Πηγή greek-language.gr _ Homer odyssey l
greek-language.gr _ Homer – Iliad and Odyssey
| Μ_1 | Αὐτὰρ ἐπεὶ ποταμοῖο λίπεν ῥόον Ὠκεανοῖο νηῦς, ἀπὸ δ᾽ ἵκετο κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο νῆσόν τ᾽ Αἰαίην, ὅθι τ᾽ Ἠοῦς ἠριγενείης οἰκία καὶ χοροί εἰσι καὶ ἀντολαὶ Ἠελίοιο, | Άφησε τότε το καράβι τις ροές του ωκεάνειου ποταμού, έσχιζε πια το πελαγίσιο κύμα στ᾽ ανοιχτά περάσματα, κι έφτασε πάλι στο νησί της Αίας, όπου τα σπίτια κι οι χοροί της Χαραυγής, οι ανατολές του Ηλίου. |
| Μ_5 | νῆα μὲν ἔνθ᾽ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν, ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης. ἔνθα δ᾽ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν. Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάρους προΐειν ἐς δώματα Κίρκης | Εκεί αράξαμε και σύραμε στην αμμουδιά το πλοίο, ύστερα βγήκαμε κι εμείς στο περιγιάλι· εκεί μας πήρε ο ύπνος, προσμένοντας το θείο ξημέρωμα. Κι όταν, χαράζοντας, ρόδισε η Αυγή τον ουρανό, τότε κι εγώ παράγγειλα να παν οι σύντροφοι στα δώματα |
| Μ_10 | οἰσέμεναι νεκρὸν Ἐλπήνορα τεθνηῶτα. φιτροὺς δ᾽ αἶψα ταμόντες, ὅθ᾽ ἀκρότατος πρόεχ᾽ ἀκτή, θάπτομεν ἀχνύμενοι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες. αὐτὰρ ἐπεὶ νεκρός τ᾽ ἐκάη καὶ τεύχεα νεκροῦ, τύμβον χεύαντες καὶ ἐπὶ στήλην ἐρύσαντες | της Κίρκης, να φέρουν τον νεκρό Ελπήνορα. Κόψαμε αμέσως κούτσουρα, κι εκεί στην πιο περίβλεπτη άκρη της ακτής τελούμε την ταφή περίλυποι, χύνοντας μαύρο δάκρυ. Όταν το σώμα του νεκρού κι ο οπλισμός του κάηκαν στην πυρά, τύμβο υψώσαμε, στήσαμε πάνω του μια στήλη λίθινη |
| Μ_15 | πήξαμεν ἀκροτάτῳ τύμβῳ εὐῆρες ἐρετμόν. Ἡμεῖς μὲν τὰ ἕκαστα διείπομεν· οὐδ᾽ ἄρα Κίρκην ἐξ Ἀΐδεω ἐλθόντες ἐλήθομεν, ἀλλὰ μάλ᾽ ὦκα ἦλθ᾽ ἐντυναμένη· ἅμα δ᾽ ἀμφίπολοι φέρον αὐτῇ σῖτον καὶ κρέα πολλὰ καὶ αἴθοπα οἶνον ἐρυθρόν. | και στην κορφή του μπήξαμε εκείνο το αρμοστό κουπί του. Εμείς φροντίζαμε καταπώς πρέπει όλα να γίνουν, αλλά κι η Κίρκη δεν αγνόησε τον γυρισμό μας απ᾽ τον Άδη· έφτασε με σπουδή μεγάλη στολισμένη, μαζί της και θεραπαινίδες, φέρνοντας ψωμί και κρέας, κόκκινο κρασί σαν φλόγα. |
| Μ_20 | ἡ δ᾽ ἐν μέσσῳ στᾶσα μετηύδα δῖα θεάων· «Σχέτλιοι, οἳ ζώοντες ὑπήλθετε δῶμ᾽ Ἀΐδαο, δισθανέες, ὅτε τ᾽ ἄλλοι ἅπαξ θνῄσκουσ᾽ ἄνθρωποι. ἀλλ᾽ ἄγετ᾽ ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον αὖθι πανημέριοι· ἅμα δ᾽ ἠοῖ φαινομένηφι | Στάθηκε τότε μεταξύ μας κι έτσι μας μίλησε η ωραία θεά: «Παράτολμοι, εσείς που ζώντες κατεβήκατε στον Άδη· οι πεθαμένοι δυο φορές, όταν οι άλλοι μια φορά πεθαίνουν. Αλλά χαρείτε τώρα το φαΐ, πιείτε κρασί, όσο κρατεί η μέρα αυτή· αύριο πάλι, με της αυγής το χάραμα, |
| Μ_25 | πλεύσεσθ᾽· αὐτὰρ ἐγὼ δείξω ὁδὸν ἠδὲ ἕκαστα σημανέω, ἵνα μή τι κακορραφίῃ ἀλεγεινῇ ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς ἀλγήσετε πῆμα παθόντες.» Ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ. ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα | ανοίγεστε στο πέλαγο. Τον δρόμο σας εγώ θα δείξω, ένα προς ένα τα σημάδια φανερώνοντας, να μην πονέσετε παραδομένοι σε παγίδες θλιβερές της θάλασσας ή της στεριάς, και ζήσετε μια νέα συμφορά.» Έτσι μας μίλησε, κι υπάκουσε περήφανη η ψυχή μας. Όσο λοιπόν κρατούσε η μέρα, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος, |
| Μ_30 | ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ· ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν, οἱ μὲν κοιμήσαντο παρὰ πρυμνήσια νηός, ἡ δ᾽ ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα φίλων ἀπονόσφιν ἑταίρων εἷσέ τε καὶ προσέλεκτο καὶ ἐξερέεινεν ἕκαστα· | στρωθήκαμε χορταίνοντας άφθονο κρέας, πίνοντας γλυκό κρασί. Κι όταν ο ήλιος έγειρε στη δύση κι έπεσε γύρω μας πυκνό σκοτάδι, οι άλλοι εκεί στο πλοίο κοιμήθηκαν, πλάι στις πρυμάτσες. Εμένα όμως με πήρε η Κίρκη από το χέρι, με τράβηξε παράμερα απ᾽ τους καλούς συντρόφους, μ᾽ έβαλε κάπου ν᾽ ακουμπήσω, πλάγιασε δίπλα μου κι αυτή, |
| Μ_35 | αὐτὰρ ἐγὼ τῇ πάντα κατὰ μοῖραν κατέλεξα. καὶ τότε δή με ἔπεσσι προσηύδα πότνια Κίρκη· «Ταῦτα μὲν οὕτω πάντα πεπείρανται, σὺ δ᾽ ἄκουσον, ὥς τοι ἐγὼν ἐρέω, μνήσει δέ σε καὶ θεὸς αὐτός. Σειρῆνας μὲν πρῶτον ἀφίξεαι, αἵ ῥά τε πάντας | κι άρχισε να ρωτά το καθετί. Εγώ της εξιστόρησα τα πάντα, με σειρά και τάξη, οπότε ξαναμίλησε η δεσποσύνη Κίρκη: «Τα περασμένα πέρασαν και πάνε, άκουσε όμως τώρα κι εγώ τι έχω να σου πω — μπορεί κι ένας θεός αργότερα να σ᾽ το θυμίσει. Θα φτάσεις πρώτα στις Σειρήνες, αυτές που καταθέλγουν |
| Μ_40 | ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅτις σφεας εἰσαφίκηται. ὅς τις ἀϊδρείῃ πελάσῃ καὶ φθόγγον ἀκούσῃ Σειρήνων, τῷ δ᾽ οὔ τι γυνὴ καὶ νήπια τέκνα οἴκαδε νοστήσαντι παρίσταται οὐδὲ γάνυνται, ἀλλά τε Σειρῆνες λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ, | όλους τους θνητούς, όποιος βρεθεί στα μέρη τους. Αν κάποιος πλησιάσει ανύποπτος κι ακούσει των Σειρήνων τη φωνή, δεν γίνεται να τον χαρούν ξανά στον γυρισμό του γυναίκες και μικρά παιδιά· τον θέλγουν οι Σειρήνες με το οξύφωνο τραγούδι τους, σ᾽ ένα λιβάδι καθισμένες, γύρω σωρός τα κόκαλα, σάρκες ανθρώπων σαπισμένες, |
| Μ_45 | ἥμεναι ἐν λειμῶνι· πολὺς δ᾽ ἀμφ᾽ ὀστεόφιν θὶς ἀνδρῶν πυθομένων, περὶ δὲ ῥινοὶ μινύθουσι. ἀλλὰ παρὲξ ἐλάαν, ἐπὶ δ᾽ οὔατ᾽ ἀλεῖψαι ἑταίρων κηρὸν δεψήσας μελιηδέα, μή τις ἀκούσῃ τῶν ἄλλων· ἀτὰρ αὐτὸς ἀκουέμεν αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα, | φαγωμένα δέρματα. Σε συμβουλεύω να τις προσπεράσεις· όσο για τους συντρόφους σου, γλυκό κερί σαν μέλι μάλαξε και βούλωσε μ᾽ αυτό τ᾽ αφτιά τους, ώστε κανείς από τους άλλους να μην το ακούσει το τραγούδι τους. Μόνος εσύ μπορείς να τις ακούσεις, αν το θελήσεις· θα πρέπει ωστόσο, εκεί στο πλοίο που θα φεύγει γρήγορα, |
| Μ_50 | δησάντων σ᾽ ἐν νηῒ θοῇ χεῖράς τε πόδας τε ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ᾽ αὐτοῦ πείρατ᾽ ἀνήφθω, ὄφρα κε τερπόμενος ὄπ᾽ ἀκούῃς Σειρήνοιϊν. εἰ δέ κε λίσσηαι ἑτάρους λῦσαί τε κελεύῃς, οἱ δέ σ᾽ ἐνὶ πλεόνεσσι τότε δεσμοῖσι διδέντων. | χέρια και πόδια να σε δέσουν, όρθιο πάνω στο κατάρτι, με τα σχοινιά πλεγμένα γύρω του· κι έτσι να ακούσεις, να απολαύσεις των Σειρήνων τη φωνή. Κι αν τους συντρόφους σου παρακαλείς, αν τους φωνάζεις να σε λύσουν, εκείνοι ακόμη πιο σφιχτά, με περισσότερα σχοινιά θα πρέπει να σε δέσουν. |
| Μ_55 | Αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τάς γε παρὲξ ἐλάσωσιν ἑταῖροι, ἔνθα τοι οὐκέτ᾽ ἔπειτα διηνεκέως ἀγορεύσω ὁπποτέρη δή τοι ὁδὸς ἔσσεται, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς θυμῷ βουλεύειν· ἐρέω δέ τοι ἀμφοτέρωθεν. ἔνθεν μὲν γὰρ πέτραι ἐπηρεφέες, προτὶ δ᾽ αὐτὰς | Έπειτα, όταν οι σύντροφοι θα προσπεράσουν τις Σειρήνες, τα υπόλοιπα δεν πρόκειται να σου τα πω καταλεπτώς, ποιος δρόμος απ᾽ τους δυο σού μέλλεται· θα πρέπει μόνος σου να το σκεφτείς καλά. Θα σου μιλήσω ωστόσο αμφίβολα, και για τη μια και για την άλλη οδό. Στην από δω μεριά δυο βράχοι κατακόρυφοι αντικρίζονται, όπου |
