τα κοιλώματα του εδάφους και τα τέλματα κοντά στον ποταμό αρχίζουν πρώτα να γεμίζουν με το νερό που ξεχειλίζει από τον ποταμό· και μόλις αυτά τα μέρη γεμίσουν νερό, γεμίζουν ταυτόχρονα όλα και με μικρά ψαράκια. |
| [2.93.6] | κόθεν δὲ οἰκὸς αὐτοὺς γίνεσθαι, ἐγώ μοι δοκέω κατανοέειν τοῦτο· τοῦ προτέρου ἔτεος ἐπεὰν ἀπολίπῃ ὁ Νεῖλος, οἱ ἰχθύες ἐντεκόντες ᾠὰ ἐς τὴν ἰλὺν ἅμα τῷ ἐσχάτῳ ὕδατι ἀπαλλάσσονται· ἐπεὰν δὲ περιελθόντος τοῦ χρόνου πάλιν ἐπέλθῃ τὸ ὕδωρ, ἐκ τῶν ᾠῶν τούτων παραυτίκα γίνονται οἱ ἰχθύες [οὗτοι]. καὶ περὶ μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει. | Από πού είναι πιθανό να προέρχονται αυτά τα ψαράκια, νομίζω ότι μπορώ να το καταλάβω· το προηγούμενο έτος, όταν φυράνει ο Νείλος, τα ψάρια γεννούν τα αυγά τους μέσα στη λάσπη, και με τα τελευταία νερά φεύγουν· και όταν κυλήσει η χρονιά και έρθει πάλι το νερό, τα ψαράκια αυτά βγαίνουν αμέσως από τα αυγά τους. Αυτά λοιπόν για τα ψάρια. |
| [2.94.1] | Ἀλείφατι δὲ χρέωνται Αἰγυπτίων οἱ περὶ τὰ ἕλεα οἰκέοντες ἀπὸ τῶν σιλλικυπρίων τοῦ καρποῦ, τὸ καλεῦσι μὲν Αἰγύπτιοι κίκι, ποιεῦσι δὲ ὧδε· παρὰ τὰ χείλεα τῶν τε ποταμῶν καὶ τῶν λιμνέων σπείρουσι τὰ σιλλικύπρια ταῦτα, τὰ ἐν Ἕλλησι αὐτόματα ἄγρια φύεται· | Οι Αιγύπτιοι που κατοικούν γύρω στα έλη, μεταχειρίζονται ένα λάδι που βγαίνει από τον καρπό των σιλλικυπρίων· οι Αιγύπτιοι το λένε κίκι και το φτιάχνουν ως εξής: στις όχθες των ποταμών και των λιμνών σπέρνουν αυτά τα σιλλικύπρια, τα οποία στην Ελλάδα φυτρώνουν μόνα τους και είναι αγριόχορτα· |
| [2.94.2] | ταῦτα ἐν τῇ Αἰγύπτῳ σπειρόμενα καρπὸν φέρει πολλὸν μέν, δυσώδεα δέ· τοῦτον ἐπεὰν συλλέξωνται, οἱ μὲν κόψαντες ἀπιποῦσι, οἱ δὲ καὶ φρύξαντες ἀπέψουσι καὶ τὸ ἀπορρέον ἀπ᾽ αὐτοῦ συγκομίζονται. ἔστι δὲ πῖον καὶ οὐδὲν ἧσσον τοῦ ἐλαίου τῷ λύχνῳ προσηνές, ὀδμὴν δὲ βαρέαν παρέχεται. | στην Αίγυπτο τα σπέρνουν κι αυτά κάνουν πολύν καρπό, αλλά δύσοσμο· μαζεύουν πάντως τον καρπό, και άλλοι τον κοπανίζουν και τον λιώνουν, άλλοι τον ψήνουν, ύστερα τον βράζουν και μαζεύουν το ζουμί του. Το κίκι είναι παχύ και διόλου λιγότερο κατάλληλο για το λυχνάρι από το λάδι, μόνο που έχει βαριά μυρωδιά. |
| [2.95.1] | πρὸς δὲ τοὺς κώνωπας ἀφθόνους ἐόντας τάδε σφί ἐστι μεμηχανημένα. τοὺς μὲν τὰ ἄνω τῶν ἑλέων οἰκέοντας οἱ πύργοι ὠφελέουσι, ἐς τοὺς ἀναβαίνοντες κοιμῶνται· οἱ γὰρ κώνωπες ὑπὸ τῶν ἀνέμων οὐκ οἷοί τέ εἰσι ὑψοῦ πέτεσθαι. | Ενάντια στα κουνούπια, που είναι άφθονα, οι Αιγύπτιοι έχουν μηχανευτεί τα ακόλουθα: όσοι κατοικούν πάνω από την περιοχή των ελών, βρίσκουν τη σωτηρία τους στους πύργους όπου ανεβαίνουν και κοιμούνται· γιατί τα κουνούπια, λόγω των ανέμων, δεν μπορούν να πετάξουν ψηλά. |
| [2.95.2] | τοῖσι δὲ περὶ τὰ ἕλεα οἰκέουσι τάδε ἀντὶ τῶν πύργων ἄλλα μεμηχάνηται· πᾶς ἀνὴρ αὐτῶν ἀμφίβληστρον ἔκτηται, τῷ τῆς μὲν ἡμέρης ἰχθῦς ἀγρεύει, τὴν δὲ νύκτα τάδε αὐτῷ χρᾶται· ἐν τῇ ἀναπαύεται κοίτῃ, περὶ ταύτην ἵστησι τὸ ἀμφίβληστρον καὶ ἔπειτα ἐνδὺς ὑπ᾽ αὐτὸ καθεύδει. | Όσο γι᾽ αυτούς που κατοικούν γύρω στα έλη, αντί για τους πύργους έχουν μηχανευτεί άλλα πράγματα, τα εξής: έχουν όλοι από ένα δίχτυ με το οποίο ο καθένας την ημέρα ψαρεύει ψάρια και τη νύχτα το χρησιμοποιεί ως εξής: στήνει το δίχτυ γύρω στο γιατάκι όπου κοιμάται, και ύστερα χώνεται κάτω απ᾽ αυτό και ξαπλώνει. |
| [2.95.3] | οἱ δὲ κώνωπες, ἢν μὲν ἐν ἱματίῳ ἐνειλιξάμενος εὕδῃ ἢ σινδόνι, διὰ τούτων δάκνουσι· διὰ δὲ τοῦ δικτύου οὐδὲ πειρῶνται ἀρχήν. | Τα κουνούπια τώρα, αν ο άνθρωπος κοιμόταν τυλιγμένος με κανένα ρούχο ή σκεπασμένος με σεντόνι, θα τον τσιμπούσαν μέσα από το ύφασμα· αλλά μέσα από το δίχτυ ούτε καν δοκιμάζουν να το κάνουν. |
| [2.96.1] | Τὰ δὲ δὴ πλοῖά σφι τοῖσι φορτηγέουσι ἐστὶ ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα, τῆς ἡ μορφὴ μέν ἐστι ὁμοιοτάτη τῷ Κυρηναίῳ λωτῷ, τὸ δὲ δάκρυον κόμμι ἐστί· ἐκ ταύτης ὦν τῆς ἀκάνθης κοψάμενοι ξύλα ὅσον τε διπήχεα πλινθηδὸν συντιθεῖσι, ναυπηγεόμενοι τρόπον τοιόνδε· | Τα φορτηγά πλοία των Αιγυπτίων είναι καμωμένα από ακακία, η οποία στη μορφή μοιάζει πολύ με τον κυρηναϊκό λωτό και το δάκρυ της είναι κόμμι· απ᾽ αυτή την ακακία λοιπόν κόβουν ξύλα ίσαμε δυο πήχες και τα ταιριάζουν όπως τις πλίθες και κατασκευάζουν το πλοίο ως εξής: |
| [2.96.2] | περὶ γόμφους πυκνοὺς καὶ μακροὺς περιείρουσι τὰ διπήχεα ξύλα· ἐπεὰν δὲ τῷ τρόπῳ τούτῳ ναυπηγήσωνται, ζυγὰ ἐπιπολῆς τείνουσι αὐτῶν. νομεῦσι δὲ οὐδὲν χρέωνται· ἔσωθεν δὲ τὰς ἁρμονίας ἐν ὦν ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ. | τα δίπηχα ξύλα τα στερεώνουν σε πυκνούς και μακριούς πασσάλους, και αφού κατασκευάσουν έτσι το πλοίο, στρώνουν από πάνω ξύλα τραβέρσο. Κυρτά ξύλα δεν χρησιμοποιούν καθόλου· τους αρμούς τούς καλαφατίζουν από μέσα με πάπυρο. |
| [2.96.3] | πηδάλιον δὲ ἓν ποιεῦνται, καὶ τοῦτο διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται· ἱστῷ δὲ ἀκανθίνῳ χρέωνται, ἱστίοισι δὲ βυβλίνοισι. ταῦτα τὰ πλοῖα ἀνὰ μὲν τὸν ποταμὸν οὐ δύναται πλέειν, ἢν μὴ λαμπρὸς ἄνεμος ἐπέχῃ, ἐκ γῆς δὲ παρέλκεται, κατὰ ῥόον δὲ κομίζεται ὧδε· | Πηδάλιο φτιάχνουν ένα, που περνάει μέσα από την καρίνα. Χρησιμοποιούν κατάρτι από ακακία, πανιά από πάπυρο. Τα πλοία αυτά δεν μπορούν να αναπλέουν τον ποταμό παρά μόνο αν φυσάει συνέχεια δυνατός άνεμος, αλλά τα τραβούν από την ξηρά· όσο για το κατέβασμα γίνεται ως εξής: |
| [2.96.4] | ἔστι ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη, κατερραμμένη ῥιπὶ καλάμων, καὶ λίθος τετρημένος διτάλαντος μάλιστά κῃ σταθμόν. τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῦ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι, τὸν δὲ λίθον ἄλλῳ κάλῳ ὄπισθε. | υπάρχει μια σχεδία καμωμένη από αρμυρίκι, δεμένη με ένα πλέγμα από καλάμια, υπάρχει και μια τρυπημένη πέτρα βάρους δύο ταλάντων περίπου. Τη σχεδία, δεμένη με παλαμάρι, την αφήνουν να επιπλέει μπροστά από το πλοίο, και την πέτρα, με άλλο παλαμάρι, την αφήνουν από πίσω. |
| [2.96.5] | ἡ μὲν δὴ θύρη τοῦ ῥόου ἐμπίπτοντος χωρέει ταχέως καὶ ἕλκει τὴν βᾶριν (τοῦτο γὰρ δὴ οὔνομά ἐστι τοῖσι πλοίοισι τούτοισι), ὁ δὲ λίθος ὄπισθε ἐπελκόμενος καὶ ἐὼν ἐν βυσσῷ κατιθύνει τὸν πλόον. ἔστι δέ σφι τὰ πλοῖα ταῦτα πλήθεϊ πολλὰ καὶ ἄγει ἔνια πολλὰς χιλιάδας ταλάντων. | Η σχεδία λοιπόν, καθώς το ρεύμα πέφτει απάνω της, προχωρεί με ταχύτητα και σέρνει το πλοίο (βάριδες είναι το όνομα τούτων των πλοίων), ενώ η πέτρα, καθώς σέρνεται από πίσω και βρίσκεται στον βυθό, κρατάει ίσια τη ρότα. Τέτοια πλοία στην Αίγυπτο υπάρχουν πάμπολλα και μερικά από αυτά σηκώνουν φορτία πολλών χιλιάδων ταλάντων. |
| [2.97.1] | Ἐπεὰν δὲ ἐπέλθῃ ὁ Νεῖλος τὴν χώρην, αἱ πόλιες μοῦναι φαίνονται ὑπερέχουσαι, μάλιστά κῃ ἐμφερέες τῇσι ἐν τῷ Αἰγαίῳ πόντῳ νήσοισι. τὰ μὲν γὰρ ἄλλα τῆς Αἰγύπτου πέλαγος γίνεται, αἱ δὲ πόλιες μοῦναι ὑπερέχουσι. πορθμεύονται ὦν, ἐπεὰν τοῦτο γένηται, οὐκέτι κατὰ τὰ ῥέεθρα τοῦ ποταμοῦ ἀλλὰ διὰ μέσου τοῦ πεδίου. | Όταν λοιπόν ο Νείλος πλημμυρίσει τον τόπο, μόνο οι πόλεις φαίνονται να ξεχωρίζουν, και μοιάζουν έτσι πολύ με τα νησιά της θάλασσας του Αιγαίου. Όλη η άλλη Αίγυπτος γίνεται πέλαγος, και μόνο οι πόλεις ξεχωρίζουν. Και όταν γίνει αυτό, οι άνθρωποι αρμενίζουν πια όχι σύμφωνα με τα ρεύματα του ποταμού, αλλά μέσα σε όλη την πεδιάδα. |
| [2.97.2] | ἐς μέν γε Μέμφιν ἐκ Ναυκράτιος ἀναπλέοντι παρ᾽ αὐτὰς τὰς πυραμίδας γίνεται ὁ πλόος· ἔστι δὲ οὐκ οὗτος, ἀλλὰ παρὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα καὶ παρὰ Κερκάσωρον πόλιν· ἐς δὲ Ναύκρατιν ἀπὸ θαλάσσης καὶ Κανώβου διὰ πεδίου πλέων ἥξεις κατ᾽ Ἄνθυλλάν τε πόλιν καὶ τὴν Ἀρχάνδρου καλευμένην. | Έτσι, όποιος ανεβαίνει από τη Ναύκρατη στη Μέμφιδα, πλέει δίπλα στις ίδιες τις πυραμίδες· και όμως, το κανονικό δρομολόγιο δεν είναι αυτό, αλλά περνάει από τη μύτη του Δέλτα και από την πόλη Κερκάσωρο· και πλέοντας από τη θάλασσα και την Κάνωβο προς τη Ναύκρατη μέσα από την πεδιάδα, φτάνεις στην πόλη Άνθυλλα και στη λεγόμενη πόλη του Αρχάνδρου. |
| [2.98.1] | τουτέων δὲ ἡ μὲν Ἄνθυλλα ἐοῦσα λογίμη πόλις ἐς ὑποδήματα ἐξαίρετος δίδοται τοῦ αἰεὶ βασιλεύοντος Αἰγύπτου τῇ γυναικί. τοῦτο δὲ γίνεται ἐξ ὅσου ὑπὸ Πέρσῃσί ἐστι Αἴγυπτος. | Απ᾽ αυτές τις πόλεις η Άνθυλλα, που είναι αξιόλογη, παραχωρείται στη σύζυγο εκείνου που βασιλεύει κάθε φορά στην Αίγυπτο ειδικά για τα υποδήματά της. Αυτό ωστόσο γίνεται αφότου η Αίγυπτος είναι κάτω από τους Πέρσες. |
| [2.98.2] | ἡ δὲ ἑτέρη πόλις δοκέει μοι τὸ οὔνομα ἔχειν ἀπὸ τοῦ Δαναοῦ γαμβροῦ, Ἀρχάνδρου τοῦ Φθίου τοῦ Ἀχαιοῦ· καλέεται γὰρ δὴ Ἀρχάνδρου πόλις. εἴη δ᾽ ἂν καὶ ἄλλος τις Ἄρχανδρος, οὐ μέντοι γε Αἰγύπτιον τὸ οὔνομα. | Όσο για την άλλη πόλη, νομίζω ότι έχει πάρει το όνομά της από το γαμπρό του Δαναού, τον Άρχανδρο, τον γιο του Φθίου, γιο του Αχαιού· γιατί έτσι ονομάζεται, πόλη του Αρχάνδρου. Μπορεί ωστόσο να υπήρξε και κανένας άλλος Άρχανδρος, πάντως το όνομα δεν είναι αιγυπτιακό. |
| [2.99.1] | Μέχρι μὲν τούτου ὄψις τε ἐμὴ καὶ γνώμη καὶ ἱστορίη ταῦτα λέγουσά ἐστι, τὸ δὲ ἀπὸ τοῦδε Αἰγυπτίους ἔρχομαι λόγους ἐρέων κατὰ τὰ ἤκουον· προσέσται δέ τι αὐτοῖσι καὶ τῆς ἐμῆς ὄψιος. | Όσα είπα ώς εδώ, είτε τα είδα μόνος μου, είτε τα έκρινα έτσι, είτε προέρχονται από την έρευνά μου· από εδώ και πέρα όμως πρόκειται να αναφέρω τα αιγυπτιακά χρονικά, όπως τα άκουσα· θα προσθέσω βέβαια σ᾽ αυτά και μερικά που τα είδα ο ίδιος. |
| [2.99.2] | Μῖνα τὸν πρῶτον βασιλεύσαντα Αἰγύπτου οἱ ἱρέες ἔλεγον τοῦτο μὲν ἀπογεφυρῶσαι [καὶ] τὴν Μέμφιν. τὸν γὰρ ποταμὸν πάντα ῥέειν παρὰ τὸ ὄρος τὸ ψάμμινον πρὸς Λιβύης, τὸν δὲ Μῖνα ἄνωθεν, ὅσον τε ἑκατὸν σταδίους ἀπὸ Μέμφιος, τὸν πρὸς μεσαμβρίης, ἀγκῶνα προσχώσαντα τὸ μὲν ἀρχαῖον ῥέεθρον ἀποξηρῆναι, τὸν δὲ ποταμὸν ὀχετεῦσαι τὸ μέσον τῶν ὀρέων ῥέειν. | Οι ιερείς λοιπόν μου είπαν ότι ο Μιν, ο πρώτος που βασίλευε στην Αίγυπτο, αυτός απομόνωσε και τη Μέμφιδα. Γιατί ο ποταμός ολόκληρος κυλούσε άλλοτε δίπλα στο αμμοβούνι, προς τη μεριά της Λιβύης, αλλά ο Μιν έφτιαξε με προσχώσεις την καμπή του προς τα νότια ίσαμε εκατό σταδίους πάνω από τη Μέμφιδα, και έτσι αποξήρανε την παλιά του κοίτη και παροχέτευσε τον ποταμό ώστε να κυλάει ανάμεσα στα βουνά. |
| [2.99.3] | ἔτι δὲ καὶ νῦν ὑπὸ Περσέων ὁ ἀγκὼν οὗτος τοῦ Νείλου, ὡς ἀπεργμένος ῥέῃ, ἐν φυλακῇσι μεγάλῃσι ἔχεται, φρασσόμενος ἀνὰ πᾶν ἔτος· εἰ γὰρ ἐθελήσει ῥήξας ὑπερβῆναι ὁ ποταμὸς ταύτῃ, κίνδυνος πάσῃ Μέμφι κατακλυσθῆναί ἐστι. | Ακόμη και σήμερα μάλιστα, την καμπή αυτή του Νείλου, καθώς κυλάει ανάμεσα στις προσχώσεις, οι Πέρσες την προσέχουν πολύ και κάθε χρόνο ενισχύουν τα φράγματα· γιατί αν ο ποταμός θελήσει να σπάσει εκεί το φράγμα του και να ξεχειλίσει, υπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσει όλη τη Μέμφιδα. |
| [2.99.4] | ὡς δὲ τῷ Μῖνι τούτῳ τῷ πρώτῳ γενομένῳ βασιλέϊ χέρσον γεγονέναι τὸ ἀπεργμένον, τοῦτο μὲν ἐν αὐτῷ πόλιν κτίσαι ταύτην ἥτις νῦν Μέμφις καλέεται (ἔστι γὰρ καὶ ἡ Μέμφις ἐν τῷ στεινῷ τῆς Αἰγύπτου), ἔξωθεν δὲ αὐτῆς περιορύξαι λίμνην ἐκ τοῦ ποταμοῦ πρὸς βορέην τε καὶ πρὸς ἑσπέρην (τὸ γὰρ πρὸς τὴν ἠῶ αὐτὸς ὁ Νεῖλος ἀπέργει), τοῦτο δὲ τοῦ Ἡφαίστου τὸ ἱρὸν ἱδρύσασθαι ἐν αὐτῇ, ἐὸν μέγα τε καὶ ἀξιαπηγητότατον. | Όταν λοιπόν αυτός ο Μιν, ο πρώτος που έγινε βασιλιάς, ξεχώρισε τον τόπο εκείνο και τον έκανε στεριά, πρώτα έχτισε εκεί αυτή την πόλη που σήμερα λέγεται Μέμφις (γιατί και η Μέμφις βρίσκεται στο στενό σημείο της Αιγύπτου), ύστερα, έξω από την πόλη, άνοιξε μια λίμνη από τον ποταμό, προς τα βόρεια και τα δυτικά (γιατί από τα ανατολικά κλείνει τον τόπο ο ίδιος ο Νείλος), και τέλος οικοδόμησε σ᾽ αυτήν το ιερό του Ηφαίστου που είναι μεγάλο και αξίζει να αναφερθεί ιδιαίτερα. |
| [2.100.1] | μετὰ δὲ τοῦτον κατέλεγον οἱ ἱρέες ἐκ βύβλου ἄλλων βασιλέων τριηκοσίων τε καὶ τριήκοντα οὐνόματα. ἐν τοσαύτῃσι δὲ γενεῇσι ἀνθρώπων ὀκτωκαίδεκα μὲν Αἰθίοπες ἦσαν, μία δὲ γυνὴ ἐπιχωρίη, οἱ δὲ ἄλλοι ἄνδρες Αἰγύπτιοι. | Ύστερα απ᾽ αυτόν οι ιερείς διάβασαν από τους παπύρους τους τα ονόματα τριακοσίων τριάντα βασιλέων. Από όλες αυτές τις γενιές τους ανθρώπους, οι δεκαοκτώ ήταν Αιθίοπες, μια ήταν γυναίκα, ντόπια, και οι υπόλοιποι Αιγύπτιοι, άνδρες. |
| [2.100.2] | τῇ δὲ γυναικὶ οὔνομα ἦν, ἥτις ἐβασίλευσε, τό περ τῇ Βαβυλωνίῃ, Νίτωκρις. τὴν ἔλεγον τιμωρέουσαν ἀδελφεῷ, τὸν Αἰγύπτιοι βασιλεύοντά σφεων ἀπέκτειναν, ἀποκτείναντες δὲ οὕτω ἐκείνῃ ἀπέδοσαν τὴν βασιληίην, τούτῳ τιμωρέουσαν πολλοὺς Αἰγυπτίων δόλῳ διαφθεῖραι. | Το όνομα της γυναίκας που βασίλευσε, ήταν Νίτωκρις, όπως και της Βαβυλωνίας. Μου είπαν γι᾽ αυτήν ότι, για να εκδικηθεί τον αδελφό της, που οι Αιγύπτιοι, ενώ ήταν βασιλιάς τους, τον σκότωσαν και αφού τον σκότωσαν, έδωσαν τη βασιλεία σ᾽ αυτήν, για να τον εκδικηθεί λοιπόν σκότωσε με δόλο πολλούς Αιγυπτίους: |
| [2.100.3] | ποιησαμένην γάρ μιν οἴκημα περίμηκες ὑπόγαιον καινοῦν τῷ λόγῳ, νόῳ δὲ ἄλλα μηχανᾶσθαι· καλέσασαν [δέ] μιν Αἰγυπτίων τοὺς μάλιστα μεταιτίους τοῦ φόνου ᾔδεε, πολλοὺς ἱστιᾶν, δαινυμένοισι δὲ ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν δι᾽ αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου. | κατασκεύασε ένα μεγάλο υπόγειο οικοδόμημα, και δήθεν για να το εγκαινιάσει, έχοντας όμως άλλα στον νου της, κάλεσε τους Αιγυπτίους που ήξερε ότι ήταν οι κυριότεροι αίτιοι για τον φόνο, πολλούς, για να τους κάνει το τραπέζι, και ενώ εκείνοι έτρωγαν, αμόλησε καταπάνω τους τον ποταμό από έναν μεγάλο μυστικό αγωγό. |
| [2.100.4] | ταύτης μὲν πέρι τοσαῦτα ἔλεγον, πλὴν ὅτι αὐτήν μιν, ὡς τοῦτο ἐξέργαστο, ῥίψαι ἐς οἴκημα σποδοῦ πλέον, ὅκως ἀτιμώρητος γένηται. | Αυτά λοιπόν μου είπαν για λόγου της, και επιπλέον ότι μόλις το έκανε αυτό, ρίχτηκε σε μια κάμαρα γεμάτη στάχτη για να γλιτώσει την τιμωρία. |
| [2.101.1] | τῶν δὲ ἄλλων βασιλέων οὐ γὰρ ἔλεγον οὐδεμίαν ἔργων ἀπόδεξιν, κατ᾽ οὐδὲν εἶναι λαμπρότητος, πλὴν ἑνὸς τοῦ ἐσχάτου αὐτῶν Μοίριος. | Για τους άλλους βασιλιάδες όμως δεν είχαν να μου αναφέρουν κανένα έργο, κανένα λαμπρό επίτευγμα, παρεκτός για έναν, τον τελευταίο από αυτούς, που ήταν ο Μοίρις. |
| [2.101.2] | τοῦτον δὲ ἀποδέξασθαι μνημόσυνα τοῦ Ἡφαίστου τὰ πρὸς βορέην ἄνεμον τετραμμένα προπύλαια, λίμνην τε ὀρύξαι, τῆς ἡ περίοδος ὅσων ἐστὶ σταδίων ὕστερον δηλώσω, πυραμίδας τε ἐν αὐτῇ οἰκοδομῆσαι, τῶν τοῦ μεγάθεος πέρι ὁμοῦ αὐτῇ τῇ λίμνῃ ἐπιμνήσομαι. τοῦτον μὲν τοσαῦτα ἀποδέξασθαι, τῶν δὲ ἄλλων οὐδένα οὐδέν. | Τούτος άφησε για να τον θυμούνται τα προπύλαια του Ηφαίστου που είναι στραμμένα προς τον βορινό άνεμο, και άνοιξε μια λίμνη, που για την περίμετρό της θα μιλήσω αργότερα, πόσους σταδίους ήταν, και μέσα σ᾽ αυτήν έχτισε πυραμίδες που το μέγεθός τους θα το αναφέρω όταν θα κάνω λόγο και για την ίδια τη λίμνη. Τόσα λοιπόν άφησε τούτος, ενώ από τους άλλους κανένας δεν άφησε τίποτε. |
| [2.102.1] | παραμειψάμενος ὦν τούτους τοῦ ἐπὶ τούτοισι γενομένου βασιλέος, τῷ οὔνομα ἦν Σέσωστρις, τούτου μνήμην ποιήσομαι. | Θα τους προσπεράσω λοιπόν αυτούς και θα μνημονεύσω εκείνον που έγινε βασιλιάς κατόπιν τους και που το όνομά του ήταν Σέσωστρις. |
| [2.102.2] | τὸν ἔλεγον οἱ ἱρέες πρῶτον μὲν πλοίοισι μακροῖσι ὁρμηθέντα ἐκ τοῦ Ἀραβίου κόλπου τοὺς παρὰ τὴν Ἐρυθρὴν θάλασσαν κατοικημένους καταστρέφεσθαι, ἐς ὃ πλέοντά μιν πρόσω ἀπικέσθαι ἐς θάλασσαν οὐκέτι πλωτὴν ὑπὸ βραχέων. | Οι ιερείς μού είπαν γι᾽ αυτόν ότι πρώτος ξεκίνησε με πλοία μακρουλά από τον αραβικό κόλπο και υπέταξε όσους κατοικούσαν κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα, ώσπου, καθώς αρμένιζε ίσα, έφθασε σε μια θάλασσα που δεν ήταν πλέον πλωτή γιατί ήταν ρηχή. |
| [2.102.3] | ἐνθεῦτεν δὲ ὡς ὀπίσω ἀπίκετο ἐς Αἴγυπτον, κατὰ τῶν ἱρέων τὴν φάτιν στρατιὴν πολλὴν [τῶν] λαβὼν ἤλαυνε διὰ τῆς ἠπείρου, πᾶν ἔθνος τὸ ἐμποδὼν καταστρεφόμενος. | Από εκεί λοιπόν γύρισε στην Αίγυπτο, και κατά τα λεγόμενα των ιερέων σύναξε μεγάλη στρατιά και προχώρησε στη στεριά όπου υπέταξε όσα έθνη βρήκε στο δρόμο του. |
| [2.102.4] | ὁτέοισι μέν νυν αὐτῶν ἀλκίμοισι ἐνετύγχανε καὶ δεινῶς γλιγχομένοισι [περὶ] τῆς ἐλευθερίης, τούτοισι μὲν στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας διὰ γραμμάτων λεγούσας τό τε ἑωυτοῦ οὔνομα καὶ τῆς πάτρης καὶ ὡς δυνάμι τῇ ἑωυτοῦ κατεστρέψατό σφεας· | Και όσους απ᾽ αυτούς συναντούσε και ήταν γενναίοι και πάλευαν σκληρά για την ελευθερία τους, προς τιμήν τους έστηνε στους τόπους τους στήλες με επιγραφές που έλεγαν το όνομα το δικό του και της πατρίδας του και πώς αυτός με τη δύναμή του τους είχε υποτάξει· |
| [2.102.5] | ὅτεων δὲ ἀμαχητὶ καὶ εὐπετέως παρέλαβε τὰς πόλιας, τούτοισι δὲ ἐνέγραφε ἐν τῇσι στήλῃσι κατὰ ταὐτὰ καὶ τοῖσι ἀνδρηίοισι τῶν ἐθνέων γενομένοισι καὶ δὴ καὶ αἰδοῖα γυναικὸς προσενέγραφε, δῆλα βουλόμενος ποιέειν ὡς εἴησαν ἀνάλκιδες. | όσες πόλεις όμως τις έπαιρνε εύκολα και χωρίς μάχη, έγραφε και εκεί στις στήλες τα ίδια όπως και των εθνών που είχαν αναδειχθεί γενναία, μόνο που τώρα απεικόνιζε επιπλέον γυναικεία γεννητικά όργανα, θέλοντας να δείξει ότι τούτοι ήταν άνανδροι. |
| [2.103.1] | ταῦτα δὲ ποιέων διεξήιε τὴν ἤπειρον, ἐς ὃ ἐκ τῆς Ἀσίης ἐς τὴν Εὐρώπην διαβὰς τούς τε Σκύθας κατεστρέψατο καὶ τοὺς Θρήικας. ἐς τούτους δέ μοι δοκέει καὶ προσώτατα ἀπικέσθαι ὁ Αἰγύπτιος στρατός· ἐν μὲν γὰρ τῇ τούτων χώρῃ φαίνονται σταθεῖσαι [αἱ] στῆλαι, τὸ δὲ προσωτέρω τούτων οὐκέτι. | Με τέτοιες πράξεις ο Σέσωστρις διέσχισε την ξηρά ώσπου πέρασε από την Ασία στην Ευρώπη και υπέταξε τους Σκύθες και τους Θράκες. Και θαρρώ ότι ο δικός τους τόπος ήταν ο μακρινότερος όπου έφθασε ο αιγυπτιακός στρατός· γιατί στον τόπο τους μπορεί κανείς να δει στημένες στήλες, ενώ πέρα απ᾽ αυτόν δεν υπάρχουν πια. |
| [2.103.2] | ἐνθεῦτεν δὲ ἐπιστρέψας ὀπίσω ἤιε, καὶ ἐπείτε ἐγίνετο ἐπὶ Φάσι ποταμῷ, οὐκ ἔχω τὸ ἐνθεῦτεν ἀτρεκέως εἰπεῖν εἴτε αὐτὸς ὁ βασιλεὺς Σέσωστρις ἀποδασάμενος τῆς ἑωυτοῦ στρατιῆς μόριον ὅσον δὴ αὐτοῦ κατέλιπε τῆς χώρης οἰκήτορας, εἴτε τῶν τινες στρατιωτέων τῇ πλάνῃ αὐτοὶ ἀχθεσθέντες περὶ Φᾶσιν ποταμὸν κατέμειναν. | Από εκεί ο Σέσωστρις γύρισε πίσω, και όταν έφτασε στον ποταμό Φάση, δεν είμαι σε θέση να πω με σιγουριά τί έγινε από εκεί και πέρα, αν δηλαδή ο ίδιος ο βασιλιάς ξεχώρισε ένα μέρος από τη στρατιά του, όσο κι αν ήταν, και άφησε τους στρατιώτες εκεί, να κατοικήσουν σ᾽ αυτή τη χώρα, ή αν μερικοί από τους στρατιώτες του, αγανακτισμένοι από την περιπλάνηση, έμειναν μόνοι τους γύρω στον ποταμό Φάση. |
| [2.104.1] | φαίνονται μὲν γὰρ ἐόντες οἱ Κόλχοι Αἰγύπτιοι· νοήσας δὲ πρότερον αὐτὸς ἢ ἀκούσας ἄλλων λέγω. ὡς δέ μοι ἐν φροντίδι ἐγένετο, εἰρόμην ἀμφοτέρους, καὶ μᾶλλον οἱ Κόλχοι ἐμεμνέατο τῶν Αἰγυπτίων ἢ οἱ Αἰγύπτιοι τῶν Κόλχων. | Πάντως οι Κόλχοι φαίνονται ότι είναι Αιγύπτιοι· και αυτό που λέω, πρώτα το κατάλαβα μόνος μου και ύστερα το άκουσα από άλλους. Ωστόσο, όταν μου ήρθε αυτή η σκέψη, ρώτησα και τούτους και εκείνους, και οι Κόλχοι είχαν ζωηρότερη την ανάμνηση των Αιγυπτίων, παρ᾽ όσο οι Αιγύπτιοι των Κόλχων· |
| [2.104.2] | νομίζειν δ᾽ ἔφασαν Αἰγύπτιοι τῆς Σεσώστριος στρατιῆς εἶναι τοὺς Κόλχους· αὐτὸς δὲ εἴκασα τῇδε καὶ ὅτι μελάγχροές εἰσι καὶ οὐλότριχες (καὶ τοῦτο μὲν ἐς οὐδὲν ἀνήκει· εἰσὶ γὰρ καὶ ἕτεροι τοιοῦτοι), ἀλλὰ τοισίδε καὶ μᾶλλον ὅτι μοῦνοι πάντων ἀνθρώπων Κόλχοι καὶ Αἰγύπτιοι καὶ Αἰθίοπες περιτάμνονται ἀπ᾽ ἀρχῆς τὰ αἰδοῖα. | πάντως οι Αιγύπτιοι μου είπαν ότι θεωρούν ότι οι Κόλχοι κατάγονται από τη στρατιά του Σέσωστρη· το συμπέρασμα βέβαια αυτό το έβγαλα και μόνος μου, επειδή οι Κόλχοι έχουν μαύρο δέρμα και σγουρά μαλλιά (αν και αυτό δεν σημαίνει τίποτε, γιατί και άλλοι άνθρωποι είναι έτσι), κυρίως όμως επειδή απ᾽ όλους τους ανθρώπους μόνο οι Κόλχοι, οι Αιγύπτιοι και οι Αιθίοπες κάνουν ανέκαθεν περιτομή στα γεννητικά τους όργανα. |
| [2.104.3] | Φοίνικες δὲ καὶ Σύριοι οἱ ἐν τῇ Παλαιστίνῃ καὶ αὐτοὶ ὁμολογέουσι παρ᾽ Αἰγυπτίων μεμαθηκέναι, Σύριοι δὲ οἱ περὶ Θερμώδοντα ποταμὸν καὶ Παρθένιον καὶ Μάκρωνες οἱ τούτοισι ἀστυγείτονες ἐόντες ἀπὸ Κόλχων φασὶ νεωστὶ μεμαθηκέναι· οὗτοι γάρ εἰσι οἱ περιταμνόμενοι ἀνθρώπων μοῦνοι, καὶ οὗτοι Αἰγυπτίοισι φαίνονται ποιεῦντες κατὰ ταὐτά. | Όσο για τους Φοίνικες και τους Σύριους της Παλαιστίνης, ομολογούν και αυτοί ότι το έθιμο το έχουν πάρει από τους Αιγυπτίους, ενώ οι Σύριοι που κατοικούν γύρω στον ποταμό Θερμώδοντα και στον Παρθένιο, καθώς και οι Μάκρωνες, που είναι γείτονές τους, λένε ότι το έχουν μάθει τελευταία, από τους Κόλχους· αυτοί λοιπόν είναι οι μόνοι από τους ανθρώπους που κάνουν περιτομή, και είναι φανερό ότι την κάνουν όπως οι Αιγύπτιοι. |
| [2.104.4] | αὐτῶν δὲ Αἰγυπτίων καὶ Αἰθιόπων οὐκ ἔχω εἰπεῖν ὁκότεροι παρὰ τῶν ἑτέρων ἐξέμαθον· ἀρχαῖον γὰρ δή τι φαίνεται ἐόν. ὡς δὲ ἐπιμισγόμενοι Αἰγύπτῳ ἐξέμαθον, μέγα μοι καὶ τόδε τεκμήριον γίνεται· Φοινίκων ὁκόσοι τῇ Ἑλλάδι ἐπιμίσγονται, οὐκέτι Αἰγυπτίους μιμέονται [κατὰ τὰ αἰδοῖα], ἀλλὰ τῶν ἐπιγινομένων οὐ περιτάμνουσι τὰ αἰδοῖα. | Όσο για τους ίδιους τους Αιγυπτίους και τους Αιθίοπες, δεν ξέρω να πω ποιοί την έμαθαν από ποιούς, γιατί η συνήθεια φαίνεται να είναι παλαιή. Ότι όμως οι άλλοι έμαθαν την περιτομή από τη συνάφειά τους με τους Αιγυπτίους, σπουδαία απόδειξη μου φαίνεται και τούτη: από τους Φοίνικες όσοι έχουν συνάφεια με την Ελλάδα, δεν μιμούνται πια τους Αιγυπτίους ως προς τα γεννητικά όργανα, και στους απογόνους τους δεν κάνουν περιτομή στα γεννητικά τους όργανα. |
| [2.105.1] | φέρε νυν καὶ ἄλλο εἴπω περὶ τῶν Κόλχων, ὡς Αἰγυπτίοισι προσφερέες εἰσί. λίνον μοῦνοι οὗτοί τε καὶ Αἰγύπτιοι ἐργάζονται κατὰ ταὐτά, καὶ ἡ ζόη πᾶσα καὶ ἡ γλῶσσα ἐμφερής ἐστι ἀλλήλοισι. λίνον δὲ τὸ μὲν Κολχικὸν ὑπὸ Ἑλλήνων Σαρδονικὸν κέκληται, τὸ μέντοι ἀπ᾽ Αἰγύπτου ἀπικνεύμενον καλέεται Αἰγύπτιον. | Τώρα μάλιστα θα πω κάτι άλλο για τους Κόλχους, πώς μοιάζουν με τους Αιγύπτιους: μόνο αυτοί και οι Αιγύπτιοι δουλεύουν το λινάρι με τον ίδιο τρόπο, ενώ και η ζωή τους όλη και η γλώσσα τους είναι παρεμφερείς. Το λινό λοιπόν το κολχικό οι Έλληνες το λένε σαρδονικό, ενώ εκείνο που έρχεται από την Αίγυπτο το λένε αιγυπτιακό. |
| [2.106.1] | τὰς δὲ στήλας τὰς ἵστα κατὰ τὰς χώρας ὁ Αἰγύπτου βασιλεὺς Σέσωστρις, αἱ μὲν πλεῦνες οὐκέτι φαίνονται περιεοῦσαι, ἐν δὲ τῇ Παλαιστίνῃ Συρίῃ αὐτὸς ὥρων ἐούσας καὶ τὰ γράμματα τὰ εἰρημένα ἐνεόντα καὶ γυναικὸς αἰδοῖα. | Όσο για τις στήλες που έστηνε στους διάφορους τόπους ο βασιλιάς της Αιγύπτου Σέσωστρις, οι περισσότερες δεν φαίνεται να σώζονται πλέον, αλλά στην Παλαιστίνη της Συρίας τις είδα και ο ίδιος ότι υπήρχαν, με τις επιγραφές που είπα απάνω τους και με τα γυναικεία γεννητικά όργανα. |
| [2.106.2] | εἰσὶ δὲ καὶ περὶ Ἰωνίην δύο τύποι ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένοι τούτου τοῦ ἀνδρός, τῇ τε ἐκ τῆς Ἐφεσίης ἐς Φώκαιαν ἔρχονται καὶ τῇ ἐκ Σαρδίων ἐς Σμύρνην. | Του ανθρώπου αυτού υπάρχουν και στην Ιωνία δυο απεικονίσεις σκαλισμένες στην πέτρα, η μια στον δρόμο από την Έφεσο στη Φώκαια, η άλλη στον δρόμο από τις Σάρδεις στη Σμύρνη. |
| [2.106.3] | ἑκατέρωθι δὲ ἀνὴρ ἐγγέγλυπται μέγαθος πέμπτης σπιθαμῆς, τῇ μὲν δεξιῇ χειρὶ ἔχων αἰχμήν, τῇ δὲ ἀριστερῇ τόξα, καὶ τὴν ἄλλην σκευὴν ὡσαύτως· καὶ γὰρ Αἰγυπτίην καὶ Αἰθιοπίδα ἔχει. | Και στις δύο ο ανάγλυφος άνδρας έχει ύψος τεσσερισήμισι πήχες, στο δεξί του χέρι κρατάει δόρυ, στο αριστερό τόξο, ενώ ανάλογη είναι και η υπόλοιπη εμφάνισή του: είναι δηλαδή και αιγυπτιακή και αιθιοπική· |
| [2.106.4] | ἐκ δὲ τοῦ ὤμου ἐς τὸν ἕτερον ὦμον διὰ τῶν στηθέων γράμματα ἱρὰ αἰγύπτια διήκει ἐγκεκολαμμένα, λέγοντα τάδε· ἐγὼ τήνδε τὴν χώρην ὤμοισι τοῖσι ἐμοῖσι ἐκτησάμην. ὅστις δὲ καὶ ὁκόθεν ἐστί, ἐνθαῦτα μὲν οὐ δηλοῖ, ἑτέρωθι δὲ δεδήλωκε. | και από τον ένα ώμο του ώς τον άλλο, πάνω στο στήθος τους, είναι σκαλισμένα ιερά αιγυπτιακά γράμματα που λένε τα εξής: «Εγώ με τους ώμους μου κατέκτησα τούτη τη χώρα». Ποιός είναι όμως και από πού, εδώ δεν το φανερώνει, αλλά το έχει φανερώσει αλλού. |
| [2.106.5] | τὰ δὴ καὶ μετεξέτεροι τῶν θεησαμένων Μέμνονος εἰκόνα εἰκάζουσί μιν εἶναι, πολλὸν τῆς ἀληθείης ἀπολελειμμένοι. | Μερικοί μάλιστα που την έχουν δει, εικάζουν ότι η απεικόνιση είναι του Μέμνονα, αλλά αυτοί απέχουν πολύ από την αλήθεια. |