| Μ_60 | κῦμα μέγα ῥοχθεῖ κυανώπιδος Ἀμφιτρίτης· Πλαγκτὰς δ᾽ ἦ τοι τάς γε θεοὶ μάκαρες καλέουσι. τῇ μέν τ᾽ οὐδὲ ποτητὰ παρέρχεται οὐδὲ πέλειαι τρήρωνες, ταί τ᾽ ἀμβροσίην Διὶ πατρὶ φέρουσιν, ἀλλά τε καὶ τῶν αἰὲν ἀφαιρεῖται λὶς πέτρη· | μουγκρίζει αφρίζοντας της Αμφιτρίτης, με τα σκοτεινά της μάτια, το μεγάλο κύμα. Πλαγκτές τις ονομάζουν οι μακάριοι θεοί τις Πέτρες· καθώς σαλεύουν ασταμάτητα, δεν γίνεται να τις διαβεί πουλί πετάμενο, μήτε τα φοβισμένα αγριοπερίστερα, αυτά που φέρνουν αμβροσία στον πατέρα Δία· κάποιο κάθε φορά το κόβει ο βράχος σαν μαχαίρι, |
| Μ_65 | ἀλλ᾽ ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι. τῇ δ᾽ οὔ πώ τις νηῦς φύγεν ἀνδρῶν, ἥ τις ἵκηται, ἀλλά θ᾽ ὁμοῦ πίνακάς τε νεῶν καὶ σώματα φωτῶν κύμαθ᾽ ἁλὸς φορέουσι πυρός τ᾽ ὀλοοῖο θύελλαι. οἴη δὴ κείνῃ γε παρέπλω ποντοπόρος νηῦς | αμέσως όμως το αναπληρώνει μ᾽ άλλο περιστέρι ο Ζευς, να μη χαλάσει ο αριθμός. Όποιο κι αν βρέθηκε πλεούμενο, δεν ξέφυγε ποτέ από κει· μαδέρια καραβιών, σώματα ανδρών, όλα τα παρασύρει το θαλάσσιο κύμα, τα καταπίνει ολέθρια η φλογισμένη δίνη. Ένα μονάχα καράβι πελαγίσιο πέρασε και γλίτωσε· |
| Μ_70 | Ἀργὼ πασιμέλουσα, παρ᾽ Αἰήταο πλέουσα· καί νύ κε τὴν ἔνθ᾽ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας, ἀλλ᾽ Ἥρη παρέπεμψεν, ἐπεὶ φίλος ἦεν Ἰήσων. Οἱ δὲ δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει ὀξείῃ κορυφῇ, νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε | η Αργώ, που όλοι την ξέρουν και την τραγουδούν, γυρίζοντας από τη γη του Αιήτη. Όμως κι αυτή θα τη συνέθλιβαν οι βράχοι, αν δεν μεσολαβούσε η Ήρα για να προσπεράσει — ο Ιάσων ήταν η μεγάλη αγάπη της. Στην από κει μεριά δυο σκόπελοι αντικρίζονται· του ενός η σουβλερή κορφή του χάνεται ψηλά στον ουρανό, |
| Μ_75 | κυανέη· τὸ μὲν οὔ ποτ᾽ ἐρωεῖ, οὐδέ ποτ᾽ αἴθρη κείνου ἔχει κορυφὴν οὔτ᾽ ἐν θέρει οὔτ᾽ ἐν ὀπώρῃ· οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐδ᾽ ἐπιβαίη, οὐδ᾽ εἴ οἱ χεῖρές γε ἐείκοσι καὶ πόδες εἶεν· πέτρη γὰρ λίς ἐστι, περιξεστῇ ἐϊκυῖα. | την περιβάλλει μαύρο σύννεφο που δεν υποχωρεί ποτέ· ποτέ δεν ξαστερώνει σ᾽ εκείνου του σκοπέλου την κορφή, μήτε το καλοκαίρι μήτε το φθινόπωρο. Θνητός δεν τον ανέβηκε τον βράχο, δεν μπόρεσε κανείς να τον πατήσει, ακόμη κι αν του φύτρωναν είκοσι πόδια κι άλλα τόσα χέρια· τόσο απότομος και λείος, λες και τον έχουν πελεκήσει. |
| Μ_80 | μέσσῳ δ᾽ ἐν σκοπέλῳ ἐστὶ σπέος ἠεροειδές, πρὸς ζόφον εἰς Ἔρεβος τετραμμένον, ᾗ περ ἂν ὑμεῖς νῆα παρὰ γλαφυρὴν ἰθύνετε, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ. οὐδέ κεν ἐκ νηὸς γλαφυρῆς αἰζήϊος ἀνὴρ τόξῳ ὀϊστεύσας κοῖλον σπέος εἰσαφίκοιτο. | Σ᾽ αυτόν τον σκόπελο, κάπου στη μέση, υπάρχει σκοτεινή σπηλιά, στραμμένη προς τη δύση, στο Έρεβος. Προβλέπω πως κι εσείς εκεί κοντά θα οδηγηθείτε με το κοίλο πλοίο, Οδυσσέα περήφανε. Λοιπόν να ξέρεις, αν κάποιος τόξευε μέσα απ᾽ το βαθουλό καράβι, κι ας τον στολίζει η δύναμη της νιότης, δεν θα έφτανε το βέλος του στο βάθος της σπηλιάς. |
| Μ_85 | ἔνθα δ᾽ ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα· τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς γίγνεται, αὐτὴ δ᾽ αὖτε πέλωρ κακόν· οὐδέ κέ τίς μιν γηθήσειεν ἰδών, οὐδ᾽ εἰ θεὸς ἀντιάσειε. τῆς ἦ τοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι, | Σε τούτη τη σπηλιά παραμονεύει η Σκύλλα, φριχτά αλυχτώντας· αν η φωνή της μοιάζει γάβγισμα από μικρό νιογέννητο κουτάβι, η ίδια είναι τέρας τρομερό, όποιος το δει δεν πρόκειται πια να χαρεί, ας ήταν και θεός αυτός που θα την απαντούσε. Έχει δώδεκα πόδια, κι όλα της μισερά· |
| Μ_90 | ἓξ δέ τέ οἱ δειραὶ περιμήκεες, ἐν δὲ ἑκάστῃ σμερδαλέη κεφαλή, ἐν δὲ τρίστοιχοι ὀδόντες, πυκνοὶ καὶ θαμέες, πλεῖοι μέλανος θανάτοιο. μέσση μέν τε κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν ἔξω δ᾽ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου, | έξι οι ψηλοί λαιμοί της, κι επάνω στον καθένα φυτρώνει από ένα αποτρόπαιο κεφάλι· τα δόντια της σε τρεις σειρές, πυκνά, αξεχώριστα, στάζουν τον μαύρο θάνατο. Αν ως τη μέση κρύβεται σ᾽ εκείνη τη βαθιά σπηλιά, προβάλλει απέξω τα κεφάλια της σ᾽ αυτό το βάραθρο, |
| Μ_95 | αὐτοῦ δ᾽ ἰχθυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα, δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη. τῇ δ᾽ οὔ πώ ποτε ναῦται ἀκήριοι εὐχετόωνται παρφυγέειν σὺν νηΐ· φέρει δέ τε κρατὶ ἑκάστῳ | κι έτσι ψαρεύει λαίμαργα, ψάχνοντας γύρω από τον βράχο, δελφίνια και σκυλόψαρα, όταν δεν πιάνει κάποιο κήτος μεγαλύτερο, από τα τόσα που ανατρέφει η Αμφιτρίτη άγρια στενάζοντας. Όχι, ποτέ δεν το καυχήθηκαν οι ναυτικοί πως ξέφυγαν με το καράβι από τη λύσσα της· πάντα προφταίνει κι αναρπάζει κάθε της κεφάλι, |
| Μ_100 | φῶτ᾽ ἐξαρπάξασα νεὸς κυανοπρῴροιο. Τὸν δ᾽ ἕτερον σκόπελον χθαμαλώτερον ὄψει, Ὀδυσσεῦ, πλησίον ἀλλήλων· καί κεν διοϊστεύσειας. τῷ δ᾽ ἐν ἐρινεός ἐστι μέγας, φύλλοισι τεθηλώς· τῷ δ᾽ ὑπὸ δῖα Χάρυβδις ἀναρροιβδεῖ μέλαν ὕδωρ. | από το πλοίο με τη μαύρη πλώρη, κι ένα ναύτη. Ο άλλος τώρα σκόπελος, θα δεις, είναι, Οδυσσέα, πιο χαμηλός, όμως κοντά στον πρώτο· τόση απόσταση, που θα μπορούσες να τη φτάσεις και τοξεύοντας. Σ᾽ αυτόν φουντώνει μια μεγάλη κι άγρια συκιά, με φύλλα καταπράσινα, κι εκεί στη ρίζα της θεοτική η Χάρυβδη αναρροφά το μαύρο κύμα. |
| Μ_105 | τρὶς μὲν γάρ τ᾽ ἀνίησιν ἐπ᾽ ἤματι, τρὶς δ᾽ ἀναροιβδεῖ δεινόν· μὴ σύ γε κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥυβδήσειεν· οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ᾽ ὑπὲκ κακοῦ οὐδ᾽ ἐνοσίχθων. ἀλλὰ μάλα Σκύλλης σκοπέλῳ πεπλημένος ὦκα νῆα παρὲξ ἐλάαν, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστιν | Μέσα στην ίδια μέρα τρεις φορές ξερνά θαλάσσιο νερό, και τρεις φορές το απορροφά με πάταγο. Να μη σου τύχει να ᾽σαι εκεί, όταν εκείνη καταπίνει το νερό· δεν θα μπορούσε να σε σώσει μήτε ο Κοσμοσείστης. Γι᾽ αυτό σου λέω, πιο καλά κοντύτερα στον σκόπελο της Σκύλλας, κι όσο μπορείς πιο γρήγορα, με το καράβι σου να παραπλεύσεις. Γιατί συμφέρει |
| Μ_110 | ἓξ ἑτάρους ἐν νηῒ ποθήμεναι ἢ ἅμα πάντας.» Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον· «εἰ δ᾽ ἄγε δή μοι τοῦτο, θεά, νημερτὲς ἐνίσπες, εἴ πως τὴν ὀλοὴν μὲν ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν, τὴν δέ κ᾽ ἀμυναίμην, ὅτε μοι σίνοιτό γ᾽ ἑταίρους.» | περισσότερο να χάσεις έξι, παρά να μείνεις μόνος στο καράβι, ποθώντας όλους τους συντρόφους.» Όταν απόσωσε τον λόγο της, εγώ τη ρώτησα μιλώντας: «Τώρα, θεά, πες μου κι αυτό και μη μου κρύψεις την αλήθεια· πώς θα μπορούσα, αν τη φριχτή αποφύγω Χάρυβδη, να φυλαχτώ κι από την άλλη πολεμώντας, την ώρα που θα αρπάζει τους συντρόφους μου;» |