| [2.107.1] | Τοῦτον δὴ τὸν Αἰγύπτιον Σέσωστριν ἀναχωρέοντα καὶ ἀνάγοντα πολλοὺς ἀνθρώπους τῶν ἐθνέων τῶν τὰς χώρας κατεστρέψατο, ἔλεγον οἱ ἱρέες, ἐπείτε ἐγίνετο ἀνακομιζόμενος ἐν Δάφνῃσι τῇσι Πηλουσίῃσι, τὸν ἀδελφεὸν αὐτοῦ, τῷ ἐπέτρεψε ὁ Σέσωστρις τὴν Αἴγυπτον, τοῦτον ἐπὶ ξείνια αὐτὸν καλέσαντα καὶ πρὸς αὐτῷ τοὺς παῖδας περινῆσαι ἔξωθεν τὴν οἰκίην ὕλῃ, περινήσαντα δὲ ὑποπρῆσαι. | Αυτόν λοιπόν τον Αιγύπτιο Σέσωστρη, μου είπαν οι ιερείς, καθώς έφευγε κουβαλώντας πολλούς ανθρώπους από τους πληθυσμούς των χωρών που είχε κατακτήσει, όταν έφτασε ανεβαίνοντας στις Πηλούσιες Δάφνες, ο αδελφός του, που ο Σέσωστρις του είχε εμπιστευθεί την Αίγυπτο, τον κάλεσε, αυτόν και τα παιδιά του, να τους φιλοξενήσει, και ύστερα σώριασε έξω από το σπίτι ξύλα και έβαλε φωτιά στον σωρό. |
| [2.107.2] | τὸν δὲ ὡς μαθεῖν τοῦτο, αὐτίκα συμβουλεύεσθαι τῇ γυναικί· καὶ γὰρ δὴ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτὸν ἅμα ἄγεσθαι. τὴν δέ οἱ συμβουλεῦσαι τῶν παίδων ἐόντων ἓξ τοὺς δύο ἐπὶ τὴν πυρὴν ἐκτείναντα γεφυρῶσαι τὸ καιόμενον, αὐτοὺς δ᾽ ἐπ᾽ ἐκείνων ἐπιβαίνοντας ἐκσῴζεσθαι. ταῦτα ποιῆσαι τὸν Σέσωστριν, καὶ δύο μὲν τῶν παίδων κατακαῆναι τρόπῳ τοιούτῳ, τοὺς δὲ λοιποὺς ἀποσωθῆναι ἅμα τῷ πατρί. | Μόλις λοιπόν το έμαθε αυτό ο Σέσωστρις, ζήτησε τη γνώμη της γυναίκας του, γιατί τη γυναίκα του την έπαιρνε μαζί του. Και αυτή τον συμβούλεψε να ρίξει πάνω από την φωτιά δυο από τα παιδιά του, που ήταν έξι, να γεφυρώσει δηλαδή τη φωτιά, και οι άλλοι να πατήσουν πάνω στα δύο παιδιά και να σωθούν. Έτσι και έκανε ο Σέσωστρις, και τα δυο του παιδιά κάηκαν μ᾽ αυτόν τον τρόπο, αλλά τα υπόλοιπα σώθηκαν μαζί με τον πατέρα τους. |
| [2.108.1] | νοστήσας δὲ ὁ Σέσωστρις ἐς τὴν Αἴγυπτον καὶ τεισάμενος τὸν ἀδελφεὸν τῷ μὲν ὁμίλῳ τὸν ἐπηγάγετο τῶν τὰς χώρας κατεστρέψατο, τούτῳ μὲν τάδε ἐχρήσατο· | Γύρισε λοιπόν στην Αίγυπτο ο Σέσωστρις, τιμώρησε τον αδελφό του, και το πλήθος τους ανθρώπους που είχε φέρει από τις χώρες που είχε κατακτήσει, τους χρησιμοποίησε με τούτον τον τρόπο: |
| [2.108.2] | τούς τέ οἱ λίθους τοὺς ἐπὶ τούτου τοῦ βασιλέος κομισθέντας ἐς τοῦ Ἡφαίστου τὸ ἱρόν, ἐόντας μεγάθεϊ περιμήκεας, οὗτοι ἦσαν οἱ ἑλκύσαντες, καὶ τὰς διώρυχας τὰς νῦν ἐούσας ἐν Αἰγύπτῳ πάσας οὗτοι ἀναγκαζόμενοι ὤρυξαν, ἐποίευν τε οὐκ ἑκόντες Αἴγυπτον, τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην πᾶσαν, ἐνδεᾶ τούτων. | τους ογκόλιθους που κουβαλήθηκαν στο ιερό του Ηφαίστου την εποχή αυτού του βασιλιά και που ήταν μεγάλοι στο μάκρος, αυτοί τους έσυραν, αυτοί έσκαψαν αναγκαστικά, και όλες τις διώρυγες που υπάρχουν σήμερα στην Αίγυπτο, και έτσι, χωρίς να το θέλουν, την Αίγυπτο που άλλοτε μπορούσε κανείς να τη διασχίσει ολόκληρη με άλογο και αμάξι, την έκαναν να μην έχει τίποτε από τα δυο. |
| [2.108.3] | ἀπὸ γὰρ τούτου τοῦ χρόνου Αἴγυπτος ἐοῦσα πεδιάς πᾶσα, ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος γέγονε· αἴτιαι δὲ τούτων αἱ διώρυχες γεγόνασι, ἐοῦσαι πολλαὶ καὶ παντοίους τρόπους ἔχουσαι. | Γιατί από την εποχή εκείνη η Αίγυπτος, αν και είναι όλη πεδιάδα, έμεινε χωρίς άλογα και χωρίς αμάξια· αιτία γι᾽ αυτό υπήρξαν οι διώρυγες που είναι πολλές και ακολουθούν διάφορες κατευθύνσεις. |
| [2.108.4] | κατέταμνε δὲ τοῦδε εἵνεκα τὴν χώρην ὁ βασιλεύς· ὅσοι τῶν Αἰγυπτίων μὴ ἐπὶ τῷ ποταμῷ ἔκτηντο τὰς πόλις ἀλλ᾽ ἀναμέσους, οὗτοι, ὅκως [τε] ἀπίοι ὁ ποταμὸς, σπανίζοντες ὑδάτων πλατυτέροισι ἐχρέωντο τοῖσι πόμασι, ἐκ φρεάτων χρεώμενοι. τούτων μὲν δὴ εἵνεκα κατετμήθη ἡ Αἴγυπτος. | Τη χώρα πάντως ο βασιλιάς την κομμάτιασε για τούτον τον λόγο: όσοι από τους Αιγυπτίους είχαν τις πόλεις τους όχι κοντά στον ποταμό αλλά στα ενδότερα, όταν ο ποταμός αποσυρόταν, είχαν έλλειψη νερού και έπιναν γλυφότερο, από τα πηγάδια που χρησιμοποιούσαν. Γι᾽ αυτόν τον λόγο κομματιάστηκε η Αίγυπτος. |
| [2.109.1] | κατανεῖμαι δὲ τὴν χώρην Αἰγυπτίοισι ἅπασι τοῦτον ἔλεγον τὸν βασιλέα, κλῆρον ἴσον ἑκάστῳ τετράγωνον διδόντα, καὶ ἀπὸ τούτου τὰς προσόδους ποιήσασθαι, ἐπιτάξαντα ἀποφορὴν ἐπιτελέειν κατ᾽ ἐνιαυτόν. | Και μου είπαν ότι αυτός ο βασιλιάς μοίρασε τη γη σε όλους τους Αιγυπτίους δίνοντας στον καθένα από έναν ίσο τετράγωνο κλήρο, και με αυτόν εξασφάλισε τα δημόσια έσοδα ορίζοντας να καταβάλλεται κάθε χρόνο ένας φόρος. |
| [2.109.2] | εἰ δέ τινος τοῦ κλήρου ὁ ποταμός τι παρέλοιτο, ἐλθὼν ἂν πρὸς αὐτὸν ἐσήμαινε τὸ γεγενημένον· ὁ δὲ ἔπεμπε τοὺς ἐπισκεψομένους καὶ ἀναμετρήσοντας ὅσῳ ἐλάσσων ὁ χῶρος γέγονε, ὅκως τοῦ λοιποῦ κατὰ λόγον τῆς τεταγμένης ἀποφορῆς τελέοι. | Αν όμως τύχαινε ο ποταμός να παρασύρει κάποιο μέρος από τον κλήρο κανενός, αυτός πήγαινε στον βασιλιά και του ανέφερε το γεγονός, και ο βασιλιάς έστελνε επιθεωρητές και μετρούσαν πόσο είχε λιγοστέψει το χωράφι ώστε από εκεί και πέρα ο ιδιοκτήτης να πληρώνει το ανάλογο μέρος του ορισμένου φόρου. |
| [2.109.3] | δοκέει δέ μοι ἐνθεῦτεν γεωμετρίη εὑρεθεῖσα ἐς τὴν Ἑλλάδα ἐπανελθεῖν. πόλον μὲν γὰρ καὶ γνώμονα καὶ τὰ δυώδεκα μέρεα τῆς ἡμέρης παρὰ Βαβυλωνίων ἔμαθον οἱ Ἕλληνες. | Και έχω τη γνώμη ότι έτσι ανακαλύφθηκε η γεωμετρία και ανέβηκε στην Ελλάδα. Όσο για το ηλιακό ρολόι και τον γνώμονα και τα δώδεκα μέρη της ημέρας οι Έλληνες τα έμαθαν από τους Βαβυλωνίους. |
| [2.110.1] | Βασιλεὺς μὲν δὴ οὗτος μοῦνος Αἰγύπτιος Αἰθιοπίης ἦρξε, μνημόσυνα δὲ ἐλίπετο πρὸ τοῦ Ἡφαιστείου ἀνδριάντας λιθίνους δύο μὲν τριήκοντα πήχεων, ἑωυτόν τε καὶ τὴν γυναῖκα, τοὺς δὲ παῖδας ἐόντας τέσσερας, εἴκοσι πήχεων ἕκαστον. | Ο Αιγύπτιος αυτός βασιλιάς ήταν επίσης ο μόνος που εξουσίαζε και την Αιθιοπία, και από μνημεία άφησε μπροστά στο Ηφαιστείο δύο πέτρινους ανδριάντες, τριάντα πήχες τον καθένα, του εαυτού του και της γυναίκας του, καθώς και των τεσσάρων παιδιών του, είκοσι πήχες τον καθένα. |
| [2.110.2] | τῶν δὴ ὁ ἱρεὺς τοῦ Ἡφαίστου χρόνῳ μετέπειτα πολλῷ Δαρεῖον τὸν Πέρσην οὐ περιεῖδε ἱστάντα ἔμπροσθε ἀνδριάντα, φὰς οὔ οἱ πεποιῆσθαι ἔργα οἷά περ Σεσώστρι τῷ Αἰγυπτίῳ. Σέσωστριν μὲν γὰρ ἄλλα τε καταστρέψασθαι ἔθνεα οὐκ ἐλάσσω ἐκείνου καὶ δὴ καὶ Σκύθας, Δαρεῖον δὲ οὐ δυνασθῆναι Σκύθας ἑλεῖν. | Πολύ αργότερα ο ιερέας του Ηφαίστου δεν άφησε τον Δαρείο τον Πέρση να στήσει μπροστά σ᾽ αυτούς άλλον ανδριάντα λέγοντάς του ότι αυτός δεν είχε κάνει έργα σαν του Σέσωστρη του Αιγυπτίου. Γιατί ο Σέσωστρις είχε κατακτήσει και άλλα έθνη, διόλου λιγότερα απ᾽ όσα ο Δαρείος, καθώς και τους Σκύθες, ενώ ο Δαρείος τους Σκύθες δεν είχε κατορθώσει να τους υποτάξει. |
| [2.110.3] | οὐκ ὦν δίκαιον εἶναι ἱστάναι ἔμπροσθε τῶν ἐκείνου ἀναθημάτων μὴ οὐκ ὑπερβαλόμενον τοῖσι ἔργοισι. Δαρεῖον μέν νυν λέγουσι πρὸς ταῦτα συγγνώμην ποιήσασθαι. | Δεν ήταν λοιπόν δίκαιο να στήσει ανδριάντα μπροστά από τα αναθήματα εκείνου, εφόσον στα έργα δεν τον είχε ξεπεράσει. Λέγεται μάλιστα ότι ο Δαρείος συμφώνησε με αυτά. |
| [2.111.1] | Σεσώστριος δὲ τελευτήσαντος ἐκδέξασθαι ἔλεγον τὴν βασιληίην τὸν παῖδα αὐτοῦ Φερῶν, τὸν ἀποδέξασθαι μὲν οὐδεμίαν στρατηίην, συνενειχθῆναι δέ οἱ τυφλὸν γενέσθαι διὰ τοιόνδε πρῆγμα· τοῦ ποταμοῦ κατελθόντος μέγιστα δὴ τότε ἐπ᾽ ὀκτωκαίδεκα πήχεας, ὡς ὑπερέβαλε τὰς ἀρούρας, πνεύματος ἐμπεσόντος κυματίης ὁ ποταμὸς ἐγένετο. | Όταν λοιπόν πέθανε ο Σέσωστρις, τη βασιλεία, μου είπαν, την πήρε ο γιος του ο Φερώς, που δεν πραγματοποίησε καμιά εκστρατεία αλλά που κατέληξε να τυφλωθεί για τον ακόλουθο λόγο: κατέβηκε τότε το ποτάμι φουσκωμένο όσο ποτέ και έφτασε τις δεκαοχτώ πήχες, τόσο που σκέπασε τα χωράφια, φύσηξε και άνεμος κι ο ποταμός σήκωσε κύματα. |
| [2.111.2] | τὸν δὲ βασιλέα λέγουσι τοῦτον ἀτασθαλίῃ χρησάμενον λαβόντα αἰχμὴν βαλεῖν ἐς μέσας τὰς δίνας τοῦ ποταμοῦ, μετὰ δὲ αὐτίκα καμόντα αὐτὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς τυφλωθῆναι. δέκα μὲν δὴ ἔτεα εἶναί μιν τυφλόν, ἑνδεκάτῳ δὲ ἔτεϊ ἀπικέσθαι οἱ μαντήιον ἐκ Βουτοῦς πόλιος ὡς ἐξήκει τέ οἱ ὁ χρόνος τῆς ζημίης καὶ ἀναβλέψει γυναικὸς οὔρῳ νιψάμενος τοὺς ὀφθαλμούς, ἥτις παρὰ τὸν ἑωυτῆς ἄνδρα μοῦνον πεφοίτηκε, ἄλλων ἀνδρῶν ἐοῦσα ἄπειρος. | Και ο βασιλιάς εκείνος, λένε, έκανε μια αμυαλιά, έπιασε και πέταξε ένα δόρυ μέσα στις δίνες του ποταμού και αμέσως μετά αρρώστησαν τα μάτια του και τυφλώθηκε. Έμεινε τυφλός δέκα χρόνους, και τον ενδέκατο του ήρθε χρησμός από το μαντείο στην πόλη Βουτού ότι το διάστημα της ποινής του είχε περάσει και ότι θα ξανάβρισκε το φως του αν ένιβε τα μάτια του με ούρα από γυναίκα που είχε πάει μόνο με τον άντρα της, και άλλους άντρες δεν είχε γνωρίσει. |
| [2.111.3] | καὶ τὸν πρώτης τῆς ἑωυτοῦ γυναικὸς πειρᾶσθαι, μετὰ δέ, ὡς οὐκ ἀνέβλεπε, ἐπεξῆς πολλέων πειρᾶσθαι· ἀναβλέψαντα δὲ συναγαγεῖν τὰς γυναῖκας τῶν ἐπειρήθη, πλὴν ἢ τῆς τῷ οὔρῳ νιψάμενος ἀνέβλεψε, ἐς μίαν πόλιν, ἣ νῦν καλέεται Ἐρυθρὴ βῶλος, ἐς ταύτην συναλίσαντα ὑποπρῆσαι πάσας σὺν αὐτῇ τῇ πόλι. | Και αυτός δοκίμασε πρώτα τη δική του γυναίκα, ύστερα όμως, καθώς δεν ξαναβρήκε το φως του, τις δοκίμασε όλες στη σειρά· κι όταν ξαναβρήκε το φως του, μάζεψε όλες τις γυναίκες που είχε δοκιμάσει, εκτός από εκείνη που με τα ούρα της είχε νιφτεί και ανέβλεψε, σε μια πόλη που σήμερα λέγεται Κόκκινα Χώματα, και αφού τις σύναξε, τις έκαψε όλες, μαζί με την πόλη. |
| [2.111.4] | τῆς δὲ νιψάμενος τῷ οὔρῳ ἀνέβλεψε, ταύτην δὲ ἔσχε αὐτὸς γυναῖκα. ἀναθήματα δὲ ἀποφυγὼν τὴν πάθην τῶν ὀφθαλμῶν ἄλλα τε ἀνὰ τὰ ἱρὰ πάντα τὰ λόγιμα ἀνέθηκε καί, τοῦ γε λόγον μάλιστα ἄξιόν ἐστι ἔχειν, ἐς τοῦ Ἡλίου τὸ ἱρὸν ἀξιοθέητα ἀνέθηκε ἔργα, ὀβελοὺς δύο λιθίνους, ἐξ ἑνὸς ἐόντας ἑκάτερον λίθου, μῆκος μὲν ἑκάτερον πήχεων ἑκατόν, εὖρος δὲ ὀκτὼ πήχεων. | Όσο γι᾽ αυτήν που με τα ούρα της νίφτηκε και ξαναβρήκε το φως του, την πήρε γυναίκα του. Αναθήματα για τη σωτηρία του από την πάθηση των ματιών του αφιέρωσε και άλλα ο βασιλιάς, σε όλα τα αξιόλογα ιερά, αλλά εκείνα που αξίζουν περισσότερο να αναφερθούν, είναι τα αξιοθέατα έργα που αφιέρωσε στο ιερό του Ηλίου, δύο οβελίσκους πέτρινους, που είναι ο καθένας τους ένας ογκόλιθος μονοκόμματος και έχει ο καθένας τους ύψος εκατό πήχες και πλάτος οχτώ πήχες. |
| [2.112.1] | Τούτου δὲ ἐκδέξασθαι τὴν βασιληίην ἔλεγον ἄνδρα Μεμφίτην, τῷ κατὰ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν οὔνομα Πρωτέα εἶναι· τοῦ νῦν τέμενός ἐστι ἐν Μέμφι κάρτα καλόν τε καὶ εὖ ἐσκευασμένον, τοῦ Ἡφαιστείου πρὸς νότον ἄνεμον κείμενον. | Τον Φερώ, μου είπαν, τον διαδέχθηκε στην βασιλεία κάποιος από τη Μέμφιδα, που τ᾽ όνομά του στα ελληνικά είναι Πρωτεύς· στη Μέμφιδα υπάρχει σήμερα τέμενος αυτού του Πρωτέα, όμορφο και πολύ ωραία στολισμένο, το οποίο βρίσκεται στα νότια του Ηφαιστείου· |
| [2.112.2] | περιοικέουσι δὲ τὸ τέμενος τοῦτο Φοίνικες Τύριοι, καλέεται δὲ ὁ χῶρος οὗτος ὁ συνάπας Τυρίων στρατόπεδον. ἔστι δὲ ἐν τῷ τεμένεϊ τοῦ Πρωτέος ἱρὸν τὸ καλέεται ξείνης Ἀφροδίτης. συμβάλλομαι δὲ τοῦτο τὸ ἱρὸν εἶναι Ἑλένης τῆς Τυνδάρεω, καὶ τὸν λόγον ἀκηκοὼς ὡς διαιτήθη Ἑλένη παρὰ Πρωτέϊ, καὶ δὴ καὶ ὅτι ξείνης Ἀφροδίτης ἐπώνυμόν ἐστι· ὅσα γὰρ ἄλλα Ἀφροδίτης ἱρά ἐστι, οὐδαμῶς ξείνης ἐπικαλέεται. | γύρω στο τέμενος κατοικούν Φοίνικες από την Τύρο, και όλη αυτή η περιοχή ονομάζεται Στρατόπεδο των Τυρίων. Στο τέμενος μάλιστα του Πρωτέα υπάρχει ιερό που ονομάζεται της Ξένης Αφροδίτης· και συμπεραίνω ότι το ιερό αυτό είναι της Ελένης του Τυνδάρεω, τόσο επειδή έχω ακούσει το λεγόμενο ότι η Ελένη έμεινε κοντά στον Πρωτέα, όσο και επειδή, κυριότερα, το ιερό έχει το όνομα της Ξένης Αφροδίτης: γιατί απ᾽ όσα άλλα ιερά της Αφροδίτης υπάρχουν, κανένα δεν ονομάζεται της Ξένης. |
| [2.113.1] | ἔλεγον δέ μοι οἱ ἱρέες ἱστορέοντι τὰ περὶ Ἑλένην γενέσθαι ὧδε· Ἀλέξανδρον ἁρπάσαντα Ἑλένην ἐκ Σπάρτης ἀποπλέειν ἐς τὴν ἑωυτοῦ· καί μιν, ὡς ἐγένετο ἐν τῷ Αἰγαίῳ, ἐξῶσται ἄνεμοι ἐκβάλλουσι ἐς τὸ Αἰγύπτιον πέλαγος, ἐνθεῦτεν δέ (οὐ γὰρ ἀνίει τὰ πνεύματα) ἀπικνέεται ἐς Αἴγυπτον καὶ Αἰγύπτου ἐς τὸ νῦν Κανωβικὸν καλεύμενον στόμα τοῦ Νείλου καὶ ἐς Ταριχείας. | Όταν τους ρώτησα πάντως, οι ιερείς μού είπαν ότι τα σχετικά με την Ελένη έγιναν ως εξής: ο Αλέξανδρος άρπαξε την Ελένη από τη Σπάρτη και έβαλε πλώρη για τον τόπο του, όταν όμως βρέθηκε στο Αιγαίο, ενάντιοι άνεμοι τον έριξαν στο αιγυπτιακό πέλαγος, και από εκεί, καθώς οι άνεμοι δεν σταματούσαν, έφτασε ο Αλέξανδρος στην Αίγυπτο, και συγκεκριμένα στο σήμερα λεγόμενο Κανωβικό στόμιο του Νείλου και στα παστωτήρια· |
| [2.113.2] | ἦν δὲ ἐπὶ τῆς ἠιόνος, τὸ καὶ νῦν ἐστι, Ἡρακλέος ἱρόν, ἐς τὸ ἢν καταφυγὼν οἰκέτης ὅτευ ὦν ἀνθρώπων ἐπιβάληται στίγματα ἱρά, ἑωυτὸν διδοὺς τῷ θεῷ, οὐκ ἔξεστι τούτου ἅψασθαι. ὁ νόμος οὗτος διατελέει ἐὼν ὅμοιος τὸ μέχρι ἐμεῦ ἀπ᾽ ἀρχῆς. | στην ακτή λοιπόν υπήρχε —αυτό που υπάρχει και σήμερα— ιερό του Ηρακλή, όπου αν καταφύγει οποιουδήποτε ανθρώπου ο δούλος και βάλει απάνω του ορισμένα ιερά σημάδια αφιερώνοντας έτσι τον εαυτό του στον Θεό, κανένας δεν επιτρέπεται να τον αγγίξει. Από την αρχή του ώς τις ημέρες μου ο νόμος αυτός συνεχιζόταν απαράλλακτος. |
| [2.113.3] | τοῦ ὦν δὴ Ἀλεξάνδρου ἀπιστέαται θεράποντες πυθόμενοι τὸν περὶ τὸ ἱρὸν ἔχοντα νόμον, ἱκέται δὲ ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ κατηγόρεον τοῦ Ἀλεξάνδρου, βουλόμενοι βλάπτειν αὐτόν, πάντα λόγον ἐξηγεύμενοι ὡς εἶχε περὶ τὴν Ἑλένην τε καὶ τὴν ἐς Μενέλεων ἀδικίην· κατηγόρεον δὲ ταῦτα πρός τε τοὺς ἱρέας καὶ τὸν τοῦ στόματος τούτου φύλακον, τῷ οὔνομα ἦν Θῶνις. | Το λοιπόν, μερικοί υπηρέτες του, μαθαίνοντας τον νόμο που υπήρχε σχετικά με το ιερό και θέλοντας να του κάνουν κακό, πρόδωσαν την πίστη τους στον Αλέξανδρο, κατέφυγαν ικέτες στον Θεό και εξιστόρησαν όλα τα σχετικά με την Ελένη, καθώς και την αδικία προς τον Μενέλαο· τις κατηγορίες αυτές μάλιστα τις διατύπωσαν τόσο στους ιερείς όσο και στον φύλακα του στομίου, που το όνομά του ήταν Θώνις. |
| [2.114.1] | ἀκούσας δὲ τούτων ὁ Θῶνις πέμπει τὴν ταχίστην ἐς Μέμφιν παρὰ Πρωτέα ἀγγελίην λέγουσαν τάδε· | Όταν τα άκουσε αυτά ο Θώνις, στέλνει με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα στη Μέμφιδα, στον Πρωτέα, μήνυμα που έλεγε τα εξής: |
| [2.114.2] | Ἥκει ξεῖνος, γένος μὲν Τευκρός, ἔργον δὲ ἀνόσιον ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐξεργασμένος· ξείνου γὰρ τοῦ ἑωυτοῦ ἐξαπατήσας τὴν γυναῖκα αὐτήν τε ταύτην ἄγων ἥκει καὶ πολλὰ κάρτα χρήματα, ὑπὸ ἀνέμων ἐς γῆν τὴν σὴν ἀπενειχθείς· κότερα δῆτα τοῦτον ἐῶμεν ἀσινέα ἐκπλέειν ἢ ἀπελώμεθα τὰ ἔχων ἦλθε; | «Ήρθε ένας ξένος, Τευκρός στην καταγωγή, που όμως στην Ελλάδα έκανε ανόσια πράξη, ξεμυάλισε δηλαδή τη γυναίκα του ανθρώπου που τον φιλοξενούσε και έφυγε αρπάζοντάς την μαζί με πολλά πλούτη, αλλά οι άνεμοι τον έριξαν στη χώρα σου· τί να κάνουμε λοιπόν, να τον αφήσουμε να σαλπάρει απείραχτος ή να του πάρουμε τα όσα έφερε ερχόμενος;» |
| [2.114.3] | ἀντιπέμπει πρὸς ταῦτα ὁ Πρωτεὺς λέγοντα τάδε· Ἄνδρα τοῦτον, ὅστις κοτέ ἐστι ‹ὁ› ἀνόσια ἐργασμένος ξεῖνον τὸν ἑωυτοῦ, συλλαβόντες ἀπάγετε παρ᾽ ἐμέ, ἵνα εἰδέω ὅ τί κοτε καὶ λέξει. | Απαντώντας σε αυτά ο Πρωτεύς στέλνει μήνυμα και λέει τα εξής: «Τον άνθρωπο αυτόν, που έπραξε ανόσια σε βάρος εκείνου που τον φιλοξενούσε, όποιος κι αν είναι, να τον πιάσετε και να μου τον φέρετε εμένα, να δω τί έχει να πει». |
| [2.115.1] | ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Θῶνις συλλαμβάνει τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὰς νέας αὐτοῦ κατίσχει, μετὰ δὲ αὐτόν τε τοῦτον ἀνήγαγε ἐς Μέμφιν καὶ τὴν Ἑλένην τε καὶ τὰ χρήματα, πρὸς δὲ καὶ τοὺς ἱκέτας. | Μόλις τα άκουσε αυτά ο Θώνις, πιάνει τον Αλέξανδρο, του κάνει κατάσχεση στα πλοία και ύστερα τον ανεβάζει στη Μέμφιδα, αυτόν, την Ελένη, τους θησαυρούς, αλλά και τους ικέτες μαζί· |
| [2.115.2] | ἀνακομισθέντων δὲ πάντων εἰρώτα τὸν Ἀλέξανδρον ὁ Πρωτεὺς τίς εἴη καὶ ὁκόθεν πλέοι. ὁ δέ οἱ καὶ τὸ γένος κατέλεξε καὶ τῆς πάτρης εἶπε τὸ οὔνομα καὶ δὴ καὶ τὸν πλόον ἀπηγήσατο ὁκόθεν πλέοι. | μόλις λοιπόν έφτασαν όλοι εκεί, ρώτησε ο Πρωτεύς τον Αλέξανδρο ποιός είναι και από πού έρχεται. Αυτός πάλι ανέφερε για τη γενιά του, είπε το όνομα της πατρίδας του και περιέγραψε το ταξίδι του, από πού ερχόταν. |
| [2.115.3] | μετὰ δὲ ὁ Πρωτεὺς εἰρώτα αὐτὸν ὁκόθεν τὴν Ἑλένην λάβοι· πλανωμένου δὲ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐν τῷ λόγῳ καὶ οὐ λέγοντος τὴν ἀληθείην, ἤλεγχον οἱ γενόμενοι ἱκέται ἐξηγεύμενοι πάντα λόγον τοῦ ἀδικήματος. | Ύστερα ο Πρωτεύς τον ρώτησε από πού είχε πάρει την Ελένη· και όταν ο Αλέξανδρος άρχισε να τα στρίβει στην κουβέντα και να μη λέει την αλήθεια, μπήκαν στη μέση εκείνοι που είχαν καταφύγει ικέτες στον ναό και εξιστόρησαν όλα τα σχετικά με την αδικία. |
| [2.115.4] | τέλος δὲ δή σφι λόγον τόνδε ἐκφαίνει ὁ Πρωτεύς, λέγων ὅτι Ἐγὼ εἰ μὴ περὶ πολλοῦ ἡγεύμην μηδένα ξείνων κτείνειν, ὅσοι ὑπ᾽ ἀνέμων ἤδη ἀπολαμφθέντες ἦλθον ἐς χώρην τὴν ἐμήν, ἐγὼ ἄν σε ὑπὲρ τοῦ Ἕλληνος ἐτεισάμην, ὅς, ὦ κάκιστε ἀνδρῶν, ξεινίων τυχὼν ἔργον ἀνοσιώτατον ἐργάσαο· παρὰ τοῦ σεωυτοῦ ξείνου τὴν γυναῖκα ἦλθες· καὶ μάλα ταῦτά τοι οὐκ ἤρκεσε, ἀλλ᾽ ἀναπτερώσας αὐτὴν οἴχεαι ἔχων [ἐκκλέψας]. | Στο τέλος ο Πρωτεύς τούς ανακοίνωσε την απόφασή του λέγοντας ότι, «εγώ, αν δεν το θεωρούσα πολύ σπουδαίο πράγμα να μη σκοτώνω κανέναν από τους ξένους όσοι παρασύρονται από τους ανέμους και έρχονται στη χώρα μου, θα σε τιμωρούσα ο ίδιος για λογαριασμό του Έλληνα, εσένα, παλιάνθρωπε, που σε φιλοξένησαν κι εσύ έκανες πράξη ανοσιότατη, έσμιξες με τη γυναίκα του ανθρώπου που σε φιλοξενούσε· και μάλιστα, δεν σου έφτασε αυτό, παρά την ξεσήκωσες κιόλας, την έκλεψες και το έσκασες παίρνοντάς την μαζί σου. |
| [2.115.5] | καὶ οὐδὲ ταῦτά τοι μοῦνα ἤρκεσε, ἀλλὰ καὶ τὰ οἰκία τοῦ ξείνου κεραΐσας ἥκεις. | Και δεν σου έφτασε ούτε αυτό, αλλά έγδυσες και το σπίτι του ανθρώπου και μας κουβαλήθηκες. |
| [2.115.6] | νῦν ὦν, ἐπειδὴ περὶ πολλοῦ ἥγημαι μὴ ξεινοκτονέειν, γυναῖκα μὲν ταύτην καὶ τὰ χρήματα οὔ τοι προήσω ἀπάγεσθαι, ἀλλ᾽ αὐτὰ ἐγὼ τῷ Ἕλληνι ξείνῳ φυλάξω, ἐς ὃ ἂν αὐτὸς ἐλθὼν ἐκεῖνος ἀπαγαγέσθαι ἐθέλῃ· αὐτὸν δέ σε καὶ τοὺς σοὺς συμπλόους τριῶν ἡμερέων προαγορεύω ἐκ τῆς ἐμῆς γῆς ἐς ἄλλην τινὰ μετορμίζεσθαι, εἰ δὲ μή, ἅτε πολεμίους περιέψεσθαι. | Τώρα λοιπόν επειδή το θεωρώ σπουδαίο πράγμα να μην σκοτώσω ξένον, τη γυναίκα τούτη και τους θησαυρούς δεν θα σου επιτρέψω να τα πάρεις και να φύγεις αλλά θα τα φυλάξω εγώ για τον Έλληνα ξένο ώσπου να θελήσει να έρθει ο ίδιος να τα πάρει· όσο για σένα τον ίδιο και τους συνταξιδιώτες σου, σας προειδοποιώ, μέσα σε τρεις ημέρες να φύγετε από τη χώρα μου και να αρμενίσετε για αλλού, διαφορετικά θα έχετε τη μεταχείριση εχθρών». |
| [2.116.1] | Ἑλένης μὲν ταύτην ἄπιξιν παρὰ Πρωτέα ἔλεγον οἱ ἱρέες γενέσθαι· δοκέει δέ μοι καὶ Ὅμηρος τὸν λόγον τοῦτον πυθέσθαι· ἀλλ᾽ οὐ γὰρ ὁμοίως ἐς τὴν ἐποποιίην εὐπρεπὴς ἦν τῷ ἑτέρῳ τῷ περ ἐχρήσατο, [ἐς ὃ] μετῆκε αὐτόν, δηλώσας ὡς καὶ τοῦτον ἐπίσταιτο τὸν λόγον. | Έτσι λοιπόν μου είπαν οι ιερείς ότι έγινε ο ερχομός της Ελένης στον Πρωτέα. Μου φαίνεται μάλιστα ότι αυτή την ιστορία τη γνώριζε και ο Όμηρος· αλλά δεν ταίριαζε τόσο πολύ με το έπος όσο η άλλη που χρησιμοποίησε, γι᾽ αυτό και την έκανε πέρα, δείχνοντας ωστόσο ότι την ήξερε και τούτη την ιστορία. |
| [2.116.2] | δῆλον δέ, κατὰ παρεποίησε ἐν Ἰλιάδι (καὶ οὐδαμῇ ἄλλῃ ἀνεπόδισε ἑωυτόν) πλάνην τὴν Ἀλεξάνδρου, ὡς ἀπηνείχθη ἄγων Ἑλένην τῇ τε δὴ ἄλλῃ πλαζόμενος καὶ ὡς ἐς Σιδῶνα τῆς Φοινίκης ἀπίκετο. | Αυτό φαίνεται από τα όσα παρεμβάλλει στην Ιλιάδα (και πουθενά αλλού δεν υπαναχωρεί) ως προς την περιπλάνηση του Αλεξάνδρου, ότι δηλαδή παρασύρθηκε κουβαλώντας μαζί του την Ελένη, και εκτός από τους άλλους τόπους όπου περιπλανήθηκε, έφτασε και στη Σιδώνα της Φοινίκης. |
| [2.116.3] | ἐπιμέμνηται δὲ αὐτοῦ ἐν Διομήδεος ἀριστηίῃ· λέγει δὲ τὰ ἔπεα ὧδε· ἔνθ᾽ ἔσαν οἱ πέπλοι παμποίκιλοι, ἔργα γυναικῶν Σιδονίων, τὰς αὐτὸς Ἀλέξανδρος θεοειδὴς ἤγαγε Σιδονίηθεν, ἐπιπλὼς εὐρέα πόντον, τὴν ὁδὸν ἣν Ἑλένην περ ἀνήγαγεν εὐπατέρειαν. | Το μνημονεύει αυτό στη «Διομήδους αριστεία», όπου οι στίχοι λένε τα εξής: όπου τα πέπλα βρίσκονταν τα ξομπλιασμένα, έργα των Σιδωνίων γυναικών που από τη Σιδώνα τις έφερε ο Αλέξανδρος ο θεϊκός ο ίδιος στα πλάτη αρμενίζοντας της θάλασσας, στη ρότα οπούθε την αρχοντοπούλα έφερε Ελένη. |
| [2.116.4] | [ἐπιμέμνηται δὲ καὶ ἐν Ὀδυσσείῃ ἐν τοισίδε τοῖσι ἔπεσι· τοῖα Διὸς θυγάτηρ ἔχε φάρμακα μητιόεντα, ἐσθλά, τά οἱ Πολύδαμνα πόρεν Θῶνος παράκοιτις Αἰγυπτίη, τῇ πλεῖστα φέρει ζείδωρος ἄρουρα φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλὰ μεμιγμένα, πολλὰ δὲ λυγρά. | [Το μνημονεύει μάλιστα και στην Οδύσσεια, στους ακόλουθους στίχους: Τέτοια είχε φάρμακα καλά του Δία η θυγατέρα, σοφά, που της τα χάρισε του Θώνα η γυναίκα, η Πολυδάμνα, Αιγύπτια — εκεί η γης η πλούσια φάρμακα βγάζει ένα σωρό, οπού πολλά καλά είναι, κι άλλα πολλά φαρμακερά, όλα ανακατεμένα. |
| [2.116.5] | καὶ τάδε ἕτερα πρὸς Τηλέμαχον Μενέλεως λέγει· Αἰγύπτῳ μ᾽ ἔτι δεῦρο θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον, ἐπεὶ οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας.] | Ο Μενέλαος πάλι λέει τα εξής στον Τηλέμαχο: Στην Αίγυπτο με κράτησαν, ενώ για δω κινούσα, οι θεοί, τι δεν τους έκανα πρεπούμενες θυσίες.] |
| [2.116.6] | ἐν τούτοισι τοῖσι ἔπεσι δηλοῖ ὅτι ἠπίστατο τὴν ἐς Αἴγυπτον Ἀλεξάνδρου πλάνην· ὁμουρέει γὰρ ἡ Συρίη Αἰγύπτῳ, οἱ δὲ Φοίνικες, τῶν ἐστι ἡ Σιδών, ἐν τῇ Συρίῃ οἰκέουσι. | Στους στίχους αυτούς ο Όμηρος δείχνει ότι γνώριζε την περιπλάνηση του Αλεξάνδρου στην Αίγυπτο· γιατί η Συρία συνορεύει με την Αίγυπτο, και οι Φοίνικες, που η Σιδώνα τούς ανήκει, κατοικούν στη Συρία. |
| [2.117.1] | κατὰ ταῦτα δὲ τὰ ἔπεα καὶ τόδε τὸ χωρίον οὐκ ἥκιστα ἀλλὰ μάλιστα δηλοῖ ὅτι οὐκ Ὁμήρου τὰ Κύπρια ἔπεά ἐστι ἀλλ᾽ ἄλλου τινός· ἐν μὲν γὰρ τοῖσι Κυπρίοισι εἴρηται ὡς τριταῖος ἐκ Σπάρτης Ἀλέξανδρος ἀπίκετο ἐς τὸ Ἴλιον ἄγων Ἑλένην, εὐαέϊ τε πνεύματι χρησάμενος καὶ θαλάσσῃ λείῃ· ἐν δὲ Ἰλιάδι λέγει ὡς ἐπλάζετο ἄγων αὐτήν. Ὅμηρος μέν νυν καὶ τὰ Κύπρια ἔπεα χαιρέτω. | Από αυτούς τους στίχους και από αυτή την περικοπή φαίνεται και με το παραπάνω ότι τα Κύπρια Έπη δεν είναι του Ομήρου αλλά κάποιου άλλου· γιατί στα Κύπρια Έπη λέγεται ότι ο Αλέξανδρος κουβαλώντας την Ελένη έφθασε από τη Σπάρτη στο Ίλιο σε τρεις ημέρες, χάρη στον ευνοϊκό άνεμο και στη γαλήνια θάλασσα· στην Ιλιάδα ωστόσο λέγεται ότι περιπλανήθηκε κουβαλώντας την Ελένη. Ας είναι όμως — αρκετά με τον Όμηρο και τα Κύπρια Έπη. |
| [2.118.1] | Εἰρομένου δέ μευ τοὺς ἱρέας εἰ μάταιον λόγον λέγουσι οἱ Ἕλληνες τὰ περὶ Ἴλιον γενέσθαι ἢ οὔ, ἔφασαν πρὸς ταῦτα τάδε, ἱστορίῃσι φάμενοι εἰδέναι παρ᾽ αὐτοῦ Μενέλεω· | Ρώτησα ωστόσο τους ιερείς αν τα όσα λένε οι Έλληνες ότι έγιναν στο Ίλιο είναι κούφια λόγια ή όχι, και αυτοί μου απάντησαν τα εξής, από πληροφορίες, μου είπαν, που τις ήξεραν από τον ίδιο τον Μενέλαο: |
| [2.118.2] | ἐλθεῖν μὲν γὰρ μετὰ τὴν Ἑλένης ἁρπαγὴν ἐς τὴν Τευκρίδα γῆν Ἑλλήνων στρατιὴν πολλὴν βοηθεῦσαν Μενέλεῳ, ἐκβᾶσαν δὲ ἐς γῆν καὶ ἱδρυθεῖσαν τὴν στρατιὴν πέμπειν ἐς τὸ Ἴλιον ἀγγέλους, σὺν δέ σφι ἰέναι καὶ αὐτὸν Μενέλεων. | μετά την αρπαγή της Ελένης έφτασε στην Τευκρίδα πολύς ελληνικός στρατός για να βοηθήσει τον Μενέλαο, και αφού αποβιβάστηκε ο στρατός στην στεριά και στρατοπέδευσε, έστειλε στο Ίλιο αγγελιαφόρους και μαζί τους πήγε και ο Μενέλαος. |
| [2.118.3] | τοὺς δ᾽ ἐπείτε ἐσελθεῖν ἐς τὸ τεῖχος, ἀπαιτέειν Ἑλένην τε καὶ τὰ χρήματα τά οἱ οἴχετο κλέψας Ἀλέξανδρος, τῶν τε ἀδικημάτων δίκας αἰτέειν· τοὺς δὲ Τευκροὺς τὸν αὐτὸν λόγον λέγειν τότε καὶ μετέπειτα, καὶ ὀμνύντας καὶ ἀνωμοτί, μὴ μὲν ἔχειν Ἑλένην μηδὲ τὰ ἐπικαλεύμενα χρήματα, ἀλλ᾽ εἶναι αὐτὰ πάντα ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ οὐκ ἂν δικαίως αὐτοὶ δίκας ὑπέχειν, ἃ Πρωτεὺς ὁ Αἰγύπτιος [βασιλεὺς] ἔχει. | Πέρασαν λοιπόν τα τείχη οι αγγελιαφόροι και ζήτησαν πίσω την Ελένη και τους θησαυρούς που ο Αλέξανδρος είχε κλέψει φεύγοντας, καθώς και αποζημίωση για τις αδικοπραγίες· οι Τευκροί όμως, και τότε και αργότερα, και με όρκο και χωρίς όρκο, είπαν το ίδιο πράγμα, ότι δηλαδή την Ελένη δεν την είχαν αυτοί ούτε τους θησαυρούς, αλλά ότι όλα βρίσκονται στην Αίγυπτο και ότι δεν ήταν δίκαιο να θεωρούνται υπόλογοι για πράγματα που κρατούσε ο Πρωτεύς, ο βασιλιάς της Αιγύπτου. |