| Μ_115 | Ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων· «σχέτλιε, καὶ δὴ αὖ τοι πολεμήϊα ἔργα μέμηλε καὶ πόνος· οὐδὲ θεοῖσιν ὑπείξεαι ἀθανάτοισιν; ἡ δέ τοι οὐ θνητή, ἀλλ᾽ ἀθάνατον κακόν ἐστι, δεινόν τ᾽ ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον οὐδὲ μαχητόν· | Έτσι της μίλησα, κι ευθύς μου ανταποκρίθηκε η ωραία θεά: «Πολύ παράτολμος μου φαίνεσαι, που πάλι σκέφτεσαι έργα και κατορθώματα πολέμου· αλήθεια, δεν θα σκύψεις το κεφάλι μήτε και στους αθάνατους θεούς; Πρέπει να ξέρεις, δεν είναι αυτή θνητή· τέρας αθάνατο και φοβερό, φριχτό κι ανήμερο, ακαταμάχητο. Δεν ωφελεί λοιπόν εδώ |
| Μ_120 | οὐδέ τις ἐστ᾽ ἀλκή· φυγέειν κάρτιστον ἀπ᾽ αὐτῆς. ἢν γὰρ δηθύνῃσθα κορυσσόμενος παρὰ πέτρῃ, δείδω μή σ᾽ ἐξαῦτις ἐφορμηθεῖσα κίχῃσι τόσσῃσιν κεφαλῇσι, τόσους δ᾽ ἐκ φῶτας ἕληται. ἀλλὰ μάλα σφοδρῶς ἐλάαν, βωστρεῖν δὲ Κράταιϊν, | η όποια αλκή· η γρήγορη φυγή, αυτό είναι το καλύτερο. Γιατί αν βραδύνεις πλάι στον βράχο, για να ντυθείς τον οπλισμό σου, φοβάμαι πως θα σε προλάβει και θα χυμήξει πάλι επάνω σου, κι όσα κεφάλια έχει, τόσους συντρόφους θα σου αρπάξει. Γι᾽ αυτό σου λέω, πέρασε γρήγορα όσο μπορείς, αναφωνώντας «Κράταιη!» |
| Μ_125 | μητέρα τῆς Σκύλλης, ἥ μιν τέκε πῆμα βροτοῖσιν· ἥ μιν ἔπειτ᾽ ἀποπαύσει ἐς ὕστερον ὁρμηθῆναι. Θρινακίην δ᾽ ἐς νῆσον ἀφίξεαι· ἔνθα δὲ πολλαὶ βόσκοντ᾽ Ἠελίοιο βόες καὶ ἴφια μῆλα, ἑπτὰ βοῶν ἀγέλαι, τόσα δ᾽ οἰῶν πώεα καλά, | Είναι αυτή μάνα της Σκύλλας, που τη γέννησε κατάρα των θνητών· ίσως εκείνη την μποδίσει, να μην ξαναχυμήξει. Μετά θα φτάσεις στο νησί της Θρινακίας, όπου και βόσκουν τα πολλά βόδια του Ήλιου, τα παχιά γελάδια του· επτά οι αγέλες των βοδιών, επτά και τα καλά κοπάδια των προβάτων· |
| Μ_130 | πεντήκοντα δ᾽ ἕκαστα· γόνος δ᾽ οὐ γίγνεται αὐτῶν, οὐδέ ποτε φθινύθουσι. θεαὶ δ᾽ ἐπιποιμένες εἰσί, νύμφαι ἐϋπλόκαμοι, Φαέθουσά τε Λαμπετίη τε, ἃς τέκεν Ἠελίῳ Ὑπερίονι δῖα Νέαιρα. τὰς μὲν ἄρα θρέψασα τεκοῦσά τε πότνια μήτηρ | η κάθε αγέλη με πενήντα ζωντανά, που δεν γεννοβολούν ποτέ, αλλά ποτέ τους και δεν φθείρονται. Τα βγάζουν στη βοσκή θεές, δυο Νύμφες καλλιπλόκαμες, Φαέθουσα και Λαμπετώ, κόρες της θείας Νέαιρας, που τις εγέννησε ο Υπερίων Ήλιος. Αφού ξεγέννησε και τις ανάστησε η αρχοντική τους μάνα, |
| Μ_135 | Θρινακίην ἐς νῆσον ἀπῴκισε τηλόθι ναίειν, μῆλα φυλασσέμεναι πατρώϊα καὶ ἕλικας βοῦς. τὰς εἰ μέν κ᾽ ἀσινέας ἐάᾳς νόστου τε μέδηαι, ἦ τ᾽ ἂν ἔτ᾽ εἰς Ἰθάκην κακά περ πάσχοντες ἵκοισθε· εἰ δέ κε σίνηαι, τότε τοι τεκμαίρομ᾽ ὄλεθρον | μετά τις έστειλε μακριά, να κατοικήσουν το νησί της Θρινακίας, για να φυλάν τα πατρικά κοπάδια, τα ελικοκέρατα γελάδια. Αυτά λοιπόν απείραχτα αν τ᾽ αφήσεις, άλλο αν δεν σκέφτεται πάρεξ τον νόστο ο νους σου, υπάρχει τότε ελπίδα, έστω με βάσανα και πάθη, να φτάσετε μια μέρα στην Ιθάκη. Αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω βέβαιο όλεθρο, |
| Μ_140 | νηΐ τε καὶ ἑτάροις· αὐτὸς δ᾽ εἴ πέρ κεν ἀλύξῃς, ὀψὲ κακῶς νεῖαι, ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους.» Ὣς ἔφατ᾽, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς. ἡ μὲν ἔπειτ᾽ ἀνὰ νῆσον ἀπέστιχε δῖα θεάων· αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆα κιὼν ὄτρυνον ἑταίρους | για το καράβι σου και τους εταίρους· ο ίδιος, αν τυχόν γλιτώσεις, αργά θα φτάσεις στην πατρίδα κι άσχημα, θα χάσεις πρώτα τους συντρόφους όλους.» Τελειώνοντας τον λόγο της, φάνηκε πια στον ουρανό η Αυγή χρυσόθρονη. Τότε μ᾽ αφήνει κι ανεβαίνει το νησί η ωραία θεά. Όσο για μένα, γύρισα στο πλοίο ευθύς, παρακινώντας τους συντρόφους |
| Μ_145 | αὐτούς τ᾽ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι. οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον. ἑξῆς δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς. ἡμῖν δ᾽ αὖ κατόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο ἴκμενον οὖρον ἵει πλησίστιον, ἐσθλὸν ἑταῖρον, | να πάρουν θέση στο καράβι, να λύσουν τις πρυμάτσες. Εκείνοι ανέβηκαν και κάθησαν όλοι τους στα ζυγά, και καθισμένοι στη σειρά έπιασαν τα κουπιά, χτυπώντας αφρισμένο το γκρίζο κύμα της θαλάσσης. Κι αμέσως, πίσω στο καράβι μας με τη γαλάζια πλώρη, για χάρη μας αμόλησε πρίμο αγεράκι, που φουσκώνει τα πανιά, καλό μας σύντροφο, |
| Μ_150 | Κίρκη ἐϋπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα. αὐτίκα δ᾽ ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα ἥμεθα· τὴν δ᾽ ἄνεμός τε κυβερνήτης τ᾽ ἴθυνε. δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάροισι μετηύδων ἀχνύμενος κῆρ· «Ὦ φίλοι, οὐ γὰρ χρὴ ἕνα ἴδμεναι οὐδὲ δύ᾽ οἴους | η Κίρκη καλλιπλόκαμη, δαιμονική θεά, μ᾽ ανθρώπινη μιλιά. Κι όπως με κόπο όλα του πλοίου τ᾽ άρμενα είχαμε φροντίσει, καθήσαμε χαλαρωμένοι, γιατί το κυβερνούσε τώρα το καράβι ο ούριος άνεμος κι ο τιμονιέρης. Τότε κι εγώ στράφηκα στους συντρόφους, μιλώντας με βαριά καρδιά: «Καλοί μου φίλοι, ένας δεν φτάνει μήτε δυο να ξέρουν |
| Μ_155 | θέσφαθ᾽ ἅ μοι Κίρκη μυθήσατο, δῖα θεάων· ἀλλ᾽ ἐρέω μὲν ἐγών, ἵνα εἰδότες ἤ κε θάνωμεν ἤ κεν ἀλευάμενοι θάνατον καὶ κῆρα φύγοιμεν. Σειρήνων μὲν πρῶτον ἀνώγει θεσπεσιάων φθόγγον ἀλεύασθαι καὶ λειμῶν᾽ ἀνθεμόεντα. | όσα η Κίρκη λέγοντας μου προφήτεψε, σεμνή θεά. Γι᾽ αυτό κι εγώ θα σας μιλήσω, ώστε γνωρίζοντας ή να πεθάνουμε ή να γλιτώσουμε τον θάνατο και να ξεφύγουμε τη μαύρη μοίρα. Λοιπόν η πρώτη συμβουλή της ήταν πώς θα αποφύγουμε το θείο τραγούδι των Σειρήνων και το ανθισμένο τους λιβάδι. |
| Μ_160 | οἶον ἔμ᾽ ἠνώγει ὄπ᾽ ἀκουέμεν· ἀλλά με δεσμῷ δήσατ᾽ ἐν ἀργαλέῳ, ὄφρ᾽ ἔμπεδον αὐτόθι μίμνω, ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ᾽ αὐτοῦ πείρατ᾽ ἀνήφθω. εἰ δέ κε λίσσωμαι ὑμέας λῦσαί τε κελεύω, ὑμεῖς δὲ πλεόνεσσι τότε ἐν δεσμοῖσι πιέζειν.» | Μόνο σ᾽ εμένα επέτρεψε ν᾽ ακούσω τη φωνή τους· αλλά θα πρέπει να με δέσετε σφιχτά, τόσο που να πονέσω, να μην μπορώ να κουνηθώ, όρθιο πάνω στο κατάρτι, με τα σχοινιά πλεγμένα γύρω του. Κι αν σας παρακαλώ, αν σας φωνάζω να με λύσετε, εσείς θα πρέπει πιο σφιχτά να με τυλίξετε, μ᾽ ακόμη περισσότερα δεσμά.» |
| Μ_165 | Ἦ τοι ἐγὼ τὰ ἕκαστα λέγων ἑτάροισι πίφαυσκον· τόφρα δὲ καρπαλίμως ἐξίκετο νηῦς εὐεργὴς νῆσον Σειρήνοιϊν· ἔπειγε γὰρ οὖρος ἀπήμων. αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη, κοίμησε δὲ κύματα δαίμων. | Κι ενώ μιλώντας εξηγούσα στους συντρόφους τα καθέκαστα, πλησίαζε πια το καράβι, γερό σκαρί, στων δύο Σειρήνων το νησί, γρήγορα όπως το έσπρωχνε πρίμο το αγέρι. Τότε μεμιάς έπεσε ο άνεμος, η νηνεμία άπλωσε γαλήνη, κοίμισε ο δαίμονας τα κύματα. |
| Μ_170 | ἀνστάντες δ᾽ ἕταροι νεὸς ἱστία μηρύσαντο, καὶ τὰ μὲν ἐν νηῒ γλαφυρῇ βάλον, οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ἐρετμὰ ἑζόμενοι λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσιν. αὐτὰρ ἐγὼ κηροῖο μέγαν τροχὸν ὀξέϊ χαλκῷ τυτθὰ διατμήξας χερσὶ στιβαρῇσι πίεζον. | Ευθύς πετάχτηκαν επάνω οι σύντροφοι και μαϊνάρουν τα πανιά, τα μάζεψαν στο κοίλωμα του πλοίου κι έσκυψαν στα κουπιά· ξύλα καλοξυσμένα ελάτινα λευκαίνουν τώρα το νερό. Την ίδια ώρα εγώ, με κοφτερό χαλκό, χωρίζω φέτα από κερί, μεγάλη, στρόγγυλη, και στα γερά μου χέρια μάλαξα τα κομμάτια της· γρήγορα το κερί ζεστάθηκε απ᾽ |