| [2.118.4] | οἱ δὲ Ἕλληνες καταγελᾶσθαι δοκέοντες ὑπ᾽ αὐτῶν οὕτω δὴ ἐπολιόρκεον, ἐς ὃ ἐξεῖλον· ἑλοῦσι δὲ τὸ τεῖχος ὡς οὐκ ἐφαίνετο ἡ Ἑλένη, ἀλλὰ τὸν αὐτὸν λόγον τῷ προτέρῳ ἐπυνθάνοντο, οὕτω δὴ πιστεύσαντες τῷ λόγῳ τῷ πρώτῳ οἱ Ἕλληνες αὐτὸν Μενέλεων ἀποστέλλουσι παρὰ Πρωτέα. | Οι Έλληνες όμως νόμισαν ότι τους κοροϊδεύουν και έστησαν πολιορκία, ώσπου πήραν την πόλη· πέρασαν ωστόσο τα τείχη και η Ελένη δεν φαινόταν πουθενά, μόνο άκουγαν πάλι οι Έλληνες τα όσα τους είχαν πει παλιότερα, και έτσι πίστεψαν στα πρώτα εκείνα λόγια και έστειλαν τον ίδιο τον Μενέλαο στον Πρωτέα. |
| [2.119.1] | ἀπικόμενος δὲ ὁ Μενέλεως ἐς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἀναπλώσας ἐς τὴν Μέμφιν, εἴπας τὴν ἀληθείην τῶν πρηγμάτων, καὶ ξεινίων ἤντησε μεγάλων καὶ Ἑλένην ἀπαθέα κακῶν ἀπέλαβε, πρὸς δὲ καὶ τὰ ἑωυτοῦ χρήματα πάντα. | Έφτασε λοιπόν ο Μενέλαος στην Αίγυπτο, ανέβηκε από τον ποταμό στη Μέμφιδα, είπε πώς είχε η υπόθεση, συνάντησε λαμπρή φιλοξενία και πήρε πίσω την Ελένη σώα και αβλαβή και μαζί όλους τους θησαυρούς του. |
| [2.119.2] | τυχὼν μέντοι τούτων ἐγένετο Μενέλεως ἀνὴρ ἄδικος ἐς Αἰγυπτίους· ἀποπλέειν γὰρ ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι· ἐπειδὴ δὲ τοῦτο ἐπὶ πολλὸν τοιοῦτο ἦν, ἐπιτεχνᾶται πρῆγμα οὐκ ὅσιον· | Μολονότι όμως του φέρθηκαν μ᾽ αυτόν τον τρόπο, ο Μενέλαος φάνηκε άδικος στους Αιγυπτίους, γιατί ξεκίνησε να φύγει και τον εμπόδισε ενάντιος άνεμος, και επειδή το πράγμα παρατραβούσε, αυτός σκαρφίστηκε τούτη την ανόσια πράξη: |
| [2.119.3] | λαβὼν γὰρ δύο παιδία ἀνδρῶν ἐπιχωρίων ἔντομά σφεα ἐποίησε· μετὰ δέ, ὡς ἐπάϊστος ἐγένετο τοῦτο ἐργασμένος, μισηθείς τε καὶ διωκόμενος οἴχετο φεύγων τῇσι νηυσὶ ἰθὺ Λιβύης. τὸ ἐνθεῦτεν δὲ ὅκου ἔτι ἐτράπετο, οὐκ εἶχον εἰπεῖν Αἰγύπτιοι· τούτων δὲ τὰ μὲν ἱστορίῃσι ἔφασαν ἐπίστασθαι, τὰ δὲ παρ᾽ ἑωυτοῖσι γενόμενα ἀτρεκέως ἐπιστάμενοι λέγειν. | πήρε δύο παιδιά ντόπιων γονέων και τα θυσίασε· όταν όμως μαθεύτηκε ότι έκανε τέτοιο πράγμα, τον μίσησαν και τον καταδίωξαν, και αυτός έφυγε γρήγορα με τα πλοία του ίσα για τη Λιβύη. Πού πήγε ο Μενέλαος ύστερα, οι Αιγύπτιοι δεν ήξεραν να πουν, μου είπαν πάντως ότι ένα μέρος από αυτά τα ήξεραν από πληροφορίες, αλλά για τα όσα είχαν γίνει στον τόπο τους, μιλούσαν έχοντας σίγουρη γνώση. |
| [2.120.1] | Ταῦτα μὲν Αἰγυπτίων οἱ ἱρέες ἔλεγον, ἐγὼ δὲ τῷ λόγῳ τῷ περὶ Ἑλένης λεχθέντι καὶ αὐτὸς προστίθεμαι, τάδε ἐπιλεγόμενος· εἰ ἦν Ἑλένη ἐν Ἰλίῳ, ἀποδοθῆναι ἂν αὐτὴν τοῖσι Ἕλλησι ἤτοι ἑκόντος γε ἢ ἀέκοντος Ἀλεξάνδρου. | Αυτά λοιπόν μου είπαν οι ιερείς των Αιγυπτίων, και όσο για μένα συντάσσομαι με την ιστορία που μου αφηγήθηκαν για την Ελένη, γιατί σκέπτομαι ως εξής: αν η Ελένη βρισκόταν στο Ίλιο, θα την έδιναν πίσω στους Έλληνες, ήθελε δεν ήθελε ο Αλέξανδρος. |
| [2.120.2] | οὐ γὰρ δὴ οὕτω γε φρενοβλαβὴς ἦν ὁ Πρίαμος οὐδὲ οἱ ἄλλοι ‹οἱ› προσήκοντες αὐτῷ, ὥστε τοῖσι σφετέροισι σώμασι καὶ τοῖσι τέκνοισι καὶ τῇ πόλι κινδυνεύειν ἐβούλοντο, ὅκως Ἀλέξανδρος Ἑλένῃ συνοικέῃ. | Γιατί βέβαια δεν ήταν τόσο τρελός ο Πρίαμος ούτε οι άλλοι οι προσκείμενοι σ᾽ αυτόν ώστε να θέλουν να κινδυνέψουν και οι ίδιοι και τα παιδιά τους και η πόλη τους μόνο και μόνο για να συζεί ο Αλέξανδρος με την Ελένη. |
| [2.120.3] | εἰ δέ τοι καὶ ἐν τοῖσι πρώτοισι χρόνοισι ταῦτα ἐγίνωσκον, ἐπεὶ πολλοὶ μὲν τῶν ἄλλων Τρώων, ὁκότε συμμίσγοιεν τοῖσι Ἕλλησι, ἀπώλλυντο, αὐτοῦ δὲ Πριάμου οὐκ ἔστι ὅτε οὐ δύο ἢ τρεῖς ἢ καὶ ἔτι πλέους τῶν παίδων μάχης γινομένης ἀπέθνῃσκον, εἰ χρή τι τοῖσι ἐποποιοῖσι χρεώμενον λέγειν, τούτων δὲ τοιούτων συμβαινόντων ἐγὼ μὲν ἔλπομαι, εἰ καὶ αὐτὸς Πρίαμος συνοίκεε Ἑλένῃ, ἀποδοῦναι ἂν αὐτὴν τοῖσι Ἀχαιοῖσι, μέλλοντά γε δὴ τῶν παρεόντων κακῶν ἀπαλλαγήσεσθαι. | Αλλά ακόμη και αν έτσι σκέπτονταν τα πρώτα χρόνια, όταν ύστερα τόσοι και τόσοι χάνονταν όποτε συμπλέκονταν με τους Έλληνες, και από τους άλλους Τρώες αλλά και από του Πριάμου τα παιδιά, όταν δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει μάχη και να μη σκοτωθούν δύο, τρία ή και περισσότερα —αν βέβαια μπορεί κανείς να μιλήσει βασιζόμενος στους ποιητές— όταν τέτοια πράγματα συνέβαιναν, εγώ τουλάχιστον έχω τη γνώμη ότι ακόμη και αν ο ίδιος ο Πρίαμος συζούσε με την Ελένη, πάλι θα την έδινε πίσω στους Αχαιούς αν ήταν να γλιτώσει από τις συμφορές που τον είχαν βρει. |
| [2.120.4] | οὐ μὲν οὐδὲ ἡ βασιληίη ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε, ὥστε γέροντος Πριάμου ἐόντος ἐπ᾽ ἐκείνῳ τὰ πρήγματα εἶναι, ἀλλὰ Ἕκτωρ καὶ πρεσβύτερος καὶ ἀνὴρ ἐκείνου μᾶλλον ἐὼν ἔμελλε αὐτὴν Πριάμου ἀποθανόντος παραλάμψεσθαι, τὸν οὐ προσῆκε ἀδικέοντι τῷ ἀδελφεῷ ἐπιτρέπειν, καὶ ταῦτα μεγάλων κακῶν δι᾽ αὐτὸν συμβαινόντων ἰδίῃ τε αὐτῷ καὶ τοῖσι ἄλλοισι πᾶσι Τρωσί. | Άλλωστε, η βασιλεία δεν επρόκειτο να περιέλθει στον Αλέξανδρο ώστε να κάνει αυτός κουμάντο επειδή ο Πρίαμος ήταν πολύ γέρος, αλλά μετά τον θάνατο του Πριάμου θα την έπαιρνε ο Έκτωρ, που ήταν μεγαλύτερος και πιο άνδρας από τον Αλέξανδρο και που δεν του ταίριαζε να επιτρέπει στον αδελφό του να κάνει τις αδικίες του, όταν μάλιστα εξαιτίας του τόσο μεγάλες συμφορές είχαν βρει και τον ίδιο τον Έκτορα και όλους τους άλλους Τρώες. |
| [2.120.5] | ἀλλ᾽ οὐ γὰρ εἶχον Ἑλένην ἀποδοῦναι οὐδὲ λέγουσι αὐτοῖσι τὴν ἀληθείην ἐπίστευον οἱ Ἕλληνες, ὡς μὲν ἐγὼ γνώμην ἀποφαίνομαι, τοῦ δαιμονίου παρασκευάζοντος ὅκως πανωλεθρίῃ ἀπολόμενοι καταφανὲς τοῦτο τοῖσι ἀνθρώποισι ποιήσωσι, ὡς τῶν μεγάλων ἀδικημάτων μεγάλαι εἰσὶ καὶ αἱ τιμωρίαι παρὰ τῶν θεῶν. καὶ ταῦτα μὲν τῇ ἐμοὶ δοκέει εἴρηται. | Αλλά την Ελένη δεν την είχαν για να τη δώσουν, και οι Έλληνες δεν τους πίστευαν ότι λένε την αλήθεια, επειδή —για να εκφράσω τη δική μου γνώμη τουλάχιστον— ο θεός τα είχε κανονίσει να αφανιστούν εντελώς για να κάνουν έτσι φανερό στους ανθρώπους ότι για τις μεγάλες αδικίες μεγάλες είναι και οι τιμωρίες από τους θεούς. Τα όσα είπα πάντως είναι δική μου άποψη. |
| [2.121.1] | Πρωτέος δὲ ἐκδέξασθαι τὴν βασιληίην Ῥαμψίνιτον ἔλεγον, ὃς μνημόσυνα ἐλίπετο τὰ προπύλαια τὰ πρὸς ἑσπέρην τετραμμένα τοῦ Ἡφαιστείου, ἀντίους δὲ τῶν προπυλαίων ἔστησε ἀνδριάντας δύο, ἐόντας τὸ μέγαθος πέντε καὶ εἴκοσι πήχεων, τῶν Αἰγύπτιοι τὸν μὲν πρὸς βορέω ἑστεῶτα καλέουσι θέρος, τὸν δὲ πρὸς νότον χειμῶνα· καὶ τὸν μὲν καλέουσι θέρος, τοῦτον μὲν προσκυνέουσί τε καὶ εὖ ποιέουσι, τὸν δὲ χειμῶνα καλεόμενον τὰ ἔμπαλιν τούτων ἔρδουσι. | Τον Πρωτέα, μου είπαν, τον διαδέχτηκε στη βασιλεία ο Ραμψίνιτος, που από μνημεία άφησε τα προπύλαια του Ηφαιστείου που είναι στραμμένα προς τη δύση, και απέναντι στα προπύλαια έστησε δύο ανδριάντες, μεγέθους τον καθένα είκοσι πέντε πήχες, που οι Αιγύπτιοι τους ονομάζουν αυτόν που είναι στραμμένος προς βορρά καλοκαίρι και αυτόν προς τον νότο χειμώνα· και αυτόν που ονομάζουν καλοκαίρι τον προσκυνούν και τον έχουν περί πολλού, ενώ σ᾽ αυτόν που ονομάζουν χειμώνα, κάνουν τα αντίθετα. |
| [2.121α.1] | πλοῦτον δὲ τούτῳ τῷ βασιλέϊ γενέσθαι ἀργύρου μέγαν, τὸν οὐδένα τῶν ὕστερον ἐπιτραφέντων βασιλέων δύνασθαι ὑπερβαλέσθαι οὐδ᾽ ἐγγὺς ἐλθεῖν. βουλόμενον δὲ αὐτὸν ἐν ἀσφαλείῃ τὰ χρήματα θησαυρίζειν οἰκοδομέεσθαι οἴκημα λίθινον, τοῦ τῶν τοίχων ἕνα ἐς τὸ ἔξω μέρος τῆς οἰκίης ἔχειν. τὸν δὲ ἐργαζόμενον ἐπιβουλεύοντα τάδε μηχανᾶσθαι· τῶν λίθων παρασκευάσασθαι ἕνα ἐξαιρετόν εἶναι ἐκ τοῦ τοίχου ῥηιδίως καὶ ὑπὸ δύο ἀνδρῶν καὶ ὑπὸ ἑνός. | Ο βασιλιάς αυτός ωστόσο είχε πλούτο μεγάλο σε ασήμι, που κανένας από τους βασιλιάδες που έζησαν αργότερα δεν μπόρεσε να τον ξεπεράσει και ούτε καν να τον πλησιάσει. Θέλοντας λοιπόν να φυλάξει ασφαλισμένους τους θησαυρούς του, έχτισε μια πέτρινη κάμαρη που ο ένας τοίχος της ακουμπούσε στην έξω μεριά του σπιτιού του. Ο χτίστης όμως είχε πονηρά σχέδια και γι᾽ αυτό μηχανεύτηκε το εξής: μια πέτρα την τοποθέτησε έτσι που να μπορούν εύκολα να την αφαιρέσουν από τον τοίχο δύο άνδρες ή και ένας. |
| [2.121α.2] | ὡς δὲ ἐπετελέσθη τὸ οἴκημα, τὸν μὲν βασιλέα θησαυρίσαι τὰ χρήματα ἐν αὐτῷ, χρόνου δὲ περιιόντος τὸν οἰκοδόμον περὶ τελευτὴν τοῦ βίου ἐόντα ἀνακαλέσασθαι τοὺς παῖδας (εἶναι γὰρ αὐτῷ δύο), τούτοισι δὲ ἀπηγήσασθαι ὡς ἐκείνων προορῶν, ὅκως βίον ἄφθονον ἔχωσι, τεχνάσαιτο οἰκοδομέων τὸν θησαυρὸν τοῦ βασιλέος· σαφέως δὲ αὐτοῖσι πάντα ἐξηγησάμενον τὰ περὶ τὴν ἐξαίρεσιν τοῦ λίθου δοῦναι τὰ μέτρα αὐτοῦ, λέγοντα ὡς ταῦτα διαφυλάσσοντες ταμίαι τῶν ‹τοῦ› βασιλέος χρημάτων ἔσονται. | Τελείωσε λοιπόν το χτίσμα, ο βασιλιάς φύλαξε σ᾽ αυτό τους θησαυρούς του, πέρασε καιρός και ο οικοδόμος βρέθηκε στα τελευταία του και τότε κάλεσε τους γιους του (είχε δύο) και τους εξιστόρησε το τέχνασμά του καθώς έχτιζε το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά και πώς το έκανε για να τους εξασφαλίσει και να έχουν στη ζωή τους καλοπέραση· και τους εξήγησε τα πάντα καθαρά, πώς έβγαινε η πέτρα, δίνοντάς τους τα μέτρα της και λέγοντάς τους ότι αν ακολουθούν αυτά που τους είπε, θα γίνονταν ταμίες των θησαυρών του βασιλιά. |
| [2.121α.3] | καὶ τὸν μὲν τελευτῆσαι τὸν βίον, τοὺς δὲ παῖδας αὐτοῦ οὐκ ἐς μακρὴν ἔργου ἔχεσθαι, ἐπελθόντας δὲ ἐπὶ τὰ βασιλήια νυκτὸς καὶ τὸν λίθον ἐπὶ τῷ οἰκοδομήματι ἀνευρόντας ῥηιδίως μεταχειρίσασθαι καὶ τῶν χρημάτων πολλὰ ἐξενείκασθαι. | Πέθανε λοιπόν αυτός, και οι γιοι του δεν έχασαν καθόλου τον καιρό τους με τη δουλειά: πήγαν νύχτα στο ανάκτορο, βρήκαν την πέτρα στο οίκημα, την έβγαλαν εύκολα και σήκωσαν ένα σωρό θησαυρούς. |
| [2.121β.1] | ὡς δὲ τυχεῖν τὸν βασιλέα ἀνοίξαντα τὸ οἴκημα, θωμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾶ τὰ ἀγγήια, οὐκ ἔχειν δὲ ὅντινα ἐπαιτιᾶται, τῶν τε σημάντρων ἐόντων σόων καὶ τοῦ οἰκήματος κεκληιμένου. ὡς δὲ αὐτῷ καὶ δὶς καὶ τρὶς ἀνοίξαντι αἰεὶ ἐλάσσω φαίνεσθαι τὰ χρήματα (τοὺς γὰρ κλέπτας οὐκ ἀνιέναι κεραΐζοντας), ποιῆσαί μιν τάδε· πάγας προστάξαι ἐργάσασθαι καὶ ταύτας περὶ τὰ ἀγγήια ἐν τοῖσι τὰ χρήματα ἐνῆν στῆσαι. | Έτυχε όμως να ανοίξει ο βασιλιάς το οίκημα και έμεινε κατάπληκτος όταν είδε ότι τα πιθάρια με τον θησαυρό δεν ήταν πια γεμάτα ώς απάνω· δεν μπορούσε ωστόσο να κατηγορήσει κανέναν γιατί και οι σφραγίδες ήταν απείραχτες και η κάμαρα κλειδαμπαρωμένη. Καθώς όμως πήγε δυο και τρεις φορές και άνοιξε και ο θησαυρός φαινόταν να λιγοστεύει ολοένα (αφού οι κλέφτες δεν έπαυαν να τον ξαφρίζουν), έκανε το εξής: πρόσταξε να φτιάξουν παγίδες και να τις στήσουν κοντά στα πιθάρια με τον θησαυρό. |
| [2.121β.2] | τῶν δὲ φωρῶν ὥσπερ ἐν τῷ πρὸ τοῦ χρόνῳ ἐλθόντων καὶ ἐσδύντος τοῦ ἑτέρου αὐτῶν, ἐπεὶ πρὸς τὸ ἄγγος προσῆλθε, ἰθέως τῇ πάγῃ ἐνέχεσθαι· ὡς δὲ γνῶναι αὐτὸν ἐν οἵῳ κακῷ ἦν, ἰθέως καλέειν τὸν ἀδελφεὸν καὶ δηλοῦν αὐτῷ τὰ παρεόντα καὶ κελεύειν τὴν ταχίστην ἐσδύντα ἀποταμεῖν αὐτοῦ τὴν κεφαλήν, ὅκως μὴ αὐτὸς ὀφθεὶς καὶ γνωρισθεὶς ὃς εἴη προσαπολέσῃ κἀκεῖνον· τῷ δὲ δόξαι εὖ λέγειν καὶ ποιῆσαί μιν πεισθέντα ταῦτα καὶ καταρμόσαντα τὸν λίθον ἀπιέναι ἐπ᾽ οἴκου, φέροντα τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀδελφεοῦ. | Πήγαν λοιπόν οι κλέφτες, όπως και τις προηγούμενες φορές, χώθηκε μέσα ο ένας, και μόλις πλησίασε στο πιθάρι, πιάστηκε αμέσως στην παγίδα· μόλις κατάλαβε τί κακό τον είχε βρει, φώναξε αμέσως τον αδελφό του, του είπε τί συνέβαινε και του ζήτησε να χωθεί γρήγορα μέσα και να του κόψει το κεφάλι για να μην τον δουν και τον γνωρίσουν ποιός είναι και γίνει αιτία να πάει χαμένος και εκείνος· ο άλλος σκέφτηκε ότι σωστά μίλησε ο αδελφός του, πείσθηκε και έκανε ό,τι του είπε, και αφού ξανάβαλε την πέτρα στη θέση της, έφυγε για το σπίτι του κουβαλώντας το κεφάλι του αδελφού του. |
| [2.121γ.1] | ὡς δὲ ἡμέρη ἐγένετο, ἐσελθόντα τὸν βασιλέα ἐς τὸ οἴκημα ἐκπεπλῆχθαι ὁρῶντα τὸ σῶμα τοῦ φωρὸς ἐν τῇ πάγῃ ἄνευ τῆς κεφαλῆς ἐόν, τὸ δὲ οἴκημα ἀσινὲς καὶ οὔτε ἔσοδον οὔτε ἔκδυσιν οὐδεμίαν ἔχον. ἀπορεύμενον δέ μιν τάδε ποιῆσαι· τοῦ φωρὸς τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κατακρεμάσαι, φυλάκους δὲ αὐτοῦ καταστήσαντα ἐντείλασθαί σφι, τὸν ἂν ἴδωνται ἀποκλαύσαντα ἢ κατοικτισάμενον, συλλαβόντας ἄγειν πρὸς ἑωυτόν. | Όταν ξημέρωσε, μπήκε ο βασιλιάς στην κάμαρη και σάστισε βλέποντας στην παγίδα το σώμα του κλέφτη χωρίς το κεφάλι, και την κάμαρη άθικτη και χωρίς κανέναν τρόπο για να μπει κανείς ή να βγει. Γεμάτος απορία λοιπόν έκανε το εξής: κρέμασε το πτώμα του κλέφτη στο τείχος και έβαλε φρουρούς να το φυλάνε με την εντολή αν δουν κανέναν να κλαίει ή να θλίβεται, να τον πιάσουν και να του τον πάνε. |
| [2.121γ.2] | ἀνακρεμαμένου δὲ τοῦ νέκυος τὴν μητέρα δεινῶς φέρειν, λόγους δὲ πρὸς τὸν περιεόντα παῖδα ποιευμένην προστάσσειν αὐτῷ ὅτεῳ τρόπῳ δύναται, μηχανᾶσθαι ὅκως τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφεοῦ καταλύσας κομιῇ· εἰ δὲ τούτων ἀμελήσει, διαπειλέειν αὐτὴν ὡς ἐλθοῦσα πρὸς τὸν βασιλέα μηνύσει αὐτὸν ἔχοντα τὰ χρήματα. | Όταν όμως κρεμάστηκε ο νεκρός, η μητέρα του στεναχωρήθηκε πολύ και άρχισε να λέει πολλά και διάφορα στον γιο της που είχε γλιτώσει και να τον προστάζει, με όποιον τρόπο μπορεί, να σκεφτεί κάτι για να ξεκρεμάσει το σώμα του αδελφού του και να της το φέρει· και τον απειλούσε ότι αν δεν το κάνει, θα πήγαινε στον βασιλιά να τον καταγγείλει ότι αυτός έχει τον θησαυρό. |
| [2.121δ.1] | ὡς δὲ χαλεπῶς ἐλαμβάνετο ἡ μήτηρ τοῦ περιεόντος παιδὸς καὶ πολλὰ πρὸς αὐτὴν λέγων οὐκ ἔπειθε, ἐπιτεχνήσασθαι τοιάδε μιν· ὄνους κατασκευασάμενον καὶ ἀσκοὺς πλήσαντα οἴνου ἐπιθεῖναι ἐπὶ τῶν ὄνων καὶ ἔπειτα ἐλαύνειν αὐτούς· ὡς δὲ κατὰ τοὺς φυλάσσοντας ἦν τὸν κρεμάμενον νέκυν, ἐπισπάσαντα τῶν ἀσκῶν δύο ἢ τρεῖς ποδεῶνας αὐτὸν λύειν ἀπαμμένους· | Στριμωγμένος λοιπόν από τη μητέρα του ο γιος που είχε γλιτώσει και μην μπορώντας να την μεταπείσει ό,τι κι αν της έλεγε, σκαρφίστηκε το εξής: έσιαξε τα γαϊδούρια του, γέμισε μερικά ασκιά με κρασί, τα φόρτωσε και έβαλε τα γαϊδούρια στον δρόμο· όταν έφτασε κοντά σ᾽ εκείνους που φρουρούσαν τον κρεμασμένο νεκρό, τράβηξε δυο–τρεις ασκούς και τους έλυσε τα δεμένα στόμια· |
| [2.121δ.2] | ὡς δὲ ἔρρεε ὁ οἶνος, τὴν κεφαλήν μιν κόπτεσθαι μεγάλα βοῶντα ὡς οὐκ ἔχοντα πρὸς ὁκοῖον τῶν ὄνων πρῶτον τράπηται· τοὺς δὲ φυλάκους ὡς ἰδεῖν πολλὸν ῥέοντα τὸν οἶνον, συντρέχειν ἐς τὴν ὁδὸν ἀγγήια ἔχοντας καὶ τὸν ἐκκεχυμένον [οἶνον] συγκομίζειν ἐν κέρδεϊ ποιευμένους. | καθώς το κρασί άρχισε να τρέχει, αυτός έπιασε να χτυπάει το κεφάλι του και να ξεφωνίζει δυνατά ότι δεν ήξερε ποιό γαϊδούρι να πρωτοκυνηγήσει· οι φρουροί πάλι, βλέποντας τόσο κρασί να τρέχει χάμω, άδραξαν την ευκαιρία και όρμησαν όλοι μαζί στον δρόμο κρατώντας δοχεία για να μαζέψουν το κρασί που χυνόταν· |
| [2.121δ.3] | τὸν δὲ διαλοιδορέεσθαι πᾶσι ὀργὴν προσποιεύμενον· παραμυθευμένων δὲ αὐτὸν τῶν φυλάκων χρόνῳ πρηΰνεσθαι προσποιέεσθαι καὶ ὑπίεσθαι τῆς ὀργῆς, τέλος δὲ ἐξελάσαι αὐτὸν τοὺς ὄνους ἐκ τῆς ὁδοῦ καὶ κατασκευάζειν. | αυτός έκανε τον θυμωμένο και άρχισε να τους βρίζει· οι φρουροί έπιασαν να τον παρηγορούν, και σε λίγο αυτός έκανε ότι ηρέμησε και ότι του πέρασε ο θυμός, και τέλος τράβηξε τα γαϊδούρια από τον δρόμο και τους διόρθωσε το φορτίο. |
| [2.121δ.4] | ὡς δὲ λόγους τε πλέους ἐγγίνεσθαι καί τινα καὶ σκῶψαί μιν καὶ ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι, ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα· τοὺς δὲ αὐτοῦ ὥσπερ εἶχον κατακλιθέντας πίνειν διανοέεσθαι καὶ ἐκεῖνον παραλαμβάνειν καὶ κελεύειν μετ᾽ ἑωυτῶν μείναντα συμπίνειν· τὸν δὲ πεισθῆναί τε δὴ καὶ καταμεῖναι. | Ύστερα είπαν κι άλλα, και ένας φρουρός αστειεύτηκε μαζί του και τον έκανε να γελάσει, κι αυτός τους χάρισε ένα ασκί· και εκείνοι στρώθηκαν εκεί όπου βρίσκονταν να πιουν το κρασί και τους κατέβηκε στον νου να τον πάρουν κι αυτόν στην συντροφιά τους και τον παρακαλούσαν να καθίσει να πιει μαζί τους· κι αυτός πείσθηκε και κάθισε. |
| [2.121δ.5] | ὡς δέ μιν παρὰ τὴν πόσιν φιλοφρόνως ἠσπάζοντο, ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι καὶ ἄλλον τῶν ἀσκῶν· δαψιλέϊ δὲ τῷ ποτῷ χρησαμένους τοὺς φυλάκους ὑπερμεθυσθῆναι καὶ κρατηθέντας ὑπὸ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ ἔνθα περ ἔπινον κατακοιμηθῆναι· | Και όπως απάνω στο πιοτό τού φέρονταν φιλοφρονητικά, τους χάρισε κι άλλο ασκί· παραήπιαν λοιπόν οι φρουροί, μέθυσαν υπερβολικά, τους νίκησε ο ύπνος και αποκοιμήθηκαν εκεί όπου βρίσκονταν· |
| [2.121δ.6] | τὸν δέ, ὡς πρόσω ἦν τῆς νυκτός, τό τε σῶμα τοῦ ἀδελφεοῦ καταλῦσαι καὶ τῶν φυλάκων ἐπὶ λύμῃ πάντων ξυρῆσαι τὰς δεξιὰς παρηίδας, ἐπιθέντα δὲ τὸν νέκυν ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνειν ἐπ᾽ οἴκου, ἐπιτελέσαντα τῇ μητρὶ τὰ προσταχθέντα. | και αυτός, καθώς η νύχτα είχε προχωρήσει, όχι μόνο ξεκρέμασε το σώμα του αδελφού του, αλλά ξύρισε και το δεξί μάγουλο όλων των φρουρών για να τους κάνει ρεζίλι, και ύστερα φόρτωσε τον νεκρό στο γαϊδούρι και ξεκίνησε για το σπίτι του έχοντας εκτελέσει την εντολή της μητέρας του. |
| [2.121ε.1] | τὸν δὲ βασιλέα, ὡς αὐτῷ ἀπηγγέλθη τοῦ φωρὸς ὁ νέκυς ἐκκεκλεμμένος, δεινὰ ποιέειν, πάντως δὲ βουλόμενον εὑρεθῆναι ὅστις κοτὲ εἴη ὁ ταῦτα μηχανώμενος, ποιῆσαί μιν τάδε, ἐμοὶ μὲν οὐ πιστά· | Ο βασιλιάς ωστόσο, όταν του αναγγέλθηκε ότι το πτώμα του κλέφτη είχε κλαπεί, έδειξε να θυμώνει πολύ, και θέλοντας να βρεθεί οπωσδήποτε εκείνος που τα σκάρωνε όλα αυτά, έκανε το εξής, που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται απίστευτο: |
| [2.121ε.2] | τὴν θυγατέρα τὴν ἑωυτοῦ κατίσαι ἐπ᾽ οἰκήματος, ἐντειλάμενον πάντας τε ὁμοίως προσδέκεσθαι, καί πρὶν συγγενέσθαι, ἀναγκάζειν λέγειν αὐτῇ ὅ τι δὴ ἐν τῷ βίῳ ἔργασται αὐτῷ σοφώτατον καὶ ἀνοσιώτατον· ὃς δ᾽ ἂν ἀπηγήσηται τὰ περὶ τὸν φῶρα γεγενημένα, τοῦτον συλλαμβάνειν καὶ μὴ ἀπιέναι ἔξω. | εγκατέστησε την κόρη του σε μια κάμαρη και την πρόσταξε να δέχεται τους πάντες, χωρίς διάκριση, και προτού σμίξει μαζί τους να τους αναγκάζει να της λένε ο καθένας το εξυπνότερο και ανοσιότερο πράγμα που είχε κάνει στη ζωή του· και αυτόν που θα της εξιστορούσε τα περιστατικά τα σχετικά με τον κλέφτη, να τον πιάσει και να μην τον αφήσει να φύγει. |
| [2.121ε.3] | ὡς δὲ τὴν παῖδα ποιέειν τὰ ἐκ τοῦ πατρὸς προσταχθέντα, τὸν φῶρα, πυθόμενον τῶν εἵνεκα ταῦτα ἐπρήσσετο, βουληθέντα πολυτροπίῃ τοῦ βασιλέος περιγενέσθαι ποιέειν τάδε· | Καθώς λοιπόν το κορίτσι έκανε ό,τι το είχε προστάξει ο πατέρας του, ο κλέφτης πληροφορήθηκε για ποιό λόγο γίνονταν όλα αυτά, και θέλοντας να ξεπεράσει τον βασιλιά στην πανουργία, έκανε το εξής: |
| [2.121ε.4] | νεκροῦ προσφάτου ἀποταμόντα ἐν τῷ ὤμῳ τὴν χεῖρα ἰέναι αὐτὸν ἔχοντα αὐτὴν ὑπὸ τῷ ἱματίῳ, ἐσελθόντα δὲ ὡς τοῦ βασιλέος τὴν θυγατέρα καὶ εἰρωτώμενον τά περ καὶ οἱ ἄλλοι, ἀπηγήσασθαι ὡς ἀνοσιώτατον μὲν εἴη ἐργασμένος ὅτε τοῦ ἀδελφεοῦ ἐν τῷ θησαυρῷ τοῦ βασιλέος ὑπὸ πάγης ἁλόντος ἀποτάμοι τὴν κεφαλήν, σοφώτατον δὲ ὅτε τοὺς φυλάκους καταμεθύσας καταλύσειε τοῦ ἀδελφεοῦ κρεμάμενον τὸν νέκυν. | έκοψε από τον ώμο το χέρι ενός που είχε πεθάνει πρόσφατα, το έκρυψε κάτω από το ρούχο του και ξεκίνησε και πήγε στην κόρη του βασιλιά, και όταν εκείνη τον ρώτησε ό,τι και τους άλλους, της απάντησε ότι το ανοσιότερο πράγμα το είχε κάνει όταν έκοψε το κεφάλι του αδελφού του που είχε πιαστεί στην παγίδα στο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά, και το σοφότερο ήταν όταν μέθυσε τους φρουρούς και κατέβασε το κρεμασμένο πτώμα του αδελφού του. |
| [2.121ε.5] | τὴν δέ, ὡς ἤκουσε, ἅπτεσθαι αὐτοῦ· τὸν δὲ φῶρα ἐν τῷ σκότεϊ προτεῖναι αὐτῇ τοῦ νεκροῦ τὴν χεῖρα· τὴν δὲ ἐπιλαβομένην ἔχειν, νομίζουσαν αὐτοῦ ἐκείνου τῆς χειρὸς ἀντέχεσθαι· τὸν δὲ φῶρα προέμενον αὐτῇ οἴχεσθαι διὰ θυρέων φεύγοντα. | Εκείνη, μόλις τα άκουσε αυτά, τον άδραξε· αλλά ο κλέφτης, σκοτεινά όπως ήταν, της άπλωσε το χέρι του πεθαμένου· εκείνη το άρπαξε και το κρατούσε νομίζοντας ότι κρατάει το δικό του· ο κλέφτης όμως της το παράτησε, βγήκε κρυφά από την πόρτα και έφυγε. |
| [2.121ζ.1] | ὡς δὲ καὶ ταῦτα ἐς τὸν βασιλέα ἀνηνεῖχθαι, ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνῃ τε καὶ τόλμῃ τοῦ ἀνθρώπου, τέλος δὲ διαπέμποντα ἐς πάσας τὰς πόλις ἐπαγγέλλεσθαι ἀδείην τε διδόντα καὶ μεγάλα ὑποδεκόμενον ἐλθόντι ἐς ὄψιν τὴν ἑωυτοῦ· | Όταν τα έμαθε και αυτά ο βασιλιάς έμεινε κατάπληκτος με την επινοητικότητα και την τόλμη αυτού του ανθρώπου, και τελικά έστειλε σε όλες τις πόλεις μήνυμα αναγγέλλοντας ότι του δίνει αμνηστία και ότι θα του κάνει λαμπρή υποδοχή αν πάει να παρουσιαστεί σ᾽ αυτόν· |
| [2.121ζ.2] | τὸν δὲ φῶρα πιστεύσαντα ἐλθεῖν πρὸς αὐτόν, Ῥαμψίνιτον δὲ μεγάλως θωμάσαι καί οἱ τὴν θυγατέρα ταύτην συνοικίσαι ὡς πλεῖστα ἐπισταμένῳ ἀνθρώπων· Αἰγυπτίους μὲν γὰρ τῶν ἄλλων προκεκρίσθαι, ἐκεῖνον δὲ Αἰγυπτίων. | ο κλέφτης τον πίστεψε και πήγε, και ο Ραμψίνιτος του έδειξε μεγάλον θαυμασμό και του έδωσε εκείνη την κόρη του γυναίκα, γιατί, λέει, ο άνθρωπος αυτός ήξερε τα περισσότερα από όλους τους ανθρώπους, αφού οι Αιγύπτιοι υπερτερούσαν από τους άλλους και αυτός από τους Αιγυπτίους. |
| [2.122.1] | μετὰ δὲ ταῦτα ἔλεγον τοῦτον τὸν βασιλέα ζωὸν καταβῆναι κάτω ἐς τὸν οἱ Ἕλληνες Ἀίδην νομίζουσι εἶναι, κἀκεῖθι συγκυβεύειν τῇ Δήμητρι, καὶ τὰ μὲν νικᾶν αὐτήν, τὰ δὲ ἑσσοῦσθαι ὑπ᾽ αὐτῆς, καί μιν πάλιν ἄνω ἀπικέσθαι δῶρον ἔχοντα παρ᾽ αὐτῆς χειρώμακτρον χρύσεον. | Ύστερα απ᾽ αυτά μού είπαν ότι τούτος ο βασιλιάς κατέβηκε ζωντανός κάτω στον Άδη, όπως τον θεωρούν οι Έλληνες, και ότι εκεί έπαιζε κύβους με τη Δήμητρα και άλλοτε τη νικούσε, άλλοτε τον νικούσε αυτή, και ύστερα ξανανέβηκε φέρνοντας μαζί του δώρο από εκείνην ένα χρυσό μαντίλι. |
| [2.122.2] | ἀπὸ δὲ τῆς Ῥαμψινίτου καταβάσιος, ὡς πάλιν ἀπίκετο, ὁρτὴν δὴ ἀνάγειν Αἰγυπτίους ἔφασαν, τὴν καὶ ἐγὼ οἶδα ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἐπιτελέοντας αὐτούς· οὐ μέντοι εἴ γε διὰ ταῦτα ὁρτάζουσι ἔχω λέγειν. | Και από την εποχή της καθόδου του Ραμψίνιτου και της επιστροφής του, μου είπαν, οι Αιγύπτιοι κάνουν πανηγύρι, που και εγώ ο ίδιος γνωρίζω ότι το τελούσαν και επί των ημερών μου ακόμη· αλλά δεν ξέρω να πω αν πανηγυρίζουν γι᾽ αυτά τα περιστατικά. |
| [2.122.3] | φᾶρος δὲ αὐτημερὸν ἐξυφήναντες οἱ ἱρέες κατ᾽ ὦν ἔδησαν ἑνὸς ἑωυτῶν μίτρῃ τοὺς ὀφθαλμούς, ἀγαγόντες δέ μιν ἔχοντα τὸ φᾶρος ἐς ὁδὸν φέρουσαν ἐς [ἱρὸν] Δήμητρος αὐτοὶ ἀπαλλάσσονται ὀπίσω· τὸν δὲ ἱρέα τοῦτον καταδεδεμένον τοὺς ὀφθαλμοὺς λέγουσι ὑπὸ δύο λύκων ἄγεσθαι ἐς τὸ ἱρὸν τῆς Δήμητρος ἀπέχον τῆς πόλιος εἴκοσι σταδίους, καὶ αὖτις ὀπίσω ἐκ τοῦ ἱροῦ ἀπάγειν μιν τοὺς λύκους ἐς τὠυτὸ χωρίον. | Την ημέρα της εορτής οι ιερείς υφαίνουν έναν μανδύα, και ανάμεσά τους δένουν τα μάτια ενός με μια ταινία και τον πηγαίνουν στον δρόμο που οδηγεί στο ιερό της Δήμητρας, ντυμένον όπως είναι με τον μανδύα· ύστερα οι άλλοι γυρίζουν πίσω, ενώ τον ιερέα που έχει δεμένα τα μάτια, λένε ότι δυο λύκοι τον οδηγούν στο ιερό της Δήμητρας, που απέχει είκοσι σταδίους από την πόλη, και ύστερα οι λύκοι τον ξαναφέρνουν από το ιερό στο ίδιο σημείο. |
| [2.123.1] | Τοῖσι μέν νυν ὑπ᾽ Αἰγυπτίων λεγομένοισι χράσθω ὅτεῳ τὰ τοιαῦτα πιθανά ἐστι· ἐμοὶ δὲ παρὰ πάντα [τὸν] λόγον ὑπόκειται ὅτι τὰ λεγόμενα ὑπ᾽ ἑκάστων ἀκοῇ γράφω. ἀρχηγετεύειν δὲ τῶν κάτω Αἰγύπτιοι λέγουσι Δήμητρα καὶ Διόνυσον. | Τα λεγόμενα των Αιγυπτίων βέβαια όποιος θέλει τα πιστεύει· εμένα πάντως βασική αρχή μου σε όλη μου την εξιστόρηση είναι να γράφω τα λεγόμενα των διαφόρων όπως τα ακούω. Οι Αιγύπτιοι ωστόσο λένε ότι στον κάτω κόσμο ηγεμονεύουν η Δήμητρα και ο Διόνυσος. |
| [2.123.2] | πρῶτοι δὲ καὶ τόνδε τὸν λόγον Αἰγύπτιοί εἰσι οἱ εἰπόντες, ὡς ἀνθρώπου ψυχὴ ἀθάνατός ἐστι, τοῦ σώματος δὲ καταφθίνοντος ἐς ἄλλο ζῷον αἰεὶ γινόμενον ἐσδύεται· ἐπεὰν δὲ πάντα περιέλθῃ τὰ χερσαῖα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά, αὖτις ἐς ἀνθρώπου σῶμα γινόμενον ἐσδύνειν, τὴν περιήλυσιν δὲ αὐτῇ γίνεσθαι ἐν τρισχιλίοισι ἔτεσι. | Οι Αιγύπτιοι μάλιστα είναι οι πρώτοι που είπαν τούτη την κουβέντα, ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη και ότι, καθώς το σώμα καταλύεται, αυτή μπαίνει σε κάποιο άλλο ζώο που γεννιέται κάθε φορά· και αφού τριγυρίσει σε όλα τα ζώα της ξηράς, της θάλασσας και του αέρα, ξαναμπαίνει στο σώμα ανθρώπου που γεννιέται, και η περιήγηση αυτή συντελείται σε τρεις χιλιάδες χρόνια. |
| [2.123.3] | τούτῳ τῷ λόγῳ εἰσὶ οἳ Ἑλλήνων ἐχρήσαντο, οἱ μὲν πρότερον, οἱ δὲ ὕστερον, ὡς ἰδίῳ ἑωυτῶν ἐόντι· τῶν ἐγὼ εἰδὼς τὰ οὐνόματα οὐ γράφω. | Το δόγμα αυτό το χρησιμοποίησαν μερικοί Έλληνες, άλλοι παλαιότερα, άλλοι κατοπινότερα, σαν να ήταν δικό τους: ξέρω τα ονόματά τους αλλά δεν τα γράφω. |
| [2.124.1] | Μέχρι μέν νυν Ῥαμψινίτου βασιλέος εἶναι ἐν Αἰγύπτῳ πᾶσαν εὐνομίην ἔλεγον καὶ εὐθενέειν Αἴγυπτον μεγάλως, μετὰ δὲ τοῦτον βασιλεύσαντά σφεων Χέοπα ἐς πᾶσαν κακότητα ἐλάσαι· κατακληίσαντα γάρ μιν πάντα τὰ ἱρὰ πρῶτα μέν σφεας θυσιέων ἀπέρξαι, μετὰ δὲ ἐργάζεσθαι ἑωυτῷ κελεύειν πάντας Αἰγυπτίους. | Ώσπου λοιπόν βασιλιάς της Αιγύπτου ήταν ο Ραμψίνιτος, μου είπαν, όλη η Αίγυπτος είχε ευνομία και μεγάλη προκοπή· ύστερα απ᾽ αυτόν όμως βασιλιάς τους έγινε ο Χέοψ, που τους έριξε σε κάθε λογής δυστυχία· πρώτα πρώτα έκλεισε όλους τους ναούς και τους απαγόρευσε τις θυσίες· ύστερα πρόσταξε όλους τους Αιγυπτίους να εργάζονται γι᾽ αυτόν. |
| [2.124.2] | τοῖσι μὲν δὴ ἀποδεδέχθαι ἐκ τῶν λιθοτομιέων τῶν ἐν τῷ Ἀραβίῳ ὄρεϊ, ἐκ τουτέων ἕλκειν λίθους μέχρι τοῦ Νείλου· διαπεραιωθέντας δὲ τὸν ποταμὸν πλοίοισι τοὺς λίθους ἑτέροισι ἔταξε ἐκδέκεσθαι καὶ πρὸς τὸ Λιβυκὸν καλεύμενον ὄρος, πρὸς τοῦτο ἕλκειν. | Άλλους τους έβαλε να σέρνουν πέτρες από τα λατομεία του Αραβικού όρους ώς τον Νείλο, και αφού οι πέτρες περνούσαν με πλοία τον ποταμό, έταξε άλλους να τις παίρνουν και να τις σέρνουν προς το λεγόμενο Λιβυκό όρος. |
| [2.124.3] | ἐργάζοντο δὲ κατὰ δέκα μυριάδας ἀνθρώπων αἰεὶ τὴν τρίμηνον ἑκάστην. χρόνον δὲ ἐγγενέσθαι τριβομένῳ τῷ λεῷ δέκα ἔτεα μὲν τῆς ὁδοῦ κατ᾽ ἣν εἷλκον τοὺς λίθους, τὴν ἔδειμαν ἔργον ἐὸν οὐ πολλῷ τεῳ ἔλασσον τῆς πυραμίδος, ὡς ἐμοὶ δοκέειν | Και δούλευαν ανά εκατό χιλιάδες άνθρωποι από ένα τρίμηνο. Δέκα χρόνια βασανιζόταν ο λαός για να γίνει ο δρόμος όπου έσερναν τις πέτρες και που η κατασκευή του δεν είναι, θαρρώ, έργο πολύ μικρότερο από της πυραμίδας |
| [2.124.4] | (τῆς γὰρ μῆκος μέν εἰσι πέντε στάδιοι, εὖρος δὲ δέκα ὀργυιαί, ὕψος δέ, τῇ ὑψηλοτάτη ἐστὶ αὐτὴ ἑωυτῆς, ὀκτὼ ὀργυιαί, λίθου τε ξεστοῦ καὶ ζῴων ἐγγεγλυμμένων), ταύτης τε δὴ τὰ δέκα ἔτεα γενέσθαι καὶ τῶν ἐπὶ τοῦ λόφου ἐπ᾽ οὗ ἑστᾶσι αἱ πυραμίδες, τῶν ὑπὸ γῆν οἰκημάτων, τὰς ἐποιέετο θήκας ἑωυτῷ ἐν νήσῳ, διώρυχα τοῦ Νείλου ἐσαγαγών. | (το μάκρος του είναι πέντε στάδιοι, το πλάτος του δέκα οργιές, το υψόμετρό του στο υψηλότερο σημείο οκτώ οργιές, και είναι καμωμένος από πελεκητή πέτρα με ανάγλυφες εικόνες) — δέκα χρόνια λοιπόν χρειάστηκαν γι᾽ αυτόν τον δρόμο καθώς και για τις υπόγειες κάμαρες στον λόφο όπου είναι στημένες οι πυραμίδες, κάμαρες που ο βασιλιάς τις έφτιαξε για τάφο του σ᾽ ένα νησί στη διώρυγα που άνοιξε από τον Νείλο. |
| [2.124.5] | τῇ δὲ πυραμίδι αὐτῇ χρόνον γενέσθαι εἴκοσι ἔτεα ποιευμένῃ, τῆς ἐστι πανταχῇ μέτωπον ἕκαστον ὀκτὼ πλέθρα ἐούσης τετραγώνου καὶ ὕψος ἴσον, λίθου δὲ ξεστοῦ τε καὶ ἁρμοσμένου τὰ μάλιστα· οὐδεὶς τῶν λίθων τριήκοντα ποδῶν ἐλάσσων. | Όσο για την ίδια την πυραμίδα, χρειάστηκαν είκοσι χρόνια για να γίνει, και είναι τετράγωνη, έχει από όλες τις πλευρές μέτωπο οκτώ πλέθρα, ίδιο ύψος, και είναι από πέτρα πελεκητή και με εξαίρετη εφαρμογή· καμιά από τις πέτρες δεν είναι λιγότερο από τριάντα πόδια. |
| [2.125.1] | ἐποιήθη δὲ ὧδε αὕτη ἡ πυραμίς, ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς μετεξέτεροι κρόσσας, οἱ δὲ βωμίδας ὀνομάζουσι· | Η πυραμίδα αυτή κατασκευάστηκε με τον εξής τρόπο: έφτιαξαν πρώτα αναβαθμούς που τους ονομάζουν άλλοι κρόσσες και άλλοι βωμίδες, |
| [2.125.2] | τοιαύτην τὸ πρῶτον ἐπείτε ἐποίησαν αὐτήν, ἤειρον τοὺς ἐπιλοίπους λίθους μηχανῇσι ξύλων βραχέων πεποιημένῃσι, χαμᾶθεν μὲν ἐπὶ τὸν πρῶτον στοῖχον τῶν ἀναβαθμῶν ἀείροντες· | και ύστερα, αφού τους έφτιαξαν, σήκωναν τις υπόλοιπες πέτρες με μηχανές από κοντά ξύλα· από το έδαφος δηλαδή σήκωναν τις πέτρες ώς την πρώτη σειρά των αναβαθμών· |
| [2.125.3] | ὅκως δὲ ἀνίοι ὁ λίθος ἐπ᾽ αὐτόν, ἐς ἑτέρην μηχανὴν ἐτίθετο ἑστεῶσαν ἐπὶ τοῦ πρώτου στοίχου, ἀπὸ τούτου δὲ ἐπὶ τὸν δεύτερον εἵλκετο στοῖχον ἐπ᾽ ἄλλης μηχανῆς· | μόλις η πέτρα ανέβαινε σ᾽ αυτή τη σειρά, την έβαζαν σε άλλη μηχανή στημένη πάνω στην πρώτη σειρά, και από εκεί την ανέβαζαν στην δεύτερη σειρά, σε άλλη μηχανή· |
| [2.125.4] | ὅσοι γὰρ δὴ στοῖχοι ἦσαν τῶν ἀναβαθμῶν, τοσαῦται καὶ μηχαναὶ ἦσαν, εἴτε καὶ τὴν αὐτὴν μηχανὴν ἐοῦσαν μίαν τε καὶ εὐβάστακτον μετεφόρεον ἐπὶ στοῖχον ἕκαστον, ὅκως τὸν λίθον ἐξέλοιεν· λελέχθω [γὰρ] ἡμῖν ἐπ᾽ ἀμφότερα, κατά περ λέγεται. | όσες ήταν οι σειρές των αναβαθμών τόσες ήταν και οι μηχανές· ή πάλι, την ίδια μηχανή, που ήταν μία και σηκώνονταν εύκολα, τη μεταφέρανε από τη μια σειρά στην άλλη μόλις έβγαζαν την κάθε πέτρα: πάντως εγώ πρέπει να τα αναφέρω και τα δύο, όπως μου τα είπαν. |
| [2.125.5] | ἐξεποιήθη δ᾽ ὦν τὰ ἀνώτατα αὐτῆς πρῶτα, μετὰ δὲ τὰ ἐχόμενα τούτων ἐξεποίευν, τελευταῖα δὲ αὐτῆς τὰ ἐπίγαια καὶ τὰ κατωτάτω ἐξεποίησαν. | Οπωσδήποτε, πρώτα τελείωσαν τα επάνω μέρη της πυραμίδας, ύστερα έφτιαξαν τα συνεχόμενα με αυτά, και τελευταία έφτιαξαν τη βάση και τα χαμηλότερα μέρη. |
| [2.125.6] | σεσήμανται δὲ διὰ γραμμάτων Αἰγυπτίων ἐν τῇ πυραμίδι ὅσα ἔς τε συρμαίην καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα ἀναισιμώθη τοῖσι ἐργαζομένοισι· καὶ ὡς ἐμὲ εὖ μεμνῆσθαι τὰ ὁ ἑρμηνεύς μοι ἐπιλεγόμενος τὰ γράμματα ἔφη, ἑξακόσια καὶ χίλια τάλαντα ἀργυρίου τετελέσθαι. | Στην πυραμίδα είναι σημειωμένο με αιγυπτιακά γράμματα πόσα ξοδεύτηκαν σε καθαρτικό, κρεμμύδια και σκόρδα για τους εργαζομένους· και αν θυμάμαι καλά τα όσα μου είπε ο διερμηνέας που μου διάβαζε τα γράμματα, είχαν καταβληθεί χίλια εξακόσια ασημένια τάλαντα. |
| [2.125.7] | εἰ δ᾽ ἔστι οὕτως ἔχοντα ταῦτα, κόσα οἰκὸς ἄλλα δεδαπανῆσθαί ἐστι ἔς τε σίδηρον τῷ ἐργάζοντο, καὶ σιτία καὶ ἐσθῆτα τοῖσι ἐργαζομένοισι; ὁκότε χρόνον μὲν οἰκοδόμεον τὰ ἔργα τὸν εἰρημένον, ἄλλον δέ, ὡς ἐγὼ δοκέω, ἐν τῷ τοὺς λίθους ἔταμνον καὶ ἦγον καὶ τὸ ὑπὸ γῆν ὄρυγμα ἐργάζοντο, οὐκ ὀλίγον χρόνον. | Αν λοιπόν αυτά ήταν πράγματι τόσα, πόσα άλλα θα πρέπει να ξοδεύτηκαν για τον σίδηρο που χρησιμοποίησαν στις εργασίες, για τροφή και για ντύσιμο των εργαζομένων; Όσο για τον χρόνο, χρειάστηκαν όσον είπαμε για να κατασκευάσουν τα έργα· θα χρειάστηκαν όμως και άλλο χρόνο, που δεν θα ήταν, θαρρώ, λίγος, για να κόψουν τις πέτρες και να τις κουβαλήσουν και για να ανοίξουν το υπόγειο όρυγμα. |
| [2.126.1] | ἐς τοῦτο δὲ ἐλθεῖν Χέοπα κακότητος ὥστε χρημάτων δεόμενον τὴν θυγατέρα τὴν ἑωυτοῦ κατίσαντα ἐπ᾽ οἰκήματος προστάξαι πρήσσεσθαι ἀργύριον ὁκόσον δή τι· οὐ γὰρ δὴ τοῦτό γε ἔλεγον· τὴν δὲ τά τε ὑπὸ τοῦ πατρὸς ταχθέντα πρήσσεσθαι, ἰδίῃ δὲ καὶ αὐτὴν διανοηθῆναι μνημήιον καταλιπέσθαι, καὶ τοῦ ἐσιόντος πρὸς αὐτὴν ἑκάστου δέεσθαι ὅκως ἂν αὐτῇ ἕνα λίθον [ἐν τοῖσι ἔργοισι] δωρέοιτο. | Έφτασε λοιπόν ο Χέοψ σε τόσην αχρειότητα ώστε, όταν του έλειψαν τα χρήματα, εγκατέστησε την ίδια του την κόρη σε παλιόσπιτο και την πρόσταξε να εκδίδεται για ορισμένο ποσό: ποιό ήταν ωστόσο αυτό το ποσό δεν μου είπαν· έκανε λοιπόν αυτή ό,τι την είχε προστάξει ο πατέρας της να κάνει, και σκέφτηκε να αφήσει και η ίδια ένα δικό της μνημείο, και γι᾽ αυτό από όσους την επισκέπτονταν ζητούσε να της χαρίσει ο καθένας μια πέτρα για το έργο της. |
| [2.126.2] | ἐκ τούτων δὲ τῶν λίθων ἔφασαν τὴν πυραμίδα οἰκοδομηθῆναι τὴν ἐν μέσῳ τῶν τριῶν ἑστηκυῖαν, ἔμπροσθε τῆς μεγάλης πυραμίδος, τῆς ἐστι τὸ κῶλον ἕκαστον ὅλου καὶ ἡμίσεος πλέθρου. | Απ᾽ αυτές λοιπόν τις πέτρες λένε ότι οικοδομήθηκε η πυραμίδα που στέκει στη μέση των τριών, μπροστά από τη μεγάλη πυραμίδα, και που η κάθε της πλευρά είναι ενάμισι πλέθρο. |
| [2.127.1] | Βασιλεῦσαι δὲ τὸν Χέοπα τοῦτον Αἰγύπτιοι ἔλεγον πεντήκοντα ἔτεα, τελευτήσαντος δὲ τούτου ἐκδέξασθαι τὴν βασιληίην τὸν ἀδελφεὸν αὐτοῦ Χεφρῆνα· καὶ τοῦτον δὲ τῷ αὐτῷ τρόπῳ διαχρᾶσθαι τῷ ἑτέρῳ τά τε ἄλλα καὶ πυραμίδα ποιῆσαι, ἐς μὲν τὰ ἐκείνου μέτρα οὐκ ἀνήκουσαν· ταῦτα γὰρ ὦν καὶ ἡμεῖς ἐμετρήσαμεν· | Οι Αιγύπτιοι μου είπαν ότι αυτός ο Χέοψ βασίλευσε πενήντα χρόνια, και όταν πέθανε, τη βασιλεία την πήρε ο αδελφός του Χεφρήν· φέρθηκε και τούτος όπως και ο προηγούμενος, τόσο στα άλλα πράγματα όσο και στην κατασκευή πυραμίδας, η οποία ωστόσο δεν είχε τις διαστάσεις της πυραμίδας του άλλου· τις διαστάσεις αυτές άλλωστε τις μέτρησα κι εγώ ο ίδιος· |
| [2.127.2] | οὔτε γὰρ ὕπεστι οἰκήματα ὑπὸ γῆν, οὔτε ἐκ τοῦ Νείλου διῶρυξ ἥκει ἐς αὐτὴν ὥσπερ ἐς τὴν ἑτέρην ῥέουσα· δι᾽ οἰκοδομημένου δὲ αὐλῶνος ἔσω νῆσον περιρρέει, ἐν τῇ αὐτὸν λέγουσι κεῖσθαι Χέοπα. | και ούτε υπάρχουν από κάτω της υπόγειες κάμαρες, ούτε από τον Νείλο φτάνει σ᾽ αυτήν διώρυγα όπως τρέχει στην άλλη το νερό περνώντας μέσα από χτιστόν αγωγό και κυλάει γύρω σ᾽ ένα νησί, όπου λέγεται ότι είναι θαμμένος ο ίδιος ο Χέοψ. |
| [2.127.3] | ὑποδείμας δὲ τὸν πρῶτον δόμον λίθου Αἰθιοπικοῦ ποικίλου, τεσσεράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης τωὐτὸ μέγαθος ἐχομένην τῆς μεγάλης οἰκοδόμησε. ἑστᾶσι δὲ ἐπὶ λόφου τοῦ αὐτοῦ ἀμφότεραι, μάλιστα ἐς ἑκατὸν πόδας ὑψηλοῦ. βασιλεῦσαι δὲ ἔλεγον Χεφρῆνα ἓξ καὶ πεντήκοντα ἔτεα. | Το πρώτο στρώμα ο Χεφρήν το έφτιαξε από ποικιλόχρωμη αιθιοπική πέτρα, με τον σκοπό να φτάσει στο ίδιο ύψος με την άλλη, σταμάτησε όμως σαράντα πόδια χαμηλότερα την πυραμίδα του, που την έχτισε δίπλα στη μεγάλη. Ορθώνονται και οι δύο πυραμίδες πάνω στον ίδιο λόφο, που έχει ύψος ώς εκατό πόδια. Και μου είπαν ότι ο Χεφρήν βασίλευσε πενήντα έξι χρόνια. |
| [2.128.1] | ταῦτα ἕξ τε καὶ ἑκατὸν λογίζονται ἔτεα, ἐν τοῖσι Αἰγυπτίοισί τε πᾶσαν εἶναι κακότητα καὶ τὰ ἱρὰ χρόνου τοσούτου κατακληισθέντα οὐκ ἀνοιχθῆναι. τούτους ὑπὸ μίσεος οὐ κάρτα θέλουσι Αἰγύπτιοι ὀνομάζειν, ἀλλὰ καὶ τὰς πυραμίδας καλέουσι ποιμένος Φιλίτιος, ὃς τοῦτον τὸν χρόνον ἔνεμε κτήνεα κατὰ ταῦτα τὰ χωρία. | Μας κάνει λοιπόν συνολικά εκατόν έξι χρόνια όπου πάνω στους Αιγυπτίους είχε πέσει κάθε λογής αθλιότητα, και όλον αυτό τον καιρό τα ιερά ήταν κλειστά και δεν άνοιξαν. Και από το μίσος τους γι᾽ αυτούς τους βασιλιάδες οι Αιγύπτιοι δεν είναι διόλου πρόθυμοι να τους ονοματίζουν, ενώ ακόμη και τις πυραμίδες τις αποκαλούν πυραμίδες του βοσκού Φιλίτιος, που έβοσκε εκείνον τον καιρό τα ζώα του σ᾽ αυτούς τους τόπους. |
| [2.129.1] | Μετὰ δὲ τοῦτον βασιλεῦσαι Αἰγύπτου Μυκερῖνον ἔλεγον Χέοπος παῖδα, τῷ τὰ μὲν τοῦ πατρὸς ἔργα ἀπαδεῖν, τὸν δὲ τά τε ἱρὰ ἀνοῖξαι καὶ τὸν λεὼν τετρυμένον ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ ἀνεῖναι πρὸς ἔργα τε καὶ θυσίας, δίκας δέ σφι πάντων βασιλέων δικαιοτάτας κρίνειν. | Μετά τον Χεφρήνα, μου είπαν, βασιλιάς της Αιγύπτου έγινε ο γιος του Μυκερίνος: τα έργα του πατέρα του δεν του άρεσαν· άνοιξε λοιπόν τα ιερά και άφησε το λαό, τον ταλαιπωρημένο ώς το έσχατο σημείο της αθλιότητας, να κάνει τις δουλειές του και τις θυσίες του, και απ᾽ όλους τους βασιλιάδες έβγαζε τις δικαιότερες δικαστικές αποφάσεις. |
| [2.129.2] | κατὰ τοῦτο μέν νυν τὸ ἔργον ἁπάντων ὅσοι ἤδη βασιλέες ἐγένοντο Αἰγυπτίων αἰνέουσι μάλιστα τοῦτον· τά τε ἄλλα γάρ μιν κρίνειν εὖ καὶ δὴ καὶ τῷ ἐπιμεμφομένῳ ἐκ τῆς δίκης παρ᾽ ἑωυτοῦ διδόντα ἄλλα ἀποπιμπλάναι αὐτοῦ τὸν θυμόν. | Και για τα έργα του αυτά οι Αιγύπτιοι επαινούν τον Μυκερίνο περισσότερο απ᾽ όσο όλους όσοι έγιναν βασιλιάδες τους· γιατί εκτός που έβγαζε δίκαιες αποφάσεις, αν κάποιος τύχαινε να επικρίνει καμιά απόφαση, ο Μυκερίνος τού χάριζε κι άλλα, από τα δικά του, για να τον καλοκαρδίσει. |
| [2.129.3] | ἐόντι δὲ ἠπίῳ τῷ Μυκερίνῳ κατὰ τοὺς πολιήτας καὶ ταῦτα ἐπιτηδεύοντι πρῶτον κακῶν ἄρξαι τὴν θυγατέρα ἀποθανοῦσαν αὐτοῦ, τὴν μοῦνόν οἱ εἶναι ἐν τοῖσι οἰκίοισι τέκνον. τὸν δὲ ὑπεραλγήσαντά τε τῷ περιεπεπτώκεε πρήγματι καὶ βουλόμενον περισσότερόν τι τῶν ἄλλων θάψαι τὴν θυγατέρα ποιήσασθαι βοῦν ξυλίνην κοίλην καὶ ἔπειτα καταχρυσώσαντά μιν [ταύτην] ἔσω ἐν αὐτῇ θάψαι ταύτην δὴ τὴν ἀποθανοῦσαν θυγατέρα. | Ήταν λοιπόν καλοσυνάτος ο Μυκερίνος με τους πολίτες, και μ᾽ αυτόν τον τρόπο τούς φερνόταν, όταν άρχισαν οι συμφορές του, και πρώτη ήταν που πέθανε η κόρη του, το μόνο παιδί που είχε στο σπιτικό του. Λυπήθηκε τότε εξαιρετικά ο Μυκερίνος με το κακό που τον βρήκε, και θέλοντας να θάψει την κόρη του με τρόπο λαμπρότερο παρά οι άλλοι, έφτιαξε μια κούφια ξύλινη αγελάδα, ύστερα την επιχρύσωσε, και μέσα σ᾽ αυτήν έθαψε την πεθαμένη κόρη του. |
| [2.130.1] | αὕτη ὦν ἡ βοῦς γῇ οὐκ ἐκρύφθη, ἀλλ᾽ ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦν φανερή, ἐν Σάϊ μὲν πόλι ἐοῦσα, κειμένη δὲ ἐν τοῖσι βασιληίοισι ἐν οἰκήματι ἠσκημένῳ· θυμιήματα δὲ παρ᾽ αὐτῇ παντοῖα καταγίζουσι ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην, νύκτα δὲ ἑκάστην πάννυχος λύχνος παρακαίεται. | Την αγελάδα αυτή δεν την έθαψαν, αλλά ακόμη και επί των ημερών μου μπορούσε κανείς να τη δει: βρισκόταν στην πόλη Σάιδα, στα ανάκτορα, σε μια αίθουσα κατάλληλα στολισμένη· της καίνε ολημερίς θυμιάματα κάθε λογής και όλη νύχτα ανάβει δίπλα της λυχνάρι. |
| [2.130.2] | ἀγχοῦ δὲ τῆς βοὸς ταύτης ἐν ἄλλῳ οἰκήματι εἰκόνες τῶν παλλακέων τῶν Μυκερίνου ἑστᾶσι, ὡς ἔλεγον οἱ ἐν Σάϊ πόλι ἱρέες· ἑστᾶσι μὲν γὰρ ξύλινοι κολοσσοί, ἐοῦσαι ἀριθμὸν ὡς εἴκοσι μάλιστά κῃ, γυμναὶ ἐργασμέναι· αἵτινες μέντοι εἰσί, οὐκ ἔχω εἰπεῖν πλὴν ἢ τὰ λεγόμενα. | Κοντά στην αγελάδα, σε άλλη αίθουσα, βρίσκονται αγάλματα των παλλακίδων του Μυκερίνου, καταπώς μου είπαν οι ιερείς της Σάιδας· ορθώνονται ξύλινα, κολοσσιαία, καμιά εικοσαριά από δαύτα, όμοια με γυμνές γυναίκες· ποιές είναι δεν ξέρω να πω παρά αυτά που μου είπαν. |
| [2.131.1] | οἱ δέ τινες λέγουσι περὶ τῆς βοὸς ταύτης καὶ τῶν κολοσσῶν [τόνδε] τὸν λόγον, ὡς Μυκερῖνος ἠράσθη τῆς ἑωυτοῦ θυγατρὸς καὶ ἔπειτα ἐμίγη οἱ ἀεκούσῃ· | Για την αγελάδα αυτή και για τα κολοσσιαία αγάλματα μερικοί λένε τούτη την ιστορία, ότι ο Μυκερίνος ερωτεύτηκε την θυγατέρα του και ύστερα έσμιξε μαζί της παρά τη θέλησή της· |
| [2.131.2] | μετὰ δὲ λέγουσι ὡς ἡ παῖς ἀπήγξατο ὑπὸ ἄχεος, ὁ δέ μιν ἔθαψε ἐν τῇ βοῒ ταύτῃ, ἡ δὲ μήτηρ αὐτῆς τῶν ἀμφιπόλων τῶν προδουσέων τὴν θυγατέρα τῷ πατρὶ ἀπέταμε τὰς χεῖρας, καὶ νῦν τὰς εἰκόνας αὐτέων εἶναι πεπονθυίας τά περ αἱ ζωαὶ ἔπαθον. | μετά, λένε, η κοπέλα από τη στεναχώρια της κρεμάστηκε, και εκείνος την έθαψε μέσα στην αγελάδα, ενώ η μητέρα της έκοψε τα χέρια των υπηρετριών που είχαν παραδώσει τη θυγατέρα στον πατέρα της, και σήμερα τα αγάλματά τους δείχνουν το κακό που έπαθαν όσο ζούσαν. |
| [2.131.3] | ταῦτα δὲ λέγουσι φλυηρέοντες, ὡς ἐγὼ δοκέω, τά τε ἄλλα καὶ δὴ καὶ τὰ περὶ τὰς χεῖρας τῶν κολοσσῶν· ταύτας γὰρ ὦν καὶ ἡμεῖς ὡρῶμεν ὅτι ὑπὸ χρόνου τὰς χεῖρας ἀποβεβλήκασι, αἳ ἐν ποσὶ αὐτέων ἐφαίνοντο ἐοῦσαι ἔτι καὶ ἐς ἐμέ. | Αυτά που λένε όμως μου φαίνεται ότι είναι κουραφέξαλα, όλα, και προπαντός τα σχετικά με τα χέρια των αγαλμάτων· γιατί το είδα και ο ίδιος ότι τα χέρια έπεσαν μόνα τους με τον καιρό, αφού και επί των ημερών μου ακόμη φαίνονταν χάμω, κοντά στα πόδια των αγαλμάτων. |
| [2.132.1] | ἡ δὲ βοῦς τὰ μὲν ἄλλα κατακέκρυπται φοινικέῳ εἵματι, τὸν αὐχένα δὲ καὶ τὴν κεφαλὴν φαίνει κεχρυσωμένα παχέϊ κάρτα χρυσῷ· μεταξὺ δὲ τῶν κερέων ὁ τοῦ ἡλίου κύκλος μεμιμημένος ἔπεστι χρύσεος. | Όσο για την αγελάδα, είναι ολόκληρη σκεπασμένη με κατακόκκινο ύφασμα, και μόνο ο αυχένας και ο λαιμός της φαίνονται χρισμένα με παχύ στρώμα χρυσάφι· και ανάμεσα στα κέρατά της είναι βαλμένη χρυσή απομίμηση του κύκλου του ήλιου. |
| [2.132.2] | ἔστι δὲ ἡ βοῦς οὐκ ὀρθὴ ἀλλ᾽ ἐν γούνασι κειμένη, μέγαθος δὲ ὅση περ μεγάλη βοῦς ζωή. ἐκφέρεται δὲ ἐκ τοῦ οἰκήματος ἀνὰ πάντα ἔτεα, ἐπεὰν τύπτωνται οἱ Αἰγύπτιοι τὸν οὐκ ὀνομαζόμενον θεὸν ὑπ᾽ ἐμεῦ ἐπὶ τοιούτῳ πρήγματι. | Η αγελάδα ωστόσο δεν είναι ορθή αλλά γονατιστή, και έχει μέγεθος όσο περίπου μια πραγματική μεγάλη αγελάδα. Κάθε χρόνο τη βγάζουν έξω από το οίκημα την εποχή όπου οι Αιγύπτιοι θρηνούν για τον θεό που εγώ δεν τον ονοματίζω σε περίσταση όπως τούτη. |
| [2.132.3] | τότε ὦν καὶ τὴν βοῦν ἐκφέρουσι ἐς τὸ φῶς· φασὶ γὰρ δὴ αὐτὴν δεηθῆναι τοῦ πατρὸς Μυκερίνου ἀποθνῄσκουσαν ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἅπαξ μιν τὸν ἥλιον κατιδεῖν. | Τότε βγάζουν και την αγελάδα στο φως· γιατί λένε ότι εκείνη, πεθαίνοντας, παρακάλεσε τον πατέρα της τον Μυκερίνο να βλέπει το φως του ήλιου μια φορά το χρόνο. |
| [2.133.1] | μετὰ δὲ τῆς θυγατρὸς τὸ πάθος δεύτερα τούτῳ τῷ βασιλέϊ τάδε γενέσθαι· ἐλθεῖν οἱ μαντήιον ἐκ Βουτοῦς πόλιος ὡς μέλλοι ἓξ ἔτεα μοῦνον βιοὺς τῷ ἑβδόμῳ τελευτήσειν· | Μετά τη συμφορά με την κόρη του, βρήκαν αυτόν τον βασιλιά και τα εξής: του ήρθε χρησμός από την πόλη Βουτού ότι θα ζούσε ακόμη μόνο έξι χρόνους, και τον έβδομο θα πέθαινε· |
| [2.133.2] | τὸν δὲ δεινὸν ποιησάμενον πέμψαι ἐς τὸ μαντήιον τῷ θεῷ ὀνείδισμα ἀντιμεμφόμενον ὅτι ὁ μὲν αὐτοῦ πατὴρ καὶ πάτρως ἀποκληίσαντες τὰ ἱρὰ καὶ θεῶν οὐ μεμνημένοι, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους φθείροντες, ἐβίωσαν χρόνον ἐπὶ πολλόν, αὐτὸς δ᾽ εὐσεβέων μέλλοι ταχέως οὕτω τελευτήσειν. | αυτός στεναχωρήθηκε και έστειλε στο μαντείο και στον θεό παράπονο και κατηγορία ότι ο πατέρας του και ο θείος του, που είχαν κλείσει τους ναούς, δεν μνημόνευαν τους θεούς και από πάνω ταλαιπωρούσαν και τους ανθρώπους, είχαν ζήσει πολλά χρόνια, ενώ αυτός, που ήταν ευσεβής, θα πέθαινε τόσο γρήγορα. |
| [2.133.3] | ἐκ δὲ τοῦ χρηστηρίου αὐτῷ δεύτερα ἐλθεῖν λέγοντα τούτων εἵνεκα καὶ συνταχύνειν αὐτὸν τὸν βίον· οὐ γὰρ ποιῆσαί μιν τὸ χρεὸν ἦν ποιέειν· δεῖν γὰρ Αἴγυπτον κακοῦσθαι ἐπ᾽ ἔτεα πεντήκοντά τε καὶ ἑκατόν, καὶ τοὺς μὲν δύο τοὺς πρὸ ἐκείνου γενομένους βασιλέας μαθεῖν τοῦτο, κεῖνον δὲ οὔ. | Του ήρθε λοιπόν και δεύτερο μήνυμα από το μαντείο που του έλεγε ότι γι᾽ αυτόν ακριβώς τον λόγο θα συντομευόταν η ζωή του, επειδή δεν είχε κάνει αυτό που είχε χρέος να κάνει: ότι δηλαδή η Αίγυπτος έπρεπε να κακοπάθει για εκατόν πενήντα χρόνια, πράγμα που οι δυο προηγούμενοί του βασιλιάδες το είχαν καταλάβει, αυτός όμως όχι. |
| [2.133.4] | ταῦτα ἀκούσαντα τὸν Μυκερῖνον, ὡς κατακεκριμένων ἤδη οἱ τούτων, λύχνα ποιησάμενον πολλά, ὅκως γίνοιτο νύξ, ἀνάψαντα αὐτὰ πίνειν τε καὶ εὐπαθέειν, οὔτε ἡμέρης οὔτε νυκτὸς ἀνιέντα, ἔς τε τὰ ἕλεα καὶ τὰ ἄλσεα πλανώμενον καὶ ἵνα πυνθάνοιτο εἶναι ἐνηβητήρια ἐπιτηδεότατα. | Όταν τα άκουσε αυτά ο Μυκερίνος, μια που η τύχη του είχε πλέον κριθεί, έφτιαξε λυχνάρια πολλά και μόλις νύχτωνε τα άναβε και έπινε και διασκέδαζε χωρίς να κάνει διακοπή ούτε μια μέρα ούτε μια νύχτα και σύχναζε στα έλη και στα δάση και όπου μάθαινε ότι είναι τα καλύτερα μέρη για διασκέδαση. |
| [2.133.5] | ταῦτα δὲ ἐμηχανᾶτο θέλων τὸ μαντήιον ψευδόμενον ἀποδέξαι, ἵνα οἱ δυώδεκα ἔτεα ἀντὶ ἓξ ἐτέων γένηται, αἱ νύκτες ἡμέραι ποιεύμεναι. | Και τα μηχανεύτηκε αυτά επειδή ήθελε να αποδείξει ότι το μαντείο λέει ψέματα, για να του μένουν δώδεκα χρόνια αντί για έξι με το να γίνουν οι νύχτες ημέρες. |
| [2.134.1] | πυραμίδα δὲ καὶ οὗτος κατελίπετο πολλὸν ἐλάσσω τοῦ πατρός, εἴκοσι ποδῶν καταδέουσαν κῶλον ἕκαστον τριῶν πλέθρων, ἐούσης τετραγώνου, λίθου δὲ ἐς τὸ ἥμισυ Αἰθιοπικοῦ· τὴν δὴ μετεξέτεροί φασι Ἑλλήνων Ῥοδώπιος ἑταίρης γυναικὸς εἶναι, οὐκ ὀρθῶς λέγοντες· | Άφησε κι αυτός πυραμίδα πολύ μικρότερη από του πατέρα του, αφού η κάθε πλευρά της θέλει είκοσι πόδια για να είναι τρία πλέθρα, τετράγωνη, ώς τη μέση από πέτρα αιθιοπική· για την πυραμίδα αυτή μερικοί Έλληνες υποστηρίζουν ότι είναι κάποιας γυναίκας, της εταίρας Ροδώπιδας, αλλά δεν μας τα λένε καλά· |
| [2.134.2] | οὐδὲ ὦν οὐδὲ εἰδότες μοι φαίνονται λέγειν οὗτοι ἥτις ἦν ἡ Ῥοδῶπις (οὐ γὰρ ἄν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι τοιαύτην, ἐς τὴν ταλάντων χιλιάδες ἀναρίθμητοι ὡς λόγῳ εἰπεῖν ἀναισίμωνται), πρὸς δὲ ὅτι κατὰ Ἄμασιν βασιλεύοντα ἦν ἀκμάζουσα Ῥοδῶπις, ἀλλ᾽ οὐ κατὰ τοῦτον· | μου φαίνεται μάλιστα πως όσοι τα λένε αυτά, δεν ξέρουν καν ποιά ήταν η Ροδώπις, διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να της αποδίδουν την κατασκευή τέτοιας πυραμίδας όπου δαπανήθηκαν αμέτρητες χιλιάδες τάλαντα, που λέει ο λόγος, ενώ εξάλλου η Ροδώπις άκμασε επί βασιλείας του Άμαση και όχι του Μυκερίνου· |
| [2.134.3] | ἔτεσι γὰρ κάρτα πολλοῖσι ὕστερον τούτων τῶν βασιλέων τῶν τὰς πυραμίδας ταύτας λιπομένων ἦν Ῥοδῶπις, γενεὴν μὲν ἀπὸ Θρηίκης, δούλη δὲ ἦν Ἰάδμονος τοῦ Ἡφαιστοπόλιος ἀνδρὸς Σαμίου, σύνδουλος δὲ Αἰσώπου τοῦ λογοποιοῦ. καὶ γὰρ οὗτος Ἰάδμονος ἐγένετο, ὡς διέδεξε τῇδε οὐκ ἥκιστα· | πράγματι, η Ροδώπις έζησε πάρα πολλά χρόνια ύστερα από τους βασιλιάδες εκείνους που άφησαν τούτες τις πυραμίδες, καταγόταν από τη Θράκη και ήταν δούλη του Σάμιου Ιάδμονα, γιου του Ηφαιστόπολη, και σύνδουλη του Αίσωπου του μυθοποιού. Γιατί και αυτός του Ιάδμονα ήταν, όπως το απέδειξε με το παραπάνω τούτο το γεγονός: |
| [2.134.4] | ἐπείτε γὰρ πολλάκις κηρυσσόντων Δελφῶν ἐκ θεοπροπίου ὃς βούλοιτο ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι, ἄλλος μὲν οὐδεὶς ἐφάνη, Ἰάδμονος δὲ παιδὸς παῖς ἄλλος Ἰάδμων ἀνείλετο, οὕτω καὶ Αἴσωπος Ἰάδμονος ἐγένετο. | όταν οι Δελφοί, λόγω χρησμού, έβγαζαν κάθε τόσο ανακοίνωση ποιός θέλει να εισπράξει την αποζημίωση για τον φόνο του Αισώπου, κανένας άλλος δεν φάνηκε, παρά την πήρε ο γιος του γιου του Ιάδμονα, Ιάδμονας κι αυτός — άρα ο Αίσωπος ήταν του Ιάδμονα. |
| [2.135.1] | Ῥοδῶπις δὲ ἐς Αἴγυπτον ἀπίκετο Ξάνθεω τοῦ Σαμίου κομίσαντός [μιν], ἀπικομένη δὲ κατ᾽ ἐργασίην ἐλύθη χρημάτων μεγάλων ὑπὸ ἀνδρὸς Μυτιληναίου Χαράξου τοῦ Σκαμανδρωνύμου παιδός, ἀδελφεοῦ δὲ Σαπφοῦς τῆς μουσοποιοῦ. | Η Ροδώπις πάντως έφτασε στην Αίγυπτο όταν την έφερε ο Ξάνθος ο Σάμιος, και ενώ ήρθε για να κάνει τη δουλειά της, απελευθερώθηκε με πολλά χρήματα από τον Μυτιληναίο Χάραξο, γιο του Σκαμανδρώνυμου, αδελφό της Σαπφώς της ποιήτριας. |
| [2.135.2] | οὕτω δὴ ἡ Ῥοδῶπις ἐλευθερώθη καὶ κατέμεινέ τε ἐν Αἰγύπτῳ καὶ κάρτα ἐπαφρόδιτος γενομένη μεγάλα ἐκτήσατο χρήματα ὡς [ἂν] ἅλις εἶναι Ῥοδῶπιν, ἀτὰρ οὐκ ὥς γε ἐς πυραμίδα τοιαύτην ἐξικέσθαι. | Έτσι λοιπόν ελευθερώθηκε η Ροδώπις και έμεινε στην Αίγυπτο και έγινε πασίγνωστη για τις χάρες της και απέκτησε χρήματα πολλά βέβαια για μια Ροδώπιδα, αλλά όχι τόσα που να φτάνουν για τέτοια πυραμίδα. |
| [2.135.3] | τῆς γὰρ τὴν δεκάτην τῶν χρημάτων ἰδέσθαι ἔστι ἔτι καὶ ἐς τόδε παντὶ τῷ βουλομένῳ, οὐδὲν δεῖ μεγάλα οἱ χρήματα ἀναθεῖναι. ἐπεθύμησε γὰρ Ῥοδῶπις μνημήιον ἑωυτῆς ἐν τῇ Ἑλλάδι καταλιπέσθαι, ποίημα ποιησαμένη τοῦτο τὸ μὴ τυγχάνει ἄλλῳ ἐξευρημένον καὶ ἀνακείμενον ἐν ἱρῷ, τοῦτο ἀναθεῖναι ἐς Δελφοὺς μνημόσυνον ἑωυτῆς. | Και εφόσον ακόμη και σήμερα όποιος θέλει μπορεί να μάθει πόσο ήταν το ένα δέκατο της περιουσίας της, δεν πρέπει να της αποδίδουμε τόσα πολλά χρήματα: θέλησε δηλαδή η Ροδώπις να αφήσει στην Ελλάδα ένα μνημείο του εαυτού της κατασκευάζοντας πράγμα τέτοιο που άλλος να μην έτυχε ούτε να το σκαρφιστεί ούτε να βρίσκεται σε ναό κανέναν, και να το αφιερώσει αυτό στους Δελφούς για να τη θυμούνται. |
| [2.135.4] | τῆς ὦν δεκάτης τῶν χρημάτων ποιησαμένη ὀβελοὺς βουπόρους πολλοὺς σιδηρέους, ὅσον ἐνεχώρεε ἡ δεκάτη οἱ, ἀπέπεμπε ἐς Δελφούς· οἳ καὶ νῦν ἔτι συννενέαται ὄπισθε μὲν τοῦ βωμοῦ τὸν Χῖοι ἀνέθεσαν, ἀντίον δὲ αὐτοῦ τοῦ νηοῦ. | Με το ένα δέκατο λοιπόν των χρημάτων της έφτιαξε σιδερένιες σούβλες τόσο μεγάλες που να παίρνουν βόδια ολόκληρα και τόσες πολλές όσες της επέτρεπε αυτό το ένα δέκατο, και τις έστελνε στους Δελφούς· ακόμη και σήμερα οι σούβλες αυτές βρίσκονται σωριασμένες πίσω από τον βωμό που αφιέρωσαν οι Χίοι, απέναντι από τον ίδιο τον ναό. |
| [2.135.5] | φιλέουσι δέ κως ἐν τῇ Ναυκράτι ἐπαφρόδιτοι γίνεσθαι ἑταῖραι· τοῦτο μὲν γὰρ αὕτη, τῆς πέρι λέγεται ὅδε [ὁ] λόγος, οὕτω δή τι κλεινὴ ἐγένετο ὡς καὶ οἱ πάντες Ἕλληνες Ῥοδώπιος τὸ οὔνομα ἐξέμαθον, τοῦτο δὲ ὕστερον ταύτης τῇ οὔνομα ἦν Ἀρχιδίκη ἀοίδιμος ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα ἐγένετο, ἧσσον δὲ τῆς ἑτέρης περιλεσχήνευτος. | Με κάποιον τρόπο, οι εταίρες στη Ναύκρατη τα καταφέρνουν να γίνονται ξακουστές για τις χάρες τους· πρώτα πρώτα αυτή για την οποία λέγεται τούτη η ιστορία, έγινε τόσο διάσημη ώστε όλοι οι Έλληνες ήξεραν το όνομα της Ροδώπιδας, ενώ ύστερα απ᾽ αυτήν μια άλλη, Αρχιδίκη τ᾽ όνομά της, έγινε πασίγνωστη σε όλη την Ελλάδα, αν και την κουβέντιαζαν λιγότερο απ᾽ όσο την προηγούμενη. |