| Μ_175 | αἶψα δ᾽ ἰαίνετο κηρός, ἐπεὶ κέλετο μεγάλη ἲς Ἠελίου τ᾽ αὐγὴ Ὑπεριονίδαο ἄνακτος· ἑξείης δ᾽ ἑτάροισιν ἐπ᾽ οὔατα πᾶσιν ἄλειψα. οἱ δ᾽ ἐν νηΐ μ᾽ ἔδησαν ὁμοῦ χεῖράς τε πόδας τε ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ᾽ αὐτοῦ πείρατ᾽ ἀνῆπτον· | τη δική μου τη μεγάλη δύναμη, αλλά κι από το πύρωμα του ήλιου, οπού περνά σαν βασιλιάς τον ουρανό. Με τούτο το κερί, όλους μου τους συντρόφους, τους βούλωσα τ᾽ αφτιά. Αλλά κι εκείνοι μ᾽ έδεσαν στο πλοίο χέρια πόδια, όρθιο πάνω στο κατάρτι, με τα σχοινιά σφιγμένα γύρω του. Ύστερα καθισμένοι στα ζυγά, με τα κουπιά στο χέρι |
| Μ_180 | αὐτοὶ δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς. ἀλλ᾽ ὅτε τόσσον ἀπῆν ὅσον τε γέγωνε βοήσας, ῥίμφα διώκοντες, τὰς δ᾽ οὐ λάθεν ὠκύαλος νηῦς ἐγγύθεν ὀρνυμένη, λιγυρὴν δ᾽ ἔντυνον ἀοιδήν· «Δεῦρ᾽ ἄγ᾽ ἰών, πολύαιν᾽ Ὀδυσεῦ, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν, | χτυπούσαν το νερό της γκρίζας θάλασσας. Κι όπως, κωπηλατώντας γρήγορα, σίμωσε τόσο το καράβι στο νησί, που θα μπορούσε να ακουστεί η φωνή του ανθρώπου, μας πήραν οι Σειρήνες είδηση, πως προσπερνούσε το σκαρί μας γοργοτάξιδο, κι άρχισαν το ψηλόλιγνο τραγούδι τους: «Έλα, Οδυσσέα περίφημε, δόξα των Αχαιών, πλησίασε, |
| Μ_185 | νῆα κατάστησον, ἵνα νωϊτέρην ὄπ᾽ ἀκούσῃς. οὐ γάρ πώ τις τῇδε παρήλασε νηῒ μελαίνῃ, πρίν γ᾽ ἡμέων μελίγηρυν ἀπὸ στομάτων ὄπ᾽ ἀκοῦσαι, ἀλλ᾽ ὅ γε τερψάμενος νεῖται καὶ πλείονα εἰδώς. ἴδμεν γάρ τοι πάνθ᾽ ὅσ᾽ ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ | άραξε εδώ το πλοίο, ν᾽ ακούσεις τη φωνή μας. Αφού κανείς ποτέ δεν μας προσπέρασε στο μελανό καράβι του, προτού να ακούσει από το στόμα μας τη μελιστάλακτη φωνή μας· πρώτα ευφραίνεται κι ύστερα συνεχίζει το ταξίδι του, κερδίζοντας καινούργια γνώση. Γιατί τα πάντα εμείς γνωρίζουμε, όσα τραβήξανε στης Τροίας τον κάμπο |
| Μ_190 | Ἀργεῖοι Τρῶές τε θεῶν ἰότητι μόγησαν· ἴδμεν δ᾽ ὅσσα γένηται ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ.» Ὣς φάσαν ἱεῖσαι ὄπα κάλλιμον· αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ ἤθελ᾽ ἀκουέμεναι, λῦσαί τ᾽ ἐκέλευον ἑταίρους, ὀφρύσι νευστάζων· οἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον. | Αργείοι και Τρώες — θέλημα των θεών. Κι ακόμη ξέρουμε τα όσα συμβαίνουν πάνω σ᾽ ολόκληρη τη γη με τα πολλά γεννήματα.» Έτσι μιλώντας, τραγουδούσαν με φωνή περίκαλλη, κι εμένα μέσα μου η καρδιά μου λαχταρούσε να τις ακούσει, παρακαλούσα τους συντρόφους να με λύσουν, έκανα νόημα γνέφοντας· αλλά εκείνοι εκεί, σκυμμένοι στα κουπιά, |
| Μ_195 | αὐτίκα δ᾽ ἀνστάντες Περιμήδης Εὐρύλοχός τε πλείοσί μ᾽ ἐν δεσμοῖσι δέον μᾶλλόν τε πίεζον. αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τάς γε παρήλασαν, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔπειτα φθόγγον Σειρήνων ἠκούομεν οὐδέ τ᾽ ἀοιδήν, αἶψ᾽ ἀπὸ κηρὸν ἕλοντο ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι, | κωπηλατούσαν. Κι αυτοστιγμεί πετάχτηκαν ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης, μ᾽ έδεσαν μ᾽ άλλα, πρόσθετα σχοινιά, μ᾽ έσφιγγαν πιο γερά. Τέλος, όταν τις ξεπεράσαμε, και δεν ακούγαμε μήτε φωνή μήτε και το τραγούδι των Σειρήνων, τότε οι καλοί μου εταίροι έβγαλαν το κερί, αυτό που εγώ |
| Μ_200 | ὅν σφιν ἐπ᾽ ὠσὶν ἄλειψ᾽, ἐμέ τ᾽ ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν. Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἐλείπομεν, αὐτίκ᾽ ἔπειτα καπνὸν καὶ μέγα κῦμα ἴδον καὶ δοῦπον ἄκουσα· τῶν δ᾽ ἄρα δεισάντων ἐκ χειρῶν ἔπτατ᾽ ἐρετμά, βόμβησαν δ᾽ ἄρα πάντα κατὰ ῥόον· ἔσχετο δ᾽ αὐτοῦ | τους άλειψα στ᾽ αφτιά τους, με λύνουν κι εμένα απ᾽ τα δεσμά μου. Είχαμε αφήσει πίσω το νησί, όταν μπροστά μου βλέπω καπνό, κύμα μεγάλο κι άκουσα τον σάλο. Εκείνοι τότε τρόμαξαν, τους φεύγουν τα κουπιά απ᾽ τα χέρια· όλα τους, κρεμασμένα στο νερό, πλατάγιζαν, και το καράβι έμενε εκεί σταματημένο, αφού δεν το οδηγούσαν |
| Μ_205 | νηῦς, ἐπεὶ οὐκέτ᾽ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον. αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἰὼν ὄτρυνον ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον· «Ὦ φίλοι, οὐ γάρ πώ τι κακῶν ἀδαήμονές εἰμεν· οὐ μὲν δὴ τόδε μεῖζον ἔπι κακὸν ἢ ὅτε Κύκλωψ | πια στα χέρια τους τα σπαθωτά κουπιά. Οπότε εγώ φέρνω ένα γύρο το καράβι και τους συντρόφους αναθάρρυνα, με λόγια όμως μαλακά, από κοντά και στον καθένα χωριστά: «Ω φίλοι, άμαθοι δεν είμαστε θαρρώ στις τόσες συμφορές· και σίγουρα δεν είναι αυτό το μεγαλύτερο κακό, όπως εκείνο όταν ο Κύκλωπας, |
| Μ_210 | εἴλει ἐνὶ σπῆϊ γλαφυρῷ κρατερῆφι βίηφιν· ἀλλὰ καὶ ἔνθεν ἐμῇ ἀρετῇ βουλῇ τε νόῳ τε ἐκφύγομεν, καί που τῶνδε μνήσεσθαι ὀΐω. νῦν δ᾽ ἄγεθ᾽, ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες. ὑμεῖς μὲν κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῖνα βαθεῖαν | άγρια και βίαια, μας έκλεισε μες στη βαθιά σπηλιά του. Κι όμως, το ξέρετε, με τη δική μου αρετή, τη γνώση, το μυαλό, γλιτώσαμε από κει — θα τα θυμόσαστε φαντάζομαι κι αυτά μια μέρα! Λοιπόν, ελάτε τώρα, θάρρος, σ᾽ ό,τι σας πω ας δείξουμε όλοι υπακοή· εσείς οι άλλοι πιάσετε πάλι τα κουπιά και, καθισμένοι στα ζυγά, χτυπάτε |
| Μ_215 | τύπτετε κληΐδεσσιν ἐφήμενοι, αἴ κέ ποθι Ζεὺς δώῃ τόνδε γ᾽ ὄλεθρον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι· σοὶ δέ, κυβερνῆθ᾽, ὧδ᾽ ἐπιτέλλομαι· ἀλλ᾽ ἐνὶ θυμῷ βάλλευ, ἐπεὶ νηὸς γλαφυρῆς οἰήϊα νωμᾷς. τούτου μὲν καπνοῦ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε | βαθιά τα κύματα της θάλασσας, ανίσως δώσει ο Δίας κι αυτόν τον όλεθρο αποφεύγοντας σωθούμε. Όσο για σένα, κυβερνήτη, έχω εντολή ξεχωριστή, βάλ᾽ την καλά στον νου σου, αφού είσαι εσύ που κυβερνάς στο βαθουλό καράβι μας το δοιάκι: βγάλε το πλοίο απ᾽ τον καπνό κι από το κύμα αυτό· |
| Μ_220 | νῆα, σὺ δὲ σκοπέλου ἐπιμαίεο, μή σε λάθῃσι κεῖσ᾽ ἐξορμήσασα καὶ ἐς κακὸν ἄμμε βάλῃσθα.» Ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾽ ὦκα ἐμοῖς ἐπέεσσι πίθοντο. Σκύλλην δ᾽ οὐκέτ᾽ ἐμυθεόμην, ἄπρηκτον ἀνίην, μή πώς μοι δείσαντες ἀπολλήξειαν ἑταῖροι | τράβα γυρεύοντας τον σκόπελο· μην ξεχαστείς κι αλλάξει το καράβι δρόμο, που θα μας παρασύρεις τότε στον χαμό.» Έτσι τους μίλησα, κι εκείνοι υπάκουσαν στα λόγια μου. Δεν είπα ωστόσο λέξη για τη Σκύλλα, το ακαταμάχητο κακό· μήπως οι εταίροι μου τρομάξουν και παρατήσουν τα κουπιά, |
| Μ_225 | εἰρεσίης, ἐντὸς δὲ πυκάζοιεν σφέας αὐτούς. καὶ τότε δὴ Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης ἀλεγεινῆς λανθανόμην, ἐπεὶ οὔ τί μ᾽ ἀνώγει θωρήσσεσθαι· αὐτὰρ ἐγὼ καταδὺς κλυτὰ τεύχεα καὶ δύο δοῦρε μάκρ᾽ ἐν χερσὶν ἑλὼν εἰς ἴκρια νηὸς ἔβαινον | τρέχοντας να κρυφτούν στο αμπάρι. Και ξαφνικά λησμόνησα κι εκείνη τη σκληρή εντολή της Κίρκης, που μ᾽ απαγόρευσε να αρματωθώ· εγώ τη λαμπερή μου πανοπλία φόρεσα, πήρα τα δύο δόρατα στα χέρια κι ανέβηκα στης πλώρης την κουβέρτα. |