| [2.135.6] | Χάραξος δὲ ὡς λυσάμενος Ῥοδῶπιν ἀπενόστησε ἐς Μυτιλήνην, ἐν μέλεϊ Σαπφὼ πολλὰ κατεκερτόμησέ μιν. Ῥοδώπιος μέν νυν πέρι πέπαυμαι. | Όσο για τον Χάραξο, αφού χάρισε στην Ροδώπιδα την ελευθερία της, γύρισε στη Μυτιλήνη, όπου η Σαπφώ σε ποίημά της τον καταχέρισε. Εδώ όμως σταματάω να μιλάω για τη Ροδώπιδα. |
| [2.136.1] | Μετὰ δὲ Μυκερῖνον γενέσθαι Αἰγύπτου βασιλέα ἔλεγον οἱ ἱρέες Ἄσυχιν, τὸν τὰ πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα ποιῆσαι τῷ Ἡφαίστῳ προπύλαια, ἐόντα πολλῷ τε κάλλιστα καὶ πολλῷ μέγιστα. ἔχει μὲν γὰρ καὶ τὰ πάντα προπύλαια τύπους τε ἐγγεγλυμμένους καὶ ἄλλην ὄψιν οἰκοδομημάτων μυρίην, ἐκεῖνα δὲ καὶ μακρῷ μάλιστα. | Οι ιερείς λοιπόν μου είπαν ότι μετά τον Μυκερίνο βασιλιάς της Αιγύπτου έγινε ο Άσυχις, αυτός που έφτιαξε τα ανατολικά προπύλαια του ιερού του Ηφαίστου, τα οποία είναι πολύ ομορφότερα και μεγαλύτερα από τα άλλα. Γιατί όλα βέβαια τα προπύλαια έχουν σκαλιστές παραστάσεις και δείχνουν πλήθος αρχιτεκτονικά στολίδια, αλλά τούτα υπερέχουν κατά πολύ. |
| [2.136.2] | ἐπὶ τούτου βασιλεύοντος ἔλεγον ἀμειξίης ἐούσης πολλῆς χρημάτων γενέσθαι νόμον Αἰγυπτίοισι, ἀποδεικνύντα ἐνέχυρον τοῦ πατρὸς τὸν νέκυν οὕτω λαμβάνειν τὸ χρέος· προστεθῆναι δὲ ἔτι τούτῳ τῷ νόμῳ τόνδε, τὸν διδόντα τὸ χρέος καὶ ἁπάσης κρατέειν τῆς τοῦ λαμβάνοντος θήκης, τῷ δὲ ὑποτιθέντι τοῦτο τὸ ἐνέχυρον τήνδε ἐπεῖναι ζημίην μὴ βουλομένῳ ἀποδοῦναι τὸ χρέος, μήτε αὐτῷ ἐκείνῳ τελευτήσαντι εἶναι ταφῆς κυρῆσαι μήτ᾽ ἐν ἐκείνῳ τῷ πατρωίῳ τάφῳ μήτ᾽ ἐν ἄλλῳ μηδενί, μήτε ἄλλον μηδένα τῶν ἑωυτοῦ ἀπογενόμενον θάψαι. | Όταν ήταν βασιλιάς ο Άσυχις, παρουσιάστηκε μεγάλη πτώση στις χρηματικές συναλλαγές, και γι᾽ αυτό θεσπίστηκε νόμος τα δάνεια να δίνονται με ενέχυρο τον νεκρό του πατέρα του· στον νόμο μάλιστα προστέθηκε και άλλος: ο δανειστής γινόταν κύριος ολόκληρου του τάφου του δανειολήπτη, και όποιος έβαζε αυτό το ενέχυρο και ύστερα αρνιόταν να πληρώσει το χρέος του, είχε να υποστεί τη συνέπεια ότι, αν πέθαινε ο ίδιος, δεν επιτρεπόταν να ταφεί ούτε στον οικογενειακό του τάφο ούτε σε κανέναν άλλο, όπως επίσης δεν μπορούσε να θάψει και κανέναν από τους δικούς του αν πέθαινε. |
| [2.136.3] | ὑπερβαλέσθαι δὲ βουλόμενον τοῦτον τὸν βασιλέα τοὺς πρότερον ἑωυτοῦ βασιλέας γενομένους Αἰγύπτου μνημόσυνον πυραμίδα λιπέσθαι ἐκ πλίνθων ποιήσαντα, ἐν τῇ γράμματα ἐν λίθῳ ἐγκεκολαμμένα τάδε λέγοντά ἐστι· | Και θέλοντας τούτος ο βασιλιάς να ξεπεράσει αυτούς που είχαν γίνει βασιλιάδες της Αιγύπτου πριν από τον ίδιο, άφησε για μνημείο του πυραμίδα καμωμένη από πλίνθες, με πέτρινη επιγραφή επάνω της που λέει τα εξής: |
| [2.136.4] | μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς λιθίνας πυραμίδας· προέχω γὰρ αὐτέων τοσοῦτο ὅσον ὁ Ζεὺς τῶν ἄλλων θεῶν. κοντῷ γὰρ ὑποτύπτοντες ἐς λίμνην, ὅ τι πρόσσχοιτο τοῦ πηλοῦ τῷ κοντῷ, τοῦτο συλλέγοντες πλίνθους εἴρυσαν καί με τρόπῳ τοιούτῳ ἐξεποίησαν. τοῦτον μὲν τοσαῦτα ἀποδέξασθαι. | «Μη με υποτιμήσεις μπροστά στις πέτρινες πυραμίδες, γιατί υπερέχω απ᾽ αυτές όσο ο Δίας από τους άλλους θεούς: βουτώντας κοντάρι μέσα στη λίμνη και μαζεύοντας όση λάσπη κολλούσε πάνω στο κοντάρι και κόβοντάς την πλίνθες, μ᾽ αυτόν τον τρόπο μ᾽ έφτιαξαν». Τόσα λοιπόν ήταν τα έργα αυτού του βασιλιά. |
| [2.137.1] | Μετὰ δὲ τοῦτον βασιλεῦσαι ἄνδρα τυφλὸν ἐξ Ἀνύσιος πόλιος, τῷ οὔνομα Ἄνυσιν εἶναι. ἐπὶ τούτου βασιλεύοντος ἐλάσαι ἐπ᾽ Αἴγυπτον χειρὶ πολλῇ Αἰθίοπάς τε καὶ Σαβακῶν τὸν Αἰθιόπων βασιλέα. | Ύστερα απ᾽ αυτόν έγινε βασιλιάς ένας τυφλός από την πόλη Άνυση, που τ᾽ όνομά του ήταν Άνυσις. Επί της βασιλείας του οι Αιθίοπες και ο βασιλιάς των Αιθιόπων Σαβακώς έκαναν εισβολή στην Αίγυπτο με πολύ στρατό. |
| [2.137.2] | τὸν μὲν δὴ τυφλὸν τοῦτον οἴχεσθαι φεύγοντα ἐς τὰ ἕλεα, τὸν δὲ Αἰθίοπα βασιλεύειν Αἰγύπτου ἐπ᾽ ἔτεα πεντήκοντα, ἐν τοῖσι αὐτὸν τάδε ἀποδέξασθαι· | Ο τυφλός αυτός το έσκασε και βρήκε καταφύγιο στα έλη, και ο Αιθίοπας βασίλευσε στην Αίγυπτο πενήντα χρόνια, που κατά τη διάρκειά τους έκανε τα εξής έργα: |
| [2.137.3] | ὅκως τῶν τις Αἰγυπτίων ἁμάρτοι τι, κτείνειν μὲν αὐτῶν οὐδένα ἐθέλειν, τὸν δὲ κατὰ μέγαθος τοῦ ἀδικήματος ἑκάστῳ δικάζειν, ἐπιτάσσοντα χώματα χοῦν πρὸς τῇ ἑωυτῶν πόλι, ὅθεν ἕκαστος ἦν τῶν ἀδικεόντων. καὶ οὕτω ἔτι αἱ πόλιες ἐγένοντο ὑψηλότεραι. | όποτε κάποιος από τους Αιγυπτίους έκανε κανένα αδίκημα, ο βασιλιάς ουδέποτε θέλησε να θανατώσει κανέναν απ᾽ αυτούς, μόνο τους δίκαζε ανάλογα με το μέγεθος του αδικήματός του τον καθένα και τους πρόσταζε να κουβαλούν χώμα στην πόλη απ᾽ όπου ήταν ο κάθε παραβάτης. Με τον τρόπο αυτόν οι πόλεις έγιναν ακόμη υψηλότερες. |
| [2.137.4] | τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ἐχώσθησαν ὑπὸ τῶν τὰς διώρυχας ὀρυξάντων ἐπὶ Σεσώστριος βασιλέος, δεύτερα δὲ ἐπὶ τοῦ Αἰθίοπος, καὶ κάρτα ὑψηλαὶ ἐγένοντο. | Γιατί στις πόλεις έγιναν για πρώτη φορά επιχωματώσεις από εκείνους που έσκαβαν τις διώρυγες όταν βασιλιάς ήταν ο Σέσωστρις, και ύστερα πάλι την εποχή του Αιθίοπα, και έτσι πήραν μεγάλο ύψος. |
| [2.137.5] | ὑψηλέων δὲ καὶ ἑτερέων γενομένων ἐν τῇ Αἰγύπτῳ πολίων, ὡς ἐμοὶ δοκέει, μάλιστα ἡ ἐν Βουβάστι πόλις ἐξεχώσθη, ἐν τῇ καὶ ἱρόν ἐστι Βουβάστιος ἀξιαπηγητότατον· μέζω μὲν γὰρ ἄλλα καὶ πολυδαπανώτερά ἐστι ἱρά, ἡδονὴ δὲ ἰδέσθαι οὐδὲν τούτου μᾶλλον· ἡ δὲ Βούβαστις κατὰ Ἑλλάδα γλῶσσάν ἐστι Ἄρτεμις. | Στην Αίγυπτο υψώθηκαν και άλλες πόλεις, καθώς νομίζω, αλλά η πόλη που ξεχώθηκε περισσότερο είναι η Βούβαστις, όπου υπάρχει και ιερό της θεάς Βούβαστης αξιολογότατο· φυσικά υπάρχουν ιερά μεγαλύτερα και πολυτελέστερα απ᾽ αυτό, αλλά κανενός η θέα δεν προξενεί μεγαλύτερη ευχαρίστηση· η Βούβαστις στην ελληνική γλώσσα είναι η Άρτεμις. |
| [2.138.1] | τὸ δ᾽ ἱρὸν αὐτῆς ὧδε ἔχει· πλὴν τῆς ἐσόδου τὸ ἄλλο νῆσός ἐστι· ἐκ γὰρ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι οὐ συμμίσγουσαι ἀλλήλῃσι, ἀλλ᾽ ἄχρι τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ ἑκατέρη ἐσέχει, ἡ μὲν τῇ περιρρέουσα, ἡ δὲ τῇ, εὖρος ἐοῦσα ἑκατέρη ἑκατὸν ποδῶν, δένδρεσι κατάσκιος. | Το ιερό της Βούβαστης λοιπόν είναι ως εξής: εκτός από την είσοδό του το υπόλοιπο είναι νησί· εισχωρούν εκεί δύο διώρυγες που δεν ενώνονται μεταξύ τους αλλά η καθεμιά τους εισχωρεί ώς την είσοδο του ιερού και κυλούν γύρω του η μια από εδώ και η άλλη από εκεί, και έχουν πλάτος η καθεμία εκατό πόδια και έχουν πυκνή σκιά από δέντρα. |
| [2.138.2] | τὰ δὲ προπύλαια ὕψος μὲν δέκα ὀργυιέων ἐστί, τύποισι δὲ ἑξαπήχεσι ἐσκευάδαται ἀξίοισι λόγου. ἐὸν δ᾽ ἐν μέσῃ τῇ πόλι τὸ ἱρὸν κατορᾶται πάντοθεν περιιόντι· ἅτε γὰρ τῆς πόλιος μὲν ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ, τοῦ δ᾽ ἱροῦ οὐ κεκινημένου ὡς ἀρχῆθεν ἐποιήθη, ἔσοπτόν ἐστι. | Τα προπύλαια έχουν ύψος δέκα οργιές και είναι στολισμένα με ενδιαφέρουσες παραστάσεις με ύψος έξι πήχες. Και καθώς το ιερό βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, το βλέπει κανείς από παντού πηγαίνοντας γύρω γύρω· και τούτο, επειδή η πόλη με τις προσχώσεις υψώθηκε, ενώ το ιερό έμεινε αμετακίνητο όπως φτιάχτηκε από την αρχή και φαίνεται από πάνω. |
| [2.138.3] | περιθέει δὲ αὐτὸ αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι· ἔστι δὲ ἔσωθεν ἄλσος δενδρέων μεγίστων πεφυτευμένον περὶ νηὸν μέγαν, ἐν τῷ δὴ τὤγαλμα ἔνι· εὖρος δὲ καὶ μῆκος τοῦ ἱροῦ πάντῃ σταδίου ἐστί. | Γύρω γύρω το κλείνει περίβολος με γλυπτές παραστάσεις· μέσα στον περίβολο υπάρχει άλσος από μεγάλα δέντρα φυτρωμένα γύρω στον μεγάλο ναό, και μέσα σ᾽ αυτόν βρίσκεται το άγαλμα· το πλάτος και το μάκρος του ιερού είναι ένα στάδιο προς όλες τις κατευθύνσεις. |
| [2.138.4] | κατὰ μὲν δὴ τὴν ἔσοδον ἐστρωμένη ἐστὶ ὁδὸς λίθου ἐπὶ σταδίους τρεῖς μάλιστά κῃ, διὰ τῆς ἀγορῆς φέρουσα ἐς τὸ πρὸς ἠῶ, εὖρος δὲ ὡς τεσσέρων πλέθρων· τῇ δὲ καὶ τῇ τῆς ὁδοῦ δένδρεα οὐρανομήκεα πέφυκε· φέρει δ᾽ ἐς Ἑρμέω ἱρόν. τὸ μὲν δὴ ἱρὸν τοῦτο οὕτως ἔχει. | Στην είσοδο φέρνει λιθόστρωτος δρόμος, κάπου τρεις σταδίους μάκρος και τέσσερα πλέθρα πλάτος, που περνάει από την αγορά και πηγαίνει προς τα ανατολικά· από τη μια και από την άλλη μεριά του φυτρώνουν δέντρα ψηλά ώς τα ουράνια, και ο δρόμος φτάνει ώς το ιερό του Ερμή. Έτσι λοιπόν είναι αυτό το ιερό. |
| [2.139.1] | τέλος δὲ τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ Αἰθίοπος ὧδε ἔλεγον γενέσθαι· ὄψιν ἐν τῷ ὕπνῳ τοιήνδε ἰδόντα αὐτὸν οἴχεσθαι φεύγοντα· ἐδόκεέ οἱ ἄνδρα ἐπιστάντα συμβουλεύειν τοὺς ἱρέας τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ συλλέξαντα πάντας μέσους διαταμεῖν· | Νά τώρα πώς μου είπαν ότι έγινε τελικά η αποχώρηση του Αιθίοπα· είδε στον ύπνο του ένα όνειρο και γι᾽ αυτό βιάστηκε να φύγει· είδε κάποιον να στέκεται μπροστά του και να τον συμβουλεύει να συνάξει όλους τους Αιγυπτίους ιερείς και να τους κόψει στη μέση· |
| [2.139.2] | ἰδόντα δὲ τὴν ὄψιν ταύτην λέγειν αὐτὸν ὡς πρόφασίν οἱ δοκέοι ταύτην τοὺς θεοὺς προδεικνύναι, ἵνα ἀσεβήσας περὶ τὰ ἱρὰ κακόν τι πρὸς θεῶν ἢ πρὸς ἀνθρώπων λάβοι· οὐκ ὦν ποιήσειν ταῦτα, ἀλλὰ γάρ οἱ ἐξεληλυθέναι τὸν χρόνον ὁκόσον κεχρῆσθαι ἄρξαντα Αἰγύπτου ἐκχωρήσειν. | βλέποντας το όνειρο αυτό ο Αιθίοπας είπε ότι κατά τη γνώμη του οι θεοί τού το παρουσίασαν για πρόφαση, για να διαπράξει ιεροσυλία και να πάθει κάποια συμφορά από τους θεούς ή τους ανθρώπους· αυτός όμως δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα, εφόσον είχε πια περάσει ο καιρός όπου ο χρησμός τού είχε πει να κυβερνήσει την Αίγυπτο και ύστερα να φύγει. |
| [2.139.3] | ἐν γὰρ τῇ Αἰθιοπίῃ ἐόντι αὐτῷ τὰ μαντήια τοῖσι χρέωνται Αἰθίοπες ἀνεῖλε ὡς δέοι αὐτὸν Αἰγύπτου βασιλεῦσαι ἔτεα πεντήκοντα. ὡς ὦν ὁ χρόνος οὗτος ἐξήιε καὶ αὐτὸν ἡ ὄψις τοῦ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε, ἑκὼν ἀπαλλάσσετο ἐκ τῆς Αἰγύπτου ὁ Σαβακῶς. | Γιατί όταν βρισκόταν στην Αιθιοπία, τα μαντεία που συμβουλεύονται οι Αιθίοπες του είχαν παραγγείλει ότι έπρεπε να βασιλεύσει στην Αίγυπτο πενήντα χρόνια. Δεδομένου λοιπόν ότι το διάστημα αυτό συμπληρωνόταν και ότι το όνειρο που είδε στον ύπνο του τον έκανε άνω–κάτω, ο Σαβακώς έφυγε από την Αίγυπτο με τη θέλησή του. |
| [2.140.1] | Ὡς δ᾽ ἄρα οἴχεσθαι τὸν Αἰθίοπα ἐξ Αἰγύπτου, αὖτις τὸν τυφλὸν ἄρχειν ἐκ τῶν ἑλέων ἀπικόμενον, ἔνθα πεντήκοντα ἔτεα νῆσον χώσας σποδῷ τε καὶ γῇ οἴκεε· ὅκως γάρ οἱ φοιτᾶν σῖτον ἄγοντας Αἰγυπτίων ὡς ἑκάστοισι προστετάχθαι σιγῇ τοῦ Αἰθίοπος, ἐς τὴν δωρεὴν κελεύειν σφέας καὶ σποδὸν κομίζειν. | Μόλις λοιπόν έφυγε ο Αιθίοπας από την Αίγυπτο, γύρισε από τα έλη ο τυφλός για να βασιλεύσει· είχε ζήσει εκεί πενήντα χρόνια, σ᾽ ένα νησί φτιαγμένο από στάχτη και χώμα: καθώς οι Αιγύπτιοι τον επισκέπτονταν πηγαίνοντάς του σιτάρι, όπως είχε οριστεί στον καθένα τους, χωρίς ο Αιθίοπας να το ξέρει, αυτός τους πρόσταζε μαζί με το χάρισμα να του πηγαίνουν και στάχτη. |
| [2.140.2] | ταύτην τὴν νῆσον οὐδεὶς πρότερον ἐδυνάσθη Ἀμυρταίου ἐξευρεῖν, ἀλλὰ ἔτεα ἐπὶ πλέω ἢ ἑπτακόσια οὐκ οἷοί τε ἦσαν αὐτὴν ἀνευρεῖν οἱ πρότεροι γενόμενοι βασιλέες Ἀμυρταίου. οὔνομα δὲ ταύτῃ τῇ νήσῳ Ἐλβώ, μέγαθος δ᾽ ἐστὶ πάντῃ δέκα σταδίων. | Το νησί αυτό κανένας δεν μπόρεσε να το βρει πριν από τον Αμυρταίο: πέρασαν επτακόσια και πλέον χρόνια και αυτοί που έγιναν βασιλιάδες πριν από τον Αμυρταίο, δεν μπόρεσαν να το βρουν. Ελβώ το όνομά του, και το μέγεθός του δέκα στάδιοι στο μάκρος και στο πλάτος. |
| [2.141.1] | Μετὰ δὲ τοῦτον βασιλεῦσαι τὸν ἱρέα τοῦ Ἡφαίστου, τῷ οὔνομα εἶναι Σεθῶν· τὸν ἐν ἀλογίῃσι ἔχειν παραχρησάμενον τοὺς μαχίμων Αἰγυπτίων ὡς οὐδὲν δεησόμενον αὐτῶν, ἄλλα τε δὴ ἄτιμα ποιεῦντα ἐς αὐτοὺς καί σφεας ἀπελέσθαι τὰς ἀρούρας, τοῖσι ἐπὶ τῶν προτέρων βασιλέων δεδόσθαι ἐξαιρέτους ἑκάστῳ δυώδεκα ἀρούρας. | Μετά τον τυφλό, βασιλιάς έγινε ο ιερέας του Ηφαίστου, Σεθών το όνομά του· αυτός δεν είχε σε καμιά υπόληψη τους στρατιωτικούς της Αιγύπτου, τους περιφρονούσε, επειδή, λέει, ουδέποτε θα τους χρειαζόταν, και ανάμεσα στις άλλες προσβολές που τους έκανε, τους πήρε πίσω και τη γη που τους είχαν δώσει οι προηγούμενοι βασιλιάδες, δώδεκα εξαιρετικά χωράφια στον καθένα. |
| [2.141.2] | μετὰ δὲ ἐπ᾽ Αἴγυπτον ἐλαύνειν στρατὸν μέγαν Σαναχάριβον βασιλέα Ἀραβίων τε καὶ Ἀσσυρίων· οὐκ ὦν δὴ ἐθέλειν τοὺς μαχίμους τῶν Αἰγυπτίων βοηθέειν. | Ύστερα όμως ο Σαναχάριβος, βασιλιάς των Αράβων και των Ασσυρίων, εκστρατεύει κατά της Αιγύπτου με στρατό μεγάλο· οι Αιγύπτιοι πολεμιστές δεν θέλουν να βοηθήσουν τον βασιλιά. |
| [2.141.3] | τὸν δὲ ἱρέα ἐς ἀπορίην ἀπειλημένον ἐσελθόντα ἐς τὸ μέγαρον πρὸς τὤγαλμα ἀποδύρεσθαι οἷα κινδυνεύει παθεῖν· ὀλοφυρόμενον δ᾽ ἄρα μιν ἐπελθεῖν ὕπνον καί οἱ δόξαι ἐν τῇ ὄψι ἐπιστάντα τὸν θεὸν θαρσύνειν ὡς οὐδὲν πείσεται ἄχαρι ἀντιάζων τὸν Ἀραβίων στρατόν· αὐτὸς γάρ οἱ πέμψειν τιμωρούς. | Αυτός δεν ξέρει τί να κάνει και μπαίνει στον ναό και πιάνει να κλαίει μπροστά στο άγαλμα γι᾽ αυτά που κινδυνεύει να πάθει· και καθώς θρηνολογούσε, τον πήρε ο ύπνος και ονειρεύτηκε ότι φανερώθηκε ο θεός μπροστά του και του έδωσε θάρρος ότι αν αντιμετώπιζε τον αραβικό στρατό, δεν θα πάθαινε κανένα κακό: αυτός, ο θεός, θα του έστελνε βοήθεια. |
| [2.141.4] | τούτοισι δή μιν πίσυνον [τοῖσι ἐνυπνίοισι] παραλαβόντα Αἰγυπτίων τοὺς βουλομένους οἱ ἕπεσθαι στρατοπεδεύσασθαι ἐν Πηλουσίῳ (ταύτῃ γάρ εἰσι αἱ ἐσβολαί)· ἕπεσθαι δέ οἱ τῶν μαχίμων μὲν οὐδένα ἀνδρῶν, καπήλους δὲ καὶ χειρώνακτας καὶ ἀγοραίους ἀνθρώπους. | Έχοντας λοιπόν πεποίθηση στο όνειρο, παραλαβαίνει ο βασιλιάς τους Αιγυπτίους όσοι θέλησαν να τον ακολουθήσουν και στρατοπεδεύει στο Πηλούσιο (γιατί από εκεί μπαίνει κανείς στην Αίγυπτο)· από τους πολεμιστές βέβαια δεν τον ακολούθησε κανένας, παρά μόνο μαγαζάτορες, εργατικοί και εμπορευόμενοι. |
| [2.141.5] | ἐνθαῦτα ἀπικομένοισι τοῖσι ἐναντίοισι [αὐτοῖσι] ἐπιχυθέντας νυκτὸς μῦς ἀρουραίους κατὰ μὲν φαγεῖν τοὺς φαρετρεῶνας αὐτῶν, κατὰ δὲ τὰ τόξα, πρὸς δὲ τῶν ἀσπίδων τὰ ὄχανα, ὥστε τῇ ὑστεραίῃ φευγόντων σφέων γυμνῶν [ἀνόπλων] πεσεῖν πολλούς. | Όταν έφτασαν εκεί οι εχθροί, τη νύχτα χύθηκαν καταπάνω τους αρουραίοι και τους έφαγαν όλες τις φαρέτρες και τα τόξα και επιπλέον τις λαβές από τις ασπίδες τους, και την άλλη μέρα αυτοί, άοπλοι καθώς ήταν, ρίχτηκαν στη φυγή και έπεσαν πολλοί. |
| [2.141.6] | καὶ νῦν οὗτος ὁ βασιλεὺς ἕστηκε ἐν τῷ ἱρῷ τοῦ Ἡφαίστου λίθινος, ἔχων ἐπὶ τῆς χειρὸς μῦν, λέγων διὰ γραμμάτων τάδε· ἐς ἐμέ τις ὁρέων εὐσεβὴς ἔστω. | Και σήμερα ο βασιλιάς αυτός είναι στημένος πέτρινος στον ναό του Ηφαίστου κρατώντας στα χέρια ποντικό και έχει και επιγραφή που λέει τούτα: «Εμένα να βλέπετε και να είστε ευσεβείς». |
| [2.142.1] | Ἐς μὲν τοσόνδε τοῦ λόγου Αἰγύπτιοί τε καὶ οἱ ἱρέες ἔλεγον, ἀποδεικνύντες ἀπὸ τοῦ πρώτου βασιλέος ἐς τοῦ Ἡφαίστου τὸν ἱρέα τοῦτον τὸν τελευταῖον βασιλεύσαντα μίαν τε καὶ τεσσεράκοντα καὶ τριηκοσίας ἀνθρώπων γενεὰς γενομένας καὶ ἐν ταύτῃσι ἀρχιερέας καὶ βασιλέας ἑκατέρους τοσούτους γενομένους. | Ώς το σημείο τούτο της αφήγησης μου τα είπαν οι Αιγύπτιοι και οι ιερείς τους, αποδείχνοντάς μου ότι από τον πρώτο βασιλιά ώς τον ιερέα αυτόν του Ηφαίστου, τον τελευταίο που βασίλευσε, υπήρξαν τριακόσιες σαράντα μία γενιές ανθρώπων και ότι κατά τη διάρκειά τους υπήρξαν άλλοι τόσοι αρχιερείς και βασιλιάδες. |
| [2.142.2] | καίτοι τριηκόσιαι μὲν ἀνδρῶν γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα· γενεαὶ γὰρ τρεῖς ἀνδρῶν ἑκατὸν ἔτεά ἐστι. μιῆς δὲ καὶ τεσσεράκοντα ἔτι τῶν ἐπιλοίπων γενέων, αἳ ἐπῆσαν τῇσι τριηκοσίῃσι, ἐστὶ τεσσεράκοντα καὶ τριηκόσια καὶ χίλια ἔτεα. | Δηλαδή, τριακόσιες γενιές ανθρώπων κάνουν δέκα χιλιάδες χρόνια, αφού τρεις γενιές ανθρώπων είναι εκατό χρόνια. Και σαράντα μία οι υπόλοιπες γενιές επιπλέον από τις τριακόσιες, που μας κάνουν χίλια τριακόσια σαράντα χρόνια, |
| [2.142.3] | οὕτως ἐν μυρίοισί τε ἔτεσι καὶ χιλίοισι καὶ πρὸς τριηκοσίοισί τε καὶ τεσσεράκοντα ἔλεγον θεὸν ἀνθρωποειδέα οὐδένα γενέσθαι· οὐ μὲν οὐδὲ πρότερον οὐδὲ ὕστερον ἐν τοῖσι ὑπολοίποισι Αἰγύπτου βασιλεῦσι γενομένοισι ἔλεγον οὐδὲν τοιοῦτον. | έχουμε έντεκα χιλιάδες τριακόσια σαράντα χρόνια, και στο διάστημα αυτό, μου είπαν, δεν υπήρξε ούτε ένας θεός με ανθρώπινη μορφή· και μάλιστα, μου είπαν, τίποτε τέτοιο δεν παρουσιάστηκε ούτε πριν ούτε μετά, με τους υπόλοιπους βασιλιάδες που υπήρξαν στην Αίγυπτο. |
| [2.142.4] | ἐν τοίνυν τούτῳ τῷ χρόνῳ τετράκις ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι· ἔνθα τε νῦν καταδύεται, ἐνθεῦτεν δὶς ἐπανατεῖλαι, καὶ ἔνθεν νῦν ἀνατέλλει, ἐνθαῦτα δὶς καταδῦναι· καὶ οὐδὲν τῶν κατ᾽ Αἴγυπτον ὑπὸ ταῦτα ἑτεροιωθῆναι, οὔτε τὰ ἀπὸ τῆς γῆς οὔτε τὰ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ σφι γινόμενα, οὔτε τὰ ἀμφὶ νούσους οὔτε τὰ κατὰ τοὺς θανάτους. | Στο διάστημα αυτό, μου είπαν, ο ήλιος ανέτειλε τέσσερις φορές με τρόπο αντίθετον από τον συνηθισμένο: δυο φορές ανέτειλε από εκεί όπου τώρα δύει, και δυο φορές έδυσε εκεί από όπου τώρα ανατέλλει· και τίποτε στην Αίγυπτο δεν άλλαξε σ᾽ αυτή την περίοδο, ούτε τα όσα τους δίνουν η γη και ο ποταμός ούτε τα σχετικά με τις αρρώστιες και τους θανάτους. |
| [2.143.1] | Πρότερον δὲ Ἑκαταίῳ τῷ λογοποιῷ ἐν Θήβῃσι γενεηλογήσαντί [τε] ἑωυτὸν καὶ ἀναδήσαντι τὴν πατριὴν ἐς ἑκκαιδέκατον θεὸν ἐποίησαν οἱ ἱρέες τοῦ Διὸς οἷόν τι καὶ ἐμοὶ οὐ γενεηλογήσαντι ἐμεωυτόν· | Κάποτε στη Θήβα ο Εκαταίος ο ιστορικός παρουσίασε τη γενεαλογία του συνδέοντας την οικογένειά του με θεό, δέκατον έκτο στη σειρά, και οι ιερείς του Δία τού έκαναν ό,τι και σ᾽ εμένα, που ωστόσο δεν παρουσίασα τη γενεαλογία μου: |
| [2.143.2] | ἐσαγαγόντες ἐς τὸ μέγαρον ἔσω ἐὸν μέγα ἐξηρίθμεον δεικνύντες κολοσσοὺς ξυλίνους τοσούτους ὅσους περ εἶπον· ἀρχιερεὺς γὰρ ἕκαστος αὐτόθι ἱστᾷ ἐπὶ τῆς ἑωυτοῦ ζόης εἰκόνα ἑωυτοῦ· | με έμπασαν μέσα στον ναό, που είναι μεγάλος, και μου έδειξαν, μετρώντας τα, ξύλινα κολοσσιαία αγάλματα, όσα ακριβώς είπα· γιατί ο κάθε ιερέας, εν ζωή ακόμη, στήνει εκεί μέσα το άγαλμά του· |
| [2.143.3] | ἀριθμέοντες ὦν καὶ δεικνύντες οἱ ἱρέες ἐμοὶ ἀπεδείκνυσαν παῖδα πατρὸς ἑωυτῶν ἕκαστον ἐόντα, ἐκ τοῦ ἄγχιστα ἀποθανόντος τῆς εἰκόνος διεξιόντες διὰ πασέων, ἐς οὗ ἀπέδεξαν ἁπάσας αὐτάς. | μετρώντας λοιπόν και παρουσιάζοντας οι ιερείς τους κολοσσούς μού απέδειξαν ότι ο καθένας από αυτούς ήταν γιος και πατέρας, και ξεκινώντας από το άγαλμα του πιο πρόσφατα πεθαμένου, πέρασαν όλες τις απεικονίσεις μία μία ώσπου μου τις παρουσίασαν όλες. |
| [2.143.4] | Ἑκαταίῳ δὲ γενεηλογήσαντι ἑωυτὸν καὶ ἀναδήσαντι ἐς ἑκκαιδέκατον θεὸν ἀντεγενεηλόγησαν ἐπὶ τῇ ἀριθμήσι, οὐ δεκόμενοι παρ᾽ αὐτοῦ ἀπὸ θεοῦ γενέσθαι ἄνθρωπον· ἀντεγενεηλόγησαν δὲ ὧδε, φάμενοι ἕκαστον τῶν κολοσσῶν πίρωμιν ἐκ πιρώμιος γεγονέναι, ἐς ὃ τοὺς πέντε καὶ τεσσεράκοντα καὶ τριηκοσίους ἀπέδεξαν κολοσσοὺς [πίρωμιν ἐκ πιρώμιος γενόμενον], καὶ οὔτε ἐς θεὸν οὔτε ἐς ἥρωα ἀνέδησαν αὐτούς. πίρωμις δέ ἐστι κατ᾽ Ἑλλάδα γλῶσσαν καλὸς κἀγαθός. | Όσο για τον Εκαταίο που έκανε τη γενεαλογία του και συνδέθηκε με τον θεό στη δέκατη έκτη γενιά, αυτοί του έκαναν άλλη γενεαλογία με βάση το μέτρημα, γιατί δεν δέχονταν τα λεγόμενά του, ότι δηλαδή από θεό γεννήθηκε άνθρωπος· και του παρουσίασαν αυτή την αντίθετη γενεαλογία λέγοντάς του ότι ο καθένας απ᾽ αυτούς τους κολοσσούς ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος που είχε γεννηθεί από άλλον εξαίρετο άνθρωπο, πράγμα που του το απέδειξαν για τους τριακόσιους σαράντα πέντε κολοσσούς, ότι ήταν εξαίρετοι άνθρωποι γεννημένοι από εξαιρετικούς ανθρώπους, χωρίς να τους συνδέσουν ούτε με θεό κανέναν ούτε με ήρωα… |
| [2.144.1] | ἤδη ὦν τῶν αἱ εἰκόνες ἦσαν, τοιούτους ἀπεδείκνυσάν σφεας πάντας ἐόντας, θεῶν δὲ πολλὸν ἀπαλλαγμένους. | Έτσι λοιπόν οι ιερείς απέδειξαν ότι όλοι αυτοί στους οποίους ανήκαν τα αγάλματα, ήταν θνητοί και κάθε άλλο παρά θεοί. |
| [2.144.2] | τὸ δὲ πρότερον τῶν ἀνδρῶν τούτων θεοὺς εἶναι τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ ἄρχοντας οἰκέοντας ἅμα τοῖσι ἀνθρώποισι, καὶ τούτων αἰεὶ ἕνα τὸν κρατέοντα εἶναι· ὕστατον δὲ αὐτῆς βασιλεῦσαι Ὧρον τὸν Ὀσίριος παῖδα, τὸν Ἀπόλλωνα Ἕλληνες ὀνομάζουσι· τοῦτον καταπαύσαντα Τυφῶνα βασιλεῦσαι ὕστατον Αἰγύπτου. Ὄσιρις δέ ἐστι Διόνυσος κατὰ Ἑλλάδα γλῶσσαν. | Αλλά πριν από τους ανθρώπους οι ηγεμόνες στην Αίγυπτο ήταν θεοί που συγκατοικούσαν μαζί με τους ανθρώπους, και κάθε φορά αρχηγός ήταν ένας από αυτούς· τελευταίος βασίλευσε στη χώρα ο Ώρος, ο γιος του Όσιρη, που οι Έλληνες τον ονομάζουν Απόλλωνα και που έριξε τον Τυφώνα και έγινε τελευταίος βασιλιάς της Αιγύπτου. Όσο για τον Όσιρη, στην ελληνική γλώσσα είναι Διόνυσος. |
| [2.145.1] | Ἐν Ἕλλησι μέν νυν νεώτατοι τῶν θεῶν νομίζονται εἶναι Ἡρακλέης τε καὶ Διόνυσος καὶ Πάν, παρ᾽ Αἰγυπτίοισι δὲ Πὰν μὲν ἀρχαιότατος καὶ τῶν ὀκτὼ τῶν πρώτων λεγομένων θεῶν, Ἡρακλέης δὲ τῶν δευτέρων τῶν δυώδεκα λεγομένων εἶναι, Διόνυσος δὲ τῶν τρίτων, οἳ ἐκ τῶν δυώδεκα θεῶν ἐγένοντο. | Ανάμεσα στους Έλληνες οι νεότεροι από τους θεούς θεωρούνται ότι είναι ο Ηρακλής, ο Διόνυσος και ο Παν, ενώ ανάμεσα στους Αιγυπτίους ο Παν θεωρείται αρχαιότατος και ένας από τους οκτώ θεούς που λέγεται ότι ήταν οι πρώτοι, ο Ηρακλής από τους δεύτερους, που λέγεται ότι είναι δώδεκα, και ο Διόνυσος από τους τρίτους, αυτούς που γεννήθηκαν από τους δώδεκα θεούς. |
| [2.145.2] | Ἡρακλέϊ μὲν δὴ ὅσα αὐτοὶ Αἰγύπτιοί φασι εἶναι ἔτεα ἐς Ἄμασιν βασιλέα, δεδήλωταί μοι πρόσθε· Πανὶ δὲ ἔτι τούτων πλέονα λέγεται εἶναι, Διονύσῳ δ᾽ ἐλάχιστα τούτων, καὶ τούτῳ πεντακισχίλια καὶ μύρια λογίζονται εἶναι ἐς Ἄμασιν βασιλέα. | Πόσα χρόνια λένε οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι ότι χωρίζουν τον Ηρακλή από τον βασιλιά Άμαση, το ανέφερα παραπάνω· όσο για τον Πάνα, λένε ότι τα χρόνια είναι περισσότερα από τα προηγούμενα, ενώ στην περίπτωση του Διόνυσου είναι λιγότερα, αφού από αυτόν ώς τον βασιλιά Άμαση τα χρόνια υπολογίζονται ότι είναι δεκαπέντε χιλιάδες. |
| [2.145.3] | καὶ ταῦτα Αἰγύπτιοι ἀτρεκέως φασὶ ἐπίστασθαι, αἰεί τε λογιζόμενοι καὶ αἰεὶ ἀπογραφόμενοι τὰ ἔτεα. | Και τούτα οι Αιγύπτιοι ισχυρίζονται ότι τα γνωρίζουν με ακρίβεια, δεδομένου ότι ανέκαθεν λογαριάζουν και ανέκαθεν καταγράφουν τα χρόνια. |
| [2.145.4] | Διονύσῳ μέν νυν τῷ ἐκ Σεμέλης τῆς Κάδμου λεγομένῳ γενέσθαι κατὰ χίλια [ἑξακόσια] ἔτεα [καὶ] μάλιστά ἐστι ἐς ἐμέ, Ἡρακλέϊ δὲ τῷ Ἀλκμήνης κατὰ εἰνακόσια [ἔτεα], Πανὶ δὲ τῷ [ἐκ] Πηνελόπης (ἐκ ταύτης γὰρ καὶ Ἑρμέω λέγεται γενέσθαι ὑπὸ Ἑλλήνων ὁ Πάν) ἐλάσσω ἔτεά ἐστι τῶν Τρωικῶν, κατὰ ὀκτακόσια μάλιστα ἐς ἐμέ. | Από τον Διόνυσο λοιπόν, που λέγεται ότι τον γέννησε η Σεμέλη, η κόρη του Κάδμου, ώς την εποχή τη δική μου είναι περίπου χίλια εξακόσια χρόνια, από τον Ηρακλή της Αλκμήνης περίπου εννιακόσια χρόνια, και από τον Πάνα της Πηνελόπης (γιατί από αυτήν και από τον Ερμή λένε οι Έλληνες ότι γεννήθηκε ο Παν) είναι λιγότερα παρ᾽ όσα από τα Τρωικά, δηλαδή κάπου οκτακόσια χρόνια ώς την εποχή μου. |
| [2.146.1] | τούτων ὦν ἀμφοτέρων πάρεστι χρᾶσθαι τοῖσί τις πείσεται λεγομένοισι μᾶλλον· ἐμοὶ δ᾽ ὦν ἡ περὶ αὐτῶν γνώμη ἀποδέδεκται. εἰ μὲν γὰρ φανεροί τε ἐγένοντο καὶ κατεγήρασαν καὶ οὗτοι ἐν τῇ Ἑλλάδι, κατά περ Ἡρακλέης ὁ ἐξ Ἀμφιτρύωνος γενόμενος καὶ δὴ καὶ Διόνυσος ὁ ἐκ Σεμέλης καὶ Πὰν ὁ ἐκ Πηνελόπης γενόμενος, ἔφη ἄν τις καὶ τούτους ἄλλους γενομένους ἄνδρας ἔχειν τὰ ἐκείνων οὐνόματα τῶν προγεγονότων θεῶν· | Από τις δύο τούτες ιστορίες ελεύθερος είναι ο καθένας να ακολουθήσει όποια τον πείθει περισσότερο· όσο για την δική μου γνώμη σχετικά με όλα αυτά, έχει ήδη εκτεθεί. Γιατί αν ο Διόνυσος που γεννήθηκε από τη Σεμέλη και ο Παν που γεννήθηκε από την Πηνελόπη, γίνονταν και αυτοί διάσημοι στην Ελλάδα και έφταναν ώς τα γεράματα, όπως ο Ηρακλής που τον έκανε ο Αμφιτρύων, τότε θα έλεγε κανείς ότι και αυτοί οι δύο, Διόνυσος δηλαδή και Παν, υπήρξαν, όπως και ο Ηρακλής, άνθρωποι που είχαν πάρει τα ονόματα εκείνων των παλαιοτέρων θεών· |
| [2.146.2] | νῦν δὲ Διόνυσόν τε λέγουσι οἱ Ἕλληνες ὡς αὐτίκα γενόμενον ἐς τὸν μηρὸν ἐνερράψατο Ζεὺς καὶ ἤνεικε ἐς Νύσαν τὴν ὑπὲρ Αἰγύπτου ἐοῦσαν ἐν τῇ Αἰθιοπίῃ, καὶ Πανός γε πέρι οὐκ ἔχουσι εἰπεῖν ὅκῃ ἐτράπετο γενόμενος. δῆλά ὦν μοι γέγονε ὅτι ὕστερον ἐπύθοντο οἱ Ἕλληνες τούτων τὰ οὐνόματα ἢ τὰ τῶν ἄλλων θεῶν. ἀπ᾽ οὗ δὲ ἐπύθοντο χρόνου, ἀπὸ τούτου γενεηλογέουσι αὐτῶν τὴν γένεσιν. | σήμερα όμως οι Έλληνες λένε ότι τον Διόνυσο, μόλις γεννήθηκε, τον έραψε ο Δίας μέσα στο μηρό του και τον πήγε στη Νύσα, που είναι πάνω από την Αίγυπτο, στην Αιθιοπία· αλλά για τον Πάνα δεν έχουν τίποτε να πούνε, πού πήγε όταν γεννήθηκε. Είναι λοιπόν φανερό κατά τη γνώμη μου ότι τα ονόματα τούτων των θεών οι Έλληνες τα έμαθαν ύστερα από των άλλων. Και από την εποχή όπου τα έμαθαν, από τότε χρονολογούν τη γέννησή τους. |
| [2.147.1] | Ταῦτα μέν νυν αὐτοὶ Αἰγύπτιοι λέγουσι, ὅσα δὲ οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι καὶ Αἰγύπτιοι λέγουσι ὁμολογέοντες τοῖσι ἄλλοισι κατὰ ταύτην τὴν χώρην γενέσθαι, ταῦτ᾽ ἤδη φράσω· προσέσται δέ τι αὐτοῖσι καὶ τῆς ἐμῆς ὄψιος. | Όλα τα παραπάνω τα λένε οι Αιγύπτιοι. Τώρα όμως θα περιγράψω όσα λένε οι άλλοι άνθρωποι ότι έγιναν σε τούτη τη χώρα, και τα λένε και οι Αιγύπτιοι συμφωνώντας με τους άλλους· θα προσθέσω ωστόσο σε αυτά και μερικά απ᾽ όσα είδα ο ίδιος. |
| [2.147.2] | ἐλευθερωθέντες Αἰγύπτιοι μετὰ τὸν ἱρέα τοῦ Ἡφαίστου βασιλεύσαντα (οὐδένα γὰρ χρόνον οἷοί τε ἦσαν ἄνευ βασιλέος διαιτᾶσθαι) ἐστήσαντο δυώδεκα βασιλέας, [ἐς] δυώδεκα μοίρας δασάμενοι Αἴγυπτον πᾶσαν. | Αφού ελευθερώθηκαν οι Αιγύπτιοι μετά τη βασιλεία του ιερέα του Ηφαίστου (γιατί δεν μπορούν ούτε στιγμή να ζήσουν χωρίς βασιλιά), χώρισαν όλη την Αίγυπτο σε δώδεκα μέρη και έταξαν δώδεκα βασιλιάδες. |
| [2.147.3] | οὗτοι ἐπιγαμίας ποιησάμενοι ἐβασίλευον νόμοισι τοῖσδε χρεώμενοι, μήτε καταιρέειν ἀλλήλους μήτε πλέον τι δίζησθαι ἔχειν τὸν ἕτερον τοῦ ἑτέρου, εἶναί τε φίλους τὰ μάλιστα. | Οι βασιλιάδες αυτοί έκαναν επιγαμίες και βασίλευαν ακολουθώντας νόμους που έλεγαν να μην ανατρέπουν ο ένας τον άλλο, να μην επιθυμούν να έχουν περισσότερα ο ένας από τον άλλο και να είναι πολύ καλοί φίλοι. |
| [2.147.4] | τῶνδε δὲ εἵνεκα τοὺς νόμους τούτους ἐποιέοντο, ἰσχυρῶς περιστέλλοντες· ἐκέχρητό σφι κατ᾽ ἀρχὰς αὐτίκα ἐνισταμένοισι ἐς τὰς τυραννίδας τὸν χαλκέῃ φιάλῃ σπείσαντα αὐτῶν ἐν τῷ ἱρῷ τοῦ Ἡφαίστου, τοῦτον ἁπάσης βασιλεύσειν Αἰγύπτου· ἐς γὰρ δὴ τὰ πάντα ἱρὰ συνελέγοντο. | Θέσπισαν αυτούς τους νόμους και τους τηρούσαν με συνέπεια για τον εξής λόγο: μόλις ανέβηκαν στην εξουσία, από την αρχή αρχή, τους δόθηκε χρησμός ότι όποιος κάνει σπονδή με χάλκινο τάσι στο ιερό του Ηφαίστου (όπου συνάζονταν, όπως και σε όλα τα ιερά), αυτός θα βασιλεύσει σε ολόκληρη την Αίγυπτο. |
| [2.148.1] | καὶ δή σφι μνημόσυνα ἔδοξε λιπέσθαι κοινῇ, δόξαν δέ σφι ἐποιήσαντο λαβύρινθον, ὀλίγον ὑπὲρ τῆς λίμνης τῆς Μοίριος κατὰ Κροκοδείλων καλεομένην πόλιν μάλιστά κῃ κείμενον· τὸν ἐγὼ ἤδη εἶδον λόγου μέζω. | Αποφάσισαν επίσης αυτοί οι βασιλιάδες να αφήσουν κάποιο κοινό μνημείο, και με την απόφασή τους αυτή κατασκεύασαν έναν λαβύρινθο, που βρίσκεται λίγο πιο πάνω από τη λίμνη Μοίριδα, κάπου κοντά στη λεγόμενη Κροκοδειλούπολη· τον είδα τον λαβύρινθο αυτόν, και είναι ανώτερος από κάθε περιγραφή. |
| [2.148.2] | εἰ γάρ τις τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεά τε καὶ ἔργων ἀπόδεξιν συλλογίσαιτο, ἐλάσσονος πόνου τε ἂν καὶ δαπάνης φανείη ἐόντα τοῦ λαβυρίνθου τούτου. καίτοι ἀξιόλογός γε καὶ ὁ ἐν Ἐφέσῳ ἐστὶ νηὸς καὶ ὁ ἐν Σάμῳ. | Γιατί αν υπολογίσουμε όλα μαζί τα τείχη των Ελλήνων και τα έργα που έχουν να επιδείξουν, θα αποδειχτούν κατώτερα από τούτον τον λαβύρινθο ως προς τον κόπο και τη δαπάνη, μολονότι και ο ναός της Εφέσου και ο ναός της Σάμου είναι αξιόλογοι. |
| [2.148.3] | ἦσαν μέν νυν καὶ αἱ πυραμίδες λόγου μέζονες καὶ πολλῶν ἑκάστη αὐτέων Ἑλληνικῶν ἔργων καὶ μεγάλων ἀνταξίη, ὁ δὲ δὴ λαβύρινθος καὶ τὰς πυραμίδας ὑπερβάλλει. | Άλλωστε και οι πυραμίδες είναι ανώτερες από κάθε περιγραφή και αντάξιες η καθεμιά πολλών και μεγάλων ελληνικών έργων, αλλά τούτος ο λαβύρινθος ξεπερνάει και τις πυραμίδες. |
| [2.148.4] | τοῦ γὰρ δυώδεκα μέν εἰσι αὐλαὶ κατάστεγοι, ἀντίπυλοι ἀλλήλῃσι, ἓξ μὲν πρὸς βορέω, ἓξ δὲ πρὸς νότον τετραμμέναι συνεχέες· τοῖχος δὲ ἔξωθεν ὁ αὐτός σφεας περιέργει. οἰκήματα δ᾽ ἔνεστι διπλά, τὰ μὲν ὑπόγαια, τὰ δὲ μετέωρα ἐπ᾽ ἐκείνοισι, τρισχίλια ἀριθμόν, πεντακοσίων καὶ χιλίων ἑκάτερα. | Μέσα στον λαβύρινθο είναι δώδεκα σκεπαστές αυλές, με τις πύλες τους αντικριστές, έξι να βλέπουν προς τον βορρά και έξι προς τον νότο, συνεχόμενες, ενώ απ᾽ έξω τις περιβάλλει ο ίδιος τοίχος. Υπάρχουν ακόμη διπλές αίθουσες, άλλες υπόγειες, άλλες πάνω από τούτες, τρεις χιλιάδες όλες μαζί, από χίλιες πεντακόσιες η κάθε σειρά. |
| [2.148.5] | τὰ μέν νυν μετέωρα τῶν οἰκημάτων αὐτοί τε ὡρῶμεν διεξιόντες καὶ αὐτοὶ θεησάμενοι λέγομεν, τὰ δὲ αὐτῶν ὑπόγαια λόγοισι ἐπυνθανόμεθα. οἱ γὰρ ἐπεστεῶτες τῶν Αἰγυπτίων δεικνύναι αὐτὰ οὐδαμῶς ἤθελον, φάμενοι θήκας αὐτόθι εἶναι τῶν τε ἀρχὴν τὸν λαβύρινθον τοῦτον οἰκοδομησαμένων βασιλέων καὶ τῶν ἱρῶν κροκοδείλων. | Τις αίθουσες που είναι από πάνω τις είδα ο ίδιος, τις περπάτησα, και ό,τι λέω το αντίκρισα με τα μάτια μου· αλλά για τις υπόγειες, κάτω από τούτες, πληροφορήθηκα από λόγια που άκουσα, επειδή οι Αιγύπτιοι επόπτες δεν θέλησαν καθόλου να μου τις δείξουν, λέγοντας ότι εκεί μέσα βρίσκονταν οι τάφοι των βασιλιάδων που πρώτοι οικοδόμησαν αυτόν τον λαβύρινθο, και των ιερών κροκοδείλων. |
| [2.148.6] | οὕτω τῶν μὲν κάτω πέρι οἰκημάτων ἀκοῇ παραλαβόντες λέγομεν, τὰ δὲ ἄνω μέζονα ἀνθρωπηίων ἔργων αὐτοὶ ὡρῶμεν· αἵ τε γὰρ ἔξοδοι διὰ τῶν στεγέων καὶ οἱ εἱλιγμοὶ διὰ τῶν αὐλέων ἐόντες ποικιλώτατοι θῶμα μυρίον παρείχοντο ἐξ αὐλῆς τε ἐς τὰ οἰκήματα διεξιοῦσι καὶ ἐκ τῶν οἰκημάτων ἐς παστάδας, ἐς στέγας τε ἄλλας ἐκ τῶν παστάδων καὶ ἐς αὐλὰς ἄλλας ἐκ τῶν οἰκημάτων. | Έτσι, για τις κάτω αίθουσες λέω ό,τι άκουσα, ενώ τις απάνω, που είναι ανώτερες από ανθρώπινα έργα, τις είδα και ο ίδιος: τα περάσματα για να βγει κανείς από τα δωμάτια και τα πηγαινέλα εδώ κι εκεί ανάμεσα στις αυλές ήταν τόσο περίπλοκα ώστε μας έκαναν να σαστίζουμε περνώντας από την αυλή στις αίθουσες και από τις αίθουσες σε διαδρόμους με κολόνες και από τους διαδρόμους σε άλλα δωμάτια και από τις αίθουσες σε άλλες αυλές. |
| [2.148.7] | ὀροφὴ δὲ πάντων τούτων λιθίνη κατά περ οἱ τοῖχοι, οἱ δὲ τοῖχοι τύπων ἐγγεγλυμμένων πλέοι, αὐλὴ δὲ ἑκάστη περίστυλος λίθου λευκοῦ ἁρμοσμένου τὰ μάλιστα. τῆς δὲ γωνίης τελευτῶντος τοῦ λαβυρίνθου ἔχεται πυραμὶς τεσσερακοντόργυιος, ἐν τῇ ζῷα μεγάλα ἐγγέγλυπται· ὁδὸς δ᾽ ἐς αὐτὴν ὑπὸ γῆν πεποίηται. | Όλα αυτά ήταν σκεπασμένα με πέτρινη στέγη σαν τους τοίχους, και οι τοίχοι ήταν γεμάτοι σκαλιστές παραστάσεις και η κάθε αυλή είχε περιστύλιο από άσπρη πέτρα με τέλεια εφαρμογή. Και στη γωνία όπου καταλήγει ο λαβύρινθος, ακουμπάει πυραμίδα σαράντα οργιές ψηλή, που έχει απάνω της σκαλισμένες μεγάλες ιερογλυφικές παραστάσεις· όσο για τον δρόμο ώς την πυραμίδα, είναι καμωμένος κάτω από τη γη. |
| [2.149.1] | τοῦ δὲ λαβυρίνθου τούτου ἐόντος τοιούτου θῶμα ἔτι μέζον παρέχεται ἡ Μοίριος καλεομένη λίμνη, παρ᾽ ἣν ὁ λαβύρινθος οὗτος οἰκοδόμηται. τῆς τὸ περίμετρον τῆς περιόδου εἰσὶ στάδιοι ἑξακόσιοι καὶ τρισχίλιοι, σχοίνων ἑξήκοντα ἐόντων, ἴσοι καὶ αὐτῆς Αἰγύπτου τὸ παρὰ θάλασσαν· κεῖται δὲ μακρὴ ἡ λίμνη πρὸς βορέην τε καὶ νότον, ἐοῦσα βάθος τῇ βαθυτάτη αὐτὴ ἑωυτῆς πεντηκοντόργυιος. | Και όμως, μόλο που τούτος ο λαβύρινθος είναι τέτοιας λογής, ακόμη μεγαλύτερο θαύμα παρουσιάζει η λίμνη η λεγόμενη του Μοίρη, που κοντά της είναι χτισμένος ο λαβύρινθος· η περίμετρος της λίμνης γύρω γύρω είναι τρεις χιλιάδες εξακόσιοι στάδιοι, που μας κάνουν εξήντα σχοίνους, όσο είναι δηλαδή το πλάτος της ίδιας της παραθαλάσσιας Αιγύπτου· η λίμνη είναι μακρουλή προς βορρά και νότο, και το βάθος της στο μεγαλύτερό του σημείο είναι πενήντα οργιές. |
| [2.149.2] | ὅτι δὲ χειροποίητός ἐστι καὶ ὀρυκτή, αὐτὴ δηλοῖ. ἐν γὰρ μέσῃ τῇ λίμνῃ μάλιστά κῃ ἑστᾶσι δύο πυραμίδες, τοῦ ὕδατος ὑπερέχουσαι πεντήκοντα ὀργυιὰς ἑκατέρη, καὶ τὸ κατ᾽ ὕδατος οἰκοδόμηται ἕτερον τοσοῦτον, καὶ ἐπ᾽ ἀμφοτέρῃσι ἔπεστι κολοσσὸς λίθινος κατήμενος ἐν θρόνῳ. | Ότι είναι έργο των χεριών, ότι την έχουν σκάψει δηλαδή, η λίμνη το δείχνει από μόνη της. Γιατί στο κέντρο της περίπου είναι στημένες δυο πυραμίδες που περισσεύουν πάνω από το νερό πενήντα οργιές, ενώ άλλο τόσο είναι το μέρος τους το χτισμένο κάτω από το νερό, και πάνω στην καθεμιά είναι ένας πέτρινος κολοσσός καθισμένος σε θρόνο. |
| [2.149.3] | οὕτω αἱ μὲν πυραμίδες εἰσὶ ἑκατὸν ὀργυιέων, αἱ δ᾽ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον, ἑξαπέδου [μὲν] τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος, τῶν ποδῶν μὲν τετραπαλάστων ἐόντων, τοῦ δὲ πήχεος ἑξαπαλάστου. | Έτσι, οι πυραμίδες είναι εκατό οργιές, που ισοδυναμούν με έναν στάδιο τεσσάρων πλέθρων, αφού η κάθε οργιά είναι έξι πόδια ή τέσσερις πήχες, τα πόδια τέσσερις παλάμες και οι πήχες έξι παλάμες. |
| [2.149.4] | τὸ δὲ ὕδωρ τὸ ἐν τῇ λίμνῃ αὐθιγενὲς μὲν οὐκ ἔστι (ἄνυδρος γὰρ δὴ δεινῶς ἐστι ‹ἡ› ταύτῃ), ἐκ τοῦ Νείλου δὲ κατὰ διώρυχα ἐσῆκται, καὶ ἓξ μὲν μῆνας ἔσω ῥέει ἐς τὴν λίμνην, ἓξ δὲ μῆνας ἔξω ἐς τὸν Νεῖλον αὖτις. | Το νερό ωστόσο δεν υπάρχει από μόνο του μέσα στη λίμνη (αφού ο τόπος εκεί είναι φοβερά άνυδρος), αλλά έρχεται με διώρυγα από τον Νείλο και έξι μήνες κυλάει μέσα στη λίμνη, έξι μήνες βγαίνει πάλι έξω, στον Νείλο. |
| [2.149.5] | καὶ ἐπεὰν μὲν ἐκρέῃ ἔξω, ἡ δὲ τότε τοὺς ἓξ μῆνας ἐς τὸ βασιλήιον καταβάλλει ἐπ᾽ ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἀργυρίου ἐκ τῶν ἰχθύων, ἐπεὰν δὲ ἐσίῃ τὸ ὕδωρ ἐς αὐτήν, εἴκοσι μνέας. | Όταν το νερό κυλάει προς τα έξω, τους έξι αυτούς μήνες η λίμνη δίνει στο βασίλειο από τα ψάρια ένα ασημένιο τάλαντο την ημέρα, και όταν το νερό μπαίνει μέσα στη λίμνη, είκοσι μνες. |
| [2.150.1] | ἔλεγον δὲ οἱ ἐπιχώριοι καὶ ὡς ἐς τὴν Σύρτιν τὴν ἐν Λιβύῃ ἐκδιδοῖ ἡ λίμνη αὕτη ὑπὸ γῆν, τετραμμένη τὸ πρὸς ἑσπέρην ἐς τὴν μεσόγαιαν παρὰ τὸ ὄρος τὸ ὑπὲρ Μέμφιος. | Οι ντόπιοι μού είπαν ακόμη ότι η λίμνη αυτή, κάτω από τη γη, φτάνει και ώς τη Σύρτη, στη Λιβύη, στρίβοντας δυτικά, στα μεσόγεια, δίπλα στο βουνό πάνω από τη Μέμφιδα. |
| [2.150.2] | ἐπείτε δὲ τοῦ ὀρύγματος τούτου οὐκ ὥρων τὸν χοῦν οὐδαμοῦ ἐόντα, ἐπιμελὲς γὰρ δή μοι ἦν, εἰρόμην τοὺς ἄγχιστα οἰκέοντας τῆς λίμνης ὅκου εἴη ὁ χοῦς ὁ ἐξορυχθείς. οἱ δὲ ἔφρασάν μοι ἵνα ἐξεφορήθη καὶ εὐπετέως ἔπειθον· ᾔδεα γὰρ λόγῳ καὶ ἐν Νίνῳ τῇ Ἀσσυρίων πόλι γενόμενον ἕτερον τοιοῦτο. | Επειδή όμως δεν έβλεπα πουθενά το χώμα που είχε βγει απ᾽ αυτό το έργο, μου γεννήθηκαν απορίες, και ρώτησα τους περίοικους της λίμνης πού βρισκόταν το χώμα που είχε βγει από εκεί. Μου είπαν λοιπόν πού το είχαν μεταφέρει και με έπεισαν αμέσως, δεδομένου ότι ήξερα από αφηγήσεις ότι και στη Νίνο της Ασσυρίας είχε συμβεί κάτι παρόμοιο. |
| [2.150.3] | τὰ γὰρ Σαρδαναπάλλου τοῦ Νίνου βασιλέος ἐόντα μεγάλα χρήματα καὶ φυλασσόμενα ἐν θησαυροῖσι καταγαίοισι ἐπενόησαν κλῶπες ἐκφορῆσαι. ἐκ δὴ ὦν τῶν σφετέρων οἰκίων ἀρξάμενοι οἱ κλῶπες ὑπὸ γῆν σταθμεόμενοι ἐς τὰ βασιλήια οἰκία ὤρυσσον, τὸν δὲ χοῦν τὸν ἐκφορεόμενον ἐκ τοῦ ὀρύγματος, ὅκως γένοιτο νύξ, ἐς τὸν Τίγρην ποταμὸν παραρρέοντα τὴν Νίνον ἐξεφόρεον, ἐς ὃ κατεργάσαντο ὅ τι ἐβούλοντο. | Ο Σαρδανάπαλος δηλαδή, ο βασιλιάς της Νίνου, είχε μεγάλα πλούτη που φυλάγονταν σε υπόγεια θησαυροφυλάκια, και κάποιοι κλέφτες σκέφτηκαν να τα σηκώσουν. Αρχίζοντας λοιπόν από τα σπίτια τους, με κατεύθυνση προς τα βασιλικά ανάκτορα, έσκαβαν οι κλέφτες κάτω από τη γη, και το χώμα που έβγαινε από το λαγούμι, όταν νύχτωνε, το έριχναν στον ποταμό Τίγρητα που κυλάει κοντά στη Νίνο, ώσπου κατόρθωσαν αυτό που ήθελαν. |
| [2.150.4] | τοιοῦτον ἕτερον ἤκουσα καὶ ‹κατὰ› τὸ τῆς ἐν Αἰγύπτῳ λίμνης ὄρυγμα γενέσθαι, πλὴν οὐ νυκτὸς ἀλλὰ μετ᾽ ἡμέρην ποιεύμενον· ὀρύσσοντας γὰρ τὸν χοῦν τοὺς Αἰγυπτίους ἐς τὸν Νεῖλον φορέειν, ὁ δὲ ὑπολαμβάνων ἔμελλε διαχέειν. ἡ μέν νυν λίμνη αὕτη οὕτω λέγεται ὀρυχθῆναι. | Το ίδιο άκουσα ότι έγινε και με το όρυγμα για τη λίμνη στην Αίγυπτο, μόνο που δεν έγινε νύχτα αλλά ημέρα· έσκαβαν δηλαδή και οι Αιγύπτιοι και κουβαλούσαν το χώμα στον Νείλο κι αυτός το έπαιρνε και το σκόρπιζε μετά. Έτσι λοιπόν λέγεται ότι ανοίχτηκε αυτή η λίμνη. |
| [2.151.1] | Τῶν δὲ δυώδεκα βασιλέων δικαιοσύνῃ χρεωμένων, ἀνὰ χρόνον ὡς ἔθυσαν ἐν τῷ ἱρῷ τοῦ Ἡφαίστου, τῇ ὑστάτῃ τῆς ὁρτῆς μελλόντων κατασπείσειν ὁ ἀρχιερεὺς ἐξήνεικέ σφι φιάλας χρυσέας, τῇσί περ ἐώθεσαν σπένδειν, ἁμαρτὼν τοῦ ἀριθμοῦ, ἕνδεκα δυώδεκα ἐοῦσι. | Φέρνονταν ωστόσο με δικαιοσύνη οι δώδεκα βασιλιάδες, όταν ήρθε ο καιρός να κάνουν θυσίες στο ιερό του Ηφαίστου, και την τελευταία ημέρα της εορτής ήταν να κάνουν σπονδές και ο αρχιερέας τούς έφερε τα χρυσά τάσια, μ᾽ αυτά που συνήθιζαν να κάνουν τις σπονδές, αλλά έκανε λάθος στο μέτρημα, και στους δώδεκα που ήταν αυτοί, έφερε έντεκα τάσια. |
| [2.151.2] | ἐνθαῦτα ὡς οὐκ εἶχε φιάλην ὁ ἔσχατος ἑστεὼς αὐτῶν Ψαμμήτιχος, περιελόμενος τὴν κυνέην ἐοῦσαν χαλκέην ὑπέσχε τε καὶ ἔσπενδε. κυνέας δὲ καὶ οἱ ἄλλοι ἅπαντες ἐφόρεον [τε] βασιλέες καὶ ἐτύγχανον τότε ἔχοντες. | Τελευταίος στη σειρά στεκόταν ο Ψαμμήτιχος· δεν είχε τάσι, έβγαλε τότε την περικεφαλαία του, που ήταν χάλκινη, την άπλωσε και έκανε τη σπονδή. Περικεφαλαίες είχαν και όλοι οι άλλοι βασιλιάδες και έτυχε εκείνη τη στιγμή να τις φορούν. |
| [2.151.3] | Ψαμμήτιχος μέν νυν οὐδενὶ δολερῷ νόῳ χρεώμενος ὑπέσχε τὴν κυνέην, οἱ δὲ ἐν φρενὶ λαβόντες τό τε ποιηθὲν ἐκ Ψαμμητίχου καὶ τὸ χρηστήριον ὅ τι ἐκέχρητό σφι, τὸν χαλκέῃ σπείσαντα αὐτῶν φιάλῃ τοῦτον βασιλέα ἔσεσθαι μοῦνον Αἰγύπτου, ἀναμνησθέντες τοῦ χρησμοῦ κτεῖναι μὲν οὐκ ἐδικαίωσαν Ψαμμήτιχον, ὡς ἀνεύρισκον βασανίζοντες ἐξ οὐδεμιῆς προνοίης αὐτὸν ποιήσαντα, ἐς δὲ τὰ ἕλεα ἔδοξέ σφι διῶξαι ψιλώσαντας τὰ πλεῖστα τῆς δυνάμιος, ἐκ δὲ τῶν ἑλέων ὁρμώμενον μὴ ἐπιμίσγεσθαι τῇ ἄλλῃ Αἰγύπτῳ. | Ο Ψαμμήτιχος βέβαια άπλωσε την περικεφαλαία του χωρίς να έχει πονηρό σκοπό στον νου του· οι άλλοι ωστόσο έφεραν στη σκέψη τους αυτό που είχε κάνει ο Ψαμμήτιχος και μαζί τον χρησμό που τους είχε δοθεί, ότι δηλαδή όποιος από αυτούς κάνει σπονδή με χάλκινο τάσι θα γίνει μόνος βασιλιάς της Αιγύπτου, θυμήθηκαν λοιπόν τον χρησμό και βέβαια τον Ψαμμήτιχο δεν τον καταδίκασαν σε θάνατο, αφού ανακρίνοντάς τον δεν βρήκαν να έκανε από πρόθεση ό,τι έκανε, αλλά αποφάσισαν να τον διώξουν στα έλη απογυμνώνοντάς τον από το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας του, και να μη βγαίνει έξω από τα έλη και να μην έχει πάρε–δώσε με την υπόλοιπη Αίγυπτο. |
| [2.152.1] | τὸν δὲ Ψαμμήτιχον τοῦτον πρότερον φεύγοντα τὸν Αἰθίοπα Σαβακῶν, ὅς οἱ τὸν πατέρα Νεκῶν ἀπέκτεινε, τοῦτον φεύγοντα τότε ἐς Συρίην, ὡς ἀπαλλάχθη ἐκ τῆς ὄψιος τοῦ ὀνείρου ὁ Αἰθίοψ, κατήγαγον Αἰγυπτίων οὗτοι οἳ ἐκ νομοῦ τοῦ Σαΐτεώ εἰσι. | Στο παρελθόν ο Ψαμμήτιχος αυτός, για να γλιτώσει από τον Αιθίοπα Σαβακώ, που του είχε σκοτώσει τον πατέρα Νεκώ, είχε καταφύγει στη Συρία, και όταν ο Αιθίοπας αποχώρησε λόγω του ονείρου που είδε, οι Αιγύπτιοι όσοι είναι από τον Σαΐτη νομό, τον έφεραν πίσω, τον Ψαμμήτιχο. |
| [2.152.2] | μετὰ δὲ βασιλεύοντα τὸ δεύτερον πρὸς τῶν ἕνδεκα βασιλέων καταλαμβάνει μιν διὰ τὴν κυνέην φεύγειν ἐς τὰ ἕλεα. | Ύστερα, ενώ ήταν βασιλιάς για δεύτερη φορά, του έτυχε να τον διώξουν οι έντεκα βασιλιάδες στα έλη λόγω της περικεφαλαίας. |
| [2.152.3] | ἐπιστάμενος ὦν ὡς περιυβρισμένος εἴη πρὸς αὐτῶν, ἐπενόεε τείσασθαι τοὺς διώξαντας. πέμψαντι δέ οἱ ἐς Βουτοῦν πόλιν [ἐς τὸ χρηστήριον τῆς Λητοῦς], ἔνθα δὴ Αἰγυπτίοισί ἐστι μαντήιον ἀψευδέστατον, ἦλθε χρησμὸς ὡς τίσις ἥξει ἀπὸ θαλάσσης χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων. | Και ο Ψαμμήτιχος, θεωρώντας ότι οι βασιλιάδες τού είχαν φερθεί προσβλητικά, συλλογιζόταν πώς να εκδικηθεί αυτούς που τον είχαν διώξει. Έστειλε λοιπόν και ρώτησε στην πόλη Βουτού, στο μαντείο της Λητώς, το πιο αλάνθαστο μαντείο για τους Αιγυπτίους, και του ήρθε χρησμός ότι η τιμωρία θα φτάσει από τη θάλασσα, όταν θα εμφανιστούν οι χάλκινοι άνθρωποι. |
| [2.152.4] | καὶ τῷ μὲν δὴ ἀπιστίη μεγάλη ὑπεκέχυτο χαλκέους οἱ ἄνδρας ἥξειν ἐπικούρους· χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διελθόντος ἀναγκαίη κατέλαβε Ἴωνάς τε καὶ Κᾶρας ἄνδρας κατὰ ληίην ἐκπλώσαντας ἀπενειχθῆναι ἐς Αἴγυπτον, ἐκβάντας δὲ ἐς γῆν καὶ ὁπλισθέντας χαλκῷ ἀγγέλλει τῶν τις Αἰγυπτίων ἐς τὰ ἕλεα ἀπικόμενος τῷ Ψαμμητίχῳ, ὡς οὐκ ἰδὼν πρότερον χαλκῷ ἄνδρας ὁπλισθέντας, ὡς χάλκεοι ἄνδρες ἀπιγμένοι ἀπὸ θαλάσσης λεηλατέουσι τὸ πεδίον. | Αυτόν ωστόσο τον έτρωγε κρυφά μεγάλη δυσπιστία, ότι θα έρχονταν να τον βοηθήσουν χάλκινοι άνθρωποι. Κι όμως, δεν πέρασε πολύς καιρός, όταν μερικοί Ίωνες και Κάρες, που είχαν σαλπάρει για πλιάτσικο, ξέπεσαν από ανάγκη στην Αίγυπτο, όπου βγήκαν στη στεριά, και όπως φορούσαν χάλκινες πανοπλίες, ένας Αιγύπτιος που δεν είχε ξαναδεί ανθρώπους με χάλκινες πανοπλίες, πήγε στον Ψαμμήτιχο στα έλη και του ανάγγειλε ότι από τη θάλασσα είχαν φτάσει κάτι χάλκινοι άνθρωποι και λεηλατούσαν την πεδιάδα. |
| [2.152.5] | ὁ δὲ μαθὼν τὸ χρηστήριον ἐπιτελεύμενον φίλα τε τοῖσι Ἴωσι καὶ Καρσὶ ποιέεται καί σφεας μεγάλα ὑπισχνεύμενος πείθει μετ᾽ ἑωυτοῦ γενέσθαι· ὡς δὲ ἔπεισε, οὕτω ἅμα τοῖσι [μετ᾽ ἑωυτοῦ] βουλομένοισι Αἰγυπτίοισι καὶ τοῖσι ἐπικούροισι καταιρέει τοὺς βασιλέας. | Τότε αυτός, καταλαβαίνοντας ότι ο χρησμός βγαίνει αληθινός, φέρνεται πολύ φιλικά στους Ίωνες και στους Κάρες, και δίνοντάς τους μεγάλες υποσχέσεις, τους πείθει να πάνε με το μέρος του. Και μόλις τους έπεισε, αμέσως, μαζί με τους Αιγυπτίους όσοι θέλησαν να τον ακολουθήσουν και με τους συμμάχους του αυτούς, ανατρέπει τους βασιλιάδες. |
| [2.153.1] | κρατήσας δὲ Αἰγύπτου πάσης ὁ Ψαμμήτιχος ἐποίησε τῷ Ἡφαίστῳ προπύλαια ἐν Μέμφι τὰ πρὸς νότον ἄνεμον τετραμμένα, αὐλήν τε τῷ Ἄπι, ἐν τῇ τρέφεται ἐπεὰν φανῇ ὁ Ἆπις, οἰκοδόμησε ἐναντίον τῶν προπυλαίων, πᾶσάν τε περίστυλον ἐοῦσαν καὶ τύπων πλέην· ἀντὶ δὲ κιόνων ὑπεστᾶσι κολοσσοὶ δυωδεκαπήχεες τῇ αὐλῇ. ὁ δὲ Ἆπις κατὰ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσάν ἐστι Ἔπαφος. | Όταν έγινε κύριος όλης της Αιγύπτου, ο Ψαμμήτιχος κατασκεύασε στον Ήφαιστο προπύλαια στη Μέμφιδα, αυτά που βλέπουν προς τον νότο, και για τον Άπη, για να τρέφεται όποτε εμφανιστεί, κατασκεύασε απέναντι στα προπύλαια αυλή με περιστύλιο γύρω γύρω και γεμάτη παραστάσεις· αντί για κολόνες μάλιστα, την οροφή τη στηρίζουν κολοσσοί δώδεκα πήχες ψηλοί. Όσο για τον Άπη στην ελληνική γλώσσα είναι Έπαφος. |
| [2.154.1] | τοῖσι δὲ Ἴωσι καὶ τοῖσι Καρσὶ τοῖσι συγκατεργασαμένοισι αὐτῷ ὁ Ψαμμήτιχος δίδωσι χώρους ἐνοικῆσαι ἀντίους ἀλλήλων, τοῦ Νείλου τὸ μέσον ἔχοντος, τοῖσι οὐνόματα ἐτέθη Στρατόπεδα. τούτους τε δή σφι τοὺς χώρους δίδωσι καὶ τἆλλα τὰ ὑπέσχετο πάντα ἀπέδωκε. | Στους Ίωνες ωστόσο και στους Κάρες που συνεργάστηκαν μαζί του, έδωσε ο Ψαμμήτιχος τόπους να κατοικήσουν, αντικριστούς, έχοντας τον Νείλο ανάμεσά τους, και στους χώρους αυτούς δόθηκε το όνομα Στρατόπεδα. Τους έδωσε μάλιστα αυτούς τους τόπους όπως τους έδωσε και όλα τα άλλα όσα τους είχε υποσχεθεί. |
| [2.154.2] | καὶ δὴ καὶ παῖδας παρέβαλε αὐτοῖσι Αἰγυπτίους τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν ἐκδιδάσκεσθαι, ἀπὸ δὲ τούτων ἐκμαθόντων τὴν γλῶσσαν οἱ νῦν ἑρμηνέες ἐν Αἰγύπτῳ γεγόνασι. | Ακόμη, έβαλε δίπλα τους παιδιά από την Αίγυπτο για να μάθουν την ελληνική γλώσσα, και από τα παιδιά εκείνα που έμαθαν τη γλώσσα, προέρχονται οι σημερινοί διερμηνείς στην Αίγυπτο. |
| [2.154.3] | οἱ δὲ Ἴωνές τε καὶ οἱ Κᾶρες τούτους τοὺς χώρους οἴκησαν χρόνον ἐπὶ πολλόν· εἰσὶ δὲ οὗτοι οἱ χῶροι πρὸς θαλάσσης ὀλίγον ἔνερθε Βουβάστιος πόλιος ἐπὶ τῷ Πηλουσίῳ καλεομένῳ στόματι τοῦ Νείλου. τούτους μὲν δὴ χρόνῳ ὕστερον βασιλεὺς Ἄμασις ἐξαναστήσας ἐνθεῦτεν κατοίκισε ἐς Μέμφιν, φυλακὴν ἑωυτοῦ ποιεύμενος πρὸς Αἰγυπτίων. | Οι Ίωνες λοιπόν και οι Κάρες κατοίκησαν σ᾽ αυτούς τους τόπους πολύν καιρό· και βρίσκονται αυτοί οι τόποι κοντά στη θάλασσα, λίγο πιο κάτω από την πόλη Βούβαστη, πάνω στο λεγόμενο Πηλούσιο στόμιο του Νείλου. Πολύν καιρό μετά ο βασιλιάς Άμασις τους ξεσήκωσε από εκεί αυτούς τους ανθρώπους και τους έβαλε να κατοικήσουν στη Μέμφιδα κάνοντάς τους σωματοφύλακές του αντί για τους Αιγυπτίους. |
| [2.154.4] | τούτων δὲ οἰκισθέντων ἐν Αἰγύπτῳ οἱ Ἕλληνες οὕτω ἐπιμισγόμενοι τούτοισι τὰ περὶ Αἴγυπτον γινόμενα ἀπὸ Ψαμμητίχου βασιλέος ἀρξάμενοι πάντα καὶ τὰ ὕστερον ἐπιστάμεθα ἀτρεκέως· πρῶτοι γὰρ οὗτοι ἐν Αἰγύπτῳ ἀλλόγλωσσοι κατοικίσθησαν. | Αφότου εγκαταστάθηκαν αυτοί στην Αίγυπτο και από την επαφή μας μαζί τους γνωρίζουμε οι Έλληνες με ακρίβεια όλα όσα έγιναν στην Αίγυπτο από τη βασιλεία του Ψαμμήτιχου και ύστερα· γιατί αυτοί ήταν οι πρώτοι αλλόγλωσσοι άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο. |
| [2.154.5] | ἐξ ὧν δὲ ἐξανέστησαν χώρων ἐν τούτοισι δὴ οἵ τε ὁλκοὶ τῶν νεῶν καὶ τὰ ἐρείπια τῶν οἰκημάτων τὸ μέχρι ἐμεῦ ἦσαν. Ψαμμήτιχος μέν νυν οὕτως ἔσχε Αἴγυπτον. | Στους τόπους πάντως απ᾽ όπου ξεσηκώθηκαν, υπήρχαν και επί των ημερών μου ακόμη τα σκαριά των πλοίων τους και τα ερείπια των σπιτιών τους. Έτσι λοιπόν ο Ψαμμήτιχος έκανε δική του την Αίγυπτο. |
| [2.155.1] | Τοῦ δὲ χρηστηρίου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ πολλὰ ἐπεμνήσθην ἤδη, καὶ δὴ λόγον περὶ αὐτοῦ ὡς ἀξίου ἐόντος ποιήσομαι· τὸ γὰρ χρηστήριον τοῦτο [τὸ ἐν Αἰγύπτῳ] ἔστι μὲν Λητοῦς ἱρόν, ἐν πόλι δὲ μεγάλῃ ἱδρυμένον κατὰ τὸ Σεβεννυτικὸν καλεόμενον στόμα τοῦ Νείλου, ἀναπλέοντι ἀπὸ θαλάσσης ἄνω. | Το μαντείο της Αιγύπτου το έχω ήδη αναφέρει πολλές φορές, αλλά θα πω περισσότερα γι᾽ αυτό επειδή αξίζει τον κόπο· το μαντείο αυτό λοιπόν, στην Αίγυπτο, είναι ιερό της Λητώς, χτισμένο σε μεγάλη πόλη, στο λεγόμενο Σεβεννυτικό στόμιο του Νείλου γι᾽ αυτόν που αναπλέει τον ποταμό από τη θάλασσα. |
| [2.155.2] | οὔνομα δὲ τῇ πόλι ταύτῃ ὅκου τὸ χρηστήριόν ἐστι Βουτώ, ὡς καὶ πρότερον ὠνόμασταί μοι. ἱρὸν δὲ ἔστι ἐν τῇ Βουτοῖ ταύτῃ Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρτέμιδος. καὶ ὅ γε νηὸς τῆς Λητοῦς, ἐν τῷ δὴ τὸ χρηστήριον ἔνι, αὐτός τε τυγχάνει ἐὼν μέγας καὶ τὰ προπύλαια ἔχει ἐς ὕψος δέκα ὀργυιέων. | Το όνομα της πόλης αυτής, όπου βρίσκεται το μαντείο, είναι Βουτού και το έχω αναφέρει το όνομα αυτό και στα προηγούμενα. Σ᾽ αυτή τη Βουτού υπάρχει το ιερό του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Ο ναός της Λητώς, όπου βρίσκεται το μαντείο, είναι και ο ίδιος μεγάλος, αλλά και τα προπύλαιά του είναι ψηλά δέκα οργιές. |
| [2.155.3] | τὸ δέ μοι τῶν φανερῶν ἦν θῶμα μέγιστον παρεχόμενον φράσω. ἔστι ἐν τῷ τεμένεϊ τούτῳ Λητοῦς νηὸς ἐξ ἑνὸς λίθου πεποιημένος ἔς τε ὕψος καὶ ἐς μῆκος, καὶ τοῖχος ἕκαστος τούτοισι ἴσος· τεσσεράκοντα πήχεων τούτων ἕκαστόν ἐστι. τὸ δὲ καταστέγασμα τῆς ὀροφῆς ἄλλος ἐπίκειται λίθος ἔχων τὴν παρωροφίδα τετράπηχυν. | Θα μιλήσω ωστόσο γα εκείνο που εμένα μου προξένησε τον μεγαλύτερο θαυμασμό ανάμεσα στα πράγματα που μπορεί να δει κανείς εκεί: μέσα σ᾽ αυτό το ιερό υπάρχει ναός της Λητώς καμωμένος από έναν μόνο ογκόλιθο στο ύψος και στο μήκος, και ο κάθε τοίχος είναι ίσος με αυτές τις διαστάσεις, που είναι η καθεμιά τους σαράντα πήχες. Στη στέγη πάνω από την οροφή είναι βαλμένος άλλος ογκόλιθος που έχει πρόστεγο τέσσερις πήχες. |
| [2.156.1] | οὕτω μέν νυν ὁ νηὸς τῶν φανερῶν μοι τῶν περὶ τοῦτο τὸ ἱρόν ἐστι θωμαστότατον, τῶν δὲ δευτέρων νῆσος ἡ Χέμμις καλευμένη. | Ώστε λοιπόν απ᾽ όσα μπόρεσα να δω σ᾽ αυτό το ιερό, το θαυμαστότερο απ᾽ όλα είναι ο ναός, ενώ από τα δευτερότερα είναι το νησί το ονομαζόμενο Χέμμις. |
| [2.156.2] | ἔστι μὲν ἐν λίμνῃ βαθέῃ καὶ πλατέῃ κειμένη παρὰ τὸ ἐν Βουτοῖ ἱρόν, λέγεται δὲ ὑπ᾽ Αἰγυπτίων εἶναι αὕτη ἡ νῆσος πλωτή. αὐτὸς μὲν ἔγωγε οὔτε πλέουσαν οὔτε κινηθεῖσαν εἶδον, τέθηπα δὲ ἀκούων εἰ νῆσος ἀληθέως ἐστὶ πλωτή. | Είναι μέσα σε λίμνη βαθιά και πλατιά, βρίσκεται κοντά στο ιερό της Βουτούς, και οι Αιγύπτιοι λένε ότι το νησί αυτό είναι πλωτό. Εγώ ο ίδιος βέβαια δεν το είδα ούτε να πλέει ούτε να σαλεύει, και μάλιστα τα χάνω όταν ακούω ότι πραγματικά υπάρχει πλωτό νησί· |