| Μ_230 | πρῴρης· ἔνθεν γάρ μιν ἐδέγμην πρῶτα φανεῖσθαι Σκύλλην πετραίην, ἥ μοι φέρε πῆμ᾽ ἑτάροισιν· οὐδέ πῃ ἀθρῆσαι δυνάμην· ἔκαμον δέ μοι ὄσσε πάντῃ παπταίνοντι πρὸς ἠεροειδέα πέτρην. Ἡμεῖς μὲν στεινωπὸν ἀνεπλέομεν γοόωντες· | Γιατί από εκεί περίμενα πως πρώτα θα φανεί πάνω στον βράχο η Σκύλλα, έτοιμη να μου κάνει το κακό με τους συντρόφους. Αλλά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τίποτα· τα μάτια μου πονούσαν, κοιτάζοντας παντού τον βράχο μες στην καταχνιά. Έτσι ανεβαίναμε σ᾽ εκείνο το στενό θρηνώντας· |
| Μ_235 | ἔνθεν γὰρ Σκύλλη, ἑτέρωθι δὲ δῖα Χάρυβδις δεινὸν ἀνερροίβδησε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ. ἦ τοι ὅτ᾽ ἐξεμέσειε, λέβης ὣς ἐν πυρὶ πολλῷ πᾶσ᾽ ἀναμορμύρεσκε κυκωμένη· ὑψόσε δ᾽ ἄχνη ἄκροισι σκοπέλοισιν ἐπ᾽ ἀμφοτέροισιν ἔπιπτεν. | στη μια μεριά η Σκύλλα, στην άλλη η Χάρυβδη θεοτική, αναρροφώντας το αλμυρό νερό της θάλασσας, θέαμα τρομερό! Κι όποτε το ξερνούσε, να βράζει ο τόπος και ν᾽ αφρίζει, λες κι ήτανε λεβέτι σε δυνατή πυρά· κι η αλισάχνη να πετάγεται ψηλά, να πέφτει στις κορφές του ενός και του άλλου βράχου. |
| Μ_240 | ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἀναβρόξειε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ, πᾶσ᾽ ἔντοσθε φάνεσκε κυκωμένη, ἀμφὶ δὲ πέτρη δεινὸν βεβρύχει, ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε ψάμμῳ κυανέη· τοὺς δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει. ἡμεῖς μὲν πρὸς τὴν ἴδομεν δείσαντες ὄλεθρον· | Κι όταν ξανά το αναρροφούσε το αλμυρό νερό της θάλασσας, έχασκε ο στρόβιλος χοχλάζοντας, βογγούσε ο βράχος κι έτριζε φριχτά, έβλεπες ξαφνικά στον πάτο να μαυρίζει η άμμος — οι εταίροι πράσινοι απ᾽ τον φόβο τους. Προσηλωμένοι εμείς στη Χάρυβδη, περίφοβοι για τον χαμό μας, |
| Μ_245 | τόφρα δέ μοι Σκύλλη κοίλης ἐκ νηὸς ἑταίρους ἓξ ἕλεθ᾽, οἳ χερσίν τε βίηφί τε φέρτατοι ἦσαν· σκεψάμενος δ᾽ ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ᾽ ἑταίρους ἤδη τῶν ἐνόησα πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν ὑψόσ᾽ ἀειρομένων· ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες | πρόλαβε τότε η Σκύλλα κι άρπαξε απ᾽ το βαθύ μας πλοίο έξι συντρόφους, τους πιο καλούς και χεροδύναμους. Κι εγώ, το βλέμμα στρέφοντας στο γρήγορο καράβι, ψάχνοντας τους συντρόφους, τους είδα επάνω, να κρέμονται πόδια και χέρια, όπως η Σκύλλα τούς σήκωνε ψηλά· κι εκείνοι απελπισμένοι |
| Μ_250 | ἐξονομακλήδην, τότε γ᾽ ὕστατον, ἀχνύμενοι κῆρ. ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐπὶ προβόλῳ ἁλιεὺς περιμήκεϊ ῥάβδῳ ἰχθύσι τοῖς ὀλίγοισι δόλον κατὰ εἴδατα βάλλων ἐς πόντον προΐησι βοὸς κέρας ἀγραύλοιο, ἀσπαίροντα δ᾽ ἔπειτα λαβὼν ἔρριψε θύραζε, | φώναζαν το όνομά μου παρακλητικά, για τελευταία φορά. Πώς ο ψαράς σ᾽ ένα ακρωτήρι απόκρημνο, με το μακρύ καλάμι του δόλωμα ρίχνει σε ψάρια πιο μικρά, πετώντας στα βαθιά το αγκίστρι του, που το ᾽χει περασμένο σε κέρατο άγραυλου βοδιού, κι όταν πιάσει κανένα, σπαρταριστό το αφήνει καταγής· |
| Μ_255 | ὣς οἵ γ᾽ ἀσπαίροντες ἀείροντο προτὶ πέτρας· αὐτοῦ δ᾽ εἰνὶ θύρῃσι κατήσθιε κεκλήγοντας, χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι. οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἐμοῖς ἴδον ὀφθαλμοῖσι πάντων ὅσσ᾽ ἐμόγησα πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων. | έτσι κι εκείνοι σπαρταρούσαν, καθώς τους σήκωνε ψηλά στα βράχια, όπου τους έτρωγε εκεί μπροστά στο άνοιγμα της σπηλιάς· κραύγαζαν τότε και τα χέρια τους σ᾽ εμένα απλώνοντας με το φριχτό τους τέλος πάλευαν. Όχι, τα μάτια μου δεν είδαν θέαμα πιο ελεεινό, στα τόσα βάσανα που τράβηξα αναζητώντας τα περάσματα της θάλασσας. |
| Μ_260 | Αὐτὰρ ἐπεὶ πέτρας φύγομεν δεινήν τε Χάρυβδιν Σκύλλην τ᾽, αὐτίκ᾽ ἔπειτα θεοῦ ἐς ἀμύμονα νῆσον ἱκόμεθ᾽· ἔνθα δ᾽ ἔσαν καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι, πολλὰ δὲ ἴφια μῆλ᾽ Ὑπερίονος Ἠελίοιο. δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἔτι πόντῳ ἐὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ | Όταν πια προσπεράσαμε τις Πέτρες, την τρομερή τη Χάρυβδη, τη Σκύλλα, έπειτα γρήγορα αντικρίσαμε το θείο κι άψογο νησί· όπου κυκλοφορούσαν, όμορφα κι ευρυμέτωπα, τα βόδια, και τα πολλά θρεμμένα αρνιά του Υπερίονα Ήλιου. Τότε, κι ενόσω εγώ έπλεα ακόμη στα ανοιχτά, μέσα στο μελανό καράβι, |
| Μ_265 | μυκηθμοῦ τ᾽ ἤκουσα βοῶν αὐλιζομενάων οἰῶν τε βληχήν· καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ μάντιος ἀλαοῦ, Θηβαίου Τειρεσίαο, Κίρκης τ᾽ Αἰαίης, οἵ μοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλον νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο. | άκουσα το μουκανητό από τα μαντρισμένα βόδια και των προβάτων τα βελάσματα· οπότε ανέβηκε στον νου μου ο λόγος του μάντη Τειρεσία, του τυφλού Θηβαίου, κι εκεί στην Αία της Κίρκης, που μου παράγγειλαν επίμονα πώς να αποφύγω το νησί του Ήλιου που τέρπει με το φως του τους βροτούς. |
| Μ_270 | δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάροισι μετηύδων, ἀχνύμενος κῆρ· «Κέκλυτέ μευ μύθων, κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι, ὄφρ᾽ ὑμῖν εἴπω μαντήϊα Τειρεσίαο Κίρκης τ᾽ Αἰαίης, οἵ μοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλον νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο· | Γι᾽ αυτό κι εγώ στράφηκα στους συντρόφους, μιλώντας με βαριά καρδιά: «Σύντροφοι, ακούσετε τα λόγια μου, όσα κι αν σας βαραίνουν πάθη, για να σας πω τι μου παράγγειλαν επίμονα ο Τειρεσίας και στην Αία η Κίρκη, πώς να αποφύγω το νησί του Ήλιου, που τέρπει με το φως του τους βροτούς· |
| Μ_275 | ἔνθα γὰρ αἰνότατον κακὸν ἔμμεναι ἄμμιν ἔφασκον. ἀλλὰ παρὲξ τὴν νῆσον ἐλαύνετε νῆα μέλαιναν.» Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ. αὐτίκα δ᾽ Εὐρύλοχος στυγερῷ μ᾽ ἠμείβετο μύθῳ· «Σχέτλιός εἰς, Ὀδυσεῦ, περί τοι μένος οὐδέ τι γυῖα | γιατί, το τόνισαν, εδώ μας περιμένει το μεγαλύτερο κακό. Για τούτο σας προστάζω, το μελανό καράβι μας να προσπεράσει το νησί.» Έτσι τους μίλησα, εκείνων όμως ράγισε η καρδιά τους, κι ευθύς ο Ευρύλοχος μου απάντησε μ᾽ άσχημο τρόπο: «Είσαι, Οδυσσέα, σκληρός, η αντοχή σου ξεπερνά το μέτρο, |
| Μ_280 | κάμνεις· ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, ὅς ῥ᾽ ἑτάρους καμάτῳ ἀδηκότας ἠδὲ καὶ ὕπνῳ οὐκ ἐάᾳς γαίης ἐπιβήμεναι, ἔνθα κεν αὖτε νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον, ἀλλ᾽ αὔτως διὰ νύκτα θοὴν ἀλάλησθαι ἄνωγας, | τα μέλη σου δεν ξέρουν από κούραση, όλα σ᾽ εσένα καμωμένα αλύγιστα από σίδερο. Και τώρα τους συντρόφους, από τον κάματο ξεθεωμένους, την αγρύπνια, δεν τους αφήνεις να πατήσουνε στεριά· σε τούτο το περίβρεχτο νησί να βάλουμε στο στόμα μας γλυκό ψωμί, κάτι να φάμε. Αλλά μέσα στη νύχτα αυτήν που τρέχει, προστάζεις από το νησί |
| Μ_285 | νήσου ἀποπλαγχθέντας, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ. ἐκ νυκτῶν δ᾽ ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν, γίγνονται· πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον, ἤν πως ἐξαπίνης ἔλθῃ ἀνέμοιο θύελλα, ἢ Νότου ἢ Ζεφύροιο δυσαέος, οἵ τε μάλιστα | να ξεμακρύνουμε, να περιπλανηθούμε στο σκοτεινιασμένο πέλαγο, γνωρίζοντας πως οι αγέρηδες της νύχτας είναι φοβεροί — βέβαιη καταστροφή των πλοίων. Αλήθεια, πες μου, ποιος και πώς θα το μπορούσε να ξεφύγει την απειλή του ολέθρου, αν ξαφνικά ξεσπούσε θύελλα, απ᾽ τον νοτιά ή τον σφοδρό πουνέντε (άνεμοι που καταλύουν τα πλοία), κι |
| Μ_290 | νῆα διαρραίουσι, θεῶν ἀέκητι ἀνάκτων. ἀλλ᾽ ἦ τοι νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ δόρπον θ᾽ ὁπλισόμεσθα θοῇ παρὰ νηῒ μένοντες· ἠῶθεν δ᾽ ἀναβάντες ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ.» Ὣς ἔφατ᾽ Εὐρύλοχος, ἐπὶ δ᾽ ᾔνεον ἄλλοι ἑταῖροι. | ας μην το θέλησαν οι κραταιοί θεοί; Γι᾽ αυτό και τώρα, ας υπακούσουμε στο πρόσταγμα της μαύρης νύχτας, στο περιγιάλι να φροντίσουμε το δείπνο μας, πλάι στο ταχύπλοο καράβι, περιμένοντας· κι όταν πια ξημερώσει, τότε ανεβαίνουμε στο πλοίο, να ανοιχτούμε πάλι στην απεραντοσύνη του πελάγου.» Έτσι ο Ευρύλοχος μιλούσε, κι οι άλλοι εταίροι επαίνεσαν |
| Μ_295 | καὶ τότε δὴ γίγνωσκον ὃ δὴ κακὰ μήδετο δαίμων, καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων· «Εὐρύλοχ᾽, ἦ μάλα δή με βιάζετε μοῦνον ἐόντα· ἀλλ᾽ ἄγε δή μοι πάντες ὀμόσσατε καρτερὸν ὅρκον, εἴ κέ τιν᾽ ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶϋ μέγ᾽ οἰῶν | τον λόγο του· όσο για μένα γύριζε ο νους μου στο κακό που κάποιος δαίμονας μας έκλωθε. Τότε τον φώναξα απαντώντας, και πέταξαν τα λόγια μου σαν τα πουλιά: «Ευρύλοχε, το βλέπω, μ᾽ εκβιάζεις, κι έμεινα μόνος. Αλλά σας προκαλώ, όλοι σας ορκιστείτε τον απαράβατο όρκο· ανίσως απαντήσουμε βοδιών αγέλη ή και κοπάδι πρόβατα μεγάλο, |
| Μ_300 | εὕρωμεν, μή πού τις ἀτασθαλίῃσι κακῇσιν ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ· ἀλλὰ ἕκηλοι ἐσθίετε βρώμην, τὴν ἀθανάτη πόρε Κίρκη.» Ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀπόμνυον ὡς ἐκέλευον. αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον, | κανείς να μην ενδώσει στο κακό, και τυφλωμένος σφάξει ή βόδι ή πρόβατο· φρόνιμοι κι ήσυχοι, να τρώτε μόνο τις τροφές που μας προμήθευσε η Κίρκη αθάνατη.» Έτσι τους μίλησα, κι αυτοί δίνουν τον όρκο που παράγγειλα. Μόλις ορκίστηκαν και σφράγισαν τον όρκο τους, |
| Μ_305 | στήσαμεν ἐν λιμένι γλαφυρῷ εὐεργέα νῆα ἄγχ᾽ ὕδατος γλυκεροῖο, καὶ ἐξαπέβησαν ἑταῖροι νηός, ἔπειτα δὲ δόρπον ἐπισταμένως τετύκοντο. αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, μνησάμενοι δὴ ἔπειτα φίλους ἔκλαιον ἑταίρους, | στήσαμε το καλόχτιστο καράβι σε βαθύ λιμάνι, πλάι σε γλυκό νερό· έπειτα βγαίνουν από το καράβι οι σύντροφοι, κι εκεί το δείπνο ετοίμαζαν με γνώση και φροντίδα. Κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για το πιοτό, τότε θυμήθηκαν τους ακριβούς συντρόφους και θρηνούσαν |
| Μ_310 | οὓς ἔφαγε Σκύλλη γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλοῦσα· κλαιόντεσσι δὲ τοῖσιν ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος. ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην, μετὰ δ᾽ ἄστρα βεβήκει, ὦρσεν ἔπι ζαῆν ἄνεμον νεφεληγερέτα Ζεὺς λαίλαπι θεσπεσίῃ, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε | όσους η Σκύλλα κατασπάραξε απ᾽ το βαθύ μας πλοίο αρπάζοντας. Κι έτσι θρηνώντας, έπεσε και τους συνεπήρε νήδυμος ύπνος. Είχε στο μεταξύ κι η νύχτα προχωρήσει στην τρίτη μοίρα της, έγειραν τ᾽ άστρα· κι ο Δίας τότε, που τα σύννεφα συνάζει, άνεμο σήκωσε σφοδρό, με νέφη σκέπασε παντού |
| Μ_315 | γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον· ὀρώρει δ᾽ οὐρανόθεν νύξ. ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, νῆα μὲν ὁρμίσαμεν, κοῖλον σπέος εἰσερύσαντες· ἔνθα δ᾽ ἔσαν Νυμφέων καλοὶ χοροὶ ἠδὲ θόωκοι. καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ μῦθον ἔειπον· | στεριά και πέλαγος, μαύρισε πάνω μας ο ουρανός. Ώσπου ξημέρωσε και φάνηκε ροδίζοντας η Αυγή· τότε τραβήξαμε πιο μέσα το καράβι, το δέσαμε σε μια βαθιά σπηλιά, εκεί που οι Νύμφες είχαν όμορφο χορό και θρόνους. Αμέσως κάλεσα συνέλευση, μπήκα στη μέση και τους μίλησα: |
| Μ_320 | «Ὦ φίλοι, ἐν γὰρ νηῒ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε ἔστιν, τῶν δὲ βοῶν ἀπεχώμεθα, μή τι πάθωμεν· δεινοῦ γὰρ θεοῦ αἵδε βόες καὶ ἴφια μῆλα, Ἠελίου, ὃς πάντ᾽ ἐφορᾷ καὶ πάντ᾽ ἐπακούει.» Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ. | «Φίλοι, υπάρχει ακόμη στο γοργό καράβι φαγητό, πιοτό· μακριά λοιπόν τα χέρια από τα βόδια, να μη μας βρει κι άλλο κακό μεγάλο· γιατί τα βόδια αυτά και τα θρεμμένα πρόβατα ανήκουν στον αμείλικτο θεό, τον Ήλιο, που βλέπει από ψηλά τα πάντα και τα πάντα ακούει.» Έτσι τους μίλησα, κι υπάκουσε περήφανη η ψυχή τους. |
| Μ_325 | μῆνα δὲ πάντ᾽ ἄλληκτος ἄη Νότος, οὐδέ τις ἄλλος γίγνετ᾽ ἔπειτ᾽ ἀνέμων, εἰ μὴ Εὖρός τε Νότος τε. οἱ δ᾽ ἧος μὲν σῖτον ἔχον καὶ οἶνον ἐρυθρόν, τόφρα βοῶν ἀπέχοντο λιλαιόμενοι βιότοιο. ἀλλ᾽ ὅτε δὴ νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα, | Γέμισε όμως κι έλιωσε ένα φεγγάρι ολόκληρο, κι όλο φυσούσε ασίγαστος νοτιάς κανένας άλλος άνεμος, μόνο νοτιάς σιρόκος. Οι σύντροφοι, όσο ακόμη τους περίσσευαν ψωμί και κόκκινο κρασί, τόσο δεν άγγιζαν τα βόδια· λογάριαζαν και τη ζωή τους. Αλλ᾽ όταν πια μες στο καράβι σώθηκαν όλες μας οι τροφές, |
| Μ_330 | καὶ δὴ ἄγρην ἐφέπεσκον ἀλητεύοντες ἀνάγκῃ, ἰχθῦς ὄρνιθάς τε, φίλας ὅ τι χεῖρας ἵκοιτο, γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν· ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός· δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἀνὰ νῆσον ἀπέστιχον, ὄφρα θεοῖσιν εὐξαίμην, εἴ τίς μοι ὁδὸν φήνειε νέεσθαι. | τότε τριγύριζαν παντού, αναγκασμένοι, κάτι να πιάσουν και να βρουν, ψάρι, πουλί, ό,τι τους έπεφτε στο χέρι, με τα καμπύλα αγκίστρια τους· τους θέριζε, μ᾽ άδειο στομάχι, η πείνα. Οπότε εγώ ξεμάκρυνα και πήρα να ανεβαίνω το νησί, ευχή να κάνω στους θεούς, άμποτε κάποιος να μου δείξει δρόμο γυρισμού. |
| Μ_335 | ἀλλ᾽ ὅτε δὴ διὰ νήσου ἰὼν ἤλυξα ἑταίρους, χεῖρας νιψάμενος, ὅθ᾽ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο, ἠρώμην πάντεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν· οἱ δ᾽ ἄρα μοι γλυκὺν ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευαν. Εὐρύλοχος δ᾽ ἑτάροισι κακῆς ἐξάρχετο βουλῆς· | Κι όταν, ανηφορίζοντας στο βάθος του νησιού, βρέθηκα απόμακρα απ᾽ τους συντρόφους, τα χέρια μου ένιψα κι εκεί, σε κάποια απάνεμη μεριά, ύψωνα δέηση προς όλους τους θεούς του Ολύμπου. Εκείνοι όμως χύνουν στα βλέφαρά μου ύπνο γλυκό. Τότε ο Ευρύλοχος, μιλώντας στους συντρόφους, ξεκίνησε μια συμβουλή κακή: |