| [2.156.3] | ἐν δὴ ὦν ταύτῃ νηός τε Ἀπόλλωνος μέγας ἔνι καὶ βωμοὶ τριφάσιοι ἐνιδρύαται, ἐμπεφύκασι δ᾽ ἐν αὐτῇ φοίνικές τε συχνοὶ καὶ ἄλλα δένδρεα καὶ καρποφόρα καὶ ἄφορα πολλά. | πάντως στο νησί υπάρχει μεγάλος ναός του Απόλλωνα, είναι χτισμένος τριπλός βωμός και φυτρώνουν φοίνικες πολλοί και άλλα δέντρα, και καρποφόρα και άγρια. |
| [2.156.4] | λόγον δὲ τόνδε ἐπιλέγοντες οἱ Αἰγύπτιοί φασι εἶναι αὐτὴν πλωτήν, ὡς ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ οὐκ ἐούσῃ πρότερον πλωτῇ Λητὼ ἐοῦσα τῶν ὀκτὼ θεῶν τῶν πρώτων γενομένων, οἰκέουσα δὲ ἐν Βουτοῖ πόλι, ἵνα δή οἱ τὸ χρηστήριον τοῦτο ἔστι, Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος παρακαταθήκην δεξαμένη διέσωσε κατακρύψασα ἐν τῇ νῦν πλωτῇ λεγομένῃ νήσῳ, ὅτε τὸ πᾶν διζήμενος ὁ Τυφῶν ἐπῆλθε, θέλων ἐξευρεῖν τοῦ Ὀσίριος τὸν παῖδα. | Οι Αιγύπτιοι ωστόσο, όταν λένε ότι το νησί είναι πλωτό, αναφέρουν από πάνω και τούτη την ιστορία: τότε όπου ο Τυφών γύριζε παντού για να βρει τον γιο του Όσιρη, η Λητώ, που ήταν ανάμεσα στους οκτώ Θεούς που υπήρξαν πρώτοι και που κατοικούσε στην πόλη Βουτού, εκεί δηλαδή όπου βρίσκεται το μαντείο της, παρέλαβε από την Ίσιδα τον Απόλλωνα για να τον φυλάξει και τον έσωσε κρύβοντάς τον σ᾽ αυτό το νησί που δεν ήταν προηγουμένως πλωτό και που τώρα λένε ότι είναι πλωτό. |
| [2.156.5] | Ἀπόλλωνα δὲ καὶ Ἄρτεμιν Διονύσου καὶ Ἴσιος λέγουσι εἶναι παῖδας, Λητοῦν δὲ τροφὸν αὐτοῖσι καὶ σώτειραν γενέσθαι. Αἰγυπτιστὶ δὲ Ἀπόλλων μὲν Ὧρος, Δημήτηρ δὲ Ἶσις, Ἄρτεμις δὲ Βούβαστις. | Οι Αιγύπτιοι λένε ότι ο Απόλλων και η Άρτεμις είναι παιδιά του Διόνυσου και της Ίσιδας, ενώ η Λητώ υπήρξε τροφός τους και τα έσωσε. Στα αιγυπτιακά ο Απόλλων είναι Ώρος, η Δήμητρα είναι Ίσις και η Άρτεμις είναι Βούβαστις. |
| [2.156.6] | ἐκ τούτου δὲ τοῦ λόγου καὶ οὐδενὸς ἄλλου Αἰσχύλος ὁ Εὐφορίωνος ἥρπασε τὸ ἐγὼ φράσω, μοῦνος δὴ ποιητέων τῶν προγενομένων· ἐποίησε γὰρ Ἄρτεμιν εἶναι θυγατέρα Δήμητρος. τὴν δὲ νῆσον διὰ τοῦτο γενέσθαι πλωτήν. ταῦτα μὲν οὕτω λέγουσι. | Απ᾽ αυτόν τον θρύλο και όχι από κανέναν άλλο ο Αισχύλος ο γιος του Ευφορίωνα, μόνος απ᾽ όλους τους παλιότερους ποιητές έκανε την κλεψιά που θα πω, παρουσίασε δηλαδή την Άρτεμη να είναι κόρη της Δήμητρας. Για όλα αυτά το νησί έγινε πλωτό. Και αυτά λένε σχετικά οι Αιγύπτιοι. |
| [2.157.1] | Ψαμμήτιχος δὲ ἐβασίλευσε Αἰγύπτου τέσσερα καὶ πεντήκοντα ἔτεα, τῶν τὰ ἑνὸς δέοντα τριήκοντα Ἄζωτον τῆς Συρίης μεγάλην πόλιν προσκατήμενος ἐπολιόρκεε, ἐς ὃ ἐξεῖλε· αὕτη δὲ ἡ Ἄζωτος ἁπασέων πολίων ἐπὶ πλεῖστον χρόνον πολιορκεομένη ἀντέσχε τῶν ἡμεῖς ἴδμεν. | Ο Ψαμμήτιχος λοιπόν βασίλευε στην Αίγυπτο πενήντα τέσσερα χρόνια, από τα οποία τριάντα μείον ένα είχε εγκατασταθεί κοντά στην Άζωτο, μεγάλη πόλη της Συρίας, και την πολιορκούσε ώσπου την εκπόρθησε· και απ᾽ όλες τις πόλεις όσες γνωρίζω, αυτή η Άζωτος άντεξε σε πολιορκία τον περισσότερο καιρό. |
| [2.158.1] | Ψαμμητίχου δὲ Νεκῶς παῖς ἐγένετο καὶ ἐβασίλευσε Αἰγύπτου, ὃς τῇ διώρυχι ἐπεχείρησε πρῶτος τῇ ἐς τὴν Ἐρυθρὴν θάλασσαν φερούσῃ, τὴν Δαρεῖος ὁ Πέρσης δεύτερα διώρυξε. τῆς μῆκος μέν ἐστι πλόος ἡμέραι τέσσερες, εὖρος δὲ ὠρύχθη ὥστε τριήρεας δύο πλέειν ὁμοῦ ἐλαστρευμένας. | Γιος του Ψαμμήτιχου ήταν ο Νεκώς που έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου· αυτός δοκίμασε πρώτος ν᾽ ανοίξει τη διώρυγα που φέρνει στην Ερυθρά θάλασσα και που την άνοιξε ύστερα ο Δαρείος ο Πέρσης. Το μήκος της διώρυγας είναι τεσσάρων ημερών ταξίδι με το πλοίο, και στο πλάτος την έσκαψαν τόσο ώστε να μπορούν να πλέουν μαζί δύο τριήρεις με τα κουπιά τους. |
| [2.158.2] | ἦκται δὲ ἀπὸ τοῦ Νείλου τὸ ὕδωρ ἐς αὐτήν, ἦκται δὲ κατύπερθε ὀλίγον Βουβάστιος πόλιος παρὰ Πάτουμον τὴν Ἀραβίην πόλιν· ἐσέχει δὲ ἐς τὴν Ἐρυθρὴν θάλασσαν. ὀρώρυκται δὲ πρῶτον μὲν τοῦ πεδίου τοῦ Αἰγυπτίου τὰ πρὸς Ἀραβίην ἔχοντα, ἔχεται δὲ κατύπερθε τοῦ πεδίου τὸ κατὰ Μέμφιν τεῖνον ὄρος, ἐν τῷ αἱ λιθοτομίαι ἔνεισι. | Το νερό στη διώρυγα έρχεται από τον Νείλο ξεκινώντας λίγο νοτιότερα από την πόλη Βούβαστη, κοντά στην αραβική πόλη Πάτουμο, και βγαίνει στην Ερυθρά θάλασσα. Η εκσκαφή άρχισε πρώτα από την αιγυπτιακή πεδιάδα, από τη μεριά της που είναι προς την Αραβία, και όπου νοτιότερα στην πεδιάδα συνεχίζεται το βουνό που πηγαίνει προς τη Μέμφιδα και όπου είναι τα λατομεία. |
| [2.158.3] | τοῦ ὦν δὴ ὄρεος τούτου παρὰ τὴν ὑπώρεαν ἦκται ἡ διῶρυξ ἀπ᾽ ἑσπέρης μακρὴ πρὸς τὴν ἠῶ καὶ ἔπειτα τείνει ἐς διασφάγας, φέρουσα ἀπὸ τοῦ ὄρεος πρὸς μεσαμβρίην τε καὶ νότον ἄνεμον ἐς τὸν κόλπον τὸν Ἀράβιον. | Στα ριζά αυτού του βουνού περνάει η διώρυγα, όπου απλώνεται από τα δυτικά στα ανατολικά, και ύστερα συνεχίζει μέσα από κλεισούρες οδηγώντας από το βουνό προς τη μεσημβρία και τον νότιο άνεμο ώς τον Αραβικό κόλπο. |
| [2.158.4] | τῇ δὲ ἐλάχιστόν ἐστι καὶ συντομώτατον ἐκ τῆς βορηίης θαλάσσης ὑπερβῆναι ἐς τὴν νοτίην καὶ Ἐρυθρὴν τὴν αὐτὴν ταύτην καλεομένην, ἀπὸ τοῦ Κασίου ὄρεος τοῦ οὐρίζοντος Αἴγυπτόν τε καὶ Συρίην, ἀπὸ τούτου εἰσὶ στάδιοι ‹ἀπαρτί› χίλιοι ἐς τὸν Ἀράβιον κόλπον. | Το μικρότερο και συντομότερο σημείο για να περάσει κανείς από τη βόρεια θάλασσα στη νότια, αυτήν που λέγεται και Ερυθρά, είναι από το Κάσιο όρος, το σύνορο Αιγύπτου και Συρίας, απ᾽ όπου η απόσταση ώς τον Αραβικό κόλπο είναι χίλιοι στάδιοι ακριβώς. |
| [2.158.5] | τοῦτο μὲν τὸ συντομώτατον, ἡ δὲ διῶρυξ πολλῷ μακροτέρη, ὅσῳ σκολιωτέρη ἐστί· τὴν ἐπὶ Νεκῶ βασιλέος ὀρύσσοντες Αἰγυπτίων ἀπώλοντο δυώδεκα μυριάδες· Νεκῶς μέν νυν μεταξὺ ὀρύσσων ἐπαύσατο μαντηίου ἐμποδίου γενομένου τοιοῦδε, τῷ βαρβάρῳ αὐτὸν προεργάζεσθαι. βαρβάρους δὲ πάντας οἱ Αἰγύπτιοι καλέουσι τοὺς μὴ σφίσι ὁμογλώσσους. | Αυτή είναι η συντομότερη διαδρομή, ενώ η διώρυγα είναι πολύ μακρύτερη, δεδομένου ότι είναι πιο ελικοειδής· από τους Αιγυπτίους που έσκαβαν τη διώρυγα, όταν βασιλιάς ήταν ο Νεκώς, χάθηκαν εκατόν είκοσι χιλιάδες. Ο Νεκώς ωστόσο παράτησε την εκσκαφή στη μέση επειδή τον σταμάτησε το μαντείο λέγοντάς του ότι εργάζεται για λογαριασμό του βάρβαρου· βάρβαρους λένε οι Αιγύπτιοι όσους δεν μιλούν την ίδια γλώσσα με αυτούς. |
| [2.159.1] | παυσάμενος δὲ τῆς διώρυχος ὁ Νεκῶς ἐτράπετο πρὸς στρατηίας, καὶ τριήρεες αἱ μὲν ἐπὶ τῇ βορηίῃ θαλάσσῃ ἐποιήθησαν, αἱ δ᾽ ἐν τῷ Ἀραβίῳ κόλπῳ ἐπὶ τῇ Ἐρυθρῇ θαλάσσῃ, τῶν ἔτι οἱ ὁλκοὶ εἰσὶ δῆλοι. | Ο Νεκώς όταν παράτησε τη διώρυγα στράφηκε στις εκστρατείες και ναυπηγήθηκαν τότε τριήρεις, άλλες στη βόρεια θάλασσα, άλλες στον Αραβικό κόλπο, στην Ερυθρά θάλασσα, που τα σκαριά τους φαίνονται ακόμη, |
| [2.159.2] | καὶ ταύτῃσί τε ἐχρᾶτο ἐν τῷ δέοντι καὶ Συρίοισι πεζῇ ὁ Νεκῶς συμβαλὼν ἐν Μαγδώλῳ ἐνίκησε, μετὰ δὲ τὴν μάχην Κάδυτιν πόλιν τῆς Συρίης ἐοῦσαν μεγάλην εἷλε. | και ο Νεκώς τις μεταχειριζόταν όπου παρουσιαζόταν ανάγκη· πολέμησε και στη στεριά ο Νεκώς με τους Σύριους, που τους νίκησε στη Μάγδωλο, και μετά τη μάχη κατέλαβε την Κάδυτη, που είναι μεγάλη πόλη της Συρίας. |
| [2.159.3] | ἐν τῇ δὲ ἐσθῆτι ἔτυχε ταῦτα κατεργασάμενος, ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι πέμψας ἐς Βραγχίδας τὰς Μιλησίων. μετὰ δὲ ἑκκαίδεκα ἔτεα τὰ πάντα ἄρξας τελευτᾷ, τῷ παιδὶ ψάμμι παραδοὺς τὴν ἀρχήν. | Και τη φορεσιά που φορούσε όταν τα κατόρθωσε όλα αυτά, την έστειλε στις Βραγχίδες των Μιλησίων, αφιέρωμα στον Απόλλωνα. Ύστερα, αφού βασίλευσε συνολικά δεκαέξι χρόνια, πέθανε αφήνοντας την αρχή στο γιο του Ψάμμη. |
| [2.160.1] | Ἐπὶ τοῦτον [δὴ] τὸν Ψάμμιν βασιλεύοντα Αἰγύπτου ἀπίκοντο Ἠλείων ἄγγελοι, αὐχέοντες δικαιότατα καὶ κάλλιστα τιθέναι τὸν ἐν Ὀλυμπίῃ ἀγῶνα πάντων ἀνθρώπων, καὶ δοκέοντες παρὰ ταῦτα οὐδ᾽ ἂν τοὺς σοφωτάτους ἀνθρώπων Αἰγυπτίους οὐδὲν ἐπεξευρεῖν. | Σ᾽ αυτόν τον Ψάμμη, όταν ήταν βασιλιάς της Αιγύπτου, ήρθαν απεσταλμένοι των Ηλείων και καυχιόνταν ότι τους αγώνες στην Ολυμπία τούς είχαν κανονίσει όσο δικαιότερα και καλύτερα μπορούσαν να το κάνουν άνθρωποι, και διατείνονταν ότι ούτε οι Αιγύπτιοι, οι σοφότεροι απ᾽ όλους τους ανθρώπους, δεν θα μπορούσαν να επινοήσουν τίποτε ανώτερο. |
| [2.160.2] | ὡς δὲ ἀπικόμενοι ἐς τὴν Αἴγυπτον οἱ Ἠλεῖοι ἔλεγον τῶν εἵνεκα ἀπίκατο, ἐνθαῦτα ὁ βασιλεὺς οὗτος συγκαλέεται Αἰγυπτίων τοὺς λεγομένους εἶναι σοφωτάτους. συνελθόντες δὲ οἱ Αἰγύπτιοι ἐπυνθάνοντο τῶν Ἠλείων λεγόντων ἅπαντα τὰ κατήκει σφέας ποιέειν περὶ τὸν ἀγῶνα· ἀπηγησάμενοι δὲ τὰ πάντα ἔφασαν ἥκειν ἐπιμαθησόμενοι εἴ τι ἔχοιεν Αἰγύπτιοι τούτων δικαιότερον ἐπεξευρεῖν. | Όταν λοιπόν έφτασαν οι Ηλείοι στην Αίγυπτο και είπαν γιατί είχαν πάει, ο βασιλιάς αυτός συγκάλεσε όλους τους Αιγυπτίους όσοι λεγόταν ότι είναι οι σοφότεροι. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν οι Αιγύπτιοι και ζήτησαν από τους Ηλείους να τους πουν όλους τους κανονισμούς που εφάρμοζαν στους αγώνες· οι Ηλείοι πάλι είπαν όσα είχαν να πουν και πρόσθεσαν ότι είχαν πάει εκεί για να μάθουν αν οι Αιγύπτιοι μπορούσαν να σκεφτούν τίποτε δικαιότερο. |
| [2.160.3] | οἱ δὲ βουλευσάμενοι ἐπειρώτων τοὺς Ἠλείους εἴ σφι οἱ πολιῆται ἐναγωνίζονται. οἱ δὲ ἔφασαν καὶ σφέων καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ὁμοίως τῷ βουλομένῳ ἐξεῖναι ἀγωνίζεσθαι. | Τα μελέτησαν οι Αιγύπτιοι και ρώτησαν τους Ηλείους αν στους αγώνες παίρνουν μέρος και οι συμπολίτες τους. Και αυτοί είπαν ότι και οι ίδιοι και οι άλλοι Έλληνες, όσοι θέλουν, είναι ελεύθεροι να παίρνουν μέρος στους αγώνες. |
| [2.160.4] | οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἔφασάν σφεας οὕτω τιθέντας πάντως τοῦ δικαίου ἡμαρτηκέναι· οὐδεμίαν γὰρ εἶναι μηχανὴν ὅκως οὐ τῷ ἀστῷ ἀγωνιζομένῳ προσθήσονται, ἀδικέοντες τὸν ξεῖνον. ἀλλ᾽ εἰ δὴ βούλονται δικαίως τιθέναι καὶ τούτου εἵνεκα ἀπικοίατο ἐς Αἴγυπτον, ξείνοισι ἀγωνιστῇσι ἐκέλευον τὸν ἀγῶνα τιθέναι, Ἠλείων δὲ μηδενὶ εἶναι ἀγωνίζεσθαι. ταῦτα μὲν Αἰγύπτιοι Ἠλείοισι ὑπεθήκαντο. | Οι Αιγύπτιοι τότε είπαν ότι κανονίζοντάς τα έτσι οι Ηλείοι ξέφευγαν εντελώς από το δίκαιο: γιατί δεν είναι δυνατόν να μη μεροληπτούν υπέρ του συμπολίτη τους που αγωνίζεται αδικώντας έτσι τον ξένο. Αν λοιπόν ήθελαν να έχουν δίκαιους κανονισμούς και γι᾽ αυτόν τον λόγο είχαν πάει στην Αίγυπτο, οι Αιγύπτιοι τους συμβούλευαν να τελούν τους αγώνες μόνο για ξένους αγωνιστές, και να μην επιτρέπεται στους Ηλείους να παίρνουν μέρος σε αυτούς. Αυτές λοιπόν τις υποδείξεις έκαναν οι Αιγύπτιοι στους Ηλείους. |
| [2.161.1] | Ψάμμιος δὲ ἓξ ἔτεα μοῦνον βασιλεύσαντος Αἰγύπτου καὶ στρατευσαμένου ἐς Αἰθιοπίην καὶ μεταυτίκα τελευτήσαντος ἐξεδέξατο Ἀπρίης ὁ Ψάμμιος· | Ο Ψάμμης ωστόσο βασίλευσε στην Αίγυπτο μόνο έξι χρόνια, και μετά την εκστρατεία που έκανε στην Αιθιοπία, πέθανε αμέσως και τον διαδέχτηκε ο γιος του Απρίης, |
| [2.161.2] | ὃς μετὰ Ψαμμήτιχον τὸν ἑωυτοῦ προπάτορα ἐγένετο εὐδαιμονέστατος τῶν πρότερον βασιλέων, ἐπ᾽ ἔτεα πέντε καὶ εἴκοσι ἄρξας, ἐν τοῖσι ἐπί τε Σιδῶνα στρατὸν ἤλασε καὶ ἐναυμάχησε τῷ Τυρίῳ. | ο οποίος, μετά τον προπάππο του τον Ψαμμήτιχο, ήταν ο πιο τυχερός από τους προηγούμενούς του βασιλιάδες· κατά τα είκοσι πέντε χρόνια όπου κυβέρνησε, πραγματοποίησε εκστρατεία κατά της Σιδώνας και ναυμάχησε με τον βασιλιά της Τύρου. |
| [2.161.3] | ἐπεὶ δέ οἱ ἔδεε κακῶς γενέσθαι, ἐγένετο ἀπὸ προφάσιος τὴν ἐγὼ μεζόνως μὲν ἐν τοῖσι Λιβυκοῖσι λόγοισι ἀπηγήσομαι, μετρίως δ᾽ ἐν τῷ παρεόντι· | Το θέλησε ωστόσο η μοίρα να πάθει κι αυτός κακό, και ποιά ήταν η αιτία θα το αφηγηθώ με περισσότερα λόγια στην ιστορία της Λιβύης, ενώ εδώ θα πω λίγα πράγματα· |
| [2.161.4] | ἀποπέμψας γὰρ στράτευμα μέγα ὁ Ἀπρίης ἐπὶ Κυρηναίους μεγάλως προσέπταισε, Αἰγύπτιοι δὲ ταῦτα ἐπιμεμφόμενοι ἀπέστησαν ἀπ᾽ αὐτοῦ, δοκέοντες τὸν Ἀπρίην ἐκ προνοίης αὐτοὺς ἀποπέμψαι ἐς φαινόμενον κακόν, ἵνα δὴ σφέων φθορὴ γένηται, αὐτὸς δὲ τῶν λοιπῶν Αἰγυπτίων ἀσφαλέστερον ἄρχοι. ταῦτα δὲ δεινὰ ποιεύμενοι οὗτοί τε οἱ ἀπονοστήσαντες καὶ οἱ τῶν ἀπολομένων φίλοι ἀπέστησαν ἐκ τῆς ἰθέης. | δηλαδή, ο Απρίης έστειλε εναντίον των Κυρηναίων μεγάλο στράτευμα και έπαθε μεγάλη ήττα, και οι Αιγύπτιοι τον θεώρησαν υπεύθυνο γι᾽ αυτό, και επαναστάτησαν εναντίον του, επειδή πίστευαν ότι ο Απρίης σκόπιμα τους έστειλε στον ολοφάνερο χαμό, για να εξολοθρευτούν και έτσι να μπορεί αυτός να εξουσιάζει με μεγαλύτερη ασφάλεια τους υπόλοιπους Αιγυπτίους. Αγανακτισμένοι για όλα αυτά όσοι επέστρεψαν από τον πόλεμο αλλά και οι φίλοι όσων είχαν χαθεί, επαναστάτησαν φανερά. |
| [2.162.1] | πυθόμενος δὲ ὁ Ἀπρίης ταῦτα πέμπει ἐπ᾽ αὐτοὺς Ἄμασιν καταπαύσοντα λόγοισι. ὁ δὲ ἐπείτε ἀπικόμενος κατελάμβανε τοὺς Αἰγυπτίους ταῦτα μὴ ποιέειν, λέγοντος αὐτοῦ τῶν τις Αἰγυπτίων ὄπισθε στὰς περιέθηκέ οἱ κυνέην καὶ περιτιθεὶς ἔφη ἐπὶ βασιληίῃ περιτιθέναι. | Μαθαίνοντάς τα αυτά ο Απρίης τούς στέλνει τον Άμαση για να τους μιλήσει και να τους κατευνάσει. Έφτασε λοιπόν ο Άμασις και έπιασε να μιλάει στους Αιγυπτίους και να τους λέει να μην κάνουν τέτοια πράγματα· καθώς όμως αυτός μιλούσε, ένας Αιγύπτιος πήγε και στάθηκε πίσω του και του φόρεσε την περικεφαλαία, και όπως του τη φορούσε, είπε ότι έτσι ανακηρύσσεται βασιλιάς. |
| [2.162.2] | καὶ τῷ οὔ κως ἀεκούσιον ἐγίνετο τὸ ποιεύμενον, ὡς διεδείκνυε. ἐπείτε γὰρ ἐστήσαντό μιν βασιλέα τῶν Αἰγυπτίων οἱ ἀπεστεῶτες, παρεσκευάζετο ὡς ἐλῶν ἐπὶ τὸν Ἀπρίην. | Και ο Άμασις δεν έδειξε να μην του καλοαρέσει αυτό που έγινε, γιατί μόλις οι επαναστάτες τον ανακήρυξαν βασιλιά, αυτός βάλθηκε να ετοιμάζεται για να βαδίσει εναντίον του Απρίη. |
| [2.162.3] | πυθόμενος δὲ ταῦτα ὁ Ἀπρίης ἔπεμπε ἐπ᾽ Ἄμασιν ἄνδρα δόκιμον τῶν περὶ ἑωυτὸν Αἰγυπτίων, τῷ οὔνομα ἦν Πατάρβημις, ἐντειλάμενος αὐτῷ ζῶντα Ἄμασιν ἀγαγεῖν παρ᾽ ἑωυτόν. ὡς δὲ ἀπικόμενος τὸν Ἄμασιν ἐκάλεε ὁ Πατάρβημις, ὁ Ἄμασις (ἔτυχε γὰρ ἐπ᾽ ἵππου κατήμενος) ἐπάρας ἀπεματάϊσε καὶ τοῦτό μιν ἐκέλευε Ἀπρίῃ ἀπάγειν. | Μόλις τα έμαθε αυτά ο Απρίης, έστειλε στον Άμαση έναν από τους Αιγυπτίους που είχε γύρω του, ξεχωριστόν άνθρωπο, που τ᾽ όνομά του ήταν Πατάρβημις, δίνοντάς του την εντολή να του φέρει μπροστά του ζωντανό τον Άμαση. Έφτασε λοιπόν ο Πατάρβημις και κάλεσε τον Άμαση να πάει μαζί του, και τότε ο Άμασις, που έτυχε να είναι καθισμένος στο άλογο, ανασηκώθηκε και αμόλησε μια πορδή και είπε στον Πατάρβημη αυτήν να πάρει και να την πάει στον Απρίη. |
| [2.162.4] | ὅμως δὲ αὐτὸν ἀξιοῦν τὸν Πατάρβημιν βασιλέος μεταπεμπομένου ἰέναι πρὸς αὐτόν· τὸν δὲ αὐτῷ ὑποκρίνασθαι, ὡς ταῦτα πάλαι παρασκευάζεται ποιέειν, καὶ αὐτῷ οὐ μέμψεσθαι Ἀπρίην· παρέσεσθαι γὰρ καὶ αὐτὸς καὶ ἄλλους ἄξειν. | Ο Πατάρβημις όμως επέμενε ότι αφού τον καλούσε ο βασιλιάς, ο Άμασις έπρεπε να πάει· τότε ο Άμασις απάντησε ότι από καιρό ετοιμαζόταν να το κάνει αυτό, και ο Απρίης δεν επρόκειτο να μείνει παραπονεμένος γιατί θα πήγαινε και ο ίδιος αλλά θα είχε και άλλους μαζί του. |
| [2.162.5] | τὸν δὲ Πατάρβημιν ἐκ τε τῶν λεγομένων οὐκ ἀγνοεῖν τὴν διάνοιαν καὶ παρασκευαζόμενον ὁρῶντα σπουδῇ ἀπιέναι, βουλόμενον τὴν ταχίστην βασιλέϊ δηλῶσαι τὰ πρησσόμενα. ὡς δὲ ἀπικέσθαι αὐτὸν πρὸς τὸν Ἀπρίην οὐκ ἄγοντα τὸν Ἄμασιν, οὐδένα λόγον αὑτῷ δόντα ἀλλὰ περιθύμως ἔχοντα περιταμεῖν προστάξαι αὐτοῦ τά τε ὦτα καὶ τὴν ῥῖνα. | Ο Πατάρβημις τότε κατάλαβε από τα λεγόμενά του τον σκοπό του Άμαση, είδε και τις προετοιμασίες του και βιάστηκε να φύγει θέλοντας να γνωστοποιήσει το γρηγορότερο στον βασιλιά τα όσα γίνονταν. Καθώς όμως ο Πατάρβημις έφτασε χωρίς τον Άμαση, ο Απρίης έγινε έξω φρενών και χωρίς να τον αφήσει να πει κουβέντα, πρόσταξε να του κόψουν τα αυτιά και τη μύτη. |
| [2.162.6] | ἰδόμενοι δ᾽ οἱ λοιποὶ τῶν Αἰγυπτίων, οἳ ἔτι τὰ ἐκείνου ἐφρόνεον, ἄνδρα τὸν δοκιμώτατον ἑωυτῶν οὕτω αἰσχρῶς λύμῃ διακείμενον, οὐδένα δὴ χρόνον ἐπισχόντες ἀπιστέατο πρὸς τοὺς ἑτέρους καὶ ἐδίδοσαν σφέας αὐτοὺς Ἀμάσι. | Βλέποντας οι υπόλοιποι Αιγύπτιοι, όσοι ήταν ακόμη με το μέρος του Απρίη, τέτοιον ξεχωριστόν άνθρωπο να παθαίνει τέτοιο αισχρό κακό, χωρίς να χάσουν καθόλου καιρό, πέρασαν στην παράταξη των άλλων και τάχθηκαν με τον Άμαση. |
| [2.163.1] | πυθόμενος δὲ καὶ ταῦτα ὁ Ἀπρίης ὥπλιζε τοὺς ἐπικούρους καὶ ἤλαυνε ἐπὶ τοὺς Αἰγυπτίους. εἶχε δὲ περὶ ἑωυτὸν Κᾶράς τε καὶ Ἴωνας ἄνδρας ἐπικούρους τρισμυρίους, ἦν δέ οἱ τὰ βασιλήια ἐν Σάϊ πόλι, μεγάλα ἐόντα καὶ ἀξιοθέητα. | Μόλις τα έμαθε και αυτά ο Απρίης, οπλίζει τους μισθοφόρους του και βαδίζει κατά των Αιγυπτίων: είχε γύρω του μισθοφόρους τριάντα χιλιάδες άνδρες, Κάρες και Ίωνες, και τα ανάκτορά του βρίσκονταν στην πόλη Σάιδα και ήταν μεγάλα και εντυπωσιακά. |
| [2.163.2] | καὶ οἵ τε περὶ τὸν Ἀπρίην ἐπὶ τοὺς Αἰγυπτίους ἤισαν καὶ οἱ περὶ τὸν Ἄμασιν ἐπὶ τοὺς ξείνους. ἔν τε δὴ Μωμέμφι πόλι ἐγένοντο ἀμφότεροι καὶ πειρήσεσθαι ἔμελλον ἀλλήλων. | Έτσι λοιπόν, αυτοί που ήταν με τον Απρίη ξεκίνησαν κατά των Αιγυπτίων, και αυτοί που ήταν με τον Άμαση κατά των ξένων. Έφτασαν και οι δύο στρατοί στην πόλη Μώμεμφη, και εκεί επρόκειτο να αναμετρηθούν. |
| [2.164.1] | Ἔστι δὲ Αἰγυπτίων ἑπτὰ γένεα, καὶ τούτων οἱ μὲν ἱρέες, οἱ δὲ μάχιμοι κεκλέαται, οἱ δὲ βουκόλοι, οἱ δὲ συβῶται, οἱ δὲ κάπηλοι, οἱ δὲ ἑρμηνέες, οἱ δὲ κυβερνῆται. γένεα μὲν Αἰγυπτίων τοσαῦτά ἐστι, οὐνόματα δέ σφι κεῖται ἀπὸ τῶν τεχνέων. | Στους Αιγυπτίους υπάρχουν επτά τάξεις, οι οποίες ονομάζονται: ιερείς, στρατιωτικοί, βουκόλοι, χοιροβοσκοί, έμποροι, διερμηνείς, πηδαλιούχοι. Τόσες λοιπόν είναι οι τάξεις των Αιγυπτίων, και τα ονόματά τους είναι παρμένα από τα επαγγέλματά τους. |
| [2.164.2] | οἱ δὲ μάχιμοι αὐτῶν καλέονται μὲν Καλασίριές τε καὶ Ἑρμοτύβιες, ἐκ νομῶν δὲ τῶνδέ εἰσι· κατὰ γὰρ δὴ νομοὺς Αἴγυπτος ἅπασα διαραίρηται. | Οι στρατιωτικοί ονομάζονται εκεί Καλσίριες και Ερμοτύβιες και είναι από τους εξής νομούς (γιατί η Αίγυπτος ολόκληρη είναι χωρισμένη σε νομούς): |
| [2.165.1] | Ἑρμοτυβίων μὲν οἵδε εἰσὶ νομοί· Βουσιρίτης, Σαΐτης, Χεμμίτης, Παπρημίτης, νῆσος ἡ Προσωπῖτις καλεομένη, Ναθῶ τὸ ἥμισυ. ἐκ μὲν τούτων τῶν νομῶν Ἑρμοτύβιές εἰσι, γενόμενοι, ὅτε ἐπὶ πλείστους γενοίατο, ἑκκαίδεκα μυριάδες. καὶ τούτων βαναυσίης οὐδεὶς δεδάηκε οὐδέν, ἀλλ᾽ ἀνέωνται ἐς τὸ μάχιμον. | Των Ερμοτυβίων οι νομοί είναι τούτοι: Βουσιρίτης, Σαΐτης, Χεμμίτης, Παπρημίτης, το νησί που λέγεται Προσωπίτις και ο μισός νομός Ναθώς. Απ᾽ αυτούς λοιπόν τους νομούς είναι οι Ερμοτύβιες, και όταν είχαν φτάσει στον μεγαλύτερό τους αριθμό, ήταν εκατόν εξήντα χιλιάδες άνθρωποι. Κανένας απ᾽ αυτούς δεν μαθαίνει κανένα από τα συνηθισμένα επαγγέλματα, μόνο αφοσιώνεται στο στρατιωτικό. |
| [2.166.1] | Καλασιρίων δὲ οἵδε ἄλλοι νομοί εἰσι· Θηβαῖος, Βουβαστίτης, Ἀφθίτης, Τανίτης, Μενδήσιος, Σεβεννύτης, Ἀθριβίτης, Φαρβαιθίτης, Θμουΐτης, Ὀνουφίτης, Ἀνύσιος, Μυεκφορίτης· οὗτος ὁ νομὸς ἐν νήσῳ οἰκέει, ἀντίον Βουβάστιος πόλιος. | Των Καλασιρίων τώρα οι νομοί είναι άλλοι, δηλαδή τούτοι εδώ: Θηβαϊκός, Βουβαστίτης, Αφθίτης, Τανίτης, Μενδήσιος, Σεβεννύτης, Αθριβίτης, Φαρβαιθίτης, Θμουίτης, Ονουφίτης, Ανύτιος, Μυεκφορίτης (ο τελευταίος αυτός βρίσκεται σε νησί, απέναντι από την πόλη Βούβαστη). |
| [2.166.2] | οὗτοι δὲ οἱ νομοὶ Καλασιρίων εἰσί, γενόμενοι, ὅτε ἐπὶ πλείστους γενοίατο, πέντε καὶ εἴκοσι μυριάδες ἀνδρῶν. οὐδὲ τούτοισι ἔξεστι τέχνην ἐπασκῆσαι οὐδεμίαν, ἀλλὰ τὰ ἐς πόλεμον ἐπασκέουσι μοῦνα, παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος. | Αυτοί λοιπόν είναι οι νομοί των Καλασιρίων, οι οποίοι, όταν είχαν φτάσει στον μεγαλύτερό τους αριθμό, ήταν διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνδρες. Ούτε σε αυτούς επιτρέπεται να ασκούν κανένα επάγγελμα, παρά ασχολούνται μόνο με την πολεμική τέχνη που πηγαίνει από πατέρα σε γιο. |
| [2.167.1] | εἰ μέν νυν καὶ τοῦτο παρ᾽ Αἰγυπτίων μεμαθήκασι οἱ Ἕλληνες, οὐκ ἔχω ἀτρεκέως κρῖναι, ὁρῶν καὶ Θρήικας καὶ Σκύθας καὶ Πέρσας καὶ Λυδοὺς καὶ σχεδὸν πάντας τοὺς βαρβάρους ἀποτιμοτέρους τῶν ἄλλων ἡγημένους πολιητέων τοὺς τὰς τέχνας μανθάνοντας καὶ τοὺς ἐκγόνους τούτων, τοὺς δὲ ἀπαλλαγμένους τῶν χειρωναξιέων γενναίους νομιζομένους εἶναι, καὶ μάλιστα τοὺς ἐς τὸν πόλεμον ἀνειμένους. | Δεν μπορώ να κρίνω με σιγουριά αν οι Έλληνες το έχουν μάθει και αυτό από τους Αιγυπτίους, γιατί βλέπω ότι και οι Θράκες και οι Σκύθες και οι Πέρσες και οι Λυδοί και όλοι σχεδόν οι βάρβαροι τους πολίτες που μαθαίνουν τις τέχνες και τους γόνους τους τούς περιβάλλουν με λιγότερη τιμή παρ᾽ όσο τους άλλους, ενώ θεωρούν ότι όσοι δεν επιδίδονται στις χειρωνακτικές δουλειές είναι ευγενείς, και προπαντός όσοι είναι δοσμένοι στον πόλεμο. |
| [2.167.2] | μεμαθήκασι δ᾽ ὦν τοῦτο πάντες οἱ Ἕλληνες καὶ μάλιστα Λακεδαιμόνιοι, ἥκιστα δὲ Κορίνθιοι ὄνονται τοὺς χειροτέχνας. | Πάντως, τη συνήθεια αυτή την έχουν πάρει όλοι οι Έλληνες, και προπαντός οι Λακεδαιμόνιοι, ενώ εκείνοι που περιφρονούν λιγότερο τους χειρώνακτες είναι οι Κορίνθιοι. |
| [2.168.1] | γέρεα δέ σφι ἦν τάδε ἐξαραιρημένα μούνοισι Αἰγυπτίων πάρεξ τῶν ἱρέων, ἄρουραι ἐξαίρετοι δυώδεκα ἑκάστῳ ἀτελέες. ἡ δὲ ἄρουρα ἑκατὸν πήχεών ἐστι Αἰγυπτίων πάντῃ, ὁ δὲ Αἰγύπτιος πῆχυς τυγχάνει ἴσος ἐὼν τῷ Σαμίῳ. | Με εξαίρεση τους ιερείς οι στρατιωτικοί είναι οι μόνοι από τους Αιγυπτίους που έχουν τούτα τα ειδικά προνόμια: δώδεκα ξεχωριστά χωράφια ο καθένας, αφορολόγητα. Το κάθε χωράφι είναι εκατό αιγυπτιακές πήχες στο πλάτος και στο μήκος, και η αιγυπτιακή πήχη είναι ίση με τη σαμιώτικη. |
| [2.168.2] | ταῦτα μὲν δὴ τοῖσι ἅπασι ἦν ἐξαραιρημένα, τάδε δὲ ἐν περιτροπῇ ἐκαρποῦντο καὶ οὐδαμὰ ὡυτοί· Καλασιρίων χίλιοι καὶ Ἑρμοτυβίων ἄλλοι ἐδορυφόρεον ἐνιαυτὸν ἕκαστον τὸν βασιλέα· τούτοισι ὦν τάδε πάρεξ τῶν ἀρουρέων ἄλλα ἐδίδοτο ἐπ᾽ ἡμέρῃ ἑκάστῃ, ὀπτοῦ σίτου σταθμὸς πέντε μνέαι ἑκάστῳ, κρεῶν βοέων δύο μνέαι, οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες. ταῦτα τοῖσι αἰεὶ δορυφορέουσι ἐδίδοτο. | Τα προνόμια αυτά τα παραχωρούσαν σε όλους μαζί τους στρατιωτικούς, αλλά τα νέμονταν εκ περιτροπής και ποτέ οι ίδιοι· κάθε χρόνο χίλιοι Καλασίριες και άλλοι τόσοι Ερμοτύβιες ήταν σωματοφυλακή του βασιλιά· στον καθένα απ᾽ αυτούς, εκτός από τα χωράφια, έδιναν και άλλα πράγματα κάθε μέρα: ψημένο σιτάρι, βάρους ίσου με πέντε μνες, βοδινό κρέας δύο μνες, κρασί τέσσερις αρυστήρες — αυτά έδιναν σε όσους ήταν κάθε φορά σωματοφύλακες. |
| [2.169.1] | Ἐπείτε δὲ συνιόντες ὅ τε Ἀπρίης ἄγων τοὺς ἐπικούρους καὶ ὁ Ἄμασις πάντας Αἰγυπτίους ἀπίκοντο ἐς Μώμεμφιν πόλιν, συνέβαλον· καὶ ἐμαχέσαντο μὲν εὖ οἱ ξεῖνοι, πλήθεϊ δὲ πολλῷ ἐλάσσονες ἐόντες κατὰ τοῦτο ἑσσώθησαν. | Βάδιζαν λοιπόν ο Απρίης επικεφαλής των μισθοφόρων του και ο Άμασις όλων των Αιγυπτίων, και όταν έφτασαν στην πόλη Μώμεφη, δόθηκε η μάχη· οι ξένοι βέβαια πολέμησαν καλά, αλλά ήταν λιγότεροι σε αριθμό, και έτσι νικήθηκαν. |
| [2.169.2] | Ἀπρίεω δὲ λέγεται εἶναι ἥδε διάνοια, μηδ᾽ ἂν θεόν μιν μηδένα δύνασθαι παῦσαι τῆς βασιληίης· οὕτω ἀσφαλέως ἑωυτῷ ἱδρῦσθαι ἐδόκεε. καὶ δὴ τότε συμβαλὼν ἑσσώθη καὶ ζωγρηθεὶς ἀπήχθη ἐς Σάϊν πόλιν, ἐς τὰ ἑωυτοῦ οἰκία πρότερον ἐόντα, τότε δὲ Ἀμάσιος ἤδη βασιλήια. | Ο Απρίης, λέγεται, είχε την πεποίθηση ότι ούτε θεός κανένας δεν θα μπορούσε να τον ρίξει από τη βασιλεία: τόσο γερά νόμιζε ότι ήταν στερεωμένος. Μολοντούτο, νικήθηκε στη μάχη, πιάστηκε αιχμάλωτος και οδηγήθηκε στην πόλη Σάιδα, στα ανάκτορα που άλλοτε ήταν δικά του και τώρα του Άμαση. |
| [2.169.3] | ἐνθαῦτα δὲ ἕως μὲν ἐτρέφετο ἐν τοῖσι βασιληίοισι, καί μιν Ἄμασις εὖ περιεῖπε· τέλος δὲ μεμφομένων Αἰγυπτίων ὡς οὐ ποιοῖ δίκαια τρέφων τὸν σφίσι τε καὶ ἑωυτῷ ἔχθιστον, οὕτω δὴ παραδιδοῖ τὸν Ἀπρίην τοῖσι Αἰγυπτίοισι. οἱ δέ μιν ἀπέπνιξαν καὶ ἔπειτα ἔθαψαν ἐν τῇσι πατρωίῃσι ταφῇσι. | Εκεί, για ένα διάστημα έζησε στα ανάκτορα, και ο Άμασης του φερνόταν καλά· τελικά όμως οι Αιγύπτιοι παραπονέθηκαν ότι δεν ήταν δίκαιο αυτό που έκανε ο Άμασης, να τρέφει τον χειρότερο εχθρό τους και τον δικό του, και έτσι ο Άμασης παρέδωσε τον Απρίη στους Αιγυπτίους. Και αυτοί τον έπνιξαν και τον έθαψαν στον οικογενειακό του τάφο. |
| [2.169.4] | αἱ δέ εἰσι ἐν τῷ ἱρῷ τῆς Ἀθηναίης, ἀγχοτάτω τοῦ μεγάρου, ἐσιόντι ἀριστερῆς χειρός. ἔθαψαν δὲ Σαῗται πάντας τοὺς ἐκ νομοῦ τούτου γενομένους βασιλέας ἔσω ἐν τῷ ἱρῷ. | Ο τάφος αυτός βρίσκεται μέσα στο ιερό της Αθηνάς, πολύ κοντά στο ναό, στο αριστερό μας χέρι καθώς μπαίνουμε. Όλους όσοι γίνονταν βασιλιάδες απ᾽ αυτόν τον νομό, οι Σαΐτες τούς έθαβαν μέσα στο ιερό. |
| [2.169.5] | καὶ γὰρ τὸ τοῦ Ἀμάσιος σῆμα ἑκαστέρω μέν ἐστι τοῦ μεγάρου ἢ τὸ τοῦ Ἀπρίεω καὶ τῶν τούτου προπατόρων, ἔστι μέντοι καὶ τοῦτο ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ ἱροῦ, παστὰς λιθίνη μεγάλη καὶ ἠσκημένη στύλοισί τε φοίνικας τὰ δένδρεα μεμιμημένοισι καὶ τῇ ἄλλῃ δαπάνῃ. ἔσω δὲ ἐν τῇ παστάδι διξὰ θυρώματα ἕστηκε, ἐν δὲ τοῖσι θυρώμασι ἡ θήκη ἐστί. | Γιατί και του Άμαση το μνήμα μπορεί να είναι λίγο πιο μακριά από τον ναό παρ᾽ όσο του Απρίη και των προγόνων του, μολοντούτο όμως βρίσκεται κι αυτό μέσα στον περίβολο του ναού και είναι μεγάλη πέτρινη στοά διακοσμημένη με κολόνες που μιμούνται φοίνικες, τα δέντρα δηλαδή, και με άλλα ακριβά στολίδια. Μέσα στη στοά βρίσκεται δίφυλλη πόρτα, και μέσα από την πόρτα είναι ο νεκρικός θάλαμος. |
| [2.170.1] | εἰσὶ δὲ καὶ αἱ ταφαὶ τοῦ οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι ἐπὶ τοιούτῳ πρήγματι ἐξαγορεύειν τοὔνομα ἐν Σάϊ, ἐν τῷ ἱρῷ τῆς Ἀθηναίης, ὄπισθε τοῦ νηοῦ, παντὸς τοῦ τῆς Ἀθηναίης ἐχόμεναι τοίχου. | Στη Σάιδα βρίσκεται και ο τάφος εκείνου που το όνομά του δεν θεωρώ ότι είναι ευσέβεια να το ξεστομίσω σε τέτοια περίσταση, μέσα στο ιερό της Αθηνάς, πίσω από τον ναό, και ακουμπά σε ολόκληρον τον τοίχο της Αθηνάς. |
| [2.170.2] | καὶ ἐν τῷ τεμένεϊ ὀβελοὶ ἑστᾶσι μεγάλοι λίθινοι, λίμνη τέ ἐστι ἐχομένη λιθίνῃ κρηπῖδι κεκοσμημένη καὶ ἐργασμένῃ εὖ κύκλῳ καὶ μέγαθος, ὡς ἐμοὶ ἐδόκεε, ὅση περ ἡ ἐν Δήλῳ ἡ τροχοειδὴς καλεομένη. | Και μέσα στο τέμενος είναι στημένοι μεγάλοι πέτρινοι οβελίσκοι και κοντά εκεί είναι λίμνη στολισμένη με πέτρινο κρηπίδωμα, όμορφα δουλεμένη γύρω γύρω, όμοια στις διαστάσεις, όπως μου φάνηκε, με της Δήλου τη λεγόμενη τροχοειδή. |
| [2.171.1] | ἐν δὲ τῇ λίμνῃ ταύτῃ τὰ δείκηλα τῶν παθέων αὐτοῦ νυκτὸς ποιεῦσι, τὰ καλέουσι μυστήρια Αἰγύπτιοι. περὶ μέν νυν τούτων εἰδότι μοι ἐπὶ πλέον ὡς ἕκαστα αὐτῶν ἔχει, εὔστομα κείσθω. | Τη νύχτα σ᾽ αυτή τη λίμνη αναπαριστούν τα πάθη του θεού, που οι Αιγύπτιοι τα ονομάζουν μυστήρια. Αν και γνωρίζω περισσότερα για όλα αυτά, πώς είναι τα καθέκαστά τους, το σωστό είναι να μη μιλήσω. |
| [2.171.2] | καὶ τῆς Δήμητρος τελετῆς πέρι, τὴν οἱ Ἕλληνες θεσμοφόρια καλέουσι, καὶ ταύτης μοι πέρι εὔστομα κείσθω, πλὴν ὅσον αὐτῆς ὁσίη ἐστὶ λέγειν. | Και για της Δήμητρας την τελετή, που οι Έλληνες την ονομάζουν Θεσμοφόρια, και γι᾽ αυτήν το σωστό είναι να μη μιλήσω, παρά να πω μόνο όσα η ευσέβεια επιτρέπει. |
| [2.171.3] | αἱ Δαναοῦ θυγατέρες ἦσαν αἱ τὴν τελετὴν ταύτην ἐξ Αἰγύπτου ἐξαγαγοῦσαι καὶ διδάξασαι τὰς Πελασγιώτιδας γυναῖκας· μετὰ δὲ ἐξαναστάσης πάσης Πελοποννήσου ὑπὸ Δωριέων ἐξαπώλετο ἡ τελετή, οἱ δὲ ὑπολειφθέντες Πελοποννησίων καὶ οὐκ ἐξαναστάντες Ἀρκάδες διέσῳζον αὐτὴν μοῦνοι. | Εκείνες που μετέφεραν αυτή την τελετή από την Αίγυπτο και τη δίδαξαν στις γυναίκες των Πελασγών, ήταν οι κόρες του Δαναού, ύστερα όμως, όταν η Πελοπόννησος άδειασε ολόκληρη εξαιτίας των Δωριέων, η τελετή χάθηκε, και οι μόνοι που τη διέσωσαν ήταν οι Αρκάδες, αυτοί δηλαδή που μεταξύ των Πελοποννησίων έμειναν στον τόπο τους και δεν ξεσηκώθηκαν. |
| [2.172.1] | Ἀπρίεω δὲ [ὧδε] καταραιρημένου ἐβασίλευσε Ἄμασις, νομοῦ μὲν Σαΐτεω ἐών, ἐκ τῆς δὲ ἦν πόλιος, οὔνομά οἵ ἐστι Σιούφ. | Έτσι λοιπόν καθαιρέθηκε ο Απρίης και έγινε βασιλιάς ο Άμασις που ήταν από τον Σαΐτη νομό και από την πόλη που τ᾽ όνομά της είναι Σιούφ. |
| [2.172.2] | τὰ μὲν δὴ πρῶτα κατώνοντο τὸν Ἄμασιν Αἰγύπτιοι καὶ ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ μεγάλῃ ἦγον, ἅτε δὴ δημότην τὸ πρὶν ἐόντα καὶ οἰκίης οὐκ ἐπιφανέος· μετὰ δὲ σοφίῃ αὐτοὺς ὁ Ἄμασις, οὐκ ἀγνωμοσύνῃ, προσηγάγετο. | Στην αρχή ωστόσο οι Αιγύπτιοι τον περιφρονούσαν τον Άμαση και δεν τον είχαν σε καθόλου μεγάλη υπόληψη, δεδομένου ότι πριν ήταν άνθρωπος του λαού και δεν ανήκε σε επιφανή οικογένεια· ύστερα όμως ο Άμασις τους πήρε με το μέρος του χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα και όχι την ισχυρογνωμοσύνη. |
| [2.172.3] | ἦν οἱ ἄλλα τε ἀγαθὰ μυρία, ἐν δὲ καὶ ποδανιπτὴρ χρύσεος, ἐν τῷ αὐτός τε ὁ Ἄμασις καὶ οἱ δαιτυμόνες οἱ πάντες τοὺς πόδας ἑκάστοτε ἐναπενίζοντο· τοῦτον κατ᾽ ὦν κόψας ἄγαλμα δαίμονος ἐξ αὐτοῦ ἐποιήσατο καὶ ἵδρυσε τῆς πόλιος ὅκου ἦν ἐπιτηδεότατον· οἱ δὲ Αἰγύπτιοι φοιτῶντες πρὸς τὤγαλμα ἐσέβοντο μεγάλως· | Είχε δηλαδή ο Άμασις και μύρια άλλα αγαθά, είχε κι έναν χρυσό ποδονιπτήρα όπου και ο ίδιος και όλοι οι καλεσμένοι του έπλεναν κάθε φορά τα πόδια τους· τον ποδονιπτήρα αυτόν ο Άμασις τον κομμάτιασε και τον έφτιαξε άγαλμα θεού που το έστησε στο πιο κατάλληλο σημείο της πόλης· και οι Αιγύπτιοι συνάζονταν κοντά στο άγαλμα και του έδειχναν μεγάλον σεβασμό· |
| [2.172.4] | μαθὼν δὲ ὁ Ἄμασις τὸ ἐκ τῶν ἀστῶν ποιεύμενον, συγκαλέσας Αἰγυπτίους ἐξέφηνε φὰς ἐκ τοῦ ποδανιπτῆρος τὤγαλμα γεγονέναι, ἐς τὸν πρότερον μὲν τοὺς Αἰγυπτίους ἐνεμέειν τε καὶ ἐνουρέειν καὶ πόδας ἐναπονίζεσθαι, τότε δὲ μεγάλως σέβεσθαι. | έμαθε λοιπόν ο Άμασις αυτά που έκαναν οι πολίτες, συγκέντρωσε τους Αιγυπτίους και τους φανέρωσε και τους είπε ότι το άγαλμα ήταν καμωμένο από τον ποδονιπτήρα, αυτόν όπου προηγουμένως οι Αιγύπτιοι έκαναν εμετό, ουρούσαν και έπλεναν τα πόδια τους, και τώρα τον σέβονταν τόσο πολύ. |
| [2.172.5] | ἤδη ὦν ἔφη λέγων ὁμοίως αὐτὸς τῷ ποδανιπτῆρι πεπρηγέναι· εἰ γὰρ πρότερον εἶναι δημότης, ἀλλ᾽ ἐν τῷ παρεόντι εἶναι αὐτῶν βασιλεύς· καὶ τιμᾶν τε καὶ προμηθέεσθαι ἑωυτὸν ἐκέλευε. τοιούτῳ μὲν τρόπῳ προσηγάγετο τοὺς Αἰγυπτίους ὥστε δικαιοῦν δουλεύειν. | Το ίδιο λοιπόν που έγινε με τον ποδονιπτήρα, τους είπε ο Άμασις, είχε γίνει και με αυτόν: αν προηγουμένως ήταν άνθρωπος του λαού, τώρα όμως ήταν πια βασιλιάς τους, και τους συμβούλευε να τον τιμούν και να τον σέβονται. Μ᾽ αυτόν λοιπόν τον τρόπο ο Άμασις έφερε τους Αιγυπτίους στο σημείο να δεχτούν ότι είναι δίκαιο να του υποταχτούν. |
| [2.173.1] | ἐχρᾶτο δὲ καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε· τὸ μὲν ὄρθριον μέχρι ὅτευ πληθώρης ἀγορῆς προθύμως ἔπρησσε τὰ προσφερόμενα πρήγματα, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου ἔπινέ τε καὶ κατέσκωπτε τοὺς συμπότας καὶ ἦν μάταιός τε καὶ παιγνιήμων. | Όσο για τις υποθέσεις του, ο Άμασις ακολουθούσε τούτη τη μέθοδο: το πρωί, όσο η αγορά ήταν γεμάτη κόσμο, διεκπεραίωνε με προθυμία τα ζητήματα που παρουσιάζονταν· από εκεί και ύστερα όμως όλο έπινε, αστειευόταν με τους συμπότες του και ήταν επιπόλαιος και καλαμπουρτζής. |
| [2.173.2] | ἀχθεσθέντες δὲ τούτοισι οἱ φίλοι αὐτοῦ ἐνουθέτεον αὐτὸν τοιάδε λέγοντες· Ὦ βασιλεῦ, οὐκ ὀρθῶς σεωυτοῦ προέστηκας ἐς τὸ ἄγαν φαῦλον προάγων σεωυτόν· σὲ γὰρ ἐχρῆν ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέοντα δι᾽ ἡμέρης πρήσσειν τὰ πρήγματα, καὶ οὕτω Αἰγύπτιοί τ᾽ ἂν ἠπιστέατο ὡς ὑπ᾽ ἀνδρὸς μεγάλου ἄρχονται καὶ σὺ ἄμεινον ἤκουες· νῦν δὲ ποιέεις οὐδαμῶς βασιλικά. | Οι φίλοι του ωστόσο δυσανασχέτησαν με όλα αυτά και τον συμβούλευαν λέγοντάς του τα ακόλουθα: «Βασιλιά, δεν κουμαντάρεις καλά τον εαυτό σου αφήνοντάς τον να πέφτει τόσο χαμηλά· γιατί εσύ έπρεπε να κάθεσαι σοβαρός σ᾽ έναν σοβαρό θρόνο όλη μέρα και να ασχολείσαι με τις δημόσιες υποθέσεις: έτσι, και οι Αιγύπτιοι θα γνώριζαν ότι τους κυβερνάει μεγάλος άνθρωπος και εσύ θα άκουγες καλύτερα λόγια· αλλά αυτά που κάνεις τώρα δεν είναι καθόλου βασιλικά πράγματα». |
| [2.173.3] | ὁ δ᾽ ἀμείβετο τοισίδε αὐτούς· τὰ τόξα οἱ ἐκτημένοι, ἐπεὰν μὲν δέωνται χρᾶσθαι, ἐντανύουσι, ἐπεὰν δὲ χρήσωνται, ἐκλύουσι. εἰ γὰρ δὴ τὸν πάντα χρόνον ἐντεταμένα εἴη, ἐκραγείη ἄν, ὥστε ἐς τὸ δέον οὐκ ἂν ἔχοιεν αὐτοῖσι χρᾶσθαι. | Κι εκείνος τους απάντησε τα εξής: «Όσοι έχουν τα τόξα, τα τεντώνουν όταν έχουν ανάγκη να τα μεταχειριστούν, και αφού τα μεταχειριστούν, τα χαλαρώνουν. Γιατί αν τα είχαν διαρκώς τεντωμένα, τα τόξα θα έσπαγαν, και αυτοί, όταν θα χρειαζόταν, δεν θα τα είχαν για να τα μεταχειριστούν. |
| [2.173.4] | οὕτω δὴ καὶ ἀνθρώπου κατάστασις· εἰ ἐθέλοι κατεσπουδάσθαι αἰεὶ μηδὲ ἐς παιγνίην τὸ μέρος ἑωυτὸν ἀνιέναι, λάθοι ἂν ἤτοι μανεὶς ἢ ὅ γε ἀπόπληκτος γενόμενος. τὰ ἐγὼ ἐπιστάμενος μέρος ἑκατέρῳ νέμω. ταῦτα μὲν τοὺς φίλους ἀμείψατο. | Ίδια είναι και η φύση του ανθρώπου· αν εννοεί να είναι πάντοτε σοβαρός και να μην παραχωρεί στον εαυτό του όση διασκέδαση του πρέπει, τότε, χωρίς να το πάρει είδηση, ή θα τρελαθεί ή θα χαζέψει. Εγώ τα ξέρω καλά αυτά, και μοιράζω σωστά το κάθε μέρος». Αυτά λοιπόν απάντησε στους φίλους του ο Άμασις. |
| [2.174.1] | λέγεται δὲ ὁ Ἄμασις, καὶ ὅτε ἦν ἰδιώτης, ὡς φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐδαμῶς κατεσπουδασμένος ἀνήρ. ὅκως δέ μιν ἐπιλίποι πίνοντά τε καὶ εὐπαθέοντα τὰ ἐπιτήδεα, κλέπτεσκε ἂν περιιών. οἱ δ᾽ ἄν μιν φάμενοι ἔχειν τὰ σφέτερα χρήματα ἀρνεύμενον ἄγεσκον ἐπὶ μαντήιον, ὅκου ἑκάστοισι εἴη. πολλὰ μὲν δὴ καὶ ἡλίσκετο ὑπὸ τῶν μαντηίων, πολλὰ δὲ καὶ ἀπέφευγε. | Λέγεται ωστόσο ότι ο Άμασις και απλός ιδιώτης όταν ήταν, του άρεσαν το ποτό και τα χωρατά και δεν ήταν καθόλου σοβαρός άνθρωπος· και όποτε με το ποτό και με τα γλέντια έμενε χωρίς χρήματα, γύριζε εδώ κι εκεί και έκλεβε. Τον κατηγορούσαν λοιπόν οι διάφοροι ότι τους είχε πάρει τα χρήματα, αυτός το αρνιόταν, και τον πήγαιναν στο μαντείο, όποιο βρισκόταν κοντά στον καθένα. Τα μαντεία τώρα, πολλές φορές τον καταδίκαζαν, πολλές τον αθώωναν. |
| [2.174.2] | ἐπείτε δὲ καὶ ἐβασίλευσε, ἐποίεε τοιάδε. ὅσοι μὲν αὐτὸν τῶν θεῶν ἀπέλυσαν μὴ φῶρα εἶναι, τούτων μὲν τῶν ἱρῶν οὔτε ἐπεμέλετο οὔτε ἐς ἐπισκευὴν ἐδίδου οὐδέν, οὐδὲ φοιτῶν ἔθυε ὡς οὐδενὸς ἐοῦσι ἀξίοισι ψευδέα τε μαντήια ἐκτημένοισι· ὅσοι δέ μιν κατέδησαν φῶρα εἶναι, τούτων δὲ ὡς ἀληθέως θεῶν ἐόντων καὶ ἀψευδέα μαντήια παρεχομένων τὰ μάλιστα ἐπεμέλετο. | Γι᾽ αυτό και ο Άμασις, όταν έγινε βασιλιάς, έκανε τα εξής: τα ιερά των θεών που τον είχαν αθωώσει, ότι δεν είναι κλέφτης, ούτε τα φρόντιζε ούτε έδινε τίποτε για τη συντήρησή τους ούτε πήγαινε σ᾽ αυτά να κάνει θυσίες, αφού δεν άξιζαν καθόλου και είχαν μαντεία που έλεγαν ψέματα· όσοι όμως τον είχαν καταδικάσει ότι είναι κλέφτης, ήταν, λέει, αληθινά θεοί, έδιναν σωστούς χρησμούς, και γι᾽ αυτό φρόντιζε με το παραπάνω τα ιερά τους. |
| [2.175.1] | καὶ τοῦτο μὲν ἐν Σάϊ τῇ Ἀθηναίῃ προπύλαια θωμάσια οἷα ἐξεποίησε, πολλὸν πάντας ὑπερβαλόμενος τῷ τε ὕψεϊ καὶ τῷ μεγάθεϊ, ὅσων τε τὸ μέγαθος λίθων ἐστὶ καὶ ὁκοίων τέων· τοῦτο δὲ κολοσσοὺς μεγάλους καὶ ἀνδρόσφιγγας περιμήκεας ἀνέθηκε, λίθους τε ἄλλους ἐς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ μέγαθος ἐκόμισε. | Πρώτα πρώτα, στον ναό της Αθηνάς στη Σάιδα ο Άμασις κατασκεύασε αξιοθαύμαστα προπύλαια ξεπερνώντας σ᾽ αυτόν τον τομέα όλους τους άλλους στο ύψος και στο μεγαλείο, στο μέγεθος και στην ποιότητα της πέτρας· έπειτα της αφιέρωσε μεγάλους κολοσσούς και μακρουλές σφίγγες με ανδρικά πρόσωπα, και κουβάλησε για τις επισκευές και άλλες πέτρες, τεράστιες στο μέγεθος. |
| [2.175.2] | ἠγάγετο δὲ τούτων τοὺς μὲν ἐκ τῶν κατὰ Μέμφιν ἐουσέων λιθοτομιέων, τοὺς δὲ ὑπερμεγάθεας ἐξ Ἐλεφαντίνης πόλιος πλόον καὶ εἴκοσι ἡμερέων ἀπεχούσης ἀπὸ Σάϊος. | Μερικές από αυτές τις έφερε από τα λατομεία που είναι κοντά στη Μέμφιδα, και εκείνες με τις τεράστιες διαστάσεις τις έφερε από την πόλη Ελεφαντίνη, που απέχει από τη Σάιδα ώς είκοσι ημερών ταξίδι στον ποταμό. |
| [2.175.3] | τὸ δὲ οὐκ ἥκιστα αὐτῶν ἀλλὰ μάλιστα θωμάζω, ἐστι τόδε· οἴκημα μουνόλιθον ἐκόμισε ἐξ Ἐλεφαντίνης πόλιος, καὶ τοῦτο ἐκόμιζε μὲν ἐπ᾽ ἔτεα τρία, δισχίλιοι δέ οἱ προσετετάχατο ἄνδρες ἀγωγέες, καὶ οὗτοι ἅπαντες ἦσαν κυβερνῆται. τῆς δὲ στέγης ταύτης τὸ μὲν μῆκος ἔξωθέν ἐστι εἷς τε καὶ εἴκοσι πήχεες, εὖρος δὲ τεσσερεσκαίδεκα, ὕψος δὲ ὀκτώ. | Αλλά εκείνο που εγώ θαυμάζω πιο πολύ απ᾽ όλα είναι το εξής: ο Άμασις κουβάλησε από την πόλη Ελεφαντίνη μια κάμαρη σε μονοκόμματη πέτρα· και την κουβαλούσε τρία χρόνια, και με τη μεταφορά της είχαν επιφορτισθεί δυο χιλιάδες άνθρωποι που όλοι τους ήταν πηδαλιούχοι. |
| [2.175.4] | ταῦτα μὲν τὰ μέτρα ἔξωθεν τῆς στέγης τῆς μουνολίθου ἐστί, ἀτὰρ ἔσωθεν τὸ ‹μὲν› μῆκος ὀκτωκαίδεκα πήχεων καὶ πυγόνος, ‹τὸ δὲ εὖρος δυώδεκα πήχεων›, τὸ δὲ ὕψος πέντε πήχεών ἐστι. αὕτη τοῦ ἱροῦ κεῖται παρὰ τὴν ἔσοδον. | Εξωτερικά το μήκος αυτής της κάμαρης είναι είκοσι μία πήχες, το πλάτος δεκατέσσερις και το ύψος οχτώ. Αυτές λοιπόν είναι οι εξωτερικές διαστάσεις της κάμαρης, ενώ από μέσα το μήκος της είναι δεκαοχτώ πήχες και μια πυγόνα, το πλάτος της δώδεκα πήχες και το ύψος της πέντε πήχες. Η κάμαρη αυτή βρίσκεται δίπλα στην είσοδο του ιερού. |
| [2.175.5] | ἔσω γάρ μιν ἐς τὸ ἱρόν φασι τῶνδε εἵνεκα οὐκ ἐσελκύσαι· τὸν ἀρχιτέκτονα αὐτῆς ἑλκομένης τῆς στέγης ἀναστενάξαι οἷά τε χρόνου ἐγγεγονότος πολλοῦ καὶ ἀχθόμενον τῷ ἔργῳ, τὸν δὲ Ἄμασιν ἐνθυμητὸν ποιησάμενον οὐκ ἐᾶν ἔτι προσωτέρω ἑλκύσαι. ἤδη δέ τινες λέγουσι ὡς ἄνθρωπος διεφθάρη ὑπ᾽ αὐτῇ τῶν τις αὐτὴν μοχλευόντων, καὶ ἀπὸ τούτου οὐκ ἐσελκυσθῆναι. | Και λένε ότι για τους εξής λόγους δεν την έσυραν μέσα στο ιερό: καθώς έσερναν την κάμαρη, ο αρχιτέκτονας βαριαναστέναξε και βαρυγκόμησε που το έργο αυτό τούς είχε φάει τόσο πολύν καιρό, και ο Άμασις το πήρε κατάκαρδα αυτό και δεν άφησε να τη σύρουν παραμέσα. Μερικοί ωστόσο λένε επίσης ότι η κάμαρη σκότωσε κάποιον από τους ανθρώπους που τη μετακινούσαν με τους μοχλούς, και γι᾽ αυτό δεν την έσυραν μέσα. |
| [2.176.1] | ἀνέθηκε δὲ καὶ ἐν τοῖσι ἄλλοισι ἱροῖσι ὁ Ἄμασις πᾶσι τοῖσι ἐλλογίμοισι ἔργα τὸ μέγαθος ἀξιοθέητα, ἐν δὲ καὶ ἐν Μέμφι τὸν ὕπτιον κείμενον κολοσσὸν τοῦ Ἡφαιστείου ἔμπροσθε, τοῦ πόδες πέντε καὶ ἑβδομήκοντά εἰσι τὸ μῆκος. ἐπὶ δὲ τῷ αὐτῷ βάθρῳ ἑστᾶσι Αἰθιοπικοῦ ἐόντες λίθου δύο κολοσσοί, εἴκοσι ποδῶν τὸ μέγαθος ἐὼν ἑκάτερος, ὁ μὲν ἔνθεν, ὁ δ᾽ ἔνθεν τοῦ μεγάλου. | Και σε όλα τα άλλα αξιόλογα ιερά αφιέρωσε ο Άμασις έργα αξιοθέατα για το μέγεθός τους, όπως στη Μέμφιδα τον κολοσσό που κείτεται ανάσκελα μπροστά στο Ηφαιστείο και που το μήκος του είναι εβδομήντα πέντε πόδια. Και πάνω στο ίδιο βάθρο βρίσκονται στημένοι δύο άλλοι κολοσσοί, από πέτρα αιθιοπική καμωμένοι, είκοσι πόδια ύψος ο καθένας, από τη μια κι από την άλλη μεριά του μεγάλου. |
| [2.176.2] | ἔστι δὲ λίθινος ἕτερος τοσοῦτος καὶ ἐν Σάϊ, κείμενος κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον τῷ ἐν Μέμφι. τῇ Ἴσι τε τὸ ἐν Μέμφι ἱρὸν Ἄμασίς ἐστι ὁ ἐξοικοδομήσας, ἐὸν μέγα τε καὶ ἀξιοθεητότατον. | Υπάρχει μάλιστα και στη Σάιδα άλλος ένας πέτρινος κολοσσός, στο ίδιο μέγεθος και με τον ίδιο τρόπο ξαπλωμένος όπως κι εκείνος στη Μέμφιδα. Ο Άμασις άλλωστε είναι εκείνος που αποπεράτωσε την ανέγερση του ιερού της Ίσιδας στη Μέμφιδα, που είναι μεγάλο και εξαιρετικά εντυπωσιακό. |
| [2.177.1] | Ἐπ᾽ Ἀμάσιος δὲ βασιλέος λέγεται Αἴγυπτος μάλιστα δὴ τότε εὐδαιμονῆσαι καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τῇ χώρῃ γινόμενα καὶ τὰ ἀπὸ τῆς χώρης τοῖσι ἀνθρώποισι, καὶ πόλις ἐν αὐτῇ γενέσθαι τὰς ἁπάσας τότε δισμυρίας τὰς οἰκεομένας. | Λέγεται ότι όταν ήταν βασιλιάς ο Άμασις, η Αίγυπτος γνώρισε τη μεγαλύτερή της ευμάρεια, και στα όσα δίνει στον τόπο ο ποταμός και στα όσα ο τόπος δίνει στους ανθρώπους, και ότι στη χώρα αυτή υπήρχαν τότε συνολικά είκοσι χιλιάδες κατοικημένες πόλεις. |
| [2.177.2] | νόμον τὲ Αἰγυπτίοισι τόνδε Ἄμασίς ἐστι ὁ καταστήσας, ἀποδεικνύναι ἔτεος ἑκάστου τῷ νομάρχῃ πάντα τινὰ Αἰγυπτίων ὅθεν βιοῦται· μὴ δὲ ποιεῦντα ταῦτα μηδὲ ἀποφαίνοντα δικαίην ζόην ἰθύνεσθαι θανάτῳ. Σόλων δὲ ὁ Ἀθηναῖος λαβὼν ἐξ Αἰγύπτου τοῦτον τὸν νόμον Ἀθηναίοισι ἔθετο· τῷ ἐκεῖνοι ἐς αἰεὶ χρέωνται, ἐόντι ἀμώμῳ νόμῳ. | Και ο Άμασις είναι αυτός που θέσπισε μεταξύ των Αιγυπτίων εκείνον τον νόμο, ότι κάθε χρόνο όλοι οι Αιγύπτιοι οφείλουν να δηλώνουν ο καθένας στον νομάρχη του με ποιόν τρόπο ζει, κι αν δεν το κάνει ή δεν αποδείξει ότι ζει με δίκαιο τρόπο, να τιμωρείται με θάνατο. Τον νόμο αυτόν μάλιστα ο Σόλων το Αθηναίος τον πήρε από τους Αιγυπτίους και τον θέσπισε μεταξύ των Αθηναίων, οι οποίοι τον εφαρμόζουν ακόμη γιατί είναι τέλειος νόμος. |
| [2.178.1] | φιλέλλην δὲ γενόμενος ὁ Ἄμασις ἄλλα τε ἐς Ἑλλήνων μετεξετέρους ἀπεδέξατο καὶ δὴ καὶ τοῖσι ἀπικνευμένοισι ἐς Αἴγυπτον ἔδωκε Ναύκρατιν πόλιν ἐνοικῆσαι, τοῖσι δὲ μὴ βουλομένοισι αὐτῶν ἐνοικέειν αὐτοῦ δὲ ναυτιλλομένοισι ἔδωκε χώρους ἐνιδρύσασθαι βωμοὺς καὶ τεμένεα θεοῖσι. | Υπήρξε και φιλέλληνας ο Άμασις, και ανάμεσα στις άλλες υπηρεσίες που πρόσφερε σε διάφορους Έλληνες, χάρισε και σ᾽ εκείνους που πήγαιναν στην Αίγυπτο την πόλη Ναύκρατη για να κατοικήσουν, ενώ στους ναυτικούς που δεν ενδιαφέρονταν να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί, έδωσε τόπους για να χτίσουν βωμούς και ιερά για τους θεούς. |
| [2.178.2] | τὸ μέν νυν μέγιστον αὐτῶν τέμενος καὶ ὀνομαστότατον ἐὸν καὶ χρησιμώτατον, καλεύμενον δὲ Ἑλλήνιον, αἵδε πόλιές εἰσι αἱ ἱδρυμέναι κοινῇ, Ἰώνων μὲν Χίος καὶ Τέως καὶ Φώκαια καὶ Κλαζομεναί, Δωριέων δὲ Ῥόδος καὶ Κνίδος καὶ Ἁλικαρνησσὸς καὶ Φάσηλις, Αἰολέων δὲ ἡ Μυτιληναίων μούνη. | Από τα ιερά αυτά, το μεγαλύτερο, το πιο ονομαστό και αυτό που χρησιμοποιείται περισσότερο, ονομαζόμενο Ελλήνιο, το ίδρυσαν από κοινού οι ακόλουθες πόλεις: από τις ιωνικές η Χίος, η Τέως, η Φώκαια και οι Κλαζομενές, από τις δωρικές η Ρόδος, η Κνίδος, η Αλικαρνασσός και η Φάσηλις και από τις αιολικές μόνο η πόλη των Μυτιληναίων. |
| [2.178.3] | τούτων μέν ἐστι τοῦτο τὸ τέμενος, καὶ προστάτας τοῦ ἐμπορίου αὗται αἱ πόλιές εἰσι αἱ παρέχουσαι· ὅσαι δὲ ἄλλαι πόλιες μεταποιεῦνται, οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται. χωρὶς δὲ Αἰγινῆται ἐπὶ ἑωυτῶν ἱδρύσαντο τέμενος Διός, καὶ ἄλλο Σάμιοι Ἥρης, καὶ Μιλήσιοι Ἀπόλλωνος. | Δικό τους είναι αυτό το ιερό, και αυτές είναι πόλεις που διορίζουν τους εμπορικούς πρόξενους· όσες άλλες πόλεις προβάλλουν διεκδικήσεις, τις προβάλλουν χωρίς να έχουν κανένα δικαίωμα εκεί. Χώρια, οι Αιγινήτες ίδρυσαν μόνοι τους ιερό του Δία, άλλο οι Σάμιοι της Ήρας και οι Μιλήσιοι του Απόλλωνα. |
| [2.179.1] | ἦν δὲ τὸ παλαιὸν μούνη Ναύκρατις ἐμπόριον καὶ ἄλλο οὐδὲν Αἰγύπτου. εἰ δέ τις ἐς τῶν τι ἄλλο στομάτων τοῦ Νείλου ἀπίκοιτο, χρῆν ὀμόσαι μὴ μὲν ἑκόντα ἐλθεῖν, ἀπομόσαντα δὲ τῇ νηὶ αὐτῇ πλέειν ἐς τὸ Κανωβικόν· ἢ εἰ μή γε οἷά τε εἴη πρὸς ἀνέμους ἀντίους πλέειν, τὰ φορτία ἔδεε περιάγειν ἐν βάρισι περὶ τὸ Δέλτα, μέχρι οὗ ἀπίκοιτο ἐς Ναύκρατιν. οὕτω μὲν δὴ Ναύκρατις ἐτετίμητο. | Παλιά η Ναύκρατις ήταν το μόνο εμπορικό λιμάνι και άλλο δεν υπήρχε στην Αίγυπτο. Και αν κάποιος έφτανε σε κανένα άλλο από τα στόμια του Νείλου, έπρεπε να πάρει όρκο ότι είχε πάει εκεί χωρίς να το θέλει, και αφού πάρει τον όρκο, να αρμενίσει με το ίδιο πλοίο για το Κανωβικό στόμιο· αν πάλι το ταξίδι ήταν αδύνατο λόγω ενάντιων ανέμων, έπρεπε τότε να κουβαλήσει τα φορτία του με μαούνες εδώ κι εκεί στο Δέλτα ώσπου να φτάσει στη Ναύκρατη. Τόσο σπουδαία ήταν η Ναύκρατις. |
| [2.180.1] | Ἀμφικτυόνων δὲ μισθωσάντων τὸν ἐν Δελφοῖσι νῦν ἐόντα νηὸν τριηκοσίων ταλάντων ἐξεργάσασθαι (ὁ γὰρ πρότερον ἐὼν αὐτόθι αὐτόματος κατεκάη), τοὺς Δελφοὺς δὴ ἐπέβαλλε τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος παρασχεῖν. | Όταν πάλι οι Αμφικτύονες ανέθεσαν για τριακόσια τάλαντα την ανέγερση του ναού που υπάρχει σήμερα στους Δελφούς (γιατί εκείνος που υπήρχε προηγουμένως εκεί κάηκε μόνος του), επιβλήθηκε στους κατοίκους να καταβάλουν το ένα τέταρτο της δαπάνης. |
| [2.180.2] | πλανώμενοι δὲ οἱ Δελφοὶ περὶ τὰς πόλις ἐδωτίναζον, ποιεῦντες δὲ τοῦτο οὐκ ἐλάχιστον ἐξ Αἰγύπτου ἠνείκαντο. Ἄμασις μὲν γάρ σφι ἔδωκε χίλια στυπτηρίης τάλαντα, οἱ δὲ ἐν Αἰγύπτῳ οἰκέοντες Ἕλληνες εἴκοσι μνέας. | Βάλθηκαν λοιπόν οι κάτοικοι των Δελφών να πηγαίνουν από τη μια πόλη στην άλλη και να μαζεύουν δωρεές, και κάνοντας αυτή τη δουλειά, τα λιγότερα δεν τα πήραν από την Αίγυπτο. Γιατί ο Άμασις τους έδωσε χίλια τάλαντα από στύψη, ενώ οι Έλληνες κάτοικοι της Αιγύπτου είκοσι μνες. |
| [2.181.1] | Κυρηναίοισι δὲ Ἄμασις φιλότητά τε καὶ συμμαχίην συνεθήκατο. ἐδικαίωσε δὲ καὶ γῆμαι αὐτόθεν, εἴτε ἐπιθυμήσας Ἑλληνίδος γυναικός, εἴτε καὶ ἄλλως φιλότητος Κυρηναίων εἵνεκα. | Εξάλλου, ο Άμασις έπιασε φιλία και έκανε συμμαχία με τους Κυρηναίους. Αποφάσισε μάλιστα να παντρευτεί γυναίκα από εκεί, είτε επειδή η όρεξή του τράβηξε Ελληνίδα είτε λόγω της αγάπης του για τους Κυρηναίους. |
| [2.181.2] | γαμέει δὲ ὦν, οἱ μὲν λέγουσι Βάττου τοῦ Ἀρκεσίλεω θυγατέρα, οἱ δὲ Κριτοβούλου ἀνδρὸς τῶν ἀστῶν δοκίμου, τῇ οὔνομα ἦν Λαδίκη. τῇ ἐπείτε συγκλίνοιτο ὁ Ἄμασις, μίσγεσθαι οὐκ οἷός τε ἐγίνετο, τῇσι δὲ ἄλλῃσι γυναιξὶ ἐχρᾶτο. | Παντρεύτηκε λοιπόν — άλλοι λένε του Βάττου την κόρη, του γιου του Αρκεσίλαου, άλλοι του Κριτόβολου, έγκριτου ανάμεσα στους πολίτες, Λαδίκη τ᾽ όνομά της. Όποτε όμως πλάγιαζε κοντά της ο Άμασις, δεν ήταν ικανός να σμίξει μαζί της, ενώ με τις άλλες γυναίκες τα κατάφερνε. |
| [2.181.3] | ἐπείτε δὲ πολλὸν τοῦτο ἐγίνετο, εἶπε δὴ ὁ Ἄμασις πρὸς τὴν Λαδίκην ταύτην καλεομένην· Ὦ γύναι, κατά με ἐφάρμαξας, καὶ ἔστι τοι οὐδεμία μηχανὴ μὴ οὐκ ἀπολωλέναι κάκιστα γυναικῶν πασέων. | Όταν λοιπόν το κακό παρατράβηξε, είπε ο Άμασις σ᾽ αυτή τη λεγόμενη Λαδίκη: «Γυναίκα, μου έχεις κάνει μάγια, και όπως σε βλέπω και με βλέπεις θα φας το κεφάλι σου με τον χειρότερο τρόπο που γνώρισε γυναίκα». |
| [2.181.4] | ἡ δὲ Λαδίκη, ἐπείτε οἱ ἀρνευμένῃ οὐδὲν ἐγίνετο πρηΰτερος ὁ Ἄμασις, εὔχεται ἐν τῷ νόῳ τῇ Ἀφροδίτῃ, ἤν οἱ ὑπ᾽ ἐκείνην τὴν νύκτα μειχθῇ ὁ Ἄμασις, τοῦτο γάρ οἱ κακοῦ εἶναι μῆχος, ἄγαλμά οἱ ἀποπέμψειν ἐς Κυρήνην. μετὰ δὲ τὴν εὐχὴν αὐτίκα οἱ ἐμείχθη ὁ Ἄμασις. καὶ τὸ ἐνθεῦτεν ἤδη, ὁκότε ἔλθοι πρὸς αὐτήν, ἐμίσγετο καὶ κάρτα μιν ἔστερξε μετὰ τοῦτο. | Η Λαδίκη το αρνιόταν, ο Άμασις δεν μαλάκωνε, κι έτσι εκείνη πιάνει και τάζει με τον νου της στην Αφροδίτη, αν ο Άμασις έσμιγε μαζί της κάποια νύχτα και η ίδια γλίτωνε από το κακό, να της φτιάξει άγαλμα στην Κυρήνη. Και μόλις έκανε το τάμα, αμέσως έσμιξε μαζί της ο Άμασις. Και από τότε, όποτε την πλησίαζε, έσμιγε μαζί της ο Άμασις, γι᾽ αυτό μετά την αγάπησε πολύ. |
| [2.181.5] | ἡ δὲ Λαδίκη ἀπέδωκε τὴν εὐχὴν τῇ θεῷ· ποιησαμένη γὰρ ἄγαλμα ἀπέπεμψε ἐς Κυρήνην, τὸ ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦν σόον, ἔξω ἱδρυμένον τοῦ Κυρηναίων ἄστεος. ταύτην τὴν Λαδίκην, ὡς ἐπεκράτησε Καμβύσης Αἰγύπτου καὶ ἐπύθετο αὐτῆς ἥτις εἴη, ἀπέπεμψε ἀσινέα ἐς Κυρήνην. | Όσο για τη Λαδίκη, ξεπλήρωσε το τάμα της στη θεά: έφτιαξε το άγαλμα και το έστειλε στην Κυρήνη, και το άγαλμα σωζόταν ακόμη επί των ημερών μου, στημένο έξω από την πόλη των Κυρηναίων. Τη Λαδίκη αυτήν ο Καμβύσης, όταν κατέκτησε την Αίγυπτο και έμαθε από την ίδια ποιά ήταν, την έστειλε άθικτη πίσω στην Κυρήνη. |
| [2.182.1] | Ἀνέθηκε δὲ καὶ ἀναθήματα ὁ Ἄμασις ἐς τὴν Ἑλλάδα, τοῦτο μὲν ἐς Κυρήνην ἄγαλμα ἐπίχρυσον Ἀθηναίης καὶ εἰκόνα ἑωυτοῦ γραφῇ εἰκασμένην, τοῦτο δὲ τῇ ἐν Λίνδῳ Ἀθηναίῃ δύο τε ἀγάλματα λίθινα καὶ θώρηκα λίνεον ἀξιοθέητον, τοῦτο δ᾽ ἐς Σάμον τῇ Ἥρῃ εἰκόνας ἑωυτοῦ διφασίας ξυλίνας, αἳ ἐν τῷ νηῷ τῷ μεγάλῳ ἱδρύατο ἔτι καὶ τὸ μέχρις ἐμεῦ, ὄπισθε τῶν θυρέων. | Ο Άμασις χάρισε αφιερώματα και στην Ελλάδα: πρώτα πρώτα στην Κυρήνη επίχρυσο άγαλμα της Αθηνάς και εικόνα δική του ζωγραφιστή, ύστερα στην Αθηνά της Λίνδου δυο πέτρινα αγάλματα και έναν ωραιότατο λινό θώρακα, και τέλος στην Ήρα της Σάμου δύο ξύλινα ομοιώματα του εαυτού του, που ακόμη και επί των ημερών μου βρίσκονταν στημένα μέσα στο μεγάλο ναό, πίσω από τις πόρτες. |
| [2.182.2] | ἐς μέν νυν Σάμον ἀνέθηκε κατὰ ξεινίην τὴν ἑωυτοῦ τε καὶ Πολυκράτεος τοῦ Αἰάκεος, ἐς δὲ Λίνδον ξεινίης μὲν οὐδεμιῆς εἵνεκεν, ὅτι δὲ τὸ ἱρὸν τὸ ἐν Λίνδῳ τὸ τῆς Ἀθηναίης λέγεται τὰς ‹τοῦ› Δαναοῦ θυγατέρας ἱδρύσασθαι, προσσχούσας, ὅτε ἀπεδίδρησκον τοὺς Αἰγύπτου παῖδας. ταῦτα μὲν ἀνέθηκε ὁ Ἄμασις. εἷλε δὲ Κύπρον πρῶτος ἀνθρώπων καὶ κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν. | Στη Σάμο τα αφιερώματα τα πρόσφερε λόγω της φιλίας του με τον Πολυκράτη, τον γιο του Αιάκη, ενώ στη Λίνδο η αιτία δεν ήταν καμιά φιλία, αλλά το γεγονός ότι, όπως λέγεται, το ιερό της Αθηνάς στη Λίνδο το είχαν ιδρύσει οι θυγατέρες του Δαναού όταν έφτασαν εκεί προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους γιους του Αιγύπτου. Αυτά τα αφιερώματα πρόσφερε ο Άμασις. Ήταν επίσης ο πρώτος άνθρωπος που κατέκτησε την Κύπρο και την έκανε φόρου υποτελή. |
Τα σχόλια είναι κλειστά.