| Μ_340 | «Κέκλυτέ μευ μύθων, κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι· πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσι, λιμῷ δ᾽ οἴκτιστον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν. ἀλλ᾽ ἄγετ᾽, Ἠελίοιο βοῶν ἐλάσαντες ἀρίστας ῥέξομεν ἀθανάτοισι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν. | «Ακούστε με κι εμένα τώρα, μ᾽ όσα κι αν σας βαραίνουν πάθη· οι θάνατοι όλοι αν είναι μισητοί στους άμοιρους θνητούς, ο πιο πικρός είναι ο θάνατος της πείνας, μοιραίο τέλος. Λοιπόν ελάτε, ας φέρουμε τα βόδια του Ήλιου, τα καλύτερα, ας τα προσφέρουμε θυσία στους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν. |
| Μ_345 | εἰ δέ κεν εἰς Ἰθάκην ἀφικοίμεθα, πατρίδα γαῖαν, αἶψά κεν Ἠελίῳ Ὑπερίονι πίονα νηὸν τεύξομεν, ἐν δέ κε θεῖμεν ἀγάλματα πολλὰ καὶ ἐσθλά· εἰ δὲ χολωσάμενός τι βοῶν ὀρθοκραιράων νῆ᾽ ἐθέλῃ ὀλέσαι, ἐπὶ δ᾽ ἕσπωνται θεοὶ ἄλλοι, | Κι αν μιαν ημέρα στην Ιθάκη φτάσουμε, στην πατρική μας γη, ευθύς να υψώσουμε πλούσιο ναό στον Υπερίονα Ήλιο, μ᾽ αφιερώματα να τον στολίσουμε πολλά, λαμπρά. Αν όμως χολωθεί βαριά για τα ορθοκέρατά του βόδια, αν το καράβι μας θελήσει ν᾽ αφανίσει, και συμφωνήσουν οι λοιποί θεοί, τότε το προτιμώ |
| Μ_350 | βούλομ᾽ ἅπαξ πρὸς κῦμα χανὼν ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ.» Ὣς ἔφατ᾽ Εὐρύλοχος, ἐπὶ δ᾽ ᾔνεον ἄλλοι ἑταῖροι. αὐτίκα δ᾽ Ἠελίοιο βοῶν ἐλάσαντες ἀρίστας ἐγγύθεν· οὐ γὰρ τῆλε νεὸς κυανοπρῴροιο | το κύμα να με πνίξει, χάνοντας τη ζωή μου, παρά να μαραζώνω ατέλειωτα σε τούτο το έρημο νησί.» Έτσι ο Ευρύλοχος τους μίλησε, κι οι άλλοι εταίροι επαίνεσαν τον λόγο του. Αμέσως πήραν κι έφεραν τα βόδια του Ήλιου, τα καλύτερα, κάπου από κει κοντά· γιατί δεν έβοσκαν |
| Μ_355 | βοσκέσκονθ᾽ ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι· τὰς δὲ περιστήσαντο καὶ εὐχετόωντο θεοῖσι, φύλλα δρεψάμενοι τέρενα δρυὸς ὑψικόμοιο· οὐ γὰρ ἔχον κρῖ λευκὸν ἐϋσσέλμου ἐπὶ νηός. αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ εὔξαντο καὶ ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν | τόσο μακριά από το μελανόπρωρο καράβι τα βόδια ωραία, ελικοκέρατα, ευρυμέτωπα. Κι αφού τα περικύκλωσαν, δέονταν στους θεούς κόβοντας φύλλα τρυφερά βαλανιδιάς υψίκομης, γιατί δεν τους απόμεινε λευκό κριθάρι στο καλόχτιστο καράβι. Ύστερα προσευχήθηκαν, τα ᾽σφαξαν και τα γδέρνουν, |
| Μ_360 | μηρούς τ᾽ ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ᾽ αὐτῶν δ᾽ ὠμοθέτησαν· οὐδ᾽ εἶχον μέθυ λεῖψαι ἐπ᾽ αἰθομένοισ᾽ ἱεροῖσιν, ἀλλ᾽ ὕδατι σπένδοντες ἐπώπτων ἔγκατα πάντα. αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρε κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο, | χώρισαν τα μεριά, κι ολόγυρα τα σκέπασαν με λίπος διπλωμένα, κι έβαλαν αποπάνω κομμάτια κρέας ωμό. Κι όπως κρασί δεν είχαν να σταλάξουν στα σφάγια που φλέγονταν, έκαναν με νερό σπονδή, ψήνοντας ύστερα τα σπλάχνα. Κι αφού κάηκαν τα μεριά και γεύτηκαν τα σπλάχνα, |
| Μ_365 | μίστυλλόν τ᾽ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσιν ἔπειραν. Καὶ τότε μοι βλεφάρων ἐξέσσυτο νήδυμος ὕπνος· βῆν δ᾽ ἰέναι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης. ἀλλ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦα κιὼν νεὸς ἀμφιελίσσης, καὶ τότε με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμή· | τα υπόλοιπα τα λιάνισαν και τα περνούν στις σούβλες. Κι αυτοστιγμεί μου φεύγει ο ύπνος ο γλυκός, ανοίγοντας τα βλέφαρά μου, ευθύς πήγα να βρω το γρήγορο σκαρί στης θάλασσας το περιγιάλι. Κι όπως κατέβαινα γοργά κι ήμουνα πια κοντά στο αμφίκυρτο καράβι, γλυκά με πήρε η μυρωδιά της κνίσας. |
| Μ_370 | οἰμώξας δὲ θεοῖσι μετ᾽ ἀθανάτοισι γεγώνευν· «Ζεῦ πάτερ ἠδ᾽ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες, ἦ με μάλ᾽ εἰς ἄτην κοιμήσατε νηλέϊ ὕπνῳ, οἱ δ᾽ ἕταροι μέγα ἔργον ἐμητίσαντο μένοντες.» Ὠκέα δ᾽ Ἠελίῳ Ὑπερίονι ἄγγελος ἦλθε, | Βόγγηξα τότε κι ύψωσα φωνή μεγάλη στους αθάνατους θεούς: «Δία πατέρα και θεοί μακαρισμένοι, αιώνιοι· στη βλάβη εμένα με βουλιάξατε του ανελέητου ύπνου, κι οι σύντροφοί μου βρήκαν τον καιρό να μελετήσουν το ανόσιο έργο.» Στην ώρα τότε φέρνει μήνυμα στον Υπερίονα Ήλιο |
| Μ_375 | Λαμπετίη τανύπεπλος, ὅ οἱ βόας ἔκταμεν ἡμεῖς. αὐτίκα δ᾽ ἀθανάτοισι μετηύδα χωόμενος κῆρ· «Ζεῦ πάτερ ἠδ᾽ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες, τῖσαι δὴ ἑτάρους Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος, οἵ μευ βοῦς ἔκτειναν ὑπέρβιον, ᾗσιν ἐγώ γε | η Λαμπετώ με τον μακρύ της πέπλο, πως σφάξαμε, εμείς, τα βόδια του. Εκείνος, χολωμένος και βαρύς, μίλησε κι έλεγε στους αθανάτους: «Δία πατέρα και θεοί μακαρισμένοι, αιώνιοι, εκδίκηση! Να το πληρώσουν του Λαερτιάδη οι σύντροφοι, που πήγαν κι έσφαξαν, δίχως ντροπή και μέτρο, τα δικά μου βόδια· |
| Μ_380 | χαίρεσκον μὲν ἰὼν εἰς οὐρανὸν ἀστερόεντα, ἠδ᾽ ὁπότ᾽ ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾽ οὐρανόθεν προτραποίμην. εἰ δέ μοι οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέ᾽ ἀμοιβήν, δύσομαι εἰς Ἀΐδαο καὶ ἐν νεκύεσσι φαείνω.» Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς· | μ᾽ αυτά που εγώ ευφραινόμουν, όποτε ανέβαινα τον έναστρο ουρανό, κι όποτε πάλι, τον ουρανό κατηφορίζοντας, στη γη ακουμπούσα. Αν όμως δεν πληρώσουν για τα βόδια μου τη δίκαιη τιμωρία, θα κατεβώ στον Άδη, θα φέγγω μόνο στους νεκρούς.» Κι ο Δίας τότε, που τα σύννεφα συνάζει, είπε κι ανταποκρίθηκε: |
| Μ_385 | «Ἠέλι᾽, ἦ τοι μὲν σὺ μετ᾽ ἀθανάτοισι φάεινε καὶ θνητοῖσι βροτοῖσιν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν· τῶν δέ κ᾽ ἐγὼ τάχα νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ τυτθὰ βαλὼν κεάσαιμι μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ.» Ταῦτα δ᾽ ἐγὼν ἤκουσα Καλυψοῦς ἠϋκόμοιο· | «Ήλιε, μη σταματάς να φέγγεις στους αθάνατους και στους θνητούς βροτούς πάνω στη γη, που μας χαρίζει τα γεννήματά της· κι εγώ, το υπόσχομαι, θα ρίξω στο γοργό καράβι τους πυρφόρο κεραυνό, θα το συντρίψω σε κομμάτια, καταμεσής στο μπλάβο πέλαγος.» (Τ᾽ άκουσα αυτά από την Καλυψώ με την εξαίσια κόμη· |
| Μ_390 | ἡ δ᾽ ἔφη Ἑρμείαο διακτόρου αὐτὴ ἀκοῦσαι. Αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν, νείκεον ἄλλοθεν ἄλλον ἐπισταδόν, οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσθα· βόες δ᾽ ἀποτέθνασαν ἤδη. τοῖσιν δ᾽ αὐτίκ᾽ ἔπειτα θεοὶ τέραα προὔφαινον· | είπε πως τα άκουσε κι αυτή από τον προπομπό Ερμή.) Όταν κατέβηκα φτάνοντας στο καράβι και στο περιγιάλι, έβαλα τις φωνές ελέγχοντας τον έναν και τον άλλο· μάταια όμως, δεν χωρούσε πια καμιά γιατρειά, ήσαν τα βόδια σκοτωμένα. Τότε τους φανερώνουν κι οι θεοί σημεία και τέρατα: |
| Μ_395 | ἕρπον μὲν ῥινοί, κρέα δ᾽ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσι μεμύκει, ὀπταλέα τε καὶ ὠμά· βοῶν δ᾽ ὣς γίγνετο φωνή. Ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι δαίνυντ᾽ Ἠελίοιο βοῶν ἐλάσαντες ἀρίστας· ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Κρονίων, | σάλευαν τα τομάρια καταγής· στις σούβλες μούγκριζαν τα κρέατα, τα ωμά και τα ψημένα· κι ανέβαινε φωνή σαν από βόδια ζωντανά. Για έξι μέρες στη σειρά οι ακριβοί μου εταίροι έσερναν κι έτρωγαν τα βόδια του Ήλιου, τα καλύτερα. Την έβδομη όμως μέρα, που έδωσε κι έφεξε ο Κρονίδης Δίας, |
| Μ_400 | καὶ τότ᾽ ἔπειτ᾽ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο λαίλαπι θύων, ἡμεῖς δ᾽ αἶψ᾽ ἀναβάντες ἐνήκαμεν εὐρέϊ πόντῳ, ἱστὸν στησάμενοι ἀνά θ᾽ ἱστία λεύκ᾽ ἐρύσαντες. Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἐλείπομεν, οὐδέ τις ἄλλη φαίνετο γαιάων, ἀλλ᾽ οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα, | μεμιάς ο άνεμος σταμάτησε, που πριν λυσσομανούσε. Τότε ανεβήκαμε κι εμείς γρήγορα στο καράβι, κι αμέσως ανοιχτήκαμε στα απέραντα πελάγη, στήνοντας το κατάρτι ορθό, με τεντωμένα τα λευκά πανιά. Είχαμε αφήσει πίσω το νησί και δεν φαινόταν στον ορίζοντα άλλη στεριά, μόνο ουρανός και θάλασσα. |
| Μ_405 | δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς, ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ᾽ αὐτῆς. ἡ δ᾽ ἔθει οὐ μάλα πολλὸν ἐπὶ χρόνον· αἶψα γὰρ ἦλθε κεκληγὼς Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων, ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ᾽ ἀνέμοιο θύελλα | Ξάφνου νεφέλη μαύρη κρέμασε στο κοίλο μας καράβι ο Δίας, που βύθισε το πέλαγος στο σκότος. Και δεν αρμένισε το πλοίο μας πολύ· πουνέντες ξέσπασε μουγκρίζοντας και μανιασμένη λαίλαπα μεγάλη· σύντριψε η θύελλα τα μπροστινά μας ξάρτια, |
| Μ_410 | ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ᾽ ὀπίσω πέσεν, ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ᾽· ὁ δ᾽ ἄρα πρυμνῇ ἐνὶ νηῒ πλῆξε κυβερνήτεω κεφαλήν, σὺν δ᾽ ὀστέ᾽ ἄραξε πάντ᾽ ἄμυδις κεφαλῆς· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππεσ᾽ ἀπ᾽ ἰκριόφιν, λίπε δ᾽ ὀστέα θυμὸς ἀγήνωρ. | και τα δυο, έπεσε πίσω το κατάρτι, κι όλα μας τ᾽ άρμενα βρέθηκαν στο αμπάρι κάτω, μέσα στα απόνερα· κι όπως γκρεμίστηκε ο ιστός στου καραβιού την πρύμη, χτύπησε κατακέφαλα τον κυβερνήτη, λιώνοντας τα οστά της κεφαλής του, κι αυτός σαν δύτης βούτηξε πάνω από το κατάστρωμα, το σώμα του έμεινε άψυχο. |
| Μ_415 | Ζεὺς δ᾽ ἄμυδις βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν· ἡ δ᾽ ἐλελίχθη πᾶσα Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ, ἐν δὲ θεείου πλῆτο· πέσον δ᾽ ἐκ νηὸς ἑταῖροι. οἱ δὲ κορώνῃσιν ἴκελοι περὶ νῆα μέλαιναν κύμασιν ἐμφορέοντο, θεὸς δ᾽ ἀποαίνυτο νόστον. | Τότε κι ο Δίας βροντά, ρίχνει στο πλοίο αστροπελέκι· γύρισε αυτό σαν σβούρα σύγκορμο, μόλις το χτύπησε ο κεραυνός του Δία, γέμισε θειάφι ο τόπος, κι οι σύντροφοί μου βρέθηκαν στη θάλασσα· σαν τις κουρούνες, γύρω στο μαύρο μας πλεούμενο, στο κύμα παραδόθηκαν· έτσι ο θεός τούς στέρησε τον νόστο. |
| Μ_420 | Αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ᾽ ἀπὸ τοίχους λῦσε κλύδων τρόπιος· τὴν δὲ ψιλὴν φέρε κῦμα. ἐκ δέ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτὶ τρόπιν· αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ ἐπίτονος βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς. τῷ ῥ᾽ ἄμφω συνέεργον ὁμοῦ τρόπιν ἠδὲ καὶ ἱστόν, | Εγώ γυρόφερνα στο πλοίο ακόμη, ώσπου η καταιγίδα έλυσε τα πλευρά του — έμεινε μόνη πια η καρίνα, έρμαιο στο κύμα. Για μια στιγμή πέφτει και το κατάρτι πάνω της· κι όπως η σκότα, καμωμένη από βοδίσιο δέρμα, κρεμόταν στον ιστό, πιάνω τα δυο μαζί και τα ᾽δεσα, καρίνα και κατάρτι· |
| Μ_425 | ἑζόμενος δ᾽ ἐπὶ τοῖς φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισιν. Ἔνθ᾽ ἦ τοι Ζέφυρος μὲν ἐπαύσατο λαίλαπι θύων, ἦλθε δ᾽ ἐπὶ Νότος ὦκα, φέρων ἐμῷ ἄλγεα θυμῷ, ὄφρ᾽ ἔτι τὴν ὀλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν. παννύχιος φερόμην, ἅμα δ᾽ ἠελίῳ ἀνιόντι | κάθησα τότε πάνω τους κι αφέθηκα στη δίνη των δεινών ανέμων. Κάποια στιγμή σταμάτησε ο πουνέντες κι η λυσσασμένη λαίλαπα· βίαιος τώρα ξέσπασε νοτιάς — καινούργιο βάσανο για μένα, που μ᾽ έφερνε να μετρηθώ με την καταραμένη Χάρυβδη. Όλη τη νύχτα με παρέσυρε το κύμα, κι όταν επήρε ο ήλιος να ανατέλλει, |
| Μ_430 | ἦλθον ἐπὶ Σκύλλης σκόπελον δεινήν τε Χάρυβδιν. ἡ μὲν ἀνερρύβδησε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ· αὐτὰρ ἐγὼ ποτὶ μακρὸν ἐρινεὸν ὑψόσ᾽ ἀερθεὶς τῷ προσφὺς ἐχόμην ὡς νυκτερίς· οὐδέ πῃ εἶχον οὔτε στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον οὔτ᾽ ἐπιβῆναι· | βρέθηκα πάλι στον σκόπελο της Σκύλλας, στον σκόπελο της Χάρυβδης. Πάνω στην ώρα που αναρροφούσε το αλμυρό νερό της θάλασσας· οπότε εγώ, πρώτα μετέωρος, μετά κρεμάστηκα στην αγριοσυκιά, όπου και πιάστηκα γερά, σαν νυχτερίδα· αλλά δεν είχα πού να στηριχτούν τα πόδια μου, μήτε μπορούσα ν᾽ ανεβώ ψηλότερα για να καθήσω· |
| Μ_435 | ῥίζαι γὰρ ἑκὰς εἶχον, ἀπήωροι δ᾽ ἔσαν ὄζοι, μακροί τε μεγάλοι τε, κατεσκίαον δὲ Χάρυβδιν. νωλεμέως δ᾽ ἐχόμην, ὄφρ᾽ ἐξεμέσειεν ὀπίσσω ἱστὸν καὶ τρόπιν αὖτις· ἐελδομένῳ δέ μοι ἦλθον ὄψ᾽· ἦμος δ᾽ ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆθεν ἀνέστη | ήταν μακριά οι ρίζες της και τα κλαδιά απλησίαστα, μεγάλα κι απλωμένα, ρίχνοντας τη βαριά σκιά στη Χάρυβδη. Δεν έμενε άλλο, παρά να περιμένω κρεμασμένος, ώσπου ξανά καράβι και καρίνα να ξεράσει, κάτι που τόσο επιθυμούσα, όμως εκείνο αργούσε. Ποιαν ώρα από την αγορά σηκώνεται ο κριτής για δείπνο, |
| Μ_440 | κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν, τῆμος δὴ τά γε δοῦρα Χαρύβδιος ἐξεφαάνθη. ἧκα δ᾽ ἐγὼ καθύπερθε πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι, μέσσῳ δ᾽ ἐνδούπησα παρὲξ περιμήκεα δοῦρα, ἑζόμενος δ᾽ ἐπὶ τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσι. | αφού στο μεταξύ το δίκιο μοίραζε σε τσούρμο νέους που φιλονικούσαν, τόσο αργά αναφάνηκαν τα ξύλα από της Χάρυβδης το στόμα. Αμέσως τότε χέρια και πόδια αμόλησα, πηδώντας βρόντηξα στη μέση, κοντά σ᾽ εκείνα τα μακριά μαδέρια, κάθησα πάνω τους, κι έκανα τα χέρια μου κουπιά. |
| Μ_445 | Σκύλλην δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔασε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε εἰσιδέειν· οὐ γάρ κεν ὑπέκφυγον αἰπὺν ὄλεθρον. Ἔνθεν δ᾽ ἐννῆμαρ φερόμην, δεκάτῃ δέ με νυκτὶ νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί, ἔνθα Καλυψὼ ναίει ἐϋπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα, | Τη Σκύλλα, ευτύχημά μου, ο Δίας δεν άφησε, πατέρας θεών κι ανθρώπων, μπροστά μου πάλι να τη δω· αλλιώς δεν γλίτωνα από τον βέβαιο όλεθρο. Μέρες εννιά το κύμα με παρέσυρε· τη δέκατη, μέσα στη νύχτα ακόμη, με πλησιάζουν οι θεοί στης Ωγυγίας το νησί· το κατοικούσε η Καλυψώ, καλλίκομη, δαιμονική θεά, ανθρώπινη μιλιά — |
| Μ_450 | ἥ μ᾽ ἐφίλει τ᾽ ἐκόμει τε. τί τοι τάδε μυθολογεύω; ἤδη γάρ τοι χθιζὸς ἐμυθεόμην ἐνὶ οἴκῳ σοὶ καὶ ἰφθίμῃ ἀλόχῳ· ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν αὖτις ἀριζήλως εἰρημένα μυθολογεύειν.» | αυτή μ᾽ αγάπησε, αυτή με φρόντισε. Όμως τι κάθομαι κι ανιστορώ; Εχτές ακόμη τα διηγήθηκα σε τούτο το παλάτι, για σένα και την έξοχη γυναίκα σου. Το βρίσκω αλήθεια αταίριαστο και πληκτικό, λόγια ειπωμένα και ξεκάθαρα, να τα διηγούμαι δεύτερη φορά.» |
Τα σχόλια είναι κλειστά.